Τό βιβλίον «Μακκαβαίων Δ», ως «απόκρυφον» δεν συγκατελέχθη υπό της Εκκλησίας μεταξύ των κανονικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Εν τούτοις, λόγω της σπουδαιότητος τού περιεχομένου αυτού και της συμπεριλήψεώς του εις αρχαία χειρόγραφα της Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα (Ο), εκδίδεται συνήθως μετά των άλλων βιβλίων των Μακκαβαίων (Α-Γ).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
|
|
1. |
ΠΡΟΛΟΓΟΣ |
2. |
ΓΕΝΕΣΙΣ |
3. |
ΕΞΟΔΟΣ |
4. |
ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ |
5. |
ΑΡΙΘΜΟΙ |
6. |
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ |
7. |
ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ |
8. |
ΚΡΙΤΑΙ |
9. |
ΡΟΥΘ |
10. |
Α’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ |
11. |
Β’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ |
12. |
Γ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ |
13. |
Δ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ |
14. |
Α’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ |
15. |
Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ |
16. |
Α’ ΕΣΔΡΑΣ |
17. |
Β’ ΕΣΔΡΑΣ |
18. |
ΝΕΕΜΙΑΣ |
19. |
ΤΩΔΙΤ |
20. |
ΙΟΥΔΙΘ |
21. |
ΕΣΘΗΡ |
22. |
Α’ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ |
23. |
Β’ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ |
24. |
ΨΑΛΜΟΙ |
25. |
ΙΩΒ |
26. |
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ |
27. |
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ |
28. |
ΑΣΜΑ |
29. |
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ |
30. |
ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ |
31. |
ΩΣΗΕ |
32. |
ΑΜΩΣ |
33. |
ΜΙΧΑΪΑΣ |
34. |
ΙΩΗΛ |
35. |
ΟΒΔΙΟΥ ΟΡΑΣΙΣ |
36. |
ΙΩΝΑΣ |
37. |
ΝΑΟΥΜ |
38. |
ΑΜΒΑΚΟΥΜ |
39. |
ΣΟΦΟΝΙΑΣ |
40. |
ΑΓΓΑΙΟΣ |
41. |
ΖΑΧΑΡΙΑΣ |
42. |
ΜΑΛΑΧΙΑΣ |
43. |
ΗΣΑΪΑΣ |
44. |
ΙΕΡΕΜΙΑΣ |
45. |
ΒΑΡΟΥΧ |
46. |
ΘΡΗΝΟΙ ΙΕΡΕΜΙΟΥ |
47. |
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΕΡΕΜΙΑ |
48. |
ΙΕΖΕΚΙΗΛ |
49. |
ΔΑΝΙΗΛ ΣΩΣΑΝΝΑ |
50. |
ΔΑΝΙΗΛ |
51. |
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΖΑΧΑΡΙΟΥ & ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ |
52. |
ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ |
53. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Δ΄ |
Ύμνοι και ωδές πνευματικές, δοξολογίες και ευχαριστίες οφείλονται στόν Κύριο της δόξης, της χάριτος και της ιστορίας, διότι με την παρούσα έκδοση η Εκκλησία της Ελλάδος αποκτά την ιδική της έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης βάσει της μεταφράσεως των Εβδομήκοντα (Ο'). Τό κείμενο αυτό έχει γίνει αποδεκτό από τή συνείδηση τού εκκλησιαστικού πληρώματος και απετέλεσε τή βάση θεολογικών συζητήσεων, άρα δε και των αποφάσεων των τοπικών και οικουμενικών Συνόδων, ως και την πολλαπλή έγκριση της Εκκλησίας της Ελλάδος και τού Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Η Παλαιά Διαθήκη, ως γνωστόν, περιέχει το λόγο τού Θεού όπως τον απεκάλυψεν ο ίδιος στους Ισραηλίτες πριν να έλθει ο Χριστός στόν κόσμο. Η αποκάλυψη αυτή έγινε με τους αγίους άνδρες, τους Πατριάρχες, τον Μωυσή και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και είχε ως σκοπόν της την προετοιμασία των ανθρώπων στό να κατανοήσουν καλύτερα και να πιστέψουν ευκολότερα στις αλήθειες της Καινής Διαθήκης, όπως ακριβώς τις απεκάλυψε στόν κόσμο πλήρως και τελείως ο Υιός τού Θεού.
Η θεία αποκάλυψη συνιστά ενέργεια τού Θεού, με την οποία κάνει γνωστά στόν άνθρωπο τα μυστικά της φύσεώς Του, καθώς και το περιεχόμενο τού θείου θελήματός Του.
Η Παλαιά Διαθήκη ως έκφραση της εν τόπω και χρόνω γενομένης αποκαλύψεως τού Θεού, διατηρούσα πάντοτε την επικαιρότητά της, προσφέρει τις θεμελιώδεις αρχές της υπερφυσικής θείας αποκαλύψεως ως αντικείμενο πίστεως.
Τά βιβλία της Αγίας Γραφής που εγράφησαν πριν από την έλευση τού Χριστού, αποτελούν την Παλαιά Διαθήκη, εκείνα δε που εγράφησαν μετά Χριστόν, συνιστούν την Καινή Διαθήκη.
Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει σαράντα εννέα βιβλία. Τά βιβλία της είναι ιστορικά, διδακτικά και προφητικά. Ο Θεός φανερώνεται στόν Αδάμ, στόν Παράδεισο, και πριν και μετά την πτώση του, θέλοντας να τον καθοδηγήσει στό δρόμο της αρετής.
Επίσης φανερώνεται στόν Αβραάμ και σε πολλούς δικαίους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Εκλέγει τον προφήτη Μωυσή και αυτοαποκαλύπτεται σ’ αυτόν στό όρος Σινά δεκαπέντε περίπου αιώνες πρό της ελεύσεως τού Χριστού. Η αποκάλυψη τού Θεού και η παράδοση τού Νόμου Του με τή μορφή των δέκα εντολών στό Μωυσή, συνεχίστηκε με μια σειρά από αγίους προφήτες διά μέσου των αιώνων. Ο Θεός ήθελε να διαπαιδαγωγήσει τον εκλεκτό του λαό, τον Ισραήλ, στό δρόμο της αλήθειας. Μέ την ενανθρώπηση δε τού Χριστού, ο Θεός απεκάλυψε την πλήρη αλήθεια.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας το τονίζει γράφοντας ότι <ο Νόμος (της Παλαιάς Διαθήκης) διά Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο> ( Ιωάν. α 17). Η χάρις δε αυτή απελευθερώνει τον άνθρωπο από τή δουλεία της αμαρτίας και τον αναγεννά.
Η πρώτη αποκάλυψη τού Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν ατελής, ενώ η δεύτερη στην Καινή Διαθήκη ήταν πλήρης και τελεία. Η μία προετοίμασε το δρόμο της κατανοήσεως και αποδοχής της άλλης. Έτσι η χριστιανική θρησκεία γεννήθηκε μέσα στό πλήρωμα της αληθείας.
Η παρούσα συλλογική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Ο' στην ελληνική γλώσσα, έχει μεγάλη σημασία και διά τον Ελληνισμόν, καθότι απέβη η <παιδαγωγός εις Χριστόν> τόσον των Ελληνιστών Ιουδαίων, όσον και των Εθνικών.
Μέχρι της ολοκληρώσεως τού Κανόνος της Καινής Διαθήκης, η μετάφραση των Ο' ήταν διά την Εκκλησία η αποκληστική Βίβλος, στην οποία αναφέρονται τόσον ο Κύριος όσον και οι Μαθητές Του. Η μετάφραση των Ο είναι η πλέον παλαιά από τις γνωστές σε μας μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, σ΄ αυτήν δε εστηρίχθησαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας και αυτήν πλείστοι από αυτούς υπομνημάτισαν και ερμήνευσαν διά μέσου των αιώνων.
Αυτή απολαμβάνει θείας αυθεντίας και κύρους ως η Βίβλος της αδιαιρέτου Εκκλησίας των οκτώ πρώτων αιώνων. Συνιστά την Παλαιά Διαθήκη, το επίσημο κείμενο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και παραμένει το αυθεντικό κείμενο βάσει τού οποίου έγιναν και οι επίσημες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης των άλλων αδελφών ορθοδόξων Εκκλησιών· υπήρξε το θείο όργανο τού πρό Χριστού ευαγγελισμού και απετέλεσε τή βάση της ορθοδόξου Θεολογίας. Πρόκειται δε περί σπουδαιοτάτου και μοναδικού μνημείου τού Ελληνισμού και τού Πολιτισμού του με αδιάκοπη και καταπλήσσουσα παράδοση των <χειρογράφων> της μέχρι σήμερα.
Σέ όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η υπό της Εκκλησίας μας λειτουργική χρήση της, καθότι στις τρεις θείες Λειτουργίες, στά ευχολόγια και στά λοιπά λειτουργικά βιβλία και κείμενα των ιερών Ακολουθιών, γίνεται ευρύτατη χρήση αγιογραφικών χωρίων, προφητειών κ.λπ. από την Παλαιά Διαθήκη των Ο'.
Ευελπιστούμε ότι η πρόνοια τού Μεγάλου Θεού, θα ευλογήσει τα πράγματα, ώστε, πολύ σύντομα η Εκκλησία μας, να έχει την Παλαιά Διαθήκη των Ο' σε νεοελληνική απόδοση, διά να γίνεται αυτή καταληπτή από όλους, το φιλακόλουθον πλήρωμα της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα από τους νέους μας, που αποτελούν την ελπίδα της Εκκλησίας και τού Έθνους μας.
Η προσεκτική ανάγνωση και μελέτη της Αγίας Γραφής αποτελεί μεγάλη ασφάλεια δι’ όλους μας, εις το να μην αμαρτάνουμε, μας καθοδηγεί στό θέλημα τού Θεού, στόν αγώνα διά την απόκτηση των αρετών και στό κέρδισμα της αιωνίου ζωής.
Ο Χριστουπόλεως ΠΕΤΡΟΣ
Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας
1 ΕΝ αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν. 2 η δε γη ήν αόρατος και ακατασκεύαστος, και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω τού ύδατος. 3 και είπεν ο Θεός· γενηθήτω φώς· και εγένετο φώς. 4 και είδεν ο Θεός το φώς, ότι καλόν· και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον τού φωτός και ανά μέσον τού σκότους. 5 και εκάλεσεν ο Θεός το φώς ημέραν και το σκότος εκάλεσε νύκτα. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα μία. 6 Καί είπεν ο Θεός· γενηθήτω στερέωμα εν μέσω τού ύδατος και έστω διαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. και εγένετο ούτως. 7 και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα, και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον τού ύδατος, ό ήν υποκάτω τού στερεώματος, και αναμέσον τού ύδατος τού επάνω τού στερεώματος. 8 και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα ουρανόν. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν, και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα δευτέρα. 9 Καί είπεν ο Θεός· συναχθήτω το ύδωρ το υποκάτω τού ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά. και εγένετο ούτως. και συνήχθη το ύδωρ το υποκάτω τού ουρανού εις τας συναγωγάς αυτών, και ώφθη η ξηρά.
10 και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν γήν και τα συστήματα των υδάτων εκάλεσε θαλάσσας. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. 11 και είπεν ο Θεός· βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ΄ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ού το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γής. και εγένετο ούτως. 12 και εξήνεγκεν η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ού το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γής. 13 και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα τρίτη. 14 Καί είπεν ο Θεός· γενηθήτωσαν φωστήρες εν τώ στερεώματι τού ουρανού εις φαύσιν επί της γής, τού διαχωρίζειν ανά μέσον της ημέρας και ανά μέσον της νυκτός· και έστωσαν εις σημεία και εις καιρούς και εις ημέρας και εις ενιαυτούς· 15 και έστωσαν εις φαύσιν εν τώ στερεώματι τού ουρανού, ώστε φαίνειν επί της γής. και εγένετο ούτως. 16 και εποίησεν ο Θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μέγαν εις αρχάς της ημέρας και τον φωστήρα τον ελάσσω εις αρχάς της νυκτός, και τους αστέρας. 17 και έθετο αυτούς ο Θεός εν τώ στερεώματι τού ουρανού, ώστε φαίνειν επί της γής 18 και άρχειν της ημέρας και της νυκτός και διαχωρίζειν ανά μέσον τού φωτός και ανά μέσον τού σκότους. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. 19 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα τετάρτη.
20 Καί είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και πετεινά πετόμενα επί της γής κατά το στερέωμα τού ουρανού. και εγένετο ούτως. 21 και εποίησεν ο Θεός τα κήτη τα μεγάλα και πάσαν ψυχήν ζώων ερπετών, ά εξήγαγε τα ύδατα κατά γένη αυτών, και πάν πετεινόν πτερωτόν κατά γένος. και είδεν ο Θεός, ότι καλά. 22 και ευλόγησεν αυτά ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τα ύδατα εν ταίς θαλάσσαις, και τα πετεινά πληθυνέσθωσαν επί της γής. 23 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα πέμπτη. 24 Καί είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω η γη ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα και ερπετά και θηρία της γής κατά γένος. και εγένετο ούτως. 25 και εποίησεν ο Θεός τα θηρία της γής κατά γένος, και τα κτήνη κατά γένος αυτών και πάντα τα ερπετά της γής κατά γένος αυτών. και είδεν ο Θεός, ότι καλά. 26 και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών τού ουρανού και των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί γής γής. 27 και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. 28 και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών τού ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής. 29 και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ό εστιν επάνω πάσης της γής, και πάν ξύλον, ό έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν·
30 και πάσι τοίς θηρίοις της γής και πάσι τοίς πετεινοίς τού ουρανού και παντί ερπετώ έρποντι επί της γής, ό έχει εν εαυτώ ψυχήν ζωής, και πάντα χόρτον χλωρόν εις βρώσιν. και εγένετο ούτως. 31 και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα έκτη.
1 ΚΑΙ συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γη και πάς ο κόσμος αυτών. 2 και συνετέλεσεν ο Θεός εν τή ημέρα τή έκτη τα έργα αυτού, ά εποίησε, και κατέπαυσε τή ημέρα τή εβδόμη από πάντων των έργων αυτού, ών εποίησε. 3 και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν· ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι. 4 Αύτη η βίβλος γενέσεως ουρανού και γής, ότε εγένετο· ή ημέρα εποίησε Κύριος ο Θεός τον ουρανόν και την γήν 5 και πάν χλωρόν αγρού πρό τού γενέσθαι επί της γής και πάντα χόρτον αγρού πρό τού ανατείλαι· ου γάρ έβρεξεν ο Θεός επί την γήν, και άνθρωπος ουκ ήν εργάζεσθαι αυτήν· 6 πηγή δε ανέβαινεν εκ της γής και επότιζε πάν το πρόσωπον της γής. 7 και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γής, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν. 8 Καί εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και έθετο εκεί τον άνθρωπον, ον έπλασε. 9 και εξανέτειλεν ο Θεός έτι εκ της γής πάν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν και το ξύλον της ζωής εν μέσω τού παραδείσου και το ξύλον τού ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού.
10 ποταμός δε εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον· εκείθεν αφορίζεται εις τέσσαρας αρχάς. 11 όνομα τώ ενί Φισών· ούτος ο κυκλών πάσαν την γήν Ευιλάτ, εκεί ού εστι το χρυσίον· 12 το δε χρυσίον της γής εκείνης καλόν· και εκεί εστιν ο άνθραξ και ο λίθος ο πράσινος. 13 και όνομα τώ ποταμώ τώ δευτέρω Γεών· ούτος ο κυκλών πάσαν την γήν Αιθιοπίας. 14 και ο ποταμός ο τρίτος Τίγρις· ούτος ο προπορευόμενος κατέναντι Ασσυρίων. ο δε ποταμός ο τέταρτος Ευφράτης. 15 Καί έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τώ παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν. 16 και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τώ Αδάμ λέγων· από παντός ξύλου τού εν τώ παραδείσω βρώσει φαγή, 17 από δε τού ξύλου τού γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού· ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε. 18 Καί είπε Κύριος ο Θεός· ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ’ αυτόν. 19 και έπλασεν ο Θεός έτι εκ της γής πάντα τα θηρία τού αγρού και πάντα τα πετεινά τού ουρανού και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ, ιδείν τι καλέσει αυτά. και πάν ό εάν εκάλεσεν αυτό Αδάμ ψυχήν ζώσαν, τούτο όνομα αυτώ.
20 και εκάλεσεν Αδάμ ονόματα πάσι τοίς κτήνεσι και πάσι τοίς πετεινοίς τού ουρανού και πάσι τοίς θηρίοις τού αγρού· τώ δε Αδάμ ουχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώ. 21 και επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και ύπνωσε· και έλαβε μίαν των πλευρών αυτού και ανεπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής. 22 και ωκοδόμησεν ο Θεός την πλευράν, ήν έλαβεν από τού Αδάμ, εις γυναίκα και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ. 23 και είπεν Αδάμ· τούτο νύν οστούν εκ των οστέων μου και σάρξ εκ της σαρκός μου· αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ τού ανδρός αυτής ελήφθη αύτη· 24 ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. 25 και ήσαν οι δύο γυμνοί, ό τε Αδάμ και η γυνή αυτού, και ουκ ησχύνοντο.
1 Ο δε όφις ήν φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της γής, ών εποίησε Κύριος ο Θεός. και είπεν ο όφις τή γυναικί· τι ότι είπεν ο Θεός, ου μη φάγητε από παντός ξύλου τού παραδείσου; 2 και είπεν η γυνή τώ όφει· από καρπού τού ξύλου τού παραδείσου φαγούμεθα, 3 από δε τού καρπού τού ξύλου, ό εστιν εν μέσω τού παραδείσου, είπεν ο Θεός, ου φάγεσθε απ’ αυτού, ου δε μη άψησθε αυτού, ίνα μη αποθάνητε. 4 και είπεν ο όφις τή γυναικί· ου θανάτω αποθανείσθε· 5 ήδει γάρ ο Θεός, ότι ή αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν. 6 και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοίς οφθαλμοίς ιδείν και ωραίόν εστι τού κατανοήσαι, και λαβούσα από τού καρπού αυτού έφαγε· και έδωκε και τώ ανδρί αυτής μετ΄ αυτής, και έφαγον. 7 και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα. 8 Καί ήκουσαν της φωνής Κυρίου τού Θεού περιπατούντος εν τώ παραδείσω το δειλινόν, και εκρύβησαν ό τε Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου τού Θεού εν μέσω τού ξύλου τού παραδείσου. 9 και εκάλεσε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπεν αυτώ· Αδάμ, που εί;
10 και είπεν αυτώ· της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τώ παραδείσω και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι, και εκρύβην. 11 και είπεν αυτώ ο Θεός· τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός εί, ει μη από τού ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες; 12 και είπεν ο Αδάμ· η γυνή, ήν έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν από τού ξύλου, και έφαγον. 13 και είπε Κύριος ο Θεός τή γυναικί· τι τούτο εποίησας; και είπεν η γυνή· ο όφις ηπάτησέ με, και έφαγον. 14 και είπε Κύριος ο Θεός τώ όφει· ότι εποίησας τούτο, επικατάρατος σύ από πάντων των κτηνών και από πάντων των θηρίων των επί της γής· επί τώ στήθει σου και τή κοιλία πορεύση και γήν φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου. 15 και έχθραν θήσω ανά μέσον σού και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον τού σπέρματός σου και ανά μέσον τού σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και σύ τηρήσεις αυτού πτέρναν. 16 και τή γυναικί είπε· πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις τέξη τέκνα, και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει. 17 τώ δε Αδάμ είπεν· ότι ήκουσας της φωνής της γυναικός σου και έφαγες από τού ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες, επικατάρατος η γη εν τοίς έργοις σου· εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου· 18 ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φαγή τον χόρτον τού αγρού. 19 εν ιδρώτι τού προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως τού αποστρέψαι σε εις γήν γήν, εξ ής ελήφθης, ότι γη εί και εις γήν απελεύση·
20 και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων. 21 Καί εποίησε Κύριος ο Θεός τώ Αδάμ και τή γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς. 22 και είπεν ο Θεός· ιδού Αδάμ γέγονεν ως είς εξ ημών, τού γινώσκειν καλόν και πονηρόν· και νύν μη ποτε εκτείνη την χείρα αυτού και λάβη από τού ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα. 23 και εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο Θεός εκ τού παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γήν, εξ ής ελήφθη. 24 και εξέβαλε τον Αδάμ και κατώκισεν αυτόν απέναντι τού παραδείσου της τρυφής και έταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν τού ξύλου της ζωής.
1 ΑΔΑΜ δε έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκε τον Κάιν και είπεν· εκτησάμην άνθρωπον διά τού Θεού. 2 και προσέθηκε τεκείν το αδελφόν αυτού, τον Άβελ. και εγένετο Άβελ ποιμήν προβάτων, Κάιν δε ήν εργαζόμενος την γήν. 3 και εγένετο μεθ’ ημέρας ήνεγκε Κάιν από των καρπών της γής θυσίαν τώ Κυρίω, 4 και Άβελ ήνεγκε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού και από των στεάτων αυτών. και επείδεν ο Θεός επί Άβελ και επί τοίς δώροις αυτού, 5 επί δε Κάιν και επί ταίς θυσίαις αυτού ου προσέσχε. και ελυπήθη Κάιν λίαν, και συνέπεσε τώ προσώπω αυτού. 6 και είπε Κύριος ο Θεός τώ Κάιν· ίνα τι περίλυπος εγένου, και ίνα τι συνέπεσε το πρόσωπόν σου; 7 ουκ εάν ορθώς προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες; ησύχασον· προς σε η αποστροφή αυτού, και σύ άρξεις αυτού. 8 και είπε Κάιν προς Άβελ τον αδελφόν αυτού· διέλθωμεν εις το πεδίον. και εγένετο εν τώ είναι αυτούς εν τώ πεδίω, ανέστη Κάιν επί Άβελ τον αδελφόν αυτού και απέκτεινεν αυτόν. 9 και είπε Κύριος ο Θεός προς Κάιν· που έστιν Άβελ ο αδελφός σου; και είπεν· ου γινώσκω· μη φύλαξ τού αδελφού μου ειμί εγώ;
10 και είπε Κύριος· τι πεποίηκας; φωνή αίματος τού αδελφού σου βοά προς με εκ της γής. 11 και νύν επικατάρατος σύ από της γής, ή έχανε το στόμα αυτής δέξασθαι το αίμα τού αδελφού σου εκ της χειρός σου· 12 ότε εργά την γήν, και ου προσθήσει την ισχύν αυτής δούναί σοι· στένων και τρέμων έση επί της γής. 13 και είπε Κάιν προς Κύριον τον Θεόν· μείζων η αιτία μου τού αφεθήναί με· 14 ει εκβάλλεις με σήμερον από προσώπου της γής και από τού προσώπου σου κρυβήσομαι, και έσομαι στένων και τρέμων επί της γής, και έσται πάς ο ευρίσκων με, αποκτενεί με. 15 και είπεν αυτώ Κύριος ο Θεός· ουχ ούτως, πάς ο αποκτείνας Κάιν επτά εκδικούμενα παραλύσει. και έθετο Κύριος ο Θεός σημείον τώ Κάιν τού μη ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν. 16 εξήλθε δε Κάιν από προσώπου τού Θεού και ώκησεν εν γη Ναίδ κατέναντι Εδέμ. 17 Καί έγνω Κάιν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκε τον Ενώχ. και ήν οικοδομών πόλιν και επωνόμασε την πόλιν επί τώ ονόματι τού υιού αυτού, Ενώχ. 18 εγεννήθη δε τώ Ενώχ Γαιδάδ, και Γαιδάδ εγέννησε τον Μαλελεήλ, και Μαλελεήλ εγέννησε τον Μαθουσάλα, και Μαθουσάλα εγέννησε τον Λάμεχ. 19 και έλαβεν εαυτώ Λάμεχ δύο γυναίκας, όνομα τή μια Αδά, και όνομα τή δευτέρα Σελλά.
20 και έτεκεν Αδά τον Ιωβήλ· ούτος ήν πατήρ οικούντων εν σκηναίς κτηνοτρουφων. 21 και όνομα τώ αδελφώ αυτού Ιουβάλ· ούτος ήν ο καταδείξας ψαλτήριον και κιθάραν. 22 Σελλά δε και αυτή έτεκε τον Θόβελ, και ήν σφυροκόπος χαλκεύς χαλκού και σιδήρου· αδελφή δε Θόβελ Νοεμά. 23 είπε δε Λάμεχ ταίς εαυτού γυναιξίν· Αδά και Σελλά, ακούσατέ μου της φωνής, γυναίκες Λάμεχ, ενωτίσασθέ μου τους λόγους, ότι άνδρα απέκτεινα εις τραύμα εμοί και νεανίσκον εις μώλωπα εμοί· 24 ότι επτάκις εκδεδίκηται εκ Κάιν, εκ δε Λάμεχ εβδομηκοντάκις επτά. 25 Έγνω δε Αδάμ Εύαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκεν υιόν, και επωνόμασε το όνομα αυτού Σήθ, λέγουσα· εξανέστησε γάρ μοι ο Θεός σπέρμα έτερον αντί Άβελ, ον απέκτεινε Κάιν. 26 και τώ Σήθ εγένετο υιός, επωνόμασε δε το όνομα αυτού Ενώς· ούτος ήλπισεν επικαλείσθα το όνομα Κυρίου τού Θεού.
1 ΑΥΤΗ η βίβλος γενέσεως ανθρώπων· ή ημέρα εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· 2 άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς· και επωνόμασε το όνομα αυτού Αδάμ, ή ημέρα εποίησεν αυτούς· 3 έζησε δε Αδάμ τριάκοντα και διακόσια έτη, και εγέννησε κατά την ιδέαν αυτού και κατά την εικόνα αυτού και επωνόμασε το όνομα αυτού Σήθ. 4 εγένοντο δε αι ημέραι τού Αδάμ, ας έζησε μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σήθ, έτη επτακόσια, και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 5 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Αδάμ, ας έζησε, τριάκοντα και εννακόσια έτη, και απέθανεν. 6 Έζησε δε Σήθ πέντε και διακόσια έτη και εγέννησε τον Ενώς. 7 και έζησε Σήθ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ενώς επτά έτη και επτακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 8 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Σήθ δώδεκα και εννακόσια έτη, και απέθανε. 9 Καί έζησεν Ενώς έτη εκατόν ενενήκοντα και εγέννησε τον Καινάν.
10 και έζησεν Ενώς μετά το γεννήσαι αυτόν τον Καινάν πεντεκαίδεκα έτη και επτακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 11 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ενώς πέντε έτη και εννακόσια, και απέθανε. 12 Καί έζησε Καινάν εβδομήκοντα και εκατόν έτη, και εγέννησε τον Μαλελεήλ. 13 και έζησε Καινάν μετά το γεννήσαι αυτόν τον Μαλελεήλ τεσσαράκοντα και επτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 14 και εγένοντο πάσαι αι ημέρα Καινάν δέκα έτη και εννακόσια, και απέθανε. 15 Καί έζησε Μαλελεήλ πέντε και εξήκοντα και εκατόν έτη και εγέννησε τον Ιάρεδ. 16 και έζησε Μαλελεήλ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ιάρεδ έτη τριάκοντα και επτακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 17 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Μαλελεήλ, έτη πέντε και ενενήκοντα και οκτακόσια, και απέθανε. 18 Καί έζησεν Ιάρεδ δύο και εξήκοντα έτη και εκατόν και εγέννησε τον Ενώχ. 19 και έζησεν Ιάρεδ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ενώχ οκτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας.
20 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ιάρεδ δύο και εξήκοντα και εννακόσια έτη, και απέθανε. 21 Καί έζησεν Ενώχ πέντε και εξήκοντα και εκατόν έτη και εγέννησε τον Μαθουσάλα. 22 ευηρέστησε δε Ενώχ τώ Θεώ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Μαθουσάλα διακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 23 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ενώχ πέντε και εξήκοντα και τριακόσια έτη. 24 και ευηρέστησεν Ενώχ τώ Θεώ και ουχ ευρίσκετο, ότι μετέθηκεν αυτόν ο Θεός. 25 Καί έζησε Μαθουσάλα επτά έτη και εξήκοντα και εκατόν και εγέννησε τον Λάμεχ. 26 και έζησε Μαθουσάλα μετά το γεννήσαι αυτόν τον Λάμεχ δύο και οκτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 27 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Μαθουσάλα, ας έζησεν, εννέα και εξήκοντα και εννακόσια έτη, και απέθανε. 28 Καί έζησε Λάμεχ οκτώ και ογδοήκοντα και εκατόν έτη και εγέννησεν υιόν. 29 και επωνόμασε το όνομα αυτού Νώε λέγων· ούτος διαναπαύσει ημάς από των έργων ημών και από των λυπών των χειρών ημών και από της γής, ής κατηράσατο Κύριος ο Θεός.
30 και έζησε Λάμεχ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Νώε πεντακόσια και εξήκοντα και πέντε έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 31 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Λάμεχ επτακόσια και πεντήκοντα τρία έτη, και απέθανε.32 Καί ήν Νώε ετών πεντακοσίων και εγέννησε τρεις υιούς, τον Σήμ, τον Χάμ, και τον Ιάφεθ.
1 ΚΑΙ εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γής, και θυγατέρες εγεννήθησαν αυτοίς. 2 ιδόντες δε οι υιοί τού Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισιν, έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών, ών εξελέξαντο. 3 και είπε Κύριος ο Θεός· ου μη καταμείνη το πνεύμά μου εν τοίς ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα διά το είναι αυτούς σάρκας, έσονται δε αι ημέραι αυτών εκατόν είκοσιν έτη. 4 οι δε γίγαντες ήσαν επί της γής εν ταίς ημέραις εκείναις· και μετ’ εκείνο, ως αν εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εγεννώσαν εαυτοίς· εκείνοι ήσαν οι γίγαντες οι απ’ αιώνος, οι άνθρωποι οι ονομαστοί. 5 Ιδών δε Κύριος ο Θεός, ότι επληθύνθησαν αι κακίαι των ανθρώπων επί της γής και πάς τις διανοείται εν τή καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας, 6 και ενεθυμήθη ο Θεός ότι εποίησε τον άνθρωπον επί της γής, και διενοήθη. 7 και είπεν ο Θεός· απαλείψω τον άνθρωπον, ον εποίησα από προσώπου της γής, από ανθρώπου έως κτήνους και από ερπετών έως πετεινών τού ουρανού, ότι μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς. 8 Νώε δε εύρε χάριν εναντίον Κυρίου τού Θεού. 9 Αύται δε αι γενέσεις Νώε· Νώε άνθρωπος δίκαιος, τέλειος ών εν τή γενεά αυτού· τώ Θεώ ευηρέστησε Νώε.
10 εγέννησε δε Νώε τρεις υιούς, τον Σήμ, τον Χάμ, τον Ιάφεθ. 11 εφθάρη δε η γη εναντίον τού Θεού, και επλήσθη η γη αδικίας. 12 και είδε Κύριος ο Θεός την γήν, και ήν κατεφθαρμένη, ότι κατέφθειρε πάσα σάρξ την οδόν αυτού επί της γής. 13 και είπε Κύριος ο Θεός τώ Νώε· καιρός παντός ανθρώπου ήκει εναντίον μου, ότι επλήσθη η γη αδικίας απ΄ αυτών, και ιδού εγώ καταφθείρω αυτούς και την γήν. 14 ποίησον ούν σεαυτώ κιβωτόν εκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιάς ποιήσεις την κιβωτόν και ασφαλτώσεις αυτήν έσωθεν και έξωθεν τή ασφάλτω. 15 και ούτω ποιήσεις την κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων το μήκος της κιβωτού και πεντήκοντα πήχεων το πλάτος και τριάκοντα πήχεων το ύψος αυτής· 16 επισυνάγων ποιήσεις την κιβωτόν και εις πήχυν συντελέσεις αυτήν άνωθεν· την δε θύραν της κιβωτού ποιήσεις εκ πλαγίων· κατάγαια διώροφα και τριώροφα ποιήσεις αυτήν. 17 εγώ δε ιδού επάγω τον κατακλυσμόν, ύδωρ επί την γήν καταφθείραι πάσαν σάρκα, εν ή εστι πνεύμα ζωής, υποκάτω τού ουρανού· και όσα εάν ή επί της γής, τελευτήσει. 18 και στήσω την διαθήκην μου μετά σού· εισελεύση δε εις την κιβωτόν σύ και οι υιοί σου και η γυνή σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σού. 19 και από πάντων των κτηνών και από πάντων των ερπετών και από πάντων των θηρίων και από πάσης σαρκός, δύο δύο από πάντων εισάξεις εις την κιβωτόν, ίνα τρέφης μετά σεαυτού· άρσεν και θήλυ έσονται.
20 από πάντων των ορνέων των πετεινών κατά γένος, και από πάντων των κτηνών κατά γένος και από πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής κατά γένος αυτών, δύο δύο από πάντων εισελεύσονται προς σε τρέφεσθαι μετά σού, άρσεν και θήλυ. 21 σύ δε λήψη σεαυτώ από πάντων των βρωμάτων, ά έδεσθε, και συνάξεις προς σεαυτόν, και έσται σοι και εκείνοις φαγείν. 22 και εποίησε Νώε πάντα, όσα ενετείλατο αυτώ Κύριος ο Θεός, ούτως εποίησε.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος ο Θεός προς Νώε· είσελθε σύ και πάς ο οίκός σου εις την κιβωτόν, ότι σε είδον δίκαιον εναντίον μου εν τή γενεά ταύτη. 2 από δε των κτηνών των καθαρών εισάγαγε προς σε επτά επτά, άρσεν και θήλυ, από δε των κτηνών των μη καθαρών δύο δύο, άρσεν και θήλυ, 3 και από των πετεινών τού ουρανού των καθαρών επτά επτά, άρσεν και θήλυ, και από πάντων των πετεινών των μη καθαρών δύο δύο, άρσεν και θήλυ, διαθρέψαι σπέρμα επί πάσαν την γήν. 4 έτι γάρ ημερών επτά εγώ επάγω υετόν επί την γήν τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας και εξαλείψω πάν το ανάστημα, ό εποίησα, από προσώπου πάσης της γής. 5 και εποίησε Νώε πάντα, όσα ενετείλατο αυτώ Κύριος ο Θεός.6 Νώε δε ήν ετών εξακοσίων, και ο κατακλυσμός τού ύδατος εγένετο επί της γής. 7 εισήλθε δε Νώε και οι υιοί αυτού και η γυνή αυτού και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ΄ αυτού εις την κιβωτόν διά το ύδωρ τού κατατακλυσμού. 8 και από των πετεινών των καθαρών και από των πετεινών των μη καθαρών και από των κτηνών των καθαρών και από των κτηνών των μη καθαρών και από πάντων των ερπόντων επί της γής 9 δύο δύο εισήλθον προς Νώε εις την κιβωτόν, άρσεν και θήλυ, καθά ενετείλατο ο Θεός τώ Νώε.
10 και εγένετο μετά τας επτά ημέρας και το ύδωρ τού κατακλυσμού εγένετο επί της γής. 11 εν τώ εξακοσιοστώ έτει εν τή ζωή τού Νώε, τού δευτέρου μηνός, εβδόμη και εικάδι τού μηνός, τή ημέρα ταύτη ερράγησαν πάσαι αι πηγαί της αβύσσου, και οι καταρράκται τού ουρανού ηνεώχθησαν. 12 και εγένετο υετός επί της γής τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας. 13 εν τή ημέρα ταύτη εισήλθε Νώε, Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ, οι υιοί Νώε, και η γυνή Νώε και αι τρεις γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού εις την κιβωτόν. 14 και πάντα τα θηρία κατά γένος και πάντα τα κτήνη κατά γένος και πάν ερπετόν κινούμενον επί της γής κατά γένος και πάν όρνεον πετεινόν κατά γένος αυτού 15 εισήλθον προς Νώε εις την κιβωτόν, δύο δύο άρσεν και θήλυ από πάσης σαρκός, εν ώ εστι πνεύμα ζωής. 16 και τα εισπορευόμενα άρσεν και θήλυ από πάσης σαρκός εισήλθε, καθά ενετείλατο ο Θεός τώ Νώε. και έκλεισε Κύριος ο Θεός την κιβωτόν έξωθεν αυτού. 17 Καί εγένετο ο κατακλυσμός τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας επί της γής, και επεπληθύνθη το ύδωρ και επήρε την κιβωτόν, και υψώθη από της γής. 18 και επεκράτει το ύδωρ και επληθύνετο σφόδρα επί της γής, και επεφέρετο η κιβωτός επάνω τού ύδατος. 19 το δε ύδωρ επεκράτει σφόδρα σφόδρα επί της γής και εκάλυψε πάντα τα όρη τα υψηλά, ά ήν υποκάτω τού ουρανού·
20 πεντεκαίδεκα πήχεις υπεράνω υψώθη το ύδωρ και επεκάλυψε πάντα τα όρη τα υψηλά. 21 και απέθανε πάσα σάρξ κινουμένη επί της γής των πετεινών και των κτηνών και από θηρίων και πάν ερπετόν κινούμενον επί της γής και πάς άνθρωπος. 22 και πάντα, όσα έχει πνοήν ζωής, και πάν, ό ήν επί της ξηράς, απέθανε. 23 και εξήλειψε πάν το ανάστημα, ό ήν επί προσώπου της γής, από ανθρώπου έως κτήνους και ερπετών και των πετεινών τού ουρανού, και εξηλείφθησαν από της γής· και κατελείφθη μόνος Νώε και οι μετ’ αυτού εν τή κιβωτώ. 24 και υψώθη το ύδωρ επί της γής ημέρας εκατόν πεντήκοντα.
1 ΚΑΙ ανεμνήσθη ο Θεός τού Νώε και πάντων των θηρίων και πάντων των κτηνών και πάντων των πετεινών και πάντων των ερπετών των ερπόντων, όσα ήν μετ’ αυτού εν τή κιβωτώ, και επήγαγεν ο Θεός πνεύμα επί την γήν, και εκόπασε το ύδωρ, 2 και επεκαλύφθησαν αι πηγαί της αβύσσου και οι καταρράκται τού ουρανού, και συνεσχέθη ο υετός από τού ουρανού. 3 και ενεδίδου το ύδωρ πορευόμενον από της γής, και ηλαττονούτο το ύδωρ μετά πεντήκοντα και εκατόν ημέρας. 4 και εκάθισεν η κιβωτός εν μηνί τώ εβδόμω, εβδόμη και εικάδι τού μηνός, επί τα όρη τα Αραράτ. 5 το δε ύδωρ ηλαττονούτο έως τού δεκάτου μηνός· και εν τώ δεκάτω μηνί, τή πρώτη τού μηνός, ώφθησαν αι κεφαλαί των ορέων. 6 και εγένετο μετά τεσσαράκοντα ημέρας ηνέωξε Νώε την θυρίδα της κιβωτού, ήν εποίησε, και απέστειλε τον κόρακα τού ιδείν, ει κεκόπακε το ύδωρ· 7 και εξελθών, ουκ ανέστρεψεν έως τού ξηρανθήναι το ύδωρ από της γής. 8 και απέστειλε την περιστεράν οπίσω αυτού ιδείν, ει κεκόπακε το ύδωρ από της γής. 9 και ουχ ευρούσαι η περιστερά ανάπαυσιν τοίς ποσίν αυτής, ανέστρεψε προς αυτόν εις την κιβωτόν, ότι ύδωρ ήν επί πάν το πρόσωπον της γής, και εκτείνας την χείρα έλαβεν αυτήν, και εισήγαγεν αυτήν προς εαυτόν εις την κιβωτόν.
10 και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας, πάλιν εξαπέστειλε την περιστεράν εκ της κιβωτού· 11 και ανέστρεψε προς αυτόν η περιστερά το προς εσπέραν, και είχε φύλλον ελαίας κάρφος εν τώ στόματι αυτής, και έγνω Νώε ότι κεκόπακε το ύδωρ από της γής. 12 και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας, πάλιν εξαπέστειλε την περιστεράν, και ου προσέθετο τού επιστρέψαι προς αυτόν έτι. 13 και εγένετο εν τώ ενί και εξακοσιοστώ έτει εν τή ζωή τού Νώε, τού πρώτου μηνός, μια τού μηνός, εξέλιπε το ύδωρ από της γής· και απεκάλυψε Νώε την στέγην της κιβωτού, ήν εποίησε, και είδεν ότι εξέλιπε το ύδωρ από προσώπου της γής. 14 εν δε τώ δευτέρω μηνί εξηράνθη η γη, εβδόμη και εικάδι τού μηνός. 15 Καί είπε Κύριος ο Θεός προς Νώε λέγων· 16 έξελθε εκ της κιβωτού, σύ και η γυνή σου και οι υιοί σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σού 17 και πάντα τα θηρία, όσα εστί μετά σού, και πάσα σάρξ από πετεινών έως κτηνών, και πάν ερπετόν κινούμενον επί της γής εξάγαγε μετά σεαυτού· και αυξάνεσθε και πληθύνεσθε επί της γής. 18 και εξήλθε Νώε και η γυνή αυτού και οι υιοί αυτού και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού. 19 και πάντα τα θηρία, και πάντα τα κτήνη, και πάν πετεινόν, και πάν ερπετόν κινούμενον επί της γής κατά γένος αυτών, εξήλθοσαν εκ της κιβωτού.
20 και ωκοδόμησε Νώε θυσιαστήριον τώ Κυρίω, και έλαβεν από πάντων των κτηνών των καθαρών και από πάντων των πετεινών των καθαρών και ανήνεγκεν εις ολοκάρπωσιν επί το θυσιαστήριον. 21 και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας, και είπε Κύριος ο Θεός διανοηθείς· ου προσθήτω έτι καταράσασθαι την γήν διά τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια τού ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού· ου προσθήσω ούν έτι πατάξαι πάσαν σάρκα ζώσαν, καθώς εποίησα. 22 πάσας τας ημέρας της γής, σπέρμα και θερισμός, ψύχος και καύμα, θέρος και έαρ, ημέραν και νύκτα ου καταπαύσουσι.
1 ΚΑΙ ευλόγησεν ο Θεός τον Νώε και τους υιούς αυτού και είπεν αυτοίς· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής. 2 και ο τρόμος και ο φόβος υμών έσται επί πάσι τοίς θηρίοις της γής, επί πάντα τα πετεινά τού ουρανού και επί πάντα τα κινούμενα επί της γής και επί πάντας τους ιχθύας της θαλάσσης· υπό χείρας υμίν δέδωκα. 3 και πάν ερπετόν, ό εστι ζών, υμίν έσται εις βρώσιν· ως λάχανα χόρτου δέδωκα υμίν τα πάντα. 4 πλήν κρέας εν αίματι ψυχής ου φάγεσθε· 5 και γάρ το υμέτερον αίμα των ψυχών υμών εκ χειρός πάντων των θηρίων εκζητήσω αυτό και εκ χειρός ανθρώπου αδελφού εκζητήσω την ψυχήν τού ανθρώπου. 6 ο εκχέων αίμα ανθρώπου, αντί τού αίματος αυτού εκχυθήσεται, ότι εν εικόνι Θεού εποίησα τον άνθρωπον. 7 υμείς δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν, και κατακυριεύσατε αυτής. 8 Καί είπεν ο Θεός τώ Νώε και τοίς υιοίς αυτού μετ’ αυτού λέγων· 9 και ιδού εγώ ανίστημι την διαθήκην μου υμίν και τώ σπέρματι υμών μεθ’ υμάς
10 και πάση ψυχή ζώση μεθ΄ υμών, από ορνέων και από κτηνών, και πάσι τοίς θηρίοις της γής, όσα εστί μεθ’ υμών από πάντων των εξελθόντων εκ της κιβωτού. 11 και στήσω την διαθήκην μου προς υμάς, και ουκ αποθανείται πάσα σάρξ έτι από τού ύδατος τού κατακλυσμού, και ουκ έτι έσται κατακλυσμός ύδατος τού καταφθείραι πάσαν την γήν. 12 και είπε Κύριος ο Θεός προς Νώε· τούτο το σημείον της διαθήκης, ό εγώ δίδωμι ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης, ή εστι μεθ' υμών εις γενεάς αιωνίους· 13 το τόξον μου τίθημι εν τή νεφέλη, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και της γής. 14 και έσται εν τώ συννεφείν με νεφέλας επί την γήν, οφθήσεται το τόξον εν τή νεφέλη, 15 και μνησθήσομαι της διαθήκης μου, ή εστιν ανά μέσον εμού και υμών, και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης εν πάση σαρκί, και ουκ έσται έτι το ύδωρ εις κατακλυσμόν, ώστε εξαλείψαι πάσαν σάρκα. 16 και έσται το τόξον μου εν τή νεφέλη, και όψομαι τού μνησθήναι διαθήκην αιώνιον ανά μέσον εμού και της γής και ανά μέσον ψυχής ζώσης εν πάσι σαρκί, ή εστιν επί της γής. 17 και είπεν ο Θεός τώ Νώε· τούτο το σημείον της διαθήκης, ής διεθέμην ανά μέσον εμού και ανά μέσον πάσης σαρκός, ή εστιν επί της γής.18 Ήσαν δε οι υιοί Νώε, οι εξελθόντες εκ της κιβωτού, Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ· Χάμ δε ήν πατήρ Χαναάν. 19 τρεις ούτοί εισιν υιοί Νώε· από τούτων διεσπάρησαν επί πάσαν την γήν.
20 Καί ήρξατο Νώε άνθρωπος γεωργός γής και εφύτευσεν αμπελώνα. 21 και έπιεν εκ τού οίνου και εμεθύσθη και εγυμνώθη εν τώ οίκω αυτού. 22 και είδε Χάμ ο πατήρ Χαναάν την γύμνωσιν τού πατρός αυτού και εξελθών ανήγγειλε τοίς δυσίν αδελφοίς αυτού έξω. 23 και λαβόντες Σήμ και Ιάφεθ το ιμάτιον επέθεντο επί τα δύο νώτα αυτών και επορεύθησαν οπισθοφανώς και συνεκάλυψαν την γύμνωσιν τού πατρός αυτών, και το πρόσωπον αυτών οπισθοφανώς, και την γύμνωσιν τού πατρός αυτών ουκ είδον. 24 εξένηψε δε Νώε από τού οίνου και έγνω όσα εποίησεν αυτώ ο υιός αυτού ο νεώτερος, 25 και είπεν· επικατάρατος Χαναάν· παίς οικέτης έσται τοίς αδελφοίς αυτού. 26 και είπεν· ευλογητός Κύριος ο Θεός τού Σήμ, και έσται Χαναάν παίς οικέτης αυτού. 27 πλατύναι ο Θεός τώ Ιάφεθ, και κατοικησάτω εν τοίς οίκοις τού Σήμ και γενηθήτω Χαναάν παίς αυτού. 28 Έζησε δε Νώε μετά τον κατακλυσμόν έτη τριακόσια πεντήκοντα. 29 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Νώε εννακόσια πεντήκοντα έτη, και απέθανεν.
1 ΑΥΤΑΙ δε αι γενέσεις των υιών Νώε, Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ, και εγεννήθησαν αυτοίς υιοί μετά τον κατακλυσμόν.2 Υιοί Ιάφεθ· Γαμέρ και Μαγώγ και Μαδοί και Ιωύαν και Ελισά και Θοβέλ και Μοσόχ και Θείρας. 3 και υιοί Γαμέρ· Ασχανάζ και Ριφάθ και Θοργαμά. 4 και υιοί Ιωύαν· Ελισά και Θάρσεις, Κίτιοι, Ρόδιοι. 5 εκ τούτων αφωρίσθησαν νήσοι των εθνών εν τή γη αυτών, έκαστος κατά γλώσσαν εν ταίς φυλαίς αυτών και εν τοίς έθνεσιν αυτών. 6 Υιοί δε Χάμ· Χούς και Μερσαίν Φούδ και Χαναάν. 7 υιοί δε Χούς· Σαβά και Ευιλά και Σαβαθά και Ρεγμά και Σαβαθακά. υιοί δε Ρεγμά· Σαβά και Δαδάν. 8 Χούς δε εγέννησε τον Νεβρώδ. ούτος ήρξατο είναι γίγας επί της γής· 9 ούτος ήν γίγας κυνηγός εναντίον Κυρίου τού Θεού· διά τούτο ερούσιν, ως Νεβρώδ γίγας κυνηγός εναντίον Κυρίου.
10 και εγένετο αρχή της βασιλείας αυτού Βαβυλών και Ορέχ και Αρχάδ και Χαλάννη εν τή γη Σεναάρ. 11 εκ της γής εκείνης εξήλθεν Ασσούρ και ωκοδόμησε την Νινευί και την Ροωβώθ πόλιν και την Χαλάχ 12 και την Δασή ανά μέσον Νινευί και ανά μέσο Χαλάχ· αύτη η πόλις μεγάλη. 13 και Μεσραίν εγέννησε τους Λουδιείμ και τους Ενεμετιείμ και τους Λαβιείμ και τους Νεφθαλιείμ και τους Πατροσωνιείμ 14 και τους Χασλωνιείμ, όθεν εξήλθε Φυλιστιείμ, και τους Καφθοριείμ. 15 Χαναάν δε εγέννησε τον Σιδώνα πρωτότοκον αυτού 16 και τον Χετταίον και τον Ιεβουσαίον και τον Αμορραίον και τον Γεργεσαίον και τον Ευαίον και τον Αρουκαίον 17 και τον Ασενναίον και τον Αράδιον και τον Σαμαραίον και τον Αμαθί. 18 και μετά τούτο διεσπάρησαν αι φυλαί των Χαναναίων, 19 και εγένετο τα όραι των Χαναναίων από Σιδώνος έως ελθείν εις Γεραρά και Γαζάν, έως ελθείν έως Σοδόμων και Γομόρρας, Αδαμά και Σεβωίμ έως Δασά.
20 ούτοι υιοί Χάμ, εν ταίς φυλαίς αυτών, κατά γλώσσας αυτών, εν ταίς χώραις αυτών και εν τοίς έθνεσιν αυτών. 21 Καί τώ Σήμ εγεννήθη και αυτώ, πατρί πάντων των υιών Έβερ, αδελφώ Ιάφεθ τού μείζονος. 22 υιοί Σήμ· Ελάμ και Ασσούρ και Αρφαξάδ και Λούδ και Αράμ και Καινάν. 23 και υιοί Αράμ· Ούζ και Ούλ και Γατέρ και Μοσόχ. 24 και Αρφαξάδ εγέννησε τον Καινάν, και Καινάν εγέννησε τον Σαλά, Σαλά δε εγέννησε τον Έβερ. 25 και τώ Έβερ εγεννήθησαν δύο υιοί· όνομα τώ ενί Φαλέγ, ότι εν ταίς ημέραις αυτού διεμερίσθη η γη, και όνομα τώ αδελφώ αυτού Ιεκτάν. 26 Ιεκτάν δε εγέννησε τον Ελμωδάδ και Σαλέθ και τον Σαρμώθ και Ιαράχ και Οδορρά και Αιβήλ και Δεκλά 27 και Ευάλ και Αβιμαέλ και Σαβά 28 και Ουφείρ και Ευειλά και Ιωβάβ. 29 πάντες ούτοι υιοί Ιεκτάν.
30 και εγένετο η κατοίκησις αυτών από Μασσή έως ελθείν εις Σαφηρά, όρος ανατολών. 31 ούτοι υιοί Σήμ, εν ταίς φυλαίς αυτών, κατά γλώσσας αυτών, εν ταίς χώραις αυτών και εν τοίς έθνεσιν αυτών. 32 Αύται αι φυλαί υιών Νώε κατά γενέσεις αυτών, κατά έθνη αυτών· από τούτων διεσπάρησαν νήσοι των εθνών επί της γής μετά τον κατακλυσμόν.
1 ΚΑΙ ήν πάσα η γη χείλος έν, και φωνή μία πάσι. 2 και εγένετο εν τώ κινήσαι αυτούς από ανατολών, εύρον πεδίον εν γη Σενναάρ και κατώκησαν εκεί. 3 και είπεν άνθρωπος τώ πλησίον αυτού· δεύτε πλινθεύσωμεν πλίνθους και οπτήσωμεν αυτάς πυρί. και εγένετο αυτοίς η πλίνθος εις λίθον, και άσφαλτος ήν αυτοίς ο πηλός. 4 και είπαν· δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ού έσται η κεφαλή έως τού ουρανού, και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα πρό τού διασπαρήναι ημάς επί προσώπου πάσης της γής. 5 και κατέβη Κύριος ιδείν την πόλιν και τον πύργον, ον ωκοδόμησαν οι υιοί των ανθρώπων. 6 και είπε Κύριος· ιδού γένος έν και χείλος έν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νύν ουκ εκλείψει απ’ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν. 7 δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν, ίνα μη ακούσωσιν έκαστος την φωνήν τού πλησίον. 8 και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πάσης της γής, και επαύσαντο οικοδομούντες την πόλιν και τον πύργον. 9 διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Σύγχυσις, ότι εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γής, και εκείθεν διέσπειρεν αυτούς Κύριος επί πρόσωπον πάσης της γής.
10 Καί αύται αι γενέσεις Σήμ. και ήν Σήμ υιός εκατόν ετών, ότε εγέννησε τον Αρφαξάδ, δευτέρου έτους μετά τον κατακλυσμόν. 11 και έζησε Σήμ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Αρφαξάδ έτη πεντακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 12 Καί έζησεν Αρφαξάδ εκατόν τριάκοντα πέντε έτη και εγέννησε τον Καινάν. 13 και έζησεν Αρφαξάδ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Καινάν έτη τετρακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.Καί έζησε Καινάν εκατόν και τριάκοντα έτη και εγέννησε τον Σαλά. και έζησε Καινάν μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σαλά έτη τριακόσια τριάκοντα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 14 Καί έζησε Σαλά εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησε τον Έβερ. 15 και έζησε Σαλά μετά το γεννήσαι αυτόν τον Έβερ τριακόσια τριάκοντα έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 16 Καί έζησεν Έβερ εκατόν τριάκοντα τέσσαρα ετη και εγέννησε τον Φαλέγ. 17 και έζησεν Έβερ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Φαλέγ έτη διακόσια εβδομήκοντα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 18 Καί έζησε Φαλέγ τριάκοντα και εκατόν έτη και εγέννησε τον Ραγαύ. 19 και έζησε Φαλέγ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ραγαύ εννέα και διακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
20 Καί έζησε Ραγαύ εκατόν τριάκοντα και δύο έτη και εγέννησε τον Σερούχ. 21 και έζησε Ραγαύ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σερούχ διακόσια επτά έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 22 και έζησε Σερούχ εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησε τον Ναχώρ. 23 Καί έζησε Σερούχ, μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ναχώρ, έτη διακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 24 Καί έζησε Ναχώρ έτη εκατόν εβδομήκοντα εννέα και εγέννησε τον Θάρα. 25 και έζησε Ναχώρ, μετά το γεννήσαι αυτόν τον Θάρα, έτη εκατόν εικοσιπέντε και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 26 Καί έζησε Θάρα εβδομήκοντα έτη και εγέννησε τον Άβραμ και τον Ναχώρ και τον Αρράν. 27 Αύται αι γενέσεις Θάρα· Θάρα εγέννησε τον Άβραμ και τον Ναχώρ και τον Αρράν, και Αρράν εγέννησε τον Λώτ. 28 και απέθανεν Αρράν ενώπιον Θάρα τού πατρός αυτού εν τή γη, ή εγεννήθη, εν τή χώρα των Χαλδαίων. 29 και έλαβον Άβραμ και Ναχώρ εαυτοίς γυναίκας· όνομα τή γυναικί Άβραμ Σάρα, και όνομα τή γυναικί Ναχώρ Μελχά, θυγάτηρ Αρράν και πατήρ Μελχά και πατήρ Ιεσχά.
30 και ήν Σάρα στείρα και ουκ ετεκνοποίει. 31 και έλαβε Θάρα τον Άβραμ υιόν αυτού και τον Λώτ υιόν Αρράν, υιόν τού υιού αυτού, και την Σάραν την νύμφην αυτού, γυναίκα Άβραμ τού υιού αυτού, και εξήγαγεν αυτούς εκ της χώρας των Χαλδαίων πορευθήναι εις γήν Χαναάν και ήλθον έως Χαρράν και κατώκησεν εκεί. 32 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Θάρα εν γη Χαρράν διακόσια πέντε έτη, και απέθανε Θάρα εν Χαρράν.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος τώ Άβραμ· έξελθε εκ της γής σου και εκ της συγγενείας σου και εκ τού οίκου τού πατρός σου και δεύρο εις την γήν, ήν αν σοι δείξω· 2 και ποιήσω σε εις έθνος μέγα και ευλογήσω σε και μεγαλυνώ το όνομά σου, και έση ευλογημένος· 3 και ευλογήσω τους ευλογούντάς σε και τους καταρωμένους σε καταράσομαι· και ενευλογηθήσονται εν σοί πάσαι αι φυλαί της γής. 4 και επορεύθη Άβραμ, καθάπερ ελάλησεν αυτώ Κύριος, και ώχετο μετ’ αυτού Λώτ. Άβραμ δε ήν ετών εβδομηκονταπέντε, ότε εξήλθε εκ Χαρράν. 5 και έλαβεν Άβραμ Σάραν την γυναίκα αυτού και τον Λώτ υιόν τού αδελφού αυτού και πάντα τα υπάρχοντα αυτών, όσα εκτήσαντο, και πάσαν ψυχήν, ήν εκτήσαντο εκ Χαρράν, και εξήλθοσαν πορευθήναι εις γήν Χαναάν. 6 και διώδευσεν Άβραμ την γήν εις το μήκος αυτής έως τού τόπου Συχέμ, επί την δρύν την υψηλήν· οι δε Χαναναίοι τότε κατώκουν την γήν. 7 και ώφθη Κύριος τώ Άβραμ και είπεν αυτώ· τώ σπέρματί σου δώσω την γήν ταύτην. και ωκοδόμησεν εκεί Άβραμ θυσιαστήριον Κυρίω τώ οφθέντι αυτώ. 8 και απέστη εκείθεν εις το όρος κατά ανατολάς Βαιθήλ και έστησεν εκεί την σκηνήν αυτού, Βαιθήλ κατά θάλασσαν και Αγγαί κατά ανατολάς· και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον τώ Κυρίω και επεκαλέσατο επί τώ ονόματι Κυρίου. 9 και απήρεν Άβραμ και πορευθείς εστρατοπέδευσεν εν τή ερήμω.
10 Καί εγένετο λιμός επί της γής, και κατέβη Άβραμ εις Αίγυπτον παροικήσαι εκεί, ότι ενίσχυσεν ο λιμός επί της γής. 11 εγένετο δε, ηνίκα ήγγισεν Άβραμ εισελθείν εις Αίγυπτον, είπεν Άβραμ Σάρα τή γυναικί· γινώσκω εγώ, ότι γυνή ευπρόσωπος εί· 12 έσται ούν, ως αν ίδωσί σε οι Αιγύπτιοι, ερούσιν ότι γυνή αυτού εστιν αυτή, και αποκτενούσί με, σε δε περιποιήσονται. 13 ειπόν ούν, ότι αδελφή αυτού ειμι, όπως αν εύ μοι γένηται διά σε, και ζήσεται η ψυχή μου ένεκέν σου. 14 εγένετο δε, ηνίκα εισήλθεν Άβραμ εις Αίγυπτον, ιδόντες οι Αιγύπτιοι την γυναίκα αυτού, ότι καλή ήν σφόδρα, 15 και είδον αυτήν οι άρχοντες Φαραώ και επήνεσαν αυτήν προς Φαραώ και εισήγαγον αυτήν εις τον οίκον Φαραώ· 16 και τώ Άβραμ εύ εχρήσαντο δι’ αυτήν, και εγένοντο αυτώ πρόβατα και μόσχοι και όνοι και παίδες και παιδίσκαι και ημίονοι και κάμηλοι. 17 και ήτασεν ο Θεός τον Φαραώ ετασμοίς μεγάλοις και πονηροίς και τον οίκον αυτού περί Σάρας της γυναικός Άβραμ. 18 καλέσας δε Φαραώ τον Άβραμ είπε· τι τούτο εποίησάς μοι, ότι ουκ απήγγειλάς μοι, ότι γυνή σου εστίν; 19 ινατί είπας ότι αδελφή μου εστί; και έλαβον αυτήν εμαυτώ γυναίκα, και νύν ιδού η γυνή σου έναντί σου· λαβών απότρεχε.
20 και ενετείλατο Φαραώ ανδράσι περί Άβραμ συμπροπέμψαι αυτόν και την γυναίκα αυτού και πάντα, όσα ήν αυτώ.
1 ΑΝΕΒΗ δε Άβραμ εξ Αιγύπτου, αυτός και η γυνή αυτού και πάντα τα αυτού και Λώτ μετ΄ αυτού, εις την έρημον. 2 Άβραμ δε ήν πλούσιος σφόδρα κτήνεσι και αργυρίω και χρυσίω. 3 και επορεύθη όθεν ήλθεν εις την έρημον έως Βαιθήλ, έως τού τόπου, ού ήν η σκηνή αυτού το πρότερον, ανά μέσον Βαιθήλ και ανά μέσον Αγγαί, 4 εις τον τόπον τού θυσιαστηρίου, ού εποίησεν εκεί την αρχήν· και επεκαλέσατο εκεί Άβραμ το όνομα τού Κυρίου. 5 και Λώτ τώ συμπορευομένω μετά Άβραμ ήν πρόβατα και βόες και σκηναί. 6 και ουκ εχώρει αυτούς η γη κατοικείν άμα, ότι ήν τα υπάρχοντα αυτών πολλά, και ουκ εχώρει αυτούς η γη κατοικείν άμα. 7 και εγένετο μάχη ανά μέσον των ποιμένων των κτηνών τού Άβραμ και ανά μέσον των ποιμένων των κτηνών τού Λώτ· οι δε Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι τότε κατώκουν την γήν. 8 είπε δε Άβραμ τώ Λώτ· μη έστω μάχη ανά μέσον εμού και σού και ανά μέσον των ποιμένων μου και ανά μέσον των ποιμένων σου, ότι άνθρωποι αδελφοί εσμεν ημείς. 9 ουκ ιδού πάσα η γη εναντίον σου εστί; διαχωρίσθητι απ΄ εμού· ει σύ εις αριστερά, εγώ εις δεξιά· ει δε σύ εις δεξιά, εγώ εις αριστερά.
10 και επάρας Λώτ τους οφθαλμούς αυτού, επείδε πάσαν την περίχωρον τού Ιορδάνου, ότι πάσα ήν ποτιζομένη πρό τού καταστρέψαι τον Θεόν Σόδομα και Γόμορρα, ως ο παράδεισος τού Θεού και ως η γη Αιγύπτου, έως ελθείν εις Ζόγορα. 11 και εξελέξατο εαυτώ Λώτ πάσαν την περίχωρον τού Ιορδάνου, και απήρε Λώτ από ανατολών, και διεχωρίσθησαν έκαστος από τού αδελφού αυτού. 12 Άβραμ δε κατώκησεν εν γη Χαναάν, Λώτ δε κατώκησεν εν πόλει των περιχώρων και εσκήνωσεν εν Σοδόμοις· 13 οι δε άνθρωποι οι εν Σοδόμοις πονηροί και αμαρτωλοί εναντίον τού Θεού σφόδρα. 14 Ο δε Θεός είπε τώ Άβραμ μετά το διαχωρισθήναι τον Λώτ απ’ αυτού· ανάβλεψον τοίς οφθαλμοίς σου και ίδε από τού τόπου, ού νύν σύ εί, προς βορράν και λίβα και ανατολάς και θάλασσαν· 15 ότι πάσαν την γήν, ήν σύ οράς, σοί δώσω αυτήν και τώ σπέρματί σου έως αιώνος. 16 και ποιήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της γής· ει δύναταί τις εξαριθμήσαι την άμμον της γής, και το σπέρμα σου εξαριθμηθήσεται. 17 αναστάς διόδευσον την γήν είς τε το μήκος αυτής και εις το πλάτος, ότι σοί δώσω αυτήν και τώ σπέρματί σου εις τον αιώνα. 18 και αποσκηνώσας Άβραμ, ελθών κατώκησε παρά την δρύν την Μαμβρή, ή ήν εν Χεβρώμ, και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον τώ Κυρίω.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν τή βασιλεία τή Αμαρφάλ βασιλέως Σενναάρ, και Αριώχ βασιλέως Ελλασάρ, Χοδολλογομόρ βασιλεύς Ελάμ και Θαργάλ βασιλεύς εθνών 2 εποίησαν πόλεμον μετά Βαλλά βασιλέως Σοδόμων και μετά Βαρσά βασιλέως Γομόρρας και μετά Σενναάρ βασιλέως Αδαμά και μετά Συμοβόρ βασιλέως Σεβωείμ, και βασιλέως Βαλάκ (αύτη εστί Σηγώρ). 3 πάντες ούτοι συνεφώνησαν επί την φάραγγα την αλυκήν (αύτη η θάλασσα των αλών). 4 δώδεκα έτη αυτοί εδούλευσαν τώ Χοδολλογομόρ, τώ δε τρισκαιδεκάτω έτει απέστησαν. 5 εν δε τώ τεσσαρεσκαιδεκάτω έτει ήλθε Χοδολλογομόρ και οι βασιλείς μετ’ αυτού και κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ και Καρναίν, και έθνη ισχυρά άμα αυτοίς και τους Ομμαίους τους εν Σαυή τή πόλει 6 και τους Χορραίους τους εν τοίς όρεσι Σηείρ, έως της τερεβίνθου της Φαράν, ή εστιν εν τή ερήμω. 7 και αναστρέψαντες ήλθον επί την πηγήν της κρίσεως (αύτη εστί Κάδης) και κατέκοψαν πάντας τους άρχοντας Αμαλήκ και τους Αμορραίους τους κατοικούντας εν Ασασονθαμάρ. 8 εξήλθε δε βασιλεύς Σοδόμων και βασιλεύς Γομόρρας και βασιλεύς Αδαμά και βασιλεύς Σεβωείμ και βασιλεύς Βαλάκ (αύτη εστί Σηγώρ) και παρετάξαντο αυτοίς εις πόλεμον εν τή κοιλάδι τή αλυκή, 9 προς Χοδολλογομόρ βασιλέα Ελάμ και Θαργάλ βασιλέα εθνών και Αμαρφάλ βασιλέα Σενναάρ και Αριώχ βασιλέα Ελλασάρ, οι τέσσαρες βασιλείς προς τους πέντε.
10 η δε κοιλάς η αλυκή, φρέατα ασφάλτου. έφυγε δε βασιλεύς Σοδόμων και βασιλεύς Γομόρρας και ενέπεσαν εκεί, οι δε καταλειφθέντες εις την ορεινήν έφυγον. 11 έλαβον δε την ίππον πάσαν την Σοδόμων και Γομόρρας και πάντα τα βρώματα αυτών και απήλθον. 12 έλαβον δε και τον Λώτ τον υιόν τού αδελφού Άβραμ και την αποσκευήν αυτού και απώχοντο· ήν γάρ κατοικών εν Σοδόμοις.13 Παραγενόμενος δε των ανασωθέντων τις απήγγειλεν Άβραμ τώ περάτη· αυτός δε κατώκει παρά τή δρυί τή Μαμβρή Αμορραίου τού αδελφού Εσχώλ και τού αδελφού Αυνάν, οί ήσαν συνωμόται τού Άβραμ. 14 ακούσας δε Άβραμ ότι ηχμαλώτευται Λώτ ο αδελφιδούς αυτού, ηρίθμησε τους ιδίους οικογενείς αυτού, τριακοσίους δέκα και οκτώ, και κατεδίωξεν οπίσω αυτών έως Δάν. 15 και επέπεσεν επ’ αυτούς την νύκτα αυτός και οι παίδες αυτού, και επάταξεν αυτούς και κατεδίωξεν αυτούς έως Χοβά, ή εστιν εν αριστερά Δαμασκού. 16 και απέστρεψε πάσαν την ίππον Σοδόμων, και Λώτ τον αδελφιδούν αυτού απέστρεψε και πάντα τα υπάρχοντα αυτού και τας γυναίκας και τον λαόν. 17 Εξήλθε δε βασιλεύς Σοδόμων εις συνάντησιν αυτώ, μετά το υποστρέψαι αυτόν από της κοπής τού Χοδολλογομόρ και των βασιλέων των μετ΄ αυτού, εις την κοιλάδα τού Σαβύ (τούτο ήν το πεδίον των βασιλέων). 18 και Μελχισεδέκ βασιλεύς Σαλήμ εξήνεγκεν άρτους και οίνον· ήν δε ιερεύς τού Θεού τού υψίστου. 19 και ευλόγησε τον Άβραμ και είπεν· ευλογημένος Άβραμ τώ Θεώ τώ υψίστω, ός έκτισε τον ουρανόν και την γήν.
20 και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, ός παρέδωκε τους εχθρούς σου υποχειρίους σοι. και έδωκεν αυτώ Άβραμ δεκάτην από πάντων. 21 είπε δε βασιλεύς Σοδόμων προς Άβραμ· δός μοι τους άνδρας, την δε ίππον λάβε σεαυτώ. 22 είπε δε Άβραμ προς τον βασιλέα Σοδόμων· εκτενώ την χείρά μου προς Κύριον τον Θεόν τον ύψιστον, ός έκτισε τον ουρανόν και την γήν, 23 ει από σπαρτίου έως σφυρωτήρος υποδήματος λήψομαι από πάντων των σών, ίνα μη είπης, ότι εγώ επλούτισα τον Άβραμ· 24 πλήν ών έφαγον οι νεανίσκοι και της μερίδος των ανδρών των συμπορευθέντων μετ΄ εμού, Εσχώλ, Αυνάν, Μαμβρή, ούτοι λήψονται μερίδα.
1 ΜΕΤΑ δε τα ρήματα ταύτα εγενήθη ρήμα Κυρίου προς Άβραμ εν οράματι, λέγων· μη φοβού Άβραμ, εγώ υπερασπίζω σου· ο μισθός σου πολύς έσται σφόδρα. 2 λέγει δε Άβραμ· δέσποτα Κύριε, τι μοι δώσεις; εγώ δε απολύομαι άτεκνος· ο δε υιός Μασέκ της οικογενούς μου, ούτος Δαμασκός Ελιέζερ. 3 και είπεν Άβραμ· επειδή εμοί ουκ έδωκας σπέρμα, ο δε οικογενής μου κληρονομήσει μοι. 4 και ευθύς φωνή Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγουσα· ου κληρονομήσει σε ούτος, αλλ’ ός εξελεύσεται εκ σού, ούτος κληρονομήσει σε. 5 εξήγαγε δε αυτόν έξω και είπεν αυτώ· ανάβλεψον δή εις τον ουρανόν και αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήση εξαριθμήσαι αυτούς. και είπεν· ούτως έσται το σπέρμα σου. 6 και επίστευσεν Άβραμ τώ Θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 7 είπε δε προς αυτόν· εγώ ο Θεός ο εξαγαγών σε εκ χώρας Χαλδαίων, ώστε δούναί σοι την γήν ταύτην κληρονομήσαι. 8 είπε δε, Δέσποτα Κύριε, κατά τι γνώσομαι ότι κληρονομήσω αυτήν; 9 είπε δε αυτώ· λάβε μοι δάμαλιν τριετίζουσαν και αίγα τριετίζουσαν και κριόν τριετίζοντα και τρυγόνα και περιστεράν.
10 έλαβε δε αυτώ πάντα ταύτα και διείλεν αυτά μέσα και έθηκεν αυτά αντιπρόσωπα αλλήλοις, τα δε όρνεα ου διείλε. 11 κατέβη δε όρνεα επί τα σώματα, επί τα διχοτομήματα αυτών, και συνεκάθησεν αυτοίς Άβραμ. 12 περί δε ηλίου δυσμάς έκστασις επέπεσε τώ Άβραμ, και ιδού φόβος σκοτεινός μέγας επιπίπτει αυτώ. 13 και ερρέθη προς Άβραμ· γινώσκων γνώση ότι πάροικον έσται το σπέρμα σου εν γη ουκ ιδία, και δουλώσουσιν αυτούς και κακώσουσιν αυτούς και ταπεινώσουσιν αυτούς τετρακόσια έτη. 14 το δε έθνος, ώ εάν δουλεύσωσι, κρινώ εγώ· μετά δε ταύτα εξελεύσονται ώδε μετά αποσκευής πολλής. 15 σύ δε απελεύση προς τους πατέρας σου εν ειρήνη, τραφείς εν γήρα καλώ. 16 τετάρτη δε γενεά αποστραφήσονται ώδε· ούπω γάρ αναπεπλήρωνται αι αμαρτίαι των Αμορραίων έως τού νύν. 17 επεί δε ο ήλιος εγένετο προς δυσμάς, φλόξ εγένετο, και ιδού κλίβανος καπνιζόμενος και λαμπάδες πυρός, αί διήλθον ανά μέσον των διχοτομημάτων τούτων. 18 εν τή ημέρα εκείνη διέθετο Κύριος τώ Άβραμ διαθήκην λέγων· τώ σπέρματί σου δώσω την γήν ταύτην, από τού ποταμού Αιγύπτου έως τού ποταμού τού μεγάλου, ποταμού Ευφράτου, 19 τους Κεναίους και τους Κενεζαίους και τους Κεδμωναίους
20 και τους Χετταίους και τους Φερεζαίους και Ραφαείν και τους Αμορραίους και τους Χαναναίους και τους Ευαίους και τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους.
1 ΣΑΡΑ δε γυνή Άβραμ ουκ έτικτεν αυτώ. ήν δε αυτή παιδίσκη Αιγυπτία, ή όνομα Άγαρ. 2 είπε δε Σάρα προς Άβραμ· ιδού συνέκλεισέ με Κύριος τού μη τίκτειν· είσελθε ούν προς την παιδίσκην μου, ίνα τεκνοποιήσωμαι εξ αυτής. υπήκουσε δε Άβραμ της φωνής Σάρας. 3 και λαβούσα Σάρα η γυνή Άβραμ Άγαρ την Αιγυπτίαν την εαυτής παιδίσκην, μετά δέκα έτη τού οικήσαι Άβραμ εν γη Χαναάν, έδωκεν αυτήν τώ Άβραμ ανδρί αυτής αυτώ γυναίκα. 4 και εισήλθε προς Άγαρ, και συνέλαβε. και είδεν ότι εν γαστρί έχει, και ητιμάσθη η κυρία εναντίον αυτής. 5 είπε δε Σάρα προς Άβραμ· αδικούμαι εκ σού· εγώ δέδωκα την παιδίσκην μου εις τον κόλπον σου, ιδούσα δε ότι εν γαστρί έχει, ητιμάσθην εναντίον αυτής· κρίναι ο Θεός ανά μέσον εμού και σού. 6 είπε δε Άβραμ προς Σάραν· ιδού η παιδίσκη σου εν ταίς χερσί σου· χρώ αυτή ως αν σοι αρεστόν ή. και εκάκωσεν αυτήν Σάρα, και απέδρα από προσώπου αυτής. 7 Εύρε δε αυτήν άγγελος Κυρίου επί της πηγής τού ύδατος εν τή ερήμω, επί της πηγής εν τή οδώ Σούρ. 8 και είπεν αυτή ο άγγελος Κυρίου. Άγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν έρχη και που πορεύη; και είπεν· από προσώπου Σάρας της κυρίας μου εγώ αποδιδράσκω. 9 είπε δε αυτή ο άγγελος Κυρίου· αποστράφηθι προς την κυρίαν σου και ταπεινώθητι υπό τας χείρας αυτής.
10 και είπεν αυτή ο άγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου, και ουκ αριθμηθήσεται υπό τού πλήθους. 11 και είπεν αυτή ο άγγελος Κυρίου· ιδού, σύ εν γαστρί έχεις και τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ισμαήλ, ότι επήκουσε Κύριος τή ταπεινώσει σου. 12 ούτος έσται άγροικος άνθρωπος αι χείρες αυτού επί πάντας, και αι χείρες πάντων επ’ αυτόν, και κατά πρόσωπον πάντων των αδελφών αυτού κατοικήσει. 13 και εκάλεσεν Άγαρ το όνομα Κυρίου τού λαλούντος προς αυτήν· σύ ο Θεός ο επιδών με, ότι είπε· και γάρ ενώπιον είδον οφθέντα μοι. 14 ένεκεν τούτου εκάλεσε το φρέαρ Φρέαρ ού ενώπιον είδον· ιδού ανά μέσον Κάδης και ανά μέσον Βαράδ. 15 Καί έτεκεν Άγαρ τώ Άβραμ υιόν, και εκάλεσεν Άβραμ το όνομα τού υιού αυτού, ον έτεκεν αυτώ Άγαρ, Ισμαήλ. 16 Άβραμ δε ήν ετών ογδοηκονταέξ, ηνίκα έτεκεν Άγαρ τώ Άβραμ τον Ισμαήλ.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε Άβραμ ετών ενενηκονταεννέα, και ώφθη Κύριος τώ Άβραμ και είπεν αυτώ· εγώ ειμι ο Θεός σου· ευαρέστει ενώπιον εμού και γίνου άμεμπτος, 2 και θήσομαι την διαθήκην μου ανά μέσον εμού και ανά μέσον σού και πληθυνώ σε σφόδρα. 3 και έπεσεν Άβραμ επί πρόσωπον αυτού, και ελάλησεν αυτώ ο Θεός λέγων· 4 και εγώ ιδού η διαθήκη μου μετά σού, και έση πατήρ πλήθους εθνών, 5 και ου κληθήσεται έτι το όνομά σου Άβραμ, αλλ’ έσται το όνομά σου Αβραάμ, ότι πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε. 6 και αυξανώ σε σφόδρα σφόδρα και θήσω σε εις έθνη, και βασιλείς εκ σού εξελεύσονται. 7 και στήσω την διαθήκην μου ανά μέσον σού και ανά μέσον τού σπέρματός σου μετά σε, εις τας γενεάς αυτών, εις διαθήκην αιώνιον, είναί σου Θεός και τού σπέρματός σου μετά σε. 8 και δώσω σοι και τώ σπέρματί σου μετά σε την γήν, ήν παροικείς, πάσαν την γήν Χαναάν, εις κατάσχεσιν αιώνιον και έσομαι αυτοίς εις Θεόν. 9 και είπεν ο Θεός προς Αβραάμ· σύ δε την διαθήκην μου διατηρήσεις, σύ και το σπέρμα σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών.
10 και αύτη η διαθήκη, ήν διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον τού σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών· περιτμηθήσεται υμών πάν αρσενικόν, 11 και περιτμηθήσεσθε την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. 12 και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν, πάν αρσενικόν εις τας γενεάς υμών, ο οικογενής και ο αργυρώνητος, από παντός υιού αλλοτρίου, ός ουκ έστιν εκ τού σπέρματός σου. 13 περιτομή περιτμηθήσεται ο οικογενής της οικίας σου και ο αργυρώνητος, και έσται η διαθήκη μου επί της σαρκός υμών εις διαθήκην αιώνιον. 14 και απερίτμητος άρσην, ός ου περιτμηθήσεται την σάρκα της ακροβυστίας αυτού τή ημέρα τή ογδόη, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ τού γένους αυτής, ότι την διαθήκην μου διεσκέδασε. 15 Καί είπεν ο Θεός τώ Αβραάμ· Σάρα η γυνή σου ου κληθήσεται το όνομα αυτής Σάρα, αλλά Σάρρα έσται το όνομα αυτής. 16 ευλογήσω δε αυτήν, και δώσω σοι εξ αυτής τέκνον· και ευλογήσω αυτό, και έσται εις έθνη, και βασιλείς εθνών εξ αυτού έσονται. 17 και έπεσεν Αβραάμ επί πρόσωπον αυτού και εγέλασε και είπεν εν τή διανοία αυτού λέγων· ει τώ εκατονταετεί γενήσεται υιός; και ει η Σάρρα ενενήκοντα ετών τέξεται; 18 είπε δε Αβραάμ προς τον Θεόν· Ισμαήλ ούτος ζήτω εναντίον σου. 19 είπε δε ο Θεός προς Αβραάμ· ναί· ιδού Σάρρα η γυνή σου τέξεταί σοι υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ισαάκ, και στήσω την διαθήκην μου προς αυτόν εις διαθήκην αιώνιον, είναι αυτώ Θεός και τώ σπέρματι αυτού μετ’ αυτόν.
20 περί δε Ισμαήλ ιδού επήκουσά σου· και ιδού ευλόγηκα αυτόν και αυξανώ αυτόν και πληθυνώ αυτόν σφόδρα· δώδεκα έθνη γεννήσει και δώσω αυτόν εις έθνος μέγα. 21 την δε διαθήκην μου στήσω προς Ισαάκ, ον τέξεταί σοι Σάρρα εις τον καιρόν τούτον, εν τώ ενιαυτώ τώ ετέρω. 22 συνετέλεσε δε λαλών προς αυτόν και ανέβη ο Θεός από Αβραάμ. 23 Καί έλαβεν Αβραάμ Ισμαήλ τον υιόν εαυτού και πάντας τους οικογενείς αυτού και πάντας τους αργυρωνήτους και πάν άρσεν των ανδρών των εν τώ οίκω Αβραάμ και περιέτεμε τας ακροβυστίας αυτών εν τώ καιρώ της ημέρας εκείνης, καθά ελάλησεν αυτώ ο Θεός. 24 Αβραάμ δε ενενηκονταεννέα ήν ετών, ηνίκα περιετέμετο την σάρκα της ακροβυστίας αυτού. 25 Ισμαήλ δε ο υιός αυτού ήν ετών δεκατριών, ηνίκα περιετέμετο την σάρκα της ακροβυστίας αυτού. 26 εν δε τώ καιρώ της ημέρας εκείνης περιετμήθη Αβραάμ και Ισμαήλ ο υιός αυτού· 27 και πάντες οι άνδρες τού οίκου αυτού και οι οικογενείς αυτού και οι αργυρώνητοι εξ αλλογενών εθνών, περιέτεμεν αυτούς.
1 ΩΦΘΗ δε αυτώ ο Θεός προς τή δρυί τή Μαμβρή, καθημένου αυτού επί της θύρας της σκηνής αυτού μεσημβρίας. 2 αναβλέψας δε τοίς οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεισαν επάνω αυτού· και ιδών προσέδραμεν εις συνάντησιν αυτοίς από της θύρας της σκηνής αυτού και προσεκύνησεν επί την γήν. 3 και είπε· κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίον σου, μη παρέλθης τον παίδά σου· 4 ληφθήτω δή ύδωρ, και νιψάτωσαν τους πόδας υμών, και καταψύξατε υπό το δένδρον· 5 και λήψομαι άρτον, και φάγεσθε, και μετά τούτο παρελεύσεσθε εις την οδόν υμών, ού ένεκεν εξεκλίνατε προς τον παίδα υμών. και είπαν· ούτω ποίησον, καθώς είρηκας. 6 και έσπευσεν Αβραάμ επί την σκηνήν προς Σάρραν και είπεν αυτή· σπεύσον και φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως και ποίησον εγκρυφίας. 7 και εις τας βόας έδραμεν Αβραάμ και έλαβεν απαλόν μοσχάριον και καλόν και έδωκε τώ παιδί, και ετάχυνε τού ποιήσαι αυτό. 8 έλαβε δε βούτυρον, και γάλα, και το μοσχάριον ό εποίησε, και παρέθηκεν αυτοίς, και έφαγον· αυτός δε παρειστήκει αυτοίς υπό το δένδρον. 9 Είπε δε προς αυτόν· που Σάρρα η γυνή σου; ο δε αποκριθείς είπεν· ιδού εν τή σκηνή.
10 είπε δε· επαναστρέφων ήξω προς σε κατά τον καιρόν τούτον εις ώρας, και έξει υιόν Σάρρα η γυνή σου. Σάρρα δε ήκουσε προς τή θύρα της σκηνής, ούσα όπισθεν αυτού. 11 Αβραάμ δε και Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ημερών, εξέλιπε δε τή Σάρρα γίνεσθαι τα γυναικεία. 12 εγέλασε δε Σάρρα εν εαυτή, λέγουσα· ούπω μέν μοι γέγονεν έως τού νύν, ο δε κύριός μου πρεσβύτερος. 13 και είπε Κύριος προς Αβραάμ· τι ότι εγέλασε Σάρρα εν εαυτή, λέγουσα· άρά γε αληθώς τέξομαι; εγώ δε γεγήρακα. 14 μη αδυνατήσει παρά τώ Θεώ ρήμα; εις τον καιρόν τούτον αναστρέψω προς σε εις ώρας· και έσται τή Σάρρα υιός. 15 ηρνήσατο δε Σάρρα λέγουσα· ουκ εγέλασα· εφοβήθη γάρ. και είπεν αυτή· ουχί, αλλά εγέλασας. 16 Εξαναστάντες δε εκείθεν οι άνδρες κατέβλεψαν επί πρόσωπον Σοδόμων και Γομόρρας. Αβραάμ δε συνεπορεύετο μετ’ αυτών συμπροπέμπων αυτούς. 17 ο δε Κύριος είπεν· ου μη κρύψω εγώ από Αβραάμ τού παιδός μου, ά εγώ ποιώ. 18 Αβραάμ δε γινόμενος έσται εις έθνος μέγα και πολύ, και ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάντα τα έθνη της γής. 19 ήδειν γάρ ότι συντάξει τοίς υιοίς αυτού και τώ οίκω αυτού μετ΄ αυτόν, και φυλάξουσι τας οδούς Κυρίου ποιείν δικαιοσύνην και κρίσιν, όπως αν επαγάγη Κύριος επί Αβραάμ πάντα, όσα ελάλησε προς αυτόν.
20 είπε δε Κύριος· κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβάς ούν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται, ει δε μη, ίνα γνώ. 22 και αποστρέψαντες εκείθεν οι άνδρες ήλθον εις Σόδομα. Αβραάμ δε έτι ήν εστηκώς εναντίον Κυρίου. 23 και εγγίσας Αβραάμ είπε· μη συναπολέσης δίκαιον μετά ασεβούς και έσται ο δίκαιος ως ο ασεβής; 24 εάν ώσι πεντήκοντα δίκαιοι εν τή πόλει, απολείς αυτούς; ουκ ανήσεις πάντα τον τόπον ένεκεν των πεντήκοντα δικαίων, εάν ώσιν εν αυτή; 25 μηδαμώς σύ ποιήσεις ως το ρήμα τούτο, τού αποκτείναι δίκαιον μετά ασεβούς, και έσται ο δίκαιος ως ο ασεβής. μηδαμώς· ο κρίνων πάσαν την γήν, ου ποιήσεις κρίσιν; 26 είπε δε Κύριος· εάν ώσιν εν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι εν τή πόλει, αφήσω όλην την πόλιν και πάντα τον τόπον δι’ αυτούς. 27 και αποκριθείς Αβραάμ είπε· νύν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου, εγώ δε ειμι γη και σποδός· 28 εάν δε ελαττονωθώσιν οι πεντήκοντα δίκαιοι εις τεσσαρακονταπέντε, απολείς ένεκεν των πέντε πάσαν την πόλιν; και είπεν· ου μη απολέσω, εάν εύρω εκεί τεσσσαρακονταπέντε. 29 και προσέθηκεν έτι λαλήσαι προς αυτόν, και είπεν· εάν δε ευρεθώσιν εκεί τεσσαράκοντα; και είπεν· ου μη απολέσω ένεκεν των τεσσαράκοντα.
30 και είπε· μη τι κύριε, εάν λαλήσω; εάν δε ευρεθώσιν εκεί τριάκοντα; και είπεν· ου μη απολέσω ένεκεν των τριάκοντα. 31 και είπεν· επειδή έχω λαλήσαι προς τον κύριον· εάν δε ευρεθώσιν εκεί είκοσι; και είπεν· ου μη απολέσω, εάν εύρω εκεί είκοσι. 32 και είπε· μήτι κύριε, εάν λαλήσω έτι άπαξ· εάν δε ευρεθώσιν εκεί δέκα; και είπεν· ου μη απολέσω ένεκεν των δέκα. 33 απήλθε δε ο Κύριος, ως επαύσατο λαλών τώ Αβραάμ, και Αβραάμ απέστρεψεν εις τον τόπον αυτού.
1 ΗΛΘΟΝ δε οι δύο άγγελοι εις Σόδομα εσπέρας· Λώτ δε εκάθητο παρά την πύλην Σοδόμων. ιδών δε Λώτ, εξανέστη εις συνάντησιν αυτοίς και προσεκύνησε τώ προσώπω επί την γήν. 2 και είπεν· ιδού κύριοι, εκκλίνατε εις τον οίκον τού παιδός υμών και καταλύσατε και νίψασθε τους πόδας υμών, και ορθρίσαντες απελεύσεσθε εις την οδόν υμών. και είπαν· ουχί, αλλ’ εν τή πλατεία καταλύσομεν. 3 και κατεβιάζετο αυτούς, και εξέκλιναν προς αυτόν και εισήλθον εις τον οίκον αυτού. και εποίησεν αυτοίς πότον, και αζύμους έπεψεν αυτοίς, και έφαγον. 4 πρό τού κοιμηθήναι δε, οι άνδρες της πόλεως οι Σοδομίται περικύκλωσαν την οικίαν από νεανίσκου έως πρεσβυτέρου, άπας ο λαός άμα. 5 και εξεκαλούντο τον Λώτ και έλεγον προς αυτόν· που εισιν οι άνδρες οι εισελθόντες προς σε την νύκτα; εξάγαγε αυτούς προς ημάς, ίνα συγγενώμεθα αυτοίς. 6 εξήλθε δε Λώτ προς αυτούς προς το πρόθυρον, την δε θύραν προσέωξεν οπίσω αυτού. 7 είπε δε προς αυτούς· μηδαμώς αδελφοί, μη πονηρεύσησθε. 8 εισί δε μοι δύο θυγατέρες, αί ουκ έγνωσαν άνδρα· εξάξω αυτάς προς υμάς, και χράσθε αυταίς, καθά αν αρέσκη υμίν· μόνον εις τους ανδρας τούτους μη ποιήσητε άδικον, ού είνεκεν εισήλθον υπό την σκέπην των δοκών μου. 9 είπαν δε αυτώ· απόστα εκεί. εισήλθες παροικείν· μη και κρίσιν κρίνειν; νύν ούν σε κακώσωμεν μάλλον ή εκείνους. και παρεβιάζοντο τον άνδρα τον Λώτ σφόδρα. και ήγγισαν συντρίψαι την θύραν.
10 εκτείναντες δε οι άνδρες τας χείρας εισεσπάσαντο τον Λώτ προς εαυτούς εις τον οίκον, και την θύραν τού οίκου απέκλεισαν· 11 τους δε άνδρας τους όντας επί της θύρας τού οίκου επάταξαν εν αορασία από μικρού έως μεγάλου, και παρελύθησαν ζητούντες την θύραν. 12 Είπαν δε οι άνδρες ή προς Λώτ· εισί σοι ώδε γαμβροί ή υιοί ή θυγατέρες; ή είτις σοι άλλος εστίν εν τή πόλει, εξάγαγε εκ τού τόπου τούτου· 13 ότι ημείς απόλλυμεν τον τόπον τούτον, ότι υψώθη η κραυγή αυτών έναντι Κυρίου, και απέστειλεν ημάς Κύριος εκτρίψαι αυτήν. 14 εξήλθε δε Λώτ και ελάλησε προς τους γαμβρούς αυτού τους ειληφότας τας θυγατέρας αυτού και είπεν· ανάστητε και εξέλθετε εκ τού τόπου τούτου, ότι εκτρίβει Κύριος την πόλιν. έδοξε δε γελοιάζειν εναντίον των γαμβρών αυτού. 15 ηνίκα δε όρθρος εγίνετο, εσπούδαζον οι άγγελοι τον Λώτ λέγοντες· αναστάς λάβε την γυναίκά σου και τας δύο θυγατέρας σου, ας έχεις, και έξελθε, ίνα μη και σύ συναπόλη ταίς ανομίαις της πόλεως. 16 και εταράχθησαν· και εκράτησαν οι άγγελοι της χειρός αυτού και της χειρός της γυναικός αυτού και των χειρών των δύο θυγατέρων αυτού, εν τώ φείσασθαι Κύριον αυτού. 17 και εγένετο, ηνίκα εξήγαγον αυτούς έξω και είπαν· σώζων σώζε την σεαυτού ψυχήν· μη περιβλέψη εις τα οπίσω, μηδέ στής εν πάση τή περιχώρω· εις το όρος σώζου, μήποτε συμπαραληφθής. 18 είπε δε Λώτ προς αυτούς· δέομαι κύριε, 19 επειδή εύρεν ο παίς σου έλεος εναντίον σου και εμεγάλυνας την δικαιοσύνην σου, ό ποιείς επ’ εμέ τού ζήν την ψυχήν μου, εγώ δε ου δυνήσομαι διασωθήναι εις το όρος, μήποτε καταλάβη με τα κακά και αποθάνω.
20 ιδού η πόλις αύτη εγγύς τού καταφυγείν με εκεί, ή εστι μικρά, και εκεί διασωθήσομαι· ου μικρά εστι; και ζήσεται η ψυχή μου ένεκέν σου. 21 και είπεν αυτώ· ιδού εθαύμασά σου το πρόσωπον και επί τώ ρήματι τούτω τού μη καταστρέψαι την πόλιν, περί ής ελάλησας· 22 σπεύσον ούν τού σωθήναι εκεί· ου γάρ δυνήσομαι ποιήσαι πράγμα, έως τού ελθείν σε εκεί. διά τούτο εκάλεσε το όνομα της πόλεως εκείνης Σηγώρ. 23 ο ήλιος εξήλθεν επί την γήν, και Λώτ εισήλθεν εις Σηγώρ, 24 και Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον, και πύρ παρά Κυρίου εξ ουρανού 25 και κατέστρεψε τας πόλεις ταύτας και πάσαν την περίχωρον και πάντας τους κατοικούντας εν ταίς πόλεσι και τα ανατέλλοντα εκ της γής. 26 και επέβλεψεν η γυνή αυτού εις τα οπίσω και εγένετο στήλη αλός. 27 Ώρθρισε δε Αβραάμ τώ πρωί εις τον τόπον, ού ειστήκει εναντίον Κυρίου. 28 και επέβλεψεν επί πρόσωπον Σοδόμων και Γομόρρας και επί πρόσωπον της περιχώρου και είδε, και ιδού ανέβαινε φλόξ εκ της γής, ωσεί ατμίς καμίνου. 29 και εγένετο εν τώ εκτρίψαι Κύριον πάσας τας πόλεις της περιοίκου, εμνήσθη ο Θεός τού Αβραάμ και εξαπέστειλε τον Λώτ εκ μέσου της καταστροφής, εν τώ καταστρέψαι Κύριον τας πόλεις, εν αίς κατώκει εν αυταίς Λώτ.
30 Ανέβη δε Λώτ εκ Σηγώρ και εκάθητο εν τώ όρει αυτός και αι δύο θυγατέρες αυτού μετ΄ αυτού· εφοβήθη γάρ κατοικήσαι εν Σηγώρ. και κατώκησεν εν τώ σπηλαίω, αυτός και αι δύο θυγατέρες αυτού μετ’ αυτού. 31 είπε δε η πρεσβυτέρα προς την νεωτέραν· ο πατήρ ημών πρεσβύτερος, και ουδείς εστιν επί της γής, ός εισελεύσεται προς ημάς, ως καθήκει πάση τή γη· 32 δεύρο και ποτίσωμεν τον πατέρα ημών οίνον και κοιμηθώμεν μετ’ αυτού και εξαναστήσωμεν εκ τού πατρός ημών σπέρμα. 33 επότισαν δε τον πατέρα αυτών οίνον εν τή νυκτί εκείνη, και εισελθούσα η πρεσβυτέρα εκοιμήθη μετά τού πατρός αυτής εν τή νυκτί εκείνη, και ουκ ήδει εν τώ κοιμηθήναι αυτόν και εν τώ αναστήναι. 34 εγένετο δε εν τή επαύριον και είπεν η πρεσβυτέρα προς την νεωτέραν· ιδού εκοιμήθην χθές μετά τού πατρός ημών· ποτίσωμεν αυτόν οίνον και εν τή νυκτί ταύτη, και εισελθούσα κοιμήθητι μετ' αυτού, και εξαναστήσωμεν εκ τού πατρός ημών σπέρμα. 35 επότισαν δε και εν τή νυκτί εκείνη τον πατέρα αυτών οίνον, και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μετά τού πατρός αυτής, και ουκ ήδει εν τώ κοιμηθήναι αυτόν και αναστήναι. 36 και συνέλαβον αι δύο θυγατέρες Λώτ εκ τού πατρός αυτών. 37 και έτεκεν η πρεσβυτέρα υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Μωάβ λέγουσα· εκ τού πατρός μου· ούτος πατήρ Μωαβιτών έως της σήμερον ημέρας. 38 έτεκε δε και η νεωτέρα υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Αμμάν, λέγουσα· υιός γένους μου· ούτος πατήρ Αμμανιτών έως της σήμερον ημέρας.
1 ΚΑΙ εκίνησεν εκείθεν Αβραάμ ει γήν προς λίβα και ώκησεν ανά μέσον Κάδης και ανά μέσον Σούρ. και παρώκησεν εν Γεράροις. 2 είπε δε Αβραάμ περί Σάρρας της γυναικός αυτού, ότι αδελφή μου εστίν· εφοβήθη γάρ ειπείν ότι γυνή μου εστί, μη ποτε αποκτείνωσιν αυτόν οι άνδρες της πόλεως δι’ αυτήν. απέστειλε δε Αβιμέλεχ, βασιλεύς Γεράρων, και έλαβε την Σάρραν. 3 και εισήλθεν ο Θεός προς Αβιμέλεχ εν ύπνω την νύκτα και είπεν· ιδού σύ αποθνήσκεις περί της γυναικός, ής έλαβες, αύτη δε εστι συνωκηυία ανδρί. 4 Αβιμέλεχ δε ουχ ήψατο αυτής και είπε· Κύριε, έθνος αγνοούν και δίκαιον απολείς; 5 ουκ αυτός μοι είπεν, αδελφή μου εστί; και αύτη μοι είπεν, αδελφός μου εστίν; εν καθαρά καρδία και εν δικαιοσύνη χειρών εποίησα τούτο. 6 λίγο είπε δε αυτώ ο Θεός καθ’ ύπνον· καγώ έγνων ότι εν καθαρά καρδία εποίησας τούτο, και εφεισάμην σου τού μη αμαρτείν σε εις εμέ· ένεκα τούτου ουκ αφήκά σε άψασθαι αυτής. 7 νύν δε απόδος την γυναίκα τώ ανθρώπω, ότι προφήτης εστί και προσεύξεται περί σού και ζήση· ει δε μη αποδίδως, γνώση ότι αποθανή σύ και πάντα τα σά. 8 και ώρθρισεν Αβιμέλεχ τώ πρωί και εκάλεσε πάντας τους παίδας αυτού και ελάλησε πάντα τα ρήματα ταύτα εις τα ώτα αυτών, εφοβήθησαν δε πάντες οι άνθρωποι σφόδρα. 9 και εκάλεσεν Αβιμέλεχ τον Αβραάμ, και είπεν αυτώ· τι τούτο εποίησας ημίν; μήτι ημάρτομεν εις σε, ότι επήγαγες επ’ εμέ και επί την βασιλείαν μου αμαρτίαν μεγάλην; έργον, ό ουδείς ποιήσει, πεποίηκάς μοι.
10 είπε δε Αβιμέλεχ τώ Αβραάμ· τι ενιδών εποίησας τούτο; 11 είπε δε Αβραάμ· είπα γάρ, άρα ουκ έστι θεοσέβεια εν τώ τόπω τούτω, εμέ τε αποκτενούσιν ένεκεν της γυναικός μου. 12 και γάρ αληθώς αδελφή μου εστίν εκ πατρός, αλλ’ ουκ εκ μητρός· εγενήθη δε μοι εις γυναίκα. 13 εγένετο δε, ηνίκα εξήγαγέ με ο Θεός εκ τού οίκου τού πατρός μου, και είπα αυτή· ταύτην την δικαιοσύνην ποιήσεις εις εμέ, εις πάντα τόπον ού εάν εισέλθωμεν εκεί, ειπόν εμέ, ότι αδελφός μου εστίν. 14 έλαβε δε Αβιμέλεχ χίλια δίδραχμα και πρόβατα και μόσχους και παίδας και παιδίσκας και έδωκε τώ Αβραάμ και απέδωκεν αυτώ Σάρραν την γυναίκα αυτού. 15 και είπεν Αβιμέλεχ τώ Αβραάμ· ιδού η γη μου εναντίον σου· ού εάν σοι αρέσκη, κατοίκει. 16 τή δε Σάρρα είπεν· ιδού δέδωκα χίλια δίδραχμα τώ αδελφώ σου· ταύτα έσται σοι εις την τιμή τού προσώπου σου και πάσαις ταίς μετά σού· και πάντα αλήθευσον. 17 προσηύξατο δε Αβραάμ προς τον Θεόν, και ιάσατο ο Θεός τον Αβιμέλεχ και την γυναίκα αυτού και τας παιδίσκας αυτού, και έτεκον· 18 ότι συγκλείων συνέκλεισε Κύριος έξωθεν πάσαν μήτραν εν τώ οίκω Αβιμέλεχ, ένεκεν Σάρρας της γυναικός Αβραάμ.
1 ΚΑΙ Κύριος επεσκέψατο την Σάρραν, καθά είπε, και εποίησε Κύριος τή Σάρρα καθά ελάλησε, 2 και συλλαβούσα έτεκε τώ Αβραάμ υιόν εις το γήρας, εις τον καιρόν, καθά ελάλησεν αυτώ Κύριος. 3 και εκάλεσεν Αβραάμ το όνομα τού υιού αυτού τού γενομένου αυτώ, ον έτεκεν αυτώ Σάρρα, Ισαάκ. 4 περιέτεμε δε Αβραάμ τον Ισαάκ τή ημέρα τή ογδόη, καθά ενετείλατο αυτώ ο Θεός. 5 και Αβραάμ ήν εκατόν ετών, ηνίκα εγένετο αυτώ Ισαάκ ο υιός αυτού. 6 είπε δε Σάρρα· γέλωτά μοι εποίησε Κύριος· ός γάρ αν ακούση, συγχαρείταί μοι. 7 και είπε· τις αναγγελεί τώ Αβραάμ, ότι θηλάζει παιδίον Σάρρα; ότι έτεκον υιόν εν τώ γήρα μου. 8 Καί ηυξήθη το παιδίον και απεγαλακτίσθη, και εποίησεν Αβραάμ δοχήν μεγάλην, ή ημέρα απεγαλακτίσθη Ισαάκ ο υιός αυτού. 9 ιδούσα δε Σάρρα τον υιόν Άγαρ της Αιγυπτίας, ός εγένετο τώ Αβραάμ, παίζοντα μετά Ισαάκ τού υιού αυτής·
10 και είπε τώ Αβραάμ· έκβαλε την παιδίσκην ταύτην και τον υιόν αυτής· ου γάρ μη κληρονομήσει ο υιός της παιδίσκης ταύτης μετά τού υιού μου Ισαάκ. 11 σκληρόν δε εφάνη το ρήμα σφόδρα εναντίον Αβραάμ περί τού υιού αυτού. 12 είπε δε ο Θεός τώ Αβραάμ· μη σκληρόν έστω εναντίον σου περί τού παιδίου και περί της παιδίσκης· πάντα αν όσα είπη σοι Σάρρα, άκουε της φωνής αυτής, ότι εν Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα. 13 και τον υιόν δε της παιδίσκης ταύτης εις έθνος μέγα ποιήσω αυτόν, ότι σπέρμα σόν εστιν. 14 ανέστη δε Αβραάμ το πρωί και έλαβεν άρτους και ασκόν ύδατος και έδωκε τή Άγαρ και επέθηκεν επί των ώμων αυτής το παιδίον και απέστειλεν αυτήν. απελθούσα δε επλανάτο κατά την έρημον, κατά το φρέαρ τού όρκου. 15 εξέλιπε δε το ύδωρ εκ τού ασκού, και έρριψε το παιδίον υποκάτω μιάς ελάτης. 16 απελθούσα δε εκάθητο απέναντι αυτού μακρόθεν ωσεί τόξου βολήν· είπε γάρ, ου μη ίδω τον θάνατον τού παιδίου μου. και εκάθισεν απέναντι αυτού, αναβοήσαν δε το παιδίον έκλαυσεν. 17 εισήκουσε δε ο Θεός της φωνής τού παιδίου εκ τού τόπου, ού ήν, και εκάλεσεν άγγελος Θεού την Άγαρ εκ τού ουρανού και είπεν αυτή· τι εστιν Άγαρ; μη φοβού· επακήκοε γάρ ο Θεός της φωνής τού παιδίου εκ τού τόπου, ού εστιν. 18 ανάστηθι και λαβέ το παιδίον και κράτησον τή χειρί σου αυτό· εις γάρ έθνος μέγα ποιήσω αυτό. 19 και ανέωξεν ο Θεός τους οφθαλμούς αυτής, και είδε φρέαρ ύδατος ζώντος και επορεύθη και έπλησε τον ασκόν ύδατος και επότισε το παιδίον.
20 και ήν ο Θεός μετά τού παιδίου, και ηυξήθη. και κατώκησεν εν τή ερήμω, εγένετο δε τοξότης. 21 και κατώκησεν εν τή ερήμω τή Φαράν, και έλαβεν αυτώ η μήτηρ γυναίκα εκ γής Αιγύπτου. 22 Εγένετο δε εν τώ καιρώ εκείνω και είπεν Αβιμέλεχ και Οχοζάθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως αυτού προς Αβραάμ λέγων· ο Θεός μετά σού εν πάσιν, οίς εάν ποιής· 23 νύν ούν όμοσόν μοι τον Θεόν, μη αδικήσειν με μηδέ το σπέρμα μου, μηδέ το όνομά μου· αλλά κατά την δικαιοσύνην, ήν εποίησα μετά σού, ποιήσεις μετ’ εμού, και τή γη, ή σύ παρώκησας εν αυτή. 24 και είπεν Αβραάμ· εγώ ομούμαι. 25 και ήλεγξεν Αβραάμ τον Αβιμέλεχ περί των φρεάτων τού ύδατος, ών αφείλοντο οι παίδες τού Αβιμέλεχ. 26 και είπεν αυτώ Αβιμέλεχ· ουκ έγνων τις εποίησέ σοι το ρήμα τούτο, ουδέ σύ μοι απήγγειλας, ουδέ εγώ ήκουσα, αλλ’ ή σήμερον. 27 και έλαβεν Αβραάμ πρόβατα και μόσχους, και έδωκε τώ Αβιμέλεχ, και διέθεντο αμφότεροι διαθήκην. 28 και έστησεν Αβραάμ επτά αμνάδας προβάτων μόνας. 29 και είπεν Αβιμέλεχ τώ Αβραάμ· τι εισιν αι επτά αμνάδες των προβάτων τούτων, ας έστησας μόνας;
30 και είπεν Αβραάμ, ότι τας επτά αμνάδας λήψη παρ΄ εμού, ίνα ώσί μοι εις μαρτύριον, ότι εγώ ώρυξα το φρέαρ τούτο. 31 διά τούτο επωνόμασε το όνομα τού τόπου εκείνου, Φρέαρ ορκισμού, ότι εκεί ώμοσαν αμφότεροι. 32 και διέθεντο διαθήκην εν τώ φρέατι τού ορκισμού. ανέστη δε Αβιμέλεχ και Οχοζάθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φιχόλ ο αρχιστράτητος της δυνάμεως αυτού, και επέστρεψαν εις την γήν των Φυλιστιείμ. 33 και εφύτευσεν· Αβραάμ άρουραν επί τώ φρέατι τού όρκου και επεκαλέσατο εκεί το όνομα Κυρίου, Θεός αιώνιος. 34 παρώκησε δε Αβραάμ εν τή γη των Φυλιστιείμ ημέρας πολλάς.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά τα ρήματα ταύτα ο Θεός επείρασε τον Αβραάμ και είπεν αυτώ· Αβραάμ, Αβραάμ. ο δε είπεν· ιδού εγώ. 2 και είπε· λαβέ τον υιόν σου τον αγαπητόν, ον ηγάπησας, τον Ισαάκ, και πορεύθητι εις την γήν την υψηλήν και ανένεγκον αυτόν εκεί εις ολοκάρπωσιν εφ’ έν των ορέων, ών αν σοι είπω. 3 αναστάς δε Αβραάμ το πρωί επέσαξε την όνον αυτού· παρέλαβε δε μεθ’ εαυτού δύο παίδας και Ισαάκ τον υιόν αυτού και σχίσας ξύλα εις ολοκάρπωσιν, αναστάς επορεύθη και ήλθεν επί τον τόπον, ον είπεν αυτώ ο Θεός, τή ημέρα τή τρίτη. 4 και αναβλέψας Αβραάμ τοίς οφθαλμοίς αυτού, είδε τον τόπον μακρόθεν. 5 και είπεν Αβραάμ τοίς παισίν αυτού· καθίσατε αυτού μετά της όνου, εγώ δε και το παιδάριον διελευσόμεθα έως ώδε και προσκυνήσαντες αναστρέψομεν προς υμάς. 6 έλαβε δε Αβραάμ τα ξύλα της ολοκαρπώσεως και επέθηκεν Ισαάκ τώ υιώ αυτού· έλαβε δε μετά χείρας και το πύρ και την μάχαιραν, και επορεύθησαν οι δύο άμα. 7 είπε δε Ισαάκ προς Αβραάμ τον πατέρα αυτού· πάτερ. ο δε είπε· τι εστι, τέκνον; είπε δε· ιδού το πύρ και τα ξύλα· που εστι το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν; 8 είπε δε Αβραάμ· ο Θεός όψεται εαυτώ πρόβατον εις ολοκάρπωσιν, τέκνον. πορευθέντες δε αμφότεροι άμα, 9 ήλθον επί τον τόπον, ον είπεν αυτώ ο Θεός. και ωκοδόμησεν εκεί Αβραάμ το θυσιαστήριον και επέθηκε τα ξύλα, και συμποδίσας Ισαάκ τον υιόν αυτού, επέθηκεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων.
10 και εξέτεινεν Αβραάμ την χείρα αυτού λαβείν την μάχαιραν σφάξαι τον υιόν αυτού. 11 και εκάλεσεν αυτόν άγγελος Κυρίου εκ τού ουρανού και είπεν· Αβραάμ, Αβραάμ. ο δε είπεν· ιδού εγώ. 12 και είπε· μη επιβάλης την χείρά σου επί το παιδάριον μηδέ ποιήσης αυτώ μηδέν· νύν γάρ έγνων, ότι φοβή σύ τον Θεόν και ουκ εφείσω τού υιού σου τού αγαπητού δι’ εμέ. 13 και αναβλέψας Αβραάμ τοίς οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού κριός είς κατεχόμενος εν φυτώ Σαβέκ των κεράτων· και επορεύθη Αβραάμ και έλαβε τον κριόν και ανήνεγκεν αυτόν εις ολοκάρπωσιν αντί Ισαάκ τού υιού αυτού. 14 και εκάλεσεν Αβραάμ το όνομα τού τόπου εκείνου, Κύριος είδεν, ίνα είπωσι σήμερον, εν τώ όρει Κύριος ώφθη. 15 και εκάλεσεν άγγελος Κυρίου τον Αβραάμ δεύτερον εκ τού ουρανού, λέγων· 16 κατ’ εμαυτού ώμοσα, λέγει Κύριος, ού είνεκεν εποίησας το ρήμα τούτο, και ουκ εφείσω τού υιού σου τού αγαπητού δι’ εμέ, 17 ή μην ευλογών ευλογήσω σε, και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου, ως τους αστέρας τού ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης, και κληρονομήσει το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων· 18 και ενευλογηθήσονται εν τώ σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γής, ανθ’ ών υπήκουσας της εμής φωνής. 19 απεστράφη δε Αβραάμ προς τους παίδας αυτού, και αναστάντες επορεύθησαν άμα επί το φρέαρ τού όρκου. και κατώκησεν Αβραάμ επί το φρέαρ τού όρκου.
20 Εγένετο δε μετά τα ρήματα ταύτα και ανηγγέλη τώ Αβραάμ λέγοντες· ιδού τέτοκε Μελχά και αυτή υιούς τώ Ναχώρ τώ αδελφώ σου, 21 τον Ούζ πρωτότοκον και τον Βαύξ αδελφόν αυτού και τον Καμουήλ πατέρα Σύρων 22 και τον Χαζάδ και Αζαύ και τον Φαλδές και τον Ιελδάφ και τον Βαθουήλ· 23 Βαθουήλ δε εγέννησε την Ρεβέκκαν. οκτώ ούτοι υιοί, ούς έτεκε Μελχά τώ Ναχώρ τώ αδελφώ Αβραάμ. 24 και η παλλακή αυτού, ή όνομα Ρεημά, έτεκε και αυτή τον Ταβέκ και τον Ταάμ και τον Τοχός και τον Μοχά.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε η ζωή Σάρρας έτη εκατόν εικοσιεπτά. 2 και απέθανε Σάρρα εν πόλει Αρβόκ, ή εστιν εν τώ κοιλώματι (αύτη εστί Χεβρών) εν τή γη Χαναάν. ήλθε δε Αβραάμ κόψασθαι Σάρραν και πενθήσαι. 3 και ανέστη Αβραάμ από τού νεκρού αυτού και είπεν Αβραάμ τοίς υιοίς τού Χέτ λέγων· 4 πάροικος και παρεπίδημος εγώ ειμι μεθ΄ υμών· δότε μοι ούν κτήσιν τάφου μεθ΄ υμών, και θάψω τον νεκρόν μου απ΄ εμού. 5 απεκρίθησαν δε οι υιοί Χέτ προς Αβραάμ λέγοντες· μη κύριε· 6 άκουσον δε ημών. βασιλεύς παρά Θεού σύ εί εν ημίν· εν τοίς εκλεκτοίς μνημείοις ημών θάψον τον νεκρόν σου· ουδείς γάρ ημών ου μη κωλύσει το μνημείον αυτού από σού τού θάψαι τον νεκρόν σου εκεί. 7 αναστάς δε Αβραάμ προσεκύνησε τώ λαώ της γής, τοίς υιοίς τού Χέτ, 8 και ελάλησε προς αυτούς Αβραάμ λέγων· ει έχετε τή ψυχή υμών, ώστε θάψαι τον νεκρόν μου από προσώπου μου, ακούσατέ μου και λαλήσατε περί εμού Εφρών τώ τού Σαάρ, 9 και δότω μοι το σπήλαιον το διπλούν, ό εστιν αυτώ, το ον εν μέρει τού αγρού αυτού· αργυρίου τού αξίου δότω μοι αυτό εν υμίν εις κτήσιν μνημείου.
10 Εφρών δε εκάθητο εν μέσω των υιών Χέτ· αποκριθείς δε Εφρών ο Χετταίος προς Αβραάμ είπεν, ακουόντων των υιών Χέτ και των εισπορευομένων εις την πόλιν πάντων, λέγων· 11 παρ΄ εμοί γενού, κύριε, και άκουσόν μου· τον αγρόν και το σπήλαιον το εν αυτώ σοί δίδωμι· εναντίον πάντων των πολιτών μου δέδωκά σοι· θάψον τον νεκρόν σου· 12 και προσεκύνησεν Αβραάμ εναντίον τού λαού της γής 13 και είπε τώ Εφρών εις τα ώτα εναντίον τού λαού της γής· επειδή προς εμού εί, άκουσόν μου· το αργύριον τού αγρού λάβε παρ΄ εμού, και θάψω τον νεκρόν μου εκεί. 14 απεκρίθη δε Εφρών τώ Αβραάμ λέγων· 15 ουχί κύριε, ακήκοα γάρ, γη τετρακοσίων διδράχμων αργυρίου, αλλά τι αν είη τούτο ανά μέσον εμού και σού; σύ δε τον νεκρόν σου θάψον. 16 και ήκουσεν Αβραάμ τού Εφρών, και αποκατέστησεν Αβραάμ τώ Εφρών το αργύριον, ό ελάλησεν εις τα ώτα των υιών Χέτ, τετρακόσια δίδραχμα αργυρίου δοκίμου εμπόροις. 17 και έστη ο αγρός Εφρών, ός ήν εν τώ διπλώ σπηλαίω, ός εστι κατά πρόσωπον Μαμβρή, ο αγρός και το σπήλαιον, ό ήν εν αυτώ, και πάν δένδρον, ό ήν εν τώ αγρώ, και πάν ό εστιν εν τοίς ορίοις αυτού κύκλω, 18 τώ Αβραάμ, εις κτήσιν εναντίον των υιών Χέτ και πάντων των εισπορευομένων εις την πόλιν. 19 μετά ταύτα έθαψεν Αβραάμ Σάρραν την γυναίκα αυτού εν τώ σπηλαίω τού αγρού τώ διπλώ, ό εστιν απέναντι Μαμβρή (αύτη εστί Χεβρών) εν τή γη Χαναάν.
20 και εκυρώθη ο αγρός και το σπήλαιον, ό ήν εν αυτώ, τώ Αβραάμ εις κτήσιν τάφου παρά των υιών Χέτ.
1 ΚΑΙ Αβραάμ ήν πρεσβύτερος προβεβηκώς ημερών, και ο Κύριος ηυλόγησε τον Αβραάμ κατά πάντα. 2 και είπεν Αβραάμ τώ παιδί αυτού τώ πρεσβυτέρω της οικίας αυτού τώ άρχοντι πάντων των αυτού· θές την χείρά σου υπό τον μηρόν μου, 3 και εξορκιώ σε Κύριον τον Θεόν τού ουρανού και τον Θεόν της γής, ίνα μη λάβης γυναίκα τώ υιώ μου Ισαάκ από των θυγατέρων των Χαναναίων, μεθ’ ών εγώ οικώ εν αυτοίς, 4 αλλ’ ή εις την γήν μου, ού εγεννήθην, πορεύση και εις την φυλήν μου και λήψη γυναίκα τώ υιώ μου Ισαάκ εκείθεν. 5 είπε δε προς αυτόν ο παίς· μη ποτε ου βούληται η γυνή πορευθήναι μετ΄ εμού οπίσω εις την γήν ταύτην· αποστρέψω τον υιόν σου εις την γήν, όθεν εξήλθες εκείθεν; 6 είπε δε προς αυτόν Αβραάμ· πρόσεχε σεαυτώ, μη αποστρέψης τον υιόν μου εκεί. 7 Κύριος ο Θεός τού ουρανού και ο Θεός της γής, ός έλαβέ με εκ τού οίκου τού πατρός μου και εκ της γής, ής εγεννήθην, ός ελάλησέ μοι και ός ώμοσέ μοι λέγων· σοί δώσω την γήν ταύτην και τώ σπέρματί σου, αυτός αποστελεί τον άγγελον αυτού έμπροσθέν σου. και λήψη γυναίκα τώ υιώ μου εκείθεν. 8 εάν δε μη θέλη η γυνή πορευθήναι μετά σού εις την γήν ταύτην, καθαρός έση από τού όρκου μου· μόνον τον υιόν μου μη αποστρέψης εκεί. 9 και έθηκεν ο παίς την χείρα αυτού υπό τον μηρόν Αβραάμ τού κυρίου αυτού και ώμοσεν αυτώ περί τού ρήματος τούτου.
10 Καί έλαβεν ο παίς δέκα καμήλους από των καμήλων τού κυρίου αυτού και από πάντων των αγαθών τού κυρίου αυτού μεθ΄ εαυτού και αναστάς επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν εις την πόλιν Ναχώρ. 11 και εκοίμισε τας καμήλους έξω της πόλεως παρά το φρέαρ τού ύδατος το προς οψέ, ηνίκα εκπορεύονται αι υδρευόμεναι. 12 και είπε· Κύριε ο Θεός τού κυρίου μου Αβραάμ, ευόδωσον εναντίον εμού σήμερον και ποίησον έλεος μετά τού κυρίου μου Αβραάμ. 13 ιδού εγώ έστηκα επί της πηγής τού ύδατος, αι δε θυγατέρες των οικούντων την πόλιν εκπορεύονται αντλήσαι ύδωρ, 14 και έσται η παρθένος, ή αν εγώ είπω, επίκλινον την υδρίαν σου, ίνα πίω, και είπη μοι, πίε σύ, και τας καμήλους σου ποτιώ, έως αν παύσωνται πίνουσαι, ταύτην ητοίμασας τώ παιδί σου τώ Ισαάκ, και εν τούτω γνώσομαι ότι εποίησας έλεος μετά τού κυρίου μου Αβραάμ. 15 και εγένετο πρό τού συντελέσαι αυτόν λαλούντα εν τή διανοία αυτού, και ιδού Ρεβέκκα εξεπορεύετο η τεχθείσα Βαθουήλ, υιώ Μελχάς της γυναικός Ναχώρ, αδελφού δε Αβραάμ, έχουσα την υδρίαν επί των ώμων αυτής. 16 η δε παρθένος ήν καλή τή όψει σφόδρα· παρθένος ήν, ανήρ ουκ έγνω αυτήν. καταβάσα δε επί την πηγήν έπλησε την υδρίαν αυτής και ανέβη. 17 επέδραμε δε ο παίς εις συνάντησιν αυτής και είπε· πότισόν με μικρόν ύδωρ εκ της υδρίας σου. 18 η δε είπε· πίε, κύριε. και έσπευσε και καθείλε την υδρίαν επί τον βραχίονα αυτής και επότισεν αυτόν, έως επαύσατο πίνων. 19 και είπε· και ταίς καμήλοις σου υδρεύσομαι, έως αν πάσαι πίωσι.
20 και έσπευσε και εξεκένωσε την υδρίαν εις το ποτιστήριον και έδραμεν επί το φρέαρ αντλήσαι πάλιν και υδρεύσατο πάσαις ταίς καμήλοις. 21 ο δε άνθρωπος κατεμάνθανεν αυτήν και παρεσιώπα τού γνώναι, ει ευώδωκε Κύριος την οδόν αυτού ή ού. 22 εγένετο δε, ηνίκα επαύσαντο πάσαι αι κάμηλοι πίνουσαι, έλαβεν ο άνθρωπος ενώτια χρυσά ανά δραχμήν ολκής και δύο ψέλλια επί τας χείρας αυτής, δέκα χρυσών ολκή αυτών. 23 και επηρώτησεν αυτήν και είπε· θυγάτηρ τίνος εί; ανάγγειλόν μοι, ει έστι παρά τώ πατρί σου τόπος ημίν τού καταλύσαι. 24 η δε είπεν αυτώ· θυγάτηρ Βαθουήλ ειμι τού Μελχάς, ον έτεκε τώ Ναχώρ. 25 και είπεν αυτώ· και άχυρα και χορτάσματα πολλά παρ’ ημίν και τόπος τού καταλύσαι. 26 και ευδοκήσας ο άνθρωπος προσεκύνησε τώ Κυρίω και είπεν· 27 ευλογητός Κύριος ο Θεός τού κυρίου μου Αβραάμ, ός ουκ εγκατέλιπε την δικαιοσύνην αυτού και την αλήθειαν από τού κυρίου μου· εμέ τε ευώδωκε Κύριος εις οίκον τού αδελφού τού κυρίου μου. 28 Καί δραμούσα η παίς ανήγγειλεν εις τον οίκον της μητρός αυτής κατά τα ρήματα ταύτα. 29 τή δε Ρεβέκκα αδελφός ήν ώ όνομα Λάβαν· και έδραμε Λάβαν προς τον άνθρωπον έξω επί την πηγήν.
30 και εγένετο ηνίκα είδε τα ενώτια και τα ψέλλια εν ταίς χερσί της αδελφής αυτού και ότε ήκουσε τα ρήματα Ρεβέκκας της αδελφής αυτού λεγούσης· ούτω λελάληκέ μοι ο άνθρωπος, και ήλθε προς τον άνθρωπον εστηκότος αυτού επί των καμήλων επί της πηγής 31 και είπεν αυτώ· δεύρο είσελθε· ευλογητός Κυρίου· ινατί έστηκας έξω; εγώ δε ητοίμασα την οικίαν και τόπον ταίς καμήλοις. 32 εισήλθε δε ο άνθρωπος εις την οικίαν και απέσαξε τας καμήλους και έδωκεν άχυρα και χορτάσματα ταίς καμήλοις και ύδωρ νίψασθαι τοίς ποσίν αυτού και τοίς ποσί των ανδρών των μετ’ αυτού. 33 και παρέθηκεν αυτοίς άρτους φαγείν. και είπεν· ου μη φάγω, έως τού λαλήσαί με τα ρήματά μου. και είπαν· λάλησον. 34 Καί είπε· παίς Αβραάμ εγώ ειμι. 35 Κύριος δε ηυλόγησε τον κύριόν μου σφόδρα, και υψώθη· και έδωκεν αυτώ πρόβατα και μόσχους και αργύριον και χρυσίον, παίδας και παιδίσκας, καμήλους και όνους. 36 και έτεκε Σάρρα η γυνή τού κυρίου μου υιόν ένα τώ κυρίω μου μετά το γηράσαι αυτόν, και έδωκεν αυτώ όσα ήν αυτώ. 37 και ώρκισέ με ο κύριός μου, λέγων· ου λήψη γυναίκα τώ υιώ μου από των θυγατέρων των Χαναναίων, εν οίς εγώ παροικώ εν τή γη αυτών, 38 αλλ’ ή εις τον οίκον τού πατρός μου πορεύση και εις την φυλήν μου και λήψη γυναίκα τώ υιώ μου εκείθεν. 39 είπα δε τώ κυρίω μου· μήποτε ου πορεύσεται η γυνή μετ’ εμού.
40 και είπέ μοι· Κύριος ο Θεός, ώ ευηρέστησα εναντίον αυτού, αυτός εξαποστελεί τον άγγελον αυτού μετά σού και ευοδώσει την οδόν σου, και λήψη γυναίκα τώ υιώ μου εκ της φυλής μου και εκ τού οίκου τού πατρός μου. 41 τότε αθώος έση από της αράς μου· ηνίκα γάρ εάν έλθης εις την φυλήν μου και μη σοι δώσι, και έση αθώος από τού ορκισμού μου. 42 και ελθών σήμερον επί την πηγήν είπα· Κύριε ο Θεός τού κυρίου μου Αβραάμ, ει σύ ευοδοίς την οδόν μου, εν ή νύν εγώ πορεύομαι εν αυτή, 43 ιδού εγώ εφέστηκα επί της πηγής τού ύδατος, και αι θυγατέρες των ανθρώπων της πόλεως εκπορεύονται αντλήσαι ύδωρ, και έσται η παρθένος, ή αν εγώ είπω, πότισόν με εκ της υδρίας σου μικρόν ύδωρ, 44 και είπη μοι, και σύ πίε και ταίς καμήλοις σου υδρεύσομαι, αύτη η γυνή, ήν ητοίμασε Κύριος τώ εαυτού θεράποντι Ισαάκ, και εν τούτω γνώσομαι, ότι πεποίηκας έλεος τώ κυρίω μου Αβραάμ. 45 και εγένετο πρό τού συντελέσαι με λαλούντα εν τή διανοία μου, ευθύς Ρεβέκκα εξεπορεύετο έχουσα την υδρίαν επί των ώμων και κατέβη επί την πηγήν και υδρεύσατο. είπα δε αυτή· πότισόν με. 46 και σπεύσασα καθείλε την υδρίαν επί τον βραχίονα αυτής αφ’ εαυτής και είπε· πίε σύ, και τας καμήλους σου ποτιώ. και έπιον και τας καμήλους επότισε. 47 και ηρώτησα αυτήν· και είπα· θυγάτηρ τίνος εί; ανάγγειλόν μοι. η δε έφη· θυγάτηρ Βαθουήλ ειμι τού υιού Ναχώρ, ον έτεκεν αυτώ Μελχά. και περιέθηκα αυτή τα ενώτια και τα ψέλλια περί τας χείρας αυτής· 48 και ευδοκήσας προσεκύνησα τώ Κυρίω και ευλόγησα Κύριον τον Θεόν τού κυρίου μου Αβραάμ, ός ευώδωσέ με εν οδώ αληθείας, λαβείν την θυγατέρα τού αδελφού τού κυρίου μου τώ υιώ αυτού. 49 ει ούν ποιείτε υμείς έλεος και δικαιοσύνην προς τον κύριόν μου, απαγγείλατέ μοι, ει δε μη, απαγγείλατέ μοι, ίνα επιστρέψω εις δεξιάν ή αριστεράν.
50 Αποκριθείς δε Λάβαν και Βαθουήλ είπαν· παρά Κυρίου εξήλθε το πρόσταγμα τούτο· ου δυνησόμεθα ούν σοι αντειπείν κακόν ή καλόν. 51 ιδού Ρεβέκκα ενώπιόν σου· λαβών απότρεχε. και έστω γυνή τώ υιώ τού κυρίου σου, καθά ελάλησε Κύριος. 52 εγένετο δε εν τώ ακούσαι τον παίδα τού Αβραάμ των ρημάτων τούτων, προσεκύνησεν επί την γήν τώ Κυρίω. 53 και εξενέγκας ο παίς σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν έδωκε τή Ρεβέκκα και δώρα έδωκε τώ αδελφώ αυτής και τή μητρί αυτής. 54 και έφαγον και έπιον και αυτός και οι άνδρες οι μετ΄ αυτού όντες, και εκοιμήθησαν.Καί αναστάς το πρωί είπεν· εκπέμψατέ με, ίνα απέλθω προς τον κύριόν μου. 55 είπαν δε οι αδελφοί αυτής και η μήτηρ· μεινάτω η παρθένος μεθ’ ημών ημέρας ωσεί δέκα, και μετά ταύτα απελεύσεται. 56 ο δε είπε προς αυτούς· μη κατέχετέ με, και Κύριος ευώδωσε την οδόν μου εν εμοί· εκπέμψατέ με, ίνα απέλθω προς τον κύριόν μου. 57 οι δε είπαν· καλέσωμεν την παίδα και ερωτήσωμεν το στόμα αυτής. 58 και εκάλεσαν την Ρεβέκκαν και είπαν αυτή· πορεύση μετά τού ανθρώπου τούτου; η δε είπε· πορεύσομαι. 59 και εξέπεμψαν Ρεβέκκαν την αδελφήν αυτών και τα υπάρχοντα αυτής και τον παίδα τού Αβραάμ και τους μετ’ αυτού.
60 και ευλόγησαν Ρεβέκκαν και είπαν αυτή· αδελφή ημών εί· γίνου εις χιλιάδας μυριάδων, και κληρονομησάτω το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων. 61 αναστάσα δε Ρεβέκκα και αι άβραι αυτής, επέβησαν επί τας καμήλους και επορεύθησαν μετά τού ανθρώπου, και αναλαβών ο παίς την Ρεβέκκαν απήλθεν. 62 Ισαάκ δε διεπορεύετο διά της ερήμου κατά το φρέαρ της οράσεως· αυτός δε κατώκει εν τή γη τή προς λίβα. 63 και εξήλθεν Ισαάκ αδολεσχήσαι εις το πεδίον το προς δείλης και αναβλέψας τοίς οφθαλμοίς αυτού είδε καμήλους ερχομένας. 64 και αναβλέψασα Ρεβέκκα τοίς οφθαλμοίς είδε τον Ισαάκ και κατεπήδησεν από της καμήλου. 65 και είπε τώ παιδί· τις εστιν ο άνθρωπος εκείνος ο πορευόμενος εν τώ πεδίω εις συνάντησιν ημίν; είπε δε ο παίς· ούτός εστιν ο κύριός μου. η δε λαβούσα το θέριστρον περιεβάλετο. 66 και διηγήσατο ο παίς τώ Ισαάκ πάντα τα ρήματα, ά εποίησεν. 67 εισήλθε δε Ισαάκ εις τον οίκον της μητρός αυτού και έλαβε την Ρεβέκκαν, και εγένετο αυτού γυνή, και ηγάπησεν αυτήν· και παρεκλήθη Ισαάκ περί Σάρρας της μητρός αυτού.
1 ΠΡΟΣΘΕΜΕΝΟΣ δε Αβραάμ έλαβε γυναίκα, ή όνομα Χεττούρα. 2 έτεκε δε αυτώ τον Ζομβράν και τον Ιεζάν και τον Μαδάλ και τον Μαδιάμ και τον Ιεσβώκ και τον Σωκέ. 3 Ιεζάν δε εγέννησε και τον Θαιμάν τον Σαβά και τον Δεδάν· υιοί δε Δεδάν εγένοντο Ραγουήλ και Ναβδεήλ και Ασσουριείμ και Λατουσιείμ και Λαωμείμ. 4 υιοί δε Μαδιάμ Γεφάρ και Αφείρ και Ενώχ και Αβειρά και Ελδαγά. πάντες ούτοι ήσαν υιοί Χεττούρας. 5 Έδωκε δε Αβραάμ πάντα τα υπάρχοντα αυτού Ισαάκ τώ υιώ αυτού, 6 και τοίς υιοίς των παλλακών αυτού έδωκεν Αβραάμ δόματα και εξαπέστειλεν αυτούς από Ισαάκ τού υιού αυτού, έτι ζώντος αυτού, προς ανατολάς εις γήν ανατολών. 7 ταύτα δε τα έτη ημερών της ζωής Αβραάμ όσα έζησεν, εκατόν εβδομηκονταπέντε έτη. 8 και εκλείπων απέθανεν Αβραάμ εν γήρα καλώ πρεσβύτης και πλήρης ημερών και προσετέθη προς τον λαόν αυτού. 9 και έθαψαν αυτόν Ισαάκ και Ισμαήλ οι υιοί αυτού εις το σπήλαιον το διπλούν, εις τον αγρόν Εφρών τού Σαάρ τού Χετταίου, ός εστιν απέναντι Μαμβρή,
10 τον αγρόν και το σπήλαιον, ό εκτήσατο Αβραάμ παρά των υιών τού Χέτ, εκεί έθαψαν Αβραάμ και Σάρραν την γυναίκα αυτού. 11 εγένετο δε μετά το αποθανείν Αβραάμ, ευλόγησεν ο Θεός τον Ισαάκ υιόν αυτού· και κατώκησεν Ισαάκ παρά το φρέαρ της οράσεως. 12 Αύται δε αι γενέσεις Ισμαήλ τού υιού Αβραάμ, ον έτεκεν Άγαρ η Αιγυπτία η παιδίσκη Σάρρας τώ Αβραάμ. 13 και ταύτα τα ονόματα των υιών Ισμαήλ κατ΄ ονόματα των γενεών αυτού· πρωτότοκος Ισμαήλ Ναβαιώθ, και Κηδάρ και Ναβδεήλ και Μασσάμ 14 και Μασμά και Δουμά και Μασσή 15 και Χοδδάν και Θαιμάν και Ιετούρ και Ναφές και Κεδμά. 16 ούτοί εισιν οι υιοί Ισμαήλ και ταύτα τα ονόματα αυτών εν ταίς σκηναίς αυτών και εν ταίς επαύλεσιν αυτών· δώδεκα άρχοντες κατά έθνη αυτών. 17 και ταύτα τα έτη της ζωής Ισμαήλ· εκατόν τριακονταεπτά έτη· και εκλείπων απέθανε και προσετέθη προς το γένος αυτού. 18 κατώκησε δε από Ευιλάτ έως Σούρ, ή εστι κατά πρόσωπον Αιγύπτου, έως ελθείν προς Ασσυρίους· κατά πρόσωπον πάντων των αδελφών αυτού κατώκησε. 19 Καί αύται αι γενέσεις Ισαάκ τού υιού Αβραάμ·
20 Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ. ήν δε Ισαάκ ετών τεσσαράκοντα, ότε έλαβε την Ρεβέκκαν θυγατέρα Βαθουήλ τού Σύρου εκ της Μεσοποταμίας Συρίας, αδελφήν Λάβαν τού Σύρου, εαυτώ εις γυναίκα. 21 εδέετο δε Ισαάκ Κυρίου περί Ρεβέκκας της γυναικός αυτού, ότι στείρα ήν· επήκουσε δε αυτού ο Θεός, και συνέλαβεν εν γαστρί Ρεβέκκα η γυνή αυτού. 22 εσκίρτων δε τα παιδία εν αυτή· είπε δε, ει ούτω μοι μέλλει γίνεσθαι, ίνα τι μοι τούτο; επορεύθη δε πυθέσθαι παρά Κυρίου. 23 και είπε Κύριος αυτή· δύο έθνη εν γαστρί σου εισί, και δύο λαοί εκ της κοιλίας σου διασταλήσονται· και λαός λαού υπερέξει, και ο μείζων δουλεύσει τώ ελάσσονι. 24 και επληρώθησαν αι ημέραι τού τεκείν αυτήν, και τήδε ήν δίδυμα εν τή κοιλία αυτής. 25 εξήλθε δε ο πρωτότοκος πυρράκης, όλος ωσεί δορά δασύς· επωνόμασε δε το όνομα αυτού Ησαύ. 26 και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού, και η χείρ αυτού επειλημμένη της πτέρνης Ησαύ· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιακώβ. Ισαάκ δε ήν ετών εξήκοντα, ότε έτεκεν αυτούς Ρεβέκκα. 27 Ηυξήθησαν δε οι νεανίσκοι, και ήν Ησαύ άνθρωπος ειδώς κυνηγείν, άγροικος, Ιακώβ δε άνθρωπος άπλαστος, οικών οικίαν. 28 ηγάπησε δε Ισαάκ τον Ησαύ, ότι η θήρα αυτού βρώσις αυτώ· Ρεβέκκα δε ηγάπα τον Ιακώβ. 29 ήψησε δε Ιακώβ έψημα· ήλθε δε Ησαύ εκ τού πεδίου εκλείπων,
30 και είπεν Ησαύ τώ Ιακώβ· γεύσόν με από τού εψήματος τού πυρρού τούτου, ότι εκλείπω. διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτού Εδώμ. 31 είπε δε Ιακώβ τώ Ησαύ· απόδου μοι σήμερον τα πρωτοτόκιά σου εμοί. 32 και είπεν Ησαύ· ιδού εγώ πορεύομαι τελευτάν, και ίνα τι μοι ταύτα τα πρωτοτόκια; 33 και είπεν αυτώ Ιακώβ· όμοσόν μοι σήμερον. και ώμοσεν αυτώ· απέδοτο δε Ησαύ τα πρωτοτόκια τώ Ιακώβ. 34 Ιακώβ δε έδωκε τώ Ησαύ άρτον και έψημα φακού, και έφαγε και έπιε και αναστάς ώχετο· και εφαύλισεν Ησαύ τα πρωτοτόκια.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε λιμός επί της γής χωρίς τού λιμού τού πρότερον, ός εγένετο εν τώ καιρώ τού Αβραάμ· επορεύθη δε Ισαάκ προς Αβιμέλεχ βασιλέα Φυλιστιείμ εις Γέραρα. 2 ώφθη δε αυτώ Κύριος και είπε· μη καταβής εις Αίγυπτον· κατοίκησον δε εν τή γη, ή αν σοι είπω. 3 και παροίκει εν τή γη ταύτη, και έσομαι μετά σού και ευλογήσω σε· σοί γάρ και τώ σπέρματί σου δώσω πάσαν την γήν ταύτην και στήσω τον όρκον μου, ον ώμοσα τώ Αβραάμ τώ πατρί σου. 4 και πληθυνώ το σπέρμα σου ως τους αστέρας τού ουρανού και δώσω τώ σπέρματί σου πάσαν την γήν ταύτην, και ευλογηθήσονται εν τώ σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γής, 5 ανθ’ ών υπήκουσεν Αβραάμ ο πατήρ σου της εμής φωνής και εφύλαξε τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου και τα δικαιώματά μου και τα νόμιμά μου. 6 κατώκησε δε Ισαάκ εν Γεράροις. 7 Επηρώτησαν δε οι άνδρες τού τόπου περί Ρεβέκκας της γυναικός αυτού, και είπεν· αδελφή μου εστίν· εφοβήθη γάρ ειπείν ότι γυνή μου εστί, μήποτε αποκτείνωσιν αυτόν οι άνδρες τού τόπου περί Ρεβέκκας, ότι ωραία τή όψει ήν. 8 εγένετο δε πολυχρόνιος εκεί· και παρακύψας Αβιμέλεχ ο βασιλεύς Γεράρων διά της θυρίδος, είδε τον Ισαάκ παίζοντα μετά Ρεβέκκας της γυναικός αυτού. 9 εκάλεσε δε Αβιμέλεχ τον Ισαάκ και είπεν αυτώ· άρά γε γυνή σου εστί; τι ότι είπας, αδελφή μου εστίν; είπε δε αυτώ Ισαάκ· είπα γάρ, μήποτε αποθάνω δι’ αυτήν.
10 είπε δε αυτώ Αβιμέλεχ· τι τούτο εποίησας ημίν; μικρού εκοιμήθη τις εκ τού γένους μου μετά της γυναικός σου, και επήγαγες αν εφ’ ημάς άγνοιαν. 11 συνέταξε δε Αβιμέλεχ παντί τώ λαώ αυτού, λέγων· πάς ο αψάμενος τού ανθρώπου τούτου ή της γυναικός αυτού, θανάτω ένοχος έσται. 12 έσπειρε δε Ισαάκ εν τή γη εκείνη και εύρεν εν τώ ενιαυτώ εκείνω εκατοστεύουσαν κριθήν· ευλόγησε δε αυτόν Κύριος. 13 και υψώθη ο άνθρωπος. και προβαίνων μείζων εγίνετο, έως ού μέγας εγένετο σφόδρα· 14 εγένετο δε αυτώ κτήνη προβάτων και κτήνη βοών και γεώργια πολλά. εζήλωσαν δε αυτόν οι Φυλιστιείμ, 15 και πάντα τα φρέατα, ά ώρυξαν οι παίδες τού πατρός αυτού εν τώ χρόνω τού πατρός αυτού, ενέφραξαν αυτά οι Φυλιστιείμ και έπλησαν αυτά γής. 16 είπε δε Αβιμέλεχ προς Ισαάκ· άπελθε αφ’ ημών, ότι δυνατώτερος ημών εγένου σφόδρα. 17 και απήλθεν εκείθεν Ισαάκ και κατέλυσεν εν τή φάραγγι Γεράρων και κατώκησεν εκεί. 18 και πάλιν Ισαάκ ώρυξε τα φρέατα τού ύδατος, ά ώρυξαν οι παίδες Αβραάμ τού πατρός αυτού και ενέφραξαν αυτά οι Φυλιστιείμ μετά το αποθανείν Αβραάμ τον πατέρα αυτού, και επωνόμασεν αυτοίς ονόματα κατά τα ονόματα, ά ωνόμασεν ο πατήρ αυτού. 19 και ώρυξαν οι παίδες Ισαάκ εν τή φάραγγι Γεράρων και εύρον εκεί φρέαρ ύδατος ζώντος.
20 και εμαχέσαντο οι ποιμένες Γεράρων μετά των ποιμένων Ισαάκ, φάσκοντες αυτών είναι το ύδωρ. και εκάλεσαν το όνομα τού φρέατος Αδικία· ηδίκησαν γάρ αυτόν. 21 απάρας δε Ισαάκ εκείθεν ώρυξε φρέαρ έτερον, εκρίνοντο δε και περί εκείνου· και επωνόμασε το όνομα αυτού Εχθρία. 22 απάρας δε εκείθεν ώρυξε φρέαρ έτερον, και ουκ εμαχέσαντο περί αυτού· και επωνόμασε το όνομα αυτού Ευρυχωρία, λέγων· διότι νύν επλάτυνε Κύριος ημίν και ηύξησεν ημάς επί της γής. 23 Ανέβη δε εκείθεν επί το φρέαρ τού όρκου. 24 και ώφθη αυτώ Κύριος εν τή νυκτί εκείνη και είπεν· εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ τού πατρός σου· μη φοβού· μετά σού γάρ ειμι και ευλογήσω σε και πληθυνώ το σπέρμα σου δι’ Αβραάμ τον πατέρα σου. 25 και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον και επεκαλέσατο το όνομα Κυρίου και έπηξεν εκεί την σκηνήν αυτού· ώρυξαν δε εκεί οι παίδες Ισαάκ φρέαρ εν τή φάραγγι Γεράρων. 26 και Αβιμέλεχ επορεύθη προς αυτόν από Γεράρων και Οχοζάθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως αυτού. 27 και είπεν αυτοίς Ισαάκ· ίνα τι ήλθετε προς με; υμείς δε εμισήσατέ με και εξαπεστείλατέ με αφ’ υμών. 28 οι δε είπαν· ιδόντες εωράκαμεν, ότι ήν Κύριος μετά σού, και είπαμεν· γενέσθω αρά ανά μέσον ημών και ανά μέσον σού, και διαθησόμεθα μετά σού διαθήκην, 29 μη ποιήσαι μεθ’ ημών κακόν, καθότι ουκ εβδελυξάμεθά σε ημείς, και ον τρόπον εχρησάμεθά σοι καλώς και εξαπεστείλαμέν σε μετ΄ ειρήνης· και νύν ευλογημένος σύ υπό Κυρίου.
30 και εποίησεν αυτοίς δοχήν, και έφαγον και έπιον· 31 και αναστάντες το πρωί, ώμοσεν έκαστος τώ πλησίον αυτού, και εξαπέστειλεν αυτούς Ισαάκ, και απώχοντο απ΄ αυτού μετά σωτηρίας. 32 εγένετο δε εν τή ημέρα εκείνη και παραγενόμενοι οι παίδες Ισαάκ απήγγειλαν αυτώ περί τού φρέατος, ού ώρυξαν, και είπαν· ουχ εύρομεν ύδωρ. 33 και εκάλεσεν αυτό Όρκος· διά τούτο εκάλεσεν όνομα τή πόλει εκείνη Φρέαρ όρκου έως της σήμερον ημέρας. 34 Ήν δε Ησαύ ετών τεσσαράκοντα και έλαβε γυναίκα Ιουδίθ, θυγατέρα Βεώχ τού Χετταίου και την Βασεμάθ, θυγατέρα Ελών Χετταίου. 35 και ήσαν ερίζουσαι τώ Ισαάκ και τή Ρεβέκκα.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά το γηράσαι τον Ισαάκ και ημβλύνθησαν οι οφθαλμοί αυτού τού οράν, και εκάλεσεν Ησαύ τον υιόν αυτού τον πρεσβύτερον και είπεν αυτώ· υιέ μου· και είπεν· ιδού εγώ. 2 και είπεν· ιδού γεγήρακα και ου γινώσκω την ημέραν της τελευτής μου· 3 νύν ούν λαβέ το σκεύός σου, την τε φαρέτραν και το τόξον, και έξελθε εις το πεδίον και θήρευσόν μοι θήραν 4 και ποίησόν μοι εδέσματα, ως φιλώ εγώ, και ένεγκέ μοι, ίνα φάγω, όπως ευλογήση σε η ψυχή μου πριν αποθανείν με. 5 Ρεβέκκα δε ήκουσε λαλούντος Ισαάκ προς Ησαύ τον υιόν αυτού. επορεύθη δε Ησαύ εις το πεδίον θηρεύσαι θήραν τώ πατρί αυτού· 6 Ρεβέκκα δε είπε προς Ιακώβ τον υιόν αυτής, τον ελάσσω· ιδέ, ήκουσα τού πατρός σου λαλούντος προς Ησαύ τον αδελφόν σου λέγοντος· 7 ένεγκόν μοι θήραν και ποίησόν μοι εδέσματα, ίνα φαγών ευλογήσω σε εναντίον Κυρίου πρό τού αποθανείν με. 8 νύν ούν, υιέ μου, άκουσόν μου, καθά εγώ σοι εντέλλομαι. 9 και πορευθείς εις τα πρόβατα λαβέ μοι εκείθεν δύο ερίφους απαλούς και καλούς, και ποιήσω αυτούς εδέσματα τώ πατρί σου, ως φιλεί,
10 και εισοίσεις τώ πατρί σου και φάγεται, όπως ευλογήση σε ο πατήρ σου πρό τού αποθανείν αυτόν. 11 είπε δε Ιακώβ προς Ρεβέκκαν την μητέρα αυτού· έστιν Ησαύ ο αδελφός μου ανήρ δασύς, εγώ δε ανήρ λείος· 12 μη ποτε ψηλαφήση με ο πατήρ, και έσομαι εναντίον αυτού ως καταφρονών και επάξω επ' εμαυτόν κατάραν και ουκ ευλογίαν. 13 είπε δε αυτώ η μήτηρ· επ΄ εμέ η κατάρα σου, τέκνον· μόνον υπάκουσόν μοι της φωνής και πορευθείς ένεγκέ μοι. 14 πορευθείς δε έλαβε και ήνεγκε τή μητρί, και εποίησεν η μήτηρ αυτού εδέσματα, καθά εφίλει ο πατήρ αυτού. 15 και λαβούσα Ρεβέκκα την στολήν Ησαύ τού υιού αυτής τού πρεσβυτέρου την καλήν, ή ήν παρ’ αυτή εν τώ οίκω, ενέδυσεν αυτήν Ιακώβ τον υιόν αυτής τον νεώτερον 16 και τα δέρματα των ερίφων περιέθηκεν επί τους βραχίονας αυτού και επί τα γυμνά τού τραχήλου αυτού 17 και έδωκε τα εδέσματα και τους άρτους, ούς εποίησεν εις τας χείρας Ιακώβ τού υιού αυτής. 18 και εισήνεγκε τώ πατρί αυτού. είπε δε· πάτερ. ο δε είπεν· ιδού εγώ· τις εί σύ τέκνον; 19 και είπεν Ιακώβ τώ πατρί· εγώ Ησαύ ο πρωτότοκός σου· πεποίηκα καθά ελάλησάς μοι· αναστάς κάθισον και φάγε από της θήρας μου, όπως ευλογήση με η ψυχή σου.
20 είπε δε Ισαάκ τώ υιώ αυτού· τι τούτο, ό ταχύ εύρες, ώ τέκνον; ο δε είπεν· ό παρέδωκε Κύριος ο Θεός σου εναντίον μου. 21 είπε δε Ισαάκ τώ Ιακώβ· έγγισόν μοι και ψηλαφήσω σε, τέκνον, ει σύ εί ο υιός μου Ησαύ ή ού. 22 ήγγισε δε Ιακώβ προς Ισαάκ τον πατέρα αυτού, και εψηλάφησεν αυτόν και είπεν· η μέν φωνή φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες χείρες Ησαύ. 23 και ουκ επέγνω αυτόν· ήσαν γάρ αι χείρες αυτού ως αι χείρες Ησαύ τού αδελφού αυτού δασείαι· και ευλόγησεν αυτόν 24 και είπε· σύ εί ο υιός μου Ησαύ; ο δε είπεν· εγώ. 25 και είπε· προσάγαγέ μοι, και φάγομαι από της θήρας σου, τέκνον, ίνα ευλογήση σε η ψυχή μου. και προσήνεγκεν αυτώ, και έφαγε· και εισήνεγκεν αυτώ οίνον, και έπιε. 26 και είπεν αυτώ Ισαάκ ο πατήρ αυτού· έγγισόν μοι και φίλησόν με τέκνον. 27 και εγγίσας εφίλησεν αυτόν, και ωσφράνθη την οσμήν των ιματίων αυτού και ευλόγησεν αυτόν και είπεν· ιδού οσμή τού υιού μου ως οσμή αγρού πλήρους, ον ευλόγησε Κύριος. 28 και δώη σοι ο Θεός από της δρόσου τού ουρανού και από της πιότητος της γής και πλήθος σίτου και οίνου. 29 και δουλευσάτωσάν σοι έθνη, και προσκυνησάτωσάν σοι άρχοντες· και γίνου κύριος τού αδελφού σου, και προσκυνήσουσί σε οι υιοί τού πατρός σου. ο καταρώμενός σε επικατάρατος, ο δε ευλογών σε ευλογημένος.
30 Καί εγένετο μετά το παύσασθαι Ισαάκ ευλογούντα Ιακώβ τον υιόν αυτού και εγένετο, ως εξήλθεν Ιακώβ από προσώπου Ισαάκ τού πατρός αυτού, και Ησαύ ο αδελφός αυτού ήλθεν από της θήρας. 31 και εποίησε και αυτός εδέσματα και προσήνεγκε τώ πατρί αυτού. και είπε τώ πατρί· αναστήτω ο πατήρ μου και φαγέτω από της θήρας τού υιού αυτού, όπως ευλογήση με η ψυχή σου. 32 και είπεν αυτώ Ισαάκ ο πατήρ αυτού· τις εί σύ; ο δε είπεν· εγώ ειμι ο υιός σου ο πρωτότοκος Ησαύ. 33 εξέστη δε Ισαάκ έκστασιν μεγάλην σφόδρα και είπε· τις ούν ο θηρεύσας μοι θήραν και εισενέγκας μοι; και έφαγον από πάντων πρό τού ελθείν σε και ευλόγησα αυτόν, και ευλογημένος έσται. 34 εγένετο δε, ηνίκα ήκουσεν Ησαύ τα ύρήματα τού πατρός αυτού Ισαάκ, ανεβόησε φωνήν μεγάλην και πικράν σφόδρα και είπεν· ευλόγησον δή καμέ, πάτερ. 35 είπε δε αυτώ· ελθών ο αδελφός σου μετά δόλου έλαβε την ευλογίαν σου. 36 και είπε· δικαίως εκλήθη το όνομα αυτού Ιακώβ· επτέρνικε γάρ με ιδού δεύτερον τούτο· τα τε πρωτοτόκιά μου είληφε και νύν έλαβε την ευλογίαν μου· και είπεν Ησαύ τώ πατρί αυτού· ουχ υπελίπου μοι ευλογίαν, πάτερ; 37 αποκριθείς δε Ισαάκ είπε τώ Ησαύ· ει κύριον αυτόν πεποίηκά σου και πάντας τους αδελφούς αυτού πεποίηκα αυτού οικέτας, σίτω και οίνω εστήριξα αυτόν, σοί δε τι ποιήσω, τέκνον; 38 είπε δε Ησαύ προς τον πατέρα αυτού· μη ευλογία μία σοί εστι, πάτερ; ευλόγησον δή καμέ, πάτερ. κατανυχθέντος δε Ισαάκ ανεβόησε φωνή Ησαύ και έκλαυσεν. 39 αποκριθείς δε Ισαάκ ο πατήρ αυτού είπεν αυτώ· ιδού από της πιότητος της γής έσται η κατοίκησίς σου και από της δρόσου τού ουρανού άνωθεν.
40 και επί τή μαχαίρα σου ζήση και τώ αδελφώ σου δουλεύσεις· έσται δε ηνίκα εάν καθέλης, και εκλύσης τον ζυγόν αυτού από τού τραχήλου σου. 41 Καί ενεκότει Ησαύ τώ Ιακώβ περί της ευλογίας ής ευλόγησεν αυτόν ο πατήρ αυτού· είπε δε Ησαύ εν τή διανοία αυτού· εγγισάτωσαν αι ημέραι τού πένθους τού πατρός μου, ίνα αποκτείνω Ιακώβ τον αδελφόν μου. 42 απηγγέλη δε Ρεβέκκα τα ρήματα Ησαύ τού υιού αυτής τού πρεσβυτέρου, και πέμψασα εκάλεσεν Ιακώβ τον υιόν αυτής τον νεώτερον και είπεν αυτώ· ιδού Ησαύ ο αδελφός σου απειλεί σοι τού αποκτείναί σε· 43 νύν ούν, τέκνον, άκουσόν μου της φωνής και αναστάς απόδραθι εις την Μεσοποταμίαν προς Λάβαν τον αδελφόν μου εις Χαρράν. 44 και οίκησον μετ΄ αυτού ημέρας τινάς, 45 έως τού αποστρέψαι τον θυμόν και την οργήν τού αδελφού σου από σού, και επιλάθηται ά πεποίηκας αυτώ. και αποστείλασα μεταπέμψομαί σε εκείθεν, μη ποτε αποτεκνωθώ από των δύο υμών εν ημέρα μια. 46 Είπε δε Ρεβέκκα προς Ισαάκ· προσώχθικα τή ζωή μου διά τας θυγατέρας των υιών Χέτ· ει λήψεται Ιακώβ γυναίκα από των θυγατέρων της γής ταύτης, ίνα τι μοι το ζήν;
1 ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΑΜΕΝΟΣ δε Ισαάκ τον Ιακώβ ευλόγησεν αυτόν και ενετείλατο αυτώ λέγων· ου λήψη γυναίκα εκ των θυγατέρων των Χαναναίων· 2 αναστάς απόδραθι εις την Μεσοποταμίαν, εις τον οίκον Βαθουήλ τού πατρός της μητρός σου και λάβε σεαυτώ εκείθεν γυναίκα εκ των θυγατέρων Λάβαν τού αδελφού της μητρός σου. 3 ο δε Θεός μου ευλογήσαι σε και αυξήσαι σε και πληθύναι σε, και έση εις συναγωγάς εθνών· 4 και δώη σοι την ευλογίαν Αβραάμ τού πατρός μου σοί και τώ σπέρματί σου μετά σε, κληρονομήσαι την γήν της παροικήσεώς σου, ήν έδωκεν ο Θεός τώ Αβραάμ. 5 και απέστειλεν Ισαάκ τον Ιακώβ και επορεύθη εις την Μεσσοποταμίαν προς Λάβαν τον υιόν Βαθουήλ τού Σύρου, αδελφόν Ρεβέκκας της μητρός Ιακώβ και Ησαύ. 6 Είδε δε Ησαύ ότι ευλόγησεν Ισαάκ τον Ιακώβ, και απώχετο εις την Μεσοποταμίαν Συρίας λαβείν εαυτώ γυναίκα εκείθεν εν τώ ευλογείν αυτόν και ενετείλατο αυτώ λέγων· ου λήψη γυναίκα εκ των θυγατέρων των Χαναναίων, 7 και ήκουσεν Ιακώβ τού πατρός και της μητρός αυτού και επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν Συρίας. 8 ιδών δε και Ησαύ ότι πονηραί εισιν αι θυγατέρες Χαναάν εναντίον Ισαάκ τού πατρός αυτού, 9 επορεύθη Ησαύ προς Ισμαήλ και έλαβε την Μαελέθ θυγατέρα Ισμαήλ τού υιού Αβραάμ, αδελφήν Ναβεώθ, προς ταίς γυναιξίν αυτού γυναίκα.
10 Καί εξήλθεν Ιακώβ από τού φρέατος τού όρκου και επορεύθη εις Χαρράν. 11 και απήντησε τόπω και εκοιμήθη εκεί· έδυ γάρ ο ήλιος· και έλαβεν από των λίθων τού τόπου, και έθηκε προς κεφαλής αυτού και εκοιμήθη εν τώ τόπω εκείνω. 12 και ενυπνιάσθη, και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τή γη, ής η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν, και οι άγγελοι τού Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ΄ αυτής. 13 ο δε Κύριος επεστήρικτο επ’ αυτής και είπεν· εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ τού πατρός σου, και ο Θεός Ισαάκ· μη φοβού· η γη, εφ’ ής σύ καθεύδεις επ΄ αυτής, σοί δώσω αυτήν, και τώ σπέρματί σου. 14 και έσται το σπέρμα σου ως η άμμος της γής και πλατυνθήσεται επί θάλασσαν και επί λίβα και επί βορράν, και επ’ ανατολάς, και ενευλογηθήσονται εν σοί πάσαι αι φυλαί της γής και εν τώ σπέρματί σου. 15 και ιδού εγώ ειμι μετά σού διαφυλάσσων σε εν τή οδώ πάση, ού αν πορευθής, και αποστρέψω σε εις την γήν ταύτην, ότι ου μη σε εγκαταλίπω, έως τού ποιήσαί με πάντα όσα ελάλησά σοι. 16 και εξηγέρθη Ιακώβ εκ τού ύπνου αυτού και είπεν· ότι έστι Κύριος εν τώ τόπω τούτω, εγώ δε ουκ ήδειν. 17 και εφοβήθη και είπεν· ως φοβερός ο τόπος ούτος· ουκ έστι τούτο αλλ’ ή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη τού ουρανού. 18 και ανέστη Ιακώβ το πρωί και έλαβε τον λίθον, ον υπέθηκεν εκεί προς κεφαλής αυτού, και έστησεν αυτόν στήλην και επέχεεν έλαιον επί το άκρον αυτής. 19 και εκάλεσε το όνομα τού τόπου εκείνου Οίκος Θεού· και Ουλαμλούζ ήν όνομα τή πόλει το πρότερον.
20 και ηύξατο Ιακώβ ευχήν λέγων· εάν ή Κύριος ο Θεός μετ’ εμού και διαφυλάξη με εν τή οδώ ταύτη, ή εγώ πορεύομαι, και δώ μοι άρτον φαγείν και ιμάτιον περιβαλέσθαι 21 και αποστρέψη με μετά σωτηρίας εις τον οίκον τού πατρός μου, και έσται Κύριός μοι εις Θεόν, 22 και ο λίθος ούτος, ον έστησα στήλην, έσται μοι οίκος Θεού, και πάντων, ών εάν μοι δώς, δεκάτην αποδεκατώσω αυτά σοι.
1 ΚΑΙ εξάρας Ιακώβ τους πόδας επορεύθη εις γήν ανατολών προς Λάβαν τον υιόν Βαθουήλ τού Σύρου, αδελφόν δε Ρεβέκκας μητρός Ιακώβ και Ησαύ. 2 και ορά και ιδού φρέαρ εν τώ πεδίω, ήσαν δε εκεί τρία ποίμνια προβάτων αναπαυόμενα επ’ αυτού· εκ γάρ τού φρέατος εκείνου επότιζον τα ποίμνια, λίθος δε ήν μέγας επί τώ στόματι τού φρέατος, 3 και συνήγοντο εκεί πάντα τα ποίμνια και απεκύλιον τον λίθον από τού στόματος τού φρέατος και επότιζον τα πρόβατα και αποκαθίστων τον λίθον επί το στόμα τού φρέατος εις τον τόπον αυτού. 4 είπε δε αυτοίς Ιακώβ· αδελφοί, πόθεν εστέ υμείς; οι δε είπαν· εκ Χαρράν εσμέν. 5 είπε δε αυτοίς· γινώσκετε Λάβαν τον υιόν Ναχώρ; οι δε είπαν· γινώσκομεν. 6 είπε δε αυτοίς· υγιαίνει; οι δε είπαν· υγιαίνει. και ιδού Ραχήλ η θυγάτηρ αυτού ήρχετο μετά των προβάτων. 7 και είπεν Ιακώβ· έτι εστίν ημέρα πολλή, ούπω ώρα συναχθήναι τα κτήνη· ποτίσαντες τα πρόβατα απελθόντες βόσκετε. 8 οι δε είπαν· ου δυνησόμεθα έως τού συναχθήναι πάντας τους ποιμένας, και αποκυλίσουσι τον λίθον από τού στόματος τού φρέατος, και ποτιούμεν τα πρόβατα. 9 έτι αυτού λαλούντος αυτοίς και ιδού Ραχήλ η θυγάτηρ Λάβαν ήρχετο μετά των προβάτων τού πατρός αυτής· αυτή γάρ έβοσκε τα πρόβατα τού πατρός αυτής.
10 εγένετο δε, ως είδεν Ιακώβ την Ραχήλ την θυγατέρα Λάβαν τού αδελφού της μητρός αυτού, και τα πρόβατα Λάβαν τού αδελφού της μητρός αυτού, και προσελθών Ιακώβ απεκύλισε τον λίθον από τού στόματος τού φρέατος και επότιζε τα πρόβατα Λάβαν τού αδελφού της μητρός αυτού. 11 και εφίλησεν Ιακώβ την Ραχήλ· και βοήσας τή φωνή αυτού έκλαυσε. 12 και απήγγειλε τή Ραχήλ, ότι αδελφός τού πατρός αυτής εστι και ότι υιός Ρεβέκκας εστί, και δραμούσα απήγγειλε τώ πατρί αυτής κατά τα ρήματα ταύτα. 13 εγένετο δε, ως ήκουσε Λάβαν το όνομα Ιακώβ τού υιού της αδελφής αυτού, έδραμεν εις συνάντησιν αυτώ και περιλαβών αυτόν εφίλησε και εισήγαγεν αυτόν εις τον οίκον αυτού. και διηγήσατο τώ Λάβαν πάντας τους λόγους τούτους. 14 και είπεν αυτώ Λάβαν· εκ των οστών μου και εκ της σαρκός μου εί σύ. και ήν μετ’ αυτού μήνα ημερών. 15 Είπε δε Λάβαν τώ Ιακώβ· ότι γάρ αδελφός μου εί, ου δουλεύσεις μοι δωρεάν· απάγγειλόν μοι, τις ο μισθός σου εστί; 16 τώ δε Λάβαν ήσαν δύο θυγατέρες, όνομα τή μείζονι Λεία, και όνομα τή νεωτέρα Ραχήλ. 17 οι δε οφθαλμοί Λείας ασθενείς, Ραχήλ δε ήν καλή τώ είδει και ωραία τή όψει σφόδρα. 18 ηγάπησε δε Ιακώβ την Ραχήλ και είπε· δουλεύσω σοι επτά έτη περί Ραχήλ της θυγατρός σου της νεωτέρας. 19 είπε δε αυτώ Λάβαν· βέλτιον δούναί με αυτήν σοι, ή δούναί με αυτήν ανδρί ετέρω· οίκησον μετ΄ εμού.
20 και εδούλευσεν Ιακώβ περί Ραχήλ επτά έτη, και ήσαν εναντίον αυτού ως ημέραι ολίγαι, παρά το αγαπάν αυτόν αυτήν. 21 είπε δε Ιακώβ τώ Λάβαν· δός μοι την γυναίκά μου, πεπλήρωνται γάρ αι ημέραι, όπως εισέλθω προς αυτήν. 22 συνήγαγε δε Λάβαν πάντας τους άνδρας τού τόπου και εποίησε γάμον. 23 και εγένετο εσπέρα, και λαβών Λείαν την θυγατέρα αυτού εισήγαγε προς Ιακώβ και εισήλθε προς αυτήν Ιακώβ. 24 έδωκε δε Λάβαν Λεία τή θυγατρί αυτού Ζελφάν την παιδίσκην αυτού αυτή παιδίσκην. 25 εγένετο δε πρωί, και ιδού ήν Λεία. είπε δε Ιακώβ τώ Λάβαν· τι τούτο εποίησάς μοι; ου περί Ραχήλ εδούλευσα παρά σοί; και ινατί παρελογίσω με; 26 απεκρίθη δε Λάβαν· ουκ έστιν ούτως εν τώ τόπω ημών, δούναι την νεωτέραν πριν ή την πρεσβυτέραν· 27 συντέλεσον ούν τα έβδομα ταύτης, και δώσω σοι και ταύτην αντί της εργασίας, ής εργά παρ’ εμοί, έτι επτά έτη έτερα. 28 εποίησε δε Ιακώβ ούτως και ανεπλήρωσε τα έβδομα ταύτης, και έδωκεν αυτώ Λάβαν Ραχήλ την θυγατέρα αυτού αυτώ γυναίκα. 29 έδωκε δε Λάβαν τή θυγατρί αυτού Βαλλάν την παιδίσκην αυτού αυτή παιδίσκην.
30 και εισήλθε προς Ραχήλ· ηγάπησε δε Ραχήλ μάλλον ή Λείαν· και εδούλευσεν αυτώ επτά έτη έτερα. 31 Ιδών δε Κύριος ο Θεός ότι εμισείτο Λεία, ήνοιξε την μήτραν αυτής· Ραχήλ δε ήν στείρα· 32 και συνέλαβε Λεία και έτεκεν υιόν τώ Ιακώβ· εκάλεσε δε το όνομα αυτού Ρουβήν λέγουσα· διότι είδέ μου Κύριος την ταπείνωσιν, και έδωκέ μοι υιόν· νύν ούν αγαπήσει με ο ανήρ μου. 33 και συνέλαβε πάλιν και έτεκεν υιόν δεύτερον τώ Ιακώβ και είπεν· ότι ήκουσε Κύριος ότι μισούμαι, και προσέδωκέ μοι και τούτον· εκάλεσε δε το όνομα αυτού Συμεών· 34 και συνέλαβεν έτι και έτεκεν υιόν και είπεν· εν τώ νύν καιρώ προς εμού έσται ο ανήρ μου, τέτοκα γάρ αυτώ τρεις υιούς· διά τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Λευεί. 35 και συλλαβούσα έτι έτεκεν υιόν και είπε· νύν έτι τούτο εξομολογήσομαι τώ Κυρίω· διά τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Ιούδαν. και έστη τού τίκτειν.
1 ΙΔΟΥΣΑ δε Ραχήλ ότι ου τέτοκε τώ Ιακώβ, και εζήλωσε Ραχήλ την αδελφήν αυτής και είπε τώ Ιακώβ· δός μοι τέκνα· ει δε μη, τελευτήσω εγώ. 2 θυματωθείς δε Ιακώβ τή Ραχήλ είπεν αυτή· μη αντί Θεού εγώ ειμι, ός εστέρησέ σε καρπόν κοιλίας; 3 είπε δε Ραχήλ τώ Ιακώβ· ιδού η παιδίσκη μου Βαλλά· είσελθε προς αυτήν, και τέξεται επί των γονάτων μου, και τεκνοποιήσομαι καγώ εξ αυτής. 4 και έδωκεν αυτώ Βαλλάν την παιδίσκην αυτής αυτώ γυναίκα· και εισήλθε προς αυτήν Ιακώβ. 5 και συνέλαβε Βαλλά η παιδίσκη Ραχήλ και έτεκε τώ Ιακώβ υιόν. 6 και είπε Ραχήλ· έκρινέ μοι ο Θεός και επήκουσε της φωνής μου και έδωκέ μοι υιόν· διά τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Δάν. 7 και συνέλαβεν έτι Βαλλά η παιδίσκη Ραχήλ και έτεκεν υιόν δεύτερον τώ Ιακώβ. 8 και είπε Ραχήλ· συναντελάβετό μου ο Θεός, και συνανεστράφην τή αδελφή μου και ηδυνάσθην· και εκάλεσε το όνομα αυτού Νεφθαλείμ. 9 Είδε δε Λεία ότι έστη τού τίκτειν, και έλαβε Ζελφάν την παιδίσκην αυτής και έδωκεν αυτήν τώ Ιακώβ γυναίκα. και εισήλθε προς αυτήν
10 και συνέλαβε Ζελφά η παιδίσκη Λείας και έτεκε τώ Ιακώβ υιόν. 11 και είπε Λεία. εν τύχη· και επωνόμασε το όνομα αυτού Γάδ. 12 και συνέλαβεν έτι Ζελφά η παιδίσκη Λείας και έτεκε τώ Ιακώβ υιόν δεύτερον. 13 και είπε Λεία· μακαρία εγώ, ότι μακαριούσί με αι γυναίκες· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ασήρ. 14 Επορεύθη δε Ρουβήν εν ημέρα θερισμού πυρών και εύρε μήλα μανδραγορών εν τώ αγρώ και ήνεγκεν αυτά προς Λείαν την μητέρα αυτού· είπε δε Ραχήλ Λεία τή αδελφή αυτής· δός μοι των μανδραγορών τού υιού σου. 15 είπε δε Λεία· ουχ ικανόν σοι ότι έλαβες τον άνδρα μου; μη και τους μανδραγόρας τού υιού μου λήψη; είπε δε Ραχήλ· ουχ ούτως· κοιμηθήτω μετά σού την νύκτα ταύτην αντί των μανδραγορών τού υιού σου. 16 εισήλθε δε Ιακώβ εξ αγρού εσπέρας, και εξήλθε Λεία εις συνάντησιν αυτώ και είπε· προς εμέ εισελεύση σήμερον· μεμίσθωμαι γάρ σε αντί των μανδραγορών τού υιού μου. και εκοιμήθη μετ’ αυτής την νύκτα εκείνην. 17 και επήκουσεν ο Θεός Λείας, και συλλαβούσα έτεκε τώ Ιακώβ υιόν πέμπτον. 18 και είπε Λεία· δέδωκέ μοι ο Θεός τον μισθόν μου, ανθ’ ού έδωκα την παιδίσκην μου τώ ανδρί μου· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ισσάχαρ, ό εστι μισθός. 19 και συνέλαβεν έτι Λεία και έτεκεν υιόν έκτον τώ Ιακώβ.
20 και είπε Λεία· δεδώρηται ο Θεός μοι δώρον καλόν εν τώ νύν καιρώ· αιρετιεί με ο ανήρ μου, τέτοκα γάρ αυτώ υιούς έξ· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ζαβουλών. 21 και μετά τούτο έτεκε θυγατέρα και εκάλεσε το όνομα αυτής Δείνα. 22 Εμνήσθη δε ο Θεός της Ραχήλ, και επήκουσεν αυτής ο Θεός και ανέωξεν αυτής την μήτραν, 23 και συλλαβούσα έτεκε τώ Ιακώβ υιόν. είπε δε Ραχήλ· αφείλεν ο Θεός μου το όνειδος· 24 και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιωσήφ λέγουσα· προσθέτω ο Θεός μοι υιόν έτερον. 25 Εγένετο δε ως έτεκε Ραχήλ τον Ιωσήφ, είπεν Ιακώβ τώ Λάβαν· απόστειλόν με, ίνα απέλθω εις τον τόπον μου και εις την γήν μου. 26 απόδος τας γυναίκάς μου και τα παιδία μου, περί ών δεδούλευκά σοι, ίνα απέλθω· σύ γάρ γινώσκεις την δουλείαν, ήν δεδούλευκά σοι. 27 είπε δε αυτώ Λάβαν· ει εύρον χάριν εναντίον σου, οιωνισάμην αν· ευλόγησε γάρ με ο Θεός επί τή σή εισόδω. 28 διάστειλον τον μισθόν σου προς με, και δώσω. 29 είπε δε Ιακώβ· σύ γινώσκεις ά δεδούλευκά σοι και όσα ήν κτήνη σου μετ΄ εμού·
30 μικρά γάρ ήν όσα σοι εναντίον εμού, και ηυξήθη εις πλήθος, και ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός επί τώ ποδί μου. νύν ούν πότε ποιήσω καγώ εμαυτώ οίκον; 31 και είπεν αυτώ Λάβαν· τι σοι δώσω; είπε δε αυτώ Ιακώβ· ου δώσεις μοι ουδέν· εάν ποιήσης μοι το ρήμα τούτο, πάλιν ποιμανώ τα πρόβατά σου και φυλάξω. 32 παρελθέτω πάντα τα πρόβατά σου σήμερον, και διαχώρισον εκείθεν πάν πρόβατον φαιόν εν τοίς άρνασι και πάν διάλευκον και ραντόν εν ταίς αιξίν· έσται μοι μισθός. 33 και επακούσεταί μοι η δικαιοσύνη μου εν τή ημέρα τή επαύριον, ότι εστίν ο μισθός μου ενώπιόν σου· πάν, ό εάν μη ή ραντόν και διάλευκον εν ταίς αιξί και φαιόν εν τοίς άρνασι, κεκλεμμένον έσται παρ’ εμοί. 34 είπε δε αυτώ Λάβαν· έστω κατά το ρήμά σου. 35 και διέστειλεν εν τή ημέρα εκείνη τους τράγους τους ραντούς και τους διαλεύκους και πάσας τας αίγας τας ραντάς και τας διαλεύκους και πάν, ό ήν φαιόν εν τοίς άρνασι, και πάν ό ήν λευκόν εν αυτοίς, και έδωκε διά χειρός των υιών αυτού. 36 και απέστησεν οδόν τριών ημερών ανά μέσον αυτών και ανά μέσον Ιακώβ. Ιακώβ δε εποίμανε τα πρόβατα Λάβαν τα υπολειφθέντα. 37 έλαβε δε εαυτώ Ιακώβ ράβδον στυρακίνην χλωράν και καρυίνην και πλατάνου, και ελέπισεν αυτάς Ιακώβ λεπίσματα λευκά περισύρων το χλωρόν· εφαίνετο δε επί ταίς ράβδοις το λευκόν, ό ελέπισε, ποικίλον. 38 και παρέθηκε τας ράβδους, ας ελέπισεν εν τοίς ληνοίς των ποτιστηρίων τού ύδατος, ίνα ως αν έλθωσι τα πρόβατα πιείν ενώπιον των ράβδων, ελθόντων αυτών πιείν, εγκισσήσωσι τα πρόβατα εις τας ράβδους· 39 και ενεκίσσων τα πρόβατα εις τας ράβδους και έτικτον τα πρόβατα διάλευκα και ποικίλα και σποδοειδή ραντά.
40 τους δε αμνούς διέστειλεν Ιακώβ και έστησεν εναντίον των προβάτων κριόν διάλευκον και πάν ποικίλον εν τοίς αμνοίς· και διεχώρισεν εαυτώ ποίμνια καθ’ εαυτόν και ουκ έμιξεν αυτά εις τα πρόβατα Λάβαν. 41 εγένετο δε εν τώ καιρώ, ώ ενεκίσσων τα πρόβατα εν γαστρί λαμβάνοντα, έθηκεν Ιακώβ τας ράβδους εναντίον των προβάτων εν τοίς ληνοίς τού εγκισσήσαι αυτά κατά τας ράβδους· 42 ηνίκα δ’ αν έτεκε τα πρόβατα, ουκ ετίθει· εγένετο δε τα μέν άσημα τού Λάβαν, τα δε επίσημα τού Ιακώβ. 43 και επλούτισεν ο άνθρωπος σφόδρα σφόδρα, και εγένετο αυτώ κτήνη πολλά και βόες και παίδες, και παιδίσκαι και κάμηλοι και όνοι.
1 ΗΚΟΥΣΕ δε Ιακώβ τα ρήματα των υιών Λάβαν λεγόντων· είληφεν Ιακώβ πάντα τα τού πατρός ημών και εκ των τού πατρός ημών πεποίηκε πάσαν την δόξαν ταύτην. 2 και είδεν Ιακώβ το πρόσωπον τού Λάβαν, και ιδού ουκ ήν προς αυτόν ωσεί εχθές και τρίτην ημέραν. 3 είπε δε Κύριος προς Ιακώβ· αποστρέφου εις την γήν τού πατρός σου και εις την γενεάν σου, και έσομαι μετά σού. 4 αποστείλας δε Ιακώβ εκάλεσε Λείαν και Ραχήλ εις το πεδίον, ού ήν τα ποίμνια. 5 και είπεν αυταίς· ορώ εγώ το πρόσωπον τού πατρός υμών, ότι ουκ έστι προς εμού ως εχθές και τρίτην ημέραν· ο δε Θεός τού πατρός μου ήν μετ΄ εμού. 6 και αυταί δε οίδατε, ότι εν πάση τή ισχύι μου δεδούλευκα τώ πατρί υμών. 7 ο δε πατήρ υμών παρεκρούσατό με και ήλλαξε τον μισθόν μου των δέκα αμνών, και ουκ έδωκεν αυτώ ο Θεός κακοποιήσαί με. 8 εάν ούτως είπη, τα ποικίλα έσται σου μισθός, και τέξεται πάντα τα πρόβατα ποικίλα· εάν δε είπη, τα λευκά έσται σου μισθός, και τέξεται πάντα τα πρόβατα λευκά· 9 και αφείλετο ο Θεός πάντα τα κτήνη τού πατρός υμών και έδωκέ μοι αυτά.
10 και εγένετο ηνίκα ενεκίσσων τα πρόβατα εν γαστρί λαμβάνοντα, και είδον τοίς οφθαλμοίς μου εν τώ ύπνω, και ιδού οι τράγοι και οι κριοί αναβαίνοντες επί τα πρόβατα και τας αίγας διάλευκοι και ποικίλοι και σποδοειδείς ραντοί. 11 και είπέ μοι ο άγγελος τού Θεού καθ’ ύπνον· Ιακώβ· εγώ δε είπα· τι εστι; 12 και είπεν· ανάβλεψον τοίς οφθαλμοίς σου, και ιδέ τους τράγους και τους κριούς αναβαίνοντας επί τα πρόβατα και τας αίγας διαλεύκους και ποικίλους και σποδοειδείς ραντούς· εώρακα γάρ όσα σοι Λάβαν ποιεί· 13 εγώ ειμι ο Θεός ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού, ού ήλειψάς μοι εκεί στήλην και ηύξω μοι εκεί ευχήν· νύν ούν ανάστηθι και έξελθε εκ της γής ταύτης και άπελθε εις την γήν της γενέσεώς σου, και έσομαι μετά σού. 14 και αποκριθείσαι Ραχήλ και Λεία είπαν αυτώ· μη εστιν ημίν έτι μερίς ή κληρονομία εν τώ οίκω τού πατρός ημών; 15 ουχ ως αι αλλότριαι λελογίσμεθα αυτώ; πέπρακε γάρ ημάς και καταβρώσει κατέφαγε το αργύριον ημών. 16 πάντα τον πλούτον και την δόξαν, ήν αφείλετο ο Θεός τού πατρός ημών, ημίν έσται και τοίς τέκνοις ημών. νύν ούν όσα σοι είρηκεν ο Θεός, ποίει. 17 Αναστάς δε Ιακώβ έλαβε τας γυναίκας αυτού και τα παιδία αυτού επί τας καμήλους. 18 και απήγαγε πάντα τα υπάρχοντα αυτώ, και πάσαν την αποσκευήν αυτού, ήν περιεποιήσατο εν τή Μεσοποταμία, και πάντα τα αυτού απελθείν προς Ισαάκ τον πατέρα αυτού εις γήν Χαναάν. 19 Λάβαν δε ώχετο κείραι τα πρόβατα αυτού· έκλεψε δε Ραχήλ τα είδωλα τού πατρός αυτής.
20 έκρυψε δε Ιακώβ Λάβαν τον Σύρον τού μη αναγγείλαι αυτώ, ότι αποδιδράσκει. 21 και απέδρα αυτός και τα αυτού πάντα και διέβη τον ποταμόν και ώρμησεν εις το όρος Γαλαάδ. 22 ανηγγέλη δε Λάβαν τώ Σύρω τή ημέρα τή τρίτη, ότι απέδρα Ιακώβ, 23 και παραλαβών τους αδελφούς αυτού μεθ’ εαυτού, εδίωξεν οπίσω αυτού οδόν ημερών επτά και κατέλαβεν αυτόν εν τώ όρει Γαλαάδ. 24 ήλθε δε ο Θεός προς Λάβαν τον Σύρον καθ’ ύπνον την νύκτα και είπεν αυτώ· φύλαξε σεαυτόν, μήποτε λαλήσης μετά Ιακώβ πονηρά. 25 και κατέλαβε Λάβαν τον Ιακώβ· Ιακώβ δε έπηξε την σκηνήν αυτού εν τώ όρει· Λάβαν δε έστησε τους αδελφούς αυτού εν τώ όρει Γαλαάδ. 26 είπε δε Λάβαν τώ Ιακώβ· τι εποίησας; ινατί κρυφή απέδρας και εκλοποφόρησάς με και απήγαγες τας θυγατέρας μου ως αιχμαλώτιδας μαχαίρα; 27 και ει ανήγγειλάς μοι, εξαπέστειλα αν σε μετ΄ ευφροσύνης και μετά μουσικών και τυμπάνων και κιθάρας, 28 και ουκ ηξιώθην καταφιλήσαι τα παιδία μου και τας θυγατέρας μου. νύν δε αφρόνως έπραξας. 29 και νύν ισχύει η χείρ μου κακοποιήσαί σε· ο δε Θεός τού πατρός σου εχθές είπε προς με λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μη ποτε λαλήσης μετά Ιακώβ πονηρά.
30 νύν ούν πεπόρευσαι· επιθυμία γάρ επεθύμησας απελθείν εις τον οίκον τού πατρός σου· ινατί έκλεψας τους θεούς μου; 31 αποκριθείς δε Ιακώβ είπε τώ Λάβαν· ότι εφοβήθην· είπα γάρ· μη ποτε αφέλης τας θυγατέρας σου απ’ εμού και πάντα τα εμά. 32 και είπεν Ιακώβ· παρ’ ώ αν εύρης τους θεούς σου, ου ζήσεται εναντίον των αδελφών ημών· επίγνωθι τι εστι παρ’ εμοί των σών και λαβέ. και ουκ επέγνω παρ’ αυτώ ουδέν. ουκ ήδει δε Ιακώβ, ότι Ραχήλ η γυνή αυτού έκλεψεν αυτούς. 33 εισελθών δε Λάβαν ηρεύνησεν εις τον οίκον Λείας και ουχ εύρεν· και εξήλθεν εκ τού οίκου Λείας και ηρεύνησε τον οίκον Ιακώβ και εν τώ οίκω των δύο παιδισκών και ουχ εύρεν. εισήλθε δε και εις τον οίκον Ραχήλ. 34 Ραχήλ δε έλαβε τα είδωλα και ενέβαλεν αυτά εις τα σάγματα της καμήλου και επεκάθισεν αυτοίς. 35 και είπε τώ πατρί αυτής· μη βαρέως φέρε, κύριε· ου δύναμαι αναστήναι ενώπιόν σου, ότι τα κατ’ εθισμόν των γυναικών μοι εστίν· ηρεύνησε δε Λάβαν εν όλω τώ οίκω και ουχ εύρε τα είδωλα. 36 ωργίσθη δε Ιακώβ και εμαχέσατο τώ Λάβαν· αποκριθείς δε Ιακώβ είπε τώ Λάβαν· τι το αδίκημά μου και τι το αμάρτημά μου, ότι κατεδίωξας οπίσω μου 37 και ότι ηρεύνησας πάντα τα σκεύη τού οίκου μου; τι εύρες από πάντων των σκευών τού οίκου σου; θές ώδε ενώπιον των αδελφών σου και των αδελφών μου, και ελεγξάτωσαν ανά μέσον των δύο ημών. 38 ταύτά μοι είκοσιν έτη εγώ ειμι μετά σού· τα πρόβατά σου και αι αίγές σου ουκ ητεκνώθησαν· κριούς των προβάτων σου ου κατέφαγον· 39 θηριάλωτον ουκ ενήνοχά σοι, εγώ απετίννυον παρ' εμαυτού κλέμματα ημέρας και κλέμματα νυκτός·
40 εγενόμην της ημέρας συγκαιόμενος τώ καύματι και τώ παγετώ της νυκτός, και αφίστατο ο ύπνος μου από των οφθαλμών μου. 41 ταύτά μοι είκοσιν έτη εγώ ειμι εν τή οικιία σου· εδούλευσά σοι δεκατέσσαρα έτη αντί των δύο θυγατέρων σου και έξ έτη εν τοίς προβάτοις σου, και παρελογίσω τον μισθόν μου δέκα αμνάσιν. 42 ει μη ο Θεός τού πατρός μου Αβραάμ και ο φόβος Ισαάκ ήν μοι, νύν αν κενόν με εξαπέστειλας· την ταπείνωσίν μου και τον κόπον των χειρών μου είδεν ο Θεός και ήλεγξέ σε εχθές. 43 αποκριθείς δε Λάβαν είπε τώ Ιακώβ· αι θυγατέρες θυγατέρες μου, και οι υιοί υιοί μου, και τα κτήνη κτήνη μου, και πάντα, όσα σύ οράς, εμά εστι και των θυγατέρων μου· τι ποιήσω ταύταις σήμερον ή τοίς τέκνοις αυτών, οίς έτεκον; 44 νύν ούν δεύρο διαθώμεθα διαθήκην εγώ τε και σύ, και έσται εις μαρτύριον ανά μέσον εμού και σού, είπε δε αυτώ· ιδού ουδείς μεθ’ ημών εστιν, ιδέ, ο Θεός μάρτυς ανά μέσον εμού και σού. 45 λαβών δε Ιακώβ λίθον έστησεν αυτόν στήλην. 46 είπε δε Ιακώβ τοίς αδελφοίς αυτού· συλλέγετε λίθους. και συνέλεξαν λίθους και εποίησαν βουνόν, και έφαγον εκεί επί τού βουνού. 47 και είπεν αυτώ Λάβαν· ο βουνός ούτος μαρτυρεί ανά μέσον εμού και σού σήμερον. 48 και εκάλεσεν αυτόν Λάβαν Βουνός της μαρτυρίας. Ιακώβ δε εκάλεσεν αυτόν Βουνός μάρτυς. είπε δε Λάβαν τώ Ιακώβ· ιδού ο βουνός ούτος και η στήλη, ήν έστησα ανά μέσον εμού και σού, μαρτυρεί ο βουνός ούτος, και μαρτυρεί η στήλη αύτη· διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτού, Βουνός μαρτυρεί. 49 και η Όρασις, ήν είπεν· επίδοι ο Θεός ανά μέσον εμού και σού, ότι αποστησόμεθα έτερος αφ΄ ετέρου.
50 ει ταπεινώσεις τας θυγατέρας μου, ει λήψη γυναίκας προς ταίς θυγατράσι μου, όρα, ουδείς μεθ’ ημών εστιν ορών· Θεός μάρτυς μεταξύ εμού και μεταξύ σού. 51 και είπε Λάβαν τώ Ιακώβ· ιδού ο βουνός ούτος και μάρτυς η στήλη αύτη. 52 εάν τε γάρ εγώ μη διαβώ προς σε μηδέ σύ διαβής προς με τον βουνόν τούτον και την στήλην ταύτην επί κακία, 53 ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ναχώρ κρινεί ανά μέσον ημών. 54 και ώμοσεν Ιακώβ κατά τού φόβου τού πατρός αυτού Ισαάκ, και έθυσε θυσίαν εν τώ όρει και εκάλεσε τους αδελφούς αυτού, και έφαγον και έπιον και εκοιμήθησαν εν τώ όρει. 55 αναστάς δε Λάβαν το πρωί κατεφίλησε τους υιούς και τας θυγατέρας αυτού και ευλόγησεν αυτούς, και αποστραφείς Λάβαν απήλθεν εις τον τόπον αυτού.
1 ΚΑΙ Ιακώβ απήλθεν εις την οδόν εαυτού. και αναβλέψας είδε παρεμβολήν Θεού παρεμβεβληκυίαν, και συνήντησαν αυτώ οι άγγελοι τού Θεού. 2 είπε δε Ιακώβ, ηνίκα είδεν αυτούς· παρεμβολή Θεού αύτη· και εκάλεσε το όνομα τού τόπου εκείνου Παρεμβολαί. 3 Απέστειλε δε Ιακώβ αγγέλους έμπροσθεν αυτού προς Ησαύ τον αδελφόν αυτού εις γήν Σηείρ, εις χώραν Εδώμ. 4 και ενετείλατο αυτοίς λέγων· ούτως ερείτε τώ κυρίω μου Ησαύ· ούτως λέγει ο παίς σου Ιακώβ· μετά Λάβαν παρώκησα, και εχρόνισα έως τού νύν, 5 και εγένοντό μοι βόες και όνοι και πρόβατα και παίδες και παιδίσκαι, και απέστειλα αναγγείλαι τώ κυρίω μου Ησαύ, ίνα εύρη ο παίς σου χάριν εναντίον σου. 6 και ανέστρεψαν οι άγγελοι προς Ιακώβ λέγοντες· ήλθομεν προς τον αδελφόν σου Ησαύ, και ιδού αυτός έρχεται εις συνάντησίν σοι και τετρακόσιοι άνδρες μετ’ αυτού. 7 εφοβήθη δε Ιακώβ σφόδρα, και ηπορείτο. και διείλε τον λαόν τον μεθ’ εαυτού και τους βόας και τας καμήλους και τα πρόβατα εις δύο παρεμβολάς, 8 και είπεν Ιακώβ· εάν έλθη Ησαύ εις παρεμβολήν μίαν και κόψη αυτήν, έσται η παρεμβολή η δευτέρα εις το σώζεσθαι. 9 είπε δε Ιακώβ· ο Θεός τού πατρός μου Αβραάμ και ο Θεός τού πατρός μου Ισαάκ, Κύριε σύ ο ειπών μοι, απότρεχε εις την γήν της γενέσεώς σου και εύ σε ποιήσω,
10 ικανούσθω μοι από πάσης δικαιοσύνης και από πάσης αληθείας, ής εποίησας τώ παιδί σου· εν γάρ τή ύράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην τούτον, νυνί δε γέγονα εις δύο παρεμβολάς. 11 εξελού με εκ χειρός τού αδελφού μου, εκ χειρός Ησαύ, ότι φοβούμαι εγώ αυτόν, μη ποτε ελθών πατάξη με και μητέρα επί τέκνοις. 12 σύ δε είπας· εύ σε ποιήσω και θήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της θαλάσσης, ή ουκ αριθμηθήσεται από τού πλήθους. 13 και εκοιμήθη εκεί την νύκτα εκείνην. και έλαβεν ών έφερε δώρα και εξαπέστειλεν Ησαύ τώ αδελφώ αυτού, 14 αίγας διακοσίας, τράγους είκοσι, πρόβατα διακόσια, κριούς είκοσι, 15 καμήλους θηλαζούσας, και τα παιδία αυτών τριάκοντα, βόας τεσσαράκοντα, ταύρους δέκα, όνους είκοσι και πώλους δέκα. 16 και έδωκεν αυτά τοίς παισίν αυτού ποίμνιον κατά μόνας. είπε δε τοίς παισίν αυτού· προπορεύεσθε έμπροσθέν μου, και διάστημα ποιείτε ανά μέσον ποίμνης και ποίμνης. 17 και ενετείλατο τώ πρώτω, λέγων· εάν σοι συναντήση Ησαύ ο αδελφός μου και ερωτά σε, λέγων· τίνος εί και που πορεύη, και τίνος ταύτα τα προπορευόμενά σου; 18 ερείς· τού παιδός σου Ιακώβ· δώρα απέσταλκε τώ κυρίω μου Ησαύ, και ιδού αυτός οπίσω ημών. 19 και ενετείλατο τώ πρώτω και τώ δευτέρω και τώ τρίτω και πάσι τοίς προπορευομένοις οπίσω των ποιμνίων τούτων, λέγων· κατά το ρήμα τούτο λαλήσατε Ησαύ εν τώ ευρείν υμάς αυτόν
20 και ερείτε· ιδού ο παίς σου Ιακώβ παραγίνεται οπίσω ημών. είπε γάρ· εξιλάσομαι το πρόσωπον αυτού εν τοίς δώροις τοίς προπορευομένοις αυτού, και μετά τούτο όψομαι το πρόσωπον αυτού· ίσως γάρ προσδέξεται το πρόσωπόν μου. 21 και προεπορεύετο τα δώρα κατά πρόσωπον αυτού, αυτός δε εκοιμήθη την νύκτα εκείνην εν τή παρεμβολή. 22 Αναστάς δε την νύκτα εκείνην έλαβε τας δύο γυναίκας και τας δύο παιδίσκας και τα ένδεκα παιδία αυτού και διέβη την διάβασιν τού Ιαβώκ· 23 και έλαβεν αυτούς και διέβη τον χειμάρρουν και διεβίβασε πάντα τα αυτού. 24 υπελείφθη δε Ιακώβ μόνος, και επάλαιεν άνθρωπος μετ΄ αυτού έως πρωί. 25 είδε δε, ότι ου δύναται προς αυτόν, και ήψατο τού πλάτους τού μηρού αυτού, και ενάρκησε το πλάτος τού μηρού Ιακώβ εν τώ παλαίειν αυτόν μετ΄ αυτού. 26 και είπεν αυτώ· απόστειλόν με· ανέβη γάρ ο όρθρος. ο δε είπεν· ου μη σε αποστείλω, εάν μη με ευλογήσης. 27 είπε δε αυτώ· τι το όνομά σου εστίν, ο δε είπεν· Ιακώβ. 28 και είπεν αυτώ· ου κληθήσεται έτι το όνομά σου Ιακώβ, αλλ΄ Ισραήλ έσται το όνομά σου, ότι ενίσχυσας μετά Θεού, και μετ΄ ανθρώπων δυνατός έση. 29 ηρώτησε δε Ιακώβ και είπεν· ανάγγειλόν μοι το όνομά σου. και είπεν· ινατί τούτο ερωτάς σύ το όνομά μου; και ευλόγησεν αυτόν εκεί.
30 και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα τού τόπου εκείνου, Είδος Θεού· είδον γάρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή. 31 ανέτειλε δε αυτώ ο ήλιος, ηνίκα παρήλθε το είδος τού Θεού· αυτός δε επέσκαζε τώ μηρώ αυτού· 32 ένεκεν τούτου ου μη φάγωσιν υιοί Ισραήλ το νεύρον, ό ενάρκησεν, ό εστιν επί τού πλάτους τού μηρού, έως της ημέρας ταύτης, ότι ήψατο τού πλάτους τού μηρού Ιακώβ τού νεύρου, ό ενάρκησεν.
1 ΑΝΑΒΛΕΨΑΣ δε Ιακώβ τοίς οφθαλμοίς αυτού είδε και ιδού Ησαύ ο αδελφός αυτού ερχόμενος και τετρακόσιοι άνδρες μετ΄ αυτού. και διείλεν Ιακώβ τα παιδία επί Λείαν και επί Ραχήλ και τας δύος παιδίσκας. 2 και έθετο τας δύο παιδίσκας και τους υιούς αυτών εν πρώτοις και Λείαν και τα παιδία αυτής οπίσω και Ραχήλ και Ιωσήφ εσχάτους. 3 αυτός δε προήλθεν έμπροσθεν αυτών και προσεκύνησεν επί την γήν επτάκις έως τού εγγίσαι τώ αδελφώ αυτού. 4 και προσέδραμεν Ησαύ εις συνάντησιν αυτώ και περιλαβών αυτόν προσέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν και έκλαυσαν αμφότεροι. 5 και αναβλέψας Ησαύ είδε τας γυναίκας και τα παιδία και είπε· τι ταύτά σοι εστίν; ο δε είπε· τα παιδία, οίς ηλέησεν ο Θεός τον παίδά σου. 6 και προσήγγισαν αι παιδίσκαι και τα τέκνα αυτών και προσεκύνησαν, 7 και προσήγγισε Λεία και τα τέκνα αυτής και προσεκύνησαν. και μετά ταύτα προσήγγισε Ραχήλ και Ιωσήφ και προσεκύνησαν. 8 και είπε· τι ταύτά σοι εστί, πάσαι αι παρεμβολαί αύται, αίς απήντηκα; ο δε είπεν· ίνα εύρη ο παίς σου χάριν εναντίον σου, κύριε. 9 είπε δε Ησαύ· έστι μοι πολλά, αδελφέ· έστω σοι τα σά.
10 είπε δε Ιακώβ· ει εύρον χάριν εναντίον σου, δέξαι τα δώρα διά των εμών χειρών· ένεκεν τούτου είδον το πρόσωπόν σου, ως αν τις ίδοι πρόσωπον Θεού, και ευδοκήσεις με. 11 λαβέ τας ευλογίας μου, ας ήνεγκά σοι, ότι ηλέησέ με ο Θεός και έστι μοι πάντα. και εβιάσατο αυτόν και έλαβε· 12 και είπεν· απάραντες πορευσώμεθα επ’ ευθείαν. 13 είπε δε αυτώ· ο κύριός μου γινώσκει, ότι τα παιδία απαλώτερα και τα πρόβατα και αι βόες λοχεύονται επ΄ εμέ· εάν ούν καταδιώξω αυτά ημέραν μίαν, αποθανούνται πάντα τα κτήνη. 14 προελθέτω ο κύριός μου έμπροσθεν τού παιδός αυτού, εγώ δε ενισχύσω εν τή οδώ κατά σχολήν της πορεύσεως της εναντίον μου και κατά πόδα των παιδαρίων, έως τού ελθείν με προς τον κύριόν μου εις Σηείρ. 15 είπε δε Ησαύ· καταλείψω μετά σού από τού λαού τού μετ΄ εμού. ο δε είπεν· ινατί τούτο; ικανόν, ότι εύρον χάριν εναντίον σου, κύριε. 16 απέστρεψε δε Ησαύ εν τή ημέρα εκείνη εις την οδόν αυτού εις Σηείρ. 17 Καί Ιακώβ απαίρει εις σκηνάς· και εποίησεν εαυτώ εκεί οικίας και τοίς κτήνεσιν αυτού εποίησε σκηνάς· διά τούτο εκάλεσε το όνομα τού τόπου εκείνου, Σκηναί. 18 και ήλθεν Ιακώβ εις Σαλήμ πόλιν Σικίμων, ή εστιν εν γη Χαναάν, ότε επανήλθεν εκ της Μεσοποταμίας Συρίας, και παρενέβαλε κατά πρόσωπον της πόλεως. 19 και εκτήσατο την μερίδα τού αγρού, ού έστησεν εκεί την σκηνήν αυτού, παρά Εμώρ πατρός Συχέμ εκατόν αμνών.
20 και έστησεν εκεί θυσιαστήριον και επεκαλέσατο τον Θεόν Ισραήλ.
1 ΕΞΗΛΘΕ δε Δείνα η θυγάτηρ Λείας, ήν έτεκε τώ Ιακώβ, καταμαθείν τας θυγατέρας των εγχωρίων. 2 και είδεν αυτήν Συχέμ ο υιός Εμμώρ ο Ευαίος, ο άρχων της γής και λαβών αυτήν, εκοιμήθη μετ΄ αυτής και εταπείνωσεν αυτήν. 3 και προσέσχε τή ψυχή Δείνας της θυγατρός Ιακώβ και ηγάπησε την παρθένον και ελάλησε κατά την διάνοιαν της παρθένου αυτή. 4 είπε Συχέμ προς Εμμώρ τον πατέρα αυτού λέγων· λαβέ μοι την παίδα ταύτην εις γυναίκα. 5 Ιακώβ δε ήκουσεν, ότι εμίανεν ο υιός Εμμώρ Δείναν την θυγατέρα αυτού· οι δε υιοί αυτού ήσαν μετά των κτηνών αυτού εν τώ πεδίω. παρεσιώπησε δε Ιακώβ έως τού ελθείν αυτούς. 6 εξήλθε δε Εμμώρ ο πατήρ Συχέμ προς Ιακώβ λαλήσαι αυτώ. 7 οι δε υιοί Ιακώβ ήλθον εκ τού πεδίου· ως δε ήκουσαν, κατενύγησαν οι άνδρες, και λυπηρόν ήν αυτοίς σφόδρα, ότι άσχημον εποίησεν εν Ισραήλ κοιμηθείς μετά της θυγατρός Ιακώβ, και ουχ ούτως έσται. 8 και ελάλησεν Εμμώρ αυτοίς λέγων· Συχέμ ο υιός μου προείλετο τή ψυχή την θυγατέρα υμών· δότε ούν αυτήν αυτώ γυναίκα 9 και επιγαμβρεύσασθε ημίν· τας θυγατέρας υμών δότε ημίν και τας θυγατέρας ημών λάβετε τοίς υιοίς υμών.
10 και εν ημίν κατοικείτε, και η γη ιδού πλατεία εναντίον υμών· κατοικείτε και εμπορεύεσθε επ’ αυτής και εγκτάσθε εν αυτή. 11 είπε δε Συχέμ προς τον πατέρα αυτής και προς τους αδελφούς αυτής· εύροιμι χάριν εναντίον υμών, και ό εάν είπητε, δώσομεν. 12 πληθύνατε την φερνήν σφόδρα, και δώσω καθότι αν είπητέ μοι, και δώσατέ μοι την παίδα ταύτην εις γυναίκα. 13 απεκρίθησαν δε οι υιοί Ιακώβ τώ Συχέμ και Εμμώρ τώ πατρί αυτού μετά δόλου και ελάλησαν αυτοίς, ότι εμίαναν Δείνα την αδελφήν αυτών, 14 και είπαν αυτοίς Συμεών και Λευί οι αδελφοί Δείνας· ου δυνησόμεθα ποιήσαι το ρήμα τούτο, δούναι την αδελφήν ημών ανθρώπω, ός έχει ακροβυστίαν· έστι γάρ όνειδος ημίν. 15 μόνον εν τούτω ομοιωθησόμεθα υμίν και κατοικήσομεν εν υμίν, εάν γένησθε ως ημείς και υμείς εν τώ περιτμηθήναι υμών πάν αρσενικόν. 16 και δώσομεν τας θυγατέρας ημών υμίν και από των θυγατέρων υμών ληψόμεθα ημίν γυναίκας και οικήσομεν παρ’ υμίν και εσόμεθα ως γένος έν. 17 εάν δε μη εισακούσητε ημών τού περιτεμέσθαι, λαβόντες την θυγατέρα ημών απελευσόμεθα. 18 και ήρεσαν οι λόγοι εναντίον Εμμώρ και εναντίον Συχέμ τού υιού Εμμώρ. 19 και ουκ εχρόνισεν ο νεανίσκος τού ποιήσαι το ρήμα τούτο· ενέκειτο γάρ τή θυγατρί Ιακώβ· αυτός δε ήν ενδοξότατος πάντων των εν τώ οίκω τού πατρός αυτού.
20 ήλθε δε Εμμώρ και Συχέμ ο υιός αυτού προς την πύλην της πόλεως αυτών και ελάλησαν προς τους άνδρας της πόλεως αυτών λέγοντες· 21 οι άνθρωποι ούτοι ειρηνικοί εισι, μεθ’ ημών οικείτωσαν επί της γής και εμπορευέσθωσαν αυτήν, η δε γη ιδού πλατεία εναντίον αυτών. τας θυγατέρας αυτών ληψόμεθα ημίν γυναίκας και τας θυγατέρας ημών δώσομεν αυτοίς. 22 εν τούτω μόνον ομοιωθήσονται ημίν οι άνθρωποι τού κατοικείν μεθ’ ημών, ώστε είναι λαόν ένα, εν τώ περιτεμέσθαι ημών πάν αρσενικόν, καθά και αυτοί περιτέτμηνται. 23 και τα κτήνη αυτών και τα τετράποδα και τα υπάρχοντα αυτών ουχ ημών έσται· μόνον εν τούτω ομοιωθώμεν αυτοίς, και οικήσουσι μεθ’ ημών. 24 και εισήκουσαν Εμμώρ και Συχέμ τού υιού αυτού πάντες οι εμπορευόμενοι την πύλην της πόλεως αυτών και περιετέμοντο την σάρκα της ακροβυστίας αυτών πάς άρσην. 25 εγένετο δε εν τή ημέρα τή τρίτη, ότε ήσαν εν τώ πόνω, έλαβον οι δύο υιοί Ιακώβ Συμεών και Λευί αδελφοί Δείνας έκαστος την μάχαιραν αυτού και εισήλθον εις την πόλιν ασφαλώς και απέκτειναν πάν αρσενικόν· 26 τον τε Εμμώρ και Συχέμ τον υιόν αυτού απέκτειναν εν στόματι μαχαίρας. και έλαβον την Δείναν εκ τού οίκου τού Συχέμ και εξήλθον. 27 οι δε υιοί Ιακώβ εισήλθον επί τους τραυματίας και διήρπασαν την πόλιν, εν ή εμίαναν Δείναν την αδελφήν αυτών, 28 και τα πρόβατα αυτών και τους βόας αυτών και τους όνους αυτών, όσα τε ήν εν τή πόλει και όσα ήν εν τώ πεδίω, έλαβον. 29 και πάντα τα σώματα αυτών και πάσαν την αποσκευήν αυτών και τας γυναίκας αυτών ηχμαλώτευσαν, και διήρπασαν όσα τε ήν εν τή πόλει και όσα ήν εν ταίς οικίαις.
30 είπε δε Ιακώβ προς Συμεών και Λευί· μισητόν με πεποιήκατε, ώστε πονηρόν με είναι πάσι τοίς κατοικούσι την γήν, έν τε τοίς Χαναναίοις και εν τοίς Φερεζαίοις· εγώ δε ολιγοστός ειμι εν αριθμώ, και συναχθέντες επ’ εμέ συγκόψουσί με, και εκτριβήσομαι εγώ και ο οίκός μου. 31 οι δε είπαν· αλλ΄ ωσεί πόρνη χρήσονται τή αδελφή ημών;
1 ΕΙΠΕ δε ο Θεός προς Ιακώβ· αναστάς ανάβηθι εις τον τόπον Βαιθήλ και οίκει εκεί και ποίησον εκεί θυσιαστήριον τώ Θεώ τώ οφθέντι σοι εν τώ αποδιδράσκειν σε από προσώπου Ησαύ τού αδελφού σου. 2 είπε δε Ιακώβ τώ οίκω αυτού και πάσι τοίς μετ’ αυτού· άρατε τους θεούς τους αλλοτρίους τους μεθ’ υμών εκ μέσου υμών και καθαρίσθητε και αλλάξατε τας στολάς υμών, 3 και αναστάντες αναβώμεν εις Βαιθήλ και ποιήσωμεν εκεί θυσιαστήριον τώ Θεώ τώ επακούσαντί μου εν ημέρα θλίψεως, ός ήν μετ΄ εμού και διέσωσέ με εν τή οδώ, ή επορεύθην. 4 και έδωκαν τώ Ιακώβ τους θεούς τους αλλοτρίους, οί ήσαν εν ταίς χερσίν αυτών, και τα ενώτια τα εν τοίς ωσίν αυτών, και κατέκρυψεν αυτά Ιακώβ υπό την τερέβινθον την εν Σικίμοις και απώλεσαν αυτά έως της σήμερον ημέρας. 5 και εξήρεν Ισραήλ εκ Σικίμων, και εγένετο φόβος Θεού επί τας πόλεις τας κύκλω αυτών, και ου κατεδίωξαν οπίσω των υιών Ισραήλ. 6 ήλθε δε Ιακώβ εις Λουζά, ή εστιν εν γη Χαναάν, ή εστι Βαιθήλ, αυτός και πάς ο λαός, ός ήν μετ’ αυτού. 7 και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον και εκάλεσε το όνομα τού τόπου Βαιθήλ. εκεί γάρ εφάνη αυτώ ο Θεός εν τώ αποδιδράσκειν αυτόν από προσώπου Ησαύ τού αδελφού αυτού. 8 απέθανε δε Δεβώρα η τροφός Ρεβέκκας και ετάφη κατώτερον Βαιθήλ υπό την βάλανον, και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα αυτής Βάλανος πένθους. 9 Ώφθη δε ο Θεός τώ Ιακώβ έτι εν Λουζά, ότε παρεγένετο εκ Μεσοποταμίας της Συρίας, και ευλόγησεν αυτόν ο Θεός.
10 και είπεν αυτώ ο Θεός· το όνομά σου ου κληθήσεται έτι Ιακώβ, αλλ’ Ισραήλ έσται το όνομά σου. και εκάλεσε το όνομα αυτού Ισραήλ. 11 είπε δε αυτώ ο Θεός· εγώ ο Θεός σου· αυξάνου και πληθύνου· έθνη και συναγωγαί εθνών έσονται εκ σού, και βασιλείς εκ της οσφύος σου εξελεύσονται. 12 και την γήν, ήν έδωκα Αβραάμ και Ισαάκ, σοί δέδωκα αυτήν· σοί έσται, και τώ σπέρματί σου μετά σε δώσω την γήν ταύτην. 13 ανέβη δε ο Θεός απ΄ αυτού εκ τού τόπου, ού ελάλησε μετ’ αυτού. 14 και έστησεν Ιακώβ στήλην εν τώ τόπω, ώ ελάλησε μετ’ αυτού ο Θεός, στήλην λιθίνην, και έσπεισεν επ' αυτήν σπονδήν και επέχεεν επ’ αυτήν έλαιον. 15 και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα τού τόπου, εν ώ ελάλησε μετ’ αυτού εκεί ο Θεός, Βαιθήλ. 16 Απάρας δε Ιακώβ εκ Βαιθήλ, έπηξε την σκηνήν αυτού επέκεινα τού πύργου Γαδέρ. εγένετο δε ηνίκα ήγγισεν εις Χαβραθά τού ελθείν εις την Εφραθά, έτεκε Ραχήλ και εδυστόκησεν εν τώ τοκετώ. 17 εγένετο δε εν τώ σκληρώς αυτήν τίκτειν, είπεν αυτή η μαία· θάρσει, και γάρ ούτός σοί εστιν υιός. 18 εγένετο δε εν τώ αφιέναι αυτήν την ψυχήν, απέθνησκε γάρ, εκάλεσε το όνομα αυτού Υιός οδύνης μου· ο δε πατήρ εκάλεσε το όνομα αυτού Βενιαμίν. 19 απέθανε δε Ραχήλ και ετάφη εν τή οδώ τού ιπποδρόμου Εφραθά (αύτη εστί Βηθλεέμ).
20 και έστησεν Ιακώβ στήλην επί τού μνημείου αυτής· αύτη εστίν η στήλη επί τού μνημείου Ραχήλ έως της ημέρας ταύτης. 21 εγένετο δε ηνίκα κατώκησεν Ισραήλ εν τή γη εκείνη, επορεύθη Ρουβήν και εκοιμήθη μετά Βαλλάς της παλλακής τού πατρός αυτού Ιακώβ· και ήκουσεν Ισραήλ, και πονηρόν εφάνη εναντίον αυτού. 22 Ήσαν δε οι υιοί Ιακώβ δώδεκα. 23 υιοί Λείας· πρωτότοκος Ιακώβ Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισσάχαρ, Ζαβουλών. 24 υιοί δε Ραχήλ· Ιωσήφ και Βενιαμίν. 25 υιοί δε Βαλλάς παιδίσκης Ραχήλ· Δάν και Νεφθαλείμ. 26 υιοί δε Ζελφάς παιδίσκης Λείας· Γάδ και Ασήρ. ούτοι υιοί Ιακώβ, οί εγένοντο αυτώ εν Μεσοποταμία της Συρίας. 27 Ήλθε δε Ιακώβ προς Ισαάκ τον πατέρα αυτού εις Μαμβρή, εις πόλιν τού πεδίου (αύτη εστί Χεβρών) εν γη Χαναάν, ού παρώκησεν Αβραάμ και Ισαάκ. 28 εγένοντο δε αι ημέραι Ισαάκ, ας έζησεν, έτη εκατόν ογδοήκοντα, 29 και εκλείπων Ισαάκ απέθανε και προσετέθη προς το γένος αυτού πρεσβύτερος και πλήρης ημερών, και έθαψαν αυτόν Ησαύ και Ιακώβ οι υιοί αυτού.
1 ΑΥΤΑΙ δε αι γενέσεις Ησαύ (αυτός εστιν Εδώμ)· 2 Ησαύ δε έλαβε τας γυναίκας εαυτώ από των θυγατέρων των Χαναναίων, την Αδά θυγατέρα Αιλώμ τού Χετταίου και τού Ολιβεμά θυγατέρα Ανά τού υιού Σεβεγών τού Ευαίου 3 και την Βασεμάθ θυγατέρα Ισμαήλ αδελφήν Ναβεώθ. 4 έτεκε δε αυτώ Αδά τον Ελιφάς, και Βασεμάθ έτεκε τον Ραγουήλ, 5 και Ολιβεμά έτεκε τον Ιεούς και τον Ιεγλόμ και τον Κορέ· ούτοι υιοί Ησαύ, οί εγένοντο αυτώ εν γη Χαναάν. 6 έλαβε δε Ησαύ τας γυναίκας αυτού και τους υιούς αυτού και τας θυγατέρας αυτού και πάντα τα σώματα τού οίκου αυτού και πάντα τα υπάρχοντα αυτού και πάντα τα κτήνη και πάντα όσα εκτήσατο και πάντα όσα περιεποιήσατο εν γη Χαναάν, και επορεύθη Ησαύ εκ της γής Χαναάν από προσώπου Ιακώβ τού αδελφού αυτού. 7 ήν γάρ αυτών τα υπάρχοντα πολλά τού οικείν άμα, και ουκ ηδύνατο η γη της παροικήσεως αυτών φέρειν αυτούς από τού πλήθους των υπαρχόντων αυτών. 8 κατώκησε δε Ησαύ εν τώ όρει Σηείρ ( Ησαύ αυτός εστιν Εδώμ). 9 Αύται δε αι γενέσεις Ησαύ πατρός Εδώμ εν τώ όρει Σηείρ,
10 και ταύτα τα ονόματα των υιών Ησαύ· Ελιφάς υιός Αδάς γυναικός Ησαύ και Ραγουήλ υιός Βασεμάθ γυναικός Ησαύ. 11 εγένοντο δε Ελιφάς υιοί· Θαιμάν, Ωμάρ, Σωφάρ, Γοθώμ και Κενέζ· 12 Θαμνά δε ήν παλλακή Ελιφάς τού υιού Ησαύ και έτεκε τώ Ελιφάς τον Αμαλήκ· ούτοι υιοί Αδάς γυναικός Ησαύ. 13 ούτοι δε υιοί Ραγουήλ· Ναχόθ, Ζαρέ, Σομέ, και Μοζέ· ούτοι ήσαν υιοί Βασεμάθ γυναικός Ησαύ. 14 ούτοι δε υιοί Ολιβεμάς θυγατρός Ανά τού υιού Σεβεγών, γυναικός Ησαύ· έτεκε δε τώ Ησαύ τον Ιεούς και τον Ιεγλόμ και τον Κορέ. 15 ούτοι ηγεμόνες υιοί Ησαύ· υιοί Ελιφάς πρωτοτόκου Ησαύ· ηγεμών Θαιμάν, ηγεμών Ωμάρ, ηγεμών Σωφάρ, ηγεμών Κενέζ, 16 ηγεμών Κορέ, ηγεμών Γοθώμ, ηγεμών Αμαλήκ· ούτοι ηγεμόνες Ελιφάς εν γη Ιδουμαία· ούτοι υιοί Αδάς. 17 και ούτοι υιοί Ραγουήλ υιού Ησαύ· ηγεμών Ναχώθ, ηγεμών Ζαρέ, ηγεμών Σομέ, ηγεμών Μοζέ· ούτοι ηγεμόνες Ραγουήλ εν γη Εδώμ· ούτοι υιοί Βασεμάθ γυναικός Ησαύ. 18 ούτοι δε υιοί Ολιβεμάς γυναικός Ησαύ· ηγεμών Ιεούλ, ηγεμών Ιεγλόμ, ηγεμών Κορέ· ούτοι ηγεμόνες Ολιβεμάς θυγατρός Ανά γυναικός Ησαύ. 19 ούτοι υιοί Ησαύ, και ούτοι ηγεμόνες αυτών. ούτοί εισιν υιοί Εδώμ.
20 Ούτοι δε υιοί Σηείρ τού Χορραίου τού κατοικούντος την γήν· Λωτά, Σωβάλ, Σεβεγών, Ανά 21 και Δησών και Ασάρ και Ρισών· ούτοι ηγεμόνες τού Χορραίου τού υιού Σηείρ εν τή γη Εδώμ. 22 εγένοντο δε υιοί Λωτάν· Χορρί και Αιμάν· αδελφή δε Λωτάν Θαμνά. 23 ούτοι δε υιοί Σωβάλ· Γωλάμ και Μαναχάθ και Γαιβήλ και Σωφάρ και Ωμάρ. 24 και ούτοι υιοί Σεβεγών· Αιέ και Ανά· ούτός εστιν Ανά, ός εύρε τον Ιαμείν εν τή ερήμω, ότε ένεμε τα υποζύγια Σεβεγών τού πατρός αυτού. 25 ούτοι δε υιοί Ανά· Δησών και Ολιβεμά θυγάτηρ Ανά. 26 ούτοι δε υιοί Δησών· Αμαδά και Ασβάν και Ιθράν και Χαρράν. 27 ούτοι δε υιοί Ασάρ· Βαλαάμ και Ζουκάμ και Ιουκάμ. 28 ούτοι δε υιοί Ρισών· Ώς και Αράν. 29 ούτοι δε ηγεμόνες Χορρί· ηγεμών Λωτάν, ηγεμών Σωβάλ, ηγεμών Σεβεγών, ηγεμών Ανά,
30 ηγεμών Δησών, ηγεμών Ασάρ, ηγεμών Ρισών. ούτοι ηγεμόνες Χορρί εν ταίς ηγεμονίαις αυτών εν γη Εδώμ. 31 Καί ούτοι οι βασιλείς οι βασιλεύσαντες εν Εδώμ πρό τού βασιλεύσαι βασιλέα εν Ισραήλ. 32 και εβασίλευσεν εν Εδώμ Βαλάκ υιός Βεώρ, και όνομα τή πόλει αυτού Δενναβά. 33 απέθανε δε Βαλάκ, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Ιωβάβ υιός Ζαρά εκ Βοσόρρας. 34 απέθανε δε Ιωβάβ, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Ασώμ εκ της γής Θαιμανών. 35 απέθανε δε Ασώμ, και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού Αδάδ υιός Βαράδ ο εκκόψας Μαδιάμ εν τώ πεδίω Μωάβ, και όνομα τή πόλει αυτού Γετθαίμ. 36 απέθανε δε Αδάδ, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Σαμαδά εκ Μασεκκάς. 37 απέθανε δε Σαμαδά, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Σαούλ εκ Ροωβώθ της παρά ποταμόν. 38 απέθανε δε Σαούλ, και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού Βαλαεννών υιός Αχοβώρ. 39 απέθανε δε Βαλαεννών υιός Αχοβώρ, και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού Αράδ υιός Βαράδ, και όνομα τή πόλει αυτού Φογώρ, όνομα δε τή γυναικί αυτού Μετεβεήλ, θυγάτηρ Ματραίθ, υιού Μαιζοώβ.
40 Ταύτα τα ονόματα των ηγεμόνων Ησαύ εν ταίς φυλαίς αυτών κατά τόπον αυτών, εν ταίς χώραις αυτών και εν τοίς έθνεσιν αυτών. ηγεμών Θαμνά, ηγεμών Γωλά, ηγεμών Ιεθέρ, 41 ηγεμών Ολιβεμάς, ηγεμών Ηλάς, ηγεμών Φινών, 42 ηγεμών Κενέζ, ηγεμών Θαιμάν, ηγεμών Μαζάρ, 43 ηγεμών Μαγεδιήλ, ηγεμών Ζαφωίν. ούτοι ηγεμόνες Εδώμ εν ταίς κατωκοδομημέναις εν τή γη της κτήσεως αυτών. ούτος Ησαύ πατήρ Εδώμ.
1 ΚΑΤ†ΚΕΙ δε Ιακώβ εν τή γη, ού παρώκησεν ο πατήρ αυτού, εν γη Χαναάν. 2 αύται δε αι γενέσεις Ιακώβ· Ιωσήφ δε δέκα και επτά ετών ήν, ποιμαίνων τα πρόβατα τού πατρός αυτού μετά των αδελφών αυτού, ών νέος, μετά των υιών Βαλλάς και μετά των υιών Ζελφάς των γυναικών τού πατρός αυτού· κατήνεγκαν δε Ιωσήφ ψόγον πονηρόν προς Ισραήλ τον πατέρα αυτών. 3 Ιακώβ δε ηγάπα τον Ιωσήφ παρά πάντας τους υιούς αυτού, ότι υιός γήρως ήν αυτώ· εποίησε δε αυτώ χιτώνα ποικίλον. 4 ιδόντες δε οι αδελφοί αυτού, ότι αυτόν ο πατήρ φιλεί εκ πάντων των υιών αυτού, εμίσησαν αυτόν και ουκ ηδύναντο λαλείν αυτώ ουδέν ειρηνικόν. 5 Ενυπνιασθείς δε Ιωσήφ ενύπνιον απήγγειλεν αυτό τοίς αδελφοίς αυτού. 6 και είπεν αυτοίς· ακούσατε τού ενυπνίου τούτου, ού ενυπνιάσθην· 7 ώμην υμάς δεσμεύειν δράγματα εν μέσω τώ πεδίω, και ανέστη το εμόν δράγμα και ωρθώθη, περιστραφέντα δε τα δράγματα υμών προσεκύνησαν το εμόν δράγμα. 8 είπαν δε αυτώ οι αδελφοί αυτού· μη βασιλεύων βασιλεύσεις εφ’ ημάς ή κυριεύων κυριεύσεις ημών; και προσέθεντο έτι μισείν αυτόν ένεκεν των ενυπνίων αυτού και ένεκεν των ρημάτων αυτού. 9 είδε δε ενύπνιον έτερον και διηγήσατο αυτώ τώ πατρί αυτού και τοίς αδελφοίς αυτού, και είπεν· ιδού ενυπνιασάμην ενύπνιον έτερον, ώσπερ ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες προσεκύνουν με.
10 και επετίμησεν αυτώ ο πατήρ αυτού και είπεν αυτώ· τι το ενύπνιον τούτο, ό ενυπνιάσθης; άρά γε ελθόντες ελευσόμεθα εγώ τε και η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου προσκυνήσαί σοι επί την γήν; 11 εζήλωσαν δε αυτόν οι αδελφοί αυτού, ο δε πατήρ αυτού διετήρησε το ρήμα. 12 Επορεύθησαν δε οι αδελφοί αυτού βόσκειν τα πρόβατα τού πατρός αυτών εις Συχέμ. 13 και είπεν Ισραήλ προς Ιωσήφ· ουχί οι αδελφοί σου ποιμαίνουσιν εις Συχέμ; δεύρο αποστείλω σε προς αυτούς. είπε δε αυτώ· ιδού εγώ. 14 είπε δε αυτώ Ισραήλ· πορευθείς ιδέ, ει υγιαίνουσιν οι αδελφοί σου και τα πρόβατα, και ανάγγειλόν μοι. και απέστειλεν αυτόν εκ της κοιλάδος της Χεβρών, και ήλθεν εις Συχέμ. 15 και εύρεν αυτόν άνθρωπος πλανώμενον εν τώ πεδίω· ηρώτησε δε αυτόν ο άνθρωπος λέγων· τι ζητείς; 16 ο δε είπε· τους αδελφούς μου ζητώ· απάγγειλόν μοι, που βόσκουσιν. 17 είπε δε αυτώ ο άνθρωπος· απήρκασιν εντεύθεν, ήκουσα γάρ αυτών λεγόντων· πορευθώμεν εις Δωθαείμ. και επορεύθη Ιωσήφ κατόπισθεν των αδελφών αυτού και εύρεν αυτούς εν Δωθαείμ. 18 προείδον δε αυτόν μακρόθεν πρό τού εγγίσαι αυτόν προς αυτούς και επονηρεύοντο τού αποκτείναι αυτόν. 19 είπε δε έκαστος προς τον αδελφόν αυτού· ιδού ο ενυπνιαστής εκείνος έρχεται·
20 νύν ούν δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και ρίψωμεν αυτόν εις ένα των λάκκων και ερούμεν· θηρίον πονηρόν κατέφαγεν αυτόν· και οψόμεθα, τι έσται τα ενύπνια αυτού. 21 ακούσας δε Ρουβήν εξείλετο αυτόν εκ των χειρών αυτών και είπεν· ου πατάξωμεν αυτόν εις ψυχήν. 22 είπε δε αυτοίς Ρουβήν· μη εκχέητε αίμα· εμβάλλετε αυτόν εις ένα των λάκκων τούτων των εν τή ερήμω, χείρα δε μη επενέγκητε αυτώ· όπως εξέληται αυτόν εκ των χειρών αυτών και αποδώ αυτόν τώ πατρί αυτού. 23 εγένετο δε ηνίκα ήλθεν Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού, εξέδυσαν Ιωσήφ τον χιτώνα τον ποικίλον τον περί αυτόν 24 και λαβόντες αυτόν έρριψαν εις τον λάκκον· ο δε λάκκος κενός, ύδωρ ουκ είχεν. 25 Εκάθισαν δε φαγείν άρτον και αναβλέψαντες τοίς οφθαλμοίς είδον, και ιδού οδοιπόροι Ισμαηλίται ήρχοντο εκ Γαλαάδ, και αι κάμηλοι αυτών έγεμαν θυμιαμάτων και ρητίνης και στακτής· επορεύοντο δε καταγαγείν εις Αίγυπτον. 26 είπε δε Ιούδας προς τους αδελφούς αυτού· τι χρήσιμον, εάν αποκτείνωμεν τον αδελφόν ημών και κρύψωμεν το αίμα αυτού; 27 δεύτε αποδώμεθα αυτόν τοίς Ισμαηλίταις τούτοις, αι δε χείρες ημών μη έστωσαν επ’ αυτόν, ότι αδελφός ημών και σάρξ ημών εστιν. ήκουσαν δε οι αδελφοί αυτού. 28 και παρεπορεύοντο οι άνθρωποι οι Μαδιηναίοι έμποροι, και εξείλκυσαν και ανεβίβασαν τον Ιωσήφ εκ τού λάκκου και απέδοντο τον Ιωσήφ τοίς Ισμαηλίταις είκοσι χρυσών, και κατήγαγον τον Ιωσήφ εις Αίγυπτον. 29 ανέστρεψε δε Ρουβήν επί τον λάκκον και ουχ ορά τον Ιωσήφ εν τώ λάκκω. και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού.
30 και επέστρεψε προς τους αδελφούς αυτού. και είπε· το παιδάριον ουκ έστιν, εγώ δε που πορεύομαι έτι; 31 Λαβόντες δε τον χιτώνα τού Ιωσήφ έσφαξαν έριφον αιγών και εμόλυναν τον χιτώνα τώ αίματι. 32 και απέστειλαν τον χιτώνα τον ποικίλον και εισήνεγκαν τώ πατρί αυτών. και είπαν· τούτον εύρομεν, επίγνωθι ει χιτών τού υιού σού εστιν ή ού. 33 και επέγνω αυτόν και είπε· χιτών τού υιού μου εστι· θηρίον πονηρόν κατέφαγεν αυτόν, θηρίον ήρπασε τον Ιωσήφ. 34 διέρρηξε δε Ιακώβ τα ιμάτια αυτού και επέθετο σάκκον επί την οσφύν αυτού και επένθει τον υιόν αυτού ημέρας πολλάς. 35 συνήχθησαν δε πάντες οι υιοί αυτού και αι θυγατέρες και ήλθον παρακαλέσαι αυτόν, και ουκ ήθελε παρακαλείσθαι λέγων ότι· καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις άδου. και έκλαυσεν αυτόν ο πατήρ αυτού. 36 οι δε Μαδιηναίοι απέδοντο τον Ιωσήφ εις Αίγυπτον τώ Πετεφρή τώ σπάδοντι Φαραώ, αρχιμαγείρω.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν τώ καιρώ εκείνω, κατέβη Ιούδας από των αδελφών αυτού και αφίκετο έως προς άνθρωπόν τινα Οδολλαμίτην, ώ όνομα Ειράς. 2 και είδεν εκεί Ιούδας θυγατέρα ανθρώπου Χαναναίου, ή όνομα Σαυά, και έλαβεν αυτήν και εισήλθε προς αυτήν. 3 και συλλαβούσα έτεκεν υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Ήρ. 4 και συλλαβούσα έτεκεν υιόν έτι και εκάλεσε το όνομα αυτού Αυνάν. 5 και προσθείσα έτεκεν υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Σηλώμ. αύτη δε ήν εν Χασβί, ηνίκα έτεκεν αυτούς. 6 και έλαβεν Ιούδας γυναίκα Ήρ τώ πρωτοτόκω αυτού, ή όνομα Θάμαρ. 7 εγένετο δε Ήρ πρωτότοκος Ιούδα πονηρός έναντι Κυρίου, και απέκτεινεν αυτόν ο Θεός. 8 είπε δε Ιούδας τώ Αυνάν· είσελθε προς την γυναίκα τού αδελφού σου και επιγάμβρευσαι αυτήν και ανάστησον σπέρμα τώ αδελφώ σου. 9 γνούς δε Αυνάν ότι ουκ αυτώ έσται το σπέρμα, εγίνετο όταν εισήρχετο προς την γυναίκα τού αδελφού αυτού, εξέχεεν επί την γήν τού μη δούναι σπέρμα τώ αδελφώ αυτού.
10 πονηρόν δε εφάνη εναντίον τού Θεού, ότι εποίησε τούτο, και εθανάτωσε και τούτον. 11 είπε δε Ιούδας Θάμαρ τή νύμφη αυτού· κάθου χήρα εν τώ οίκω τού πατρός σου έως μέγας γένηται Σηλώμ ο υιός μου. είπε γάρ· μη ποτε αποθάνη και ούτος, ώσπερ και οι αδελφοί αυτού. απελθούσα δε Θάμαρ εκάθητο εν τώ οίκω τού πατρός αυτής. 12 Επληθύνθησαν δε αι ημέραι και απέθανε Σαυά η γυνή Ιούδα· και παρακληθείς Ιούδας ανέβη επί τους κείροντας τα πρόβατα αυτού, αυτός και Ειράς ο ποιμήν αυτού ο Οδολλαμίτης εις Θαμνά. 13 και απηγγέλη Θάμαρ τή νύμφη αυτού λέγοντες· ιδού ο πενθερός σου αναβαίνει εις Θαμνά κείραι τα πρόβατα αυτού. 14 και περιελομένη τα ιμάτια της χηρεύσεως αφ’ εαυτής, περιεβάλετο θέριστρον και εκαλλωπίσατο και εκάθισε προς ταίς πύλαις Αινάν, ή εστιν εν παρόδω Θαμνά· είδε γάρ ότι μέγας γέγονε Σηλώμ, αυτός δε ουκ έδωκεν αυτήν αυτώ γυναίκα. 15 και ιδών αυτήν Ιούδας έδοξεν αυτήν πόρνην είναι· κατεκαλύψατο γάρ το πρόσωπον αυτής, και ουκ επέγνω αυτήν. 16 εξέκλινε δε προς αυτήν την οδόν και είπεν αυτή· έασόν με εισελθείν προς σε· ου γάρ έγνω ότι νύμφη αυτού εστίν. η δε είπε· τι μοι δώσεις, εάν εισέλθης προς με; 17 ο δε είπεν· εγώ σοι αποστελώ έριφον αιγών εκ των προβάτων μου, η δε είπεν· εάν δώς μοι αρραβώνα, έως τού αποστείλαί σε. 18 ο δε είπε· τίνα τον αρραβώνά σοι δώσω; η δε είπε· τον δακτύλιόν σου και τον ορμίσκον, και την ράβδον την εν τή χειρί σου. και έδωκεν αυτή και εισήλθε προς αυτήν, και εν γαστρί έλαβεν εξ αυτού. 19 και αναστάσα απήλθε και περιείλετο το θέριστρον αυτής αφ’ εαυτής και ενεδύσατο τα ιμάτια της χηρεύσεως αυτής.
20 απέστειλε δε Ιούδας τον έριφον εξ αιγών εν χειρί τού ποιμένος αυτού τού Οδολλαμίτου κομίσασθαι παρά της γυναικός τον αρραβώνα, και ουχ εύρεν αυτήν. 21 επηρώτησε δε τους άνδρας τους εκ τού τόπου· που εστιν η πόρνη η γενομένη εν Αινάν επί της οδού; και είπαν· ουκ ήν ενταύθα πόρνη. 22 και απεστράφη προς Ιούδαν και είπεν· ουχ εύρον, και οι άνθρωποι οι εκ τού τόπου λέγουσι μη είναι ώδε πόρνην. 23 είπε δε Ιούδας· εχέτω αυτά, αλλά μη ποτε καταγελασθώμεν· εγώ μέν απέσταλκα τον έριφον τούτον, σύ δε ουχ εύρηκας. 24 Εγένετο δε μετά τρίμηνον ανηγγέλη τώ Ιούδα λέγοντες· εκπεπόρνευκε Θάμαρ η νύμφη σου και ιδού εν γαστρί έχει εκ πορνείας. είπε δε Ιούδας· εξαγάγετε αυτήν, και κατακαυθήτω. 25 αυτή δε αγομένη απέστειλε προς τον πενθερόν αυτής λέγουσα· εκ τού ανθρώπου, ούτινος ταύτά εστιν, εγώ εν γαστρί έχω. και είπεν· επίγνωθι, τίνος ο δακτύλιος και ο ορμίσκος και η ράβδος αύτη. 26 επέγνω δε Ιούδας και είπε· δεδικαίωται Θάμαρ ή εγώ, ού ένεκεν ουκ έδωκα αυτήν Σηλών τώ υιώ μου. και ου προσέθετο έτι τού γνώναι αυτήν. 27 Εγένετο δε ηνίκα έτικτε, και τήδε ήν δίδυμα εν τή γαστρί αυτής. 28 εγένετο δε εν τώ τίκτειν αυτήν, ο είς προεξήνεγκε την χείρα· λαβούσα δε η μαία έδησεν επί την χείρα αυτού κόκκινον λέγουσα· ούτος εξελεύσεται πρότερος. 29 ως δε επισυνήγαγε την χείρα, και ευθύς εξήλθεν ο αδελφός αυτού. η δε είπε· τι διεκόπη διά σε φραγμός; και εκάλεσε το όνομα αυτού Φαρές.
30 και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού, εφ’ ώ ήν επί τή χειρί αυτού το κόκκινον· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ζαρά.
1 ΙΩΣΗΦ δε κατήχθη εις Αίγυπτον, και εκτήσατο αυτόν Πετεφρής ο ευνούχος Φαραώ, ο αρχιμάγειρος, ανήρ Αιγύπτιος, εκ χειρών των Ισμαηλιτών, οί κατήγαγον αυτόν εκεί. 2 και ήν Κύριος μετά Ιωσήφ, και ήν ανήρ επιτυγχάνων και εγένετο εν τώ οίκω παρά τώ κυρίω αυτού τώ Αιγυπτίω. 3 ήδει δε ο κύριος αυτού, ότι ο Κύριος ήν μετ΄ αυτού και όσα εάν ποιή, Κύριος ευοδοί εν ταίς χερσίν αυτού. 4 και εύρεν Ιωσήφ χάριν εναντίον τού κυρίου αυτού, και ευηρέστησεν αυτώ, και κατέστησεν αυτόν επί τού οίκου αυτού και πάντα, όσα ήν αυτώ, έδωκε διά χειρός Ιωσήφ. 5 εγένετο δε μετά το καταστήναι αυτόν επί τού οίκου αυτού και επί πάντα, όσα ήν αυτώ, και ηυλόγησε Κύριος τον οίκον τού Αιγυπτίου διά Ιωσήφ, και εγενήθη ευλογία Κυρίου εν πάσι τοίς υπάρχουσιν αυτώ εν τώ οίκω και εν τώ αγρώ αυτού. 6 και επέτρεψε πάντα, όσα ήν αυτώ, εις χείρας Ιωσήφ και ουκ ήδει των καθ’ αυτόν ουδέν πλήν τού άρτου, ού ήσθιεν αυτός. Καί ήν Ιωσήφ καλός τώ είδει και ωραίος τή όψει σφόδρα. 7 και εγένετο μετά τα ρήματα ταύτα και επέβαλεν η γυνή τού κυρίου αυτού τους οφθαλμούς αυτής επί Ιωσήφ και είπε· κοιμήθητι μετ’ εμού. 8 ο δε ουκ ήθελεν, είπε δε τή γυναικί τού κυρίου αυτού· ει ο κύριός μου ου γινώσκει δι΄ εμέ ουδέν εν τώ οίκω αυτού, και πάντα, όσα εστίν αυτώ, έδωκεν εις τας χείράς μου 9 και ουχ υπερέχει εν τή οικία ταύτη ουδέν εμού, ουδέ υπεξήρηται απ’ εμού ουδέν πλήν σού, διά το σε γυναίκα αυτού είναι, και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι εναντίον τού Θεού;
10 ηνίκα δε ελάλει τώ Ιωσήφ ημέραν εξ ημέρας, και ουχ υπήκουεν αυτή καθεύδειν μετ΄ αυτής τού συγγενέσθαι αυτή. 11 εγένετο δε τοιαύτη τις ημέρα, και εισήλθεν Ιωσήφ εις την οικίαν ποιείν τα έργα αυτού, και ουδείς ήν των εν τή οικία έσω, 12 και επεσπάσατο αυτόν των ιματίων λέγουσα· κοιμήθητι μετ’ εμού. και καταλιπών τα ιμάτια αυτού εν ταίς χερσίν αυτής έφυγε και εξήλθεν έξω. 13 και εγένετο ως είδεν, ότι καταλιπών τα ιμάτια αυτού εν ταίς χερσίν αυτής έφυγε και εξήλθεν έξω, 14 και εκάλεσε τους όντας εν τή οικία και είπεν αυτοίς λέγουσα· ίδετε, εισήγαγεν ημίν παίδα Εβραίον εμπαίζειν ημίν· εισήλθε προς με λέγων· κοιμήθητι μετ΄ εμού, και εβόησα φωνή μεγάλη· 15 εν δε τώ ακούσαι αυτόν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εβόησα, καταλιπών τα ιμάτια αυτού παρ’ εμοί έφυγε και εξήλθεν έξω. 16 και καταλιμπάνει τα ιμάτια παρ’ εαυτή, έως ήλθεν ο κύριος εις τον οίκον αυτού. 17 και ελάλησεν αυτώ κατά τα ρήματα ταύτα λέγουσα· εισήλθε προς με ο παίς ο Εβραίος, ον εισήγαγες προς ημάς, εμπαίξαί μοι και είπέ μοι· κοιμηθήσομαι μετά σού· 18 ως δε ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εβόησα, καταλιπών τα ιμάτια αυτού παρ’ εμοί έφυγε και εξήλθεν έξω. 19 εγένετο δε, ως ήκουσεν ο κύριος αυτού τα ρήματα της γυναικός αυτού, όσα ελάλησε προς αυτόν, λέγουσα· ούτως εποίησέ μοι ο παίς σου, και εθυμώθη οργή.
20 και λαβών ο κύριος Ιωσήφ ενέβαλεν αυτόν εις το οχύρωμα, εις τον τόπον, εν ώ οι δεσμώται τού βασιλέως κατέχονται εκεί εν τώ οχυρώματι. 21 Καί ήν Κύριος μετά Ιωσήφ και κατέχεεν αυτού έλεος και έδωκεν αυτώ χάριν εναντίον τού αρχιδεσμοφύλακος, 22 και έδωκεν ο αρχιδεσμοφύλαξ το δεσμωτήριον διά χειρός Ιωσήφ και πάντας τους απηγμένους, όσοι εν τώ δεσμωτηρίω, και πάντα όσα ποιούσιν εκεί, αυτός ήν ποιών. 23 ουκ ήν ο αρχιδεσμοφύλαξ τού δεσμωτηρίου γινώσκων δι’ αυτόν ουδέν· πάντα γάρ ήν διά χειρός Ιωσήφ διά το τον Κύριον μετ’ αυτού είναι, και όσα αυτός εποίει, ο Κύριος ευώδου εν ταίς χερσίν αυτού.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά τα ρήματα ταύτα ήμαρτεν ο αρχιοινοχόος τού βασιλέως Αιγύπτου και ο αρχισιτοποιός τώ κυρίω αυτών βασιλεί Αιγύπτου. 2 και ωργίσθη Φαραώ επί τοίς δυσίν ευνούχοις αυτού, επί τώ αρχιοινοχόω και επί τώ αρχισιτοποιώ, 3 και έθετο αυτούς εν φυλακή εις το δεσμωτήριον, εις τον τόπον, ού Ιωσήφ απήκτο εκεί. 4 και συνέστησεν ο αρχιδεσμώτης τώ Ιωσήφ αυτούς, και παρέστη αυτοίς· ήσαν δε ημέρας εν τή φυλακή. 5 και είδον αμφότεροι ενύπνιον εν μια νυκτί· η δε όρασις τού ενυπνίου τού αρχιοινοχόου και αρχισιτοποιού, οί ήσαν τώ βασιλεί Αιγύπτου, οι όντες εν τώ δεσμωτηρίω, ήν αύτη. 6 εισήλθε δε προς αυτούς Ιωσήφ τώ πρωί και είδεν αυτούς, και ήσαν τεταραγμένοι. 7 και ηρώτα τους ευνούχους Φαραώ, οί ήσαν μετ’ αυτού εν τή φυλακή παρά τώ κυρίω αυτού, λέγων· τι ότι τα πρόσωπα υμών σκυθρωπά σήμερον; 8 οι δε είπαν αυτώ· ενύπνιον είδομεν, και ο συγκρίνων ουκ έστιν αυτό. είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· ουχί διά τού Θεού η διασάφησις αυτών εστι; διηγήσασθε ούν μοι. 9 και διηγήσατο ο αρχιοινοχόος το ενύπνιον αυτού τώ Ιωσήφ και είπεν· εν τώ ύπνω μου ήν άμπελος εναντίον μου·
10 εν δε τή αμπέλω τρεις πυθμένες, και αυτή θάλλουσα ανενηνοχυία βλαστούς· πέπειροι οι βότρυες σταφυλής. 11 και το ποτήριον Φαραώ εν τή χειρί μου· και έλαβον την σταφυλήν και εξέθλιψα αυτήν εις το ποτήριον και έδωκα το ποτήριον εις την χείρα Φαραώ. 12 και είπεν αυτώ Ιωσήφ· τούτο η σύγκρισις αυτού· οι τρεις πυθμένες τρεις ημέραι εισίν· 13 έτι τρεις ημέραι και μνησθήσεται Φαραώ της αρχής σου και αποκαταστήσει σε επί την αρχιοινοχοίαν σου, και δώσεις το ποτήριον Φαραώ εις την χείρα αυτού κατά την αρχήν σου την προτέραν, ως ήσθα οινοχοών. 14 αλλά μνήσθητί μου διά σεαυτού, όταν εύ γένηταί σοι, και ποιήσεις εν εμοί έλεος και μνησθήσει περί εμού προς Φαραώ και εξάξεις με εκ τού οχυρώματος τούτου· 15 ότι κλοπή εκλάπην εκ γής Εβραίων και ώδε ουκ εποίησα ουδέν, αλλ΄ ενέβαλόν με εις τον λάκκον τούτον. 16 και είδεν ο αρχισιτοποιός, ότι ορθώς συνέκρινε, και είπε τώ Ιωσήφ· καγώ είδον ενύπνιον και ώμην τρία κανά χονδριτών αίρειν επί της κεφαλής μου· 17 εν δε κανώ τώ επάνω από πάντων των γενών, ών Φαραώ εσθίει έργον σιτοποιού, και τα πετεινά τού ουρανού κατήσθιεν αυτά από τού κανού τού επάνω της κεφαλής μου. 18 αποκριθείς δε Ιωσήφ είπεν αυτώ· αύτη η σύγκρισις αυτού· τα τρία κανά τρεις ημέραι εισίν· 19 έτι τριών ημερών και αφελεί Φαραώ την κεφαλήν σου από σού και κρεμάσει σε επί ξύλου, και φάγεται τα όρνεα τού ουρανού τας σάρκας σου από σού.
20 εγένετο δε εν τή ημέρα τή τρίτη, ημέρα γενέσεως ήν Φαραώ, και εποίει πότον πάσι τοίς παισίν αυτού. και εμνήσθη της αρχής τού οινοχόου και της αρχής τού σιτοποιού εν μέσω των παίδων αυτού, 21 και αποκατέστησε τον αρχιοινοχόον επί την αρχήν αυτού, και έδωκε το ποτήριον εις την χείρα Φαραώ, 22 τον δε αρχισιτοποιόν εκρέμασε, καθά συνέκρινεν αυτοίς Ιωσήφ. 23 και ουκ εμνήσθη ο αρχιοινοχόος τού Ιωσήφ, αλλ’ επελάθετο αυτού.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά δύο έτη ημερών, Φαραώ είδεν ενύπνιον· ώετο εστάναι επί τού ποταμού, 2 και ιδού ώσπερ εκ τού ποταμού ανέβαινον επτά βόες καλαί τώ είδει και εκλεκταί ταίς σαρξί και εβόσκοντο εν τώ Άχει. 3 άλλαι δε επτά βόες ανέβαινον μετά ταύτας εκ τού ποταμού αισχραί τώ είδει και λεπταί ταίς σαρξί και ενέμοντο παρά τας βόας επί το χείλος τού ποταμού· 4 και κατέφαγον αι επτά βόες αι αισχραί και λεπταί ταίς σαρξί τας επτά βόας τας καλάς τώ είδει και τας εκλεκτάς ταίς σαρξί. ηγέρθη δε Φαραώ. 5 και ενυπνιάσθη το δεύτερον, και ιδού επτά στάχυες ανέβαινον εν τώ πυθμένι ενί εκλεκτοί και καλοί· 6 και ιδού επτά στάχυες λεπτοί και ανεμόφθοροι ανεφύοντο μετ΄ αυτούς· 7 και κατέπιον οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι τους επτά στάχυας τους εκλεκτούς και τους πλήρεις. ηγέρθη δε Φαραώ, και ήν ενύπνιον. 8 Εγένετο δε πρωί και εταράχθη η ψυχή αυτού, και αποστείλας εκάλεσε πάντας τους εξηγητάς Αιγύπτου και πάντας τους σοφούς αυτής, και διηγήσατο αυτοίς Φαραώ το ενύπνιον αυτού, και ουκ ήν ο απαγγέλλων αυτό τώ Φαραώ. 9 και ελάλησεν ο αρχιοινοχόος προς Φαραώ λέγων· την αμαρτίαν μου αναμιμνήσκω σήμερον.
10 Φαραώ ωργίσθη τοίς παισίν αυτού και έθετο ημάς εν φυλακή εν τώ οίκω τού αρχιμαγείρου, εμέ τε και τον αρχισιτοποιόν. 11 και είδομεν ενύπνιον αμφότεροι εν νυκτί μια εγώ και αυτός, έκαστος κατά το αυτού ενύπνιον είδομεν. 12 ήν δε εκεί μεθ’ ημών νεανίσκος παίς Εβραίος τού αρχιμαγείρου, και διηγησάμεθα αυτώ, και συνέκρινεν ημίν. 13 εγενήθη δε, καθώς συνέκρινεν ημίν, ούτω και συνέβη, εμέ τε αποκατασταθήναι επί την αρχήν μου, εκείνον δε κρεμασθήναι. 14 Αποστείλας δε Φαραώ εκάλεσε τον Ιωσήφ, και εξήγαγον αυτόν από τού οχυρώματος και εξύρησαν αυτόν και ήλλαξαν την στολήν αυτού, και ήλθε προς Φαραώ. 15 είπε δε Φαραώ προς Ιωσήφ· ενύπνιον εώρακα, και ο συγκρίνων ουκ έστιν αυτό· εγώ δε ακήκοα περί σού λεγόντων, ακούσαντά σε ενύπνια συγκρίναι αυτά. 16 αποκριθείς δε Ιωσήφ τώ Φαραώ είπεν· άνευ τού Θεού ουκ αποκριθήσεται το σωτήριον Φαραώ. 17 ελάλησε δε Φαραώ τώ Ιωσήφ λέγων· εν τώ ύπνω μου ώμην εστάναι παρά το χείλος τού ποταμού, 18 και ώσπερ εκ τού ποταμού ανέβαινον επτά βόες καλαί τώ είδει και εκλεκταί ταίς σαρξί, και ενέμοντο εν τώ Άχει. 19 και ιδού επτά βόες έτεραι ανέβαινον οπίσω αυτών εκ τού ποταμού πονηραί και αισχραί τώ είδει και λεπταί ταίς σαρξίν, οίας ουκ είδον τοιαύτας εν όλη γη Αιγύπτου αισχροτέρας·
20 και κατέφαγον αι επτά βόες αι αισχραί και λεπταί τας επτά βόας τας πρώτας τας καλάς και τας εκλεκτάς, 21 και εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών και ου διάδηλοι εγένοντο, ότι εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών, και αι όψεις αυτών αισχραί, καθά και την αρχήν· εξεγερθείς δε εκοιμήθην 22 και είδον πάλιν εν τώ ύπνω μου, και ώσπερ επτά στάχυες ανέβαινον εν πυθμένι ενί πλήρεις και καλοί· 23 άλλοι δε επτά στάχυες λεπτοί και ανεμόφθοροι ανεφύοντο εχόμενοι αυτών. 24 και κατέπιον οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι τους επτά στάχυας τους καλούς και τους πλήρεις. είπα ούν τοίς εξηγηταίς, και ουκ ήν ο απαγγέλλων μοι αυτό. 25 Καί είπεν Ιωσήφ τώ Φαραώ· το ενύπνιον Φαραώ έν εστιν· όσα ο Θεός ποιεί, έδειξε τώ Φαραώ. 26 αι επτά βόες αι καλαί επτά έτη εστί, και οι επτά στάχυες οι καλοί επτά έτη εστί· το ενύπνιον Φαραώ έν εστι, 27 και αι επτά βόες αι λεπταί αι αναβαίνουσαι οπίσω αυτών επτά έτη εστί, και οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι έσονται επτά έτη λιμού. 28 το δε ρήμα, ό είρηκα Φαραώ, όσα ο Θεός ποιεί, έδειξε τώ Φαραώ, 29 ιδού επτά έτη έρχεται ευθηνία πολλή εν πάση γη Αιγύπτου·
30 ήξει δε επτά έτη λιμού μετά ταύτα, και επιλήσονται της πλησμονής της εσομένης εν όλη Αιγύπτω, και αναλώσει ο λιμός την γήν, 31 και ουκ επιγνωσθήσεται η ευθηνία επί της γής από τού λιμού τού εσομένου μετά ταύτα· ισχυρός γάρ έσται σφόδρα. 32 περί δε τού δευτερώσαι το ενύπνιον Φαραώ δίς, ότι αληθές έσται το ρήμα το παρά τού Θεού, και ταχυνεί ο Θεός τού ποιήσαι αυτό. 33 νύν ούν σκέψαι άνθρωπον φρόνιμον και συνετόν και κατάστησον αυτόν επί γής Αιγύπτου· 34 και ποιησάτω Φαραώ και καταστησάτω τοπάρχας επί της γής, και αποπεμπτωσάτωσαν πάντα τα γεννήματα της γής Αιγύπτου των επτά ετών της ευθηνίας 35 και συναγαγέτωσαν πάντα τα βρώματα των επτά ετών των ερχομένων των καλών τούτων, και συναχθήτω ο σίτος υπό χείρα Φαραώ, βρώματα εν ταίς πόλεσι φυλαχθήτω· 36 και έσται τα βρώματα τα πεφυλαγμένα τή γη εις τα επτά έτη τού λιμού, ά έσονται εν γη Αιγύπτου, και ουκ εκτριβήσεται η γη εν τώ λιμώ. 37 Ήρεσε δε το ρήμα εναντίον Φαραώ και εναντίον πάντων των παίδων αυτού, 38 και είπε Φαραώ πάσι τοίς παισίν αυτού· μη ευρήσομεν άνθρωπον τοιούτον, ός έχει πνεύμα Θεού εν αυτώ; 39 είπε δε Φαραώ τώ Ιωσήφ· επειδή έδειξεν ο Θεός σοι πάντα ταύτα, ουκ έστιν άνθρωπος φρονιμώτερος και συνετώτερός σου·
40 σύ έση επί τώ οίκω μου, και επί τώ στόματί σου υπακούσεται πάς ο λαός μου· πλήν τον θρόνον υπερέξω σου εγώ. 41 είπε δε Φαραώ τώ Ιωσήφ· ιδού καθίστημί σε σήμερον επί πάσης γής Αιγύπτου. 42 και περιελόμενος Φαραώ τον δακτύλιον από της χειρός αυτού, περιέθηκεν αυτόν επί την χείρα Ιωσήφ και ενέδυσεν αυτόν στολήν βυσσίνην και περιέθηκε κλοιόν χρυσούν περί τον τράχηλον αυτού· 43 και ανεβίβασεν αυτόν επί το άρμα το δεύτερον των αυτού, και εκήρυξεν έμπροσθεν αυτού κήρυξ· και κατέστησεν αυτόν εφ’ όλης γής Αιγύπτου. 44 είπε δε Φαραώ τώ Ιωσήφ· εγώ Φαραώ, άνευ σού ουκ εξαρεί ουδείς την χείρα αυτού επί πάσης γής Αιγύπτου. 45 και εκάλεσε Φαραώ το όνομα Ιωσήφ, Ψονθομφανήχ· και έδωκεν αυτώ την Ασεννέθ θυγατέρα Πετεφρή ιερέως Ηλιουπόλεως αυτώ εις γυναίκα. 46 Ιωσήφ δε ήν ετών τριάκοντα, ότε έστη εναντίον Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου.Εξήλθε δε Ιωσήφ από προσώπου Φαραώ, και διήλθε πάσαν γήν Αιγύπτου. 47 και εποίησεν η γη εν τοίς επτά έτεσι της ευθηνίας δράγματα· 48 και συνήγαγε πάντα τα βρώματα των επτά ετών, εν οίς ήν η ευθυνία εν τή γη Αιγύπτου, και έθηκε τα βρώματα εν ταίς πόλεσι, βρώματα των πεδίων της πόλεως των κύκλω αυτής έθηκεν εν αυτή. 49 και συνήγαγεν Ιωσήφ σίτον ωσεί την άμμον της θαλάσσης πολύν σφόδρα, έως ουκ ηδύνατο αριθμηθήναι, ου γάρ ήν αριθμός.
50 Τώ δε Ιωσήφ εγένοντο υιοί δύο πρό τού ελθείν τα επτά έτη τού λιμού, ούς έτεκεν αυτώ Ασεννέθ η θυγάτηρ Πετεφρή ιερέως Ηλιουπόλεως. 51 εκάλεσε δε Ιωσήφ το όνομα τού πρωτοτόκου Μανασσή, ότι επιλαθέσθαι με εποίησεν ο Θεός πάντων των πόνων μου και πάντων των τού πατρός μου. 52 το δε όνομα τού δευτέρου εκάλεσεν Εφραίμ, ότι ηύξησέ με ο Θεός εν γη ταπεινώσεώς μου. 53 Παρήλθε δε τα επτά έτη της ευθηνίας, ά εγένοντο εν τή γη Αιγύπτου, 54 και ήρξατο τα επτά έτη τού λιμού έρχεσθαι, καθά είπεν Ιωσήφ. και εγένετο λιμός εν πάση τή γη, εν δε πάση τή γη Αιγύπτου ήσαν άρτοι. 55 και επείνασε πάσα η γη Αιγύπτου, έκραξε δε ο λαός προς Φαραώ περί άρτων· είπε δε Φαραώ πάσι τοίς Αιγυπτίοις· πορεύεσθε προς Ιωσήφ, και ό εάν είπη υμίν, ποιήσατε. 56 και ο λιμός ήν επί προσώπου πάσης της γής· ανέωξε δε Ιωσήφ πάντας τους σιτοβολώνας και επώλει πάσι τοίς Αιγυπτίοις. 57 και πάσαι αι χώραι ήλθον εις Αίγυπτον αγοράζειν προς Ιωσήφ· επεκράτησε γάρ ο λιμός εν πάση τή γη.
1 ΙΔΩΝ δε Ιακώβ ότι εστί πράσις εν Αιγύπτω, είπε τοίς υιοίς αυτού· ινατί ραθυμείτε; 2 ιδού ακήκοα ότι εστί σίτος εν Αιγύπτω· κατάβητε εκεί και πρίασθε ημίν μικρά βρώματα, ίνα ζήσωμεν και μη αποθάνωμεν. 3 κατέβησαν δε οι αδελφοί Ιωσήφ οι δέκα πρίασθαι σίτον εξ Αιγύπτου· 4 τον δε Βενιαμίν τον αδελφόν Ιωσήφ ουκ απέστειλε μετά των αδελφών αυτού, είπε γάρ· μη ποτε συμβή αυτώ μαλακία. 5 Ήλθον δε οι υιοί Ισραήλ αγοράζειν μετά των ερχομένων· ήν γάρ ο λιμός εν γη Χαναάν. 6 Ιωσήφ δε ήν ο άρχων της γής, ούτος επώλει παντί τώ λαώ της γής· ελθόντες δε οι αδελφοί Ιωσήφ προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί την γήν. 7 ιδών δε Ιωσήφ τους αδελφούς αυτού επέγνω και ηλλοτριούτο απ’ αυτών και ελάλησεν αυτοίς σκληρά και είπεν αυτοίς· πόθεν ήκατε; οι δε είπον· εκ γής Χαναάν αγοράσαι βρώματα. 8 επέγνω δε Ιωσήφ τους αδελφούς αυτού, αυτοί δε ουκ επέγνωσαν αυτόν. 9 και εμνήσθη Ιωσήφ των ενυπνίων αυτού, ών είδεν αυτός, και είπεν αυτοίς· κατάσκοποί εστε, κατανοήσαι τα ίχνη της χώρας ήκατε.
10 οι δε είπαν· ουχί, κύριε, οι παίδές σου ήλθομεν πρίασθαι βρώματα· 11 πάντες εσμέν υιοί ενός ανθρώπου· ειρηνικοί εσμεν, ουκ εισίν οι παίδές σου κατάσκοποι. 12 είπε δε αυτοίς· ουχί, αλλά τα ίχνη της γής ήλθετε ιδείν. 13 οι δε είπαν· δώδεκά εσμεν οι παίδες σου αδελφοί εν γη Χαναάν, και ιδού ο νεώτερος μετά τού πατρός ημών σήμερον, ο δε έτερος ουχ υπάρχει. 14 είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· τούτό εστιν ό είρηκα υμίν λέγων, ότι κατάσκοποί εστε· 15 εν τούτω φανείσθε· νή την υγίειαν Φαραώ, ου μη εξέλθητε εντεύθεν, εάν μη ο αδελφός υμών ο νεώτερος έλθη ώδε. 16 αποστείλατε εξ υμών ένα και λάβετε τον αδελφόν υμών, υμείς δε απάχθητε έως τού φανερά γενέσθαι τα ρήματα υμών, ει αληθεύετε ή ού· ει δε μη, νή την υγίειαν Φαραώ, ή μην κατάσκοποί εστε. 17 και έθετο αυτούς εν φυλακή ημέρας τρεις. 18 Είπε δε αυτοίς τή ημέρα τή τρίτη· τούτο ποιήσατε και ζήσεσθε, τον Θεόν γάρ εγώ φοβούμαι· 19 ει ειρηνικοί εστε, αδελφός υμών κατασχεθήτω είς εν τή φυλακή, αυτοί δε βαδίσατε και απαγάγετε τον αγορασμόν της σιτοδοσίας υμών,
20 και τον αδελφόν υμών τον νεώτερον αγάγετε προς με, και πιστευθήσονται τα ρήματα υμών· ει δε μη, αποθανείσθε. εποίησαν δε ούτως. 21 και είπεν έκαστος προς τον αδελφόν αυτού· ναί, εν αμαρτίαις γάρ εσμεν περί τού αδελφού ημών, ότι υπερείδομεν την θλίψιν της ψυχής αυτού, ότε κατεδέετο ημών, και ουκ εισηκούσαμεν αυτού· και ένεκεν τούτου επήλθεν εφ’ ημάς η θλίψις αύτη. 22 αποκριθείς δε Ρουβήν είπεν αυτοίς· ουκ ελάλησα υμίν λέγων, μη αδικήσητε το παιδάριον; και ουκ ηκούσατέ μου; και ιδού το αίμα αυτού εκζητείται. 23 αυτοί δε ουκ ήδεισαν ότι ακούει Ιωσήφ· ο γάρ ερμηνευτής ανά μέσον αυτών ήν. 24 αποστραφείς δε απ’ αυτών έκλαυσεν Ιωσήφ. και πάλιν προσήλθε προς αυτούς και είπεν αυτοίς· και έλαβε τον Συμεών απ’ αυτών και έδησεν αυτόν εναντίον αυτών. 25 ενετείλατο δε Ιωσήφ εμπλήσαι τα αγγεία αυτών σίτου και αποδούναι το αργύριον αυτών εκάστω εις τον σάκκον αυτού και δούναι αυτοίς επισιτισμόν εις την οδόν. και εγενήθη αυτοίς ούτως. 26 και επιθέντες τον σίτον επί τους όνους αυτών απήλθον εκείθεν. 27 λύσας δε είς τον μάρσιππον αυτού δούναι χορτάσματα τοίς όνοις αυτού, ού κατέλυσαν, και είδε τον δεσμόν τού αργυρίου αυτού, και ήν επάνω τού στόματος τού μαρσίππου· 28 και είπε τοίς αδελφοίς αυτού· επεδόθη μοι το αργύριον, και ιδού τούτο εν τώ μαρσίππω μου, και εξέστη η καρδία αυτών, και εταράχθησαν προς αλλήλους λέγοντες· τι τούτο εποίησεν ο Θεός ημίν; 29 Ήλθον δε προς Ιακώβ τον πατέρα αυτών εις γήν Χαναάν και απήγγειλαν αυτώ πάντα τα συμβάντα αυτοίς, λέγοντες·
30 λελάληκεν ο άνθρωπος ο κύριος της γής προς ημάς σκληρά και έθετο ημάς εν φυλακή ως κατασκοπεύοντας την γήν. 31 είπαμεν δε αυτώ· ειρηνικοί εσμέν, ουκ εσμέν κατάσκοποι· 32 δώδεκα αδελφοί εσμεν, υιοί τού πατρός ημών· ο είς ουχ υπάρχει, ο δε μικρός μετά τού πατρός ημών σήμερον εν γη Χαναάν. 33 είπε δε ημίν ο άνθρωπος ο κύριος της γής· εν τούτω γνώσομαι ότι ειρηνικοί εστε· αδελφόν ένα άφετε ώδε μετ’ εμού, τον δε αγορασμόν της σιτοδοσίας τού οίκου υμών λαβόντες απέλθατε. 34 και αγάγετε προς με τον αδελφόν υμών τον νεώτερον, και γνώσομαι ότι ου κατάσκοποί εστε, αλλ’ ότι ειρηνικοί εστε, και τον αδελφόν υμών αποδώσω υμίν, και τή γη εμπορεύσεσθε. 35 εγένετο δε εν τώ κατακενούν αυτούς τους σάκκους αυτών, και ήν εκάστου ο δεσμός τού αργυρίου εν τώ σάκκω αυτών· και είδον τους δεσμούς τού αργυρίου αυτών αυτοί και ο πατήρ αυτών, και εφοβήθησαν. 36 είπε δε αυτοίς Ιακώβ ο πατήρ αυτών· εμέ ητεκνώσατε, Ιωσήφ ούκ έστι, Συμεών ουκ έστι, και τον Βενιαμίν λήψεσθε; επ’ εμέ εγένετο ταύτα πάντα. 37 είπε δε Ρουβήν τώ πατρί αυτών λέγων· τους δύο υιούς μου απόκτεινον, εάν μη αγάγω αυτόν προς σε· δός αυτόν εις την χείρά μου, καγώ ανάξω αυτόν προς σε. 38 ο δε είπεν· ου καταβήσεται ο υιός μου μεθ’ υμών, ότι ο αδελφός αυτού απέθανε και αυτός μόνος καταλέλειπται· και συμβήσεται αυτόν μαλακισθήναι εν τή οδώ, ή εάν πορεύησθε, και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις άδου. 39 ο δε λιμός ενίσχυσεν επί της γής.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε ηνίκα συνετέλεσαν καταφαγείν τον σίτον, ον ήνεγκαν εξ Αιγύπτου, και είπεν αυτοίς ο πατήρ αυτών· πάλιν πορευθέντες πρίασθε ημίν μικρά βρώματα. 2 είπε δε αυτώ Ιούδας λέγων· διαμαρτυρία μεμαρτύρηται ημίν ο άνθρωπος ο κύριος της γής λέγων· ουκ όψεσθε το πρόσωπόν μου, εάν μη ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ’ υμών ή· 3 ει μέν ούν αποστέλλης τον αδελφόν ημών μεθ’ ημών, καταβησόμεθα, και αγοράσομέν σοι βρώματα. 4 ει δε μη αποστέλλης τον αδελφόν ημών μεθ’ ημών, ου πορευσόμεθα. ο γάρ άνθρωπος είπεν ημίν, λέγων· ουκ όψεσθέ μου το πρόσωπον, εάν μη ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ΄ υμών ή. 5 είπε δε Ισραήλ· τι εκακοποιήσατέ με, αναγγείλαντες τώ ανθρώπω ότι εστίν υμίν αδελφός; 6 οι δε είπαν· ερωτών επηρώτησεν ημάς ο άνθρωπος και την γενεάν ημών λέγων· ει έτι ο πατήρ υμών ζή και ει έστιν υμίν αδελφός; και απηγγείλαμεν αυτώ κατά την επερώτησιν ταύτην. μη ήδειμεν ότι ερεί ημίν· αγάγετε τον αδελφόν υμών; 7 είπε δε Ιούδας προς Ισραήλ τον πατέρα αυτού· απόστειλον το παιδάριον μετ’ εμού, και αναστάντες πορευσόμεθα, ίνα ζώμεν και μη αποθάνωμεν και ημείς και σύ και η αποσκευή ημών. 8 εγώ δε εκδέχομαι αυτόν, εκ χειρός μου ζήτησον αυτόν· εάν μη αγάγω αυτόν προς σε και στήσω αυτόν εναντίον σου, ημαρτηκώς έσομαι εις σε πάσας τας ημέρας. 9 ει μη γάρ εβραδύναμεν, ήδη αν υπεστρέψαμεν δίς.
10 είπε δε αυτοίς Ισραήλ ο πατήρ αυτών· ει ούτως εστί, τούτο ποιήσατε· λάβετε από των καρπών της γής εν τοίς αγγείοις υμών και καταγάγετε τώ ανθρώπω δώρα της ρητίνης και τού μέλιτος, θυμίαμά τε και στακτήν και τερέβινθον και κάρυα. 11 και το αργύριον δισσόν λάβετε εν ταίς χερσίν υμών· και το αργύριον το αποστραφέν εν τοίς μαρσίπποις υμών αποστρέψατε μεθ’ υμών· μη ποτε αγνόημά εστι. 12 και τον αδελφόν υμών λάβετε και αναστάντες κατάβητε προς τον άνθρωπον. 13 ο δε Θεός μου δώη υμίν χάριν εναντίον τού ανθρώπου, και αποστείλαι τον αδελφόν υμών τον ένα και τον Βενιαμίν· εγώ μέν γάρ καθάπερ ητέκνωμαι, ητέκνωμαι. 14 Λαβόντες δε οι άνδρες τα δώρα ταύτα και το αργύριον διπλούν έλαβον εν ταίς χερσίν αυτών και τον Βενιαμίν και αναστάντες κατέβησαν εις Αίγυπτον και έστησαν εναντίον Ιωσήφ. 15 είδε δε Ιωσήφ αυτούς και τον Βενιαμίν τον αδελφόν αυτού τον ομομήτριον και είπε τώ επί της οικίας αυτού· εισάγαγε τους ανθρώπους εις την οικίαν και σφάξον θύματα και ετοίμασον· μετ΄ εμού γάρ φάγονται οι άνθρωποι άρτους την μεσημβρίαν. 16 εποίησε δε ο άνθρωπος, καθά είπεν Ιωσήφ, και εισήγαγε τους ανθρώπους εις τον οίκον Ιωσήφ. 17 ιδόντες δε οι άνδρες ότι εισήχθησαν εις τον οίκον τού Ιωσήφ, είπαν· διά το αργύριον το αποστραφέν εν τοίς μαρσίπποις ημών την αρχήν ημείς εισαγόμεθα τού συκοφαντήσαι ημάς και επιθέσθαι ημίν τού λαβείν ημάς εις παίδας και τους όνους ημών. 18 προσελθόντες δε προς τον άνθρωπον τον επί τού οίκου τού Ιωσήφ ελάλησαν αυτώ εν τώ πυλώνι τού οίκου 19 λέγοντες· δεόμεθα, κύριε, κατέβημεν την αρχήν πρίασθαι βρώματα·
20 εγένετο δε ηνίκα ήλθομεν εις το καταλύσαι και ηνοίξαμεν τους μαρσίππους ημών, και τόδε το αργύριον εκάστου εν τώ μαρσίππω αυτού· το αργύριον ημών εν σταθμώ απεστρέψαμεν νύν εν ταίς χερσίν ημών 21 και αργύριον έτερον ηνέγκαμεν μεθ’ εαυτών αγοράσαι βρώματα· ουκ οίδαμεν, τις ενέβαλε το αργύριον εις τους μαρσίππους ημών. 22 είπε δε αυτοίς· ίλεως υμίν, μη φοβείσθε· ο Θεός υμών και ο Θεός των πατέρων υμών έδωκεν υμίν θησαυρούς εν τοίς μαρσίπποις υμών, και το αργύριον υμών ευδοκιμούν απέχω. και εξήγαγε προς αυτούς τον Συμεών 23 και ήνεγκεν ύδωρ νίψαι τους πόδας αυτών και έδωκε χορτάσματα τοίς όνοις αυτών. 24 ητοίμασαν δε τα δώρα έως τού ελθείν τον Ιωσήφ μεσημβρίας· ήκουσαν γάρ ότι εκεί μέλλει αριστάν. 25 Εισήλθε δε Ιωσήφ εις την οικίαν, και προσήνεγκαν αυτώ τα δώρα, ά είχον εν ταίς χερσίν αυτών, εις τον οίκον και προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί την γήν. 26 ηρώτησε δε αυτούς, πώς έχετε; και είπεν αυτοίς· ει υγιαίνει ο πατήρ υμών ο πρεσβύτης, ον είπατε; έτι ζή; 27 οι δε είπαν· υγιαίνει ο παίς σου ο πατήρ ημών, έτι ζή· και είπεν· ευλογημένος ο άνθρωπος εκείνος τώ Θεώ. και κύψαντες προσεκύνησαν αυτώ. 28 αναβλέψας δε τοίς οφθαλμοίς αυτού Ιωσήφ είδε Βενιαμίν τον αδελφόν αυτού τον ομομήτριον και είπεν· ούτος ο αδελφός υμών ο νεώτερος, ον είπατε προς με αγαγείν; και είπεν· ο Θεός ελεήσαι σε τέκνον. 29 εταράχθη δε Ιωσήφ, συνεστρέφετο γάρ τα έγκατα αυτού επί τώ αδελφώ αυτού, και εζήτει κλαύσαι· εισελθών δε εις το ταμείον έκλαυσεν εκεί.
30 και νιψάμενος το πρόσωπον εξελθών ενεκρατεύσατο και είπε· παράθετε άρτους. 31 και παρέθηκαν αυτώ μόνω και αυτοίς καθ’ εαυτούς και τοίς Αιγυπτίοις τοίς συνδειπνούσι μετ΄ αυτού καθ’ εαυτούς· ου γάρ εδύναντο οι Αιγύπτιοι συνεσθίειν μετά των Εβραίων άρτους, βδέλυγμα γάρ εστι τοίς Αιγυπτίοις. 32 εκάθισαν δε εναντίον αυτού, ο πρωτότοκος κατά τα πρεσβεία αυτού και ο νεώτερος κατά την νεότητα αυτού· εξίσταντο δε οι άνθρωποι έκαστος προς τον αδελφόν αυτού. 33 ήραν δε μερίδας παρ’ αυτού προς αυτούς· εμεγαλύνθη δε η μερίς Βενιαμίν παρά τας μερίδας πάντων πενταπλασίως προς τας εκείνων, έπιον δε και εμεθύσθησαν μετ’ αυτού.
1 ΚΑΙ ενετείλατο ο Ιωσήφ τώ όντι επί της οικίας αυτού λέγων· πλήσατε τους μαρσίππους των ανθρώπων βρωμάτων, όσα εάν δύνωνται άραι, και εμβάλετε εκάστου το αργύριον επί τού στόματος τού μαρσίππου 2 και το κόνδυ μου το αργυρούν εμβάλετε εις τον μάρσιππον τού νεωτέρου και την τιμήν τού σίτου αυτού. εγενήθη δε κατά το ρήμα Ιωσήφ, καθώς είπε. 3 το πρωί διέφαυσε, και οι άνθρωποι απεστάλησαν, αυτοί και οι όνοι αυτών. 4 εξελθόντων δε αυτών την πόλιν, ουκ απέσχον μακράν, και Ιωσήφ είπε τώ επί της οικίας αυτού· αναστάς επιδίωξον οπίσω των ανθρώπων και καταλήψη αυτούς και ερείς αυτοίς· τι ότι ανταπεδώκατε πονηρά αντί καλών; ινατί εκλέψατέ μου το κόνδυ το αργυρούν; 5 ου τούτό εστιν, εν ώ πίνει ο κύριός μου; αυτός δε οιωνισμώ οιωνίζεται εν αυτώ. πονηρά συντετελέκατε, ά πεποιήκατε. 6 ευρών δε αυτούς είπεν αυτοίς κατά τα ρήματα ταύτα. 7 οι δε είπαν αυτώ· ινατί λαλεί ο κύριος κατά τα ρήματα ταύτα; μη γένοιτο τοίς παισί σου ποιήσαι κατά το ρήμα τούτο. 8 ει το μέν αργύριον, ο εύρομεν εν τοίς μαρσίπποις ημών, απεστρέψαμεν προς σε εκ γής Χαναάν, πώς αν κλέψαιμεν εκ τού οίκου τού κυρίου σου αργύριον ή χρυσίον; 9 παρ’ ώ αν εύρης το κόνδυ των παίδων σου, αποθνησκέτω· και ημείς δε εσόμεθα παίδες τώ κυρίω ημών.
10 ο δε είπε· και νύν ως λέγετε, ούτως έσται· παρ’ ώ αν ευρεθή το κόνδυ, έσται μου παίς, υμείς δε έσεσθε καθαροί. 11 και έσπευσαν και καθείλαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού επί την γήν και ήνοιξαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού. 12 ηρεύνησε δε από τού πρεσβυτέρου αρξάμενος, έως ήλθεν επί τον νεώτερον, και εύρε το κόνδυ εν τώ μαρσίππω τού Βενιαμίν. 13 και διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών και επέθηκαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού επί τον όνον αυτού, και επέστρεψαν εις την πόλιν. 14 εισήλθε δε Ιούδας και οι αδελφοί αυτού προς Ιωσήφ, έτι αυτού όντος εκεί, και έπεσον εναντίον αυτού επί την γήν. 15 είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· τι το πράγμα τούτο εποιήσατε; ουκ οίδατε ότι οιωνισμώ οιωνιείται ο άνθρωπος, οίος εγώ; 16 είπε δε Ιούδας· τι αντερούμεν τώ κυρίω, ή τι λαλήσομεν, ή τι δικαιωθώμεν; ο Θεός δε εύρε την αδικίαν των παίδων σου. ιδού εσμεν οικέται τώ κυρίω ημών, και ημείς και παρ’ ώ ευρέθη το κόνδυ. 17 είπε δε Ιωσήφ· μη μοι γένοιτο ποιήσαι το ρήμα τούτο· ο άνθρωπος, παρ’ ώ ευρέθη το κόνδυ αυτός έσται μου παίς. υμείς δε ανάβητε μετά σωτηρίας προς τον πατέρα υμών. 18 Εγγίσας δε αυτώ Ιούδας είπε· δέομαι, κύριε· λαλησάτω ο παίς σου ρήμα εναντίον σου, και μη θυμωθής τώ παιδί σου, ότι σύ εί μετά Φαραώ. 19 κύριε, σύ ηρώτησας τους παίδάς σου, λέγων· ει έχετε πατέρα ή αδελφόν;
20 και είπαμεν τώ κυρίω· έστιν ημίν πατήρ πρεσβύτερος και παιδίον γήρους νεώτερον αυτώ, και ο αδελφός αυτού απέθανεν, αυτός δε μόνος υπελείφθη τή μητρί αυτού, ο δε πατήρ αυτόν ηγάπησεν. 21 είπας δε τοίς παισί σου· καταγάγετε αυτόν προς με, και επιμελούμαι αυτού. 22 και είπαμεν τώ κυρίω· ου δυνήσεται το παιδίον καταλιπείν τον πατέρα αυτού· εάν δε καταλίπη τον πατέρα, αποθανείται. 23 σύ δε είπας τοίς παισί σου· εάν μη καταβή ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ’ υμών, ου προσθήσεσθε ιδείν το πρόσωπόν μου. 24 εγένετο δε ηνίκα ανέβημεν προς τον παίδά σου πατέρα ημών, απηγγείλαμεν αυτώ τα ρήματα τού κυρίου ημών. 25 είπε δε ο πατήρ ημών· βαδίσατε πάλιν και αγοράσατε ημίν μικρά βρώματα. 26 ημείς δε είπομεν· ου δυνησόμεθα καταβήναι. αλλ’ ει μέν ο αδελφός ημών ο νεώτερος καταβαίνει μεθ’ ημών, καταβησόμεθα· ου γάρ δυνησόμεθα ιδείν το πρόσωπον τού ανθρώπου, τού αδελφού ημών τού νεωτέρου μη όντος μεθ’ ημών. 27 είπε δε ο παίς σου, ο πατήρ ημών προς ημάς· υμείς γινώσκετε ότι δύο έτεκέ μοι η γυνή· 28 και εξήλθεν ο είς απ’ εμού, και είπατε ότι θηριόβρωτος γέγονε, και ουκ είδον αυτόν άχρι νύν· 29 εάν ούν λάβητε και τούτον εκ τού προσώπου μου και συμβή αυτώ μαλακία εν τή οδώ, και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις άδου.
30 νύν ούν εάν εισπορεύωμαι προς τον παίδά σου, πατέρα δε ημών, και το παιδίον μη ή μεθ’ ημών, η δε ψυχή αυτού εκκρέμαται εκ της τούτου ψυχής, 31 και έσται εν τώ ιδείν αυτόν μη ον το παιδίον μεθ΄ ημών, τελευτήσει, και κατάξουσιν οι παίδές σου το γήρας τού παιδός σου, πατρός δε ημών, μετά λύπης εις άδου. 32 ο γάρ παίς σου παρά τού πατρός εκδέδεκται το παιδίον λέγων· εάν μη αγάγω αυτόν προς σε και στήσω αυτόν ενώπιόν σου, ημαρτηκώς έσομαι εις τον πατέρα πάσας τας ημέρας. 33 νύν ούν παραμενώ σοι παίς αντί τού παιδίου, οικέτης τού κυρίου· το δε παιδίον αναβήτω μετά των αδελφών αυτού. 34 πώς γάρ αναβήσομαι προς τον πατέρα, τού παιδίου μη όντος μεθ΄ ημών; ίνα μη ίδω τα κακά, ά ευρήσει τον πατέρα μου.
1 ΚΑΙ ουκ ηδύνατο Ιωσήφ ανέχεσθαι πάντων των παρεστηκότων αυτώ, αλλ’ είπεν· εξαποστείλατε πάντας απ’ εμού. και ου παρειστήκει ουδείς τώ Ιωσήφ, ηνίκα ανεγνωρίζετο τοίς αδελφοίς αυτού. 2 και αφήκε φωνήν μετά κλαυθμού· ήκουσαν δε πάντες οι Αιγύπτιοι, και ακουστόν εγένετο εις τον οίκον Φαραώ. 3 είπε δε Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού· εγώ ειμι Ιωσήφ. έτι ο πατήρ μου ζή; και ουκ ηδύναντο οι αδελφοί αποκριθήναι αυτώ· εταράχθησαν γάρ. 4 είπε δε Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού· εγγίσατε προς με, και ήγγισαν. και είπεν· εγώ ειμι Ιωσήφ ο αδελφός υμών, ον απέδοσθε εις Αίγυπτον. 5 νύν ούν μη λυπείσθε, μηδέ σκληρόν υμίν φανήτω, ότι απέδοσθέ με ώδε· εις γάρ ζωήν απέστειλέ με ο Θεός έμπροσθεν υμών· 6 τούτο γάρ δεύτερον έτος λιμός επί της γής, και έτι λοιπά πέντε έτη, εν οίς ουκ έστιν αροτρίασις ουδέ άμητος· 7 απέστειλε γάρ με ο Θεός έμπροσθεν υμών, υπολείπεσθαι υμίν κατάλειμμα επί της γής και εκθρέψαι υμών κατάλειψιν μεγάλην. 8 νύν ουχ υμείς με απεστάλκατε ώδε, αλλ’ ή ο Θεός, και εποίησέ με ως πατέρα Φαραώ και κύριον παντός τού οίκου αυτού και άρχοντα πάσης γής Αιγύπτου. 9 σπεύσαντες ούν ανάβητε προς τον πατέρα μου και είπατε αυτώ· τάδε λέγει ο υιός σου Ιωσήφ· εποίησέ με ο Θεός κύριον πάσης γής Αιγύπτου· κατάβηθι ούν προς με και μη μείνης·
10 και κατοικήσεις εν γη Γεσέμ Αραβίας και έση εγγύς μου σύ και οι υιοί σου και οι υιοί των υιών σου, τα πρόβατά σου και οι βόες σου και όσα σοι εστί, 11 και εκθρέψω σε εκεί· έτι γάρ πέντε έτη λιμός· ίνα μη εκτριβής σύ και οι υιοί σου και πάντα τα υπάρχοντά σου. 12 ιδού οι οφθαλμοί υμών βλέπουσι και οι οφθαλμοί Βενιαμίν τού αδελφού μου, ότι το στόμα μου το λαλούν προς υμάς. 13 απαγγείλατε ούν τώ πατρί μου πάσαν την δόξαν μου την εν Αιγύπτω και όσα είδετε, και ταχύναντες καταγάγετε τον πατέρα μου ώδε. 14 και επιπεσών επί τον τράχηλον Βενιαμίν τού αδελφού αυτού έκλαυσεν επ’ αυτώ, και Βενιαμίν έκλαυσεν επί τώ τραχήλω αυτού. 15 και καταφιλήσας πάντας τους αδελφούς αυτού έκλαυσεν επ’ αυτοίς, και μετά ταύτα ελάλησαν οι αδελφοί αυτού προς αυτόν. 16 Καί διεβοήθη η φωνή εις τον οίκον Φαραώ λέγοντες· ήκασιν οι αδελφοί Ιωσήφ. εχάρη δε Φαραώ και η θεραπεία αυτού. 17 είπε δε Φαραώ προς Ιωσήφ· ειπόν τοίς αδελφοίς σου, τούτο ποιήσατε· γεμίσατε τα φορεία υμών και απέλθετε εις γήν Χαναάν 18 και αναλαβόντες τον πατέρα υμών και τα υπάρχοντα υμών ήκετε προς με, και δώσω υμίν πάντων των αγαθών Αιγύπτου, και φάγεσθε τον μυελόν της γής. 19 σύ δε έντειλαι ταύτα, λαβείν αυτοίς αμάξας εκ γής Αιγύπτου τοίς παιδίοις υμών και ταίς γυναιξίν υμών. και αναλαβόντες τον πατέρα υμών παραγίνεσθε·
20 και μη φείσησθε τοίς οφθαλμοίς των σκευών υμών, τα γάρ πάντα αγαθά Αιγύπτου υμίν έσται. 21 εποίησαν δε ούτως οι υιοί Ισραήλ· έδωκε δε Ιωσήφ αυτοίς αμάξας κατά τα ειρημένα υπό Φαραώ τού βασιλέως και έδωκεν αυτοίς επισιτισμόν εις την οδόν, 22 και πάσιν έδωκε δισσάς στολάς, τώ δε Βενιαμίν έδωκε τριακοσίους χρυσούς και πέντε εξαλλασσούσας στολάς, 23 και τώ πατρί αυτού απέστειλε κατά τα αυτά και δέκα όνους αίροντας από πάντων των αγαθών Αιγύπτου και δέκα ημιόνους αιρούσας άρτους τώ πατρί αυτού εις οδόν. 24 εξαπέστειλε δε τους αδελφούς αυτού και επορεύθησαν· και είπεν αυτοίς· μη οργίζεσθε εν τή οδώ. 25 Καί ανέβησαν εξ Αιγύπτου και ήλθον εις γήν Χαναάν προς Ιακώβ τον πατέρα αυτών, 26 και ανήγγειλαν αυτώ λέγοντες· ότι ο υιός σου Ιωσήφ ζή, και αυτός άρχει πάσης γής Αιγύπτου. και εξέστη τή διανοία Ιακώβ· ου γάρ επίστευσεν αυτοίς. 27 ελάλησαν δε αυτώ πάντα τα ρηθέντα υπό Ιωσήφ, όσα είπεν αυτοίς. ιδών δε τας αμάξας, ας απέστειλεν Ιωσήφ ώστε αναλαβείν αυτόν, ανεζωπύρησε το πνεύμα Ιακώβ τού πατρός αυτών. 28 είπε δε Ισραήλ· μέγα μοί εστιν, ει έτι Ιωσήφ ο υιός μου ζή· πορευθείς όψομαι αυτόν πρό τού αποθανείν με.
1 ΑΠΑΡΑΣ δε Ισραήλ, αυτός και πάντα τα αυτού, ήλθεν επί το φρέαρ τού όρκου και έθυσε θυσίαν τώ Θεώ τού πατρός αυτού Ισαάκ. 2 είπε δε ο Θεός τώ Ισραήλ εν οράματι της νυκτός, ειπών· Ιακώβ, Ιακώβ, ο δε είπε· τι εστιν; 3 ο δε λέγει αυτώ· εγώ ειμι ο Θεός των πατέρων σου· μη φοβού καταβήναι εις Αίγυπτον· εις γάρ έθνος μέγα ποιήσω σε εκεί, 4 και εγώ καταβήσομαι μετά σού εις Αίγυπτον, και εγώ αναβιβάσω σε εις τέλος, και Ιωσήφ επιβαλεί τας χείρας αυτού επί τους οφθαλμούς σου. 5 ανέστη δε Ιακώβ από τού φρέατος τού όρκου, και ανέλαβον οι υιοί Ισραήλ τον πατέρα αυτών και την αποσκευήν και τας γυναίκας αυτών επί τας αμάξας ας απέστειλεν Ιωσήφ άραι αυτόν, 6 και αναλαβόντες τα υπάρχοντα αυτών και πάσαν την κτήσιν, ήν εκτήσαντο εν γη Χαναάν, εισήλθον εις Αίγυπτον, Ιακώβ και πάν το σπέρμα αυτού μετ’ αυτού, 7 υιοί και υιοί των υιών αυτού μετ’ αυτού, θυγατέρες και θυγατέρες των θυγατέρων αυτού· και πάν το σπέρμα αυτού ήγαγεν εις Αίγυπτον. 8 Ταύτα δε τα ονόματα των υιών Ισραήλ των εισελθόντων εις Αίγυπτον άμα Ιακώβ τώ πατρί αυτών. Ιακώβ και υιοί αυτού· πρωτότοκος Ιακώβ Ρουβήν. 9 υιοί δε Ρουβήν· Ενώχ και Φαλλούς, Ασρών και Χαρμί.
10 υιοί δε Συμεών· Ιεμουήλ και Ιαμείν και Αώδ και Ιαχείν και Σαάρ και Σαούλ υιός της Χανανίτιδος. 11 υιοί δε Λευί· Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. 12 υιοί δε Ιούδα· Ήρ και Αυνάν και Σηλώμ και Φαρές και Ζαρά· απέθανε δε Ήρ και Αυνάν εν γη Χαναάν· εγένοντο δε υιοί Φαρές· Εσρών και Ιεμουήλ. 13 υιοί δε Ισσάχαρ· Θωλά και Φουά και Ιασούβ και Ζαμβράμ. 14 υιοί δε Ζαβουλών· Σερέδ και Αλλών και Αχοήλ. 15 ούτοι υιοί Λείας, ούς έτεκε τώ Ιακώβ εν Μεσοποταμία της Συρίας, και Δείναν την θυγατέρα αυτού· πάσαι αι ψυχαί, υιοί και θυγατέρες, τριάκοντα τρεις. 16 υιοί δε Γάδ· Σαφών και Αγγίς και Σαυνίς και Θασοβάν και Αηδείς και Αροηδείς και Αρεηλείς. 17 υιοί δε Ασήρ· Ιεμνά, Ιεσσουά και Ιεούλ και Βαριά και Σάρα αδελφή αυτών. υιοί δε Βαριά· Χοβόρ και Μελχιίλ. 18 ούτοι υιοί Ζελφάς, ήν έδωκε Λάβαν Λεία τή θυγατρί αυτού, ή έτεκε τούτους τώ Ιακώβ δεκαέξ ψυχάς. 19 υιοί δε Ραχήλ γυναικός Ιακώβ· Ιωσήφ και Βενιαμίν.
20 εγένοντο δε υιοί Ιωσήφ εν γη Αιγύπτου, ούς έτεκεν αυτώ Ασεννέθ θυγάτηρ Πετεφρή ιερέως Ηλιουπόλεως, τον Μανασσή και τον Εφραίμ. εγένοντο δε υιοί Μανασσή, ούς έτεκεν αυτώ η παλλακή η Σύρα, τον Μαχίρ· Μαχίρ δε εγέννησε τον Γαλαάδ. υιοί δε Εφραίμ αδελφού Μανασσή· Σουταλαάμ και Ταάμ. υιοί δε Σουταλαάμ· Εδέμ. 21 υιοί δε Βενιαμίν· Βαλά και Χοβώρ και Ασβήλ· εγένοντο δε υιοί Βαλά· Γηρά και Νεομάν και Αγχίς και Ρώς και Μαμφίμ και Οφιμίν. Γηρά δε εγέννησε τον Αράδ. 22 ούτοι υιοί Ραχήλ, ούς έτεκε τώ Ιακώβ· πάσαι αι ψυχαί δεκαοκτώ. 23 υιοί δε Δάν· Ασόμ. 24 και υιοί Νεφθαλείμ· Ασιήλ και Γωυνί και Ισσάαρ και Συλλήμ. 25 ούτοι υιοί Βαλάς, ήν έδωκε Λάβαν Ραχήλ τή θυγατρί αυτού, ή έτεκε τούτους τώ Ιακώβ· πάσαι αι ψυχαί επτά. 26 πάσαι δε αι ψυχαί αι εισελθούσαι μετά Ιακώβ εις Αίγυπτον, οι εξελθόντες εκ των μηρών αυτού, χωρίς των γυναικών υιών Ιακώβ, πάσαι ψυχαί εξηκονταέξ. 27 υιοί δε Ιωσήφ οι γενόμενοι αυτώ εν γη Αιγύπτω ψυχαί εννέα. πάσαι ψυχαί οίκου Ιακώβ αι εισελθούσαι μετά Ιακώβ εις Αίγυπτον ψυχαί εβδομηκονταπέντε. 28 Τόν δε Ιούδαν απέστειλεν έμπροσθεν αυτού προς Ιωσήφ συναντήσαι αυτώ καθ΄ Ηρώων πόλιν, εις γήν Ραμεσσή. 29 ζεύξας δε Ιωσήφ τα άρματα αυτού ανέβη εις συνάντησιν Ισραήλ τώ πατρί αυτού καθ’ Ηρώων πόλιν και οφθείς αυτώ επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και έκλαυσε κλαυθμώ πίονι.
30 και είπεν Ισραήλ προς Ιωσήφ· αποθανούμαι από τού νύν, επεί εώρακα το πρόσωπόν σου· έτι γάρ σύ ζής. 31 είπε δε Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού· αναβάς απαγγελώ τώ Φαραώ και ερώ αυτώ· οι αδελφοί μου και ο οίκος τού πατρός μου, οί ήσαν εν γη Χαναάν, ήκασι προς με· 32 οι δε άνδρες εισί ποιμένες· άνδρες γάρ κτηνοτρόφοι ήσαν· και τα κτήνη και τους βόας και πάντα τα αυτών αγηόχασιν. 33 εάν ούν καλέση υμάς Φαραώ και είπη υμίν· τι το έργον υμών εστίν; 34 ερείτε· άνδρες κτηνοτρόφοι εσμέν οι παίδές σου εκ παιδός έως τού νύν, και ημείς και οι πατέρες ημών, ίνα κατοικήσητε εν γη Γεσέμ Αραβίας· βδέλυγμα γάρ εστιν Αιγυπτίοις πάς ποιμήν προβάτων.
1 ΕΛΘΩΝ δε Ιωσήφ απήγγειλε τώ Φαραώ λέγων· ο πατήρ μου και οι αδελφοί μου και τα κτήνη και οι βόες αυτών και πάντα τα αυτών ήλθον εκ γής Χαναάν και ιδού εισιν εν γη Γεσέμ. 2 από δε των αδελφών αυτού παρέλαβε πέντε άνδρας και έστησεν αυτούς εναντίον Φαραώ. 3 και είπε Φαραώ τοίς αδελφοίς Ιωσήφ· τι το έργον υμών; οι δε είπαν τώ Φαραώ· ποιμένες προβάτων οι παίδές σου, και ημείς και οι πατέρες ημών. 4 είπαν δε τώ Φαραώ· παροικείν εν τή γη ήκαμεν· ου γάρ εστι νομή τοίς κτήνεσι των παίδων σου, ενίσχυσε γάρ ο λιμός εν γη Χαναάν· νύν ούν κατοικήσωμεν οι παίδές σου εν γη Γεσέμ. 5 είπε δε Φαραώ τώ Ιωσήφ· κατοικείτωσαν εν γη Γεσέμ· ει δε επίστη ότι εισίν εν αυτοίς άνδρες δυνατοί, κατάστησον αυτούς άρχοντας των εμών κτηνών. Ήλθον δε εις Αίγυπτον προς Ιωσήφ Ιακώβ και οι υιοί αυτού, και ήκουσε Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου. 6 και είπε Φαραώ προς Ιωσήφ λέγων· ο πατήρ σου και οι αδελφοί σου ήκασι προς σε· ιδού η γη Αιγύπτου εναντίον σου εστίν· εν τή βελτίστη γη κατοίκισον τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου. 7 εισήγαγε δε Ιωσήφ Ιακώβ τον πατέρα αυτού και έστησεν αυτόν εναντίον Φαραώ, και ηυλόγησεν Ιακώβ τον Φαραώ. 8 είπε δε Φαραώ τώ Ιακώβ· πόσα έτη ημερών της ζωής σου; 9 και είπεν Ιακώβ τώ Φαραώ· αι ημέραι των ετών της ζωής μου, ας παροικώ, εκατόν τριάκοντα έτη· μικραί και πονηραί γεγόνασιν αι ημέραι των ετών της ζωής μου, ουκ αφίκοντο εις τας ημέρας των ετών της ζωής των πατέρων μου, ας ημέρας παρώκησαν.
10 και ευλογήσας Ιακώβ τον Φαραώ εξήλθεν απ’ αυτού. 11 και κατώκισεν Ιωσήφ τον πατέρα αυτού και τους αδελφούς αυτού και έδωκεν αυτοίς κατάσχεσιν εν γη Αιγύπτω εν τή βελτίστη γη, εν γη Ραμεσσή, καθά προσέταξε Φαραώ. 12 και εσιτομέτρει Ιωσήφ τώ πατρί αυτού και τοίς αδελφοίς και παντί τώ οίκω τού πατρός αυτού σίτον κατά σώμα. 13 Σίτος δε ουκ ήν εν πάση τή γη· ενίσχυσε γάρ ο λιμός σφόδρα. εξέλιπε δε η γη Αιγύπτου και η γη Χαναάν από τού λιμού. 14 συνήγαγε δε Ιωσήφ πάν το αργύριον το ευρεθέν εν γη Αιγύπτου και εν γη Χαναάν τού σίτου, ού ηγόραζον, και εσιτομέτρει αυτοίς, και εισήνεγκεν Ιωσήφ πάν το αργύριον εις τον οίκον Φαραώ. 15 και εξέλιπε πάν το αργύριον εκ γής Αιγύπτου και εκ γής Χαναάν. ήλθον δε πάντες οι Αιγύπτιοι προς Ιωσήφ, λέγοντες· δός ημίν άρτους, και ινατί αποθνήσκομεν εναντίον σου; εκλέλοιπε γάρ το αργύριον ημών. 16 είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· φέρετε τα κτήνη υμών, και δώσω υμίν άρτους αντί των κτηνών υμών, ει εκλέλοιπε το αργύριον υμών. 17 ήγαγον δε τα κτήνη αυτών προς Ιωσήφ, και έδωκεν αυτοίς Ιωσήφ άρτους αντί των ίππων και αντί των προβάτων και αντί των βοών και αντί των όνων και εξέθρεψεν αυτούς εν άρτοις αντί πάντων των κτηνών αυτών εν τώ ενιαυτώ εκείνω. 18 εξήλθε δε το έτος εκείνο, και ήλθον προς αυτόν εν τώ έτει τώ δευτέρω και είπαν αυτώ· μη ποτε εκτριβώμεν από τού κυρίου ημών; ει γάρ εκλέλοιπε το αργύριον ημών και τα υπάρχοντα και τα κτήνη προς σε τον κύριον, και ουχ υπολέλειπται ημίν εναντίον τού κυρίου ημών αλλ’ ή το ίδιον σώμα και η γη ημών. 19 ίνα ούν μη αποθάνωμεν εναντίον σου και η γη ερημωθή, κτήσαι ημάς και την γήν ημών αντί άρτων, και εσόμεθα ημείς και η γη ημών παίδες τώ Φαραώ· δός σπέρμα, ίνα σπείρωμεν και ζώμεν και μη αποθάνωμεν και η γη ουκ ερημωθήσεται.
20 και εκτήσατο Ιωσήφ πάσαν την γήν των Αιγυπτίων τώ Φαραώ· απέδοντο γάρ οι Αιγύπτιοι την γήν αυτών τώ Φαραώ, επεκράτησε γάρ αυτών ο λιμός· και εγένετο η γη τώ Φαραώ, 21 και τον λαόν κατεδουλώσατο αυτώ εις παίδας απ’ άκρων ορίων Αιγύπτου έως των άκρων, 22 χωρίς της γής των ιερέων μόνον· ουκ εκτήσατο ταύτην Ιωσήφ, εν δόσει γάρ έδωκε δόμα τοίς ιερεύσι Φαραώ, και ήσθιον την δόσιν, ήν έδωκεν αυτοίς Φαραώ· διά τούτο ουκ απέδοντο την γήν αυτών. 23 είπε δε Ιωσήφ πάσι τοίς Αιγυπτίοις· ιδού κέκτημαι υμάς και την γήν υμών σήμερον τώ Φαραώ· λάβετε εαυτοίς σπέρμα και σπείρατε την γήν, 24 και έσται τα γεννήματα αυτής και δώσετε το πέμπτον μέρος τώ Φαραώ, τα δε τέσσαρα μέρη έσται υμίν αυτοίς εις σπέρμα τή γη και εις βρώσιν υμίν και πάσι τοίς εν τοίς οίκοις υμών. 25 και είπαν· σέσωκας ημάς, εύρομεν χάριν εναντίον τού κυρίου ημών και εσόμεθα παίδες τώ Φαραώ. 26 και έθετο αυτοίς Ιωσήφ εις πρόσταγμα έως της ημέρας ταύτης, επί γής Αιγύπτου τώ Φαραώ αποπεμπτούν, χωρίς της γής των ιερέων μόνον· ουκ ήν τώ Φαραώ. 27 Κατώκησε δε Ισραήλ εν γη Αιγύπτω επί γής Γεσέμ και εκληρονόμησαν επ’ αυτής και ηυξήθησαν και επληθύνθησαν σφόδρα. 28 επέζησε δε Ιακώβ εν γη Αιγύπτω δεκαεπτά έτη· και εγένοντο αι ημέραι Ιακώβ ενιαυτών της ζωής αυτού εκατόν τεσσαρακονταεπτά έτη. 29 ήγγισαν δε αι ημέραι Ισραήλ τού αποθανείν, και εκάλεσε τον υιόν αυτού Ιωσήφ και είπεν αυτώ· ει εύρηκα χάριν εναντίον σου, υπόθες την χείρά σου υπό τον μηρόν μου και ποιήσεις επ΄ εμέ ελεημοσύνην και αλήθειαν τού μη με θάψαι εν Αιγύπτω,
30 αλλά κοιμηθήσομαι μετά των πατέρων μου, και αρείς με εξ Αιγύπτου και θάψεις με εν τώ τάφω αυτών. ο δε είπεν· εγώ ποιήσω κατά το ρήμά σου. 31 είπε δε· όμοσόν μοι. και ώμοσεν αυτώ. και προσεκύνησεν Ισραήλ επί το άκρον της ράβδου αυτού.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά τα ρήματα ταύτα και απηγγέλη τώ Ιωσήφ, ότι ο πατήρ σου ενοχλείται. και αναλαβών τους δύο υιούς αυτού, τον Μανασσή και τον Εφραίμ, ήλθε προς Ιακώβ. 2 απηγγέλη δε τώ Ιακώβ λέγοντες· ιδού ο υιός σου Ιωσήφ έρχεται προς σε. και ενισχύσας Ισραήλ εκάθησεν επί την κλίνην. 3 και είπεν Ιακώβ τώ Ιωσήφ· ο Θεός μου ώφθη μοι εν Λουζά εν γη Χαναάν και ευλόγησέ με 4 και είπέ μοι· ιδού εγώ αυξανώ σε και πληθυνώ σε και ποιήσω σε εις συναγωγάς εθνών και δώσω σοι την γήν ταύτην και τώ σπέρματί σου μετά σε εις κατάσχεσιν αιώνιον. 5 νύν ούν οι δύο υιοί σου οι γενόμενοί σοι εν γη Αιγύπτω πρό τού με ελθείν προς σε εις Αίγυπτον, εμοί εισιν, Εφραίμ και Μανασσή, ως Ρουβήν και Συμεών έσονταί μοι· 6 τα δε έκγονα, ά εάν γεννήσης μετά ταύτα, έσονται επί τώ ονόματι των αδελφών αυτών· κληθήσονται επί τοίς εκείνων κλήροις. 7 εγώ δε ηνίκα ηρχόμην εκ Μεσοποταμίας της Συρίας, απέθανε Ραχήλ η μήτηρ σου εν γη Χαναάν, εγγίζοντός μου κατά τον ιππόδρομον Χαβραθά της γής τού ελθείν Εφραθά, και κατώρυξα αυτήν εν τή οδώ τού ιπποδρόμου (αύτη εστί Βηθλεέμ). 8 ιδών δε Ισραήλ τους υιούς Ιωσήφ είπε· τίνες σοι ούτοι; 9 είπε δε Ιωσήφ τώ πατρί αυτού· υιοί μου εισιν, ούς έδωκέ μοι ο Θεός ενταύθα. και είπεν Ιακώβ· προσάγαγέ μοι αυτούς, ίνα ευλογήσω αυτούς.
10 οι οφθαλμοί δε Ισραήλ εβαρυώπησαν από τού γήρως, και ουκ ηδύνατο βλέπειν· και ήγγισεν αυτούς προς αυτόν, και εφίλησεν αυτούς και περιέλαβεν αυτούς. 11 και είπεν Ισραήλ προς Ιωσήφ· ιδού τού προσώπου σου ουκ εστερήθην, και ιδού έδειξέ μοι ο Θεός και το σπέρμα σου. 12 και εξήγαγε αυτούς Ιωσήφ από των γονάτων αυτού, και προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί της γής. 13 λαβών δε Ιωσήφ τους δύο υιούς αυτού, τον τε Εφραίμ εν τή δεξιά, εξ αριστερών δε Ισραήλ, τον δε Μανασσή εξ αριστερών, εκ δεξιών δε Ισραήλ, ήγγισεν αυτούς αυτώ. 14 εκτείνας δε Ισραήλ την χείρα την δεξιάν επέβαλεν επί την κεφαλήν Εφραίμ, ούτος δε ήν ο νεώτερος, και την αριστεράν επί την κεφαλήν Μανασσή, εναλλάξ τας χείρας. 15 και ευλόγησεν αυτούς και είπεν· ο Θεός, ώ ευηρέστησαν οι πατέρες μου ενώπιον αυτού, Αβραάμ και Ισαάκ, ο Θεός ο τρέφων με εκ νεότητος έως της ημέρας ταύτης, 16 ο άγγελος ο ρυόμενός με εκ πάντων των κακών ευλογήσαι τα παιδία ταύτα, και επικληθήσεται εν αυτοίς το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου Αβραάμ και Ισαάκ, και πληθυνθείησαν εις πλήθος πολύ επί της γής. 17 ιδών δε Ιωσήφ ότι επέβαλεν ο πατήρ αυτού την χείρα την δεξιάν αυτού επί την κεφαλήν Εφραίμ, βαρύ αυτώ κατεφάνη, και αντελάβετο Ιωσήφ της χειρός τού πατρός αυτού αφελείν αυτήν από της κεφαλής Εφραίμ επί την κεφαλήν Μανασσή. 18 είπε δε Ιωσήφ τώ πατρί αυτού· ουχ ούτως, πάτερ, ούτος γάρ ο πρωτότοκος· επίθες την δεξιάν σου επί την κεφαλήν αυτού. 19 και ουκ ηθέλησεν, αλλά είπεν· οίδα, τέκνον, οίδα· και ούτος έσται εις λαόν, και ούτος υψωθήσεται· αλλά ο αδελφός αυτού ο νεώτερος μείζων αυτού έσται, και το σπέρμα αυτού έσται εις πλήθος εθνών.
20 και ευλόγησεν αυτούς εν τή ημέρα εκείνη λέγων· εν υμίν ευλογηθήσεται Ισραήλ λέγοντες· ποιήσαι σε ο Θεός ως Εφραίμ και ως Μανασσή. και έθηκε τον Εφραίμ έμπροσθεν τού Μανασσή. 21 είπε δε Ισραήλ τώ Ιωσήφ· ιδού εγώ αποθνήσκω, και έσται ο Θεός μεθ’ υμών και αποστρέψει υμάς εις την γήν των πατέρων υμών· 22 εγώ δε δίδωμί σοι Σίκιμα εξαίρετον υπέρ τους αδελφούς σου, ήν έλαβον εκ χειρός Αμορραίων εν μαχαίρα μου και τόξω.
1 ΕΚΑΛΕΣΕ δε Ιακώβ τους υιούς αυτού και είπεν αυτοίς· συνάχθητε, ίνα αναγγείλω υμίν, τι απαντήσει υμίν επ΄ εσχάτων των ημερών· 2 αθροίσθητε και ακούσατέ μου, υιοί Ιακώβ, ακούσατε Ισραήλ τού πατρός υμών. 3 Ρουβήν, πρωτότοκός μου, σύ ισχύς μου και αρχή τέκνων μου, σκληρός φέρεσθαι και σκληρός αυθάδης. 4 εξύβρισας ως ύδωρ, μη εκζέσης· ανέβης γάρ επί την κοίτην τού πατρός σου· τότε εμίανας την στρωμνήν, ού ανέβης. 5 Συμεών και Λευί αδελφοί· συνετέλεσαν αδικίαν εξ αιρέσεως αυτών. 6 εις βουλήν αυτών μη έλθοι η ψυχή μου, και επί τή συστάσει αυτών μη ερείσαι τα ήπατά μου, ότι εν τώ θυμώ αυτών απέκτειναν ανθρώπους και εν τή επιθυμία αυτών ενευροκόπησαν ταύρον. 7 επικατάρατος ο θυμός αυτών, ότι αυθάδης, και η μήνις αυτών, ότι εσκληρύνθη· διαμεριώ αυτούς εν Ιακώβ και διασπερώ αυτούς εν Ισραήλ. 8 Ιούδα, σε αινέσαισαν οι αδελφοί σου· αι χείρές σου επί νώτου των εχθρών σου· προσκυνήσουσί σοι οι υιοί τού πατρός σου. 9 σκύμνος λέοντος Ιούδα· εκ βλαστού, υιέ μου, ανέβης· αναπεσών εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος· τις εγερεί αυτόν;
10 ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως εάν έλθη τα αποκείμενα αυτώ, και αυτός προσδοκία εθνών. 11 δεσμεύων προς άμπελον τον πώλον αυτού και τή έλικι τον πώλον της όνου αυτού· πλυνεί εν οίνω την στολήν αυτού και εν αίματι σταφυλής την περιβολήν αυτού· 12 χαροποιοί οι οφθαλμοί αυτού από οίνου, και λευκοί οι οδόντες αυτού ή γάλα. 13 Ζαβουλών παράλιος κατοικήσει, και αυτός παρ’ όρμον πλοίων, και παρατενεί έως Σιδώνος. 14 Ισσάχαρ το καλόν επεθύμησεν αναπαυόμενος ανά μέσον των κλήρων· 15 και ιδών την ανάπαυσιν ότι καλή, και την γήν ότι πίων, υπέθηκε τον ώμον αυτού εις το πονείν και εγενήθη ανήρ γεωργός. 16 Δάν κρινεί το λαόν αυτού, ωσεί και μία φυλή εν Ισραήλ. 17 και γενηθήτω Δάν όφις εφ’ οδού, εγκαθήμενος επί τρίβου, δάκνων πτέρναν ίππου, και πεσείται ο ιππεύς εις τα οπίσω, 18 την σωτηρίαν περιμένων Κυρίου. 19 Γάδ, πειρατήριον πειρατεύσει αυτόν, αυτός δε πειρατεύσει αυτόν κατά πόδας.
20 Ασήρ, πίων αυτού ο άρτος, και αυτός δώσει τρυφήν άρχουσι. 21 Νεφθαλείμ στέλεχος ανειμένον, επιδιδούς εν τώ γεννήματι κάλλος. 22 υιός ηυξημένος Ιωσήφ, υιός ηυξημένος μου ζηλωτός, υιός μου νεώτατος· προς με ανάστρεψον. 23 εις ον διαβουλευόμενοι ελοιδόρουν, και ενείχον αυτώ κύριοι τοξευμάτων· 24 και συνετρίβη μετά κράτους τα τόξα αυτών, και εξελύθη τα νεύρα βραχιόνων χειρός αυτών διά χείρα δυνάστου Ιακώβ, εκείθεν ο κατισχύσας Ισραήλ· παρά Θεού τού πατρός σου, 25 και εβοήθησέ σοι ο Θεός ο εμός και ευλόγησέ σε ευλογίαν ουρανού άνωθεν και ευλογίαν γής εχούσης πάντα· είνεκεν ευλογίας μαστών και μήτρας, 26 ευλογίας πατρός σου και μητρός σου· υπερίσχυσεν υπέρ ευλογίας ορέων μονίμων και επ’ ευλογίαις θινών αενάων· έσονται επί κεφαλήν Ιωσήφ και επί κορυφής ών ηγήσατο αδελφών. 27 Βενιαμίν λύκος άρπαξ· το πρωινόν έδεται έτι και εις το εσπέρας δίδωσι τροφήν. 28 Πάντες ούτοι υιοί Ιακώβ δώδεκα, και ταύτα ελάλησεν αυτοίς ο πατήρ αυτών και ευλόγησεν αυτούς, έκαστον κατά την ευλογίαν αυτού ευλόγησεν αυτούς. 29 και είπεν αυτοίς· εγώ προστίθεμαι προς τον εμόν λαόν· θάψατέ με μετά των πατέρων μου εν τώ σπηλαίω, ό εστιν εν τώ αγρώ Εφρών τού Χετταίου,
30 εν τώ σπηλαίω τώ διπλώ, τώ απέναντι Μαμβρή, εν γη Χαναάν, ό εκτήσατο Αβραάμ το σπήλαιον παρά Εφρών τού Χετταίου εν κτήσει μνημείου· 31 εκεί έθαψαν Αβραάμ και Σάρραν την γυναίκα αυτού, εκεί έθαψαν Ισαάκ και Ρεβέκκαν την γυναίκα αυτού, εκεί έθαψα Λείαν 32 εν κτήσει τού αγρού και τού σπηλαίου τού όντος εν αυτώ παρά των υιών Χέτ. 33 και κατέπαυσεν Ιακώβ επιτάσσων τοίς υιοίς αυτού και εξάρας τους πόδας αυτού επί την κλίνην εξέλιπε και προσετέθη προς τον λαόν αυτού.
1 ΚΑΙ επιπεσών Ιωσήφ επί πρόσωπον τού πατρός αυτού, έκλαυσεν αυτόν και εφίλησεν αυτόν. 2 και προσέταξεν Ιωσήφ τοίς παισίν αυτού τοίς ενταφιασταίς ενταφιάσαι τον πατέρα αυτού, και ενεταφίασαν οι ενταφιασταί τον Ισραήλ. 3 και επλήρωσαν αυτού τεσσαράκοντα ημέρας· ούτω γάρ καταριθμούνται αι ημέραι της ταφής. και επένθησεν αυτόν Αίγυπτος εβδομήκοντα ημέρας. 4 Επεί δε παρήλθον αι ημέραι τού πένθους, ελάλησεν Ιωσήφ προς τους δυνάστας Φαραώ λέγων· ει εύρον χάριν εναντίον υμών λαλήσατε περί εμού εις τα ώτα Φαραώ λέγοντες· 5 ο πατήρ μου ώρκισέ με λέγων· εν τώ μνημείω ώ ώρυξα εμαυτώ εν γη Χαναάν, εκεί με θάψεις· νύν ούν αναβάς θάψω τον πατέρα μου και επανελεύσομαι. 6 και είπε Φαραώ τώ Ιωσήφ· ανάβηθι, θάψον τον πατέρα σου, καθάπερ ώρκισέ σε. 7 και ανέβη Ιωσήφ θάψαι τον πατέρα αυτού, και συνανέβησαν μετ’ αυτού πάντες οι παίδες Φαραώ και οι πρεσβύτεροι τού οίκου αυτού και πάντες οι πρεσβύτεροι της γής Αιγύπτου. 8 και πάσα η πανοικία Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού και πάσα η οικία η πατρική αυτού, και την συγγένειαν αυτού και τα πρόβατα και τους βόας υπελίποντο εν γη Γεσέμ. 9 και συνανέβησαν μετ’ αυτού και άρματα και ιππείς, και εγένετο η παρεμβολή μεγάλη σφόδρα.
10 και παρεγένοντο εις άλωνα Ατάδ, ό εστι πέραν τού Ιορδάνου, και εκόψαντο αυτόν κοπετόν μέγαν και ισχυρόν σφόδρα· και εποίησε το πένθος τώ πατρί αυτού επτά ημέρας. 11 και είδον οι κάτοικοι της γής Χαναάν το πένθος επί άλωνι Ατάδ και είπαν· πένθος μέγα τούτό εστι τοίς Αιγυπτίοις· διά τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Πένθος Αιγύπτου, ό εστι πέραν τού Ιορδάνου. 12 και εποίησαν αυτώ ούτως οι υιοί αυτού 13 και ανέλαβον αυτόν οι υιοί αυτού εις γήν Χαναάν και έθαψαν αυτόν εις το σπήλαιον το διπλούν, ό εκτήσατο Αβραάμ το σπήλαιον εν κτήσει μνημείου παρά Εφρών τού Χετταίου, κατέναντι Μαμβρή. 14 και υπέστρεψεν Ιωσήφ εις Αίγυπτον, αυτός και οι αδελφοί αυτού και οι συναναβάντες θάψαι τον πατέρα αυτού. 15 Ιδόντες δε οι αδελφοί Ιωσήφ ότι τέθνηκεν ο πατήρ αυτών, είπαν· μη ποτε μνησικακήση ημίν Ιωσήφ και ανταπόδομα ανταποδώ ημίν πάντα τα κακά, ά ενεδειξάμεθα εις αυτόν. 16 και παραγενόμενοι προς Ιωσήφ είπαν· ο πατήρ σου ώρκισε πρό τού τελευτήσαι αυτόν λέγων· 17 ούτως είπατε Ιωσήφ· άφες αυτοίς την αδικίαν και την αμαρτίαν αυτών, ότι πονηρά σοι ενεδείξαντο· και νύν δέξαι την αδικίαν των θεραπόντων τού Θεού τού πατρός σου. και έκλαυσεν Ιωσήφ λαλούντων αυτών προς αυτόν. 18 και ελθόντες προς αυτόν είπαν· οίδε ημείς σοί ικέται. 19 και είπεν αυτοίς Ιωσήφ· μη φοβείσθε, τού γάρ Θεού ειμι εγώ.
20 υμείς εβουλεύσασθε κατ΄ εμού εις πονηρά, ο δε Θεός εβουλεύσατο περί εμού εις αγαθά, όπως αν γενηθή ως σήμερον και τραφή λαός πολύς. 21 και είπεν αυτοίς· μη φοβείσθε· εγώ διαθρέψω υμάς και τας οικίας υμών. και παρεκάλεσεν αυτούς και ελάλησεν αυτών εις την καρδίαν. 22 Καί κατώκησεν Ιωσήφ εν Αιγύπτω, αυτός και οι αδελφοί αυτού και πάσα η πανοικία τού πατρός αυτού. και έζησεν Ιωσήφ έτη εκατόν δέκα. 23 και είδεν Ιωσήφ Εφραίμ παιδία έως τρίτης γενεάς, και οι υιοί Μαχείρ τού υιού Μανασσή ετέχθησαν επί μηρών Ιωσήφ. 24 και είπεν Ιωσήφ τοίς αδελφοίς αυτού λέγων· εγώ αποθνήσκω· επισκοπή δε επισκέψεται ο Θεός υμάς και ανάξει υμάς εκ της γής ταύτης εις την γήν, ήν ώμοσεν ο Θεός τοίς πατράσιν ημών, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. 25 και ώρκισεν Ιωσήφ τους υιούς Ισραήλ λέγων· εν τή επισκοπή, ή επισκέψηται ο Θεός υμάς, και συνανοίσετε τα οστά μου εντεύθεν μεθ΄ υμών. 26 και ετελεύτησεν Ιωσήφ ετών εκατόν δέκα· και έθαψαν αυτόν και έθηκαν εν τή σορώ εν Αιγύπτω.
1 ΤΑΥΤΑ τα ονόματα των υιών Ισραήλ των εισπεπορευμένων εις Αίγυπτον άμα Ιακώβ τώ πατρί αυτών, έκαστος πανοικί αυτών εισήλθοσαν. 2 Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, 3 Ισσάχαρ, Ζαβουλών και Βενιαμίν, 4 Δάν και Νεφαθλείμ, Γάδ και Ασήρ. 5 Ιωσήφ δε ήν εν Αιγύπτω. ήσαν δε πάσαι ψυχαί εξ Ιακώβ πέντε και εβδομήκοντα. 6 ετελεύτησε δε Ιωσήφ και πάντες οι αδελφοί αυτού και πάσα η γενεά εκείνη. 7 οι δε υιοί Ισραήλ ηυξήθησαν και επληθύνθησαν και χυδαίοι εγένοντο. και κατίσχυον σφόδρα σφόδρα, επλήθυνε δε η γη αυτούς. 8 Ανέστη δε βασιλεύς έτερος επ’ Αίγυπτον, ός ουκ ήδει τον Ιωσήφ. 9 είπε δε τώ έθνει αυτού· ιδού το γένος των υιών Ισραήλ μέγα πλήθος και ισχύει υπέρ ημάς·
10 δεύτε ούν κατασοφισώμεθα αυτούς, μη ποτε πληθυνθή, και ηνίκα αν συμβή ημίν πόλεμος, προστεθήσονται και ούτοι προς τους υπεναντίους και εκπολεμήσαντες ημάς εξελεύσονται εκ της γής. 11 και επέστησεν αυτοίς επιστάτας των έργων, ίνα κακώσωσιν αυτούς εν τοίς έργοις· και ωκοδόμησαν πόλεις οχυράς τώ Φαραώ, την τε Πειθώμ και Ραμεσσή και Ών, ή εστιν Ηλιούπολις. 12 καθότι δε αυτούς εταπείνουν, τοσούτω πλείους εγίγνοντο, και ίσχυον σφόδρα σφόδρα· και εβδελύσσοντο οι Αιγύπτιοι από των υιών Ισραήλ. 13 και κατεδυνάστευον οι Αιγύπτιοι τους υιούς Ισραήλ βία 14 και κατωδύνων αυτών την ζωήν εν τοίς έργοις τοίς σκληροίς, τώ πηλώ και τή πλινθεία και πάσι τοίς έργοις τοίς εν τοίς πεδίοις, κατά πάντα τα έργα, ών κατεδουλούντο αυτούς μετά βίας. 15 Καί είπεν ο βασιλεύς των Αιγυπτίων ταίς μαίαις των Εβραίων· τή μια αυτών όνομα Σεπφώρα, και το όνομα της δευτέρας Φουά, 16 και είπεν· όταν μαιούσθε τας Εβραίας και ώσι προς τώ τίκτειν, εάν μέν άρσεν ή, αποκτείνατε αυτό, εάν δε θήλυ, περιποιείσθε αυτό. 17 εφοβήθησαν δε αι μαίαι τον Θεόν και ουκ εποίησαν καθότι συνέταξεν αυταίς ο βασιλεύς Αιγύπτου, και εζωογόνουν τα άρσενα. 18 εκάλεσε δε ο βασιλεύς Αιγύπτου τας μαίας και είπεν αυταίς· τι ότι εποιήσατε το πράγμα τούτο και εζωογονείτε τα άρσενα; 19 είπαν δε αι μαίαι τώ Φαραώ· ουχ ως γυναίκες Αιγύπτου αι Εβραίαι, τίκτουσι γάρ πριν ή εισελθείν προς αυτάς τας μαίας· και έτικτον.
20 εύ δε εποίει ο Θεός τας μαίας, και επλήθυνεν ο λαός και ίσχυε σφόδρα. 21 επεί δε εφοβούντο αι μαίαι τον Θεόν, εποίησαν εαυταίς οικίας. 22 συνέταξε δε Φαραώ παντί τώ λαώ αυτού λέγων· πάν άρσεν, ό εάν τεχθή τοίς Εβραίοις, εις τον ποταμόν ρίψατε· και πάν θήλυ, ζωογονείτε αυτό.
1 ΗΝ δε τις εκ της φυλής Λευί, ός έλαβε των θυγατέρων Λευί, 2 και εν γαστρί έλαβε και έτεκεν άρσεν· ιδόντες δε αυτό αστείον εσκέπασαν αυτό μήνας τρεις. 3 επεί δε ουκ ηδύναντο αυτό έτι κρύπτειν, έλαβεν αυτώ η μήτηρ αυτού θίβιν και κατέχρισεν αυτήν ασφαλτοπίσση και ενέβαλε το παιδίον εις αυτήν και έθηκεν αυτήν εις το έλος παρά τον ποταμόν. 4 και κατεσκόπευεν η αδελφή αυτού μακρόθεν μαθείν, τι το αποβησόμενον αυτώ. 5 κατέβη δε η θυγάτηρ Φαραώ λούσασθαι επί τον ποταμόν, και αι άβραι αυτής παρεπορεύοντο παρά τον ποταμόν. και ιδούσα την θίβιν εν τώ έλει, αποστείλασα την άβραν ανείλατο αυτήν. 6 ανοίξασα δε ορά παιδίον κλαίον εν τή θίβει, και εφείσατο αυτού η θυγάτηρ Φαραώ και έφη· από των παιδίων των Εβραίων τούτο. 7 και είπεν η αδελφή αυτού τή θυγατρί Φαραώ· θέλεις καλέσω σοι γυναίκα τροφεύουσαν εκ των Εβραίων και θηλάσει σοι το παιδίον; 8 η δε είπεν η θυγάτηρ Φαραώ· πορεύου. ελθούσα δε η νεάνις εκάλεσε την μητέρα τού παιδίου. 9 είπε δε προς αυτήν η θυγάτηρ Φαραώ· διατήρησόν μοι το παιδίον τούτο και θήλασόν μοι αυτό, εγώ δε δώσω σοι τον μισθόν. έλαβε δε η γυνή το παιδίον και εθήλαζεν αυτό.
10 αδρυνθέντος δε τού παιδίου, εισήγαγεν αυτό προς την θυγατέρα Φαραώ, και εγενήθη αυτή εις υιόν· επωνόμασε δε το όνομα αυτού Μωυσήν λέγουσα· εκ τού ύδατος αυτόν ανειλόμην. 11 Εγένετο δε εν ταίς ημέραις ταίς πολλαίς εκείναις μέγας γενόμενος Μωυσής, εξήλθε προς τους αδελφούς αυτού τους υιούς Ισραήλ. κατανοήσας δε τον πόνον αυτών ορά άνθρωπον Αιγύπτιον τύπτοντά τινα Εβραίον των εαυτού αδελφών των υιών Ισραήλ· 12 περιβλεψάμενος δε ώδε και ώδε ουχ ορά ουδένα και πατάξας τον Αιγύπτιον, έκρυψεν αυτόν εν τή άμμω. 13 εξελθών δε τή ημέρα τή δευτέρα ορά δύο άνν αυτόν ραίους διαπληκτιζομένους και λέγει τώ αδικούντι· διά τι σύ τύπτεις τον πλησίον; 14 ο δε είπε· τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ΄ ημών; μη ανελείν με σύ θέλεις, ον τρόπον ανείλες χθές τον Αιγύπτιον; εφοβήθη δε Μωυσής, και είπεν· ει ούτως εμφανές γέγονε το ρήμα τούτο; 15 ήκουσε δε Φαραώ το ρήμα τούτο και εζήτει ανελείν Μωυσήν· ανεχώρησε δε Μωυσής από προσώπου Φαραώ και ώκησεν εν γη Μαδιάμ, ελθών δε εις γήν Μαδιάμ εκάθισεν επί τού φρέατος. 16 τώ δε ιερεί Μαδιάμ ήσαν επτά θυγατέρες ποιμαίνουσαι τα πρόβατα τού πατρός αυτών Ιοθόρ· παραγενόμεναι δε ήντλουν έως έπλησαν τας δεξαμενάς ποτίσαι τα πρόβατα τού πατρός αυτών Ιοθόρ. 17 παραγενόμενοι δε οι ποιμένες εξέβαλλον αυτάς· αναστάς δε Μωυσής ερρύσατο αυτάς και ήντλησεν αυταίς και επότισε τα πρόβατα αυτών· 18 παρεγένοντο δε προς Ραγουήλ τον πατέρα αυτών. ο δε είπεν αυταίς· διατί εταχύνατε τού παραγενέσθαι σήμερον; 19 αι δε είπαν· άνθρωπος Αιγύπτιος ερρύσατο ημάς από των ποιμένων και ήντλησεν ημίν και επότισε τα πρόβατα ημών.
20 ο δε είπε ταίς θυγατράσιν αυτού· και που εστι; και ινατί ούτως καταλελοίπατε τον άνθρωπον; καλέσατε ούν αυτόν, όπως φάγη άρτον. 21 κατωκίσθη δε Μωυσής παρά τώ ανθρώπω, και εξέδοτο Σεπφώραν την θυγατέρα αυτού Μωυσή γυναίκα. 22 εν γαστρί δε λαβούσα η γυνή έτεκεν υιόν, και επωνόμασε Μωυσής το όνομα αυτού Γηρσάμ λέγων· ότι πάροικός ειμι εν γη αλλοτρία. 23 Μετά δε τας ημέρας τας πολλάς εκείνας ετελεύτησεν ο βασιλεύς Αιγύπτου. και κατεστέναξαν οι υιοί Ισραήλ από των έργων και ανεβόησαν, και ανέβη η βοή αυτών προς τον Θεόν από των έργων. 24 και εισήκουσεν ο Θεός τον στεναγμόν αυτών, και εμνήσθη ο Θεός της διαθήκης αυτού της προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. 25 και επείδεν ο Θεός τους υιούς Ισραήλ και εγνώσθη αυτοίς.
1 ΚΑΙ Μωυσής ήν ποιμαίνων τα πρόβατα Ιοθόρ τού γαμβρού αυτού τού ιερέως Μαδιάμ και ήγαγε τα πρόβατα υπό την έρημον και ήλθεν εις το όρος Χωρήβ. 2 ώφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ τού βάτου, και ορά ότι ο βάτος καίεται πυρί, ο δε βάτος ου κατεκαίετο. 3 είπε δε Μωυσής· παρελθών όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, ότι ου κατακαίεται ο βάτος. 4 ως δε είδε Κύριος ότι προσάγει ιδείν, εκάλεσεν αυτόν ο Κύριος εκ τού βάτου λέγων· Μωυσή, Μωυσή. ο δε είπε· τι εστι; 5 ο δε είπε· μη εγγίσης ώδε. λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γάρ τόπος, εν ώ σύ έστηκας, γη αγία εστί. 6 και είπεν· εγώ ειμι ο Θεός τού πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ. απέστρεψε δε Μωυσής το πρόσωπον αυτού· ευλαβείτο γάρ κατεμβλέψαι ενώπιον τού Θεού. 7 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· ιδών είδον την κάκωσιν τού λαού μου τού εν Αιγύπτω και της κραυγής αυτών ακήκοα από των εργοδιωκτών· οίδα γάρ την οδύνην αυτών, 8 και κατέβην εξελέσθαι αυτούς εκ χειρός των Αιγυπτίων και εξαγαγείν αυτούς εκ της γής εκείνης και εισαγαγείν αυτούς εις γήν αγαθήν και πολλήν, εις γήν ρέουσαν γάλα και μέλι, εις τον τόπον των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων 9 και νύν ιδού κραυγή των υιών Ισραήλ ήκει προς με, καγώ εώρακα τον θλιμμόν, ον οι Αιγύπτιοι θλίβουσιν αυτούς.
10 και νύν δεύρο αποστείλω σε προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου, και εξάξεις τον λαόν μου τους υιούς Ισρήλ εκ γής Αιγύπτου. 11 και είπε Μωυσής προς τον Θεόν· τις ειμι εγώ, ότι πορεύσομαι προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου, και ότι εξάξω τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου; 12 είπε δε ο Θεός Μωυσή λέγων· ότι έσομαι μετά σού, και τούτό σοι το σημείον, ότι εγώ σε εξαποστέλλω εν τώ εξαγαγείν σε τον λαόν μου εξ Αιγύπτου και λατρεύσετε τώ Θεώ εν τώ όρει τούτω. 13 και είπε Μωυσής προς τον Θεόν· ιδού εγώ εξελεύσομαι προς τους υιούς Ισραήλ, και ερώ προς αυτούς· ο Θεός των πατέρων ημών απέσταλκέ με προς υμάς. ερωτήσουσί με· τι όνομα αυτώ; τι ερώ προς αυτούς; 14 και είπεν ο Θεός προς Μωυσήν λέγων· εγώ ειμι ο ών. και είπεν· ούτως ερείς τοίς υιοίς Ισραήλ· ο ών απέσταλκέ με προς υμάς. 15 και είπεν ο Θεός πάλιν προς Μωυσήν· ούτως ερείς τοίς υιοίς Ισραήλ· Κύριος ο Θεός των πατέρων ημών, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ απέσταλκέ με προς υμάς· τούτό μου εστιν όνομα αιώνιον και μνημόσυνον γενεών γενεαίς. 16 ελθών ούν συνάγαγε την γερουσίαν των υιών Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· Κύριος ο Θεός των πατέρων ημών ώπταί μοι, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ, λέγων· επισκοπή επέσκεμμαι υμάς και όσα συμβέβηκεν υμίν εν Αιγύπτω. 17 και είπεν· αναβιβάσω υμάς εκ της κακώσεως των Αιγυπτίων εις την γήν των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων, εις γήν ρέουσαν γάλα και μέλι. 18 και εισακούσονταί σου της φωνής· και εισελεύση σύ και η γερουσία Ισραήλ προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και ερείς προς αυτόν· ο Θεός των Εβραίων προσκέκληται ημάς· πορευσόμεθα ούν οδόν τριών ημερών εις την έρημον, ίνα θύσωμεν τώ Θεώ ημών. 19 εγώ δε οίδα ότι ου προήσεται υμάς Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου πορευθήναι, εάν μη μετά χειρός κραταιάς.
20 και εκτείνας την χείρα πατάξω τους Αιγυπτίους εν πάσι τοίς θαυμασίοις μου, οίς ποιήσω εν αυτοίς, και μετά ταύτα εξαποστελεί υμάς. 21 και δώσω χάριν τώ λαώ τούτω εναντίον των Αιγυπτίων· όταν δε αποτρέχητε, ουκ απελεύσεσθε κενοί· 22 αλλά αιτήσει γυνή παρά γείτονος και συσκήνου αυτής σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν, και επιθήσετε επί τους υιούς υμών και επί τας θυγατέρας υμών και σκυλεύσετε τους Αιγυπτίους.
1 ΑΠΕΚΡΙΘΗ δε Μωυσής και είπεν· εάν μη πιστεύσωσί μοι, μηδέ εισακούσωσι της φωνής μου, ερούσι γάρ, ότι ουκ ώπταί σοι ο Θεός, τι ερώ προς αυτούς; 2 είπε δε αυτώ Κύριος· τι τούτό εστι το εν τή χειρί σου; ο δε είπε· ράβδος. 3 και είπε· ρίψον αυτήν επί την γήν. και έρριψεν αυτήν επί την γήν, και εγένετο όφις· και έφυγε Μωυσής απ΄ αυτού. 4 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· έκτεινον την χείρα και επιλαβού της κέρκου· εκτείνας ούν την χείρα επελάβετο της κέρκου, και εγένετο ράβδος εν τή χειρί αυτού· 5 ίνα πιστεύσωσί σοι ότι ώπταί σοι ο Θεός των πατέρων αυτών, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ. 6 είπε δε αυτώ Κύριος πάλιν· εισένεγκον την χείρά σου εις τον κόλπον σου. και εισήνεγκε την χείρα αυτού εις τον κόλπον αυτού· και εξήνεγκε την χείρα αυτού εκ τού κόλπου αυτού, και εγενήθη η χείρ αυτού ωσεί χιών. 7 και είπε πάλιν· εισένεγκον την χείρά σου εις τον κόλπον σου. και εισήνεγκε την χείρα εις τον κόλπον αυτού· και εξήνεγκεν αυτήν εκ τού κόλπου αυτού, και πάλιν αποκατέστη εις την χρόαν της σαρκός αυτής. 8 εάν δε μη πιστεύσωσί σοι, μηδέ εισακούσωσι της φωνής τού σημείου τού πρώτου, πιστεύσουσί σοι της φωνής τού σημείου τού δευτέρου. 9 και έσται εάν μη πιστεύσωσί σοι τοίς δυσί σημείοις τούτοις, μηδέ εισακούσωσι της φωνής σου, λήψη από τού ύδατος τού ποταμού και εκχεείς επί το ξηρόν, και έσται το ύδωρ, ό εάν λάβης από τού ποταμού, αίμα επί τού ξηρού.
10 είπε δε Μωυσής προς Κύριον· δέομαι, Κύριε, ουχ ικανός ειμι πρό της χθές, ουδέ πρό της τρίτης ημέρας, ουδέ αφ’ ού ήρξω λαλείν τώ θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμι. 11 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· τις έδωκε στόμα ανθρώπω, και τις εποίησε δύσκωφον και κωφόν, βλέποντα και τυφλόν; ουκ εγώ ο Θεός; 12 και νύν πορεύου, και εγώ ανοίξω το στόμα σου, και συμβιβάσω σε, ό μέλλεις λαλήσαι. 13 και είπε Μωυσής· δέομαι, Κύριε, προχείρισαι δυνάμενον άλλον, ον αποστελείς. 14 και θυμωθείς οργή Κύριος επί Μωυσήν είπεν· ουκ ιδού Ααρών ο αδελφός σου ο Λευίτης; επίσταμαι ότι λαλών λαλήσει αυτός σοι· και ιδού αυτός εξελεύσεται εις συνάντησίν σοι και ιδών σε χαρήσεται εν εαυτώ. 15 και ερείς προς αυτόν και δώσεις τα ρήματά μου εις το στόμα αυτού· και εγώ ανοίξω το στόμα σου και το στόμα αυτού και συμβιβάσω υμάς ά ποιήσετε. 16 και αυτός σοι λαλήσει προς τον λαόν, και αυτός έσται σου στόμα, σύ δε αυτώ έση τα προς τον Θεόν. 17 και την ράβδον ταύτην την στραφείσαν εις όφιν λήψη εν τή χειρί σου, εν ή ποιήσεις εν αυτή τα σημεία. 18 Επορεύθη δε Μωυσής και απέστρεψε προς Ιοθόρ τον γαμβρόν αυτού και λέγει· πορεύσομαι και αποστρέψω προς τους αδελφούς μου τους εν Αιγύπτω και όψομαι, ει έτι ζώσι. και είπεν Ιοθόρ Μωυσή· βάδιζε υγιαίνων. μετά δε τας ημέρας τας πολλάς εκείνας ετελεύτησεν ο βασιλεύς Αιγύπτου. 19 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν εν Μαδιάμ· βάδιζε, άπελθε εις Αίγυπτον· τεθνήκασι γάρ πάντες οι ζητούντές σου την ψυχήν.
20 αναλαβών δε Μωυσής την γυναίκα και τα παιδία ανεβίβασεν αυτά επί τα υποζύγια και επέστρεψεν εις Αίγυπτον· έλαβε δε Μωυσής την ράβδον την παρά τού Θεού εν τή χειρί αυτού. 21 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· πορευομένου σου και αποστρέφοντος εις Αίγυπτον, όρα πάντα τα τέρατα, ά δέδωκα εν ταίς χερσί σου, ποιήσεις αυτά εναντίον Φαραώ· εγώ δε σκληρυνώ την καρδίαν αυτού, και ου μη εξαποστείλη τον λαόν. 22 σύ δε ερείς τώ Φαραώ· τάδε λέγει Κύριος· υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ· 23 είπα δε σοι· εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα μοι λατρεύση· ει μέν ούν μη βούλει εξαποστείλαι αυτούς, όρα ούν, εγώ αποκτενώ τον υιόν σου τον πρωτότοκον. 24 εγένετο δε εν τή οδώ εν τώ καταλύματι συνήντησεν αυτώ άγγελος Κυρίου και εζήτει αυτόν αποκτείναι. 25 και λαβούσα Σεπφώρα ψήφον περιέτεμε την ακροβυστίαν τού υιού αυτής και προσέπεσε προς τους πόδας αυτού και είπεν· έστη το αίμα της περιτομής τού παιδίου μου. 26 και απήλθεν απ΄ αυτού, διότι είπεν· έστη το αίμα της περιτομής τού παιδίου μου. 27 Είπε δε Κύριος προς Ααρών· πορεύθητι εις συνάντησιν Μωυσή εις την έρημον· και επορεύθη και συνήντησεν αυτώ εν τώ όρει τού Θεού, και κατεφίλησαν αλλήλους. 28 και ανήγγειλε Μωυσής τώ Ααρών πάντας τους λόγους Κυρίου, ούς απέστειλε, και πάντα τα σημεία, ά ενετείλατο αυτώ. 29 επορεύθη δε Μωυσής και Ααρών και συνήγαγον την γερουσίαν των υιών Ισραήλ.
30 και ελάλησεν Ααρών πάντα τα ρήματα ταύτα, ά ελάλησεν ο Θεός προς Μωυσήν, και εποίησε τα σημεία εναντίον τού λαού. 31 και επίστευσεν ο λαός και εχάρη, ότι επεσκέψατο ο Θεός τους υιούς Ισραήλ και ότι είδεν αυτών την θλίψιν· κύψας δε ο λαός προσεκύνησε.
1 ΚΑΙ μετά ταύτα εισήλθε Μωυσής και Ααρών προς Φαραώ και είπαν αυτώ· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα μοι εορτάσωσιν εν τή ερήμω. 2 και είπε Φαραώ· τις εστιν ού εισακούσομαι της φωνής αυτού, ώστε εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ; ουκ οίδα τον Κύριον και τον Ισραήλ ουκ εξαποστέλλω. 3 και λέγουσιν αυτώ· ο Θεός των Εβραίων προσκέκληται ημάς· πορευσόμεθα ούν οδόν τριών ημερών εις την έρημον, όπως θύσωμεν Κυρίω τώ Θεώ ημών, μη ποτε συναντήση ημίν θάνατος ή φόνος. 4 και είπεν αυτοίς ο βασιλεύς Αιγύπτου· ινατί Μωυσή και Ααρών διαστρέφετε τον λαόν από των έργων; απέλθατε έκαστος υμών προς τα έργα αυτού. 5 και είπε Φαραώ· ιδού νύν πολυπληθεί ο λαός· μη ούν καταπαύσωμεν αυτούς από των έργων. 6 συνέταξε δε Φαραώ τοίς εργοδιώκταις τού λαού και τοίς γραμματεύσι λέγων· 7 ουκέτι προστεθήσεσθε διδόναι άχυρον τώ λαώ εις την πλινθουργίαν καθάπερ χθές και τρίτην ημέραν· αλλ’ αυτοί πορευέσθωσαν και συναγαγέτωσαν εαυτοίς άχυρα. 8 και την σύνταξιν της πλινθείας, ής αυτοί ποιούσι, καθ΄ εκάστην ημέραν επιβαλείς αυτοίς, ουκ αφελείς ουδέν· σχολάζουσι γάρ· διά τούτο κεκράγασι λέγοντες· εγερθώμεν και θύσωμεν τώ Θεώ ημών. 9 βαρυνέσθω τα έργα των ανθρώπων τούτων, και μεριμνάτωσαν ταύτα και μη μεριμνάτωσαν εν λόγοις κενοίς.
10 κατέσπευδεν δε αυτούς οι εργοδιώκται και οι γραμματείς και έλεγον προς τον λαόν λέγοντες· τάδε λέγει Φαραώ· ουκέτι δίδωμι υμίν άχυρα· 11 αυτοί υμείς πορευόμενοι συλλέγετε εαυτοίς άχυρα, όθεν εάν εύρητε, ου γάρ αφαιρείται από της συντάξεως υμών ουδέν. 12 και διεσπάρη ο λαός εν όλη γη Αιγύπτω, συναγαγείν καλάμην εις άχυρα· 13 οι δε εργοδιώκται κατέσπευδον αυτούς λέγοντες· συντελείτε τα έργα τα καθήκοντα καθ’ ημέραν, καθάπερ και ότε το άχυρον εδίδοτο υμίν. 14 και εμαστιγώθησαν οι γραμματείς τού γένους των υιών Ισραήλ, οι κατασταθέντες επ’ αυτούς υπό των επιστατών τού Φαραώ, λέγοντες· διατί ου συνετελέσατε τας συντάξεις υμών της πλινθείας καθάπερ χθές και τρίτην ημέραν, και το της σήμερον; 15 εισελθόντες δε οι γραμματείς των υιών Ισραήλ κατεβόησαν προς Φαραώ λέγοντες· ινατί σύ ούτως ποιείς τοίς σοίς οικέταις; 16 άχυρον ου δίδοται τοίς οικέταις σου, και την πλίνθον ημίν λέγουσι ποιείν, και ιδού οι παίδές σου μεμαστίγωνται· αδικήσεις ούν τον λαόν σου. 17 και είπεν αυτοίς· σχολάζετε, σχολασταί εστε· διά τούτο λέγετε· πορευθώμεν, θύσωμεν τώ Θεώ ημών. 18 νύν ούν πορευθέντες εργάζεσθε· το γάρ άχυρον ου δοθήσεται υμίν, και την σύνταξιν της πλινθείας αποδώσετε. 19 εώρων δε οι γραμματείς των υιών Ισραήλ εαυτούς εν κακοίς λέγοντες· ουκ απολείψετε της πλινθείας το καθήκον τή ημέρα.
20 συνήντησαν δε Μωυσή και Ααρών ερχομένοις εις συνάντησιν αυτοίς, εκπορευομένων αυτών από Φαραώ. 21 και είπαν αυτοίς· ίδοι ο Θεός υμάς και κρίναι, ότι εβδελύξατε την οσμήν ημών εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού, δούναι ρομφαίαν εις τας χείρας αυτού, αποκτείναι ημάς. 22 επέστρεψε δε Μωυσής προς Κύριον και είπε· δέομαι, Κύριε· τι εκάκωσας τον λαόν τούτον; και ινατί απέσταλκάς με; 23 και αφ΄ ού πεπόρευμαι προς Φαραώ λαλήσαι επί τώ σώ ονόματι, εκάκωσε τον λαόν τούτον, και ουκ ερρύσω τον λαόν σου.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν· ήδη όψει ά ποιήσω τώ Φαραώ· εν γάρ χειρί κραταιά εξαποστελεί αυτούς και εν βραχίονι υψηλώ εκβαλεί αυτούς εκ της γής αυτού. 2 Ελάλησε δε ο Θεός προς Μωυσήν και είπε προς αυτόν· εγώ Κύριος· 3 και ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ών αυτών, και το όνομά μου Κύριος ουκ εδήλωσα αυτοίς· 4 και έστησα την διαθήκην μου προς αυτούς ώστε δούναι αυτοίς την γήν των Χαναναίων, την γήν, ήν παρωκήκασιν, εν ή και παρώκησαν επ’ αυτής. 5 και εγώ εισήκουσα τον στεναγμόν των υιών Ισραήλ, ον οι Αιγύπτιοι καταδουλούνται αυτούς, και εμνήσθην της διαθήκης υμών. 6 βάδιζε, ειπόν τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· εγώ Κύριος και εξάξω υμάς από της δυναστείας των Αιγυπτίων και ρύσομαι υμάς εκ της δουλείας και λυτρώσομαι υμάς εν βραχίονι υψηλώ και κρίσει μεγάλη 7 και λήψομαι εμαυτώ υμάς λαόν εμοί και έσομαι υμών Θεός, και γνώσεσθε ότι εγώ Κύριος ο Θεός υμών ο εξαγαγών υμάς εκ της καταδυναστείας των Αιγυπτίων, 8 και εισάξω υμάς εις την γήν, εις ήν εξέτεινα την χείρά μου, δούναι αυτήν τώ Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, και δώσω υμίν αυτήν εν κλήρω· εγώ Κύριος. 9 ελάλησε δε Μωυσής ούτω τοίς υιοίς Ισραήλ, και ουκ εισήκουσαν Μωυσή από της ολιγοψυχίας και από των έργων των σκληρών.
10 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 11 είσελθε, λάλησον Φαραώ βασιλεί Αιγύπτου, ίνα εξαποστείλη τους υιούς Ισραήλ εκ της γής αυτού. 12 ελάλησε δε Μωυσής έναντι Κυρίου λέγων· ιδού οι υιοί Ισραήλ ουκ εισήκουσάν μου, και πώς εισακούσεταί μου Φαραώ; εγώ δε άλογός ειμι. 13 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών και συνέταξεν αυτοίς προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου, ώστε εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου. 14 Καί ούτοι αρχηγοί οίκων πατριών αυτών. υιοί Ρουβήν πρωτοτόκου Ισραήλ· Ενώχ και Φαλλούς, Ασρών και Χαρμεί· αύτη η συγγένεια Ρουβήν. 15 και υιοί Συμεών· Ιεμουήλ και Ιαμείν και Αώδ και Ιαχείν και Σαάρ και Σαούλ ο εκ της Φοινίσσης· αύται αι πατριαί των υιών Συμεών. 16 και ταύτα τα ονόματα των υιών Λευί κατά συγγενείας αυτών. Γεδσών, Καάθ και Μεραρεί· και τα έτη της ζωής Λευί εκατόν τριακονταεπτά. 17 και ούτοι υιοί Γεδσών· Λοβενεί και Σεμεεί, οίκοι πατριάς αυτών. 18 και υιοί Καάθ· Αμβράμ και Ισαάρ, Χεβρών και Οζειήλ· και τα έτη της ζωής Καάθ εκατόν τριακοντατρία έτη. 19 και υιοί Μεραρεί· Μοολεί και Ομουσεί. ούτοι οι οίκοι πατριών Λευί κατά συγγενείας αυτών.
20 και έλαβεν Αμβράμ την Ιωχαβέδ θυγατέρα τού αδελφού τού πατρός αυτού εαυτώ εις γυναίκα, και εγέννησεν αυτώ τον τε Ααρών και τον Μωυσήν και Μαριάμ την αδελφήν αυτών· τα δε έτη της ζωής Αμβράμ εκατόν τριακονταδύο έτη. 21 και υιοί Ισσαάρ· Κορέ και Ναφέκ και Ζεχρεί. 22 και υιοί Οζειήλ· Μισαήλ και Ελισαφάν και Σεγρεί. 23 έλαβε δε Ααρών την Ελισαβέθ θυγατέρα Αμειναδάβ αδελφήν Ναασσών αυτώ γυναίκα, και έτεκεν αυτώ τον τε Ναδάβ και Αβιούδ και τον Ελεάζαρ και Ιθάμαρ. 24 υιοί δε Κορέ· Ασείρ και Ελκανά και Αβιάσαφ· αύται αι γενέσεις Κορέ. 25 και Ελεάζαρ ο τού Ααρών έλαβε των θυγατέρων Φουτιήλ αυτώ γυναίκα, και έτεκεν αυτώ τον Φινεές. αύται αι αρχαί πατριάς Λευιτών κατά γενέσεις αυτών. 26 ούτος Ααρών και Μωυσής, οίς είπεν αυτοίς ο Θεός εξαγαγείν τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου σύν δυνάμει αυτών· 27 ούτοί εισιν οι διαλεγόμενοι προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και εξήγαγον τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου· αυτός Ααρών και Μωυσής. 28 … ημέρα ελάλησε Κύριος Μωυσή εν γη Αιγύπτω, 29 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· εγώ Κύριος· λάλησον προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου όσα εγώ λέγω προς σε.
30 και είπε Μωυσής εναντίον Κυρίου· ιδού εγώ ισχνόφωνός ειμι, και πώς εισακούσεταί μου Φαραώ;
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· ιδού δέδωκά σε θεόν Φαραώ, και Ααρών ο αδελφός σου έσται σου προφήτης· 2 σύ δε λαλήσεις αυτώ πάντα, όσα σοι εντέλλομαι, ο δε Ααρών ο αδελφός σου λαλήσει προς Φαραώ, ώστε εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ εκ της γής αυτού. 3 εγώ δε σκληρυνώ την καρδίαν Φαραώ και πληθυνώ τα σημείά μου και τα τέρατα εν γη Αιγύπτω. 4 και ουκ εισακούσεται υμών Φαραώ· και επιβαλώ την χείρά μου επ’ Αίγυπτον και εξάξω σύν δυνάμει μου τον λαόν μου τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου σύν εκδικήσει μεγάλη. 5 και γνώσονται πάντες οι Αιγύπτιοι, ότι εγώ ειμι Κύριος εκτείνων την χείρά μου επ’ Αίγυπτον, και εξάξω τους υιούς Ισραήλ εκ μέσου αυτών. 6 εποίησε δε Μωυσής και Ααρών καθάπερ ενετείλατο αυτοίς Κύριος, ούτως εποίησαν. 7 Μωυσής δε ήν ετών ογδοήκοντα, Ααρών δε ο αδελφός αυτού ετών ογδοηκοντατριών, ηνίκα ελάλησε προς Φαραώ. 8 Καί είπε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 9 και εάν λαλήση προς υμάς Φαραώ λέγων· δότε ημίν σημείον ή τέρας, και ερείς Ααρών τώ αδελφώ σου· λάβε την ράβδον και ρίψον επί την γήν εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού, και έσται δράκων.
10 εισήλθε δε Μωυσής και Ααρών εναντίον Φαραώ και των θεραπόντων αυτού και εποίησαν ούτως, καθάπερ ενετείλατο αυτοίς Κύριος· και έρριψεν Ααρών την ράβδον εναντίον Φαραώ, και εναντίον των θεραπόντων αυτού, και εγένετο δράκων. 11 συνεκάλεσε δε Φαραώ τους σοφιστάς Αιγύπτου και τους φαρμακούς, και εποίησαν και οι επαοιδοί των Αιγυπτίων ταίς φαρμακείαις αυτών ωσαύτως. 12 και έρριψαν έκαστος την ράβδον αυτών, και εγένοντο δράκοντες· και κατέπιεν η ράβδος η Ααρών τας εκείνων ράβδους. 13 και κατίσχυσεν η καρδία Φαραώ, και ουκ εισήκουσεν αυτών, καθάπερ ενετείλατο αυτοίς Κύριος. 14 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· βεβάρηται η καρδία Φαραώ τού μη εξαποστείλαι τον λαόν. 15 βάδισον προς Φαραώ το πρωί· ιδού αυτός εκπορεύεται επί το ύδωρ, και έση συναντών αυτώ επί το χείλος τού ποταμού και την ράβδον την στραφείσαν εις όφιν λήψη εν τή χειρί σου. 16 και ερείς προς αυτόν· Κύριος ο Θεός των Εβραίων απέσταλκέ με προς σε λέγων· εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα μοι λατρεύση εν τή ερήμω· και ιδού ουκ εισήκουσας έως τούτου. 17 τάδε λέγει Κύριος· εν τούτω γνώση ότι εγώ Κύριος· ιδού εγώ τύπτω τή ράβδω τή εν χειρί μου επί το ύδωρ το εν τώ ποταμώ, και μεταβαλεί εις αίμα· 18 και οι ιχθύες οι εν τώ ποταμώ τελευτήσουσι, και εποζέσει ο ποταμός, και ου δυνήσονται οι Αιγύπτιοι πιείν ύδωρ από τού ποταμού. 19 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· ειπόν Ααρών τώ αδελφώ σου· λάβε την ράβδον σου εν τή χειρί σου και έκτεινον την χείρά σου επί τα ύδατα Αιγύπτου και επί τους ποταμούς αυτών και επί τας διώρυγας αυτών και επί τα έλη αυτών και επί πάν συνεστηκός ύδωρ αυτών, και έσται αίμα, και εγένετο αίμα εν πάση γη Αιγύπτου έν τε τοίς ξύλοις και εν τοίς λίθοις.
20 και εποίησαν ούτως Μωυσής και Ααρών, καθάπερ ενετείλατο αυτοίς Κύριος· και επάρας τή ράβδω αυτού επάταξε το ύδωρ το εν τώ ποταμώ εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού και μετέβαλε πάν το ύδωρ το εν τώ ποταμώ εις αίμα. 21 και οι ιχθύες οι εν τώ ποταμώ ετελεύτησαν, και επώζεσεν ο ποταμός, και ουκ ηδύναντο οι Αιγύπτιοι πιείν ύδωρ εκ τού ποταμού, και ήν το αίμα εν πάση γη Αιγύπτου. 22 εποίησαν δε ωσαύτως και οι επαοιδοί των Αιγυπτίων ταίς φαρμακείαις αυτών· και εσκληρύνθη η καρδία Φαραώ, και ουκ εισήκουσεν αυτών, καθάπερ είπε Κύριος. 23 επιστραφείς δε Φαραώ εισήλθεν εις τον οίκον αυτού και ουκ επέστησε τον νούν αυτού ουδέ επί τούτω. 24 ώρυξαν δε πάντες οι Αιγύπτιοι κύκλω τού ποταμού ώστε πιείν ύδωρ, και ουκ ηδύναντο πιείν ύδωρ από τού ποταμού. 25 και ανεπληρώθησαν επτά ημέραι μετά το πατάξαι Κύριον τον ποταμόν. 26 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· είσελθε προς Φαραώ και ερείς προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος· εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα μοι λατρεύσωσιν· 27 ει δε μη βούλει σύ εξαποστείλαι, ιδού εγώ τύπτω πάντα τα όριά σου τοίς βατράχοις. 28 και εξερεύξεται ο ποταμός βατράχους, και αναβάντες εισελεύσονται εις τους οίκους σου και εις τα ταμιεία των κοιτώνων σου και επί των κλινών σου και επί τους οίκους των θεραπόντων σου και τού λαού σου και εν τοίς φυράμασί σου και εν τοίς κλιβάνοις σου· 29 και επί σε και επί τους θεράποντάς σου και επί τον λαόν σου αναβήσονται οι βάτραχοι.
1 ΕΙΠΕ δε Κύριος προς Μωυσήν· ειπόν Ααρών τώ αδελφώ σου· έκτεινον τή χειρί την ράβδον σου επί τους ποταμούς και επί τας διώρυγας και επί τα έλη και ανάγαγε τους βατράχους· 2 και εξέτεινεν Ααρών την χείρα επί τα ύδατα Αιγύπτου και ανήγαγε τους βατράχους· και ανεβιβάσθη ο βάτραχος και εκάλυψε την γήν Αιγύπτου. 3 εποίησαν δε ωσαύτως και οι επαοιδοί των Αιγυπτίων ταίς φαρμακείαις αυτών και ανήγαγον τους βατράχους επί γήν Αιγύπτου. 4 και εκάλεσε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών και είπεν· εύξασθε περί εμού προς Κύριον, και περιελέτω τους βατράχους απ’ εμού και από τού εμού λαού, και εξαποστελώ αυτούς, και θύσωσι τώ Κυρίω. 5 είπε δε Μωυσής προς Φαραώ· τάξαι προς με πότε εύξομαι περί σού και περί των θεραπόντων σου και τού λαού σου αφανίσαι τους βατράχους από σού και από τού λαού σου και εκ των οικιών υμών, πλήν εν τώ ποταμώ υπολειφθήσονται. 6 ο δε είπεν· εις αύριον. είπεν ούν· ως είρηκας, ίνα ειδής ότι ουκ έστι άλλος πλήν Κυρίου· 7 και περιαιρεθήσονται οι βάτραχοι από σού και από των οικιών υμών και από των επαύλεων και από των θεραπόντων σου και από τού λαού σου, πλήν εν τώ ποταμώ υπολειφθήσονται. 8 εξήλθε δε Μωυσής και Ααρών από Φαραώ· και εβόησε Μωυσής προς Κύριον περί τού ορισμού των βατράχων, ως ετάξατο Φαραώ. 9 εποίησε δε Κύριος καθάπερ είπε Μωυσής και ετελεύτησαν οι βάτραχοι εκ των οικιών και εκ των επαύλεων και εκ των αγρών·
10 και συνήγαγον αυτούς θημωνίας θημωνίας, και ώζεσεν η γη. 11 ιδών δε Φαραώ ότι γέγονεν ανάψυξις, εβαρύνθη η καρδία αυτού, και ουκ εισήκουσεν αυτών, καθάπερ ελάλησε Κύριος. 12 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· ειπόν Ααρών, έκτεινον τή χειρί την ράβδον σου και πάταξον το χώμα της γής, και έσονται σκνίφες έν τε τοίς ανθρώποις και εν τοίς τετράποσι και εν πάση γη Αιγύπτου. 13 εξέτεινεν ούν Ααρών τή χειρί την ράβδον και επάταξε το χώμα της γής, και εγένοντο οι σκνίφες εν τοίς ανθρώποις και εν τοίς τετράποσι, και εν παντί χώματι της γής εγένοντο οι σκνίφες. 14 εποίησαν δε ωσαύτως και οι επαοιδοί ταίς φαρμακείαις αυτών εξαγαγείν τον σκνίφα και ουκ ηδύναντο. και εγένοντο οι σκνίφες έν τε τοίς ανθρώποις και εν τοίς τετράποσιν. 15 είπαν ούν οι επαοιδοί τώ Φαραώ· δάκτυλος Θεού εστι τούτο. και εσκληρύνθη η καρδία Φαραώ, και ουκ εισήκουσεν αυτών, καθάπερ ελάλησε Κύριος. 16 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· όρθρισον το πρωί και στήθι εναντίον Φαραώ· και ιδού αυτός εξελεύσεται επί το ύδωρ, και ερείς προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος· εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα μοι λατρεύσωσιν εν τή ερήμω· 17 εάν δε μη βούλη εξαποστείλαι τον λαόν μου, ιδού εγώ εξαποστέλλω επί σε και επί τους θεράποντάς σου και επί τον λαόν σου και επί τους οίκους υμών κυνόμυιαν, και πλησθήσονται αι οικίαι των Αιγυπτίων της κυνομυίης και εις την γήν, εφ’ ής εισιν επ΄ αυτής. 18 και παραδοξάσω εν τή ημέρα εκείνη την γήν Γεσέμ, εφ’ ής ο λαός μου έπεστιν επ΄ αυτής, εφ’ ής ουκ έσται εκεί η κυνόμυια, ίνα ειδής ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός πάσης της γής. 19 και δώσω διαστολήν ανά μέσον τού εμού λαού και ανά μέσον τού σού λαού· εν δε τή αύριον έσται το σημείον τούτο επί της γής.
20 εποίησε δε Κύριος ούτως, και παρεγένετο η κυνόμυια πλήθος εις τους οίκους Φαραώ και εις τους οίκους των θεραπόντων αυτού και εις πάσαν την γήν Αιγύπτου, και εξωλοθρεύθη η γη από της κυνομυίης. 21 εκάλεσε δε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών λέγων· ελθόντες θύσατε Κυρίω τώ Θεώ υμών εν τή γη. 22 και είπε Μωυσής· ου δυνατόν γενέσθαι ούτως· τα γάρ βδελύγματα των Αιγυπτίων θύσομεν Κυρίω τώ Θεώ ημών· εάν γάρ θύσωμεν τα βδελύγματα των Αιγυπτίων εναντίον αυτών, λιθοβοληθησόμεθα. 23 οδόν τριών ημερών πορευσόμεθα εις την έρημον και θύσομεν τώ Θεώ ημών, καθάπερ είπε Κύριος ημίν. 24 και είπε Φαραώ· εγώ αποστέλλω υμάς, και θύσατε τώ Θεώ υμών εν τή ερήμω, αλλ’ ου μακράν αποτενείτε πορευθήναι· εύξασθε ούν περί εμού προς Κύριον. 25 είπε δε Μωυσής· Όδε εγώ εξελεύσομαι από σού και εύξομαι προς τον Θεόν, και απελεύσεται η κυνόμυια και από των θεραπόντων σου και από τού λαού σου αύριον· μη προσθής έτι, Φαραώ, εξαπατήσαι τού μη εξαποστείλαι τον λαόν θύσαι Κυρίω. 26 εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ και ηύξατο προς τον Θεόν· 27 εποίησε δε Κύριος καθάπερ είπε Μωυσής, και περιείλε την κυνόμυιαν από Φαραώ και των θεραπόντων αυτού και τού λαού αυτού, και ου κατελείφθη ουδεμία. 28 και εβάρυνε Φαραώ την καρδίαν αυτού και επί τού καιρού τούτου, και ουκ ηθέλησεν εξαποστείλαι τον λαόν.
1 ΕΙΠΕ δε Κύριος προς Μωυσήν· είσελθε προς Φαραώ και ερείς αυτώ· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός των Εβραίων· εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα μοι λατρεύσωσιν· 2 ει μέν ούν μη βούλει εξαποστείλαι τον λαόν μου, αλλά έτι εγκρατείς αυτού, 3 ιδού χείρ Κυρίου επέσται εν τοίς κτήνεσί σου τοίς εν τοίς πεδίοις, έν τε τοίς ίπποις και εν τοίς υποζυγίοις και ταίς καμήλοις και βουσί και προβάτοις, θάνατος μέγας σφόδρα. 4 και παραδοξάσω εγώ εν τώ καιρώ εκείνω ανά μέσον των κτηνών των Αιγυπτίων και ανά μέσον των κτηνών των υιών Ισραήλ· ου τελευτήσει από πάντων των τού Ισραήλ υιών ρητόν. 5 και έδωκεν ο Θεός όρον λέγων· εν τή αύριον ποιήσει Κύριος το ρήμα τούτο επί της γής. 6 και εποίησε Κύριος το ρήμα τούτο τή επαύριον, και ετελεύτησε πάντα τα κτήνη των Αιγυπτίων, από δε των κτηνών των υιών Ισραήλ ουκ ετελεύτησεν ουδέν. 7 ιδών δε Φαραώ ότι ουκ ετελεύτησεν από πάντων των κτηνών των υιών Ισραήλ ουδέν, εβαρύνθη η καρδία Φαραώ, και ουκ εξαπέστειλε τον λαόν. 8 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· λάβετε υμείς πλήρεις τας χείρας αιθάλης καμιναίας, και πασάτω Μωυσής εις τον ουρανόν εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού, 9 και γενηθήτω κονιορτός επί πάσαν την γήν Αιγύπτου, και έσται επί τους ανθρώπους και επί τα τετράποδα έλκη, φλυκτίδες αναζέουσαι, έν τε τοίς ανθρώποις και εν τοίς τετράποσι και εν πάση γη Αιγύπτου.
10 και έλαβε την αιθάλην της καμιναίας εναντίον Φαραώ, και έπασεν αυτήν Μωυσής εις τον ουρανόν, και εγένετο έλκη, φλυκτίδες αναζέουσαι, έν τε τοίς ανθρώποις και εν τοίς τετράποσι. 11 και ουκ ηδύναντο οι φαρμακοί στήναι εναντίον Μωυσή διά τα έλκη· εγένετο γάρ τα έλκη εν τοίς φαρμακοίς και εν πάση γη Αιγύπτω. 12 εσκλήρυνε δε Κύριος την καρδίαν Φαραώ, και ουκ εισήκουσεν αυτών, καθά συνέταξε Κύριος. 13 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· όρθρισον το πρωί και στήθι εναντίον Φαραώ και ερείς προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός των Εβραίων· εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα λατρεύσωσί μοι· 14 εν τώ γάρ νύν καιρώ εγώ εξαποστέλλω πάντα τα συναντήματά μου εις την καρδίαν σου και των θεραπόντων σου και τού λαού σου, ίνα ειδής ότι ουκ έστιν ως εγώ άλλος εν πάση τή γη· 15 νύν γάρ αποστείλας την χείρα πατάξω σε, και τον λαόν σου θανατώσω, και εκτριβήση από της γής· 16 και ένεκεν τούτου διετηρήθης, ίνα ενδείξωμαι εν σοί την ισχύν μου, και όπως διαγγελή το όνομά μου εν πάση τή γη. 17 έτι ούν σύ εμποιή τού λαού μου τού μη εξαποστείλαι αυτούς; 18 ιδού εγώ ύω ταύτην την ώραν αύριον χάλαζαν πολλήν σφόδρα, ήτις τοιαύτη ου γέγονεν εν Αιγύπτω, αφ’ ής ημέρας έκτισται έως της ημέρας ταύτης. 19 νύν ούν κατάσπευσον συναγαγείν τα κτήνη σου και όσα σοί εστιν εν τώ πεδίω· πάντες γάρ οι άνθρωποι και τα κτήνη, όσα εάν ευρεθή εν τοίς πεδίοις και μη εισέλθη εις οικίαν, πέση δε επ΄ αυτά η χάλαζα, τελευτήσει.
20 ο φοβούμενος το ρήμα Κυρίου των θεραπόντων Φαραώ συνήγαγε τα κτήνη αυτού εις τους οίκους· 21 ός δε μη προσέσχε τή διανοία εις το ρήμα Κυρίου, αφήκε τα κτήνη εν τοίς πεδίοις. 22 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· έκτεινον την χείρά σου εις τον ουρανόν, και έσται χάλαζα επί πάσαν γήν Αιγύπτου, επί τε τους ανθρώπους και τα κτήνη και επί πάσαν βοτάνην την επί της γής. 23 εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα εις τον ουρανόν, και Κύριος έδωκε φωνάς και χάλαζαν, και διέτρεχε το πύρ επί της γής, και έβρεξε Κύριος χάλαζαν επί πάσαν γήν Αιγύπτου. 24 ήν δε η χάλαζα και το πύρ φλογίζον εν τή χαλάζη· η δε χάλαζα πολλή σφόδρα, ήτις τοιαύτη ου γέγονεν εν Αιγύπτω, αφ’ ής ημέρας γεγένηται επ΄ αυτής έθνος. 25 επάταξε δε η χάλαζα εν πάση γη Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους, και πάσαν βοτάνην την εν τώ πεδίω επάταξεν η χάλαζα, και πάντα τα ξύλα τα εν τοίς πεδίοις συνέτριψεν η χάλαζα· 26 πλήν εν γη Γεσέμ, ού ήσαν οι υιοί Ισραήλ, ουκ εγένετο η χάλαζα. 27 αποστείλας δε Φαραώ εκάλεσε Μωυσήν και Ααρών και είπεν αυτοίς· ημάρτηκα το νύν· ο Κύριος δίκαιος, εγώ δε και ο λαός μου ασεβείς. 28 εύξασθε ούν περί εμού προς Κύριον, και παυσάσθω τού γενηθήναι φωνάς Θεού και χάλαζαν και πύρ· και εξαποστελώ υμάς, και ουκέτι προστεθήσεσθε μένειν. 29 είπε δε αυτώ Μωυσής· ως αν εξέλθω την πόλιν, εκπετάσω τας χείράς μου προς τον Κύριον, και αι φωναί παύσονται, και η χάλαζα και ο υετός ουκ έσται έτι, ίνα γνώς ότι τού Κυρίου η γη.
30 και σύ και οι θεράποντές σου, επίσταμαι ότι ουδέπω πεφόβησθε τον Κύριον. 31 το δε λίνον και η κριθή επλήγη· η γάρ κριθή παρεστηκυία, το δε λίνον σπερματίζον. 32 ο δε πυρός και η ολύρα ουκ επλήγησαν, όψιμα γάρ ήν. 33 εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ εκτός της πόλεως και εξέτεινε τας χείρας προς Κύριον, και αι φωναί επαύσαντο και η χάλαζα, και ο υετός ουκ έσταξεν έτι επί την γήν. 34 ιδών δε Φαραώ ότι πέπαυται ο υετός και η χάλαζα και αι φωναί, προσέθετο τού αμαρτάνειν και εβάρυνεν αυτού την καρδίαν και των θεραπόντων αυτού. 35 και εσκληρύνθη η καρδία Φαραώ, και ουκ εξαπέστειλε τους υιούς Ισραήλ, καθάπερ ελάλησε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΕΙΠΕ δε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· είσελθε προς Φαραώ· εγώ γάρ εσκλήρυνα αυτού την καρδίαν και των θεραπόντων αυτού, ίνα εξής επέλθη τα σημεία ταύτα επ’ αυτούς· 2 όπως διηγήσησθε εις τα ώτα των τέκνων υμών και τοίς τέκνοις των τέκνων υμών, όσα εμπέπαιχα τοίς Αιγυπτίοις, και τα σημείά μου, ά εποίησα εν αυτοίς, και γνώσεσθε ότι εγώ Κύριος. 3 εισήλθε δε Μωυσής και Ααρών εναντίον Φαραώ και είπαν αυτώ· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός των Εβραίων· έως τίνος ου βούλη εντραπήναί με; εξαπόστειλον τον λαόν μου, ίνα λατρεύσωσί μοι. 4 εάν δε μη θέλης σύ εξαποστείλαι τον λαόν μου, ιδού εγώ επάγω ταύτην την ώραν αύριον ακρίδα πολλήν επί πάντα τα όριά σου, 5 και καλύψει την όψιν της γής, και ου δυνήση κατιδείν την γήν, και κατέδεται πάν το περισσόν της γής το καταλειφθέν, ό κατέλιπεν υμίν η χάλαζα, και κατέδεται πάν ξύλον το φυόμενον υμίν επί της γής· 6 και πλησθήσονταί σου αι οικίαι και αι οικίαι των θεραπόντων σου και πάσαι αι οικίαι εν πάση γη των Αιγυπτίων, ά ουδέποτε εωράκασιν οι πατέρες σου, ουδ’ οι πρόπαπποι αυτών, αφ’ ής ημέρας γεγόνασιν επί της γής έως της ημέρας ταύτης. και εκκλίνας Μωυσής εξήλθεν από Φαραώ. 7 και λέγουσιν οι θεράποντες Φαραώ προς αυτόν· έως τίνος έσται τούτο ημίν σκώλον; εξαπόστειλον τους ανθρώπους, όπως λατρεύσωσι τώ Θεώ αυτών· ή ειδέναι βούλη ότι απόλωλεν Αίγυπτος; 8 και απέστρεψαν τον τε Μωυσήν και Ααρών προς Φαραώ, και είπεν αυτοίς· πορεύεσθε και λατρεύσατε Κυρίω τώ Θεώ υμών· τίνες δε και τίνες εισίν οι πορευόμενοι; 9 και λέγει Μωυσής· σύν τοίς νεανίσκοις και πρεσβυτέροις πορευσόμεθα, σύν τοίς υιοίς και θυγατράσι και προβάτοις και βουσίν ημών· έστι γάρ εορτή Κυρίου τού Θεού ημών.
10 και είπε προς αυτούς· έστω ούτω, Κύριος μεθ’ υμών· καθότι αποστέλλω υμάς, μη και την αποσκευήν υμών; ίδετε ότι πονηρία πρόσκειται υμίν. 11 μη ούτως· πορευέσθωσαν δε οι άνδρες, και λατρευσάτωσαν τώ Θεώ· τούτο γάρ αυτοί εκζητείτε. εξέβαλον δε αυτούς από προσώπου Φαραώ. 12 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· έκτεινον την χείρα επί γήν Αιγύπτου, και αναβήτω ακρίς επί την γήν και κατέδεται πάσαν βοτάνην της γής και πάντα τον καρπόν των ξύλων, ον υπελίπετο η χάλαζα. 13 και επήρε Μωυσής την ράβδον εις τον ουρανόν, και Κύριος επήγαγεν άνεμον νότον επί την γήν, όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα· το πρωί εγενήθη, και ο άνεμος ο νότος ανέλαβε την ακρίδα 14 και ανήγαγεν αυτήν επί πάσαν την γήν Αιγύπτου, και κατέπαυσεν επί πάντα τα όρια Αιγύπτου πολλή σφόδρα· προτέρα αυτής ου γέγονε τοιαύτη ακρίς και μετά ταύτα ουκ έσται ούτως. 15 και εκάλυψε την όψιν της γής, και εφθάρη η γη· και κατέφαγε πάσαν βοτάνην της γής και πάντα τον καρπόν των ξύλων, ός υπελείφθη από της χαλάζης· ουχ υπελείφθη χλωρόν ουδέν εν τοίς ξύλοις και εν πάση βοτάνη τού πεδίου, εν πάση γη Αιγύπτου. 16 κατέσπευδε δε Φαραώ καλέσαι Μωυσήν και Ααρών λέγων· ημάρτηκα εναντίον Κυρίου τού Θεού υμών και εις υμάς· 17 προσδέξασθε ούν μου την αμαρτίαν έτι νύν και προσεύξασθε προς Κύριον τον Θεόν υμών, και περιελέτω απ’ εμού τον θάνατον τούτον. 18 εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ και ηύξατο προς τον Θεόν. 19 και μετέβαλε Κύριος άνεμον από θαλάσσης σφοδρόν, και ανέλαβε τον ακρίδα και έβαλεν αυτήν εις την ερυθράν θάλασσαν, και ουχ υπελείφθη ακρίς μία εν πάση γη Αιγύπτου.
20 και εσκλήρυνε Κύριος την καρδίαν Φαραώ. και ουκ εξαπέστειλε τους υιούς Ισραήλ. 21 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· έκτεινον την χείρά σου εις τον ουρανόν, και γενηθήτω σκότος επί γής Αιγύπτου, ψηλαφητόν σκότος. 22 εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα εις τον ουρανόν, και εγένετο σκότος γνόφος, θύελλα επί πάσαν γήν Αιγύπτου τρεις ημέρας, 23 και ουκ είδεν ουδείς τον αδελφόν αυτού τρεις ημέρας, και ουκ εξανέστη ουδείς εκ της κοίτης αυτού τρεις ημέρας· πάσι δε τοίς υιοίς Ισραήλ φώς ήν εν πάσιν, οίς κατεγίνοντο. 24 και εκάλεσε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών λέγων· βαδίζετε, λατρεύσατε Κυρίω τώ Θεώ υμών, πλήν των προβάτων και των βοών υπολείπεσθε· και η αποσκευή υμών αποτρεχέτω μεθ’ υμών, 25 και είπε Μωυσής· αλλά και σύ δώσει ημίν ολοκαυτώματα και θυσίας, ά ποιήσομεν Κυρίω τώ Θεώ ημών· 26 και τα κτήνη ημών πορεύσεται μεθ΄ ημών, και ουχ υπολειψόμεθα οπλήν· απ’ αυτών γάρ ληψόμεθα λατρεύσαι Κυρίω τώ Θεώ ημών, ημείς δε ουκ οίδαμεν τι λατρεύσομεν Κυρίω τώ Θεώ ημών, έως τού ελθείν ημάς εκεί. 27 εσκλήρυνε δε Κύριος την καρδίαν Φαραώ και ουκ εβουλήθη εξαποστείλαι αυτούς. 28 και λέγει Φαραώ· άπελθε απ’ εμού· πρόσεχε σεαυτώ έτι προσθείναι ιδείν μου το πρόσωπον· ή δ’ αν ημέρα οφθής μοι, αποθανή. 29 λέγει δε Μωυσής· είρηκας· ουκ έτι οφθήσομαί σοι εις πρόσωπον.
1 ΕΙΠΕ δε Κύριος προς Μωυσήν· έτι μίαν πληγήν εγώ επάξω επί Φαραώ και επ’ Αίγυπτον, και μετά ταύτα εξαποστελεί υμάς εντεύθεν· όταν δε εξαποστέλλη υμάς, σύν παντί εκβαλεί υμάς εκβολή. 2 λάλησον ούν κρυφή εις τα ώτα τού λαού, και αιτησάτω έκαστος παρά τού πλησίον σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν. 3 Κύριος δε έδωκε την χάριν τώ λαώ αυτού εναντίον των Αιγυπτίων, και έχρησαν αυτοίς· και ο άνθρωπος Μωυσής μέγας εγενήθη σφόδρα εναντίον των Αιγυπτίων και εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού. 4 Καί είπε Μωυσής· τάδε λέγει Κύριος· περί μέσας νύκτας εγώ εισπορεύομαι εις μέσον Αιγύπτου, 5 και τελευτήσει πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω, από πρωτοτόκου Φαραώ, ός κάθηται επί τού θρόνου, και έως πρωτοτόκου της θεραπαίνης της παρά τον μύλον και έως πρωτοτόκου παντός κτήνους, 6 και έσται κραυγή μεγάλη κατά πάσαν γήν Αιγύπτου, ήτις τοιαύτη ου γέγονε και τοιαύτη ουκ έτι προστεθήσεται. 7 και εν πάσι τοίς υιοίς Ισραήλ ου γρύξει κύων τή γλώσση αυτού από ανθρώπου έως κτήνους, όπως ειδής όσα παραδοξάσει Κύριος ανά μέσον των Αιγυπτίων και τού Ισραήλ. 8 και καταβήσονται πάντες οι παίδές σου ούτοι προς με και προσκυνήσουσί με λέγοντες· έξελθε σύ και πάς ο λαός σου, ού σύ αφηγή· και μετά ταύτα εξελεύσομαι. εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ μετά θυμού. 9 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· ουκ εισακούσεται υμών Φαραώ, ίνα πληθύνων πληθυνώ μου τα σημεία και τα τέρατα εν γη Αιγύπτω.
10 Μωυσής δε και Ααρών εποίησαν πάντα τα σημεία και τα τέρατα ταύτα εν γη Αιγύπτω εναντίον Φαραώ· εσκλήρυνε δε Κύριος την καρδίαν Φαραώ, και ουκ εισήκουσεν εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου.
1 ΕΙΠΕ δε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών εν γη Αιγύπτου λέγων. 2 ο μην ούτος υμίν αρχή μηνών, πρώτός εστιν υμίν εν τοίς μησί τού ενιαυτού. 3 λάλησον προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ λέγων· τή δεκάτη τού μηνός τούτου λαβέτωσαν έκαστος πρόβατον κατ’ οίκους πατριών, έκαστος πρόβατον κατ’ οικίαν. 4 εάν δε ολιγοστοί ώσιν εν τή οικία, ώστε μη είναι ικανούς εις πρόβατον, συλλήψεται μεθ’ εαυτού τον γείτονα τον πλησίον αυτού κατά αριθμόν ψυχών· έκαστος το αρκούν αυτώ συναριθμήσεται εις πρόβατον. 5 πρόβατον τέλειον, άρσεν, ενιαύσιον έσται υμίν· από των αρνών και των ερίφων λήψεσθε. 6 και έσται υμίν διατετηρημένον έως της τεσσαρεσκαιδεκάτης τού μηνός τούτου, και σφάξουσιν αυτό πάν το πλήθος συναγωγής υιών Ισραήλ προς εσπέραν. 7 και λήψονται από τού αίματος και θήσουσιν επί των δύο σταθμών και επί την φλιάν εν τοίς οίκοις, εν οίς εάν φάγωσιν αυτά εν αυτοίς, 8 και φάγονται τα κρέα τή νυκτί ταύτη· οπτά πυρί και άζυμα επί πικρίδων έδονται. 9 ουκ έδεσθε απ΄ αυτών ωμόν ουδέ ηψημένον εν ύδατι, αλλ’ ή οπτά πυρί, κεφαλήν σύν τοίς ποσί και τοίς ενδοσθίοις.
10 ουκ απολείψετε απ΄ αυτού έως πρωί και οστούν ου συντρίψετε απ’ αυτού· τα δε καταλειπόμενα απ’ αυτού έως πρωί εν πυρί κατακαύσετε. 11 ούτω δε φάγεσθε αυτό· αι οσφύες υμών περιεζωσμέναι, και τα υποδήματα εν τοίς ποσίν υμών, και αι βακτηρίαι εν ταίς χερσίν υμών· και έδεσθε αυτό μετά σπουδής· πάσχα εστί Κυρίω. 12 και διελεύσομαι εν γη Αιγύπτω εν τή νυκτί ταύτη και πατάξω πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω από ανθρώπου έως κτήνους και εν πάσι τοίς θεοίς των Αιγυπτίων ποιήσω την εκδίκησιν· εγώ Κύριος. 13 και έσται το αίμα υμίν εν σημείω επί των οικιών, εν αίς υμείς εστε εκεί, και όψομαι το αίμα και σκεπάσω υμάς, και ουκ έσται εν υμίν πληγή τού εκτριβήναι, όταν παίω εν γη Αιγύπτω. 14 και έσται η ημέρα υμίν αύτη μνημόσυνον· και εορτάσετε αυτήν εορτήν Κυρίω εις πάσας τας γενεάς υμών· νόμιμον αιώνιον εορτάσετε αυτήν. 15 επτά ημέρας άζυμα έδεσθε, από δε της ημέρας της πρώτης αφανιείτε ζύμην εκ των οικιών υμών· πάς ός αν φάγη ζύμην, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εξ Ισραήλ από της ημέρας της πρώτης έως της ημέρας της εβδόμης. 16 και η ημέρα η πρώτη κληθήσεται αγία, και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν· πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυταίς, πλήν όσα ποιηθήσεται πάση ψυχή, τούτο μόνον ποιηθήσεται υμίν. 17 και φυλάξετε την εντολήν ταύτην· εν γάρ τή ημέρα ταύτη εξάξω την δύναμιν υμών εκ γής Αιγύπτου, και ποιήσετε την ημέραν ταύτην εις γενεάς υμών νόμιμον αιώνιον. 18 εναρχόμενοι τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τού πρώτου αφ΄ εσπέρας έδεσθε άζυμα έως ημέρας μιάς και εικάδος τού μηνός, έως εσπέρας. 19 επτά ημέρας ζύμη ουχ ευρεθήσεται εν ταίς οικίαις υμών· πάς ός αν φάγη ζυμωτόν, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ συναγωγής Ισραήλ, έν τε τοίς γειώραις και αυτόχθοσι της γής·
20 πάν ζυμωτόν ουκ έδεσθε, εν παντί δε κατοικητηρίω υμών έδεσθε άζυμα. 21 Εκάλεσε δε Μωυσής πάσαν γερουσίαν υιών Ισραήλ και είπε προς αυτούς· απελθόντες λάβετε υμίν αυτοίς πρόβατον κατά συγγενείας υμών και θύσατε το πάσχα. 22 λήψεσθε δε δέσμην υσσώπου, και βάψαντες από τού αίματος τού παρά την θύραν καθίξετε της φλιάς και επ΄ αμφοτέρων των σταθμών από τού αίματος, ό εστι παρά την θύραν· υμείς δε ουκ εξελεύσεσθε έκαστος την θύραν τού οίκου αυτού έως πρωί. 23 και παρελεύσεται Κύριος πατάξαι τους Αιγυπτίους και όψεται το αίμα επί της φλιάς και επ’ αμφοτέρων των σταθμών, και παρελεύσεται Κύριος την θύραν και ουκ αφήσει τον ολοθρεύοντα εισελθείν εις τας οικίας υμών πατάξαι. 24 και φυλάξασθε το ρήμα τούτο νόμιμον σεαυτώ, και τοίς υιοίς σου έως αιώνος. 25 εάν δε εισέλθητε εις την γήν, ήν αν δώ Κύριος υμίν, καθότι ελάλησε, φυλάξασθε την λατρείαν ταύτην. 26 και έσται εάν λέγωσι προς υμάς οι υιοί υμών· τις η λατρεία αύτη; 27 και ερείτε αυτοίς· θυσία το πάσχα τούτο Κυρίω, ως εσκέπασε τους οίκους των υιών Ισραήλ εν Αιγύπτω, ηνίκα επάταξε τους Αιγυπτίους, τους δε οίκους ημών ερρύσατο. και κύψας ο λαός προσεκύνησε. 28 και απελθόντες εποίησαν οι υιοί Ισραήλ καθά ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή και Ααρών, ούτως εποίησαν. 29 Εγενήθη δε μεσούσης της νυκτός και Κύριος επάταξε πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω, από πρωτοτόκου Φαραώ τού καθημένου επί τού θρόνου έως πρωτοτόκου της αιχμαλωτίδος της εν τώ λάκκω και έως πρωτοτόκου παντός κτήνους.
30 και αναστάς Φαραώ νυκτός και οι θεράποντες αυτού και πάντες οι Αιγύπτιοι και εγενήθη κραυγή μεγάλη εν πάση γη Αιγύπτω· ου γάρ ήν οικία, εν ή ουκ ήν εν αυτή τεθνηκώς. 31 και εκάλεσε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών νυκτός και είπεν αυτοίς· ανάστητε και εξέλθετε εκ τού λαού μου και υμείς και οι υιοί Ισραήλ· βαδίζετε και λατρεύσατε Κυρίω τώ Θεώ υμών, καθά λέγετε· 32 και τα πρόβατα και τους βόας υμών αναλαβόντες πορεύεσθε, ευλογήσατε δε καμέ. 33 και κατεβιάζοντο οι Αιγύπτιοι τον λαόν σπουδή εκβαλείν αυτούς εκ της γής· είπαν γάρ, ότι πάντες ημείς αποθνήσκομεν. 34 ανέλαβε δε ο λαός το σταίς αυτών πρό τού ζυμωθήναι τα φυράματα αυτών ενδεδεμένα εν τοίς ιματίοις αυτών επί των ώμων. 35 οι δε υιοί Ισραήλ εποίησαν καθά συνέταξεν αυτοίς Μωυσής, και ήτησαν παρά των Αιγυπτίων σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν· 36 και έδωκε Κύριος την χάριν τώ λαώ αυτού εναντίον των Αιγυπτίων, και έχρησαν αυτοίς· και εσκύλευσαν τους Αιγυπτίους. 37 Απάραντες δε οι υιοί Ισραήλ εκ Ραμεσσή εις Σοκχώθ εις εξακοσίας χιλιάδας πεζών, οι άνδρες, πλήν της αποσκευής, 38 και επίμικτος πολύς συνανέβη αυτοίς και πρόβατα και βόες και κτήνη πολλά σφόδρα. 39 και έπεψαν το σταίς, ό εξήνεγκαν εξ Αιγύπτου, εγκρυφίας αζύμους· ου γάρ εζυμώθη· εξέβαλον γάρ αυτούς οι Αιγύπτιοι, και ουκ ηδυνήθησαν επιμείναι ουδέ επισιτισμόν εποίησαν εαυτοίς εις την οδόν.
40 η δε κατοίκησις των υιών Ισραήλ, ήν κατώκησαν εν γη Αιγύπτω και εν γη Χαναάν, έτη τετρακόσια τριάκοντα. 41 και εγένετο μετά τα τετρακόσια τριάκοντα έτη, εξήλθε πάσα η δύναμις Κυρίου εκ γής Αιγύπτου νυκτός. 42 προφυλακή εστι τώ Κυρίω, ώστε εξαγαγείν αυτούς εκ γής Αιγύπτου· εκείνη η νύξ αύτη προφυλακή Κυρίω, ώστε πάσι τοίς υιοίς Ισραήλ είναι εις γενεάς αυτών. 43 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών· ούτος ο νόμος τού πάσχα· πάς αλλογενής ουκ έδεται απ’ αυτού· 44 και πάντα οικέτην ή αργυρώνητον περιτεμείς αυτόν, και τότε φάγεται απ’ αυτού· 45 πάροικος ή μισθωτός ουκ έδεται απ’ αυτού. 46 εν οικία μια βρωθήσεται, και ουκ εξοίσετε εκ της οικίας των κρεών έξω· και οστούν ου συντρίψετε απ’ αυτού. 47 πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ ποιήσει αυτό. 48 εάν δε τις προσέλθη προς υμάς προσήλυτος ποιήσαι το πάσχα Κυρίω, περιτεμείς αυτού πάν αρσενικόν, και τότε προσελεύσεται ποιήσαι αυτό και έσται ώσπερ και ο αυτόχθων της γής· πάς απερίτμητος ουκ έδεται απ΄ αυτού. 49 νόμος είς έσται τώ εγχωρίω και τώ προσελθόντι προσηλύτω εν υμίν.
50 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ καθά ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή και Ααρών προς αυτούς, ούτως εποίησαν. 51 και εγένετο εν τή ημέρα εκείνη, εξήγαγε Κύριος τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου σύν δυνάμει αυτών.
1 ΕΙΠΕ δε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 αγίασόν μοι πάν πρωτότοκον πρωτογενές διανοίγον πάσαν μήτραν εν τοίς υιοίς Ισραήλ από ανθρώπου έως κτήνους· εμοί εστιν. 3 Είπε δε Μωυσής προς τον λαόν· μνημονεύετε την ημέραν ταύτην, εν ή εξήλθετε εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας· εν γάρ χειρί κραταιά εξήγαγεν υμάς Κύριος εντεύθεν· και ου βρωθήσεται ζύμη. 4 εν γάρ τή σήμερον υμείς εκπορεύεσθε εν μηνί των νέων. 5 και έσται ηνίκα εάν εισαγάγη σε Κύριος ο Θεός σου εις την γήν των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων και Γεργεσαίων και Φερεζαίων, ήν ώμοσε τοίς πατράσι σου δούναί σοι γήν ρέουσαν γάλα και μέλι, και ποιήσεις την λατρείαν ταύτην εν τώ μηνί τούτω. 6 έξ ημέρας έδεσθε άζυμα, τή δε ημέρα τή εβδόμη εορτή Κυρίου· 7 άζυμα έδεσθε επτά ημέρας, ουκ οφθήσεταί σοι ζυμωτόν, ουδέ έσται σοι ζύμη εν πάσι τοίς ορίοις σου. 8 και αναγγελείς τώ υιώ σου εν τή ημέρα εκείνη λέγων· διά τούτο εποίησε Κύριος ο Θεός μοι, ως εξεπορευόμην εξ Αιγύπτου. 9 και έσται σοι σημείον επί της χειρός σου και μνημόσυνον πρό οφθαλμών σου, όπως αν γένηται ο νόμος Κυρίου εν τώ στόματί σου· εν γάρ χειρί κραταιά εξήγαγέ σε Κύριος ο Θεός εξ Αιγύπτου.
10 και φυλάξασθε τον νόμον τούτον κατά καιρούς ωρών, αφ΄ ημερών εις ημέρας. 11 και έσται ως αν εισαγάγη σε Κύριος ο Θεός σου εις την γήν των Χαναναίων, ον τρόπον ώμοσε τοίς πατράσι σου, και δώσει σοι αυτήν, 12 και αφελείς πάν διανοίγον μήτραν, τα αρσενικά, τώ Κυρίω· πάν διανοίγον μήτραν εκ βουκολίων ή εν τοίς κτήνεσί σου, όσα εάν γένηταί σοι, τα αρσενικά αγιάσεις τώ Κυρίω. 13 πάν διανοίγον μήτραν όνου αλλάξεις προβάτω· εάν δε μη αλλάξης, λυτρώση αυτό. πάν πρωτότοκον ανθρώπου των υιών σου λυτρώση. 14 εάν δε ερωτήση σε ο υιός σου μετά ταύτα λέγων· τι τούτο; και ερείς αυτώ, ότι εν χειρί κραταιά εξήγαγε Κύριος ημάς εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας· 15 ηνίκα δε εσκλήρυνε Φαραώ εξαποστείλαι ημάς, απέκτεινε πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω, από πρωτοτόκων ανθρώπων έως πρωτοτόκων κτηνών· και διά τούτο εγώ θύω πάν διανοίγον μήτραν, τα αρσενικά, τώ Κυρίω, και πάν πρωτότοκον των υιών μου λυτρώσομαι. 16 και έσται εις σημείον επί της χειρός σου και ασάλευτον πρό οφθαλμών σου· εν γάρ χειρί κραταιά εξήγαγέ σε Κύριος εξ Αιγύπτου. 17 Ως δε εξαπέστειλε Φαραώ τον λαόν, ουχ ωδήγησεν αυτούς ο Θεός οδόν γής Φυλιστιείμ, ότι εγγύς ήν· είπε γάρ ο Θεός· μήποτε μεταμελήση τώ λαώ ιδόντι πόλεμον, και αποστρέψη εις Αίγυπτον. 18 και εκύκλωσεν ο Θεός τον λαόν οδόν την εις την έρημον, εις την ερυθράν θάλασσαν, πέμπτη δε γενεά ανέβησαν οι υιοί Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου. 19 και έλαβε Μωυσής τα οστά Ιωσήφ μεθ’ εαυτού· όρκω γάρ ώρκισε τους υιούς Ισραήλ λέγων· επισκοπή επισκέψεται υμάς Κύριος και συνανοίσετέ μου τα οστά εντεύθεν μεθ΄ υμών.
20 εξάραντες δε οι υιοί Ισραήλ εκ Σοκχώθ εστρατοπέδευσαν εν Οθώμ παρά την έρημον. 21 ο δε Θεός ηγείτο αυτών, ημέρας μέν εν στύλω νεφέλης, δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα εν στύλω πυρός· 22 ουκ εξέλιπε δε ο στύλος της νεφέλης ημέρας και ο στύλος τού πυρός νυκτός εναντίον τού λαού παντός.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, και αποστρέψαντες στρατοπεδευσάτωσαν απέναντι της επαύλεως, ανά μέσον Μαγδώλου και ανά μέσον της θαλάσσης, εξεναντίας Βεελσεπφών, ενώπιον αυτών στρατοπεδεύσεις επί της θαλάσσης. 3 και ερεί Φαραώ τώ λαώ αυτού· οι υιοί Ισραήλ πλανώνται ούτοι εν τή γη· συγκέκλεικε γάρ αυτούς η έρημος. 4 εγώ δε σκληρυνώ την καρδίαν Φαραώ, και καταδιώξεται οπίσω αυτών· και ενδοξασθήσομαι εν Φαραώ και εν πάσι τή στρατιά αυτού, και γνώσονται πάντες οι Αιγύπτιοι ότι εγώ ειμι Κύριος. και εποίησαν ούτως. 5 και ανηγγέλη τώ βασιλεί των Αιγυπτίων ότι πέφευγεν ο λαός· και μετεστράφη η καρδία Φαραώ και των θεραπόντων αυτού επί τον λαόν, και είπαν· τι τούτο εποιήσαμεν τού εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ, τού μη δουλεύειν ημίν; 6 έζευξεν ούν Φαραώ τα άρματα αυτού και πάντα τον λαόν αυτού συναπήγαγε μεθ’ εαυτού 7 και λαβών εξακόσια άρματα εκλεκτά και πάσαν την ίππον των Αιγυπτίων και τριστάτας επί πάντων. 8 και εσκλήρυνε Κύριος την καρδίαν Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου και των θεραπόντων αυτού, και κατεδίωξεν οπίσω των υιών Ισραήλ· οι δε υιοί Ισραήλ εξεπορεύοντο εν χειρί υψηλή. 9 και κατεδίωξαν οι Αιγύπτιοι οπίσω αυτών και εύροσαν αυτούς παρεμβεβληκότας παρά την θάλασσαν, και πάσα η ίππος και τα άρματα Φαραώ και οι ιππείς και η στρατιά αυτού απέναντι της επαύλεως εξεναντίας Βεελσεπφών.
10 και Φαραώ προσήγε· και αναβλέψαντες οι υιοί Ισραήλ τοίς οφθαλμοίς ορώσι, και οι Αιγύπτιοι εστρατοπέδευσαν οπίσω αυτών, και εφοβήθησαν σφόδρα· ανεβόησαν δε οι υιοί Ισραήλ προς Κύριον, 11 και είπαν προς Μωυσήν· παρά το μη υπάρχειν μνήματα εν γη Αιγύπτω εξήγαγες ημάς θανατώσαι εν τή ερήμω; τι τούτο εποίησας ημίν εξαγαγών εξ Αιγύπτου; 12 ου τούτο ήν το ρήμα, ό ελαλήσαμεν προς σε εν Αιγύπτω, λέγοντες· πάρες ημάς, όπως δουλεύσωμεν τοίς Αιγυπτίοις; κρείσσον γάρ ημάς δουλεύειν τοίς Αιγυπτίοις ή αποθανείν εν τή ερήμω ταύτη. 13 είπε δε Μωυσής προς τον λαόν· θαρσείτε, στήτε και οράτε την σωτηρίαν την παρά τού Κυρίου, ήν ποιήσει ημίν σήμερον· ον τρόπον γάρ εωράκατε τους Αιγυπτίους σήμερον, ου προσθήσεσθε έτι ιδείν αυτούς εις τον αιώνα χρόνον· 14 Κύριος πολεμήσει περί υμών, και υμείς σιγήσετε. 15 Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· τι βοάς προς με; λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, και αναζευξάτωσαν· 16 και σύ έπαρον τή ράβδω σου και έκτεινον την χείρά σου επί την θάλασσαν και ρήξον αυτήν, και εισελθάτωσαν οι υιοί Ισραήλ εις μέσον της θαλάσσης κατά το ξηρόν. 17 και ιδού εγώ σκληρυνώ την καρδίαν Φαραώ και των Αιγυπτίων πάντων, και εισελεύσονται οπίσω αυτών· και ενδοξασθήσομαι εν Φαραώ και εν πάση τή στρατιά αυτού και εν τοίς άρμασι και εν τοίς ίπποις αυτού. 18 και γνώσονται πάντες οι Αιγύπτιοι ότι εγώ ειμι Κύριος, ενδοξαζομένου μου εν Φαραώ και εν τοίς άρμασι και ίπποις αυτού. 19 εξήρε δε ο άγγελος τού Θεού ο προπορευόμενος της παρεμβολής των υιών Ισραήλ και επορεύθη εκ των όπισθεν· εξήρε δε και ο στύλος της νεφέλης από προσώπου αυτών και έστη εκ των οπίσω αυτών.
20 και εισήλθεν ανά μέσον της παρεμβολής των Αιγυπτίων και ανά μέσον της παρεμβολής Ισραήλ και έστη· και εγένετο σκότος και γνόφος, και διήλθεν η νύξ, και ου συνέμιξαν αλλήλοις όλην την νύκτα· 21 εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα επί την θάλασσαν, και υπήγαγε Κύριος την θάλασσαν εν ανέμω νότω βιαίω όλην την νύκτα και εποίησε την θάλασσαν ξηράν, και εσχίσθη το ύδωρ. 22 και εισήλθον οι υιοί Ισραήλ εις μέσον της θαλάσσης κατά το ξηρόν, και το ύδωρ αυτής τείχος εκ δεξιών και τείχος εξ ευωνύμων· 23 και κατεδίωξαν οι Αιγύπτιοι και εισήλθον οπίσω αυτών, πάς ίππος Φαραώ και τα άρματα και οι αναβάται, εις μέσον της θαλάσσης. 24 εγενήθη δε εν τή φυλακή τή εωθινή και επέβλεψε Κύριος επί την παρεμβολήν των Αιγυπτίων εν στύλω πυρός και νεφέλης και συνετάραξε την παρεμβολήν των Αιγυπτίων 25 και συνέδησε τους άξονας των αρμάτων αυτών και ήγαγεν αυτούς μετά βίας. και είπαν οι Αιγύπτιοι· φύγωμεν από προσώπου Ισραήλ, ο γάρ Κύριος πολεμεί περί αυτών τους Αιγυπτίους. 26 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· έκτεινον την χείρά σου επί την θάλασσαν, και αποκαταστήτω το ύδωρ και επικαλυψάτω τους Αιγυπτίους, επί τε τα άρματα και τους αναβάτας. 27 εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα επί την θάλασσαν, και αποκατέστη το ύδωρ προς ημέραν επί χώρας· οι δε Αιγύπτιοι έφυγον υπό το ύδωρ, και εξετίναξε Κύριος τους Αιγυπτίους μέσον της θαλάσσης. 28 και επαναστραφέν το ύδωρ εκάλυψε τα άρματα και τους αναβάτας και πάσαν την δύναμιν Φαραώ, τους εισπορευομένους οπίσω αυτών, εις την θάλασσαν, και ου κατελήφθη εξ αυτών ουδέ είς. 29 οι δε υιοί Ισραήλ επορεύθησαν διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης, το δε ύδωρ αυτής τείχος εκ δεξιών, και τείχος εξ ευωνύμων.
30 και ερρύσατο Κύριος τον Ισραήλ εν τή ημέρα εκείνη εκ χειρός των Αιγυπτίων· και είδεν Ισραήλ τους Αιγυπτίους τεθνηκότας παρά το χείλος της θαλάσσης. 31 είδε δε Ισραήλ την χείρα την μεγάλην, ά εποίησε Κύριος τοίς Αιγυπτίοις· εφοβήθη δε ο λαός τον Κύριον και επίστευσαν τώ Θεώ και Μωυσή τώ θεράποντι αυτού.
1 ΤΟΤΕ ήσε Μωυσής και οι υιοί Ισραήλ την ωδήν ταύτην τώ Θεώ και είπαν λέγοντες· άσωμεν τώ Κυρίω, ενδόξως γάρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν. 2 βοηθός και σκεπαστής εγένετό μοι εις σωτηρίαν· ούτός μου Θεός, και δοξάσω αυτόν, Θεός τού πατρός μου, και υψώσω αυτόν. 3 Κύριος συντρίβων πολέμους, Κύριος όνομα αυτώ. 4 άρματα Φαραώ και την δύναμιν αυτού έρριψεν εις θάλασσαν, επιλέκτους αναβάτας τριστάτας κατεπόντισεν εν ερυθρά θαλάσση, 5 πόντω εκάλυψεν αυτούς, κατέδυσαν εις βυθόν ωσεί λίθος. 6 η δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι· η δεξιά σου χείρ, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς. 7 και τώ πλήθει της δόξης σου συνέτριψας τους υπεναντίους· απέστειλας την οργήν σου και κατέφαγεν αυτούς ως καλάμην. 8 και διά πνεύματος τού θυμού σου διέστη το ύδωρ· επάγη ωσεί τείχος τα ύδατα, επάγη τα κύματα εν μέσω της θαλάσσης. 9 είπεν ο εχθρός, διώξας καταλήψομαι, μεριώ σκύλα, εμπλήσω ψυχήν μου, ανελώ τή μαχαίρα μου, κυριεύσει η χείρ μου.
10 απέστειλας το πνεύμά σου, εκάλυψεν αυτούς θάλασσα· έδυσαν ωσεί μόλιβος εν ύδατι σφοδρώ. 11 τις όμοιός σοι εν θεοίς, Κύριε; τις όμοιός σοι, δεδοξασμένος εν αγίοις, θαυμαστός εν δόξαις, ποιών τέρατα. 12 εξέτεινας την δεξιάν σου, κατέπιεν αυτούς γη. 13 ωδήγησας τή δικαιοσύνη σου τον λαόν σου τούτον, ον ελυτρώσω, παρεκάλεσας τή ισχύι σου εις κατάλυμα άγιόν σου. 14 ήκουσαν έθνη και ωργίσθησαν· ωδίνες έλαβον κατοικούντας Φυλιστιείμ. 15 τότε έσπευσαν ηγεμόνες Εδώμ, και άρχοντες Μωαβιτών, έλαβεν αυτούς τρόμος, ετάκησαν πάντες οι κατοικούντες Χαναάν. 16 επιπέσοι επ’ αυτούς τρόμος και φόβος, μεγέθει βραχίονός σου απολιθωθήτωσαν, έως αν παρέλθη ο λαός σου, Κύριε, έως αν παρέλθη ο λαός σου ούτος, ον εκτήσω. 17 εισαγαγών καταφύτευσον αυτούς εις όρος κληρονομίας σου, εις έτοιμον κατοικητήριόν σου, ό κατηρτίσω, Κύριε, αγίασμα, Κύριε, ό ητοίμασαν αι χείρές σου. 18 Κύριος βασιλεύων τον αιώνα και επ’ αιώνα και έτι. 19 ότι εισήλθεν ίππος Φαραώ σύν άρμασι και αναβάταις εις θάλασσαν, και επήγαγεν επ’ αυτούς Κύριος το ύδωρ της θαλάσσης· οι δε υιοί Ισραήλ επορεύθησαν διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης.
20 Λαβούσα δε Μαριάμ, η προφήτις, η αδελφή Ααρών, το τύμπανον εν τή χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τυμπάνων και χορών, 21 εξήρχε δε αυτών Μαριάμ λέγουσα· άσωμεν τώ Κυρίω, ενδόξως γάρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν. 22 Εξήρε δε Μωυσής τους υιούς Ισραήλ από θαλάσσης ερυθράς και ήγαγεν αυτούς εις την έρημον Σούρ· και επορεύοντο τρεις ημέρας εν τή ερήμω και ουχ ηύρισκον ύδωρ ώστε πιείν. 23 ήλθον δε εις Μερρά και ουκ ηδύναντο πιείν εκ Μερράς, πικρόν γάρ ήν· διά τούτο επωνόμασε το όνομα τού τόπου εκείνου Πικρία. 24 και διεγόγγυζεν ο λαός επί Μωυσή λέγοντες· τι πιόμεθα; 25 εβόησε δε Μωυσής προς Κύριον, και έδειξεν αυτώ Κύριος ξύλον, και ενέβαλεν αυτό εις το ύδωρ, και εγλυκάνθη το ύδωρ. εκεί έθετο αυτώ δικαιώματα και κρίσεις και εκεί αυτόν επείρασε. 26 και είπεν· εάν ακοή ακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου και τα αρεστά εναντίον αυτού ποιήσης και ενωτίση ταίς εντολαίς αυτού και φυλάξης πάντα τα δικαιώματα αυτού, πάσαν νόσον, ήν επήγαγον τοίς Αιγυπτίοις, ουκ επάξω επί σε· εγώ γάρ ειμι Κύριος ο Θεός σου ο ιώμενός σε. 27 Καί ήλθοσαν εις Αιλείμ, και ήσαν εκεί δώδεκα πηγαί υδάτων και εβδομήκοντα στελέχη φοινίκων· παρενέβαλον δε εκεί παρά τα ύδατα.
1 ΑΠ…ΡΑΝ δε εξ Αιλείμ και ήλθοσαν πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ εις την έρημον Σίν, ό εστιν ανά μέσον Αιλείμ και ανά μέσον Σινά. τή δε πεντεκαιδεκάτη ημέρα τώ μηνί τώ δευτέρω εξεληλυθότων αυτών εκ γής Αιγύπτου, 2 διεγόγγυζε πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ επί Μωυσήν και Ααρών, 3 και είπαν προς αυτούς οι υιοί Ισραήλ· όφελον απεθάνομεν πληγέντες υπό Κυρίου εν γη Αιγύπτω, όταν εκαθίσαμεν επί των λεβήτων των κρεών και ησθίομεν άρτους εις πλησμονήν· ότι εξήγαγε ημάς εις την έρημον ταύτην αποκτείναι πάσαν την συναγωγήν ταύτην εν λιμώ. 4 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· ιδού εγώ ύω υμίν άρτους εκ τού ουρανού, και εξελεύσεται ο λαός και συλλέξουσι το της ημέρας εις ημέραν, όπως πειράσω αυτούς, ει πορεύσονται τώ νόμω μου ή ού· 5 και έσται εν τή ημέρα τή έκτη και ετοιμάσουσιν ό αν εισενέγκωσι, και έσται διπλούν ό εάν συναγάγωσι το καθ’ ημέραν εις ημέραν. 6 και είπε Μωυσής και Ααρών προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ· εσπέρας γνώσεσθε ότι Κύριος εξήγαγεν υμάς εκ γής Αιγύπτου, 7 και πρωί όψεσθε την δόξαν Κυρίου εν τώ εισακούσαι τον γογγυσμόν υμών επί τώ Θεώ· ημείς δε τι εσμεν ότι διαγογγύζετε καθ’ ημών; 8 και είπε Μωυσής· εν τώ διδόναι Κύριον υμίν εσπέρας κρέα φαγείν και άρτους το πρωί εις πλησμονήν διά το εισακούσαι Κύριον τον γογγυσμόν υμών, ον υμείς διαγογγύζετε καθ΄ ημών· ημείς δε τι εσμεν; ου γάρ καθ’ ημών εστιν ο γογγυσμός υμών· αλλ’ ή κατά τού Θεού. 9 είπε δε Μωυσής προς Ααρών· ειπόν πάση συναγωγή υιών Ισραήλ· προσέλθετε εναντίον τού Θεού· εισακήκοε γάρ τον γογγυσμόν υμών.
10 ηνίκα δε ελάλει Ααρών πάση συναγωγή υιών Ισραήλ, και επεστράφησαν εις την έρημον, και η δόξα Κυρίου ώφθη εν νεφέλη. 11 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 12 εισακήκοα τον γογγυσμόν των υιών Ισραήλ· λάλησον προς αυτούς λέγων· το προς εσπέραν έδεσθε κρέα και το πρωί πλησθήσεσθε άρτων· και γνώσεσθε ότι εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 13 εγένετο δε εσπέρα, και ανέβη ορτυγομήτρα και εκάλυψε την παρεμβολήν· το πρωί εγένετο καταπαυομένης της δρόσου κύκλω της παρεμβολής 14 και ιδού επί πρόσωπον της ερήμου λεπτόν ωσεί κόριον λευκόν, ωσεί πάγος επί της γής. 15 ιδόντες δε αυτό οι υιοί Ισραήλ είπαν έτερος τώ ετέρω· τι εστι τούτο; ου γάρ ήδεισαν, τι ήν. είπε δε Μωυσής αυτοίς· ούτος ο άρτος, ον έδωκε Κύριος υμίν φαγείν· 16 τούτο το ρήμα ό συνέταξε Κύριος· συναγάγετε απ΄ αυτού έκαστος εις τους καθήκοντας, γομόρ κατά κεφαλήν κατά αριθμόν ψυχών υμών, έκαστος σύν τοίς συσκηνίοις υμών συλλέξατε. 17 εποίησαν δε ούτως οι υιοί Ισραήλ και συνέλεξαν ο το πολύ και ο το έλαττον. 18 και μετρήσαντες γομόρ, ουκ επλεόνασεν ο το πολύ, και ο το έλαττον ουκ ηλαττόνησεν· έκαστος εις τους καθήκοντας παρ’ εαυτώ συνέλεξαν. 19 είπε δε Μωυσής προς αυτούς· μηδείς καταλειπέτω απ’ αυτού εις το πρωί.
20 και ουκ εισήκουσαν Μωυσή, αλλά κατέλιπόν τινες απ’ αυτού εις το πρωί· και εξέζεσε σκώληκας και επώζεσε· και επικράνθη επ΄ αυτοίς Μωυσής. 21 και συνέλεξαν αυτό πρωί πρωί, έκαστος το καθήκον αυτώ· ηνίκα δε διεθέρμαινεν ο ήλιος, ετήκετο. 22 εγένετο δε τή ημέρα τή έκτη, συνέλεξαν τα δέοντα διπλά, δύο γομόρ τώ ενί· εισήλθοσαν δε πάντες οι άρχοντες της συναγωγής και ανήγγειλαν Μωυσή· 23 είπε δε Μωυσής προς αυτούς· ου τούτο το ρήμά εστιν, ό ελάλησε Κύριος; σάββατα ανάπαυσις αγία τώ Κυρίω αύριον· όσα εάν πέσσητε, πέσσετε, και όσα εάν έψητε, έψετε· και πάν το πλεονάζον καταλείπετε αυτό εις αποθήκην εις το πρωί. 24 και κατελίποσαν απ’ αυτού εις το πρωί, καθώς συνέταξεν αυτοίς Μωυσής· και ουκ επώζεσεν, ουδέ σκώληξ εγένετο εν αυτώ. 25 είπε δε Μωυσής· φάγετε σήμερον, έστι γάρ σάββατα σήμερον τώ Κυρίω· ουχ ευρεθήσεται εν τώ πεδίω. 26 έξ ημέρας συλλέξετε· τή δε ημέρα τή εβδόμη σάββατα, ότι ουκ έσται εν αυτή. 27 εγένετο δε εν τή ημέρα τή εβδόμη εξήλθοσάν τινες εκ τού λαού συλλέξαι και ουχ εύρον. 28 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· έως τίνος ου βούλεσθε εισακούειν τας εντολάς μου και τον νόμον μου; 29 ίδετε, ο γάρ Κύριος έδωκεν υμίν σάββατα την ημέραν ταύτην· διά τούτο αυτός έδωκεν υμίν τή ημέρα τή έκτη άρτους δύο ημερών· καθήσεσθε έκαστος εις τους οίκους υμών, μηδείς εκπορευέσθω εκ τού τόπου αυτού τή ημέρα τή εβδόμη.
30 και εσαββάτισεν ο λαός τή ημέρα τή εβδόμη. 31 και επωνόμασαν οι υιοί Ισραήλ το όνομα αυτού, μάν· ήν δε ωσεί σπέρμα κορίου λευκόν, το δε γεύμα αυτού ως εγκρίς εν μέλιτι. 32 είπε δε Μωυσής· τούτο το ρήμα, ό συνέταξε Κύριος· πλήσατε το γομόρ τού μάν εις αποθήκην εις τας γενεάς υμών, ίνα ίδωσι τον άρτον, ον εφάγετε υμείς εν τή ερήμω, ως εξήγαγεν υμάς Κύριος εκ γής Αιγύπτου. 33 και είπε Μωυσής προς Ααρών· λάβε στάμνον χρυσούν ένα και έμβαλε εις αυτόν πλήρες το γομόρ τού μάν και αποθήσεις αυτό εναντίον τού Θεού εις διατήρησιν εις τας γενεάς υμών. 34 ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή, και απέθηκεν Ααρών εναντίον τού μαρτυρίου εις διατήρησιν. 35 οι δε υιοί Ισραήλ έφαγον το μάν έτη τεσσαράκοντα, έως ήλθον εις γήν οικουμένην· εφάγοσαν το μάν, έως παρεγένοντο εις μέρος της Φοινίκης. 36 το δε γομόρ το δέκατον των τριών μέτρων ήν.
1 ΚΑΙ απήρε πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ εκ της ερήμου Σίν κατά παρεμβολάς αυτών διά ρήματος Κυρίου και παρενεβάλοσαν εν Ραφιδείν· ουκ ήν δε ύδωρ τώ λαώ πιείν. 2 και ελοιδορείτο ο λαός προς Μωυσήν λέγοντες· δός ημίν ύδωρ, ίνα πίωμεν. και είπεν αυτοίς Μωυσής· τι λοιδορείσθέ μοι, και τι πειράζετε Κύριον; 3 εδίψησε δε εκεί ο λαός ύδατι, και διεγόγγυζεν εκεί ο λαός προς Μωυσήν λέγοντες· ινατί τούτο; ανεβίβασας ημάς εξ Αιγύπτου αποκτείναι ημάς και τα τέκνα ημών και τα κτήνη τώ δίψει; 4 εβόησε δε Μωυσής προς Κύριον λέγων· τι ποιήσω τώ λαώ τούτω; έτι μικρόν και καταλιθοβολήσουσί με. 5 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· προπορεύου τού λαού τούτου, λαβέ δε σεαυτώ από των πρεσβυτέρων τού λαού· και την ράβδον, εν ή επάταξας τον ποταμόν, λαβέ εν τή χειρί σου και πορεύση. 6 όδε εγώ έστηκα εκεί πρό τού σε επί της πέτρας εν Χωρήβ· και πατάξεις την πέτραν, και εξελεύσεται εξ αυτής ύδωρ, και πίεται ο λαός. εποίησε δε Μωυσής ούτως εναντίον των υιών Ισραήλ. 7 και επωνόμασε το όνομα τού τόπου εκείνου Πειρασμός και Λοιδόρησις, διά την λοιδορίαν των υιών Ισραήλ και διά το πειράζειν Κύριον λέγοντας· ει έστι Κύριος εν ημίν ή ού; 8 Ήλθε δε Αμαλήκ και επολέμει Ισραήλ εν Ραφιδείν. 9 είπε δε Μωυσής τώ Ιησού· επίλεξον σεαυτώ άνδρας δυνατούς και εξελθών παράταξαι τώ Αμαλήκ αύριον, και ιδού εγώ έστηκα επί της κορυφής τού βουνού, και η ράβδος τού Θεού εν τή χειρί μου.
10 και εποίησεν Ιησούς καθάπερ είπεν αυτώ Μωυσής, και εξελθών παρετάξατο τώ Αμαλήκ· και Μωυσής και Ααρών και Ώρ ανέβησαν επί την κορυφήν τού βουνού. 11 και εγίνετο όταν επήρε Μωυσής τας χείρας, κατίσχυεν Ισραήλ· όταν δε καθήκε τας χείρας, κατίσχυεν Αμαλήκ. 12 αι δε χείρες Μωυσή βαρείαι· και λαβόντες λίθον υπέθηκαν υπ’ αυτόν, και εκάθητο επ΄ αυτού, και Ααρών και Ώρ εστήριζον τας χείρας αυτού, εντεύθεν είς και εντεύθεν είς· και εγένοντο αι χείρες Μωυσή εστηριγμέναι έως δυσμών ηλίου. 13 και ετρέψατο Ιησούς τον Αμαλήκ και πάντα τον λαόν αυτού εν φόνω μαχαίρας. 14 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· κατάγραψον τούτο εις μνημόσυνον εν βιβλίω και δός εις τα ώτα Ιησού, ότι αλοιφή εξαλείψω το μνημόσυνον Αμαλήκ εκ της υπό τον ουρανόν. 15 και ωκοδόμησε Μωυσής θυσιαστήριον Κυρίω και επωνόμασε το όνομα αυτού Κύριος καταφυγή μου· 16 ότι εν χειρί κρυφαία πολεμεί Κύριος επί Αμαλήκ από γενεών εις γενεάς.
1 ΗΚΟΥΣΕ δε Ιοθόρ ιερεύς Μαδιάμ ο γαμβρός Μωυσή πάντα όσα εποίησε Κύριος Ισραήλ τώ εαυτού λαώ· εξήγαγε γάρ Κύριος τον Ισραήλ εξ Αιγύπτου. 2 έλαβε δε Ιοθόρ ο γαμβρός Μωυσή Σεπφώραν την γυναίκα Μωυσή μετά την άφεσιν αυτής 3 και τους δύο υιούς αυτής· όνομα τώ ενί αυτών Γηρσάμ λέγων· πάροικος ήμην εν γη αλλοτρία· 4 και το όνομα τού δευτέρου Ελιέζερ λέγων· ο γάρ Θεός τού πατρός μου βοηθός μου και εξείλατό με εκ χειρός Φαραώ. 5 και εξήλθεν Ιοθόρ ο γαμβρός Μωυσή και οι υιοί και η γυνή προς Μωυσήν εις την έρημον, ού παρενέβαλεν επ΄ όρους τού Θεού. 6 ανηγγέλη δε Μωυσή λέγοντες· ιδού ο γαμβρός σου Ιοθόρ παραγίνεται προς σε, και η γυνή και οι δύο υιοί σου μετ΄ αυτού. 7 εξήλθε δε Μωυσής εις συνάντησιν τώ γαμβρώ και προσεκύνησεν αυτώ και εφίλησεν αυτόν, και ησπάσαντο αλλήλους· και εισήγαγεν αυτούς εις την σκηνήν. 8 και διηγήσατο Μωυσής τώ γαμβρώ πάντα, όσα εποίησε Κύριος τώ Φαραώ και πάσι τοίς Αιγυπτίοις ένεκεν τού Ισραήλ, και πάντα τον μόχθον τον γενόμενον αυτοίς εν τή οδώ και ότι εξείλατο αυτούς Κύριος εκ χειρός Φαραώ και εκ χειρός των Αιγυπτίων. 9 εξέστη δε Ιοθόρ επί πάσι τοίς αγαθοίς, οίς εποίησεν αυτοίς Κύριος, ότι εξείλατο αυτούς εκ χειρός Αιγυπτίων και εκ χειρός Φαραώ.
10 και είπεν Ιοθόρ· ευλογητός Κύριος, ότι εξείλατο αυτούς εκ χειρός Αιγυπτίων και εκ χειρός Φαραώ· 11 νύν έγνων ότι μέγας Κύριος παρά πάντας τους θεούς, ένεκεν τούτου ότι επέθεντο αυτοίς. 12 και έλαβεν Ιοθόρ ο γαμβρός Μωυσή ολοκαυτώματα και θυσίας τώ Θεώ· παρεγένετο δε Ααρών και πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ συμφαγείν άρτον μετά τού γαμβρού Μωυσή εναντίον τού Θεού. 13 Καί εγένετο μετά την επαύριον συνεκάθισε Μωυσής κρίνειν τον λαόν· παρειστήκει δε πάς ο λαός Μωυσή από πρωίθεν έως δείλης. 14 και ιδών Ιοθόρ πάντα όσα ποιεί τώ λαώ, λέγει· τι τούτο, ό σύ ποιείς τώ λαώ; διατί σύ κάθησαι μόνος, πάς δε ο λαός παρέστηκέ σοι από πρωίθεν έως δείλης; 15 και λέγει Μωυσής τώ γαμβρώ, ότι παραγίνεται προς με ο λαός εκζητήσαι κρίσιν παρά τού Θεού. 16 όταν γάρ γένηται αυτοίς αντιλογία και έλθωσι προς με, διακρίνω έκαστον και συμβιβάζω αυτούς τα προστάγματα τού Θεού και τον νόμον αυτού. 17 είπε δε ο γαμβρός Μωυσή προς αυτόν· ουκ ορθώς σύ ποιείς το ρήμα τούτο· 18 φθορά καταφθαρήση ανυπομονήτω και σύ και πάς ο λαός ούτος, ός εστι μετά σού· βαρύ σοι το ρήμα τούτο, ου δυνήση ποιείν σύ μόνος. 19 νύν ούν άκουσόν μου και συμβουλεύσω σοι, και έσται ο Θεός μετά σού. γίνου σύ τώ λαώ τα προς τον Θεόν και ανοίσεις τους λόγους αυτών προς τον Θεόν,
20 και διαμαρτύρη αυτοίς τα προστάγματα τού Θεού και τον νόμον αυτού και σημανείς αυτοίς τας οδούς, εν αίς πορεύσονται εν αυταίς, και τα έργα ά ποιήσουσι. 21 και σύ σεαυτώ σκέψαι από παντός τού λαού άνδρας δυνατούς, θεοσεβείς, άνδρας δικαίους, μισούντας υπερηφανίαν, και καταστήσεις επ’ αυτόν χιλιάρχους και εκατοντάρχους και πεντηκοντάρχους και δεκαδάρχους, 22 και κρινούσι τον λαόν πάσαν ώραν· το δε ρήμα το υπέρογκον ανοίσουσιν επί σε, τα δε βραχέα των κριμάτων κρινούσιν αυτοί και κουφιούσιν από σού και συναντιλήψονταί σοι. 23 εάν το ρήμα τούτο ποιήσης, κατισχύσει σε ο Θεός, και δυνήση παραστήναι, και πάς ο λαός ούτος εις τον εαυτού τόπον μετ΄ ειρήνης ήξει. 24 ήκουσε δε Μωυσής της φωνής τού γαμβρού και εποίησεν όσα είπεν αυτώ. 25 και επέλεξε Μωυσής άνδρας δυνατούς από παντός Ισραήλ και εποίησεν αυτούς επ’ αυτών χιλιάρχους και εκατοντάρχους και πεντηκοντάρχους και δεκαδάρχους. 26 και εκρίνοσαν τον λαόν πάσαν ώραν· πάν δε ρήμα υπέρογκον ανεφέροσαν επί Μωυσήν, πάν δε ρήμα ελαφρόν εκρίνοσαν αυτοί. 27 εξαπέστειλε δε Μωυσής τον εαυτού γαμβρόν, και απήλθεν εις την γήν αυτού.
1 ΤΟΥ δε μηνός τού τρίτου της εξόδου των υιών Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου τή ημέρα ταύτη ήλθοσαν εις την έρημον τού Σινά. 2 και απήραν εκ Ραφιδείν και ήλθοσαν εις την έρημον τού Σινά, και παρενέβαλεν εκεί Ισραήλ κατέναντι τού όρους. 3 και Μωυσής ανέβη εις το όρος τού Θεού· και εκάλεσεν αυτόν ο Θεός εκ τού όρους λέγων· τάδε ερείς τώ οίκω Ιακώβ και αναγγελείς τοίς υιοίς Ισραήλ· 4 αυτοί εωράκατε όσα πεποίηκα τοίς Αιγυπτίοις, και ανέλαβον υμάς ωσεί επί πτερύγων αετών και προσηγαγόμην υμάς προς εμαυτόν. 5 και νύν εάν ακοή ακούσητε της εμής φωνής και φυλάξητε την διαθήκην μου, έσεσθέ μοι λαός περιούσιος από πάντων των εθνών· εμή γάρ εστι πάσα η γη· 6 υμείς δε έσεσθέ μοι βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον. ταύτα τα ρήματα ερείς τοίς υιοίς Ισραήλ. 7 ήλθε δε Μωυσής και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους τού λαού και παρέθηκεν αυτοίς πάντας τους λόγους τούτους, ούς συνέταξεν αυτώ ο Θεός. 8 απεκρίθη δε πάς ο λαός ομοθυμαδόν και είπαν· πάντα, όσα είπεν ο Θεός, ποιήσομεν και ακουσόμεθα. ανήνεγκε δε Μωυσής τους λόγους τούτους προς τον Θεόν. 9 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· ιδού εγώ παραγίνομαι προς σε εν στύλω νεφέλης, ίνα ακούση ο λαός λαλούντός μου προς σε και σοί πιστεύσωσιν εις τον αιώνα. ανήγγειλε δε Μωυσής τα ρήματα τού λαού προς Κύριον.
10 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· καταβάς διαμάρτυραι τώ λαώ και άγνισον αυτούς σήμερον και αύριον, και πλυνάτωσαν τα ιμάτια· 11 και έστωσαν έτοιμοι εις την ημέραν την τρίτην· τή γάρ ημέρα τή τρίτη καταβήσεται Κύριος επί το όρος το Σινά εναντίον παντός τού λαού. 12 και αφοριείς τον λαόν κύκλω λέγων· προσέχετε εαυτοίς τού αναβήναι εις το όρος και θίγειν τι αυτού· πάς ο αψάμενος τού όρους θανάτω τελευτήσει. 13 ουχ άψετε αυτού χείρ· εν γάρ λίθοις λιθοβοληθήσεται ή βολίδι κατατοξευθήσεται· εάν τε κτήνος εάν τε άνθρωπος, ου ζήσεται. όταν αι φωναί και αι σάλπιγγες και η νεφέλη απέλθη από τού όρους, εκείνοι αναβήσονται επί το όρος. 14 κατέβη δε Μωυσής εκ τού όρους προς τον λαόν και ηγίασεν αυτούς, και έπλυναν τα ιμάτια. 15 και είπε τώ λαώ· γίνεσθε έτοιμοι τρεις ημέρας, μη προσέλθητε γυναικί. 16 εγένετο δε τή ημέρα τή τρίτη γενηθέντος προς όρθρον και εγίνοντο φωναί και αστραπαί και νεφέλη γνοφώδης επ΄ όρους Σινά, φωνή της σάλπιγγος ήχει μέγα· και επτοήθη πάς ο λαός ο εν τή παρεμβολή. 17 και εξήγαγε Μωυσής τον λαόν εις συνάντησιν τού Θεού εκ της παρεμβολής, και παρέστησαν υπό το όρος. 18 το όρος το Σινά εκαπνίζετο όλον διά το καταβεβηκέναι επ’ αυτό τον Θεόν εν πυρί, και ανέβαινεν ο καπνός ωσεί καπνός καμίνου, και εξέστη πάς ο λαός σφόδρα· 19 εγίνοντο δε αι φωναί της σάλπιγγος προβαίνουσαι ισχυρότεραι σφόδρα· Μωυσής ελάλει, ο δε Θεός απεκρίνατο αυτώ φωνή·
20 κατέβη δε Κύριος επί το όρος το Σινά επί την κορυφήν τού όρους· και εκάλεσε Κύριος Μωυσήν επί την κορυφήν τού όρους, και ανέβη Μωυσής. 21 και είπεν ο Θεός προς Μωυσήν λέγων· καταβάς διαμάρτυραι τώ λαώ, μη ποτε εγγίσωσι προς τον Θεόν κατανοήσαι και πέσωσιν εξ αυτών πλήθος· 22 και οι ιερείς οι εγγίζοντες Κυρίω τώ Θεώ αγιασθήτωσαν, μη ποτε απαλλάξη απ’ αυτών Κύριος. 23 και είπε Μωυσής προς τον Θεόν· ου δυνήσεται ο λαός προσαναβήναι προς το όρος το Σινά· σύ γάρ διαμεμαρτύρησαι ημίν λέγων· αφόρισαι το όρος και αγίασαι αυτό. 24 είπε δε αυτώ Κύριος· βάδιζε, κατάβηθι και ανάβηθι σύ και Ααρών μετά σού· οι δε ιερείς και ο λαός μη βιαζέσθωσαν αναβήναι προς τον Θεόν, μη ποτε απολέση απ’ αυτών Κύριος. 25 κατέβη δε Μωυσής προς τον λαόν και είπεν αυτοίς.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος πάντας τους λόγους τούτους λέγων· 2 εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. 3 ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού. 4 ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τώ ουρανώ άνω και όσα εν τή γη κάτω και όσα εν τοίς ύδασιν υποκάτω της γής. 5 ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς· εγώ γάρ ειμι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοίς μισούσί με 6 και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοίς αγαπώσί με και τοίς φυλάσσουσι τα προστάγματά μου. 7 ου λήψει το όνομα Κυρίου τού Θεού σου επί ματαίω· ου γάρ μη καθαρίση Κύριος ο Θεός σου τον λαμβάνοντα το όνομα αυτού επί ματαίω. 8 μνήσθητι την ημέρα των σαββάτων αγιάζειν αυτήν. 9 έξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου·
10 τή δε ημέρα τή εβδόμη σάββατα Κυρίω τώ Θεώ σου· ου ποιήσεις εν αυτή πάν έργον, σύ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο παίς σου και η παιδίσκη σου, ο βούς σου και το υποζύγιόν σου και πάν κτήνός σου και ο προσήλυτος ο παροικών εν σοί. 11 εν γάρ έξ ημέραις εποίησε Κύριος τον ουρανόν και την γήν και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς και κατέπαυσε τή ημέρα τή εβδόμη· διά τούτο ευλόγησε Κύριος την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν. 12 τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα εύ σοι γένηται, και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γής της αγαθής, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι. 13 ου μοιχεύσεις. 14 ου κλέψεις. 15 ου φονεύσεις. 16 ου ψευδομαρτυρήσεις κατά τού πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή. 17 ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα τού πλησίον σου. ουκ επιθυμήσεις την οικίαν τού πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα αυτού ούτε την παιδίσκην αυτού ούτε τού βοός αυτού ούτε τού υποζυγίου αυτού ούτε παντός κτήνους αυτού ούτε όσα τώ πλησίον σου εστί. 18 Καί πάς ο λαός εώρα την φωνήν και τας λαμπάδας και την φωνήν της σάλπιγγος και το όρος το καπνίζον· φοβηθέντες δε πάς ο λαός έστησαν μακρόθεν. 19 και είπαν προς Μωυσήν· λάλησον σύ ημίν, και μη λαλείτω προς ημάς ο Θεός, μη αποθάνωμεν.
20 και λέγει αυτοίς Μωυσής· θαρσείτε, ένεκεν γάρ τού πειράσαι υμάς παρεγενήθη ο Θεός προς υμάς, όπως αν γένηται ο φόβος αυτού εν υμίν, ίνα μη αμαρτάνητε. 21 ειστήκει δε ο λαός μακρόθεν, Μωυσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον, ού ήν ο Θεός. 22 είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· τάδε ερείς τώ οίκω Ιακώβ και αναγγελείς τοίς υιοίς Ισραήλ· υμείς εωράκατε ότι εκ τού ουρανού λελάληκα προς υμάς· 23 ου ποιήσετε υμίν αυτοίς θεούς αργυρούς και θεούς χρυσούς ου ποιήσετε υμίν αυτοίς. 24 θυσιαστήριον εκ γής ποιήσετέ μοι και θύσετε επ’ αυτού τα ολοκαυτώματα υμών και τα σωτήρια υμών και τα πρόβατα και τους μόσχους υμών εν παντί τόπω, ού εάν επονομάσω το όνομά μου εκεί, και ήξω προς σε και ευλογήσω σε. 25 εάν δε θυσιαστήριον εκ λίθων ποιής μοι, ουκ οικοδομήσεις αυτούς τμητούς· το γάρ εγχειρίδιόν σου επιβέβληκας επ’ αυτούς, και μεμίανται. 26 ουκ αναβήση εν αναβαθμίσιν επί το θυσιαστήριόν μου, όπως αν μη αποκαλύψης την ασχημοσύνην σου επ’ αυτού.
1 ΚΑΙ ταύτα τα δικαιώματα, ά παραθήση ενώπιον αυτών. 2 εάν κτήση παίδα Εβραίον, έξ έτη δουλεύσει σοι· τώ δε εβδόμω έτει απελεύσεται ελεύθερος δωρεάν. 3 εάν αυτός μόνος εισέλθη, και μόνος εξελεύσεται· εάν δε γυνή συνεισέλθη μετ’ αυτού, εξελεύσεται και η γυνή αυτού. 4 και εάν δε ο κύριος δώ αυτώ γυναίκα, και τέκη αυτώ υιούς ή θυγατέρας, η γυνή και τα παιδία έσται τώ κυρίω αυτού, αυτός δε μόνος εξελεύσεται. 5 εάν δε αποκριθείς είπη ο παίς, ηγάπησα τον κύριόν μου και την γυναίκα και τα παιδία, ουκ αποτρέχω ελεύθερος· 6 προσάξει αυτόν ο κύριος αυτού προς το κριτήριον τού Θεού και τότε προσάξει αυτόν επί την θύραν επί τον σταθμόν, και τρυπήσει ο κύριος αυτού το ούς τώ οπητίω, και δουλεύσει αυτώ εις τον αιώνα. 7 εάν δε τις αποδώται την εαυτού θυγατέρα οικέτιν, ουκ απελεύσεται, ώσπερ αποτρέχουσιν αι δούλαι. 8 εάν μη ευαρεστήση τώ κυρίω αυτής ήν αυτώ καθωμολογήσατο, απολυτρώσει αυτήν· έθνει δε αλλοτρίω ου κύριός εστι πωλείν αυτήν, ότι ηθέτησεν εν αυτή. 9 εάν δε τώ υιώ καθομολογήσηται αυτήν, κατά το δικαίωμα των θυγατέρων ποιήσει αυτή.
10 εάν δε άλλην λάβη εαυτώ, τα δέοντα και τον ιματισμόν και την ομιλίαν αυτής ουκ αποστερήσει. 11 εάν δε τα τρία ταύτα μη ποιήση αυτή, εξελεύσεται δωρεάν άνευ αργυρίου. 12 Εάν δε πατάξη τις τινα, και αποθάνη, θανάτω θανατούσθω· 13 ο δε ουχ εκών, αλλ’ ο Θεός παρέδωκεν εις τας χείρας αυτού, δώσω σοι τόπον, ού φεύξεται εκεί ο φονεύσας. 14 εάν δε τις επιθήται τώ πλησίον αποκτείναι αυτόν δόλω και καταφύγη, από τού θυσιαστηρίου μου λήψη αυτόν θανατώσαι. 15 ός τύπτει πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού, θανάτω θανατούσθω. 16 ο κακολογών πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού τελευτήσει θανάτω. 17 ός εάν κλέψη τις τινα των υιών Ισραήλ και καταδυναστεύσας αυτόν αποδώται, και ευρεθή εν αυτώ, θανάτω τελευτάτω. 18 εάν δε λοιδορώνται δύο άνδρες και πατάξη τις τον πλησίον λίθω ή πυγμή, και μη αποθάνη, κατακλιθή δε επί την κοίτην, 19 εάν εξαναστάς ο άνθρωπος περιπατήση έξω επί ράβδου, αθώος έσται ο πατάξας· πλήν της αργίας αυτού αποτίσει και τα ιατρεία.
20 εάν δε τις πατάξη τον παίδα αυτού ή την παιδίσκην αυτού εν ράβδω και αποθάνη υπό τας χείρας αυτού, δίκη εκδικηθήσεται. 21 εάν δε διαβιώση ημέραν μίαν ή δύο, ουκ εκδικηθήσεται· το γάρ αργύριον αυτού εστιν. 22 εάν δε μάχωνται δύο άνδρες και πατάξωσι γυναίκα εν γαστρί έχουσαν και εξέλθη το παιδίον αυτής μη εξεικονισμένον, επιζήμιον ζημιωθήσεται· καθότι αν επιβάλη ο ανήρ της γυναικός, δώσει μετά αξιώματος· 23 εάν δε εξεικονισμένον ή, δώσει ψυχήν αντί ψυχής, 24 οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, 25 κατάκαυμα αντί κατακαύματος, τραύμα αντί τραύματος, μώλωπα αντί μώλωπος. 26 εάν δε τις πατάξη τον οφθαλμόν τού οικέτου αυτού ή τον οφθαλμόν της θεραπαίνης αυτού, και εκτυφλώση, ελευθέρους εξαποστελεί αυτούς αντί τού οφθαλμού αυτών. 27 εάν δε τον οδόντα τού οικέτου ή τον οδόντα της θεραπαίνης αυτού εκκόψη, ελευθέρους εξαποστελεί αυτούς αντί τού οδόντος αυτών. 28 Εάν δε κερατίση ταύρος άνδρα ή γυναίκα και αποθάνη, λίθοις λιθοβοληθήσεται ο ταύρος, και ου βρωθήσεται τα κρέα αυτού· ο δε κύριος τού ταύρου αθώος έσται. 29 εάν δε ο ταύρος κερατιστής ή πρό της χθές και πρό της τρίτης, και διαμαρτύρωνται τώ κυρίω αυτού, και μη αφανίση αυτόν, ανέλη δε άνδρα ή γυναίκα, ο ταύρος λιθοβοληθήσεται και ο κύριος αυτού προσαποθανείται.
30 εάν δε λύτρα επιβληθή αυτώ, δώσει λύτρα της ψυχής αυτού όσα εάν επιβάλωσιν αυτώ. 31 εάν δε υιόν ή θυγατέρα κερατίση, κατά το δικαίωμα τούτο ποιήσωσιν αυτώ. 32 εάν δε παίδα κερατίση ο ταύρος ή παιδίσκην, αργυρίου τριάκοντα δίδραχμα δώσει τώ κυρίω αυτών, και ο ταύρος λιθοβοληθήσεται. 33 εάν δε τις ανοίξη λάκκον ή λατομήση λάκκον και μη καλύψη αυτόν, και εμπέση εκεί μόσχος ή όνος, 34 ο κύριος τού λάκκου αποτίσει· αργύριον δώσει τώ κυρίω αυτών, το δε τετελευτηκός αυτώ έσται. 35 εάν δε κερατίση τινός ταύρος τον ταύρον τού πλησίον και τελευτήση, αποδώσονται τον ταύρον τον ζώντα και διελούνται το αργύριον αυτού, και τον ταύρον τον τεθνηκότα διελούνται. 36 εάν δε γνωρίζηται ο ταύρος ότι κερατιστής εστι πρό της χθές και πρό της τρίτης ημέρας, και διαμεμαρτυρημένοι ώσι τώ κυρίω αυτού, και μη αφανίση αυτόν, αποτίσει ταύρον αντί ταύρου, ο δε τετελευτηκώς αυτώ έσται.
1 ΕΑΝ δε τις κλέψη μόσχον ή πρόβατον και σφάξη ή αποδώται, πέντε μόσχους αποτίσει αντί τού μόσχου και τέσσαρα πρόβατα αντί τού προβάτου. 2 εάν δε εν τώ διορύγματι ευρεθή ο κλέπτης και πληγείς αποθάνη, ουκ έστιν αυτώ φόνος· 3 εάν δε ανατείλη ο ήλιος επ’ αυτώ, ένοχός εστιν, ανταποθανείται. εάν δε μη υπάρχη αυτώ, πραθήτω αντί τού κλέμματος. 4 εάν δε καταληφθή και ευρεθή εν τή χειρί αυτού το κλέμμα από τε όνου έως προβάτου ζώντα, διπλά αυτά αποτίσει. 5 εάν δε καταβοσκήση τις αγρόν ή αμπελώνα και αφή το κτήνος αυτού καταβοσκήσαι αγρόν έτερον, αποτίσει εκ τού αγρού αυτού κατά το γέννημα αυτού· εάν δε πάντα τον αγρόν καταβοσκήση, τα βέλτιστα τού αγρού αυτού και τα βέλτιστα τού αμπελώνος αυτού αποτίσει. 6 εάν δε εξελθόν πύρ εύρη ακάνθας και προσεμπρήση άλωνα ή στάχυς ή πεδίον, αποτίσει ο το πύρ εκκαύσας. 7 εάν δε τις δώ τώ πλησίον αργύριον ή σκεύη φυλάξαι, και κλαπή εκ της οικίας τού ανθρώπου, εάν ευρεθή ο κλέψας, αποτίσει το διπλούν· 8 εάν δε μη ευρεθή ο κλέψας, προσελεύσεται ο κύριος της οικίας ενώπιον τού Θεού και ομείται ή μην μη αυτόν πεπονηρεύσθαι εφ’ όλης της παρακαταθήκης τού πλησίον. 9 κατά πάν ρητόν αδίκημα, περί τε μόσχου και υποζυγίου και προβάτου και ιματίου και πάσης απωλείας της εγκαλουμένης, ό,τι ούν αν ή, ενώπιον τού Θεού ελεύσεται η κρίσις αμφοτέρων, και ο αλούς διά τού Θεού αποτίσει διπλούν τώ πλησίον·
10 εάν δε τις δώ τώ πλησίον υποζύγιον ή μόσχον ή πρόβατον ή πάν κτήνος φυλάξαι, και συντριβή ή τελευτήση ή αιχμάλωτον γένηται, και μηδείς γνώ, 11 όρκος έσται τού Θεού ανά μέσον αμφοτέρων, ή μην μη αυτόν πεπονηρεύσθαι καθόλου της παρακαταθήκης τού πλησίον· και ούτως προσδέξεται ο κύριος αυτού, και ουκ αποτίσει. 12 εάν δε κλαπή παρ’ αυτού, αποτίσει τώ κυρίω. 13 εάν δε θηριάλωτον γένηται, άξει αυτόν επί την θήραν και ουκ αποτίσει. 14 εάν δε αιτήση τις παρά τού πλησίον, και συντριβή ή αποθάνη ή αιχμάλωτον γένηται, ο δε κύριος μη ή μετ’ αυτού, αποτίσει· 15 εάν δε ο κύριος ή μετ’ αυτού, ουκ αποτίσει· εάν δε μισθωτός ή, έσται αυτώ αντί τού μισθού αυτού. 16 Εάν δε απατήση τις παρθένον αμνήστευτον και κοιμηθή μετ΄ αυτής, φερνή φερνιεί αυτήν αυτώ γυναίκα. 17 εάν δε ανανεύων ανανεύση και μη βούληται ο πατήρ αυτής δούναι αυτήν αυτώ γυναίκα, αργύριον αποτίσει τώ πατρί καθ’ όσον εστίν η φερνή των παρθένων. 18 φαρμακούς ου περιποιήσετε. 19 πάν κοιμώμενον μετά κτήνους, θανάτω αποκτενείτε αυτούς.
20 ο θυσιάζων θεοίς θανάτω εξολοθρευθήσεται, πλήν Κυρίω μόνω. 21 και προσήλυτον ου κακώσετε, ουδέ μη θλίψητε αυτόν· ήτε γάρ προσήλυτοι εν γη Αιγύπτω. 22 πάσαν χήραν και ορφανόν ου κακώσετε· 23 εάν δε κακία κακώσητε αυτούς, και κεκράξαντες καταβοήσωσι προς με, ακοή εισακούσομαι της φωνής αυτών 24 και οργισθήσομαι θυμώ και αποκτενώ υμάς μαχαίρα, και έσονται αι γυναίκες υμών χήραι και τα παιδία υμών ορφανά. 25 εάν δε αργύριον εκδανείσης τώ αδελφώ τώ πενιχρώ παρά σοί, ουκ έση αυτόν κατεπείγων, ουκ επιθήσεις αυτώ τόκον. 26 εάν δε ενεχύρασμα ενεχυράσης το ιμάτιον τού πλησίον, πρό δυσμών ηλίου αποδώσεις αυτώ· 27 έστι γάρ τούτο περιβόλαιον αυτού, μόνον τούτο το ιμάτιον ασχημοσύνης αυτού· εν τίνι κοιμηθήσεται; εάν ούν καταβοήση προς με, εισακούσομαι αυτού· ελεήμων γάρ ειμι. 28 θεούς ου κακολογήσεις και άρχοντα τού λαού σου ου κακώς ερείς. 29 απαρχάς άλωνος και ληνού σου ου καθυστερήσεις· τα πρωτότοκα των υιών σου δώσεις εμοί.
30 ούτω ποιήσεις τον μόσχον σου και το πρόβατόν σου και το υποζύγιόν σου· επτά ημέρας έσται υπό την μητέρα, τή δε ογδόη ημέρα αποδώσεις μοι αυτό. 31 και άνδρες άγιοι έσεσθέ μοι. και κρέας θηριάλωτον ουκ έδεσθε, τώ κυνί απορρίψατε αυτό.
1 ΟΥ παραδέξη ακοήν ματαίαν. ου συγκαταθήση μετά τού αδίκου γενέσθαι μάρτυς άδικος. 2 ουκ έση μετά πλειόνων επί κακία. ου προστεθήση μετά πλήθους εκκλίναι μετά των πλειόνων, ώστε εκκλίναι κρίσιν. 3 και πένητα ουκ ελεήσεις εν κρίσει. 4 εάν δε συναντήσης τώ βοί τού εχθρού σου ή τώ υποζυγίω αυτού πλανωμένοις, αποστρέψας αποδώσεις αυτώ. 5 εάν δε ίδης το υποζύγιον τού εχθρού σου πεπτωκός υπό τον γόνον αυτού, ου παρελεύση αυτό, αλλά συναρείς αυτό μετ’ αυτού. 6 ου διαστρέψεις κρίμα πένητος εν κρίσει αυτού. 7 από παντός ρήματος αδίκου αποστήση· αθώον και δίκαιον ουκ αποκτενείς και ου δικαιώσεις τον ασεβή ένεκεν δώρων. 8 και δώρα ου λήψη· τα γάρ δώρα εκτυφλοί οφθαλμούς βλεπόντων και λυμαίνεται ρήματα δίκαια. 9 και προσήλυτον ου θλίψετε· υμείς γάρ οίδατε την ψυχήν τού προσηλύτου· αυτοί γάρ προσήλυτοι ήτε εν γη Αιγύπτω.
10 Έξ έτη σπερείς την γήν σου και συνάξεις τα γεννήματα αυτής· 11 τώ δε εβδόμω άφεσιν ποιήσεις και ανήσεις αυτήν, και έδονται οι πτωχοί τού έθνους σου, τα δε υπολειπόμενα έδεται τα άγρια θηρία. ούτω ποιήσεις τον αμπελώνά σου και τον ελαιώνά σου. 12 έξ ημέρας ποιήσεις τα έργα σου, τή δε ημέρα τή εβδόμη ανάπαυσις, ίνα αναπαύσηται ο βούς σου και το υποζύγιόν σου, και ίνα αναψύξη ο υιός της παιδίσκης σου και ο προσήλυτος. 13 πάντα, όσα είρηκα προς υμάς, φυλάξασθε. Καί όνομα θεών ετέρων ουκ αναμνησθήσεσθε, ουδέ μη ακουσθή εκ τού στόματος υμών. 14 τρεις καιρούς τού ενιαυτού εορτάσατέ μοι. 15 την εορτήν των αζύμων φυλάξασθε ποιείν· επτά ημέρας έδεσθε άζυμα, καθάπερ ενετειλάμην σοι, κατά τον καιρόν τού μηνός των νέων· εν γάρ αυτώ εξήλθες εξ Αιγύπτου, ουκ οφθήση ενώπιόν μου κενός. 16 και εορτήν θερισμού πρωτογεννημάτων ποιήσεις των έργων σου, ών εάν σπείρης εν τώ αγρώ σου, και εορτήν συντελείας επ’ εξόδου τού ενιαυτού εν τή συναγωγή των έργων σου των εκ τού αγρού σου. 17 τρεις καιρούς τού ενιαυτού οφθήσεται πάν αρσενικόν σου ενώπιον Κυρίου τού Θεού σου. 18 όταν γάρ εκβάλω τα έθνη από προσώπου σου και εμπλατύνω τα όριά σου, ου θύσεις επί ζύμη αίμα θυσιάσματός μου, ου δε μη κοιμηθή στέαρ της εορτής μου έως πρωί. 19 τας απαρχάς των πρωτογεννημάτων της γής σου εισοίσεις εις τον οίκον Κυρίου τού Θεού σου. ουχ εψήσεις άρνα εν γάλακτι μητρός αυτού.
20 Καί ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου πρό προσώπου σου, ίνα φυλάξη σε εν τή οδώ, όπως εισαγάγη σε εις την γήν, ήν ητοίμασά σοι. 21 πρόσεχε σεαυτώ και εισάκουε αυτού και μη απείθει αυτώ· ου γάρ μη υποστείληταί σε, το γάρ όνομά μου εστιν επ’ αυτώ. 22 εάν ακοή ακούσητε της εμής φωνής και ποιήσης πάντα, όσα αν εντείλωμαί σοι, και φυλάξητε την διαθήκην μου, έσεσθέ μοι λαός περιούσιος από πάντων των εθνών· εμή γάρ εστι πάσα η γη, υμείς δε έσεσθέ μοι βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον. ταύτα τα ρήματα ερείς τοίς υιοίς Ισραήλ· εάν ακοή ακούσητε της φωνής μου και ποιήσητε πάντα όσα αν είπω σοι, εχθρεύσω τοίς εχθροίς σου και αντικείσομαι τοίς αντικειμένοις σοι· 23 πορεύσεται γάρ ο άγγελός μου ηγούμενός σου και εισάξει σε προς τον Αμορραίον και Χετταίον και Φερεζαίον και Χαναναίον και Γεργεσαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον, και εκτρίψω αυτούς. 24 ου προσκυνήσεις τοίς θεοίς αυτών, ου δε μη λατρεύσης αυτοίς· ου ποιήσεις κατά τα έργα αυτών, αλλά καθαιρέσει καθελείς και συντρίβων συντρίψεις τας στήλας αυτών. 25 και λατρεύσεις Κυρίω τώ Θεώ σου, και ευλογήσω τον άρτον σου και τον οίνόν σου και το ύδωρ σου, και αποστρέψω μαλακίαν αφ΄ υμών. 26 ουκ έσται άγονος ουδέ στείρα επί της γής σου· τον αριθμόν των ημερών σου αναπληρών αναπληρώσω. 27 και τον φόβον αποστελώ ηγούμενόν σου και εκστήσω πάντα τα έθνη, εις ούς σύ εισπορεύη εις αυτούς, και δώσω πάντας τους υπεναντίους σου φυγάδας. 28 και αποστελώ τας σφηκίας προτέρας σου, και εκβαλείς τους Αμορραίους και τους Ευαίους και τους Χαναναίους και τους Χετταίους από σού. 29 ουκ εκβαλώ αυτούς εν ενιαυτώ ενί, ίνα μη γένηται η γη έρημος και πολλά γένηται επί σε τα θηρία της γής.
30 κατά μικρόν εκβαλώ αυτούς από σού, έως αν αυξηθής και κληρονομήσης την γήν. 31 και θήσω τα όριά σου από της ερυθράς θαλάσσης, έως της θαλάσσης της Φυλιστιείμ και από της ερήμου έως τού μεγάλου ποταμού Ευφράτου· και παραδώσω εις τας χείρας υμών τους εγκαθημένους εν τή γη και εκβαλώ αυτούς από σού. 32 ου συγκαταθήση αυτοίς και τοίς θεοίς αυτών διαθήκην, 33 και ουκ εγκαθήσονται εν τή γη σου, ίνα μη αμαρτείν σε ποιήσωσι προς με· εάν γάρ δουλεύσης τοίς θεοίς αυτών, ούτοι έσονταί σοι πρόσκομμα.
1 ΚΑΙ Μωυσή είπεν· ανάβηθι προς τον Κύριον σύ και Ααρών και Ναδάβ και Αβιούδ και εβδημήκοντα των πρεσβυτέρων Ισραήλ, και προσκυνήσουσι μακρόθεν τώ Κυρίω· 2 και εγγιεί Μωυσής μόνος προς τον Θεόν, αυτοί δε ουκ εγγιούσιν· ο δε λαός ου συναναβήσεται μετ’ αυτών. 3 εισήλθε δε Μωυσής και διηγήσατο τώ λαώ πάντα τα ρήματα τού Θεού και τα δικαιώματα· απεκρίθη δε πάς ο λαός φωνή μια λέγοντες· πάντας τους λόγους, ούς ελάλησε Κύριος, ποιήσομεν και ακουσόμεθα. 4 και έγραψε Μωυσής πάντα τα ρήματα Κυρίου. ορθρίσας δε Μωυσής το πρωί ωκοδόμησε θυσιαστήριον υπό το όρος και δώδεκα λίθους εις τας δώδεκα φυλάς τού Ισραήλ· 5 και εξαπέστειλε τους νεανίσκους των υιών Ισραήλ, και ανήνεγκαν ολοκαυτώματα και έθυσαν θυσίαν σωτηρίου τώ Θεώ μοσχάρια. 6 λαβών δε Μωυσής το ήμισυ τού αίματος ενέχεεν εις κρατήρας, το δε ήμισυ τού αίματος προσέχεε προς το θυσιαστήριον. 7 και λαβών το βιβλίον της διαθήκης ανέγνω εις τα ώτα τού λαού, και είπαν· πάντα όσα ελάλησε Κύριος, ποιήσομεν και ακουσόμεθα. 8 λαβών δε Μωυσής το αίμα κατεσκέδασε τού λαού και είπεν· ιδού το αίμα της διαθήκης, ής διέθετο Κύριος προς υμάς περί πάντων των λόγων τούτων. 9 Καί ανέβη Μωυσής και Ααρών και Ναδάβ και Αβιούδ και εβδομήκοντα της γερουσίας Ισραήλ
10 και είδον τον τόπον, ού ειστήκει ο Θεός τού Ισραήλ· και τα υπό τους πόδας αυτού ωσεί έργον πλίνθου σαπφείρου και ώσπερ είδος στερεώματος τού ουρανού τή καθαριότητι. 11 και των επιλέκτων τού Ισραήλ ου διεφώνησεν ουδέ είς· και ώφθησαν εν τώ τόπω τού Θεού και έφαγον και έπιον. 12 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· ανάβηθι προς με εις το όρος και ίσθι εκεί· και δώσω σοι τα πυξία τα λίθινα, τον νόμον και τας εντολάς, ας έγραψα νομοθετήσαι αυτοίς. 13 και αναστάς Μωυσής και Ιησούς ο παρεστηκώς αυτώ ανέβησαν εις το όρος τού Θεού· 14 και τοίς πρεσβυτέροις είπαν· ησυχάζετε αυτού, έως αναστρέψωμεν προς υμάς· και ιδού Ααρών και Ώρ μεθ΄ υμών· εάν τινι συμβή κρίσις, προσπορευέσθωσαν αυτοίς. 15 και ανέβη Μωυσής και Ιησούς εις το όρος, και εκάλυψεν η νεφέλη το όρος. 16 και κατέβη η δόξα τού Θεού επί το όρος το Σινά, και εκάλυψεν αυτό η νεφέλη έξ ημέρας· και εκάλεσε Κύριος τον Μωυσήν τή ημέρα τή εβδόμη εκ μέσου της νεφέλης. 17 το δε είδος της δόξης Κυρίου ωσεί πύρ φλέγον επί της κορυφής τού όρους εναντίον των υιών Ισραήλ. 18 και εισήλθε Μωυσής εις το μέσον της νεφέλης και ανέβη εις το όρος και ήν εκεί εν τώ όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 ειπόν τοίς υιοίς Ισραήλ, και λάβετε απαρχάς παρά πάντων, οίς αν δόξη τή καρδία, και λήψεσθε τας απαρχάς μου. 3 και αύτη εστίν η απαρχή, ήν λήψεσθε παρ’ αυτών· χρυσίον και αργύριον και χαλκόν 4 και υάκινθον και πορφύραν και κόκκινον διπλούν και βύσσον κεκλωσμένην και τρίχας αιγείας 5 και δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και δέρματα υακίνθινα και ξύλα άσηπτα 6 και λίθους σαρδίου και λίθους εις την γλυφήν εις την επωμίδα και τον ποδήρη. 7 και ποιήσεις μοι αγίασμα, και οφθήσομαι εν υμίν· 8 και ποιήσεις μοι κατά πάντα όσα σοι δεικνύω εν τώ όρει, το παράδειγμα της σκηνής και το παράδειγμα πάντων των σκευών αυτής· ούτω ποιήσεις. 9 Καί ποιήσεις κιβωτόν μαρτυρίου εκ ξύλων ασήπτων, δύο πήχεων και ημίσους το μήκος και πήχεως και ημίσους το πλάτος και πήχεως και ημίσους το ύψος.
10 και καταχρυσώσεις αυτήν χρυσίω καθαρώ, έσωθεν και έξωθεν χρυσώσεις αυτήν· και ποιήσεις αυτή κυμάτια χρυσά στρεπτά κύκλω. 11 και ελάσεις αυτή τέσσαρας δακτυλίους χρυσούς και επιθήσεις επί τα τέσσαρα κλίτη, δύο δακτυλίους επί το κλίτος το έν και δύο δακτυλίους επί το κλίτος το δεύτερον. 12 ποιήσεις δε αναφορείς ξύλα άσηπτα και καταχρυσώσεις αυτά χρυσίω· 13 και εισάξεις τους αναφορείς εις τους δακτυλίους τους εν τοίς κλίτεσι της κιβωτού αίρειν την κιβωτόν εν αυτοίς· 14 εν τοίς δακτυλίοις της κιβωτού έσονται οι αναφορείς ακίνητοι. 15 και εμβαλείς εις την κιβωτόν τα μαρτύρια, ά αν δώ σοι. 16 και ποιήσεις ιλαστήριον επίθεμα χρυσίου καθαρού, δύο πήχεων και ημίσους το μήκος και πήχεως και ημίσους το πλάτος. 17 και ποιήσεις δύο Χερουβίμ χρυσοτορευτά και επιθήσεις αυτά εξ αμφοτέρων των κλιτών τού ιλαστηρίου. 18 ποιηθήσονται Χερούβ είς εκ τού κλίτους τούτου και Χερούβ είς εκ τού κλίτους τού δευτέρου τού ιλαστηρίου· και ποιήσεις τους δύο Χερουβίμ επί τα δύο κλίτη. 19 έσονται οι Χερουβίμ εκτείνοντες τας πτέρυγας επάνωθεν, συσκιάζοντες εν ταίς πτέρυξιν αυτών επί τού ιλαστηρίου, και τα πρόσωπα αυτών εις άλληλα· εις το ιλαστήριον έσονται τα πρόσωπα των Χερουβίμ.
20 και επιθήσεις το ιλαστήριον επί την κιβωτόν άνωθεν· και εις την κιβωτόν εμβαλείς τα μαρτύρια, ά αν δώ σοι. 21 και γνωσθήσομαί σοι εκείθεν και λαλήσω σοι άνωθεν τού ιλαστηρίου ανά μέσον των δύο Χερουβίμ των όντων επί της κιβωτού τού μαρτυρίου και κατά πάντα, όσα εάν εντείλωμαί σοι προς τους υιούς Ισραήλ. 22 Καί ποιήσεις τράπεζαν χρυσήν χρυσίου καθαρού, δύο πήχεων το μήκος και πήχεως το εύρος και πήχεως και ημίσους το ύψος. 23 και ποιήσεις αυτή στρεπτά κυμάτια χρυσά κύκλω. και ποιήσεις αυτή στεφάνην παλαιστού κύκλω· 24 και ποιήσεις στρεπτόν κυμάτιον τή στεφάνη κύκλω. 25 και ποιήσεις τέσσαρας δακτυλίους χρυσούς και επιθήσεις τους τέσσαρας δακτυλίους επί τα τέσσερα μέρη των ποδών αυτής υπό την στεφάνην, 26 και έσονται οι δακτύλιοι εις θήκας τοίς αναφορεύσιν, ώστε αίρειν εν αυτοίς την τράπεζαν. 27 και ποιήσεις τους αναφορείς εκ ξύλων ασήπτων και καταχρυσώσεις αυτούς χρυσίω καθαρώ, και αρθήσεται εν αυτοίς η τράπεζα. 28 και ποιήσεις τα τρυβλία αυτής και τας θυίσκας και τα σπονδεία και τους κιάθους, εν οίς σπείσεις εν αυτοίς· εκ χρυσίου καθαρού ποιήσεις αυτά. 29 και επιθήσεις επί την τράπεζαν άρτους ενωπίους εναντίον μου διαπαντός.
30 Καί ποιήσεις λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού, τορευτήν ποιήσεις την λυχνίαν· ο καυλός αυτής και οι καλαμίσκοι και οι κρατήρες και οι σφαιρωτήρες και τα κρίνα εξ αυτής έσται. 31 έξ δε καλαμίσκοι εκπορευόμενοι εκ πλαγίων, τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ τού κλίτους τού ενός αυτής και τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ τού κλίτους τού δευτέρου. 32 και τρεις κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυίσκους εν τώ ενί καλαμίσκω, σφαιρωτήρ και κρίνον· ούτω τοίς έξ καλαμίσκοις τοίς εκπορευομένοις εκ της λυχνίας. 33 και εν τή λυχνία τέσσαρες κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυίσκους· εν τώ ενί καλαμίσκω σφαιρωτήρες και τα κρίνα αυτής. 34 ο σφαιρωτήρ υπό τους δύο καλαμίσκους εξ αυτής, και σφαιρωτήρ υπό τους τέσσαρας καλαμίσκους εξ αυτής· ούτω τοίς έξ καλαμίσκοις τοίς εκπορευομένοις εκ της λυχνίας. 35 και εν τή λυχνία τέσσαρες κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυίσκους. 36 οι σφαιρωτήρες και οι καλαμίσκοι εξ αυτής έστωσαν· όλη τορευτή εξ ενός χρυσίου καθαρού. 37 και ποιήσεις τους λύχνους αυτής επτά· και επιθήσεις τους λύχνους, και φανούσιν εκ τού ενός προσώπου. 38 και τον επαρυστήρα αυτής και τα υποθέματα αυτής εκ χρυσίου καθαρού ποιήσεις. 39 πάντα τα σκεύη ταύτα τάλαντον χρυσίου καθαρού.
40 όρα, ποιήσεις κατά τον τύπον τον δεδειγμένον σοι εν τώ όρει.
1 ΚΑΙ την σκηνήν ποιήσεις δέκα αυλαίας εκ βύσσου κεκλωσμένης και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου· Χερουβίμ εργασία υφάντου ποιήσεις αυτάς. 2 μήκος της αυλαίας της μιάς οκτώ και είκοσι πήχεων και εύρος τεσσάρων πήχεων η αυλαία η μία έσται· μέτρον το αυτό έσται πάσαις ταίς αυλαίαις. 3 πέντε δε αυλαίαι έσονται εξ αλλήλων εχόμεναι η ετέρα εκ της ετέρας, και πέντε αυλαίαι έσονται συνεχόμενοι ετέρα τή ετέρα. 4 και ποιήσεις αυταίς αγκύλας υακινθίνας επί τού χείλους της αυλαίας της μιάς εκ τού ενός μέρους εις την συμβολήν και ούτω ποιήσεις επί τού χείλους της αυλαίας της εξωτέρας προς τή συμβολή τή δευτέρα. 5 πεντήκοντα αγκύλας ποιήσεις τή αυλαία τή μια, και πεντήκοντα αγκύλας ποιήσεις εκ τού μέρους της αυλαίας κατά την συμβολήν της δευτέρας, αντιπρόσωποι αντιπίπτουσαι αλλήλαις εις εκάστην. 6 και ποιήσεις κρίκους πεντήκοντα χρυσούς. και συνάψεις τας αυλαίας ετέραν τή ετέρα τοίς κρίκοις. και έσται η σκηνή μία. 7 και ποιήσεις δέρρεις τριχίνας σκέπην επί της σκηνής, ένδεκα δέρρεις ποιήσεις αυτάς. 8 το μήκος της δέρρεως της μιάς, τριάκοντα πήχεων, και τεσσάρων πήχεων το εύρος της δέρρεως της μιάς· το αυτό μέτρον έσται ταίς ένδεκα δέρρεσι. 9 και συνάψεις τας πέντε δέρρεις επί το αυτό, και τας έξ δέρρεις επί το αυτό. και επιδιπλώσεις την δέρριν την έκτην κατά πρόσωπον της σκηνής.
10 και ποιήσεις αγκύλας πεντήκοντα επί τού χείλους της δέρρεως της μιάς, της ανά μέσον κατά συμβολήν. και πεντήκοντα αγκύλας ποιήσεις επί τού χείλους της δέρρεως, της συναπτούσης της δευτέρας. 11 και ποιήσεις κρίκους χαλκούς πεντήκοντα. και συνάψεις τους κρίκους εκ των αγκυλών, και συνάψεις τας δέρρεις, και έσται έν. 12 και υποθήσεις το πλεονάζον εν ταίς δέρρεσι της σκηνής. το ήμισυ της δέρρεως το υπολελειμμένον υποκαλύψεις εις το πλεονάζον των δέρρεων της σκηνής. υποκαλύψεις οπίσω της σκηνής. 13 πήχυν εκ τούτου, και πήχυν εκ τούτου, εκ τού υπερέχοντος των δέρρεων, εκ τού μήκους των δέρρεων της σκηνής, έσται συγκαλύπτον επί τα πλάγια της σκηνής ένθεν και ένθεν, ίνα καλύπτη. 14 και ποιήσεις κατακάλυμμα τή σκηνή δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα, και επικαλύμματα δέρματα υακίνθινα επάνωθεν. 15 και ποιήσεις στύλους της σκηνής εκ ξύλων ασήπτων. 16 δέκα πήχεων ποιήσεις τον στύλον τον ένα, και πήχεως ενός και ημίσους το πλάτος τού στύλου τού ενός. 17 δύο αγκωνίσκους τώ στύλω τώ ενί, αντιπίπτοντας έτερον τώ ετέρω. ούτω ποιήσεις πάσι τοίς στύλοις της σκηνής. 18 και ποιήσεις στύλους τή σκηνή, είκοσι στύλους εκ τού κλίτους τού προς βορράν. 19 και τεσσαράκοντα βάσεις αργυράς ποιήσεις τοίς είκοσι στύλοις. δύο βάσεις τώ στύλω τώ ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού. και δύο βάσεις τώ στύλω τώ ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού.
20 και το κλίτος το δεύτερον το προς νότον, είκοσι στύλους. 21 και τεσσαράκοντα βάσεις αυτών αργυράς. δύο βάσεις τώ στύλω τώ ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού, και δύο βάσεις τώ στύλω τώ ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού. 22 και εκ των οπίσω της σκηνής κατά το μέρος το προς θάλασσαν ποιήσεις έξ στύλους. 23 και δύο στύλους ποιήσεις επί των γωνιών της σκηνής εκ των οπισθίων. 24 και έσται εξ ίσου κάτωθεν. κατά το αυτό έσονται ίσοι εκ των κεφαλών εις σύμβλησιν μίαν. ούτω ποιήσεις αμφοτέραις ταίς δυσί γωνίαις. ίσαι έστωσαν. 25 και έσονται οκτώ στύλοι, και αι βάσεις αυτών αργυραί δέκα έξ. δύο βάσεις τώ ενί στύλω εις αμφότερα τα μέρη αυτού, και δύο βάσεις τώ στύλω τώ ενί. 26 και ποιήσεις μοχλούς εκ ξύλων ασήπτων· πέντε τώ ενί στύλω εκ τού ενός μέρους της σκηνής, 27 και πέντε μοχλούς τώ στύλω τώ ενί κλίτει της σκηνής τώ δευτέρω, και πέντε μοχλούς τώ στύλω τώ οπισθίω τώ κλίτει της σκηνής τώ προς θάλασσαν. 28 και ο μοχλός ο μέσος αναμέσον των στύλων διικνείσθω από τού ενός κλίτους εις το έτερον κλίτος. 29 και τους στύλους καταχρυσώσεις χρυσίω. και τους δακτυλίους ποιήσεις χρυσούς, εις ούς εισάξεις τους μοχλούς. και καταχρυσώσεις τους μοχλούς χρυσίω.
30 και αναστήσεις την σκηνήν κατά το είδος το δεδειγμένον σοι εν τώ όρει. 31 και ποιήσεις καταπέτασμα εξ υακίνθου, και πορφύρας, και κοκκίνου κεκλωσμένου, και βύσσου νενησμένης. έργον υφαντόν ποιήσεις αυτό Χερουβίμ. 32 και επιθήσεις αυτό επί τεσσάρων στύλων ασήπτων κεχρυσωμένων χρυσίω. και αι κεφαλίδες αυτών χρυσαί, και αι βάσεις αυτών τέσσαρες αργυραί. 33 και θήσεις το καταπέτασμα επί των στύλων. και εισοίσεις εκεί εσώτερον τού καταπετάσματος την κιβωτόν τού μαρτυρίου. και διοριεί το καταπέτασμα υμίν ανά μέσον τού αγίου και ανά μέσον τού αγίου των αγίων. 34 και κατακαλύψεις τώ καταπετάσματι την κιβωτόν τού μαρτυρίου εν τώ αγίω των αγίων. 35 και θήσεις την τράπεζαν έξωθεν τού καταπετάσματος και την λυχνίαν απέναντι της τραπέζης επί μέρους της σκηνής το προς νότον και την τράπεζαν θήσεις επί μέρους της σκηνής το προς βορράν. 36 και ποιήσεις επίσπαστρον τή θύρα της σκηνής εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου κεκλωσμένης, έργον ποικιλτού. 37 και ποιήσεις τώ καταπετάσματι πέντε στύλους και χρυσώσεις αυτούς χρυσίω, και αι κεφαλίδες αυτών χρυσαί, και χωνεύσεις αυτοίς πέντε βάσεις χαλκάς.
1 ΚΑΙ ποιήσεις θυσιαστήριον εκ ξύλων ασήπτων, πέντε πήχεων το μήκος και πέντε πήχεων το εύρος, τετράγωνον έσται το θυσιαστήριον, και τριών πήχεων το ύψος αυτού. 2 και ποιήσεις τα κέρατα επί των τεσσάρων γωνιών· εξ αυτού έσται τα κέρατα· και καλύψεις αυτά χαλκώ. 3 και ποιήσεις στεφάνην τώ θυσιαστηρίω και τον καλυπτήρα αυτού και τας φιάλας αυτού και τας κρεάγρας αυτού και το πυρείον αυτού· και πάντα τα σκεύη αυτού ποιήσεις χαλκά. 4 και ποιήσεις αυτώ εσχάραν έργω δικτυωτώ χαλκήν· και ποιήσεις τή εσχάρα τέσσαρας δακτυλίους χαλκούς υπό τα τέσσαρα κλίτη. 5 και υποθήσεις αυτούς υπό την εσχάραν τού θυσιαστηρίου κάτωθεν· έσται δε η εσχάρα έως τού ημίσους τού θυσιαστηρίου. 6 και ποιήσεις τώ θυσιαστηρίω αναφορείς εκ ξύλων ασήπτων και περιχαλκώσεις αυτούς χαλκώ. 7 και εισάξεις τους αναφορείς εις τους δακτυλίους, και έστωσαν αναφορείς κατά πλευρά τού θυσιαστηρίου εν τώ αίρειν αυτό. 8 κοίλον σανιδωτόν ποιήσεις αυτό· κατά το παραδεχθέν σοι εν τώ όρει, ούτω ποιήσεις αυτό. 9 Καί ποιήσεις αυλήν τή σκηνή· εις το κλίτος το προς λίβα ιστία της αυλής εκ βύσσου κεκλωσμένης, μήκος εκατόν πήχεων τώ ενί κλίτει·
10 και οι στύλοι αυτών είκοσι, και αι βάσεις αυτών είκοσι χαλκαί, και οι κρίκοι αυτών και αι ψαλίδες αργυραί. 11 ούτως τώ κλίτει τώ προς απηλιώτην ιστία, εκατόν πήχεων μήκος· και οι στύλοι αυτών είκοσι και αι βάσεις αυτών είκοσι χαλκαί, και οι κρίκοι και αι ψαλίδες των στύλων, και αι βάσεις αυτών περιηργυρωμέναι αργυρίω. 12 το δε εύρος της αυλής το κατά θάλασσαν ιστία πεντήκοντα πήχεων· στύλοι αυτών δέκα, και βάσεις αυτών δέκα. 13 και εύρος της αυλής της προς νότον, ιστία πεντήκοντα πήχεων· στύλοι αυτών δέκα, και βάσεις αυτών δέκα. 14 και πεντεκαίδεκα πήχεων το ύψος των ιστίων τώ κλίτει τώ ενί· στύλοι αυτών τρεις, και αι βάσεις αυτών τρεις. 15 και το κλίτος το δεύτερον δεκαπέντε πήχεων των ιστίων το ύψος· στύλοι αυτών τρεις, και αι βάσεις αυτών τρεις. 16 και τή πύλη της αυλής κάλυμμα, είκοσι πήχεων το ύψος, εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου κεκλωσμένης τή ποικιλία τού ραφιδευτού· στύλοι αυτών τέσσαρες και αι βάσεις αυτών τέσσαρες. 17 πάντες οι στύλοι της αυλής κύκλω κατηργυρωμένοι αργυρίω, και αι κεφαλίδες αυτών αργυραί, και αι βάσεις αυτών χαλκαί. 18 το δε μήκος της αυλής εκατόν εφ’ εκατόν, και εύρος πεντήκοντα επί πεντήκοντα, και ύψος πέντε πήχεων, εκ βύσσου κεκλωσμένης, και αι βάσεις αυτών χαλκαί. 19 και πάσα η κατασκευή και πάντα τα εργαλεία και οι πάσσαλοι της αυλής χαλκοί.
20 Καί σύ σύνταξον τοίς υιοίς Ισραήλ και λαβέτωσάν σοι έλαιον εξ ελαιών άτρυγον καθαρόν κεκομμένον εις φώς καύσαι, ίνα καίηται λύχνος διαπαντός. 21 εν τή σκηνή τού μαρτυρίου έξωθεν τού καταπετάσματος τού επί της διαθήκης καύσει αυτό Ααρών και οι υιοί αυτού αφ’ εσπέρας έως πρωί εναντίον Κυρίου· νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών παρά των υιών Ισραήλ.
1 ΚΑΙ σύ προσαγάγου προς σεαυτόν τον τε Ααρών τον αδελφόν σου και τους υιούς αυτού εκ των υιών Ισραήλ ιερατεύειν μοι, Ααρών και Ναδάβ και Αβιούδ και Ελεάζαρ και Ιθάμαρ υιούς Ααρών. 2 και ποιήσεις στολήν αγίαν Ααρών τώ αδελφώ σου εις τιμήν και δόξαν. 3 και σύ λάλησον πάσι τοίς σοφοίς τή διανοία, ούς ενέπλησαν πνεύματος σοφίας και αισθήσεως, και ποιήσουσι την στολήν την αγίαν Ααρών εις το άγιον, εν ή ιερατεύσει μοι. 4 και αύται αι στολαί, ας ποιήσουσι· το περιστήθιον και την επωμίδα και τον ποδήρη και χιτώνα κοσυμβωτόν και κίδαριν και ζώνην· και ποιήσουσι στολάς αγίας Ααρών και τοίς υιοίς αυτού εις το ιερατεύειν μοι. 5 και αυτοί λήψονται το χρυσίον και τον υάκινθον και την πορφύραν και το κόκκινον και την βύσσον. 6 και ποιήσουσι την επωμίδα εκ βύσσου κεκλωσμένης, έργον υφαντόν ποικιλτού· 7 δύο επωμίδες συνέχουσαι έσονται αυτώ ετέρα την ετέραν, επί τοίς δυσί μέρεσιν εξηρτημέναι· 8 και το ύφασμα των επωμίδων, ό εστιν επ’ αυτώ, κατά την ποίησιν εξ αυτού έσται εκ χρυσίου καθαρού και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης· 9 και λήψη τους δύο λίθους, λίθους σμαράγδου, και γλύψεις εν αυτοίς τα ονόματα των υιών Ισραήλ,
10 έξ ονόματα επί τον λίθον τον ένα και τα έξ ονόματα τα λοιπά επί τον λίθον τον δεύτερον κατά τας γενέσεις αυτών. 11 έργον λιθουργικής τέχνης, γλύμμα σφραγίδος, διαγλύψεις τους δύο λίθους επί τοίς ονόμασι των υιών Ισραήλ. 12 και θήσεις τους δύο λίθους επί των ώμων της επωμίδος· λίθοι μνημοσύνου εισί τοίς υιοίς Ισραήλ· και αναλήψεται Ααρών τα ονόματα των υιών Ισραήλ έναντι Κυρίου επί των δύο ώμων αυτού, μνημόσυνον περί αυτών. 13 και ποιήσεις ασπιδίσκας εκ χρυσίου καθαρού· 14 και ποιήσεις δύο κροσσωτά εκ χρυσίου καθαρού, καταμεμιγμένα εν άνθεσιν, έργον πλοκής· και επιθήσεις τα κροσσωτά τα πεπλεγμένα επί τας ασπιδίσκας κατά τας παρωμίδας αυτών εκ των εμπροσθίων. 15 και ποιήσεις λογείον των κρίσεων, έργον ποικιλτού· κατά τον ρυθμόν της επωμίδος ποιήσεις αυτό· εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου κεκλωσμένης ποιήσεις αυτό. 16 τετράγωνον έσται, διπλούν, σπιθαμής το μήκος αυτού και σπιθαμής το εύρος. 17 και καθυφανείς εν αυτώ ύφασμα κατάλιθον τετράστιχον. στίχος λίθων έσται, σάρδιον, τοπάζιον και σμάραγδος, ο στίχος ο είς· 18 και ο στίχος ο δεύτερος, άνθραξ και σάπφειρος και ίασπις· 19 και ο στίχος ο τρίτος, λιγύριον, αχάτης και αμέθυστος·
20 και ο στίχος ο τέταρτος, χρυσόλιθος και βηρύλλιον και ονύχιον· περικεκαλυμμένα χρυσίω, συνδεδεμένα εν χρυσίω, έστωσαν κατά στίχον αυτών. 21 και οι λίθοι έστωσαν εκ των ονομάτων των υιών Ισραήλ δεκαδύο κατά τα ονόματα αυτών· γλυφαί σφραγίδων, έκαστος κατά το όνομα, έστωσαν εις δεκαδύο φυλάς. 22 και ποιήσεις επί το λογείον κρωσσούς συμπεπλεγμένους, έργον αλυσιδωτόν εκ χρυσίου καθαρού. 23 και λήψεται Ααρών τα ονόματα των υιών Ισραήλ επί τού λογείου της κρίσεως επί τού στήθους, εισιόντι εις το άγιον, μνημόσυνον εναντίον τού Θεού. 24 και θήσεις επί το λογείον της κρίσεως τους κρωσσούς· τα αλυσιδωτά επ΄ αμφοτέρων των κλιτών τού λογείου επιθήσεις 25 και τας δύο ασπιδίσκας επιθήσεις επ’ αμφοτέρους τους ώμους της επωμίδος κατά πρόσωπον. 26 και επιθήσεις επί το λογείον της κρίσεως την δήλωσιν και την αλήθειαν, και έσται επί τού στήθους Ααρών, όταν εισπορεύηται εις το άγιον έναντι Κυρίου. και οίσει Ααρών τας κρίσεις των υιών Ισραήλ επί τού στήθους έναντι Κυρίου διαπαντός. 27 και ποιήσεις υποδύτην ποδήρη όλον υακίνθινον. 28 και έσται το περιστόμιον εξ αυτού μέσον, ώαν έχον κύκλω τού περιστομίου, έργον υφάντου, την συμβολήν συνυφασμένην εξ αυτού, ίνα μη ραγή. 29 και ποιήσεις επί το λώμα τού υποδύτου κάτωθεν, ωσεί εξανθούσης ρόας ροίσκους εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης επί τού λώματος τού υποδύτου κύκλω· το αυτό είδος ροίσκους χρυσούς και κώδωνας αναμέσον τούτων περικύκλω·
30 παρά ροίσκον χρυσούν κώδωνα και άνθινον επί τού λώματος τού υποδύτου κύκλω. 31 και έσται Ααρών εν τώ λειτουργείν ακουστή η φωνή αυτού, εισιόντι εις το άγιον έναντι Κυρίου και εξιόντι, ίνα μη αποθάνη. 32 και ποιήσεις πέταλον χρυσούν καθαρόν και εκτυπώσεις εν αυτώ εκτύπωμα σφραγίδος Αγίασμα Κυρίου. 33 και επιθήσεις αυτό επί υακίνθου κεκλωσμένης, και έσται επί της μίτρας· κατά πρόσωπον της μίτρας έσται. 34 και έσται επί τού μετώπου Ααρών, και εξαρεί Ααρών τα αμαρτήματα των αγίων, όσα αν αγιάσωσιν οι υιοί Ισραήλ, παντός δόματος των αγίων αυτών· και έσται επί τού μετώπου Ααρών διαπαντός, δεκτόν αυτοίς έναντι Κυρίου. 35 και οι κοσυμβωτοί των χιτώνων εκ βύσσου· και ποιήσεις κίδαριν βυσσίνην και ζώνην ποιήσεις, έργον ποικιλτού. 36 και τοίς υιοίς Ααρών ποιήσεις χιτώνας και ζώνας και κιδάρεις ποιήσεις αυτοίς εις τιμήν και δόξαν. 37 και ενδύσεις αυτά Ααρών τον αδελφόν σου, και τους υιούς αυτού μετ’ αυτού· και χρίσεις αυτούς και εμπλήσεις αυτών τας χείρας και αγιάσεις αυτούς, ίνα ιερατεύωσί μοι. 38 και ποιήσεις αυτοίς περισκελή λινά καλύψαι ασχημοσύνην χρωτός αυτών· από οσφύος έως μηρών έσται. 39 και έξει Ααρών αυτά και υιοί αυτού, ως αν εισπορεύωνται εις την σκηνήν τού μαρτυρίου ή όταν προσπορεύωνται λειτουργείν προς το θυσιαστήριον τού αγίου, και ουκ επάξονται προς εαυτούς αμαρτίαν, ίνα μη αποθάνωσι· νόμιμον αιώνιον αυτώ και τώ σπέρματι αυτού μετ’ αυτόν.
1 ΚΑΙ ταύτά εστιν, ά ποιήσεις αυτοίς αγιάσαι αυτούς, ώστε ιερατεύειν μοι αυτούς. λήψη μοσχάριον εκ βοών έν και κριούς αμώμους δύο 2 και άρτους αζύμους πεφυραμένους εν ελαίω και λάγανα άζυμα κεχρισμένα εν ελαίω· σεμίδαλιν εκ πυρών ποιήσεις αυτά. 3 και επιθήσεις αυτά επί κανούν έν και προσοίσεις αυτά επί τώ κανώ και το μοσχάριον και τους δύο κριούς. 4 και Ααρών και τους υιούς αυτού προσάξεις επί τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου και λούσεις αυτούς εν ύδατι. 5 και λαβών τας στολάς ενδύσεις Ααρών τον αδελφόν σου και τον χιτώνα τον ποδήρη και την επωμίδα και το λογείον και συνάψεις αυτώ το λογείον προς την επωμίδα. 6 και επιθήσεις την μίτραν επί την κεφαλήν αυτού και επιθήσεις το πέταλον το Αγίασμα επί τή μίτραν. 7 και λήψη τού ελαίου τού χρίσματος και επιχεείς αυτό επί την κεφαλήν αυτού και χρίσεις αυτόν. 8 και τους υιούς αυτού προσάξεις και ενδύσεις αυτούς χιτώνας 9 και ζώσεις αυτούς ταίς ζώναις, και περιθήσεις αυτοίς τας κιδάρεις, και έσται αυτοίς ιερατεία μοι εις τον αιώνα. και τελειώσεις Ααρών τας χείρας αυτού και τας χείρας των υιών αυτού.
10 και προσάξεις τον μόσχον επί τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, και επιθήσουσιν Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν τού μόσχου έναντι Κυρίου παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου· 11 και σφάξεις τον μόσχον έναντι Κυρίου παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου. 12 και λήψη από τού αίματος τού μόσχου και θήσεις επί των κεράτων τού θυσιαστηρίου τώ δακτύλω σου· το δε λοιπόν πάν αίμα εκχεείς παρά την βάσιν τού θυσιαστηρίου. 13 και λήψη πάν το στέαρ το επί της κοιλίας και τον λοβόν τού ήπατος και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ΄ αυτών και επιθήσεις επί το θυσιαστήριον. 14 τα δε κρέατα τού μόσχου και το δέρμα και την κόπρον κατακαύσεις πυρί έξω της παρεμβολής· αμαρτίας γάρ εστι. 15 και τον κριόν λήψη τον ένα, και επιθήσουσιν Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν τού κριού· 16 και σφάξεις αυτόν και λαβών το αίμα προσχεείς προς το θυσιαστήριον κύκλω. 17 και τον κριόν διχοτομήσεις κατά μέλη και πλυνείς τα ενδόσθια και τους πόδας ύδατι και επιθήσεις επί τα διχοτομήματα σύν τή κεφαλή. 18 και ανοίσεις όλον τον κριόν επί το θυσιαστήριον, ολοκαύτωμα τώ Κυρίω εις οσμήν ευωδίας· θυσίασμα Κυρίω εστί. 19 και λήψη τον κριόν τον δεύτερον, και επιθήσει Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν τού κριού·
20 και σφάξεις αυτόν, και λήψη τού αίματος αυτού και επιθήσεις επί τον λοβόν τού ωτός Ααρών τού δεξιού και επί το άκρον της δεξιάς χειρός και επί το άκρον τού ποδός τού δεξιού, και επί τους λοβούς των ώτων των υιών αυτού των δεξιών και επί τα άκρα των χειρών αυτών των δεξιών και επί τα άκρα των ποδών αυτών των δεξιών. 21 και λήψη από τού αίματος τού από τού θυσιαστηρίου και από τού ελαίου της χρίσεως και ρανείς επί Ααρών και επί την στολήν αυτού και επί τους υιούς αυτού και επί τας στολάς των υιών αυτού μετ΄ αυτού, και αγιασθήσεται αυτός και η στολή αυτού και οι υιοί αυτού και αι στολαί των υιών αυτού μετ’ αυτού· το δε αίμα τού κριού προσχεείς προς το θυσιαστήριον κύκλω. 22 και λήψη από τού κριού το στέαρ αυτού και το στέαρ το κατακαλύπτον την κοιλίαν και τον λοβόν τού ήπατος και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ’ αυτών και τον βραχίονα τον δεξιόν· έστι γάρ τελείωσις αύτη· 23 και άρτον ένα εξ ελαίου και λάγανον έν από τού κανού των αζύμων των προτεθειμένων έναντι Κυρίου 24 και επιθήσεις τα πάντα επί τας χείρας Ααρών και επί τας χείρας των υιών αυτού και αφοριείς αυτά αφόρισμα έναντι Κυρίου. 25 και λήψη αυτά εκ των χειρών αυτών και ανοίσεις επί το θυσιαστήριον της ολοκαυτώσεως εις οσμήν ευωδίας έναντι Κυρίου· κάρπωμά εστι Κυρίω. 26 και λήψη το στηθύνιον από τού κριού της τελειώσεως, ό εστιν Ααρών, και αφοριείς αυτό αφόρισμα έναντι Κυρίου, και έσται σοι εν μερίδι. 27 και αγιάσεις το στηθύνιον αφόρισμα και τον βραχίονα τού αφαιρέματος, ός αφώρισται και ός αφήρηται από τού κριού της τελειώσεως από τού Ααρών και από των υιών αυτού, 28 και έσται Ααρών και τοίς υιοίς αυτού νόμιμον αιώνιον παρά των υιών Ισραήλ· έστι γάρ αφαίρεμα τούτο και αφαίρεμα έσται παρά των υιών Ισραήλ από των θυμάτων των σωτηρίων των υιών Ισραήλ, αφαίρεμα Κυρίω. 29 και η στολή τού αγίου, ή εστιν Ααρών, έσται τοίς υιοίς αυτού μετ’ αυτόν, χρισθήναι αυτούς εν αυτοίς και τελειώσαι τας χείρας αυτών.
30 επτά ημέρας ενδύσεται αυτά ο ιερεύς ο αντ΄ αυτού εκ των υιών αυτού, ός εισελεύσεται εις την σκηνήν τού μαρτυρίου λειτουργείν εν τοίς αγίοις. 31 και τον κριόν της τελειώσεως λήψη και εψήσεις τα κρέα εν τόπω αγίω, 32 και έδονται Ααρών και οι υιοί αυτού τα κρέα τού κριού και τους άρτους τους εν τώ κανώ παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου· 33 έδονται αυτά, εν οίς ηγιάσθησαν εν αυτοίς τελειώσαι τας χείρας αυτών, αγιάσαι αυτούς, και αλλογενής ουκ έδεται απ΄ αυτών· έστι γάρ άγια. 34 εάν δε καταλειφθή από των κρεών της θυσίας της τελειώσεως και των άρτων έως πρωί, κατακαύσεις τα λοιπά πυρί· ου βρωθήσεται, αγίασμα γάρ εστι. 35 και ποιήσεις Ααρών και τοίς υιοίς αυτού ούτω κατά πάντα, όσα ενετειλάμην σοι· επτά ημέρας τελειώσεις τας χείρας αυτών. 36 και το μοσχάριον της αμαρτίας ποιήσεις τή ημέρα τού καθαρισμού και καθαριείς το θυσιαστήριον εν τώ αγιάζειν σε επ΄ αυτώ και χρίσεις αυτό ώστε αγιάσαι αυτό. 37 επτά ημέρας καθαριείς το θυσιαστήριον και αγιάσεις αυτό, και έσται το θυσιαστήριον άγιον τού αγίου· πάς ο απτόμενος τού θυσιαστηρίου αγιασθήσεται. 38 Καί ταύτά εστιν, ά ποιήσεις επί τού θυσιαστηρίου· αμνούς ενιαυσίους αμώμους δύο την ημέραν επί το θυσιαστήριον ενδελεχώς, κάρπωμα ενδελεχισμού. 39 τον αμνόν τον ένα ποιήσεις το πρωί και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το δειλινόν·
40 και δέκατον σεμιδάλεως πεφυραμένης εν ελαίω κεκομμένω τώ τετάρτω τού είν και σπονδήν το τέταρτον τού είν οίνου τώ αμνώ τώ ενί· 41 και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το δειλινόν, κατά την θυσίαν την πρωινήν και κατά την σπονδήν αυτού ποιήσεις εις οσμήν ευωδίας, κάρπωμα Κυρίω, 42 θυσίαν ενδελεχισμού εις γενεάς υμών, επί θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου έναντι Κυρίου, εν οίς γνωσθήσομαί σοι εκείθεν, ώστε λαλήσαί σοι. 43 και τάξομαι εκεί τοίς υιοίς Ισραήλ και αγιασθήσομαι εν δόξη μου· 44 και αγιάσω την σκηνήν τού μαρτυρίου και το θυσιαστήριον και Ααρών και τους υιούς αυτού αγιάσω ιερατεύειν μοι. 45 και επικληθήσομαι εν τοίς υιοίς Ισραήλ και έσομαι αυτών Θεός, 46 και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός αυτών, ο εξαγαγών αυτούς εκ γής Αιγύπτου, επικληθήναι αυτοίς και είναι αυτών Θεός.
1 ΚΑΙ ποιήσεις θυσιαστήριον θυμιάματος εκ ξύλων ασήπτων· 2 και ποιήσεις αυτό πήχεως το μήκος και πήχεως το εύρος, τετράγωνον έσται, και δύο πήχεων το ύψος· εξ αυτού έσται τα κέρατα αυτού. 3 και καταχρυσώσεις αυτά χρυσίω καθαρώ, την εσχάραν αυτού και τους τοίχους αυτού κύκλω και τα κέρατα αυτού, και ποιήσεις αυτώ στρεπτήν στεφάνην χρυσήν κύκλω. 4 και δύο δακτυλίους χρυσούς καθαρούς ποιήσεις υπό την στρεπτήν στεφάνην αυτού, εις τα δύο κλίτη ποιήσεις εν τοίς δυσί πλευροίς· και έσονται ψαλίδες ταίς σκυτάλαις, ώστε αίρειν αυτό εν αυταίς. 5 και ποιήσεις σκυτάλας εκ ξύλων ασήπτων και καταχρυσώσεις αυτάς χρυσίω. 6 και θήσεις αυτό απέναντι τού καταπετάσματος τού όντος επί της κιβωτού των μαρτυρίων, εν οίς γνωσθήσομαί σοι εκείθεν. 7 και θυμιάσει απ’ αυτού Ααρών θυμίαμα σύνθετον λεπτόν· το πρωί πρωί, όταν επισκευάζη τους λύχνους, θυμιάσει επ΄ αυτού, 8 και όταν εξάπτη Ααρών τους λύχνους οψέ, θυμιάσει επ΄ αυτού· θυμίαμα ενδελεχισμού διά παντός έναντι Κυρίου εις γενεάς αυτών. 9 και ουκ ανοίσεις επ΄ αυτού θυμίαμα έτερον, κάρπωμα, θυσίαν· και σπονδήν ου σπείσεις επ’ αυτού.
10 και εξιλάσεται επ΄ αυτού Ααρών επί των κεράτων αυτού άπαξ τού ενιαυτού· από τού αίματος τού καθαρισμού καθαριεί αυτό εις γενεάς αυτών· άγιον των αγίων εστί Κυρίω. 11 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 12 εάν λάβης τον συλλογισμόν των υιών Ισραήλ εν τή επισκοπή αυτών, και δώσουσιν έκαστος λύτρα της ψυχής αυτού Κυρίω, και ουκ έσται εν αυτοίς πτώσις εν τή επισκοπή αυτών. 13 και τούτό εστιν ό δώσουσιν όσοι αν παραπορεύωνται την επίσκεψιν· το ήμισυ τού διδράχμου, ό εστιν κατά το δίδραχμον το άγιον· είκοσιν οβολοί το δίδραχμον, το δε ήμισυ τού διδράχμου εισφορά Κυρίω. 14 πάς ο παραπορευόμενος εις την επίσκεψιν από εικοσαετούς και επάνω, δώσουσι την εισφοράν Κυρίω. 15 ο πλουτών ου προσθήσει και ο πενόμενος ουκ ελαττονήσει από τού ημίσους τού διδράχμου εν τώ διδόναι την εισφοράν Κυρίω εξιλάσασθαι περί των ψυχών υμών. 16 και λήψη το αργύριον της εισφοράς παρά των υιών Ισραήλ και δώσεις αυτό εις το κάτεργον της σκηνής τού μαρτυρίου, και έσται τοίς υιοίς Ισραήλ μνημόσυνον έναντι Κυρίου εξιλάσασθαι περί των ψυχών υμών. 17 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 18 ποίησον λουτήρα χαλκούν και βάσιν αυτώ χαλκήν, ώστε νίπτεσθαι· και θήσεις αυτόν ανά μέσον της σκηνής τού μαρτυρίου και ανά μέσον τού θυσιαστηρίου και εκχεείς εις αυτόν ύδωρ, 19 και νίψεται Ααρών και οι υιοί αυτού εξ αυτού τας χείρας και τους πόδας ύδατι.
20 όταν εισπορεύωνται εις την σκηνήν τού μαρτυρίου, νίψονται ύδατι και ου μη αποθάνωσιν· ή όταν προσπορεύωνται προς το θυσιαστήριον λειτουργείν και αναφέρειν τα ολοκαυτώματα Κυρίω, 21 νίψονται τας χείρας και τους πόδας ύδατι· όταν εισπορεύωνται εις την σκηνήν τού μαρτυρίου, νίψονται ύδατι, ίνα μη αποθάνωσι· και έσται αυτοίς νόμιμον αιώνιον, αυτώ και ταίς γενεαίς αυτού μετ΄ αυτόν. 22 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 23 και σύ λάβε ηδύσματα, το άνθος σμύρνης εκλεκτής πεντακοσίους σίκλους και κινναμώμου ευώδους το ήμισυ τούτου διακοσίους πεντήκοντα και καλάμου ευώδους διακοσίους πεντήκοντα 24 και ίρεως πεντακοσίους σίκλους τού αγίου και έλαιον εξ ελαιών είν 25 και ποιήσεις αυτό έλαιον χρίσμα άγιον, μύρον μυρεψικόν τέχνη μυρεψού· έλαιον χρίσμα άγιον έσται. 26 και χρίσεις εξ αυτού την σκηνήν τού μαρτυρίου και την κιβωτόν της σκηνής τού μαρτυρίου 27 και πάντα τα σκεύη αυτής και την λυχνίαν και πάντα τα σκεύη αυτής και το θυσιαστήριον τού θυμιάματος 28 και το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και πάντα αυτού τα σκεύη και την τράπεζαν και πάντα τα σκεύη αυτής και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού 29 και αγιάσεις αυτά, και έσται άγια των αγίων· πάς ο απτόμενος αυτών αγιασθήσεται.
30 και Ααρών και τους υιούς αυτού χρίσεις και αγιάσεις αυτούς ιερατεύειν μοι. 31 και τοίς υιοίς Ισραήλ λαλήσεις λέγων· έλαιον άλειμμα χρίσεως άγιον έσται τούτο υμίν εις τας γενεάς υμών. 32 επί σάρκα ανθρώπου ου χρισθήσεται, και κατά την σύνθεσιν ταύτην ου ποιήσετε υμίν εαυτοίς ωσαύτως· άγιόν εστι και αγίασμα έσται υμίν. 33 ός αν ποιήση ωσαύτως, και ός αν δώ απ’ αυτού αλλογενεί, εξολοθρευθήσεται εκ τού λαού αυτού. 34 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· λάβε σεαυτώ ηδύσματα, στακτήν, όνυχα, χαλβάνην ηδυσμού και λίβανον διαφανή, ίσον ίσω έσται· 35 και ποιήσουσιν εν αυτώ θυμίαμα, μυρεψικόν έργον μυρεψού, μεμιγμένον, καθαρόν, έργον άγιον. 36 και συγκόψεις εκ τούτων λεπτόν και θήσεις απέναντι των μαρτυρίων εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, όθεν γνωσθήσομαί σοι εκείθεν· άγιον των αγίων έσται υμίν. 37 θυμίαμα κατά την σύνθεσιν ταύτην ου ποιήσετε υμίν εαυτοίς· αγίασμα έσται υμίν Κυρίω· 38 ός αν ποιήση ωσαύτως ώστε οσφραίνεσθαι εν αυτώ, απολείται εκ τού λαού αυτού.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 ιδού ανακέκλημαι εξ ονόματος τον Βεσελεήλ τον τού Ουρείου τον Ώρ, εκ της φυλής Ιούδα, 3 και ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης εν παντί έργω διανοείσθαι 4 και αρχιτεκτονήσαι, εργάζεσθαι το χρυσίον και το αργύριον και τον χαλκόν και την υάκινθον και την πορφύραν και το κόκκινον το νηστόν 5 και τα λιθουργικά και εις τα έργα τα τεκτονικά των ξύλων, εργάζεσθαι κατά πάντα τα έργα. 6 και εγώ έδωκα αυτόν και τον Ελιάβ τον τού Αχισαμάχ εκ φυλής Δάν και παντί συνετώ καρδία δέδωκα σύνεσιν, και ποιήσουσι πάντα όσα συνέταξά σοι, 7 την σκηνήν τού μαρτυρίου και την κιβωτόν της διαθήκης και το ιλαστήριον το επ’ αυτής και την διασκευήν της σκηνής 8 και τα θυσιαστήρια και την τράπεζαν και πάντα τα σκεύη αυτής και την λυχνίαν την καθαράν και πάντα τα σκεύη αυτής 9 και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού
10 και τας στολάς τας λειτουργικάς Ααρών και τας στολάς των υιών αυτού ιερατεύειν μοι 11 και το έλαιον της χρίσεως και το θυμίαμα της συνθέσεως τού αγίου· κατά πάντα, όσα εγώ ενετειλάμην σοι, ποιήσουσι. 12 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 13 και σύ σύνταξον τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· οράτε, και τα σάββατά μου φυλάξεσθε· σημείόν εστι παρ’ εμοί και εν εμοί εις τας γενεάς υμών, ίνα γνώτε ότι εγώ Κύριος ο αγιάζων υμάς. 14 και φυλάξεσθε τα σάββατα, ότι άγιον τούτό εστι Κυρίω υμίν· ο βεβηλών αυτό θανάτω θανατωθήσεται· πάς ός ποιήσει εν αυτώ έργον, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ μέσου τού λαού αυτού. 15 έξ ημέρας ποιήσεις έργα, τή δε ημέρα τή εβδόμη σάββατα, ανάπαυσις αγία τώ Κυρίω· πάς ός ποιήσει έργον τή ημέρα τή εβδόμη, θανατωθήσεται. 16 και φυλάξουσιν οι υιοί Ισραήλ τα σάββατα ποιείν αυτά εις τας γενεάς αυτών· διαθήκη αιώνιος. 17 εν εμοί και τοίς υιοίς Ισραήλ σημείόν εστιν εν εμοί αιώνιον· ότι έξ ημέραις εποίησε Κύριος τον ουρανόν και την γήν και τή ημέρα τή εβδόμη επαύσατο και κατέπαυσε.18 Καί έδωκε Μωυσή, ηνίκα κατέπαυσε λαλών αυτώ εν τώ όρει τώ Σινά, τας δύο πλάκας τού μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τώ δακτύλω τού Θεού.
1 ΚΑΙ ιδών ο λαός ότι κεχρόνικε Μωυσής καταβήναι εκ τού όρους, συνέστη ο λαός επί Ααρών και λέγουσιν αυτώ· ανάστηθι και ποίησον ημίν θεούς, οί προπορεύσονται ημών· ο γάρ Μωυσής ούτος ο άνθρωπος, ός εξήγαγεν ημάς εκ γής Αιγύπτου, ουκ οίδαμεν τι γέγονεν αυτώ. 2 και λέγει αυτοίς Ααρών· περιέλεσθε τα ενώτια τα χρυσά τα εκ τοίς ωσί των γυναικών υμών και θυγατέρων και ενέγκατε προς με. 3 και περιείλαντο πάς ο λαός τα ενώτια τα χρυσά τα εν τοίς ωσίν αυτών και ήνεγκαν προς Ααρών. 4 και εδέξατο εκ των χειρών αυτών και έπλασεν αυτά εν τή γραφίδι και εποίησεν αυτά μόσχον χωνευτόν και είπεν· ούτοι οι θεοί σου, Ισραήλ, οίτινες ανεβίβασάν σε εκ γής Αιγύπτου. 5 και ιδών Ααρών ωκοδόμησε θυσιαστήριον κατέναντι αυτού, και εκήρυξεν Ααρών λέγων· εορτήν τού Κυρίου αύριον. 6 και ορθρίσας τή επαύριον ανεβίβασεν ολοκαυτώματα και προσήνεγκε θυσίαν σωτηρίου, και εκάθισεν ο λαός φαγείν και πιείν και ανέστησαν παίζειν. 7 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· βάδιζε το τάχος, κατάβηθι εντεύθεν· ηνόμησε γάρ ο λαός σου, ον εξήγαγες εκ γής Αιγύπτου· 8 παρέβησαν ταχύ εκ της οδού, ής ενετείλω αυτοίς· εποίησαν εαυτοίς μόσχον και προσκεκυνήκασιν αυτώ και τεθύκασιν αυτώ και είπαν· ούτοι οι θεοί σου, Ισραήλ, οίτινες ανεβίβασάν σε εκ γής Αιγύπτου. 9 και νύν έασόν με και θυμωθείς οργή εις αυτούς εκτρίψω αυτούς
10 και ποιήσω σε εις έθνος μέγα. 11 και εδεήθη Μωυσής έναντι Κυρίου τού Θεού και είπεν· ινατί, Κύριε, θυμοί οργή εις τον λαόν σου, ούς εξήγαγες εκ γής Αιγύπτου εν ισχύι μεγάλη και εν τώ βραχίονί σου τώ υψηλώ; 12 μη ποτε είπωσιν οι Αιγύπτιοι λέγοντες· μετά πονηρίας εξήγαγεν αυτούς αποκτείναι εν τοίς όρεσι και εξαναλώσαι αυτούς από της γής. παύσαι της οργής τού θυμού σου και ίλεως γενού επί τή κακία τού λαού σου, 13 μνησθείς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ των σών οικετών, οίς ώμοσας κατά σεαυτού και ελάλησας προς αυτούς λέγων· πολυπληθυνώ το σπέρμα υμών ωσεί τα άστρα τού ουρανού τώ πλήθει, και πάσαν την γήν ταύτην, ήν είπας δούναι τώ σπέρματι αυτών, και καθέξουσιν αυτήν εις τον αιώνα. 14 και ιλάσθη Κύριος περί της κακίας, ής είπε ποιήσαι τον λαόν αυτού. 15 Καί αποστρέψας Μωυσής κατέβη από τού όρους, και αι δύο πλάκες τού μαρτυρίου εν ταίς χερσίν αυτού, πλάκες λίθιναι καταγεγραμμέναι εξ αμφοτέρων των μερών αυτών, ένθεν και ένθεν ήσαν γεγραμμέναι· 16 και αι πλάκες έργον Θεού ήσαν, και η γραφή γραφή Θεού κεκολαμμένη εν ταίς πλαξί. 17 και ακούσας Ιησούς της φωνής τού λαού κραζόντων λέγει προς Μωυσήν· φωνή πολέμου εν τή παρεμβολή. 18 και λέγει· ουκ έστι φωνή εξαρχόντων κατ’ ισχύν, ουδέ φωνή εξαρχόντων τροπής, αλλά φωνήν εξαρχόντων οίνου εγώ ακούω. 19 και ηνίκα ήγγιζε τή παρεμβολή, ορά τον μόσχον και τους χορούς, και οργισθείς θυμώ Μωυσής έρριψεν από των χειρών αυτού τας δύο πλάκας, και συνέτριψεν αυτάς υπό το όρος.
20 και λαβών τον μόσχον, ον εποίησαν, κατέκαυσεν αυτόν εν πυρί και κατήλεσεν αυτόν λεπτόν και έσπειρεν αυτόν επί το ύδωρ και επότισεν αυτό τους υιούς Ισραήλ. 21 και είπε Μωυσής τώ Ααρών· τι εποίησέ σοι ο λαός ούτος, ότι επήγαγες επ’ αυτούς αμαρτίαν μεγάλην; 22 και είπεν Ααρών προς Μωυσήν· μη οργίζου, κύριε· σύ γάρ οίδας το όρμημα τού λαού τούτου. 23 λέγουσι γάρ μοι· ποίησον ημίν θεούς, οί προπορεύσονται ημών· ο γάρ Μωυσής ούτος ο άνθρωπος, ός εξήγαγεν ημάς εξ Αιγύπτου, ουκ οίδαμεν τι γέγονεν αυτώ. 24 και είπα αυτοίς· εί τινι υπάρχει χρυσία, περιέλεσθε. και έδωκάν μοι· και έρριψα εις το πύρ, και εξήλθεν ο μόσχος ούτος. 25 και ιδών Μωυσής τον λαόν ότι διεσκέδασται, διεσκέδασε γάρ αυτούς Ααρών επίχαρμα τοίς υπεναντίοις αυτών, 26 έστη δε Μωυσής επί της πύλης της παρεμβολής και είπε· τις προς Κύριον; ίτω προς με. συνήλθον ούν προς αυτόν πάντες οι υιοί Λευί. 27 και λέγει αυτοίς· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· θέσθε έκαστος την εαυτού ρομφαίαν επί τον μηρόν και διέλθατε και ανακάμψατε από πύλης επί πύλην διά της παρεμβολής και αποκτείνατε έκαστος τον αδελφόν αυτού και έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος το έγγιστα αυτού. 28 και εποίησαν οι υιοί Λευί καθά ελάλησεν αυτοίς Μωυσής, και έπεσαν εκ τού λαού εν εκείνη τή ημέρα εις τρισχιλίους άνδρας. 29 και είπεν αυτοίς Μωυσής· επληρώσατε τας χείρας υμών σήμερον Κυρίω, έκαστος εν τώ υιώ ή εν τώ αδελφώ αυτού, δοθήναι εφ’ υμάς ευλογίαν.
30 Καί εγένετο μετά την αύριον είπε Μωυσής προς τον λαόν· υμείς ημαρτήκατε αμαρτίαν μεγάλην· και νύν αναβήσομαι προς τον Θεόν, ίνα εξιλάσωμαι περί της αμαρτίας υμών. 31 υπέστρεψε δε Μωυσής προς Κύριον και είπε· δέομαι, Κύριε· ημάρτηκεν ο λαός ούτος αμαρτίαν μεγάλην και εποίησαν εαυτοίς θεούς χρυσούς. 32 και νύν ει μέν αφείς αυτοίς την αμαρτίαν αυτών, άφες· ει δε μη, εξάλειψόν με εκ της βίβλου σου, ής έγραψας. 33 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· εί τις ημάρτηκεν ενώπιόν μου, εξαλείψω αυτούς εκ της βίβλου μου. 34 νυνί δε βάδιζε, κατάβηθι και οδήγησον τον λαόν τούτον εις τον τόπον, ον είπά σοι· ιδού ο άγγελός μου προπορεύσεται πρό προσώπου σου· ή δ’ αν ημέρα επισκέπτωμαι, επάξω επ΄ αυτούς την αμαρτίαν αυτών. 35 και επάταξε Κύριος τον λαόν περί της ποιήσεως τού μόσχου, ού εποίησεν Ααρών.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν· προπορεύου, ανάβηθι εντεύθεν σύ και ο λαός σου, ούς εξήγαγες εκ γής Αιγύπτου, εις την γήν, ήν ώμοσα τώ Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ λέγων· τώ σπέρματι υμών δώσω αυτήν. 2 και συναποστελώ τον άγγελόν μου πρό προσώπου σου, και εκβαλεί τον Αμορραίον και Χετταίον και Φερεζαίον και Γεργεσαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον και Χαναναίον. 3 και εισάξω σε εις γήν ρέουσαν γάλα και μέλι· ου γάρ μη συναναβώ μετά σού, διά το λαόν σκληροτράχηλόν σε είναι, ίνα μη εξαναλώσω σε εν τή οδώ. 4 και ακούσας ο λαός το ρήμα το πονηρόν τούτο, κατεπένθησεν εν πενθικοίς. 5 και είπε Κύριος τοίς υιοίς Ισραήλ· υμείς λαός σκληροτράχηλος· οράτε, μη πληγήν άλλην επάξω εγώ εφ’ υμάς και εξαναλώσω υμάς. νύν ούν αφέλεσθε τας στολάς των δοξών υμών και τον κόσμον, και δείξω σοι ά ποιήσω σοι. 6 και περιείλαντο οι υιοί Ισραήλ τον κόσμον αυτών και την περιστολήν από τού όρους τού Χωρήβ. 7 Καί λαβών Μωυσής την σκηνήν αυτού έπηξεν έξω της παρεμβολής, μακράν από της παρεμβολής, και εκλήθη σκηνή μαρτυρίου· και εγένετο, πάς ο ζητών Κύριον εξεπορεύετο εις την σκηνήν την έξω της παρεμβολής. 8 ηνίκα δ’ αν εισεπορεύετο Μωυσής εις την σκηνήν έξω της παρεμβολής, ειστήκει πάς ο λαός σκοπεύοντες έκαστος παρά τας θύρας της σκηνής αυτού και κατενοούσαν απιόντος Μωυσή έως τού εισελθείν αυτόν εις την σκηνήν. 9 ως δ’ αν εισήλθε Μωυσής εις την σκηνήν, κατέβαινεν ο στύλος της νεφέλης, και ίστατο επί την θύραν της σκηνής, και ελάλει Μωυσή·
10 και εώρα πάς ο λαός τον στύλον της νεφέλης εστώτα επί της θύρας της σκηνής, και στάντες πάς ο λαός προσεκύνησαν έκαστος από της θύρας της σκηνής αυτού. 11 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω, ως εί τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον. και απελύετο εις την παρεμβολήν, ο δε θεράπων Ιησούς υιός Ναυή νέος ουκ εξεπορεύετο εκ της σκηνής.12 Καί είπε Μωυσής προς Κύριον· ιδού σύ μοι λέγεις· ανάγαγε τον λαόν τούτον, σύ δε ουκ εδήλωσάς μοι, ον συναποστελείς μετ’ εμού· σύ δε μοι είπας· οίδά σε παρά πάντας, και χάριν έχεις παρ’ εμοί. 13 ει ούν εύρηκα χάριν εναντίον σου, εμφάνισόν μοι σεαυτόν γνωστώς, ίνα ίδω σε, όπως αν ώ ευρηκώς χάριν εναντίον σου, και ίνα γνώ ότι λαός σου το έθνος το μέγα τούτο. 14 και λέγει· αυτός προπορεύσομαί σου και καταπαύσω σε. 15 και λέγει προς αυτόν· ει μη αυτός σύ συμπορεύη, μη με αναγάγης εντεύθεν· 16 και πώς γνωστόν έσται αληθώς, ότι εύρηκα χάριν παρά σοί, εγώ τε και ο λαός σου, αλλ’ ή συμπορευομένου σου μεθ’ ημών; και ενδοξασθήσομαι εγώ τε και ο λαός σου παρά πάντα τα έθνη, όσα επί της γής εστι. 17 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· και τούτόν σοι τον λόγον, ον είρηκας, ποιήσω· εύρηκας γάρ χάριν ενώπιον εμού, και οίδά σε παρά πάντας. 18 και λέγει· εμφάνισόν μοι σεαυτόν, 19 και είπεν· εγώ παρελεύσομαι πρότερός σου τή δόξη μου και καλέσω τώ ονόματί μου, Κύριος εναντίον σου· και ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω.
20 και είπεν· ου δυνήση ιδείν το πρόσωπόν μου· ου γάρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται. 21 και είπε Κύριος· ιδού τόπος παρ’ εμοί, στήση επί της πέτρας· 22 ηνίκα δ’ αν παρέλθη η δόξα μου, και θήσω σε εις οπήν της πέτρας και σκεπάσω τή χειρί μου επί σε, έως αν παρέλθω· 23 και αφελώ την χείρα, και τότε όψει τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν· λάξευσον σεαυτώ δύο πλάκας λιθίνας, καθώς και αι πρώται και ανάβηθι προς με εις το όρος, και γράψω επί των πλακών τα ρήματα, ά ήν εν ταίς πλαξί ταίς πρώταις, αίς συνέτριψας. 2 και γίνου έτοιμος εις το πρωί και αναβήση επί το όρος το Σινά και στήσει μοι εκεί επ’ άκρου τού όρους. 3 και μηδείς αναβήτω μετά σού μηδέ οφθήτω εν παντί τώ όρει· και τα πρόβατα και βόες μη νεμέσθωσαν πλησίον τού όρους εκείνου. 4 και ελάξευσε δύο πλάκας λιθίνας, καθάπερ και αι πρώται· και ορθρίσας Μωυσής ανέβη εις το όρος το Σινά, καθότι συνέταξεν αυτώ Κύριος· και έλαβε Μωυσής τας δύο πλάκας τας λιθίνας. 5 και κατέβη Κύριος εν νεφέλη και παρέστη αυτώ εκεί· και εκάλεσε τώ ονόματι Κυρίου. 6 και παρήλθε Κύριος πρό προσώπου αυτού και εκάλεσε· Κύριος ο Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός, 7 και δικαιοσύνην διατηρών και έλεος εις χιλιάδας, αφαιρών ανομίας και αδικίας και αμαρτίας, και ου καθαριεί τον ένοχον, επάγων ανομίας πατέρων επί τέκνα και επί τέκνα τέκνων, επί τρίτην και τετάρτην γενεάν. 8 και σπεύσας Μωυσής, κύψας επί την γήν προσεκύνησε 9 και είπεν· ει εύρηκα χάριν ενώπιόν σου, συμπορευθήτω ο Κύριός μου μεθ’ ημών· ο λαός γάρ σκληροτράχηλός εστι, και αφελείς σύ τας αμαρτίας ημών και τας ανομίας ημών, και εσόμεθα σοί.
10 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· ιδού εγώ τίθημί σοι διαθήκην· ενώπιον παντός τού λαού σου ποιήσω ένδοξα, ά ου γέγονεν εν πάση τή γη και εν παντί έθνει, και όψεται πάς ο λαός, εν οίς εί σύ, τα έργα Κυρίου, ότι θαυμαστά εστιν, ά εγώ ποιήσω σοι. 11 πρόσεχε σύ πάντα, όσα εγώ εντέλλομαί σοι. ιδού εγώ εκβάλλω πρό προσώπου υμών τον Αμορραίον και Χαναναίον και Φερεζαίον και Χετταίον και Ευαίον και Γεργεσαίον και Ιεβουσαίον· 12 πρόσεχε σεαυτώ, μη ποτε θής διαθήκην τοίς εγκαθημένοις επί της γής, εις ήν εισπορεύη εις αυτήν, μη σοι γένηται πρόσκομμα εν υμίν. 13 τους βωμούς αυτών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε, και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε εν πυρί· 14 ου γάρ μη προσκυνήσητε θεοίς ετέροις· ο γάρ Κύριος ο Θεός ζηλωτόν όνομα, Θεός ζηλωτής εστι. 15 μη ποτε θής διαθήκην τοίς εγκαθημένοις επί της γής, και εκπορνεύσωσιν οπίσω των θεών αυτών και θύσωσι τοίς θεοίς αυτών, και καλέσωσί σε, και φάγης των αιμάτων αυτών, 16 και λάβης των θυγατέρων αυτών τοίς υιοίς σου και των θυγατέρων σου δώς τοίς υιοίς αυτών, και εκπορνεύσωσιν αι θυγατέρες σου οπίσω των θεών αυτών, και εκπορνεύσωσιν οι υιοί σου οπίσω των θεών αυτών. 17 και θεούς χωνευτούς ου ποιήσεις σεαυτώ. 18 και την εορτήν των αζύμων φυλάξη· επτά ημέρας φαγή άζυμα, καθάπερ εντέταλμαί σοι, εις τον καιρόν εν μηνί των νέων· εν γάρ μηνί των νέων εξήλθες εξ Αιγύπτου. 19 πάν διανοίγον μήτραν εμοί, τα αρσενικά, πάν πρωτότοκον μόσχου και πρωτότοκον προβάτου.
20 και πρωτότοκον υποζυγίου λυτρώση προβάτω· εάν δε μη λυτρώση αυτό, τιμήν δώσεις. πάν πρωτότοκον των υιών σου λυτρώση· ουκ οφθήση ενώπιόν μου κενός. 21 έξ ημέρας εργά, τή δε εβδόμη καταπαύσεις· τώ σπόρω και τώ αμήτω κατάπαυσις. 22 και εορτήν εβδομάδων ποιήσεις μοι, αρχήν θερισμού πυρού, και εορτήν συναγωγής μεσούντος τού ενιαυτού. 23 τρεις καιρούς τού ενιαυτού οφθήσεται πάν αρσενικόν σου ενώπιον Κυρίου τού Θεού Ισραήλ· 24 όταν γάρ εκβάλω τα έθνη πρό προσώπου σου και πλατύνω τα όριά σου, ουκ επιθυμήσει ουδείς της γής σου, ηνίκα αν αναβαίνης οφθήναι εναντίον Κυρίου τού Θεού σου τρεις καιρούς τού ενιαυτού. 25 ου σφάξεις επί ζύμη αίμα θυσιασμάτων μου, και ου κοιμηθήσεται εις το πρωί θύματα εορτής τού πάσχα. 26 τα πρωτογεννήματα της γής σου θήσεις εις τον οίκον Κυρίου τού Θεού σου. ουχ εψήσεις άρνα εν γάλακτι μητρός αυτού. 27 Καί είπε Κύριος προς Μωυσήν· γράψον σεαυτώ τα ρήματα ταύτα· επί γάρ των λόγων τούτων τέθειμαί σοι διαθήκην και τώ Ισραήλ. 28 και ήν εκεί Μωυσής εναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· άρτον ουκ έφαγε και ύδωρ ουκ έπιε· και έγραψεν επί των πλακών τα ρήματα ταύτα της διαθήκης, τους δέκα λόγους. 29 ως δε κατέβαινε Μωυσής εκ τού όρους, και αι δύο πλάκες επί των χειρών Μωυσή· καταβαίνοντος δε αυτού εκ τού όρους, Μωυσής ουκ ήδει ότι δεδόξασται η όψις τού χρώματος τού προσώπου αυτού εν τώ λαλείν αυτόν αυτώ.
30 και είδεν Ααρών και πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ τον Μωυσήν και ήν δεδοξασμένη η όψις τού χρώματος τού προσώπου αυτού, και εφοβήθησαν εγγίσαι αυτώ. 31 και εκάλεσεν αυτούς Μωυσής, και επεστράφησαν προς αυτόν Ααρών και πάντες οι άρχοντες της συναγωγής, και ελάλησεν αυτοίς Μωυσής. 32 και μετά ταύτα προσήλθον προς αυτόν πάντες οι υιοί Ισραήλ, και ενετείλατο αυτοίς πάντα, όσα ενετείλατο Κύριος προς αυτόν εν τώ όρει Σινά. 33 και επειδή κατέπαυσε λαλών προς αυτούς, επέθηκεν επί το πρόσωπον αυτού κάλυμμα. 34 ηνίκα δ’ αν εισεπορεύετο Μωυσής έναντι Κυρίου λαλείν αυτώ, περιηρείτο το κάλυμμα έως τού εκπορεύεσθαι. και εξελθών ελάλει πάσι τοίς υιοίς Ισραήλ όσα ενετείλατο αυτώ Κύριος, 35 και είδον οι υιοί Ισραήλ το πρόσωπον Μωυσέως ότι δεδόξασται, και περιέθηκε Μωυσής κάλυμμα επί το πρόσωπον εαυτού, έως αν εισέλθη συλλαλείν αυτώ.
1 ΚΑΙ συνήθροισε Μωυσής πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ και είπεν· ούτοι οι λόγοι, ούς είπε Κύριος ποιήσαι αυτούς. 2 έξ ημέρας ποιήσεις έργα, τή δε ημέρα τή εβδόμη κατάπαυσις, άγια σάββατα, ανάπαυσις Κυρίω· πάς ο ποιών έργον εν αυτή τελευτάτω. 3 ου καύσετε πύρ εν πάση κατοικία υμών τή ημέρα των σαββάτων· εγώ Κύριος. 4 Καί είπε Μωυσής προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ λέγων· τούτο το ρήμα, ό συνέταξε Κύριος λέγων· 5 λάβετε παρ’ υμών αυτών αφαίρεμα Κυρίω· πάς ο καταδεχόμενος τή καρδία οίσουσι τας απαρχάς Κυρίω, χρυσίον, αργύριον, χαλκόν, 6 υάκινθον, πορφύραν, κόκκινον διπλούν διανενησμένον και βύσσον κεκλωσμένην και τρίχας αιγείας 7 και δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και δέρματα υακίνθινα και ξύλα άσηπτα. 8 και λίθους σαρδίου και λίθους εις την γλυφήν εις την επωμίδα και τον ποδήρη. 9 και πάς σοφός τή καρδία εν υμίν ελθών εργαζέσθω πάντα, όσα συνέταξε Κύριος·
10 την σκηνήν και τα παραρύματα και τα κατακαλύμματα και τα διατόνια και τους μοχλούς και τους στύλους 11 και την κιβωτόν τού μαρτυρίου και τους αναφορείς αυτής και το ιλαστήριον αυτής και το καταπέτασμα 12 και τα ιστία της αυλής και τους στύλους αυτής 13 και τους λίθους τους της σμαράγδου 14 και το θυμίαμα και το έλαιον τού χρίσματος 15 και την τράπεζαν και πάντα τα σκεύη αυτής 16 και την λυχνίαν τού φωτός και πάντα τα σκεύη αυτής 17 και το θυσιαστήριον και πάντα τα σκεύη αυτού 18 και τας στολάς τας αγίας Ααρών τού ιερέως και τας στολάς, εν αίς λειτουργήσουσιν εν αυταίς, 19 και τους χιτώνας τοίς υιοίς Ααρών της ιερατείας και το έλαιον τού χρίσματος και το θυμίαμα της συνθέσεως.
20 και εξήλθε πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ από Μωυσή 21 και ήνεγκαν έκαστος, ών έφερεν η καρδία αυτών, και όσοις έδοξε τή ψυχή αυτών, ήνεγκαν αφαίρεμα Κυρίω εις πάντα τα έργα της σκηνής τού μαρτυρίου και εις πάντα τα κάτεργα αυτής, και εις πάσας τας στολάς τού αγίου. 22 και ήνεγκαν οι άνδρες παρά των γυναικών, πάς ώ έδοξε τή διανοία, ήνεγκαν σφραγίδας και ενώτια και δακτυλίους και εμπλόκια και περιδέξια, πάν σκεύος χρυσούν, και πάντες όσοι ήνεγκαν αφαιρέματα χρυσίου Κυρίω. 23 και παρ’ ώ ευρέθη βύσσος και δέρματα υακίνθινα και δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα, ήνεγκαν. 24 και πάς ο αφαιρών αφαίρεμα, ήνεγκαν αργύριον και χαλκόν, τα αφαιρέματα Κυρίω, και παρ’ οίς ευρέθη ξύλα άσηπτα εις πάντα τα έργα της παρασκευής ήνεγκαν. 25 και πάσα γυνή σοφή τή διανοία ταίς χερσί νήθειν ήνεγκαν νενησμένα, την υάκινθον και την πορφύραν και το κόκκινον και την βύσσον· 26 και πάσαι αι γυναίκες, αίς έδοξε τή διανοία αυτών εν σοφία, ένησαν τας τρίχας τας αιγείας. 27 και οι άρχοντες ήνεγκαν τους λίθους της σμαράγδου και τους λίθους της πληρώσεως εις την επωμίδα και το λογείον 28 και τας συνθέσεις, και εις το έλαιον της χρίσεως και την σύνθεσιν τού θυμιάματος. 29 και πάς ανήρ και γυνή, ών έφερεν η διάνοια αυτών εισελθόντας ποιείν πάντα τα έργα, όσα συνέταξε Κύριος ποιήσαι αυτά διά Μωυσή, ήνεγκαν οι υιοί Ισραήλ αφαίρεμα Κυρίω.
30 Καί είπε Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ· ιδού ανακέκληκεν ο Θεός εξ ονόματος τον Βεσελεήλ τον τού Ουρίου τον Ώρ, εκ της φυλής Ιούδα, 31 και ενέπλησεν αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης πάντων 32 αρχιτεκτονείν κατά πάντα τα έργα της αρχιτεκτονίας, ποιείν το χρυσίον και το αργύριον και τον χαλκόν 33 και λιθουργήσαι τον λίθον και κατεργάζεσθαι τα ξύλα και ποιείν εν παντί έργω σοφίας· 34 και προβιβάσαι γε έδωκεν εν τή διανοία αυτώ τε και τώ Ελιάβ τώ τού Αχισαμάχ, εκ φυλής Δάν. 35 και ενέπλησεν αυτούς σοφίας, συνέσεως, διανοίας, πάντα συνιέναι ποιήσαι τα έργα τού αγίου και τα υφαντά και ποικιλτά υφάναι τώ κοκκίνω και τή βύσσω, ποιείν πάν έργον αρχιτεκτονίας ποικιλίας.
1 ΚΑΙ εποίησε Βεσελεήλ και Ελιάβ και πάς σοφός τή διανοία, ώ εδόθη σοφία και επιστήμη εν αυτοίς συνιέναι ποιείν πάντα τα έργα κατά τα άγια καθήκοντα, κατά πάντα όσα συνέταξε Κύριος. 2 και εκάλεσε Μωυσής Βεσελεήλ και Ελιάβ και πάντας τους έχοντας την σοφίαν, ώ έδωκεν ο Θεός επιστήμην εν τή καρδία, και πάντας τους εκουσίως βουλομένους προσπορεύεσθαι προς τα έργα, ώστε συντελείν αυτά, 3 και έλαβον παρά Μωυσή πάντα τα αφαιρέματα, ά ήνεγκαν οι υιοί Ισραήλ εις πάντα τα έργα τού αγίου ποιείν αυτά, και αυτοί προσεδέχοντο έτι τα προσφερόμενα παρά των φερόντων το πρωί. 4 και παρεγίνοντο πάντες οι σοφοί οι ποιούντες τα έργα τού αγίου, έκαστος κατά το αυτού έργον, ό ειργάζοντο αυτοί, 5 και είπαν προς Μωυσήν· ότι πλήθος φέρει ο λαός κατά τα έργα, όσα συνέταξε Κύριος ποιήσαι. 6 και προσέταξε Μωυσής και εκήρυξεν εν τή παρεμβολή λέγων· ανήρ και γυνή μηκέτι εργαζέσθωσαν εις τας απαρχάς τού αγίου· και εκωλύθη ο λαός έτι προσφέρειν. 7 και τα έργα ήν αυτοίς ικανά εις την κατασκευήν ποιήσαι, και προσκατέλιπον. 8 Καί εποίησε πάς σοφός εν τοίς εργαζομένοις (Κεφ. ΛΘ 1) τας στολάς των αγίων, αί εισιν Ααρών τώ ιερεί, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 9 και εποίησε την επωμίδα εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης.
10 και ετμήθη τα πέταλα τού χρυσίου τρίχες, ώστε συνυφάναι σύν τή υακίνθω και τή πορφύρα και σύν τώ κοκκίνω τώ διανενησμένω και τή βύσσω τή κεκλωσμένη, έργον υφαντόν εποίησαν αυτό· 11 επωμίδας συνεχούσας εξ αμφοτέρων των μερών, έργον υφαντόν εις άλληλα συμπεπλεγμένον καθ’ εαυτό 12 εξ αυτού εποίησαν κατά την αυτού ποίησιν εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 13 και εποίησαν αμφοτέρους τους λίθους της σμαράγδου συμπεπορπημένους και περισεσιαλωμένους χρυσίω, γεγλυμμένους και εκκεκολαμμένους εγκόλαμμα σφραγίδος εκ των ονομάτων των υιών Ισραήλ· 14 και επέθηκεν αυτούς επί τους ώμους της επωμίδος, λίθους μνημοσύνου των υιών Ισραήλ, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 15 Καί εποίησαν λογείον, έργον υφαντόν ποικιλία κατά το έργον της επωμίδος εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης· 16 τετράγωνον διπλούν εποίησαν το λογείον, σπιθαμής το μήκος και σπιθαμής το εύρος, διπλούν. 17 και συνυφάνθη εν αυτώ ύφασμα κατάλιθον τετράστιχον· στίχος λίθων, σάρδιον και τοπάζιον και σμάραγδος, ο στίχος ο είς· 18 και ο στίχος ο δεύτερος, άνθραξ και σάπφειρος και ίασπις· 19 και ο στίχος ο τρίτος λιγύριον και αχάτης και αμέθυστος·
20 και ο στίχος ο τέταρτος χρυσόλιθος και βηρύλλιον και ονύχιον· περικεκυκλωμένα χρυσίω και συνδεδεμένα χρυσίω. 21 και οι λίθοι ήσαν εκ των ονομάτων των υιών Ισραήλ δώδεκα εκ των ονομάτων αυτών, εγγεγλυμμένα εις σφραγίδας, έκαστος εκ τού εαυτού ονόματος, εις τας δώδεκα φυλάς. 22 και εποίησαν επί το λογείον κρωσσούς συμπεπλεγμένους, έργον εμπλοκίου εκ χρυσίου καθαρού· 23 και εποίησαν δύο ασπιδίσκας χρυσάς και δύο δακτυλίους χρυσούς 24 και επέθηκαν τους δύο δακτυλίους τους χρυσούς επ΄ αμφοτέρας τας αρχάς τού λογείου· 25 και επέθηκαν τα εμπλόκια εκ χρυσίου επί τους δακτυλίους επ’ αμφοτέρων των μερών τού λογείου και εις τας δύο συμβολάς τα δύο εμπλόκια 26 και επέθηκαν επί τας δύο ασπιδίσκας και επέθηκαν επί τους ώμους της επωμίδος εξεναντίας κατά πρόσωπον. 27 και εποίησαν δύο δακτυλίους χρυσούς και επέθηκαν επί τα δύο πτερύγια επ’ άκρου τού λογείου και επί το άκρον τού οπισθίου της επωμίδος έσωθεν. 28 και εποίησαν δύο δακτυλίους χρυσούς και επέθηκαν επ΄ αμφοτέρους τους ώμους της επωμίδος κάτωθεν αυτού κατά πρόσωπον κατά την συμβολήν άνωθεν της συνυφής της επωμίδος. 29 και συνέσφιγξε το λογείον από των δακτυλίων των επ’ αυτού εις τους δακτυλίους της επωμίδος, συνεχομένους εκ της υακίνθου, συμπεπλεγμένους εις το ύφασμα της επωμίδος, ίνα μη χαλάται το λογείον από της επωμίδος, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
30 Καί εποίησαν τον υποδύτην υπό την επωμίδα, έργον υφαντόν, όλον υακίνθινον· 31 το δε περιστόμιον τού υποδύτου εν τώ μέσω διυφασμένον συμπλεκτόν, ώαν έχον κύκλω το περιστόμιον αδιάλυτον. 32 και εποίησαν επί τού λώματος τού υποδύτου κάτωθεν ως εξανθούσης ρόας ροίσκους, εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης 33 και εποίησαν κώδωνας χρυσούς και επέθηκαν τους κώδωνας επί το λώμα τού υποδύτου κύκλω ανά μέσον των ροίσκων· 34 κώδων χρυσούς και ροίσκος επί τού λώματος τού υποδύτου κύκλω εις το λειτουργείν, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 35 Καί εποίησαν χιτώνας βυσσίνους, έργον υφαντόν, Ααρών και τοίς υιοίς αυτού 36 και τας κιδάρεις εκ βύσσου και την μίτραν εκ βύσσου και τα περισκελή εκ βύσσου κεκλωσμένης 37 και τας ζώνας αυτών εκ βύσσου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου, έργον ποικιλτού, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 38 Καί εποίησαν το πέταλον το χρυσούν, αφόρισμα τού αγίου, χρυσίου καθαρού· 39 και έγραψεν επ’ αυτού γράμματα εκτετυπωμένα σφραγίδος Αγίασμα Κυρίω·
40 και επέθηκαν επί το λώμα υακίνθυνον, ώστε επικείσθαι επί την μίτραν άνωθεν,
1 ΚΑΙ εποίησαν τή σκηνή δέκα αυλαίας, 2 οκτώ και είκοσι πήχεων μήκος της αυλαίας της μιάς (το αυτό ήν πάσαις) και τεσσάρων πήχεων το εύρος της αυλαίας της μιάς. 3 και εποίησαν το καταπέτασμα εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης, έργον υφάντου Χερουβίμ, 4 και επέθηκαν αυτό επί τέσσαρας στύλους ασήπτους κατακεχρυσωμένους εν χρυσίω και αι κεφαλίδες αυτών χρυσαί, και αι βάσεις αυτών τέσσαρες αργυραί. 5 και εποίησαν το καταπέτασμα της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης, έργον υφάντου Χερουβίμ, 6 και τους στύλους αυτού πέντε και τους κρίκους· και τας κεφαλίδας αυτών και τας ψαλίδας αυτών κατεχρύσωσαν χρυσίω, και αι βάσεις αυτών πέντε χαλκαί. (Κεφ. ΛΗ 9). 7 Καί εποίησαν την αυλήν· τα προς λίβα ιστία της αυλής εκ βύσσου κεκλωσμένης εκατόν εφ’ εκατόν, 8 και οι στύλοι αυτών είκοσι, και αι βάσεις αυτών είκοσι· 9 και το κλίτος το προς βορράν εκατόν εφ΄ εκατόν και το κλίτος το προς νότον εκατόν εφ’ εκατόν, και οι στύλοι αυτών είκοσι, και αι βάσεις αυτών είκοσι·
10 και το κλίτος το προς θάλασσαν αυλαίαι πεντήκοντα πήχεων, στύλοι αυτών δέκα, και αι βάσεις αυτών δέκα· 11 και το κλίτος το προς ανατολάς πεντήκοντα πήχεων, ιστία 12 πεντεκαίδεκα πήχεων το κατά νώτου, και οι στύλοι αυτών τρεις, και αι βάσεις αυτών τρεις, 13 και επί τού νώτου τού δευτέρου ένθεν και ένθεν κατά την πύλην της αυλής αυλαίαι πεντεκαίδεκα πήχεων, και οι στύλοι αυτών τρεις και αι βάσεις αυτών τρεις. 14 πάσαι αι αυλαίαι της σκηνής εκ βύσου κεκλωσμένης, 15 και αι βάσεις των στύλων αυτών χαλκαί, και αι αγκύλαι αυτών αργυραί, και αι κεφαλίδες αυτών περιηργυρωμέναι αργυρίω, και οι στύλοι περιηργυρωμένοι αργυρίω, πάντες οι στύλοι της αυλής. 16 και το καταπέτασμα της πύλης της αυλής έργον ποικιλτού εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης, είκοσι πήχεων το μήκος, και το ύψος και το εύρος πέντε πήχεων εξισούμενον τοίς ιστίοις της αυλής· 17 και οι στύλοι αυτών τέσσαρες, και αι βάσεις αυτών τέσσαρες χαλκαί, και αι αγκύλαι αυτών αργυραί, και αι κεφαλίδες αυτών περιηργυρωμέναι αργυρίω· 18 και πάντες οι πάσσαλοι της αυλής κύκλω χαλκοί, και αυτοί περιηργυρωμένοι αργυρίω. 19 Καί αύτη η σύνταξις της σκηνής τού μαρτυρίου, καθά συνετάγη Μωυσή, την λειτουργίαν είναι των Λευιτών διά Ιθάμαρ τού υιού Ααρών τού ιερέως.
20 και Βεσελεήλ ο τού Ουρίου, εκ φυλής Ιούδα, εποίησε καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή, 21 και Ελιάβ ο τού Αχισαμάχ, εκ φυλής Δάν, ός ηρχιτεκτόνησε τα υφαντά και τα ραφιδευτά και ποικιλτικά υφάναι τώ κοκκίνω και τή βύσσω.
1 ΚΑΙ εποίησε Βεσελεήλ την κιβωτόν. 2 και κατεχρύσωσεν αυτήν χρυσίω καθαρώ έσωθεν και έξωθεν. 3 και εχώνευσεν αυτή τέσσαρας δακτυλίους χρυσούς, δύο επί το κλίτος το έν και δύο επί το κλίτος το δεύτερον, 4 ευρείς τοίς διωστήρσιν ώστε αίρειν αυτήν εν αυτοίς. 5 και εποίησε το ιλαστήριον επάνωθεν της κιβωτού εκ χρυσίου καθαρού 6 και τους δύο Χερουβίμ χρυσούς, 7 Χερούβ ένα επί το άκρον τού ιλαστηρίου το έν και Χερούβ ένα επί το άκρον τού ιλαστηρίου το δεύτερον, 8 σκιάζοντα ταίς πτέρυξιν αυτών επί το ιλαστήριον. 9 Καί εποίησε την τράπεζαν την προκειμένην εκ χρυσίου καθαρού·
10 και εχώνευσεν αυτή τέσσαρας δακτυλίους, δύο επί τού κλίτους τού ενός και δύο επί τού κλίτους τού δευτέρου, ευρείς ώστε αίρειν τοίς διωστήρσιν εν αυτοίς. 11 και τους διωστήρας της κιβωτού και της τραπέζης εποίησε και κατεχρύσωσεν αυτούς χρυσίω. 12 και εποίησε τα σκεύη της τραπέζης, τα τε τρυβλία και τας θυίσκας και τους κυάθους και τα σπονδεία, εν οίς σπείσει εν αυτοίς, χρυσά. 13 Καί εποίησε την λυχνίαν, ή φωτίζει, χρυσήν, 14 στερεάν τον καυλόν, και τους καλαμίσκους εξ αμφοτέρων των μερών αυτής· 15 εκ των καλαμίσκων αυτής οι βλαστοί εξέχοντες, τρεις εκ τούτου, και τρεις εκ τούτου, εξισούμενοι αλλήλοις· 16 και τα λαμπάδια αυτών, ά εστιν επί των άκρων, καρυωτά εξ αυτών· και τα ενθέμια εξ αυτών, ίνα ώσιν οι λύχνοι επ’ αυτών, και το ενθέμιον το έβδομον, το επ’ άκρου τού λαμπαδίου, επί της κορυφής άνωθεν, στερεόν όλον χρυσούν· 17 και επτά λύχνους επ’ αυτής χρυσούς και τας λαβίδας αυτής χρυσάς και τας επαρυστρίδας αυτών χρυσάς. (Κεφ. ΛΣΤ 1 34-36) 18 Ούτος περιηργύρωσε τους στύλους και εχώνευσε τώ στύλω δακτυλίους χρυσούς και εχρύσωσε τους μοχλούς χρυσίω και κατεχρύσωσε τους στύλους τού καταπετάσματος χρυσίω και εποίησε τας αγκύλας χρυσάς. 19 ούτος εποίησε και τους κρίκους της σκηνής χρυσούς και τους κρίκους της αυλής και κρίκους εις το εκτείνειν το κατακάλυμμα άνωθεν χαλκούς.
20 ούτος εχώνευσε τας κεφαλίδας τας αργυράς της σκηνής και τας κεφαλίδας τας χαλκάς της θύρας της σκηνής και την πύλην της αυλής και αγκύλας εποίησε τοίς στύλοις αργυράς επί των στύλων· ούτος περιηργύρωσεν αυτάς. (Κεφ. ΛΗ 20) 21 ούτος εποίησε τους πασσάλους της σκηνής και τους πασσάλους της αυλής χαλκούς. 22 ούτος εποίησε το θυσιαστήριον το χαλκούν εκ των πυρείων των χαλκών, ά ήσαν τοίς ανδράσι τοίς καταστασιάσασι μετά της Κορέ συναγωγής. 23 ούτος εποίησε πάντα τα σκεύη τού θυσιαστηρίου και το πυρείον αυτού και την βάσιν και τας φιάλας και τας κρεάγρας τας χαλκάς. 24 ούτος εποίησε θυσιαστηρίω παράθεμα, έργον δικτυωτόν κάτωθεν τού πυρείου υπό αυτό έως τού ημίσους αυτού, και επέθηκεν αυτώ τέσσαρας δακτυλίους εκ των τεσσάρων μερών τού παραθέματος τού θυσιαστηρίου χαλκούς, ευρείς τοίς μοχλοίς ώστε αίρεν εν αυτοίς το θυσιαστήριον. (Κεφ. ΛΖ 29) 25 ούτος εποίησε το έλαιον της χρίσεως το άγιον και την σύνθεσιν τού θυμιάματος, καθαρόν έργον μυρεψού. (Κεφ. ΛΗ 8) 26 ούτος εποίησε τον λουτήρα τον χαλκούν και την βάσιν αυτού χαλκήν εκ των κατόπτρων των νηστευσασών, αί ενήστευσαν παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, εν ή ημέρα έπηξεν αυτήν· (Κεφ. Μ 1 30-31) 27 και εποίησε τον λουτήρα, ίνα νίπτωνται εξ αυτού Μωυσής και Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών και τους πόδας· εισπορευομένων αυτών εις την σκηνήν τού μαρτυρίου ή όταν προσπορεύωνται προς το θυσιαστήριον λειτουργείν, ενίπτοντο εξ αυτού, καθάπερ συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΠΑΝ το χρυσίον, ό κατειργάσθη εις τα έργα κατά πάσαν την εργασίαν των αγίων, εγένετο χρυσίου τού της απαρχής, εννέα και είκοσι τάλαντα και επτακόσιοι είκοσι σίκλοι κατά τον σίκλον τον άγιον· 2 και αργυρίου αφαίρεμα παρά των επεσκεμμένων ανδρών της συναγωγής εκατόν τάλαντα και χίλιοι επτακόσιοι εβδομήκοντα πέντε σίκλοι, δραχμή μία τή κεφαλή το ήμισυ τού σίκλου, κατά τον σίκλον τον άγιον, 3 πάς ο παραπορευόμενος την επίσκεψιν από εικοσαετούς και επάνω εις τας εξήκοντα μυριάδας και τρισχίλιοι πεντακόσιοι και πεντήκοντα. 4 και εγενήθη τα εκατόν τάλαντα τού αργυρίου εις την χώνευσιν των εκατόν κεφαλίδων της σκηνής και εις τας κεφαλίδας τού καταπετάσματος, 5 εκατόν κεφαλίδες εις τα εκατόν τάλαντα, τάλαντον τή κεφαλίδι. 6 και τους χιλίους επτακοσίους εβδομήκοντα πέντε σίκλους εποίησεν εις τας αγκύλας τοίς στύλοις, και κατεχρύσωσε τας κεφαλίδας αυτών και κατεκόσμησεν αυτούς. 7 και ο χαλκός τού αφαιρέματος εβδομήκοντα τάλαντα και χίλιοι πεντακόσιοι σίκλοι. 8 και εποίησαν εξ αυτού τας βάσεις της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου 9 και τας βάσεις της αυλής κύκλω και τας βάσεις της πύλης της αυλής και τους πασσάλους της σκηνής και τους πασσάλους της αυλής κύκλω
10 και το παράθεμα το χαλκούν τού θυσιαστηρίου και πάντα τα σκεύη τού θυσιαστηρίου και πάντα τα εργαλεία της σκηνής τού μαρτυρίου. (Κεφ. ΛΘ 32) 11 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή, ούτως εποίησαν. 12 Τό δε λοιπόν χρυσίον τού αφαιρέματος εποίησαν σκεύη εις το λειτουργείν εν αυτοίς έναντι Κυρίου. 13 και την καταλειφθείσαν υάκινθον και πορφύραν και το κόκκινον εποίησαν στολάς λειτουργικάς Ααρών, ώστε λειτουργείν εν αυταίς εν τώ αγίω. 14 Καί ήνεγκαν τας στολάς προς Μωυσήν και την σκηνήν και τα σκεύη αυτής και τας βάσεις και τους μοχλούς αυτής και τους στύλους 15 και την κιβωτόν της διαθήκης και τους διωστήρας αυτής και το θυσιαστήριον και πάντα τα σκεύη αυτού 16 και το έλαιον της χρίσεως και το θυμίαμα της συνθέσεως και την λυχνίαν την καθαράν 17 και τους λύχνους αυτής, λύχνους της καύσεως, και το έλαιον τού φωτός 18 και την τράπεζαν της προθέσεως και πάντα τα σκεύη αυτής, και τους άρτους τους προκειμένους, 19 και τας στολάς τού αγίου, αί εισιν Ααρών, και τας στολάς των υιών αυτού εις την ιερατείαν
20 και τα ιστία της αυλής και τους στύλους και το καταπέτασμα της θύρας της σκηνής και της πύλης της αυλής, 21 και πάντα τα σκεύη της σκηνής και πάντα τα εργαλεία αυτής, και τας διφθέρας δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και τα καλύμματα υακίνθινα και των λοιπών τα επικαλύμματα και τους πασσάλους και πάντα τα εργαλεία τα εις τα έργα της σκηνής τού μαρτυρίου· 22 όσα συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή, ούτως εποίησαν οι υιοί Ισραήλ πάσαν την αποσκευήν. 23 και είδε Μωυσής πάντα τα έργα, και ήσαν πεποιηκότες αυτά ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή, ούτως εποίησαν αυτά· και ευλόγησεν αυτούς Μωυσής.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 εν ημέρα μια τού μηνός τού πρώτου νουμηνία στήσεις την σκηνήν τού μαρτυρίου 3 και θήσεις την κιβωτόν τού μαρτυρίου και σκεπάσεις την κιβωτόν τώ καταπετάσματι 4 και εισοίσεις την τράπεζαν και προθήσεις την πρόθεσιν αυτής και εισοίσεις την λυχνίαν και επιθήσεις τους λύχνους αυτής. 5 και θήσεις το θυσιαστήριον το χρυσούν εις το θυμιάν εναντίον της κιβωτού και επιθήσεις κάλυμμα καταπετάσματος επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου 6 και το θυσιαστήριον των καρπωμάτων θήσεις παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου και περιθήσεις την σκηνήν και πάντα τα αυτής αγιάσεις κύκλω. 7 και λήψη το έλαιον τού χρίσματος και χρίσεις την σκηνήν και πάντα τα εν αυτή και αγιάσεις αυτήν και πάντα τα σκεύη αυτής και έσται αγία. 8 και χρίσεις το θυσιαστήριον των καρπωμάτων και πάντα τα σκεύη αυτού. 9 και αγιάσεις το θυσιαστήριον, και έσται το θυσιαστήριον άγιον των αγίων.
10 και προσάξεις Ααρών και τους υιούς αυτού επί τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου και λούσεις αυτούς ύδατι 11 και ενδύσεις Ααρών τας στολάς τας αγίας και χρίσεις αυτόν και αγιάσεις αυτόν, και ιερατεύσει μοι· 12 και τους υιούς αυτού προσάξεις και ενδύσεις αυτούς χιτώνας 13 και αλείψεις αυτούς, ον τρόπον ήλειψας τον πατέρα αυτών, και ιερατεύσουσί μοι· και έσται ώστε είναι αυτοίς χρίσμα ιερατείας εις τον αιώνα, εις τας γενεάς αυτών. 14 και εποίησε Μωυσής πάντα, όσα ενετείλατο αυτώ Κύριος, ούτως εποίησε. 15 Καί εγένετο εν τώ μηνί τώ πρώτω, τώ δευτέρω έτει, εκπορευομένων αυτών εξ Αιγύπτου, νουμηνία εστάθη η σκηνή· 16 και έστησε Μωυσής την σκηνήν, και επέθηκε τας κεφαλίδας και διενέβαλε τους μοχλούς και έστησε τους στύλους 17 και εξέτεινε τας αυλαίας επί την σκηνήν, και επέθηκε το κατακάλυμμα της σκηνής επ’ αυτήν άνωθεν, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 18 και λαβών τα μαρτύρια ενέβαλεν εις την κιβωτόν και υπέθηκε τους διωστήρας υπό την κιβωτόν 19 και εισήνεγκε την κιβωτόν εις την σκηνήν, και επέθηκε το κατακάλυμμα τού καταπετάσματος και εσκέπασε την κιβωτόν τού μαρτυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
20 και επέθηκε την τράπεζαν εις την σκηνήν τού μαρτυρίου επί το κλίτος της σκηνής τού μαρτυρίου το προς βορράν, έξωθεν τού καταπετάσματος της σκηνής, 21 και προέθηκεν επ’ αυτής άρτους της προθέσεως έναντι Κυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 22 και έθηκε την λυχνίαν εις την σκηνήν τού μαρτυρίου εις το κλίτος της σκηνής το προς νότον 23 και επέθηκε τους λύχνους αυτής έναντι Κυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 24 και έθηκε το θυσιαστήριον το χρυσούν εν τή σκηνή τού μαρτυρίου απέναντι τού καταπετάσματος 25 και εθυμίασεν επ΄ αυτού θυμίαμα της συνθέσεως, καθάπερ συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 26 και το θυσιαστήριον των καρπωμάτων έθηκε παρά τας θύρας της σκηνής 27 και έστησε την αυλήν κύκλω της σκηνής και τού θυσιαστηρίου. και συνετέλεσε Μωυσής πάντα τα έργα. 28 Καί εκάλυψεν η νεφέλη την σκηνήν τού μαρτυρίου, και δόξης Κυρίου επλήσθη η σκηνή· 29 και ουκ ηδυνάσθη Μωυσής εισελθείν εις την σκηνήν τού μαρτυρίου, ότι επεσκίαζεν επ’ αυτήν η νεφέλη και δόξης Κυρίου ενεπλήσθη η σκηνή.
30 ηνίκα δ’ αν ανέβη η νεφέλη από της σκηνής, ανεζεύγνυσαν οι υιοί Ισραήλ σύν τή απαρτία αυτών· 31 ει δε μη ανέβη η νεφέλη, ουκ ανεζεύγνυσαν έως ημέρας, ής ανέβη η νεφέλη· 32 νεφέλη γάρ ήν επί της σκηνής ημέρας και πύρ ήν επ΄ αυτής νυκτός εναντίον παντός Ισραήλ, εν πάσαις ταίς αναζυγαίς αυτών.
1 ΚΑΙ ανεκάλεσε Μωυσήν, και ελάλησε Κύριος αυτώ εκ της σκηνής τού μαρτυρίου λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, και ερείς προς αυτούς· άνθρωπος εξ υμών εάν προσαγάγη δώρα τώ Κυρίω, από των κτηνών και από των βοών και από των προβάτων προσοίσετε τα δώρα υμών. 3 εάν ολοκαύτωμα το δώρον αυτού εκ των βοών, άρσεν άμωμον προσάξει· προς την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου προσοίσει αυτό δεκτόν εναντίον Κυρίου. 4 και επιθήσει την χείρα επί την κεφαλήν τού καρπώματος, δεκτόν αυτώ εξιλάσασθαι περί αυτού. 5 και σφάξουσι τον μόσχον έναντι Κυρίου, και προσοίσουσιν οι υιοί Ααρών οι ιερείς το αίμα, και προσχεούσι το αίμα επί το θυσιαστήριον κύκλω το επί των θυρών της σκηνής τού μαρτυρίου. 6 και εκδείραντες το ολοκαύτωμα μελιούσιν αυτό κατά μέλη, 7 και επιθήσουσιν οι υιοί Ααρών οι ιερείς πύρ επί το θυσιαστήριον και επιστοιβάσουσι ξύλα επί το πύρ. 8 και επιστοιβάσουσιν οι υιοί Ααρών οι ιερείς τα διχοτομήματα και την κεφαλήν και το στέαρ επί τα ξύλα τα επί τού πυρός τα όντα επί τού θυσιαστηρίου, 9 τα δε εγκοίλια και τους πόδας πλυνούσιν ύδατι, και επιθήσουσιν οι ιερείς τα πάντα επί το θυσιαστήριον· κάρπωμά εστι, θυσία, οσμή ευωδίας τώ Κυρίω.
10 Εάν δε από των προβάτων το δώρον αυτού τώ Κυρίω, από τε των αρνών και των ερίφων, εις ολοκαυτώματα, άρσεν άμωμον προσάξει αυτό και επιθήσει την χείρα επί την κεφαλήν αυτού. 11 και σφάξουσιν αυτό εκ πλαγίων τού θυσιαστηρίου προς βορράν έναντι Κυρίου και προσχεούσιν οι υιοί Ααρών οι ιερείς το αίμα αυτού επί το θυσιαστήριον κύκλω. 12 και διελούσιν αυτό κατά μέλη και την κεφαλήν και το στέαρ, και επιστοιβάσουσιν οι ιερείς αυτά επί τα ξύλα τα επί τού πυρός τα επί τού θυσιαστηρίου. 13 και τα εγκοίλια και τους πόδας πλυνούσιν ύδατι. και προσοίσει ο ιερεύς τα πάντα και επιθήσει επί το θυσιαστήριον· κάρπωμά εστι, θυσία, οσμή ευωδίας τώ Κυρίω. 14 Εάν δε από των πετεινών κάρπωμα προσφέρη δώρον αυτού τώ Κυρίω, και προσοίσει από των τρυγόνων, ή από των περιστερών το δώρον αυτού. 15 και προσοίσει αυτό ο ιερεύς προς το θυσιαστήριον και αποκνίσει την κεφαλήν, και επιθήσει ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον και στραγγιεί το αίμα προς την βάσιν τού θυσιαστηρίου. 16 και αφελεί τον πρόλοβον σύν τοίς πτεροίς και εκβαλεί αυτό παρά το θυσιαστήριον κατά ανατολάς εις τον τόπον της σποδού. 17 και εκκλάσει αυτό εκ των πτερύγων και ου διελεί, και επιθήσει αυτό ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον, επί τα ξύλα τα επί τού πυρός· κάρπωμά εστι, θυσία, οσμή ευωδίας τώ Κυρίω.
1 ΕΑΝ δε ψυχή προσφέρη δώρον θυσίαν τώ Κυρίω, σεμίδαλις έσται το δώρον αυτού, και επιχεεί επ΄ αυτό έλαιον και επιθήσει επ΄ αυτό λίβανον· θυσία εστί. 2 και οίσει προς τους υιούς Ααρών τους ιερείς, και δραξάμενος απ΄ αυτής πλήρη την δράκα από της σεμιδάλεως σύν τώ ελαίω και πάντα τον λίβανον αυτής, και επιθήσει ο ιερεύς το μνημόσυνον αυτής επί το θυσιαστήριον· θυσία, οσμή ευωδίας τώ Κυρίω. 3 και το λοιπόν από της θυσίας Ααρών και τοίς υιοίς αυτού· άγιον των αγίων από των θυσιών Κυρίου. εάν δε προσφέρη δώρον θυσίαν πεπεμμένην εν κλιβάνω, δώρον Κυρίω εκ σεμιδάλεως, άρτους αζύμους πεφυραμένους εν ελαίω και λάγανα άζυμα διακεχρισμένα εν ελαίω. 5 εάν δε θυσία από τηγάνου το δώρόν σου, σεμίδαλις πεφυραμένη εν ελαίω, άζυμά εστι. 6 και διαθρύψεις αυτά κλάσματα, και επιχεείς επ’ αυτά έλαιον. θυσία εστί Κυρίω. 7 εάν δε θυσία από τηγάνου το δώρόν σου, σεμίδαλις εν ελαίω ποιηθήσεται. 8 και προσοίσει την θυσίαν, ήν αν ποιήση εκ τούτων τώ Κυρίω, και προσοίσει προς τον ιερέα· και προσεγγίσας προς το θυσιαστήριον 9 αφελεί ο ιερεύς από της θυσίας το μνημόσυνον αυτής, και επιθήσει ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον· κάρπωμα, οσμή ευωδίας τώ Κυρίω.
10 το δε καταλειφθέν από της θυσίας, Ααρών και τοίς υιοίς αυτού· άγια των αγίων από των καρπωμάτων Κυρίου. 11 Πάσαν θυσίαν, ήν αν προσφέρητε Κυρίω, ου ποιήσετε ζυμωτόν· πάσαν γάρ ζύμην και πάν μέλι ου προσοίσετε απ΄ αυτού, καρπώσαι Κυρίω. 12 δώρον απαρχής προσοίσετε αυτά Κυρίω, επί δε το θυσιαστήριον ουκ αναβιβασθήσεται εις οσμήν ευωδίας Κυρίω. 13 και πάν δώρον θυσίας υμών αλί αλισθήσεται· ου διαπαύσατε άλας διαθήκης Κυρίου από θυσιασμάτων υμών, επί παντός δώρου υμών προσοίσετε Κυρίω τώ Θεώ υμών άλας. 14 εάν δε προσφέρης θυσίαν πρωτογεννημάτων τώ Κυρίω, νέα πεφρυγμένα χίδρα ερικτά τώ Κυρίω, και προσοίσεις την θυσίαν των πρωτογεννημάτων 15 και επιχεείς επ΄ αυτήν έλαιον και επιθήσεις επ΄ αυτήν λίβανον· θυσία εστί. 16 και ανοίσει ο ιερεύς το μνημόσυνον αυτής από των χίδρων σύν τώ ελαίω και πάντα τον λίβανον αυτής· κάρπωμά εστι τώ Κυρίω.
1 ΕΑΝ δε θυσία σωτηρίου το δώρον αυτού τώ Κυρίω, εάν μέν εκ των βοών αυτού προσαγάγη, εάν τε άρσεν, εάν τε θήλυ, άμωμον προσάξει αυτό έναντι Κυρίου. 2 και επιθήσει τας χείρας επί την κεφαλήν τού δώρου, και σφάξει αυτό εναντίον Κυρίου παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, και προσχεούσιν οι υιοί Ααρών οι ιερείς το αίμα επί το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων κύκλω. 3 και προσάξουσιν από της θυσίας τού σωτηρίου κάρπωμα Κυρίω, το στέαρ το κατακαλύπτον την κοιλίαν και πάν το στέαρ το επί της κοιλίας 4 και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ΄ αυτών, το επί των μηρίων, και τον λοβόν τον επί τού ήπατος σύν τοίς νεφροίς περιελεί. 5 και ανοίσουσιν αυτά οι υιοί Ααρών οι ιερείς επί το θυσιαστήριον επί τα ολοκαυτώματα επί τα ξύλα τα επί τού πυρός επί τού θυσιαστηρίου· κάρπωμα, οσμήν ευωδίας Κυρίω. 6 Εάν δε από των προβάτων το δώρον αυτού θυσία σωτηρίου τώ Κυρίω, άρσεν ή θήλυ, άμωμον προσοίσει αυτό. 7 εάν άρνα προσαγάγη το δώρον αυτού, προσάξει αυτό έναντι Κυρίου, 8 και επιθήσει τας χείρας επί την κεφαλήν τού δώρου αυτού και σφάξει αυτό παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, και προσχεούσιν οι υιοί Ααρών οι ιερείς το αίμα επί το θυσιαστήριον κύκλω. 9 και προσοίσει από της θυσίας τού σωτηρίου κάρπωμα τώ Κυρίω, το στέαρ και την οσφύν άμωμον (σύν ταίς ψόαις περιελεί αυτό) και πάν το στέαρ το κατακαλύπτον την κοιλίαν, και πάν το στέαρ το επί της κοιλίας
10 και αμφοτέρους τους νεφρούς και το στέαρ το επ’ αυτών, το επί των μηρίων, και τον λοβόν τον επί τού ήπατος σύν τοίς νεφροίς περιελών, 11 ανοίσει ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον· οσμή ευωδίας, κάρπωμα Κυρίω. 12 Εάν δε από των αιγών το δώρον αυτού, και προσάξει έναντι Κυρίου. 13 και επιθήσει τας χείρας επί την κεφαλήν αυτού, και σφάξουσιν αυτό έναντι Κυρίου παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, και προσχεούσιν οι υιοί Ααρών οι ιερείς το αίμα επί το θυσιαστήριον κύκλω. 14 και ανοίσει απ’ αυτού κάρπωμα Κυρίω το στέαρ το κατακαλύπτον την κοιλίαν και πάν το στέαρ το επί της κοιλίας 15 και αμφοτέρους τους νεφρούς και πάν το στέαρ το επ’ αυτών, το επί των μηρίων, και τον λοβόν τού ήπατος σύν τοίς νεφροίς περιελεί. 16 και ανοίσει ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον· κάρπωμα, οσμή ευωδίας τώ Κυρίω. πάν το στέαρ τώ Κυρίω· 17 νόμιμον εις τον αιώνα εις τας γενεάς υμών, εν πάση κατοικία υμών· πάν στέαρ και πάν αίμα ουκ έδεσθε.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον προς τους υιούς Ισραήλ, λέγων· ψυχή εάν αμάρτη έναντι Κυρίου ακουσίως από πάντων των προσταγμάτων Κυρίου, ών ου δεί ποιείν, και ποιήσει έν τι απ’ αυτών· 3 εάν μέν ο αρχιερεύς ο κεχρισμένος αμάρτη τού τον λαόν αμαρτείν, και προσάξει περί της αμαρτίας αυτού, ής ήμαρτε, μόσχον εκ βοών άμωμον τώ Κυρίω περί της αμαρτίας. 4 και προσάξει τον μόσχον παρά την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου έναντι Κυρίου, και επιθήσει την χείρα αυτού επί την κεφαλήν τού μόσχου έναντι Κυρίου, και σφάξει τον μόσχον ενώπιον Κυρίου. 5 και λαβών ο ιερεύς ο χριστός ο τετελειωμένος τας χείρας από τού αίματος τού μόσχου και εισοίσει αυτό εις την σκηνήν τού μαρτυρίου 6 και βάψει ο ιερεύς τον δάκτυλον εις το αίμα, και προσρανεί από τού αίματος επτάκις έναντι Κυρίου, κατά το καταπέτασμα το άγιον· 7 και επιθήσει ο ιερεύς από τού αίματος τού μόσχου επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου τού θυμιάματος της συνθέσεως τού εναντίον Κυρίου, ό εστιν εν τή σκηνή τού μαρτυρίου· και πάν το αίμα τού μόσχου εκχεεί παρά την βάσιν τού θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, ό εστι παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου. 8 και πάν το στέαρ τού μόσχου τού της αμαρτίας περιελεί απ’ αυτού, το στέαρ το κατακαλύπτον τα ενδόσθια και πάν το στέαρ το επί των ενδοσθίων 9 και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ’ αυτών, ό εστιν επί των μηρίων, και τον λοβόν τον επί τού ήπατος σύν τοίς νεφροίς περιελεί αυτό,
10 ον τρόπον αφαιρείται αυτό από τού μόσχου τού της θυσίας τού σωτηρίου, και ανοίσει ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον της καρπώσεως. 11 και το δέρμα τού μόσχου και πάσαν αυτού την σάρκα σύν τή κεφαλή και τοίς ακρωτηρίοις και τή κοιλία και τή κόπρω 12 και εξοίσουσιν όλον τον μόσχον έξω της παρεμβολής εις τόπον καθαρόν, ού εκχεούσι την σποδιάν, και κατακαύσουσιν αυτόν επί ξύλων εν πυρί· επί της εκχύσεως της σποδιάς καυθήσεται. 13 Εάν δε πάσα συναγωγή Ισραήλ αγνοήση ακουσίως και λάθη ρήμα εξ οφθαλμών της συναγωγής και ποιήσωσι μίαν από πασών των εντολών Κυρίου, ή ου ποιηθήσεται, και πλημμελήσωσι, 14 και γνωσθή αυτοίς η αμαρτία, ήν ήμαρτον εν αυτή, και προσάξει η συναγωγή μόσχον εκ βοών άμωμον περί της αμαρτίας, και προσάξει αυτόν παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου. 15 και επιθήσουσιν οι πρεσβύτεροι της συναγωγής τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν τού μόσχου έναντι Κυρίου και σφάξουσι τον μόσχον έναντι Κυρίου 16 και εισοίσει ο ιερεύς ο χριστός από τού αίματος τού μόσχου εις την σκηνήν τού μαρτυρίου· 17 και βάψει ο ιερεύς τον δάκτυλον από τού αίματος τού μόσχου και ρανεί επτάκις έναντι Κυρίου, κατενώπιον τού καταπετάσματος τού αγίου· 18 και από τού αίματος επιθήσει ο ιερεύς επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου των θυμιαμάτων της συνθέσεως, ό εστιν ενώπιον Κυρίου, ό εστιν εν τή σκηνή τού μαρτυρίου· και το πάν αίμα εκχεεί προς την βάσιν τού θυσιαστηρίου των καρπώσεων, τού προς τή θύρα της σκηνής τού μαρτυρίου. 19 και το πάν στέαρ περιελεί απ’ αυτού και ανοίσει επί το θυσιαστήριον.
20 και ποιήσει τον μόσχον, ον τρόπον εποίησε τον μόσχον τον της αμαρτίας, ούτω ποιηθήσεται· και εξιλάσεται περί αυτών ο ιερεύς, και αφεθήσεται αυτοίς η αμαρτία. 21 και εξοίσουσι τον μόσχον όλον έξω της παρεμβολής και κατακαύσουσι τον μόσχον, ον τρόπον κατέκαυσαν τον μόσχον τον πρότερον. αμαρτία συναγωγής εστιν. 22 εάν δε ο άρχων αμάρτη, και ποιήση μίαν από πασών των εντολών Κυρίου τού Θεού αυτού, ή ου ποιηθήσεται, ακουσίως, και αμάρτη και πλημμελήση, 23 και γνωσθή αυτώ η αμαρτία, ήν ήμαρτεν εν αυτή, και προσοίσει το δώρον αυτού χίμαρον εξ αιγών, άρσεν άμωμον. 24 και επιθήσει την χείρα επί την κεφαλήν τού χιμάρου, και σφάξουσιν αυτόν εν τόπω, ού σφάζουσι τα ολοκαυτώματα ενώπιον Κυρίου· αμαρτία εστί. 25 και επιθήσει ο ιερεύς από τού αίματος τού της αμαρτίας τώ δακτύλω επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και το πάν αίμα αυτού εκχεεί παρά την βάσιν τού θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων. 26 και το πάν στέαρ αυτού ανοίσει επί το θυσιαστήριον, ώσπερ το στέαρ θυσίας σωτηρίου. και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς από της αμαρτίας αυτού, και αφεθήσεται αυτώ. 27 εάν δε ψυχή μία αμάρτη ακουσίως εκ τού λαού της γής, εν τώ ποιήσαι μίαν από πασών των εντολών Κυρίου, ή ου ποιηθήσεται, και πλημμελήση, 28 και γνωσθή αυτώ η αμαρτία, ήν ήμαρτεν εν αυτή, και οίσει χίμαιραν εξ αιγών, θήλειαν άμωμον οίσει περί της αμαρτίας, ής ήμαρτε. 29 και επιθήσει την χείρα επί την κεφαλήν τού αμαρτήματος αυτού και σφάξουσι την χίμαιραν την της αμαρτίας εν τώ τόπω, ού σφάζουσι τα ολοκαυτώματα.
30 και λήψεται ο ιερεύς από τού αίματος αυτής τώ δακτύλω, και επιθήσει επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων· και πάν το αίμα αυτής εκχεεί παρά την βάσιν τού θυσιαστηρίου. 31 και πάν το στέαρ περιελεί, ον τρόπον περιαιρείται στέαρ από θυσίας σωτηρίου, και ανοίσει ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον εις οσμήν ευωδίας Κυρίω· και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς, και αφεθήσεται αυτώ. 32 εάν δε πρόβατον προσενέγκη το δώρον αυτού περί της αμαρτίας, θήλυ άμωμον προσοίσει αυτό. 33 και επιθήσει την χείρα επί την κεφαλήν τού της αμαρτίας, και σφάξουσιν αυτό εν τόπω, ού σφάζουσι τα ολοκαυτώματα. 34 και λαβών ο ιερεύς από τού αίματος τού της αμαρτίας τώ δακτύλω, επιθήσει επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου της ολοκαρπώσεως. και πάν αυτού το αίμα εκχεεί παρά την βάσιν τού θυσιαστηρίου της ολοκαυτώσεως. 35 και πάν αυτού το στέαρ περιελεί, ον τρόπον περιαιρείται στέαρ προβάτου εκ της θυσίας τού σωτηρίου, και επιθήσει αυτό ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον επί το ολοκαύτωμα Κυρίου. και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς περί της αμαρτίας, ής ήμαρτε, και αφεθήσεται αυτώ.
1 ΕΑΝ δε ψυχή αμάρτη, και ακούση φωνήν ορκισμού, και ούτος μάρτυς, ή εώρακεν, ή σύνοιδεν, εάν μη απαγγείλη, λήψεται την αμαρτίαν. 2 η ψυχή εκείνη, ήτις εάν άψηται παντός πράγματος ακαθάρτου, ή θνησιμαίου, ή θηριαλώτου ακαθάρτου, ή των θνησιμαίων βδελυγμάτων των ακαθάρτων, ή των θνησιμαίων κτηνών των ακαθάρτων, 3 ή άψηται από ακαθαρσίας ανθρώπου, από πάσης ακαθαρσίας αυτού, ής αν αψάμενος μιανθή, και έλαθεν αυτόν, μετά τούτο δε γνώ, και πλημμελήση· 4 η ψυχή, ή αν ομόση διαστέλλουσα τοίς χείλεσι κακοποιήσαι ή καλώς ποιήσαι κατά πάντα, όσα εάν διαστείλη ο άνθρωπος μεθ’ όρκου, και λάθη αυτόν πρό οφθαλμών, και ούτος γνώ, και αμάρτη έν τι τούτων, 5 και εξαγορεύσει την αμαρτίαν, περί ών ημάρτηκε κατ΄ αυτής, 6 και οίσει περί ών επλημμέλησε Κυρίω, περί της αμαρτίας ής ήμαρτε, θήλυ από των προβάτων, αμνάδα ή χίμαιραν εξ αιγών, περί αμαρτίας· και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς περί της αμαρτίας αυτού, ής ήμαρτε, και αφεθήσεται αυτώ η αμαρτία. 7 Εάν δε μη ισχύη η χείρ αυτού το ικανόν εις το πρόβατον, οίσει περί της αμαρτίας αυτού, ής ήμαρτε, δύο τρυγόνας, ή δύο νεοσσούς περιστερών Κυρίω, ένα περί αμαρτίας και ένα εις ολοκαύτωμα. 8 και οίσει αυτά προς τον ιερέα, και προσάξει ο ιερεύς το περί της αμαρτίας πρότερον· και αποκνίσει ο ιερεύς την κεφαλήν αυτού από τού σφονδύλου, και ου διελεί· 9 και ρανεί από τού αίματος τού περί της αμαρτίας επί τον τοίχον τού θυσιαστηρίου, το δε κατάλοιπον τού αίματος καταστραγγιεί επί την βάσιν τού θυσιαστηρίου· αμαρτία γάρ εστι.
10 και το δεύτερον ποιήσει ολοκάρπωμα, ως καθήκει. και εξιλάσεται ο ιερεύς περί της αμαρτίας αυτού, ής ήμαρτε, και αφεθήσεται αυτώ. 11 εάν δε μη ευρίσκη η χείρ αυτού ζεύγος τρυγόνων, ή δύο νεοσσούς περιστερών, και οίσει το δώρον αυτού, περί ού ήμαρτε, το δέκατον τού οιφί σεμιδάλεως περί αμαρτίας· ουκ επιχεεί επ΄ αυτό έλαιον, ουδέ επιθήσει επ΄ αυτώ λίβανον, ότι περί αμαρτίας εστί· 12 και οίσει αυτό προς τον ιερέα. και δραξάμενος ο ιερεύς απ’ αυτής πλήρη την δράκα, το μνημόσυνον αυτής επιθήσει επί το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων Κυρίω· αμαρτία εστί. 13 και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς περί της αμαρτίας αυτού, ής ήμαρτεν, αφ’ ενός τούτων, και αφεθήσεται αυτώ. το δε καταλειφθέν έσται τώ ιερεί, ως η θυσία της σεμιδάλεως. 14 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν, λέγων· 15 ψυχή ή αν λάθη αυτόν λήθη και αμάρτη ακουσίως από των αγίων Κυρίου, και οίσει της πλημμελείας αυτού τώ Κυρίω κριόν άμωμον εκ των προβάτων, τιμής αργυρίου σίκλων, τώ σίκλω των αγίων, περί ού επλημμέλησε. 16 και ό ήμαρτεν από των αγίων αποτίσει αυτό. και το επίπεμπτον προσθήσει επ’ αυτό και δώσει αυτό τώ ιερεί· και ο ιερεύς εξιλάσεται περί αυτού εν τώ κριώ της πλημμελείας, και αφεθήσεται αυτώ. 17 Καί η ψυχή ή αν αμάρτη και ποιήση μίαν από πασών των εντολών Κυρίου, ών ου δεί ποιείν, και ουκ έγνω, και πλημμελήση και λάβη την αμαρτίαν, 18 και οίσει κριόν άμωμον εκ των προβάτων, τιμής αργυρίου εις πλημμέλειαν προς τον ιερέα. και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς περί της αγνοίας αυτού, ής ηγνόησε, και αυτός ουκ ήδει, και αφεθήσεται αυτώ· 19 επλημμέλησε γάρ πλημμελεία έναντι Κυρίου.
20 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 21 ψυχή ή εάν αμάρτη και παριδών παρίδη τας εντολάς Κυρίου και ψεύσηται τα προς τον πλησίον εν παραθήκη ή περί κοινωνίας ή περί αρπαγής ή ηδίκησέ τι τον πλησίον 22 ή εύρεν απώλειαν και ψεύσηται περί αυτής και ομόση αδίκως περί ενός από πάντων, ών εάν ποιήση ο άνθρωπος, ώστε αμαρτείν εν τούτοις, 23 και έσται ηνίκα εάν αμάρτη και πλημμελήση, και αποδώ το άρπαγμα, ό ήρπασεν, ή το αδίκημα, ό ηδίκησεν, ή την παραθήκην, ήτις παρετέθη αυτώ, ή την απώλειαν, ήν εύρεν, 24 από παντός πράγματος, ού ώμοσε περί αυτού αδίκως, και αποτίσει αυτό το κεφάλαιον και το επίπεμπτον προσθήσει επ΄ αυτό· τίνος εστίν, αυτώ αποδώσει ή ημέρα ελεγχθή. 25 και της πλημμελείας αυτού οίσει τώ Κυρίω κριόν από των προβάτων άμωμον, τιμής, εις ό επλημμέλησε. 26 και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς έναντι Κυρίου, και αφεθήσεται αυτώ περί ενός από πάντων, ών εποίησε και επλημμέλησεν αυτώ.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 έντειλαι Ααρών και τοίς υιοίς αυτού, λέγων· ούτος ο νόμος της ολοκαυτώσεως· αυτή η ολοκαύτωσις επί της καύσεως αυτής επί τού θυσιαστηρίου όλην την νύκτα έως το πρωί, και το πύρ τού θυσιαστηρίου καυθήσεται επ΄ αυτού, ου σβεσθήσεται. 3 και ενδύσεται ο ιερεύς χιτώνα λινούν και περισκελές λινούν ενδύσεται περί το σώμα αυτού, και αφελεί την κατακάρπωσιν, ήν αν καταναλώση το πύρ, την ολοκαύτωσιν, από τού θυσιαστηρίου, και παραθήσει αυτό εχόμενον τού θυσιαστηρίου. 4 και εκδύσεται την στολήν αυτού και ενδύσεται στολήν άλλην, και εξοίσει την κατακάρπωσιν έξω της παρεμβολής εις τόπον καθαρόν. 5 και πύρ επί το θυσιαστήριον καυθήσεται απ’ αυτού και ου σβεσθήσεται, και καύσει επ’ αυτού ο ιερεύς ξύλα το πρωί πρωί· και στοιβάσει επ’ αυτού την ολοκαύτωσιν και επιθήσει επ΄ αυτό το στέαρ τού σωτηρίου· 6 και πύρ διά παντός καυθήσεται επί το θυσιαστήριον, ου σβεσθήσεται. 7 Ούτος ο νόμος της θυσίας, ήν προσάξουσιν αυτήν οι υιοί Ααρών έναντι Κυρίου απέναντι τού θυσιαστηρίου· 8 και αφελεί απ’ αυτού τή δρακί από της σεμιδάλεως της θυσίας σύν τώ ελαίω αυτής και σύν παντί τώ λιβάνω αυτής τα όντα επί της θυσίας και ανοίσει επί το θυσιαστήριον κάρπωμα, οσμήν ευωδίας, το μνημόσυνον αυτής τώ Κυρίω. 9 το δε καταλειφθέν απ΄ αυτής έδεται Ααρών και οι υιοί αυτού· άζυμα βρωθήσεται εν τόπω αγίω, εν αυλή της σκηνής τού μαρτυρίου έδονται αυτήν.
10 ου πεφθήσεται εζυμωμένη· μερίδα αυτήν έδωκα αυτοίς από των καρπωμάτων Κυρίου· άγια αγίων εστίν, ώσπερ το της αμαρτίας και ώσπερ το της πλημμελείας. 11 πάν αρσενικόν των ιερέων έδονται αυτήν· νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών από των καρπωμάτων Κυρίου. πάς ός εάν άψηται αυτών, αγιασθήσεται. 12 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 13 τούτο το δώρον Ααρών και των υιών αυτού, ό προσοίσουσι Κυρίω εν τή ημέρα, ή αν χρίσης αυτόν· το δέκατον τού οιφί σεμιδάλεως εις θυσίαν διά παντός, το ήμισυ αυτής το πρωί, και το ήμισυ αυτής το δειλινόν. 14 επί τηγάνου εν ελαίω ποιηθήσεται, πεφυραμένην οίσει αυτήν, ελικτά, θυσίαν εκ κλασμάτων, θυσίαν εις οσμήν ευωδίας Κυρίω. 15 ο ιερεύς ο χριστός αντ’ αυτού εκ των υιών αυτού ποιήσει αυτήν· νόμος αιώνιος, άπαν επιτελεσθήσεται. 16 και πάσα θυσία ιερέως ολόκαυτος έσται και ου βρωθήσεται. 17 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 18 λάλησον Ααρών και τοίς υιοίς αυτού λέγων· ούτος ο νόμος της αμαρτίας· εν τόπω, ού σφάζουσι το ολοκαύτωμα, σφάξουσι τα περί της αμαρτίας έναντι Κυρίου· άγια αγίων εστίν. 19 ο ιερεύς ο αναφέρων αυτήν έδεται αυτήν· εν τόπω αγίω βρωθήσεται, εν αυλή της σκηνής τού μαρτυρίου.
20 πάς ο απτόμενος των κρεών αυτής αγιασθήσεται· και ώ εάν επιρραντισθή από τού αίματος αυτής επί το ιμάτιον, ός εάν ραντισθή επ’ αυτό, πλυθήσεται εν τόπω αγίω. 21 και σκεύος οστράκινον, ού εάν εψηθή εν αυτώ, συντριβήσεται· εάν δε εν σκεύει χαλκώ εψηθή, εκτρίψει αυτό και εκκλύσει ύδατι. 22 πάς άρσην εν τοίς ιερεύσι φάγεται αυτά· άγια αγίων εστί Κυρίω. 23 και πάντα τα περί της αμαρτίας, ών εάν εισενεχθή από τού αίματος αυτών εις την σκηνήν τού μαρτυρίου εξιλάσασθαι εν τώ αγίω, ου βρωθήσεται· εν πυρί κατακαυθήσεται.
1 ΚΑΙ ούτος ο νόμος τού κριού τού περί της πλημμελείας· άγια αγίων εστίν. 2 εν τόπω ού σφάζουσι το ολοκαύτωμα, σφάξουσι τον κριόν της πλημμελείας έναντι Κυρίου, και το αίμα προσχεεί επί την βάσιν τού θυσιαστηρίου κύκλω. 3 και πάν το στέαρ αυτού προσοίσει απ’ αυτού, και την οσφύν και πάν το στέαρ το κατακαλύπτον τα ενδόσθια και πάν το στέαρ το επί των ενδοσθίων 4 και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ’ αυτών, το επί των μηρίων, και τον λοβόν τον επί τού ήπατος σύν τοίς νεφροίς, περιελεί αυτά, 5 και ανοίσει αυτά ο ιερεύς επί το θυσιαστήριον κάρπωμα τώ Κυρίω· περί πλημμελείας εστί. 6 πάς άρσην εκ των ιερέων έδεται αυτά, εν τόπω αγίω έδονται αυτά· άγια αγίων εστίν. 7 ώσπερ το περί της αμαρτίας, ούτω και το της πλημμελείας, νόμος είς αυτών· ο ιερεύς όστις εξιλάσσεται εν αυτώ, αυτώ έσται. 8 και ο ιερεύς ο προσάγων ολοκαύτωμα ανθρώπου, το δέρμα της ολοκαυτώσεως, ής προσφέρει αυτός, αυτώ έσται. 9 και πάσα θυσία, ήτις ποιηθήσεται εν τώ κλιβάνω, και πάσα, ήτις ποιηθήσεται επ’ εσχάρας ή επί τηγάνου, τού ιερέως τού προσφέροντος αυτήν, αυτώ έσται.
10 και πάσα θυσία αναπεποιημένη εν ελαίω και μη αναπεποιημένη πάσι τοίς υιοίς Ααρών έσται, εκάστω το ίσον. 11 Ούτος ο νόμος θυσίας σωτηρίου, ήν προσοίσουσι Κυρίω. 12 εάν μέν περί αινέσεως προσφέρη αυτήν, και προσοίσει επί της θυσίας της αινέσεως άρτους εκ σεμιδάλεως αναπεποιημένους εν ελαίω, λάγανα άζυμα διακεχρισμένα εν ελαίω και σεμίδαλιν πεφυραμένην εν ελαίω· 13 επ’ άρτοις ζυμίταις προσοίσει τα δώρα αυτού επί θυσία αινέσεως σωτηρίου. 14 και προσάξει έν από πάντων των δώρων αυτού, αφαίρεμα Κυρίω. τώ ιερεί τώ προσχέοντι το αίμα τού σωτηρίου, αυτώ έσται. 15 και τα κρέα θυσίας αινέσεως σωτηρίου αυτώ έσται, και εν ή ημέρα δωρείται, βρωθήσεται· ου καταλείψουσιν απ’ αυτού εις το πρωί. 16 και εάν ευχή ή, ή εκούσιον θυσιάζη το δώρον αυτού, ή αν ημέρα προσαγάγη την θυσίαν αυτού, βρωθήσεται, και τή αύριον· 17 και το καταλειφθέν από των κρεών της θυσίας έως ημέρας τρίτης, εν πυρί κατακαυθήσεται. 18 εάν δε φαγών φάγη από των κρεών τή ημέρα τή τρίτη, ου δεχθήσεται αυτώ τώ προσφέροντι αυτό, ου λογισθήσεται αυτώ, μίασμά εστιν· η δε ψυχή, ήτις εάν φάγη απ’ αυτού, την αμαρτίαν λήψεται. 19 και κρέα όσα εάν άψηται παντός ακαθάρτου, ου βρωθήσεται, εν πυρί κατακαυθήσεται. πάς καθαρός φάγεται κρέα.
20 η δε ψυχή, ήτις εάν φάγη από των κρεών της θυσίας τού σωτηρίου, ό εστι Κυρίου, και η ακαθαρσία αυτού επ’ αυτώ, απολείται η ψυχή εκείνη εκ τού λαού αυτής. 21 και ψυχή, ή αν άψηται παντός πράγματος ακαθάρτου, ή από ακαθαρσίας ανθρώπου, ή των τετραπόδων των ακαθάρτων, ή παντός βδελύγματος ακαθάρτου, και φάγη από των κρεών της θυσίας τού σωτηρίου, ό εστι Κυρίου, απολείται η ψυχή εκείνη εκ τού λαού αυτής. 22 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 23 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· πάν στέαρ βοών, και προβάτων, και αιγών ουκ έδεσθε. 24 και στέαρ θνησιμαίων και θηριαλώτων ποιηθήσεται εις πάν έργον, και εις βρώσιν ου βρωθήσεται. 25 πάς ο έσθων στέαρ από των κτηνών, ών προσάξει απ΄ αυτών κάρπωμα Κυρίω, απολείται η ψυχή εκείνη από τού λαού αυτής. 26 πάν αίμα ουκ έδεσθε εν πάση τή κατοικία υμών από τε των κτηνών και από των πετεινών. 27 πάσα ψυχή, ή αν φάγη αίμα, απολείται η ψυχή εκείνη από τού λαού αυτής. 28 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 29 και τοίς υιοίς Ισραήλ λαλήσεις, λέγων· ο προσφέρων θυσίαν σωτηρίου, οίσει το δώρον αυτού Κυρίω και από της θυσίας τού σωτηρίου.
30 αι χείρες αυτού προσοίσουσι τα καρπώματα Κυρίω· το στέαρ το επί τού στηθυνίου, και τον λοβόν τού ήπατος, προσοίσει αυτά, ώστε επιτιθέναι δόμα έναντι Κυρίου. 31 και ανοίσει ο ιερεύς το στέαρ επί τού θυσιαστηρίου, και έσται το στηθύνιον Ααρών και τοίς υιοίς αυτού. 32 και τον βραχίονα τον δεξιόν δώσετε αφαίρεμα τώ ιερεί από των θυσιών τού σωτηρίου υμών· 33 ο προσφέρων το αίμα τού σωτηρίου και το στέαρ το από των υιών Ααρών, αυτώ έσται ο βραχίων ο δεξιός εν μερίδι· 34 το γάρ στηθύνιον τού επιθέματος και τον βραχίονα τού αφαιρέματος είληφα παρά των υιών Ισραήλ από των θυσιών τού σωτηρίου υμών και έδωκα αυτά Ααρών τώ ιερεί και τοίς υιοίς αυτού, νόμιμον αιώνιον παρά των υιών Ισραήλ. 35 Αύτη η χρίσις Ααρών και η χρίσις των υιών αυτού από των καρπωμάτων Κυρίου, εν ή ημέρα προσηγάγετο αυτούς τού ιερατεύειν τώ Κυρίω. 36 καθά ενετείλατο Κύριος δούναι αυτοίς ή ημέρα έχρισεν αυτούς παρά των υιών Ισραήλ· νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς αυτών. 37 ούτος ο νόμος των ολοκαυτωμάτων και θυσίας και περί αμαρτίας και της πλημμελείας και της τελειώσεως και της θυσίας τού σωτηρίου, 38 ον τρόπον ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή εν τώ όρει Σινά, ή ημέρα ενετείλατο τοίς υιοίς Ισραήλ προσφέρειν τα δώρα αυτών έναντι Κυρίου εν τή ερήμω Σινά.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάβε Ααρών και τους υιούς αυτού και τας στολάς αυτού και το έλαιον της χρίσεως και τον μόσχον τον περί της αμαρτίας και τους δύο κριούς και το κανούν των αζύμων, 3 και πάσαν την συναγωγήν εκκλησίασον επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου. 4 και εποίησε Μωυσής ον τρόπον συνέταξεν αυτώ Κύριος, και εξεκκλησίασε την συναγωγήν επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου. 5 και είπε Μωυσής τή συναγωγή· τούτό εστι το ρήμα, ό ενετείλατο Κύριος ποιήσαι. 6 και προσήνεγκε Μωυσής τον Ααρών και τους υιούς αυτού, και έλουσεν αυτούς ύδατι· 7 και ενέδυσεν αυτόν τον χιτώνα και έζωσεν αυτόν την ζώνην και ενέδυσεν αυτόν τον υποδύτην και επέθηκεν επ’ αυτόν την επωμίδα και συνέζωσεν αυτόν κατά την ποίησιν της επωμίδος και συνέσφιγξεν αυτόν εν αυτή, 8 και επέθηκεν επ΄ αυτήν το λογείον και επέθηκεν επί το λογείον την δήλωσιν και την αλήθειαν· 9 και επέθηκε την μίτραν επί την κεφαλήν αυτού και επέθηκεν επί την μίτραν κατά πρόσωπον αυτού το πέταλον το χρυσούν το καθηγιασμένον άγιον, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
10 και έλαβε Μωυσής από τού ελαίου της χρίσεως 11 και έρρανεν απ’ αυτού επί το θυσιαστήριον επτάκις και έχρισε το θυσιαστήριον και ηγίασεν αυτό και πάντα τα εν αυτώ και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού, και ηγίασεν αυτά· και έχρισε την σκηνήν και πάντα τα σκεύη αυτής και ηγίασεν αυτήν. 12 και επέχεε Μωυσής από τού ελαίου της χρίσεως επί την κεφαλήν Ααρών και έχρισεν αυτόν και ηγίασεν αυτόν. 13 και προσήγαγε Μωυσής τους υιους Ααρών και ενέδυσεν αυτούς χιτώνας και έζωσεν αυτούς ζώνας και περιέθηκεν αυτοίς κιδάρεις, καθάπερ συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 14 και προσήγαγε Μωυσής τον μόσχον τον περί της αμαρτίας, και επέθηκεν Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας επί την κεφαλήν τού μόσχου τού της αμαρτίας. 15 και έσφαξεν αυτόν, και έλαβε Μωυσής από τού αίματος και επέθηκεν επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου κύκλω τώ δακτύλω και εκαθάρισε το θυσιαστήριον· και το αίμα εξέχεεν επί την βάσιν τού θυσιαστηρίου και ηγίασεν αυτό, τού εξιλάσασθαι επ’ αυτού. 16 και έλαβε Μωυσής πάν το στέαρ το επί των ενδοσθίων και τον λοβόν τον επί τού ήπατος και αμφοτέρους τους νεφρούς και το στέαρ το επ΄ αυτών, και ανήνεγκε Μωυσής επί το θυσιαστήριον. 17 και τον μόσχον και την βύρσαν αυτού και τα κρέα αυτού και την κόπρον αυτού κατέκαυσεν αυτά πυρί έξω της παρεμβολής, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 18 και προσήγαγε Μωυσής τον κριόν τον εις ολοκαύτωμα, και επέθηκεν Ααρών και υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν τού κριού. 19 και έσφαξε Μωυσής τον κριόν, και προσέχεε Μωυσής το αίμα επί το θυσιαστήριον κύκλω.
20 και τον κριόν εκρεανόμησε κατά μέλη και ανήνεγκε Μωυσής την κεφαλήν και τα μέλη και το στέαρ· 21 και την κοιλίαν και τους πόδας έπλυνεν ύδατι, και ανήνεγκε Μωυσής όλον τον κριόν επί το θυσιαστήριον· ολοκαύτωμά εστιν εις οσμήν ευωδίας, κάρπωμά εστι τώ Κυρίω, καθάπερ ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή. 22 και προσήγαγε Μωυσής τον κριόν τον δεύτερον, κριόν τελειώσεως· και επέθηκεν Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν τού κριού. 23 και έσφαξεν αυτόν και έλαβε Μωυσής από τού αίματος αυτού και επέθηκεν επί τον λοβόν τού ωτός Ααρών τού δεξιού και επί το άκρον της χειρός της δεξιάς και επί το άκρον τού ποδός τού δεξιού. 24 και προσήγαγε Μωυσής τους υιούς Ααρών, και επέθηκε Μωυσής από τού αίματος επί τους λοβούς των ώτων των δεξιών και επί τα άκρα των χειρών αυτών των δεξιών και επί τα άκρα των ποδών αυτών των δεξιών, και προσέχεε Μωυσής το αίμα επί το θυσιαστήριον κύκλω. 25 και έλαβε το στέαρ και την οσφύν και το στέαρ το επί της κοιλίας και τον λοβόν τού ήπατος και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ΄ αυτών και τον βραχίονα τον δεξιόν· 26 και από τού κανού της τελειώσεως, τού όντος έναντι Κυρίου, έλαβεν άρτον ένα άζυμον και άρτον εξ ελαίου ένα και λάγανον έν και επέθηκεν επί το στέαρ και τον βραχίονα τον δεξιόν· 27 και επέθηκεν άπαντα επί τας χείρας Ααρών και επί τας χείρας των υιών αυτού· και ανήνεγκεν αυτά αφαίρεμα έναντι Κυρίου. 28 και έλαβε Μωυσής από των χειρών αυτών, και ανήνεγκεν αυτά Μωυσής επί το θυσιαστήριον, επί το ολοκαύτωμα της τελειώσεως, ό εστιν οσμή ευωδίας· κάρπωμά εστι τώ Κυρίω. 29 και λαβών Μωυσής το στηθύνιον αφείλεν αυτό επίθεμα έναντι Κυρίου από τού κριού της τελειώσεως, και εγένετο Μωυσή εν μερίδι, καθά ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή.
30 και έλαβε Μωυσής από τού ελαίου της χρίσεως και από τού αίματος τού επί τού θυσιαστηρίου και προσέρρανεν επί Ααρών και τας στολάς αυτού και τους υιούς αυτού και τας στολάς των υιών αυτού μετ’ αυτού, και ηγίασεν Ααρών και τας στολάς αυτού και τους υιούς αυτού και τας στολάς των υιών αυτού μετ’ αυτού. 31 και είπε Μωυσής προς Ααρών και τους υιούς αυτού· εψήσατε τα κρέα εν τή αυλή της σκηνής τού μαρτυρίου εν τόπω αγίω και εκεί φάγεσθε αυτά και τους άρτους τους εν τώ κανώ της τελειώσεως, ον τρόπον συντέτακταί μοι, λέγων· Ααρών και οι υιοί αυτού φάγονται αυτά· 32 και το καταλειφθέν των κρεών και των άρτων εν πυρί κατακαύσατε. 33 και από της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου ουκ εξελεύσεσθε επτά ημέρας, έως ημέρα πληρωθή, ημέρα τελειώσεως υμών· επτά γάρ ημέρας τελειώσει τας χείρας υμών, 34 καθάπερ εποίησεν εν τή ημέρα ταύτη, ή ενετείλατο Κύριος τού ποιήσαι, ώστε εξιλάσασθαι περί υμών. 35 και επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου καθήσεσθε επτά ημέρας, ημέραν και νύκτα· φυλάξεσθε τα φυλάγματα Κυρίου, ίνα μη αποθάνητε· ούτω γάρ ενετείλατό μοι Κύριος ο Θεός. 36 και εποίησεν Ααρών και οι υιοί αυτού πάντας τους λόγους, ούς συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΚΑΙ εγενήθη τή ημέρα τή ογδόη, εκάλεσε Μωυσής Ααρών και τους υιούς αυτού και την γερουσίαν Ισραήλ. 2 και είπε Μωυσής προς Ααρών· λάβε σεαυτώ μοσχάριον εκ βοών περί αμαρτίας και κριόν εις ολοκαύτωμα, άμωμα, και προσένεγκε αυτά έναντι Κυρίου· 3 και τή γερουσία Ισραήλ λάλησον, λέγων· λάβετε χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, και μοσχάριον, και αμνόν ενιαύσιον εις ολοκάρπωσιν, άμωμα, 4 και μόσχον και κριόν εις θυσίαν σωτηρίου έναντι Κυρίου και σεμίδαλιν πεφυραμένην εν ελαίω· ότι σήμερον Κύριος οφθήσεται εν υμίν. 5 και έλαβον, καθό ενετείλατο Μωυσής, απέναντι της σκηνής τού μαρτυρίου, και προσήλθε πάσα συναγωγή και έστησαν έναντι Κυρίου. 6 και είπε Μωυσής· τούτο το ρήμα, ό είπε Κύριος, ποιήσατε, και οφθήσεται εν υμίν η δόξα Κυρίου. 7 και είπε Μωυσής τώ Ααρών· πρόσελθε προς το θυσιαστήριον και ποίησον το περί της αμαρτίας σου και το ολοκαύτωμά σου και εξίλασαι περί σεαυτού και τού οίκου σου· και ποίησον τα δώρα τού λαού και εξίλασαι περί αυτών, καθάπερ ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή. 8 και προσήλθεν Ααρών προς το θυσιαστήριον και έσφαξε το μοσχάριον το περί της αμαρτίας αυτού. 9 και προσήνεγκαν οι υιοί Ααρών το αίμα προς αυτόν, και έβαψε τον δάκτυλον εις το αίμα και επέθηκεν επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου και το αίμα εξέχεεν επί την βάσιν τού θυσιαστηρίου·
10 και το στέαρ και τους νεφρούς και τον λοβόν τού ήπατος τού περί της αμαρτίας ανήνεγκεν επί το θυσιαστήριον, ον τρόπον ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή. 11 και τα κρέα και την βύρσαν κατέκαυσεν αυτά πυρί, έξω της παρεμβολής. 12 και έσφαξε το ολοκαύτωμα· και προσήνεγκαν οι υιοί Ααρών το αίμα προς αυτόν. και προσέχεεν επί το θυσιαστήριον κύκλω· 13 και το ολοκαύτωμα προσήνεγκαν αυτό κατά μέλη, αυτά και την κεφαλήν επέθηκεν επί το θυσιαστήριον· 14 και έπλυνε την κοιλίαν και τους πόδας ύδατι και επέθηκεν επί το ολοκαύτωμα επί το θυσιαστήριον. 15 και προσήνεγκε το δώρον τού λαού· και έλαβε τον χίμαρον τον περί της αμαρτίας τού λαού και έσφαξεν αυτόν, και εκαθάρισεν αυτόν, καθά και τον πρώτον. 16 και προσήνεγκε το ολοκαύτωμα και εποίησεν αυτό, ως καθήκει. 17 και προσήνεγκε την θυσίαν, και έπλησε τας χείρας απ΄ αυτής και επέθηκεν επί το θυσιαστήριον χωρίς τού ολοκαυτώματος τού πρωινού. 18 και έσφαξε τον μόσχον, και τον κριόν της θυσίας τού σωτηρίου της τού λαού· και προσήνεγκαν οι υιοί Ααρών το αίμα προς αυτόν, και προσέχεε προς το θυσιαστήριον κύκλω· 19 και το στέαρ το από τού μόσχου και τού κριού, την οσφύν και το στέαρ το κατακαλύπτον επί της κοιλίας και τους δύο νεφρούς, και το στέαρ το επ΄ αυτών και τον λοβόν τον επί τού ήπατος,
20 και επέθηκε τα στέατα επί τα στηθύνια, και ανήνεγκε τα στέατα επί το θυσιαστήριον. 21 και το στηθύνιον, και τον βραχίονα τον δεξιόν αφείλεν Ααρών αφαίρεμα έναντι Κυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 22 και εξάρας Ααρών τας χείρας επί τον λαόν, ευλόγησεν αυτούς· και κατέβη ποιήσας το περί της αμαρτίας και τα ολοκαυτώματα και τα τού σωτηρίου. 23 και εισήλθε Μωυσής και Ααρών εις την σκηνήν τού μαρτυρίου και εξελθόντες ευλόγησαν πάντα τον λαόν, και ώφθη η δόξα Κυρίου παντί τώ λαώ. 24 και εξήλθε πύρ παρά Κυρίου και κατέφαγε τα επί τού θυσιαστηρίου, τα τε ολοκαυτώματα και τα στέατα, και είδε πάς ο λαός και εξέστη και έπεσαν επί πρόσωπον.
1 Καί λαβόντες οι δύο υιοί Ααρών Ναδάβ και Αβιούδ έκαστος το πυρείον αυτού επέθηκαν επ’ αυτό πύρ και επέβαλον επ΄ αυτό θυμίαμα και προσήνεγκαν έναντι Κυρίου πύρ αλλότριον, ό ου προσέταξε Κύριος αυτοίς. 2 και εξήλθε πύρ παρά Κυρίου και κατέφαγεν αυτούς, και απέθανον έναντι Κυρίου. 3 και είπε Μωυσής προς Ααρών· τούτό εστιν, ό είπε Κύριος λέγων· εν τοίς εγγίζουσί μοι αγιασθήσομαι και εν πάση τή συναγωγή δοξασθήσομαι. και κατενύχθη Ααρών. 4 και εκάλεσε Μωυσής τον Μισαδάη και τον Ελισαφάν, υιούς Οζιήλ, υιούς τού αδελφού τού πατρός Ααρών, και είπεν αυτοίς· προσέλθατε και άρατε τους αδελφούς υμών εκ προσώπου των αγίων έξω της παρεμβολής. 5 και προσήλθον και ήραν αυτούς εν τοίς χιτώσιν αυτών έξω της παρεμβολής, ον τρόπον είπε Μωυσής. 6 και είπε Μωυσής προς Ααρών και Ελεάζαρ και Ιθάμαρ τους υιούς αυτού τους καταλελειμμένους· την κεφαλήν υμών ουκ αποκιδαρώσετε και τα ιμάτια υμών ου διαρρήξετε, ίνα μη αποθάνητε, και επί πάσαν την συναγωγήν έσται θυμός· οι δε αδελφοί υμών πάς ο οίκος Ισραήλ κλαύσονται τον εμπυρισμόν, ον ενεπυρίσθησαν υπό Κυρίου. 7 και από της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου ουκ εξελεύσεσθε, ίνα μη αποθάνητε· το έλαιον γάρ της χρίσεως το παρά Κυρίου εφ’ υμίν. και εποίησαν κατά το ρήμα Μωυσή. 8 Καί ελάλησε Κύριος τώ Ααρών, λέγων· 9 οίνον και σίκερα ου πίεσθε, σύ και οι υιοί σου μετά σού, ηνίκα εάν εισπορεύησθε εις την σκηνήν τού μαρτυρίου, ή προσπορευομένων υμών προς το θυσιαστήριον, και ου μη αποθάνητε (νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών)
10 διαστείλαι ανά μέσον των αγίων και των βεβήλων, και ανά μέσον των ακαθάρτων και των καθαρών. 11 και συμβιβάσεις τους υιούς Ισραήλ άπαντα τα νόμιμα, ά ελάλησε Κύριος προς αυτούς διά χειρός Μωυσή. 12 Καί είπε Μωυσής προς Ααρών και προς Ελεάζαρ και Ιθάμαρ τους υιούς Ααρών τους καταλειφθέντας· λάβετε την θυσίαν την καταλειφθείσαν από των καρπωμάτων Κυρίου, και φάγεσθε άζυμα παρά το θυσιαστήριον· άγια αγίων εστί. 13 και φάγεσθε αυτήν εν τόπω αγίω· νόμιμον γάρ σοί εστι, και νόμιμον τοίς υιοίς σου τούτο από των καρπωμάτων Κυρίου· ούτω γάρ εντέταλταί μοι. 14 και το στηθύνιον τού αφορίσματος και τον βραχίονα τού αφαιρέματος φάγεσθε εν τόπω αγίω, σύ και οι υιοί σου και ο οίκός σου μετά σού· νόμιμον γάρ σοί και νόμιμον τοίς υιοίς σου εδόθη από των θυσιών τού σωτηρίου των υιών Ισραήλ. 15 τον βραχίονα τού αφαιρέματος και το στηθύνιον τού αφορίσματος επί των καρπωμάτων των στεάτων προσοίσουσιν, αφόρισμα αφορίσαι έναντι Κυρίου· και έσται σοι και τοίς υιοίς σου και ταίς θυγατράσι σου μετά σού νόμιμον αιώνιον, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 16 Καί τον χίμαρον τον περί της αμαρτίας ζητών εξεζήτησε Μωυσής. και όδε ενεπεπύριστο· και εθυμώθη Μωυσής επί Ελεάζαρ και Ιθάμαρ τους υιούς Ααρών τους καταλελειμμένους, λέγων· 17 διατί ουκ εφάγετε το περί της αμαρτίας εν τόπω αγίω; ότι γάρ άγια αγίων εστί, τούτο έδωκεν υμίν φαγείν, ίνα αφέλητε την αμαρτίαν της συναγωγής και εξιλάσησθε περί αυτών έναντι Κυρίου· 18 ου γάρ εισήχθη τού αίματος αυτού εις το άγιον· κατά πρόσωπον έσω φάγεσθε αυτό εν τόπω αγίω, ον τρόπον μοι συνέταξε Κύριος. 19 και ελάλησεν Ααρών προς Μωυσήν, λέγων· ει σήμερον προσαγηόχασι τα περί της αμαρτίας αυτών και τα ολοκαυτώματα αυτών έναντι Κυρίου, και συμβέβηκέ μοι τοιαύτα· και φάγομαι τα περί της αμαρτίας σήμερον, μη αρεστόν έσται Κυρίω;
20 και ήκουσε Μωυσής, και ήρεσεν αυτώ.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 2 λαλήσατε τοίς υιοίς Ισραήλ λέγοντες· ταύτα τα κτήνη, ά φάγεσθε από πάντων των κτηνών των επί της γής· 3 πάν κτήνος διχηλούν οπλήν και ονυχιστήρας ονυχίζον δύο χηλών και ανάγον μηρυκισμόν εν τοίς κτήνεσι, ταύτα φάγεσθε. 4 πλήν από τούτων ου φάγεσθε, από των αναγόντων μηρυκισμόν και από των διχηλούντων τας οπλάς και ονυχιζόντων ονυχιστήρας· τον κάμηλον, ότι ανάγει μηρυκισμόν τούτο, οπλήν δε ου διχηλεί, ακάθαρτον τούτο υμίν· 5 και τον δασύποδα, ότι ουκ ανάγει μηρυκισμόν τούτο, και οπλήν ου διχηλεί, ακάθαρτον τούτο υμίν· 6 και τον χοιρογρύλλιον, ότι ουκ ανάγει μηρυκισμόν τούτο, και οπλήν ου διχηλεί, ακάθαρτον τούτο υμίν· 7 και τον ύν, ότι διχηλεί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο υμίν· 8 από των κρεών αυτών ου φάγεσθε και των θνησιμαίων αυτών ουχ άψεσθε, ακάθαρτα ταύτα υμίν. 9 Καί ταύτα, ά φάγεσθε από πάντων των εν τοίς ύδασι· πάντα όσα εστίν αυτοίς πτερύγια και λεπίδες εν τοίς ύδασι και εν ταίς θαλάσσαις και εν τοίς χειμάρροις, ταύτα φάγεσθε.
10 και πάντα όσα ουκ έστιν αυτοίς πτερύγια, ουδέ λεπίδες εν τώ ύδατι, ή εν ταίς θαλάσσαις και εν τοίς χειμάρροις, από πάντων, ών ερεύγεται τα ύδατα, και από πάσης ψυχής της ζώσης εν τώ ύδατι, βδέλυγμά εστι· 11 και βδελύγματα έσονται υμίν· από των κρεών αυτών ουκ έδεσθε και τα θνησιμαία αυτών βδελύξεσθε· 12 και πάντα όσα ουκ έστιν αυτοίς πτερύγια, ουδέ λεπίδες, των εν τοίς ύδασι, βδέλυγμα τούτό εστιν υμίν. 13 Καί ταύτα, ά βδελύξεσθε από των πετεινών, και ου βρωθήσεται, βδέλυγμά εστι· τον αετόν και τον γρύπα και τον αλιαίετον 14 και τον γύπα και τον ίκτινον και τα όμοια αυτώ 15 και στρουθόν και γλαύκα και λάρον και τα όμοια αυτώ 16 και πάντα κόρακα και τα όμοια αυτώ και ιέρακα και τα όμοια αυτώ 17 και νυκτικόρακα και καταρράκτην και ίβιν 18 και πορφυρίωνα και πελεκάνα και κύκνον 19 και ερωδιόν και χαραδριόν, και τα όμοια αυτώ και έποπα και νυκτερίδα
20 και πάντα τα ερπετά των πετεινών, ά πορεύεται επί τέσσαρα, βδελύγματά εστιν υμίν. 21 αλλά ταύτα φάγεσθε από των ερπετών των πετεινών, ά πορεύεται επί τέσσαρα, ά έχει σκέλη ανώτερον των ποδών αυτού, πηδάν εν αυτοίς επί της γής. 22 και ταύτα φάγεσθε απ’ αυτών· τον βρούχον και τα όμοια αυτώ και τον αττάκην και τα όμοια αυτώ και οφιομάχην και τα όμοια αυτώ και την ακρίδα και τα όμοια αυτή. 23 πάν ερπετόν από των πετεινών, οίς εισι τέσσαρες πόδες, βδελύγματά εστιν υμίν, 24 και εν τούτοις μιανθήσεσθε, πάς ο απτόμενος των θνησιμαίων αυτών ακάθαρτος έσται έως εσπέρας, 25 και πάς ο αίρων των θνησιμαίων αυτών πλυνεί τα ιμάτια αυτού, και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 26 και εν πάσι τοίς κτήνεσιν, ό εστι διχηλούν οπλήν, και ονυχιστήρας ονυχίζει και μηρυκισμόν ου μηρυκάται, ακάθαρτα έσονται υμίν· πάς ο απτόμενος των θνησιμαίων αυτών ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 27 και πάς ός πορεύεται επί χειρών εν πάσι τοίς θηρίοις, ά πορεύεται επί τέσσαρα, ακάθαρτά εστιν υμίν· πάς ο απτόμενος των θνησιμαίων αυτών ακάθαρτος έσται έως εσπέρας, 28 και ο αίρων των θνησιμαίων αυτών πλυνεί τα ιμάτια αυτού, και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· ακάθαρτα ταύτά εστιν υμίν.29 Καί ταύτα υμίν ακάθαρτα από των ερπετών των επί της γής· η γαλή και ο μύς και ο κροκόδειλος ο χερσαίος,
30 μυγάλη και χαμαιλέων, και χαλαβώτης και σαύρα και ασπάλαξ. 31 ταύτα ακάθαρτα υμίν από πάντων των ερπετών των επί της γής· πάς ο απτόμενος αυτών τεθνηκότων ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 32 και πάν, εφ’ ό αν επιπέση απ’ αυτών επ’ αυτό τεθνηκότων αυτών, ακάθαρτον έσται από παντός σκεύους ξυλίνου ή ιματίου ή δέρματος ή σάκκου· πάν σκεύος, ό αν ποιηθή έργον εν αυτώ, εις ύδωρ βαφήσεται και ακάθαρτον έσται έως εσπέρας· και καθαρόν έσται. 33 και πάν σκεύος οστράκινον, εις ό εάν πέση από τούτων ένδον, όσα εάν ένδον ή, ακάθαρτα έσται, και αυτό συντριβήσεται. 34 και πάν βρώμα, ό έσθεται, εις ό αν επέλθη επ’ αυτό ύδωρ, ακάθαρτον έσται· και πάν ποτόν, ό πίνεται εν παντί αγγείω, ακάθαρτον έσται. 35 και πάν, ό εάν επιπέση από των θνησιμαίων αυτών επ’ αυτό, ακάθαρτον έσται· κλίβανοι και χυτρόποδες καθαιρεθήσονται· ακάθαρτα ταύτά εστι και ακάθαρτα ταύτα υμίν έσονται· 36 πλήν πηγών υδάτων και λάκκου και συναγωγής ύδατος, έσται καθαρόν· ο δε απτόμενος των θνησιμαίων αυτών ακάθαρτος έσται. 37 εάν δε επιπέση από των θνησιμαίων αυτών επί πάν σπέρμα σπόριμον, ό σπαρήσεται, καθαρόν έσται. 38 εάν δε επιχυθή ύδωρ επί πάν σπέρμα και επιπέση των θνησιμαίων αυτών επ’ αυτό, ακάθαρτόν εστιν υμίν. 39 εάν δε αποθάνη των κτηνών, ό εστιν υμίν φαγείν τούτο, ο απτόμενος των θνησιμαίων αυτών ακάθαρτος έσται έως εσπέρας·
40 και ο εσθίων από των θνησιμαίων τούτων πλυνεί τα ιμάτια και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· και ο αίρων από θνησιμαίων αυτών πλυνεί τα ιμάτια και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 41 Καί πάν ερπετόν, ό έρπει επί της γής, βδέλυγμα έσται τούτο υμίν, ου βρωθήσεται. 42 και πάς ο πορευόμενος επί κοιλίας και πάς ο πορευόμενος επί τέσσαρα διαπαντός, ό πολυπληθεί ποσίν εν πάσι τοίς ερπετοίς τοίς έρπουσιν επί της γής, ου φάγεσθε αυτό, ότι βδέλυγμα υμίν εστι. 43 και ου μη βδελύξητε τας ψυχάς υμών εν πάσι τοίς ερπετοίς τοίς έρπουσιν επί της γής και ου μιανθήσεσθε εν τούτοις και ουκ ακάθαρτοι έσεσθε εν αυτοίς, 44 ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών, και αγιασθήσεσθε και άγιοι έσεσθε, ότι άγιός ειμι εγώ Κύριος ο Θεός υμών, και ου μιανείτε τας ψυχάς υμών εν πάσι τοίς ερπετοίς τοίς κινουμένοις επί της γής· 45 ότι εγώ ειμι Κύριος ο αναγαγών υμάς εκ της Αιγύπτου είναι υμών Θεός, και έσεσθε άγιοι, ότι άγιός ειμι εγώ Κύριος. 46 Ούτος ο νόμος περί των κτηνών και των πετεινών και πάσης ψυχής της κινουμένης εν τώ ύδατι και πάσης ψυχής ερπούσης επί της γής, 47 διαστείλαι ανά μέσον των ακαθάρτων και ανά μέσον των καθαρών και ανά μέσον των ζωογονούντων τα εσθιόμενα, και ανά μέσον των ζωογονούντων τα μη εσθιόμενα.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· γυνή, ήτις εάν σπερματισθή και τέκη άρσεν, και ακάθαρτος έσται επτά ημέρας, κατά τας ημέρας τού χωρισμού της αφέδρου αυτής, ακάθαρτος έσται· 3 και τή ημέρα τή ογδόη περιτεμεί την σάρκα της ακροβυστίας αυτού· 4 και τριάκοντα και τρεις ημέρας καθήσεται εν αίματι ακαθάρτω αυτής, παντός αγίου ουχ άψεται και εις το αγιαστήριον ουκ εισελεύσεται, έως αν πληρωθώσιν αι ημέραι καθάρσεως αυτής. 5 εάν δε θήλυ τέκη, και ακάθαρτος έσται δίς επτά ημέρας, κατά την άφεδρον αυτής· και εξήκοντα ημέρας και έξ καθεσθήσεται εν αίματι ακαθάρτω αυτής. 6 και όταν αναπληρωθώσιν αι ημέραι καθάρσεως αυτής εφ’ υιώ ή επί θυγατρί, προσοίσει αμνόν ενιαύσιον άμωμον, εις ολοκαύτωμα, και νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου προς τον ιερέα, 7 και προσοίσει αυτόν έναντι Κυρίου και εξιλάσεται περί αυτής ο ιερεύς και καθαριεί αυτήν από της πηγής τού αίματος αυτής. ούτος ο νόμος της τικτούσης άρσεν ή θήλυ. 8 εάν δε μη ευρίσκη η χείρ αυτής το ικανόν εις αμνόν, και λήψεται δύο τρυγόνας ή δύο νεοσσούς περιστερών, μίαν εις ολοκαύτωμα και μίαν περί αμαρτίας, και εξιλάσεται περί αυτής ο ιερεύς, και καθαρισθήσεται.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 2 ανθρώπω εάν τινι γένηται εν δέρματι χρωτός αυτού ουλή σημασίας τηλαυγής, και γένηται εν δέρματι χρωτός αυτού αφή λέπρας, αχθήσεται προς Ααρών τον ιερέα, ή ένα των υιών αυτού των ιερέων. 3 και όψεται ο ιερεύς την αφήν εν δέρματι τού χρωτός αυτού, και η θρίξ εν τή αφή μεταβάλη λευκή, και η όψις της αφής ταπεινή από τού δέρματος τού χρωτός, αφή λέπτρας εστί· και όψεται ο ιερεύς, και μιανεί αυτόν. 4 εάν δε τηλαυγής λευκή ή εν τώ δέρματι τού χρωτός αυτού, και ταπεινή μη ή η όψις αυτής από τού δέρματος, και η θρίξ αυτού ου μετέβαλε τρίχα λευκήν, αυτή δε εστιν αμαυρά, και αφοριεί ο ιερεύς την αφήν επτά ημέρας. 5 και όψεται ο ιερεύς την αφήν τή ημέρα τή εβδόμη, και ιδού η αφή μένει εναντίον αυτού, ου μετέπεσεν η αφή εν τώ δέρματι, και αφοριεί αυτόν ο ιερεύς επτά ημέρας το δεύτερον. 6 και όψεται ο ιερεύς αυτόν τή ημέρα τή εβδόμη το δεύτερον. και ιδού αμαυρά η αφή, ου μετέπεσεν η αφή εν τώ δέρματι· και καθαριεί αυτόν ο ιερεύς· σημασία γάρ εστι· και πλυνάμενος τα ιμάτια αυτού καθαρός έσται. 7 εάν δε μεταβαλούσα μεταπέση η σημασία εν τώ δέρματι, μετά το ιδείν αυτόν τον ιερέα τού καθαρίσαι αυτόν, και οφθήσεται το δεύτερον τώ ιερεί. 8 και όψεται αυτόν ο ιερεύς, και ιδού μετέπεσεν η σημασία εν τώ δέρματι, και μιανεί αυτόν ο ιερεύς· λέπρα εστί. 9 και αφή λέπρας εάν γένηται εν ανθρώπω, και ήξει προς τον ιερέα·
10 και όψεται ο ιερεύς, και ιδού ουλή λευκή εν τώ δέρματι, και αύτη μετέβαλε τρίχα λευκήν, και από τού υγιούς της σαρκός της ζώσης εν τή ουλή, 11 λέπρα παλαιουμένη εστίν εν τώ δέρματι τού χρωτός, και μιανεί αυτόν ο ιερεύς και αφοριεί αυτόν, ότι ακάθαρτός εστιν. 12 εάν δε ανθούσα εξανθήση η λέπρα εν τώ δέρματι, και καλύψη η λέπρα πάν το δέρμα της αφής από κεφαλής έως ποδών, καθ’ όλην την όρασιν τού ιερέως, 13 και όψεται ο ιερεύς και ιδού εκάλυψεν η λέπρα πάν το δέρμα τού χρωτός, και καθαριεί αυτόν ο ιερεύς την αφήν, ότι πάν μετέβαλε λευκόν, καθαρόν εστι. 14 και ή αν ημέρα οφθή εν αυτώ χρώς ζών, μιανθήσεται, 15 και όψεται ο ιερεύς τον χρώτα τον υγιή, και μιανεί αυτόν ο χρώς ο υγιής, ότι ακάθαρτός εστι· λέπρα εστί. 16 εάν δε αποκαταστή ο χρώς ο υγιής, και μεταβάλη λευκή, και ελεύσεται προς τον ιερέα, 17 και όψεται ο ιερεύς, και ιδού μετέβαλεν η αφή εις το λευκόν, και καθαριεί ο ιερεύς την αφήν· καθαρός εστι. 18 Καί σάρξ εάν γένηται εν τώ δέρματι αυτού έλκος και υγιασθή, 19 και γένηται εν τώ τόπω τού έλκους ουλή λευκή, ή τηλαυγής λευκαίνουσα, ή πυρρίζουσα, και οφθήσεται τώ ιερεί,
20 και όψεται ο ιερεύς, και ιδού η όψις ταπεινοτέρα τού δέρματος, και η θρίξ αυτής μετέβαλεν εις λευκήν, και μιανεί αυτόν ο ιερεύς, ότι λέπρα εστίν, εν τώ έλκει εξήνθησεν. 21 εάν δε ίδη ο ιερεύς, και ιδού ουκ έστιν εν αυτώ θρίξ λευκή, και ταπεινόν μη ή από τού δέρματος τού χρωτός, και αυτή ή αμαυρά, και αφοριεί αυτόν ο ιερεύς επτά ημέρας. 22 εάν δε διαχύσει διαχέηται εν τώ δέρματι, και μιανεί αυτόν ο ιερεύς, αφή λέπρας εστίν, εν τώ έλκει εξήνθησεν. 23 εάν δε κατά χώραν μείνη το τηλαύγημα και μη διαχέηται, ουλή τού έλκους εστί, και καθαριεί αυτόν ο ιερεύς. 24 Καί σάρξ εάν γένηται εν τώ δέρματι αυτού κατάκαυμα πυρός, και γένηται εν τώ δέρματι αυτού το υγιασθέν τού κατακαύματος αυγάζον τηλαυγές λευκόν, υποπυρρίζον ή έκλευκον, 25 και όψεται αυτόν ο ιερεύς, και ιδού μετέβαλε θρίξ λευκή εις το αυγάζον, και η όψις αυτού ταπεινή από τού δέρματος, λέπρα εστίν, εν τώ κατακαύματι εξήνθησε· και μιανεί αυτόν ο ιερεύς, αφή λέπρας εστίν. 26 εάν δε ίδη ο ιερεύς, και ιδού ουκ έστιν εν τώ αυγάζοντι θρίξ λευκή, και ταπεινόν μη ή από τού δέρματος, αυτό δε αμαυρόν, και αφοριεί αυτόν ο ιερεύς επτά ημέρας. 27 και όψεται αυτόν ο ιερεύς τή ημέρα τή εβδόμη· εάν δε διαχύσει διαχέηται εν τώ δέρματι, και μιανεί αυτόν ο ιερεύς· αφή λέπρας εστίν, εν τώ έλκει εξήνθησεν. 28 εάν δε κατά χώραν μείνη το αυγάζον, και μη διαχυθή εν τώ δέρματι, αυτή δε αμαυρά ή, ουλή τού κατακαύμαστός εστι, και καθαριεί αυτόν ο ιερεύς· ο γάρ χαρακτήρ τού κατακαύματός εστι. 29 Καί ανδρί ή γυναικί εάν γένηται εν αυτοίς αφή λέπρας εν τή κεφαλή ή εν τώ πώγωνι,
30 και όψεται ο ιερεύς την αφήν, και ιδού η όψις αυτής εγκοιλοτέρα τού δέρματος, εν αυτή δε θρίξ ξανθίζουσα λεπτή, και μιανεί αυτόν ο ιερεύς· θραύσμά εστι, λέπρα της κεφαλής ή λέπρα τού πώγωνός εστι. 31 και εάν ίδη ο ιερεύς την αφήν τού θραύσματος, και ιδού ουχ η όψις εγκοιλοτέρα τού δέρματος, και θρίξ ξανθίζουσα ουκ έστιν εν αυτή, και αφοριεί ο ιερεύς την αφήν τού θραύσματος επτά ημέρας. 32 και όψεται ο ιερεύς την αφήν τή ημέρα τή εβδόμη, και ιδού ου διεχύθη το θραύσμα, και θρίξ ξανθίζουσα ουκ έστιν εν αυτή, και η όψις τού θραύσματος ουκ έστι κοίλη από τού δέρματος. 33 και ξυρηθήσεται το δέρμα, το δε θραύσμα ου ξυρηθήσεται, και αφοριεί ο ιερεύς το θραύσμα επτά ημέρας το δεύτερον. 34 και όψεται ο ιερεύς το θραύσμα τή ημέρα τή εβδόμη, και ιδού ου διεχύθη το θραύσμα εν τώ δέρματι μετά το ξυρηθήναι αυτόν, και η όψις τού θραύσματος ουκ έστι κοίλη από τού δέρματος, και καθαριεί αυτήν ο ιερεύς, και πλυνάμενος τα ιμάτια καθαρός έσται. 35 εάν δε διαχύσει διαχέηται το θραύσμα εν τώ δέρματι μετά το καθαρισθήναι αυτόν, 36 και όψεται ο ιερεύς, και ιδού διακέχυται το θραύσμα εν τώ δέρματι, ουκ επισκέψεται ο ιερεύς περί της τριχός της ξανθής, ότι ακάθαρτός εστιν. 37 εάν δε ενώπιον μείνη επί χώρας το θραύσμα, και θρίξ μέλαινα ανατείλη εν αυτώ, υγίακε το θραύσμα· καθαρός εστι, και καθαριεί αυτόν ο ιερεύς. 38 Καί ανδρί ή γυναικί, εάν γένηται εν δέρματι της σαρκός αυτού αυγάσματα αυγάζοντα λευκανθίζοντα, 39 και όψεται ο ιερεύς, και ιδού εν δέρματι της σαρκός αυτού αυγάσματα αυγάζοντα λευκανθίζοντα, αλφός εστιν εξανθεί εν τώ δέρματι της σαρκός αυτού, καθαρός εστι.
40 Εάν δε τινι μαδήση η κεφαλή αυτού, φαλακρός εστι, καθαρός εστιν. 41 εάν δε κατά πρόσωπον μαδήση η κεφαλή αυτού, αναφάλαντός εστι, καθαρός εστιν. 42 εάν δε γένηται εν τώ φαλακρώματι αυτού ή εν τώ αναφαλαντώματι αυτού αφή λευκή ή πυρρίζουσα, λέπρα εστίν εν τώ φαλακρώματι αυτού, ή εν τώ αναφαλαντώματι αυτού. 43 και όψεται αυτόν ο ιερεύς, και ιδού η όψις της αφής λευκή ή πυρρίζουσα εν τώ φαλακρώματι αυτού ή εν τώ φαλαντώματι αυτού, ως είδος λέπρας εν δέρματι της σαρκός αυτού, 44 άνθρωπος λεπρός εστι· μιάνσει μιανεί αυτόν ο ιερεύς, εν τή κεφαλή αυτού η αφή αυτού.45 Καί ο λεπρός εν ώ εστιν η αφή, τα ιμάτια αυτού έστω παραλελυμένα και η κεφαλή αυτού ακάλυπτος, και περί το στόμα αυτού περιβαλέσθω, και ακάθαρτος κεκλήσεται· 46 πάσας τας ημέρας, όσας εάν ή επ΄ αυτόν η αφή, ακάθαρτος ών ακάθαρτος έσται, κεχωρισμένος καθήσεται, έξω της παρεμβολής αυτού έσται η διατριβή. 47 Καί ιματίω εάν γένηται αφή εν αυτώ λέπρας εν ιματίω ερέω, ή εν ιματίω στυππυίνω, 48 ή εν στήμονι, ή εν κρόκη, ή εν τοίς λινοίς, ή εν τοίς ερέοις, ή εν δέρματι, ή εν παντί εργασίμω δέρματι, 49 και γένηται η αφή χλωρίζουσα ή πυρρίζουσα εν τώ δέρματι, ή εν τώ ιματίω, ή εν τώ στήμονι, ή εν τή κρόκη, ή εν παντί σκεύει εργασίμω δέρματος, αφή λέπρας εστί, και δείξει τώ ιερεί.
50 και όψεται ο ιερεύς την αφήν, και αφοριεί ο ιερεύς την αφήν επτά ημέρας. 51 και όψεται ο ιερεύς την αφήν εν τή ημέρα τή εβδόμη· εάν δε διαχέηται η αφή εν τώ ιματίω, ή εν τώ στήμονι, ή εν τή κρόκη, ή εν τώ δέρματι, κατά πάντα όσα εάν ποιηθή δέρματα εν τή εργασίω, λέπρα έμμονός εστιν η αφή, ακάθαρτός εστι. 52 κατακαύσει το ιμάτιον, ή τον στήμονα, ή την κρόκην εν τοίς ερέοις, ή εν τοίς λινοίς, ή εν παντί σκεύει δερματίνω, εν ώ αν ή εν αυτώ η αφή, ότι λέπρα έμμονός εστιν, εν πυρί κατακαυθήσεται. 53 εάν δε ίδη ο ιερεύς, και μη διαχέηται η αφή εν τώ ιματίω, ή εν τώ στήμονι, ή εν τή κρόκη, ή εν παντί σκεύει δερματίνω, 54 και συντάξει ο ιερεύς, και πλυνεί εφ’ ού εάν ή επ΄ αυτού η αφή, και αφοριεί ο ιερεύς την αφήν επτά ημέρας το δεύτερον· 55 και όψεται ο ιερεύς μετά το πλυθύναι αυτό την αφήν, και ήδε ου μη μετέβαλεν η αφή την όψιν, και η αφή ου διαχείται, ακάθαρτόν εστιν, εν πυρί κατακαυθήσεται· εστήρικται εν τώ ιματίω, ή εν τώ στήμονι, ή εν τή κρόκη. 56 και εάν ίδη ο ιερεύς, και ή αμαυρά η αφή μετά το πλυθήναι αυτό, απορρήξει αυτό από τού ιματίου, ή από τού στήμονος, ή από της κρόκης, ή από τού δέρματος. 57 εάν δε οφθή έτι εν τώ ιματίω, ή εν τώ στήμονι, ή εν τή κρόκη, ή εν παντί σκεύει δερματίνω, λέπρα εξανθούσά εστιν· εν πυρί κατακαυθήσεται εν ώ εστιν η αφή. 58 και το ιμάτιον, ή ο στήμων, ή η κρόκη, ή πάν σκεύος δερμάτινον, ό πλυθήσεται, και αποστήσεται απ’ αυτού η αφή, και πλυθήσεται το δεύτερον, και καθαρόν έσται. 59 ούτος ο νόμος αφής λέπρας ιματίου ερέου, ή στυππυίνου, ή στήμονος, ή κρόκης, ή παντός σκεύους δερματίνου, εις το καθαρίσαι αυτό, ή μιάναι αυτό.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 ούτος ο νόμος τού λεπρού, ή αν ημέρα καθαρισθή· και προσαχθήσεται προς τον ιερέα, 3 και εξελεύσεται ο ιερεύς έξω της παρεμβολής, και όψεται ο ιερεύς, και ιδού ιάται η αφή της λέπρας από τού λεπρού. 4 και προστάξει ο ιερεύς, και λήψονται τώ κεκαθαρισμένω δύο ορνίθια ζώντα καθαρά και ξύλον κέδρινον και κεκλωσμένον κόκκινον και ύσσωπον· 5 και προστάξει ο ιερεύς, και σφάξουσι το ορνίθιον το έν εις αγγείον οστράκινον εφ’ ύδατι ζώντι. 6 και το ορνίθιον το ζών λήψεται αυτό και το ξύλον το κέδρινον και το κλωστόν κόκκινον και τον ύσσωπον, και βάψει αυτά και το ορνίθιον το ζών εις το αίμα τού ορνιθίου τού σφαγέντος εφ’ ύδατι ζώντι· 7 και περιρρανεί επί τον καθαρισθέντα από της λέπρας επτάκις, και καθαρός έσται· και εξαποστελεί το ορνίθιον το ζών εις το πεδίον. 8 και πλυνεί ο καθαρισθείς τα ιμάτια αυτού και ξυρηθήσεται αυτού πάσαν την τρίχα, και λούσεται εν ύδατι, και καθαρός έσται, και μετά ταύτα εισελεύσεται εις την παρεμβολήν, και διατρίψει έξω τού οίκου αυτού επτά ημέρας. 9 και έσται τή ημέρα τή εβδόμη, ξυρηθήσεται πάσαν την τρίχα αυτού, την κεφαλήν αυτού και τον πώγωνα και τας οφρύς και πάσαν την τρίχα αυτού ξυρηθήσεται· και πλυνεί τα ιμάτια, και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι, και καθαρός έσται.
10 και τή ημέρα τή ογδόη λήψεται δύο αμνούς αμώμους ενιαυσίους και πρόβατον άμωμον ενιαύσιον και τρία δέκατα σεμιδάλεως εις θυσίαν περυραμένης εν ελαίω και κοτύλην ελαίου μίαν. 11 και στήσει ο ιερεύς ο καθαρίζων τον άνθρωπον τον καθαριζόμενον και ταύτα έναντι Κυρίου, επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου. 12 και λήψεται ο ιερεύς τον αμνόν τον ένα, και προσάξει αυτόν της πλημμελείας, και την κοτύλην τού ελαίου, και αφοριεί αυτά αφόρισμα έναντι Κυρίου· 13 και σφάξουσι τον αμνόν εν τόπω, ού σφάζουσι τα ολοκαυτώματα και τα περί αμαρτίας, εν τόπω αγίω· έστι γάρ το περί αμαρτίας, ώσπερ το της πλημμελείας εστί τώ ιερεί, άγια αγίων εστί. 14 και λήψεται ο ιερεύς από τού αίματος τού της πλημμελείας, και επιθήσει ο ιερεύς επί τον λοβόν τού ωτός τού καθαριζομένου τού δεξιού, και επί το άκρον της χειρός της δεξιάς και επί το άκρον τού ποδός τού δεξιού. 15 και λαβών ο ιερεύς από της κοτύλης τού ελαίου επιχεεί επί την χείρα τού ιερέως την αριστεράν 16 και βάψει τον δάκτυλον τον δεξιόν από τού ελαίου τού όντος επί της χειρός αυτού της αριστεράς και ρανεί τώ δακτύλω επτάκις έναντι Κυρίου· 17 το δε καταλειφθέν έλαιον το ον εν τή χειρί επιθήσει ο ιερεύς επί τον λοβόν τού ωτός τού καθαριζομένου τού δεξιού και επί το άκρον της χειρός της δεξιάς και επί το άκρον τού ποδός τού δεξιού. επί τον τόπον τού αίματος τού της πλημμελείας· 18 το δε καταλειφθέν έλαιον το επί της χειρός τού ιερέως επιθήσει ο ιερεύς επί την κεφαλήν τού καθαρισθέντος, και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς έναντι Κυρίου. 19 και ποιήσει ο ιερεύς το περί της αμαρτίας, και εξιλάσεται ο ιερεύς περί τού καθαριζομένου από της αμαρτίας αυτού· και μετά τούτο σφάξει ο ιερεύς το ολοκαύτωμα.
20 και ανοίσει ο ιερεύς το ολοκαύτωμα και την θυσίαν επί το θυσιαστήριον έναντι Κυρίου· και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς, και καθαρισθήσεται. 21 Εάν δε πένηται και η χείρ αυτού μη ευρίσκη, λήψεται αμνόν ένα εις ό επλημμέλησεν εις αφαίρεμα, ώστε εξιλάσασθαι περί αυτού, και δέκατον σεμιδάλεως πεφυραμένης εν ελαίω εις θυσίαν, και κοτύλην ελαίου μίαν, 22 και δύο τρυγόνας, ή δύο νεοσσούς περιστερών, όσα εύρεν η χείρ αυτού, και έσται η μία περί αμαρτίας και η μία εις ολοκαύτωμα· 23 και προσοίσει αυτά τή ημέρα τή ογδόη εις το καθαρίσαι αυτόν προς τον ιερέα, επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου έναντι Κυρίου. 24 και λαβών ο ιερεύς τον αμνόν της πλημμελείας και την κοτύλην τού ελαίου, επιθήσει αυτά επίθεμα έναντι Κυρίου. 25 και σφάξει τον αμνόν τον της πλημμελείας, και λήψεται ο ιερεύς από τού αίματος τού της πλημμελείας και επιθήσει επί τον λοβόν τού ωτός τού καθαριζομένου τού δεξιού και επί το άκρον της χειρός της δεξιάς και επί το άκρον τού ποδός τού δεξιού. 26 και από τού ελαίου επιχεεί ο ιερεύς επί την χείρα τού ιερέως την αριστεράν, 27 και ρανεί ο ιερεύς τώ δακτύλω τώ δεξιώ από τού ελαίου τού εν τή χειρί αυτού τή αριστερά επτάκις έναντι Κυρίου· 28 και επιθήσει ο ιερεύς από τού ελαίου τού επί της χειρός αυτού επί τον λοβόν τού ωτός τού καθαριζομένου τού δεξιού και επί το άκρον της χειρός αυτού της δεξιάς και επί το άκρον τού ποδός αυτού τού δεξιού, επί τον τόπον τού αίματος τού της πλημμελείας· 29 το δε καταλειφθέν από τού ελαίου το ον επί της χειρός τού ιερέως επιθήσει επί την κεφαλήν τού καθαρισθέντος, και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς έναντι Κυρίου.
30 και ποιήσει μίαν από των τρυγόνων ή από των νεοσσών των περιστερών, καθότι εύρεν αυτού η χείρ, 31 την μίαν περί αμαρτίας και την μίαν εις ολοκαύτωμα σύν τή θυσία, και εξιλάσεται ο ιερεύς περί τού καθαριζομένου έναντι Κυρίου. 32 ούτος ο νόμος, εν ώ εστιν η αφή της λέπρας, και τού μη ευρίσκοντος τή χειρί εις τον καθαρισμόν αυτού. 33 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 34 ως αν εισέλθητε εις την γήν των Χαναναίων, ήν εγώ δίδωμι υμίν εν κτήσει, και δώσω αφήν λέπρας εν ταίς οικίαις της γής της εγκτήτου υμίν, 35 και ήξει τινός αυτού η οικία, και αναγγελεί τώ ιερεί λέγων· ώσπερ αφή εώραταί μοι εν τή οικία. 36 και προστάξει ο ιερεύς αποσκευάσαι την οικίαν, πρό τού εισελθόντα τον ιερέα ιδείν την αφήν, και ου μη ακάθαρτα γένηται όσα αν ή εν τή οικία, και μετά ταύτα εισελεύσεται ο ιερεύς καταμαθείν την οικίαν. 37 και όψεται την αφήν, και ιδού η αφή εν τοίς τοίχοις της οικίας, κοιλάδας χλωριζούσας, ή πυρριζούσας, και η όψις αυτών ταπεινοτέρα των τοίχων, 38 και εξελθών ο ιερεύς εκ της οικίας επί την θύραν της οικίας, και αφοριεί ο ιερεύς την οικίαν επτά ημέρας. 39 και επανήξει ο ιερεύς τή εβδόμη και όψεται την οικίαν, και ιδού διεχύθη η αφή εν τοίς τοίχοις της οικίας,
40 και προστάξει ο ιερεύς, και εξελούσι τους λίθους, εν οίς εστιν η αφή, και εκβαλούσιν αυτούς έξω της πόλεως εις τόπον ακάθαρτον. 41 και την οικίαν αποξύσουσιν έσωθεν κύκλω και εκχεούσι τον χούν τον απεξυσμένον έξω της πόλεως εις τόπον ακάθαρτον. 42 και λήψονται λίθους απεξυσμένους ετέρους, και αντιθήσουσιν αντί των λίθων και χούν έτερον λήψονται και εξαλείψουσι την οικίαν. 43 εάν δε επέλθη πάλιν αφή και ανατείλη εν τή οικία μετά το εξελείν τους λίθους και μετά το αποξυσθήναι την οικίαν και μετά το εξαλειφθήναι, 44 και εισελεύσεται ο ιερεύς και όψεται· ει διακέχυται η αφή εν τή οικία, λέπρα έμμονός εστιν εν τή οικία, ακάθαρτός εστι. 45 και καθελούσι την οικίαν και τα ξύλα αυτής και τους λίθους αυτής και πάντα τον χούν εξοίσουσιν έξω της πόλεως εις τόπον ακάθαρτον. 46 και ο εισπορευόμενος εις την οικίαν πάσας τας ημέρας, ας αφωρισμένη εστίν, ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 47 και ο κοιμώμενος εν τή οικία πλυνεί τα ιμάτια αυτού, και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· και ο έσθων εν τή οικία πλυνεί τα ιμάτια αυτού, και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 48 εάν δε παραγενόμενος εισέλθη ο ιερεύς και ίδη, και ιδού διαχύσει ου διαχείται η αφή εν τή οικία μετά το εξαλειφθήναι την οικίαν, και καθαριεί ο ιερεύς την οικίαν, ότι ιάθη η αφή. 49 και λήψεται αφαγνίσαι την οικίαν δύο ορνίθια ζώντα καθαρά και ξύλον κέδρινον και κεκλωσμένον κόκκινον και ύσσωπον·
50 και σφάξει το ορνίθιον το έν εις σκεύος οστράκινον εφ΄ ύδατι ζώντι, 51 και λήψεται το ξύλον το κέδρινον και το κεκλωσμένον κόκκινον και τον ύσσωπον και το ορνίθιον το ζών, και βάψει αυτό εις το αίμα τού ορνιθίου τού εσφαγμένου εφ’ ύδατι ζώντι, και περιρρανεί εν αυτοίς επί την οικίαν επτάκις, 52 και αφαγνιεί την οικίαν εν τώ αίματι τού ορνιθίου και εν τώ ύδατι τώ ζώντι και εν τώ ορνιθίω τώ ζώντι και εν τώ ξύλω τώ κεδρίνω και εν τώ υσσώπω και εν τώ κεκλωσμένω κοκκίνω. 53 και εξαποστελεί το ορνίθιον το ζών έξω της πόλεως εις το πεδίον και εξιλάσεται περί της οικίας, και καθαρά έσται. 54 Ούτος ο νόμος κατά πάσαν αφήν λέπρας και θραύσματος 55 και της λέπρας ιματίου και οικίας 56 και ουλής και σημασίας και τού αυγάζοντος 57 και τού εξηγήσασθαι ή ημέρα ακάθαρτον, και ή ημέρα καθαρισθήσεται. ούτος ο νόμος της λέπρας.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, και ερείς αυτοίς· ανδρί ανδρί, ώ εάν γένηται ρύσις εκ τού σώματος αυτού, η ρύσις αυτού ακάθαρτός εστι. 3 και ούτος ο νόμος της ακαθαρσίας αυτού· ρέων γόνον εκ σώματος αυτού, εκ της ρύσεως, ής συνέστηκε το σώμα αυτού διά της ρύσεως, αύτη η ακαθαρσία αυτού εν αυτώ· πάσαι αι ημέραι ρύσεως σώματος αυτού, ή συνέστηκε το σώμα αυτού διά της ρύσεως, ακαθαρσία αυτού εστι. 4 πάσα κοίτη, εφ’ ής εάν κοιμηθή επ’ αυτής ο γονορρυής, ακάθαρτός εστι, και πάν σκεύος εφ’ ό αν καθίση επ΄ αυτό ο γονορρυής, ακάθαρτον έσται. 5 και άνθρωπος, ός εάν άψηται της κοίτης αυτού, πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· 6 και ο καθήμενος επί τού σκεύους, εφ’ ό εάν καθίση ο γονορρυής, πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· 7 και ο απτόμενος τού χρωτός τού γονορρυούς πλυνεί τα ιμάτια και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 8 εάν δε προσσιελίση ο γονορρυής επί τον καθαρόν, πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 9 και πάν επίσαγμα όνου, εφ’ ό αν επιβή επ’ αυτό ο γονορρυής, ακάθαρτον έσται έως εσπέρας.
10 και πάς ο απτόμενος όσα αν ή υποκάτω αυτού, ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· και ο αίρων αυτά πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 11 και όσον εάν άψηται ο γονορρυής, και τας χείρας ου νένιπται ύδατι, πλυνεί τα ιμάτια και λούσεται το σώμα ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 12 και σκεύος οστράκινον, ού αν άψηται ο γονορρυής, συντριβήσεται· και σκεύος ξύλινον νιφήσεται ύδατι και καθαρόν έσται. 13 εάν δε καθαρισθή ο γονορρυής εκ της ρύσεως αυτού, και εξαριθμηθήσεται αυτώ επτά ημέρας εις τον καθαρισμόν αυτού, και πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται το σώμα ύδατι και καθαρός έσται. 14 και τή ημέρα τή ογδόη λήψεται εαυτώ δύο τρυγόνας ή δύο νεοσσούς περιστερών και οίσει αυτά έναντι Κυρίου επί τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου και δώσει αυτά τώ ιερεί. 15 και ποιήσει αυτά ο ιερεύς μίαν περί αμαρτίας και μίαν εις ολοκαύτωμα. και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς έναντι Κυρίου από της ρύσεως αυτού. 16 Καί άνθρωπος, ώ αν εξέλθη εξ αυτού κοίτη σπέρματος, και λούσεται ύδατι πάν το σώμα αυτού και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 17 και πάν ιμάτιον και πάν δέρμα, αφ’ ό εάν ή επ’ αυτό κοίτη σπέρματος, και πλυθήσεται ύδατι και ακάθαρτον έσται έως εσπέρας. 18 και γυνή εάν κοιμηθή ανήρ μετ’ αυτής κοίτην σπέρματος, και λούσονται ύδατι και ακάθαρτοι έσονται έως εσπέρας. 19 Καί γυνή, ήτις εάν ή ρέουσα αίματι, και έσται η ρύσις αυτής εν τώ σώματι αυτής, επτά ημέρας έσται εν τή αφέδρω αυτής· πάς ο απτόμενος αυτής ακάθαρτος έσται έως εσπέρας,
20 και πάν, εφ’ ό εάν κοιτάζηται επ’ αυτό εν τή αφέδρω αυτής, ακάθαρτον έσται. και πάν εφ’ ό εάν επικαθίση επ’ αυτό, ακάθαρτον έσται. 21 και πάς ός εάν άψηται της κοίτης αυτής, πλυνεί τα ιμάτια αυτού, και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 22 και πάς ο απτόμενος παντός σκεύους, ού εάν καθίση επ’ αυτό, πλυνεί τα ιμάτια αυτού, και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 23 εάν δε εν τή κοίτη αυτής ούσης, ή επί τού σκεύους, ού εάν καθίση επ΄ αυτώ εν τώ άπτεσθαι αυτόν αυτής, ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 24 εάν δε κοίτη κοιμηθή τις μετ’ αυτής και γένηται η ακαθαρσία αυτής επ’ αυτώ, ακάθαρτος έσται επτά ημέρας. και πάσα κοίτη, εφ’ ή αν κοιμηθή επ’ αυτή, ακάθαρτος έσται. 25 Καί γυνή εάν ρέη ρύσει αίματος ημέρας πλείους, ουκ εν καιρώ της αφέδρου αυτής, εάν και ρέη μετά την άφεδρον αυτής, πάσαι αι ημέραι ρύσεως ακαθαρσίας αυτής, καθάπερ αι ημέραι της αφέδρου αυτής, έσται ακάθαρτος. 26 και πάσα κοίτη, εφ’ ής εάν κοιμηθή επ΄ αυτής πάσας τας ημέρας της ρύσεως, κατά την κοίτην της αφέδρου έσται αυτή, και πάν σκεύος, εφ΄ ό εάν καθίση επ’ αυτό, ακάθαρτον έσται κατά την ακαθαρσίαν της αφέδρου. 27 πάς ο απτόμενος αυτής ακάθαρτος έσται, και πλυνεί τα ιμάτια και λούσεται το σώμα ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 28 εάν δε καθαρισθή από της ρύσεως, και εξαριθμήσεται αυτή επτά ημέρας και μετά ταύτα καθαρισθήσεται. 29 και τή ημέρα τή ογδόη λήψεται αύτη δύο τρυγόνας, ή δύο νεοσσούς περιστερών, και οίσει αυτά προς τον ιερέα επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου.
30 και ποιήσει ο ιερεύς την μίαν περί αμαρτίας και την μίαν εις ολοκαύτωμα. και εξιλάσεται περί αυτής ο ιερεύς έναντι Κυρίου από ρύσεως ακαθαρσίας αυτής. 31 Καί ευλαβείς ποιήσεται τους υιούς Ισραήλ από των ακαθαρσιών αυτών, και ουκ αποθανούνται διά την ακαθαρσίαν αυτών εν τώ μιαίνειν αυτούς την σκηνήν μου την εν αυτοίς. 32 ούτος ο νόμος τού γονορρυούς. και εάν τινι εξέλθη εξ αυτού κοίτη σπέρματος, ώστε μιανθήναι εν αυτή, 33 και τή αιμορροούση εν τή αφέδρω αυτής, και ο γονορρυής εν τή ρύσει αυτού, τώ άρσενι ή τή θηλεία, και τώ ανδρί, ός εάν κοιμηθή μετά αποκαθημένης.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν μετά το τελευτήσαι τους δύο υιούς Ααρών εν τώ προσάγειν αυτούς πύρ αλλότριον έναντι Κυρίου και ετελεύτησαν. 2 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· λάλησον προς Ααρών τον αδελφόν σου, και μη εισπορευέσθω πάσαν ώραν εις το άγιον εσώτερον τού καταπετάσματος εις πρόσωπον τού ιλαστηρίου, ό εστιν επί της κιβωτού τού μαρτυρίου, και ουκ αποθανείται· εν γάρ νεφέλη οφθήσομαι επί τού ιλαστηρίου. 3 ούτως εισελεύσεται Ααρών εις το άγιον· εν μόσχω εκ βοών περί αμαρτίας, και κριόν εις ολοκαύτωμα· 4 και χιτώνα λινούν ηγιασμένον ενδύσεται, και περισκελές λινούν έσται επί τού χρωτός αυτού, και ζώνη λινή ζώσεται και κίδαριν λινήν περιθήσεται, ιμάτια άγιά εστι, και λούσεται ύδατι πάν το σώμα αυτού, και ενδύσεται αυτά. 5 και παρά της συναγωγής των υιών Ισραήλ λήψεται δύο χιμάρους εξ αιγών περί αμαρτίας και κριόν ένα εις ολοκαύτωμα. 6 και προσάξει Ααρών τον μόσχον τον περί της αμαρτίας αυτού, και εξιλάσεται περί αυτού και τού οίκου αυτού. 7 και λήψεται τους δύο χιμάρους και στήσει αυτούς έναντι Κυρίου παρά την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου· 8 και επιθήσει Ααρών επί τους δύο χιμάρους κλήρους, κλήρον ένα τώ Κυρίω και κλήρον ένα τώ αποπομπαίω. 9 και προσάξει Ααρών τον χίμαρον, εφ’ ον επήλθεν επ΄ αυτόν ο κλήρος τώ Κυρίω, και προσοίσει περί αμαρτίας·
10 και τον χίμαρον, εφ’ ον επήλθεν επ’ αυτόν ο κλήρος τού αποπομπαίου, στήσει αυτόν ζώντα έναντι Κυρίου, τού εξιλάσασθαι επ΄ αυτού, ώστε αποστείλαι αυτόν εις την αποπομπήν, και αφήσει αυτόν εις την έρημον. 11 και προσάξει Ααρών τον μόσχον τον περί της αμαρτίας αυτού, και εξιλάσεται περί εαυτού και τού οίκου αυτού. και σφάξει τον μόσχον περί της αμαρτίας αυτού. 12 και λήψεται το πυρείον πλήρες ανθράκων πυρός από τού θυσιαστηρίου, τού απέναντι Κυρίου, και πλήσει τας χείρας θυμιάματος συνθέσεως λεπτής και εισοίσει εσώτερον τού καταπετάσματος. 13 και επιθήσει το θυμίαμα επί το πύρ έναντι Κυρίου· και καλύψει η ατμίς τού θυμιάματος το ιλαστήριον το επί των μαρτυρίων, και ουκ αποθανείται. 14 και λήψεται από τού αίματος τού μόσχου και ρανεί τώ δακτύλω επί το ιλαστήριον κατά ανατολάς· κατά πρόσωπον τού ιλαστηρίου ρανεί επτάκις από τού αίματος τώ δακτύλω. 15 και σφάξει τον χίμαρον τον περί αμαρτίας, τον περί τού λαού, έναντι Κυρίου και εισοίσει τού αίματος αυτού εσώτερον τού καταπετάσματος και ποιήσει το αίμα αυτού, ον τρόπον εποίησε το αίμα τού μόσχου. και ρανεί το αίμα αυτού επί το ιλαστήριον, κατά πρόσωπον τού ιλαστηρίου 16 και εξιλάσεται το άγιον από των ακαθαρσιών των υιών Ισραήλ και από των αδικημάτων αυτών περί πασών των αμαρτιών αυτών. και ούτω ποιήσει τή σκηνή τού μαρτυρίου τή εκτισμένη εν αυτοίς εν μέσω της ακαθαρσίας αυτών. 17 και πάς άνθρωπος ουκ έσται εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, εισπορευομένου αυτού εξιλάσασθαι εν τώ αγίω, έως αν εξέλθη· και εξιλάσεται περί εαυτού και τού οίκου αυτού και περί πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ. 18 και εξελεύσεται επί το θυσιαστήριον το ον απέναντι Κυρίου και εξιλάσεται επ’ αυτού. και λήψεται από τού αίματος τού μόσχου και από τού αίματος τού χιμάρου και επιθήσει επί τα κέρατα τού θυσιαστηρίου κύκλω 19 και ρανεί επ΄ αυτό από τού αίματος τώ δακτύλω επτάκις, και καθαριεί αυτό και αγιάσει αυτό από των ακαθαρσιών των υιών Ισραήλ.
20 και συντελέσει εξιλασκόμενος το άγιον και την σκηνήν τού μαρτυρίου και το θυσιαστήριον, και περί των ιερέων καθαριεί· και προσάξει τον χίμαρον τον ζώντα. 21 και επιθήσει Ααρών τας χείρας αυτού επί την κεφαλήν τού χιμάρου τού ζώντος και εξαγορεύσει επ’ αυτού πάσας τας ανομίας των υιών Ισραήλ και πάσας τας αδικίας αυτών και πάσας τας αμαρτίας αυτών και επιθήσει αυτάς επί την κεφαλήν τού χιμάρου τού ζώντος και εξαποστελεί εν χειρί ανθρώπου ετοίμου εις την έρημον, 22 και λήψεται ο χίμαρος εφ’ εαυτώ τας αδικίας αυτών εις γήν άβατον, και εξαποστελεί τον χίμαρον εις την έρημον. 23 και εισελεύσεται Ααρών εις την σκηνήν τού μαρτυρίου και εκδύσεται την στολήν την λινήν, ήν ενδεδύκει εισπορευομένου αυτού εις το άγιον, και αποθήσει αυτήν εκεί. 24 και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι εν τόπω αγίω και ενδύσεται την στολήν αυτού, και εξελθών ποιήσει το ολοκαύτωμα αυτού και το ολοκάρπωμα τού λαού και εξιλάσεται περί αυτού και περί τού οίκου αυτού και περί τού λαού, ως περί των ιερέων. 25 και το στέαρ το περί των αμαρτιών ανοίσει επί το θυσιαστήριον. 26 και ο εξαποστέλλων τον χίμαρον τον διεσταλμένον εις άφεσιν πλυνεί τα ιμάτια και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι και μετά ταύτα εισελεύσεται εις την παρεμβολήν. 27 και τον μόσχον τον περί της αμαρτίας και τον χίμαρον τον περί της αμαρτίας, ών το αίμα εισηνέχθη εξιλάσασθαι εν τώ αγίω, εξοίσουσιν αυτά έξω της παρεμβολής και κατακαύσουσιν αυτά εν πυρί, και τα δέρματα αυτών και τα κρέα αυτών και την κόπρον αυτών. 28 ο δε κατακαίων αυτά πλυνεί τα ιμάτια και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι και μετά ταύτα εισελεύσεται εις την παρεμβολήν. 29 Καί έσται τούτο υμίν νόμιμον αιώνιον· εν τώ μηνί τώ εβδόμω δεκάτη τού μηνός ταπεινώσετε τας ψυχάς υμών και πάν έργον ου ποιήσετε ο αυτόχθων και ο προσήλυτος ο προσκείμενος εν υμίν·
30 εν γάρ τή ημέρα ταύτη εξιλάσεται περί υμών, καθαρίσαι υμάς από πασών των αμαρτιών υμών έναντι Κυρίου, και καθαρισθήσεσθε. 31 σάββατα σαββάτων ανάπαυσις αύτη έσται υμίν, και ταπεινώσετε τας ψυχάς υμών, νόμιμον αιώνιον. 32 εξιλάσεται ο ιερεύς, ον αν χρίσωσιν αυτόν και ον αν τελειώσωσι τας χείρας αυτού, ιερατεύειν μετά τον πατέρα αυτού, και ενδύσεται την στολήν την λινήν, στολήν αγίαν. 33 και εξιλάσεται το άγιον τού αγίου και την σκηνήν τού μαρτυρίου και το θυσιαστήριον εξιλάσεται, και περί των ιερέων και περί πάσης συναγωγής εξιλάσεται. 34 και έσται τούτο υμίν νόμιμον αιώνιον εξιλάσκεσθαι περί των υιών Ισραήλ από πασών των αμαρτιών αυτών· άπαξ τού ενιαυτού ποιηθήσεται, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον προς Ααρών και προς τους υιούς αυτού και προς πάντας υιούς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· τούτο το ρήμα, ό ενετείλατο Κύριος, λέγων· 3 άνθρωπος άνθρωπος των υιών Ισραήλ ή των προσηλύτων των προσκειμένων εν υμίν, ός εάν σφάξη μόσχον ή πρόβατον ή αίγα εν τή παρεμβολή και ός αν σφάξη έξω της παρεμβολής, 4 και επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου μη ενέγκη, ώστε ποιήσαι αυτό εις ολοκαύτωμα ή σωτήριον Κυρίω δεκτόν εις οσμήν ευωδίας, και ός αν σφάξη έξω και επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου μη ενέγκη αυτό, ώστε προσενέγκαι δώρον τώ Κυρίω απέναντι της σκηνής Κυρίου, και λογισθήσεται τώ ανθρώπω εκείνω αίμα· αίμα εξέχεεν, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ τού λαού αυτής· 5 όπως αναφέρωσιν οι υιοί Ισραήλ τας θυσίας αυτών, όσας αν αυτοί σφάξουσιν εν τοίς πεδίοις, και οίσουσι τώ Κυρίω επί τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου προς τον ιερέα και θύσουσι θυσίαν σωτηρίου τώ Κυρίω αυτά. 6 και προσχεεί ο ιερεύς το αίμα επί το θυσιαστήριον κύκλω απέναντι Κυρίου παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου και ανοίσει το στέαρ εις οσμήν ευωδίας Κυρίω. 7 και ου θύσουσιν έτι τας θυσίας αυτών τοίς ματαίοις, οίς αυτοί εκπορνεύουσιν οπίσω αυτών· νόμιμον αιώνιον έσται υμίν εις τας γενεάς υμών. 8 Καί ερείς προς αυτούς· άνθρωπος άνθρωπος των υιών Ισραήλ ή από των υιών των προσηλύτων των προσκειμένων εν υμίν, ός αν ποιήση ολοκαύτωμα ή θυσίαν 9 και επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου μη ενέγκη ποιήσαι αυτό τώ Κυρίω, εξολοθρευθήσεται ο άνθρωπος εκείνος εκ τού λαού αυτού.
10 Καί άνθρωπος άνθρωπος των υιών Ισραήλ ή των προσηλύτων των προσκειμένων εν υμίν, ός αν φάγη πάν αίμα, και επιστήσω το πρόσωπόν μου επί την ψυχήν την έσθουσαν το αίμα και απολώ αυτήν εκ τού λαού αυτής· 11 η γάρ ψυχή πάσης σαρκός αίμα αυτού εστι, και εγώ δέδωκα αυτό υμίν επί τού θυσιαστηρίου εξιλάσκεσθαι περί των ψυχών υμών· το γάρ αίμα αυτού αντί ψυχής εξιλάσεται. 12 διά τούτο είρηκα τοίς υιοίς Ισραήλ· πάσα ψυχή εξ υμών ου φάγεται αίμα, και ο προσήλυτος ο προσκείμενος εν υμίν ου φάγεται αίμα. 13 και άνθρωπος άνθρωπος των υιών Ισραήλ ή των προσηλύτων των προσκειμένων εν υμίν, ός αν θηρεύση θήρευμα θηρίον ή πετεινόν, ό έσθεται, και εκχεεί το αίμα και καλύψει αυτό τή γη· 14 η γάρ ψυχή πάσης σαρκός αίμα αυτού εστι. και είπα τοίς υιοίς Ισραήλ· αίμα πάσης σαρκός ου φάγεσθε, ότι η ψυχή πάσης σαρκός αίμα αυτού εστι· πάς ο έσθων αυτό εξολοθρευθήσεται. 15 Καί πάσα ψυχή, ήτις φάγεται θνησιμαίον ή θηριάλωτον εν τοίς αυτόχθοσιν ή εν τοίς προσηλύτοις, πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας και καθαρός έσται. 16 εάν δε μη πλύνη τα ιμάτια και το σώμα μη λούσηται ύδατι, και λήψεται ανόμημα αυτού.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 3 κατά τα επιτηδεύματα Αιγύπτου, εν ή κατωκήσατε επ’ αυτή, ου ποιήσετε και κατά τα επιτηδεύματα γής Χαναάν, εις ήν εγώ εισάγω υμάς εκεί, ου ποιήσετε και τοίς νομίμοις αυτών ου πορεύσεσθε. 4 τα κρίματά μου ποιήσετε και τα προστάγματά μου φυλάξεσθε και πορεύεσθε εν αυτοίς· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 5 και φυλάξεσθε πάντα τα προστάγματά μου και πάντα τα κρίματά μου και ποιήσετε αυτά, ά ποιήσας αυτά άνθρωπος ζήσεται εν αυτοίς· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 6 Άνθρωπος άνθρωπος προς πάντα οικεία σαρκός αυτού ου προσελεύσεται αποκαλύψαι ασχημοσύνην· εγώ Κύριος. 7 ασχημοσύνην πατρός σου και ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις, μήτηρ γάρ σού εστιν, ουκ αποκαλύψεις την ασχημοσύνην αυτής. 8 ασχημοσύνην γυναικός πατρός σου ουκ αποκαλύψεις, ασχημοσύνη πατρός σού εστιν. 9 ασχημοσύνην της αδελφής σου εκ πατρός σου ή εκ μητρός σου ενδογενούς ή γεγεννημένης έξω, ουκ αποκαλύψεις ασχημοσύνην αυτών.
10 ασχημοσύνην θυγατρός υιού σου ή θυγατρός θυγατρός σου ουκ αποκαλύψεις την ασχημοσύνην αυτών, ότι σή ασχημοσύνη εστίν. 11 ασχημοσύνην θυγατρός γυναικός πατρός σου ουκ αποκαλύψεις, ομοπατρία αδελφή σού εστιν, ουκ αποκαλύψεις την ασχημοσύνην αυτής. 12 ασχημοσύνην αδελφής πατρός σου ουκ αποκαλύψεις, οικεία γάρ πατρός σού εστιν. 13 ασχημοσύνην αδελφής μητρός σου ουκ αποκαλύψεις, οικεία γάρ μητρός σού εστιν. 14 ασχημοσύνην αδελφού τού πατρός σου ουκ αποκαλύψεις και προς την γυναίκα αυτού ουκ εισελεύση, συγγενής γάρ σού εστιν. 15 ασχημοσύνην νύμφης σου ουκ αποκαλύψεις, γυνή γάρ υιού σού εστιν, ουκ αποκαλύψεις την ασχημοσύνην αυτής. 16 ασχημοσύνην γυναικός αδελφού σου ουκ αποκαλύψεις, ασχημοσύνη αδελφού σού εστιν. 17 ασχημοσύνην γυναικός και θυγατρός αυτής ουκ αποκαλύψεις· την θυγατέρα τού υιού αυτής και την θυγατέρα της θυγατρός αυτής ου λήψη αποκαλύψαι την ασχημοσύνην αυτών, οικείαι γάρ σού εισιν· ασέβημά εστι. 18 γυναίκα επ΄ αδελφή αυτής ου λήψη αντίζηλον αποκαλύψαι την ασχημοσύνην αυτής επ’ αυτή, έτι ζώσης αυτής. 19 Καί προς γυναίκα εν χωρισμώ ακαθαρσίας αυτής ουκ εισελεύση αποκαλύψαι την ασχημοσύνην αυτής.
20 και προς την γυναίκα τού πλησίον σου ου δώσεις κοίτην σπέρματός σου, εκμιανθήναι προς αυτήν. 21 και από τού σπέρματός σου ου δώσεις λατρεύειν άρχοντι και ου βεβηλώσεις το όνομα το άγιον· εγώ Κύριος· 22 και μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν, βέλυγμα γάρ εστι. 23 και προς πάν τετράπουν ου δώσεις την κοίτην σου εις σπερματισμόν, εκμιανθήναι προς αυτό. και γυνή ου στήσεται προς πάν τετράπουν βιβασθήναι, μυσαρόν γάρ εστι. 24 Μή μιαίνεσθε εν πάσι τούτοις· εν πάσι γάρ τούτοις εμιάνθησαν τα έθνη, ά εγώ εξαποστέλλω πρό προσώπου υμών, 25 και εξεμιάνθη η γη, και ανταπέδωκα αδικίαν αυτοίς δι΄ αυτήν, και προσώχθισεν η γη τοίς εγκαθημένοις επ’ αυτής. 26 και φυλάξεσθε πάντα τα νόμιμά μου και πάντα τα προστάγματά μου, και ου ποιήσετε από πάντων των βδελυγμάτων τούτων, ο εγχώριος και ο προσγενόμενος προσήλυτος εν υμίν· 27 πάντα γάρ τα βδελύγματα ταύτα εποίησαν οι άνθρωποι της γής οι όντες πρότερον υμών, και εμιάνθη η γη. 28 και ίνα μη προσοχθίση υμίν η γη εν τώ μιαίνειν υμάς αυτήν, ον τρόπον προσώχθισε τοίς έθνεσι τοίς πρό υμών. 29 ότι πάς, ός εάν ποιήση από πάντων των βδελυγμάτων τούτων, εξολοθρευθήσονται αι ψυχαί αι ποιούσαι εκ τού λαού αυτών.
30 και φυλάξετε τα προστάγματά μου, όπως μη ποιήσητε από πάντων των νομίμων των εβδελυγμένων, ά γέγονε πρό τού υμάς, και ου μιανθήσεσθε εν αυτοίς, ότι εγώ Κύριος ο Θεός υμών.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τή συναγωγή των υιών Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· άγιοι έσεσθε, ότι άγιος εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 3 έκαστος πατέρα αυτού και μητέρα αυτού φοβείσθω, και τα σάββατά μου φυλάξεσθε· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 4 ουκ επακολουθήσετε ειδώλοις και θεούς χωνευτούς ου ποιήσετε υμίν· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 5 και εάν θύσητε θυσίαν σωτηρίου τώ Κυρίω, δεκτήν υμών θύσετε. 6 ή αν ημέρα θύσετε, βρωθήσεται και τή αύριον· και εάν καταλειφθή έως ημέρας τρίτης, εν πυρί κατακαυθήσεται. 7 εάν δε βρώσει βρωθή τή ημέρα τή τρίτη, άθυτόν εστιν, ου δεχθήσεται. 8 ο δε έσθων αυτό αμαρτίαν λήψεται, ότι τα άγια Κυρίου εβεβήλωσε· και εξολοθρευθήσονται αι ψυχαί αι έσθουσαι εκ τού λαού αυτών. 9 Καί εκθεριζόντων υμών τον θερισμόν της γής υμών, ου συντελέσετε τον θερισμόν υμών τού αγρού σου εκθερίσαι, και τα αποπίπτοντα τού θερισμού σου ου συλλέξεις.
10 και τον αμπελώνά σου ουκ επανατρυγήσεις, ουδέ τας ρώγας τού αμπελώνός σου συλλέξεις· τώ πτωχώ και τώ προσηλύτω καταλείψεις αυτά· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 11 Ου κλέψετε, ου ψεύσεσθε, ουδέ συκοφαντήσει έκαστος τον πλησίον. 12 και ουκ ομείσθε τώ ονόματί μου επ’ αδίκω και ου βεβηλώσετε το όνομα το άγιον τού Θεού υμών· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 13 ουκ αδικήσεις τον πλησίον και ουχ αρπάσεις και ου μη κοιμηθήσεται ο μισθός τού μισθωτού σου παρά σοί έως πρωί. 14 ου κακώς ερείς κωφόν, και απέναντι τυφλού ου προσθήσεις σκάνδαλον, και φοβηθήση Κύριον τον Θεόν σου· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 15 Ου ποιήσετε άδικον εν κρίσει· ου λήψη πρόσωπον πτωχού, ουδέ μη θαυμάσης πρόσωπον δυνάστου· εν δικαιοσύνη κρινείς τον πλησίον σου. 16 ου πορεύση δόλω εν τώ έθνει σου, ουκ επιστήση εφ’ αίμα τού πλησίον σου· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 17 ου μισήσεις τον αδελφόν σου τή διανοία σου· ελεγμώ ελέγξεις τον πλησίον σου και ου λήψη δι’ αυτόν αμαρτίαν. 18 και ουκ εκδικάταί σου η χείρ, και ου μηνιείς τοίς υιοίς τού λαού σου, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν· εγώ ειμι Κύριος. 19 Τόν νόμον μου φυλάξεσθε· τα κτήνη σου ου κατοχεύσεις ετεροζύγω, και τον αμπελώνά σου ου κατασπερείς διάφορον, και ιμάτιον εκ δύο υφασμένον κίβδηλον ουκ επιβαλείς σεαυτώ.
20 Καί εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός κοίτην σπέρματος, και αύτη ή οικέτις διαπεφυλαγμένη ανθρώπω, και αυτή λύτροις ου λελύτρωται, ή ελευθερία ουκ εδόθη αυτή, επισκοπή έσται αυτοίς, ουκ αποθανούνται, ότι ουκ απηλευθερώθη. 21 και προσάξει της πλημμελείας αυτού τώ Κυρίω παρά την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου κριόν πλημμελείας· 22 και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς εν τώ κριώ της πλημμελείας έναντι Κυρίου περί της αμαρτίας, ής ήμαρτε, και αφεθήσεται αυτώ η αμαρτία, ήν ήμαρτεν. 23 Όταν δε εισέλθητε εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός υμών δίδωσιν υμίν, και καταφυτεύσετε πάν ξύλον βρώσιμον και περικαθαριείτε την ακαθαρσίαν αυτού· ο καρπός αυτού τρία έτη έσται υμίν απερικάθαρτος, ου βρωθήσεται. 24 και τώ έτει τώ τετάρτω έσται πάς ο καρπός αυτού άγιος αινετός τώ Κυρίω. 25 εν δε τώ έτει τώ πέμπτω φάγεσθε τον καρπόν, πρόσθεμα υμίν τα γενήματα αυτού· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 26 Μή έσθετε επί των ορέων και ουκ οιωνιείσθε, ουδέ ορνιθοσκοπήσεσθε. 27 ου ποιήσετε σισόην εκ της κόμης της κεφαλής υμών, ουδέ φθερείτε την όψιν τού πώγωνος υμών. 28 και εντομίδας ου ποιήσετε επί ψυχή εν τώ σώματι υμών και γράμματα στικτά ου ποιήσετε εν υμίν· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 29 ου βεβηλώσεις την θυγατέρα σου εκπορνεύσαι αυτήν και ουκ εκπορνεύσει η γη, και η γη πλησθήσεται ανομίας.
30 Τά σάββατά μου φυλάξεσθε και από των αγίων μου φοβηθήσεσθε· εγώ ειμι Κύριος. 31 ουκ επακολουθήσετε εγγαστριμύθοις και τοίς επαοιδοίς ου προσκολληθήσεσθε, εκμιανθήναι εν αυτοίς· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 32 από προσώπου πολιού εξαναστήση και τιμήσεις πρόσωπον πρεσβυτέρου και φοβηθήση τον Θεόν σου· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 33 Εάν δε τις προσέλθη υμίν προσήλυτος εν τή γη υμών, ου θλίψετε αυτόν· 34 ως ο αυτόχθων εν υμίν έσται ο προσήλυτος ο προσπορευόμενος προς υμάς, και αγαπήσεις αυτόν ως σεαυτόν, ότι προσήλυτοι εγενήθητε εν γη Αιγύπτω· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 35 ου ποιήσετε άδικον εν κρίσει, εν μέτροις και εν σταθμοίς και εν ζυγοίς. 36 ζυγά δίκαια και σταθμία δίκαια και χούς δίκαιος έσται εν υμίν· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών, ο εξαγαγών υμάς εκ γής Αιγύπτου. 37 Καί φυλάξεσθε πάντα τον νόμον μου και πάντα τα προστάγματά μου και ποιήσετε αυτά· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 και τοίς υιοίς Ισραήλ λαλήσεις· εάν τις από των υιών Ισραήλ ή από των γεγενημένων προσηλύτων εν Ισραήλ, ός αν δώ τού σπέρματος αυτού άρχοντι, θανάτω θανατούσθω· το έθνος το επί της γής λιθοβολήσουσιν αυτόν εν λίθοις. 3 και εγώ επιστήσω το πρόσωπόν μου επί τον άνθρωπον εκείνον και απολώ αυτόν εκ τού λαού αυτού, ότι τού σπέρματος αυτού έδωκεν άρχοντι, ίνα μιάνη τα άγιά μου και βεβηλώση το όνομα των ηγιασμένων μοι. 4 εάν δε υπερόψει υπερίδωσιν οι αυτόχθονες της γής τοίς οφθαλμοίς αυτών από τού ανθρώπου εκείνου, εν τώ δούναι αυτόν τού σπέρματος αυτού άρχοντι, τού μη αποκτείναι αυτόν, 5 και επιστήσω το πρόσωπόν μου επί τον άνθρωπον εκείνον και την συγγένειαν αυτού και απολώ αυτόν και πάντας τους ομονοούντας αυτώ, ώστε εκπορνεύειν αυτόν εις τους άρχοντας εκ τού λαού αυτών. 6 και ψυχή, ή εάν επακολουθήση εγγαστριμύθοις ή επαοιδοίς, ώστε εκπορνεύσαι οπίσω αυτών, επιστήσω το πρόσωπόν μου επί την ψυχήν εκείνην και απολώ αυτήν εκ τού λαού αυτής. 7 και έσεσθε άγιοι, ότι άγιος εγώ Κύριος ο Θεός υμών· 8 και φυλάξεσθε τα προστάγματά μου και ποιήσετε αυτά· εγώ Κύριος ο αγιάζων υμάς. 9 άνθρωπος άνθρωπος, ός αν κακώς είπη τον πατέρα αυτού ή την μητέρα αυτού, θανάτω θανατούσθω· πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού κακώς είπεν; ένοχος έσται.
10 άνθρωπος ός αν μοιχεύσηται γυναίκα ανδρός, ή ός αν μοιχεύσηται γυναίκα τού πλησίον, θανάτω θανατούσθωσαν, ο μοιχεύων και η μοιχευομένη. 11 και εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός τού πατρός αυτού, ασχημοσύνην τού πατρός αυτού απεκάλυψε, θανάτω θανατούσθωσαν, αμφότεροι ένοχοί εισι. 12 και εάν τις κοιμηθή μετά νύμφης αυτού, θανάτω θανατούσθωσαν αμφότεροι· ησεβήκασι γάρ, ένοχοί εισι. 13 και ός αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι· θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοί εισιν. 14 ός αν λάβη γυναίκα και την μητέρα αυτής, ανόμημά εστιν, εν πυρί κατακαύσουσιν αυτόν και αυτάς, και ουκ έσται ανομία εν υμίν. 15 και ός αν δώ κοιτασίαν αυτού εν τετράποδι, θανάτω θανατούσθω, και το τετράπουν αποκτενείτε. 16 και γυνή, ήτις προσελεύσεται προς πάν κτήνος βιβασθήναι αυτήν υπ’ αυτού, αποκτενείτε την γυναίκα και το κτήνος· θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοί εισιν. 17 ός αν λάβη την αδελφήν αυτού εκ πατρός αυτού ή εκ μητρός αυτού και ίδη την ασχημοσύνην αυτής και αύτη ίδη την ασχημοσύνην αυτού, όνειδός εστιν, εξολοθρευθήσονται ενώπιον υιών γένους αυτών· ασχημοσύνην αδελφής αυτού απεκάλυψεν, αμαρτίαν κομιούνται. 18 και ανήρ, ός αν κοιμηθή μετά γυναικός αποκαθημένης και αποκαλύψη την ασχημοσύνην αυτής, την πηγήν αυτής απεκάλυψε, και αύτη απεκάλυψε την ρύσιν τού αίματος αυτής· εξολοθρευθήσονται αμφότεροι εκ της γενεάς αυτών. 19 και ασχημοσύνην αδελφής πατρός σου και αδελφής μητρός σου ουκ αποκαλύψεις· την γάρ οικειότητα απεκάλυψεν, αμαρτίαν αποίσονται.
20 ός αν κοιμηθή μετά της συγγενούς αυτού, ασχημοσύνην της συγγενείας αυτού απεκάλυψεν, άτεκνοι αποθανούνται. 21 ός εάν λάβη γυναίκα τού αδελφού αυτού, ακαθαρσία εστίν· ασχημοσύνην τού αδελφού αυτού απεκάλυψεν, άτεκνοι αποθανούνται. 22 Καί φυλάξασθε πάντα τα προστάγματά μου, και τα κρίματά μου και ποιήσετε αυτά, και ου μη προσοχθίση υμίν η γη, εις ήν εγώ εισάγω υμάς εκεί κατοικείν επ΄ αυτής. 23 και ουχί πορεύεσθε τοίς νομίμοις των εθνών, ούς εξαποστέλλω αφ’ υμών· ότι ταύτα πάντα εποίησαν, και εβδελυξάμην αυτούς. 24 και είπα υμίν· υμείς κληρονομήσετε την γήν αυτών, και εγώ δώσω υμίν αυτήν εν κτήσει, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι· εγώ Κύριος ο Θεός υμών, ός διώρισα υμάς από πάντων των εθνών. 25 και αφοριείτε αυτούς ανά μέσον των κτηνών των καθαρών και ανά μέσον των κτηνών των ακαθάρτων και ανά μέσον των πετεινών των καθαρών και των ακαθάρτων, και ου βδελύξετε τας ψυχάς υμών εν τοίς κτήνεσι, και εν τοίς πετεινοίς και εν πάσι τοίς ερπετοίς της γής, ά εγώ αφώρισα υμίν εν ακαθαρσία. 26 και έσεσθέ μοι άγιοι, ότι εγώ άγιός ειμι Κύριος ο Θεός υμών, ο αφορίσας υμάς από πάντων των εθνών, είναι εμοί. 27 Καί ανήρ ή γυνή, ός αν γένηται αυτών εγγαστρίμυθος ή επαοιδός, θανάτω θανατούσθωσαν αμφότεροι· λίθοις λιθοβολήσετε αυτούς, ένοχοί εισι.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· είπον τοίς ιερεύσι τοίς υιοίς Ααρών και ερείς προς αυτούς· εν ταίς ψυχαίς ου μιανθήσονται εν τώ έθνει αυτών, 2 αλλ’ ή εν τώ οικείω τώ έγγιστα αυτών, επί πατρί και μητρί και υιοίς και θυγατράσιν, επ΄ αδελφώ 3 και επ’ αδελφή παρθένω τή εγγιζούση αυτώ, τή μη εκδεδομένη ανδρί, επί τούτοις μιανθήσεται. 4 ου μιανθήσεται εξάπινα εν τώ λαώ αυτού εις βεβήλωσιν αυτού. 5 και φαλάκρωμα ου ξυρηθήσεσθε την κεφαλήν επί νεκρώ και την όψιν τού πώγωνος ου ξυρήσονται και επί τας σάρκας αυτών ου κατατεμούσιν εντομίδας. 6 άγιοι έσονται τώ Θεώ αυτών και ου βεβηλώσουσι το όνομα τού Θεού αυτών· τας γάρ θυσίας Κυρίου δώρα τού Θεού αυτών αυτοί προσφέρουσι και έσονται άγιοι. 7 γυναίκα πόρνην και βεβηλωμένην ου λήψονται και γυναίκα εκβεβλημένην από ανδρός αυτής, ότι άγιός εστι Κυρίω τώ Θεώ αυτού. 8 και αγιάσεις αυτόν. τα δώρα Κυρίου τού Θεού υμών ούτος προσφέρει· άγιος έσται, ότι άγιος εγώ Κύριος ο αγιάζων αυτούς. 9 και θυγάτηρ ανθρώπου ιερέως εάν βεβηλωθή τού εκπορνεύσαι, το όνομα τού πατρός αυτής αυτή βεβηλοί, επί πυρός κατακαυθήσεται.
10 Καί ο ιερεύς ο μέγας από των αδελφών αυτού, τού επικεχυμένου επί την κεφαλήν τού ελαίου τού χριστού και τετελειωμένου ενδύσασθαι τα ιμάτια, την κεφαλήν ουκ αποκιδαρώσει και τα ιμάτια ου διαρρήξει, 11 και επί πάση ψυχή τετελευτηκυία ουκ εισελεύσεται, επί πατρί αυτού ουδέ επί μητρί αυτού ου μιανθήσεται. 12 και εκ των αγίων ουκ εξελεύσεται και ου βεβηλώσει το ηγιασμένον τού Θεού αυτού, ότι το άγιον έλαιον το χριστόν τού Θεού επ’ αυτώ· εγώ Κύριος. 13 ούτος γυναίκα παρθένον εκ τού γένους αυτού λήψεται· 14 χήραν δε και εκβεβλημένην και βεβηλωμένην και πόρνην, ταύτας ου λήψεται, αλλ’ ή παρθένον εκ τού λαού αυτού λήψεται γυναίκα. 15 και ου βεβηλώσει το σπέρμα αυτού εν τώ λαώ αυτού· εγώ Κύριος ο αγιάζων αυτόν. 16 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 17 είπον Ααρών· άνθρωπος εκ τού γένους σου εις τας γενεάς υμών, τινί εάν ή εν αυτώ μώμος, ου προσελεύσεται προσφέρειν τα δώρα τού Θεού αυτού. 18 πάς άνθρωπος, ώ εστιν εν αυτώ μώμος, ου προσελεύσεται, άνθρωπος τυφλός ή χωλός ή κολοβόριν ή ωτότμητος 19 ή άνθρωπος, ώ αν ή εν αυτώ σύντριμμα χειρός, ή σύντριμμα ποδός
20 ή κυρτός ή έφηλος ή πτίλλος τους οφθαλμούς ή άνθρωπος, ώ αν ή εν αυτώ ψώρα αγρία, ή λειχήν ή μονόρχις, 21 πάς ώ εστιν εν αυτώ μώμος εκ τού σπέρματος Ααρών τού ιερέως, ουκ εγγιεί τού προσενεγκείν τας θυσίας τώ Θεώ σου, ότι μώμος εν αυτώ· τα δώρα τού Θεού ου προσελεύσεται προσενεγκείν. 22 τα δώρα τού Θεού τα άγια των αγίων, και από των αγίων φάγεται· 23 πλήν προς το καταπέτασμα ου προσελεύσεται και προς το θυσιαστήριον ουκ εγγιεί, ότι μώμον έχει· και ου βεβηλώσει το άγιον τού Θεού αυτού, ότι εγώ ειμι Κύριος ο αγιάζων αυτούς. 24 και ελάλησε Μωυσής προς Ααρών και τους υιούς αυτού και προς πάντας υιούς Ισραήλ.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 είπον Ααρών και τοίς υιοίς αυτού· και προσεχέτωσαν από των αγίων των υιών Ισραήλ, και ου βεβηλώσουσι το όνομα το άγιόν μου, όσα αυτοί αγιάζουσί μοι· εγώ Κύριος. 3 είπον αυτοίς· εις τας γενεάς υμών πάς άνθρωπος, ός αν προσέλθη από παντός τού σπέρματος υμών προς τα άγια, όσα αν αγιάζωσιν οι υιοί Ισραήλ τώ Κυρίω, και η ακαθαρσία αυτού επ’ αυτώ ή, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη απ’ εμού· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 4 και άνθρωπος εκ τού σπέρματος Ααρών τού ιερέως και ούτος λεπρά ή γονορρυεί, των αγίων ουκ έδεται, έως αν καθαρισθή· και ο απτόμενος πάσης ακαθαρσίας ψυχής ή άνθρωπος, ώ αν εξέλθη εξ αυτού κοίτη σπέρματος, 5 ή όστις αν άψηται παντός ερπετού ακαθάρτου, ό μιανεί αυτόν, ή επ’ ανθρώπω, εν ώ μιανεί αυτόν κατά πάσαν ακαθαρσίαν αυτού· 6 ψυχή ήτις εάν άψηται αυτών, ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· ουκ έδεται από των αγίων, εάν μη λούσηται το σώμα αυτού ύδατι 7 και δύη ο ήλιος και καθαρός έσται, και τότε φάγεται των αγίων, ότι άρτος αυτού εστι. 8 θνησιμαίον και θηριάλωτον ου φάγεται, μιανθήναι αυτόν εν αυτοίς· εγώ Κύριος. 9 και φυλάξονται τα φυλάγματά μου, ίνα μη λάβωσι δι΄ αυτά αμαρτίαν και αποθάνωσι δι΄ αυτά, εάν βεβηλώσωσιν αυτά· εγώ Κύριος ο Θεός ο αγιάζων αυτούς.
10 και πάς αλλογενής ου φάγεται άγια· πάροικος ιερέως ή μισθωτός ου φάγεται άγια. 11 εάν δε ιερεύς κτήσηται ψυχήν έγκτητον αργυρίου, ούτος φάγεται εκ των άρτων αυτού· και οι οικογενείς αυτού, και ούτοι φάγονται τον άρτον αυτού. 12 και θυγάτηρ ανθρώπου ιερέως εάν γένηται ανδρί αλλογενεί, αυτή των απαρχών αγίου ου φάγεται. 13 και θυγάτηρ ιερέως εάν γένηται χήρα ή εκβεβλημένη, σπέρμα δε μη ή αυτή, επαναστρέψει επί τον οίκον τον πατρικόν κατά την νεότητα αυτής, από των άρτων τού πατρός αυτής φάγεται· και πάς αλλογενής ου φάγεται απ΄ αυτών. 14 και άνθρωπος, ός αν φάγη άγια κατ’ άγνοιαν, και προσθήσει το επίπεμπτον αυτού επ’ αυτό και δώσει τώ ιερεί το άγιον. 15 και ου βεβηλώσουσι τα άγια των υιών Ισραήλ, ά αυτοί αφαιρούσι τώ Κυρίω, 16 και επάξουσιν εφ’ εαυτούς ανομίαν πλημμελείας εν τώ εσθίειν αυτούς τα άγια αυτών· ότι εγώ Κύριος ο αγιάζων αυτούς. 17 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 18 λάλησον Ααρών και τοίς υιοίς αυτού και πάση συναγωγή Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· άνθρωπος άνθρωπος από των υιών Ισραήλ, ή των προσηλύτων των προσκειμένων προς αυτούς εν Ισραήλ, ός αν προσενέγκη τα δώρα αυτού κατά πάσαν ομολογίαν αυτών ή κατά πάσαν αίρεσιν αυτών, όσα αν προσενέγκωσι τώ Θεώ εις ολοκαύτωμα, 19 δεκτά υμίν άμωμα άρσενα εκ των βουκολίων ή εκ των προβάτων και εκ των αιγών.
20 πάντα, όσα αν έχη μώμον εν αυτώ, ου προσάξουσι Κυρίω, διότι ου δεκτόν έσται υμίν. 21 και άνθρωπος ός αν προσενέγκη θυσίαν σωτηρίου τώ Κυρίω διαστείλας ευχήν ή κατά αίρεσιν ή εν ταίς εορταίς υμών, εκ των βουκολίων ή εκ των προβάτων άμωμον έσται εισδεκτόν, πάς μώμος ουκ έσται εν αυτώ. 22 τυφλόν ή συντετριμμένον ή γλωσσότμητον ή μυρμηκιώντα ή ψωραγριώντα ή λειχήνας έχοντα, ου προσάξουσι ταύτα τώ Κυρίω. και εις κάρπωσιν ου δώσετε απ΄ αυτών επί το θυσιαστήριον τώ Κυρίω. 23 και μόσχον ή πρόβατον ωτότμητον ή κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αυτά σεαυτώ, εις δε ευχήν σου ου δεχθήσεται. 24 θλαδίαν και εκτεθλιμμένον και εκτομίαν και απεσπασμένον ου προσάξεις αυτά τώ Κυρίω και επί της γής υμών ου ποιήσετε. 25 και εκ χειρός αλλογενούς ου προσοίσετε τα δώρα τού Θεού υμών από πάντων τούτων, ότι φθάρματά εστιν εν αυτοίς, μώμος εν αυτοίς, ου δεχθήσεται ταύτα υμίν. 26 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 27 μόσχον ή πρόβατον ή αίγα, ως αν τεχθή, και έσται επτά ημέρας υπό την μητέρα, τή δε ημέρα τή ογδόη και επέκεινα δεχθήσεται εις δώρα, κάρπωμα Κυρίω. 28 και μόσχον και πρόβατον, αυτήν και τα παιδία αυτής, ου σφάξεις εν ημέρα μια. 29 εάν δε θύσης θυσίαν ευχήν χαρμοσύνην Κυρίω, εισδεκτόν υμίν θύσετε αυτό·
30 αυτή τή ημέρα εκείνη βρωθήσεται, ουκ απολείψετε από των κρεών εις το πρωί· εγώ ειμι Κύριος. 31 Καί φυλάξετε τας εντολάς μου και ποιήσετε αυτάς. 32 και ου βεβηλώσετε το όνομα τού αγίου, και αγιασθήσομαι εν μέσω των υιών Ισραήλ· εγώ Κύριος ο αγιάζων υμάς, 33 ο εξαγαγών υμάς εκ γής Αιγύπτου, ώστε είναι υμών Θεός, εγώ Κύριος.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, και ερείς προς αυτούς· αι εορταί Κυρίου, ας καλέσετε αυτάς κλητάς αγίας, αύταί εισιν αι εορταί μου. 3 έξ ημέρας ποιήσεις έργα, τή δε ημέρα τή εβδόμη σάββατα ανάπαυσις κλητή αγία τώ Κυρίω· πάν έργον ου ποιήσεις, σάββατά εστι τώ Κυρίω εν πάση κατοικία υμών. 4 Αύται αι εορταί τώ Κυρίω κληταί άγιαι, ας καλέσετε αυτάς εν τοίς καιροίς αυτών. 5 εν τώ πρώτω μηνί εν τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός, ανά μέσον των εσπερινών πάσχα τώ Κυρίω. 6 και εν τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τούτου εορτή των αζύμων τώ Κυρίω· επτά ημέρας άζυμα έδεσθε. 7 και ημέρα η πρώτη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε· 8 και προσάξετε ολοκαυτώματα τώ Κυρίω επτά ημέρας· και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. 9 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων·
10 είπον τοίς υιοίς Ισραήλ, και ερείς προς αυτούς· όταν εισέλθητε εις την γήν, ήν εγώ δίδωμι υμίν, και θερίζητε τον θερισμόν αυτής, και οίσετε το δράγμα απαρχήν τού θερισμού υμών προς τον ιερέα· 11 και ανοίσει το δράγμα έναντι Κυρίου δεκτόν υμίν, τή επαύριον της πρώτης ανοίσει αυτό ο ιερεύς. 12 και ποιήσετε εν τή ημέρα, εν ή αν φέρητε το δράγμα, πρόβατον άμωμον ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα τώ Κυρίω. 13 και την θυσίαν αυτού δύο δέκατα σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω· θυσία τώ Κυρίω, οσμή ευωδίας Κυρίω· και σπονδήν αυτού το τέταρτον τού είν οίνου. 14 και άρτον και πεφρυγμένα χίδρα νέα ου φάγεσθε έως εις αυτήν την ημέραν ταύτην, έως αν προσενέγκητε υμείς τα δώρα τώ Θεώ υμών· νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών εν πάση κατοικία υμών. 15 Καί αριθμήσετε υμίν από της επαύριον των σαββάτων, από της ημέρας ής αν προσενέγκητε το δράγμα τού επιθέματος, επτά εβδομάδας ολοκλήρους, 16 έως της επαύριον της εσχάτης εβδομάδος αριθμήσετε πεντήκοντα ημέρας και προσοίσετε θυσίαν νέαν τώ Κυρίω. 17 από της κατοικίας υμών προσοίσετε άρτους επίθεμα, δύο άρτους· εκ δύο δεκάτων σεμιδάλεως έσονται, εζυμωμένοι πεφθήσονται πρωτογεννημάτων τώ Κυρίω. 18 και προσάξετε μετά των άρτων επτά αμνούς αμώμους ενιαυσίους και μόσχον ένα εκ βουκολίου και κριούς δύο αμώμους, και έσονται ολοκαύτωμα τώ Κυρίω και αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών θυσία οσμή ευωδίας τώ Κυρίω. 19 και ποιήσουσι χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας και δύο αμνούς ενιαυσίους εις θυσίαν σωτηρίου μετά των άρτων τού πρωτογεννήματος·
20 και επιθήσει αυτά ο ιερεύς μετά των άρτων τού πρωτογεννήματος επίθεμα εναντίον Κυρίου μετά των δύο αμνών· άγια έσονται τώ Κυρίω, τώ ιερεί τώ προσφέροντι αυτά αυτώ έσται. 21 και καλέσετε ταύτην την ημέραν κλητήν· αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυτή· νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών εν πάση τή κατοικία υμών. 22 και όταν θερίζητε τον θερισμόν της γής υμών, ου συντελέσετε το λοιπόν τού θερισμού τού αγρού σου εν τώ θερίζειν σε και τα αποπίπτοντα τού θερισμού σου ου συλλέξεις, τώ πτωχώ και τώ προσηλύτω υπολείψεις αυτά· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 23 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 24 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, λέγων· τού μηνός τού εβδόμου μια τού μηνός έσται υμίν ανάπαυσις, μνημόσυνον σαλπίγγων, κλητή αγία έσται υμίν· 25 πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε, και προσάξετε ολοκαύτωμα Κυρίω. 26 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 27 και τή δεκάτη τού μηνός τού εβδόμου τούτου ημέρα εξιλασμού, κλητή αγία έσται υμίν, και ταπεινώσετε τας ψυχάς υμών, και προσάξετε ολοκαύτωμα τώ Κυρίω. 28 πάν έργον ου ποιήσετε εν αυτή τή ημέρα ταύτη· έστι γάρ ημέρα εξιλασμού αύτη υμίν, εξιλάσασθαι περί υμών έναντι Κυρίου τού Θεού υμών. 29 πάσα ψυχή, ήτις μη ταπεινωθήσεται εν αυτή τή ημέρα ταύτη, εξολοθρευθήσεται εκ τού λαού αυτής.
30 και πάσα ψυχή, ήτις ποιήσει έργον εν αυτή τή ημέρα ταύτη, απολείται η ψυχή εκείνη εκ τού λαού αυτής. 31 πάν έργον ου ποιήσετε· νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών εν πάσαις κατοικίαις υμών. 32 σάββατα σαββάτων έσται υμίν, και ταπεινώσετε τας ψυχάς υμών· από ενάτης τού μηνός, από εσπέρας έως εσπέρας σαββατιείτε τα σάββατα υμών. 33 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 34 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, λέγων· τή πεντεκαιδεκάτη τού μηνός τού εβδόμου τούτου εορτή σκηνών επτά ημέρας τώ Κυρίω. 35 και η ημέρα η πρώτη η κλητή αγία· πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. 36 επτά ημέρας προσάξετε ολοκαυτώματα τώ Κυρίω, και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν, και προσάξετε ολοκαυτώματα Κυρίω· εξόδιόν εστι, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. 37 Αύται εορταί Κυρίω, ας καλέσετε κλητάς αγίας, ώστε προσενέγκαι καρπώματα τώ Κυρίω, ολοκαυτώματα και θυσίας αυτών και σπονδάς αυτών το καθ΄ ημέραν εις ημέραν· 38 πλήν των σαββάτων Κυρίου και πλήν των δομάτων υμών και πλήν πασών των ευχών υμών και πλήν των εκουσίων υμών, ά αν δώτε τώ Κυρίω. 39 Καί εν τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τού εβδόμου τούτου, όταν συντελέσητε τα γενήματα της γής, εορτάσετε τώ Κυρίω επτά ημέρας· τή ημέρα τή πρώτη ανάπαυσις και τή ημέρα τή ογδόη ανάπαυσις.
40 και λήψεσθε τή ημέρα τή πρώτη καρπόν ξύλου ωραίον και κάλλυνθρα φοινίκων, και κλάδους ξύλου δασείς και ιτέας και άγνου κλάδους εκ χειμάρρου, ευφρανθήναι έναντι Κυρίου τού Θεού υμών επτά ημέρας τού ενιαυτού· 41 νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών, εν τώ μηνί τώ εβδόμω εορτάσετε αυτήν. 42 εν σκηναίς κατοικήσετε επτά ημέρας· πάς ο αυτόχθων εν Ισραήλ κατοικήσει εν σκηναίς, 43 όπως ίδωσιν αι γενεαί υμών, ότι εν σκηναίς κατώκισα τους υιούς Ισραήλ, εν τώ εξαγαγείν με αυτούς εκ γής Αιγύπτου· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 44 Καί ελάλησε Μωυσής τας εορτάς Κυρίου τοίς υιοίς Ισραήλ.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 έντειλαι τοίς υιοίς Ισραήλ, και λαβέτωσάν σοι έλαιον ελάινον καθαρόν κεκομμένον εις φώς, καύσαι λύχνον διά παντός. 3 έξωθεν τού καταπετάσματος εν τή σκηνή τού μαρτυρίου καύσουσιν αυτό Ααρών και οι υιοί αυτού από εσπέρας έως πρωί ενώπιον Κυρίου ενδελεχώς· νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών. 4 επί της λυχνίας της καθαράς καύσετε τους λύχνους εναντίον Κυρίου έως εις το πρωί. 5 Καί λήψεσθε σεμίδαλιν και ποιήσετε αυτήν δώδεκα άρτους, δύο δεκάτων έσται ο άρτος ο είς· 6 και επιθήσετε αυτούς δύο θέματα, έξ άρτους το έν θέμα επί την τράπεζαν την καθαράν έναντι Κυρίου. 7 και επιθήσετε επί το θέμα λίβανον καθαρόν και άλα, και έσονται εις άρτους εις ανάμνησιν προκείμενα τώ Κυρίω. 8 τή ημέρα των σαββάτων προσθήσεται έναντι Κυρίου διά παντός ενώπιον των υιών Ισραήλ, διαθήκην αιώνιον. 9 και έσται Ααρών και τοίς υιοίς αυτού, και φάγονται αυτά εν τόπω αγίω· έστι γάρ άγια των αγίων τούτο αυτών από των θυσιαζομένων τώ Κυρίω, νόμιμον αιώνιον.
10 Καί εξήλθεν υιός γυναικός Ισραηλίτιδος, και ούτος ήν υιός Αιγυπτίου εν τοίς υιοίς Ισραήλ, και εμαχέσαντο εν τή παρεμβολή ο εκ της Ισραηλίτιδος και ο άνθρωπος ο Ισραηλίτης· 11 και επονομάσας ο υιός της γυναικός της Ισραηλίτιδος το όνομα κατηράσατο. και ήγαγον αυτόν προς Μωυσήν· και το όνομα της μητρός αυτού Σαλωμείθ θυγάτηρ Δαβρεί εκ της φυλής Δάν. 12 και απέθεντο αυτόν εις φυλακήν διακρίναι αυτόν διά προστάγματος Κυρίου. 13 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 14 εξάγαγε τον καταρασάμενον έξω της παρεμβολής, και επιθήσουσι πάντες οι ακούσαντες τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν αυτού και λιθοβολήσουσιν αυτόν πάσα η συναγωγή. 15 και τοίς υιοίς Ισραήλ λάλησον και ερείς προς αυτούς· άνθρωπος ός εάν καταράσηται Θεόν, αμαρτίαν λήψεται· 16 ονομάζων δε το όνομα Κυρίου, θανάτω θανατούσθω· λίθοις λιθοβολείτω αυτόν πάσα η συναγωγή Ισραήλ· εάν τε προσήλυτος, εάν τε αυτόχθων, εν τώ ονομάσαι αυτόν το όνομα Κυρίου, τελευτάτω. 17 και άνθρωπος ός αν πατάξη ψυχήν ανθρώπου και αποθάνη, θανάτω θανατούσθω. 18 και ός αν πατάξη κτήνος και αποθάνη, αποτισάτω ψυχήν αντί ψυχής. 19 και εάν τις δώ μώμον τώ πλησίον, ως εποίησεν αυτώ, ωσαύτως αντιποιηθήσεται αυτώ·
20 σύντριμμα αντί συντρίμματος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, καθότι αν δώ μώμον τώ ανθρώπω, ούτω δοθήσεται αυτώ. 21 ός αν πατάξη άνθρωπον και αποθάνη, θανάτω θανατούσθω· 22 δικαίωσις μία έσται τώ προσηλύτω και τώ εγχωρίω, ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 23 και ελάλησε Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ, και εξήγαγον τον καταρασάμενον έξω της παρεμβολής και ελιθοβόλησαν αυτόν εν λίθοις· και οι υιοί Ισραήλ εποίησαν καθάπερ συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν εν τώ όρει Σινά λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· όταν εισέλθητε εις την γήν, ήν εγώ δίδωμι υμίν, και αναπαύσεται η γη, ήν εγώ δίδωμι υμίν, σάββατα τώ Κυρίω. 3 έξ έτη σπερείς τον αγρόν σου και έξ έτη τεμείς την άμπελόν σου και συνάξεις τον καρπόν αυτής. 4 τώ δε έτει τώ εβδόμω σάββατα, ανάπαυσις έσται τή γη, σάββατα τώ Κυρίω· τον αγρόν σου ου σπερείς και την άμπελόν σου ου τεμείς, 5 και τα αυτόματα αναβαίνοντα τού αγρού σου ουκ εκθερίσεις και την σταφυλήν τού αγιάσματός σου ουκ εκτρυγήσεις· ενιαυτός αναπαύσεως έσται τή γη. 6 και έσται τα σάββατα της γής βρώματά σοι. και τώ παιδί σου και τή παιδίσκη σου και τώ μισθωτώ σου και τώ παροίκω τώ προσκειμένω προς σε 7 και τοίς κτήνεσί σου, και τοίς θηρίοις τοίς εν τή γη σου έσται πάν το γένημα αυτού εις βρώσιν. 8 Καί εξαριθμήσεις σεαυτώ επτά αναπαύσεις αυτών, επτά έτη επτάκις, και έσονταί σοι επτά εβδομάδες ετών εννέα και τεσσαράκοντα έτη. 9 και διαγγελείτε σάλπιγγος φωνή εν πάση τή γη υμών εν τώ μηνί τώ εβδόμω τή δεκάτη τού μηνός· τή ημέρα τού ιλασμού διαγγελείτε σάλπιγγι εν πάση τή γη υμών.
10 και αγιάσετε το έτος τον πεντηκοστόν ενιαυτόν και διαβοήσετε άφεσιν επί της γής πάσι τοίς κατοικούσιν αυτήν· ενιαυτός αφέσεως σημασία αύτη έσται υμίν, και απελεύσεται είς έκαστος εις την κτήσιν αυτού, και έκαστος εις την πατριάν αυτού απελεύσεσθε. 11 αφέσεως σημασία αύτη, το έτος το πεντηκοστόν ενιαυτός έσται υμίν· ου σπερείτε, ουδέ αμήσετε τα αυτόματα αναβαίνοντα αυτής, και ου τρυγήσετε τα ηγιασμένα αυτής, 12 ότι αφέσεως σημασία εστίν, άγιον έσται υμίν, από των πεδίων φάγεσθε τα γενήματα αυτής. 13 Εν τώ έτει της αφέσεως σημασίας αυτής επανελεύσεται έκαστος εις την κτήσιν αυτού. 14 εάν δε αποδώ πράσιν τώ πλησίον σου, εάν δε και κτήση παρά τού πλησίον σου, μη θλιβέτω άνθρωπος τον πλησίον· 15 κατά αριθμόν ετών μετά την σημασίαν κτήση παρά τού πλησίον, κατά αριθμόν ενιαυτών γενημάτων αποδώσεταί σοι. 16 καθότι αν πλείον των ετών, πληθυνεί την κτήσιν αυτού, και καθότι αν έλαττον των ετών, ελαττονώσει την κτήσιν αυτού, ότι αριθμόν γενημάτων αυτού ούτως αποδώσεταί σοι. 17 μη θλιβέτω άνθρωπος τον πλησίον, και φοβηθήση Κύριον τον Θεόν σου· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 18 και ποιήσετε πάντα τα δικαιώματά μου και πάσας τας κρίσεις μου και φυλάξεσθε και ποιήσετε αυτά και κατοικήσετε επί της γής πεποιθότες. 19 και δώσει η γη τα εκφόρια αυτής και φάγεσθε εις πλησμονήν και κατοικήσετε πεποιθότες επ’ αυτής.
20 εάν δε λέγητε, τι φαγόμεθα εν τώ έτει τώ εβδόμω τούτω, εάν μη σπείρωμεν μηδέ συναγάγωμεν τα γενήματα ημών; 21 και αποστέλλω την ευλογίαν μου υμίν εν τώ έτει τώ έκτω, και ποιήσει τα γενήματα αυτής εις τα τρία έτη. 22 και σπερείτε το έτος το όγδοον και φάγεσθε από των γενημάτων παλαιά έως τού έτους τού ενάτου, έως αν έλθη το γένημα αυτής, φάγεσθε παλαιά παλαιών. 23 και η γη ου πραθήσεται εις βεβαίωσιν. εμή γάρ εστιν η γη, διότι προσήλυτοι και πάροικοι υμείς εστε εναντίον μου· 24 και κατά πάσαν γήν κατασχέσεως υμών λύτρα δώσετε της γής. 25 εάν δε πένηται ο αδελφός σου ο μετά σού και αποδώται από της κατασχέσεως αυτού, και έλθη ο αγχιστεύων ο εγγίζων αυτώ, και λυτρώσεται την πράσιν τού αδελφού αυτού. 26 εάν δε μη ή τινι ο αγχιστεύων και ευπορηθή τή χειρί και ευρεθή αυτώ το ικανόν λύτρα αυτού, 27 και συλλογιείται τα έτη της πράσεως αυτού και αποδώσει ό υπερέχει τώ ανθρώπω, ώ απέδοτο αυτό αυτώ, και απελεύσεται εις την κατάσχεσιν αυτού. 28 εάν δε μη ευπορηθή αυτού η χείρ το ικανόν, ώστε αποδούναι αυτώ, και έσται η πράσις τώ κτησαμένω αυτά έως τού έκτου έτους της αφέσεως· και εξελεύσεται εν τή αφέσει, και απελεύσεται εις την κατάσχεσιν αυτού. 29 Εάν δε τις αποδώται οικίαν οικητήν εν πόλει τετειχισμένη, και έσται η λύτρωσις αυτής, έως πληρωθή ενιαυτός ημερών, έσται η λύτρωσις αυτής.
30 εάν δε μη λυτρωθή έως αν πληρωθή αυτής ενιαυτός όλος, κυρωθήσεται η οικία η ούσα εν πόλει τή εχούση τείχος βεβαίως τώ κτησαμένω αυτήν εις τας γενεάς αυτού, και ουκ εξελεύσεται εν τή αφέσει. 31 αι δε οικίαι αι εν επαύλεσιν, αίς ουκ έστιν εν αυταίς τείχος κύκλω, προς τον αγρόν της γής λογισθήσονται· λυτρωταί διαπαντός έσονται και εν τή αφέσει εξελεύσονται. 32 και αι πόλεις των Λευιτών, οικίαι των πόλεων κατασχέσεως αυτών, λυτρωταί διαπαντός έσονται τοίς Λευίταις· 33 και ός αν λυτρώσηται παρά των Λευιτών και εξελεύσεται η διάπρασις αυτών οικιών πόλεως κατασχέσεως αυτών εν τή αφέσει, ότι οικίαι των πόλεων των Λευιτών κατάσχεσις αυτών εν μέσω υιών Ισραήλ. 34 και οι αγροί αφωρισμένοι ταίς πόλεσιν αυτών ου πραθήσονται, ότι κατάσχεσις αιωνία τούτο αυτών εστιν. 35 Εάν δε πένηται ο αδελφός σου ο μετά σού και αδυνατήση ταίς χερσί παρά σοί, αντιλήψη αυτού ως προσηλύτου και παροίκου και ζήσεται ο αδελφός σου μετά σού. 36 ου λήψη παρ’ αυτού τόκον, ουδέ επί πλήθει· και φοβηθήση τον Θεόν σου, εγώ Κύριος, και ζήσεται ο αδελφός σου μετά σού. 37 το αργύριόν σου ου δώσεις αυτώ επί τόκω και επί πλεονασμώ ου δώσεις αυτώ τα βρώματά σου. 38 εγώ Κύριος ο Θεός υμών, ο εξαγαγών υμάς εκ γής Αιγύπτου, δούναι υμίν την γήν Χαναάν, ώστε είναι υμών Θεός. 39 Εάν δε ταπεινωθή ο αδελφός σου παρά σοί, και πραθή σοι, ου δουλεύσει σοι δουλείαν οικέτου·
40 ως μισθωτός ή πάροικος έσται σοι, έως τού έτους της αφέσεως εργάται παρά σοί, 41 και εξελεύσεται τή αφέσει και τα τέκνα αυτού μετ’ αυτού και απελεύσεται εις την γενεάν αυτού, εις την κατάσχεσιν την πατρικήν αποδραμείται, 42 διότι οικέται μου εισιν ούτοι, ούς εξήγαγον εκ γής Αιγύπτου· ου πραθήσεται εν πράσει οικέτου. 43 ου κατατενείς αυτόν εν τώ μόχθω, και φοβηθήση Κύριον τον Θεόν σου. 44 και παίς και παιδίσκη, όσοι αν γένωνταί σοι από των εθνών, όσοι κύκλω σού εισιν, απ’ αυτών κτήσεσθε δούλον και δούλην· 45 και από των υιών των παροίκων των όντων εν υμίν, από τούτων κτήσεσθε και από των συγγενών αυτών, όσοι αν γένωνται εν γη υμών, έστωσαν υμίν εις κατάσχεσιν. 46 και καταμεριείτε αυτούς τοίς τέκνοις υμών μεθ’ υμάς, και έσονται υμίν κατόχιμοι εις τον αιώνα· των δε αδελφών υμών των υιών Ισραήλ, έκαστος τον αδελφόν αυτού ου κατατενεί αυτόν εν τοίς μόχθοις. 47 Εάν δε εύρη η χείρ τού προσηλύτου ή τού παροίκου τού παρά σοί, και απορηθείς ο αδελφός σου πραθή τώ προσηλύτω ή τώ παροίκω τώ παρά σοί ή εκ γενετής προσηλύτω, 48 μετά το πραθήναι αυτώ, λύτρωσις έσται αυτού· είς των αδελφών αυτού λυτρώσεται αυτόν. 49 αδελφός πατρός αυτού ή υιός αδελφού πατρός λυτρώσεται αυτόν ή από των οικείων των σαρκών αυτού, εκ της φυλής αυτού, λυτρούται αυτόν· εάν δε ευπορηθείς ταίς χερσί λυτρώται εαυτόν,
50 και συλλογιείται προς τον κεκτημένον αυτόν από τού έτους, ού απέδοτο εαυτόν αυτώ έως τού ενιαυτού της αφέσεως, και έσται το αργύριον της πράσεως αυτού ως μισθίου· έτος εξ έτους έσται μετ’ αυτού. 51 εάν δε τινι πλείον των ετών ή, προς ταύτα αποδώσει τα λύτρα αυτού από τού αργυρίου της πράσεως αυτού· 52 εάν δε ολίγον καταλειφθή από των ετών εις τον ενιαυτόν της αφέσεως, και συλλογιείται αυτώ κατά τα έτη αυτού, και αποδώσει τα λύτρα αυτού. 53 ως μισθωτός ενιαυτόν εξ ενιαυτού έσται μετ’ αυτού· ου κατατενείς αυτόν εν τώ μόχθω ενώπιόν σου. 54 εάν δε μη λυτρώται κατά ταύτα, εξελεύσεται εν τώ έτει της αφέσεως αυτός και τα παιδία αυτού μετ’ αυτού· 55 ότι εμοί οι υιοί Ισραήλ οικέται εισί, παίδές μου ούτοί εισιν, ούς εξήγαγον εκ γής Αιγύπτου· εγώ Κύριος ο Θεός υμών.
1 ΟΥ ποιήσετε υμίν αυτοίς χειροποίητα, ουδέ γλυπτά, ουδέ στήλην αναστήσετε υμίν, ουδέ λίθον σκοπόν θήσετε εν τή γη υμών προσκυνήσαι αυτώ· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών. 2 τα σάββατά μου φυλάξεσθε, και από των αγίων μου φοβηθήσεσθε· εγώ ειμι Κύριος. 3 Εάν τοίς προστάγμασί μου πορεύησθε και τας εντολάς μου φυλάσσησθε και ποιήσητε αυτάς, 4 και δώσω τον υετόν υμίν εν καιρώ αυτού, και η γη δώσει τα γενήματα αυτής και τα ξύλα των πεδίων αποδώσει τον καρπόν αυτών. 5 και καταλήψεται υμίν ο αλοητός τον τρυγητόν, και ο τρυγητός καταλήψεται τον σπόρον, και φάγεσθε τον άρτον υμών εις πλησμονήν και κατοικήσετε μετά ασφαλείας επί της γής υμών, και πόλεμος ου διελεύσεται διά της γής υμών. 6 και δώσω ειρήνην εν τή γη υμών, και κοιμηθήσεσθε, και ουκ έσται υμάς ο εκφοβών, και απολώ θηρία πονηρά εκ της γής υμών. 7 και διώξεσθε τους εχθρούς υμών, και πεσούνται εναντίον υμών φόνω· 8 και διώξονται εξ υμών πέντε εκατόν, και εκατόν υμών διώξονται μυριάδας. και πεσούνται οι εχθροί υμών εναντίον υμών μαχαίρα. 9 και επιβλέψω εφ΄ υμάς και αυξανώ υμάς και πληθυνώ υμάς και στήσω την διαθήκην μου μεθ’ υμών.
10 και φάγεσθε παλαιά και παλαιά παλαιών, και παλαιά εκ προσώπου νέων εξοίσετε. 11 και θήσω την σκηνήν μου εν υμίν, και ου βδελύξεται η ψυχή μου υμάς, 12 και εμπεριπατήσω εν υμίν· και έσομαι υμών Θεός, και υμείς έσεσθέ μοι λαός. 13 εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών, ο εξαγαγών υμάς εκ γής Αιγύπτου, όντων υμών δούλων, και συνέτριψα τον δεσμόν τού ζυγού υμών και ήγαγον υμάς μετά παρρησίας. 14 εάν δε μη υπακούσητέ μου, μη δε ποιήσητε τα προστάγματά μου ταύτα, 15 αλλά απειθήσητε αυτοίς και τοίς κρίμασί μου προσοχθίση η ψυχή υμών, ώστε υμάς μη ποιείν πάσας τας εντολάς μου, ώστε διασκεδάσαι την διαθήκην μου, 16 και εγώ ποιήσω ούτως υμίν· και επιστήσω εφ΄ υμάς την απορίαν, την τε ψώραν, και τον ίκτερα σφακελίζοντα τους οφθαλμούς υμών, και την ψυχήν υμών εκτήκουσαν, και σπερείτε διακενής τα σπέρματα υμών, και έδονται οι υπεναντίοι υμών. 17 και επιστήσω το πρόσωπόν μου εφ΄ υμάς, και πεσείσθε εναντίον των εχθρών υμών, και διώξονται υμάς οι μισούντες υμάς, και φεύξεσθε ουδενός διώκοντος υμάς. 18 και εάν έως τούτου μη υπακούσητέ μου, και προσθήσω τού παιδεύσαι υμάς επτάκις επί ταίς αμαρτίαις υμών. 19 και συντρίψω την ύβριν της υπερηφανίας υμών, και θήσω τον ουρανόν υμίν σιδηρούν και την γήν υμών ωσεί χαλκήν.
20 και έσται εις κενόν η ισχύς υμών, και ου δώσει η γη υμών τον σπόρον αυτής, και το ξύλον τού αγρού υμών ου δώσει τον καρπόν αυτού. 21 και εάν μετά ταύτα πορεύησθε πλάγιοι, και μη βούλησθε υπακούειν μου, προσθήσω υμίν πληγάς επτά κατά τας αμαρτίας υμών. 22 και αποστελώ εφ’ υμάς τα θηρία τα άγρια της γής και κατέδεται υμάς και εξαναλώσει τα κτήνη υμών, και ολιγοστούς ποιήσω υμάς, και ερημωθήσονται αι οδοί υμών. 23 και επί τούτοις εάν μη παιδευθήτε, αλλά πορεύησθε προς με πλάγιοι, 24 πορεύσομαι καγώ μεθ’ υμών θυμώ πλαγίω, και πατάξω υμάς καγώ επτάκις αντί των αμαρτιών υμών. 25 και επάξω εφ’ υμάς μάχαιραν εκδικούσαν δίκην διαθήκης, και καταφεύξεσθε εις τας πόλεις υμών· και εξαποστελώ θάνατον εις υμάς, και παραδοθήσεσθε εις χείρας των εχθρών. 26 εν τώ θλίψαι υμάς σιτοδεία άρτων, και πέψουσι δέκα γυναίκες τους άρτους υμών εν κλιβάνω ενί, και αποδώσουσι τους άρτους υμών εν σταθμώ, και φάγεσθε και ου μη εμπλησθήτε. 27 εάν δε επί τούτοις μη υπακούσητέ μου, και πορεύησθε προς με πλάγιοι, 28 και αυτός πορεύσομαι μεθ’ υμών εν θυμώ πλαγίω, και παιδεύσω υμάς εγώ επτάκις κατά τας αμαρτίας υμών. 29 και φάγεσθε τας σάρκας των υιών υμών και τας σάρκας των θυγατέρων υμών φάγεσθε,
30 και ερημώσω τας στήλας υμών, και εξολοθρεύσω τα ξύλινα χειροποίητα υμών, και θήσω τα κώλα υμών επί τα κώλα των ειδώλων υμών, και προσοχθιεί η ψυχή μου υμίν. 31 και θήσω τας πόλεις υμών ερήμους και εξερημώσω τα άγια υμών, και ου μη οσφρανθώ της οσμής των θυσιών υμών. 32 και εξερημώσω εγώ την γήν υμών, και θαυμάσονται επ’ αυτή οι εχθροί υμών οι ενοικούντες εν αυτή. 33 και διασπερώ υμάς εις τα έθνη, και εξαναλώσει υμάς επιπορευομένη η μάχαιρα· και έσται η γη υμών έρημος, και αι πόλεις υμών έσονται έρημοι. 34 τότε ευδοκήσει η γη τα σάββατα αυτής πάσας τας ημέρας της ερημώσεως αυτής, και υμείς έσεσθε εν τή γη των εχθρών υμών· τότε σαββατιεί η γη, και ευδοκήσει η γη τα σάββατα αυτής. 35 πάσας τας ημέρας της ερημώσεως αυτής σαββατιεί, ά ουκ εσαββάτισεν εν τοίς σαββάτοις υμών, ηνίκα κατωκείτε αυτήν. 36 και τοίς καταλειφθείσιν εξ υμών επάξω δουλείαν εις την καρδίαν αυτών εν τή γη των εχθρών αυτών, και διώξεται αυτούς φωνή φύλλου φερομένου, και φεύξονται ως φεύγοντες από πολέμου, και πεσούνται ουδενός διώκοντος· 37 και υπερόψεται ο αδελφός τον αδελφόν ωσεί εν πολέμω, ουδενός κατατρέχοντος, και ου δυνήσεσθε αντιστήναι τοίς εχθροίς υμών. 38 και απολείσθε εν τοίς έθνεσι, και κατέδεται υμάς η γη των εχθρών υμών. 39 και οι καταλειφθέντες αφ’ υμών καταφθαρήσονται διά τας αμαρτίας αυτών και διά τας αμαρτίας των πατέρων αυτών, εν τή γη των εχθρών αυτών τακήσονται.
40 και εξαγορεύσουσι τας αμαρτίας αυτών και τας αμαρτίας των πατέρων αυτών, ότι παρέβησαν και υπερείδόν με, και ότι επορεύθησαν εναντίον μου πλάγιοι, 41 και εγώ επορεύθην μετ’ αυτών εν θυμώ πλαγίω, και απολώ αυτούς εν τή γη των εχθρών αυτών· τότε εντραπήσεται η καρδία αυτών η απερίτμητος, και τότε ευδοκήσουσι τας αμαρτίας αυτών. 42 και μνησθήσομαι της διαθήκης Ιακώβ και της διαθήκης Ισαάκ, και της διαθήκης Αβραάμ μνησθήσομαι, και της γής μνησθήσομαι. 43 και η γη εγκαταλειφθήσεται απ’ αυτών· τότε προσδέξεται η γη τα σάββατα αυτής, εν τώ ερημωθήναι αυτήν δι’ αυτούς, και αυτοί προσδέξονται τας αυτών ανομίας, ανθ’ ών τα κρίματά μου υπερείδον, και τοίς προστάγμασί μου προσώχθισαν τή ψυχή αυτών. 44 και ουδ’ ως όντων αυτών εν τή γη των εχθρών αυτών ουχ υπερείδον αυτούς, ουδέ προσώχθισα αυτοίς ώστε εξαναλώσαι αυτούς, τού διασκεδάσαι την διαθήκην μου την προς αυτούς· εγώ γάρ ειμι Κύριος ο Θεός αυτών. 45 και μνησθήσομαι διαθήκης αυτών της προτέρας, ότε εξήγαγον αυτούς εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας έναντι των εθνών, τού είναι αυτών Θεός· εγώ ειμι Κύριος. 46 ταύτα τα κρίματά μου και τα προστάγματά μου και ο νόμος, ον έδωκε Κύριος ανά μέσον αυτού και ανά μέσον των υιών Ισραήλ, εν τώ όρει Σινά, εν χειρί Μωυσή.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, και ερείς αυτοίς· ός αν εύξηται ευχήν ώστε τιμήν της ψυχής αυτού τώ Κυρίω, 3 έσται η τιμή τού άρσενος από εικοσαετούς έως εξηκονταετούς, έσται αυτού η τιμή πεντήκοντα δίδραχμα αργυρίου τώ σταθμώ τώ αγίω, 4 της δε θηλείας έσται η συντίμησις τριάκοντα δίδραχμα. 5 εάν δε από πεντεαετούς έως είκοσιν ετών, έσται η τιμή τού άρσενος είκοσι δίδραχμα, της δε θηλείας δέκα δίδραχμα. 6 από δε μηνιαίου έως πενταετούς έσται η τιμή τού άρσενος πέντε δίδραχμα, της δε θηλείας τρία δίδραχμα αργυρίου. 7 εάν δε από εξηκονταετών και επάνω, εάν μέν άρσεν ή, έσται η τιμή αυτού πεντεκαίδεκα δίδραχμα αργυρίου, εάν δε θήλεια, δέκα δίδραχμα. 8 εάν δε ταπεινός ή τή τιμή, στήσεται εναντίον τού ιερέως, και τιμήσεται αυτόν ο ιερεύς· καθάπερ ισχύει η χείρ τού ευξαμένου, τιμήσεται αυτόν ο ιερεύς. 9 Εάν δε από των πτηνών των προσφερομένων απ’ αυτών δώρον τώ Κυρίω, ός αν δώ από τούτων τώ Κυρίω, έσται άγιον.
10 ουκ αλλάξει αυτό καλόν πονηρώ, ουδέ πονηρόν καλώ· εάν δε αλλάσσων αλλάξη αυτό κτήνος κτήνει, έσται αυτό και το άλλαγμα άγια. 11 εάν δε πάν κτήνος ακάθαρτον, αφ’ ών ου προσφέρεται απ’ αυτών δώρον τώ Κυρίω, στήσει το κτήνος έναντι τού ιερέως, 12 και τιμήσεται αυτό ο ιερεύς ανά μέσον καλού και ανά μέσον πονηρού, και καθότι αν τιμήσηται αυτό ο ιερεύς, ούτω στήσεται. 13 εάν δε λυτρούμενος λυτρώσηται αυτό, προσθήσει το επίπεμπτον προς την τιμήν αυτού. 14 Καί άνθρωπος, ός αν αγιάση την οικίαν αυτού αγίαν τώ Κυρίω, και τιμήσεται αυτήν ο ιερεύς, ανά μέσον καλής και ανά μέσον πονηράς· ως αν τιμήσηται αυτήν ο ιερεύς, ούτω σταθήσεται. 15 εάν δε ο αγιάσας αυτήν λυτρώται την οικίαν αυτού, προσθήσει επ’ αυτό το επίπεμπτον τού αργυρίου της τιμής, και έσται αυτώ. 16 Εάν δε από τού αγρού της κατασχέσεως αυτού αγιάση άνθρωπος τώ Κυρίω, και έσται η τιμή κατά τον σπόρον αυτού, κόρου κριθών πεντήκοντα δίδραχμα αργυρίου. 17 εάν δε από τού ενιαυτού της αφέσεως αγιάση τον αγρόν αυτού, κατά την τιμήν αυτού στήσεται. 18 εάν δε έσχατον μετά την άφεσιν αγιάση τον αγρόν αυτού, προσλογιείται αυτώ ο ιερεύς το αργύριον επί τα έτη τα επίλοιπα, έως εις τον ενιαυτόν της αφέσεως, και ανθυφαιρεθήσεται από της συντιμήσεως αυτού. 19 εάν δε λυτρώται τον αγρόν ο αγιάσας αυτόν, προσθήσει το επίπεμπτον τού αργυρίου προς την τιμήν αυτού, και έσται αυτώ.
20 εάν δε μη λυτρώται τον αγρόν, και αποδώται τον αγρόν ανθρώπω ετέρω, ουκέτι μη λυτρώσηται αυτόν. 21 αλλ΄ έσται ο αγρός εξεληλυθυίας της αφέσεως άγιος τώ Κυρίω, ώσπερ η γη η αφωρισμένη· τώ ιερεί έσται κατάσχεσις αυτού. 22 Εάν δε από τού αγρού ού κέκτηται, ός ουκ έστιν από τού αγρού της κατασχέσεως αυτού, αγιάση τώ Κυρίω, 23 ο ιερεύς λογιείται προς αυτόν το τέλος της τιμής εκ τού ενιαυτού της αφέσεως, και αποδώσει την τιμήν εν τή ημέρα εκείνη άγιον τώ Κυρίω. 24 και εν τώ ενιαυτώ της αφέσεως αποδοθήσεται ο αγρός τώ ανθρώπω παρ’ ού κέκτηται αυτόν, ού ήν η κατάσχεσις της γής. 25 και πάσα τιμή έσται σταθμίοις αγίοις· είκοσιν οβολοί έσται το δίδραχμον. 26 Καί πάν πρωτότοκον ό εάν γένηται εν τοίς κτήνεσί σου, έσται τώ Κυρίω, και ου καθαγιάσει αυτό ουδείς· εάν τε μόσχον εάν τε πρόβατον, τώ Κυρίω εστίν. 27 εάν δε των τετραπόδων των ακαθάρτων αλλάξη κατά την τιμήν αυτού, και προσθήσει το επίπεμπτον προς αυτό, και έσται αυτώ· εάν δε μη λυτρώται, πραθήσεται κατά το τίμημα αυτού. 28 πάν δε ανάθεμα, ό εάν αναθή άνθρωπος τώ Κυρίω από πάντων, όσα αυτώ εστιν, από ανθρώπου έως κτήνους και από αγρού κατασχέσεως αυτού, ουκ αποδώσεται, ουδέ λυτρώσεται· πάν ανάθεμα άγιον αγίων έσται τώ Κυρίω. 29 και πάν, ό εάν ανατεθή από των ανθρώπων, ου λυτρωθήσεται, αλλά θανάτω θανατωθήσεται.
30 Πάσα δεκάτη της γής από τού σπέρματος της γής και τού καρπού τού ξυλίνου τώ Κυρίω εστίν, άγιον τώ Κυρίω. 31 εάν δε λυτρώται λύτρω άνθρωπος την δεκάτην αυτού, το επίπεμπτον προσθήσει προς αυτόν, και έσται αυτώ. 32 και πάσα δεκάτη βοών, και προβάτων και πάν, ό εάν έλθη εν τώ αριθμώ υπό την ράβδον, το δέκατον έσται άγιον τώ Κυρίω. 33 ουκ αλλάξεις καλόν πονηρώ, ουδέ πονηρόν καλώ· εάν δε αλλάσσων αλλάξης αυτό, και το άλλαγμα αυτού έσται άγιον, ου λυτρωθήσεται. 34 Αύταί εισιν αι εντολαί, ας ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή προς τους υιούς Ισραήλ εν τώ όρει Σινά.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν εν τή ερήμω τή Σινά, εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, εν μια τού μηνός τού δευτέρου, έτους δευτέρου εξελθόντων αυτών εκ γής Αιγύπτου λέγων· 2 λάβετε αρχήν πάσης συναγωγής Ισραήλ κατά συγγενείας, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατ' αριθμόν εξ ονόματος αυτών, κατά κεφαλήν αυτών. 3 πάς άρσην από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν δυνάμει Ισραήλ, επισκέψασθε αυτούς σύν δυνάμει αυτών, σύ και Ααρών επισκέψασθε αυτούς. 4 και μεθ' υμών έσονται έκαστος κατά φυλήν εκάστου αρχόντων, κατ' οίκους πατριών έσονται. 5 και ταύτα τα ονόματα των ανδρών, οίτινες παραστήσονται μεθ' υμών· των Ρουβήν, Ελισούρ υιός Σεδιούρ· 6 των Συμεών, Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαί· 7 των Ιούδα, Ναασσών υιός Αμιναδάβ· 8 των Ισσάχαρ, Ναθαναήλ υιός Σωγάρ· 9 των Ζαβουλών, Ελιάβ υιός Χαιλών·
10 των υιών Ιωσήφ, των Εφραίμ, Ελισαμά υιός Εμιούδ, των Μανασσή, Γαμαλιήλ υιός Φαδασούρ· 11 των Βενιαμίν, Αβιδάν υιός Γαδεωνί· 12 των Δάν, Αχιέζερ υιός Αμισαδαί· 13 των Ασήρ, Φαγαιήλ υιός Εχράν· 14 των Γάδ, Ελισάφ υιός Ραγουήλ· 15 των Νεφθαλί, Αχιρέ υιός Αινάν. 16 ούτοι επίκλητοι της συναγωγής, άρχοντες των φυλών κατά πατριάς αυτών, χιλίαρχοι Ισραήλ εισι. 17 και έλαβε Μωυσής και Ααρών τους άνδρας τούτους τους ανακληθέντας εξ ονόματος 18 και πάσαν την συναγωγήν συνήγαγον εν μιιά τού μηνός τού δευτέρου έτους και επηξονούσαν κατά γενέσεις αυτών, κατά πατριάς αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, από εικοσαετούς και επάνω, πάν αρσενικόν κατά κεφαλήν αυτών, 19 ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή· και επεσκέπησαν εν τή ερήμω τού Σινά.
20 Καί εγένοντο οι υιοί Ρουβήν πρωτοτόκου Ισραήλ κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 21 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ρουβήν έξ και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 22 τοίς υιοίς Συμεών κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 23 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Συμεών εννέα και πεντήκοντα χιλιάδες και τριακόσιοι. 24 τοίς υιοίς Ιούδα κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 25 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ιούδα τέσσαρες και εβδομήκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι. 26 τοίς υιοίς Ισσάχαρ κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 27 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ισσάχαρ τέσσαρες και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 28 τοίς υιοίς Ζαβουλών κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατ' αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 29 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ζαβουλών επτά και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι.
30 τοίς υιοίς Ιωσήφ υιοίς Εφραίμ κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 31 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Εφραίμ τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 32 τοίς υιοίς Μανασσή κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 33 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Μανασσή δύο και τριάκοντα χιλιάδες και διακόσιοι. 34 τοίς υιοίς Βενιαμίν κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 35 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Βενιαμίν πέντε και τριάκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 36 τοίς υιοίς Γάδ κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 37 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Γάδ πέντε και τεσσαράκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι και πεντήκοντα. 38 τοίς υιοίς Δάν κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 39 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Δάν δύο και εξήκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι.
40 τοίς υιοίς Ασήρ κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 41 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ασήρ μία και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 42 τοίς υιοίς Νεφθαλί κατά συγγενείας αυτών, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, πάντα αρσενικά από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος εν τή δυνάμει, 43 η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Νεφθαλί τρεις και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 44 αύτη η επίσκεψις, ήν επεσκέψαντο Μωυσής και Ααρών και οι άρχοντες Ισραήλ, δώδεκα άνδρες· ανήρ είς κατά φυλήν μίαν, κατά φυλήν οίκων πατριάς ήσαν. 45 και εγένετο πάσα η επίσκεψις υιών Ισραήλ σύν δυνάμει αυτών από εικοσαετούς και επάνω, πάς ο εκπορευόμενος παρατάξασθαι εν Ισραήλ, 46 εξακόσιαι χιλιάδες και τρισχίλιοι και πεντακόσιοι και πεντήκοντα. 47 Οι δε Λευίται εκ της φυλής πατριάς αυτών ουκ επεσκέπησαν εν τοίς υιοίς Ισραήλ. 48 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 49 όρα, την φυλήν Λευί ου συνεπισκέψη, και τον αριθμόν αυτών ου λήψη εν μέσω υιών Ισραήλ.
50 και σύ επίστησον τους Λευίτας επί την σκηνήν τού μαρτυρίου και επί πάντα τα σκεύη αυτής και επί πάντα όσα εστίν εν αυτή· αυτοί αρούσι την σκηνήν και πάντα τα σκεύη αυτής, και αυτοί λειτουργήσουσιν εν αυτή και κύκλω της σκηνής παρεμβαλούσι. 51 και εν τώ εξαίρειν την σκηνήν, καθελούσιν αυτήν οι Λευίται, και εν τώ παρεμβάλλειν την σκηνήν, αναστήσουσι· και ο αλλογενής ο προσπορευόμενος αποθανέτω. 52 και παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ, ανήρ εν τή εαυτού τάξει και ανήρ κατά την εαυτού ηγεμονίαν σύν δυνάμει αυτών. 53 οι δε Λευίται παρεμβαλλέτωσαν εναντίοι κύκλω της σκηνής τού μαρτυρίου, και ουκ έσται αμάρτημα εν υιοίς Ισραήλ· και φυλάξουσιν οι Λευίται αυτοί την φυλακήν της σκηνής τού μαρτυρίου. 54 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ κατά πάντα, ά ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή και Αραρών, ούτως εποίησαν.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 2 άνθρωπος εχόμενος αυτού κατά τάγμα, κατά σημαίας, κατ' οίκους πατριών αυτών, παρεμβαλλέτωσαν οι υιοί Ισραήλ· εναντίοι κύκλω της σκηνής τού μαρτυρίου παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ. 3 και οι παρεμβάλλοντες πρώτοι κατά ανατολάς, τάγμα παρεμβολής Ιούδα σύν δυνάμει αυτών, και ο άρχων των υιών Ιούδα, Ναασσών υιός Αμιναδάβ· 4 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι τέσσαρες και εβδομήκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι. 5 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι φυλής Ισσάχαρ, και ο άρχων των υιών Ισσάχαρ, Ναθαναήλ υιός Σωγάρ· 6 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, τέσσαρες και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 7 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι φυλής Ζαβουλών, και ο άρχων των υιών Ζαβουλών, Ελιάβ υιός Χαιλών· 8 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, επτά και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 9 πάντες οι επεσκεμμένοι εκ της παρεμβολής Ιούδα εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδες και εξακισχίλιοι και τετρακόσιοι, σύν δυνάμει αυτών πρώτοι εξαιρούσι.
10 τάγμα παρεμβολής Ρουβήν προς λίβα δύναμις αυτών, και ο άρχων των υιών Ρουβήν, Ελισούρ υιός Σεδιούρ· 11 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, έξ και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 12 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλής Συμεών, και ο άρχων των υιών Συμεών, Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαί· 13 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, εννέα και πεντήκοντα χιλιάδες και τριακόσιοι. 14 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλής Γάδ, και ο άρχων των υιών Γάδ, Ελισάφ υιός Ραγουήλ· 15 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, πέντε και τεσσαράκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι και πεντήκοντα. 16 πάντες οι επεσκεμμένοι της παρεμβολής Ρουβήν, εκατόν πεντήκοντα μία χιλιάδες και τετρακόσιοι και πεντήκοντα, σύν δυνάμει αυτών δεύτεροι εξαρούσι. 17 και αρθήσεται η σκηνή τού μαρτυρίου και η παρεμβολή των Λευιτών μέσον των παρεμβολών· ως και παρεμβαλούσιν, ούτω και εξαρούσιν έκαστος εχόμενος καθ' ηγεμονίας. 18 Τάγμα παρεμβολής Εφραίμ παρά θάλασσαν σύν δυνάμει αυτών και ο άρχων των υιών Εφραίμ, Ελισαμά υιός Εμιούδ· 19 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι.
20 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι φυλής Μανασσή, και ο άρχων των υιών Μανασσή, Γαμαλιήλ υιός Φαδασσούρ· 21 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, δύο και τριάκοντα χιλιάδες και διακόσιοι. 22 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι φυλής Βενιαμίν, και ο άρχων των υιών Βενιαμίν, Αβιδάν υιός Γαδεωνί· 23 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, πέντε και τριάκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 24 πάντες οι επεσκεμμένοι της παρεμβολής Εφραίμ, εκατόν χιλιάδες και οκτακισχίλιοι και εκατόν, σύν δυνάμει αυτών τρίτοι εξαρούσι. 25 Τάγμα παρεμβολής Δάν προς βορράν σύν δυνάμει αυτών, και ο άρχων των υιών Δάν, Αχιέζερ υιός Αμισαδαί· 26 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, δύο και εξήκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι. 27 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλή Ασήρ, και ο άρχων των υιών Ασήρ, Φαγεήλ υιός Εχράν· 28 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, μία και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 29 και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι φυλής Νεφθαλί, και ο άρχων των υιών Νεφθαλί, Αχιρέ υιός Αινάν·
30 δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι, τρεις και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 31 πάντες οι επεσκεμμένοι της παρεμβολής Δάν εκατόν και πεντηκονταεπτά χιλιάδες και εξακόσιοι· έσχατοι εξαρούσι κατά τάγμα αυτών. 32 αύτη η επίσκεψις των υιών Ισραήλ κατ' οίκους πατριών αυτών· πάσα η επίσκεψις των παρεμβολών σύν ταίς δυνάμεσιν αυτών, εξακόσιαι χιλιάδες και τρισχίλιοι πεντακόσιοι πεντήκοντα. 33 οι δε Λευίται ου συνεπεσκέπησαν εν αυτοίς, καθά ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή. 34 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ πάντα, όσα συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή· ούτω παρενέβαλον κατά τάγμα αυτών και ούτως εξήρον, έκαστος εχόμενοι κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών.
1 ΚΑΙ αύται αι γενέσεις Ααρών και Μωυσή, εν ή ημέρα ελάλησε Κύριος τώ Μωυσή εν όρει Σινά. 2 και ταύτα τα ονόματα των υιών Ααρών· πρωτότοκος Ναδάβ, και Αβιούδ, Ελεάζαρ, και Ιθάμαρ. 3 ταύτα τα ονόματα των υιών Ααρών, οι ιερείς οι ηλειμμένοι, ούς ετελείωσαν τας χείρας αυτών ιερατεύειν. 4 και ετελεύτησε Ναδάβ και Αβιούδ έναντι Κυρίου, προσφερόντων αυτών πύρ αλλότριον έναντι Κυρίου εν τή ερήμω Σινά, και παιδία ουκ ήν αυτοίς· και ιεράτευσεν Ελεάζαρ και Ιθάμαρ μετά Ααρών τού πατρός αυτών. 5 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 6 λάβε την φυλήν Λευί και στήσεις αυτούς εναντίον Ααρών τού ιερέως και λειτουργήσουσιν αυτώ, 7 και φυλάξουσι τας φυλακάς αυτού και τας φυλακάς των υιών Ισραήλ έναντι της σκηνής τού μαρτυρίου, εργάζεσθαι τα έργα της σκηνής. 8 και φυλάξουσι πάντα τα σκεύη της σκηνής τού μαρτυρίου, και τας φυλακάς των υιών Ισραήλ κατά πάντα τα έργα της σκηνής. 9 και δώσεις τους Λευίτας Ααρών και τοίς υιοίς αυτού τοίς ιερεύσι· δεδομένοι δόμα ούτοί μοί εισιν από των υιών Ισραήλ.
10 και Ααρών και τους υιούς αυτού καταστήσεις επί της σκηνής τού μαρτυρίου, και φυλάξουσι την ιερατείαν αυτών και πάντα τα κατά τον βωμόν και έσω τού καταπετάσματος· και ο αλλογενής ο απτόμενος αποθανείται. 11 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 12 και ιδού εγώ είληφα τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ αντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν παρά των υιών Ισραήλ· λύτρα αυτών έσονται και έσονται εμοί οι Λευίται· 13 εμοί γάρ πάν πρωτότοκον· εν ή ημέρα επάταξα πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου, ηγίασα εμοί πάν πρωτότοκον εν Ισραήλ από ανθρώπου έως κτήνους· εμοί έσονται, εγώ Κύριος. 14 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν εν τή ερήμω Σινά λέγων· 15 επίσκεψαι τους υιούς Λευί κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά δήμους αυτών, κατά συγγενείας αυτών· πάν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω επισκέψασθε αυτούς. 16 και επεσκέψαντο αυτούς Μωυσής και Ααρών διά φωνής Κυρίου, ον τρόπον συνέταξεν αυτοίς Κύριος. 17 και ήσαν ούτοι οι υιοί Λευί εξ ονομάτων αυτών· Γεδσών, Καάθ, και Μεραρί. 18 και ταύτα τα ονόματα των υιών Γερσών κατά δήμους αυτών· Λοβενί και Σεμεί. 19 και υιοί Καάθ κατά δήμους αυτών· Αμράμ και Ισσαάρ, Χεβρών και Οζιήλ.
20 και υιοί Μεραρί κατά δήμους αυτών· Μοολί και Μουσί. ούτοί εισι δήμοι των Λευιτών κατ' οίκους πατριών αυτών. 21 τώ Γερσών δήμος τού Λοβενί και δήμος τού Σεμεί· ούτοι οι δήμοι τού Γεδσών. 22 η επίσκεψις αυτών κατά αριθμόν παντός αρσενικού από μηνιαίου και επάνω, η επίσκεψις αυτών επτακισχίλιοι και πεντακόσιοι. 23 και οι υιοί Γερσών οπίσω της σκηνής παρεμβαλούσι παρά θάλασσαν, 24 και ο άρχων οίκου πατριάς τού δήμου τού Γεδσών, Ελισάφ υιός Δαήλ. 25 και η φυλακή υιών Γεδσών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου· η σκηνή και το κάλυμμα, και το κατακάλυμμα της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου 26 και τα ιστία της αυλής και το καταπέτασμα της πύλης της αυλής της ούσης επί της σκηνής και τα κατάλοιπα πάντων των έργων αυτού. 27 τώ Καάθ δήμος ο Αμράν είς, και δήμος ο Ισαάρ είς, και δήμος ο Χεβρών είς, και δήμος ο Οζιήλ είς· ούτοί εισιν οι δήμοι τού Καάθ, κατά αριθμόν. 28 πάν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω, οκτακισχίλιοι και εξακόσιοι φυλάσσοντες τας φυλακάς των αγίων. 29 οι δήμοι των υιών Καάθ παρεμβαλούσιν εκ πλαγίων της σκηνής κατά λίβα,
30 και ο άρχων οίκου πατριών των δήμων τού Καάθ Ελισαφάν, υιός Οζιήλ. 31 και η φυλακή αυτών, η κιβωτός και η τράπεζα και η λυχνία και τα θυσιαστήρια και τα σκεύη τού αγίου, όσα λειτουργούσιν εν αυτοίς και το κατακάλυμμα και πάντα τα έργα αυτών. 32 και ο άρχων επί των αρχόντων των Λευιτών, Ελεάζαρ ο υιός Ααρών τού ιερέως, καθεσταμένος φυλάσσειν τας φυλακάς των αγίων. 33 τώ Μεραρί δήμος ο Μοολί και δήμος ο Μουσί· ούτοί εισι δήμοι τού Μεραρί. 34 η επίσκεψις αυτών κατά αριθμόν, πάν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω, εξακισχίλιοι και πεντήκοντα· 35 και ο άρχων οίκου πατριών τού δήμου τού Μεραρί, Σουριήλ υιός Αβιχαίλ· εκ πλαγίων της σκηνής παρεμβαλούσι προς βορράν. 36 η επίσκεψις της φυλακής υιών Μεραρί, τας κεφαλίδας της σκηνής και τους μοχλούς αυτής και τους στύλους αυτής, και τας βάσεις αυτής και πάντα τα σκεύη αυτών και τα έργα αυτών 37 και τους στύλους της αυλής κύκλω και τας βάσεις αυτών και τους πασσάλους και τους κάλους αυτών. 38 οι παρεμβάλλοντες κατά πρόσωπον της σκηνής τού μαρτυρίου από ανατολής, Μωυσής και Ααρών και οι υιοί αυτού φυλάσσοντες τας φυλακάς τού αγίου εις τας φυλακάς των υιών Ισραήλ· και ο αλλογενής ο απτόμενος αποθανείται. 39 πάσα η επίσκεψις των Λευιτών, ούς επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής Κυρίου κατά δήμους αυτών, πάν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω, δύο και είκοσι χιλιάδες.
40 Καί είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· επίσκεψαι πάν πρωτότοκον άρσεν των υιών Ισραήλ από μηνιαίου και επάνω και λάβε τον αριθμόν εξ ονόματος· 41 και λήψη τους Λευίτας εμοί, εγώ Κύριος, αντί πάντων των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ και τα κτήνη των Λευιτών αντί πάντων των πρωτοτόκων εν τοίς κτήνεσι των υιών Ισραήλ. 42 και επεσκέψατο Μωυσής, ον τρόπον ενετείλατο Κύριος πάν πρωτότοκον εν τοίς υιοίς Ισραήλ· 43 και εγένοντο πάντα τα πρωτότοκα τα αρσενικά κατά αριθμόν εξ ονόματος από μηνιαίου και επάνω εκ της επισκέψεως αυτών δύο και είκοσι χιλιάδες και τρεις και εβδομήκοντα και διακόσιοι. 44 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 45 λάβε τους Λευίτας αντί πάντων των πρωτοτόκων υιών Ισραήλ και τα κτήνη των Λευιτών αντί των κτηνών αυτών, και έσονται εμοί οι Λευίται· εγώ Κύριος. 46 και τα λύτρα τριών και εβδομήκοντα και διακοσίων, οι πλεονάζοντες παρά τους Λευίτας από των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ, 47 και λήψη πέντε σίκλους κατά κεφαλήν, κατά το δίδραχμον το άγιον λήψη, είκοσιν οβολούς τού σίκλου, 48 και δώσεις το αργύριον Ααρών και τοίς υιοίς αυτού, λύτρα των πλεοναζόντων εν αυτοίς. 49 και έλαβε Μωυσής το αργύριον τα λύτρα των πλεοναζόντων εις την εκλύτρωσιν των Λευιτών,
50 παρά των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ έλαβε το αργύριον, χιλίους τριακοσίους εξηκονταπέντε σίκλους, κατά τον σίκλον τον άγιον. 51 και έδωκε Μωυσής τα λύτρα των πλεοναζόντων Ααρών και τοίς υιοίς αυτού, διά φωνής Κυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 2 λάβε το κεφάλαιον των υιών Καάθ εκ μέσου υιών Λευί, κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, 3 από είκοσι και πέντε ετών και επάνω έως πεντήκοντα ετών, πάς ο εισπορευόμενος λειτουργείν ποιήσαι πάντα τα έργα εν τή σκηνή τού μαρτυρίου. 4 και ταύτα τα έργα των υιών Καάθ εν τή σκηνή τού μαρτυρίου· άγιον των αγίων. 5 και εισελεύσεται Ααρών και οι υιοί αυτού, όταν εξαίρη η παρεμβολή, και καθελούσι το καταπέτασμα το συσκιάζον και κατακαλύψουσιν εν αυτώ την κιβωτόν τού μαρτυρίου, 6 και επιθήσουσιν επ' αυτό κατακάλυμμα δέρμα υακίνθινον και επιβαλούσιν επ' αυτήν ιμάτιον όλον υακίνθινον άνωθεν και διεμβαλούσι τους αναφορείς. 7 και επί την τράπεζαν την προκειμένην επιβαλούσιν επ' αυτήν ιμάτιον ολοπόρφυρον και τα τρυβλία και τας θυίσκας και τους κυάθους και τα σπονδεία, εν οίς σπένδει, και οι άρτοι οι διαπαντός επ' αυτής έσονται. 8 και επιβαλούσιν επ' αυτήν ιμάτιον κόκκινον και καλύψουσιν αυτήν καλύμματι δερματίνω υακινθίνω και διεμβαλούσι δι' αυτής τους αναφορείς. 9 και λήψονται ιμάτιον υακίνθινον και καλύψουσι την λυχνίαν την φωτίζουσαν και τους λύχνους αυτής και τας λαβίδας αυτής και τας επαρυστρίδας αυτής και πάντα τα αγγεία τού ελαίου, οίς λειτουργούσιν εν αυτοίς,
10 και εμβαλούσιν αυτήν και πάντα τα σκεύη αυτής εις κάλυμμα δερμάτινον υακίνθινον και επιθήσουσιν αυτήν επ' αναφορέων. 11 και επί το θυσιαστήριον το χρυσούν επικαλύψουσιν ιμάτιον υακίνθινον και καλύψουσιν αυτό καλύμματι δερματίνω υακινθίνω και διεμβαλούσι τους αναφορείς αυτού. 12 και λήψονται πάντα τα σκεύη τα λειτουργικά, όσα λειτουργούσιν εν αυτοίς εν τοίς αγίοις, και εμβαλούσιν εις ιμάτιον υακίνθινον και καλύψουσιν αυτά καλύμματι δερματίνω υακινθίνω και επιθήσουσιν επί αναφορείς. 13 και τον καλυπτήρα επιθήσει επί το θυσιαστήριον και επικαλύψουσιν επ' αυτό ιμάτιον ολοπόρφυρον. 14 και επιθήσουσιν επ' αυτό πάντα τα σκεύη, όσοις λειτουργούσιν επ' αυτώ εν αυτοίς, και τα πυρεία και τας κρεάγρας και τας φιάλας και τον καλυπτήρα και πάντα τα σκεύη τού θυσιαστηρίου· και επιβαλούσιν επ' αυτό κάλυμμα δερμάτινον υακίνθινον, και διεμβαλούσι τους αναφορείς αυτού· και λήψονται ιμάτιον πορφυρούν και συγκαλύψουσι τον λουτήρα και την βάσιν αυτού και εμβαλούσιν αυτά εις κάλυμμα δερμάτινον υακίνθινον και επιθήσουσιν επί αναφορείς. 15 και συντελέσουσιν Ααρών και οι υιοί αυτού καλύπτοντες τα άγια και πάντα τα σκεύη τα άγια εν τώ εξαίρειν την παρεμβολήν, και μετά ταύτα εισελεύσονται υιοί Καάθ αίρειν και ουχ άψονται των αγίων, ίνα μη αποθάνωσι· ταύτα αρούσιν οι υιοί Καάθ εν τή σκηνή τού μαρτυρίου. 16 επίσκοπος Ελεάζαρ υιός Ααρών τού ιερέως· το έλαιον τού φωτός και το θυμίαμα της συνθέσεως και η θυσία η καθ' ημέραν και το έλαιον της χρίσεως, η επισκοπή όλης της σκηνής και όσα εστίν εν αυτή εν τώ αγίω, εν πάσι τοίς έργοις. 17 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 18 μη ολοθρεύσητε της φυλής τον δήμον τον Καάθ εκ μέσου των Λευιτών· 19 τούτο ποιήσατε αυτοίς και ζήσονται και ου μη αποθάνωσι, προσπορευομένων αυτών προς τα άγια των αγίων· Ααρών και οι υιοί αυτού προσπορευέσθωσαν και καταστήσουσιν αυτούς έκαστον κατά την αναφοράν αυτού,
20 και ου μη εισέλθωσιν ιδείν εξάπινα τα άγια και αποθανούνται. 21 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 22 λάβε την αρχήν των υιών Γεδσών, και τούτους κατ' οίκους πατριών αυτών, κατά δήμους αυτών, 23 από πέντε και εικοσαετούς και επάνω έως πεντηκονταετούς επίσκεψαι αυτούς, πάς ο εισπορευόμενος λειτουργείν και ποιείν τα έργα αυτού εν τή σκηνή τού μαρτυρίου. 24 αύτη η λειτουργία τού δήμου τού Γεδσών, λειτουργείν και αίρειν· 25 και αρεί τας δέρρεις της σκηνής και την σκηνήν τού μαρτυρίου και το κάλυμμα αυτής και το κατακάλυμμα το υακίνθινον το ον επ' αυτής άνωθεν και το κάλυμμα της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου 26 και τα ιστία της αυλής, όσα επί της σκηνής τού μαρτυρίου, και τα περισσά και πάντα τα σκεύη τα λειτουργικά, όσα λειτουργούσιν εν αυτοίς, ποιήσουσι. 27 κατά στόμα Ααρών και των υιών αυτού έσται η λειτουργία των υιών Γεδσών κατά πάσας τας λειτουργίας αυτών και κατά πάντα τα έργα αυτών· και επισκέψη αυτούς εξ ονόματος πάντα τα αρτά υπ' αυτών. 28 αύτη η λειτουργία των υιών Γεδσών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, και η φυλακή αυτών εν χειρί Ιθάμαρ τού υιού Ααρών τού ιερέως. 29 οι υιοί Μεραρί κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών επισκέψασθε αυτούς,
30 από πέντε και εικοσαετούς και επάνω έως πεντηκονταετούς επισκέψασθε αυτούς, πάς ο εισπορευόμενος λειτουργείν τα έργα της σκηνής τού μαρτυρίου. 31 και ταύτα τα φυλάγματα των αιρομένων υπ' αυτών κατά πάντα τα έργα αυτών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου· τας κεφαλίδας της σκηνής και τους μοχλούς και τους στύλους αυτής και τας βάσεις αυτής, και το κατακάλυμμα και αι βάσεις αυτών, και οι στύλοι αυτών και το κατακάλυμμα της θύρας της σκηνής 32 και τους στύλους της αυλής κύκλω, και αι βάσεις αυτών και τους στύλους τού καταπετάσματος της πύλης της αυλής, και τας βάσεις αυτών, και τους πασσάλους αυτών και τους κάλους αυτών και πάντα τα σκεύη αυτών και πάντα τα λειτουργήματα αυτών, εξ ονομάτων επισκέψασθε αυτούς και πάντα τα σκεύη της φυλακής των αιρομένων υπ' αυτών. 33 αύτη η λειτουργία δήμου υιών Μεραρί εν πάσι τοίς έργοις αυτών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου εν χειρί Ιθάμαρ τού υιού Ααρών τού ιερέως. 34 και επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών και οι άρχοντες Ισραήλ τους υιούς Καάθ κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, 35 από πέντε και εικοσαετούς και επάνω έως πεντηκονταετούς, πάς ο εισπορευόμενος λειτουργείν και ποιείν εν τή σκηνή τού μαρτυρίου. 36 και εγένετο η επίσκεψις αυτών κατά δήμους αυτών δισχίλιοι επτακόσιοι πεντήκοντα. 37 αύτη η επίσκεψις δήμου Καάθ, πάς ο λειτουργών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, καθά επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής Κυρίου, εν χειρί Μωυσή. 38 και επεσκέπησαν υιοί Γεδσών κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, 39 από πέντε και εικοσαετούς και επάνω έως πεντηκονταετούς, πάς ο εισπορευόμενος λειτουργείν και ποιείν τα έργα εν τή σκηνή τού μαρτυρίου.
40 και εγένετο η επίσκεψις αυτών κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, δισχίλιοι εξακόσιοι τριάκοντα. 41 αύτη η επίσκεψις δήμου υιών Γεδσών, πάς ο λειτουργών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, ούς επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής Κυρίου, εν χειρί Μωυσή. 42 επεσκέπησαν δε και δήμος υιών Μεραρί κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, 43 από πέντε και εικοσαετούς και επάνω έως πεντηκονταετούς, πάς ο εισπορευόμενος λειτουργείν προς τα έργα της σκηνής τού μαρτυρίου. 44 και εγενήθη η επίσκεψις αυτών κατά δήμους αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, τρισχίλιοι και διακόσιοι· 45 αύτη η επίσκεψις δήμου υιών Μεραρί, ούς επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής Κυρίου, εν χειρί Μωυσή. 46 πάντες οι επεσκεμμένοι, ούς επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών και οι άρχοντες Ισραήλ τους Λευίτας, κατά δήμους και κατ' οίκους πατριών αυτών, 47 από πέντε και εικοσαετούς και επάνω έως πεντηκονταετούς, πάς ο εισπορευόμενος προς το έργον των έργων και τα έργα τα αιρόμενα εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, 48 και εγενήθησαν οι επισκεπέντες οκτακισχίλιοι πεντακόσιοι ογδοήκοντα. 49 διά φωνής Κυρίου επεσκέψατο αυτούς εν χειρί Μωυσή, άνδρα κατά άνδρα επί των έργων αυτών και επί ών αίρουσιν αυτοί· και επεσκέπησαν, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 πρόσταξον τοίς υιοίς Ισραήλ και εξαποστειλάτωσαν εκ της παρεμβολής πάντα λεπρόν και πάντα γονορρυή και πάντα ακάθαρτον επί ψυχή· 3 από αρσενικού έως θηλυκού εξαποστείλατε έξω της παρεμβολής, και ου μη μιανούσι τας παρεμβολάς αυτών, εν οίς εγώ καταγίνομαι εν αυτοίς. 4 και εποίησαν ούτως οι υιοί Ισραήλ και εξαπέστειλαν αυτούς έξω της παρεμβολής· καθά ελάλησε Κύριος Μωυσή, ούτως εποίησαν οι υιοί Ισραήλ. 5 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 6 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· ανήρ ή γυνή, ός τις αν ποιήση από πασών των αμαρτιών των ανθρωπίνων, και παριδών παρίδη και πλημμελήση η ψυχή εκείνη, 7 εξαγορεύσει την αμαρτίαν, ήν εποίησε, και αποδώσει την πλημμέλειαν το κεφάλαιον και το επίπεμπτον αυτού προσθήσει επ' αυτό, και αποδώσει, τίνι επλημμέλησεν αυτώ. 8 εάν δε μη ή τώ ανθρώπω ο αγχιστεύων, ώστε αποδούναι αυτώ το πλημμέλημα προς αυτόν, το πλημμέλημα το αποδιδόμενον Κυρίω τώ ιερεί έσται, πλήν τού κριού τού ιλασμού, δι' ού εξιλάσεται εν αυτώ περί αυτού. 9 και πάσα απαρχή κατά πάντα τα αγιαζόμενα εν υιοίς Ισραήλ, όσα εάν προσφέρωσι Κυρίω, τώ ιερεί αυτώ έσται.
10 και εκάστου τα ηγιασμένα αυτού έσται· και ανήρ, ός αν δώ τώ ιερεί, αυτώ έσται. 11 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 12 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ, και ερείς προς αυτούς· ανδρός ανδρός, εάν παραβή η γυνή αυτού, και υπεριδούσα παρίδη αυτόν 13 και κοιμηθή τις μετ' αυτής κοίτην σπέρματος, και λάθη εξ οφθαλμών τού ανδρός αυτής και κρύψη, αυτή δε ή μεμιασμένη και μάρτυς μη ήν μετ' αυτής, και αυτή μη ή συνειλημμένη, 14 και επέλθη αυτώ πνεύμα ζηλώσεως και ζηλώση την γυναίκα αυτού, αυτή δε μεμίανται, ή επέλθη αυτώ πνεύμα ζηλώσεως και ζηλώση την γυναίκα αυτού, αυτή δε μη ή μεμιασμένη, 15 και άξει ο άνθρωπος την γυναίκα αυτού προς τον ιερέα και προσοίσει το δώρον περί αυτής, το δέκατον τού οιφί άλευρον κρίθινον, ουκ επιχεεί επ' αυτό έλαιον, ουδέ επιθήσει επ' αυτό λίβανον· έστι γάρ θυσία ζηλοτυπίας, θυσία μνημοσύνου, αναμιμνήσκουσα αμαρτίαν. 16 και προσάξει αυτήν ο ιερεύς και στήσει αυτήν έναντι Κυρίου, 17 και λήψεται ο ιερεύς ύδωρ καθαρόν ζών εν αγγείω οστρακίνω και της γής της ούσης επί τού εδάφους της σκηνής τού μαρτυρίου, και λαβών ο ιερεύς εμβαλεί εις το ύδωρ. 18 και στήσει ο ιερεύς την γυναίκα έναντι Κυρίου και αποκαλύψει την κεφαλήν της γυναικός και δώσει επί τας χείρας αυτής την θυσίαν τού μνημοσύνου, την θυσίαν της ζηλοτυπίας, εν δε τή χειρί τού ιερέως έσται το ύδωρ τού ελεγμού τού επικαταρωμένου τούτου. 19 και ορκιεί αυτήν ο ιερεύς, και ερεί τή γυναικί· ει μη κεκοίμηταί τις μετά σού, ει μη παραβέβηκας μιανθήναι υπό τον άνδρα τον σεαυτής, αθώα ίσθι από τού ύδατος τού ελεγμού τού επικαταρωμένου τούτου·
20 ει δε σύ παραβέβηκας ύπανδρος ούσα, ή μεμίανσαι και έδωκέ τις την κοίτην αυτού εν σοί, πλήν τού ανδρός σου· 21 και ορκιεί ο ιερεύς την γυναίκα εν τοίς όρκοις της αράς ταύτης, και ερεί ο ιερεύς τή γυναικί· δώη σε Κύριος εν αρά και ενόρκιον εν μέσω τού λαού σου, εν τώ δούναι Κύριον τον μηρόν σου διαπεπτωκότα, και την κοιλίαν σου πεπρησμένην, 22 και εισελεύσεται το ύδωρ το επικαταρώμενον τούτο εις την κοιλίαν σου πρήσαι γαστέρα και διαπεσείν μηρόν σου. και ερεί η γυνή· γένοιτο, γένοιτο. 23 και γράψει ο ιερεύς τας αράς ταύτας εις βιβλίον, και εξαλείψει εις το ύδωρ τού ελεγμού τού επικαταρωμένου. 24 και ποτιεί την γυναίκα το ύδωρ τού ελεγμού τού επικαταρωμένου, και εισελεύσεται εις αυτήν το ύδωρ το επικαταρώμενον τού ελεγμού. 25 και λήψεται ο ιερεύς εκ χειρός της γυναικός την θυσίαν της ζηλοτυπίας και επιθήσει την θυσίαν έναντι Κυρίου και προσοίσει αυτήν προς το θυσιαστήριον, 26 και δράξεται ο ιερεύς από της θυσίας το μνημόσυνον αυτής και ανοίσει αυτό επί το θυσιαστήριον και μετά ταύτα ποτιεί την γυναίκα το ύδωρ. 27 και έσται, εάν ή μεμιασμένη και λήθη λάθη τον άνδρα αυτής, και εισελεύσεται εις αυτήν το ύδωρ τού ελεγμού το επικαταρώμενον, και πρησθήσεται την κοιλίαν, και διαπεσείται ο μηρός αυτής, και έσται η γυνή εις αράν τώ λαώ αυτής. 28 εάν δε μη μιανθή η γυνή και καθαρά ή, και αθώα έσται και εκσπερματιεί σπέρμα. 29 ούτος ο νόμος της ζηλοτυπίας, ώ αν παραβή η γυνή ύπανδρος ούσα και μιανθή·
30 ή άνθρωπος, ώ εάν επέλθη επ' αυτόν πνεύμα ζηλώσεως και ζηλώση την γυναίκα αυτού, και στήση την γυναίκα αυτού έναντι Κυρίου, και ποιήση αυτή ο ιερεύς πάντα τον νόμον τούτον· 31 και αθώος έσται ο άνθρωπος από αμαρτίας, και η γυνή εκείνη λήψεται την αμαρτίαν αυτής.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· ανήρ ή γυνή, ός εάν μεγάλως εύξηται ευχήν αφαγνίσασθαι αγνείαν Κυρίω, 3 από οίνου και σίκερα αγνισθήσεται και όξος εξ οίνου και όξος εκ σίκερα ου πίεται και όσα κατεργάζεται εκ σταφυλής ου πίεται και σταφυλήν πρόσφατον και σταφίδα ου φάγεται. 4 πάσας τας ημέρας της ευχής αυτού· από πάντων όσα γίνεται εξ αμπέλου, οίνον από στεμφύλων έως γιγάρτου ου φάγεται. 5 πάσας τας ημέρας τού αγνισμού ξυρόν ουκ επελεύσεται επί την κεφαλήν αυτού, έως αν πληρωθώσιν αι ημέραι, όσας ηύξατο Κυρίω· άγιος έσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλής. 6 πάσας τας ημέρας της ευχής Κυρίω επί πάση ψυχή τετελευτηκυία ουκ εισελεύσεται· 7 επί πατρί και μητρί και επ' αδελφώ και επ' αδελφή, ου μιανθήσεται επ' αυτοίς αποθανόντων αυτών, ότι ευχή Θεού αυτού επ' αυτώ επί κεφαλής αυτού. 8 πάσας τας ημέρας της ευχής αυτού άγιος έσται Κυρίω. 9 εάν δε τις αποθάνη επ' αυτώ εξάπινα, παραχρήμα μιανθήσεται η κεφαλή ευχής αυτού, και ξυρήσεται την κεφαλήν αυτού ή αν ημέρα καθαρισθή· τή ημέρα τή εβδόμη ξυρηθήσεται.
10 και τή ημέρα τή ογδόη οίσει δύο τρυγόνας ή δύο νεοσσούς περιστερών προς τον ιερέα, επί τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, 11 και ποιήσει ο ιερεύς μίαν περί αμαρτίας και μίαν εις ολοκαύτωμα, και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς περί ών ήμαρτε περί της ψυχής και αγιάσει την κεφαλήν αυτού εν εκείνη τή ημέρα, 12 ή ηγιάσθη Κυρίω, τας ημέρας της ευχής, και προσάξει αμνόν ενιαύσιον εις πλημμέλειαν, και αι ημέραι αι πρότεραι άλογοι έσονται, ότι εμιάνθη η κεφαλή ευχής αυτού. 13 Καί ούτος ο νόμος τού ευξαμένου· ή αν ημέρα πληρώση ημέρας ευχής αυτού, προσοίσει αυτός παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου 14 και προσάξει το δώρον αυτού Κυρίω αμνόν ενιαύσιον άμωμον ένα εις ολοκαύτωσιν και αμνάδα ενιαυσίαν μίαν άμωμον εις αμαρτίαν και κριόν ένα άμωμον εις σωτήριον 15 και κανούν αζύμων σεμιδάλεως άρτους αναπεποιημένους εν ελαίω και λάγανα άζυμα κεχρισμένα εν ελαίω και θυσίαν αυτών και σπονδήν αυτών. 16 και προσοίσει ο ιερεύς έναντι Κυρίου και ποιήσει το περί αμαρτίας αυτού και το ολοκαύτωμα αυτού 17 και τον κριόν ποιήσει θυσίαν σωτηρίου τώ Κυρίω επί τώ κανώ των αζύμων, και ποιήσει ο ιερεύς την θυσίαν αυτού και την σπονδήν αυτού. 18 και ξυρήσεται ο ηυγμένος παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου την κεφαλήν της ευχής αυτού και επιθήσει τας τρίχας επί το πύρ, ό εστιν υπό την θυσίαν τού σωτηρίου. 19 και λήψεται ο ιερεύς τον βραχίονα εφθόν από τού κριού και άρτον ένα άζυμον από τού κανού και λάγανον άζυμον έν και επιθήσει επί τας χείρας τού ηυγμένου μετά το ξυρήσασθαι αυτόν την ευχήν αυτού·
20 και προσοίσει αυτά ο ιερεύς επίθεμα έναντι Κυρίου, άγιον έσται τώ ιερεί επί τού στηθυνίου τού επιθέματος και επί τού βραχίονος τού αφαιρέματος, και μετά ταύτα πίεται ο ηυγμένος οίνον. 21 ούτος ο νόμος τού ευξαμένου, ός αν εύξηται Κυρίω δώρον αυτού Κυρίω περί της ευχής, χωρίς ών αν εύρη η χείρ αυτού, κατά δύναμιν της ευχής αυτού, ήν αν εύξηται κατά νόμον αγνείας. 22 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 23 λάλησον Ααρών και τοίς υιοίς αυτού λέγων· ούτως ευλογήσετε τους υιούς Ισραήλ, λέγοντες αυτοίς· 24 ευλογήσαι σε Κύριος και φυλάξαι σε· 25 επιφάναι Κύριος το πρόσωπον αυτού επί σε και ελεήσαι σε· 26 επάραι Κύριος το πρόσωπον αυτού επί σε και δώη σοι ειρήνην. 27 και επιθήσουσι το όνομά μου επί τους υιούς Ισραήλ, και εγώ Κύριος ευλογήσω αυτούς.
1 ΚΑΙ εγένετο ή ημέρα συνετέλεσε Μωυσής, ώστε αναστήσαι την σκηνήν και έχρισεν αυτήν και ηγίασεν αυτήν και πάντα τα σκεύη αυτής και το θυσιαστήριον και πάντα τα σκεύη αυτού και έχρισεν αυτά και ηγίασεν αυτά, 2 και προσήνεγκαν οι άρχοντες Ισραήλ, δώδεκα άρχοντες οίκων πατριών αυτών, ούτοι οι άρχοντες φυλών, ούτοι οι παρεστηκότες επί της επισκοπής, 3 και ήνεγκαν το δώρον αυτών έναντι Κυρίου, έξ αμάξας λαμπηνικάς και δώδεκα βόας, άμαξαν παρά δύο αρχόντων, και μόσχον παρά εκάστου, και προσήγαγον εναντίον της σκηνής. 4 και είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 5 λάβε παρ' αυτών, και έσονται προς τα έργα τα λειτουργικά της σκηνής τού μαρτυρίου, και δώσεις αυτά τοίς Λευίταις, εκάστω κατά την αυτού λειτουργίαν. 6 και λαβών Μωυσής τας αμάξας και τους βόας, έδωκεν αυτά τοίς Λευίταις· 7 και τας δύο αμάξας και τους τέσσαρας βόας έδωκε τοίς υιοίς Γεδσών κατά τας λειτουργίας αυτών 8 και τας τέσσαρας αμάξας και τους οκτώ βόας έδωκε τοίς υιοίς Μεραρί κατά τας λειτουργίας αυτών, διά Ιθάμαρ υιού Ααρών τού ιερέως. 9 και τοίς υιοίς Καάθ ου δέδωκεν, ότι τα λειτουργήματα τού αγίου έχουσιν· επ' ώμων αρούσιν.
10 και προσήνεγκαν οι άρχοντες εις τον εγκαινισμόν τού θυσιαστηρίου, εν τή ημέρα ή έχρισεν αυτό, και προσήνεγκαν οι άρχοντες τα δώρα αυτών απέναντι τού θυσιαστηρίου. 11 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· άρχων είς καθ' ημέραν, άρχων καθ' ημέραν προσοίσουσι τα δώρα αυτών εις τον εγκαινισμόν τού θυσιαστηρίου. 12 Καί ήν ο προσφέρων εν τή ημέρα τή πρώτη το δώρον αυτού Ναασσών υιός Αμιναδάβ, άρχων της φυλής Ιούδα. 13 και προσήνεγκε το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 14 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 15 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 16 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 17 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο δώρον Ναασών υιού Αμιναδάβ. 18 τή ημέρα τή δευτέρα προσήνεγκε Ναθαναήλ υιός Σωγάρ, ο άρχων της φυλής Ισσάχαρ. 19 και προσήνεγκε το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν·
20 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 21 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 22 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 23 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Ναθαναήλ υιού Σωγάρ. 24 τή ημέρα τή τρίτη άρχων των υιών Ζαβουλών Ελιάβ υιός Χαιλών. 25 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 26 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 27 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 28 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 29 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε, τούτο το δώρον Ελιάβ υιού Χαιλών.
30 τή ημέρα τή τετάρτη άρχων των υιών Ρουβήν Ελισούρ υιός Σεδιούρ. 31 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 32 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος. 33 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 34 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 35 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε, τούτο το δώρον Ελισούρ υιού Σεδιούρ. 36 τή ημέρα τή πέμπτη άρχων των υιών Συμεών Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαί. 37 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 38 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 39 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα·
40 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 41 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Σαλαμιήλ υιού Σουρισαδαί. 42 τή ημέρα τή έκτη άρχων των υιών Γάδ, Ελισάφ υιός Ραγουήλ. 43 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 44 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 45 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 46 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 47 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Ελισάφ υιού Ραγουήλ. 48 τή ημέρα τή εβδόμη άρχων των υιών Εφραίμ Ελισαμά υιός Εμιούδ. 49 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν·
50 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών, πλήρη θυμιάματος· 51 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 52 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 53 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Ελισαμά υιού Εμιούδ. 54 τή ημέρα τή ογδόη άρχων των υιών Μανασσή Γαμαλιήλ υιός Φαδασσούρ. 55 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 56 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 57 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 58 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 59 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Γαμαλιήλ υιού Φαδασσούρ.
60 τή ημέρα τή ενάτη άρχων των υιών Βενιαμίν Αβιδάν υιός Γαδεωνί. 61 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 62 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 63 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα· 64 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 65 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Αβιδάν υιού Γαδεωνί. 66 τή ημέρη τή δεκάτη άρχων των υιών Δάν Αχιέζερ υιός Αμισαδαί. 67 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 68 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 69 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα·
70 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 71 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Αχιέζερ υιού Αμισαδαί. 72 τή ημέρα τή ενδεκάτη άρχων των υιών Ασήρ, Φαγεήλ υιός Εχράν. 73 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν, έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν· 74 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος· 75 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ενιαύσιον ένα εις ολοκαύτωμα· 76 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 77 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Φαγεήλ υιού Εχράν. 78 τή ημέρα τή δωδεκάτη άρχων των υιών Νεφθαλί Αχιρέ υιός Αινάν. 79 το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν έν, τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού, φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σίκλων κατά τον σίκλον τον άγιον, αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν·
80 θυίσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος. 81 μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα. 82 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας· 83 και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο, κριούς πέντε, τράγους πέντε, αμνάδας ενιαυσίας πέντε. τούτο το δώρον Αχιρέ υιού Αινάν. 84 ούτος ο εγκαινισμός τού θυσιαστηρίου, ή ημέρα έχρισεν αυτό παρά των αρχόντων των υιών Ισραήλ· τρυβλία αργυρά δώδεκα, φιάλαι αργυραί δώδεκα, θυίσκαι χρυσαί δώδεκα, 85 τριάκοντα και εκατόν σίκλων το τρυβλίον το έν και εβδομήκοντα σίκλων η φιάλη η μία, πάν το αργύριον των σκευών δισχίλιοι και τετρακόσιοι σίκλοι, σίκλοι εν τώ σίκλω τώ αγίω· 86 θυίσκαι χρυσαί δώδεκα πλήρεις θυμιάματος· πάν το χρυσίον των θυισκών είκοσι και εκατόν χρυσοί. 87 πάσαι αι βόες αι εις ολοκαύτωσιν μόσχοι δώδεκα, κριοί δώδεκα, αμνοί ενιαύσιοι δώδεκα και αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών· και χίμαροι εξ αιγών δώδεκα περί αμαρτίας. 88 πάσαι αι βόες εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις εικοσιτέσσαρες, κριοί εξήκοντα, τράγοι εξήκοντα ενιαύσιοι, αμνάδες εξήκοντα ενιαύσιοι άμωμοι. αύτη η εγκαίνωσις τού θυσιαστηρίου, μετά το πληρώσαι τας χείρας αυτού και μετά το χρίσαι αυτόν, 89 εν τώ εισπορεύεσθαι Μωυσήν εις την σκηνήν τού μαρτυρίου λαλήσαι αυτώ και ήκουσε την φωνήν Κυρίου λαλούντος προς αυτόν άνωθεν τού ιλαστηρίου, ό εστιν επί της κιβωτού τού μαρτυρίου, ανά μέσον των δύο Χερουβίμ, και ελάλει προς αυτόν.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τώ Ααρών και ερείς προς αυτόν· όταν επιτιθής τους λύχνους, εκ μέρους κατά πρόσωπον της λυχνίας φωτιούσιν οι επτά λύχνοι. 3 και εποίησεν ούτως Ααρών· εκ τού ενός μέρους κατά πρόσωπον της λυχνίας εξήψε τους λύχνους αυτής, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 4 και αύτη η κατασκευή της λυχνίας· στερεά χρυσή, ο καυλός αυτής και τα κρίνα αυτής, στερεά όλη· κατά το είδος, ό έδειξε Κύριος τώ Μωυσή, ούτως εποίησε την λυχνίαν. 5 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 6 λάβε τους Λευίτας εκ μέσου υιών Ισραήλ και αφαγνιείς αυτούς. 7 και ούτω ποιήσεις αυτοίς τον αγνισμόν αυτών· περιρρανείς αυτούς ύδωρ αγνισμού, και επελεύσεται ξυρόν επί πάν το σώμα αυτών, και πλυνούσι τα ιμάτια αυτών, και καθαροί έσονται. 8 και λήψονται μόσχον ένα εκ βοών και τούτου θυσίαν σεμίδαλιν αναπεποιημένην εν ελαίω, και μόσχον ενιαύσιον εκ βοών λήψη περί αμαρτίας. 9 και προσάξεις τους Λευίτας έναντι της σκηνής τού μαρτυρίου και συνάξεις πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ
10 και προσάξεις τους Λευίτας έναντι Κυρίου, και επιθήσουσιν οι υιοί Ισραήλ τας χείρας αυτών επί τους Λευίτας, 11 και αφοριεί Ααρών τους Λευίτας απόδομα έναντι Κυρίου παρά των υιών Ισραήλ, και έσονται ώστε εργάζεσθαι τα έργα Κυρίου. 12 οι δε Λευίται επιθήσουσι τας χείρας επί τας κεφαλάς των μόσχων, και ποιήσεις τον ένα περί αμαρτίας και τον ένα εις ολοκαύτωμα Κυρίω εξιλάσασθαι περί αυτών. 13 και στήσεις τους Λευίτας έναντι Κυρίου και έναντι Ααρών και έναντι των υιών αυτού και αποδώσεις αυτούς απόδομα έναντι Κυρίου· 14 και διαστελείς τους Λευίτας εκ μέσου υιών Ισραήλ, και έσονται εμοί. 15 και μετά ταύτα εισελεύσονται οι Λευίται εργάζεσθαι τα έργα της σκηνής τού μαρτυρίου, και καθαριείς αυτούς και αποδώσεις αυτούς έναντι Κυρίου· 16 ότι απόδομα αποδεδομένοι ούτοί μοί εισιν εκ μέσου υιών Ισραήλ· αντί των διανοιγόντων πάσαν μήτραν πρωτοτόκων πάντων εκ των υιών Ισραήλ είληφα αυτούς εμοί. 17 ότι εμοί πάν πρωτότοκον εν υιοίς Ισραήλ από ανθρώπων έως κτήνους· ή ημέρα επάταξα πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου, ηγίασα αυτούς εμοί 18 και έλαβον τους Λευίτας αντί παντός πρωτοτόκου εν υιοίς Ισραήλ. 19 και απέδωκα τους Λευίτας απόδομα δεδομένους Ααρών και τοίς υιοίς αυτού εκ μέσου υιών Ισραήλ εργάζεσθαι τα έργα των υιών Ισραήλ εν τή σκηνή τού μαρτυρίου και εξιλάσκεσθαι περί των υιών Ισραήλ, και ουκ έσται εν τοίς υιοίς Ισραήλ προσεγγίζων προς τα άγια.
20 και εποίησε Μωυσής και Ααρών και πάσα η συναγωγή υιών Ισραήλ τοίς Λευίταις καθά ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή περί των Λευιτών, ούτως εποίησαν αυτοίς οι υιοί Ισραήλ. 21 και ηγνίσαντο οι Λευίται και επλύναντο τα ιμάτια, και απέδωκεν αυτούς Ααρών απόδομα έναντι Κυρίου, και εξιλάσατο περί αυτών Ααρών αφαγνίσασθαι αυτούς. 22 και μετά ταύτα εισήλθον οι Λευίται λειτουργείν την λειτουργίαν αυτών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου έναντι Ααρών και έναντι των υιών αυτού· καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή περί των Λευιτών, ούτως εποίησαν αυτοίς. 23 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 24 τούτό εστι το περί των Λευιτών· από πέντε και εικοσαετούς και επάνω εισελεύσονται ενεργείν εν τή σκηνή τού μαρτυρίου· 25 και από πεντηκονταετούς αποστήσεται από της λειτουργίας και ουκ εργάται έτι. 26 και λειτουργήσει ο αδελφός αυτού εν τή σκηνή τού μαρτυρίου φυλάσσειν φυλακάς, έργα δε ουκ εργάται. ούτως ποιήσεις τοίς Λευίταις εν ταίς φυλακαίς αυτών.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν εν τή ερήμω Σινά εν τώ έτει τώ δευτέρω, εξελθόντων αυτών εκ γής Αιγύπτου εν τώ μηνί τώ πρώτω, λέγων· 2 είπον και ποιείτωσαν οι υιοί Ισραήλ το πάσχα καθ' ώραν αυτού· 3 τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τού πρώτου προς εσπέραν ποιήσεις αυτό κατά καιρούς, κατά τον νόμον αυτού και κατά την σύγκρισιν αυτού ποιήσεις αυτό. 4 και ελάλησε Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ ποιήσαι το πάσχα. 5 εναρχομένου τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός εν τή ερήμω τού Σινά, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή, ούτως εποίησαν οι υιοί Ισραήλ. 6 Καί παρεγένοντο οι άνδρες, οί ήσαν ακάθαρτοι επί ψυχή ανθρώπου, και ουκ ηδύναντο ποιήσαι το πάσχα εν τή ημέρα εκείνη. και προσήλθον εναντίον Μωυσή και Ααρών εν εκείνη τή ημέρα, 7 και είπαν οι άνδρες εκείνοι προς αυτόν· ημείς ακάθαρτοι επί ψυχή ανθρώπου, μη ούν υστερήσωμεν προσενέγκαι το δώρον Κυρίω κατά καιρόν αυτού εν μέσω υιών Ισραήλ; 8 και είπε προς αυτούς Μωυσής· στήτε αυτού, και ακούσομαι τι εντελείται Κύριος περί υμών. 9 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων·
10 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· άνθρωπος άνθρωπος, ός εάν γένηται ακάθαρτος επί ψυχή ανθρώπου, ή εν οδώ μακράν υμίν, ή εν ταίς γενεαίς υμών, και ποιήσει το πάσχα Κυρίω· 11 εν τώ μηνί τώ δευτέρω, εν τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα, το προς εσπέραν ποιήσουσιν αυτό, επ' αζύμων και πικρίδων φάγονται αυτό, 12 ου καταλείψουσιν απ' αυτού εις το πρωί, και οστούν ου συντρίψουσιν απ' αυτού· κατά τον νόμον τού πάσχα ποιήσουσιν αυτό. 13 και άνθρωπος, ός εάν καθαρός ή και εν οδώ μακράν ουκ έστι και υστερήση ποιήσαι το πάσχα, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ τού λαού αυτής, ότι το δώρον Κυρίω ου προσήνεγκε κατά τον καιρόν αυτού, αμαρτίαν αυτού λήψεται ο άνθρωπος εκείνος. 14 εάν δε προσέλθη προς υμάς προσήλυτος εν τή γη υμών και ποιήση το πάσχα Κυρίω, κατά τον νόμον τού πάσχα και κατά την σύνταξιν αυτού ποιήσει αυτό· νόμος είς έσται υμίν και τώ προσηλύτω και τώ αυτόχθονι της γής. 15 Καί τή ημέρα, ή εστάθη η σκηνή, εκάλυψεν η νεφέλη την σκηνήν, τον οίκον τού μαρτυρίου· και το εσπέρας ήν επί της σκηνής ως είδος πυρός έως πρωί. 16 ούτως εγίνετο διαπαντός· η νεφέλη εκάλυπτεν αυτήν ημέρας και είδος πυρός την νύκτα. 17 και ηνίκα ανέβη η νεφέλη από της σκηνής, και μετά ταύτα απήραν οι υιοί Ισραήλ· και εν τώ τόπω, ού αν έστη η νεφέλη, εκεί παρενέβαλον οι υιοί Ισραήλ. 18 διά προστάγματος Κυρίου παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ και διά προστάγματος Κυρίου απαρούσι· πάσας τας ημέρας, εν αίς σκιάζει η νεφέλη επί της σκηνής, παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ· 19 και όταν εφέλκηται η νεφέλη επί της σκηνής ημέρας πλείους, και φυλάξονται οι υιοί Ισραήλ την φυλακήν τού Θεού και ου μη εξάρωσι.
20 και έσται όταν σκεπάζη η νεφέλη ημέρας αριθμώ επί της σκηνής, διά φωνής Κυρίου παρεμβαλούσι, και διά προστάγματος Κυρίου απαρούσι· 21 και έσται όταν γένηται η νεφέλη αφ' εσπέρας έως πρωί και αναβή η νεφέλη το πρωί, και απαρούσιν ημέρας ή νυκτός· 22 μηνός ημέρας πλεοναζούσης της νεφέλης σκιαζούσης επ' αυτής παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ, και ου μη απάρωσιν· 23 ότι διά προστάγματος Κυρίου απαρούσι, την φυλακήν Κυρίου εφυλάξαντο διά προστάγματος Κυρίου εν χειρί Μωυσή.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 ποίησον σεαυτώ δύο σάλπιγγας αργυράς, ελατάς ποιήσεις αυτάς, και έσονταί σοι ανακαλείν την συναγωγήν και εξαίρειν τας παρεμβολάς. 3 και σαλπιείς εν αυταίς και συναχθήσεται πάσα η συναγωγή επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου· 4 εάν δε εν μια σαλπίσωσι, προσελεύσονται προς σε πάντες οι άρχοντες αρχηγοί Ισραήλ. 5 και σαλπιείτε σημασίαν, και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι ανατολάς· 6 και σαλπιείτε σημασίαν δευτέραν, και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι λίβα· και σαλπιείτε σημασίαν τρίτην, και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι παρά θάλασσαν· και σαλπιείτε σημασίαν τετάρτην, και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι προς βορράν· σημασία σαλπιούσιν εν τή εξάρσει αυτών. 7 και όταν συναγάγητε την συναγωγήν, σαλπιείτε και ου σημασία 8 και οι υιοί Ααρών οι ιερείς σαλπιούσι ταίς σάλπιγξι, και έσται υμίν νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών. 9 εάν δε εξέλθητε εις πόλεμον εν τή γη υμών προς τους υπεναντίους τους ανθεστηκότας υμίν, και σημανείτε ταίς σάλπιγξι και αναμνησθήσεσθε έναντι Κυρίου και διασωθήσεσθε από των εχθρών υμών.
10 και εν ταίς ημέραις της ευφροσύνης υμών και εν ταίς εορταίς υμών και εν ταίς νουμηνίαις υμών σαλπιείτε ταίς σάλπιγξιν επί τοίς ολοκαυτώμασι και επί ταίς θυσίαις των σωτηρίων υμών, και έσται υμίν ανάμνησις έναντι τού Θεού υμών· εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 11 Καί εγένετο εν τώ ενιαυτώ τώ δευτέρω εν τώ μηνί τώ δευτέρω εικάδι τού μηνός ανέβη η νεφέλη από της σκηνής τού μαρτυρίου, 12 και εξήραν οι υιοί Ισραήλ σύν απαρτίαις αυτών εν τή ερήμω Σινά, και έστη η νεφέλη εν τή ερήμω τού Φαράν. 13 και εξήραν πρώτοι διά φωνής Κυρίου εν χειρί Μωυσή. 14 και εξήραν τάγμα παρεμβολής υιών Ιούδα πρώτοι σύν δυνάμει αυτών· και επί της δυνάμεως αυτών Ναασσών υιός Αμιναδάβ, 15 και επί της δυνάμεως φυλής υιών Ισσάχαρ Ναθαναήλ υιός Σωγάρ, 16 και επί της δυνάμεως φυλής υιών Ζαβουλών Ελιάβ υιός Χαιλών. 17 και καθελούσι την σκηνήν και εξαρούσιν οι υιοί Γεδσών και οι υιοί Μεραρί, οι αίροντες την σκηνήν. 18 και εξήραν τάγμα παρεμβολής Ρουβήν σύν δυνάμει αυτών· και επί της δυνάμεως αυτών Ελισούρ υιός Σεδιούρ, 19 και επί της δυνάμεως φυλής Συμεών, Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαί,
20 και επί της δυνάμεως φυλής υιών Γάδ Ελισάφ ο τού Ραγουήλ. 21 και εξαρούσιν υιοί Καάθ αίροντες τα άγια και στήσουσι την σκηνήν, έως παραγένωνται. 22 και εξαρούσι τάγμα παρεμβολής Εφραίμ σύν δυνάμει αυτών· και επί της δυνάμεως αυτών Ελισαμά υιός Σεμιούδ, 23 και επί της δυνάμεως φυλής υιών Μανασσή Γαμαλιήλ ο τού Φαδασσούρ, 24 και επί της δυνάμεως φυλής υιών Βενιαμίν Αβιδάν ο τού Γαδεωνί. 25 και εξαρούσι τάγμα παρεμβολής υιών Δάν, έσχατοι πασών των παρεμβολών, σύν δυνάμει αυτών· και επί της δυνάμεως αυτών Αχιέζερ ο τού Αμισαδαί, 26 και επί της δυνάμεως φυλής υιών Ασήρ Φαγεήλ υιός Εχράν, 27 και επί της δυνάμεως φυλής υιών Νεφθαλί Αχιρέ υιός Αινάν. 28 αύται αι στρατιαί υιών Ισραήλ, και εξήραν σύν δυνάμει αυτών. 29 Καί είπε Μωυσής τώ Οβάβ υιώ Ραγουήλ τώ Μαδιανίτη τώ γαμβρώ Μωυσή· εξαίρομεν ημείς εις τον τόπον ον είπε Κύριος, τούτον δώσω υμίν· δεύρο μεθ' ημών, και εύ σε ποιήσομεν, ότι Κύριος ελάλησε καλά περί Ισραήλ.
30 και είπε προς αυτόν· ου πορεύσομαι, αλλά εις την γήν μου και εις την γενεάν μου. 31 και είπε· μη εγκαταλίπης ημάς, ού ένεκεν ήσθα μεθ' ημών εν τή ερήμω, και έση εν ημίν πρεσβύτης· 32 και έσται εάν πορευθής μεθ' ημών, και έσται τα αγαθά εκείνα, όσα αν αγαθοποιήση Κύριος ημάς, και εύ σε ποιήσομεν. 33 Καί εξήραν εκ τού όρους Κυρίου οδόν τριών ημερών, και η κιβωτός της διαθήκης Κυρίου προεπορεύετο προτέρα αυτών οδόν τριών ημερών κατασκέψασθαι αυτοίς ανάπαυσιν. 34 και εγένετο εν τώ εξαίρειν την κιβωτόν και είπε Μωυσής· εξεγέρθητι, Κύριε, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί σου, φυγέτωσαν πάντες οι μισούντές σε. 35 και εν τή καταπαύσει είπεν· επίστρεφε, Κύριε, χιλιάδας μυριάδας εν τώ Ισραήλ. 36 και η νεφέλη εγένετο σκιάζουσα επ' αυτοίς ημέρας εν τώ εξαίρειν αυτούς εκ της παρεμβολής.
1 ΚΑΙ ήν ο λαός γογγύζων πονηρά έναντι Κυρίου, και ήκουσε Κύριος και εθυμώθη οργή, και εξεκαύθη εν αυτοίς πύρ παρά Κυρίου και κατέφαγε μέρος τι της παρεμβολής. 2 και εκέκραξεν ο λαός προς Μωυσήν, και ηύξατο Μωυσής προς Κύριον, και εκόπασε το πύρ. 3 και εκλήθη το όνομα τού τόπου εκείνου Εμπυρισμός, ότι εξεκαύθη εν αυτοίς παρά Κυρίου. 4 Καί ο επίμικτος ο εν αυτοίς επεθύμησεν επιθυμίαν, και καθίσαντες έκλαιον και οι υιοί Ισραήλ και είπαν· τις ημάς ψωμιεί κρέα; 5 εμνήσθημεν τους ιχθύας, ούς ησθίομεν εν Αιγύπτω δωρεάν, και τους σικύους και τους πέπονας και τα πράσα και τα κρόμμυα και τα σκόρδα· 6 νυνί δε η ψυχή ημών κατάξηρος, ουδέν πλήν εις το μάννα οι οφθαλμοί ημών· 7 το δε μάννα ωσεί σπέρμα κορίου εστί, και το είδος αυτού είδος κρυστάλλου· 8 και διεπορεύετο ο λαός και συνέλεγον και ήληθον αυτό εν τώ μύλω και έτριβον εν τή θυία και ήψουν αυτό εν τή χύτρα και εποίουν αυτό εγκρυφίας, και ήν η ηδονή αυτού ωσεί γεύμα εγκρίς εξ ελαίου· 9 και όταν κατέβη η δρόσος επί την παρεμβολήν νυκτός, κατέβαινε το μάννα επ' αυτής.
10 και ήκουσε Μωυσής κλαιόντων αυτών κατά δήμους αυτών, έκαστον επί της θύρας αυτού· και εθυμώθη οργή Κύριος σφόδρα, και έναντι Μωυσή ήν πονηρόν. 11 και είπε Μωυσής προς Κύριον· ινατί εκάκωσας τον θεράποντά σου, και διατί ουχ εύρηκα χάριν εναντίον σου, επιθείναι την ορμήν τού λαού τούτου επ' εμέ; 12 μη εγώ εν γαστρί έλαβον πάντα τον λαόν τούτον, ή εγώ έτεκον αυτούς, ότι λέγεις μοι, λάβε αυτόν εις τον κόλπον σου, ωσεί άραι τιθηνός τον θηλάζοντα, εις την γήν ήν ώμοσας τοίς πατράσιν αυτών; 13 πόθεν μοι κρέα δούναι παντί τώ λαώ τούτω; ότι κλαίουσιν επ' εμοί, λέγοντες· δός ημίν κρέα, ίνα φάγωμεν. 14 ου δυνήσομαι εγώ μόνος φέρειν τον λαόν τούτον, ότι βαρύτερόν μοί εστι το ρήμα τούτο. 15 ει δ' ούτω σύ ποιείς μοι, απόκτεινόν με αναιρέσει, ει εύρηκα έλεος παρά σοί, ίνα μη ίδω την κάκωσίν μου. 16 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· συνάγαγέ μοι εβδομήκοντα άνδρας από των πρεσβυτέρων Ισραήλ, ούς αυτός σύ οίδας, ότι ούτοί εισι πρεσβύτεροι τού λαού και γραμματείς αυτών. και άξεις αυτούς προς την σκηνήν τού μαρτυρίου, και στήσονται εκεί μετά σού. 17 και καταβήσομαι και λαλήσω εκεί μετά σού και αφελώ από τού πνεύματος τού επί σοί και επιθήσω επ' αυτούς, και συναντιλήψονται μετά σού την ορμήν τού λαού, και ουκ οίσεις αυτούς σύ μόνος. 18 και τώ λαώ ερείς· αγνίσασθε εις αύριον, και φάγεσθε κρέα, ότι εκλαύσατε έναντι Κυρίου λέγοντες· τις ημάς ψωμιεί κρέα; ότι καλόν ημίν εστιν εν Αιγύπτω. και δώσει Κύριος υμίν φαγείν κρέα, και φάγεσθε κρέα. 19 ουχ ημέραν μίαν φάγεσθε, ουδέ δύο, ουδέ πέντε ημέρας, ουδέ δέκα ημέρας, ουδέ είκοσιν ημέρας.
20 έως μηνός ημερών φάγεσθε, έως αν εξέλθη εκ των μυκτήρων υμών. και έσται υμίν εις χολέραν, ότι ηπειθήσατε Κυρίω, ός εστιν εν υμίν, και εκλαύσατε εναντίον αυτού λέγοντες· ινατί ημίν εξελθείν εξ Αιγύπτου; 21 και είπε Μωυσής· εξακόσιαι χιλιάδες πεζών ο λαός, εν οίς ειμι εν αυτοίς. και σύ είπας, κρέα δώσω αυτοίς φαγείν, και φάγονται μήνα ημερών. 22 μη πρόβατα και βόες σφαγήσονται αυτοίς, και αρκέσει αυτοίς; ή πάν το όψος της θαλάσσης συναχθήσεται αυτοίς, και αρκέσει αυτοίς; 23 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· μη χείρ Κυρίου ουκ εξαρκέσει; ήδη γνώση ει επικαταλήψεταί σε ο λόγος μου ή ού. 24 και εξήλθε Μωυσής και ελάλησε προς τον λαόν τα ρήματα Κυρίου και συνήγαγεν εβδομήκοντα άνδρας από των πρεσβυτέρων τού λαού και έστησεν αυτούς κύκλω της σκηνής. 25 και κατέβη Κύριος εν νεφέλη και ελάλησε προς αυτόν· και παρείλατο από τού πνεύματος τού επ' αυτώ και επέθηκεν επί τους εβδομήκοντα άνδρας τους πρεσβυτέρους· ως δε επανεπαύσατο πνεύμα επ' αυτούς, και επροφήτευσαν και ουκ έτι προσέθεντο. 26 και κατελείφθησαν δύο άνδρες εν τή παρεμβολή, όνομα τώ ενί Ελδάδ και όνομα τώ δευτέρω Μωδάδ, και επανεπαύσατο επ' αυτούς πνεύμα· και ούτοι ήσαν των καταγεγραμμένων και ουκ ήλθον προς την σκηνήν· και επροφήτευσαν εν τή παρεμβολή. 27 και προσδραμών ο νεανίσκος απήγγειλε Μωυσή και είπε λέγων· Ελδάδ και Μωδάδ προφητεύουσιν εν τή παρεμβολή. 28 και αποκριθείς Ιησούς ο τού Ναυή ο παρεστηκώς Μωυσή, ο εκλεκτός, είπε· κύριε Μωυσή, κώλυσον αυτούς. 29 και είπε Μωυσής αυτώ· μη ζηλοίς εμέ; και τις δώη πάντα τον λαόν Κυρίου προφήτας, όταν δώ Κύριος το πνεύμα αυτού επ' αυτούς;
30 και απήλθε Μωυσής εις την παρεμβολήν αυτός και οι πρεσβύτεροι Ισραήλ. 31 και πνεύμα εξήλθε παρά Κυρίου και εξεπέρασεν ορτυγομήτραν από της θαλάσσης και επέβαλεν επί την παρεμβολήν οδόν ημέρας εντεύθεν και οδόν ημέρας εντεύθεν, κυκλω της παρεμβολής, ωσεί δίπηχυ από της γής. 32 και αναστάς ο λαός όλην την ημέραν και όλην την νύκτα και όλην την ημέραν την επαύριον και συνήγαγον την ορτυγομήτραν, ο το ολίγον, συνήγαγε δέκα κόρους, και έψυξαν εαυτοίς ψυγμούς κύκλω της παρεμβολής. 33 τα κρέα έτι ήν εν τοίς οδούσιν αυτών πρινή εκλείπειν, και Κύριος εθυμώθη εις τον λαόν, και επάταξε Κύριος τον λαόν πληγήν μεγάλην σφόδρα. 34 και εκλήθη το όνομα τού τόπου εκείνου Μνήματα της επιθυμίας, ότι εκεί έθαψαν τον λαόν τον επιθυμητήν. 35 Από Μνημάτων επιθυμίας εξήρεν ο λαός εις Ασηρώθ, και εγένετο ο λαός εν Ασηρώθ.
1 ΚΑΙ ελάλησε Μαριάμ και Ααρών κατά Μωυσή, ένεκεν της γυναικός της Αιθιοπίσσης ήν έλαβε Μωυσής, ότι γυναίκα Αιθιόπισσαν έλαβε, 2 και είπαν· μη Μωυσή μόνω λελάληκε Κύριος; ουχί και ημίν ελάλησε; και ήκουσε Κύριος. 3 και ο άνθρωπος Μωυσής πραυ±ς σφόδρα παρά πάντας τους ανθρώπους τους όντας επί της γής. 4 και είπε Κύριος παραχρήμα προς Μωυσήν και Ααρών και Μαριάμ· εξέλθετε υμείς οι τρεις εις την σκηνήν τού μαρτυρίου· 5 και εξήλθον οι τρεις εις την σκηνήν τού μαρτυρίου. και κατέβη Κύριος εν στύλω νεφέλης και έστη επί της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, και εκλήθησαν Ααρών και Μαριάμ και εξήλθοσαν αμφότεροι. 6 και είπε προς αυτούς· ακούσατε των λόγων μου· εάν γένηται προφήτης υμών Κυρίω, εν οράματι αυτώ γνωσθήσομαι και εν ύπνω λαλήσω αυτώ. 7 ουχ ούτως ο θεράπων μου Μωυσής· εν όλω τώ οίκω μου πιστός εστι· 8 στόμα κατά στόμα λαλήσω αυτώ, εν είδει και ου δι' αινιγμάτων, και την δόξαν Κυρίου είδε· και διατί ουκ εφοβήθητε καταλαλήσαι κατά τού θεράποντός μου Μωυσή; 9 και οργή θυμού Κυρίου επ' αυτοίς, και απήλθε.
10 και η νεφέλη απέστη από της σκηνής, και ιδού Μαριάμ λεπρώσα ωσεί χιών· και επέβλεψεν Ααρών επί Μαριάμ, και ιδού λεπρώσα. 11 και είπεν Ααρών προς Μωυσήν· δέομαι, κύριε, μη συνεπιθή ημίν αμαρτίαν, διότι ηγνοήσαμεν καθ' ότι ημάρτομεν· 12 μη γένηται ωσεί ίσον θανάτω, ωσεί έκτρωμα εκπορευόμενον εκ μήτρας μητρός και κατεσθίει το ήμισυ των σαρκών αυτής. 13 και εβόησε Μωυσής προς Κύριον λέγων· ο Θεός δέομαί σου, ίασαι αυτήν. 14 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· ει ο πατήρ αυτής πτύων ενέπτυσεν εις το πρόσωπον αυτής, ουκ εντραπήσεται επτά ημέρας; αφορισθήτω επτά ημέρας έξω της παρεμβολής και μετά ταύτα εισελεύσεται. 15 και αφωρίσθη Μαριάμ έξω της παρεμβολής επτά ημέρας· και ο λαός ουκ εξήρεν, έως εκαθαρίσθη Μαριάμ.
1 ΚΑΙ μετά ταύτα εξήρεν ο λαός εξ Ασηρώθ, και παρενέβαλον εν τή ερήμω τού Φαράν. 2 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 3 απόστειλον σεαυτώ άνδρας, και κατασκεψάσθωσαν την γήν των Χαναναίων, ήν εγώ δίδωμι τοίς υιοίς Ισραήλ εις κατάσχεσιν, άνδρα ένα κατά φυλήν, κατά δήμους πατριών αυτών αποστελείς αυτούς, πάντα αρχηγόν εξ αυτών. 4 και εξαπέστειλεν αυτούς Μωυσής εκ της ερήμου Φαράν διά φωνής Κυρίου· πάντες άνδρες αρχηγοί υιών Ισραήλ ούτοι. 5 και ταύτα τα ονόματα αυτών· της φυλής Ρουβήν Σαμουήλ υιός Ζαχούρ· 6 της φυλής Συμεών Σαφάτ υιός Σουρί· 7 της φυλής Ιούδα Χάλεφ υιός Ιεφοννή· 8 της φυλής Ισσάχαρ Ιλαάλ υιός Ιωσήφ· 9 της φυλής Εφραίμ Αυσή υιός Ναυή·
10 της φυλής Βενιαμίν Φαλτί υιός Ραφού· 11 της φυλής Ζαβουλών Γουδιήλ υιός Σουδί· 12 της φυλής Ιωσήφ των υιών Μανασσή, Γαδί υιός Σουσί· 13 της φυλής Δάν Αμιήλ υιός Γαμαλί· 14 της φυλής Ασήρ Σαθούρ υιός Μιχαήλ· 15 της φυλής Νεφθαλί Ναβί υιός Σαβί· 16 της φυλής Γάδ Γουδιήλ υιός Μακχί· 17 ταύτα τα ονόματα των ανδρών, ούς απέστειλε Μωυσής κατασκέψασθαι την γήν. και επωνόμασε Μωυσής τον Αυσή υιόν Ναυή Ιησούν. 18 και απέστειλεν αυτούς Μωυσής κατασκέψασθαι την γήν Χαναάν και είπε προς αυτούς· ανάβητε ταύτη τή ερήμω και αναβήσεσθε εις το όρος, 19 και όψεσθε την γήν, τις εστι, και τον λαόν τον εγκαθήμενον επ' αυτής, ει ισχυρός εστιν ή ασθενής, ει ολίγοι εισίν ή πολλοί·
20 και τις η γη, εις ήν ούτοι εγκάθηνται επ' αυτής, ει καλή εστιν ή πονηρά· και τίνες αι πόλεις, ας ούτοι κατοικούσιν εν αυταίς, ει εν τειχήρεσιν ή εν ατειχίστοις· 21 και τις η γη, ει πίων ή παρειμένη, ει έστιν εν αυτή δένδρα ή ού· και προσκαρτερήσαντες λήψεσθε από των καρπών της γής. και αι ημέραι ημέραι έαρος, πρόδρομοι σταφυλής. 22 και αναβάντες κατεσκέψαντο την γήν από της ερήμου Σίν έως Ροόβ, εισπορευομένων Αιμάθ. 23 και ανέβησαν κατά την έρημον και απήλθον έως Χεβρών, και εκεί Αχιμάν και Σεσσί και Θελαμί, γενεαί Ενάχ· και Χεβρών επτά έτεσιν ωκοδομήθη πρό τού Τανίν Αιγύπτου. 24 και ήλθοσαν έως Φάραγγος βότρυος, και κατεσκέψαντο αυτήν· και έκοψαν εκείθεν κλήμα και βότρυν σταφυλής ένα επ' αυτού και ήραν αυτόν επ' αναφορεύσι και από των ροών, και από των συκών. 25 και τον τόπον εκείνον επωνόμασαν Φάραγξ βότρυος διά τον βότρυν, ον έκοψαν εκείθεν οι υιοί Ισραήλ. 26 Καί απέστρεψαν εκείθεν κατασκεψάμενοι την γήν μετά τεσσαράκοντα ημέρας. 27 και πορευθέντες ήλθον προς Μωυσήν και Ααρών και προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ, εις την έρημον Φαράν Κάδης και απεκρίθησαν αυτοίς ρήμα και πάση συναγωγή και έδειξαν τον καρπόν της γής. 28 και διηγήσαντο αυτώ και είπαν· ήλθαμεν εις την γήν, εις ήν απέστειλας ημάς, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι, και ούτος ο καρπός αυτής· 29 αλλ' ή ότι θρασύ το έθνος το κατοικούν επ' αυτής, και αι πόλεις οχυραί τετειχισμέναι μεγάλαι σφόδρα, και την γενεάν Ενάχ εωράκαμεν εκεί,
30 και Αμαλήκ κατοικεί εν τή γη τή προς νότον, και ο Χετταίος και ο Ευαίος και ο Ιεβουσαίος και ο Αμορραίος κατοικεί εν τή ορεινή, και ο Χαναναίος κατοικεί παρά θάλασσαν και παρά τον Ιορδάνην ποταμόν. 31 και κατεσιώπησε Χάλεβ τον λαόν προς Μωυσήν και είπεν αυτώ· ουχί, αλλά αναβάντες αναβησόμεθα και κατακληρονομήσομεν αυτήν, ότι δυνατοί δυνησόμεθα προς αυτούς. 32 και οι άνθρωποι οι συναναβάντες μετ' αυτού είπαν· ουκ αναβαίνομεν, ότι ου μη δυνώμεθα αναβήναι προς το έθνος, ότι ισχυρότερον ημών εστι μάλλον. 33 και εξήνεγκαν έκστασιν της γής, ήν κατεσκέψαντο αυτήν προς τους υιούς Ισραήλ, λέγοντες· την γήν, ήν παρήλθομεν αυτήν κατασκέψασθαι, γη κατέσθουσα τους κατοικούντας επ' αυτής εστι· και πάς ο λαός, ον εωράκαμεν εν αυτή, άνδρες υπερμήκεις· 34 και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες, αλλά και ούτως ήμεν ενώπιον αυτών.
1 ΚΑΙ αναλαβούσα πάσα η συναγωγή ενέδωκε φωνήν, και έκλαιεν ο λαός όλην την νύκτα εκείνην. 2 και διεγόγγυζον επί Μωυσήν και Ααρών πάντες οι υιοί Ισραήλ, και είπαν προς αυτούς πάσα η συναγωγή· όφελον απεθάνομεν εν τή Αιγύπτω, ή εν τή ερήμω ταύτη ει απεθάνομεν. 3 και ινατί Κύριος εισάγει ημάς εις την γήν ταύτην πεσείν εν πολέμω; αι γυναίκες ημών και τα παιδία έσονται εις διαρπαγήν· νύν ούν βέλτιον ημίν εστιν αποστραφήναι εις Αίγυπτον. 4 και είπαν έτερος τώ ετέρω· δώμεν αρχηγόν και αποστρέψωμεν εις Αίγυπτον. 5 και έπεσε Μωυσής και Ααρών επί πρόσωπον εναντίον πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ. 6 Ιησούς δε ο τού Ναυή και Χάλεβ ο τού Ιεφοννή, των κατασκεψαμένων την γήν, διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών 7 και είπαν προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ λέγοντες· η γη, ήν κατεσκεψάμεθα αυτήν, αγαθή εστι σφόδρα σφόδρα· 8 ει αιρετίζει ημάς Κύριος, εισάξει ημάς εις την γήν ταύτην και δώσει αυτήν ημίν, γη ήτις εστί ρέουσα γάλα και μέλι. 9 αλλά από τού Κυρίου μη αποστάται γίνεσθε· υμείς δε μη φοβηθήτε τον λαόν της γής, ότι κατάβρωμα ημίν εστιν· αφέστηκε γάρ ο καιρός απ' αυτών, ο δε Κύριος εν ημίν· μη φοβηθήτε αυτούς.
10 και είπε πάσα η συναγωγή καταλιθοβολήσαι αυτούς εν λίθοις. και η δόξα Κυρίου ώφθη εν τή νεφέλη επί της σκηνής τού μαρτυρίου πάσι τοίς υιοίς Ισραήλ. 11 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· έως τίνος παροξύνει με ο λαός ούτος και έως τίνος ου πιστεύουσί μοι επί πάσι τοίς σημείοις, οίς εποίησα εν αυτοίς; 12 πατάξω αυτούς θανάτω και απολώ αυτούς και ποιήσω σε και τον οίκον τού πατρός σου εις έθνος μέγα και πολύ μάλλον ή τούτο. 13 και είπε Μωυσής προς Κύριον· και ακούσεται Αίγυπτος, ότι ανήγαγες τή ισχύι σου τον λαόν τούτον εξ αυτών, 14 αλλά και πάντες οι κατοικούντες επί της γής ταύτης ακηκόασιν, ότι σύ εί Κύριος εν τώ λαώ τούτω, όστις οφθαλμοίς κατ' οφθαλμούς οπτάζη, Κύριε, και η νεφέλη σου εφέστηκεν επ' αυτών, και εν στύλω νεφέλης σύ πορεύη πρότερος αυτών την ημέραν και εν στύλω πυρός την νύκτα. 15 και εκτρίψεις τον λαόν τούτον ωσεί άνθρωπον ένα, και ερούσι τα έθνη, όσοι ακηκόασι το όνομά σου, λέγοντες· 16 παρά το μη δύνασθαι Κύριον εισαγαγείν τον λαόν τούτον εις την γήν, ήν ώμοσεν αυτοίς, κατέστρωσεν αυτούς εν τή ερήμω. 17 και νύν υψωθήτω η ισχύς, Κύριε, ον τρόπον είπας λέγων· 18 Κύριος μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός, αφαιρών ανομίας και αδικίας και αμαρτίας, και καθαρισμώ ου καθαριεί τον ένοχον αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα έως τρίτης και τετάρτης γενεάς. 19 άφες την αμαρτίαν τώ λαώ τούτω κατά το μέγα έλεός σου, καθάπερ ίλεως εγένου αυτοίς απ' Αιγύπτου έως τού νύν.
20 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· ίλεως αυτοίς ειμι κατά το ρήμά σου· 21 αλλά ζώ εγώ και ζών το όνομά μου και εμπλήσει η δόξα Κυρίου πάσαν την γήν, 22 ότι πάντες οι άνδρες οι ορώντες την δόξαν μου και τα σημεία, ά εποίησα εν Αιγύπτω και εν τή ερήμω, και επείρασάν με τούτο δέκατον, και ουκ εισήκουσαν της φωνής μου, 23 ή μην ουκ όψονται την γήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν αυτών, αλλ' ή τα τέκνα αυτών, ά εστι μετ' εμού ώδε, όσοι ουκ οίδασιν αγαθόν ουδέ κακόν, πάς νεώτερος άπειρος, τούτοις δώσω την γήν, πάντες δε οι παροξύναντές με ουκ όψονται αυτήν. 24 ο δε παίς μου Χάλεβ, ότι πνεύμα έτερον εν αυτώ και επηκολούθησέ μοι, εισάξω αυτόν εις την γήν, εις ήν εισήλθεν εκεί, και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει αυτήν. 25 ο δε Αμαλήκ και ο Χαναναίος κατοικούσιν εν τή κοιλάδι· αύριον επιστράφητε και απάρατε υμείς εις την έρημον, οδόν θάλασσαν ερυθράν. 26 Καί είπε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 27 έως τίνος την συναγωγήν την πονηράν ταύτην; ά αυτοί γογγύζουσιν εναντίον μου, την γόγγυσιν των υιών Ισραήλ, ήν εγόγγυσαν περί υμών, ακήκοα. 28 ειπόν αυτοίς· ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ή μην ον τρόπον λελαλήκατε εις τα ώτά μου, ούτω ποιήσω υμίν. 29 εν τή ερήμω ταύτη πεσείται τα κώλα υμών, και πάσα η επισκοπή υμών και οι κατηριθμημένοι υμών από εικοσαετούς και επάνω, όσοι εγόγγυζον επ' εμοί·
30 ει υμείς εισελεύσεσθε εις την γήν, εφ' ήν εξέτεινα την χείρά μου κατασκηνώσαι υμάς επ' αυτής, αλλ' ή Χάλεβ υιός Ιεφοννή και Ιησούς ο τού Ναυή· 31 και τα παιδία, ά είπατε εν διαρπαγή έσεσθαι, εισάξω αυτούς εις την γήν, και κληρονομήσουσι την γήν, ήν υμείς απέστητε απ' αυτής. 32 και τα κώλα υμών πεσείται εν τή ερήμω ταύτη, 33 οι δε υιοί υμών έσονται νεμόμενοι εν τή ερήμω τεσσαράκοντα έτη και ανοίσουσι την πορνείαν υμών, έως αν αναλωθή τα κώλα υμών εν τή ερήμω, 34 κατά τον αριθμόν των ημερών, όσας κατεσκέψασθε την γήν, τεσσαράκοντα ημέρας, ημέραν τού ενιαυτού, λήψεσθε τας αμαρτίας υμών τεσσαράκοντα έτη και γνώσεσθε τον θυμόν της οργής μου. 35 εγώ Κύριος ελάλησα· ή μην ούτω ποιήσω τή συναγωγή τή πονηρά ταύτη τή επισυνισταμένη επ' εμέ· εν τή ερήμω ταύτη εξαναλωθήσονται και εκεί αποθανούνται. 36 και οι άνθρωποι, ούς απέστειλε Μωυσής κατασκέψασθαι την γήν και παραγενηθέντες διεγόγγυσαν κατ' αυτής προς την συναγωγήν εξενέγκαι ρήματα πονηρά περί της γής, 37 και απέθανον οι άνθρωποι οι κατείπαντες πονηρά κατά της γής εν τή πληγή έναντι Κυρίου 38 και Ιησούς υιός Ναυή, και Χάλεβ υιός Ιεφοννή έζησαν από των ανθρώπων εκείνων των πεπορευμένων κατασκέψασθαι την γήν. 39 Καί ελάλησε Μωυσής τα ρήματα ταύτα προς πάντας υιούς Ισραήλ, και επένθησεν ο λαός σφόδρα.
40 και ορθρίσαντες το πρωί ανέβησαν εις την κορυφήν τού όρους λέγοντες· ιδού οίδε ημείς αναβησόμεθα εις τον τόπον, ον είπε Κύριος, ότι ημάρτομεν. 41 και είπε Μωυσής· ινατί υμείς παραβαίνετε το ρήμα Κυρίου; ουκ εύοδα έσται υμίν. 42 μη αναβαίνετε· ου γάρ εστι Κύριος μεθ' υμών, και πεσείσθε πρό προσώπου των εχθρών υμών. 43 ότι ο Αμαλήκ και ο Χαναναίος εκεί έμπροσθεν υμών, και πεσείσθε μαχαίρα, ού είνεκεν απεστράφητε απειθούντες Κυρίω, και ουκ έσται Κύριος εν υμίν. 44 και διαβιασάμενοι ανέβησαν επί την κορυφήν τού όρους· η δε κιβωτός της διαθήκης Κυρίου και Μωυσής ουκ εκινήθησαν εκ της παρεμβολής. 45 και κατέβη ο Αμαλήκ και ο Χαναναίος ο εγκαθήμενος εν τώ όρει εκείνω και ετρέψαντο αυτούς και κατέκοψαν αυτούς έως Ερμάν· και απεστράφησαν εις την παρεμβολήν.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· όταν εισέλθητε εις την γήν της κατοικήσεως υμών, ήν εγώ δίδωμι υμίν, 3 και ποιήσεις ολοκαυτώματα Κυρίω, ολοκάρπωμα ή θυσίαν, μεγαλύναι ευχήν ή καθ' εκούσιον ή εν ταίς εορταίς υμών ποιήσαι οσμήν ευωδίας τώ Κυρίω, ει μέν από των βοών ή από των προβάτων, 4 και προσοίσει ο προσφέρων το δώρον αυτού Κυρίω θυσίαν σεμιδάλεως δέκατον τού οιφί αναπεποιημένης εν ελαίω εν τετάρτω τού ίν· 5 και οίνον εις σπονδήν το τέταρτον τού ίν ποιήσετε επί της ολοκαυτώσεως, ή επί της θυσίας· τώ αμνώ τώ ενί ποιήσεις τοσούτο, κάρπωμα οσμήν ευωδίας τώ Κυρίω. 6 και τώ κριώ, όταν ποιήτε αυτόν εις ολοκαύτωμα ή εις θυσίαν, ποιήσεις θυσίαν σεμιδάλεως δύο δέκατα αναπεποιημένης εν ελαίω, το τρίτον τού ίν· 7 και οίνον εις σπονδήν το τρίτον τού ίν προσοίσετε εις οσμήν ευωδίας Κυρίω. 8 εάν δε ποιήτε από των βοών εις ολοκαύτωσιν ή εις θυσίαν μεγαλύναι ευχήν, ή εις σωτήριον Κυρίω, 9 και προσοίσει επί τού μόσχου θυσίαν σεμιδάλεως τρία δέκατα αναπεποιημένης εν ελαίω ήμισυ τού ίν
10 και οίνον εις σπονδήν το ήμισυ τού ίν, κάρπωμα οσμήν ευωδίας Κυρίω. 11 ούτω ποιήσεις τώ μόσχω τώ ενί ή τώ κριώ τώ ενί ή τώ αμνώ τώ ενί εκ των προβάτων ή εκ των αιγών· 12 κατά τον αριθμόν ών εάν ποιήσητε, ούτως ποιήσετε τώ ενί κατά τον αριθμόν αυτών. 13 πάς ο αυτόχθων ποιήσει ούτως τοιαύτα, προσενέγκαι καρπώματα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω. 14 εάν δε προσήλυτος εν υμίν προσγένηται εν τή γη υμών, ή ός αν γένηται εν υμίν εν ταίς γενεαίς υμών, και ποιήσει κάρπωμα οσμήν ευωδίας Κυρίω, ον τρόπον ποιείτε υμείς, ούτω ποιήσει η συναγωγή Κυρίω. 15 νόμος είς έσται υμίν και τοίς προσηλύτοις τοίς προσκειμένοις εν υμίν, νόμος αιώνιος εις τας γενεάς υμών· ως υμείς και ο προσήλυτος έσται έναντι Κυρίου. 16 νόμος είς έσται και δικαίωμα έν έσται υμίν και τώ προσηλύτω τώ προσκειμένω εν υμίν. 17 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 18 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· εν τώ εισπορεύεσθαι υμάς εις την γήν, εις ήν εγώ εισάγω υμάς εκεί, 9 και έσται όταν έσθητε υμείς από των άρτων της γής, αφελείτε αφαίρεμα αφόρισμα Κυρίω· απαρχήν φυράματος υμών
20 άρτον αφοριείτε αφαίρεμα αυτό· ως αφαίρεμα από άλω, ούτως αφελείτε αυτόν, 21 απαρχήν φυράματος υμών, και δώσετε Κυρίω αφαίρεμα εις τας γενεάς υμών. 22 Όταν δε διαμάρτητε και μη ποιήσητε πάσας τας εντολάς ταύτας, ας ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν, 23 καθά συνέταξε Κύριος προς υμάς εν χειρί Μωυσή από της ημέρας, ή συνέταξε Κύριος προς υμάς και επέκεινα εις τας γενεάς υμών, 24 και έσται εάν εξ οφθαλμών της συναγωγής γενηθή ακουσίως, και ποιήσει πάσα η συναγωγή μόσχον ένα εκ βοών άμωμον εις ολοκαύτωμα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω και θυσίαν τούτου και σπονδήν αυτού κατά την σύνταξιν και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας. 25 και εξιλάσεται ο ιερεύς περί πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ, και αφεθήσεται αυτοίς· ότι ακούσιόν εστι, και αυτοί ήνεγκαν το δώρον αυτών κάρπωμα Κυρίω περί της αμαρτίας αυτών έναντι Κυρίου, περί των ακουσίων αυτών. 26 και αφεθήσεται κατά πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ και τώ προσηλύτω τώ προσκειμένω προς υμάς, ότι παντί τώ λαώ ακούσιον. 27 εάν τε ψυχή μία αμάρτη ακουσίως, προσάξει αίγα μίαν ενιαυσίαν περί αμαρτίας, 28 και εξιλάσεται ο ιερεύς περί της ψυχής της ακουσιασθείσης και αμαρτούσης ακουσίως έναντι Κυρίου εξιλάσασθαι περί αυτού. 29 τώ εγχωρίω εν υιοίς Ισραήλ και τώ προσηλύτω τώ προσκειμένω εν αυτοίς νόμος είς έσται αυτοίς, ός εάν ποιήση ακουσίως.
30 και ψυχή, ήτις ποιήσει εν χειρί υπερηφανίας από των αυτοχθόνων ή από των προσηλύτων, τον Θεόν ούτος παροξυνεί, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ τού λαού αυτής, 31 ότι το ρήμα Κυρίου εφαύλισε και τας εντολάς αυτού διεσκέδασεν· εκτρίψει εκτριβήσεται η ψυχή εκείνη, η αμαρτία αυτής εν αυτή. 32 Καί ήσαν οι υιοί Ισραήλ εν τή ερήμω και εύρον άνδρα συλλέγοντα ξύλα τή ημέρα των σαββάτων. 33 και προσήγαγον αυτόν οι ευρόντες συλλέγοντα ξύλα τή ημέρα των σαββάτων προς Μωυσήν και Ααρών και προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ. 34 και απέθεντο αυτόν εις φυλακήν, ου γάρ συνέκριναν τι ποιήσωσιν αυτόν. 35 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· θανάτω θανατούσθω ο άνθρωπος, λιθοβολήσατε αυτόν λίθοις πάσα η συναγωγή. 36 και εξήγαγον αυτόν πάσα η συναγωγή έξω της παρεμβολής, και ελιθοβόλησεν αυτόν πάσα η συναγωγή λίθοις έξω της παρεμβολής, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 37 Καί είπε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 38 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς και ποιησάτωσαν εαυτοίς κράσπεδα επί τα πτερύγια των ιματίων αυτών εις τας γενεάς αυτών και επιθήσετε επί τα κράσπεδα των πτερυγίων κλώσμα υακίνθινον. 39 και έσται υμίν εν τοίς κρασπέδοις και όψεσθε αυτά και μνησθήσεσθε πασών των εντολών Κυρίου και ποιήσετε αυτάς, και ου διαστραφήσεσθε οπίσω των διανοιών υμών και των οφθαλμών υμών, εν οίς υμείς εκπορνεύετε οπίσω αυτών,
40 όπως αν μνησθήτε και ποιήσητε πάσας τας εντολάς μου και έσεσθε άγιοι τώ Θεώ υμών. 41 εγώ Κύριος ο Θεός υμών ο εξαγωγών υμάς εκ γής Αιγύπτου είναι υμών Θεός, εγώ Κύριος ο Θεός υμών.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κορέ υιός Ισσάαρ υιού Καάθ υιού Λευί και Δαθάν και Αβειρών υιοί Ελιάβ και Αύν υιός Φαλέθ υιού Ρουβήν, 2 και ανέστησαν έναντι Μωυσή, και άνδρες των υιών Ισραήλ πεντήκοντα και διακόσιοι, αρχηγοί συναγωγής, σύγκλητοι βουλής και άνδρες ονομαστοί, 3 συνέστησαν επί Μωυσήν και Ααρών και είπαν· εχέτω υμίν, ότι πάσα η συναγωγή πάντες άγιοι, και εν αυτοίς Κύριος, και διατί κατανίστασθε επί την συναγωγήν Κυρίου; 4 και ακούσας Μωυσής έπεσεν επί πρόσωπον, 5 και ελάλησε προς Κορέ και προς πάσαν αυτού την συναγωγήν λέγων· επέσκεπται και έγνω ο Θεός τους όντας αυτού και τους αγίους, και προσηγάγετο προς εαυτόν, και ούς εξελέξατο εαυτώ, προσηγάγετο προς εαυτόν. 6 τούτο ποιήσατε· λάβετε υμίν αυτοίς πυρεία, Κορέ και πάσα η συναγωγή αυτού, 7 και επίθετε επ' αυτά πύρ, και επίθετε επ' αυτά θυμίαμα έναντι Κυρίου αύριον· και έσται ο ανήρ, ον εκλέλεκται Κύριος, ούτος άγιος· ικανούσθω υμίν υιοί Λευί. 8 και είπε Μωυσής προς Κορέ· εισακούσατέ μου, υιοί Λευί. 9 μη μικρόν εστι τούτο υμίν, ότι διέστειλεν ο Θεός Ισραήλ υμάς εκ συναγωγής Ισραήλ και προσηγάγετο υμάς προς εαυτόν λειτουργείν τας λειτουργίας της σκηνής Κυρίου και παρίστασθαι έναντι της σκηνής λατρεύειν αυτοίς;
10 και προσηγάγετό σε και πάντας τους αδελφούς σου υιούς Λευί μετά σού και ζητείτε και ιερατεύειν; 11 ούτως σύ και πάσα η συναγωγή σου η συνηθροισμένη προς τον Θεόν· και Ααρών τις εστιν, ότι διαγογγύζετε κατ' αυτού; 12 και απέστειλε Μωυσής καλέσαι Δαθάν και Αβειρών υιούς Ελιάβ· και είπαν· ουκ αναβαίνομεν· 13 μη μικρόν τούτο, ότι ανήγαγες ημάς εις γήν ρέουσαν γάλα και μέλι αποκτείναι ημάς εν τή ερήμω, ότι κατάρχεις ημών άρχων; 14 ει και εις γήν ρέουσαν γάλα και μέλι εισήγαγες ημάς και έδωκας ημίν κλήρον αγρού και αμπελώνας, τους οφθαλμούς των ανθρώπων εκείνων αν εξέκοψας· ουκ αναβαίνομεν. 15 και εβαρυθύμησε Μωυσής σφόδρα και είπε προς Κύριον· μη πρόσχης εις την θυσίαν αυτών· ουκ επιθύμημα ουδενός αυτών είληφα, ουδέ εκάκωσα ουδένα αυτών. 16 και είπε Μωυσής προς Κορέ· αγίασον την συναγωγήν σου και γίνεσθε έτοιμοι έναντι Κυρίου σύ και Ααρών και αυτοί αύριον. 17 και λάβετε έκαστος το πυρείον αυτού και επιθήσετε επ' αυτά θυμίαμα και προσάξετε έναντι Κυρίου έκαστος το πυρείον αυτού, πεντήκοντα και διακόσια πυρεία, και σύ και Ααρών έκαστος το πυρείον αυτού. 18 και έλαβεν έκαστος το πυρείον αυτού και επέθηκαν επ' αυτά πύρ και επέβαλον επ' αυτά θυμίαμα. και έστησαν παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου Μωυσής και Ααρών. 19 και επισυνέστησεν επ' αυτούς Κορέ την πάσαν αυτού συναγωγήν παρά την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου. και ώφθη η δόξα Κυρίου πάση τή συναγωγή.
20 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 21 αποσχίσθητε εκ μέσου της συναγωγής ταύτης, και εξαναλώσω αυτούς εισάπαξ. 22 και έπεσαν επί πρόσωπον αυτών και είπαν· Θεός, Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός, ει άνθρωπος είς ήμαρτεν, επί πάσαν την συναγωγήν οργή Κυρίου; 23 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 24 λάλησον τή συναγωγή λέγων· αναχωρήσατε κύκλω από της συναγωγής Κορέ. 25 και ανέστη Μωυσής και επορεύθη προς Δαθάν και Αβειρών, και συνεπορεύθησαν μετ' αυτού πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ. 26 και ελάλησε προς την συναγωγήν λέγων· αποσχίσθητε από των σκηνών των ανθρώπων των σκληρών τούτων, και μη άπτεσθε από πάντων, ών εστιν αυτοίς, μη συναπόλησθε εν πάση τή αμαρτία αυτών. 27 και απέστησαν από της σκηνής Κορέ κύκλω· και Δαθάν και Αβειρών εξήλθον και ειστήκεισαν παρά τας θύρας των σκηνών αυτών και αι γυναίκες αυτών και τα τέκνα αυτών και η αποσκευή αυτών. 28 και είπε Μωυσής· εν τούτω γνώσεσθε ότι Κύριος απέστειλέ με ποιήσαι πάντα τα έργα ταύτα, ότι ουκ απ' εμαυτού· 29 ει κατά θάνατον πάντων ανθρώπων αποθανούνται ούτοι, ει και κατ' επίσκεψιν πάντων ανθρώπων επισκοπή έσται αυτών, ουχί Κύριος απέσταλκέ με·
30 αλλ' ή εν φάσματι δείξει Κύριος, και ανοίξασα η γη το στόμα αυτής καταπίεται αυτούς και τους οίκους αυτών και τας σκηνάς αυτών και πάντα, όσα εστίν αυτοίς, και καταβήσονται ζώντες εις άδου, και γνώσεσθε, ότι παρώξυναν οι άνθρωποι ούτοι τον Κύριον. 31 ως δε επαύσατο λαλών πάντας τους λόγους τούτους, ερράγη η γη υποκάτω αυτών, 32 και ηνοίχθη η γη και κατέπιεν αυτούς και τους οίκους αυτών και πάντας τους ανθρώπους τους όντας μετά Κορέ και τα κτήνη αυτών. 33 και κατέβησαν αυτοί και όσα εστίν αυτών ζώντα εις άδου, και εκάλυψεν αυτούς η γη, και απώλοντο εκ μέσου της συναγωγής. 34 και πάς Ισραήλ οι κύκλω αυτών έφυγον από της φωνής αυτών, ότι λέγοντες· μη ποτε καταπίη ημάς η γη. 35 και πύρ εξήλθε παρά Κυρίου και κατέφαγε τους πεντήκοντα και διακοσίους άνδρας τους προσφέροντας το θυμίαμα.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Μωυσήν 2 και προς Ελεάζαρ τον υιόν Ααρών τον ιερέα· ανέλεσθε τα πυρεία τα χαλκά εκ μέσου των κατακεκαυμένων και το πύρ το αλλότριον τούτο σπείρον εκεί, 3 ότι ηγίασαν τα πυρεία των αμαρτωλών τούτων εν ταίς ψυχαίς αυτών· και ποίησον αυτά λεπίδας ελατάς περίθεμα τώ θυσιαστηρίω, ότι προσηνέχθησαν έναντι Κυρίου και ηγιάσθησαν και εγένοντο εις σημείον τοίς υιοίς Ισραήλ. 4 και έλαβεν Ελεάζαρ υιός Ααρών τού ιερέως τα πυρεία τα χαλκά, όσα προσήνεγκαν οι κατακεκαυμένοι, και προσέθηκαν αυτά περίθεμα τώ θυσιαστηρίω, 5 μνημόσυνον τοίς υιοίς Ισραήλ, όπως αν μη προσέλθη μηδείς αλλογενής, ός ουκ έστιν εκ τού σπέρματος Ααρών, επιθείναι θυμίαμα έναντι Κυρίου και ουκ έσται ώσπερ Κορέ και η επισύστασις αυτού, καθά ελάλησε Κύριος εν χειρί Μωυσή αυτώ. 6 Καί εγόγγυσαν οι υιοί Ισραήλ τή επαύριον επί Μωυσήν και Ααρών λέγοντες· υμείς απεκτάγκατε τον λαόν Κυρίου. 7 και εγένετο εν τώ επισυστρέφεσθαι την συναγωγήν επί Μωυσήν και Ααρών και ώρμησαν επί την σκηνήν τού μαρτυρίου, και τήνδε εκάλυψεν αυτήν η νεφέλη και ώφθη η δόξα Κυρίου. 8 και εισήλθε Μωυσής και Ααρών κατά πρόσωπον της σκηνής τού μαρτυρίου. 9 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων·
10 εκχωρήσατε εκ μέσου της συναγωγής ταύτης, και εξαναλώσω αυτούς εισάπαξ. και έπεσον επί πρόσωπον αυτών. 11 και είπε Μωυσής προς Ααρών· λάβε το πυρείον και επίθες επ' αυτό πύρ από τού θυσιαστηρίου και επίβαλε επ' αυτό θυμίαμα και απένεγκε το τάχος εις την παρεμβολήν και εξίλασαι περί αυτών· εξήλθε γάρ οργή από προσώπου Κυρίου, ήρκται θραύειν τον λαόν. 12 και έλαβεν Ααρών, καθάπερ ελάλησεν αυτώ Μωυσής, και έδραμεν εις την συναγωγήν· και ήδη ενήρκτο η θραύσις εν τώ λαώ· και επέβαλε το θυμίαμα και εξιλάσατο περί τού λαού 13 και έστη αναμέσον των τεθνηκότων και των ζώντων, και εκόπασεν η θραύσις. 14 και εγένοντο οι τεθνηκότες εν τή θραύσει τεσσαρεσκαίδεκα χιλιάδες και επτακόσιοι, χωρίς των τεθνηκότων ένεκεν Κορέ. 15 και επέστρεψεν Ααρών προς Μωυσήν επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου, και εκόπασεν η θραύσις. 16 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 17 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και λάβε παρ' αυτών ράβδον ράβδον κατ' οίκους πατριών παρά πάντων των αρχόντων αυτών, κατ' οίκους πατριών αυτών, δώδεκα ράβδους, και εκάστου το όνομα αυτού επίγραψον επί της ράβδου. 18 και το όνομα Ααρών επίγραψον επί της ράβδου Λευί· έστι γάρ ράβδος μία, κατά φυλήν οίκου πατριών αυτών δώσουσι. 19 και θήσεις αυτάς εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, κατέναντι τού μαρτυρίου, εν οίς γνωσθήσομαί σοι εκεί.
20 και έσται ο άνθρωπος, ον αν εκλέξωμαι αυτόν, η ράβδος αυτού εκβλαστήσει· και περιελώ απ' εμού τον γογγυσμόν υιών Ισραήλ, ά αυτοί γογγύζουσιν εφ' υμίν. 21 και ελάλησε Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ, και έδωκαν αυτώ πάντες οι άρχοντες αυτών ράβδον, τώ άρχοντι τώ ενί ράβδον κατ' άρχοντα, κατ' οίκους πατριών αυτών, δώδεκα ράβδους, και η ράβδος Ααρών ανά μέσον των ράβδων αυτών. 22 και απέθηκε Μωυσής τας ράβδους έναντι Κυρίου εν τή σκηνή τού μαρτυρίου. 23 και εγένετο τή επαύριον και εισήλθε Μωυσής και Ααρών εν τή σκηνή τού μαρτυρίου, και ιδού εβλάστησεν η ράβδος Ααρών εις οίκον Λευί και εξήνεγκε βλαστόν και εξήνθησεν άνθη και εβλάστησε κάρυα. 24 και εξήνεγκε Μωυσής πάσας τας ράβδους από προσώπου Κυρίου προς πάντας υιούς Ισραήλ, και είδον και έλαβον έκαστος την ράβδον αυτού. 25 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· απόθες την ράβδον Ααρών ενώπιον των μαρτυρίων εις διατήρησιν, σημείον τοίς υιοίς των ανηκόων, και παυσάσθω ο γογγυσμός αυτών απ' εμού, και ου μη αποθάνωσι. 26 και εποίησε Μωυσής και Ααρών, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή, ούτως εποίησαν. 27 και είπαν οι υιοί Ισραήλ προς Μωυσήν λέγοντες· ιδού εξανηλώμεθα, απολώλαμεν, παρανηλώμεθα· 28 πάς ο απτόμενος της σκηνής Κυρίου αποθνήσκει· έως εις τέλος αποθάνωμεν;
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Ααρών λέγων· σύ και οι υιοί σου και ο οίκος τού πατρός σου λήψεσθε τας αμαρτίας των αγίων, και σύ και οι υιοί σου λήψεσθε τας αμαρτίας της ιερατείας υμών. 2 και τους αδελφούς σου, φυλήν Λευί, δήμον τού πατρός σου, προσαγάγου προς σεαυτόν, και προστεθήτωσάν σοι και λειτουργείτωσάν σοι, και σύ και οι υιοί σου μετά σού απέναντι της σκηνής τού μαρτυρίου. 3 και φυλάξονται τας φυλακάς σου και τας φυλακάς της σκηνής, πλήν προς τα σκεύη τα άγια και προς το θυσιαστήριον ου προσελεύσονται, και ουκ αποθανούνται και ούτοι και υμείς. 4 και προστεθήσονται προς σε και φυλάξονται τας φυλακάς της σκηνής τού μαρτυρίου κατά πάσας τας λειτουργίας της σκηνής· και ο αλλογενής ου προσελεύσεται προς σε. 5 και φυλάξεσθε τας φυλακάς των αγίων και τας φυλακάς τού θυσιαστηρίου, και ουκ έσται θυμός εν τοίς υιοίς Ισραήλ. 6 και εγώ είληφα τους αδελφούς υμών τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ δόμα δεδομένον Κυρίω, λειτουργείν τας λειτουργίας της σκηνής τού μαρτυρίου· 7 και σύ και οι υιοί σου μετά σού διατηρήσετε την ιερατείαν υμών, κατά πάντα τρόπον τού θυσιαστηρίου και το ένδοθεν τού καταπετάσματος και λειτουργήσετε τας λειτουργίας δόμα της ιερατείας υμών· και ο αλλογενής ο προσπορευόμενος αποθανείται. 8 Καί ελάλησε Κύριος προς Ααρών· και ιδού εγώ δέδωκα υμίν την διατήρησιν των απαρχών· από πάντων των ηγιασμένων μοι παρά των υιών Ισραήλ σοί δέδωκα αυτά εις γέρας και τοίς υιοίς σου μετά σε νόμιμον αιώνιον. 9 και τούτο έστω υμίν από των ηγιασμένων αγίων των καρπωμάτων, από πάντων των δώρων αυτών και από πάντων των θυσιασμάτων αυτών και από πάσης πλημμελείας αυτών και από πασών των αμαρτιών αυτών, όσα αποδιδόασί μοι από πάντων των αγίων, σοί έσται και τοίς υιοίς σου.
10 εν τώ αγίω των αγίων φάγεσθε αυτά· πάν αρσενικόν φάγεται αυτά, σύ και οι υιοί σου· άγια έσται σοι. 11 και τούτο έσται υμίν απαρχή δομάτων αυτών· από πάντων των επιθεμάτων των υιών Ισραήλ σοί δέδωκα αυτά και τοίς υιοίς σου και ταίς θυγατράσι σου μετά σού, νόμιμον αιώνιον· πάς καθαρός εν τώ οίκω σου έδεται αυτά. 12 πάσα απαρχή ελαίου και πάσα απαρχή οίνου και σίτου, απαρχή αυτών, όσα αν δώσι τώ Κυρίω, σοί δέδωκα αυτά. 13 τα πρωτογεννήματα πάντα, όσα εν τή γη αυτών, όσα αν ενέγκωσι Κυρίω, σοί έσται· πάς καθαρός εν τώ οίκω σου έδεται αυτά. 14 πάν ανατεθεματισμένον εν υιοίς Ισραήλ σοί έσται. 15 και πάν διανοίγον μήτραν από πάσης σαρκός, όσα προσφέρουσι Κυρίω από ανθρώπου έως κτήνους, σοί έσται· αλλ' ή λύτροις λυτρωθήσεται τα πρωτότοκα των ανθρώπων, και τα πρωτότοκα των κτηνών των ακαθάρτων λυτρώση. 16 και η λύτρωσις αυτού από μηνιαίου· η συντίμησις πέντε σίκλων, κατά τον σίκλον τον άγιον, είκοσιν οβολοί εισι. 17 πλήν πρωτότοκα μόσχων και πρωτότοκα προβάτων και πρωτότοκα αιγών ου λυτρώση, άγιά εστι· και το αίμα αυτών προσχεείς προς το θυσιαστήριον και το στέαρ ανοίσεις κάρπωμα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω, 18 και τα κρέα έσται σοί· καθά και το στηθύνιον τού επιθέματος και κατά τον βραχίονα τον δεξιόν σοί έσται. 19 πάν αφαίρεμα των αγίων, όσα εάν αφέλωσιν οι υιοί Ισραήλ Κυρίω, δέδωκά σοι και τοίς υιοίς σου και ταίς θυγατράσι σου μετά σού, νόμιμον αιώνιον· διαθήκη αλός αιωνίου έστιν έναντι Κυρίου σοί και τώ σπέρματί σου μετά σε.
20 Καί ελάλησε Κύριος προς Ααρών· εν τή γη αυτών ου κληρονομήσεις, και μερίς ουκ έσται σοι εν αυτοίς, ότι εγώ μερίς σου και κληρονομία σου εν μέσω των υιών Ισραήλ. 21 και τοίς υιοίς Λευί ιδού δώδεκα πάν επιδέκατον εν Ισραήλ εν κλήρω αντί των λειτουργιών αυτών, όσα αυτοί λειτουργούσι λειτουργίαν εν τή σκηνή τού μαρτυρίου. 22 και ου προσελεύσονται έτι οι υιοί Ισραήλ εις την σκηνήν τού μαρτυρίου λαβείν αμαρτίαν θανατηφόρον. 23 και λειτουργήσει ο Λευίτης αυτός την λειτουργίαν της σκηνής τού μαρτυρίου, και αυτοί λήψονται τα αμαρτήματα αυτών, νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς αυτών· και εν μέσω υιών Ισραήλ ου κληρονομήσουσι κληρονομίαν· 24 ότι τα επιδέκατα των υιών Ισραήλ, όσα εάν αφορίσωσι Κυρίω, αφαίρεμα δέδωκα τοίς Λευίταις εν κλήρω· διά τούτο είρηκα αυτοίς, εν μέσω υιών Ισραήλ ου κληρονομήσουσι κλήρον. 25 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 26 και τοίς Λευίταις λαλήσεις και ερείς προς αυτούς· εάν λάβητε παρά των υιών Ισραήλ το επιδέκατον, ό δέδωκα υμίν παρ' αυτών εν κλήρω, και αφελείτε υμείς απ' αυτού αφαίρεμα Κυρίω επιδέκατον από τού επιδεκάτου. 27 και λογισθήσεται υμίν τα αφαιρέματα υμών ως σίτος από άλω και αφαίρεμα από ληνού. 28 ούτως αφελείτε αυτούς και υμείς από πάντων των αφαιρεμάτων Κυρίου από πάντων των επιδεκάτων υμών, όσα εάν λάβητε παρά των υιών Ισραήλ, και δώσετε απ' αυτών αφαίρεμα Κυρίω Ααρών τώ ιερεί. 29 από πάντων των δομάτων υμών αφελείτε αφαίρεμα Κυρίω ή από πάντων των απαρχών το ηγιασμένον απ' αυτού.
30 και ερείς προς αυτούς· όταν αφαιρήτε την απαρχήν απ' αυτού, και λογισθήσεται τοίς Λευίταις ως γένημα από άλω και ως γένημα από ληνού. 31 και έδεσθε αυτό εν παντί τόπω υμείς και οι οίκοι υμών, ότι μισθός ούτος υμίν εστιν αντί των λειτουργιών υμών των εν τή σκηνή τού μαρτυρίου. 32 και ου λήψεσθε δι' αυτό αμαρτίαν, ότι αν αφαιρήτε την απαρχήν απ' αυτού· και τα άγια των υιών Ισραήλ ου βεβηλώσετε, ίνα μη αποθάνητε.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων· 2 αύτη η διαστολή τού νόμου, όσα συνέταξε Κύριος λέγων· λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και λαβέτωσαν προς σε δάμαλιν πυρράν άμωμον, ήτις ουκ έχει εν αυτή μώμον, και ή ουκ επεβλήθη επ' αυτήν ζυγός. 3 και δώσεις αυτήν προς Ελεάζαρ τον ιερέα, και εξάξουσιν αυτήν έξω της παρεμβολής εις τόπον καθαρόν και σφάξουσιν αυτήν ενώπιον αυτού. 4 και λήψεται Ελεάζαρ από τού αίματος αυτής και ρανεί απέναντι τού προσώπου της σκηνής τού μαρτυρίου από τού αίματος αυτής επτάκις. 5 και κατακαύσουσιν αυτήν εναντίον αυτού, και το δέρμα και τα κρέα αυτής και το αίμα αυτής σύν τή κόπρω αυτής κατακαυθήσεται. 6 και λήψεται ο ιερεύς ξύλον κέδρινον και ύσσωπον και κόκκινον και εμβαλούσιν εις μέσον τού κατακαύματος της δαμάλεως. 7 και πλυνεί τα ιμάτια αυτού ο ιερεύς και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι και μετά ταύτα εισελεύσεται εις την παρεμβολήν, και ακάθαρτος έσται ο ιερεύς έως εσπέρας. 8 και ο κατακαίων αυτήν πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται το σώμα αυτού και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. 9 και συνάξει άνθρωπος καθαρός την σποδόν της δαμάλεως και αποθήσει έξω της παρεμβολής εις τόπον καθαρόν, και έσται τή συναγωγή υιών Ισραήλ εις διατήρησιν, ύδωρ ραντισμού, άγνισμά εστι.
10 και ο συνάγων την σποδιάν της δαμάλεως πλυνεί τα ιμάτια αυτού και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας. και έσται τοίς υιοίς Ισραήλ και τοίς προσηλύτοις προσκειμένοις νόμιμον αιώνιον. 11 Ο απτόμενος τού τεθνηκότος πάσης ψυχής ανθρώπου ακάθαρτος έσται επτά ημέρας· 12 ούτος αγνισθήσεται τή ημέρα τή τρίτη και τή ημέρα τή εβδόμη και καθαρός έσται· εάν δε μη αφαγνισθή τή ημέρα τή τρίτη και τή ημέρα τή εβδόμη, ου καθαρός έσται. 13 πάς ο απτόμενος τού τεθνηκότος από ψυχής ανθρώπου, εάν αποθάνη, και μη αφαγνισθή, την σκηνήν Κυρίου εμίανεν· εκτριβήσεται η ψυχή εκείνη εξ Ισραήλ, ότι ύδωρ ραντισμού ου περιερραντίσθη επ' αυτόν, ακάθαρτός εστιν, έτι η ακαθαρσία αυτού εν αυτώ εστι. 14 Καί ούτος ο νόμος· άνθρωπος εάν αποθάνη εν οικία, πάς ο εισπορευόμενος εις την οικίαν και όσα εστίν εν τή οικία, ακάθαρτα έσται επτά ημέρας. 15 και πάν σκεύος ανεωγμένον, όσα ουχί δεσμόν καταδέδεται επ' αυτώ, ακάθαρτά εστι. 16 και πάς, ός εάν άψηται επί προσώπου τού πεδίου τραυματίου ή νεκρού ή οστέου ανθρωπίνου ή μνήματος, επτά ημέρας ακάθαρτος έσται. 17 και λήψονται τώ ακαθάρτω από της σποδιάς της κατακεκαυμένης τού αγνισμού και εκχεούσιν επ' αυτήν ύδωρ ζών εις σκεύος· 18 και λήψεται ύσσωπον και βάψει εις το ύδωρ ανήρ καθαρός, και περιρρανεί επί τον οίκον και επί τα σκεύη και επί τας ψυχάς, όσαι αν ώσιν εκεί, και επί τον ημμένον τού οστέου τού ανθρωπίνου ή τού τραυματίου ή τού τεθνηκότος ή τού μνήματος· 19 και περιρρανεί ο καθαρός επί τον ακάθαρτον εν τή ημέρα τή τρίτη και εν τή ημέρα τή εβδόμη, και αφαγνισθήσεται τή ημέρα τή εβδόμη και πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας.
20 και άνθρωπος, ός εάν μιανθή και μη αφαγνισθή, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ μέσου της συναγωγής, ότι τα άγια Κυρίου εμίανεν, ότι ύδωρ ραντισμού ου περιερραντίσθη επ' αυτόν, ακάθαρτός εστι. 21 και έσται υμίν νόμιμον αιώνιον· και ο περιρραίνων ύδωρ ραντισμού πλυνεί τα ιμάτια αυτού, και ο απτόμενος τού ύδατος τού ραντισμού ακάθαρτος έσται έως εσπέρας· 22 και παντός ού εάν άψηται αυτού ο ακάθαρτος, ακάθαρτον έσται, και ψυχή η απτομένη ακάθαρτος έσται έως εσπέρας.
1 ΚΑΙ ήλθον οι υιοί Ισραήλ πάσα η συναγωγή εις την έρημον Σίν, εν τώ μηνί τώ πρώτω, και κατέμεινεν ο λαός εν Κάδης, και ετελεύτησεν εκεί Μαριάμ και ετάφη εκεί. 2 και ουκ ήν ύδωρ τή συναγωγή, και ηθροίσθησαν επί Μωυσήν και Ααρών. 3 και ελοιδορείτο ο λαός προς Μωυσήν λέγοντες· όφελον απεθάνομεν εν τή απωλεία των αδελφών ημών έναντι Κυρίου· 4 και ινατί ανηγάγετε την συναγωγήν Κυρίου εις την έρημον ταύτην αποκτείναι ημάς και τα κτήνη ημών; 5 και ινατί τούτο; ανηγάγετε ημάς εξ Αιγύπτου παραγενέσθαι εις τον τόπον τον πονηρόν τούτον, τόπος ού ου σπείρεται, ουδέ συκαί, ουδέ άμπελοι, ούτε ροαί, ούτε ύδωρ εστί πιείν. 6 και ήλθε Μωυσής και Ααρών από προσώπου της συναγωγής επί την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου και έπεσον επί πρόσωπον, και ώφθη η δόξα Κυρίου προς αυτούς. 7 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 8 λάβε την ράβδον σου και εκκλησίασον την συναγωγήν σύ και Ααρών ο αδελφός σου και λαλήσατε προς την πέτραν εναντίον αυτών, και δώσει τα ύδατα αυτής, και εξοίσετε αυτοίς ύδωρ εκ της πέτρας, και ποτιείτε την συναγωγήν και τα κτήνη αυτών. 9 και έλαβε Μωυσής την ράβδον την απέναντι Κυρίου, καθά συνέταξε Κύριος,
10 και εξεκλησίασε Μωυσής και Ααρών την συναγωγήν απέναντι της πέτρας και είπε προς αυτούς· ακούσατέ μου, οι απειθείς· μη εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ; 11 και επάρας Μωυσής την χείρα αυτού επάταξε την πέτραν τή ράβδω δίς, και εξήλθεν ύδωρ πολύ, και έπιεν η συναγωγή και τα κτήνη αυτών. 12 και είπε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών· ότι ουκ επιστεύσατε αγιάσαι με εναντίον των υιών Ισραήλ, διά τούτο ουκ εισάξετε υμείς την συναγωγήν ταύτην εις την γήν, ήν δέδωκα αυτοίς. 13 τούτο το ύδωρ αντιλογίας, ότι ελοιδορήθησαν οι υιοί Ισραήλ έναντι Κυρίου και ηγιάσθη εν αυτοίς. 14 Καί απέστειλε Μωυσής αγγέλους εκ Κάδης προς βασιλέα Εδώμ λέγων· τάδε λέγει ο αδελφός σου Ισραήλ· σύ επίστη πάντα τον μόχθον τον ευρόντα ημάς, 15 και κατέβησαν οι πατέρες ημών εις Αίγυπτον, και παρωκήσαμεν εν Αιγύπτω ημέρας πλείους, και εκάκωσαν ημάς οι Αιγύπτιοι και τους πατέρας ημών, 16 και ανεβοήσαμεν προς Κύριον, και εισήκουσε Κύριος της φωνής ημών και αποστείλας άγγελον εξήγαγεν ημάς εξ Αιγύπτου, και νύν εσμεν εν Κάδης πόλει, εκ μέρους των ορίων σου· 17 παρελευσόμεθα διά της γής σου, ου διελευσόμεθα δι' αγρών, ουδέ δι' αμπελώνων, ουδέ πιόμεθα ύδωρ εκ λάκκου σου, οδώ βασιλική πορευσόμεθα, ουκ εκκλινούμεν δεξιά ουδέ ευώνυμα, έως αν παρέλθωμεν τα όριά σου. 18 και είπε προς αυτόν Εδώμ· ου διελεύση δι' εμού, ει δε μη, εν πολέμω εξελεύσομαι εις συνάντησίν σοι. 19 και λέγουσιν αυτώ οι υιοί Ισραήλ· παρά το όρος παρελευσόμεθα, εάν δε τού ύδατός σου πίωμεν εγώ τε και τα κτήνη μου, δώσω τιμήν σοι· αλλά το πράγμα ουδέν εστι, παρά το όρος παρελευσόμεθα.
20 ο δε είπεν· ου διελεύση δι' εμού. και εξήλθεν Εδώμ εις συνάντησιν αυτώ εν όχλω βαρεί και εν χειρί ισχυρά. 21 και ουκ ηθέλησεν Εδώμ δούναι τώ Ισραήλ παρελθείν διά των ορίων αυτού· και εξέκλινεν Ισραήλ απ' αυτού. 22 Καί απήραν εκ Κάδης· και παρεγένοντο οι υιοί Ισραήλ, πάσα η συναγωγή εις Ώρ το όρος. 23 και είπε Κύριος προς Μωυσήν και Ααρών εν Ώρ τώ όρει επί των ορίων της γής Εδώμ λέγων· 24 προστεθήτω Ααρών προς τον λαόν αυτού, ότι ου μη εισέλθητε εις την γήν, ήν δέδωκα τοίς υιοίς Ισραήλ, διότι παρωξύνατέ με επί τού ύδατος της λοιδορίας. 25 λάβε τον Ααρών και Ελεάζαρ τον υιόν αυτού και αναβίβασον αυτούς εις Ώρ το όρος έναντι πάσης της συναγωγής 26 και έκδυσον Ααρών την στολήν αυτού και ένδυσον Ελεάζαρ τον υιόν αυτού, και Ααρών προστεθείς αποθανέτω εκεί. 27 και εποίησε Μωυσής καθά συνέταξε Κύριος αυτώ, και ανεβίβασεν αυτόν εις Ώρ το όρος εναντίον πάσης της συναγωγής. 28 και εξέδυσε τον Ααρών τα ιμάτια αυτού και ενέδυσεν αυτά Ελεάζαρ τον υιόν αυτού· και απέθανεν Ααρών επί της κορυφής τού όρους, και κατέβη Μωυσής και Ελεάζαρ εκ τού όρους. 29 και είδε πάσα η συναγωγή, ότι απελύθη Ααρών, και έκλαυσαν τον Ααρών τριάκοντα ημέρας πάς οίκος Ισραήλ.
1 ΚΑΙ ήκουσεν ο Χανανείς βασιλεύς Αράδ ο κατοικών κατά την έρημον, ότι ήλθεν Ισραήλ οδόν Αθαρείν, και επολέμησε προς Ισραήλ και καταπροενόμευσεν εξ αυτών αιχμαλωσίαν. 2 και ηύξατο Ισραήλ ευχήν Κυρίω και είπεν· εάν μοι παραδώς τον λαόν τούτον υποχείριον, αναθεματιώ αυτόν και τας πόλεις αυτού. 3 και εισήκουσε Κύριος της φωνής Ισραήλ και παρέδωκε τον Χανανείν υποχείριον αυτού, και ανεθεμάτισεν αυτόν και τας πόλεις αυτού· και επεκάλεσαν το όνομα τού τόπου εκείνου Ανάθεμα. 4 Καί απάραντες εξ Ώρ τού όρους οδόν επί θάλασσαν ερυθράν περιεκύκλωσαν γήν Εδώμ· και ωλιγοψύχησεν ο λαός εν τή οδώ. 5 και κατελάλει ο λαός προς τον Θεόν και κατά Μωυσή λέγοντες· ινατί τούτο; εξήγαγες ημάς εξ Αιγύπτου, αποκτείναι εν τή ερήμω; ότι ουκ έστιν άρτος ουδέ ύδωρ, η δε ψυχή ημών προσώχθισεν εν τώ άρτω τώ διακένω τούτω. 6 και απέστειλε Κύριος εις τον λαόν τους όφεις τους θανατούντας, και έδακνον τον λαόν, και απέθανε λαός πολύς των υιών Ισραήλ. 7 και παραγενόμενος ο λαός προς Μωυσήν έλεγον· ότι ημάρτομεν, ότι κατελαλήσαμεν κατά τού Κυρίου και κατά σού· εύξαι ούν προς Κύριον, και αφελέτω αφ' ημών τον όφιν. και ηύξατο Μωυσής προς Κύριον περί τού λαού. 8 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· ποίησον σεαυτώ όφιν και θές αυτόν επί σημείου, και έσται εάν δάκη όφις άνθρωπον, πάς ο δεδηγμένος ιδών αυτόν ζήσεται. 9 και εποίησε Μωυσής όφιν χαλκούν και έστησεν αυτόν επί σημείου, και εγένετο όταν έδακνεν όφις άνθρωπον, και επέβλεψεν επί τον όφιν τον χαλκούν και έζη.
10 Καί απήραν οι υιοί Ισραήλ και παρενέβαλον εν Ωβώθ. 11 και εξάραντες εξ Ωβώθ, και παρενέβαλον εν Αχαλγαί εκ τού πέραν εν τή ερήμω, ή εστι κατά πρόσωπον Μωάβ, κατ' ανατολάς ηλίου. 12 και εκείθεν απήραν και παρενέβαλον εις φάραγγα Ζαρέδ. 13 και εκείθεν απάραντες παρενέβαλον εις το πέραν Αρνών εν τή ερήμω, το εξέχον από των ορίων των Αμορραίων· έστι γάρ Αρνών όρια Μωάβ ανά μέσον Μωάβ και ανά μέσον τού Αμορραίου. 14 διά τούτο λέγεται εν βιβλίω· πόλεμος τού Κυρίου την Ζωόβ εφλόγιζε, και τους χειμάρρους Αρνών, 15 και τους χειμάρρους κατέστησε κατοικίσαι Ήρ, και πρόσκειται τοίς ορίοις Μωάβ. 16 και εκείθεν το φρέαρ· τούτο το φρέαρ, ό είπε Κύριος προς Μωυσήν· συνάγαγε τον λαόν, και δώσω αυτοίς ύδωρ πιείν. 17 τότε ήσεν Ισραήλ το άσμα τούτο επί τού φρέατος· εξάρχετε αυτώ· φρέαρ, 18 ώρυξαν αυτό άρχοντες, εξελατόμησαν αυτό βασιλείς εθνών εν τή βασιλεία αυτών, εν τώ κυριεύσαι αυτών. και από φρέατος εις Μανθαναείν· 19 και από Μανθαναείν εις Νααλιήλ· και από Νααλιήλ εις Βαμώθ· και από Βαμώθ εις Ιανήν, ή εστιν εν τώ πεδίω Μωάβ από κορυφής τού λελαξευμένου το βλέπον κατά πρόσωπον της ερήμου.
20 Καί απέστειλε Μωυσής πρέσβεις προς Σηών βασιλέα Αμορραίων λόγοις ειρηνικοίς λέγων· 21 παρελευσόμεθα διά της γής σου· τή οδώ πορευσόμεθα, ουκ εκκλινούμεν ούτε εις αγρόν ούτε εις αμπελώνα, 22 ου πιόμεθα ύδωρ εκ φρέατός σου· οδώ βασιλική πορευσόμεθα, έως παρέλθωμεν τα όριά σου. 23 και ουκ έδωκε Σηών τώ Ισραήλ παρελθείν διά των ορίων αυτού, και συνήγαγε Σηών πάντα τον λαόν αυτού και εξήλθε παρατάξασθαι τώ Ισραήλ εις την έρημον και ήλθεν εις Ιασσά και παρετάξατο τώ Ισραήλ. 24 και επάταξεν αυτόν Ισραήλ φόνω μαχαίρας και κατεκυρίευσαν της γής αυτού από Αρνών έως Ιαβόκ, έως υιών Αμμάν· ότι Ιαζήρ όρια υιών Αμμάν εστι. 25 και έλαβεν Ισραήλ πάσας τας πόλεις ταύτας, και κατώκησεν Ισραήλ εν πάσαις ταίς πόλεσι των Αμορραίων, εν Εσεβών και εν πάσαις ταίς συγκυρούσαις αυτή. 26 έστι γάρ Εσεβών πόλις Σηών τού βασιλέως των Αμορραίων, και ούτος επολέμησε βασιλέα Μωάβ το πρότερον και έλαβον πάσαν την γήν αυτού από Αροήρ έως Αρνών. 27 διά τούτο ερούσιν οι αινιγματισταί· έλθετε εις Εσεβών, ίνα οικοδομηθή και κατασκευασθή πόλις Σηών. 28 ότι πύρ εξήλθεν εξ Εσεβών, φλόξ εκ πόλεως Σηών και κατέφαγεν έως Μωάβ και κατέπιε στήλας Αρνών. 29 ουαί σοι, Μωάβ· απώλου, λαός Χαμώς. απεδόθησαν οι υιοί αυτών διασώζεσθαι και αι θυγατέρες αυτών αιχμάλωτοι τώ βασιλεί των Αμορραίων Σηών·
30 και το σπέρμα αυτών απολείται, Εσεβών έως Δαιβών, και αι γυναίκες έτι προσεξέκαυσαν πύρ επί Μωάβ. 31 Κατώκησε δε Ισραήλ εν πάσαις ταίς πόλεσι των Αμορραίων. 32 και απέστειλε Μωυσής κατασκέψασθαι την Ιαζήρ, και κατελάβοντο αυτήν και τας κώμας αυτής και εξέβαλον τον Αμορραίον τον κατοικούντα εκεί. 33 και επιστρέψαντες ανέβησαν οδόν την εις Βασάν· και εξήλθεν Ώγ βασιλεύς της Βασάν εις συνάντησιν αυτοίς και πάς ο λαός αυτού εις πόλεμον εις Εδραείν. 34 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· μη φοβηθής αυτόν, ότι εις τας χείράς σου παραδέδωκα αυτόν και πάντα τον λαόν αυτού και πάσαν την γήν αυτού, και ποιήσεις αυτώ καθώς εποίησας τώ Σηών βασιλεί των Αμορραίων, ός κατώκει εν Εσεβών. 35 και επάταξεν αυτόν και τους υιούς αυτού και πάντα τον λαόν αυτού, έως τού μη καταλιπείν αυτού ζωγρείαν· και εκληρονόμησαν την γήν αυτού.
1 ΚΑΙ απάραντες οι υιοί Ισραήλ παρενέβαλον επί δυσμών Μωάβ παρά τον Ιορδάνην κατά Ιεριχώ. 2 και ιδών Βαλάκ υιός Σεπφώρ πάντα όσα εποίησεν Ισραήλ τώ Αμορραίω, 3 και εφοβήθη Μωάβ τον λαόν σφόδρα ότι πολλοί ήσαν, και προσώχθισε Μωάβ από προσώπου υιών Ισραήλ. 4 και είπε Μωάβ τή γερουσία Μαδιάμ· νύν εκλείξει η συναγωγή αύτη πάντας τους κύκλω υμών, ωσεί εκλείξαι ο μόσχος τα χλωρά εκ τού πεδίου. και Βαλάκ υιός Σεπφώρ βασιλεύς Μωάβ ήν κατά τον καιρόν εκείνον. 5 και απέστειλε πρέσβεις προς Βαλαάμ υιόν Βεώρ Φαθουρά, ό εστιν επί τού ποταμού γής υιών λαού αυτού, καλέσαι αυτόν λέγων· ιδού λαός εξελήλυθεν εξ Αιγύπτου και ιδού κατεκάλυψε την όψιν της γής και ούτος εγκάθηται εχόμενός μου· 6 και νύν δεύρο άρασαί μοι τον λαόν τούτον, ότι ισχύει ούτος ή υμείς· εάν δυνώμεθα πατάξαι εξ αυτών, και εκβαλώ αυτούς εκ της γής· ότι οίδα ούς εάν ευλογήσης σύ, ευλόγηνται, και ούς εάν καταράση σύ, κεκατήρανται. 7 και επορεύθη η γερουσία Μωάβ και η γερουσία Μαδιάμ, και τα μαντεία εν ταίς χερσίν αυτών, και ήλθον προς Βαλαάμ και είπαν αυτώ τα ρήματα Βαλάκ. 8 και είπε προς αυτούς· καταλύσατε αυτού την νύκτα, και αποκριθήσομαι υμίν πράγματα, ά αν λαλήση Κύριος προς με· και κατέμειναν οι άρχοντες Μωάβ παρά Βαλαάμ. 9 και ήλθεν ο Θεός προς Βαλαάμ και είπεν αυτώ· τι οι άνθρωποι ούτοι παρά σοι;
10 και είπε Βαλαάμ προς τον Θεόν· Βαλάκ υιός Σεπφώρ, βασιλεύς Μωάβ, απέστειλεν αυτούς προς με λέγων· 11 ιδού λαός εξελήλυθεν εξ Αιγύπτου και κεκάλυφε την όψιν της γής και ούτος εγκάθηται εχόμενός μου· και νύν δεύρο άρασαί μοι αυτόν, ει άρα δυνήσομαι πατάξαι αυτόν και εκβαλώ αυτόν από της γής. 12 και είπεν ο Θεός προς Βαλαάμ· ου πορεύση μετ' αυτών, ουδέ καταράση τον λαόν· έστι γάρ ευλογημένος. 13 και αναστάς Βαλαάμ το πρωί είπε τοίς άρχουσι Βαλάκ· αποτρέχετε προς τον κύριον υμών· ουκ αφίησί με ο Θεός πορεύεσθαι μεθ' υμών. 14 και αναστάντες οι άρχοντες Μωάβ ήλθον προς Βαλάκ και είπαν· ου θέλει Βαλαάμ πορευθήναι μεθ' ημών. 15 Καί προσέθετο Βαλάκ έτι αποστείλαι άρχοντας πλείους και εντιμοτέρους τούτων. 16 και ήλθον προς Βαλαάμ και λέγουσιν αυτώ· τάδε λέγει Βαλάκ ο τού Σεπφώρ· αξιώ σε, μη οκνήσης ελθείν προς με· 17 εντίμως γάρ τιμήσω σε, και όσα εάν είπης, ποιήσω σοι· και δεύρο επικατάρασαί μοι τον λαόν τούτον. 18 και απεκρίθη Βαλαάμ και είπε τοίς άρχουσι Βαλάκ· εάν δώ μοι Βαλάκ πλήρη τον οίκον αυτού αργυρίου και χρυσίου, ου δυνήσομαι παραβήναι το ρήμα Κυρίου τού Θεού, ποιήσαι αυτό μικρόν ή μέγα εν τή διανοία μου· 19 και νύν υπομείνατε αυτού και υμείς την νύκτα ταύτην, και γνώσομαι τι προσθήσει Κύριος λαλήσαι προς με.
20 και ήλθεν ο Θεός προς Βαλαάμ νυκτός και είπεν αυτώ· ει καλέσαι σε πάρεισιν οι άνθρωποι ούτοι, αναστάς ακολούθησον αυτοίς· αλλά το ρήμα, ό εάν λαλήσω προς σε, τούτο ποιήσεις. 21 και αναστάς Βαλαάμ το πρωί επέσαξε την όνον αυτού και επορεύθη μετά των αρχόντων Μωάβ. 22 και ωργίσθη θυμώ ο Θεός, ότι επορεύθη αυτός, και ανέστη ο άγγελος τού Θεού διαβαλείν αυτόν, και αυτός επιβεβήκει επί της όνου αυτού, και δύο παίδες αυτού μετ' αυτού. 23 και ιδούσα η όνος τον άγγελον τού Θεού ανθεστηκότα εν τή οδώ και την ρομφαίαν εσπασμένην εν τή χειρί αυτού, και εξέκλινεν η όνος εκ της οδού και επορεύετο εις το πεδίον· και επάταξε την όνον εν τή ράβδω αυτού τού ευθύναι αυτήν εν τή οδώ. 24 και έστη ο άγγελος τού Θεού εν ταίς αύλαξι των αμπέλων, φραγμός εντεύθεν και φραγμός εντεύθεν· 25 και ιδούσα η όνος τον άγγελον τού Θεού προσέθλιψεν εαυτήν προς τον τοίχον και απέθλιψε τον πόδα Βαλαάμ προς τον τοίχον· και προσέθετο έτι μαστίξαι αυτήν. 26 και προσέθετο ο άγγελος τού Θεού και απελθών υπέστη εν τόπω στενώ, εις ον ουκ ήν εκκλίναι δεξιάν ή αριστεράν. 27 και ιδούσα η όνος τον άγγελον τού Θεού συνεκάθισεν υποκάτω Βαλαάμ· και εθυμώθη Βαλαάμ και έτυπτε την όνον τή ράβδω. 28 και ήνοιξεν ο Θεός το στόμα της όνου, και λέγει τώ Βαλαάμ· τι εποίησά σοι ότι πέπαικάς με τρίτον τούτο; 29 και είπε Βαλαάμ τή όνω· ότι εμπέπαιχάς μοι· και ει είχον μάχαιραν εν τή χειρί, ήδη αν εξεκέντησά σε.
30 και λέγει η όνος τώ Βαλαάμ· ουκ εγώ η όνος σου, εφ' ής επέβαινες από νεότητός σου έως της σήμερον ημέρας; μη υπεροράσει υπεριδούσα εποίησά σοι ούτως; ο δε είπεν· ουχί. 31 απεκάλυψε δε ο Θεός τους οφθαλμούς Βαλαάμ, και ορά τον άγγελον Κυρίου ανθεστηκότα εν τή οδώ και την μάχαιραν εσπασμένην εν τή χειρί αυτού και κύψας προσεκύνησε τώ προσώπω αυτού. 32 και είπεν αυτώ ο άγγελος τού Θεού· διατί επάταξας την όνον σου τούτο τρίτον; και ιδού εγώ εξήλθον εις διαβολήν σου, ότι ουκ αστεία η οδός σου εναντίον μου, 33 και ιδούσά με η όνος εξέκλινεν απ' εμού τρίτον τούτο· και ει μη εξέκλινεν, νύν ούν σε μέν απέκτεινα, εκείνην δ' αν περιεποιησάμην. 34 και είπε Βαλαάμ τώ αγγέλω Κυρίου· ημάρτηκα, ου γάρ ηπιστάμην ότι σύ μοι ανθέστηκας εν τή οδώ εις συνάντησιν· και νύν ει μη σοι αρκέσει, αποστραφήσομαι. 35 και είπεν ο άγγελος τού Θεού προς Βαλαάμ· συμπορεύθητι μετά των ανθρώπων· πλήν το ρήμα, ό εάν είπω προς σε, τούτο φυλάξη λαλήσαι. και επορεύθη Βαλαάμ μετά των αρχόντων Βαλάκ. 36 Καί ακούσας Βαλάκ ότι ήκει Βαλαάμ, εξήλθεν εις συνάντησιν αυτώ, εις πόλιν Μωάβ, ή εστιν επί των ορίων Αρνών, ό εστιν εκ μέρους των ορίων. 37 και είπε Βαλάκ προς Βαλαάμ· ουχί απέστειλα προς σε καλέσαι σε; διατί ουκ ήρχου προς με; όντως ου δυνήσομαι τιμήσαί σε; 38 και είπε Βαλαάμ προς Βαλάκ· ιδού ήκω προς σε νύν· δυνατός έσομαι λαλήσαί τι; το ρήμα, ό εάν εμβάλη ο Θεός εις το στόμα μου, τούτο λαλήσω. 39 και επορεύθη Βαλαάμ μετά Βαλάκ, και ήλθον εις πόλεις επαύλεων.
40 και έθυσε Βαλάκ πρόβατα και μόσχους και απέστειλε τώ Βαλαάμ και τοίς άρχουσι τοίς μετ' αυτού. 41 και εγενήθη πρωί και παραλαβών Βαλάκ τον Βαλαάμ ανεβίβασεν αυτόν επί την στήλην τού Βαάλ και έδειξεν αυτώ εκείθεν μέρος τι τού λαού.
1 ΚΑΙ είπε Βαλαάμ τώ Βαλάκ· οικοδόμησόν μοι ενταύθα επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ενταύθα επτά μόσχους και επτά κριούς. 2 και εποίησε Βαλάκ ον τρόπον είπεν αυτώ Βαλαάμ, και ανήνεγκε μόσχον και κριόν επί τον βωμόν. 3 και είπε Βαλαάμ προς Βαλάκ· παράστηθι επί της θυσίας σου, και πορεύσομαι εί μοι φανείται ο Θεός εν συναντήσει, και ρήμα, ό εάν μοι δείξη, αναγγελώ σοι. και παρέστη Βαλάκ επί της θυσίας αυτού, και Βαλαάμ επορεύθη επερωτήσαι τον Θεόν και επορεύθη ευθείαν. 4 και εφάνη ο Θεός τώ Βαλαάμ, και είπε προς αυτόν Βαλαάμ· τους επτά βωμούς ητοίμασα και ανεβίβασα μόσχον και κριόν επί τον βωμόν. 5 και ενέβαλεν ο Θεός ρήμα εις το στόμα Βαλαάμ και είπεν· επιστραφείς προς Βαλάκ ούτω λαλήσεις. 6 και απεστράφη προς αυτόν, και όδε εφειστήκει επί των ολοκαυτωμάτων αυτού, και πάντες οι άρχοντες Μωάβ μετ' αυτού. και εγενήθη πνεύμα Θεού επ' αυτώ, 7 και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν· εκ Μεσοποταμίας μετεπέμψατό με Βαλάκ, βασιλεύς Μωάβ, εξ ορέων απ' ανατολών λέγων· δεύρο άρασαί μοι τον Ιακώβ και δεύρο επικατάρασαί μοι τον Ισραήλ. 8 τι αράσωμαι ον μη αράται Κύριος, ή τι καταράσωμαι ον μη καταράται ο Θεός; 9 ότι από κορυφής ορέων όψομαι αυτόν και από βουνών προσνοήσω αυτόν. ιδού λαός μόνος κατοικήσει και εν έθνεσιν ου συλλογισθήσεται.
10 τις εξηκριβάσατο το σπέρμα Ιακώβ, και τις εξαριθμήσεται δήμους Ισραήλ; αποθάνοι η ψυχή μου εν ψυχαίς δικαίων, και γένοιτο το σπέρμα μου ως το σπέρμα τούτων. 11 και είπε Βαλάκ προς Βαλαάμ· τι πεποίηκάς μοι; εις κατάρασιν εχθρών μου κέκληκά σε, και ιδού ευλόγηκας ευλογίαν. 12 και είπε Βαλαάμ προς Βαλάκ· ουχί όσα αν εμβάλη ο Θεός εις το στόμα μου, τούτο φυλάξω λαλήσαι; 13 Καί είπε προς αυτόν Βαλάκ· δεύρο έτι μετ' εμού εις τόπον άλλον, εξ ού ουκ όψει αυτόν εκείθεν, αλλ' ή μέρος τι αυτού όψει, πάντας δε ου μη ίδης, και κατάρασαί μοι αυτόν εκείθεν. 14 και παρέλαβεν αυτόν εις αγρού σκοπιάν επί κορυφήν λελαξευμένου και ωκοδόμησεν εκεί επτά βωμούς και ανεβίβασε μόσχον και κριόν επί τον βωμόν. 15 και είπε Βαλαάμ προς Βαλάκ· παράστηθι επί της θυσίας σου, εγώ δε πορεύσομαι επερωτήσαι τον Θεόν. 16 και συνήντησεν ο Θεός τώ Βαλαάμ και ενέβαλε ρήμα εις το στόμα αυτού και είπεν· αποστράφηθι προς Βαλάκ και τάδε λαλήσεις. 17 και απεστράφη προς αυτόν, και όδε εφειστήκει επί της ολοκαυτώσεως αυτού, και πάντες οι άρχοντες Μωάβ μετ' αυτού. και είπεν αυτώ Βαλάκ· τι ελάλησε Κύριος; 18 και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν· ανάστηθι Βαλάκ, και άκουε· ενώτισαι μάρτυς, υιός Σεπφώρ. 19 ουχ ως άνθρωπος ο Θεός διαρτηθήναι, ουδ' ως υιός ανθρώπου απειληθήναι· αυτός είπας, ουχί ποιήσει; λαλήσει, και ουχί εμμενεί;
20 ιδού ευλογείν παρείλημμαι· ευλογήσω και ου μη αποστρέψω. 21 ουκ έσται μόχθος εν Ιακώβ, ουδέ οφθήσεται πόνος εν Ισραήλ· Κύριος ο Θεός αυτού μετ' αυτού, τα ένδοξα αρχόντων εν αυτώ· 22 Θεός ο εξαγαγών αυτούς εξ Αιγύπτου· ως δόξα μονοκέρωτος αυτώ. 23 ου γάρ εστιν οιωνισμός εν Ιακώβ, ουδέ μαντεία εν Ισραήλ· κατά καιρόν ρηθήσεται Ιακώβ και τώ Ισραήλ, τι επιτελέσει ο Θεός. 24 ιδού λαός ως σκύμνος αναστήσεται και ως λέων γαυρωθήσεται· ου κοιμηθήσεται, έως φάγη θήραν, και αίμα τραυματιών πίεται. 25 και είπε Βαλάκ προς Βαλαάμ· ούτε κατάραις καταράση μοι αυτόν ούτε ευλογών μη ευλογήσης αυτόν. 26 και αποκριθείς Βαλαάμ είπε τώ Βαλάκ· ουκ ελάλησά σοι λέγων, το ρήμα, ό εάν λαλήση ο Θεός, τούτο ποιήσω; 27 Καί είπε Βαλάκ προς Βαλαάμ· δεύρο παραλάβω σε εις τόπον άλλον, ει αρέσει τώ Θεώ, και κατάρασαί μοι αυτόν εκείθεν. 28 και παρέλαβε Βαλάκ τον Βαλαάμ επί κορυφήν τού Φογώρ το παρατείνον εις την έρημον. 29 και είπε Βαλαάμ προς Βαλάκ· οικοδόμησόν μοι ώδε επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ώδε επτά μόσχους και επτά κριούς.
30 και εποίησε Βαλάκ καθάπερ είπεν αυτώ Βαλαάμ, και ανήνεγκε μόσχον και κριόν επί τον βωμόν.
1 ΚΑΙ ιδών Βαλαάμ ότι καλόν εστιν εναντίον Κυρίου ευλογείν τον Ισραήλ, ουκ επορεύθη κατά το ειωθός εις συνάντησιν τοίς οιωνοίς και απέστρεψε το πρόσωπον αυτού εις την έρημον. 2 και εξάρας Βαλαάμ τους οφθαλμούς αυτού καθορά τον Ισραήλ εστρατοπεδευκότα κατά φυλάς, και εγένετο πνεύμα Θεού εν αυτώ, 3 και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπε· φησί Βαλαάμ υιός Βεώρ, φησίν ο άνθρωπος ο αληθινώς ορών, 4 φησίν ακούων λόγια ισχυρού, όστις όρασιν Θεού είδεν εν ύπνω, αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού· 5 ως καλοί οι οίκοί σου Ιακώβ, αι σκηναί σου Ισραήλ! 6 ωσεί νάπαι σκιάζουσαι και ωσεί παράδεισοι επί ποταμώ και ωσεί σκηναί, ας έπηξε Κύριος, και ωσεί κέδροι παρ' ύδατα. 7 εξελεύσεται άνθρωπος εκ τού σπέρματος αυτού και κυριεύσει εθνών πολλών, και υψωθήσεται ή Γώγ βασιλεία αυτού, και αυξηθήσεται βασιλεία αυτού. 8 Θεός ωδήγησεν αυτόν εξ Αιγύπτου, ως δόξα μονοκέρωτος αυτώ· έδεται έθνη εχθρών αυτού και τα πάχη αυτών εκμυελιεί και ταίς βολίσιν αυτού κατατοξεύσει εχθρόν· 9 κατακλιθείς ανεπαύσατο ως λέων και ως σκύμνος· τις αναστήσει αυτόν; οι ευλογούντές σε ευλόγηνται, και οι καταρώμενοί σε κεκατήρανται.
10 και εθυμώθη Βαλάκ επί Βαλαάμ και συνεκρότησε ταίς χερσίν αυτού, και είπε Βαλάκ προς Βαλαάμ· καταράσθαι τον εχθρόν μου κέκληκά σε, και ιδού ευλογών ευλόγησας τρίτον τούτο· 11 νύν ούν φεύγε εις τον τόπον σου· είπα, τιμήσω σε, και νύν εστέρησέ σε Κύριος της δόξης. 12 και είπε Βαλαάμ προς Βαλάκ· ουχί και τοίς αγγέλοις σου, ούς απέστειλας προς με, ελάλησα λέγων· 13 εάν μοι δώ Βαλάκ πλήρη τον οίκον αυτού αργυρίου και χρυσίου, ου δυνήσομαι παραβήναι το ρήμα Κυρίου ποιήσαι αυτό καλόν ή πονηρόν παρ' εμαυτού· όσα εάν είπη ο Θεός, ταύτα ερώ. 14 και νύν ιδού αποτρέχω εις τον τόπον μου· δεύρο συμβουλεύσω σοι, τι ποιήσει ο λαός ούτος τον λαόν σου επ' εσχάτου των ημερών. 15 και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπε· φυσί Βαλαάμ υιός Βεώρ, φησίν ο άνθρωπος ο αληθινώς ορών, 16 ακούων λόγια Θεού, επιστάμενος επιστήμην παρά υψίστου και όρασιν Θεού ιδών εν ύπνω, αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού· 17 δείξω αυτώ, και ουχί νύν· μακαρίζω, και ουκ εγγίζει· ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ και θραύσει τους αρχηγούς Μωάβ και προνομεύσει πάντας υιούς Σήθ. 18 και έσται Εδώμ κληρονομία, και έσται κληρονομία Ησαύ ο εχθρός αυτού· και Ισραήλ εποίησεν εν ισχύι. 19 και εξεγερθήσεται εξ Ιακώβ και απολεί σωζόμενον εκ πόλεως.
20 και ιδών τον Αμαλήκ και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν· αρχή εθνών Αμαλήκ, και το σπέρμα αυτών απολείται. 21 και ιδών τον Κεναίον και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν· ισχυρά η κατοικία σου· και εάν θής εν πέτρα την νοσσιάν σου, 22 και εάν γένηται τώ Βεώρ νοσσιά πανουργίας, Ασσύριοι αιχμαλωτεύσουσί σε. 23 και ιδών τον Ώγ και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν· ώ ώ, τις ζήσεται, όταν θή ταύτα ο Θεός; 24 και εξελεύσεται εκ χειρών Κιτιαίων και κακώσουσιν Ασσούρ και κακώσουσιν Εβραίους, και αυτοί ομοθυμαδόν απολούνται. 25 και αναστάς Βαλαάμ απήλθεν αποστραφείς εις τον τόπον αυτού, και Βαλάκ απήλθε προς εαυτόν.
1 ΚΑΙ κατέλυσεν Ισραήλ εν Σαττείν· και εβεβηλώθη ο λαός εκπορνεύσαι εις τας θυγατέρας Μωάβ. 2 και εκάλεσαν αυτούς εις τας θυσίας των ειδώλων αυτών, και έφαγεν ο λαός των θυσιών αυτών και προσεκύνησαν τοίς ειδώλοις αυτών. 3 και ετελέσθη Ισραήλ τώ Βεελφεγώρ· και ωργίσθη θυμώ Κύριος τώ Ισραήλ. 4 και είπε Κύριος τώ Μωυσή· λαβέ πάντας τους αρχηγούς τού λαού και παραδειγμάτισον αυτούς Κυρίω κατέναντι τού ηλίου, και αποστραφήσεται οργή θυμού Κυρίου από Ισραήλ. 5 και είπε Μωυσής ταίς φυλαίς Ισραήλ· αποκτείνατε έκαστος τον οικείον αυτού τον τετελεσμένον τώ Βεελφεγώρ. 6 Καί ιδού άνθρωπος των υιών Ισραήλ ελθών προσήγαγε τον αδελφόν αυτού προς την Μαδιανίτιν εναντίον Μωυσή και εναντίον πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ, αυτοί δε έκλαιον παρά την θύραν της σκηνής τού μαρτυρίου. 7 και ιδών Φινεές υιός Ελεάζαρ υιού Ααρών τού ιερέως εξανέστη εκ μέσου της συναγωγής και λαβών σειρομάστην εν τή χειρί 8 εισήλθεν οπίσω τού ανθρώπου τού Ισραηλίτου εις την κάμινον και απεκέντησεν αμφοτέρους, τον τε άνθρωπον τον Ισραηλίτην και την γυναίκα διά της μήτρας αυτής· και επαύσατο η πληγή από υιών Ισραήλ. 9 και εγένοντο οι τεθνηκότες εν τή πληγή τέσσαρες και είκοσι χιλιάδες.
10 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 11 Φινεές υιός Ελεάζαρ υιού Ααρών τού ιερέως κατέπαυσε τον θυμόν μου από υιών Ισραήλ εν τώ ζηλώσαί μου τον ζήλον εν αυτοίς, και ουκ εξανήλωσα τους υιούς Ισραήλ εν τώ ζήλω μου. 12 ούτως είπον· ιδού εγώ δίδωμι αυτώ διαθήκην ειρήνης, 13 και έσται αυτώ και τώ σπέρματι αυτού μετ' αυτόν διαθήκη ιερατείας αιωνία, ανθ' ών εζήλωσε τώ Θεώ αυτού και εξιλάσατο περί των υιών Ισραήλ. 14 το δε όνομα τού ανθρώπου τού Ισραηλίτου τού πεπληγότος, ός επλήγη μετά της Μαδιανίτιδος, Ζαμβρί υιός Σαλώ, άρχων οίκου πατριάς των Συμεών· 15 και όνομα τή γυναικί τή Μαδιανίτιδι τή πεπληγυία Χασβί, θυγάτηρ Σούρ άρχοντος έθνους Ομμώθ, οίκου πατριάς εστι των Μαδιάμ. 16 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· 17 εχθραίνετε τοίς Μαδιηναίοις και πατάξατε αυτούς, 18 ότι εχθραίνουσιν αυτοί υμίν εν δολιότητι, όσα δολιούσιν υμάς διά Φογώρ και διά Χασβί θυγατέρα άρχοντος Μαδιάμ αδελφήν αυτών την πεπληγυίαν εν τή ημέρα της πληγής διά Φογώρ.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά την πληγήν και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν και Ελεάζαρ τον ιερέα λέγων· 2 λαβέ την αρχήν πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ από εικοσαετούς και επάνω κατ' οίκους πατριών αυτών, πάς ο εκπορευόμενος παρατάξασθαι εν Ισραήλ. 3 και ελάλησε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς εν Αραβώθ Μωάβ επί τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ λέγων· 4 από εικοσαετούς και επάνω, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. και οι υιοί Ισραήλ οι εξελθόντες εξ Αιγύπτου· 5 Ρουβήν πρωτότοκος Ισραήλ. υιοί δε Ρουβήν· Ενώχ και δήμος τού Ενώχ· τώ Φαλλού δήμος τού Φαλλουί· 6 τώ Ασρών δήμος τού Ασρωνί· τώ Χαρμί δήμος τού Χαρμί. 7 ούτοι δήμοι Ρουβήν· και εγένετο η επίσκεψις αυτών τρεις και τεσσαράκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι και τριάκοντα. 8 και υιοί Φαλλού Ελιάβ. 9 και υιοί Ελιάβ· Ναμουήλ και Δαθάν και Αβειρών· ούτοι επίκλητοι της συναγωγής, ούτοί εισιν οι επισυστάντες επί Μωυσήν και Ααρών εν τή συναγωγή Κορέ, εν τή επισυστάσει Κυρίου,
10 και ανοίξασα η γη το στόμα αυτής κατέπιεν αυτούς και Κορέ εν τώ θανάτω της συναγωγής αυτού, ότε κατέφαγε το πύρ τους πεντήκοντα και διακοσίους, και εγενήθησαν εν σημείω, 11 οι δε υιοί Κορέ ουκ απέθανον. 12 και οι υιοί Συμεών· ο δήμος των υιών Συμεών· τώ Ναμουήλ δήμος ο Ναμουηλί· τώ Ιαμίν δήμος ο Ιαμινί· τώ Ιαχίν δήμος Ιαχινί· 13 τώ Ζαρά δήμος ο Ζαραί· τώ Σαούλ δήμος ο Σαουλί. 14 ούτοι δήμοι Συμεών εκ της επισκέψεως αυτών, δύο και είκοσι χιλιάδες και διακόσιοι. 15 υιοί δε Ιούδα· Ήρ και Αυνάν· και απέθανεν Ήρ και Αυνάν εν γη Χαναάν. 16 και εγένοντο οι υιοί Ιούδα κατά δήμους αυτών· τώ Σηλώμ δήμος ο Σηλωνί· τώ Φαρές δήμος ο Φαρεσί· τώ Ζαρά δήμος ο Ζαραί. 17 και εγένοντο οι υιοί Φαρές· τώ Ασρών δήμος ο Ασρωνί· τώ Ιαμούν, δήμος ο Ιαμουνί. 18 ούτοι δήμοι τού Ιούδα κατά την επίσκεψιν αυτών, έξ και εβδομήκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 19 και υιοί Ισσάχαρ κατά δήμους αυτών· τώ Θωλά δήμος ο Θωλαί· τώ Φουά δήμος ο Φουαί·
20 τώ Ιασούβ δήμος ο Ιασουβί· τώ Σαμράμ δήμος ο Σαμραμί. 21 ούτοι δήμοι Ισσάχαρ εξ επισκέψεως αυτών, τέσσαρες και εξήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 22 υιοί Ζαβουλών κατά δήμους αυτών· τώ Σαρέδ δήμος ο Σαρεδί· τώ Αλλών δήμος ο Αλλωνί· τώ Αλλήλ δήμος ο Αλληλί· 23 ούτοι δήμοι Ζαβουλών εξ επισκέψεως αυτών, εξήκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 24 υιοί Γάδ κατά δήμους αυτών· τώ Σαφών δήμος ο Σαφωνί· τώ Αγγί δήμος ο Αγγί· τώ Σουνί δήμος ο Σουνί· 25 τώ Αζενί δήμος ο Αζενί· τώ Αδδί δήμος ο Αδδί· 26 τώ Αροαδί δήμος ο Αροαδί· τώ Αριήλ δήμος ο Αριηλί. 27 ούτοι δήμοι υιών Γάδ εξ επισκέψεως αυτών, τέσσαρες και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 28 υιοί Ασήρ κατά δήμους αυτών· τώ Ιαμίν δήμος ο Ιαμινί· τώ Ιεσού δήμος ο Ιεσουί· τώ Βαριά δήμος ο Βαριαί· 29 τώ Χοβέρ δήμος ο Χοβερί· τώ Μελχιήλ δήμος ο Μελχιηλί.
30 και το όνομα θυγατρός Ασήρ Σάρα. 31 ούτοι δήμοι Ασήρ εξ επισκέψεως αυτών, τρεις και τεσσαράκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 32 υιοί Ιωσήφ κατά δήμους αυτών· Μανασσή και Εφραίμ. 33 υιοί Μανασσή· τώ Μαχίρ δήμος ο Μαχιρί· και Μαχίρ εγέννησε τον Γαλαάδ· τώ Γαλαάδ δήμος ο Γαλααδί. 34 και ούτοι υιοί Γαλαάδ· Αχιέζερ δήμος ο Αχιεζερί· τώ Χελέγ δήμος ο Χελεγί· 35 τώ Εσριήλ δήμος ο Εσριηλί· τώ Συχέμ δήμος ο Συχεμί· 36 τώ Συμαέρ δήμος ο Συμαερί· και τώ Οφέρ δήμος ο Οφερί· 37 και τώ Σαλπαάδ υιώ Οφέρ ουκ εγένοντο αυτώ υιοί, αλλ' ή θυγατέρες, και ταύτα τα ονόματα των θυγατέρων Σαλπαάδ· Μαλά και Νουά και Εγλά και Μελχά και Θερσά. 38 ούτοι δήμοι Μανασσή εξ επισκέψεως αυτών, δύο και πεντήκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι. 39 και ούτοι υιοί Εφραίμ· τώ Σουθαλά δήμος ο Σουθαλαί· τώ Τανάχ δήμος ο Ταναχί.
40 ούτοι υιοί Σουθαλά· τώ Εδέν δήμος ο Εδενί. 41 ούτοι δήμοι Εφραίμ εξ επισκέψεως αυτών, δύο και τριάκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. ούτοι δήμοι υιών Ιωσήφ κατά δήμους αυτών. 42 υιοί Βενιαμίν κατά δήμους αυτών· τώ Βαλέ δήμος ο Βαλί· τώ Ασυβήρ δήμος ο Ασυβηρί· τώ Ιαχιράν δήμος ο Ιαχιρανί· 43 τώ Σωφάν δήμος ο Σωφανί. 44 και εγένοντο οι υιοί Βαλέ Αδάρ και Νοεμάν· τώ Αδάρ δήμος ο Αδαρί και τώ Νοεμάν δήμος ο Νοεμανί. 45 ούτοι οι υιοί Βενιαμίν κατά δήμους αυτών εξ επισκέψεως αυτών, πέντε και τριάκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι. 46 και υιοί Δάν κατά δήμους αυτών· τώ Σαμέ δήμος ο Σαμεί· ούτοι δήμοι Δάν κατά δήμους αυτών. 47 πάντες οι δήμοι Σαμεί κατ' επισκοπήν αυτών τέσσαρες και εξήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι. 48 υιοί Νεφθαλί κατά δήμους αυτών· τώ Ασιήλ δήμος ο Ασιηλί· τώ Γαυνί δήμος ο Γαυνί· 49 τώ Ιεσέρ δήμος ο Ιεσερί· τώ Σελλήμ δήμος ο Σελλημί.
50 ούτοι δήμοι Νεφθαλί εξ επισκέψεως αυτών, τεσσαράκοντα χιλιάδες και τριακόσιοι. 51 αύτη η επίσκεψις υιών Ισραήλ, εξακόσιαι χιλιάδες και χίλιοι και επτακόσιοι και τριάκοντα. 52 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 53 τούτοις μερισθήσεται η γη κληρονομείν εξ αριθμού ονομάτων· 54 τοίς πλείοσι πλεονάσεις την κληρονομίαν και τοίς ελάττοσιν ελαττώσεις την κληρονομίαν αυτών· εκάστω καθώς επεσκέπησαν, δοθήσεται η κληρονομία αυτών. 55 διά κλήρων μερισθήσεται η γη· τοίς ονόμασι, κατά φυλάς πατριών αυτών κληρονομήσουσιν· 56 εκ τού κλήρου μεριείς την κληρονομίαν αυτών ανά μέσων πολλών και ολίγων. 57 Καί υιοί Λευί κατά δήμους αυτών· τώ Γεδσών δήμος ο Γεδσωνί· τώ Καάθ δήμος ο Κααθί· τώ Μεραρί δήμος ο Μεραρί. 58 ούτοι οι δήμοι υιών Λευί· δήμος ο Λοβενί, δήμος ο Χεβρωνί, δήμος ο Κορέ και δήμος ο Μουσί. και Καάθ εγέννησε τον Αμράμ. 59 το δε όνομα της γυναικός αυτού Ιωχαβέδ, θυγάτηρ Λευί, ή έτεκε τούτους τώ Λευί εν Αιγύπτω· και έτεκε τώ Αμράμ τον Ααρών και Μωυσήν και Μαριάμ την αδελφήν αυτών.
60 και εγεννήθησαν τώ Ααρών ό τε Ναδάβ και Αβιούδ και Ελεάζαρ και Ιθάμαρ. 61 και απέθανε Ναδάβ και Αβιούδ εν τώ προσφέρειν αυτούς πύρ αλλότριον έναντι Κυρίου εν τή ερήμω Σινά. 62 και εγενήθησαν εξ επισκέψεως αυτών τρεις και είκοσι χιλιάδες, πάν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω· ου γάρ συνεπεσκέπησαν εν μέσω υιών Ισραήλ, ότι ου δίδοται αυτοίς κλήρος εν μέσω υιών Ισραήλ. 63 και αύτη η επίσκεψις Μωυσή και Ελεάζαρ τού ιερέως, οί επεσκέψαντο τους υιούς Ισραήλ εν Αραβώθ Μωάβ, επί τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ. 64 και εν τούτοις ουκ ήν άνθρωπος των επεσκεμμένων υπό Μωυσή και Ααρών, ούς επεσκέψαντο τους υιούς Ισραήλ εν τή ερήμω Σινά· 65 ότι είπε Κύριος αυτοίς· θανάτω αποθανούνται εν τή ερήμω· και ου κατελείφθη εξ αυτών ουδέ είς, πλήν Χάλεβ υιός Ιεφοννή και Ιησούς ο τού Ναυή.
1 ΚΑΙ προσελθούσαι αι θυγατέρες Σαλπαάδ υιού Οφέρ, υιού Γαλαάδ, υιού Μαχίρ, τού δήμου Μανασσή, των υιών Ιωσήφ (και ταύτα τα ονόματα αυτών· Μααλά και Νουά και Εγλά και Μελχά και Θερσά) 2 και στάσαι έναντι Μωυσή και έναντι Ελεάζαρ τού ιερέως και έναντι των αρχόντων και έναντι πάσης συναγωγής επί της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου λέγουσιν· 3 ο πατήρ ημών απέθανεν εν τή ερήμω, και αυτός ουκ ήν εν μέσω της συναγωγής της επισυστάσης έναντι Κυρίου εν τή συναγωγή Κορέ, ότι δι' αμαρτίαν αυτού απέθανε, και υιοί ουκ εγένοντο αυτώ· μη εξαλειφθήτω το όνομα τού πατρός ημών εκ μέσου τού δήμου αυτού, ότι ουκ έστιν αυτώ υιός· δότε ημίν κατάσχεσιν εν μέσω αδελφών πατρός ημών. 4 και προσήγαγε Μωυσής την κρίσιν αυτών έναντι Κυρίου. 5 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 6 ορθώς θυγατέρες Σαλπαάδ λελαλήκασι· δόμα δώσεις αυταίς κατάσχεσιν κληρονομίας εν μέσω αδελφών πατρός αυτών και περιθήσεις τον κλήρον τού πατρός αυτών αυταίς. 7 και τοίς υιοίς Ισραήλ λαλήσεις λέγων· 8 άνθρωπος εάν αποθάνη και υιός μη ή αυτώ, περιθήσετε την κληρονομίαν αυτού τή θυγατρί αυτού· 9 εάν δε μη ή θυγάτηρ αυτώ, δώσετε την κληρονομίαν τώ αδελφώ τού πατρός αυτού·
10 εάν δε μη ώσιν αυτώ αδελφοί, δώσετε την κληρονομίαν τώ αδελφώ τού πατρός αυτού· 11 εάν δε μη ώσιν αδελφοί τού πατρός αυτού, δώσετε την κληρονομίαν τώ οικείω τώ έγγιστα αυτού εκ της φυλής αυτού κληρονομήσαι τα αυτού. και έσται τούτο τοίς υιοίς Ισραήλ δικαίωμα κρίσεως, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 12 Καί είπε Κύριος προς Μωυσήν· ανάβηθι εις το όρος το εν τώ πέραν τού Ιορδάνου (τούτο το όρος Ναβαύ) και ιδέ την γήν Χαναάν, ήν εγώ δίδωμι τοίς υιοίς Ισραήλ εν κατασχέσει· 13 και όψη αυτήν και προστεθήση προς τον λαόν σου και σύ, καθά προσετέθη Ααρών ο αδελφός σου εν Ώρ τώ όρει, 14 διότι παρέβητε το ρήμά μου εν τή ερήμω Σίν εν τώ αντιπίπτειν την συναγωγήν αγιάσαι με· ουχ ηγιάσατέ με επί τώ ύδατι έναντι αυτών (τούτ' έστι το ύδωρ αντιλογίας εν Κάδης εν τή ερήμω Σίν). 15 και είπε Μωυσής προς Κύριον· 16 επισκεψάσθω Κύριος ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός άνθρωπον επί της συναγωγής ταύτης, 17 όστις εξελεύσεται πρό προσώπου αυτών και όστις εισελεύσεται πρό προσώπου αυτών και όστις εξάξει αυτούς και όστις εισάξει αυτούς, και ουκ έσται η συναγωγή Κυρίου ωσεί πρόβατα οίς ουκ έστι ποιμήν. 18 και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· λάβε προς σεαυτόν Ιησούν υιόν Ναυή, άνθρωπον ός έχει πνεύμα εν εαυτώ, και επιθήσεις τας χείράς σου επ' αυτόν 19 και στήσεις αυτόν έναντι Ελεάζαρ τού ιερέως και εντελή αυτώ έναντι πάσης συναγωγής και εντελή περί αυτού εναντίον αυτών
20 και δώσεις της δόξης σου επ' αυτόν, όπως αν εισακούσωσιν αυτού οι υιοί Ισραήλ. 21 και έναντι Ελεάζαρ τού ιερέως στήσεται, και επερωτήσουσιν αυτόν την κρίσιν των δήλων έναντι Κυρίου· επί τώ στόματι αυτού εξελεύσονται και επί τώ στόματι αυτού εισελεύσονται αυτός και οι υιοί Ισραήλ ομοθυμαδόν και πάσα η συναγωγή. 22 και εποίησε Μωυσής, καθά ενετείλατο αυτώ Κύριος, και λαβών τον Ιησούν έστησεν αυτόν εναντίον Ελεάζαρ τού ιερέως και εναντίον πάσης συναγωγής 23 και επέθηκε τας χείρας αυτού επ' αυτόν, και συνέστησεν αυτόν καθάπερ συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 έντειλαι τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς λέγων· τα δώρά μου δόματά μου καρπώματά μου εις οσμήν ευωδίας διατηρήσετε προσφέρειν εμοί εν ταίς εορταίς μου. 3 και ερείς προς αυτούς· ταύτα τα καρπώματα όσα προσάξετε Κυρίω· αμνούς ενιαυσίους αμώμους δύο την ημέραν εις ολοκαύτωσιν ενδελεχώς, 4 τον αμνόν τον ένα ποιήσεις το πρωί και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το προς εσπέραν· 5 και ποιήσεις το δέκατον τού οιφί σεμίδαλιν εις θυσίαν αναπεποιημένην εν ελαίω εν τετάρτω τού ίν. 6 ολοκαύτωμα ενδελεχισμού, η γενομένη εν τώ όρει Σινά εις οσμήν ευωδίας Κυρίω· 7 και σπονδήν αυτού το τέταρτον τού ίν τώ αμνώ τώ ενί, εν τώ αγίω σπείσεις σπονδήν σίκερα Κυρίω. 8 και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το προς εσπέραν· κατά την θυσίαν αυτού και κατά την σπονδήν αυτού ποιήσετε εις οσμήν ευωδίας Κυρίω. 9 Καί τή ημέρα των σαββάτων προσάξετε δύο αμνούς ενιαυσίους αμώμους και δύο δέκατα σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν και σπονδήν,
10 ολοκαύτωμα σαββάτων εν τοίς σαββάτοις, επί της ολοκαυτώσεως της διά παντός και την σπονδήν αυτού. 11 Καί εν ταίς νεομηνίαις προσάξετε ολοκαύτωμα τώ Κυρίω μόσχους εκ βοών δύο και κριόν ένα, αμνούς ενιαυσίους επτά αμώμους, 12 τρία δέκατα σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω τώ μόσχω τώ ενί και δύο δέκατα σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω τώ κριώ τώ ενί, 13 δέκατον δέκατον σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω τώ αμνώ τώ ενί, θυσίαν οσμήν ευωδίας κάρπωμα Κυρίω. 14 η σπονδή αυτών το ήμισυ τού ίν έσται τώ μόσχω τώ ενί, και το τρίτον τού ίν έσται τώ κριώ τώ ενί, και το τέταρτον τού ίν έσται τώ αμνώ τώ ενί οίνου. τούτο το ολοκαύτωμα μήνα εκ μηνός εις τους μήνας τού ενιαυτού. 15 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας Κυρίω· επί της ολοκαυτώσεως της διά παντός ποιηθήσεται και η σπονδή αυτού. 16 Καί εν τώ μηνί τώ πρώτω τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός πάσχα Κυρίω. 17 και τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τούτου εορτή· επτά ημέρας άζυμα έδεσθε. 18 και η ημέρα η πρώτη επίκλητος αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. 19 και προσάξετε ολοκαυτώματα κάρπωμα Κυρίω μόσχους εκ βοών δύο, κριόν ένα, αμνούς ενιαυσίους επτά, άμωμοι έσονται υμίν·
20 και η θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω, τρία δέκατα τώ μόσχω τώ ενί και δύο δέκατα τώ κριώ τώ ενί, 21 δέκατον δέκατον ποιήσεις τώ αμνώ τώ ενί, τοίς επτά αμνοίς· 22 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών· 23 πλήν της ολοκαυτώσεως της διά παντός της πρωινής, ό εστιν ολοκαύτωμα ενδελεχισμού. 24 ταύτα κατά ταύτα ποιήσετε την ημέραν εις τας επτά ημέρας, δώρον κάρπωμα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω· επί τού ολοκαυτώματος τού διά παντός ποιήσεις την σπονδήν αυτού. 25 και ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυτή. 26 Καί τή ημέρα των νέων, όταν προσφέρητε θυσίαν νέαν Κυρίω των εβδομάδων, επίκλητος αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. 27 και προσάξετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω μόσχους εκ βοών δύο, κριόν ένα, αμνούς ενιαυσίους επτά αμώμους· 28 η θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω, τρία δέκατα τώ μόσχω τώ ενί και δύο δέκατα τώ κριώ τώ ενί, 29 δέκατον δέκατον τώ αμνώ τώ ενί, τοίς επτά αμνοίς·
30 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών· 31 πλήν τού ολοκαυτώματος τού διά παντός· και την θυσίαν αυτών ποιήσετέ μοι. άμωμοι έσονται υμίν, και τας σπονδάς αυτών.
1 ΚΑΙ τώ μηνί τώ εβδόμω, μια τού μηνός, επίκλητος αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε· ημέρα σημασίας έσται υμίν. 2 και ποιήσετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω, μόσχον ένα εκ βοών, κριόν ένα, αμνούς ενιαυσίους επτά αμώμους· 3 η θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω, τρία δέκατα τώ μόσχω τώ ενί, και δύο δέκατα τώ κριώ τώ ενί, 4 δέκατον δέκατον τώ αμνώ τώ ενί, τοίς επτά αμνοίς· 5 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών· 6 πλήν των ολοκαυτωμάτων της νουμηνίας, και αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών και το ολοκαύτωμα το διαπαντός και αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών εις οσμήν ευωδίας Κυρίω. 7 Καί τή δεκάτη τού μηνός τούτου επίκλητος αγία έσται υμίν, και κακώσετε τας ψυχάς υμών και πάν έργον ου ποιήσετε. 8 και προσοίσετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω, καρπώματα Κυρίω, μόσχον εκ βοών ένα, κριόν ένα, αμνούς ενιαυσίους επτά, άμωμοι έσονται υμίν· 9 η θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω, τρία δέκατα τώ μόσχω τώ ενί και δύο δέκατα τώ κριώ τώ ενί,
10 δέκατον δέκατον τώ αμνώ τώ ενί εις τους επτά αμνούς· 11 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών· πλήν το περί της αμαρτίας της εξιλάσεως και η ολοκαύτωσις η διά παντός, η θυσία αυτής και η σπονδή αυτής κατά την σύγκρισιν εις οσμήν ευωδίας κάρπωμα Κυρίω. 12 Καί τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τού εβδόμου τούτου επίκλητος αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. και εορτάσατε αυτήν εορτήν Κυρίω επτά ημέρας. 13 και προσάξατε ολοκαυτώματα κάρπωμα εις οσμήν ευωδίας Κυρίω, τή ημέρα τή πρώτη μόσχους εκ βοών τρεις και δέκα, κριούς δύο, αμνούς ενιαυσίους δεκατέσσαρας, άμωμοι έσονται· 14 αι θυσίαι αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω, τρία δέκατα τώ μόσχω τώ ενί, τοίς τρισκαίδεκα μόσχοις, και δύο δέκατα τώ κριώ τώ ενί, επί τους δύο κριούς, 15 δέκατον δέκατον τώ αμνώ τώ ενί, επί τους τέσσαρας και δέκα αμνούς· 16 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διαπαντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών. 17 και τή ημέρα τή δευτέρα μόσχους δώδεκα, κριούς δύο, αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους· 18 η θυσία αυτών και η σπονδή αυτών τοίς μόσχοις και τοίς κριοίς και τοίς αμνοίς κατά αριθμόν αυτών, κατά την σύγκρισιν αυτών· 19 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διαπαντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών.
20 τή ημέρα τή τρίτη μόσχους ένδεκα, κριούς δύο, αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους· 21 η θυσία αυτών και η σπονδή αυτών τοίς μόσχοις και τοίς κριοίς και τοίς αμνοίς κατά αριθμόν αυτών, κατά την σύγκρισιν αυτών· 22 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διαπαντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών. 23 τή ημέρα τή τετάρτη μόσχους δέκα, κριούς δύο, αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους· 24 αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοίς μόσχοις και τοίς κριοίς και τοίς αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών· 25 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διαπαντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών. 26 τή ημέρα τή πέμπτη μόσχους εννέα, κριούς δύο, αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους· 27 αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοίς μόσχοις και τοίς κριοίς και τοίς αμνοίς κατά αριθμόν αυτών, κατά την σύγκρισιν αυτών· 28 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διά παντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών. 29 τή ημέρα τή έκτη μόσχους οκτώ, κριούς δύο, αμνούς ενιαυσίους δεκατέσσαρας αμώμους·
30 αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοίς μόσχοις και τοίς κριοίς και τοίς αμνοίς κατά αριθμόν αυτών, κατά την σύγκρισιν αυτών· 31 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διαπαντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών. 32 τή ημέρα τή εβδόμη μόσχους επτά, κριούς δύο, αμνούς ενιαυσίους δεκατέσσαρας αμώμους· 33 αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοίς μόσχοις και τοίς κριοίς και τοίς αμνοίς κατά αριθμόν αυτών, κατά την σύγκρισιν αυτών· 34 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διαπαντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών. 35 και τή ημέρα τή ογδόη εξόδιον έσται υμίν. πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυτή. 36 και προσάξετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας καρπώματα τώ Κυρίω, μόσχον ένα, κριόν ένα, αμνούς ενιαυσίους επτά αμώμους. 37 αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τώ μόσχω και τώ κριώ και τοίς αμνοίς κατά αριθμόν αυτών, κατά την σύγκρισιν αυτών. 38 και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας, πλήν της ολοκαυτώσεως της διαπαντός· αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών. 39 Ταύτα ποιήσετε Κυρίω εν ταίς εορταίς υμών, πλήν των ευχών υμών, και τα εκούσια υμών και τα ολοκαυτώματα υμών και τας θυσίας υμών και τας σπονδάς υμών και τα σωτήρια υμών.
1 ΚΑΙ ελάλησε Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ κατά πάντα, όσα ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή. 2 και ελάλησε Μωυσής προς τους άρχοντας των φυλών υιών Ισραήλ λέγων· τούτο το ρήμα, ό συνέταξε Κύριος· 3 άνθρωπος άνθρωπος, ός αν εύξηται ευχήν Κυρίω ή ομόση όρκον ή ορίσηται ορισμώ περί της ψυχής αυτού, ου βεβηλώσει το ρήμα αυτού· πάντα όσα αν εξέλθη εκ τού στόματος αυτού, ποιήσει· 4 εάν δε εύξηται γυνή ευχήν Κυρίω ή ορίσηται ορισμόν εν τώ οίκω τού πατρός αυτής εν τή νεότητι αυτής και ακούση ο πατήρ αυτής τας ευχάς αυτής και τους ορισμούς αυτής, ούς ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής, και παρασιωπήση αυτής ο πατήρ, και στήσονται πάσαι αι ευχαί αυτής, 5 και πάντες οι ορισμοί, ούς ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής, μενούσιν αυτή. 6 εάν δε ανανεύων ανανεύση ο πατήρ αυτής, ή αν ημέρα ακούση πάσας τας ευχάς αυτής και τους ορισμούς, ούς ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής, ου στήσονται· και Κύριος καθαριεί αυτήν, ότι ανένευσεν ο πατήρ αυτής. 7 εάν δε γενομένη γένηται ανδρί και αι ευχαί αυτής επ' αυτή κατά την διαστολήν των χειλέων αυτής, ούς ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής, 8 και ακούση ο ανήρ αυτής και παρασιωπήση αυτή, ή αν ημέρα ακούση, και ούτω στήσονται πάσαι αι ευχαί αυτής και οι ορισμοί αυτής, ούς ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής, στήσονται. 9 εάν δε ανανεύων ανανεύση ο ανήρ αυτής, ή εάν ημέρα ακούση, πάσαι αι ευχαί αυτής και οι ορισμοί αυτής, ούς ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής, ου μενούσιν, ότι ο ανήρ ανένευσεν απ' αυτής, και Κύριος καθαριεί αυτήν.
10 και ευχή χήρας και εκβεβλημένης όσα εάν εύξηται κατά της ψυχής αυτής, μενούσιν αυτή. 11 εάν δε εν τώ οίκω τού ανδρός αυτής η ευχή αυτής ή ο ορισμός κατά της ψυχής αυτής μεθ' όρκου 12 και ακούση ο ανήρ αυτής και παρασιωπήση αυτή και μη ανανεύση αυτή, και στήσονται πάσαι αι ευχαί αυτής, και πάντες οι ορισμοί αυτής, ούς ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής, στήσονται κατ' αυτής. 13 εάν δε περιελών περιέλη ο ανήρ αυτής, ή αν ημέρα ακούση, πάντα όσα εάν εξέλθη εκ των χειλέων αυτής κατά τας ευχάς αυτής και κατά τους ορισμούς τους κατά της ψυχής αυτής, ου μενεί αυτή· ο ανήρ αυτής περιείλε, και Κύριος καθαριεί αυτήν. 14 πάσα ευχή και πάς όρκος δεσμού κακώσαι ψυχήν, ο ανήρ αυτής στήσει αυτή και ο ανήρ αυτής περιελεί. 15 εάν δε σιωπών παρασιωπήση αυτή ημέραν εξ ημέρας, και στήσει αυτή πάσας τας ευχάς αυτής, και τους ορισμούς τους επ' αυτής στήσει αυτή, ότι εσιώπησεν αυτή τή ημέρα, ή ήκουσεν. 16 εάν δε περιελών περιέλη ο ανήρ αυτής μετά την ημέραν, ήν ήκουσε, και λήψεται την αμαρτίαν αυτού. 17 ταύτα τα δικαιώματα, όσα ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή, ανά μέσον ανδρός και γυναικός αυτού και αναμέσον πατρός και θυγατρός εν νεότητι εν οίκω πατρός.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 εκδίκει την εκδίκησιν υιών Ισραήλ εκ των Μαδιανιτών, και έσχατον προστεθήση προς τον λαόν σου. 3 και ελάλησε Μωυσής προς τον λαόν λέγων· εξοπλίσατε εξ υμών άνδρας και παρατάξασθε έναντι Κυρίου επί Μαδιάν αποδούναι εκδίκησιν παρά τού Κυρίου τή Μαδιάν· 4 χιλίους εκ φυλής, χιλίους εκ φυλής, εκ πασών φυλών υιών Ισραήλ αποστείλατε παρατάξασθαι. 5 και εξηρίθμησαν εκ των χιλιάδων Ισραήλ χιλίους εκ φυλής, δώδεκα χιλιάδας ενωπλισμένοι εις παράταξιν. 6 και απέστειλεν αυτούς Μωυσής χιλίους εκ φυλής, χιλίους εκ φυλής σύν δυνάμει αυτών και Φινεές υιόν Ελεάζαρ υιού Ααρών τού ιερέως, και τα σκεύη τα άγια και αι σάλπιγγες των σημασιών εν ταίς χερσίν αυτών. 7 και παρετάξαντο επί Μαδιάν, καθά ενετείλατο Κύριος Μωυσή, και απέκτειναν πάν αρσενικόν· 8 και τους βασιλείς Μαδιάν απέκτειναν άμα τοίς τραυματίαις αυτών, και τον Ευίν και τον Ροκόν και τον Σούρ και τον Ούρ και τον Ροβόκ, πέντε βασιλείς Μαδιάν· και τον Βαλαάμ υιόν Βεώρ απέκτειναν εν ρομφαία σύν τοίς τραυματίαις αυτών. 9 και επρονόμευσαν τας γυναίκας Μαδιάν και την αποσκευήν αυτών, και τα κτήνη αυτών και πάντα τα έγκτητα αυτών και την δύναμιν αυτών επρονόμευσαν·
10 και πάσας τας πόλεις αυτών τας εν ταίς κατοικίαις αυτών και τας επαύλεις αυτών ενέπρησαν εν πυρί. 11 και έλαβον πάσαν την προνομήν αυτών και πάντα τα σκύλα αυτών από ανθρώπου έως κτήνους 12 και ήγαγον προς Μωυσήν και προς Ελεάζαρ τον ιερέα και προς πάντας υιούς Ισραήλ την αιχμαλωσίαν και τα σκύλα και την προνομήν εις την παρεμβολήν εις Αραβώθ Μωάβ, ή εστιν επί τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ. 13 Καί εξήλθε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς και πάντες οι άρχοντες της συναγωγής εις συνάντησιν αυτοίς έξω της παρεμβολής. 14 και ωργίσθη Μωυσής επί τοίς επισκόποις της δυνάμεως, χιλιάρχοις και εκατοντάρχοις τοίς ερχομένοις εκ της παρατάξεως τού πολέμου, 15 και είπεν αυτοίς Μωυσής· ινατί εζωγρήσατε πάν θήλυ; 16 αύται γάρ ήσαν τοίς υιοίς Ισραήλ κατά το ρήμα Βαλαάμ τού αποστήσαι και υπεριδείν το ρήμα Κυρίου ένεκεν Φογώρ, και εγένετο η πληγή εν τή συναγωγή Κυρίου. 17 και νύν αποκτείνατε πάν αρσενικόν εν πάση τή απαρτία, πάσαν γυναίκα, ήτις έγνω κοίτην άρσενος, αποκτείνατε· 18 και πάσαν την απαρτίαν των γυναικών, ήτις ουκ οίδε κοίτην άρσενος, ζωγρήσατε αυτάς. 19 και υμείς παρεμβάλετε έξω της παρεμβολής επτά ημέρας· πάς ο ανελών και ο απτόμενος τού τετρωμένου αγνισθήσεται τή ημέρα τή τρίτη και τή ημέρα τή εβδόμη υμείς και η αιχμαλωσία υμών·
20 και πάν περίβλημα και πάν σκεύος δερμάτινον και πάσαν εργασίαν εξ αιγείας και πάν σκεύος ξύλινον αφαγνιείτε. 21 και είπεν Ελεάζαρ ο ιερεύς προς τους άνδρας της δυνάμεως τους ερχομένους εκ της παρατάξεως τού πολέμου· τούτο το δικαίωμα τού νόμου, ό συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 22 πλήν τού χρυσίου και τού αργυρίου και χαλκού και σιδήρου και μολίβου και κασσιτέρου, 23 πάν πράγμα, ό διελεύσεται εν πυρί, και καθαρισθήσεται, αλλ' ή τώ ύδατι τού αγνισμού αγνισθήσεται· και πάντα όσα εάν μη διαπορεύηται διά πυρός, διελεύσεται δι' ύδατος. 24 και πλυνείσθε τα ιμάτια τή ημέρα τή εβδόμη και καθαρισθήσεσθε και μετά ταύτα εισελεύσεσθε εις την παρεμβολήν. 25 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 26 λάβε το κεφάλαιον των σκύλων της αιχμαλωσίας από ανθρώπου έως κτήνους, σύ και Ελεάζαρ ο ιερεύς και οι άρχοντες των πατριών της συναγωγής, 27 και διελείτε τα σκύλα ανά μέσον των πολεμιστών των εκπεπορευμένων εις την παράταξιν, και ανά μέσον πάσης συναγωγής. 28 και αφελείτε τέλος Κυρίω παρά των ανθρώπων των πολεμιστών των εκπεπορευμένων εις την παράταξιν μίαν ψυχήν από πεντακοσίων, από των ανθρώπων και από των κτηνών και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων· 29 και από τού ημίσους αυτών λήψεσθε και δώσεις Ελεάζαρ τώ ιερεί τας απαρχάς Κυρίου.
30 και από τού ημίσους τού των υιών Ισραήλ λήψη ένα από πεντήκοντα από των ανθρώπων και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων και από πάντων των κτηνών και δώσεις αυτά τοίς Λευίταις τοίς φυλάσσουσι τας φυλακάς εν τή σκηνή Κυρίου. 31 και εποίησε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 32 και εγενήθη το πλεόνασμα της προνομής, ό προενόμευσαν οι άνδρες οι πολεμισταί από των προβάτων, εξακόσιαι χιλιάδες και εβδομήκοντα και πέντε χιλιάδες 33 και βόες δύο και εβδομήκοντα χιλιάδες 34 και όνοι μία και εξήκοντα χιλιάδες 35 και ψυχαί ανθρώπων από των γυναικών, αί ουκ έγνωσαν κοίτην ανδρός, πάσαι ψυχαί δύο και τριάκοντα χιλιάδες. 36 και εγενήθη το ημίσευμα η μερίς των εκπεπορευμένων εις τον πόλεμον εκ τού αριθμού των προβάτων τριακόσιαι και τριάκοντα χιλιάδες και επτακισχίλια και πεντακόσια. 37 και εγένετο το τέλος Κυρίω από των προβάτων εξακόσιαι εβδομήκοντα πέντε· 38 και βόες έξ και τριάκοντα χιλιάδες, και το τέλος Κυρίω δύο και εβδομήκοντα· 39 και όνοι τριάκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι, και το τέλος Κυρίω είς και εξήκοντα·
40 και ψυχαί ανθρώπων εκκαίδεκα χιλιάδες, και το τέλος αυτών Κυρίω δύο και τριάκοντα ψυχαί. 41 και έδωκε Μωυσής το τέλος Κυρίω το αφαίρεμα τού Θεού Ελεάζαρ τώ ιερεί, καθά συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 42 από τού ημισεύματος των υιών Ισραήλ, ούς διείλε Μωυσής από των ανδρών των πολεμιστών. 43 και εγένετο το ημίσευμα από της συναγωγής από των προβάτων τριακόσιαι και τριάκοντα χιλιάδες και επτακισχίλια και πεντακόσια 44 και βόες έξ και τριάκοντα χιλιάδες, 45 όνοι τριάκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι 46 και ψυχαί ανθρώπων έξ και δέκα χιλιάδες. 47 και έλαβε Μωυσής από τού ημισεύματος των υιών Ισραήλ το έν από των πεντήκοντα, από των ανθρώπων και από των κτηνών, και έδωκεν αυτά τοίς Λευίταις τοίς φυλάσσουσι τας φυλακάς της σκηνής Κυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή. 48 Καί προσήλθον προς Μωυσήν πάντες οι καθεσταμένοι εις τας χιλιαρχίας της δυνάμεως, χιλίαρχοι και εκατόνταρχοι, και είπαν προς Μωυσήν· 49 οι παίδές σου ειλήφασι το κεφάλαιον των ανδρών των πολεμιστών των παρ' ημίν, και ου διαπεφώνηκεν απ' αυτών ουδέ είς·
50 και προσενηνόχαμεν το δώρον Κυρίω, ανήρ ό εύρε σκεύος χρυσούν και χλιδώνα και ψέλλιον και δακτύλιον και περιδέξιον και εμπλόκιον, εξιλάσασθαι περί ημών έναντι Κυρίου. 51 και έλαβε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς το χρυσίον παρ' αυτών πάν σκεύος ειργασμένον· 52 και εγένετο πάν το χρυσίον το αφαίρεμα, ό αφείλον Κυρίω, εκκαίδεκα χιλιάδες και επτακόσιοι και πεντήκοντα σίκλοι παρά των χιλιάρχων και παρά των εκατοντάρχων. 53 και οι άνδρες οι πολεμισταί επρονόμευσαν έκαστος εαυτώ. 54 και έλαβε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς το χρυσίον παρά των χιλιάρχων και παρά των εκατοντάρχων και εισήνεγκεν αυτά εις την σκηνήν τού μαρτυρίου, μνημόσυνον των υιών Ισραήλ έναντι Κυρίου.
1 ΚΑΙ κτήνη πλήθος ήν τοίς υιοίς Ρουβήν και τοίς υιοίς Γάδ, πλήθος σφόδρα· και είδον την χώραν Ιαζήρ και την χώραν Γαλαάδ, και ήν ο τόπος τόπος κτήνεσι. 2 και προσελθόντες οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ είπαν προς Μωυσήν και προς Ελεάζαρ τον ιερέα και προς τους άρχοντας της συναγωγής λέγοντες· 3 Αταρώθ και Δαιβών και Ιαζήρ και Ναμρά και Εσεβών, και Ελεαλή και Σεβαμά και Ναβαύ και Βαιάν, 4 την γήν ήν παραδέδωκε Κύριος ενώπιον των υιών Ισραήλ, γη κτηνοτρόφος εστί, και τοίς παισί σου κτήνη υπάρχει. 5 και έλεγον· ει εύρομεν χάριν ενώπιόν σου, δοθήτω η γη αύτη τοίς οικέταις σου εν κατασχέσει, και μη διαβιβάσης ημάς τον Ιορδάνην. 6 και είπε Μωυσής τοίς υιοίς Γάδ και τοίς υιοίς Ρουβήν· οι αδελφοί υμών πορεύονται εις τον πόλεμον, και υμείς καθήσεσθε αυτού; 7 και ινατί διαστρέφετε τας διανοίας των υιών Ισραήλ μη διαβήναι εις την γήν, ήν Κύριος δίδωσιν αυτοίς; 8 ουχ ούτως εποίησαν οι πατέρες υμών, ότε απέστειλα αυτούς εκ Κάδης Βαρνή κατανοήσαι την γήν; 9 και ανέβησαν Φάραγγα βότρυος και κατενόησαν την γήν και απέστησαν την καρδίαν των υιών Ισραήλ, όπως μη εισέλθωσιν εις την γήν, ήν έδωκε Κύριος αυτοίς.
10 και ωργίσθη θυμώ Κύριος εν τή ημέρα εκείνη και ώμοσε λέγων· 11 ει όψονται οι άνθρωποι ούτοι οι αναβάντες εξ Αιγύπτου από εικοσαετούς και επάνω, οι επιστάμενοι το αγαθόν και το κακόν, την γήν ήν ώμοσα τώ Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ου γάρ συνεπηκολούθησαν οπίσω μου, 12 πλήν Χάλεβ υιός Ιεφοννή ο διακεχωρισμένος και Ιησούς ο τού Ναυή, ότι συνεπηκολούθησαν οπίσω Κυρίου. 13 και ωργίσθη θυμώ Κύριος επί τον Ισραήλ και κατερρόμβευσεν αυτούς εν τή ερήμω τεσσαράκοντα έτη, έως εξανηλώθη πάσα η γενεά οι ποιούντες τα πονηρά έναντι Κυρίου. 14 ιδού ανέστητε αντί των πατέρων υμών, σύντριμμα ανθρώπων αμαρτωλών, προσθείναι έτι επί τον θυμόν της οργής Κυρίου επί Ισραήλ, 15 ότι αποστραφήσεσθε απ' αυτού προσθείναι έτι καταλιπείν αυτόν εν τή ερήμω και ανομήσετε εις όλην την συναγωγήν ταύτην. 16 και προσήλθον αυτώ και έλεγον· επαύλεις προβάτων οικοδομήσομεν ώδε τοίς κτήνεσιν ημών και πόλεις ταίς αποσκευαίς ημών, 17 και ημείς ενοπλισάμενοι προφυλακήν πρότεροι των υιών Ισραήλ, έως αν αγάγωμεν αυτούς εις τον εαυτών τόπον· και κατοικήσει η αποσκευή ημών εν πόλεσι τετειχισμέναις διά τους κατοικούντας την γήν. 18 ου μη αποστραφώμεν εις τας οικίας ημών, έως αν καταμερισθώσιν οι υιοί Ισραήλ, έκαστος εις την κληρονομίαν αυτού· 19 και ουκέτι κληρονομήσομεν εν αυτοίς από τού πέραν τού Ιορδάνου και επέκεινα, ότι απέχομεν τους κλήρους ημών εν τώ πέραν τού Ιορδάνου εν ανατολαίς.
20 και είπε προς αυτούς Μωυσής· εάν ποιήσητε κατά το ρήμα τούτο, εάν εξοπλίσησθε έναντι Κυρίου εις πόλεμον 21 και παρελεύσεται υμών πάς οπλίτης τον Ιορδάνην έναντι Κυρίου, έως αν εκτριβή ο εχθρός αυτού από προσώπου αυτού 22 και κατακυριευθή η γη έναντι Κυρίου, και μετά ταύτα αποστραφήσεσθε, και έσεσθε αθώοι έναντι Κυρίου και από Ισραήλ, και έσται η γη αύτη υμίν εν κατασχέσει έναντι Κυρίου. 23 εάν δε μη ποιήσητε ούτως, αμαρτήσεσθε έναντι Κυρίου και γνώσεσθε την αμαρτίαν υμών, όταν υμάς καταλάβη τα κακά. 24 και οικοδομήσετε υμίν αυτοίς πόλεις τή αποσκευή υμών και επαύλεις τοίς κτήνεσιν υμών και το εκπορευόμενον εκ τού στόματος υμών ποιήσετε. 25 και είπαν οι υιοί Ρουβήν και υιοί Γάδ προς Μωυσήν λέγοντες· οι παίδές σου ποιήσουσι καθά ο Κύριος ημών εντέλλεται· 26 η αποσκευή ημών και αι γυναίκες ημών και πάντα τα κτήνη ημών έσονται εν ταίς πόλεσι Γαλαάδ, 27 οι δε παίδές σου παρελεύσονται πάντες ενωπλισμένοι και εκτεταγμένοι έναντι Κυρίου εις τον πόλεμον, ον τρόπον ο Κύριος λέγει. 28 και συνέστησεν αυτοίς Μωυσής Ελεάζαρ τον ιερέα και Ιησούν υιόν Ναυή και τους άρχοντας πατριών των φυλών Ισραήλ, 29 και είπε προς αυτούς Μωυσής· εάν διαβώσιν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ μεθ' υμών τον Ιορδάνην, πάς ενωπλισμένος εις πόλεμον έναντι Κυρίου, και κατακυριεύσητε της γής απέναντι υμών, και δώσετε αυτοίς την γήν Γαλαάδ εν κατασχέσει·
30 εάν δε μη διαβώσιν ενωπλισμένοι μεθ' υμών εις τον πόλεμον έναντι Κυρίου, και διαβιβάσετε την αποσκευήν αυτών και τας γυναίκας αυτών και τα κτήνη αυτών πρότερα υμών εις γήν Χαναάν, και συγκατακληρονομηθήσονται εν υμίν εν τή γη Χαναάν. 31 και απεκρίθησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ λέγοντες· όσα ο Κύριος λέγει τοίς θεράπουσιν, ούτω ποιήσωμεν ημείς· 32 διαβησόμεθα ενωπλισμένοι έναντι Κυρίου εις γήν Χαναάν, και δώσετε την κατάσχεσιν ημίν εν τώ πέραν τού Ιορδάνου. 33 και έδωκεν αυτοίς Μωυσής τοίς υιοίς Γάδ και τοίς υιοίς Ρουβήν και τώ ημίσει φυλής Μανασσή υιών Ιωσήφ, την βασιλείαν Σηών βασιλέως Αμορραίων και την βασιλείαν Ώγ βασιλέως της Βασάν, την γήν και τας πόλεις σύν τοίς ορίοις αυτής, πόλεις της γής κύκλω. 34 Καί ωκοδόμησαν οι υιοί Γάδ την Δαιβών και την Αταρώθ και την Αροήρ 35 και την Σοφάρ και την Ιαζήρ και ύψωσαν αυτάς, 36 και την Ναμράμ και την Βαιθαράν, πόλεις οχυράς και επαύλεις προβάτων. 37 και οι υιοί Ρουβήν ωκοδόμησαν την Εσεβών και Ελεάλην και Καριαθάμ 38 και την Βεελμεών, περικεκυκλωμένας, και την Σεβαμά και επωνόμασαν κατά τα ονόματα αυτών τα ονόματα των πόλεων, ας ωκοδόμησαν. 39 και επορεύθη υιός Μαχίρ υιού Μανασσή εις Γαλαάδ και έλαβεν αυτήν και απώλεσε τον Αμορραίον τον κατοικούντα εν αυτή.
40 και έδωκε Μωυσής την Γαλαάδ τώ Μαχίρ υιώ Μανασσή, και κατώκησεν εκεί. 41 και Ιαίρ ο τού Μανασσή επορεύθη και έλαβε τας επαύλεις αυτών και επωνόμασεν αυτάς Επαύλεις Ιαίρ. 42 και Ναβαύ επορεύθη και έλαβε την Καάθ και τας κώμας αυτής και επωνόμασεν αυτάς Ναβώθ εκ τού ονόματος αυτού.
1 ΚΑΙ ούτοι οι σταθμοί των υιών Ισραήλ, ως εξήλθον εκ γής Αιγύπτου σύν δυνάμει αυτών εν χειρί Μωυσή και Ααρών· 2 και έγραψε Μωυσής τας απάρσεις αυτών και τους σταθμούς αυτών διά ρήματος Κυρίου, και ούτοι οι σταθμοί της πορείας αυτών. 3 απήραν εκ Ραμεσσή τώ μηνί τώ πρώτω τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τού πρώτου· τή επαύριον τού πάσχα εξήλθον οι υιοί Ισραήλ εν χειρί υψηλή εναντίον πάντων των Αιγυπτίων, 4 και οι Αιγύπτιοι έθαπτον εξ αυτών τους τεθνηκότας πάντας, ούς επάταξε Κύριος, πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω, και εν τοίς θεοίς αυτών εποίησε την εκδίκησιν Κύριος. 5 και απάραντες οι υιοί Ισραήλ εκ Ραμεσσή παρενέβαλον εις Σοκχώθ. 6 και απάραντες εκ Σοκχώθ παρενέβαλον εις Βουθάν, ό εστι μέρος τι της ερήμου. 7 και απήραν εκ Βουθάν και παρενέβαλον επί το στόμα Ειρώθ, ό εστιν απέναντι Βεελσεπφών, και παρενέβαλον απέναντι Μαγδώλου. 8 και απήραν απέναντι Ειρώθ και διέβησαν μέσον της θαλάσσης εις την έρημον και επορεύθησαν οδόν τριών ημερών διά της ερήμου αυτοί και παρενέβαλον εν Πικρίαις. 9 και απήραν εκ Πικριών και ήλθον εις Αιλίμ· και εν Αιλίμ δώδεκα πηγαί υδάτων και εβδομήκοντα στελέχη φοινίκων, και παρενέβαλον εκεί παρά το ύδωρ.
10 και απήραν εξ Αιλίμ και παρενέβαλον επί θάλασσαν ερυθράν. 11 και απήραν από θαλάσσης ερυθράς, και παρενέβαλον εις την έρημον Σίν. 12 και απήραν εκ της ερήμου Σίν και παρενέβαλον εις Ραφακά. 13 και απήραν εκ Ραφακά και παρενέβαλον εν Αιλούς. 14 και απήραν εξ Αιλούς και παρενέβαλον εν Ραφιδίν, και ουκ ήν εκεί ύδωρ τώ λαώ πιείν. 15 και απήραν εκ Ραφιδίν και παρενέβαλον εν τή ερήμω Σινά. 16 και απήραν εκ της ερήμου Σινά και παρενέβαλον εν Μνήμασι της επιθυμίας. 17 και απήραν εκ Μνημάτων της επιθυμίας και παρενέβαλον εν Ασηρώθ. 18 και απήραν εξ Ασηρώθ και παρενέβαλον εν Ραθαμά. 19 και απήραν εκ Ραθαμά και παρενέβαλον εν Ρεμμών Φαρές.
20 και απήραν εκ Ρεμμών Φαρές και παρενέβαλον εν Λεβωνά. 21 και απήραν εκ Λεβωνά και παρενέβαλον εις Ρεσσάν. 22 και απήραν εκ Ρεσσάν και παρενέβαλον εις Μακελλάθ. 23 και απήραν εκ Μακελλάθ και παρενέβαλον εις Σαφάρ. 24 και απήραν εκ Σαφάρ και παρενέβαλον εις Χαραδάθ. 25 και απήραν εκ Χαραδάθ και παρενέβαλον εις Μακηλώθ. 26 και απήραν εκ Μακηλώθ και παρενέβαλον εις Καταάθ. 27 και απήραν εκ Καταάθ και παρενέβαλον εις Ταράθ. 28 και απήραν εκ Ταράθ και παρενέβαλον εις Μαθεκκά. 29 και απήραν εκ Μαθεκκά και παρενέβαλον εις Σελμωνά.
30 και απήραν εκ Σελμωνά και παρενέβαλον εις Μασουρούθ. 31 και απήραν εκ Μασουρούθ και παρενέβαλον εις Βαναία. 32 και απήραν εκ Βαναία και παρενέβαλον εις το όρος Γαδγάδ. 33 και απήραν εκ τού όρους Γαδγάδ και παρενέβαλον εις Ετεβαθά. 34 και απήραν εξ Ετεβαθά και παρενέβαλον εις Εβρωνά. 35 και απήραν εξ Εβρωνά και παρενέβαλον εις Γεσιών Γάβερ. 36 και απήραν εκ Γεσιών Γάβερ και παρενέβαλον εν τή ερήμω Σίν. και απήραν εκ της ερήμου Σίν και παρενέβαλον εις την έρημον Φαράν· αύτη εστί Κάδης. 37 και απήραν εκ Κάδης και παρενέβαλον εις Ώρ το όρος πλησίον γής Εδώμ· 38 και ανέβη Ααρών ο ιερεύς διά προστάγματος Κυρίου και απέθανεν εκεί εν τώ τεσσαρακοστώ έτει της εξόδου των υιών Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου τώ μηνί τώ πέμπτω μια τού μηνός· 39 και Ααρών ήν τριών και είκοσι και εκατόν ετών, ότε απέθνησκεν εν Ώρ τώ όρει.
40 και ακούσας ο Χανανίς βασιλεύς Αράδ, και ούτος κατώκει εν γη Χαναάν, ότε εισεπορεύοντο οι υιοί Ισραήλ. 41 και απήραν εξ Ώρ τού όρους και παρενέβαλον εις Σελμωνά. 42 και απήραν εκ Σελμωνά και παρενέβαλον εις Φινώ. 43 και απήραν εκ Φινώ και παρενέβαλον εν Ωβώθ. 44 και απήραν εξ Ωβώθ και παρενέβαλον εν Γαί, εν τώ πέραν επί των ορίων Μωάβ. 45 και απήραν εκ Γαί και παρενέβαλον εις Δαιβών Γάδ. 46 και απήραν εκ Δαιβών Γάδ και παρενέβαλον εν Γελμών Δεβλαθαίμ. 47 και απήραν εκ Γελμών Δεβλαθαίμ και παρενέβαλον επί τα όρη τα Αβαρίμ, απέναντι Ναβαύ. 48 και απήραν από των ορέων Αβαρίμ και παρενέβαλον επί δυσμών Μωάβ, επί τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ, 49 και παρενέβαλον παρά τον Ιορδάνην ανά μέσον Αισιμώθ έως Βελσατίμ κατά δυσμάς Μωάβ.
50 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν επί δυσμών Μωάβ παρά τον Ιορδάνην κατά Ιεριχώ λέγων· 51 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εις γήν Χαναάν 52 και απολείτε πάντας τους κατοικούντας εν τή γη πρό προσώπου υμών και εξαρείτε τας σκοπιάς αυτών και πάντα τα είδωλα τα χωνευτά αυτών απολείτε αυτά και πάσας τας στήλας αυτών εξαρείτε. 53 και απολείτε πάντας τους κατοικούντας την γήν και κατοικήσετε εν αυτή· υμίν γάρ δέδωκα την γήν αυτών εν κλήρω. 54 και κατακληρονομήσετε την γήν αυτών εν κλήρω κατά φυλάς υμών· τοίς πλείοσι πληθυνείτε την κατάσχεσιν αυτών και τοίς ελάττοσιν ελαττώσετε την κατάσχεσιν αυτών· εις ό αν εξέλθη το όνομα αυτού εκεί, αυτού έσται· κατά φυλάς πατριών υμών κληρονομήσετε. 55 εάν δε μη απολέσητε τους κατοικούντας επί της γής από προσώπου υμών, και έσται ούς εάν καταλίπητε εξ αυτών, σκόλοπες εν τοίς οφθαλμοίς υμών και βολίδες εν ταίς πλευραίς υμών και εχθρεύσουσιν υμίν επί της γής, εφ' ήν υμείς κατοικήσετε, 56 και έσται καθότι διεγνώκειν ποιήσαι αυτούς, ποιήσω υμάς.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 2 έντειλαι τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· υμείς εισπορεύεσθε εις την γήν Χαναάν· αύτη έσται υμίν εις κληρονομίαν, γη Χαναάν σύν τοίς ορίοις αυτής. 3 και έσται υμίν το κλίτος το προς λίβα από ερήμου Σίν έως εχόμενον Εδώμ, και έσται υμίν τα όρια προς λίβα από μέρους της θαλάσσης της αλυκής από ανατολών· 4 και κυκλώσει υμάς τα όρια από λιβός προς ανάβασιν Ακραβίν και παρελεύσεται Σεννά, και έσται η διέξοδος αυτού προς λίβα Κάδης τού Βαρνή. και εξελεύσεται εις έπαυλιν Αράδ και παρελεύσεται Ασεμωνά· 5 και κυκλώσει τα όρια από Ασεμωνά χειμάρρουν Αιγύπτου, και έσται η διέξοδος η θάλασσα. 6 και τα όρια της θαλάσσης έσται υμίν· η θάλασσα η μεγάλη οριεί, τούτο έσται υμίν τα όρια της θαλάσσης. 7 και τούτο έσται υμίν τα όρια προς βορράν· από της θαλάσσης της μεγάλης καταμετρήσετε υμίν αυτοίς παρά το όρος το όρος· 8 και από τού όρους το όρος καταμετρήσετε αυτοίς εισπορευομένων εις Εμάθ, και έσται η διέξοδος αυτού τα όρια Σαραδάκ· 9 και εξελεύσεται τα όρια Δεφρωνά, και έσται η διέξοδος αυτού Αρσεναίν· τούτο έσται υμίν όρια από βορρά.
10 και καταμετρήσετε υμίν αυτοίς τα όρια ανατολών από Αρσεναίν Σεπφαμάρ· 11 και καταβήσεται τα όρια από Σεπφάμ Αρβηλά από ανατολών επί πηγάς, και καταβήσεται τα όρια Βηλά επί νώτου θαλάσσης Χενερέθ από ανατολών· 12 και καταβήσεται τα όρια επί τον Ιορδάνην, και έσται η διέξοδος θάλασσα η αλυκή. αύτη έσται υμίν η γη και τα όρια αυτής κύκλω. 13 και ενετείλατο Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· αύτη η γη, ήν κατακληρονομήσετε αυτήν μετά κλήρου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος δούναι αυτήν ταίς εννέα φυλαίς και τώ ημίσει φυλής Μανασσή· 14 ότι έλαβε φυλή υιών Ρουβήν και φυλή υιών Γάδ κατ' οίκους πατριών αυτών, και το ήμισυ φυλής Μανασσή απέλαβον τους κλήρους αυτών, 15 δύο φυλαί και ήμισυ φυλής έλαβον τους κλήρους αυτών πέραν τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ από νότου κατά ανατολάς. 16 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· 17 ταύτα τα ονόματα των ανδρών, οί κληρονομήσουσιν υμίν την γήν· Ελεάζαρ ο ιερεύς και Ιησούς ο τού Ναυή. 18 και άρχοντα ένα εκ φυλής λήψεσθε κατακληρονομήσαι υμίν την γήν. 19 και ταύτα τα ονόματα των ανδρών· της φυλής Ιούδα Χάλεβ υιός Ιεφοννή·
20 της φυλής Συμεών Σαλαμιήλ υιός Εμιούδ· 21 της φυλής Βενιαμίν Ελδάδ υιός Χασλών· 22 της φυλής Δάν άρχων Βακχίρ υιός Εγλί· 23 των υιών Ιωσήφ φυλής υιών Μανασσή άρχων Ανιήλ υιός Σουφί· 24 της φυλής υιών Εφραίμ άρχων Καμουήλ υιός Σαβαθάν· 25 της φυλής Ζαβουλών άρχων Ελισαφάν υιός Φαρνάχ· 26 της φυλής υιών Ισσάχαρ άρχων Φαλτιήλ υιός Οζά· 27 της φυλής υιών Ασήρ άρχων Αχιώρ υιός Σελεμί· 28 της φυλής Νεφθαλί άρχων Φαδαήλ υιός Ιαμιούδ. 29 τούτοις ενετείλατο Κύριος καταμερίσαι τοίς υιοίς Ισραήλ εν γη Χαναάν.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν επί δυσμών Μωάβ παρά τον Ιορδάνην κατά Ιεριχώ λέγων· 2 σύνταξον τοίς υιοίς Ισραήλ και δώσουσι τοίς Λευίταις από των κλήρων κατασχέσεως αυτών πόλεις κατοικείν και τα προάστεια των πόλεων κύκλω αυτών δώσουσι τοίς Λευίταις, 3 και έσονται αυτοίς αι πόλεις κατοικείν, και τα αφορίσματα αυτών έσται τοίς κτήνεσιν αυτών και πάσι τοίς τετράποσιν αυτών. 4 και τα συγκυρούντα των πόλεων, ας δώσετε τοίς Λευίταις, από τείχους της πόλεως και έξω δισχιλίους πήχεις κύκλω· 5 και μετρήσεις έξω της πόλεως το κλίτος το προς ανατολάς δισχιλίους πήχεις και το κλίτος το προς λίβα δισχιλίους πήχεις και το κλίτος το προς θάλασσαν δισχιλίους πήχεις και το κλίτος το προς βορράν δισχιλίους πήχεις, και η πόλις μέσον τούτου έσται υμίν και τα όμορα των πόλεων. 6 και τας πόλεις δώσετε τοίς Λευίταις, τας έξ πόλεις των φυγαδευτηρίων, ας δώσετε φυγείν εκεί τώ φονεύσαντι, και προς ταύταις τεσσαράκοντα και δύο πόλεις· 7 πάσας τας πόλεις δώσετε τοίς Λευίταις τεσσαράκοντα και οκτώ πόλεις, ταύτας, και τα προάστεια αυτών. 8 και τας πόλεις, ας δώσετε από της κατασχέσεως υιών Ισραήλ, από των τα πολλά πολλά. και από των ελαττόνων ελάττω· έκαστος κατά την κληρονομίαν αυτού, ήν κατακληρονομήσουσι δώσουσιν από των πόλεων τοίς Λευίταις. 9 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων·
10 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εις γήν Χαναάν 11 και διαστελείτε υμίν αυτοίς πόλεις· φυγαδευτήρια έσται υμίν φυγείν εκεί τον φονευτήν, πάς ο πατάξας ψυχήν ακουσίως. 12 και έσονται αι πόλεις υμίν φυγαδευτήρια από τού αγχιστεύοντος το αίμα, και ου μη αποθάνη ο φονεύων έως αν στή έναντι της συναγωγής εις κρίσιν. 13 και αι πόλεις ας δώσετε, τας έξ πόλεις, φυγαδευτήρια έσονται υμίν· 14 τας τρεις πόλεις δώσετε πέραν τού Ιορδάνου και τας τρεις πόλεις δώσετε εν γη Χαναάν· 15 φυγαδείον έσται τοίς υιοίς Ισραήλ, και τώ προσηλύτω και τώ παροίκω τώ εν υμίν έσονται αι πόλεις αύται εις φυγαδευτήριον, φυγείν εκεί παντί πατάξαντι ψυχήν ακουσίως. 16 εάν δε εν σκεύει σιδήρου πατάξη αυτόν, και τελευτήση, φονευτής εστι· θανάτω θανατούσθω ο φονευτής. 17 εάν δε εν λίθω εκ χειρός, εν ώ αποθανείται εν αυτώ, πατάξη αυτόν, και αποθάνη, φονευτής εστι· θανάτω θανατούσθω ο φονευτής. 18 εάν δε εν σκεύει ξυλίνω εκ χειρός, εξ ού αποθανείται εν αυτώ, πατάξη αυτόν, και αποθάνη, φονευτής εστι· θανάτω θανατούσθω ο φονευτής. 19 ο αγχιστεύων το αίμα, ούτος αποκτενεί τον φονεύσαντα· όταν συναντήση αυτώ, ούτος αποκτενεί αυτόν.
20 εάν δε δι' έχθραν ώση αυτόν και επιρρίψη επ' αυτόν πάν σκεύος εξ ενέδρου, και αποθάνη, 21 ή διά μήνιν επάταξεν αυτόν τή χειρί, και αποθάνη, θανάτω θανατούσθω ο πατάξας, φονευτής εστι· θανάτω θανατούσθω ο φονεύων· ο αγχιστεύων το αίμα αποκτενεί τον φονεύσαντα εν τώ συναντήσαι αυτώ. 22 εάν δε εξάπινα ου δι' έχθραν ώση αυτόν ή επιρρίψη επ' αυτόν πάν σκεύος ουκ εξ ενέδρου 23 ή παντί λίθω, εν ώ αποθανείται εν αυτώ, ουκ ειδώς, και επιπέση επ' αυτόν, και αποθάνη, αυτός δε ουκ εχθρός αυτού ήν, ουδέ ζητών κακοποιήσαι αυτόν, 24 και κρινεί η συναγωγή ανά μέσον τού πατάξαντος και ανά μέσον τού αγχιστεύοντος το αίμα, κατά τα κρίματα ταύτα, 25 και εξελείται η συναγωγή τον φονεύσαντα από τού αγχιστεύοντος το αίμα, και αποκαταστήσουσιν αυτόν η συναγωγή εις την πόλιν τού φυγαδευτηρίου αυτού, ού κατέφυγε, και κατοικήσει εκεί έως αν αποθάνη ο ιερεύς ο μέγας, ον έχρισαν αυτόν τώ ελαίω τώ αγίω. 26 εάν δε εξόδω εξέλθη ο φονεύσας τα όρια της πόλεως εις ήν κατέφυγεν εκεί, 27 και εύρη αυτόν ο αγχιστεύων το αίμα έξω των ορίων της πόλεως καταφυγής αυτού και φονεύση ο αγχιστεύων το αίμα τον φονεύσαντα, ουκ ένοχός εστιν· 28 εν γάρ τή πόλει της καταφυγής κατοικείτω, έως αν αποθάνη ο ιερεύς ο μέγας, και μετά το αποθανείν τον ιερέα τον μέγαν επαναστραφήσεται ο φονεύσας εις την γήν της κατασχέσεως αυτού. 29 και έσται ταύτα υμίν εις δικαίωμα κρίματος εις τας γενεάς υμών εν πάσαις ταίς κατοικίαις υμών.
30 πάς πατάξας ψυχήν, διά μαρτύρων φονεύσεις τον φονεύσαντα, και μάρτυς είς ου μαρτυρήσει επί ψυχήν αποθανείν. 31 και ου λήψεσθε λύτρα περί ψυχής παρά τού φονεύσαντος τού ενόχου όντος αναιρεθήναι· θανάτω γάρ θανατωθήσεται. 32 ου λήψεσθε λύτρα τού φυγείν εις πόλιν των φυγαδευτηρίων, τού πάλιν κατοικείν επί της γής, έως αν αποθάνη ο ιερεύς ο μέγας. 33 και ου μη φονοκτονήσητε την γήν, εις ήν υμείς κατοικείτε· το γάρ αίμα τούτο φονοκτονεί την γήν, και ουκ εξιλασθήσεται η γη από τού αίματος τού εκχυθέντος επ' αυτής, αλλ' επί τού αίματος τού εκχέοντος. 34 και ου μιανείτε την γήν, εφ' ής κατοικείτε επ' αυτής, εφ' ής εγώ κατασκηνώ εν υμίν· εγώ γάρ ειμι Κύριος κατασκηνών εν μέσω των υιών Ισραήλ.
1 ΚΑΙ προσήλθον οι άρχοντες φυλής υιών Γαλαάδ υιού Μαχίρ υιού Μανασσή εκ της φυλής υιών Ιωσήφ και ελάλησαν έναντι Μωυσή και έναντι Ελεάζαρ τού ιερέως και έναντι των αρχόντων οίκων πατριών των υιών Ισραήλ 2 και είπαν· τώ κυρίω ημών ενετείλατο Κύριος αποδούναι την γήν της κληρονομίας εν κλήρω τοίς υιοίς Ισραήλ, και τώ κυρίω συνέταξε Κύριος δούναι την κληρονομίαν Σαλπαάδ τού αδελφού ημών ταίς θυγατράσιν αυτού. 3 και έσονται ενί των φυλών υιών Ισραήλ γυναίκες, και αφαιρεθήσεται ο κλήρος αυτών εκ της κατασχέσεως των πατέρων ημών και προστεθήσεται εις κληρονομίαν της φυλής, οίς αν γένωνται γυναίκες, και εκ τού κλήρου της κληρονομίας ημών αφαιρεθήσεται. 4 εάν δε γένηται η άφεσις των υιών Ισραήλ, και προστεθήσεται η κληρονομία αυτών επί την κληρονομίαν της φυλής, οίς αν γένωνται γυναίκες, και από της κληρονομίας φυλής πατριάς ημών αφαιρεθήσεται η κληρονομία αυτών. 5 και ενετείλατο Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ διά προστάγματος Κυρίου λέγων· ούτως φυλή υιών Ιωσήφ λέγουσι· 6 τούτο το ρήμα, ό συνέταξε Κύριος τοίς θυγατράσι Σαλπαάδ, λέγων· ού αρέσκη εναντίον αυτών, έστωσαν γυναίκες, πλήν εκ τού δήμου τού πατρός αυτών έστωσαν γυναίκες, 7 και ουχί περιστραφήσεται κληρονομία τοίς υιοίς Ισραήλ από φυλής επί φυλήν, ότι έκαστος εν τή κληρονομία της φυλής της πατριάς αυτού προσκολληθήσονται οι υιοί Ισραήλ. 8 και πάσα θυγάτηρ αγχιστεύουσα κληρονομίαν εκ των φυλών υιών Ισραήλ ενί των εκ τού δήμου τού πατρός αυτής έσονται γυναίκες, ίνα αγχιστεύσωσιν οι υιοί Ισραήλ έκαστος την κληρονομίαν την πατρικήν αυτού· 9 και ου περιστραφήσεται ο κλήρος εκ φυλής επί φυλήν ετέραν, αλλ' έκαστος εν τή κληρονομία αυτού προσκολληθήσονται οι υιοί Ισραήλ.
10 ον τρόπον συνέταξε Κύριος Μωυσή, ούτως εποίησαν θυγατράσι Σαλπαάδ, 11 και εγένοντο Θερσά και Εγλά και Μελχά και Νούα και Μαλαά θυγατέρες Σαλπαάδ τοίς ανεψιοίς αυτών· 12 εκ τού δήμου τού Μανασσή υιών Ιωσήφ εγενήθησαν γυναίκες, και εγενήθη η κληρονομία αυτών επί την φυλήν δήμου τού πατρός αυτών. 13 Αύται αι εντολαί και τα δικαιώματα και τα κρίματα, ά ενετείλατο Κύριος εν χειρί Μωυσή επί δυσμών Μωάβ επί τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ.
1 ΟΥΤΟΙ οι λόγοι, ούς ελάλησε Μωυσής παντί Ισραήλ πέραν τού Ιορδάνου εν τή ερήμω προς δυσμαίς πλησίον της ερυθράς θαλάσσης ανά μέσον Φαράν Τοφόλ και Λοβόν και Αυλών και Καταχρύσεα· 2 ένδεκα ημερών εκ Χωρήβ οδός επ’ όρος Σηείρ έως Κάδης Βαρνή. 3 και εγενήθη εν τώ τεσσαρακοστώ έτει εν τώ ενδεκάτω μηνί μια τού μηνός ελάλησε Μωυσής προς πάντας υιούς Ισραήλ κατά πάντα, όσα ενετείλατο Κύριος αυτώ προς αυτούς. 4 μετά το πατάξαι Σηών βασιλέα Αμορραίων τον κατοικήσαντα εν Εσεβών και τον Ώγ βασιλέα της Βασάν τον κατοικήσαντα εν Ασταρώθ και εν Εδραίν, 5 εν τώ πέραν τού Ιορδάνου εν γη Μωάβ, ήρξατο Μωυσής διασαφήσαι τον νόμον τούτον λέγων· 6 Κύριος ο Θεός ημών ελάλησεν ημίν εν Χωρήβ λέγων· ικανούσθω υμίν κατοικείν εν τώ όρει τούτω· 7 επιστράφητε και απάρατε υμείς και εισπορεύεσθε εις όρος Αμορραίων και προς πάντας τους περιοίκους Άραβα, εις όρος και πεδίον και προς λίβα και παραλίαν γήν Χαναναίων και Αντιλίβανον έως τού ποταμού τού μεγάλου Ευφράτου. 8 ίδετε, παραδέδωκεν ενώπιον υμών την γήν· εισπορευθέντες κληρονομήσατε την γήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν υμών, τώ Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ δούναι αυτοίς και τώ σπέρματι αυτών μετ’ αυτούς. 9 και είπα προς υμάς εν τώ καιρώ εκείνω λέγων· ου δυνήσομαι μόνος φέρειν υμάς·
10 Κύριος ο Θεός υμών επλήθυνεν υμάς, και ιδού εστε σήμερον ωσεί τα άστρα τού ουρανού τώ πλήθει· 11 Κύριος ο Θεός των πατέρων υμών προσθείη υμίν ως εστέ χιλιοπλασίως και ευλογήσαι υμάς, καθότι ελάλησεν υμίν. 12 πώς δυνήσομαι μόνος φέρειν τον κόπον υμών και την υπόστασιν υμών και τας αντιλογίας υμών; 13 δότε εαυτοίς άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς εις τας φυλάς υμών, και καταστήσω εφ’ υμών ηγουμένους υμών. 14 και απεκρίθητέ μοι και είπατε· καλόν το ρήμα ό ελάλησας ποιήσαι. 15 και έλαβον εξ υμών άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς και κατέστησα αυτούς ηγείσθαι εφ΄ υμών χιλιάρχους και εκατοντάρχους και πεντηκοντάρχους και δεκάρχους και γραμματοεισαγωγείς τοίς κριταίς υμών. 16 και ενετειλάμην τοίς κριταίς υμών εν τώ καιρώ εκείνω λέγων· διακούετε ανά μέσον των αδελφών υμών και κρίνατε δικαίως ανά μέσον ανδρός και ανά μέσον αδελφού και ανά μέσον προσηλύτου αυτού. 17 ουκ επιγνώση πρόσωπον εν κρίσει, κατά τον μικρόν και κατά τον μέγαν κρινείς, ου μη υποστείλη πρόσωπον ανθρώπου, ότι η κρίσις τού Θεού εστι· και το ρήμα, ό εάν σκληρόν ή αφ΄ υμών, ανοίσετε αυτό επ΄ εμέ, και ακούσομαι αυτό. 18 και ενετειλάμην υμίν εν τώ καιρώ εκείνω πάντας τους λόγους, ούς ποιήσετε. 19 και απάραντες εκ Χωρήβ επορεύθημεν πάσαν την έρημον την μεγάλην και την φοβεράν εκείνην, ήν είδετε, οδόν όρους τού Αμορραίου, καθότι ενετείλατο Κύριος ο Θεός ημών ημίν, και ήλθομεν έως Κάδης Βαρνή.
20 και είπα προς υμάς· ήλθατε έως τού όρους τού Αμορραίου, ό Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν υμίν. 21 ίδετε, παραδέδωκεν ημίν Κύριος ο Θεός υμών πρό προσώπου υμών την γήν· αναβάντες κληρονομήσατε, ον τρόπον είπε Κύριος ο Θεός των πατέρων υμών υμίν· μη φοβείσθε μηδέ δειλιάσητε. 22 και προσήλθατέ μοι πάντες και είπατε· αποστείλωμεν άνδρας προτέρους ημών, και εφοδευσάτωσαν ημίν την γήν και αναγγειλάτωσαν ημίν απόκρισιν την οδόν, δι’ ής αναβησόμεθα εν αυτή, και τας πόλεις εις ας εισπορευσόμεθα εις αυτάς. 23 και ήρεσεν εναντίον μου το ρήμα, και έλαβον εξ υμών δώδεκα άνδρας, άνδρα ένα κατά φυλήν. 24 και επιστραφέντες ανέβησαν εις το όρος και ήλθοσαν έως Φάραγγος βότρυος και κατεσκόπευσαν αυτήν. 25 και ελάβοσαν εν ταίς χερσίν αυτών από τού καρπού της γής και κατήνεγκαν προς υμάς και έλεγον· αγαθή η γη, ήν Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν ημίν. 26 και ουκ ηθελήσατε αναβήναι, αλλ’ ηπειθήσατε τώ ρήματι Κυρίου τού Θεού ημών 27 και διεγογγύζετε εν ταίς σκηναίς υμών και είπατε· διά το μισείν Κύριον ημάς, εξήγαγεν ημάς εκ γής Αιγύπτου παραδούναι ημάς εις χείρας Αμορραίων, εξολοθρεύσαι ημάς. 28 που ημείς αναβαίνομεν; οι δε αδελφοί υμών απέστησαν την καρδίαν υμών λέγοντες· έθνος μέγα και πολύ και δυνατώτερον ημών και πόλεις μεγάλαι και τετειχισμέναι έως τού ουρανού, αλλά και υιούς γιγάντων εωράκαμεν εκεί. 29 και είπα προς υμάς· μη πτήξετε, μηδέ φοβηθήτε απ’ αυτών·
30 Κύριος ο Θεός υμών ο προπορευόμενος πρό προσώπου υμών αυτός συνεκπολεμήσει αυτούς μεθ’ υμών κατά πάντα, όσα εποίησεν υμίν εν γη Αιγύπτω 31 και εν τή ερήμω ταύτη, ήν είδετε, οδόν όρους τού Αμορραίου, ως ετροφοφόρησέ σε Κύριος ο Θεός σου, ως εί τις τροφοφορήσαι άνθρωπος τον υιόν αυτού, κατά πάσαν την οδόν εις ήν επορεύθητε, έως ήλθετε εις τον τόπον τούτον. 32 και εν τώ λόγω τούτω ουκ ενεπιστεύσατε Κυρίω τώ Θεώ ημών, 33 ός προπορεύεται πρότερος υμών εν τή οδώ εκλέγεσθαι υμίν τόπον, οδηγών υμάς εν πυρί νυκτός, δεικνύων υμίν την οδόν καθ’ ήν πορεύεσθε επ’ αυτής, και εν νεφέλη ημέρας. 34 και ήκουσε Κύριος την φωνήν των λόγων υμών και παροξυνθείς ώμοσε λέγων· 35 ει όψεταί τις των ανδρών τούτων την γήν αγαθήν ταύτην, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν αυτών, 36 πλήν Χάλεβ υιός Ιεφοννή, ούτος όψεται αυτήν, και τούτω δώσω την γήν, εφ’ ήν επέβη, και τοίς υιοίς αυτού διά το προσκείσθαι αυτόν τα προς Κύριον. 37 και εμοί εθυμώθη Κύριος δι΄ υμάς λέγων· ουδέ σύ ου μη εισέλθης εκεί· 38 Ιησούς υιός Ναυή ο παρεστηκώς σοι, ούτος εισελεύσεται εκεί· αυτόν κατίσχυσον, ότι αυτός κατακληρονομήσει αυτήν τώ Ισραήλ. 39 και πάν παιδίον νέον, όστις ουκ οίδε σήμερον αγαθόν ή κακόν, ούτοι εισελεύσονται εκεί, και τούτοις δώσω αυτήν, και αυτοί κληρονομήσουσιν αυτήν.
40 και υμείς επιστραφέντες εστρατοπεδεύσατε εις την έρημον, οδόν την επί της ερυθράς θαλάσσης. 41 και απεκρίθητε και είπατε· ημάρτομεν έναντι Κυρίου τού Θεού ημών· ημείς αναβάντες πολεμήσομεν κατά πάντα, όσα ενετείλατο Κύριος ο Θεός ημών ημίν. και αναλαβόντες έκαστος τα σκεύη τα πολεμικά αυτού και συναθροισθέντες ανεβαίνετε εις το όρος. 42 και είπε Κύριος προς με· ειπόν αυτοίς· ουκ αναβήσεσθε ουδέ μη πολεμήσετε, ου γάρ ειμι μεθ’ υμών· και ου μη συντριβήτε ενώπιον των εχθρών υμών· 43 και ελάλησα υμίν, και ουκ εισηκούσατέ μου και παρέβητε το ρήμα Κυρίου και παραβιασάμενοι ανέβητε εις το όρος. 44 και εξήλθεν ο Αμορραίος ο κατοικών εν τώ όρει εκείνω εις συνάντησιν υμίν και κατεδίωξαν υμάς, ωσεί ποιήσαισαν αι μέλισσαι, και ετίτρωσκον υμάς από Σηείρ έως Ερμά. 45 και καθίσαντες εκλαίετε εναντίον Κυρίου τού Θεού ημών, και ουκ εισήκουσε Κύριος της φωνής υμών ουδέ προσέσχεν υμίν. 46 και ενεκάθησθε εν Κάδης ημέρας πολλάς, όσας ποτέ ημέρας ενεκάθησθε.
1 ΚΑΙ επιστραφέντες απήραμεν εις την έρημον, οδόν θάλασσαν ερυθράν, ον τρόπον ελάλησε Κύριος προς με, και εκυκλώσαμεν το όρος το Σηείρ ημέρας πολλάς. 2 και είπε Κύριος προς με· 3 ικανούσθω υμίν κυκλούν το όρος τούτο, επιστράφητε ούν επί βορράν· 4 και τώ λαώ έντειλαι λέγων· υμείς παραπορεύεσθε διά των ορίων των αδελφών υμών υιών Ησαύ, οί κατοικούσιν εν Σηείρ, και φοβηθήσονται υμάς και ευλαβηθήσονται υμάς σφόδρα. 5 μη συνάψητε προς αυτούς πόλεμον· ου γάρ δώ υμίν από της γής αυτών ουδέ βήμα ποδός, ότι εν κλήρω δέδωκα τοίς υιοίς Ησαύ το όρος το Σηείρ. 6 αργυρίου βρώματα αγοράσατε παρ’ αυτών και φάγεσθε και ύδωρ μέτρω λήψεσθε παρ’ αυτών αργυρίου και πίεσθε· 7 ο γάρ Κύριος ο Θεός ημών ευλόγησέ σε εν παντί έργω των χειρών σου· διάγνωθι πώς διήλθες την έρημον την μεγάλην και την φοβεράν εκείνην· ιδού τεσσαράκοντα έτη Κύριος ο Θεός σου μετά σού, ουκ επεδεήθης ρήματος. 8 και παρήλθομεν τους αδελφούς ημών υιούς Ησαύ, τους κατοικούντας εν Σηείρ παρά την οδόν την Άραβα από Αιλών και από Γεσιών Γάβερ και επιστρέψαντες παρήλθομεν οδόν έρημον Μωάβ. 9 και είπε Κύριος προς με· μη εχθραίνετε τοίς Μωαβίταις και μη συνάψητε προς αυτούς πόλεμον· ου γάρ μη δώ υμίν από της γής αυτών εν κλήρω, τοίς γάρ υιοίς Λώτ δέδωκα την Αροήρ κληρονομείν.
(10 οι Ομμίν πρότεροι ενεκάθηντο επ’ αυτής έθνος μέγα και πολύ και ισχύοντες, ώσπερ οι Ενακίμ· 11 Ραφαίν λογισθήσονται και ούτοι ώσπερ και οι Ενακίμ, και οι Μωαβίται επονομάζουσιν αυτούς Ομμίν. 12 και εν Σηείρ ενεκάθητο ο Χορραίος το πρότερον, και υιοί Ησαύ απώλεσαν αυτούς και εξέτριψαν αυτούς από προσώπου αυτών και κατωκίσθησαν αντ’ αυτών, ον τρόπον εποίησεν Ισραήλ την γήν της κληρονομίας αυτού, ήν δέδωκε Κύριος αυτοίς). 13 νύν ούν ανάστητε και απάρατε υμείς και παραπορεύεσθε την φάραγγα Ζαρέτ. 14 και αι ημέραι, ας παρεπορεύθημεν από Κάδης Βαρνή έως ού παρήλθομεν την φάραγγα Ζαρέτ, τριάκοντα και οκτώ έτη, έως ού διέπεσε πάσα γενεά ανδρών πολεμιστών αποθνήσκοντες εκ της παρεμβολής, καθότι ώμοσε Κύριος ο Θεός αυτοίς· 15 και η χείρ τού Θεού ήν επ’ αυτοίς εξαναλώσαι αυτούς εκ μέσου της παρεμβολής, έως ού διέπεσαν. 16 και εγενήθη επειδή έπεσαν πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί αποθνήσκοντες εκ μέσου τού λαού, 17 και ελάλησε Κύριος προς με λέγων· 18 σύ παραπορεύση σήμερον τα όρια Μωάβ την Σηείρ 19 και προσάξετε εγγύς υιών Αμμάν· μη εχθραίνετε αυτοίς μηδέ συνάψητε αυτοίς εις πόλεμον· ου γάρ μη δώ από της γής υιών Αμμάν σοι εν κλήρω, ότι τοίς υιοίς Λώτ δέδωκα αυτήν εν κλήρω.
(20 γη Ραφαίν λογισθήσεται· και γάρ επ’ αυτής κατώκουν οι Ραφαίν το πρότερον, και οι Αμμανίται επονομάζουσιν αυτούς Ζομζομμίν, 21 έθνος μέγα και πολύ και δυνατώτερον υμών, ώσπερ και οι Ενακίμ, και απώλεσεν αυτούς Κύριος πρό προσώπου αυτών, και κατεκληρονόμησαν και κατωκίσθησαν αντ’ αυτών έως της ημέρας ταύτης· 22 ώσπερ εποίησαν τοίς υιοίς Ησαύ κατοικούσιν εν Σηείρ, ον τρόπον εξέτριψαν τον Χορραίον από προσώπου αυτών και κατεκληρονόμησαν αυτούς και κατωκίσθησαν αντ’ αυτών έως της ημέρας ταύτης· 23 και οι Ευαίοι οι κατοικούντες εν Ασηδώθ έως Γάζης, και οι Καππάδοκες οι εξελθόντες εκ Καππαδοκίας εξέτριψαν αυτούς και κατωκίσθησαν αντ’ αυτών). 24 νύν ούν ανάστητε και απάρατε και παρέλθατε υμείς την φάραγγα Αρνών· ιδού παραδέδωκα εις τας χείράς σου τον Σηών βασιλέα Εσεβών τον Αμορραίον και την γήν αυτού· ενάρχου κληρονομείν, σύναπτε προς αυτόν πόλεμον. 25 εν τή ημέρα ταύτη ενάρχου δούναι τον τρόμον σου και τον φόβον σου επί προσώπου πάντων των εθνών των υποκάτω τού ουρανού, οίτινες ακούσαντες το όνομά σου ταραχθήσονται και ωδίνας έξουσιν από προσώπου σου. 26 Καί απέστειλα πρέσβεις εκ της ερήμου Κεδαμώθ προς Σηών βασιλέα Εσεβών λόγοις ειρηνικοίς λέγων· 27 παρελεύσομαι διά της γής σου, εν τή οδώ πορεύσομαι, ουκ εκκλινώ δεξιά ουδ΄ αριστερά· 28 βρώματα αργυρίου αποδώση μοι, και φάγομαι, και ύδωρ αργυρίου αποδώση μοι, και πίομαι· πλήν ότι παρελεύσομαι τοίς ποσί, 29 καθώς εποίησάν μοι οι υιοί Ησαύ οι κατοικούντες εν Σηείρ και οι Μωαβίται οι κατοικούντες εν Αροήρ, έως αν παρέλθω τον Ιορδάνην εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν ημίν.
30 και ουκ ηθέλησε Σηών βασιλεύς Εσεβών παρελθείν ημάς δι΄ αυτού, ότι εσκλήρυνε Κύριος ο Θεός ημών το πνεύμα αυτού και κατίσχυσε την καρδίαν αυτού, ίνα παραδοθή εις τας χείράς σου ως εν τή ημέρα ταύτη. 31 και είπε Κύριος προς με· ιδού ήργμαι παραδούναι πρό προσώπου σου τον Σηών βασιλέα Εσεβών τον Αμορραίον και την γήν αυτού· έναρξαι κληρονομήσαι την γήν αυτού. 32 και εξήλθε Σηών βασιλεύς Εσεβών εις συνάντησιν ημίν, αυτός και πάς ο λαός αυτού, εις πόλεμον εις Ιασσά. 33 και παρέδωκεν αυτόν Κύριος ο Θεός ημών πρό προσώπου ημών, και επατάξαμεν αυτόν και τους υιούς αυτού και πάντα τον λαόν αυτού· 34 και εκρατήσαμεν πασών των πόλεων αυτού εν τώ καιρώ εκείνω και εξωλοθρεύσαμεν πάσαν πόλιν εξής, και τας γυναίκας αυτών και τα τέκνα αυτών, ου κατελίπομεν ζωγρείαν· 35 πλήν τα κτήνη επρονομεύσαμεν και τα σκύλα των πόλεων ελάβομεν. 36 εξ Αροήρ, ή εστι παρά το χείλος χειμάρρου Αρνών, και την πόλιν την ούσαν εν τή φάραγγι και έως όρους τού Γαλαάδ ουκ εγενήθη πόλις, ήτις διέφυγεν ημάς, τας πάσας παρέδωκε Κύριος ο Θεός ημών εις τας χείρας ημών· 37 πλήν εγγύς υιών Αμμάν ου προσήλθομεν, πάντα τα συγκυρούντα χειμάρρου Ιαβόκ και τας πόλεις τας εν τή ορεινή, καθότι ενετείλατο Κύριος ο Θεός ημών ημίν.
1 ΚΑΙ επιστραφέντες ανέβημεν οδόν την εις Βασάν, και εξήλθεν Ώγ βασιλεύς της Βασάν εις συνάντησιν ημίν, αυτός και πάς ο λαός αυτού, εις πόλεμον εις Εδραίμ. 2 και είπε Κύριος προς με· μη φοβηθής αυτόν, ότι εις τας χείράς σου παραδέδωκα αυτόν και πάντα τον λαόν αυτού και πάσαν την γήν αυτού. και ποιήσεις αυτώ ώσπερ εποίησας Σηών βασιλεί των Αμορραίων, ός κατώκει εν Εσεβών. 3 και παρέδωκεν αυτόν Κύριος ο Θεός ημών εις τας χείρας ημών, και τον Ώγ βασιλέα της Βασάν και πάντα τον λαόν αυτού, και επατάξαμεν αυτόν έως τού μη καταλιπείν αυτού σπέρμα. 4 και εκρατήσαμεν πασών των πόλεων αυτού εν τώ καιρώ εκείνω· ουκ ήν πόλις, ήν ουκ ελάβομεν παρ’ αυτών, εξήκοντα πόλεις, πάντα τα περίχωρα Αργόβ βασιλέως Ώγ εν Βασάν, 5 πάσαι πόλεις οχυραί, τείχη υψηλά, πύλαι και μοχλοί, πλήν των πόλεων των Φερεζαίων των πολλών σφόδρα. 6 εξωλοθρεύσαμεν αυτούς, ώσπερ εποιήσαμεν τον Σηών βασιλέα Εσεβών, και εξωλοθρεύσαμεν πάσαν πόλιν εξής και τας γυναίκας και τα παιδία· 7 και πάντα τα κτήνη, και τα σκύλα των πόλεων επρονομεύσαμεν εαυτοίς. 8 Καί ελάβομεν εν τώ καιρώ εκείνω την γήν εκ χειρών δύο βασιλέων των Αμορραίων, οί ήσαν πέραν τού Ιορδάνου από τού χειμάρρου Αρνών και έως Αερμών (9 οι Φοίνικες επονομάζουσι το Αερμών Σανιώρ, και ο Αμορραίος επωνόμασεν αυτό Σανίρ),
10 πάσαι πόλεις Μισώρ και πάσα Γαλαάδ και πάσα Βασάν έως Ελχά και Εδραίμ, πόλεις βασιλείας τού Ώγ εν τή Βασάν. 11 ότι πλήν Ώγ βασιλεύς Βασάν κατελείφθη από των Ραφαίν· ιδού η κλίνη αυτού κλίνη σιδηρά, ιδού αύτη εν τή άκρα των υιών Αμμάν, εννέα πήχεων το μήκος αυτής και τεσσάρων πήχεων το εύρος αυτής εν πήχει ανδρός. 12 και την γήν εκείνην εκληρονομήσαμεν εν τώ καιρώ εκείνω από Αροήρ, ή εστι παρά το χείλος χειμάρρου Αρνών, και το ήμισυ τού όρους Γαλαάδ και τας πόλεις αυτού έδωκα τώ Ρουβήν και τώ Γάδ. 13 και το κατάλοιπον τού Γαλαάδ και πάσαν την Βασάν βασιλείαν Ώγ έδωκα τώ ημίσει φυλής Μανασσή και πάσαν περίχωρον Αργόβ, πάσαν Βασάν εκείνην· γη Ραφαίν λογισθήσεται. 14 και Ιαίρ Ραφαίν λογισθήσεται. 14 και Ιαίρ υιός Μανασσή έλαβε πάσαν την περίχωρον Αργόβ έως των ορίων Γαργασί και Μαχαθί· επωνόμασεν αυτάς επί τώ ονόματι αυτού την Βασάν Αυώθ Ιαίρ έως της ημέρας ταύτης. 15 και τώ Μαχίρ έδωκα την Γαλαάδ. 16 και τώ Ρουβήν και τώ Γάδ δέδωκα από της Γαλαάδ έως χειμάρρου Αρνών (μέσον τού χειμάρρου όριον) και έως τού Ιαβόκ· ο χειμάρρους όριον τοίς υιοίς Αμμάν. 17 και η Άραβα και ο Ιορδάνης όριον Μαχαναρέθ, και έως θαλάσσης Άραβα, θαλάσσης αλυκής υπό Ασηδώθ την Φασγά ανατολών 18 και ενετειλάμην υμίν εν τώ καιρώ εκείνω λέγων· Κύριος ο Θεός υμών έδωκεν υμίν την γήν ταύτην εν κλήρω· ενοπλισάμενοι προπορεύεσθε πρό προσώπου των αδελφών υμών υιών Ισραήλ, πάς δυνατός· 19 πλήν αι γυναίκες υμών και τα τέκνα υμών και τα κτήνη υμών, οίδα ότι πολλά κτήνη υμίν, κατοικείτωσαν εν ταίς πόλεσιν υμών, αίς έδωκα υμίν,
20 έως αν καταπαύση Κύριος ο Θεός υμών τους αδελφούς υμών, ώσπερ και υμάς, και κατακληρονομήσωσι και ούτοι την γήν, ήν Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν αυτοίς εν τώ πέραν τού Ιορδάνου, και επαναστραφήσεσθε έκαστος εις την κληρονομίαν αυτού, ήν έδωκα υμίν. 21 Καί τώ Ιησοί ενετειλάμην εν τώ καιρώ εκείνω λέγων· οι οφθαλμοί υμών εωράκασι πάντα, όσα εποίησε Κύριος ο Θεός ημών τοίς δυσί βασιλεύσι τούτοις· ούτως ποιήσει Κύριος ο Θεός ημών πάσας τας βασιλείας, εφ’ ας σύ διαβαίνεις εκεί· 22 ου φοβηθήσεσθε απ΄ αυτών, ότι Κύριος ο Θεός ημών αυτός πολεμήσει περί υμών. 23 και εδεήθην Κυρίου εν τώ καιρώ εκείνω λέγων· 24 Κύριε Θεέ, σύ ήρξω δείξαι τώ σώ θεράποντι την ισχύν σου και την δύναμίν σου και την χείρα την κραταιάν και τον βραχίονα τον υψηλόν· τις γάρ εστι Θεός εν τώ ουρανώ ή επί της γής, όστις ποιήσει καθά εποίησας σύ και κατά την ισχύν σου; 25 διαβάς ούν όψομαι την γήν την αγαθήν ταύτην την ούσαν πέραν τού Ιορδάνου, το όρος τούτο το αγαθόν και τον Αντιλίβανον. 26 και υπερείδε Κύριος εμέ ένεκεν υμών και ουκ εισήκουσέ μου, και είπε Κύριος προς με· ικανούσθω σοι, μη προσθής έτι λαλήσαι τον λόγον τούτον· 27 ανάβηθι επί την κορυφήν τού Λελαξευμένου και αναβλέψας τοίς οφθαλμοίς σου κατά θάλασσαν και βορράν και λίβα και ανατολάς και ιδέ τοίς οφθαλμοίς σου, ότι ου διαβήση τον Ιορδάνην τούτον. 28 και έντειλαι Ιησοί και κατίσχυσον αυτόν και παρακάλεσον αυτόν, ότι ούτος διαβήσεται πρό προσώπου τού λαού τούτου, και ούτος κατακληρονομήσει αυτοίς πάσαν την γήν, ήν εώρακας. 29 και ενεκαθήμεθα εν νάπη σύνεγγυς οίκου Φογώρ.
1 ΚΑΙ νύν, Ισραήλ, άκουε των δικαιωμάτων και των κριμάτων, όσα εγώ διδάσκω υμάς σήμερον ποιείν, ίνα ζήτε και πολυπλασιασθήτε και εισελθόντες κληρονομήσητε την γήν, ήν Κύριος ο Θεός των πατέρων υμών δίδωσιν υμίν. 2 ου προσθήσετε προς το ρήμα ό εγώ εντέλλομαι υμίν, και ουκ αφελείτε απ’ αυτού· φυλάσσεσθε τας εντολάς Κυρίου τού Θεού υμών, όσα εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον. 3 οι οφθαλμοί υμών εωράκασι πάντα, όσα εποίησε Κύριος ο Θεός ημών τώ Βεελφεγώρ, ότι πάς άνθρωπος, όστις επορεύθη οπίσω Βεελφεγώρ, εξέτριψεν αυτόν Κύριος ο Θεός υμών εξ υμών. 4 υμείς δε οι προσκείμενοι Κυρίω τώ Θεώ υμών ζήτε πάντες εν τή σήμερον. 5 ίδετε, δέδειχα υμίν δικαιώματα και κρίσεις, καθά ενετείλατό μοι Κύριος, ποιήσαι ούτως εν τή γη, εις ήν υμείς εισπορεύεσθε εκεί κληρονομείν αυτήν· 6 και φυλάξεσθε και ποιήσετε, ότι αύτη η σοφία και η σύνεσις υμών εναντίον πάντων των εθνών, όσοι εάν ακούσωσι πάντα τα δικαιώματα ταύτα και ερούσιν· ιδού λαός σοφός και επιστήμων το έθνος το μέγα τούτο. 7 ότι ποίον έθνος μέγα, ώ εστιν αυτώ Θεός εγγίζων αυτοίς, ως Κύριος ο Θεός ημών εν πάσιν, οίς εάν αυτόν επικαλεσώμεθα; 8 και ποίον έθνος μέγα, ώ εστιν αυτώ δικαιώματα και κρίματα δίκαια κατά πάντα τον νόμον τούτον, ον εγώ δίδωμι ενώπιον υμών σήμερον; 9 πρόσεχε σεαυτώ και φύλαξον την ψυχήν σου σφόδρα, μη επιλάθη πάντας τους λόγους, ούς εωράκασιν οι οφθαλμοί σου· και μη αποστήτωσαν από της καρδίας σου πάσας τας ημέρας της ζωής σου, και συμβιβάσεις τους υιούς σου και τους υιούς των υιών σου
10 ημέραν, ήν έστητε ενώπιον Κυρίου τού Θεού ημών εν Χωρήβ τή ημέρα της εκκλησίας, ότι είπε Κύριος προς με· εκκλησίασον προς με τον λαόν, και ακουσάτωσαν τα ρήματά μου, όπως μάθωσι φοβείσθαί με πάσας τας ημέρας, ας αυτοί ζώσιν επί της γής, και τους υιούς αυτών διδάξουσι. 11 και προσήλθετε και έστητε υπό το όρος, και το όρος εκαίετο πυρί έως τού ουρανού, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνή μεγάλη. 12 και ελάλησε Κύριος προς υμάς εκ μέσου τού πυρός φωνήν ρημάτων, ήν υμείς ηκούσατε, και ομοίωμα ουκ είδετε, αλλ’ ή φωνήν· 13 και ανήγγειλεν υμίν την διαθήκην αυτού, ήν ενετείλατο υμίν ποιείν, τα δέκα ρήματα, και έγραψεν αυτά επί δύο πλάκας λιθίνας. 14 και εμοί ενετείλατο Κύριος εν τώ καιρώ εκείνω διδάξαι υμάς δικαιώματα και κρίσεις, ποιείν υμάς αυτά επί της γής, εις ήν υμείς εισπορεύεσθε εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 15 και φυλάξεσθε σφόδρα τας ψυχάς υμών, ότι ουκ είδετε ομοίωμα εν τή ημέρα, ή ελάλησε Κύριος προς υμάς εν Χωρήβ εν τώ όρει εκ μέσου τού πυρός. 16 μη ανομήσητε και ποιήσητε υμίν εαυτοίς γλυπτόν ομοίωμα πάσαν εικόνα ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού, 17 ομοίωμα παντός κτήνους των όντων επί της γής, ομοίωμα παντός ορνέου πτερωτού, ό πέταται υπό τον ουρανόν, 18 ομοίωμα παντός ερπετού, ό έρπει επί της γής, ομοίωμα παντός ιχθύος, όσα εστίν εν τοίς ύδασιν υποκάτω της γής. 19 και μη αναβλέψας εις τον ουρανόν και ιδών τον ήλιον και την σελήνην και τους αστέρας και πάντα τον κόσμον τού ουρανού, πλανηθείς προσκυνήσης αυτοίς και λατρεύσης αυτοίς, ά απένειμε Κύριος ο Θεός σου αυτά πάσι τοίς έθνεσι τοίς υποκάτω τού ουρανού.
20 υμάς δε έλαβεν ο Θεός και εξήγαγεν υμάς εκ της καμίνου της σιδηράς, εξ Αιγύπτου, είναι αυτώ λαόν έγκληρον ως εν τή ημέρα ταύτη. 21 και Κύριος ο Θεός εθυμώθη μοι περί των λεγομένων υφ’ υμών και ώμοσεν ίνα μη διαβώ τον Ιορδάνην τούτον και ίνα μη εισέλθω εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω· 22 εγώ γάρ αποθνήσκω εν τή γη ταύτη και ου διαβαίνω τον Ιορδάνην τούτον, υμείς δε διαβαίνετε και κληρονομήσετε την γήν την αγαθήν ταύτην. 23 προσέχετε υμείς, μη επιλάθησθε την διαθήκην Κυρίου τού Θεού ημών, ήν διέθετο προς υμάς, και ανομήσητε, και ποιήσητε υμίν εαυτοίς γλυπτόν ομοίωμα πάντων, ών συνέταξέ σοι Κύριος ο Θεός σου· 24 ότι Κύριος ο Θεός σου πύρ καταναλίσκον εστί, Θεός ζηλωτής. 25 Εάν δε γεννήσης υιούς και υιούς των υιών σου και χρονίσητε επί της γής και ανομήσητε και ποιήσητε γλυπτόν ομοίωμα παντός και ποιήσητε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου τού Θεού υμών παροργίσαι αυτόν, 26 διαμαρτύρομαι υμίν σήμερον τον τε ουρανόν και την γήν, ότι απωλεία απολείσθε από της γής, εις ήν υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εκεί κληρονομήσαι αυτήν. ουχί πολυχρονιείτε ημέρας επ΄ αυτής, αλλ’ ή εκτριβή εκτριβήσεσθε. 27 και διασπερεί Κύριος υμάς εν πάσι τοίς έθνεσι και καταλειφθήσεσθε ολίγοι αριθμώ εν πάσι τοίς έθνεσιν, εις ούς εισάξει Κύριος υμάς εκεί. 28 και λατρεύσετε εκεί θεοίς ετέροις, έργοις χειρών ανθρώπων, ξύλοις και λίθοις, οί ουκ όψονται ουδέ μη ακούσωσιν ούτε μη φάγωσιν ούτε μη οσφρανθώσι. 29 και ζητήσετε εκεί Κύριον τον Θεόν υμών και ευρήσετε αυτόν, όταν εκζητήσητε αυτόν εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου εν τή θλίψει σου·
30 και ευρήσουσί σε πάντες οι λόγοι ούτοι επ’ εσχάτω των ημερών, και επιστραφήση προς Κύριον τον Θεόν σου και εισακούση της φωνής αυτού· 31 ότι Θεός οικτίρμων Κύριος ο Θεός σου, ουκ εγκαταλείψει σε ουδέ μη εκτρίψη σε, ουκ επιλήσεται την διαθήκην των πατέρων σου, ήν ώμοσεν αυτοίς Κύριος. 32 επερωτήσατε ημέρας προτέρας τας γενομένας προτέρας σου από της ημέρας, ής έκτισεν ο Θεός άνθρωπον επί της γής, και επί το άκρον τού ουρανού έως τού άκρου τού ουρανού, ει γέγονε κατά το ρήμα το μέγα τούτο, ει ήκουσται τοιούτο· 33 ει ακήκοεν έθνος φωνήν Θεού ζώντος λαλούντος εκ μέσου τού πυρός, ον τρόπον ακήκοας σύ και έζησας· 34 ει επείρασεν ο Θεός εισελθών λαβείν εαυτώ έθνος εκ μέσου έθνους εν πειρασμώ και εν σημείοις και εν τέρασι και εν πολέμω και εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ και εν οράμασι μεγάλοις κατά πάντα, όσα εποίησε Κύριος ο Θεός ημών εν Αιγύπτω ενώπιόν σου βλέποντος· 35 ώστε ειδήσαί σε ότι Κύριος ο Θεός σου, ούτος Θεός εστι, και ουκ έστιν έτι πλήν αυτού. 36 εκ τού ουρανού ακουστή εγένετο η φωνή αυτού παιδεύσαί σε, και επί της γής έδειξέ σοι το πύρ αυτού το μέγα, και τα ρήματα αυτού ήκουσας εκ μέσου τού πυρός. 37 διά το αγαπήσαι αυτόν τους πατέρας σου και εξελέξατο το σπέρμα αυτών μετ’ αυτούς υμάς και εξήγαγέ σε αυτός εν τή ισχύι αυτού τή μεγάλη εξ Αιγύπτου 38 εξολοθρεύσαι έθνη μεγάλα και ισχυρότερά σου πρό προσώπου σου, εισαγαγείν σε δούναί σοι την γήν αυτών κληρονομείν, καθώς έχεις σήμερον. 39 και γνώση σήμερον και επιστραφήση τή διανοία ότι Κύριος ο Θεός σου ούτος Θεός εν τώ ουρανώ άνω και επί της γής κάτω, και ουκ έστιν έτι πλήν αυτού·
40 και φυλάξασθε τας εντολάς αυτού και τα δικαιώματα αυτού, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, ίνα εύ σοι γένηται και τοίς υιοίς σου μετά σε, όπως μακροήμεροι γένησθε επί της γής, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι πάσας τας ημέρας. 41 Τότε αφώρισε Μωυσής τρεις πόλεις πέραν τού Ιορδάνου από ανατολών ηλίου 42 φυγείν εκεί τον φονευτήν, ός αν φονεύση τον πλησίον ουκ ειδώς, και ούτος ου μισών αυτόν πρό της χθές και της τρίτης, και καταφεύξεται εις μίαν των πόλεων τούτων και ζήσεται· 43 την Βοσόρ εν τή ερήμω εν τή γη τή πεδινή τώ Ρουβήν και την Ραμώθ εν Γαλαάδ τώ Γαδδί και την Γαυλών εν Βασάν τώ Μανασσή. 44 Ούτος ο νόμος, ον παρέθετο Μωυσής ενώπιον υιών Ισραήλ· 45 ταύτα τα μαρτύρια και τα δικαιώματα και τα κρίματα, όσα ελάλησε Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ, εξελθόντων αυτών εκ γής Αιγύπτου 46 εν τώ πέραν τού Ιορδάνου, εν φάραγγι, εγγύς οίκου Φογώρ, εν γη Σηών βασιλέως των Αμορραίων, ός κατώκει εν Εσεβών, ον επάταξε Μωυσής και οι υιοί Ισραήλ, εξελθόντων αυτών εκ γής Αιγύπτου 47 και εκληρονόμησαν την γήν αυτού και την γήν Ώγ βασιλέως της Βασάν, δύο βασιλέων των Αμορραίων, οί ήσαν πέραν τού Ιορδάνου κατά ανατολάς ηλίου, 48 από Αροήρ, ή εστιν επί τού χείλους χειμάρρου Αρνών, και επί τού όρους τού Σηών ό εστιν Αερμών, 49 πάσαν την Άραβα πέραν τού Ιορδάνου κατά ανατολάς ηλίου υπό Ασηδώθ την λαξευτήν.
1 ΚΑΙ εκάλεσε Μωυσής πάντα Ισραήλ, και είπε προς αυτούς· άκουε, Ισραήλ, τα δικαιώματα και τα κρίματα, όσα εγώ λαλώ εν τοίς ωσίν υμών εν τή ημέρα ταύτη, και μαθήσεσθε αυτά και φυλάξεσθε ποιείν αυτά. 2 Κύριος ο Θεός υμών διέθετο προς υμάς διαθήκην εν Χωρήβ· 3 ουχί τοίς πατράσιν υμών διέθετο Κύριος την διαθήκην ταύτην, αλλ’ ή προς υμάς, υμείς ώδε πάντες ζώντες σήμερον· 4 πρόσωπον κατά πρόσωπον ελάλησε Κύριος προς υμάς εν τώ όρει εκ μέσου τού πυρός, 5 καγώ ειστήκειν ανά μέσον Κυρίου και υμών εν τώ καιρώ εκείνω αναγγείλαι υμίν τα ρήματα Κυρίου, ότι εφοβήθητε από προσώπου τού πυρός και ουκ ανέβητε εις το όρος, λέγων· 6 εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου ο εξαγαγών σε εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. 7 ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πρό προσώπου μου. 8 ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τώ ουρανώ άνω και όσα εν τή γη κάτω και όσα εν τοίς ύδασιν υποκάτω της γής. 9 ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσης αυτοίς, ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα επί τρίτην και τετάρτην γενεάν τοίς μισούσί με.
10 και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοίς αγαπώσί με και τοίς φυλάσσουσι τα προστάγματά μου. 11 ου λήψη το όνομα Κυρίου τού Θεού σου επί ματαίω· ου γάρ μη καθαρίση Κύριος ο Θεός σου τον λαμβάνοντα το όνομα αυτού επί ματαίω. 12 φύλαξαι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν, ον τρόπον ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου. 13 έξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· 14 τή δε ημέρα τή εβδόμη σάββατα Κυρίω τώ Θεώ σου, ου ποιήσεις εν αυτή πάν έργον, σύ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο παίς σου και η παιδίσκη σου, ο βούς σου και το υποζύγιόν σου και πάν κτήνός σου και προσήλυτος ο παροικών εν σοί, ίνα αναπαύσηται ο παίς σου και η παιδίσκη σου και το υποζύγιόν σου, ώσπερ και σύ· 15 και μνησθήση ότι οικέτης ήσθα εν γη Αιγύπτω και εξήγαγέ σε Κύριος ο Θεός σου εκείθεν εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ, διά τούτο συνέταξέ σοι Κύριος ο Θεός σου, ώστε φυλάσσεσθαι την ημέραν των σαββάτων και αγιάζειν αυτήν. 16 τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ον τρόπον ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου, ίνα εύ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γής, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι. 17 ου φονεύσεις. 18 ου μοιχεύσεις. 19 ου κλέψεις.
20 ου ψευδομαρτυρήσεις κατά τού πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή. 21 ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα τού πλησίον σου· ουκ επιθυμήσεις την οικίαν τού πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα αυτού ούτε την παιδίσκην αυτού ούτε τού βοός αυτού ούτε τού υποζυγίου αυτού ούτε παντός κτήνους αυτού ούτε πάντα όσα τώ πλησίον σού εστι. 22 Ταύτα τα ρήματα ελάλησε Κύριος προς πάσαν συναγωγήν υμών εν τώ όρει εκ μέσου τού πυρός, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνή μεγάλη, και ου προσέθηκε· και έγραψεν αυτά επί δύο πλάκας λιθίνας και έδωκέ μοι. 23 και εγένετο ως ηκούσατε την φωνήν εκ μέσου τού πυρός και το όρος εκαίετο πυρί, και προσήλθετε προς με πάντες οι ηγούμενοι των φυλών υμών και η γερουσία υμών, 24 και ελέγετε· ιδού έδειξεν ημίν Κύριος ο Θεός ημών την δόξαν αυτού, και την φωνήν αυτού ηκούσαμεν εκ μέσου τού πυρός· εν τή ημέρα ταύτη είδομεν ότι λαλήσει ο Θεός προς άνθρωπον, και ζήσεται. 25 και νύν μη αποθάνωμεν, ότι εξαναλώσει ημάς το πύρ το μέγα τούτο, εάν προσθώμεθα ημείς ακούσαι την φωνήν Κυρίου τού Θεού ημών έτι, και αποθανούμεθα· 26 τις γάρ σάρξ, ήτις ήκουσε φωνήν Θεού ζώντος λαλούντος εκ μέσου τού πυρός, ως ημείς, και ζήσεται; 27 πρόσελθε σύ και άκουσον πάντα, όσα αν είπη Κύριος ο Θεός ημών, και σύ λαλήσεις προς ημάς πάντα, όσα αν λαλήση Κύριος ο Θεός ημών προς σε, και ακουσόμεθα και ποιήσομεν. 28 και ήκουσε Κύριος την φωνήν των λόγων υμών λαλούντων προς με, και είπε Κύριος προς με· ήκουσα την φωνήν των λόγων τού λαού τούτου, όσα ελάλησαν προς σε· ορθώς πάντα, όσα ελάλησαν. 29 τις δώσει είναι ούτω την καρδίαν αυτών εν αυτοίς, ώστε φοβείσθαί με και φυλάσσεσθαι τας εντολάς μου πάσας τας ημέρας, ίνα εύ ή αυτοίς και τοίς υιοίς αυτών δι’ αιώνος;
30 βάδισον, ειπόν αυτοίς· αποστράφητε υμείς εις τους οίκους υμών· 31 σύ δε αυτού στήθι μετ΄ εμού, και λαλήσω προς σε τας εντολάς και τα δικαιώματα και τα κρίματα, όσα διδάξεις αυτούς, και ποιείτωσαν ούτως εν τή γη, ήν εγώ δίδωμι αυτοίς εν κλήρω. 32 και φυλάξεσθε ποιείν ον τρόπον ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου· ουκ εκκλινείτε εις δεξιά ουδέ εις αριστερά, 33 κατά πάσαν την οδόν, ήν ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου πορεύεσθαι εν αυτή, όπως καταπαύση σε και εύ σοι ή και μακροημερεύσητε επί της γής, ήν κληρονομήσετε.
1 ΚΑΙ αύται αι εντολαί και τα δικαιώματα και τα κρίματα, όσα ενετείλατο Κύριος ο Θεός ημών διδάξαι υμάς ποιείν ούτως εν τή γη, εις ήν υμείς εισπορεύεσθε εκεί κληρονομήσαι αυτήν, 2 ίνα φοβήσθε Κύριον τον Θεόν υμών, φυλάσσεσθαι πάντα τα δικαιώματα αυτού και τας εντολάς αυτού, όσας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, σύ και οι υιοί σου και οι υιοί των υιών σου πάσας τας ημέρας της ζωής σου, ίνα μακροημερεύσητε. 3 και άκουσον, Ισραήλ, και φύλαξον ποιείν, όπως εύ σοι ή και ίνα πληθυνθήτε σφόδρα, καθάπερ ελάλησε Κύριος ο Θεός των πατέρων σου δούναί σοι γήν ρέουσαν γάλα και μέλι. και ταύτα τα δικαιώματα και τα κρίματα, όσα ενετείλατο Κύριος τοίς υιοίς Ισραήλ εν τή ερήμω, εξελθόντων αυτών εκ γής Αιγύπτου. 4 Άκουε, Ισραήλ· Κύριος ο Θεός ημών Κύριος είς εστι· 5 και αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου. 6 και έσται τα ρήματα ταύτα, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, εν τή καρδία σου και εν ψυχή σου· 7 και προβιβάσεις αυτά τους υιούς σου, και λαλήσεις εν αυτοίς καθήμενος εν οίκω και πορευόμενος εν οδώ και κοιταζόμενος και διανιστάμενος· 8 και αφάψεις αυτά εις σημείον επί της χειρός σου, και έσται ασάλευτον πρό οφθαλμών σου· 9 και γράψετε αυτά επί τας φλιάς των οικιών υμών και των πυλών υμών.
10 Καί έσται όταν εισαγάγη σε Κύριος ο Θεός σου εις την γήν, ήν ώμοσε τοίς πατράσι σου, τώ Αβραάμ και τώ Ισαάκ και τώ Ιακώβ δούναί σοι, πόλεις μεγάλας και καλάς, ας ουκ ωκοδόμησας, 11 οικίας πλήρεις πάντων αγαθών ας ουκ ενέπλησας, λάκκους λελατομημένους, ούς ουκ εξελατόμησας, αμπελώνας και ελαιώνας, ούς ου κατεφύτευσας, και φαγών και εμπλησθείς 12 πρόσεχε σεαυτώ, μη επιλάθη Κυρίου τού Θεού σου τού εξαγαγόντος σε εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. 13 Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις και προς αυτόν κολληθήση και επί τώ ονόματι αυτού ομή. 14 ου πορεύεσθε οπίσω θεών ετέρων από των θεών των εθνών των περικύκλω υμών, 15 ότι ο Θεός ζηλωτής Κύριος ο Θεός σου εν σοί, μη οργισθείς θυμώ Κύριος ο Θεός σού σοι εξολοθρεύση σε από προσώπου της γής. 16 ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου, ον τρόπον εξεπειράσατε εν τώ Πειρασμώ. 17 φυλάσσων φυλάξη τας εντολάς Κυρίου τού Θεού σου, τα μαρτύρια και τα δικαιώματα, όσα ενετείλατό σοι· 18 και ποιήσεις το αρεστόν και το καλόν έναντι Κυρίου τού Θεού σου, ίνα εύ σοι γένηται και εισέλθης και κληρονομήσης την γήν την αγαθήν, ήν ώμοσε Κύριος τοίς πατράσιν υμών, 19 εκδιώξαι πάντας τους εχθρούς σου πρό προσώπου σου, καθά ελάλησε Κύριος.
20 Καί έσται όταν ερωτήση σε ο υιός σου αύριον λέγων· τι εστι τα μαρτύρια και τα δικαιώματα και τα κρίματα, όσα ενετείλατο Κύριος ο Θεός ημών ημίν; 21 και ερείς τώ υιώ σου· οικέται ήμεν τώ Φαραώ εν γη Αιγύπτω, και εξήγαγεν ημάς Κύριος εκείθεν εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ. 22 και έδωκε Κύριος σημεία και τέρατα μεγάλα και πονηρά εν Αιγύπτω εν Φαραώ και εν τώ οίκω αυτού ενώπιον ημών· 23 και ημάς εξήγαγεν εκείθεν δούναι ημίν την γήν ταύτην, ήν ώμοσε δούναι τοίς πατράσιν ημών. 24 και ενετείλατο ημίν Κύριος ποιείν πάντα τα δικαιώματα ταύτα φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν ημών, ίνα εύ ή ημίν πάσας τας ημέρας, ίνα ζώμεν ώσπερ και σήμερον. 25 και ελεημοσύνη έσται ημίν, εάν φυλασσώμεθα ποιείν πάσας τας εντολάς ταύτας εναντίον Κυρίου τού Θεού ημών, καθά ενετείλατο ημίν.
1 ΕΑΝ δε εισάγη σε Κύριος ο Θεός σου εις την γήν, εις ήν εισπορεύη εκεί κληρονομήσαι αυτήν, και εξάρη έθνη μεγάλα από προσώπου σου, τον Χετταίον και Γεργεσσαίον και Αμορραίον και Χαναναίον και Φερεζαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον, επτά έθνη πολλά και ισχυρότερα υμών, 2 και παραδώσει αυτούς Κύριος ο Θεός σου εις τας χείράς σου και πατάξεις αυτούς, αφανισμώ αφανιείς αυτούς, ου διαθήση προς αυτούς διαθήκην, ουδέ μη ελεήσητε αυτούς, 3 ουδέ μη γαμβρεύσητε προς αυτούς· την θυγατέρα σου ου δώσεις τώ υιώ αυτού, και την θυγατέρα αυτού ου λήψη τώ υιώ σου· 4 αποστήσει γάρ τον υιόν σου απ΄ εμού, και λατρεύσει θεοίς ετέροις, και οργισθήσεται θυμώ Κύριος εις υμάς και εξολοθρεύσει σε το τάχος. 5 αλλ’ ούτω ποιήσετε αυτοίς· τους βωμούς αυτών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε πυρί· 6 ότι λαός άγιος εί Κυρίω τώ Θεώ σου, και σε προείλετο Κύριος ο Θεός σου είναι αυτώ λαόν περιούσιον παρά πάντα τα έθνη, όσα επί προσώπου της γής. 7 ουχ ότι πολυπληθείτε παρά πάντα τα έθνη, προείλετο Κύριος υμάς και εξελέξατο Κύριος υμάς, υμείς γάρ εστε ολιγοστοί παρά πάντα τα έθνη, 8 αλλά παρά το αγαπάν Κύριον υμάς και διατηρών τον όρκον, ον ώμοσε τοίς πατράσιν υμών, εξήγαγεν υμάς Κύριος εν χειρί κραταιά και βραχίονι υψηλώ και ελυτρώσατό σε Κύριος εξ οίκου δουλείας, εκ χειρός Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου. 9 και γνώση ότι Κύριος ο Θεός σου, ούτος Θεός, Θεός πιστός, ο φυλάσσων διαθήκην και έλεος τοίς αγαπώσιν αυτόν και τοίς φυλάσσουσι τας εντολάς αυτού εις χιλίας γενεάς
10 και αποδιδούς τοίς μισούσι κατά πρόσωπον εξολοθρεύσαι αυτούς· και ουχί βραδυνεί τοίς μισούσι, κατά πρόσωπον αποδώσει αυτοίς. 11 και φυλάξη τας εντολάς και τα δικαιώματα και τα κρίματα ταύτα, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον ποιείν. 12 Καί έσται ηνίκα αν ακούσητε τα δικαιώματα ταύτα και φυλάξητε και ποιήσητε αυτά, και διαφυλάξει Κύριος ο Θεός σού σοι την διαθήκην και το έλεος, ό ώμοσε τοίς πατράσιν υμών, 13 και αγαπήσει σε και ευλογήσει σε και πληθυνεί σε και ευλογήσει τα έκγονα της κοιλίας σου και τον καρπόν της γής σου, τον σίτόν σου και τον οίνόν σου και το έλαιόν σου, τα βουκόλια των βοών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου επί της γής, ής ώμοσε Κύριος τοίς πατράσι σου δούναί σοι. 14 ευλογητός έση παρά πάντα τα έθνη· ουκ έσται εν υμίν άγονος ουδέ στείρα και εν τοίς κτήνεσί σου. 15 και περιελεί Κύριος ο Θεός σου από σού πάσαν μαλακίαν· και πάσας νόσους Αιγύπτου τας πονηράς, ας εώρακας, και όσα έγνως, ουκ επιθήσει επί σε και επιθήσει αυτά επί πάντας τους μισούντάς σε. 16 και φαγή πάντα τα σκύλα των εθνών, ά Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι· ου φείσεται ο οφθαλμός σου επ’ αυτοίς, και ου μη λατρεύσης τοίς θεοίς αυτών, ότι σκώλον τούτό εστί σοι. 17 εάν δε λέγης εν τή διανοία σου, ότι πολύ το έθνος τούτο ή εγώ, πώς δυνήσομαι εξολοθρεύσαι αυτούς; 18 ου φοβηθήση αυτούς· μνεία μνησθήση όσα εποίησε Κύριος ο Θεός σου τώ Φαραώ και πάσι τοίς Αιγυπτίοις, 19 τους πειρασμούς τους μεγάλους, ούς είδοσαν οι οφθαλμοί σου, τα σημεία και τα τέρατα τα μεγάλα εκείνα, την χείρα την κραταιάν και τον βραχίονα τον υψηλόν, ως εξήγαγέ σε Κύριος ο Θεός σου, ούτω ποιήσει Κύριος ο Θεός υμών πάσι τοίς έθνεσιν, ούς σύ φοβή από προσώπου αυτών.
20 και τας σφηκίας αποστελεί Κύριος ο Θεός σου εις αυτούς, έως αν εκτριβώσιν οι καταλελειμμένοι και οι κεκρυμμένοι από σού. 21 ου τρωθήση από προσώπου αυτών, ότι Κύριος ο Θεός σου εν σοί, Θεός μέγας και κραταιός, 22 και καταναλώσει Κύριος ο Θεός σου τα έθνη ταύτα από προσώπου σου κατά μικρόν μικρόν· ου δυνήση εξαναλώσαι αυτούς το τάχος, ίνα μη γένηται η γη έρημος και πληθυνθή επί σε τα θηρία τα άγρια. 23 και παραδώσει αυτούς Κύριος ο Θεός σου εις τας χείράς σου και απολείς αυτούς απωλεία μεγάλη, έως αν εξολοθρεύσητε αυτούς. 24 και παραδώσει τους βασιλείς αυτών εις τας χείρας υμών, και απολείται το όνομα αυτών εκ τού τόπου εκείνου· ουκ αντιστήσεται ουδείς κατά πρόσωπόν σου, έως αν εξολοθρεύσης αυτούς. 25 τα γλυπτά των θεών αυτών καύσετε πυρί· ουκ επιθυμήσεις αργύριον ουδέ χρυσίον απ’ αυτών σύ λήψη σεαυτώ, μη πταίσης δι’ αυτό, ότι βδέλυγμα Κυρίω τώ Θεώ σού εστι· 26 και ουκ εισοίσεις βδέλυγμα εις τον οίκόν σου και ανάθεμα έση ώσπερ τούτο· προσοχθίσματι προσοχθιείς και βδελύγματι βδελύξη, ότι ανάθημά εστι.
1 ΠΑΣΑΣ τας εντολάς, ας εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον, φυλάξεσθε ποιείν, ίνα ζήτε και πολυπλασιασθήτε και εισέλθητε και κληρονομήσητε την γήν, ήν ώμοσε Κύριος ο Θεός υμών τοίς πατράσιν υμών. 2 και μνησθήση πάσαν την οδόν, ήν ήγαγέ σε Κύριος ο Θεός σου εν τή ερήμω, όπως αν κακώση σε και πειράση σε και διαγνωσθή τα εν τή καρδία σου, ει φυλάξη τας εντολάς αυτού ή ού. 3 και εκάκωσέ σε και ελιμαγχόνησέ σε και εψώμισέ σε το μάννα, ό ουκ ήδεισαν οι πατέρες σου, ίνα αναγγείλη σοι, ότι ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι τώ εκπορευομένω διά στόματος Θεού ζήσεται ο άνθρωπος. 4 τα ιμάτιά σου ουκ επαλαιώθη από σού, τα υποδήματά σου ου κατετρίβη από σού, οι πόδες σου ουκ ετυλώθησαν, ιδού τεσσαράκοντα έτη. 5 και γνώση τή καρδία σου ότι ως εί τις άνθρωπος παιδεύση τον υιόν αυτού, ούτω Κύριος ο Θεός σου παιδεύσει σε, 6 και φυλάξη τας εντολάς Κυρίου τού Θεού σου πορεύεσθαι εν ταίς οδοίς αυτού και φοβείσθαι αυτόν· 7 ο γάρ Κύριος ο Θεός σου εισάξει σε εις γήν αγαθήν και πολλήν, ού χείμαρροι υδάτων και πηγαί αβύσσων εκπορευόμεναι διά των πεδίων και διά των ορέων· 8 γη πυρού και κριθής, άμπελοι, συκαί, ροαί, γη ελαίας ελαίου και μέλιτος· 9 γη, εφ’ ής ου μετά πτωχείας φαγή τον άρτον σου και ουκ ενδεηθήση επ΄ αυτής ουδέν· γη, ής οι λίθοι σίδηρος, και εκ των ορέων αυτής μεταλλεύσεις χαλκόν·
10 και φαγή και εμπλησθήση και ευλογήσεις Κύριον τον Θεόν σου επί της γής της αγαθής, ής δέδωκέ σοι. 11 πρόσεχε σεαυτώ, μη επιλάθη Κυρίου τού Θεού σου τού μη φυλάξαι τας εντολάς αυτού και τα κρίματα και τα δικαιώματα αυτού, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, 12 μη φαγών και εμπλησθείς και οικίας καλάς οικοδομήσας και κατοικήσας εν αυταίς 13 και των βοών σου και των προβάτων σου πληθυνθέντων σοι, αργυρίου και χρυσίου πληθυνθέντος σοι και πάντων, όσων σοι έσται, πληθυνθέντων σοι, 14 υψωθής τή καρδία και επιλάθη Κυρίου τού Θεού σου τού εξαγαγόντος σε εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας, 15 τού αγαγόντος σε διά της ερήμου της μεγάλης και της φοβεράς εκείνης, ού όφις δάκνων και σκορπίος και δίψα, ού ουκ ήν ύδωρ, τού εξαγαγόντος σοι εκ πέτρας ακροτόμου πηγήν ύδατος, 16 τού ψωμίσαντός σε το μάννα εν τή ερήμω, ό ουκ ήδεις σύ και ουκ ήδεισαν οι πατέρες σου, ίνα κακώση σε και εκπειράση σε και εύ σε ποιήση επ’ εσχάτων των ημερών σου. 17 μη είπης εν τή καρδία σου· η ισχύς μου και το κράτος της χειρός μου εποίησέ μοι την δύναμιν την μεγάλην ταύτην· 18 και μνησθήση Κυρίου τού Θεού σου, ότι αυτός σοι δίδωσιν ισχύν τού ποιήσαι δύναμιν και ίνα στήση την διαθήκην αυτού, ήν ώμοσε Κύριος τοίς πατράσι σου, ως σήμερον. 19 και έσται εάν λήθη επιλάθη Κυρίου τού Θεού σου και πορευθής οπίσω θεών ετέρων και λατρεύσης αυτοίς και προσκυνήσης αυτοίς, διαμαρτύρομαι υμίν σήμερον τον τε ουρανόν και την γήν, ότι απωλεία απολείσθε·
20 καθά και τα λοιπά έθνη, όσα Κύριος ο Θεός απολλύει πρό προσώπου υμών, ούτως απολείσθε, ανθ΄ ών ουκ ηκούσατε της φωνής Κυρίου τού Θεού υμών.
1 ΑΚΟΥΕ, Ισραήλ· σύ διαβαίνεις σήμερον τον Ιορδάνην εισελθείν κληρονομήσαι έθνη μεγάλα και ισχυρότερα μάλλον ή υμείς, πόλεις μεγάλας και τειχήρεις έως τού ουρανού, 2 λαόν μέγαν και πολύν και ευμήκη, υιούς Ενάκ, ούς σύ οίσθα και σύ ακήκοας· τις αντιστήσεται κατά πρόσωπον υιών Ενάκ; 3 και γνώση σήμερον, ότι Κύριος ο Θεός σου, ούτος προπορεύσεται πρό προσώπου σου· πύρ καταναλίσκον εστίν· ούτος εξολοθρεύσει αυτούς, και ούτος αποστρέψει αυτούς από προσώπου σου, και απολεί αυτούς εν τάχει, καθάπερ είπέ σοι Κύριος. 4 μη είπης εν τή καρδία σου εν τώ εξαναλώσαι Κύριον τον Θεόν σου τα έθνη ταύτα πρό προσώπου σου λέγων· διά τας δικαιοσύνας μου εισήγαγέ με Κύριος κληρονομήσαι την γήν την αγαθήν ταύτην· 5 ουχί διά την δικαιοσύνην σου, ουδέ διά την οσιότητα της καρδίας σου σύ εισπορεύη κληρονομήσαι την γήν αυτών, αλλά διά την ασέβειαν των εθνών τούτων Κύριος εξολοθρεύσει αυτούς από προσώπου σου και ίνα στήση την διαθήκην αυτού, ήν ώμοσε Κύριος τοίς πατράσιν ημών, τώ Αβραάμ και τώ Ισαάκ και τώ Ιακώβ. 6 και γνώση σήμερον ότι ουχί διά τας δικαιοσύνας σου Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι την γήν την αγαθήν ταύτην κληρονομήσαι, ότι λαός σκληροτράχηλος εί. 7 μνήσθητι, μη επιλάθη όσα παρώξυνας Κύριον τον Θεόν σου εν τή ερήμω· αφ΄ ής ημέρας εξήλθετε εξ Αιγύπτου έως ήλθετε εις τον τόπον τούτον, απειθούντες διετελείτε τα προς Κύριον. 8 και εν Χωρήβ παρωξύνατε Κύριον, και εθυμώθη Κύριος εφ’ υμίν εξολοθρεύσαι υμάς, 9 αναβαίνοντός μου εις το όρος λαβείν τας πλάκας τας λιθίνας, πλάκας διαθήκης, ας διέθετο Κύριος προς υμάς. και κατεγινόμην εν τώ όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· άρτον ουκ έφαγον και ύδωρ ουκ έπιον.
10 και έδωκέ μοι Κύριος τας δύο πλάκας τας λιθίνας γεγραμμένας εν τώ δακτύλω τού Θεού, και επ΄ αυταίς εγέγραπτο πάντες οι λόγοι, ούς ελάλησε Κύριος προς υμάς εν τώ όρει ημέρα εκκλησίας· 11 και εγένετο διά τεσσαράκοντα ημερών και διά τεσσαράκοντα νυκτών έδωκε Κύριος εμοί τας δύο πλάκας τας λιθίνας, πλάκας διαθήκης. 12 και είπε Κύριος προς με· ανάστηθι, κατάβηθι το τάχος εντεύθεν, ότι ηνόμησεν ο λαός σου, ούς εξήγαγες εκ γής Αιγύπτου· παρέβησαν ταχύ εκ της οδού, ής ενετείλω αυτοίς· και εποίησαν εαυτοίς χώνευμα. 13 και είπε Κύριος προς με λέγων· λελάληκα προς σε άπαξ και δίς λέγων· εώρακα τον λαόν τούτον, και ιδού λαός σκληροτράχηλός εστι· 14 και νύν έασόν με εξολοθρεύσαι αυτούς, και εξαλείψω το όνομα αυτών υποκάτωθεν τού ουρανού και ποιήσω σε εις έθνος μέγα και ισχυρόν και πολύ μάλλον ή τούτο. 15 και επιστρέψας κατέβην εκ τού όρους, και το όρος εκαίετο πυρί έως τού ουρανού, και αι δύο πλάκες των μαρτυρίων επί ταίς δυσί χερσί μου. 16 και ιδών ότι ημάρτετε εναντίον Κυρίου τού Θεού υμών και εποιήσατε υμίν αυτοίς χωνευτόν και παρέβητε από της οδού, ής ενετείλατο Κύριος υμίν ποιείν, 17 και επιλαβόμενος των δύο πλακών έρριψα αυτάς από των δύο χειρών μου, και συνέτριψα εναντίον υμών. 18 και εδεήθην εναντίον Κυρίου δεύτερον καθάπερ και το πρότερον τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, άρτον ουκ έφαγον και ύδωρ ουκ έπιον, περί πασών των αμαρτιών υμών, ών ημάρτετε ποιήσαι το πονηρόν εναντίον Κυρίου τού Θεού παροξύναι αυτόν. 19 και έκφοβός ειμι διά τον θυμόν και την οργήν, ότι παρωξύνθη Κύριος εφ’ υμίν τού εξολοθρεύσαι υμάς και εισήκουσε Κύριος εμού και εν τώ καιρώ τούτω.
20 και επί Ααρών εθυμώθη εξολοθρεύσαι αυτόν, και ηυξάμην και περί Ααρών εν τώ καιρώ εκείνω. 21 και την αμαρτίαν υμών, ήν εποιήσατε, τον μόσχον, έλαβον αυτόν και κατέκαυσα αυτόν εν πυρί και συνέκοψα αυτόν καταλέσας σφόδρα, έως ού εγένετο λεπτόν· και εγένετο ωσεί κονιορτός, και έρριψα τον κονιορτόν εις τον χειμάρρουν τον καταβαίνοντα εκ τού όρους. 22 και εν τώ Εμπυρισμώ και εν τώ Πειρασμώ, και εν τοίς Μνήμασι της επιθυμίας παροξύναντες ήτε Κύριον τον Θεόν υμών. 23 και ότε εξαπέστειλεν υμάς Κύριος εκ Κάδης Βαρνή λέγων· ανάβητε και κληρονομήσατε την γήν, ήν δίδωμι υμίν, και ηπειθήσατε τώ ρήματι Κυρίου τού Θεού υμών και ουκ επιστεύσατε αυτώ και ουκ εισηκούσατε της φωνής αυτού. 24 απειθούντες ήτε τα προς Κύριον από της ημέρας, ής εγνώσθη υμίν. 25 και εδεήθην έναντι Κυρίου τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, όσας εδεήθην· είπε γάρ Κύριος εξολοθρεύσαι υμάς· 26 και ηυξάμην προς τον Θεόν και είπα· Κύριε βασιλεύ των θεών, μη εξολοθρεύσης τον λαόν σου και την μερίδα σου, ήν ελυτρώσω, ούς εξήγαγες εκ γής Αιγύπτου εν τή ισχύι σου τή μεγάλη και εν τή χειρί σου τή κραταιά και εν τώ βραχίονί σου τώ υψηλώ· 27 μνήσθητι Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ των θεραπόντων σου, οίς ώμοσας κατά σεαυτού· μη επιβλέψης επί την σκληρότητα τού λαού τούτου και τα ασεβήματα, και τα αμαρτήματα αυτών, 28 μη είπωσιν οι κατοικούντες την γήν, όθεν εξήγαγες ημάς εκείθεν, λέγοντες· παρά το μη δύνασθαι Κύριον εισαγαγείν αυτούς εις την γήν, ήν είπεν αυτοίς, και παρά το μισήσαι αυτούς εξήγαγεν αυτούς εν τή ερήμω αποκτείναι αυτούς. 29 και ούτοι λαός σου και κλήρός σου, ούς εξήγαγες εκ γής Αιγύπτου εν τή ισχύι σου τή μεγάλη και εν τή χειρί σου τή κραταιά και εν τώ βραχίονί σου τώ υψηλώ.
1 ΕΝ εκείνω τώ καιρώ είπε Κύριος προς με· λάξευσον σεαυτώ δύο πλάκας λιθίνας, ώσπερ τας πρώτας, και ανάβηθι προς με εις το όρος· και ποιήσεις σεαυτώ κιβωτόν ξυλίνην· 2 και γράψεις επί τας πλάκας τα ρήματα, ά ήν εν ταίς πλαξί ταίς πρώταις, ας συνέτριψας, και εμβαλείς αυτάς εις την κιβωτόν. 3 και εποίησα κιβωτόν εκ ξύλων ασήπτων και ελάξευσα τας πλάκας λιθίνας, ως αι πρώται· και ανέβην εις το όρος και αι δύο πλάκες επί ταίς χερσί μου. 4 και έγραψεν επί τας πλάκας κατά την γραφήν την πρώτην τους δέκα λόγους, ούς ελάλησε Κύριος προς υμάς εν τώ όρει εκ μέσου τού πυρός, και έδωκεν αυτάς Κύριος εμοί. 5 και επιστρέψας κατέβην εκ τού όρους και ενέβαλον τας πλάκας εις την κιβωτόν, ήν εποίησα, και ήσαν εκεί, καθά ενετείλατό μοι Κύριος. 6 και οι υιοί Ισραήλ απήραν εκ Βηρώθ υιών Ιακίμ Μισαδαί· εκεί απέθανεν Ααρών και ετάφη εκεί, και ιεράτευσεν Ελεάζαρ υιός αυτού αντ΄ αυτού. 7 εκείθεν απήραν εις Γαδγάδ και από Γαδγάδ εις Ετεβαθά, γη χείμαρροι υδάτων. 8 εν εκείνω τώ καιρώ διέστειλε Κύριος την φυλήν την Λευί αίρειν την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου, παρεστάναι έναντι Κυρίου, λειτουργείν και επεύχεσθαι επί τώ ονόματι αυτού έως της ημέρας ταύτης. 9 διά τούτο ουκ έστι τοίς Λευίταις μερίς και κλήρος εν τοίς αδελφοίς αυτών· Κύριος αυτός κλήρος αυτού, καθότι είπεν αυτώ.
10 καγώ ειστήκειν εν τώ όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, και εισήκουσε Κύριος εμού και εν τώ καιρώ τούτω, και ουκ ηθέλησε Κύριος εξολοθρεύσαι υμάς. 11 και είπε Κύριος προς με· βάδιζε, άπαρον εναντίον τού λαού τούτου, και εισπορευέσθωσαν και κληρονομήτωσαν την γήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν αυτών δούναι αυτοίς. 12 Καί νύν, Ισραήλ, τι Κύριος ο Θεός σου αιτείται παρά σού, αλλ’ ή φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν σου και πορεύεσθαι εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού και αγαπάν αυτόν και λατρεύειν Κυρίω τώ Θεώ σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου, 13 φυλάσσεσθαι τας εντολάς Κυρίου τού Θεού σου και τα δικαιώματα αυτού, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, ίνα εύ σοι ή; 14 ιδού Κυρίου τού Θεού σου ο ουρανός και ο ουρανός τού ουρανού, η γη και πάντα όσα εστίν εν αυτή· 15 πλήν τους πατέρας υμών προείλετο Κύριος αγαπάν αυτούς, και εξελέξατο το σπέρμα αυτών μετ’ αυτούς υμάς παρά πάντα τα έθνη κατά την ημέραν ταύτην. 16 και περιτεμείσθε την σκληροκαρδίαν υμών και τον τράχηλον υμών ου σκληρυνείτε έτι· 17 ο γάρ Κύριος ο Θεός υμών ούτος Θεός των θεών και Κύριος των κυρίων, ο Θεός ο μέγας· και ισχυρός και φοβερός, όστις ου θαυμάζει πρόσωπον, ουδ’ ου μη λάβη δώρον, 18 ποιών κρίσιν προσηλύτω και ορφανώ και χήρα, και αγαπά τον προσήλυτον δούναι αυτώ άρτον και ιμάτιον. 19 και αγαπήσετε τον προσήλυτον· προσήλυτοι γάρ ήτε εν γη Αιγύπτω.
20 Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ λατρεύσεις και προς αυτόν κολληθήση και επί τώ ονόματι αυτού ομή· 21 ούτος καύχημά σου και ούτος Θεός σου, όστις εποίησεν εν σοί τα μεγάλα και τα ένδοξα ταύτα, ά είδοσαν οι οφθαλμοί σου. 22 εν εβδομήκοντα ψυχαίς κατέβησαν οι πατέρες σου εις Αίγυπτον, νυνί δε εποίησέ σε Κύριος ο Θεός σου ωσεί τα άστρα τού ουρανού τώ πλήθει.
1 ΚΑΙ αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου και φυλάξη τα φυλάγματα αυτού και τα δικαιώματα αυτού και τας εντολάς αυτού και τας κρίσεις αυτού πάσας τας ημέρας. 2 και γνώσεσθε σήμερον, ότι ουχί τα παιδία υμών, όσοι ουκ οίδασιν ουδέ είδοσαν την παιδείαν Κυρίου τού Θεού σου και τα μεγαλεία αυτού και την χείρα την κραταιάν και τον βραχίονα τον υψηλόν 3 και τα σημεία αυτού και τα τέρατα αυτού, όσα εποίησεν εν μέσω Αιγύπτου Φαραώ βασιλεί Αιγύπτου και πάση τή γη αυτού, 4 και όσα εποίησε την δύναμιν των Αιγυπτίων, τα άρματα αυτών και την ίππον αυτών, και την δύναμιν αυτών, ως επέκλυσε το ύδωρ της θαλάσσης της ερυθράς επί προσώπου αυτών καταδιωκόντων αυτών εκ των οπίσω υμών και απώλεσεν αυτούς Κύριος έως της σήμερον ημέρας, 5 και όσα εποίησεν υμίν εν τή ερήμω, έως ήλθετε εις τον τόπον τούτον, 6 και όσα εποίησε τώ Δαθάν και Αβειρών υιούς Ελιάβ υιού Ρουβήν, ούς ανοίξασα η γη το στόμα αυτής κατέπιεν αυτούς και τους οίκους αυτών και τας σκηνάς αυτών και πάσαν αυτών την υπόστασιν την μετ’ αυτών εν μέσω παντός Ισραήλ, 7 ότι οι οφθαλμοί υμών εώρακαν πάντα τα έργα Κυρίου τα μεγάλα, όσα εποίησεν εν υμίν σήμερον. 8 και φυλάξεσθε πάσας τας εντολάς αυτού, όσας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, ίνα ζήτε και πολυπλασιασθήτε και εισελθόντες κληρονομήσετε την γήν, εις ήν υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εκεί κληρονομήσαι αυτήν, 9 ίνα μακροημερεύσητε επί της γής, ής ώμοσε Κύριος τοίς πατράσιν υμών δούναι αυτοίς και τώ σπέρματι αυτών μετ’ αυτούς, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι·
10 έστι γάρ η γη, εις ήν εισπορεύη εκεί κληρονομήσαι αυτήν, ουχ ώσπερ γη Αιγύπτου εστίν, όθεν εκπεπόρευσθε εκείθεν, όταν σπείρωσι τον σπόρον και ποτίζωσι τοίς ποσίν αυτών ωσεί κήπον λαχανείας· 11 η δε γη, εις ήν εισπορεύη εκεί κληρονομήσαι αυτήν, γη ορεινή και πεδεινή, εκ τού υετού τού ουρανού πίεται ύδωρ, 12 γη, ήν Κύριος ο Θεός σου επισκοπείται αυτήν διαπαντός, οι οφθαλμοί Κυρίου τού Θεού σου επ΄ αυτής απ’ αρχής τού ενιαυτού και έως συντελείας τού ενιαυτού. 13 Εάν δε ακοή ακούσητε πάσας τας εντολάς, ας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, αγαπάν Κύριον το Θεόν σου και λατρεύειν αυτώ εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου, 14 και δώσει τον υετόν τή γη σου καθ’ ώραν πρώιμον και όψιμον, και εισοίσεις τον σίτόν σου και τον οίνόν σου και το έλαιόν σου· 15 και δώσει χορτάσματα εν τοίς αγροίς σου τοίς κτήνεσί σου· 16 και φαγών και εμπλησθείς πρόσεχε σεαυτώ, μη πλατυνθή η καρδία σου και παραβήτε και λατρεύσητε θεοίς ετέροις και προσκυνήσητε αυτοίς, 17 και θυμωθείς οργή Κύριος εφ’ υμίν και συσχή τον ουρανόν, και ουκ έσται υετός, και η γη ου δώσει τον καρπόν αυτής, και απολείσθε εν τάχει από της γής της αγαθής, ής Κύριος έδωκεν υμίν. 18 και εμβαλείτε τα ρήματα ταύτα εις την καρδίαν υμών και εις την ψυχήν υμών· και αφάψετε αυτά εις σημείον επί της χειρός υμών, και έσται ασάλευτον πρό οφθαλμών υμών· 19 και διδάξετε αυτά τα τέκνα υμών λαλείν εν αυτοίς καθημένους εν οίκω και πορευομένους εν οδώ και καθεύδοντας και διανισταμένους.
20 και γράψετε αυτά επί τας φλιάς των οικιών υμών και των πυλών υμών, 21 ίνα μακροημερεύσητε και αι ημέραι των υιών υμών επί της γής, ής ώμοσε Κύριος τοίς πατράσιν υμών δούναι αυτοίς, καθώς αι ημέραι τού ουρανού επί της γής. 22 και έσται εάν ακοή ακούσητε πάσας τας εντολάς ταύτας, ας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον ποιείν, αγαπάν Κύριον τον Θεόν ημών και πορεύεσθαι εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού και προσκολλάσθαι αυτώ, 23 και εκβαλεί Κύριος πάντα τα έθνη ταύτα από προσώπου υμών, και κληρονομήσετε έθνη μεγάλα και ισχυρά μάλλον ή υμείς. 24 πάντα τον τόπον, ού εάν πατήση το ίχνος τού ποδός υμών, υμίν έσται· από της ερήμου και Αντιλιβάνου και από τού ποταμού τού μεγάλου, ποταμού Ευφράτου, και έως της θαλάσσης της επί δυσμών έσται τα όριά σου. 25 ουκ αντιστήσεται ουδείς κατά πρόσωπον υμών· τον φόβον υμών και τον τρόμον υμών επιθήσει Κύριος ο Θεός υμών επί πρόσωπον πάσης της γής, εφ’ ής αν επιβήτε επ΄ αυτής, ον τρόπον ελάλησε προς υμάς. 26 Ιδού εγώ δίδωμι ενώπιον υμών σήμερον την ευλογίαν και την κατάραν· 27 την ευλογίαν, εάν ακούσητε τας εντολάς Κυρίου τού Θεού υμών, όσας εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον, 28 και την κατάραν, εάν μη ακούσητε τας εντολάς Κυρίου τού Θεού ημών, όσα εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον, και πλανηθήτε από της οδού, ής ενετειλάμην υμίν, πορευθέντες· λατρεύειν θεοίς ετέροις, ούς ουκ οίδατε. 29 και έσται όταν εισαγάγη σε Κύριος ο Θεός σου εις την γήν, εις ήν διαβαίνεις εκεί κληρονομήσαι αυτήν, και δώσεις την ευλογίαν επ’ όρος Γαριζίν και την κατάραν επ’ όρος Γαιβάλ.
(30 ουκ ιδού ταύτα πέραν τού Ιορδάνου οπίσω οδόν δυσμών ηλίου εν γη Χαναάν το κατοικούν επί δυσμών εχόμενον τού Γολγόλ πλησίον της δρυός της υψηλής;) 31 υμείς γάρ διαβαίνετε τον Ιορδάνην εισελθόντες κληρονομήσαι την γήν, ήν Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν υμίν εν κλήρω πάσας τας ημέρας, και κατοικήσετε εν αυτή· 32 και φυλάξεσθε τού ποιείν πάντα τα προστάγματα αυτού και τας κρίσεις ταύτας, όσας εγώ δίδωμι ενώπιον υμών σήμερον.
1 ΚΑΙ ταύτα τα προστάγματα και αι κρίσεις, ας φυλάξετε τού ποιείν εν τή γη, ήν Κύριος ο Θεός των πατέρων υμών δίδωσιν υμίν εν κλήρω πάσας τας ημέρας, ας υμείς ζήτε επί της γής. 2 απωλεία απολείτε πάντας τους τόπους, εν οίς ελάτρευσαν εκεί τοίς θεοίς αυτών, ούς υμείς κληρονομείτε αυτούς, επί των ορέων των υψηλών και επί των θινών και υποκάτω δένδρου δασέος. 3 και κατασκάψετε τους βωμούς αυτών και συντρίψετε τας στήλας αυτών και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε πυρί, και απολείται το όνομα αυτών εκ τού τόπου εκείνου. 4 ου ποιήσετε ούτω Κυρίω τώ Θεώ υμών, 5 αλλ’ ή εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου εν μια των πόλεων υμών επονομάσαι το όνομα αυτού εκεί και επικληθήναι, και εκζητήσετε και εισελεύσεσθε εκεί 6 και οίσετε εκεί τα ολοκαυτώματα υμών και τα θυσιάσματα υμών και τας απαρχάς υμών και τας ευχάς υμών και τα εκούσια υμών και τας ομολογίας υμών, τα πρωτότοκα των βοών υμών και των προβάτων υμών 7 και φάγεσθε εκεί εναντίον Κυρίου τού Θεού υμών και ευφρανθήσεσθε επί πάσιν, ού εάν επιβάλητε την χείρα, υμείς και οι οίκοι υμών, καθότι ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός σου. 8 ου ποιήσετε πάντα όσα ημείς ποιούμεν ώδε σήμερον, έκαστος το αρεστόν ενώπιον αυτού· 9 ου γάρ ήκατε έως τού νύν εις την κατάπαυσιν και εις την κληρονομίαν ήν Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν υμίν.
10 και διαβήσεσθε τον Ιορδάνην, και κατοικήσετε επί της γής, ής Κύριος ο Θεός ημών κατακληρονομεί υμίν, και καταπαύσει υμάς από πάντων των εχθρών υμών των κύκλω, και κατοικήσετε μετά ασφαλείας. 11 και έσται ο τόπος, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί, εκεί οίσετε πάντα, όσα εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον, τα ολοκαυτώματα υμών και τα θυσιάσματα υμών και τα επιδέκατα υμών και τας απαρχάς των χειρών υμών και πάν εκλεκτόν των δώρων υμών, όσα αν εύξησθε Κυρίω τώ Θεώ υμών, 12 και ευφρανθήσεσθε εναντίον Κυρίου τού Θεού υμών, υμείς και οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών και οι παίδες υμών και αι παιδίσκαι υμών και ο Λευίτης ο επί των πυλών υμών, ότι ουκ έστιν αυτώ μερίς ουδέ κλήρος μεθ΄ υμών. 13 πρόσεχε σεαυτώ, μη ανενέγκης τα ολοκαυτώματά σου εν παντί τόπω, ού εάν ίδης, 14 αλλ’ ή εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου αυτόν εν μια των φυλών σου, εκεί ανοίσετε τα ολοκαυτώματα υμών και εκεί ποιήσεις πάντα, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον. 15 αλλ’ ή εν πάση επιθυμία σου θύσεις και φαγή κρέα κατά την ευλογίαν Κυρίου τού Θεού σου, ήν έδωκέ σοι εν πάση πόλει· ο ακάθαρτος εν σοί και ο καθαρός επί το αυτό φάγεται αυτό, ως δορκάδα ή έλαφον. 16 πλήν το αίμα ου φάγεσθε, επί την γήν εκχεείτε αυτό ως ύδωρ 17 ου δυνήση φαγείν εν ταίς πόλεσί σου το επιδέκατον τού σίτου σου και τού οίνου σου και τού ελαίου σου, τα πρωτότοκα των βοών σου και των προβάτων σου και πάσας τας ευχάς, όσας αν εύξησθε, και τας ομολογίας υμών και τας απαρχάς των χειρών υμών, 18 αλλ’ ή εναντίον Κυρίου τού Θεού σου φαγή αυτό εν τώ τόπω, ώ αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου αυτώ, σύ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο παίς σου και η παιδίσκη σου και ο προσήλυτος ο εν ταίς πόλεσιν υμών, και ευφρανθήση εναντίον Κυρίου τού Θεού σου επί πάντα, ού εάν επιβάλης την χείρά σου. 19 πρόσεχε σεαυτώ, μη εγκαταλίπης τον Λευίτην πάντα τον χρόνον, όσον αν ζής επί της γής.
20 Εάν δε εμπλατύνη Κύριος ο Θεός σου τα όριά σου, καθάπερ ελάλησέ σοι, και ερείς· φάγομαι κρέα, εάν επιθυμήση η ψυχή σου ώστε φαγείν κρέα, εν πάση επιθυμία της ψυχής σου φαγή κρέα. 21 εάν δε μακράν απέχη σου ο τόπος, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου εκεί επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί, και θύσεις από των βοών σου και από των προβάτων σου, ών αν δώ ο Θεός σοι, ον τρόπον ενετειλάμην σοι και φαγή εν ταίς πόλεσί σου κατά την επιθυμίαν της ψυχής σου· 22 ως έσθεται η δορκάς και η έλαφος, ούτω φαγή αυτό, ο ακάθαρτος εν σοί και ο καθαρός ωσαύτως έδεται. 23 πρόσεχε ισχυρώς τού μη φαγείν αίμα, ότι το αίμα αυτού ψυχή· ου βρωθήσεται ψυχή μετά των κρεών, 24 ου φάγεσθε, επί την γήν εκχεείτε αυτό ως ύδωρ· 25 ου φαγή αυτό, ίνα εύ σοι γένηται και τοίς υιοίς σου μετά σε, εάν ποιήσης το καλόν και το αρεστόν εναντίον Κυρίου τού Θεού σου. 26 πλήν τα άγιά σου, εάν γένηταί σοι, και τας ευχάς σου λαβών ήξεις εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί, 27 και ποιήσεις τα ολοκαυτώματά σου· τα κρέα ανοίσεις επί το θυσιαστήριον Κυρίου τού Θεού σου, το δε αίμα των θυσιών σου προσχεείς προς την βάσιν τού θυσιαστηρίου Κυρίου τού Θεού σου, τα δε κρέα φαγή. 28 φυλάσσου και άκουε και ποιήσεις πάντας τους λόγους, ούς εγώ εντέλλομαί σοι, ίνα εύ σοι γένηται και τοίς υιοίς σου δι’ αιώνος, εάν ποιήσης το αρεστόν και το καλόν εναντίον Κυρίου τού Θεού σου. 29 Εάν δε εξολοθρεύση Κύριος ο Θεός σου τα έθνη, εις ούς εισπορεύη εκεί κληρονομήσαι την γήν αυτών, από προσώπου σου και κατακληρονομήσης αυτήν, και κατοικήσης εν τή γη αυτών,
30 πρόσεχε σεαυτώ, μη εκζητήσης επακολουθήσαι αυτοίς μετά το εξολοθρευθήναι αυτούς από προσώπου σου λέγων· πώς ποιούσι τα έθνη ταύτα τοίς θεοίς αυτών, ποιήσω καγώ. 31 ου ποιήσεις ούτω τώ Θεώ σου· τα γάρ βδελύγματα Κυρίου, ά εμίσησεν, εποίησαν εν τοίς θεοίς αυτών, ότι τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών κατακαίουσιν εν πυρί τοίς θεοίς αυτών.
1 ΠΑΝ ρήμα ό εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον, τούτο φυλάξη ποιείν· ου προσθήσεις επ΄ αυτό ουδέ αφελείς απ’ αυτού. 2 εάν δε αναστή εν σοί προφήτης ή ενυπνιαζόμενος το ενύπνιον και δώ σοι σημείον ή τέρας 3 και έλθη το σημείον ή το τέρας, ό ελάλησε προς σε λέγων· πορευθώμεν και λατρεύσωμεν θεοίς ετέροις, ούς ουκ οίδατε, 4 ουκ ακούσεσθε των λόγων τού προφήτου εκείνου ή τού ενυπνιαζομένου το ενύπνιον εκείνο, ότι πειράζει Κύριος ο Θεός σου υμάς ειδέναι, ει αγαπάτε τον Θεόν υμών εξ όλης της καρδίας υμών και εξ όλης της ψυχής υμών. 5 οπίσω Κυρίου τού Θεού υμών πορεύσεσθε και τούτον φοβηθήσεσθε και της φωνής αυτού ακούσεσθε και αυτώ προστεθήσεσθε. 6 και ο προφήτης εκείνος ή ο το ενύπνιον ενυπνιαζόμενος εκείνος αποθανείται· ελάλησε γάρ πλανήσαί σε από Κυρίου τού Θεού σου τού εξαγαγόντος σε εκ γής Αιγύπτου, τού λυτρωσαμένου σε εκ της δουλείας, εξώσαί σε από της οδού, ής ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου πορεύεσθαι εν αυτή· και αφανιείς το πονηρόν εξ υμών αυτών. 7 Εάν δε παρακαλέση σε ο αδελφός σου εκ πατρός σου ή εκ μητρός σου ή ο υιός σου ή η θυγάτηρ ή η γυνή σου η εν κόλπω σου ή φίλος ίσος τή ψυχή σου λάθρα λέγων· βαδίσωμεν και λατρεύσωμεν θεοίς ετέροις, ούς ουκ ήδεις σύ και οι πατέρες σου, 8 από των θεών των εθνών των περικύκλω υμών, των εγγιζόντων σοι ή των μακράν από σού, απ’ άκρου της γής έως άκρου της γής, 9 ου συνθελήσεις αυτώ και ουκ εισακούση αυτού και ου φείσεται ο οφθαλμός σου επ’ αυτώ, ουκ επιποθήσεις επ’ αυτώ ουδ’ ου μη σκεπάσης αυτόν·
10 αναγγέλων αναγγελείς περί αυτού, και αι χείρές σου έσονται επ’ αυτόν εν πρώτοις αποκτείναι αυτόν, και αι χείρες παντός τού λαού επ’ εσχάτω, 11 και λιθοβολήσουσιν αυτόν εν λίθοις, και αποθανείται, ότι εζήτησεν αποστήσαί σε από Κυρίου τού Θεού σου τού εξαγαγόντος σε εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. 12 και πάς Ισραήλ ακούσας φοβηθήσεται και ου προσθήσωσι ποιήσαι έτι κατά το ρήμα το πονηρόν τούτο εν υμίν. 13 Εάν δε ακούσης εν μια των πόλεών σου, ών Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι κατοικείν σε εκεί, λεγόντων· 14 εξήλθοσαν άνδρες παράνομοι εξ υμών και απέστησαν πάντας τους κατοικούντας την γήν αυτών λέγοντες· πορευθώμεν και λατρεύσωμεν θεοίς ετέροις, ούς ουκ ήδειτε, 15 και ετάσεις και ερωτήσεις και ερευνήσεις σφόδρα, και ιδού αληθής σαφώς ο λόγος, γεγένηται το βδέλυγμα τούτο εν υμίν, 16 αναιρών ανελείς πάντας τους κατοικούντας εν τή γη εκείνη εν φόνω μαχαίρας, αναθέματι αναθεματιείτε αυτήν και πάντα τα εν αυτή 17 και πάντα τα σκύλα αυτής συνάξεις εις τας διόδους αυτής και εμπρήσεις την πόλιν εν πυρί και πάντα τα σκύλα αυτής πανδημεί εναντίον Κυρίου τού Θεού σου, και έσται αοίκητος εις τον αιώνα, ουκ ανοικοδομηθήσεται έτι. 18 και ου προσκολληθήσεται ουδέν από τού αναθέματος εν τή χειρί σου, ίνα αποστραφή Κύριος από θυμού της οργής αυτού και δώση σοι έλεος και ελεήση σε και πληθύνη σε, ον τρόπον ώμοσε τοίς πατράσι σου, 19 εάν ακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου, φυλάσσειν τας εντολάς αυτού, όσας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, ποιείν το καλόν και το αρεστόν εναντίον Κυρίου τού Θεού σου.
1 ΥΙΟΙ εστε Κυρίου τού Θεού υμών· ουκ επιθήσετε φαλάκρωμα ανά μέσον των οφθαλμών υμών επί νεκρώ· 2 ότι λαός άγιος εί Κυρίω τώ Θεώ σου, και σε εξελέξατο Κύριος ο Θεός σου γενέσθαι σε λαόν αυτώ περιούσιον από πάντων των εθνών των επί προσώπου της γής. 3 Ου φάγεσθε πάν βδέλυγμα. 4 ταύτα κτήνη, ά φάγεσθε, μόσχον εκ βοών και αμνόν εκ προβάτων και χίμαρον εξ αιγών, 5 έλαφον και δορκάδα και πύγαργον, όρυγα και καμηλοπάρδαλιν· 6 πάν κτήνος διχηλούν οπλήν και ονυχιστήρας ονυχίζον δύο χηλών και ανάγον μηρυκισμόν εν τοίς κτήνεσι, ταύτα φάγεσθε. 7 και ταύτα ου φάγεσθε από των αναγόντων μηρυκισμόν και από των διχηλούντων τας οπλάς και ονυχιζόντων ονυχιστήρας· τον κάμηλον και δασύποδα και χοιρογρύλλιον, ότι ανάγουσι μηρυκισμόν και οπλήν ου διχηλούσιν, ακάθαρτα ταύτα υμίν εστι· 8 και τον ύν, ότι διχηλεί οπλήν τούτο και ονυχίζει ονυχιστήρας οπλής, και τούτο μηρυκισμόν ου μηρυκάται, ακάθαρτον τούτο υμίν· από των κρεών αυτών ου φάγεσθε και των θνησιμαίων αυτών ουχ άψεσθε. 9 και ταύτα φάγεσθε από πάντων των εν τώ ύδατι· πάντα όσα εστίν εν αυτοίς πτερύγια και λεπίδες, φάγεσθε.
10 και πάντα όσα ουκ έστιν αυτοίς πτερύγια και λεπίδες, ου φάγεσθε, ακάθαρτα υμίν εστι. 11 πάν όρνεον καθαρόν φάγεσθε. 12 και ταύτα ου φάγεσθε απ’ αυτών· τον αετόν και τον γρύπα και τον αλιαίετον 13 και τον γύπα και τον ίκτινον και τα όμοια αυτώ 14 και πάντα κόρακα και τα όμοια αυτώ 15 και στρουθόν και γλαύκα και λάρον 16 και ερωδιόν και κύκνον και ίβιν 17 και καταράκτην και ιέρακα και τα όμοια αυτώ και έποπα και νυκτικόρακα 18 και πελεκάνα και χαραδριόν και τα όμοια αυτώ και πορφυρίωνα και νυκτερίδα. 19 πάντα τα ερπετά των πετεινών ακάθαρτά εστιν υμίν, ου φάγεσθε απ’ αυτών.
20 πάν πετεινόν καθαρόν φάγεσθε. 21 πάν θνησιμαίον ου φάγεσθε· τώ παροίκω τώ εν ταίς πόλεσί σου δοθήσεται, και φάγεται, ή αποδώση τώ αλλοτρίω· ότι λαός άγιος εί Κυρίω τώ Θεώ σου. ουχ εψήσεις άρνα εν γάλακτι μητρός αυτού. 22 Δεκάτην αποδεκατώσεις παντός γενήματος τού σπέρματός σου, το γένημα τού αγρού σου ενιαυτόν κατ’ ενιαυτόν, 23 και φαγή αυτό εν τώ τόπω ώ εάν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου, επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί· οίσετε τα επιδέκατα τού σίτου σου και τού οίνου σου και τού ελαίου σου, τα πρωτότοκα των βοών σου και των προβάτων σου, ίνα μάθης φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν σου πάσας τας ημέρας. 24 εάν δε μακράν γένηται η οδός από σού και μη δύνη αναφέρειν αυτά, ότι μακράν από σού ο τόπος, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί, ότι ευλογήσει σε Κύριος ο Θεός σου, 25 και αποδώση αυτά αργυρίου και λήψη το αργύριον εν ταίς χερσί σου και πορεύση εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου αυτόν, 26 και δώσεις αργύριον επί παντός, ού αν επιθυμή η ψυχή σου, επί βουσίν ή επί προβάτοις, επ’ οίνω ή επί σίκερα ή επί παντός, ού αν επιθυμή η ψυχή σου, και φαγή εκεί εναντίον Κυρίου τού Θεού σου και ευφρανθήση σύ και ο οίκός σου 27 και ο Λευίτης ο εν ταίς πόλεσί σου, ότι ουκ έστιν αυτώ μερίς ουδέ κλήρος μετά σού. 28 μετά τρία έτη εξοίσεις πάν το επιδέκατον των γενημάτων σου· εν τώ ενιαυτώ εκείνω θήσεις αυτό εν ταίς πόλεσί σου, 29 και ελεύσεται ο Λευίτης, ότι ουκ έστιν αυτώ μερίς ουδέ κλήρος μετά σού, και ο προσήλυτος και ο ορφανός και η χήρα η εν ταίς πόλεσί σου και φάγονται και εμπλησθήσονται, ίνα ευλογήση σε Κύριος ο Θεός σου εν πάσι τοίς έργοις, οίς εάν ποιής.
1 ΔΙ’ επτά ετών ποιήσεις άφεσιν. 2 και ούτω το πρόσταγμα της αφέσεως· αφήσεις πάν χρέος ίδιον, ό οφείλει σοι ο πλησίον, και τον αδελφόν σου ουκ απαιτήσεις, επικέκληται γάρ άφεσις Κυρίω τώ Θεώ σου. 3 τον αλλότριον απαιτήσεις όσα εάν ή σοι παρ' αυτώ, τώ δε αδελφώ σου άφεσιν ποιήσεις τού χρέους σου· 4 ότι ουκ έσται εν σοί ενδεής, ότι ευλογών ευλογήσει σε Κύριος ο Θεός σου εν τή γη, ή Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω κατακληρονομήσαι αυτήν. 5 εάν δε ακοή εισακούσητε της φωνής Κυρίου τού Θεού υμών φυλάσσειν και ποιείν πάσας τας εντολάς ταύτας, όσας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, 6 ότι Κύριος ο Θεός σου ευλόγησέ σε, ον τρόπον ελάλησέ σοι, και δανειείς έθνεσι πολλοίς, σύ δε ου δανειή, και άρξεις εθνών πολλών, σού δε ουκ άρξουσιν. 7 Εάν δε γένηται εν σοί ενδεής εκ των αδελφών σου εν μια των πόλεών σου εν τή γη, ή Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, ουκ αποστέρξεις την καρδίαν σου ουδ’ ου μη συσφίγξης την χείρά σου από τού αδελφού σου τού επιδεομένου· 8 ανοίγων ανοίξεις τας χείράς σου αυτώ και δάνειον δανειείς αυτώ όσον επιδέεται, καθότι ενδεείται. 9 πρόσεχε σεαυτώ, μη γένηται ρήμα κρυπτόν εν τή καρδία σου ανόμημα λέγων· εγγίζει το έτος το έβδομον, έτος της αφέσεως, και πονηρεύσηται ο οφθαλμός σου τώ αδελφώ σου τώ επιδεομένω, και ου δώσεις αυτώ, και καταβοήσεται κατά σού προς Κύριον, και έσται εν σοί αμαρτία μεγάλη.
10 διδούς δώσεις αυτώ και δάνειον δανειείς αυτώ όσον επιδέεται, και ου λυπηθήση τή καρδία σου διδόντος σου αυτώ, ότι διά το ρήμα τούτο ευλογήσει σε Κύριος ο Θεός σου εν πάσι τοίς έργοις και εν πάσιν, ού αν επιβάλης την χείρά σου· 11 ου γάρ μη εκλίπη ενδεής από της γής σου. διά τούτο εγώ σοι εντέλλομαι ποιείν το ρήμα τούτο λέγων· ανοίγων ανοίξεις τας χείράς σου τώ αδελφώ σου τώ πένητι και τώ επιδεομένω τώ επί της γής σου. 12 Εάν δε πραθή σοι ο αδελφός σου ο Εβραίος ή Εβραία, δουλεύσει σοι έξ έτη, και τώ εβδόμω εξαποστελείς αυτόν ελεύθερον από σού. 13 όταν δε εξαποστέλλης αυτόν ελεύθερον από σού, ουκ εξαποστελείς αυτόν κενόν· 14 εφόδιον εφοδιάσεις αυτόν από των προβάτων σου και από τού σίτου σου και από τού οίνου σου· καθά ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός σου, δώσεις αυτώ. 15 και μνησθήση ότι οικέτης ήσθα εν γη Αιγύπτου και ελυτρώσατό σε Κύριος ο Θεός σου εκείθεν· διά τούτο εγώ σοι εντέλλομαι ποιείν το ρήμα τούτο. 16 εάν δε λέγη προς σε, ουκ εξελεύσομαι από σού, ότι ηγάπηκέ σε και την οικίαν σου, ότι εύ εστιν αυτώ παρά σοί, 17 και λήψη το οπήτιον, και τρυπήσεις το ωτίον αυτού προς την θύραν, και έσται σοι οικέτης εις τον αιώνα· και την παιδίσκην σου ωσαύτως ποιήσεις. 18 ου σκληρόν έσται εναντίον σου εξαποστελλομένων αυτών ελευθέρων από σού, ότι επέτειον μισθόν τού μισθωτού εδούλευσέ σοι έξ έτη· και ευλογήσει σε Κύριος ο Θεός σου εν πάσιν, οίς εάν ποιής. 19 Πάν πρωτότοκον, ό εάν τεχθή εν ταίς βουσί σου και εν τοίς προβάτοις σου, τα αρσενικά, αγιάσεις Κυρίω τώ Θεώ σου· ουκ εργά εν τώ πρωτοτόκω μόσχω σου και ου μη κείρης τα πρωτότοκα των προβάτων σου·
20 έναντι Κυρίου φαγή αυτό ενιαυτόν εξ ενιαυτού εν τώ τόπω, ώ εάν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου, σύ και ο οίκός σου. 21 εάν δε ή εν αυτώ μώμος, χωλόν ή τυφλόν ή και πάς μώμος πονηρός, ου θύσεις αυτό Κυρίω τώ Θεώ σου· 22 εν ταίς πόλεσί σου φαγή αυτό, ο ακάθαρτος εν σοί και ο καθαρός ωσαύτως έδεται ως δορκάδα ή έλαφον· 23 πλήν αίμα ου φάγεσθε, επί την γήν εκχεείς αυτό ως ύδωρ.
1 ΦΥΛΑΞΑΙ τον μήνα των νέων και ποιήσεις το πάσχα Κυρίω τώ Θεώ σου, ότι εν τώ μηνί των νέων εξήλθες εξ Αιγύπτου νυκτός. 2 και θύσεις το πάσχα Κυρίω τώ Θεώ σου πρόβατα και βόας εν τώ τόπω, ώ εάν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου αυτόν επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί. 3 ου φαγή επ’ αυτού ζύμην· επτά ημέρας φαγή επ΄ αυτού άζυμα, άρτον κακώσεως, ότι εν σπουδή εξήλθετε εξ Αιγύπτου· ίνα μνησθήτε την ημέραν της εξοδίας υμών εκ γής Αιγύπτου πάσας τας ημέρας της ζωής υμών. 4 ουκ οφθήσεταί σοι ζύμη εν πάσι τοίς ορίοις σου επτά ημέρας, και ου κοιμηθήσεται από των κρεών, ών εάν θύσης το εσπέρας τή ημέρα τή πρώτη εις το πρωί. 5 ου δυνήση θύσαι το πάσχα εν ουδεμιά των πόλεών σου, ών Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, 6 αλλ’ ή εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί, θύσεις το πάσχα εσπέρας προς δυσμάς ηλίου εν τώ καιρώ, ώ εξήλθες εξ Αιγύπτου, 7 και εψήσεις και οπτήσεις και φαγή εν τώ τόπω, ού εάν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου αυτόν, και αποστραφήση το πρωί και ελεύση εις τους οίκους σου. 8 έξ ημέρας φαγή άζυμα, και τή ημέρα τή εβδόμη εξόδιον, εορτή Κυρίω τώ Θεώ σου· ου ποιήσεις εν αυτή πάν έργον πλήν όσα ποιηθήσεται ψυχή. 9 επτά εβδομάδας εξαριθμήσεις σεαυτώ· αρξαμένου σου δρέπανον επ’ αμητόν, άρξη εξαριθμήσαι επτά εβδομάδας.
10 και ποιήσεις εορτήν εβδομάδων Κυρίω τώ Θεώ σου καθώς η χείρ σου ισχύει, όσα αν δώ Κύριος ο Θεός σου· 11 και ευφρανθήση εναντίον Κυρίου τού Θεού σου, σύ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο παίς σου και η παιδίσκη σου και ο Λευίτης και ο προσήλυτος και ο ορφανός και η χήρα η ούσα εν υμίν, εν τώ τόπω, ώ εάν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου αυτόν επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί, 12 και μνησθήση ότι οικέτης εγένου εν γη Αιγύπτω, και φυλάξη και ποιήσεις τας εντολάς ταύτας. 13 εορτήν σκηνών ποιήσεις σεαυτώ επτά ημέρας εν τώ συναγαγείν σε εκ της άλωνός σου και από της ληνού σου· 14 και ευφρανθήση εν τή εορτή σου, σύ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο παίς σου και η παιδίσκη σου και ο Λευίτης και ο προσήλυτος και ο ορφανός και η χήρα η ούσα εν ταίς πόλεσί σου. 15 επτά ημέρας εορτάσεις Κυρίω τώ Θεώ σου εν τώ τόπω, ώ αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου αυτώ· εάν δε ευλογήση σε Κύριος ο Θεός σου εν πάσι τοίς γενήμασί σου και εν παντί έργω των χειρών σου, και έση ευφραινόμενος. 16 τρεις καιρούς τού ενιαυτού οφθήσεται πάν αρσενικόν σου εναντίον Κυρίου τού Θεού σου εν τώ τόπω, ώ εάν εκλέξηται αυτόν Κύριος, εν τή εορτή των αζύμων και εν τή εορτή των εβδομάδων και εν τή εορτή της σκηνοπηγίας. ουκ οφθήση ενώπιον Κυρίου τού Θεού σου κενός· 17 έκαστος κατά δύναμιν των χειρών υμών, κατά την ευλογίαν Κυρίου τού Θεού σου, ήν έδωκέ σοι. 18 Κριτάς και γραμματοεισαγωγείς ποιήσεις σεαυτώ εν ταίς πόλεσί σου, αίς Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, κατά φυλάς, και κρινούσι τον λαόν κρίσιν δικαίαν. 19 ουκ εκκλινούσι κρίσιν, ουδέ επιγνώσονται πρόσωπον ουδέ λήψονται δώρον· τα γάρ δώρα αποτυφλοί οφθαλμούς σοφών και εξαίρει λόγους δικαίων.
20 δικαίως το δίκαιον διώξη, ίνα ζήτε και εισελθόντες κληρονομήσητε την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι. 21 Ου φυτεύσεις σεαυτώ άλσος, πάν ξύλον, παρά το θυσιαστήριον τού Θεού σου ου ποιήσεις σεαυτώ. 22 ου στήσεις σεαυτώ στήλην, ά εμίσησε Κύριος ο Θεός σου.
1 ΟΥ θύσεις Κυρίω τώ Θεώ σου μόσχον ή πρόβατον, εν ώ εστιν εν αυτώ μώμος, πάν ρήμα πονηρόν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τώ Θεώ σού εστιν. 2 Εάν δε ευρεθή εν μια των πόλεών σου, ών Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, ανήρ ή γυνή, ός ποιήσει το πονηρόν εναντίον Κυρίου τού Θεού σου παρελθύειν την διαθήκην αυτού, 3 και ελθόντες λατρεύσωσι θεοίς ετέροις και προσκυνήσωσιν αυτοίς, τώ ηλίω ή τή σελήνη ή παντί των εκ τού κόσμου τού ουρανού, ά ου προσέξατέ σοι, 4 και αναγγελή σοι, και εκζητήσεις σφόδρα, και ιδού αληθώς γέγονε το ρήμα, γεγένηται το βδέλυγμα τούτο εν Ισραήλ, 5 και εξάξεις τον άνθρωπον εκείνον ή την γυναίκα εκείνην και λιθοβολήσετε αυτούς εν λίθοις, και τελευτήσουσιν. 6 επί δυσί μάρτυσιν ή επί τρισί μάρτυσιν αποθανείται ο αποθνήσκων· ουκ αποθανείται εφ’ ενί μάρτυρι. 7 και η χείρ των μαρτύρων έσται επ΄ αυτώ εν πρώτοις θανατώσαι αυτόν, και η χείρ τού λαού επ΄ εσχάτων· και εξαρείς τον πονηρόν εξ υμών αυτών. 8 Εάν δε αδυνατήση από σού ρήμα εν κρίσει αναμέσον αίμα αίματος και αναμέσον κρίσις κρίσεως και αναμέσον αφή αφής και αναμέσον αντιλογία αντιλογίας, ρήματα κρίσεως εν ταίς πόλεσιν υμών, και αναστάς αναβήση εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου εκεί, 9 και ελεύση προς τους ιερείς τους Λευίτας και προς τον κριτήν, ός αν γένηται εν ταίς ημέραις εκείναις, και εκζητήσαντες αναγγελούσί σοι την κρίσιν.
10 και ποιήσεις κατά το πράγμα, ό αν αναγγείλωσί σοι εκ τού τόπου, ού εάν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου, και φυλάξη ποιήσαι πάντα όσα αν νομοθετηθή σοι· 11 κατά τον νόμον και κατά την κρίσιν, ήν αν είπωσί σοι, ποιήσεις, ουκ εκκλινείς από τού ρήματος, ού εάν αναγγείλωσί σοι, δεξιά ουδέ αριστερά. 12 και ο άνθρωπος, ός εάν ποιήση εν υπερηφανία ώστε μη υπακούσαι τού ιερέως τού παρεστηκότος λειτουργείν επί τώ ονόματι Κυρίου τού Θεού σου ή τού κριτού, ός αν ή εν ταίς ημέραις εκείναις, και αποθανείται ο άνθρωπος εκείνος, και εξαρείς τον πονηρόν εξ Ισραήλ· 13 και πάς ο λαός ακούσας φοβηθήσεται και ουκ ασεβήσει έτι. 14 Εάν δε εισέλθης εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, και κληρονομήσης αυτήν και κατοικήσης επ’ αυτήν και είπης· καταστήσω επ’ εμαυτόν άρχοντα, καθά και τα λοιπά έθνη τα κύκλω μου, 15 καθιστών καταστήσεις επί σεαυτόν άρχοντα, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός αυτόν. εκ των αδελφών σου καταστήσεις επί σεαυτόν άρχοντα· ου δυνήση καταστήσαι επί σεαυτόν άνθρωπον αλλότριον, ότι ουκ αδελφός σού εστι. 16 διότι ου πληθυνεί εαυτώ ίππον ουδέ μη αποστρέψη τον λαόν εις Αίγυπτον, όπως μη πληθύνη αυτώ ίππον, ο δε Κύριος είπεν· ου προσθήσεσθε αποστρέψαι τή οδώ ταύτη έτι. 17 και ου πληθυνεί εαυτώ γυναίκας, ίνα μη μεταστή αυτού η καρδία· και αργύριον και χρυσίον ου πληθυνεί εαυτώ σφόδρα. 18 και όταν καθίση επί της αρχής αυτού, και γράψει αυτώ το δευτερονόμιον τούτο εις βιβλίον παρά των ιερέων των Λευιτών, 19 και έσται μετ’ αυτού, και αναγνώσεται εν αυτώ πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού, ίνα μάθη φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν σου και φυλάσσεσθαι πάσας τας εντολάς ταύτας και τα δικαιώματα ταύτα ποιείν,
20 ίνα μη υψωθή η καρδία αυτού από των αδελφών αυτού, ίνα μη παραβή από των εντολών δεξιά ή αριστερά, όπως αν μακροχρονίση επί της αρχής αυτού, αυτός και οι υιοί αυτού εν τοίς υιοίς Ισραήλ.
1 ΟΥΚ έσται τοίς ιερεύσι τοίς Λευίταις, όλη φυλή Λευί, μερίς ουδέ κλήρος μετά Ισραήλ· καρπώματα Κυρίου ο κλήρος αυτών, φάγονται αυτά. 2 κλήρος δε ουκ έσται αυτοίς εν τοίς αδελφοίς αυτών· Κύριος αυτός κλήρος αυτού, καθότι είπεν αυτώ. 3 και αύτη η κρίσις των ιερέων, τα παρά τού λαού, παρά των θυόντων τα θύματα, εάν τε μόσχον εάν τε πρόβατον· και δώσεις τον βραχίονα τώ ιερεί και τα σιαγόνια και το ένυστρον. 4 και τας απαρχάς τού σίτου σου και τού οίνου σου και τού ελαίου σου και την απαρχήν των κουρών των προβάτων σου δώσεις αυτώ· 5 ότι αυτόν εξελέξατο Κύριος εκ πασών των φυλών σου παρεστάναι έναντι Κυρίου τού Θεού, λειτουργείν και ευλογείν επί τώ ονόματι αυτού, αυτός και οι υιοί αυτού εν τοίς υιοίς Ισραήλ. 6 εάν δε παραγένηται ο Λευίτης εκ μιάς των πόλεων εκ πάντων των υιών Ισρήλ, ού αυτός παροικεί, καθ’ ότι επιθυμεί η ψυχή αυτού, εις τον τόπον ον αν εκλέξηται Κύριος. 7 και λειτουργήσει τώ ονόματι Κυρίου τού Θεού αυτού, ώσπερ πάντες οι αδελφοί αυτού οι Λευίται οι παρεστηκότες εκεί εναντίον Κυρίου τού Θεού σου· 8 μερίδα μεμερισμένην φάγεται, πλήν της πράσεως της κατά πατριάν. 9 Εάν δε εισέλθης εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, ου μαθήση ποιείν κατά τα βδελύγματα των εθνών εκείνων.
10 ουχ ευρεθήσεται εν σοί περικαθαίρων τον υιόν αυτού ή την θυγατέρα αυτού εν πυρί, μαντευόμενος μαντείαν, κληδονιζόμενος και οιωνιζόμενος, 11 φαρμακός επαείδων επαοιδήν, εγγαστρίμυθος και τερατοσκόπος, επερωτών τους νεκρούς. 12 έστι γάρ βδέλυγμα Κυρίω τώ Θεώ σου πάς ποιών ταύτα· ένεκεν γάρ των βδελυγμάτων τούτων Κύριος εξολοθρεύσει αυτούς από προσώπου σου. 13 τέλειος έση εναντίον Κυρίου τού Θεού σου· 14 τα γάρ έθνη ταύτα, ούς σύ κατακληρονομείς αυτούς, ούτοι κληδόνων και μαντειών ακούσονται, σοί δε ουχ ούτως έδωκε Κύριος ο Θεός σου. 15 προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε 16 κατά πάντα, όσα ητήσω παρά Κυρίου τού Θεού σου εν Χωρήβ τή ημέρα της εκκλησίας λέγοντες· ου προσθήσομεν ακούσαι την φωνήν Κυρίου τού Θεού σου και το πύρ τούτο το μέγα ουκ οψόμεθα έτι, ουδέ μη αποθάνωμεν. 17 και είπε Κύριος προς με· ορθώς πάντα όσα ελάλησαν προς σε· 18 προφήτην αναστήσω αυτοίς εκ των αδελφών αυτών, ώσπερ σε, και δώσω τα ρήματα εν τώ στόματι αυτού, και λαλήσει αυτοίς καθ’ ότι αν εντείλωμαι αυτώ· 19 και ο άνθρωπος, ός εάν μη ακούση όσα αν λαλήση ο προφήτης εκείνος επί τώ ονόματί μου, εγώ εκδικήσω εξ αυτού.
20 πλήν ο προφήτης, ός αν ασεβήση λαλήσαι επί τώ ονόματί μου ρήμα, ό ου προσέταξα λαλήσαι, και ός αν λαλήση εν ονόματι θεών ετέρων, αποθανείται ο προφήτης εκείνος. 21 εάν δε είπης εν τή καρδία σου· πώς γνωσόμεθα το ρήμα, ό ουκ ελάλησε Κύριος; 22 όσα εάν λαλήση ο προφήτης εκείνος τώ ονόματι Κυρίου, και μη γένηται και μη συμβή, τούτο το ρήμα ό ουκ ελάλησε Κύριος· εν ασεβεία ελάλησεν ο προφήτης εκείνος, ουκ εφέξεσθε αυτού.
1 ΕΑΝ δε αφανίση Κύριος ο Θεός σου τα έθνη, ά ο Θεός δίδωσί σοι την γήν αυτών, και κατακληρονομήσητε αυτούς και κατοικήσετε εν ταίς πόλεσιν αυτών και εν τοίς οίκοις αυτών, 2 τρεις πόλεις διαστελείς σεαυτώ εν μέσω της γής σου, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι. 3 στόχασαί σοι την οδόν και τριμεριείς τα όρια της γής σου, ήν καταμερίζει σοι Κύριος ο Θεός σου, και έσται εκεί καταφυγή παντί φονευτή. 4 τούτο δε έσται το πρόσταγμα τού φονευτού, ός αν φύγη εκεί και ζήσεται· ός αν πατάξη τον πλησίον αυτού ουκ ειδώς και ούτος ου μισών αυτόν πρό της χθές και τρίτης, 5 και ός εάν εισέλθη μετά τού πλησίον εις τον δρυμόν συναγαγείν ξύλα, και εκκρουσθή η χείρ αυτού τή αξίνη κόπτοντος το ξύλον, και εκπεσόν το σιδήριον από τού ξύλου τύχη τού πλησίον, και αποθάνη, ούτος καταφεύξεται εις μίαν των πόλεων τούτων και ζήσεται, 6 ίνα μη διώξας ο αγχιστεύων τού αίματος οπίσω τού φονεύσαντος, ότι παρατεθέρμανται τή καρδία, και καταλάβη αυτόν, εάν μακροτέρα ή η οδός, και πατάξη αυτού ψυχήν, και αποθάνη, και τούτω ουκ έστι κρίσις θανάτου, ότι ου μισών ήν αυτόν πρό της χθές, ουδέ πρό της τρίτης. 7 διά τούτο εγώ σοι εντέλλομαι το ρήμα τούτο λέγων· τρεις πόλεις διαστελείς σεαυτώ· 8 εάν δε εμπλατύνη Κύριος ο Θεός σου τα όριά σου, ον τρόπον ώμοσε τοίς πατράσι σου, και δώ σοι Κύριος πάσαν την γήν, ήν είπε δούναι τοίς πατράσι σου, 9 εάν ακούσης ποιείν πάσας τας εντολάς ταύτας, ας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, αγαπάν Κύριον τον Θεόν σου, πορεύεσθαι εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού πάσας τας ημέρας, προσθήσεις σεαυτώ έτι τρεις πόλεις προς τας τρεις ταύτας,
10 και ουκ εκχυθήσεται αίμα αναίτιον εν τή γη, ή Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω, και ουκ έσται εν σοί αίματι ένοχος. 11 εά δε γένηται εν σοί άνθρωπος μισών τον πλησίον και ενεδρεύση αυτόν και επαναστή επ’ αυτόν και πατάξη αυτού ψυχήν, και αποθάνη, και φύγη εις μίαν των πόλεων τούτων, 12 και αποστελούσιν η γερουσία της πόλεως αυτού και λήψονται αυτόν εκείθεν και παραδώσουσιν αυτόν εις χείρας των αγχιστευόντων τού αίματος, και αποθανείται· 13 ου φείσεται ο οφθαλμός σου επ’ αυτώ και καθαριείς το αίμα το αναίτιον εξ Ισραήλ, και εύ σοι έσται. 14 Ου μετακινήσεις όρια τού πλησίον, ά έστησαν οι πατέρες σου εν τή κληρονομία, ή κατεκληρονομήθης εν τή γη, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω. 15 Ουκ εμμενεί μάρτυς είς μαρτυρήσαι κατά ανθρώπου κατά πάσαν αδικίαν και κατά πάν αμάρτημα και κατά πάσαν αμαρτίαν, ήν εάν αμάρτη· επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται πάν ρήμα. 16 εάν δε καταστή μάρτυς άδικος κατά ανθρώπου καταλέγων αυτού ασέβειαν, 17 και στήσονται οι δύο άνθρωποι, οίς εστιν αυτοίς η αντιλογία, έναντι Κυρίου και έναντι των ιερέων και έναντι των κριτών, οί αν ώσιν εν ταίς ημέραις εκείναις, 18 και εξετάσωσιν οι κριταί ακριβώς, και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά τού αδελφού αυτού, 19 και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον επονηρεύσατο ποιήσαι κατά τού αδελφού αυτού, και εξαρείς το πονηρόν εξ υμών αυτών.
20 και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται και ου προσθήσουσιν έτι ποιήσαι κατά το ρήμα το πονηρόν τούτο εν υμίν. 21 ου φείσεται ο οφθαλμός σου επ’ αυτώ· ψυχήν αντί ψυχής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός.
1 ΕΑΝ δε εξέλθης εις πόλεμον επί τους εχθρούς σου και ίδης ίππον και αναβάτην και λαόν πλείονά σου, ου φοβηθήση απ΄ αυτών, ότι Κύριος ο Θεός σου μετά σού ο αναβιβάσας σε εκ γής Αιγύπτου. 2 και έσται όταν εγγίσης τώ πολέμω, και προσεγγίσας ο ιερεύς λαλήσει τώ λαώ και ερεί προς αυτούς· 3 άκουε, Ισραήλ· υμείς πορεύεσθε σήμερον εις τον πόλεμον επί τους εχθρούς υμών, μη εκλυέσθω η καρδία υμών, μη φοβείσθε μηδέ θραύεσθε μηδέ εκκλίνετε από προσώπου αυτών, 4 ότι Κύριος ο Θεός υμών ο προπορευόμενος μεθ΄ υμών συνεκπολεμήσαι υμίν τους εχθρούς υμών, διασώσαι υμάς. 5 και λαλήσουσιν οι γραμματείς προς τον λαόν λέγοντες· τις ο άνθρωπος ο οικοδομήσας οικίαν καινήν και ουκ ενεκαίνισεν αυτήν; πορευέσθω και αποστραφήτω εις την οικίαν αυτού, μη αποθάνη εν τώ πολέμω και άνθρωπος έτερος εγκαινιεί αυτήν. 6 και τις ο άνθρωπος, όστις εφύτευσεν αμπελώνα και ουκ ευφράνθη εξ αυτού; πορευέσθω και αποστραφήτω εις την οικίαν αυτού, μη αποθάνη εν τώ πολέμω και άνθρωπος έτερος ευφρανθήσεται εξ αυτού. 7 και τις ο άνθρωπος, όστις μεμνήστευται γυναίκα και ουκ έλαβεν αυτήν; πορευέσθω και αποστραφήτω εις την οικίαν αυτού, μη αποθάνη εν τώ πολέμω και άνθρωπος έτερος λήψεται αυτήν. 8 και προσθήσουσιν οι γραμματείς λαλήσαι προς τον λαόν και ερούσι· τις ο άνθρωπος ο φοβούμενος και δειλός τή καρδία; πορευέσθω και αποστραφήτω εις την οικίαν αυτού, ίνα μη δειλιάνη την καρδίαν τού αδελφού αυτού ώσπερ η αυτού. 9 και έσται όταν παύσωνται οι γραμματείς λαλούντες προς τον λαόν, και καταστήσουσιν άρχοντας της στρατιάς προηγουμένους τού λαού.
10 Εάν δε προσέλθης προς πόλιν εκπολεμήσαι αυτούς, και εκκαλέσαι αυτούς μετ’ ειρήνης· 11 εάν μέν ειρηνικά αποκριθώσί σοι και ανοίξωσί σοι, έσται πάς ο λαός οι ευρεθέντες εν αυτή έσονταί σοι φορολόγητοι και υπήκοοί σου· 12 εάν δε μη υπακούσωσί σοι και ποιώσι προς σε πόλεμον, περικαθαριείς αυτήν, 13 έως αν παραδώ σοι αυτήν Κύριος ο Θεός σου εις τας χείράς σου, και πατάξεις πάν αρσενικόν αυτής εν φόνω μαχαίρας, 14 πλήν των γυναικών και της αποσκευής και πάντα τα κτήνη και πάντα, όσα αν υπάρχη εν τή πόλει, και πάσαν την απαρτίαν προνομεύσεις σεαυτώ και φαγή πάσαν την προνομήν των εχθρών σου, ών Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι. 15 ούτω ποιήσεις πάσας τας πόλεις τας μακράν ούσας σου σφόδρα, αι ουχί εκ των πόλεων των εθνών τούτων, ών Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομείν την γήν αυτών. 16 ιδού δε από των πόλεων των εθνών τούτων, ών ο Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομείν την γήν αυτών, ου ζωγρήσετε απ’ αυτών πάν εμπνέον, 17 αλλ’ ή αναθέματι αναθεματιείτε αυτούς, τον Χετταίον και Αμορραίον και Χαναναίον και Φερεζαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον και Γεργεσαίον, ον τρόπον ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου, 18 ίνα μη διδάξωσι ποιείν υμάς πάντα τα βδελύγματα αυτών, όσα εποίησαν τοίς θεοίς αυτών, και αμαρτήσεσθε εναντίον Κυρίου τού Θεού υμών. 19 Εάν δε περικαθήσης περί πόλιν μίαν ημέρας πλείους εκπολεμήσαι αυτήν εις κατάληψιν αυτής, ουκ εξολοθρεύσεις τα δένδρα αυτής επιβαλείν επ’ αυτά σίδηρον, αλλ’ ή απ’ αυτού φαγή, αυτό δε ουκ εκκόψεις. μη άνθρωπος το ξύλον το εν τώ αγρώ εισελθείν από προσώπου σου εις τον χάρακα;
20 αλλά ξύλον, ό επίστασαι ότι ου καρπόβρωτόν εστι, τούτο ολοθρεύσεις και εκκόψεις και οικοδομήσεις χαράκωσιν επί την πόλιν, ήτις ποιεί προς σε τον πόλεμον, έως αν παραδοθή.
1 ΕΑΝ δε ευρεθή τραυματίας εν τή γη, ή Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομήσαι, πεπτωκώς εν τώ πεδίω και ουκ οίδασι τον πατάξαντα, 2 εξελεύσεται η γερουσία σου και οι κριταί σου και εκμετρήσουσιν επί τας πόλεις τας κύκλω τού τραυματίου, 3 και έσται η πόλις η εγγίζουσα τώ τραυματία και λήψεται η γερουσία της πόλεως εκείνης δάμαλιν εκ βοών, ήτις ουκ είργασται, και ήτις ουχ είλκυσε ζυγόν, 4 και καταβιβάσουσιν η γερουσία της πόλεως εκείνης δάμαλιν εις φάραγγα τραχείαν, ήτις ουκ είργασται ουδέ σπείρεται, και νευροκοπήσουσι την δάμαλιν εν τή φάραγγι. 5 και προσελεύσονται οι ιερείς οι Λευίται, ότι αυτούς επέλεξε Κύριος ο Θεός παρεστηκέναι αυτώ και ευλογείν επί τώ ονόματι αυτού, και επί τώ στόματι αυτών έσται πάσα αντιλογία και πάσα αφή. 6 και πάσα η γερουσία της πόλεως εκείνης οι εγγίζοντες τώ τραυματία νίψονται τας χείρας επί την κεφαλήν της δαμάλεως της νενευροκοπημένης εν τή φάραγγι 7 και αποκριθέντες ερούσιν· αι χείρες ημών ουκ εξέχεαν το αίμα τούτο, και οι οφθαλμοί ημών ουχ εωράκασιν· 8 ίλεως γενού τώ λαώ σου Ισραήλ, ούς ελυτρώσω, Κύριε, ίνα μη γένηται αίμα αναίτιον εν τώ λαώ σου Ισραήλ. και εξιλασθήσεται αυτοίς το αίμα. 9 σύ δε εξαρείς το αίμα· το αναίτιον εξ υμών αυτών, εάν ποιήσης το καλόν και το αρεστόν έναντι Κυρίου τού Θεού σου.
10 Εάν δε εξελθών εις πόλεμον επί τους εχθρούς σου και παραδώ σοι Κύριος ο Θεός σου εις τας χείράς σου και προνομεύσης την προνομήν αυτών 11 και ίδης εν τή προνομή γυναίκα καλήν τώ είδει και ενθυμηθής αυτής και λάβης αυτήν σεαυτώ γυναίκα 12 και εισάξης αυτήν ένδον εις την οικίαν σου, και ξυρήσεις την κεφαλήν αυτής και περιονυχιείς αυτήν 13 και περιελείς τα ιμάτια της αιχμαλωσίας απ’ αυτής και καθιείται εν τή οικία σου και κλαύσεται τον πατέρα και την μητέρα μηνός ημέρας, και μετά ταύτα εισελεύση προς αυτήν και συνοικισθήση αυτή, και έσται σου γυνή. 14 και έσται εάν μη θέλης αυτήν, εξαποστελείς αυτήν ελευθέραν και πράσει ου πραθήσεται αργυρίου· ουκ αθετήσεις αυτήν, διότι εταπείνωσας αυτήν. 15 Εάν δε γένωνται ανθρώπω δύο γυναίκες, μία αυτών ηγαπημένη και μία αυτών μισουμένη, και τέκωσιν αυτώ η ηγαπημένη και η μισουμένη και γένηται υιός πρωτότοκος της μισουμένης, 16 και έσται ή αν ημέρα κατακληρονομή τοίς υιοίς αυτού τα υπάρχοντα αυτού, ου δυνήσεται πρωτοτοκεύσαι τώ υιώ της ηγαπημένης, υπεριδών τον υιόν της μισουμένης τον πρωτότοκον, 17 αλλά τον πρωτότοκον υιόν της μισουμένης επιγνώσεται δούναι αυτώ διπλά από πάντων, ών αν ευρεθή αυτώ, ότι ούτός εστιν αρχή τέκνων αυτού, και τούτω καθήκει τα πρωτοτοκεία. 18 Εάν δε τινι ή υιός απειθής και ερεθιστής, ουχ υπακούων φωνήν πατρός και φωνήν μητρός, και παιδεύωσιν αυτόν και μη εισακούη αυτών, 19 και συλλαβόντες αυτόν ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού και εξάξουσιν αυτόν επί την γερουσίαν της πόλεως αυτού και επί την πύλην τού τόπου
20 και ερούσι τοίς ανδράσι της πόλεως αυτών· ο υιός ημών ούτος απειθεί και ερεθίζει, ουχ υπακούει της φωνής ημών, συμβολοκοπών οινοφλυγεί· 21 και λιθοβολήσουσιν αυτόν οι άνδρες της πόλεως αυτού εν λίθοις, και αποθανείται· και εξαρείς τον πονηρόν εξ υμών αυτών, και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται. 22 Εάν δε γένηται έν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, 23 ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί τού ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τή ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμένος υπό Θεού πάς κρεμάμενος επί ξύλου· και ου μη μιανείτε την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω.
1 ΜΗ ιδών τον μόσχον τού αδελφού σου ή το πρόβατον αυτού πλανώμενα εν τή οδώ υπερίδης αυτά· αποστροφή αποστρέψεις αυτά τώ αδελφώ σου, και αποδώσεις αυτώ. 2 εάν δε μη εγγίζη ο αδελφός σου προς σε μηδέ επίστη αυτόν, συνάξεις αυτά ένδον εις την οικίαν σου, και έσται μετά σού, έως αν ζητήση αυτά ο αδελφός σου, και αποδώσεις αυτώ. 3 ούτω ποιήσεις τον όνον αυτού και ούτω ποιήσεις το ιμάτιον αυτού και ούτω ποιήσεις κατά πάσαν απώλειαν τού αδελφού σου, όσα εάν απολήται παρ’ αυτού και εύρης· ου δυνήση υπεριδείν. 4 ουκ όψη τον όνον τού αδελφού σου ή τον μόσχον αυτού πεπτωκότας εν τή οδώ, μη υπερίδης αυτούς· ανιστών αναστήσεις μετ΄ αυτού. 5 Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τώ Θεώ σού εστι πάς ποιών ταύτα. 6 Εάν δε συναντήσης νοσσιά ορνέων πρό προσώπου σου εν τή οδώ ή επί παντί δένδρω ή επί της γής, νεοσσοίς ή ωοίς, και η μήτηρ θάλπη επί των νεοσσών ή επί των ωών, ου λήψη την μητέρα μετά των τέκνων· 7 αποστολή αποστελείς την μητέρα, τα δε παιδία λήψη σεαυτώ, ίνα εύ σοι γένηται και πολυήμερος γένη. 8 Εάν δε οικοδομήσης οικίαν καινήν, και ποιήσεις στεφάνην τώ δώματί σου· και ου ποιήσεις φόνον εν τή οικία σου, εάν πέση ο πεσών απ’ αυτού. 9 Ου κατασπερείς τον αμπελώνά σου διάφορον, ίνα μη αγιασθή το γένημα και το σπέρμα, ό εάν σπείρης μετά τού γενήματος τού αμπελώνός σου.
10 ουκ αροτριάσεις εν μόσχω και όνω επί το αυτό. 11 ουκ ενδύση κίβδηλον, έρια και λίνον, εν τώ αυτώ. 12 Στρεπτά ποιήσεις σεαυτώ επί των τεσσάρων κρασπέυδων των περιβολαίων σου, ά εάν περιβάλη εν αυτοίς. 13 Εάν δε τις λάβη γυναίκα και συνοικήση αυτή και μισήση αυτήν 14 και επιθή αυτή προφασιστικούς λόγους και κατενέγκη αυτής όνομα πονηρόν και λέγη· την γυναίκα ταύτην είληφα και προσελθών αυτή ουκ εύρηκα αυτής τα παρθένια, 15 και λαβών ο πατήρ της παιδός και η μήτηρ εξοίσουσι τα παρθένια της παιδός προς την γερουσίαν επί την πύλην, 16 και ερεί ο πατήρ της παιδός τή γερουσία· την θυγατέρα μου ταύτην δέδωκα τώ ανθρώπω τούτω γυναίκα, και μισήσας αυτήν 17 νύν ούτος επιτίθησιν αυτή προφασιστικούς λόγους λέγων· ουχ εύρηκα τή θυγατρί σου παρθένια, και ταύτα τα παρθένια της θυγατρός μου· και αναπτύξουσι το ιμάτιον εναντίον της γερουσίας της πόλεως. 18 και λήψεται η γερουσία της πόλεως εκείνης τον άνθρωπον εκείνον και παιδεύσουσιν αυτόν 19 και ζημιώσουσιν αυτόν εκατόν σίκλους και δώσουσι τώ πατρί της νεάνιδος, ότι εξήνεγκεν όνομα πονηρόν επί παρθένον Ισραηλίτιν· και αυτού έσται γυνή, ου δυνήσεται εξαποστείλαι αυτήν τον άπαντα χρόνον.
20 εάν δε επ’ αληθείας γένηται ο λόγος ούτος και μη ευρεθή παρθένια τή νεάνιδι, 21 και εξάξουσι την νεάνιν επί τας θύρας τού οίκου τού πατρός αυτής, και λιθοβολήσουσιν αυτήν εν λίθοις, και αποθανείται, ότι εποίησεν αφροσύνην εν υιοίς Ισραήλ εκπορνεύσαι τον οίκον τού πατρός αυτής· και εξαρείς τον πονηρόν εξ υμών αυτών. 22 Εάν δε ευρεθή άνθρωπος κοιμώμενος μετά γυναικός συνωκισμένης ανδρί, αποκτενείτε αμφοτέρους, τον άνδρα τον κοιμώμενον μετά της γυναικός και την γυναίκα· και εξαρείς τον πονηρόν εξ Ισραήλ. 23 Εάν δε γένηται παίς παρθένος μεμνηστευμένη ανδρί και ευρών αυτήν άνθρωπος εν πόλει κοιμηθή μετ’ αυτής, 24 εξάξετε αμφοτέρους επί την πύλην της πόλεως αυτών και λιθοβοληθήσονται εν λίθοις και αποθανούνται· την νεάνιν, ότι ουκ εβόησεν εν τή πόλει, και τον άνθρωπον, ότι εταπείνωσε την γυναίκα τού πλησίον· και εξαρείς τον πονηρόν εξ υμών αυτών. 25 εάν δε εν πεδίω εύρη άνθρωπος την παίδα την μεμνηστευμένην και βιασάμενος κοιμηθή μετ’ αυτής, αποκτενείτε τον κοιμώμεμον μετ’ αυτής μόνον 26 και τή νεάνιδι ου ποιήσετε ουδέν· ουκ έστιν αμάρτημα θανάτου, ότι ως εί τις επαναστή άνθρωπος επί τον πλησίον και φονεύση αυτού ψυχήν, ούτω το πράγμα τούτο, 27 ότι εν τώ αγρώ εύρεν αυτήν, εβόησεν η νεάνις η μεμνηστευμένη, και ουκ ήν ο βοηθήσων αυτή. 28 Εάν δε τις εύρη την παίδα την παρθένον, ήτις ου μεμνήστευται, και βιασάμενος κοιμηθή μετ΄ αυτής και ευρεθή, 29 δώσει ο άνθρωπος ο κοιμηθείς μετ’ αυτής τώ πατρί της νεάνιδος πεντήκοντα δίδραχμα αργυρίου, και αυτού έσται γυνή, ανθ’ ών εταπείνωσεν αυτήν· ου δυνήσεται εξαποστείλαι αυτήν τον άπαντα χρόνον.
1 ΟΥ λήψεται άνθρωπος την γυναίκα τού πατρός αυτού και ουκ αποκαλύψει συγκάλυμμα τού πατρός αυτού. 2 Ουκ εισελεύσεται θλαδίας ουδέ αποκεκομμένος εις την εκκλησίαν Κυρίου. 3 ουκ εισελεύσεται εκ πόρνης εις εκκλησίαν Κυρίου. 4 ουκ εισελεύσεται Αμμανίτης και Μωαβίτης εις εκκλησίαν Κυρίου· και έως δεκάτης γενεάς ουκ εισελεύσεται εις την εκκλησίαν Κυρίου και έως εις τον αιώνα, 5 παρά το μη συναντήσαι αυτούς υμίν μετά άρτων και ύδατος εν τή οδώ, εκπορευομένων υμών εξ Αιγύπτου, και ότι εμισθώσαντο επί σε τον Βαλαάμ υιόν Βεώρ εκ της Μεσοποταμίας καταράσθαί σε· 6 και ουκ ηθέλησε Κύριος ο Θεός σου εισακούσαι τού Βαλαάμ, και μετέστρεψε Κύριος ο Θεός σου τας κατάρας εις ευλογίαν, ότι ηγάπησέ σε Κύριος ο Θεός σου. 7 ου προσαγορεύσεις ειρηνικά αυτοίς και συμφέροντα αυτοίς πάσας τας ημέρας σου εις τον αιώνα. 8 ου βδελύξη Ιδουμαίον, ότι αδελφός σού εστιν· ου βδελύξη Αιγύπτιον, ότι πάροικος εγένου εν τή γη αυτού· 9 υιοί εάν γεννηθώσιν αυτοίς, γενεά τρίτη εισελεύσονται εις εκκλησίαν Κυρίου.
10 Εάν δε εξέλθης παρεμβαλείν επί τους εχθρούς σου, και φυλάξη από παντός ρήματος πονηρού. 11 εάν ή εν σοί άνθρωπος, ός ουκ έσται καθαρός εκ ρύσεως αυτού νυκτός, και εξελεύσεται έξω της παρεμβολής και ουκ εισελεύσεται εις την παρεμβολήν· 12 και έσται το προς εσπέραν λούσεται το σώμα αυτού ύδατι και δεδυκότος ηλίου εισελεύσεται εις την παρεμβολήν. 13 και τόπος έσται σοι έξω της παρεμβολής, και εξελεύση εκεί έξω· 14 και πάσσαλος έσται σοι επί της ζώνης σου, και έσται όταν διακαθιζάνης έξω, και ορύξεις εν αυτώ και επαγαγών καλύψεις την ασχημοσύνην σου εν αυτώ· 15 ότι Κύριος ο Θεός σου εμπεριπατεί εν τή παρεμβολή σου εξελέσθαι σε και παραδούναι τον εχθρόν σου πρό προσώπου σου, και έσται η παρεμβολή σου αγία, και ουκ οφθήσεται εν σοί ασχημοσύνη πράγματος και αποστρέψει από σού. 16 Ου παραδώσεις παίδα τώ κυρίω αυτού, ός προστέθειταί σοι παρά τού κυρίου αυτού· 17 μετά σού κατοικήσει, εν υμίν κατοικήσει ού αν αρέση αυτώ, ου θλίψεις αυτόν. 18 Ουκ έσται πόρνη από θυγατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται πορνεύων από υιών Ισραήλ· ουκ έσται τελεσφόρος από θυγατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται τελεισκόμενος από υιών Ισραήλ. 19 ου προσοίσεις μίσθωμα πόρνης ουδέ άλλαγμα κυνός εις τον οίκον Κυρίου τού Θεού σου προς πάσαν ευχήν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τώ Θεώ σού εστι και αμφότερα.
20 Ουκ εκτοκιείς τώ αδελφώ σου τόκον αργυρίου και τόκον βρωμάτων και τόκον παντός πράγματος, ού εάν εκδανείσης. 21 τώ αλλοτρίω εκτοκιείς, τώ δε αδελφώ σου ουκ εκτοκιείς, ίνα ευλογήση σε Κύριος ο Θεός σου εν πάσι τοίς έργοις σου επί της γής, εις ήν εισπορεύη εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 22 Εάν δε εύξη ευχήν Κυρίω τώ Θεώ σου, ου χρονιείς αποδούναι αυτήν, ότι εκζητών εκζητήσει Κύριος ο Θεός σου παρά σού, και έσται εν σοί αμαρτία· 23 εάν δε μη θέλης εύξασθαι, ουκ έστιν εν σοί αμαρτία. 24 τα εκπορευόμενα διά των χειλέων σου φυλάξη και ποιήσεις ον τρόπον ηύξω Κυρίω τώ Θεώ σου δόμα, ό ελάλησας τώ στόματί σου. 25 Εάν δε εισέλθης εις αμητόν τού πλησίον σου, και συλλέξης εν ταίς χερσί σου στάχυς και δρέπανον ου μη επιβάλης επ’ αμητόν τού πλησίον σου. 26 εάν δε εισέλθης εις τον αμπελώνα τού πλησίον σου, φαγή σταφυλήν όσον ψυχήν σου εμπλησθήναι, εις δε άγγος ουκ εμβαλείς.
1 ΕΑΝ δε τις λάβη γυναίκα και συνοικήση αυτή, και έσται εάν μη εύρη χάριν εναντίον αυτού, ότι εύρεν εν αυτή άσχημον πράγμα, και γράψει αυτή βιβλίον αποστασίου και δώσει εις τας χείρας αυτής και εξαποστελεί αυτήν εκ της οικίας αυτού, 2 και απελθούσα γένηται ανδρί ετέρω, 3 και μισήση αυτήν ο ανήρ ο έσχατος και γράψει αυτή βιβλίον αποστασίου και δώσει εις τας χείρας αυτής και εξαποστελεί αυτήν εκ της οικίας αυτού, ή αποθάνη ο ανήρ ο έσχατος, ός έλαβεν αυτήν εαυτώ γυναίκα, 4 ου δυνήσεται ο ανήρ ο πρότερος ο εξαποστείλας αυτήν επαναστρέψας λαβείν αυτήν εαυτώ γυναίκα, μετά το μιανθήναι αυτήν, ότι βδέλυγμά εστιν εναντίον Κυρίου τού Θεού σου· και ου μιανείτε την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω. 5 Εάν δε τις λάβη γυναίκα προσφάτως, ουκ εξελεύσεται εις πόλεμον, και ουκ επιβληθήσεται αυτώ ουδέν πράγμα· αθώος έσται εν τή οικία αυτού ενιαυτόν ένα, ευφρανεί την γυναίκα αυτού, ήν έλαβεν. 6 Ουκ ενεχυράσεις μύλον, ουδέ επιμύλιον, ότι ψυχήν ούτος ενεχυράζει. 7 Εάν δε αλώ άνθρωπος κλέπτων ψυχήν εκ των αδελφών αυτού των υιών Ισραήλ και καταδυναστεύσας αυτόν αποδώται, αποθανείται ο κλέπτης εκείνος· και εξαρείς τον πονηρόν εξ υμών αυτών. 8 Πρόσεχε σαυτώ εν τή αφή της λέπρας· φυλάξη σφόδρα ποιείν κατά πάντα τον νόμον, ον αν αναγγείλωσιν υμίν οι ιερείς οι Λευίται· ον τρόπον ενετειλάμην υμίν, φυλάξασθε ποιείν. 9 μνήσθητι όσα εποίησε Κύριος ο Θεός σου τή Μαριάμ εν τή οδώ, εκπορευομένων υμών εξ Αιγύπτου.
10 Εάν οφείλημα ή εν τώ πλησίον σου, οφείλημα οτιούν, ουκ εισελεύση εις την οικίαν αυτού ενεχυράσαι το ενέχυρον αυτού· 11 έξω στήση, και ο άνθρωπος ού το δάνειόν σού εστιν εν αυτώ, εξοίσει σοι το ενέχυρον έξω. 12 εάν δε ο άνθρωπος πένηται, ου κοιμηθήση εν τώ ενεχύρω αυτού· 13 αποδόσει αποδώσεις το ενέχυρον αυτού προς δυσμάς ηλίου, και κοιμηθήσεται εν τώ ιματίω αυτού και ευλογήσει σε, και έσται σοι ελεημοσύνη εναντίον Κυρίου τού Θεού σου. 14 Ουκ απαδικήσεις μισθόν πένητος και ενδεούς εκ των αδελφών σου ή εκ των προσηλύτων των εν ταίς πόλεσί σου· 15 αυθημερόν αποδώσεις τον μισθόν αυτού, ουκ επιδύσεται ο ήλιος επ’ αυτώ, ότι πένης εστί και εν αυτώ έχει την ελπίδα· και καταβοήσεται κατά σού προς Κύριον, και έσται εν σοί αμαρτία. 16 Ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, και οι υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων· έκαστος εν τή εαυτού αμαρτία αποθανείται. 17 Ουκ εκκλινείς κρίσιν προσηλύτου και ορφανού και χήρας, ουκ ενεχυράσεις ιμάτιον χήρας· 18 και μνησθήση ότι οικέτης ήσθα εν γη Αιγύπτω και ελυτρώσατό σε Κύριος ο Θεός σου εκείθεν· διά τούτο εγώ σοι εντέλλομαι ποιείν το ρήμα τούτο. 19 Εάν δε αμήσης αμητόν εν τώ αγρώ σου και επιλάθη δράγμα εν τώ αγρώ σου, ουκ αναστραφήση λαβείν αυτό· τώ προσηλύτω και τώ ορφανώ και τή χήρα έσται, ίνα ευλογήση σε Κύριος ο Θεός σου εν πάσι τοίς έργοις των χειρών σου.
20 εάν δε ελαιολογής, ουκ επαναστρέψεις καλαμήσασθαι τα οπίσω σου· τώ προσηλύτω και τώ ορφανώ και τή χήρα έσται και μνησθήση ότι οικέτης ήσθα εν γη Αιγύπτω, διά τούτο εγώ σοι εντέλλομαι ποιείν το ρήμα τούτο. 21 εάν δε τρυγήσης τον αμπελώνά σου, ουκ επανατρυγήσεις αυτόν τα οπίσω σου· τώ προσηλύτω και τώ ορφανώ και τή χήρα έσται· 22 και μνησθήση ότι οικέτης ήσθα εν γη Αιγύπτω, διά τούτο εγώ σοι εντέλλομαι ποιείν το ρήμα τούτο.
1 ΕΑΝ δε γένηται αντιλογία ανά μέσον ανθρώπων και προσέλθωσιν εις κρίσιν και κρίνωσι και δικαιώσωσι το δίκαιον και καταγνώσι τού ασεβούς, 2 και έσται εάν άξιος ή πληγών ο ασεβών, καθιείς αυτόν έναντι των κριτών και μαστιγώσουσιν αυτόν εναντίον αυτών κατά την ασέβειαν αυτού. 3 αριθμώ τεσσαράκοντα μαστιγώσουσιν αυτόν, ου προσθήσουσιν· εάν δε προσθής μαστιγώσαι υπέρ ταύτας τας πληγάς πλείους, ασχημονήσει ο αδελφός σου εναντίον σου. 4 Ου φιμώσεις βούν αλοώντα. 5 Εάν δε κατοικώσιν αδελφοί επί το αυτό και αποθάνη είς εξ αυτών, σπέρμα δε μη ή αυτώ, ουκ έσται η γυνή τού τεθνηκότος έξω ανδρί μη εγγίζοντι· ο αδελφός τού ανδρός αυτής εισελεύσεται προς αυτήν και λήψεται αυτήν εαυτώ γυναίκα και συνοικήσει αυτή. 6 και έσται το παιδίον, ό εάν τέκη, κατασταθήσεται εκ τού ονόματος τού τετελευτηκότος, και ουκ εξαλειφθήσεται το όνομα αυτού εξ Ισραήλ. 7 εάν δε μη βούληται ο άνθρωπος λαβείν την γυναίκα τού αδελφού αυτού, και αναβήσεται η γυνή επί την πύλην επί την γερουσίαν και ερεί· ου θέλει ο αδελφός τού ανδρός μου αναστήσαι το όνομα τού αδελφού αυτού εν Ισραήλ, ουκ ηθέλησεν ο αδελφός τού ανδρός μου. 8 και καλέσουσιν αυτόν η γερουσία της πόλεως αυτού και ερούσιν αυτώ, και στάς είπη· ου βούλομαι λαβείν αυτήν· 9 και προσελθούσα η γυνή τού αδελφού αυτού έναντι της γερουσίας και υπολύσει το υπόδημα αυτού το έν από τού ποδός αυτού και εμπτύσεται κατά πρόσωπον αυτού και αποκριθείσα ερεί· ούτω ποιήσουσι τώ ανθρώπω, ός ουκ οικοδομήσει τον οίκον τού αδελφού αυτού εν Ισραήλ·
10 και κληθήσεται το όνομα αυτού εν Ισραήλ Οίκος τού υπολυθέντος το υπόδημα. 11 Εάν δε μάχωνται άνθρωποι επί το αυτό, άνθρωπος μετά τού αδελφού αυτού, και προσέλθη η γυνή ενός αυτών εξελέσθαι τον άνδρα αυτής εκ χειρός τού τύπτοντος αυτόν και εκτείνασα την χείρα επιλάβηται των διδύμων αυτού, 12 αποκόψεις την χείρα αυτής· ου φείσεται ο οφθαλμός σου επ’ αυτή. 13 Ουκ έσται εν τώ μαρσίππω σου στάθμιον και στάθμιον, μέγα ή μικρόν· 14 ουκ έσται εν τή οικία σου μέτρον και μέτρον, μέγα ή μικρόν· 15 στάθμιον αληθινόν και δίκαιον έσται σοι, και μέτρον αληθινόν και δίκαιον έσται σοι, ίνα πολυήμερος γένη επί της γής, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω· 16 ότι βδέλυγμα Κυρίω τώ Θεώ σου πάς ποιών ταύτα, πάς ποιών άδικον. 17 Μνήσθητι όσα εποίησέ σοι Αμαλήκ εν τή οδώ εκπορευομένου σου εκ γής Αιγύπτου, 18 πώς αντέστη σοι εν τή οδώ, και έκοψέ σου την ουραγίαν, τους κοπιώντας οπίσω σου, σύ δε επείνας και εκοπίας, και ουκ εφοβήθη τον Θεόν. 19 και έσται ηνίκα εάν καταπαύση σε Κύριος ο Θεός σου από πάντων των εχθρών σου των κύκλω σου εν τή γη, ή Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομήσαι, εξαλείψεις το όνομα Αμαλήκ εκ της υπό τον ουρανόν και ου μη επιλάθη.
1 ΚΑΙ έσται εάν εισέλθης εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομήσαι, και κατακληρονομήσης αυτήν και κατοικήσης επ’ αυτής, 2 και λήψη από της απαρχής των καρπών της γής σου, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, και εμβαλείς εις κάρταλλον και πορεύση εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί, 3 και ελεύση προς τον ιερέα, ός έσται εν ταίς ημέραις εκείναις, και ερείς προς αυτόν· αναγγέλλω σήμερον Κυρίω τώ Θεώ μου ότι εισελήλυθα εις την γήν, ήν ώμοσε Κύριος τοίς πατράσιν ημών δούναι ημίν. 4 και λήψεται ο ιερεύς τον κάρταλλον εκ των χειρών σου και θήσει αυτόν απέναντι τού θυσιαστηρίου Κυρίου τού Θεού σου, 5 και αποκριθείς ερείς έναντι Κυρίου τού Θεού σου· Συρίαν απέβαλεν ο πατήρ μου και κατέβη εις Αίγυπτον και παρώκησεν εκεί εν αριθμώ βραχεί και εγένετο εκεί εις έθνος μέγα και πλήθος πολύ· 6 και εκάκωσαν ημάς οι Αιγύπτιοι και εταπείνωσαν ημάς και επέθηκαν ημίν έργα σκληρά· 7 και ανεβοήσαμεν προς Κύριον τον Θεόν ημών, και εισήκουσε Κύριος της φωνής ημών και είδε την ταπείνωσιν ημών και τον μόχθον ημών και τον θλιμμόν ημών· 8 και εξήγαγεν ημάς Κύριος εξ Αιγύπτου αυτός εν ισχύι αυτού τή μεγάλη και εν χειρί κραταιά και βραχίονι υψηλώ και εν οράμασι μεγάλοις και εν σημείοις και εν τέρασι 9 και εισήγαγεν ημάς εις τον τόπον τούτον και έδωκεν ημίν την γήν ταύτην, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι·
10 και νύν ιδού ενήνοχα την απαρχήν των γενημάτων της γής, ής έδωκάς μοι, Κύριε, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι. και αφήσεις αυτά απέναντι Κυρίου τού Θεού σου και προσκυνήσεις έναντι Κυρίου τού Θεού σου· 11 και ευφρανθήση εν πάσι τοίς αγαθοίς, οίς έδωκέ σοι Κύριος ο Θεός σου, και η οικία σου και ο Λευίτης και ο προσήλυτος ο εν σοί. 12 Εάν δε συντελέσης αποδεκατώσαι πάν το επιδέκατον των γενημάτων σου εν τώ έτει τώ τρίτω, το δεύτερον επιδέκατον δώσεις τώ Λευίτη και τώ προσηλύτω και τώ ορφανώ και τή χήρα, και φάγονται εν ταίς πόλεσί σου και ευφρανθήσονται. 13 και ερείς έναντι Κυρίου τού Θεού σου· εξεκάθαρα τα άγια εκ της οικίας μου και έδωκα αυτά τώ Λευίτη και τώ προσηλύτω και τώ ορφανώ και τή χήρα κατά πάσας τας εντολάς, ας ενετείλω μοι, ου παρήλθον την εντολήν σου και ουκ επελαθόμην· 14 και ουκ έφαγον εν οδύνη μου απ’ αυτών, ουκ εκάρπωσα απ’ αυτών εις ακάθαρτον, ουκ έδωκα απ’ αυτών τώ τεθνηκότι· υπήκουσα της φωνής Κυρίου τού Θεού ημών, εποίησα καθά ενετείλω μοι. 15 κάτιδε εκ τού οίκου τού αγίου σου εκ τού ουρανού και ευλόγησον τον λαόν σου τον Ισραήλ και την γήν, ήν έδωκας αυτοίς, καθά ώμοσας τοίς πατράσιν ημών δούναι ημίν γήν ρέουσαν γάλα και μέλι. 16 Εν τή ημέρα ταύτη Κύριος ο Θεός σου ενετείλατό σοι ποιήσαι πάντα τα δικαιώματα και τα κρίματα, και φυλάξεσθε και ποιήσετε αυτά εξ όλης της καρδίας υμών και εξ όλης της ψυχής υμών. 17 τον Θεόν είλου σήμερον είναί σου Θεόν και πορεύεσθαι εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού και φυλάσσεσθαι τα δικαιώματα και τα κρίματα και υπακούειν της φωνής αυτού. 18 και Κύριος είλατό σε σήμερον γενέσθαι σε αυτώ λαόν περιούσιον, καθάπερ είπέ σοι, φυλάττειν τας εντολάς αυτού 19 και είναί σε υπεράνω πάντων των εθνών, ως εποίησέ σε ονομαστόν και καύχημα και δοξαστόν, είναί σε λαόν άγιον Κυρίω τώ Θεώ σου, καθώς ελάλησε.
1 ΚΑΙ προσέταξε Μωυσής και η γερουσία Ισραήλ λέγων· φυλάσσεσθε πάσας τας εντολάς ταύτας, όσας εγώ εντέλλομαι υμίν σήμερον. 2 και έσται ή αν ημέρα διαβήτε τον Ιορδάνην εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, και στήσεις σεαυτώ λίθους μεγάλους και κονιάσεις αυτούς κονία 3 και γράψεις επί των λίθων τούτων πάντας τους λόγους τού νόμου τούτου, ως αν διαβήτε τον Ιορδάνην, ηνίκα αν εισέλθητε εις την γήν, ήν Κύριος ο Θεός των πατέρων σου δίδωσί σοι, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι, ον τρόπον είπε Κύριος ο Θεός των πατέρων σού σοι· 4 και έσται ως αν διαβήτε τον Ιορδάνην, στήσετε τους λίθους τούτους, ούς εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, εν όρει Γαιβάλ και κονιάσεις αυτούς κονία. 5 και οικοδομήσεις εκεί θυσιαστήριον Κυρίω τώ Θεώ σου, θυσιαστήριον εκ λίθων, ουκ επιβαλείς επ΄ αυτό σίδηρον· 6 λίθους ολοκλήρους οικοδομήσεις θυσιαστήριον Κυρίω τώ Θεώ σου και ανοίσεις επ’ αυτό ολοκαυτώματα Κυρίω τώ Θεώ σου 7 και θύσεις εκεί θυσίαν σωτηρίου και φαγή και εμπλησθήση και ευφρανθήση έναντι Κυρίου τού Θεού σου. 8 και γράψεις επί των λίθων πάντα τον νόμον τούτον σαφώς σφόδρα. 9 Καί ελάλησε Μωυσής και οι ιερείς οι Λευίται παντί Ισραήλ λέγοντες· σιώπα και άκουε, Ισραήλ· εν τή ημέρα ταύτη γέγονας εις λαόν Κυρίω τώ Θεώ σου·
10 και εισακούση της φωνής Κυρίου τού Θεού σου και ποιήσεις πάσας τας εντολάς αυτού και τα δικαιώματα αυτού, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον. 11 Καί ενετείλατο Μωυσής τώ λαώ εν τή ημέρα εκείνη λέγων· 12 ούτοι στήσονται ευλογείν τον λαόν εν όρει Γαριζίν διαβάντες τον Ιορδάνην· Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισσάχαρ, Ιωσήφ και Βενιαμίν. 13 και ούτοι στήσονται επί της κατάρας εν όρει Γαιβάλ· Ρουβήν, Γάδ και Ασήρ, Ζαβουλών, Δάν και Νεφθαλί. 14 και αποκριθέντες ερούσιν οι Λευίται παντί Ισραήλ φωνή μεγάλη· 15 Επικατάρατος άνθρωπος, όστις ποιήσει γλυπτόν και χωνευτόν, βδέλυγμα Κυρίω, έργον χειρών τεχνιτών, και θήσει αυτό εν αποκρύφω· και αποκριθείς πάς ο λαός ερούσι· γένοιτο. 16 επικατάρατος ο ατιμάζων πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 17 επικατάρατος ο μετατιθείς όρια τού πλησίον· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 18 επικατάρατος ο πλανών τυφλόν εν οδώ· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 19 επικατάρατος ός αν εκκλίνη κρίσιν προσηλύτου και ορφανού και χήρας· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 20 επικατάρατος ο κοιμώμενος μετά γυναικός τού πατρός αυτού, ότι απεκάλυψε συγκάλυμμα τού πατρός αυτού· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 21 επικατάρατος ο κοιμώμενος μετά παντός κτήνους· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 22 επικατάρατος ο κοιμώμενος μετά αδελφής εκ πατρός ή μητρός αυτού· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 23 επικατάρατος ο κοιμώμενος μετά πενθεράς αυτού· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. επικατάρατος ο κοιμώμενος μετά της αδελφής της γυναικός αυτού· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 24 επικατάρατος ο τύπτων τον πλησίον δόλω· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 25 επικατάρατος ός αν λάβη δώρα πατάξαι ψυχήν αίματος αθώου· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο. 26 επικατάρατος πάς άνθρωπος ός ουκ εμμενεί εν πάσι τοίς λόγοις τού νόμου τούτου ποιήσαι αυτούς· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο.
1 ΚΑΙ έσται ως αν διαβήτε τον Ιορδάνην εις την γήν ήν Κύριος ο Θεός υμών δίδωσιν υμίν, εάν ακοή ακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου, φυλάσσειν και ποιείν πάσας τας εντολάς ταύτας, ας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, και δώσει σε Κύριος ο Θεός σου υπεράνω πάντων των εθνών της γής, 2 και ήξουσιν επί σε πάσαι αι ευλογίαι αύται και ευρήσουσί σε, εάν ακοή ακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου. 3 ευλογημένος σύ εν πόλει και ευλογημένος σύ εν αγρώ· 4 ευλογημένα τα έκγονα της κοιλίας σου και τα γενήματα της γής σου και τα βουκόλια των βοών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου· 5 ευλογημέναι αι αποθήκαί σου και τα εγκαταλείμματά σου· 6 ευλογημένος σύ εν τώ εισπορεύεσθαί σε, και ευλογημένος σύ εν τώ εκπορεύεσθαί σε. 7 παραδώ Κύριος ο Θεός σου τους εχθρούς σου τους ανθεστηκότας σοι συντετριμμένους πρό προσώπου σου· οδώ μια εξελεύσονται προς σε και εν επτά οδοίς φεύξονται από προσώπου σου. 8 αποστείλαι Κύριος επί σε την ευλογίαν εν τοίς ταμιείοις σου και επί πάντα, ού αν επιβάλης την χείρά σου, επί της γής, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι. 9 αναστήσαι σε Κύριος εαυτώ λαόν άγιον, ον τρόπον ώμοσε τοίς πατράσι σου, εάν ακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου και πορευθής εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού·
10 και όψονταί σε πάντα τα έθνη της γής, ότι το όνομα Κυρίου επικέκληταί σοι, και φοβηθήσονταί σε. 11 και πληθυνεί σε Κύριος ο Θεός σου εις αγαθά εν τοίς εκγόνοις της κοιλίας σου, και επί τοίς εκγόνοις των κτηνών σου και επί τοίς γενήμασι της γής σου, επί της γής σου ής ώμοσε Κύριος τοίς πατράσι σου δούναί σοι. 12 ανοίξαι σοι Κύριος τον θησαυρόν αυτού τον αγαθόν, τον ουρανόν, δούναι τον υετόν τή γη σου επί καιρού αυτού· ευλογήσαι πάντα τα έργα των χειρών σου, και δανειείς έθνεσι πολλοίς, σύ δε ου δανειή, και άρξεις σύ εθνών πολλών, σού δε ουκ άρξουσι. 13 καταστήσαι σε Κύριος ο Θεός σου εις κεφαλήν και μη εις ουράν, και έση τότε επάνω και ουκ έση υποκάτω, εάν ακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον φυλάσσειν και ποιείν· 14 ου παραβήση από πασών των εντολών, ών εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, δεξιά ουδέ αριστερά πορεύεσθαι οπίσω θεών ετέρων λατρεύειν αυτοίς. 15 Καί έσται εάν μη εισακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου, φυλάσσειν και ποιείν πάσας τας εντολάς αυτού, όσας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, και ελεύσονται επί σε πάσαι αι κατάραι αύται και καταλήψονταί σε. 16 επικατάρατος σύ εν πόλει, και επικατάρατος σύ εν αγρώ· 17 επικατάρατοι αι αποθήκαί σου και τα εγκαταλείμματά σου· 18 επικατάρατα τα έκγονα της κοιλίας σου και τα γενήματα της γής σου, τα βουκόλια των βοών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου· 19 επικατάρατος σύ εν τώ εισπορεύεσθαί σε και επικατάρατος σύ εν τώ εκπορεύεσθαί σε.
20 αποστείλαι Κύριος επί σε την ένδειαν και την εκλιμίαν και την ανάλωσιν επί πάντα, ού εάν επιβάλης την χείρά σου, έως αν εξολοθρεύση σε και έως αν απολέση σε εν τάχει διά τα πονηρά επιτηδεύματά σου, διότι εγκατέλιπές με. 21 προσκολλήσαι Κύριος εις σε τον θάνατον, έως αν εξαναλώση σε επί της γής, εις ήν εισπορεύη εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 22 πατάξαι σε Κύριος εν απορία και πυρετώ και ρίγει και ερεθισμώ και ανεμοφθορία και τή ώχρα, και καταδιώξονταί σε, έως αν απολέσωσί σε. 23 και έσται σοι ο ουρανός ο υπέρ κεφαλής σου χαλκούς, και η γη η υποκάτω σου σιδηρά. 24 δώη Κύριος ο Θεός σου τον υετόν της γής σου κονιορτόν, και χούς εκ τού ουρανού καταβήσεται επί σε, έως αν εκτρίψη σε και έως αν απολέση σε εν τάχει. 25 δώη σε Κύριος επισκοπήν εναντίον των εχθρών σου· εν οδώ μια εξελεύση προς αυτούς, και εν επτά οδοίς φεύξη από προσώπου αυτών· και έση εν διασπορά εν πάσαις βασιλείαις της γής. 26 και έσονται οι νεκροί υμών κατάβρωμα τοίς πετεινοίς τού ουρανού και τοίς θηρίοις της γής, και ουκ έσται ο αποσοβών. 27 πατάξαι σε Κύριος έλκει Αιγυπτίω εις την έδραν και ψώρα αγρία και κνήφη, ώστε μη δύνασθαί σε ιαθήναι. 28 πατάξαι σε Κύριος παραπληξία και αορασία και εκστάσει διανοίας, 29 και έση ψηλαφών μεσημβρίας, ωσεί τις ψηλαφήσαι τυφλός εν τώ σκότει, και ουκ ευοδώσει τας οδούς σου· και έση τότε αδικούμενος και διαρπαζόμενος πάσας τας ημέρας, και ουκ έσται σοι ο βοηθών.
30 γυναίκα λήψη, και ανήρ έτερος έξει αυτήν· οικίαν οικοδομήσεις, και ουκ οικήσεις εν αυτή· αμπελώνα φυτεύσεις, και ου μη τρυγήσης αυτόν· 31 ο μόσχος σου εσφαγμένος εναντίον σου, και ου φάγη εξ αυτού· ο όνος σου ηρπασμένος από σού, και ουκ αποδοθήσεταί σοι· τα πρόβατά σου δεδομένα τοίς εχθροίς σου, και ουκ έσται σοι ο βοηθών· 32 οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου δεδομέναι έθνει ετέρω και οι οφθαλμοί σου βλέψονται σφακελίζοντες εις αυτά, ουκ ισχύσει η χείρ σου· 33 τα εκφόρια της γής σου και πάντας τους πόνους σου φάγεται έθνος, ό ουκ επίστασαι, και έση αδικούμενος και τεθραυσμένος πάσας τας ημέρας· 34 και έση παράκλητος διά τα οράματα των οφθαλμών σου, ά βλέψη. 35 πατάξαι σε Κύριος εν έλκει πονηρώ επί τα γόνατα και επί τας κνήμας, ώστε μη δύνασθαι ιαθήναί σε από ίχνους των ποδών σου έως της κορυφής σου. 36 απαγάγοι Κύριός σε και τους άρχοντάς σου, ούς αν καταστήσης επί σεαυτόν, επ’ έθνος, ό ουκ επίστασαι σύ και οι πατέρες σου, και λατρεύσεις εκεί θεοίς ετέροις, ξύλοις και λίθοις. 37 και έση εκεί εν αινίγματι και παραβολή και διηγήματι εν πάσι τοίς έθνεσιν, εις ούς αν απαγάγη σε Κύριος εκεί. 38 σπέρμα πολύ εξοίσεις εις το πεδίον και ολίγα εισοίσεις, ότι κατέδεται αυτά η ακρίς. 39 αμπελώνα φυτεύσεις και κατεργά, και οίνον ου πίεσαι, ουδέ ευφρανθήση εξ αυτού, ότι καταφάγεται αυτά ο σκώληξ.
40 ελαίαι έσονταί σοι εν πάσι τοίς ορίοις σου, και έλαιον ου χρίση, ότι εκρυήσεται η ελαία σου. 41 υιούς και θυγατέρας γεννήσεις και ουκ έσονταί σοι, απελεύσονται γάρ εν αιχμαλωσία. 42 πάντα τα ξύλινά σου και τα γενήματα της γής σου εξαναλώσει η ερισύβη. 43 ο προσήλυτος, ός εστιν εν σοί, αναβήσεται επί σε άνω άνω, σύ δε καταβήση κάτω κάτω· 44 ούτος δανειεί σοι, σύ δε τούτω ου δανειείς, σύ δε τούτω ου δανειείς· ούτος έσται κεφαλή, σύ δε έση ουρά. 45 και ελεύσονται επί σε πάσαι αι κατάραι αύται και καταδιώξονταί σε και καταλήψονταί σε, έως αν εξολοθρεύση σε και έως αν απολέση σε, ότι ουκ εισήκουσας της φωνής Κυρίου τού Θεού σου, φυλάξαι τας εντολάς αυτού και τα δικαιώματα, όσα ενετείλατό σοι. 46 και έσται εν σοί σημεία και τέρατα εν τώ σπέρματί σου έως τού αιώνος, 47 ανθ’ ών ουκ ελάτρευσας Κυρίω τώ Θεώ σου εν ευφροσύνη και αγαθή διανοία διά το πλήθος πάντων. 48 και λατρεύσεις τοίς εχθροίς σου, ούς εξαποστελεί Κύριος επί σε, εν λιμώ και εν δίψει και εν γυμνότητι και εν εκλείψει πάντων· και επιθήση κλοιόν σιδηρούν επί τον τράχηλόν σου, έως αν εξολοθρεύση σε. 49 επάξει επί σε Κύριος έθνος μακρόθεν απ’ εσχάτου της γής ωσεί όρμημα αετού, έθνος, ό ουκ ακούση της φωνής αυτού,
50 έθνος αναιδές προσώπω, όστις ου θαυμάσει πρόσωπον πρεσβύτου και νέον ουκ ελεήσει, 51 και κατέδεται τα έκγονα των κτηνών σου και τα γενήματα της γής σου, ώστε μη καταλιπείν σοι σίτον, οίνον, έλαιον, τα βουκόλια των βοών σου, και τα ποίμνια των προβάτων σου, έως αν απολέση σε 52 και εκτρίψη σε εν ταίς πόλεσί σου, έως αν καθαιρεθώσι τα τείχη τα υψηλά και τα οχυρά, εφ’ οίς σύ πέποιθας επ’ αυτοίς, εν πάση τή γη σου, και θλίψει σε εν ταίς πόλεσί σου, αίς έδωκέ σοι. 53 και φαγή τα έκγονα της κοιλίας σου, κρέα υιών σου και θυγατέρων σου, όσα έδωκέ σοι Κύριος ο Θεός σου, εν τή στενοχωρία σου και εν τή θλίψει σου, ή θλίψει σε ο εχθρός σου. 54 ο απαλός ο εν σοί και ο τρυφερός σφόδρα βασκανεί τώ οφθαλμώ τον αδελφόν και την γυναίκα την εν τώ κόλπω αυτού και τα καταλελειμμένα τέκνα, ά αν καταλειφθή αυτώ, 55 ώστε δούναι ενί αυτών από των σαρκών των τέκνων αυτού, ών αν κατέσθη, διά το μη καταλειφθήναι αυτώ ουδέν εν τή στενοχωρία σου και εν τή θλίψει σου, ή αν θλίψωσί σε οι εχθροί σου εν πάσαις ταίς πόλεσί σου. 56 και η απαλή εν υμίν και η τρυφερά, ής ουχί πείραν έλαβεν ο πούς αυτής βαίνειν επί της γής διά την τρυφερότητα και διά την απαλότητα, βασκανεί τώ οφθαλμώ αυτής τον άνδρα αυτής τον εν κόλπω αυτής και τον υιόν και την θυγατέρα αυτής 57 και το χόριον αυτής το εξελθόν διά των μηρών αυτής και το τέκνον, ό εάν τέκη· καταφάγεται γάρ αυτά διά την ένδειαν πάντων κρυφή εν τή στενοχωρία σου και εν τή θλίψει σου, ή θλίψει σε ο εχθρός σου εν ταίς πόλεσί σου. 58 εάν μη εισακούσης ποιείν πάντα τα ρήματα τού νόμου τούτου τα γεγραμμένα εν τώ βιβλίω τούτω φοβείσθαι το όνομα το έντιμον το θαυμαστόν τούτο, Κύριον τον Θεόν σου, 59 και παραδοξάσει Κύριος τας πληγάς σου και τας πληγάς τού σπέρματός σου, πληγάς μεγάλας και θαυμαστάς, και νόσους πονηράς και πιστάς
60 και επιστρέψει πάσαν την οδύνην Αιγύπτου την πονηράν, ήν διευλαβού από προσώπου αυτών, και κολληθήσονται εν σοί. 61 και πάσαν μαλακίαν και πάσαν πληγήν την μη γεγραμμένην και πάσαν την γεγραμμένην εν τώ βιβλίω τού νόμου τούτου επάξει Κύριος επί σε, έως αν εξολοθρεύση σε. 62 και καταλειφθήσεσθε εν αριθμώ βραχεί, ανθ’ ών ότι ήτε ωσεί τα άστρα τού ουρανού τώ πλήθει, ότι ουκ εισήκουσας της φωνής Κυρίου τού Θεού σου. 63 και έσται ον τρόπον ευφράνθη Κύριος εφ’ υμίν εύ ποιήσαι υμάς και πληθύναι υμάς, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος εφ΄ υμίν εξολοθρεύσαι υμάς, και εξαρθήσεσθε εν τάχει από της γής, εις ήν εισπορεύεσθε εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 64 και διασπερεί σε Κύριος ο Θεός σου εις πάντα τα έθνη απ’ άκρου της γής έως άκρου της γής, και δουλεύσεις εκεί θεοίς ετέροις, ξύλοις και λίθοις, ούς ουκ ηπίστω σύ και οι πατέρες σου. 65 αλλά και εν τοίς έθνεσιν εκείνοις ουκ αναπαύσει σε, ουδ’ ου μη γένηται στάσις τώ ίχνει τού ποδός σου, και δώσει σοι Κύριος εκεί καρδίαν αθυμούσαν και εκλείποντας οφθαλμούς και τηκομένην ψυχήν. 66 και έσται η ζωή σου κρεμαμένη απέναντι των οφθαλμών σου, και φοβηθήση ημέρας και νυκτός και ου πιστεύσεις τή ζωή σου· 67 το πρωί ερείς· πώς αν γένοιτο εσπέρα; και το εσπέρας ερείς· πώς αν γένοιτο πρωί; από τού φόβου της καρδίας σου, ά φοβηθήση, και από των οραμάτων των οφθαλμών σου, ών όψη. 68 και αποστρέψει σε Κύριος εις Αίγυπτον εν πλοίοις και εν τή οδώ, ή είπα· ου προσθήση έτι ιδείν αυτήν· και πραθήσεσθε εκεί τοίς εχθροίς υμών εις παίδας και παιδίσκας, και ουκ έσται ο κτώμενος. 69 Ούτοι οι λόγοι της διαθήκης, ούς ενετείλατο Κύριος Μωυσή στήσαι τοίς υιοίς Ισραήλ εν γη Μωάβ, πλήν της διαθήκης, ής διέθετο αυτοίς εν Χωρήβ.
1 ΚΑΙ εκάλεσε Μωυσής πάντας τους υιούς Ισραήλ και είπε προς αυτούς· υμείς εωράκατε πάντα, όσα εποίησε Κύριος εν γη Αιγύπτω ενώπιον υμών Φαραώ και τοίς θεράπουσιν αυτού και πάση τή γη αυτού, 2 τους πειρασμούς τους μεγάλους, ούς εωράκασιν οι οφθαλμοί σου, τα σημεία και τα τέρατα τα μεγάλα εκείνα· 3 και ουκ έδωκε Κύριος ο Θεός υμίν καρδίαν ειδέναι και οφθαλμούς βλέπειν και ώτα ακούειν έως της ημέρας ταύτης. 4 και ήγαγεν υμάς τεσσαράκοντα έτη εν τή ερήμω· ουκ επαλαιώθη τα ιμάτια υμών, και τα υποδήματα υμών ου κατετρίβη από των ποδών υμών· 5 άρτον ουκ εφάγετε, οίνον και σίκερα ουκ επίετε, ίνα γνώτε, ότι Κύριος ο Θεός υμών εγώ. 6 και ήλθετε έως τού τόπου τούτου, και εξήλθε Σηών βασιλεύς Εσεβών και Ώγ βασιλεύς Βασάν εις συνάντησιν ημίν εν πολέμω, και επατάξαμεν αυτούς 7 και ελάβομεν την γήν αυτών, και έδωκα αυτήν εν κλήρω τώ Ρουβήν και τώ Γαδδί και τώ ημίσει φυλής Μανασσή. 8 και φυλάξεσθε ποιείν πάντας τους λόγους της διαθήκης ταύτης, ίνα συνήτε πάντα, όσα ποιήσετε. 9 Υμείς εστήκατε πάντες σήμερον εναντίον Κυρίου τού Θεού υμών, οι αρχίφυλοι υμών και η γερουσία υμών και οι κριταί υμών, και οι γραμματοεισαγωγείς υμών, πάς ανήρ Ισραήλ,
10 αι γυναίκες υμών και τα έκγονα υμών και ο προσήλυτος ο εν μέσω της παρεμβολής υμών, από ξυλοκόπου υμών και έως υδροφόρου υμών, 11 παρελθείν εν τή διαθήκη Κυρίου τού Θεού υμών και εν ταίς αραίς αυτού, όσα Κύριος ο Θεός σου διατίθεται προς σε σήμερον, 12 ίνα στήση σε αυτώ εις λαόν, και αυτός έσται σου Θεός, ον τρόπον είπέ σοι, και ον τρόπον ώμοσε τοίς πατράσι σου, Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. 13 και ουχ υμίν μόνοις εγώ διατίθεμαι την διαθήκην ταύτην και την αράν ταύτην, 14 αλλά και τοίς ώδε ούσι μεθ΄ υμών σήμερον εναντίον Κυρίου τού Θεού υμών και τοίς μη ούσι μεθ΄ υμών ώδε σήμερον. 15 ότι υμείς οίδατε πώς κατωκήσαμεν εν γη Αιγύπτω, ως παρήλθομεν εν μέσω των εθνών, ούς παρήλθετε, 16 και ίδετε τα βδελύγματα αυτών και τα είδωλα αυτών, ξύλον και λίθον, αργύριον και χρυσίον, ά εστι παρ’ αυτοίς. 17 μη τις εστιν εν υμίν ανήρ ή γυνή ή πατριά ή φυλή, τίνος η διάνοια εξέκλινεν από Κυρίου τού Θεού υμών πορεύεσθαι λατρεύειν τοίς θεοίς των εθνών εκείνων; μη τις εστιν εν υμίν ρίζα άνω φύουσα εν χολή και πικρία; 18 και έσται εάν ακούση τα ρήματα της αράς ταύτης και επιφημίσηται εν τή καρδία αυτού λέγων· όσιά μοι γένοιτο, ότι ενή αποπλανήσει της καρδίας μου πορεύσομαι, ίνα μη συναπολέση ο αμαρτωλός τον αναμάρτητον. 19 ου μη θελήσει ο Θεός ευιλατεύσαι αυτώ, αλλ’ ή τότε εκκαυθήσεται οργή Κυρίου και ο ζήλος αυτού εν τώ ανθρώπω εκείνω, και κολληθήσονται εν αυτώ πάσαι αι αραί της διαθήκης ταύτης αι γεγραμμέναι εν τώ βιβλίω τού νόμου τούτου, και εξαλείψει Κύριος το όνομα αυτού εκ της υπό τον ουρανόν·
20 και διαστελεί αυτόν Κύριος εις κακά εκ πάντων υιών Ισραήλ κατά πάσας τας αράς της διαθήκης τας γεγραμμένας εν τώ βιβλίω τού νόμου τούτου. 21 και ερούσιν η γενεά η ετέρα, οι υιοί υμών, οί αναστήσονται μεθ’ υμάς, και ο αλλότριος, ός αν έλθη εκ γής μακρόθεν, και όψονται τας πληγάς της γής εκείνης και τας νόσους αυτής, ας απέστειλε Κύριος επ΄ αυτήν, 22 θείον και άλα κατακεκαυμένον, πάσα η γη αυτής ου σπαρήσεται ουδέ ανατελεί, ουδέ μη αναβή επ’ αυτήν πάν χλωρόν, ώσπερ κατεστράφη Σόδομα και Γόμορρα, Αδαμά και Σεβωίμ, ας κατέστρεψε Κύριος εν θυμώ και οργή, 23 και ερούσι πάντα τα έθνη· διατί εποίησε Κύριος ούτω τή γη ταύτη; τις ο θυμός της οργής ο μέγας ούτος; 24 και ερούσιν· ότι κατέλιπον την διαθήκην Κυρίου τού Θεού των πατέρων αυτών, ά διέθετο τοίς πατράσιν αυτών, ότε εξήγαγεν αυτούς εκ γής Αιγύπτου, 25 και πορευθέντες ελάτρευσαν θεοίς ετέροις, ούς ουκ ηπίσταντο, ουδέ διένειμεν αυτοίς· 26 και ωργίσθη θυμώ Κύριος επί την γήν εκείνην επαγαγείν επ’ αυτήν κατά πάσας τας κατάρας τας γεγραμμένας εν τώ βιβλίω τού νόμου τούτου, 27 και εξήρεν αυτούς Κύριος από της γής αυτών εν θυμώ και οργή και παροξυσμώ μεγάλω σφόδρα, και εξέβαλεν αυτούς εις γήν ετέραν ωσεί νύν. 28 τα κρυπτά Κυρίω τώ Θεώ ημών, τα δε φανερά ημίν και τοίς τέκνοις ημών εις τον αιώνα, ποιείν πάντα τα ρήματα τού νόμου τούτου.
1 ΚΑΙ έσται ως αν έλθωσιν επί σε πάντα τα ρήματα ταύτα, η ευλογία και η κατάρα, ήν έδωκα πρό προσώπου σου, και δέξη εις την καρδίαν σου εν πάσι τοίς έθνεσιν, ού εάν διασκορπίση σε Κύριος εκεί, 2 και επιστραφήση επί Κύριον τον Θεόν σου και εισακούση της φωνής αυτού κατά πάντα, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, 3 και ιάσεται Κύριος τας αμαρτίας σου και ελεήσει σε και πάλιν συνάξει σε εκ πάντων των εθνών, εις ούς διεσκόρπισέ σε Κύριος εκεί. 4 εάν ή η διασπορά σου απ’ άκρου τού ουρανού έως άκρου τού ουρανού, εκείθεν συνάξει σε Κύριος ο Θεός σου, και εκείθεν λήψεταί σε Κύριος ο Θεός σου· 5 και εισάξει σε ο Θεός σου εκείθεν εις την γήν, ήν εκληρονόμησαν οι πατέρες σου, και κληρονομήσεις αυτήν· και εύ σε ποιήσει και πλεοναστόν σε ποιήσει υπέρ τους πατέρας σου. 6 και περικαθαριεί Κύριος την καρδίαν σου και την καρδίαν τού σπέρματός σου, αγαπάν Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου, ίνα ζής σύ. 7 και δώσει Κύριος ο Θεός σου τας αράς ταύτας επί τους εχθρούς σου και επί τους μισούντάς σε, οί εδίωξάν σε. 8 και σύ επιστραφήση και εισακούση της φωνής Κυρίου τού Θεού σου και ποιήσεις τας εντολάς αυτού, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, 9 και πολυωρήσει σε Κύριος ο Θεός σου εν παντί έργω των χειρών σου, εν τοίς εκγόνοις της κοιλίας σου και εν τοίς εκγόνοις των κτηνών σου και εν τοίς γενήμασι της γής σου· ότι επιστρέψει Κύριος ο Θεός σου ευφρανθήναι επί σοί εις αγαθά, καθότι ευφράνθη επί τοίς πατράσι σου,
10 εάν εισακούσης της φωνής Κυρίου τού Θεού σου, φυλάσσεσθαι τας εντολάς αυτού και τα δικαιώματα αυτού και τας κρίσεις αυτού τας γεγραμμένας εν τώ βιβλίω τού νόμου τούτου, εάν επιστραφής επί Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου. 11 Ότι η εντολή αύτη, ήν εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, ουχ υπέρογκός εστιν ουδέ μακράν από σού εστιν. 12 ουκ εν τώ ουρανώ άνω εστί λέγων· τις αναβήσεται ημίν εις τον ουρανόν και λήψεται ημίν αυτήν, και ακούσαντες αυτήν ποιήσομεν; 13 ουδέ πέραν της θαλάσσης εστί λέγων· τις διαπεράσει ημίν εις το πέραν της θαλάσσης και λήψεται ημίν αυτήν, και ακουστήν ημίν ποιήση αυτήν, και ποιήσομεν; 14 εγγύς σού εστι το ρήμα σφόδρα εν τώ στόματί σου και εν τή καρδία σου και εν ταίς χερσί σου ποιείν αυτό. 15 Ιδού δέδωκα πρό προσώπου σου σήμερον την ζωήν και τον θάνατον, το αγαθόν και το κακόν. 16 εάν εισακούσης τας εντολάς Κυρίου τού Θεού σου, ας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, αγαπάν Κύριον τον Θεόν σου, πορεύεσθαι εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού και φυλάσσεσθαι τα δικαιώματα αυτού και τας κρίσεις αυτού, και ζήσεσθε, και πολλοί έσεσθε, και ευλογήσει σε Κύριος ο Θεός σου εν πάση τή γη, εις ήν εισπορεύη εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 17 και εάν μεταστή η καρδία σου και μη εισακούσης και πλανηθείς προσκυνήσης θεοίς ετέροις και λατρεύσης αυτοίς, 18 αναγγέλλω σοι σήμερον ότι απωλεία απολείσθε και ου μη πολυήμεροι γένησθε επί της γής, εις ήν υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 19 διαμαρτύρομαι υμίν σήμερον τον τε ουρανόν και την γήν, την ζωήν και τον θάνατον δέδωκα πρό προσώπου υμών, την ευλογίαν και την κατάραν· έκλεξαι την ζωήν σύ, ίνα ζήσης σύ και το σπέρμα σου,
20 αγαπάν Κύριον τον Θεόν σου, εισακούειν της φωνής αυτού και έχεσθαι αυτού· ότι τούτο η ζωή σου και η μακρότης των ημερών σου, κατοικείν επί της γής, ής ώμοσε Κύριος τοίς πατράσι σου Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ δούναι αυτοίς.
1 ΚΑΙ συνετέλεσε Μωυσής λαλών πάντας τους λόγους τούτους προς πάντας υιούς Ισραήλ, 2 και είπε προς αυτούς· εκατόν και είκοσιν ετών εγώ ειμι σήμερον· ου δυνήσομαι έτι εισπορεύεσθαι και εκπορεύεσθαι, Κύριος δε είπε προς με· ου διαβήση τον Ιορδάνην τούτον. 3 Κύριος ο Θεός σου ο προπορευόμενος πρό προσώπου σου, αυτός εξολοθρεύσει τα έθνη ταύτα από προσώπου σου, και κατακληρονομήσεις αυτούς· και Ιησούς ο προπορευόμενος πρό προσώπου σου, καθά ελάλησε Κύριος. 4 και ποιήσει Κύριος ο Θεός σου αυτοίς καθώς εποίησε Σηών και Ώγ, τοίς δυσί βασιλεύσι των Αμορραίων, οί ήσαν πέραν τού Ιορδάνου, και τή γη αυτών, καθότι εξωλόθρευσεν αυτούς· 5 και παρέδωκεν αυτούς Κύριος υμίν, και ποιήσετε αυτοίς, καθότι ενετειλάμην υμίν. 6 ανδρίζου και ίσχυε, μη φοβού μηδέ δειλιάσης μηδέ πτοηθής από προσώπου αυτών, ότι Κύριος ο Θεός σου ο προπορευόμενος μεθ΄ υμών εν υμίν, ούτε μη σε ανή, ούτε μη σε εγκαταλίπη. 7 και εκάλεσε Μωυσής Ιησούν και είπεν αυτώ έναντι παντός Ισραήλ· ανδρίζου και ίσχυε, σύ γάρ εισελεύση πρό προσώπου τού λαού τούτου εις την γήν, ήν ώμοσε Κύριος τοίς πατράσιν υμών δούναι αυτοίς, και σύ κατακληρονομήσεις αυτήν αυτοίς· 8 και Κύριος ο συμπορευόμενος μετά σού ουκ ανήσει σε, ουδέ μη σε εγκαταλίπη· μη φοβού μηδέ δειλία. 9 Καί έγραψε Μωυσής τα ρήματα τού νόμου τούτου εις βιβλίον και έδωκε τοίς ιερεύσι τοίς υιοίς Λευί τοίς αίρουσι την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου, και τοίς προσβυτέροις των υιών Ισραήλ.
10 και ενετείλατο Μωυσής αυτοίς εν τή ημέρα εκείνη λέγων· μετά επτά έτη εν καιρώ ενιαυτού αφέσεως εν εορτή σκηνοπηγίας, 11 εν τώ συμπορεύεσθαι πάντα Ισραήλ οφθήναι ενώπιον Κυρίου τού Θεού υμών, εν τώ τόπω ώ αν εκλέξηται Κύριος, αναγνώσεσθε τον νόμον τούτον εναντίον παντός Ισραήλ εις τα ώτα αυτών· 12 εκκλησιάσας τον λαόν, τους άνδρας και τας γυναίκας και τα έκγονα και τον προσήλυτον τον εν ταίς πόλεσιν υμών, ίνα ακούσωσι και ίνα μάθωσι φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν υμών, και ακούσονται ποιείν πάντας τους λόγους τού νόμου τούτου· 13 και οι υιοί αυτών, οί ουκ οίδασιν, ακούσονται και μαθήσονται φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν σου πάσας τας ημέρας, όσας αυτοί ζώσιν επί της γής, εις ήν υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 14 Καί είπε Κύριος προς Μωυσήν· ιδού εγγίκασιν αι ημέραι τού θανάτου σου· κάλεσον Ιησούν και στήτε παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, και εντελούμαι αυτώ. και επορεύθη Μωυσής και Ιησούς εις την σκηνήν τού μαρτυρίου, και έστησαν παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου. 15 και κατέβη Κύριος εν νεφέλη και έστη παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου, και έστη ο στύλος της νεφέλης παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου. 16 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· ιδού σύ κοιμά μετά των πατέρων σου, και αναστάς ούτος ο λαός εκπορνεύσει οπίσω θεών αλλοτρίων της γής, εις ήν ούτος εισπορεύεται, και καταλείψουσί με και διασκεδάσουσι την διαθήκην μου, ήν διεθέμην αυτοίς. 17 και οργισθήσομαι θυμώ εις αυτούς εν τή ημέρα εκείνη και καταλείψω αυτούς και αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ’ αυτών, και έσται κατάβρωμα, και ευρήσουσιν αυτόν κακά πολλά και θλίψεις, και ερεί εν τή ημέρα εκείνη· διότι ουκ έστι Κύριος ο Θεός μου εν εμοί, εύροσάν με τα κακά ταύτα. 18 εγώ δε αποστροφή αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ’ αυτών εν τή ημέρα εκείνη διά πάσας τας κακίας, ας εποίησαν, ότι απέστρεψαν επί θεούς αλλοτρίους. 19 και νύν γράψατε τα ρήματα της ωδής ταύτης και διδάξατε αυτήν τους υιούς Ισραήλ και εμβαλείτε αυτήν εις το στόμα αυτών, ίνα γένηταί μοι η ωδή αύτη κατά πρόσωπον μαρτυρούσα εν υιοίς Ισραήλ.
20 εισάξω γάρ αυτούς εις την γήν την αγαθήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν αυτών δούναι αυτοίς, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι, και φάγονται και εμπλησθέντες κορήσουσι· και επιστραφήσονται επί θεούς αλλοτρίους και λατρεύσουσιν αυτοίς και παροξυνούσί με και διασκεδάσουσι την διαθήκην μου. 21 και αντικαταστήσεται η ωδή αύτη κατά πρόσωπον μαρτυρούσα, ου γάρ μη επιλησθή από στόματος αυτών και από στόματος τού σπέρματος αυτών· εγώ γάρ οίδα την πονηρίαν αυτών, όσα ποιούσιν ώδε σήμερον πρό τού εισαγαγείν με αυτούς εις την γήν την αγαθήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν αυτών. 22 και έγραψε Μωυσής την ωδήν ταύτην εν εκείνη τή ημέρα και εδίδαξεν αυτήν τους υιούς Ισραήλ. 23 και ενετείλατο Μωυσής Ιησοί και είπεν· ανδρίζου και ίσχυε, σύ γάρ εισάξεις τους υιούς Ισραήλ εις την γήν, ήν ώμοσεν αυτοίς Κύριος, και αυτός έσται μετά σού. 24 Ηνίκα δε συνετέλεσε Μωυσής γράφων πάντας τους λόγους τού νόμου τούτου εις βιβλίον έως εις τέλος, 25 και ενετείλατο τοίς Λευίταις τοίς αίρουσι την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου λέγων· 26 λαβόντες το βιβλίον τού νόμου τούτου θήσετε αυτό εκ πλαγίων της κιβωτού της διαθήκης Κυρίου τού Θεού υμών, και έσται εκεί εν σοί εις μαρτύριον. 27 ότι εγώ επίσταμαι τον ερεθισμόν σου και τον τράχηλόν σου τον σκληρόν· έτι γάρ εμού ζώντος μεθ’ υμών σήμερον, παραπικραίνοντες ήτε τα προς τον Θεόν, πώς ουχί και έσχατον τού θανάτου μου; 28 εκκλησιάσατε προς με τους φυλάρχους υμών και τους πρεσβυτέρους υμών και τους κριτάς υμών και τους γραμματοεισαγωγείς υμών, ίνα λαλήσω εις τα ώτα αυτών πάντας τους λόγους τούτους, και διαμαρτύρωμαι αυτοίς τον τε ουρανόν και την γήν· 29 οίδα γάρ ότι έσχατον της τελευτής μου ανομία ανομήσετε και εκκλινείτε εκ της οδού, ής ενετειλάμην υμίν, και συναντήσεται υμίν τα κακά έσχατον των ημερών, ότι ποιήσετε τα πονηρά εναντίον Κυρίου παροργίσαι αυτόν εν τοίς έργοις των χειρών υμών.
30 και ελάλησε Μωυσής εις τα ώτα πάσης εκκλησίας τα ρήματα της ωδής ταύτης έως εις τέλος.
1 ΠΡΟΣΕΧΕ ουρανέ, και λαλήσω, και ακουέτω η γη ρήματα εκ στόματός μου. 2 προσδοκάσθω ως υετός το απόφθεγμά μου, και καταβήτω ως δρόσος τα ρήματά μου, ωσεί όμβρος επ’ άγνωστιν και ωσεί νιφετός επί χόρτον. 3 ότι το όνομα Κυρίου εκάλεσα· δότε μεγαλωσύνην τώ Θεώ ημών. 4 Θεός, αληθινά τα έργα αυτού, και πάσαι αι οδοί αυτού κρίσεις· Θεός πιστός, και ουκ έστιν αδικία, δίκαιος και όσιος Κύριος. 5 ημάρτοσαν ουκ αυτώ τέκνα μωμητά, γενεά σκολιά και διεστραμμένη. 6 ταύτα Κυρίω ανταποδίδοτε; ούτω λαός μωρός και ουχί σοφός; ουκ αυτός ούτός σου πατήρ εκτήσατό σε και εποίησέ σε και έπλασέ σε; 7 μνήσθητε ημέρας αιώνος, σύνετε έτη γενεάς γενεών· επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου, και ερούσί σοι. 8 ότε διεμέριζεν ο Ύψιστος έθνη, ως διέσπειρεν υιούς Αδάμ, έστησεν όρια εθνών κατά αριθμόν αγγέλων Θεού, 9 και εγενήθη μερίς Κυρίου λαός αυτού Ιακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας αυτού Ισραήλ.
10 αυτάρκησεν αυτόν εν γη ερήμω, εν δίψει καύματος εν γη ανύδρω· εκύκλωσεν αυτόν και επαίδευσεν αυτόν και διεφύλαξεν αυτόν ως κόρην οφθαλμού, 11 ως αετός σκεπάσαι νοσσιάν αυτού και επί τοίς νεοσσοίς αυτού επεπόθησε, διείς τας πτέρυγας αυτού εδέξατο αυτούς και ανέλαβεν αυτούς επί τώ μεταφρένων αυτού. 12 Κύριος μόνος ήγεν αυτούς και ουκ ήν μετ’ αυτών θεός αλλότριος. 13 ανεβίβασεν αυτούς επί την ισχύν της γής, εψώμισεν αυτούς γενήματα αγρών· εθήλασαν μέλι εκ πέτρας και έλαιον εκ στερεάς πέτρας, 14 βούτυρον βοών και γάλα προβάτων μετά στέατος αρνών και κριών, υιών ταύρων και τράγων, μετά στέατος νεφρών πυρού, και αίμα σταφυλής έπιον οίνον. 15 και έφαγεν Ιακώβ και ενεπλήσθη, και απελάκτισεν ο ηγαπημένος, ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη· και εγκατέλιπε τον Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν και απέστη από Θεού σωτήρος αυτού. 16 παρώξυνάν με επ’ αλλοτρίοις, εν βδελύγμασιν αυτών παρεπίκρανάν με· 17 έθυσαν δαιμονίοις και ου Θεώ, θεοίς, οίς ουκ ήδεισαν· καινοί και πρόσφατοι ήκασιν, ούς ουκ ήδεισαν οι πατέρες αυτών. 18 Θεόν τον γεννήσαντά σε εγκατέλιπες και επελάθου Θεού τού τρέφοντός σε. 19 και είδε Κύριος και εζήλωσε και παρωξύνθη δι’ οργήν υιών αυτού και θυγατέρων
20 και είπεν· αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ’ αυτών και δείξω τι έσται αυτοίς επ΄ εσχάτων ημερών· ότι γενεά εξεστραμμένη εστίν, υιοί, οίς ουκ έστι πίστις εν αυτοίς. 21 αυτοί παρεζήλωσάν με επ’ ου Θεώ, παρώξυνάν με εν τοίς ειδώλοις αυτών· καγώ παραζηλώσω αυτούς επ’ ουκ έθνει, επί έθνει ασυνέτω παροργιώ αυτούς. 22 ότι πύρ εκκέκαυται εκ τού θυμού μου, καυθήσεται έως άδου κάτω, καταφάγεται γήν και τα γενήματα αυτής, φλέξει θεμέλια ορέων. 23 συνάξω εις αυτούς κακά και τα βέλη μου συντελέσω εις αυτούς. 24 τηκόμενοι λιμώ και βρώσει ορνέων και οπισθότονος ανίατος· οδόντας θηρίων επαποστελώ εις αυτούς μετά θυμού συρόντων επί γήν. 25 έξωθεν ατεκνώσει αυτούς μάχαιρα και εκ των ταμιείων φόβος· νεανίσκος σύν παρθένω, θηλάζων μετά καθεστηκότος πρεσβύτου. 26 είπα· διασπερώ αυτούς, παύσω δε εξ ανθρώπων το μνημόσυνον αυτών, 27 ει μη δι’ οργήν εχθρών, ίνα μη μακροχρονίσωσιν, ίνα μη συνεπιθώνται οι υπεναντίοι, μη είπωσιν· η χείρ ημών η υψηλή και ουχί Κύριος εποίησε ταύτα πάντα. 28 ότι έθνος απολωλεκός βουλήν εστι, και ουκ έστιν εν αυτοίς επιστήμη. 29 ουκ εφρόνησαν συνιέναι ταύτα· καταδεξάσθωσαν εις τον επιόντα χρόνον.
30 πώς διώξεται είς χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδας, ει μη ο Θεός απέδοτο αυτούς και Κύριος παρέδωκεν αυτούς; 31 ότι ουκ εισίν ως ο Θεός ημών οι θεοί αυτών· οι δε εχθροί ημών ανόητοι. 32 εκ γάρ αμπέλου Σοδόμων η άμπελος αυτών, και η κληματίς αυτών εκ Γομόρρας· η σταφυλή αυτών σταφυλή χολής, βότρυς πικρίας αυτοίς· 33 θυμός δρακόντων ο οίνος αυτών και θυμός ασπίδων ανίατος. 34 ουκ ιδού ταύτα συνήκται παρ’ εμοί και εσφράγισται εν τοίς θησαυροίς μου; 35 εν ημέρα εκδικήσεως ανταποδώσω, εν καιρώ, όταν σφαλή ο πούς αυτών, ότι εγγύς ημέρα απωλείας αυτοίς, και πάρεστιν έτοιμα υμίν. 36 ότι κρινεί Κύριος τον λαόν αυτού και επί τοίς δούλοις αυτού παρακληθήσεται· είδε γάρ παραλελυμένους αυτούς και εκλελοιπότας εν επαγωγή και παρειμένους. 37 και είπε Κύριος· που εισιν οι θεοί αυτών, εφ’ οίς επεποίθεισαν επ’ αυτοίς; 38 ών το στέαρ των θυσιών αυτών ησθίετε και επίνετε τον οίνον των σπονδών αυτών; αναστήτωσαν και βοηθησάτωσαν υμίν και γενηθήτωσαν υμίν σκεπασταί. 39 ίδετε ίδετε ότι εγώ ειμι, και ουκ έστι Θεός πλήν εμού· εγώ αποκτενώ και ζήν ποιήσω, πατάξω καγώ ιάσομαι, και ουκ έστιν ός εξελείται εκ των χειρών μου.
40 ότι αρώ εις τον ουρανόν την χείρά μου και ομούμαι τή δεξιά μου και ερώ· ζώ εγώ εις τον αιώνα, 41 ότι παροξυνώ ως αστραπήν την μάχαιράν μου, και ανθέξεται κρίματος η χείρ μου, και αποδώσω δίκην τοίς εχθροίς και τοίς μισούσί με ανταποδώσω· 42 μεθύσω τα βέλη μου αφ’ αίματος, και η μάχαιρά μου φάγεται κρέα, αφ’ αίματος τραυματιών και αιχμαλωσίας, από κεφαλής αρχόντων εχθρών. 43 ευφράνθητε, ουρανοί, άμα αυτώ, και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού· ευφράνθητε, έθνη μετά τού λαού αυτού, και ενισχυσάτωσαν αυτώ πάντες υιοί Θεού· ότι το αίμα των υιών αυτού εκδικάται, και εκδικήσει και ανταποδώσει δίκην τοίς εχθροίς και τοίς μισούσιν ανταποδώσει, και εκκαθαριεί Κύριος την γήν τού λαού αυτού. 44 Καί έγραψε Μωυσής την ωδήν ταύτην εν τή ημέρα εκείνη και εδίδαξεν αυτήν τους υιούς Ισραήλ. και εισήλθε Μωυσής και ελάλησε πάντας τους λόγους τού νόμου τούτου εις τα ώτα τού λαού, αυτός και Ιησούς ο τού Ναυή. 45 και συνετέλεσε Μωυσής λαλών παντί Ισραήλ. 46 και είπε προς αυτούς· προσέχετε τή καρδία επί πάντας τους λόγους τούτους, ούς εγώ διαμαρτύρομαι υμίν σήμερον, ά εντελείσθε τοίς υιοίς υμών φυλάσσειν και ποιείν πάντας τους λόγους τού νόμου τούτου· 47 ότι ουχί λόγος κενός ούτος υμίν, ότι αύτη η ζωή υμών, και ένεκεν τού λόγου τούτου μακροημερεύσετε επί της γής, εις ήν υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εκεί κληρονομήσαι αυτήν. 48 Καί ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν εν τή ημέρα ταύτη λέγων· 49 ανάβηθι εις το όρος το Αβαρίμ τούτο, όρος Ναβαύ, ό εστιν εν γη Μωάβ κατά πρόσωπον Ιεριχώ, και ιδέ την γήν Χαναάν, ήν εγώ δίδωμι τοίς υιοίς Ισραήλ, εις κατάσχεσιν,
50 και τελεύτα εν τώ όρει, εις ό αναβαίνεις εκεί, και προστέθητι προς τον λαόν σου, ον τρόπον απέθανεν Ααρών ο αδελφός σου εν Ώρ τώ όρει, και προσετέθη προς τον λαόν αυτού, 51 ότι ηπειθήσατε τώ ρήματί μου εν τοίς υιοίς Ισραήλ επί τού ύδατος αντιλογίας Κάδης εν τή ερήμω Σίν, διότι ουχ ηγιάσατέ με εν τοίς υιοίς Ισραήλ· 52 ότι απέναντι όψη την γήν και εκεί ουκ εισελεύση.
1 ΚΑΙ αύτη η ευλογία ήν ηυλόγησε Μωυσής άνθρωπος τού Θεού τους υιούς Ισραήλ πρό της τελευτής αυτού· 2 και είπε·
Κύριος εκ Σινά ήκει και επέφανεν εκ Σηείρ ημίν και κατέσπευσεν εξ όρους Φαράν σύν μυριάσι Κάδης, εκ δεξιών αυτού άγγελοι μετ΄ αυτού. 3 και εφείσατο τού λαού αυτού, και πάντες οι ηγιασμένοι υπό τας χείράς σου· και ούτοι υπό σε εισι, και εδέξατο από των λόγων αυτού 4 νόμον, ον ενετείλατο ημίν Μωυσής, κληρονομίαν συναγωγαίς Ιακώβ. 5 και έσται εν τώ ηγαπημένω άρχων, συναχθέντων αρχόντων λαών άμα φυλαίς Ισραήλ. 6 ζήτω Ρουβήν και μη αποθανέτω και έστω πολύς εν αριθμώ. 7 και αύτη Ιούδα. εισάκουσον, Κύριε, φωνής Ιούδα, και εις τον λαόν αυτού εισέλθοισαν· αι χείρες αυτού διακρινούσιν αυτώ, και βοηθός εκ των εχθρών αυτού έση. 8 και τώ Λευί είπε· δότε Λευί δήλους αυτού και αλήθειαν αυτού, τώ ανδρί τώ οσίω, ον επείρασαν αυτόν εν πείρα, ελοιδόρησαν αυτόν επί ύδατος αντιλογίας· 9 ο λέγων τώ πατρί και τή μητρί· ουχ εώρακά σε, και τους αδελφούς αυτού ουκ επέγνω και τους υιούς αυτού απέγνω· εφύλαξε τα λόγιά σου και την διαθήκην σου διετήρησε.
10 δηλώσουσι τα δικαιώματά σου τώ Ιακώβ και τον νόμον σου τώ Ισραήλ· επιθήσουσι θυμίαμα εν οργή σου διά παντός επί το θυσιαστήριόν σου. 11 ευλόγησον, Κύριε, την ισχύν αυτού και τα έργα των χειρών αυτού δέξαι· κάταξον οσφύν εχθρών επανεστηκότων αυτώ, και οι μισούντες αυτόν μη αναστήτωσαν. 12 και τώ Βενιαμίν είπεν· ηγαπημένος υπό Κυρίου κατασκηνώσει πεποιθώς, και ο Θεός σκιάζει επ΄ αυτώ πάσας τας ημέρας, και ανά μέσον των ώμων αυτού κατέπαυσε. 13 και τώ Ιωσήφ είπεν· απ’ ευλογίας Κυρίου η γη αυτού, από ωρών ουρανού και δρόσου και από αβύσσων πηγών κάτωθεν 14 και καθ’ ώραν γενημάτων ηλίου τροπών και από συνόδων μηνών, 15 από κορυφής ορέων αρχής και από κορυφής βουνών αενάων 16 και καθ’ ώραν γής πληρώσεως. και τα δεκτά τώ οφθέντι εν τή βάτω έλθοισαν επί κεφαλήν Ιωσήφ, και επί κορυφής δοξασθείς επ’ αδελφοίς. 17 πρωτότοκος ταύρου το κάλλος αυτού, κέρατα μονοκέρωτος τα κέρατα αυτού· εν αυτοίς έθνη κερατιεί άμα έως απ’ άκρου γής. αύται μυριάδες Εφραίμ, και αύται χιλιάδες Μανασσή. 18 και τώ Ζαβουλών είπεν· ευφράνθητι, Ζαβουλών, εν εξοδία σου και Ισσάχαρ εν τοίς σκηνώμασιν αυτού. 19 έθνη εξολοθρεύσουσι, και επικαλέσεσθε εκεί και θύσετε εκεί θυσίαν δικαιοσύνης, ότι πλούτος θαλάσσης θηλάσει σε και εμπόρια παράλιον κατοικούντων.
20 και τώ Γάδ είπεν· ευλογημένος εμπλατύνων Γάδ· ως λέων ενεπαύσατο, συντρίψας βραχίονα και άρχοντα. 21 και είδεν απαρχήν αυτού, ότι εκεί εμερίσθη γη αρχόντων συνηγμένων άμα αρχηγοίς λαών· δικαιοσύνην Κύριος εποίησε και κρίσιν αυτού μετά Ισραήλ. 22 και τώ Δάν είπε· Δάν σκύμνος λέοντος και εκπηδήσεται εκ τού Βασάν. 23 και τώ Νεφθαλί είπε· Νεφθαλί πλησμονή δεκτών και εμπλησθήτω ευλογίας παρά Κυρίου· θάλασσαν και λίβα κληρονομήσει. 24 και τώ Ασήρ είπεν· ευλογημένος από τέκνων Ασήρ και έσται δεκτός τοίς αδελφοίς αυτού. βάψει εν ελαίω τον πόδα αυτού· 25 σίδηρος και χαλκός το υπόδημα αυτού έσται, ως αι ημέραι σου η ισχύς σου. 26 ούκ εστιν ώσπερ ο Θεός τού ηγαπημένου· ο επιβαίνων επί τον ουρανόν βοηθός σου και ο μεγαλοπρεπής τού στερεώματος. 27 και σκεπάσει σε Θεού αρχή και υπό ισχύ βραχιόνων αενάων και εκβαλεί από προσώπου σου εχθρόν λέγων· απόλοιο. 28 και κατασκηνώσει Ισραήλ πεποιθώς μόνος επί γής Ιακώβ, επί σίτω και οίνω, και ο ουρανός αυτώ συνεφφής δρόσω. 29 μακάριος σύ, Ισραήλ· τις όμοιός σοι λαός σωζόμενος υπό Κυρίου; υπερασπιεί ο βοηθός σου, και η μάχαιρα καύχημά σου· και ψεύσονταί σε οι εχθροί σου, και σύ επί τον τράχηλον αυτών επιβήση.
1 ΚΑΙ ανέβη Μωυσής από Αραβώθ Μωάβ επί το όρος Ναβαύ, επί κορυφήν Φασγά, ή εστιν επί προσώπου Ιεριχώ. και έδειξεν αυτώ Κύριος πάσαν την γήν Γαλαάδ έως Δάν 2 και πάσαν την γήν Νεφθαλί και πάσαν την γήν Εφραίμ και Μανασσή και πάσαν την γήν Ιούδα έως της θαλάσσης της εσχάτης 3 και την έρημον και τα περίχωρα Ιεριχώ, πόλιν φοινίκων έως Σηγώρ. 4 και είπε Κύριος προς Μωυσήν· αύτη η γη, ήν ώμοσα τώ Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ λέγων· τώ σπέρματι υμών δώσω αυτήν· και έδειξα τοίς οφθαλμοίς σου, και εκεί ουκ εισελεύση. 5 και ετελεύτησε Μωυσής ο οικέτης Κυρίου εν γη Μωάβ διά ρήματος Κυρίου. 6 και έθαψαν αυτόν εν Γαί εγγύς οίκου Φογώρ· και ουκ είδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας ταύτης. 7 Μωυσής δε ήν εκατόν και είκοσιν ετών εν τώ τελευτάν αυτόν· ουκ ημαυρώθησαν οι οφθαλμοί αυτού, ουδέ εφθάρησαν τα χελώνια αυτού. 8 και έκλαυσαν οι υιοί Ισραήλ Μωυσήν εν Αραβώθ Μωάβ επί τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ τριάκοντα ημέρας· και συνετελέσθησαν αι ημέραι πένθους κλαυθμού Μωυσή. 9 και Ιησούς υιός Ναυή ενεπλήσθη πνεύματος συνέσεως, επέθηκε γάρ Μωυσής τας χείρας αυτού επ’ αυτόν· και εισήκουσαν αυτού οι υιοί Ισραήλ και εποίησαν καθότι ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή.
10 και ουκ ανέστη έτι προφήτης εν Ισραήλ ως Μωυσής, ον έγνω Κύριος αυτόν πρόσωπον κατά πρόσωπον, 11 εν πάσι τοίς σημείοις και τέρασιν, ον απέστειλεν αυτόν Κύριος ποιήσαι αυτά εν γη Αιγύπτω Φαραώ και τοίς θεράπουσιν αυτού και πάση τή γη αυτού, 12 τα θαυμάσια τα μεγάλα και την χείρα την κραταιάν, ά εποίησε Μωυσής έναντι παντός Ισραήλ.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά την τελευτήν Μωυσή, είπε Κύριος τώ Ιησοί υιώ Ναυή τώ υπουργώ Μωυσή λέγων· 2 Μωυσής ο θεράπων μου τετελεύτηκε· νύν ούν αναστάς διάβηθι τον Ιορδάνην, σύ και πάς ο λαός ούτος εις την γήν, ήν εγώ δίδωμι αυτοίς. 3 πάς ο τόπος, εφ' ον αν επιβήτε τώ ίχνει των ποδών υμών, υμίν δώσω αυτόν, ον τρόπον είρηκα τώ Μωυσή, 4 την έρημον και τον Αντιλίβανον έως τού ποταμού τού μεγάλου ποταμού Ευφράτου, και έως της θαλάσσης της εσχάτης αφ' ηλίου δυσμών έσται τα όρια υμών. 5 ουκ αντιστήσεται άνθρωπος κατενώπιον υμών πάσας τας ημέρας της ζωής σου, και ώσπερ ήμην μετά Μωυσή, ούτως έσομαι και μετά σού και ουκ εγκαταλείψω σε, ουδ' υπερόψομαί σε. 6 ίσχυε και ανδρίζου, σύ γάρ αποδιελείς τώ λαώ τούτω την γήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν υμών δούναι αυτοίς. 7 ίσχυε ούν και ανδρίζου, φυλάσσεσθαι και ποιείν καθότι ενετείλατό σοι Μωυσής ο παίς μου, και ουκ εκκλινείς απ' αυτών εις δεξιά ουδέ εις αριστερά, ίνα συνής εν πάσιν οίς εάν πράσσης. 8 και ουκ αποστήσεται η βίβλος τού νόμου τούτου εκ τού στόματός σου, και μελετήσεις εν αυτώ ημέρας και νυκτός, ίνα ειδής ποιείν πάντα τα γεγραμμένα· τότε ευοδωθήση, και ευοδώσεις τας οδούς σου και τότε συνήσεις. 9 ιδού εντέταλμαί σοι· ίσχυε και ανδρίζου, μη δειλιάσης, μηδέ φοβηθής, ότι μετά σού Κύριος ο Θεός σου εις πάντα, ού εάν πορεύη.
10 Καί ενετείλατο Ιησούς τοίς γραμματεύσι τού λαού λέγων· 11 εισέλθατε κατά μέσον της παρεμβολής τού λαού και εντείλασθε τώ λαώ λέγοντες· ετοιμάζεσθε επισιτισμόν, ότι έτι τρεις ημέραι και υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην τούτον εισελθόντες κατασχείν την γήν, ήν Κύριος ο Θεός των πατέρων υμών δίδωσιν υμίν. 12 και τώ Ρουβήν και τώ Γάδ και τώ ημίσει φυλής Μανασσή είπεν Ιησούς· 13 μνήσθητε το ρήμα, ό ενετείλατο υμίν Μωυσής ο παίς Κυρίου λέγων· Κύριος ο Θεός υμών κατέπαυσεν υμάς και έδωκεν υμίν την γήν ταύτην. 14 αι γυναίκες υμών και τα παιδία υμών και τα κτήνη υμών κατοικείτωσαν εν τή γη, ή έδωκεν υμίν, υμείς δε διαβήσεσθε εύζωνοι πρότεροι των αδελφών υμών, πάς ο ισχύων, και συμμαχήσετε αυτοίς, 15 έως αν καταπαύση Κύριος ο Θεός ημών τους αδελφούς υμών, ώσπερ και υμάς, και κληρονομήσωσι και ούτοι την γήν, ήν Κύριος ο Θεός ημών δίδωσιν αυτοίς. και απελεύσεσθε έκαστος εις την κληρονομίαν αυτού, ήν έδωκεν υμίν Μωυσής εις το πέραν τού Ιορδάνου επ' ανατολών ηλίου. 16 και αποκριθέντες τώ Ιησού είπαν· πάντα όσα εάν εντείλη ημίν, ποιήσομεν και εις πάντα τόπον, ού εάν αποστείλης ημάς, πορευσόμεθα· 17 κατά πάντα, όσα ηκούσαμεν Μωυσή, ακουσόμεθά σου, πλήν έστω Κύριος ο Θεός ημών μετά σού, ον τρόπον ήν μετά Μωυσή. 18 ο δε άνθρωπος, ός αν απειθήση σοι, και όστις μη ακούση των ρημάτων σου καθότι εάν εντείλη αυτώ, αποθανέτω. αλλά ίσχυε και ανδρίζου.
1 ΚΑΙ απέστειλεν Ιησούς υιός Ναυή εκ Σαττίν δύο νεανίσκους κατασκοπεύσαι λέγων· ανάβητε και ίδετε την γήν και την Ιεριχώ. και πορευθέντες οι δύο νεανίσκοι εισήλθοσαν εις Ιεριχώ και εισήλθοσαν εις οικίαν γυναικός πόρνης, ή όνομα Ραάβ, και κατέλυσαν εκεί. 2 και απηγγέλη τώ βασιλεί Ιεριχώ λέγοντες· εισπεπόρευνται ώδε άνδρες των υιών Ισραήλ κατασκοπεύσαι την γήν. 3 και απέστειλεν ο βασιλεύς Ιεριχώ και είπε προς Ραάβ λέγων· εξάγαγε τους άνδρας τους εισπεπορευμένους εις την οικίαν σου την νύκτα, κατασκοπεύσαι γάρ την γήν ήκασι. 4 και λαβούσα η γυνή τους δύο άνδρας έκρυψεν αυτούς και είπεν αυτοίς λέγουσα· εισεληλύθασι προς με οι άνδρες· 5 ως δε η πύλη εκλείετο εν τώ σκότει, και οι άνδρες εξήλθον, ουκ επίσταμαι που πεπόρευνται· καταδιώξατε οπίσω αυτών, ει καταλήψεσθε αυτούς. 6 αύτη δε ανεβίβασεν αυτούς επί το δώμα και έκρυψεν αυτούς εν τή λινοκαλάμη τή εστοιβασμένη αυτή επί τού δώματος. 7 και οι άνδρες κατεδίωξαν οπίσω αυτών οδόν την επί τού Ιορδάνου επί τας διαβάσεις, και η πύλη εκλείσθη. 8 και εγένετο ως εξήλθοσαν οι διώκοντες οπίσω αυτών και αυτοί δε πριν ή κοιμηθήναι αυτούς, αύτη δε ανέβη προς αυτούς επί το δώμα 9 και είπε προς αυτούς· επίσταμαι ότι έδωκεν υμίν Κύριος την γήν, επιπέπτωκε γάρ ο φόβος υμών εφ' ημάς·
10 ακηκόαμεν γάρ ότι κατεξήρανε Κύριος ο Θεός την ερυθράν θάλασσαν από προσώπου υμών, ότε εξεπορεύεσθε εκ γής Αιγύπτου, και όσα εποίησε τοίς δυσί βασιλεύσι των Αμορραίων, οί ήσαν πέραν τού Ιορδάνου, τώ Σηών και Ώγ, ούς εξωλοθρεύσατε αυτούς. 11 και ακούσαντες ημείς εξέστημεν τή καρδία ημών, και ουκ έστη έτι πνεύμα εν ουδενί ημών από προσώπου υμών, ότι Κύριος ο Θεός υμών Θεός εν ουρανώ άνω και επί της γής κάτω. 12 και νύν ομόσατέ μοι Κύριον τον Θεόν, ότι ποιώ υμίν έλεος και ποιήσατε και υμείς έλεος εν τώ οίκω τού πατρός μου 13 και ζωγρήσατε τον οίκον τού πατρός μου, την μητέρα μου και τους αδελφούς μου και πάντα τον οίκόν μου και πάντα, όσα εστίν αυτοίς, και εξελείσθε την ψυχήν μου εκ θανάτου. 14 και είπαν αυτή οι άνδρες· η ψυχή ημών ανθ' υμών εις θάνατον. και αυτή είπεν· ως αν παραδώ Κύριος υμίν την πόλιν, ποιήσετε εις εμέ έλεος και αλήθειαν. 15 και κατεχάλασεν αυτούς διά της θυρίδος 16 και είπεν αυτοίς· εις την ορεινήν απέλθετε, μη συναντήσωσιν υμίν οι καταδιώκοντες, και κρυβήσεσθε εκεί τρεις ημέρας, έως αν αποστρέψωσιν οι καταδιώκοντες οπίσω υμών, και μετά ταύτα απελεύσεσθε εις την οδόν υμών. 17 και είπαν προς αυτήν οι άνδρες· αθώοί εσμεν τώ όρκω σου τούτω· 18 ιδού ημείς εισπορευόμεθα εις μέρος της πόλεως, και θήσεις το σημείον, το σπαρτίον το κόκκινον τούτο εκδήσεις εις την θυρίδα, δι' ής κατεβίβασας ημάς δι' αυτής, τον δε πατέρα σου και την μητέρα σου και τους αδελφούς σου και πάντα τον οίκον τού πατρός σου συνάξεις προς σεαυτήν εις την οικίαν σου. 19 και έσται πάς, ός αν εξέλθη την θύραν της οικίας σου έξω, ένοχος εαυτώ έσται, ημείς δε αθώοι τώ όρκω σου τούτω. και όσοι εάν γένωνται μετά σού εν τή οικία σου, ημείς ένοχοι εσόμεθα.
20 εάν δε τις ημάς αδικήση ή και αποκαλύψη τους λόγους ημών τούτους, εσόμεθα αθώοι τώ όρκω σου τούτω. 21 και είπεν αυτοίς· κατά το ρήμα υμών έστω· και εξαπέστειλεν αυτούς. 22 και επορεύθησαν και ήλθοσαν εις την ορεινήν και κατέμειναν εκεί τρεις ημέρας· και εξεζήτησαν οι καταδιώκοντες πάσας τας οδούς και ουχ εύροσαν. 23 και υπέστρεψαν οι δύο νεανίσκοι και κατέβησαν εκ τού όρους και διέβησαν προς Ιησούν υιόν Ναυή και διηγήσαντο αυτώ πάντα τα συμβεβηκότα αυτοίς. 24 και είπαν προς Ιησούν ότι παραδέδωκε Κύριος πάσαν την γήν εν χειρί ημών, και κατέπτηχε πάς ο κατοικών την γήν εκείνην αφ' ημών.
1 ΚΑΙ ώρθρισεν Ιησούς το πρωί, και απήραν εκ Σαττίν και ήλθοσαν έως τού Ιορδάνου και κατέλυσαν εκεί πρό τού διαβήναι. 2 και εγένετο μετά τρεις ημέρας διήλθον οι γραμματείς διά της παρεμβολής 3 και ενετείλαντο τώ λαώ λέγοντες· όταν ίδητε την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου τού Θεού ημών και τους ιερείς ημών και τους Λευίτας αίροντας αυτήν, απαρείτε από τον τόπον υμών και πορεύσεσθε οπίσω αυτής· 4 αλλά μακράν έστω ανά μέσον υμών και εκείνης, όσον δισχιλίους πήχεις στήσεσθε· μη προσεγγίσητε αυτή, ίνα επίστησθε την οδόν, ήν πορεύσεσθε αυτήν· ου γάρ πεπόρευσθε την οδόν απ' εχθές και τρίτης ημέρας. 5 και είπεν Ιησούς τώ λαώ· αγνίσασθε εις αύριον, ότι αύριον ποιήσει Κύριος εν υμίν θαυμαστά. 6 και είπεν Ιησούς τοίς ιερεύσιν· άρατε την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου και προπορεύεσθε τού λαού. και ήραν οι ιερείς την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου και επορεύοντο έμπροσθεν τού λαού. 7 και είπε Κύριος προς Ιησούν· εν τή ημέρα ταύτη άρχομαι υψώσαί σε κατενώπιον πάντων υιών Ισραήλ, ίνα γνώσιν ότι καθότι ήμην μετά Μωυσή, ούτως έσομαι και μετά σού. 8 και νύν έντειλαι τοίς ιερεύσι τοίς αίρουσι την κιβωτόν της διαθήκης λέγων· ως αν εισέλθητε επί μέρους τού ύδατος τού Ιορδάνου, και εν τώ Ιορδάνη στήσεσθε. 9 και είπεν Ιησούς τοίς υιοίς Ισραήλ· προσαγάγετε ώδε και ακούσατε το ρήμα Κυρίου τού Θεού ημών.
10 εν τούτω γνώσεσθε ότι Θεός ζών εν υμίν και ολοθρεύων ολοθρεύσει από προσώπου ημών τον Χαναναίον και τον Χετταίον και τον Φερεζαίον και τον Ευαίον και τον Αμορραίον και τον Γεργεσαίον και τον Ιεβουσαίον· 11 ιδού η κιβωτός διαθήκης Κυρίου πάσης της γής διαβαίνει τον Ιορδάνην. 12 προχειρίσασθε υμίν δώδεκα άνδρας από των υιών Ισραήλ, ένα αφ' εκάστης φυλής. 13 και έσται ως αν καταπαύσωσιν οι πόδες των ιερέων των αιρόντων την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου πάσης της γής εν τώ ύδατι τού Ιορδάνου, το ύδωρ τού Ιορδάνου εκλείψει, το δε ύδωρ το καταβαίνον στήσεται. 14 και απήρεν ο λαός εκ των σκηνωμάτων αυτών διαβήναι τον Ιορδάνην, οι δε ιερείς ήροσαν την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου πρότεροι τού λαού. 15 ως δε εισεπορεύοντο οι ιερείς οι αίροντες την κιβωτόν της διαθήκης επί τον Ιορδάνην και οι πόδες των ιερέων των αιρόντων την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου εβάφησαν εις μέρος τού ύδατος τού Ιορδάνου· ο δε Ιορδάνης επληρούτο καθ' όλην την κρηπίδα αυτού ωσεί ημέραι θερισμού πυρών· 16 και έστη τα ύδατα τα καταβαίνοντα άνωθεν, έστη πήγμα έν αφεστηκός μακράν σφόδρα σφοδρώς έως μέρους Καριαθιαρίμ, το δε καταβαίνον κατέβη εις την θάλασσαν Άραβα, θάλασσαν αλός, έως εις το τέλος εξέλιπε· και ο λαός ειστήκει απέναντι Ιεριχώ. 17 και έστησαν οι ιερείς οι αίροντες την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου επί ξηράς εν μέσω τού Ιορδάνου· και πάντες οι υιοί Ισραήλ διέβαινον διά ξηράς, έως συνετέλεσε πάς ο λαός διαβαίνων τον Ιορδάνην.
1 ΚΑΙ επεί συνετέλεσε πάς ο λαός διαβαίνων τον Ιορδάνην, και είπε Κύριος τώ Ιησοί λέγων· 2 παραλαβών άνδρας από τού λαού, ένα αφ' εκάστης φυλής, 3 σύνταξον αυτοίς λέγων· ανέλεσθε εκ μέσου Ιορδάνου ετοίμους δώδεκα λίθους και τούτους διακομίσαντες άμα υμίν αυτοίς, θέτε αυτούς εν τή στρατοπεδεία υμών, ού εάν παρεμβάλητε εκεί την νύκτα. 4 και ανακαλεσάμενος Ιησούς δώδεκα άνδρας των ενδόξων από των υιών Ισραήλ, ένα αφ' εκάστης φυλής, 5 είπεν αυτοίς· προσαγάγετε έμπροσθέν μου πρό προσώπου Κυρίου εις μέσον τού Ιορδάνου, και ανελόμενος εκείθεν έκαστος λίθον αράτω επί των ώμων αυτού κατά τον αριθμόν των δώδεκα φυλών τού Ισραήλ, 6 ίνα υπάρχωσιν υμίν ούτοι εις σημείον κείμενον διαπαντός, ίνα όταν ερωτά σε ο υιός σου αύριον λέγων, τι εισιν οι λίθοι ούτοι ημίν; 7 και σύ δηλώσεις τώ υιώ σου λέγων· ότι εξέλιπεν ο Ιορδάνης ποταμός από προσώπου κιβωτού διαθήκης Κυρίου πάσης της γής, ως διέβαινεν αυτόν· και έσονται οι λίθοι ούτοι υμίν μνημόσυνον τοίς υιοίς Ισραήλ έως τού αιώνος. 8 και εποίησαν ούτως οι υιοί Ισραήλ, καθότι ενετείλατο Κύριος τώ Ιησοί, και αναλαβόντες δώδεκα λίθους εκ μέσου τού Ιορδάνου, καθάπερ συνέταξε Κύριος τώ Ιησοί εν τή συντελεία της διαβάσεως των υιών Ισραήλ, και διεκόμισαν άμα εαυτοίς εις την παρεμβολήν και απέθηκαν εκεί. 9 έστησε δε Ιησούς και άλλους δώδεκα λίθους εν αυτώ τώ Ιορδάνη εν τώ γενομένω τόπω υπό τους πόδας των ιερέων των αιρόντων την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου, και εισιν εκεί έως της σήμερον ημέρας.
10 ειστήκεισαν δε οι ιερείς οι αίροντες την κιβωτόν της διαθήκης εν τώ Ιορδάνη, έως ού συνετέλεσεν Ιησούς πάντα, ά ενετείλατο Κύριος αναγγείλαι τώ λαώ, και έσπευσεν ο λαός και διέβησαν. 11 και εγένετο ως συνετέλεσε πάς ο λαός διαβήναι, και διέβη η κιβωτός της διαθήκης Κυρίου, και οι λίθοι έμπροσθεν αυτών. 12 και διέβησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ και οι ημίσεις φυλής Μανασσή διεσκευασμένοι έμπροσθεν των υιών Ισραήλ, καθάπερ ενετείλατο αυτοίς Μωυσής. 13 τετρακισμύριοι εύζωνοι εις μάχην διέβησαν εναντίον Κυρίου εις πόλεμον προς την Ιεριχώ πόλιν. 14 εν εκείνη τή ημέρα ηύξησε Κύριος τον Ιησούν εναντίον τού παντός γένους Ισραήλ, και εφοβούντο αυτόν, ώσπερ Μωυσήν, όσον χρόνον έζη. 15 Καί είπε Κύριος τώ Ιησοί λέγων· 16 έντειλαι τοίς ιερεύσι τοίς αίρουσι την κιβωτόν της διαθήκης τού μαρτυρίου Κυρίου εκβήναι εκ τού Ιορδάνου. 17 και ενετείλατο Ιησούς τοίς ιερεύσι λέγων· έκβητε εκ τού Ιορδάνου. 18 και εγένετο ως εξέβησαν οι ιερείς οι αίροντες την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου εκ τού Ιορδάνου και έθηκαν τους πόδας επί της γής, ώρμησε το ύδωρ τού Ιορδάνου κατά χώραν και επορεύετο καθά χθές και τρίτην ημέραν δι' όλης της κρηπίδος. 19 και ο λαός ανέβη εκ τού Ιορδάνου δεκάτη τού μηνός τού πρώτου· και κατεστρατοπέδευσαν οι υιοί Ισραήλ εν Γαλγάλοις κατά μέρος το προς ηλίου ανατολάς από της Ιεριχώ.
20 και τους δώδεκα λίθους τούτους, ούς έλαβεν εκ τού Ιορδάνου, έστησεν Ιησούς εν Γαλγάλοις 21 λέγων· όταν ερωτώσιν υμάς οι υιοί υμών λέγοντες· τι εισιν οι λίθοι ούτοι; 22 αναγγείλατε τοίς υιοίς υμών, ότι επί ξηράς διέβη Ισραήλ τον Ιορδάνην τούτον, 23 αποξηράναντος Κυρίου τού Θεού ημών το ύδωρ τού Ιορδάνου εκ των έμπροσθεν αυτών, μέχρις ού διέβησαν· καθάπερ εποίησε Κύριος ο Θεός ημών την ερυθράν θάλασσαν, ήν απεξήρανε Κύριος ο Θεός ημών έμπροσθεν ημών, έως παρήλθομεν, 24 όπως γνώσι πάντα τα έθνη της γής, ότι η δύναμις τού Κυρίου ισχυρά εστι, και ίνα υμείς σέβησθε Κύριον τον Θεόν ημών εν παντί χρόνω.
1 ΚΑΙ εγένετο ως ήκουσαν οι βασιλείς των Αμορραίων, οί ήσαν πέραν τού Ιορδάνου, και οι βασιλείς της Φοινίκης οι παρά την θάλασσαν, ότι απεξήρανε Κύριος ο Θεός τον Ιορδάνην ποταμόν εκ των έμπροσθεν των υιών Ισραήλ εν τώ διαβαίνειν αυτούς, και ετάκησαν αυτών αι διάνοιαι και κατεπλάγησαν και ουκ ήν εν αυτοίς φρόνησις ουδεμία από προσώπου των υιών Ισραήλ. 2 υπό δε τούτον τον καιρόν είπε Κύριος τώ Ιησοί· ποίησον σεαυτώ μαχαίρας πετρίνας εκ πέτρας ακροτόμου και καθίσας περίτεμε τους υιούς Ισραήλ εκ δευτέρου. 3 και εποίησεν Ιησούς μαχαίρας πετρίνας ακροτόμους και περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ επί τού καλουμένου τόπου Βουνός των ακροβυστιών. 4 ον δε τρόπον περιεκάθαρεν Ιησούς τους υιούς Ισραήλ, όσοι ποτέ εγένοντο εν τή οδώ και όσοι ποτέ απερίτμητοι ήσαν των εξεληλυθότων εξ Αιγύπτου, πάντας τούτους περιέτεμεν Ιησούς· 5 τεσσαράκοντα γάρ και δύο έτη ανέστραπται Ισραήλ εν τή ερήμω τή Μαβδαρίτιδι, 6 διό απερίτμητοι ήσαν οι πλείστοι αυτών των μαχίμων των εξεληλυθότων εκ γής Αιγύπτου οι απειθήσαντες των εντολών τού Θεού, οίς και διώρισε μη ιδείν αυτούς την γήν, ήν ώμοσε Κύριος τοίς πατράσιν αυτών δούναι, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι. 7 αντί δε τούτων αντικατέστησε τους υιούς αυτών, ούς Ιησούς περιέτεμε, διά το αυτούς γεγεννήσθαι κατά την οδόν απεριτμήτους. 8 περιτμηθέντες δε ησυχίαν είχον αυτόθι καθήμενοι εν τή παρεμβολή, έως υγιάσθησαν. 9 και είπε Κύριος τώ Ιησοί υιώ Ναυή· εν τή σήμερον ημέρα αφείλον τον ονειδισμόν Αιγύπτου αφ' υμών. και εκάλεσε το όνομα τού τόπου εκείνου Γάλγαλα.
10 Καί εποίησαν οι υιοί Ισραήλ το πάσχα τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός αφ' εσπέρας επί δυσμών Ιεριχώ εν τώ πέραν τού Ιορδάνου εν τώ πεδίω 11 και εφάγοσαν από τού σίτου της γής άζυμα και νέα. 12 εν ταύτη τή ημέρα εξέλιπε το μάννα μετά το βεβρωκέναι αυτούς εκ τού σίτου της γής, και ουκέτι υπήρχε τοίς υιοίς Ισραήλ μάννα· εκαρπίσαντο δε την χώραν των Φοινίκων εν τώ ενιαυτώ εκείνω. 13 Καί εγένετο ως ήν Ιησούς εν Ιεριχώ, και αναβλέψας τοίς οφθαλμοίς είδεν άνθρωπον εστηκότα εναντίον αυτού, και η ρομφαία εσπασμένη εν τή χειρί αυτού. και προσελθών Ιησούς είπεν αυτώ· ημέτερος εί ή των υπεναντίων; 14 ο δε είπεν αυτώ· εγώ αρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυνί παραγέγονα. και Ιησούς έπεσεν επί πρόσωπον επί την γήν και είπεν αυτώ· δέσποτα, τι προστάσσεις τώ σώ οικέτη; 15 και λέγει ο αρχιστράτηγος Κυρίου προς Ιησούν· λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γάρ τόπος, εφ' ώ νύν έστηκας επ' αυτού, άγιός εστι.
1 ΚΑΙ Ιεριχώ συγκεκλεισμένη και ωχυρωμένη, και ουδείς εξεπορεύετο εξ αυτής ουδέ εισεπορεύετο. 2 και είπε Κύριος προς Ιησούν· ιδού εγώ παραδίδωμι υποχείριόν σοι την Ιεριχώ και τον βασιλέα αυτής τον εν αυτή, δυνατούς όντας εν ισχύι· 3 σύ δε περίστησον αυτή τους μαχίμους κύκλω, 4 και έσται ως αν σαλπίσητε τή σάλπιγγι, ανακραγέτω πάς ο λαός άμα· 5 και ανακραγόντων αυτών πεσείται αυτόματα τα τείχη της πόλεως, και εισελεύσεται πάς ο λαός ορμήσας έκαστος κατά πρόσωπον εις την πόλιν. 6 και εισήλθεν Ιησούς ο τού Ναυή προς τους ιερείς 7 και είπεν αυτοίς λέγων· παραγγείλατε τώ λαώ περιελθείν και κυκλώσαι την πόλιν, και οι μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ενωπλισμένοι εναντίον Κυρίου· 8 και επτά ιερείς έχοντες επτά σάλπιγγας ιεράς παρελθέτωσαν ωσαύτως εναντίον τού Κυρίου και σημαινέτωσαν ευτόνως, και η κιβωτός της διαθήκης Κυρίου επακολουθείτω· 9 οι δε μάχιμοι παραπορευέσθωσαν έμπροσθεν και οι ιερείς οι ουραγούντες οπίσω της κιβωτού της διαθήκης Κυρίου πορευόμενοι σαλπίζοντες.
10 τώ δε λαώ ενετείλατο Ιησούς λέγων· μη βοάτε, μηδέ ακουσάτω μηδείς την φωνήν υμών, έως αν ημέραν διαγγείλη αυτός αναβοήσαι, και τότε αναβοήσετε. 11 και περιελθούσα η κιβωτός της διαθήκης τού Θεού ευθέως απήλθεν εις την παρεμβολήν και εκοιμήθη εκεί. 12 και τή ημέρα τή δευτέρα ανέστη Ιησούς το πρωί, και ήραν οι ιερείς την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου, 13 και οι επτά ιερείς οι φέροντες τας σάλπιγγας τας επτά προεπορεύοντο εναντίον Κυρίου, και μετά ταύτα εισεπορεύοντο οι μάχιμοι και ο λοιπός όχλος όπισθεν της κιβωτού της διαθήκης Κυρίου· και οι ιερείς εσάλπισαν ταίς σάλπιγξι, και ο λοιπός όχλος άπας περιεκύκλωσε την πόλιν εξάκις εγγύθεν 14 και απήλθε πάλιν εις την παρεμβολήν. ούτως εποίει επί έξ ημέρας. 15 και τή ημέρα τή εβδόμη ανέστησαν όρθρου και περιήλθοσαν την πόλιν εν τή ημέρα εκείνη επτάκις· 16 και εγένετο τή περιόδω τή εβδόμη εσάλπισαν οι ιερείς, και είπεν Ιησούς τοίς υιοίς Ισραήλ· κεκράξατε, παρέδωκε γάρ Κύριος υμίν την πόλιν. 17 και έσται η πόλις ανάθεμα, αυτή και πάντα, όσα εστίν εν αυτή, Κυρίω Σαβαώθ· πλήν Ραάβ την πόρνην περιποιήσασθε, αυτήν και πάντα όσα εστίν εν τώ οίκω αυτής. 18 αλλά υμείς φυλάξεσθε σφόδρα από τού αναθέματος, μήποτε ενθυμηθέντες υμείς αυτοί λάβητε από τού αναθέματος και ποιήσητε την παρεμβολήν των υιών Ισραήλ ανάθεμα και εκτρίψητε ημάς· 19 και πάν αργύριον ή χρυσίον ή χαλκός ή σίδηρος άγιον έσται τώ Κυρίω, εις θησαυρόν Κυρίου εισενεχθήσεται.
20 και εσάλπισαν ταίς σάλπιγξιν οι ιερείς· ως δε ήκουσεν ο λαός των σαλπίγγων, ηλάλαξε πάς ο λαός άμα αλαλαγμώ μεγάλω και ισχυρώ και έπεσεν άπαν το τείχος κύκλω, και ανέβη πάς ο λαός εις την πόλιν. 21 και ανεθεμάτισεν αυτήν Ιησούς και όσα ήν εν τή πόλει από ανδρός και έως γυναικός, από νεανίσκου και έως πρεσβύτου και έως μόσχου και υποζυγίου, εν στόματι ρομφαίας. 22 και τοίς δυσί νεανίσκοις τοίς κατασκοπεύσασιν είπεν Ιησούς· εισέλθατε εις την οικίαν της γυναικός και εξαγάγετε αυτήν εκείθεν και όσα εστίν αυτή. 23 και εισήλθον οι δύο νεανίσκοι οι κατασκοπεύσαντες την πόλιν εις την οικίαν της γυναικός και εξηγάγοσαν Ραάβ την πόρνην και τον πατέρα αυτής και την μητέρα αυτής και τους αδελφούς αυτής και την συγγένειαν αυτής και πάντα, όσα ήν αυτή, και κατέστησαν αυτήν έξω της παρεμβολής Ισραήλ. 24 και η πόλις ενεπρήσθη εν πυρισμώ σύν πάσι τοίς εν αυτή, πλήν αργυρίου και χρυσίου και χαλκού και σιδήρου έδωκαν εις θησαυρόν Κυρίου εισενεχθήναι. 25 και Ραάβ την πόρνην και πάντα τον οίκον αυτής τον πατρικόν εζώγρησεν Ιησούς, και κατώκησεν εν τώ Ισραήλ έως της σήμερον ημέρας, διότι έκρυψε τους κατασκοπεύσαντας, ούς απέστειλεν Ιησούς κατασκοπεύσαι την Ιεριχώ. 26 και ώρκισεν Ιησούς εν τή ημέρα εκείνη εναντίον Κυρίου λέγων· επικατάρατος ο άνθρωπος, ός οικοδομήσει την πόλιν εκείνην· εν τώ προωτοτόκω αυτού θεμελιώσει αυτήν και εν τώ ελαχίστω αυτού επιστήσει τας πύλας αυτής. και ούτως εποίησεν Οζάν ο εκ Βαιθήλ εν τώ Αβιρών τώ πρωτοτόκω εθεμελίωσεν αυτήν και εν τώ ελαχίστω διασωθέντι επέστησε τας πύλας αυτής. 27 και ήν Κύριος μετά Ιησού, και ήν το όνομα αυτού κατά πάσαν την γήν.
1 ΚΑΙ επλημμέλησαν οι υιοί Ισραήλ πλημμέλειαν μεγάλην και ενοσφίσαντο από τού αναθέματος· και έλαβεν Άχαρ υιός Χαρμί υιού Ζαμβρί υιού Ζαρά εκ της φυλής Ιούδα από τού αναθέματος· και εθυμώθη Κύριος οργή τοίς υιοίς Ισραήλ. 2 και απέστειλεν Ιησούς άνδρας εις Γαί, ή εστι κατά Βαιθήλ, λέγων· κατασκέψασθε την Γαί· 3 και ανέβησαν οι άνδρες και κατεσκέψαντο την Γαί. και ανέστρεψαν προς Ιησούν και είπαν προς αυτόν· μη αναβήτω πάς ο λαός, αλλ' ωσεί δισχίλιοι ή τρισχίλιοι άνδρες αναβήτωσαν και εκπολιορκησάτωσαν την πόλιν· μη αναγάγης εκεί τον λαόν άπαντα, ολίγοι γάρ εισι. 4 και ανέβησαν ωσεί τρισχίλιοι άνδρες και έφυγον από προσώπου ανδρών Γαί. 5 και απέκτειναν απ' αυτών άνδρες Γαί εις τριακονταέξ άνδρας και κατεδίωξαν αυτούς από της πύλης και συνέτριψαν αυτούς από τού καταφερούς· και επτοήθη η καρδία τού λαού και εγένετο ώσπερ ύδωρ. 6 και διέρρηξεν Ιησούς τα ιμάτια αυτού, και έπεσεν Ιησούς επί την γήν επί πρόσωπον εναντίον Κυρίου έως εσπέρας, αυτός και οι πρεσβύτεροι Ισραήλ, και επεβάλοντο χούν επί τας κεφαλάς αυτών. 7 και είπεν Ιησούς· δέομαι Κύριε· ινατί διεβίβασεν ο παίς σου τον λαόν τούτον τον Ιορδάνην παραδούναι αυτόν τώ Αμορραίω απολέσαι ημάς; και ει κατεμείναμεν και κατωκίσθημεν παρά τον Ιορδάνην. 8 και τι ερώ, επεί μετέβαλεν Ισραήλ αυχένα απέναντι τού εχθρού αυτού; 9 και ακούσας ο Χαναναίος και πάντες οι κατοικούντες την γήν περικυκλώσουσιν ημάς και εκτρίψουσιν ημάς από της γής· και τι ποιήσεις το όνομά σου το μέγα;
10 και είπε Κύριος προς Ιησούν· ανάστηθι, ινατί τούτο σύ πέπτωκας επί πρόσωπόν σου; 11 ημάρτηκεν ο λαός και παρέβη την διαθήκην, ήν διεθέμην προς αυτούς, και κλέψαντες από τού αναθέματος ενέβαλον εις τα σκεύη αυτών. 12 και ου μη δύνωνται οι υιοί Ισραήλ υποστήναι κατά πρόσωπον των εχθρών αυτών· αυχένα επιστρέψουσιν έναντι των εχθρών αυτών, ότι εγενήθησαν ανάθεμα· ου προσθήσω έτι είναι μεθ' υμών, εάν μη εξάρητε το ανάθεμα εξ υμών αυτών. 13 αναστάς αγίασον τον λαόν και ειπόν αγιασθήναι εις αύριον· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· το ανάθεμά εστιν εν υμίν, ου δυνήσεσθε αντιστήναι απέναντι των εχθρών υμών, έως αν εξάρητε το ανάθεμα εξ υμών αυτών. 14 και συναχθήσεσθε πάντες το πρωί κατά φυλάς, και έσται η φυλή, ήν αν δείξη Κύριος, προσάξετε κατά δήμους· και τον δήμον, ον εάν δείξη Κύριος, προσάξετε κατ' οίκον· και τον οίκον, ον εάν δείξη Κύριος, προσάξετε κατ' άνδρα· 15 και ός αν ενδειχθή, κατακαυθήσεται εν πυρί και πάντα, όσα εστίν αυτώ, ότι παρέβη την διαθήκην Κυρίου και εποίησεν ανόμημα εν Ισραήλ. 16 και ώρθρισεν Ιησούς και προσήγαγε τον λαόν κατά φυλάς, και ενεδείχθη η φυλή Ιούδα· 17 και προσήχθη κατά δήμους, και ενεδείχθη δήμος Ζαραί· 18 και προσήχθη κατ' άνδρα, και ενεδείχθη Άχαρ υιός Ζαμβρί υιού Ζαρά. 19 και είπεν Ιησούς τώ Άχαρ· δός δόξαν σήμερον τώ Κυρίω Θεώ Ισραήλ και δός την εξομολόγησιν και ανάγγειλόν μοι τι εποίησας και μη κρύψης απ' εμού.
20 και απεκρίθη Άχαρ τώ Ιησοί και είπεν· αληθώς ήμαρτον εναντίον Κυρίου τού Θεού Ισραήλ· ούτως και ούτως εποίησα· 21 είδον εν τή προνομή ψιλήν ποικίλην καλήν και διακόσια δίδραχμα αργυρίου και γλώσσαν μίαν χρυσήν πεντήκοντα διδράχμων και ενθυμηθείς αυτών έλαβον, και ιδού αυτά εγκέκρυπται εν τή σκηνή μου και το αργύριον κέκρυπται υποκάτω αυτών. 22 και απέστειλεν Ιησούς αγγέλους, και έδραμον εις την σκηνήν εις την παρεμβολήν· και ταύτα ήν κεκρυμμένα εις την σκηνήν αυτού, και το αργύριον υποκάτω αυτών. 23 και εξήνεγκαν αυτά εκ της σκηνής και ήνεγκαν προς Ιησούν και τους πρεσβυτέρους Ισραήλ, και έθηκαν αυτά έναντι Κυρίου. 24 και έλαβεν Ιησούς τον Άχαρ υιόν Ζαρά και ανήγαγεν αυτόν εις φάραγγα Αχώρ και τους υιούς αυτού και τας θυγατέρας αυτού και τους μόσχους αυτού και τα υποζύγια αυτού και πάντα τα πρόβατα αυτού και την σκηνήν αυτού και πάντα τα υπάρχοντα αυτού, και πάς ο λαός μετ' αυτού· και ανήγαγεν αυτούς εις Εμεκαχώρ. 25 και είπεν Ιησούς τώ Άχαρ· τι ωλόθρευσας ημάς; εξολοθρεύσαι σε Κύριος καθά και σήμερον. και ελιθοβόλησαν αυτόν λίθοις πάς Ισραήλ. 26 και επέστησαν αυτώ σωρόν λίθων μέγαν. και επαύσατο Κύριος τού θυμού της οργής· διά τούτο επωνόμασεν αυτό Εμεκαχώρ έως της ημέρας ταύτης.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Ιησούν· μη φοβηθής μηδέ δειλιάσης, λάβε μετά σού πάντας τους άνδρας τους πολεμιστάς και αναστάς ανάβηθι εις Γαί· ιδού δέδωκα εις τας χείράς σου τον βασιλέα Γαί και την γήν αυτού. 2 και ποιήσεις την Γαί ον τρόπον εποίησας την Ιεριχώ και τον βασιλέα αυτής, και την προνομήν των κτηνών προνομεύσεις σεαυτώ. κατάστησον δε σεαυτώ ένεδρα τή πόλει εις τα οπίσω. 3 και ανέστη Ιησούς και πάς ο λαός ο πολεμιστής ώστε αναβήναι εις Γαί. επέλεξε δε Ιησούς τριάκοντα χιλιάδας ανδρών δυνατούς εν ισχύι και απέστειλεν αυτούς νυκτός. 4 και ενετείλατο αυτοίς λέγων· υμείς ενεδρεύσατε οπίσω της πόλεως· μη μακράν γίνεσθε από της πόλεως και έσεσθε πάντες έτοιμοι. 5 και εγώ και πάντες οι μετ' εμού προσάξομεν προς την πόλιν, και έσται ως αν εξέλθωσιν οι κατοικούντες Γαί εις συνάντησιν ημίν, καθάπερ και πρώην, και φευξόμεθα από προσώπου αυτών. 6 και ως αν εξέλθωσιν οπίσω ημών, αποσπάσομεν αυτούς από της πόλεως, και ερούσι· φεύγουσιν ούτοι από προσώπου ημών, ον τρόπον και έμπροσθεν. 7 υμείς δε εξαναστήσεσθε εκ της ενέδρας και πορεύσεσθε εις την πόλιν. 8 κατά το ρήμα τούτο ποιήσετε· ιδού εντέταλμαι υμίν. 9 και απέστειλεν αυτούς Ιησούς, και επορεύθησαν εις την ενέδραν και ενεκάθισαν ανά μέσον Βαιθήλ και ανά μέσον Γαί, από θαλάσσης της Γαί.
10 και ορθρίσας Ιησούς το πρωί επεσκέψατο τον λαόν· και ανέβησαν αυτός και οι πρεσβύτεροι κατά πρόσωπον τού λαού επί Γαί. 11 και πάς ο λαός ο πολεμιστής μετ' αυτού ανέβησαν και πορευόμενοι ήλθον εξεναντίας της πόλεως από ανατολών, 12 και τα ένεδρα της πόλεως από θαλάσσης. 14 και εγένετο ως είδε βασιλεύς Γαί, έσπευσε και εξήλθεν εις συνάντησιν αυτοίς επ' ευθείας εις τον πόλεμον, αυτός και πάς ο λαός ο μετ' αυτού. και αυτός ουκ ήδει ότι ένεδρα αυτώ εστιν οπίσω της πόλεως. 15 και είδε και ανεχώρησεν Ιησούς και Ισραήλ από προσώπου αυτών. 16 και κατεδίωξαν οπίσω των υιών Ισραήλ και αυτοί απέστησαν από της πόλεως· 17 ου κατελείφθη ουδείς εν τή Γαί, ός ου κατεδίωξεν οπίσω Ισραήλ· και κατέλιπον την πόλιν ηνεωγμένην και κατεδίωξαν οπίσω Ισραήλ. 18 και είπε Κύριος προς Ιησούν· έκτεινον την χείρά σου εν τώ γαισώ τώ εν τή χειρί σου επί την πόλιν, εις γάρ τας χείράς σου παραδέδωκα αυτήν, και τα ένεδρα εξαναστήσονται εν τάχει εκ τού τόπου αυτών. και εξέτεινεν Ιησούς την χείρα αυτού, τον γαισόν, επί την πόλιν, 19 και τα ένεδρα εξανέστησαν εν τάχει εκ τού τόπου αυτών και εξήλθοσαν, ότε εξέτεινε την χείρα, και εισήλθοσαν επί την πόλιν και κατελάβοντο αυτήν και σπεύσαντες ενέπρησαν την πόλιν εν πυρί.
20 και περιβλέψαντες οι κάτοικοι Γαί εις τα οπίσω αυτών και εθεώρουν καπνόν αναβαίνοντα εκ της πόλεως εις τον ουρανόν· και ουκ έτι είχον που φύγωσιν ώδε ή ώδε. 21 και Ιησούς και πάς Ισραήλ είδον ότι έλαβον τα ένεδρα την πόλιν και ότι ανέβη ο καπνός της πόλεως εις τον ουρανόν, και μεταβαλόμενοι επάταξαν τους άνδρας της Γαί. 22 και ούτοι εξήλθοσαν εκ της πόλεως εις συνάντησιν και εγενήθησαν ανά μέσον της παρεμβολής, ούτοι εντεύθεν και ούτοι εντεύθεν· και επάταξαν αυτούς έως τού μη καταλειφθήναι αυτών σεσωσμένον και διαπεφευγότα. 23 και τον βασιλέα της Γαί συνέλαβον ζώντα και προσήγαγον αυτόν προς Ιησούν. 24 και ως επαύσαντο οι υιοί Ισραήλ αποκτείνοντες πάντας τους εν τή Γαί, τους εν τοίς πεδίοις και εν τώ όρει επί της καταβάσεως, ού κατεδίωξαν αυτούς απ' αυτής εις τέλος, και επέστρεψεν Ιησούς εις Γαί και επάταξεν αυτήν εν στόματι ρομφαίας. 25 και εγενήθησαν οι πεσόντες εν τή ημέρα εκείνη από ανδρός και έως γυναικός δώδεκα χιλιάδες, πάντας τους κατοικούντας Γαί, 27 πλήν των κτηνών και των σκύλων των εν τή πόλει, πάντα ά επρονόμευσαν εαυτοίς οι υιοί Ισραήλ κατά πρόσταγμα Κυρίου, ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Ιησοί. 28 και ενεπύρισεν Ιησούς την πόλιν εν πυρί· χώμα αοίκητον εις τον αιώνα έθηκεν αυτήν έως της ημέρας ταύτης. 29 και τον βασιλέα της Γαί εκρέμασεν επί ξύλου διδύμου, και ήν επί τού ξύλου έως εσπέρας· και επιδύνοντος τού ηλίου συνέταξεν Ιησούς και καθείλοσαν το σώμα αυτού από τού ξύλου και έρριψαν αυτό εις τον βόθρον και επέστησαν αυτώ σωρόν λίθων, έως της ημέρας ταύτης.
1 ΩΣ δε ήκουσαν οι βασιλείς των Αμορραίων οι εν τώ πέραν τού Ιορδάνου, οι εν τή ορεινή και οι εν τή πεδινή και οι εν πάση τή παραλία της θαλάσσης της μεγάλης και οι προς τώ Αντιλιβάνω και οι Χετταίοι και οι Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι και οι Ευαίοι και οι Αμορραίοι και οι Γεργεσαίοι και οι Ιεβουσαίοι, 2 συνήλθοσαν επί το αυτό εκπολεμήσαι Ιησούν και Ισραήλ άμα πάντες. 2α Τότε ωκοδόμησεν Ιησούς θυσιαστήριον Κυρίω τώ Θεώ Ισραήλ εν όρει Γαιβάλ, 2β καθότι ενετείλατο Μωυσής ο θεράπων Κυρίου τοίς υιοίς Ισραήλ, καθά γέγραπται εν τώ νόμω Μωυσή, θυσιαστήριον λίθων ολοκλήρων, εφ' ούς ουκ επεβλήθη σίδηρος, και ανεβίβασεν εκεί ολοκαυτώματα Κυρίω και θυσίαν σωτηρίου. 2γ και έγραψεν Ιησούς επί των λίθων το δευτερονόμιον, νόμον Μωυσή, ον έγραψεν ενώπιον των υιών Ισραήλ 2δ και πάς Ισραήλ και οι πρεσβύτεροι αυτών και οι δικασταί και οι γραμματείς αυτών παρεπορεύοντο ένθεν και ένθεν της κιβωτού απέναντι, και οι ιερείς και οι Λευίται ήραν την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου, και ο προσήλυτος και ο αυτόχθων, οί ήσαν ήμισυ πλησίον όρους Γαριζίν, και οί ήσαν ήμισυ πλησίον όρους Γαιβάλ, καθότι ενετείλατο Μωυσής ο θεράπων Κυρίου ευλογήσαι τον λαόν εν πρώτοις. 2ε και μετά ταύτα ούτως ανέγνω Ιησούς πάντα τα ρήματα τού νόμου τούτου, τας ευλογίας και τας κατάρας, κατά πάντα τα γεγραμμένα εν τώ νόμω Μωυσή· 2ζ ουκ ήν ρήμα από πάντων ών ενετείλατο Μωυσής τώ Ιησοί, ό ουκ ανέγνω Ιησούς εις τα ώτα πάσης εκκλησίας υιών Ισραήλ, τοίς ανδράσι και ταίς γυναιξί και τοίς παιδίοις και τοίς προσηλύτοις τοίς προσπορευομένοις τώ Ισραήλ. 3 Καί οι κατοικούντες Γαβαών ήκουσαν πάντα, όσα εποίησε Κύριος τή Ιεριχώ και τή Γαί. 4 και εποίησαν και γε αυτοί μετά πανουργίας και ελθόντες επεσιτίσαντο και ητοιμάσαντο και λαβόντες σάκκους παλαιούς επί των όνων αυτών και ασκούς οίνου παλαιούς και κατερρωγότας αποδεδεμένους, 5 και τα κοίλα των υποδημάτων αυτών, και τα σανδάλια αυτών παλαιά και καταπεπελματωμένα εν τοίς ποσίν αυτών. και τα ιμάτια αυτών πεπαλαιωμένα επάνω αυτών, και ο άρτος αυτών τού επισιτισμού ξηρός και ευρωτιών και βεβρωμένος. 6 και ήλθοσαν προς Ιησούν εις την παρεμβολήν Ισραήλ εις Γάλγαλα και είπαν προς Ιησούν και Ισραήλ· εκ γής μακρόθεν ήκαμεν, και νύν διάθεσθε ημίν διαθήκην. 1 1 και είπαν οι υιοί Ισραήλ προς τον Χορραίον· όρα μη εν εμοί κατοικείς, και πώς σοι διαθώμαι διαθήκην; 8 και είπαν προς Ιησούν· οικέται σού εσμεν. και είπε προς αυτούς Ιησούς· πόθεν εστέ και πόθεν παραγεγόνατε; 9 και είπαν· εκ γής μακρόθεν σφόδρα ήκασιν οι παίδές σου εν ονόματι Κυρίου τού Θεού σου· ακηκόαμεν γάρ το όνομα αυτού και όσα εποίησεν εν Αιγύπτω
10 και όσα εποίησε τοίς βασιλεύσι των Αμορραίων, οί ήσαν πέραν τού Ιορδάνου, τώ Σηών βασιλεί των Αμορραίων και τώ Ώγ βασιλεί της Βασάν, ός κατώκει εν Ασταρώθ και εν Εδραίν. 11 και ακούσαντες είπαν προς ημάς οι πρεσβύτεροι ημών και πάντες οι κατοικούντες την γήν ημών λέγοντες· λάβετε εαυτοίς επισιτισμόν εις την οδόν και πορεύθητε εις συνάντησιν αυτών και ερείτε προς αυτούς· οικέται σού εσμεν, και νύν διάθεσθε ημίν την διαθήκην. 12 ούτοι οι άρτοι, θερμούς εφωδιάσθημεν αυτούς εν τή ημέρα, ή εξήλθομεν παραγενέσθαι προς υμάς. νύν δε εξηράνθησαν και γεγόνασι βεβρωμένοι. 13 και ούτοι οι ασκοί τού οίνου, ούς επλήσαμεν καινούς, και ούτοι ερρώγασι· και τα ιμάτια ημών και τα υποδήματα ημών πεπαλαίωται από της πολλής οδού σφόδρα.
20 και έλαβον οι άρχοντες τού επισιτισμού αυτών και Κύριον ουκ επηρώτησαν. 21 και εποίησεν Ιησούς προς αυτούς ειρήνην και διέθεντο προς αυτούς διαθήκην τού διασώσαι αυτούς, και ώμοσαν αυτοίς οι άρχοντες της συναγωγής. 22 και εγένετο μετά τρεις ημέρας μετά το διαθέσθαι προς αυτούς διαθήκην, ήκουσαν ότι εγγύθεν αυτών εισι, και ότι εν αυτοίς κατοικούσι. 23 και απήραν οι υιοί Ισραήλ και ήλθον εις τας πόλεις αυτών· αι δε πόλεις αυτών Γαβαών και Κεφιρά και Βηρώθ και πόλεις Ιαρίν. 24 και ουκ εμαχέσαντο αυτοίς οι υιοί Ισραήλ, ότι ώμοσαν αυτοίς πάντες οι άρχοντες Κύριον τον Θεόν Ισραήλ· και διεγόγγυσαν πάσα η συναγωγή επί τοίς άρχουσι. 25 και είπαν οι άρχοντες πάση τή συναγωγή· ημείς ωμόσαμεν αυτοίς Κύριον τον Θεόν Ισραήλ και νύν ου δυνησόμεθα άψασθαι αυτών· 26 τούτο ποιήσομεν, ζωγρήσαι αυτούς, και περιποιησόμεθα αυτούς, και ουκ έσται καθ' ημών οργή διά τον όρκον, ον ωμόσαμεν αυτοίς· 27 ζήσονται και έσονται ξυλοκόποι και υδροφόροι πάση τή συναγωγή, καθάπερ είπαν αυτοίς οι άρχοντες. 28 και συνεκάλεσεν αυτούς Ιησούς και είπεν αυτοίς· διατί παρελογίσασθέ με λέγοντες, μακράν από σού εσμεν σφόδρα, υμείς δε εγχώριοί εστε των κατοικούντων εν ημίν; 29 και νύν επικατάρατοί εστε· ου μη εκλίπη εξ υμών δούλος ουδέ ξυλοκόπος ουδέ υδροφόρος εμοί και τώ Θεώ μου.
30 και απεκρίθησαν τώ Ιησοί λέγοντες· ανηγγέλη ημίν όσα συνέταξε Κύριος ο Θεός σου Μωυσή τώ παιδί αυτού, δούναι υμίν την γήν ταύτην και εξολοθρεύσαι ημάς και πάντας τους κατοικούντας επ' αυτής πρό προσώπου υμών, και εφοβήθημεν σφόδρα περί των ψυχών ημών από προσώπου υμών και εποιήσαμεν το πράγμα τούτο. 31 και νύν ιδού ημείς υποχείριοι υμίν· ως αρέσκει υμίν και ως δοκεί υμίν, ποιήσατε ημίν. 32 και εποίησαν αυτοίς ούτως· και εξείλατο αυτούς Ιησούς εν τή ημέρα εκείνη εκ χειρών υιών Ισραήλ, και ουκ ανείλον αυτούς. 33 και κατέστησεν αυτούς Ιησούς εν τή ημέρα εκείνη ξυλοκόπους και υδροφόρους πάση τή συναγωγή και τώ θυσιαστηρίω τού Θεού· διά τούτο εγένοντο οι κατοικούντες Γαβαών ξυλοκόποι και υδροφόροι τού θυσιαστηρίου τού Θεού έως της σήμερον ημέρας, και εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος.
1 ΩΣ δε ήκουσεν Αδωνιβεζέκ βασιλεύς Ιερουσαλήμ ότι έλαβεν Ιησούς την Γαί και εξωλόθρευσεν αυτήν, ον τρόπον εποίησαν την Ιεριχώ και τον βασιλέα αυτής, ούτως εποίησαν και την Γαί και τον βασιλέα αυτής, και ότι ηυτομόλησαν οι κατοικούντες Γαβαών προς Ιησούν και προς Ισραήλ, 2 και εφοβήθησαν απ' αυτών σφόδρα· ήδει γάρ ότι πόλις μεγάλη Γαβαών, ωσεί μία των μητροπόλεων, και πάντες οι άνδρες αυτής ισχυροί· 3 και απέστειλεν Αδωνιβεζέκ βασιλεύς Ιερουσαλήμ προς Ελάμ βασιλέα Χεβρών και προς Φιδών βασιλέα Ιεριμούθ και προς Ιεφθά βασιλέα Λαχίς και προς Δαβίν βασιλέα Οδολλάμ λέγων· 4 δεύτε, ανάβητε προς με και βοηθήσατέ μοι, και εκπολεμήσωμεν Γαβαών· ηυτομόλησαν γάρ προς Ιησούν και προς τους υιούς Ισραήλ. 5 και ανέβησαν οι πέντε βασιλείς των Ιεβουσαίων, βασιλεύς Ιερουσαλήμ και βασιλεύς Χεβρών και βασιλεύς Ιεριμούθ και βασιλεύς Λαχίς και βασιλεύς Οδολλάμ, αυτοί και πάς ο λαός αυτών και περιεκάθισαν την Γαβαών και εξεπολιόρκουν αυτήν. 6 και απέστειλαν οι κατοικούντες Γαβαών προς Ιησούν εις την παρεμβολήν Ισραήλ εις Γάλγαλα λέγοντες· μη εκλύσης τας χείράς σου από των παίδων σου· ανάβηθι προς ημάς το τάχος και βοήθησον ημίν και εξελού ημάς· ότι συνηγμένοι εισίν εφ' ημάς πάντες οι βασιλείς των Αμορραίων, οι κατοικούντες την ορεινήν. 7 και ανέβη Ιησούς εκ Γαλγάλων, αυτός και πάς ο λαός ο πολεμιστής μετ' αυτού, πάς δυνατός εν ισχύι. 8 και είπε Κύριος προς Ιησούν· μη φοβηθής αυτούς, εις γάρ τας χείράς σου παραδέδωκα αυτούς, ουχ υπολειφθήσεται εξ αυτών ουδείς ενώπιον υμών. 9 και επεί παρεγένετο Ιησούς επ' αυτούς άφνω, όλην την νύκτα εισεπορεύθη εκ Γαλγάλων.
10 και εξέστησεν αυτούς Κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ, και συνέτριψεν αυτούς Κύριος συντρίψει μεγάλη εν Γαβαών, και κατεδίωξαν αυτούς οδόν αναβάσεως Ωρωνίν και κατέκοπτον αυτούς έως Αζηκά και έως Μακηδά. 11 εν δε τώ φεύγειν αυτούς από προσώπου των υιών Ισραήλ επί της καταβάσεως Ωρωνίν και Κύριος επέρριψεν αυτοίς λίθους χαλάζης εκ τού ουρανού έως Αζηκά, και εγένοντο πλείους οι αποθανόντες διά τους λίθους της χαλάζης ή ούς απέκτειναν οι υιοί Ισραήλ μαχαίρα εν τώ πολέμω. 12 Τότε ελάλησεν Ιησούς προς Κύριον, ή ημέρα παρέδωκεν ο Θεός τον Αμορραίον υποχείριον Ισραήλ, ηνίκα συνέτριψεν αυτούς εν Γαβαών και συνετρίβησαν από προσώπου υιών Ισραήλ, και είπεν Ιησούς· στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών. 13 και έστη ο ήλιος και η σελήνη εν στάσει, έως ημύνατο ο Θεός τους εχθρούς αυτών. και έστη ο ήλιος κατά μέσον τού ουρανού, ου προεπορεύετο εις δυσμάς εις τέλος ημέρας μιάς. 14 και ουκ εγένετο ημέρα τοιαύτη ουδέ το πρότερον ουδέ το έσχατον, ώστε επακούσαι Θεόν ανθρώπου, ότι Κύριος συνεξεπολέμησε τώ Ισραήλ. 16 Καί έφυγον οι πέντε βασιλείς ούτοι και κατεκρύβησαν εις το σπήλαιον το εν Μακηδά. 17 και απηγγέλη τώ Ιησού λέγοντες· εύρηνται οι πέντε βασιλείς κεκρυμμένοι εν τώ σπηλαίω τώ εν Μακηδά. 18 και είπεν Ιησούς· κυλίσατε λίθους επί το στόμα τού σπηλαίου και καταστήσατε άνδρας φυλάσσειν επ' αυτούς, 19 υμείς δε μη εστήκατε καταδιώκοντες οπίσω των εχθρών υμών και καταλάβετε την ουραγίαν αυτών και μη αφήτε εισελθείν εις τας πόλεις αυτών· παρέδωκε γάρ αυτούς Κύριος ο Θεός ημών εις τας χείρας ημών.
20 και εγένετο ως κατέπαυσεν Ιησούς και πάς υιός Ισραήλ κόπτοντες αυτούς κοπήν μεγάλην σφόδρα έως εις τέλος, και οι διασωζόμενοι διεσώθησαν εις τας πόλεις τας οχυράς, 21 και απεστράφη πάς ο λαός προς Ιησούν εις Μακηδά υγιείς, και ουκ έγρυξεν ουδείς των υιών Ισραήλ τή γλώσση αυτού. 22 και είπεν Ιησούς· ανοίξατε το σπήλαιον και εξαγάγετε τους πέντε βασιλείς τούτους εκ τού σπηλαίου. 23 και εξηγάγοσαν τους πέντε βασιλείς εκ τού σπηλαίου, τον βασιλέα Ιερουσαλήμ και τον βασιλέα Χεβρών και τον βασιλέα Ιεριμούθ και τον βασιλέα Λαχίς και τον βασιλέα Οδολλάμ. 24 και επεί εξήγαγον αυτούς προς Ιησούν, και συνεκάλεσεν Ιησούς πάντα Ισραήλ, και τους εναρχομένους τού πολέμου τους συμπορευομένους αυτώ, λέγων αυτοίς· προπορεύεσθε και επίθετε τους πόδας υμών επί τους τραχήλους αυτών. και προσελθόντες επέθηκαν τους πόδας αυτών επί τους τραχήλους αυτών. 25 και είπεν Ιησούς προς αυτούς· μη φοβηθήτε αυτούς μηδέ δειλιάσητε· ανδρίζεσθε και ισχύετε, ότι ούτω ποιήσει Κύριος πάσι τοίς εχθροίς υμών, ούς υμείς καταπολεμείτε αυτούς. 26 και απέκτεινεν αυτούς Ιησούς και εκρέμασεν αυτούς επί πέντε ξύλων, και ήσαν κρεμάμενοι επί των ξύλων έως εσπέρας. 27 και εγενήθη προς ηλίου δυσμάς ενετείλατο Ιησούς και καθείλον αυτούς από των ξύλων και έρριψαν αυτούς εις το σπήλαιον, εις ό κατεφύγοσαν εκεί, και επεκύλισαν λίθους επί το σπήλαιον έως της σήμερον ημέρας. 28 Καί την Μακηδά ελάβοσαν εν τή ημέρα εκείνη και εφόνευσαν αυτήν εν στόματι ξίφους και εξωλόθρευσαν πάν εμπνέον, ό ήν εν αυτή, και ου κατελείφθη ουδείς εν αυτή διασεσωσμένος και διαπεφευγώς· και εποίησαν τώ βασιλεί Μακηδά ον τρόπον εποίησαν τώ βασιλεί Ιεριχώ. 29 και απήλθεν Ιησούς και πάς Ισραήλ μετ' αυτού εκ Μακηδά εις Λεβνά και επολιόρκει Λεβνά.
30 και παρέδωκεν αυτήν Κύριος εις χείρας Ισραήλ, και έλαβον αυτήν και τον βασιλέα αυτής και εφόνευσαν αυτήν εν στόματι ξίφους και πάν εμπνέον εν αυτή, και ου κατελείφθη εν αυτή διασεσωσμένος και διαπεφευγώς· και εποίησαν τώ βασιλεί αυτής ον τρόπον εποίησαν τώ βασιλεί Ιεριχώ. 31 και απήλθεν Ιησούς και πάς Ισραήλ μετ' αυτού εκ Λεβνά εις Λαχίς και περιεκάθισεν αυτήν και επολιόρκει αυτήν. 32 και παρέδωκε Κύριος την Λαχίς εις τας χείρας Ισραήλ, και έλαβεν αυτήν εν τή ημέρα τή δευτέρα και εφόνευσαν αυτήν εν στόματι ξίφους και εξωλόθρευσαν αυτήν, ον τρόπον εποίησαν την Λεβνά. 33 τότε ανέβη Ελάμ βασιλεύς Γαζέρ βοηθήσων τή Λαχίς, και επάταξεν αυτόν Ιησούς εν στόματι ξίφους και τον λαόν αυτού έως τού μη καταλειφθήναι αυτών σεσωσμένον και διαπεφευγότα. 34 και απήλθεν Ιησούς και πάς Ισραήλ μετ' αυτού εκ Λαχίς εις Οδολλάμ και περιεκάθισεν αυτήν και εξεπολιόρκησεν αυτήν. 35 και παρέδωκεν αυτήν Κύριος εν χειρί Ισραήλ, και έλαβεν αυτήν εν τή ημέρα εκείνη και εφόνευσεν αυτήν εν στόματι ξίφους, και πάν εμπνέον εν αυτή εφόνευσαν, ον τρόπον εποίησαν τή Λαχίς. 36 και απήλθεν Ιησούς και πάς Ισραήλ μετ' αυτού εις Χεβρών και περιεκάθισεν αυτήν. 37 και επάταξεν αυτήν εν στόματι ξίφους και πάν το εμπνέον, όσα ήν εν αυτή, ουκ ήν διασεσωσμένος· ον τρόπον εποίησαν την Οδολλάμ, εξωλόθρευσαν αυτήν και όσα ήν εν αυτή. 38 και απέστρεψεν Ιησούς και πάς Ισραήλ εις Δαβίρ και περικαθίσαντες αυτήν 39 έλαβον αυτήν και τον βασιλέα αυτής και τας κώμας αυτής και επάταξεν αυτήν εν στόματι ξίφους και εξωλόθρευσαν αυτήν και πάν εμπνέον εν αυτή και ου κατέλιπον αυτή ουδένα διασεσωσμένον· ον τρόπον εποίησαν τή Χεβρών και τώ βασιλεί αυτής, ούτως εποίησαν τή Δαβίρ και τώ βασιλεί αυτής.
40 και επάταξεν Ιησούς πάσαν την γήν της ορεινής και την Ναγέβ και την πεδινήν και την Ασηδώθ και τους βασιλείς αυτής, ου κατέλιπον αυτών σεσωσμένον· και πάν εμπνέον ζωής εξωλόθρευσεν, ον τρόπον ενετείλατο Κύριος ο Θεός Ισραήλ, 41 από Κάδης Βαρνή έως Γάζης, πάσαν την Γοσόμ έως της Γαβαών, 42 και πάντας τους βασιλείς αυτών και την γήν αυτών επάταξεν Ιησούς εισάπαξ, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ συνεπολέμει τώ Ισραήλ.
1 ΩΣ δε ήκουσεν Ιαβίν βασιλεύς Ασώρ, απέστειλε προς Ιαβάβ βασιλέα Μαρών και προς βασιλέα Συμοών και προς βασιλέα Αζίφ 2 και προς βασιλείς τους κατά Σιδώνα την μεγάλην, εις την ορεινήν και εις Άραβα απέναντι Κενερώθ και εις το πεδίον και εις Φεναεδδώρ 3 και εις τους παραλίους Χαναναίους από ανατολών και εις τους παραλίους Αμορραίους και τους Χετταίους και Φερεζαίους και Ιεβουσαίους τους εν τώ όρει και τους Ευαίους και τους υπό την Αερμών εις γήν Μασσηφά. 4 και εξήλθον αυτοί και οι βασιλείς αυτών μετ' αυτών, ώσπερ η άμμος της θαλάσσης τώ πλήθει, και ίπποι και άρματα πολλά σφόδρα. 5 και συνήλθον πάντες οι βασιλείς αυτοί και παρεγένοντο επί το αυτό και παρενέβαλον επί τού ύδατος Μαρών πολεμήσαι τον Ισραήλ. 6 και είπε Κύριος προς Ιησούν· μη φοβηθής από προσώπου αυτών, ότι αύριον ταύτην την ώραν εγώ παραδίδωμι τετροπωμένους αυτούς εναντίον τού Ισραήλ· τους ίππους αυτών νευροκοπήσεις και τα άρματα αυτών κατακαύσεις εν πυρί. 7 και ήλθεν Ιησούς και πάς ο λαός ο πολεμιστής επ' αυτούς επί το ύδωρ Μαρών εξάπινα και επέπεσαν επ' αυτούς εν τή ορεινή. 8 και παρέδωκεν αυτούς Κύριος υποχειρίους Ισραήλ, και κόπτοντες αυτούς κατεδίωκον έως Σιδώνος της μεγάλης και έως Μασερών και έως των πεδίων Μασσώχ κατ' ανατολάς και κατέκοψαν αυτούς έως τού μη καταλειφθήναι αυτών διασεσωσμένον. 9 και εποίησεν αυτοίς Ιησούς ον τρόπον ενετείλατο αυτώ Κύριος· τους ίππους αυτών ενευροκόπησε και τα άρματα αυτών ενέπρησε πυρί.
10 Καί απεστράφη Ιησούς εν τώ καιρώ εκείνω και κατελάβετο Ασώρ και τον βασιλέα αυτής· ήν δε Ασώρ το πρότερον άρχουσα πασών των βασιλειών τούτων. 11 και απέκτειναν πάν εμπνέον εν αυτή εν ξίφει και εξωλόθρευσαν πάντας, και ου κατελείφθη εν αυτή εμπνέον· και την Ασώρ ενέπρησαν εν πυρί. 12 και πάσας τας πόλεις των βασιλειών και τους βασιλείς αυτών έλαβεν Ιησούς και ανείλεν αυτούς εν στόματι ξίφους, και εξωλόθρευσαν αυτούς, ον τρόπον συνέταξε Μωυσής ο παίς Κυρίου. 13 αλλά πάσας τας πόλεις τας κεχωματισμένας ουκ ενέπρησεν Ισραήλ, πλήν Ασώρ μόνην ενέπρησεν Ισραήλ 14 και πάντα τα σκύλα αυτής επρονόμευσαν εαυτοίς οι υιοί Ισραήλ, αυτούς δε πάντας εξωλόθρευσαν εν στόματι ξίφους, έως απώλεσεν αυτούς, ου κατέλιπον εξ αυτών ουδέν εμπνέον. 15 ον τρόπον συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή τώ παιδί αυτού, και Μωυσής ωσαύτως ενετείλατο τώ Ιησοί, και ούτως εποίησεν Ιησούς· ου παρέβη ουδέν από πάντων, ών συνέταξεν αυτώ Μωυσής. 16 Καί έλαβεν Ιησούς πάσαν την γήν την ορεινήν και πάσαν την γήν Ναγέβ και πάσαν την γήν Γοσόμ και την πεδινήν και την προς δυσμαίς και το όρος Ισραήλ και τα ταπεινά τα προς τώ όρει 17 από όρους Χελχά και ό προσαναβαίνει εις Σηείρ και έως Βααλγάδ και τα πεδία τού Λιβάνου υπό το όρος το Αερμών και πάντας τους βασιλείς αυτών έλαβε και ανείλε και απέκτεινε. 18 και ημέρας πλείους εποίησεν Ιησούς προς τους βασιλείς τούτους τον πόλεμον, 19 και ουκ ήν πόλις, ήν ουκ έλαβεν Ισραήλ, πάντα ελάβοσαν εν πολέμω.
20 ότι διά Κυρίου εγένετο κατισχύσαι αυτών την καρδίαν συναντάν εις πόλεμον προς Ισραήλ, ίνα εξολοθρευθώσιν, όπως μη δοθή αυτοίς έλεος, αλλ' ίνα εξολοθρευθώσιν, ον τρόπον είπε Κύριος προς Μωυσήν. 21 Καί ήλθεν Ιησούς εν τώ καιρώ εκείνω και εξωλόθρευσε τους Ενακίμ εκ της ορεινής, εκ Χεβρών και εκ Δαβίρ και εξ Αναβώθ και εκ παντός γένους Ισραήλ και εκ παντός όρους Ιούδα σύν ταίς πόλεσιν αυτών, και εξωλόθρευσεν αυτούς Ιησούς. 22 ου κατελείφθη των Ενακίμ από των υιών Ισραήλ, αλλά πλήν εν Γάζη και εν Γέθ και εν Ασεδώθ κατελείφθη. 23 και έλαβεν Ιησούς πάσαν την γήν, καθότι ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή και έδωκεν αυτούς Ιησούς εν κληρονομία Ισραήλ εν μερισμώ κατά φυλάς αυτών. και η γη κατέπαυσε πολεμουμένη.
1 ΚΑΙ ούτοι οι βασιλείς της γής, ούς ανείλον οι υιοί Ισραήλ και κατεκληρονόμησαν την γήν αυτών πέραν τού Ιορδάνου αφ' ηλίου ανατολών από φάραγγος Αρνών έως τού όρους Αερμών και πάσαν την γήν Άραβα απ' ανατολών· 2 Σηών τον βασιλέα των Αμορραίων, ός κατώκει εν Εσεβών κυριεύων από Αροήρ, ή εστιν εν τή φάραγγι, κατά μέρος της φάραγγος, και το ήμισυ της Γαλαάδ έως Ιαβόκ, όρια υιών Αμμών, 3 και Άραβα έως της θαλάσσης Χενερέθ κατ' ανατολάς και έως της θαλάσσης Άραβα, θάλασσαν των αλών από ανατολών, οδόν την κατά Ασειμώθ, από Θαιμάν την υπό Ασηδώθ Φασγά· 4 και Ώγ βασιλεύς Βασάν υπελείφθη εκ των γιγάντων ο κατοικών εν Ασταρώθ και εν Εδραίν, 5 άρχων από όρους Αερμών και από Σελχοί και πάσαν την γήν Βασάν έως ορίων Γεσουρί και την Μαχί και το ημισυ Γαλαάδ ορίων Σηών βασιλέως Εσεβών. 6 Μωυσής ο παίς Κυρίου και υιοί Ισραήλ επάταξαν αυτούς, και έδωκεν αυτήν Μωυσής εν κληρονομία Ρουβήν και Γάδ και τώ ημίσει φυλής Μανασσή. 7 Καί ούτοι οι βασιλείς των Αμορραίων, ούς ανείλεν Ιησούς και υιοί Ισραήλ εν τώ πέραν τού Ιορδάνου παρά θάλασσαν Βααλγάδ εν τώ πεδίω τού Λιβάνου και έως όρους τού Χελχά αναβαινόντων εις Σηείρ, και έδωκεν αυτήν Ιησούς ταίς φυλαίς Ισραήλ κληρονομείν κατά κλήρον αυτών, 8 εν τώ όρει και εν τώ πεδίω και εν Άραβα και εν Ασηδώθ και εν τή ερήμω και Ναγέβ, τον Χετταίον και τον Αμορραίον και τον Χαναναίον και τον Φερεζαίον και τον Ευαίον και τον Ιεβουσαίον· 9 τον βασιλέα Ιεριχώ και τον βασιλέα της Γαί, ή εστι πλησίον Βαιθήλ,
10 βασιλέα Ιερουσαλήμ, βασιλέα Χεβρών, 11 βασιλέα Ιεριμούθ, βασιλέα Λαχίς, 12 βασιλέα Αιλάμ, βασιλέα Γαζέρ, 13 βασιλέα Δαβίρ, βασιλέα Γαδέρ, 14 βασιλέα Ερμάθ, βασιλέα Αράθ, 15 βασιλέα Λεβνά, βασιλέα Οδολλάμ, 16 βασιλέα Ηλάθ, 17 βασιλέα Ταφούγ, βασιλέα Οφέρ, 1 18-2 1 2 βασιλέα Αφέκ της Σαρών, βασιλέα Ασώρ, βασιλέα Συμοών, βασιλέα Μαρών, βασιλέα Αζίφ, βασιλέα Κάδης, βασιλέα Τανάχ, βασιλέα Μαγεδών, βασιλέα Ιεκονάμ τού Χερμέλ, 23 βασιλέα Δώρ τού Ναφεδδώρ, βασιλέα Γωίμ της Γαλιλαίας, 24 βασιλέα Θαρσά· πάντες ούτοι βασιλείς είκοσιν εννέα.
1 ΚΑΙ Ιησούς πρεσβύτερος προβεβηκώς των ημερών. και είπε Κύριος προς Ιησούν· σύ προβέβηκας των ημερών, και η γη υπολέλειπται πολλή εις κληρονομίαν. 2 και αύτη η γη καταλελειμμένη· όρια Φυλιστιείμ, ο Γεσιρί και ο Χαναναίος· 3 από της αοικήτου της κατά πρόσωπον Αιγύπτου έως των ορίων Ακκαρών εξ ευωνύμων των Χαναναίων προσλογίζεται ταίς πέντε σατραπείαις των Φυλιστιείμ, τώ Γαζαίω και τώ Αζωτίω και τώ Ασκαλωνίτη και τώ Γετθαίω και τώ Ακκαρωνίτη· και τώ Ευαίω 4 εκ Θαιμάν και πάση γη Χαναάν εναντίον Γάζης, και οι Σιδώνιοι έως Αφέκ, έως των ορίων των Αμορραίων, 5 και πάσαν την γήν Γαβλί Φυλιστιείμ· και πάντα τον Λίβανον από ανατολών ηλίου, από Γαλγάλ υπό το όρος το Αερμών έως της εισόδου Εμάθ· 6 πάς ο κατοικών την ορεινήν από τού Λιβάνου έως της Μασερεφωθαίμ, πάντας τους Σιδωνίους, εγώ αυτούς εξολοθρεύσω από προσώπου Ισραήλ· αλλά διάδος αυτήν εν κλήρω τώ Ισραήλ, ον τρόπον σοι ενετειλάμην. 7 και νύν μέρισον την γήν ταύτην εν κληρονομία ταίς εννέα φυλαίς και τώ ημίσει φυλής Μανασσή· από τού Ιορδάνου έως της θαλάσσης της μεγάλης κατά δυσμάς ηλίου δώσεις αυτήν, η θάλασσα η μεγάλη οριεί. 8 ταίς δυσί φυλαίς και τώ ημίσει φυλής Μανασσή, τώ Ρουβήν και τώ Γάδ, έδωκε Μωυσής εν τώ πέραν τού Ιορδάνου· κατ' ανατολάς ηλίου δέδωκεν αυτήν Μωυσής ο παίς Κυρίου, 9 από Αροήρ, ή εστιν επί τού χείλους χειμάρρου Αρνών, και την πόλιν την εν μέσω της φάραγγος και πάσαν την Μισώρ από Μαιδαβά έως Δαιβάν,
10 πάσας τας πόλεις Σηών βασιλέως Αμορραίων, ός εβασίλευσεν εν Εσεβών, έως των ορίων υιών Αμμών, 11 και την Γαλααδίτιδα και τα όρια Γεσιρί και τού Μαχατί, πάν όρος Αερμών και πάσαν την Βασανίτιν έως Σελλά, 12 πάσαν την βασιλείαν Ώγ εν τή Βασανίτιδι, ός εβασίλευσεν εν Ασταρώθ και εν Εδραίν· ούτος κατελείφθη από των γιγάντων, και επάταξεν αυτόν Μωυσής και εξωλόθρευσε. 13 και ουκ εξωλόθρευσαν οι υιοί Ισραήλ τον Γεσιρί και τον Μαχατί και τον Χαναναίον, και κατώκει βασιλεύς Γεσιρί και ο Μαχατί εν τοίς υιοίς Ισραήλ έως της σήμερον ημέρας. 14 πλήν της φυλής Λευί ουκ εδόθη κληρονομία· Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ούτος κληρονομία αυτών, καθά είπεν αυτοίς Κύριος. και ούτος ο καταμερισμός, ον κατεμέρισε Μωυσής τοίς υιοίς Ισραήλ εν Αραβώθ Μωάβ εν τώ πέραν τού Ιορδάνου κατά Ιεριχώ. 15 Καί έδωκε Μωυσής τή φυλή Ρουβήν κατά δήμους αυτών. 16 και εγενήθη αυτών τα όρια από Αροήρ, ή εστι κατά πρόσωπον φάραγγος Αρνών, και η πόλις η εν τή φάραγγι Αρνών. και πάσαν την Μισώρ έως Εσεβών 17 και πάσας τας πόλεις τας ούσας εν τή Μισώρ και Δαιβών και Βαμωθβάαλ και οίκου Βεελμών 18 και Ιασσά και Κεδημώθ και Μεφαάθ 19 και Καριαθαίμ και Σεβαμά και Σεραδά και Σιώρ εν τώ όρει Εμάκ
20 και Βαιθφογόρ και Ασηδώθ Φασγά και Βαιθασειμώθ 21 και πάσας τας πόλεις τού Μισώρ και πάσαν την βασιλείαν τού Σηών βασιλέως των Αμορραίων, ον επάταξε Μωυσής αυτόν και τους ηγουμένους Μαδιάμ και τον Ευί και τον Ροκόμ και τον Σούρ και τον Ούρ και τον Ροβέ άρχοντας παρά Σηών και τους κατοικούντας την γήν. 22 και τον Βαλαάμ τον τού Βεώρ, τον μάντιν, απέκτειναν εν τή ροπή. 23 εγένετο δε τα όρια Ρουβήν· Ιορδάνης όριον, αύτη η κληρονομία υιών Ρουβήν κατά δήμους αυτών, αι πόλεις αυτών και αι επαύλεις αυτών. 24 έδωκε δε Μωυσής τοίς υιοίς Γάδ κατά δήμους αυτών. 25 και εγένετο τα όρια αυτών Ιαζήρ, πάσαι πόλεις Γαλαάδ και το ήμισυ γής υιών Αμμών έως Αροήρ, ή εστι κατά πρόσωπον Ραββά, 26 και από Εσεβών έως Ραμώθ κατά την Μασσηφά και Βοτανίμ και Μααναίν έως των ορίων Δαβίρ, 27 και Εμέκ Βαιθαράμ Βανθαναβρά και Σοκχωθά και Σαφάν και την λοιπήν βασιλείαν Σηών βασιλέως Εσεβών, και ο Ιορδάνης οριεί έως μέρους της θαλάσσης Χενερέθ πέραν τού Ιορδάνου απ' ανατολών. 28 αύτη η κληρονομία υιών Γάδ κατά δήμους αυτών, αι πόλεις αυτών και αι επαύλεις αυτών. 29 και έδωκε Μωυσής τώ ημίσει φυλής Μανασσή κατά δήμους αυτών.
30 και εγένετο τα όρια αυτών από Μααναίμ και πάσα βασιλεία Βασανί και πάσα βασιλεία Ώγ βασιλέως της Βασάν και πάσας τας κώμας Ιαίρ, αί εισιν εν τή Νασανίτιδι, εξήκοντα πόλεις, 31 και το ήμισυ της Γαλαάδ και εν Ασταρώθ και εν Εδραίν, πόλεις βασιλείας Ώγ εν τή Βασανίτιδι και εδόθησαν τοίς υιοίς Μαχίρ υιού Μανασσή, κατά δήμους αυτών. 32 ούτοι ούς κατεκληρονόμησε Μωυσής πέραν τού Ιορδάνου εν Αραβώθ Μωάβ εν τώ πέραν τού Ιορδάνου τού κατά Ιεριχώ απ' ανατολών.
1 ΚΑΙ ούτοι οι κατακληρονομήσαντες υιών Ισραήλ εν τή γη Χαναάν, οίς κατεκληρονόμησαν αυτοίς Ελεάζαρ ο ιερεύς και Ιησούς ο τού Ναυή και οι άρχοντες πατριών φυλών των υιών Ισραήλ. 2 κατά κλήρους εκληρονόμησαν, ον τρόπον ενετείλατο Κύριος εν χειρί Ιησού ταίς εννέα φυλαίς και τώ ημίσει φυλής από τού πέραν τού Ιορδάνου, 3 και τοίς Λευίταις ουκ έδωκε κλήρον εν αυτοίς, 4 ότι ήσαν οι υιοί Ιωσήφ δύο φυλαί Μανασσή και Εφραίμ, και ουκ εδόθη μερίς εν τή γη τοίς Λευίταις, αλλ' ή πόλεις κατοικείν και τα αφωρισμένα αυτών τοίς κτήνεσι και τα κτήνη αυτών. 5 ον τρόπον ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή, ούτως εποίησαν οι υιοί Ισραήλ και εμέρισαν την γήν. 6 Καί προσήλθοσαν οι υιοί Ιούδα προς Ιησούν εν Γαλγάλ, και είπε προς αυτόν Χάλεβ ο τού Ιεφονή ο Κενεζαίος· σύ επίστη το ρήμα, ό ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν άνθρωπον τού Θεού περί εμού και σού εν Κάδης Βαρνή· 7 τεσσαράκοντα γάρ ετών ήμην ότε απέστειλέ με Μωυσής ο παίς τού Θεού εκ Κάδης Βαρνή κατασκοπεύσαι την γήν, και απεκρίθην αυτώ λόγον κατά τον νούν αυτού, 8 οι αδελφοί μου οι αναβάντες μετ' εμού μετέστησαν την καρδίαν τού λαού, εγώ δε προσετέθην επακολουθήσαι Κυρίω τώ Θεώ μου, 9 και ώμοσε Μωυσής εν εκείνη τή ημέρα λέγων· η γη, εφ' ήν επέβης, σοί έσται εν κλήρω και τοίς τέκνοις σου εις τον αιώνα, ότι προσετέθης επακολουθήσαι οπίσω Κυρίου τού Θεού ημών.
10 και νύν διέθρεψέ με Κύριος, ον τρόπον είπε, τούτο τεσσαρακοστόν και πέμπτον έτος, αφ' ού ελάλησε Κύριος το ρήμα τούτο προς Μωυσήν και επορεύθη Ισραήλ εν τή ερήμω. και νύν ιδού εγώ σήμερον ογδοήκοντα και πέντε ετών· 11 έτι ειμί σήμερον ισχύων, ωσεί ότε απέστειλέ με Μωυσής, ωσαύτως ισχύω νύν εξελθείν και εισελθείν εις τον πόλεμον. 12 και νύν αιτούμαί σε το όρος τούτο, καθά είπε Κύριος τή ημέρα εκείνη· ότι σύ ακήκοας το ρήμα τούτο εν τή ημέρα εκείνη. νύν δε οι Ενακίμ εκεί εισι, πόλεις οχυραί και μεγάλαι· εάν ούν Κύριος μετ' εμού ή, εξολοθρεύσω αυτούς, ον τρόπον ειπέ μοι Κύριος. 13 και ευλόγησεν αυτόν Ιησούς και έδωκε Χεβρών τώ Χάλεβ υιώ Ιεφονή υιώ Κενέζ εν κλήρω. 14 διά τούτο εγενήθη η Χεβρών τώ Χάλεβ τώ τού Ιεφονή τού Κενεζαίου εν κλήρω έως της ημέρας ταύτης, διά το αυτόν επακολουθήσαι τώ προστάγματι Κυρίου Θεού Ισραήλ. 15 το δε όνομα της Χεβρών ήν το πρότερον πόλις Αρβόκ· μητρόπολις των Ενακίμ αύτη. και η γη εκόπασε τού πολέμου.
1 ΚΑΙ εγένετο τα όρια φυλής Ιούδα κατά δήμους αυτών από των ορίων της Ιδουμαίας από της ερήμου Σίν έως Κάδης προς λίβα. 2 και εγενήθη αυτών τα όρια από λιβός έως μέρους θαλάσσης της αλυκής, από της λοφιάς της φερούσης επί λίβα 3 και διαπορεύεται απέναντι της προσαναβάσεως Ακραβίν και εκπεριπορεύεται Σενά και αναβαίνει από λιβός επί Κάδης Βαρνή και εκπορεύεται Ασωρών και προσαναβαίνει εις Σάραδα και εκπορεύεται την κατά δυσμάς Κάδης 4 και εκπορεύεται επί Σελμωνάν και διεκβάλλει έως φάραγγος Αιγύπτου, και έσται αυτού η διέξοδος των ορίων επί την θάλασσαν· τούτό εστιν αυτών όρια από λιβός. 5 και τα όρια από ανατολών· πάσα η θάλασσα η αλυκή έως τού Ιορδάνου. και τα όρια αυτών από βορρά και από της λοφιάς της θαλάσσης και από τού μέρους τού Ιορδάνου· 6 επιβαίνει τα όρια επί Βαιθαγλά και παραπορεύεται από Βορρά επί Βαιθάραβα, και προσαναβαίνει τα όρια επί λίθον Βαιών υιού Ρουβήν, 7 και προσαναβαίνει τα όρια επί το τέταρτον της φάραγγος Αχώρ και καταβαίνει επί Γαλγάλ, ή εστιν απέναντι της προσβάσεως Αδδαμίν, ή εστι κατά λίβα τή φάραγγι, και διεκβάλλει επί το ύδωρ πηγής τού ηλίου, και έσται αυτού η διέξοδος πηγή Ρωγήλ, 8 και αναβαίνει τα όρια εις φάραγγα Ονόμ επί νώτου Ιεβούς από λιβός (αύτη εστίν Ιερουσαλήμ) και διεκβάλλει τα όρια επί κορυφήν όρους, ή εστι κατά πρόσωπον φάραγγος Ονόμ προς θαλάσσης, ή εστιν εκ μέρους γής Ραφαίν επί βορρά, 9 και διεκβάλλει το όριον από κορυφής τού όρους επί πηγήν ύδατος Ναφθώ και διεκβάλλει εις το όρος Εφρών, και άξει το όριον εις Βαάλ (αύτη εστί πόλις Ιαρίμ),
10 και περιελεύσεται όριον από Βαάλ επί θάλασσαν και παρελεύσεται εις όρος Ασσάρ επί νώτου, Πόλιν Ιαρίν από βορρά (αύτη εστί Χασλών) και καταβήσεται επί Πόλιν ηλίου και παρελεύσεται επί λίβα, 11 και διεκβάλλει το όριον κατά νώτου Ακκαρών επί βορράν, και διεκβαλεί τα όρια εις Σοκχώθ και παρελεύσεται όρια επί λίβα και διεκβαλεί επί Λεβνά, και έσται η διέξοδος των ορίων επί θάλασσαν. και τα όρια αυτών από θαλάσσης· η θάλασσα η μεγάλη οριεί. 12 ταύτα τα όρια υιών Ιούδα κύκλω κατά δήμους αυτών. 13 και τώ Χάλεβ υιώ Ιεφονή έδωκε μερίδα εν μέσω υιών Ιούδα διά προστάγματος τού Θεού, και έδωκεν αυτώ Ιησούς την πόλιν Αρβόκ μητρόπολιν Ενάκ (αύτη εστί Χεβρών). 14 και εξωλόθρευσεν εκείθεν Χάλεβ υιός Ιεφονή τους τρεις υιούς Ενάκ, τον Σουσί και Θολαμί και τον Αχιμά. 15 και ανέβη εκείθεν Χάλεβ επί τους κατοικούντας Δαβίρ· το δε όνομα Δαβίρ ήν το πρότερον Πόλις γραμμάτων. 16 και είπε Χάλεβ· ός εάν λάβη και εκκόψη την Πόλιν των γραμμάτων και κυριεύση αυτής, δώσω αυτώ την Ασχάν θυγατέρα μου εις γυναίκα· 17 και έλαβεν αυτήν Γοθονιήλ υιός Κενέζ αδελφός Χάλεβ ο νεώτερος και έδωκεν αυτώ την Ασχάν θυγατέρα αυτού γυναίκα. 18 και εγένετο εν τώ εκπορεύεσθαι αυτήν και συνεβουλεύσατο αυτώ λέγουσα· αιτήσομαι τον πατέρα μου αγρόν· και εβόησεν εκ τού όνου. και είπεν αυτή Χάλεβ· τι εστί σοι; 19 και είπεν αυτώ· δός μοι ευλογίαν, ότι εις γήν Ναγέβ δέδωκάς με· δός μοι την Γολαθμαίν. και έδωκεν αυτή Χάλεβ την Γολαθμαίν την άνω και την Γολαθμαίν την κάτω.
20 αύτη η κληρονομία φυλής υιών Ιούδα. 21 Εγενήθησαν δε πόλεις αυτών· πόλις πρώτη φυλής υιών Ιούδα εφ' ορίων Εδώμ επί της ερήμου, 22 και Βαισελεήλ και Αρά και Ασώρ και Ικάμ και Ρεγμά και Αρουήλ 23 και Κάδης και Ασοριωναίν και Μαινάμ 24 και Βαλμαινάν και αι κώμαι αυτών 25 και αι πόλεις Ασερών (αύτη Ασώρ) 26 και Σήν και Σαλμαά και Μωλαδά 27 και Σερί και Βαιφαλάδ 28 και Χολασεωλά και Βηρσαβεέ και αι κώμαι αυτών και αι επαύλεις αυτών, 29 Βαλά και Βακώκ και Ασόμ
30 και Ελβωυδάδ και Βαιθήλ και Ερμά 31 και Σεκελάκ και Μαχαρίμ και Σεθεννάκ 32 και Λαβώς και Σαλή και Ερωμώθ, πόλεις εικοσιεννέα, και αι κώμαι αυτών. 33 εν τή πεδινή· Ασταώλ και Ράα και Άσσα 34 και Ράμεν και Τανώ και Ιλουθώθ και Μαιανί 35 και Ιερμούθ και Οδολλάμ και Μεμβρά και Σαωχώ και Αζηκά 36 και Σακαρίμ και Γάδηρα και αι επαύλεις αυτής, πόλεις δεκατέσσαρες και αι κώμαι αυτών· 37 Σεννά και Αδασάν και Μαγαδαλγάδ 38 και Δαλάλ και Μασφά και Ιαχαρεήλ και Λαχίς 39 και Βασηδώθ και Ιδεαδαλέα
40 και Χαβρά και Μαχές και Μααχώς 41 και Γεδδώρ και Βαγαδιήλ και Νωμάν και Μαχηδάν, πόλεις εκκαίδεκα και αι κώμαι αυτών· 42 Λεβνά και Ιθάκ και Ανώχ 43 και Ιανά και Νασίβ 44 και Κειλάμ και Ακιεζί και Κεζίβ και Βαθησάρ και Αιλώμ, πόλεις δέκα και αι κώμαι αυτών· 45 Ακκαρών και αι κώμαι αυτής και αι επαύλεις αυτών· 46 από Ακκαρών Γεμνά και πάσαι, όσαι εισί πλησίον Ασηδώθ, και αι κώμαι αυτών· 47 Ασιεδώθ και αι κώμαι αυτής και αι επαύλεις αυτής· Γάζα και αι κώμαι αυτής και αι επαύλεις αυτής έως τού χειμάρρου Αιγύπτου· και η θάλασσα η μεγάλη διορίζει. 48 και εν τή ορεινή· Σαμίρ και Ιεθέρ και Σωχά 49 και Ρεννά και Πόλις γραμμάτων (αύτη Δαβίρ)
50 και Ανών και Εσκαιμάν και Αισάμ 51 και Γοσόμ και Χαλού και Χαννά, πόλεις ένδεκα και αι κώμαι αυτών· 52 Αιρέμ και Ρεμνά και Σομά 53 και Ιεμαίν και Βαιθαχού και Φακουά 54 και Ευμά και πόλις Αρβόκ (αύτη εστί Χεβρών) και Σωραίθ, πόλεις εννέα και αι επαύλεις αυτών· 55 Μαώρ και Χερμέλ και Οζίβ και Ιτάν 56 και Ιαριήλ και Αρικάμ και Ζακαναίμ 57 και Γαβαά και Θαμναθά, πόλεις εννέα και αι κώμαι αυτών· 58 Αλουά και Βαιθσούρ και Γεδδών 59 και Μαγαρώθ και Βαιθανάμ και Θεκούμ, πόλεις έξ και αι κώμαι αυτών· Θεκώ και Εφραθά (αύτη εστί Βηθλεέμ) και Φαγώρ και Αιτάν και Κουλόν και Τατάμ και Θωβής και Καρέμ και Γαλέμ και Θεθήρ και Μανοχώ, πόλεις ένδεκα και αι κώμαι αυτών·
60 Καριαθβαάλ (αύτη η πόλις Ιαρίμ) και Σωθηβά, πόλεις δύο και αι επαύλεις αυτών 61 και Βαδδαργείς και Θαραβαάμ και Αινών 62 και Αιχιοζά και Ναφλαζών και αι πόλεις Σαδών και Αγκάδης, πόλεις επτά και αι κώμαι αυτών. 63 και ο Ιεβουσαίος κατώκει εν Ιερουσαλήμ, και ουκ ηδυνάσθησαν οι υιοί Ιούδα απολέσαι αυτούς· και κατώκησαν οι Ιεβουσαίοι εν Ιερουσαλήμ έως της ημέρας ταύτης.
1 ΚΑΙ εγένετο τα όρια υιών Ιωσήφ από τού Ιορδάνου τού κατά Ιεριχώ από ανατολών και αναβήσεται από Ιεριχώ εις την ορεινήν, την έρημον, εις Βαιθήλ Λουζά, 2 και εξελεύσεται εις Βαιθήλ και παρελεύσεται επί τα όρια τού Αχαταρωθί 3 και διελεύσεται επί την θάλασσαν επί τα όρια Απταλίμ έως των ορίων Βαιθωρών την κάτω, και έσται η διέξοδος αυτών επί την θάλασσαν. 4 και εκληρονόμησαν οι υιοί Ιωσήφ Εφραίμ και Μανασσή· 5 και εγενήθη όρια υιών Εφραίμ κατά δήμους αυτών· και εγενήθη τα όρια της κληρονομίας αυτών απ' ανατολών Αταρώθ και Ερώκ έως Βαιθωρών την άνω και Γαζαρά, 6 και διελεύσεται τα όρια επί την θάλασσαν εις Ικασμών από βορρά Θερμά, περιελεύσεται επ' ανατολάς εις Θηνασά και Σελλησά και παρελεύσεται απ' ανατολών εις Ιανωκά 7 και εις Μαχώ, και Αταρώθ και αι κώμαι αυτών και ελεύσεται επί Ιεριχώ και διεκβαλεί επί τον Ιορδάνην. 8 και από Τάφου πορεύσεται τα όρια επί θάλασσαν επί Χελκανά, και έσται η διέξοδος αυτών επί θάλασσαν· αύτη η κληρονομία φυλής Εφραίμ κατά δήμους αυτών. 9 και αι πόλεις αι αφορισθείσαι τοίς υιοίς Εφραίμ ανά μέσον της κληρονομίας υιών Μανασσή, πάσαι αι πόλεις και αι κώμαι αυτών.
10 και ουκ απώλεσεν Εφραίμ τον Χαναναίον τον κατοικούντα εν Γαζέρ, και κατώκει ο Χαναναίος εν τώ Εφραίμ έως της ημέρας ταύτης, έως ανέβη Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου και έλαβεν αυτήν και ενέπρησεν αυτήν εν πυρί, και τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους και τους κατοικούντας εν Γαζέρ εξεκέντησαν, και έδωκεν αυτήν Φαραώ εν φερνή τή θυγατρί αυτού.
1 ΚΑΙ εγένετο τα όρια φυλής υιών Μανασσή, ότι ούτος πρωτότοκος τώ Ιωσήφ· τώ Μαχίρ πρωτοτόκω Μανασσή πατρί Γαλαάδ (ανήρ γάρ πολεμιστής ήν) εν τή Γαλααδίτιδι και εν τή Βασανίτιδι. 2 και εγενήθη τοίς υιοίς Μανασσή τοίς λοιποίς κατά δήμους αυτών, τοίς υιοίς Ιεζέρ και τοίς υιοίς Κελέζ και τοίς υιοίς Ιεζιήλ και τοίς υιοίς Συχέμ και τοίς υιοίς Συμαρίμ και τοίς υιοίς Οφέρ· ούτοι άρσενες κατά δήμους αυτών. 3 και τώ Σαλπαάδ υιώ Οφέρ ουκ ήσαν αυτώ υιοί, αλλ' ή θυγατέρες. και ταύτα τα ονόματα των θυγατέρων Σαλπαάδ· Μααλά και Νουά και Εγλά και Μελχά και Θερσά. 4 και έστησαν εναντίον Ελεάζαρ τού ιερέως, και εναντίον Ιησού, και εναντίον των αρχόντων λέγουσαι· ο Θεός ενετείλατο διά χειρός Μωυσή δούναι ημίν κληρονομίαν εν μέσω των αδελφών ημών. και εδόθη αυταίς διά προστάγματος Κυρίου κλήρος εν τοίς αδελφοίς τού πατρός αυτών. 5 και έπεσεν ο σχοινισμός αυτών από Ανάσσα και πεδίον Λαβέκ εκ της γής Γαλαάδ, ή εστι πέραν τού Ιορδάνου· 6 ότι θυγατέρες υιών Μανασσή εκληρονόμησαν κλήρον εν μέσω των αδελφών αυτών· η δε γη Γαλαάδ εγενήθη τοίς υιοίς Μανασσή τοίς καταλελειμμένοις. 7 και εγενήθη όρια υιών Μανασσή Δηλανάθ, ή εστι κατά πρόσωπον υιών Ανάθ, και πορεύεται επί τα όρια επί Ιαμίν και Ιασσίβ επί πηγήν Θαφθώθ· 8 τώ Μανασσή έσται, και Θαφέθ επί των ορίων Μανασσή, τοίς υιοίς Εφραίμ. 9 και καταβήσεται τα όρια επί φάραγγα Καρανά επί λίβα κατά φάραγγα Ιαριήλ, τερέβινθος τώ Εφραίμ ανά μέσον πόλεως Μανασσή· και όρια Μανασσή επί τον βορράν εις τον χειμάρρουν, και έσται αυτού η διέξοδος θάλασσα.
10 από λιβός τώ Εφραίμ, και επί βορράν Μανασσή, και έσται η θάλασσα όρια αυτοίς· και επί Ασήβ συνάψουσιν επί βορράν και τώ Ισσάχαρ από ανατολών. 11 και έσται Μανασσή εν Ισσάχαρ και εν Ασήρ Βαιθσάν και αι κώμαι αυτών και τους κατοικούντας Δώρ και τας κώμας αυτής, και τους κατοικούντας Μαγεδδώ, και τας κώμας αυτής, και το τρίτον της Ναφετά και τας κώμας αυτής. 12 και ουκ ηδυνάσθησαν οι υιοί Μανασσή εξολοθρεύσαι τας πόλεις ταύτας, και ήρχετο ο Χαναναίος κατοικείν εν τή γη ταύτη· 13 και εγενήθη και επεί κατίσχυσαν οι υιοί Ισραήλ, και εποίησαν τους Χαναναίους υπηκόους, εξολοθρεύσαι δε αυτούς ουκ εξωλόθρευσαν. 14 αντείπαν δε οι υιοί Ιωσήφ τώ Ιησοί λέγοντες· διατί εκληρονόμησας ημάς κλήρον ένα και σχοίνισμα έν; εγώ δε λαός πολύς ειμι, και ο Θεός ευλόγησέ με. 15 και είπεν αυτοίς Ιησούς· ει λαός πολύς εί, ανάβηθι εις τον δρυμόν και εκκάθαρον σεαυτώ, ει στενοχωρεί σε το όρος το Εφραίμ. 16 και είπαν· ουκ αρέσκει ημίν το όρος το Εφραίμ, και ίππος επίλεκτος και σίδηρος τώ Χαναναίω τώ κατοικούντι εν αυτώ εν Βαιθσάν και εν ταίς κώμαις αυτής, εν τή κοιλάδι Ιεσραέλ. 17 και είπεν Ιησούς τοίς υιοίς Ιωσήφ· ει λαός πολύς εί, και ισχύν μεγάλην έχεις, ουκ έσται σοι κλήρος είς· 18 ο γάρ δρυμός έσται σοι, ότι δρυμός εστι και εκκαθαριείς αυτόν, και έσται σοι· και όταν εξολοθρεύσης τον Χαναναίον, ότι ίππος επίλεκτος αυτώ εστι, σύ γάρ υπερισχύεις αυτού.
1 ΚΑΙ εξεκκλησιάσθη πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ εις Σηλώ και έπηξαν εκεί την σκηνήν τού μαρτυρίου, και η γη εκρατήθη υπ' αυτών. 2 και κατελείφθησαν οι υιοί Ισραήλ, οί ουκ εκληρονόμησαν, επτά φυλαί. 3 και είπεν Ιησούς τοίς υιοίς Ισραήλ· έως τίνος εκλυθήσεσθε κληρονομήσαι την γήν, ήν έδωκε Κύριος ο Θεός ημών; 4 δότε εξ υμών άνδρας τρεις εκ φυλής, και αναστάντες διελθέτωσαν την γήν και διαγραψάτωσαν αυτήν εναντίον μου, καθά δεήσει διελείν αυτήν (και διήλθοσαν προς αυτόν, 5 και διείλεν αυτοίς επτά μερίδας). Ιούδας στήσεται αυτοίς όριον από λιβός, και οι υιοί Ιωσήφ στήσονται αυτοίς από βορρά. 6 υμείς δε μερίσατε την γήν επτά μερίδας και ενέγκατε ώδε προς με, και εξοίσω υμίν κλήρον έναντι Κυρίου τού Θεού ημών. 7 ου γάρ εστι μερίς τοίς υιοίς Λευί εν υμίν, ιερατεία γάρ Κυρίου μερίς αυτού· και Γάδ και Ρουβήν και το ήμισυ φυλής Μανασσή ελάβοσαν την κληρονομίαν αυτών πέραν τού Ιορδάνου επ' ανατολάς, ήν έδωκεν αυτοίς Μωυσής ο παίς Κυρίου. 8 και αναστάντες οι άνδρες επορεύθησαν, και ενετείλατο Ιησούς τοίς ανδράσι τοίς πορευομένοις χωροβατήσαι την γήν λέγων· πορεύεσθε και χωροβατήσατε την γήν και παραγενήθητε προς με, και ώδε εξοίσω υμίν κλήρον έναντι Κυρίου εν Σηλώ. 9 και επορεύθησαν και εχωροβάτησαν την γήν και είδοσαν αυτήν και έγραψαν αυτήν κατά πόλεις, επτά μερίδας εις βιβλίον, και ήνεγκαν προς Ιησούν.
10 και ενέβαλεν αυτοίς Ιησούς κλήρον εν Σηλώ έναντι Κυρίου. 11 Καί εξήλθεν ο κλήρος φυλής Βενιαμίν πρώτος κατά δήμους αυτών, και εξήλθεν όρια τού κλήρου αυτών ανά μέσον υιών Ιούδα και ανά μέσον των υιών Ιωσήφ. 12 και εγενήθη αυτών τα όρια από βορρά, από τού Ιορδάνου προσαναβήσεται τα όρια κατά νώτου Ιεριχώ από βορρά και αναβήσεται επί το όρος επί την θάλασσαν, και έσται αυτού η διέξοδος η Μαβδαρίτις Βαιθών, 13 και διελεύσεται εκείθεν τα όρια Λουζά επί νώτου Λουζά από λιβός (αύτη εστί Βαιθήλ), και καταβήσεται τα όρια Μααταρωθορέχ επί την ορεινήν, ή εστι προς λίβα Βαιθωρών η κάτω, 14 και διελεύσεται τα όρια και περιελεύσεται επί το μέρος το βλέπον παρά θάλασσαν από λιβός από τού όρους επί πρόσωπον Βαιθωρών λίβα, και έσται αυτού η διέξοδος εις Καριαθβάαλ (αύτη εστί Καριαθιαρίν, πόλις υιών Ιούδα)· τούτό εστι το μέρος το προς θάλασσαν. 15 και μέρος το προς λίβα από μέρους Καριαθβάαλ, και διελεύσεται όρια εις Γασίν επί πηγήν ύδατος Ναφθώ, 16 και καταβήσεται τα όρια επί μέρους τού όρους, ό εστι κατά πρόσωπον νάπης Οννάμ, ό εστιν εκ μέρους Εμεκραφαίν από βορρά, και καταβήσεται Γαίεννα επί νώτον Ιεβουσαί από λιβός και καταβήσεται επί πηγήν Ρωγήλ 17 και διελεύσεται επί πηγήν Βαιθσαμύς και παρελεύσεται επί Γαλιλώθ, ή εστιν απέναντι προς ανάβασαιν Αιθαμίν, και καταβήσεται επί λίθον Βαιών υιών Ρουβήν 18 και διελεύσεται κατά νώτου Βαιθάραβα από βορρά, και καταβήσεται επί τα όρια επί νώτον θάλασσαν από βορρά, 19 και έσται η διέξοδος των ορίων επί λοφιάν της θαλάσσης των αλών επί βορράν εις μέρος τού Ιορδάνου από λιβός· ταύτα τα όριά εστιν από λιβός.
20 και ο Ιορδάνης οριεί από μέρους ανατολών. αύτη η κληρονομία υιών Βενιαμίν, τα όρια αυτής κύκλω κατά δήμους. 21 και εγενήθησαν αι πόλεις των υιών Βενιαμίν κατά δήμους αυτών Ιεριχώ και Βεθεγαιώ και Αμεκασίς, 22 και Βαιθαβαρά και Σαρά και Βησανά 23 και Αιείν και Φαρά και Εφραθά 24 και Καραφά και Κεφιρά και Μονί και Γαβαά, πόλεις δώδεκα και αι κώμαι αυτών· 25 Γαβαών και Ραμά και Βεηρωθά 26 και Μασσημά και Μιρών και Αμωκή 27 και Φιρά και Καφάν και Νακάν και Σεληκάν και Θαρεηλά 28 και Ιεβούς (αύτη εστίν Ιερουσαλήμ) και Γαβαωθιαρίμ, πόλεις δεκατρείς και αι κώμαι αυτών. αύτη η κληρονομία υιών Βενιαμίν κατά δήμους αυτών.
1 ΚΑΙ εξήλθεν ο δεύτερος κλήρος των υιών Συμεών, και εγενήθη η κληρονομία αυτών αναμέσον κλήρων υιών Ιούδα. 2 και εγενήθη ο κλήρος αυτών Βηρσαβεέ και Σαμαά και Κωλαδάμ 3 και Αρσωλά και Βωλά και Ασόμ 4 και Ελθουλά και Βουλά και Ερμά 5 και Σικελάκ και Βαιθμαχερέβ και Σαρσουσίν 6 και Βαθαρώθ και οι αγροί αυτών, πόλεις δεκατρείς και αι κώμαι αυτών· 7 Ερεμμών και Θαλχά και Εθέρ και Ασάν, πόλεις τέσσαρες και αι κώμαι αυτών 8 κύκλω των πόλεων αυτών έως Βαρέκ πορευομένων Βαμέθ κατά λίβα. αύτη η κληρονομία φυλής υιών Συμεών κατά δήμους αυτών. 9 από τού κλήρου τού Ιούδα η κληρονομία φυλής υιών Συμεών, ότι εγενήθη η μερίς υιών Ιούδα μείζων της αυτών και εκληρονόμησαν οι υιοί Συμεών εν μέσω τού κλήρου αυτών.
10 Καί εξήλθεν ο κλήρος ο τρίτος τώ Ζαβουλών κατά δήμους αυτών. έσται τα όρια της κληρονομίας αυτών Εσεδεκγωλά· όρια αυτών 11 η θάλασσα και Μαραγγιλά και συνάψει επί Βαιθάραβα εις την φάραγγα, ή εστι κατά πρόσωπον Ιεκμάν, 12 και ανέστρεψεν από Σεδδούκ εξ εναντίας από ανατολών Βαιθσαμύς επί τα όρια Χασελωθαίθ και διελεύσεται επί Δαβιρώθ και προσαναβήσεται επί Φαγγαί 13 και εκείθεν περιελεύσεται εξ εναντίας επ' ανατολάς επί Γεβερέ, επί πόλιν Κατασέμ, και διελεύσεται επί Ρεμμωνά Αμαθάρ Αοζά 14 και περιελεύσεται όρια επί βορράν επί Αμώθ, και έσται η διέξοδος αυτών επί Γαιφαήλ 15 και Κατανάθ και Ναβαάλ και Συμοών και Ιεριχώ και Βαιθμάν. 16 αύτη η κληρονομία της φυλής υιών Ζαβουλών κατά δήμους αυτών, πόλεις και αι κώμαι αυτών. 17 Καί τώ Ισσάχαρ εξήλθεν ο κλήρος ο τέταρτος. 18 και εγενήθη τα όρια αυτών Ιαζήλ και Χασαλώθ και Σουνάμ 19 και Αγίν και Σιωνά και Ρεηρώθ
20 και Αναχερέθ και Δαβιρών και Κισών και Ρεβές 21 και Ρεμμάς και Ιεών και Τομμάν και Αιμαρέκ και Βηρσαφής, 22 και συνάψει τα όρια επί Γαιθβώρ και επί Σαλίμ κατά θάλασσαν και Βαιθσαμύς, και έσται αυτού η διέξοδος των ορίων ο Ιορδάνης. 23 αύτη η κληρονομία φυλής υιών Ισσάχαρ κατά δήμους αυτών, αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 24 Καί εξήλθεν ο κλήρος ο πέμπτος Ασήρ κατά δήμους αυτών. 25 και εγενήθη τα όρια αυτών Εξελεκέθ και Αλέφ και Βαιθόκ και Κεάφ 26 και Ελιμελέχ και Αμιήλ και Μαασά και συνάψει τώ Καρμήλω κατά θάλασσαν και τώ Σιών και Λαβανάθ 27 και επιστρέψει από ανατολών ηλίου και Βαιθεγενέθ και συνάψει τώ Ζαβουλών και Εκγαί και Φθαιήλ κατά βορράν, και εισελεύσεται όρια Σαφθαιβαιθμέ και Ιναήλ και διελεύσεται εις Χωβαμασομέλ 28 και Ελβών και Ραάβ και Εμεμαών και Κανθάν έως Σιδώνος της μεγάλης, 29 και αναστρέψει τα όρια εις Ραμά και έως πηγής Μασφασσάτ και των Τυρίων, και αναστρέψει τα όρια επί Ιασίφ, και έσται η διέξοδος αυτού η θάλασσα και Απολέβ και Εχοζόβ
30 και Αρχόβ και Αφέκ και Ρααύ. 31 αύτη η κληρονομία φυλής υιών Ασήρ κατά δήμους αυτών, πόλεις και αι κώμαι αυτών. 32 Καί τώ Νεφθαλί εξήλθεν ο κλήρος ο έκτος. 33 και εγενήθη τα όρια αυτών Μοολάμ και Μωλά και Βεσεμιίν και Αρμέ και Ναβόκ και Ιεφθαμαί έως Δωδάμ, και εγενήθησαν αι διέξοδοι αυτού Ιορδάνης· 34 και επιστρέψει τα όρια επί θάλασσαν Ενάθ Θαβώρ και διελεύσεται εκείθεν Ιακανά και συνάψει τώ Ζαβουλών από νώτου και Ασήρ συνάψει κατά θάλασσαν, και ο Ιορδάνης από ανατολών ηλίου. 35 και αι πόλεις τειχήρεις των Τυρίων, Τύρος και Ωμαθά, Δακέθ και Κενερέθ 36 και Αρμαίθ και Αραήλ και Ασώρ 37 και Κάδες και Ασσαρί και πηγή Ασόρ 38 και Κερωέ και Μεγαλά Αρίμ και Βαιθθαμέ και Θεσσαμύς. 39 αύτη η κληρονομία φυλής υιών Νεφθαλί.
40 Καί τώ Δάν εξήλθεν ο κλήρος ο έβδομος. 41 και εγενήθη τα όρια αυτών Σαράθ και Ασά και πόλεις Σαμμάυς 42 και Σαλαμίν και Αμμών και Σιλαθά 43 και Ελών και Θαμναθά και Ακκαρών 44 και Αλκαθά και Βεγεθών και Γεβεελάν 45 και Αζώρ και Βαναιβακάτ και Γεθρεμών, 46 και από θαλάσσης Ιεράκων όριον πληρίον Ιόππης. 47 αύτη η κληρονομία φυλής υιών Δάν κατά δήμους αυτών, αι πόλεις αυτών και αι κώμαι αυτών. και ουκ εξέθλιψαν οι υιοί Δάν τον Αμορραίον τον θλίβοντα αυτούς εν τώ όρει· και ουκ είων αυτούς οι Αμορραίοι καταβήναι εις την κοιλάδα και έθλιψαν απ' αυτών το όριον της μερίδος αυτών. 48 και επορεύθησαν οι υιοί Δάν και επολέμησαν την Λαχίς και κατελάβοντο αυτήν και επάταξαν αυτήν εν στόματι μαχαίρας και κατώκησαν αυτήν και εκάλεσαν το όνομα αυτής Λασενδάκ και ο Αμορραίος υπέμεινε τού κατοικείν εν Ελώμ και εν Σαλαμίν· και εβαρύνθη η χείρ τού Εφραίμ επ' αυτούς, και εγένοντο αυτοίς εις φόρον. 49 Καί επορεύθησαν εμβατεύσαι την γήν κατά το όριον αυτών. και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ κλήρον τώ Ιησοί τώ υιώ Ναυή εν αυτοίς
50 διά προστάγματος τού Θεού· και έδωκαν αυτώ την πόλιν, ήν ητήσατο, Θαμνασαράχ, ή εστιν εν τώ όρει Εφραίμ· και ωκοδόμησε την πόλιν και κατώκει εν αυτή. 51 αύται αι διαιρέσεις ας κατεκληρονόμησεν Ελεάζαρ ο ιερεύς και Ιησούς ο τού Ναυή και οι άρχοντες των πατριών εν ταίς φυλαίς Ισραήλ κατά κλήρους εν Σηλώ, έναντι Κυρίου, παρά τας θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου· και επορεύθησαν εμβατεύσαι την γήν.
1 ΚΑΙ ελάλησε Κύριος τώ Ιησοί λέγων· 2 λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων· δότε τας πόλεις των φυγαδευτηρίων, ας είπα προς υμάς διά Μωυσή. 3 φυγαδευτήριον τώ φονευτή τώ πατάξαντι ψυχήν ακουσίως, και έσονται υμίν αι πόλεις φυγαδευτήριον, και ουκ αποθανείται ο φονευτής υπό τού αγχιστεύοντος το αίμα, έως αν καταστή εναντίον της συναγωγής εις κρίσιν*[( Εκ τού κώδ. Α) 4 Καί φεύξεται εις μίαν των πόλεων τούτων και στήσεται επί την θύραν της πόλεως και λαλήσει εν τοίς ωσί των πρεσβυτέρων της πόλεως εκείνης τους λόγους τούτους και επιστρέψουσιν αυτόν η συναγωγή προς αυτούς και δώσουσιν αυτώ τόπον και κατοικήσει μετ' αυτών 5 και ότι διώξεται ο αγχιστεύων το αίμα οπίσω αυτού και ου συγκλείσουσι τον φονεύσαντα εν τή χειρί αυτού, ότι ουκ ειδώς επάταξε τον πλησίον αυτού και ου μισών αυτός αυτόν απ' εχθές και της τρίτης 6 και κατοικήσει εν τή πόλει εκείνη έως στή κατά πρόσωπον της συναγωγής εις κρίσιν έως αποθάνη ο ιερεύς ο μέγας, ός έσται εν ταίς ημέραις εκείναις· τότε επιστρέψει ο φονεύσας και ελεύσεται εις την πόλιν αυτού και προς τον οίκον αυτού και προς πόλιν όθεν έφυγεν εκείθεν.]. 7 και διέστειλε την Κάδης εν τή Γαλιλαία εν τώ όρει τώ Νεφθαλί και Συχέμ εν τώ όρει τώ Εφραίμ και την πόλιν Αρβόκ (αύτη εστί Χεβρών) εν τώ όρει τώ Ιούδα. 8 και εν τώ πέραν τού Ιορδάνου έδωκε Βοσόρ εν τή ερήμω εν τώ πεδίω από της φυλής Ρουβήν και Αρημώθ εν τή Γαλαάδ εκ της φυλής Γάδ, και την Γαυλών εν τή Βασανίτιδι εκ της φυλής Μανασσή. 9 αύται αι πόλεις αι επίκλητοι τοίς υιοίς Ισραήλ και τώ προσηλύτω τώ προσκειμένω εν αυτοίς καταφυγείν εκεί παντί παίοντι ψυχήν ακουσίως, ίνα μη αποθάνη εν χειρί τού αγχιστεύοντος το αίμα, έως αν καταστή έναντι της συναγωγής εις κρίσιν.
1 ΚΑΙ προσήλθοσαν οι αρχιπατριώται των υιών Λευί προς Ελεάζαρ τον ιερέα και Ιησούν τον τού Ναυή και προς τους αρχιφύλους πατριών εκ των φυλών Ισραήλ 2 και είπον προς αυτούς εν Σηλώ εν γη Χαναάν λέγοντες· ενετείλατο Κύριος εν χειρί Μωυσή δούναι ημίν πόλεις κατοικείν και τα περισπόρια τοίς κτήνεσιν ημών. 3 και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ τοίς λευίταις εν τώ κατακληρονομείν διά προστάγματος Κυρίου τας πόλεις και τα περισπόρια αυτών. 4 και εξήλθεν ο κλήρος τώ δήμω Καάθ, και εγένετο τοίς υιοίς Ααρών τοίς ιερεύσι τοίς Λευίταις από φυλής Ιούδα και από φυλής Συμεών και από φυλής Βενιαμίν κληρωτί πόλεις δεκατρείς· 5 και τοίς υιοίς Καάθ καταλελειμμένοις εκ της φυλής Εφραίμ και εκ της φυλής Δάν και από τού ημίσους φυλής Μανασσή κληρωτί πόλεις δέκα· 6 και τοίς υιοίς Γεδσών από της φυλής Ισσάχαρ και από της φυλής Ασήρ και από της φυλής Νεφθαλί και από τού ημίσους φυλής Μανασσή εν τή Βασάν πόλεις δεκατρείς· 7 και τοίς υιοίς Μεραρί κατά δήμους αυτών από φυλής Ρουβήν και από φυλής Γάδ και από φυλής Ζαβουλών κληρωτί πόλεις δώδεκα. 8 και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ τοίς Λευίταις τας πόλεις και τα περισπόρια αυτών, ον τρόπον ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή, κληρωτί. 9 και έδωκεν η φυλή υιών Ιούδα και η φυλή υιών Συμεών και από της φυλής υιών Βενιαμίν τας πόλεις ταύτας, και επεκλήθησαν
10 τοίς υιοίς Ααρών από τού δήμου τού Καάθ των υιών Λευί, ότι τούτοις εγενήθη ο κλήρος. 11 και έδωκεν αυτοίς την Καριαθαρβόκ μητρόπολιν των Ενάκ (αύτη εστί Χεβρών) εν τώ όρει Ιούδα· τα δε περισπόρια κύκλω αυτής 12 και τους αγρούς της πόλεως και τας κώμας αυτής έδωκεν Ιησούς τοίς υιοίς Χάλεβ υιού Ιεφοννή εν κατασχέσει· 13 και τοίς υιοίς Ααρών έδωκε την πόλιν φυγαδευτήριον τώ φονεύσαντι, την Χεβρών και τα αφωρισμένα τα σύν αυτή και την Λεμνά και τα αφωρισμένα τα προς αυτή. 14 και την Αιλώμ και τα αφωρισμένα αυτή και την Τεμά και τα αφωρισμένα αυτή 15 και την Γελλά και τα αφωρισμένα αυτή και την Δαβίρ και τα αφωρισμένα αυτή 16 και Ασά και τα αφωρισμένα αυτή και Τανύ και τα αφωρισμένα αυτή και Βαιθσαμύς και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις εννέα παρά των δύο φυλών τούτων. 17 και παρά της φυλής Βενιαμίν την Γαβαών και τα αφωρισμένα αυτή και Γαθέθ και τα αφωρισμένα αυτή 18 και Αναθώθ και τα αφωρισμένα αυτή και Γάμαλα και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις τέσσαρες. 19 πάσαι αι πόλεις υιών Ααρών των ιερέων δεκατρείς.
20 και τοίς δήμοις υιοίς Καάθ τοίς Λευίταις τοίς καταλελειμμένοις από των υιών Καάθ και εγενήθη η πόλις των ιερέων αυτών από φυλής Εφραίμ, 21 και έδωκαν αυτοίς την πόλιν τού φυγαδευτηρίου την τού φονεύσαντος, την Συχέμ και τα αφωρισμένα αυτή και Γάζαρα και τα προς αυτήν και τα αφωρισμένα αυτή 22 και Βαιθωρών και τα αφωρισμένα τα αυτή, πόλεις τέσσαρες. 23 και εκ της φυλής Δάν την Ελκωθαίμ και τα αφωρισμένα αυτή και την Γεθεδάν και τα αφωρισμένα αυτή 24 και Αιλών και τα αφωρισμένα αυτή και την Γεθερεμμών και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις τέσσαρες. 25 και από τού ημίσους φυλής Μανασσή την Τανάχ και τα αφωρισμένα αυτή και την Ιεβαθά και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις δύο. 26 πάσαι πόλεις δέκα και τα αφωρισμένα αυτή τα προς αυταίς τοίς δήμοις υιών Καάθ τοίς υπολελειμμένοις. 27 και τοίς υιοίς Γεδσών τοίς Λευίταις εκ τού ημίσους φυλής Μανασσή τας πόλεις τας αφωρισμένας τοίς φονεύσασι, την Γαυλών εν τή Βασανίτιδι και τα αφωρισμένα αυτή και την Βοσοράν και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις δύο. 28 και εκ της φυλής Ισσάχαρ την Κισών και τα αφωρισμένα αυτή και την Δεββά και τα αφωρισμένα αυτή 29 και την Ρεμμάθ και τα αφωρισμένα αυτή και Πηγήν γραμμάτων και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις τέσσαρες.
30 και εκ της φυλής Ασήρ την Βασελλάν και τα αφωρισμένα αυτή και την Δαββών και τα αφωρισμένα αυτή 31 και Χελκάτ και τα αφωρισμένα αυτή και την Ραάβ και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις τέσσαρες. 32 και εκ της φυλής Νεφθαλί την πόλιν την αφωρισμένην τώ φονεύσαντι, την Κάδης εν τή Γαλιλαία και τα αφωρισμένα αυτή και την Εμμάθ και τα αφωρισμένα αυτή και Θεμμών και τα αφωρισμένα αυτή, πόλεις τρεις. 33 πάσαι αι πόλεις τού Γεδσών κατά δήμους αυτών πόλεις δεκατρείς. 34 και τώ δήμω υιών Μεραρί τοίς Λευίταις τοίς λοιποίς εκ της φυλής Ζαβουλών την Μαάν και τα περισπόρια αυτής και την Κάδης και τα περισπόρια αυτής 35 και Σελλά και τα περισπόρια αυτής, πόλεις τρεις. 36 και πέραν τού Ιορδάνου τού κατά Ιεριχώ εκ της φυλής Ρουβήν, την πόλιν το φυγαδευτήριον τού φονεύσαντος, την Βοσόρ εν τή ερήμω τή Μισώρ και τα περισπόρια αυτής και την Ιαζήρ και τα περισπόρια αυτής 37 και την Δεκμών και τα περισπόρια αυτής και την Μαφά και τα περισπόρια αυτής, πόλεις τέσσαρες. 38 και από φυλής Γάδ την πόλιν το φυγαδευτήριον τού φονεύσαντος, την Ραμώθ εν τή Γαλαάδ και τα περισπόρια αυτής και την Καμίν και τα περισπόρια αυτής 39 και την Εσεβών και τα περισπόρια αυτής και την Ιαζήρ και τα περισπόρια αυτής, πάσαι αι πόλεις τέσσαρες.
40 πάσαι αι πόλεις τοίς υιοίς Μεραρί κατά δήμους αυτών των καταλελειμμένων από της φυλής της Λευί· και εγενήθη τα όρια πόλεις δεκαδύο. 41 πάσαι αι πόλεις των Λευιτών εν μέσω κατασχέσεως υιών Ισραήλ τεσσαράκοντα οκτώ πόλεις και τα περισπόρια αυτών κύκλω των πόλεων τούτων, 42 πόλις και τα περισπόρια κύκλω της πόλεως πάσαις ταίς πόλεσι ταύταις. 42α Καί συνετέλεσεν Ιησούς διαμερίσας την γήν εν τοίς ορίοις αυτών. 42β και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ μερίδα τώ Ιησοί κατά πρόσταγμα Κυρίου· έδωκαν αυτώ την πόλιν, ήν ητήσατο· την Θαμνασαράχ έδωκαν αυτώ εν τώ όρει Εφραίμ. 42γ και ωκοδόμησεν Ιησούς την πόλιν και ώκησεν εν αυτή. 42δ και έλαβεν Ιησούς τας μαχαίρας τας πετρίνας, εν αίς περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ τους γενομένους εν τή οδώ εν τή ερήμω, και έθηκεν αυτάς εν Θαμνασαράχ. 43 Καί έδωκε Κύριος τώ Ισραήλ πάσαν την γήν, ήν ώμοσε δούναι τοίς πατράσιν αυτών, και κατεκληρονόμησαν αυτήν και κατώκησαν εν αυτή. 44 και κατέπαυσεν αυτούς Κύριος κυκλόθεν, καθά ώμοσε τοίς πατράσιν αυτών· ουκ αντέστη ουθείς κατενώπιον αυτών από πάντων των εχθρών αυτών· πάντας τους εχθρούς αυτών παρέδωκε Κύριος εις τας χείρας αυτών. 45 ου διέπεσεν από πάντων των ρημάτων των καλών, ών ελάλησε Κύριος τοίς υιοίς Ισραήλ· πάντα παρεγένετο.
1 ΤΟΤΕ συνεκάλεσεν Ιησούς τους υιούς Ρουβήν και τους υιούς Γάδ και το ήμισυ φυλής Μανασσή 2 και είπεν αυτοίς· υμείς ακηκόατε πάντα, όσα ενετείλατο υμίν Μωυσής ο παίς Κυρίου, και υπηκούσατε της φωνής μου κατά πάντα όσα ενετειλάμην υμίν. 3 ουκ εγκαταλελοίπατε τους αδελφούς υμών ταύτας τας ημέρας και πλείους έως της σήμερον ημέρας· εφυλάξασθε την εντολήν Κυρίου τού Θεού υμών. 4 νύν δε κατέπαυσε Κύριος ο Θεός ημών τους αδελφούς ημών, ον τρόπον είπεν αυτοίς· νύν ούν αποστραφέντες απέλθατε εις τους οίκους υμών και εις την γήν της κατασχέσεως υμών, ήν έδωκεν υμίν Μωυσής εν τώ πέραν τού Ιορδάνου. 5 αλλά φυλάξασθε σφόδρα ποιείν τας εντολάς και τον νόμον, ον ενετείλατο ημίν ποιείν Μωυσής ο παίς Κυρίου, αγαπάν Κύριον τον Θεόν ημών, πορεύεσθαι πάσαις ταίς οδοίς αυτού, φυλάξασθαι τας εντολάς αυτού και προσκείσθαι αυτώ και λατρεύειν αυτώ εξ όλης της διανοίας υμών και εξ όλης της ψυχής υμών. 6 και ευλόγησεν αυτούς Ιησούς και εξαπέστειλεν αυτούς, και επορεύθησαν εις τους οίκους αυτών. 7 και τώ ημίσει φυλής Μανασσή έδωκε Μωυσής εν τή Βασανίτιδι, και τώ ημίσει έδωκεν Ιησούς μετά των αδελφών αυτού εν τώ πέραν τού Ιορδάνου παρά την θάλασσαν. και ηνίκα εξαπέστειλεν αυτούς Ιησούς εις τους οίκους αυτών και ευλόγησεν αυτούς, 8 και εν χρήμασι πολλοίς απήλθοσαν εις τους οίκους αυτών, και κτήνη πολλά σφόδρα και αργύριον και χρυσίον και σίδηρον και ιματισμόν πολύν διείλαντο την προνομήν των εχθρών μετά των αδελφών αυτών. 9 Καί επορεύθησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ και το ήμισυ φυλής Μανασσή από των υιών Ισραήλ εκ Σηλώ εν γη Χαναάν απελθείν εις την Γαλαάδ εις γήν κατασχέσεως αυτών, ήν εκληρονόμησαν αυτήν διά προστάγματος Κυρίου εν χειρί Μωυσή.
10 και ήλθον εις Γάλγαλα τού Ιορδάνου, ή εστιν εν γη Χαναάν, και ωκοδόμησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ και το ήμισυ φυλής Μανασσή εκεί βωμόν επί τού Ιορδάνου, βωμόν μέγαν τού ιδείν. 11 και ήκουσαν οι υιοί Ισραήλ λεγόντων· ιδού ωκοδομήκασιν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ και το ήμισυ φυλής Μανασσή βωμόν εφ' ορίων γής Χαναάν επί τού Γαλαάδ τού Ιορδάνου εν τώ πέραν υιών Ισραήλ. 12 και συνηθροίσθησαν πάντες οι υιοί Ισραήλ εις Σηλώ, ώστε αναβάντες εκπολεμήσαι αυτούς. 13 και απέστειλαν οι υιοί Ισραήλ προς τους υιούς Ρουβήν και προς τους υιούς Γάδ και προς τους υιούς ήμισυ φυλής Μανασσή εις γήν Γαλαάδ τον τε Φινεές υιόν Ελεάζαρ υιού Ααρών τού αρχιερέως 14 και δέκα των αρχόντων μετ' αυτού, άρχων είς από οίκου πατριάς από πασών φυλών Ισραήλ· άρχοντες οίκων πατριών εισι, χιλίαρχοι Ισραήλ. 15 και παρεγένοντο προς τους υιούς Ρουβήν και προς τους υιούς Γάδ και προς τους ημίσεις φυλής Μανασσή εις γήν Γαλαάδ και ελάλησαν προς αυτούς λέγοντες· 16 τάδε λέγει πάσα η συναγωγή Κυρίου· τις η πλημμέλεια αύτη, ήν επλημμελήσατε εναντίον τού Θεού Ισραήλ, αποστραφήναι σήμερον από Κυρίου οικοδομήσαντες υμίν εαυτοίς βωμόν, αποστάτας υμάς γενέσθαι από τού Κυρίου; 17 μη μικρόν υμίν το αμάρτημα Φογώρ; ότι ουκ εκαθαρίσθημεν απ' αυτού έως της ημέρας ταύτης και εγενήθη πληγή εν τή συναγωγή Κυρίου. 18 και υμείς απεστράφητε σήμερον από Κυρίου; και έσται εάν αποστήτε σήμερον από Κυρίου, και αύριον επί πάντα Ισραήλ έσται η οργή. 19 και νύν ει μικρά η γη υμών της κατασχέσεως υμών, διάβητε εις την γήν της Κυρίου κατασχέσεως, ού κατασκηνοί εκεί η σκηνή Κυρίου, και κατακληρονομήσατε εν ημίν· και μη από Θεού αποστάται γενήθητε και υμείς μηδ' απόστητε από Κυρίου διά το οικοδομήσαι υμάς βωμόν έξω τού θυσιαστηρίου Κυρίου τού Θεού ημών. 20 ουκ ιδού Άχαρ ο τού Ζαρά πλημμελεία επλημμέλησεν από τού αναθέματος και επί πάσαν συναγωγήν Ισραήλ εγενήθη οργή; και ούτος είς αυτός απέθανε τή εαυτού αμαρτία. 21 Καί απεκρίθησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ και το ήμισυ φυλής Μανασσή και ελάλησαν τοίς χιλιάρχοις Ισραήλ λέγοντες· 22 ο Θεός Θεός Κύριός εστι, και ο Θεός Θεός αυτός οίδε, και Ισραήλ αυτός γνώσεται· ει εν αποστασία επλημμελήσαμεν έναντι τού Κυρίου, μη ρύσαιτο ημάς εν τή ημέρα ταύτη· 23 και ει ωκοδομήσαμεν εαυτοίς βωμόν ώστε αποστήναι από Κυρίου τού Θεού ημών, ώστε αναβιβάσαι επ' αυτόν θυσίαν ολοκαυτωμάτων ή ώστε ποιήσαι επ' αυτού θυσίαν σωτηρίου, Κύριος εκζητήσει. 24 αλλ' ένεκεν ευλαβείας ρήματος εποιήσαμεν τούτο λέγοντες· ίνα μη είπωσιν αύριον τα τέκνα υμών τοίς τέκνοις ημών, τι υμίν και Κυρίω τώ Θεώ Ισραήλ; 25 και όρια έθηκε Κύριος ανά μέσον ημών και υμών τον Ιορδάνην, και ουκ έστιν υμίν μερίς Κυρίου. και απαλλοτριώσουσιν οι υιοί υμών τους υιούς ημών, ίνα μη σέβωνται Κύριον. 26 και είπαμεν ποιήσαι ούτω, τού οικοδομήσαι τον βωμόν τούτον ουχ ένεκεν καρπωμάτων ουδέ ένεκεν θυσιών, 27 αλλ' ίνα ή τούτο μαρτύριον ανά μέσον ημών και υμών και ανά μέσον των γενεών ημών μεθ' ημάς, τού λατρεύειν λατρείαν Κυρίου εναντίον αυτού, εν τοίς καρπώμασιν ημών και εν ταίς θυσίαις ημών και εν ταίς θυσίαις των σωτηρίων ημών· και ουκ ερούσι τα τέκνα υμών τοίς τέκνοις ημών αύριον· ουκ έστιν υμίν μερίς Κυρίου. 28 και είπομεν· εάν γένηταί ποτε και λαλήσωσι προς ημάς και ταίς γενεαίς ημών αύριον, και ερούσιν· ίδετε ομοίωμα τού θυσιαστηρίου Κυρίου, ό εποίησαν οι πατέρες ημών ουχ ένεκεν καρπωμάτων ουδέ ένεκεν θυσιών, αλλά μαρτύριόν εστιν ανά μέσον υμών και ανά μέσον ημών και ανά μέσον των υιών ημών. 29 μη γένοιτο ούν ημάς αποστραφήναι από Κυρίου εν τή σήμερον ημέρα αποστήναι από Κυρίου, ώστε οικοδομήσαι ημάς θυσιαστήριον τοίς καρπώμασι και ταίς θυσίαις Σαλαμίν και τή θυσία τού σωτηρίου, πλήν τού θυσιαστηρίου Κυρίου, ό εστιν εναντίον της σκηνής αυτού.
30 Καί ακούσας Φινεές ο ιερεύς και πάντες οι άρχοντες της συναγωγής Ισραήλ, οί ήσαν μετ' αυτού, τους λόγους, ούς ελάλησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γάδ και το ήμισυ φυλής Μανασσή, και ήρεσεν αυτοίς. 31 και είπε Φινεές ο ιερεύς τοίς υιοίς Ρουβήν και τοίς υιοίς Γάδ και τώ ημίσει φυλής Μανασσή· σήμερον εγνώκαμεν ότι μεθ' ημών Κύριος, διότι ουκ επλημμελήσατε εναντίον Κυρίου πλημμέλειαν και ότι ερρύσασθε τους υιούς Ισραήλ εκ χειρός Κυρίου. 32 και απέστρεψε Φινεές ο ιερεύς και οι άρχοντες από των υιών Ρουβήν και από των υιών Γάδ και από τού ημίσους φυλής Μανασσή εκ της Γαλαάδ εις γήν Χαναάν προς τους υιούς Ισραήλ και απεκρίθησαν αυτοίς τους λόγους, 33 και ήρεσε τοίς υιοίς Ισραήλ. και ελάλησαν προς τους υιούς Ισραήλ, και ευλόγησαν τον Θεόν υιών Ισραήλ και είπαν μηκέτι αναβήναι προς αυτούς εις πόλεμον εξολοθρεύσαι την γήν των υιών Ρουβήν και των υιών Γάδ και τού ημίσους φυλής Μανασσή. και κατώκησαν επ' αυτής. 34 και επωνόμασεν Ιησούς τον βωμόν των Ρουβήν και των Γάδ και τού ημίσους φυλής Μανασσή και είπεν ότι μαρτύριόν εστιν ανά μέσον αυτών, ότι Κύριος ο Θεός αυτών εστι.
1 ΚΑΙ εγένετο μεθ' ημέρας πλείους μετά το καταπαύσαι Κύριον τον Ισραήλ από πάντων των εχθρών αυτού κυκλόθεν, και Ιησούς πρεσβύτερος προβεβηκώς ταίς ημέραις, 2 και συνεκάλεσεν Ιησούς πάντας τους υιούς Ισραήλ και την γερουσίαν αυτών και τους άρχοντας αυτών και τους δικαστάς αυτών και τους γραμματείς αυτών και είπε προς αυτούς· εγώ γεγήρακα και προβέβηκα ταίς ημέραις. 3 υμείς δε εωράκατε όσα εποίησε Κύριος ο Θεός ημών πάσι τοίς έθνεσι τούτοις από προσώπου ημών, ότι Κύριος ο Θεός υμών ο εκπολεμήσας υμίν. 4 ίδετε ότι επέρριφα υμίν τα έθνη τα καταλελειμμένα υμίν ταύτα εν τοίς κλήροις εις τας φυλάς υμών· από τού Ιορδάνου πάντα τα έθνη, ά εξωλόθρευσα, και από της θαλάσσης της μεγάλης οριεί επί δυσμάς ηλίου. 5 Κύριος δε ο Θεός ημών ούτος εξολοθρεύσει αυτούς από προσώπου ημών, έως αν απόλωνται, και αποστελεί αυτοίς τα θηρία τα άγρια, έως αν εξολοθρεύση αυτούς και τους βασιλείς αυτών από προσώπου υμών, και κατακληρονομήσετε την γήν αυτών, καθά ελάλησε Κύριος ο Θεός ημών υμίν. 6 κατισχύσατε ούν σφόδρα φυλάσσειν και ποιείν πάντα τα γεγραμμένα εν τώ βιβλίω τού νόμου Μωυσή, ίνα μη εκκλίνητε εις δεξιά ή ευώνυμα, 7 όπως μη εισέλθητε εις τα έθνη τα καταλελειμμένα ταύτα, και τα ονόματα των θεών αυτών ουκ ονομασθήσεται εν υμίν, ουδέ μη λατρεύσητε ουδέ μη προσκυνήσητε αυτοίς, 8 αλλά Κυρίω τώ Θεώ υμών προσκολληθήσεσθε, καθάπερ εποιήσατε έως της ημέρας ταύτης. 9 και εξολοθρεύσει αυτούς Κύριος από προσώπου υμών έθνη μεγάλα και ισχυρά, και ουδείς αντέστη κατενώπιον ημών έως της ημέρας ταύτης.
10 είς υμών εδίωξε χιλίους, ότι Κύριος ο Θεός ημών ούτος εξεπολέμει υμίν, καθάπερ είπεν ημίν. 11 και φυλάξασθε σφόδρα τού αγαπάν Κύριον τον Θεόν ημών. 12 εάν γάρ αποστραφήτε και προσθήσθε τοίς υπολειφθείσιν έθνεσι τούτοις τοίς μεθ' υμών και επιγαμίας ποιήσητε προς αυτούς και συγκαταμιγήτε αυτοίς και αυτοί υμίν, 13 γινώσκετε ότι ου μη προσθή Κύριος τού εξολοθρεύσαι τα έθνη ταύτα από προσώπου υμών, και έσονται υμίν εις παγίδας και εις σκάνδαλα και εις ήλους εν ταίς πτέρναις υμών και εις βολίδας εν τοίς οφθαλμοίς υμών, έως αν απόλησθε από της γής της αγαθής ταύτης, ήν έδωκεν υμίν Κύριος ο Θεός υμών. 14 εγώ δε αποτρέχω την οδόν, καθά και πάντες οι επί της γής, και γνώσεσθε τή καρδία υμών και τή ψυχή υμών, διότι ουκ έπεσεν είς λόγος από πάντων των λόγων, ών είπε Κύριος ο Θεός ημών προς πάντα τα ανήκοντα ημίν, ου διεφώνησεν εξ αυτών. 15 και έσται ον τρόπον ήκει προς ημάς πάντα τα ρήματα τα καλά, ά ελάλησε Κύριος εφ' υμάς, ούτως επάξει Κύριος ο Θεός εφ' υμάς πάντα τα ρήματα τα πονηρά έως αν εξολοθρεύση υμάς από της γής της αγαθής ταύτης, ής έδωκε Κύριος υμίν, 16 εν τώ παραβήναι υμάς την διαθήκην Κυρίου τού Θεού ημών, ήν ενετείλατο ημίν, και πορευθέντες λατρεύσητε θεοίς ετέροις και προσκυνήσητε αυτοίς.
1 ΚΑΙ συνήγαγεν Ιησούς πάσας φυλάς Ισραήλ εις Σηλώ και συνεκάλεσε τους πρεσβυτέρους αυτών και τους γραμματείς αυτών και τους δικαστάς αυτών και έστησεν αυτούς απέναντι τού Θεού. 2 και είπεν Ιησούς προς πάντα τον λαόν· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· πέραν τού ποταμού παρώκησαν οι πατέρες υμών το απ' αρχής, Θάρα ο πατήρ Αβραάμ και ο πατήρ Ναχώρ, και ελάτρευσαν θεοίς ετέροις. 3 και έλαβον τον πατέρα υμών τον Αβραάμ εκ τού πέραν τού ποταμού και ωδήγησα αυτόν εν πάση τή γη και επλήθυνα αυτού σπέρμα 4 και έδωκα αυτώ τον Ισαάκ, και τώ Ισαάκ τον Ιακώβ και τον Ησαύ· και έδωκα τώ Ησαύ το όρος το Σηείρ κληρονομήσαι αυτώ, και Ιακώβ και οι υιοί αυτού κατέβησαν εις Αίγυπτον και εγένοντο εκεί εις έθνος μέγα και πολύ και κραταιόν. και εκάκωσαν αυτούς οι Αιγύπτιοι, 5 και επάταξε Κύριος την Αίγυπτον εν σημείοις, οίς εποίησεν εν αυτοίς. 6 και μετά ταύτα εξήγαγε τους πατέρας ημών εξ Αιγύπτου, και εισήλθατε εις την θάλασσαν την ερυθράν. και κατεδίωξαν οι Αιγύπτιοι οπίσω των πατέρων ημών εν άρμασι και εν ίπποις εις την θάλασσαν την ερυθράν, 7 και ανεβοήσαμεν προς Κύριον, και έδωκε νεφέλην και γνόφον αναμέσον ημών και αναμέσον των Αιγυπτίων και επήγαγεν επ' αυτούς την θάλασσαν, και εκάλυψεν αυτούς, και είδοσαν οι οφθαλμοί υμών όσα εποίησε Κύριος εν γη Αιγύπτω, και ήτε εν τή ερήμω ημέρας πλείους. 8 και ήγαγεν ημάς εις γήν Αμορραίων των κατοικούντων πέραν τού Ιορδάνου, και παρετάξαντο υμίν και παρέδωκεν αυτούς Κύριος εις τας χείρας υμών, και κατεκληρονομήσατε την γήν αυτών και εξωλοθρεύσατε αυτούς από προσώπου υμών. 9 και ανέστη Βαλάκ ο τού Σεπφώρ βασιλεύς Μωάβ και παρετάξατο τώ Ισραήλ και αποστείλας εκάλεσε τον Βαλαάμ αράσασθαι ημίν·
10 και ουκ ηθέλησε Κύριος ο Θεός σου απολέσαι σε, και ευλογίαις ευλόγησεν υμάς, και εξείλατο υμάς εκ χειρών αυτών, και παρέδωκεν αυτούς. 11 και διέβητε τον Ιορδάνην και παρεγενήθητε εις Ιεριχώ· και επολέμησαν προς ημάς οι κατοικούντες Ιεριχώ, ο Αμορραίος και ο Χαναναίος και ο Φερεζαίος και ο Ευαίος και ο Ιεβουσαίος και ο Χετταίος και ο Γεργεσαίος, και παρέδωκεν αυτούς Κύριος εις τας χείρας υμών. 12 και εξαπέστειλε προτέραν υμών την σφηκιάν, και εξαπέστειλεν αυτούς από προσώπου υμών, δώδεκα βασιλείς των Αμορραίων, ουκ εν τή ρομφαία σου ουδέ εν τώ τόξω σου. 13 και έδωκεν υμίν γήν, εφ' ήν ουκ εκοπιάσατε επ’ αυτής, και πόλεις, ας ουκ ωκοδομήκατε, και κατωκίσθητε εν αυταίς· και αμπελώνας και ελαιώνας, ούς ουκ εφυτεύσατε υμείς, έδεσθε. 14 και νύν φοβήθητε Κύριον, και λατρεύσατε αυτώ εν ευθύτητι και εν δικαιοσύνη και περιέλεσθε τους θεούς τους αλλοτρίους, οίς ελάτρευσαν οι πατέρες ημών εν τώ πέραν τού ποταμού και εν Αιγύπτω, και λατρεύσατε Κυρίω. 15 ει δε μη αρέσκει υμίν λατρεύειν Κυρίω, εκλέξασθε υμίν αυτοίς σήμερον, τίνι λατρεύσητε, είτε τοίς θεοίς των πατέρων υμών, τοίς εν τώ πέραν τού ποταμού, είτε τοίς θεοίς των Αμορραίων, εν οίς υμείς κατοικείτε επί της γής αυτών· εγώ δε και η οικία μου λατρεύσομεν Κυρίω, ότι άγιός εστι. 16 Καί αποκριθείς ο λαός είπε· μη γένοιτο ημίν καταλιπείν Κύριον, ώστε λατρεύειν θεοίς ετέροις. 17 Κύριος ο Θεός ημών, αυτός Θεός εστιν· αυτός ανήγαγεν ημάς και τους πατέρας ημών εξ Αιγύπτου και διεφύλαξεν ημάς εν πάση τή οδώ, ή επορεύθημεν εν αυτή, και εν πάσι τοίς έθνεσιν, ούς παρήλθομεν δι' αυτών. 18 και εξέβαλε Κύριος τον Αμορραίον και πάντα τα έθνη τα κατοικούντα την γήν από προσώπου ημών. αλλά και ημείς λατρεύσομεν Κυρίω· ούτος γάρ Θεός ημών εστι. 19 και είπεν Ιησούς προς τον λαόν· ου μη δύνησθε λατρεύειν Κυρίω, ότι ο Θεός άγιός εστι, και ζηλώσας ούτος ουκ ανήσει τα αμαρτήματα υμών και τα ανομήματα υμών·
20 ηνίκα αν εγκαταλίπητε Κύριον και λατρεύσητε θεοίς ετέροις, και επελθών κακώσει υμάς και εξαναλώσει υμάς ανθ' ών εύ εποίησεν υμάς. 21 και είπεν ο λαός προς Ιησούν· ουχί, αλλά Κυρίω λατρεύσομεν. 22 και είπεν Ιησούς προς τον λαόν· μάρτυρες υμείς καθ' υμών, ότι υμείς εξελέξασθε Κυρίω λατρεύειν αυτώ. 23 και νύν περιέλεσθε τους θεούς τους αλλοτρίους τους εν υμίν και ευθύνατε την καρδίαν υμών προς Κύριον Θεόν Ισραήλ. 24 και είπεν ο λαός προς Ιησούν· Κυρίω λατρεύσομεν και της φωνής αυτού ακουσόμεθα. 25 και διέθετο Ιησούς διαθήκην προς τον λαόν εν τή ημέρα εκείνη και έδωκεν αυτώ νόμον και κρίσιν εν Σηλώ ενώπιον της σκηνής τού Θεού Ισραήλ. 26 και έγραψε τα ρήματα ταύτα εις βιβλίον νόμων τού Θεού· και έλαβε λίθον μέγαν και έστησεν αυτόν Ιησούς υπό την τερέμινθον απέναντι Κυρίου. 27 και είπεν Ιησούς προς τον λαόν· ιδού ο λίθος ούτος έσται εν υμίν εις μαρτύριον, ότι αυτός ακήκοε πάντα τα λεχθέντα αυτώ υπό Κυρίου, ό,τι ελάλησε προς υμάς σήμερον· και ούτος έσται εν υμίν εις μαρτύριον επ' εσχάτων των ημερών, ηνίκα αν ψεύσησθε Κυρίω τώ Θεώ μου. 28 και απέστειλεν Ιησούς τον λαόν, και επορεύθησαν έκαστος εις τον τόπον αυτού. 29 και ελάτρευσεν Ισραήλ τώ Κυρίω πάσας τας ημέρας Ιησού και πάσας τας ημέρας των πρεσβυτέρων, όσοι εφείλκυσαν τον χρόνον μετά Ιησού και όσοι είδοσαν πάντα τα έργα Κυρίου, όσα εποίησε τώ Ισραήλ.
30 Καί εγένετο μετ' εκείνα και απέθανεν Ιησούς υιός Ναυή δούλος Κυρίου εκατόν δέκα ετών. 31 και έθαψαν αυτόν προς τοίς ορίοις τού κλήρου αυτού εν Θαμνασασάχ εν τώ όρει τώ Εφραίμ από βορρά τού όρους Γαάς· εκεί έθηκαν μετ' αυτού εις το μνήμα, εις ό έθαψαν αυτόν εκεί, τας μαχαίρας τας πετρίνας, εν αίς περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ εν Γαλγάλοις, ότε εξήγαγεν αυτούς εξ Αιγύπτου, καθά συνέταξεν αυτοίς Κύριος, και εκεί εισιν έως της σήμερον ημέρας. 32 και τα οστά Ιωσήφ ανήγαγον οι υιοί Ισραήλ εξ Αιγύπτου και κατώρυξαν εν Σικίμοις, εν τή μερίδι τού αγρού, ού εκτήσατο Ιακώβ παρά των Αμορραίων των κατοικούντων εν Σικίμοις αμνάδων εκατόν και έδωκεν αυτήν Ιωσήφ εν μερίδι. 33 και εγένετο μετά ταύτα και Ελεάζαρ υιός Ααρών ο αρχιερεύς ετελεύτησε και ετάφη εν Γαβαάρ Φινεές τού υιού αυτού, ήν έδωκεν αυτώ εν τώ όρει Εφραίμ. εν εκείνη τή ημέρα λαβόντες οι υιοί Ισραήλ την κιβωτόν τού Θεού περιεφέροσαν εν εαυτοίς, και Φινεές ιεράτευσεν αντί Ελεάζαρ τού πατρός αυτού, έως απέθανε και κατωρύγη εν Γαβαάρ τή εαυτού. οι δε υιοί Ισραήλ απήλθοσαν έκαστος εις τον τόπον αυτών και εις την εαυτών πόλιν. και εσέβοντο οι υιοί Ισραήλ την Αστάρτην και Ασταρώθ και τους θεούς των εθνών των κύκλω αυτών· και παρέδωκεν αυτούς Κύριος εις χείρας Εγλώμ τώ βασιλεί Μωάβ, και εκυρίευσεν αυτών έτη δεκαοκτώ.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά την τελευτήν Ιησού και επηρώτων οι υιοί Ισραήλ διά τού Κυρίου λέγοντες· τις αναβήσεται ημίν προς τους Χαναναίους αφηγούμενος τού πολεμήσαι προς αυτούς; 2 και είπε Κύριος· Ιούδας αναβήσεται. ιδού δέδωκα την γήν εν χειρί αυτού. 3 και είπεν Ιούδας τώ Συμεών αδελφώ αυτού· ανάβηθι μετ΄ εμού εν τώ κλήρω μου, και παραταξώμεθα προς τους Χαναναίους, και πορεύσομαι καγώ μετά σού εν τώ κλήρω σου. και επορεύθη μετ’ αυτού Συμεών. 4 και ανέβη Ιούδας, και παρέδωκε Κύριος τον Χαναναίον και τον Φερεζαίον εις τας χείρας αυτών. και έκοψαν αυτούς εν Βεζάκ εις δέκα χιλιάδας ανδρών. 5 και κατέλαβον τον Αδωνιβεζέκ εν τή Βεζέκ και παρετάξαντο προς αυτόν και έκοψαν τον Χαναναίον και Φερεζαίον. 6 και έφυγεν Αδωνιβεζέκ, και κατέδραμον οπίσω αυτού και ελάβοσαν αυτόν και απέκοψαν τα άκρα των χειρών αυτού και τα άκρα τώ ποδών αυτού. 7 και είπεν Αδωνιβεζέκ· εβδομήκοντα βασιλείς τα άκρα των χειρών αυτών και τα άκρα των ποδών αυτών αποκεκομμένοι ήσαν συλλέγοντες τα υποκάτω της τραπέζης μου· καθώς ούν εποίησα, ούτως ανταπέδωκέ μοι ο Θεός. και άγουσιν αυτόν εις Ιερουσαλήμ, και απέθανεν εκεί. 8 Καί επολέμουν υιοί Ιούδα την Ιερουσαλήμ και κατελάβοντο αυτήν και επάταξαν αυτήν εν στόματι ρομφαίας και την πόλιν ενέπρησαν εν πυρί. 9 και μετά ταύτα κατέβησαν οι υιοί Ιούδα πολεμήσαι προς τον Χαναναίον τον κατοικούντα την ορεινήν και το νότιον και την πεδινήν.
10 και επορεύθη Ιούδας προς τον Χαναναίον τον κατοικούντα εν Χεβρών, και εξήλθε Χεβρών εξ εναντίας· και το όνομα ήν Χεβρών το πρότερον Καριαθαρβοκσεφέρ. και επάταξαν τον Σεσσί και Αχιναάν και Θολμί, γεννήματα τού Ενάκ. 11 και ανέβησαν εκείθεν προς τους κατοικούντας Δαβίρ· το δε όνομα της Δαβίρ ήν έμπροσθεν Καριαθσεφάρ, Πόλις γραμμάτων. 12 και είπε Χάλεβ· ός αν πατάξη την Πόλιν των γραμμάτων και προκαταλάβηται αυτήν, δώσω αυτώ την Ασχά θυγατέρα μου εις γυναίκα. 13 και προκατελάβετο αυτήν Γοθονιήλ υιός Κενέζ αδελφού Χάλεβ ο νεώτερος, και έδωκεν αυτώ Χάλεβ την Ασχά θυγατέρα αυτού εις γυναίκα. 14 και εγένετο εν τή εισόδω αυτής και επέσεισεν αυτήν Γοθονιήλ τού αιτήσαι παρά τού πατρός αυτής αγρόν, και εγόγγυζε και έκραξεν από τού υποζυγίου· εις γήν νότου εκδέδοσαί με. και είπεν αυτή Χάλεβ· τι εστί σοι; 15 και είπεν αυτώ Ασχά· δός δή μοι ευλογίαν, ότι εις γήν νότου εκδέδοσαί με, και δώσεις μοι λύτρωσιν ύδατος. και έδωκεν αυτή Χάλεβ κατά την καρδίαν αυτής λύτρωσιν μετεώρων και λύτρωσιν ταπεινών. 16 Καί οι υιοί Ιοθόρ τού Κιναίου τού γαμβρού Μωυσή ανέβησαν εκ πόλεως των φοινίκων μετά των υιών Ιούδα εις την έρημον την ούσαν εν τώ νότω Ιούδα, ή εστιν επί καταβάσεως Αράδ, και κατώκησαν μετά τού λαού. 17 και επορεύθη Ιούδας μετά Συμεών τού αδελφού αυτού και έκοψε τον Χαναναίον τον κατοικούντα Σεφέκ· και εξωλόθρευσεν αυτούς, και εκάλεσε το όνομα της πόλεως Ανάθεμα. 18 και ουκ εκληρονόμησεν Ιούδας την Γάζαν ουδέ τα όρια αυτής, ουδέ την Ασκάλωνα ουδέ τα όρια αυτής, ουδέ την Ακκαρών ουδέ τα όρια αυτής, την Άζωτον ουδέ τα περισπόρια αυτής. 19 και ήν Κύριος μετά Ιούδα και εκληρονόμησε το όρος, ότι ουκ ηδυνάσθησαν εξολοθρεύσαι τους κατοικούντας την κοιλάδα, ότι Ρηχάβ διεστείλατο αυτοίς.
20 και έδωκαν τώ Χάλεβ την Χεβρών, καθώς ελάλησε Μωυσής, και εκληρονόμησεν εκείθεν τας τρεις πόλεις των υιών Ενάκ. 21 και τον Ιεβουσαίον τον κατοικούντα εν Ιερουσαλήμ ουκ εκληρονόμησαν οι υιοί Βενιαμίν, και κατώκησεν ο Ιεβουσαίος μετά των υιών Βενιαμίν εν Ιερουσαλήμ έως της ημέρας ταύτης. 22 και ανέβησαν οι υιοί Ιωσήφ και γε αυτοί εις Βαιθήλ, και Κύριος ήν μετ’ αυτών. 23 και παρενέβαλον και κατεσκέψαντο Βαιθήλ· το δε όνομα της πόλεως ήν έμπροσθεν Λουζά. 24 και είδον οι φυλάσσοντες, και ιδού ανήρ εξεπορεύετο εκ της πόλεως· και έλαβον αυτόν και είπον αυτώ· δείξον ημίν της πόλεως την είσοδον, και ποιήσομεν μετά σού έλεος. 25 και έδειξεν αυτοίς την είσοδον της πόλεως, και επάταξαν την πόλιν εν στόματι ρομφαίας, τον δε άνδρα και την συγγένειαν αυτού εξαπέστειλαν. 26 και επορεύθη ο ανήρ εις γήν Χεττίν και ωκοδόμησεν εκεί πόλιν και εκάλεσε το όνομα αυτής Λουζά· τούτο όνομα αυτής έως της ημέρας ταύτης. 27 και ουκ εξήρε Μανασσή την Βαιθσάν, ή εστι Σκυθών πόλις, ουδέ τας θυγατέρας αυτής ουδέ τα περίοικα αυτής ουδέ την Θανάκ ουδέ τας θυγατέρας αυτής, ουδέ τους κατοικούντας Δώρ ουδέ τας θυγατέρας αυτής, ουδέ τον κατοικούντα Βαλάκ ουδέ τα περίοικα αυτής ουδέ τας θυγατέρας αυτής, ουδέ τους κατοικούντας Μαγεδώ ουδέ τα περίοικα αυτής και τας θυγατέρας αυτής, ουδέ τους κατοικούντας Ιεβλαάμ ουδέ τα περίοικα αυτής ουδέ τας θυγατέρας αυτής· και ήρξατο ο Χαναναίος κατοικείν εν τή γη ταύτη. 28 και εγένετο ότε ενίσχυσεν Ισραήλ, και εποίησε τον Χαναναίον εις φόρον και εξαίρων ουκ εξήρεν αυτόν. 29 και Εφραίμ ουκ εξήρε τον Χαναναίον τον κατοικούντα εν Γαζέρ· και κατώκησεν ο Χαναναίος εν μέσω αυτού εν Γαζέρ και εγένετο εις φόρον.
30 και Ζαβουλών ουκ εξήρε τους κατοικούντας Κέδρων, ουδέ τους κατοικούντας Δωμανά· και κατώκησεν ο Χαναναίος εν μέσω αυτών και εγένετο αυτώ εις φόρον. 31 και Ασήρ ουκ εξήρε τους κατοικούντας Ακχώ, και εγένετο αυτώ εις φόρον, και τους κατοικούντας Δώρ και τους κατοικούντας Σιδώνα και τους κατοικούντας Ααλάφ, τον Ασχαζί και τον Χελβά και τον Ναί και τον Ερεώ. 32 και κατώκησεν ο Ασήρ εν μέσω τού Χαναναίου τού κατοικούντος την γήν, ότι ουκ ηδυνήθη εξάραι αυτόν. 33 και Νεφθαλί ουκ εξήρε τους κατοικούντας Βαιθσαμύς και τους κατοικούντας Βαιθανάθ, και κατώκησε Νεφθαλί εν μέσω τού Χαναναίου τού κατοικούντος την γήν· οι δε κατοικούντες Βαιθσαμύς και την Βαιθενέθ εγένοντο αυτοίς εις φόρον. 34 και εξέθλιψεν ο Αμορραίος τους υιούς Δάν εις το όρος, ότι ουκ αφήκαν αυτόν καταβήναι εις την κοιλάδα. 35 και ήρξατο ο Αμορραίος κατοικείν εν τώ όρει τώ οστρακώδει, εν ώ αι άρκοι και εν ώ αι αλώπεκες, εν τώ Μυρσινώνι και εν Θαλαβίν· και εβαρύνθη η χείρ οίκου Ιωσήφ επί τον Αμορραίον, και εγενήθη αυτοίς εις φόρον. 36 και το όριον τού Αμορραίου από της αναβάσεως Ακραβίν από της Πέτρας και επάνω.
1 ΚΑΙ ανέβη άγγελος Κυρίου από Γαλγάλ επί τον Κλαυθμώνα και επί Βαιθήλ και επί τον οίκον Ισραήλ και είπε προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· ανεβίβασα υμάς εξ Αιγύπτου και εισήγαγον υμάς εις την γήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν υμών, και είπα· ου διασκεδάσω την διαθήκην μου την μεθ’ υμών εις τον αιώνα· 2 και υμείς ου διαθήσεσθε διαθήκην τοίς εγκαθημένοις εις την γήν ταύτην, ουδέ τοίς θεοίς αυτών προσκυνήσετε, αλλά τα γλυπτά αυτών συντρίψετε, τα θυσιαστήρια αυτών καθελείτε. και ουκ εισηκούσατε της φωνής μου, ότι ταύτα εποιήσατε. 3 καγώ είπον· ου μη εξάρω αυτούς εκ προσώπου υμών, και έσονται υμίν εις συνοχάς, και οι θεοί αυτών έσονται υμίν εις σκάνδαλον. 4 και εγένετο ως ελάλησεν ο άγγελος Κυρίου τους λόγους τούτους προς πάντας υιούς Ισραήλ, και επήραν ο λαός την φωνήν αυτών και έκλαυσαν. 5 και επωνόμασαν το όνομα τού τόπου εκείνου, Κλαυθμώνες· και εθυσίασαν εκεί τώ Κυρίω. 6 Καί εξαπέστειλεν Ιησούς τον λαόν, και ήλθεν ανήρ εις την κληρονομίαν αυτού κατακληρονομήσαι την γήν. 7 και εδούλευσεν ο λαός τώ Κυρίω πάσας τας ημέρας Ιησού και πάσας τας ημέρας των πρεσβυτέρων, όσοι εμακροημέρευσαν μετά Ιησού, όσοι έγνωσαν πάν το έργον Κυρίου το μέγα, ό εποίησεν εν τώ Ισραήλ. 8 και ετελεύτησεν Ιησούς υιός Ναυή δούλος Κυρίου, υιός εκατόν δέκα ετών. 9 και έθαψαν αυτόν εν ορίω της κληρονομίας αυτού εν Θαμναθαρές, εν όρει Εφραίμ από βορρά τού όρους Γαάς.
10 και γε πάσα η γενεά εκείνη προσετέθησαν προς τους πατέρας αυτών, και ανέστη γενεά ετέρα μετ’ αυτούς, οί ουκ έγνωσαν τον Κύριον και γε το έργον, ό εποίησεν εν τώ Ισραήλ. 11 Καί εποίησαν οι υιοί Ισραήλ το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και ελάτρευσαν τοίς Βααλίμ. 12 και εγκατέλιπον τον Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών τον εξαγαγόντα αυτούς εκ γής Αιγύπτου και επορεύθησαν οπίσω θεών ετέρων από των θεών των εθνών των περικύκλω αυτών και προσεκύνησαν αυτοίς και παρώργισαν τον Κύριον 13 και εγκατέλιπον αυτόν και ελάτρευσαν τώ Βάαλ και ταίς Αστάρταις. 14 και ωργίσθη θυμώ Κύριος εν τώ Ισραήλ και παρέδωκεν αυτούς εις χείρας προνομευόντων, και κατεπρονόμευσαν αυτούς· και απέδοτο αυτούς εν χερσί των εχθρών αυτών κυκλόθεν, και ουκ ηδυνήθησαν έτι αντιστήναι κατά πρόσωπον των εχθρών αυτών. 15 εν πάσιν, οίς επορεύοντο, και χείρ Κυρίου ήν επ’ αυτούς εις κακά, καθώς ελάλησε Κύριος και καθώς ώμοσε Κύριος αυτοίς, και εξέθλιψεν αυτούς σφόδρα. 16 και ήγειρε Κύριος κριτάς, και έσωσεν αυτούς Κύριος εκ χειρός των προνομευόντων αυτούς. και γε των κριτών ουχ υπήκουσαν, 17 ότι εξεπόρνευσαν οπίσω θεών ετέρων και προσεκύνησαν αυτοίς· και εξέκλιναν ταχύ εκ της οδού, ής επορεύθησαν οι πατέρες αυτών τού εισακούειν των λόγων Κυρίου, ουκ εποίησαν ούτως. 18 και ότι ήγειρε Κύριος αυτοίς κριτάς, και ήν Κύριος μετά τού κριτού και έσωσεν αυτούς εκ χειρός εχθρών αυτών πάσας τας ημέρας τού κριτού, ότι παρεκλήθη Κύριος από τού στεναγμού αυτών από προσώπου των πολιορκούντων αυτούς και εκθλιβόντων αυτούς. 19 και εγένετο ως απέθνησκεν ο κριτής, και απέστρεψαν και πάλιν διέφθειραν υπέρ τους πατέρας αυτών πορεύεσθαι οπίσω θεών ετέρων, λατρεύειν αυτοίς και προσκυνείν αυτοίς· ουκ απέρριψαν τα επιτηδεύματα αυτών, και τας οδούς αυτών τας σκληράς.
20 και ωργίσθη θυμώ Κύριος εν τώ Ισραήλ και είπεν· ανθ΄ ών όσα εγκατέλιπον το έθνος τούτο την διαθήκην μου, ήν ενετειλάμην τοίς πατράσιν αυτών, και ουκ εισήκουσαν της φωνής μου, 21 και εγώ ου προσθήσω τού εξάραι άνδρα εκ προσώπου αυτών από των εθνών, ών κατέλιπεν Ιησούς υιός Ναυή εν τή γη 22 και αφήκε, τού πειράσαι εν αυτοίς τον Ισραήλ, ει φυλάσσονται την οδόν Κυρίου πορεύεσθαι εν αυτή, ον τρόπον εφύλαξαν οι πατέρες αυτών, ή ού. 23 και αφήκε Κύριος τα έθνη ταύτα τού μη εξάραι αυτά το τάχος και ου παρέδωκεν αυτά εν χειρί Ιησού.
1 ΚΑΙ ταύτα τα έθνη, ά αφήκε Κύριος αυτά ώστε πειράσαι εν αυτοίς τον Ισραήλ, πάντας τους μη εγνωκότας τους πολέμους Χαναάν. 2 πλήν διά τας γενεάς υιών Ισραήλ τού διδάξαι αυτούς πόλεμον, πλήν οι έμπροσθεν αυτών ουκ έγνωσαν αυτά· 3 τας πέντε σατραπείας των αλλοφύλων και πάντα τον Χαναναίον και τον Σιδώνιον και τον Ευαίον τον κατοικούντα τον Λίβανον από τού όρους τού Αερμών έως Λαβωεμάθ. 4 και εγένετο ώστε πειράσαι εν αυτοίς τον Ισραήλ, γνώναι ει ακούσονται τας εντολάς Κυρίου, ας ενετείλατο τοίς πατράσιν αυτών εν χειρί Μωυσή. 5 και οι υιοί Ισραήλ κατώκησαν εν μέσω τού Χαναναίου και τού Χετταίου και τού Αμορραίου και τού Φερεζαίου και τού Ευαίου και τού Ιεβουσαίου 6 και έλαβον τας θυγατέρας αυτών εαυτοίς εις γυναίκας και τας θυγατέρας αυτών έδωκαν τοίς υιοίς αυτών και ελάτρευσαν τοίς θεοίς αυτών. 7 Καί εποίησαν οι υιοί Ισραήλ το πονηρόν εναντίον Κυρίου και επελάθοντο Κυρίου τού Θεού αυτών και ελάτρευσαν τοίς Βααλίμ και τοίς άλσεσι. 8 και ωργίσθη θυμώ Κύριος εν τώ Ισραήλ και απέδοτο αυτούς εν χειρί Χουσαρσαθαίμ βασιλέως Συρίας ποταμών. και εδούλευσαν οι υιοί Ισραήλ τώ Χουσαρσαθαίμ έτη οκτώ. 9 και εκέκραξαν οι υιοί Ισραήλ προς Κύριον· και ήγειρε Κύριος σωτήρα τώ Ισραήλ, και έσωσεν αυτούς, τον Γοθονιήλ υιόν Κενέζ αδελφού Χάλεβ τον νεώτερον υπέρ αυτόν,
10 και εγένετο επ’ αυτόν πνεύμα Κυρίου, και έκρινε τον Ισραήλ. και εξήλθεν εις πόλεμον προς Χουσαρσαθαίμ· και παρέδωκε Κύριος εν χειρί αυτού τον Χουσαρσαθαίμ βασιλέα Συρίας ποταμών, και εκραταιώθη χείρ αυτού επί τον Χουσαρσαθαίμ. 11 και ησύχασεν η γη έτη τεσσαράκοντα· και απέθανε Γοθονιήλ υιός Κενέζ. 12 Καί προσέθεντο οι υιοί Ισραήλ ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον Κυρίου. και ενίσχυσε Κύριος τον Εγλώμ βασιλέα Μωάβ επί τον Ισραήλ διά το πεποιηκέναι αυτούς το πονηρόν έναντι Κυρίου. 13 και συνήγαγε προς εαυτόν πάντας τους υιούς Αμμών και Αμαλήκ και επορεύθη και επάταξε τον Ισραήλ και εκληρονόμησε την πόλιν των φοινίκων. 14 και εδούλευσαν οι υιοί Ισραήλ τώ Εγλώμ βασιλεί Μωάβ έτη δεκαοκτώ. 15 και εκέκραξαν οι υιοί Ισραήλ προς Κύριον· και ήγειρεν αυτοίς σωτήρα τον Αώδ υιόν Γηρά υιόν τού Ιεμενί, άνδρα αμφοτεροδέξιον. και εξαπέστειλαν οι υιοί Ισραήλ δώρα εν χειρί αυτού τώ Εγλώμ βασιλεί Μωάβ. 16 και εποίησεν εαυτώ Αώδ μάχαιραν δίστομον, σπιθαμής το μήκος αυτής, και περιεζώσατο αυτήν υπό τον μανδύαν επί τον μηρόν αυτού τον δεξιόν. 17 και επορεύθη και προσήνεγκε τα δώρα τώ Εγλώμ βασιλεί Μωάβ· και Εγλώμ ανήρ αστείος σφόδρα. 18 και εγένετο ηνίκα συνετέλεσεν Αώδ προσφέρων τα δώρα, και εξαπέστειλε τους φέροντας τα δώρα· 19 και αυτός υπέστρεψεν από των γλυπτών των μετά της Γαλγάλ. και είπεν Αώδ· λόγος μοι κρύφιος προς σε, βασιλεύ. και είπεν Εγλώμ προς αυτόν· σιώπα· και εξαπέστειλεν αφ’ εαυτού πάντας τους εφεστώτας επ’ αυτόν.
20 και Αώδ εισήλθε προς αυτόν, και αυτός εκάθητο εν τώ υπερώω τώ θερινώ τώ εαυτού μονώτατος. και είπεν Αώδ· λόγος Θεού μοι προς σε, βασιλεύ· και εξανέστη από τού θρόνου Εγλώμ εγγύς αυτού. 21 και εγένετο άμα τώ αναστήναι αυτόν και εξέτεινεν Αώδ την χείρα την αριστεράν αυτού και έλαβε την μάχαιραν επάνωθεν τού μηρού αυτού τού δεξιού και ενέπηξεν αυτήν εν τή κοιλία αυτού 22 και επεισήνεγκε και γε την λαβήν οπίσω της φλογός, και επέκλεισε το στέαρ κατά της φλογός, ότι ουκ εξέσπασε την μάχαιραν εκ της κοιλίας αυτού. 23 και εξήλθεν Αώδ την προστάδα και εξήλθε τους διατεταγμένους και απέκλεισε τας θύρας τού υπερώου κατ΄ αυτού και εσφήνωσε· 24 και αυτός εξήλθε. και οι παίδες αυτού εισήλθον και είδον και ιδού αι θύραι τού υπερώου εσφηνωμέναι, και είπαν· μη ποτε αποκενοί τους πόδας αυτού εν τώ ταμείω τώ θερινώ; 25 και υπέμειναν έως ησχύνοντο, και ιδού ουκ έστιν ο ανοίγων τας θύρας τού υπερώου· και έλαβον την κλείδα και ήνοιξαν, και ιδού ο κύριος αυτών πεπτωκώς επί την γήν τεθνηκώς. 26 και Αώδ διεσώθη έως εθορυβούντο, και ουκ ήν ο προσνοών αυτώ· και αυτός παρήλθε τα γλυπτά και διεσώθη εις Σετειρωθά. 27 και εγένετο ηνίκα ήλθεν Αώδ εις γήν Ισραήλ, και εσάλπισεν εν κερατίνη εν τώ όρει Εφραίμ· και κατέβησαν σύν αυτώ οι υιοί Ισραήλ από τού όρους, και αυτός έμπροσθεν αυτών. 28 και είπε προς αυτούς· κατάβητε οπίσω μου, ότι παρέδωκε Κύριος ο Θεός τους εχθρούς ημών την Μωάβ εν χειρί ημών. και κατέβησαν οπίσω αυτού και προκατελάβοντο τας διαβάσεις τού Ιορδάνου της Μωάβ, και ουκ αφήκεν άνδρα διαβήναι. 29 και επάταξαν την Μωάβ τή ημέρα εκείνη ωσεί δέκα χιλιάδας ανδρών, πάν λιπαρόν και πάντα άνδρα δυνάμεως, και ου διεσώθη ο ανήρ.
30 και ενετράπη Μωάβ εν τή ημέρα εκείνη υπό χείρα Ισραήλ, και ησύχασεν η γη ογδοήκοντα έτη, και έκρινεν αυτούς Αώδ έως ού απέθανε. 31 Καί μετ΄ αυτόν ανέστη Σαμεγάρ υιός Δινάχ και επάταξε τους αλλοφύλους εις εξακοσίους άνδρας εν τώ αροτρόποδι των βοών· και έσωσε και γε αυτός τον Ισραήλ.
1 ΚΑΙ προσέθεντο οι υιοί Ισραήλ ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον Κυρίου· και Αώδ απέθανε. 2 και απέδοτο τους υιούς Ισραήλ Κύριος εν χειρί Ιαβίν βασιλέως Χαναάν, ός εβασίλευσεν εν Ασώρ· και ο άρχων της δυνάμεως αυτού Σισάρα, και αυτός κατώκει εν Αρισώθ των εθνών. 3 και εκέκραξαν οι υιοί Ισραήλ προς Κύριον, ότι εννακόσια άρματα σιδηρά ήν αυτώ, και αυτός έθλιψε τον Ισραήλ κατά κράτος είκοσιν έτη. 4 και Δεββώρα γυνή προφήτις γυνή Λαφιδώθ, αύτη έκρινε τον Ισραήλ εν τώ καιρώ εκείνω. 5 και αυτή εκάθητο υπό φοίνικα Δεββώρα ανά μέσον της Ραμά και ανά μέσον της Βαιθήλ εν τώ όρει Εφραίμ, και ανέβαινον προς αυτήν οι υιοί Ισραήλ εις κρίσιν. 6 και απέστειλε Δεββώρα και εκάλεσε τον Βαράκ υιόν Αβινεέμ εκ Κάδης Νεφθαλί και είπε προς αυτόν· ουχί ενετείλατο Κύριος ο Θεός Ισραήλ σοι και απελεύση εις όρος Θαβώρ και λήψη μετά σεαυτού δέκα χιλιάδας ανδρών εκ των υιών Νεφθαλί και εκ των υιών Ζαβουλών; 7 και επάξω προς σε εις τον χειμάρρουν Κισών τον Σισάρα άρχοντα της δυνάμεως Ιαβίν και τα άρματα αυτού και το πλήθος αυτού και παραδώσω αυτόν εις χείράς σου. 8 και είπε προς αυτήν Βαράκ· εάν πορευθής μετ΄ εμού, πορεύσομαι, και εάν μη πορευθής, ου πορεύσομαι· ότι ουκ οίδα την ημέραν, εν ή ευοδοί Κύριος τον άγγελον μετ’ εμού. 9 και είπε· πορευομένη πορεύσομαι μετά σού· πλήν γίνωσκε ότι ουκ έσται το προτέρημά σου επί την οδόν, ήν σύ πορεύη, ότι εν χειρί γυναικός αποδώσεται Κύριος τον Σισάρα. και ανέστη Δεββώρα και επορεύθη μετά τού Βαράκ εκ Κάδης.
10 και εβόησε Βαράκ τον Ζαβουλών και τον Νεφθαλί εκ Κάδης, και ανέβησαν κατά πόδας αυτού δέκα χιλιάδες ανδρών· και ανέβη Δεββώρα μετ’ αυτού. 11 και Χαβέρ ο Κιναίος εχωρίσθη από Καινά από των υιών Ιωβάβ γαμβρού Μωυσή και έπηξε την σκηνήν αυτού έως δρυός πλεονεκτούντων, ή εστιν εχόμενα Κεδές. 12 και ανηγγέλη Σισάρα, ότι ανέβη Βαράκ υιός Αβινεέμ εις όρος Θαβώρ. 13 και εκάλεσε Σισάρα πάντα τα άρματα αυτού εννακόσια άρματα σιδηρά, και πάντα τον λαόν τον μετ΄ αυτού από Αρισώθ των εθνών εις τον χειμάρρουν Κισών. 14 και είπε Δεββώρα προς Βαράκ· ανάστηθι, ότι αύτη η ημέρα, εν ή παρέδωκε Κύριος τον Σισάρα εν τή χειρί σου, ότι Κύριος εξελεύσεται έμπροσθέν σου. και κατέβη Βαράκ κατά το όρος Θαβώρ και δέκα χιλιάδες ανδρών οπίσω αυτού. 15 και εξέστησε Κύριος τον Σισάρα και πάντα τα άρματα αυτού και πάσαν την παρεμβολήν αυτού εν στόματι ρομφαίας ενώπιον Βαράκ· και κατέβη Σισάρα επάνωθεν τού άρματος αυτού και έφυγε τοίς ποσίν αυτού. 16 και Βαράκ διώκων οπίσω των αρμάτων και οπίσω της παρεμβολής έως Αρισώθ των εθνών· και έπεσε πάσα παρεμβολή Σισάρα εν στόματι ρομφαίας, ου κατελείφθη έως ενός. 17 και Σισάρα έφυγε τοίς ποσίν αυτού εις σκηνήν Ιαήλ γυναικός Χαβέρ εταίρου τού Κιναίου, ότι ειρήνη ήν αναμέσον Ιαβίν βασιλέως Ασώρ και αναμέσον τού οίκου Χαβέρ τού Κιναίου. 18 και εξήλθεν Ιαήλ εις συνάντησιν Σισάρα και είπεν αυτώ· έκκλινον, κύριέ μου, έκλινον προς με, μη φοβού· και εξέκλινε προς αυτήν εις την σκηνήν. και περιέβαλεν αυτόν επιβολαίω. 19 και είπε Σισάρα προς αυτήν· πότισόν με δή μικρόν ύδωρ, ότι εδίψησα· και ήνοιξε τον ασκόν τού γάλακτος, και επότισεν αυτόν και περιέβαλεν αυτόν.
20 και είπε προς αυτήν Σισάρα· στήθι δή επί την θύραν της σκηνής, και έσται εάν ανήρ έλθη προς σε και ερωτήση σε και είπη· ει έστιν ώδε ανήρ; και ερείς· ουκ έστι. 21 και έλαβεν Ιαήλ γυνή Χαβέρ τον πάσσαλον της σκηνής και έθηκε την σφύραν εν τή χειρί αυτής και εισήλθε προς αυτόν εν κρυφή και έπηξε τον πάσσαλον εν τώ κροτάφω αυτού, και διεξήλθεν εν τή γη· και αυτός εξεστώς εσκοτώθη και απέθανε. 22 και ιδού Βαράκ διώκων τον Σισάρα, και εξήλθεν Ιαήλ εις συνάντησιν αυτώ και είπεν αυτώ· δεύρο και δείξω σοι τον άνδρα, ον σύ ζητείς. και εισήλθε προς αυτήν, και ιδού Σισάρα ερριμμένος νεκρός και ο πάσσαλος εν τώ κροτάφω αυτού. 23 και ετρόπωσεν ο Θεός τον Ιαβίν βασιλέα Χαναάν εν τή ημέρα εκείνη έμπροσθεν των υιών Ισραήλ. 24 και επορεύετο χείρ των υιών Ισραήλ πορευομένη και σκληρυνομένη επί Ιαβίν βασιλέα Χαναάν, έως ού εξωλόθρευσαν τον Ιαβίν βασιλέα Χαναάν.
1 ΚΑΙ ήσαν Δεββώρα και Βαράκ υιός Αβινεέμ εν τή ημέρα εκείνη λέγοντες· 2 Απεκαλύφθη αποκάλυμμα εν Ισραήλ· εν τώ εκουσιασθήναι λαόν, ευλογείτε Κύριον. 3 ακούσατε, βασιλείς, και ενωτίσασθε, σατράπαι· εγώ ειμι τώ Κυρίω, εγώ ειμι, άσομαι, ψαλώ τώ Κυρίω τώ Θεώ Ισραήλ. 4 Κύριε, εν τή εξόδω σου εν Σηείρ, εν τώ απαίρειν σε εξ αγρού Εδώμ, γη εσείσθη και ο ουρανός έσταξε δρόσους, και αι νεφέλαι έσταξαν ύδωρ· 5 όρη εσαλεύθησαν από προσώπου Κυρίου Ελωί, τούτο Σινά από προσώπου Κυρίου Θεού Ισραήλ. 6 εν ημέραις Σαμεγάρ υιού Ανάθ, εν ημέραις Ιαήλ εξέλιπον οδούς και επορεύθησαν ατραπούς, επορεύθησαν οδούς διεστραμμένας· 7 εξέλιπον δυνατοί εν Ισραήλ, εξέλιπον, έως ού ανέστη Δεββώρα, έως ού ανέστη μήτηρ εν Ισραήλ. 8 εξελέξαντο θεούς καινούς· τότε επολέμησαν πόλεις αρχόντων· θυρεός εάν οφθή και λόγχη εν τεσσαράκοντα χιλιάσιν εν Ισραήλ. 9 η καρδία μου εις τα διατεταγμένα τώ Ισραήλ· οι εκουσιαζόμενοι εν λαώ ευλογείτε Κύριον.
10 επιβεβηκότες επί όνου θηλείας μεσημβρίας, καθήμενοι επί κριτηρίου και πορευόμενοι επί οδούς συνέδρων εφ’ οδώ, 11 διηγείσθε από φωνής ανακρουομένων ανά μέσον υδρευομένων· εκεί δώσουσι δικαιοσύνας Κυρίω, δικαιοσύνας αύξησον εν Ισραήλ. τότε κατέβη εις τας πόλεις λαός Κυρίου. 12 εξεγείρου, εξεγείρου, Δεββώρα. εξεγείρου, εξεγείρου, λάλησον ωδήν· ανάστα Βαράκ, και αιχμαλώτισον αιχμαλωσίαν σου, υιός Αβινεέμ. 13 τότε κατέβη κατάλειμμα τοίς ισχυροίς, λαός Κυρίου κατέβη αυτώ εν τοίς κραταιοίς. 14 εξ εμού Εφραίμ εξερρίζωσεν αυτούς εν τώ Αμαλήκ· οπίσω σου Βενιαμίν εν τοίς λαοίς σου. εν εμοί Μαχίρ κατέβησαν εξερευνώντες και από Ζαβουλών έλκοντες εν ράβδω διηγήσεως γραμματέως. 15 και αρχηγοί εν Ισσάχαρ μετά Δεββώρας και Βαράκ, ούτω Βαράκ εν κοιλάσιν απέστειλεν εν ποσίν αυτού. εις τας μερίδας Ρουβήν μεγάλοι εξικνούμενοι καρδίαν. 16 εις τι εκάθισαν ανά μέσον της διγομίας τού ακούσαι συρισμού αγγέλων; εις διαιρέσεις Ρουβήν μεγάλοι εξετασμοί καρδίας. 17 Γαλαάδ εν τώ πέραν τού Ιορδάνου εσκήνωσε· και Δάν εις τι παροικεί πλοίοις; Ασήρ εκάθισε παραλίαν θαλασσών και επί διεξόδοις αυτού σκηνώσει. 18 Ζαβουλών λαός ωνείδισε ψυχήν αυτού εις θάνατον και Νεφθαλί επί ύψη αγρού. 19 ήλθον αυτών βασιλείς, παρετάξαντο, τότε επολέμησαν βασιλείς Χαναάν εν Θαναάχ επί ύδατι Μαγεδδώ· δώρον αργυρίου ουκ έλαβον.
20 εξ ουρανού παρετάξαντο οι αστέρες, εκ τρίβων αυτών παρετάξαντο μετά Σισάρα. 21 χειμάρρους Κισών εξέσυρεν αυτούς, χειμάρρους αρχαίων, χειμάρρους Κισών· καταπατήσει αυτόν ψυχή μου δυνατή. 22 ότε ενεποδίσθησαν πτέρναι ίππου, σπουδή έσπευσαν ισχυροί αυτού. 23 καταράσθε Μηρώζ, είπεν άγγελος Κυρίου, καταράσθε, επικατάρατος πάς ο κατοικών αυτήν, ότι ουκ ήλθοσαν εις βοήθειαν Κυρίου, εις βοήθειαν εν δυνατοίς. 24 ευλογηθείη εν γυναιξίν Ιαήλ γυνή Χαβέρ τού Κιναίου, από γυναικών εν σκηναίς ευλογηθείη. 25 ύδωρ ήτησε, γάλα έδωκεν, εν λεκάνη υπερεχόντων προσήνεγκε βούτυρον. 26 χείρα αυτής αριστεράν εις πάσσαλον εξέτεινε και δεξιάν αυτής εις σφύραν κοπιώντων και εσφυροκόπησε Σισάρα, διήλωσε κεφαλήν αυτού και επάταξε, διήλωσε κρόταφον αυτού. 27 ανά μέσον των ποδών αυτής κατεκυλίσθη, έπεσε και εκοιμήθη· ανά μέσον των ποδών αυτής κατακλιθείς έπεσε· καθώς κατεκλίθη, εκεί έπεσεν εξοδευθείς. 28 διά της θυρίδος παρέκυψε μήτηρ Σισάρα εκτός τού τοξικού, διότι ησχύνθη άρμα αυτού, διότι εχρόνισαν πόδες αρμάτων αυτού. 29 αι σοφαί άρχουσαι αυτής απεκρίθησαν προς αυτήν, και αυτή απέστρεψε λόγους αυτής εαυτή.
30 ουχ ευρήσουσιν αυτόν διαμερίζοντα σκύλα; οικτίρμων οικτειρήσει εις κεφαλήν ανδρός· σκύλα βαμμάτων τώ Σισάρα, σκύλα βαμμάτων ποικιλίας, βάμματα ποικιλτών αυτά, τώ τραχήλω αυτού σκύλα. 31 ούτως απόλοιντο πάντες οι εχθροί σου, Κύριε· και οι αγαπώντες αυτόν ως έξοδος ηλίου εν δυνάμει αυτού. Καί ησύχασεν η γη τεσσαράκοντα έτη.
1 ΚΑΙ εποίησαν οι υιοί Ισραήλ το πονηρόν ενώπιον Κυρίου, και έδωκεν αυτούς Κύριος εν χειρί Μαδιάμ επτά έτη. 2 και ίσχυσε χείρ Μαδιάμ επί Ισραήλ· και εποίησαν εαυτοίς οι υιοί Ισραήλ από προσώπου Μαδιάμ τας τρυμαλιάς τας εν τοίς όρεσι και τα σπήλαια και τα κρεμαστά. 3 και εγένετο εάν έσπειραν οι υιοί Ισραήλ, και ανέβαινον Μαδιάμ και Αμαλήκ, και οι υιοί ανατολών συνανέβαινον αυτοίς· και παρενέβαλον εις αυτούς 4 και κατέφθειραν τους καρπούς αυτών έως ελθείν εις Γάζαν και ου κατελείποντο υπόστασιν ζωής εν τή γη Ισραήλ ουδέ εν τοίς ποιμνίοις ταύρον και όνον· 5 ότι αυτοί και αι κτήσεις αυτών ανέβαινον και αι σκηναί αυτών παρεγίνοντο καθώς ακρίς εις πλήθος, και αυτοίς και ταίς καμήλοις αυτών ουκ ήν αριθμός, και ήρχοντο εις την γήν Ισραήλ και διέφθειρον αυτήν. 6 και επτώχευσεν Ισραήλ σφόδρα από προσώπου Μαδιάμ, 7 και εβόησαν υιοί Ισραήλ προς Κύριον από προσώπου Μαδιάμ. 8 και εξαπέστειλε Κύριος άνδρα προφήτην προς τους υιούς Ισραήλ, και είπεν αυτοίς· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· εγώ ειμι ός ανήγαγον υμάς εκ γής Αιγύπτου και εξήγαγον υμάς εξ οίκου δουλείας υμών 9 και ερρυσάμην υμάς εκ χειρός Αιγύπτου και εκ χειρός πάντων των θλιβόντων υμάς και εξέβαλον αυτούς εκ προσώπου υμών και έδωκα υμίν την γήν αυτών
10 και είπα υμίν· εγώ Κύριος ο Θεός υμών, ου φοβηθήσεσθε τους θεούς τού Αμορραίου, εν οίς υμείς κάθησθε εν τή γη αυτών· και ουκ εισηκούσατε της φωνής μου. 11 Καί ήλθεν άγγελος Κυρίου και εκάθισεν υπό την τερέμινθον την εν Εφραθά την Ιωάς πατρός τού Εσδρί, και Γεδεών ο υιός αυτού ραβδίζων σίτον εν ληνώ εις εκφυγείν από προσώπου τού Μαδιάμ. 12 και ώφθη αυτώ ο άγγελος Κυρίου και είπε προς αυτόν· Κύριος μετά σού, ισχυρός των δυνάμεων. 13 και είπε προς αυτόν Γεδεών· εν εμοί, Κύριέ μου, και ει έστι Κύριος μεθ’ ημών, εις τι εύρεν ημάς τα κακά ταύτα; και που εστι πάντα τα θαυμάσια αυτού, ά διηγήσαντο ημίν οι πατέρες ημών λέγοντες, μη ουχί εξ Αιγύπτου ανήγαγεν ημάς Κύριος; και νύν εξέρριψεν ημάς και έδωκεν ημάς εν χειρί Μαδιάμ. 14 και επέστρεψε προς αυτόν ο άγγελος Κυρίου και είπε· πορεύου εν τή ισχύι σου ταύτη και σώσεις τον Ισραήλ εκ χειρός Μαδιάμ· ιδού εξαπέστειλά σε. 15 και είπε προς αυτόν Γεδεών· εν εμοί, Κύριέ μου, εν τίνι σώσω τον Ισραήλ; ιδού η χιλιάς μου ησθένησεν εν Μανασσή, και εγώ ειμι μικρότερος εν οίκω τού πατρός μου. 16 και είπε προς αυτόν ο άγγελος Κυρίου· Κύριος έσται μετά σού, και πατάξεις την Μαδιάμ ωσεί άνδρα ένα. 17 και είπε προς αυτόν Γεδεών· ει δή εύρον έλεος εν οφθαλμοίς σου και ποιήσεις μοι σήμερον πάν ό,τι ελάλησας μετ’ εμού, 18 μη χωρισθής εντεύθεν έως τού ελθείν με προς σε, και εξοίσω την θυσίαν και θύσω ενώπιόν σου. και είπεν· εγώ ειμι, καθήσομαι έως τού επιστρέψαι σε. 19 και Γεδεών εισήλθε και εποίησεν έριφον αιγών και οιφί αλεύρου άζυμα και τα κρέα έθηκεν εν τώ κοφίνω και τον ζωμόν έβαλεν εν τή χύτρα και εξήνεγκεν αυτά προς αυτόν υπό την τερέμινθον και προσήγγισε.
20 και είπε προς αυτόν ο άγγελος τού Θεού· λαβέ τα κρέα και τα άζυμα και θές προς την πέτραν εκείνην και τον ζωμόν εχόμενα έκχεε· και εποίησεν ούτως. 21 και εξέτεινεν ο άγγελος Κυρίου το άκρον της ράβδου της εν τή χειρί αυτού και ήψατο των κρεών και των αζύμων, και ανέβη πύρ εκ της πέτρας και κατέφαγε τα κρέα και τους αζύμους· και ο άγγελος Κυρίου επορεύθη απ’ οφθαλμών αυτού. 22 και είδε Γεδεών ότι άγγελος Κυρίου ούτός εστι, και είπε Γεδεών· ά ά, Κύριέ μου Κύριε, ότι είδον τον άγγελον Κυρίου πρόσωπον προς πρόσωπον. 23 και είπεν αυτώ Κύριος· ειρήνη σοι, μη φοβού, ου μη αποθάνης. 24 και ωκοδόμησεν εκεί Γεδεών θυσιαστήριον τώ Κυρίω και επεκάλεσεν αυτώ Ειρήνη Κυρίου έως της ημέρας ταύτης, έτι αυτού όντος εν Εφραθά πατρός τού Εσδρί. 25 Καί εγένετο εν τή νυκτί εκείνη και είπεν αυτώ Κύριος· λαβέ τον μόσχον τον ταύρον, ός εστι τώ πατρί σου, και μόσχον δεύτερον επταετή και καθελείς το θυσιαστήριον τού Βάαλ ό εστι τώ πατρί σου, και το άλσος το επ’ αυτό ολοθρεύσεις. 26 και οικοδομήσεις θυσιαστήριον τώ Κυρίω τώ Θεώ σου επί κορυφήν τού Μαουέκ τούτου εν τή παρατάξει και λήψη τον μόσχον τον δεύτερον και ανοίσεις ολοκαυτώματα εν τοίς ξύλοις τού άλσους, ού εξολοθρεύσεις. 27 και έλαβε Γεδεών δέκα άνδρας από των δούλων εαυτού και εποίησεν ον τρόπον ελάλησε προς αυτόν Κύριος· και εγενήθη ως εφοβήθη τον οίκον τού πατρός αυτού και τους άνδρας της πόλεως τού ποιήσαι ημέρας, και εποίησε νυκτός. 28 και ώρθρισαν οι άνδρες της πόλεως το πρωί, και ιδού καθήρητο το θυσιαστήριον τού Βάαλ, και το άλσος το επ’ αυτώ ωλόθρευτο· και είδαν τον μόσχον τον δεύτερον, ον ανήνεγκεν επί το θυσιαστήριον το ωκοδομημένον. 29 και είπεν ανήρ προς τον πλησίον αυτού· τις εποίησε το ρήμα τούτο; και επεζήτησαν και ηρεύνησαν και έγνωσαν ότι Γεδεών υιός Ιωάς εποίησε το ρήμα τούτο
30 και είπαν οι άνδρες της πόλεως προς Ιωάς· εξένεγκε τον υιόν σου και αποθανέτω, ότι καθείλε το θυσιαστήριον τού Βάαλ και ότι ωλόθρευσε το άλσος το επ’ αυτώ. 31 και είπε Γεδεών υιός Ιωάς τοίς ανδράσι πάσιν, οί επανέστησαν αυτώ· μη υμείς νύν δικάζεσθε υπέρ τού Βάαλ; ή υμείς σώσετε αυτόν; ός εάν δικάσηται αυτώ, θανατωθήτω έως πρωί· ει Θεός εστι, δικαζέσθω αυτώ, ότι καθείλε το θυσιαστήριον αυτού. 32 και εκάλεσεν αυτό εν τή ημέρα εκείνη Ιεροβάαλ λέγων· δικαζέσθω εν αυτώ ο Βάαλ, ότι καθηρέθη το θυσιαστήριον αυτού. 33 και πάσα Μαδιάμ και Αμαλήκ και υιοί ανατολών συνήχθησαν επί το αυτό και παρενέβαλον εν τή κοιλάδι Ιεζραέλ. 34 και πνεύμα Κυρίου ενεδυνάμωσε τον Γεδεών, και εσάλπισεν εν κερατίνη και εφοβήθη Αβιέζερ οπίσω αυτού. 35 και αγγέλους απέστειλεν εις πάντα Μανασσή και εν Ασήρ και εν Ζαβουλών και εν Νεφθαλί και ανέβη εις συνάντησιν αυτών. 36 και είπε Γεδεών προς τον Θεόν· ει σύ σώζεις εν χειρί μου τον Ισραήλ καθώς ελάλησας, 37 ιδού εγώ τίθημι τον πόκον τού ερίου εν τή άλωνι· εάν δρόσος γένηται επί τον πόκον μόνον και επί πάσαν την γήν ξηρασία, γνώσομαι ότι σώσεις εν χειρί μου τον Ισραήλ, καθώς ελάλησας. 38 και εγένετο ούτως· και ώρθρισε τή επαύριον και εξεπίασε τον πόκον, και έσταξε δρόσος από τού πόκου, πλήρης λεκάνη ύδατος. 39 και είπε Γεδεών προς τον Θεόν· μη δή οργισθήτω ο θυμός σου εν εμοί, και λαλήσω έτι άπαξ· πειράσω δή και γε έτι άπαξ εν τώ πόκω, και γενέσθω η ξηρασία επί τον πόκον μόνον, και επί πάσαν την γήν γενηθήτω δρόσος.
40 και εποίησεν ο Θεός ούτως εν τή νυκτί εκείνη· και εγένετο ξηρασία επί τον πόκον μόνον, και επί πάσαν την γήν εγενήθη δρόσος.
1 ΚΑΙ ώρθρισεν Ιεροβάαλ (αυτός εστι Γεδεών) και πάς ο λαός μετ΄ αυτού και παρενέβαλον επί πηγήν Αράδ, και παρεμβολή Μαδιάμ ήν αυτώ από βορρά από Γαβαάθ Αμωρά εν κοιλάδι. 2 και είπε Κύριος προς Γεδεών· πολύς ο λαός ο μετά σού, ώστε μη παραδούναί με την Μαδιάμ εν χειρί αυτών, μη ποτε καυχήσηται Ισραήλ επ’ εμέ λέγων· η χείρ μου έσωσέ με· 3 και νύν λάλησον δή εν ωσί τού λαού λέγων· τις ο φοβούμενος και δειλός; επιστρεφέτω και εκχωρείτω από όρους Γαλαάδ. και επέστρεψεν από τού λαού είκοσι και δύο χιλιάδες, και δέκα χιλιάδες υπελείφθησαν. 4 και είπε Κύριος προς Γεδεών· έτι ο λαός πολύς εστι· κατένεγκον αυτούς προς το ύδωρ, και εκκαθαρώ σοι αυτόν εκεί· και έσται ον εάν είπω προς σε, ούτος πορεύσεται σύν σοί, αυτός πορεύσεται σύν σοί· και πάς, ον εάν είπω προς σε· ούτος ου πορεύσεται μετά σού, αυτός ου πορεύσεται μετά σού. 5 και κατήνεγκε τον λαόν προς το ύδωρ· και είπε Κύριος προς Γεδεών· πάς, ός αν λάψη τή γλώσση αυτού από τού ύδατος ως εάν λάψη ο κύων, στήσεις αυτόν κατά μόνας, και πάς, ός εάν κλίνη επί τα γόνατα αυτού πιείν. 6 και εγένετο ο αριθμός των λαψάντων εν χειρί αυτών προς το στόμα αυτών τριακόσιοι άνδρες, και πάν το κατάλοιπον τού λαού έκλιναν επί τα γόνατα αυτών πιείν ύδωρ. 7 και είπε Κύριος προς Γεδεών· εν τοίς τριακοσίοις ανδράσι τοίς λάψασι σώσω υμάς και δώσω την Μαδιάμ εν χειρί σου, και πάς ο λαός πορεύσονται ανήρ εις τον τόπον αυτού. 8 και έλαβον τον επισιτισμόν τού λαού εν χειρί αυτών και τας κερατίνας αυτών, και τον πάντα άνδρα Ισραήλ εξαπέστειλεν άνδρα εις σκηνήν αυτού και τους τριακοσίους άνδρας κατίσχυσε. και η παρεμβολή Μαδιάμ ήσαν αυτού υποκάτω εν τή κοιλάδι. 9 και εγενήθη εν τή νυκτί εκείνη και είπε προς αυτόν Κύριος· αναστάς κατάβηθι εν τή παρεμβολή, ότι παρέδωκα αυτήν εν τή χειρί σου·
10 και ει φοβή σύ καταβήναι, κατάβηθι σύ και Φαρά το παιδάριόν σου εις την παρεμβολήν 11 και ακούση, τι λαλήσουσι· και μετά τούτο ισχύσουσιν αι χείρές σου, καταβήση εν τή παρεμβολή. και κατέβη αυτός και Φαρά το παιδάριον αυτού προς αρχήν των πεντήκοντα, οί ήσαν εν τή παρεμβολή. 12 και Μαδιάμ και Αμαλήκ και πάντες οι υιοί ανατολών βεβλημένοι εν τή κοιλάδι ωσεί ακρίς εις πλήθος, και ταίς καμήλοις αυτών ουκ ήν αριθμός, αλλ’ ήσαν ως η άμμος η επί χείλους της θαλάσσης εις πλήθος. 13 και ήλθε Γεδεών, και ιδού ανήρ εξηγούμενος τώ πλησίον αυτού ενύπνιον και είπεν· ιδού ενυπνιασάμην ενύπνιον, και ιδού μαγίς άρτου κριθίνου στρεφομένη εν τή παρεμβολή Μαδιάμ και ήλθεν έως της σκηνής και επάταξεν αυτήν, και έπεσε, και ανέστρεψεν αυτήν άνω, και έπεσεν η σκηνή. 14 και απεκρίθη ο πλησίον αυτού και είπεν· ουκ έστιν αύτη ει μη ρομφαία Γεδεών υιού Ιωάς ανδρός Ισραήλ· παρέδωκεν ο Θεός εν χειρί αυτού την Μαδιάμ και πάσαν την παρεμβολήν. 15 και εγένετο ως ήκουσε Γεδεών την εξήγησιν τού ενυπνίου και την σύγκρισιν αυτού, και προσεκύνησε Κυρίω και υπέστρεψεν εις την παρεμβολήν Ισραήλ και είπεν· ανάστητε, ότι παρέδωκε Κύριος εν χειρί ημών την παρεμβολήν Μαδιάμ. 16 και διείλε τους τριακοσίους άνδρας εις τρεις αρχάς και έδωκε κερατίνας εν χειρί πάντων και υδρίας κενάς και λαμπάδας εν ταίς υδρίαις 17 και είπε προς αυτούς· απ’ εμού όψεσθε και ούτω ποιήσετε· και ιδού εγώ εισπορεύομαι εν αρχή της παρεμβολής, και έσται καθώς αν ποιήσω, ούτω ποιήσετε· 18 και σαλπιώ εν τή κερατίνη εγώ, και πάντες μετ΄ εμού σαλπιείτε εν ταίς κερατίναις κύκλω όλης της παρεμβολής και ερείτε· τώ Κυρίω και τώ Γεδεών. 19 και εισήλθε Γεδεών και οι εκατόν άνδρες οι μετ’ αυτού εν αρχή της παρεμβολής εν αρχή της φυλακής μέσης και εγείροντες ήγειραν τους φυλάσσοντας και εσάλπισαν εν ταίς κερατίναις και εξετίναξαν τας υδρίας τας εν ταίς χερσίν αυτών.
20 και εσάλπισαν αι τρεις αρχαί εν ταίς κερατίναις και συνέτριψαν τας υδρίας και εκράτησαν εν χερσίν αριστεραίς αυτών τας λαμπάδας και εν χερσί δεξιαίς αυτών τας κερατίνας τού σαλπίζειν και ανέκραξαν· ρομφαία τώ Κυρίω και τώ Γεδεών. 21 και έστησεν ανήρ εφ΄ εαυτώ κύκλω της παρεμβολής, και έδραμε πάσα η παρεμβολή και εσήμαναν και έφυγον. 22 και εσάλπισαν εν ταίς τριακοσίαις κερατίναις, και έθηκε Κύριος την ρομφαίαν ανδρός εν τώ πλησίον αυτού εν πάση τή παρεμβολή, 23 και έφυγεν η παρεμβολή έως Βηθσεεδτά Γαραγαθά έως χείλους Αβωμεουλά επί Ταβάθ. και εβόησαν ανήρ Ισραήλ από Νεφθαλί και από Ασήρ και από παντός Μανασσή και εδίωξαν οπίσω Μαδιάμ. 24 και αγγέλους επέστειλε Γεδεών εν παντί όρει Εφραίμ λέγων· κατάβητε εις συνάντησιν Μαδιάμ και καταλάβετε εαυτοίς το ύδωρ έως Βαιθηρά και τον Ιορδάνην· και εβόησε πάς ανήρ Εφραίμ και προκατελάβοντο το ύδωρ έως Βαιθηρά και τον Ιορδάνην. 25 και συνελάβοντο τους άρχοντας Μαδιάμ και τον Ωρήβ και τον Ζήβ και απέκτειναν τον Ωρήβ εν Σούρ και τον Ζήβ απέκτειναν εν Ιακεφζήφ και κατεδίωξαν Μαδιάμ· και την κεφαλήν Ωρήβ και Ζήβ ήνεγκαν προς Γεδεών από πέραν τού Ιορδάνου.
1 ΚΑΙ είπαν προς Γεδεών ανήρ Εφραίμ· τι το ρήμα τούτο εποίησας ημίν τού μη καλέσαι ημάς, ότε επορεύθης παρατάξασθαι εν Μαδιάμ; και διελέξαντο προς αυτόν ισχυρώς. 2 και είπε προς αυτούς· τι εποίησα νύν καθώς υμείς; ή ουχί κρείσσον επιφυλλίς Εφραίμ ή τρυγητός Αβιέζερ; 3 εν χειρί υμών παρέδωκε Κύριος τους άρχοντας Μαδιάμ, τον Ωρήβ και τον Ζήβ· και τι ηδυνήθην ποιήσαι ως υμείς; τότε ανέθη το πνεύμα αυτών απ’ αυτού εν τώ λαλήσαι αυτόν τον λόγον τούτον. 4 και ήλθε Γεδεών επί τον Ιορδάνην, και διέβη αυτός και οι τριακόσιοι άνδρες οι μετ’ αυτού πεινώντες και διώκοντες. 5 και είπε τοίς ανδράσι Σοκχώθ· δότε δή άρτους εις τροφήν τώ λαώ τούτω τώ εν ποσί μου, ότι εκλείπουσι, και ιδού εγώ ειμι διώκων οπίσω τού Ζεβεέ και Σελμανά βασιλέων Μαδιάμ. 6 και είπον οι άρχοντες Σοκχώθ· μη χείρ Ζεβεέ και Σελμανά νύν εν χειρί σου; ου δώσομεν τή δυνάμει σου άρτους; 7 και είπε Γεδεών· διά τούτο εν τώ δούναι Κύριον τον Ζεβεέ και τον Σελμανά εν χειρί μου, και εγώ αλοήσω τας σάρκας υμών εν ταίς ακάνθαις της ερήμου και εν ταίς Βαρκηνίμ. 8 και ανέβη εκείθεν εις Φανουήλ και ελάλησε προς αυτούς ωσαύτως, και απεκρίθησαν αυτώ οι άνδρες Φανουήλ ον τρόπον απεκρίθησαν άνδρες Σοκχώθ. 9 και είπε Γεδεών προς άνδρας Φανουήλ· εν επιστροφή μου μετ’ ειρήνης κατασκάψω τον πύργον τούτον.
10 και Ζεβεέ και Σελμανά εν Καρκάρ, και η παρεμβολή αυτών μετ΄ αυτών ωσεί δεκαπέντε χιλιάδες, πάντες οι καταλελειμμένοι από πάσης παρεμβολής αλλοφύλων, και οι πεπτωκότες εκατόν είκοσι χιλιάδες ανδρών σπωμένων ρομφαίαν. 11 και ανέβη Γεδεών οδόν των σκηνούντων εν σκηναίς από ανατολών της Ναβαί και Ιεγεβάλ· και επάταξε την παρεμβολήν, και η παρεμβολή ήν πεποιθυία. 12 και έφυγον Ζεβεέ και Σελμανά, και εδίωξαν οπίσω αυτών και εκράτησε τους δύο βασιλείς Μαδιάμ, τον Ζεβεέ και τον Σελμανά, και πάσαν την παρεμβολήν εξέστησε. 13 και επέστρεψε Γεδεών υιός Ιωάς από της παρατάξεως από επάνωθεν της παρατάξεως Αρές. 14 και συνέλαβε παιδάριον από των ανδρών Σοκχώθ και επηρώτησεν αυτόν, και έγραψε προς αυτόν ονόματα των αρχόντων Σοκχώθ και των πρεσβυτέρων αυτών, εβδομήκοντα και επτά άνδρας. 15 και παρεγένετο Γεδεών προς τους άρχοντας Σοκχώθ και είπεν· ιδού Ζεβεέ και Σελμανά, εν οίς ωνειδίσατέ με λέγοντες· μη χείρ Ζεβεέ και Σελμανά νύν εν χειρί σου, ότι δώσομεν τοίς ανδράσι σου τοίς εκλείπουσιν άρτους; 16 και έλαβε τους πρεσβυτέρους της πόλεως εν ταίς ακάνθαις της ερήμου και ταίς Βαρκηνίμ και ηλόησεν εν αυτοίς τους άνδρας της πόλεως. 17 και τον πύργον Φανουήλ κατέσκαψε και απέκτεινε τους άνδρας της πόλεως. 18 και είπε προς Ζεβεέ και Σελμανά· που οι άνδρες, ούς απεκτείνατε εν Θαβώρ; και είπαν· ως σύ, ως αυτοί εις ομοίωμα υιού βασιλέως. 19 και είπε Γεδεών· αδελφοί μου και υιοί της μητρός μου ήσαν· ζή Κύριος, ει εζωογονήκειτε αυτούς, ουκ αν απέκτεινα υμάς.
20 και είπεν Ιεθέρ τώ πρωτοτόκω αυτού· αναστάς απόκτεινον αυτούς· και ουκ έσπασε το παιδάριον την ρομφαίαν αυτού, ότι εφοβήθη, ότι έτι νεώτερος ήν. 21 και είπε Ζεβεέ και Σελμανά· ανάστα σύ και συνάντησον ημίν, ότι ως ανδρός η δύναμίς σου. και ανέστη Γεδεών και απέκτεινε τον Ζεβεέ και τον Σελμανά και έλαβε τους μηνίσκους τους εν τοίς τραχήλοις των καμήλων αυτών. 22 Καί είπον ανήρ Ισραήλ προς Γεδεών· κύριε, άρξον ημών και σύ και ο υιός σου και ο υιός τού υιού σου, ότι σύ έσωσας ημάς εκ χειρός Μαδιάμ. 23 και είπε προς αυτούς Γεδεών· ουκ άρξω εγώ, και ουκ άρξει ο υιός μου εν υμίν· Κύριος άρξει υμών. 24 και είπε προς αυτούς Γεδεών· αιτήσομαι παρ’ υμών αίτημα και δότε μοι ανήρ ενώτιον εκ σκύλων αυτού· ότι ενώτια χρυσά αυτοίς, ότι ήσαν Ισμαηλίται. 25 και είπαν· διδόντες δώσομεν· και ανέπτυξε το ιμάτιον αυτού, και έβαλεν εκεί ανήρ ενώτιον σκύλων αυτού. 26 και εγένετο ο σταθμός των ενωτίων των χρυσών, ών ήτησε, χίλιοι και επτακόσιοι χρυσοί, πάρεξ των μηνίσκων και των στραγγαλίδων και των ιματίων και πορφυρίδων των επί βασιλεύσι Μαδιάμ και εκτός των περιθεμάτων, ά ήν εν τοίς τραχήλοις των καμήλων αυτών. 27 και εποίησεν αυτό Γεδεών εις Εφώδ και έστησεν αυτό εν πόλει αυτού Εφραθά· και εξεπόρνευσε πάς Ισραήλ οπίσω αυτού εκεί, και εγένετο τώ Γεδεών και τώ οίκω αυτού εις σκώλον. 28 και συνεστάλη Μαδιάμ ενώπιον υιών Ισραήλ και ου προσέθηκαν άραι κεφαλήν αυτών. και ησύχασεν η γη τεσσαράκοντα έτη εν ημέραις Γεδεών. 29 και επορεύθη Ιεροβάαλ υιός Ιωάς και εκάθισεν εν οίκω αυτού.
30 και τώ Γεδεών ήσαν υιοί εβδομήκοντα εκπορευόμενοι εκ μηρών αυτού, ότι γυναίκες πολλαί ήσαν αυτώ. 31 και παλλακή αυτού ήν εν Συχέμ· και έτεκεν αυτώ και γε αυτή υιόν, και έθηκε το όνομα αυτού Αβιμέλεχ. 32 και απέθανε Γεδεών υιός Ιωάς εν πόλει αυτού και ετάφη εν τώ τάφω Ιωάς τού πατρός αυτού εν Εφραθά Αβιεσδρί. 33 Καί εγενήθη ως απέθανε Γεδεών, και επέστρεψαν οι υιοί Ισραήλ και εξεπόρνευσαν οπίσω των Βααλίμ και έθηκαν εαυτοίς τώ Βάαλ διαθήκην τού είναι αυτοίς αυτόν εις θεόν. 34 και ουκ εμνήσθησαν οι υιοί Ισραήλ Κυρίου τού Θεού τού ρυσαμένου αυτούς εκ χειρός πάντων των θλιβόντων αυτούς κυκλόθεν. 35 και ουκ εποίησαν έλεος μετά τού οίκου Ιεροβάαλ (αυτός εστι Γεδεών) κατά πάντα τα αγαθά, ά εποίησε μετά Ισραήλ.
1 ΚΑΙ επορεύθη Αβιμέλεχ υιός Ιεροβάαλ εις Συχέμ προς αδελφούς μητρός αυτού και ελάλησε προς αυτούς και προς πάσαν συγγένειαν οίκου πατρός μητρός αυτού λέγων· 2 λαλήσατε δή εν τοίς ωσί πάντων των ανδρών Συχέμ· τι το αγαθόν υμίν, κυριεύσαι υμών εβδομήκοντα άνδρας, πάντας υιούς Ιεροβάαλ, ή κυριεύειν υμών άνδρα ένα; και μνήσθητε ότι οστούν υμών και σάρξ υμών ειμι. 3 και ελάλησαν περί αυτού οι αδελφοί της μητρός αυτού εν τοίς ωσί πάντων των ανδρών Συχέμ πάντας τους λόγους τούτους, και έκλινεν η καρδία αυτών οπίσω Αβιμέλεχ, ότι είπαν· αδελφός ημών εστι. 4 και έδωκαν αυτώ εβδομήκοντα αργυρίου εξ οίκου Βααλβερίθ, και εμισθώσατο εαυτώ Αβιμέλεχ άνδρας κενούς και δειλούς, και επορεύθησαν οπίσω αυτού. 5 και εισήλθεν εις τον οίκον τού πατρός αυτού εις Εφραθά και απέκτεινε τους αδελφούς αυτού υιούς Ιεροβάαλ εβδομήκοντα άνδρας επί λίθον ένα· και κατελείφθη Ιωάθαμ υιός Ιεροβάαλ ο νεώτερος, ότι εκρύβη. 6 και συνήχθησαν πάντες άνδρες Σικίμων και πάς οίκος Βηθμααλών και επορεύθησαν και εβασίλευσαν τον Αβιμέλεχ προς τή βαλάνω τή ευρετή της στάσεως της εν Σικίμοις. 7 Καί ανηγγέλη τώ Ιωάθαμ, και επορεύθη και έστη επί κορυφήν όρους Γαριζίν και επήρε την φωνήν αυτού και έκλαυσε και είπεν αυτοίς· ακούσατέ μου, άνδρες Σικίμων, και ακούσεται υμών ο Θεός. 8 πορευόμενα επορεύθη τα ξύλα τού χρίσαι εφ’ εαυτά βασιλέα και είπον τή ελαία· βασίλευσον εφ’ ημών. 9 και είπεν αυτοίς η ελαία· μη απολείψασα την ποιότητά μου, εν ή δοξάσουσι τον Θεόν άνδρες, πορεύσομαι κινείσθαι επί των ξύλων;
10 και είπαν τα ξύλα τή συκή· δεύρο βασίλευσον εφ’ ημών. 11 και είπεν αυτοίς η συκή· μη απολείψασα εγώ την γλυκύτητά μου και τα γενήματά μου τα αγαθά, πορεύσομαι κινείσθαι επί των ξύλων; 12 και είπαν τα ξύλα προς την άμπελον· δεύρο βασίλευσον εφ’ ημών. 13 και είπεν αυτοίς η άμπελος· μη απολείψασα τον οίνόν μου τον ευφραίνοντα Θεόν και ανθρώπους, πορεύσομαι κινείσθαι επί των ξύλων; 14 και είπαν πάντα τα ξύλα τή ράμνω· δεύρο σύ βασίλευσον εφ΄ ημών. 15 και είπεν η ράμνος προς τα ξύλα· ει εν αληθεία χρίετέ με υμείς τού βασιλεύειν εφ΄ υμάς, δεύτε υπόστητε εν τή σκιά μου· και ει μη, εξέλθοι πύρ απ΄ εμού και καταφάγοι τας κέδρους τού Λιβάνου. 16 και νύν ει εν αληθεία και τελειότητι εποιήσατε και εβασιλεύσατε τον Αβιμέλεχ, και ει αγαθωσύνην εποιήσατε μετά Ιεροβάαλ, και μετά τού οίκου αυτού, και ει ως ανταπόδοσις χειρός αυτού εποιήσατε αυτώ, 17 ως παρετάξατο ο πατήρ μου υπέρ υμών και εξέρριψε την ψυχήν αυτού εξεναντίας και ερρύσατο υμάς εκ χειρός Μαδιάμ, 18 και υμείς επανέστητε επί τον οίκον τού πατρός μου σήμερον και απεκτείνατε τους υιούς αυτού εβδομήκοντα άνδρας επί λίθον ένα, και εβασιλεύσατε τον Αβιμέλεχ υιόν παιδίσκης αυτού επί τους άνδρας Σικίμων, ότι αδελφός υμών εστι, 19 και ει εν αληθεία και τελειότητι εποιήσατε μετά Ιεροβάαλ και μετά τού οίκου αυτού εν τή ημέρα ταύτη, ευφρανθείη τε εν Αβιμέλεχ, και ευφρανθείη και γε αυτός εφ’ υμίν.
20 ει δε ού, εξέλθοι πύρ από Αβιμέλεχ και καταφάγοι τους άνδρας Σικίμων και τον οίκον Βηθμααλών και εξέλθοι πύρ από ανδρών Σικίμων και εκ τού οίκου Βηθμααλών και καταφάγοι τον Αβιμέλεχ. 21 και έφυγεν Ιωάθαμ και απέδρα και επορεύθη έως Βαιήρ και ώκησεν εκεί από προσώπου Αβιμέλεχ αδελφού αυτού. 22 Καί ήρξεν Αβιμέλεχ επί Ισραήλ τρία έτη. 23 και εξαπέστειλεν ο Θεός πνεύμα πονηρόν ανά μέσον Αβιμέλεχ και ανά μέσον των ανδρών Σικίμων, και ηθέτησαν άνδρες Σικίμων εν τώ οίκω Αβιμέλεχ, 24 τού επαγαγείν την αδικίαν των εβδομήκοντα υιών Ιεροβάαλ και τα αίματα αυτών τού θείναι επί Αβιμέλεχ τον αδελφόν αυτών, ός απέκτεινεν αυτούς, και επί άνδρας Σικίμων, ότι ενίσχυσαν τας χείρας αυτού αποκτείναι τους αδελφούς αυτού. 25 και έθηκαν αυτώ οι άνδρες Σικίμων ενεδρεύοντας επί τας κεφαλάς των ορέων και διήρπαζον πάντα, ός παρεπορεύετο επ’ αυτούς εν τή οδώ· και απηγγέλη τώ βασιλεί Αβιμέλεχ. 26 και ήλθε Γαάλ υιός Ιωβήλ και οι αδελφοί αυτού και παρήλθον εν Σικίμοις, και ήλπισαν εν αυτώ οι άνδρες Σικίμων. 27 και εξήλθον εις αγρόν και ετρύγησαν τους αμπελώνας αυτών και επάτησαν και εποίησαν Ελλουλίμ και εισήνεγκαν εις οίκον Θεού αυτών και έφαγον και έπιον και κατηράσαντο τον Αβιμέλεχ. 28 και είπε Γαάλ υιός Ιωβήλ· τις εστιν Αβιμέλεχ και τις εστιν υιός Συχέμ, ότι δουλεύσομεν αυτώ; ουχ υιός Ιεροβάαλ, και Ζεβούλ επίσκοπος αυτού δούλος αυτού σύν τοίς ανδράσιν Εμμώρ πατρός Συχέμ; και τι ότι δουλεύσομεν αυτώ ημείς; 29 και τις δώη τον λαόν τούτον εν χειρί μου; και μεταστήσω τον Αβιμέλεχ και ερώ προς αυτόν· πλήθυνον την δύναμίν σου και έξελθε.
30 και ήκουσε Ζεβούλ άρχων της πόλεως τους λόγους Γαάλ υιού Ιωβήλ και ωργίσθη θυμώ αυτός. 31 και απέστειλεν αγγέλους προς Αβιμέλεχ εν κρυφή λέγων· ιδού Γαάλ υιός Ιωβήλ και οι αδελφοί αυτού έρχονται εις Συχέμ, και ιδού αυτοί περικάθηνται την πόλιν επί σε· 32 και νύν ανάστηθι νυκτός, σύ και ο λαός ο μετά σού, και ενέδρευσον εν τώ αγρώ, 33 και έσται το πρωί άμα τώ ανατείλαι τον ήλιον, ορθριείς και εκτενείς επί την πόλιν, και ιδού αυτός και ο λαός ο μετ’ αυτού εκπορεύονται προς σε, και ποιήσεις αυτώ όσα αν εύρη η χείρ σου. 34 και ανέστη Αβιμέλεχ και πάς ο λαός μετ΄ αυτού νυκτός και ενήδρευσαν επί Συχέμ τέτρασιν αρχαίς. 35 και εξήλθε Γαάλ υιός Ιωβήλ και έστη προς τή θύρα της πύλης της πόλεως, και ανέστη Αβιμέλεχ και ο λαός ο μετ’ αυτού από τού ενέδρου. 36 και είδε Γαάλ υιός Ιωβήλ τον λαόν και είπε προς Ζεβούλ· ιδού λαός καταβαίνει από των κεφαλών των ορέων. και είπε προς αυτόν Ζεβούλ· την σκιάν των ορέων σύ βλέπεις ως άνδρας. 37 και προσέθετο έτι Γαάλ τού λαλήσαι και είπεν· ιδού λαός καταβαίνων κατά θάλασσαν από τού εχόμενα ομφαλού της γής, και αρχή ετέρα έρχεται δι’ οδού Ηλωνμαωνενίμ. 38 και είπε προς αυτόν Ζεβούλ· και που εστι το στόμα σου ως ελάλησας, τις εστιν Αβιμέλεχ, ότι δουλεύσομεν αυτώ; μη ουχί ούτος ο λαός, ον εξουδένωσας; έξελθε δή νύν και παράταξαι αυτώ. 39 και εξήλθε Γαάλ ενώπιον ανδρών Συχέμ και παρετάξατο προς Αβιμέλεχ.
40 και εδίωξεν αυτόν Αβιμέλεχ, και εφυγεν από προσώπου αυτού· και έπεσον τραυματίαι πολλοί έως της θύρας της πύλης. 41 και εισήλθεν Αβιμέλεχ εν Αρημά· και εξέβαλε Ζεβούλ τον Γαάλ και τους αδελφούς αυτού μη οικείν εν Συχέμ. 42 και εγένετο τή επαύριον και εξήλθεν ο λαός εις τον αγρόν, και ανήγγειλε τώ Αβιμέλεχ. 43 και έλαβε τον λαόν, και διείλεν αυτούς εις τρεις αρχάς και ενήδρευσεν εν αγρώ· και είδε και ιδού λαός εξήλθεν εκ της πόλεως, και ανέστη επ΄ αυτούς και επάταξεν αυτούς. 44 και Αβιμέλεχ και οι αρχηγοί οι μετ’ αυτού εξέτειναν και έστησαν παρά την θύραν της πύλης της πόλεως, και αι δύο αρχαί εξέτειναν επί πάντας τους εν τώ αγρώ και επάταξαν αυτούς. 45 και Αβιμέλεχ παρετάσσετο εν τή πόλει όλην την ημέραν εκείνην και κατελάβετο την πόλιν και τον λαόν τον εν αυτή απέκτεινε και την πόλιν καθείλε και έσπειρεν αυτήν άλας. 46 και ήκουσαν πάντες οι άνδρες πύργων Συχέμ και ήλθον εις συνέλευσιν Βαιθηλβερίθ. 47 και ανηγγέλη τώ Αβιμέλεχ ότι συνήχθησαν πάντες οι άνδρες πύργων Συχέμ. 48 και ανέβη Αβιμέλεχ εις όρος Ερμών και πάς ο λαός ο μετ’ αυτού, και έλαβεν Αβιμέλεχ τας αξίνας εν τή χειρί αυτού και έκοψε κλάδον ξύλου και ήρε και έθηκεν επί ώμων αυτού και είπε τώ λαώ τώ μετ’ αυτού· ό είδετέ με ποιούντα, ταχέως ποιήσατε ως εγώ. 49 και έκοψαν και γε ανήρ κλάδον πάς ανήρ και επορεύθησαν οπίσω Αβιμέλεχ και επέθηκαν επί την συνέλευσιν και ενεπύρισαν επ’ αυτούς την συνέλευσιν εν πυρί, και απέθανον και γε πάντες οι άνδρες πύργου Σικίμων ωσεί χίλιοι άνδρες και γυναίκες.
50 Καί επορεύθη Αβιμέλεχ εκ Βαιθηλβερίθ και παρενέβαλεν εν Θήβης και κατέλαβεν αυτήν. 51 και πύργος ισχυρός ήν εν μέσω της πόλεως, και έφυγον εκεί πάντες οι άνδρες και αι γυναίκες της πόλεως και έκλεισαν έξωθεν αυτών και ανέβησαν επί το δώμα τού πύργου. 52 και ήλθεν Αβιμέλεχ έως τού πύργου, και παρετάξαντο αυτώ· και ήγγισεν Αβιμέλεχ έως της θύρας τού πύργου τού εμπρήσαι αυτόν εν πυρί. 53 και έρριψε γυνή μία κλάσμα επιμύλιον επί κεφαλήν Αβιμέλεχ και έκλασε το κρανίον αυτού. 54 και εβόησε ταχύ προς το παιδάριον το αίρον τα σκεύη αυτού και είπεν αυτώ· σπάσον την ρομφαίαν μου και θανάτωσόν με, μη ποτε είπωσι· γυνή απέκτεινεν αυτόν. και εξεκέντησεν αυτόν το παιδάριον αυτού, και απέθανε. 55 και είδεν ανήρ Ισραήλ ότι απέθανεν Αβιμέλεχ, και επορεύθησαν ανήρ εις τον τόπον αυτού. 56 και επέστρεψεν ο Θεός την πονηρίαν Αβιμέλεχ, ήν εποίησε τώ πατρί αυτού αποκτείναι τους εβδομήκοντα αδελφούς αυτού. 57 και την πάσαν πονηρίαν ανδρών Συχέμ επέστρεψεν ο Θεός εις κεφαλήν αυτών, και επήλθεν επ’ αυτούς η κατάρα Ιωάθαμ υιού Ιεροβάαλ.
1 ΚΑΙ ανέστη μετά Αβιμέλεχ τού σώσαι τον Ισραήλ Θωλά υιός Φουά, υιός πατραδέλφου αυτού, ανήρ Ισσάχαρ, και αυτός ώκει εν Σαμίρ εν όρει Εφραίμ. 2 και έκρινε τον Ισραήλ είκοσι τρία έτη και απέθανε και ετάθη εν Σαμίρ. 3 Καί ανέστη μετ’ αυτόν Ιαίρ ο Γαλαάδ, και έκρινε τον Ισραήλ είκοσι δύο έτη. 4 και ήσαν αυτώ τριάκοντα και δύο υιοί επιβαίνοντες επί τριάκοντα δύο πώλους· και τριάκοντα δύο πόλεις αυτοίς, και εκάλουν αυτάς επαύλεις Ιαίρ έως της ημέρας ταύτης εν γη Γαλαάδ. 5 και απέθανεν Ιαίρ και ετάφη εν Ραμνών. Καί προσέθεντο οι υιοί Ισραήλ τού ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και εδούλευσαν τοίς Βααλίμ και τοίς Ασταρώθ και τοίς θεοίς Αράδ και τοίς θεοίς Σιδώνος και τοίς θεοίς Μωάβ και τοίς θεοίς υιών Αμμών και τοίς θεοίς Φυλιστιίμ και εγκατέλιπον τον Κύριον και ουκ εδούλευσαν αυτώ. 7 και ωργίσθη θυμώ Κύριος εν Ισραήλ και επέδοτο αυτούς εν χειρί Φυλιστιίμ και εν χειρί υιών Αμμών. 8 και έθλιψαν και έθλασαν τους υιούς Ισραήλ εν τώ καιρώ εκείνω οκτωκαίδεκα έτη, τους πάντας υιούς Ισραήλ τους εν τώ πέραν τού Ιορδάνου εν γη τού Αμορρί τού εν Γαλαάδ. 9 και διέβησαν οι υιοί Αμμών τον Ιορδάνην παρατάξασθαι προς Ιούδαν και Βενιαμίν και προς Εφραίμ και εθλίβη Ισραήλ σφόδρα.
10 και εβόησαν οι υιοί Ισραήλ προς Κύριον λέγοντες· ημάρτομέν σοι, ότι εγκατελίπομεν τον Θεόν και εδουλεύσαμεν τώ Βααλίμ. 11 και είπε Κύριος προς τους υιούς Ισραήλ· μη ουχί εξ Αιγύπτου και από τού Αμορραίου και από υιών Αμμών και από Φυλιστιίμ 12 και Σιδωνίων και Αμαλήκ και Μαδιάμ, οί έθλιψαν υμάς, και εβοήσατε προς με, και έσωσα υμάς εκ χειρός αυτών; 13 και υμείς εγκατελίπετέ με και εδουλεύσατε θεοίς ετέροις· διά τούτο ου προσθήσω τού σώσαι υμάς. 14 πορεύεσθε και βοήσατε προς τους θεούς, ούς εξελέξασθε εαυτοίς, και αυτοί σωσάτωσαν υμάς εν καιρώ θλίψεως υμών. 15 και είπαν οι υιοί Ισραήλ προς Κύριον· ημάρτομεν, ποίησον σύ ημίν κατά πάν το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου, πλήν εξελού ημάς εν τή ημέρα ταύτη. 16 και εξέκλιναν τους θεούς τους αλλοτρίους εκ μέσου αυτών και εδούλευσαν τώ Κυρίω μόνω, και ωλιγώθη η ψυχή αυτού εν κόπω Ισραήλ. 17 Καί ανέβησαν οι υιοί Αμμών, και παρενέβαλον εν Γαλαάδ. και συνήχθησαν οι υιοί Ισραήλ και παρενέβαλον εν τή σκοπιά. 18 και είπον ο λαός οι άρχοντες Γαλαάδ, ανήρ προς τον πλησίον αυτού· τις ο ανήρ, όστις αν άρξεται παρατάξασθαι προς υιούς Αμμών; και έσται εις άρχοντα πάσι τοίς κατοικούσι Γαλαάδ.
1 ΚΑΙ Ιεφθάε ο Γαλααδίτης επηρμένος δυνάμει· και αυτός υιός γυναικός πόρνης, ή εγέννησε τώ Γαλαάδ τον Ιεφθάε. 2 και έτεκεν η γυνή Γαλαάδ αυτώ υιούς· και ηδρύνθησαν οι υιοί της γυναικός και εξέβαλον τον Ιεφθάε και είπαν αυτώ· ου κληρονομήσεις εν τώ οίκω τού πατρός ημών, ότι υιός γυναικός εταίρας σύ. 3 και έφυγεν Ιεφθάε από προσώπου των αδελφών αυτού και ώκησεν εν γη Τώβ, και συνεστράφησαν προς Ιεφθάε άνδρες κενοί και εξήλθον μετ’ αυτού. 4 και εγένετο ηνίκα παρετάξαντο οι υιοί Αμμών μετά Ισραήλ, 5 και επορεύθησαν οι πρεσβύτεροι Γαλαάδ λαβείν τον Ιεφθάε από της γής Τώβ 6 και είπαν τώ Ιεφθάε· δεύρο και έση ημίν εις αρχηγόν, και παραταξόμεθα προς υιούς Αμμών. 7 και είπεν Ιεφθάε τοίς πρεσβυτέροις Γαλαάδ· ουχί υμείς εμισήσατέ με και εξεβάλατέ με εκ τού οίκου τού πατρός μου και εξαπεστείλατέ με αφ΄ υμών; και διατί ήλθατε προς με νύν, ηνίκα χρήζετε; 8 και είπαν οι πρεσβύτεροι Γαλαάδ προς Ιεφθάε· διά τούτο νύν επεστρέψαμεν προς σε, και πορεύση μεθ’ ημών και παρατάξη προς υιούς Αμμών· και έση ημίν εις άρχοντα πάσι τοίς κατοικούσι Γαλαάδ. 9 και είπεν Ιεφθάε προς τους πρεσβυτέρους Γαλαάδ· ει επιστρέφετέ με υμείς παρατάξασθαι εν υιοίς Αμμών και παραδώ αυτούς Κύριος ενώπιον εμού, και εγώ υμίν έσομαι εις άρχοντα.
10 και είπαν οι πρεσβύτεροι Γαλαάδ προς Ιεφθάε· Κύριος έστω ακούων ανά μέσον ημών, ει μη κατά το ρήμά σου ούτω ποιήσομεν. 11 και επορεύθη Ιεφθάε μετά των πρεσβυτέρων Γαλαάδ, και έθηκαν αυτόν ο λαός επ’ αυτούς εις κεφαλήν και εις αρχηγόν. και ελάλησεν Ιεφθάε πάντας τους λόγους αυτού ενώπιον Κυρίου εν Μασσηφά. 12 Καί απέστειλεν Ιεφθάε αγγέλους προς βασιλέα υιών Αμμών λέγων· τι εμοί και σοί, ότι ήλθες προς με τού παρατάξασθαι εν τή γη μου; 13 και είπε βασιλεύς υιών Αμμών προς τους αγγέλους Ιεφθάε· ότι έλαβεν Ισραήλ την γήν μου εν τώ αναβαίνειν αυτόν εξ Αιγύπτου από Αρνών έως Ιαβόκ και έως τού Ιορδάνου· και νύν επίστρεψον αυτάς εν ειρήνη, και πορεύσομαι. 14 και προσέθηκεν έτι Ιεφθάε και απέστειλεν αγγέλους προς βασιλέα υιών Αμμών. 15 και είπεν αυτώ· ούτω λέγει Ιεφθάε· ουκ έλαβεν Ισραήλ την γήν Μωάβ και την γήν υιών Αμμών· 16 ότι εν τώ αναβαίνειν αυτούς εξ Αιγύπτου επορεύθη Ισραήλ εν τή ερήμω έως θαλάσσης Σίφ και ήλθεν εις Κάδης. 17 και απέστειλεν Ισραήλ αγγέλους προς βασιλέα Εδώμ λέγων· παρελεύσομαι δή εν τή γη σου· και ουκ ήκουσε βασιλεύς Εδώμ. και γε προς βασιλέα Μωάβ απέστειλε, και ουκ ευδόκησε. και εκάθισεν Ισραήλ εν Κάδης. 18 και επορεύθη εν τή ερήμω και εκύκλωσε την γήν Εδώμ και την γήν Μωάβ και ήλθεν από ανατολών ηλίου τή γη Μωάβ και παρενέβαλεν εν πέραν Αρνών και ουκ εισήλθεν εν ορίοις Μωάβ, ότι Αρνών όριον Μωάβ. 19 και απέστειλεν Ισραήλ αγγέλους προς Σηών βασιλέα τού Αμορραίου βασιλέα Εσεβών, και είπεν αυτώ Ισραήλ· παρέλθωμεν δή εν τή γη σου έως τού τόπου ημών.
20 και ουκ ενεπίστευσε Σηών τώ Ισραήλ παρελθείν εν τώ ορίω αυτού· και συνήξε Σηών πάντα τον λαόν αυτού, και παρενέβαλον εις Ιασά, και παρετάξατο προς Ισραήλ. 21 και παρέδωκε Κύριος ο Θεός Ισραήλ τον Σηών και πάντα τον λαόν αυτού εν χειρί Ισραήλ, και επάταξεν αυτόν· και εκληρονόμησεν Ισραήλ πάσαν την γήν τού Αμμοραίου τού κατοικούντος την γήν εκείνην. 22 από Αρνών και έως τού Ιαβόκ και από τού ερήμου έως τού Ιορδάνου. 23 και νύν Κύριος ο Θεός Ισραήλ εξήρε τον Αμορραίον από προσώπου λαού αυτού Ισραήλ, και σύ κληρονομήσεις αυτόν; 24 ουχί ά εάν κληρονομήσει σε Χαμώς ο θεός σου, αυτά κληρονομήσεις, και τους πάντας, ούς εξήρε Κύριος ο Θεός ημών από προσώπου υμών, αυτούς κληρονομήσομεν; 25 και νύν μη εν αγαθώ αγαθώτερος σύ υπέρ Βαλάκ υιόν Σεπφώρ βασιλέως Μωάβ; μη μαχόμενος εμαχέσατο μετά Ισραήλ ή πολεμών επολέμησεν αυτόν; 26 εν τώ οικήσαι εν Εσεβών και εν τοίς ορίοις αυτής και εν γη Αροήρ και εν τοίς ορίοις αυτής και εν πάσαις ταίς πόλεσι ταίς παρά τον Ιορδάνην τριακόσια έτη, και διατί ουκ ερρύσω αυτούς εν τώ καιρώ εκείνω; 27 και νύν εγώ ειμι ουχ ήμαρτόν σοι, και σύ ποιείς μετ’ εμού πονηρίαν τού παρατάξασθαι εν εμοί· κρίναι Κύριος ο κρίνων σήμερον ανά μέσον υιών Ισραήλ και ανά μέσον υιών Αμμών. 28 και ουκ ήκουσε βασιλεύς Αμμών των λόγων Ιεφθάε, ών απέστειλε προς αυτόν. 29 Καί εγένετο επί Ιεφθάε πνεύμα Κυρίου, και παρήλθε τον Γαλαάδ και τον Μανασσή και παρήλθε την σκοπιάν Γαλαάδ εις το πέραν υιών Αμμών.
30 και ηύξατο Ιεφθάε ευχήν τώ Κυρίω και είπεν· εάν διδούς δώς μοι τους υιούς Αμμών εν τή χειρί μου, 31 και έσται ο εκπορευόμενος, ός αν εξέλθη από της θύρας τού οίκου μου εις συνάντησίν μου εν τώ επιστρέφειν με εν ειρήνη από υιών Αμμών, και έσται τώ Κυρίω ανοίσω αυτόν ολοκαύτωμα. 32 και παρήλθεν Ιεφθάε προς υιούς Αμμών παρατάξασθαι προς αυτούς, και παρέδωκεν αυτούς Κύριος εν χειρί αυτού. 33 και επάταξεν αυτούς από Αροήρ έως ελθείν άχρις Αρνών εν αριθμώ είκοσι πόλεις και έως Εβελχαρμίμ πληγήν μεγάλην σφόδρα, και συνεστάλησαν οι υιοί Αμμών από προσώπου υιών Ισραήλ. 34 Καί ήλθεν Ιεφθάε εις Μασσηφά εις τον οίκον αυτού, και ιδού η θυγάτηρ αυτού εξεπορεύετο εις υπάντησιν εν τυμπάνοις και χοροίς· και αύτη ήν μονογενής, ουκ ήν αυτώ έτερος υιός ή θυγάτηρ. 35 και εγένετο ως είδεν αυτήν αυτός, διέρρηξε τα ιμάτια αυτού και είπεν· ά ά, θυγάτηρ μου, ταραχή ετάραξάς με και σύ ής εν τώ ταράχω μου, και εγώ ειμι ήνοιξα κατά σού το στόμα μου προς Κύριον και ου δυνήσομαι αποστρέψαι. 36 η δε είπε προς αυτόν· πάτερ, ήνοιξας το στόμα σου προς Κύριον; ποίησόν μοι ον τρόπον εξήλθεν εκ στόματός σου, εν τώ ποιήσαί σοι Κύριον εκδίκησιν των εχθρών σου από των υιών Αμμών. 37 και ήδε είπε προς τον πατέρα αυτής· ποιησάτω δή ο πατήρ μου τον λόγον τούτον· έασόν με δύο μήνας, και πορεύσομαι και καταβήσομαι επί τα όρη και κλαύσομαι επί τα παρθένιά μου, εγώ ειμι και αι συνεταιρίδες μου. 38 και είπε· πορεύου· και απέστειλεν αυτήν δύο μήνας. και επορεύθη, αυτή και αι συνεταιρίδες αυτής, και έκλαυσεν επί τα παρθένια αυτής επί τα όρη. 39 και εγένετο εν τέλει των δύο μηνών και επέστρεψε προς τον πατέρα αυτής, και εποίησεν εν αυτή ευχήν αυτού, ήν ηύξατο· και αύτη ουκ έγνω άνδρα. και εγένετο εις πρόσταγμα εν Ισραήλ·
40 από ημερών εις ημέρας επορεύοντο θυγατέρες Ισραήλ θρηνείν την θυγατέρα Ιεφθάε τού Γαλααδίτου επί τέσσαρας ημέρας εν τώ ενιαυτώ.
1 ΚΑΙ εβόησεν ανήρ Εφραίμ, και παρήλθαν εις βορράν και είπαν προς Ιεφθάε· διατί παρήλθες παρατάξασθαι εν υιοίς Αμμών και ημάς ου κέκληκας πορευθήναι μετά σού; τον οίκόν σου εμπρήσομεν επί σε εν πυρί. 2 και είπε προς αυτούς Ιεφθάε· ανήρ μαχητής ήμην εγώ και ο λαός μου, και οι υιοί Αμμών σφόδρα· και εβόησα υμάς, και ουκ εσώσατέ με εκ χειρός αυτών. 3 και είδον ότι ουκ εί σωτήρ, και έθηκα την ψυχήν μου εν χειρί μου και παρήλθον προς υιούς Αμμών, και έδωκεν αυτούς Κύριος εν χειρί μου· και εις τι ανέβητε επ’ εμέ εν τή ημέρα ταύτη παρατάξασθαι εν εμοί; 4 και συνέστρεψεν Ιεφθάε πάντας τους άνδρας Γαλαάδ και παρετάξατο τώ Εφραίμ, και επάταξαν άνδρες Γαλαάδ τον Εφραίμ, ότι είπαν, οι διασωζόμενοι τού Εφραίμ ημείς, Γαλαάδ εν μέσω τού Εφραίμ και εν μέσω τού Μανασσή. 5 και προκατελάβετο Γαλαάδ τας διαβάσεις τού Ιορδάνου τού Εφραίμ, και είπαν αυτοίς οι διασωζόμενοι Εφραίμ· διαβώμεν, και είπαν αυτοίς οι άνδρες Γαλαάδ· μη Εφραθίτης εί; και είπεν· ού. 6 και είπαν αυτώ· είπον δή Στάχυς· και ου κατεύθυνε τού λαλήσαι ούτως. και επελάβοντο αυτού, και έθυσαν αυτόν προς τας διαβάσεις τού Ιορδάνου, και έπεσαν εν τώ καιρώ εκείνω από Εφραίμ δύο και τεσσαράκοντα χιλιάδες. 7 και έκρινεν Ιεφθάε τον Ισραήλ έξ έτη. και απέθανεν Ιεφθάε ο Γαλααδίτης, και ετάφη εν πόλει αυτού Γαλαάδ. 8 Καί έκρινε μετ’ αυτόν τον Ισραήλ Αβαισσάν από Βαιθλεέμ. 9 και ήσαν αυτώ τριάκοντα υιοί και τριάκοντα θυγατέρες, ας εξαπέστειλεν έξω, και τριάκοντα θυγατέρας εισήνεγκε τοίς υιοίς αυτού έξωθεν. και έκρινε τον Ισραήλ επτά έτη.
10 και απέθανεν Αβαισσάν και ετάφη εν Βαιθλεέμ. 11 και έκρινε μετ’ αυτόν τον Ισραήλ Αιλώμ ο Ζαβουλωνίτης δέκα έτη. 12 και απέθανεν Αιλώμ ο Ζαβουλωνίτης και ετάφη εν Αιλώμ εν γη Ζαβουλών. 13 και έκρινε μετ’ αυτόν τον Ισραήλ Αβδών υιός Ελλήλ ο Φαραθωνίτης. 14 και ήσαν αυτώ τεσσαράκοντα υιοί και τριάκοντα υιών υιοί επιβαίνοντες επί εβδομήκοντα πώλους. και έκρινε τον Ισραήλ οκτώ έτη. 15 και απέθανεν Αβδών υιός Ελλήλ ο Φαραθωνίτης και ετάφη εν Φαραθών εν γη Εφραίμ εν όρει τού Αμαλήκ.
1 ΚΑΙ προσέθηκαν έτι οι υιοί Ισραήλ ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον Κυρίου, και παρέδωκεν αυτούς Κύριος εν χειρί Φυλιστιίμ τεσσαράκοντα έτη. 2 και ήν ανήρ είς από Σαραά από δήμου συγγενείας τού Δανί, και όνομα αυτώ Μανωέ, και γυνή αυτού στείρα και ουκ έτεκε. 3 και ώφθη άγγελος Κυρίου προς την γυναίκα, και είπε προς αυτήν· ιδού σύ στείρα και ου τέτοκας, και συλλήψη υιόν. 4 και νύν φύλαξαι δή και μη πίης οίνον και μέθυσμα και μη φάγης πάν ακάθαρτον· 5 ότι ιδού σύ εν γαστρί έχεις και τέξη υιόν, και σίδηρος επί την κεφαλήν αυτού ουκ αναβήσεται, ότι ναζίρ Θεού έσται το παιδάριον από της κοιλίας, και αυτός άρξεται σώσαι τον Ισραήλ εκ χειρός Φυλιστιίμ. 6 και εισήλθεν η γυνή και είπε τώ ανδρί αυτής λέγουσα· άνθρωπος Θεού ήλθε προς με, και είδος αυτού ως είδος αγγέλου Θεού, φοβερόν σφόδρα· και ουκ ηρώτησα αυτόν, πόθεν εστί, και το όνομα αυτού ουκ απήγγειλέ μοι. 7 και είπέ μοι· ιδού σύ εν γαστρί έχεις και τέξη υιόν· και νύν μη πίης οίνον και μέθυσμα και μη φάγης πάν ακάθαρτον, ότι Θεού άγιον έσται το παιδάριον από γαστρός έως ημέρας θανάτου αυτού. 8 και προσηύξατο Μανωέ προς Κύριον και είπεν· εν εμοί, Κύριε Αδωναιέ, τον άνθρωπον τού Θεού, ον απέστειλας, ελθέτω δή έτι προς ημάς και συμβιβασάτω ημάς τι ποιήσωμεν τώ παιδίω τώ τικτομένω. 9 και εισήκουσεν ο Θεός της φωνής Μανωέ, και ήλθεν ο άγγελος τού Θεού έτι προς την γυναίκα, και αύτη εκάθητο εν αγρώ, και Μανωέ ο ανήρ αυτής ουκ ήν μετ’ αυτής.
10 και ετάχυνεν η γυνή και έδραμε και ανήγγειλε τώ ανδρί αυτής και είπε προς αυτόν· ιδού ώπται προς με ο ανήρ, ός ήλθεν εν ημέρα προς με. 11 και ανέστη και επορεύθη Μανωέ οπίσω της γυναικός αυτού και ήλθε προς τον άνδρα και είπεν αυτώ· ει σύ εί ο ανήρ ο λαλήσας προς την γυναίκα; και είπεν ο άγγελος· εγώ. 12 και είπε Μανωέ· νύν ελεύσεται ο λόγος σου· τις έσται κρίσις τού παιδίου και τα ποιήματα αυτού; 13 και είπεν ο άγγελος Κυρίου προς Μανωέ· από πάντων, ών είρηκα προς την γυναίκα, φυλάξεται· 14 από παντός, ό εκπορεύεται εξ αμπέλου τού οίνου, ου φάγεται και οίνον και μέθυσμα μη πιέτω και πάν ακάθαρτον μη φαγέτω· πάντα όσα ενετειλάμην αυτή, φυλάξεται. 15 και είπε Μανωέ προς τον άγγελον Κυρίου· κατάσχωμεν ώδέ σε και ποιήσωμεν ενώπιόν σου έριφον αιγών. 16 και είπεν ο άγγελος Κυρίου προς Μανωέ· εάν κατάσχης με, ου φάγομαι από των άρτων σου, και εάν ποιήσης ολοκαύτωμα, τώ Κυρίω ανοίσεις αυτό· ότι ουκ έγνω Μανωέ ότι άγγελος Κυρίου αυτός. 17 και είπε Μανωέ προς τον άγγελον Κυρίου· τι το όνομά σοι; ότι έλθοι το ρήμά σου, και δοξάσομέν σε. 18 και είπεν αυτώ ο άγγελος Κυρίου· εις τι τούτο ερωτάς το όνομά μου; και αυτό εστι θαυμαστόν. 19 και έλαβε Μανωέ τον έριφον των αιγών και την θυσίαν και ανήνεγκεν επί την πέτραν τώ Κυρίω· και διεχώρισε ποιήσαι, και Μανωέ και γυνή αυτού βλέποντες.
20 και εγένετο εν τώ αναβήναι την φλόγα επάνω τού θυσιαστηρίου έως τού ουρανού και ανέβη ο άγγελος Κυρίου εν τή φλογί τού θυσιαστηρίου, και Μανωέ και η γυνή αυτού βλέποντες και έπεσαν επί πρόσωπον αυτών επί την γήν. 21 και ου προσέθηκεν έτι ο άγγελος Κυρίου οφθήναι προς Μανωέ και προς την γυναίκα αυτού· τότε έγνω Μανωέ ότι άγγελος Κυρίου ούτος. 22 και είπε Μανωέ προς την γυναίκα αυτού· θανάτω αποθανούμεθα, ότι Θεόν είδομεν. 23 και είπεν αυτώ η γυνή αυτού· ει ήθελεν ο Κύριος θανατώσαι ημάς, ουκ αν έλαβεν εκ χειρός ημών ολοκαύτωμα και θυσίαν και ουκ αν έδειξεν ημίν ταύτα πάντα και καθώς καιρός ουκ αν ηκούτισεν ημάς ταύτα. 24 και έτεκεν η γυνή υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Σαμψών· και ηδρύνθη το παιδάριον, και ευλόγησεν αυτό Κύριος. 25 και ήρξατο πνεύμα Κυρίου συνεκπορεύεσθαι αυτώ εν παρεμβολή Δάν και ανά μέσον Σαραά και ανά μέσον Εσθαόλ.
1 ΚΑΙ κατέβη Σαμψών εις Θαμναθά και είδε γυναίκα εν Θαμναθά από των θυγατέρων των αλλοφύλων. 2 και ανέβη και απήγγειλε τώ πατρί αυτού και τή μητρί αυτού και είπε· γυναίκα εώρακα εν Θαμναθά από των θυγατέρων Φυλιστιίμ, και νύν λάβετε αυτήν εμοί εις γυναίκα. 3 και είπεν αυτώ ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού· μη ουκ εισί θυγατέρες των αδελφών σου και εκ παντός τού λαού μου γυνή, ότι σύ πορεύη λαβείν γυναίκα από των αλλοφύλων των απεριτμήτων; και είπε Σαμψών προς τον πατέρα αυτού· ταύτην λάβε μοι, ότι αύτη ευθεία εν οφθαλμοίς μου. 4 και ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού ουκ έγνωσαν ότι παρά Κυρίου εστίν, ότι εκδίκησιν αυτός ζητεί εκ των αλλοφύλων· και εν τώ καιρώ εκείνω οι αλλόφυλοι κυριεύοντες εν Ισραήλ. 5 και κατέβη Σαμψών και ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού εις Θαμναθά. και ήλθεν έως τού αμπελώνος Θαμναθά, και ιδού σκύμνος λέοντος ωρυόμενος εις συνάντησιν αυτού· 6 και ήλατο επ’ αυτόν πνεύμα Κυρίου, και συνέτριψεν αυτόν, ωσεί συντρίψει έριφον αιγών, και ουδέν ήν εν ταίς χερσίν αυτού. και ουκ απήγγειλε τώ πατρί αυτού και τή μητρί αυτού ό εποίησε. 7 και κατέβησαν και ελάλησαν τή γυναικί, και ηυθύνθη εν οφθαλμοίς Σαμψών. 8 και υπέστρεψε μεθ΄ ημέρας λαβείν αυτήν και εξέκλινεν ιδείν το πτώμα τού λέοντος, και ιδού συναγωγή μελισσών εν τώ στόματι τού λέοντος και μέλι. 9 και εξείλεν αυτό εις χείρας αυτού και επορεύετο πορευόμενος και εσθίων· και επορεύθη προς τον πατέρα αυτού και προς την μητέρα αυτού και έδωκεν αυτοίς, και έφαγον· και ουκ ανήγγειλεν αυτοίς ότι από στόματος τού λέοντος εξείλε το μέλι.
10 και κατέβη ο πατήρ αυτού προς την γυναίκα· και εποίησεν εκεί Σαμψών πότον ημέρας επτά, ότι ούτως ποιούσιν οι νεανίσκοι. 11 και εγένετο ότε είδον αυτόν, και έλαβον τριάκοντα κλητούς, και ήσαν μετ’ αυτού. 12 και είπεν αυτοίς Σαμψών· πρόβλημα υμίν προβάλλομαι· εάν απαγγέλλοντες απαγγείλητε αυτό εν ταίς επτά ημέραις τού πότου και εύρητε, δώσω υμίν τριάκοντα σινδόνας και τριάκοντα στολάς ιματίων· 13 και εάν μη δύνησθε απαγγείλαί μοι, δώσετε υμείς εμοί τριάκοντα οθόνια και τριάκοντα αλλασσομένας στολάς ιματίων· και είπαν αυτώ· προβάλλου το πρόβλημά σου, και ακουσόμεθα αυτό. 14 και είπεν αυτοίς· τι βρωτόν εξήλθεν εκ βιβρώσκοντος και από ισχυρού γλυκύ; και ουκ ηδύναντο απαγγείλαι το πρόβλημα επί τρεις ημέρας. 15 και εγένετο εν τή ημέρα τή τετάρτη και είπαν τή γυναικί Σαμψών· απάτησον δή τον άνδρα σου και απαγγειλάτω σοι το πρόβλημα, μη ποτε κατακαύσωμέν σε και τον οίκον τού πατρός σου εν πυρί· ή εκβιάσαι ημάς κεκλήκατε; 16 και έκλαυσεν η γυνή Σαμψών προς αυτόν και είπε· πλήν μεμίσηκάς με και ουκ ηγάπησάς με, ότι το πρόβλημα, ό προεβάλου τοίς υιοίς τού λαού μου, ουκ απήγγειλάς μοι αυτό· και είπεν αυτή Σαμψών· ει τώ πατρί μου και τή μητρί μου ουκ απήγγελκα, σοί απαγγείλω; 17 και έκλαυσε προς αυτόν επί τας επτά ημέρας, ας ήν αυτοίς ο πότος· και εγένετο εν τή ημέρα τή εβδόμη και απήγγειλεν αυτή, ότι παρηνώχλησεν αυτώ· και αυτή απήγγειλε τοίς υιοίς τού λαού αυτής. 18 και είπαν αυτώ οι άνδρες της πόλεως εν τή ημέρα τή εβδόμη πρό τού ανατείλαι τον ήλιον· τι γλυκύτερον μέλιτος, και τι ισχυρότερον λέοντος; και είπεν αυτοίς Σαμψών· ει μη ηροτριάσατε εν τή δαμάλει μου, ουκ αν έγνωτε το πρόβλημά μου. 19 και ήλατο επ’ αυτόν πνεύμα Κυρίου, και κατέβη εις Ασκάλωνα και επάταξεν εξ αυτών τριάκοντα άνδρας και έλαβε τα ιμάτια αυτών και έδωκε τας στολάς τοίς απαγγείλασι το πρόβλημα. και ωργίσθη θυμώ Σαμψών και ανέβη εις τον οίκον τού πατρός αυτού.
20 και εγένετο η γυνή Σαμψών ενί των φίλων αυτού, ών εφιλίασεν.
1 ΚΑΙ εγένετο μεθ’ ημέρας εν ημέραις θερισμού πυρών και επεσκέψατο Σαμψών την γυναίκα αυτού εν ερίφω αιγών και είπεν· εισελεύσομαι προς την γυναίκά μου και εις το ταμιείον· και ουκ έδωκεν αυτόν ο πατήρ αυτής εισελθείν. 2 και είπεν ο πατήρ αυτής λέγων· είπα ότι μισών εμίσησας αυτήν, και έδωκα αυτήν ενί των εκ των φίλων σου· μη ουχί η αδελφή αυτής η νεωτέρα αγαθωτέρα υπέρ αυτήν; έστω δή σοι αντί αυτής. 3 και είπεν αυτοίς Σαμψών· ηθώωμαι και το άπαξ από αλλοφύλων, ότι ποιώ εγώ μετ’ αυτών πονηρίαν. 4 και επορεύθη Σαμψών και συνέλαβε τριακοσίας αλώπεκας και έλαβε λαμπάδας και επέστρεψε κέρκον προς κέρκον και έθηκε λαμπάδα μίαν αναμέσον των δύο κέρκων και έδησε· 5 και εξέκαυσε πύρ εν ταίς λαμπάσι και εξαπέστειλεν εν τοίς στάχυσι των αλλοφύλων, και εκάησαν από άλωνος και έως σταχύων ορθών και έως αμπελώνος και ελαίας. 6 και είπαν οι αλλόφυλοι· τις εποίησε ταύτα; και είπαν· Σαμψών ο νυμφίος τού Θαμνί, ότι έλαβε την γυναίκα αυτού και έδωκεν αυτήν τώ εκ των φίλων αυτού· και ανέβησαν οι αλλόφυλοι και ενέπρησαν αυτήν και τον οίκον τού πατρός αυτής εν πυρί. 7 και είπεν αυτοίς Σαμψών· εάν ποιήσητε ούτως ταύτην, ότι ή μην εκδικήσω εν υμίν και έσχατον κοπάσω. 8 και επάταξεν αυτούς κνήμην επί μηρόν πληγήν μεγάλην· και κατέβη και εκάθισεν εν τρυμαλιά της πέτρας Ητάμ. 9 Καί ανέβησαν οι αλλόφυλοι και παρενέβαλον εν Ιούδα και εξερρίφησαν εν Λεχί.
10 και είπαν ανήρ Ιούδα· εις τι ανέβητε εφ΄ ημάς; και είπον οι αλλόφυλοι· δήσαι τον Σαμψών ανέβημεν και ποιήσαι αυτώ ον τρόπον εποίησεν ημίν. 11 και κατέβησαν τρισχίλιοι από Ιούδα άνδρες εις τρυμαλιάν πέτρας Ητάμ και είπαν προς Σαμψών· ουκ οίδας ότι κυριεύουσιν οι αλλόφυλοι ημών, και τι τούτο εποίησας ημίν; και είπεν αυτοίς Σαμψών· ον τρόπον εποίησάν μοι, ούτως εποίησα αυτοίς. 12 και είπαν αυτώ· δήσαί σε κατέβημεν τού δούναί σε εν χειρί αλλοφύλων. και είπεν αυτοίς Σαμψών· ομόσατέ μοι μη ποτε συναντήσητε εν εμοί υμείς. 13 και είπον αυτώ λέγοντες· ουχί, ότι αλλ’ ή δεσμώ δήσομέν σε και παραδώσομέν σε εν χειρί αυτών και θανάτω ου θανατώσομέν σε· και έδησαν αυτόν εν δυσί καλωδίοις καινοίς και ανήνεγκαν αυτόν από της πέτρας εκείνης. 14 και ήλθον έως Σιαγόνος· και οι αλλόφυλοι ηλάλαξαν και έδραμον εις συνάντησιν αυτού· και ήλατο επ’ αυτόν πνεύμα Κυρίου, και εγενήθη τα καλώδια τα επί βραχίοσιν αυτού ωσεί στυππίον, ό εξεκαύθη εν πυρί, και ετάκησαν δεσμοί αυτού από χειρών αυτού. 15 και εύρε σιαγόνα όνου εξερριμένη και εξέτεινε την χείρα αυτού και έλαβεν αυτήν και επάταξεν εν αυτή χιλίους άνδρας. 16 και είπε Σαμψών· εν σιαγόνι όνου εξαλείφων εξήλειψα αυτούς, ότι εν τή σιαγόνι τού όνου επάταξα χιλίους άνδρας. 17 και εγένετο ως επαύσατο λαλών, και έρριψε την σιαγόνα εκ της χειρός αυτού· και εκάλεσε τον τόπον εκείνον Αναίρεσις σιαγόνος. 18 και εδίψησε σφόδρα, και έκλαυσε προς Κύριον και είπε· σύ ευδόκησας εν χειρί δούλου σου την σωτηρίαν την μεγάλην ταύτην, και νύν αποθανούμαι τώ δίψει και εμπεσούμαι εν χειρί των απεριτμήτων. 19 και έρρηξεν ο Θεός τον λάκκον τον εν τή σιαγόνι, και εξήλθεν εξ αυτού ύδωρ, και έπιε, και επέστρεψε το πνεύμα αυτού και έζησε. διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Πηγή τού επικαλουμένου, ή εστιν εν Σιαγόνι, έως της ημέρας ταύτης.
20 και έκρινε τον Ισραήλ εν ημέραις αλλοφύλων είκοσιν έτη.
1 ΚΑΙ επορεύθη Σαμψών εις Γάζαν· και είδεν εκεί γυναίκα πόρνην και εισήλθε προς αυτήν. 2 και ανηγγέλη τοίς Γαζαίοις λέγοντες· ήκει Σαμψών ώδε. και εκύκλωσαν και ενήδρευσαν επ’ αυτόν όλην την νύκτα εν τή πύλη της πόλεως και εκώφευσαν όλην την νύκτα λέγοντες· έως διαφαύση ο όρθρος, και φονεύσωμεν αυτόν. 3 και εκοιμήθη Σαμψών έως μεσονυκτίου· και ανέστη εν ημίσει της νυκτός και επελάβετο των θυρών της πύλης της πόλεως σύν τοίς δυσί σταθμοίς και ανεβάσταζεν αυτάς σύν τώ μοχλώ και έθηκεν επί ώμων αυτού και ανέβη επί την κορυφήν τού όρους τού επί προσώπου τού Χεβρών και έθηκεν αυτά εκεί. 4 Καί εγένετο μετά τούτο και ηγάπησε γυναίκα εν Αλσωρήχ, και όνομα αυτή Δαλιδά. 5 και ανέβησαν προς αυτήν οι άρχοντες των αλλοφύλων και είπαν αυτή· απάτησον αυτόν, και ιδέ εν τίνι η ισχύς αυτού η μεγάλη και εν τίνι δυνησόμεθα αυτώ και δήσομεν αυτόν τού ταπεινώσαι αυτόν, και ημείς δώσομέν σοι ανήρ χιλίους και εκατόν αργυρίου. 6 και είπε Δαλιδά προς Σαμψών· απάγγειλον δή μοι εν τίνι η ισχύς σου η μεγάλη και εν τίνι δεθήση τού ταπεινωθήναί σε. 7 και είπε προς αυτήν Σαμψών· εάν δήσωσί με εν επτά νευραίς υγραίς μη διεφθαρμέναις, και ασθενήσω και έσομαι ως είς των ανθρώπων. 8 και ανήνεγκαν αυτή οι άρχοντες των αλλοφύλων επτά νευράς υγράς μη διεφθαρμένας, και έδησεν αυτόν εν αυταίς· 9 και το ένεδρον αυτή εκάθητο εν τώ ταμιείω· και είπεν αυτώ· αλλόφυλοι επί σε, Σαμψών· και διέσπασε τας νευράς, ως εί τις αποσπάσοι στρέμμα στυπίου εν τώ οσφρανθήναι αυτό πυρός· και ουκ εγνώσθη η ισχύς αυτού.
10 και είπε Δαλιδά προς Σαμψών· ιδού επλάνησάς με και ελάλησας προς με ψευδή· νύν ούν ανάγγειλόν μοι εν τίνι δεθήση. 11 και είπε προς αυτήν· εάν δεσμεύοντες δήσωσί με εν καλωδίοις καινοίς, οίς ουκ εγένετο εν αυτοίς έργον, και ασθενήσω και έσομαι ως είς των ανθρώπων. 12 και έλαβε Δαλιδά καλώδια καινά και έδησεν αυτόν εν αυτοίς· και τα ένεδρα εξήλθεν εκ τού ταμιείου· και είπεν· αλλόφυλοι επί σε, Σαμψών· και διέσπασεν αυτά από βραχιόνων αυτού ωσεί σπαρτίον. 13 και είπε Δαλιδά προς Σαμψών· ιδού επλάνησάς με και ελάλησας προς με ψευδή· ανάγγειλον δή μοι εν τίνι δεθήση. και είπε προς αυτήν· εάν υφάνης τας επτά σειράς της κεφαλής μου σύν τώ διάσματι και εγκρούσης τώ πασσάλω εις τον τοίχον, και έσομαι ως είς των ανθρώπων ασθενής. 14 και εγένετο εν τώ κοιμάσθαι αυτόν και έλαβε Δαλιδά τας επτά σειράς της κεφαλής αυτού και ύφανεν εν τώ διάσματι και έπηξε τώ πασσάλω εις τον τοίχον και είπεν· αλλόφυλοι επί σε, Σαμψών· και εξυπνίσθη από τού ύπνου αυτού και εξήρε τον πάσσαλον τού υφάσματος εκ τού τοίχου. 15 και είπε προς Σαμψών Δαλιδά· πώς λέγεις, ηγάπηκά σε, και η καρδία σου ουκ έστι μετ’ εμού; τούτο τρίτον επλάνησάς με και ουκ απήγγειλάς μοι εν τίνι η ισχύς σου η μεγάλη. 16 και εγένετο ότε εξέθλιψεν αυτόν εν λόγοις αυτής πάσας τας ημέρας και εστενοχώρησεν αυτόν, και ωλιγοψύχησεν έως τού αποθανείν· 17 και ανήγγειλεν αυτή πάσαν την καρδίαν αυτού και είπεν αυτή· σίδηρος ουκ ανέβη επί την κεφαλήν μου, ότι άγιος Θεού εγώ ειμι από κοιλίας μητρός μου· εάν ούν ξυρήσωμαι, αποστήσεται απ’ εμού η ισχύς μου, και ασθενήσω και έσομαι ως πάντες οι άνθρωποι. 18 και είδε Δαλιδά, ότι απήγγειλεν αυτή πάσαν την καρδίαν αυτού, και απέστειλε και εκάλεσε τους άρχοντας των αλλοφύλων, λέγουσα· ανάβητε έτι το άπαξ τούτο, ότι απήγγειλέ μοι πάσαν την καρδίαν αυτού· και ανέβησαν προς αυτήν οι άρχοντες των αλλοφύλων και ανήνεγκαν το αργύριον εν χερσίν αυτών. 19 και εκοίμισε Δαλιδά τον Σαμψών επί τα γόνατα αυτής· και εκάλεσεν άνδρα, και εξύρησε τας επτά σειράς της κεφαλής αυτού· και ήρξατο ταπεινώσαι αυτόν, και απέστη η ισχύς αυτού απ’ αυτού.
20 και είπε Δαλιδά· αλλόφυλοι επί σε, Σαμψών. και εξυπνίσθη εκ τού ύπνου αυτού και είπεν· εξελεύσομαι ως άπαξ και άπαξ και εκτιναχθήσομαι· και αυτός ουκ έγνω ότι ο Κύριος απέστη απάνωθεν αυτού. 21 και εκράτησαν αυτόν οι αλλόφυλοι και εξέκοψαν τους οφθαλμούς αυτού· και κατήνεγκαν αυτόν εις Γάζαν και επέδησαν αυτόν εν πέδαις χαλκείαις, και ήν αλήθων εν οίκω τού δεσμωτηρίου. 22 Καί ήρξατο θρίξ της κεφαλής αυτού βλαστάνειν, καθώς εξυρήσατο. 23 και οι άρχοντες των αλλοφύλων συνήχθησαν θυσιάσαι θυσίασμα μέγα τώ Δαγών θεώ αυτών και ευφρανθήναι και είπαν· έδωκεν ο Θεός εν χειρί ημών τον Σαμψών τον εχθρόν ημών. 24 και είδον αυτόν ο λαός και ύμνησαν τον θεόν αυτών, ότι παρέδωκεν ο θεός ημών τον εχθρόν ημών εν χειρί ημών, τον ερημούντα την γήν ημών, και ός επλήθυνε τους τραυματίας ημών. 25 και ότε ηγαθύνθη η καρδία αυτών, και είπαν· καλέσατε τον Σαμψών εξ οίκου φυλακής, και παιξάτω ενώπιον ημών. και εκάλεσαν τον Σαμψών εξ οίκου δεσμωτηρίου, και έπαιζεν ενώπιον αυτών, και ερράπιζον αυτόν και έστησαν αυτόν ανά μέσον των κιόνων. 26 και είπε Σαμψών προς τον νεανίαν τον κρατούντα την χείρα αυτού· άφες με και ψηλαφήσω τους κίονας, εφ’ οίς ο οίκος επ’ αυτούς, και επιστηριχθήσομαι επ’ αυτούς. 27 και ο οίκος πλήρης των ανδρών και των γυναικών, και εκεί πάντες οι άρχοντες των αλλοφύλων, και επί το δώμα ωσεί τρισχίλιοι άνδρες και γυναίκες οι θεωρούντες εν παγνίαις Σαμψών. 28 και έκλαυσε Σαμψών προς Κύριον, και είπεν· Αδωναιέ Κύριε, μνήσθητι δή μου νύν και ενίσχυσόν με έτι το άπαξ τούτο, Θεέ, και ανταποδώσω ανταπόδοσιν μίαν περί των δύο οφθαλμών μου τοίς αλλοφύλοις. 29 και περιέλαβε Σαμψών τους δύο κίονας τού οίκου, εφ’ ούς ο οίκος ειστήκει, και επεστηρίχθη επ’ αυτούς και εκράτησεν ένα τή δεξιά αυτού και ένα τή αριστερά αυτού.
30 και είπε Σαμψών· αποθανέτω ψυχή μου μετά των αλλοφύλων· και εβάσταξεν εν ισχύι, και έπεσεν ο οίκος επί τους άρχοντας και επί πάντα τον λαόν τον εν αυτώ· και ήσαν οι τεθνηκότες, ούς εθανάτωσε Σαμψών εν τώ θανάτω αυτού, πλείους ή ούς εθανάτωσεν εν τή ζωή αυτού. 31 και κατέβησαν οι αδελφοί αυτού και ο οίκος τού πατρός αυτού και έλαβον αυτόν και ανέβησαν και έθαψαν αυτόν ανά μέσον Σαραά και ανά μέσον Εσθαόλ εν τώ τάφω Μανωέ τού πατρός αυτού. και αυτός έκρινε τον Ισραήλ είκοσιν έτη.
1 ΚΑΙ εγένετο ανήρ από όρους Εφραίμ, και όνομα αυτώ Μιχαίας. 2 και είπε τή μητρί αυτού· οι χίλιοι και εκατόν, ούς έλαβες αργυρίου σεαυτή και με ηράσω και προσείπας εν ωσί μου, ιδού το αργύριον παρ’ εμοί, εγώ έλαβον αυτό. και είπεν η μήτηρ αυτού· ευλογητός ο υιός μου τώ Κυρίω. 3 και απέδωκε τους χιλίους και εκατόν τού αργυρίου τή μητρί αυτού· και είπεν η μήτηρ αυτού· αγιάζουσα ηγίασα το αργύριον τώ Κυρίω εκ της χειρός μου τώ υιώ μου τού ποιήσαι γλυπτόν και χωνευτόν, και νύν αποδώσω αυτό σοι. 4 και απέδωκε το αργύριον τή μητρί αυτού· και έλαβεν η μήτηρ αυτού διακοσίους αργυρίου και έδωκεν αυτό αργυροκόπω, και εποίησεν αυτό γλυπτόν και χωνευτόν· και εγενήθη εν οίκω Μιχαία. 5 και ο οίκος Μιχαία, αυτώ οίκος Θεού· και εποίησεν εφώδ και θεραφίν και επλήρωσε την χείρα από ενός υιών αυτού, και εγένετο αυτώ εις ιερέα. 6 εν δε ταίς ημέραις εκείναις ουκ ήν βασιλεύς εν Ισραήλ· ανήρ το ευθές εν οφθαλμοίς αυτού εποίει. 7 Καί εγενήθη νεανίας εκ Βηθλεέμ δήμου Ιούδα, και αυτός Λευίτης, και ούτος παρώκει εκεί. 8 και επορεύθη ο ανήρ από Βηθλεέμ της πόλεως Ιούδα παροικήσαι εν ώ εάν εύρη τόπω, και ήλθεν έως όρους Εφραίμ και έως οίκου Μιχαία τού ποιήσαι οδόν αυτού. 9 και είπεν αυτώ Μιχαίας· πόθεν έρχη; και είπε προς αυτόν· Λευίτης ειμί εκ Βηθλεέμ Ιούδα, και εγώ πορεύομαι παροικήσαι εν ώ εάν εύρω τόπω.
10 και είπεν αυτώ Μιχαίας· κάθου μετ’ εμού και γίνου μοι εις πατέρα και εις ιερέα, και εγώ δώσω σοι δέκα αργυρίου εις ημέραν και στολήν ιματίων και τα προς ζωήν σου. 11 και επορεύθη ο Λευίτης και ήρξατο παροικείν παρά τώ ανδρί, και εγενήθη ο νεανίας αυτώ ως είς από υιών αυτού. 12 και επλήρωσε Μιχαίας την χείρα τού Λευίτου, και εγένετο αυτώ εις ιερέα και εγένετο εν τώ οίκω Μιχαία. 13 και είπε Μιχαίας· νύν έγνων ότι αγαθυνεί μοι Κύριος, ότι εγένετό μοι ο Λευίτης εις ιερέα.
1 ΕΝ ταίς ημέραις εκείναις ουκ ήν βασιλεύς εν Ισραήλ. και εν ταίς ημέραις εκείναις η φυλή Δάν εζήτει εαυτή κληρονομίαν κατοικήσαι, ότι ουκ ενέπεσεν αυτή έως της ημέρας εκείνης εν μέσω φυλών υιών Ισραήλ κληρονομία. 2 και απέστειλαν οι υιοί Δάν από δήμων αυτών πέντε άνδρας υιούς δυνάμεως από Σαραά και από Εσθαόλ τού κατασκέψασθαι την γήν και εξιχνιάσαι αυτήν και είπαν προς αυτούς· πορεύεσθε και εξιχνιάσατε την γήν. και ήλθον έως όρους Εφραίμ έως οίκου Μιχαία και ηυλίσθησαν αυτοί εκεί 3 εν οίκω Μιχαία, και αυτοί επέγνωσαν την φωνήν τού νεανίσκου τού Λευίτου και εξέκλιναν εκεί και είπαν αυτώ· τις ήνεγκέ σε ώδε, και σύ τι ποιείς εν τώ τόπω τούτω, και τι σοι ώδε; 4 και είπε προς αυτούς· ούτω και ούτως εποίησέ μοι Μιχαίας και εμισθώσατό με, και εγενόμην αυτώ εις ιερέα. 5 και είπαν αυτώ· επερώτησον δή εν τώ Θεώ, και γνωσόμεθα ει ευοδωθήσεται η οδός ημών, εν ή ημείς πορευόμεθα εν αυτή. 6 και είπεν αυτοίς ο ιερεύς· πορεύεσθε εν ειρήνη· ενώπιον Κυρίου η οδός υμών, εν ή πορεύεσθε εν αυτή. 7 και επορεύθησαν οι πέντε άνδρες και ήλθον εις Λαισά· και είδαν τον λαόν τον εν μέσω αυτής καθήμενον επ’ ελπίδι, ως κρίσις Σιδωνίων ησυχάζουσα, και ουκ έστι διατρέπων ή καταισχύνων λόγον εν τή γη, κληρονόμος εκπιέζων θησαυρούς, και μακράν εισι Σιδωνίων και λόγον ουκ έχουσι προς άνθρωπον. 8 και ήλθον οι πέντε άνδρες προς τους αδελφούς αυτών εις Σαραά και Εσθαόλ και είπον τοίς αδελφοίς αυτών· τι υμείς κάθησθε; 9 και είπαν· ανάστητε και αναβώμεν επ΄ αυτούς, ότι είδομεν την γήν και ιδού αγαθή σφόδρα· και υμείς ησυχάζετε; μη οκνήσητε τού πορευθήναι και εισελθείν τού κληρονομήσαι την γήν.
10 και ηνίκα εάν έλθητε, εισελεύσεσθε προς λαόν επ’ ελπίδι, και η γη πλατεία, ότι έδωκεν αυτήν ο Θεός εν χειρί υμών, τόπος, όπου ουκ έστιν εκεί υστέρημα παντός ρήματος των εν τή γη. 11 Καί απήραν εκείθεν από δήμων τού Δάν από Σαραά και από Εσθαόλ εξακόσιοι άνδρες εζωσμένοι σκεύη παρατάξεως. 12 και ανέβησαν και παρενέβαλον εν Καριαθιαρίμ εν Ιούδα· διά τούτο εκλήθη εν εκείνω τώ τόπω Παρεμβολή Δάν έως της ημέρας ταύτης, ιδού οπίσω Καριαθιαρίμ. 13 και παρήλθον εκείθεν όρος Εφραίμ και ήλθον έως οίκου Μιχαία. 14 και απεκρίθησαν οι πέντε άνδρες οι πορευόμενοι κατασκέψασθαι την γήν Λαισά και είπαν προς τους αδελφούς· έγνωτε ότι εστίν εν τώ οίκω τούτω εφώδ και θεραφίν και γλυπτόν και χωνευτόν; και νύν γνώτε ό,τι ποιήσετε. 15 και εξέκλιναν εκεί και εισήλθον εις τον οίκον τού νεανίσκου τού Λευίτου, εις τον οίκον Μιχαία, και ηρώτησαν αυτόν εις ειρήνην. 16 και οι εξακόσιοι άνδρες οι ανεζωσμένοι τα σκεύη της παρατάξεως αυτών εστώτες παρά θύρας της πύλης, οι εκ των υιών Δάν. 17 και ανέβησαν οι πέντε άνδρες οι πορευθέντες κατασκέψασθαι την γήν και εισήλθον εκεί εις οίκον Μιχαία, και ο ιερεύς εστώς· 18 και έλαβον το γλυπτόν και το εφώδ και το θεραφίν και το χωνευτόν. και είπε προς αυτούς ο ιερεύς· τι υμείς ποιείτε; 19 και είπαν αυτώ· κώφευσον, επίθες την χείρά σου επί το στόμα σου και δεύρο μεθ’ ημών και γένου ημίν εις πατέρα και εις ιερέα· μη αγαθόν είναί σε ιερέα οίκου ανδρός ενός ή γενέσθαι σε ιερέα φυλής και οίκου εις δήμον Ισραήλ;
20 και ηγαθύνθη η καρδία τού ιερέως, και έλαβε το εφώδ και το θεραφίν και το γλυπτόν και το χωνευτόν και ήλθεν εν μέσω τού λαού. 21 και επέστρεψαν και απήλθαν· και έθηκαν τα τέκνα και την κτήσιν και το βάρος έμπροσθεν αυτών. 22 αυτοί εμάκρυναν από οίκου Μιχαία και ιδού Μιχαίας και οι άνδρες οι εν ταίς οικίαις ταίς μετά οίκου Μιχαία εβόησαν και κατελάβοντο τους υιούς Δάν. 23 και επέστρεψαν οι υιοί Δάν το πρόσωπον αυτών και είπαν τώ Μιχαία· τι εστί σοι, ότι εβόησας; 24 και είπε Μιχαίας· ότι το γλυπτόν μου, ό εποίησα, ελάβετε και τον ιερέα και επορεύθητε· και τι μοι έτι; και τι τούτο λέγετε προς με· τι κράζεις; 25 και είπαν προς αυτόν οι υιοί Δάν· μη ακουσθήτω δή φωνή σου μεθ’ ημών, μη ποτε συναντήσωσιν ημίν άνδρες πικροί ψυχή και προσθήσουσι ψυχήν σου και την ψυχήν τού οίκου σου. 26 και επορεύθησαν οι υιοί Δάν εις οδόν αυτών· και είδε Μιχαίας ότι δυνατώτεροί εισιν υπέρ αυτόν, και επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού. 27 και οι υιοί Δάν έλαβον ό εποίησε Μιχαίας, και τον ιερέα, ός ήν αυτώ, και ήλθον επί Λαισά, επί λαόν ησυχάζοντα και πεποιθότα επ’ ελπίδι και επάταξαν αυτούς εν στόματι ρομφαίας και την πόλιν ενέπρησαν εν πυρί· 28 και ουκ ήν ο ρυόμενος, ότι μακράν εστιν από Σιδωνίων, και λόγος ουκ έστιν αυτοίς μετά ανθρώπου, και αυτή εν τή κοιλάδι τού οίκου Ραάβ. και ωκοδόμησαν την πόλιν και κατεσκήνωσαν εν αυτή 29 και εκάλεσαν το όνομα της πόλεως Δάν εν ονόματι Δάν πατρός αυτών, ός ετέχθη τώ Ισραήλ· και ήν Ουλαμαίς όνομα της πόλεως το πρότερον.
30 και έστησαν εαυτοίς οι υιοί Δάν το γλυπτόν· και Ιωνάθαν υιός Γηρσών υιός Μανασσή, αυτός και οι υιοί αυτού ήσαν ιερείς τή φυλή Δάν έως ημέρας της αποικίας της γής. 31 και έθηκαν εαυτοίς το γλυπτόν, ό εποίησε Μιχαίας πάσας τας ημέρας, ας ήν ο οίκος τού Θεού εν Σηλώμ.
1 ΚΑΙ εγένετο εν ταίς ημέραις εκείναις ουκ ήν βασιλεύς εν Ισραήλ· και εγένετο ανήρ Λευίτης παροικών εν μηροίς όρους Εφραίμ και έλαβεν αυτώ γυναίκα παλλακήν από Βηθλεέμ Ιούδα. 2 και επορεύθη απ’ αυτού η παλλακή αυτού και απήλθε παρ’ αυτού εις οίκον πατρός αυτής εις Βηθλεέμ Ιούδα και ήν εκεί ημέρας μηνών τεσσάρων. 3 και ανέστη ο ανήρ αυτής και επορεύθη οπίσω αυτής τού λαλήσαι επί καρδίαν αυτής τού επιστρέψαι αυτήν αυτώ, και νεανίας αυτού μετ’ αυτού και ζεύγος όνων· η δε εισήνεγκεν αυτόν εις οίκον πατρός αυτής, και είδεν αυτόν ο πατήρ της νεάνιδος και ηυφράνθη εις συνάντησιν αυτού. 4 και κατέσχεν αυτόν ο γαμβρός αυτού ο πατήρ της νεάνιδος και εκάθισε μετ’ αυτού επί τρεις ημέρας, και έφαγον και έπιον και ηυλίσθησαν εκεί. 5 και εγένετο τή ημέρα τή τετάρτη και ώρθρισαν το πρωί και ανέστη τού πορευθήναι· και είπεν ο πατήρ της νεάνιδος προς τον νυμφίον αυτού· στήρισον την καρδίαν σου ψωμώ άρτου, και μετά τούτο πορεύσεσθε. 6 και εκάθισαν και έφαγον οι δύο επί το αυτό και έπιον· και είπεν ο πατήρ της νεάνιδος προς τον άνδρα· άγε δή αυλίσθητι, και αγαθυνθήσεται η καρδία σου. 7 και ανέστη ο ανήρ τού πορεύεσθαι αυτός· και εβιάσατο αυτόν ο γαμβρός αυτού, και εκάθισε και ηυλίσθη εκεί. 8 και ώρθρισε το πρωί τή ημέρα τή πέμπτη τού πορευθήναι· και είπεν ο πατήρ της νεάνιδος· στήρισον δή την καρδίαν σου και στράτευσον έως κλίναι την ημέραν· και έφαγον οι δύο. 9 και ανέστη ο ανήρ τού πορευθήναι, αυτός και η παλλακή αυτού και ο νεανίας αυτού· και είπεν αυτώ ο γαμβρός αυτού ο πατήρ της νεάνιδος· ιδού δή ησθένησεν ημέρα εις την εσπέραν· αυλίσθητι ώδε, και αγαθυνθήσεται η καρδία σου, και ορθριείτε αύριον εις οδόν υμών και πορεύση εις το σκήνωμά σου.
10 και ουκ ευδόκησεν ο ανήρ αυλισθήναι και ανέστη και απήλθε και ήλθεν έως απέναντι Ιεβούς (αύτη εστίν Ιερουσαλήμ), και μετ’ αυτού ζεύγος όνων επισεσαγμένων, και η παλλακή αυτού μετ’ αυτού. 11 και ήλθοσαν έως Ιεβούς, και η ημέρα προβεβήκει σφόδρα· και είπεν ο νεανίας προς τον κύριον αυτού· δεύρο δή και εκκλίνωμεν εις πόλιν τού Ιεβουσί ταύτην και αυλισθώμεν εν αυτή. 12 και είπε προς αυτόν ο κύριος αυτού· ουκ εκκλινούμεν εις πόλιν αλλοτρίαν, εν ή ουκ έστιν από υιών Ισραήλ ώδε, και παρελευσόμεθα έως Γαβαά. 13 και είπε τώ νεανία αυτού· δεύρο και εγγίσωμεν ενί των τόπων και αυλισθησόμεθα εν Γαβαά ή εν Ραμά. 14 και παρήλθον και επορεύθησαν, και έδυ αυτοίς ο ήλιος εχόμενα της Γαβαά, ή εστι τώ Βενιαμίν. 15 και εξέκλιναν εκεί τού εισελθείν αυλισθήναι εν Γαβαά· και εισήλθον και εκάθισαν εν τή πλατεία της πόλεως, και ουκ ήν ανήρ συνάγων αυτούς εις οικίαν αυλισθήναι. 16 και ιδού ανήρ πρεσβύτης ήρχετο εξ έργων αυτού εξ αγρού εν εσπέρα· και ο ανήρ ήν εξ όρους Εφραίμ, και αυτός παρώκει εν Γαβαά, και οι άνδρες τού τόπου υιοί Βενιαμίν. 17 και ήρε τους οφθαλμούς αυτού και είδε τον οδοιπόρον άνδρα εν τή πλατεία της πόλεως· και είπεν ο ανήρ ο πρεσβύτης· που πορεύη και πόθεν έρχη; 18 και είπεν προς αυτόν· παραπορευόμεθα ημείς από Βηθλεέμ Ιούδα έως μηρών όρους Εφραίμ· εκείθεν εγώ ειμι και επορεύθην έως Βηθλεέμ Ιούδα, και εις τον οίκόν μου εγώ πορεύομαι, και ουκ έστιν ανήρ συνάγων με εις την οικίαν· 19 και γε άχυρα και χορτάσματά εστι τοίς όνοις ημών, και άρτος και οίνός εστιν εμοί και τή παιδίσκη και τώ νεανίσκω μετά των παίδων σου, ουκ έστιν υστέρημα παντός πράγματος.
20 και είπεν ο ανήρ πρεσβύτης· ειρήνη σοι, πλήν πάν το υστέρημά σου επ’ εμέ· πλήν εν τή πλατεία ου μη αυλισθήση. 21 και εισήνεγκεν αυτόν εις τον οίκον αυτού και τόπον εποίησε τοίς όνοις, και αυτοί ενίψαντο τους πόδας αυτών και έφαγον και έπιον. 22 αυτοί δε αγαθύνοντες καρδίαν αυτών και ιδού άνδρες της πόλεως υιοί παρανόμων εκύκλωσαν την οικίαν κρούοντες επί την θύραν. και είπον προς τον άνδρα τον κύριον τού οίκου τον πρεσβύτην λέγοντες· εξένεγκε τον άνδρα, ός εισήλθεν εις την οικίαν σου, ίνα γνώμεν αυτόν. 23 και εξήλθε προς αυτούς ο ανήρ ο κύριος τού οίκου και είπε· μη αδελφοί, μη κακοποιήσητε δή μετά το εισελθείν τον άνδρα τούτον εις την οικίαν μου, μη ποιήσητε την αφροσύνην ταύτην· 24 ιδέ η θυγάτηρ μου η παρθένος και η παλλακή αυτού, εξάξω αυτάς, και ταπεινώσατε αυτάς και ποιήσατε αυταίς το αγαθόν εν οφθαλμοίς υμών· και τώ ανδρί τούτω μη ποιήσητε το ρήμα της αφροσύνης ταύτης. 25 και ουκ ευδόκησαν οι άνδρες τού εισακούσαι αυτού. και επελάβετο ο ανήρ της παλλακής αυτού και εξήγαγεν αυτήν προς αυτούς έξω, και έγνωσαν αυτήν και ενέπαιζον εν αυτή όλην την νύκτα έως το πρωί· και εξαπέστειλαν αυτήν, ως ανέβη το πρωί. 26 και ήλθεν η γυνή προς τον όρθρον και έπεσε παρά την θύραν τού οίκου, ού ήν αυτής εκεί ο ανήρ, έως ού διέφαυσε. 27 και ανέστη ο ανήρ αυτής το πρωί και ήνοιξε τας θύρας τού οίκου, και εξήλθε τού πορευθήναι την οδόν αυτού, και ιδού η γυνή αυτού η παλλακή πεπτωκυία παρά τας θύρας τού οίκου, και αι χείρες αυτής επί το πρόθυρον. 28 και είπε προς αυτήν· ανάστα και απέλθωμεν· και ουκ απεκρίθη, ότι ήν νεκρά. και έλαβεν αυτήν επί τον όνον και επορεύθη εις τον τόπον αυτού. 29 και έλαβε την ρομφαίαν και εκράτησε την παλλακήν αυτού και εμέλισεν αυτήν εις δώδεκα μέλη και απέστειλεν αυτά εν παντί ορίω Ισραήλ.
30 και εγένετο πάς ο βλέπων έλεγεν· ουκ εγένετο και ουχ εώραται από ημέρας αναβάσεως υιών Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου έως της ημέρας ταύτης θέσθε υμίν αυτοίς βουλήν επ΄ αυτήν και λαλήσατε.
1 ΚΑΙ εξήλθον πάντες οι υιοί Ισραήλ, και εξεκκλησιάσθη η συναγωγή ως ανήρ είς από Δάν και έως Βηρσαβεέ και γη τού Γαλαάδ προς Κύριον εις Μασσηφά. 2 και εστάθησαν κατά πρόσωπον Κυρίου πάσαι αι φυλαί τού Ισραήλ εν εκκλησία τού λαού τού Θεού, τετρακόσιαι χιλιάδες ανδρών πεζών έλκοντες ρομφαίαν. 3 και ήκουσαν οι υιοί Βενιαμίν ότι ανέβησαν οι υιοί Ισραήλ εις Μασσηφά. και ελθόντες είπαν οι υιοί Ισραήλ· λαλήσατε, που εγένετο η πονηρία αύτη; 4 και απεκρίθη ο ανήρ ο Λευίτης, ο ανήρ της γυναικός της φονευθείσης, και είπεν· εις Γαβαά της Βενιαμίν ήλθον εγώ και η παλλακή μου τού αυλισθήναι. 5 και ανέστησαν επ΄ εμέ οι άνδρες της Γαβαά και εκύκλωσαν επ’ εμέ επί την οικίαν νυκτός· εμέ ηθέλησαν φονεύσαι και την παλλακήν μου εταπείνωσαν και απέθανε. 6 και εκράτησα την παλλακήν μου και εμέλισα αυτήν και εξαπέστειλα εν παντί ορίω κληρονομίας υιών Ισραήλ, ότι εποίησαν ζέμα και απόπτωμα εν Ισραήλ. 7 ιδού πάντες υμείς, υιοί Ισραήλ, δότε εαυτοίς λόγον και βουλήν εκεί. 8 και ανέστη πάς ο λαός ως ανήρ είς, λέγοντες· ουκ απελευσόμεθα ανήρ εις σκήνωμα αυτού και ουκ επιστρέψομεν ανήρ εις τον οίκον αυτού. 9 και νύν τούτο το ρήμα, ό ποιηθήσεται τή Γαβαά· αναβησόμεθα επ’ αυτήν εν κλήρω,
10 πλήν ληψόμεθα δέκα άνδρας τοίς εκατόν εις πάσας φυλάς Ισραήλ και εκατόν τοίς χιλίοις και χιλίους τοίς μυρίοις, λαβείν επισιτισμόν τού ποιήσαι ελθείν αυτούς εις Γαβαά Βενιαμίν, ποιήσαι αυτή κατά πάν το απόπτωμα, ό εποίησεν εν Ισραήλ. 11 και συνήχθη πάς ανήρ Ισραήλ εις την πόλιν ως ανήρ είς. 12 Καί απέστειλαν αι φυλαί Ισραήλ άνδρας εν πάση φυλή Βενιαμίν λέγοντες· τις η πονηρία αύτη η γενομένη εν υμίν; 13 και νύν δότε τους άνδρας υιούς παρανόμων τους εν Γαβαά, και θανατώσομεν αυτούς και εκκαθαριούμεν πονηρίαν από Ισραήλ. και ουκ ευδόκησαν οι υιοί Βενιαμίν ακούσαι της φωνής των αδελφών αυτών υιών Ισραήλ. 14 και συνήχθησαν οι υιοί Βενιαμίν από των πόλεων αυτών εις Γαβαά εξελθείν εις παράταξιν προς υιούς Ισραήλ. 15 και επεσκέπησαν οι υιοί Βενιαμίν εν τή ημέρα εκείνη από των πόλεων είκοσι τρεις χιλιάδες, ανήρ έλκων ρομφαίαν, εκτός των οικούντων την Γαβαά, οί επεσκέπησαν επτακόσιοι άνδρες 16 εκλεκτοί εκ παντός λαού αμφοτεροδέξιοι· πάντες ούτοι σφενδονήται εν λίθοις προς τρίχα, και ουκ εξαμαρτάνοντες. 17 και ανήρ Ισραήλ επεσκέπησαν εκτός τού Βενιαμίν, τετρακόσιαι χιλιάδες ανδρών ελκόντων ρομφαίαν· πάντες ούτοι άνδρες παρατάξεως. 18 και ανέστησαν και ανέβησαν εις Βαιθήλ και ηρώτησαν εν τώ Θεώ και είπαν οι υιοί Ισραήλ· τις αναβήσεται ημίν εν αρχή εις παράταξιν προς υιούς Βενιαμίν; και είπε Κύριος· Ιούδας εν αρχή αναβήσεται αφηγούμενος. 19 και ανέστησαν οι υιοί Ισραήλ το πρωί και παρενέβαλον επί Γαβαά.
20 και εξήλθον πάς ανήρ Ισραήλ εις παράταξιν προς Βενιαμίν και συνήψαν αυτοίς επί Γαβαά. 21 και εξήλθον οι υιοί Βενιαμίν από της Γαβαά και διέφθειραν εν Ισραήλ εν τή ημέρα εκείνη δύο και είκοσι χιλιάδας ανδρών επί την γήν. 22 και ενίσχυσαν ανήρ Ισραήλ και προσέθηκαν συνάψαι παράταξιν εν τώ τόπω, όπου συνήψαν εν τή ημέρα τή πρώτη. 23 και ανέβησαν οι υιοί Ισραήλ και έκλαυσαν ενώπιον Κυρίου έως εσπέρας και ηρώτησαν εν Κυρίω λέγοντες· ει προσθώμεν εγγίσαι εις παράταξιν προς υιούς Βενιαμίν αδελφούς ημών; και είπε Κύριος· ανάβητε προς αυτούς. 24 και προσήλθον οι υιοί Ισραήλ προς υιούς Βενιαμίν εν τή ημέρα τή δευτέρα. 25 και εξήλθον οι υιοί Βενιαμίν εις συνάντησιν αυτοίς από της Γαβαά εν τή ημέρα τή δευτέρα και διέφθειραν από υιών Ισραήλ έτι οκτωκαίδεκα χιλιάδας ανδρών επί την γήν· πάντες ούτοι έλκοντες ρομφαίαν. 26 και ανέβησαν πάντες οι υιοί Ισραήλ και πάς ο λαός και ήλθον εις Βαιθήλ και έκλαυσαν, και εκάθισαν εκεί ενώπιον Κυρίου και ενήστευσαν εν τή ημέρα εκείνη έως εσπέρας και ανήνεγκαν ολοκαυτώσεις και τελείας ενώπιον Κυρίου· 27 ότι εκεί κιβωτός διαθήκης Κυρίου τού Θεού, 28 και Φινεές υιός Ελεάζαρ υιού Ααρών παρεστηκώς ενώπιον αυτής εν ταίς ημέραις εκείναις. και επηρώτησαν οι υιοί Ισραήλ εν Κυρίω λέγοντες· ει προσθώμεν έτι εξελθείν εις παράταξιν προς υιούς Βενιαμίν αδελφούς ημών ή επίσχωμεν; και είπε Κύριος· ανάβητε, ότι αύριον δώσω αυτούς εις χείρας υμών. 29 Καί έθηκαν οι υιοί Ισραήλ ένεδρα τή Γαβαά κύκλω.
30 και ανέβησαν οι υιοί Ισραήλ προς υιούς Βενιαμίν εν τή ημέρα τή τρίτη και συνήψαν προς την Γαβαά ως άπαξ και άπαξ. 31 και εξήλθον οι υιοί Βενιαμίν εις συνάντησιν τού λαού και εξεκενώθησαν εκ της πόλεως και ήρξαντο πατάσσειν από τού λαού τραυματίας ως άπαξ και άπαξ εν ταίς οδοίς, ή εστι μία αναβαίνουσα εις Βαιθήλ και μία εις Γαβαά εν αγρώ, ως τριάκοντα άνδρας εν Ισραήλ. 32 και είπαν οι υιοί Βενιαμίν· πίπτουσιν ενώπιον ημών ως το πρώτον. και οι υιοί Ισραήλ είπαν· φύγωμεν και εκκενώσωμεν αυτούς από της πόλεως εις τας οδούς· και εποίησαν ούτω. 33 και πάς ανήρ ανέστη εκ τού τόπου αυτών και συνήψαν εν Βααλθαμάρ, και το ένεδρον Ισραήλ επήρχετο εκ τού τόπου αυτού από Μαοραγαβέ. 34 και ήλθον εξ εναντίας Γαβαά δέκα χιλιάδες ανδρών εκλεκτών εκ παντός Ισραήλ και παράταξις βαρεία· και αυτοί ου έγνωσαν, ότι φθάνει επ΄ αυτούς η κακία. 35 και επάταξε Κύριος τον Βενιαμίν ενώπιον υιών Ισραήλ, και διέφθειραν οι υιοί Ισραήλ εκ τού Βενιαμίν εν τή ημέρα εκείνη είκοσι και πέντε χιλιάδας και εκατόν άνδρας· πάντες ούτοι είλκον ρομφαίαν. 36 και είδον οι υιοί Βενιαμίν ότι επλήγησαν· και έδωκεν ανήρ Ισραήλ τώ Βενιαμίν τόπον, ότι ήλπισαν προς το ένεδρον, ό έθηκαν επί τή Γαβαά. 37 και εν τώ αυτούς υποχωρήσαι και το ένεδρον εκινήθη και εξέτειναν επί την Γαβαά, και εξεχύθη το ένεδρον και επάταξαν την πόλιν εν στόματι ρομφαίας. 38 και σημείον ήν τοίς υιοίς Ισραήλ μετά τού ενέδρου της μάχης ανενέγκαι αυτούς σύσσημον καπνού από της πόλεως. 39 και είδον οι υιοί Ισραήλ ότι προκατελάβετο το ένεδρον την Γαβαά, και έστησαν εν τή παρατάξει, και Βενιαμίν ήρξατο πατάσσειν τραυματίας εν ανδράσιν Ισραήλ ως τριάκοντα άνδρας, ότι είπαν· πάλιν πτώσει πίπτουσιν ενώπιον ημών ως η παράταξις η πρώτη.
40 και το σύσσημον ανέβη επί πλείον επί της πόλεως ως στύλος καπνού· και επέβλεψε Βενιαμίν οπίσω αυτού, και ιδού ανέβη συντέλεια της πόλεως έως ουρανού. 41 και ανήρ Ισραήλ επέστρεψε, και έσπευσαν άνδρες Βενιαμίν, ότι είδον ότι συνήντησεν επ’ αυτούς η πονηρία. 42 και επέβλεψαν ενώπιον υιών Ισραήλ εις την οδόν της ερήμου και έφυγον, και η παράταξις έφθασεν επ’ αυτούς, και οι από των πόλεων διέφθειρον αυτούς εν μέσω αυτών. 43 και κατέκοπτον τον Βενιαμίν και εδίωξαν αυτόν από Νουά κατά πόδα αυτού έως απέναντι Γαβαά προς ανατολάς ηλίου. 44 και έπεσον από Βενιαμίν οκτωκαίδεκα χιλιάδες ανδρών· οι πάντες ούτοι άνδρες δυνάμεως. 45 και επέβλεψαν οι λοιποί και έφευγον εις την έρημον προς την πέτραν τού Ρεμμών, και εκαλαμήσαντο εξ αυτών οι υιοί Ισραήλ πεντακισχιλίους άνδρας· και κατέβησαν οπίσω αυτών οι υιοί Ισραήλ έως Γεδάν και επάταξαν εξ αυτών δισχιλίους άνδρας. 46 και εγένοντο πάντες οι πεπτωκότες από Βενιαμίν εικοσιπέντε χιλιάδες ανδρών ελκόντων ρομφαίαν εν τή ημέρα εκείνη· οι πάντες ούτοι άνδρες δυνάμεως. 47 και επέβλεψαν οι λοιποί και έφυγον εις την έρημον προς την πέτραν τού Ρεμμών, εξακόσιοι άνδρες, και εκάθισαν εν πέτρα Ρεμμών τέσσαρας μήνας. 48 και οι υιοί Ισραήλ επέστρεψαν προς υιούς Βενιαμίν και επάταξαν αυτούς εν στόματι ρομφαίας από πόλεως Μεθλά και έως κτήνους και έως παντός τού ευρισκομένου εις πάσας τας πόλεις· και τας πόλεις τας ευρεθείσας ενέπρησαν εν πυρί.
1 ΚΑΙ οι υιοί Ισραήλ ώμοσαν εν Μασσηφάθ λέγοντες· ανήρ εξ ημών ου δώσει θυγατέρα αυτού τώ Βενιαμίν εις γυναίκα. 2 και ήλθεν ο λαός εις Βαιθήλ και εκάθισαν εκεί έως εσπέρας ενώπιον τού Θεού και ήραν φωνήν αυτών και έκλαυσαν κλαυθμόν μέγαν 3 και είπαν· εις τι, Κύριε Θεέ Ισραήλ, εγενήθη αύτη τού επισκεπήναι σήμερον από Ισραήλ φυλήν μίαν; 4 και εγένετο τή επαύριον και ώρθρισεν ο λαός και ωκοδόμησαν εκεί θυσιαστήριον, και ανήνεγκαν ολοκαυτώσεις και τελείας. 5 και είπαν οι υιοί Ισραήλ· τις ουκ ανέβη εν τή εκκλησία από πασών φυλών Ισραήλ προς Κύριον; ότι ο όρκος μέγας ήν τοίς ουκ αναβεβηκόσι προς Κύριον εις Μασσηφάθ λέγοντες· θανάτω θανατωθήσεται. 6 και παρεκλήθησαν οι υιοί Ισραήλ προς Βενιαμίν αδελφόν αυτών και είπαν· εξεκόπη σήμερον φυλή μία από Ισραήλ· 7 τι ποιήσωμεν αυτοίς τοίς περισσοίς τοίς υπολειφθείσιν εις γυναίκας; και ημείς ωμόσαμεν εν Κυρίω τού μη δούναι αυτοίς από των θυγατέρων ημών εις γυναίκας. 8 και είπαν· τις είς από φυλών Ισραήλ, ός ουκ ανέβη προς Κύριον εις Μασσηφάθ; και ιδού ουκ ήλθεν ανήρ εις την παρεμβολήν από Ιαβίς Γαλαάδ εις την εκκλησίαν. 9 και επεσκέπη ο λαός, και ουκ ήν εκεί ανήρ από οικούντων Ιαβίς Γαλαάδ.
10 και απέστειλεν εκεί η συναγωγή δώδεκα χιλιάδας ανδρών από υιών της δυνάμεως και ενετείλατο αυτοίς λέγοντες· πορεύεσθε και πατάξατε τους οικούντας Ιαβίς Γαλαάδ εν στόματι ρομφαίας. 11 και τούτο ποιήσετε· πάν άρσεν και πάσαν γυναίκα ευδυίαν κοίτην άρσενος αναθεματιείτε, τας δε παρθένους περιποιήσεσθε. και εποίησαν ούτως. 12 και εύρον από οικούντων Ιαβίς Γαλαάδ τετρακοσίας νεάνιδας παρθένους, αίτινες ουκ έγνωσαν άνδρα εις κοίτην άρσενος, και ήνεγκαν αυτάς εις την παρεμβολήν εις Σηλώμ την εν γη Χαναάν. 13 και απέστειλαν πάσα η συναγωγή και ελάλησαν προς τους υιούς Βενιαμίν εν τή πέτρα Ρεμμών και εκάλεσαν αυτούς εις ειρήνην. 14 και επέστρεψε Βενιαμίν προς τους υιούς Ισραήλ εν τώ καιρώ εκείνω, και έδωκαν αυτοίς οι υιοί Ισραήλ τας γυναίκας, ας εζωοποίησαν από των θυγατέρων Ιαβίς Γαλαάδ· και ήρεσεν αυτοίς ούτω. 15 Καί ο λαός παρεκλήθη επί τώ Βενιαμίν, ότι εποίησε Κύριος διακοπήν εν ταίς φυλαίς Ισραήλ. 16 και είπον οι πρεσβύτεροι της συναγωγής· τι ποιήσωμεν τοίς περισσοίς εις γυναίκας; ότι ηφανίσθη από Βενιαμίν γυνή. 17 και είπαν· Κληρονομία διασωζομένων των Βενιαμίν, και ουκ εξαλειφθήσεται φυλή από Ισραήλ· 18 ότι ημείς ου δυνησόμεθα δούναι αυτοίς γυναίκας από των θυγατέρων ημών, ότι ωμόσαμεν εν υιοίς Ισραήλ λέγοντες· επικατάρατος ο διδούς γυναίκα τώ Βενιαμίν. 19 και είπαν· ιδού δή εορτή Κυρίου εν Σηλώμ αφ΄ ημερών εις ημέρας, ή εστιν από βορρά της Βαιθήλ κατ’ ανατολάς ηλίου επί της οδού της αναβαινούσης από Βαιθήλ εις Συχέμ και από νότου της Λεβωνά.
20 και ενετείλαντο τοίς υιοίς Βενιαμίν λέγοντες· πορεύεσθε και ενεδρεύσατε εν τοίς αμπελώσι· 21 και όψεσθε και ιδού, εάν εξέλθωσιν αι θυγατέρες των οικούντων Σηλώ χορεύειν εν τοίς χοροίς, και εξελεύσεσθε εκ των αμπελώνων και αρπάσατε εαυτοίς ανήρ γυναίκα, από των θυγατέρων Σηλώμ και πορεύεσθε εις γήν Βενιαμίν. 22 και έσται όταν έλθωσιν οι πατέρες αυτών ή οι αδελφοί αυτών κρίνεσθαι προς ημάς, και ερούμεν αυτοίς· έλεος ποιήσατε ημίν αυτάς, ότι ουκ ελάβομεν ανήρ γυναίκα αυτού εν τή παρατάξει, ότι ουχ υμείς εδώκατε αυτοίς· ως κλήρος πλημμελήσατε. 23 και εποίησαν ούτως οι υιοί Βενιαμίν και έλαβον γυναίκας εις αριθμόν αυτών από των χορευουσών, ών ήρπασαν· και επορεύθησαν και υπέστρεψαν εις την κληρονομίαν αυτών και ωκοδόμησαν τας πόλεις και εκάθισαν εν αυταίς. 24 και περιεπάτησαν εκείθεν οι υιοί Ισραήλ εν τώ καιρώ εκείνω ανήρ εις φυλήν αυτού και εις συγγένειαν αυτού, και εξήλθον εκείθεν ανήρ εις την κληρονομίαν αυτού. 25 εν δε ταίς ημέραις εκείναις ουκ ήν βασιλεύς εν Ισραήλ· ανήρ το ευθές ενώπιον αυτού εποίει.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ κρίνειν τους κριτάς και εγένετο λιμός εν τή γη, και επορεύθη ανήρ από Βηθλεέμ της Ιούδα τού παροικήσαι εν αγρώ Μωάβ, αυτός και η γυνή αυτού και οι δύο υιοί αυτού. 2 και όνομα τώ ανδρί Ελιμέλεχ, και όνομα τή γυναικί αυτού Νεωμίν, και όνομα τοίς δυσίν υιοίς αυτού Μααλών και Χελαιών, Εφραθαίοι εκ Βηθλεέμ της Ιούδα· και ήλθοσαν εις αγρόν Μωάβ και ήσαν εκεί. 3 και απέθανεν Ελιμέλεχ ο ανήρ της Νεωμίν, και κατελείφθη αύτη και οι δύο υιοί αυτής. 4 και ελάβοσαν εαυτοίς γυναίκας Μωαβίτιδας, όνομα τή μια Ορφά, και όνομα τή δευτέρα Ρούθ· και κατώκησαν εκεί ως δέκα έτη. 5 και απέθανον και γε αμφότεροι, Μααλών και Χελαιών, και κατελείφθη η γυνή από τού ανδρός αυτής και από των δύο υιών αυτής. 6 και ανέστη αύτη και αι δύο νύμφαι αυτής και απέστρεψαν εξ αγρού Μωάβ, ότι ήκουσεν εν αγρώ Μωάβ ότι επέσκεπται Κύριος τον λαόν αυτού δούναι αυτοίς άρτους, 7 και εξήλθεν εκ τού τόπου, ού ήν εκεί, και αι δύο νύμφαι αυτής μετ’ αυτής· και επορεύοντο εν τή οδώ τού επιστρέψαι εις την γήν Ιούδα. 8 και είπε Νωεμίν ταίς δυσί νύμφαις αυτής· πορεύεσθαι δή, αποστράφητε εκάστη εις οίκον μητρός αυτής· ποιήσαι Κύριος μετ΄ υμών έλεος, καθώς εποιήσατε μετά των τεθνηκόταν και μετ’ εμού· 9 δώη Κύριος υμίν και εύροιτε ανάπαυσιν εκάστη εν οίκω ανδρός αυτής· και κατεφίλησεν αυτάς, και επήραν την φωνήν αυτών και έκλαυσαν.
10 και είπαν αυτή· μετά σού επιστρέφομεν εις τον λαόν σου. 11 και είπε Νωεμίν· επιστράφητε δή, θυγατέρες μου· και ινατί πορεύεσθε μετ΄ εμού; μη έτι μοι υιοί εν τή κοιλία μου και έσονται υμίν εις άνδρας; 12 επιστράφητε δή, θυγατέρες μου, διότι γεγήρακα τού μη είναι ανδρί· ότι είπα, ότι έστι μοι υπόστασις τού γενηθήναί με ανδρί και τέξομαι υιούς, 13 μη αυτούς προσδέξεσθαι έως ού αδρυνθώσιν; ή αυτοίς κατασχεθήσεσθε τού μη γενέσθαι ανδρί; μη δή, θυγατέρες μου, ότι επικράνθη μοι υπέρ υμάς, ότι εξήλθεν εν εμοί χείρ Κυρίου. 14 και επήραν την φωνήν αυτών και έκλαυσαν έτι· και κατεφίλησεν Ορφά την πενθεράν αυτής και επέστρεψεν εις τον λαόν αυτής, Ρούθ δε ηκολούθησεν αυτή. 15 και είπε Νωεμίν προς Ρούθ· ιδού ανέστρεψεν η σύννυμφός σου προς λαόν αυτής και προς τους θεούς αυτής· επιστράφηθι δή και σύ οπίσω της συννύμφου σου. 16 είπε δε Ρούθ· μη απάντησαί μοι τού καταλιπείν σε ή αποστρέψαι όπισθέν σου· ότι σύ όπου εάν πορευθής, πορεύσομαι, και ού εάν αυλισθής, αυλισθήσομαι· ο λαός σου λαός μου, και ο Θεός σου Θεός μου· 17 και ού εάν αποθάνης, αποθανούμαι, κακεί ταφήσομαι· τάδε ποιήσαι μοι Κύριος και τάδε προσθείη, ότι θάνατος διαστελεί αναμέσον εμού και σού. 18 ιδούσα δε Νωεμίν ότι κραταιούται αυτή τού πορεύεσθαι μετ΄ αυτής, εκόπασε τού λαλήσαι προς αυτήν έτι. 19 επορεύθησαν δε αμφότεραι, έως τού παραγενέσθαι αυτάς εις Βηθλεέμ. και εγένετο εν τώ ελθείν αυτάς εις Βηθλεέμ, και ήχησε πάσα η πόλις επ’ αυταίς και είπον· ει αύτη εστί Νωεμίν;
20 και είπε προς αυτάς· μη δή καλείτέ με Νωεμίν, καλέσατέ με Πικράν, ότι επικράνθη εν εμοί ο ικανός σφόδρα· 21 εγώ πλήρης επορεύθην, και κενήν απέστρεψέ με ο Κύριος· και ινατί καλείτέ με Νωεμίν; και Κύριος εταπείνωσέ με, και ο ικανός εκάκωσέ με. 22 και επέστρεψε Νωεμίν και Ρούθ η Μωαβίτις η νύμφη αυτής επιστρέφουσαι εξ αγρού Μωάβ· αύται δε παρεγενήθησαν εις Βηθλεέμ εν αρχή θερισμού κριθών.
1 ΚΑΙ τή Νωεμίν ανήρ γνώριμος τώ ανδρί αυτής· ο δε ανήρ δυνατός ισχύι εκ της συγγενείας Ελιμέλεχ, και όνομα αυτώ Βοόζ. 2 και είπε Ρούθ η Μωαβίτις προς Νωεμίν· πορευθώ δή εις αγρόν και συνάξω εν τοίς στάχυσι κατόπισθεν ού εάν εύρω χάριν εν οφθαλμοίς αυτού. είπε δε αυτή· πορεύου, θύγατερ. 3 και επορεύθη και ελθούσα συνέλεξεν εν τώ αγρώ κατόπισθεν των θεριζόντων· και περιέπεσε περιπτώματι τή μερίδι τού αγρού Βοόζ τού εκ της συγγενείας Ελιμέλεχ. 4 και ιδού Βοόζ ήλθεν εκ Βηθλεέμ και είπε τοίς θερίζουσι· Κύριος μεθ’ υμών· και είπον αυτώ· ευλογήσαι σε Κύριος. 5 και είπε Βοόζ τώ παιδαρίω αυτού τώ εφεστώτι επί τους θερίζοντας· τίνος η νεάνις αύτη; 6 και απεκρίθη το παιδάριον το εφεστώς επί τους θερίζοντας και είπεν· η παίς η Μωαβίτίς εστιν η αποστραφείσα μετά Νωεμίν εξ αγρού Μωάβ 7 και είπε· συλλέξω δή και συνάξω εν τοίς δράγμασιν όπισθεν των θεριζόντων· και ήλθε και έστη από πρωίθεν και έως εσπέρας, ου κατέπαυσεν εν τώ αγρώ μικρόν. 8 και είπε Βοόζ προς Ρούθ· ουκ ήκουσας, θύγατερ; μη πορευθής εν αγρώ συλλέξαι ετέρω, και σύ ου πορεύση εντεύθεν· ώδε κολλήθητι μετά των κορασίων μου· 9 οι οφθαλμοί σου εις τον αγρόν, ού εάν θερίζωσι, και πορεύση κατόπισθεν αυτών· ιδού ενετειλάμην τοίς παιδαρίοις τού μη άψαισθαί σου· και ότε διψήσεις και πορευθήση εις τα σκεύη και πίεσαι όθεν εάν υδρεύωνται τα παιδάρια.
10 και έπεσεν επί πρόσωπον αυτής και προσεκύνησεν επί την γήν και είπε προς αυτόν· τι ότι εύρον χάριν εν οφθαλμοίς σου τού επιγνώναί με, και εγώ ειμι ξένη; 11 και απεκρίθη Βοόζ και είπεν αυτή· απαγγελία απηγγέλη μοι όσα πεποίηκας μετά της πενθεράς σου μετά το αποθανείν τον άνδρα σου και πώς κατέλιπες τον πατέρα σου και την μητέρα σου και την γήν γενέσεώς σου και επορεύθης προς λαόν, ον ουκ ήδεις εχθές και τρίτης· 12 αποτίσαι Κύριος την εργασίαν σου και γένοιτο ο μισθός σου πλήρης παρά Κυρίου Θεού Ισραήλ, προς ον ήλθες πεποιθέναι υπό τας πτέρυγας αυτού. 13 η δε είπεν· εύροιμι χάριν εν οφθαλμοίς σου, κύριε, ότι παρεκάλεσάς με και ότι ελάλησας επί καρδίαν της δούλης σου, και ιδού εγώ έσομαι ως μία των παιδισκών σου. 14 και είπεν αυτή Βοόζ· ήδη ώρα τού φαγείν, πρόσελθε ώδε και φάγεσαι των άρτων και βάψεις τον ψωμόν σου εν τώ όξει. και εκάθισε Ρούθ εκ πλαγίων των θεριζόντων, και εβούνισεν αυτή Βοόζ άλφιτον, και έφαγε και ενεπλήσθη και κατέλιπε. 15 και ανέστη τού συλλέγειν, και ενετείλατο Βοόζ τοίς παιδαρίοις αυτού λέγων· και γε ανά μέσον των δραγμάτων συλλεγέτω, και μη καταισχύνητε αυτήν· 16 και βαστάζοντες βαστάσατε αυτή και γε παραβάλλοντες παραβαλείτε αυτή εκ των βεβουνισμένων· και φάγεται και συλλέξει, και ουκ επιτιμήσετε αυτή. 17 και συνέλεξεν εν τώ αγρώ έως εσπέρας· και ερράβδισεν ά συνέλεξε, και εγενήθη ως οιφί κριθών. 18 και ήρε και εισήλθεν εις την πόλιν, και είδεν η πενθερά αυτής ά συνέλεξε, και εξενέγκασα Ρούθ έδωκεν αυτή ά κατέλιπεν, εξ ών ενεπλήσθη. 19 και είπεν αυτή η πενθερά αυτής· που συνέλεξας σήμερον και που εποίησας; είη ο επιγνούς σε ευλογημένος. και ανήγγειλε Ρούθ τή πενθερά αυτής που εποίησε, και είπε· το όνομα τού ανδρός, μεθ’ ού εποίησα σήμερον, Βοόζ.
20 είπε δε Νωεμίν τή νύμφη αυτής· ευλογητός εστι τώ Κυρίω, ότι ουκ εγκατέλιπε το έλεος αυτού μετά των ζώντων και μετά των τεθνηκότων. και είπεν αυτή Νωεμίν· εγγίζει ημίν ο ανήρ, εκ των αγχιστευόντων ημίν εστι. 21 και είπε Ρούθ προς την πενθεράν αυτής· και γε ότι είπε προς με· μετά των κορασίων των εμών προσκολλήθητι έως αν τελέσωσιν όλον τον αμητόν, ός υπάρχει μοι. 22 και είπε Νωεμίν προς Ρούθ την νύμφην αυτής· αγαθόν, θύγατερ, ότι εξήλθες μετά των κορασίων αυτού, και ουκ απαντήσονταί σοι εν αγρώ ετέρω. 23 και προσεκολλήθη Ρούθ τοίς κορασίοις τού Βοόζ τού συλλέγειν έως τού συντελέσαι τον θερισμόν των κριθών και των πυρών.
1 ΚΑΙ εκάθισε μετά της πενθεράς αυτής. είπε δε αυτή Νωεμίν η πενθερά αυτής· θύγατερ, ου μη ζητήσω σοι ανάπαυσιν, ίνα εύ γένηταί σοι; 2 και νύν ουχί Βοόζ γνώριμος ημών, ού ής μετά των κορασίων αυτού; ιδού αυτός λικμά τον άλωνα των κριθών ταύτη τή νυκτί. 3 σύ δε λούση και αλείψη και περιθήσεις τον ιματισμόν σου επί σεαυτή και αναβήση επί τον άλω· μη γνωρισθής τώ ανδρί έως τού συντελέσαι αυτόν τού φαγείν και πιείν· 4 και έσται εν τώ κοιμηθήναι αυτόν, και γνώση τον τόπον όπου κοιμάται εκεί, και ελεύση και αποκαλύψεις τα προς ποδών αυτού και κοιμηθήση, και αυτός απαγγελεί σοι ά ποιήσεις. 5 είπε δε Ρούθ προς αυτήν· πάντα όσα αν είπης, ποιήσω. 6 και κατέβη εις τον άλω και εποίησε κατά πάντα, όσα ενετείλατο αυτή η πενθερά αυτής. 7 και έφαγε Βοόζ και έπιε και ηγαθύνθη η καρδία αυτού, και ήλθε κοιμηθήναι εν μερίδι της στοιβής· η δε ήλθε κρυφή και απεκάλυψε τα προς ποδών αυτού. 8 εγένετο δε εν τώ μεσονυκτίω και εξέστη ο ανήρ και εταράχθη, και ιδού γυνή κοιμάται προς ποδών αυτού. 9 είπε δε· τις εί σύ; η δε είπεν· εγώ ειμι Ρούθ η δούλη σου, και περιβαλείς το πτερύγιόν σου επί την δούλην σου, ότι αγχιστεύς εί σύ.
10 και είπε Βοόζ· ευλογημένη σύ τώ Κυρίω Θεώ, θύγατερ, ότι ηγάθυνας το έλεός σου το έσχατον υπέρ το πρώτον, μη πορευθήναί σε οπίσω νεανιών, είτοι πτωχός είτοι πλούσιος. 11 και νύν, θύγατερ, μη φοβού· πάντα, όσα εάν είπης, ποιήσω σοι· οίδε γάρ πάσα φυλή λαού μου ότι γυνή δυνάμεως εί σύ. 12 και νύν ο αληθώς αγχιστεύς εγώ ειμι. και γέ εστιν αγχιστεύς εγγίων υπέρ εμέ. 13 αυλίσθητι την νύκτα, και έσται το πρωί, εάν αγχιστεύση σε, αγαθόν, αγχιστευέτω· εάν δε μη βούληται αγχιστεύσαί σε, αγχιστεύσω σε εγώ, ζή Κύριος· κοιμήθητι έως το πρωί. 14 και εκοιμήθη προς ποδών αυτού έως πρωί. η δε ανέστη πρό τού επιγνώναι άνδρα τον πλησίον αυτού· και είπε Βοόζ· μη γνωσθήτω ότι ήλθε γυνή εις τον άλω. 15 και είπεν αυτή· φέρε το περίζωμα το επάνω σου. και εκράτησεν αυτό, και εμέτρησεν έξ κριθών και επέθηκεν επ’ αυτήν· και εισήλθεν εις την πόλιν. 16 και Ρούθ εισήλθε προς την πενθεράν αυτής· η δε είπεν αυτή· θύγατερ· και είπεν αυτή πάντα, όσα εποίησεν αυτή ο ανήρ. 17 και είπεν αυτή· τα έξ των κριθών ταύτα έδωκέ μοι, ότι είπε προς με· μη εισέλθης κενή προς την πενθεράν σου. 18 η δε είπε· κάθου, θύγατερ, έως τού επιγνώναί σε πώς ου πεσείται ρήμα· ου γάρ μη ησυχάση ο ανήρ, έως αν τελεσθή το ρήμα σήμερον.
1 ΚΑΙ Βοόζ ανέβη επί την πύλην, και εκάθισεν εκεί, και ιδού ο αγχιστεύς παρεπορεύετο, ον ελάλησε Βοόζ. και είπε προς αυτόν Βοόζ· εκκλίνας κάθισον ώδε, κρύφιε. και εξέκλινε και εκάθισε. 2 και έλαβε Βοόζ δέκα άνδρας από των πρεσβυτέρων της πόλεως και είπε· καθίσατε ώδε· και εκάθισαν. 3 και είπε Βοόζ τώ αγχιστεί· την μερίδα τού αγρού, ή εστι τού αδελφού ημών τού Ελιμέλεχ, ή δέδοται Νωεμίν τή επιστρεφούση εξ αγρού Μωάβ, 4 καγώ είπα· αποκαλύψω το ούς σου λέγων· κτήσαι εναντίον των καθημένων και εναντίον των πρεσβυτέρων τού λαού μου· ει αγχιστεύεις, αγχίστευε· ει δε μη αγχιστεύεις, ανάγγειλόν μοι και γνώσομαι· ότι ουκ έστι πάρεξ σού τού αγχιστεύσαι, καγώ ειμι μετά σε. ο δε είπεν· εγώ ειμι, αγχιστεύσω. 5 και είπε Βοόζ· εν ημέρα τού κτήσασθαί σε τον αγρόν εκ χειρός Νωεμίν και παρά Ρούθ της Μωαβίτιδος γυναικός τού τεθνηκότος, και αυτήν κτήσασθαί σε δεί ώστε αναστήσαι το όνομα τού τεθνηκότος επί της κληρονομίας αυτού. 6 και είπεν ο αγχιστεύς· ου δυνήσομαι αγχιστεύσαι εμαυτώ, μη ποτε διαφθείρω την κληρονομίαν μου· αγχίστευσον σεαυτώ την αγχιστείαν μου, ότι ου δυνήσομαι αγχιστεύσαι. 7 και τούτο το δικαίωμα έμπροσθεν εν τώ Ισραήλ επί την αγχιστείαν και επί το αντάλλαγμα τού στήσαι πάντα λόγον, και υπελύετο ανήρ το υπόδημα αυτού και εδίδου τώ πλησίον αυτού τώ αγχιστεύοντι την αγχιστείαν αυτού, και τούτο ήν μαρτύριον εν Ισραήλ. 8 και είπεν ο αγχιστεύς τώ Βοόζ· κτήσαι σεαυτώ την αγχιστείαν μου· και υπελύσατο το υπόδημα αυτού και έδωκεν αυτώ. 9 και είπε Βοόζ τοίς πρεσβυτέροις και παντί τώ λαώ· μάρτυρες υμείς σήμερον, ότι κέκτημαι πάντα τα τού Ελιμέλεχ και πάντα, όσα υπάρχει τώ Χελαιών και τώ Μααλών εκ χειρός Νωεμίν·
10 και γε Ρούθ την Μωαβίτιν την γυναίκα Μααλών κέκτημαι εμαυτώ εις γυναίκα τού αναστήσαι το όνομα τού τεθνηκότος επί της κληρονομίας αυτού, και ουκ εξολοθρευθήσεται το όνομα τού τεθνηκότος εκ των αδελφών αυτού και εκ της φυλής λαού αυτού· μάρτυρες υμείς σήμερον. 11 και είποσαν πάς ο λαός οι εν τή πύλη· μάρτυρες. και οι πρεσβύτεροι είποσαν· δώη Κύριος την γυναίκά σου την εισπορευομένην εις τον οίκόν σου ως Ραχήλ και ως Λείαν, αί ωκοδόμησαν αμφότεροι τον οίκον τού Ισραήλ και εποίησαν δύναμιν εν Εφραθά, και έσται όνομα εν Βηθλεέμ· 12 και γένοιτο ο οίκός σου ως ο οίκος Φαρές, ον έτεκε Θάμαρ τώ Ιούδα, εκ τού σπέρματος ού δώσει Κύριός σοι εκ της παιδίσκης ταύτης. 13 και έλαβε Βοόζ την Ρούθ, και εγενήθη αυτώ εις γυναίκα, και εισήλθε προς αυτήν, και έδωκεν αυτή Κύριος κύησιν, και έτεκεν υιόν. 14 και είπαν αι γυναίκες προς Νωεμίν· ευλογητός Κύριος, ός ου κατέλυσέ σοι σήμερον τον αγχιστέα, και καλέσαι το όνομά σου εν Ισραήλ, 15 και έσται σοι εις επιστρέφοντα ψυχήν και τού διαθρέψαι την πολιάν σου, ότι η νύμφη η αγαπήσασά σε έτεκεν αυτόν, ή εστιν αγαθή σοι υπέρ επτά υιούς. 16 και έλαβε Νωεμίν το παιδίον και έθηκεν εις τον κόλπον αυτής και εγενήθη αυτώ εις τιθηνόν. 17 και εκάλεσαν αυτού αι γείτονες όνομα λέγουσαι· ετέχθη υιός τή Νωεμίν· και εκάλεσαν το όνομα αυτού Ωβήδ· ούτος πατήρ Ιεσσαί πατρός Δαυίδ. 18 και αύται αι γενέσεις Φαρές· Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ, 19 Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράν, και Αράν εγέννησε τον Αμιναδάβ,
20 και Αμιναδάβ εγέννησε τον Ναασσών, και Ναασσών εγέννησε τον Σαλμάν, 21 και Σαλμάν εγέννησε τον Βοόζ, και Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ, 22 και Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί, και Ιεσσαί εγέννησε τον Δαυίδ.
1 ΑΝΘΡΩΠΟΣ ήν εξ Αρμαθαίμ Σιφά, εξ όρους Εφραίμ, και όνομα αυτώ Ελκανά υιός Ιερεμεήλ υιού Ηλιού υιού Θοκέ εν Νασίβ Εφραίμ. 2 και τούτω δύο γυναίκες· όνομα τή μια Άννα, και όνομα τή δευτέρα Φεννάνα· και ήν τή Φεννάνα παιδία, και τή Άννα ουκ ήν παιδίον. 3 και ανέβαινεν ο άνθρωπος εξ ημερών εις ημέρας εκ πόλεως αυτού εξ Αρμαθαίμ προσκυνείν και θύειν Κυρίω τώ Θεώ Σαβαώθ εις Σηλώ· και εκεί Ηλί και οι δύο υιοί αυτού Οφνί και Φινεές ιερείς τού Κυρίου. 4 και εγενήθη ημέρα και έθυσεν Ελκανά και έδωκε τή Φεννάνα, γυναικί αυτού, και τοίς υιοίς αυτής μερίδας· 5 και τή Άννα έδωκε μερίδα μίαν, ότι ουκ ήν αυτή παιδίον, πλήν ότι την Άνναν ηγάπα Ελκανά υπέρ ταύτην. και Κύριος απέκλεισε τα περί την μήτραν αυτής, 6 ότι ουκ έδωκεν αυτή Κύριος παιδίον κατά την θλίψιν αυτής και κατά την αθυμίαν της θλίψεως αυτής, και ηθύμει διά τούτο, ότι συνέκλεισε Κύριος τα περί την μήτραν αυτής τού μη δούναι αυτή παιδίον. 7 ούτως εποίει ενιαυτόν κατ΄ ενιαυτόν, εν τώ αναβαίνειν αυτήν εις οίκον Κυρίου· και ηθύμει και έκλαιε και ουκ ήσθιε. 8 και είπεν αυτή Ελκανά ο ανήρ αυτής· Άννα. και είπεν αυτώ· ιδού εγώ, κύριε. και είπεν αυτή· τι έστι σοι, ότι κλαίεις; και ινατί ουκ εσθίεις; και ινατί τύπτει σε η καρδία σου; ουκ αγαθός εγώ σοι υπέρ δέκα τέκνα; 9 και ανέστη Άννα μετά το φαγείν αυτούς εν Σηλώ και κατέστη ενώπιον Κυρίου, και Ηλί ο ιερεύς εκάθητο επί τού δίφρου επί των φλιών ναού Κυρίου.
10 και αυτή κατώδυνος ψυχή και προσηύξατο προς Κύριον και κλαίουσα έκλαυσε 11 και ηύξατο ευχήν Κυρίω λέγουσα· Αδωναί Κύριε Ελωέ Σαβαώθ, εάν επιβλέπων επιβλέψης επί την ταπείνωσιν της δούλης σου και μνησθής μου και δώς τή δούλη σου σπέρμα ανδρών, και δώσω αυτόν ενώπιόν σου δοτόν έως ημέρας θανάτου αυτού, και οίνον και μέθυσμα ου πίεται, και σίδηρος ουκ αναβήσεται επί την κεφαλήν αυτού. 12 και εγενήθη ότε επλήθυνε προσευχομένη ενώπιον Κυρίου, και Ηλί ο ιερεύς εφύλαξε το στόμα αυτής· 13 και αύτη ελάλει εν τή καρδία αυτής και τα χείλη αυτής εκινείτο, και φωνή αυτής ουκ ηκούετο· και ελογίσατο αυτή Ηλί εις μεθύουσαν. 14 και είπεν αυτή το παιδάριον Ηλί· έως πότε μεθυσθήση; περιελού τον οίνόν σου και πορεύου εκ προσώπου Κυρίου. 15 και απεκρίθη Άννα και είπεν· ουχί, κύριε· γυνή, ή σκληρά ημέρα, εγώ ειμι και οίνον και μέθυσμα ου πέπωκα και εκχέω την ψυχήν μου ενώπιον Κυρίου· 16 μη δώς την δούλην σου εις θυγατέρα λοιμήν, ότι εκ πλήθους αδολεσχίας μου εκτέτακα έως νύν. 17 και απεκρίθη Ηλί και είπεν αυτή· πορεύου εις ειρήνην· ο Θεός Ισραήλ δώη σοι πάν αίτημά σου, ό ητήσω παρ’ αυτού. 18 και είπεν· εύρεν η δούλη σου χάριν εν οφθαλμοίς σου. και επορεύθη η γυνή εις την οδόν αυτής και εισήλθεν εις το κατάλυμα αυτής και έφαγε μετά τού ανδρός αυτής και έπιε, και το πρόσωπον αυτής ου συνέπεσεν έτι. 19 και ορθρίζουσι το πρωί και προσκυνούσι τώ Κυρίω και πορεύονται την οδόν αυτών. και εισήλθεν Ελκανά εις τον οίκον αυτού Αρμαθαίμ και έγνω την Άνναν γυναίκα αυτού, και εμνήσθη αυτής Κύριος, και συνέλαβε.
20 και εγενήθη τώ καιρώ των ημερών και έτεκεν υιόν· και εκάλεσε το όνομα αυτού Σαμουήλ και είπεν· ότι παρά Κυρίου Θεού Σαβαώθ ητησάμην αυτόν. 21 Καί ανέβη ο άνθρωπος Ελκανά και πάς ο οίκος αυτού θύσαι εν Σηλώμ την θυσίαν των ημερών και τας ευχάς αυτού και πάσας τας δεκάτας της γής αυτού· 22 και Άννα ουκ ανέβη μετ’ αυτού, ότι είπε τώ ανδρί αυτής· έως τού αναβήναι το παιδάριον, εάν απογαλακτίσω αυτό, και οφθήσεται τώ προσώπω Κυρίου και καθήσεται έως αιώνος εκεί. 23 και είπεν αυτή Ελκανά ο ανήρ αυτής· ποίει το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου, κάθου έως αν απογαλακτίσης αυτό· αλλά στήσαι Κύριος το εξελθόν εκ τού στόματός σου. και εκάθισεν η γυνή και εθήλασε τον υιόν αυτής, έως αν απογαλακτίση αυτόν. 24 και ανέβη μετ’ αυτού εις Σηλώμ εν μόσχω τριετίζοντι και άρτοις και οιφί σεμιδάλεως και νέβελ οίνου και εισήλθεν εις οίκον Κυρίου εν Σηλώμ, και το παιδάριον μετ΄ αυτών. 25 και προσήγαγον ενώπιον Κυρίου, και έσφαξεν ο πατήρ αυτού την θυσίαν, ήν εποίει εξ ημερών εις ημέρας τώ Κυρίω, και προσήγαγε το παιδάριον και έσφαξε τον μόσχον. και προσήγαγεν Άννα η μήτηρ τού παιδίου προς Ηλί 26 και είπεν· εν εμοί, κύριε· ζή η ψυχή σου, εγώ η γυνή η καταστάσα ενώπιόν σου μετά σού εν τώ προσεύξασθαι προς Κύριον· 27 υπέρ τού παιδαρίου τούτου προσηυξάμην, και έδωκέ μοι Κύριος το αίτημά μου, ό ητησάμην παρ΄ αυτού· 28 καγώ κιχρώ αυτόν τώ Κυρίω πάσας τας ημέρας, ας ζή αυτός, χρήσιν τώ Κυρίω. Καί είπεν.
1 ΕΣΤΕΡΕΩΘΗ η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου· επλατύνθη επ’ εχθρούς μου το στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρία σου. 2 ότι ουκ έστιν άγιος ως Κύριος, και ουκ έστι δίκαιος ως ο Θεός ημών· ουκ έστιν άγιος πλήν σου. 3 μη καυχάσθε, και μη λαλείτε υψηλά, μη εξελθέτω μεγαλορρημοσύνη εκ τού στόματος υμών, ότι Θεός γνώσεων Κύριος και Θεός ετοιμάζων επιτηδεύματα αυτού. 4 τόξον δυνατών ησθένησε, και ασθενούντες περιεζώσαντο δύναμιν· 5 πλήρεις άρτων ηλαττώθησαν, και οι πεινώντες παρήκαν γήν· ότι στείρα έτεκεν επτά, και η πολλή εν τέκνοις ησθένησε. 6 Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει· 7 Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί. 8 ανιστά από γής πένητα και από κοπρίας εγείρει πτωχόν καθίσαι μετά δυναστών λαού και θρόνον δόξης κατακληρονομών αυτοίς. 9 διδούς ευχήν τώ ευχομένω και ευλόγησεν έτη δικαίου· ότι ουκ εν ισχύι δυνατός ανήρ,
10 Κύριος ασθενή ποιήσει αντίδικον αυτού, Κύριος άγιος. μη καυχάσθω ο φρόνιμος εν τή φρονήσει αυτού, και μη καυχάσθω ο δυνατός εν τή δυνάμει αυτού, και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τώ πλούτω αυτού, αλλ’ εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος, συνιείν και γινώσκειν τον Κύριον και ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην εν μέσω της γής. Κύριος ανέβη εις ουρανούς και εβρόντησεν, αυτός κρινεί άκρα γής, και δίδωσιν ισχύν τοίς βασιλεύσιν ημών και υψώσει κέρας χριστού αυτού. 11 Καί κατέλιπεν αυτόν εκεί ενώπιον Κυρίου και απήλθεν εις Αρμαθαίμ, και το παιδάριον ήν λειτουργών τώ προσώπω Κυρίου ενώπιον Ηλί τού ιερέως. 12 Καί οι υιοί Ηλί τού ιερέως υιοί λοιμοί ουκ ειδότες τον Κύριον. και το δικαίωμα τού ιερέως παρά τού λαού, παντός τού θύοντος· 13 και ήρχετο το παιδάριον τού ιερέως, ως αν ηψήθη το κρέας, και κρεάγρα τριόδους εν τή χειρί αυτού, 14 και επάταξεν αυτήν εις τον λέβητα τον μέγαν ή εις το χαλκείον ή εις την χύτραν· και πάν, ό εάν ανέβη εν τή κρεάγρα, ελάμβανεν εαυτώ ο ιερεύς· κατά τάδε εποίουν παντί Ισραήλ τοίς ερχομένοις θύσαι Κυρίω εν Σηλώμ. 15 και πριν θυμιαθήναι το στέαρ, ήρχετο το παιδάριον τού ιερέως και έλεγε τώ ανδρί τώ θύοντι· δός κρέας οπτήσαι τώ ιερεί, και ου μη λάβω παρά σού κρέας εφθόν εκ τού λέβητος. 16 και έλεγεν ο ανήρ ο θύων· θυμιαθήτω πρώτον, ως καθήκει, το στέαρ, και λάβε σεαυτώ εκ πάντων, ών επιθυμεί η ψυχή σου. και είπεν· ουχί, ότι νύν δώσεις, και εάν μη, λήψομαι κραταιώς. 17 και ήν η αμαρτία ενώπιον Κυρίου των παιδαρίων μεγάλη σφόδρα, ότι ηθέτουν την θυσίαν Κυρίου. 18 και Σαμουήλ ήν λειτουργών ενώπιον Κυρίου παιδάριον περιεζωσμένον εφούδ βάρ, 19 και διπλοίδα μικράν εποίησεν αυτώ η μήτηρ αυτού και ανέφερεν αυτώ εξ ημερών εις ημέρας εν τώ αναβαίνειν αυτήν μετά τού ανδρός αυτής θύσαι την θυσίαν των ημερών.
20 και ευλόγησεν Ηλί τον Ελκανά και την γυναίκα αυτού λέγων· αποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα εκ της γυναικός ταύτης αντί τού χρέους, ού έχρησας τώ Κυρίω. και απήλθεν ο άνθρωπος εις τον τόπον αυτού, 21 και επεσκέψατο Κύριος την Άνναν, και έτεκεν έτι τρεις υιούς και δύο θυγατέρας. και εμεγαλύνθη το παιδάριον Σαμουήλ ενώπιον Κυρίου. 22 Καί Ηλί πρεσβύτης σφόδρα· και ήκουσεν ά εποίουν οι υιοί αυτού τοίς υιοίς Ισραήλ, 23 και είπεν αυτοίς· ινατί ποιείτε κατά το ρήμα τούτο, ό εγώ ακούω εκ στόματος παντός τού λαού Κυρίου; 24 μη, τέκνα, ότι ουκ αγαθή η ακοή, ήν εγώ ακούω· μη ποιείτε ούτως, ότι ουκ αγαθαί αι ακοαί, ας εγώ ακούω, τού μη δουλεύειν λαόν Θεώ. 25 εάν αμαρτάνων αμάρτη ανήρ εις άνδρα, και προσεύξονται υπέρ αυτού προς Κύριον· και εάν τώ Κυρίω αμάρτη, τις προσεύξεται υπέρ αυτού; και ουκ ήκουον της φωνής τού πατρός αυτών, ότι βουλόμενος εβούλετο Κύριος διαφθείραι αυτούς. 26 και το παιδάριον Σαμουήλ επορεύετο και εμεγαλύνετο και ήν αγαθόν μετά Κυρίου και μετά ανθρώπων. 27 και ήλθεν ο άνθρωπος Θεού προς Ηλί και είπε· τάδε λέγει Κύριος· αποκαλυφθείς απεκαλύφθην προς οίκον τού πατρός σου όντων αυτών εν γη Αιγύπτω δούλων τώ οίκω Φαραώ 28 και εξελεξάμην τον οίκον τού πατρός σου εκ πάντων των σκήπτρων Ισραήλ εμοί ιερατεύειν και αναβαίνειν επί θυσιαστήριόν μου και θυμιάν θυμίαμα και αίρειν εφούδ και έδωκα τώ οίκω τού πατρός σου τα πάντα τού πυρός υιών Ισραήλ εις βρώσιν· 29 ινατί επέβλεψας επί το θυμίαμά μου και εις την θυσίαν μου αναιδεί οφθαλμώ και εδόξασας τους υιούς σου υπέρ εμέ ενευλογείσθαι απαρχής πάσης θυσίας τού Ισραήλ έμπροσθέν μου;
30 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· είπα· ο οίκός σου και ο οίκος τού πατρός σου διελεύσεται ενώπιόν μου έως αιώνος· και νύν φησί Κύριος· μηδαμώς εμοί, ότι αλλ’ ή τους δοξάζοντάς με δοξάσω, και ο εξουθενών με ατιμασθήσεται. 31 ιδού έρχονται ημέραι και εξολοθρεύσω το σπέρμα σου και το σπέρμα οίκου πατρός σου, 32 και ουκ έσται σοι πρεσβύτης εν οίκω μου πάσας τας ημέρας· 33 και άνδρα ουκ εξολοθρεύσω σοι από τού θυσιαστηρίου μου εκλείπειν τους οφθαλμούς αυτού και καταρρείν την ψυχήν αυτού, και πάς περισσεύων οίκου σου πεσούνται εν ρομφαία ανδρών. 34 και τούτό σοι το σημείον, ό ήξει επί τους δύο υιούς σου, Οφνί και Φινεές· εν μια ημέρα αποθανούνται αμφότεροι. 35 και αναστήσω εμαυτώ ιερέα πιστόν, ός πάντα τα εν τή καρδία μου και τα εν τή ψυχή μου ποιήσει· και οικοδομήσω αυτώ οίκον πιστόν, και διελεύσεται ανώπιον χριστού μου πάσας τας ημέρας. 36 και έσται ο περισσεύων εν οίκω σου ήξει προσκυνείν αυτώ οβολού αργυρίου λέγων· παράρριψόν με επί μίαν των ιερατειών σου φαγείν άρτον.
1 ΚΑΙ το παιδάριον Σαμουήλ ήν λειτουργών τώ Κυρίω ενώπιον Ηλί τού ιερέως· και ρήμα Κυρίου ήν τίμιον εν ταίς ημέραις εκείναις, ουκ ήν όρασις διαστέλλουσα. 2 και εγένετο εν τή ημέρα εκείνη και Ηλί εκάθευδεν εν τώ τόπω αυτού, και οι οφθαλμοί αυτού ήρξαντο βαρύνεσθαι, και ουκ ηδύναντο βλέπειν. 3 και ο λύχνος τού Θεού πριν επισκευασθήναι, και Σαμουήλ εκάθευδεν εν τώ ναώ, ού η κιβωτός τού Θεού. 4 και εκάλεσε Κύριος· Σαμουήλ Σαμουήλ· και είπεν· ιδού εγώ. 5 και έδραμε προς Ηλί και είπεν· ιδού εγώ, ότι κέκληκάς με· και είπεν· ου κέκληκά σε, ανάστρεφε, κάθευδε· και ανέστρεψε και εκάθευδε. 6 και προσέθετο Κύριος και εκάλεσε· Σαμουήλ Σαμουήλ· και επορεύθη προς Ηλί το δεύτερον και είπεν· ιδού εγώ, ότι κέκληκάς με· και είπεν· ου κέκληκά σε, ανάστρεφε, κάθευδε· 7 και Σαμουήλ πριν ή γνώναι Θεόν και αποκαλυφθήναι αυτώ ρήμα Κυρίου. 8 και προσέθετο Κύριος καλέσαι Σαμουήλ εν τρίτω· και ανέστη και επορεύθη προς Ηλί και είπεν· ιδού εγώ, ότι κέκληκάς με. και εσοφίσατο Ηλί ότι Κύριος κέκληκε το παιδάριον, 9 και είπεν· ανάστρεφε, κάθευδε, τέκνον, και έσται εάν καλέση σε και ερείς· λάλει, Κύριε, ότι ακούει ο δούλός σου. και επορεύθη Σαμουήλ και εκοιμήθη εν τώ τόπω αυτού.
10 και ήλθε Κύριος και κατέστη και εκάλεσεν αυτόν ως άπαξ και άπαξ, και είπε Σαμουήλ· λάλει, ότι ακούει ο δούλός σου. 11 και είπε Κύριος προς Σαμουήλ· ιδού εγώ ποιώ τα ρήματά μου εν Ισραήλ, ώστε παντός ακούοντος αυτά ηχήσει αμφότερα τα ώτα αυτού. 12 εν τή ημέρα εκείνη επεγερώ επί Ηλί πάντα, όσα ελάλησα εις τον οίκον αυτού, άρξομαι και επιτελέσω. 13 και ανήγγελκα αυτώ ότι εκδικώ εγώ τον οίκον αυτού έως αιώνος εν αδικίαις υιών αυτού, ότι κακολογούντες Θεόν οι υιοί αυτού, και ουκ ενουθέτει αυτούς 14 και ουδ’ ούτως. ώμοσα τώ οίκω Ηλί· ει εξιλασθήσεται αδικία οίκου Ηλί εν θυμιάματι και εν θυσίαις έως αιώνος. 15 και κοιμάται Σαμουήλ έως πρωί και ώρθρισε το πρωί και ήνοιξε τας θύρας οίκου Κυρίου· και Σαμουήλ εφοβήθη απαγγείλαι την όρασιν τώ Ηλί. 16 και είπεν Ηλί προς Σαμουήλ· Σαμουήλ τέκνον· και είπεν· ιδού εγώ. 17 και είπε· τι το ρήμα το λαληθέν προς σε; μη δή κρύψης απ’ εμού· τάδε ποιήσαι σοι ο Θεός και τάδε προσθείη, εάν κρύψης απ’ εμού ρήμα εκ πάντων των λόγων των λαληθέντων σοι εν τοίς ωσί σου. 18 και απήγγειλε Σαμουήλ πάντας τους λόγους και ουκ έκρυψεν απ’ αυτού. και είπεν Ηλί· Κύριος αυτός, το αγαθόν ενώπιον αυτού ποιήσει. 19 και εμεγαλύνθη Σαμουήλ, και ήν Κύριος μετ’ αυτού, και ουκ έπεσεν από πάντων των λόγων αυτού επί την γήν.
20 και έγνωσαν πάς Ισραήλ από Δάν και έως Βηρσαβεέ ότι πιστός Σαμουήλ εις προφήτην τώ Κυρίω. 21 και προσέθετο Κύριος δηλωθήναι εν Σηλώμ, ότι απεκαλύφθη Κύριος προς Σαμουήλ· και επιστεύθη Σαμουήλ τού προφήτης γενέσθαι τώ Κυρίω εις πάντα Ισραήλ απ’ άκρων της γής και έως άκρων. και Ηλί πρεσβύτης σφόδρα, και οι υιοί αυτού πορευόμενοι επορεύοντο και πονηρά η οδός αυτών ενώπιον Κυρίου.
1 ΚΑΙ εγενήθη εν ταίς ημέραις εκείναις και συναθροίζονται αλλόφυλοι επί Ισραήλ εις πόλεμον· και εξήλθεν Ισραήλ εις απάντησιν αυτοίς εις πόλεμον και παρεμβάλλουσιν επί Αβενέζερ, και οι αλλόφυλοι παρεμβάλλουσιν εν Αφέκ. 2 και παρατάσσονται αλλόφυλοι εις πόλεμον επί Ισραήλ· και έκλινεν ο πόλεμος, και έπταισεν ανήρ Ισραήλ ενώπιον αλλοφύλων, και επλήγησαν εν τή παρατάξει εν αγρώ τέσσαρες χιλιάδες ανδρών. 3 και ήλθεν ο λαός εις την παρεμβολήν, και είπαν οι πρεσβύτεροι Ισραήλ· κατά τι έπταισεν ημάς Κύριος σήμερον ενώπιον αλλοφύλων; λάβωμεν την κιβωτόν τού Θεού ημών εκ Σηλώμ, και εξελθέτω εκ μέσου ημών, και σώσει ημάς εκ χειρός εχθρών ημών. 4 και απέστειλεν ο λαός εις Σηλώμ, και αίρουσιν εκείθεν την κιβωτόν Κυρίου καθημένου Χερουβίμ· και αμφότεροι οι υιοί Ηλί μετά της κιβωτού, Οφνί και Φινεές. 5 και εγενήθη ως ήλθεν η κιβωτός Κυρίου εις την παρεμβολήν, και ανέκραξε πάς Ισραήλ φωνή μεγάλη, και ήχησεν η γη. 6 και ήκουσαν οι αλλόφυλοι της κραυγής, και είπον οι αλλόφυλοι· τις η κραυγή η μεγάλη αύτη εν τή παρεμβολή των Εβραίων; και έγνωσαν ότι κιβωτός Κυρίου ήκει εις την παρεμβολήν. 7 και εφοβήθησαν οι αλλόφυλοι και είπον· ούτοι οι θεοί ήκασι προς αυτούς εις την παρεμβολήν· ουαί ημίν· εξελού ημάς, κύριε, σήμερον, ότι ου γέγονε τοιαύτη εχθές και τρίτην. 8 ουαί ημίν· τις εξελείται ημάς εκ χειρός των θεών των στερεών τούτων; ούτοι οι θεοί, οι πατάξαντες την Αίγυπτον εν πάση πληγή και εν τή ερήμω. 9 κραταιούσθε και γίνεσθε εις άνδρας αλλόφυλοι, όπως μη δουλεύσητε τοίς Εβραίοις, καθώς εδούλευσαν ημίν, και έσεσθε εις άνδρας και πολεμήσατε αυτούς.
10 και επολέμησαν αυτούς· και πταίει ανήρ Ισραήλ, και έφυγεν έκαστος εις σκήνωμα αυτού· και εγένετο πληγή μεγάλη σφόδρα, και έπεσον εξ Ισραήλ τριάκοντα χιλιάδες ταγμάτων. 11 και κιβωτός τού Θεού ελήφθη, και αμφότεροι οι υιοί Ηλί απέθανον, Οφνί και Φινεές. 12 Καί έδραμεν ανήρ Ιεμιναίος εκ της παρατάξεως και ήλθεν εις Σηλώμ εν τή ημέρα εκείνη, και τα ιμάτια αυτού διερρωγότα, και γη επί της κεφαλής αυτού. 13 και ήλθε, και ιδού Ηλί επί τού δίφρου παρά την πύλη σκοπεύων την οδόν, ότι ήν καρδία αυτού εξεστηκυία περί της κιβωτού τού Θεού· και ο άνθρωπος εισήλθεν εις την πόλιν απαγγείλαι, και ανεβόησεν η πόλις. 14 και ήκουσεν Ηλί την φωνήν της βοής και είπε· τις η φωνή της βοής ταύτης; και ο άνθρωπος σπεύσας εισήλθε και απήγγειλε τώ Ηλί. 15 και Ηλί υιός ενενήκοντα ετών, και οι οφθαλμοί αυτού επανέστησαν και ουκ επέβλεπε· 16 και είπεν Ηλί τοίς ανδράσι τοίς περιεστηκόσιν αυτώ· τις η φωνή τού ήχου τούτου; και ο ανήρ σπεύσας προσήλθε προς Ηλί και είπεν αυτώ· εγώ ειμι ο ήκων εκ της παρεμβολής, καγώ πέφευγα εκ της παρατάξεως σήμερον. και είπεν Ηλί· τι το γεγονός ρήμα, τέκνον; 17 και απεκρίθη το παιδάριον και είπε· πέφευγεν ανήρ Ισραήλ εκ προσώπου αλλοφύλων, και εγένετο πληγή μεγάλη εν τώ λαώ, και αμφότεροι οι υιοί σου τεθνήκασι, και η κιβωτός τού Θεού ελήφθη. 18 και εγένετο ως εμνήσθη της κιβωτού τού Θεού, και έπεσεν από τού δίφρου οπισθίως εχόμενος της πύλης, και συνετρίβη ο νώτος αυτού και απέθανεν, ότι πρεσβύτης ο άνθρωπος και βαρύς· και αυτός έκρινε τον Ισραήλ είκοσιν έτη. 19 Καί νύμφη αυτού γυνή Φινεές συνειληφυία τού τεκείν· και ήκουσε την αγγελίαν ότι ελήφθη η κιβωτός τού Θεού και ότι τέθνηκεν ο πενθερός αυτής και ο ανήρ αυτής, και έκλαυσε και έτεκεν, ότι επεστράφησαν επ’ αυτήν ωδίνες αυτής.
20 και εν τώ καιρώ αυτής αποθνήσκει, και είπον αυτή αι γυναίκες αι παρεστηκυίαι αυτή· μη φοβού, ότι υιόν τέτοκας· και ουκ απεκρίθη, και ουκ ενόησεν η καρδία αυτής. 21 και εκάλεσε το παιδάριον Ουαί Βαρχαβώθ υπέρ της κιβωτού τού Θεού και υπέρ τού πενθερού αυτής και υπέρ τού ανδρός αυτής. 22 και είπαν· απώκισται δόξα Ισραήλ εν τώ ληφθήναι την κιβωτόν Κυρίου.
1 ΚΑΙ αλλόφυλοι έλαβον την κιβωτόν τού Θεού και εισήνεγκαν αυτήν εξ Αβενέζερ εις Άζωτον. 2 και έλαβον αλλόφυλοι την κιβωτόν Κυρίου και εισήνεγκαν αυτήν εις οίκον Δαγών και παρέστησαν αυτήν παρά Δαγών. 3 και ώρθρισαν οι Αζώτιοι και εισήλθον εις οίκον Δαγών και είδον και ιδού Δαγών πεπτωκώς επί πρόσωπον αυτού ενώπιον κιβωτού τού Θεού· και ήγειραν τον Δαγών και κατέστησαν εις τον τόπον αυτού. και εβαρύνθη χείρ Κυρίου επί τους Αζωτίους και εβασάνισεν αυτούς και επάταξεν αυτούς εις τας έδρας αυτών, την Άζωτον και τα όρια αυτής. 4 και εγένετο ότε ώρθρισαν το πρωί, και ιδού Δαγών πεπτωκώς επί πρόσωπον αυτού ενώπιον κιβωτού διαθήκης Κυρίου, και η κεφαλή Δαγών και αμφότερα τα ίχνη χειρών αυτού αφηρημένα επί τα εμπρόσθια αμαφέθ έκαστον, και αμφότεροι οι καρποί των χειρών αυτού πεπτωκότες επί το πρόθυρον, πλήν η ράχις Δαγών υπελείφθη. 5 διά τούτο ουκ επιβαίνουσιν οι ιερείς Δαγών και πάς ο εισπορευόμενος εις οίκον Δαγών επί βαθμόν οίκου Δαγών εν Αζώτω έως της ημέρας ταύτης, ότι υπερβαίνοντες υπερβαίνουσι. 6 και εβαρύνθη η χείρ Κυρίου επί Άζωτον, και επήγαγεν αυτοίς και εξέζεσεν αυτοίς εις τας ναύς, και μέσον της χώρας αυτής ανεφύησαν μύες, και εγένετο σύγχυσις θανάτου μεγάλη εν τή πόλει. 7 και είδον οι άνδρες Αζώτου ότι ούτως, και λέγουσιν· ότι ου καθήσεται κιβωτός τού Θεού Ισραήλ μεθ΄ ημών, ότι σκληρά χείρ αυτού εφ΄ ημάς και επί Δαγών θεόν ημών. 8 και αποστέλλουσι και συνάγουσι τους σατράπας των αλλοφύλων προς αυτούς και λέγουσι· τι ποιήσωμεν τή κιβωτώ Θεού Ισραήλ; και λέγουσιν οι Γεθαίοι· μετελθέτω κιβωτός τού Θεού προς ημάς· και μετήλθε κιβωτός τού Θεού Ισραήλ εις Γέθ. 9 και εγενήθη μετά το μετελθείν αυτήν και γίνεται χείρ Κυρίου τή πόλει, τάραχος μέγας σφόδρα, και επάταξε τους άνδρας της πόλεως από μικρού έως μεγάλου και επάταξεν αυτούς εις τας έδρας αυτών, και εποίησαν οι Γεθαίοι εαυτοίς έδρας.
10 και εξαποστέλλουσι την κιβωτόν τού Θεού εις Ασκάλωνα. και εγενήθη ως εισήλθε κιβωτός Θεού εις Ασκάλωνα, και εβόησαν οι Ασκαλωνίται λέγοντες· τι απεστρέψατε την κιβωτόν τού Θεού Ισραήλ προς ημάς θανατώσαι ημάς και τον λαόν ημών; 11 και εξαποστέλλουσι και συνάγουσι τους σατράπας των αλλοφύλων και είπον· εξαποστείλατε την κιβωτόν τού Θεού Ισραήλ, και καθισάτω εις τον τόπον αυτής και ου μη θανατώση ημάς και τον λαόν ημών· 12 ότι εγενήθη σύγχυσις εν όλη τή πόλει βαρεία σφόδρα, ως εισήλθε κιβωτός Θεού Ισραήλ εκεί, και οι ζώντες και ουκ αποθανόντες επλήγησαν εις τας έδρας, και ανέβη η κραυγή της πόλεως εις τον ουρανόν.
1 ΚΑΙ ήν κιβωτός εν αγρώ των αλλοφύλων επτά μήνας, και εξέζεσεν η γη αυτών μύας. 2 και καλούσιν αλλόφυλοι τους ιερείς και τους μάντεις και τους επαοιδούς αυτών λέγοντες· τι ποιήσωμεν τή κιβωτώ Κυρίου; γνωρίσατε ημίν εν τίνι αποστελούμεν αυτήν εις τον τόπον αυτής. 3 και είπαν· ει εξαποστέλλετε υμείς την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου Θεού Ισραήλ, μη δή εξαποστείλητε αυτήν κενήν, αλλ΄ αποδιδόντες απόδοτε αυτή της βασάνου, και τότε ιαθήσεσθε, και εξιλασθήσεται υμίν, μη ουκ αποστή η χείρ αυτού αφ΄ υμών. 4 και λέγουσι· τι το της βασάνου αποδώσομεν αυτή; και είπαν· κατ’ αριθμόν των σατραπών των αλλοφύλων πέντε έδρας χρυσάς, ότι πταίσμα εν υμίν και τοίς άρχουσιν υμών και τώ λαώ, 5 και μύς χρυσούς ομοίωμα των μυών υμών των διαφθειρόντων την γήν· και δώσετε τώ Κυρίω δόξαν, όπως κουφίση την χείρα αυτού αφ’ υμών και από των θεών υμών και από της γής υμών. 6 και ίνα τι βαρύνετε τας καρδίας υμών, ως εβάρυνεν Αίγυπτος και Φαραώ την καρδίαν αυτών; ουχί ότε ενέπαιξεν αυτοίς, εξαπέστειλαν αυτούς, και απήλθον; 7 και νύν λάβετε και ποιήσατε άμαξαν καινήν και δύο βόας πρωτοτοκούσας άνευ των τέκνων και ζεύξατε τας βόας εν τή αμάξη και απαγάγετε τα τέκνα από όπισθεν αυτών εις οίκον· 8 και λήψεσθε την κιβωτόν και θήσετε αυτήν επί την άμαξαν και τα σκεύη τα χρυσά αποδώσετε αυτή της βασάνου και θήσετε εν θέματι βερσεχθάν εκ μέρους αυτής και εξαποστελείτε αυτήν και απελάσατε αυτήν, και απελεύσεται· 9 και όψεσθε, ει εις οδόν ορίων αυτής πορεύσεται κατά Βαιθσαμύς, αυτός πεποίηκεν ημίν την κακίαν την μεγάλην ταύτην, και εάν μη, και γνωσόμεθα ότι ου χείρ αυτού ήπται ημών, αλλά σύμπτωμα τούτο γέγονεν ημίν.
10 και εποίησαν οι αλλόφυλοι ούτω. και έλαβον δύο βόας πρωτοτοκούσας και έζευξαν αυτάς εν τή αμάξη και τα τέκνα αυτών απεκώλυσαν εις οίκον 11 και έθεντο την κιβωτόν Κυρίου επί την άμαξαν και το θέμα εργάβ και τους μύς τους χρυσούς. 12 και κατεύθυναν αι βόες εν τή οδώ εις οδόν Βαιθσαμύς, εν τρίβω ενί επορεύοντο και εκοπίων και ου μεθίσταντο δεξιά ουδέ αριστερά· και οι σατράπαι των αλλοφύλων επορεύοντο οπίσω αυτής έως ορίων Βαιθσαμύς. 13 και οι εν Βαιθσαμύς εθέριζον θερισμόν πυρών εν κοιλάδι· και ήραν οφθαλμούς αυτών και είδον κιβωτόν Κυρίου και ηυφράνθησαν εις απάντησιν αυτής. 14 και η άμαξα εισήλθεν εις αγρόν Ωσηέ τον εν Βαιθσαμύς, και έστησαν εκεί παρ’ αυτή λίθον μέγαν και σχίζουσι τα ξύλα της αμάξης και τας βόας ανήνεγκαν εις ολοκαύτωσιν τώ Κυρίω. 15 και οι Λευίται ανήνεγκαν την κιβωτόν τού Κυρίου και το θέμα εργάβ μετ΄ αυτής και τα επ’ αυτής σκεύη τα χρυσά και έθεντο επί τού λίθου τού μεγάλου, και οι άνδρες Βαιθσαμύς ανήνεγκαν ολοκαυτώσεις και θυσίας εν τή ημέρα εκείνη τώ Κυρίω. 16 και οι πέντε σατράπαι των αλλοφύλων εώρων και ανέστρεψαν εις Ασκάλωνα τή ημέρα εκείνη. 17 και αύται αι έδραι αι χρυσαί, ας απέδωκαν οι αλλόφυλοι της βασάνου τώ Κυρίω· της Αζώτου μίαν, της Γάζης μίαν, της Ασκάλωνος μίαν, της Γέθ μίαν, της Ακκαρών μίαν. 18 και μύς οι χρυσοί κατ’ αριθμόν πασών πόλεων των αλλοφύλων των πέντε σατραπών εκ πόλεως εστερεωμένης και έως κώμης τού Φερεζαίου και έως λίθου τού μεγάλου, ού επέθηκαν επ’ αυτού την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου, τού εν αγρώ Ωσηέ τού Βαιθσαμυσίτου. 19 Καί ουκ ησμένισαν οι υιοί Ιεχονίου εν τοίς ανδράσι Βαιθσαμύς, ότι είδον κιβωτόν Κυρίου· και επάταξεν εν αυτοίς εβδομήκοντα άνδρας, και πεντήκοντα χιλιάδας ανδρών, και επένθησεν ο λαός, ότι επάταξε Κύριος εν τώ λαώ πληγήν μεγάλην σφόδρα.
20 και είπαν οι άνδρες οι εκ Βαιθσαμύς· τις δυνήσεται διελθείν ενώπιον Κυρίου τού Θεού τού αγίου τούτου; και προς τίνα αναβήσεται κιβωτός Κυρίου εφ’ ημών; 21 και αποστέλλουσιν αγγέλους προς τους κατοικούντας Καριαθιαρίμ λέγοντες· απεστρόφασιν αλλόφυλοι την κιβωτόν Κυρίου· κατάβητε και αναγάγετε αυτήν προς εαυτούς.
1 ΚΑΙ έρχονται οι άνδρες Καριαθιαρίμ και ανάγουσι την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου και εισάγουσιν αυτήν εις οίκον Αμιναδάβ τον εν τώ βουνώ· και τον Ελεάζαρ τον υιόν αυτού ηγίασαν φυλάσσειν την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου. 2 Καί εγενήθη αφ’ ής ημέρας ήν η κιβωτός εν Καριαθιαρίμ, επλήθυναν αι ημέραι και εγένετο είκοσι έτη, και επέβλεψε πάς οίκος Ισραήλ οπίσω Κυρίου. 3 και είπε Σαμουήλ προς πάντα οίκον Ισραήλ λέγων· ει εν όλη καρδία υμών υμείς επιστρέφετε προς Κύριον, περιέλετε θεούς αλλοτρίους εκ μέσου υμών και τα άλση και ετοιμάσατε τας καρδίας υμών προς Κύριον και δουλεύσατε αυτώ μόνω, και εξελείται υμάς εκ χειρός αλλοφύλων. 4 και περιείλον οι υιοί Ισραήλ τας Βααλίμ και τα άλση Ασταρώθ και εδούλευσαν Κυρίω μόνω. 5 και είπε Σαμουήλ· αθροίσατε πάντα Ισραήλ εις Μασσηφάθ, και προσεύξομαι περί υμών προς Κύριον. 6 και συνήχθησαν εις Μασσηφάθ και υδρεύονται ύδωρ και εξέχεαν ενώπιον Κυρίου επί την γήν. και ενήστευσαν εν τή ημέρα εκείνη και είπαν· ημαρτήκαμεν ενώπιον Κυρίου· και εδίκαζε Σαμουήλ τους υιούς Ισραήλ εις Μασσηφάθ. 7 και ήκουσαν οι αλλόφυλοι ότι συνηθροίσθησαν πάντες οι υιοί Ισραήλ εις Μασσηφάθ, και ανέβησαν σατράπαι αλλοφύλων επί Ισραήλ· και ακούουσιν οι υιοί Ισραήλ και εφοβήθησαν από προσώπου αλλοφύλων. 8 και είπαν οι υιοί Ισραήλ προς Σαμουήλ· μη παρασιωπήσης αφ’ ημών τού μη βοάν προς Κύριον Θεόν σου, και σώσει ημάς εκ χειρός αλλοφύλων. 9 και έλαβε Σαμουήλ άρνα γαλαθηνόν ένα, και ανήνεγκεν αυτόν ολοκαύτωσιν σύν παντί τώ λαώ τώ Κυρίω. και εβόησε Σαμουήλ προς Κύριον περί Ισραήλ, και επήκουσεν αυτού Κύριος.
10 και ήν Σαμουήλ αναφέρων την ολοκαύτωσιν, και αλλόφυλοι προσήγον εις πόλεμον επί Ισραήλ. και εβρόντησε Κύριος εν φωνή μεγάλη εν τή ημέρα εκείνη επί τους αλλοφύλους, και συνεχύθησαν και έπταισαν ενώπιον Ισραήλ. 11 και εξήλθαν άνδρες Ισραήλ εκ Μασσηφάθ και κατεδίωξαν τους αλλοφύλους και επάταξαν αυτούς έως υποκάτω τού Βαιθχόρ. 12 και έλαβε Σαμουήλ λίθον ένα και έστησεν αυτόν ανά μέσον Μασσηφάθ και ανά μέσον της παλαιάς και εκάλεσε το όνομα αυτού Αβενέζερ, Λίθος τού βοηθού, και είπεν· έως ενταύθα εβοήθησεν ημίν Κύριος. 13 και εταπείνωσε Κύριος τους αλλοφύλους, και ου προσέθεντο έτι προσελθείν εις όριον Ισραήλ· και εγενήθη χείρ Κυρίου επί τους αλλοφύλους πάσας τας ημέρας τού Σαμουήλ. 14 και απεδόθησαν αι πόλεις, ας έλαβον οι αλλόφυλοι παρά των υιών Ισραήλ, και απέδωκαν αυτάς τώ Ισραήλ από Ασκάλωνος έως Αζόβ, και το όριον Ισραήλ αφείλοντο εκ χειρός αλλοφύλων. και ήν ειρήνη ανά μέσον Ισραήλ και ανά μέσον τού Αμορραίου. 15 και εδίκαζε Σαμουήλ τον Ισραήλ πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού. 16 και επορεύετο κατ΄ ενιαυτόν και εκύκλου Βαιθήλ και την Γαλγαλά και την Μασσηφάθ και εδίκαζε τον Ισραήλ εν πάσι τοίς ηγιασμένοις τούτοις· 17 η δε αποστροφή αυτού εις Αρμαθαίμ ότι εκεί ήν ο οίκος αυτού, και εδίκαζεν εκεί τον Ισραήλ και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον τώ Κυρίω.
1 ΚΑΙ εγένετο ως εγήρασε Σαμουήλ, και κατέστησε τους υιούς αυτού δικαστάς τώ Ισραήλ. 2 και ταύτα τα ονόματα των υιών αυτού· πρωτότοκος Ιωήλ, και όνομα τού δευτέρου Αβιά, δικασταί εν Βηρσαβεέ. 3 και ουκ επορεύθησαν οι υιοί αυτού εν οδώ αυτού και εξέκλιναν οπίσω της συντελείας και ελάμβανον δώρα και εξέκλινον δικαιώματα. 4 και συναθροίζονται άνδρες Ισραήλ και παραγίνονται εις Αρμαθαίμ προς Σαμουήλ 5 και είπαν αυτώ· ιδού σύ γεγήρακας, και οι υιοί σου ου πορεύονται εν τή οδώ σου· και νύν κατάστησον εφ’ ημάς βασιλέα δικάζειν ημάς, καθά και τα λοιπά έθνη. 6 και πονηρόν το ρήμα εν οφθαλμοίς Σαμουήλ, ως είπαν, δός ημίν βασιλέα δικάζειν ημάς· και προσηύξατο Σαμουήλ προς Κύριον. 7 και είπε Κύριος προς Σαμουήλ· άκουε της φωνής τού λαού, καθά αν λαλώσί σοι· ότι ου σε εξουθενήκασιν, αλλ’ ή εμέ εξουθενήκασι τού μη βασιλεύειν επ΄ αυτών. 8 κατά πάντα τα ποιήματα, ά εποίησάν μοι αφ’ ής ημέρας ανήγαγον αυτούς εξ Αιγύπτου έως της ημέρας ταύτης και εγκατέλιπόν με και εδούλευον θεοίς ετέροις, ούτως αυτοί ποιούσι και σοί. 9 και νύν άκουε της φωνής αυτών· πλήν ότι διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρη αυτοίς και απαγγελείς αυτοίς το δικαίωμα τού βασιλέως, ός βασιλεύσει επ’ αυτούς.
10 και είπε Σαμουήλ πάν το ρήμα τού Κυρίου προς τον λαόν τους αιτούντας παρ’ αυτού βασιλέα 11 και είπε· τούτο έσται το δικαίωμα τού βασιλέως, ός βασιλεύσει εφ’ υμάς· τους υιούς υμών λήψεται, και θήσεται αυτούς εν άρμασιν αυτού και εν ιππεύσιν αυτού και προτρέχοντας των αρμάτων αυτού 12 και θέσθαι αυτούς εαυτώ εκατοντάρχους και χιλιάρχους και θερίζειν θερισμόν αυτού και τρυγάν τρυγητόν αυτού και ποιείν σκεύη πολεμικά αυτού και σκεύη αρμάτων αυτού· 13 και τας θυγατέρας υμών λήψεται εις μυρεψούς και εις μαγειρίσσας και εις πεσσούσας· 14 και τους αγρούς υμών και τους αμπελώνας υμών και τους ελαιώνας υμών τους αγαθούς λήψεται και δώσει τοίς δούλοις εαυτού. 15 και τα σπέρματα υμών και τους αμπελώνας υμών αποδεκατώσει και δώσει τοίς ευνούχοις αυτού και τοίς δούλοις αυτού· 16 και τους δούλους υμών και τας δούλας υμών και τα βουκόλια υμών τα αγαθά και τους όνους υμών λήψεται, και αποδεκατώσει εις τα έργα αυτού 17 και τα ποίμνια υμών αποδεκατώσει· και υμείς έσεσθε αυτώ δούλοι. 18 και βοήσεσθε εν τή ημέρα εκείνη εκ προσώπου βασιλέως υμών, ού εξελέξασθε εαυτοίς, και ουκ επακούσεται Κύριος υμών εν ταίς ημέραις εκείναις, ότι υμείς εξελέξασθε εαυτοίς βασιλέα. 19 και ουκ εβούλετο ο λαός ακούσαι τού Σαμουήλ και είπαν αυτώ· ουχί, αλλ’ ή βασιλεύς έσται εφ’ ημάς,
20 και εσόμεθα και ημείς καθά πάντα τα έθνη, και δικάσει ημάς βασιλεύς ημών και εξελεύσεται έμπροσθεν ημών και πολεμήσει τον πόλεμον ημών. 21 και ήκουσε Σαμουήλ πάντας τους λόγους τού λαού και ελάλησεν αυτούς εις τα ώτα Κυρίου. 22 και είπε Κύριος προς Σαμουήλ· άκουε της φωνής αυτών και βασίλευσον αυτοίς βασιλέα. και είπε Σαμουήλ προς άνδρας Ισραήλ· αποτρεχέτω έκαστος εις την πόλιν αυτού.
1 ΚΑΙ ανήρ εξ υιών Βενιαμίν, και όνομα αυτώ Κίς, υιός Αβιήλ, υιού Ιαρέδ, υιού Βαχίρ, υιού Αφέκ, υιού ανδρός Ιεμιναίου, ανήρ δυνατός. 2 και τούτω υιός, και όνομα αυτώ Σαούλ, ευμεγέθης, ανήρ αγαθός, και ουκ ήν εν υιοίς Ισραήλ αγαθός υπέρ αυτόν, υπερωμίαν και επάνω υψηλός υπέρ πάσαν την γήν. 3 και απώλοντο αι όνοι Κίς πατρός Σαούλ, και είπε Κίς προς Σαούλ τον υιόν αυτού· λαβέ μετά σεαυτού έν των παιδαρίων και ανάστητε και πορεύθητε και ζητήσατε τας όνους. 4 και διήλθον δι’ όρους Εφραίμ και διήλθον διά της γής Σελχά και ουχ εύρον· και διήλθον διά της γής Σεγαλείμ, και ουκ ήν· και διήλθον διά της γής Ιαμίν και ουχ εύρον. 5 αυτών δε ελθόντων εις την Σίφ, και Σαούλ είπε τώ παιδαρίω αυτού τώ μετ΄ αυτού· δεύρο και αποστρέψωμεν, μη ανείς ο πατήρ μου τας όνους φροντίζη τα περί ημών· 6 και είπεν αυτώ το παιδάριον· ιδού δή άνθρωπος τού Θεού εν τή πόλει ταύτη, και ο άνθρωπος ένδοξος, πάν, ό εάν λαλήση, παραγινόμενον παρέσται· και νύν πορευθώμεν, όπως απαγγείλη ημίν την οδόν ημών, εφ’ ήν επορεύθημεν επ΄ αυτήν. 7 και είπε Σαούλ τώ παιδαρίω αυτού τώ μετ’ αυτού· και ιδού πορευσόμεθα, και τι οίσομεν τώ ανθρώπω τού Θεού; ότι οι άρτοι εκλελοίπασιν εκ των αγγείων ημών, και πλείον ουκ έστι μεθ΄ ημών εισενεγκείν τώ ανθρώπω τού Θεού το υπάρχον ημίν. 8 και προσέθετο το παιδάριον αποκριθήναι τώ Σαούλ και είπεν· ιδού εύρηται εν τή χειρί μου τέταρτον σίκλου αργυρίου, και δώσεις τώ ανθρώπω τού Θεού, και απαγγελεί ημίν την οδόν ημών. 9 και έμπροσθεν εν Ισραήλ τάδε έλεγεν έκαστος εν τώ πορεύεσθαι επερωτάν τον Θεόν· δεύρο και πορευθώμεν προς τον βλέποντα· ότι τον προφήτην εκάλει ο λαός έμπροσθεν Ο βλέπων.
10 και είπε Σαούλ προς το παιδάριον αυτού· αγαθόν το ρήμα, δεύρο και πορευθώμεν. και επορεύθησαν εις την πόλιν, ού ήν εκεί ο άνθρωπος ο τού Θεού. 11 αυτών αναβαινόντων την ανάβασιν της πόλεως και αυτοί ευρίσκουσι τα κοράσια εξεληλυθότα υδρεύεσθαι ύδωρ και λέγουσιν αυταίς· ει έστιν ενταύθα Ο βλέπων; 12 και απεκρίθη τα κοράσια αυτοίς και λέγουσιν αυτοίς· έστιν, ιδού κατά πρόσωπον υμών· νύν διά την ημέραν ήκει εις την πόλιν, ότι θυσία σήμερον τώ λαώ εν Βαμά· 13 ως αν εισέλθητε εις την πόλιν, ούτως ευρήσετε αυτόν εν τή πόλει πριν αναβήναι αυτόν εις Βαμά τού φαγείν· ότι ου μη φάγη ο λαός έως τού εισελθείν αυτόν, ότι ούτος ευλογεί την θυσίαν, και μετά ταύτα εσθίουσιν οι ξένοι· και νύν ανάβητε, ότι διά την ημέραν ευρήσετε αυτόν. 14 και αναβαίνουσι την πόλιν. αυτών εισπορευομένων εις μέσον της πόλεως και ιδού Σαμουήλ εξήλθεν εις την απάντησιν αυτών τού αναβήναι εις Βαμά. 15 και Κύριος απεκάλυψε το ωτίον Σαμουήλ ημέρα μια έμπροσθεν τού ελθείν προς αυτόν Σαούλ λέγων· 16 ως ο καιρός, αύριον αποστελώ προς σε άνδρα εκ γής Βενιαμίν, και χρίσεις αυτόν εις άρχοντα επί τον λαόν μου Ισραήλ, και σώσει τον λαόν μου εκ χειρός αλλοφύλων· ότι επέβλεψα επί την ταπείνωσιν τού λαού μου, ότι ήλθε βοή αυτών προς με. 17 και Σαμουήλ είδε τον Σαούλ· και Κύριος απεκρίθη αυτώ· ιδού ο άνθρωπος, ον είπά σοι, ούτος άρξει εν τώ λαώ μου. 18 και προσήγαγε Σαούλ προς Σαμουήλ εις μέσον της πόλεως και είπεν· απάγγειλον δή ποίος ο οίκος τού βλέποντος. 19 και απεκρίθη Σαμουήλ τώ Σαούλ και είπεν· εγώ ειμι αυτός· ανάβηθι έμπροσθέν μου εις Βαμά και φάγε μετ’ εμού σήμερον, και εξαποστελώ σε πρωί και πάντα τα εν τή καρδία σου απαγγελώ σοι·
20 και περί των όνων σου των απολωλυιών σήμερον τριταίων μη θής την καρδίαν σου αυταίς, ότι εύρηνται· και τίνι τα ωραία τού Ισραήλ; ου σοί και τώ οίκω τού πατρός σου; 21 και απεκρίθη Σαούλ και είπεν· ουχί ανδρός υιός Ιεμιναίου εγώ ειμι τού μικρού σκήπτρου φυλής Ισραήλ και της φυλής της ελαχίστης εξ όλους σκήπτρου Βενιαμίν; και ινατί ελάλησας προς εμέ κατά το ρήμα τούτο; 22 και έλαβε Σαμουήλ τον Σαούλ και το παιδάριον αυτού και εισήγαγεν αυτούς εις το κατάλυμα και έθετο αυτοίς εκεί τόπον εν πρώτοις των κεκλημένων ωσεί εβδομήκοντα ανδρών. 23 και είπε Σαμουήλ τώ μαγείρω· δός μοι την μερίδα, ήν έδωκά σοι, ήν είπά σοι θείναι αυτήν παρά σοι. 24 και ήψησεν ο μάγειρος την κωλέαν, και παρέθηκεν αυτήν ενώπιον Σαούλ· και είπε Σαμουήλ τώ Σαούλ· ιδού υπόλειμμα, παράθες αυτό ενώπιόν σου και φάγε, ότι εις μαρτύριον τέθειταί σοι παρά τους άλλους· απόκνιζε. και έφαγε Σαούλ μετά Σαμουήλ εν τή ημέρα εκείνη. 25 και κατέβη εκ της Βαμά εις την πόλιν· και διέστρωσαν τώ Σαούλ επί τώ δώματι, και εκοιμήθη. 26 και εγένετο ως ανέβαινεν ο όρθρος, και εκάλεσε Σαμουήλ τον Σαούλ επί τώ δώματι λέγων· ανάστα, και εξαποστελώ σε· και ανέστη Σαούλ, και εξήλθεν αυτός και Σαμουήλ έως έξω. 27 αυτών καταβαινόντων εις μέρος της πόλεως και Σαμουήλ είπε τώ Σαούλ· ειπόν τώ νεανίσκω και διελθέτω έμπροσθεν ημών, και σύ στήθι ως σήμερον και άκουσον ρήμα Θεού.
1 ΚΑΙ έλαβε Σαμουήλ τον φακόν τού ελαίου και επέχεεν επί την κεφαλήν αυτού και εφίλησεν αυτόν και είπεν αυτώ· ουχί κέκχρικέ σε Κύριος εις άρχοντα επί τον λαόν αυτού, επί Ισραήλ; και σύ άρξεις εν λαώ Κυρίου, και σύ σώσεις αυτόν εκ χειρός εχθρών αυτού κυκλόθεν. 2 και τούτό σοι το σημείον ότι έχρισέ σε Κύριος επί κληρονομίαν αυτού εις άρχοντα· ως αν απέλθης σήμερον απ’ εμού, και ευρήσεις δύο άνδρας προς τοίς τάφοις Ραχήλ εν τώ όρει Βενιαμίν αλλομένους μεγάλα, και ερούσί σοι· εύρηνται αι όνοι, ας επορεύθητε ζητείν, και ιδού ο πατήρ σου αποτετίνακται το ρήμα των όνων και εδαψιλεύσατο δι’ υμάς λέγων· τι ποιήσω υπέρ τού υιού μου; 3 και απελεύση εκείθεν και επέκεινα ήξεις έως της δρυός Θαβώρ και ευρήσεις εκεί τρεις άνδρας αναβαίνοντας προς τον Θεόν εις Βαιθήλ, ένα αίροντα τρία αιγίδια και ένα αίροντα τρία αγγεία άρτων και ένα αίροντα ασκόν οίνου. 4 και ερωτήσουσί σε τα εις ειρήνην και δώσουσί σοι δύο απαρχάς άρτων, και λήψη εκ της χειρός αυτών. 5 και μετά ταύτα εισελεύση εις τον βουνόν τού Θεού, ού εστιν εκεί το ανάστημα των αλλοφύλων, εκεί Νασίβ ο αλλόφυλος. και έσται ως αν εισέλθητε εκεί εις την πόλιν, και απαντήσεις χορώ προφητών καταβαινόντων εκ της Βαμά, και έμπροσθεν αυτών νάβλα και τύμπανον και αυλός και κινύρα, και αυτοί προφητεύοντες· 6 και εφαλείται επί σε πνεύμα Κυρίου, και προφητεύσεις μετ’ αυτών και στραφήση εις άνδρα άλλον. 7 και έσται όταν ήξει τα σημεία ταύτα επί σε, ποίει πάντα, όσα εάν εύρη η χείρ σου, ότι Θεός μετά σού. 8 και καταβήση έμπροσθεν της Γαλγάλ, και ιδού καταβαίνω προς σε ανενεγκείν ολοκαύτωσιν και θυσίας ειρηνικάς· επτά ημέρας διαλείψεις έως τού ελθείν με προς σε, και γνωρίσω σοι ά ποιήσεις. 9 και εγενήθη ώστε επιστραφήναι τώ ώμω αυτού απελθείν από Σαμουήλ, μετέστρεψεν αυτώ ο Θεός καρδίαν άλλην· και ήλθε πάντα τα σημεία εν τή ημέρα εκείνη.
10 και έρχεται εκείθεν εις τον βουνόν, και ιδού χορός προφητών εξεναντίας αυτού· και ήλατο επ΄ αυτόν πνεύμα Θεού, και προεφήτευσεν εν μέσω αυτών. 11 και εγενήθησαν πάντες οι ειδότες αυτόν εχθές και τρίτης και είδον και ιδού αυτός εν μέσω των προφητών. και είπεν ο λαός έκαστος προς τον πλησίον αυτού· τι τούτο το γεγονός τώ υιώ Κίς; ή και Σαούλ εν προφήταις; 12 και απεκρίθη τις αυτών και είπε· και τις πατήρ αυτού; και διά τούτο εγενήθη εις παραβολήν, ή και Σαούλ εν προφήταις; 13 και συνετέλεσε προφητεύων και έρχεται εις τον βουνόν. 14 και είπεν ο οικείος αυτού προς αυτόν και προς το παιδάριον αυτού· που επορεύθητε; και είπαν· ζητείν τας όνους· και είδαμεν ότι ουκ εισί, και εισήλθομεν προς Σαμουήλ. 15 και είπεν ο οικείος προς Σαούλ· απάγγειλον δή μοι, τι είπέ σοι Σαμουήλ; 16 και είπε Σαούλ προς τον οικείον αυτού· απήγγειλεν απαγγέλλων μοι ότι εύρηνται αι όνοι. το δε ρήμα της βασιλείας ουκ απήγγειλεν αυτώ. 17 Καί παρήγγειλε Σαμουήλ παντί τώ λαώ προς Κύριον εις Μασσηφάθ 18 και είπε προς υιούς Ισραήλ· τάδε είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ λέγων· εγώ ανήγαγον τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου και εξειλάμην υμάς εκ χειρός Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου και εκ πασών των βασιλειών των θλιβουσών υμάς· 19 και υμείς σήμερον εξουδενήκατε τον Θεόν, ός αυτός εστιν υμών σωτήρ εκ πάντων των κακών υμών και θλίψεων υμών, και είπατε· ουχί, αλλ΄ ή ότι βασιλέα καταστήσεις εφ΄ ημών· και νύν κατάστητε ενώπιον Κυρίου κατά τα σκήπτρα υμών και κατά τας φυλάς υμών.
20 και προσήγαγε Σαμουήλ πάντα τα σκήπτρα Ισραήλ, και κατακληρούται σκήπτρον Βενιαμίν· 21 και προσάγει σκήπτρον Βενιαμίν εις φυλάς, και κατακληρούται φυλή Ματταρί· και προσάγουσι την φυλήν Ματταρί εις άνδρας, και κατακληρούται Σαούλ υιός Κίς. και εζήτει αυτόν, και ουχ ευρίσκετο. 22 και επηρώτησε Σαμουήλ έτι εν Κυρίω· ει έρχεται ο ανήρ ενταύθα; και είπε Κύριος· ιδού αυτός κέκρυπται εν τοίς σκεύεσι. 23 και έδραμε και λαμβάνει αυτόν εκείθεν και κατέστησεν εν μέσω τού λαού, και υψώθη υπέρ πάντα τον λαόν υπερωμίαν και επάνω. 24 και είπε Σαμουήλ προς πάντα τον λαόν· ει εωράκατε ον εκλέλεκται εαυτώ Κύριος, ότι ουκ έστιν όμοιος αυτώ εν πάσιν υμίν; και έγνωσαν πάς ο λαός και είπαν· ζήτω ο βασιλεύς. 25 και είπε Σαμουήλ προς τον λαόν το δικαίωμα τού βασιλέως και έγραψεν εν βιβλίω και έθηκεν ενώπιον Κυρίου. και εξαπέστειλε Σαμουήλ πάντα τον λαόν, και απήλθεν έκαστος εις τον τόπον αυτού. 26 και Σαούλ απήλθεν εις τον οίκον αυτού εις Γαβαά· και επορεύθησαν υιοί δυνάμεων, ών ήψατο Κύριος καρδίας αυτών μετά Σαούλ. 27 και υιοί λοιμοί είπαν· τις σώσει υμάς ούτος; και ητίμασαν αυτόν και ουκ ήνεγκαν αυτώ δώρα.
1 ΚΑΙ εγενήθη ως μετά μήνα και ανέβη Νάας ο Αμμανίτης και παρεμβάλλει επί Ιαβίς Γαλαάδ. και είπαν πάντες οι άνδρες Ιαβίς προς Νάας τον Αμμανίτην· διάθου ημίν διαθήκην, και δουλεύσομέν σοι. 2 και είπε προς αυτούς Νάας ο Αμμανίτης· εν ταύτη διαθήσομαι διαθήκην υμίν, εν τώ εξορύξαι υμών πάντα οφθαλμόν δεξιόν, και θήσομαι όνειδος επί Ισραήλ. 3 και λέγουσιν αυτώ οι άνδρες Ιαβίς· άνες ημίν επτά ημέρας, και αποστελούμεν αγγέλους εις πάν όριον Ισραήλ· εάν μη ή ο σώζων ημάς, εξελευσόμεθα προς υμάς. 4 και έρχονται οι άγγελοι εις Γαβαά προς Σαούλ και λαλούσι τους λόγους εις τα ώτα τού λαού, και ήραν πάς ο λαός την φωνήν αυτών και έκλαυσαν. 5 και ιδού Σαούλ ήρχετο μετά το πρωί εξ αγρού, και είπε Σαούλ· τι ότι κλαίει ο λαός; και διηγούνται αυτώ τα ρήματα των ανδρών Ιαβίς. 6 και εφήλατο πνεύμα Κυρίου επί Σαούλ ως ήκουσε τα ρήματα ταύτα, και εθυμώθη επ’ αυτούς οργή αυτού σφόδρα. 7 και έλαβε δύο βόας και εμέλισεν αυτάς και απέστειλεν εις πάν όριον Ισραήλ εν χειρί αγγέλων λέγων· ός ουκ έστιν εκπορευόμενος οπίσω Σαούλ και οπίσω Σαμουήλ, κατά τάδε ποιήσουσι τοίς βουσίν αυτού. και επήλθεν έκστασις Κυρίου επί τον λαόν Ισραήλ, και εβόησαν ως ανήρ είς. 8 και επισκέπτεται αυτούς Αβιεζέκ εν Βαμά, πάντα άνδρα Ισραήλ εξακοσίας χιλιάδας και άνδρας Ιούδα εβδομήκοντα χιλιάδας. 9 και είπε τοίς αγγέλοις τοίς ερχομένοις· τάδε ερείτε τοίς ανδράσιν Ιαβίς· αύριον υμίν η σωτηρία διαθερμάναντος τού ηλίου. και ήλθον οι άγγελοι εις την πόλιν και απαγγέλλουσι τοίς ανδράσιν Ιαβίς, και ευφράνθησαν.
10 και είπον οι άνδρες Ιαβίς προς Νάας τον Αμμανίτην· αύριον εξελευσόμεθα προς υμάς, και ποιήσετε ημίν το αγαθόν ενώπιον υμών. 11 και εγενήθη μετά την αύριον και έθετο Σαούλ τον λαόν εις τρεις αρχάς, και εισπορεύονται μέσον της παρεμβολής εν φυλακή τή εωθινή και έτυπτον τους υιούς Αμμών έως διεθερμάνθη η ημέρα, και εγενήθη και υπολελειμμένοι διεσπάρησαν, και ουχ υπελείφθησαν εν αυτοίς δύο κατά το αυτό. 12 και είπεν ο λαός προς Σαμουήλ· τις ο είπας ότι Σαούλ ου βασιλεύσει ημών; παράδος τους άνδρας, και θανατώσομεν αυτούς. 13 και είπε Σαούλ· ουκ αποθανείται ουδείς εν τή ημέρα ταύτη, ότι σήμερον εποίησε Κύριος σωτηρίαν εν Ισραήλ. 14 και είπε Σαμουήλ προς τον λαόν λέγων· πορευθώμεν εις Γάλγαλα, και εγκαινίσωμεν εκεί την βασιλείαν. 15 και επορεύθη πάς ο λαός εις Γάλγαλα, και έχρισε Σαμουήλ εκεί τον Σαούλ εις βασιλέα ενώπιον Κυρίου εν Γαλγάλοις και έθυσεν εκεί θυσίας και ειρηνικάς ενώπιον Κυρίου· και ευφράνθη Σαμουήλ και πάς Ισραήλ ώστε λίαν.
1 ΚΑΙ είπε Σαμουήλ προς πάντα Ισραήλ· ιδού ήκουσα φωνής υμών εις πάντα, όσα είπατέ μοι, και εβασίλευσα εφ’ υμάς βασιλέα. 2 και νύν ιδού ο βασιλεύς διαπορεύεται ενώπιον υμών, καγώ γεγήρακα και καθήσομαι, και οι υιοί μου ιδού εν υμίν· καγώ ιδού διελήλυθα ενώπιον υμών εκ νεότητος και έως της ημέρας ταύτης. 3 ιδού εγώ, αποκρίθητε κατ’ εμού ενώπιον Κυρίου και ενώπιον χριστού αυτού· μόσχον τίνος είληφα ή όνον τίνος είληφα ή τίνα κατεδυνάστευσα υμών ή τίνα εξεπίεσα ή εκ χειρός τίνος είληφα εξίλασμα και υπόδημα; αποκρίθητε κατ’ εμού, και αποδώσω υμίν. 4 και είπαν προς Σαμουήλ· ουκ ηδίκησας ημάς και ου κατεδυνάστευσας ημάς και ουκ έθλασας ημάς και ουκ είληφας εκ χειρός ουδενός ουδέν. 5 και είπε Σαμουήλ προς τον λαόν· μάρτυς Κύριος εν υμίν και μάρτυς χριστός αυτού σήμερον εν ταύτη τή ημέρα, ότι ουχ ευρήκατε εν χειρί μου ουδέν. και είπαν· μάρτυς. 6 και είπε Σαμουήλ προς τον λαόν λέγων· μάρτυς Κύριος ο ποιήσας τον Μωυσήν και τον Ααρών, ο αναγαγών τους πατέρας ημών εξ Αιγύπτου. 7 και νύν κατάστητε, και δικάσω υμάς ενώπιον Κυρίου και απαγγελώ υμίν την πάσαν δικαιοσύνην Κυρίου, ά εποίησεν εν υμίν και εν τοίς πατράσιν υμών· 8 ως εισήλθεν Ιακώβ και οι υιοί αυτού εις Αίγυπτον, και εταπείνωσεν αυτούς Αίγυπτος, και εβόησαν οι πατέρες ημών προς Κύριον, και απέστειλε Κύριος τον Μωυσήν και τον Ααρών και εξήγαγον τους πατέρας ημών εξ Αιγύπτου και κατώκισεν αυτούς εν τώ τόπω τούτω. 9 και επελάθοντο Κυρίου τού Θεού αυτών, και απέδοτο αυτούς εις χείρας Σισάρα αρχιστρατήγω Ιαβίν βασιλέως Ασώρ και εις χείρας αλλοφύλων και εις χείρας βασιλέως Μωάβ, και επολέμησαν εν αυτοίς.
10 και εβόησαν προς Κύριον και έλεγον· ημάρτομεν, ότι εγκατελίπομεν τον Κύριον και εδουλεύσαμεν τοίς Βααλίμ και τοίς άλσεσι· και νύν εξελού ημάς εκ χειρός εχθρών ημών, και δουλεύσομέν σοι. 11 και απέστειλε Κύριος τον Ιεροβάαλ και τον Βαράκ και τον Ιεφθάε και τον Σαμουήλ και εξείλατο ημάς εκ χειρός εχθρών ημών των κυκλόθεν, και κατωκείτε πεποιθότες. 12 και ίδετε ότι Νάας βασιλεύς υιών Αμμών ήλθεν εφ’ υμάς, και είπατε· ουχί, αλλ’ ή ότι βασιλεύς βασιλεύσει εφ’ ημών· και Κύριος ο Θεός ημών βασιλεύς ημών. 13 και νύν ιδού ο βασιλεύς, ον εξελέξασθε, και ιδού δέδωκε Κύριος εφ’ υμάς βασιλέα. 14 εάν φοβηθήτε τον Κύριον και δουλεύσητε αυτώ και ακούσητε της φωνής αυτού και μη ερίσητε τώ στόματι Κυρίου και ήτε και υμείς και ο βασιλεύς ο βασιλεύων εφ’ υμών οπίσω Κυρίου πορευόμενοι· 15 εάν δε μη ακούσητε της φωνής Κυρίου και ερίσητε τώ στόματι Κυρίου, και έσται χείρ Κυρίου εφ’ υμάς και επί τον βασιλέα υμών. 16 και νύν κατάστητε και ίδετε το ρήμα το μέγα τούτο, ό ο Κύριος ποιήσει εν οφθαλμοίς υμών. 17 ουχί θερισμός πυρών σήμερον; επικαλέσομαι Κύριον, και δώσει φωνάς και υετόν, και γνώτε και ίδετε ότι η κακία υμών μεγάλη, ήν εποιήσατε ενώπιον Κυρίου, αιτήσαντες εαυτοίς βασιλέα. 18 και επεκαλέσατο Σαμουήλ τον Κύριον, και έδωκε Κύριος φωνάς και υετόν εν τή ημέρα εκείνη· και εφοβήθησαν πάς ο λαός τον Κύριον σφόδρα και τον Σαμουήλ. 19 και είπαν πάς ο λαός προς Σαμουήλ· πρόσευξαι υπέρ των δούλων σου προς Κύριον Θεόν σου, και ου μη αποθάνωμεν, ότι προστεθείκαμεν προς πάσας τας αμαρτίας ημών κακίαν αιτήσαντες εαυτοίς βασιλέα.
20 και είπε Σαμουήλ προς τον λαόν· μη φοβείσθε· υμείς πεποιήκατε την πάσαν κακίαν ταύτην, πλήν μη εκκλίνητε από όπισθεν Κυρίου και δουλεύσατε τώ Κυρίω εν όλη καρδία υμών 21 και μη παραβήτε οπίσω των μηθέν όντων, οί ου περανούσιν ουθέν και οί ουκ εξελούνται, ότι ουθέν εισιν. 22 ότι ουκ απώσεται Κύριος τον λαόν αυτού διά το όνομα αυτού το μέγα, ότι επιεικώς Κύριος προσελάβετο υμάς εις λαόν. 23 και εμοί μηδαμώς τού αμαρτείν τώ Κυρίω ανιέναι τού προσεύχεσθαι περί υμών, και δουλεύσω τώ Κυρίω και δείξω υμίν την οδόν την αγαθήν και την ευθείαν· 24 πλήν φοβείσθε τον Κύριον και δουλεύσατε αυτώ εν αληθεία και εν όλη καρδία υμών, ότι ίδετε ά εμεγάλυνε μεθ΄ υμών, 25 και εάν κακία κακοποιήσητε, και υμείς και ο βασιλεύς υμών προστεθήσεσθε.
1 ΚΑΙ εκλέγεται εαυτώ Σαούλ τρεις χιλιάδας ανδρών εκ των ανδρών Ισραήλ, και ήσαν μετά Σαούλ δισχίλιοι οι εν Μαχμάς, και εν τώ όρει Βαιθήλ, και χίλιοι ήσαν μετά Ιωνάθαν εν Γαβαά τού Βενιαμίν, και το κατάλοιπον τού λαού εξαπέστειλεν έκαστον εις το σκήνωμα αυτού. 3 και επάταξεν Ιωνάθαν τον Νασίβ τον αλλόφυλον τον εν τώ βουνώ· και ακούουσιν οι αλλόφυλοι. και Σαούλ σάλπιγγι σαλπίζει εις πάσαν την γήν λέγων· ηθετήκασιν οι δούλοι. 4 και πάς Ισραήλ ήκουσε λεγόντων· πέπαικε Σαούλ τον Νασίβ τον αλλόφυλον, και ησχύνθησαν Ισραήλ εν τοίς αλλοφύλοις. και ανέβησαν οι υιοί Ισραήλ οπίσω Σαούλ εν Γαλγάλοις. 5 και οι αλλόφυλοι συνάγονται εις πόλεμον επί Ισραήλ, και αναβαίνουσιν επί Ισραήλ τριάκοντα χιλιάδες αρμάτων και έξ χιλιάδες ιππέων και λαός ως η άμμος η παρά την θάλασσαν τώ πλήθει· και αναβαίνουσι και παρεμβάλλουσιν εν Μαχμάς εξ εναντίας Βαιθωρών κατά νότου. 6 και ανήρ Ισραήλ είδεν ότι στενώς αυτώ μη προσάγειν αυτόν, και εκρύβη ο λαός εν τοίς σπηλαίοις και εν ταίς μάνδραις και εν ταίς πέτραις και εν τοίς βόθροις και εν τοίς λάκκοις, 7 και οι διαβαίνοντες διέβησαν τον Ιορδάνην εις γήν Γάδ και Γαλαάδ. και Σαούλ έτι ήν εν Γαλγάλοις, και πάς ο λαός εξέστη οπίσω αυτού. 8 και διέλιπεν επτά ημέρας τώ μαρτυρίω, ως είπε Σαμουήλ, και ου παρεγένετο Σαμουήλ εις Γάλγαλα, και διεσπάρη ο λαός αυτού απ’ αυτού. 9 και είπε Σαούλ· προσαγάγετε, όπως ποιήσω ολοκαύτωσιν και ειρηνικάς· και ανήνεγκε την ολοκαύτωσιν.
10 και εγένετο ως συνετέλεσεν αναφέρων την ολοκαύτωσιν, και Σαμουήλ παραγίνεται· και εξήλθε Σαούλ εις απάντησιν αυτού ευλογήσαι αυτόν. 11 και είπε Σαμουήλ· τι πεποίηκας; και είπε Σαούλ· ότι είδον ως διεσπάρη ο λαός απ’ εμού και σύ ου παρεγένου ως διετάξω εν τώ μαρτυρίω των ημερών, και οι αλλόφυλοι συνήχθησαν εις Μαχμάς, 12 και είπα· νύν καταβήσονται οι αλλόφυλοι προς με εις Γάλγαλα και τού προσώπου τού Κυρίου ουκ εδεήθην· και ενεκρατευσάμην και ανήνεγκα την ολοκαύτωσιν. 13 και είπε Σαμουήλ προς Σαούλ· μεματαίωταί σοι, ότι ουκ εφύλαξας την εντολήν μου, ήν ενετείλατό σοι Κύριος, ως νύν ητοίμασε Κύριος την βασιλείαν σου επί Ισραήλ έως αιώνος· 14 και νύν η βασιλεία σου ου στήσεταί σοι, και ζητήσει Κύριος εαυτώ άνθρωπον κατά την καρδίαν αυτού, και εντελείται Κύριος αυτώ εις άρχοντα επί τον λαόν αυτού, ότι ουκ εφύλαξας όσα ενετείλατό σοι Κύριος. 15 και ανέστη Σαμουήλ και απήλθεν εκ Γαλγάλων εις οδόν αυτού, και το κατάλειμμα τού λαού ανέβη οπίσω Σαούλ εις απάντησιν οπίσω τού λαού τού πολεμιστού. αυτών παραγενομένων εκ Γαλγάλων εις Γαβαά Βενιαμίν και επεσκέψατο Σαούλ τον λαόν τον ευρεθέντα μετ΄ αυτού ως εξακοσίους άνδρας. 16 και Σαούλ και Ιωνάθαν υιός αυτού και ο λαός οι ευρεθέντες μετ΄ αυτών εκάθισαν εν Γαβαά Βενιαμίν και έκλαιον, και οι αλλόφυλοι παρεμβεβλήκεισαν εν Μαχμάς. 17 και εξήλθε διαφθείρων εξ αγρού αλλοφύλων τρισίν αρχαίς· η αρχή η μία επιβλέπουσα οδόν Γοφερά επί γήν Σωγάλ, 18 και η αρχή η μία επιβλέπουσα οδόν Βαιθωρών, και η αρχή η μία επιβλέπουσα οδόν Γαβαέ την εισκύπτουσαν επί Γαί την Σαβίμ. 19 και τέκτων σιδήρου ουχ ευρίσκετο εν πάση γη Ισραήλ, ότι είπον οι αλλόφυλοι· μη ποιήσωσιν οι Εβραίοι ρομφαίαν και δόρυ.
20 και κατέβαινον πάς Ισραήλ εις γήν αλλοφύλων χαλκεύειν έκαστος το θέριστρον αυτού και το σκεύος αυτού και έκαστος την αξίνην αυτού και το δρέπανον αυτού. 21 και ήν ο τρυγητός έτοιμος τού θερίζειν· τα δε σκεύη ήν τρεις σίκλοι εις τον οδόντα, και τή αξίνη και τώ δρεπάνω υπόστασις ήν η αυτή. 22 και εγενήθη εν ταίς ημέραις τού πολέμου Μαχμάς και ουχ ευρέθη ρομφαία και δόρυ εν χειρί παντός τού λαού τού μετά Σαούλ και μετά Ιωνάθαν, και ευρέθη τώ Σαούλ και τώ Ιωνάθαν υιώ αυτού. 23 και εξήλθεν εξ υποστάσεως των αλλοφύλων την εν τώ πέραν Μαχμάς.
1 ΚΑΙ γίνεται η ημέρα και είπεν Ιωνάθαν υιός Σαούλ τώ παιδαρίω τώ αίροντι τα σκεύη αυτού· δεύρο, και διαβώμεν εις Μεσσάβ των αλλοφύλων την εν τώ πέραν εκείνω· και τώ πατρί αυτού ουκ απήγγειλε. 2 και Σαούλ εκάθητο επ’ άκρου τού βουνού υπό την ροάν την εν Μαγδών, και ήσαν μετ΄ αυτού ως εξακόσιοι άνδρες· 3 και Αχιά υιός Αχιτώβ αδελφού Ιωχαβήδ υιού Φινεές υιού Ηλί ιερεύς τού Θεού εν Σηλώμ αίρων εφούδ. και ο λαός ουκ ήδει ότι πεπόρευται Ιωνάθαν. 4 και ανά μέσον της διαβάσεως, ού εζήτει Ιωνάθαν διαβήναι εις την υπόστασιν των αλλοφύλων, και οδούς πέτρας εκ τούτου και οδούς πέτρας εκ τούτου, όνομα τώ ενί Βασές και όνομα τώ άλλω Σεννά· 5 η οδός η μία από βορρά ερχομένω Μαχμάς και η οδός η άλλη από νότου ερχομένω Γαβαέ. 6 και είπεν Ιωνάθαν προς το παιδάριον το αίρον τα σκεύη αυτού· δεύρο διαβώμεν εις Μεσσάβ των απεριτμήτων τούτων, είτι ποιήσαι Κύριος ημίν· ότι ουκ έστι τώ Κυρίω συνεχόμενον σώζειν εν πολλοίς ή εν ολίγοις. 7 και είπεν αυτώ ο αίρων τα σκεύη αυτού· ποίει πάν, ό εάν η καρδία σου εκλίνη, ιδού εγώ μετά σού, ως η καρδία σου καρδία μου. 8 και είπεν Ιωνάθαν· ιδού ημείς διαβαίνομεν προς τους άνδρας και κατακυλισθησόμεθα προς αυτούς· 9 εάν τάδε είπωσι προς ημάς· απόστητε εκεί έως αν απαγγείλωμεν υμίν, και στησόμεθα εφ’ εαυτοίς και ου μη αναβώμεν επ’ αυτούς·
10 εάν τάδε είπωσι προς ημάς· ανάβητε προς ημάς, και αναβησόμεθα, ότι παραδέδωκεν αυτούς Κύριος εις χείρας ημών· τούτο ημίν το σημείον. 11 και εισήλθον αμφότεροι εις Μεσσάβ των αλλοφύλων· και λέγουσιν οι αλλόφυλοι· ιδού Εβραίοι εκπορεύονται εκ των τρωγλών αυτών, ού εκρύβησαν εκεί. 12 και απεκρίθησαν οι άνδρες Μεσσάβ προς Ιωνάθαν και προς τον αίροντα τα σκεύη αυτού και λέγουσιν· ανάβητε προς ημάς, και γνωριούμεν υμίν ρήμα. και είπεν Ιωνάθαν προς τον αίροντα τα σκεύη αυτού· ανάβηθι οπίσω μου, ότι παρέδωκεν αυτούς Κύριος εις χείρας Ισραήλ. 13 και ανέβη Ιωνάθαν επί τας χείρας αυτού και επί τους πόδας αυτού και ο αίρων τα σκεύη αυτού μετ’ αυτού· και επέβλεψαν κατά πρόσωπον Ιωνάθαν, και επάταξεν αυτούς, και ο αίρων τα σκεύη αυτού επεδίδου οπίσω αυτού. 14 και εγενήθη η πληγή η πρώτη, ήν επάταξεν Ιωνάθαν και ο αίρων τα σκεύη αυτού, ως είκοσιν άνδρες εν βολίσι και εν πετροβόλοις και εν κόχλαξι τού πεδίου. 15 και εγενήθη έκστασις εν τή παρεμβολή και εν αγρώ, και πάς ο λαός ο εν Μεσσάβ και οι διαφθείροντες εξέστησαν, και αυτοί ουκ ήθελον ποιείν· και εθάμβησεν η γη, και εγενήθη έκστασις παρά Κυρίου. 16 και είδον οι σκοποί τού Σαούλ εν Γαβαά Βενιαμίν και ιδού η παρεμβολή τεταραγμένη ένθεν και ένθεν. 17 και είπε Σαούλ τώ λαώ τώ μετ’ αυτού· επισκέψασθε δή και ίδετε τις πεπόρευται εξ υμών· και επεσκέψαντο, και ιδού ουχ ευρίσκετο Ιωνάθαν και ο αίρων τα σκεύη αυτού. 18 και είπε Σαούλ τώ Αχιά· προσάγαγε το εφούδ· ότι αυτός ήρε το εφούδ εν τή ημέρα εκείνη ενώπιον Ισραήλ. 19 και εγενήθη ως ελάλει Σαούλ προς τον ιερέα, και ο ήχος εν τή παρεμβολή των αλλοφύλων επορεύετο πορευόμενος και επλήθυνε· και είπε Σαούλ προς τον ιερέα· συνάγαγε τας χείράς σου.
20 και ανέβη Σαούλ και πάς ο λαός ο μετ’ αυτού και έρχονται έως τού πολέμου, και ιδού εγένετο ρομφαία ανδρός επί τον πλησίον αυτού, σύγχυσις μεγάλη σφόδρα. 21 και οι δούλοι οι όντες εχθές και τρίτην ημέραν μετά των αλλοφύλων οι αναβάντες εις την παρεμβολήν επεστράφησαν και αυτοί είναι μετά Ισραήλ των μετά Σαούλ και Ιωνάθαν. 22 και πάς Ισραήλ οι κρυπτόμενοι εν τώ όρει Εφραίμ και ήκουσαν ότι πεφεύγασιν οι αλλόφυλοι, και συνάπτουσι και αυτοί οπίσω αυτών εις πόλεμον. 23 και έσωσε Κύριος εν τή ημέρα εκείνη τον Ισραήλ. Καί ο πόλεμος διήλθε την Βαμώθ, και πάς ο λαός ήν μετά Σαούλ ως δέκα χιλιάδες ανδρών· και ήν ο πόλεμος διεσπαρμένος εις όλην την πόλιν εν τώ όρει Εφραίμ. 24 και Σαούλ ηγνόησεν άγνοιαν μεγάλην εν τή ημέρα εκείνη και αράται τώ λαώ λέγων· επικατάρατος ο άνθρωπος, ός φάγεται άρτον έως εσπέρας, και εκδικήσω τον εχθρόν μου· και ουκ εγεύσατο πάς ο λαός άρτου. και πάσα η γη ηρίστα. 25 και Ιάαλ δρυμός ήν μελισσώνος κατά πρόσωπον τού αγρού, 26 και εισήλθεν ο λαός εις τον μελισσώνα, και ιδού επορεύετο λαλών, και ιδού ουκ ήν επιστρέφων την χείρα αυτού εις το στόμα αυτού, ότι εφοβήθη ο λαός τον όρκον Κυρίου. 27 και Ιωνάθαν ουκ ακηκόει εν τώ ορκίζειν τον πατέρα αυτού τον λαόν· και εξέτεινε το άκρον τού σκήπτρου αυτού τού εν τή χειρί αυτού και έβαψεν αυτό εις το κηρίον τού μέλιτος και επέστρεψε την χείρα αυτού εις το στόμα αυτού, και ανέβλεψαν οι οφθαλμοί αυτού. 28 και απεκρίθη είς εκ τού λαού και είπεν· ορκίσας ώρκισε τον λαόν ο πατήρ σου λέγων· επικατάρατος ο άνθρωπος, ός φάγεται άρτον σήμερον, και εξελύθη ο λαός. 29 και έγνω Ιωνάθαν και είπεν· απήλλαχεν ο πατήρ μου την γήν· ιδέ δή ότι είδον οι οφθαλμοί μου ότι εγευσάμην βραχύ τι τού μέλιτος τούτου·
30 αλλ’ ότι ει έφαγεν έσθων σήμερον ο λαός των σκύλων των εχθρών αυτών, ών εύρεν, ότι νύν αν μείζων ήν η πληγή η εν τοίς αλλοφύλοις. 31 και επάταξεν εν τή ημέρα εκείνη εκ των αλλοφύλων εν Μαχμάς, και εκοπίασεν ο λαός σφόδρα. 32 και εκλήθη ο λαός εις τα σκύλα, και έλαβεν ο λαός ποίμνια και βουκόλια και τέκνα βοών και έσφαξεν επί την γήν, και ήσθιεν ο λαός σύν τώ αίματι. 33 και απηγγέλη Σαούλ λέγοντες· ημάρτηκεν ο λαός τώ Κυρίω φαγών σύν τώ αίματι. και είπε Σαούλ εκ Γεθθαίμ· κυλίσατέ μοι λίθον ενταύθα μέγαν. 34 και είπε Σαούλ· διασπάρητε εν τώ λαώ και είπατε αυτοίς προσαγαγείν ενταύθα έκαστος τον μόσχον αυτού και έκαστος το πρόβατον αυτού, και σφαζέτω επί τούτου, και ου μη αμάρτητε τώ Κυρίω τού εσθίειν σύν τώ αίματι· και προσήγεν ο λαός έκαστος το εν τή χειρί αυτού και έσφαζον εκεί. 35 και ωκοδόμησεν εκεί Σαούλ θυσιαστήριον τώ Κυρίω· τούτο ήρξατο Σαούλ οικοδομήσαι θυσιαστήριον τώ Κυρίω. 36 Καί είπε Σαούλ· καταβώμεν οπίσω των αλλοφύλων την νύκτα και διαρπάσωμεν εν αυτοίς έως διαφαύση ημέρα, και μη υπολείπωμεν εν αυτοίς άνδρα. και είπαν· πάν το αγαθόν ενώπιόν σου ποίει. και είπεν ο ιερεύς· προσέλθωμεν ενταύθα προς τον Θεόν. 37 και επηρώτησε Σαούλ τον Θεόν· ει καταβώ οπίσω των αλλοφύλων, ει παραδώσεις αυτούς εις χείρας Ισραήλ; και ουκ απεκρίθη αυτώ εν τή ημέρα εκείνη. 38 και είπε Σαούλ· προσαγάγετε ενταύθα πάσας τας γωνίας τού Ισραήλ και γνώτε και ίδετε εν τίνι γέγονεν η αμαρτία αύτη σήμερον· 39 ότι ζή Κύριος ο σώσας τον Ισραήλ, ότι εάν αποκριθή κατά Ιωνάθαν τού υιού μου, θανάτω αποθανείται. και ουκ ήν ο αποκρινόμενος εκ παντός τού λαού.
40 και είπε παντί ανδρί Ισραήλ· υμείς έσεσθε εις δουλείαν, και εγώ και Ιωνάθαν ο υιός μου εσόμεθα εις δουλείαν. και είπεν ο λαός προς Σαούλ· το αγαθόν ενώπιόν σου ποίει. 41 και είπε Σαούλ· Κύριε ο Θεός Ισραήλ, τι ότι ουκ απεκρίθης τώ δούλω σου σήμερον; ει εν εμοί ή εν Ιωνάθαν τώ υιώ μου η αδικία; Κύριε ο Θεός Ισραήλ δός δήλους· και εάν τάδε είπης, εν τώ λαώ σου Ισραήλ, δός δή οσιότητα. και κληρούται Ιωνάθαν και Σαούλ, και ο λαός εξήλθε. 42 και είπε Σαούλ· βάλετε ανά μέσον εμού και ανά μέσον Ιωνάθαν τού υιού μου· ον αν κατακληρώσηται Κύριος, αποθανέτω. και είπεν ο λαός προς Σαούλ· ουκ έστι το ρήμα τούτο. και κατεκράτησε Σαούλ τού λαού, και βάλλουσιν ανά μέσον αυτού και ανά μέσον Ιωνάθαν τού υιού αυτού, και κατακληρούται Ιωνάθαν. 43 και είπε Σαούλ προς Ιωνάθαν· απάγγειλόν μοι τι πεποίηκας. και απήγγειλεν αυτώ Ιωνάθαν και είπε· γευόμενος εγευσάμην εν άκρω τώ σκήπτρω τώ εν τή χειρί μου βραχύ μέλι, και ιδού εγώ αποθνήσκω. 44 και είπεν αυτώ Σαούλ· τάδε ποιήσαι μοι ο Θεός και τάδε προσθείη, ότι θανάτω αποθανή σήμερον. 45 και είπεν ο λαός προς Σαούλ· ει σήμερον θανατωθήσεται ο ποιήσας την σωτηρίαν την μεγάλην ταύτην εν Ισραήλ; ζή Κύριος, ει πεσείται τριχός της κεφαλής αυτού επί την γήν· ότι ο λαός τού Θεού εποίησε την ημέραν ταύτην. και προσηύξατο ο λαός περί Ιωνάθαν εν τή ημέρα εκείνη, και ουκ απέθανε. 46 και ανέβη Σαούλ από όπισθεν των αλλοφύλων, και οι αλλόφυλοι απήλθον εις τον τόπον αυτών. 47 Καί Σαούλ κατακληρούται έργον επί Ισραήλ. και επολέμει κύκλω πάντας τους εχθρούς αυτού, εις τον Μωάβ και εις τους υιούς Αμμών και εις τους υιούς Εδώμ και εις τον Βαιθεώρ και εις βασιλέα Σουβά και εις τους αλλοφύλους· ού αν εστράφη, εσώζετο. 48 και εποίησε δύναμιν και επάταξε τον Αμαλήκ και εξείλατο τον Ισραήλ εκ χειρός των καταπατούντων αυτόν. 49 και ήσαν οι υιοί Σαούλ Ιωνάθαν και Ιεσσιού και Μελχισά· και ονόματα των δύο θυγατέρων αυτού, όνομα τή πρωτοτόκω Μερόβ, και όνομα τή δευτέρα Μελχόλ·
50 και όνομα τή γυναικί αυτού Αχινοόμ θυγάτηρ Αχιμάας. και όνομα τώ αρχιστρατήγω αυτού Αβεννήρ, υιός Νήρ, υιού οικείου Σαούλ· 51 και Κίς πατήρ Σαούλ και Νήρ πατήρ Αβεννήρ υιός Ιαμίν υιού Αβιήλ. 52 και ήν ο πόλεμος κραταιός επί τους αλλοφύλους πάσας τας ημέρας Σαούλ. και ιδών Σαούλ πάντα άνδρα δυνατόν και πάντα άνδρα υιόν δυνάμεως και συνήγαγεν αυτούς προς αυτόν.
1 ΚΑΙ είπε Σαμουήλ προς Σαούλ· εμέ απέστειλε Κύριος χρίσαί σε εις βασιλέα επί Ισραήλ, και νύν άκουε της φωνής Κυρίου· 2 τάδε είπε Κύριος Σαβαώθ· νύν εκδικήσω ά εποίησεν Αμαλήκ τώ Ισραήλ, ως απήντησεν αυτώ εν τή οδώ αναβαίνοντος αυτού εξ Αιγύπτου· 3 και νύν πορεύου και πατάξεις τον Αμαλήκ και Ιερίμ και πάντα τα αυτού και ου περιποιήση εξ αυτού και εξολοθρεύσεις αυτόν και αναθεματιείς αυτόν και πάντα τα αυτού και ου φείση απ’ αυτού και αποκτενείς από ανδρός και έως γυναικός και από νηπίου έως θηλάζοντος και από μόσχου έως προβάτου και από καμήλου έως όνου. 4 και παρήγγειλε Σαούλ τώ λαώ και επισκέπτεται αυτούς εν Γαλγάλοις τετρακοσίας χιλιάδας ταγμάτων και τον Ιούδαν τριάκοντα χιλιάδας ταγμάτων. 5 και ήλθε Σαούλ έως των πόλεων Αμαλήκ και ενήδρευσεν εν τώ χειμάρρω. 6 και είπε Σαούλ προς τον Κιναίον· άπελθε και έκκλινον εκ μέσου τού Αμαληκίτου, μη προσθώ σε μετ’ αυτού, και σύ εποίησας έλεος μετά των υιών Ισραήλ εν τώ αναβαίνειν αυτούς εξ Αιγύπτου· και εξέκλινεν ο Κιναίος εκ μέσου Αμαλήκ. 7 και επάταξε Σαούλ τον Αμαλήκ από Ευιλάτ έως Σούρ επί προσώπου Αιγύπτου. 8 και συνέλαβε τον Αγάγ βασιλέα Αμαλήκ ζώντα και πάντα τον λαόν και Ιερίμ απέκτεινεν εν στόματι ρομφαίας. 9 και περιεποιήσατο Σαούλ και πάς ο λαός τον Αγάγ ζώντα και τα αγαθά των ποιμνίων και των βουκολίων και των εδεσμάτων και των αμπελώνων και πάντων των αγαθών και ουκ εβούλοντο εξολοθρεύσαι αυτά· και πάν έργον ητιμωμένον και εξουδενωμένον εξωλόθρευσαν.
10 Καί εγενήθη ρήμα Κυρίου προς Σαμουήλ λέγων· 11 παρακέκλημαι ότι εβασίλευσα τον Σαούλ εις βασιλέα, ότι απέστρεψεν από όπισθέν μου και τους λόγους μου ουκ ετήρησε. και ηθύμησε Σαμουήλ και εβόησε προς Κύριον όλην την νύκτα. 12 και ώρθρισε Σαμουήλ και επορεύθη εις απάντησιν Ισραήλ το πρωί. και απηγγέλη τώ Σαούλ λέγοντες· ήκει Σαμουήλ εις Κάρμηλον και ανέστακεν αυτώ χείρα και επέστρεψε το άρμα. και κατέβη εις Γάλγαλα προς Σαούλ, και ιδού αυτός ανέφερεν ολοκαύτωσιν τώ Κυρίω τα πρώτα των σκύλων, ών ήνεγκεν εξ Αμαλήκ. 13 και παρεγένετο Σαμουήλ προς Σαούλ, και είπεν αυτώ Σαούλ· ευλογητός σύ τώ Κυρίω· έστησα πάντα, όσα ελάλησε Κύριος. 14 και είπε Σαμουήλ· και τις η φωνή τού ποιμνίου τούτου εν τοίς ωσί μου και φωνή των βοών, ών εγώ ακούω; 15 και είπε Σαούλ· εξ Αμαλήκ ήνεγκα αυτά, ά περιεποιήσατο ο λαός τα κράτιστα τού ποιμνίου και των βοών, όπως τυθή Κυρίω τώ Θεώ σου, και τα λοιπά εξωλόθρευσα. 16 και είπε Σαμουήλ προς Σαούλ· άνες και απαγγελώ σοι ά ελάλησε Κύριος προς με την νύκτα· και είπεν αυτώ· λάλησον. 17 και είπε Σαμουήλ προς Σαούλ· ουχί μικρός εί σύ ενώπιον αυτού ηγούμενος σκήπτρου φυλής Ισραήλ; και έχρισέ σε Κύριος εις βασιλέα επί Ισραήλ. 18 και απέστειλέ σε Κύριος εν οδώ και είπέ σοι· πορεύθητι και εξολόθρευσον τους αμαρτάνοντας εις εμέ, τον Αμαλήκ, και πολεμήσεις αυτούς έως συντελέσης αυτούς. 19 και ινατί ουκ ήκουσας φωνής Κυρίου, αλλ’ ώρμησας τού θέσθαι επί τα σκύλα και εποίησας το πονηρόν ενώπιον Κυρίου;
20 και είπε Σαούλ προς Σαμουήλ· διά το ακούσαί με της φωνής τού λαού· και επορεύθην τή οδώ, ή απέστειλέ με Κύριος, και ήγαγον τον Αγάγ βασιλέα Αμαλήκ και τον Αμαλήκ εξωλόθρευσα· 21 και έλαβεν ο λαός των σκύλων ποίμνια και βουκόλια, τα πρώτα τού εξολοθρεύματος, θύσαι ενώπιον Κυρίου Θεού ημών εν Γαλγάλοις. 22 και είπε Σαμουήλ· ει θελητόν τώ Κυρίω ολοκαυτώματα και θυσίας ως το ακούσαι φωνής Κυρίου; ιδού ακοή υπέρ θυσίαν αγαθήν και η επακρόασις υπέρ στέαρ κριών· 23 ότι αμαρτία οιώνισμά εστιν, οδύνην και πόνους θεραφίν επάγουσιν· ότι εξουδένωσας το ρήμα Κυρίου, και εξουδενώσει σε Κύριος μη είναι βασιλέα επί Ισραήλ. 24 και είπε Σαούλ προς Σαμουήλ· ημάρτηκα ότι παρέβην τον λόγον Κυρίου και το ρήμά σου, ότι εφοβήθην τον λαόν και ήκουσα της φωνής αυτών· 25 και νύν άρον δή το αμάρτημά μου και ανάστρεψον μετ΄ εμού, και προσκυνήσω Κυρίω τώ Θεώ σου. 26 και είπε Σαμουήλ προς Σαούλ· ουκ αναστρέφω μετά σού, ότι εξουδένωσας το ρήμα Κυρίου, και εξουδενώσει σε Κύριος τού μη είναι βασιλέα επί τον Ισραήλ. 27 και επέστρεψε Σαμουήλ το πρόσωπον αυτού τού απελθείν. και εκράτησε Σαούλ τού πτερυγίου της διπλοίδος αυτού και διέρρηξεν αυτό· 28 και είπε προς αυτόν Σαμουήλ· διέρρηξε Κύριος την βασιλείαν σου από Ισραήλ εκ χειρός σου σήμερον και δώσει αυτήν τώ πλησίον σου τώ αγαθώ υπέρ σε· 29 και διαιρεθήσεται Ισραήλ εις δύο, και ουκ αποστρέψει ουδέ μετανοήσει, ότι ουχ ως άνθρωπός εστι τού μετανοήσαι αυτός.
30 και είπε Σαούλ· ημάρτηκα, αλλά δόξασόν με δή ενώπιον πρεσβυτέρων Ισραήλ και ενώπιον λαού μου και ανάστρεψον μετ’ εμού, και προσκυνήσω Κυρίω τώ Θεώ σου. 31 και ανέστρεψε Σαμουήλ οπίσω Σαούλ και προσεκύνησε τώ Κυρίω. 32 και είπε Σαμουήλ· προσαγάγετέ μοι τον Αγάγ βασιλέα Αμαλήκ. και προσήλθε προς αυτόν Αγάγ τρέμων, και είπεν Αγάγ· ει ούτω πικρός ο θάνατος; 33 και είπε Σαμουήλ προς Αγάγ· καθότι ητέκνωσε γυναίκας η ρομφαία σου, ούτως ατεκνωθήσεται εκ γυναικών η μήτηρ σου, και έσφαξε Σαμουήλ τον Αγάγ ενώπιον Κυρίου εν Γαλγάλ. 34 και απήλθε Σαμουήλ εις Αρμαθαίμ, και Σαούλ ανέβη εις τον οίκον αυτού εις Γαβαά. 35 και ου προσέθετο έτι Σαμουήλ ιδείν τον Σαούλ έως ημέρας θανάτου αυτού, ότι επένθει Σαμουήλ επί Σαούλ· και Κύριος μετεμελήθη ότι εβασίλευσε τον Σαούλ επί Ισραήλ.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς Σαμουήλ· έως πότε σύ πενθείς επί Σαούλ, καγώ εξουδένωκα αυτόν μη βασιλεύειν επί Ισραήλ; πλήσον το κέρας σου ελαίου, και δεύρο αποστείλω σε προς Ιεσσαί έως Βηθλεέμ, ότι εώρακα εν τοίς υιοίς αυτού εμοί βασιλέα. 2 και είπε Σαμουήλ· πώς πορευθώ; και ακούσεται Σαούλ και αποκτενεί με. και είπε Κύριος· δάμαλιν βοών λαβέ εν τή χειρί σου και ερείς· θύσαι τώ Κυρίω ήκω· 3 και καλέσεις τον Ιεσσαί εις την θυσίαν, και γνωριώ σοι ά ποιήσεις, και χρίσεις ον αν είπω προς σε. 4 και εποίησε Σαμουήλ πάντα, ά ελάλησεν αυτώ Κύριος, και ήλθεν εις Βηθλεέμ. και εξέστησαν οι πρεσβύτεροι της πόλεως τή απαντήσει αυτού και είπαν· ειρήνη η είσοδός σου, ο βλέπων; 5 και είπεν· ειρήνη· θύσαι τώ Κυρίω ήκω, αγιάσθητε και ευφράνθητε μετ’ εμού σήμερον, και ηγίασε τον Ιεσσαί και τους υιούς αυτού και εκάλεσεν αυτούς εις την θυσίαν. 6 και εγενήθη εν τώ εισιέναι αυτούς και είδε τον Ελιάβ και είπεν· αλλά και ενώπιον Κυρίου χριστός αυτού. 7 και είπε Κύριος προς Σαμουήλ· μη επιβλέψης επί την όψιν αυτού μηδέ εις την έξιν μεγέθους αυτού, ότι εξουδένωκα αυτόν· ότι ουχ ως εμβλέψεται άνθρωπος, όψεται ο Θεός, ότι άνθρωπος όψεται εις πρόσωπον, ο δε Θεός όψεται εις καρδίαν. 8 και εκάλεσεν Ιεσσαί τον Αμιναδάβ, και παρήλθε κατά πρόσωπον Σαμουήλ, και είπεν· ουδέ τούτον εξελέξατο ο Θεός. 9 και παρήγαγεν Ιεσσαί τον Σαμά· και είπε· και εν τούτω ουκ εξελέξατο Κύριος.
10 και παρήγαγεν Ιεσσαί τους επτά υιούς αυτού ενώπιον Σαμουήλ· και είπε Σαμουήλ· ουκ εξελέξατο Κύριος εν τούτοις. 11 και είπε Σαμουήλ προς Ιεσσαί· εκλελοίπασι τα παιδάρια; και είπεν· έτι ο μικρός ιδού ποιμαίνει εν τώ ποιμνίω. και είπε Σαμουήλ προς Ιεσσαί· απόστειλον και λαβέ αυτόν, ότι ου μη κατακλιθώμεν έως τού ελθείν αυτόν. 12 και απέστειλε και εισήγαγεν αυτόν· και αυτός πυρράκης μετά κάλλους οφθαλμών και αγαθός οράσει Κυρίω. και είπε Κύριος προς Σαμουήλ· ανάστα και χρίσον τον Δαυίδ, ότι ούτός εστιν αγαθός. 13 και έλαβε Σαμουήλ το κέρας τού ελαίου και έχρισεν αυτό εν μέσω των αδελφών αυτού, και εφήλατο πνεύμα Κυρίου επί Δαυίδ από της ημέρας εκείνης και επάνω. και ανέστη Σαμουήλ και απήλθεν εις Αρμαθαίμ. 14 Καί πνεύμα Κυρίου απέστη από Σαούλ, και έπνιγεν αυτόν πνεύμα πονηρόν παρά Κυρίου. 15 και είπαν οι παίδες Σαούλ προς αυτόν· ιδού δή πνεύμα Κυρίου πονηρόν πνίγει σε· 16 ειπάτωσαν δή οι δούλοί σου ενώπιόν σου, και ζητησάτωσαν τώ Κυρίω ημών άνδρα ειδότα ψάλλειν εν κινύρα, και έσται εν τώ είναι πνεύμα πονηρόν επί σοι και ψαλή εν τή κινύρα αυτού και αγαθόν σοι έσται και αναπαύσει σε. 17 και είπε Σαούλ προς τους παίδας αυτού· ίδετε δή μοι άνδρα ορθώς ψάλλοντα και εισαγάγετε αυτόν προς με. 18 και απεκρίθη είς των παιδαρίων αυτού και είπεν· ιδού εώρακα υιόν τώ Ιεσσαί Βηθλεεμίτην και αυτόν ειδότα ψαλμόν, και ο ανήρ συνετός και πολεμιστής και σοφός λόγω, και ο ανήρ αγαθός τώ είδει, και Κύριος μετ΄ αυτού. 19 και απέστειλε Σαούλ αγγέλους προς Ιεσσαί λέγων· απόστειλον προς με τον υιόν σου Δαυίδ τον εν τώ ποιμνίω σου.
20 και έλαβεν Ιεσσαί γομόρ άρτων και ασκόν οίνου και έριφον αιγών ένα και εξαπέστειλεν εν χειρί Δαυίδ τού υιού αυτού προς Σαούλ. 21 και εισήλθε Δαυίδ προς Σαούλ και παρειστήκει ενώπιον αυτού· και ηγάπησεν αυτόν σφόδρα, και εγενήθη αυτώ αίρων τα σκεύη αυτού. 22 και απέστειλε Σαούλ προς Ιεσσαί λέγων· παριστάσθω δή Δαυίδ ενώπιον εμού, ότι εύρε χάριν εν οφθαλμοίς μου. 33 και εγενήθη εν τώ είναι πνεύμα πονηρόν επί Σαούλ και ελάμβανε Δαυίδ την κινύραν και έψαλλεν εν χειρί αυτού. και ανέψυχε Σαούλ, και αγαθόν αυτώ. και αφίστατο απ’ αυτού το πνεύμα το πονηρόν.
1 ΚΑΙ συνάγουσιν αλλόφυλοι τας παρεμβολάς αυτών εις πόλεμον και συνάγονται εις Σοκχώθ της Ιουδαίας και παρεμβάλλουσιν ανά μέσον Σοκχώθ και ανά μέσον Αζηκά Εφερμέμ. 2 και Σαούλ και οι άνδρες Ισραήλ συνάγονται και παρεμβάλλουσιν εν τή κοιλάδι αυτοί και παρατάσσονται εις πόλεμον εξεναντίας των αλλοφύλων. 3 και αλλόφυλοι ίστανται επί τού όρους ενταύθα, και Ισραήλ ίσταται επί τού όρους ενταύθα, και ο αυλών ανά μέσον αυτών. 4 και εξήλθεν ανήρ δυνατός εκ της παρατάξεως των αλλοφύλων Γολιάθ όνομα αυτών εκ Γέθ, ύψος αυτού τεσσάρων πήχεων και σπιθαμής· 5 και περικεφαλαία επί της κεφαλής αυτού, και θώρακα αλυσιδωτόν αυτός ενδεδυκώς, και ο σταθμός τού θώρακος αυτού πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκού και σιδήρου· 6 και κνημίδες χαλκαί επί των σκελών αυτού, και ασπίς χαλκή ανά μέσον των ώμων αυτού· 7 και ο κοντός τού δόρατος αυτού ωσεί μέσακλον υφαινόντων, και η λόγχη αυτού εξακοσίων σίκλων σιδήρου· και ο αίρων τα όπλα αυτού προεπορεύετο αυτού. 8 και έστη και ανεβόησεν εις την παράταξιν Ισραήλ και είπεν αυτοίς· τι εκπορεύεσθε παρατάξασθαι πολέμω εξεναντίας ημών; ουκ εγώ ειμι αλλόφυλος και υμείς Εβραίοι τού Σαούλ; εκλέξασθε εαυτοίς άνδρα και καταβήτω προς με, 9 και εάν δυνηθή πολεμήσαι προς με και εάν πατάξη με, και εσόμεθα υμίν εις δούλους· εάν δε εγώ δυνηθώ και πατάξω αυτόν, έσεσθε ημίν εις δούλους και δουλεύσετε ημίν.
10 και είπεν ο αλλόφυλος· ιδού εγώ ωνείδισα την παράταξιν Ισραήλ σήμερον εν τή ημέρα ταύτη· δότε μοι άνδρα, και μονομαχήσομεν αμφότεροι. 11 και ήκουσε Σαούλ και πάς Ισραήλ τα ρήματα τού αλλοφύλου ταύτα και εξέστησαν και εφοβήθησαν σφόδρα. [12 Καί είπε Δαυίδ υιός ανθρώπου Εφραθαίου· ούτος εκ Βηθλεέμ Ιούδα, και όνομα αυτώ Ιεσσαί, και αυτώ οκτω υιοί· και ο ανήρ εν ταίς ημέραις Σαούλ πρεσβύτερος εληλυθώς εν ανδράσι. 13 και επορεύθησαν οι τρεις υιοί Ιεσσαί οι μείζονες οπίσω Σαούλ εις πόλεμον, και όνομα των υιών αυτού των πορευθέντων εις τον πόλεμον, Ελιάβ ο πρωτότοκος αυτού και ο δεύτερος αυτού Αμιναδάβ και ο τρίτος αυτού Σαμμά. 14 και Δαυίδ αυτός εστιν ο νεώτερος και οι τρεις οι μείζονες επορεύθησαν οπίσω Σαούλ. 15 Καί Δαυίδ απήλθε και ανέστρεψεν από τού Σαούλ, ποιμαίνων τα πρόβατα τού πατρός αυτού εν Βηθλεέμ. 16 και προήγεν ο αλλόφυλος ορθρίζων και οψίζων και εστηλώθη τεσσαράκοντα ημέρας. 17 και είπεν Ιεσσαί προς Δαυίδ· λαβέ δή τοίς αδελφοίς σου οιφί τού αλφίτου και δέκα άρτους τούτους και διάδραμε εις την παρεμβολήν και δός τοίς αδελφοίς σου, 18 και τας δέκα τρυφαλίδας τού γάλακτος τούτου εισοίσεις τώ χιλιάρχω, και τους αδελφούς σου επισκέψη εις ειρήνην, και όσα αν χρήζωσι γνώση. 19 και Σαούλ αυτός και πάς ανήρ Ισραήλ εν τή κοιλάδι της δρυός πολεμούντες μετά των αλλοφύλων.
20 και ώρθρισε Δαυίδ το πρωί, και αφήκε τα πρόβατα φύλακι, και έλαβε και απήλθε, καθά ενετείλατο αυτώ Ιεσσαί· και ήλθεν εις την στρογγύλωσιν και δύναμιν την εκπορευομένην εις την παράταξιν· και ηλάλαξαν εν τώ πολέμω. 21 και παρετάξαντο Ισραήλ και οι αλλόφυλοι παράταξιν εξεναντίας παρατάξεως. 22 και αφήκε Δαυίδ τα σκεύη αυτού αφ΄ εαυτού επί χείρα φύλακος και έδραμεν εις την παράταξιν και ήλθε και ηρώτησε τους αδελφούς αυτού εις ειρήνην. 23 και αυτού λαλούντος μετ’ αυτών, ιδού ανήρ ο μεσαίος ανέβαινε, Γολιάθ ο Φιλισταίος όνομα αυτώ εκ Γέθ, εκ των παρατάξεων των αλλοφύλων, και ελάλησε κατά τα ρήματα ταύτα και ήκουσε Δαυίδ. 24 Καί πάς ανήρ Ισραήλ εν τώ ιδείν αυτούς τον άνδρα, και έφυγον εκ προσώπου αυτού και εφοβήθησαν σφόδρα. 25 και είπεν ανήρ Ισραήλ· ει εωράκατε τον άνδρα τον αναβαίνοντα τούτον, ότι ονειδίσαι τον Ισραήλ ανέβη; και έσται ανήρ, ός αν πατάξη αυτόν, πλουτίσει αυτόν ο βασιλεύς πλούτον μέγαν και την θυγατέρα αυτού δώσει αυτώ και τον οίκον τού πατρός αυτού ποιήσει ελεύθερον εν τώ ισραήλ. 26 και είπε Δαυίδ προς τους άνδρας τους συνεστηκότας μετ’ αυτού λέγων· ή ποιηθήσεται τώ ανδρί, ός αν πατάξει τον αλλόφυλον εκείνον, και αφελεί ονειδισμόν από Ισραήλ; ότι τις αλλόφυλος ο απερίτμητος αυτός, ότι ωνείδισε παράταξιν Θεού ζώντος; 27 και είπεν αυτώ ο λαός κατά το ρήμα τούτο λέγων· ούτως ποιηθήσεται τώ ανδρί, ός αν πατάξει αυτόν. 28 και ήκουσεν Ελιάβ ο αδελφός αυτού ο μείζων εν τώ λαλείν αυτόν προς τους άνδρας και ωργίσθη θυμώ Ελιάβ εν τώ Δαυίδ και είπεν· ινατί τούτο κατέβης και επί τίνα αφήκας τα μικρά πρόβατα εκείνα εν τή ερήμω; εγώ οίδα την υπερηφανίαν σου και την κακίαν της καρδίας σου, ότι ένεκεν τού ιδείν τον πόλεμον κατέβης. 29 και είπε Δαυίδ· τι εποίησα νύν; ουχί ρήμά εστι;
30 και επέστρεψε παρ’ αυτού εις εναντίον ετέρου και είπε κατά το ρήμα τούτο, καίαπεκρίθη αυτώ ο λαός κατά το ρήμα τού πρώτου. 31 και ηκούσθησαν οι λόγοι, ούς ελάλησε Δαυίδ, και ανηγγέλησαν οπίσω Σαούλ και παρέλαβεν αυτόν.] 32 Καί είπε Δαυίδ προς Σαούλ· μη δή συμπεσέτω καρδία τού Κυρίου μου επ΄ αυτόν· ο δούλός σου πορεύσεται και πολεμήσει μετά τού αλλοφύλου τούτου. 33 και είπε Σαούλ προς τον Δαυίδ· ου μη δυνήση πορευθήναι προς τον αλλόφυλον τού πολεμείν μετ΄ αυτού, ότι παιδάριον εί σύ, και αυτός ανήρ πολεμιστής εκ νεότητος αυτού. 34 και είπε Δαυίδ προς Σαούλ· ποιμαίνων ήν ο δούλός σου τώ πατρί αυτού εν τώ ποιμνίω, και όταν ήρχετο ο λέων και η άρκος και ελάμβανε πρόβατον εκ της αγέλης, 35 και εξεπορευόμην οπίσω αυτού και επάταξα αυτόν και εξέσπασα εκ τού στόματος αυτού, και ει επανίστατο επ’ εμέ, και εκράτησα τού φάρυγγος αυτού και επάταξα και εθανάτωσα αυτόν. 36 και τον λέοντα και την άρκον έτυπτεν ο δούλός σου, και έσται ο αλλόφυλος ο απερίτμητος ως έν τούτων· ουχί πορεύσομαι και πατάξω αυτόν, και αφελώ σήμερον όνειδος εξ Ισραήλ; διότι τις ο απερίτμητος ούτος, ός ωνείδισε παράταξιν Θεού ζώντος; 37 Κύριος, ός εξείλατό με εκ χειρός τού λέοντος και εκ χειρός της άρκου, αυτός εξελείταί με εκ χειρός τού αλλοφύλου τού απεριτμήτου τούτου. και είπε Σαούλ προς Δαυίδ· πορεύου, και έσται Κύριος μετά σού. 38 και ενέδυσε Σαούλ τον Δαυίδ μανδύαν και περικεφαλαίαν χαλκήν περί την κεφαλήν αυτού 39 και έζωσε τον Δαυίδ την ρομφαίαν αυτού επάνω τού μανδύου αυτού. και εκοπίασε περιπατήσας άπαξ και δίς· και είπε Δαυίδ προς Σαούλ· ου μη δύνωμαι πορευθήναι εν τούτοις, ότι ου πεπείραμαι. και αφαιρούσιν αυτά απ’ αυτού.
40 και έλαβε την βακτηρίαν αυτού εν τή χειρί αυτού και εξελέξατο εαυτώ πέντε λίθους λείους εκ τού χειμάρρου και έθετο αυτούς εν τώ καδίω τώ ποιμαινικώ τώ όντι αυτώ εις συλλογή και σφενδόνην αυτού εν τή χειρί αυτού και προσήλθε προς τον άνδρα τον αλλόφυλον. [41 Καί επορεύθη ο αλλόφυλος πορευόμενος και εγγίζων προς Δαυίδ, και ανήρ ο αίρων τον θυρεόν έμπροσθεν αυτού, και επέβλεψεν ο αλλόφυλος.] 42 και είδε Γολιάθ τον Δαυίδ και εξητίμασεν αυτόν, ότι αυτός ήν παιδάριον και αυτός πυρράκης μετά κάλλους οφθαλμών. 43 και είπεν ο αλλόφυλος προς Δαυίδ· ωσεί κύων εγώ ειμι, ότι σύ έρχη επ’ εμέ εν ράβδω και λίθοις; και είπε Δαυίδ· ουχί, αλλ’ ή χείρων κυνός. και κατηράσατο ο αλλόφυλος τον Δαυίδ εν τοίς θεοίς αυτού. 44 και είπεν ο αλλόφυλος προς Δαυίδ· δεύρο προς με, και δώσω τας σάρκας σου τοίς πετεινοίς τού ουρανού και τοίς κτήνεσι της γής. 45 και είπε Δαυίδ προς τον αλλόφυλον· σύ έρχη προς με εν ρομφαία και εν δόρατι και εν ασπίδι, καγώ πορεύομαι προς σε εν ονόματι Κυρίου Θεού Σαβαώθ παρατάξεως Ισραήλ, ήν ωνείδισας σήμερον· 46 και αποκλείσει σε Κύριος σήμερον εις την χείρά μου, και αποκτενώ σε και αφελώ την κεφαλήν σου από σού και δώσω τα κώλά σου και τα κώλα παρεμβολής αλλοφύλων εν ταύτη τή ημέρα τοίς πετεινοίς τού ουρανού και τοίς θηρίοις της γής, και γνώσεται πάσα η γη, ότι έστι Θεός εν Ισραήλ· 47 και γνώσεται πάσα η εκκλησία αύτη ότι ουκ εν ρομφαία και δόρατι σώζει Κύριος, ότι τού Κυρίου ο πόλεμος, και παραδώσει Κύριος υμάς εις χείρας ημών. 48 και ανέστη ο αλλόφυλος και επορεύθη εις συνάντησιν Δαυίδ. 49 και εξέτεινε Δαυίδ την χείρα αυτού εις το κάδιον και έλαβεν εκείθεν λίθον ένα και εσφενδόνισε και επάταξε τον αλλόφυλον επί το μέτωπον αυτού, και διέθυ ο λίθος διά της περικεφαλαίας εις το μέτωπον αυτού, και έπεσεν επί πρόσωπον αυτού επί την γήν.
[50 Καί εκραταίωσε Δαυίδ υπέρ τον αλλόφυλον εν τή σφενδόνη και εν τώ λίθω, και επάταξε τον αλλόφυλον και εθανάτωσεν αυτόν· και ρομφαία ουκ ήν εν χειρί Δαυίδ.] 51 και έδραμε Δαυίδ και επέστη επ’ αυτόν και έλαβε την ρομφαίαν αυτού και εθανάτωσεν αυτόν και αφείλε την κεφαλήν αυτού. και είδον οι αλλόφυλοι ότι τέθνηκεν ο δυνατός αυτών, και έφυγον. 52 και ανίστανται άνδρες Ισραήλ και Ιούδα και ηλάλαξαν και κατεδίωξαν οπίσω αυτών έως εισόδου Γέθ και έως της πύλης Ασκάλωνος, και έπεσον τραυματίαι των αλλοφύλων εν τή οδώ των πυλών και έως Γέθ και έως Ακκαρών. 53 και ανέστρεψαν άνδρες Ισραήλ εκκλίνοντες οπίσω των αλλοφύλων και κατεπάτουν τας παρεμβολάς αυτών. 54 και έλαβε Δαυίδ την κεφαλήν τού αλλοφύλου, και ήνεγκεν αυτήν εις Ιερουσαλήμ και τα σκεύη αυτού έθηκεν εν τώ σκηνώματι αυτού. [55 Καί ως είδε Σαούλ τον Δαυίδ εκπορευόμενον εις απάντησιν τού αλλοφύλου, είπε προς Αβεννήρ τον άρχοντα της δυνάμεως· Υιός τίνος ο νεανίσκος ούτος; και είπεν Αβεννήρ· ζή η ψυχή σου, βασιλεύ, ει οίδα. 56 και είπεν ο βασιλεύς· επερώτησον σύ, υιός τίνος ο νεανίσκος ούτος. 57 και ως επέστρεψε Δαυίδ τού πατάξαι τον αλλόφυλον, και παρέλαβεν αυτόν Αβεννήρ και εισήγαγεν αυτόν ενώπιον Σαούλ, και η κεφαλή τού αλλοφύλου εν τή χειρί αυτού. 58 και είπε προς αυτόν Σαούλ· υιός τίνος εί, παιδάριον, και είπε Δυαίδ· υιός δούλου σου Ιεσσαί τού Βηθλεεμείτου.]
[1 Καί εγένετο ως συνετέλεσε λαλών προς Σαούλ, και η ψυχή Ιωνάθαν συνεδέθη τή ψυχή Δαυίδ και ηγάπησεν αυτόν Ιωνάθαν κατά την ψυχήν αυτού. 2 και έλαβεν αυτόν Σαούλ εν τή ημέρα εκείνη και ουκ έδωκεν αυτόν επιστρέψαι εν τώ οίκω τού πατρός αυτού. 3 και διέθετο Ιωνάθαν και Δαυίδ εν τώ αγαπάν αυτόν κατά την ψυχήν αυτού. 4 και εξεδύσατο Ιωνάθαν τον επενδύτην τον επάνω και έδωκεν αυτόν τώ Δαυίδ και τον μανδύαν αυτού και έως της ρομφαίας αυτού και έως τού τόξου αυτού και έως της ζώνης αυτού. 5 και εξεπορεύετο Δαυίδ, εν πάσιν, οίς απέστειλεν αυτόν Σαούλ, συνήκε· και κατέστησεν αυτόν Σαούλ επί τους άνδρας τού πολέμου, και ήρεσεν εν οφθαλμοίς παντός τού λαού και γε εν οφθαλμοίς δούλων Σαούλ.] 6 ΚΑΙ εξήλθον αι χορεύουσαι εις συνάντησιν Δαυίδ εκ πασών πόλεων Ισραήλ εν τυμπάνοις και εν χαρμοσύνη και εν κυμβάλοις. 7 και εξήρχον αι γυναίκες και έλεγον· επάταξε Σαούλ εν χιλιάσιν αυτού και Δαυίδ εν μυριάσιν αυτού. 8 και πονηρόν εφάνη το ρήμα εν οφθαλμοίς Σαούλ περί τού λόγου τούτου, και είπε· τώ Δαυίδ έδωκαν τας μυριάδας και εμοί έδωκαν τας χιλιάδας. [9 Καί ήν Σαούλ υποβλεπόμενος τον Δαυίδ από της ημέρας εκείνης και επέκεινα.
10 και εγενήθη από της επαύριον και έπεσε πνεύμα Θεού πονηρόν επί Σαούλ και προεφήτευσεν εν μέσω οίκου αυτού. Καί Δαυίδ έψαλλεν εν χειρί αυτού ως καθ΄ εκάστην ημέραν, και το δόρυ εν τή χειρί Σαούλ. 11 και ήρε Σαούλ το δόρυ και είπε· πατάξω εν Δαυίδ και εν τώ τοίχω· και εξέκλινε Δαυίδ από προσώπου αυτού δίς.]
12 και εφοβήθη Σαούλ από προσώπου Δαυίδ, 13 και απέστησεν αυτόν απ’ αυτού και κατέστησεν αυτόν εαυτώ χιλίαρχον, και εξεπορεύετο και εισεπορεύετο έμπροσθεν τού λαού. 14 και ήν Δαυίδ εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού συνιών, και Κύριος ήν μετ’ αυτού. 15 και είδε Σαούλ ως αυτός συνιεί σφόδρα, και ευλαβείτο από προσώπου αυτού. 16 και πάς Ισραήλ και Ιούδας ηγάπα τον Δαυίδ, ότι αυτός εισεπορεύετο και εξεπορεύετο πρό προσώπου τού λαού. [17 Καί είπε Σαούλ προς Δαυίδ· ιδού η θυγάτηρ μου η μείζων Μερόβ, αυτήν δώσω σοι εις γυναίκα, και πλήν γίνου μοι εις υιόν δυνάμεως και πολέμει τους πολέμους Κυρίου. και Σαούλ είπε· μη έστω χείρ μου επ’ αυτώ, και έσται επ’ αυτόν χείρ αλλοφύλων. 18 και είπε Δαυίδ προς Σαούλ· τις εγώ ειμι και τις η ζωή της συγγενείας τού πατρός μου εν Ισραήλ, ότι έσομαι γαμβρός τού βασιλέως; 19 και εγενήθη εν τώ καιρώ τού δοθήναι την Μερόβ θυγατέρα Σαούλ τώ Δαυίδ, και αύτη εδόθη τώ Ισραήλ τώ Μοθυλαθείτη εις γυναίκα. εν σοί ο βασιλεύς, και πάντες οι παίδες αυτού αγαπώσί σε, και σύ επιγάμβρευσον τώ βασιλεί. 23 και ελάλησαν οι παίδες Σαούλ εις τα ώτα Δαυίδ τα ρήματα ταύτα, και είπε Δαυίδ· ει κούφον εν οφθαλμοίς υμών επιγαμβρεύσαι βασιλεί; καγώ ανήρ ταπεινός και ουχί ένδοξος. 24 και απήγγειλαν οι παίδες Σαούλ αυτώ κατά τα ρήματα ταύτα, ά ελάλησε Δαυίδ. 25 και είπε Σαούλ· τάδε ερείτε τώ Δαυίδ· ου βούλεται ο βασιλεύς εν δόματι, αλλ’ ή εν εκατόν ακροβυστίαις αλλοφύλων εκδικήσαι εχθρούς τού βασιλέως· και Σαούλ ελογίσατο εμβαλείν αυτόν εις χείρας των αλλοφύλων. 26 και απαγγέλλουσιν οι παίδες Σαούλ τώ Δαυίδ τα ρήματα ταύτα, και ηυθύνθη ο λόγος εν οφθαλμοίς Δαυίδ επιγαμβρεύσαι τώ βασιλεί. 27 και ανέστη Δαυίδ και επορεύθη αυτός και οι άνδρες αυτού και επάταξεν εν τοίς αλλοφύλοις εκατόν άνδρας και ανήνεγκε τας ακροβυστίας αυτών. και επιγαμβρεύεται τώ βασιλεί και δίδωσιν αυτώ την Μελχόλ θυγατέρα αυτού αυτώ εις γυναίκα. 28 και είδε Σαούλ ότι Κύριος μετά Δαυίδ και πάς Ισραήλ ηγάπα αυτόν, 29 και προσέθετο ευλαβείσθαι από Δαυίδ έτι.]
20 Καί ηγάπησε Μελχόλ η θυγάτηρ Σαούλ τον Δαυίδ, και απηγγέλη τώ Σαούλ, και ηυθύνθη εν τοίς οφθαλμοίς αυτού. 21 και είπε Σαούλ· δώσω αυτήν αυτώ, και έσται αυτώ εις σκάνδαλον. και ήν επί Σαούλ χείρ αλλοφύλων. 22 και ενετείλατο Σαούλ τοίς παισίν αυτού λέγων· λαλήσετε υμείς λάθρα τώ Δαυίδ λέγοντες· ιδού θέλει
1 ΚΑΙ ελάλησε Σαούλ προς Ιωνάθαν τον υιόν αυτού και προς πάντας τους παίδας αυτού θανατώσαι τον Δαυίδ. 2 και Ιωνάθαν ο υιός Σαούλ ηρείτο τον Δαυίδ σφόδρα, και απήγγειλεν Ιωνάθαν τώ Δαυίδ λέγων· Σαούλ ζητεί θανατώσαί σε· φύλαξαι ούν αύριον πρωί και κρύβηθι και κάθισον κρυφή, 3 και εγώ εξελεύσομαι και στήσομαι εχόμενος τού πατρός μου εν αγρώ, ού εάν ής εκεί, και εγώ λαλήσω περί σού προς τον πατέρα μου και όψομαι ό,τι εάν ή, και απαγγελώ σοι. 4 και ελάλησεν Ιωνάθαν περί Δαυίδ αγαθά προς Σαούλ τον πατέρα αυτού και είπε προς αυτόν· μη αμαρτησάτω ο βασιλεύς εις τον δούλόν σου Δαυίδ, ότι ουχ ημάρτηκεν εις σε, και τα ποιήματα αυτού αγαθά σφόδρα, 5 και έθετο την ψυχήν αυτού εν τή χειρί αυτού και επάταξε τον αλλόφυλον, και εποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην, και πάς Ισραήλ είδον και εχάρησαν· και ινατί αμαρτάνεις εις αίμα αθώον θανατώσαι τον Δαυίδ δωρεάν; 6 και ήκουσε Σαούλ της φωνής Ιωνάθαν, και ώμοσε Σαούλ λέγων· ζή Κύριος, ει αποθανείται. 7 και εκάλεσεν Ιωνάθαν τον Δαυίδ, και απήγγειλεν αυτώ πάντα τα ρήματα ταύτα, και εισήγαγεν Ιωνάθαν τον Δαυίδ προς Σαούλ, και ήν ενώπιον αυτού ως εχθές και τρίτην ημέραν. 8 και προσέθετο ο πόλεμος γενέσθαι προς Σαούλ, και κατίσχυσε Δαυίδ και επολέμησε τους αλλοφύλους και επάταξεν εν αυτοίς πληγήν μεγάλην σφόδρα, και έφυγον εκ προσώπου αυτού. 9 Καί εγένετο πνεύμα Θεού πονηρόν επί Σαούλ, και αυτός εν οίκω καθεύδων, και δόρυ εν τή χειρί αυτού, και Δαυίδ έψαλλε ταίς χερσίν αυτού·
10 και εζήτει Σαούλ πατάξαι το δόρυ εις Δαυίδ, και απέστη Δαυίδ εκ προσώπου Σαούλ και επάταξε το δόρυ εις τον τοίχον, και Δαυίδ ανεχώρησε και διεσώθη. 11 και εγενήθη εν τή νυκτί εκείνη και απέστειλε Σαούλ αγγέλους εις οίκον Δαυίδ φυλάξαι αυτόν τού θανατώσαι αυτόν πρωί· και απήγγειλε τώ Δαυίδ Μελχόλ η γυνή αυτού λέγουσα· εάν μη σύ σώσης την ψυχήν σαυτού την νύκτα ταύτην, αύριον θανατωθήση. 12 και κατάγει η Μελχόλ τον Δαυίδ διά της θυρίδος, και απήλθε και έφυγε και σώζεται. 13 και έλαβεν η Μελχόλ τα κενοτάφια και έθετο επί την κλίνην και ήπαρ των αιγών έθετο προς κεφαλής αυτού και εκάλυψεν αυτά ιματίω. 14 και απέστειλε Σαούλ αγγέλους λαβείν τον Δαυίδ, και λέγουσιν ενοχλείσθαι αυτόν· 15 και αποστέλλει επί τον Δαυίδ λέγων· αγάγετε αυτόν επί της κλίνης προς με τού θανατώσαι αυτόν. 16 και έρχονται οι άγγελοι, και ιδού τα κενοτάφια επί της κλίνης, και ήπαρ των αιγών προς κεφαλής αυτού. 17 και είπε Σαούλ τή Μελχόλ· ινατί ούτως παρελογίσω με και εξαπέστειλας τον εχθρόν μου και διεσώθη; και είπε Μελχόλ τώ Σαούλ· αυτός είπεν· εξαπόστειλόν με, ει δε μη, θανατώσω σε. 18 Καί Δαυίδ έφυγε και διεσώθη και παραγίνεται προς Σαμουήλ εις Αρμαθαίμ και απαγγέλλει αυτώ πάντα, όσα εποίησεν αυτώ Σαούλ, και επορεύθη Σαμουήλ και Δαυίδ και εκάθισαν εν Ναυάθ εν Ραμά. 19 και απηγγέλη τώ Σαούλ λέγοντες· ιδού Δαυίδ εν Ναυάθ εν Ραμά.
20 και απέστειλε Σαούλ αγγέλους λαβείν τον Δαυίδ, και είδαν την εκκλησίαν των προφητών, και Σαμουήλ ειστήκει καθεστηκώς επ΄ αυτών, και εγενήθη επί τους αγγέλους τού Σαούλ πνεύμα Θεού, και προφητεύουσι. 21 και απηγγέλη τώ Σαούλ, και απέστειλεν αγγέλους ετέρους, και επροφήτευσαν και αυτοί. και προσέθετο Σαούλ αποστείλαι αγγέλους τρίτους, και επροφήτευσαν και αυτοί. 22 και εθυμώθη οργή Σαούλ και επορεύθη και αυτός εις Αρμαθαίμ και έρχεται έως τού φρέατος τού άλω τού εν τώ Σεφί και ηρώτησε και είπε· που Σαμουήλ και Δαυίδ; και είπαν· ιδού εν Ναυάθ εν Ραμά. 23 και επορεύθη εκείθεν εις Ναυάθ εν Ραμά, και εγενήθη και επ΄ αυτώ πνεύμα Θεού, και επορεύετο προφητεύων έως τού ελθείν αυτόν εις Ναυάθ εν Ραμά. 24 και εξεδύσατο τα ιμάτια αυτού και επροφήτευσεν ενώπιον αυτών και έπεσε γυμνός όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα· διά τούτο έλεγον· ει και Σαούλ εν προφήταις;
1 ΚΑΙ απέδρα Δαυίδ εκ Ναυάθ εν Ραμά και έρχεται ενώπιον Ιωνάθαν και είπε· τι πεποίηκα και τι το αδίκημά μου και τι ημάρτηκα ενώπιον τού πατρός σου, ότι επιζητεί την ψυχήν μου; 2 και είπεν αυτώ Ιωνάθαν· μηδαμώς σοι, ου μη αποθάνης· ιδού ου μη ποιήσει ο πατήρ μου ρήμα μέγα ή μικρόν και ουκ αποκαλύψει το ωτίον μου· και τι ότι κρύψει ο πατήρ μου απ’ εμού το ρήμα τούτο; ουκ έστι τούτο. 3 και απεκρίθη Δαυίδ τώ Ιωνάθαν και είπε· γινώσκων οίδεν ο πατήρ σου ότι εύρηκα χάριν εν οφθαλμοίς σου, και είπε· μη γνώτω τούτο Ιωνάθαν, μη ου βούληται· αλλά ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ότι, καθώς είπον, εμπέπλησται ανά μέσον εμού και τού θανάτου. 4 και είπεν Ιωνάθαν προς Δαυίδ· τι επιθυμεί η ψυχή σου και τι ποιήσω σοι; 5 και είπε Δαυίδ προς Ιωνάθαν· ιδού δή νεομηνία αύριον, και εγώ καθίσας ου καθήσομαι φαγείν, και εξαποστελείς με, και κρυβήσομαι εν τώ πεδίω έως δείλης. 6 και εάν επισκεπτόμενος επισκέψηταί με ο πατήρ σου, και ερείς· παραιτούμενος παρητήσατο απ’ εμού Δαυίδ δραμείν έως εις Βηθλεέμ την πόλιν αυτού, ότι θυσία των ημερών εκεί όλη τή φυλή. 7 εάν τάδε είπη· αγαθώς, ειρήνη τώ δούλω σου· και εάν σκληρώς αποκριθή σοι, γνώθι ότι συντετέλεσται η κακία παρ’ αυτού. 8 και ποιήσεις έλεος μετά τού δούλου σου, ότι εισήγαγες εις διαθήκην Κυρίου τον δούλόν σου μετά σεαυτού· και ει έστιν αδικία εν τώ δούλω σου, θανάτωσόν με σύ, και έως τού πατρός σου ινατί ούτως εισάγεις με; 9 και είπεν Ιωνάθαν· μηδαμώς σοι, ότι εάν γινώσκων γνώ ότι συντετέλεσται η κακία παρά τού πατρός μου τού ελθείν επί σε, και εάν μη ή εις τας πόλεις σου, εγώ απαγγελώ σοι.
10 και είπε Δαυίδ προς Ιωνάθαν· τις απαγγείλη μοι, εάν αποκριθή ο πατήρ σου σκληρώς; 11 και είπεν Ιωνάθαν προς Δαυίδ· πορεύου και μένε εις αγρόν. και εκπορεύονται αμφότεροι εις αγρόν. 12 και είπεν Ιωνάθαν προς Δαυίδ· Κύριος ο Θεός Ισραήλ είδεν, ότι ανακρινώ τον πατέρα μου ως αν ο καιρός τρισσώς, και ιδού αγαθόν ή περί Δαυίδ, και ου μη αποστείλω προς σε εις αγρόν· 13 τάδε ποιήσαι ο Θεός τώ Ιωνάθαν και τάδε προσθείη, ότι ανοίσω τα κακά επί σε και αποκαλύψω το ωτίον σου και εξαποστελώ σε και απελεύση εις ειρήνην· και έσται Κύριος μετά σού, καθώς ήν μετά τού πατρός μου. 14 και εάν μέν έτι μου ζώντος και ποιήσεις έλεος μετ’ εμού, και εάν θανάτω αποθάνω, 15 ουκ εξαρείς έλεός σου από τού οίκου μου έως τού αιώνος· και ει μη, εν τώ εξαίρειν Κύριον τους εχθρούς Δαυίδ έκαστον από τού προσώπου της γής ευρεθήναι το όνομα τού Ιωνάθαν από τού οίκου Δαυίδ, και εκζητήσαι Κύριος εχθρούς τού Δαυίδ. 17 και προσέθετο έτι Ιωνάθαν ομόσαι τώ Δαυίδ, ότι ηγάπησε ψυχήν αγαπώντος αυτόν. 18 και είπεν Ιωνάθαν· αύριον νεομηνία, και επισκεπήση, ότι επισκεπήσεται καθέδρα σου. 19 και τρισσεύσεις και επισκέψη και ήξεις εις τον τόπον σου, ού κρυβής εν τή ημέρα τή εργασίμη, και καθήση παρά το εργάβ εκείνο.
20 και εγώ τρισσεύσω ταίς σχίζαις ακοντίζων, εκπέμπων εις την αματταρί. 21 και ιδού αποστέλλω το παιδάριον λέγων· δεύρο ευρέ μοι την σχίζαν· 22 εάν είπω λέγων τώ παιδαρίω· ώδε η σχίζα από σού και ώδε, λάβε αυτήν, παραγίνου, ότι ειρήνη σοι, και ουκ έστι λόγος, ζή Κύριος· εάν τάδε είπω τώ νεανίσκω· ώδε η σχίζα από σού και επέκεινα, πορεύου ότι εξαπέσταλκέ σε Κύριος. 23 και το ρήμα ό ελαλήσαμεν εγώ και σύ, ιδού Κύριος μάρτυς ανά μέσον εμού και σού έως αιώνος. 24 Καί κρύπτεται Δαυίδ εν αγρώ, και παραγίνεται ο μην, και έρχεται ο βασιλεύς επί την τράπεζαν τού φαγείν. 25 και εκάθισεν επί την καθέδραν αυτού ως άπαξ και άπαξ, επί της καθέδρας παρά τοίχον, και προέφθασε τον Ιωνάθαν, και εκάθισεν Αβεννήρ εκ πλαγίων Σαούλ, και επεσκέπη ο τόπος Δαυίδ. 26 και ουκ ελάλησε Σαούλ εν τή ημέρα εκείνη, ότι είρηκε· σύμπτωμα φαίνεται μη καθαρός είναι, ότι ου κεκαθάρισται. 27 και εγενήθη τή επαύριον τού μηνός τή ημέρα τή δευτέρα και επεσκέπη ο τόπος τού Δαυίδ, και είπε Σαούλ προς Ιωνάθαν τον υιόν αυτού· τι ότι ου παραγέγονεν ο υιός Ιεσσαί και εχθές και σήμερον επί την τράπεζαν; 28 και απεκρίθη Ιωνάθαν τώ Σαούλ και είπεν αυτώ· παρήτηται παρ’ εμού Δαυίδ έως εις Βηθλεέμ την πόλιν αυτού πορευθήναι. 29 και είπεν· εξαπόστειλον δή με, ότι θυσία της φυλής ημίν εν τή πόλει, και ενετείλαντο προς με οι αδελφοί μου, και νύν ει εύρηκα χάριν εν οφθαλμοίς σου, διαβήσομαι δή και όψομαι τους αδελφούς μου· διά τούτο ου παραγέγονεν επί την τράπεζαν τού βασιλέως.
30 και εθυμώθη οργή Σαούλ επί Ιωνάθαν σφόδρα και είπεν αυτώ· υιέ κορασίων αυτομολούντων, ου γάρ οίδα ότι μέτοχος εί σύ τώ υιώ Ιεσσαί εις αισχύνην σου και εις αισχύνην αποκαλύψεως μητρός σου; 31 ότι πάσας τας ημέρας, ας ο υιός Ιεσσαί ζή επί της γής, ουχ ετοιμασθήσεται η βασιλεία σου· νύν ούν αποστείλας λάβε τον νεανίαν, ότι υιός θανάτου ούτος. 32 και απεκρίθη Ιωνάθαν τώ Σαούλ· ινατί αποθνήσκει; τι πεποίηκε; 33 και επήρε Σαούλ το δόρυ επί Ιωνάθαν τού θανατώσαι αυτόν. και έγνω Ιωνάθαν ότι συντετέλεσται η κακία αύτη παρά τού πατρός αυτού θανατώσαι τον Δαυίδ, 34 και ανεπήδησεν Ιωνάθαν από της τραπέζης εν οργή θυμού και ουκ έφαγεν εν τή δευτέρα τού μηνός άρτον, ότι εθραύσθη επί τον Δαυίδ, ότι συνετέλεσεν επ’ αυτόν ο πατήρ αυτού. 35 Καί εγενήθη πρωί και εξήλθεν Ιωνάθαν εις αγρόν, καθώς ετάξατο εις το μαρτύριον Δαυίδ, και παιδάριον μικρόν μετ’ αυτού. 36 και είπε τώ παιδαρίω· δράμε, ευρέ μοι τας σχίζας, εν αίς εγώ ακοντίζω. και το παιδάριον έδραμε, και αυτός ηκόντιζε τή σχίζη και παρήγαγεν αυτήν. 37 και ήλθε το παιδάριον έως τού τόπου της σχίζης, ού ηκόντιζεν Ιωνάθαν, και ανεβόησεν Ιωνάθαν οπίσω τού νεανίου και είπεν· εκεί η σχίζα από σού και επέκεινα· 38 και ανεβόησεν Ιωνάθαν οπίσω τού παιδαρίου αυτού λέγων· ταχύνας σπεύσον και μη στής. και ανέλεξε το παιδάριον Ιωνάθαν τας σχίζας και ήνεγκε τας σχίζας προς τον κύριον αυτού. 39 και το παιδάριον ουκ έγνω ουθέν, πάρεξ Ιωνάθαν και Δαυίδ έγνωσαν το ρήμα.
40 και Ιωνάθαν έδωκε τα σκεύη αυτού επί το παιδάριον αυτού και είπε τώ παιδαρίω αυτού· πορεύου, είσελθε εις την πόλιν. 41 και ως εισήλθε το παιδάριον, και Δαυίδ ανέστη από τού εργάβ και έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και προσεκύνησεν αυτώ τρίς, και κατεφίλησεν έκαστος τον πλησίον αυτού, και έκλαυσεν έκαστος τώ πλησίον αυτού έως συντελείας μεγάλης. 42 και είπεν Ιωνάθαν τώ Δαυίδ· πορεύου εις ειρήνην, και ως ομωμόκαμεν ημείς αμφότεροι εν ονόματι Κυρίου λέγοντες· Κύριος έσται μάρτυς ανά μέσον εμού και σού και ανά μέσον τού σπέρματός μου και ανά μέσον τού σπέρματός σου έως αιώνος.
1 ΚΑΙ ανέστη Δαυίδ και απήλθε, και Ιωνάθαν εισήλθεν εις την πόλιν. 2 και έρχεται Δαυίδ εις Νομβά προς Αβιμέλεχ τον ιερέα. και εξέστη Αβιμέλεχ τή απαντήσει αυτού και είπεν αυτώ· τι ότι σύ μόνος και ουθείς μετά σού; 3 και είπε Δαυίδ τώ ιερεί· ο βασιλεύς εντέταλταί μοι ρήμα σήμερον και είπέ μοι· μηδείς γνώτω το ρήμα, περί ού εγώ αποστέλλω σε και υπέρ ού εγώ εντέταλμαί σοι· και τοίς παιδαρίοις διαμεμαρτύρημαι εν τώ τόπω τώ λεγομένω Θεού πίστις, Φελλανί Αλεμωνί· και νύν ει εισίν υπό την χείρά σου πέντε άρτοι, δός εις χείρά μου το ευρεθέν. 4 και απεκρίθη ο ιερεύς τώ Δαυίδ, και είπεν· ουκ εισίν άρτοι βέβηλοι υπό την χείρά μου, ότι αλλ’ ή άρτοι άγιοί εισιν· ει πεφυλαγμένα τα παιδάριά εστιν από γυναικός, και φάγεται. 5 και απεκρίθη Δαυίδ τώ ιερεί και είπεν αυτώ· αλλά από γυναικός απεσχήμεθα εχθές και τρίτην ημέραν· εν τώ εξελθείν με εις οδόν γέγονε πάντα τα παιδία ηγνισμένα, και αυτή η οδός βέβηλος, διότι αγιασθήσεται σήμερον διά τα σκεύη μου. 6 και έδωκεν αυτώ Αβιμέλεχ ο ιερεύς τους άρτους της προθέσεως, ότι ουκ ήν εκεί άρτος, αλλ’ ή άρτοι τού προσώπου οι αφηρημένοι εκ προσώπου Κυρίου τού παρατεθήναι άρτον θερμόν ή ημέρα έλαβεν αυτούς. 7 και εκεί ήν έν των παιδαρίων τού Σαούλ εν τή ημέρα εκείνη συνεχόμενος νεεσσαράν ενώπιον Κυρίου, και όνομα αυτώ Δωήκ ο Σύρος νέμων τας ημιόνους Σαούλ. 8 και είπε Δαυίδ προς Αβιμέλεχ· ιδέ ει έστιν ενταύθα υπό την χείρά σου δόρυ ή ρομφαία, ότι την ρομφαίαν μου και τα σκεύη ουκ είληφα εν τή χειρί μου, ότι ήν το ρήμα τού βασιλέως κατά σπουδήν. 9 και είπεν ο ιερεύς· ιδού η ρομφαία Γολιάθ τού αλλοφύλου, ον επάταξας εν τή κοιλάδι Ηλά, και αυτήν ενειλημμένη ήν εν ιματίω· ει ταύτην λήψη, σεαυτώ λαβέ, ότι ουκ έστιν ετέρα πάρεξ ταύτης ενταύθα. και είπε Δαυίδ· ιδού ουκ έστιν ώσπερ αυτή, δός μοι αυτήν.
10 και έδωκεν αυτήν αυτώ· και ανέστη Δαυίδ και έφυγεν εν τή ημέρα εκείνη εκ προσώπου Σαούλ. Καί ήλθε Δαυίδ προς Αγχούς βασιλέα Γέθ. 11 και είπον οι παίδες Αγχούς προς αυτόν· ουχί ούτος Δαυίδ ο βασιλεύς της γής; ουχί τούτω εξήρχον αι χορεύουσαι λέγουσαι· επάταξε Σαούλ εν χιλιάσιν αυτού και Δαυίδ εν μυριάσιν αυτού; 12 και έθετο Δαυίδ τα ρήματα εν τή καρδία αυτού και εφοβήθη σφόδρα από προσώπου Αγχούς βασιλέως Γέθ. 13 και ηλλοίωσε το πρόσωπον αυτού ενώπιον αυτού και προσεποιήσατο εν τή ημέρα εκείνη και ετυμπάνιζεν επί ταίς θύραις της πόλεως και παρεφέρετο εν ταίς χερσίν αυτού και έπιπτεν επί τας θύρας της πύλης, και τα σίελα αυτού κατέρρει επί τον πώγωνα αυτού. 14 και είπεν Αγχούς προς τους παίδας αυτού· ιδού ίδετε άνδρα επίληπτον, ινατί εισηγάγετε αυτόν προς με; 15 μη ελαττούμαι επιλήπτων εγώ, ότι εισαγηόχατε αυτόν επιληπτεύεσθαι προς με; ούτος ουκ εισελεύσεται εις οικίαν.
1 ΚΑΙ απήλθεν εκείθεν Δαυίδ και διεσώθη και έρχεται εις το σπήλαιον το Οδολλάμ. και ακούουσιν οι αδελφοί αυτού και ο οίκος τού πατρός αυτού και καταβαίνουσι προς αυτόν εκεί. 2 και συνήγοντο προς αυτόν πάς εν ανάγκη και πάς υπόχρεως και πάς κατώδυνος ψυχή, και ήν επ’ αυτών ηγούμενος· και ήσαν μετ’ αυτού ως τετρακόσιοι άνδρες. 3 και απήλθε Δαυίδ εκείθεν εις Μασσηφάθ της Μωάβ και είπε προς βασιλέα Μωάβ· γινέσθωσαν δή ο πατήρ μου και η μήτηρ μου παρά σοί, έως ότου γνώ τι ποιήσει μοι ο Θεός. 4 και παρεκάλεσε το πρόσωπον τού βασιλέως Μωάβ, και κατώκουν μετ’ αυτού πάσας τας ημέρας όντος τού Δαυίδ εν τή περιοχή. 5 και είπε Γάδ ο προφήτης προς Δαυίδ· μη κάθου εν τή περιοχή, πορεύου και ήξεις εις γήν Ιούδα. και επορεύθη Δαυίδ και ήλθε και εκάθισεν εν πόλει Σαρίχ. 6 Καί ήκουσε Σαούλ, ότι έγνωσται Δαυίδ και οι άνδρες οι μετ’ αυτού· και Σαούλ εκάθητο εν τώ βουνώ υπό την άρουραν την εν Ραμά, και το δόρυ εν τή χειρί αυτού, και πάντες οι παίδες αυτού παρειστήκεισαν αυτώ. 7 και είπε Σαούλ προς τους παίδας αυτού τους παρεστηκότας αυτώ· ακούσατε δή υιοί Βενιαμίν· ει αληθώς πάσιν υμίν δώσει ο υιός Ιεσσαί αγρούς και αμπελώνας και πάντας υμάς τάξει εκατοντάρχους και χιλιάρχους; 8 ότι σύγκεισθε πάντες υμείς επ’ εμέ, και ουκ έστιν ο αποκαλύπτων το ωτίον μου εν τώ διαθέσθαι τον υιόν μου διαθήκην μετά τού υιού Ιεσσαί, και ουκ έστι πονών περί εμού εξ υμών και αποκαλύπτων το ωτίον μου, ότι επήγειρεν ο υιός μου τον δούλόν μου επ’ εμέ εις εχθρόν, ως η ημέρα αύτη. 9 και αποκρίνεται Δωήκ ο Σύρος ο καθεστηκώς επί τας ημιόνους Σαούλ και είπεν· εώρακα τον υιόν Ιεσσαί παραγινόμενον εις Νομβά προς Αβιμέλεχ υιόν Αχιτώβ τον ιερέα,
10 και ηρώτα αυτώ διά τού Θεού και επισιτισμόν έδωκεν αυτώ και την ρομφαίαν Γολιάθ τού αλλοφύλου έδωκεν αυτώ. 11 και απέστειλεν ο βασιλεύς καλέσαι τον Αβιμέλεχ υιόν Αχιτώβ και πάντας τους υιούς τού πατρός αυτού τους ιερείς τους εν Νομβά, και παρεγένοντο πάντες προς τον βασιλέα. 12 και είπε Σαούλ· άκουε δή, υιέ Αχιτώβ· και είπεν· ιδού εγώ, λάλει κύριε. 13 και είπεν αυτώ Σαούλ· ινατί συνέθου κατ’ εμού σύ και ο υιός Ιεσσαί δούναί σε αυτώ άρτον και ρομφαίαν και ερωτάν αυτώ διά τού Θεού θέσθαι αυτόν επ’ εμέ εις εχθρόν, ως η ημέρα αύτη; 14 και απεκρίθη τώ βασιλεί και είπε· και τις εν πάσι τοίς δούλοις σου ως Δαυίδ πιστός και γαμβρός τού βασιλέως και άρχων παντός παραγγέλματός σου και ένδοξος εν τώ οίκω σου; 15 ή σήμερον ήργμαι ερωτάν αυτώ διά τού Θεού; μηδαμώς. μη δότω ο βασιλεύς κατά τού δούλου αυτού λόγον και εφ’ όλον τον οίκον τού πατρός μου, ότι ουκ ήδει ο δούλός σου εν πάσι τούτοις ρήμα μικρόν ή μέγα. 16 και είπεν ο βασιλεύς Σαούλ· θανάτω αποθανή, Αβιμέλεχ, σύ και πάς ο οίκος τού πατρός σου. 17 και είπεν ο βασιλεύς τοίς παρατρέχουσι τοίς εφεστηκόσι προς αυτόν· προσαγάγετε και θανατούτε τους ιερείς τού Κυρίου, ότι η χείρ αυτών μετά Δαυίδ, και ότι έγνωσαν ότι φεύγει αυτός, και ουκ απεκάλυψαν το ωτίον μου. και ουκ εβουλήθησαν οι παίδες τού βασιλέως επενεγκείν τας χείρας αυτών απαντήσαι εις τους ιερείς Κυρίου. 18 και είπεν ο βασιλεύς τώ Δωήκ· επιστρέφου σύ και απάντα εις τους ιερείς. και επεστράφη Δωήκ ο Σύρος και εθανάτωσε τους ιερείς τού Κυρίου εν τή ημέρα εκείνη, τριακοσίους και πέντε άνδρας, πάντας αίροντας εφούδ. 19 και την Νομβά την πόλιν των ιερέων επάταξεν εν στόματι ρομφαίας απ’ ανδρός έως γυναικός, από νηπίου έως θηλάζοντος και μόσχου και όνου και προβάτου.
20 και διασώζεται υιός είς τώ Αβιμέλεχ υιώ Αχιτώβ, και όνομα αυτώ Αβιάθαρ, και έφυγεν οπίσω Δαυίδ. 21 και απήγγειλεν Αβιάθαρ τώ Δαυίδ, ότι εθανάτωσε Σαούλ πάντας τους ιερείς τού Κυρίου. 22 και είπε Δαυίδ τώ Αβιάθαρ· ήδειν ότι εν τή ημέρα εκείνη ότι Δωήκ ο Σύρος ότι απαγγέλλων απαγγελεί τώ Σαούλ· εγώ ειμι αίτιος των ψυχών οίκου τού πατρός σου· 23 κάθου μετ’ εμού, μη φοβού, ότι ού εάν ζητώ τή ψυχή μου τόπον, ζητήσω και τή ψυχή σου, ότι πεφύλαξαι σύ παρ’ εμοί.
1 ΚΑΙ απηγγέλη τώ Δαυίδ λέγοντες· ιδού οι αλλόφυλοι πολεμούσιν εν τή Κειλά, και αυτοί διαρπάζουσι, καταπατούσι τους άλω. 2 και επηρώτησε Δαυίδ διά τού Κυρίου λέγων· ει πορευθώ και πατάξω τους αλλοφύλους τούτους; και είπε Κύριος· πορεύου και πατάξεις εν τοίς αλλοφύλοις τούτοις και σώσεις την Κειλά. 3 και είπαν οι άνδρες τού Δαυίδ προς αυτόν· ιδού ημείς ενταύθα εν τή Ιουδαία φοβούμεθα, και πώς έσται εάν πορευθώμεν εις Κειλά; εις τα σκύλα των αλλοφύλων εισπορευσόμεθα; 4 και προσέθετο Δαυίδ έτι επερωτήσαι διά τού Κυρίου, και απεκρίθη αυτώ Κύριος και είπεν αυτώ· ανάστηθι και κατάβηθι εις Κειλά, ότι εγώ παραδίδωμι τους αλλοφύλους εις χείράς σου. 5 και επορεύθη Δαυίδ και οι άνδρες οι μετ’ αυτού εις Κειλά και επολέμησε τοίς αλλοφύλοις, και έφυγον εκ προσώπου αυτού, και απήγαγε τα κτήνη αυτών και επάταξεν εν αυτοίς πληγήν μεγάλην, και έσωσε Δαυίδ τους κατοικούντας Κειλά. 6 Καί εγένετο εν τώ φεύγειν Αβιάθαρ υιόν Αβιμέλεχ προς Δαυίδ και αυτός μετά Δαυίδ εις Κειλά κατέβη έχων εφούδ εν τή χειρί αυτού. 7 και απηγγέλη τώ Σαούλ ότι ήκει ο Δαυίδ εις Κειλά, και είπε Σαούλ· πέπρακεν αυτόν ο Θεός εις τας χείράς μου, ότι αποκέκλεισται εισελθών εις πόλιν θυρών και μοχλών. 8 και παρήγγειλε Σαούλ παντί τώ λαώ καταβαίνειν εις πόλεμον εις Κειλά συνέχειν τον Δαυίδ και τους άνδρας αυτού. 9 και έγνω Δαυίδ ότι ου παρασιωπά Σαούλ περί αυτού την κακίαν, και είπε Δαυίδ προς Αβιάθαρ τον ιερέα· προσάγαγε το εφούδ Κυρίου.
10 και είπε Δαυίδ· Κύριε ο Θεός Ισραήλ, ακούων ακήκοεν ο δούλός σου ότι ζητεί Σαούλ ελθείν επί Κειλά διαφθείραι την πόλιν δι’ εμέ. 11 ει αποκλεισθήσεται; και νύν ει καταβήσεται Σαούλ, καθώς ήκουσεν ο δούλός σου; Κύριε ο Θεός Ισραήλ, απάγγειλον τώ δούλω σου. και είπε Κύριος· αποκλεισθήσεται. [12 Καί είπε Δαυίδ· ει παραδώσουσι παρά της Κειλά εμέ και τους άνδρας μου εις χείρας Σαούλ; και είπε Κύριος· παραδώσουσι.] 13 και ανέστη Δαυίδ και οι άνδρες οι μετ’ αυτού ως τετρακόσιοι και εξήλθον εκ Κειλά και επορεύοντο ού εάν επορεύοντο· και τώ Σαούλ απηγγέλη ότι, διασέσωσται Δαυίδ εκ Κειλά, και ανήκε τού ελθείν. 14 Καί εκάθισε Δαυίδ εν τή ερήμω, εν Μασερέμ εν τοίς στενοίς, και εκάθητο εν τή ερήμω εν τώ όρει Ζίφ, εν τή γη τή αυχμώδει· και εζήτει αυτόν Σαούλ πάσας τας ημέρας, και ου παρέδωκεν αυτόν Κύριος εις τας χείρας αυτού. 15 και είδε Δαυίδ ότι εξέρχεται Σαούλ τού ζητείν τον Δαυίδ· και Δαυίδ ήν εν τώ όρει τώ αυχμώδει εν τή Καινή Ζίφ. 16 και ανέστη Ιωνάθαν υιός Σαούλ και επορεύθη προς Δαυίδ εις Καινήν και εκραταίωσε τας χείρας αυτού εν Κυρίω. 17 και είπε προς αυτόν· μη φοβού, ότι ου μη εύρη σε η χείρ Σαούλ τού πατρός μου, και σύ βασιλεύσεις επί Ισραήλ, και εγώ έσομαί σοι εις δεύτερον· και Σαούλ ο πατήρ μου οίδεν ούτως. 18 και διέθεντο αμφότεροι διαθήκην ενώπιον Κυρίου. και ακάθητο Δαυίδ εν Καινή, και Ιωνάθαν απήλθεν εις οίκον αυτού. 19 Καί ανέβησαν οι Ζιφαίοι εκ της αυχμώδους προς Σαούλ επί τον βουνόν λέγοντες· ουκ ιδού Δαυίδ κέκρυπται παρ’ ημίν εν Μεσσαρά, εν τοίς στενοίς, εν τή Καινή εν τώ βουνώ τού Εχελά τού εκ δεξιών τού Ιεσσαιμούν;
20 και νύν πάν το προς ψυχήν τού βασιλέως εις κατάβασιν καταβαινέτω προς ημάς· κεκλείκασιν αυτόν εις χείρας τού βασιλέως. 21 και είπεν αυτοίς Σαούλ· ευλογημένοι υμείς τώ Κυρίω, ότι επονέσατε περί εμού· 22 πορεύθητε δή και ετοιμάσατε έτι και γνώτε τον τόπον αυτού, ού έσται ο πούς αυτού εν τάχει εκεί, ού είπατε, μη ποτε πανουργεύσηται· 23 και ίδετε και γνώτε, και πορεύσομαι μεθ’ υμών, και έσται ει έστιν επί της γής, και εξερευνήσω αυτόν εν πάσαις χιλιάσιν Ιούδα. 24 και ανέστησαν οι Ζιφαίοι και επορεύθησαν έμπροσθεν Σαούλ· και Δαυίδ και οι άνδρες αυτού εν τή ερήμω τή Μαάν καθ’ εσπέραν εκ δεξιών τού Ιεσσαιμούν. 25 και επορεύθη Σαούλ και οι άνδρες αυτού ζητείν αυτόν· και απήγγειλαν τώ Δαυίδ, και κατέβη εις την πέτραν την εν τή ερήμω Μαάν. και ήκουσε Σαούλ και κατεδίωξεν οπίσω Δαυίδ εις την έρημον Μαάν. 26 και πορεύονται Σαούλ και οι άνδρες αυτού εκ μέρους τού όρους τούτου, και ήν Δαυίδ και οι άνδρες αυτού εκ μέρους τού όρους τούτου· και ήν Δαυίδ σκεπαζόμενος πορεύεσθαι από προσώπου Σαούλ, και Σαούλ και οι άνδρες αυτού παρενέβαλον επί Δαυίδ και τους άνδρας αυτού συλλαβείν αυτούς. 27 και προς Σαούλ ήλθεν άγγελος λέγων· σπεύδε και δεύρο, ότι αλλόφυλοι επέθεντο επί την γήν. 28 και ανέστρεψε Σαούλ μη καταδιώκειν οπίσω Δαυίδ και επορεύθη εις συνάντησιν των αλλοφύλων· διά τούτο επεκλήθη ο τόπος εκείνος Πέτρα η μερισθείσα.
1 ΚΑΙ ανέστη Δαυίδ εκείθεν και εκάθισεν εν τοίς στενοίς Εγγαδδί. 2 και εγενήθη ως ενέστρεψε Σαούλ από όπισθεν των αλλοφύλων, και απηγγέλη αυτώ λεγόντων, ότι Δαυίδ εν τή ερήμω Εγγαδδί. 3 και έλαβε μεθ’ εαυτού τρεις χιλιάδας ανδρών εκλεκτούς εκ παντός Ισραήλ και επορεύθη ζητείν τον Δαυίδ και τους άνδρας αυτού επί πρόσωπον Σαδαιέμ. 4 και ήλθεν εις τας αγέλας των ποιμνίων τας επί της οδού, και ήν εκεί σπήλαιον, και Σαούλ εισήλθε παρασκευάσασθαι· και Δαυίδ και οι άνδρες αυτού εσώτερον τού σπηλαίου εκάθηντο. 5 και είπον οι άνδρες Δαυίδ προς αυτόν· ιδού η ημέρα αύτη, ήν είπε Κύριος προς σε παραδούναι τον εχθρόν σου εις τας χείράς σου, και ποιήσεις αυτώ ως αγαθόν εν οφθαλμοίς σου. και ανέστη Δαυίδ και αφείλε το πτερύγιον της διπλοίδος τού Σαούλ λαθραίως. 6 και εγενήθη μετά ταύτα και επάταξε καρδία Δαυίδ αυτόν, ότι αφείλε το πτερύγιον της διπλοίδος αυτού, 7 και είπε Δαυίδ προς τους άνδρας αυτού· μηδαμώς μοι παρά Κυρίου, ει ποιήσω το ρήμα τούτο τώ κυρίω μου τώ χριστώ Κυρίου επενέγκαι χείρά μου επ’ αυτόν, ότι χριστός Κυρίου εστίν ούτος· 8 και έπεισε Δαυίδ τους άνδρας αυτού εν λόγοις και ουκ έδωκεν αυτοίς αναστάντας θανατώσαι τον Σαούλ. και ανέστη Σαούλ και κατέβη την οδόν. 9 και ανέστη Δαυίδ οπίσω αυτού εκ τού σπηλαίου, και εβόησε Δαυίδ οπίσω Σαούλ λέγων· κύριε βασιλεύ· και επέβλεψε Σαούλ εις τα οπίσω αυτού, και έκυψε Δαυίδ επί πρόσωπον αυτού επί την γήν και προσεκύνησεν αυτώ.
10 και είπε Δαυίδ προς Σαούλ· ινατί ακούεις των λόγων τού λαού λεγόντων· ιδού Δαυίδ ζητεί την ψυχήν σου; 11 ιδού εν τή ημέρα ταύτη εωράκασιν οι οφθαλμοί σου ως παρέδωκέ σε Κύριος σήμερον εις χείράς μου εν τώ σπηλαίω, και ουκ ηβουλήθην αποκτείναί σε και εφεισάμην σου και είπα· ουκ εποίσω χείρά μου επί κύριόν μου, ότι χριστός Κυρίου ούτός εστι. 12 και ιδού το πτερύγιον της διπλοίδος σου εν τή χειρί μου· εγώ αφήρηκα το πτερύγιον και ουκ απέκταγκά σε. και γνώθι και ιδέ σήμερον ότι ουκ έστι κακία εν τή χειρί μου ουδέ ασέβεια και αθέτησις, και ουχ ημάρτηκα εις σε· και σύ δεσμεύεις την ψυχήν μου λαβείν αυτήν. 13 δικάσαι Κύριος ανά μέσον εμού και σού, και εκδικήσαι με Κύριος εκ σού· και η χείρ μου ουκ έσται επί σοί, 14 καθώς λέγεται η παραβολή η αρχαία· εξ ανόμων εξελεύσεται πλημμέλεια· και η χείρ μου ουκ έσται επί σε. 15 και νύν οπίσω τίνος σύ εκπορεύη, βασιλεύ Ισραήλ; οπίσω τίνος καταδιώκεις σύ; οπίσω κυνός τεθνηκότος και οπίσω ψύλλου ενός; 16 γένοιτο Κύριος εις κριτήν και δικαστήν ανά μέσον εμού και ανά μέσον σού· ίδοι Κύριος και κρίναι την κρίσιν μου και δικάσαι μοι εκ χειρός σου. 17 και εγένετο ως συνετέλεσε Δαυίδ τα ρήματα ταύτα λαλών προς Σαούλ, και είπε Σαούλ· η φωνή σου αύτη τέκνον Δαυίδ; και ήρε Σαούλ την φωνήν αυτού και έκλαυσε. 18 και είπε Σαούλ προς Δαυίδ· δίκαιος σύ υπέρ εμέ, ότι σύ ανταπέδωκάς μοι αγαθά, εγώ δε ανταπέδωκά σοι κακά. 19 και σύ απήγγειλάς μοι σήμερον ά εποίησάς μοι αγαθά, ως απέκλεισέ με Κύριος εις χείράς σου σήμερον και ουκ απέκτεινάς με·
20 και ότι ει εύροι τις τον εχθρόν αυτού εν θλίψει και εκπέμψει αυτόν εν οδώ αγαθή, και Κύριος αποτίσει αυτώ αγαθά, καθώς πεποίηκας σήμερον. 21 και νύν ιδού εγώ γινώσκω ότι βασιλεύων βασιλεύσεις και στήσεται εν χειρί σου η βασιλεία Ισραήλ. 22 και νύν όμοσόν μοι εν Κυρίω ότι ουκ εξολοθρεύσεις το σπέρμα μου οπίσω μου, ουκ αφανιείς το όνομά μου εκ τού οίκου τού πατρός μου. 23 και ώμοσε Δαυίδ τώ Σαούλ. και απήλθε Σαούλ εις τον τόπον αυτού, και Δαυίδ και οι άνδρες αυτού ανέβησαν εις την Μεσσαρά στενήν.
1 ΚΑΙ απέθανε Σαμουήλ, και συναθροίζονται πάς Ισραήλ και κόπτονται αυτόν και θάπτουσιν αυτόν εν οίκω αυτού εν Αρμαθαίμ. και ανέστη Δαυίδ και κατέβη εις την έρημον Μαάν. 2 και ήν άνθρωπος εν τή Μαάν, και τα ποίμνια αυτού εν τώ Καρμήλω· και ο άνθρωπος μέγας σφόδρα, και τούτω ποίμνια τρισχίλια και αίγες χίλιαι· και εγενήθη εν τώ κείρειν το ποίμνιον αυτού εν τώ Καρμήλω. 3 και όνομα τώ ανθρώπω Νάβαλ, και όνομα τή γυναικί αυτού Αβιγαία· και η γυνή αυτού αγαθή συνέσει και καλή τώ είδει σφόδρα, και ο άνθρωπος σκληρός και πονηρός εν επιτηδεύμασι, και ο άνθρωπος κυνικός. 4 και ήκουσε Δαυίδ εν τή ερήμω ότι κείρει Νάβαλ ο Καρμήλιος το ποίμνιον αυτού, 5 και απέστειλε Δαυίδ δέκα παιδάρια και είπε τοίς παιδαρίοις· ανάβητε εις Κάρμηλον και απέλθατε προς Νάβαλ και ερωτήσατε αυτόν επί τώ ονόματί μου εις ειρήνην 6 και ερείτε τάδε· εις ώρας· και σύ υγιαίνων, και ο οίκός σου, και πάντα τα σά υγιαίνοντα. 7 και νύν ιδού ακήκοα ότι κείρουσί σοι νύν οι ποιμένες σου, οί ήσαν μεθ΄ ημών εν τή ερήμω, και ουκ απεκωλύσαμεν αυτούς και ουκ ενετειλάμεθα αυτοίς ουθέν πάσας τας ημέρας όντων αυτών εν Καρμήλω· 8 ερώτησον τα παιδάριά σου και απαγγελούσί σοι. και ευρέτωσαν τα παιδάρια χάριν εν οφθαλμοίς σου, ότι εφ’ ημέραν αγαθήν ήκομεν· δός δή ό εάν εύρη η χείρ σου τώ υιώ σου τώ Δαυίδ. 9 και έρχονται τα παιδάρια και λαλούσι τους λόγους τούτους προς Νάβαλ κατά πάντα τα ρήματα ταύτα εν τώ ονόματι Δαυίδ. και ανεπήδησε
10 και απεκρίθη Νάβαλ τοίς παισί Δαυίδ και είπε· τις ο Δαυίδ και τις ο υιός Ιεσσαί; σήμερον πεπληθυμμένοι εισίν οι δούλοι αναχωρούντες έκαστος εκ προσώπου τού κυρίου αυτού. 11 και λήψομαι τους άρτους μου και τον οίνόν μου και τα θύματά μου, ά τέθυκα τοίς κείρουσί μου τα πρόβατα, και δώσω αυτά ανδράσιν, οίς ουκ οίδα πόθεν εισί; 12 και απεστράφησαν τα παιδάρια Δαυίδ εις οδόν αυτών και ανέστρεψαν και ήλθον και ανήγγειλαν τώ Δαυίδ κατά τα ρήματα ταύτα. 13 και είπε Δαυίδ τοίς ανδράσιν αυτού· ζώσασθε έκαστος την ρομφαίαν αυτού· και ανέβησαν οπίσω Δαυίδ ως τετρακόσιοι άνδρες, και οι διακόσιοι εκάθισαν μετά των σκευών. 14 και τή Αβιγαία γυναικί Νάβαλ απήγγειλεν έν των παιδαρίων λέγων· ιδού Δαυίδ απέστειλεν αγγέλους εκ της ερήμου ευλογήσαι τον κύριον ημών, και εξέκλινεν απ’ αυτών. 15 και οι άνδρες αγαθοί ημίν σφόδρα· ουκ απεκώλυσαν ημάς ουδέ ενετείλαντο ημίν ουδέν πάσας τας ημέρας, ας ήμεν παρ΄ αυτοίς· 16 και εν τώ είναι ημάς εν αγρώ ως τείχος ήσαν περί ημάς και την νύκτα και την ημέραν πάσας τας ημέρας, ας ήμεθα παρ’ αυτοίς ποιμαίνοντες το ποίμνιον. 17 και νύν γνώθι και ιδέ σύ τι ποιήσεις, ότι συντετέλεσται η κακία εις τον κύριον ημών και εις τον οίκον αυτού· και ούτος υιός λοιμός, και ουκ έστι λαλήσαι προς αυτόν. 18 και έσπευσεν Αβιγαία και έλαβε διακοσίους άρτους και δύο αγγεία οίνου και πέντε πρόβατα πεποιημένα και πέντε οιφί αλφίτου και γόμορ έν σταφίδος και διακοσίας παλάθας και έθετο επί τους όνους 19 και είπε τοίς παιδαρίοις αυτής· προπορεύεσθε έμπροσθέν μου, και ιδού εγώ οπίσω υμών παραγίνομαι. και τώ ανδρί αυτής ουκ απήγγειλε.
20 και εγενήθη αυτής επιβεβηκυίης επί την όνον και καταβαινούσης εν σκέπη τού όρους και ιδού Δαυίδ και οι άνδρες αυτού κατέβαινον εις συνάντησιν αυτής, και απήντησεν αυτοίς· 21 και Δαυίδ είπεν· ίσως εις άδικον πεφύλακα πάντα τα αυτού εν τή ερήμω και ουκ ενετειλάμεθα λαβείν εκ πάντων των αυτού ουθέν, και ανταπέδωκέ μοι πονηρά αντί αγαθών· 22 τάδε ποιήσαι ο Θεός τώ Δαυίδ και τάδε προσθείη, ει υπολείψομαι εκ πάντων των τού Νάβαλ έως πρωί ουρούντα προς τοίχον. 23 και είδεν Αβιγαία τον Δαυίδ και έσπευσε και κατεπήδησεν από της όνου και έπεσεν ενώπιον Δαυίδ επί πρόσωπον αυτής και προσεκύνησεν αυτώ επί την γήν 24 επί τους πόδας αυτού και είπεν· εν εμοί κύριέ μου η αδικία· λαλησάτω δή η δούλη σου εις τα ώτά σου, και άκουσον λόγων της δούλης σου. 25 μη δή θέσθω ο κύριός μου καρδίαν αυτού επί τον άνθρωπον τον λοιμόν τούτον, ότι κατά το όνομα αυτού ούτός εστι· Νάβαλ όνομα αυτώ, και αφροσύνη μετ’ αυτού· και εγώ η δούλη σου ουκ είδον τα παιδάρια τού κυρίου μου, ά απέστειλας. 26 και νύν, κύριέ μου, ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, καθώς εκώλυσέ σε Κύριος τού μη ελθείν εις αίμα αθώον και σώζειν την χείρά σού σοι, και νύν γένοιντο ως Νάβαλ οι εχθροί σου και οι ζητούντες τώ κυρίω μου κακά. 27 και νύν λαβέ την ευλογίαν ταύτην, ήν ενήνοχεν η δούλη σου τώ κυρίω μου, και δώσεις τοίς παιδαρίοις τοίς παρεστηκόσι τώ κυρίω μου. 28 άρον δή το ανόμημα της δούλης σου, ότι ποιών ποιήσει Κύριος τώ κυρίω μου οίκον πιστόν, ότι πόλεμον κυρίου μου ο Κύριος πολεμεί, και κακία ουχ ευρεθήσεται εν σοί πώποτε. 29 και αναστήσεται άνθρωπος καταδιώκων σε και ζητών την ψυχήν σου, και έσται ψυχή κυρίου μου ενδεδεμένη εν δεσμώ της ζωής παρά Κυρίω τώ Θεώ, και ψυχήν εχθρών σου σφενδονήσεις εν μέσω της σφενδόνης.
30 και έσται ότι ποιήση Κύριος τώ κυρίω μου πάντα, όσα ελάλησεν αγαθά επί σε, και εντελείταί σοι εις ηγούμενον επί Ισραήλ, 31 και ουκ έσται σοι τούτο βδελυγμός και σκάνδαλον τώ κυρίω μου, εκχέαι αίμα αθώον δωρεάν και σώσαι χείρα κυρίω μου αυτώ, και αγαθώσει Κύριος τώ κυρίω μου, και μνησθήση της δούλης σου αγαθώσαι αυτή. 32 και είπε Δαυίδ τή Αβιγαία· ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ός απέστειλέ σε σήμερον εν ταύτη εις απάντησίν μοι. 33 και ευλογητός ο τρόπος σου, και ευλογημένη σύ η αποκωλύσασά με σήμερον εν ταύτη μη ελθείν εις αίματα και σώσαι χείρά μου εμοί. 34 πλήν ότι ζή Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ός απεκώλυσέ με σήμερον τού κακοποιήσαί σε, ότι ει μη έσπευσας και παρεγένου εις απάντησίν μοι, τότε είπα· ει υπολειφθήσεται τώ Νάβαλ έως φωτός τού πρωί ουρών προς τοίχον. 35 και έλαβε Δαυίδ εκ χειρός αυτής πάντα, ά έφερεν αυτώ, και είπεν αυτή· ανάβηθι εις ειρήνην εις οίκόν σου· βλέπε, ήκουσα της φωνής σου και ηρέτισα το πρόσωπόν σου. 36 και παρεγενήθη Αβιγαία προς Νάβαλ, και ιδού αυτώ πότος εν οίκω αυτού ως πότος βασιλέως, και η καρδία Νάβαλ αγαθή επ΄ αυτόν, και αυτός μεθύων έως σφόδρα· και ουκ απήγγειλεν αυτώ ρήμα μικρόν ή μέγα έως φωτός τού πρωί. 37 και εγένετο πρωί, ως εξένηψεν από τού οίνου Νάβαλ, απήγγειλεν η γυνή αυτού τα ρήματα ταύτα, και εναπέθανεν η καρδία αυτού εν αυτώ, και αυτός γίνεται ως λίθος. 38 και εγένετο ωσεί δέκα ημέραι και επάταξε Κύριος τον Νάβαλ, και απέθανε. 39 και ήκουσε Δαυίδ και είπεν· ευλογητός Κύριος, ός έκρινε την κρίσιν τού ονειδισμού μου εκ χειρός Νάβαλ, και τον δούλον αυτού περιεποιήσατο εκ χειρός κακών, και την κακίαν Νάβαλ απέστρεψε Κύριος εις κεφαλήν αυτού. και απέστειλε Δαυίδ και ελάλησε περί Αβιγαίας, λαβείν αυτήν εαυτώ εις γυναίκα.
40 και ήλθον οι παίδες Δαυίδ προς Αβιγαίαν εις Κάρμηλον και ελάλησαν αυτή λέγοντες· Δαυίδ απέστειλεν ημάς προς σε λαβείν σε αυτώ εις γυναίκα. 41 και ανέστη και προσεκύνησεν επί την γήν επί πρόσωπον και είπεν· ιδού η δούλη σου εις παιδίσκην νίψαι πόδας των παίδων σου. 42 και ανέστη Αβιγαία και επέβη επί την όνον και πέντε κοράσια ηκολούθουν αυτή, και επορεύθη οπίσω των παίδων Δαυίδ, και γίνεται αυτώ εις γυναίκα. 43 και την Αχινόομ έλαβε Δαυίδ εξ Ιεζραέλ, και αμφότεραι ήσαν αυτώ γυναίκες. 44 και Σαούλ έδωκε Μελχόλ την θυγατέρα αυτού την γυναίκα Δαυίδ τώ Φαλτί υιώ Αμίς τώ εκ Ρομμά.
1 ΚΑΙ έρχονται οι Ζιφαίοι εκ της αυχμώδους προς τον Σαούλ εις τον βουνόν λέγοντες· ιδού Δαυίδ σκεπάζεται μεθ’ ημών εν τώ βουνώ τού Εχελά τού κατά πρόσωπον τού Ιεσσαιμούν. 2 και ανέστη Σαούλ και κατέβη εις την έρημον Ζίφ και μετ΄ αυτού τρεις χιλιάδες ανδρών εκλεκτοί εξ Ισραήλ ζητείν τον Δαυίδ εν τή ερήμω Ζίφ. 3 και παρενέβαλε Σαούλ εν τώ βουνώ τού Εχελά τώ επί προσώπου τού Ιεσσαιμούν επί της οδού, και Δαυίδ εκάθισεν εν τή ερήμω. και είδε Δαυίδ ότι ήκει Σαούλ οπίσω αυτού εις την έρημον, 4 και απέστειλε Δαυίδ κατασκόπους και έγνω ότι ήκει Σαούλ έτοιμος εκ Κειλά. 5 και ανέστη Δαυίδ λάθρα και εισπορεύεται εις τον τόπον, ού εκάθευδεν εκεί Σαούλ, και εκεί Αβεννήρ υιός Νήρ αρχιστράτηγος αυτού, και Σαούλ εκάθευδεν εν λαμπήνη, και ο λαός παρεμβεβληκώς κύκλω αυτού. 6 και απεκρίθη Δαυίδ και είπε προς Αβιμέλεχ τον Χετταίον και προς Αβεσσά υιόν Σαρουίας αδελφόν Ιωάβ λέγων· τις εισελεύσεται μετ’ εμού προς Σαούλ εις την παρεμβολήν; και είπεν Αβεσσά· εγώ εισελεύσομαι μετά σού. 7 και εισπορεύεται Δαυίδ και Αβεσσά εις τον λαόν την νύκτα, και ιδού Σαούλ καθεύδων ύπνω εν λαμπήνη, και το δόρυ αυτού εμπεπηγός εις την γήν προς κεφαλής αυτού, και Αβεννήρ και ο λαός αυτού εκάθευδε κύκλω αυτού. 8 και είπεν Αβεσσά προς Δαυίδ· απέκλεισε Κύριος σήμερον τον εχθρόν σου εις χείράς σου, και νύν πατάξω αυτόν τώ δόρατι εις την γήν άπαξ και ου δευτερώσω αυτώ. 9 και είπε Δαυίδ προς Αβεσσά· μη ταπεινώσης αυτόν, ότι τις εποίσει χείρα αυτού επί χριστόν Κυρίου και αθωωθήσεται;
10 και είπε Δαυίδ· ζή Κύριος, εάν μη Κύριος παίση αυτόν, ή η ημέρα αυτού έλθη και αποθάνη, ή εις πόλεμον καταβή και προστεθή· 11 μηδαμώς μοι παρά Κυρίου επενεγκείν χείρά μου επί χριστόν Κυρίου· και νύν λαβέ δή το δόρυ από προσκεφαλής αυτού και τον φακόν τού ύδατος, και απέλθωμεν ημείς καθ’ εαυτούς. 12 και έλαβε Δαυίδ το δόρυ και τον φακόν τού ύδατος από προσκεφαλής αυτού, και απήλθον καθ’ εαυτούς· και ουκ ήν ο βλέπων και ουκ ήν ο γινώσκων και ουκ ήν ο εξεγειρόμενος, πάντες υπνούντες, ότι θάμβος Κυρίου επέπεσεν επ’ αυτούς. 13 και διέβη Δαυίδ εις το πέραν και έστη επί την κορυφήν τού όρους μακρόθεν, και πολλή η οδός ανά μέσον αυτών. 14 και προσεκαλέσατο Δαυίδ τον λαόν και τώ Αβεννήρ ελάλησε λέγων· ουκ αποκριθήση Αβεννήρ; και απεκρίθη Αβεννήρ και είπε· τις εί σύ ο καλών με; 15 και είπε Δαυίδ προς Αβεννήρ· ουκ ανήρ σύ; και τις ως σύ εν Ισραήλ; και διατί ου φυλάσσεις τον κύριόν σου τον βασιλέα; ότι εισήλθεν είς εκ τού λαού διαθφείραι τον κύριόν σου τον βασιλέα. 16 και ουκ αγαθόν το ρήμα τούτο, ό πεποίηκας· ζή Κύριος, ότι υιοί θανατώσεως υμείς οι φυλάσσοντες τον βασιλέα τον κύριον υμών τον χριστόν Κυρίου. και νύν ιδέ δή· το δόρυ τού βασιλέως και ο φακός τού ύδατος που εστι τα προς κεφαλής αυτού; 17 και επέγνω Σαούλ την φωνήν Δαυίδ και είπεν· η φωνή σου αύτη, τέκνον Δαυίδ; και είπε Δαυίδ· δούλός σου, κύριε βασιλεύ. 18 και είπεν· ινατί τούτο καταδιώκει ο κύριος οπίσω τού δούλου αυτού; ότι τι ημάρτηκα και τι ευρέθη εν εμοί αδίκημα; 19 και νύν ακουσάτω ο κύριός μου ο βασιλεύς το ρήμα τού δούλου αυτού· ει ο Θεός επισείει σε επ’ εμέ, οσφανθείη θυσίας σου· και ει υιοί ανθρώπων, επικατάρατοι ούτοι ενώπιον Κυρίου, ότι εξέβαλόν με σήμερον μη εστηρίχθαι εν κληρονομία Κυρίου λέγοντες· πορεύου, δούλευε θεοίς ετέροις.
20 και νύν μη πέσοι το αίμά μου επί την γήν εξεναντίας προσώπου Κυρίου, ότι εξελήλυθεν ο βασιλεύς Ισραήλ ζητείν ψυχήν μου, καθώς καταδιώκει ο νυκτικόραξ εν τοίς όρεσι. 21 και είπε Σαούλ· ημάρτηκα· επίστρεφε τέκνον Δαυίδ, ότι ου κακοποιήσω σε ανθ’ ών έντιμος ψυχή μου εν οφθαλμοίς σου και εν τή σήμερον· μεματαίωμαι και ηγνόηκα πολλά σφόδρα. 22 και απεκρίθη Δαυίδ και είπεν· ιδού το δόρυ τού βασιλέως· διελθέτω είς των παιδαρίων και λαβέτω αυτό. 23 και Κύριος επιστρέψει εκάστω κατά τας δικαιοσύνας αυτού και την πίστιν αυτού, ως παρέδωκέ σε Κύριος σήμερον εις χείράς μου και ουκ ηθέλησα επενεγκείν χείρά μου επί χριστόν Κυρίου· 24 και ιδού καθώς εμεγαλύνθη η ψυχή σου σήμερον εν ταύτη εν οφθαλμοίς μου, ούτως μεγαλυνθείη η ψυχή μου ενώπιον Κυρίου και σκεπάσαι με και εξελείταί με εκ πάσης θλίψεως. 25 και είπε Σαούλ προς Δαυίδ· ευλογημένος σύ, τέκνον, και ποιών ποιήσεις και δυνάμενος δυνήση. και απήλθε Δαυίδ εις την οδόν αυτού, και Σαούλ ανέστρεψεν εις τον τόπον αυτού.
1 ΚΑΙ είπε Δαυίδ εν τή καρδία αυτού λέγων· νύν προστεθήσομαι εν ημέρα μια εις χείρας Σαούλ, και ουκ έστι μοι αγαθόν, εάν μη σωθώ εις γήν αλλοφύλων και ανή Σαούλ τού ζητείν με εις πάν όριον Ισραήλ, και σωθήσομαι εκ χειρός αυτού. 2 και ανέστη Δαυίδ και οι εξακόσιοι άνδρες οι μετ΄ αυτού και επορεύθη προς Αγχούς υιόν Αμμάχ βασιλέα Γέθ. 3 και εκάθισε Δαυίδ μετά Αγχούς, αυτός και οι άνδρες αυτού, έκαστος και ο οίκος αυτού, και Δαυίδ και αμφότεραι αι γυναίκες αυτού, Αχινάαχ Ιεζραηλίτις και Αβιγαία η γυνή Νάβαλ τού Καρμηλίου. 4 και ανηγγέλη τώ Σαούλ ότι πέφευγε Δαυίδ εις Γέθ, και ου προσέθετο έτι ζητείν αυτόν. 5 και είπε Δαυίδ προς Αγχούς· ει δή εύρηκεν ο δούλός σου χάριν εν οφθαλμοίς σου, δότωσαν δή μοι τόπον εν μια των πόλεων των κατ’ αγρόν και καθήσομαι εκεί· και ινατί κάθηται ο δούλός σου εν πόλει βασιλευομένη μετά σού; 6 και έδωκεν αυτώ εν τή ημέρα εκείνη την Σεκελάκ· διά τούτο εγενήθη Σεκελάκ τώ βασιλεί της Ιουδαίας έως της ημέρας ταύτης. 7 και εγενήθη ο αριθμός των ημερών, ών εκάθισε Δαυίδ εν αγρώ των αλλοφύλων τέσσαρας μήνας. 8 και ανέβαινε Δαυίδ και οι άνδρες αυτού και επετίθεντο επί πάντα τον Γεσιρί και επί τον Αμαληκίτην· και ιδού η γη κατωκείτο από ανηκόντων η από Γελαμψούρ τετειχισμένων και έως γής Αιγύπτου. 9 και έτυπτε την γήν και ουκ εζωογόνει άνδρα ή γυναίκα και ελάμβανον ποίμνια και βουκόλια και όνους και καμήλους και ιματισμόν, και ανέστρεψαν και ήρχοντο προς Αγχούς.
10 και είπεν Αγχούς προς Δαυίδ· επί τίνα επέθεσθε σήμερον; και είπε Δαυίδ προς Αγχούς· κατά νότον της Ιουδαίας και κατά νότον Ιεσμεγά και κατά νότον τού Κενεζί. 11 και άνδρα και γυναίκα ουκ εζωογόνησα τού εισαγαγείν εις Γέθ λέγων· μη αναγγείλωσιν εις Γέθ καθ’ ημών λέγοντες· τάδε Δαυίδ ποιεί, και τόδε το δικαίωμα αυτού πάσας τας ημέρας, ας εκάθητο Δαυίδ εν αγρώ των αλλοφύλων. 12 και επιστεύθη Δαυίδ εν τώ Αγχούς σφόδρα λέγων· ήσχυνται αισχυνόμενος εν τώ λαώ αυτού εν Ισραήλ και έσται μοι δούλος εις τον αιώνα.
1 ΚΑΙ εγενήθη εν ταίς ημέραις εκείναις και συναθροίζονται αλλόφυλοι εν ταίς παρεμβολαίς αυτών εξελθείν πολεμείν μετά Ισραήλ, και είπεν Αγχούς προς Δαυίδ· γινώσκων γνώση ότι μετ’ εμού εξελεύση εις πόλεμον σύ και οι άνδρες σου. 2 και είπε Δαυίδ προς Αγχούς· ούτω νύν γνώση ά ποιήσει ο δούλός σου· και είπεν Αγχούς προς Δαυίδ· ούτως αρχισωματοφύλακα θήσομαί σε πάσας τας ημέρας. 3 Καί Σαμουήλ απέθανε, και εκόψαντο αυτόν πάς Ισραήλ και θάπτουσιν αυτόν εν Αρμαθαίμ εν πόλει αυτού. και Σαούλ περιείλε τους εγγαστριμύθους και τους γνώστας από της γής. 4 και συναθροίζονται οι αλλόφυλοι και έρχονται και παρεμβάλλουσιν εις Σωμάν, και συναθροίζει Σαούλ πάντα άνδρα Ισραήλ, και παρεμβάλλουσιν εις Γελβουέ. 5 και είδε Σαούλ την παρεμβολήν των αλλοφύλων και εφοβήθη, και εξέστη η καρδία αυτού σφόδρα. 6 και επηρώτησε Σαούλ διά Κυρίου, και ουκ απεκρίθη αυτώ Κύριος εν τοίς ενυπνίοις και εν τοίς δήλοις και εν τοίς προφήταις. 7 και είπε Σαούλ τοίς παισίν αυτού· ζητήσατέ μοι γυναίκα εγγαστρίμυθον, και πορεύσομαι προς αυτήν και ζητήσω εν αυτή· και είπαν οι παίδες αυτού προς αυτόν· ιδού γυνή εγγαστρίμυθος εν Αενδώρ. 8 και συνεκαλύψατο Σαούλ και περιεβάλετο ιμάτια έτερα και πορεύεται αυτός και δύο άνδρες μετ’ αυτού και έρχονται προς την γυναίκα νυκτός και είπεν αυτή· μάντευσαι δή μοι εν τώ εγγαστριμύθω και ανάγαγέ μοι ον εάν είπω σοι. 9 και είπεν αυτώ η γυνή· ιδού δή σύ οίδας όσα εποίησε Σαούλ, ως εξωλόθρευσε τους εγγαστριμύθους και τους γνώστας από της γής· και ινατί σύ παγιδεύεις την ψυχήν μου θανατώσαι αυτήν;
10 και ώμοσεν αυτή Σαούλ λέγων· ζή Κύριος, ει απαντήσεταί σοι αδικία εν τώ λόγω τούτω. 11 και είπεν η γυνή· τίνα αναγάγω σοι; και είπε· τον Σαμουήλ ανάγαγέ μοι. 12 και είδεν η γυνή τον Σαμουήλ και ανεβόησε φωνή μεγάλη· και είπεν η γυνή προς Σαούλ· ινατί παρελογίσω με; και σύ εί Σαούλ. 13 και είπεν αυτή ο βασιλεύς· μη φοβού, ειπόν τίνα εώρακας. και είπεν αυτώ η γυνή· θεούς εώρακα αναβαίνοντας εκ της γής. 14 και είπεν αυτή· τι έγνως; και είπεν αυτώ· άνδρα όρθιον αναβαίνοντα εκ της γής, και ούτος διπλοίδα αναβεβλημένος. και έγνω Σαούλ, ότι ούτος Σαμουήλ, και έκυψεν επί πρόσωπον αυτού επί την γήν και προσεκύνησεν αυτώ. 15 και είπε Σαμουήλ· ινατί παρηνώχλησάς μοι αναβήναί με; και είπε Σαούλ· θλίβομαι σφόδρα, και οι αλλόφυλοι πολεμούσιν εν εμοί, και ο Θεός αφέστηκεν απ’ εμού και ουκ επακήκοέ μοι έτι και εν χειρί των προφητών και εν τοίς ενυπνίοις· και νύν κέκληκά σε γνωρίσαι μοι τι ποιήσω. 16 και είπε Σαμουήλ· ινατί επερωτάς με; και Κύριος αφέστηκεν από σού και γέγονε μετά τού πλησίον σου· 17 και πεποίηκε Κύριός σοι καθώς ελάλησε Κύριος εν χειρί μου, και διαρρήξει Κύριος την βασιλείαν σου εκ χειρός σου και δώσει αυτήν τώ πλησίον σου τώ Δαυίδ. 18 διότι ουκ ήκουσας φωνής Κυρίου και ουκ εποίησας θυμόν οργής αυτού εν Αμαλήκ, διά τούτο το ρήμα εποίησε Κύριός σοι εν τή ημέρα ταύτη. 19 και παραδώσει Κύριος τον Ισραήλ μετά σού εις χείρας αλλοφύλων, και αύριον σύ και οι υιοί σου μετά σού πεσούνται, και την παρεμβολήν Ισραήλ δώσει Κύριος εις χείρας αλλοφύλων.
20 και έσπευσε Σαούλ και έπεσεν εστηκώς επί την γήν και εφοβήθη σφόδρα από των λόγων Σαμουήλ· και εν αυτώ ουκ ήν ισχύς έτι, ου γάρ έφαγεν άρτον όλην την ημέραν και όλην την νύκτα εκείνην. 21 και εισήλθεν η γυνή προς Σαούλ και είδεν ότι έσπευσε σφόδρα, και είπε προς αυτόν· ιδού δή ήκουσεν η δούλη σου της φωνής σου και εθέμην την ψυχήν μου εν τή χειρί μου και ήκουσα τους λόγους, ούς ελάλησάς μοι· 22 και νύν άκουσον δή φωνής της δούλης σου, και παραθήσω ενώπιόν σου ψωμόν άρτου, και φάγε, και έσται σοι ισχύς, ότι πορεύη εν οδώ. 23 και ουκ εβουλήθη φαγείν· και παρεβιάζοντο αυτόν οι παίδες αυτού και η γυνή, και ήκουσε της φωνής αυτών και ανέστη από της γής και εκάθισεν επί τον δίφρον. 24 και τή γυναικί ήν δάμαλις νομάς εν τή οικία, και έσπευσε και έθυσεν αυτήν και έλαβεν άλευρα και εφύρασε και έπεψεν άζυμα 25 και προσήγαγεν ενώπιον Σαούλ και ενώπιον των παιδών αυτού, και έφαγον. και ανέστησαν και απήλθον την νύκτα εκείνην.
1 ΚΑΙ συναθροίζουσιν αλλόφυλοι πάσας τας παρεμβολάς αυτών εις Αφέκ, και Ισραήλ παρενέβαλεν εν Αενδώρ την εν Ιεζραέλ. 2 και οι σατράπαι των αλλοφύλων παρεπορεύοντο εις εκατοντάδας και χιλιάδας, και Δαυίδ και οι άνδρες αυτού παρεπορεύοντο επ΄ εσχάτων μετά Αγχούς. 3 και είπον οι σατράπαι των αλλοφύλων· τίνες οι διαπορευόμενοι ούτοι; και είπεν Αγχούς προς τους στρατηγούς των αλλοφύλων· ουχ ούτος Δαυίδ ο δούλος Σαούλ βασιλέως Ισραήλ; γέγονε μεθ΄ ημών ημέρας τούτο δεύτερον έτος, και ουχ εύρηκα εν αυτώ ουθέν αφ’ ής ημέρας ενέπεσε προς με και έως της ημέρας ταύτης. 4 και ελυπήθησαν επ’ αυτώ οι στρατηγοί των αλλοφύλων και λέγουσιν αυτώ· απόστρεψον τον άνδρα και αποστραφήτω εις τον τόπον αυτού, ού κατέστησας αυτόν εκεί, και μη ερχέσθω μεθ΄ ημών εις τον πόλεμον και μη γινέσθω επίβουλος της παρεμβολής· και εν τίνι διαλλαγήσεται ούτος τώ κυρίω αυτού; ουχί εν ταίς κεφαλαίς των ανδρών εκείνων; 5 ουχ ούτος Δαυίδ, ώ εξήρχον εν χοροίς λέγοντες· επάταξε Σαούλ εν χιλιάσιν αυτού και Δαυίδ εν μυριάσιν αυτού; 6 και εκάλεσεν Αγχούς τον Δαυίδ και είπεν αυτώ· ζή Κύριος, ότι ευθής σύ και αγαθός εν οφθαλμοίς μου, και η έξοδός σου και η είσοδός σου μετ’ εμού εν τή παρεμβολή, και ότι ουχ εύρηκα κατά σού κακίαν αφ’ ής ημέρας ήκεις προς με έως της σήμερον ημέρας· και εν οφθαλμοίς των σατραπών ουκ αγαθός σύ· 7 και νύν ανάστρεφε και πορεύου εις ειρήνην, και ου μη ποιήσης κακίαν εν οφθαλμοίς των σατραπών των αλλοφύλων. 8 και είπε Δαυίδ προς Αγχούς· τι πεποίηκά σοι και τι εύρες εν τώ δούλω σου αφ’ ής ημέρας ήμην ενώπιόν σου και έως της ημέρας ταύτης, ότι ου μη έλθω πολεμήσας τους εχθρούς τού κυρίου μου τού βασιλέως; 9 και απεκρίθη Αγχούς προς Δαυίδ· οίδα ότι αγαθός σύ εν οφθαλμοίς μου, αλλ΄ οι σατράπαι των αλλοφύλων λέγουσιν· ουχ ήξει μεθ’ ημών εις πόλεμον.
10 και νύν όρθρισον το πρωί σύ και οι παίδες τού κυρίου σου οι ήκοντες μετά σού, και πορεύεσθε εις τον τόπον, ού κατέστησα υμάς εκεί, και λόγον λοιμόν μη θής εν καρδία σου, ότι αγαθός σύ ενώπιόν μου· και ορθρίσατε εν τή οδώ, και φωτισάτω υμίν, και πορεύθητε. 11 και ώρθρισε Δαυίδ αυτός και οι άνδρες αυτού απελθείν και φυλάσσειν την γήν των αλλοφύλων, και οι αλλόφυλοι ανέβησαν πολεμείν επί Ισραήλ.
1 ΚΑΙ εγενήθη εισελθόντος Δαυίδ και των άνδρών αυτού την Σεκελάκ τή ημέρα τή τρίτη, και Αμαλήκ επέθετο επί τον νότον και επί την Σεκελάκ και επάταξε την Σεκελάκ και ενεπύρισαν αυτήν εν πυρί· 2 και τας γυναίκας και πάντα τα εν αυτή από μικρού έως μεγάλου ουκ εθανάτωσαν άνδρα και γυναίκα, αλλ΄ ηχμαλώτευσαν και απήλθον εις την οδόν αυτών. 3 και ήλθε Δαυίδ και οι άνδρες αυτού εις την πόλιν, και ιδού εμπεπύρισται εν πυρί, αι δε γυναίκες αυτών και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών ηχμαλωτευμένοι. 4 και ήρε Δαυίδ και οι άνδρες αυτού την φωνήν αυτών και έκλαυσαν, έως ότου ουκ ήν εν αυτοίς ισχύς έτι τού κλαίειν. 5 και αμφότεραι αι γυναίκες Δαυίδ ηχμαλωτεύθησαν, Αχινόομ η Ιεζραηλίτις και Αβιγαία η γυνή Νάβαλ τού Καρμηλίου. 6 και εθλίβη Δαυίδ σφόδρα, ότι είπεν ο λαός λιθοβολήσαι αυτόν, ότι κατώδυνος ψυχή παντός τού λαού, εκάστου επί τους υιούς αυτού και επί τας θυγατέρας αυτού· και εκραταιώθη Δαυίδ εν Κυρίω Θεώ αυτού. 7 και είπε Δαυίδ προς Αβιάθαρ τον ιερέα υιόν Αβιμέλεχ· προσάγαγε το εφούδ. 8 και επηρώτησε Δαυίδ διά τού Κυρίου λέγων· ει καταδιώξω οπίσω τού γεδδούρ τούτου, ει καταλήψομαι αυτούς; και είπεν αυτώ· καταδίωκε, ότι καταλαμβάνων καταλήψη αυτούς και εξαιρούμενος εξελή. 9 και επορεύθη Δαυίδ, αυτός και οι εξακόσιοι άνδρες μετ΄ αυτού, και έρχονται έως τού χειμάρρου Βοσόρ, και οι περισσοί έστησαν.
10 και κατεδίωξεν εν τετρακοσίοις ανδράσιν, υπέστησαν δε διακόσιοι άνδρες, οίτινες εκάθισαν πέραν τού χειμάρρου τού Βοσόρ. 11 και ευρίσκουσιν άνδρα Αιγύπτιον εν αγρώ και λαμβάνουσιν αυτόν και άγουσιν αυτόν προς Δαυίδ· 12 και διδόασιν αυτώ άρτον, και έφαγε, και επότισαν αυτόν ύδωρ· και διδόασιν αυτώ κλάσμα παλάθης, και έφαγε, και κατέστη το πνεύμα αυτού εν αυτώ, ότι ου βεβρώκει άρτον και ου πεπώκει ύδωρ τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. 13 και είπεν αυτώ Δαυίδ· τίνος σύ εί και πόθεν εί; και είπε το παιδάριον το Αιγύπτιον· εγώ ειμι δούλος ανδρός Αμαληκίτου, και κατέλιπέ με ο Κύριός μου, ότι ηνωχλήθην εγώ σήμερον τριταίος. 14 και ημείς επεθέμεθα επί τον νότον τού Χολθί και επί τα της Ιουδαίας μέρη και επί νότον Χελούβ και την Σεκελάκ ενεπυρίσαμεν εν πυρί. 15 και είπεν αυτώ Δαυίδ· ει κατάξεις με επί το γεδδούρ τούτο; και είπεν· όμοσον δή μοι κατά τού Θεού μη θανατώσειν με και μη παραδούναί με εις χείρας τού κυρίου μου, και κατάξω σε επί το γεδδούρ τούτο. 16 και κατήγαγεν αυτόν εκεί, και ιδού ούτοι διακεχυμένοι επί πρόσωπον πάσης της γής εσθίοντες και πίνοντες και εορτάζοντες εν πάσι τοίς σκύλοις τοίς μεγάλοις, οίς έλαβον εκ γής αλλοφύλων και εκ γής Ιούδα. 17 και ήλθεν επ’ αυτούς Δαυίδ και επάταξεν αυτούς από εωσφόρου έως δείλης και τή επαύριον, και ουκ εσώθη εξ αυτών ανήρ ότι αλλ’ ή τετρακόσια παιδάρια, ά ήν επιβεβηκότα επί τας καμήλους και έφυγον. 18 και αφείλατο Δαυίδ πάντα, ά έλαβον οι Αμαληκίται, και αμφοτέρας τας γυναίκας αυτού εξείλατο. 19 και ου διεφώνησεν αυτοίς από μικρού έως μεγάλου και από των σκύλων και έως υιών και θυγατέρων και έως πάντων, ών έλαβον αυτών· τα πάντα επέστρεψε Δαυίδ.
20 και έλαβε πάντα τα ποίμνια και τα βουκόλια και απήγαγεν έμπροσθεν των σκύλων, και τοίς σκύλοις εκείνοις ελέγετο· ταύτα τα σκύλα Δαυίδ. 21 και παραγίνεται Δαυίδ προς τους διακοσίους άνδρας τους υπολειφθέντας τού πορεύεσθαι οπίσω Δαυίδ και εκάθισεν αυτούς εν τώ χειμάρρω τού Βοσόρ, και εξήλθον εις απάντησιν Δαυίδ και εις απάντησιν τού λαού τού μετ’ αυτού, και προσήγαγε Δαυίδ έως τού λαού, και ηρώτησαν αυτόν τα εις ειρήνην. 22 και απεκρίθη πάς ανήρ λοιμός και πονηρός των ανδρών των πολεμιστών των πορευθέντων μετά Δαυίδ και είπον, ότι ου κατεδίωξαν μεθ’ ημών, ου δώσομεν αυτοίς εκ των σκύλων, ών εξειλόμεθα, ότι αλλ’ ή έκαστος την γυναίκα αυτού και τα τέκνα αυτού απαγέσθωσαν και αποστρεφέτωσαν. 23 και είπε Δαυίδ· ου ποιήσετε ούτως μετά το παραδούναι τον Κύριον ημίν και φυλάξαι ημάς και παρέδωκε Κύριος τον γεδδούρ τον επερχόμενον εφ΄ ημάς εις χείρας ημών. 24 και τις επακούσεται υμών των λόγων τούτων; ότι ουχ ήττον ημών εισι· διότι κατά την μερίδα τού καταβαίνοντος εις τον πόλεμον, ούτως έσται η μερίς τού καθημένου επί τα σκεύη· κατά το αυτό μεριούνται. 25 και εγενήθη από της ημέρας εκείνης και επάνω, και εγένετο εις πρόσταγμα και εις δικαίωμα τώ Ισραήλ έως της σήμερον. 26 Καί ήλθε Δαυίδ εις Σεκελάκ και απέστειλε τοίς πρεσβυτέροις των σκύλων Ιούδα και τοίς πλησίον αυτού λέγων· ιδού από των σκύλων των εχθρών Κυρίου· 27 τοίς εν Βαιθσούρ και τοίς εν Ραμά νότου και τοίς εν Ιεθθόρ 28 και τοίς εν Αροήρ και τοίς εν Αμμαδί και τοίς εν Σαφί και τοίς εν Εσθιέ 29 και τοίς εν Γέθ και τοίς εν Κινάν και τοίς εν Σαφέκ και τοίς εν Θιμάθ και τοίς εν Καρμήλω και τοίς εν ταίς πόλεσι τού Ιεραμηλί και τοίς εν ταίς πόλεσι τού Κενεζί
30 και τοίς εν Ιεριμούθ και τοίς εν Βηρσαβεέ και τοίς εν Νομβέ 31 και τοίς εν Χεβρών και εις πάντας τους τόπους, ούς διήλθε Δαυίδ εκεί, αυτός και οι άνδρες αυτού.
1 ΚΑΙ οι αλλόφυλοι επολέμουν επί Ισραήλ, και έφυγον οι άνδρες Ισραήλ εκ προσώπου των αλλοφύλων, και πίπτουσι τραυματίαι εν τώ όρει τώ Γελβουέ. 2 και συνάπτουσιν οι αλλόφυλοι τώ Σαούλ και τοίς υιοίς αυτού, και τύπτουσιν αλλόφυλοι τον Ιωνάθαν και τον Αμιναδάβ και τον Μελχισά υιούς Σαούλ. 3 και βαρύνεται ο πόλεμος επί Σαούλ, και ευρίσκουσιν αυτόν οι ακοντισταί, άνδρες τοξόται, και ετραυματίσθη εις τα υποχόνδρια. 4 και είπε Σαούλ προς τον αίροντα τα σκεύη αυτού· σπάσαι την ρομφαίαν σου και αποκέντησόν με εν αυτή, μη έλθωσιν οι απερίτμητοι ούτοι και αποκεντήσωσί με και εμπαίξωσί μοι. και ουκ εβούλετο ο αίρων τα σκεύη αυτού, ότι εφοβήθη σφόδρα· και έλαβε Σαούλ την ρομφαίαν και επέπεσεν επ΄ αυτήν. 5 και είδεν ο αίρων τα σκεύη αυτού ότι τέθνηκε Σαούλ, και επέπεσε και αυτός επί την ρομφαίαν αυτού και απέθανε μετ’ αυτού. 6 και απέθανε Σαούλ και οι τρεις υιοί αυτού και ο αίρων τα σκεύη αυτού εν τή ημέρα εκείνη κατά το αυτό. 7 και είδον οι άνδρες Ισραήλ οι εν τώ πέραν της κοιλάδος και οι εν τώ πέραν τού Ιορδάνου ότι έφυγον οι άνδρες Ισραήλ και ότι τέθνηκε Σαούλ και οι υιοί αυτού, και καταλείπουσι τας πόλεις αυτών και φεύγουσι· και έρχονται οι αλλόφυλοι και κατοικούσιν εν αυταίς. 8 και εγενήθη τή επαύριον έρχονται οι αλλόφυλοι εκδιδύσκειν τους νεκρούς και ευρίσκουσι τον Σαούλ και τους τρεις υιούς αυτού πεπτωκότας επί τα όρη Γελβουέ. 9 και αποστρέφουσιν αυτόν και εξέδυσαν τα σκεύη αυτού και αποστέλλουσιν αυτά εις γήν αλλοφύλων κύκλω ευαγγελίζοντες τοίς ειδώλοις αυτών και τώ λαώ.
10 και ανέθηκαν τα σκεύη αυτού εις το Ασταρτείον και το σώμα αυτού κατέπηξαν εν τώ τείχει Βαιθσάν. 11 και ακούουσιν οι κατοικούντες Ιαβίς της Γαλααδίτιδος ά εποίησαν οι αλλόφυλοι τώ Σαούλ· 12 και ανέστησαν πάς ανήρ δυνάμεως και επορεύθησαν όλην την νύκτα και έλαβον το σώμα Σαούλ και το σώμα Ιωνάθαν τού υιού αυτού από τού τείχους Βαιθσάν και φέρουσιν αυτούς εις Ιαβίς και κατακαίουσιν αυτούς εκεί. 13 και λαμβάνουσι τα οστά αυτών και θάπτουσιν υπό την άρουραν την εν Ιαβίς και νηστεύουσιν επτά ημέρας.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά το αποθανείν Σαούλ και Δαυίδ ανέστρεψε τύπτων τον Αμαλήκ, και εκάθισε Δαυίδ εν Σεκελάκ ημέρας δύο. 2 και εγενήθη τή ημέρα τή τρίτη και ιδού ανήρ ήλθεν εκ της παρεμβολής εκ τού λαού Σαούλ, και τα ιμάτια αυτού διερρωγότα, και γη επί της κεφαλής αυτού, και εγένετο εν τώ εισελθείν αυτόν προς Δαυίδ και έπεσεν επί την γήν και προσεκύνησεν αυτώ. 3 και είπεν αυτώ Δαυίδ· πόθεν σύ παραγίνη; και είπε προς αυτόν· εκ της παρεμβολής Ισραήλ εγώ διασέσωσμαι. 4 και είπεν αυτώ Δαυίδ· τις ο λόγος ούτος; απάγγειλόν μοι. και είπεν ότι έφυγεν ο λαός εκ τού πολέμου και πεπτώκασι πολλοί εκ τού λαού και απέθανον· και Σαούλ και Ιωνάθαν ο υιός αυτού απέθανε. 5 και είπε Δαυίδ τώ παιδαρίω τώ απαγγέλλοντι αυτώ· πώς οίδας ότι τέθνηκε Σαούλ και Ιωνάθαν ο υιός αυτού; 6 και είπε το παιδάριον το απαγγέλλον αυτώ· περιπτώματι περιέπεσον εν τώ όρει τώ Γελβουέ, και ιδού Σαούλ επεστήρικτο επί το δόρυ αυτού, και ιδού τα άρματα και οι ιππάρχαι συνήψαν αυτώ. 7 και επέβλεψεν επί τα οπίσω αυτού και είδέ με και εκάλεσέ με, και είπα· ιδού εγώ. 8 και είπέ μοι· τις εί σύ; και είπα· Αμαληκίτης εγώ ειμι. 9 και είπε προς με· στήθι δή επάνω μου και θανάτωσόν με, ότι κατέσχε με σκότος δεινόν, ότι πάσα η ψυχή μου εν εμοί.
10 και επέστην επ’ αυτόν και εθανάτωσα αυτόν, ότι ήδειν ότι ου ζήσεται μετά το πεσείν αυτόν· και έλαβον το βασίλειον το επί την κεφαλήν αυτού και τον χλιδώνα τον επί τού βραχίονος αυτού και ενήνοχα αυτά τώ κυρίω μου ώδε. 11 και εκράτησε Δαυίδ των ιματίων αυτού και διέρρηξεν αυτά, και πάντες οι άνδρες οι μετ΄ αυτού διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών. 12 και εκόψαντο και έκλαυσαν και ενήστευσαν έως δείλης επί Σαούλ και επί Ιωνάθαν τον υιόν αυτού και επί τον λαόν Ιούδα και επί τον οίκον Ισραήλ, ότι επλήγησαν εν ρομφαία.λαόν Ιοείπε Δαυίδ τώ παιδαρίω τώ απαγγέλλοντι αυτώ· πόθεν εί σύ; και είπεν· υιός ανδρός παροίκου Αμαληκίτου εγώ ειμι. 14 και είπεν αυτώ Δαυίδ· πώς ουκ εφοβήθης επενεγκείν χείρά σου διαφθείραι τον χριστόν Κυρίου; 15 και εκάλεσε Δαυίδ έν των παιδαρίων αυτού και είπε· προσελθών απάντησον αυτώ· και επάταξεν αυτόν, και απέθανε. 16 και είπε προς αυτόν Δαυίδ· το αίμά σου επί την κεφαλήν σου, ότι στό στόμα σου απεκρίθη κατά σού λέγων ότι, εγώ εθανάτωσα τον χριστόν Κυρίου. 17 Καί εθρήνησε Δαυίδ τον θρήνον τούτον επί Σαούλ και επί Ιωνάθαν τον υιόν αυτού. 18 και είπε τού διδάξαι τους υιούς Ιούδα· ιδού γέγραπται επί βιβλίου τού ευθούς. 19 Στήλωσον, Ισραήλ, υπέρ των τεθνηκότων επί τα ύψη σου τραυματιών· πώς έπεσαν δυνατοί;
20 μη αναγγείλητε εν Γέθ και μη ευαγγελίσησθε εν ταίς εξόδοις Ασκάλωνος, μη ποτε ευφρανθώσι θυγατέρες αλλοφύλων, μη ποτε αγαλλιάσωνται θυγατέρες των απεριτμήτων. 21 όρη τα εν Γελβουέ μη καταβάτω δρόσος και μη υετός εφ’ υμάς και αγροί απαρχών, ότι εκεί προσωχθίσθη θυρεός δυνατών, θυρεός Σαούλ ουκ εχρίσθη εν ελαίω. 22 αφ’ αίματος τραυματιών και από στέατος δυνατών τόξον Ιωνάθαν ουκ απεστράφη κενόν εις τα οπίσω, και ρομφαία Σαούλ ουκ ανέκαμψε κενή. 23 Σαούλ και Ιωνάθαν, οι ηγαπημένοι και ωραίοι, ου διακεχωρισμένοι, ευπρεπείς εν τή ζωή αυτών και εν τώ θανάτω αυτών ου διεχωρίσθησαν· υπέρ αετούς κούφοι και υπέρ λέοντας εκραταιώθησαν. 24 θυγατέρες Ισραήλ, επί Σαούλ κλαύσατε, τον ενδιδύσκοντα υμάς κόκκινα μετά κόσμου υμών, τον αναφέροντα κόσμον χρυσούν επί τα ενδύματα υμών. 25 πώς έπεσαν δυνατοί εν μέσω τού πολέμου· Ιωνάθαν επί τα ύψη σου τραυματίας. 26 αλγώ επί σοί, αδελφέ μου Ιωνάθαν· ωραιώθης μοι σφόδρα, εθαυμαστώθη η αγάπησίς σου εμοί υπέρ αγάπησιν γυναικών. 27 πώς έπεσαν δυνατοί και απώλοντο σκεύη πολεμικά;
1 ΚΑΙ εγένετο μετά ταύτα και επηρώτησε Δαυίδ εν Κυρίω λέγων· ει αναβώ εις μίαν των πόλεων Ιούδα; και είπε Κύριος προς αυτόν· ανάβηθι. και είπε Δαυίδ· που αναβώ; και είπεν· εις Χεβρών. 2 και ανέβη εκεί Δαυίδ εις Χεβρών και αμφότεραι αι γυναίκες αυτού, Αχινόομ η Ιεζραηλίτις και Αβιγαία η γυνή Νάβαλ τού Καρμηλίου, 3 και οι άνδρες οι μετ’ αυτού, έκαστος και ο οίκος αυτού, και κατώκουν εν ταίς πόλεσι Χεβρών. 4 και έρχονται άνδρες της Ιουδαίας και χρίουσι τον Δαυίδ εκεί τού βασιλεύειν επί τον οίκον Ιούδα. Καί απήγγειλαν τώ Δαυίδ λέγοντες· ότι οι άνδρες Ιαβίς της Γαλααδίτιδος έθαψαν τον Σαούλ. 5 και απέστειλε Δαυίδ αγγέλους προς τους ηγουμένους Ιαβίς της Γαλααδίτιδος και είπε προς αυτούς Δαυίδ· ευλογημένοι υμείς τώ Κυρίω, ότι εποιήσατε το έλεος τούτο επί τον κύριον υμών, επί Σαούλ τον χριστόν Κυρίου και εθάψατε αυτόν και Ιωνάθαν τον υιόν αυτού. 6 και νύν ποιήσαι Κύριος μεθ’ υμών έλεος και αλήθειαν, και γε εγώ ποιήσω μεθ’ υμών τα αγαθά ταύτα, ότι εποιήσατε το ρήμα τούτο· 7 και νύν κραταιούσθωσαν αι χείρες υμών και γίνεσθε εις υιούς δυνατούς, ότι τέθνηκεν ο κύριος υμών Σαούλ, και γε εμέ κέχρικεν ο οίκος Ιούδα εφ’ εαυτόν εις βασιλέα. 8 Καί Αβεννήρ υιός Νήρ αρχιστράτηγος τού Σαούλ έλαβε τον Ιεβοσθέ υιόν Σαούλ και ανεβίβασεν αυτόν εκ της παρεμβολής εις Μαναέμ 9 και εβασίλευσεν αυτόν επί την Γαλααδίτιν και επί τον Θασιρί και επί την Ιεζράελ και επί τον Εφραίμ και επί τον Βενιαμίν και επί πάντα Ισραήλ.
10 τεσσαράκοντα ετών Ιεβοσθέ υιός Σαούλ, ότε εβασίλευσεν επί Ισραήλ, και δύο έτη εβασίλευσε, πλήν τού οίκου Ιούδα, οί ήσαν οπίσω Δαυίδ· 11 και εγένοντο αι ημέραι, ας Δαυίδ εβασίλευσεν εν Χεβρών επί τον οίκον Ιούδα, επτά έτη και μήνας έξ. 12 Καί εξήλθεν Αβεννήρ υιός Νήρ και οι παίδες Ιεβοσθέ υιού Σαούλ εκ Μαναέμ εις Γαβαών· 13 και Ιωάβ υιός Σαρουίας και οι παίδες Δαυίδ εξήλθοσαν εκ Χεβρών και συναντώσιν αυτοίς επί την κρήνην την Γαβαών επί το αυτό, και εκάθισαν ούτοι επί τή κρήνην εντεύθεν, και ούτοι επί την κρήνην εντεύθεν. 14 και είπεν Αβεννήρ προς Ιωάβ· αναστήτωσαν δή τα παιδάρια και παιξάτωσαν ενώπιον ημών· και είπεν Ιωάβ· αναστήτωσαν. 15 και ανέστησαν και παρήλθον εν αριθμώ των παίδων Βενιαμίν δώδεκα των Ιεβοσθέ υιού Σαούλ και δώδεκα εκ των παίδων Δαυίδ. 16 και εκράτησαν έκαστος τή χειρί την κεφαλήν τού πλησίον αυτού, και μάχαιρα αυτού εις πλευράν τού πλησίον αυτού, και πίπτουσι κατά το αυτό· και εκλήθη το όνομα τού τόπου εκείνου Μερίς των επιβούλων, ή εστιν εν Γαβαών. 17 και εγένετο ο πόλεμος σκληρός ώστε λίαν εν τή ημέρα εκείνη, και έπταισεν Αβεννήρ και άνδρες Ισραήλ ενώπιον παίδων Δαυίδ. 18 και εγένοντο εκεί τρεις υιοί Σαρουίας, Ιωάβ και Αβεσσά και Ασαήλ, και Ασαήλ κούφος τοίς ποσίν αυτού ωσεί μία δορκάς εν αγρώ. 19 και κατεδίωξεν Ασαήλ οπίσω Αβεννήρ και ουκ εξέκλινε τού πορεύεσθαι εις δεξιά ουδέ εις αριστερά κατόπισθεν Αβεννήρ.
20 και επέβλεψεν Αβεννήρ εις τα οπίσω αυτού και είπεν· ει σύ εί αυτός Ασαήλ; και είπεν· εγώ ειμι. 21 και είπεν αυτώ Αβεννήρ· έκλινον σύ εις τα δεξιά ή εις τα αριστερά και κάτασχε σεαυτώ έν των παιδαρίων και λαβέ σεαυτώ την πανοπλίαν αυτού· και ουκ ηθέλησεν Ασαήλ εκκλίναι εκ των όπισθεν αυτού. 22 και προσέθετο έτι Αβεννήρ λέγων τώ Ασαήλ· απόστηθι απ΄ εμού, ίνα μη πατάξω σε εις την γήν· και πώς αρώ το πρόσωπόν μου προς Ιωάβ; 23 και που εστι ταύτα; επίστρεφε προς Ιωάβ τον αδελφόν σου. και ουκ εβούλετο τού αποστήναι. και τύπτει αυτόν Αβεννήρ εν τώ οπίσω τού δόρατος επί την ψόαν, και διεξήλθε το δόρυ εκ των οπίσω αυτού, και πίπτει εκεί και αποθνήσκει υποκάτω αυτού. και εγένετο πάς ο ερχόμενος έως τού τόπου, ού έπεσεν εκεί Ασαήλ και απέθανε, και υφίστατο. 24 και κατεδίωξεν Ιωάβ και Αβεσσά οπίσω Αβεννήρ· και ο ήλιος έδυνε. και αυτοί εισήλθον έως τού βουνού Αμμάν, ό εστιν επί προσώπου Γαί, οδόν έρημον Γαβαών. 25 και συναθροίζονται οι υιοί Βενιαμίν οι οπίσω Αβεννήρ και εγενήθησαν εις συνάντησιν μίαν και έστησαν επί κεφαλήν βουνού ενός. 26 και εκάλεσεν Αβεννήρ Ιωάβ και είπε· μη εις νίκος καταφάγεται η ρομφαία; ή ουκ οίδας ότι πικρά έσται εις τα έσχατα; και έως πότε ου μη είπης τώ λαώ αποστρέφειν από όπισθεν των αδελφών ημών; 27 και είπεν Ιωάβ· ζή Κύριος, ότι ει μη ελάλησας, διότι τότε εκ πρωιόθεν ανέβη αν ο λαός έκαστος κατόπισθεν τού αδελφού αυτού. 28 και εσάλπισεν Ιωάβ τή σάλπιγγι, και απέστησαν πάς ο λαός και ου κατεδίωξαν οπίσω τού Ισραήλ και ου προσέθεντο έτι τού πολεμείν. 29 και Αβεννήρ και οι άνδρες αυτού απήλθον εις δυσμάς όλην την νύκτα εκείνην και διέβαιναν τον Ιορδάνην και επορεύθησαν όλην την παρατείνουσαν και έρχονται εις την παρεμβολήν.
30 και Ιωάβ ανέστρεψεν όπισθεν από τού Αβεννήρ και συνήθροισε πάντα τον λαόν, και επεσκέπησαν των παίδων Δαυίδ εννεακαίδεκα άνδρες και Ασαήλ. 31 και οι παίδες Δαυίδ επάταξαν των υιών Βενιαμίν των ανδρών Αβεννήρ τριακοσίους εξήκοντα άνδρας παρ’ αυτού. 32 και αίρουσι τον Ασαήλ και θάπτουσιν αυτόν εν τώ τάφω τού πατρός αυτού εν Βηθλεέμ. και επορεύθη Ιωάβ και οι άνδρες οι μετ΄ αυτού όλην την νύκτα, και διέφαυσεν αυτοίς εν Χεβρών.
1 ΚΑΙ εγένετο ο πόλεμος επί πολύ ανά μέσον τού οίκου Σαούλ και ανά μέσον τού οίκου Δαυίδ· και ο οίκος Δαυίδ επορεύετο και εκραταιούτο, και ο οίκος Σαούλ επορεύετο και ησθένει. 2 Καί ετέχθησαν τώ Δαυίδ υιοί εν Χεβρών, και ήν ο πρωτότοκος αυτού Αμνών της Αχινόομ της Ιεζραηλίτιδος, 3 και ο δεύτερος αυτού Δαλουία της Αβιγαίας της Καρμηλίας, και ο τρίτος Αβεσσαλώμ υιός Μααχά θυγατρός Θολμί βασιλέως Γεσίρ, 4 και ο τέταρτος Ορνία υιός Φεγγίθ, και ο πέμπτος Σαβατία της Αβιτάλ, 5 και ο έκτος Ιεθεραάμ της Αιγλά γυναικός Δαυίδ· ούτοι ετέχθησαν τώ Δαυίδ εν Χεβρών. 6 Καί εγένετο εν τώ είναι τον πόλεμον ανά μέσον τού οίκου Σαούλ και ανά μέσον τού οίκου Δαυίδ, και Αβεννήρ ήν κρατών τού οίκου Σαούλ. 7 και τώ Σαούλ παλλακή Ρεσφά θυγάτηρ Ιάλ· και είπεν Ιεβοσθέ υιός Σαούλ προς Αβεννήρ· τι ότι εισήλθες προς την παλλακήν τού πατρός μου; 8 και εθυμώθη σφόδρα Αβεννήρ περί τού λόγου τούτου τώ Ιεβοσθέ, και είπεν Αβεννήρ προς αυτόν· μη κεφαλή κυνός εγώ ειμι; εποίησα σήμερον έλεος μετά τού οίκου Σαούλ τού πατρός σου και περί αδελφών και περί γνωρίμων και ουκ ηυτομόλησα εις τον οίκον Δαυίδ· και επιζητείς επ’ εμέ σύ υπέρ αδικίας γυναικός σήμερον; 9 τάδε ποιήσαι ο Θεός τώ Αβεννήρ και τάδε προσθείη αυτώ, ότι καθώς ώμοσε Κύριος τώ Δαυίδ, ότι ούτως ποιήσω αυτώ εν τή ημέρα ταύτη
10 περιελείν την βασιλείαν από τού οίκου Σαούλ, και τού αναστήσαι τον θρόνον Δαυίδ επί Ισραήλ και επί τον Ιούδαν από Δάν έως Βηρσαβεέ. 11 και ουκ ηδυνάσθη έτι Ιεβοσθέ αποκριθήναι τώ Αβεννήρ ρήμα από τού φοβείσθαι αυτόν. 12 Καί απέστειλεν Αβεννήρ αγγέλους προς Δαυίδ εις Θαιλάμ ού ήν, παραχρήμα λέγων· διάθου διαθήκην σου μετ΄ εμού, και ιδού η χείρ μου μετά σού επιστρέψαι προς σε πάντα τον οίκον Ισραήλ. 13 και είπε Δαυίδ· καλώς εγώ διαθήσομαι προς σε διαθήκην, πλήν λόγον ένα εγώ αιτούμαι παρά σού λέγων· ουκ όψει το πρόσωπόν μου, εάν μη αγάγης την Μελχόλ θυγατέρα Σαούλ παραγινομένου σου ιδείν το πρόσωπόν μου. 14 και εξαπέστειλε Δαυίδ προς Ιεβοσθέ υιόν Σαούλ αγγέλους λέγων· απόδος μοι την γυναίκά μου την Μελχόλ, ήν έλαβον εν εκατόν ακροβυστίαις αλλοφύλων. 15 και απέστειλεν Ιεβοσθέ και έλαβεν αυτήν παρά τού ανδρός αυτής, παρά Φαλτιήλ υιού Σελλής. 16 και επορεύετο ο ανήρ αυτής μετ’ αυτής κλαίων οπίσω αυτής έως Βαρακίμ· και είπε προς αυτόν Αβεννήρ· πορεύου, ανάστρεφε· και ανέστρεψε. 17 και είπεν Αβεννήρ προς τους πρεσβυτέρους Ισραήλ λέγων· χθές και τρίτην εζητείτε τον Δαυίδ βασιλεύειν εφ΄ υμών· 18 και νύν ποιήσατε, ότι Κύριος ελάλησε περί Δαυίδ λέγων· εν χειρί τού δούλου μου Δαυίδ σώσω τον Ισραήλ εκ χειρός αλλοφύλων και εκ χειρός πάντων των εχθρών αυτών. 19 και ελάλησεν Αβεννήρ εν τοίς ωσί Βενιαμίν. και επορεύθη Αβεννήρ τού λαλήσαι εις τα ώτα τού Δαυίδ εις Χεβρών πάντα, όσα ήρεσεν εν οφθαλμοίς Ισραήλ και εν οφθαλμοίς οίκου Βενιαμίν.
20 Καί ήλθεν Αβεννήρ προς Δαυίδ εις Χεβρών και μετ’ αυτού είκοσιν άνδρες. και εποίησε Δαυίδ τώ Αβεννήρ και τοίς ανδράσι τοίς μετ΄ αυτού πότον. 21 και είπεν Αβεννήρ προς Δαυίδ· αναστήσομαι δή και πορεύσομαι και συναθροίσω προς κύριόν μου τον βασιλέα πάντα Ισραήλ και διαθήσομαι μετ’ αυτού διαθήκην, και βασιλεύσεις επί πάσιν, οίς επιθυμεί η ψυχή σου. και απέστειλε Δαυίδ τον Αβεννήρ, και επορεύθη εν ειρήνη. 22 και ιδού οι παίδες Δαυίδ και Ιωάβ παρεγένοντο εκ της εξοδίας, και σκύλα πολλά έφερον μεθ’ εαυτών· και Αβεννήρ ουκ ήν μετά Δαυίδ εις Χεβρών, ότι απεστάλκει αυτόν και απεληλύθει εν ειρήνη. 23 και Ιωάβ και πάσα η στρατιά αυτού ήλθοσαν, και απηγγέλη τώ Ιωάβ λέγοντες· ήκει Αβεννήρ υιός Νήρ προς Δαυίδ, και απέσταλκεν αυτόν και απήλθεν εν ειρήνη. 24 και εισήλθεν Ιωάβ προς τον βασιλέα και είπε· τι τούτο εποίησας; ιδού ήλθεν Αβεννήρ προς σε, και ινατί εξαπέσταλκας αυτόν και απελήλυθεν εν ειρήνη; 25 ή ουκ οίδας την κακίαν Αβεννήρ υιού Νήρ, ότι απατήσαί σε παρεγένετο και γνώναι την έξοδόν σου και την είσοδόν σου και γνώναι άπαντα, όσα σύ ποιείς; 26 και ανέστρεψεν Ιωάβ από τού Δαυίδ και απέστειλεν αγγέλους προς Αβεννήρ οπίσω, και επιστρέφουσιν αυτόν από τού φρέατος τού Σεειράμ· και Δαυίδ ουκ ήδει. 27 και επέστρεψε τον Αβεννήρ εις Χεβρών, και εξέκλινεν αυτόν Ιωάβ εκ πλαγίων της πύλης λαλήσαι προς αυτόν ενεδρεύων και επάταξεν αυτόν εκεί εις την ψόαν, και απέθανεν εν τώ αιματι Ασαήλ τού αδελφού Ιωάβ. 28 Καί ήκουσε Δαυίδ μετά ταύτα και είπεν· αθώός ειμι εγώ και η βασιλεία μου από Κυρίου και έως αιώνος από των αιμάτων Αβεννήρ υιού Νήρ· 29 καταντησάτωσαν επί κεφαλήν Ιωάβ και επί πάντα τον οίκον τού πατρός αυτού, και μη εκλείποι εκ τού οίκου Ιωάβ γονορρυής και λεπρός και κρατών σκυτάλης και πίπτων εν ρομφαία και ελασσούμενος άρτοις.
30 Ιωάβ δε και Αβεσσά ο αδελφός αυτού διαπαρετηρούντο τον Αβεννήρ ανθ’ ών εθανάτωσε τον Ασαήλ τον αδελφόν αυτών εν Γαβαών, εν τώ πολέμω. 31 και είπε Δαυίδ προς Ιωάβ και προς πάντα τον λαόν τον μετ’ αυτού· διαρρήξατε τα ιμάτια υμών και περιζώσασθε σάκκους και κόπτεσθε έμπροσθεν Αβεννήρ· και ο βασιλεύς Δαυίδ επορεύετο οπίσω της κλίνης. 32 και θάπτουσι τον Αβεννήρ εν Χεβρών· και ήρεν ο βασιλεύς την φωνήν αυτού και έκλαυσεν επί τού τάφου αυτού, και έκλαυσε πάς ο λαός επί Αβεννήρ. 33 και εθρήνησεν ο βασιλεύς επί Αβεννήρ και είπεν· ει κατά τον θάνατον Νάβαλ αποθανείται Αβεννήρ; 34 αι χείρές σου ουκ εδέθησαν, οι πόδες σου ουκ εν πέδαις· ου προσήγαγεν ως Νάβαλ, ενώπιον υιών αδικίας έπεσας. και συνήχθη πάς ο λαός τού κλαύσαι αυτόν. 35 και ήλθε πάς ο λαός περιδειπνήσαι τον Δαυίδ άρτοις έτι ούσης ημέρας, και ώμοσε Δαυίδ λέγων· τάδε ποιήσαι μοι ο Θεός και τάδε προσθείη, ότι εάν μη δύη ο ήλιος, ου μη γεύσωμαι άρτου ή από παντός τινος. 36 και έγνω πάς ο λαός, και ήρεσεν ενώπιον αυτών πάντα, όσα εποίησεν ο βασιλεύς ενώπιον τού λαού. 37 και έγνω πάς ο λαός και πάς Ισραήλ εν τή ημέρα εκείνη, ότι ουκ εγένετο παρά τού βασιλέως θανατώσαι τον Αβεννήρ υιόν Νήρ. 38 και είπεν ο βασιλεύς προς τους παίδας αυτού· ουκ οίδατε ότι ηγούμενος μέγας πέπτωκεν εν τή ημέρα ταύτη εν τώ Ισραήλ; 39 και ότι εγώ ειμι συγγενής σήμερον και καθεσταμένος υπό βασιλέως; οι δε άνδρες ούτοι υιοί Σαρουίας σκληρότεροί μου εισιν· αποδώ Κύριος τώ ποιούντι τα πονηρά κατά την κακίαν αυτού.
1 ΚΑΙ ήκουσεν Ιεβοσθέ υιός Σαούλ ότι τέθνηκεν Αβεννήρ υιός Νήρ εν Χεβρών, και εξελύθησαν αι χείρες αυτού, και πάντες οι άνδρες Ισραήλ παρείθησαν. 2 και δύο άνδρες ηγούμενοι συστρεμμάτων τώ Ιεβοσθέ υιώ Σαούλ, όνομα τώ ενί Βαανά και όνομα τώ δευτέρω Ρηχάβ, υιοί Ρεμμών τού Βηρωθαίου εκ των υιών Βενιαμίν· ότι Βηρώθ ελογίζετο τοίς υιοίς Βενιαμίν, 3 και απέδρασαν οι Βηθωραίοι εις Γεθθαίμ και ήσαν εκεί παροικούντες έως της ημέρας ταύτης. 4 και τώ Ιωνάθαν υιώ Σαούλ υιός πεπληγώς τους πόδας· υιός ετών πέντε ούτος εν τώ ελθείν την αγγελίαν Σαούλ και Ιωνάθαν τού υιού αυτού εξ Ιεζραήλ, και ήρεν αυτόν η τιθηνός αυτού και έφυγε, και εγένετο εν τώ σπεύδειν αυτόν και αναχωρείν, και έπεσε και εχωλάνθη, και όνομα αυτώ Μεμφιβοσθέ. 5 και επορεύθησαν υιοί Ρεμμών τού Βηρωθαίου Ρεκχά και Βαανά και εισήλθον εν τώ καύματι της ημέρας εις οίκον Ιεβοσθέ. και αυτός εκάθευδεν εν τή κοίτη της μεσημβρίας, 6 και ιδού η θυρωρός τού οίκου εκάθαιρε πυρούς και ενύσταξε και εκάθευδε, και Ρεκχά και Βαανά οι αδελφοί διέλαθον 7 και εισήλθον εις τον οίκον, και Ιεβοσθέ εκάθευδεν επί της κλίνης αυτού εν τώ κοιτώνι αυτού, και τύπτουσιν αυτόν και θανατούσι και αφαιρούσι την κεφαλήν αυτού και έλαβον την κεφαλήν αυτού και απήλθον οδόν την κατά δυσμάς όλην την νύκτα. 8 και ήνεγκαν την κεφαλήν Ιεβοσθέ τώ Δαυίδ εις Χεβρών και είπαν προς τον βασιλέα· ιδού η κεφαλή Ιεβοσθέ υιού Σαούλ τού εχθρού σου, ός εζήτει την ψυχήν σου, και έδωκε Κύριος τώ κυρίω βασιλεί εκδίκησιν των εχθρών αυτού, ως η ημέρα αύτη, εκ Σαούλ τού εχθρού σου και εκ τού σπέρματος αυτού. 9 και απεκρίθη Δαυίδ τώ Ρεκχά και τώ Βαανά αδελφώ αυτού υιοίς Ρεμμών τού Βηρωθαίου και είπεν αυτοίς· ζή Κύριος, ός ελυτρώσατο την ψυχήν μου εκ πάσης θλίψεως,
10 ότι ο απαγγείλας μοι ότι τέθνηκε Σαούλ, και αυτός ήν ως ευαγγελιζόμενος ενώπιόν μου, και κατέσχον αυτόν και απέκτεινα αυτόν εν Σεκελάκ, ώ έδει με δούναι ευαγγέλια. 11 και νύν άνδρες πονηροί απεκτάγκασιν άνδρα δίκαιον εν τώ οίκω αυτού επί της κοίτης αυτού· και νύν εκζητήσω το αίμα αυτού εκ χειρός υμών και εξολοθρεύσω υμάς εκ της γής. 12 και ενετείλατο Δαυίδ τοίς παιδαρίοις αυτού και αποκτείνουσιν αυτούς και κολοβούσι τας χείρας αυτών και τους πόδας αυτών και εκρέμασαν αυτούς επί της κρήνης εν Χεβρών· και την κεφαλήν Ιεβοσθέ έθαψαν εν τώ τάφω Αβεννήρ υιού Νήρ.
1 ΚΑΙ παραγίνονται πάσαι αι φυλαί Ισραήλ προς Δαυίδ εις Χεβρών και είπαν αυτώ· ιδού οστά σου και σάρκες σου ημείς· 2 και εχθές και τρίτην όντος Σαούλ βασιλέως εφ’ ημίν, σύ ήσθα ο εξάγων και εισάγων τον Ισραήλ, και είπε Κύριος προς σε· σύ ποιμανείς τον λαόν μου τον Ισραήλ, και σύ έση εις ηγούμενον επί τον λαόν μου Ισραήλ. 3 και έρχονται πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ προς τον βασιλέα εις Χεβρών, και διέθετο αυτοίς ο βασιλεύς Δαυίδ διαθήκην εν Χεβρών ενώπιον Κυρίου, και χρίουσι τον Δαυίδ εις βασιλέα επί πάντα Ισραήλ. 4 υιός τριάκοντα ετών Δαυίδ εν τώ βασιλεύσαι αυτόν και τεσσαράκοντα έτη εβασίλευσεν, 5 επτά έτη και μήνας έξ εβασίλευσεν εν Χεβρών επί τον Ιούδαν και τριάκοντα τρία έτη εβασίλευσεν επί πάντα Ισραήλ και Ιούδαν εν Ιερουσαλήμ. 6 Καί απήλθε Δαυίδ και οι άνδρες αυτού εις Ιερουσαλήμ προς τον Ιεβουσαίον τον κατοικούντα την γήν. και ερρέθη τώ Δαυίδ· ουκ εισελεύση ώδε, ότι αντέστησαν οι τυφλοί και οι χωλοί λέγοντες ότι ουκ εισελεύσεται Δαυίδ ώδε. 7 και κατελάβετο Δαυίδ την περιοχήν Σιών (αύτη η πόλις τού Δαυίδ). 8 και είπε Δαυίδ τή ημέρα εκείνη· πάς τύπτων Ιεβουσαίον απτέσθω εν παραξιφίδι και τους χωλούς και τους τυφλούς και τους μισούντας την ψυχήν Δαυίδ· διά τούτο ερούσι· τυφλοί και χωλοί ουκ εισελεύσονται εις οίκον Κυρίου. 9 και εκάθισε Δαυίδ εν τή περιοχή, και εκλήθη αύτη η πόλις Δαυίδ· και ωκοδόμησεν αυτήν πόλιν κύκλω από της άκρας και τον οίκον αυτού.
10 και διεπορεύετο Δαυίδ πορευόμενος και μεγαλυνόμενος, και Κύριος παντοκράτωρ μετ΄ αυτού. 11 και απέστειλε Χειράμ βασιλεύς Τύρου αγγέλους προς Δαυίδ και ξύλα κέδρινα και τέκτονας ξύλων και τέκτονας λίθων και ωκοδόμησαν οίκον τώ Δαυίδ. 12 και έγνω Δαυίδ ότι ητοίμασεν αυτόν Κύριος εις βασιλέα επί Ισραήλ, και ότι επήρθη η βασιλεία αυτού διά τον λαόν αυτού Ισραήλ. 13 και έλαβε Δαυίδ έτι γυναίκας και παλλακάς εξ Ιερουσαλήμ μετά το ελθείν αυτόν εκ Χεβρών, και εγένοντο τώ Δαυίδ έτι υιοί και θυγατέρες. 14 και ταύτα τα ονόματα των γεννηθέντων αυτώ εν Ιερουσαλήμ· Σαμμούς και Σωβάβ και Νάθαν και Σαλωμών 15 και Εβεάρ και Ελισούς και Ναφέκ και Ιεφιές 16 και Ελισαμά και Ελιδαέ και Ελιφαλάθ, Σαμαέ, Ιεσσιβάθ, Νάθαν, Γαλαμαάν, Ιεβαάρ, Θεησούς, Ελιφαλάτ, Ναγέδ, Ναφέκ, Ιωνάθαν, Λεασαμύς, Βααλιμάθ, Ελιφαάθ. 17 Καί ήκουσαν οι αλλόφυλοι ότι κέχρισται Δαυίδ βασιλεύς επί Ισραήλ, και ανέβησαν πάντες οι αλλόφυλοι ζητείν τον Δαυίδ· και ήκουσε Δαυίδ και κατέβη εις την περιοχήν. 18 και οι αλλόφυλοι παραγίνονται και συνέπεσαν εις την κοιλάδα των Τιτάνων 19 και ηρώτησε Δαυίδ διά Κυρίου λέγων· ει αναβώ προς τους αλλοφύλους και παραδώσεις αυτούς εις τας χείράς μου; και είπε Κύριος προς Δαυίδ· ανάβαινε, ότι παραδιδούς παραδώσω τους αλλοφύλους εις τας χείράς σου.
20 και ήλθε Δαυίδ εκ των επάνω διακοπών και έκοψε τους αλλοφύλους εκεί, και είπε Δαυίδ· διέκοψε Κύριος τους εχθρούς αλλοφύλους ενώπιον εμού, ως διακόπτεται ύδατα· διά τούτο εκλήθη το όνομα τού τόπου εκείνου, Επάνω διακοπών. 21 και καταλιμπάνουσιν εκεί τους θεούς αυτών, και ελάβοσαν αυτούς Δαυίδ και οι άνδρες οι μετ’ αυτού. 22 και προσέθεντο έτι αλλόφυλοι τού αναβήναι και συνέπεσαν εν τή κοιλάδι των Τιτάνων. 23 και επηρώτησε Δαυίδ διά Κυρίου και είπε Κύριος· ουκ αναβήση εις συνάντησιν αυτών, αποστρέφου απ’ αυτών και παρέση αυτοίς πλησίον τού Κλαυθμώνος· 24 και έσται εν τώ ακούσαί σε την φωνήν τού συγκλεισμού από τού άλσους τού Κλαυθμώνος, τότε καταβήση προς αυτούς, ότι τότε εξελεύσεται Κύριος έμπροσθέν σου κόπτειν εν τώ πολέμω των αλλοφύλων. 25 και εποίησε Δαυίδ καθώς ενετείλατο αυτώ Κύριος, και επάταξε τους αλλοφύλους από Γαβαών έως της γής Γαζηρά.
1 ΚΑΙ συνήγαγεν έτι Δαυίδ πάντα νεανίαν εξ Ισραήλ, ως εβδομήκοντα χιλιάδας. 2 και ανέστη και επορεύθη Δαυίδ και πάς ο λαός ο μετ΄ αυτού και από των αρχόντων Ιούδα εν αναβάσει τού αναγαγείν εκείθεν την κιβωτόν τού Θεού, εφ’ ήν επεκλήθη το όνομα τού Κυρίου των δυνάμεων καθημένου επί των Χερουβίν επ’ αυτής. 3 και επεβίβασαν την κιβωτόν Κυρίου εφ’ άμαξαν καινήν και ήραν αυτήν εξ οίκου Αμιναδάβ τού εν τώ βουνώ· και Οζά και οι αδελφοί αυτού υιοί Αμιναδάβ ήγον την άμαξαν σύν τή κιβωτώ, 4 και οι αδελφοί αυτού επορεύοντο έμπροσθεν της κιβωτού. 5 και Δαυίδ και υιοί Ισραήλ παίζοντες ενώπιον Κυρίου εν οργάνοις ηρμοσμένοις εν ισχύι, και εν ωδαίς και εν κινύραις και εν νάβλαις και εν τυμπάνοις και εν κυμβάλοις και εν αυλοίς. 6 και παραγίνονται έως άλω Ναχών, και εξέτεινεν Οζά την χείρα αυτού επί την κιβωτόν τού Θεού κατασχείν αυτήν και εκράτησεν αυτήν, ότι περιέσπασεν αυτήν ο μόσχος. 7 και εθυμώθη οργή Κύριος τώ Οζά, και έπαισεν αυτόν εκεί ο Θεός, και απέθανεν εκεί παρά την κιβωτόν τού Κυρίου ενώπιον τού Θεού. 8 και ηθύμησε Δαυίδ υπέρ ού διέκοψε Κύριος διακοπήν εν τώ Οζά· και εκλήθη ο τόπος εκείνος Διακοπή Οζά έως της ημέρας ταύτης. 9 και εφοβήθη Δαυίδ τον Κύριον εν τή ημέρα εκείνη λέγων· πώς εισελεύσεται προς με η κιβωτός Κυρίου;
10 και ουκ εβούλετο Δαυίδ τού εκκλίναι προς αυτόν την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου εις την πόλιν Δαυίδ, και απέκλινεν αυτήν Δαυίδ εις οίκον Αβεδδαρά τού Γεθθαίου. 11 και εκάθισεν η κιβωτός τού Κυρίου εις οίκον Αβεδδαρά τού Γεθθαίου μήνας τρεις· και ευλόγησε Κύριος όλον τον οίκον Αβεδδαρά και πάντα τα αυτού. 12 και απηγγέλη τώ βασιλεί Δαυίδ λέγοντες· ευλόγησε Κύριος τον οίκον Αβεδδαρά και πάντα τα αυτού ένεκα της κιβωτού τού Θεού, και επορεύθη Δαυίδ και ανήγαγε την κιβωτόν τού Κυρίου εκ τού οίκου Αβεδδαρά εις την πόλιν Δαυίδ εν ευφροσύνη. 13 και ήσαν μετ’ αυτού αίροντες την κιβωτόν επτά χοροί και θύμα μόσχος και άρνες. 14 και Δαυίδ ανεκρούετο εν οργάνοις ηρμοσμένοις ενώπιον Κυρίου, και ο Δαυίδ ενδεδυκώς στολήν έξαλλον. 15 και Δαυίδ και πάς ο οίκος Ισραήλ ανήγαγον την κιβωτόν Κυρίου μετά κραυγής και μετά φωνής σάλπιγγος. 16 και εγένετο της κιβωτού παραγινομένης έως πόλεως Δαυίδ και Μελχόλ η θυγάτηρ Σαούλ διέκυπτε διά της θυρίδος και είδε τον βασιλέα Δαυίδ ορχούμενον και ανακρουόμενον ενώπιον Κυρίου και εξουδένωσεν αυτόν εν τή καρδία αυτής. 17 και φέρουσι την κιβωτόν τού Κυρίου και ανέθησαν αυτήν εις τον τόπον αυτής εις μέσον της σκηνής, ής έπηξεν αυτή Δαυίδ· και ανήνεγκε Δαυίδ ολοκαυτώματα ενώπιον Κυρίου και ειρηνικάς. 18 και συνετέλεσε Δαυίδ συναναφέρων τας ολοκαυτώσεις και τας ειρηνικάς και ευλόγησε τον λαόν εν ονόματι Κυρίου των δυνάμεων. 19 και διεμέρισε παντί τώ λαώ εις πάσαν την δύναμιν τού Ισραήλ από Δάν έως Βηρσαβεέ και από ανδρός έως γυναικός, εκάστω κολλυρίδα άρτου και εσχαρίτην και λάγανον από τηγάνου· και απήλθε πάς ο λαός έκαστος εις τον οίκον αυτού.
20 και επέστρεψε Δαυίδ ευλογήσαι τον οίκον αυτού, και εξήλθε Μελχόλ η θυγάτηρ Σαούλ εις απάντησιν Δαυίδ και ευλόγησεν αυτόν και είπε· τι δεδόξασται σήμερον ο βασιλεύς Ισραήλ, ός απεκαλύφθη σήμερον εν οφθαλμοίς παιδισκών των δούλων εαυτού, καθώς αποκαλύπτεται αποκαλυφθείς είς των ορχουμένων; 21 και είπε Δαυίδ προς Μελχόλ· ενώπιον Κυρίου ορχήσομαι· ευλογητός Κύριος, ός εξελέξατό με υπέρ τον πατέρα σου και υπέρ πάντα τον οίκον αυτού τού καταστήσαί με εις ηγούμενον επί τον λαόν αυτού επί τον Ισραήλ· και παίξομαι και ορχήσομαι ενώπιον Κυρίου 22 και αποκαλυφθήσομαι έτι ούτως και έσομαι αχρείος εν οφθαλμοίς σου και μετά των παιδισκών, ών είπάς με μη δοξασθήναι. 23 και τή Μελχόλ θυγατρί Σαούλ ουκ εγένετο παιδίον έως της ημέρας τού αποθανείν αυτήν.
1 ΚΑΙ εγένετο ότε εκάθισεν ο βασιλεύς εν τώ οίκω αυτού, και Κύριος κατεκληρονόμησεν αυτόν κύκλω από πάντων των εχθρών αυτού των κύκλω, 2 και είπεν ο βασιλεύς προς Νάθαν τον προφήτην· ιδού δή εγώ κατοικώ εν οίκω κεδρίνω, και η κιβωτός τού Θεού κάθηται εν μέσω της σκηνής. 3 και είπε Νάθαν προς τον βασιλέα· πάντα, όσα αν εν τή καρδία σου, βάδιζε και ποίει, ότι Κύριος μετά σού. 4 και εγένετο τή νυκτί εκείνη και εγένετο ρήμα Κυρίου προς Νάθαν λέγων· 5 πορεύου, και ειπόν προς τον δούλόν μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος· ου σύ οικοδομήσεις μοι οίκον τού κατοικήσαί με· 6 ότι ου κατώκηκα εν οίκω αφ’ ής ημέρας ανήγαγον τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου έως της ημέρας ταύτης και ήμην εμπεριπατών εν καταλύματι και εν σκηνή, 7 εν πάσιν, οίς διήλθον εν παντί Ισραήλ, ει λαλών ελάλησα προς μίαν φυλήν τού Ισραήλ, ώ ενετειλάμην ποιμαίνειν τον λαόν μου Ισραήλ λέγων· ινατί ουκ ωκοδομήκατέ μοι οίκον κέδρινον; 8 και νύν τάδε ερείς τώ δούλω μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· έλαβόν σε εκ της μάνδρας των προβάτων τού είναί σε εις ηγούμενον επί τον λαόν μου επί τον Ισραήλ 9 και ήμην μετά σού εν πάσιν, οίς επορεύου, και εξωλόθρευσα πάντας τους εχθρούς σου από προσώπου σου και εποίησά σε ονομαστόν κατά το όνομα των μεγάλων των επί της γής.
10 και θήσομαι τόπον τώ λαώ μου τώ Ισραήλ και καταφυτεύσω αυτόν, και κατασκηνώσει καθ’ εαυτόν και ου μεριμνήσει ουκέτι, και ου προσθήσει υιός αδικίας τού ταπεινώσαι αυτόν καθώς απ’ αρχής, 11 από των ημερών, ών έταξα κριτάς επί τον λαόν μου Ισραήλ, και αναπαύσω σε από πάντων των εχθρών σου, και απαγγελεί σοι Κύριος ότι οίκον οικοδομήσεις αυτώ. 12 και έσται εάν πληρωθώσιν αι ημέραι σου και κοιμηθήση μετά των πατέρων σου, και αναστήσω το σπέρμα σου μετά σε, ός έσται εκ της κοιλίας σου, και ετοιμάσω την βασιλείαν αυτού· 13 αυτός οικοδομήσει μοι οίκον τώ ονόματί μου, και ανορθώσω τον θρόνον αυτού έως εις τον αιώνα. 14 εγώ έσομαι αυτώ εις πατέρα, και αυτός έσται μοι εις υιόν· και εάν έλθη η αδικία αυτού, και ελέγξω αυτόν εν ράβδω ανδρών και εν αφαίς υιών ανθρώπων· 15 το δε έλεός μου ουκ αποστήσω απ’ αυτού, καθώς απέστησα αφ’ ών απέστησα εκ προσώπου μου. 16 και πιστωθήσεται ο οίκος αυτού και η βασιλεία αυτού έως αιώνος ενώπιόν μου. και ο θρόνος αυτού έσται ανωρθωμένος εις τον αιώνα. 17 κατά πάντας τους λόγους τούτους και κατά πάσαν την όρασιν ταύτην, ούτως ελάλησε Νάθαν προς Δαυίδ. 18 και εισήλθεν ο βασιλεύς Δαυίδ και εκάθισεν ενώπιον Κυρίου και είπε· τις ειμι εγώ, Κύριέ μου Κύριε, και τις ο οίκός μου, ότι ηγάπησάς με έως τούτων; 19 και κατεσμικρύνθην μικρόν ενώπιόν σου, Κύριέ μου Κύριε. και ελάλησας υπέρ τού οίκου τού δούλου σου εις μακράν· ούτος δε ο νόμος τού ανθρώπου, Κύριέ μου Κύριε.
20 και τι προσθήσει Δαυίδ έτι τού λαλήσαι προς σε; και νύν σύ οίδας τον δούλόν σου, Κύριέ μου Κύριε. 21 διά τον λόγον σου πεποίηκας, και κατά την καρδίαν σου εποίησας πάσαν την μεγαλωσύνην ταύτην γνωρίσαι τώ δούλω σου 22 ένεκεν τού μεγαλύναί σε, Κύριέ μου Κύριε, ότι ουκ έστιν ως σύ και ουκ έστι Θεός πλήν σού εν πάσιν, οίς ηκούσαμεν εν τοίς ωσίν ημών. 23 και τις ως ο λαός σου Ισραήλ έθνος άλλο εν τή γη; ως ωδήγησεν αυτόν ο Θεός τού λυτρώσασθαι αυτώ λαόν, τού θέσθαι σε όνομα, τού ποιήσαι μεγαλωσύνην και επιφάνειαν, τού εκβαλείν σε εκ προσώπου τού λαού σου, ούς ελυτρώσω σεαυτώ εξ Αιγύπτου, έθνη και σκηνώματα; 24 και ητοίμασας σεαυτώ τον λαόν σου Ισραήλ εις λαόν έως αιώνος, και σύ, Κύριε, εγένου αυτοίς εις Θεόν. 25 και νύν, Κύριέ μου Κύριε, το ρήμα, ό ελάλησας περί τού δούλου σου και τού οίκου αυτού, πίστωσον έως τού αιώνος, Κύριε παντοκράτωρ Θεέ τού Ισραήλ· και νύν καθώς ελάλησας, 26 μεγαλυνθείη το όνομά σου έως αιώνος. 27 Κύριε παντοκράτωρ Θεός Ισραήλ, απεκάλυψας το ωτίον τού δούλου σου, λέγων· οίκον οικοδομήσω σοι· διά τούτο εύρεν ο δούλός σου την καρδίαν εαυτού τού προσεύξασθαι προς σε την προσευχήν ταύτην. 28 και νύν, Κύριέ μου Κύριε, σύ εί ο Θεός, και οι λόγοι σου έσονται αληθινοί, και ελάλησας υπέρ τού δούλου σου τα αγαθά ταύτα· 29 και νύν άρξαι και ευλόγησον τον οίκον τού δούλου σου τού είναι εις τον αιώνα ενώπιόν σου, ότι σύ, Κύριέ μου Κύριε, ελάλησας, και από της ευλογίας σου ευλογηθήσεται ο οίκος τού δούλου σου τού είναι εις τον αιώνα.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά ταύτα και επάταξε Δαυίδ τους αλλοφύλους και ετροπώσατο αυτούς· και έλαβε Δαυίδ την αφωρισμένην εκ χειρός των αλλοφύλων. 2 και επάταξε Δαυίδ την Μωάβ και διεμέτρησεν αυτούς εν σχοινίοις κοιμίσας αυτούς επί την γήν, και εγένετο τα δύο σχοινίσματα τού θανατώσαι, και τα δύο σχοινίσματα εζώγρησε, και εγένετο Μωάβ τώ Δαυίδ εις δούλους φέροντας ξένια. 3 και επάταξε Δαυίδ τον Αδρααζάρ υιόν Ραάβ, βασιλέα Σουβά, πορευομένου αυτού επιστήσαι την χείρα αυτού επί τον ποταμόν Ευφράτην. 4 και προκατελάβετο Δαυίδ των αυτού χίλια άρματα και επτά χιλιάδας ιππέων και είκοσι χιλιάδας ανδρών πεζών, και παρέλυσε Δαυίδ πάντα τα άρματα και υπελίπετο εαυτώ εκατόν άρματα. 5 και παραγίνεται Συρία Δαμασκού βοηθήσαι τώ Αδρααζάρ βασιλεί Σουβά, και επάταξε Δαυίδ εν τώ Σύρω είκοσι δύο χιλιάδας ανδρών. 6 και έθετο Δαυίδ φρουράν εν Συρία τή κατά Δαμασκόν, και εγένετο ο Σύρος τώ Δαυίδ εις δούλους φέροντας ξένια. και έσωσε Κύριος τον Δαυίδ εν πάσιν, οίς επορεύετο. 7 και έλαβε Δαυίδ τους χλιδώνας τους χρυσούς, οί ήσαν επί των παίδων των Αδρααζάρ βασιλέως Σουβά, και ήνεγκεν αυτά εις Ιερουσαλήμ· και έλαβεν αυτά Σουσακίμ βασιλεύς Αιγύπτου εν τώ αναβήναι αυτόν εις Ιερουσαλήμ εν ημέραις Ροβοάμ υιού Σολομώντος. 8 και εκ της Μασβάκ και εκ των εκλεκτών πόλεων τού Αδρααζάρ έλαβεν ο βασιλεύς Δαυίδ χαλκόν πολύν σφόδρα· εν αυτώ εποίησε Σολομών την θάλασσαν την χαλκήν και τους στύλους και τους λουτήρας και πάντα τα σκεύη. 9 και ήκουσε Θοού ο βασιλεύς Ημάθ ότι επάταξε Δαυίδ πάσαν την δύναμιν Αδρααζάρ,
10 και απέστειλε Θοού Ιεδδουράν τον υιόν αυτού προς βασιλέα Δαυίδ ερωτήσαι αυτόν τα εις ειρήνην και ευλογήσαι αυτόν υπέρ ού επολέμησε τον Αδρααζάρ και επάταξεν αυτόν, ότι αντικείμενος ήν τώ Αδρααζάρ, και εν ταίς χερσίν αυτού ήσαν σκεύη αργυρά και σκεύη χρυσά και σκεύη χαλκά. 11 και ταύτα ηγίασεν ο βασιλεύς Δαυίδ τώ Κυρίω μετά τού αργυρίου και μετά τού χρυσίου, ού ηγίασεν εκ πασών των πόλεων, ών κατεδυνάστευσεν, 12 εκ της Ιδουμαίας και εκ της Μωάβ και εκ των υιών Αμμών και εκ των αλλοφύλων και εξ Αμαλήκ και εκ των σκύλων Αδρααζάρ υιού Ραάβ βασιλέως Σουβά. 13 και εποίησε Δαυίδ όνομα· και εν τώ ανακάμπτειν αυτόν επάταξε την Ιδουμαίαν εν Γεβελέμ εις οκτωκαίδεκα χιλιάδας. 14 και έθετο εν τή Ιδουμαία φρουράν, εν πάση τή Ιδουμαία, και εγένοντο πάντες οι Ιδουμαίοι δούλοι τώ βασιλεί. και έσωσε Κύριος τον Δαυίδ εν πάσιν, οίς επορεύετο. 15 και εβασίλευσε Δαυίδ επί πάντα Ισραήλ. και ήν Δαυίδ ποιών κρίμα και δικαιοσύνην επί πάντα τον λαόν αυτού. 16 και Ιωάβ υιός Σαρουίας επί της στρατιάς και Ιωσαφάτ υιός Αχιάδ επί των υπομνημάτων, 17 και Σαδούκ υιός Αχιτώβ και Αχιμέλεχ υιός Αβιάθαρ ιερείς, και Ασά ο γραμματεύς, 18 και Βαναίας υιός Ιωδαέ σύμβουλος, και ο Χελεθθί και ο Φελεττί· και οι υιοί Δαυίδ αυλάρχαι ήσαν.
1 ΚΑΙ είπε Δαυίδ· ει έστιν έτι υπολελειμμένος εν τώ οίκω Σαούλ και ποιήσω μετ’ αυτού έλεος ένεκεν Ιωνάθαν; 2 και εκ τού οίκου Σαούλ ήν παίς, και όνομα αυτώ Σιβά, και καλούσιν αυτόν προς Δαυίδ· και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς· σύ εί Σιβά; και είπεν· εγώ δούλος σός. 3 και είπεν ο βασιλεύς· ει υπολέλειπται εκ τού οίκου Σαούλ έτι ανήρ και ποιήσω μετ΄ αυτού έλεος Θεού; και είπε Σιβά προς τον βασιλέα· έτι εστίν υιός τώ Ιωνάθαν πεπληγώς τους πόδας. 4 και είπεν ο βασιλεύς· που ούτος; και είπε Σιβά προς τον βασιλέα· ιδού εν οίκω Μαχίρ υιού Αμιήλ εκ της Λαδάβαρ. 5 και απέστειλεν ο βασιλεύς Δαυίδ και έλαβεν αυτόν εκ τού οίκου Μαχίρ υιού Αμιήλ εκ της Λαδάβαρ. 6 και παραγίνεται Μεμφιβοσθέ υιός Ιωνάθαν υιού Σαούλ προς τον βασιλέα Δαυίδ και έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και προσεκύνησεν αυτώ. και είπεν αυτώ Δαυίδ· Μεμφιβοσθέ· και είπεν· ιδού ο δούλός σου. 7 και είπεν αυτώ Δαυίδ· μη φοβού, ότι ποιών ποιήσω μετά σού έλεος διά Ιωνάθαν τον πατέρα σου και αποκαταστήσω σοι πάντα αγρόν Σαούλ πατρός τού πατρός σου, και σύ φαγή άρτον επί της τραπέζης μου διαπαντός. 8 και προσεκύνησε Μεμφιβοσθέ και είπε· τις ειμι ο δούλός σου, ότι επέβλεψας επί τον κύνα τον τεθνηκότα τον όμοιον εμοί; 9 και εκάλεσεν ο βασιλεύς Σιβά το παιδάριον Σαούλ και είπε προς αυτόν· πάντα όσα εστί τώ Σαούλ και όλω τώ οίκω αυτού δέδωκα τώ υιώ τού κυρίου σου·
10 και εργά αυτώ την γήν, σύ και οι υιοί σου και οι δούλοί σου, και εισοίσεις τώ υιώ τού κυρίου σου άρτους, και έδεται αυτούς· και Μεμφιβοσθέ υιός τού κυρίου σου φάγεται διαπαντός άρτον επί της τραπέζης μου. (και τώ Σιβά ήσαν πεντεκαίδεκα υιοί και είκοσι δούλοι). 11 και είπε Σιβά προς τον βασιλέα· κατά πάντα, όσα εντέταλται ο κύριός μου ο βασιλεύς τώ δούλω αυτού, ούτω ποιήσει ο δούλός σου· και Μεμφιβοσθέ ήσθιεν επί της τραπέζης Δαυίδ καθώς είς των υιών αυτού τού βασιλέως. 12 και τώ Μεμφιβοσθέ υιός μικρός ήν, και όνομα αυτώ Μιχά. και πάσα η κατοίκησις τού οίκου Σιβά δούλοι τού Μεμφιβοσθέ. 13 και Μεμφιβοσθέ κατώκει εν Ιερουσαλήμ, ότι επί της τραπέζης τού βασιλέως αυτός διαπαντός ήσθιε· και αυτός ήν χωλός αμφοτέροις τοίς ποσίν αυτού.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά ταύτα και απέθανε βασιλεύς υιών Αμμών, και εβασίλευσεν Αννών υιός αυτού αντ' αυτού. 2 και είπε Δαυίδ· ποιήσω έλεος μετά Αννών υιού Ναάς, ον τρόπον εποίησεν ο πατήρ αυτού μετ' αυτού έλεος· και απέστειλε Δαυίδ παρακαλέσαι αυτόν εν χειρί των δούλων αυτού περί τού πατρός αυτού. και παρεγένοντο οι παίδες Δαυίδ εις την γήν υιών Αμμών. 3 και είπον οι άρχοντες υιών Αμμών προς Αννών τον κύριον αυτών· μη παρά το δοξάζειν Δαυίδ τον πατέρα σου ενώπιόν σου, ότι απέστειλέ σοι παρακαλούντας; αλλ' ουχί όπως ερευνήσωσι την πόλιν και κατασκοπήσωσιν αυτήν και τού κατασκέψασθαι αυτήν απέστειλε Δαυίδ τους παίδας αυτού προς σε; 4 και έλαβεν Αννών τους παίδας Δαυίδ και εξύρησε τους πώγωνας αυτών και απέκοψε τους μανδύας αυτών εν τώ ημίσει έως των ισχίων αυτών και εξαπέστειλεν αυτούς. 5 και απήγγειλαν τώ Δαυίδ υπέρ των ανδρών, και απέστειλεν εις απαντήν αυτών, ότι ήσαν οι άνδρες ητιμασμένοι σφόδρα· και είπεν ο βασιλεύς· καθίσατε εν Ιεριχώ έως τού ανατείλαι τους πώγωνας υμών, και επιστραφήσεσθε. 6 και είδον οι υιοί Αμμών, ότι κατησχύνθησαν ο λαός Δαυίδ, και απέστειλαν οι υιοί Αμμών και εμισθώσαντο την Συρίαν Βαιθραάμ και την Συρίαν Σουβά, είκοσι χιλιάδας πεζών, και τον βασιλέα Μααχά, χιλίους άνδρας, και Ιστώβ, δώδεκα χιλιάδας ανδρών. 7 και ήκουσε Δαυίδ, και απέστειλε τον Ιωάβ και πάσαν την δύναμιν, τους δυνατούς. 8 και εξήλθον οι υιοί Αμμών και παρετάξαντο πόλεμον παρά τή θύρα της πύλης Συρίας Σουβά και Ροώβ και Ιστώβ και Μααχά μόνοι εν αγρώ. 9 και είδεν Ιωάβ ότι εγενήθη προς αυτόν αντιπρόσωπον τού πολέμου, εκ τού κατά πρόσωπον εξεναντίας και εκ τού όπισθεν, και επελέξατο εκ πάντων των νεανιών Ισραήλ, και παρετάξαντο εξεναντίας Συρίας.
10 και το κατάλοιπον τού λαού έδωκεν εν χειρί Αβεσσά τού αδελφού αυτού, και παρετάξαντο εξεναντίας υιών Αμμών. 11 και είπεν· εάν κραταιωθή Συρία υπέρ εμέ, και έσεσθέ μοι εις σωτηρίαν, και εάν κραταιωθώσιν υιοί Αμμών υπέρ σε, και εσόμεθα τού σώσαί σε· 12 ανδρίζου και κραταιωθώμεν υπέρ τού λαού ημών και περί των πόλεων τού Θεού ημών, και Κύριος ποιήσει το αγαθόν εν οφθαλμοίς αυτού. 13 και προσήλθεν Ιωάβ και ο λαός αυτού μετ' αυτού εις πόλεμον προς Συρίαν, και έφυγαν από προσώπου αυτού. 14 και οι υιοί Αμμών είδαν ότι έφυγε Συρία, και έφυγαν από προσώπου Αβεσσά και εισήλθον εις την πόλιν. και ανέστρεψεν Ιωάβ από των υιών Αμμών και παρεγένετο εις Ιερουσαλήμ. 15 και είδε Συρία ότι έπταισεν έμπροσθεν Ισραήλ, και συνήχθησαν επί το αυτό. 16 και απέστειλεν Αδρααζάρ και συνήγαγε την Συρίαν την εκ τού πέραν τού ποταμού Χαλαμάκ, και παρεγένοντο εις Αιλάμ, και Σωβάκ άρχων της δυνάμεως Αδρααζάρ έμπροσθεν αυτών. 17 και απηγγέλη τώ Δαυίδ, και συνήγαγε τον πάντα Ισραήλ και διέβη τον Ιορδάνην και παρεγένετο εις Αιλάμ· και παρετάξατο Συρία απέναντι Δαυίδ, και επολέμησαν μετ' αυτού. 18 και έφυγε Συρία από προσώπου Ισραήλ, και ανείλε Δαυίδ εκ της Συρίας επτακόσια άρματα και τεσσαράκοντα χιλιάδας ιππέων· και τον Σωβάκ τον άρχοντα της δυνάμεως αυτού επάταξε, και απέθανεν εκεί. 19 και είδαν πάντες οι βασιλείς οι δούλοι Αδρααζάρ ότι έπταισαν έμπροσθεν Ισραήλ, και ηυτομόλησαν μετά Ισραήλ και εδούλευσαν αυτοίς. και εφοβήθη Συρία τού σώσαι έτι τους υιούς Αμμών.
1 ΚΑΙ εγένετο επιστρέψαντος τού ενιαυτού εις τον καιρόν της εξοδίας των βασιλέων, και απέστειλε Δαυίδ τον Ιωάβ και τους παίδας αυτού μετ' αυτού και τον πάντα Ισραήλ, και διέφθειραν τους υιούς Αμμών και διεκάθισαν επί Ραββάθ· και Δαυίδ εκάθισεν εν Ιερουσαλήμ. 2 και εγένετο προς εσπέραν και ανέστη Δαυίδ από της κοίτης αυτού και περιεπάτει επί τού δώματος τού οίκου τού βασιλέως και είδε γυναίκα λουομένην από τού δώματος, και η γυνή καλή τώ είδει σφόδρα. 3 και απέστειλε Δαυίδ και εζήτησε την γυναίκα και είπεν· ουχί αύτη Βηρσαβεέ θυγάτηρ Ελιάβ γυνή Ουρίου τού Χετταίου; 4 και απέστειλε Δαυίδ αγγέλους και έλαβεν αυτήν, και εισήλθε προς αυτήν, και εκοιμήθη μετ' αυτής, και αυτή αγιαζομένη από ακαθαρσίας αυτής, και απέστρεψεν εις τον οίκον αυτής. 5 και εν γαστρί έλαβεν η γυνή· και αποστείλασα απήγγειλε τώ Δαυίδ και είπεν· εγώ ειμι εν γαστρί έχω. 6 και απέστειλε Δαυίδ προς Ιωάβ λέγων· απόστειλον προς με τον Ουρίαν τον Χετταίον· και απέστειλεν Ιωάβ τον Ουρίαν προς Δαυίδ. 7 και παραγίνεται Ουρίας και εισήλθε προς αυτόν, και επηρώτησε Δαυίδ εις ειρήνην Ιωάβ και εις ειρήνην τού λαού και εις ειρήνην τού πολέμου. 8 και είπε Δαυίδ τώ Ουρία· κατάβηθι εις τον οίκόν σου και νίψαι τους πόδας σου· και εξήλθεν Ουρίας εξ οίκου τού βασιλέως, και εξήλθεν οπίσω αυτού άρσις τού βασιλέως. 9 και εκοιμήθη Ουρίας παρά τή θύρα τού βασιλέως μετά των δούλων τού κυρίου αυτού και ου κατέβη εις τον οίκον αυτού.
10 και ανήγγειλαν τώ Δαυίδ λέγοντες, ότι ου κατέβη Ουρίας εις τον οίκον αυτού. και είπε Δαυίδ προς Ουρίαν· ουχί εξ οδού σύ έρχη; τι ότι ου κατέβης εις τον οίκόν σου; 11 και είπεν Ουρίας προς Δαυίδ· η κιβωτός και Ισραήλ και Ιούδας κατοικούσιν εν σκηναίς, και ο κύριός μου Ιωάβ και οι δούλοι τού κυρίου μου επί πρόσωπον τού αγρού παρεμβάλλουσι· και εγώ εισελεύσομαι εις τον οίκόν μου τού φαγείν και πιείν και κοιμηθήναι μετά της γυναικός μου; πώς; ζή η ψυχή σου, ει ποιήσω το ρήμα τούτο. 12 και είπε Δαυίδ προς Ουρίαν· κάθισον ενταύθα και γε σήμερον, και αύριον εξαποστελώ σε. και εκάθισεν Ουρίας εν Ιερουσαλήμ εν τή ημέρα εκείνη και τή επαύριον. 13 και εκάλεσεν αυτόν Δαυίδ, και έφαγεν ενώπιον αυτού και έπιε και εμέθυσεν αυτόν· και εξήλθεν εσπέρας τού κοιμηθήναι επί της κοίτης αυτού μετά των δούλων τού κυρίου αυτού, και εις τον οίκον αυτού ου κατέβη. 14 και εγένετο πρωί και έγραψε Δαυίδ βιβλίον προς Ιωάβ και απέστειλεν εν χειρί Ουρίου. 15 και έγραψεν εν βιβλίω λέγων· εισάγαγε τον Ουρίαν εξ εναντίας τού πολέμου τού κραταιού, και αποστραφήσεσθε από όπισθεν αυτού, και πληγήσεται από όπισθεν αυτού, και πληγήσεται και αποθανείται. 16 και εγενήθη εν τώ φυλάσσειν Ιωάβ επί την πόλιν και έθηκε τον Ουρίαν εις τον τόπον, ού ήδει ότι άνδρες δυνάμεως εκεί. 17 και εξήλθον οι άνδρες της πόλεως και επολέμουν μετά Ιωάβ, και έπεσαν εκ τού λαού εκ των δούλων Δαυίδ, και απέθανε και γε Ουρίας ο Χετταίος. 18 και απέστειλεν Ιωάβ και απήγγειλε τώ Δαυίδ πάντας τους λόγους τού πολέμου λαλήσαι προς τον βασιλέα 19 και ενετείλατο τώ αγγέλω λέγων· εν τώ συντελέσαι πάντας τους λόγους τού πολέμου λαλήσαι προς τον βασιλέα
20 και έσται εάν αναβή ο θυμός τού βασιλέως, και είπη σοι· τι ότι ηγγίσατε προς την πόλιν πολεμήσαι; ουκ ήδειτε ότι τοξεύσουσιν απάνωθεν τού τείχους; 21 τις επάταξε τον Αβιμέλεχ υιόν Ιεροβάαλ υιού Νήρ; ουχί γυνή έρριψε κλάσμα μύλου επ' αυτόν από άνωθεν τού τείχους και απέθανεν εν Θαμασί; ινατί προσηγάγετε προς το τείχος; και ερείς· και γε ο δούλός σου Ουρίας ο Χετταίος απέθανε. 22 και επορεύθη ο άγγελος Ιωάβ προς τον βασιλέα εις Ιερουσαλήμ, και παρεγένετο και απήγγειλε τώ Δαυίδ πάντα, όσα απήγγειλεν αυτώ Ιωάβ πάντα τα ρήματα τού πολέμου. και εθυμώθη Δαυίδ προς Ιωάβ και είπε προς τον άγγελον· ινατί προσηγάγετε προς την πόλιν τού πολεμήσαι; ουκ ήδειτε ότι πληγήσεσθε από τού τείχους; τις επάταξε τον Αβιμέλεχ υιόν Ιεροβάαλ; ουχί γυνή έρριψεν επ' αυτόν κλάσμα μύλου από τού τείχους και απέθανεν εν Θαμασί; ινατί προσηγάγετε προς το τείχος; 23 και είπεν ο άγγελος προς Δαυίδ ότι εκραταίωσαν εφ' ημάς οι άνδρες και εξήλθαν εφ’ ημάς εις τον αγρόν, και εγενήθημεν επ' αυτούς έως της θύρας της πύλης, 24 και ετόξευσαν οι τοξεύοντες προς τους παίδάς σου απάνωθεν τού τείχους, και απέθανον των παίδων τού βασιλέως, και γε ο δούλος σου Ουρίας ο Χετταίος απέθανε. 25 και είπε Δαυίδ προς τον άγγελον· τάδε ερείς προς Ιωάβ· μη πονηρόν έστω εν οφθαλμοίς σου το ρήμα τούτο, ότι ποτέ μέν ούτως και ποτέ ούτως φάγεται η μάχαιρα· κραταίωσον τον πόλεμόν σου εις την πόλιν και κατάσπασον αυτήν και κραταίωσον αυτήν. 26 και ήκουσεν η γυνή Ουρίου ότι απέθανεν Ουρίας ο ανήρ αυτής, και εκόψατο τον άνδρα αυτής. 27 και διήλθε το πένθος και απέστειλε Δαυίδ, και συνήγαγεν αυτήν εις τον οίκον αυτού, και εγενήθη αυτώ εις γυναίκα, και έτεκεν αυτώ υιόν. και πονηρόν εφάνη το ρήμα, ό εποίησε Δαυίδ, εν οφθαλμοίς Κυρίου.
1 ΚΑΙ απέστειλε Κύριος τον Νάθαν τον προφήτην προς Δαυίδ, και εισήλθε προς αυτόν και είπεν αυτώ· δύο ήσαν άνδρες εν πόλει μια, είς πλούσιος, και είς πένης· 2 και τώ πλουσίω ήν ποίμνια και βουκόλια πολλά σφόδρα, 3 και τώ πένητι ουδέν αλλ' ή αμνάς μία μικρά, ήν εκτήσατο και περιεποίησατο και εξέθρεψεν αυτήν και ηδρύνθη μετ' αυτού και μετά των υιών αυτού επί το αυτό, εκ τού άρτου αυτού ήσθιε και εκ τού ποτηρίου αυτού έπινε και εν τώ κόλπω αυτού εκάθευδε και ήν αυτώ ως θυγάτηρ· 4 και ήλθε πάροδος τώ ανδρί τώ πλουσίω, και εφείσατο λαβείν εκ των ποιμνίων αυτού και εκ των βουκολίων αυτού τού ποιήσαι τώ ξένω οδοιπόρω τώ ελθόντι προς αυτόν και έλαβε την αμνάδα τού πένητος και εποίησεν αυτήν τώ ανδρί τώ ελθόντι προς αυτόν. 5 και εθυμώθη οργή Δαυίδ σφόδρα τώ ανδρί, και είπε Δαυίδ προς Νάθαν· ζή Κύριος, ότι υιός θανάτου ο ανήρ ο ποιήσας τούτο 6 και την αμνάδα αποτίσει επταπλασίονα, ανθ' ών ότι εποίησε το ρήμα τούτο και περί ού ουκ εφείσατο. 7 και είπε Νάθαν προς Δαυίδ· σύ εί ο ανήρ ο ποιήσας τούτο· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· εγώ ειμι ο χρίσας σε εις βασιλέα επί Ισραήλ, και εγώ ειμι ερρυσάμην σε εκ χειρός Σαούλ 8 και έδωκά σοι τον οίκον τού κυρίου σου και τας γυναίκας τού κυρίου σου εν τώ κόλπω σου και έδωκά σοι τον οίκον Ισραήλ και Ιούδα· και ει μικρόν εστι, προσθήσω σοι κατά ταύτα. 9 τι ότι εφαύλισας τον λόγον Κυρίου τού ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς αυτού; τον Ουρίαν τον Χετταίον επάταξας εν ρομφαία και την γυναίκα αυτού έλαβες σεαυτώ εις γυναίκα και αυτόν απέκτεινας εν ρομφαία υιών Αμμών.
10 και νύν ουκ αποστήσεται ρομφαία εκ τού οίκου σου έως αιώνος ανθ' ών ότι εξουδένωσάς με και έλαβες την γυναίκα τού Ουρίου τού Χετταίου τού είναί σοι εις γυναίκα. 11 τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ εξεγείρω επί σε κακά εκ τού οίκου σου και λήψομαι τας γυναίκάς σου κατ' οφθαλμούς σου και δώσω τώ πλησίον σου, και κοιμηθήσεται μετά των γυναικών σου εναντίον τού ηλίου τούτου· 12 ότι σύ εποίησας κρυβή, καγώ ποιήσω το ρήμα τούτο εναντίον παντός Ισραήλ και απέναντι τού ηλίου τούτου. 13 και είπε Δαυίδ τώ Νάθαν· ημάρτηκα τώ Κυρίω. και είπε Νάθαν προς Δαυίδ· και Κύριος παρεβίβασε το αμάρτημά σου, ου μη αποθάνης· 14 πλήν ότι παροργίζων παρώργισας τους εχθρούς Κυρίου εν τώ ρήματι τούτω, και γε ο υιός σου ο τεχθείς σοι θανάτω αποθανείται. 15 και απήλθε Νάθαν εις τον οίκον αυτού. και έθραυσε Κύριος το παιδίον, ό έτεκεν η γυνή Ουρίου τού Χετταίου τώ Δαυίδ, και ηρρώστησε. 16 και εζήτησε Δαυίδ τον Θεόν περί τού παιδαρίου, και ενήστευσε Δαυίδ νηστείαν και εισήλθε και ηυλίσθη εν σάκκω επί της γής. 17 και ανέστησαν επ' αυτόν οι πρεσβύτεροι τού οίκου αυτού εγείραι αυτόν από της γής, και ουκ ηθέλησε και ου συνέφαγεν αυτοίς άρτον. 18 και εγένετο εν τή ημέρα τή εβδόμη και απέθανε το παιδάριον· και εφοβήθησαν οι δούλοι Δαυίδ αναγγείλαι αυτώ ότι τέθνηκε το παιδάριον, ότι είπαν· ιδού εν τώ το παιδάριον έτι ζήν ελαλήσαμεν προς αυτόν, και ουκ εισήκουσε της φωνής ημών· και πώς είπωμεν προς αυτόν ότι τέθνηκε το παιδάριον; και ποιήσει κακά. 19 και συνήκε Δαυίδ ότι οι παίδες αυτού ψιθυρίζουσι, και ενόησε Δαυίδ ότι τέθνηκε το παιδάριον· και είπε Δαυίδ προς τους παίδας αυτού· ει τέθνηκε το παιδάριον; και είπαν· τέθνηκε.
20 και ανέστη Δαυίδ εκ της γής και ελούσατο και ηλείψατο και ήλλαξε τα ιμάτια αυτού και εισήλθεν εις τον οίκον τού Θεού και προσεκύνησεν αυτώ· και εισήλθεν εις τον οίκον αυτού, και ήτησεν άρτον φαγείν και παρέθηκαν αυτώ άρτον, και έφαγε. 21 και είπαν οι παίδες αυτού προς αυτόν· τι το ρήμα τούτο, ό εποίησας ένεκα τού παιδαρίου; έτι ζώντος ενήστευες και έκλαιες και ηγρύπνεις, και ηνίκα απέθανε το παιδάριον, ανέστης και έφαγες άρτον και πέπωκας; 22 και είπε Δαυίδ· εν τώ το παιδάριον έτι ζήν ενήστευσα και έκλαυσα, ότι είπα· τις οίδεν ει ελεήσει με Κύριος και ζήσεται το παιδάριον; 23 και νύν τέθνηκεν· ινατί τούτο εγώ νηστεύω; μη δυνήσομαι επιστρέψαι αυτόν έτι; εγώ πορεύσομαι προς αυτόν, και αυτός ουκ αναστρέψει προς με. 24 και παρεκάλεσε Δαυίδ Βηρσαβεέ την γυναίκα αυτού και εισήλθε προς αυτήν και εκοιμήθη μετ' αυτής και συνέλαβε και έτεκεν υιόν, και εκάλεσε το όνομα αυτού Σαλωμών, και Κύριος ηγάπησεν αυτόν. 25 και απέστειλεν εν χειρί Νάθαν τού προφήτου, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιεδεδί, ένεκεν Κυρίου. 26 Καί επολέμησεν Ιωάβ εν Ραββάθ υιών Αμμών και κατέλαβε την πόλιν της βασιλείας. 27 και απέστειλεν Ιωάβ αγγέλους προς Δαυίδ και είπεν· επολέμησα εν Ραββάθ και κατελαβόμην την πόλιν των υδάτων· 28 και νύν συνάγαγε το κατάλοιπον τού λαού και παρέμβαλε επί την πόλιν και προκαταλαβού αυτήν, ίνα μη προκαταλάβωμαι εγώ την πόλιν και κληθή το όνομά μου επ' αυτήν. 29 και συνήγαγε Δαυίδ πάντα τον λαόν και επορεύθη εις Ραββάθ και επολέμησεν εν αυτή και κατελάβετο αυτήν.
30 και έλαβε τον στέφανον Μολχόμ τού βασιλέως αυτών από της κεφαλής αυτού, και ο σταθμός αυτού τάλαντον χρυσίου και λίθου τιμίου, και ήν επί της κεφαλής Δαυίδ· και σκύλα της πόλεως εξήνεγκε πολλά σφόδρα. 31 και τον λαόν τον όντα εν αυτή εξήγαγε και έθηκεν εν τώ πρίονι και εν τοίς τριβόλοις τοίς σιδηροίς και υποτομεύσι σιδηροίς και διήγαγεν αυτούς διά τού πλινθείου· και ούτως εποίησε πάσαις ταίς πόλεσιν υιών Αμμών. και επέστρεψε Δαυίδ και πάς ο λαός εις Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ εγενήθη μετά ταύτα και τώ Αβεσσαλώμ υιώ Δαυίδ αδελφή καλή τώ είδει σφόδρα, και όνομα αυτή Θημάρ, και ηγάπησεν αυτήν Αμνών υιός Δαυίδ. 2 και εθλίβετο Αμνών ώστε αρρωστείν διά Θημάρ την αδελφήν αυτού, ότι παρθένος ήν αύτη, και υπέρογκον εν οφθαλμοίς Αμνών τού ποιήσαί τι αυτή. 3 και ήν τώ Αμνών εταίρος, και όνομα αυτώ Ιωναδάβ, υιός Σαμαά τού αδελφού Δαυίδ· και Ιωναδάβ ανήρ σοφός σφόδρα. 4 και είπεν αυτώ· τι σοι ότι σύ ούτως ασθενής, υιέ τού βασιλέως, το πρωί πρωί; ουκ απαγγέλλεις μοι; και είπεν αυτώ Αμνών· Θημάρ την αδελφήν Αβεσσαλώμ τού αδελφού μου εγώ αγαπώ. 5 και είπεν αυτώ Ιωναδάβ· κοιμήθητι επί της κοίτης σου και μαλακίσθητι, και εισελεύσεται ο πατήρ σου τού ιδείν σε, και ερείς προς αυτόν· ελθέτω δή Θημάρ η αδελφή μου και ψωμισάτω με και ποιησάτω κατ' οφθαλμούς μου βρώμα, όπως ίδω και φάγω εκ των χειρών αυτής. 6 και εκοιμήθη Αμνών και ηρρώστησε, και εισήλθεν ο βασιλεύς ιδείν αυτόν, και είπεν Αμνών προς τον βασιλέα· ελθέτω δή Θημάρ η αδελφή μου προς με και κολλυρισάτω εν οφθαλμοίς μου δύο κολλυρίδας, και φάγομαι εκ της χειρός αυτής. 7 και απέστειλε Δαυίδ προς Θημάρ εις τον οίκον λέγων· πορεύθητι δή εις τον οίκον τού αδελφού σου και ποίησον αυτώ βρώμα. 8 και επορεύθη Θημάρ εις τον οίκον Αμνών αδελφού αυτής, και αυτός κοιμώμενος. και έλαβε το σταίς και εφύρασε και εκολλύρισε κατ' οφθαλμούς αυτού και ήψησε τας κολλυρίδας· 9 και έλαβε το τήγανον και κατεκένωσεν ενώπιον αυτού, και ουκ ηθέλησε φαγείν. και είπεν Αμνών· εξαγάγετε πάντα άνδρα από επάνωθέν μου· και εξήγαγον πάντα άνδρα επάνωθεν αυτού.
10 και είπεν Αμνών προς Θημάρ· εισένεγκε το βρώμα εις το ταμιείον, και φάγομαι εκ της χειρός σου. και έλαβε Θημάρ τας κολλυρίδας, ας εποίησε, και εισήνεγκε τώ Αμνών αδελφώ αυτής εις τον κοιτώνα 11 και προσήγαγεν αυτώ τού φαγείν, και επελάβετο αυτής και είπεν αυτή· δεύρο κοιμήθητι μετ' εμού, αδελφή μου. 12 και είπεν αυτώ· μη, αδελφέ μου· μη ταπεινώσης με, διότι ου ποιηθήσεται ούτως εν Ισραήλ, μη ποιήσης την αφροσύνην ταύτην· 13 και εγώ που αποίσω το όνειδός μου; και σύ έση ως είς των αφρόνων εν Ισραήλ· και νύν λάλησον δή προς τον βασιλέα, ότι ου μη κωλύση με από σού. 14 και ουκ ηθέλησεν Αμνών τού ακούσαι της φωνής αυτής και εκραταίωσεν υπέρ αυτήν και εταπείνωσεν αυτήν και εκοιμήθη μετ' αυτής. 15 και εμίσησεν αυτήν Αμνών μίσος μέγα σφόδρα, ότι μέγα το μίσος, ό εμίσησεν αυτήν υπέρ την αγάπην, ήν ηγάπησεν αυτήν. και είπεν αυτή Αμνών· ανάστηθι και πορεύου. 16 και είπεν αυτώ Θημάρ· μη, αδελφέ, ότι μεγάλη η κακία η εσχάτη υπέρ την πρώτην, ήν εποίησας μετ' εμού τού εξαποστείλαί με. και ουκ ηθέλησεν Αμνών ακούσαι της φωνής αυτής. 17 και εκάλεσε το παιδάριον αυτού τον προεστηκότα τού οίκου και είπεν αυτώ· εξαποστείλατε δή ταύτην απ' εμού έξω και απόκλεισον την θύραν οπίσω αυτής. 18 και επ' αυτής ήν χιτών καρπωτός, ότι ούτως ενεδιδύσκοντο αι θυγατέρες τού βασιλέως αι παρθένοι τους επενδύτας αυτών· και εξήγαγεν αυτήν ο λειτουργός αυτού έξω και απέκλεισε την θύραν οπίσω αυτής. 19 και έλαβε Θημάρ σποδόν και επέθηκεν επί την κεφαλήν αυτής και τον χιτώνα τον καρπωτόν τον επ' αυτής διέρρηξε και επέθηκε τας χείρας αυτής επί την κεφαλήν αυτής και επορεύθη πορευομένη και κράζουσα.
20 και είπε προς αυτήν Αβεσσαλώμ ο αδελφός αυτής· μη Αμνών ο αδελφός σου εγένετο μετά σού; και νύν, αδελφή μου, κώφευσον, ότι αδελφός σού εστι· μη θής την καρδίαν σου τού λαλήσαι το ρήμα τούτο. και εκάθισε Θημάρ χηρεύουσα εν τώ οίκω Αβεσσαλώμ τού αδελφού αυτής. 21 και ήκουσεν ο βασιλεύς Δαυίδ πάντας τους λόγους τούτους και εθυμώθη σφόδρα· και ουκ ελύπησε το πνεύμα Αμνών τού υιού αυτού, ότι ηγάπα αυτόν, ότι πρωτότοκος αυτού ήν. 22 και ουκ ελάλησεν Αβεσσαλώμ μετά Αμνών από πονηρού έως αγαθού, ότι εμίσει Αβεσσαλώμ τον Αμνών επί λόγου, ού εταπείνωσε Θημάρ την αδελφήν αυτού. 23 Καί εγένετο εις διετηρίδα ημερών και ήσαν κείροντες τώ Αβεσσαλώμ εν Βελασώρ τή εχόμενα Εφραίμ, και εκάλεσεν Αβεσσαλώμ πάντας τους υιούς τού βασιλέως. 24 και ήλθεν Αβεσσαλώμ προς τον βασιλέα και είπεν· ιδού δή κείρουσι τώ δούλω σου, πορευθήτω δή ο βασιλεύς και οι παίδες αυτού μετά τού δούλου σου. 25 και είπεν ο βασιλεύς προς Αβεσσαλώμ· μη δή, υιέ μου, μη πορευθώμεν πάντες ημείς, και ου μη καταβαρυνθώμεν επί σε. και εβιάσατο αυτόν, και ουκ ηθέλησε τού πορευθήναι και ευλόγησεν αυτόν. 26 και είπεν Αβεσσαλώμ προς αυτόν· και ει μη, πορευθήτω δή μεθ' ημών Αμνών ο αδελφός μου. και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· ινατί πορευθή μετά σού; 27 και εβιάσατο αυτόν Αβεσσαλώμ, και απέστειλε μετ' αυτού τον Αμνών και πάντας τους υιούς τού βασιλέως. και εποίησεν Αβεσσαλώμ πότον κατά τον πότον τού βασιλέως. 28 και ενετείλατο Αβεσσαλώμ τοίς παιδαρίοις αυτού λέγων· ίδετε ως αν αγαθυνθή η καρδία Αμνών εν τώ οίνω και είπω προς υμάς· πατάξατε τον Αμνών, και θανατώσατε αυτόν· μη φοβηθήτε, ότι ουχί εγώ ειμι ο εντελλόμενος υμίν; ανδρίζεσθε και γίνεσθε εις υιούς δυνάμεως. 29 και εποίησαν τα παιδάρια Αβεσσαλώμ τώ Αμνών καθά ενετείλατο αυτοίς Αβεσσαλώμ. και ανέστησαν πάντες οι υιοί τού βασιλέως και επεκάθισαν ανήρ επί την ημίονον αυτού και έφυγαν.
30 και εγένετο αυτών όντων εν τώ οδώ και η ακοή ήλθε προς Δαυίδ λέγων· επάταξεν Αβεσσαλώμ πάντας τους υιούς τού βασιλέως, και ου κατελείφθη εξ αυτών ουδέ είς. 31 και ανέστη ο βασιλεύς και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού και εκοιμήθη επί την γήν, και πάντες οι παίδες αυτού οι περιεστώτες αυτώ διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών. 32 και απεκρίθη Ιωναδάβ υιός Σαμαά αδελφού Δαυίδ και είπε· μη ειπάτω ο κύριός μου ο βασιλεύς, ότι πάντα τα παιδάρια τους υιούς τού βασιλέως εθανάτωσεν, ότι Αμνών μονώτατος απέθανεν· ότι επί στόματος Αβεσσαλώμ ήν κείμενος από της ημέρας, ής εταπείνωσε Θημάρ την αδελφήν αυτού· 33 και νύν μη θέσθω ο κύριός μου ο βασιλεύς επί την καρδίαν αυτού ρήμα λέγων· πάντες οι υιοί τού βασιλέως απέθανον, ότι αλλ' ή Αμνών μονώτατος απέθανε. 34 και απέδρα Αβεσσαλώμ. και ήρε το παιδάριον ο σκοπός τους οφθαλμούς αυτού και είδε και ιδού λαός πολύς πορευόμενος εν τή οδώ όπισθεν αυτού εκ πλευράς τού όρους εν τή καταβάσει· και παρεγένετο ο σκοπός και απήγγειλε τώ βασιλεί και είπεν· άνδρας εώρακα εκ της οδού της Ωρωνήν εκ μέρους τού όρους. 35 και είπεν Ιωναδάβ προς τον βασιλέα· ιδού οι υιοί τού βασιλέως πάρεισι· κατά τον λόγον τού δούλου σου, ούτως εγένετο. 36 και εγένετο ηνίκα συνετέλεσε λαλών, και ιδού οι υιοί τού βασιλέως ήλθαν και επήραν την φωνήν αυτών και έκλαυσαν, και γε ο βασιλεύς και πάντες οι παίδες αυτού έκλαυσαν κλαυθμόν μέγαν σφόδρα. 37 και Αβεσσαλώμ έφυγε και επορεύθη προς Θολμί υιόν Εμιούδ βασιλέα Γεδσούρ εις γήν Μαχάδ. και επένθησεν ο βασιλεύς Δαυίδ επί τον υιόν αυτού πάσας τας ημέρας. 38 και Αβεσσαλώμ απέδρα και επορεύθη εις Γεδσούρ και ήν εκεί έτη τρία. 39 και εκόπασε το πνεύμα τού βασιλέως τού εξελθείν οπίσω Αβεσσαλώμ, ότι παρεκλήθη επί Αμνών ότι απέθανε.
1 ΚΑΙ έγνω Ιωάβ υιός Σαρουίας ότι η καρδία τού βασιλέως επί Αβεσσαλώμ. 2 και απέστειλεν Ιωάβ εις Θεκωέ, και έλαβεν εκείθεν γυναίκα σοφήν και είπε προς αυτήν· πένθησον δή και ένδυσαι ιμάτια πενθικά και μη αλείψη έλαιον και έση ως γυνή πενθούσα επί τεθνηκότι τούτο ημέρας πολλάς 3 και ελεύση προς τον βασιλέα και λαλήσεις προς αυτόν κατά το ρήμα τούτο· και έθηκεν Ιωάβ τους λόγους εν τώ στόματι αυτής. 4 και εισήλθεν η γυνή η Θεκωίτις προς τον βασιλέα και έπεσεν επί πρόσωπον αυτής εις την γήν και προσεκύνησεν αυτώ και είπε· σώσον, βασιλεύ, σώσον. 5 και είπε προς αυτήν ο βασιλεύς· τι εστί σοι; η δε είπε· και μάλα γυνή χήρα εγώ ειμι, και απέθανεν ο ανήρ μου. 6 και γε τή δούλη σου δύο υιοί, και εμαχέσαντο αμφότεροι εν τώ αγρώ, και ουκ ήν ο εξαιρούμενος ανά μέσον αυτών, και έπαισεν ο είς τον ένα αδελφόν αυτού και εθανάτωσεν αυτόν. 7 και ιδού επανέστη όλη η πατριά προς την δούλην σου και είπαν· δός τον παίσαντα τον αδελφόν αυτού και θανατώσομεν αυτόν αντί της ψυχής τού αδελφού αυτού, ού απέκτεινε, και εξαρούμεν και γε τον κληρονόμον υμών· και σβέσουσι τον άνθρακά μου τον καταλειφθέντα, ώστε μη θέσθαι τώ ανδρί μου κατάλειμμα και όνομα επί προσώπου της γής. 8 και είπεν ο βασιλεύς προς την γυναίκα· υγιαίνουσα βάδιζε εις τον οίκόν σου, καγώ εντελούμαι περί σού. 9 και είπεν η γυνή η Θεκωίτις προς τον βασιλέα· επ' εμέ, κύριέ μου βασιλεύ, η ανομία και επί τον οίκον τού πατρός μου, και ο βασιλεύς και ο θρόνος αυτού αθώος.
10 και είπεν ο βασιλεύς· τις ο λαλών προς σε; και άξεις αυτόν προς εμέ, και ου προσθήσει έτι άψασθαι αυτού. 11 και είπε· μνημονευσάτω δή ο βασιλεύς τον Κύριον Θεόν αυτού πληθυνθήναι αγχιστέα τού αίματος τού διαφθείραι και ου μη εξάρωσι τον υιόν μου· και είπε· ζή Κύριος, ει πεσείται από της τριχός τού υιού σου επί την γήν. 12 και είπεν η γυνή· λαλησάτω δή η δούλη σου προς τον κύριόν μου βασιλέα ρήμα. και είπε· λάλησον. 13 και είπεν η γυνή· ινατί ελογίσω τοιούτο επί λαόν Θεού; ή εκ στόματος τού βασιλέως ο λόγος ούτος ως πλημμέλεια τού μη επιστρέψαι τον βασιλέα τον εξωσμένον αυτού; 14 ότι θανάτω αποθανούμεθα, και ώσπερ το ύδωρ το καταφερόμενον επί της γής, ό ου συναχθήσεται· και λήψεται ο Θεός ψυχήν, και λογιζόμενος τού εξώσαι απ' αυτού εξεωσμένον. 15 και νύν ό ήλθον λαλήσαι προς τον βασιλέα τον κύριόν μου το ρήμα τούτο, ότι όψεταί με ο λαός, και ερεί η δούλη σου· λαλησάτω δή προς τον κύριόν μου τον βασιλέα, είπως ποιήσει ο βασιλεύς το ρήμα της δούλης αυτού· 16 ότι ακούσει ο βασιλεύς· ρυσάσθω την δούλην αυτού εκ χειρός τού ανδρός τού ζητούντος εξάραί με και τον υιόν μου από κληρονομίας Θεού. 17 και είπεν η γυνή· είη δή ο λόγος τού κυρίου μου τού βασιλέως εις θυσίαν, ότι καθώς άγγελος Θεού, ούτως ο κύριός μου ο βασιλεύς τού ακούειν το αγαθόν και το πονηρόν, και Κύριος ο Θεός σου έσται μετά σού. 18 και απεκρίθη ο βασιλεύς και είπε προς την γυναίκα· μη δή κρύψης απ' εμού ρήμα, ό εγώ επερωτώ σε. και είπεν η γυνή· λαλησάτω δή ο κύριός μου ο βασιλεύς. 19 και είπεν ο βασιλεύς· μη η χείρ Ιωάβ εν παντί τούτω μετά σού; και είπεν η γυνή τώ βασιλεί· ζή η ψυχή σου, κύριέ μου βασιλεύ, ει έστιν εις τα δεξιά ή εις τα αριστερά εκ πάντων, ών ελάλησεν ο κύριός μου ο βασιλεύς, ότι ο δούλός σου Ιωάβ αυτός ενετείλατό μοι, και αυτός έθετο εν τώ στόματι της δούλης σου πάντας τους λόγους τούτους·
20 ένεκεν τού περιελθείν το πρόσωπον τού ρήματος τούτου εποίησεν ο δούλός σου Ιωάβ τον λόγον τούτον, και ο κύριός μου σοφός καθώς σοφία αγγέλου τού Θεού τού γνώναι πάντα τα εν τή γη. 21 και είπεν ο βασιλεύς προς Ιωάβ· ιδού δή εποίησά σοι κατά τον λόγον σου τούτον· πορεύου, επίστρεψον το παιδάριον τον Αβεσσαλώμ. 22 και έπεσεν Ιωάβ επί πρόσωπον αυτού επί την γήν και προσεκύνησε και ευλόγησε τον βασιλέα, και είπεν Ιωάβ· σήμερον έγνω ο δούλός σου ότι εύρον χάριν εν οφθαλμοίς σου, κύριέ μου βασιλεύ, ότι εποίησεν ο κύριός μου ο βασιλεύς τον λόγον τού δούλου αυτού. 23 και ανέστη Ιωάβ και επορεύθη εις Γεδσούρ και ήγαγε τον Αβεσσαλώμ εις Ιερουσαλήμ. 24 και είπεν ο βασιλεύς· αποστραφήτω εις τον οίκον αυτού και το πρόσωπόν μου μη βλεπέτω και απέστρεψεν Αβεσσαλώμ εις τον οίκον αυτού και το πρόσωπον τού βασιλέως ουκ είδε. 25 και ως Αβεσσαλώμ ουκ ήν ανήρ εν παντί Ισραήλ αινετός σφόδρα, από ίχνους ποδός αυτού και έως κορυφής αυτού ουκ ήν εν αυτώ μώμος. 26 και εν τώ κείρεσθαι αυτόν την κεφαλήν αυτού ~και εγένετο απ' αρχής ημερών εις ημέρας, ως αν εκείρετο, ότι κατεβαρύνετο επ' αυτόν~ και κειρόμενος αυτήν έστησε την τρίχα της κεφαλής αυτού διακοσίους σίκλους εν τώ σίκλω τώ βασιλικώ. 27 και ετέχθησαν τώ Αβεσσαλώμ τρεις υιοί και θυγάτηρ μία, και όνομα αυτή Θημάρ· αύτη ήν γυνή καλή σφόδρα και γίνεται γυνή τώ Ροβοάμ υιώ Σαλωμών και τίκτει αυτώ τον Αβιά. 28 και εκάθισεν Αβεσσαλώμ εν Ιερουσαλήμ δύο έτη ημερών, και το πρόσωπον τού βασιλέως ουκ είδε. 29 και απέστειλεν Αβεσσαλώμ προς Ιωάβ αποστείλαι αυτόν προς τον βασιλέα, και ουκ ηθέλησεν ελθείν προς αυτόν· και απέστειλεν εκ δευτέρου προς αυτόν, και ουκ ηθέλησε παραγενέσθαι.
30 και είπεν Αβεσσαλώμ προς τους παίδας αυτού· ίδετε, η μερίς εν αγρώ τού Ιωάβ εχόμενά μου, και αυτώ εκεί κριθαί, πορεύεσθε και εμπρήσατε αυτήν εν πυρί· και ενέπρησαν οι παίδες Αβεσσαλώμ την μερίδα. και παραγίνονται οι δούλοι Ιωάβ προς αυτόν διερρηχότες τα ιμάτια αυτών και είπον· ενεπύρισαν οι δούλοι Αβεσσαλώμ την μερίδα εν πυρί. 31 και ανέστη Ιωάβ και ήλθε προς Αβεσσαλώμ εις τον οίκον και είπε προς αυτόν· ινατί ενεπύρισαν οι παίδές σου την μερίδα την εμήν εν πυρί; 32 και είπεν Αβεσσαλώμ προς Ιωάβ· ιδού απέστειλα προς σε λέγων· ήκε ώδε, και αποστελώ σε προς τον βασιλέα λέγων· ινατί ήλθον εκ Γεδσούρ; αγαθόν μοι ήν είναι εκεί· και νύν ιδού το πρόσωπον τού βασιλέως ουκ είδον· ει δε εστιν εν εμοί αδικία, και θανάτωσόν με. 33 και εισήλθεν Ιωάβ προς τον βασιλέα, και απήγγειλεν αυτώ, και εκάλεσε τον Αβεσσαλώμ. και εισήλθε προς τον βασιλέα και προσεκύνησεν αυτώ και έπεσεν επί πρόσωπον αυτού επί την γήν κατά πρόσωπον τού βασιλέως, και κατεφίλησεν ο βασιλεύς τον Αβεσσαλώμ.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά ταύτα και εποίησεν εαυτώ Αβεσσαλώμ άρματα και ίππους και πεντήκοντα άνδρας παρατρέχειν έμπροσθεν αυτού. 2 και ώρθρισεν Αβεσσαλώμ και έστη ανά χείρας της οδού της πύλης και εγένετο πάς ανήρ, ώ εγένετο κρίσις, ήλθε προς τον βασιλέα εις κρίσιν, και εβόησε προς αυτόν Αβεσσαλώμ και έλεγεν αυτώ· εκ ποίας πόλεως σύ εί; και είπεν· εκ μιάς φυλών Ισραήλ ο δούλός σου. 3 και είπε προς αυτόν ο Αβεσσαλώμ· ιδού οι λόγοι σου αγαθοί και εύκολοι, και ο ακούων ουκ έστι σοι παρά τού βασιλέως. 4 και είπεν Αβεσσαλώμ· τις με καταστήσει κριτήν εν τή γη, και επ' εμέ ελεύσεται πάς ανήρ, ώ εάν ή αντιλογία και κρίσις, και δικαιώσω αυτόν; 5 και εγένετο εν τώ εγγίζειν άνδρα τού προσκυνήσαι αυτώ και εξέτεινε την χείρα αυτού και επελαμβάνετο αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. 6 και εποίησεν Αβεσσαλώμ κατά το ρήμα τούτο παντί Ισραήλ τοίς παραγινομένοις εις κρίσιν προς τον βασιλέα, και ιδιοποιείτο Αβεσσαλώμ την καρδίαν ανδρών Ισραήλ. 7 και εγένετο από τέλους τεσσαράκοντα ετών και είπεν Αβεσσαλώμ προς τον πατέρα αυτού· πορεύσομαι δή και αποτίσω τας ευχάς μου, ας ηυξάμην τώ Κυρίω εν Χεβρών· 8 ότι ευχήν ηύξατο ο δούλός σου εν τώ οικείν με εν Γεδσούρ εν Συρία λέγων· εάν επιστρέφων επιστρέψη με Κύριος εις Ιερουσαλήμ, και λατρεύσω τώ Κυρίω. 9 και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· βάδιζε εις ειρήνην· και αναστάς επορεύθη εις Χεβρών.
10 και απέστειλεν Αβεσσαλώμ κατασκόπους εν πάσαις φυλαίς Ισραήλ λέγων· εν τώ ακούσαι υμάς την φωνήν της κερατίνης και ερείτε· βεβασίλευκε βασιλεύς Αβεσσαλώμ εν Χεβρών. 11 και μετά Αβεσσαλώμ επορεύθησαν διακόσιοι άνδρες εξ Ιερουσαλήμ κλητοί και πορευόμενοι τή απλότητι αυτών και ουκ έγνωσαν πάν ρήμα. 12 και απέστειλεν Αβεσσαλώμ και εκάλεσε τον Αχιτόφελ τον Γελμωναίον τον σύμβουλον Δαυίδ εκ της πόλεως αυτού εκ Γωλά εν τώ θυσιάζειν αυτόν. και εγένετο σύστρεμμα ισχυρόν, και ο λαός ο πορευόμενος και πολύς μετά Αβεσσαλώμ. 13 και παρεγένετο ο απαγγέλλων προς Δαυίδ λέγων· εγενήθη η καρδία ανδρών Ισραήλ οπίσω Αβεσσαλώμ. 14 και είπε Δαυίδ πάσι τοίς παισίν αυτού τοίς μετ' αυτού τοίς εν Ιερουσαλήμ· ανάστητε και φύγωμεν, ότι ουκ έστιν ημίν σωτηρία από προσώπου Αβεσσαλώμ· ταχύνατε τού πορευθήναι, ίνα μη ταχύνη και καταλάβη ημάς και εξώση εφ' ημάς την κακίαν και πατάξη την πόλιν εν στόματι μαχαίρας. 15 και είπον οι παίδες τού βασιλέως προς τον βασιλέα· κατά πάντα, όσα αιρείται ο κύριος ημών ο βασιλεύς, ιδού οι παίδές σου. 16 και εξήλθεν ο βασιλεύς και πάς ο οίκος αυτού τοίς ποσίν αυτών· και αφήκεν ο βασιλεύς δέκα γυναίκας των παλλακών αυτού φυλάσσειν τον οίκον. 17 και εξήλθεν ο βασιλεύς και πάντες οι παίδες αυτού πεζή και έστησαν εν οίκω τώ μακράν. 18 και πάντες οι παίδες αυτού ανά χείρα αυτού παρήγον και πάς Χελεθί και πάς ο Φελεθί και έστησαν επί της ελαίας εν τή ερήμω· και πάς ο λαός παρεπορεύετο εχόμενος αυτού και πάντες οι περί αυτόν και πάντες οι αδροί και πάντες οι μαχηταί εξακόσιοι άνδρες, και παρήσαν επί χείρα αυτού· και πάς ο Χελεθί και πάς ο Φελεθί και πάντες οι Γεθθαίοι, οι εξακόσιοι άνδρες οι ελθόντες τοίς ποσίν αυτών εκ Γέθ, πορευόμενοι επί πρόσωπον τού βασιλέως. 19 και είπεν ο βασιλεύς προς Εθθί τον Γεθθαίον· ινατί πορεύη και σύ μεθ' ημών; επίστρεφε και οίκει μετά τού βασιλέως, ότι ξένος εί σύ και ότι μετώκησας σύ εκ τού τόπου σου.
20 ει εχθές παραγέγονας, και σήμερον κινήσω σε μεθ' ημών; και γε μεταναστήσεις τον τόπον σου; εχθές η εξέλευσίς σου, και σήμερον μετακινήσω σε μεθ' ημών τού πορευθήναι; και εγώ πορεύσομαι ού εάν εγώ πορευθώ. επιστρέφου και επίστρεψον τους αδελφούς σου μετά σού, και Κύριος ποιήσει μετά σού έλεος και αλήθειαν. 21 και απεκρίθη Εθθί τώ βασιλεί και είπε· ζή Κύριος και ζή ο κύριός μου ο βασιλεύς, ότι εις τον τόπον, ού εάν ή ο κύριός μου, και εάν εις θάνατον και εάν εις ζωήν, ότι εκεί έσται ο δούλός σου. 22 και είπεν ο βασιλεύς προς Εθθί· δεύρο και διάβαινε μετ' εμού· και παρήλθεν Εθθί ο Γεθθαίος και ο βασιλεύς και πάντες οι παίδες αυτού και πάς ο όχλος ο μετ' αυτού. 23 και πάσα η γη έκλαιε φωνή μεγάλη. και πάς ο λαός παρεπορεύοντο εν τώ χειμάρρω των Κέδρων, και ο βασιλεύς διέβη τον χειμάρρουν Κέδρων και πάς ο λαός και ο βασιλεύς παρεπορεύοντο επί πρόσωπον οδού την έρημον. 24 και ιδού και γε Σαδώκ και πάντες οι Λευίται μετ' αυτού αίροντες την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου από Βαιθάρ και έστησαν την κιβωτόν τού Θεού. και ανέβη Αβιάθαρ, έως επαύσατο πάς ο λαός παρελθείν εκ της πόλεως. 25 και είπεν ο βασιλεύς προς τον Σαδώκ· απόστρεψον την κιβωτόν τού Θεού εις την πόλιν· εάν εύρω χάριν εν οφθαλμοίς Κυρίου, και επιστρέψει με και δείξει μοι αυτήν και την ευπρέπειαν αυτής. 26 και εάν είπη ούτως· ουκ ηθέληκα εν σοί, ιδού εγώ ειμι, ποιείτω μοι κατά το αγαθόν εν οφθαλμοίς αυτού. 27 και είπεν ο βασιλεύς τώ Σαδώκ τώ ιερεί· ίδετε, σύ επιστρέφεις εις την πόλιν εν ειρήνη, και Αχιμάας ο υιός σου και Ιωνάθαν ο υιός Αβιάθαρ οι δύο υιοί υμών μεθ' υμών· 28 ίδετε, εγώ ειμι στρατεύομαι εν Αραβώθ της ερήμου έως τού ελθείν ρήμα παρ' υμών τού απαγγείλαί μοι. 29 και απέστρεψε Σαδώκ και Αβιάθαρ την κιβωτόν τού Θεού εις Ιερουσαλήμ και εκάθισεν εκεί.
30 και Δαυίδ ανέβαινεν εν τή αναβάσει των ελαιών αναβαίνων και κλαίων και την κεφαλήν επικεκαλυμμένος, και αυτός επορεύετο ανυπόδετος, και πάς ο λαός ο μετ' αυτού επεκάλυψεν ανήρ την κεφαλήν αυτού και ανέβαινον αναβαίνοντες και κλαίοντες. 31 και ανηγγέλη Δαυίδ λέγοντες· και Αχιτόφελ εν τοίς συστρεφομένοις μετά Αβεσσαλώμ· και είπε Δαυίδ· διασκέδασον δή την βουλήν Αχιτόφελ, Κύριε ο Θεός μου. 32 και ήν Δαυίδ ερχόμενος έως τού Ροώς, ού προσεκύνησεν εκεί τώ Θεώ, και ιδού εις απαντήν αυτώ Χουσί ο αρχιεταίρος Δαυίδ διερρηχώς τον χιτώνα αυτού και γη επί της κεφαλής αυτού. 33 και είπεν αυτώ Δαυίδ· εάν μέν διαβής μετ' εμού, και έση επ' εμέ εις βάσταγμα· 34 και εάν επιστρέψης επί την πόλιν, και ερείς τώ Αβεσσαλώμ· διεληλύθασιν οι αδελφοί σου, και ο βασιλεύς κατόπισθέν μου διελήλυθεν ο πατήρ σου, και νύν παίς σού ειμι, βασιλεύ, έασόν με ζήσαι, παίς τού πατρός σου ήμην τότε και αρτίως, και νύν εγώ δούλος σός· και διασκεδάσεις μοι την βουλήν Αχιτόφελ. 35 και ιδού εκεί μετά σού Σαδώκ και Αβιάθαρ οι ιερείς, και έσται πάν ρήμα, ό εάν ακούσης εξ οίκου τού βασιλέως, και απαγγελείς τώ Σαδώκ και τώ Αβιάθαρ τοίς ιερεύσιν. 36 ιδού εκεί μετ' αυτών δύο υιοί αυτών, Αχιμάας υιός τώ Σαδώκ και Ιωνάθαν υιός τώ Αβιάθαρ, και αποστελείτε εν χειρί αυτών προς με πάν ρήμα, ό εάν ακούσητε. 37 και εισήλθε Χουσί ο εταίρος Δαυίδ εις την πόλιν, και Αβεσσαλώμ άρτι εισεπορεύετο εις Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ Δαυίδ παρήλθε βραχύ τι από της Ροώς και ιδού Σιβά το παιδάριον Μεμφιβοσθέ εις απαντήν αυτού και ζεύγος όνων επίσεσαγμένων, και επ' αυτοίς διακόσιοι άρτοι και εκατόν σταφίδες και εκατόν φοίνικες και νέβελ οίνου. 2 και είπεν ο βασιλεύς προς Σιβά· τι ταύτά σοι; και είπε Σιβά· τα υποζύγια τή οικία τού βασιλέως τού επικαθήσθαι, και οι άρτοι και οι φοίνικες εις βρώσιν τοίς παιδαρίοις, και ο οίνος πιείν τοίς εκλελυμένοις εν τή ερήμω. 3 και είπεν ο βασιλεύς· και που ο υιός τού κυρίου σου; και είπε Σιβά προς τον βασιλέα· ιδού κάθηται εν Ιερουσαλήμ, ότι είπε· σήμερον επιστρέψουσί μοι οίκος Ισραήλ την βασιλείαν τού πατρός μου. 4 και είπεν ο βασιλεύς τώ Σιβά· ιδού σοι πάντα, όσα εστί Μεμφιβοσθέ. και είπε Σιβά προσκυνήσας· εύροιμι χάριν εν οφθαλμοίς σου, κύριέ μου βασιλεύ. 5 και ήλθεν ο βασιλεύς Δαυίδ έως Βαουρίμ· και ιδού εκείθεν ανήρ εξεπορεύετο εκ συγγενείας οίκου Σαούλ, και όνομα αυτώ Σεμεί υιός Γηρά· εξήλθεν εκπορευόμενος και καταρώμενος 6 και λιθάζων εν λίθοις τον Δαυίδ και πάντας τους παίδας τού βασιλέως Δαυίδ. και πάς ο λαός ήν και πάντες οι δυνατοί εκ δεξιών και εξ ευωνύμων τού βασιλέως. 7 και ούτως έλεγε Σεμεί εν τώ καταράσθαι αυτόν· έξελθε, έξελθε ανήρ αιμάτων και ανήρ ο παράνομος· 8 επέστρεψεν επί σε Κύριος πάντα τα αίματα τού οίκου Σαούλ, ότι εβασίλευσας αντ' αυτού, και έδωκε Κύριος την βασιλείαν εν χειρί Αβεσσαλώμ τού υιού σου· και ιδού σύ εν τή κακία σου, ότι ανήρ αιμάτων σύ. 9 και είπεν Αβεσσά υιός Σαρουίας προς τον βασιλέα· ινατί καταράται ο κύων ο τεθνηκώς ούτος τον κύριόν μου τον βασιλέα; διαβήσομαι δή και αφελώ την κεφαλήν αυτού.
10 και είπεν ο βασιλεύς· τι εμοί και υμίν, υιοί Σαρουίας; άφετε αυτόν και ούτως καταράσθω, ότι Κύριος είπεν αυτώ καταράσθαι τον Δαυίδ, και τις ερεί, ως τι εποίησας ούτως; 11 και είπε Δαυίδ προς Αβεσσά και προς πάντας τους παίδας αυτού· ιδού ο υιός μου ο εξελθών εκ της κοιλίας μου ζητεί την ψυχήν μου, και προσέτι νύν ο υιός τού Ιεμινί· άφετε αυτόν καταράσθαι, ότι είπεν αυτώ Κύριος· 12 είπως ίδοι Κύριος εν τή ταπεινώσει μου και επιστρέψει μοι αγαθά αντί της κατάρας αυτού τή ημέρα ταύτη. 13 και επορεύθη Δαυίδ και πάντες οι άνδρες αυτού εν τή οδώ, και Σεμεί επορεύετο εκ πλευράς τού όρους εχόμενα αυτού πορευόμενος και καταρώμενος και λιθάζων εν λίθοις εκ πλαγίων αυτού και τώ χοί πάσσων. 14 και ήλθεν ο βασιλεύς και πάς ο λαός μετ' αυτού εκλελυμένοι και ανέψυξαν εκεί. 15 Καί Αβεσσαλώμ και πάς ανήρ Ισραήλ εισήλθον εις Ιερουσαλήμ και Αχιτόφελ μετ' αυτού. 16 και εγενήθη ηνίκα ήλθε Χουσί ο αρχιεταίρος Δαυίδ προς Αβεσσαλώμ, και είπε Χουσί προς Αβεσσαλώμ· ζήτω ο βασιλεύς. 17 και είπεν Αβεσσαλώμ προς Χουσί· τούτο το έλεός σου μετά τού εταίρου σου; ινατί ουκ απήλθες μετά τού εταίρου σου; 18 και είπε Χουσί προς Αβεσσαλώμ· ουχί, αλλά κατόπισθεν ού εξελέξατο Κύριος και ο λαός ούτος και πάς ανήρ Ισραήλ, αυτώ έσομαι και μετά αυτού καθήσομαι· 19 και το δεύτερον, τίνι εγώ δουλεύσω; ουχί ενώπιον τού υιού αυτού; καθάπερ εδούλευσα ενώπιον τού πατρός σου, ούτως έσομαι ενώπιόν σου.
20 και είπεν Αβεσσαλώμ προς Αχιτόφελ· φέρετε εαυτοίς βουλήν τι ποιήσωμεν; 21 και είπεν Αχιτόφελ προς Αβεσσαλώμ· είσελθε προς τας παλλακάς τού πατρός σου, ας κατέλιπε φυλάσσειν τον οίκον αυτού, και ακούσεται πάς Ισραήλ ότι κατήσχυνας τον πατέρα σου, και ενισχύσουσιν αι χείρες πάντων των μετά σού. 22 και έπηξαν την σκηνήν τώ Αβεσσαλώμ επί το δώμα, και εισήλθεν Αβεσσαλώμ προς τας παλλακάς τού πατρός αυτού κατ' οφθαλμούς παντός Ισραήλ. 23 και η βουλή Αχιτόφελ, ήν εβουλεύσατο εν ταίς ημέραις ταίς πρώταις, ον τρόπον επερωτήση τις εν λόγω τού Θεού, ούτως πάσα η βουλή τού Αχιτόφελ και γε τώ Δαυίδ και γε τώ Αβεσσαλώμ.
1 ΚΑΙ είπεν Αχιτόφελ προς Αβεσσαλώμ· επιλέξω δή εμαυτώ δώδεκα χιλιάδας ανδρών και αναστήσομαι και καταδιώξω οπίσω Δαυίδ την νύκτα· 2 και επελεύσομαι επ' αυτόν, και αυτός κοπιών και εκλελυμένος χερσί, και εκστήσω αυτόν, και φεύξεται πάς ο λαός ο μετ' αυτού, και πατάξω τον βασιλέα μονώτατον· 3 και επιστρέψω πάντα τον λαόν προς σε, ον τρόπον επιστρέφει η νύμφη προς τον άνδρα αυτής· πλήν ψυχήν ανδρός ενός σύ ζητείς και παντί τώ λαώ έσται ειρήνη. 4 και ευθής ο λόγος εν οφθαλμοίς Αβεσσαλώμ και εν οφθαλμοίς πάντων των πρεσβυτέρων Ισραήλ· 5 και είπεν Αβεσσαλώμ· καλέσατε δή και γε τον Χουσί τον Αραχί, και ακούσωμεν τι εν τώ στόματι αυτού και γε αυτού. 6 και εισήλθε Χουσί προς Αβεσσαλώμ· και είπεν Αβεσσαλώμ προς αυτόν λέγων· κατά το ρήμα τούτο ελάλησεν Αχιτόφελ· ει ποιήσομεν κατά τον λόγον αυτού; ει δε μη, σύ λάλησον· 7 και είπε Χουσί προς Αβεσσαλώμ· ουκ αγαθή αύτη η βουλή, ήν εβουλεύσατο Αχιτόφελ το άπαξ τούτο. 8 και είπε Χουσί· σύ οίδας τον πατέρα σου και τους άνδρας αυτού, ότι δυνατοί εισι σφόδρα και κατάπικροι τή ψυχή αυτών, ως άρκος ητεκνωμένη εν αγρώ και ως ύς τραχεία εν τώ πεδίω, και ο πατήρ σου ανήρ πολεμιστής και ου μη καταλύση τον λαόν· 9 ιδού γάρ αυτός νύν κέκρυπται εν ενί των βουνών ή εν ενί των τόπων, και έσται εν τώ επιπεσείν αυτοίς εν αρχή και ακούση ο ακούων και είπη· εγενήθη θραύσις εν τώ λαώ τώ οπίσω Αβεσσαλώμ,
10 και γε αυτός υιός δυνάμεως, ού η καρδία καθώς η καρδία τού λέοντος, τηκομένη τακήσεται, ότι οίδε πάς Ισραήλ ότι δυνατός ο πατήρ σου και υιοί δυνάμεως οι μετ' αυτού. 11 ότι ούτως συμβουλεύων εγώ συνεβούλευσα, και συναγόμενος συναχθήσεται επί σε πάς Ισραήλ από Δάν και έως Βηρσαβεέ ως η άμμος η επί της θαλάσσης εις πλήθος, και το πρόσωπόν σου πορευόμενον εν μέσω αυτών, 12 και ήξομεν προς αυτόν εις ένα των τόπων, ού εάν εύρωμεν αυτόν εκεί, και παρεμβαλούμεν επ' αυτόν, ως πίπτει δρόσος επί την γήν, και ουχ υπολειψόμεθα εν αυτώ και τοίς ανδράσι τοίς μετ' αυτού και γε ένα· 13 και εάν εις την πόλιν συναχθή, και λήψεται πάς Ισραήλ προς την πόλιν εκείνην σχοινία και συρούμεν αυτήν έως εις τον χειμάρρουν, όπως μη καταλειφθή εκεί μηδέ λίθος. 14 και είπεν Αβεσσαλώμ και πάς ανήρ Ισραήλ· αγαθή η βουλή Χουσί τού Αραχί υπέρ την βουλήν Αχιτόφελ· και Κύριος ενετείλατο διασκεδάσαι την βουλήν τού Αχιτόφελ την αγαθήν, όπως αν επαγάγη Κύριος επί Αβεσσαλώμ τα κακά πάντα. 15 και είπε Χουσί ο τού Αραχί προς Σαδώκ και Αβιάθαρ τους ιερείς· ούτως και ούτως συνεβούλευσεν Αχιτόφελ τώ Αβεσσαλώμ και τοίς πρεσβυτέροις Ισραήλ, και ούτως και ούτως συνεβούλευσα εγώ. 16 και νύν αποστείλατε ταχύ και αναγγείλατε τώ Δαυίδ λέγοντες· μη αυλισθής την νύκτα εν Αραβώθ της ερήμου και γε διαβαίνων σπεύσον, μη ποτε καταπείση τον βασιλέα και πάντα τον λαόν τον μετ' αυτού. 17 και Ιωνάθαν και Αχιμάας ειστήκεισαν εν τή πηγή Ρωγήλ, και επορεύθη η παιδίσκη και ανήγγειλεν αυτοίς, και αυτοί πορεύονται και αναγγέλλουσι τώ βασιλεί Δαυίδ, ότι ουκ ηδύναντο οφθήναι τού εισελθείν εις την πόλιν. 18 και είδεν αυτούς παιδάριον και ανήγγειλε τώ Αβεσσαλώμ, και επορεύθησαν οι δύο ταχέως και εισήλθαν εις οικίαν ανδρός εν Βαουρίμ, και αυτώ λάκκος εν τή αυλή, και κατέβησαν εκεί. 19 και έλαβεν η γυνή και διεπέτασε το επικάλυμμα επί πρόσωπον τού λάκκου και έψυξεν επ' αυτώ αραφώθ, και ουκ εγνώσθη ρήμα.
20 και ήλθαν οι παίδες Αβεσσαλώμ προς την γυναίκα εις την οικίαν και είπαν· που Αχιμάας και Ιωνάθαν; και είπεν αυτοίς η γυνή· παρήλθαν μικρόν τού ύδατος, και εζήτησαν και ουχ εύραν και ανέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ. 21 εγένετο δε μετά το απελθείν αυτούς και ανέβησαν εκ τού λάκκου και επορεύθησαν και απήγγειλαν τώ βασιλεί Δαυίδ και είπαν προς Δαυίδ· ανάστητε και διάβητε ταχέως το ύδωρ, ότι ούτως εβουλεύσατο περί υμών Αχιτόφελ. 22 και ανέστη Δαυίδ και πάς ο λαός ο μετ' αυτού και διέβησαν τον Ιορδάνην έως τού φωτός τού πρωί, έως ενός ουκ έλαθεν ός ου διήλθε τον Ιορδάνην. 23 και Αχιτόφελ είδεν ότι ουκ εγενήθη η βουλή αυτού, και επέσαξε την όνον αυτού, και ανέστη και απήλθεν εις τον οίκον αυτού εις την πόλιν αυτού· και ενετείλατο τώ οίκω αυτού και απήγξατο και απέθανε και ετάφη εν τώ τάφω τού πατρός αυτού. 24 και Δαυίδ διήλθεν εις Μαναίμ, και Αβεσσαλώμ διέβη τον Ιορδάνην αυτός και πάς ανήρ Ισραήλ μετ' αυτού. 25 και τον Αμεσσαί κατέστησεν Αβεσσαλώμ αντί Ιωάβ επί της δυνάμεως· και Αμεσσαί υιός ανδρός και όνομα αυτώ Ιοθόρ ο Ισραηλίτης, ούτος εισήλθε προς Αβιγαίαν θυγατέρα Νάας αδελφήν Σαρουίας μητρός Ιωάβ. 26 και παρενέβαλε πάς Ισραήλ και Αβεσσαλώμ εις την γήν Γαλαάδ. 27 και εγένετο ηνίκα ήλθε Δαυίδ εις Μαναίμ, και Ουεσβί υιός Νάας εκ Ραββάθ υιών Αμμών και Μαχίρ υιός Αμιήλ εκ Λωδαβάρ και Βερζελλί ο Γαλααδίτης εκ Ρωγελλίμ 28 ήνεγκαν δέκα κοίτας και αμφιτάπους και λέβητας δέκα και σκεύη κεράμου και πυρούς και κριθάς και άλευρον και άλφιτον και κύαμον και φακόν 29 και μέλι και βούτυρον και πρόβατα και σαφφώθ βοών και προσήνεγκαν τώ Δαυίδ και τώ λαώ τώ μετ' αυτού φαγείν, ότι είπαν· ο λαός πεινών και εκλελυμένος και διψών εν τή ερήμω.
1 ΚΑΙ επεσκέψατο Δαυίδ τον λαόν τον μετ' αυτού και κατέστησεν επ' αυτών χιλιάρχους και εκατοντάρχους. 2 και απέστειλε Δαυίδ τον λαόν, το τρίτον εν χειρί Ιωάβ και το τρίτον εν χειρί Αβεσσά υιού Σαρουίας αδελφού Ιωάβ και το τρίτον εν χειρί Εθθί τού Γεθθαίου. και είπε Δαυίδ προς τον λαόν· εξελθών εξελεύσομαι και γε εγώ μεθ' υμών. 3 και είπαν· ουκ εξελεύση, ότι εάν φυγή φύγωμεν, ου θήσουσιν εφ' ημάς καρδίαν, και εάν αποθάνωμεν το ήμισυ ημών, ου θήσουσιν εφ' ημάς καρδίαν, ότι σύ ως ημείς δέκα χιλιάδες· και νύν αγαθόν ότι έση ημίν εν τή πόλει βοήθεια τού βοηθείν. 4 και είπε προς αυτούς ο βασιλεύς· ό εάν αρέση εν οφθαλμοίς υμών, ποιήσω. και έστη ο βασιλεύς ανά χείρα της πύλης, και πάς ο λαός εξεπορεύετο εις εκατοντάδας και εις χιλιάδας. 5 και ενετείλατο ο βασιλεύς τώ Ιωάβ και τώ Αβεσσά και τώ Εθθί λέγων· φείσασθέ μοι τού παιδαρίου τού Αβεσσαλώμ· και πάς ο λαός ήκουσεν εντελλομένου τού βασιλέως πάσι τοίς άρχουσιν υπέρ Αβεσσαλώμ, 6 και εξήλθε πάς ο λαός εις τον δρυμόν εξεναντίας Ισραήλ, και εγένετο ο πόλεμος εν τώ δρυμώ Εφραίμ. 7 και έπταισεν εκεί ο λαός Ισραήλ ενώπιον των παίδων Δαυίδ, και εγένετο η θραύσις μεγάλη εν τή ημέρα εκείνη, είκοσι χιλιάδες ανδρών. 8 και εγένετο εκεί ο πόλεμος διεσπαρμένος επί πρόσωπον πάσης της γής, και επλεόνασεν ο δρυμός τού καταφαγείν εκ τού λαού υπέρ ούς κατέφαγεν εν τώ λαώ η μάχαιρα τή ημέρα εκείνη. 9 και συνήντησεν Αβεσσαλώμ ενώπιον των παίδων Δαυίδ, και Αβεσσαλώμ ήν επιβεβηκώς επί τού ημιόνου αυτού, και εισήλθεν ο ημίονος υπό το δάσος της δρυός της μεγάλης, και περιεπλάκη η κεφαλή αυτού εν τή δρυί, και εκρεμάσθη ανά μέσον τού ουρανού και ανά μέσον της γής, και ο ημίονος υποκάτω αυτού παρήλθε.
10 και είδεν ανήρ είς και ανήγγειλε τώ Ιωάβ και είπεν· ιδού εώρακα τον Αβεσσαλώμ κρεμάμενον εν τή δρυί. 11 και είπεν Ιωάβ τώ ανδρί τώ αναγγέλλοντι αυτώ· και ιδού εώρακας· τι ότι ουκ επάταξας αυτόν εκεί εις την γήν; και εγώ αν εδεδώκειν σοι δέκα αργυρίου και παραζώνην μίαν. 12 είπε δε ο ανήρ προς Ιωάβ· και εγώ ειμι ίστημι επί τας χείράς μου χιλίους σίκλους αργυρίου, ου μη επιβάλω την χείρά μου επί τον υιόν τού βασιλέως, ότι εν τοίς ωσίν ημών ενετείλατο ο βασιλεύς σοι και τώ Αβεσσά και τώ Εθθί λέγων· φυλάξατέ μοι το παιδάριον τον Αβεσσαλώμ 13 μη ποιήσαι εν τή ψυχή αυτού άδικον· και πάς ο λόγος ου λήσεται από τού βασιλέως, και σύ στήση εξεναντίας. 14 και είπεν ο Ιωάβ· τούτο εγώ άρξομαι· ουχ ούτως μενώ ενώπιόν σου. και έλαβεν Ιωάβ τρία βέλη εν τή χειρί αυτού και ενέπηξεν αυτά εν τή καρδία Αβεσσαλώμ έτι αυτού ζώντος εν τή καρδία της δρυός. 15 και εκύκλωσαν δέκα παιδάρια αίροντα τα σκεύη Ιωάβ και επάταξαν τον Αβεσσαλώμ και εθανάτωσαν αυτόν. 16 και εσάλπισεν Ιωάβ εν κερατίνη, και απέστρεψεν ο λαός τού μη διώκειν οπίσω Ισραήλ, ότι εφείδετο Ιωάβ τού λαού. 17 και έλαβε τον Αβεσσαλώμ και έρριψεν αυτόν εις χάσμα μέγα εν τώ δρυμώ εις τον βόθυνον τον μέγαν και εστήλωσεν επ' αυτόν σωρόν λίθων μέγαν σφόδρα. και πάς Ισραήλ έφυγεν ανήρ εις το σκήνωμα αυτού. 18 και Αβεσσαλώμ έτι ζών έλαβε και έστησεν εαυτώ την στήλην, εν ή ελήφθη, και εστήλωσεν αυτήν λαβείν την στήλην την εν τή κοιλάδι τού βασιλέως, ότι είπεν· ουκ έστιν αυτώ υιός ένεκα τού αναμνήσαι το όνομα αυτού· και εκάλεσε την στήλην Χείρ Αβεσσαλώμ έως της ημέρας ταύτης. 19 και Αχιμάας υιός Σαδώκ είπε· δράμω δή και ευαγγελιώ τώ βασιλεί, ότι έκρινε Κύριος εκ χειρός των εχθρών αυτού.
20 και είπεν αυτώ Ιωάβ· ουκ ανήρ ευαγγελίας σύ εν τή ημέρα ταύτη και ευαγγελιή εν ημέρα άλλη, εν δε τή ημέρα ταύτη ουκ ευαγγελιή, ού είνεκεν ο υιός τού βασιλέως απέθανε. 21 και είπεν Ιωάβ τώ Χουσί· βαδίσας ανάγγειλον τώ βασιλεί όσα είδες· και προσεκύνησε Χουσί τώ Ιωάβ και εξήλθε. 22 και προσέθετο έτι Αχιμάας υιός Σαδώκ και είπε προς Ιωάβ· και έστω ότι δράμω και γε εγώ οπίσω τού Χουσί. και είπεν Ιωάβ· ινατί σύ τούτο τρέχεις, υιέ μου; δεύρο, ουκ έστι σοι ευαγγέλια εις ωφέλειαν πορευομένω. 23 και είπε· τι γάρ εάν δράμω; και είπεν αυτώ Ιωάβ· δράμε. και έδραμεν Αχιμάας την οδόν την τού Κεχάρ και υπερέβη τον Χουσί. 24 και Δαυίδ εκάθητο ανά μέσον των δύο πυλών. και επορεύθη ο σκοπός εις το δώμα της πύλης προς το τείχος και επήρε τους οφθαλμούς αυτού και είδε και ιδού ανήρ τρέχων μόνος ενώπιον αυτού 25 και ανεβόησεν ο σκοπός και απήγγειλε τώ βασιλεί. και είπεν ο βασιλεύς· ει μόνος εστίν, ευαγγελία εν τώ στόματι αυτού. και επορεύετο πορευόμενος και εγγίζων. 26 και είδεν ο σκοπός άνδρα έτερον τρέχοντα, και εβόησεν ο σκοπός προς τή πύλη και είπε· και ιδού ανήρ έτερος τρέχων μόνος. και είπεν ο βασιλεύς· και γε ούτος ευαγγελιζόμενος. 27 και είπεν ο σκοπός· εγώ ορώ τον δρόμον τού πρώτου ως δρόμον Αχιμάας υιού Σαδώκ. και είπεν ο βασιλεύς· ανήρ αγαθός ούτος και γε εις ευαγγελίαν αγαθήν ελεύσεται. 28 και εβόησεν Αχιμάας και είπε προς τον βασιλέα· ειρήνη· και προσεκύνησε τώ βασιλεί επί πρόσωπον αυτού επί την γήν και είπεν· ευλογητός Κύριος ο Θεός σου, ός απέκλεισε τους άνδρας τους επαραμένους την χείρα αυτών εν τώ κυρίω μου τώ βασιλεί. 29 και είπεν ο βασιλεύς· ειρήνη τώ παιδαρίω τώ Αβεσσαλώμ; και είπεν Αχιμάας· είδον το πλήθος το μέγα τού αποστείλαι τον δούλον τού βασιλέως Ιωάβ και τον δούλόν σου, και ουκ έγνων τι εκεί.
30 και είπεν ο βασιλεύς· επίστρεψον, στηλώθητι ώδε· και επεστράφη και έστη. 31 και ιδού ο Χουσί παρεγένετο και είπε τώ βασιλεί· ευαγγελισθήτω ο κύριός μου ο βασιλεύς, ότι έκρινέ σοι Κύριος σήμερον εκ χειρός πάντων των επεγειρομένων επί σε. 32 και είπεν ο βασιλεύς προς τον Χουσί· ει ειρήνη τώ παιδαρίω τώ Αβεσσαλώμ; και είπεν ο Χουσί· γένοιντο ως το παιδάριον οι εχθροί τού κυρίου μου τού βασιλέως και πάντες, όσοι επανέστησαν επ' αυτόν εις κακά. 33 και εταράχθη ο βασιλεύς και ανέβη εις το υπερώον της πύλης και έκλαυσε· και ούτως είπεν εν τώ πορεύεσθαι αυτόν· υιέ μου Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ, τις δώη τον θάνατόν μου αντί σού; εγώ αντί σού, Αβεσσαλώμ, υιέ μου υιέ μου.
1 ΚΑΙ ανηγγέλη τώ Ιωάβ λέγοντες· ιδού ο βασιλεύς κλαίει και πενθεί επί Αβεσσαλώμ. 2 και εγένετο η σωτηρία εν τή ημέρα εκείνη εις πένθος παντί τώ λαώ, ότι ήκουσεν ο λαός εν τή ημέρα εκείνη λέγων, ότι λυπείται ο βασιλεύς επί τώ υιώ αυτού. 3 και διεκλέπτετο ο λαός εν τή ημέρα εκείνη τού εισελθείν εις την πόλιν, καθώς διακλέπτεται ο λαός οι αισχυνόμενοι εν τώ αυτούς φεύγειν εν τώ πολέμω. 4 και ο βασιλεύς έκρυψε το πρόσωπον αυτού. και έκραξεν ο βασιλεύς φωνή μεγάλη λέγων· υιέ μου Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ υιέ μου. 5 και εισήλθεν Ιωάβ προς τον βασιλέα εις τον οίκον και είπε· κατήσχυνας σήμερον τα πρόσωπα πάντων των δούλων σου των εξαιρουμένων σε σήμερον και την ψυχήν των υιών σου και των θυγατέρων σου και την ψυχήν των γυναικών σου και των παλλακών σου, 6 τού αγαπάν τους μισούντάς σε και μισείν τους αγαπώντάς σε και ανήγγειλας σήμερον ότι ουκ εισίν οι άρχοντές σου, ουδέ παίδες· ότι έγνωκα σήμερον ότι ει Αβεσσαλώμ έζη, πάντες ημείς σήμερον νεκροί, ότι τότε το ευθές ήν εν οφθαλμοίς σου. 7 και νύν αναστάς έξελθε και λάλησον εις την καρδίαν των δούλων σου, ότι εν Κυρίω ώμοσα ότι ει μη εκπορεύση σήμερον, ει αυλισθήσεται ανήρ μετά σού την νύκτα ταύτην· και επίγνωθι σεαυτώ και κακόν σοι τούτο υπέρ πάν το κακόν το επελθόν σοι εκ νεότητός σου έως τού νύν. 8 και ανέστη ο βασιλεύς και εκάθισεν εν τή πύλη, και πάς ο λαός ανήγγειλαν λέγοντες· ιδού ο βασιλεύς κάθηται εν τή πύλη· και εισήλθε πάς ο λαός κατά πρόσωπον τού βασιλέως επί την πύλην. και Ισραήλ έφυγεν ανήρ εις τα σκηνώματα αυτού. 9 Καί ήν πάς ο λαός κρινόμενος εν πάσαις φυλαίς Ισραήλ λέγοντες· ο βασιλεύς Δαυίδ ερρύσατο ημάς από πάντων των εχθρών ημών, και αυτός εξείλετο ημάς εκ χειρός αλλοφύλων, και νύν πέφευγεν από της γής και από της βασιλείας αυτού, και από Αβεσσαλώμ·
10 και Αβεσσαλώμ, ον εχρίσαμεν εφ' ημών, απέθανεν εν τώ πολέμω, και νύν ινατί υμείς κωφεύετε τού επιστρέψαι τον βασιλέα; και το ρήμα παντός Ισραήλ ήλθε προς τον βασιλέα. 11 και ο βασιλεύς Δαυίδ απέστειλε προς Σαδώκ και προς Αβιάθαρ τους ιερείς λέγων· λαλήσατε προς τους πρεσβυτέρους Ιούδα λέγοντες· ινατί γίνεσθε έσχατοι τού επιστρέψαι τον βασιλέα εις τον οίκον αυτού; και λόγος παντός Ισραήλ ήλθε προς τον βασιλέα. 12 αδελφοί μου υμείς, οστά μου και σάρκες μου υμείς, ινατί γίνεσθε έσχατοι τού επιστρέψαι τον βασιλέα εις τον οίκον αυτού; 13 και τώ Αμεσσαί ερείτε· ουχί οστούν μου και σάρξ μου σύ; και νύν τάδε ποιήσαι μοι ο Θεός και τάδε προσθείη, ει μη άρχων δυνάμεως έση ενώπιον εμού πάσας τας ημέρας αντί Ιωάβ. 14 και έκλινε την καρδίαν παντός ανδρός Ιούδα ως ανδρός ενός, και απέστειλαν προς τον βασιλέα λέγοντες· επιστράφηθι σύ και πάντες οι δούλοί σου. 15 και επέστρεψεν ο βασιλεύς και ήλθεν έως τού Ιορδάνου, και άνδρες Ιούδα ήλθαν εις Γάλγαλα τού πορεύεσθαι εις απαντήν τού βασιλέως διαβιβάσαι τον βασιλέα τον Ιορδάνην. 16 και ετάχυνε Σεμεί υιός Γηρά υιού τού Ιεμινί εκ Βαουρίμ και κατέβη μετά ανδρός Ιούδα εις απαντήν τού βασιλέως Δαυίδ 17 και χίλιοι άνδρες μετ' αυτού εκ τού Βενιαμίν και Σιβά το παιδάριον τού οίκου Σαούλ και πεντεκαίδεκα υιοί αυτού μετ' αυτού και είκοσι δούλοι αυτού μετ' αυτού και κατεύθυναν τον Ιορδάνην έμπροσθεν τού βασιλέως 18 και ελειτούργησαν την λειτουργίαν τού διαβιβάσαι τον βασιλέα, και διέβη η διάβασις τού εξεγείραι τον οίκον τού βασιλέως και τού ποιήσαι το ευθές εν οφθαλμοίς αυτού. και Σεμεί υιός Γηρά έπεσεν επί πρόσωπον αυτού ενώπιον τού βασιλέως διαβαίνοντος αυτού τον Ιορδάνην 19 και είπε προς τον βασιλέα· μη δή λογισάσθω ο κύριός μου ανομίαν και μη μνησθής όσα ηδίκησεν ο παίς σου εν τή ημέρα, ή ο κύριός μου εξεπορεύετο εξ Ιερουσαλήμ, τού θέσθαι τον βασιλέα εις την καρδίαν αυτού,
20 ότι έγνω ο δούλός σου ότι εγώ ήμαρτον, και ιδού εγώ ήλθον σήμερον πρότερος παντός Ισραήλ και οίκου Ιωσήφ τού καταβήναί με εις απαντήν τού κυρίου μου τού βασιλέως. 21 και απεκρίθη Αβεσσά υιός Σαρουίας και είπε· μη αντί τούτου ου θανατωθήσεται Σεμεί, ότι κατηράσατο τον χριστόν Κυρίου; 22 και είπε Δαυίδ· τι εμοί και υμίν, υιοί Σαρουίας, ότι γίνεσθέ μοι σήμερον εις επίβουλον; σήμερον ου θανατωθήσεταί τις ανήρ εξ Ισραήλ, ότι ουκ οίδα ει σήμερον βασιλεύω εγώ επί τον Ισραήλ. 23 και είπεν ο βασιλεύς προς Σεμέί· ου μη αποθάνης· και ώμοσεν αυτώ ο βασιλεύς. 24 και Μεμφιβοσθέ υιός υιού Σαούλ κατέβη εις απαντήν τού βασιλέως· και ουκ εθεράπευσε τους πόδας αυτού, ουδέ ωνυχίσατο, ουδέ εποίησε τον μύστακα αυτού, και τα ιμάτια αυτού ουκ απέπλυνεν από της ημέρας, ής απήλθεν ο βασιλεύς, έως της ημέρας ής αυτός παρεγένετο εν ειρήνη. 25 και εγένετο ότε εισήλθεν εις Ιερουσαλήμ εις απάντησιν τού βασιλέως, και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· τι ότι ουκ επορεύθης μετ' εμού, Μεμφιβοσθέ; 26 και είπε προς αυτόν Μεμφιβοσθέ· κύριέ μου βασιλεύ, ο δούλός μου παρελογίσατό με, ότι είπεν ο παίς σου αυτώ· επίσαξόν μοι την όνον και επιβώ επ' αυτήν και πορεύσομαι μετά τού βασιλέως, ότι χωλός ο δούλός σου· 27 και μεθώδευσεν εν τώ δούλω σου προς τον κύριόν μου τον βασιλέα, και ο κύριός μου ο βασιλεύς ως άγγελος τού Θεού, και ποίησον το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου· 28 ότι ουκ ήν πάς ο οίκος τού πατρός μου, αλλ' ή ότι άνδρες θανάτου τώ κυρίω μου τώ βασιλεί, και έθηκας τον δούλόν σου εν τοίς εσθίουσι την τράπεζάν σου· και τι έστι μοι έτι δικαίωμα και τού κεκραγέναι με έτι προς τον βασιλέα; 29 και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· ινατί λαλείς έτι τους λόγους σου; είπον· σύ και Σιβά διελείσθε τον αγρόν.
30 και είπε Μεμφιβοσθέ προς τον βασιλέα· και γε τα πάντα λαβέτω μετά το παραγενέσθαι τον κύριόν μου τον βασιλέα εν ειρήνη εις τον οίκον αυτού. 31 και Βερζελλί ο Γαλααδίτης κατέβη εκ Ρωγελλίμ και διέβη μετά τού βασιλέως τον Ιορδάνην εκπέμψαι αυτόν τον Ιορδάνην· 32 και Βερζελλί ανήρ πρεσβύτερος σφόδρα, υιός ογδοήκοντα ετών, και αυτός διέθρεψε τον βασιλέα εν τώ οικείν αυτόν εν Μαναίμ, ότι ανήρ μέγας ήν σφόδρα. 33 και είπεν ο βασιλεύς προς Βερζελλί· σύ διαβήση μετ' εμού, και διαθρέψω το γήράς σου μετ' εμού εν Ιερουσαλήμ. 34 και είπε Βερζελλί προς τον βασιλέα· πόσαι ημέραι ετών ζωής μου, ότι αναβήσομαι μετά τού βασιλέως εις Ιερουσαλήμ; 35 υιός ογδοήκοντα ετών εγώ ειμι σήμερον· μη γνώσομαι ανά μέσον αγαθού και κακού; ει γεύσεται ο δούλός σου έτι ό φάγομαι ή πίομαι; ή ακούσομαι έτι φωνήν αδόντων και αδουσών; και ινατί έσται έτι ο δούλός σου εις φορτίον επί τον κύριόν μου τον βασιλέα; 36 ως βραχύ διαβήσεται ο δούλός σου τον Ιορδάνην μετά τού βασιλέως· και ινατί ανταποδίδωσί μοι ο βασιλεύς την ανταπόδοσιν ταύτην; 37 καθισάτω δή ο δούλός σου και αποθανούμαι εν τή πόλει μου παρά τώ τάφω τού πατρός μου και της μητρός μου· και ιδού ο δούλός σου Χαμαάμ διαβήσεται μετά τού κυρίου μου τού βασιλέως, και ποίησον αυτώ το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου. 38 και είπεν ο βασιλεύς· μετ' εμού διαβήτω Χαμαάμ, καγώ ποιήσω αυτώ το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου και πάντα, όσα αν εκλέξη επ' εμοί, ποιήσω σοι. 39 και διέβη πάς ο λαός τον Ιορδάνην, και ο βασιλεύς διέβη· και κατεφίλησεν ο βασιλεύς τον Βερζελλί και ευλόγησεν αυτόν, και επέστρεψεν εις τον τόπον αυτού.
40 και διέβη ο βασιλεύς εις Γάλγαλα, και Χαμαάμ διέβη μετ' αυτού, και πάς ο λαός Ιούδα διαβαίνοντες μετά τού βασιλέως και γε το ήμισυ τού λαού Ισραήλ. 41 και ιδού πάς ανήρ Ισραήλ παρεγένοντο προς τον βασιλέα και είπε προς τον βασιλέα· τι ότι έκλεψάν σε οι αδελφοί ημών ανήρ Ιούδα και διεβίβασαν τον βασιλέα και τον οίκον αυτού τον Ιορδάνην και πάντες άνδρες Δαυίδ μετ' αυτού; 42 και απεκρίθη πάς ανήρ Ιούδα προς άνδρα Ισραήλ και είπαν· διότι εγγίζει προς με ο βασιλεύς· και ινατί ούτως εθυμώθης περί τού λόγου τούτου; μη βρώσει εφάγαμεν εκ τού βασιλέως, ή δόμα έδωκεν ή άρσιν ήρεν ημίν; 43 και απεκρίθη ανήρ Ισραήλ τώ ανδρί Ιούδα και είπε· δέκα χείρές μοι εν τώ βασιλεί, και πρωτότοκος εγώ ή σύ, και γε εν τώ Δαυίδ ειμι υπέρ σε· και ινατί τούτο ύβρισάς με και ουκ ελογίσθη ο λόγος μου πρώτός μοι τού επιστρέψαι τον βασιλέα εμοί; και εσκληρύνθη ο λόγος ανδρός Ιούδα υπέρ τον λόγον ανδρός Ισραήλ.
1 ΚΑΙ εκεί επικαλούμενος υιός παράνομος, και όνομα αυτώ Σαβεέ, υιός Βοχορί ανήρ ο Ιεμινί, και εσάλπισε τή κερατίνη και είπεν· ουκ έστιν ημίν μερίς εν Δαυίδ ουδέ κληρονομία ημίν εν τώ υιώ Ιεσσαί· ανήρ εις τα σκηνώματά σου, Ισραήλ. 2 και ανέβη πάς ανήρ Ισραήλ από όπισθεν Δαυίδ οπίσω Σαβεέ υιού Βοχορί. και ανήρ Ιούδα εκολλήθη τώ βασιλεί αυτών από τού Ιορδάνου και έως Ιερουσαλήμ. 3 και εισήλθε Δαυίδ εις οίκον αυτού εις Ιερουσαλήμ, και έλαβεν ο βασιλεύς τας δέκα γυναίκας τας παλλακάς αυτού, ας αφήκε φυλάσσειν τον οίκον, και έδωκεν αυτάς εν οίκω φυλακής και διέθρεψεν αυτάς και προς αυτάς ουκ εισήλθε, και ήσαν συνεχόμεναι έως θανάτου αυτών, χήραι ζώσαι. 4 και είπεν ο βασιλεύς προς Αμεσσαί· βόησόν μοι τον άνδρα Ιούδα τρεις ημέρας, σύ δε αυτού στήθι. 5 και επορεύθη Αμεσσαί τού βοήσαι τον Ιούδαν και εχρόνισεν από τού καιρού, ού ετάξατο αυτώ Δαυίδ. 6 και είπε Δαυίδ προς Αμεσσαί· νύν κακοποιήσει ημάς Σαβεέ υιός Βοχορί υπέρ Αβεσσαλώμ, και νύν σύ λάβε μετά σεαυτού τους παίδας τού κυρίου σου και καταδίωξον οπίσω αυτού, μήποτε εαυτώ εύρη πόλεις οχυράς και σκιάσει τους οφθαλμούς ημών. 7 και εξήλθον οπίσω αυτού οι άνδρες Ιωάβ και ο Χερεθί και ο Φελεθί και πάντες οι δυνατοί και εξήλθον εξ Ιερουσαλήμ διώξαι οπίσω Σαβεέ υιού Βοχορί. 8 και αυτοί παρά τώ λίθω τώ μεγάλω τώ εν Γαβαών, και Αμεσσαί εισήλθεν έμπροσθεν αυτών. και Ιωάβ περιεζωσμένος μανδύαν το ένδυμα αυτού και επ' αυτώ εζωσμένος μάχαιραν εζευγμένην επί της οσφύος αυτού εν κολεώ αυτής, και η μάχαιρα εξήλθε και έπεσε. 9 και είπεν Ιωάβ τώ Αμεσσαί· ει υγιαίνεις σύ αδελφέ; και εκράτησεν η χείρ η δεξιά Ιωάβ τού πώγωνος Αμεσσαί τού καταφιλήσαι αυτόν.
10 και Αμεσσαί ουκ εφυλάξατο την μάχαιραν την εν τή χειρί Ιωάβ, και έπαισεν αυτόν εν αυτή Ιωάβ εις την ψόαν, και εξεχύθη η κοιλία αυτού εις την γήν, και ουκ εδευτέρωσεν αυτώ, και απέθανε. και Ιωάβ και Αβεσσαί ο αδελφός αυτού εδίωξεν οπίσω Σαβεέ υιού Βοχορί· 11 και ανήρ έστη επ' αυτόν των παιδαρίων Ιωάβ και είπε· τις ο βουλόμενος Ιωάβ και τις τού Δαυίδ, οπίσω Ιωάβ; 12 και Αμεσσαί πεφυρμένος εν τώ αίματι εν μέσω της τρίβου, και είδεν ανήρ, ότι ειστήκει πάς ο λαός, και απέστρεψε τον Αμεσσαί εκ της τρίβου εις αγρόν και επέρριψεν επ' αυτόν ιμάτιον, καθότι είδε πάντα τον ερχόμενον επ' αυτόν εστηκότα· 13 ηνίκα δε έφθασεν εκ της τρίβου, παρήλθε πάς ανήρ Ισραήλ οπίσω Ιωάβ τού διώξαι οπίσω Σαβεέ υιού Βοχορί. 14 και διήλθεν εν πάσαις φυλαίς Ισραήλ εις Αβέλ και εις Βαιθμαχά και πάντες εν Χαρρί, και εξεκκλησιάσθησαν, και ήλθον κατόπισθεν αυτού. 15 και παρεγενήθησαν και επολιόρκουν επ' αυτόν την Αβέλ και Βαιθμαχά και εξέχεαν πρόσχωμα προς την πόλιν, και έστη εν τώ προτειχίσματι, και πάς ο λαός μετά Ιωάβ ενοούσαν καταβαλείν το τείχος. 16 και εβόησε γυνή σοφή εκ τού τείχους και είπεν· ακούσατε ακούσατε, είπατε δή προς Ιωάβ· έγγισον έως ώδε, και λαλήσω προς αυτόν. 17 και προσήγγισε προς αυτήν, και είπεν η γυνή· ει σύ εί Ιωάβ; ο δε είπεν· εγώ. είπε δε αυτώ· άκουσον τους λόγους της δούλης σου. και είπεν Ιωάβ· ακούω εγώ ειμι. 18 και είπε λέγουσα· λόγον ελάλησαν εν πρώτοις λέγοντες· ηρωτημένος ηρωτήθη εν τή Αβέλ και εν Δάν ει εξέλιπον ά έθεντο οι πιστοί τού Ισραήλ, ερωτώντες επερωτήσουσιν εν Αβέλ, και ούτως ει εξέλιπον. 19 εγώ ειμι ειρηνικά των στηριγμάτων Ισραήλ, σύ δε ζητείς θανατώσαι πόλιν και μητρόπολιν εν Ισραήλ· ινατί καταποντίζεις κληρονομίαν Κυρίου;
20 και απεκρίθη Ιωάβ, και είπεν· ίλεώς μοι ίλεώς μοι, ει καταποντιώ και ει διαφθερώ· 21 ουχ ούτως ο λόγος, ότι ανήρ εξ όρους Εφραίμ, Σαβεέ υιός Βοχορί όνομα αυτού, και επήρε την χείρα αυτού επί τον βασιλέα Δαυίδ· δότε αυτόν μοι μόνον, και απελεύσομαι απάνωθεν της πόλεως. και είπεν η γυνή προς Ιωάβ· ιδού η κεφαλή αυτού ριφήσεται προς σε διά τού τείχους. 22 και εισήλθεν η γυνή προς πάντα τον λαόν και ελάλησε προς πάσαν την πόλιν εν τή σοφία αυτής· και αφείλε την κεφαλήν Σαβεέ υιού Βοχορί. και αφείλε και έβαλε προς Ιωάβ. και εσάλπισεν εν κερατίνη, και διεσπάρησαν από της πόλεως απ' αυτού ανήρ εις τα σκηνώματα αυτού· και Ιωάβ απέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ προς τον βασιλέα. 23 Καί ο Ιωάβ προς πάση τή δυνάμει Ισραήλ, και Βαναίας υιός Ιωδαέ επί τού Χερεθί και επί τού Φελεθί, 24 και Αδωνιράμ επί τού φόρου, και Ιωσαφάτ υιός Αχιλούθ αναμιμνήσκων, 25 και Σουσά γραμματεύς, και Σαδώκ και Αβιάθαρ ιερείς, 26 και γε Ιράς ο Ιαρίν ήν ιερεύς τού Δαυίδ.
1 ΚΑΙ εγένετο λιμός εν ταίς ημέραις Δαυίδ τρία έτη, ενιαυτός ο εχόμενος ενιαυτού, και εζήτησε Δαυίδ το πρόσωπον Κυρίου. και είπε Κύριος· επί Σαούλ και επί τον οίκον αυτού αδικία εν θανάτω αιμάτων αυτού, περί ού εθανάτωσε τους Γαβαωνίτας. 2 και εκάλεσεν ο βασιλεύς Δαυίδ τους Γαβαωνίτας και είπε προς αυτούς· και οι Γαβαωνίται ουχ υιοί Ισραήλ εισιν, ότι αλλ' ή εκ τού λείμματος τού Αμορραίου, και οι υιοί Ισραήλ ώμοσαν αυτοίς· και εζήτησε Σαούλ πατάξαι αυτούς εν τώ ζηλώσαι αυτόν τους υιούς Ισραήλ και Ιούδα. 3 και είπε Δαυίδ προς τους Γαβαωνίτας· τι ποιήσω ημίν και εν τίνι εξιλάσομαι και ευλογήσετε την κληρονομίαν Κυρίου; 4 και είπαν αυτώ οι Γαβαωνίται· ουκ έστιν ημίν αργύριον ή χρυσίον μετά Σαούλ και μετά τού οίκου αυτού, και ουκ έστιν ημίν ανήρ θανατώσαι εν Ισραήλ. 5 και είπε· τι υμείς λέγετε και ποιήσω υμίν; και είπαν προς τον βασιλέα· ο ανήρ, ός συνετέλεσεν εφ' ημάς και εδίωξεν ημάς, ός παρελογίσατο εξολοθρεύσαι ημάς· αφανίσωμεν αυτόν, τού μη εστάναι αυτόν εν παντί ορίω Ισραήλ· 6 δότω ημίν επτά άνδρας εκ των υιών αυτού, και εξηλιάσωμεν αυτούς τώ Κυρίω εν τώ Γαβαών Σαούλ εκλεκτούς Κυρίου. και είπεν ο βασιλεύς· εγώ δώσω. 7 και εφείσατο ο βασιλεύς επί Μεμφιβοσθέ υιόν Ιωνάθαν υιού Σαούλ διά τον όρκον Κυρίου τον ανά μέσον αυτών και ανά μέσον Δαυίδ και ανά μέσον Ιωνάθαν υιού Σαούλ· 8 και έλαβεν ο βασιλεύς τους δύο υιούς Ρεσφά θυγατρός Αιά, ούς έτεκε τώ Σαούλ, τον Ερμωνί και τον Μεμφιβοσθέ, και τους πέντε υιούς της Μιχόλ θυγατρός Σαούλ, ούς έτεκε τώ Εσδριήλ υιώ Βερζελλί τώ Μουλαθί, 9 και έδωκεν αυτούς εν χειρί των Γαβαωνιτών, και εξηλίασαν αυτούς εν τώ όρει έναντι Κυρίου, και έπεσαν οι επτά αυτοί επί το αυτό· και αυτοί δε εθανατώθησαν εν ημέραις θερισμού εν πρώτοις, εν αρχή θερισμού κριθών.
10 και έλαβε Ρεσφά θυγάτηρ Αιά τον σάκκον και έπηξεν αυτή προς την πέτραν εν αρχή θερισμού κριθών, έως έσταξεν επ' αυτούς ύδωρ εκ τού ουρανού, και ουκ έδωκε τα πετεινά τού ουρανού καταπαύσαι επ' αυτούς ημέρας και τα θηρία τού αγρού νυκτός. 11 και απηγγέλη τώ Δαυίδ όσα εποίησε Ρεσφά θυγάτηρ Αιά παλλακή Σαούλ· και εξελύθησαν, και κατέλαβεν αυτούς Δάν υιός Ιωά εκ των απογόνων των γιγάντων, 12 και επορεύθη Δαυίδ και έλαβε τα οστά Σαούλ και τα οστά Ιωνάθαν τού υιού αυτού παρά των ανδρών υιών Ιαβίς Γαλαάδ, οί έκλεψαν αυτούς εκ της πλατείας Βαιθσάν, ότι έστησαν αυτούς εκεί οι αλλόφυλοι εν τή ημέρα, ή επάταξαν οι αλλόφυλοι τον Σαούλ εν Γελβουέ, 13 και ανήνεγκεν εκείθεν τα οστά Σαούλ και τα οστά Ιωνάθαν τού υιού αυτού και συνήγαγε τα οστά των εξηλιασμένων. 14 και έθαψαν τα οστά Σαούλ και τα οστά Ιωνάθαν τού υιού αυτού και τα οστά των ηλιασθέντων εν γη Βενιαμίν εν τή πλευρά εν τώ τάφω Κίς τού πατρός αυτού και εποίησαν πάντα, όσα ενετείλατο ο βασιλεύς. και επήκουσεν ο Θεός τή γη μετά ταύτα. 15 Καί εγενήθη έτι πόλεμος τοίς αλλοφύλοις μετά Ισραήλ. και κατέβη Δαυίδ και οι παίδες αυτού μετ' αυτού και επολέμησαν μετά των αλλοφύλων, και εξελύθη Δαυίδ. 16 και Ιεσβί, ός ήν εν τοίς εκγόνοις τού Ραφά και ο σταθμός τού δόρατος αυτού τριακοσίων σίκλων ολκή χαλκού και αυτός περιεζωσμένος κορύνην, και διενοείτο τού πατάξαι τον Δαυίδ. 17 και εβοήθησεν αυτώ Αβεσσά υιός Σαρουίας και επάταξε τον αλλόφυλον και εθανάτωσεν αυτόν. τότε ώμοσαν οι άνδρες Δαυίδ λέγοντες· ουκ εξελεύση έτι μεθ' ημών εις πόλεμον και ου μη σβέσης τον λύχνον Ισραήλ. 18 και εγενήθη μετά ταύτα έτι πόλεμος εν Γέθ μετά των αλλοφύλων. τότε επάταξε Σεβοχά ο Αστατωθί τον Σέφ εν τοίς εκγόνοις τού Ραφά. 19 και εγένετο ο πόλεμος εν Γόβ μετά των αλλοφύλων. και επάταξεν Ελεανάν υιός Αριωργίμ ο Βηθλεεμίτης τον Γολιάθ τον Γεθθαίον, και το ξύλον τού δόρατος αυτού ως αντίον υφαινόντων.
20 και εγένετο έτι πόλεμος εν Γέθ. και ήν ανήρ μαδών, και οι δάκτυλοι των χειρών αυτού και οι δάκτυλοι των ποδών αυτού έξ και έξ, εικοσιτέσσαρες αριθμώ, και γε αυτός ετέχθη τώ Ραφά. 21 και ωνείδισε τον Ισραήλ, και επάταξεν αυτόν Ιωνάθαν υιός Σεμεί αδελφού Δαυίδ. 22 οι τέσσαρες ούτοι ετέχθησαν απόγονοι των γιγάντων εν Γέθ τώ Ραφά οίκος, και έπεσαν εν χειρί Δαυίδ, και εν χειρί των δούλων αυτού.
1 ΚΑΙ ελάλησε Δαυίδ τώ Κυρίω τους λόγους της ωδής ταύτης εν ή ημέρα εξείλετο αυτόν Κύριος εκ χειρός πάντων των εχθρών αυτού και εκ χειρός Σαούλ, 2 και είπεν· Κύριε, πέτρα μου και οχύρωμά μου και εξαιρούμενός με εμοί, 3 ο Θεός μου φύλαξ μου έσται μοι, πεποιθώς έσομαι επ' αυτώ, υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου, αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου σωτηρίας μου, εξ αδίκου σώσεις με. 4 αινετόν επικαλέσομαι Κύριον και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι. 5 ότι περιέσχον με συντριμμοί θανάτου, χείμαρροι ανομίας εθάμβησάν με· 6 ωδίνες θανάτου εκύκλωσάν με, προέφθασάν με σκληρότητες θανάτου. 7 εν τώ θλίβεσθαί με επικαλέσομαι τον Κύριον και προς τον Θεόν μου βοήσομαι· και επακούσεται εκ ναού αυτού φωνής μου, και η κραυγή μου εν τοίς ωσίν αυτού. 8 και εταράχθη και εσείσθη η γη, και τα θεμέλια τού ουρανού συνεταράχθησαν και εσπαράχθησαν, ότι εθυμώθη Κύριος αυτοίς. 9 ανέβη καπνός εν τή οργή αυτού, και πύρ εκ στόματος αυτού κατέδεται, άνθρακες εξεκαύθησαν απ' αυτού.
10 και έκλινεν ουρανούς και κατέβη, και γνόφος υποκάτω των ποδών αυτού. 11 και επεκάθισεν επί Χερουβίμ και επετάσθη και ώφθη επί πτερύγων ανέμου. 12 και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού κύκλω αυτού, η σκηνή αυτού σκότος υδάτων· επάχυνεν εν νεφέλαις αέρος. 13 από τού φέγγους εναντίον αυτού εξεκαύθησαν άνθρακες πυρός. 14 εβρόντησεν εξ ουρανού Κύριος, και ο ύψιστος έδωκε φωνήν αυτού 15 και απέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς, και ήστραψεν αστραπήν και εξέστησεν αυτούς. 16 και ώφθησαν αφέσεις θαλάσσης, και απεκαλύφθη θεμέλια της οικουμένης εν τή επιτιμήσει Κυρίου, από πνοής πνεύματος θυμού αυτού. 17 απέστειλεν εξ ύψους και έλαβέ με, είλκυσέ με εξ υδάτων πολλών· 18 ερρύσατό με εξ εχθρών μου ισχύος, εκ των μισούντων με, ότι εκραταιώθησαν υπέρ εμέ. 19 προέφθασάν με ημέραι θλίψεώς μου και εγένετο Κύριος επιστήριγμά μου
20 και εξήγαγέ με εις πλατυσμόν και εξείλετό με, ότι ηυδόκησεν εν εμοί. 21 και ανταπέδωκέ μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου, και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ανταπέδωκέ μοι. 22 ότι εφύλαξα οδούς Κυρίου και ουκ ησέβησα από τού Θεού μου, 23 ότι πάντα τα κρίματα αυτού κατεναντίον μου, και τα δικαιώματα αυτού, ουκ απέστην απ' αυτών. 24 και έσομαι άμωμος αυτώ και προφυλάξομαι από της ανομίας μου. 25 και αποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ενώπιον των οφθαλμών αυτού. 26 μετά οσίου οσιωθήση και μετά ανδρός τελείου τελειωθήση 27 και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση και μετά στρεβλού στρεβλωθήση. 28 και τον λαόν τον πτωχόν σώσεις και οφθαλμούς επί μετεώρων ταπεινώσεις. 29 ότι σύ ο λύχνος μου, Κύριε, και Κύριος εκλάμψει μοι το σκότος μου.
30 ότι εν σοί δραμούμαι μονόζωνος και εν τώ Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. 31 ο ισχυρός, άμωμος η οδός αυτού, το ρήμα Κυρίου κραταιόν, πεπυρωμένον, υπερασπιστής εστι πάσι τοίς πεποιθόσιν επ' αυτόν. 32 τις ισχυρός πλήν Κυρίου; και τις κτίστης έσται πλήν τού Θεού ημών; 33 ο ισχυρός ο κραταιών με δυνάμει, και εξετίναξεν άμωμον την οδόν μου· 34 τιθείς τους πόδας μου ως ελάφων και επί τα ύψη ιστών με· 35 διδάσκων χείράς μου εις πόλεμον και κατάξας τόξον χαλκούν εν βραχίονί μου. 36 και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας μου, και η υπακοή σου επλήθυνέ με 37 εις πλατυσμόν εις τα διαβήματά μου υποκάτω μου, και ουκ εσαλεύθησαν τα σκέλη μου. 38 διώξω εχθρούς μου και αφανιώ αυτούς και ουκ αναστρέψω έως αν συντελέσω αυτούς· 39 και θλάσω αυτούς και ουκ αναστήσονται και πεσούνται υπό τους πόδας μου.
40 και ενισχύσεις με δυνάμει εις πόλεμον, κάμψεις τους επιστανομένους μοι υποκάτω μου· 41 και τους εχθρούς μου έδωκάς μοι νώτον, τους μισούντάς με, και εθανάτωσας αυτούς. 42 βοήσονται, και ουκ έστι βοηθός, προς Κύριον, και ουκ επήκουσεν αυτών. 43 και ελέανα αυτούς ως χούν γής, ως πηλόν εξόδων ελέπτυνα αυτούς. 44 και ρύση με εκ μάχης λαών, φυλάξεις με εις κεφαλήν εθνών. λαός, ον ουκ έγνω, εδούλευσάν μοι, 45 υιοί αλλότριοι εψεύσαντό μοι, εις ακοήν ωτίου ήκουσάν μου· 46 υιοί αλλότριοι απορριφήσονται και σφαλούσιν εκ των συγκλεισμών αυτών. 47 ζή Κύριος, και ευλογητός ο φύλαξ μου, και υψωθήσεται ο Θεός μου, ο φύλαξ της σωτηρίας μου. 48 ισχυρός Κύριος ο διδούς εκδικήσεις εμοί, παιδεύων λαούς υποκάτω μου 49 και εξάγων με εξ εχθρών μου, και εκ των επεγειρομένων μοι υψώσεις με, εξ ανδρός αδικημάτων ρύση με.
50 διά τούτο εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν τοίς έθνεσι και εν τώ ονόματί σου ψαλώ, 51 μεγαλύνων τας σωτηρίας βασιλέως αυτού και ποιών έλεος τώ χριστώ αυτού, τώ Δαυίδ και τώ σπέρματι αυτού έως αιώνος.
1 ΚΑΙ ούτοι οι λόγοι Δαυίδ οι έσχατοι· Πιστός Δαυίδ υιός Ιεσσαί, και πιστός ανήρ, ον ανέστησε Κύριος επί χριστόν Θεού Ιακώβ, και ευπρεπείς ψαλμοί Ισραήλ. 2 πνεύμα Κυρίου ελάλησεν εν εμοί, και ο λόγος αυτού επί γλώσσης μου. 3 λέγει ο Θεός Ισραήλ, εμοί ελάλησε φύλαξ Ισραήλ· παραβολήν ειπόν εν ανθρώπω· πώς κραταιώσητε φόβον Θεού; 4 και εν Θεώ φωτί πρωίας ανατείλαι ήλιος, το πρωί παρήλθεν εκ φέγγους και ως εξ υετού χλόης από γής. 5 ου γάρ ούτως ο οίκός μου μετά ισχυρού; διαθήκην γάρ αιώνιον έθετό μοι, ετοίμην εν παντί καιρώ πεφυλαγμένην, ότι πάσα σωτηρία μου και πάν θέλημα, ότι ου μη βλαστήση ο παράνομος. 6 ώσπερ άκανθα εξωσμένη πάντες ούτοι, ότι ου χειρί ληφθήσονται, 7 και ανήρ ου κοπιάσει εν αυτοίς, και πλήρες σιδήρου και ξύλον δόρατος, και εν πυρί καύσει καυθήσονται αισχύνην αυτών. 8 Ταύτα τα ονόματα των δυνατών Δαυίδ· Ιεβοσθέ ο Χαναναίος, άρχων τού τρίτου εστίν, Αδινών ο Ασωναίος· ούτος εσπάσατο την ρομφαίαν αυτού επί οκτακοσίους στρατιώτας εισάπαξ. 9 και μετ' αυτόν Ελεανάν υιός πατραδέλφου αυτού υιός Σουδίτου εν τοίς τρισί δυνατοίς. ούτος μετά Δαυίδ ήν εν Σερράν, και εν τώ ονειδίσαι αυτόν εν τοίς αλλοφύλοις συνήχθησαν εκεί εις πόλεμον, και ανέβησαν ανήρ Ισραήλ·
10 αυτός ανέστη και επάταξεν εν τοίς αλλοφύλοις, έως ού εκοπίασεν η χείρ αυτού και προσεκολλήθη η χείρ αυτού προς την μάχαιραν, και εποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην εν τή ημέρα εκείνη· και ο λαός εκάθητο οπίσω αυτού πλήν εκδιδύσκειν. 11 και μετ' αυτόν Σαμαία υιός Ασά ο Αρουχαίος. και συνήχθησαν οι αλλόφυλοι εις Θηρία, και ήν εκεί μερίς τού αγρού πλήρης φακού, και ο λαός έφυγεν εκ προσώπου αλλοφύλων· 12 και εστηλώθη εν μέσω της μερίδος και εξείλατο αυτήν και επάταξε τους αλλοφύλους, και εποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην. 13 και κατέβησαν τρεις από των τριάκοντα και ήλθαν εις Κασών προς Δαυίδ εις το σπήλαιον Οδολλάμ, και τάγμα των αλλοφύλων παρενέβαλον εν τή κοιλάδι Ραφαίμ· 14 και Δαυίδ τότε εν τή περιοχή, και το υπόστημα των αλλοφύλων τότε εν Βηθλεέμ. 15 και επεθύμησε Δαυίδ και είπε· τις ποτιεί με ύδωρ εκ τού λάκκου τού εν Βηθλεέμ τού εν τή πύλη; το δε σύστημα των αλλοφύλων τότε εν Βηθλεέμ. 16 και διέρρηξαν οι τρεις δυνατοί εν τή παρεμβολή των αλλοφύλων και υδρεύσαντο ύδωρ εκ τού λάκκου τού εν Βηθλεέμ τού εν τή πύλη και έλαβαν και παρεγένοντο προς Δαυίδ, και ουκ ηθέλησε πιείν αυτό και έσπεισεν αυτό τώ Κυρίω 17 και είπεν· ίλεώς μοι, Κύριε, τού ποιήσαι τούτο, ει αίμα των ανδρών των πορευθέντων εν ταίς ψυχαίς αυτών πίομαι· και ουκ ηθέλησε πιείν αυτό. ταύτα εποίησαν οι τρεις δυνατοί. 18 και Αβεσσά ο αδελφός Ιωάβ υιός Σαρουίας αυτός άρχων εν τοίς τρισί. και αυτός εξήγειρε το δόρυ αυτού επί τριακοσίους τραυματίας, και αυτώ όνομα εν τοίς τρισίν· 19 εκ των τριών εκείνων ένδοξος, και εγένετο αυτοίς εις άρχοντα, και έως των τριών ουκ ήλθε.
20 και Βαναίας υιός Ιωδαέ ανήρ αυτός πολλοστός έργοις από Καβεσεήλ, και αυτός επάταξε τους δύο υιούς Αριήλ τού Μωάβ· και αυτός κατέβη και επάταξε τον λέοντα εν μέσω τού λάκκου εν τή ημέρα της χιόνος· 21 αυτός επάταξε τον άνδρα τον Αιγύπτιον, άνδρα ορατόν, εν δε τή χειρί τού Αιγυπτίου δόρυ ως ξύλον διαβάθρας, και κατέβη προς αυτόν εν ράβδω και ήρπασε το δόρυ εκ της χειρός τού Αιγυπτίου και απέκτεινεν αυτόν εν τώ δόρατι αυτού. 22 ταύτα εποίησε Βαναίας υιός Ιωδαέ, και αυτώ όνομα εν τοίς τρισί τοίς δυνατοίς· 23 εκ των τριών ένδοξος, και προς τους τρεις ουκ ήλθε· και έταξεν αυτόν Δαυίδ προς τας ακοάς αυτού. και ταύτα τα ονόματα των δυνατών Δαυίδ τού βασιλέως· 24 Ασαήλ αδελφός Ιωάβ (ούτος εν τοίς τριάκοντα), Ελεανάν υιός Δουδί πατραδέλφου αυτού εν Βηθλεέμ. 25 Σαμαί ο Αρουδαίος, Ελικά ο Αρωδαίος, 26 Σελλής ο Κελωθί, Ίρας υιός Εκκάς ο Θεκωίτης, 27 Αβιέζερ ο Αναθωθίτης εκ των υιών τού Ασωθίτου, 28 Ελλών ο Αωίτης, Μοορέ ο Νετωφαθίτης, 29 Εθθί υιός Ριβά εκ Γαβαέθ υιός Βενιαμίν, 30 Βαναίας ο Φαραθενίτης, Ουρί εκ Ναχαλιγαίας, 31 Αβιήλ υιός τού Αραβωθίτου, Αζμώθ ο Βαρσαμίτης, 32 Ελιασού ο Σαλαβωνίτης, υιοί Ιαβάν, Ιωνάθαν, 33 Σαμνάν ο Αρωδίτης, Αχιάν υιός Αραί Σαραουρίτης, 34 Αλιφαλέθ υιός τού Ασβίτου, υιός τού Μααχαθί, Ελιάβ υιός Αχιτόφελ τού Γελωνίτου, 35 Ασραί ο Καρμήλιος, Φαραί ο Ερχί, 36 Γάαλ υιός Νάθαν από δυνάμεως, υιός Γαλααδεί, 37 Ελιέ ο Αμμανίτης, Γελωραί ο Βηρωθαίος αίρων τα σκεύη Ιωάβ υιού Σαρουίας, 38 Ιράς ο Ιεθιραίος, Γαρήβ ο Εθθεναίος, 39 Ουρίας ο Χετταίος· οι πάντες τριάκοντα και επτά.
1 ΚΑΙ προσέθετο οργήν Κύριος εκκαήναι εν Ισραήλ, και επέσεισε τον Δαυίδ εν αυτοίς λέγων· βάδιζε, αρίθμησον τον Ισραήλ και τον Ιούδαν. 2 και είπεν ο βασιλεύς προς Ιωάβ άρχοντα της ισχύος τον μετ' αυτού· δίελθε δή πάσας φυλάς Ισραήλ και Ιούδα, από Δάν και έως Βηρσαβεέ και επίσκεψαι τον λαόν, και γνώσομαι τον αριθμόν τού λαού. 3 και είπεν Ιωάβ προς τον βασιλέα· και προσθείη Κύριος ο Θεός προς τον λαόν ώσπερ αυτούς και ώσπερ αυτούς εκατονταπλασίονα, και οφθαλμοί τού κυρίου μου τού βασιλέως ορώντες· και ο κύριός μου ο βασιλεύς ινατί βούλεται εν τώ λόγω τούτω; 4 και υπερίσχυσεν ο λόγος τού βασιλέως προς Ιωάβ και εις τους άρχοντας της δυνάμεως. και εξήλθεν Ιωάβ και οι άρχοντες της ισχύος ενώπιον τού βασιλέως επισκέψασθαι τον λαόν τον Ισραήλ. 5 και διέβησαν τον Ιορδάνην και παρενέβαλον εν Αροήρ εκ δεξιών της πόλεως της εν μέσω της φάραγγος Γάδ και Ελιέζερ. 6 και ήλθον εις Γαλαάδ και εις γήν Θαβασών, ή εστιν Αδασαί, και παρεγένοντο εις Δανιδάν και Ουδάν και εκύκλωσαν εις Σιδώνα. 7 και ήλθον εις Μάψαρ Τύρου και εις πάσας τας πόλεις τού Ευαίου και τού Χαναναίου και ήλθαν κατά νότον Ιούδα εις Βηρσαβεέ 8 και περιώδευσαν εν πάση τή γη και παρεγένοντο από τέλους εννέα μηνών και είκοσιν ημερών εις Ιερουσαλήμ. 9 και έδωκεν Ιωάβ τον αριθμόν της επισκέψεως τού λαού προς τον βασιλέα, και εγένετο Ισραήλ οκτακόσιαι χιλιάδες ανδρών δυνάμεως σπωμένων ρομφαίαν και ανήρ Ιούδα πεντακόσιαι χιλιάδες ανδρών μαχητών.
10 και επάταξε καρδία Δαυίδ αυτόν μετά το αριθμήσαι τον λαόν, και είπε Δαυίδ προς Κύριον· ήμαρτον σφόδρα, ό εποίησα νύν, Κύριε· παραβίβασον δή την ανομίαν τού δούλου σου, ότι εμωράνθην σφόδρα. 11 και ανέστη Δαυίδ το πρωί. και λόγος Κυρίου εγένετο προς Γάδ τον προφήτην τον ορώντα λέγων· 12 πορεύθητι και λάλησον προς Δαυίδ λέγων· τάδε λέγει Κύριος· τρία εγώ ειμι αίρω επί σε, και έκλεξαι σεαυτώ έν εξ αυτών και ποιήσω σοι. 13 και εισήλθε Γάδ προς Δαυίδ και ανήγγειλε και είπεν αυτώ· έκλεξαι σεαυτώ γενέσθαι, ει έλθη σοι τρία έτη λιμός εν τή γη σου, ή τρεις μήνας φεύγειν σε έμπροσθεν των εχθρών σου και έσονται διώκοντές σε, ή γενέσθαι τρεις ημέρας θάνατον εν τή γη σου· νύν ούν γνώθι και ιδέ τι αποκριθώ τώ αποστείλαντί με ρήμα. 14 και είπε Δαυίδ προς Γάδ· στενά μοι πάντοθεν σφόδρα εστίν· εμπεσούμαι δή εις χείρας Κυρίου, ότι πολλοί οι οικτιρμοί αυτού σφόδρα, εις δε χείρας ανθρώπου ου μη εμπέσω· 15 και εξελέξατο εαυτώ Δαυίδ τον θάνατον. και ημέραι θερισμού πυρών, και έδωκε Κύριος θάνατον εν Ισραήλ από πρωίθεν έως ώρας αρίστου, και ήρξατο η θραύσις εν τώ λαώ, και απέθανεν εκ τού λαού από Δάν και έως Βηρσαβεέ εβδομήκοντα χιλιάδες ανδρών. 16 και εξέτεινεν ο άγγελος τού Θεού την χείρα αυτού εις Ιερουσαλήμ τού διαφθείραι αυτήν, και παρεκλήθη Κύριος επί τή κακία και είπε τώ αγγέλω τώ διαφθείροντι εν τώ λαώ· πολύ νύν, άνες την χείρά σου· και ο άγγελος Κυρίου ήν παρά τή άλω Ορνά τού Ιεβουσαίου. 17 και είπε Δαυίδ προς Κύριον εν τώ ιδείν αυτόν τον άγγελον τον τύπτοντα εν τώ λαώ και είπεν· ιδού εγώ ειμι ηδίκησα και εγώ ειμι ο ποιμήν εκακοποίησα, και ούτοι τα πρόβατα τι εποίησαν; γενέσθω δή η χείρ σου εν εμοί και εν τώ οίκω τού πατρός μου. 18 και ήλθε Γάδ προς Δαυίδ εν τή ημέρα εκείνη και είπεν αυτώ· ανάβηθι και στήσον τώ Κυρίω θυσιαστήριον εν τώ άλωνι Ορνά τού Ιεβουσαίου. 19 και ανέβη Δαυίδ κατά τον λόγον Γάδ, καθ' ον τρόπον ενετείλατο αυτώ Κύριος.
20 και διέκυψεν Ορνά και είδε τον βασιλέα και τους παίδας αυτού παραπορευομένους επάνω αυτού, και εξήλθεν Ορνά και προσεκύνησε τώ βασιλεί επί πρόσωπον αυτού επί την γήν. 21 και είπεν Ορνά· τι ότι ήλθεν ο κύριός μου ο βασιλεύς προς τον δούλον αυτού; και είπε Δαυίδ· κτήσασθαι παρά σού τον άλωνα τού οικοδομήσαι θυσιαστήριον τώ Κυρίω, και συσχεθή η θραύσις επάνω τού λαού. 22 και είπεν Ορνά προς Δαυίδ· λαβέτω και ανενεγκάτω ο κύριός μου ο βασιλεύς τώ Κυρίω το αγαθόν εν οφθαλμοίς αυτού· ιδού οι βόες εις ολοκαύτωμα, και οι τροχοί και τα σκεύη των βοών εις ξύλα. 23 τα πάντα έδωκεν Ορνά τώ βασιλεί, και είπεν Ορνά προς τον βασιλέα· Κύριος ο Θεός σου ευλογήσαι σε. 24 και είπεν ο βασιλεύς προς Ορνά· ουχί, ότι αλλά κτώμενος κτήσομαι παρά σού εν αλλάγματι, και ουκ ανοίσω τώ Κυρίω μου Θεώ ολοκαύτωμα δωρεάν· και εκτήσατο Δαυίδ τον άλωνα και τους βόας εν αργυρίω σίκλων πεντήκοντα. 25 και ωκοδόμησεν εκεί Δαυίδ θυσιαστήριον Κυρίω. και ανήνεγκεν ολοκαυτώσεις και ειρηνικάς. και προσέθηκε Σαλωμών επί το θυσιαστήριον επ' εσχάτω, ότι μικρόν ήν εν πρώτοις. και επήκουσε Κύριος τή γη, και συνεσχέθη η θραύσις επάνωθεν Ισραήλ.
1 ΚΑΙ ο βασιλεύς Δαυίδ πρεσβύτερος προβεβηκώς ημέραις, και περιέβαλλον αυτόν ιματίοις, και ουκ εθερμαίνετο. 2 και είπον οι παίδες αυτού· ζητησάτωσαν τώ βασιλεί παρθένον νεάνιδα, και παραστήσεται τώ βασιλεί και έσται αυτόν θάλπουσαν και κοιμηθήσεται μετ΄ αυτού και θερμανθήσεται ο κύριός μου ο βασιλεύς. 3 και εζήτησαν νεάνιδα καλήν εκ παντός ορίου Ισραήλ και εύρον την Αβισάγ την Σωμανίτιν και ήνεγκαν αυτήν προς τον βασιλέα. 4 και η νεάνις καλή έως σφόδρα· και ήν θάλπουσα τον βασιλέα και ελειτούργει αυτώ, και ο βασιλεύς ουκ έγνω αυτήν. 5 Καί Αδωνίας υιός Αγγίθ επήρετο λέγων· εγώ βασιλεύσω· και εποίησεν εαυτώ άρματα και ιππείς και πεντήκοντα άνδρας παρατρέχειν έμπροσθεν αυτού. 6 και ουκ απεκώλυσεν αυτόν ο πατήρ αυτού ουδέποτε λέγων· διατί σύ εποίησας; και γε αυτός ωραίος τή όψει σφόδρα, και αυτόν έτεκεν οπίσω Αβεσσαλώμ. 7 και εγένοντο οι λόγοι αυτού μετά Ιωάβ τού υιού Σαρουίας και μετά Αβιάθαρ τού ιερέως, και εβοήθουν οπίσω Αδωνίου· 8 και Σαδώκ ο ιερεύς και Βαναίας υιός Ιωδαέ και Νάθαν ο προφήτης και Σεμεί και Ρησί και υιοί δυνατοί τού Δαυίδ ουκ ήσαν οπίσω Αδωνίου. 9 και εθυσίασεν Αδωνίας πρόβατα και μόσχους και άρνας παρά τον λίθον τού Ζωελεθί, ός ήν εχόμενα της Ρωγήλ, και εκάλεσε πάντας τους αδελφούς αυτού και πάντας τους αδρούς Ιούδα παίδας τού βασιλέως·
10 και Νάθαν τον προφήτην και Βαναίαν και τους δυνατούς, και τον Σαλωμών αδελφόν αυτού ουκ εκάλεσε. 11 Καί είπε Νάθαν προς Βηρσαβεέ μητέρα Σαλωμών λέγων· ουκ ήκουσας ότι εβασίλευσεν Αδωνίας υιός Αγγίθ; και ο κύριος ημών Δαυίδ ουκ έγνω. 12 και νύν δεύρο συμβουλεύσω σοι δή συμβουλίαν, και εξελού την ψυχήν σου και την ψυχήν τού υιού σου Σαλωμών. 13 δεύρο είσελθε προς τον βασιλέα Δαυίδ και ερείς προς αυτόν λέγουσα· ουχί σύ, κύριέ μου βασιλεύ, ώμοσας τή δούλη σου λέγων ότι ο υιός σου Σαλωμών βασιλεύσει μετ’ εμέ και αυτός καθιείται επί τού θρόνου μου; και τι ότι εβασίλευσεν Αδωνίας; 14 και ιδού έτι λαλούσης σου εκεί μετά τού βασιλέως και εγώ εισελεύσομαι οπίσω σου και πληρώσω τους λόγους σου. 15 και εισήλθε Βηρσαβεέ προς τον βασιλέα εις το ταμιείον, και ο βασιλεύς πρεσβύτης σφόδρα, και Αβισάγ η Σωμανίτις ήν λειτουργούσα τώ βασιλεί. 16 και έκυψε Βηρσαβεέ και προσεκύνησε τώ βασιλεί· και είπεν ο βασιλεύς· τι έστι σοι; 17 η δε είπε· κύριέ μου βασιλεύ, σύ ώμοσας εν Κυρίω τώ Θεώ σου τή δούλη σου λέγων· ότι ο υιός σου Σαλωμών βασιλεύσει μετ’ εμέ και αυτός καθήσεται επί τού θρόνου μου. 18 και νύν ιδού Αδωνίας εβασίλευσε, και σύ, κύριέ μου βασιλεύ, ουκ έγνως· 19 και εθυσίασε μόσχους και άρνας και πρόβατα εις πλήθος και εκάλεσε πάντας τους υιούς τού βασιλέως και Αβιάθαρ τον ιερέα και Ιωάβ τον άρχοντα της δυνάμεως, και τον Σαλωμών τον δούλόν σου ουκ εκάλεσε.
20 και σύ, κύριέ μου βασιλεύ, οι οφθαλμοί παντός Ισραήλ προς σε. απάγγειλαι αυτοίς τις καθήσεται επί τού θρόνου τού κυρίου μου τού βασιλέως μετ΄ αυτόν. 21 και έσται ως αν κοιμηθή ο κύριός μου ο βασιλεύς μετά των πατέρων αυτού, και έσομαι εγώ και Σαλωμών ο υιός μου αμαρτωλοί. 22 και ιδού έτι αυτής λαλούσης μετά τού βασιλέως και Νάθαν ο προφήτης ήλθε. 23 και ανηγγέλη τώ βασιλεί· ιδού Νάθαν ο προφήτης· και εισήλθε κατά πρόσωπον τού βασιλέως και προσεκύνησε τώ βασιλεί κατά πρόσωπον αυτού επί την γήν. 24 και είπε Νάθαν· κύριέ μου βασιλεύ, σύ είπας Αδωνίας βασιλεύσει οπίσω μου και αυτός καθήσεται επί τού θρόνου μου; 25 ότι κατέβη σήμερον και εθυσίασε μόσχους και άρνας και πρόβατα εις πλήθος και εκάλεσε πάντας τους υιούς τού βασιλέως και τους άρχοντας της δυνάμεως και Αβιάθαρ τον ιερέα, και ιδού εισίν εσθίοντες και πίνοντες ενώπιον αυτού και είπαν· ζήτω ο βασιλεύς Αδωνίας. 26 και εμέ αυτόν τον δούλόν σου και Σαδώκ τον ιερέα και Βαναίαν υιόν Ιωδαέ και Σαλωμών τον δούλόν σου ουκ εκάλεσεν. 27 ει διά τού κυρίου μου τού βασιλέως γέγονε το ρήμα τούτο και ουκ εγνώρισας τώ δούλω σου τις καθήσεται επί τον θρόνον τού κυρίου μου τού βασιλέως μετ’ αυτόν; 28 και απεκρίθη ο βασιλεύς Δαυίδ και είπε· καλέσατέ μοι την Βηρσαβεέ· και εισήλθεν ενώπιον τού βασιλέως και έστη ενώπιον αυτού. 29 και ώμοσεν ο βασιλεύς και είπε· ζή Κύριος, ός ελυτρώσατο την ψυχήν μου εκ πάσης θλίψεως,
30 ότι καθώς ώμοσά σοι εν Κυρίω Θεώ Ισραήλ λέγων ότι Σαλωμών ο υιός σου βασιλεύσει μετ΄ εμέ και αυτός καθήσεται επί τού θρόνου μου αντ’ εμού, ότι ούτω ποιήσω τή ημέρα ταύτη. 31 και έκυψε Βηρσαβεέ επί πρόσωπον επί την γήν και προσεκύνησε τώ βασιλεί και είπε· ζήτω ο κύριός μου ο βασιλεύς Δαυίδ εις τον αιώνα. 32 και είπεν ο βασιλεύς Δαυίδ· καλέσατέ μοι Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτην και Βαναίαν υιόν Ιωδαέ· και εισήλθον ενώπιον τού βασιλέως, 33 και είπεν ο βασιλεύς αυτοίς· λάβετε τους δούλους τού κυρίου υμών μεθ’ υμών και επιβιβάσατε τον υιόν μου Σαλωμών επί την ημίονον την εμήν και καταγάγετε αυτόν εις την Γιών, 34 και χρισάτω αυτόν εκεί Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης εις βασιλέα επί Ισραήλ, και σαλπίσατε κερατίνη και ερείτε· ζήτω ο βασιλεύς Σαλωμών. 35 και καθήσεται επί τού θρόνου μου και βασιλεύσει αντ’ εμού, και εγώ ενετειλάμην τού είναι εις ηγούμενον επί Ισραήλ και Ιούδαν. 36 και απεκρίθη Βαναίας υιός Ιωδαέ τώ βασιλεί και είπε· γένοιτο ούτως· πιστώσαι Κύριος ο Θεός τού κυρίου μου τού βασιλέως. 37 καθώς ήν Κύριος μετά τού κυρίου μου τού βασιλέως, ούτως είη μετά Σαλωμών και μεγαλύναι τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον τού κυρίου μου τού βασιλέως Δαυίδ. 38 και κατέβη Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης και Βαναίας υιός Ιωδαέ και ο Χερεθί και ο Φελεθί και επεκάθισαν τον Σαλωμών επί την ημίονον τού βασιλέως Δαυίδ και απήγαγον αυτόν εις την Γιών. 39 και έλαβε Σαδώκ ο ιερεύς το κέρας τού ελαίου εκ της σκηνής και έχρισε τον Σαλωμών και εσάλπισε τή κερατίνη, και είπε πάς ο λαός· ζήτω ο βασιλεύς Σαλωμών.
40 και ανέβη πάς ο λαός οπίσω αυτού και εχόρευον εν χοροίς και ευφραινόμενοι ευφροσύνην μεγάλην, και ερράγη η γη εν τή φωνή αυτών. 41 Καί ήκουσεν Αδωνίας και πάντες οι κλητοί αυτού, και αυτοί συνετέλεσαν φαγείν· και ήκουσεν Ιωάβ την φωνήν της κερατίνης και είπε· τις η φωνή της πόλεως ηχούσης; 42 έτι αυτού λαλούντος και ιδού Ιωνάθαν υιός Αβιάθαρ τού ιερέως εισήλθε, και είπεν Αδωνίας· είσελθε, ότι ανήρ δυνάμεως εί σύ, και αγαθά ευαγγέλισαι. 43 και απεκρίθη Ιωνάθαν και είπε· και μάλα ο κύριος ημών ο βασιλεύς Δαυίδ εβασίλευσε τον Σαλωμών· 44 και απέστειλε μετ΄ αυτού ο βασιλεύς τον Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτην και Βαναίαν τον υιόν Ιωδαέ και τον Χερεθί και τον Φελεθί και επεκάθισαν αυτόν επί την ημίονον τού βασιλέως· 45 και έχρισαν αυτόν Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης εν τή Γιών, και ανέβησαν εκείθεν ευφραινόμενοι και ήχησεν η πόλις· αύτη η φωνή ήν ηκούσατε. 46 και εκάθισε Σαλωμών επί θρόνον βασιλείας, 47 και εισήλθον οι δούλοι τού βασιλέως ευλογήσαι τον κύριον ημών τον βασιλέα Δαυίδ λέγοντες· αγαθύναι ο Θεός το όνομα Σαλωμών υπέρ το όνομά σου και μεγαλύναι τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον σου· και προσεκύνησεν ο βασιλεύς επί την κοίτην, 48 και γε ούτως είπεν ο βασιλεύς· ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ός έδωκε σήμερον εκ τού σπέρματός μου καθήμενον επί τού θρόνου μου, και οι οφθαλμοί μου βλέπουσι. 49 Καί εξέστησαν πάντες οι κλητοί τού Αδωνίου και ήλθον ανήρ εις την οδόν αυτού.
50 και Αδωνίας εφοβήθη από προσώπου Σαλωμών και ανέστη και απήλθε και επελάβετο των κεράτων τού θυσιαστηρίου. 51 και ανηγγέλη τώ Σαλωμών λέγοντες· ιδού Αδωνίας εφοβήθη τον βασιλέα Σαλωμών και κατέχει των κεράτων τού θυσιαστηρίου λέγων· ομοσάτω μοι σήμερον Σαλωμών, ει ου θανατώσει τον δούλον αυτού εν ρομφαία. 52 και είπε Σαλωμών· εάν γένηται εις υιόν δυνάμεων, ει πεσείται των τριχών αυτού επί την γήν· και εάν κακία ευρεθή εν αυτώ, θανατωθήσεται. 53 και απέστειλεν ο βασιλεύς Σαλωμών και κατήνεγκαν αυτόν απάνωθεν τού θυσιαστηρίου· και εισήλθε και προσεκύνησε τώ βασιλεί Σαλωμών, και είπεν αυτώ Σαλωμών· δεύρο εις τον οίκόν σου.
1 ΚΑΙ ήγγισαν αι ημέραι Δαυίδ αποθανείν αυτόν, και απεκρίνατο Σαλωμών υιώ αυτού λέγων· 2 εγώ ειμι πορεύομαι εν οδώ πάσης της γής· και ισχύσεις και έση εις άνδρα. 3 και φυλάξεις φυλακήν Κυρίου Θεού σου τού πορεύεσθαι εν ταίς οδοίς αυτού, φυλάσσειν τας εντολάς αυτού και τα δικαιώματα και τα κρίματα τα γεγραμμένα εν τώ νόμω Μωυσέως· ίνα συνήσης ά ποιήσεις κατά πάντα, όσα αν εντείλωμαί σοι, 4 ίνα στήση Κύριος τον λόγον αυτού, ον ελάλησε λέγων· εάν φυλάξωσιν οι υιοί σου την οδόν αυτών πορεύεσθαι ενώπιόν μου εν αληθεία εν όλη καρδία αυτών λέγων· ουκ εξολοθρευθήσεταί σοι ανήρ επάνωθεν θρόνου Ισραήλ. 5 και γε σύ έγνως όσα εποίησέ μοι Ιωάβ υιός Σαρουίας, όσα εποίησε τοίς δυσίν άρχουσι των δυνάμεων Ισραήλ, τώ Αβεννήρ υιώ Νήρ και τώ Αμεσσαί υιώ Ιεθέρ, και απέκτεινεν αυτούς και έταξε τα αίματα πολέμου εν ειρήνη και έδωκεν αίμα αθώον εν τή ζώνη αυτού τή εν τή οσφύι αυτού και εν τώ υποδήματι αυτού τώ εν τώ ποδί αυτού· 6 και ποιήσεις κατά την σοφίαν σου και ου κατάξεις την πολιάν αυτού εν ειρήνη εις άδου· 7 και τοίς υιοίς Βερζελλί τού Γαλααδίτου ποιήσεις έλεος, και έσονται εν τοίς εσθίουσι την τράπεζάν σου, ότι ούτως ήγγισάν μοι εν τώ με αποδιδράσκειν από προσώπου Αβεσσαλώμ τού αδελφού σου. 8 και ιδού μετά σού Σεμεί υιός Γηρά υιός τού Ιεμενί εκ Βαουρίμ, και αυτός κατηράσατό με κατάραν οδυνηράν τή ημέρα, ή επορευόμην εις Παρεμβολάς, και αυτός κατέβη εις απαντήν μου εις τον Ιορδάνην, και ώμοσα αυτώ εν Κυρίω λέγων· ει θανατώσω σε εν ρομφαία· 9 και ου μη αθωώσης αυτόν, ότι ανήρ σοφός εί σύ και γνώση ά ποιήσεις αυτώ, και κατάξεις την πολιάν αυτού εν αίματι εις άδου.
10 και εκοιμήθη Δαυίδ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ. 11 και αι ημέραι, ας εβασίλευσε Δαυίδ επί τον Ισραήλ τεσσαράκοντα έτη· εν Χεβρών εβασίλευσεν επτά έτη και εν Ιερουσαλήμ τριακοντατρία έτη. 12 Καί Σαλωμών εκάθισεν επί θρόνου Δαυίδ τού πατρός αυτού υιός ετών δώδεκα και ητοιμάσθη η βασιλεία αυτού σφόδρα. 13 και εισήλθεν Αδωνίας υιός Αγγίθ προς Βηρσαβεέ μητέρα Σαλωμών και προσεκύνησεν αυτή. η δε είπεν· ειρήνη η είσοδός σου; και είπεν· ειρήνη· 14 λόγος μοι προς σε· και είπεν αυτώ· λάλησον. 15 και είπεν αυτή· σύ οίδας, ότι εμοί ήν βασιλεία και επ’ εμέ έθετο πάς Ισραήλ το πρόσωπον αυτού εις βασιλέα, και εστράφη η βασιλεία και εγένετο τώ αδελφώ μου, ότι παρά Κυρίου εγενήθη αυτώ· 16 και νύν αίτησιν μίαν εγώ αιτούμαι παρά σού, μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου. και είπεν αυτώ Βηρσαβεέ· λάλει. 17 και είπεν αυτή· ειπόν δή προς Σαλωμών τον βασιλέα, ότι ουκ αποστρέψει το πρόσωπον αυτού από σού, και δώσει μοι την Αβισάγ την Σωμανίτιν εις γυναίκα. 18 και είπε Βηρσαβεέ· καλώς· εγώ λαλήσω περί σού τώ βασιλεί. 19 και εισήλθε Βηρσαβεέ προς τον βασιλέα Σαλωμών λαλήσαι αυτώ περί Αδωνίου. και εξανέστη ο βασιλεύς εις απαντήν αυτή και κατεφίλησεν αυτήν και εκάθισεν επί τού θρόνου, και ετέθη θρόνος τή μητρί τού βασιλέως και εκάθισεν εκ δεξιών αυτού.
20 και είπεν αυτώ· αίτησιν μίαν μικράν εγώ αιτούμαι παρά σού, μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου. και είπεν αυτή ο βασιλεύς· αίτησαι, μήτερ εμή, και ουκ αποστρέψω σε. 21 και είπε· δοθήτω δή Αβισάγ η Σωμανίτις τώ Αδωνία τώ αδελφώ σου εις γυναίκα. 22 και απεκρίθη ο βασιλεύς Σαλωμών και είπε τή μητρί αυτού· και ινατί σύ ήτησαι την Αβισάγ τώ Αδωνία; και αίτησαι αυτώ την βασιλείαν, ότι ούτος αδελφός μου ο μέγας υπέρ εμέ, και αυτώ Αβιάθαρ ο ιερεύς και αυτώ Ιωάβ υιός Σαρουίας αρχιστράτηγος εταίρος. 23 και ώμοσεν ο βασιλεύς Σαλωμών κατά τού Κυρίου λέγων· τάδε ποιήσαι μοι ο Θεός και τάδε προσθείη, ότι κατά της ψυχής αυτού ελάλησεν Αδωνίας τον λόγον τούτον· 24 και νύν ζή Κύριος, ός ητοίμασέ με και έθετό με επί τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός μου, και αυτός εποίησέ μοι οίκον, καθώς ελάλησε Κύριος, ότι σήμερον θανατωθήσεται Αδωνίας. 25 και εξαπέστειλεν ο βασιλεύς Σαλωμών εν χειρί Βαναίου υιού Ιωδαέ και ανείλεν αυτόν, και απέθανεν Αδωνίας εν τή ημέρα εκείνη. 26 Καί τώ Αβιάθαρ τώ ιερεί είπεν ο βασιλεύς· απότρεχε σύ εις Αναθώθ εις αγρόν σου, ότι ανήρ θανάτου εί σύ εν τή ημέρα ταύτη, και ου θανατώσω σε, ότι ήρας την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου ενώπιον τού πατρός μου, και ότι εκακουχήθης εν πάσιν, οίς εκακουχήθη ο πατήρ μου. 27 και εξέβαλε Σαλωμών τον Αβιάθαρ τού μη είναι ιερέα τού Κυρίου, πληρωθήναι το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησεν επί τον οίκον Ηλί εν Σηλώμ. 28 και η ακοή ήλθεν έως Ιωάβ υιού Σαρουίας (ότι Ιωάβ ήν κεκλικώς οπίσω Αδωνίου, και οπίσω Σαλωμών ουκ έκλινε), και έφυγεν Ιωάβ εις το σκήνωμα τού Κυρίου και κατέσχε των κεράτων τού θυσιαστηρίου. 29 και απηγγέλη τώ Σαλωμών λέγοντες ότι πέφυγεν Ιωάβ εις την σκηνήν τού Κυρίου και ιδού κατέχει των κεράτων τού θυσιαστηρίου. και απέστειλε Σαλωμών ο βασιλεύς προς Ιωάβ λέγων· τι γέγονέ σοι, ότι πέφυγας εις το θυσιαστήριον; και είπεν Ιωάβ· ότι εφοβήθην από προσώπου σου, και έφυγον προς Κύριον. και απέστειλε Σαλωμών τον Βαναίου υιόν Ιωδαέ λέγων· πορεύου και άνελε αυτόν και θάψον αυτόν.
30 και ήλθε Βαναίας υιός Ιωδαέ προς Ιωάβ εις την σκηνήν τού Κυρίου και είπεν αυτώ· τάδε λέγει ο βασιλεύς· έξελθε. και είπεν Ιωάβ· ουκ εκπορεύομαι, ότι ώδε αποθανούμαι. και επέστρεψε Βαναίας υιός Ιωδαέ και είπε τώ βασιλεί λέγων· τάδε λελάληκεν Ιωάβ και τάδε αποκέκριταί μοι. 31 και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· πορεύου και ποίησον αυτώ καθώς είρηκε, και άνελε αυτόν και θάψεις αυτόν και εξαρείς σήμερον το αίμα, ό δωρεάν εξέχεεν απ’ εμού και από τού οίκου τού πατρός μου· 32 και επέστεψε Κύριος το αίμα της αδικίας αυτού εις κεφαλήν αυτού, ως απήντησε τοίς δυσίν ανθρώποις τοίς δικαίοις και αγαθοίς υπέρ αυτόν και απέκτεινεν αυτούς εν ρομφαία, και ο πατήρ μου Δαυίδ ουκ έγνω το αίμα αυτών, τον Αβεννήρ υιόν Νήρ αρχιστράτηγον Ισραήλ και τον Αμεσσά υιόν Ιεθέρ αρχιστράτηγον Ιούδα· 33 και επεστράφη τα αίματα αυτών εις κεφαλήν αυτού και εις κεφαλήν τού σπέρματος αυτού εις τον αιώνα, και τώ Δαυίδ και τώ σπέρματι αυτού και τώ οίκω αυτού και τώ θρόνω αυτού γένοιτο ειρήνη έως αιώνος παρά Κυρίου. 34 και ανέβη Βαναίας υιός Ιωδαέ και απήντησε αυτώ και εθανάτωσεν αυτόν και έθαψεν αυτόν εν τώ οίκω αυτού εν τή ερήμω. 35 και έδωκεν ο βασιλεύς τον Βαναίου υιόν Ιωδαέ αντ’ αυτού επί την στρατηγίαν· και η βασιλεία κατωρθούτο εν Ιερουσαλήμ· και Σαδώκ τον ιερέα έδωκεν αυτόν ο βασιλεύς εις ιερέα πρώτον αντί Αβιάθαρ. 35·1 Καί έδωκε Κύριος φρόνησιν τώ Σαλωμών και σοφίαν πολλήν σφόδρα και πλάτος καρδίας, ως η άμμος η παρά την θάλασσαν. 35·2 και επληθύνθη η φρόνησις Σαλωμών σφόδρα υπέρ την φρόνησιν πάντων υιών αρχαίων και υπέρ πάντας φρονίμους Αιγύπτου. 35·3 και έλαβε την θυγατέρα Φαραώ και εισήγαγεν αυτήν εις πόλιν Δαυίδ έως συντελέσαι αυτόν οικοδομήσαι τον οίκον αυτού. και τον οίκον Κυρίου εν πρώτοις και το τείχος Ιερουσαλήμ κυκλόθεν· εν επτά έτεσιν εποίησε και συνετέλεσε. 35·4 και ήν τώ Σαλωμών εβδομήκοντα χιλιάδας αίροντες άρσιν και ογδοήκοντα χιλιάδας λατόμων εν τώ όρει. 35·5 και εποίησε Σαλωμών την θάλασσαν και τα υποστηρίγματα και τους λουτήρας τους μεγάλους και τους στύλους και την κρήνην της αυλής και την θάλασσαν την χαλκήν. 35·6 και ωκοδόμησε την άκραν και τας επάλξεις αυτής και διέκοψε την πόλιν Δαυίδ· ούτως θυγάτηρ Φαραώ ανέβαινεν εκ της πόλεως Δαυίδ εις τον οίκον αυτής, ον ωκοδόμησεν αυτή· τότε ωκοδόμησε την άκραν. 35·7 και Σαλωμών ανέφερε τρεις εν τώ ενιαυτώ ολοκαυτώσεις και ειρηνικάς επί το θυσιαστήριον, ό ωκοδόμησε τώ Κυρίω, και εθυμία ενώπιον Κυρίου, και συνετέλεσε τον οίκον. 35·8 και ούτοι οι άρχοντες οι καθεσταμένοι επί τα έργα τού Σαλωμών· τρεις χιλιάδες και εξακόσιοι επιστάται τού λαού των ποιούντων τα έργα. 35·9 και ωκοδόμησε την Ασσούρ και την Μαγδώ και την Γαζέρ και την Βαιθωρών την επάνω και τα Βααλάθ· 35·10 πλήν μετά το οικοδομήσαι αυτόν τον οίκον τού Κυρίου και το τείχος Ιερουσαλήμ κύκλω, μετά ταύτα ωκοδόμησε τας πόλεις ταύτας. 35·11 και εν τώ έτι Δαυίδ ζήν ενετείλατο τώ Σαλωμών λέγων· ιδού μετά σού Σεμεί υιός Γηρά υιός τού σπέρματος τού Ιεμενί εκ Χεβρών· 35·12 ούτος κατηράσατό με κατάραν οδυνηράν εν ή ημέρα επορευόμην εις Παρεμβολάς, 35·13 και αυτός κατέβαινεν εις απαντήν μοι επί τον Ιορδάνην και ώμοσα αυτώ κατά τού Κυρίου λέγων· ει θανατωθήσεται εν ρομφαία· 35·14 και νύν μη αθωώσης αυτόν, ότι ανήρ φρόνιμος σύ και γνώση ά ποιήσεις αυτώ, και κατάξεις την πολιάν αυτού εν αίματι εις άδου. 36 Καί εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Σεμεί και είπεν αυτώ· οικοδόμησον σεαυτώ οίκον εν Ιερουσαλήμ και κάθου εκεί και ουκ εξελεύση εκείθεν ουδαμού· 37 και έσται εν τή ημέρα της εξόδου σου και διαβήση τον χειμάρρουν Κέδρων, γινώσκων γνώση ότι θανάτω αποθανή, το αίμά σου έσται επί την κεφαλήν σου. και ώρκισεν αυτόν ο βασιλεύς εν τή ημέρα εκείνη. 38 και είπε Σεμεί προς τον βασιλέα· αγαθόν το ρήμα, ό ελάλησας, κύριέ μου βασιλεύ· ούτω ποιήσει ο δούλός σου. και εκάθισε Σεμεί εν Ιερουσαλήμ τρία έτη. 39 και εγενήθη μετά τα τρία έτη και απέδρασαν δύο δούλοι τού Σεμεί προς Αγχούς υιόν Μααχά βασιλέα Γέθ, και απηγγέλη τώ Σεμεί λέγοντες· ιδού οι δούλοί σου εν Γέθ.
40 και ανέστη Σεμεί και επέσαξε την όνον αυτού και επορεύθη εις Γέθ προς Αγχούς τού εκζητήσαι τού δούλους αυτού, και επορεύθη Σεμεί και ήγαγε τους δούλους αυτού εκ Γέθ. 41 και απηγγέλη τώ Σαλωμών λέγοντες ότι επορεύθη Σεμεί εξ Ιερουσαλήμ εις Γέθ, και απέστρεψε τους δούλους αυτού, 42 και απέστειλεν ο βασιλεύς και εκάλεσε τον Σεμεί και είπε προς αυτόν· ουχί ώρκισά σε κατά τού Κυρίου και επεμαρτυράμην σοι λέγων· εν ή αν ημέρα εξέλθης εξ Ιερουσαλήμ και πορευθής εις δεξιά ή αριστερά, γινώσκων γνώση ότι θανάτω αποθανή; 43 και τι ότι ουκ εφύλαξας τον όρκον Κυρίου και την εντολήν, ήν ενετειλάμην κατά σού; 44 και είπεν ο βασιλεύς προς Σεμεί· σύ οίδας πάσαν την κακίαν σου, ήν οίδεν η καρδία σου, ά εποίησας Δαυίδ τώ πατρί μου, και ανταπέδωκε Κύριος την κακίαν σου εις κεφαλήν σου· 45 και ο βασιλεύς Σαλωμών ευλογημένος, και ο θρόνος Δαυίδ έσται έτοιμος ενώπιον Κυρίου εις τον αιώνα. 46 και ενετείλατο ο βασιλεύς Σαλωμών τώ Βαναία υιώ Ιωδαέ, και εξήλθε και ανείλεν αυτόν και απέθανε. 46·1 Καί ήν ο βασιλεύς Σαλωμών φρόνιμος σφόδρα, και σοφός, και Ιούδα και Ισραήλ πολλοί σφόδρα, ως η άμμος η επί της θαλάσσης εις πλήθος, εσθίοντες και πίνοντες και χαίροντες. 46·2 και Σαλωμών ήν άρχων εν πάσαις ταίς βασιλείαις, και ήσαν προσφέροντες δώρα και εδούλευον τώ Σαλωμών πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού. 46·3 και Σαλωμών ήρξατο ανοίγειν τα δυναστεύματα τού Λιβάνου, 46·4 και αυτός ωκοδόμησε την Θερμαί εν τή ερήμω. 46·5 και τούτο το άριστον τώ Σαλωμών· τριάκοντα κόροι σεμιδάλεως και εξήκοντα κόροι αλεύρου κεκοπανισμένου, δέκα μόσχοι εκλεκτοί και είκοσι βόες νομάδες και εκατόν πρόβατα, εκτός ελάφων και δορκάδων και ορνίθων εκλεκτών νομάδων· 46·6 ότι ήν άρχων εν παντί πέραν τού ποταμού από Ραφί έως Γάζης, εν πάσι τοίς βασιλεύσι πέραν τού ποταμού· 46·7 και ήν αυτώ ειρήνη εκ πάντων των μερών αυτού κυκλόθεν, και κατώκει Ιούδα και Ισραήλ πεποιθότες έκαστος υπό την άμπελον αυτού και υπό την συκήν αυτού, εσθίοντες και πίνοντες και εορτάζοντες από Δάν και έως Βηρσαβεέ πάσας τας ημέρας Σαλωμών. 46·8 και ούτοι οι άρχοντες τού Σαλωμών· Αζαρίου υιός Σαδώκ τού ιερέως και Ορνίου υιός Νάθαν άρχων των εφεστηκότων και Εδράμ επί τον οίκον αυτού και Σουβά γραμματεύς και Βασά υιός Αχιθαλάμ αναμιμνήσκων και Αβί υιός Ιωάβ αρχιστράτηγος και Αχιρέ υιός Εδραί επί τας άρσεις και Βαναίας υιός Ιωδαέ επί της αυλαρχίας και επί τού πλινθίου και Ζαχούρ υιός Νάθαν ο σύμβουλος. 46·9 και ήσαν τώ Σαλωμών τεσσαράκοντα χιλιάδες τοκάδες ίπποι εις άρματα και δώδεκα χιλιάδες ίππων.
46·10 και ήν άρχων εν πάσι τοίς βασιλεύσιν από τού ποταμού και έως γής αλλοφύλων και έως ορίων Αιγύπτου. 46·11 και Σαλωμών υιός Δαυίδ εβασίλευσεν επί Ισραήλ και Ιούδα εν Ιερουσαλήμ.
[1 Τής δε βασιλείας εδρασθείσης εν χειρί Σαλωμών επιγαμίαν εποιήσατο Σαλωμών προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και έλαβε την θυγατέρα Φαραώ και εισήγαγεν αυτήν εις την πόλιν Δαυίδ, έως ού συνετέλεσεν οικοδομών τον οίκον εαυτού και τον οίκον Κυρίου και το τείχος Ιερουσαλήμ κύκλω.] 2 ΠΛΗΝ ο λαός ήσαν θυμιώντες επί τοίς υψηλοίς, ότι ουκ ωκοδομήθη οίκος τώ Κυρίω έως τού νύν. 3 και ηγάπησε Σαλωμών τον Κύριον πορεύεσθαι εν τοίς προστάγμασι Δαυίδ τού πατρός αυτού, πλήν εν τοίς υψηλοίς έθυε και εθυμία. 4 και ανέστη και επορεύθη εις Γαβαών θύσαι εκεί, ότι αύτη υψηλοτάτη και μεγάλη· χιλίαν ολοκαύτωσιν ανήνεγκε Σαλωμών επί το θυσιαστήριον εν Γαβαών. 5 και ώφθη Κύριος τώ Σαλωμών εν ύπνω την νύκτα, και είπε Κύριος προς Σαλωμών· αίτησαί τι αίτημα σεαυτώ. 6 και είπεν Σαλωμών· σύ εποίησας μετά τού δούλου σου Δαυίδ τού πατρός μου έλεος μέγα, καθώς διήλθεν ενώπιόν σου εν αληθεία και εν δικαιοσύνη και εν ευθύτητι καρδίας μετά σού, και εφύλαξας αυτώ το έλεος το μέγα τούτο δούναι τον υιόν αυτού επί τού θρόνου αυτού, ως η ημέρα αύτη· 7 και νύν, Κύριε ο Θεός μου, σύ έδωκας τον δούλόν σου αντί Δαυίδ τού πατρός μου, και εγώ ειμι παιδάριον μικρόν και ουκ οίδα την έξοδόν μου και την είσοδόν μου, 8 ο δε δούλός σου εν μέσω τού λαού σου, ον εξελέξω λαόν πολύν, ός ουκ αριθμηθήσεται. 9 και δώσεις τώ δούλω σου καρδίαν ακούειν και διακρίνειν τον λαόν σου εν δικαιοσύνη και τού συνιείν ανά μέσον αγαθού και κακού· ότι τις δυνηθήσεται κρίνειν τον λαόν σου τον βαρύν τούτον;
10 και ήρεσεν ενώπιον Κυρίου, ότι ητήσατο Σαλωμών το ρήμα τούτο, 11 και είπε Κύριος προς αυτόν· ανθ΄ ών ητήσω παρ’ εμού το ρήμα τούτο και ουκ ητήσω σεαυτώ ημέρας πολλάς και ουκ ητήσω πλούτον, ουδέ ητήσω ψυχάς εχθρών σου, αλλ’ ητήσω σεαυτώ τού συνιείν τού εισακούειν κρίμα, 12 ιδού πεποίηκα κατά το ρήμά σου· ιδού δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην και σοφήν, ως σύ ου γέγονεν έμπροσθέν σου και μετά σε ουκ αναστήσεται όμοιός σοι. 13 και ά ουκ ητήσω, δέδωκά σοι, και πλούτον και δόξαν, ως ου γέγονεν ανήρ όμοιός σοι εν βασιλεύσι· 14 και εάν πορευθής εν τή οδώ μου φυλάσσειν τας εντολάς μου και τα προστάγματά μου, ως επορεύθη Δαυίδ ο πατήρ σου, και πληθυνώ τας ημέρας σου. 15 και εξυπνίσθη Σαλωμών, και ιδού ενύπνιον· και ανέστη και παραγίνεται εις Ιερουσαλήμ και έστη κατά πρόσωπον τού θυσιαστηρίου τού κατά πρόσωπον κιβωτού διαθήκης Κυρίου εν Σιών και ανήγαγεν ολοκαυτώσεις και εποίησεν ειρηνικάς και εποίησε πότον μέγα εαυτώ και πάσι τοίς παισίν αυτού. 16 Τότε ώφθησαν δύο γυναίκες πόρναι τώ βασιλεί και έστησαν ενώπιον αυτού. 17 και είπεν η γυνή μία· εν εμοί, κύριε· εγώ και η γυνή αύτη ωκούμεν εν οίκω ενί και ετέκομεν εν τώ οίκω. 18 και εγενήθη εν τή ημέρα τή τρίτη τεκούσης μου, έτεκε και η γυνή αύτη· και ημείς κατά το αυτό, και ουκ έστιν ουθείς μεθ’ ημών πάρεξ αμφοτέρων ημών εν τώ οίκω. 19 και απέθανεν ο υιός της γυναικός ταύτης την νύκτα, ως επεκοιμήθη επ’ αυτόν·
20 και ανέστη μέσης της νυκτός και έλαβε τον υιόν μου εκ των αγκαλών μου και εκοίμισεν αυτόν εν τώ κόλπω αυτής και τον υιόν αυτής τον τεθνηκότα εκοίμισεν εν τώ κόλπω μου. 21 και ανέστην το πρωί θηλάσαι τον υιόν μου, και εκείνος ήν τεθνηκώς· και ιδού κατενόησα αυτόν πρωί, και ιδού ουκ ήν ο υιός μου, ον έτεκον. 22 και είπεν η γυνή η ετέρα· ουχί, αλλά ο υιός μου ο ζών, ο δε υιός σου ο τεθνηκώς. και ελάλησαν ενώπιον τού βασιλέως. 23 και είπεν ο βασιλεύς αυταίς· σύ λέγεις· ούτος ο υιός μου ο ζών, και ο υιός ταύτης ο τεθνηκώς. και σύ λέγεις· ουχί, αλλά ο υιός μου ο ζών, και ο υιός σου ο τεθνηκώς. 24 και είπεν ο βασιλεύς· λάβετέ μοι μάχαιραν· και προσήνεγκαν την μάχαιραν ενώπιον τού βασιλέως. 25 και είπεν ο βασιλεύς· διέλετε το παιδίον το ζών το θηλάζον εις δύο και δότε το ήμισυ αυτού ταύτη και το ήμισυ αυτού ταύτη. 26 και απεκρίθη η γυνή, ής ήν ο υιός ο ζών, και είπε προς τον βασιλέα, ότι εταράχθη η μήτρα αυτής επί τώ υιώ αυτής, και είπεν· εν εμοί, κύριε, δότε αυτή το παιδίον και θανάτω μη θανατώσητε αυτό· και αύτη είπε· μήτε εμοί μήτε αυτή έστω, διέλετε. 27 και απεκρίθη ο βασιλεύς και είπε· δότε το παιδίον τή ειπούση· δότε αυτή αυτό και θανάτω μη θανατώσητε αυτό· αύτη η μήτηρ αυτού. 28 και ήκουσαν πάς Ισραήλ το κρίμα τούτο, ό έκρινεν ο βασιλεύς, και εφοβήθησαν από προσώπου τού βασιλέως, ότι είδον ότι φρόνησις Θεού εν αυτώ τού ποιείν δικαίωμα.
1 ΚΑΙ ήν ο βασιλεύς Σαλωμών βασιλεύων επί Ισραήλ. 2 και ούτοι άρχοντες οί ήσαν αυτώ. Αζαρίας υιός Σαδώκ 3 και Ελιαρέφ και Αχιά υιός Σαβά γραμματείς. και Ιωσαφάτ υιός Αχιλίδ αναμιμνήσκων 4 και Βαναίας υιός Ιωδαέ επί της δυνάμεως και Σαδώκ και Αβιάθαρ ιερείς 5 και Ορνία υιός Νάθαν επί των καθεσταμένων και Ζαβούθ υιός Νάθαν εταίρος τού βασιλέως 6 και Αχιήλ ήν οικονόμος και Ελιάβ υιός Σάφ επί της πατριάς και Αδωνιράμ υιός Εφρά επί των φόρων. 7 και τώ Σαλωμών δώδεκα καθεσταμένοι επί πάντα Ισραήλ χορηγείν τώ βασιλεί και τώ οίκω αυτού· μήνα εν τώ ενιαυτώ εγίνετο επί τον ένα χορηγείν. 8 και ταύτα τα ονόματα αυτών· Βενώρ εν όρει Εφραίμ, είς· 9 υιός Δακάρ εν Μαχεμάς και εν Σαλαβίν και Βαιθσαμύς και Αιλών έως Βηθανάν, είς·
10 υιός Εσδί εν Αραβώθ, αυτού Σωχώ και πάσα η γη Οφέρ· 11 Χαναδάβ και Αναφαθέ, ανήρ Ταβλήθ, θυγάτηρ Σαλωμών ήν αυτώ εις γυναίκα, είς· 12 Βαανά υιός Αχιλίδ Θαανάχ και Μαγεδδώ και πάς ο οίκος Σάν ο παρά Σεσαθάν υποκάτω τού Εσραέ και εκ Βηθσάν έως Σαβελμαουλά, έως Μαεβέρ Λουκάμ, είς· 13 υιός Γαβέρ εν Ρεμάθ Γαλαάδ, τούτω σχοίνισμα Ερεγαβά, ή εν τή Βασάν, εξήκοντα πόλεις μεγάλαι τειχήρεις και μοχλοί χαλκοί, είς· 14 Αχιναδάβ υιός Σαδδώ Μααναίμ, είς· 15 Αχιμαάς εν Νεφθαλίμ, και ούτος έλαβε την Βασεμμάθ θυγατέρα Σαλωμών εις γυναίκα, είς· 16 Βαανά υιός Χουσί εν Ασήρ και εν Βααλώθ, είς· 17 Σαμαά υιός Ηλά εν τώ Βενιαμίν· 18 Γαβέρ υιός Αδαί εν τή γη Γάδ, και Σηών βασιλέως τού Εσεβών και Ώγ βασιλέως τού Βασάν· και νασίφ είς εν γη Ιούδα· 19 Ιωσαφάτ υιός Φουασούδ εν Ισσάχαρ.
[20 Καί Ιούδα και Ισραήλ πολλοί ως η άμμος η επί της θαλάσσης εις πλήθος έσθοντες και πίνοντες και ευφραινόμενοι.]
[1 Καί Σαλωμών ήν εξουσιάζων εν πάσι τοίς βασιλείοις από τού ποταμού γής αλλοφύλων και έως ορίου Αιγύπτου προσεγγίζοντες δώρα και δουλεύοντες τώ Σαλωμών πάσας ημέρας ζωής αυτού.] ΚΑΙ εχορήγουν οι καθεσταμένοι ούτως τώ βασιλεί Σαλωμών και πάντα τα διαγγέλματα επί την τράπεζαν τού βασιλέως, έκαστος μήνα αυτού, ου παραλλάσσουσι λόγον· 2 και τας κριθάς και το άχυρον τοίς ίπποις και τοίς άρμασιν ήρον εις τον τόπον, ού αν ή ο βασιλεύς, έκαστος κατά την σύνταξιν αυτού. και ταύτα τα δέοντα τώ Σαλωμών εν ημέρα μια· τριάκοντα κόροι σεμιδάλεως και εξήκοντα κόροι αλεύρου κεκοπανισμένου. 3 και δέκα μόσχοι εκλεκτοί και είκοσι βόες νομάδες και εκατόν πρόβατα εκτός ελάφων και δορκάδων εκλεκτών, σιτευτά· 4 ότι ήν άρχων πέραν ποταμού, και ήν αυτώ ειρήνη εκ πάντων των μερών κυκλόθεν. 5 Καί έδωκε Κύριος φρόνησιν τώ Σαλωμών και σοφίαν πολλήν σφόδρα και χύμα καρδίας ως η άμμος η παρά την θάλασσαν.
10 και επληθύνθη Σαλωμών σφόδρα υπέρ την φρόνησιν πάντων αρχαίων ανθρώπων και υπέρ πάντας φρονίμους Αιγύπτου 11 και εσοφίσατο υπέρ πάντας τους ανθρώπους και εσοφίσατο υπέρ Γαιθάν τον Ζαρείτην και τον Αινάν και τον Χαλκάλ και Δαρδά υιούς Μάλ. 12 και ελάλησε Σαλωμών τρισχιλίας παραβολάς, και ήσαν ωδαί αυτού πεντακισχίλιαι. 13 και ελάλησεν υπέρ των ξύλων από της κέδρου της εν τώ Λιβάνω και έως της υσσώπου της εκπορευομένης διά τού τοίχου και ελάλησε περί των κτηνών και περί των πετεινών και περί των ερπετών και περί των ιχθύων. 14 και παρεγίνοντο πάντες οι λαοί ακούσαι της σοφίας Σαλωμών και ελάμβανε δώρα παρά πάντων των βασιλέων της γής, όσοι ήκουον της σοφίας αυτού. 14α Καί έλαβε Σαλωμών την θυγατέρα Φαραώ αυτώ εις γυναίκα και εισήγαγεν αυτήν εις την πόλιν Δαυίδ έως συντελέσαι αυτόν τον οίκον Κυρίου και τον οίκον εαυτού και το τείχος Ιερουσαλήμ. 14β τότε ανέβη Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου και προκατελάβετο την Γαζέρ και ενεπύρισεν αυτήν και τον Χανανίτην τον κατοικούντα εν Μεργάβ, και έδωκεν αυτάς Φαραώ αποστολάς θυγατρί αυτού γυναικί Σαλωμών, και Σαλωμών ωκοδόμησε την Γαζέρ. 15 Καί απέστειλε Χιράμ βασιλεύς Τύρου τους παίδας αυτού χρίσαι τον Σαλωμών αντί Δαυίδ τού πατρός αυτού, ότι αγαπών ήν Χιράμ τον Δαυίδ πάσας τας ημέρας. 16 και απέστειλε Σαλωμών προς Χιράμ λέγων· 17 σύ οίδας τον πατέρα μου Δαυίδ ότι ουκ ηδύνατο οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού μου από προσώπου των πολέμων των κυκλωσάντων αυτόν έως τού δούναι Κύριον αυτούς υπό τα ίχνη των ποδών αυτού. 18 και νύν ανέπαυσε Κύριος ο Θεός μου εμοί κυκλόθεν· ουκ έστιν επίβουλος και ουκ έστιν αμάρτημα πονηρόν. 19 και ιδού εγώ λέγω οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού μου, καθώς ελάλησε Κύριος ο Θεός προς Δαυίδ τον πατέρα μου, λέγων· ο υιός σου, ον δώσω αντί σού επί τον θρόνον σου, ούτος οικοδομήσει τον οίκον τώ ονόματί μου.
20 και νύν έντειλαι και κοψάτωσάν μοι ξύλα εκ τού Λιβάνου, και ιδού οι δούλοί μου μετά των δούλων σου· και τον μισθόν δουλείας σου δώσω σοι κατά πάντα, όσα αν είπης, ότι σύ οίδας ότι ουκ έστιν ημίν ειδώς ξύλα κόπτειν καθώς οι Σιδώνιοι. 21 και εγενήθη καθώς ήκουσε Χιράμ των λόγων Σαλωμών, εχάρη σφόδρα και είπεν· ευλογητός ο Θεός σήμερον, ός έδωκε τώ Δαυίδ υιόν φρόνιμον επί τον λαόν τον πολύν τούτον 22 και απέστειλε προς Σαλωμών λέγων· ακήκοα περί πάντων, ών απέσταλκας προς με· εγώ ποιήσω πάν θέλημά σου, ξύλα κέδρινα και πεύκινα· 23 οι δούλοί μου κατάξουσιν αυτά εκ τού Λιβάνου εις την θάλασσαν, εγώ θήσομαι αυτά σχεδίας έως τού τόπου, ού εάν αποστείλης προς με, και εκτινάξω αυτά εκεί, και σύ αρείς· και ποιήσεις το θέλημά μου, τού δούναι άρτους τώ οίκω μου. 24 και ήν Χιράμ διδούς τώ Σαλωμών κέδρους και πεύκας και πάν θέλημα αυτού. 25 και Σαλωμών έδωκε τώ Χιράμ είκοσι χιλιάδας κόρους πυρού και μαχείρ τώ οίκω αυτού και είκοσι χιλιάδας βαίθ ελαίου κεκομμένου· κατά τούτο εδίδου Σαλωμών τώ Χιράμ κατ΄ ενιαυτόν. 26 και Κύριος έδωκε σοφίαν τώ Σαλωμών, καθώς ελάλησεν αυτώ· και ήν ειρήνη ανά μέσον Χιράμ και ανά μέσον Σαλωμών, και διέθεντο διαθήκην ανά μέσον αυτών. 27 και ανήνεγκεν ο βασιλεύς φόρον εκ παντός Ισραήλ, και ήν ο φόρος τριάκοντα χιλιάδες ανδρών. 28 και απέστειλεν αυτούς εις τον Λίβανον, δέκα χιλιάδες εν τώ μηνί, αλλασσόμενοι, μήνα ήσαν εν τώ Λιβάνω και δύο μήνας εν οίκω αυτών· και Αδωνιράμ επί τού φόρου. 29 και ήν τώ Σαλωμών εβδομήκοντα χιλιάδες αίροντες άρσιν και ογδοήκοντα χιλιάδες λατόμων εν τώ όρει,
30 χωρίς των αρχόντων των καθεσταμένων επί των έργων τώ Σαλωμών, τρεις χιλιάδες και εξακόσιοι επιστάται οι ποιούντες τα έργα. 32 και ητοίμασαν τους λίθους και τα ξύλα τρία έτη.
1 ΚΑΙ εγενήθη εν τώ τεσσαρακοστώ και τετρακοσιοστώ έτει της εξόδου υιών Ισραήλ εξ Αιγύπτου, τώ έτει τώ τετάρτω εν μηνί τώ δευτέρω βασιλεύοντος τού βασιλέως Σαλωμών επί τον Ισραήλ, (Κεφ. Ε 31 ) 1α και ενετείλατο ο βασιλεύς ίνα αίρωσι λίθους μεγάλους τιμίους εις τον θεμέλιον τού οίκου, και λίθους απελεκήτους. (Κεφ. Ε 32 ) 1β και επελέκησαν οι υιοί Σαλωμών και οι υιοί Χιράμ και έβαλαν αυτούς. 1γ εν τώ έτει τώ τετάρτω εθεμελίωσε τον οίκον Κυρίου εν μηνί Νισώ, και τώ δευτέρω μηνί 1δ εν ενδεκάτω ενιαυτώ, εν μηνί Βαάλ (ούτος ο μην ο όγδοος) συνετελέσθη ο οίκος εις πάντα λόγον αυτού και εις πάσαν διάταξιν αυτού. 2 και ο οίκος, ον ωκοδόμησεν ο βασιλεύς τώ Κυρίω, τεσσαράκοντα εν πήχει μήκος αυτού και είκοσιν εν πήχει πλάτος αυτού και πέντε και είκοσιν εν πήχει το ύψος αυτού. 3 και το αιλάμ κατά πρόσωπον τού ναού, είκοσιν εν πήχει μήκος αυτού εις το πλάτος τού οίκου και δέκα εν πήχει το πλάτος αυτού κατά πρόσωπον τού οίκου. και ωκοδόμησε τον οίκον και συνετέλεσεν αυτόν. 4 και εποίησε τώ οίκω θυρίδας παρακυπτομένας κρυπτάς. 5 και έδωκεν επί τον τοίχον τού οίκου μέλαθρα κυκλόθεν τώ ναώ και τώ δαβίρ και εποίησε πλευράς κυκλόθεν. 6 η πλευρά η υποκάτω πέντε πήχεων εν πήχει το πλάτος αυτής, και το μέσον έξ, και η τρίτη επτά εν πήχει το πλάτος αυτής· ότι διάστημα έδωκε τώ οίκω κυκλόθεν έξωθεν τού οίκου, όπως μη επιλαμβάνωνται των τοίχων τού οίκου. 7 και ο οίκος εν τώ οικοδομείσθαι αυτόν λίθοις ακροτόμοις αργοίς ωκοδομήθη, και σφύρα και πέλεκυς και πάν σκεύος σιδηρούν ουκ ηκούσθη εν τώ οίκω εν τώ οικοδομείσθαι αυτόν. 8 και ο πυλών της πλευράς της υποκάτωθεν υπό την ωμίαν τού οίκου την δεξιάν, και ελικτή ανάβασις εις το μέσον και εκ της μέσης επί τα τριώροφα, 9 και ωκοδόμησε τον οίκον και συνετέλεσεν αυτόν· και εκοιλοστάθμησε τον οίκον κέδροις.
10 και ωκοδόμησε τους ενδέσμους δι’ όλου τού οίκου πέντε εν πήχει το ύψος αυτού, και συνέσχε τον σύνδεσμον εν ξύλοις κεδρίνοις. [11 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς Σαλωμών λέγων· 12 ο οίκος ούτος, ον σύ οικοδομείς, εάν οδεύης τοίς προστάγμασί μου και τα κρίματά μου ποιής και φυλάσσης πάσας τας εντολάς μου αναστρέφεσθαι εν αυταίς, στήσω τον λόγον μου, ον ελάλησα προς Δαυίδ τον πατέρα σου 13 και κατασκηνώσω εν μέσω υιών Ισραήλ και ουκ εγκαταλείψω τον λαόν μου Ισραήλ. 14 και ωκοδόμησε Σαλωμών τον οίκον και συνετέλεσε αυτόν.] 15 και ωκοδόμησε τους τοίχους τού οίκου έσωθεν διά ξύλων κεδρίνων από τού εδάφους τού οίκου και έως των τοίχων και έως των δοκών· εκοιλοστάθμησε συνεχόμενα ξύλοις έσωθεν και περιέσχε το έσω τού οίκου εν πλευραίς πευκίναις. 16 και ωκοδόμησε τους είκοσι πήχεις απ΄ άκρου τού τοίχου το πλευρόν το έν από τού εδάφους έως των δοκών, και εποίησε εκ τού δαβίρ εις το άγιον των αγίων. 17 και τεσσαράκοντα πήχεων ήν ο ναός [ο εσώτατος 18 και διά κέδρου προς τον οίκον έσω πλοκήν επαναστήσεις και πέταλον και ανάγλυφα πάντα κέδρινα ουκ εφαίνετο λίθος.] 19 κατά πρόσωπον τού δαβίρ εν μέσω τού οίκου έσωθεν δούναι εκεί την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου.
20 είκοσι πήχεις μήκος και είκοσι πήχεις πλάτος και είκοσι πήχεις το ύψος αυτού, και παριέσχεν αυτό χρυσίω συγκεκλεισμένω. και εποίησε θυσιαστήριον [κέδρου 21 και περιεπύλωσε Σαλωμών τον οίκον ένδοθεν χρυσίω αποκλειστώ και παρήγαγεν εν καθηλώμασι χρυσίου.] 21 κατά πρόσωπον τού δαβίρ, και περιέσχεν αυτό χρυσίω. 22 και όλον τον οίκον περιέσχε χρυσίω έως συντελείας παντός τού οίκου [και όλον το έσω τού δαβίρ επετάλωσε χρυσίω.] 23 και εποίησεν εν τώ δαβίρ δύο Χερουβίμ δέκα πήχεων μέγεθος εσταθμωμένον. 24 και πέντε πήχεων πτερύγιον τού Χερουβίμ τού ενός και πέντε πήχεων πτερύγιον αυτού το δεύτερον, εν πήχει δέκα από μέρους πτερυγίου αυτού εις μέρος πτερυγίου αυτού· 25 ούτως τώ Χερουβίμ τώ δευτέρω, εν μέτρω ενί συντέλεια μία αμφοτέροις. 26 και το ύψος τού Χερούβ τού ενός δέκα εν πήχει, και ούτω τώ Χερούβ τώ δευτέρω. 27 και αμφότερα τα Χερουβίμ εν μέσω τού οίκου τού εσωτάτου· και διεπέτασε τας πτέρυγας αυτών, και ήπτετο πτέρυξ μία τού τοίχου, και πτέρυξ Χερούβ τού δευτέρου ήπτετο τού τοίχου τού δευτέρου, και αι πτέρυγες αυτών εν μέσω τού οίκου ήπτοντο πτέρυξ πτέρυγος. 28 και περιέσχε τα Χερουβίμ χρυσίω. 29 και πάντας τους τοίχους τού οίκου κύκλω εγκολαπτά έγραψε γραφίδι Χερουβίμ, και φοίνικες τώ εσωτέρω και τώ εξωτέρω.
30 και το έδαφος τού οίκου περιέσχε χρυσίω, τού εσωτάτου και τού εξωτάτου. 31 και τώ θυρώματι τού δαβίρ εποίησε θύρας ξύλων αρκευθίνων εις φλιάς πενταπλάς 32 και δύο θύρας ξύλων πευκίνων και εγκολαπτόν επ΄ αυτών εγκεκολαμμένα Χερουβίμ και φοίνικας και πέταλα διαπεπετασμένα· και περιέσχε χρυσίω και κατέβαινεν επί τα Χερουβίμ και επί τους φοίνικας το χρυσίον. 33 και ούτως εποίησε τώ πυλώνι τού ναού, φλιαί ξύλων αρκευθίνων, στοαί τετραπλώς. 34 και εν αμφοτέραις ταίς θύραις ξύλα πεύκινα· δύο πτυχαί η θύρα η μία και στροφείς αυτών, και δύο πτυχαί η θύρα η δευτέρα, στρεφόμενα· 35 εγκεκολαμμένα Χερουβίμ και φοίνικες και διαπεπετασμένα πέταλα και περιεχόμενα χρυσίω καταγομένω επί την εκτύπωσιν. 36 και ωκοδόμησε την αυλήν την εσωτάτην τρεις στίχους απελεκήτων, και στίχος κατειργασμένης κέδρου κυκλόθεν. 36α και ωκοδόμησε το καταπέτασμα της αυλής τού αιλάμ τού οίκου τού κατά πρόσωπον τού ναού.
1 ΚΑΙ απέστειλεν ο βασιλεύς Σαλωμών και έλαβε τον Χιράμ εκ Τύρου, 2 υιόν γυναικός χήρας, και ούτος από της φυλής της Νεφθαλίμ, και ο πατήρ αυτού ανήρ Τύριος, τέκτων χαλκού και πεπληρωμένος της τέχνης και συνέσεως και επιγνώσεως τού ποιείν πάν έργον εν χαλκώ· και εισηνέχθη προς τον βασιλέα Σαλωμών και εποίησε πάντα τα έργα. 3 και εχώνευσε τους δύο στήλους τώ αιλάμ τού οίκου, οκτωκαίδεκα πήχεις ύψος τού στύλου, και περίμετρον τεσσαρεσκαίδεκα πήχεις εκύκλου αυτόν, και το πάχος τού στύλου τεσσάρων δακτύλων τα κοιλώματα, και ούτως ο στύλος ο δεύτερος. 4 και δύο επιθέματα εποίησε δούναι επί τας κεφαλάς των στύλων, χωνευτά χαλκά· πέντε πήχεις το ύψος τού επιθέματος τού ενός, και πέντε πήχεις το ύψος τού επιθέματος τού δευτέρου. 5 και εποίησε δύο δίκτυα περικαλύψαι το επίθεμα των στύλων, και δίκτυον τώ επιθέματι τώ ενί, και δίκτυον τώ επιθέματι τώ δευτέρω. 6 και έργον κρεμαστόν, δύο στίχοι ροών χαλκών δεδικτυωμένοι, έργον κρεμαστόν, στίχος επί στίχον· και ούτως εποίησε τώ επιθέματι τώ δευτέρω. 7 και έστησε τους στύλους τού αιλάμ τού ναού· και έστησε τον στύλον τον ένα και επεκάλεσε το όνομα αυτού Ιαχούμ· και έστησε τον στύλον τον δεύτερον και επεκάλεσε το όνομα αυτού Βαάς. 8 και επί των κεφαλών των στύλων έργον κρίνου κατά το αιλάμ τεσσάρων πηχών. 9 και μέλαθρον επ’ αμφοτέρων των στύλων, και επάνωθεν των πλευρών επίθεμα το μέλαθρον τώ πάχει.
10 και εποίησε την θάλασσαν δέκα εν πήχει από τού χείλους αυτής έως τού χείλους αυτής, στρογγύλον κύκλω το αυτό· πέντε εν πήχει το ύψος αυτής, και συνηγμένοι τρεις και τριάκοντα εν πήχει εκύκλουν αυτήν. 11 και υποστηρίγματα υποκάτωθεν τού χείλους αυτής κυκλόθεν εκύκλουν αυτήν, δέκα εν πήχει κυκλόθεν 12 και το χείλος αυτής ως έργον χείλους ποτηρίου, βλαστός κρίνου, και το πάχος αυτού παλαιστής. 13 και δώδεκα βόες υποκάτω της θαλάσσης, οι τρεις επιβλέποντες βορράν και οι τρεις επιβλέποντες θάλασσαν και οι τρεις επιβλέποντες νότον και οι τρεις επιβλέποντες ανατολήν, και πάντα τα οπίσθια εις τον οίκον, και η θάλασσα επ’ αυτών επάνωθεν. 14 και εποίησε δέκα μεχωνώθ χαλκάς· πέντε πήχεις μήκος της μεχωνώθ της μιάς, και τέσσαρες πήχεις το πλάτος αυτής, και έξ εν πήχει το ύψος αυτής. 15 και τούτο το έργον των μεχωνώθ συγκλειστόν αυτοίς, και συγκλειστόν ανά μέσον των εξεχομένων. 16 και επί τα συγκλείσματα αυτών ανά μέσον των εξεχομένων λέοντες και βόες και Χερουβίμ, και επί των εξεχομένων ούτως· και επάνωθεν και υποκάτωθεν των λεόντων και των βοών χώραι, έργον καταβάσεως 17 και τέσσαρες τροχοί χαλκοί τή μεχωνώθ τή μια, και τα προσέχοντα χαλκά και τέσσαρα μέρη αυτών, ωμίαι υποκάτω των λουτήρων. 18 και χείρες εν τοίς τροχοίς εν τή μεχωνώθ, και το ύψος τού τροχού τού ενός πήχεος και ημίσους. 19 και το έργον των τροχών έργον τροχών άρματος· αι χείρες αυτών και οι νώτοι αυτών και η πραγματεία αυτών, τα πάντα χωνευτά.
20 αι τέσσαρες ωμίαι επί των τεσσάρων γωνιών της μεχωνώθ της μιάς, εκ της μεχωνώθ οι ώμοι αυτής. 21 και επί της κεφαλής της μεχωνώθ ήμισυ τού πήχεος μέγεθος αυτής στρογγύλον κύκλω επί της κεφαλής της μεχωνώθ, και αρχή χειρών αυτής και τα συγκλείσματα αυτής, και ηνοίγετο επί τας αρχάς των χειρών αυτής. 22 και τα συγκλείσματα αυτής Χερουβίμ και λέοντες και φοίνικες εστώτα, εχόμενον έκαστον κατά πρόσωπον αυτού έσω και τα κυκλόθεν. 23 κατ’ αυτήν εποίησε πάσας τας δέκα μεχωνώθ, τάξιν μίαν και μέτρον εν πάσαις. 24 και εποίησε δέκα χυτροκαύλους χαλκούς, τεσσαράκοντα χοείς χωρούντα τον ένα χυτρόκαυλον μετρήσει τεσσάρων πηχών· ο χυτρόκαυλος ο είς επί της μεχωνώθ της μιάς ταίς δέκα μεχωνώθ. 25 και έθετο τας πέντε μεχωνώθ από της ωμίας τού οίκου εκ δεξιών και πέντε από της ωμίας τού οίκου εξ αριστερών· και η θάλασσα από της ωμίας τού οίκου εκ δεξιών κατ’ ανατολάς από τού κλίτους τού νότου. 26 και εποίησε Χιράμ τους λέβητας και τας θερμάστρεις και τας φιάλας, και συνετέλεσε Χιράμ ποιών πάντα τα έργα, ά εποίησε τώ βασιλεί Σαλωμών εν οίκω Κυρίου, 27 στύλους δύο και τα στρεπτά των στύλων επί των κεφαλών των στύλων δύο και τα δίκτυα δύο τού καλύπτειν αμφότερα τα στρεπτά των γλυφών τα όντα επί των στύλων, 28 τας ροάς τετρακοσίας αμφοτέροις τοίς δικτύοις, δύο στίχοι ροών τώ δικτύω τώ ενί περικαλύπτειν αμφότερα τα όντα τα στρεπτά της μεχωνώθ επ’ αμφοτέροις τοίς στύλοις, 29 και τα μεχωνώθ δέκα και τους χυτροκαύλους δέκα επί των μεχωνώθ
30 και την θάλασσαν μίαν και τους βόας δώδεκα υποκάτω της θαλάσσης 31 και τους λέβητας και τας θερμάστρεις και τας φιάλας και πάντα τα σκεύη, ά εποίησε Χιράμ τώ βασιλεί Σαλωμών τώ οίκω Κυρίου· και οι στύλοι τεσσαράκοντα και οκτώ τού οίκου τού βασιλέως και τού οίκου Κυρίου. πάντα τα έργα τού βασιλέως, ά εποίησε Χιράμ, χαλκά άρδην· 32 ουκ ήν σταθμός τού χαλκού, ού εποίησε πάντα τα έργα ταύτα, εκ πλήθους σφόδρα· ουκ ήν τέρμα των σταθμών τού χαλκού. 33 εν τώ περιοίκω τού Ιορδάνου εχώνευσεν αυτά εν τώ πάχει της γής ανά μέσον Σοκχώθ και ανά μέσον Σειρά. 34 και έδωκεν ο βασιλεύς Σαλωμών τα σκεύη, ά εποίησεν, εν οίκω Κυρίου, το θυσιαστήριον το χρυσούν και την τράπεζαν, εφ’ ής οι άρτοι της προσφοράς, χρυσήν, 35 και τας λυχνίας πέντε εξ αριστερών και πέντε εκ δεξιών κατά πρόσωπον τού δαβίρ, χρυσάς συγκλειομένας, και τα λαμπάδια και τους λύχνους και τας επαρυστρίδας χρυσάς 36 και τα πρόθυρα και οι ήλοι και αι φιάλαι και τα τρυβλία και αι θυίσκαι χρυσαί, σύγκλειστα, και τα θυρώματα των θυρών τού οίκου τού εσωτάτου, αγίου των αγίων, και τας θύρας τού ναού χρυσάς. 37 και ανεπληρώθη πάν το έργον, ό εποίησε Σαλωμών οίκου Κυρίου, και εισήνεγκε Σαλωμών τα άγια Δαυίδ τού πατρός αυτού και πάντα τα άγια Σαλωμών, το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη, έδωκεν εις τους θησαυρούς οίκου Κυρίου. 38 Καί τον οίκον εαυτώ ωκοδόμησε Σαλωμών τρισκαίδεκα έτεσι. 39 και ωκοδόμησε τον οίκον δρυμώ τού Λιβάνου· εκατόν πήχεις μήκος αυτού, και πεντήκοντα πήχεις πλάτος αυτού, και τριάκοντα πηχών ύψος αυτού· και τριών στίχων στύλων κεδρίνων, και ωμίαι κέδριναι τοίς στύλοις.
40 και εφάτνωσε τον οίκον άνωθεν επί των πλευρών των στύλων, και ο αριθμός των στύλων τεσσαράκοντα και πέντε ο στίχος· 41 και μέλαθρα τρία και χώρα επί χώραν τρισσώς· 42 και πάντα τα θυρώματα και αι χώραι τετράγωνοι μεμελαθρωμέναι και από τού θυρώματος επί θύραν τρισσώς. 43 και το αιλάμ των στύλων πεντήκοντα μήκος και πεντήκοντα εν πλάτει, εζυγωμένα, αιλάμ επί πρόσωπον αυτών, και στύλοι και πάχος επί πρόσωπον αυτής τοίς αιλαμμίμ. 44 και το αιλάμ των θρόνων, ού κρινεί εκεί, αιλάμ τού κριτηρίου. 45 και ο οίκος αυτών, εν ώ καθήσεται εκεί, αυλή μία εξελισσομένη τούτοις κατά το έργον τούτο· και οίκον τή θυγατρί Φαραώ, ήν έλαβε Σαλωμών, κατά το αιλάμ τούτο. 46 πάντα ταύτα εκ λίθων τιμίων κεκολαμμένα εκ διαστήματος έσωθεν και εκ τού θεμελίου έως των γεισών και έξωθεν εις την αυλήν την μεγάλην 47 την τεθεμελιωμένην εν τιμίοις λίθοις μεγάλοις, λίθοις δεκαπήχεσι και τοίς οκταπήχεσι, 48 και επάνωθεν τιμίοις κατά το μέτρον απελεκήτων και κέδροις. 49 της αυλής της μεγάλης κύκλω τρεις στίχοι απελεκήτων και στίχος κεκολαμμένης κέδρου. και συνετέλεσε Σαλωμών όλον τον οίκον αυτού.
1 ΚΑΙ εγένετο ως συνετέλεσε Σαλωμών τού οικοδομήσαι τον οίκον Κυρίου και τον οίκον αυτού μετά είκοσιν έτη, τότε εξεκκλησίασεν ο βασιλεύς Σαλωμών πάντας τους πρεσβυτέρους Ισραήλ εν Σιών τού ανενεγκείν την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου εκ πόλεως Δαυίδ (αύτη εστί Σιών) 2 εν μηνί Αθανίν. 3 και ήραν οι ιερείς την κιβωτόν 4 και το σκήνωμα τού μαρτυρίου και τα σκεύη τα άγια τα εν τώ σκηνώματι τού μαρτυρίου, 5 και ο βασιλεύς και πάς Ισραήλ έμπροσθεν της κιβωτού θύοντες πρόβατα και βόας αναρίθμητα. 6 και εισφέρουσιν οι ιερείς την κιβωτόν εις τον τόπον αυτής εις το δαβίρ τού οίκου, εις τα άγια των αγίων υπό τας πτέρυγας των Χερουβίμ· 7 ότι τα Χερουβίμ διαπεπετασμένα ταίς πτέρυξιν επί τον τόπον της κιβωτού, και περιεκάλυπτον τα Χερουβίμ επί την κιβωτόν και επί τα άγια αυτής επάνωθεν, 8 και υπερείχον τα ηγιασμένα, και ενεβλέποντο αι κεφαλαί των ηγιασμένων εκ των αγίων εις πρόσωπον τού δαβίρ και ουκ ωπτάνοντο έξω. 9 ουκ ήν εν τή κιβωτώ πλήν δύο πλάκες λίθιναι, πλάκες της διαθήκης, ας έθηκεν εκεί Μωυσής εν Χωρήβ, ας διέθετο Κύριος μετά των υιών Ισραήλ εν τώ εκπορεύεσθαι αυτούς εκ γής Αιγύπτου.
10 και εγένετο ως εξήλθον οι ιερείς εκ τού αγίου, και η νεφέλη έπλησε τον οίκον· 11 και ουκ ηδύναντο οι ιερείς στήκειν λειτουργείν από προσώπου της νεφέλης, ότι έπλησε δόξα Κυρίου τον οίκον. 14 Καί απέστρεψεν ο βασιλεύς το πρόσωπον αυτού, και ευλόγησεν ο βασιλεύς πάντα Ισραήλ, και πάσα εκκλησία Ισραήλ ειστήκει· 15 και είπεν· ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ σήμερον, ός ελάλησεν εν τώ στόματι αυτού περί Δαυίδ τού πατρός μου και εν ταίς χερσίν αυτού επλήρωσε λέγων· 16 αφ’ ής ημέρας εξήγαγον τον λαόν μου τον Ισραήλ εξ Αιγύπτου, ουκ εξελεξάμην εν πόλει εν ενί σκήπτρω Ισραήλ τού οικοδομήσαι οίκον τού είναι το όνομά μου εκεί. και εξελεξάμην εν Ιερουσαλήμ είναι το όνομά μου εκεί· και εξελεξάμην τον Δαυίδ τού είναι επί τον λαόν μου τον Ισραήλ. 17 και εγένετο επί της καρδίας τού πατρός μου οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού Ισραήλ. 18 και είπε Κύριος προς Δαυίδ τον πατέρα μου· ανθ’ ών ήλθεν επί την καρδίαν σου τού οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματί μου, καλώς εποίησας ότι εγενήθη επί την καρδίαν σου· 19 πλήν σύ ουκ οικοδομήσεις τον οίκον, αλλ’ ή ο υιός σου ο εξελθών εκ των πλευρών σου, ούτος οικοδομήσει τον οίκον τώ ονόματί μου.
20 και ανέστησε Κύριος το ρήμα αυτού, ό ελάλησε, και ανέστην αντί Δαυίδ τού πατρός μου και εκάθισα επί τού θρόνου Ισραήλ, καθώς ελάλησε Κύριος, και ωκοδόμησα τον οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού Ισραήλ. 21 και εθέμην εκεί τόπον τή κιβωτώ, εν ή εστιν εκεί διαθήκη Κυρίου, ήν διέθετο Κύριος μετά των πατέρων ημών εν τώ εξαγαγείν αυτόν αυτούς εκ γής Αιγύπτου. 22 Καί ανέστη Σαλωμών κατά πρόσωπον τού θυσιαστηρίου Κυρίου ενώπιον πάσης εκκλησίας Ισραήλ και διεπέτασε τας χείρας αυτού εις τον ουρανόν, 23 και είπε· Κύριε ο Θεός Ισραήλ, ουκ έστιν ως σύ Θεός εν τώ ουρανώ άνω και επί της γής κάτω, φυλάσσων διαθήκην και έλεος τώ δούλω σου τώ πορευομένω ενώπιόν σου εν όλη τή καρδία αυτού, 24 ά εφύλαξας τώ δούλω σου Δαυίδ τώ πατρί μου· και γάρ ελάλησας εν τώ στόματί σου και εν χερσί σου επλήρωσας ως η ημέρα αύτη. 25 και νύν, Κύριε ο Θεός Ισραήλ, φύλαξον τώ δούλω σου Δαυίδ τώ πατρί μου ά ελάλησας αυτώ λέγων· ουκ εξαρθήσεταί σου ανήρ εκ προσώπου μου καθήμενος επί θρόνου Ισραήλ, πλήν εάν φυλάξωνται τα τέκνα σου τας οδούς αυτών τού πορεύεσθαι ενώπιόν μου, καθώς επορεύθης ενώπιον εμού. 26 και νύν, Κύριε ο Θεός Ισραήλ, πιστωθήτω δή το ρήμά σου τώ Δαυίδ τώ πατρί μου. 27 ότι ει αληθώς κατοικήσει ο Θεός μετά ανθρώπων επί της γής; ει ο ουρανός και ο ουρανός τού ουρανού ουκ αρκέσουσί σοι, πλήν και ο οίκος ούτος, ον ωκοδόμησα τώ ονόματί σου; 28 και επιβλέψη επί την δέησίν μου, Κύριε ο Θεός Ισραήλ, ακούειν της προσευχής, ής ο δούλός σου προσεύχεται ενώπιόν σου προς σε σήμερον, 29 τού είναι τους οφθαλμούς σου ηνεωγμένους εις τον οίκον τούτον ημέρας και νυκτός, εις τον τόπον, ον είπας· έσται το όνομά μου εκεί, τού εισακούειν της προσευχής, ής προσεύχεται ο δούλός σου εις τον τόπον τούτον ημέρας και νυκτός.
30 και εισακούση της δεήσεως τού δούλου σου και τού λαού σου Ισραήλ, ά αν προσεύξωνται εις τον τόπον τούτον, και σύ εισακούση εν τώ τόπω της κατοικήσεώς σου εν ουρανώ και ποιήσεις και ίλεως έση. 31 όσα αν αμάρτη έκαστος τώ πλησίον αυτού, και εάν λάβη επ’ αυτόν αράν τού αράσασθαι αυτόν, και έλθη και εξαγορεύση κατά πρόσωπον τού θυσιαστηρίου σου εν τώ οίκω τούτω, 32 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού και ποιήσεις και κρινείς τον λαόν σου Ισραήλ ανομηθήναι άνομον, δούναι την οδόν αυτού εις κεφαλήν αυτού και τού δικαιώσαι δίκαιον, δούναι αυτώ κατά την δικαιοσύνην αυτού. 33 εν τώ πταίσαι τον λαόν σου Ισραήλ ενώπιον εχθρών, ότι αμαρτήσονταί σοι, και επιστρέψουσι και εξομολογήσονται τώ ονόματί σου και προσεύξονται και δεηθήσονται εν τώ οίκω τούτω, 34 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού και ίλεως έση ταίς αμαρτίαις τού λαού σου Ισραήλ και επιστρέψεις αυτούς εις την γήν, ήν έδωκας τοίς πατράσιν αυτών. 35 εν τώ συσχεθήναι τον ουρανόν και μη γενέσθαι υετόν, ότι αμαρτήσονταί σοι, και προσεύξονται εις τον τόπον τούτον και εξομολογήσονται τώ ονόματί σου και από των αμαρτιών αυτών αποστρέψουσιν, όταν ταπεινώσης αυτούς, 36 και εισακούση εκ τού ουρανού και ίλεως έση ταίς αμαρτίαις τού δούλου σου και τού λαού σου Ισραήλ· ότι δηλώσεις αυτοίς την οδόν την αγαθήν πορεύεσθαι εν αυτή και δώσεις υετόν επί την γήν, ήν έδωκας τώ λαώ σου εν κληρονομία. 37 λιμός εάν γένηται, θάνατος εάν γένηται, ότι έσται εμπυρισμός, βρούχος, ερυσίβη εάν γένηται, και εάν θλίψη αυτόν ο εχθρός αυτού εν μια των πόλεων αυτού, πάν συνάντημα, πάντα πόνον, 38 πάσαν προσευχήν, πάσαν δέησιν, εάν γένηται παντί ανθρώπω ως αν γνώσιν έκαστος αφήν καρδίας αυτού και διαπετάση τας χείρας αυτού εις τον οίκον τούτον, 39 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου και ίλεως έση και ποιήσεις και δώσεις ανδρί κατά τας οδούς αυτού, καθώς αν γνώς την καρδίαν αυτού, ότι σύ μονώτατος οίδας την καρδίαν πάντων υιών ανθρώπων,
40 όπως φοβώνταί σε πάσας τας ημέρας, όσας αυτοί ζώσιν επί της γής, ής έδωκας τοίς πατράσιν ημών. 41 και τώ αλλοτρίω, ός ουκ έστιν από λαού σου ούτος, 42 και ήξουσι και προσεύξονται εις τον τόπον τούτον, 43 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου και ποιήσεις κατά πάντα, όσα αν επικαλέσηταί σε ο αλλότριος, όπως γνώσι πάντες οι λαοί το όνομά σου, και φοβώνταί σε, καθώς ο λαός σου Ισραήλ, και γνώσιν ότι το όνομά σου επικέκληται επί τον οίκον τούτον, ον ωκοδόμησα. 44 ότι εξελεύσεται ο λαός σου εις πόλεμον επί τους εχθρούς αυτού εν οδώ, ή επιστρέψεις αυτούς, και προσεύξονται εν ονόματι Κυρίου οδόν της πόλεως, ής εξελέξω εν αυτή, και τού οίκου, ού ωκοδόμησα τώ ονόματί σου, 45 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού της δεήσεως αυτών και της προσευχής αυτών και ποιήσεις το δικαίωμα αυτοίς. 46 ότι αμαρτήσονταί σοι ότι ουκ έστιν άνθρωπος, ός ουχ αμαρτήσεται και επάξεις αυτούς και παραδώσεις αυτούς ενώπιον εχθρών και αιχμαλωτιούσιν οι αιχμαλωτίζοντες εις γήν μακράν και εγγύς, 47 και επιστρέψουσι καρδίας αυτών εν τή γη, ού μετήχθησαν εκεί, και επιστρέψουσιν εν γη μετοικίας αυτών και δεηθώσί σου λέγοντες· ημάρτομεν, ηδικήσαμεν, ηνομήσαμεν, 48 και επιστρέψωσι προς σε εν όλη καρδία αυτών και εν όλη ψυχή αυτών εν τή γη εχθρών αυτών, ού μετήγαγες αυτούς, και προσεύξονται προς σε, οδόν γής αυτών, ής έδωκας τοίς πατράσιν αυτών, και της πόλεως, ής εξελέξω, και τού οίκου, ού ωκοδόμηκα τώ ονόματί σου, 49 και εισακούση εκ τού ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου
50 και ίλεως έση ταίς αδικίαις αυτών, αίς ήμαρτόν σοι, και κατά πάντα τα αθετήματα αυτών, ά ηθέτησάν σοι, και δώσεις αυτούς εις οικτιρμούς ενώπιον αιχμαλωτευόντων αυτούς, και οικτειρήσουσιν αυτούς· 51 ότι λαός σου και κληρονομία σου, ούς εξήγαγες εκ γής Αιγύπτου εκ μέσου χωνευτηρίου σιδήρου. 52 και έστρωσαν οι οφθαλμοί σου και τα ώτά σου ηνεωγμένα εις την δέησιν τού δούλου σου και εις την δέησιν τού λαού σου Ισραήλ εισακούειν αυτών εν πάσιν, οίς αν επικαλέσωνταί σε, 53 ότι σύ διέστειλας αυτούς σεαυτώ εις κληρονομίαν εκ πάντων των λαών της γής, καθώς ελάλησας εν χειρί δούλου σου Μωυσή εν τώ εξαγαγείν σε τους πατέρας ημών εκ γής Αιγύπτου, Κύριε Κύριε. 53α Τότε ελάλησε Σαλωμών υπέρ τού οίκου, ως συνετέλεσε τού οικοδομήσαι αυτόν, Ήλιον εγνώρισεν εν ουρανώ Κύριος, είπε τού κατοικείν εν γνόφω· οικοδόμησον οίκόν μου, οίκον ευπρεπή σεαυτώ, τού κατοικείν επί καινότητος. ουκ ιδού αύτη γέγραπται εν βιβλίω της ωδής; 54 Καί εγένετο ως συνετέλεσε Σαλωμών προσευχόμενος προς Κύριον όλην την προσευχήν και την δέησιν ταύτην, και ανέστη από προσώπου τού θυσιαστηρίου Κυρίου οκλακώς επί τα γόνατα αυτού και αι χείρες αυτού διαπεπετασμέναι εις τον ουρανόν. 55 και έστη και ευλόγησε πάσαν εκκλησίαν Ισραήλ φωνή μεγάλη λέγων· 56 ευλογητός Κύριος σήμερον, ός έδωκε κατάπαυσιν τώ λαώ αυτού Ισραήλ κατά πάντα, όσα ελάλησεν· ου διεφώνησε λόγος είς εν πάσι τοίς λόγοις αυτού τοίς αγαθοίς, οίς ελάλησεν εν χειρί δούλου αυτού Μωυσή. 57 γένοιτο Κύριος ο Θεός ημών μεθ’ ημών, καθώς ήν μετά των πατέρων ημών· μη εγκαταλίποιτο ημάς μηδέ αποστρέψοιτο ημάς, 58 επικλίναι καρδίας ημών επ’ αυτόν τού πορεύεσθαι εν πάσαις οδοίς αυτού και φυλάσσειν πάσας εντολάς αυτού και τα προστάγματα αυτού, ά ενετείλατο τοίς πατράσιν ημών. 59 και έστρωσαν οι λόγοι ούτοι, ως δεδέημαι ενώπιον Κυρίου Θεού ημών, εγγίζοντες προς Κύριον Θεόν ημών ημέρας και νυκτός, τού ποιείν το δικαίωμα τού δούλου σου και το δικαίωμα λαού Ισραήλ ρήμα ημέρας εν ημέρα ενιαυτού,
60 όπως γνώσιν πάντες οι λαοί της γής, ότι Κύριος ο Θεός, αυτός Θεός και ουκ έστιν έτι. 61 και έστρωσαν οι καρδίαι ημών τέλειαι προς Κύριον Θεόν ημών και οσίως πορεύεσθαι εν τοίς προστάγμασιν αυτού και φυλάσσειν εντολάς αυτού ως η ημέρα αύτη. 62 Καί ο βασιλεύς και πάντες οι υιοί Ισραήλ έθυσαν θυσίαν ενώπιον Κυρίου. 63 και έθυσεν ο βασιλεύς Σαλωμών τας θυσίας των ειρηνικών, ας έθυσε τώ Κυρίω, βοών δύο και είκοσι χιλιάδας και προβάτων εκατόν και είκοσι χιλιάδας· και ενεκαίνισε τον οίκον Κυρίου ο βασιλεύς και πάντες οι υιοί Ισραήλ. 64 τή ημέρα εκείνη ηγίασεν ο βασιλεύς το μέσον της αυλής το κατά πρόσωπον τού οίκου Κυρίου· ότι εποίησεν εκεί την ολοκαύτωσιν και τας θυσίας και τα στέατα των ειρηνικών, ότι το θυσιαστήριον το χαλκούν το ενώπιον Κυρίου μικρόν· τού μη δύνασθαι την ολοκαύτωσιν και τας θυσίας των ειρηνικών υπενεγκείν. 65 και εποίησε Σαλωμών την εορτήν εν τή ημέρα εκείνη, και πάς Ισραήλ μετ’ αυτού, εκκλησία μεγάλη από της εισόδου Ημάθ έως ποταμού Αιγύπτου, ενώπιον Κυρίου Θεού ημών εν τώ οίκω, ώ ωκοδόμησεν, εσθίων και πίνων και ευφραινόμενος ενώπιον Κυρίου Θεού ημών επτά ημέρας. 66 και εν τή ημέρα τή ογδόη εξαπέστειλε τον λαόν και ευλόγησαν τον βασιλέα, και απήλθεν έκαστος εις τα σκηνώματα αυτού χαίροντες και αγαθή καρδία επί τοίς αγαθοίς, οίς εποίησε Κύριος τώ Δαυίδ δούλω αυτού και τώ Ισραήλ λαώ αυτού.
1 ΚΑΙ εγενήθη ως συνετέλεσε Σαλωμών οικοδομείν τον οίκον Κυρίου και τον οίκον τού βασιλέως και πάσαν την πραγματείαν Σαλωμών, όσα ηθέλησε ποιήσαι, 2 και ώφθη Κύριος τώ Σαλωμών δεύτερον, καθώς ώφθη εν Γαβαών, 3 και είπε προς αυτόν Κύριος· ήκουσα της φωνής της προσευχής σου και της δεήσεώς σου, ής εδεήθης ενώπιόν μου· πεποίηκά σοι κατά πάσαν την προσευχήν σου, ηγίακα τον οίκον τούτον, ον ωκοδόμησας τού θέσθαι το όνομά μου εκεί εις τον αιώνα, και έσονται οι οφθαλμοί μου εκεί και η καρδία μου πάσας τας ημέρας. 4 και σύ εάν πορευθής ενώπιον εμού, καθώς επορεύθη Δαυίδ ο πατήρ σου, εν οσιότητι καρδίας και εν ευθύτητι και τού ποιείν κατά πάντα, ά ενετειλάμην αυτώ, και τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου φυλάξης, 5 και αναστήσω τον θρόνον της βασιλείας σου εν Ισραήλ εις τον αιώνα, καθώς ελάλησα Δαυίδ πατρί σου λέγων· ουκ εξαρθήσεταί σοι ανήρ ηγούμενος εν Ισραήλ. 6 εάν δε αποστραφέντες αποστραφήτε υμείς και τα τέκνα υμών απ’ εμού, και μη φυλάξητε τας εντολάς μου και τα προστάγματά μου, ά έδωκε Μωυσής ενώπιον υμών, και πορευθήτε και δουλεύσητε θεοίς ετέροις και προσκυνήσητε αυτοίς, 7 και εξαρώ τον Ισραήλ από της γής ήν έδωκα αυτοίς, και τον οίκον τούτον, ον ηγίασα τώ ονόματί μου, απορρίψω εκ προσώπου μου, και έσται Ισραήλ εις αφανισμόν και εις λάλημα εις πάντας τους λαούς. 8 και ο οίκος ούτος έσται ο υψηλός, πάς ο διαπορευόμενος δι΄ αυτού εκστήσεται και συριεί και ερούσιν· ένεκεν τίνος εποίησε Κύριος ούτως τή γη ταύτη και τώ οίκω τούτω; 9 και ερούσιν· ανθ’ ών εγκατέλιπον Κύριον Θεόν αυτών, ός εξήγαγε τους πατέρας αυτών εξ Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας, και αντελάβοντο θεών αλλοτρίων και προσεκύνησαν αυτοίς και εδούλευσαν αυτοίς, διά τούτο επήγαγε Κύριος επ’ αυτούς την κακίαν ταύτην. 9α Τότε ανήγαγε Σαλωμών την θυγατέρα Φαραώ εκ πόλεως Δαυίδ εις οίκον αυτού, ον ωκοδόμησεν εαυτώ εν ταίς ημέραις εκείναις.
10 Είκοσιν έτη εν οίς ωκοδόμησε Σαλωμών τους δύο οίκους, τον οίκον Κυρίου και τον οίκον τού βασιλέως, 11 Χιράμ ο βασιλεύς Τύρου αντελάβετο τού Σαλωμών εν ξύλοις κεδρίνοις και εν ξύλοις πευκίνοις και εν χρυσίω και εν παντί θελήματι αυτού. τότε έδωκεν ο βασιλεύς τώ Χιράμ είκοσι πόλεις εν τή γη τή Γαλιλαία. 12 και εξήλθε Χιράμ εκ Τύρου και επορεύθη εις την Γαλιλαίαν τού ιδείν τας πόλεις, ας έδωκεν αυτώ Σαλωμών, και ουκ ήρεσαν αυτώ· 13 και είπε· τι αι πόλεις αύται, ας έδωκάς μοι, αδελφέ; και εκάλεσεν αυτάς Όριον έως της ημέρας ταύτης. 14 και ήνεγκε Χιράμ τώ Σαλωμών εκατόν και είκοσι τάλαντα χρυσίου 26 και ναύν υπέρ ού εποίησεν ο βασιλεύς Σαλωμών εν Γασιών Γαβέρ την ούσαν εχομένην Αιλάθ επί τού χείλους της εσχάτης θαλάσσης εν γη Εδώμ. 27 και απέστειλε Χιράμ εν τή νειί των παίδων αυτού άνδρας ναυτικούς ελαύνειν ειδότας θάλασσαν μετά των παίδων Σαλωμών. 28 και ήλθον εις Σωφηρά και έλαβον εκείθεν χρυσίου εκατόν είκοσι τάλαντα και ήνεγκαν τώ βασιλεί Σαλωμών.
1 ΚΑΙ βασίλισσα Σαβά ήκουσε το όνομα Σαλωμών και το όνομα Κυρίου και ήλθε πειράσαι αυτόν εν αινίγμασι· 2 και ήλθεν εις Ιερουσαλήμ εν δυνάμει βαρεία σφόδρα, και κάμηλοι αίρουσαι ηδύσματα και χρυσόν πολύν σφόδρα και λίθον τίμιον, και εισήλθε προς Σαλωμών και ελάλησεν αυτώ πάντα όσα ήν εν τή καρδία αυτής. 3 και απήγγειλεν αυτή Σαλωμών πάντας τους λόγους αυτής· ουκ ήν λόγος παρεωραμένος παρά τού βασιλέως, ον ουκ απήγγειλεν αυτή. 4 και είδε βασίλισσα Σαβά πάσαν την φρόνησιν Σαλωμών και τον οίκον, ον ωκοδόμησε, 5 και τα βρώματα Σαλωμών και την καθέδραν παίδων αυτού και την στάσιν λειτουργών αυτού και τον ιματισμόν αυτού και τους οινοχόους αυτού, και την ολοκαύτωσιν αυτού, ήν ανέφερεν εν οίκω Κυρίου, και εξ εαυτής εγένετο. 6 και είπε προς τον βασιλέα Σαλωμών· αληθινός ο λόγος, ον ήκουσα εν τή γη μου περί τού λόγου σου και περί της φρονήσεώς σου, 7 και ουκ επίστευσα τοίς λαλούσί μοι, έως ότου παρεγενόμην και εωράκασιν οι οφθαλμοί μου, και ιδού ουκ εισί το ήμισυ καθώς απήγγειλάν μοι· προστέθεικας αγαθά προς αυτά επί πάσαν την ακοήν, ήν ήκουσα εν τή γη μου· 8 μακάριαι αι γυναίκές σου, μακάριοι οι παίδές σου ούτοι οι παρεστηκότες ενώπιόν σου διόλου, οι ακούοντες πάσαν την φρόνησίν σου· 9 γένοιτο Κύριος ο Θεός σου ευλογημένος, ός ηθέλησεν εν σοί δούναί σε επί θρόνον Ισραήλ· διά το αγαπάν Κύριον τον Ισραήλ στήσαι εις τον αιώνα και έθετό σε βασιλέα επ’ αυτούς τού ποιείν κρίμα εν δικαιοσύνη και εν κρίμασιν αυτών.
10 και έδωκε τώ Σαλωμών εκατόν είκοσι τάλαντα χρυσίου και ηδύσματα πολλά σφόδρα και λίθον τίμιον· ουκ εληλύθει κατά τα ηδύσματα εκείνα έτι εις πλήθος, ά έδωκε βασίλισσα Σαβά τώ βασιλεί Σαλωμών. (11 και η ναύς Χιράμ η αίρουσα το χρυσίον εκ Σουφίρ ήνεγκε ξύλα πελεκητά πολλά σφόδρα και λίθον τίμιον· 12 και εποίησεν ο βασιλεύς τα ξύλα τα πελεκητά υποστηρίγματα τού οίκου Κυρίου και τού οίκου τού βασιλέως και νάβλας και κινύρας τοίς ωδοίς· ουκ εληλύθει τοιαύτα ξύλα απελέκητα επί της γής, ουδέ ώφθησάν που έως της ημέρας ταύτης). 13 και ο βασιλεύς Σαλωμών έδωκε τή βασιλίσση Σαβά πάντα, όσα ηθέλησεν, όσα ητήσατο, εκτός πάντων ών εδεδόκει αυτή διά χειρός τού βασιλέως Σαλωμών· και απεστράφη και ήλθεν εις την γήν αυτής, αυτή και πάντες οι παίδες αυτής. 14 Καί ήν ο σταθμός τού χρυσίου τού εληλυθότος τώ Σαλωμών εν ενιαυτώ ενί εξακόσια και εξηκονταέξ τάλαντα χρυσίου, 15 χωρίς των φόρων των υποτεταγμένων και των εμπόρων και πάντων των βασιλέων τού πέραν και των σατραπών της γής. 16 και εποίησε Σαλωμών τριακόσια δόρατα χρυσά ελατά. ~τριακόσιοι χρυσοί επήσαν επί το δόρυ το έν~ 17 και τριακόσια όπλα χρυσά ελατά ~και τρεις μναί ενήσαν χρυσού εις το όπλον το έν~ και έδωκεν αυτά ο βασιλεύς εις οίκον δρυμού τού Λιβάνου. 18 και εποίησεν ο βασιλεύς θρόνον ελεφάντινον μέγαν και περιεχρύσωσεν αυτόν χρυσίω δοκίμω· 19 έξ αναβαθμοί εν θρόνω και προτομαί μόσχων τώ θρόνω εκ των οπίσω αυτού και χείρες ένθεν και ένθεν επί τού τόπου της καθέδρας, και δύο λέοντες εστηκότες παρά τας χείρας,
20 και δώδεκα λέοντες εστώτες εκεί επί των έξ αναβαθμών ένθεν και ένθεν· ου γέγονεν ούτως πάση βασιλεία. 21 και πάντα τα σκεύη τα υπό τού Σαλωμών γεγονότα χρυσά και λουτήρες χρυσοί, και πάντα τα σκεύη οίκου δρυμού τού Λιβάνου χρυσίω συγκεκλεισμένα, ουκ ήν αργύριον, ότι ουκ ήν λογιζόμενον εν ταίς ημέραις Σαλωμών· 22 ότι ναύς Θαρσίς τώ βασιλεί Σαλωμών εν τή θαλάσση μετά των νηών Χιράμ, μία διά τριών ετών ήρχετο τώ βασιλεί ναύς εκ θαρσίς χρυσίου και αργυρίου και λίθων τορευτών και πελεκητών. 22α Αύτη ήν η πραγματεία της προνομής, ής ανήνεγκεν ο βασιλεύς Σαλωμών οικοδομήσαι τον οίκον Κυρίου και τον οίκον τού βασιλέως και το τείχος Ιερουσαλήμ και την άκραν, τού περιφράξαι τον φραγμόν της πόλεως Δαυίδ και την Ασσούρ και την Μαγδάλ και την Γαζέρ και την Βαιθωρών την ανωτέρω και την Ιεθαρμάθ και πάσας τας πόλεις των αρμάτων και πάσας τας πόλεις των ιππέων και την πραγματείαν Σαλωμών, ήν επραγματεύσατο οικοδομήσαι εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τή γη, τού μη κατάρξαι αυτού. 22β πάντα τον λαόν τον υπολελειμμένον υπό τού Χετταίου και τού Αμορραίου και τού Φερεζαίου και τού Χαναναίου και τού Ευαίου και τού Ιεβουσαίου και τού Γεργεσαίου, των μη εκ των υιών Ισραήλ όντων, τα τέκνα αυτών τα υπολελειμμένα μετ’ αυτού εν τή γη, ούς ουκ εδύναντο οι υιοί Ισραήλ εξολοθρεύσαι αυτούς, και ανήγαγεν αυτούς Σαλωμών εις φόρον έως της ημέρας ταύτης. 22γ και εκ των υιών Ισραήλ ουκ έδωκε Σαλωμών πράγμα, ότι αυτοί ήσαν άνδρες οι πολεμισταί και παίδες αυτού και άρχοντες και τρισσοί αυτού και άρχοντες των αρμάτων αυτού και ιππείς αυτού. 23 Καί εμεγαλύνθη Σαλωμών υπέρ πάντας τους βασιλείς της γής πλούτω και φρονήσει. 24 και πάντες βασιλείς της γής εζήτουν το πρόσωπον Σαλωμών τού ακούσαι της φρονήσεως αυτού, ής έδωκε Κύριος τή καρδία αυτού. 25 και αυτοί έφερον έκαστος τα δώρα, σκεύη χρυσά και ιματισμόν, στακτήν και ηδύσματα και ίππους και ημιόνους το κατ΄ ενιαυτόν ενιαυτώ. 26 και ήσαν τώ Σαλωμών τέσσαρες χιλιάδες θήλειαι ίπποι εις άρματα και δώδεκα χιλιάδες ιππέων, και έθετο αυτάς εν ταίς πόλεσι των αρμάτων και μετά τού βασιλέως εν Ιερουσαλήμ. 26α και ήν ηγούμενος πάντων των βασιλέων από τού ποταμού και έως γής αλλοφύλων και έως ορίων Αιγύπτου. 27καί έδωκεν ο βασιλεύς το χρυσίον και το αργύριον εν Ιερουσαλήμ ως λίθους, και τας κέδρους έδωκεν ως συκαμίνους τας εν τή πεδινή εις πλήθος, 28 και η έξοδος Σαλωμών των ιππέων και εξ Αιγύπτου και εκ Θεκουέ, έμποροι τού βασιλέως ελάμβανον εκ Θεκουέ εν αλλάγματι· 29 και ανέβαινεν η έξοδος εξ Αιγύπτου, άρμα αντί εκατόν αργυρίου και ίππος αντί πεντήκοντα αργυρίου· και ούτως πάσι τοίς βασιλεύσι Χεττιίν και βασιλεύσι Συρίας κατά θάλασσαν εξεπορεύοντο.
1 ΚΑΙ ο βασιλεύς Σαλωμών ήν φιλογύνης. και ήσαν αυτώ γυναίκες άρχουσαι επτακόσιαι και παλλακαί τριακόσιαι. και έλαβε γυναίκας αλλοτρίας και την θυγατέρα Φαραώ, Μωαβίτιδας, Αμμανίτιδας, Σύρας και Ιδουμαίας, Χετταίας και Αμορραίας, 2 εκ των εθνών, ών απείπε Κύριος τοίς υιοίς Ισραήλ· ουκ εισελεύσεσθε εις αυτούς, και αυτοί ουκ εισελεύσονται εις υμάς, μη εκκλίνωσι τας καρδίας υμών οπίσω ειδώλων αυτών· εις αυτούς εκολλήθη Σαλωμών τού αγαπήσαι [3 Καί ήσαν αυτώ γυναίκες άρχουσαι επτακόσιαι και παλλακαί τριακόσιαι και εξέκλιναν γυναίκες αυτού την καρδίαν αυτού.] 4 και εγενήθη εν καιρώ γήρους Σαλωμών και ουκ ήν η καρδία αυτού τελεία μετά Κυρίου Θεού αυτού, καθώς η καρδία Δαυίδ τού πατρός αυτού, και εξέκλιναν γυναίκες αι αλλότριαι την καρδίαν αυτού οπίσω θεών αυτών. 5 τότε ωκοδόμησε Σαλωμών υψηλόν τώ Χαμώς, ειδώλω Μωάβ και τώ βασιλεί αυτών ειδώλω υιών Αμμών 6 και τή Αστάρτη βδελύγματι Σιδωνίων, 7 και ούτως εποίησε πάσαις ταίς γυναιξίν αυτού ταίς αλλοτρίαις, αί εθυμίων και έθυον τοίς ειδώλοις αυτών. 8 και εποίησε Σαλωμών το πονηρόν ενώπιον Κυρίου· ουκ επορεύθη οπίσω Κυρίου ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού. 9 και ωργίσθη Κύριος επί Σαλωμών, ότι εξέκλινε καρδίαν αυτού από Κυρίου Θεού Ισραήλ τού οφθέντος αυτώ δίς
10 και εντειλαμένου αυτώ υπέρ τού λόγου τούτου, το παράπαν μη πορευθήναι οπίσω θεών ετέρων και φυλάξασθαι ποιήσαι, ά ενετείλατο αυτώ Κύριος ο Θεός, ουδ’ ήν η καρδία αυτού τελεία μετά Κυρίου κατά την καρδίαν Δαυίδ τού πατρός αυτού. 11 και είπε Κύριος προς Σαλωμών· ανθ΄ ών εγένετο ταύτα μετά σού και ουκ εφύλαξας τας εντολάς μου και τα προστάγματά μου, ά ενετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω την βασιλείαν σου εκ χειρός σου και δώσω αυτήν τώ δούλω σου. 12 πλήν εν ταίς ημέραις σου ου ποιήσω αυτά διά Δαυίδ τον πατέρα σου· εκ χειρός υιού σου λήψομαι αυτήν. 13 πλήν όλην την βασιλείαν ου μη λάβω· σκήπτρον έν δώσω τώ υιώ σου διά Δαυίδ τον δούλόν μου και διά Ιερουσαλήμ την πόλιν, ήν εξελεξάμην. 14 Καί ήγειρε Κύριος σατάν τώ Σαλωμών τον Άδερ τον Ιδουμαίον και τον Εσρώμ υιόν Ελιαδαέ, τον εν Ραεμμάθ Αδραζάρ βασιλέα Σουβά κύριον αυτού· και συνηθροίσθησαν επ΄ αυτόν άνδρες, και ήν άρχων συστρέμματος και προκατελάβετο την Δαμασέκ· και ήσαν σατάν τώ Ισραήλ πάσας τας ημέρας Σαλωμών. και Άδερ ο Ιδουμαίος εκ τού σπέρματος της βασιλείας εν Ιδουμαία· 15 και εγένετο εν τώ εξολοθρεύσαι Δαυίδ τον Εδώμ εν τώ πορευθήναι Ιωάβ άρχοντα της στρατιάς θάπτειν τους τραυματίας, και έκοψαν πάν αρσενικόν εν τή Ιδουμαία ~16 ότι έξ μήνας ενεκάθητο εκεί Ιωάβ και πάς Ισραήλ εν τή Ιδουμαία, έως ότου εξωλόθρευσε πάν αρσενικόν εν τή Ιδουμαία~ 17 και απέδρα Άδερ, αυτός και πάντες άνδρες Ιδουμαίοι των παίδων τού πατρός αυτού μετ’ αυτού, και εισήλθον εις Αίγυπτον· και Άδερ παιδάριον μικρόν. 18 και ανίστανται άνδρες εκ της πόλεως Μαδιάμ και έρχονται εις Φαράν και λαμβάνουσιν άνδρας μεθ’ εαυτών και έρχονται προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου, και εισήλθεν Άδερ προς Φαραώ, και έδωκεν αυτώ οίκον και άρτους διέταξεν αυτώ. 19 και εύρεν Άδερ χάριν εναντίον Φαραώ σφόδρα, και έδωκεν αυτώ γυναίκα αδελφήν της γυναικός αυτού, αδελφήν Θεκεμίνας την μείζω.
20 και έτεκεν αυτώ η αδελφή Θεκεμίνας τώ Άδερ τον Γανηβάθ υιόν αυτής, και εξέθρεψεν αυτόν Θεκεμίνα εν μέσω υιών Φαραώ, και ήν Γανηβάθ εν μέσω υιών Φαραώ. 21 και Άδερ ήκουσεν εν Αιγύπτω ότι κεκοίμηται Δαυίδ μετά των πατέρων αυτού, και ότι τέθνηκεν Ιωάβ ο άρχων της στρατιάς· και είπεν Άδερ προς Φαραώ· εξαπόστειλόν με και αποστρέψω εις την γήν μου. 22 και είπε Φαραώ τώ Άδερ· τίνι σύ ελαττονή μετ΄ εμού; και ιδού σύ ζητείς απελθείν εις την γήν σου. και είπεν αυτώ Άδερ, ότι εξαποστέλλων εξαποστελείς με· και ανέστρεψεν Άδερ εις την γήν αυτού. αύτη η κακία, ήν εποίησεν Άδερ· και εβαρυθύμησεν εν Ισραήλ και εβασίλευσεν εν γη Εδώμ [23 Καί ήγειρε Κύριος σατάν τώ Σαλωμών τον Ραζών υιόν Ελιαδαέ τον Βαραμεέθ Αδαδεζέρ βασιλέα Σουβά κύριον αυτού. 24 και συνηθροίσθησαν επ’ αυτόν άνδρες και ήν άρχων συστρέμματος εν τώ αποκτείνειν Δαυίδ αυτούς, και επορεύθησαν εις Δαμασκόν και εκάθισαν εν αυτώ και εβασίλευσεν εν Δαμασκώ 25 και εγένετο αντικείμενος τώ Ισραήλ πάσας τας ημέρας Σαλωμών.] 26 Καί Ιεροβοάμ υιός Ναβάτ ο Εφραθί εκ της Σαριρά υιός γυναικός χήρας δούλος Σαλωμών. 27 και τούτο το πράγμα ως επήρατο χείρας επί βασιλέα Σαλωμών. και ο βασιλεύς Σαλωμών ωκοδόμησε την άκραν, συνέκλεισε τον φραγμόν της πόλεως Δαυίδ τού πατρός αυτού. 28 και ο άνθρωπος Ιεροβοάμ ισχυρός δυνάμει, και είδε Σαλωμών το παιδάριον ότι ανήρ έργων εστί, και κατέστησεν αυτόν επί τας άρσεις οίκου Ιωσήφ. 29 και εγενήθη εν τώ καιρώ εκείνω και Ιεροβοάμ εξήλθεν εξ Ιερουσαλήμ και εύρεν αυτόν Αχιά ο Σηλωνίτης ο προφήτης εν τή οδώ και απέστησεν αυτόν εκ της οδού· και Αχιά περιβεβλημένος ιματίω καινώ, και αμφότεροι μόνοι εν τώ πεδίω.
30 και επελάβετο Αχιά τού ιματίου αυτού τού καινού τού επ’ αυτώ και διέρρηξεν αυτόν δώδεκα ρήγματα 31 και είπε τώ Ιεροβοάμ· λάβε σεαυτώ δέκα ρήγματα, ότι τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ιδού εγώ ρήσσω την βασιλείαν εκ χειρός Σαλωμών και δώσω σοι δέκα σκήπτρα. 32 και δύο σκήπτρα έσονται αυτώ διά τον δούλόν μου Δαυίδ και διά Ιερουσαλήμ την πόλιν, ήν εξελεξάμην εν αυτή εκ πασών φυλών Ισραήλ, 33 και ανθ’ ών εγκατέλιπέ με και εποίησε τή Αστάρτη βδελύγματι Σιδωνίων και τώ Χαμώς και τοίς ειδώλοις Μωάβ και τώ βασιλεί αυτών προσοχθίσματι υιών Αμμών και ουκ επορεύθη εν ταίς οδοίς μου τού ποιήσαι το ευθές ενώπιον εμού, ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού. 34 και ου μη λάβω την βασιλείαν όλην εκ χειρός αυτού, διότι αντιτασσόμενος αντιτάξομαι αυτώ πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού, διά τον Δαυίδ τον δούλόν μου, ον εξελεξάμην αυτόν. 35 και λήψομαι την βασιλείαν εκ χειρός τού υιού αυτού και δώσω σοι τα δέκα σκήπτρα, 36 τώ δε υιώ αυτού δώσω τα δύο σκήπτρα, όπως ή θέσις τώ δούλω μου Δαυίδ πάσας τας ημέρας ενώπιον εμού εν Ιερουσαλήμ τή πόλει, ήν εξελεξάμην εμαυτώ τού θέσθαι το όνομά μου εκεί. 37 και σε λήψομαι και βασιλεύσεις εν οίς επιθυμεί η ψυχή σου, και σύ έση βασιλεύς επί τον Ισραήλ. 38 και έσται εάν φυλάξης πάντα, όσα αν εντείλωμαί σοι, και πορευθής εν ταίς οδοίς μου και ποιήσης το ευθές ενώπιον εμού τού φυλάξασθαι τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου, καθώς εποίησε Δαυίδ ο δούλός μου, και έσομαι μετά σού και οικοδομήσω σοι οίκον πιστόν, καθώς ωκοδόμησα τώ Δαυίδ.
40 και εζήτησε Σαλωμών θανατώσαι τον Ιεροβοάμ, και ανέστη και απέδρα εις Αίγυπτον προς Σουσακίμ βασιλέα Αιγύπτου και ήν εν Αιγύπτω, έως ού απέθανε Σαλωμών. 41 Καί τα λοιπά των λόγων Σαλωμών και πάντα, όσα εποίησε, και πάσαν την φρόνησιν αυτού, ουκ ιδού ταύτα γέγραπται εν βιβλίω ρημάτων Σαλωμών; 42 και αι ημέραι, ας εβασίλευε Σαλωμών εν Ιερουσαλήμ επί πάντα Ισραήλ τεσσαράκοντα έτη. 43 και εκοιμήθη Σαλωμών μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ τού πατρός αυτού. και εγενήθη ως ήκουσεν Ιεροβοάμ υιός Ναβάτ, ~και αυτού έτι όντος εν Αιγύπτω ως έφυγεν εκ προσώπου Σαλωμών και εκάθητο εν Αιγύπτω~ κατευθύνει και έρχεται εις την πόλιν αυτού εις την γήν Σαριρά την εν όρει Εφραίμ. 44 και ο βασιλεύς Σαλωμών εκοιμήθη μετά των πατέρων αυτού, και εβασίλευσε Ροβοάμ ο υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΚΑΙ πορεύεται βασιλεύς Ροβοάμ εις Σίκιμα, ότι εις Σίκιμα ήρχοντο πάς Ισραήλ βασιλεύσαι αυτόν. [2 Καί εγένετο ως ήκουσεν Ιεροβοάμ υιός Ναβάτ και αυτού έτι όντος εν Αιγύπτω, και έφυγεν εκ προσώπου τού βασιλέως Σαλωμών και επέστρεψεν Ιεροβοάμ εξ Αιγύπτου, 3 και απέστειλαν και εκάλεσαν αυτόν και ήλθεν Ιεροβοάμ και πάσα η εκκλησία Ισραήλ.] 3 και ελάλησεν ο λαός προς τον βασιλέα Ροβοάμ λέγοντες· 4 ο πατήρ σου εβάρυνε τον κλοιόν ημών, και σύ νύν κούφισον από της δουλείας τού πατρός σου της σκληράς και από τού κλοιού αυτού τού βαρέως, ού έδωκεν εφ΄ ημάς, και δουλεύσομέν σοι. 5 και είπεν προς αυτούς· απέλθετε έως ημερών τριών και αναστρέψατε προς με· και απήλθον. 6 και απήγγειλεν ο βασιλεύς τοίς πρεσβυτέροις, οί ήσαν παρεστώτες ενώπιον Σαλωμών τού πατρός αυτού έτι ζώντος αυτού λέγων· πώς υμείς βουλεύεσθε και αποκριθώ τώ λαώ τούτω λόγον; 7 και ελάλησαν προς αυτόν λέγοντες· ει εν τή ημέρα ταύτη έση δούλος τώ λαώ τούτω και δουλεύσεις αυτοίς και λαλήσεις προς αυτούς λόγους αγαθούς, και έσονταί σοι δούλοι πάσας τας ημέρας. 8 και εγκατέλιπε την βουλήν των πρεσβυτέρων, ά συνεβουλεύσαντο αυτώ, και συνεβουλεύσατο μετά των παιδαρίων των εκτραφέντων μετ΄ αυτού των παρεστηκότων προς προσώπου αυτού 9 και είπεν αυτοίς· τι υμείς συμβουλεύετε, και τι αποκριθώ τώ λαώ τούτω τοίς λέγουσι προς με λεγόντων· κούφισον από τού κλοιού, ού έδωκεν ο πατήρ σου εφ’ ημάς;
10 και ελάλησαν προς αυτόν τα παιδάρια τα εκτραφέντα μετ΄ αυτού, οι παρεστηκότες πρό προσώπου αυτού λέγοντες· τάδε λαλήσεις τώ λαώ τούτω τοίς λαλήσασι προς σε λέγοντες· ο πατήρ σου εβάρυνε τον κλοιόν ημών και σύ νύν κούφισον αφ’ ημών, τάδε λαλήσεις προς αυτούς· η μικρότης μου παχυτέρα της οσφύος τού πατρός μου· 11 και νύν ο πατήρ μου επεσάσσετο υμάς κλοιώ βαρεί, καγώ προσθήσω επί τον κλοιόν υμών· ο πατήρ μου επαίδευσεν υμάς εν μάστιξιν, εγώ δε παιδεύσω υμάς εν σκορπίοις. 12 και παρεγένοντο πάς Ισραήλ προς τον βασιλέα Ροβοάμ εν τή ημέρα τή τρίτη, καθότι ελάλησεν αυτοίς ο βασιλεύς λέγων· αναστράφητε προς με τή ημέρα τή τρίτη. 13 και απεκρίθη ο βασιλεύς προς τον λαόν σκληρά, και εγκατέλιπε Ροβοάμ την βουλήν των πρεσβυτέρων, ά συνεβουλεύσαντο αυτώ, 14 και ελάλησε προς αυτούς κατά την βουλήν των παιδαρίων λέγων· ο πατήρ μου εβάρυνε τον κλοιόν υμών, καγώ προσθήσω επί τον κλοιόν υμών· ο πατήρ μου επαίδευσεν υμάς εν μάστιξι, καγώ παιδεύσω υμάς εν σκορπίοις. 15 και ουκ ήκουσεν ο βασιλεύς τού λαού, ότι ήν μεταστροφή παρά Κυρίου, όπως στήση το ρήμα αυτού, ό ελάλησεν εν χειρί Αχιά τού Σηλωνίτου περί Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ. 16 και είδον πάς Ισραήλ, ότι ουκ ήκουσεν ο βασιλεύς αυτών, και απεκρίθη ο λαός τώ βασιλεί λέγων· τις ημίν μερίς εν Δαυίδ; και ουκ έστιν ημίν κληρονομία εν υιώ Ιεσσαί· απότρεχε, Ισραήλ, εις τα σκηνώματά σου· νύν βόσκε τον οίκόν σου, Δαυίδ. και απήλθεν Ισραήλ εις τα σκηνώματα αυτού. 18 και απέστειλεν ο βασιλεύς τον Αδωνιράμ τον επί τού φόρου, και ελιθοβόλησαν αυτόν εν λίθοις και απέθανε· και ο βασιλεύς Ροβοάμ έφθασεν αναβήναι τού φυγείν εις Ιερουσαλήμ. 19 και ηθέτησεν Ισραήλ εις τον οίκον Δαυίδ έως της ημέρας ταύτης.
20 και εγένετο ως ήκουσε πάς Ισραήλ ότι ανέκαμψεν Ιεροβοάμ εξ Αιγύπτου, και απέστειλαν και εκάλεσαν αυτόν εις την συναγωγήν και εβασίλευσαν αυτόν επί Ισραήλ· και ουκ ήν οπίσω οίκου Δαυίδ πάρεξ σκήπτρου Ιούδα και Βενιαμίν μόνοι. 21 και Ροβοάμ εισήλθεν εις Ιερουσαλήμ και εξεκκλησίασε την συναγωγήν Ιούδα και σκήπτρον Βενιαμίν εκατόν και είκοσι χιλιάδας νεανιών ποιούντων πόλεμον, τού πολεμείν προς οίκον Ισραήλ, επιστρέψαι την βασιλείαν Ροβοάμ υιώ Σαλωμών. 22 και εγένετο λόγος Κυρίου προς Σαμαίαν άνθρωπον τού Θεού λέγων· 23 ειπόν τώ Ροβοάμ υιώ Σαλωμών βασιλεί Ιούδα και προς πάντα οίκον Ιούδα και Βενιαμίν και τώ καταλοίπω τού λαού λέγων· 24 τάδε λέγει Κύριος· ουκ αναβήσεσθε ουδέ πολεμήσετε μετά των αδελφών υμών υιών Ισραήλ· αποστρεφέτω έκαστος εις τον οίκον εαυτού, ότι παρ’ εμού γέγονε το ρήμα τούτο. και ήκουσαν τού λόγου Κυρίου και κατέπαυσαν τού πορευθήναι κατά το ρήμα Κυρίου. 24α Καί ο βασιλεύς Σαλωμών κοιμάται μετά των πατέρων αυτού και θάπτεται μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ. και εβασίλευσε Ροβοάμ υιός αυτού αντ’ αυτού εν Ιερουσαλήμ υιός ών εκκαίδεκα ετών εν τώ βασιλεύειν αυτόν, και δώδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. και όνομα της μητρός αυτού Ναανάν, θυγάτηρ Ανάν υιού Ναάς βασιλέως υιών Αμμών· και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου, και ουκ επορεύθη εν οδώ Δαυίδ τού πατρός αυτού. 24β και ήν άνθρωπος εξ όρους Εφραίμ δούλος τώ Σαλωμών, και όνομα αυτώ Ιεροβοάμ, και όνομα της μητρός αυτού Σαριρά, γυνή πόρνη· και έδωκεν αυτόν Σαλωμών εις άρχοντα σκυτάλης επί άρσεις οίκου Ιωσήφ, και ωκοδόμησε τώ Σαλωμών την Σαριρά την εν όρει Εφραίμ, και ήσαν αυτώ τριακόσια άρματα ίππων· ούτος ωκοδόμησε την άκραν εν ταίς άρσεσιν οίκου Εφραίμ, ούτος συνέκλεισε την πόλιν Δαυίδ και ήν επαιρόμενος επί την βασιλείαν. 24γ και εζήτει Σαλωμών θανατώσαι αυτόν, και εφοβήθη και απέδρα αυτός προς Σουσακίμ βασιλέα Αιγύπτου και ήν μετ’ αυτού έως απέθανε Σαλωμών. 24δ και ήκουσεν Ιεροβοάμ εν Αιγύπτω ότι τέθνηκε Σαλωμών, και ελάλησεν εις τα ώτα Σουσακίμ βασιλέως Αιγύπτου λέγων· εξαπόστειλόν με και απελεύσομαι εγώ εις την γήν μου· και είπεν αυτώ Σουσακίμ· αίτησαί τι αίτημα και δώσω σοι. 24ε και Σουσακίμ έδωκε τώ Ιεροβοάμ την Ανώ, αδελφήν Θεκεμίνας την πρεσβυτέραν της γυναικός αυτού αυτώ εις γυναίκα· αύτη ήν μεγάλη εν μέσω των θυγατέρων τού βασιλέως και έτεκε τώ Ιεροβοάμ τον Αβιά υιόν αυτού. 24ζ και είπεν Ιεροβοάμ προς Σουσακίμ· όντως εξαπόστειλόν με και απελεύσομαι. και εξήλθεν Ιεροβοάμ εξ Αιγύπτου και ήλθεν εις γήν Σαριρά την εν όρει Εφραίμ· και συνάγεται εκεί πάν σκήπτρον Εφραίμ· και ωκοδόμησεν εκεί Ιεροβοάμ χάρακα. 24η Καί ηρώστησε το παιδάριον αυτού αρρωστίαν κραταιάν σφόδρα, και επορεύθη Ιεροβοάμ ερωτήσαι περί τού παιδαρίου· και είπε προς Ανώ την γυναίκα αυτού· ανάστηθι και πορεύου, επερώτησον τον Θεόν περί τού παιδαρίου, ει ζήσεται εκ της αρρωστίας αυτού. 24θ και άνθρωπος ήν εν Σηλώμ και όνομα αυτώ Αχιά, και ούτος ήν υιός εξήκοντα ετών, και ρήμα Κυρίου μετ’ αυτού. και είπεν Ιεροβοάμ προς την γυναίκα αυτού· ανάστηθι και λαβέ εις την χείρά σου τώ ανθρώπω τού Θεού άρτους και κολλύρια τοίς τέκνοις αυτού και σταφυλήν και στάμνον μέλιτος. και ανέστη η γυνή
24ι και έλαβεν εις την χείρα αυτής άρτους και δύο κολλύρια και σταφυλήν και στάμνον μέλιτος τώ Αχιά· και ο άνθρωπος πρεσβύτερος, και οι οφθαλμοί αυτού ημβλυώπουν τού ιδείν, 24κ και ανέστη εκ Σαριρά και πορεύεται, και εγένετο ελθούσης αυτής εις την πόλιν προς Αχιά τον Σηλωνίτην και είπεν Αχιά τώ παιδαρίω αυτού· έξελθε δή εις απαντήν Ανώ τή γυναικί Ιεροβοάμ και ερείς αυτή· είσελθε και μη στής, ότι τάδε λέγει Κύριος· σκληρά εγώ επαποστέλλω επί σε. 24λ και εισήλθεν Ανώ προς τον άνθρωπον τού Θεού, και είπεν αυτή Αχιά· ινατί ενήνοχάς μοι άρτους και σταφυλήν και κολλύρια και στάμνον μέλιτος; τάδε λέγει Κύριος· ιδού σύ απελεύση απ΄ εμού, και έσται εισελθούσης σου την πόλιν εις Σαριρά και τα κοράσιά σου εξελεύσονταί σοι εις συνάντησιν και ερούσί σοι· το παιδάριον τέθνηκεν. 24μ ότι τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ εξολοθρεύσω τού Ιεροβοάμ ουρούντα προς τοίχον, και έσονται οι τεθνηκότες τού Ιεροβοάμ εν τή πόλει καταφάγονται οι κύνες, και τον τεθνηκότα εν τώ αγρώ καταφάγεται τα πετεινά τού ουρανού, και το παιδάριον κόψονται· ουαί Κύριε, ότι ευρέθη εν αυτώ ρήμα καλόν περί τού Κυρίου. 24ν και απήλθεν η γυνή, ως ήκουσε, και εγένετο ως εισήλθεν εις την Σαριρά, και το παιδάριον απέθανε, και εξήλθεν η κραυγή εις απαντήν. 24ξ Καί επορεύθη Ιεροβοάμ εις Σίκιμα την εν όρει Εφραίμ και συνήθροισεν εκεί τας φυλάς τού Ισραήλ, και ανέβη εκεί Ροβοάμ υιός Σαλωμών. και λόγος Κυρίου εγένετο προς Σαμαίαν τον Ελαμί λέγων· λαβέ σεαυτώ ιμάτιον καινόν το ουκ εισεληλυθός εις ύδωρ και ρήξον αυτό δώδεκα ρήγματα και δώσεις τώ Ιεροβοάμ και ερείς αυτώ· τάδε λέγει Κύριος· λάβε σεαυτώ δέκα ρήγματα τού περιβαλέσθαι σε. και έλαβεν Ιεροβοάμ· και είπε Σαμαίας· τάδε λέγει Κύριος επί τας δέκα φυλάς τού Ισραήλ. 24ο Καί είπεν ο λαός προς Ροβοάμ υιόν Σαλωμών· ο πατήρ σου εβάρυνε τον κλοιόν αυτού εφ’ ημάς και εβάρυνε τα βρώματα της τραπέζης αυτού· και νύν ει κουφιείς εφ’ ημάς και δουλεύσομέν σοι. και είπε Ροβοάμ προς τον λαόν· έτι τριών ημερών και αποκριθήσομαι υμίν ρήμα. 24π και είπε Ροβοάμ· εισαγάγετέ μοι τους πρεσβυτέρους και συμβουλεύσομαι μετ’ αυτών τι αποκριθώ τώ λαώ ρήμα εν τή ημέρα τή τρίτη. και ελάλησε Ροβοάμ εις τα ώτα αυτών καθώς απέστειλεν ο λαός προς αυτόν και είπον οι πρεσβύτεροι τού λαού· ούτως ελάλησε προς σε ο λαός. 24ρ και διεσκέδασε Ροβοάμ την βουλήν αυτών, και ουκ ήρεσεν ενώπιον αυτού· και απέστειλε και εισήγαγε τους συντρόφους αυτού και ελάλησεν αυτοίς· ταύτα και ταύτα απέσταλκεν ο λαός προς με λέγων. και είπαν οι σύντροφοι αυτού· ούτως λαλήσεις προς τον λαόν λέγων· η μικρότης μου παχυτέρα υπέρ την οσφύν τού πατρός μου· ο πατήρ μου εμαστίγου υμάς μάστιξιν, εγώ δε κατάρξω υμάς εν σκορπίοις. 24σ και ήρεσε το ρήμα ενώπιον Ροβοάμ, και απεκρίθη τώ λαώ καθώς συνεβούλευσαν αυτώ οι σύντροφοι αυτού τα παιδάρια.
24τ και είπε πάς ο λαός ως ανήρ είς, έκαστος τώ πλησίον αυτού, και ανέκραξαν άπαντες λέγοντες· ου μερίς ημίν εν Δαυίδ ουδέ κληρονομία εν υιώ Ιεσσαί· έκαστος εις τα σκηνώματά σου Ισραήλ, ότι ο άνθρωπος ούτος ουκ εις άρχοντα ουδέ εις ηγούμενον. 24υ και διεσπάρη πάς ο λαός εκ Σικίμων, και απήλθον έκαστος εις το σκήνωμα αυτού. και κατεκράτησε Ροβοάμ και απήλθε και ανέβη επί το άρμα αυτού και εισήλθεν εις Ιερουσαλήμ, και πορεύονται οπίσω αυτού πάν σκήπτρον Ιούδα και πάν σκήπτρον Βενιαμίν. 24φ και εγένετο ενισταμένου τού ενιαυτού και συνήθροισε Ροβοάμ πάντα άνδρα Ιούδα και Βενιαμίν και ανέβη τού πολεμείν προς Ιεροβοάμ εις Σίκιμα. 24χ και εγένετο ρήμα Κυρίου προς Σαμαίαν άνθρωπον τού Θεού λέγων· ειπόν τώ Ροβοάμ βασιλεί Ιούδα και προς πάντα οίκον Ιούδα και Βενιαμίν και προς το κατάλειμμα τού λαού λέγων· τάδε λέγει Κύριος· ουκ αναβήσεσθε ουδέ πολεμήσετε προς τους αδελφούς υμών υιούς Ισραήλ· αναστρέφετε έκαστος εις τον οίκον αυτού, ότι παρ΄ εμού γέγονε το ρήμα τούτο. 24ψ και ήκουσαν τού λόγου Κυρίου και ανέσχον μη πορευθήναι κατά το ρήμα Κυρίου. 25 Καί ωκοδόμησεν Ιεροβοάμ την Σίκιμα την εν όρει Εφραίμ και κατώκει εν αυτή· και εξήλθεν εκείθεν και ωκοδόμησε την Φανουήλ. 26 και είπεν Ιεροβοάμ εν τή καρδία αυτού· ιδού νύν επιστρέψει η βασιλεία εις οίκον Δαυίδ· 27 εάν αναβή ο λαός ούτος αναφέρειν θυσίαν εν οίκω Κυρίου εις Ιερουσαλήμ, και επιστραφήσεται καρδία τού λαού προς Κύριον και κύριον αυτών, προς Ροβοάμ βασιλέα Ιούδα, και αποκτενούσί με. 28 και εβουλεύσατο ο βασιλεύς και επορεύθη και εποίησε δύο δαμάλεις χρυσάς· και είπε προς τον λαόν· ικανούσθω υμίν αναβαίνειν εις Ιερουσαλήμ· ιδού θεοί σου, Ισραήλ, οι αναγαγόντες σε εκ γής Αιγύπτου. 29 και έθετο την μίαν εν Βαιθήλ και την μίαν έδωκεν εν Δάν.
30 και εγένετο ο λόγος ούτος εις αμαρτίαν· και επορεύετο ο λαός πρό προσώπου της μιάς έως Δάν. και είασαν τον οίκον Κυρίου. 31 και εποίησεν οίκους εφ΄ υψηλών και εποίησεν ιερείς μέρος τι εκ τού λαού, οί ουκ ήσαν εκ των υιών Λευί. 32 και εποίησεν Ιεροβοάμ εορτήν εν τώ μηνί τώ ογδόω εν τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός κατά την εορτήν την εν γη Ιούδα και ανέβη επί το θυσιαστήριον, ό εποίησεν εν Βαιθήλ, τού θύειν ταίς δαμάλεσιν, αίς εποίησε, και παρέστησεν εν Βαιθήλ τους ιερείς των υψηλών, ών εποίησε. 33 και ανέβη επί το θυσιαστήριον, ό εποίησε, τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα εν τώ μηνί τώ ογδόω εν τή εορτή, ή επλάσατο από καρδίας αυτού, και εποίησεν εορτήν τοίς υιοίς Ισραήλ και ανέβη επί το θυσιαστήριον τού επιθύσαι.
1 ΚΑΙ ιδού άνθρωπος τού Θεού εξ Ιούδα παρεγένετο εν λόγω Κυρίου εις Βαιθήλ, και Ιεροβοάμ ειστήκει επί το θυσιαστήριον επιθύσαι. 2 και επεκάλεσε προς το θυσιαστήριον εν λόγω Κυρίου και είπε· θυσιαστήριον θυσιαστήριον, τάδε λέγει Κύριος· ιδού υιός τίκτεται τώ οίκω Δαυίδ, Ιωσίας όνομα αυτώ, και θύσει επί σε τους ιερείς των υψηλών τους επιθύοντας επί σε και οστά ανθρώπων καύσει επί σε. 3 και δώσει εν τή ημέρα εκείνη τέρας λέγων· τούτο το ρήμα ό ελάλησε Κύριος λέγων· ιδού το θυσιαστήριον ρήγνυται, και εκχυθήσεται η πιότης η επ΄ αυτώ. 4 και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ιεροβοάμ των λόγων τού ανθρώπου τού Θεού τού επικαλεσαμένου επί το θυσιαστήριον το εν Βαιθήλ, και εξέτεινεν ο βασιλεύς την χείρα αυτού από τού θυσιαστηρίου λέγων· συλλάβετε αυτόν· και ιδού εξηράνθη η χείρ αυτού, ήν εξέτεινεν επ’ αυτόν, και ουκ εδυνήθη επιστρέψαι αυτήν προς αυτόν, 5 και το θυσιαστήριον ερράγη, και εξεχύθη η πιότης από τού θυσιαστηρίου κατά το τέρας, ό έδωκεν ο άνθρωπος τού Θεού εν λόγω Κυρίου. 6 και είπεν ο βασιλεύς Ιεροβοάμ τώ ανθρώπω τού Θεού· δεήθητι τού προσώπου Κυρίου τού Θεού σου, και επιστρεψάτω η χείρ μου προς εμέ. και εδεήθη ο άνθρωπος τού Θεού τού προσώπου Κυρίου, και επέστρεψε την χείρα τού βασιλέως προς αυτόν, και εγένετο καθώς το πρότερον. 7 και ελάλησεν ο βασιλεύς προς τον άνθρωπον τού Θεού· είσελθε μετ’ εμού εις οίκον και αρίστησον, και δώσω σοι δόμα. 8 και είπεν ο άνθρωπος τού Θεού προς τον βασιλέα· εάν δώς μοι το ήμισυ τού οίκου σου, ουκ εισελεύσομαι μετά σού ουδέ μη φάγω άρτον ουδέ μη πίω ύδωρ εν τώ τόπω τούτω· 9 ότι ούτως ενετείλατό μοι Κύριος εν λόγω λέγων· μη φάγης άρτον και μη πίης ύδωρ και μη επιστρέψης εν τή οδώ, ή επορεύθης εν αυτή.
10 και απήλθεν εν οδώ άλλη και ουκ ανέστρεψεν εν τή οδώ, ή ήλθεν εν αυτή εις Βαιθήλ. 11 Καί προφήτης είς πρεσβύτης κατώκει εν Βαιθήλ, και έρχονται οι υιοί αυτού και διηγήσαντο αυτώ πάντα τα έργα, ά εποίησεν ο άνθρωπος τού Θεού εν τή ημέρα εκείνη εν Βαιθήλ, και τους λόγους, ούς ελάλησε τώ βασιλεί· και επέστρεψαν το πρόσωπον τού πατρός αυτών. 12 και ελάλησε προς αυτούς ο πατήρ αυτών λέγων· ποία οδώ πεπόρευται; και δεικνύουσιν αυτώ οι υιοί αυτού την οδόν, εν ή ανήλθεν ο άνθρωπος τού Θεού ο ελθών εξ Ιούδα. 13 και είπε τοίς υιοίς αυτού· επισάξατέ μοι τον όνον· και επέσαξαν αυτώ τον όνον, και επέβη επ’ αυτόν. 14 και επορεύθη κατόπισθεν τού ανθρώπου τού Θεού και εύρεν αυτόν καθήμενον υπό δρύν και είπεν αυτώ· ει σύ εί ο άνθρωπος τού Θεού ο εληλυθώς εξ Ιούδα; και είπεν αυτώ· εγώ. 15 και είπεν αυτώ· δεύρο μετ’ εμού και φάγε άρτον. 16 και είπεν· ου μη δύνωμαι τού επιστρέψαι μετά σού ουδέ μη φάγομαι άρτον ουδέ πίομαι ύδωρ εν τώ τόπω τούτω· 17 ότι ούτως εντέταλταί μοι εν λόγω Κύριος λέγων· μη φάγης άρτον εκεί και μη πίης ύδωρ και μη επιστρέψης εκεί εν τή οδώ, ή επορεύθης εν αυτή. 18 και είπε προς αυτόν· καγώ προφήτης ειμί καθώς σύ, και άγγελος λελάληκε προς με εν ρήματι Κυρίου λέγων· επίστρεψον αυτόν προς σεαυτόν εις τον οίκόν σου, και φαγέτω άρτον, και πιέτω ύδωρ· και εψεύσατο αυτώ. 19 και επέστρεψεν αυτόν και έφαγεν άρτον και έπιεν ύδωρ εν τώ οίκω αυτού.
20 και εγένετο αυτών καθημένων επί της τραπέζης, και εγένετο λόγος Κυρίου προς τον προφήτην τον επιστρέψαντα αυτόν 21 και είπε προς τον άνθρωπον τού Θεού τον ήκοντα εξ Ιούδα λέγων· τάδε λέγει Κύριος· ανθ’ ών παρεπίκρανας το ρήμα Κυρίου και ουκ εφύλαξας την εντολήν, ήν ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου, 22 και επέστρεψας και έφαγες άρτον και έπιες ύδωρ εν τώ τόπω τούτω, ώ ελάλησε προς σε λέγων· ου μη φάγης άρτον και μη πίης ύδωρ, ου μη εισέλθη το σώμά σου εις τον τάφον των πατέρων σου. 23 και εγένετο μετά το φαγείν αυτόν άρτον και πιείν ύδωρ, και επέσαξεν αυτώ τον όνον, και επέστρεψε. 24 και απήλθε, και εύρεν αυτόν λέγων εν τή οδώ και εθανάτωσεν αυτόν, και ήν το σώμα αυτού ερριμμένον εν τή οδώ, και ο όνος ειστήκει παρ’ αυτό, και ο λέων ειστήκει παρά το σώμα. 25 και ιδού άνδρες παραπορευόμενοι και είδον το θνησιμαίον ερριμμένον εν τή οδώ και ο λέων ειστήκει εχόμενα τού θνησιμαίου· και εισήλθον και ελάλησαν εν τή πόλει, ού ο προφήτης ο πρεσβύτης κατώκει εν αυτή. 26 και ήκουσεν ο επιστρέψας αυτόν εκ της οδού και είπεν· ο άνθρωπος τού Θεού ούτός εστίν, ός παρεπίκρανε το ρήμα Κυρίου. 28 και επορεύθη και εύρε το σώμα αυτού ερριμμένον εν τή οδώ, και ο όνος και ο λέων ειστήκεισαν παρά το σώμα, και ουκ έφαγεν ο λέων το σώμα τού ανθρώπου τού Θεού και ου συνέτριψε τον όνον. 29 και ήρεν ο προφήτης το σώμα τού ανθρώπου τού Θεού και επέθηκεν αυτό επί τον όνον, και επέστρεψεν αυτόν εις την πόλιν ο προφήτης τού θάψαι αυτόν
30 εν τώ τάφω εαυτού, και εκόψαντο αυτόν· ουαί αδελφέ. 31 και εγένετο μετά το κόψασθαι αυτόν και είπε τοίς υιοίς αυτού λέγων· εάν αποθάνω, θάψατέ με εν τώ τάφω τούτω ού ο άνθρωπος τού Θεού τέθαπται εν αυτώ· παρά τα οστά αυτού θέτε με, ίνα σωθώσι τα οστά μου μετά των οστών αυτού· 32 ότι γινόμενον έσται το ρήμα, ό ελάλησεν εν λόγω Κυρίου επί το θυσιαστήριον εν Βαιθήλ και επί τους οίκους τους υψηλούς τους εν Σαμαρεία. 33 και μετά το ρήμα τούτο ουκ επέστρεψεν Ιεροβοάμ από της κακίας αυτού, και επέστρεψε και εποίησεν εκ μέρους τού λαού ιερείς υψηλών· ο βουλόμενος επλήρου την χείρα αυτού, και εγίνετο ιερεύς εις τα υψηλά. 34 και εγένετο το ρήμα τούτο εις αμαρτίαν τώ οίκω Ιεροβοάμ και εις όλεθρον και εις αφανισμόν από προσώπου της γής.
[1 Εν τώ καιρώ εκείνω ηρρώστησεν Αβιά υιός Ιεροβοάμ 2 και είπεν ο Ιεροβοάμ προς την γυναίκα αυτού· ανάστηθι και αλλοιωθήση, και ου γνώσονται ότι σύ γυνή Ιεροβοάμ, και πορευθήση εις Σηλώ· και ιδού εκεί Αχιά ο προφήτης, αυτός ελάλησεν εμέ τού βασιλεύσαι επί τον λαόν τούτον. 3 και λαβέ εις την χείρά σου τώ ανθρώπω τού Θεού άρτους και κολλυρίδα τοίς τέκνοις αυτού και σταφίδας και στάμνον μέλιτος, και ελεύση προς αυτόν. αυτός αναγγείλη σοι τι έσται τώ παιδί. 4 και εποίησεν ούτως γυνή Ιεροβοάμ· και ανέστη και επορεύθη εις Σηλώ, και εισήλθεν εν οίκω Αχιά· και ο άνθρωπος πρεσβύτερος τού ιδείν, και ημβλυώπουν οι οφθαλμοί αυτού από γήρους αυτού. 5 και Κύριος είπε προς Αχιά· ιδού γυνή τού Ιεροβοάμ εισέρχεται τού εκζητήσαι ρήμα παρά σού περί υιού αυτής, ότι άρρωστός εστι· κατά τούτο και κατά τούτο λαλήσεις προς αυτήν. και εγένετο εν τώ εισέρχεσθαι αυτήν και αυτή απεξενούτο. 6 και εγένετο ως ήκουσεν Αχιά την φωνήν ποδών αυτής, εισερχομένης αυτής εν τώ ανοίγματι, και είπεν· είσελθε, γυνή Ιεροβοάμ· ινατί σύ τούτο αποξενούσαι; και εγώ ειμι απόστολος προς σε σκληρός. 7 πορευθείσα ειπόν τώ Ιεροβοάμ· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ανθ’ ού όσον ύψωσά σε από μέσου λαού και έδωκά σε ηγούμενον επί τον λαόν μου Ισραήλ, 8 και έρρηξα σύν το βασίλειον από τού οίκου Δαυίδ και έδωκα αυτό σοι και ουκ εγένου ως ο δούλός μου Δαυίδ, ός εφύλαξε τας εντολάς μου και ός επορεύθη οπίσω μου εν πάση καρδία αυτού ποιήσαι έκαστος το ευθές εν οφθαλμοίς μου 9 και επονηρεύσω τού ποιήσαι παρά παντός, όσοι εγένοντο εις πρόσωπόν σου και επορεύθης και εποίησας σεαυτώ θεούς ετέρους χωνευτά τού παροργίσαι με και εμέ έρριψας οπίσω σώματός σου·
10 διά τούτο εγώ άγω κακίαν προς σε εις οίκον Ιεροβοάμ· εξολοθρεύσω τού Ιεροβοάμ ουρούντα προς τοίχον εχόμενον και εγκαταλελειμμένον εν Ισραήλ και επιλέξω οίκου Ιεροβοάμ, καθώς επιλέγεται η κόπρος, ως τελειωθήναι αυτόν· 11 οι τεθνηκότες τού Ιεροβοάμ εν τή πόλει, καταφάγονται οι κύνες, και τον τεθνηκότα εν τώ αγρώ καταφάγονται τα πετεινά τού ουρανού, ότι Κύριος ελάλησε. 12 και σύ αναστάσα πορεύθητι εις τον οίκόν σου· εν τώ εισέρχεσθαι πόδα σου την πόλιν, αποθανείται το παιδάριον· 13 και κόψονται αυτόν πάς Ισραήλ και θάψουσιν αυτόν, ότι ούτος μόνος εισελεύσεται τώ Ιεροβοάμ προς τάφον, ότι ευρέθη εν αυτώ ρήμα καλόν περί τού Κυρίου Θεού Ισραήλ εν οίκω Ιεροβοάμ· 14 και αναστήσει Κύριος εαυτώ βασιλέα επί Ισραήλ, ός πλήξει τον οίκον Ιεροβοάμ ταύτη τή ημέρα· και τι και νύν; 15 Κύριος πλήξει τον Ισραήλ, καθά κινείται ο άνεμος εν τώ ύδατι, και εκτελεί τον Ισραήλ από άνω της χθονός της αγαθής ταύτης, ής έδωκε τοίς πατράσιν αυτών, και λικμήσει αυτούς από πέραν τού ποταμού· ανθ’ ού όσον εποίησαν τα άλση αυτών παροργίζοντες τον Κύριον· 16 και παραδώσει Κύριος τον Ισραήλ χάριν αμαρτιών Ιεροβοάμ, ός ήμαρτε και ός εξήμαρτε τον Ισραήλ. 17 και ανέστη η γυνή Ιεροβοάμ και επορεύθη εις γήν Σαριρά· και εγένετο ως εισήλθεν εν τώ προθύρω τού οίκου και το παιδάριον απέθανε. 18 και έθαψαν αυτόν και εκόψαντο αυτόν πάς Ισραήλ, κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησεν εν χειρί δούλου αυτού Αχιά τού προφήτου. 19 και περισσόν ρημάτων Ιεροβοάμ, όσα επολέμησε και όσα εβασίλευσεν, ιδού αυτά γεγραμμένα επί βιβλίου ρημάτων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ.
20 και αι ημέραι, ας εβασίλευσεν Ιεροβοάμ είκοσι δύο έτη· και εκοιμήθη μετά των πατέρων αυτού και εβασίλευσε Ναβάτ υιός αυτού αντ’ αυτού.] 21 ΚΑΙ Ροβοάμ υιός Σαλωμών εβασίλευσεν επί Ιούδαν· υιός τεσσαράκοντα και ενός ενιαυτών Ροβοάμ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και επτακαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ τή πόλει, ήν εξελέξατο Κύριος θέσθαι το όνομα αυτού εκεί εκ πασών φυλών τού Ισραήλ· και το όνομα της μητρός αυτού Νααμά η Αμμωνίτις. 22 και εποίησε Ροβοάμ το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και παρεζήλωσεν αυτόν εν πάσιν, οίς εποίησαν οι πατέρες αυτών εν ταίς αμαρτίαις αυτών, αίς ήμαρτον, 23 και ωκοδόμησαν εαυτοίς υψηλά και στήλας και άλση επί πάντα βουνόν υψηλόν και υποκάτω παντός ξύλου συσκίου. 24 και σύνδεσμος εγενήθη εν τή γη, και εποίησαν από πάντων των βδελυγμάτων των εθνών, ών εξήρε Κύριος από προσώπου υιών Ισραήλ. 25 και εγένετο εν τώ ενιαυτώ τώ πέμπτω βασιλεύοντος Ροβοάμ, ανέβη Σουσακίμ βασιλεύς Αιγύπτου επί Ιερουσαλήμ 26 και έλαβε πάντας τους θησαυρούς οίκου τού βασιλέως και τα δόρατα τα χρυσά, ά έλαβε Δαυίδ εκ χειρός των παίδων Αδραζάρ βασιλέως Σουβά, και εισήνεγκεν αυτά εις Ιερουσαλήμ τα πάντα, ά έλαβεν, όπλα τα χρυσά, όσα εποίησε Σαλωμών, και επήνεγκεν αυτά εις Αίγυπτον. 27 και εποίησε Ροβοάμ ο βασιλεύς όπλα χαλκά αντ’ αυτών. και επέθεντο επ’ αυτόν οι ηγούμενοι των παρατρεχόντων οι φυλάσσοντες τον πυλώνα οίκου βασιλέως. 28 και εγένετο ότε εισεπορεύετο ο βασιλεύς εις οίκον Κυρίου, και ήρον αυτά οι παρατρέχοντες και απηρείδοντο αυτά εις το θεέ των παρατρεχόντων. 29 και τα λοιπά των λόγων Ροβοάμ και πάντα, ά εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα;
30 και πόλεμος ήν ανά μέσον Ροβοάμ και ανά μέσον Ιεροβοάμ πάσας τας ημέρας. 31 και εκοιμήθη Ροβοάμ μετά των πατέρων αυτού και θάπτεται μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Αβιού ο υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΚΑΙ εν τώ οκτωκαιδεκάτω έτει βασιλεύοντος Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, βασιλεύει Αβιού υιός Ροβοάμ επί Ιούδαν. 2 και τρία έτη εβασίλευσεν επί Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Μααχά, θυγάτηρ Αβεσσαλώμ, 3 και επορεύθη εν ταίς αμαρτίαις τού πατρός αυτού, αίς εποίησεν ενώπιον αυτού, και ουκ ήν η καρδία αυτού τελεία μετά Κυρίου Θεού αυτού ως η καρδία τού πατρός αυτού. 4 ότι διά Δαυίδ έδωκεν αυτώ Κύριος κατάλειμμα, ίνα στήση τα τέκνα αυτού μετ’ αυτόν και στήση την Ιερουσαλήμ, 5 ως εποίησε Δαυίδ το ευθές ενώπιον Κυρίου, ουκ εξέκλινεν από πάντων, ών ενετείλατο αυτώ, πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού. 7 και τα λοιπά των λόγων Αβιού τα πάντα, ά εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; και πόλεμος ήν ανά μέσον Αβιού και ανά μέσον Ιεροβοάμ. 8 και εκοιμήθη Αβιού μετά των πατέρων αυτού εν τώ εικοστώ και τετάρτω έτει τού Ιεροβοάμ και θάπτεται μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ, και βασιλεύει Ασά υιός αυτού αντ΄ αυτού. 9 Εν τώ ενιαυτώ τετάρτω και εικοστώ τού Ιεροβοάμ βασιλέως Ισραήλ βασιλεύει Ασά επί Ιούδαν
10 και τεσσαράκοντα και έν έτος εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Ανά θυγάτηρ Αβεσσαλώμ. 11 και εποίησεν Ασά το ευθές ενώπιον Κυρίου ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού. 12 και αφείλε τας τελετάς από της γής και εξαπέστειλε πάντα τα επιτηδεύματα, ά εποίησαν οι πατέρες αυτού. 13 και την Ανά την μητέρα εαυτού μετέστησε τού μη είναι ηγουμένην, καθώς εποίησε σύνοδον εν τώ άλσει αυτής, και εξέκοψεν Ασά τας καταδύσεις αυτής και ενέπρησε πυρί εν τώ χειμάρρω Κέδρων. 14 τα δε υψηλά ουκ εξήρε· πλήν η καρδία Ασά ήν τελεία μετά Κυρίου πάσας τας ημέρας αυτού. 15 και εισήνεγκε τους κίονας τού πατρός αυτού και τους κίονας αυτού εισήνεγκεν εις τον οίκον Κυρίου, αργυρούς και χρυσούς και σκεύη. 16 και πόλεμος ήν ανά μέσον Ασά και ανά μέσον Βαασά βασιλέως Ισραήλ πάσας τας ημέρας αυτών. 17 και ανέβη Βαασά βασιλεύς Ισραήλ επί Ιούδαν και ωκοδόμησε την Ραμά τού μη είναι εκπορευόμενον και εισπορευόμενον τώ Ασά βασιλεί Ιούδα. 18 και έλαβεν Ασά σύμπαν το αργύριον και το χρυσίον το ευρεθέν εν τοίς θησαυροίς οίκου Κυρίου και εν τοίς θησαυροίς τού οίκου τού βασιλέως και έδωκεν αυτά εις χείρας παίδων αυτού, και εξαπέστειλεν αυτούς ο βασιλεύς Ασά προς υιόν Άδερ υιόν Ταβερεμμάν υιού Αζίν βασιλέως Συρίας τού κατοικούντος εν Δαμασκώ λέγων· 19 διάθου διαθήκην ανά μέσον εμού και ανά μέσον σού και ανά μέσον τού πατρός μου και τού πατρός σου· ιδού εξαπέσταλκά σοι δώρα αργύριον και χρυσίον, δεύρο διασκέδασον την διαθήκην σου την προς Βαασά βασιλέα Ισραήλ, και αναβήσεται απ’ εμού.
20 και ήκουσεν υιός Άδερ τού βασιλέως Ασά και απέστειλε τους άρχοντας των δυνάμεων αυτού ταίς πόλεσι τού Ισραήλ και επάταξαν την Αίν, την Δάν και την Αβελμαά και πάσαν την Χεννερέθ έως πάσης της γής Νεφθαλί. 21 και εγένετο ως ήκουσε Βαασά, και διέλιπε τού οικοδομείν την Ραμά και ανέστρεψεν εις Θερσά. 22 και ο βασιλεύς Ασά παρήγγειλε παντί Ιούδα εις Αινακίμ, και αίρουσι τους λίθους της Ραμά και τα ξύλα αυτής, ά ωκοδόμησε Βαασά, και ωκοδόμησεν εν αυτοίς ο βασιλεύς Ασά πάν βουνόν Βενιαμίν και την σκοπιάν. 23 και τα λοιπά των λόγων Ασά και πάσα η δυναστεία αυτού, ήν εποίησε, και τας πόλεις, ας ωκοδόμησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εστίν επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; πλήν εν τώ καιρώ τού γήρως αυτού επόνεσε τους πόδας αυτού. 24 και εκοιμήθη Ασά μετά των πατέρων αυτού και θάπτεται μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ πατρός αυτού, και βασιλεύει Ιωσαφάτ υιός αυτού αντ΄ αυτού. 25 Καί Ναδάβ υιός Ιεροβοάμ βασιλεύει επί Ισραήλ εν έτει δευτέρω τού Ασά βασιλέως Ιούδα και εβασίλευσεν εν Ισραήλ έτη δύο. 26 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και επορεύθη εν οδώ τού πατρός αυτού και εν ταίς αμαρτίαις αυτού, αίς εξήμαρτε τον Ισραήλ. 27 και περιεκάθισεν αυτόν Βαασά υιός Αχιά επί τον οίκον Βελαάν και εχάραξεν αυτόν εν Γαβαθών τή των αλλοφύλων, και Ναδάβ και πάς Ισραήλ περιεκάθητο επί Γαβαθών. 28 και εθανάτωσεν αυτόν Βαασά εν έτει τρίτω τού Ασά υιού Αβιού βασιλέως Ιούδα και εβασίλευσεν αντ’ αυτού. 29 και εγένετο ως εβασίλευσε, και επάταξεν όλον τον οίκον Ιεροβοάμ και ουχ υπελίπετο πάσαν πνοήν τού Ιεροβοάμ έως τού εξολοθρεύσαι αυτόν κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησεν εν χειρί δούλου αυτού Αχιά τού Σηλωνίτου
30 περί των αμαρτιών Ιεροβοάμ, ως εξήμαρτε τον Ισραήλ, και εν τώ παροργισμώ αυτού, ώ παρώργισε τον Κύριον Θεόν τού Ισραήλ. 31 και τα λοιπά των λόγων Ναδάβ και πάντα, ά εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εστίν εν βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 33 Καί εν τώ έτει τώ τρίτω τού Ασά βασιλέως Ιούδα βασιλεύει Βαασά υιός Αχιά επί Ισραήλ εν Θερσά είκοσι και τέσσαρα έτη. 34 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και επορεύθη εν οδώ Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ και εν ταίς αμαρτίαις αυτού, ως εξήμαρτε τον Ισραήλ.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου εν χειρί Ιού υιού Ανανί προς Βαασά· 2 ανθ’ ών ύψωσά σε από της γής και έδωκά σε ηγούμενον επί τον λαόν μου Ισραήλ και επορεύθης εν τή οδώ Ιεροβοάμ και εξήμαρτες τον λαόν μου τον Ισραήλ, τού παροργίσαι με εν τοίς ματαίοις αυτών, 3 ιδού εγώ εξεγείρω οπίσω Βαασά και όπισθεν τού οίκου αυτού και δώσω τον οίκόν σου ως τον οίκον Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ· 4 τον τεθνηκότα τού Βαασά εν τή πόλει καταφάγονται αυτόν οι κύνες, και τον τεθνηκότα αυτού εν τώ πεδίω καταφάγονται αυτόν τα πετεινά τού ουρανού. 5 και τα λοιπά των λόγων Βαασά και πάντα ά εποίησε, και αι δυναστείαι αυτού, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ; 6 και εκοιμήθη Βαασά μετά των πατέρων αυτού και θάπτεται εν Θερσά, και βασιλεύει Ηλά υιός αυτού αντ’ αυτού εν τώ εικοστώ έτει βασιλέως Ασά. 7 και εν χειρί Ιού υιού Ανανί ελάλησε Κύριος επί Βαασά και επί τον οίκον αυτού πάσαν την κακίαν, ήν εποίησεν ενώπιον Κυρίου τού παροργίσαι αυτόν εν τοίς έργοις των χειρών αυτού, τού είναι κατά τον οίκον Ιεροβοάμ, και υπέρ τού πατάξαι αυτόν. 8 Καί Ηλά υιός Βαασά εβασίλευσεν επί Ισραήλ δύο έτη εν Θερσά. 9 και συνέστρεψεν επ’ αυτόν Ζαμβρί ο άρχων της ημίσους της ίππου, και αυτός ήν εν Θερσά πίνων μεθύων εν τώ οίκω Ωσά τού οικονόμου εν Θερσά.
10 και εισήλθε Ζαμβρί και επάταξεν αυτόν και εθανάτωσεν αυτόν και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού. 11 και εγενήθη εν τώ βασιλεύσαι αυτόν εν τώ καθίσαι αυτόν επί τού θρόνου αυτού και επάταξεν όλον τον οίκον Βαασά 12 κατά το ρήμα, ό ελάλησε Κύριος επί τον οίκον Βαασά, προς Ιού τον προφήτην 13 περί πασών των αμαρτιών Βαασά και Ηλά τού υιού αυτού, ως εξήμαρτε τον Ισραήλ τού παροργίσαι Κύριον τον Θεόν Ισραήλ εν τοίς ματαίοις αυτών. 14 και τα λοιπά των λόγων Ηλά, ά εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ; 15 Καί Ζαμβρί εβασίλευεν εν Θερσά ημέρας επτά. και η παρεμβολή Ισραήλ επί Γαβαθών την των αλλοφύλων, 16 και ήκουσεν ο λαός εν τή παρεμβολή λεγόντων· συνεστράφη Ζαμβρί και έπαισε τον βασιλέα· και εβασίλευσαν εν Ισραήλ τον Αμβρί τον ηγούμενον της στρατιάς επί Ισραήλ εν τή ημέρα εκείνη εν τή παρεμβολή. 17 και ανέβη Αμβρί και πάς Ισραήλ μετ’ αυτού εκ Γαβαθών και περιεκάθισαν επί Θερσά. 18 και εγενήθη ως είδε Ζαμβρί ότι προκατείληπται αυτού η πόλις, και πορεύεται εις άντρον τού οίκου τού βασιλέως και ενεπύρισεν επ’ αυτόν τον οίκον τού βασιλέως και απέθανεν 19 υπέρ των αμαρτιών αυτού ών εποίησε, τού ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον Κυρίου πορευθήναι εν οδώ Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ και εν ταίς αμαρτίαις αυτού, ως εξήμαρτε τον Ισραήλ.
20 και τα λοιπά των λόγων Ζαμβρί και τας συνάψεις αυτού, ας συνήψεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ; 21 Τότε μερίζεται ο λαός Ισραήλ· ήμισυ τού λαού γίνεται οπίσω Θαμνί υιού Γωνάθ τού βασιλεύσαι αυτόν, και το ήμισυ τού λαού γίνεται οπίσω Αμβρί. 22 ο λαός ο ών οπίσω Αμβρί υπερεκράτησε τον λαόν τον οπίσω Θαμνί υιού Γωνάθ, και απέθανε Θαμνί και Ιωράμ ο αδελφός αυτού εν τώ καιρώ εκείνω, και εβασίλευσεν Αμβρί μετά Θαμνί. 23 εν τώ έτει τώ τριακοστώ και πρώτω τού βασιλέως Ασά βασιλεύει Αμβρί επί Ισραήλ δώδεκα έτη. εν Θερσά βασιλεύει έξ έτη· 24 και εκτήσατο Αμβρί το όρος το Σεμερών παρά Σεμήρ τού κυρίου τού όρους δύο ταλάντων αργυρίου και ωκοδόμησε το όρος και επεκάλεσε το όνομα τού όρους, ού ωκοδόμησεν, επί τώ ονόματι Σεμήρ τού κυρίου τού όρους Σαεμηρών. 25 και εποίησεν Αμβρί το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και επονηρεύσατο υπέρ πάντας τους γενομένους έμπροσθεν αυτού· 26 και επορεύθη εν πάση οδώ Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ και εν ταίς αμαρτίαις αυτού, αίς εξήμαρτε τον Ισραήλ τού παροργίσαι τον Κύριον Θεόν Ισραήλ εν τοίς ματαίοις αυτών. 27 και τα λοιπά των λόγων Αμβρί και πάντα, ά εποίησε, και πάσα η δυναστεία αυτού, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ; 28 και εκοιμήθη Αμβρί μετά των πατέρων αυτού και θάπτεται εν Σαμαρεία, και βασιλεύει Αχαάβ ο υιός αυτού αντ’ αυτού. 28α Καί εν τώ ενιαυτώ τώ ενδεκάτω έτει τού Αμβρί βασιλεύει Ιωσαφάτ υιός Ασά ετών τριάκοντα και πέντε εν τή βασιλεία αυτού, και είκοσι πέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Γαζουβά θυγάτηρ Σελί. 28β και επορεύθη εν τή οδώ Ασά τού πατρός αυτού και ουκ εξέκλινεν απ’ αυτής τού ποιείν το ευθές ενώπιον Κυρίου· πλήν των υψηλών ουκ εξήραν, έθυον εν τοίς υψηλοίς, και εθυμίων. 28γ και ά συνέθετο Ιωσαφάτ μετά βασιλέως Ισραήλ και πάσα η δυναστεία, ήν εποίησε, και ούς επολέμησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα; 28δ και τα λοιπά των συμπλοκών, ας επέθεντο εν ταίς ημέραις Ασά τού πατρός αυτού, εξήρεν από της γής. 28ε και βασιλεύς ουκ ήν εν Συρία Νασίβ. 28ζ και ο βασιλεύς Ιωσαφάτ εποίησε ναύν εις Θαρσίς πορεύεσθαι εις Σωφίρ επί το χρυσίον· και ουκ επορεύθη, ότι συνετρίβη η ναύς εν Γασιών Γαβέρ. 28η τότε είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ· εξαποστελώ τους παίδάς σου και τα παιδάριά μου εν τή νηί· και ουκ εβούλετο Ιωσαφάτ. 28θ και εκοιμήθη Ιωσαφάτ μετά των πατέρων αυτού και θάπτεται μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Ιωράμ υιός αυτού αντ’ αυτού. 29 Εν έτει δευτέρω τού Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα βασιλεύει Αχαάβ υιός Αμβρί· εβασίλευσεν επί Ισραήλ εν Σαμαρεία είκοσι και δύο έτη.
30 και εποίησεν Αχαάβ το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και επονηρεύσατο υπέρ πάντας τους έμπροσθεν αυτού. 31 και ουκ ήν αυτώ ικανόν τού πορεύεσθαι εν ταίς αμαρτίαις Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, και έλαβε γυναίκα την Ιεζάβελ θυγατέρα Ιεθεβαάλ βασιλέως Σιδωνίων και επορεύθη και εδούλευσε τώ Βάαλ και προσεκύνησεν αυτώ, 32 και έστησε θυσιαστήριον τώ Βάαλ εν οίκω των προσοχθισμάτων αυτού, ον ωκοδόμησεν εν Σαμαρεία, 33 και εποίησεν Αχαάβ άλσος, και προσέθεκεν Αχαάβ τού ποιήσαι παροργίσματα τού παροργίσαι τον Κύριον Θεόν τού Ισραήλ και την ψυχήν αυτού τού εξολοθρευθήναι· εκακοποίησεν υπέρ πάντας τους βασιλείς Ισραήλ τους γενομένους έμπροσθεν αυτού. 34 και εν ταίς ημέραις αυτού ωκοδόμησεν Αχιήλ ο Βαιθηλίτης την Ιεριχώ· εν τώ Αβιρών προτοτόκω αυτού εθεμελίωσεν αυτήν και τώ Σεγούβ τώ νεωτέρω αυτού επέστησε θύρας αυτής κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησεν εν χειρί Ιησού υιού Ναυή.
1 ΚΑΙ είπεν Ηλιού ο προφήτης Θεσβίτης ο εκ Θεσβών της Γαλαάδ προς Αχαάβ· ζή Κύριος ο Θεός των δυνάμεων ο Θεός Ισραήλ, ώ παρέστην ενώπιον αυτού, ει έσται τα έτη ταύτα δρόσος και υετός, ότι ει μη διά στόματος λόγου μου. 2 και εγένετο ρήμα Κυρίου προς Ηλιού· 3 πορεύου εντεύθεν κατά ανατολάς και κρύβηθι εν τώ χειμάρρω Χορράθ τού επί προσώπου τού Ιορδάνου· 4 και έσται εκ τού χειμάρρου πίεσαι ύδωρ, και τοίς κόραξιν εντελούμαι διατρέφειν σε εκεί. 5 και εποίησεν Ηλιού κατά το ρήμα Κυρίου, και εκάθισεν εν τώ χειμάρρω Χορράθ επί προσώπου τού Ιορδάνου. 6 και οι κόρακες έφερον αυτώ άρτους το πρωί και κρέα το δείλης, και εκ τού χειμάρρου έπινεν ύδωρ. 7 και εγένετο μεθ’ ημέρας και εξηράνθη ο χειμάρρους, ότι ουκ εγένετο υετός επί της γής. 8 και εγένετο ρήμα Κυρίου προς Ηλιού· 9 ανάστηθι και πορεύου εις Σαρεπτά της Σιδωνίας· ιδού εντέταλμαι εκεί γυναικί χήρα τού διατρέφειν σε.
10 και ανέστη και επορεύθη εις Σαρεπτά και ήλθεν εις τον πυλώνα της πόλεως, και ιδού εκεί γυνή χήρα συνέλεγε ξύλα· και εβόησεν οπίσω αυτής Ηλιού και είπεν αυτή· λαβέ δή μοι ολίγον ύδωρ εις άγγος και πίομαι. 11 και επορεύθη λαβείν, και εβόησεν οπίσω αυτής Ηλιού και είπε· λήψη δή μοι ψωμόν άρτου τού εν τή χειρί σου. 12 και είπεν η γυνή· ζή Κύριος ο Θεός σου, ει έστι μοι εγκρυφίας αλλ’ ή όσον δράξ αλεύρου εν τή υδρία και ολίγον έλαιον εν τώ καψάκη· και ιδού εγώ συλλέξω δύο ξυλάρια και εισελεύσομαι και ποιήσω αυτό εμαυτή και τοίς τέκνοις μου, και φαγόμεθα και αποθανούμεθα. 13 και είπε προς αυτήν Ηλιού· θάρσει, είσελθε και ποίησον κατά το ρήμά σου· αλλά ποίησόν μοι εκείθεν εγκρυφίαν μικρόν και εξοίσεις μοι εν πρώτοις, σαυτή δε και τοίς τέκνοις σου ποιήσεις επ’ εσχάτω· 14 ότι τάδε λέγει Κύριος· η υδρία τού αλεύρου ουκ εκλείψει και ο καψάκης τού ελαίου ουκ ελαττονήσει έως ημέρας τού δούναι Κύριον τον υετόν επί της γής. 15 και επορεύθη η γυνή, και εποίησε· και ήσθιεν αυτή και αυτός και τα τέκνα αυτής. 16 και η υδρία τού αλεύρου ουκ εξέλιπε και ο καψάκης τού ελαίου ουκ ηλαττονήθη κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησεν εν χειρί Ηλιού. 17 και εγένετο μετά ταύτα και ηρρώστησεν ο υιός της γυναικός της κυρίας τού οίκου, και ήν η αρρωστία αυτού κραταιά σφόδρα, έως ουχ υπελείφθη εν αυτώ πνεύμα. 18 και είπε προς Ηλιού· τι εμοί και σοί, άνθρωπε τού Θεού; εισήλθες προς με τού αναμνήσαι αδικίας μου και θανατώσαι τον υιόν μου; 19 και είπεν Ηλιού προς την γυναίκα· δός μοι τον υιόν σου. και έλαβεν αυτόν εκ τού κόλπου αυτής και ανήνεγκεν αυτόν εις το υπερώον, εν ώ αυτός εκάθητο εκεί, και εκοίμισεν αυτόν επί της κλίνης.
20 και ανεβόησεν Ηλιού, και είπεν· οίμοι, Κύριε, ο μάρτυς της χήρας, μεθ’ ής εγώ κατοικώ μετ΄ αυτής, σύ κεκάκωκας τού θανατώσαι τον υιόν αυτής. 21 και ενεφύσησε τώ παιδαρίω τρίς και επεκαλέσατο τον Κύριον και είπε· Κύριε ο Θεός μου, επιστραφήτω δή η ψυχή τού παιδαρίου τούτου εις αυτόν. 22 και εγένετο ούτως, και ανεβόησε το παιδάριον. 23 και κατήγαγεν αυτό από τού υπερώου εις τον οίκον και έδωκεν αυτό τή μητρί αυτού· και είπεν Ηλιού· βλέπε, ζή ο υιός σου. 24 και είπεν η γυνή προς Ηλιού· ιδού έγνωκα ότι σύ άνθρωπος Θεού και ρήμα Κυρίου εν τώ στόματί σου αληθινόν.
1 ΚΑΙ εγένετο μεθ’ ημέρας πολλάς και ρήμα Κυρίου εγένετο προς Ηλιού εν τώ ενιαυτώ τώ τρίτω λέγων· πορεύθητι και όφθητι τώ Αχαάβ, και δώσω υετόν επί πρόσωπον της γής. 2 και επορεύθη Ηλιού τού οφθήναι τώ Αχαάβ, και η λιμός κραταιά εν Σαμαρεία. 3 και εκάλεσεν Αχαάβ τον Αβδιού τον οικονόμον· (και Αβδιού ήν φοβούμενος τον Κύριον σφόδρα, 4 και εγένετο εν τώ τύπτειν την Ιεζάβελ τους προφήτας Κυρίου και έλαβεν Αβδιού εκατόν άνδρας προφήτας και κατέκρυψεν αυτούς κατά πεντήκοντα εν σπηλαίω και διέτρεφεν αυτούς εν άρτω και ύδατι·) 5 και είπεν Αχαάβ προς Αβδιού· δεύρο και διέλθωμεν επί την γήν και επί πηγάς των υδάτων και επί χειμάρρους, εάν πως εύρωμεν βοτάνην και περιποιησώμεθα ίππους και ημιόνους, και ουκ εξολοθρευθήσονται από των σκηνών. 6 και εμέρισαν εαυτοίς την οδόν τού διελθείν αυτήν· Αχαάβ επορεύθη εν οδώ μια και Αβδιού επορεύθη εν οδώ άλλη μόνος. 7 και ήν Αβδιού εν τή οδώ μόνος, και ήλθεν Ηλιού εις συνάντησιν αυτού μόνος· και Αβδιού έσπευσεν και έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και είπεν· ει σύ εί αυτός, κύριέ μου Ηλιού; 8 και είπεν Ηλιού αυτώ· εγώ. πορεύου, λέγε τώ κυρίω σου· ιδού Ηλιού. 9 και είπεν Αβδιού· τι ημάρτηκα, ότι δίδως τον δούλόν σου εις χείρα Αχαάβ τού θανατώσαί με;
10 ζή Κύριος ο Θεός σου, ει έστιν έθνος ή βασιλεία, ού ουκ απέστειλεν ο κύριός μου ζητείν σε, και ει είπον· ουκ έστι, και ενέπρησε την βασιλείαν και τας χώρας αυτής, ότι ουχ εύρηκέ σε. 11 και νύν σύ λέγεις· πορεύου, ανάγγελλε τώ κυρίω σου· ιδού Ηλιού. 12 και έσται εάν εγώ απέλθω από σού, και πνεύμα Κυρίου αρεί σε εις την γήν, ήν ουκ οίδα, και εισελεύσομαι απαγγείλαι τώ Αχαάβ, και ουχ ευρήσει σε, και αποκτενεί με· και ο δούλός σού εστι φοβούμενος τον Κύριον εκ νεότητος αυτού. 13 ή ουκ απηγγέλη σοι τώ κυρίω μου, οία πεποίηκα εν τώ αποκτείνειν την Ιεζάβελ τους προφήτας Κυρίου, και έκρυψα από των προφητών Κυρίου εκατόν άνδρας, ανά πεντήκοντα εν σπηλαίω, και έθρεψα εν άρτοις και ύδατι; 14 και νύν σύ λέγεις μοι· πορεύου, λέγε τώ κυρίω σου· ιδού Ηλιού· και αποκτενεί με; 15 και είπεν Ηλιού· ζή Κύριος των δυνάμεων, ώ παρέστην ενώπιον αυτού, ότι σήμερον οφθήσομαι αυτώ. 16 και επορεύθη Αβδιού εις συναντήν τώ Αχαάβ και απήγγειλεν αυτώ· και εξέδραμεν Αχαάβ και επορεύθη εις συνάντησιν Ηλιού. 17 Καί εγένετο ως είδεν Αχαάβ τον Ηλιού, και είπεν Αχαάβ προς Ηλιού· ει σύ εί αυτός ο διαστρέφων τον Ισραήλ; 18 και είπεν Ηλιού· ου διαστρέφω τον Ισραήλ, ότι αλλ’ ή σύ και οίκος τού πατρός σου εν τώ καταλιμπάνειν υμάς τον Κύριον Θεόν υμών και επορεύθης οπίσω των Βααλίμ. 19 και νύν απόστειλον, συνάθροισον προς με πάντα Ισραήλ εις όρος το Καρμήλιον και τους προφήτας της αισχύνης τετρακοσίους και πεντήκοντα και τους προφήτας των αλσών τετρακοσίου εσθίοντας τράπεζαν Ιεζάβελ.
20 και απέστειλεν Αχαάβ εις πάντα Ισραήλ και επισυνήγαγε πάντας τους προφήτας εις όρος το Καρμήλιον. 21 και προσήγαγεν Ηλιού προς πάντας, και είπεν αυτοίς Ηλιού· έως πότε υμείς χωλανείτε επ΄ αμφοτέραις ταίς ιγνύαις; ει έστι Κύριος ο Θεός, πορεύεσθε οπίσω αυτού· ει δε ο Βάαλ, πορεύεσθε οπίσω αυτού. και ουκ απεκρίθη ο λαός λόγον. 22 και είπεν Ηλιού προς τον λαόν· εγώ υπολέλειμμαι προφήτης τού Κυρίου μονώτατος, και οι προφήται τού Βάαλ τετρακόσιοι και πεντήκοντα άνδρες, και οι προφήται τού άλσους τετρακόσιοι· 23 δότωσαν ημίν δύο βόας, και εκλεξάσθωσαν εαυτοίς τον ένα και μελισάτωσαν και επιθέτωσαν επί των ξύλων και πύρ μη επιθέτωσαν, και εγώ ποιήσω τον βούν τον άλλον, και πύρ ου μη επιθώ. 24 και βοάτε εν ονόματι θεών υμών, και εγώ επικαλέσομαι εν τώ ονόματι Κυρίου τού Θεού μου, και έσται ο θεός ός εάν επακούση εν πυρί, ούτος Θεός. και απεκρίθησαν πάς ο λαός και είπον· καλόν το ρήμα, ό ελάλησας. 25 και είπεν Ηλιού τοίς προφήταις της αισχύνης· εκλέξασθε εαυτοίς τον μόσχον τον ένα και ποιήσατε πρώτοι, ότι πολλοί υμείς, και επικαλέσασθε εν ονόματι θεού υμών και πύρ μη επιθήτε. 26 και έλαβον τον μόσχον και εποίησαν και επεκαλούντο εν ονόματι τού Βάαλ εκ πρωίθεν έως μεσημβρίας και είπον· επάκουσον ημών, ο Βάαλ, επάκουσον ημών· και ουκ ήν φωνή και ουκ ήν ακρόασις· και διέτρεχον επί τού θυσιαστηρίου, ού εποίησαν. 27 και εγένετο μεσημβρία και εμυκτήρισεν αυτούς Ηλιού ο Θεσβίτης και είπεν· επικαλείσθε εν φωνή μεγάλη, ότι θεός εστιν, ότι αδολεσχία αυτώ εστι, και άμα μη ποτε χρηματίζει αυτός, ή μη ποτε καθεύδει αυτός, και εξαναστήσεται. 28 και επεκαλούντο εν φωνή μεγάλη και κατετέμνοντο κατά τον εθισμόν αυτών εν μαχαίραις και σειρομάσταις έως εκχύσεως αίματος επ’ αυτούς· 29 και επροφήτευον έως ού παρήλθε το δειλινόν. και εγένετο ως ο καιρός τού αναβήναι την θυσίαν και ουκ ήν φωνή. και ελάλησεν Ηλιού ο Θεσβίτης προς τους προφήτας των προσοχθισμάτων λέγων· μετάστητε από τού νύν, και εγώ ποιήσω το ολοκαύτωμά μου. και μετέστησαν, και απήλθον.
30 και είπεν Ηλιού προς τον λαόν· προσαγάγετε προς με· και προσήγαγε πάς ο λαός προς αυτόν. 31 και έλαβεν Ηλιού δώδεκα λίθους κατά αριθμόν φυλών τού Ισραήλ, ως ελάλησε Κύριος προς αυτόν λέγων· Ισραήλ έσται το όνομά σου. 32 και ωκοδόμησε τους λίθους εν ονόματι Κυρίου και ιάσατο το θυσιαστήριον το κατεσκαμμένον, και εποίησε θάλασσαν χωρούσαν δύο μετρητάς σπέρματος κυκλόθεν τού θυσιαστηρίου. 33 και εστοίβασε τας σχίδακας επί το θυσιαστήριον, ό εποίησε, και εμέλισε το ολοκαύτωμα και επέθηκεν επί τας σχίδακας και εστοίβασεν επί το θυσιαστήριον και είπε· λάβετέ μοι τέσσαρας υδρίας ύδατος και επιχέετε επί το ολοκαύτωμα και επί τας σχίδακας· και εποίησαν ούτως. 34 και είπε· δευτερώσατε· και εδευτέρωσαν. και είπε· τρισσώσατε· και ετρίσσευσαν. 35 και διεπορεύετο το ύδωρ κύκλω τού θυσιαστηρίου, και την θάλασσαν έπλησαν ύδατος. 36 και ανεβόησεν Ηλιού εις τον ουρανόν και είπε· Κύριε ο Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ισραήλ, επάκουσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου σήμερον εν πυρί, και γνώτωσαν πάς ο λαός ούτος ότι σύ εί Κύριος ο Θεός Ισραήλ και εγώ δούλός σου και διά σε πεποίηκα τα έργα ταύτα. 37 επάκουσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου εν πυρί, και γνώτω ο λαός ούτος, ότι σύ εί Κύριος ο Θεός και σύ έστρεψας την καρδίαν τού λαού τούτου οπίσω. 38 και έπεσε πύρ παρά Κυρίου εκ τού ουρανού και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τας σχίδακας και το ύδωρ το εν τή θαλάσση, και τους λίθους και τον χούν εξέλειξε το πύρ. 39 και έπεσε πάς ο λαός επί πρόσωπον αυτών και είπον· αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός.
40 και είπεν Ηλιού προς τον λαόν· συλλάβετε τους προφήτας τού Βάαλ, μηδείς σωθήτω εξ αυτών· και συνέλαβον αυτούς, και κατάγει αυτούς Ηλιού εις τον χειμάρρουν Κισσών και έσφαξεν αυτούς εκεί. 41 Καί είπεν Ηλιού τώ Αχαάβ· ανάβηθι και φάγε και πίε, ότι φωνή των ποδών τού υετού. 42 και ανέβη Αχαάβ τού φαγείν και πιείν, και Ηλιού ανέβη επί τον Κάρμηλον και έκυψεν επί την γήν και έθηκε το πρόσωπον αυτού ανά μέσον των γονάτων αυτού. 43 και είπε τώ παιδαρίω αυτού· ανάβηθι και επίβλεψον οδόν της θαλάσσης. και επέβλεψεν το παιδάριον και είπεν· ουκ έστιν ουθέν. και είπεν Ηλιού· και σύ επίστρεψον επτάκις· 44 και επέστρεψε το παιδάριον επτάκις. και εγένετο εν τώ εβδόμω και ιδού νεφέλη μικρά ως ίχνος ανδρός ανάγουσα ύδωρ· και είπεν· ανάβηθι και είπον τώ Αχαάβ· ζεύξον το άρμα σου και κατάβηθι, μη καταλάβη σε ο υετός. 45 και εγένετο έως ώδε και ώδε και ο ουρανός συνεσκότασε νεφέλαις και πνεύματι, και εγένετο υετός μέγας· και έκλαιε και επορεύετο Αχαάβ έως Ιεζράελ. 46 και χείρ Κυρίου επί τον Ηλιού, και συνέσφιξε την οσφύν αυτού και έτρεχεν έμπροσθεν Αχαάβ έως Ιεζράελ.
1 ΚΑΙ ανήγγειλεν Αχαάβ τή Ιεζάβελ γυναικί αυτού πάντα, ά εποίησεν Ηλιού, και ως απέκτεινε τους προφήτας εν ρομφαία. 2 και απέστειλεν Ιεζάβελ προς Ηλιού και είπεν· ει σύ εί Ηλιού και εγώ Ιεζάβελ, τάδε ποιήσαι μοι ο Θεός και τάδε προσθείη, ότι ταύτην την ώραν αύριον θήσομαι την ψυχήν σου καθώς ψυχήν ενός εξ αυτών. 3 και εφοβήθη Ηλιού και ανέστη και απήλθε κατά την ψυχήν αυτού και έρχεται εις Βηρσαβεέ γήν Ιούδα και αφήκε το παιδάριον αυτού εκεί· 4 και αυτός επορεύθη εν τή ερήμω οδόν ημέρας και ήλθε και εκάθισεν υποκάτω Ραθμέν και ητήσατο την ψυχήν αυτού αποθανείν και είπεν· ικανούσθω νύν, λαβέ δή την ψυχή μου απ΄ εμού, Κύριε, ότι ου κρείσσων εγώ ειμι υπέρ τους πατέρας μου. 5 και εκοιμήθη και ύπνωσεν εκεί υπό φυτόν, και ιδού τις ήψατο αυτού και είπεν αυτώ· ανάστηθι και φάγε· 6 και επέβλεψεν Ηλιού, και ιδού προς κεφαλής αυτού εγκρυφίας ολυρίτης και καψάκης ύδατος· και ανέστη και έφαγε και έπιε. και επιστρέψας εκοιμήθη. 7 και επέστρεψεν ο άγγελος Κυρίου εκ δευτέρου και ήψατο αυτού και είπεν αυτώ· ανάστα φάγε, ότι πολλή από σού η οδός. 8 και ανέστη και έφαγε και έπιε· και επορεύθη εν ισχύι της βρώσεως εκείνης τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας έως όρους Χωρήβ. 9 και εισήλθεν εκεί εις το σπήλαιον και κατέλυσεν εκεί· και ιδού ρήμα Κυρίου προς αυτόν και είπε· τι σύ ενταύθα, Ηλιού;
10 και είπεν Ηλιού· ζηλών εζήλωκα τώ Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπόν σε οι υιοί Ισραήλ· τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λαβείν αυτήν. 11 και είπεν· εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τώ όρει· ιδού παρελεύσεται Κύριος, και ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τώ πνεύματι Κύριος· και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τώ συσσεισμώ Κύριος· 12 και μετά τον συσσειμόν πύρ, ουκ εν τώ πυρί Κύριος· και μετά το πύρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος. 13 και εγένετο ως ήκουσεν Ηλιού, και επεκάλυψε το πρόσωπον αυτού εν τή μηλωτή αυτού και εξήλθε και έστη υπό σπήλαιον· και ιδού προς αυτόν φωνή και είπε· τι σύ ενταύθα Ηλιού; 14 και είπεν Ηλιού· ζηλών εζήλωκα τώ Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπον την διαθήκην σου οι υιοί Ισραήλ· και τα θυσιαστήριά σου καθείλαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λαβείν αυτήν. 15 και είπε Κύριος προς αυτόν· πορεύου, ανάστρεφε εις την οδόν σου και ήξεις εις την οδόν ερήμου Δαμασκού και ήξεις και χρίσεις τον Αζαήλ εις βασιλέα της Συρίας· 16 και τον Ιού υιόν Ναμεσσί χρίσεις εις βασιλέα επί Ισραήλ· και τον Ελισαιέ υιόν Σαφάτ χρίσεις εις προφήτην αντί σού. 17 και έσται τον σωζόμενον εκ ρομφαίας Αζαήλ, θανατώσει Ιού, και τον σωζόμενον εκ ρομφαίας Ιού θανατώσει Ελισαιέ. 18 και καταλείψεις εν Ισραήλ επτά χιλιάδας ανδρών, πάντα γόνατα, ά ουκ ώκλασαν γόνυ τώ Βάαλ, και πάν στόμα, ό ου προσεκύνησεν αυτώ. 19 Καί απήλθεν εκείθεν και ευρίσκει τον Ελισαιέ υιόν Σαφάτ, και αυτός ηροτρία εν βουσί ~δώδεκα ζεύγη ενώπιον αυτού, και αυτός εν τοίς δώδεκα~ και απήλθεν επ΄ αυτόν και επέρριψε την μηλωτήν αυτού επ’ αυτόν.
20 και κατέλιπεν Ελισαιέ τας βόας και κατέδραμεν οπίσω Ηλιού και είπε· καταφιλήσω τον πατέρα μου και ακολουθήσω οπίσω σου· και είπεν Ηλιού· ανάστρεφε, ότι πεποίηκά σοι. 21 και ανέστρεψεν εξόπισθεν αυτού και έλαβε τα ζεύγη των βοών και έθυσε και ήψησεν αυτά εν τοίς σκεύεσι των βοών και έδωκε τώ λαώ, και έφαγον· και ανέστη και επορεύθη οπίσω Ηλιού και ελειτούργει αυτώ.
1 ΚΑΙ αμπελών είς ήν τώ Ναβουθαί τώ Ιεζραηλίτη παρά τή άλω Αχαάβ βασιλέως Σαμαρείας. 2 και ελάλησεν Αχαάβ προς Ναβουθαί λέγων· δός μοι τον αμπελώνά σου και έσται μοι εις κήπον λαχάνων, ότι εγγίζων ούτος τώ οίκω μου, και δώσω σοι αμπελώνα άλλον αγαθόν υπέρ αυτόν· ει δε αρέσκει ενώπιόν σου, δώσω σοι αργύριον άλλαγμα αμπελώνός σου τούτου, και έσται μοι εις κήπον λαχάνων. 3 και είπε Ναβουθαί προς Αχαάβ· μη γένοιτό μοι παρά Θεού μου δούναι κληρονομίαν πατέρων μου σοί. 4 και εγένετο το πνεύμα Αχαάβ τεταραγμένον, και εκοιμήθη επί της κλίνης αυτού και συνεκάλυψε το πρόσωπον αυτού και ουκ έφαγεν άρτον. 5 και εισήλθεν Ιεζάβελ η γυνή αυτού προς αυτόν και ελάλησε προς αυτόν· τι το πνεύμά σου τεταραγμένον και ουκ εί σύ εσθίων άρτον; 6 και είπε προς αυτήν, ότι ελάλησα προς Ναβουθαί τον Ιεζραηλίτην λέγων· δός μοι τον αμπελώνά σου αργυρίου· ει δε βούλη, δώσω σοι αμπελώνα άλλον αντ΄ αυτού· και είπεν· ου δώσω σοι κληρονομίαν πατέρων μου. 7 και είπε προς αυτόν Ιεζάβελ η γυνή αυτού· σύ νύν ούτω ποιείς βασιλέα επί Ισραήλ; ανάστηθι και φάγε άρτον και σαυτού γενού, εγώ δε δώσω σοι τον αμπελώνα Ναβουθαί τού Ιεζραηλίτου. 8 και έγραψε βιβλίον επί τώ ονόματι Αχαάβ και εσφραγίσατο τή σφραγίδι αυτού και απέστειλε το βιβλίον προς τους πρεσβυτέρους και τους ελευθέρους τους κατοικούντας μετά Ναβουθαί. 9 και εγέγραπτο εν τοίς βιβλίοις λέγων· νηστεύσατε νηστείαν και καθίσατε τον Ναβουθαί εν αρχή τού λαού·
10 και εγκαθίσατε δύο άνδρας υιούς παρανόμων εξεναντίας αυτού, και καταμαρτυρησάτωσαν αυτού λέγοντες· ηυλόγησε Θεόν και βασιλέα· και εξαγαγέτωσαν αυτόν και λιθοβολησάτωσαν αυτόν, και αποθανέτω. 11 και εποίησαν οι άνδρες της πόλεως αυτού οι πρεσβύτεροι και οι ελεύθεροι οι κατοικοήντες εν τή πόλει αυτού, καθώς απέστειλε προς αυτούς Ιεζάβελ και καθά εγέγραπτο εν τοίς βιβλίοις, οίς απέστειλε προς αυτούς. 12 και εκάλεσαν νηστείαν και εκάθισαν τον Ναβουθαί εν αρχή τού λαού, 13 και εισήλθον δύο άνδρες υιοί παρανόμων και εκάθισαν εξεναντίας αυτού και κατεμαρτύρησαν αυτού λέγοντες· ηυλόγηκας Θεόν και βασιλέα· και εξήγαγον αυτόν έξω της πόλεως και ελιθοβόλησαν αυτόν εν λίθοις, και απέθανε. 14 και απέστειλαν προς Ιεζάβελ λέγοντες· λελιθοβόληται Ναβουθαί και τέθνηκε. 15 και εγένετο ως ήκουσεν Ιεζάβελ, και είπε προς Αχαάβ· ανάστα, κληρονόμει τον αμπελώνα Ναβουθαί τού Ιεζραηλίτου, ός ουκ έδωκέ σοι αργυρίου, ότι ουκ έστι Ναβουθαί ζών, ότι τέθνηκε. 16 και εγένετο ως ήκουσεν Αχαάβ ότι τέθνηκε Ναβουθαί ο Ιεζραηλίτης, και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού και περιεβάλετο σάκκον· και εγένετο μετά ταύτα και ανέστη και κατέβη Αχαάβ εις τον αμπελώνα Ναβουθαί τού Ιεζραηλίτου κληρονομήσαι αυτόν. 17 Καί είπεν Κύριος προς Ηλιού τον Θεσβίτην λέγων· 18 ανάστηθι και κατάβηθι εις απαντήν Αχαάβ βασιλέως Ισραήλ τού εν Σαμαρεία, ότι ούτος εν αμπελώνι Ναβουθαί, ότι καταβέβηκεν εκεί κληρονομήσαι αυτόν. 19 και λαλήσεις προς αυτόν λέγων· τάδε λέγει Κύριος· ως σύ εφόνευσας και εκληρονόμησας, διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· εν παντί τόπω, ώ έλειξαν αι ύες και οι κύνες το αίμα Ναβουθαί, εκεί λείξουσιν οι κύνες το αίμα σου, και αι πόρναι λούσονται εν τώ αίματί σου.
20 και είπεν Αχαάβ προς Ηλιού· ει εύρηκάς με, ο εχθρός μου; και είπεν· εύρηκα, διότι μάτην πέπρασαι ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον Κυρίου παροργίσαι αυτόν. 21 ιδού εγώ επάγω επί σε κακά και εκκαύσω οπίσω σου και εξολοθρεύσω τού Αχαάβ ουρούντα προς τοίχον και συνεχόμενον και εγκαταλελειμμένον εν Ισραήλ· 22 και δώσω τον οίκόν σου ως τον οίκον Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ και ως τον οίκον Βαασά υιού Αχιά περί των παροργισμάτων, ών παρώργισας και εξήμαρτες τον Ισραήλ. 23 και τή Ιεζάβελ ελάλησε Κύριος λέγων· οι κύνες καταφάγονται αυτήν εν τώ προτειχίσματι Ιεζράελ. 24 τον τεθνηκότα τού Αχαάβ εν τή πόλει φάγονται οι κύνες και τον τεθνηκότα αυτού εν τώ πεδίω φάγονται τα πετεινά τού ουρανού. 25 πλήν ματαίως Αχαάβ, ός επράθη ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον Κυρίου, ως μετέθηκεν αυτόν Ιεζάβελ η γυνή αυτού· 26 και εβδελύχθη σφόδρα πορεύεσθαι οπίσω των βδελυγμάτων κατά πάντα, ά εποίησεν ο Αμορραίος, ον εξωλόθρευσε Κύριος από προσώπου υιών Ισραήλ. 27 και υπέρ τού λόγου, ως κατενύγη Αχαάβ από προσώπου τού Κυρίου και επορεύετο κλαίων και διέρρηξε τον χιτώνα αυτού και εζώσατο σάκκον επί το σώμα αυτού και ενήστευσε και περιεβάλετο σάκκον εν τή ημέρα, ή επάταξε Ναβουθαί τον Ιεζραηλίτην, και επορεύθη, 28 και εγένετο ρήμα Κυρίου εν χειρί δούλου αυτού Ηλιού περί Αχαάβ, και είπε Κύριος· 29 εώρακας ως κατενύγη Αχαάβ από προσώπου μου; ουκ επάξω την κακίαν εν ταίς ημέραις αυτού, αλλ’ εν ταίς ημέραις τού υιού αυτού επάξω την κακίαν.
1 ΚΑΙ συνήθροισεν υιός Άδερ πάσαν την δύναμιν αυτού και ανέβη και περιεκάθισεν επί Σαμάρειαν και τριακονταδύο βασιλείς μετ’ αυτού και πάς ίππος και άρμα· και ανέβησαν και περιεκάθισαν επί Σαμάρειαν και επολέμησαν επ’ αυτήν. 2 και απέστειλε προς Αχαάβ βασιλέα Ισραήλ εις την πόλιν, και είπε προς αυτόν· τάδε λέγει υιός Άδερ· 3 το αργύριόν σου και το χρυσίον σου εμόν εστι και αι γυναίκές σου και τα τέκνα σου εμά εστι. 4 και απεκρίθη βασιλεύς Ισραήλ και είπε· καθώς ελάλησας, κύριέ μου βασιλεύ, σός εγώ ειμι και πάντα τα εμά. 5 και ανέστρεψαν οι άγγελοι, και είπαν· τάδε λέγει ο υιός Άδερ· εγώ απέστειλα προς σε λέγων· το αργύριόν σου και το χρυσίον σου και τας γυναίκας και τα τέκνα σου δώσεις εμοί· 6 ότι ταύτην την ώραν αύριον αποστελώ τους παίδάς μου προς σε, και ερευνήσουσι τον οίκόν σου και τους οίκους των παίδων σου και έσται πάντα τα επιθυμήματα των οφθαλμών αυτών, εφ’ ά αν επιβάλωσι τας χείρας αυτών, και λήψονται. 7 και εκάλεσεν ο βασιλεύς Ισραήλ πάντας τους πρεσβυτέρους της γής και είπε· γνώτε δή και ίδετε ότι κακίαν ούτος ζητεί, ότι απέσταλκε προς με περί των γυναικών μου και περί των υιών μου και περί των θυγατέρων μου· το αργύριόν μου και το χρυσίον μου ουκ απεκώλυσα απ’ αυτού. 8 και είπαν αυτώ οι πρεσβύτεροι και πάς ο λαός· μη ακούσης και μη θελήσης. 9 και είπε τοίς αγγέλοις υιού Άδερ· λέγετε τώ κυρίω υμών· πάντα όσα απέσταλκας προς τον δούλόν σου εν πρώτοις ποιήσω, το δε ρήμα τούτο ου δυνήσομαι ποιήσαι. και απήραν οι άνδρες και επέστρεψαν αυτώ λόγον.
10 και απέστειλε προς αυτόν υιός Άδερ λέγων· τάδε ποιήσαι μοι ο Θεός και τάδε προσθείη, ει εκποιήσει ο χούς Σαμαρείας ταίς αλώπεξι παντί τώ λαώ τοίς πεζοίς μου. 11 και απεκρίθη ο βασιλεύς Ισραήλ και είπεν· ικανούσθω· μη καυχάσθω ο κυρτός ως ο ορθός. 12 και εγένετο ότε απεκρίθη αυτώ τον λόγον τούτον, πίνων ήν αυτός και πάντες οι βασιλείς οι μετ’ αυτού εν σκηναίς και είπε τοίς παισίν αυτού· οικοδομήσατε χάρακα· και έθεντο χάρακα επί την πόλιν. 13 και ιδού προφήτης είς προσήλθε τώ Αχαάβ βασιλεί Ισραήλ και είπε· τάδε λέγει Κύριος· ει εώρακας τον όχλον τον μέγαν τούτον; ιδού εγώ δίδωμι αυτόν σήμερον εις χείράς σας, και γνώση ότι εγώ Κύριος. 14 και είπεν Αχαάβ· εν τίνι; και είπε· τάδε λέγει Κύριος· εν τοίς παιδαρίοις των αρχόντων των χωρών. και είπεν Αχαάβ· τις συνάξει τον πόλεμον; και είπε· σύ. 15 και επεσκέψατο Αχαάβ τα παιδάρια των αρχόντων των χωρών, και εγένοντο διακόσια τριάκοντα· και μετά ταύτα επεσκέψατο τον λαόν, πάντα υιόν δυνάμεως, επτά χιλιάδας. 16 και εξήλθε μεσημβρίας· και υιός Άδερ πίνων μεθύων εν Σοκχώθ αυτός και οι βασιλείς, τριάκοντα και δύο βασιλείς συμβοηθοί μετ΄ αυτού. 17 και εξήλθον άρχοντες παιδάρια των χωρών εν πρώτοις. και αποστέλλουσι και απαγγέλλουσι τώ βασιλεί Συρίας λέγοντες· άνδρες εξεληλύθασιν εκ Σαμαρείας. 18 και είπεν αυτοίς· ει εις ειρήνην εκπορεύονται, συλλαβείν αυτούς ζώντας· και ει εις πόλεμον, ζώντας συλλαβείν αυτούς· 19 και μη εξελθάτωσαν εκ της πόλεως τα παιδάρια αρχόντων των χωρών. και η δύναμις οπίσω αυτών
20 επάταξεν έκαστος τον παρ΄ αυτού και εδευτέρωσεν έκαστος τον παρ’ αυτού, και έφυγε Συρία, και κατεδίωξεν αυτούς Ισραήλ· και σώζεται υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας εφ΄ ίππου ιππέως. 21 και εξήλθεν ο βασιλεύς Ισραήλ και έλαβε πάντας τους ίππους και τα άρματα και επάταξε πληγήν μεγάλην εν Συρία. 22 και προσήλθεν ο προφήτης προς βασιλέα Ισραήλ και είπε· κραταιού και γνώθι και ίδε τι ποιήσεις, ότι επιστρέφοντος τού ενιαυτού υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας αναβαίνει επί σε. 23 και οι παίδες βασιλέως Συρίας είπον· Θεός ορέων Θεός Ισραήλ και ου Θεός κοιλάδων, διά τούτο εκραταίωσεν υπέρ ημάς· εάν δε πολεμήσωμεν αυτούς κατ’ ευθύ, ει μην κραταιώσωμεν υπέρ αυτούς. 24 και το ρήμα τούτο ποίησον· απόστησον τους βασιλείς έκαστον εις τον τόπον αυτών και θού αντ’ αυτών σατράπας, 25 και αλλάξομέν σοι δύναμιν κατά την δύναμιν την πεσούσαν και ίππον κατά την ίππον και άρματα κατά τα άρματα και πολεμήσομεν προς αυτούς κατ’ ευθύ και κραταιώσομεν υπέρ αυτούς. και ήκουσε της φωνής αυτών και εποίησεν ούτως. 26 και εγένετο επιστρέψαντος τού ενιαυτού και επεσκέψατο υιός Άδερ την Συρίαν και ανέβη εις Αφεκά εις πόλεμον επί Ισραήλ. 27 και οι υιοί Ισραήλ επεσκέπησαν και παρεγένοντο εις απαντήν αυτών, και παρενέβαλεν Ισραήλ εξεναντίας αυτών ωσεί δύο ποίμνια αιγών, και Συρία έπλησε την γήν. 28 και προσήλθεν ο άνθρωπος τού Θεού και είπε τώ βασιλεί Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος· ανθ’ ών είπε Συρία· Θεός ορέων Κύριος ο Θεός Ισραήλ και ου Θεός κοιλάδων αυτός, και δώσω την δύναμιν την μεγάλην ταύτην εις χείρα σήν, και γνώση ότι εγώ Κύριος. 29 και παρεμβάλλουσιν ούτοι απέναντι τούτων επτά ημέρας, και εγένετο εν τή ημέρα τή εβδόμη και προσήγαγεν ο πόλεμος, και επάταξεν Ισραήλ την Συρίαν εκατόν χιλιάδας πεζών μια ημέρα.
30 και έφυγον οι κατάλοιποι εις Αφεκά εις την πόλιν, και έπεσε το τείχος επί είκοσι και επτά χιλιάδας ανδρών των καταλοίπων. και υιός Άδερ έφυγε και εισήλθεν εις τον οίκον τού κοιτώνος, εις το ταμιείον. 31 και είπε τοίς παισίν αυτού· οίδα ότι βασιλείς Ισραήλ βασιλείς ελέους εισίν· επιθώμεθα δή σάκκους επί τας οσφύας ημών και σχοινία επί τας κεφαλάς ημών και εξέλθωμεν προς βασιλέα Ισραήλ, εί πως ζωογονήσει τας ψυχάς ημών. 32 και περιεζώσαντο σάκκους επί τας οσφύας αυτών και έθεσαν σχοινία επί τας κεφαλάς αυτών και είπον τώ βασιλεί Ισραήλ· δούλός σου υιός Άδερ λέγει· ζησάτω δή η ψυχή ημών. και είπεν· ει έτι ζή, αδελφός μου εστι. 33 και οι άνδρες οιωνίσαντο και εσπείσαντο και ανελέξαντο τον λόγον εκ τού στόματος αυτού και είπον· αδελφός σου υιός Άδερ. και είπεν· εισέλθατε και λάβετε αυτόν· και εξήλθε προς αυτόν υιός Άδερ, και αναβιβάζουσιν αυτόν προς αυτόν επί το άρμα. 34 και είπε προς αυτόν· τας πόλεις, ας έλαβεν ο πατήρ μου παρά τού πατρός σου, αποδώσω σοι, και εξόδους θήσεις σεαυτώ εν Δαμασκώ, καθώς έθετο ο πατήρ μου εν Σαμαρεία· και εγώ εν διαθήκη εξαποστελώ σε. και διέθετο αυτώ διαθήκην και εξαπέστειλεν αυτόν. 35 Καί άνθρωπος είς εκ των υιών των προφητών είπε προς τον πλησίον αυτού εν λόγω Κυρίου· πάταξον δή με· και ουκ ηθέλησεν ο άνθρωπος πατάξαι αυτόν. 36 και είπε προς αυτόν· ανθ’ ών ουκ ήκουσας της φωνής Κυρίου και ιδού σύ αποτρέχεις απ’ εμού, και πατάξει σε λέων· και απήλθεν απ’ αυτού, και ευρίσκει αυτόν λέων και επάταξεν αυτόν. 37 και ευρίσκει άνθρωπον άλλον και είπε· πάταξόν με δή· και επάταξεν αυτόν ο άνθρωπος πατάξας και συνέτριψε. 38 και επορεύθη ο προφήτης και έστη τώ βασιλεί Ισραήλ επί της οδού και κατεδήσατο εν τελαμώνι τους οφθαλμούς αυτού. 39 και εγένετο ως παρεπορεύετο ο βασιλεύς, και ούτος εβόα προς τον βασιλέα και είπεν· ο δούλός σου εξήλθεν επί την στρατιάν τού πολέμου, και ιδού ανήρ εισήγαγε προς με άνδρα και είπε προς με· φύλαξον τούτον τον άνδρα, εάν δε εκπηδών εκπηδήση, και έσται η ψυχή σου αντί της ψυχής αυτού, ή τάλαντον αργυρίου στήσεις·
40 και εγενήθη περιεβλέψατο ο δούλός σου ώδε και ώδε, και ούτος ουκ ήν. και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς Ισραήλ· ιδού και τα ένεδρα παρ’ εμοί εφόνευσας. 41 και έσπευσε και αφείλε τον τελαμώνα από των οφθαλμών αυτού, και επέγνω αυτόν ο βασιλεύς Ισραήλ, ότι εκ των προφητών ούτος. 42 και είπε προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος· διότι εξήνεγκας σύ άνδρα ολέθριον εκ της χειρός σου, και έσται η ψυχή σου αντί της ψυχής αυτού και ο λαός σου αντί τού λαού αυτού. 43 και απήλθεν ο βασιλεύς Ισραήλ συγκεχυμένος και εκλελυμένος και έρχεται εις Σαμάρειαν.
1 ΚΑΙ εκάθισε τα τρία έτη, και ουκ ήν πόλεμος ανά μέσον Συρίας και ανά μέσον Ισραήλ. 2 και εγενήθη εν τώ ενιαυτώ τώ τρίτω και κατέβη Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα προς βασιλέα Ισραήλ. 3 και είπε βασιλεύς Ισραήλ προς τους παίδας αυτού· ει οίδατε ότι ημίν Ρεμμάθ Γαλαάδ, και ημείς σιωπώμεν λαβείν αυτήν εκ χειρός βασιλέως Συρίας; 4 και είπε βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ· αναβήση μεθ’ ημών εις Ρεμμάθ Γαλαάδ εις πόλεμον; 5 και είπεν Ιωσαφάτ· καθώς εγώ και σύ ούτως, καθώς ο λαός μου ο λαός σου, καθώς οι ίπποι μου οι ίπποι σου. και είπεν Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα προς βασιλέα Ισραήλ· επερωτήσατε δή σήμερον τον Κύριον. 6 και συνήθροισεν ο βασιλεύς Ισραήλ πάντας τους προφήτας, ως τετρακοσίους άνδρας, και είπεν αυτοίς ο βασιλεύς· ει πορευθώ εις Ρεμμάθ Γαλαάδ εις πόλεμον ή επίσχω; και είπον· ανάβαινε, και διδούς δώσει Κύριος εις χείρας τού βασιλέως. 7 και είπεν Ιωσαφάτ προς βασιλέα Ισραήλ· ουκ έστιν ώδε προφήτης τού Κυρίου και επερωτήσομεν τον Κύριον δι’ αυτού; 8 και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ· είς εστιν ανήρ εις το επερωτήσαι δι’ αυτού τον Κύριον, και εγώ μεμίσηκα αυτόν, ότι ου λαλεί περί εμού καλά, αλλ’ ή κακά, Μιχαίας υιός Ιεμβλαά. και είπεν Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα· μη λεγέτω ο βασιλεύς ούτως. 9 και εκάλεσεν ο βασιλεύς Ισραήλ ευνούχον ένα και είπε· το τάχος Μιχαίαν υιόν Ιεμβλαά.
10 και ο βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα εκάθηντο ανήρ επί τού θρόνου αυτού ένοπλοι εν ταίς πύλαις Σαμαρείας, και πάντες οι προφήται επροφήτευον ενώπιον αυτών. 11 και εποίησεν εαυτώ Σεδεκίας υιός Χανανά κέρατα σιδηρά και είπε· τάδε λέγει Κύριος· εν τούτοις κερατιείς την Συρίαν, έως συντελεσθή. 12 και πάντες οι προφήται επροφήτευον ούτως λέγοντες· ανάβαινε εις Ρεμμάθ Γαλαάδ, και ευοδώσει και δώσει Κύριος εις χείράς σου και τον βασιλέα Συρίας. 13 και ο άγγελος ο πορευθείς καλέσαι τον Μιχαίαν ελάλησεν αυτώ λέγων· ιδού δή λαλούσι πάντες οι προφήται εν στόματι ενί καλά περί τού βασιλέως· γίνου δή και σύ εις τους λόγους σου κατά τους λόγους ενός τούτων και λάλησον καλά. 14 και είπε Μιχαίας· ζή Κύριος, ότι ά εάν είπη Κύριος προς με, ταύτα λαλήσω. 15 και ήλθε προς τον βασιλέα και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· Μιχαία, ει αναβώ εις Ρεμμάθ Γαλαάδ εις πόλεμον, ή επίσχω; και είπεν· ανάβαινε, και ευοδώσει Κύριος εις χείρας τού βασιλέως. 16 και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· ποσάκις εγώ ορκίζω σε όπως λαλήσης προς με αλήθειαν εν ονόματι Κυρίου; 17 και είπε Μιχαίας· ουχ ούτως. εώρακα πάντα τον Ισραήλ διεσπαρμένον εν τοίς όρεσιν ως ποίμνιον, ώ ουκ έστι ποιμήν, και είπε Κύριος· ου κύριος τούτοις Θεός; έκαστος εις τον οίκον αυτού εν ειρήνη αναστρεφέτω. 18 και είπε βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ βασιλέα Ιούδα· ουκ είπα προς σε ότι ου προφητεύει ούτός μοι καλά, διότι αλλ΄ ή κακά; 19 και είπε Μιχαίας· ουχ ούτως, ουκ εγώ, άκουε ρήμα Κυρίου, ουχ ούτως· είδον Θεόν Ισραήλ καθήμενον επί θρόνου αυτού, και πάσα η στρατιά τού ουρανού ειστήκει περί αυτόν εκ δεξιών αυτού και εξ ευωνύμων.
20 και είπε Κύριος· τις απατήσει τον Αχαάβ βασιλέα Ισραήλ και αναβήσεται και πεσείται εν Ρεμμάθ Γαλαάδ; και είπεν ούτος ούτως και ούτος ούτως. 21 και εξήλθε πνεύμα και έστη ενώπιον Κυρίου και είπεν· εγώ απατήσω αυτόν. 22 και είπε προς αυτόν Κύριος· εν τίνι; και είπεν· εξελεύσομαι και έσομαι πνεύμα ψευδές εις το στόμα πάντων των προφητών αυτού. και είπεν· απατήσεις και γε δυνήση, έξελθε και ποίησον ούτως. 23 και νύν ιδού έδωκε Κύριος πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών σου τούτων, και Κύριος ελάλησεν επί σε κακά. 24 και προσήλθε Σεδεκίας υιός Χανανά και επάταξε τον Μιχαίαν επί την σιαγόνα και είπε· ποίον πνεύμα Κυρίου το λαλήσαν εν σοί; 25 και είπε Μιχαίας· ιδού σύ όψη τή ημέρα εκείνη, όταν εισέλθης ταμιείον τού ταμιείου τού κρυβήναι εκεί. 26 και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ· λάβετε τον Μιχαίαν και αποστρέψατε αυτόν προς Σεμήρ τον βασιλέα της πόλεως· και τώ Ιωάς υιώ τού βασιλέως 27 ειπόν θέσθαι τούτον εν φυλακή και εσθίειν αυτόν άρτον θλίψεως και ύδωρ θλίψεως έως τού επιστρέψαι με εν ειρήνη. 28 και είπε Μιχαίας· εάν επιστρέφων επιστρέψης εν ειρήνη, ου λελάληκε Κύριος εν εμοί. 29 και ανέβη βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα μετ’ αυτού εις Ρεμμάθ Γαλαάδ.
30 και είπε βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ βασιλέα Ιούδα· συγκαλύψομαι και εισελεύσομαι εις τον πόλεμον, και σύ ένδυσαι τον ιματισμόν μου· και συνεκαλύψατο βασιλεύς Ισραήλ και εισήλθεν εις τον πόλεμον. 31 και βασιλεύς Συρίας ενετείλατο τοίς άρχουσι των αρμάτων αυτού τριάκοντα και δυσί λέγων· μη πολεμείτε μικρόν και μέγαν, αλλ’ ή τον βασιλέα Ισραήλ μονώτατον. 32 και εγένετο ως είδον οι άρχοντες των αρμάτων τον Ιωσαφάτ βασιλέα Ιούδα, και αυτοί είπαν· φαίνεται βασιλεύς Ισραήλ ούτος· και εκύκλωσαν αυτόν πολεμήσαι, και ανέκραξεν Ιωσαφάτ. 33 και εγένετο ως είδον οι άρχοντες των αρμάτων ότι ουκ έστι βασιλεύς Ισραήλ ούτος, και ανέστρεψαν απ’ αυτού. 34 και επέτεινεν είς το τόξον ευστόχως και επάταξε τον βασιλέα Ισραήλ ανά μέσον τού πνεύμονος και ανά μέσον τού θώρακος. και είπε τώ ηνιόχω αυτού· επίστρεψον τας χείράς σου και εξάγαγέ με εκ τού πολέμου, ότι τέτρωμαι. 35 και ετροπώθη ο πόλεμος εν τή ημέρα εκείνη, και ο βασιλεύς ήν εστηκώς επί τού άρματος εξεναντίας Συρίας από πρωί έως εσπέρας και επέχυνε το αίμα από της πληγής εις τον κόλπον τού άρματος· και απέθανεν εσπέρας, και εξεπορεύετο το αίμα της τροπής έως τού κόλπου τού άρματος. 36 και έστη ο στρατοκήρυξ δύοντος τού ηλίου λέγων· έκαστος εις την εαυτού πόλιν και εις την εαυτού γήν, 37 ότι τέθνηκεν ο βασιλεύς. και ήλθον εις Σαμάρειαν και έθαψαν τον βασιλέα εν Σαμαρεία. 38 και απένιψαν το αίμα επί την κρήνην Σαμαρείας, και εξέλειξαν αι ύες και οι κύνες το αίμα, και αι πόρναι ελούσαντο εν τώ αίματι κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησε. 39 και τα λοιπά των λόγων Αχαάβ και πάντα, ά εποίησε, και οίκον ελεφάντινον, ον ωκοδόμησε, και πάσας τας πόλεις, ας εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γέγραπται εν βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ;
40 και εκοιμήθη Αχαάβ μετά των πατέρων αυτού, και εβασίλευσεν Οχοζίας υιός αυτού αντ’ αυτού. 41 Καί Ιωσαφάτ υιός Ασά εβασίλευσεν επί Ιούδαν· εν έτει τετάρτω τού Αχαάβ βασιλέως Ισραήλ εβασίλευσεν Ιωσαφάτ. 42 υιός τριάκοντα και πέντε ετών εν τώ βασιλεύειν αυτόν, και είκοσι και πέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Αζουβά θυγάτηρ Σαλαί. 43 και επορεύθη εν πάση οδώ Ασά τού πατρός αυτού· ουκ εξέκλινεν απ’ αυτής τού ποιήσαι το ευθές εν οφθαλμοίς Κυρίου· 44 πλήν των υψηλών ουκ εξήρεν, έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοίς υψηλοίς. 45 και ειρήνευσεν Ιωσαφάτ μετά βασιλέως Ισραήλ. 46 και τα λοιπά των λόγων Ιωσαφάτ και αι δυναστείαι αυτού, όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών βασιλέων Ιούδα; [47 Καί περισσόν τού ενδιηλλαγμένου, ό υπελείφθη εν ημέραις Ασά τού πατρός αυτού, επέλεξεν από της γής. 48 και βασιλεύς ουκ ήν εν Εδέμ εστηλωμένος. και ο βασιλεύς 49 Ιωσαφάτ εποίησε νήας εις Θαρσίς τού πορευθήναι Ωφέρδε εις χρυσίον, και ουκ επορεύθησαν, ότι συνετρίβησαν νήες εν Ασεών Γαβέρ.
50 τότε είπε Οχοζίας υιός Αχαάβ προς Ιωσαφάτ· πορευθήτωσαν δούλοί μου μετά των δούλων σου ταίς ναυσί· και ουκ ηθέλησεν Ιωσαφάτ.] 51 και εκοιμήθη Ιωσαφάτ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη παρά τοίς πατράσιν αυτού εν πόλει Δαυίδ τού πατρός αυτού· και εβασίλευσεν Ιωράμ υιός αυτού αντ’ αυτού. 52 Καί Οχοζίας υιός Αχαάβ εβασίλευεν επί Ισραήλ εν Σαμαρεία εν έτει επτακαιδεκάτω Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα· και εβασίλευσεν εν Ισραήλ εν Σαμαρεία δύο έτη. 53 και εποίησε το πονηρόν εναντίον Κυρίου και επορεύθη εν οδώ Αχαάβ τού πατρός αυτού και εν οδώ Ιεζάβελ της μητρός αυτού και εν ταίς αμαρτίαις οίκου Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ. 54 και εδούλευσε τοίς Βααλίμ και προσεκύνησεν αυτοίς και παρώργισε τον Κύριον Θεόν Ισραήλ, κατά πάντα τα γενόμενα έμπροσθεν αυτού.
1 ΚΑΙ ηθέτησε Μωάβ εν Ισραήλ μετά το αποθανείν Αχαάβ. 2 και έπεσεν Οχοζίας διά τού δικτυωτού τού εν τώ υπερώω αυτού τώ εν Σαμαρεία και ηρρώστησε. και απέστειλεν αγγέλους και είπε προς αυτούς· δεύτε και επιζητήσατε εν τώ Βάαλ μυίαν θεόν Ακκαρών, ει ζήσομαι εκ της αρρωστίας μου ταύτης· και επορεύθησαν επερωτήσαι δι’ αυτού. 3 και άγγελος Κυρίου εκάλεσεν Ηλιού τον Θεσβίτην λέγων· αναστάς δεύρο εις συνάντησιν των αγγέλων Οχοζίου βασιλέως Σαμαρείας και λαλήσεις προς αυτούς· ει παρά το μη είναι Θεόν εν Ισραήλ υμείς πορεύεσθε επιζητήσαι εν τώ Βάαλ μυίαν θεόν Ακκαρών; και ουχ ούτως· 4 ότι τάδε λέγει Κύριος· η κλίνη, εφ’ ής ανέβης εκεί, ου καταβήση απ’ αυτής, ότι θανάτω αποθανή. και επορεύθη Ηλιού και είπε προς αυτούς. 5 και επεστράφησαν οι άγγελοι προς αυτόν, και είπε προς αυτούς· τι ότι επεστρέψατε; 6 και είπαν προς αυτόν· ανήρ ανέβη εις συνάντησιν ημών και είπε προς ημάς· δεύτε επιστράφητε προς τον βασιλέα τον αποστείλαντα υμάς και λαλήσατε προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος· ει παρά το μη είναι Θεόν εν Ισραήλ σύ πορεύη επιζητήσαι εν τώ Βάαλ μυίαν θεόν Ακκαρών; ουχ ούτως· η κλίνη, εφ’ ής ανέβης εκεί, ου καταβήση απ’ αυτής, ότι θανάτω αποθανή. 7 και ελάλησε προς αυτούς λέγων· τις η κρίσις τού ανδρός τού αναβάντος εις συνάντησιν υμίν και λαλήσαντος προς υμάς τους λόγους τούτους; 8 και είπαν προς αυτόν· ανήρ δασύς και ζώνην δερματίνην περιεζωσμένος την οσφύν αυτού. και είπεν· Ηλιού ο Θεσβίτης ούτός εστι. 9 και απέστειλε προς αυτόν πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα αυτού, και ανέβη προς αυτόν, και ιδού Ηλιού εκάθητο επί της κορυφής τού όρους. και ελάλησεν ο πεντηκόνταρχος προς αυτόν και είπεν· άνθρωπε τού Θεού, ο βασιλεύς εκάλεσέ σε, κατάβηθι.
10 και απεκρίθη Ηλιού, και είπε προς τον πεντηκόνταρχον· και ει άνθρωπος Θεού εγώ, καταβήσεται πύρ εκ τού ουρανού και καταφάγεταί σε και τους πεντήκοντά σου· και κατέβη πύρ εκ τού ουρανού και κατέφαγεν αυτόν και τους πεντήκοντα αυτού. 11 και προσέθετο ο βασιλεύς και απέστειλε προς αυτόν άλλον πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα αυτού, και ανέβη και ελάλησεν ο πεντηκόνταρχος προς αυτόν και είπεν· άνθρωπε τού Θεού, τάδε λέγει ο βασιλεύς· ταχέως κατάβηθι. 12 και απεκρίθη Ηλιού και ελάλησε προς αυτόν και είπεν· ει άνθρωπος Θεού εγώ, καταβήσεται πύρ εκ τού ουρανού και καταφάγεταί σε και τους πεντήκοντά σου· και κατέβη πύρ εξ ουρανού και κατέφαγε αυτόν και τους πεντήκοντα αυτού. 13 και προσέθετο ο βασιλεύς έτι αποστείλαι ηγούμενον και τους πεντήκοντα αυτού, και ήλθεν ο πεντηκόνταρχος ο τρίτος και έκαμψεν επί τα γόνατα αυτού κατέναντι Ηλιού και εδεήθη αυτού και ελάλησε προς αυτόν και είπεν· άνθρωπε τού Θεού, εντιμωθήτω δή η ψυχή μου και η ψυχή των δούλων σου τούτων των πεντήκοντα εν οφθαλμοίς σου· 14 ιδού κατέβη πύρ εκ τού ουρανού και κατέφαγε τους δύο πεντηκοντάρχους τους πρώτους και τους πεντήκοντα αυτών, και νύν εντιμωθήτω δή η ψυχή μου εν οφθαλμοίς σου. 15 και ελάλησεν άγγελος Κυρίου προς Ηλιού και είπε· κατάβηθι μετ΄ αυτού, μη φοβηθής από προσώπου αυτών· και ανέστη Ηλιού και κατέβη μετ’ αυτού προς τον βασιλέα. 16 και ελάλησε προς αυτόν και είπεν Ηλιού· τάδε λέγει Κύριος· τι ότι απέστειλας αγγέλους εκζητήσαι εν τώ Βάαλ μυίαν θεόν Ακκαρών; ουχ ούτως· η κλίνη, εφ΄ ής ανέβης εκεί, ου καταβήση απ’ αυτής, ότι θανάτω αποθανή. 17 και απέθανε κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησεν Ηλιού. 18 και τα λοιπά των λόγων Οχοζίου, ά εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 18·1 Καί Ιωράμ υιός Αχαάβ βασιλεύει επί Ισραήλ εν Σαμαρεία έτη δεκαδύο, εν έτει οκτωκαιδεκάτω Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα.
18·2 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου, πλήν ουχ ως οι αδελφοί αυτού, ουδέ ως η μήτηρ αυτού. 18·3 και απέστησε τας στήλας τού Βάαλ, ας εποίησεν ο πατήρ αυτού, και συνέτριψεν αυτάς· πλήν εν ταίς αμαρτίαις οίκου Ιεροβοάμ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ, εκολλήθη, ουκ απέστη απ’ αυτών. 18·4 και εθυμώθη οργή Κύριος εις τον οίκον Αχαάβ.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ ανάγειν Κύριον εν συσσεισμώ τον Ηλιού ως εις τον ουρανόν και επορεύθη Ηλιού και Ελισαιέ εκ Γαλγάλων. 2 και είπεν Ηλιού προς Ελισαιέ· κάθου δή ενταύθα, ότι Κύριος απέσταλκέ με έως Βαιθήλ· και είπεν Ελισαιέ· ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε· και ήλθον εις Βαιθήλ. 3 και ήλθον οι υιοί των προφητών οι εν Βαιθήλ προς Ελισαιέ και είπον προς αυτόν· ει έγνως, ότι Κύριος σήμερον λαμβάνει τον κύριόν σου επάνωθεν της κεφαλής σου; και είπε· καγώ έγνωκα, σιωπάτε. 4 και είπεν Ηλιού προς Ελισαιέ· κάθου δή ενταύθα, ότι Κύριος απέσταλκέ με εις Ιεριχώ· και είπεν Ελισαιέ· ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε· και ήλθον εις Ιεριχώ. 5 και ήγγισαν οι υιοί των προφητών οι εν Ιεριχώ προς Ελισαιέ και είπαν προς αυτόν· ει έγνως ότι σήμερον λαμβάνει Κύριος τον κύριόν σου επάνωθεν της κεφαλής σου; και είπε· και γε εγώ έγνων, σιωπάτε. 6 και είπεν αυτώ Ηλιού· κάθου δή ώδε, ότι Κύριος απέσταλκέ με έως εις τον Ιορδάνην· και είπεν Ελισαιέ· ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε· και επορεύθησαν αμφότεροι· 7 και πεντήκοντα άνδρες υιοί των προφητών και έστησαν εξεναντίας μακρόθεν· και αμφότεροι έστησαν επί τού Ιορδάνου. 8 και έλαβεν Ηλιού την μηλωτήν αυτού και είλησε και επάταξε το ύδωρ, και διηρέθη το ύδωρ ένθα και ένθα, και διέβησαν αμφότεροι εν ερήμω. 9 και εγένετο εν τώ διαβήναι αυτούς και Ηλιού είπε προς Ελισαιέ· αίτησαι τι ποιήσω σοι πριν ή αναληφθήναί με από σού. και είπεν Ελισαιέ· γενηθήτω δή διπλά εν πνεύματί σου επ’ εμέ.
10 και είπεν Ηλιού· εσκλήρυνας τού αιτήσασθαι· εάν ίδης με αναλαμβανόμενον από σού, και έσται σοι ούτως· και εάν μη, ου μη γένηται. 11 και εγένετο αυτών πορευομένων, επορεύοντο και ελάλουν· και ιδού άρμα πυρός και ίπποι πυρός και διέστειλαν ανά μέσον αμφοτέρων, και ανελήφθη Ηλιού εν συσσεισμώ ως εις τον ουρανόν. 12 και Ελισαιέ εώρα και εβόα· πάτερ, πάτερ, άρμα Ισραήλ και ιππεύς αυτού· και ουκ είδεν αυτόν έτι και επελάβετο των ιματίων αυτού και διέρρηξεν αυτά εις δύο ρήγματα. 13 και ύψωσε την μηλωτήν Ηλιού, ή έπεσεν επάνωθεν Ελισαιέ, και επέστρεψεν Ελισαιέ και έστη επί τού χείλους τού Ιορδάνου· 14 και έλαβε την μηλωτήν Ηλιού, ή έπεσεν επάνωθεν αυτού, και επάταξε το ύδωρ και ου διέστη· και είπε· που ο Θεός Ηλιού αφφώ; και επάταξε τα ύδατα, και διερράγησαν ένθα και ένθα, και διέβη Ελισαιέ. 15 και είδον αυτόν οι υιοί των προφητών οι εν Ιεριχώ εξεναντίας και είπον· επαναπέπαυται το πνεύμα Ηλιού επί Ελισαιέ· και ήλθον εις συναντήν αυτού και προσεκύνησαν αυτώ επί την γήν. 16 και είπον προς αυτόν· ιδού δή μετά των παίδων σου πεντήκοντα άνδρες υιοί δυνάμεως· πορευθέντες δή ζητησάτωσαν τον κύριόν σου, μη ποτε ήρεν αυτόν πνεύμα Κυρίου και έρριψεν αυτόν εν τώ Ιορδάνη ή εφ’ έν των ορέων ή εφ’ ένα των βουνών. και είπεν Ελισαιέ· ουκ αποστελείτε. 17 και παρεβιάσαντο αυτόν έως ού ησχύνετο. και είπεν· αποστείλατε. και απέστειλαν πεντήκοντα άνδρας, και εζήτησαν τρεις ημέρας και ουχ εύρον αυτόν. 18 και ανέστρεψαν προς αυτόν, και αυτός εκάθητο εν Ιεριχώ, και είπεν Ελισαιέ· ουκ είπον προς υμάς, μη πορευθήτε; 19 και είπον οι άνδρες της πόλεως προς Ελισαιέ· ιδού η κατοίκησις της πόλεως αγαθή, καθώς ο κύριος βλέπει, και τα ύδατα πονηρά και η γη ατεκνουμένη.
20 και είπεν Ελισαιέ· λάβετέ μοι υδρίσκην καινήν και θέτε εκεί άλα· και έλαβον και ήνεγκαν προς αυτόν. 21 και εξήλθεν Ελισαιέ εις την διέξοδον των υδάτων και έρριψεν εκεί άλα και είπε· τάδε λέγει Κύριος· ίαμαι τα ύδατα, ουκ έσται έτι εκείθεν θάνατος και ατεκνουμένη. 22 και ιάθησαν τα ύδατα έως της ημέρας ταύτης κατά το ρήμα Ελισαιέ, ό ελάλησε. 23 και ανέβη εκείθεν εις Βαιθήλ· και αναβαίνοντος αυτού εν τή οδώ και παιδάρια μικρά εξήλθον εκ της πόλεως και κατέπαιζον αυτού και είπον αυτώ· ανάβαινε, φαλακρέ, ανάβαινε. 24 και εξένευσεν οπίσω αυτών και είδεν αυτά, και κατηράσατο αυτοίς εν ονόματι Κυρίου· και ιδού εξήλθον δύο άρκοι εκ τού δρυμού και ανέρρηξαν απ’ αυτών τεσσαράκοντα και δύο παίδας. 25 και επορεύθη εκείθεν εις το όρος το Καρμήλιον κακείθεν επέστρεψεν εις Σαμάρειαν.
1 ΚΑΙ Ιωράμ υιός Αχαάβ εβασίλευσεν εν Ισραήλ εν έτει οκτωκαιδεκάτω Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα και εβασίλευσε δώδεκα έτη. 2 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου, πλήν ουχ ως ο πατήρ αυτού και ουχ ως η μήτηρ αυτού. και μετέστησε τας στήλας τού Βάαλ, ας εποίησεν ο πατήρ αυτού· 3 πλήν εν τή αμαρτία Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ, εκολλήθη, ουκ απέστη απ’ αυτής. 4 και Μωσά βασιλεύς Μωάβ ήν νωκήδ, και επέστρεφε τώ βασιλεί Ισραήλ εν τή επαναστάσει εκατόν χιλιάδας αρνών και εκατόν χιλιάδας κριών επί πόκων. 5 και εγένετο μετά το αποθανείν Αχαάβ και ηθέτησε βασιλεύς Μωάβ εν βασιλεί Ισραήλ. 6 και εξήλθεν ο βασιλεύς Ιωράμ εν τή ημέρα εκείνη εκ Σαμαρείας και επεσκέψατο τον Ισραήλ· 7 και επορεύθη και εξαπέστειλε προς Ιωσαφάτ βασιλέα Ιούδα λέγων· βασιλεύς Μωάβ ηθέτησεν εν εμοί· ει πορεύση μετ’ εμού εις Μωάβ εις πόλεμον; και είπεν· αναβήσομαι· όμοιός μοι όμοιός σοι, ως ο λαός μου ο λαός σου, ως οι ίπποι μου οι ίπποι σου. 8 και είπε· ποία οδώ αναβώ; και είπεν· οδόν έρημον Εδώμ. 9 και επορεύθη ο βασιλεύς Ισραήλ και ο βασιλεύς Ιούδα και ο βασιλεύς Εδώμ και εκύκλωσαν οδόν επτά ημερών, και ουκ ήν ύδωρ τή παρεμβολή και τοίς κτήνεσι τοίς εν τοίς ποσίν αυτών.
10 και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ· ώ, ότι κέκληκε Κύριος τους τρεις βασιλείς παρερχομένους δούναι αυτούς εν χειρί Μωάβ 11 και είπεν Ιωσαφάτ· ουκ έστιν ώδε προφήτης τού Κυρίου και επιζητήσωμεν τον Κύριον παρ’ αυτού; και απεκρίθη είς των παίδων τού βασιλέως Ισραήλ και είπεν· ώδε Ελισαιέ υιός Σαφάτ, ός επέχεεν ύδωρ επί χείρας Ηλιού. 12 και είπεν Ιωσαφάτ· έστιν αυτώ ρήμα Κυρίου. και κατέβη προς αυτόν βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα και βασιλεύς Εδώμ. 13 και είπεν Ελισαιέ προς βασιλέα Ισραήλ· τι εμοί και σοί; δεύρο προς τους προφήτας τού πατρός σου και τους προφήτας της μητρός σου. και είπεν αυτώ ο βασιλεύς Ισραήλ· μη ότι κέκληκε Κύριος τους τρεις βασιλείς τού παραδούναι αυτούς εις χείρας Μωάβ; 14 και είπεν Ελισαιέ· ζή Κύριος των δυνάμεων, ώ παρέστην ενώπιον αυτού, ότι ει μη πρόσωπον Ιωασαφάτ βασιλέως Ιούδα εγώ λαμβάνω, ει επέβλεψα προς σε και είδόν σε· 15 και νύν λαβέ μοι ψάλλοντα. και εγένετο ως έψαλλεν ο ψάλλων, και εγένετο επ΄ αυτόν χείρ Κυρίου, 16 και είπε· τάδε λέγει Κύριος· ποιήσατε τον χειμάρρουν τούτον βοθύνους βοθύνους· 17 ότι τάδε λέγει Κύριος· ουκ όψεσθε πνεύμα και ουκ όψεσθε υετόν, και ο χειμάρρους ούτος πλησθήσεται ύδατος, και πίεσθε υμείς και αι κτήσεις υμών και τα κτήνη υμών· 18 και κούφη αυτή εν οφθαλμοίς Κυρίου, και παραδώσω την Μωάβ εν χειρί υμών, 19 και πατάξετε πάσαν πόλιν οχυράν και πάν ξύλον αγαθόν καταβαλείτε και πάσας πηγάς ύδατος εμφράξεσθε και πάσαν μερίδα αγαθήν αχρειώσετε εν λίθοις.
20 και εγένετο πρωί αναβαινούσης της θυσίας και ιδού ύδατα ήρχοντο εξ οδού Εδώμ, και επλήσθη η γη ύδατος. 21 και πάσα Μωάβ ήκουσαν ότι ανέβησαν οι τρεις βασιλείς πολεμείν αυτούς, και ανεβόησαν εκ παντός περιεζωσμένοι ζώνην και είπαν· ώ και έστησαν επί τού ορίου. 22 και ώρθρισαν το πρωί, και ο ήλιος ανέτειλεν επί τα ύδατα· και είδε Μωάβ εξεναντίας τα ύδατα πυρά ωσεί αίμα 23 και είπαν· αίμα τούτο της ρομφαίας, και εμαχέσαντο οι βασιλείς και επάταξεν ανήρ τον πλησίον αυτού, και νύν επί τα σκύλα Μωάβ. 24 και εισήλθον εις την παρεμβολήν Ισραήλ, και Ισραήλ ανέστησαν και επάταξαν την Μωάβ, και έφυγον από προσώπου αυτών. και εισήλθον εισπορευόμενοι και τύπτοντες την Μωάβ 25 και τας πόλεις καθείλον και πάσαν μερίδα αγαθήν έρριψαν ανήρ τον λίθον και ενέπλησαν αυτήν και πάσαν πηγήν ενέφραξαν και πάν ξύλον αγαθόν κατέβαλον έως τού καταλιπείν τους λίθους τού τοίχου καθηρημένους, και εκύκλωσαν οι σφενδονήται και επάταξαν αυτήν. 26 και είδεν ο βασιλεύς Μωάβ ότι εκραταίωσεν υπέρ αυτόν ο πόλεμος. και έλαβε μεθ’ εαυτού επτακοσίους άνδρας εσπασμένους ρομφαίαν διακόψαι προς βασιλέα Εδώμ, και ουκ ηδυνήθησαν. 27 και έλαβε τον υιόν αυτού τον πρωτότοκον, ον εβασίλευσεν αντ’ αυτού, και ανήνεγκεν αυτόν ολοκαύτωμα επί τού τείχους· και εγένετο μετάμελος μέγας επί Ισραήλ, και απήραν απ’ αυτού και επέστρεψαν εις την γήν.
1 ΚΑΙ γυνή μία από των υιών των προφητών εβόα προς τον Ελισαιέ λέγουσα· ο δούλός σου ανήρ μου απέθανε, και σύ έγνως ότι δούλός σου ήν φοβούμενος τον Κύριον· και ο δανειστής ήλθε λαβείν τους δύο υιούς μου εαυτώ εις δούλους. 2 και είπεν Ελισαιέ· τι ποιήσω σοι; ανάγγειλόν μοι τι έστι σοι εν τώ οίκω. η δε είπεν· ουκ έστι τή δούλη σου ουδέν εν τώ οίκω, ότι αλλ’ ή ό αλείψομαι έλαιον. 3 και είπε προς αυτήν· δεύρο αίτησαι σεαυτή σκεύη έξωθεν παρά πάντων των γειτόνων σκεύη κενά, μη ολιγώσης. 4 και εισελεύση και αποκλείσεις την θύραν κατά σού και κατά των υιών σου και αποχεείς εις τα σκεύη ταύτα και το πληρωθέν αρείς. 5 και απήλθε παρ’ αυτού, και απέκλεισε την θύραν καθ’ εαυτής και κατά των υιών αυτής· αυτοί προσήγγιζον προς αυτήν, και αυτή επέχεεν έως επλήσθησαν τα σκεύη. 6 και είπε προς τους υιούς αυτής· εγγίσατε έτι προς με το σκεύος· και είπον αυτή· ουκ έστιν έτι σκεύος· και έστη το έλαιον. 7 και ήλθε και απήγγειλε τώ ανθρώπω τού Θεού, και είπεν Ελισαιέ· δεύρο και απόδου το έλαιον και αποτίσεις τους τόκους σου, και σύ και οι υιοί σου ζήσεσθε εν τώ επιλοίπω ελαίω. 8 και εγένετο ημέρα και διέβη Ελισαιέ εις Σωμάν, και εκεί γυνή μεγάλη και εκράτησεν αυτόν φαγείν άρτον. και εγένετο αφ΄ ικανού τού εισπορεύεσθαι αυτόν εξέκλινε τού εκεί φαγείν. 9 και είπεν η γυνή προς τον άνδρα αυτής· ιδού δή έγνων ότι άνθρωπος τού Θεού άγιος ούτος διαπορεύεται εφ΄ ημάς διά παντός.
10 ποιήσωμεν δή αυτώ υπερώον τόπον μικρόν και θώμεν αυτώ εκεί κλίνην και τράπεζαν και δίφρον και λυχνίαν. και έσται εν τώ εισπορεύεσθαι προς ημάς και εκκλινεί εκεί. 11 και εγένετο ημέρα και εισήλθεν εκεί και εξέκλινεν εις το υπερώον και εκοιμήθη εκεί. 12 και είπε προς Γιεζί το παιδάριον αυτού· κάλεσόν μοι την Σωμανίτιν ταύτην· και εκάλεσεν αυτήν, και έστη ενώπιον αυτού. 13 και είπεν αυτώ· ειπόν δή προς αυτήν· ιδού εξέστησας ημίν πάσαν την έκστασιν ταύτην· τι δεί ποιήσαί σοι; ει έστι λόγος σοι προς τον βασιλέα ή προς τον άρχοντα της δυνάμεως; η δε είπεν· εν μέσω τού λαού εγώ ειμι οικώ. 14 και είπε προς Γιεζί· τι δεί ποιήσαι αυτή; και είπε Γιεζί το παιδάριον αυτού· και μάλα υιός ουκ έστιν αυτή, και ο ανήρ αυτής πρεσβύτης. 15 και εκάλεσεν αυτήν, και έστη παρά την θύραν. 16 και είπεν Ελισαιέ προς αυτήν· εις τον καιρόν τούτον, ως η ώρα, ζώσα σύ περιειληφυία υιόν. η δε είπε· μη Κύριε, μη διαψεύση την δούλην σου. 17 και εν γαστρί έλαβεν η γυνή και έτεκεν υιόν εις τον καιρόν τούτον, ως η ώρα, ζώσα, ως ελάλησε προς αυτήν Ελισαιέ. 18 και ηδρύνθη το παιδάριον· και εγένετο ηνίκα εξήλθε προς τον πατέρα αυτού προς τους θερίζοντας, 19 και είπε προς τον πατέρα αυτού· την κεφαλήν μου, την κεφαλήν μου· και είπε τώ παιδαρίω· άρον αυτόν προς την μητέρα αυτού.
20 και ήρεν αυτόν προς την μητέρα αυτού, και εκοιμήθη επί των γονάτων αυτής έως μεσημβρίας και απέθανε. 21 και ανήνεγκεν αυτόν και εκοίμισεν αυτόν επί την κλίνην τού ανθρώπου τού Θεού και απέκλεισε κατ΄ αυτού και εξήλθε. 22 και εκάλεσε τον άνδρα αυτής και είπεν· απόστειλον δή μοι έν των παιδαρίων και μίαν των όνων, και δραμούμαι έως τού ανθρώπου τού Θεού και επιστρέψω. 23 και είπε· τι ότι σύ πορεύη προς αυτόν σήμερον; ου νεομηνία ουδέ σάββατον. η δε είπεν· ειρήνη. 24 και επέσαξε την όνον και είπε προς το παιδάριον αυτής· άγε πορεύου, μη επίσχης μοι τού επιβήναι, ότι εάν είπω σοι· δεύρο και πορεύση και ελεύση προς τον άνθρωπον τού Θεού εις όρος το Καρμήλιον. 25 και επορεύθη και ήλθεν έως τού ανθρώπου τού Θεού εις το όρος. και εγένετο ως είδεν Ελισαιέ ερχομένην αυτήν, και είπε προς Γιεζί το παιδάριον αυτού· ιδού δή η Σωμανίτις εκείνη· 26 νύν δράμε εις απαντήν αυτής και ερείς· ει ειρήνη σοι; ει ειρήνη τώ ανδρί σου; ει ειρήνη τώ παιδαρίω; η δε είπεν· ειρήνη. 27 και ήλθε προς Ελισαιέ εις το όρος και επελάβετο των ποδών αυτού. και ήγγισε Γιεζί απώσασθαι αυτήν, και είπεν Ελισαιέ· άφες αυτήν, ότι η ψυχή αυτής κατώδυνος αυτή, και Κύριος απέκρυψεν απ’ εμού και ουκ ανήγγειλέ μοι. 28 η δε είπε· μη ητησάμην υιόν παρά τού Κυρίου μου; ότι ουκ είπα· ου πλανήσεις μετ’ εμού; 29 και είπεν Ελισαιέ τώ Γιεζί· ζώσαι την οσφύν σου και λαβέ την βακτηρίαν μου εν τή χειρί σου και δεύρο· ότι εάν εύρης άνδρα, ουκ ευλογήσεις αυτόν, και εάν ευλογήση σε ανήρ, ουκ αποκριθήση αυτώ· και επιθήσεις την βακτηρίαν μου επί πρόσωπον τού παιδαρίου.
30 και είπεν η μήτηρ τού παιδαρίου· ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε· και ανέστη Ελισαιέ και επορεύθη οπίσω αυτής. 31 και Γιεζί διήλθεν έμπροσθεν αυτής και επέθηκε την βακτηρίαν επί πρόσωπον τού παιδαρίου, και ουκ ήν φωνή και ουκ ήν ακρόασις· και επέστρεψεν εις απαντήν αυτού και απήγγειλεν αυτώ λέγων· ουκ ηγέρθη το παιδάριον. 32 και εισήλθεν Ελισαιέ εις τον οίκον και ιδού το παιδάριον τεθνηκός κεκοιμισμένον επί την κλίνην αυτού. 33 και εισήλθεν Ελισαιέ εις τον οίκον και απέκλεισε την θύραν κατά των δύο εαυτών και προσηύξατο προς Κύριον· 34 και ανέβη και εκοιμήθη επί το παιδάριον και έθηκε το στόμα αυτού επί το στόμα αυτού και τους οφθαλμούς αυτού επί τους οφθαλμούς αυτού και τας χείρας αυτού επί τας χείρας αυτού και διέκαμψεν επ’ αυτόν, και διεθερμάνθη η σάρξ τού παιδαρίου. 35 και επέστρεψε και επορεύθη εν τή οικία ένθεν και ένθεν και ανέβη και συνέκαμψεν επί το παιδάριον έως επτάκις, και ήνοιξε το παιδάριον τους οφθαλμούς αυτού. 36 και εξεβόησε Ελισαιέ προς Γιεζί και είπε· κάλεσον την Σωμανίτιν ταύτην· και εκάλεσε, και εισήλθε προς αυτόν. και είπεν Ελισαιέ· λάβε τον υιόν σου. 37 και εισήλθεν η γυνή και έπεσεν επί τους πόδας αυτού και προσεκύνησεν επί την γήν και έλαβε τον υιόν αυτής και εξήλθε. 38 και Ελισαιέ επέστρεψεν εις Γάλγαλα, και ο λιμός εν τή γη, και υιοί των προφητών εκάθηντο ενώπιον αυτού. και είπεν Ελισαιέ τώ παιδαρίω αυτού· επίστησεν τον λέβητα τον μέγαν και έψε έψεμα τοίς υιοίς των προφητών. 39 και εξήλθεν εις τον αγρόν συλλέξαι αριώθ και εύρεν άμπελον εν τώ αγρώ και συνέλεξεν απ’ αυτής τολύπην αγρίαν πλήρες το ιμάτιον αυτού και ενέβαλεν εις τον λέβητα τού εψέματος, ότι ουκ έγνωσαν.
40 και ενέχει τοίς ανδράσι φαγείν, και εγένετο εν τώ εσθίειν αυτούς εκ τού εψέματος και ιδού ανεβόησαν και είπαν· θάνατος εν τώ λέβητι, άνθρωπε τού Θεού· και ουκ ηδύναντο φαγείν. 41 και είπε· λάβετε άλευρον και εμβάλετε εις τον λέβητα· και είπεν Ελισαιέ προς Γιεζί το παιδάριον· έγχει τώ λαώ και εσθιέτωσαν· και ουκ εγενήθη εκεί έτι ρήμα πονηρόν εν τώ λέβητι. 42 και ανήρ διήλθεν εκ Βαιθσαρισά και ήνεγκε προς τον άνθρωπον τού Θεού πρωτογεννημάτων είκοσιν άρτους κριθίνους και παλάθας, και είπε· δότε τώ λαώ και εσθιέτωσαν. 43 και είπεν ο λειτουργός αυτού· τι δώ τούτο ενώπιον εκατόν ανδρών; και είπε· δός τώ λαώ και εσθιέτωσαν, ότι τάδε λέγει Κύριος· φάγονται και καταλείψουσι. 44 και έφαγον και κατέλιπον κατά το ρήμα Κυρίου.
1 ΚΑΙ Ναιμάν ο άρχων της δυνάμεως Συρίας ήν ανήρ μέγας ενώπιον τού κυρίου αυτού και τεθαυμασμένος προσώπω, ότι εν αυτώ έδωκε Κύριος σωτηρίαν Συρία· και ο ανήρ ήν δυνατός ισχύι, λελεπρωμένος. 2 και Συρία εξήλθον μονόζωνοι και ηχμαλώτευσαν εκ γής Ισραήλ νεάνιδα μικράν, και ήν ενώπιον της γυναικός Ναιμάν. 3 η δε είπε τή κυρία αυτής· όφελον ο κύριός μου ενώπιον τού προφήτου τού Θεού τού εν Σαμαρεία, τότε αποσυνάξει αυτόν από της λέπρας αυτού. 4 και εισήλθε και απήγγειλε τώ κυρίω εαυτής και είπεν· ούτως και ούτως ελάλησεν η νεάνις η εκ γής Ισραήλ. 5 και είπε βασιλεύς Συρίας προς Ναιμάν· δεύρο είσελθε, και εξαποστελώ βιβλίον προς βασιλέα Ισραήλ· και επορεύθη και έλαβεν εν τή χειρί αυτού δέκα τάλαντα αργυρίου και εξακισχιλίους χρυσούς και δέκα αλλασσομένας στολάς. 6 και ήνεγκε το βιβλίον προς τον βασιλέα Ισραήλ λέγων· και νύν ως αν έλθη το βιβλίον τούτο προς σε, ιδού απέστειλα προς σε Ναιμάν τον δούλόν μου, και αποσυνάξεις αυτόν από της λέπρας αυτού. 7 και εγένετο ως ανέγνω βασιλεύς Ισραήλ το βιβλίον, διέρρηξε τα ιμάτια αυτού και είπεν· ο Θεός εγώ τού θανατώσαι και ζωοποιήσαι, ότι ούτος αποστέλλει προς με αποσυνάξαι άνδρα από της λέπρας αυτού; ότι πλήν γνώτε δή και ίδετε ότι προφασίζεται ούτός μοι. 8 και εγένετο ως ήκουσεν Ελισαιέ ότι διέρρηξεν ο βασιλεύς Ισραήλ τα ιμάτια αυτού, και απέστειλε προς τον βασιλέα Ισραήλ λέγων· ινατί διέρρηξας τα ιμάτιά σου; ελθέτω δή προς με Ναιμάν και γνώτω ότι εστί προφήτης εν Ισραήλ. 9 και ήλθε Ναιμάν εν ίππω και άρματι και έστη επί θύρας οίκου Ελισαιέ.
10 και απέστειλεν Ελισαιέ άγγελον προς αυτόν λέγων· πορευθείς λούσαι επτάκις εν τώ Ιορδάνη, και επιστρέψει η σάρξ σού σοι, και καθαρισθήση. 11 και εθυμώθη Ναιμάν και απήλθε και είπεν· ιδού είπον ότι προς με πάντως εξελεύσεται και στήσεται και επικαλέσεται εν ονόματι Θεού αυτού και επιθήσει την χείρα αυτού επί τον τόπον και αποσυνάξει το λεπρόν· 12 ουχί αγαθός Αβανά και Φαρφάρ ποταμοί Δαμασκού υπέρ πάντα τα ύδατα Ισραήλ; ουχί πορευθείς λούσομαι εν αυτοίς και καθαρισθήσομαι; και εξέκλινε και απήλθεν εν θυμώ. 13 και ήγγισαν οι παίδες αυτού και ελάλησαν προς αυτόν· μέγα λόγον ελάλησεν ο προφήτης προς σε· ουχί ποιήσεις; και ότι είπε προς σε, λούσαι και καθαρίσθητι. 14 και κατέβη Ναιμάν και εβαπτίσατο εν τώ Ιορδάνη επτάκις κατά το ρήμα Ελισαιέ, και επέστρεψεν η σάρξ αυτού ως σάρξ παιδαρίου μικρού, και εκαθαρίσθη. 15 και επέστρεψε προς Ελισαιέ αυτός και πάσα η παρεμβολή αυτού, και ήλθε και έστη ενώπιον αυτού και είπεν· ιδού δή έγνωκα ότι ουκ έστι Θεός εν πάση τή γη, ότι αλλ΄ ή εν τώ Ισραήλ· και νύν λαβέ την ευλογίαν παρά τού δούλου σου. 16 και είπεν Ελισαιέ· ζή Κύριος, ώ παρέστην ενώπιον αυτού, ει λήψομαι· και παρεβιάσατο αυτόν λαβείν, και ηπείθησε. 17 και είπε Ναιμάν· και ει μη, δοθήτω δή τώ δούλω σου γόμος ζεύγος ημιόνων, ότι ου ποιήσει έτι ο δούλός σου ολοκαύτωμα και θυσίασμα θεοίς ετέροις, αλλ’ ή τώ Κυρίω μόνω· 18 και ιλάσεται Κύριος τώ δούλω σου εν τώ εισπορεύεσθαι τον κύριόν μου εις οίκον Ρεμμάν προσκυνήσαι εκεί και αυτός επαναπαύσεται επί της χειρός μου και προσκυνήσω εν οίκω Ρεμμάν εν τώ προσκυνείν αυτόν εν οίκω Ρεμμάν, και ιλάσεται δή Κύριος τώ δούλω σου εν τώ λόγω τούτω. 19 και είπεν Ελισαιέ προς Ναιμάν· δεύρο εις ειρήνην. και απήλθεν απ' αυτού εις δεβραθά της γής.
20 και είπε Γιεζί το παιδάριον Ελισαιέ· ιδού εφείσατο ο κύριός μου τού Ναιμάν τού Σύρου τούτου τού μη λαβείν εκ χειρός αυτού ά ενήνοχε· ζή Κύριος ότι ει μη δραμούμαι οπίσω αυτού και λήψομαι απ’ αυτού τι. 21 και εδίωξε Γιεζί οπίσω τού Ναιμάν, και είδεν αυτόν Ναιμάν τρέχοντα οπίσω αυτού και επέστρεψεν από τού άρματος εις απαντήν αυτού και είπεν· ειρήνη· 22 ο κύριός μου απέστειλέ με λέγων· ιδού νύν ήλθον προς με δύο παιδάρια εξ όρους Εφραίμ από των υιών των προφητών· δός δή αυτοίς τάλαντον αργυρίου και δύο αλλασσομένας στολάς. 23 και είπε· λαβέ διτάλαντον αργυρίου· και έλαβε δύο τάλαντα αργυρίου εν δυσί θυλάκοις και δύο αλλασσομένας στολάς και έδωκεν επί δύο παιδάρια αυτού. και ήραν έμπροσθεν αυτού. 24 και ήλθον εις το σκοτεινόν, και έλαβεν εκ των χειρών αυτών και παρέθετο εν οίκω και εξαπέστειλε τους άνδρας. 25 και αυτός εισήλθε και παρεστήκει προς τον κύριον αυτού· και είπε προς αυτόν Ελισαιέ· πόθεν, Γιεζί; και είπε Γιεζί· ου πεπόρευται ο δούλός σου ένθα και ένθα. 26 και είπε προς αυτόν Ελισαιέ· ουχί η καρδία μου επορεύθη μετά σού, ότε επέστεψεν ο ανήρ από τού άρματος εις συναντήν σοι; και νύν έλαβες το αργύριον, και νύν έλαβες τα ιμάτια και ελαιώνας και αμπελώνας και πρόβατα και βόας και παίδας και παιδίσκας· 27 και η λέπρα Ναιμάν κολληθήσεται εν σοί και εν τώ σπέρματί σου εις τον αιώνα. και εξήλθεν εκ προσώπου αυτού λελεπρωμένος ωσεί χιών.
1 ΚΑΙ είπον υιοί των προφητών προς Ελισαιέ· ιδού δή ο τόπος, εν ώ ημείς οικούμεν ενώπιόν σου, στενός αφ’ ημών· 2 πορευθώμεν δή έως τού Ιορδάνου και λάβωμεν εκείθεν ανήρ είς δοκόν μίαν και ποιήσωμεν εαυτοίς εκεί τού οικείν εκεί. και είπε· δεύτε. 3 και είπεν ο είς επιεικώς· δεύρο μετά των δούλων σου· και είπεν· εγώ πορεύσομαι. 4 και επορεύθη μετ’ αυτών, και ήλθον εις τον Ιορδάνην και έτεμνον τα ξύλα. 5 και ιδού ο είς καταβάλλων την δοκόν, και το σιδήριον εξέπεσεν εις το ύδωρ· και εβόησεν· ώ Κύριε, και αυτό κεκρυμμένον. 6 και είπεν ο άνθρωπος τού Θεού· που έπεσε; και έδειξεν αυτώ τον τόπον. και απέκνισε ξύλον και έρριψεν εκεί, και επεπόλασε το σιδήριον. 7 και είρηκεν· ύψωσον σεαυτώ· και εξέτεινε την χείρα και έλαβεν αυτό. 8 και ο βασιλεύς Συρίας ήν πολεμών εν Ισραήλ και εβουλεύσατο προς τους παίδας αυτού λέγων· εις τον τόπον τόνδε τινά ελμωνί παρεμβαλώ. 9 και απέστειλεν Ελισαιέ προς τον βασιλέα Ισραήλ λέγων· φύλαξαι μη παρελθείν εν τώ τόπω τούτω, ότι εκεί Συρία κέκρυπται.
10 και απέστειλεν ο βασιλεύς Ισραήλ εις τον τόπον, ον είπεν αυτώ Ελισαιέ, και εφυλάξατο εκείθεν ου μίαν ουδέ δύο. 11 και εξεκινήθη η ψυχή βασιλέως Συρίας περί τού λόγου τούτου, και εκάλεσε τους παίδας αυτού και είπε προς αυτούς· ουκ αναγγελείτέ μοι τις προδίδωσί με βασιλεί Ισραήλ; 12 και είπεν είς των παίδων αυτού· ουχί κύριέ μου βασιλεύ, ότι Ελισαιέ ο προφήτης ο εν Ισραήλ αναγγέλλει τώ βασιλεί Ισραήλ πάντας τους λόγους, ούς εάν λαλήσης εν τώ ταμιείω τού κοιτώνός σου. 13 και είπε· δεύτε ίδετε που ούτος, και αποστείλας λήψομαι αυτόν· και απήγγειλαν αυτώ λέγοντες· ιδού εν Δωθαίμ. 14 και απέστειλεν εκεί ίππον και άρμα και δύναμιν βαρείαν, και ήλθον νυκτός και περιεκύκλωσαν την πόλιν. 15 και ώρθρισεν ο λειτουργός Ελισαιέ αναστήναι και εξήλθε, και ιδού δύναμις κυκλούσα την πόλιν και ίππος και άρμα, και είπε το παιδάριον προς αυτόν· ώ κύριε, πώς ποιήσομεν; 16 και είπεν Ελισαιέ· μη φοβού, ότι πλείους οι μεθ’ ημών υπέρ τους μετ’ αυτών. 17 και προσηύξατο Ελισαιέ και είπε· Κύριε, διάνοιξον δή τους οφθαλμούς τού παιδαρίου και ιδέτω· και διήνοιξε Κύριος τους οφθαλμούς αυτού και είδε. και ιδού το όρος πλήρες ίππων, και άρμα πυρός περικύκλω Ελισαιέ. 18 και κατέβησαν προς αυτόν, και προσηύξατο προς Κύριον και είπε· πάταξον δή το έθνος τούτο αορασία· και επάταξεν αυτούς αορασία κατά το ρήμα Ελισαιέ. 19 και είπε προς αυτούς Ελισαιέ· ουχί αύτη η πόλις και αύτη η οδός· δεύτε οπίσω μου, και άξω υμάς προς τον άνδρα, ον ζητείτε· και απήγαγεν αυτούς προς Σαμάρειαν.
20 και εγένετο ως εισήλθον εις Σαμάρειαν, και είπεν Ελισαιέ· άνοιξον δή, Κύριε, τους οφθαλμούς αυτών και ιδέτωσαν· και διήνοιξε Κύριος τους οφθαλμούς αυτών, και είδον, και ιδού ήσαν εν μέσω Σαμαρείας. 21 και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ προς Ελισαιέ, ως είδεν αυτούς· ει πατάξας πατάξω, πάτερ; 22 και είπεν· ου πατάξεις, ει μη ούς ηχμαλώτευσας εν ρομφαία σου και τόξω σου σύ τύπτεις· παράθες άρτους και ύδωρ ενώπιον αυτών, και φαγέτωσαν και πιέτωσαν και απελθέτωσαν προς τον κύριον αυτών. 23 και παρέθηκεν αυτοίς παράθεσιν μεγάλην, και έφαγον και έπιον· και απέστειλεν αυτούς, και απήλθον προς τον κύριον αυτών. και ου προσέθεντο έτι μονόζωνοι Συρίας τού ελθείν εις γήν Ισραήλ. 24 Καί εγένετο μετά ταύτα και ήθροισεν υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας πάσαν την παρεμβολήν αυτού και ανέβη και περιεκάθισεν επί Σαμάρειαν. 25 και εγένετο λιμός μέγας εν Σαμαρεία, και ιδού περιεκάθηντο επ’ αυτήν, έως ού εγενήθη κεφαλή όνου πεντήκοντα σίκλων αργυρίου και τέταρτον τού κάβου κόπρου περιστερών πέντε σίκλων αργυρίου. 26 και ήν ο βασιλεύς διαπορευόμενος επί τού τείχους, και γυνή εβόησε προς αυτόν λέγουσα· σώσον, κύριε βασιλεύ. 27 και είπεν αυτή· μη σε σώσαι Κύριος, πόθεν σώσω σε; μη από άλωνος ή από ληνού; 28 και είπεν αυτή ο βασιλεύς· τι έστι σοι; και είπεν η γυνή· αύτη είπε προς με· δός τον υιόν σου και φαγόμεθα αυτόν σήμερον, και τον υιόν μου φαγόμεθα αυτόν αύριον· 29 και ηψήσαμεν τον υιόν μου και εφάγομεν αυτόν, και είπον προς αυτήν τή ημέρα τή δευτέρα· δός τον υιόν σου και φάγωμεν αυτόν. και έκρυψε τον υιόν αυτής.
30 και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ισραήλ τους λόγους της γυναικός, διέρρηξε τα ιμάτια αυτού, και αυτός διεπορεύετο επί τού τείχους. και είδεν ο λαός τον σάκκον επί της σαρκός αυτού έσωθεν. 31 και είπε· τάδε ποιήσαι μοι ο Θεός και τάδε προσθείη, ει στήσεται η κεφαλή Ελισαιέ επ’ αυτώ σήμερον. 32 και Ελισαιέ εκάθητο εν τώ οίκω αυτού, και οι πρεσβύτεροι εκάθηντο μετ’ αυτού. και απέστειλεν άνδρα πρό προσώπου αυτού πριν ελθείν τον άγγελον προς αυτόν και αυτός είπε προς τους πρεσβυτέρους· ει οίδατε ότι απέστειλεν ο υιός τού φονευτού ούτος αφελείν την κεφαλήν μου; ίδετε ως αν έλθη ο άγγελος, αποκλείσατε την θύραν· και παραθλίψατε αυτόν εν τή θύρα· ουχί φωνή των ποδών τού κυρίου αυτού κατόπισθεν αυτού; 33 έτι αυτού λαλούντος μετ΄ αυτών και ιδού άγγελος κατέβη προς αυτόν και είπεν· ιδού αύτη η κακία παρά Κυρίου· τι υπομείνω τώ Κυρίω έτι;
1 ΚΑΙ είπεν Ελισαιέ· άκουσον λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· ως η ώρα αύτη αύριον μέτρον σεμιδάλεως σίκλου και δίμετρον κριθών σίκλου εν ταίς πύλαις Σαμαρείας. 2 και απεκρίθη ο τριστάτης, εφ’ ον ο βασιλεύς επανεπαύετο επί την χείρα αυτού, τώ Ελισαιέ και είπεν· ιδού ποιήσει Κύριος καταράκτας εν ουρανώ, μη έσται το ρήμα τούτο; και Ελισαιέ είπεν· ιδού σύ όψει τοίς οφθαλμοίς σου και εκείθεν ου φάγη. 3 και τέσσαρες άνδρες ήσαν λεπροί παρά την θύραν της πόλεως, και είπεν ανήρ προς τον πλησίον αυτού· τι ημείς καθήμεθα ώδε, έως αποθάνωμεν; 4 εάν είπωμεν, εισέλθωμεν εις την πόλιν, και ο λιμός εν τή πόλει και αποθανούμεθα εκεί· και εάν καθίσωμεν ώδε, και αποθανούμεθα. και νύν δεύτε και εμπέσωμεν εις την παρεμβολήν Συρίας· εάν ζωογονήσωσιν ημάς, και ζησόμεθα· και εάν θανατώσωσιν ημάς, και αποθανούμεθα. 5 και ανέστησαν εν τώ σκότει εισελθείν εις την παρεμβολήν Συρίας και ήλθον εις μέρος παρεμβολής Συρίας, και ιδού ουκ έστιν ανήρ εκεί. 6 και κύριος ακουστήν εποίησε παρεμβολήν την Συρίας φωνήν άρματος και φωνήν ίππου, φωνήν δυνάμεως μεγάλης, και είπεν ανήρ προς τον αδελφόν αυτού· νύν εμισθώσατο εφ΄ ημάς ο βασιλεύς Ισραήλ τους βασιλέας των Χετταίων και τους βασιλέας Αιγύπτου τού ελθείν εφ’ ημάς. 7 και ανέστησαν και απέδρασαν εν τώ σκότει και εγκατέλιπαν τας σκηνάς αυτών και τους ίππους αυτών και τους όνους αυτών εν τή παρεμβολή ώς εστι και έφυγον προς την ψυχήν εαυτών. 8 και εισήλθον οι λεπροί ούτοι έως μέρους της παρεμβολής και εισήλθον εις σκηνήν μίαν και έφαγον και έπιον και ήραν εκείθεν αργύριον και χρυσίον και ιματισμόν και επορεύθησαν· και επέστρεψαν εκείθεν και εισήλθον εις σκηνήν άλλην και έλαβον εκείθεν και επορεύθησαν και κατέκρυψαν. 9 και είπεν ανήρ προς τον πλησίον αυτού· ουχ ούτως ημείς ποιούμεν· η ημέρα αύτη ημέρα ευαγγελίας εστί, και ημείς σιωπώμεν και μένομεν έως φωτός τού πρωί και ευρήσομεν ανομίαν· και νύν δεύρο και εισέλθωμεν και αναγγείλωμεν εις τον οίκον τού βασιλέως.
10 και εισήλθον και εβόησαν προς την πύλην της πόλεως και ανήγγειλαν αυτοίς, λέγοντες· εισήλθομεν εις την παρεμβολήν Συρίας, και ιδού ουκ έστιν εκεί ανήρ και φωνή ανθρώπου, ότι ει μη ίππος δεδεμένος και όνος και αι σκηναί αυτών ως εισί. 11 και εβόησαν οι θυρωροί και ανήγγειλαν εις τον οίκον τού βασιλέως έσω. 12 και ανέστη ο βασιλεύς νυκτός και είπε προς τους παίδας αυτού· αναγγελώ δή υμίν ά εποίησεν υμίν Συρία· έγνωσαν ότι πεινώμεν ημείς, και εξήλθαν εκ της παρεμβολής και εκρύβησαν εν τώ αγρώ λέγοντες· ότι εξελεύσονται εκ της πόλεως, και συλληψόμεθα αυτούς ζώντας και εις την πόλιν εισελευσόμεθα. 13 και απεκρίθη είς των παίδων αυτού και είπε· λαβέτωσαν δή πέντε των ίππων των υπολελειμμένων, οί κατελείφθησαν ώδε, ιδού εισι προς πάν το πλήθος Ισραήλ το εκλείπον· και αποστελούμεν εκεί και οψόμεθα. 14 και έλαβον δύο επιβάτας ίππων, και απέστειλεν ο βασιλεύς Ισραήλ οπίσω τού βασιλέως Συρίας λέγων· δεύτε και ίδετε. 15 και επορεύθησαν οπίσω αυτών έως τού Ιορδάνου, και ιδού πάσα η οδός πλήρης ιματίων και σκευών, ών έρριψε Συρία εν τώ θαμβείσθαι αυτούς· και επέστρεψαν οι άγγελοι και ανήγγειλαν τώ βασιλεί. 16 και εξήλθεν ο λαός και διήρπασαν την παρεμβολήν Συρίας, και εγένετο μέτρον σεμιδάλεως σίκλου, κατά το ρήμα Κυρίου, και δίμετρον κριθών σίκλου. 17 και ο βασιλεύς κατέστησε τον τριστάτην, εφ’ ον ο βασιλεύς επανεπαύσατο τή χειρί αυτού, επί της πύλης. και συνεπάτησεν αυτόν ο λαός εν τή πύλη, και απέθανε, καθά ελάλησεν ο άνθρωπος τού Θεού, ός ελάλησεν εν τώ καταβήναι τον άγγελον προς αυτόν. 18 και εγένετο καθά ελάλησεν Ελισαιέ προς τον βασιλέα λέγων· δίμετρον κριθής σίκλου και μέτρον σεμιδάλεως σίκλου και έσται ως η ώρα αύριον εν τή πύλη Σαμαρείας· 19 και απεκρίθη ο τριστάτης τώ Ελισαιέ και είπεν· ιδού Κύριος ποιεί καταράκτας εν τώ ουρανώ, μη έσται το ρήμα τούτο; και είπεν Ελισαιέ· ιδού όψη τοίς οφθαλμοίς σου και εκείθεν ου μη φάγη.
20 και εγένετο ούτως, και συνεπάτησεν αυτόν ο λαός εν τή πύλη και απέθανε.
1 ΚΑΙ Ελισαιέ ελάλησε προς την γυναίκα, ής εζωπύρησε τον υιόν, λέγων· ανάστηθι και δεύρο σύ και ο οίκός σου και παροίκει, ού εάν παροικήσης, ότι κέκληκε Κύριος λιμόν επί την γήν, και γε ήλθεν επί την γήν επτά έτη. 2 και ανέστη η γυνή και εποίησε κατά το ρήμα Ελισαιέ και αυτή και ο οίκος αυτής και παρώκει εν γη αλλοφύλων επτά έτη. 3 και εγένετο μετά το τέλος των επτά ετών και επέστρεψεν η γυνή εκ γής αλλοφύλων εις την πόλιν και ήλθε βοήσαι προς τον βασιλέα περί τού οίκου εαυτής και περί των αγρών αυτής. 4 και ο βασιλεύς ελάλει προς Γιεζί το παιδάριον Ελισαιέ τού ανθρώπου τού Θοεύ λέγων· διήγησαι δή εμοί πάντα τα μεγάλα, ά εποίησεν Ελισαιέ. 5 και εγένετο αυτού εξηγουμένου τώ βασιλεί, ως εζωπύρησεν υιόν τεθνηκότα, και ιδού η γυνή, ής εζωπύρησε τον υιόν αυτής Ελισαιέ, βοώσα προς τον βασιλέα περί τού οίκου εαυτής και περί των αγρών εαυτής· και είπε Γιεζί· κύριε βασιλεύ, αύτη η γυνή και ούτος ο υιός αυτής, ον εζωπύρησεν Ελισαιέ. 6 και επηρώτησεν ο βασιλεύς την γυναίκα και διηγήσατο αυτώ· και έδωκεν αυτή ο βασιλεύς ευνούχον ένα λέγων· επίστρεψον πάντα τα αυτής και πάντα τα γενήματα τού αγρού από της ημέρας, ής κατέλιπε την γήν έως τού νύν. 7 Καί ήλθεν Ελισαιέ εις Δαμασκόν, και υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας ηρρώστει, και ανήγγειλαν αυτώ λέγοντες· ήκει ο άνθρωπος τού Θεού έως ώδε. 8 και είπεν ο βασιλεύς προς Αζαήλ· λάβε εν τή χειρί σου μαναά και δεύρο εις απαντήν τού ανθρώπου τού Θεού και επιζήτησον τον Κύριον παρ’ αυτού λέγων· ει ζήσομαι εκ της αρρωστίας μου ταύτης; 9 και επορεύθη Αζαήλ εις απαντήν αυτού και έλαβε μαναά εν τή χειρί αυτού και πάντα τα αγαθά Δαμασκού, άρσιν τεσσαράκοντα καμήλων, και ήλθε και έστη ενώπιον αυτού και είπε προς Ελισαιέ· υιός σου υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας απέστειλέ με προς σε επερωτήσαι λέγων· ει ζήσομαι εκ της αρρωστίας μου ταύτης;
10 και και είπεν Ελισαιέ· δεύρο ειπόν αυτώ· ζωή ζήση· και έδειξέ μοι Κύριος ότι θανάτω αποθανή· 11 και παρέστη τώ προσώπω αυτού και έθηκεν έως αισχύνης, και έκλαυσεν ο άνθρωπος τού Θεού. 12 και είπεν Αζαήλ· τι ότι ο κύριός μου κλαίει; και είπεν· ότι οίδα όσα ποιήσεις τοίς υιοίς Ισραήλ κακά· τα οχυρώματα αυτών εξαποστελείς εν πυρί και τους εκλεκτούς αυτών εν ρομφαία αποκτενείς και τα νήπια αυτών ενσείσεις και τας εν γαστρί εχούσας αυτών αναρρήξεις. 13 και είπεν Αζαήλ· τις εστιν ο δούλός σου ο κύων ο τεθνηκώς, ότι ποιήσει το ρήμα τούτο; και είπεν Ελισαιέ· έδειξέ μοι Κύριός σε βασιλεύοντα επί Συρίαν. 14 και απήλθεν από Ελισαιέ και εισήλθε προς τον κύριον αυτού και είπεν αυτώ· τι είπέ σοι Ελισαιέ; και είπεν· είπέ μοι, ζωή ζήση. 15 και εγένετο τή επαύριον, και έλαβε το μαχμά και έβαψεν εν τώ ύδατι και περιέβαλεν επί το πρόσωπον αυτού και απέθανε, και εβασίλευσεν Αζαήλ αντ’ αυτού. 16 Εν έτει πέμπτω τώ Ιωράμ υιώ Αχαάβ βασιλεί Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεί Ιούδα εβασίλευσεν Ιωράμ υιός Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα. 17 υιός τριάκοντα και δύο ετών ήν εν τώ βασιλεύειν αυτόν και οκτώ έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. 18 και επορεύθη εν οδώ βασιλέων Ισραήλ, καθώς εποίησεν οίκος Αχαάβ, ότι θυγάτηρ Αχαάβ ήν αυτώ εις γυναίκα· και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου. 19 και ουκ ηθέλησε Κύριος διαφθείραι τον Ιούδαν διά Δαυίδ τον δούλον αυτού, καθώς είπε δούναι αυτώ λύχνον και τοίς υιοίς αυτού πάσας τας ημέρας.
20 εν ταίς ημέραις αυτού ηθέτησεν Εδώμ υποκάτωθεν χειρός Ιούδα και εβασίλευσαν εφ΄ εαυτούς βασιλέα. 21 και ανέβη Ιωράμ εις Σιώρ και πάντα τα άρματα τα μετ’ αυτού, και εγένετο αυτού αναστάντος και επάταξε τον Εδώμ τον κυκλώσαντα επ΄ αυτόν και τους άρχοντας των αρμάτων, και έφυγεν ο λαός εις τα σκηνώματα αυτών. 22 και ηθέτησεν Εδώμ υποκάτω της χειρός Ιούδα έως της ημέρας ταύτης. τότε ηθέτησε Λοβενά εν τώ καιρώ εκείνω. 23 και τα λοιπά των λόγων Ιωράμ και πάντα, όσα εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 24 και εκοιμήθη Ιωράμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ τού πατρός αυτού· και εβασίλευσεν Οχοζίας υιός αυτού αντ’ αυτού. 25 Εν έτει δωδεκάτω τώ Ιωράμ υιώ Αχαάβ βασιλεί Ισραήλ εβασίλευσεν Οχοζίας υιός Ιωράμ. 26 υιός είκοσι και δύο ετών Οχοζίας εν τώ βασιλεύειν αυτόν και ενιαυτόν ένα εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Γοθολία θυγάτηρ Αμβρί βασιλέως Ισραήλ. 27 και επορεύθη εν οδώ οίκου Αχαάβ και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου καθώς ο οίκος Αχαάβ. 28 και επορεύθη μετά Ιωράμ υιού Αχαάβ εις πόλεμον μετά Αζαήλ βασιλέως αλλοφύλων εν Ρεμμώθ Γαλαάδ, και επάταξαν οι Σύροι τον Ιωράμ. 29 και επέστρεψεν ο βασιλεύς Ιωράμ τού ιατρευθήναι εν Ιεζράελ από των πληγών, ών επάταξαν αυτόν εν Ρεμμώθ εν τώ πολεμείν αυτόν μετά Αζαήλ βασιλέως Συρίας· και Οχοζίας υιός Ιωράμ κατέβη τού ιδείν τον Ιωράμ υιόν Αχαάβ εν Ιεζράελ, ότι ηρρώστει αυτός.
1 ΚΑΙ Ελισαιέ ο προφήτης εκάλεσεν ένα των υιών των προφητών και είπεν αυτώ· ζώσαι την οσφύν σου και λαβέ τον φακόν τού ελαίου τούτου εν τή χειρί σου και δεύρο εις Ρεμμώθ Γαλαάδ· 2 και εισελεύση εκεί και όψη εκεί Ιού υιόν Ιωσαφάτ υιού Ναμεσσί και εισελεύση και αναστήσεις αυτόν εκ μέσου των αδελφών αυτού και εισάξεις αυτόν εις το ταμιείον εν ταμιείω· 3 και λήψη τον φακόν τού ελαίου και επιχεείς επί την κεφαλήν αυτού και ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· κέχρικά σε εις βασιλέα επί Ισραήλ· και ανοίξεις την θύρα και φεύξη και ου μενείς. 4 και επορεύθη το παιδάριον ο προφήτης εις Ρεμμώθ Γαλαάδ 5 και εισήλθε, και ιδού οι άρχοντες της δυνάμεως εκάθηντο, και είπε· λόγος μοι προς σε, ο άρχων. και είπεν Ιού· προς τίνα εκ πάντων ημών; και είπε· προς σε, ο άρχων. 6 και ανέστη και εισήλθεν εις τον οίκον, και επέχεε το έλαιον επί την κεφαλήν αυτού και είπεν αυτώ· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· κέχρικά σε εις βασιλέα επί λαόν Κυρίου επί τον Ισραήλ, 7 και εξολοθρεύσεις τον οίκον Αχαάβ τού κυρίου σου εκ προσώπου μου και εκδικήσεις τα αίματα των δούλων μου των προφητών και τα αίματα πάντων των δούλων Κυρίου εκ χειρός Ιεζάβελ 8 και εκ χειρός όλου τού οίκου Αχαάβ και εξολοθρεύσεις τώ οίκω Αχαάβ ουρούντα προς τοίχον και συνεχόμενον και εγκαταλελειμμένον εν Ισραήλ· 9 και δώσω τον οίκον Αχαάβ ως τον οίκον Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ και ως τον οίκον Βαασά υιού Αχιά·
10 και την Ιεζάβελ καταφάγονται οι κύνες εν τή μερίδι Ιεζράελ, και ουκ έστιν ο θάπτων. και ήνοιξε την θύραν και έφυγε. 11 και Ιού εξήλθε προς τους παίδας τού κυρίου αυτού, και είπαν αυτώ· ειρήνη; τι ότι εισήλθεν ο επίληπτος ούτος προς σε; και είπεν αυτοίς· υμείς οίδατε τον άνδρα και την αδολεσχίαν αυτού. 12 και είπον· άδικον· απάγγειλον δή ημίν. και είπεν Ιού προς αυτούς· ούτω και ούτω ελάλησε προς με λέγων· τάδε λέγει Κύριος· κέχρικά σε εις βασιλέα επί Ισραήλ. 13 και ακούσαντες έσπευσαν και έλαβεν έκαστος το ιμάτιον αυτού και έθηκαν υποκάτω αυτού επί το γαρέμ των αναβαθμών και εσάλπισαν εν κερατίνη και είπαν· εβασίλευσεν Ιού. 14 και συνεστράφη Ιού υιός Ιωσαφάτ υιού Ναμεσσί προς Ιωράμ και Ιωράμ αυτός εφύλασσεν εν Ρεμμώθ Γαλαάδ, αυτός και πάς Ισραήλ από προσώπου Αζαήλ βασιλέως Συρίας, 15 και απέστρεψεν Ιωράμ ο βασιλεύς ιατρευθήναι εν Ιεζράελ από των πληγών, ών έπαισαν αυτόν οι Σύριοι εν τώ πολεμείν αυτόν μετά Αζαήλ βασιλέως Συρίας· και είπεν Ιού· ει έστι ψυχή υμών μετ’ εμού, μη εξελθέτω εκ της πόλεως διαπεφευγώς τού πορευθήναι και απαγγείλαι εν Ιεζράελ. 16 και ίππευσε και επορεύθη Ιού και κατέβη εις Ιεζράελ, ότι Ιωράμ βασιλεύς Ισραήλ εθαραπεύετο εν τώ Ιεζράελ από των τοξευμάτων, ών κατετόξευσαν αυτόν οι Αραμίν εν τή Ραμμάθ εν τώ πολέμω μετά Αζαήλ βασιλέως Συρίας, ότι αυτός δυνατός και ανήρ δυνάμεως, και Οχοζίας βασιλεύς Ιούδα κατέβη ιδείν τον Ιωράμ. 17 και ο σκοπός ανέβη επί τον πύργον Ιεζράελ και είδε τον κονιορτόν Ιού εν τώ παραγίνεσθαι αυτόν και είπε· κονιορτόν εγώ βλέπω. και είπεν Ιωράμ· λαβέ επιβάτην και απόστειλον έμπροσθεν αυτών, και ειπάτω, ει ειρήνη. 18 και επορεύθη επιβάτης ίππου εις απαντήν αυτών και είπε· τάδε λέγει ο βασιλεύς, ει ειρήνη. και είπεν Ιού· τι σοι και ειρήνη; επίστρεφε εις τα οπίσω μου. και απήγγειλεν ο σκοπός λέγων· ήλθεν ο άγγελος έως αυτών και ουκ ανέστρεψε. 19 και απέστειλεν επιβάτην ίππου δεύτερον, και ήλθε προς αυτόν και είπε· τάδε λέγει ο βασιλεύς· ει ειρήνη. και είπεν Ιού· τι σοι και ειρήνη; επιστρέφου εις τα οπίσω μου.
20 και απήγγειλεν ο σκοπός λέγων· ήλθεν έως αυτών και ουκ ανέστρεψε· και ο άγων ήγε τον Ιού υιόν Ναμεσσί, ότι εν παραλλαγή εγένετο. 21 και είπεν Ιωράμ· ζεύξον· και έζευξεν άρμα. και εξήλθεν Ιωράμ βασιλεύς Ισραήλ και Οχοζίας βασιλεύς Ιούδα, ανήρ εν τώ άρματι αυτού, και εξήλθον εις απαντήν Ιού και εύρον αυτόν εν τή μερίδι Ναβουθαί τού Ιεζραηλίτου. 22 και εγένετο ως είδεν Ιωράμ τον Ιού, και είπεν· ει ειρήνη Ιού; και είπεν Ιού· τι ειρήνη; έτι αι πορνείαι Ιεζάβελ της μητρός σου και τα φάρμακα αυτής τα πολλά. 23 και επέστρεψεν Ιωράμ τας χείρας αυτού τού φυγείν και είπε προς Οχοζίαν· δόλος, Οχοζία. 24 και έπλησεν Ιού την χείρα αυτού εν τώ τόξω και επάταξε τον Ιωράμ ανά μέσον των βραχιόνων αυτού, και εξήλθε το βέλος αυτού διά της καρδίας αυτού, και έκαμψεν επί τα γόνατα αυτού. 25 και είπε προς Βαδεκάρ τον τριστάτην αυτού· ρίψον αυτόν εν τή μερίδι αγρού Ναβουθαί τού Ιεζραηλίτου· ότι μνημονεύω, εγώ και σύ επιβεβηκότες επί ζεύγη οπίσω Αχαάβ τού πατρός αυτού, και Κύριος έλαβεν επ’ αυτόν το λήμμα τούτο λέγων· 26 ει μη τα αίματα Ναβουθαί και τα αίματα των υιών αυτού είδον εχθές, φησί Κύριος, και ανταποδώσω αυτώ εν τή μερίδι ταύτη, φησί Κύριος· και νύν άρας δή ρίψον αυτόν εν τή μερίδι κατά το ρήμα Κυρίου. 27 και Οχοζίας βασιλεύς Ιούδα είδε και έφυγεν οδόν Βαιθαγγάν, και εδίωξεν οπίσω αυτού Ιού και είπε· και γε αυτόν· και επάταξεν αυτόν προς τώ άρματι εν τώ αναβαίνειν Γαί, ή εστιν Ιεβλαάμ, και έφυγεν εις Μαγεδδώ και απέθανεν εκεί. 28 και επεβίβασαν αυτόν οι παίδες αυτού επί το άρμα και ήγαγον αυτόν εις Ιερουσαλήμ και έθαψαν αυτόν εν τώ τάφω αυτού εν πόλει Δαυίδ. 29 και εν έτει ενδεκάτω Ιωράμ βασιλέως Ισραήλ εβασίλευσεν Οχοζίας επί Ιούδαν.
30 και ήλθεν Ιού επί Ιεζράελ· και Ιεζάβελ ήκουσε και εστιμίσατο τους οφθαλμούς αυτής και ηγάθυνε την κεφαλήν αυτής και διέκυψε διά της θυρίδος. 31 και Ιού εισεπορεύετο εν τή πόλει και είπεν· ει ειρήνη, Ζαμβρί ο φονευτής τού κυρίου αυτού; 32 και επήρε το πρόσωπον αυτού εις την θυρίδα και είδεν αυτήν και είπε· τι εί σύ; κατάβηθι μετ’ εμού. και κατέκυψαν προς αυτόν δύο ευνούχοι· 33 και είπε· κυλίσατε αυτήν, και εκύλισαν αυτήν, και ερραντίσθη τού αίματος αυτής προς τον τοίχον και προς τους ίππους, και συνεπάτησαν αυτήν. 34 και εισήλθε και έφαγε και έπιε και είπεν· επισκέψασθε δή την κατηραμένην ταύτην και θάψατε αυτήν, ότι θυγάτηρ βασιλέως εστί. 35 και επορεύθησαν θάψαι αυτήν και ουχ εύρον εν αυτή άλλο τι ή το κρανίον και οι πόδες και τα ίχνη των χειρών. 36 και επέστρεψαν και ανήγγειλαν αυτώ, και είπε· λόγος Κυρίου, ον ελάλησεν εν χειρί Ηλιού τού Θεσβίτου λέγων· εν τή μερίδι Ιεζράελ καταφάγονται οι κύνες τας σάρκας Ιεζάβελ, 37 και έσται το θνησιμαίον Ιεζάβελ ως κοπρία επί προσώπου τού αγρού εν τή μερίδι Ιεζράελ, ώστε μη ειπείν αυτούς Ιεζάβελ.
1 ΚΑΙ τώ Αχαάβ εβδομήκοντα υιοί εν Σαμαρεία. και έγραψεν Ιού βιβλίον και απέστειλεν εν Σαμαρεία προς τους άρχοντας Σαμαρείας και προς τους πρεσβυτέρους και προς τους τιθηνούς Αχαάβ λέγων· 2 και νύν ως αν έλθη το βιβλίον τούτο προς υμάς, και μεθ’ υμών οι υιοί τού κυρίου υμών και μεθ΄ υμών το άρμα και οι ίπποι και πόλεις οχυραί και τα όπλα, 3 και όψεσθε τον αγαθόν και τον ευθή εν τοίς υιοίς τού κυρίου υμών και καταστήσετε αυτόν επί τον θρόνον τού πατρός αυτού και πολεμείτε υπέρ τού οίκου τού κυρίου υμών. 4 και εφοβήθησαν σφόδρα και είπον· ιδού οι δύο βασιλείς ουκ έστησαν κατά πρόσωπον αυτού, και πώς στησόμεθα ημείς; 5 και απέστειλαν οι επί τού οίκου και οι επί της πόλεως και οι πρεσβύτεροι και οι τιθηνοί προς Ιού λέγοντες· παίδές σου και ημείς, και όσα εάν είπης προς ημάς, ποιήσομεν· ου βασλεύσομεν άνδρα, το αγαθόν εν οφθαμοίς σου ποιήσομεν. 6 και έγραψε προς αυτούς Ιού βιβλίον δεύτερον λέγων· ει εμοί υμείς, και της φωνής μου υμείς εισακούετε, λάβετε την κεφαλήν ανδρών των υιών τού κυρίου υμών και ενέγκατε προς με ως η ώρα αύριον εν Ιεζράελ. και οι υιοί τού βασιλέως ήσαν εβδομήκοντα άνδρες· ούτοι αδροί της πόλεως εξέτρεφον αυτούς. 7 και εγένετο ως ήλθε το βιβλίον προς αυτούς, και έλαβον τους υιούς τού βασιλέως και έσφαξαν αυτούς, εβδομήκοντα άνδρας, και έθηκαν τας κεφαλάς αυτών εν καρτάλλοις και απέστειλαν αυτάς προς αυτόν εις Ιεζράελ. 8 και ήλθεν ο άγγελος και απήγγειλε λέγων· ήνεγκαν τας κεφαλάς των υιών τού βασιλέως· και είπε· θέτε αυτάς βουνούς δύο παρά την θύραν της πύλης εις πρωί. 9 και εγένετο πρωί και εξήλθε και έστη εν τώ πυλώνι της πόλεως και είπε προς πάντα τον λαόν· δίκαιοι υμείς· ιδού εγώ ειμι συνεστράφην επί τον κύριόν μου και απέκτεινα αυτόν· και τις επάταξε πάντας τούτους;
10 ίδετε αφφώ, ότι ου πεσείται από τού ρήματος Κυρίου εις την γήν, ού ελάλησε Κύριος επί τον οίκον Αχαάβ· και Κύριος εποίησεν όσα ελάλησεν εν χειρί δούλου αυτού Ηλιού. 11 και επάταξεν Ιού πάντας τους καταλειφθέντας εν τώ οίκω Αχαάβ εν Ιεζράελ και πάντας τους αδρούς αυτού και τους γνωστούς αυτού και τους ιερείς αυτού ώστε μη καταλιπείν αυτού κατάλειμμα. 12 Καί ανέστη και επορεύθη εις Σαμάρειαν, αυτός εν Βαιθακάδ των ποιμένων εν τή οδώ, 13 και Ιού εύρε τους αδελφούς Οχοζίου βασιλέως Ιούδα και είπε· τίνες υμείς; και είπον· αδελφοί Οχοζίου ημείς και κατέβημεν εις ειρήνην των υιών τού βασιλέως και των υιών της δυναστευούσης. 14 και είπε· συλλάβετε αυτούς ζώντας· και έσφαξαν αυτούς εις Βαιθακάδ, τεσσαράκοντα και δύο άνδρας, ου κατέλιπεν άνδρα εξ αυτών. 15 και επορεύθη εκείθεν και εύρε τον Ιωναδάβ υιόν Ρηχάβ εις απαντήν αυτού, και ηυλόγησεν αυτόν. και είπε προς αυτόν Ιού· ει έστι καρδία σου μετά καρδίας μου ευθεία καθώς η καρδία μου μετά της καρδίας σου; και είπεν Ιωναδάβ· έστι. και είπεν Ιού· και ει έστι, δός την χείρά σου. και έδωκε την χείρα αυτού, και ανεβίβασεν αυτόν προς αυτόν επί το άρμα 16 και είπε προς αυτόν· δεύρο μετ’ εμού και ιδέ εν τώ ζηλώσαί με τώ Κυρίω Σαββαώθ και επεκάθισεν αυτόν εν τώ άρματι αυτού. 17 και εισήλθεν εις Σαμάρειαν και επάταξε πάντας τους καταλειφθέντας τού Αχαάβ εν Σαμαρεία έως τού αφανίσαι αυτόν κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησε προς Ηλιού. 18 Καί συνήθροισεν Ιού πάντα τον λαόν και είπε προς αυτούς· Αχαάβ εδούλευσε τώ Βάαλ ολίγα, Ιού δουλεύσει αυτώ πολλά· 19 και νύν, πάντες οι προφήται τού Βάαλ, πάντας τους δούλους αυτού και τους ιερείς αυτού καλέσατε προς με, ανήρ μη επισκεπήτω, ότι θυσία μεγάλη μοι τώ Βάαλ· πάς, ός εάν επισκεπή, ου ζήσεται. και Ιού εποίησεν εν πτερνισμώ, ίνα απολέση τους δούλους τού Βάαλ.
20 και είπεν Ιού· αγιάσατε ιερείαν τώ Βάαλ· και εκήρυξαν. 21 και απέστειλεν Ιού εν παντί Ισραήλ λέγων· και νύν πάντες οι δούλοι και πάντες οι ιερείς αυτού και πάντες οι προφήται αυτού, μηδείς απολειπέσθω, ότι θυσίαν μεγάλην ποιώ· ός αν απολειφθή, ου ζήσεται. και ήλθον πάντες οι δούλοι τού Βάαλ και πάντες οι ιερείς αυτού και πάντες οι προφήται αυτού· ου κατελείφθη ανήρ, ός ου παρεγένετο. και εισήλθον εις τον οίκον τού Βάαλ, και επλήσθη ο οίκος τού Βάαλ στόμα εις στόμα. 22 και είπεν Ιού τώ επί τού οίκου μεσθάαλ· εξάγαγε ένδυμα πάσι τοίς δούλοις τού Βάαλ· και εξήνεγκεν αυτοίς ο στολιστής. 23 και εισήλθεν Ιού και Ιωναδάβ υιός Ρηχάβ εις οίκον τού Βάαλ και είπε τοίς δούλοις τού Βάαλ· ερευνήσατε και ίδετε, ει έστι μεθ’ υμών των δούλων Κυρίου, ότι αλλ’ ή οι δούλοι τού Βάαλ μονώτατοι. 24 και εισήλθε τού ποιήσαι τα θύματα και τα ολοκαυτώματα. και Ιού έταξεν εαυτώ έξω ογδοήκοντα άνδρας και είπεν· ανήρ, ός εάν διασωθή από των ανδρών, ών εγώ ανάγω επί χείρα υμών, η ψυχή αυτού αντί της ψυχής αυτού. 25 και εγένετο ως συνετέλεσε ποιών την ολοκαύτωσιν, και είπεν Ιού τοίς παρατρέχουσι και τοίς τριστάταις· εισελθόντες πατάξατε αυτούς, μη εξελθάτω εξ αυτών ανήρ· και επάταξαν αυτούς εν στόματι ρομφαίας, και έρριψαν οι παρατρέχοντες και οι τριστάται και επορεύθησαν έως πόλεως οίκου τού Βάαλ. 26 και εξήνεγκαν την στήλην τού Βάαλ και ενέπρησαν αυτήν. 27 και κατέσπασαν τας στήλας τού Βάαλ και έταξαν αυτόν εις λυτρώνα έως της ημέρας ταύτης. 28 Καί ηφάνισεν Ιού τον Βάαλ εξ Ισραήλ· 29 πλήν αμαρτιών Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ, ουκ απέστη Ιού από όπισθεν αυτών, αι δαμάλεις αι χρυσαί εν Βαιθήλ και εν Δάν.
30 και είπε Κύριος προς Ιού· ανθ’ ών όσα ηγάθυνας ποιήσαι το ευθές εν οφθαλμοίς μου κατά πάντα, όσα εν τή καρδία μου εποίησας τώ οίκω Αχαάβ, υιοί τέταρτοι καθήσονταί σοι επί θρόνου Ισραήλ. 31 και Ιού ουκ εφύλαξε πορεύεσθαι εν νόμω Κυρίου Θεού Ισραήλ εν όλη καρδία αυτού, ουκ απέστη απάνωθεν αμαρτιών Ιεροβοάμ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ. 32 εν ταίς ημέραις εκείναις ήρξατο Κύριος συγκόπτειν εν τώ Ισραήλ, και επάταξεν αυτούς Αζαήλ εν παντί ορίω Ισραήλ, 33 από τού Ιορδάνου κατ΄ ανατολάς ηλίου πάσαν την γήν Γαλαάδ τού Γαδδί και τού Ρουβήν και τού Μανασσή, από Αροήρ, ή εστιν επί τού χείλους χειμάρρου Αρνών, και την Γαλαάδ και την Βασάν. 34 και τα λοιπά των λόγων Ιού και πάντα, όσα εποίησε, και πάσα η δυναστεία αυτού και τας συνάψεις, ας συνήψεν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίου λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 35 και εκοιμήθη Ιού μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν εν Σαμαρεία· και εβασίλευσεν Ιωάχαζ υιός αυτού αντ’ αυτού. 36 και αι ημέραι, ας εβασίλευσεν Ιού επί Ισραήλ, εικοσιοκτώ έτη εν Σαμαρεία.
1 ΚΑΙ Γοθολία η μήτηρ Οχοζίου είδεν ότι απέθανεν ο υιός αυτής, και απώλεσε πάν το σπέρμα της βασιλείας. 2 και έλαβεν Ιωσαβεέ θυγάτηρ τού βασιλέως Ιωράμ αδελφή Οχοζίου τον Ιωάς υιόν αδελφού αυτής και έκλεψεν αυτόν εκ μέσου των υιών τού βασιλέως των θανατουμένων, αυτόν και την τροφόν αυτού, εν τώ ταμείω των κλινών, και έκρυψεν αυτόν από προσώπου Γοθολίας και ουκ εθανατώθη. 3 και ήν μετ’ αυτής κρυβόμενος εν οίκω Κυρίου έξ έτη· και Γοθολία βασιλεύουσα επί της γής. 4 και εν τώ έτει τώ εβδόμω απέστειλεν Ιωδαέ ο ιερεύς και έλαβε τους εκατοντάρχους των Χορρί και των Ρασίμ, και απήγαγεν αυτούς προς αυτόν εις οίκον Κυρίου και διέθετο αυτοίς διαθήκην Κυρίου και ώρκωσεν αυτούς ενώπιον Κυρίου και έδειξεν αυτοίς Ιωδαέ τον υιόν τού βασιλέως 5 και ενετείλατο αυτοίς λέγων· ούτος ο λόγος, ον ποιήσετε· 6 το τρίτον εξ υμών εισελθέτω το σάββατον και φυλάξατε φυλακήν οίκου τού βασιλέως εν τώ πυλώνι και το τρίτον εν τή πύλη των οδών και το τρίτον της πύλης οπίσω των παρατρεχόντων· και φυλάξατε την φυλακήν τού οίκου. 7 και δύο χείρες εν υμίν, πάς ο εκπορευόμενος το σάββατον, και φυλάξουσι την φυλακήν οίκου Κυρίου προς τον βασιλέα· 8 και κυκλώσατε επί τον βασιλέα κύκλω, ανήρ και το σκεύος αυτού εν χειρί αυτού, και ο εισπορευόμενος εις τας σαδηρώθ αποθανείται. και έσονται μετά τού βασιλέως εν τώ εκπορεύεσθαι αυτόν και εν τώ εισπορεύεσθαι αυτόν. 9 και εποίησαν οι εκατόνταρχοι πάντα, όσα ενετείλατο Ιωδαέ ο συνετός, και έλαβεν ανήρ τους άνδρας αυτού και τους εισπορευομένους το σάββατον μετά των εκπορευομένων το σάββατον και εισήλθον προς Ιωδαέ τον ιερέα.
10 και έδωκεν ο ιερεύς τοίς εκατοντάρχοις τους σειρομάστας και τους τρισσούς τού βασιλέως Δαυίδ τού εν οίκω Κυρίου. 11 και έστησαν οι παρατρέχοντες, ανήρ και το σκεύος αυτού εν τή χειρί αυτού, από της ωμίας τού οίκου της δεξιάς έως της ωμίας τού οίκου της ευωνύμου τού θυσιαστηρίου και τού οίκου επί τον βασιλέα κύκλω. 12 και εξαπέστειλε τον υιόν τού βασιλέως και έδωκεν επ’ αυτόν το νεζέρ και το μαρτύριον και εβασίλευσεν αυτόν και έχρισεν αυτόν, και εκρότησαν τή χειρί και είπαν· ζήτω ο βασιλεύς. 13 και ήκουσε Γοθολία την φωνήν των τρεχόντων τού λαού και εισήλθε προς τον λαόν εις οίκον Κυρίου. 14 και είδε και ιδού ο βασιλεύς ειστήκει επί τού στύλου κατά το κρίμα, και οι ωδοί και αι σάλπιγγες προς τον βασιλέα, και πάς ο λαός της γής χαίρων και σαλπίζων εν σάλπιγξι· και διέρρηξε Γοθολία τα ιμάτια εαυτής και εβόησε· σύνδεσμος σύνδεσμος. 15 και ενετείλατο Ιωδαέ ο ιερεύς τοίς εκατοντάρχοις τοίς επισκόποις της δυνάμεως και είπε προς αυτούς· εξαγάγετε αυτήν έσωθεν των σαδηρώθ· ο εισπορευόμενος οπίσω αυτής θανάτω θανατωθήσεται εν ρομφαία· ότι είπεν ο ιερεύς· και μη αποθάνη εν οίκω Κυρίου. 16 και επέθηκαν αυτή χείρας, και εισήλθεν οδόν εισόδου των ίππων οίκου τού βασιλέως και απέθανεν εκεί. 17 και διέθετο Ιωδαέ διαθήκην ανά μέσον Κυρίου και ανά μέσον τού βασιλέως και ανά μέσον τού λαού τού είναι εις λαόν τώ Κυρίω, και ανά μέσον τού βασιλέως και ανά μέσον τού λαού. 18 και εισήλθε πάς ο λαός της γής εις οίκον τού Βάαλ και κατέσπασαν αυτόν και τα θυσιαστήρια αυτού και τας εικόνας αυτού συνέτριψαν αγαθώς και τον Μαθάν τον ιερέα τού Βάαλ απέκτειναν κατά πρόσωπον των θυσιαστηρίων, και έθηκεν ο ιερεύς επισκόπους εις τον οίκον Κυρίου. 19 και έλαβε τους εκατοντάρχους και τον Χορρί και τον Ρασίμ και πάντα τον λαόν της γής, και κατήγαγον τον βασιλέα εξ οίκου Κυρίου, και εισήλθον οδόν πύλης των παρατρεχόντων οίκου τού βασιλέως, και εκάθισαν αυτόν επί θρόνου των βασιλέων.
20 και εχάρη πάς ο λαός της γής, και η πόλις ησύχασε· και την Γοθολίαν εθανάτωσαν εν ρομφαία εν οίκω τού βασιλέως.
1 ΥΙΟΣ επτά ετών Ιωάς εν τώ βασιλεύειν αυτόν. 2 εν έτει εβδόμω τώ Ιού εβασίλευσεν Ιωάς και τεσσαράκοντα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Αβιά εκ της Βηρσαβεέ. 3 και εποίησεν Ιωάς το ευθές ενώπιον Κυρίου πάσας τας ημέρας, ας εφώτισεν αυτόν Ιωδαέ ο ιερεύς· 4 πλήν των υψηλών ου μετεστάθησαν, και εκεί έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοίς υψηλοίς. 5 και είπεν Ιωάς προς τους ιερείς· πάν το αργύριον των αγίων το εισοδιαζόμενον εν τώ οίκω Κυρίου, αργύριον συντιμήσεως, ανήρ αργύριον λαβών συντιμήσεως, πάν αργύριον, ό εάν αναβή επί καρδίαν ανδρός ενεγκείν εν οίκω Κυρίου, 6 λαβέτωσαν εαυτοίς οι ιερείς ανήρ από της πράσεως αυτών και αυτοί κρατήσουσι το βεδέκ τού οίκου εις πάντα, ού εάν ευρεθή εκεί βεδέκ. 7 και εγενήθη εν τώ εικοστώ και τρίτω έτει τώ βασιλεί Ιωάς ουκ εκραταίωσαν οι ιερείς το βεδέκ τού οίκου. 8 και εκάλεσεν Ιωάς ο βασιλεύς Ιωδαέ τον ιερέα και τους ιερείς και είπε προς αυτούς· τι ότι ουκ εκραταιούτε το βεδέκ τού οίκου; και νύν μη λάβητε αργύριον από των πράσεων υμών, ότι εις το βεδέκ τού οίκου δώσετε αυτό. 9 και συνεφώνησαν οι ιερείς τού μη λαβείν αργύριον παρά τού λαού και τού μη ενισχύσαι το βεδέκ τού οίκου.
10 και έλαβεν Ιωδαέ ο ιερεύς κιβωτόν μίαν και έτρησε τρώγλην επί της σανίδος αυτής και έδωκεν αυτήν παρά αμμαζειβί εν τώ οίκω ανδρός οίκου Κυρίου, και έδωκαν οι ιερείς οι φυλάσσοντες τον σταθμόν πάν το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω Κυρίου. 11 και εγένετο ως είδον ότι πολύ το αργύριον εν τή κιβωτώ, και ανέβη ο γραμματεύς τού βασιλέως και ο ιερεύς ο μέγας και έσφιγξαν και ηρίθμησαν το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω Κυρίου. 12 και έδωκαν το αργύριον το ετοιμασθέν επί χείρας ποιούντων τα έργα των επισκόπων οίκου Κυρίου, και εξέδοσαν τοίς τέκτοσι των ξύλων και τοίς οικοδόμοις τοίς ποιούσιν εν οίκω Κυρίου 13 και τοίς τειχισταίς και τοίς λατόμοις των λίθων τού κτήσασθαι ξύλα και λίθους λατομητούς τού κατασχείν το βεδέκ οίκου Κυρίου εις πάντα, όσα εξωδιάσθη επί τον οίκον τού κραταιώσαι· 14 πλήν ου ποιηθήσονται οίκω Κυρίου θύραι αργυραί, ήλοι, φιάλαι και σάλπιγγες, πάν σκεύος χρυσούν και σκεύος αργυρούν, εκ τού αργυρίου τού εισενεχθέντος εν οίκω Κυρίου, 15 ότι τοίς ποιούσι τα έργα δώσουσιν αυτό, και εκραταίωσαν εν αυτώ τον οίκον Κυρίου. 16 και ουκ εξελογίζοντο τους άνδρας, οίς εδίδουν το αργύριον επί χείρας αυτών δούναι τοίς ποιούσι τα έργα, ότι εν πίστει αυτών ποιούσιν. 17 αργύριον περί αμαρτίας και αργύριον περί πλημμελείας, ό,τι εισηνέχθη εν οίκω Κυρίου, τοίς ιερεύσιν εγένετο. 18 Τότε ανέβη Αζαήλ βασιλεύς Συρίας και επολέμησεν επί Γέθ και προκατελάβετο αυτήν. και έταξεν Αζαήλ το πρόσωπον αυτού αναβήναι επί Ιερουσαλήμ. 19 και έλαβεν Ιωάς βασιλεύς Ιούδα πάντα τα άγια, όσα ηγίασεν Ιωσαφάτ και Ιωράμ και Οχοζίας οι πατέρες αυτού και βασιλείς Ιούδα, και τα άγια αυτού και πάν το χρυσίον το ευρεθέν εν θησαυροίς οίκου Κυρίου και οίκου τού βασιλέως και απέστειλε τώ Αζαήλ βασιλεί Συρίας, και ανέβη από Ιερουσαλήμ.
20 και τα λοιπά των λόγων Ιωάς και πάντα, όσα εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα πάντα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 21 και ανέστησαν οι δούλοι αυτού και έδησαν πάντα σύνδεσμον και επάταξαν τον Ιωάς εν οίκω Μαλλώ τώ εν Γααλά 22 και Ιεζιχάρ υιός Ιεμουάθ και Ιεζεβούθ ο υιός αυτού Σωμήρ οι δούλοι αυτού επάταξαν αυτόν, και απέθανε· και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Αμεσσίας υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΕΝ έτει εικοστώ και τρίτω έτει τώ Ιωάς υιώ Οχοζίου βασιλεί Ιούδα εβασίλευσεν Ιωάχαζ υιός Ιού εν Σαμαρεία επτακαίδεκα έτη. 2 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου και επορεύθη οπίσω αμαρτιών Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ, ουκ απέστη απ’ αυτών. 3 και ωργίσθη θυμώ Κύριος εν τώ Ισραήλ και έδωκεν αυτούς εν χειρί Αζαήλ βασιλέως Συρίας και εν χειρί υιού Άδερ υιού Αζαήλ πάσας τας ημέρας. 4 και εδεήθη Ιωάχαζ τού προσώπου Κυρίου, και επήκουσεν αυτού Κύριος, ότι είδε την θλίψιν Ισραήλ, ότι έθλιψεν αυτούς βασιλεύς Συρίας. 5 και έδωκεν Κύριος σωτηρίαν τώ Ισραήλ, και εξήλθεν υποκάτωθεν χειρός Συρίας. και εκάθισαν οι υιοί Ισραήλ εν τοίς σκηνώμασιν αυτών καθώς εχθές και τρίτης· 6 πλήν ουκ απέστησαν από αμαρτιών οίκου Ιεροβοάμ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ, εν αυταίς επορεύθησαν, και γε το άλσος εστάθη εν Σαμαρεία. 7 ότι ουχ υπελείφθη τώ Ιωάχαζ λαός, αλλ’ ή πεντήκοντα ιππείς και δέκα άρματα και δέκα χιλιάδες πεζών, ότι απώλεσεν αυτούς βασιλεύς Συρίας, και έθεντο αυτούς ως χούν εις καταπάτησιν. 8 και τα λοιπά των λόγων Ιωάχαζ και πάντα όσα εποίησε και αι δυναστείαι αυτού, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 9 και εκοιμήθη Ιωάχαζ μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν εν Σαμαρεία, και εβασίλευσεν Ιωάς υιός αυτού αντ’ αυτού.
10 Εν έτει τριακοστώ και εβδόμω έτει τώ Ιωάς βασιλεί Ιούδα εβασίλευσεν Ιωάς υιός Ιωάχαζ επί Ισραήλ εν Σαμαρεία εκκαίδεκα έτη. 11 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου· ουκ απέστη από πάσης αμαρτίας Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ, εν αυταίς επορεύθη. 12 και τα λοιπά των λόγων Ιωάς και πάντα όσα εποίησε, και αι δυναστείαι αυτού, ας εποίησε μετά Αμεσσίου βασιλέως Ιούδα, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 13 και εκοιμήθη Ιωάς μετά των πατέρων αυτού, και Ιεροβοάμ εκάθισεν επί τού θρόνου αυτού, και ετάφη εν Σαμαρεία μετά των βασιλέων Ισραήλ. 14 Καί Ελισαιέ ηρρώστησε την αρρωστίαν αυτού, δι’ ήν απέθανε. και κατέβη προς αυτόν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ και έκλαυσεν επί πρόσωπον αυτού και είπε· πάτερ πάτερ, άρμα Ισραήλ και ιππεύς αυτού. 15 και είπεν αυτώ Ελισαιέ· λάβε τόξον και βέλη. και έλαβε προς εαυτόν τόξον και βέλη. 16 και είπε τώ βασιλεί· επιβίβασον την χείρά σου επί το τόξον· και επεβίβασεν Ιωάς την χείρα αυτού, και επέθηκεν Ελισαιέ τας χείρας αυτού επί τας χείρας τού βασιλέως. 17 και είπεν· άνοιξον την θυρίδα κατ’ ανατολάς· και ήνοιξε. και είπεν Ελισαιέ· τόξευσον· και ετόξευσε. και είπε· βέλος σωτηρίας τώ Κυρίω και βέλος σωτηρίας εν Συρία, και πατάξεις την Συρίαν εν Αφέκ έως συντελείας. 18 και είπεν αυτώ Ελισαιέ· λάβε τόξα· και έλαβε. και είπε τώ βασιλεί Ισραήλ· πάταξον εις την γήν· και επάταξεν ο βασιλεύς τρίς και έστη. 19 και ελυπήθη επ’ αυτώ ο άνθρωπος τού Θεού και είπεν· ει επάταξας πεντάκις ή εξάκις, τότε αν επάταξας την Συρίαν έως συντελείας· και νύν τρίς πατάξεις την Συρίαν.
20 και απέθανεν Ελισαιέ, και έθαψαν αυτόν. και μονόζωνοι Μωάβ ήλθον εν τή γη ελθόντος τού ενιαυτού· 21 και εγένετο αυτών θαπτόντων τον άνδρα, και ιδού είδον τον μονόζωνον και έρριψαν τον άνδρα εν τώ τάφω Ελισαιέ, και επορεύθη και ήψατο των οστέων Ελισαιέ και έζησε και ανέστη επί τους πόδας αυτού. 22 και Αζαήλ εξέθλιψε τον Ισραήλ πάσας τας ημέρας Ιωάχαζ. 23 και ηλέησε Κύριος αυτούς, και ωκτείρησεν αυτούς και επέβλεψεν επ’ αυτούς διά την διαθήκην αυτού την μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, και ουκ ηθέλησε Κύριος διαφθείραι αυτούς και ουκ απέρριψεν αυτούς από τού προσώπου αυτού. 24 και απέθανεν Αζαήλ βασιλεύς Συρίας, και εβασίλευσεν Ιωάς υιός Ιωάχαζ και έλαβε τας πόλεις εκ χειρός υιού Άδερ υιού Αζαήλ, ας έλαβεν εκ χειρός Ιωάχαζ τού πατρός αυτού εν τώ πολέμω· τρίς επάταξεν αυτόν Ιωάς και επέστρεψε τας πόλεις Ισραήλ.
1 ΕΝ έτει δευτέρω τώ Ιωάς υιώ Ιωάχαζ βασιλεί Ισραήλ και εβασίλευσεν Αμεσσίας υιός Ιωάς βασιλεύς Ιούδα. 2 υιός είκοσι και πέντε ετών ήν εν τώ βασιλεύειν αυτόν και είκοσι και εννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Ιωαδίμ εξ Ιερουσαλήμ. 3 και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς Κυρίου, πλήν ουχ ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού· κατά πάντα όσα εποίησεν Ιωάς ο πατήρ αυτού, εποίησε· 4 πλήν τα υψηλά ουκ εξήρεν, έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοίς υψηλοίς. 5 και εγένετο ότε κατίσχυεν η βασιλεία εν χειρί αυτού, και επάταξε τους δούλους αυτού τους πατάξαντας τον πατέρα αυτού· 6 και τους υιούς των παταξάντων ουκ εθανάτωσε, καθώς γέγραπται εν βιβλίω νόμων Μωυσή, ως ενετείλατο Κύριος λέγων· ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ υιών, και υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων, ότι αλλ’ ή έκαστος εν ταίς αμαρτίαις αυτού αποθανείται. 7 αυτός επάταξε την Εδώμ εν Γαιμελέ δέκα χιλιάδας και συνέλαβε την Πέτραν εν τώ πολέμω και εκάλεσε το όνομα αυτής Καθοήλ έως της ημέρας ταύτης. 8 τότε απέστειλεν Αμεσσίας αγγέλους προς Ιωάς υιόν Ιωάχαζ υιού Ιού βασιλέως Ισραήλ λέγων· δεύρο οφθώμεν προσώποις. 9 και απέστειλεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ προς Αμεσσίαν βασιλέα Ιούδα λέγων· ο άκαν ο εν τώ Λιβάνω απέστειλε προς την κέδρον την εν τώ Λιβάνω λέγων· δός την θυγατέρα σου τώ υιώ μου εις γυναίκα· και διήλθον τα θηρία τού αγρού τα εν τώ Λιβάνω και συνεπάτησαν την άκανα.
10 τύπτων επάταξας την Ιδουμαίαν, και επήρέ σε καρδία σου· ενδοξάσθητι καθήμενος εν τώ οίκω σου, και ινατί ερίζεις εν κακία σου; και πεσή σύ και Ιούδας μετά σού. 11 και ουκ ήκουσεν Αμεσσίας. και ανέβη Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ, και ώφθησαν προσώποις αυτός και Αμεσσίας βασιλεύς Ιούδα εν Βαιθσαμύς τή τού Ιούδα· 12 και έπταισεν Ιούδας από προσώπου Ισραήλ, και έφυγεν ανήρ εις το σκήνωμα αυτού· 13 και τον Αμεσσίαν υιόν Ιωάς υιού Οχοζίου συνέλαβεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ εν Βαιθσαμύς. και ήλθεν εις Ιερουσαλήμ και καθείλεν εν τώ τείχει Ιερουσαλήμ εν τή πύλη Εφραίμ έως πύλης της γωνίας τετρακοσίους πήχεις· 14 και έλαβεν το χρυσίον και το αργύριον και πάντα τα σκεύη τα ευρεθέντα εν οίκω Κυρίου και εν θησαυροίς οίκου τού βασιλέως και τους υιούς των συμμίξεων και απέστρεψεν εις Σαμάρειαν. 15 και τα λοιπά των λόγων Ιωάς, όσα εποίησεν εν δυναστεία αυτού, ά επολέμησε μετά Αμεσσίου βασιλέως Ιούδα, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 16 και εκοιμήθη Ιωάς μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν Σαμαρεία μετά των βασιλέων Ισραήλ, και εβασίλευσεν Ιεροβοάμ υιός αυτού αντ’ αυτού. 17 και έζησεν Αμεσσίας υιός Ιωάς βασιλεύς Ιούδα μετά το αποθανείν Ιωάς υιόν Ιωάχαζ βασιλέα Ισραήλ πεντεκαίδεκα έτη. 18 και τα λοιπά των λόγων Αμεσσίου και πάντα, όσα εποίησεν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 19 και συνεστράφησαν επ΄ αυτόν σύστρεμμα εν Ιερουσαλήμ, και έφυγεν εις Λαχίς· και απέστειλαν οπίσω αυτού εις Λαχίς και εθανάτωσαν αυτόν εκεί.
20 και ήραν αυτόν εφ΄ ίππων, και ετάφη εν Ιερουσαλήμ μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ. 21 και έλαβε πάς ο λαός Ιούδα τον Αζαρίαν ~και αυτός υιός εκκαίδεκα ετών~ και εβασίλευσαν αυτόν αντί τού πατρός αυτού Αμεσσίου. 22 αυτός ωκοδόμησε την Αιλώθ και επέστρεψεν αυτήν τώ Ιούδα μετά το κοιμηθήναι τον βασιλέα μετά των πατέρων αυτού. 23 Εν έτει πεντεκαιδεκάτω τού Αμεσσίου υιώ Ιωάς βασιλεί Ιούδα εβασίλευσεν Ιεροβοάμ υιός Ιωάς επί Ισραήλ εν Σαμαρεία τεσσαράκοντα και έν έτος. 24 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου· ουκ απέστη από πασών αμαρτιών Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ. 25 αυτός απέστησε το όριον Ισραήλ από εισόδου Αιμάθ έως της θαλάσσης της Άραβα κατά το ρήμα Κυρίου Θεού Ισραήλ, ό ελάλησεν εν χειρί δούλου αυτού Ιωνά υιού Αμαθί τού προφήτου τού εν Γεθχοφέρ. 26 ότι είδε Κύριος την ταπείνωσιν Ισραήλ πικράν σφόδρα και ολιγοστούς συνεχομένους και εσπανισμένους και εγκαταλελειμμένους, και ουκ ήν ο βοηθών τώ Ισραήλ. 27 και ουκ ελάλησε Κύριος εξαλείψαι το σπέρμα Ισραήλ υποκάτωθεν τού ουρανού και έσωσεν αυτούς διά χειρός Ιεροβοάμ υιού Ιωάς. 28 και τα λοιπά των λόγων Ιεροβοάμ και πάντα, όσα εποίησε, και αι δυναστείαι αυτού, όσα επολέμησε και όσα επέστρεψε την Δαμασκόν και την Αιμάθ τώ Ιούδα εν Ισραήλ, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 29 και εκοιμήθη Ιεροβοάμ μετά των πατέρων αυτού μετά βασιλέων Ισραήλ, και εβασίλευσε Ζαχαρίας υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΕΝ έτει εικοστώ και εβδόμω τώ Ιεροβοάμ βασιλεί Ισραήλ εβασίλευσεν Αζαρίας υιός Αμεσσίου βασιλέως Ιούδα. 2 υιός εκκαίδεκα ετών ήν εν τώ βασιλεύειν αυτόν και πεντηκονταδύο έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Ιεχελία εξ Ιερουσαλήμ. 3 και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησεν Αμεσσίας ο πατήρ αυτού· 4 πλήν των υψηλών ουκ εξήρεν, έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοίς υψηλοίς, 5 και ήψατο Κύριος τον βασιλέα, και ήν λελεπρωμένος έως ημέρας θανάτου αυτού και εβασίλευσεν εν οίκω αφφουσώθ, και Ιωάθαμ υιός τού βασιλέως επί τώ οίκω κρίνων τον λαόν της γής. 6 και τα λοιπά των λόγων Αζαρίου, και πάντα, όσα εποίησεν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 7 και εκοιμήθη Αζαρίας μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Ιωάθαμ υιός αυτού αντ’ αυτού. 8 Εν έτει τριακοστώ και ογδόω τώ Αζαρίου βασιλεί Ιούδα εβασίλευσε Ζαχαρίας υιός Ιεροβοάμ επί Ισραήλ εν Σαμαρεία εξάμηνον. 9 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου, καθά εποίησαν οι πατέρες αυτού· ουκ απέστη από πασών των αμαρτιών Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ.
10 και συνεστράφησαν επ’ αυτόν Σελλούμ υιός Ιαβίς και Κεβλαάμ και επάταξαν αυτόν και εθανάτωσαν αυτόν, και Σελλούμ εβασίλευσεν αντ’ αυτού. 11 και τα λοιπά των λόγων Ζαχαρίου ιδού εισι γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ. 12 ο λόγος Κυρίου, ον ελάλησε προς Ιού λέγων· υιοί τέταρτοι καθήσονταί σοι επί θρόνου Ισραήλ· και εγένετο ούτως. 13 Καί Σελλούμ υιός Ιαβίς εβασίλευσε· και εν έτει τριακοστώ και ενάτω Αζαρία βασιλεί Ιούδα εβασίλευσε Σελλούμ μήνα ημερών εν Σαμαρεία. 14 και ανέβη Μαναήμ υιός Γαδδί εκ Θαρσιλά και ήλθεν εις Σαμάρειαν και επάταξε τον Σελλούμ υιόν Ιαβίς εν Σαμαρεία και εθανάτωσεν αυτόν. 15 και τα λοιπά των λόγων Σελλούμ και η συστροφή αυτού, ήν συνεστράφη, ιδού εισι γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ. 16 τότε επάταξε Μαναήμ την Θερσά και πάντα τα εν αυτή και τα όρια αυτής από Θερσά, ότι ουκ ήνοιξαν αυτώ· και επάταξεν αυτήν και τας εν γαστρί εχούσας ανέρρηξεν. 17 Εν έτει τριακοστώ και ενάτω τώ Αζαρία βασιλεί Ιούδα εβασίλευσε Μαναήμ υιός Γαδδί επί Ισραήλ εν Σαμαρεία δέκα έτη. 18 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου· ουκ απέστη από πασών αμαρτιών Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ. 19 εν ταίς ημέραις αυτού ανέβη Φούλ βασιλεύς Ασσυρίων επί την γήν, και Μαναήμ έδωκε τώ Φούλ χίλια τάλαντα αργυρίου είναι την χείρα αυτού μετ’ αυτού.
20 και εξήνεγκε Μαναήμ το αργύριον επί τον Ισραήλ, επί πάν δυνατόν ισχύι, δούναι τώ βασιλεί των Ασσυρίων, πεντήκοντα σίκλους τώ ανδρί τώ ενί· και απέστρεψε βασιλεύς Ασσυρίων και ουκ έστη εκεί εν τή γη. 21 και τα λοιπά των λόγων Μαναήμ και πάντα όσα εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ; 22 και εκοιμήθη Μαναήμ μετά των πατέρων αυτού, και εβασίλευσε Φακεσίας υιός αυτού αντ’ αυτού. 23 Εν έτει πεντηκοστώ τού Αζαρίου βασιλεί Ιούδα εβασίλευσε Φακεσίας υιός Μαναήμ επί Ισραήλ εν Σαμαρεία δύο έτη. 24 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου· ουκ απέστη από αμαρτιών Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ. 25 και συνεστράφη επ’ αυτόν Φακεέ υιός Ρομελίου ο τριστάτης αυτού και επάταξεν αυτόν εν Σαμαρεία εναντίον οίκου τού βασιλέως μετά τού Αργόβ και μετά τού Αρία, και μετ’ αυτού πεντήκοντα άνδρες από των τετρακοσίων· και εθανάτωσεν αυτόν και εβασίλευσεν αντ’ αυτού. 26 και τα λοιπά των λόγων Φακεσίου και πάντα, όσα εποίησεν, ιδού εισι γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ. 27 Εν έτει πεντηκοστώ και δευτέρω τού Αζαρίου βασιλεί Ιούδα εβασίλευσε Φακεέ υιός Ρομελίου επί Ισραήλ εν Σαμαρεία είκοσιν έτη. 28 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου· ουκ απέστη από πασών αμαρτιών Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ. 29 εν ταίς ημέραις Φακεέ βασιλέως Ισραήλ ήλθε Θαγλαθφελλασάρ βασιλεύς Ασσυρίων και έλαβε την Αίν και την Αβελβαιθαμααχά και την Ανιώχ και την Κενέζ και την Ασώρ και την Γαλαάδ και την Γαλιλαίαν, πάσαν γήν Νεφθαλί, και απώκισεν αυτούς εις Ασσυρίους.
30 και συνέστρεψε σύστρεμμα Ωσηέ υιός Ηλά επί Φακεέ υιόν Ρομελίου και επάταξεν αυτόν και εθανάτωσε και εβασίλευσεν αντ’ αυτού εν έτει εικοστώ Ιωάθαμ υιού Αζαρίου. 31 και τα λοιπά των λόγων Φακεέ και πάντα, όσα εποίησεν, ιδού ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ισραήλ. 32 Εν έτει δευτέρω Φακεέ υιού Ρομελίου βασιλεί Ισραήλ εβασίλευσεν Ιωάθαμ υιός Αζαρίου βασιλέως Ιούδα. 33 υιός είκοσι και πέντε ετών ήν εν τώ βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Ιερουσά θυγάτηρ Σαδώκ. 34 και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησεν Αζαρίας ο πατήρ αυτού· 35 πλήν τα υψηλά ουκ εξήρεν, έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμία εν τοίς υψηλοίς. αυτό ωκοδόμησε την πύλην οίκου Κυρίου την επάνω. 36 και τα λοιπά των λόγων Ιωάθαμ και πάντα, όσα εποίησεν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 37 εν ταίς ημέραις εκείναις ήρξατο Κύριος εξαποστέλλειν εν Ιούδα τον Ραασσών βασιλέα Συρίας, και τον Φακεέ υιόν Ρομελίου. 38 και εκοιμήθη Ιωάθαμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ τού πατρός αυτού, και εβασίλευσεν Άχαζ υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΕΝ έτει επτακαιδεκάτω Φακεέ υιού Ρομελίου εβασίλευσεν Άχαζ υιός Ιωάθαμ βασιλέως Ιούδα. 2 υιός είκοσιν ετών ήν Άχαζ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. και ουκ εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς Κυρίου Θεού αυτού πιστώς, ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού 3 και επορεύθη, εν οδώ βασιλέων Ισραήλ, και γε τον υιόν αυτού διήγεν εν πυρί κατά τα βδελύγματα των εθνών, ών εξήρε Κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ, 4 και εθυσίαζε και εθυμία εν τοίς υψηλοίς και επί των βουνών και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους. 5 τότε ανέβη Ραασσών βασιλεύς Συρίας και Φακεέ υιός Ρομελίου βασιλεύς Ισραήλ εις Ιερουσαλήμ εις πόλεμον και επολιόρκουν επί Άχαζ και ουκ ηδύναντο πολεμείν. 6 εν τώ καιρώ εκείνω επέστρεψε Ραασσών βασιλεύς Συρίας την Αιλάθ τή Συρία και εξέβαλε τους Ιουδαίους εξ Αιλάθ και Ιδουμαίοι ήλθον εις Αιλάθ και κατώκησαν εκεί έως της ημέρας ταύτης. 7 και απέστειλεν Άχαζ αγγέλους προς Θαγλαθφελλασάρ βασιλέα Ασσυρίων λέγων· δούλός σου και υιός σου εγώ, ανάβηθι και σώσόν με εκ χειρός βασιλέως Συρίας και εκ χειρός βασιλέως Ισραήλ των επανισταμένων επ’ εμέ. 8 και έλαβεν Άχαζ αργύριον και χρυσίον το ευρεθέν εν θησαυροίς οίκου Κυρίου και οίκου βασιλέως και απέστειλε τώ βασιλεί δώρα. 9 και ήκουσεν αυτού βασιλεύς Ασσυρίων, και ανέβη βασιλεύς Ασσυρίων εις Δαμασκόν και συνέλαβεν αυτήν και απώκισεν αυτήν και τον Ραασσών βασιλέα εθανάτωσε.
10 και επορεύθη βασιλεύς Άχαζ εις Δαμασκόν εις απαντήν Θαγλαθφελλασάρ βασιλεί Ασσυρίων εις Δαμασκόν. και είδε το θυσιαστήριον εν Δαμασκώ, και απέστειλεν ο βασιλεύς Άχαζ προς Ουρίαν τον ιερέα το ομοίωμα τού θυσιαστηρίου και τον ρυθμόν αυτού και πάσαν ποίησιν αυτού· 11 και ωκοδόμησεν Ουρίας ο ιερεύς το θυσιαστήριον κατά πάντα, όσα απέστειλεν ο βασιλεύς Άχαζ εκ Δαμασκού. 12 και είδεν ο βασιλεύς το θυσιαστήριον και ανέβη επ’ αυτό 13 και εθυμίασε την ολοκαύτωσιν αυτού και την θυσίαν αυτού και την σπονδήν αυτού και προσέχεε το αίμα των ειρηνικών των αυτού επί το θυσιαστήριον 14 το χαλκούν το απέναντι Κυρίου. και προσήγαγε από προσώπου τού οίκου Κυρίου από τού ανά μέσον τού θυσιαστηρίου και από τού ανά μέσον τού οίκου Κυρίου και έδειξεν αυτό επί μηρόν τού θυσιαστηρίου κατά βορράν. 15 και ενετείλατο ο βασιλεύς Άχαζ τώ Ουρία τώ ιερεί λέγων· επί το θυσιαστήριον το μέγα πρόσφερε την ολοκαύτωσιν την πρωινήν και την θυσίαν την εσπερινήν, και την ολοκαύτωσιν τού βασιλέως και την θυσίαν αυτού και την ολοκαύτωσιν παντός τού λαού και την θυσίαν αυτών και την σπονδήν αυτών και πάν αίμα ολοκαυτώσεως και πάν αίμα θυσίας επ’ αυτώ εκχεείς· και το θυσιαστήριον το χαλκούν έσται μοι εις το πρωί. 16 και εποίησεν Ουρίας ο ιερεύς κατά πάντα, όσα ενετείλατο αυτώ ο βασιλεύς Άχαζ. 17 και συνέκοψεν ο βασιλεύς Άχαζ τα συγκλείσματα των μεχωνώθ και μετήρεν απ΄ αυτών τον λουτήρα και την θάλασσαν καθείλεν από των βοών των χαλκών των υποκάτω αυτής και έδωκεν αυτήν επί βάσιν λιθίνην. 18 και τον θεμέλιον της καθέδρας ωκοδόμησεν εν οίκω Κυρίου και την είσοδον τού βασιλέως την έξω επέστρεψεν εν οίκω Κυρίου από προσώπου βασιλέως Ασσυρίων. 19 και τα λοιπά των λόγων Άχαζ, όσα εποίησεν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα;
20 και εκοιμήθη Άχαζ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Εζεκίας υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΕΝ έτει δωδεκάτω τού Άχαζ βασιλέως Ιούδα εβασίλευσεν Ωσηέ υιός Ηλά εν Σαμαρεία επί Ισραήλ εννέα έτη. 2 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου, πλήν ουχ ως οι βασιλείς Ισραήλ, οί ήσαν έμπροσθεν αυτού. 3 επ’ αυτόν ανέβη Σαλαμανασάρ βασιλεύς Ασσυρίων, και εγενήθη αυτώ Ωσηέ δούλος και επέστρεψεν αυτώ μαναά. 4 και εύρε βασιλεύς Ασσυρίων εν τώ Ωσηέ αδικίαν, ότι απέστειλεν αγγέλους προς Σηγώρ βασιλέα Αιγύπτου και ουκ ήνεγκε μαναά τώ βασιλεί Ασσυρίων εν τώ ενιαυτώ εκείνω, και επολιόρκησεν αυτόν ο βασιλεύς Ασσυρίων και έδησεν αυτόν εν οίκω φυλακής. 5 και ανέβη ο βασιλεύς Ασσυρίων εν πάση τή γη και ανέβη εις Σαμάρειαν, και επολιόρκησεν επ’ αυτήν τρία έτη. 6 εν έτει ενάτω Ωσηέ συνέλαβε βασιλεύς Ασσυρίων την Σαμάρειαν και απώκισεν Ισραήλ εις Ασσυρίους και κατώκισεν αυτούς εν Αλαέ και εν Αβώρ ποταμοίς Γωζάν, και όρη Μήδων. 7 και εγένετο ότι ήμαρτον οι υιοί Ισραήλ τώ Κυρίω Θεώ αυτών τώ αναγαγόντι αυτούς εκ γής Αιγύπτου υποκάτωθεν χειρός Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου και εφοβήθησαν θεούς ετέρους 8 και επορεύθησαν τοίς δικαιώμασι των εθνών, ών εξήρε Κύριος εκ προσώπου υιών Ισραήλ, και οι βασιλείς Ισραήλ, όσοι εποίησαν, 9 και όσοι ημφιέσαντο οι υιοί Ισραήλ λόγους ουχ ούτως κατά Κυρίου Θεού αυτών. και ωκοδόμησαν εαυτοίς υψηλά εν πάσαις ταίς πόλεσιν αυτών από πύργου φυλασσόντων έως πόλεως οχυράς
10 και εστήλωσαν εαυτοίς στήλας και άλση επί παντί βουνώ υψηλώ και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους 11 και εθυμίασαν εκεί εν πάσιν υψηλοίς καθώς τα έθνη, ά απώκισε Κύριος εκ προσώπου αυτών, και εποίησαν κοινωνούς και εχάραξαν τού παροργίσαι τον Κύριον 12 και ελάτρευσαν τοίς ειδώλοις, οίς είπε Κύριος αυτοίς· ου ποιήσετε το ρήμα τούτο τώ Κυρίω. 13 και διεμαρτύρατο Κύριος εν τώ Ισραήλ και εν τώ Ιούδα και εν χειρί πάντων των προφητών αυτού, παντός ορώντος λέγων· αποστράφητε από των οδών υμών των πονηρών και φυλάξατε τας εντολάς μου και τα δικαιώματά μου και πάντα τον νόμον, ον ενετειλάμην τοίς πατράσιν υμών, όσα απέστειλα αυτοίς εν χειρί των δούλων μου των προφητών. 14 και ουκ ήκουσαν και εσκλήρυναν τον νώτον αυτών υπέρ τον νώτον των πατέρων αυτών 15 και τα μαρτύρια αυτού, όσα διεμαρτύρατο αυτοίς, ουκ εφύλαξαν και επορεύθησαν οπίσω των ματαίων και εματαιώθησαν, και οπίσω των εθνών των περικύκλω αυτών, ών ενετείλατο Κύριος αυτοίς μη ποιήσαι κατά ταύτα. 16 εγκατέλιπον τας εντολάς Κυρίου Θεού αυτών και εποίησαν εαυτοίς χώνευμα δύο δαμάλεις και εποίησαν άλση και προσεκύνησαν πάση τή δυνάμει τού ουρανού και ελάτρευσαν τώ Βάαλ 17 και διήγον τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών εν πυρί και εμαντεύοντο μαντείας και οιωνίζοντο και επράθησαν τού ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου παροργίσαι αυτόν. 18 και εθυμώθη Κύριος σφόδρα εν τώ Ισραήλ, και απέστησεν αυτούς από τού προσώπου αυτού, και ουχ υπελείφθη πλήν φυλή Ιούδα μονωτάτη. 19 και γε Ιούδας ουκ εφύλαξε τας εντολάς Κυρίου τού Θεού αυτών και επορεύθησαν εν τοίς δικαιώμασιν Ισραήλ, οίς εποίησαν,
20 και απεώσαντο τον Κύριον, και εθυμώθη Κύριος παντί σπέρματι Ισραήλ και εσάλευσεν αυτούς και έδωκεν αυτούς εν χειρί διαρπαζόντων αυτούς, έως ού απέρριψεν αυτούς από προσώπου αυτού. 21 ότι πλήν Ισραήλ επάνωθεν οίκου Δαυίδ και εβασίλευσαν τον Ιεροβοάμ υιόν Ναβάτ, και εξέωσεν Ιεροβοάμ τον Ισραήλ εξόπισθεν Κυρίου και εξήμαρτεν αυτούς αμαρτίαν μεγάλην. 22 και επορεύθησαν οι υιοί Ισραήλ εν πάση αμαρτία Ιεροβοάμ, ή εποίησεν, ουκ απέστησαν απ΄ αυτής, 23 έως ού μετέστησε Κύριος τον Ισραήλ από προσώπου αυτού, καθώς ελάλησε Κύριος εν χειρί πάντων των δούλων αυτού των προφητών, και απωκίσθη Ισραήλ επάνωθεν της γής αυτού εις Ασσυρίους έως της ημέρας ταύτης. 24 Καί ήγαγε βασιλεύς Ασσυρίων εκ Βαβυλώνος τον εκ Χουθά από Αιά και από Αιμάθ και Σεπφαρουαίμ, και κατωκίσθησαν εν πόλεσι Σαμαρείας αντί των υιών Ισραήλ και εκληρονόμησαν την Σαμάρειαν και κατώκισαν εν ταίς πόλεσιν αυτής. 25 και εγένετο εν αρχή της καθέδρας αυτών ουκ εφοβήθησαν τον Κύριον, και απέστειλε Κύριος εν αυτοίς τους λέοντας, και ήσαν αποκτέννοντες εν αυτοίς. 26 και είπαν τώ βασιλεί Ασσυρίων λέγοντες· τα έθνη, ά απώκισας και αντεκάθισας εν πόλεσι Σαμαρείας, ουκ έγνωσαν το κρίμα τού Θεού της γής, και απέστειλεν εις αυτούς τους λέοντας, και ιδού εισι θανατούντες αυτούς, καθότι ουκ οίδασι το κρίμα τού Θεού της γής, 27 και ενετείλατο ο βασιλεύς Ασσυρίων λέγων· απάγετε εκείθεν και πορευέσθωσαν και κατοικήτωσαν εκεί και φωτιούσιν αυτούς το κρίμα τού Θεού της γής. 28 και ήγαγον ένα των ιερέων, ών απώκισαν από Σαμαρείας, και εκάθισεν εν Βαιθήλ και ήν φωτίζων αυτούς πώς φοβηθώσι τον Κύριον. 29 και ήσαν ποιούντες έθνη έθνη θεούς αυτών και έθηκαν εν οίκω των υψηλών, ών εποίησαν οι Σαμαρείται, έθνη έθνη εν ταίς πόλεσιν αυτών, εν αίς κατώκουν.
30 και οι άνδρες Βαβυλώνος εποίησαν την Σωκχώθ Βαινίθ, και οι άνδρες Χούθ εποίησαν την Νηριγέλ, και οι άνδρες Αιμάθ εποίησαν την Ασιμάθ, 31 και οι Ευαίοι εποίησαν την Εβλαζέρ και την Θαρθάκ, και οι Σεπφαρουαίμ κατέκαιον τους υιούς αυτών εν πυρί τώ Αδραμέλεχ και Ανημελέχ, θεοίς Σεπφαρουαίμ. 32 και ήσαν φοβούμενοι τον Κύριον και κατώκισαν τα βδελύγματα αυτών εν τοίς οίκοις των υψηλών, ά εποίησαν εν Σαμαρεία, έθνος έθνος εν πόλει, εν ή κατώκουν εν αυτή· και ήσαν φοβούμενοι τον Κύριον και εποίησαν εαυτοίς ιερείς των υψηλών και εποίησαν εν οίκω των υψηλών. 33 και τον Κύριον εφοβούντο και τοίς θεοίς αυτών ελάτρευον κατά το κρίμα των εθνών, όθεν απώκισαν αυτούς εκείθεν. 34 έως της ημέρας ταύτης αυτοί εποίουν κατά το κρίμα αυτών· αυτοί φοβούνται και αυτοί ποιούσι κατά τα δικαιώματα αυτών και κατά την κρίσιν αυτών και κατά τον νόμον και κατά την εντολήν, ήν ενετείλατο Κύριος τοίς υιοίς Ιακώβ, ού έθηκε το όνομα αυτού Ισραήλ, 35 και διέθετο Κύριος μετ’ αυτών διαθήκην και ενετείλατο αυτοίς λέγων· ου φοβηθήσεσθε θεούς ετέρους και ου προσκυνήσετε αυτοίς και ου λατρεύσετε αυτοίς και ου θυσιάσετε αυτοίς, 36 ότι αλλ’ ή τώ Κυρίω, ός ανήγαγεν υμάς εκ γής Αιγύπτου εν ισχύι μεγάλη και εν βραχίονι υψηλώ, αυτόν φοβηθήσεσθε και αυτώ προσκυνήσετε, αυτώ θύσετε· 37 και τα δικαιώματα και τα κρίματα και τον νόμον και τας εντολάς, ας έγραψεν υμίν ποιείν, φυλάσσεσθε πάσας τας ημέρας και ου φοβηθήσεσθε θεούς ετέρους· 38 και την διαθήκην, ήν διέθετο μεθ’ υμών, ουκ επιλήσεσθε και ου φοβηθήσεσθε θεούς ετέρους, 39 αλλ’ ή τον Κύριον Θεόν υμών φοβηθήσεσθε, και αυτός εξελείται υμάς εκ πάντων των εχθρών υμών·
40 και ουκ ακούσεσθε επί τώ κρίματι αυτών, ό αυτοί ποιούσι. 41 και ήσαν τα έθνη ταύτα φοβούμενοι τον Κύριον και τοίς γλυπτοίς αυτών ήσαν δουλεύοντες, και γε οι υιοί και οι υιοί των υιών αυτών, καθά εποίησαν οι πατέρες αυτών, ποιούσιν έως της ημέρας ταύτης.
1 ΚΑΙ εγένετο εν έτει τρίτω τώ Ωσηέ υιώ Ηλά βασιλεί Ισραήλ εβασίλευσεν Εζεκίας υιός Άχαζ βασιλέως Ιούδα. 2 υιός είκοσι και πέντε ετών εν τώ βασιλεύειν αυτόν και είκοσι και εννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Άβου θυγάτηρ Ζαχαρίου. 3 και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησε Δαυίδ ο πατήρ αυτού. 4 αυτός εξήρε τα υψηλά και συνέτριψε τας στήλας και εξωλόθρευσε τα άλση και τον όφιν τον χαλκούν, ον εποίησε Μωυσής, ότι έως των ημερών εκείνων ήσαν οι υιοί Ισραήλ θυμιώντες αυτώ, και εκάλεσεν αυτόν Νεεσθάν. 5 εν Κυρίω Θεώ Ισραήλ ήλπισε, και μετ΄ αυτόν ουκ εγενήθη όμοιος αυτώ εν βασιλεύσιν Ιούδα και εν τοίς γενομένοις έμπροσθεν αυτού· 6 και εκολλήθη τώ Κυρίω, ουκ απέστη όπισθεν αυτού και εφύλαξε τας εντολάς αυτού, όσας ενετείλατο Μωυσή· 7 και ήν Κύριος μετ’ αυτού, και εν πάσιν, οίς εποίει, συνήκε. και ηθέτησεν εν τώ βασιλεί Ασσυρίων και ουκ εδούλευσεν αυτώ. 8 αυτός επάταξε τους αλλοφύλους έως Γάζης και έως ορίου αυτής από πύργου φυλασσόντων και έως πόλεως οχυράς. 9 Καί εγένετο εν τώ έτει τώ τετάρτω βασιλεί Εζεκία (αυτός ενιαυτός ο έβδομος τώ Ωσηέ υιώ Ηλά βασιλεί Ισραήλ) ανέβη Σαλαμανασάρ βασιλεύς Ασσυρίων επί Σαμάρειαν και επολιόρκει επ’ αυτήν·
10 και κατελάβετο αυτήν από τέλους τριών ετών εν έτει έκτω τώ Εζεκία (αυτός ενιαυτός ένατος τώ Ωσηέ βασιλεί Ισραήλ), και συνελήφθη Σαμάρεια. 11 και απώκισε βασιλεύς Ασσυρίων την Σαμάρειαν εις Ασσυρίους και έθηκεν αυτούς εν Αλαέ και εν Αβώρ ποταμώ Γωζάν και όρη Μήδων, 12 ανθ’ ών ότι ουκ ήκουσαν της φωνής Κυρίου Θεού αυτών και παρέβησαν την διαθήκην αυτού, πάντα όσα ενετείλατο Μωυσής ο δούλος Κυρίου, και ουκ ήκουσαν και ουκ εποίησαν. 13 Καί τώ τεσσαρεσκαιδεκάτω έτει τού βασιλέως Εζεκίου ανέβη Σενναχηρίμ βασιλεύς Ασσυρίων επί τας πόλεις Ιούδα τας οχυράς και συνέλαβεν αυτάς. 14 και απέστειλεν Εζεκίας βασιλεύς Ιούδα αγγέλους προς βασιλέα Ασσυρίων εις Λαχίς λέγων· ημάρτηκα, αποστράφηθι απ’ εμού· ό εάν επιθής επ’ εμέ, βαστάσω. και επέθηκεν ο βασιλεύς Ασσυρίων επί Εζεκίαν βασιλέα Ιούδα τριακόσια τάλαντα αργυρίου και τριάκοντα τάλαντα χρυσίου. 15 και έδωκεν Εζεκίας πάν το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω Κυρίου και εν θησαυροίς οίκου τού βασιλέως. 16 εν τώ καιρώ εκείνω συνέκοψεν Εζεκίας τας θύρας ναού και τα εστηριγμένα, ά εχρύσωσεν Εζεκίας ο βασιλεύς Ιούδα, και έδωκεν αυτά βασιλεί Ασσυρίων. 17 και απέστειλε βασιλεύς Ασσυρίων τον Θαρθάν και τον Ραφίς και τον Ραψάκην εκ Λαχίς προς τον βασιλέα Εζεκίαν εν δυνάμει βαρεία επί Ιερουσαλήμ, και έστησαν εν τώ υδραγωγώ της κολυμβήθρας της άνω, ή εστιν εν τή οδώ τού αγρού τού γναφέως. 18 και εβόησαν προς Εζεκίαν, και ήλθον προς αυτόν Ελιακίμ υιός Χελκίου ο οικονόμος και Σωμνάς ο γραμματεύς και Ιωάς ο υιός Σαφάτ ο αναμιμνήσκων. 19 και είπε προς αυτούς Ραψάκης· είπατε δή προς Εζεκίαν· τάδε λέγει ο βασιλεύς ο μέγας ο βασιλεύς Ασσυρίων· τι η πεποίθησις αύτη, ήν πέποιθας;
20 είπας· πλήν λόγοι χειλέων, βουλή και δύναμις εις πόλεμον. νύν ούν τίνι πεποιθώς ηθέτησας εν εμοί; 21 νύν ιδού πέποιθας σαυτώ επί την ράβδον την καλαμίνην την τεθλασμένην ταύτην, επ’ Αίγυπτον; ός αν στηριχθή ανήρ επ’ αυτήν, και εισελεύσεται εις την χείρα αυτού και τρήσει αυτήν· ούτως Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου πάσι τοίς πεποιθόσιν επ΄ αυτόν. 22 και ότι είπας προς με· επί Κύριον Θεόν πεποίθαμεν· ουχί αυτός ούτος, ού απέστησεν Εζεκίας τα υψηλά αυτού και τα θυσιαστήρια αυτού και είπε τώ Ιούδα και τή Ιερουσαλήμ· ενώπιον τού θυσιαστηρίου τούτου προσκυνήσετε εν Ιερουσαλήμ; 23 και νύν μίχθητε δή τώ κυρίω μου βασιλεί Ασσυρίων, και δώσω σοι δισχιλίους ίππους, ει δυνήση δούναι σεαυτώ επιβάτας επ΄ αυτούς. 24 και πώς αποστρέψεις το πρόσωπον τοπάρχου ενός των δούλων τού κυρίου μου των ελαχίστων; και ήλπισας σαυτώ επ’ Αίγυπτον εις άρματα και ιππείς. 25 και νύν μη άνευ Κυρίου ανέβημεν επί τον τόπον τούτον τού διαφθείραι αυτόν; Κύριος είπε προς με· ανάβηθι επί την γήν ταύτην και διάφθειρον αυτήν. 26 και είπεν Ελιακίμ υιός Χελκίου και Σωμνάς και Ιωάς προς Ραψάκην· λάλησον δή προς τους παίδάς σου Συριστί, ότι ακούομεν ημείς, και ου λαλήσεις μεθ’ ημών Ιουδαιστί, και ινατί λαλείς εν τοίς ωσί τού λαού τού επί τού τείχους; 27 και είπε προς αυτούς Ραψάκης· μη επί τον κύριόν σου και προς σε απέστειλέ με ο κύριός μου λαλήσαι τους λόγους τούτους; ουχί επί τους άνδρας τους καθημένους επί τού τείχους τού φαγείν την κόπρον αυτών και πιείν το ούρον αυτών μεθ΄ υμών άμα; 28 και έστη Ραψάκης και εβόησε φωνή μεγάλη Ιουδαιστί και ελάλησε και είπεν· ακούσατε τους λόγους τού μεγάλου βασιλέως Ασσυρίων· 29 τάδε λέγει ο βασιλεύς· μη επαιρέτω υμάς Εζεκίας λόγοις, ότι ου μη δύνηται υμάς εξελέσθαι εκ χειρός μου.
30 και μη ελπιζέτω υμάς Εζεκίας προς Κύριον λέγων· εξαιρούμενος εξελείται Κύριος, ου μη παραδοθή η πόλις αύτη εν χειρί βασιλέως Ασσυρίων. 31 μη ακούετε Εζεκίου· ότι τάδε λέγει ο βασιλεύς Ασσυρίων· ποιήσατε μετ’ εμού ευλογίαν και εξέλθατε προς με, και πίεται ανήρ την άμπελον αυτού και ανήρ την συκήν αυτού φάγεται και πίεται ύδωρ τού λάκκου αυτού, 32 έως έλθω και λάβω υμάς εις γήν ως γη υμών, γη σίτου και οίνου και άρτου και αμπελώνων, γη ελαίας ελαίου και μέλιτος, και ζήσετε και ου μη αποθάνητε. και μη ακούετε Εζεκίου, ότι απατά υμάς λέγων· Κύριος ρήσεται υμάς. 33 μη ρυόμενοι ερρύσαντο οι θεοί των εθνών έκαστος την εαυτού χώραν εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων; 34 που εστιν ο θεός Αιμάθ και Αρφάδ; που εστιν ο θεός Σεπφαουραίμ, Ανά και Αβά, ότι εξείλαντο Σαμάρειαν εκ χειρός μου; 35 τις εν πάσι τοίς θεοίς των γαιών, οί εξείλαντο τας γάς αυτών εκ χειρός μου, ότι εξελείται Κύριος την Ιερουσαλήμ εκ χειρός μου; 36 και εκώφευσαν και ουκ απεκρίθησαν αυτώ λόγον, ότι εντολή τού βασιλέως λέγων· ουκ αποκριθήσεσθε αυτώ. 37 και εισήλθεν Ελιακίμ υιός Χελκίου ο οικονόμος και Σωμνάς ο γραμματεύς και Ιωάς υιός Σαφάτ ο αναμιμνήσκων προς Εζεκίαν, διερρηχότες τα ιμάτια και ανήγγειλαν αυτώ τους λόγους Ραψάκου.
1 ΚΑΙ εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς Εζεκίας, και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού, και περιεβάλετο σάκκον και εισήλθεν εις οίκον Κυρίου. 2 και απέστειλεν Ελιακίμ τον οικονόμον και Σωμνάν τον γραμματέα και τους πρεσβυτέρους των ιερέων περιβεβλημένους σάκκους προς Ησαίαν τον προφήτην, υιόν Αμώς, 3 και είπον προς αυτόν· τάδε λέγει Εζεκίας· ημέρα θλίψεως και ελεγμού και παροργισμού η ημέρα αύτη· ότι ήλθον υιοί έως ωδίνων, και ισχύς ουκ έστι τή τικτούση· 4 εί πως εισακούσεται Κύριος ο Θεός σου πάντας τους λόγους Ραψάκου, ον απέστειλεν αυτόν βασιλεύς Ασσυρίων ο κύριος αυτού ονειδίζειν Θεόν ζώντα και βασφημείν εν λόγοις, οίς ήκουσε Κύριος ο Θεός σου, και λήψη προσευχήν περί τού λείμματος τού ευρισκομένου. 5 και ήλθον οι παίδες τού βασιλέως Εζεκίου προς Ησαίαν, 6 και είπεν αυτοίς Ησαίας· τάδε ερείτε προς τον κύριον υμών· τάδε λέγει Κύριος· μη φοβηθής από των λόγων, ών ήκουσας, ών εβλασφήμησαν τα παιδάρια βασιλέως Ασσυρίων· 7 ιδού εγώ δίδωμι εν αυτώ πνεύμα, και ακούσεται αγγελίαν και αποστραφήσεται εις την γήν αυτού, και καταβαλώ αυτόν εν ρομφαία εν τή γη αυτού. 8 Καί επέστρεψε Ραψάκης, και εύρε τον βασιλέα Ασσυρίων πολεμούντα επί Λοβνά, ότι ήκουσεν ότι απήρεν εκ Λαχίς. 9 και ήκουσε περί Θαρακά βασιλέως Αιθιόπων λέγων· ιδού εξήλθε πολεμείν μετά σού. και επέστρεψε και απέστειλεν αγγέλους προς Εζεκίαν λέγων·
10 μη επαιρέτω σε ο Θεός σου, εφ’ ώ σύ πέποιθας επ’ αυτώ λέγων· ου μη παραδοθή Ιερουσαλήμ εις χείρας βασιλέως Ασσυρίων. 11 ιδού σύ ήκουσας πάντα όσα εποίησαν βασιλείς Ασσυρίων πάσαις ταίς γαίαις τού αναθεματίσαι αυτάς, και σύ ρυσθήση; 12 μη εξαιρούμενοι εξείλαντο αυτούς οι θεοί των εθνών, ούς διέφθειραν οι πατέρες μου, την τε Γωζάν και την Χαρράν και την Ραφίς και υιούς Εδέμ τους εν Θαεσθέν; 13 που εστιν ο βασιλεύς Αιμάθ και ο βασιλεύς Αρφάδ; και που εστι βασιλεύς της πόλεως Σεπφαρουαίν Ανά και Αβά; 14 και έλαβεν Εζεκίας τα βιβλία εκ χειρός των αγγέλων και ανέγνω αυτά· και ανέβη εις οίκον Κυρίου και ανέπτυξεν αυτά Εζεκίας εναντίον Κυρίου 15 και είπε· Κύριε ο Θεός Ισραήλ ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, σύ εί ο Θεός μόνος εν πάσαις ταίς βασιλείαις της γής, σύ εποίησας τον ουρανόν και την γήν. 16 κλίνον, Κύριε, το ούς σου και άκουσον· άνοιξον, Κύριε, τους οφθαλμούς σου και ιδέ και άκουσον τους λόγους Σενναχηρίμ, ούς απέστειλεν ονειδίζειν Θεόν ζώντα. 17 ότι αληθεία, Κύριε, ηρήμωσαν βασιλείς Ασσυρίων τα έθνη 18 και έδωκαν τους θεούς αυτών εις το πύρ, ότι ου θεοί εισιν, αλλ΄ ή έργα χειρών ανθρώπων, ξύλα και λίθοι, και απώλεσαν αυτούς. 19 και νύν, Κύριε ο Θεός ημών, σώσον ημάς εκ χειρός αυτού και γνώσονται πάσαι αι βασιλείαι της γής, ότι σύ Κύριος ο Θεός μόνος.
20 Καί απέστειλεν Ησαίας υιός Αμώς προς Εζεκίαν λέγων· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός των δυνάμεων Θεός Ισραήλ· ά προσηύξω προς με περί Σενναχηρίμ βασιλέως Ασσυρίων, ήκουσα. 21 ούτος ο λόγος, ον ελάλησε Κύριος επ’ αυτόν· εξουδένωσέ σε και εμυκτήρισέ σε παρθένος θυγάτηρ Σιών, επί σοί κεφαλήν αυτής εκίνησε θυγάτηρ Ιερουσαλήμ. 22 τίνα ωνείδισας και τίνα εβλασφήμησας; και επί τίνα ύψωσας φωνήν; και ήρας εις ύψος τους οφθαλμούς σου εις τον άγιον τού Ισραήλ. 23 εν χειρί αγγέλων σου ωνείδισας Κύριον και είπας· εν τώ πλήθει των αρμάτων μου εγώ αναβήσομαι εις ύψος ορέων, μηρούς τού Λιβάνου, και έκοψα το μέγεθος της κέδρου αυτού, τα εκλεκτά κυπαρίσσων αυτού, και ήλθον εις μέσον δρυμού και Καρμήλου. 24 εγώ έψυξα και έπιον ύδατα αλλότρια και εξηρήμωσα τώ ίχνει τού ποδός μου πάντας ποταμούς περιοχής. 25 έπλασα αυτήν, συνήγαγον αυτήν, και εγενήθη εις επάρσεις αποικεσιών μαχίμων, πόλεις οχυράς. 26 και οι ενοικούντες εν αυταίς ησθένησαν τή χειρί, έπτηξαν και κατησχύνθησαν, εγένοντο χόρτος αγρού ή χλωρά βοτάνη, χλόη δωμάτων και πάτημα απέναντι εστηκότος. 27 και την καθέδραν σου και την έξοδόν σου έγνων και τον θυμόν σου επ’ εμέ, 28 διά το οργισθήναί σε επ’ εμέ και το στρήνός σου ανέβη εν τοίς ωσί μου και θήσω τα άγκιστρά μου εν τοίς μυκτήρσί σου και χαλινόν εν τοίς χείλεσί σου και αποστρέψω σε εν τή οδώ, ή ήλθες εν αυτή. 29 και τούτόν σοι το σημείον· φάγε τούτον τον ενιαυτόν αυτόματα και τώ έτει τώ δευτέρω τα ανατέλλοντα· και έτει τώ τρίτω σπορά και άμητος και φυτεία αμπελώνων, και φάγεσθε τον καρπόν αυτών.
30 και προσθήσει τον διασεσωσμένον οίκου Ιούδα το υπολειφθέν ρίζαν κάτω και ποιήσει καρπόν άνω. 31 ότι εξ Ιερουσαλήμ εξελεύσεται κατάλειμμα και ανασωζόμενος εξ όρους Σιών· ο ζήλος Κυρίου των δυνάμεων ποιήσει τούτο. 32 ουχ ούτως; τάδε λέγει Κύριος προς βασιλέα Ασσυρίων· ουκ εισελεύσεται εις την πόλιν ταύτην και ου τοξεύσει εκεί βέλος, και ου προφθάσει αυτήν θυρεός, και ου μη εκχέη προς αυτήν πρόσχωμα· 33 τή οδώ, ή ήλθεν, εν αυτή αποστραφήσεται και εις την πόλιν ταύτην ουκ εισελεύσεται, λέγει Κύριος, 34 και υπερασπιώ υπέρ της πόλεως ταύτης δι’ εμέ και διά Δαυίδ τον δούλόν μου. 35 Καί εγένετο έως νυκτός και εξήλθεν άγγελος Κυρίου και επάταξεν εν τή παρεμβολή Ασσυρίων εκατόν ογδοηκονταπέντε χιλιάδας· και ώρθρισαν το πρωί, και ιδού πάντες σώματα νεκρά. 36 και απήρε και επορεύθη και απέστρεψε Σενναχηρίμ βασιλεύς Ασσυρίων και ώκησεν εν Νινευή. 37 και εγένετο αυτού προσκυνούντος εν οίκω Νεσεράχ θεού αυτού και Αδραμέλεχ και Σαρασάρ, οι υιοί αυτού επάταξαν αυτόν εν μαχαίρα, και αυτοί εσώθησαν εις γήν Αραράθ· και εβασίλευσεν Ασορδάν ο υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΕΝ ταίς ημέραις εκείναις ηρρώστησεν Εζεκίας εις θάνατον. και εισήλθε προς αυτόν Ησαίας υιός Αμώς ο προφήτης και είπε προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος· έντειλαι τώ οίκω σου, ότι αποθνήσκεις σύ και ου ζήση. 2 και απέστρεψεν Εζεκίας προς τον τοίχον και ηύξατο προς Κύριον λέγων· 3 Κύριε, μνήσθητι δή όσα περιεπάτησα ενώπιόν σου εν αληθεία και καρδία πλήρει και το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου εποίησα. και έκλαυσεν Εζεκίας κλαυθμώ μεγάλω. 4 και ήν Ησαίας εν τή αυλή τή μέση, και ρήμα Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγων· 5 επίστρεψον και ερείς προς Εζεκίαν τον ηγούμενον τού λαού μου· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Δαυίδ τού πατρός σου· ήκουσα της προσευχής σου, είδον τα δάκρυά σου· ιδού εγώ ιάσομαί σε, τή ημέρα τή τρίτη αναβήση εις οίκον Κυρίου· 6 και προσθήσω επί τας ημέρας σου πεντεκαίδεκα έτη και εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων σώσω σε και την πόλιν ταύτην και υπερασπιώ υπέρ της πόλεως ταύτης δι’ εμέ και διά Δαυίδ τον δούλόν μου. 7 και είπε· λαβέτωσαν παλάθην σύκων και επιθέτωσαν επί το έλκος, και υγιάσει. 8 και είπεν Εζεκίας προς Ησαίαν· τι το σημείον ότι ιάσεταί με Κύριος και αναβήσομαι εις οίκον Κυρίου τή ημέρα τή τρίτη; 9 και είπεν Ησαίας· τούτο το σημείον παρά Κυρίου, ότι ποιήσει Κύριος τον λόγον, ον ελάλησε· πορεύσεται η σκιά δέκα βαθμούς, εάν επιστρέψη δέκα βαθμούς.
10 και είπεν Εζεκίας· κούφον την σκιάν κλίναι δέκα βαθμούς· ουχί, αλλ’ επιστραφήτω η σκιά εν τοίς αναβαθμοίς δέκα βαθμούς εις τα οπίσω. 11 και εβόησεν Ησαίας ο προφήτης προς Κύριον, και επέστρεψεν η σκιά εν τοίς αναβαθμοίς εις τα οπίσω δέκα βαθμούς. 12 εν τώ καιρώ εκείνω απέστειλε Μαρωδάχ Βαλαδάν υιός Βαλαδάν βασιλεύς Βαβυλώνος βιβλία και μαναά προς Εζεκίαν, ότι ήκουσεν ότι ηρρώστησεν Εζεκίας. 13 και εχάρη επ’ αυτοίς Εζεκίας και έδειξεν αυτοίς όλον τον οίκον τού νεχωθά, το αργύριον και το χρυσίον, τα αρώματα και το έλαιον το αγαθόν, και τον οίκον των σκευών και όσα ηυρέθη εν τοίς θησαυροίς αυτού· ουκ ήν λόγος, ον ουκ έδειξεν αυτοίς Εζεκίας εν τώ οίκω αυτού και εν πάση τή εξουσία αυτού. 14 και εισήλθεν Ησαίας ο προφήτης προς τον βασιλέα Εζεκίαν και είπε προς αυτόν· τι ελάλησαν οι άνδρες ούτοι και πόθεν ήκασι προς σε; και είπεν Εζεκίας· εκ γής πόρρωθεν ήκασι προς με, εκ Βαβυλώνος. 15 και είπε· τι είδον εν τώ οίκω σου; και είπε· πάντα, όσα εν τώ οίκω μου είδον, ουκ ήν εν τώ οίκω μου, ό ουκ έδειξα αυτοίς, αλλά και τα εν τοίς θησαυροίς μου. 16 και είπεν Ησαίας προς Εζεκίαν· άκουσον λόγον Κυρίου· 17 ιδού ημέραι έρχονται και ληφθήσεται πάντα τα εν οίκω σου και όσα εθησαύρισαν οι πατέρες σου έως της ημέρας ταύτης εις Βαβυλώνα· και ουχ υπολειφθήσεται ρήμα, ό είπε Κύριος· 18 και οι υιοί σου, οί εξελεύσονται εκ σού, ούς γεννήσεις λήψεται, και έσονται ευνούχοι εν τώ οίκω τού βασιλέως Βαβυλώνος. 19 και είπεν Εζεκίας προς Ησαίαν· αγαθός ο λόγος Κυρίου, ον ελάλησεν· έστω ειρήνη εν ταίς ημέραις μου.
20 και τα λοιπά των λόγων Εζεκίου και πάσα η δυναστεία αυτού, και όσα εποίησε, την κρήνην και τον υδραγωγόν και εισήγαγε το ύδωρ εις την πόλιν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 21 και εκοιμήθη Εζεκίας μετά των πατέρων αυτού και εβασίλευσε Μανασσής υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΥΙΟΣ δώδεκα ετών Μανασσής εν τώ βασιλεύειν αυτόν και πεντήκοντα και πέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Οψιβά. 2 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου κατά τα βδελύγματα των εθνών, ών εξήρε Κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ, 3 και επέστρεψε και ωκοδόμησε τα υψηλά, ά κατέσπασεν Εζεκίας ο πατήρ αυτού, και ανέστησε θυσιαστήριον τή Βάαλ και εποίησε τα άλση, καθώς εποίησε Αχαάβ βασιλεύς Ισραήλ, και προσεκύνησε πάση τή δυνάμει τού ουρανού και εδούλευσεν αυτοίς. 4 και ωκοδόμησε θυσιαστήριον εν οίκω Κυρίου, ως είπεν· εν Ιερουσαλήμ θήσω το όνομά μου, 5 και ωκοδόμησε θυσιαστήριον πάση τή δυνάμει τού ουρανού εν ταίς δυσίν αυλαίς οίκου Κυρίου 6 και διήγε τους υιούς αυτού εν πυρί και εκληδονίζετο και οιωνίζετο και εποίησε τεμένη και γνώστας επλήθυνε τού ποιείν το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου παροργίσαι αυτόν. 7 και έθηκε το γλυπτόν τού άλσους εν τώ οίκω, ώ είπε Κύριος προς Δαυίδ και προς Σαλωμών τον υιόν αυτού· εν τώ οίκω τούτω και εν Ιερουσαλήμ, ή εξελεξάμην εκ πασών φυλών τού Ισραήλ, και θήσω το όνομά μου εις τον αιώνα 8 και ου προσθήσω τού σαλεύσαι τον πόδα Ισραήλ από της γής, ής έδωκα τοίς πατράσιν αυτών, οίτινες φυλάξουσι πάντα όσα ενετειλάμην κατά πάσαν την εντολήν, ήν ενετείλατο αυτοίς ο δούλός μου Μωυσής. 9 και ουκ ήκουσαν, και επλάνησεν αυτούς Μανασσής τού ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου υπέρ τα έθνη, ά ηφάνισε Κύριος εκ προσώπου υιών Ισραήλ.
10 και ελάλησε Κύριος εν χειρί δούλων αυτού των προφητών λέγων· 11 ανθ’ ών όσα εποίησε Μανασσής ο βασιλεύς Ιούδα τα βδελύγματα ταύτα τα πονηρά από πάντων, ών εποίησεν ο Αμορραίος ο έμπροσθεν, και εξήμαρτε και γε τον Ιούδαν εν τοίς ειδώλοις αυτών, 12 ουχ ούτως, τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ιδού εγώ φέρω κακά επί Ιερουσαλήμ και Ιούδαν, ώστε παντός ακούοντος ηχήσει αμφότερα τα ώτα αυτού, 13 και εκτενώ επί Ιερουσαλήμ το μέτρον Σαμαρείας και το στάθμιον οίκου Αχαάβ· και απαλείψω την Ιερουσαλήμ, καθώς απαλείφεται ο αλάβαστρος απαλειφόμενος και καταστρέφεται επί πρόσωπον αυτού, 14 και απώσομαι το υπόλειμμα της κληρονομίας μου και παραδώσω αυτούς εις χείρας εχθρών αυτών, και έσονται εις διαρπαγήν και εις προνομήν πάσι τοίς εχθροίς αυτών, 15 ανθ΄ ών όσα εποίησαν το πονηρόν εν οφθαλμοίς μου και ήσαν παροργίζοντές με από της ημέρας, ής εξήγαγον τους πατέρας αυτών εξ Αιγύπτου και έως της ημέρας ταύτης. 16 και γε αίμα αθώον εξέχεε Μανασσής πολύ σφόδρα, έως ού έπλησε την Ιερουσαλήμ στόμα εις στόμα, πλήν από των αμαρτιών αυτού, ών εξήμαρτε τον Ιούδαν τού ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου. 17 και τα λοιπά των λόγων Μανασσή και πάντα, όσα εποίησε, και η αμαρτία αυτού, ήν ήμαρτεν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί τώ βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 18 και εκοιμήθη Μανασσής μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν τώ κήπω τού οίκου αυτού, εν κήπω Οζά, και εβασίλευσεν Αμών υιός αυτού αντ’ αυτού. 19 Υιός είκοσι και δύο ετών Αμών εν τώ βασιλεύειν αυτόν και δύο έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Μεσολλάμ θυγάτηρ Αρούς εξ Ιετέβα.
20 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου, καθώς εποίησε Μανασσής ο πατήρ αυτού. 21 και επορεύθη εν πάση οδώ, ή επορεύθη ο πατήρ αυτού, και ελάτρευσε τοίς ειδώλοις, οίς ελάτρευσεν ο πατήρ αυτού, και προσεκύνησεν αυτοίς 22 και εγκατέλιπε τον Κύριον Θεόν των πατέρων αυτού και ουκ επορεύθη εν οδώ Κυρίου. 23 και συνεστράφησαν οι παίδες Αμών προς αυτόν και εθανάτωσαν τον βασιλέα εν τώ οίκω αυτού. 24 και επάταξεν ο λαός της γής πάντας τους συστραφέντας επί τον βασιλέα Αμών και εβασίλευσεν ο λαός της γής τον Ιωσίαν υιόν αυτού αντ΄ αυτού. 25 και τα λοιπά των λόγων Αμών, όσα εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 26 και έθαψαν αυτόν εν τώ τάφω αυτού εν τώ κήπω Οζά, και εβασίλευσεν Ιωσίας υιός αυτού αντ’ αυτού.
1 ΥΙΟΣ οκτώ ετών Ιωσίας εν τώ βασιλεύειν αυτόν και τριάκοντα και έν έτος εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Ιεδία θυγάτηρ Εδειά εκ Βασουρώθ. 2 και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς Κυρίου και επορεύθη εν πάση οδώ Δαυίδ τού πατρός αυτού, ουκ απέστη δεξιά και αριστερά. 3 και εγενήθη εν τώ οκτωκαιδεκάτω έτει τώ βασιλεί Ιωσία εν τώ μηνί τώ ογδόω απέστειλεν ο βασιλεύς τον Σαπφάν υιόν Εσελίου υιού Μεσολλάμ, τον γραμματέα οίκου Κυρίου λέγων· 4 ανάβηθι προς Χελκίαν τον ιερέα τον μέγαν και σφράγισον το αργύριον το εισενεχθέν εν οίκω Κυρίου, ό συνήγαγον οι φυλάσσοντες τον σταθμόν παρά τού λαού, 5 και δότωσαν αυτό επί χείρα ποιούντων τα έργα των καθεσταμένων εν οίκω Κυρίου. και έδωκεν αυτό τοίς ποιούσι τα έργα τοίς εν οίκω Κυρίου τού κατισχύσαι το βεδέκ τού οίκου, 6 τοίς τέκτοσι και τοίς οικοδόμοις και τοίς τειχισταίς και τού κτήσασθαι ξύλα και λίθους λατομητούς, τού κραταιώσαι το βεδέκ τού οίκου. 7 πλήν ουκ εξελογίζοντο αυτούς το αργύριον το διδόμενον αυτοίς, ότι εν πίστει αυτοί ποιούσι. 8 και είπε Χελκίας ο ιερεύς ο μέγας προς Σαπφάν τον γραμματέα· βιβλίον τού νόμου εύρον εν οίκω Κυρίου· και έδωκε Χελκίας το βιβλίον προς Σαπφάν, και ανέγνω αυτό. 9 και εισήλθεν εν οίκω Κυρίου προς τον βασιλέα και απέστρεψε τώ βασιλεί ρήμα και είπεν· εχώνευσαν οι δούλοί σου το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω Κυρίου και έδωκαν αυτό επί χείρα ποιούντων τα έργα καθεσταμένων εν οίκω Κυρίου
10 και είπε Σαπφάν ο γραμματεύς προς τον βασιλέα λέγων· βιβλίον έδωκέ μοι Χελκίας ο ιερεύς και ανέγνω αυτό Σαπφάν ενώπιον τού βασιλέως. 11 και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους τού βιβλίου τού νόμου, και διέρρηξε τα ιμάτια εαυτού. 12 και ενετείλατο ο βασιλεύς τώ Χελκία τώ ιερεί και τώ Αχικάμ υιώ Σαπφάν και τώ Αχοβώρ υιώ Μιχαίου και τώ Σαπφάν τώ γραμματεί και τώ Ασαία δούλω τού βασιλέως λέγων· 13 δεύτε εκζητήσατε τον Κύριον περί εμού και περί παντός τού λαού και περί παντός τού Ιούδα περί των λόγων τού βιβλίου τού ευρεθέντος τούτου, ότι μεγάλη η οργή Κυρίου η εκκεκαυμένη εν ημίν, υπέρ ού ουκ ήκουσαν οι πατέρες ημών των λόγων τού βιβλίου τούτου τού ποιείν κατά πάντα τα γεγραμμένα καθ’ ημών. 14 και επορεύθη Χελκίας ο ιερεύς και Αχικάμ και Αχοβώρ και Σαπφάν και Ασαίας προς Όλδαν την προφήτιν μητέρα Σελλήμ υιού Θεκουέ υιού Αραάς τού ιματιοφύλακος, και αύτη κατώκει εν Ιερουσαλήμ εν τή Μασενά, και ελάλησαν προς αυτήν. 15 και είπεν αυτοίς· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· είπατε τώ ανδρί τώ αποστείλαντι υμάς προς με· 16 τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον τούτον και επί τους ενοικούντας αυτόν, πάντας τους λόγους τού βιβλίου, ούς ανέγνω βασιλεύς Ιούδα, 17 ανθ’ ών εγκατέλιπόν με και εθυμίων θεοίς ετέροις, όπως παροργίσωσί με εν τοίς έργοις των χειρών αυτών, και εκκαυθήσεται θυμός μου εν τώ τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται. 18 και προς βασιλέα Ιούδα τον αποστείλαντα υμάς επιζητήσαι τον Κύριον τάδε ερείτε προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· οι λόγοι, ούς ήκουσας, 19 ανθ’ ών ότι ηπαλύνθη η καρδία σου και ενετράπης από προσώπου, ως ήκουσας όσα ελάλησα επί τον τόπον τούτον και επί τους ενοικούντας αυτόν τού είναι εις αφανισμόν και εις κατάραν, και διέρρηξας τα ιμάτιά σου και έκλαυσας ενώπιόν μου, και γε εγώ ήκουσα, λέγει Κύριος.
20 ουχ ούτως· ιδού προστίθημί σε προς τους πατέρας σου, και συναχθήση εις τον τάφον σου εν ειρήνη, και ουκ οφθήσεται εν τοίς οφθαλμοίς σου εν πάσι τοίς κακοίς, οίς εγώ ειμι επάγω επί τον τόπον τούτον. και επέστρεψαν τώ βασιλεί το ρήμα.
1 ΚΑΙ απέστειλεν ο βασιλεύς και συνήγαγε προς εαυτόν πάντας τους πρεσβυτέρους Ιούδα και Ιερουσαλήμ. 2 και ανέβη ο βασιλεύς εις οίκον Κυρίου και πάς ανήρ Ιούδα και πάντες οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ μετ΄ αυτού και οι ιερείς και οι προφήται και πάς ο λαός από μικρού και έως μεγάλου, και ανέγνω εν ωσίν αυτών πάντας τους λόγους τού βιβλίου της διαθήκης τού ευρεθέντος εν οίκω Κυρίου. 3 και έστη ο βασιλεύς προς τον στύλον και διέθετο διαθήκην ενώπιον Κυρίου τού πορεύεσθαι οπίσω Κυρίου και τού φυλάσσειν τας εντολάς αυτού και τα μαρτύρια αυτού και τα δικαιώματα αυτού εν πάση καρδία και εν πάση ψυχή τού αναστήσαι τους λόγους της διαθήκης ταύτης, τα γεγραμμένα επί το βιβλίον τούτο· και έστη πάς ο λαός εν τή διαθήκη. 4 και ενετείλατο ο βασιλεύς τώ Χελκία τώ ιερεί τώ μεγάλω και τοίς ιερεύσι της δευτερώσεως και τοίς φυλάσσουσιν τον σταθμόν τού εξαγαγείν εκ τού ναού Κυρίου πάντα τα σκεύη τα πεποιημένα τώ Βάαλ και τώ άλσει και πάση τή δυνάμει τού ουρανού και κατέκαυσεν αυτά έξω Ιερουσαλήμ εν σαδημώθ Κέδρων και έβαλε τον χούν αυτών εις Βαιθήλ. 5 και κατέκαυσε τους χωμαρίμ, ούς έδωκαν βασιλείς Ιούδα και εθυμίων εν τοίς υψηλοίς και εν ταίς πόλεσιν Ιούδα και τοίς περικύκλω Ιερουσαλήμ, και τους θυμιώντας τώ Βάαλ και τώ ηλίω και τή σελήνη και τοίς μαζουρώθ και πάση τή δυνάμει τού ουρανού. 6 και εξήνεγκε το άλσος εξ οίκου Κυρίου έξωθεν Ιερουσαλήμ εις τον χειμάρρουν Κέδρων και κατέκαυσεν αυτόν εν τώ χειμάρρω Κέδρων και ελέπτυνεν εις χούν και έρριψεν τον χούν αυτού εις τον τάφον των υιών τού λαού. 7 και καθείλε τον οίκον των καδησίμ των εν τώ οίκω Κυρίου, ού αι γυναίκες ύφαινον εκεί Χεττιίμ τώ άλσει. 8 και ανήγαγε πάντας τους ιερείς εκ πόλεων Ιούδα και εμίανε τα υψηλά, ού εθυμίασαν εκεί οι ιερείς από Γαβαά και έως Βηρσαβεέ. και καθείλε τον οίκον των πυλών τον παρά την θύραν της πύλης Ιησού άρχοντος της πόλεως, των εξ αριστερών ανδρός εν τή πύλη της πόλεως. 9 πλήν ουκ ανέβησαν οι ιερείς των υψηλών προς το θυσιαστήριον Κυρίου εν Ιερουσαλήμ, ότι ει μη έφαγον άζυμα εν μέσω των αδελφών αυτών.
10 και εμίανε τον Ταφέθ τον εν φάραγγι υιού Εννόμ τού διαγαγείν άνδρα τον υιόν αυτού και άνδρα την θυγατέρα αυτού τώ Μολόχ εν πυρί. 11 και κατέκαυσε τους ίππους, ούς έδωκαν βασιλείς Ιούδα τώ ηλίω εν τή εισόδω οίκου Κυρίου εις το γαζοφυλάκιον Νάθαν βασιλέως τού ευνούχου εν φαρουρίμ, και το άρμα τού ηλίου κατέκαυσε πυρί. 12 και τα θυσιαστήρια τα επί τού δώματος τού υπερώου Άχαζ, ά εποίησαν βασιλείς Ιούδα, και τα θυσιαστήρια, ά εποίησε Μανασσής εν ταίς δυσίν αυλαίς οίκου Κυρίου, καθείλεν ο βασιλεύς και κατέσπασεν εκείθεν και έρριψε τον χούν αυτών εις τον χειμάρρουν Κέδρων. 13 και τον οίκον τον επί πρόσωπον Ιερουσαλήμ τον εκ δεξιών τού όρους τού Μοσοάθ, ον ωκοδόμησε Σαλωμών βασιλεύς Ισραήλ τή Αστάρτη προσοχθίσματι Σιδωνίων και τώ Χαμώς προσοχθίσματι Μωάβ και τώ Μολχόλ βδελύγματι υιών Αμών, εμίανεν ο βασιλεύς. 14 και συνέτριψε τας στήλας και εξωλόθρευσε τα άλση και έπλησε τους τόπους αυτών οστέων ανθρώπων. 15 και γε το θυσιαστήριον το εν Βαιθήλ το υψηλόν, ό εποίησεν Ιεροβοάμ υιός Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ, και γε το θυσιαστήριον εκείνο το υψηλόν κατέσπασε και συνέτριψε τους λίθους αυτού και ελέπτυνεν εις χούν και κατέκαυσε το άλσος. 16 και εξένευσεν Ιωσίας και είδε τους τάφους τους εκεί εν τή πόλει και απέστειλε και έλαβε τα οστά εκ των τάφων και κατέκαυσεν επί το θυσιαστήριον και εμίανεν αυτό κατά το ρήμα Κυρίου, ό ελάλησεν ο άνθρωπος τού Θεού εν τώ εστάναι Ιεροβοάμ εν τή εορτή επί το θυσιαστήριον. και επιστρέψας ήρε τους οφθαλμούς αυτού επί τον τάφον τού ανθρώπου τού Θεού τού λαλήσαντος τους λόγους τούτους 17 και είπε· τι το σκόπελον εκείνο, ό εγώ ορώ; και είπον αυτώ οι άνδρες της πόλεως· ο άνθρωπος τού Θεού ο εξεληλυθώς εξ Ιούδα και επικαλεσάμενος τους λόγους τούτους, ούς επεκαλέσατο επί το θυσιαστήριον Βαιθήλ. 18 και είπεν· άφετε αυτόν, ανήρ μη κινησάτωσαν τα οστά αυτού· και ερρύσθησαν τα οστά αυτού μετά των οστών τού προφήτου τού ήκοντος εκ Σαμαρείας. 19 και γε πάντας τους οίκους των υψηλών τους εν ταίς πόλεσι Σαμαρείας, ούς εποίησαν βασιλείς Ισραήλ παροργίζειν Κύριον, απέστησεν Ιωσίας και εποίησεν εν αυτοίς πάντα τα έργα, ά εποίησεν εν Βαιθήλ.
20 και εθυσίασε πάντας τους ιερείς των υψηλών τους όντας εκεί επί των θυσιαστηρίων και κατέκαυσε τα οστά των ανθρώπων επ’ αυτά, και επεστράφη εις Ιερουσαλήμ. 21 Καί ενετείλατο ο βασιλεύς παντί τώ λαώ λέγων· ποιήσατε πάσχα τώ Κυρίω Θεώ ημών, καθώς γέγραπται επί βιβλίου της διαθήκης ταύτης· 22 ότι ουκ εγενήθη το πάσχα τούτο αφ’ ημερών των κριτών, οί έκρινον τον Ισραήλ, και πάσας τας ημέρας βασιλέων Ισραήλ και βασιλέων Ιούδα, 23 ότι αλλ’ ή τώ οκτωκαιδεκάτω έτει τού βασιλέως Ιωσίου εγενήθη το πάσχα τώ Κυρίω εν Ιερουσαλήμ. 24 και γε τους θελητάς και τους γνωριστάς και τα Θεραφίν και τα είδωλα και πάντα τα προσοχθίσματα τα γεγονότα εν τή γη Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ εξήρεν Ιωσίας, ίνα στήση τους λόγους τού νόμου τους γεγραμμένους επί τού βιβλίου, ού εύρε Χελκίας ο ιερεύς εν οίκω Κυρίου. 25 όμοιος αυτώ ουκ εγενήθη έμπροσθεν αυτού βασιλεύς, ός επέστρεψε προς Κύριον εν όλη καρδία αυτού και εν όλη ψυχή αυτού και εν όλη ισχύι αυτού κατά πάντα τον νόμον Μωυσή, και μετ’ αυτόν ουκ ανέστη όμοιος αυτώ. 26 πλήν ουκ απεστράφη Κύριος από θυμού της οργής αυτού της μεγάλης, ού εθυμώθη οργή αυτού εν τώ Ιούδα επί τους παροργισμούς, ούς παρώργισεν αυτόν Μανασσής. 27 και είπε Κύριος· και γε τον Ιούδαν αποστήσω από τού προσώπου μου, καθώς απέστησα τον Ισραήλ, και απώσομαι την πόλιν ταύτην, ήν εξελεξάμην την Ιερουσαλήμ, και τον οίκον ού είπον· έσται το όνομά μου εκεί. 28 και τα λοιπά των λόγων Ιωσίου και πάντα, όσα εποίησεν, ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 29 εν δε ταίς ημέραις αυτού ανέβη φαραώ Νεχαώ βασιλεύς Αιγύπτου επί βασιλέα Ασσυρίων επί ποταμόν Ευφράτην· και επορεύθη Ιωσίας εις απαντήν αυτού, και εθανάτωσεν αυτόν Νεχαώ εν Μαγεδδώ εν τώ ιδείν αυτόν.
30 και επεβίβασαν αυτόν οι παίδες αυτού νεκρόν εκ Μαγεδδώ και ήγαγον αυτόν εις Ιερουσαλήμ και έθαψαν αυτόν εν τώ τάφω αυτού. και έλαβεν ο λαός της γής τον Ιωάχαζ υιόν Ιωσίου και έχρισαν αυτόν και εβασίλευσαν αυτόν αντί τού πατρός αυτού. 31 Υιός είκοσι και τριών ετών ήν Ιωάχαζ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και τρίμηνον εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Αμιτάλ θυγάτηρ Ιερεμίου εκ Λοβνά. 32 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησαν οι πατέρες αυτού. 33 και μετέστησεν αυτόν φαραώ Νεχαώ εν Δεβλαθά εν γη Αιμάθ τού μη βασιλεύειν εν Ιερουσαλήμ και έδωκε ζημίαν επί την γήν εκατόν τάλαντα αργυρίου και εκατόν τάλαντα χρυσίου. 34 και εβασίλευσε φαραώ Νεχαώ επ’ αυτούς τον Ελιακίμ υιόν Ιωσίου βασιλέως Ιούδα αντί Ιωσίου τού πατρός αυτού και επέστρεψε το όνομα αυτού Ιωακίμ· και τον Ιωάχαζ έλαβε και εισήνεγκεν εις Αίγυπτον, και απέθανεν εκεί. 35 και το αργύριον και το χρυσίον έδωκεν Ιωακίμ τώ φαραώ· πλήν ετιμογράφησε την γήν τού δούναι το αργύριον επί στόματος φαραώ, ανήρ κατά την συντίμησιν αυτού έδωκαν το αργύριον και το χρυσίον μετά τού λαού της γής τού δούναι τώ φαραώ Νεχαώ. 36 υιός είκοσι και πέντε ετών Ιωακίμ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Ιελδάφ θυγάτηρ Φαδαήλ εκ Ρουμά. 37 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησαν οι πατέρες αυτού.
1 ΕΝ ταίς ημέραις αυτού ανέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και εγενήθη αυτώ Ιωακίμ δούλος τρία έτη, και επέστρεψε και ηθέτησεν εν αυτώ. 2 και απέστειλε Κύριος αυτώ τους μονοζώνους των Χαλδαίων και τους μονοζώνους Συρίας και τους μονοζώνους Μωάβ και τους μονοζώνους υιών Αμών και εξαπέστειλεν αυτούς εν τή γη Ιούδα τού κατισχύσαι κατά τον λόγον Κυρίου, ον ελάλησεν εν χειρί των δούλων αυτού των προφητών. 3 πλήν επί τον θυμόν Κυρίου ήν εν τώ Ιούδα αποστήσαι αυτόν από τού προσώπου αυτού εν αμαρτίαις Μανασσή κατά πάντα, όσα εποίησε. 4 και γε το αίμα αθώον εξέχεε και έπλησε την Ιερουσαλήμ αίματος αθώου· και ουκ ηθέλησε Κύριος ιλασθήναι. 5 και τα λοιπά των λόγων Ιωακίμ και πάντα, όσα εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; 6 και εκοιμήθη Ιωακίμ μετά των πατέρων αυτού, και εβασίλευσεν Ιωαχίμ υιός αυτού αντ’ αυτού. 7 και ου προσέθετο έτι βασιλεύς Αιγύπτου εξελθείν εκ της γής αυτού, ότι έλαβε βασιλεύς Βαβυλώνος από τού χειμάρρου Αιγύπτου έως τού ποταμού Ευφράτου πάντα, όσα ήν τού βασιλέως Αιγύπτου. 8 Υιός οκτωκαίδεκα ετών Ιωαχίμ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και τρίμηνον εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Νέσθα, θυγάτηρ Ελλαναθάν εξ Ιερουσαλήμ. 9 και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησεν ο πατήρ αυτού.
10 εν τώ καιρώ εκείνω ανέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ και ήλθεν η πόλις εν περιοχή. 11 και εισήλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εις πόλιν, και οι παίδες αυτού επολιόρκουν επ΄ αυτήν. 12 και εξήλθεν Ιωαχίμ βασιλεύς Ιούδα επί βασιλέα Βαβυλώνος, αυτός και οι παίδες αυτού και η μήτηρ αυτού και οι άρχοντες αυτού και οι ευνούχοι αυτού, και έλαβεν αυτόν βασιλεύς Βαβυλώνος εν τώ ογδόω έτει της βασιλείας αυτού. 13 και εξήνεγκεν εκείθεν πάντας τους θησαυρούς οίκου Κυρίου και τους θησαυρούς οίκου τού βασιλέως και συνέκοψε πάντα τα σκεύη τα χρυσά, ά εποίησε Σαλωμών ο βασιλεύς Ισραήλ εν τώ ναώ Κυρίου κατά το ρήμα Κυρίου. 14 και απώκισε την Ιερουσαλήμ και πάντας τους άρχοντας και τους δυνατούς ισχύι αιχμαλωσίας δέκα χιλιάδας αιχμαλωτίσας και πάν τέκτονα και τον συγκλείοντα, και ουχ υπελείφθη πλήν οι πτωχοί της γής. 15 και απώκισε τον Ιωαχίμ εις Βαβυλώνα και την μητέρα τού βασιλέως και τους ευνούχους αυτού· και τους ισχυρούς της γής απήγαγεν εις αποικεσίαν εξ Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα 16 και πάντας τους άνδρας της δυνάμεως επτακισχιλίους και τον τέκτονα και τον συγκλείοντα χιλίους, πάντες δυνατοί ποιούντες πόλεμον, και ήγαγεν αυτούς βασιλεύς Βαβυλώνος μετοικεσίαν εις Βαβυλώνα. 17 και εβασίλευσε βασιλεύς Βαβυλώνος τον Ματθανίαν υιόν αυτού αντ’ αυτού και επέθηκε το όνομα αυτού Σεδεκία. 18 Υιός είκοσι και ενός ενιαυτών Σεδεκίας εν τώ βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Αμιτάλ θυγάτηρ Ιερεμίου. 19 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησεν Ιωακίμ·
20 ότι επί τον θυμόν Κυρίου ήν επί Ιερουσαλήμ και εν τώ Ιούδα, έως απέρριψεν αυτούς από προσώπου αυτού. και ηθέτησε Σεδεκίας εν τώ βασιλεί Βαβυλώνος.
1 ΚΑΙ εγενήθη εν τώ έτει τώ ενάτω της βασιλείας αυτού εν τώ μηνί τώ δεκάτω ήλθε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς Βαβυλώνος και πάσα η δύναμις αυτού επί Ιερουσαλήμ και παρενέβαλεν επ’ αυτήν και ωκοδόμησεν επ’ αυτήν περίτειχος κύκλω. 2 και ήλθεν η πόλις εν περιοχή έως τού ενδεκάτου έτους τού βασιλέως Σεδεκίου ενάτη τού μηνός 3 και ενίσχυσεν ο λιμός εν τή πόλει, και ουκ ήσαν άρτοι τώ λαώ της γής. 4 και ερράγη η πόλις, και πάντες οι άνδρες τού πολέμου εξήλθον νυκτός οδόν πύλης της ανά μέσον των τειχών, αύτη ή εστι τού κήπου τού βασιλέως, και οι Χαλδαίοι επί την πόλιν κύκλω. και επορεύθη οδόν την Άραβα, 5 και εδίωξεν η δύναμις των Χαλδαίων οπίσω τού βασιλέως και κατέλαβον αυτόν εν Αραβώθ Ιεριχώ, και πάσα η δύναμις αυτού διεσπάρη επάνωθεν αυτού. 6 και συνέλαβον τον βασιλέα και ήγαγον αυτόν προς βασιλέα Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, και ελάλησε μετ΄ αυτού κρίσιν· 7 και τους υιούς Σεδεκίου έσφαξε κατ’ οφθαλμούς αυτού, και τους οφθαλμούς Σεδεκίου εξετύφλωσε και έδησεν αυτόν εν πέδαις και ήγαγεν εις Βαβυλώνα. 8 Καί εν τώ μηνί τώ πέμπτω εβδόμη τού μηνός (αυτός ενιαυτός εννεακαιδέκατος τώ Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος) ήλθε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος εστώς ενώπιον βασιλέως Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ. 9 και ενέπρησε τον οίκον Κυρίου και τον οίκον τού βασιλέως και πάντας τους οίκους Ιερουσαλήμ, και πάν οίκον ενέπρησεν ο αρχιμάγειρος.
10 και το τείχος Ιερουσαλήμ κυκλόθεν κατέσπασεν η δύναμις των Χαλδαίων. 11 και το περισσόν τού λαού το καταλειφθέν εν τή πόλει και τους εμπεπτωκότας, οί ενέπεσον προς τον βασιλέα Βαβυλώνος, και το λοιπόν τού στηρίγματος μετήρε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος. 12 και από των πτωχών της γής υπέλιπεν ο αρχιμάγειρος εις αμπελουργούς και εις γαβίν. 13 και τους στύλους τους χαλκούς τους εν οίκω Κυρίου και τας μεχωνώθ και την θάλασσαν την χαλκήν την εν οίκω Κυρίου συνέτριψαν οι Χαλδαίοι. και ήραν τον χαλκόν αυτών εις Βαβυλώνα. 14 και τους λέβητας και τα ιαμίν και τας φιάλας και τας θυίσκας και πάντα τα σκεύη τα χαλκά, εν οίς λειτουργούσιν εν αυτοίς, έλαβε· 15 και τα πυρεία και τας φιάλας τας χρυσάς και τας αργυράς έλαβεν ο αρχιμάγειρος, 16 στύλους δύο και την θάλασσαν μίαν και τας μεχωνώθ, ας εποίησε Σαλωμών τώ οίκω Κυρίου· ουκ ήν σταθμός τού χαλκού πάντων των σκευών. 17 οκτωκαίδεκα πήχεων ύψος τού στύλου τού ενός, και το χωθάρ επ’ αυτού το χαλκούν, και το ύψος τού χωθάρ τριών πήχεων, σαβαχά και ροαί επί τώ χωθάρ κύκλω, τα πάντα χαλκά· και κατά τα αυτά τώ στύλω τώ δευτέρω επί τώ σαβαχά. 18 και έλαβεν ο αρχιμάγειρος τον Σαραίαν ιερέα τον πρώτον και τον Σοφονίαν υιόν της δευτερώσεως και τους τρεις τους φυλάσσοντας τον σταθμόν 19 και εκ της πόλεως έλαβον ευνούχον ένα, ός ήν επιστάτης των ανδρών των πολεμιστών, και πέντε άνδρας των ορώντων το πρόσωπον τού βασιλέως τους ευρεθέντας εν τή πόλει και τον γραμματέα τού άρχοντος της δυνάμεως τον εκτάσσοντα τον λαόν της γής και εξήκοντα άνδρας τού λαού της γής τους ευρεθέντας εν τή πόλει.
20 και έλαβεν αυτούς Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος, και ήγαγεν αυτούς προς τον βασιλέα Βαβυλώνος εις Δεβλαθά. 21 και έπαισεν αυτούς ο βασιλεύς Βαβυλώνος και εθανάτωσεν αυτούς εις Δεβλαθά εν γη Αιμάθ. και απωκίσθη Ιούδας επάνωθεν της γής αυτού. 22 Καί ο λαός ο καταλειφθείς εν τή γη Ιούδα, ούς κατέλιπε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος, και κατέστησεν επ’ αυτών τον Γοδολίαν υιόν Αχικάμ υιού Σαφάν. 23 και ήκουσαν πάντες οι άρχοντες της δυνάμεως, αυτοί και οι άνδρες αυτών, ότι κατέστησε βασιλεύς Βαβυλώνος τον Γοδολίαν, και ήλθον προς Γοδολίαν εις Μασσηφάθ, και Ισμαήλ υιός Ναθανίου και Ιωανάν υιός Καρήθ και Σαραίας υιός Θαναμάθ ο Νετωφαθίτης και Ιεζονίας υιός τού Μαχαθί, αυτοί και οι άνδρες αυτών. 24 και ώμοσε Γοδολίας αυτοίς και τοίς ανδράσιν αυτών και είπεν αυτοίς· μη φοβείσθε πάροδον των Χαλδαίων· καθίσατε εν τή γη και δουλεύσατε τώ βασιλεί Βαβυλώνος, και καλώς έσται υμίν. 25 και εγενήθη εν τώ εβδόμω μηνί ήλθεν Ισμαήλ υιός Ναθανίου υιού Ελισαμά εκ τού σπέρματος των βασιλέων και δέκα άνδρες μετ’ αυτού· και επάταξε τον Γοδολίαν, και απέθανε, και τους Ιουδαίους και τους Χαλδαίους, οί ήσαν μετ’ αυτού εν Μασσηφάθ. 26 και ανέστη πάς ο λαός από μικρού έως μεγάλου και οι άρχοντες των δυνάμεων και εισήλθον εις Αίγυπτον, ότι εφοβήθησαν από προσώπου των Χαλδαίων. 27 Καί εγενήθη εν τώ τριακοστώ και εβδόμω έτει της αποικίας τού Ιωαχίμ βασιλέως Ιούδα, εν τώ δωδεκάτω μηνί εβδόμη και εικάδι τού μηνός ύψωσεν Ευιαλμαρωδάχ βασιλεύς Βαβυλώνος εν τώ ενιαυτώ της βασιλείας αυτού την κεφαλήν Ιωαχίμ τού βασιλέως Ιούδα και εξήγαγεν αυτόν εξ οίκου φυλακής αυτού. 28 και ελάλησε μετ’ αυτού αγαθά και έδωκε τον θρόνον αυτού επάνωθεν των θρόνων των βασιλέων των μετ’ αυτού εν Βαβυλώνι, 29 και ηλλοίωσε τα ιμάτια της φυλακής αυτού και ήσθιεν άρτον διαπαντός ενώπιον αυτού πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού·
30 και η εστιατορία αυτού εστιατορία διαπαντός εδόθη αυτώ εξ οίκου τού βασιλέως λόγον ημέρας εν τή ημέρα αυτού πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού.
1 ΑΔΑΜ, Σήθ, Ενώς, 2 Καινάν, Μαλελεήλ, Ιάρεδ, 3 Ενώχ, Μαθουσάλα, Λάμεχ, 4 Νώε. υιοί Νώε· Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ. 5 υιοί Ιάφεθ· Γαμέρ, Μαγώγ, Μαδαίμ, Ιωυάν, Ελισά, Θοβέλ, Μοσόχ και Θίρας. 6 και οι υιοί Γαμέρ· Ασχανάζ και Ριφάθ και Θοργαμά. 7 και οι υιοί Ιωυάν· Ελισά και Θαρσίς, Κίτιοι και Ρόδιοι. 8 και οι υιοί Χάμ· Χούς και Μεσραίμ, Φούδ, και Χαναάν. 9 και υιοί Χούς· Σαβά και Ευιλά και Σαβαθά και Ρεγμά, και Σεβεθαχά. και υιοί Ρεγμά· Σαβά και Δαδάν.
10 και Χούς εγέννησε τον Νεβρώδ· ούτος ήρξατο είναι γίγας κυνηγός επί της γής. [11 Καί Μεσραίμ εγέννησε τους Λωδιείμ και τους Αναμιείμ και τους Λαβείν και τους Νεφθαλίμ 12 και τους Πατροσωνιείμ και τους Χασλωνιείμ, όθεν εξήλθεν εκείθεν Φυλιστιείμ, και τους Χαφοριείμ 13 και Χαναάν εγέννησε τον Σιδώνα πρωτότοκον και τον Χετταίον 14 και τον Ιεβουσαίον και τον Αμορραίον και τον Γεργεσαίον 15 και τον Ευαίον και τον Αρουκαίον και τον Ασενναίον 16 και τον Αράδιον και τον Σαμαραίον και τον Αμαθί.] 17 υιοί Σήμ· Αιλάμ και Ασσούδ και Αρφαξάδ. [18 Καί Αρφαξάδ εγέννησε τον Καινάν, και Καινάν εγέννησε τον Σαλά, και Σαλά εγέννησε τον Εβέρ, 19 και τώ Εβέρ εγεννήθησαν δύο υιοί· όνομα τώ ενί Φαλέκ, ότι εν ταίς ημέραις αυτού διεμερίσθη η γη, και όνομα τώ αδελφώ αυτού Ιεκτάν.
20 και Ιεκτάν εγέννησε τον Ελμωδάδ και τον Σαλέφ και τον Αραμώθ 21 και τον Κεδουράν και τον Αιγήν και τον Δεκλάμ 22 και τον Γεμιάν και τον Αβιμέκλ και τον Σαβάν 23 και τον Ουφείρ και τον Ευί και τον Ωράμ· πάντες ούτοι υιοί Ιεκτάν. 24 υιοί Σήμ· Αιλάμ και Ασούρ και Αρφαξάδ.] 24 Σαλά, 25 Έβερ, Φαλέγ, Ραγαύ, 26 Σερούχ, Νεχώρ, Θάρα, 27 Αβραάμ. 28 υιοί δε Αβραάμ· Ισαάκ και Ισμαήλ. 29 αύται δε αι γενέσεις πρωτοτόκου Ισμαήλ· Ναβαιώθ και Κηδάρ, Ναβδεήλ, Μαβσάμ,
30 Μασμά, Ιδουμά, Μασσή, Χονδάν, Θαιμάν, 31 Ιεττούρ, Ναφές και Κεδμά. ούτοί εισιν υιοί Ισμαήλ. 32 και υιοί Χεττούρας παλλακής Αβραάμ· και έτεκεν αυτώ τον Ζεμβράμ, Ιεξάν, Μαδιάμ, Μαδάμ, Σοβάκ, Σωέ. και υιοί Ιεξάν· Δαιδάν και Σαβά. 33 και υιοί Μαδιάμ· Γαιφάρ και Οφέρ και Ενώχ και Αβιδά και Ελλαδά. πάντες ούτοι υιοί Χεττούρας. 34 και εγέννησεν Αβραάμ τον Ισαάκ. και υιοί Ισαάκ· Ιακώβ και Ησαύ. 35 υιοί Ησαύ· Ελιφάζ και Ραγουήλ και Ιεούλ και Ιεγλόμ και Κορέ. 36 υιοί Ελιφάζ· Θαιμάν και Ωμάρ, Σωφάρ και Γοωθάμ και Κενέζ και της Θαμνά Αμαλήκ. 37 και υιοί Ραγουήλ· Ναχές, Ζαρέ, Σομέ και Μοζέ. 38 υιοί Σηίρ· Λωτάν, Σωβάλ, Σεβεγών, Ανά, Δησών, Ωσάρ και Λισάν. 39 και υιοί Λωτάν· Χορρί και Αιμάν, αδελφή δε Λωτάν Θαμνά.
40 υιοί Σωβάλ· Γωλάμ, Μαναχάθ, Γαιβήλ, Σώβ και Ωνάν. υιοί δε Σεβεγών· Αιά και Ανά. 41 υιοί Ανά· Δαισών. υιοί δε Δαισών· Εμερών και Εσεβάν και Ιεθράν και Χαρράν. 42 και υιοί Ωσάρ· Βαλαάμ και Ζουκάμ και Ιωκάν. υιοί Δαισάν· Ώς και Αράν. 43 και ούτοι οι βασιλείς αυτών· Βαλάκ υιός Βεώρ, και όνομα τή πόλει αυτού Δενναβά. 44 και απέθανε Βαλάκ, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Ιωβάβ υιός Ζαρά εκ Βοσόρρας. 45 και απέθανεν Ιωβάβ, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Ασόμ εκ γής Θαιμανών. 46 και απέθανεν Ασόμ, και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού Αδάδ υιός Βαράδ ο πατάξας Μαδιάμ εν τώ πεδίω Μωάβ, και όνομα τή πόλει αυτού Γεθθαίμ. 47 και απέθανεν Αδάδ, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Σεβλά εκ Μασεκκάς. 48 και απέθανε Σεβλά, και εβασίλευσεν αντ' αυτού Σαούλ εκ Ροωβώθ της παρά ποταμόν. 49 και απέθανε Σαούλ, και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού Βαλαεννώρ υιός Αχοβώρ.
50 και απέθανε Βαλαεννώρ, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού Αδάδ υιός Βαράδ, και όνομα τή πόλει αυτού Φογώρ. 51 ηγεμόνες Εδώμ· ηγεμών Θαμνά, ηγεμών Γωλαδά, ηγεμών Ιεθέρ, 52 ηγεμών Ελιβαμάς, ηγεμών Ηλάς, ηγεμών Φινών, 53 ηγεμών Κενέζ, ηγεμών Θαιμάν, ηγεμών Μαβσάρ, ηγεμών Μαγεδιήλ, ηγεμών Ζαφωίν. ούτοι ηγεμόνες Εδώμ.
1 ΤΑΥΤΑ τα ονόματα των υιών Ισραήλ· Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδα, Ισσάχαρ, Ζαβουλών, 2 Δάν, Ιωσήφ, Βενιαμίν, Νεφθαλί, Γάδ, Ασήρ. 3 υιοί Ιούδα· Ήρ, Αυνάν, Σηλώμ, τρεις εγεννήθησαν αυτώ εκ της θυγατρός Σαύας της Χανανίτιδος. και ήν Ήρ ο πρωτότοκος Ιούδα πονηρός εναντίον Κυρίου, και απέκτεινεν αυτόν. 4 και Θάμαρ η νύμφη αυτού έτεκεν αυτώ τον Φαρές και τον Ζαρά. πάντες υιοί Ιούδα πέντε. 5 υιοί Φαρές· Εσρώμ και Ιεμουήλ. 6 και υιοί Ζαρά· Ζαμβρί και Αιθάν και Αιμάν και Καλχάλ και Δαράδ, πάντες πέντε. 7 και υιοί Χαρμί· Άχαρ ο εμποδοστάτης Ισραήλ, ός ηθέτησεν εις το ανάθεμα. 8 και υιοί Αιθάν, Αζαρίας. 9 και υιοί Εσρώμ, οί ετέχθησαν αυτώ· ο Ιεραμεήλ και ο Αράμ και ο Χαλέβ.
10 και Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ και Αμιναδάβ εγέννησε τον Ναασσών άρχοντα οίκου Ιούδα, 11 και Ναασσών εγέννησε τον Σαλμών, και Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ, 12 και Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ, και Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί, 13 και Ιεσσαί εγέννησε τον πρωτότοκον αυτού τον Ελιάβ· Αμιναδάβ ο δεύτερος, Σαμαά ο τρίτος, 14 Ναθαναήλ ο τέταρτος, Ζαδδαί ο πέμπτος, 15 Ασόμ ο έκτος, Δαυίδ ο έβδομος, 16 και η αδελφή αυτών Σαρουία και Αβιγαία· και υιοί Σαρουία· Αβισά και Ιωάβ και Ασαήλ, τρεις. 17 και Αβιγαία εγέννησε τον Αμεσσά· και πατήρ Αμεσσά Ιοθόρ ο Ισμαηλίτης. 18 και Χαλέβ υιός Εσρώμ έλαβε την Γαζουβά γυναίκα και την Ιεριώθ. και ούτοι υιοί αυτής· Ιασάρ και Σουβάβ και Ορνά. 19 και απέθανε Γαζουβά, και έλαβεν εαυτώ Χαλέβ την Εφράθ, και έτεκεν αυτώ τον Ώρ·
20 και Ώρ εγέννησε τον Ουρί, και Ουρί εγέννησε τον Βεσελεήλ. 21 και μετά ταύτα εισήλθεν Εσρών προς την θυγατέρα Μαχίρ πατρός Γαλαάδ, και ούτος έλαβεν αυτήν, και αυτός εξηκονταπέντε ετών ήν. και έτεκεν αυτώ τον Σερούχ. 22 και Σερούχ εγέννησε τον Ιαίρ. και ήσαν αυτώ είκοσι και τρεις πόλεις εν τή Γαλαάδ. 23 και έλαβε Γεδσούρ και Αράμ τας κώμας Ιαίρ εξ αυτών, την Κανάθ και τας κώμας αυτής, εξήκοντα πόλεις· πάσαι αύται υιών Μαχίρ πατρός Γαλαάδ. 24 και μετά το αποθανείν Εσρών ήλθε Χαλέβ εις Εφραθά. και η γυνή Εσρών Αβιά, και έτεκεν αυτώ τον Ασχώδ πατέρα Θεκωέ. 25 και ήσαν οι υιοί Ιεραμεήλ πρωτοτόκου Εσρών, ο πρωτότοκος Ράμ, και Βαανά και Αράν και Ασόμ αδελφός αυτού. 26 και ήν γυνή ετέρα τώ Ιεραμεήλ, και όνομα αυτή Ατάρα· αύτη εστί μήτηρ Οζόμ. 27 και ήσαν υιοί Ράμ πρωτοτόκου Ιεραμεήλ· Μαάς και Ιαμίν και Ακόρ. 28 και ήσαν υιοί Οζόμ· Σαμαί και Ιαδαέ. και υιοί Σαμαί· Ναδάβ και Αβισούρ. 29 και όνομα της γυναικός Αβισούρ Αβιχαία, και έτεκεν αυτώ τον Αχαβάρ και τον Μωήλ.
30 και υιοί Ναδάβ· Σαλάδ και Απφαίν. και απέθανε Σαλάδ ουκ έχων τέκνα. 31 και υιοί Απφαίν· Ισεμιήλ. και υιοί Ισεμιήλ· Σωσάν. και υιοί Σωσάν· Ααδαί. 32 και υιοί Ααδαί· Αχισαμάς, Ιεθέρ, Ιωνάθαν· και απέθανεν Ιεθέρ ουκ έχων τέκνα. 33 και υιοί Ιωνάθαν· Φαλέδ και Οζάμ. ούτοι ήσαν υιοί Ιεραμεήλ. 34 και ουκ ήσαν τώ Σωσάν υιοί, αλλ’ ή θυγατέρες· και τώ Σωσάν παίς Αιγύπτιος, και όνομα αυτώ Ιωχήλ, 35 και έδωκε Σωσάν την θυγατέρα αυτού τώ Ιωχήλ παιδί αυτού εις γυναίκα, και έτεκεν αυτώ τον Εθθί. 36 και Εθθί εγέννησε τον Ναθάν, και Ναθάν εγέννησε τον Ζαβέδ, 37 και Ζαβέδ εγέννησε τον Αφαμήλ, και Αφαμήλ εγέννησε τον Ωβήδ, 38 και Ωβήδ εγέννησε τον Ιηού, και Ιηού εγέννησε τον Αζαρίαν, 39 και Αζαρίας εγέννησε τον Χελλής, και Χελλής εγέννησε τον Ελεασά,
40 και Ελεασά εγέννησε τον Σοσομαί, και Σοσομαί εγέννησε τον Σαλούμ, 41 και Σαλούμ εγέννησε τον Ιεχεμίαν, και Ιεχεμίας εγέννησε τον Ελισαμά, και Ελισαμά εγέννησε τον Ισμαήλ. 42 και υιοί Χαλέβ αδελφού Ιεραμεήλ· Μαρισά ο πρωτότοκος αυτού, ούτος πατήρ Ζίφ· και υιοί Μαρισά πατρός Χεβρών. 43 και υιοί Χεβρών· Κορέ και Θαπφούς και Ρεκόμ και Σαμαά. 44 και Σαμαά εγέννησε τον Ραέμ πατέρα Ιεκλάν, και Ιεκλάν εγέννησε τον Σαμαί· 45 και υιός αυτού Μαών, και Μαών πατήρ Βαιθσούρ. 46 και Γαιφά η παλλακή Χαλέβ εγέννησε τον Αρράν και τον Μωσά και τον Γεζουέ. 47 και υιοί Αδδαί· Ραγέμ και Ιωάθαμ και Σωγάρ και Φαλέκ και Γαιφά και Σαγαέ. 48 και η παλλακή Χαλέβ Μωχά εγέννησε τον Σαβέρ και τον Θαράμ. 49 και εγέννησε Σαγαέ πατέρα Μαρμηνά και τον Σαού πατέρα Μαχαμηνά και πατέρα Γαιβαά· και θυγάτηρ Χαλέβ Ασχά.
50 ούτοι ήσαν υιοί Χαλέβ. υιοί Ώρ πρωτοτόκου Εφραθά· Σωβάλ πατήρ Καριαθιαρίμ. 51 Σαλωμών πατήρ Βαιθλαέμ και Αρίμ πατήρ Βαιθγεδώρ. 52 και ήσαν υιοί τώ Σωβάλ πατρί Καριαθιαρίμ· Αραά και Αισί και Αμμανίθ 53 και Ουμασφαέ, πόλις Ιαίρ, Αιθαλίμ και Μιφιθίμ και Ησαμαθίμ και Ημασαραίμ· εκ τούτων εξήλθοσαν οι Σαραθαίοι και υιοί Εσθαάμ. 54 υιοί Σαλωμών· Βαιθλαέμ, Νετωφαθί, Αταρώθ οίκου Ιωάβ και ήμισυ της Μαλαθί, Ησαρί, 55 πατριαί γραμματέων κατοικούντες εν Ιάβις, Θαργαθιίμ, Σαμαθιίμ, και Σωχαθίμ· ούτοι οι Κιναίοι οι ελθόντες εκ Μεσημά πατρός οίκου Ρηχάβ.
1 ΚΑΙ ούτοι ήσαν υιοί Δαυίδ οι τεχθέντες αυτώ εν Χεβρών· ο πρωτότοκος Αμνών τή Αχιναάμ τή Ιεζραηλίτιδι, ο δεύτερος Δαμνιήλ τή Αβιγαία τή Καρμηλία, 2 ο τρίτος Αβεσσαλώμ υιός Μωχά θυγατρός Θολμαί βασιλέως Γεδσούρ, ο τέταρτος Αδωνία υιός Αγγίθ, 3 ο πέμπτος Σαφατία της Αβιτάλ, ο έκτος Ιεθραάμ τή Αγλά γυναικί αυτού. 4 έξ εγεννήθησαν αυτώ εν Χεβρών, και εβασίλευσεν εκεί επτά έτη και εξάμηνον. και τριάκοντα και τρία έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. 5 και ούτοι ετέχθησαν αυτώ εν Ιερουσαλήμ· Σαμαά, Σωβάβ, Νάθαν και Σαλωμών, τέσσαρες τή Βηρσαβεέ θυγατρί Αμιήλ, 6 και Ιεβαάρ και Ελισά και Ελιφαλήθ 7 και Ναγαί και Ναφέκ και Ιαφιέ 8 και Ελισαμά και Ελιαδά και Ελιφαλά, εννέα. 9 πάντες υιοί Δαυίδ, πλήν των υιών των παλλακών, και Θημάρ αδελφή αυτών.
10 υιοί Σαλωμών· Ροβοάμ, Αβιά υιός αυτού, Ασά υιός αυτού, Ιωσαφάτ υιός αυτού, 11 Ιωράμ υιός αυτού, Οχοζίας υιός αυτού, Ιωάς υιός αυτού, 12 Αμασίας υιός αυτού, Αζαρίας υιός αυτού, Ιωάθαμ υιός αυτού, 13 Άχαζ υιός αυτού, Εζεκίας υιός αυτού, Μανασσής υιός αυτού, 14 Αμών υιός αυτού, Ιωσία υιός αυτού. 15 και υιοί Ιωσία· πρωτότοκος Ιωανάν, ο δεύτερος Ιωακίμ, ο τρίτος Σεδεκίας, ο τέταρτος Σαλούμ. 16 και υιοί Ιωακίμ· Ιεχονίας υιός αυτού, Σεδεκίας υιός αυτού. 17 και υιοί Ιεχονία· Ασίρ, Σαλαθιήλ υιός αυτού, 18 Μελχιράμ και Φαδαίας και Σανεσάρ και Ιεκεμία και Ωσαμάθ και Ναβαδίας. 19 και υιοί Σαλαθιήλ· Ζοροβάβελ και Σεμεί. και υιοί Ζοροβάβελ· Μοσολλάμ και Ανανία και Σαλωμεθί αδελφή αυτών
20 και Ασουβέ και Οόλ και Βαραχία και Ασαδία και Ασοβέδ, πέντε. 21 και υιοί Ανανία· Φαλεττία και Ιεσίας υιός αυτού, Ραφάλ υιός αυτού, Ορνά υιός αυτού, Αβδία υιός αυτού, Σεχενίας υιός αυτού. 22 και υιός Σεχενία, Σαμαία, και υιοί Σαμαία· Χαττούς και Ιωήλ και Βερρί και Νωαδία και Σαφάθ, έξ. 23 και υιοί Νωαδία· Ελιθενάν και Εζεκία και Εζρικάμ, τρεις. 24 και υιοί Ελιθενάν· Οδολία και Ελιασεβών και Φαδαία και Ακούβ και Ιωανάν και Δαλααία και Ανάν, επτά.
1 ΚΑΙ υιοί Ιούδα· Φαρές, Εσρώμ και Χαρμί και Ώρ, Σουβάλ 2 και Ράδα υιός αυτού· και Σουβάλ εγέννησε τον Ιέθ, και Ιέθ εγέννησε τον Αχιμαί, και τον Λαάδ· αύται αι γενέσεις τού Σαραθί. 3 και ούτοι υιοί Αιτάμ· Ιεζραήλ και Ιεσμάν και Ιεβδάς, και όνομα αδελφής αυτών Εσηλεββών. 4 και Φανουήλ πατήρ Γεδώρ, και Αζήρ πατήρ Ωσάν. ούτοι υιοί Ώρ τού πρωτοτόκου Εφραθά πατρός Βαθαλαέν. 5 και τώ Ασούρ πατρί Θεκωέ ήσαν δύο γυναίκες, Αωδά και Θοαδά. 6 και έτεκεν αυτώ Αωδά τον Ωχαία και τον Ηφάλ και τον Θεμάν και τον Αασθήρ· πάντες ούτοι υιοί Αωδάς. 7 και υιοί Θοαδάς· Σερέθ και Σαάρ και Εθνάν. 8 και Κώς εγέννησε τον Ενώβ και τον Σαβαθά. και γεννήσεις αδελφού Ρηχάβ υιού Ιαρίν. 9 και ήν Ιγαβής ένδοξος υπέρ τους αδελφούς αυτού· και η μήτηρ εκάλεσε το όνομα αυτού Ιγαβής λέγουσα· έτεκον ως γαβής.
10 και επεκαλέσατο Ιγαβής τον Θεόν Ισραήλ λέγων· εάν ευλογών ευλογήσης με και πληθύνης τα όριά μου και ή η χείρ σου μετ’ εμού, και ποιήσεις γνώσιν τού μη ταπεινώσαί με· και επήγαγεν ο Θεός πάντα, όσα ητήσατο. 11 και Χαλέβ πατήρ Ασχά εγέννησε τον Μαχίρ· ούτος πατήρ Ασσαθών. 12 και Ασσαθών εγέννησε τον Βαθραίαν και τον Βεσσηέ και τον Θανά πατέρα πόλεως Ναάς αδελφού Εσελώμ τού Κενεζί· ούτοι άνδρες Ρηφά. 13 και υιοί Κενέζ· Γοθονιήλ και Σαραία. και υιοί Γοθονιήλ, Αθάθ. 14 και Μαναθί εγέννησε τον Γοφερά. και Σαραία εγέννησε τον Ιωάβ πατέρα Αγεαδδαίρ, ότι τέκτονες ήσαν. 15 και υιοί Χαλέβ υιού Ιεφοννή· Ηρά, Αδά και Νοόμ. και υιοί Αδά, Κενέζ. 16 και υιοί Γεσεήλ· Ζίφ και Ζεφά και Θεφιά και Εσεραήλ. 17 και υιοί Εσρί· Ιεθέρ, Μωράδ και Άφερ και Ιαμών. και εγέννησεν Ιεθέρ τον Μαρών και τον Σεμαί και τον Μαρέθ πατέρα Εσθαιμών. 18 και η γυνή αυτού (αύτη Αδία) έτεκε τον Ιάρεδ πατέρα Γεδώρ και τον Αβέρ πατέρα Σωχών και τον Χετιήλ πατέρα Ζαμών. και ούτοι υιοί Βετθία θυγατρός Φαραώ, ήν έλαβε Μωρήδ. 19 και υιοί γυναικός της Ιδουίας αδελφής Ναχέμ πατρός Κειλά, Γαρμί και Εσθαιμών, Νωχαθί.
20 και υιοί Σεμιών· Αμνών και Ανά υιός Φανά και Θιλών. και υιοί Σεί· Ζωάθ και υιοί Ζωάβ, 21 υιοί Σηλώμ υιού Ιούδα· Ήρ πατήρ Ληχάβ, και Λααδά πατήρ Μαρισά και γενέσεις οικείων Εφραδαβάκ τώ οίκω Εσοβά 22 και Ιωακίμ και άνδρες Χωζηβά και Ιωάς και Σαράφ, οί κατώκησαν εν Μωάβ· και απέστρεψεν αυτούς αβεδηρίν αθουκιίμ. 23 ούτοι κεραμείς οι κατοικούντες εν Αταίμ και Γαδηρά μετά τού βασιλέως, εν τή βασιλεία αυτού ενίσχυσαν και κατώκησαν εκεί. 24 υιοί Συμεών· Ναμουήλ και Ιαμίν, Ιαρίβ, Ζαρέ, Σαούλ· 25 Σαλέμ υιός αυτού, Μαβασάμ υιός αυτού, Μασμά υιός αυτού, 26 Αμουήλ υιός αυτού, Σαβούδ υιός αυτού, Ζακχούρ υιός αυτού, Σεμεί υιός αυτού. 27 Καί τώ Σεμεί υιοί εκκαίδεκα και θυγατέρες τρεις· και τοίς αδελφοίς αυτών ουκ ήσαν υιοί πολλοί· και πάσαι αι πατριαί αυτών ουκ επλεόνασαν ως υιοί Ιούδα. 28 και κατώκησαν εν Βηρσαβεέ και Σαμά και Μωλαδά, και εν Εσηρσουάλ 29 και εν Βαλαά και εν Βοασόμ και εν Θουλάδ
30 και εν Βαθουήλ και εν Ερμά και εν Σικελάγ 31 και εν Βαιθμαριμώθ και Ημισουσεωσίν και οίκον Βαρουσεωρίμ· αύται αι πόλεις αυτών έως βασιλέως Δαυίδ. 32 και επαύλεις αυτών· Αιτάν και Ηνρεμμών και Θοκκάν και Αισάν, πόλεις πέντε. 33 και πάσαι επαύλεις αυτών κύκλω των πόλεων τούτων έως Βάαλ· αύτη η κατάσχεσις αυτών και ο καταλοχισμός αυτών. 34 και Μοσωβάβ και Ιεμολόχ και Ιωσία υιός Αμασία 35 και Ιωήλ (και ούτος υιός Ασαβία), υιός Σαραία, υιός Ασιήλ 36 και Ελιωναί και Ιακαβά και Ιασουία και Ασαία και Ιεδιήλ και Ισμαήλ και Βαναίας 37 και Ζουζά υιός Σαφαί υιού Αλών υιού Ιεδιά υιού Σεμρί υιού Σαμαίου. 38 ούτοι οι διελθόντες εν ονόμασιν αρχόντων εν ταίς γενέσεσιν αυτών· και εν οίκοις πατριών αυτών επληθύνθησαν εις πλήθος, 39 και επορεύθησαν έως τού ελθείν Γέραρα έως των ανατολών της Γαί τού ζητήσαι νομάς τοίς κτήνεσιν αυτών·
40 και εύρον νομάς πλείονας και αγαθάς, και η γη πλατεία εναντίον αυτών και ειρήνη και ησυχία, ότι εκ των υιών Χάμ των κατοικούντων εκεί έμπροσθεν. 41 και ήλθοσαν ούτοι οι γεγραμμένοι επ΄ ονόματος εν ημέραις Εζεκίου βασιλέως Ιούδα και επάταξαν τους οίκους αυτών και τους Μιναίους, ούς εύροσαν εκεί, και αναθεμάτισαν αυτούς έως της ημέρας ταύτης και ώκησαν αντ’ αυτών, ότι νομαί τοίς κτήνεσιν αυτών εκεί. 42 και εξ αυτών από των υιών Συμεών επορεύθησαν εις όρος Σηίρ άνδρες πεντακόσιοι, και Φαλαεττία και Νωαδία και Ραφαία και Οζιήλ υιοί Ιεσί άρχοντες αυτών· 43 και επάταξαν τους καταλοίπους τους καταλειφθέντας τού Αμαλήκ και κατώκησαν εκεί έως της ημέρας ταύτης.
1 ΚΑΙ υιοί Ρουβήν πρωτοτόκου Ισραήλ, ότι ούτος ο πρωτότοκος, και εν τώ αναβήναι επί την κοίτην τού πατρός αυτού έδωκε την ευλογίαν αυτού τώ υιώ αυτού Ιωσήφ υιώ Ισραήλ, και ουκ εγενεαλογήθη εις πρωτοτόκια· 2 ότι Ιούδας δυνατός ισχύι και εν τοίς αδελφοίς αυτού και εις ηγούμενον εξ αυτού, και η ευλογία τού Ιωσήφ. 3 υιοί Ρουβήν πρωτοτόκου Ισραήλ· Ενώχ και Φαλλούς, Ασρώμ και Χαρμί. 4 υιοί Ιωήλ· Σεμεί και Βαναία υιός αυτού. και υιοί Γούγ υιού Σεμεί· 5 υιός αυτού Μιχά, υιός αυτού Ρηχά, υιός αυτού Ιωήλ, 6 υιός αυτού Βεήλ, ον μετώκισε Θαγλαθφαλλασάρ βασιλεύς Ασσούρ· ούτος άρχων των Ρουβήν. 7 και αδελφοί αυτού τή πατρίδι αυτού εν τοίς καταλοχισμοίς αυτών κατά γενέσεις αυτών· ο άρχων Ιωήλ και Ζαχαρία 8 και Βαλέκ υιός Αζούζ υιός Σαμά, υιός Ιωήλ· ούτος κατώκησεν εν Αροήρ και επί Ναβαύ, και Βελμασσών 9 και προς ανατολάς κατώκησεν έως ερχομένων της ερήμου, από τού ποταμού Ευφράτου, ότι κτήνη αυτών πολλά εν γη Γαλαάδ.
10 και εν ημέραις Σαούλ εποίησαν πόλεμον προς τους παροίκους, και έπεσον εν χερσίν αυτών κατοικούντες εν σκηναίς αυτών πάντες κατ΄ ανατολάς της Γαλαάδ. 11 υιοί Γάδ κατέναντι αυτών κατώκησαν εν γη Βασάν έως Σελχά. 12 Ιωήλ πρωτότοκος και Σαφάμ ο δεύτερος, και Ιανίν ο γραμματεύς εν Βασάν. 13 και οι αδελφοί αυτών κατ’ οίκους πατριών αυτών· Μιχαήλ, Μοσολλάμ και Σεβεέ και Ιωρεέ και Ιωαχάν και Ζουέ, και Ωβήδ, επτά. 14 ούτοι υιοί Αβιχαία υιού Ουρί υιού Ιδαί υιού Γαλαάδ υιού Μιχαήλ υιού Ιεσαί υιού Ιεδδαί υιού Ζαβουχάμ 15 αδελφού υιού Αβδιήλ υιού Γουνί· άρχων οίκου πατριών. 16 κατώκουν εν Γαλαάδ, εν Βασάν και εν ταίς κώμαις· αυτών και πάντα τα περίχωρα Σαρών έως εξόδου. 17 πάντων ο καταλοχισμός εν ημέραις Ιωάθαμ βασιλέως Ιούδα και εν ημέραις Ιεροβοάμ βασιλέως Ισραήλ. 18 υιοί Ρουβήν και Γάδ και ήμισυ φυλής Μανασσή εξ υιών δυνάμεως, άνδρες αίροντες ασπίδας και μάχαιραν και τείνοντες τόξον και δεδιδαγμένοι πόλεμον, τεσσαράκοντα και τέσσαρες χιλιάδες και επτακόσιοι και εξήκοντα εκπορευόμενοι εις παράταξιν. 19 και εποίουν πόλεμον μετά των Αγαρηνών και Ιτουραίων και Ναφισαίων και Ναδαβαίων
20 και κατίσχυσαν επ’ αυτών, και εδόθησαν εις χείρας αυτών οι Αγαραίοι και πάντα τα σκηνώματα αυτών, ότι προς τον Θεόν εβόησαν εν τώ πολέμω, και επήκουσεν αυτοίς, ότι ήλπισαν επ΄ αυτόν. 21 και ηχμαλώτευσαν την αποσκευήν αυτών, καμήλους πεντακισχιλίας και προβάτων διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας, όνους δισχιλίους και ψυχάς ανδρών εκατόν χιλιάδας· 22 ότι τραυματίαι πολλοί έπεσον, ότι παρά τού Θεού ο πόλεμος. και κατώκησαν αντ’ αυτών έως της μετοικεσίας. 23 και ημίσεις φυλής Μανασσή κατώκησαν εν τή γη από Βασάν έως Βαάλ Ερμών και Σανίρ και όρος Αερμών· και εν τώ Λιβάνω αυτοί επλεονάσθησαν. 24 και ούτοι αρχηγοί οίκου πατριών αυτών· Οφέρ και Σεί και Ελιήλ και Ιερμία και Ωδουία και Ιεδιήλ, άνδρες ισχυροί δυνάμει, άνδρες ονομαστοί, άρχοντες των οίκων πατριών αυτών. 25 και ηθέτησαν εν Θεώ πατέρων αυτών και επόρνευσαν οπίσω θεών των λαών της γής, ούς εξήρεν ο Θεός από προσώπου αυτών. 26 και επήγειρεν ο Θεός Ισραήλ το πνεύμα Φαλώχ βασιλέως Ασσούρ και το πνεύμα Θαγλαθφαλλασάρ βασιλέως Ασσούρ, και μετώκισε τον Ρουβήν και τον Γαδδί και το ήμισυ φυλής Μανασσή και ήγαγεν αυτούς εις Χαλάχ και Χαβώρ και επί ποταμόν Γωζάν έως της ημέρας ταύτης. 27 Υιοί Λευί· Γεδσών, Καάθ και Μεραρί. 28 και υιοί Καάθ· Άμβραμ και Ισσάαρ, Χεβρών και Οζιήλ. 29 και υιοί Άμβραμ· Ααρών και Μωυσής και Μαριάμ. και υιοί Ααρών· Ναδάβ και Αβιούδ, Ελεάζαρ και Ιθάμαρ.
30 Ελεάζαρ εγέννησε τον Φινεές, Φινεές εγέννησε τον Αβισού, 31 Αβισού εγέννησε τον Βωκαί, Βωκαί εγέννησε τον Οζί, 32 Οζί εγέννησε τον Ζαραία, Ζαραία εγέννησε τον Μαριήλ 33 και Μαριήλ εγέννησε τον Αμαρία, και Αμαρία εγέννησε τον Αχιτώβ, 34 και Αχιτώβ εγέννησε τον Σαδώκ, και Σαδώκ εγέννησε τον Αχιμάας, 35 και Αχιμάας εγέννησε τον Αζαρίαν, και Αζαρίας εγέννησε τον Ιωανάν, 36 και Ιωανάν εγέννησε τον Αζαρίαν· ούτος ιεράτευσεν εν τώ οίκω, ώ ωκοδόμησε Σαλωμών εν Ιερουσαλήμ. 37 και εγέννησεν Αζαρίας τον Αμαρία, και Αμαρία εγέννησε τον Αχιτώβ, 38 και Αχιτώβ εγέννησε τον Σαδώκ, και Σαδώκ εγέννησε τον Σαλώμ, 39 και Σαλώμ εγέννησε τον Χελκίαν, και Χελκίας εγέννησε τον Αζαρίαν,
40 και Αζαρίας εγέννησε τον Σαραία, και Σαραίας εγέννησε τον Ιωσαδάκ, 41 και Ιωσαδάκ επορεύθη εν τή μετοικεσία μετά Ιούδα και Ιερουσαλήμ εν χειρί Ναβουχοδονόσορ.
1 ΥΙΟΙ Λευί· Γεδσών, Καάθ και Μεραρί. 2 και ταύτα τα ονόματα των υιών Γεδσών· Λοβενί και Σεμεί. 3 υιοί Καάθ· Άμβραμ και Ισσάαρ, Χεβρών και Οζιήλ. 4 υιοί Μεραρί· Μοολί και Ομουσί. και αύται αι πατριαί τού Λευί κατά πατριάς αυτών. 5 τώ Γεδσών· τώ Λοβενί υιώ αυτού Ιέθ υιός αυτού, Ζαμμά υιός αυτού, 6 Ιωάχ υιός αυτού, Αδδί υιός αυτού, Ζαρά υιός αυτού, Ιεθρί υιός αυτού. 7 υιοί Καάθ· Αμιναδάβ υιός αυτού, Κορέ υιός αυτού, Ασήρ υιός αυτού. 8 Ελκανά υιός αυτού, Αβισάφ υιός αυτού, 9 Θαάθ υιός αυτού, Ουριήλ υιός αυτού, Οζία υιός αυτού, Σαούλ υιός αυτού.
10 και υιοί Ελκανά, Αμασί και Αχιμώθ, 11 Ελκανά υιός αυτού, Σουφί υιός αυτού και Ναάθ υιός αυτού, 12 Ελιάβ υιός αυτού, Ιερεάμ υιός αυτού, Ελκανά υιός αυτού. 13 υιοί Σαμουήλ· ο πρωτότοκος Σανί και Αβιά. 14 υιοί Μεραρί· Μοολί, Λοβενί υιός αυτού, Σεμεί υιός αυτού, Οζά υιός αυτού, 15 Σαμαά υιός αυτού, Αγγία υιός αυτού, Ασαίας υιός αυτού. 16 και ούτοι, ούς κατέστησε Δαυίδ επί χείρας αδόντων εν οίκω Κυρίου εν τή καταπαύσει της κιβωτού, 17 και ήσαν λειτουργούντες εναντίον της σκηνής τού μαρτυρίου εν οργάνοις, έως ού ωκοδόμησε Σαλωμών τον οίκον Κυρίου εν Ιερουσαλήμ, και έστησαν κατά την κρίσιν αυτών επί τας λειτουργίας αυτών. 18 και ούτοι οι εστηκότες και υιοί αυτών εκ των υιών τού Καάθ· Αιμάν ο ψαλτωδός υιός Ιωήλ, υιού Σαμουήλ, 19 υιού Ελκανά, υιού Ιερεβάμ υιού Ελιήλ υιού Θοού
20 υιού Σούφ υιού Ελκανά υιού Μαάθ υιού Αμαθί 21 υιού Ελκανά υιού Ιωήλ υιού Αζαρία υιού Σαφανία 22 υιού Θαάθ υιού Ασήρ υιού Αβιασάφ υιού Κορέ 23 υιού Ισάαρ υιού Καάθ υιού Λευί υιού Ισραήλ. 24 και ο αδελφός αυτού Ασάφ ο εστηκώς εν δεξιά αυτού· Ασάφ υιός Βαραχία υιού Σαμαά 25 υιού Μιχαήλ υιού Βαασία υιού Μελχία 26 υιού Αθανί υιού Ζαραί υιού Αδαί 27 υιού Αιθάν υιού Ζαμμά υιού Σεμεί 28 υιού Ιεέθ υιού Γεθσών υιού Λευί. 29 και υιοί Μεραρί οι αδελφοί αυτών εξ αριστερών· Αιθάν υιός Κισά υιού Αβαί υιού Μαλώχ
30 υιού Ασεβί υιού Αμεσία υιού Χελκίου 31 υιού Αμασαί υιού Βανί υιού Σεμήρ 32 υιού Μοολί υιού Μουσί υιού Μεραρί υιού Λευί. 33 και οι αδελφοί αυτών κατ’ οίκους πατριών αυτών, οι Λευίται οι δεδομένοι εις πάσαν εργασίαν λειτουργίας σκηνής οίκου τού Θεού. 34 και Ααρών και οι υιοί αυτού θυμιώντες επί το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και επί το θυσιαστήριον των θυμιαμάτων εις πάσαν εργασίαν άγια των αγίων και εξιλάσκεσθαι περί Ισραήλ κατά πάντα, όσα ενετείλατο Μωυσής παίς τού Θεού. 35 και ούτοι υιοί Ααρών· Ελεάζαρ υιός αυτού, Φινεές υιός αυτού, Αβισού υιός αυτού, 36 Βωκαί υιός αυτού, Οζί υιός αυτού, Ζαραία υιός αυτού, 37 Μαριήλ υιός αυτού, Αμαρία υιός αυτού, Αχιτώβ υιός αυτού, 38 Σαδώκ υιός αυτού, Αχιμάας υιός αυτού. 39 και αύται αι κατοικίαι αυτών εν ταίς κώμαις αυτών, εν τοίς ορίοις αυτών· τοίς υιοίς Ααρών τή πατριά τού Κααθί ~ότι αυτοίς εγένετο ο κλήρος~
40 και έδωκαν αυτοίς την Χεβρών εν γη Ιούδα και τα περισπόρια αυτής κύκλω αυτής· 41 και τα πεδία της πόλεως και τας κώμας αυτής έδωκαν τώ Χαλέβ υιώ Ιεφοννή. 42 και τοίς υιοίς Ααρών έδωκαν τας πόλεις των φυγαδευτηρίων, την Χεβρών και την Λοβνά και τα περισπόρια αυτής και την Εσθαμώ και τα περισπόρια αυτής 43 και την Ιεθθάρ και τα περισπόρια αυτής και την Δαβίρ και τα περισπόρια αυτής 44 και την Ασάν και τα περισπόρια αυτής και την Βασαμύς και τα περισπόρια αυτής. 45 και εκ φυλής Βενιαμίν την Γαβαέ και τα περισπόρια αυτής και την Γαλεμέθ και τα περισπόρια αυτής και την Αναθώθ και τα περισπόρια αυτής· πάσαι αι πόλεις αυτών τρισκαίδεκα πόλεις κατά πατριάς αυτών. 46 και τοίς υιοίς Καάθ τοίς καταλοίποις εκ των πατριών εκ της φυλής εκ τού ημίσους φυλής Μανασσή κλήρω πόλεις δέκα. 47 και τοίς υιοίς Γεδσών κατά πατριάς αυτών εκ φυλής Ισσάχαρ, εκ φυλής Ασήρ, από φυλής Νεφθαλί, εκ φυλής Μανασσή εν τή Βασάν πόλεις τρισκαίδεκα. 48 και τοίς υιοίς Μεραρί κατά πατριάς αυτών εκ φυλής Ρουβήν, εκ φυλής Γάδ, εκ φυλής Ζαβουλών κλήρω πόλεις δεκαδύο. 49 και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ τοίς Λευίταις τας πόλεις και τα περισπόρια αυτών·
50 και έδωκαν εν κλήρω εκ φυλής υιών Ιούδα και εκ φυλής υιών Συμεών και εκ φυλής υιών Βενιαμίν τας πόλεις ταύτας, ας εκάλεσεν αυτάς επ’ ονόματος. 51 και από των πατριών υιών Καάθ και εγένοντο πόλεις των ορίων αυτών εκ φυλής Εφραίμ. 52 και έδωκαν αυτοίς τας πόλεις των φυγαδευτηρίων, την Συχέμ και τα περισπόρια αυτής εν όρει Εφραίμ και την Γαζέρ και τα περισπόρια αυτής 53 και την Ιεκμαάν και τα περισπόρια αυτής και την Βαιθωρών και τα περισπόρια αυτής 54 και την Εγλάμ και τα περισπόρια αυτής και την Γεθρεμμών και τα περισπόρια αυτής 55 και από τού ημίσους φυλής Μανασσή την Ανάρ και τα περισπόρια αυτής και την Ιεμβλάαν και τα περισπόρια αυτής, κατά πατριάν τοίς υιοίς Καάθ τοίς καταλοίποις. 56 τοίς υιοίς Γεδσών από πατριών ημίσους φυλής Μανασσή την Γωλάν εκ της Βασάν και τα περισπόρια αυτής και την Ασηρώθ και τα περισπόρια αυτής· 57 και εκ φυλής Ισσάχαρ την Κέδες και τα περισπόρια αυτής και την Δεβερί και τα περισπόρια αυτής και την Δαβώρ και τα περισπόρια αυτής 58 και την Ζαβώρ και την Αινάν και τα περισπόρια αυτής· 59 και εκ φυλής Ασήρ την Μαασάλ και τα περισπόρια αυτής και την Αβδών και τα περισπόρια αυτής 60 και την Ακάκ και τα περισπόρια αυτής και την Ροώβ και τα περισπόρια αυτής· 61 και από φυλής Νεφθαλί την Κέδες εν τή Γαλιλαία και τα περισπόρια αυτής και την Χαμώθ και τα περισπόρια αυτής και την Καριαθαίμ και τα περισπόρια αυτής. 62 τοίς υιοίς Μεραρί τοίς καταλοίποις εκ φυλής Ζαβουλών την Ρεμμών και τα περισπόρια αυτής και την Θαλλιά και τα περισπόρια αυτής, 63 εκ τού πέραν τού Ιορδάνου την Ιεριχώ κατά δυσμάς τού Ιορδάνου· εκ φυλής Ρουβήν την Βοσόρ εν τή ερήμω και τα περισπόρια αυτής και την Ιασά και τα περισπόρια αυτής 64 και την Καδμώθ και τα περισπόρια αυτής και την Μαεφλά και τα περισπόρια αυτής 65 και εκ φυλής Γάδ την Ραμμώθ Γαλαάδ και τα περισπόρια αυτής και την Μααναίμ και τα περισπόρια αυτής 66 και την Εσεβών και τα περισπόρια αυτής και την Ιαζήρ και τα περισπόρια αυτής.
1 ΚΑΙ τοίς υιοίς Ισσάχαρ· Θωλά και Φουά και Ιασούβ και Σεμερών, τέσσαρες. 2 και υιοί Θωλά· Οζί, Ραφαία και Ιεριήλ και Ιαμαί και Ιεβασάμ και Σαμουήλ, άρχοντες οίκων πατριών αυτών τώ Θωλά, ισχυροί δυνάμει κατά γενέσεις αυτών. ο αριθμός αυτών εν ημέραις Δαυίδ είκοσι και δύο χιλιάδες και εξακόσιοι. 3 και υιοί Οζί· Ιεζραία και υιοί Ιεζραία· Μιχαήλ, Αβδιού και Ιωήλ και Ιεσία, πέντε, άρχοντες πάντες. 4 και επ’ αυτών κατά γενέσεις αυτών, κατ΄ οίκους πατριών αυτών, ισχυροί παρατάξασθαι εις πόλεμον τριάκοντα και έξ χιλιάδες, ότι επλήθυναν γυναίκας και υιούς. 5 και αδελφοί αυτών εις πάσας πατριάς Ισσάχαρ και ισχυροί δυνάμει ογδοήκοντα και επτά χιλιάδες, ο αριθμός αυτών των πάντων. 6 υιοί Βενιαμίν· Βαλέ και Βαχίρ και Ιαδιήλ, τρεις. 7 και υιοί Βαλέ· Ασεβών και Οζί και Οζιήλ και Ιεριμώθ και Ουρί, πέντε, άρχοντες οίκων πατριών ισχυροί δυνάμει, και ο αριθμός αυτών είκοσι και δύο χιλιάδες και τριακοντατέσσαρες. 8 και υιοί Βαχίρ· Ζεμιρά και Ιωάς και Ελιέζερ και Ελιθενάν και Αμαρία και Ιεριμώθ και Αβιούδ και Αναθώθ και Ελμεμέθ· πάντες ούτοι υιοί Βαχίρ. 9 και ο αριθμός αυτών κατά γενέσεις αυτών, άρχοντες οίκων πατριών αυτών ισχυροί δυνάμει, είκοσι χιλιάδες και διακόσιοι.
10 και υιοί Ιαδιήλ· Βαλαάν. και υιοί Βαλαάν· Ιαούς και Βενιαμίν και Αώθ και Χανανά και Ζαιθάν και Θαρσί και Αχισαάρ. 11 πάντες ούτοι υιοί Ιαδιήλ, άρχοντες των πατριών ισχυροί δυνάμει επτακαίδεκα χιλιάδες και διακόσιοι, εκπορευόμενοι δυνάμει τού πολεμείν. 12 και Σαπφίν και Απφίν και υιοί Ραώμ· υιός αυτού Αέρ. 13 υιοί Νεφθαλί· Ιασιήλ, Γωνί και Ισσιήρ και Σαλλούρ, υιοί Βαλαά. 14 υιοί Μανασσή· Ασεριήλ, ον έτεκεν η παλλακή αυτού η Σύρα· έτεκε δε αυτώ και Μαχίρ πατέρα Γαλαάδ. 15 και Μαχίρ έλαβε γυναίκα τώ Αμφίν και Μαμφίν· και όνομα αδελφής αυτού Μοωχά. και όνομα τώ δευτέρω Σαλπαάδ, και εγεννήθησαν τώ Σαλπαάδ θυγατέρες. 16 και έτεκε Μοωχά γυνή Μαχίρ υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Φαρές, και όνομα αδελφού αυτού Σόρος· υιοί αυτού Ουλάμ και Ροκόμ. 17 και υιοί Ουλάμ, Βαδάν. ούτοι υιοί Γαλαάδ υιού Μαχίρ υιού Μανασσή. 18 και η αδελφή αυτού η Μαλεχέθ έτεκε τον Ισαδέκ και τον Αβιέζερ και τον Μαελά. 19 και ήσαν υιοί Σεμιρά· Ιααίμ και Συχέμ και Λαχίμ και Ανιάν.
20 και υιοί Εφραίμ· Σωθαλά και Βαράδ υιός αυτού και Θαάθ υιός αυτού, Ελεαδά υιός αυτού, Νομεέ υιός αυτού, 21 Ζαβέδ υιός αυτού, Σωθελέ υιός αυτού και Αζέρ και Ελεάδ. και απέκτειναν αυτούς οι άνδρες Γέθ οι τεχθέντες εν τή γη, ότι κατέβησαν τού λαβείν τα κτήνη αυτών. 22 και επένθησεν Εφραίμ ο πατήρ αυτών ημέρας πολλάς, και ήλθον οι αδελφοί αυτού τού παρακαλέσαι αυτόν. 23 και εισήλθε προς την γυναίκα αυτού, και έλαβεν εν γαστρί και έτεκεν υιόν, και εκάλεσε το όνομα αυτού Βαραγά, ότι εν κακοίς εγένετο εν οίκω μου. 24 και εν εκείνοις τοίς καταλοίποις και ωκοδόμησε την Βαιθωρών την κάτω και την άνω. και υιοί Οζάν· Σεηρά, 25 και Ραφή υιοί αυτού, Σαράφ και Θαλεές υιοί αυτού, Θαέν υιός αυτού. 26 τώ Λααδάν υιώ αυτού υιός Αμιούδ, Ελισαμαί υιός αυτού, 27 Νούμ υιός αυτού, Ιησουέ υιός αυτού. 28 και κατάσχεσις αυτών και κατοικία αυτών· Βαιθήλ και αι κώμαι αυτής, κατ’ ανατολάς Νοαράν, προς δυσμαίς Γαζέρ και αι κώμαι αυτής· και Συχέμ και αι κώμαι αυτής έως Γαιάν και αι κώμαι αυτής. 29 και έως ορίων υιών Μανασσή· Βαιθσαάν και αι κώμαι αυτής, Θαανάχ και αι κώμαι αυτής, Μαγεδδώ και αι κώμαι αυτής, Δώρ και αι κώμαι αυτής. εν ταύταις κατώκησαν υιοί Ιωσήφ υιού Ισραήλ.
30 υιοί Ασήρ· Ιεμνά και Σουία. και Ισουί και Βεριά και Σορέ αδελφή αυτών. 31 και υιοί Βεριά· Χάβερ και Μελχιήλ, ούτος πατήρ Βερζαίθ. 32 και Χάβερ εγέννησε τον Ιαφλήτ και τον Σαμήρ και τον Χωθάμ και την Σωλά αδελφήν αυτών. 33 και υιοί Ιαφλήτ· Φασέκ και Βαβαήλ και Ασίθ· ούτοι υιοί Ιαφλήτ. 34 και υιοί Σεμμήρ· Αχιουραογά και Οβά και Αράμ 35 και Βανηελάμ· αδελφοί αυτού Σοφά και Ιμανά και Σελλής και Αμάλ. 36 υιοί Σωφά· Σουέ και Αρναφάρ και Σουδά και Βαρίν και Ιμράν 37 και Σοβάλ και Ώδ και Σεμμά και Σαλισά και Ιεθράν και Βεηρά. 38 και υιοί Ιεθήρ· Ιεφινά και Φασφά και Αρά. 39 και υιοί Ωλά· Ορέχ, Ανιήλ και Ρασιά.
40 πάντες ούτοι υιοί Ασήρ, πάντες άρχοντες πατριών εκλεκτοί ισχυροί δυνάμει, άρχοντες ηγούμενοι· ο αριθμός αυτών εις παράταξιν τού πολεμείν, αριθμός αυτών άνδρες εικοσιέξ χιλιάδες.
1 ΚΑΙ Βενιαμίν εγέννησε Βαλέ πρωτότοκον αυτού και Ασβήλ τον δεύτερον, Ααρά τον τρίτον, 2 Νωά τον τέταρτον και Ραφή τον πέμπτον. 3 και ήσαν υιοί τώ Βαλέ· Αδίρ και Γηρά και Αβιούδ 4 και Αβισουέ και Νοαμά και Αχιά 5 και Γηρά και Σεφουφάμ και Ουράμ. 6 ούτοι υιοί Αώδ· ούτοί εισιν άρχοντες πατριών τοίς κατοικούσι Γαβεέ, και μετώκισαν αυτούς εις Μαναχαθί· 7 και Νοομά και Αχιά και Γηρά· ούτος Ιεγλαάμ και εγέννησε τον Αζά και τον Ιαχιχώ. 8 και Σααρίν εγέννησεν εν τώ πεδίω Μωάβ μετά το αποστείλαι αυτόν Ωσίν και την Βααδά γυναίκα αυτού. 9 και εγέννησεν εκ της Αδά γυναικός αυτού τον Ιωβάβ και τον Σεβιά και τον Μισά και τον Μελχάμ
10 και τον Ιαώς και τον Σαβιά και τον Μαρμά· ούτοι άρχοντες των πατριών. 11 και εκ της Ωσίν εγέννησε τον Αβιτώλ και τον Αλφαάλ. 12 και υιοί Αλφαάλ· Ωβήδ, Μισαάλ, Σεμμήρ· ούτος ωκοδόμησε την Ωνώ και την Λώδ και τας κώμας αυτής· 13 και Βεριά και Σαμά. ούτοι άρχοντες πατριών τοίς κατοικούσιν Αιλάμ, και ούτοι εξεδίωξαν τους κατοικούντας Γέθ. 14 και αδελφός αυτού Σωσήκ και Αριμώθ 15 και Ζαβαδία, και Ωρήδ και Έδερ 16 και Μιχαήλ και Ιεσφά και Ιωδά, υιοί Βεριά. 17 και Ζαβαδία και Μοσολλάμ και Αζακί και Αβάρ 18 και Ισαμαρί και Ιεζλίας και Ιωβάβ, υιοί Ελφαάλ. 19 και Ιακίμ και Ζαχρί και Ζαβδί
20 και Ελιωναί και Σαλαθί και Ελιηλί 21 και Αδαία και Βαραία και Σαμαράθ, υιοί Σαμαίθ. 22 και Ιεσφάν και Ωβήδ και Ελεήλ 23 και Αβδιών και Ζεχρί και Ανάν 24 και Ανανία και Αμβρί και Αιλάμ και Αναθώθ 25 και Ιαθίν και Ιεφαδίας και Φανουήλ, υιοί Σωσήκ, 26 και Σαμσαρί και Σααρίας και Γοθολία 27 και Ιαρασία και Εριά και Ζεχρί, υιοί Ιεροάμ. 28 ούτοι άρχοντες πατριών κατά γενέσεις αυτών άρχοντες· ούτοι κατώκησαν εν Ιερουσαλήμ· 29 και εν Γαβαών κατώκησε πατήρ Γαβαών, και όνομα γυναικί αυτού Μααχά.
30 και ο υιός αυτής ο πρωτότοκος Αβαδών και Σούρ και Κίς και Βαάλ και Νήρ και Ναδάβ 31 και Γεδούρ και αδελφός αυτού και Ζακχούρ και Μακελώθ· 32 και Μακελώθ εγέννησε τον Σαμαά· και γάρ ούτοι κατέναντι των αδελφών αυτών κατώκησαν εν Ιερουσαλήμ μετά των αδελφών αυτών. 33 και Νήρ εγέννησε τον Κίς, και Κίς εγέννησε τον Σαούλ, και Σαούλ εγέννησε τον Ιωνάθαν και τον Μελχισουέ και τον Αμιναδάβ και τον Ασαβάλ. 34 και υιός Ιωνάθαν Μεριβαάλ. και ο Μεριβαάλ εγέννησε τον Μιχά. 35 και υιοί Μιχά· Φίθων και Μελάχ και Θαράχ και Αχάζ. 36 και Αχάζ εγέννησε τον Ιαδά, και Ιαδά εγέννησε τον Σαλαιμάθ και τον Ασμώθ και τον Ζαμβρί, και Ζαμβρί εγέννησε τον Μαισά, 37 και Μαισά εγέννησε τον Βαανά· Ραφαία υιός αυτού, Ελασά υιός αυτού, Εσήλ υιός αυτού. 38 και τώ Εσήλ έξ υιοί, και ταύτα τα ονόματα αυτών· Εζρικάμ πρωτότοκος αυτού και Ισμαήλ και Σαραία και Αβδία και Ανάν και Ασά· πάντες ούτοι υιοί Εσήλ. 39 και υιοί Ασήλ αδελφού αυτού· Αιλάμ πρωτότοκος αυτού και Ιάς ο δεύτερος και Ελιφαλέτ ο τρίτος. 40 και ήσαν υιοί Αιλάμ ισχυροί άνδρες δυνάμει, τείνοντες τόξον και πληθύνοντες υιούς και υιούς των υιών, εκατόν πεντήκοντα. πάντες ούτοι εξ υιών Βενιαμίν.
1 ΚΑΙ πάς Ισραήλ ο συλλοχισμός αυτών, και ούτοι καταγεγραμμένοι εν βιβλίω των βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα μετά των αποικισθέντων εις Βαβυλώνα εν ταίς ανομίαις αυτών, 2 και οι κατοικούντες πρότερον εν ταίς κατασχέσεσιν αυτών εν ταίς πόλεσιν Ισραήλ, οι ιερείς, οι Λευίται και οι δεδομένοι. 3 και εν Ιερουσαλήμ κατώκησαν από των υιών Ιούδα και από των υιών Βενιαμίν και από των υιών Εφραίμ και Μανασσή· 4 Γνωθί και υιός Αμμιούδ, υιού Αμρί, υιού υιών Φαρές υιού Ιούδα. 5 και εκ των Σηλωνί· Ασαία πρωτότοκος αυτού και οι υιοί αυτού. 6 εκ των υιών Ζαρά· Ιεήλ και αδελφοί αυτών, εξακόσιοι και ενενήκοντα. 7 και εκ των υιών Βενιαμίν· Σαλώ υιός Μοσολλάμ υιού Ωδουία υιού Ασινού 8 και Ιεμναά υιός Ιεροβοάμ και Ηλώ· ούτοι υιοί Οζί υιού Μαχίρ· και Μασσαλήμ υιός Σαφατία υιού Ραγουήλ υιού Ιεμναί 9 και αδελφοί αυτών κατά γενέσεις αυτών, εννακόσιοι πεντηκονταέξ, πάντες οι άνδρες άρχοντες πατριών κατ’ οίκους πατριών αυτών.
10 και από των ιερέων· Ιωδαέ και Ιωαρίμ και Ιαχίν 11 και Αζαρία υιός Χελκία υιού Μοσολλάμ υιού Σαδώκ υιού Μαραιώθ υιού Αχιτώβ ηγούμενος οίκου τού Θεού 12 και Αδαία υιός Ιραάμ υιού Φασχώρ υιού Μελχία και Μαασαία υιός Αδιήλ υιού Εζιρά υιού Μοσολλάμ υιού Μασελμώθ υιού Εμμήρ 13 και αδελφοί αυτών άρχοντες οίκων πατριών αυτών χίλιοι και επτακόσιοι και εξήκοντα, ισχυροί δυνάμει εις εργασίαν λειτουργίας οίκου τού Θεού. 14 και εκ των Λευιτών· Σαμαία υιός Ασώβ υιού Εζρικάμ υιού Ασαβία εκ των υιών Μεραρί, 15 και Βακβακάρ και Αρής και Γαλαάλ και Ματθανίας υιός Μιχά υιού Ζεχρί υιού Ασάφ 16 και Αβδία υιός Σαμία υιού Γαλαάλ υιού Ιδιθούν και Βαραχία υιός Οσσά υιού Ελκανά, ο κατοικών εν ταίς κώμαις Νετωφατί. 17 οι πυλωροί· Σαλώμ, Ακούμ, Τελμών και Αιμάν και αδελφοί αυτών, Σαλώμ ο άρχων· 18 και έως ταύτης εν τή πύλη τού βασιλέως κατ΄ ανατολάς· αύται αι πύλαι των παρεμβολών υιών Λευί. 19 και Σαλώμ υιός Κωρή υιού Αβιασάφ υιού Κορέ. και οι αδελφοί αυτού εις οίκον πατρός αυτού, οι Κορίται, επί των έργων της λειτουργίας φυλάσσοντες τας φυλακάς της σκηνής, και πατέρες αυτών επί της παρεμβολής Κυρίου φυλάσσοντες την είσοδον.
20 και Φινεές υιός Ελεάζαρ ηγούμενος ήν επ’ αυτών έμπροσθεν Κυρίου, και ούτοι μετ’ αυτού. 21 Ζαχαρίας υιός Μασαλαμί πυλωρός της θύρας της σκηνής τού μαρτυρίου. 22 πάντες οι εκλεκτοί επί της πύλης εν ταίς πύλαις διακόσιοι και δεκαδύο· ούτοι εν ταίς αυλαίς αυτών, ο καταλοχισμός αυτών· τούτους έστησε Δαυίδ και Σαμουήλ ο βλέπων τή πίστει αυτών. 23 και ούτοι και οι υιοί αυτών επί των πυλών εν οίκω Κυρίου και εν οίκω της σκηνής τού φυλάσσειν. 24 κατά τους τέσσαρας ανέμους ήσαν αι πύλαι, κατά ανατολάς, θάλασσαν, βορράν, νότον. 25 και αδελφοί αυτών εν ταίς αυλαίς αυτών τού εισπορεύεσθαι κατά επτά ημέρας από καιρού εις καιρόν μετά τούτων. 26 ότι εν πίστει εισί τέσσαρες δυνατοί των πυλών. και οι Λευίται ήσαν επί των παστοφορίων, και επί των θησαυρών οίκου τού Θεού παρεμβάλλουσιν, 27 ότι επ’ αυτούς η φυλακή, και ούτοι επί των κλειδών το πρωί πρωί ανοίγειν τας θύρας τού ιερού. 28 και εξ αυτών επί τα σκεύη της λειτουργίας, ότι εν αριθμώ εισοίσουσι και εν αριθμώ εξοίσουσι. 29 και εξ αυτών καθεσταμένοι επί τα σκεύη και επί πάντα σκεύη τα άγια και επί της σεμιδάλεως, τού οίνου, τού ελαίου, τού λιβανωτού και των αρωμάτων.
30 και από των υιών των ιερέων ήσαν μυρεψοί τού μύρου και εις τα αρώματα. 31 και Ματταθίας εκ των Λευιτών (ούτος ο πρωτότοκος τώ Σαλώμ τώ Κορίτη) εν τή πίστει επί τα έργα της θυσίας τού τηγάνου τού μεγάλου ιερέως. 32 και Βαναίας ο Κααθίτης εκ των αδελφών αυτών επί των άρτων της προθέσεως τού ετοιμάσαι σάββατον κατά σάββατον. 33 και ούτοι ψαλτωδοί άρχοντες των πατριών των Λευιτών, διατεταγμέναι εφημερίαι, ότι ημέρα και νύξ επ’ αυτοίς εν τοίς έργοις. 34 ούτοι άρχοντες των πατριών των Λευιτών κατά γενέσεις αυτών άρχοντες· ούτοι κατώκησαν εν Ιερουσαλήμ. 35 και εν Γαβαών κατώκησε πατήρ Γαβαών Ιεήλ, και όνομα γυναικός αυτού Μααχά. 36 και υιός αυτού ο πρωτότοκος Αβαδών και Σούρ και Κίς και Βαάλ και Νήρ και Ναδάβ 37 και Γεδούρ και αδελφός και Ζακχούρ και Μακελώθ. 38 και Μακελώθ εγέννησε τον Σαμαά. και ούτοι εν μέσω των αδελφών αυτών κατώκησαν εν Ιερουσαλήμ εν μέσω των αδελφών αυτών. 39 και Νήρ εγέννησε τον Κίς, και Κίς εγέννησε τον Σαούλ, και Σαούλ εγέννησε τον Ιωνάθαν και τον Μελχισουέ και τον Αμιναδάβ και τον Ασαβάλ.
40 και υιός Ιωνάθαν Μεριβαάλ· και Μεριβαάλ εγέννησε τον Μιχά. 41 και υιοί Μιχά· Φιθών και Μαλάχ και Θαράχ. 42 και Αχάζ εγέννησε τον Ιαδά, και Ιαδά εγέννησε τον Γαλεμέθ και τον Γαζμώθ και τον Ζαμβρί, και Ζαμβρί εγέννησε τον Μασά, 43 και Μασά εγέννησε τον Βαανά, Ραφαία υιός αυτού, Ελασά υιός αυτού, Εσήλ υιός αυτού. 44 και τώ Εσήλ έξ υιοί, και ταύτα τα ονόματα αυτών· Εζρικάμ πρωτότοκος αυτού και Ισμαήλ και Σαραία και Αβδία και Ανάν και Ασά. ούτοι υιοί Εσήλ.
1 ΚΑΙ αλλόφυλοι επολέμησαν προς τον Ισραήλ, και έφυγον από προσώπου αλλοφύλων, και έπεσον τραυματίαι εν όρει Γελβουέ. 2 και κατεδίωξαν οι αλλόφυλοι οπίσω Σαούλ και οπίσω των υιών αυτού, και επάταξαν αλλόφυλοι τον Ιωνάθαν και τον Αμιναδάβ και τον Μελχισουέ υιούς Σαούλ. 3 και εβαρύνθη ο πόλεμος επί Σαούλ, και εύρον αυτόν οι τοξόται εν τόξοις και πόνοις, και επόνεσεν από των τόξων. 4 και είπε Σαούλ τώ αίροντι τα σκεύη αυτού· σπάσαι την ρομφαίαν σου και εκκέντησόν με εν αυτή, μη έλθωσιν οι απερίτμητοι ούτοι και εμπαίξωσί μοι. και ουκ εβούλετο ο αίρων τα σκεύη αυτού, ότι εφοβείτο σφόδρα· και έλαβε Σαούλ την ρομφαίαν και επέπεσεν επ΄ αυτήν. 5 και είδεν ο αίρων τα σκεύη αυτού ότι απέθανε Σαούλ, και έπεσε και γε αυτός επί την ρομφαίαν αυτού και απέθανε. 6 και απέθανε Σαούλ και τρεις υιοί αυτού εν τή ημέρα εκείνη, και πάς ο οίκος αυτού επί το αυτό απέθανε. 7 και είδε πάς ανήρ Ισραήλ ο εν τώ αυλώνι ότι έφυγεν Ισραήλ και ότι απέθανε Σαούλ και οι υιοί αυτού, και κατέλιπον τας πόλεις αυτών και έφυγον· και ήλθον οι αλλόφυλοι και κατώκησαν εν αυταίς. 8 και εγένετο τή επομένη και ήλθον αλλόφυλοι τού σκυλεύειν τους τραυματίας και εύρον τον Σαούλ και τους υιούς αυτού πεπτωκότας εν τώ όρει Γελβουέ. 9 και εξέδυσαν αυτόν και έλαβον την κεφαλήν αυτού και τα σκεύη αυτού και απέστειλαν εις γήν αλλοφύλων κύκλω τού ευαγγελίσασθαι τοίς ειδώλοις αυτών και τώ λαώ·
10 και έθηκαν τα σκεύη αυτών εν οίκω θεού αυτών και την κεφαλήν αυτού έθηκαν εν οίκω Δαγών. 11 και ήκουσαν πάντες οι κατοικούντες Γαλαάδ άπαντα, ά εποίησαν οι αλλόφυλοι τώ Σαούλ και υιώ Ισραήλ. 12 και ηγέρθησαν εκ Γαλαάδ πάς ανήρ δυνατός και έλαβον το σώμα Σαούλ και το σώμα των υιών αυτού και ήνεγκαν αυτά εις Ιαβίς και έθαψαν τα οστά αυτών υπό την δρύν εν Ιαβίς και ενήστευσαν επτά ημέρας. 13 και απέθανε Σαούλ εν ταίς ανομίαις αυτού, αίς ηνόμησε τώ Θεώ κατά τον λόγον Κυρίου, διότι ουκ εφύλαξεν· ότι επηρώτησε Σαούλ εν τώ εγγαστριμύθω τού ζητήσαι, και απεκρίνατο αυτώ Σαμουήλ ο προφήτης· 14 και ουκ εζήτησε Κύριον, και απέκτεινεν αυτόν και επέστρεψε την βασιλείαν τώ Δαυίδ υιώ Ιεσσαί.
1 ΚΑΙ ήλθε πάς Ισραήλ προς Δαυίδ εν Χεβρών λέγοντες· ιδού οστά σου και σάρκες σου ημείς· 2 και εχθές και τρίτην όντος Σαούλ βασιλέως, σύ ήσθα ο εξάγων και εισάγων τον Ισραήλ, και είπεν Ισραήλ Κύριός σοι· σύ ποιμανείς τον λαόν μου τον Ισραήλ, και σύ έση εις ηγούμενον επί Ισραήλ. 3 και ήλθον πάντες πρεσβύτεροι Ισραήλ προς τον βασιλέα εις Χεβρών, και διέθετο αυτοίς ο βασιλεύς Δαυίδ διαθήκην εν Χεβρών έναντι Κυρίου, και έχρισαν τον Δαυίδ εις βασιλέα επί Ισραήλ κατά τον λόγον Κυρίου, διά χειρός Σαμουήλ. 4 Καί επορεύθη ο βασιλεύς και άνδρες αυτού εις Ιερουσαλήμ (αύτη Ιεβούς), και εκεί οι Ιεβουσαίοι οι κατοικούντες την γήν είπον τώ Δαυίδ· 5 ουκ εισελεύση ώδε. και προκατελάβετο την περιοχήν Σιών (αύτη η πόλις Δαυίδ). 6 και είπε Δαυίδ· πάς τύπτων Ιεβουσαίον εν πρώτοις και έσται εις άρχοντα και εις στρατηγόν· και ανέβη επ’ αυτήν εν πρώτοις Ιωάβ υιός Σαρουία και εγένετο εις άρχοντα. 7 και εκάθισε Δαυίδ εν τή περιοχή· διά τούτο εκάλεσεν αυτήν Πόλιν Δαυίδ· 8 και ωκοδόμησε την πόλιν κύκλω· και επολέμησε και έλαβε την πόλιν. 9 και επορεύετο Δαυίδ πορευόμενος και μεγαλυνόμενος, και Κύριος παντοκράτωρ μετ’ αυτού.
10 Καί ούτοι οι άρχοντες των δυνατών, οί ήσαν τώ Δαυίδ, οι κατισχύοντες μετ’ αυτού εν τή βασιλεία αυτού μετά παντός Ισραήλ τού βασιλεύσαι αυτόν κατά τον λόγον Κυρίου επί Ισραήλ· 11 και ούτος ο αριθμός των δυνατών τού Δαυίδ· Ιεσεβάαλ υιός Αχαμανί πρώτος των τριάκοντα· ούτος εσπάσατο την ρομφαίαν αυτού άπαξ επί τριακοσίους τραυματίας εν καιρώ ενί. 12 και μετ’ αυτόν Ελεάζαρ υιός Δωδαί ο Αχωχί· ούτος ήν εν τοίς τρισί δυνατοίς. 13 ούτος ήν μετά Δαυίδ εν Φασοδομίν, και οι αλλόφυλοι συνήχθησαν εκεί εις πόλεμον, και ήν μερίς τού αγρού πλήρης κριθών, και ο λαός έφυγεν από προσώπου αλλοφύλων· 14 και έστη εν μέσω της μερίδος και έσωσεν αυτήν και επάταξε τους αλλοφύλους, και εποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην. 15 και κατέβησαν τρεις εκ των τριάκοντα αρχόντων εις την πέτραν προς Δαυίδ εις το σπήλαιον Οδολλάμ, και παρεμβολή των αλλοφύλων εν τή κοιλάδι των γιγάντων. 16 και Δαυίδ τότε εν τή περιοχή, και το σύστημα των αλλοφύλων τότε εν Βηθλεέμ. 17 και επεθύμησε Δαυίδ και είπε· τις ποτιεί με ύδωρ εκ τού λάκκου Βηθλεέμ τού εν τή πύλη; 18 και διέρρηξαν οι τρεις την παρεμβολήν των αλλοφύλων και υδρεύσαντο ύδωρ εκ τού λάκκου τού εν Βηθλεέμ, ός ήν εν τή πύλη, και έλαβον και ήλθον προς Δαυίδ, και ουκ ηθέλησε Δαυίδ τού πιείν αυτό και έσπεισεν αυτό τώ Κυρίω και είπεν· 19 ίλεώς μου ο Θεός τού ποιήσαι το ρήμα τούτο, ει αίμα ανδρών τούτων πίομαι εν ψυχαίς αυτών; ότι εν ψυχαίς αυτών ήνεγκαν αυτό· και ουκ εβούλετο πιείν αυτό. ταύτα εποίησαν οι τρεις δυνατοί.
20 και Αβεσαά αδελφός Ιωάβ, ούτος ήν άρχων των τριών, ούτος εσπάσατο την ρομφαίαν αυτού επί τριακοσίους τραυματίας εν καιρώ ενί, και ούτος ήν ονομαστός εν τοίς τρισίν, 21 από των τριών υπέρ τους δύο ένδοξος, και ήν αυτοίς εις άρχοντα και έως των τριών ουκ ήρχετο. 22 και Βαναίας υιός Ιωδαέ υιός ανδρός δυνατού, πολλά έργα αυτού υπέρ Καβασαήλ· ούτος επάταξε τους δύο αριήλ Μωάβ και ούτος κατέβη και επάταξε τον λέοντα εν τώ λάκκω εν ημέρα χιόνος· 23 και ούτος επάταξε τον άνδρα τον Αιγύπτιον, άνδρα ορατόν πεντάπηχυν, και εν χειρί τού Αιγυπτίου δόρυ ως αντίον υφαινόντων, και κατέβη επ’ αυτόν Βαναίας εν ράβδω και αφείλετο εκ της χειρός τού Αιγυπτίου το δόρυ και απέκτεινεν αυτόν εν τώ δόρατι αυτού. 24 ταύτα εποίησε Βαναίας υιός Ιωδαέ, και τούτω όνομα εν τοίς τρισί τοίς δυνατοίς· 25 υπέρ τους τριάκοντα ήν ένδοξος ούτος και προς τους τρεις ουκ ήρχετο· και κατέστησεν αυτόν Δαυίδ επί την πατριάν αυτού. 26 και δυνατοί των δυνάμεων· Ασαήλ αδελφός Ιωάβ, Ελεανάν υιός Δωδωέ εκ Βηθλεέμ, 27 Σαμμώθ ο Αρωρί, Χελλής ο Φελωνί, 28 Ωρά υιός Εκκίς ο Θεκωί, Αβιέζερ ο Αναθωθί, 29 Σοβοχαί ο Ασωθί, Ηλί ο Αχωνί,
30 Μοοραί ο Νετωφαθί, Χολόδ υιός Νοοζά ο Νετωφαθί, 31 Αιρί υιός Ρεβιέ εκ βουνού Βενιαμίν, Βαναίας ο Φαραθωνί, 32 Ουρί εκ Ναχαλί Γάας, Αβιήλ ο Γαραβαιθί, 33 Αζμώθ ο Βαρωμί, Ελιαβά ο Σαλαβωνί, 34 υιός Ασάμ τού Γιζωνίτου, Ιωνάθαν υιός Σωλά ο Αραρί, 35 Αχίμ υιός Αχάρ ο Αραρί, Ελφάτ υιός Θυροφάρ 36 ο Μεχωραθρί, Αχία ο Φελλωνί, 37 Ησερέ ο Χαρμαδαί, Νααραί υιός Αζοβαί, 38 Ιωήλ υιός Νάθαν, Μεβαάλ υιός Αγαρί, 39 Σελή ο Αμμωνί, Ναχώρ ο Βηρωθί, αίρων σκεύη Ιωάβ υιώ Σαρουία,
40 Ιρά ο Ιεθρί, Γαρήβ ο Ιεθρί, 41 Ουρία ο Χεττί, Ζαβέτ υιός Αχαιά, 42 Αδινά υιός Σαιζά τού Ρουβήν άρχων, και επ’ αυτώ τριάκοντα. 43 Ανάν υιός Μοωχά, και Ιωσαφάτ ο Ματθανί, 44 Οζία ο Ασταρωθί, Σαμαθά και Ιειήλ υιοί Χωθάμ τού Αραρί, 45 Ιεδιήλ υιός Σαμερί και Ιωζαέ ο αδελφός αυτού ο Θωσαί, 46 Ελιήλ ο Μαωί και Ιαριβί, και Ιωσία υιός αυτού, Ελλαάμ και Ιεθαμά ο Μωαβίτης, 47 Δαλιήλ και Ωβήδ και Ιεσσιήλ ο Μεσωβία.
1 ΚΑΙ ούτοι οι ελθόντες προς Δαυίδ εις Σικελάγ, έτι συνεχομένου από προσώπου Σαούλ υιού Κίς, και ούτοι εν τοίς δυνατοίς βοηθούντες εν πολέμω 2 και τόξω εκ δεξιών και εξ αριστερών και σφενδονήται εν λίθοις και τόξοις· εκ των αδελφών Σαούλ εκ Βενιαμίν· 3 ο άρχων Αχιέζερ και Ιωάς υιός Ασμά τού Γαβαθίτου και Ιωήλ και Ιωφαλήτ υιοί Ασμώθ και Βερχία και Ιηούλ ο Αναθωθί 4 και Σαμαίας ο Γαβαωνίτης δυνατός εν τοίς τριάκοντα και επί των τριάκοντα 5 Ιερεμία και Ιεζιήλ και Ιωανάν και Ιωζαβάθ ο Γαδαραθιίμ, 6 Αζαί και Ιαριμούθ και Βααλιά και Σαμαραία και Σαφατίας ο Χαραιφιήλ, 7 Ηλκανά και Ιησουνί και Οζριήλ και Ιωζαρά και Σοβοκάμ και οι Κορίται 8 και Ιελία και Ζαβαδία υιοί Ιραάμ και οι τού Γεδώρ. 9 και από τού Γαδδί εχωρίσθησαν προς Δαυίδ από της ερήμου ισχυροί δυνατοί άνδρες παρατάξεως πολέμου αίροντες θυρεούς και δόρατα, και πρόσωπον λέοντος τα πρόσωπα αυτών, και κούφοι ως δορκάδες επί των ορέων τώ τάχει·
10 Αζέρ ο άρχων, Αβδία ο δεύτερος, Ελιάβ ο τρίτος, 11 Μασμανά ο τέταρτος, Ιερμιά ο πέμπτος, 12 Ιεθί ο έκτος, Ελιάβ ο έβδομος, 13 Ιωανάν ο όγδοος, Ελιαζέρ ο ένατος, 14 Ιερμιά ο δέκατος, Μελχαβαναί ο ενδέκατος. 15 ούτοι εκ των υιών Γάδ άρχοντες της στρατιάς, είς τοίς εκατόν μικρός και μέγας τοίς χιλίοις. 16 ούτοι οι διαβάντες τον Ιορδάνην εν τώ μηνί τώ πρώτω, και ούτος πεπληρωκώς επί πάσαν κρηπίδα αυτού, και εξεδίωξαν πάντας τους κατοικούντας αυλώνας από ανατολών έως δυσμών. 17 και ήλθον από των υιών Βενιαμίν και Ιούδα εις βοήθειαν τού Δαυίδ, 18 και Δαυίδ εξήλθεν εις απάντησιν αυτών και είπεν αυτοίς· ει εις ειρήνην ήκατε προς με, είη μοι καρδία καθ’ εαυτήν εφ’ υμάς· και ει τού παραδούναί με τοίς εχθροίς μου ουκ εν αληθεία χειρός, ίδοι ο Θεός των πατέρων υμών και ελέγξαιτο. 19 και πνεύμα ενέδυσε τον Αμασαί άρχοντα των τριάκοντα, και είπε· πορεύου και ο λαός σου Δαυίδ υιός Ιεσσαί· ειρήνη ειρήνη σοι, και ειρήνη τοίς βοηθοίς σου, ότι εβοήθησέ σοι ο Θεός σου. και προσεδέξατο αυτούς Δαυίδ και κατέστησεν αυτούς άρχοντας των δυνάμεων.
20 και από Μανασσή προσεχώρησαν προς Δαυίδ εν τώ ελθείν τους αλλοφύλους επί Σαούλ εις πόλεμον· και ουκ εβοήθησεν αυτοίς, ότι εν βουλή εγένετο παρά των στρατηγών των αλλοφύλων λεγόντων· εν ταίς κεφαλαίς των ανδρών εκείνων επιστρέψει προς κύριον αυτού Σαούλ· 21 εν τώ πορευθήναι τον Δαυίδ εις Σικελάγ προσεχώρησαν αυτώ από Μανασσή Εδνά και Ιωζαβάθ και Ρωδιήλ και Μιχαήλ και Ιωσαβαίθ και Ελιμούθ και Σεμαθί, αρχηγοί χιλιάδων εισί τού Μανασσή. 22 και αυτοί συνεμάχησαν τώ Δαυίδ επί τον γεδδούρ, ότι δυνατοί ισχύος πάντες και ήσαν ηγούμενοι εν τή στρατιά εν τή δυνάμει· 23 ότι ημέραν εξ ημέρας ήρχοντο προς Δαυίδ εις δύναμιν μεγάλην ως δύναμις τού Θεού. 24 και ταύτα τα ονόματα των αρχόντων της στρατιάς, οι ελθόντες προς Δαυίδ εις Χεβρών τού αποστρέψαι την βασιλείαν Σαούλ προς αυτόν κατά τον λόγον Κυρίου. 25 υιοί Ιούδα θυρεοφόροι και δορατοφόροι έξ χιλιάδες και οκτακόσιοι δυνατοί παρατάξεως. 26 των υιών Συμεών δυνατοί ισχύος εις παράταξιν επτά χιλιάδες και εκατόν. 27 των υιών Λευί τετρακισχίλιοι και εξακόσιοι. 28 και Ιωδαέ ο ηγούμενος τώ Ααρών και μετ’ αυτού τρεις χιλιάδες και επτακόσιοι. 29 και Σαδώκ νέος δυνατός ισχύι και της πατρικής οικίας αυτού άρχοντες εικοσιδύο.
30 και των υιών Βενιαμίν των αδελφών Σαούλ τρεις χιλιάδες· και έτι το πλείστον αυτών απεσκόπει την φυλακήν οίκου Σαούλ. 31 και από υιών Εφραίμ είκοσι χιλιάδες και οκτακόσιοι, δυνατοί ισχύι, άνδρες ονομαστοί κατ’ οίκους πατριών αυτών. 32 και από τού ημίσους φυλής Μανασσή δεκαοκτώ χιλιάδες, οί ωνομάσθησαν εν ονόματι τού βασιλεύσαι τον Δαυίδ. 33 και από των υιών Ισσάχαρ γινώσκοντες σύνεσιν εις τους καιρούς, γινώσκοντες τι ποιήσαι Ισραήλ εις τας αρχάς αυτών, διακόσιοι, και πάντες αδελφοί αυτών μετ’ αυτών. 34 και από Ζαβουλών εκπορευόμενοι εις παράταξιν πολέμου εν πάσι σκεύεσι πολεμικοίς πεντήκοντα χιλιάδες βοηθήσαι τώ Δαυίδ ου χεροκένως. 35 και από Νεφθαλί άρχοντες χίλιοι και μετ΄ αυτών εν θυρεοίς και δόρασι τριακονταεπτά χιλιάδες. 36 και από των Δανιτών παρατασσόμενοι εις πόλεμον εικοσιοκτώ χιλιάδες και οκτακόσιοι. 37 και από τού Ασήρ εκπορευόμενοι βοηθήσαι εις πόλεμον τεσσαράκοντα χιλιάδες. 38 και εκ πέραν τού Ιορδάνου από Ρουβήν και Γαδδί και από τού ημίσους φυλής Μανασσή εν πάσι σκεύεσι πολεμικοίς εκατόν είκοσι χιλιάδες. 39 πάντες ούτοι άνδρες πολεμισταί παρατασσόμενοι παράταξιν εν ψυχή ειρηνική και ήλθον εις Χεβρών τού βασιλεύσαι τον Δαυίδ επί πάντα Ισραήλ· και ο κατάλοιπος Ισραήλ ψυχή μία τού βασιλεύσαι τον Δαυίδ.
40 και ήσαν εκεί ημέρας τρεις εσθίοντες και πίνοντες, ότι ητοίμασαν οι αδελφοί αυτών. 41 και οι ομορούντες αυτοίς έως Ισσάχαρ και Ζαβουλών και Νεφθαλί έφερον αυτοίς επί των καμήλων και των όνων και των ημιόνων και επί των μόσχων βρώματα, άλευρα, παλάθας, σταφίδας, οίνον και έλαιον, μόσχους και πρόβατα εις πλήθος, ότι ευφροσύνη εν Ισραήλ.
1 ΚΑΙ εβουλεύσατο Δαυίδ μετά των χιλιάρχων και των εκατοντάρχων, παντί ηγουμένω, 2 και είπε Δαυίδ τή πάση εκκλησία Ισραήλ· ει εφ’ υμίν αγαθόν και παρά Κυρίου τού Θεού ημών ευοδωθή, αποστείλωμεν προς τους αδελφούς ημών τους υπολελειμμένους εν πάση γη Ισραήλ, και μετ’ αυτών οι ιερείς οι Λευίται εν πόλεσι κατασχέσεως αυτών, και συναχθήσονται προς ημάς, 3 και μετενέγκωμεν την κιβωτόν τού Θεού ημών προς ημάς· ότι ουκ εζήτησαν αυτήν αφ΄ ημερών Σαούλ. 4 και είπε πάσα η εκκλησία τού ποιήσαι ούτως, ότι ευθής ο λόγος εν οφθαλμοίς παντός τού λαού. 5 και εξεκκλησίασε Δαυίδ τον πάντα Ισραήλ από ορίων Αιγύπτου και έως εισόδου Ημάθ τού εισενέγκαι την κιβωτόν τού Θεού εκ πόλεως Ιαρίμ. 6 και ανήγαγεν αυτήν Δαυίδ, και πάς Ισραήλ ανέβη εις πόλιν Δαυίδ, ή ήν τού Ιούδα, τού αναγαγείν εκείθεν την κιβωτόν τού Θεού Κυρίου καθημένου επί Χερουβίμ, ού επεκλήθη όνομα αυτού. 7 και επέθηκαν την κιβωτόν τού Θεού εφ’ άμαξαν καινήν εξ οίκου Αμαναδάβ, και Οζά και οι αδελφοί αυτού ήγον την άμαξαν. 8 και Δαυίδ και πάς Ισραήλ παίζοντες εναντίον τού Θεού εν πάση δυνάμει και εν ψαλτωδοίς και εν κινύραις και εν νάβλαις, εν τυμπάνοις, και εν κυμβάλοις και εν σάλπιγξι. 9 και ήλθοσαν έως της άλωνος, και εξέτεινεν Οζά την χείρα αυτού τού κατασχείν την κιβωτόν, ότι εξέκλινεν αυτήν ο μόσχος.
10 και εθυμώθη Κύριος οργή επί Οζά και επάταξεν αυτόν εκεί διά το εκτείναι την χείρα αυτού επί την κιβωτόν, και απέθανεν εκεί απέναντι τού Θεού. 11 και ηθύμησε Δαυίδ, ότι διέκοψε Κύριος διακοπήν εν Οζά, και εκάλεσε τον τόπον εκείνον Διακοπή Οζά έως της ημέρας ταύτης. 12 και εφοβήθη Δαυίδ τον Θεόν εν τή ημέρα εκείνη, λέγων· πώς εισοίσω την κιβωτόν τού Θεού προς εμαυτόν; 13 και ουκ απέστρεψε Δαυίδ την κιβωτόν προς εαυτόν εις πόλιν Δαυίδ, και εξέκλινεν αυτήν εις οίκον Αβεδδαρά τού Γεθθαίου. 14 και εκάθισεν η κιβωτός τού Θεού εν οίκω Αβεδδαρά τρεις μήνας· και ευλόγησεν ο Θεός Αβεδδαρά και πάντα τα αυτού.
1 ΚΑΙ απέστειλε Χιράμ βασιλεύς Τύρου αγγέλους προς Δαυίδ και ξύλα κέδρινα και οικοδόμους και τέκτονας ξύλων τού οικοδομήσαι αυτώ οίκον. 2 και έγνω Δαυίδ ότι ητοίμασεν αυτόν Κύριος εις βασιλέα επί Ισραήλ, ότι ηυξήθη εις ύψος η βασιλεία αυτού διά τον λαόν αυτού Ισραήλ. 3 Καί έλαβε Δαυίδ έτι γυναίκας εν Ιερουσαλήμ, και ετέχθησαν Δαυίδ έτι υιοί και θυγατέρες. 4 και ταύτα τα ονόματα αυτών των τεχθέντων, οί ήσαν αυτώ εν Ιερουσαλήμ· Σαμαά, Σωβάβ, Νάθαν και Σαλωμών 5 και Ιβαάρ και Ελισαέ και Ελιφαλέτ 6 και Ναγέθ και Ναφάγ και Ιαφιέ 7 και Ελισαμαέ και Ελιαδέ και Ελιφαλέτ. 8 Καί ήκουσαν αλλόφυλοι ότι εχρίσθη Δαυίδ βασιλεύς επί πάντα Ισραήλ, και ανέβησαν πάντες οι αλλόφυλοι ζητήσαι τον Δαυίδ· και ήκουσε Δαυίδ και εξήλθεν εις απάντησιν αυτοίς. 9 και αλλόφυλοι ήλθον και συνέπεσον εν τή κοιλάδι των γιγάντων.
10 και επηρώτησε Δαυίδ διά τού Θεού λέγων· ει αναβώ επί τους αλλοφύλους και δώσεις αυτούς εις τας χείράς μου; και είπεν αυτώ Κύριος· ανάβηθι, και δώσω αυτούς εις τας χείράς σου. 11 και ανέβη εις Βαάλ Φαρασίν και επάταξεν αυτούς εκεί Δαυίδ· και είπε Δαυίδ· διέκοψεν ο Θεός τους εχθρούς μου εν χειρί μου ως διακοπήν ύδατος· διά τούτο εκάλεσε το όνομα τού τόπου εκείνου Διακοπή Φαρασίν. 12 και εγκατέλιπον εκεί τους θεούς αυτών οι αλλόφυλοι, και είπε Δαυίδ κατακαύσαι αυτούς εν πυρί. 13 και προσέθεντο έτι αλλόφυλοι και συνέπεσαν έτι εν τή κοιλάδι των γιγάντων. 14 και ηρώτησε Δαυίδ έτι εν Θεώ, και είπεν αυτώ ο Θεός· ου πορεύση οπίσω αυτών, αποστρέφου απ’ αυτών και παρέση αυτοίς πλησίον των απίων· 15 και έσται εν τώ ακούσαί σε την φωνήν τού συσσεισμού των άκρων των απίων, τότε εισελεύση εις τον πόλεμον, ότι εξήλθεν ο Θεός έμπροσθέν σου τού πατάξαι την παρεμβολήν των αλλοφύλων. 16 και εποίησε καθώς ενετείλατο αυτώ ο Θεός, και επάταξε την παρεμβολήν των αλλοφύλων από Γαβαών έως Γαζηρά. 17 και εγένετο όνομα Δαυίδ εν πάση τή γη, και Κύριος έδωκε τον φόβον αυτού επί πάντα τα έθνη.
1 ΚΑΙ εποίησεν αυτώ οικίας εν πόλει Δαυίδ, και ητοίμασε τον τόπον τή κιβωτώ τού Θεού και εποίησεν αυτή σκηνήν. 2 τότε είπε Δαυίδ· ουκ έστιν άραι την κιβωτόν τού Θεού, αλλ’ ή τους Λευίτας, ότι αυτούς εξελέξατο Κύριος αίρειν την κιβωτόν Κυρίου και λειτουργείν αυτώ έως αιώνος. 3 και εξεκκλησίασε Δαυίδ τον πάντα Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ τού ανενέγκαι την κιβωτόν Κυρίου εις τον τόπον, ον ητοίμασεν αυτή. 4 και συνήγαγε Δαυίδ τους υιούς Ααρών τους Λευίτας. 5 των υιών Καάθ· Ουριήλ ο άρχων και οι αδελφοί αυτού, εκατόν είκοσι. 6 των υιών Μεραρί· Ασαία ο άρχων και οι αδελφοί αυτού, διακόσιοι είκοσι. 7 των υιών Γηρσάμ· Ιωήλ ο άρχων και οι αδελφοί αυτού, εκατόν τριάκοντα. 8 των υιών Ελισαφάν· Σεμεί ο άρχων και οι αδελφοί αυτού, διακόσιοι. 9 των υιών Χεβρών· Ελιήλ ο άρχων και οι αδελφοί αυτού, ογδοήκοντα.
10 των υιών Οζιήλ· Αμιναδάβ ο άρχων και οι αδελφοί αυτού, εκατόν δεκαδύο. 11 και εκάλεσε Δαυίδ τον Σαδώκ και Αβιάθαρ, τους ιερείς, και τους Λευίτας, τον Ουριήλ, Ασαίαν και Ιωήλ και Σαμαίαν και Ελιήλ και Αμιναδάβ, 12 και είπεν αυτοίς· υμείς άρχοντες πατριών των Λευιτών, αγνίσθητε υμείς και οι αδελφοί υμών και ανοίσετε την κιβωτόν τού Θεού Ισραήλ, ού ητοίμασα αυτή· 13 ότι ουκ εν τώ πρότερον υμάς είναι διέκοψεν ο Θεός ημών εν ημίν, ότι ουκ εξεζητήσαμεν εν κρίματι. 14 και ηγνίσθησαν οι ιερείς και οι Λευίται τού ανενέγκαι την κιβωτόν Θεού Ισραήλ. 15 και έλαβον οι υιοί των Λευιτών την κιβωτόν τού Θεού, ως ενετείλατο Μωυσής εν λόγω Θεού κατά την γραφήν, εν αναφορεύσιν επ’ αυτούς. 16 και είπε Δαυίδ τοίς άρχουσι των Λευιτών· στήσατε τους αδελφούς αυτών τους ψαλτωδούς εν οργάνοις, νάβλαις, κινύραις και κυμβάλοις τού φωνήσαι εις ύψος εν φωνή ευφροσύνης. 17 και έστησαν οι Λευίται τον Αιμάν υιόν Ιωήλ· εκ των αδελφών αυτού Ασάφ υιός Βαραχία. και εκ των υιών Μεραρί αδελφών αυτού Αιθάν υιός Κισαίου. 18 και μετ’ αυτών οι αδελφοί αυτών οι δεύτεροι Ζαχαρίας και Οζιήλ και Σεμιραμώθ και Ιειήλ και Ελιωήλ και Ελιάβ και Βαναία και Μαασαία και Ματταθία και Ελιφαλία και Μακενία και Αβδεδόμ και Ιειήλ και Οζίας, οι πυλωροί. 19 και οι ψαλτωδοί, Αιμάν, Ασάφ και Αιθάν εν κυμβάλοις χαλκοίς τού ακουσθήναι ποιήσαι·
20 Ζαχαρίας και Οζιήλ, Σεμιραμώθ, Ιειήλ, Ωνί, Ελιάβ, Μασαίας, Βαναίας εν νάβλαις επί αλαιμώθ. 21 και Ματταθίας και Ελιφαλίας και Μακενίας και Αβδεδόμ και Ιειήλ και Οζίας εν κινύραις αμασενίθ τού ενισχύσαι. 22 και Χωνενία άρχων των Λευιτών άρχων των ωδών, ότι συνετός ήν. 23 και Βαραχία και Ελκανά πυλωροί της κιβωτού. 24 και Σοβνία και Ιωσαφάτ και Ναθαναήλ και Αμασαί και Ζαχαρία και Βαναί και Ελιέζερ οι ιερείς σαλπίζοντες ταίς σάλπιγξιν έμπροσθεν της κιβωτού τού Θεού. και Αβδεδόμ και Ιεία πυλωροί της κιβωτού τού Θεού. 25 και ήν Δαυίδ και οι πρεσβύτεροι Ισραήλ και οι χιλίαρχοι οι πορευόμενοι τού αναγαγείν την κιβωτόν της διαθήκης εξ οίκου Αβδεδόμ εν ευφροσύνη. 26 και εγένετο εν τώ κατισχύσαι τον Θεόν τους Λευίτας αίροντας την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου και έθυσαν επτά μόσχους και επτά κριούς. 27 και Δαυίδ περιεζωσμένος εν στολή βυσσίνη και πάντες οι Λευίται αίροντες την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου και οι ψαλτωδοί και Χωνενίας ο άρχων των ωδών των αδόντων, και επί Δαυίδ στολή βυσσίνη. 28 και πάς Ισραήλ ανάγοντες την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου εν σημασία και εν φωνή σωφέρ και εν σάλπιγξι και εν κυμβάλοις, αναφωνούντες εν νάβλαις και εν κινύραις. 29 και εγένετο η κιβωτός διαθήκης Κυρίου και ήλθεν έως πόλεως Δαυίδ, και Μελχόλ η θυγάτηρ Σαούλ παρέκυψε διά της θυρίδος και είδε τον βασιλέα Δαυίδ ορχούμενον και παίζοντα, και εξουδένωσεν αυτόν εν τή ψυχή αυτής.
1 ΚΑΙ εισήνεγκαν την κιβωτόν τού Θεού και απηρείσαντο αυτήν εν μέσω της σκηνής, ής έπηξεν αυτή Δαυίδ, και προσήνεγκαν ολοκαυτώματα και σωτηρίου εναντίον τού Θεού. 2 και συνετέλεσε Δαυίδ αναφέρων ολοκαυτώματα και σωτηρίου και ευλόγησε τον λαόν εν ονόματι Κυρίου. 3 και διεμέρισε παντί ανδρί Ισραήλ από ανδρός και έως γυναικός, τώ ανδρί άρτον ένα αρτοκοπικόν και αμορίτην. 4 και έταξε κατά πρόσωπον της κιβωτού διαθήκης Κυρίου εκ των Λευιτών λειτουργούντας αναφωνούντας και εξομολογείσθαι και αινείν Κύριον τον Θεόν Ισραήλ· 5 Ασάφ ο ηγούμενος, και δευτερεύων αυτώ Ζαχαρίας, Ιειήλ, Σεμιραμώθ, Ιειήλ, Ματταθίας, Ελιάβ και Βαναίας, και Αβδεδόμ και Ιειήλ εν οργάνοις, νάβλαις, κινύραις, και Ασάφ εν κυμβάλοις αναφωνών. 6 και Βαναίας και Οζιήλ οι ιερείς εν ταίς σάλπιγξι διαπαντός εναντίον της κιβωτού της διαθήκης τού Θεού. 7 Εν τή ημέρα εκείνη τότε έταξε Δαυίδ εν αρχή τού αινείν τον Κύριον εν χειρί Ασάφ και των αδελφών αυτού. 8 †ΔΗ. Εξομολογείσθε τώ Κυρίω, επικαλείσθε αυτόν εν ονόματι αυτού, γνωρίσατε εν λαοίς τα επιτηδεύματα αυτού. 9 άσατε αυτώ και υμνήσατε αυτώ, διηγήσασθε πάσι τα θαυμάσια αυτού, ά εποίησε Κύριος.
10 αινείτε εν ονόματι αγίω αυτού, ευφρανθήσεται καρδία ζητούσα την ευδοκίαν αυτού. 11 ζητήσατε τον Κύριον και ισχύσατε, ζητήσατε το πρόσωπον αυτού διαπαντός. 12 μνημονεύετε τα θαυμάσια αυτού, ά εποίησε, τέρατα και κρίματα τού στόματος αυτού. 13 σπέρμα Ισραήλ παίδες αυτού, υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού. 14 αυτός Κύριος ο Θεός ημών, εν πάση τή γη τα κρίματα αυτού. 15 μνημονεύων εις αιώνα διαθήκης αυτού, λόγον αυτού, ον ενετείλατο εις χιλίας γενεάς, 16 ον διέθετο τώ Αβραάμ και τον όρκον αυτού τώ Ισαάκ· 17 έστησεν αυτόν τώ Ιακώβ εις πρόσταγμα, τώ Ισραήλ διαθήκην αιώνιον 18 λέγων· σοί δώσω την γήν Χαναάν σχοίνισμα κληρονομίας υμών. 19 εν τώ γενέσθαι αυτούς ολιγοστούς αριθμώ ως εσμικρύνθησαν και παρώκησαν εν αυτή.
20 και επορεύθησαν από έθνους εις έθνος και από βασιλείας εις λαόν έτερον. 21 ουκ αφήκεν άνδρα τού δυναστεύσαι αυτούς και ήλεγξε περί αυτών βασιλείς· 22 μη άψησθε των χριστών μου και εν τοίς προφήταις μου μη πονηρεύεσθε. 23 άσατε τώ Κυρίω, πάσα η γη, αναγγείλατε εξ ημέρας εις ημέραν σωτηρίαν αυτού. 24 εξηγείσθε εν τοίς έθνεσι την δόξαν αυτού, εν πάσι τοίς λαοίς τα θαυμάσια αυτού. 25 ότι μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα, φοβερός εστιν επί πάντας τους θεούς. 26 ότι πάντες οι θεοί των εθνών είδωλα, και ο Θεός ημών ουρανούς εποίησε. 27 δόξα και έπαινος κατά πρόσωπον αυτού, ισχύς και καύχημα εν τόπω αυτού. 28 δότε τώ Κυρίω αι πατριαί των εθνών, δότε τώ Κυρίω δόξαν και ισχύν· 29 δότε τώ Κυρίω δόξαν ονόματος αυτού, λάβετε δώρα και ενέγκατε κατά πρόσωπον αυτού και προσκυνήσατε Κυρίω εν αυλαίς αγίαις αυτού.
30 φοβηθήτω από προσώπου αυτού πάσα η γη, κατορθωθήτω η γη και μη σαλευθήτω· 31 ευφρανθήτω ο ουρανός και αγαλλιάσθω η γη, και ειπάτωσαν εν τοίς έθνεσι· Κύριος βασιλεύων. 32 βομβήσει η θάλασσα σύν τώ πληρώματι και ξύλον αγρού και πάντα τα εν αυτώ· 33 τότε ευφρανθήσεται τα ξύλα τού δρυμού από προσώπου Κυρίου, ότι ήλθε κρίναι την γήν. 34 εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι αγαθόν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 35 και είπατε· σώσον ημάς, ο Θεός της σωτηρίας ημών, και άθροισον ημάς, και εξελού ημάς εκ των εθνών τού αινείν το όνομα το άγιόν σου και καυχάσθαι εν ταίς αινέσεσί σου. 36 ευλογημένος Κύριος ο Θεός Ισραήλ από τού αιώνος και έως τού αιώνος· και ερεί πάς ο λαός· αμήν. και ήνεσαν τώ Κυρίω. 37 Καί κατέλιπον εκεί έναντι της κιβωτού διαθήκης Κυρίου τον Ασάφ και τους αδελφούς αυτού τού λειτουργείν εναντίον της κιβωτού διαπαντός το της ημέρας εις ημέραν. 38 και Αβδεδόμ και οι αδελφοί αυτού, εξήκοντα και οκτώ, και Αβδεδόμ υιός Ιδιθούν και Οσσά εις πυλωρούς. 39 και τον Σαδώκ τον ιερέα και τους αδελφούς αυτού τους ιερείς εναντίον της σκηνής Κυρίου εν Βαμά τή εν Γαβαών
40 τού αναφέρειν ολοκαυτώματα τώ Κυρίω επί τού θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων διαπαντός το πρωί και το εσπέρας και κατά πάντα τα γεγραμμένα εν νόμω Κυρίου όσα ενετείλατο εφ’ υιοίς Ισραήλ εν χειρί Μωυσή τού θεράποντος τού Θεού· 41 και μετ’ αυτού Αιμάν και Ιδιθούν και οι λοιποί εκλεγέντες επ’ ονόματος τού αινείν τον Κύριον, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 42 και μετ’ αυτών σάλπιγγες και κύμβαλα τού αναφωνείν και όργανα των ωδών τού Θεού, οι δε υιοί Ιδιθούν εις την πύλην. 43 και επορεύθη πάς ο λαός έκαστος εις τον οίκον αυτού, και επέστρεψε Δαυίδ τού ευλογήσαι τον οίκον αυτού.
1 ΚΑΙ εγένετο ως κατώκησε Δαυίδ εν οίκω αυτού, και είπε Δαυίδ προς Νάθαν τον προφήτην· ιδού εγώ κατοικώ εν οίκω κεδρίνω, και η κιβωτός διαθήκης Κυρίου υποκάτω δέρρεων. 2 και είπε Νάθαν προς Δαυίδ· πάν το εν τή ψυχή σου ποίει, ότι Θεός μετά σού. 3 και εγένετο εν τή νυκτί εκείνη και εγένετο λόγος Κυρίου προς Νάθαν· 4 πορεύου και ειπόν προς Δαυίδ τον δούλόν μου· ούτως είπε Κύριος· ου σύ οικοδομήσεις μοι οίκον τού κατοικήσαί με εν αυτώ· 5 ότι ου κατώκησα εν οίκω από της ημέρας, ής ανήγαγον τον Ισραήλ, έως της ημέρας ταύτης και ήμην εν σκηνή και εν καλύμματι 6 εν πάσιν, οίς διήλθον εν παντί Ισραήλ· ει λαλών ελάλησα προς μίαν φυλήν τού Ισραήλ, οίς ενετειλάμην τού ποιμαίνειν τον λαόν μου λέγων, ότι ουκ ωκοδομήσατέ μοι οίκον κέδρινον. 7 και νύν ούτως ερείς τώ δούλω μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· εγώ έλαβόν σε εκ της μάνδρας εξόπισθεν των ποιμνίων τού είναι εις ηγούμενον επί τον λαόν μου Ισραήλ· 8 και ήμην μετά σού εν πάσιν, οίς επορεύθης, και εξωλόθρευσα πάντας τους εχθρούς σου από προσώπου σου και εποίησά σοι όνομα κατά το όνομα των μεγάλων των επί της γής. 9 και θήσομαι τόπον τώ λαώ μου Ισραήλ και καταφυτεύσω αυτόν, και κατασκηνώσει καθ΄ εαυτόν και ου μεριμνήσει έτι, και ου προσθήσει υιός αδικίας τού ταπεινώσαι αυτόν καθώς απ’ αρχής
10 και αφ’ ημερών, ών έταξα κριτάς επί τον λαόν μου Ισραήλ, και εταπείνωσα πάντας τους εχθρούς σου, και αυξήσω σε, και οίκον οικοδομήσει σοι Κύριος. 11 και έσται όταν πληρωθώσιν ημέραι σου και κοιμηθήση μετά των πατέρων σου, και αναστήσω το σπέρμα σου μετά σε, ός έσται εκ της κοιλίας σου, και ετοιμάσω την βασιλείαν αυτού· 12 αυτός οικοδομήσει μοι οίκον, και ανορθώσω τον θρόνον αυτού έως αιώνος. 13 εγώ έσομαι αυτώ εις πατέρα, και αυτός έσται μοι εις υιόν· και το έλεός μου ουκ αποστήσω απ΄ αυτού ως απέστησα από των όντων έμπροσθέν σου. 14 και πιστώσω αυτόν εν οίκω μου και εν βασιλεία αυτού έως αιώνος, και ο θρόνος αυτού έσται ανωρθωμένος έως αιώνος. 15 κατά πάντας τους λόγους τούτους και κατά πάσαν την όρασιν ταύτην, ούτως ελάλησε Νάθαν προς Δαυίδ. 16 και ήλθεν ο βασιλεύς Δαυίδ και εκάθισεν απέναντι Κυρίου και είπε· τις ειμι εγώ Κύριε ο Θεός, και τις ο οίκός μου, ότι ηγάπησάς με έως αιώνος; 17 και εσμικρύνθη ταύτα ενώπιόν σου, ο Θεός, και ελάλησας επί τον οίκον τού παιδός σου εκ μακρών και επείδές με ως όρασις τού ανθρώπου και ύψωσάς με, Κύριε ο Θεός. 18 τι προσθήσει έτι Δαυίδ προς σε τού δοξάσαι; και σύ τον δούλόν σου οίδας. 19 και κατά την καρδίαν σου εποίησας την πάσαν μεγαλωσύνην.
20 Κύριε, ουκ έστιν όμοιός σοι, και ουκ έστι Θεός πλήν σού κατά πάντα, όσα ηκούσαμεν εν ωσίν ημών. 21 και ουκ έστιν ως ο λαός σου Ισραήλ έθνος έτι επί της γής, ως ωδήγησεν αυτόν ο Θεός τού λυτρώσασθαι λαόν εαυτώ, τού θέσθαι εαυτώ όνομα μέγα και επιφανές, τού εκβαλείν από προσώπου λαού σου, ούς ελυτρώσω εξ Αιγύπτου, έθνη. 22 και έδωκας τον λαόν σου Ισραήλ σεαυτώ λαόν έως αιώνος, και σύ, Κύριε, εγενήθης αυτοίς εις Θεόν. 23 και νύν, Κύριε, ο λόγος σου, ον ελάλησας προς τον παίδά σου και επί τον οίκον αυτού, πιστωθήτω έως αιώνος. και ποίησον καθώς ελάλησας, 24 και πιστωθήτω και μεγαλυνθήτω το όνομά σου έως αιώνος λεγόντων· Κύριε Κύριε, παντοκράτωρ Θεός Ισραήλ, και ο οίκος Δαυίδ παιδός σου ανωρθωμένος εναντίον σου. 25 ότι σύ Κύριος ο Θεός μου ήνοιξας το ούς τού παιδός σου τού οικοδομήσαι αυτώ οίκον· διά τούτο εύρεν ο παίς σου τού προσεύξασθαι κατά πρόσωπόν σου. 26 και νύν, Κύριε, σύ εί αυτός Θεός και ελάλησας επί τον δούλόν σου τα αγαθά ταύτα· 27 και νύν ήρξαι τού ευλογήσαι τον οίκον τού παιδός σου τού είναι εις τον αιώνα εναντίον σου· ότι σύ, Κύριε, ευλόγησας, και ευλόγησον εις τον αιώνα.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά ταύτα και επάταξε Δαυίδ τους αλλοφύλους και ετροπώσατο αυτούς και έλαβε την Γέθ και τας κώμας αυτής εκ χειρός αλλοφύλων. 2 και επάταξε την Μωάβ, και ήσαν Μωάβ παίδες τώ Δαυίδ φέροντες δώρα. 3 και επάταξε Δαυίδ τον Αδρααζάρ βασιλέα Σουβά Ημάθ, πορευομένου αυτού επιστήσαι χείρα αυτού επί ποταμόν Ευφράτην. 4 και προκατελάβετο Δαυίδ αυτών χίλια άρματα και επτά χιλιάδας ίππων και είκοσι χιλιάδας ανδρών πεζών· και παρέλυσε Δαυίδ πάντα τα άρματα και υπελίπετο εξ αυτών εκατόν άρματα. 5 και ήλθε Σύρος εκ Δαμασκού βοηθήσαι Αδρααζάρ βασιλεί Σουβά, και επάταξε Δαυίδ εν τώ Σύρω είκοσι και δύο χιλιάδας ανδρών. 6 και έθετο Δαυίδ φρουράν εν Συρία τή κατά Δαμασκόν, και ήσαν τώ Δαυίδ εις παίδας φέροντας δώρα, και έσωζε Κύριος Δαυίδ εν πάσιν, οίς επορεύετο. 7 και έλαβε Δαυίδ τους κλοιούς τους χρυσούς, οί ήσαν επί τους παίδας Αδρααζάρ, και ήνεγκεν αυτούς εις Ιερουσαλήμ. 8 και εκ της μεταβηχάς και εκ των εκλεκτών πόλεων των Αδρααζάρ έλαβε Δαυίδ χαλκόν πολύν σφόδρα· εξ αυτού εποίησε Σαλωμών την θάλασσαν την χαλκήν και τους στύλους και τα σκεύη τα χαλκά. 9 και ήκουσε Θωά βασιλεύς Ημάθ ότι επάταξε Δαυίδ την πάσαν δύναμιν Αδρααζάρ βασιλέως Σουβά,
10 και απέστειλε τον Αδουράμ υιόν αυτού προς τον βασιλέα Δαυίδ τού ερωτήσαι αυτόν τα εις ειρήνην και τού ευλογήσαι αυτόν υπέρ ού επολέμησε τον Αδρααζάρ και επάταξεν αυτόν, ότι ανήρ πολέμιος Θωά ήν τώ Αδρααζάρ. 11 και πάντα τα σκεύη τα χρυσά και τα αργυρά και τα χαλκά, και ταύτα ηγίασεν ο βασιλεύς Δαυίδ τώ Κυρίω μετά τού αργυρίου και τού χρυσίου, ού έλαβεν εκ πάντων των εθνών, εξ Ιδουμαίας και Μωάβ και εξ υιών Αμμών και εκ των αλλοφύλων και εξ Αμαλήκ. 12 και Αβεσσά υιός Σαρουίας επάταξε την Ιδουμαίαν εν κοιλάδι των αλών, οκτωκαίδεκα χιλιάδας. 13 και έθετο εν τή κοιλάδι φρουράς· και ήσαν πάντες οι Ιδουμαίοι παίδες Δαυίδ. και έσωζε Κύριος τον Δαυίδ εν πάσιν, οίς επορεύετο. 14 και εβασίλευσε Δαυίδ επί πάντα Ισραήλ και ήν ποιών κρίμα και δικαιοσύνην τώ παντί λαώ αυτού. 15 και Ιωάβ υιός Σαρουίας επί της στρατιάς και Ιωσαφάτ υιός Αχιλούδ υπομνηματογράφος 16 και Σαδώκ υιός Αχιτώβ και Αχιμέλεχ υιός Αβιάθαρ ιερείς και Σουσά γραμματεύς 17 και Βαναίας υιός Ιωδαέ επί τού Χερεθθί και επί τού Φελεθθί και υιοί Δαυίδ οι πρώτοι διάδοχοι τού βασιλέως.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά ταύτα απέθανε Ναάς βασιλεύς υιών Αμμών, και εβασίλευσεν Ανάν υιός αυτού αντ’ αυτού. 2 και είπε Δαυίδ· ποιήσω έλεος μετά Ανάν υιού Ναάς, ως εποίησεν ο πατήρ αυτού μετ’ εμού έλεος· και απέστειλεν αγγέλους Δαυίδ τού παρακαλέσαι αυτόν περί τού πατρός αυτού. και ήλθον παίδες Δαυίδ εις γήν υιών Αμμών προς Ανάν τού παρακαλέσαι αυτόν. 3 και είπον άρχοντες υιών Αμμών προς Ανάν· μη δοξάζων Δαυίδ τον πατέρα σου εναντίον σου απέστειλέ σοι παρακαλούντας; ουχί όπως εξερευνήσωσι την πόλιν και τού κατασκοπήσαι την γήν ήλθον παίδες αυτού προς σε; 4 και έλαβεν Ανάν τους παίδας Δαυίδ και εξύρησεν αυτούς και αφείλε των μανδυών αυτών το ήμισυ έως της αναβολής και απέστειλεν αυτούς. 5 και ήλθον απαγγείλαι τώ Δαυίδ περί των ανδρών, και απέστειλεν εις απάντησιν αυτοίς, ότι ήσαν ητιμωμένοι σφόδρα. και είπεν ο βασιλεύς· καθίσατε εν Ιεριχώ έως τού ανατείλαι τους πώγωνας υμών και ανακάμψατε. 6 και είδον οι υιοί Αμμών ότι ησχύνθη λαός Δαυίδ, και απέστειλεν Ανάν και υιοί Αμμών χίλια τάλαντα αργυρίου τού μισθώσασθαι εαυτοίς εκ Συρίας Μεσοποταμίας και εκ Συρίας Μοοχά και παρά Σωβά άρματα και ιππείς. 7 και εμισθώσαντο εαυτοίς δύο και τριάκοντα χιλιάδας αρμάτων και τον βασιλέα Μοοχά και τον λαόν αυτού και ήλθον και παρενέβαλον κατέναντι Μαιδαβά, και οι υιοί Αμμών συνήχθησαν εκ των πόλεων αυτών και ήλθον εις το πολεμήσαι. 8 και ήκουσε Δαυίδ και απέστειλε τον Ιωάβ και πάσαν την στρατιάν των δυνατών. 9 και εξήλθον οι υιοί Αμμών και παρατάσσονται εις πόλεμον παρά τον πυλώνα της πόλεως, και οι βασιλείς οι ελθόντες παρενέβαλον καθ΄ εαυτούς εν τώ πεδίω.
10 και είδεν Ιωάβ ότι γεγόνασιν αντιπρόσωποι τού πολεμείν προς αυτόν κατά πρόσωπον και εξόπισθεν, και εξελέξατο εκ παντός νεανίου εξ Ισραήλ, και παρετάξαντο εναντίον τού Σύρου· 11 και το κατάλοιπον τού λαού έδωκεν εν χειρί Αβεσσά αδελφού αυτού, και παρετάξαντο εξεναντίας υιών Αμμών. 12 και είπεν· εάν κρατήση υπέρ εμέ ο Σύρος, και έση μοι εις σωτηρίαν, και εάν οι υιοί Αμμών κρατήσωσιν υπέρ σε, και σώσω σε· 13 ανδρίζου και ενισχύσωμεν περί τού λαού ημών και περί των πόλεων τού Θεού ημών, και Κύριος το αγαθόν εν οφθαλμοίς αυτού ποιήσει. 14 και παρετάξατο Ιωάβ και ο λαός ο μετ΄ αυτού κατέναντι Σύρων εις πόλεμον, και έφυγον απ’ αυτών. 15 και οι υιοί Αμμών είδον ότι έφυγον οι Σύροι, και έφυγον και αυτοί από προσώπου Αβεσσά και από προσώπου Ιωάβ τού αδελφού αυτού και ήλθον εις την πόλιν. και ήλθεν Ιωάβ εις Ιερουσαλήμ. 16 και είδεν ο Σύρος ότι ετροπώσατο αυτόν Ισραήλ, και απέστειλεν αγγέλους, και εξήγαγον τον Σύρον εκ τού πέραν τού ποταμού, και Σωφά αρχιστράτηγος δυνάμεως Αδρααζάρ έμπροσθεν αυτών. 17 και απηγγέλη τώ Δαυίδ, και συνήγαγε τον πάντα Ισραήλ και διέβη τον Ιορδάνην και ήλθεν επ’ αυτούς και παρετάξατο επ’ αυτούς, και παρατάσσεται Σύρος εξεναντίας Δαυίδ εις πόλεμον και επολέμησαν αυτόν, 18 και έφυγε Σύρος από προσώπου Ισραήλ, και απέκτεινε Δαυίδ από τού Σύρου επτά χιλιάδας αρμάτων και τεσσαράκοντα χιλιάδας πεζών και τον Σωφά αρχιστράτηγον δυνάμεως απέκτεινε. 19 και είδον παίδες Αδρααζάρ ότι επταίκασιν από προσώπου Ισραήλ, και διέθεντο μετά Δαυίδ και εδούλευσαν αυτώ· και ουκ ηθέλησε Σύρος τού βοηθήσαι τοίς υιοίς Αμμών έτι.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ επιόντι έτει εν τή εξόδω των βασιλέων και ήγαγεν Ιωάβ πάσαν την δύναμιν της στρατιάς, και έφθειραν την χώραν υιών Αμμών· και ήλθε και περιεκάθισε την Ραββά· και Δαυίδ εκάθισεν εν Ιερουσαλήμ· και επάταξεν Ιωάβ την Ραββά και κατέσκαψεν αυτήν. 2 και έλαβε Δαυίδ τον στέφανον Μολχόμ τού βασιλέως αυτών από της κεφαλής αυτού, και ευρέθη ο σταθμός αυτού τάλαντον χρυσίου, και εν αυτώ λίθος τίμιος, και ήν επί την κεφαλήν Δαυίδ· και σκύλα της πόλεως εξήνεγκε πολλά σφόδρα. 3 και τον λαόν τον εν αυτή εξήγαγε και διέπρισε πρίοσι και εν σκεπάρνοις σιδηροίς και εν διασχίζουσι· και ούτως εποίησε Δαυίδ τοίς πάσιν υιοίς Αμμών. και ανέστρεψε Δαυίδ και πάς ο λαός αυτού εις Ιερουσαλήμ. 4 και εγένετο μετά ταύτα και εγένετο έτι πόλεμος εν Γαζέρ μετά των αλλοφύλων. τότε επάταξε Σοβοχαί ο Ουσαθί τον Σαφού από των υιών των γιγάντων, και εταπείνωσεν αυτόν. 5 και εγένετο έτι πόλεμος μετά των αλλοφύλων. και επάταξεν Ελλανάν υιός Ιαίρ τον Λαχμί αδελφόν Γολιάθ τού Γεθθαίου, και ξύλον δόρατος αυτού ως αντίον υφαινόντων. 6 και εγένετο έτι πόλεμος εν Γέθ, και ήν ανήρ υπερμεγέθης, και δάκτυλοι αυτού έξ και έξ, εικοσιτέσσαρες, και ούτος ήν απόγονος γιγάντων. 7 και ωνείδισε τον Ισραήλ, και επάταξεν αυτόν Ιωνάθαν υιός Σαμαά αδελφού Δαυίδ. 8 ούτοι εγένοντο Ραφά εν Γέθ· πάντες ήσαν τέσσαρες γίγαντες, και έπεσον εν χειρί Δαυίδ και εν χειρί παίδων αυτού.
1 ΚΑΙ έστη διάβολος εν τώ Ισραήλ και επέσεισε τον Δαυίδ τού αριθμήσαι τον Ισραήλ. 2 και είπεν ο βασιλεύς Δαυίδ προς Ιωάβ και προς τους άρχοντας της δυνάμεως· πορεύθητε, αριθμήσατε τον Ισραήλ από Βηρσαβεέ και έως Δάν και ενέγκατε προς με, και γνώσομαι τον αριθμόν αυτών. 3 και είπεν Ιωάβ· προσθείη Κύριος επί τον λαόν αυτού, ως αυτοί εκατονταπλασίως, και οι οφθαλμοί τού κυρίου μου τού βασιλέως βλέποντες· πάντες τώ κυρίω μου παίδες· ινατί ζητεί κύριός μου τούτο; ίνα μη γένηται εις αμαρτίαν τώ Ισραήλ. 4 το δε ρήμα τού βασιλέως ίσχυσεν επί Ιωάβ, και εξήλθεν Ιωάβ και διήλθεν εν παντί Ισραήλ και ήλθεν εις Ιερουσαλήμ. 5 και έδωκεν Ιωάβ τον αριθμόν της επισκέψεως τού λαού τώ Δαυίδ, και ήν πάς Ισραήλ χίλιαι χιλιάδες και εκατόν χιλιάδες ανδρών εσπασμένων μάχαιραν και υιοί Ιούδα τετρακόσιαι και εβδομήκοντα χιλιάδες ανδρών εσπασμένων μάχαιραν. 6 και τον Λευί και τον Βενιαμίν ουκ ηρίθμησεν εν μέσω αυτών, ότι κατίσχυσε λόγος τού βασιλέως τον Ιωάβ. 7 και πονηρόν εναντίον τού Θεού περί τού πράγματος τούτου, και επάταξε τον Ισραήλ. 8 και είπε Δαυίδ προς τον Θεόν· ημάρτηκα σφόδρα, ότι εποίησα το πράγμα τούτο· και νύν περίελε δή την κακίαν παιδός σου, ότι εματαιώθην σφόδρα. 9 και ελάλησε Κύριος προς Γάδ τον ορώντα λέγων·
10 πορεύου και λάλησον προς Δαυίδ λέγων· ούτω λέγει Κύριος· τρία αιρώ εγώ επί σε, έκλεξαι σεαυτώ έν εξ αυτών και ποιήσω σοι. 11 και ήλθε Γάδ προς Δαυίδ και είπεν αυτώ· ούτως λέγει Κύριος· έκλεξαι σεαυτώ 12 ή τρία έτη λιμού, ή τρεις μήνας φεύγειν σε εκ προσώπου εχθρών σου και μάχαιραν εχθρών σου τού εξολοθρεύσαι, ή τρεις ημέρας ρομφαίαν Κυρίου και θάνατον εν τή γη και άγγελος Κυρίου εξολοθρεύων εν πάση κληρονομία Ισραήλ· και νύν ιδέ τι αποκριθώ τώ αποστείλαντί με λόγον. 13 και είπε Δαυίδ προς Γάδ· στενά μοι και τα τρία σφόδρα· εμπεσούμαι δή εις χείρας Κυρίου, ότι πολλοί οι οικτιρμοί αυτού σφόδρα, και εις χείρας ανθρώπων ου μη εμπέσω. 14 και έδωκε Κύριος θάνατον εν Ισραήλ, και έπεσον εξ Ισραήλ εβδομήκοντα χιλιάδες ανδρών. 15 και απέστειλεν ο Θεός άγγελον εις Ιερουσαλήμ τού εξολοθρεύσαι αυτήν. και ως εξωλόθρευσεν, είδε Κύριος και μετεμελήθη επί τή κακία και είπε τώ αγγέλω τώ εξολοθρεύοντι· ικανούσθω σοι, άνες την χείρά σου· και ο άγγελος Κυρίου εστώς εν τώ άλω Ορνά τού Ιεβουσαίου. 16 και επήρε Δαυίδ τους οφθαλμούς αυτού και είδε τον άγγελον Κυρίου εστώτα ανά μέσον της γής και τού ουρανού, και η ρομφαία αυτού εσπασμένη εν τή χειρί αυτού εκτεταμένη επί Ιερουσαλήμ· και έπεσε Δαυίδ και οι πρεσβύτεροι περιβεβλημένοι εν σάκκοις επί πρόσωπον αυτών. 17 και είπε Δαυίδ προς τον Θεόν· ουκ εγώ είπα τού αριθμήσαι εν τώ λαώ; και εγώ ειμι ο αμαρτών, κακοποιών εκακοποίησα, και ταύτα τα πρόβατα τι εποίησαν; Κύριε ο Θεός, γενηθήτω η χείρ σου εν εμοί και εν τώ οίκω τού πατρός μου και μη εν τώ λαώ σου εις απώλειαν, Κύριε. 18 και άγγελος Κυρίου είπε τώ Γάδ τού ειπείν προς Δαυίδ, ίνα αναβή τού στήσαι θυσιαστήριον Κυρίω εν άλω Ορνά τού Ιεβουσαίου. 19 και ανέβη Δαυίδ κατά τον λόγον Γάδ, ον ελάλησεν εν ονόματι Κυρίου.
20 και επέστρεψεν Ορνά και είδε τον βασιλέα και τέσσαρας υιούς αυτού μετ’ αυτού μεθαχαβίν· και Ορνά ήν αλοών πυρούς. 21 και ήλθε Δαυίδ προς Ορνά, και Ορνά εξήλθεν εκ της άλω και προσεκύνησε τώ Δαυίδ τώ προσώπω επί την γήν. 22 και είπε Δαυίδ προς Ορνά· δός μοι τον τόπον σου της άλω, και οικοδομήσω επ΄ αυτώ θυσιαστήριον τώ Κυρίω· εν αργυρίω αξίω δός μοι αυτόν, και παύσεται η πληγή εκ τού λαού. 23 και είπεν Ορνά προς Δαυίδ· λαβέ σεαυτώ, και ποιησάτω ο κύριός μου ο βασιλεύς το αγαθόν εναντίον εαυτού· ιδέ δέδωκα τους μόσχους εις ολοκαύτωσιν και το άροτρον εις ξύλα και τον σίτον εις θυσίαν, τα πάντα δέδωκα. 24 και είπεν ο βασιλεύς Δαυίδ τώ Ορνά· ουχί, ότι αγοράζων αγοράσω εν αργυρίω αξίω, ότι ου μη λάβω ά εστί σοι Κυρίω τού ανανέγκαι ολοκαύτωσιν δωρεάν Κυρίω. 25 και έδωκε Δαυίδ τώ Ορνά εν τώ τόπω αυτού σίκλους χρυσίου ολκής εξακοσίους. 26 και ωκοδόμησεν εκεί Δαυίδ θυσιαστήριον Κυρίω και ανήνεγκεν ολοκαυτώματα και σωτηρίου· και εβόησε προς Κύριον, και επήκουσεν αυτώ εν πυρί εκ τού ουρανού επί το θυσιαστήριον της ολοκαυτώσεως και κατηνάλωσε την ολοκαύτωσιν. 27 και είπε Κύριος προς τον άγγελον, και κατέθηκε την ρομφαίαν εις τον κολεόν αυτής. 28 εν τώ καιρώ εκείνω εν τώ ιδείν τον Δαυίδ ότι επήκουσεν αυτώ Κύριος εν άλω Ορνά τού Ιεβουσαίου, και εθυσίασεν εκεί. 29 και σκηνή Κυρίου, ήν εποίησε Μωυσής εν τή ερήμω, και θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων εν τώ καιρώ εκείνω εν Βαμά εν Γαβαών·
30 και ουκ εδύνατο Δαυίδ τού πορευθήναι έμπροσθεν αυτού τού ζητήσαι τον Θεόν, ότι ου κατέσπευσεν από προσώπου της ρομφαίας αγγέλου Κυρίου.
1 ΚΑΙ είπε Δαυίδ· ούτός εστιν ο οίκος Κυρίου τού Θεού και τούτο το θυσιαστήριον εις ολοκαύτωσιν τώ Ισραήλ. 2 και είπε Δαυίδ συναγαγείν πάντας τους προσηλύτους τους εν γη Ισραήλ και κατέστησε λατόμους λατομήσαι λίθους ξυστούς τού οικοδομήσαι οίκον τώ Θεώ. 3 και σίδηρον πολύν εις τους ήλους των θυρωμάτων και των πυλών και τους στροφείς ητοίμασε Δαυίδ και χαλκόν εις πλήθος, ουκ ήν σταθμός· 4 και ξύλα κέδρινα, ουκ ήν αριθμός, ότι εφέροσαν οι Σιδώνιοι και οι Τύριοι ξύλα κέδρινα εις πλήθος τώ Δαυίδ. 5 και είπε Δαυίδ· Σαλωμών ο υιός μου παιδάριον απαλόν, και ο οίκος τού οικοδομήσαι τώ Κυρίω εις μεγαλωσύνην άνω, εις όνομα και εις δόξαν εις πάσαν την γήν ετοιμάσω αυτώ· και ητοίμασε Δαυίδ εις πλήθος έμπροσθεν της τελευτής αυτού. 6 και εκάλεσε Σαλωμών τον υιόν αυτού και ενετείλατο αυτώ τού οικοδομήσαι τον οίκον τώ Κυρίω Θεώ Ισραήλ. 7 και είπε Δαυίδ Σαλωμών· τέκνον, εμοί εγένετο επί ψυχή τού οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού. 8 και εγένετό μοι λόγος Κυρίου λέγων· αίμα εις πλήθος εξέχεας και πολέμους μεγάλους εποίησας· ουκ οικοδομήσεις οίκον τώ ονόματί μου, ότι αίματα πολλά εξέχεας επί την γήν εναντίον μου. 9 ιδού υιός τίκτεταί σοι, ούτος έσται ανήρ αναπαύσεως, και αναπαύσω αυτόν από πάντων των εχθρών αυτού κυκλόθεν, ότι Σαλωμών όνομα αυτώ, και ειρήνην και ησυχίαν δώσω επί Ισραήλ εν ταίς ημέραις αυτού.
10 ούτος οικοδομήσει οίκον τώ ονόματί μου, και ούτος έσται μοι εις υιόν καγώ αυτώ εις πατέρα, και ανορθώσω θρόνον βασιλείας αυτού εν Ισραήλ έως αιώνος. 11 και νύν, υιέ μου, έσται μετά σού Κύριος, και ευοδώσει, και οικοδομήσεις οίκον τώ Κυρίω Θεώ σου, ως ελάλησε περί σού. 12 αλλ’ ή δώη σοι σοφίαν και σύνεσιν Κύριος και κατισχύσαι σε επί Ισραήλ και τού φυλάσσεσθαι και τού ποιείν τον νόμον Κυρίου τού Θεού σου. 13 τότε ευοδώσει, εάν φυλάξης τού ποιείν τα προστάγματα και τα κρίματα, ά ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή επί Ισραήλ· ανδρίζου και ίσχυε, μη φοβού μηδέ πτοηθής. 14 και ιδού εγώ κατά την πτωχείαν μου ητοίμασα εις οίκον Κυρίου χρυσίου ταλάντων εκατόν χιλιάδας και αργυρίου ταλάντων χιλίας χιλιάδας και χαλκόν και σίδηρον, ού ουκ έστι σταθμός, ότι εις πλήθός εστι· και ξύλα και λίθους ητοίμασα, και προς ταύτα πρόσθες. 15 και μετά σού εις πλήθος ποιούντων έργα, τεχνίται και οικοδόμοι λίθων και τέκτονες ξύλων και πάς σοφός εν παντί έργω, 16 εν χρυσίω και αργυρίω, εν χαλκώ και εν σιδήρω ουκ έστιν αριθμός. ανάστηθι και ποίει, και Κύριος μετά σού. 17 και ενετείλατο Δαυίδ τοίς πάσιν άρχουσιν Ισραήλ αντιλαβέσθαι τώ Σαλωμών υιώ αυτού· 18 ουχί Κύριος μεθ’ υμών; και ανέπαυσεν υμάς κυκλόθεν, ότι έδωκεν εν χερσίν υμών τους κατοικούντας την γήν, και υπετάγη η γη εναντίον Κυρίου και εναντίον λαού αυτού. 19 νύν δότε καρδίας υμών και ψυχάς υμών τού ζητήσαι τώ Κυρίω Θεώ υμών και εγέρθητε και οικοδομήσατε αγίασμα τώ Θεώ υμών τού εισενέγκαι την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου και σκεύη τα άγια τού Θεού εις οίκον τον οικοδομούμενον τώ ονόματι Κυρίου.
1 ΚΑΙ Δαυίδ πρεσβύτης και πλήρης ημερών και εβασίλευσε Σαλωμών τον υιόν αυτού αντ’ αυτού επί Ισραήλ. 2 και συνήγαγε τους πάντας άρχοντας Ισραήλ και τους ιερείς και τους Λευίτας. 3 και ηρίθμησαν οι Λευίται από τριακονταετούς και επάνω, και εγένετο ο αριθμός αυτών κατά κεφαλήν αυτών εις άνδρας τριάκοντα και οκτώ χιλιάδας. 4 από των εργοδιωκτών επί τα έργα οίκου Κυρίου εικοσιτέσσαρες χιλιάδες και γραμματείς και κριταί εξακισχίλιοι 5 και τέσσαρες χιλιάδες πυλωροί και τέσσαρες χιλιάδες αινούντες τώ Κυρίω εν οργάνοις, οίς εποίησε τού αινείν τώ Κυρίω. 6 και διείλεν αυτούς Δαυίδ εφημερίας τοίς υιοίς Λευί, τώ Γεδσών, Καάθ και Μεραρί. 7 και τώ Γεδσών· Εδάν και Σεμεί. 8 υιοί τώ Εδάν· άρχων Ιειήλ και Ζηθάν και Ιωήλ, τρεις. 9 υιοί Σεμεί· Σαλωμίθ, Ιειήλ και Δάν, τρεις. ούτοι άρχοντες πατριών των Εδάν.
10 και τοίς υιοίς Σεμεί· Ιέθ και Ζιζά και Ιωάς και Βεριά· ούτοι υιοί Σεμεί τέσσαρες. 11 και ήν Ιέθ ο άρχων και Ζιζά ο δεύτερος· και Ιωάς και Βεριά ουκ επλήθυναν υιούς και εγένοντο εις οίκον πατριάς εις επίσκεψιν μίαν. 12 υιοί Καάθ· Αμβράμ, Ισαάρ, Χεβρών, Οζιήλ, τέσσαρες. 13 υιοί Αμβράμ, Ααρών και Μωυσής. και διεστάλη Ααρών τού αγιασθήναι άγια αγίων, αυτός και οι υιοί αυτού έως αιώνος, τού θυμιάν εναντίον τού Κυρίου, λειτουργείν και επεύχεσθαι επί τώ ονόματι αυτού έως αιώνος. 14 και Μωυσής άνθρωπος τού Θεού, υιοί αυτού εκλήθησαν εις φυλήν τού Λευί. 15 υιοί Μωυσή· Γηρσάμ και Ελιέζερ. 16 υιοί Γηρσάμ· Σουβαήλ ο άρχων. 17 και ήσαν υιοί τώ Ελιέζερ· Ραβιά ο άρχων· και ουκ ήσαν τώ Ελιέζερ υιοί έτεροι. και υιοί Ραβιά ηυξήθησαν εις ύψος. 18 υιοί Ισαάρ· Σαλωμώθ ο άρχων. 19 υιοί Χεβρών· Ιεριά ο άρχων, Αμαδιά ο δεύτερος, Ιεζιήλ ο τρίτος, Ιεκεμίας ο τέταρτος.
20 υιοί Οζιήλ· Μιχά ο άρχων και Ισιά ο δεύτερος. 21 υιοί Μεραρί· Μοολί και Μουσί. υιοί Μοολί· Ελεάζαρ και Κίς. 22 και απέθανεν Ελεάζαρ, και ουκ ήσαν αυτώ υιοί, αλλ’ ή θυγατέρες, και έλαβον αυτάς υιοί Κίς αδελφοί αυτών. 23 υιοί Μουσί· Μοολί και Εδέρ και Ιαριμώθ, τρεις. 24 ούτοι υιοί Λευί κατ’ οίκους πατριών αυτών, άρχοντες των πατριών αυτών κατά την επίσκεψιν αυτών, κατά τον αριθμόν ονομάτων αυτών, κατά κεφαλήν αυτών, ποιούντες τα έργα λειτουργίας οίκου Κυρίου από εικοσαετούς και επάνω. 25 ότι είπε Δαυίδ· κατέπαυσε Κύριος ο Θεός Ισραήλ τώ λαώ αυτού και κατεσκήνωσεν εν Ιερουσαλήμ έως αιώνος. 26 και οι Λευίται ουκ ήσαν αίροντες την σκηνήν και τα πάντα σκεύη αυτής εις την λειτουργίαν αυτής· 27 ότι εν τοίς λόγοις Δαυίδ τοίς εσχάτοις εστίν ο αριθμός υιών Λευί από εικοσαετούς και επάνω· 28 ότι έστησεν αυτούς επί χειρί Ααρών τού λειτουργείν εν οίκω Κυρίου επί τας αυλάς και επί τα παστοφόρια και επί τον καθαρισμόν των πάντων αγίων και επί τα έργα λειτουργίας οίκου τού Θεού 29 και εις τους άρτους της προθέσεως και εις την σεμίδαλιν της θυσίας και εις τα λάγανα τα άζυμα και εις τήγανον και εις την πεφυραμένην και εις πάν μέτρον
30 και τού στήναι πρωί τού αινείν και εξομολογείσθαι τώ Κυρίω και ούτω το εσπέρας 31 και επί πάντων των αναφερομένων ολοκαυτωμάτων τώ Κυρίω εν τοίς σαββάτοις και εν ταίς νουμηνίαις και εν ταίς εορταίς, κατά αριθμόν, κατά την κρίσιν επ’ αυτοίς διαπαντός τώ Κυρίω. 32 και φυλάξουσι τας φυλακάς σκηνής τού μαρτυρίου και την φυλακήν τού αγίου και τας φυλακάς υιών Ααρών αδελφών αυτών τού λειτουργείν εν οίκω Κυρίου.
1 ΚΑΙ τοίς υιοίς Ααρών διαιρέσεις· Ναδάβ και Αβιούδ και Ελεάζαρ και Ιθάμαρ. 2 και απέθανε Ναδάβ και Αβιούδ εναντίον τού πατρός αυτών, και υιοί ουκ ήσαν αυτοίς· και ιεράτευσεν Ελεάζαρ και Ιθάμαρ υιοί Ααρών. 3 και διείλεν αυτούς Δαυίδ και Σαδώκ εκ των υιών Ελεάζαρ και Αχιμέλεχ εκ των υιών Ιθάμαρ κατά την επίσκεψιν αυτών, κατά την λειτουργίαν αυτών, κατ’ οίκους πατριών αυτών. 4 και ευρέθησαν οι υιοί Ελεάζαρ πλείους εις άρχοντας των δυνατών παρά τους υιούς Ιθάμαρ, και διείλεν αυτούς, τοίς υιοίς Ελεάζαρ άρχοντας εις οίκους πατριών εκκαίδεκα, και τοίς υιοίς Ιθάμαρ κατ’ οίκους πατριών οκτώ. 5 και διείλεν αυτούς κατά κλήρους τούτους προς τούτους, ότι ήσαν άρχοντες των αγίων και άρχοντες Κυρίου εν τοίς υιοίς Ελεάζαρ και εν τοίς υιοίς Ιθάμαρ. 6 και έγραψεν αυτούς Σαμαίας υιός Ναθαναήλ ο γραμματεύς εκ τού Λευί κατέναντι τού βασιλέως και των αρχόντων και Σαδώκ ο ιερεύς και Αχιμέλεχ υιός Αβιάθαρ και άρχοντες των πατριών των ιερέων και των Λευιτών, οίκου πατριάς είς είς τώ Ελεάζαρ και είς είς τώ Ιθάμαρ. 7 και εξήλθεν ο κλήρος ο πρώτος τώ Ιωαρίμ, τώ Ιεδία ο δεύτερος, 8 τώ Χαρίβ ο τρίτος, τώ Σεωρίμ ο τέταρτος, 9 τώ Μελχία ο πέμπτος, τώ Μειαμίν ο έκτος,
10 τώ Κώς ο έβδομος, τώ Αβία ο όγδοος, 11 τώ Ιησού ο ένατος, τώ Σεχενία ο δέκατος, 12 τώ Ελιαβί ο ενδέκατος, τώ Ιακίμ ο δωδέκατος, 13 τώ Οπφά ο τρισκαιδέκατος, τώ Ιεσβαάλ ο τεσσαρεσκαιδέκατος, 14 τώ Βελγά ο πεντεκαιδέκατος, τώ Εμμήρ ο εκκαιδέκατος, 15 τώ Χηζίν ο επτακαιδέκατος, τώ Αφεσή ο οκτωκαιδέκατος, 16 τώ Φεταία ο εννεακαιδέκατος, τώ Εζεκήλ ο εικοστός, 17 τώ Αχίμ ο είς και εικοστός, τώ Γαμούλ ο δεύτερος και εικοστός, 18 τώ Αδαλλαί ο τρίτος και εικοστός, τώ Μαασαί ο τέταρτος και εικοστός. 19 αύτη η επίσκεψις αυτών κατά την λειτουργίαν αυτών τού εισπορεύεσθαι εις οίκον Κυρίου κατά την κρίσιν αυτών διά χειρός Ααρών πατρός αυτών, ως ενετείλατο Κύριος ο Θεός Ισραήλ.
20 Καί τοίς υιοίς Λευί τοίς καταλοίποις· τοίς υιοίς Αμβράμ Σωβαήλ· τοίς υιοίς Σωβαήλ Ιεδία. 21 τώ Ρααβία ο άρχων Ιεσίας, 22 και τώ Ισααρί Σαλωμώθ· τοίς υιοίς Σαλωμώθ Ιάθ. 23 υιοί Ιεδιού· Αμαδία ο δεύτερος, Ιαζιήλ ο τρίτος, Ιεκμοάμ ο τέταρτος. 24 τοίς υιοίς Οζιήλ Μιχά· υιοί Μιχά Σαμήρ. 25 αδελφός Μιχά Ισία· υιός Ισία Ζαχαρία. 26 υιοί Μεραρί Μοολί και Μουσί. υιοί Οζία υιοί Βοννί. 27 υιοί Μεραρί τώ Οζία, υιοί αυτού Ισοάμ και Σακχούρ και Αβαί, 28 τώ Μοολί Ελεάζαρ και Ιθάμαρ· και απέθανεν Ελεάζαρ και ουκ ήσαν αυτώ υιοί. 29 τώ Κίς· υιοί τού Κίς Ιεραμεήλ. 30 και υιοί τού Μουσί Μοολί και Εδέρ και Ιαριμώθ. ούτοι υιοί των Λευιτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών. 31 και έλαβον και αυτοί κλήρους καθώς οι αδελφοί αυτών υιοί Ααρών εναντίον τού βασιλέως και Σαδώκ και Αχιμέλεχ και οι άρχοντες των πατριών των ιερέων και των Λευιτών, πατριάρχαι αραάβ καθώς οι αδελφοί αυτού οι νεώτεροι.
1 ΚΑΙ έστησε Δαυίδ ο βασιλεύς και οι άρχοντες της δυνάμεως εις τα έργα τους υιούς Ασάφ και Αιμάν και Ιδιθούν τους αποφθεγγομένους εν κινύραις και εν νάβλαις και εν κυμβάλοις. και εγένετο ο αριθμός αυτών κατά κεφαλήν αυτών εργαζομένων εν τοίς έργοις αυτών. 2 υιοί Ασάφ, Σακχούρ Ιωσήφ και Ναθανίας και Εραήλ, υιοί Ασάφ εχόμενοι τού βασιλέως. 3 τώ Ιδιθούν υιοί Ιδιθούν· Γοδολίας και Σουρί και Ισέας και Σεμεί και Ασαβίας και Ματταθίας, έξ μετά τον πατέρα αυτών Ιδιθούν, εν κινύρα ανακρουόμενοι εξομολόγησιν και αίνεσιν τώ Κυρίω. 4 τώ Αιμάν υιοί Αιμάν· Βουκίας και Ματθανίας και Οζιήλ και Σουβαήλ και Ιεριμώθ και Ανανίας και Ανάν και Ελιαθά και Γοδολλαθί και Ρωμετθιέζερ και Ιεσβασακά και Μαλλιθί και Ωθηρί και Μεαζώθ· 5 πάντες ούτοι υιοί τώ Αιμάν τώ ανακρουομένω τώ βασιλεί εν λόγοις Θεού υψώσαι κέρας. και έδωκεν ο Θεός τώ Αιμάν υιούς τεσσαρεσκαίδεκα, και θυγατέρας τρεις. 6 πάντες ούτοι μετά τού πατρός αυτών υμνωδούντες εν οίκω Θεού, εν κυμβάλοις και νάβλαις και εν κινύραις εις την δουλείαν οίκου τού Θεού, εχόμενα τού βασιλέως και Ασάφ, και Ιδιθούν και Αιμάν. 7 και εγένετο ο αριθμός αυτών μετά τους αδελφούς αυτών, δεδιδαγμένοι άδειν Κυρίω, πάς συνιών, διακόσιοι ογδοήκοντα και οκτώ. 8 και έλαβον και αυτοί κλήρους εφημεριών κατά τον μικρόν και κατά τον μέγαν, τελείων και μανθανόντων. 9 και εξήλθεν ο κλήρος ο πρώτος υιών αυτού και αδελφών αυτού τώ Ασάφ τώ Ιωσήφ Γοδολίας· ο δεύτερος Ηνεία, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο·
10 ο τρίτος Ζακχούρ, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 11 ο τέταρτος Ιεσρί, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 12 ο πέμπτος Ναθανίας, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 13 ο έκτος Βουκίας, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 14 ο έβδομος Ισεριήλ, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 15 ο όγδοος Ιωσία, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 16 ο ένατος Ματθανίας, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 17 ο δέκατος Σεμεία, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 18 ο ενδέκατος Ασριήλ, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 19 ο δωδέκατος Ασαβία, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο·
20 ο τρισκαιδέκατος Σουβαήλ, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 21 ο τεσσαρεσκαιδέκατος Ματταθίας, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 22 ο πεντεκαιδέκατος Ιεριμώθ, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 23 ο εκκαιδέκατος Ανανίας, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 24 ο επτακαιδέκατος Ιεσβασακά, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 25 ο οκτωκαιδέκατος Ανανί, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 26 ο εννεακαιδέκατος Μαλλιθί, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 27 ο εικοστός Ελιαθά, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 28 ο εικοστός πρώτος Ωθηρί, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 29 ο εικοστός δεύτερος Γοδολλαθί, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο·
30 ο εικοστός τρίτος Μεαζώθ, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο· 31 ο εικοστός τέταρτος Ρωμετθιέζερ, υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαδύο.
1 ΕΙΣ διαιρέσεις των πυλών· υιοί Κορείμ Μοσελλεμία υιός Κωρή εκ των υιών Ασάφ. 2 και τώ Μοσελλεμία υιοί· Ζαχαρίας ο πρωτότοκος, Ιαδιήλ ο δεύτερος, Ζαβαδία ο τρίτος, Ιεθνουήλ ο τέταρτος, 3 Ιωλάμ ο πέμπτος, Ιωνάθαν ο έκτος, Ελιωναί ο έβδομος, Αβδεδόμ ο όγδοος. 4 και τώ Αβδεδόμ υιοί· Σαμαίας ο πρωτότοκος, Ιωζαβάθ ο δεύτερος, Ιωάθ ο τρίτος, Σαχάρ ο τέταρτος, Ναθαναήλ ο πέμπτος, 5 Αμιήλ ο έκτος, Ισσάχαρ ο έβδομος, Φελαθί ο όγδοος, ότι ευλόγησεν αυτόν ο Θεός. 6 και τώ Σαμαία υιώ αυτού ετέχθησαν υιοί τού πρωτοτόκου Ρωσαί εις τον οίκον τον πατρικόν αυτού, ότι δυνατοί ήσαν. 7 υιοί Σαμαί· Οθνί και Ραφαήλ και Ωβήδ και Ελζαβάθ και Αχιούδ, υιοί δυνατοί, Ελιού και Σαβαχία και Ισβακώμ. 8 πάντες από των υιών Αβδεδόμ, αυτοί και οι υιοί αυτών και οι αδελφοί αυτών ποιούντες δυνατώς εν τή εργασία, οι πάντες εξήκοντα δύο τώ Αβδεδόμ. 9 και τώ Μοσελλεμία υιοί και αδελφοί δεκακαιοκτώ δυνατοί.
10 και τώ Ωσά των υιών Μεραρί υιοί φυλάσσοντες την αρχήν, ότι ουκ ήν πρωτότοκος, και εποίησεν αυτόν ο πατήρ αυτού άρχοντα της διαιρέσεως της δευτέρας. 11 Χελκίας ο δεύτερος, Ταβλαί ο τρίτος, Ζαχαρίας ο τέταρτος· πάντες ούτοι υιοί και αδελφοί τώ Οσά τρισκαίδεκα. 12 τούτοις αι διαιρέσεις των πυλών τοίς άρχουσι των δυνατών, εφημερίαι καθώς οι αδελφοί αυτών λειτουργείν εν οίκω Κυρίου. 13 και έβαλον κλήρους κατά τον μικρόν και κατά τον μέγα κατ’ οίκους πατριών αυτών εις πυλώνα και πυλώνα. 14 και έπεσεν ο κλήρος των προς ανατολάς τώ Σελεμία και Ζαχαρία· υιοί Ιωάς τώ Μελχία έβαλον κλήρους, και εξήλθεν ο κλήρος Βορρά· 15 τώ Αβδεδόμ Νότον κατέναντι οίκου εσεφίν. 16 εις δεύτερον· τώ Οσά προς δυσμαίς μετά την πύλην παστοφορίου της αναβάσεως· φυλακή κατέναντι φυλακής. 17 προς ανατολάς έξ την ημέραν, βορρά της ημέρας τέσσαρες, νότον της ημέρας τέσσαρες, και εις τον εσεφίν δύο· 18 εις διαδεχομένους και προς δυσμαίς τέσσαρες, και εις την τρίβον δύο διαδεχομένους. 19 αύται αι διαιρέσεις των πυλωρών τοίς υιοίς τού Κορέ, και τοίς υιοίς Μεραρί.
20 Καί οι Λευίται αδελφοί αυτών επί των θησαυρών οίκου Κυρίου και επί των θησαυρών των καθηγιασμένων· 21 υιοί Λαδάν ούτοι, υιοί τώ Γηρσωνί τώ Λαδάν, άρχοντες πατριών τώ Λαδάν τώ Γηρσωνί Ιειήλ. 22 υιοί Ιειήλ Ζεθόμ και Ιωήλ οι αδελφοί επί των θησαυρών οίκου Κυρίου. 23 τώ Αμβράμ και Ισάαρ, Χεβρών και Οζιήλ· 24 και Σουβαήλ ο τού Γηρσάμ τού Μωυσή ηγούμενος επί των θησαυρών. 25 και τώ αδελφώ αυτού Ελιέζερ Ραβίας υιός και Ιωσίας και Ιωράμ και Ζεχρί και Σαλωμώθ. 26 αυτός Σαλωμώθ και οι αδελφοί αυτού επί πάντων των θησαυρών των αγίων, ούς ηγίασε Δαυίδ ο βασιλεύς και οι άρχοντες των πατριών, χιλίαρχοι και εκατόνταρχοι και αρχηγοί της δυνάμεως, 27 ά έλαβεν εκ πόλεων και εκ των λαφύρων και ηγίασεν απ’ αυτών τού μη καθυστερήσαι την οικοδομήν τού οίκου τού Θεού, 28 και επί πάντων των αγίων τού Θεού Σαμουήλ τού προφήτου και Σαούλ τού Κίς και Αβεννήρ τού Νήρ και Ιωάβ τού Σαρουία· πάν ό ηγίασαν, διά χειρός Σαλωμώθ και των αδελφών αυτού. 29 Τώ Ισσααρί Χωνενία και υιοί της εργασίας της έξω επί τον Ισραήλ τού γραμματεύειν και διακρίνειν.
30 τώ Χεβρωνί Ασαβίας και οι αδελφοί αυτού υιοί δυνατοί, χίλιοι και επτακόσιοι επί της επισκέψεως τού Ισραήλ, πέραν τού Ιορδάνου προς δυσμαίς, εις πάσαν λειτουργίαν Κυρίου και εργασίαν τού βασιλέως. 31 τού Χεβρωνί· Ιωρίας ο άρχων των Χεβρωνί κατά γενέσεις αυτών κατά πατριάς· εν τώ τεσσαρακοστώ έτει της βασιλείας αυτού επεσκέπησαν, και ευρέθη ανήρ δυνατός εν αυτοίς εν Ιαζήρ της Γαλααδίτιδος, 32 και οι αδελφοί αυτού υιοί δυνατοί, δισχίλιοι επτακόσιοι οι άρχοντες των πατριών· και κατέστησεν αυτούς Δαυίδ ο βασιλεύς επί τού Ρουβηνί και Γαδδί και ημίσους φυλής Μανασσή εις πάν πρόσταγμα Κυρίου και λόγον βασιλέως.
1 ΚΑΙ υιοί Ισραήλ κατά αρθιμόν αυτών, άρχοντες των πατριών, χιλίαρχοι και εκατόνταρχοι και γραμματείς οι λειτουργούντες τώ βασιλεί και εις πάν λόγον τού βασιλέως κατά διαιρέσεις, εις πάν λόγον τού εισπορευομένου και εκπορευμένου μήνα εκ μηνός, εις πάντας τους μήνας τού ενιαυτού, διαίρεσις μία είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 2 και επί της διαιρέσεως της πρώτης τού μηνός τού πρώτου, Ισβοάζ ο τού Ζαβδιήλ, επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 3 από των υιών Φαρές άρχων πάντων των αρχόντων της δυνάμεως τού μηνός τού πρώτου. 4 και επί της διαιρέσεως τού μηνός τού δευτέρου Δωδία ο εκ Χώκ, και επί της διαιρέσεως αυτού και Μακελλώθ ο ηγούμενος, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες, άρχοντες δυνάμεως. 5 ο τρίτος τον μήνα τον τρίτον Βαναίας ο τού Ιωδαέ ο ιερεύς ο άρχων, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες· 6 αυτός Βαναίας ο δυνατώτερος των τριάκοντα και επί των τριάκοντα, και επί της διαιρέσεως αυτού Ζαβάδ ο υιός αυτού. 7 ο τέταρτος εις τον μήνα τον τέταρτον Ασαήλ ο αδελφός Ιωάβ και Ζαβαδίας υιός αυτού, και οι αδελφοί, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 8 ο πέμπτος τώ μηνί τώ πέμπτω ο ηγούμενος Σαμαώθ ο Ιεσραέ, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 9 ο έκτος τώ μηνί τώ έκτω Οδουίας ο τού Εκκής ο Θεκωίτης, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες.
10 ο έβδομος τώ μηνί τώ εβδόμω Χελλής ο εκ Φαλλούς από των υιών Εφραίμ, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 11 ο όγδοος τώ μηνί τώ ογδόω Σοβοχαί ο Ουσαθί τώ Ζαραί, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 12 ο ένατος τώ μηνί τώ ενάτω Αβιέζερ ο εξ Αναθώθ ο εκ γής Βενιαμίν, και επί της διαιρέσεως αυτού τέσσαρες και είκοσι χιλιάδες. 13 ο δέκατος τώ μηνί τώ δεκάτω Μεηρά ο εκ Νετωφαθί τώ Ζαραί, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 14 ο ενδέκατος τώ μηνί τώ ενδεκάτω Βαναίας ο εκ Φαραθών εκ των υιών Εφραίμ, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 15 ο δωδέκατος εις τον μήνα τον δωδέκατον Χολδία ο εκ Νετωφαθί τώ Γοθονιήλ, και επί της διαιρέσεως αυτού είκοσι και τέσσαρες χιλιάδες. 16 Καί επί των φυλών Ισραήλ· τώ Ρουβήν ηγούμενος Ελιέζερ ο τού Ζεχρί, τώ Συμεών Σαφατίας ο τού Μααχά, 17 τώ Λευί Ασαβίας ο τού Καμουήλ, τώ Ααρών Σαδώκ, 18 τώ Ιούδα Ελιάβ των αδελφών Δαυίδ, τώ Ισσάχαρ Αμβρί ο τού Μιχαήλ, 19 τώ Ζαβουλών Σαμαίας ο τού Αβδίου, τώ Νεφθαλί Ιεριμώθ ο τού Οζιήλ,
20 τώ Εφραίμ Ωσή ο τού Οζίου, τώ ημίσει φυλής Μανασσή Ιωήλ υιός Φαδαία, 21 τώ ημίσει φυλής Μανασσή τώ εν γη Γαλαάδ Ιαδαί ο τού Ζαδαίου, τοίς υιοίς Βενιαμίν Ιασιήλ ο τού Αβεννήρ, 22 τώ Δάν Αζαριήλ ο τού Ιρωάβ. ούτοι πατριάρχαι των φυλών Ισραήλ. 23 και ουκ έλαβε Δαυίδ τον αριθμόν αυτών από εικοσαετούς και κάτω, ότι είπε Κύριος πληθύναι τον Ισραήλ ως τους αστέρας τού ουρανού. 24 και Ιωάβ ο τού Σαρουία ήρξατο αριθμείν εν τώ λαώ και ου συνετέλεσε, και εγένετο εν τούτοις οργή επί Ισραήλ, και ου κατεχωρίσθη ο αριθμός εν βιβλίω λόγων των ημερών τού βασιλέως Δαυίδ. 25 Καί επί των θησαυρών τού βασιλέως Ασμώθ ο τού Οδιήλ, και επί των θησαυρών των εν αγρώ και εν ταίς κώμαις και εν τοίς εποικίοις και εν τοίς πύργοις Ιωνάθαν ο τού Οζίου. 26 και επί των γεωργούντων την γήν των εργαζομένων Εσδρί ο τού Χελούβ, 27 και επί των χωρίων Σεμεί ο εκ Ραήλ, και επί των θησαυρών των εν τοίς χωρίοις τού οίνου Ζαβδί ο τού Σεφνί, 28 και επί των ελαιώνων και επί των συκαμίνων των εν τή πεδινή Βαλλανάν ο Γεδωρίτης, επί δε των θησαυρών τού ελαίου Ιωάς, 29 και επί των βοών των νομάδων των εν τώ Σαρών Σατραί ο Σαρωνίτης, και επί των βοών των εν τοίς αυλώσι Σωφάτ ο τού Αδλί,
30 επί δε των καμήλων Αβίας ο Ισμαηλίτης, επί δε των όνων Ιαδίας ο εκ Μεραθών, 31 και επί των προβάτων Ιαζίζ ο Αγαρίτης. πάντες ούτοι προστάται υπαρχόντων Δαυίδ τού βασιλέως. 32 και Ιωνάθαν ο πατράδελφος Δαυίδ σύμβουλος, άνθρωπος συνετός και γραμματεύς αυτός, και Ιεήλ ο τού Αχαμί μετά των υιών τού βασιλέως, 33 και Αχιτόφελ σύμβουλος τού βασιλέως, και Χουσί ο πρώτος φίλος τού βασιλέως, 34 και μετά τούτον Αχιτόφελ εχόμενος Ιωδαέ ο τού Βαναίου και Αβιάθαρ· και Ιωάβ αρχιστράτητος τού βασιλέως.
1 ΚΑΙ εξεκκλησίασε Δαυίδ πάντας τους άρχοντας Ισραήλ, άρχοντας των κριτών, και πάντας τους άρχοντας των εφημεριών των περί το σώμα τού βασιλέως και άρχοντας των χιλιάδων και των εκατοντάδων και τους γαζοφύλακας και τους επί των υπαρχόντων αυτού και πάσης της κτήσεως τού βασιλέως και των υιών αυτού σύν τοίς ευνούχοις και τους δυνάστας και τους μαχητάς της στρατιάς εν Ιερουσαλήμ. 2 και έστη Δαυίδ εν μέσω της εκκλησίας και είπεν· ακούσατέ μου, αδελφοί μου και λαός μου. εμοί εγένετο επί καρδίαν οικοδομήσαι οίκον αναπαύσεως της κιβωτού διαθήκης Κυρίου και στάσιν ποδών Κυρίου ημών, και ητοίμασα τα εις την κατασκήνωσιν επιτήδεια· 3 και ο Θεός είπεν· ουκ οικοδομήσεις εμοί οίκον τού επονομάσαι το όνομά μου επ’ αυτώ, ότι άνθρωπος πολεμιστής εί σύ και αίμα εξέχεας. 4 και εξελέξατο Κύριος ο Θεός Ισραήλ εν εμοί από παντός οίκου πατρός μου είναι βασιλέα επί Ισραήλ εις τον αιώνα· και εν Ιούδα ηρέτικε το βασίλειον και εξ οίκου Ιούδα τον οίκον τού πατρός μου, και εν τοίς υιοίς τού πατρός μου εν εμοί ηθέλησε τού γενέσθαι με εις βασιλέα επί παντί Ισραήλ. 5 και από πάντων των υιών μου (ότι πολλούς υιούς έδωκέ μοι Κύριος) εξελέξατο εν Σαλωμών τώ υιώ μου καθίσαι αυτόν επί θρόνου βασιλείας Κυρίου επί τον Ισραήλ· 6 και είπέ μοι ο Θεός· Σαλωμών ο υιός σου οικοδομήσει τον οίκόν μου και την αυλήν μου, ότι ηρέτικα εν αυτώ είναί μου υιόν, καγώ έσομαι αυτώ εις πατέρα 7 και κατορθώσω την βασιλείαν αυτού έως αιώνος, εάν ισχύση τού φυλάξασθαι τας εντολάς μου και τα κρίματά μου ως η ημέρα αύτη. 8 και νύν κατά πρόσωπον πάσης εκκλησίας Κυρίου και εν ωσί Θεού ημών φυλάξασθε και ζητήσατε πάσας τας εντολάς Κυρίου τού Θεού ημών, ίνα κληρονομήσητε την γήν την αγαθήν και κατακληρονομήσητε τοίς υιοίς υμών μεθ’ υμάς έως αιώνος. 9 και νύν, Σαλωμών υιέ μου, γνώθι τον Θεόν των πατέρων σου και δούλευε αυτώ εν καρδία τελεία και ψυχή θελούση, ότι πάσας καρδίας ετάζει Κύριος και πάν ενθύμημα γινώσκει· εάν ζητήσης αυτόν, ευρεθήσεταί σοι, και εάν καταλείψης αυτόν, καταλείψει σε εις τέλος.
10 ιδέ νύν ότι Κύριος ηρέτικέ σε οικοδομήσαι αυτώ οίκον εις αγίασμα· ίσχυε και ποίει. 11 και έδωκε Δαυίδ Σαλωμών τώ υιώ αυτού το παράδειγμα τού ναού και των οίκων αυτού και των ζακχών αυτού και των υπερώων και των αποθηκών των εσωτέρων και τού οίκου τού εξιλασμού. 12 και το παράδειγμα, ό είχεν εν πνεύματι αυτού, των αυλών οίκου Κυρίου και πάντων των παστοφορίων των κύκλω των εις τας αποθήκας οίκου Κυρίου και των αποθηκών των αγίων και των καταλυμάτων 13 και των εφημεριών των ιερέων και των Λευιτών εις πάσαν εργασίαν λειτουργίας οίκου Κυρίου και των αποθηκών των λειτουργησίμων σκευών της λατρείας οίκου Κυρίου, 14 και τον σταθμόν της ολκής αυτών των τε χρυσών και αργυρών, 15 λυχνιών την ολκήν έδωκεν αυτώ και των λύχνων. 16 έδωκεν αυτώ ομοίως τον σταθμόν των τραπεζών της προθέσεως, εκάστης τραπέζης χρυσής και ωσαύτως των αργυρών, 17 και των κρεαγρών και σπονδείων και των φιαλών των χρυσών και τον σταθμόν των χρυσών και αργυρών, και θυίσκων κεφφουρέ εκάστου σταθμού. 18 και τον τού θυσιαστηρίου των θυμιαμάτων εκ χρυσίου δοκίμου σταθμόν υπέδειξεν αυτώ και το παράδειγμα τού άρματος των Χερουβίμ των διαπεπετασμένων ταίς πτέρυξι και σκιαζόντων επί της κιβωτού διαθήκης Κυρίου. 19 πάντα εν γραφή χειρός Κυρίου έδωκε Δαυίδ Σαλωμών κατά την περιγενηθείσαν αυτώ σύνεσιν της κατεργασίας τού παραδείγματος.
20 και είπε Δαυίδ Σαλωμών τώ υιώ αυτού· ίσχυε και ανδρίζου και ποίει, μη φοβού μηδέ πτοηθής, ότι Κύριος ο Θεός μου μετά σού, ου ανήσει σε και ου μη σε εγκαταλίπη έως τού συντελέσαι σε πάσαν εργασίαν λειτουργίας οίκου Κυρίου. και ιδού το παράδειγμα τού ναού και τού οίκου αυτού και ζακχώ αυτού και τα υπερώα και τας αποθήκας τας εσωτέρας και τον οίκον τού ιλασμού και το παράδειγμα οίκου Κυρίου. 21 και ιδού αι εφημερίαι των ιερέων και των Λευιτών εις πάσαν λειτουργίαν οίκου Κυρίου και μετά σού εν πάση πραγματεία και πάς πρόθυμος εν σοφία κατά πάσαν τέχνην και οι άρχοντες και πάς ο λαός εις πάντας τους λόγους σου.
1 ΚΑΙ είπε Δαυίδ ο βασιλεύς πάση τή εκκλησία· Σαλωμών ο υιός μου, εις ον ηρέτικεν εν αυτώ Κύριος, νέος και απαλός, και το έργον μέγα, ότι ουκ ανθρώπω, αλλ’ ή Κυρίω Θεώ. 2 κατά πάσαν την δύναμιν ητοίμακα εις οίκον Θεού μου χρυσίον, αργύριον, χαλκόν, σίδηρον, ξύλα, λίθους σοόμ, και πληρώσεως λίθους πολυτελείς και ποικίλους και πάντα λίθον τίμιον και Πάριον πολύν. 3 και έτι εν τώ ευδοκήσαί με εν οίκω Θεού μου έστι μοι ό περιπεποίημαι χρυσίον και αργύριον, και ιδού δέδωκα εις οίκον Θεού μου εις ύψος, εκτός ών ητοίμακα εις τον οίκον των αγίων, 4 τρισχίλια τάλαντα χρυσίου τού εκ Σουφίρ και επτακισχίλια τάλαντα αργυρίου δοκίμου εξαλειφήναι εν αυτοίς τους τοίχους τού ιερού, 5 εις το χρυσίον τώ χρυσίω και εις το αργύριον τώ αργυρίω, και εις πάν έργον διά χειρός των τεχνιτών. και τις ο προθυμούμενος πληρώσαι τας χείρας αυτού σήμερον Κυρίω; 6 και προεθυμήθησαν άρχοντες πατριών και οι άρχοντες των υιών Ισραήλ, και οι χιλίαρχοι και οι εκατόνταρχοι, και οι προστάται των έργων και οι οικοδόμοι τού βασιλέως 7 και έδωκαν εις τα έργα τού οίκου Κυρίου χρυσίου τάλαντα πεντακισχίλια και χρυσούς μυρίους και αργυρίου ταλάντων δέκα χιλιάδας και χαλκού τάλαντα μύρια οκτακισχίλια και σιδήρου ταλάντων χιλιάδας εκατόν. 8 και οίς ευρέθη παρ’ αυτοίς λίθος, έδωκαν εις τας αποθήκας οίκου Κυρίου διά χειρός Ιειήλ τού Γεδσωνί. 9 και ευφράνθη ο λαός υπέρ τού προθυμηθήναι, ότι εν καρδία πλήρει προεθυμήθησαν τώ Κυρίω, και Δαυίδ ο βασιλεύς ευφράνθη μεγάλως.
10 και ευλόγησεν ο βασιλεύς Δαυίδ τον Κύριον ενώπιον της εκκλησίας λέγων· ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός Ισραήλ, ο πατήρ ημών από τού αιώνος και έως τού αιώνος. 11 σοί, Κύριε, η μεγαλωσύνη και η δύναμις και το καύχημα και η νίκη και η ισχύς, ότι σύ πάντων των εν τώ ουρανώ και επί της γής δεσπόζεις, από προσώπου σου ταράσσεται πάς βασιλεύς και έθνος. 12 παρά σού ο πλούτος και η δόξα, σύ πάντων άρχεις, Κύριε, ο άρχων πάσης αρχής, και εν χειρί σου ισχύς και δυναστεία, και εν χειρί σου, παντοκράτωρ, μεγαλύναι και κατισχύσαι τα πάντα. 13 και νύν, Κύριε, εξομολογούμεθά σοι και αινούμεν το όνομα της καυχήσεώς σου. 14 και τις ειμι εγώ και τις ο λαός μου, ότι ισχύσαμεν προθυμηθήναί σοι κατά ταύτα; ότι σά τα πάντα, και εκ των σών δεδώκαμέν σοι. 15 ότι πάροικοί εσμεν εναντίον σου και παροικούντες ως πάντες οι πατέρες ημών· ως σκιά αι ημέραι ημών επί γής, και ουκ έστιν υπομονή. 16 Κύριε ο Θεός ημών, προς πάν το πλήθος τούτο, ό ητοίμακα οικοδομηθήναι οίκον τώ ονόματι τώ αγίω σου, εκ χειρός σού εστι, και σοί τα πάντα. 17 και έγνων, Κύριε, ότι σύ εί ο ετάζων καρδίας και δικαιοσύνην αγαπάς· εν απλότητι καρδίας προεθυμήθην ταύτα πάντα, και νύν τον λαόν σου τον ευρεθέντα ώδε είδον εν ευφροσύνη προθυμηθέντα σοι. 18 Κύριε ο Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ισραήλ, των πατέρων ημών, φύλαξον ταύτα εν διανοία καρδίας λαού σου εις τον αιώνα και κατεύθυνον τας καρδίας αυτών προς σε. 19 και Σαλωμών τώ υιώ μου δός καρδίαν αγαθήν ποιείν τας εντολάς σου και τα μαρτύριά σου και τα προστάγματά σου και τού επί τέλους αγαγείν την κατασκευήν τού οίκου σου.
20 και είπε Δαυίδ πάση τή εκκλησία· ευλογήσατε Κύριον τον Θεόν ημών· και ευλόγησε πάσα η εκκλησία Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών, και κάμψαντες τα γόνατα προσεκύνησαν τώ Κυρίω, και τώ βασιλεί. 21 και έθυσε Δαυίδ τώ Κυρίω θυσίας και ανήνεγκεν ολοκαυτώματα τώ Θεώ τή επαύριον της πρώτης ημέρας μόσχους χιλίους, κριούς χιλίους, άρνας χιλίους και τας σπονδάς αυτών και θυσίας εις πλήθος παντί τώ Ισραήλ. 22 και έφαγον και έπιον εναντίον τού Κυρίου εν εκείνη τή ημέρα μετά χαράς και εβασίλευσαν εκ δευτέρου τον Σαλωμών υιόν Δαυίδ και έχρισαν αυτόν τώ Κυρίω εις βασιλέα και Σαδώκ εις ιερωσύνην. 23 και εκάθισε Σαλωμών επί θρόνου Δαυίδ τού πατρός αυτού και ευδοκήθη, και υπήκουσαν αυτού πάς Ισραήλ· 24 οι άρχοντες και οι δυνάσται και πάντες υιοί Δαυίδ τού βασιλέως τού πατρός αυτού υπετάγησαν αυτώ. 25 και εμεγάλυνε Κύριος τον Σαλωμών επάνωθεν παντός Ισραήλ και έδωκεν αυτώ δόξαν βασιλέως, ό ουκ εγένετο επί παντός βασιλέως έμπροσθεν αυτού. 26 και Δαυίδ υιός Ιεσσαί εβασίλευσεν επί Ισραήλ 27 έτη τεσσαράκοντα, εν Χεβρών έτη επτά και εν Ιερουσαλήμ έτη τριακοντατρία. 28 και ετελεύτησεν εν γήρα καλώ, πλήρης ημερών, πλούτω και δόξη, και εβασίλευσε Σαλωμών υιός αυτού αντ’ αυτού. 29 οι δε λοιποί λόγοι τού βασιλέως Δαυίδ, οι πρότεροι και οι ύστεροι, γεγραμμένοι εισίν εν λόγοις Σαμουήλ τού βλέποντος και επί λόγων Νάθαν τού προφήτου και επί λόγων Γάδ τού βλέποντος
30 περί πάσης της βασιλείας αυτού και της δυναστείας αυτού, και οι καιροί, οί εγένοντο επ΄ αυτώ, και επί τον Ισραήλ και επί πάσας βασιλείας της γής.
1 ΚΑΙ ενίσχυσε Σαλωμών υιός Δαυίδ επί την βασιλείαν αυτού, και Κύριος ο Θεός αυτού μετ' αυτού και εμεγάλυνεν αυτόν εις ύψος. 2 και είπε Σαλωμών προς πάντα Ισραήλ, τοίς χιλιάρχοις και τοίς εκατοντάρχοις και τοίς κριταίς και πάσι τοίς άρχουσιν εναντίον Ισραήλ τοίς άρχουσι των πατριών. 3 και επορεύθη Σαλωμών και πάσα η εκκλησία εις την υψηλήν την εν Γαβαών, ού εκεί ήν η σκηνή τού μαρτυρίου τού Θεού, ήν εποίησε Μωυσής παίς Κυρίου εν τή ερήμω· 4 αλλά κιβωτόν τού Θεού ανήνεγκε Δαυίδ εκ πόλεως Καριαθιαρίμ, ότι ητοίμασεν αυτή Δαυίδ, ότι έπηξεν αυτή σκηνήν εν Ιερουσαλήμ. 5 και το θυσιαστήριον το χαλκούν, ό εποίησε Βεσελεήλ υιός Ουρίου, υιού Ώρ, εκεί ήν έναντι της σκηνής Κυρίου, και εξεζήτησεν αυτό Σαλωμών και η εκκλησία, 6 και ήνεγκε Σαλωμών εκεί επί το θυσιαστήριον το χαλκούν ενώπιον Κυρίου το εν τή σκηνή και ήνεγκεν επ' αυτώ ολοκαύτωσιν χιλίαν. 7 εν τή νυκτί εκείνη ώφθη Θεός τώ Σαλωμών και είπεν αυτώ· αίτησαι τι σοι δώ. 8 και είπε Σαλωμών προς τον Θεόν· σύ εποίησας μετά Δαυίδ τού πατρός μου έλεος μέγα και εβασίλευσάς με αντ' αυτού· 9 και νύν, Κύριε ο Θεός, πιστωθήτω δή το όνομά σου επί Δαυίδ τον πατέρα μου, ότι σύ εβασίλευσάς με επί λαόν πολύν, ως ο χούς της γής·
10 νύν σοφίαν και σύνεσιν δός μοι, και εξελεύσομαι ενώπιον τού λαού τούτου και εισελεύσομαι, ότι τις κρινεί τον λαόν σου τον μέγαν τούτον; 11 και είπεν ο Θεός προς Σαλωμών· ανθ' ών εγένετο τούτο εν τή καρδία σου και ουκ ητήσω πλούτον χρημάτων ουδέ δόξαν ουδέ την ψυχήν των υπεναντίων και ημέρας πολλάς ουκ ητήσω, και ήτησας σεαυτώ σοφίαν και σύνεσιν, όπως κρίνης τον λαόν μου, εφ' ον εβασίλευσά σε επ' αυτόν, 12 την σοφίαν και την σύνεσιν δίδωμί σοι και πλούτον και χρήματα και δόξαν δώσω σοι, ως ουκ εγενήθη όμοιός σοι εν τοίς βασιλεύσι τοίς έμπροσθέν σου, και μετά σε ουκ έσται ούτως. 13 και ήλθε Σαλωμών εκ βαμά της εν Γαβαών εις Ιερουσαλήμ πρό προσώπου της σκηνής τού μαρτυρίου και εβασίλευσεν επί Ισραήλ. 14 Καί συνήγαγε Σαλωμών άρματα και ιππείς, και εγένοντο αυτώ χίλια και τετρακόσια άρματα και δώδεκα χιλιάδες ιππέων· και κατέλιπεν αυτά εν πόλεσι των αρμάτων, και ο λαός μετά τού βασιλέως εν Ιερουσαλήμ. 15 και έθηκεν ο βασιλεύς το αργύριον και το χρυσίον εν Ιερουσαλήμ ως λίθους, και τας κέδρους εν τή Ιουδαία ως συκαμίνους τας εν τή πεδινή εις πλήθος. 16 και η έξοδος των ίππων Σαλωμών εξ Αιγύπτου, και η τιμή των εμπόρων τού βασιλέως· εμπορεύεσθαι ηγόραζον. 17 και ανέβαινον και εξήγον εξ Αιγύπτου άρμα έν εξακοσίων αργυρίου και ίππον πεντήκοντα και εκατόν αργυρίου· και ούτω πάσι τοίς βασιλεύσι των Χετταίων και τοίς βασιλεύσι Συρίας εν χερσίν αυτών έφερον.
1 ΚΑΙ είπε Σαλωμών τού οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματι Κυρίου και οίκον τή βασιλεία αυτού. 2 και συνήγαγε Σαλωμών εβδομήκοντα χιλιάδας ανδρών νωτοφόρων και ογδοήκοντα χιλιάδας λατόμων εν τώ όρει, και οι επιστάται επ' αυτών τρισχίλιοι εξακόσιοι. 3 και απέστειλε Σαλωμών προς Χιράμ βασιλέα Τύρου λέγων· ως εποίησας μετά Δαυίδ τού πατρός μου και απέστειλας αυτώ κέδρους τού οικοδομήσαι εαυτώ οίκον κατοικήσαι εν αυτώ, 4 και ιδού εγώ ο υιός αυτού οικοδομώ οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού μου αγιάσαι αυτόν αυτώ τού θυμιάν απέναντι αυτού θυμίαμα και πρόθεσιν διά παντός και τού αναφέρειν ολοκαυτώματα διά παντός το πρωί και το δείλης και εν τοίς σαββάτοις και εν ταίς νουμηνίαις και εν ταίς εορταίς τού Κυρίου Θεού ημών· εις τον αιώνα τούτο επί τον Ισραήλ. 5 και ο οίκος, ον εγώ οικοδομώ μέγας, ότι μέγας Κύριος ο Θεός ημών παρά πάντας τους θεούς. 6 και τις ισχύσει οικοδομήσαι αυτώ οίκον; ότι ο ουρανός και ο ουρανός τού ουρανού ου φέρουσι την δόξαν αυτού. και τις εγώ οικοδομών αυτώ οίκον; ότι αλλ' ή τού θυμιάν κατέναντι αυτού. 7 και νύν απόστειλόν μοι άνδρα σοφόν και ειδότα τού ποιήσαι εν τώ χρυσίω και εν τώ αργυρίω και εν τώ χαλκώ και εν τώ σιδήρω και εν τή πορφύρα και εν τώ κοκκίνω και εν τή υακίνθω και επιστάμενον γλύψαι γλυφήν μετά των σοφών των μετ' εμού εν Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ, ά ητοίμασε Δαυίδ ο πατήρ μου. 8 και απόστειλόν μοι ξύλα κέδρινα και αρκεύθινα και πεύκινα εκ τού Λιβάνου, ότι εγώ οίδα ως οι δούλοί σου οίδασι κόπτειν ξύλα εκ τού Λιβάνου· και ιδού οι παίδές σου μετά των παίδων μου 9 πορεύσονται ετοιμάσαι μοι ξύλα εις πλήθος, ότι ο οίκος, ον εγώ οικοδομώ μέγας και ένδοξος.
10 και ιδού τοίς εργαζομένοις τοίς κόπτουσι ξύλα εις βρώματα δέδωκα σίτον εις δόματα τοίς παισί σου κόρων πυρού είκοσι χιλιάδας και κριθών κόρων είκοσι χιλιάδας και οίνου μέτρων είκοσι χιλιάδας και ελαίου μέτρων είκοσι χιλιάδας. 11 και είπε Χιράμ βασιλεύς Τύρου εν γραφή και απέστειλε προς Σαλωμών λέγων· εν τώ αγαπήσαι Κύριον τον λαόν αυτού έδωκέ σε επ' αυτούς βασιλέα. 12 και είπε Χιράμ· ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ός εποίησε τον ουρανόν και την γήν, ός έδωκε τώ Δαυίδ τώ βασιλεί υιόν σοφόν και επιστάμενον επιστήμην και σύνεσιν, ός οικοδομήσει οίκον τώ Κυρίω και οίκον τή βασιλεία αυτού. 13 και νύν απέστειλά σοι άνδρα σοφόν και ειδότα σύνεσιν Χιράμ τον πατέρα μου (14 η μήτηρ αυτού από θυγατέρων Δάν, και ο πατήρ αυτού ανήρ Τύριος) ειδότα ποιήσαι εν χρυσίω και εν αργυρίω και εν χαλκώ και εν σιδήρω και εν λίθοις και ξύλοις και υφαίνειν εν τή πορφύρα και εν τή υακίνθω και εν τή βύσσω και εν τώ κοκκίνω και γλύψαι γλυφάς και διανοείσθαι πάσαν διανόησιν, όσα αν δώς αυτώ, μετά των σοφών σου και σοφών Δαυίδ κυρίου μου πατρός σου. 15 και νύν τον σίτον και την κριθήν και το έλαιον και τον οίνον, ά είπεν ο κύριός μου, αποστειλάτω τοίς παισίν αυτού. 16 και ημείς κόψομεν ξύλα εκ τού Λιβάνου κατά πάσαν την χρείαν σου και άξομεν αυτά σχεδίαις επί θάλασσαν Ιόππης, και σύ άξεις αυτά εις Ιερουσαλήμ. 17 και συνήγαγε Σαλωμών πάντας τους άνδρας τους προσηλύτους τους εν γη Ισραήλ μετά τον αριθμόν, ον ηρίθμησεν αυτούς Δαυίδ ο πατήρ αυτού, και ευρέθησαν εκατόν πεντήκοντα χιλιάδες και τρισχίλιοι εξακόσιοι. 18 και εποίησεν εξ αυτών εβδομήκοντα χιλιάδας νωτοφόρων και ογδοήκοντα χιλιάδας λατόμων και τρισχιλίους εξακοσίους εργοδιώκτας επί τον λαόν.
1 ΚΑΙ ήρξατο Σαλωμών τού οικοδομείν τον οίκον Κυρίου εν Ιερουσαλήμ εν όρει τού Αμωρία, ού ώφθη Κύριος τώ Δαυίδ πατρί αυτού, εν τώ τόπω, ώ ητοίμασε Δαυίδ εν άλω Ορνά τού Ιεβουσαίου. 2 και ήρξατο οικοδομήσαι εν τώ μηνί τώ δευτέρω εν τώ έτει τώ τετάρτω της βασιλείας αυτού. 3 και ταύτα ήρξατο Σαλωμών τού οικοδομήσαι τον οίκον τού Θεού· μήκος πήχεων η διαμέτρησις η πρώτη πήχεων εξήκοντα και εύρος πήχεων είκοσι. 4 και αιλάμ κατά πρόσωπον τού οίκου, μήκος επί πρόσωπον πλάτους τού οίκου πήχεων είκοσι και ύψος πήχεων εκατόν είκοσι· και κατεχρύσωσεν αυτόν έσωθεν χρυσίω καθαρώ. 5 και τον οίκον τον μέγαν εξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις και κατεχρύσωσε χρυσίω καθαρώ και έγλυψεν επ' αυτού φοίνικας και χαλαστά. 6 και εκόσμησε τον οίκον λίθοις τιμίοις εις δόξαν και εχρύσωσε χρυσίω χρυσίου τού εκ Φαρουίμ 7 και εχρύσωσε τον οίκον και τους τοίχους αυτού και τους πυλώνας και τα οροφώματα και τα θυρώματα χρυσίω και έγλυψε Χερουβίμ επί των τοίχων. 8 και εποίησε τον οίκον τού αγίου των αγίων, μήκος αυτού επί πρόσωπον πλάτους τού οίκου πήχεων είκοσι και το εύρος πήχεων είκοσι, και εχρύσωσεν αυτόν χρυσίω καθαρώ εις Χερουβίμ εις τάλαντα εξακόσια. 9 και ολκή των ήλων, ολκή τού ενός πεντήκοντα σίκλοι χρυσίου. και το υπερώον εχρύσωσε χρυσίω.
10 και εποίησεν εν τώ οίκω τώ αγίω των αγίων Χερουβίμ δύο, έργον εκ ξύλων και εχρύσωσεν αυτά χρυσίω. 11 και αι πτέρυγες των Χερουβίμ το μήκος πήχεων είκοσι, και η πτέρυξ η μία πήχεων πέντε απτομένη τού τοίχου τού οίκου, και η πτέρυξ η ετέρα πήχεων πέντε απτομένη της πτέρυγος τού Χερούβ τού ετέρου· 13 και αι πτέρυγες των Χερουβίμ τούτων διαπεπετασμέναι πήχεων είκοσι· και αυτά εστηκόκα επί τους πόδας αυτών, και τα πρόσωπα αυτών εις τον οίκον. 14 και εποίησε το καταπέτασμα υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου και βύσσου και ύφανεν εν αυτώ Χερουβίμ. 15 και εποίησεν έμπροσθεν τού οίκου στύλους δύο, πήχεων τριακονταπέντε το ύψος και τας κεφαλάς αυτών πήχεων πέντε. 16 και εποίησε σερσερώθ εν τώ δαβίρ και έδωκεν επί των κεφαλών των στύλων. και εποίησε ροίσκους εκατόν και εποίησε ροίσκους επί των χαλαστών. 17 και έστησε τους στύλους κατά πρόσωπον τού ναού, ένα εκ δεξιών και τον ένα εξ ευωνύμων, και εκάλεσε το όνομα τού εκ δεξιών Κατόρθωσις και το όνομα τού εξ αριστερών Ισχύς.
1 ΚΑΙ εποίησε θυσιαστήριον χαλκούν, είκοσι πήχεων το μήκος και είκοσι πήχεων το εύρος και δέκα πήχεων το ύψος. 2 και εποίησε την θάλασσαν χυτήν, δέκα πήχεων την διαμέτρησιν, στρογγύλην κυκλόθεν, και πέντε πήχεων το ύψος και το κύκλωμα τριάκοντα πήχεων. 3 και ομοίωμα μόσχων υποκάτω αυτής, κύκλω κυκλούσιν αυτήν, δέκα πήχεις περιέχουσι τον λουτήρα κυκλόθεν. δύο γένη εχώνευσαν τους μόσχους εν τή χωνεύσει αυτών, 4 ή εποίησαν αυτούς, δώδεκα μόσχους, οι τρεις βλέποντες βορράν και οι τρεις δυσμάς και οι τρεις νότον και οι τρεις κατ' ανατολάς, και η θάλασσα επ' αυτών άνω, ήσαν τα οπίσθια αυτών έσω. 5 και το πάχος αυτής παλαιστής, και το χείλος αυτής ως χείλος ποτηρίου, διαγεγλυμμένα βλαστούς κρίνου, χωρούσαν μετρητάς τρισχιλίους· και εξετέλεσε. 6 και εποίησε λουτήρας δέκα και έθηκε τους πέντε εκ δεξιών και τους πέντε εξ αριστερών τού πλύνειν εν αυτοίς τα έργα των ολοκαυτωμάτων και αποκλύζειν εν αυτοίς· και η θάλασσα εις το νίπτεσθαι τους ιερείς εν αυτή. 7 και εποίησε τας λυχνίας τας χρυσάς δέκα κατά το κρίμα αυτών και έθηκεν εν τώ ναώ, πέντε εκ δεξιών και πέντε εξ αριστερών. 8 και εποίησε τραπέζας δέκα και έθηκεν εν τώ ναώ, πέντε εκ δεξιών και πέντε εξ ευωνύμων, και εποίησε φιάλας χρυσάς εκατόν. 9 και εποίησε την αυλήν των ιερέων και την αυλήν την μεγάλην και θύρας τή αυλή και θυρώματα αυτών κατακεχαλκωμένα χαλκώ·
10 και την θάλασσαν έθηκεν από γωνίας τού οίκου εκ δεξιών ως προς ανατολάς κατέναντι. 11 και εποίησε Χιράμ τας κρεάγρας και τα πυρεία και την εσχάραν τού θυσιαστηρίου και πάντα τα σκεύη αυτού. και συνετέλεσε Χιράμ ποιήσαι πάσαν την εργασίαν, ήν εποίησε Σαλωμών τώ βασιλεί εν οίκω τού Θεού, 12 στύλους δύο και επ' αυτών γωλάθ τή χωθαρέθ επί των κεφαλών των στύλων δύο και δίκτυα δύο συγκαλύψαι τας κεφαλάς των χωθαρέθ, ά εστιν επί των κεφαλών των στύλων, 13 και κώδωνας χρυσούς τετρακοσίους εις τα δύο δίκτυα και δύο γένη ροίσκων εν τώ δικτύω τώ ενί τού συγκαλύψαι τας δύο γωλάθ των χωθαρέθ, ά εστιν επάνω των στύλων. 14 και τας μεχωνώθ εποίησε δέκα, και τους λουτήρας εποίησεν επί των μεχωνώθ 15 και την θάλασσαν μίαν και τους μόσχους τους δώδεκα υποκάτω αυτής 16 και τους ποδιστήρας και τους αναλημπτήρας και τους λέβητας και τας κρεάγρας και πάντα τα σκεύη αυτών, ά εποίησε Χιράμ, και ανήνεγκε τώ βασιλεί Σαλωμών εν οίκω Κυρίου χαλκού καθαρού. 17 εν τώ περιχώρω τού Ιορδάνου εχώνευσεν αυτά ο βασιλεύς εν τώ πάχει της γής εν οίκω Σοκχώθ και ανά μέσον Σαρηδαθά. 18 και εποίησε Σαλωμών πάντα τα σκεύη ταύτα εις πλήθος σφόδρα, ότι ουκ εξέλιπεν ολκή τού χαλκού. 19 και εποίησε Σαλωμών πάντα τα σκεύη οίκου Κυρίου και το θυσιαστήριον το χρυσούν και τας τραπέζας (και επ' αυτών άρτοι προθέσεως)
20 και τας λυχνίας και τους λύχνους τού φωτός κατά το κρίμα και κατά πρόσωπον τού δαβίρ χρυσίου καθαρού 21 και λαβίδες αυτών και οι λύχνοι αυτών και τας φιάλας και τας θυίσκας και τα πυρεία χρυσίου καθαρού, 22 και η θύρα τού οίκου η εσωτέρα εις τα άγια των αγίων, και τας θύρας τού οίκου τού ναού χρυσάς.
1 ΚΑΙ συνετελέσθη πάσα η εργασία, ήν εποίησε Σαλωμών εν οίκω Κυρίου. και εισήνεγκε Σαλωμών τα άγια Δαυίδ τού πατρός αυτού, το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη και έδωκεν εις θησαυρόν οίκου Κυρίου. 2 τότε εξεκκλησίασε Σαλωμών πάντας τους πρεσβυτέρους Ισραήλ και πάντας τους άρχοντας των φυλών τους ηγουμένους πατριών υιών Ισραήλ εις Ιερουσαλήμ τού ανενέγκαι κιβωτόν διαθήκης Κυρίου εκ πόλεως Δαυίδ (αύτη Σιών)· 3 και εξεκκλησιάσθησαν προς τον βασιλέα πάς Ισραήλ εν τή εορτή (ούτος ο μην έβδομος) 4 και ήλθον πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ και έλαβον πάντες οι Λευίται την κιβωτόν 5 και ανήνεγκαν την κιβωτόν και την σκηνήν τού μαρτυρίου και πάντα τα σκεύη τα άγια εν τή σκηνή, και ανήνεγκαν αυτήν οι ιερείς και οι Λευίται. 6 και ο βασιλεύς Σαλωμών και πάσα συναγωγή Ισραήλ και οι φοβούμενοι και οι επισυνηγμένοι αυτών έμπροσθεν της κιβωτού θύοντες μόσχους και πρόβατα, οί ουκ αριθμηθήσονται και οί ου λογισθήσονται από τού πλήθους. 7 και εισήνεγκαν οι ιερείς την κιβωτόν διαθήκης Κυρίου εις τον τόπον αυτής, εις το δαβίρ τού οίκου εις τα άγια των αγίων, υποκάτω των πτερύγων των Χερουβίμ. 8 και ήν τα Χερουβίμ διαπεπετακότα τας πτέρυγας αυτών επί τον τόπον της κιβωτού, και συνεκάλυπτε τα Χερουβίμ επί την κιβωτόν και επί τους αναφορείς αυτής επάνωθεν· 9 και υπερείχον οι αναφορείς, και εβλέποντο αι κεφαλαί των αναφορέων εκ των αγίων εις πρόσωπον τού δαβίρ, ουκ εβλέποντο έξω· και ήσαν εκεί έως της ημέρας ταύτης.
10 ουκ ήν εν τή κιβωτώ πλήν δύο πλάκες, ας έθηκε Μωυσής εν Χωρήβ, ά διέθετο Κύριος μετά των υιών Ισραήλ εν τώ εξελθείν αυτούς εκ γής Αιγύπτου. 11 και εγένετο εν τώ εξελθείν τους ιερείς εκ των αγίων ~ότι πάντες οι ιερείς οι ευρεθέντες ηγιάσθησαν, ουκ ήσαν διατεταγμένοι κατ' εφημερίαν, 12 και οι Λευίται οι ψαλτωδοί πάντες τοίς υιοίς Ασάφ, τώ Αιμάν, τώ Ιδιθούν και τοίς υιοίς αυτών και τοίς αδελφοίς αυτών, των ενδεδυμένων στολάς βυσσίνας, εν κυμβάλοις και εν νάβλαις και εν κινύραις, εστηκότες κατέναντι τού θυσιαστηρίου και μετ' αυτών ιερείς εκατόν είκοσι σαλπίζοντες ταίς σάλπιγξι· 13 και εγένετο μία φωνή εν τώ σαλπίζειν και εν τώ ψαλτωδείν και εν τώ αναφωνείν φωνή μια τού εξομολογείσθαι και αινείν τώ Κυρίω~ και ύψωσαν φωνήν εν σάλπιγξι και εν κυμβάλοις και εν οργάνοις των ωδών και έλεγον· εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι αγαθόν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. και ο οίκος ενεπλήσθη νεφέλης δόξης Κυρίου, 14 και ουκ ηδύναντο οι ιερείς τού στήναι λειτουργείν από προσώπου της νεφέλης, ότι ενέπλησε δόξα Κυρίου τον οίκον τού Θεού.
1 ΤΟΤΕ είπε Σαλωμών· Κύριος είπε τού κατασκηνώσαι εν γνόφω· 2 και εγώ ωκοδόμηκα οίκον τώ ονόματί σου άγιόν σοι και έτοιμον τού κατασκηνώσαι εις τους αιώνας. 3 και επέστρεψεν ο βασιλεύς το πρόσωπον αυτού και ευλόγησε την πάσαν εκκλησίαν Ισραήλ, και πάσα η εκκλησία Ισραήλ παρειστήκει. 4 και είπεν· ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ως ελάλησεν εν στόματι αυτού προς Δαυίδ τον πατέρα μου και εν χερσίν αυτού επλήρωσε λέγων· 5 από της ημέρας, ής ανήγαγον τον λαόν μου εκ γής Αιγύπτου, ουκ εξελεξάμην εν πόλει από πασών φυλών Ισραήλ τού οικοδομήσαι οίκον τού είναι το όνομά μου εκεί και ουκ εξελεξάμην ανδρί τού είναι εις ηγούμενον επί τον λαόν μου Ισραήλ· 6 και εξελεξάμην την Ιερουσαλήμ γενέσθαι το όνομά μου εκεί και εξελεξάμην εν Δαυίδ τού είναι επί τον λαόν μου Ισραήλ. 7 και εγένετο επί καρδίαν Δαυίδ τού πατρός μου τού οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού Ισραήλ, 8 και είπε Κύριος προς Δαυίδ πατέρα μου· διότι εγένετο επί καρδίαν σου τού οικοδομήσαι οίκον τώ ονόματί μου, καλώς εποίησας, ότι εγένετο επί την καρδίαν σου· 9 πλήν σύ ουκ οικοδομήσεις τον οίκον, ότι ο υιός σου, ός εξελεύσεται εκ της οσφύος σου, ούτος οικοδομήσει τον οίκον τώ ονόματί μου.
10 και ανέστησε Κύριος τον λόγον τούτον, ον ελάλησε, και εγενήθην αντί Δαυίδ τού πατρός μου και εκάθισα επί τον θρόνον Ισραήλ, καθώς ελάλησε Κύριος, και ωκοδόμησα τον οίκον τώ ονόματι Κυρίου Θεού Ισραήλ 11 και έθηκα εκεί την κιβωτόν, εν ή εκεί διαθήκη Κυρίου, ήν διέθετο τώ Ισραήλ. 12 Καί έστη κατέναντι τού θυσιαστηρίου Κυρίου έναντι πάσης εκκλησίας Ισραήλ και διεπέτασε τας χείρας αυτού· 13 ότι εποίησε Σαλωμών βάσιν χαλκήν και έθηκεν αυτήν εν μέσω της αυλής τού ιερού, πέντε πήχεων το μήκος αυτής και πέντε πήχεων το εύρος αυτής και τριών πήχεων το ύψος αυτής, και έστη επ' αυτής και έπεσεν επί τα γόνατα έναντι πάσης εκκλησίας Ισραήλ και διεπέτασε τας χείρας αυτού εις τον ουρανόν 14 και είπε· Κύριε ο Θεός Ισραήλ, ουκ έστιν όμοιός σοι Θεός εν ουρανώ και επί της γής, φυλάσσων την διαθήκην και το έλεος τοίς παισί σου τοίς πορευομένοις εναντίον σου εν όλη καρδία. 15 ά εφύλαξας τώ παιδί σου Δαυίδ τώ πατρί μου, ά ελάλησας αυτώ λέγων, και ελάλησας εν στόματί σου και εν χερσί σου επλήρωσας ως η ημέρα αύτη. 16 και νύν, Κύριε ο Θεός Ισραήλ, φύλαξον τώ παιδί σου τώ Δαυίδ τώ πατρί μου ά ελάλησας αυτώ λέγων· ουκ εκλείψει σοι ανήρ από προσώπου μου καθήμενος επί θρόνου Ισραήλ, πλήν εάν φυλάξωσιν οι υιοί σου την οδόν αυτών τού πορεύεσθαι εν τώ νόμω μου, ως επορεύθης εναντίον μου. 17 και νύν, Κύριε ο Θεός Ισραήλ, πιστωθήτω δή το ρήμά σου, ό ελάλησας τώ παιδί σου τώ Δαυίδ, 18 ότι ει αληθώς κατοικήσει Θεός μετά ανθρώπων επί της γής; ει ο ουρανός και ο ουρανός τού ουρανού ουκ αρκέσουσί σοι, και τις ο οίκος ούτος, ον ωκοδόμησα; 19 και επιβλέψη επί την προσευχήν παιδός σου και επί την δέησίν μου, Κύριε ο Θεός, τού επακούσαι της δεήσεως και της προσευχής, ής ο παίς σου προσεύχεται εναντίον σου σήμερον,
20 τού είναι οφθαλμούς σου ανεωγμένους επί τον οίκον τούτον ημέρας και νυκτός εις τον τόπον τούτον, ον είπας επικληθήναι το όνομά σου εκεί, τού ακούσαι της προσευχής, ής προσεύχεται ο παίς σου εις τον τόπον τούτον. 21 και ακούση της δεήσεως τού παιδός σου και τού λαού σου Ισραήλ, ά αν προσεύξωνται εις τον τόπον τούτον, και σύ εισακούση εν τώ τόπω της κατοικήσεώς σου εκ τού ουρανού και ακούση και ίλεως έση. 22 εάν αμάρτη ανήρ τώ πλησίον αυτού και λάβη επ' αυτόν αράν τού αράσθαι αυτόν, και έλθη και αράσηται κατέναντι τού θυσιαστηρίου εν τώ οίκω τούτω, 23 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού και ποιήσεις και κρινείς τους δούλους σου τού αποδούναι τώ ανόμω και αποδούναι οδούς αυτού εις κεφαλήν αυτού, και τού δικαιώσαι δίκαιον, τού αποδούναι αυτώ κατά την δικαιοσύνην αυτού. 24 και εάν θραυσθή ο λαός σου Ισραήλ κατέναντι τού εχθρού, εάν αμάρτωσί σοι, και επιστρέψωσι και εξομολογήσωνται τώ ονόματί σου και προσεύξωνται και δεηθώσιν εναντίον σου εν τώ οίκω τούτω, 25 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού και ίλεως έση ταίς αμαρτίαις λαού σου Ισραήλ και αποστρέψεις αυτούς εις την γήν, ήν έδωκας αυτοίς και τοίς πατράσιν αυτών. 26 εν τώ συσχεθήναι τον ουρανόν και μη γενέσθαι υετόν, ότι αμαρτήσονταί σοι, και προσεύξονται εις τον τόπον τούτον και αινέσουσι το όνομά σου και από των αμαρτιών αυτών επιστρέψουσιν, ότι ταπεινώσεις αυτούς, 27 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού και ίλεως έση ταίς αμαρτίαις των παίδων σου και τού λαού σου Ισραήλ, ότι δηλώσεις αυτοίς την οδόν την αγαθήν, εν ή πορεύσονται εν αυτή, και δώσεις υετόν επί την γήν σου, ήν έδωκας τώ λαώ σου εις κληρονομίαν. 28 λιμός εάν γένηται επί της γής, θάνατος εάν γένηται, ανεμοφθορία και ίκτερος, ακρίς και βρούχος εάν γένηται, και εάν θλίψη αυτόν ο εχθρός κατέναντι των πόλεων αυτών, κατά πάσαν πληγήν και πάντα πόνον, 29 και πάσα προσευχή και πάσα δέησις, ή εάν γένηται παντί ανθρώπω και παντί λαώ σου Ισραήλ, εάν γνώ άνθρωπος την αφήν αυτού και την μαλακίαν αυτού και διαπετάση τας χείρας αυτού εις τον οίκον τούτον,
30 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου και ιλάση και δώσεις ανδρί κατά τας οδούς αυτού, ως αν γνώς την καρδίαν αυτού, ότι μόνος γινώσκεις την καρδίαν υιών ανθρώπων, 31 όπως φοβώνται πάσας οδούς σου πάσας τας ημέρας, ας αυτοί ζώσιν επί πρόσωπον της γής, ής έδωκας τοίς πατράσιν ημών. 32 και πάς αλλότριος, ός ουκ εκ τού λαού σου Ισραήλ εστιν αυτός και έλθη εκ γής μακρόθεν διά το όνομά σου το μέγα και την χείρά σου την κραταιάν και τον βραχίονά σου τον υψηλόν και έλθωσι και προσεύξωνται εις τον τόπον τούτον, 33 και σύ εισακούση εκ τού ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου και ποιήσεις κατά πάντα, όσα αν επικαλέσηταί σε ο αλλότριος, όπως γνώσι πάντες οι λαοί της γής το όνομά σου και τού φοβείσθαί σε ως ο λαός σου Ισραήλ και τού γνώναι ότι το όνομά σου επικέκληται επί τον οίκον τούτον, ον ωκοδόμησα. 34 εάν δε εξέλθη ο λαός σου εις πόλεμον επί τους εχθρούς αυτού εν οδώ, ή αποστελείς αυτούς, και προσεύξωνται προς σε κατά την οδόν της πόλεως ταύτης, ήν εξελέξω εν αυτή, και οίκου, ού ωκοδόμηκα τώ ονόματί σου, 35 και ακούση εκ τού ουρανού της προσευχής αυτών και της δεήσεως αυτών και ποιήσεις το δικαίωμα αυτών. 36 ότι αμαρτήσονταί σοι (ότι ουκ έσται άνθρωπος, ός ουχ αμαρτήσεται) και πατάξεις αυτούς και παραδώσεις αυτούς κατά πρόσωπον εχθρών και αιχμαλωτεύσουσιν αυτούς οι αιχμαλωτεύοντες αυτούς εις γήν εχθρών εις γήν μακράν ή εγγύς 37 και επιστρέψωσι καρδίαν αυτών εν τή γη αυτών, ού μετήχθησαν εκεί, και γε επιστρέψωσι και δεηθώσί σου εν τή αιχμαλωσία αυτών λέγοντες· ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν, 38 και επιστρέψωσι προς σε εν όλη καρδία και εν όλη ψυχή αυτών εν γη αιχμαλωτευσάντων αυτούς και προσεύξωνται οδόν γής αυτών, ής έδωκας τοίς πατράσιν αυτών, και της πόλεως, ής εξελέξω, και τού οίκου, ού ωκοδόμησα τώ ονόματί σου, 39 και ακούση εκ τού ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου της προσευχής αυτών και της δεήσεως αυτών και ποιήσεις κρίματα και ίλεως έση τώ λαώ τώ αμαρτώντί σοι. 40 και νύν, Κύριε, έστωσαν δή οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι και τα ώτά σου επήκοα επί την δέησιν τού τόπου τούτου. 41 και νύν ανάστηθι, Κύριε ο Θεός, εις την κατάπαυσίν σου, σύ και η κιβωτός της ισχύος σου. οι ιερείς σου, Κύριε ο Θεός, ενδύσαιντο σωτηρίαν, και οι υιοί σου ευφρανθήτωσαν εν αγαθοίς. 42 Κύριε ο Θεός, μη αποστρέψης το πρόσωπον τού χριστού σου, μνήσθητι τα ελέη Δαυίδ τού δούλου σου.
1 ΚΑΙ ως συνετέλεσε Σαλωμών προσευχόμενος, και το πύρ κατέβη εκ τού ουρανού και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας, και δόξα Κυρίου έπλησε τον οίκον. 2 και ουκ ηδύναντο οι ιερείς εισελθείν εις τον οίκον Κυρίου εν τώ καιρώ εκείνω, ότι έπλησε δόξα Κυρίου τον οίκον. 3 και πάντες οι υιοί Ισραήλ εώρων καταβαίνον το πύρ, και η δόξα Κυρίου επί τον οίκον, και έπεσον επί πρόσωπον επί την γήν επί το λιθόστρωτον και προσεκύνησαν και ήνουν τώ Κυρίω, ότι αγαθόν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 4 και ο βασιλεύς και πάς ο λαός θύοντες θύματα έναντι Κυρίου. 5 και εθυσίασεν ο βασιλεύς Σαλωμών την θυσίαν μόσχων είκοσι και δύο χιλιάδας και βοσκημάτων εκατόν και είκοσι χιλιάδας, και ενεκαίνισε τον οίκον τού Θεού ο βασιλεύς και πάς ο λαός. 6 και οι ιερείς επί τας φυλακάς αυτών εστηκότες, και οι Λευίται εν οργάνοις ωδών Κυρίου τού Δαυίδ τού βασιλέως τού εξομολογείσθαι έναντι Κυρίου, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, εν ύμνοις Δαυίδ διά χειρός αυτών, και οι ιερείς σαλπίζοντες ταίς σάλπιγξιν εναντίον αυτών, και πάς Ισραήλ εστηκώς. 7 και ηγίασε Σαλωμών το μέσον της αυλής της εν οίκω Κυρίου, ότι εποίησεν εκεί τα ολοκαυτώματα και τα στέατα των σωτηρίων, ότι το θυσιαστήριον το χαλκούν, ό εποίησε Σαλωμών, ουκ εξεποίει δέξασθαι τα ολοκαυτώματα και τα μαναά και τα στέατα. 8 και εποίησε Σαλωμών την εορτήν εν τώ καιρώ εκείνω επτά ημέρας και πάς Ισραήλ μετ' αυτού, εκκλησία μεγάλη σφόδρα από εισόδου Αιμάθ και έως χειμάρρου Αιγύπτου. 9 και εποίησεν εν τή ημέρα τή ογδόη εξόδιον, ότι εγκαινισμόν τού θυσιαστηρίου εποίησεν επτά ημέρας εορτήν.
10 και εν τή τρίτη και εικοστή τού μηνός τού εβδόμου απέστειλε τον λαόν εις τα σκηνώματα αυτών ευφραινομένους και αγαθή καρδία επί τοίς αγαθοίς, οίς εποίησε Κύριος τώ Δαυίδ, και τώ Σαλωμώντι και τώ Ισραήλ λαώ αυτού. 11 Καί συνετέλεσε Σαλωμών τον οίκον Κυρίου και τον οίκον τού βασιλέως· και πάντα, όσα ηθέλησεν εν τή ψυχή Σαλωμών τού ποιήσαι εν οίκω Κυρίου και εν οίκω αυτού, ευωδώθη. 12 και ώφθη Κύριος τώ Σαλωμών την νύκτα και είπεν αυτώ· ήκουσα της προσευχής σου και εξελεξάμην εν τώ τόπω τούτω εμαυτώ εις οίκον θυσίας. 13 εάν συσχώ τον ουρανόν και μη γένηται υετός, και εάν εντείλωμαι τή ακρίδι καταφαγείν το ξύλον, και εάν αποστείλω θάνατον εν τώ λαώ μου, 14 και εάν εντραπή ο λαός μου εφ' ούς επικέκληται το όνομά μου επ' αυτούς, και προσεύξωνται και ζητήσωσι το πρόσωπόν μου και αποστρέψωσιν από των οδών αυτών των πονηρών, και εγώ εισακούσομαι εκ τού ουρανού και ίλεως έσομαι ταίς αμαρτίαις αυτών και ιάσομαι την γήν αυτών. 15 και νύν οι οφθαλμοί μου έσονται ανεωγμένοι και τα ώτά μου επήκοα τή προσευχή τού τόπου τούτου. 16 και νύν εξελεξάμην και ηγίακα τον οίκον τούτον τού είναι όνομά μου εκεί έως αιώνος, και έσονται οι οφθαλμοί μου και η καρδία μου εκεί πάσας τας ημέρας. 17 και σύ εάν πορευθής εναντίον μου ως Δαυίδ ο πατήρ σου και ποιήσεις κατά πάντα, ά ενετειλάμην σοι, και τα προστάγματά μου και τα κρίματά μου φυλάξη, 18 και αναστήσω τον θρόνον της βασιλείας σου, ως διεθέμην Δαυίδ τώ πατρί σου λέγων· ουκ εξαρθήσεταί σοι ηγούμενος ανήρ εν Ισραήλ. 19 και εάν αποστρέψητε υμείς και εγκαταλίπητε τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου, ας έδωκα εναντίον υμών, και πορευθήτε και λατρεύσητε θεοίς ετέροις και προσκυνήσητε αυτοίς,
20 και εξαρώ υμάς από της γής, ής έδωκα αυτοίς, και τον οίκον τούτον, ον ηγίασα τώ ονόματί μου, αποστρέψω εκ προσώπου μου και δώσω αυτόν εις παραβολήν και εις διήγημα εν πάσι τοίς έθνεσι. 21 και ο οίκος ούτος ο υψηλός, πάς ο διαπορευόμενος αυτόν εκστήσεται και ερεί· χάριν τίνος εποίησε Κύριος τή γη ταύτη και τώ οίκω τούτω; 22 και ερούσι· διότι εγκατέλιπον Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών τον εξαγαγόντα αυτούς εκ γής Αιγύπτου και αντελάβοντο θεών ετέρων και προσεκύνησαν αυτοίς και εδούλευσαν αυτοίς, διά τούτο επήγαγεν επ' αυτούς πάσαν την κακίαν ταύτην.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά είκοσιν έτη, εν οίς ωκοδόμησε Σαλωμών τον οίκον Κυρίου και τον οίκον αυτού, 2 και τας πόλεις, ας έδωκε Χιράμ τώ Σαλωμών, ωκοδόμησεν αυτάς Σαλωμών και κατώκισεν εκεί τους υιούς Ισραήλ. 3 και ήλθε Σαλωμών εις Βαισωβά και κατίσχυσεν αυτήν. 4 και ωκοδόμησε την Θοεδμόρ εν τή ερήμω και πάσας τας πόλεις τας οχυράς, ας ωκοδόμησεν εν Ημάθ. 5 και ωκοδόμησε την Βαιθωρών την άνω και την Βαιθωρών την κάτω, πόλεις οχυράς, τείχη, πύλαι και μοχλοί, 6 και την Βααλάθ και πάσας τας πόλεις τας οχυράς, αί ήσαν τώ Σαλωμών, και πάσας τας πόλεις των αρμάτων και τας πόλεις των ιππέων και όσα επεθύμησε Σαλωμών κατά την επιθυμίαν τού οικοδομήσαι εν Ιερουσαλήμ και εν τώ Λιβάνω και εν πάση τή βασιλεία αυτού. 7 πάς ο λαός ο καταλειφθείς από τού Χετταίου και τού Αμορραίου και τού Φερεζαίου και τού Ευαίου και τού Ιεβουσαίου, οί ουκ εισίν εκ τού Ισραήλ, 8 αλλ' ήσαν εκ των υιών αυτών των καταλειφθέντων μετ' αυτούς εν τή γη, ούς ουκ εξωλόθρευσαν οι υιοί Ισραήλ, και ανήγαγεν αυτούς Σαλωμών εις φόρον έως της ημέρας ταύτης. 9 και εκ των υιών Ισραήλ ουκ έδωκε Σαλωμών εις παίδας τή βασιλεία αυτού, ότι αυτοί άνδρες πολεμισταί και άρχοντες και δυνατοί και άρχοντες αρμάτων και ιππέων.
10 και ούτοι άρχοντες των προστατών βασιλέως Σαλωμών· πεντήκοντα και διακόσιοι εργοδιωκτούντες εν τώ λαώ. 11 Καί την θυγατέρα Φαραώ ανήγαγε Σαλωμών εκ πόλεως Δαυίδ εις τον οίκον, ον ωκοδόμησεν αυτή, ότι είπεν· ου κατοικήσει η γυνή μου εν πόλει Δαυίδ τού βασιλέως Ισραήλ, ότι άγιός εστιν ού εισήλθεν εκεί κιβωτός Κυρίου. 12 Τότε ανήνεγκε Σαλωμών ολοκαυτώματα τώ Κυρίω επί το θυσιαστήριον, ό ωκοδόμησε Κυρίω απέναντι τού ναού, 13 κατά τον λόγον ημέρας εν ημέρα τού αναφέρειν κατά τας εντολάς Μωυσή εν τοίς σαββάτοις και εν τοίς μησί και εν ταίς εορταίς τρεις καιρούς τού ενιαυτού, εν τή εορτή των αζύμων και εν τή εορτή των εβδομάδων και εν τή εορτή των σκηνών. 14 και έστησε κατά την κρίσιν Δαυίδ τού πατρός αυτού τας διαιρέσεις των ιερέων, κατά τας λειτουργίας αυτών, και οι Λευίται επί τας φυλακάς αυτών τού αινείν και λειτουργείν κατέναντι των ιερέων κατά τον λόγον ημέρας εν τή ημέρα, και οι πυλωροί κατά τας διαιρέσεις αυτών εις πύλην και πύλην, ότι ούτως εντολαί Δαυίδ ανθρώπου τού Θεού. 15 ου παρήλθον τας εντολάς τού βασιλέως περί των ιερέων και των Λευιτών εις πάντα λόγον και εις τους θησαυρούς. 16 και ητοιμάσθη πάσα η εργασία, αφ' ής ημέρας εθεμελιώθη, έως ού ετελείωσε Σαλωμών τον οίκον Κυρίου. 17 Τότε ώχετο Σαλωμών εις Γασιών Γαβέρ και εις την Αιλάθ την παραθαλασσίαν εν γη Ιδουμαία. 18 και απέστειλε Χιράμ εν χειρί παίδων αυτού πλοία και παίδας ειδότας θάλασσαν, και ώχοντο μετά των παίδων Σαλωμών εις Σωφιρά και έλαβον εκείθεν τετρακόσια και πεντήκοντα τάλαντα χρυσίου και ήλθον προς τον βασιλέα Σαλωμών.
1 ΚΑΙ βασίλισσα Σαβά ήκουσε το όνομα Σαλωμών και ήλθε τού πειράσαι Σαλωμών εν αινίγμασιν εις Ιερουσαλήμ εν δυνάμει βαρεία σφόδρα και κάμηλοι αίρουσαι αρώματα εις πλήθος και χρυσίον και λίθον τίμιον και ήλθε προς Σαλωμών και ελάλησε προς αυτόν πάντα, όσα ήν εν τή ψυχή αυτής. 2 και ανήγγειλεν αυτή Σαλωμών πάντας τους λόγους αυτής και ου παρήλθε λόγος από Σαλωμών, ον ουκ απήγγειλεν αυτή. 3 και είδε βασίλισσα Σαβά την σοφίαν Σαλωμών και τον οίκον, ον ωκοδόμησε, 4 και τα βρώματα των τραπεζών και καθέδραν παίδων αυτού και στάσιν λειτουργών αυτού και ιματισμόν αυτών και οινοχόους αυτού και στολισμόν αυτών και τα ολοκαυτώματα, ά ανέφερεν εν οίκω Κυρίου, και εξ εαυτής εγένετο. 5 και είπε προς τον βασιλέα· αληθινός ο λόγος, ον ήκουσα εν τή γη μου περί των λόγων σου και περί της σοφίας σου, 6 και ουκ επίστευσα τοίς λόγοις, έως ού ήλθον και είδον οι οφθαλμοί μου, και ιδού ουκ απηγγέλη μοι ήμισυ τού πλήθους της σοφίας σου, προσέθηκας επί την ακοήν, ήν ήκουσα. 7 μακάριοι οι άνδρες σου, μακάριοι οι παίδες ούτοι οι παρεστηκότες σοι διαπαντός και ακούοντες την σοφίαν σου· 8 έστω Κύριος ο Θεός σου ευλογημένος, ός ηθέλησεν εν σοί τού δούναί σε επί θρόνον αυτού εις βασιλέα Κυρίω Θεώ σου· εν τώ αγαπήσαι Κύριον τον Θεόν σου τον Ισραήλ τού στήσαι αυτόν εις αιώνα και έδωκέ σε επ' αυτούς εις βασιλέα τού ποιήσαι κρίμα και δικαιοσύνην. 9 και έδωκε τώ βασιλεί εκατόν είκοσι τάλαντα χρυσίου και αρώματα εις πλήθος πολύ και λίθον τίμιον· και ουκ ήν κατά τα αρώματα εκείνα, ά έδωκε βασίλισσα Σαβά τώ βασιλεί Σαλωμών.
(10 και οι παίδες Σαλωμών και οι παίδες Χιράμ έφερον χρυσίον τώ Σαλωμών εκ Σουφίρ και ξύλα πεύκινα και λίθον τίμιον· 11 και εποίησεν ο βασιλεύς τα ξύλα τα πεύκινα αναβάσεις τώ οίκω Κυρίου και τώ οίκω τού βασιλέως και κιθάρας και νάβλας τοίς ωδοίς, και ουκ ώφθησαν τοιαύτα έμπροσθεν εν γη Ιούδα). 12 και ο βασιλεύς Σαλωμών έδωκε τή βασιλίσση Σαβά πάντα τα θελήματα αυτής, ά ήτησεν, εκτός πάντων, ών ήνεγκε τώ βασιλεί Σαλωμών· και απέστρεψεν εις την γήν αυτής. 13 Καί ήν ο σταθμός τού χρυσίου τού ενεχθέντος τώ Σαλωμών εν ενιαυτώ ενί εξακόσια εξηκονταέξ τάλαντα χρυσίου, 14 πλήν των ανδρών των υποτεταγμένων και των εμπορευομένων, ών έφερον, και πάντων των βασιλέων της Αραβίας και σατραπών της γής, πάντες έφερον χρυσίον και αργύριον τώ βασιλεί Σαλωμών. 15 και εποίησεν ο βασιλεύς Σαλωμών διακοσίους θυρεούς χρυσούς ελατούς, εξακόσιοι χρυσοί καθαροί επήσαν επί τον ένα θυρεόν· 16 και τριακοσίας ασπίδας ελατάς χρυσάς, τριακοσίων χρυσών ανεφέρετο επί την ασπίδα εκάστην· και έδωκεν αυτάς ο βασιλεύς εν οίκω δρυμού τού Λιβάνου. 17 και εποίησεν ο βασιλεύς θρόνον ελεφαντίνων οδόντων μέγαν και κατεχρύσωσεν αυτόν χρυσίω δοκίμω· 18 και έξ αναβαθμοί τώ θρόνω ενδεδεμένοι χρυσίω και αγκώνες ένθεν και ένθεν επί τού θρόνου της καθέδρας, και δύο λέοντες εστηκότες παρά τους αγκώνας, 19 και δώδεκα λέοντες εστηκότες εκεί επί των έξ αναβαθμών ένθεν και ένθεν· ουκ εγενήθη ούτως εν πάση τή βασιλεία.
20 και πάντα τα σκεύη τού βασιλέως Σαλωμών χρυσίου, και πάντα τα σκεύη οίκου δρυμού τού Λιβάνου χρυσίω κατειλημμένα, ουκ ήν αργύριον λογιζόμενον εν ημέραις Σαλωμών εις ουθέν· 21 ότι ναύς τώ βασιλεί επορεύετο εις Θαρσείς μετά των παίδων Χιράμ, άπαξ διά τριών ετών ήρχετο πλοία εκ Θαρσείς τώ βασιλεί γέμοντα χρυσίου και αργυρίου και οδόντων ελεφαντίνων και πιθήκων. 22 και εμεγαλύνθη Σαλωμών υπέρ πάντας τους βασιλείς και πλούτω και σοφία. 23 και πάντες οι βασιλείς της γής εζήτουν το πρόσωπον Σαλωμών ακούσαι της σοφίας αυτού, ής έδωκεν ο Θεός εν καρδία αυτού. 24 και αυτοί έφερον έκαστος τα δώρα αυτού, σκεύη αργυρά και σκεύη χρυσά και ιματισμόν, στακτήν και ηδύσματα, ίππους και ημιόνους, το κατ' ενιαυτόν ενιαυτόν. 25 και ήσαν τώ Σαλωμών τέσσαρες χιλιάδες θήλειαι ίπποι εις άρματα και δώδεκα χιλιάδες ιππέων, και έθετο αυτούς εν πόλεσι των αρμάτων και μετά τού βασιλέως εν Ιερουσαλήμ. 26 και ήν ηγούμενος πάντων των βασιλέων από τού ποταμού και έως γής αλλοφύλων και έως ορίων Αιγύπτου. 27 και έδωκεν ο βασιλεύς το χρυσίον και το αργύριον εν Ιερουσαλήμ ως λίθους και τας κέδρους ως συκαμίνους τας εν τή πεδινή εις πλήθος. 28 και η έξοδος των ίππων εξ Αιγύπτου τώ Σαλωμών και εκ πάσης της γής. 29 Καί οι κατάλοιποι λόγοι Σαλωμών οι πρώτοι και οι έσχατοι ιδού ούτοι γεγραμμένοι επί των λόγων Νάθαν τού προφήτου και επί των λόγων Αχιά τού Σηλωνίτου και εν ταίς οράσεσιν Ιωήλ τού ορώντος περί Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ.
30 και εβασίλευσε Σαλωμών επί πάντα Ισραήλ τεσσαράκοντα έτη. 31 και εκοιμήθη Σαλωμών, και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ τού πατρός αυτού, και εβασίλευσε Ροβοάμ υιός αυτού αντ' αυτού.
1 ΚΑΙ ήλθε Ροβοάμ εις Συχέμ, ότι εις Συχέμ ήρχετο πάς Ισραήλ βασιλεύσαι αυτόν. 2 και εγένετο ως ήκουσεν Ιεροβοάμ υιός Ναβάτ ~και αυτός εν Αιγύπτω, ως έφυγεν από προσώπου Σαλωμών τού βασιλέως και κατώκησεν Ιεροβοάμ εν Αιγύπτω~ και απέστρεψεν Ιεροβοάμ εξ Αιγύπτου. 3 και απέστειλαν και εκάλεσαν αυτόν, και ήλθεν Ιεροβοάμ και πάσα η εκκλησία Ισραήλ προς Ροβοάμ λέγοντες· 4 ο πατήρ σου εσκλήρυνε τον ζυγόν ημών, και νύν άφες από της δουλείας τού πατρός σου της σκληράς και από τού ζυγού αυτού τού βαρέος, ού έδωκεν εφ' ημάς, και δουλεύσομέν σοι. 5 και είπεν αυτοίς· πορεύεσθε έως τριών ημερών και έρχεσθε προς με· και απήλθεν ο λαός. 6 και συνήγαγεν ο βασιλεύς Ροβοάμ τους πρεσβυτέρους τους εστηκότας εναντίον τού Σαλωμών τού πατρός αυτού εν τώ ζήν αυτόν λέγων· πώς υμείς βουλεύεσθε τού αποκριθήναι τώ λαώ τούτω λόγον; 7 και ελάλησαν αυτώ λέγοντες· εάν εν τή σήμερον γένη εις αγαθόν τώ λαώ τούτω και ευδοκήσης και λαλήσης αυτοίς λόγους αγαθούς, και έσονταί σοι παίδες πάσας τας ημέρας. 8 και κατέλιπε την βουλήν των πρεσβυτέρων, οί συνεβουλεύσαντο αυτώ, και συνεβουλεύσατο μετά των παιδαρίων των συνεκτραφέντων μετ' αυτού των εστηκότων εναντίον αυτού. 9 και είπεν αυτοίς· τι υμείς βουλεύεσθε και αποκριθήσομαι λόγον τώ λαώ τούτω, οί ελάλησαν προς με λέγοντες· άνες από τού ζυγού, ού έδωκεν ο πατήρ σου εφ' ημάς;
10 και ελάλησαν αυτώ τα παιδάρια τα εκτραφέντα μετ' αυτού λέγοντες· ούτως λαλήσεις τώ λαώ τώ λαλήσαντι προς σε λέγων· ο πατήρ σου εβάρυνε τον ζυγόν ημών και σύ άφες αφ' ημών, ούτως ερείς· ο μικρός δάκτυλός μου παχύτερος της οσφύος τού πατρός μου· 11 και νύν ο πατήρ μου επαίδευσεν υμάς ζυγώ βαρεί, καγώ προσθήσω επί τον ζυγόν ημών, ο πατήρ μου επαίδευσεν υμάς εν μάστιξι καγώ παιδεύσω υμάς εν σκορπίοις. 12 και ήλθεν Ιεροβοάμ και πάς ο λαός προς Ροβοάμ τή ημέρα τή τρίτη, ως ελάλησεν ο βασιλεύς λέγων· επιστρέψατε προς με εν τή ημέρα τή τρίτη. 13 και απεκρίθη ο βασιλεύς σκληρά, και εγκατέλιπεν ο βασιλεύς Ροβοάμ την βουλήν των πρεσβυτέρων 14 και ελάλησε προς αυτούς κατά την βουλήν των νεωτέρων λέγων· ο πατήρ μου εβάρυνε τον ζυγόν υμών και εγώ προσθήσω επ' αυτόν, ο πατήρ μου επαίδευσεν υμάς εν μάστιξι και εγώ παιδεύσω υμάς εν σκορπίοις. 15 και ουκ ήκουσεν ο βασιλεύς τού λαού, ότι ήν μεταστροφή παρά τού Θεού λέγων· ανέστησε Κύριος τον λόγον αυτού, ον ελάλησεν εν χειρί Αχιά τού Σηλωνίτου περί Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ 16 και παντός Ισραήλ, ότι ουκ ήκουσεν ο βασιλεύς αυτών. και απεκρίθη ο λαός προς τον βασιλέα λέγων· τις ημών η μερίς εν Δαυίδ και κληρονομία εν υιώ Ιεσσαί; εις τα σκηνώματά σου, Ισραήλ· νύν βλέπε τον οίκόν σου, Δαυίδ. και επορεύθη πάς Ισραήλ εις τα σκηνώματα αυτού· 17 και άνδρες Ισραήλ και οι κατοικούντες εν πόλεσιν Ιούδα και εβασίλευσεν επ' αυτών Ροβοάμ. 18 και απέστειλεν επ' αυτούς Ροβοάμ ο βασιλεύς τον Αδωνιράμ τον επί τού φόρου, και ελιθοβόλησαν αυτόν οι υιοί Ισραήλ λίθοις και απέθανε. και ο βασιλεύς Ροβοάμ έσπευσε τού αναβήναι εις το άρμα τού φυγείν εις Ιερουσαλήμ. 19 και ηθέτησεν Ισραήλ εν τώ οίκω Δαυίδ έως της ημέρας ταύτης.
1 ΚΑΙ ήλθε Ροβοάμ εις Ιερουσαλήμ και εξεκκλησίασε τον Ιούδαν και Βενιαμίν εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδας νεανίσκων ποιούντων πόλεμον, και επολέμει προς Ισραήλ τού επιστρέψαι την βασιλείαν τώ Ροβοάμ. 2 και εγένετο λόγος Κυρίου προς Σαμαίαν άνθρωπον τού Θεού λέγων· 3 ειπόν προς Ροβοάμ τον τού Σαλωμών και πάντα Ιούδαν και Βενιαμίν λέγων· 4 τάδε λέγει Κύριος· ουκ αναβήσεσθε και ου πολεμήσεσθε προς τους αδελφούς υμών· αποστρέφετε έκαστος εις τον οίκον αυτού, ότι παρ' εμού εγένετο το ρήμα τούτο. και επήκουσαν τού λόγου Κυρίου και απεστράφησαν τού μη πορευθήναι επί Ιεροβοάμ. 5 και κατώκησε Ροβοάμ εις Ιερουσαλήμ και ωκοδόμησε πόλεις τειχήρεις εν τή Ιουδαία. 6 και ωκοδόμησε την Βηθλεέμ και Αιτάν και Θεκωέ 7 και Βαιθσουρά και την Σοχώθ και την Οδολλάμ 8 και την Γέθ και την Μαρισάν και την Ζίφ 9 και την Αδωραίμ και Λαχίς, και την Αζηκά
10 και την Σαραά και την Αιλώμ και την Χεβρών, ή εστι τού Ιούδα και Βενιαμίν, πόλεις τειχήρεις. 11 και ωχύρωσεν αυτάς τείχεσι και έδωκεν εν αυταίς ηγουμένους και παραθέσεις βρωμάτων, έλαιον και οίνον, 12 κατά πόλιν και κατά πόλιν θυρεούς και δόρατα, και κατίσχυσεν αυτάς εις πλήθος σφόδρα· και ήσαν αυτώ Ιούδα και Βενιαμίν. 13 και οι ιερείς και οι Λευίται, οί ήσαν εν παντί Ισραήλ συνήχθησαν προς αυτόν εκ πάντων των ορίων· 14 ότι εγκατέλιπον οι Λευίται τα σκηνώματα της κατασχέσεως αυτών και επορεύθησαν προς Ιούδα εις Ιερουσαλήμ, ότι εξέβαλεν αυτούς Ιεροβοάμ και οι υιοί αυτού μη λειτουργείν Κυρίω 15 και κατέστησεν εαυτώ ιερείς των υψηλών και τοίς ειδώλοις και τοίς ματαίοις και τοίς μόσχοις, ά εποίησεν Ιεροβοάμ, 16 και εξέβαλεν αυτούς από φυλών Ισραήλ, οί έδωκαν καρδίαν αυτών τού ζητήσαι Κύριον Θεόν Ισραήλ και ήλθον εις Ιερουσαλήμ θύσαι Κυρίω Θεώ των πατέρων αυτών 17 και κατίσχυσαν την βασιλείαν Ιούδα και κατίσχυσαν Ροβοάμ τον τού Σαλωμών εις έτη τρία, ότι επορεύθη εν ταίς οδοίς Δαυίδ και Σαλωμών έτη τρία. 18 και έλαβεν εαυτώ Ροβοάμ γυναίκα την Μολλάθ θυγατέρα Ιεριμούθ υιού Δαυίδ και Αβιγαίαν θυγατέρα Ελιάβ τού Ιεσσαί, 19 και έτεκεν αυτώ υιούς τον Ιαούς και τον Σαμαρίαν και τον Ζαάμ.
20 και μετά ταύτα έλαβεν εαυτώ την Μααχά θυγατέρα Αβεσσαλώμ, και έτεκεν αυτώ τον Αβιά και τον Ιετθί και τον Ζηζά και τον Σαλημώθ. 21 και ηγάπησε Ροβοάμ την Μααχά θυγατέρα Αβεσσαλώμ υπέρ πάσας τας γυναίκας αυτού και τας παλλακάς αυτού, ότι γυναίκας δεκαοκτώ είχε και παλλακάς τριάκοντα· και εγέννησεν υιούς είκοσι και οκτώ και θυγατέρας εξήκοντα. 22 και κατέστησεν εις άρχοντα Αβιά τον της Μααχά εις ηγούμενον εν τοίς αδελφοίς αυτού, ότι βασιλεύσαι διενοείτο αυτόν· 23 και ηυξήθη παρά πάντας τους υιούς αυτού εν πάσι τοίς ορίοις Ιούδα και Βενιαμίν και εν ταίς πόλεσι ταίς οχυραίς και έδωκεν αυταίς τροφάς πλήθος πολύ και ητήσατο πλήθος γυναικών.
1 ΚΑΙ εγένετο ως ητοιμάσθη η βασιλεία Ροβοάμ και ως κατεκρατήθη, εγκατέλιπε τας εντολάς Κυρίου και πάς Ισραήλ μετ' αυτού. 2 και εγένετο εν τώ έτει τώ πέμπτω της βασιλείας Ροβοάμ ανέβη Σουσακίμ βασιλεύς Αιγύπτου επί Ιερουσαλήμ, ότι ήμαρτον εναντίον Κυρίου, 3 εν χιλίοις και διακοσίοις άρμασι και εξήκοντα χιλιάσιν ίππων, και ουκ ήν αριθμός τού πλήθους τού ελθόντος μετ' αυτού εξ Αιγύπτου, Λίβυες, Τρωγοδύται και Αιθίοπες. 4 και κατεκράτησαν των πόλεων των οχυρών, αί ήσαν εν Ιούδα, και ήλθον εις Ιερουσαλήμ. 5 και Σαμαίας ο προφήτης ήλθε προς Ροβοάμ και προς τους άρχοντας Ιούδα τους συναχθέντας εις Ιερουσαλήμ από προσώπου Σουσακίμ και είπεν αυτοίς· ούτως είπε Κύριος· υμείς εγκατελίπετέ με, και εγώ εγκαταλείψω υμάς εν χειρί Σουσακίμ. 6 και ησχύνθησαν οι άρχοντες Ισραήλ και ο βασιλεύς και είπαν· δίκαιος ο Κύριος. 7 και εν τώ ιδείν Κύριον ότι ενετράπησαν, και εγένετο λόγος Κυρίου προς Σαμαίαν λέγων· ενετράπησαν, ου καταφθερώ αυτούς· και δώσω αυτούς ως μικρός εις σωτηρίαν, και ου μη στάξη ο θυμός μου εν Ιερουσαλήμ, 8 ότι έσονται εις παίδας και γνώσονται την δουλείαν μου και την δουλείαν της βασιλείας της γής. 9 και ανέβη Σουσακίμ βασιλεύς Αιγύπτου επί Ιερουσαλήμ και έλαβε τους θησαυρούς τους εν οίκω Κυρίου και τους θησαυρούς τους εν οίκω τού βασιλέως, τα πάντα έλαβε· και έλαβε τους θυρεούς τους χρυσούς, ούς εποίησε Σαλωμών,
10 και εποίησεν ο βασιλεύς Ροβοάμ θυρεούς χαλκούς αντ' αυτών. και κατέστησεν επ' αυτόν Σουσακίμ άρχοντας παρατρεχόντων, τους φυλάσσοντας τον πυλώνα τού βασιλέως. 11 και εγένετο εν τώ εισελθείν τον βασιλέα εις οίκον Κυρίου. εισεπορεύοντο οι φυλάσσοντες και οι παρατρέχοντες και οι επιστρέφοντες εις απάντησιν των παρατρεχόντων. 12 και εν τώ εντραπήναι αυτόν απεστράφη απ' αυτού οργή Κυρίου και ουκ εις καταφθοράν εις τέλος· και γάρ εν Ιούδα ήσαν λόγοι αγαθοί. 13 Καί κατίσχυσεν ο βασιλεύς Ροβοάμ εν Ιερουσαλήμ και εβασίλευσε. και τεσσαράκοντα και ενός ετών Ροβοάμ εν τώ βασιλεύσαι αυτόν και επτακαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, εν τή πόλει, ή εξελέξατο Κύριος επονομάσαι το όνομα αυτού εκεί εκ πασών φυλών υιών Ισραήλ· και το όνομα της μητρός αυτού Νοομμά η Αμανίτις. 14 και εποίησε το πονηρόν, ότι ου κατεύθυνε την καρδίαν αυτού εκζητήσαι τον Κύριον. 15 και λόγοι Ροβοάμ οι πρώτοι και έσχατοι ουκ ιδού γεγραμμένοι εν τοίς λόγοις Σαμαία τού προφήτου και Αδδώ τού ορώντος και πράξεις αυτού; και επολέμησε Ροβοάμ τον Ιεροβοάμ πάσας τας ημέρας. 16 και απέθανε Ροβοάμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Αβιά υιός αυτού αντ' αυτού.
1 ΕΝ τώ οκτωκαιδεκάτω έτει της βασιλείας Ιεροβοάμ εβασίλευσεν Αβιά επί Ιούδαν· 2 τρία έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Μααχά θυγάτηρ Ουριήλ από Γαβαών. και πόλεμος ήν ανά μέσον Αβιά και ανά μέσον Ιεροβοάμ. 3 και παρετάξατο Αβιά εν δυνάμει πολεμισταίς δυνάμεως τετρακοσίαις χιλιάσιν ανδρών δυνατών, και Ιεροβοάμ παρετάξατο προς αυτόν πόλεμον εν οκτακοσίαις χιλιάσι, δυνατοί πολεμισταί δυνάμεως. 4 και ανέστη Αβιά από τού όρους Σομόρων, ό εστιν εν τώ όρει Εφραίμ, και είπεν· ακούσατε Ιεροβοάμ και πάς Ισραήλ· 5 ουχ υμίν γνώναι ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ έδωκε βασιλέα επί τον Ισραήλ εις τον αιώνα τώ Δαυίδ και τοίς υιοίς αυτού διαθήκη αλός; 6 και ανέστη Ιεροβοάμ ο τού Ναβάτ ο παίς Σαλωμών τού Δαυίδ και απέστη από τού κυρίου αυτού. 7 και συνήχθησαν προς αυτόν άνδρες λοιμοί υιοί παράνομοι, και αντέστη προς Ροβοάμ τον τού Σαλωμών, και Ροβοάμ ήν νεώτερος και δειλός τή καρδία και ουκ αντέστη κατά πρόσωπον αυτού. 8 και νύν υμείς λέγετε αντιστήναι κατά πρόσωπον βασιλείας Κυρίου διά χειρός υιών Δαυίδ· και υμείς πλήθος πολύ και μεθ' υμών μόσχοι χρυσοί, ούς εποίησεν υμίν Ιεροβοάμ εις θεούς. 9 ή ουκ εξεβάλετε τους ιερείς Κυρίου τους υιούς Ααρών και τους Λευίτας και εποιήσατε εαυτοίς ιερείς εκ τού λαού της γής πάσης; ο προσπορευόμενος πληρώσαι τας χείρας εν μόσχω εκ βοών και κριοίς επτά και εγίνετο εις ιερέα τώ μη όντι θεώ.
10 και ημείς Κύριον τον Θεόν ημών ουκ εγκατελίπομεν, και οι ιερείς αυτού λειτουργούσι τώ Κυρίω οι υιοί Ααρών και οι Λευίται, και εν ταίς εφημερίαις αυτών· 11 θυμιώσι τώ Κυρίω ολοκαύτωμα πρωί και δείλης και θυμίαμα συνθέσεως και προθέσεις άρτων επί της τραπέζης της καθαράς, και η λυχνία η χρυσή και οι λύχνοι της καύσεως ανάψαι δείλης, ότι φυλάσσομεν τας φυλακάς Κυρίου τού Θεού των πατέρων ημών, και υμείς εγκατελίπετε αυτόν. 12 και ιδού μεθ' ημών εν αρχή Κύριος και οι ιερείς αυτού και αι σάλπιγγες της σημασίας τού σημαίνειν εφ' ημάς. οι υιοί τού Ισραήλ μη πολεμήσητε προς Κύριον Θεόν των πατέρων ημών, ότι ουκ ευοδώσεται υμίν. 13 και Ιεροβοάμ απέστρεψε το ένεδρον ελθείν αυτώ εκ των όπισθεν· και εγένετο έμπροσθεν Ιούδα, και το ένεδρον εκ των όπισθεν. 14 και απέστρεψεν Ιούδας, και ιδού αυτοίς ο πόλεμος εκ των έμπροσθεν και εκ των όπισθεν, και εβόησαν προς Κύριον, και οι ιερείς εσάλπισαν ταίς σάλπιγξι· 15 και εβόησαν άνδρες Ιούδα και εγένετο εν τώ βοάν άνδρας Ιούδα και Κύριος επάταξε τον Ιεροβοάμ και τον Ισραήλ εναντίον Αβιά και Ιούδα. 16 και έφυγον οι υιοί Ισραήλ από προσώπου Ιούδα, και παρέδωκεν αυτούς Κύριος εις τας χείρας αυτών. 17 και επάταξεν εν αυτοίς Αβιά και ο λαός αυτού πληγήν μεγάλην, και έπεσον τραυματίαι από Ισραήλ πεντακόσιαι χιλιάδες άνδρες δυνατοί. 18 και εταπεινώθησαν οι υιοί Ισραήλ εν τή ημέρα εκείνη, και κατίσχυσαν οι υιοί Ιούδα, ότι ήλπισαν επί Κύριον Θεόν των πατέρων αυτών. 19 και κατεδίωξεν Αβιά οπίσω Ιεροβοάμ και προκατελάβετο παρ' αυτού πόλεις, την Βαιθήλ και τας κώμας αυτής και την Ισανά και τας κώμας αυτής και την Εφρών και τας κώμας αυτής.
20 και ουκ έσχεν ισχύν Ιεροβοάμ έτι πάσας τας ημέρας Αβιά, και επάταξεν αυτόν Κύριος, και ετελεύτησε. 21 και κατίσχυσεν Αβιά και έλαβεν εαυτώ γυναίκας δεκατέσσαρας και εγέννησεν υιούς εικοσιδύο και εκκαίδεκα θυγατέρας. 22 και οι λοιποί λόγοι Αβιά και αι πράξεις αυτού και οι λόγοι αυτού γεγραμμένοι επί βιβλίω τού προφήτου Αδδώ.
1 ΚΑΙ απέθανεν Αβιά μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Ασά υιός αυτού αντ' αυτού. εν ταίς ημέραις Ασά ησύχασεν η γη Ιούδα δέκα έτη, 2 και εποίησε το καλόν και το ευθές ενώπιον Κυρίου τού Θεού αυτού. 3 και απέστησε τα θυσιαστήρια των αλλοτρίων και τα υψηλά και συνέτριψε τας στήλας και εξέκοψε τα άλση 4 και είπε τώ Ιούδα εκζητήσαι τον Κύριον Θεόν των πατέρων αυτών και ποιήσαι τον νόμον και τας εντολάς. 5 και απέστησεν από πασών πόλεων Ιούδα τα θυσιαστήρια και τα είδωλα, και ειρήνευσε 6 πόλεις τειχήρεις εν γη Ιούδα, ότι ειρήνευσεν η γη· και ουκ ήν αυτώ πόλεμος εν τοίς έτεσι τούτοις, ότι κατέπαυσε Κύριος αυτώ. 7 και είπε τώ Ιούδα· οικοδομήσωμεν τας πόλεις ταύτας και ποιήσωμεν τείχη και πύργους και πύλας και μοχλούς, εν ώ της γής κυριεύσομεν, ότι καθώς εξεζητήσαμεν Κύριον τον Θεόν ημών, εξεζήτησεν ημάς και κατέπαυσεν ημάς κυκλόθεν και ευώδωσεν ημίν. 8 και εγένετο δύναμις τώ Ασά οπλοφόρων αιρόντων θυρεούς και δόρατα εν γη Ιούδα τριακόσιαι χιλιάδες και εν γη Βενιαμίν πελτασταί και τοξόται διακόσιαι και ογδοήκοντα χιλιάδες, πάντες ούτοι πολεμισταί δυνάμεως. 9 και εξήλθεν επ' αυτούς Ζαρέ ο Αιθίοψ εν δυνάμει εν χιλίαις χιλιάσι και άρμασι τριακοσίοις, και ήλθεν έως Μαρισά.
10 και εξήλθεν Ασά εις συνάντησιν αυτώ και παρετάξατο πόλεμον εν τή φάραγγι κατά βορράν Μαρισά. 11 και εβόησεν Ασά προς Κύριο Θεόν αυτού και είπε· Κύριε, ουκ αδυνατεί παρά σοί σώζειν εν πολλοίς και εν ολίγοις· κατίσχυσον ημάς, Κύριε ο Θεός ημών, ότι επί σοί πεποίθαμεν και επί τώ ονόματί σου ήλθομεν επί το πλήθος το πολύ τούτο· Κύριε ο Θεός ημών, μη κατισχυσάτω προς σε άνθρωπος. 12 και επάταξε Κύριος τους Αιθίοπας εναντίον Ιούδα, και έφυγον Αιθίοπες· 13 και κατεδίωξεν αυτούς Ασά και ο λαός αυτού έως Γεδώρ, και έπεσον Αιθίοπες ώστε μη είναι εν αυτοίς περιποίησιν, ότι συνετρίβησαν ενώπιον Κυρίου και εναντίον της δυνάμεως αυτού, και εσκύλευσαν σκύλα πολλά. 14 και εξέκοψαν τας κώμας αυτών κύκλω Γεδώρ, ότι εγενήθη έκστασις Κυρίου επ' αυτούς, και εσκύλευσαν πάσας τας πόλεις αυτών, ότι πολλά σκύλα εγενήθη αυτοίς· 15 και γε σκηνάς κτήσεων, τους Αλιμαζονείς, εξέκοψαν και έλαβον πρόβατα πολλά και καμήλους και επέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ Αζαρίας υιός Ωδήδ, εγένετο επ' αυτόν πνεύμα Κυρίου, 2 και εξήλθεν εις απάντησιν Ασά και παντί Ιούδα και Βενιαμίν και είπεν· ακούσατέ μου, Ασά και πάς Ιούδα και Βενιαμίν. Κύριος μεθ' υμών εν τώ είναι υμάς μετ' αυτού, και εάν εκζητήσητε αυτόν, ευρεθήσεται υμίν, και εάν εγκαταλίπητε αυτόν, εγκαταλείψει υμάς. 3 και ημέραι πολλαί τώ Ισραήλ εν ου θεώ αληθινώ και ουχ ιερέως υποδεικνύοντος και εν ου νόμω· 4 και επιστρέψει αυτούς επί Κύριον Θεόν Ισραήλ, και ευρεθήσεται αυτοίς. 5 και εν εκείνω τώ καιρώ ουκ έστιν ειρήνη τώ εκπορευομένω και τώ εισπορευομένω, ότι έκστασις Κυρίου επί πάντας τους κατοικούντας τας χώρας. 6 και πολεμήσει έθνος προς έθνος και πόλις προς πόλιν, ότι ο Θεός εξέστησεν αυτούς εν πάση θλίψει. 7 και υμείς ισχύσατε, και μη εκλυέσθωσαν αι χείρες υμών, ότι έστι μισθός τή εργασία υμών. 8 και εν τώ ακούσαι τους λόγους τούτους και την προφητείαν Αδάδ τού προφήτου και κατίσχυσε και εξέβαλε τα βδελύγματα από πάσης της γής Ιούδα και Βενιαμίν και από των πόλεων, ών κατέσχεν Ιεροβοάμ εν όρει Εφραίμ, και ενεκαίνισε το θυσιαστήριον Κυρίου, ό ήν έμπροσθεν τού ναού Κυρίου. 9 και εξεκκλησίασε τον Ιούδαν και Βενιαμίν και τους προσηλύτους τους παροικούντας μετ' αυτού από Εφραίμ και από Μανασσή και από Συμεών, ότι προσετέθησαν προς αυτόν πολλοί τού Ισραήλ εν τώ ιδείν αυτούς, ότι Κύριος ο Θεός αυτού μετ' αυτού.
10 και συνήχθησαν εις Ιερουσαλήμ εν τώ μηνί τώ τρίτω εν τώ έτει τώ πεντεκαιδεκάτω της βασιλείας Ασά. 11 και έθυσε τώ Κυρίω εν τή ημέρα εκείνη από των σκύλων, ών ήνεγκαν, μόσχους επτακοσίους και πρόβατα επτακισχίλια. 12 και διήλθεν εν διαθήκη ζητήσαι Κύριον Θεόν των πατέρων αυτών εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής αυτών· 13 και πάς, ός εάν μη εκζητήση τον Κύριον Θεόν τού Ισραήλ, αποθανείται από νεωτέρου έως πρεσβυτέρου, από ανδρός έως γυναικός. 14 και ώμοσαν εν Κυρίω εν φωνή μεγάλη και εν σάλπιγξι και εν κερατίναις. 15 και ηυφράνθησαν πάς Ιούδα περί τού όρκου, ότι εξ όλης της ψυχής ώμοσαν και εν πάση θελήσει εζήτησαν αυτόν, και ευρέθη αυτοίς και κατέπαυσε Κύριος αυτοίς κυκλόθεν. 16 και την Μααχά την μητέρα αυτού μετέστησε τού μη είναι τή Αστάρτη λειτουργούσαν και κατέκοψε το είδωλον και κατέκαυσεν εν χειμάρρω Κέδρων. 17 πλήν τα υψηλά ουκ απέστησαν, έτι υπήρχεν εν τώ Ισραήλ· αλλ' η καρδία Ασά εγένετο πλήρης πάσας τας ημέρας αυτού. 18 και εισήνεγκε τα άγια Δαυίδ τού πατρός αυτού και τα άγια οίκου τού Θεού, αργύριον και χρυσίον και σκεύη. 19 και πόλεμος ουκ ήν μετ' αυτού έως τού πέμπτου και τριακοστού έτους της βασιλείας Ασά.
1 ΚΑΙ εν τώ ογδόω και τριακοστώ έτει της βασιλείας Ασά ανέβη βασιλεύς Ισραήλ επί Ιούδαν και ωκοδόμησε την Ραμά τού μη δούναι έξοδον και είσοδον τώ Ασά βασιλεί Ιούδα. 2 και έλαβεν Ασά αργύριον και χρυσίον εκ θησαυρών οίκου Κυρίου και οίκου τού βασιλέως και απέστειλε προς τον υιόν τού Άδερ βασιλέως Συρίας τον κατοικούντα εν Δαμασκώ λέγων· 3 διάθου διαθήκην ανά μέσον εμού και σού και ανά μέσον τού πατρός μου και ανά μέσον τού πατρός σου· ιδού απέσταλκά σοι χρυσίον και αργύριον, δεύρο και διασκέδασον απ' εμού τον Βαασά βασιλέα Ισραήλ και απελθέτω απ' εμού. 4 και ήκουσεν υιός Άδερ τού βασιλέως Ασά και απέστειλε τους άρχοντας της δυνάμεως αυτού επί τας πόλεις Ισραήλ και επάταξε την Αιών και την Δάν και την Αβελμαίν και πάσας τας περιχώρους Νεφθαλί. 5 και εγένετο εν τώ ακούσαι Βαασά απέλιπε τού μηκέτι οικοδομείν την Ραμά και κατέπαυσε το έργον αυτού. 6 και Ασά βασιλεύς έλαβε πάντα τον Ιούδαν και έλαβε τους λίθους της Ραμά και τα ξύλα αυτής, ά ωκοδόμησε Βαασά, και ωκοδόμησεν εν αυτοίς την Γαβαέ και την Μασφά. 7 και εν τώ καιρώ εκείνω ήλθεν Ανανί ο προφήτης προς Ασά βασιλέα Ιούδα και είπεν αυτώ· εν τώ πεποιθέναι σε επί βασιλέα Συρίας και μη πεποιθέναι σε επί Κύριον Θεόν σου, διά τούτο εσώθη η δύναμις Συρίας από της χειρός σου. 8 ουχ οι Αιθίοπες και Λίβυες ήσαν εις δύναμιν πολλήν εις θάρσος, εις ιππείς εις πλήθος σφόδρα; και εν τώ πεποιθέναι σε επί Κύριον παρέδωκεν εις χείράς σου; 9 ότι οι οφθαλμοί Κυρίου επιβλέπουσιν εν πάση τή γη κατισχύσαι εν πάση καρδία πλήρει προς αυτόν. ηγνόηκας επί τούτω· από τού νύν έσται μετά σού πόλεμος.
10 και εθυμώθη Ασά τώ προφήτη και παρέθετο αυτόν εις φυλακήν, ότι ωργίσθη επί τούτω· και ελυμήνατο Ασά εν τώ λαώ εν τώ καιρώ εκείνω. 11 Καί ιδού οι λόγοι Ασά οι πρώτοι και οι έσχατοι γεγραμμένοι εν βιβλίω βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ. 12 και εμαλακίσθη Ασά εν τώ έτει τώ ενάτω και τριακοστώ της βασιλείας αυτού τους πόδας, έως σφόδρα εμαλακίσθη· και εν τή μαλακία αυτού ουκ εζήτησε τον Κύριον, αλλά τους ιατρούς. 13 και εκοιμήθη Ασά μετά των πατέρων αυτού και ετελεύτησεν εν τώ τεσσαρακοστώ έτει της βασιλείας αυτού, 14 και έθαψαν αυτόν εν τώ μνήματι, ώ ώρυξεν εαυτώ εν πόλει Δαυίδ, και εκοίμησαν αυτόν επί της κλίνης και έπλησαν αρωμάτων και γένη μύρων μυρεψών και εποίησαν αυτώ εκφοράν μεγάλην έως σφόδρα.
1 ΚΑΙ εβασίλευσεν Ιωσαφάτ υιός αυτού αντ' αυτού, και κατίσχυσεν Ιωσαφάτ επί τον Ισραήλ. 2 και έδωκε δύναμιν εν πάσαις ταίς πόλεσιν Ιούδα ταίς οχυραίς και κατέστησεν ηγουμένους εν πάσαις ταίς πόλεσιν Ιούδα και εν πόλεσιν Εφραίμ, ας προκατελάβετο Ασά ο πατήρ αυτού. 3 και εγένετο Κύριος μετά Ιωσαφάτ, ότι επορεύθη εν οδοίς τού πατρός αυτού ταίς πρώταις και ουκ εξεζήτησε τα είδωλα, 4 αλλά Κύριον τον Θεόν τού πατρός αυτού εξεζήτησε και εν ταίς εντολαίς τού πατρός αυτού επορεύθη, και ουχ ως τα έργα τού Ισραήλ. 5 και κατεύθυνε Κύριος την βασιλείαν εν χειρί αυτού, και έδωκε πάς Ιούδα δώρα τώ Ιωσαφάτ, και εγένετο αυτώ πλούτος και δόξα πολλή. 6 και υψώθη η καρδία αυτού εν οδώ Κυρίου, και έτι εξήρε τα υψηλά και τα άλση από της γής Ιούδα. 7 και εν τώ τρίτω έτει της βασιλείας αυτού απέστειλε τους ηγουμένους αυτού και τους υιούς των δυνατών, τον Αβδίαν και Ζαχαρίαν και Ναθαναήλ και Μιχαίαν, τού διδάσκειν εν πόλεσιν Ιούδα· 8 και μετ' αυτών οι Λευίται Σαμαίας και Ναθανίας και Ζαβδίας και Ασιήλ και Σεμιραμώθ και Ιωνάθαν και Αδωνίας και Τωβίας, οι Λευίται, και μετ' αυτών Ελισαμά και Ιωράμ οι ιερείς, 9 και εδίδασκον εν Ιούδα, και μετ' αυτών βίβλος νόμου Κυρίου, και διήλθον εν ταίς πόλεσιν Ιούδα και εδίδασκον τον λαόν.
10 και εγένετο έκστασις Κυρίου επί πάσαις ταίς βασιλείαις της γής κύκλω Ιούδα, και ουκ επολέμουν προς Ιωσαφάτ· 11 και από των αλλοφύλων έφερον τώ Ιωσαφάτ δώρα και αργύριον και δόματα, και οι Άραβες έφερον αυτώ κριούς προβάτων επτακισχιλίους επτακοσίους. 12 και ήν Ιωσαφάτ πορευόμενος μείζων έως εις ύψος και ωκοδόμησεν εν τή Ιουδαία οικήσεις και πόλεις οχυράς. 13 και έργα πολλά εγένετο αυτώ εν τή Ιουδαία και άνδρες πολεμισταί δυνατοί ισχύοντες εν Ιερουσαλήμ. 14 και ούτος ο αριθμός αυτών κατ' οίκους πατριών αυτών· και τώ Ιούδα χιλίαρχοι, Έδνας ο άρχων και μετ' αυτού υιοί δυνατοί δυνάμεως τριακόσιαι χιλιάδες· 15 και μετ' αυτόν Ιωανάν ο ηγούμενος και μετ' αυτού διακόσιαι ογδοήκοντα χιλιάδες· 16 και μετ' αυτόν Αμασίας ο τού Ζαρί, ο προθυμούμενος τώ Κυρίω, και μετ' αυτού διακόσιαι χιλιάδες δυνατοί δυνάμεως. 17 και εκ τού Βενιαμίν δυνατός δυνάμεως Ελιαδά και μετ' αυτού τοξόται και πελτασταί διακόσιαι χιλιάδες. 18 και μετ' αυτόν Ιωζαβάδ και μετ' αυτού εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδες δυνατοί πολέμου. 19 ούτοι οι λειτουργούντες τώ βασιλεί, εκτός ών έδωκεν ο βασιλεύς εν ταίς πόλεσι ταίς οχυραίς εν πάση τή Ιουδαία.
1 ΚΑΙ εγενήθη τώ Ιωσαφάτ έτι πλούτος και δόξα πολλή, και επεγαμβρεύσατο εν οίκω Αχαάβ. 2 και κατέβη διά τέλους ετών προς Αχαάβ εις Σαμάρειαν· και έθυσεν αυτώ Αχαάβ πρόβατα και μόσχους πολλούς και τώ λαώ τώ μετ' αυτού και ηγάπα αυτόν τού συναναβήναι μετ' αυτού εις Ραμώθ της Γαλααδίτιδος. 3 και είπεν Αχαάβ βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ βασιλέα Ιούδα· ει πορεύση μετ' εμού εις Ραμώθ της Γαλααδίτιδος; και είπεν αυτώ· ως εγώ, ούτω και σύ· ως ο λαός σου και ο λαός μου μετά σού εις πόλεμον. 4 και είπεν Ιωσαφάτ προς βασιλέα Ισραήλ· ζήτησον δή σήμερον τον Κύριον. 5 και συνήγαγεν ο βασιλεύς Ισραήλ τους προφήτας τετρακοσίους άνδρας και είπεν αυτοίς· ει πορευθώ εις Ραμώθ Γαλαάδ εις πόλεμον ή επίσχω; και είπαν· ανάβαινε, και δώσει ο Θεός εις τας χείρας τού βασιλέως. 6 και είπεν Ιωσαφάτ· ουκ έστιν ώδε προφήτης τού Κυρίου έτι και επιζητήσομεν παρ' αυτού; 7 και είπε βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ· έτι ανήρ είς τού ζητήσαι τον Κύριον δι' αυτού, και εγώ εμίσησα αυτόν, ότι ουκ έστι προφητεύων περί εμού εις αγαθά, ότι πάσαι αι ημέραι αυτού εις κακά, ούτος Μιχαίας υιός Ιεμβλά. και είπεν Ιωσαφάτ· μη λαλείτω ο βασιλεύς ούτως· 8 και εκάλεσεν ο βασιλεύς ευνούχον ένα και είπε· τάχος Μιχαίαν υιόν Ιεμβλά. 9 και βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα καθήμενοι έκαστος επί θρόνου αυτού και ενδεδυμένοι στολάς, καθήμενοι εν τώ ευρυχώρω θύρας πύλης Σαμαρείας, και πάντες οι προφήται επροφήτευον εναντίον αυτών.
10 και εποίησεν εαυτώ Σεδεκίας υιός Χαναάν κέρατα σιδηρά και είπε· τάδε λέγει Κύριος· εν τούτοις κερατιείς την Συρίαν έως αν συντελεσθή. 11 και πάντες οι προφήται επροφήτευον ούτω λέγοντες· ανάβαινε εις Ραμώθ Γαλαάδ και ευοδωθήση, και δώσει Κύριος εις χείρας τού βασιλέως. 12 και ο άγγελος ο πορευθείς τού καλέσαι τον Μιχαίαν ελάλησεν αυτώ λέγων· ιδού ελάλησαν οι προφήται εν στόματι ενί αγαθά περί τού βασιλέως, και έστωσαν δή οι λόγοι σου ως ενός αυτών, και λαλήσεις αγαθά. 13 και είπε Μιχαίας· ζή Κύριος, ότι ό εάν είπη ο Θεός προς με, αυτό λαλήσω. 14 και ήλθε προς τον βασιλέα, και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· Μιχαία, ει πορευθώ εις Ραμώθ Γαλαάδ εις πόλεμον ή επίσχω; και είπεν· ανάβαινε και ευοδώσεις, και δοθήσονται εις χείρας υμών. 15 και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· ποσάκις ορκίζω σε ίνα μη λαλήσης προς με πλήν την αλήθειαν εν ονόματι Κυρίου; 16 και είπεν· είδον τον Ισραήλ διεσπαρμένους εν τοίς όρεσιν ως πρόβατα, οίς ουκ έστι ποιμήν, και είπε Κύριος· ουκ έχουσιν ηγούμενον ούτοι, αναστρεφέτωσαν έκαστος εις τον οίκον αυτού εν ειρήνη. 17 και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ· ουκ είπόν σοι, ότι ου προφητεύει περί εμού αγαθά, αλλ' ή κακά; 18 και είπεν· ουχ ούτως· ακούσατε λόγον Κυρίου· είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου αυτού, και πάσα δύναμις τού ουρανού παρειστήκει εκ δεξιών αυτού και εξ αριστερών αυτού. 19 και είπε Κύριος· τις απατήσει τον Αχαάβ βασιλέα Ισραήλ και αναβήσεται και πεσείται εν Ραμώθ Γαλαάδ; και ούτος είπεν ούτως, και ούτος είπεν ούτως. 20 και εξήλθε το πνεύμα και έστη ενώπιον Κυρίου και είπεν· εγώ απατήσω αυτόν. και είπε Κύριος· εν τίνι; 21 και είπεν· εξελεύσομαι και έσομαι πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών αυτού. και είπεν· απατήσεις και δυνήση, έξελθε και ποίησον ούτω. 22 και νύν ιδού έδωκε Κύριος πνεύμα ψευδές εν στόματι των προφητών σου τούτων, και Κύριος ελάλησεν επί σε κακά. 23 και ήγγισε Σεδεκίας υιός Χαναάν και επάταξε τον Μιχαίαν επί την σιαγόνα και είπεν αυτώ· ποία τή οδώ παρήλθε πνεύμα Κυρίου παρ' εμού τού λαλήσαι προς σε; 24 και είπε Μιχαίας· ιδού όψη εν τή ημέρα εκείνη, εν ή εισελεύση ταμιείον εκ ταμιείου τού κατακρυβήναι. 25 και είπε βασιλεύς Ισραήλ· λάβετε τον Μιχαίαν και αποστρέψατε προς Εμήρ άρχοντα της πόλεως και προς Ιωάς άρχοντα υιόν τού βασιλέως 26 και ερείτε· ούτως είπεν ο βασιλεύς· απόθεσθε τούτον εις οίκον φυλακής, και εσθιέτω άρτον θλίψεως και ύδωρ θλίψεως έως τού επιστρέψαι με εν ειρήνη. 27 και είπε Μιχαίας· εάν επιστρέφων επιστρέψης εν ειρήνη, ουκ ελάλησε Κύριος εν εμοί· ακούσατε λαοί πάντες. 28 Καί ανέβη βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα εις Ραμώθ Γαλαάδ. 29 και είπε βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ· κατακάλυψόν με και εισελεύσομαι εις τον πόλεμον, και σύ ένδυσαι τον ιματισμόν μου· και συνεκαλύψατο βασιλεύς Ισραήλ και εισήλθεν εις τον πόλεμον.
30 και βασιλεύς Συρίας ενετείλατο τοίς άρχουσι των αρμάτων τοίς μετ' αυτού λέγων· μη πολεμείτε τον μικρόν και τον μέγαν, αλλ' ή τον βασιλέα Ισραήλ μόνον. 31 και εγένετο ως είδον οι άρχοντες των αρμάτων τον Ιωσαφάτ, και αυτοί είπαν· βασιλεύς Ισραήλ εστι, και εκύκλωσαν αυτόν τού πολεμείν· και εβόησεν Ιωσαφάτ, και Κύριος έσωσεν αυτόν, και απέστρεψεν αυτούς ο Θεός απ' αυτού. 32 και εγένετο ως είδον οι άρχοντες των αρμάτων ότι ουκ ήν βασιλεύς Ισραήλ, και απέστρεψαν απ' αυτού. 33 και ανήρ έτεινε τόξον ευστόχως και επάταξε τον βασιλέα Ισραήλ ανά μέσον τού πνεύμονος και ανά μέσον τού θώρακος. και είπε τώ ηνιόχω· επίστρεφε την χείρά σου και εξάγαγέ με εκ τού πολέμου, ότι επόνεσα. 34 και ετροπώθη ο πόλεμος εν τή ημέρα εκείνη· και ο βασιλεύς Ισραήλ ήν εστηκώς επί τού άρματος εξεναντίας Συρίας έως εσπέρας και απέθανε δύνοντος τού ηλίου.
1 ΚΑΙ επέστρεψεν Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα εις τον οίκον αυτού εις Ιερουσαλήμ. 2 και εξήλθεν εις απάντησιν αυτού Ιού ο τού Ανανί ο προφήτης και είπεν αυτώ· βασιλεύ Ιωσαφάτ, ει αμαρτωλώ σύ βοηθείς ή μισουμένω υπό Κυρίου φιλιάζεις; διά τούτο εγένετο επί σε οργή παρά Κυρίου· 3 ότι αλλ' ή λόγοι αγαθοί ευρέθησαν εν σοί, ότι εξήρας τα άλση από της γής Ιούδα και κατηύθυνας την καρδίαν σου εκζητήσαι τον Κύριον. 4 και κατώκησεν Ιωσαφάτ εν Ιερουσαλήμ και πάλιν εξήλθεν εις τον λαόν από Βηρσαβεέ έως όρους Εφραίμ και επέστρεψεν αυτούς επί Κύριον Θεόν των πατέρων αυτών. 5 και κατέστησε τους κριτάς εν πάσαις ταίς πόλεσιν Ιούδα ταίς οχυραίς εν πόλει και πόλει 6 και είπε τοίς κριταίς· ίδετε τι υμείς ποιείτε, ότι ουκ ανθρώπω υμείς κρίνετε, αλλ' ή τώ Κυρίω, και μεθ' υμών λόγοι της κρίσεως· 7 και νύν γενέσθω φόβος Κυρίου εφ' υμάς, και φυλάσσετε και ποιήσατε, ότι ουκ έστι μετά Κυρίου Θεού ημών αδικία, ουδέ θαυμάσαι πρόσωπον ουδέ λαβείν δώρα. 8 και γε εν Ιερουσαλήμ κατέστησεν Ιωσαφάτ των ιερέων και των Λευιτών και των πατριαρχών Ισραήλ εις κρίσιν Κυρίου, και κρίνειν τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ. 9 και ενετείλατο προς αυτούς λέγων· ούτω ποιήσετε εν φόβω Κυρίου, εν αληθεία και εν πλήρει καρδία·
10 πάς ανήρ κρίσιν την ελθούσαν εφ' υμάς των αδελφών υμών των κατοικούντων εν ταίς πόλεσιν αυτών ανά μέσον αίμα αίματος και ανά μέσον τού προστάγματος και εντολής και δικαιώματα και κρίματα και διαστελείσθε αυτοίς, και ουχ αμαρτήσονται τώ Κυρίω, και ουκ έσται οργή εφ' υμάς και επί τους αδελφούς υμών· ούτω ποιήσετε και ουχ αμαρτήσεσθε. 11 και ιδού Αμαρίας ο ιερεύς ηγούμενος εφ' υμάς εις πάντα λόγον Κυρίου και Ζαβδίας υιός Ισμαήλ ο ηγούμενος εις οίκον Ιούδα προς πάντα λόγον βασιλέως και οι γραμματείς και οι Λευίται πρό προσώπου υμών· ισχύσατε και ποιήσατε, και έσται Κύριος μετά τού αγαθού.
1 ΚΑΙ μετά ταύτα ήλθον οι υιοί Μωάβ, και υιοί Αμμών και μετ' αυτών εκ των Μιναίων προς Ιωσαφάτ εις πόλεμον. 2 και ήλθον και υπέδειξαν τώ Ιωσαφάτ λέγοντες· ήκει επί σε πλήθος πολύ εκ πέραν της θαλάσσης από Συρίας, και ιδού εισιν εν Ασασάν Θαμάρ (αύτη εστίν Εγγαδί). 3 και εφοβήθη και έδωκεν Ιωσαφάτ πρόσωπον αυτού εκζητήσαι τον Κύριον και εκήρυξε νηστείαν εν παντί Ιούδα. 4 και συνήχθη Ιούδας εκζητήσαι τον Κύριον, και από πασών των πόλεων Ιούδα ήλθον ζητήσαι τον Κύριον. 5 και ανέστη Ιωσαφάτ εν εκκλησία Ιούδα εν Ιερουσαλήμ εν οίκω Κυρίου κατά πρόσωπον της αυλής της καινής 6 και είπε· Κύριε ο Θεός των πατέρων μου, ουχί σύ εί Θεός εν ουρανώ άνω και σύ κυριεύεις πασών των βασιλειών των εθνών και εν τή χειρί σου ισχύς δυναστείας και ουκ έστι προς σε αντιστήναι; 7 ουχί σύ ο Κύριος ο εξολοθρεύσας τους κατοικούντας την γήν ταύτην από προσώπου τού λαού σου Ισραήλ και έδωκας αυτήν σπέρματι Αβραάμ τώ ηγαπημένω σου εις τον αιώνα; 8 και κατώκησαν εν αυτή και ωκοδόμησαν εν αυτή αγίασμα τώ ονόματί σου λέγοντες· 9 εάν επέλθη εφ' ημάς κακά, ρομφαία, κρίσις, θάνατος, λιμός, στησόμεθα εναντίον τού οίκου τούτου και εναντίον σου, ότι το όνομά σου επί τώ οίκω τούτω, και βοησόμεθα προς σε από της θλίψεως, και ακούση και σώσεις.
10 και νύν ιδού οι υιοί Αμμών και Μωάβ και όρος Σηείρ, εις ούς ουκ έδωκας τώ Ισραήλ διελθείν δι' αυτών, εξελθόντων αυτών εκ γής Αιγύπτου, ότι εξέκλιναν απ' αυτών και ουκ εξωλόθρευσαν αυτούς. 11 και νύν ιδού αυτοί επιχειρούσιν εφ' ημάς εξελθείν εκβαλείν ημάς από της κληρονομίας ημών, ής έδωκας ημίν. 12 Κύριε ο Θεός ημών, ου κρινείς εν αυτοίς; ότι ουκ έστιν ημίν ισχύς τού αντιστήναι προς το πλήθος το πολύ τούτο το ελθόν εφ' ημάς, και ουκ οίδαμεν τι ποιήσωμεν αυτοίς, αλλ' ή επί σοί οι οφθαλμοί ημών. 13 και πάς Ιούδας εστηκώς έναντι Κυρίου, και τα παιδία αυτών και αι γυναίκες αυτών. 14 και τώ Οζιήλ τώ τού Ζαχαρίου των υιών Βαναίου των υιών Ελειήλ τού Ματθανίου τού Λευίτου από των υιών Ασάφ, εγένετο επ' αυτόν πνεύμα Κυρίου εν τή εκκλησία 15 και είπεν· ακούσατε πάς Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και ο βασιλεύς Ιωσαφάτ· τάδε λέγει Κύριος υμίν αυτοίς· μη φοβείσθε μηδέ πτοηθήτε από προσώπου τού όχλου τού πολλού τούτου, ότι ουχ υμίν εστιν η παράταξις, αλλ' ή τώ Θεώ. 16 αύριον κατάβητε επ' αυτούς· ιδού αναβαίνουσι κατά την ανάβασιν Ασάς, και ευρήσετε αυτούς επ' άκρου ποταμού της ερήμου Ιεριήλ. 17 ουχ υμίν εστι πολεμήσαι· ταύτα σύνετε και ίδετε την σωτηρίαν Κυρίου μεθ' υμών, Ιούδα και Ιερουσαλήμ· μη φοβηθήτε μηδέ πτοηθήτε αύριον εξελθείν εις απάντησιν αυτοίς, και Κύριος μεθ' υμών. 18 και κύψας Ιωσαφάτ επί πρόσωπον αυτού και πάς Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ έπεσαν έναντι Κυρίου προσκυνήσαι Κυρίω. 19 και ανέστησαν οι Λευίται από των υιών Καάθ και από των υιών Κορέ αινείν Κυρίω Θεώ Ισραήλ εν φωνή μεγάλη εις ύψος.
20 Καί ώρθρισαν πρωί και εξήλθον εις την έρημον Θεκωέ, και εν τώ εξελθείν αυτούς έστη Ιωσαφάτ και εβόησε και είπεν· ακούσατέ μου Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ· εμπιστεύσατε εν Κυρίω Θεώ ημών, και εμπιστευθήσεσθε· εμπιστεύσατε εν προφήτη αυτού, και ευοδωθήσεσθε. 21 και εβουλεύσατο μετά τού λαού και έστησε ψαλτωδούς και αινούντας εξομολογείσθαι και αινείν τα άγια εν τώ εξελθείν έμπροσθεν της δυνάμεως, και έλεγον· εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 22 και εν τώ άρξασθαι αυτούς της αινέσεως και της εξομολογήσεως έδωκε Κύριος πολεμείν τους υιούς Αμμών επί Μωάβ και όρος Σηείρ τους εξελθόντας επί Ιούδαν, και ετροπώθησαν. 23 και ανέστησαν οι υιοί Αμμών και Μωάβ επί τους κατοικούντας όρος Σηείρ εξολοθρεύσαι και εκτρίψαι αυτούς· και ως συνετέλεσαν τους κατοικούντας Σηείρ, ανέστησαν εις αλλήλους τού εξολοθρευθήναι. 24 και Ιούδας ήλθεν επί την σκοπιάν της ερήμου και επέβλεψε και είδε το πλήθος, και ιδού πάντες νεκροί πεπτωκότες επί της γής, ουκ ήν σωζόμενος. 25 και εξήλθεν Ιωσαφάτ και ο λαός αυτού σκυλεύσαι τα σκύλα αυτών και εύρον κτήνη πολλά και αποσκευήν και σκύλα και σκεύη επιθυμητά και εσκύλευσαν εν αυτοίς. και εγένοντο ημέραι τρεις σκυλευόντων αυτών τα σκύλα, ότι πολλά ήν. 26 και εγένετο τή ημέρα τή τετάρτη επισυνήχθησαν εις τον αυλώνα της ευλογίας, εκεί γάρ ηυλόγησαν τον Κύριον· διά τούτο εκάλεσαν το όνομα τού τόπου εκείνου Κοιλάς ευλογίας έως της ημέρας ταύτης. 27 και επέστρεψε πάς ανήρ Ιούδα εις Ιερουσαλήμ και Ιωσαφάτ ηγούμενος αυτών εν ευφροσύνη μεγάλη, ότι εύφρανεν αυτούς Κύριος από των εχθρών αυτών, 28 και εισήλθον εις Ιερουσαλήμ εν νάβλαις και κινύραις και εν σάλπιγξιν εις οίκον Κυρίου. 29 και εγένετο έκστασις Κυρίου επί πάσας τας βασιλείας της γής εν τώ ακούσαι αυτούς ότι Κύριος επολέμησε προς τους υπεναντίους Ισραήλ.
30 και ειρήνευσεν η βασιλεία Ιωσαφάτ, και κατέπαυσεν αυτώ ο Θεός αυτού κυκλόθεν. 31 Καί εβασίλευσεν Ιωσαφάτ επί τον Ιούδαν, ών ετών τριακονταπέντε εν τώ βασιλεύσαι αυτόν, και είκοσι και πέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Αζουβά θυγάτηρ Σαλί. 32 και επορεύθη εν ταίς οδοίς τού πατρός αυτού Ασά και ουκ εξέκλινε τού ποιήσαι το ευθές ενώπιον Κυρίου· 33 αλλά τα υψηλά έτι υπήρχε, και έτι ο λαός ου κατεύθυνε την καρδίαν αυτών προς Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών. 34 και οι λοιποί λόγοι Ιωσαφάτ οι πρώτοι και οι έσχατοι ιδού γεγραμμένοι εν λόγοις Ιού τού Ανανί, ός κατέγραψε βιβλίον βασιλέων Ισραήλ. 35 Καί μετά ταύτα εκοινώνησεν Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα προς Οχοζίαν βασιλέα Ισραήλ (και ούτος ηνόμησεν) 36 εν τώ ποιήσαι και πορευθήναι προς αυτόν τού ποιήσαι πλοία τού πορευθήναι εις Θαρσείς και εποίησε πλοία εν Γασιών Γαβέρ. 37 και επροφήτευσεν Ελιέζερ ο τού Δωδία από Μαρισής επί Ιωσαφάτ λέγων· ως εφιλίασας τώ Οχοζία, έθραυσε Κύριος το έργον σου, και συνετρίβη τα πλοίά σου. και ουκ εδυνάσθη πορευθήναι εις Θαρσείς.
1 ΚΑΙ εκοιμήθη Ιωσαφάτ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Ιωράμ υιός αυτού αντ' αυτού. 2 και αυτώ αδελφοί υιοί Ιωσαφάτ έξ, Αζαρίας και Ιειήλ και Ζαχαρίας και Αζαρίας και Μιχαήλ και Σαφατίας· πάντες ούτοι υιοί Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα. 3 και έδωκεν αυτοίς ο πατήρ αυτών δόματα πολλά, αργύριον και χρυσίον και όπλα μετά των πόλεων τετειχισμένων εν Ιούδα· και την βασιλείαν έδωκε τώ Ιωράμ, ότι ούτος ο πρωτότοκος. 4 και ανέστη Ιωράμ επί την βασιλείαν αυτού και εκραταιώθη και απέκτεινε πάντας τους αδελφούς αυτού εν ρομφαία και από των αρχόντων Ισραήλ. 5 όντος αυτού τριάκοντα και δύο ετών, κατέστη Ιωράμ επί την βασιλείαν αυτού και οκτώ έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. 6 και επορεύθη εν οδώ βασιλέων Ισραήλ, ως εποίησεν οίκος Αχαάβ, ότι θυγάτηρ Αχαάβ ήν αυτού γυνή, και εποίησε το πονηρόν εναντίον Κυρίου. 7 και ουκ εβούλετο Κύριος εξολοθρεύσαι τον οίκον Δαυίδ διά την διαθήκην, ήν διέθετο τώ Δαυίδ, και ως είπεν αυτώ δούναι αυτώ λύχνον και τοίς υιοίς αυτού πάσας τας ημέρας. 8 εν ταίς ημέραις εκείναις απέστη Εδώμ από τού Ιούδα και εβασίλευσαν εφ' εαυτούς βασιλέα. 9 και ώχετο Ιωράμ μετά των αρχόντων και πάσα η ίππος μετ' αυτού· και εγένετο και ηγέρθη νυκτός και επάταξεν Εδώμ τον κυκλούντα αυτόν και τους άρχοντας των αρμάτων, και έφυγεν ο λαός εις τα σκηνώματα αυτών.
10 και απέστη από Ιούδα Εδώμ έως της ημέρας ταύτης· τότε απέστη Λομνά εν τώ καιρώ εκείνω από χειρός αυτού, ότι εγκατέλιπε Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτού· 11 και γάρ αυτός εποίησεν υψηλά εν ταίς πόλεσιν Ιούδα και εξεπόρνευσε τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ και απεπλάνησε τον Ιούδαν. 12 και ήλθεν αυτώ εν γραφή παρά Ηλιού τού προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεός Δαυίδ τού πατρός σου· ανθ' ών ουκ επορεύθης εν οδώ Ιωσαφάτ τού πατρός σου και εν οδοίς Ασά βασιλέως Ιούδα 13 και επορεύθης εν οδοίς βασιλέων Ισραήλ και εξεπόρνευσας τον Ιούδαν και τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ, ως εξεπόρνευσεν οίκος Αχαάβ, και τους αδελφούς σου υιούς τού πατρός σου τους αγαθούς υπέρ σε απέκτεινας, 14 ιδού Κύριος πατάξει σε πληγήν μεγάλην εν τώ λαώ σου και εν τοίς υιοίς σου και εν γυναιξί σου και εν πάση τή αποσκευή σου. 15 και σύ εν μαλακία πονηρά, εν νόσω κοιλίας, έως ού εξέλθη η κοιλία σου μετά της μαλακίας εξ ημερών εις ημέρας. 16 και επήγειρε Κύριος επί Ιωράμ τους αλλοφύλους και τους Άραβας και τους ομόρους των Αιθιόπων, 17 και ανέβησαν επί Ιούδαν και κατεδυνάστευον και απέστρεψαν πάσαν την αποσκευήν, ήν εύρον εν οίκω τού βασιλέως, και τους υιούς αυτού και τας θυγατέρας αυτού, και ου κατελείφθη αυτώ υιός, αλλ' ή Οχοζίας ο μικρότατος των υιών αυτού. 18 και μετά ταύτα πάντα επάταξεν αυτόν Κύριος εις την κοιλίαν μαλακίαν, ή ουκ έστιν ιατρεία. 19 και εγένετο εξ ημερών εις ημέρας, και ως ήλθε καιρός των ημερών ημέρας δύο, εξήλθεν η κοιλία αυτού μετά της νόσου, και απέθανεν εν μαλακία πονηρά. και ουκ εποίησεν ο λαός αυτού εκφοράν καθώς εκφοράν πατέρων αυτού.
20 ήν τριάκοντα και δύο ετών, ότε εβασίλευσε, και οκτώ έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ· και επορεύθη ουκ εν επαίνω και ετάφη εν πόλει Δαυίδ και ουκ εν τάφοις των βασιλέων.
1 ΚΑΙ εβασίλευσαν οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ τον Οχοζίαν υιόν αυτού τον μικρόν αντ' αυτού, ότι πάντας τους πρεσβυτέρους απέκτεινε το επελθόν επ' αυτούς ληστήριον, οι Άραβες και οι Αλιμοζονείς· και εβασίλευσεν Οχοζίας υιός Ιωράμ βασιλέως Ιούδα. 2 ών ετών είκοσιν Οχοζίας εβασίλευσε και ενιαυτόν ένα εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Γοθολία θυγάτηρ Αμβρί. 3 και ούτος επορεύθη εν οδώ οίκου Αχαάβ, ότι μήτηρ αυτού ήν σύμβουλος τού αμαρτάνειν· 4 και εποίησε το πονηρόν εναντίον Κυρίου ως οίκος Αχαάβ, ότι αυτοί ήσαν αυτώ σύμβουλοι μετά το αποθανείν τον πατέρα αυτού, τού εξολοθρεύσαι αυτόν, 5 και εν ταίς βουλαίς αυτών επορεύθη και επορεύθη μετά Ιωράμ υιού Αχαάβ βασιλέως Ισραήλ εις πόλεμον επί Αζαήλ βασιλέα Συρίας εις Ραμώθ Γαλαάδ· και επάταξαν οι τοξόται τον Ιωράμ. 6 και επέστρεψεν Ιωράμ τού ιατρευθήναι εις Ιεζράελ από των πληγών, ών επάταξαν αυτόν οι Σύροι εν Ραμώθ εν τώ πολεμείν αυτόν προς Αζαήλ βασιλέα Συρίας· και Οχοζίας υιός Ιωράμ βασιλεύς Ιούδα κατέβη θεάσασθαι τον Ιωράμ υιόν Αχαάβ εις Ιεζράελ, ότι ηρρώστει. 7 και παρά τού Θεού εγένετο καταστροφή Οχοζία ελθείν προς Ιωράμ· και εν τώ ελθείν αυτόν εξήλθε μετ' αυτού Ιωράμ προς Ιού υιόν Ναμεσσεί χριστόν Κυρίου εις τον οίκον Αχαάβ. 8 και εγένετο ως εξεδίκησεν Ιού τον οίκον Αχαάβ, και εύρε τους άρχοντας Ιούδα και τους αδελφούς Οχοζίου λειτουργούντας τώ Οχοζία και απέκτεινεν αυτούς. 9 και είπε τού ζητήσαι τον Οχοζίαν, και κατέλαβον αυτόν ιατρευόμενον εν Σαμαρεία και ήγαγον αυτόν προς Ιού, και απέκτεινεν αυτόν και έθαψαν αυτόν, ότι είπαν· υιός Ιωσαφάτ εστιν, ός εζήτησε τον Κύριον εν όλη τή καρδία αυτού. και ουκ ήν εν οίκω Οχοζία κατισχύσαι δύναμιν περί της βασιλείας.
10 Καί Γοθολία η μήτηρ Οχοζίου είδεν ότι τέθνηκεν ο υιός αυτής και ηγέρθη και απώλεσε πάν το σπέρμα της βασιλείας εν οίκω Ιούδα. 11 και έλαβεν Ιωσαβέθ θυγάτηρ τού βασιλέως τον Ιωάς υιόν Οχοζίου και έκλεψεν αυτόν εκ μέσου υιών τού βασιλέως των θανατουμένων και έδωκεν αυτόν και την τροφόν αυτού εις ταμιείον των κλινών· και έκρυψεν αυτόν Ιωσαβέθ θυγάτηρ τού βασιλέως Ιωράμ, αδελφή Οχοζίου, γυνή Ιωδαέ τού ιερέως, και έκρυψεν αυτόν από προσώπου της Γοθολίας, και ουκ απέκτεινεν αυτόν. 12 και ήν μετ' αυτού εν οίκω τού Θεού κατακεκρυμμένος έξ έτη, και Γοθολία εβασίλευσεν επί της γής.
1 ΚΑΙ εν τώ έτει τώ ογδόω εκραταίωσεν Ιωδαέ και έλαβε τους εκατοντάρχους, τον Αζαρίαν υιόν Ιωράμ και τον Ισμαήλ υιόν Ιωανάν και τον Αζαρίαν υιόν Ωβήδ και τον Μαασαίαν υιόν Αδαία και τον Ελισαφάν υιόν Ζαχαρίου, μεθ' εαυτού εις οίκον Κυρίου. 2 και εκύκλωσαν τον Ιούδαν και συνήγαγον τους Λευίτας εκ πασών των πόλεων Ιούδα και άρχοντας πατριών τού Ισραήλ, και ήλθον εις Ιερουσαλήμ. 3 και διέθεντο πάσα η εκκλησία Ιούδα διαθήκην εν οίκω τού Θεού μετά τού βασιλέως, και έδειξεν αυτοίς τον υιόν τού βασιλέως και είπεν αυτοίς· ιδού ο υιός τού βασιλέως βασιλευσάτω, καθώς ελάλησε Κύριος επί τον οίκον Δαυίδ. 4 νύν ο λόγος ούτος, ον ποιήσετε· το τρίτον εξ υμών εισπορευέσθωσαν το σάββατον, των ιερέων και των Λευιτών, και εις τας πύλας των εισόδων, 5 και το τρίτον εν οίκω τού βασιλέως, και το τρίτον εν τή πύλη τή μέση, και πάς ο λαός εν αυλαίς οίκου Κυρίου. 6 και μη εισελθέτω εις οίκον Κυρίου εάν μη οι ιερείς και οι Λευίται και οι λειτουργούντες των Λευιτών· αυτοί εισελεύσονται, ότι άγιοί εισι, και πάς ο λαός φυλασσέτω φυλακάς Κυρίου. 7 και κυκλώσουσιν οι Λευίται τον βασιλέα κύκλω, ανδρός σκεύος σκεύος εν χειρί αυτού, και ο εισπορευόμενος εις τον οίκον αποθανείται· και έσονται μετά τού βασιλέως εκπορευομένου και εισπορευομένου αυτού. 8 και εποίησαν οι Λευίται και πάς Ιούδα κατά πάντα, όσα ενετείλατο αυτοίς Ιωδαέ ο ιερεύς, και έλαβον έκαστος τους άνδρας αυτού απ' αρχής τού σαββάτου έως εξόδου τού σαββάτου, ότι ου κατέλυσεν Ιωδαέ ο ιερεύς τας εφημερίας. 9 και έδωκεν Ιωδαέ τας μαχαίρας και τους θυρεούς και τα όπλα, ά ήν τού βασιλέως Δαυίδ, εν οίκω τού Θεού.
10 και έστησε τον λαόν πάντα, έκαστον εν τοίς όπλοις αυτού, από της ωμίας τού οίκου της δεξιάς έως της ωμίας της αριστεράς τού θυσιαστηρίου και τού οίκου επί τον βασιλέα κύκλω. 11 και εξήγαγε τον υιόν τού βασιλέως και έδωκεν επ' αυτόν το βασίλειον και τα μαρτύρια, και εβασίλευσαν και έχρισαν αυτόν Ιωδαέ ο ιερεύς και οι υιοί αυτού και είπαν· ζήτω ο βασιλεύς. 12 και ήκουσε Γοθολία την φωνήν τού λαού τρεχόντων και εξομολογουμένων και αινούντων τον βασιλέα και εισήλθε προς τον βασιλέα εις οίκον Κυρίου. 13 και είδε και ιδού ο βασιλεύς επί της στάσεως αυτού, και επί της εισόδου οι άρχοντες και αι σάλπιγγες και οι άρχοντες περί τον βασιλέα, και πάς ο λαός της γής ηυφράνθη και εσάλπισαν ταίς σάλπιγξι και οι άδοντες εν τοίς οργάνοις ωδοί και υμνούντες αίνον· και διέρρηξε Γοθολία την στολήν αυτής και εβόησεν· επιτιθέμενοι επιτίθεσθε. 14 και εξήλθεν Ιωδαέ ο ιερεύς, και ενετείλατο Ιωδαέ ο ιερεύς τοίς εκατοντάρχοις και τοίς αρχηγοίς της δυνάμεως και είπεν αυτοίς· εκβάλετε αυτήν εκτός τού οίκου και εισέλθατε οπίσω αυτής, και αποθανέτω μαχαίρα· ότι είπεν ο ιερεύς· μη αποθανέτω εν οίκω Κυρίου. 15 και έδωκαν αυτή άνεσιν και διήλθε διά της πύλης των ιππέων τού οίκου τού βασιλέως, και εθανάτωσαν αυτήν εκεί. 16 και διέθετο Ιωδαέ διαθήκην ανά μέσον αυτού και τού λαού και τού βασιλέως είναι λαόν τώ Κυρίω. 17 και εισήλθε πάς ο λαός της γής εις οίκον Βάαλ και κατέσπασαν αυτόν και τα θυσιαστήρια αυτού και τα είδωλα αυτού ελέπτυναν και τον Ματθάν ιερέα Βάαλ εθανάτωσαν εναντίον των θυσιαστηρίων αυτού. 18 και ενεχείρισεν Ιωδαέ ο ιερεύς τα έργα οίκου Κυρίου διά χειρός ιερέων και Λευιτών και ανέστησε τας εφημερίας των ιερέων και των Λευιτών, ας διέστειλε Δαυίδ επί τον οίκον Κυρίου και ανενέγκαι ολοκαυτώματα Κυρίω, καθώς γέγραπται εν νόμω Μωυσή, εν ευφροσύνη και εν ωδαίς διά χειρός Δαυίδ. 19 και έστησαν οι πυλωροί επί τας πύλας οίκου Κυρίου, και ουκ εισελεύσεται ακάθαρτος εις πάν πράγμα.
20 και έλαβε τους πατριάρχας και τους δυνατούς και τους άρχοντας τού λαού και πάντα τον λαόν της γής και επεβίβασαν τον βασιλέα εις οίκον Κυρίου, και εισήλθε διά της πύλης της εσωτέρας εις τον οίκον τού βασιλέως, και εκάθισαν τον βασιλέα επί τού θρόνου της βασιλείας. 21 και ηυφράνθη πάς ο λαός της γής, και η πόλις ησύχασε, και την Γοθολίαν εθανάτωσαν μαχαίρα.
1 ΩΝ ετών επτά Ιωάς εν τώ βασιλεύειν αυτόν και τεσσαράκοντα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Σαβιά εκ Βηρσαβεέ. 2 και εποίησεν Ιωάς το ευθές ενώπιον Κυρίου πάσας τας ημέρας Ιωδαέ τού ιερέως. 3 και έλαβεν Ιωδαέ δύο γυναίκας εαυτώ, και εγέννησαν υιούς και θυγατέρας. 4 και εγένετο μετά ταύτα και εγένετο επί καρδίαν Ιωάς επισκευάσαι τον οίκον Κυρίου. 5 και συνήγαγε τους ιερείς και τους Λευίτας και είπεν αυτοίς· εξέλθατε εις τας πόλεις Ιούδα και συναγάγετε από παντός Ισραήλ αργύριον κατισχύσαι τον οίκον Κυρίου ενιαυτόν κατ' ενιαυτόν και σπεύσατε λαλήσαι· και ουκ έσπευσαν οι Λευίται. 6 και εκάλεσεν ο βασιλεύς Ιωάς τον Ιωδαέ τον άρχοντα και είπεν αυτώ· διατί ουκ επεσκέψω περί των Λευιτών τού εισενέγκαι από Ιούδα και Ιερουσαλήμ το κεκριμένον υπό Μωυσή ανθρώπου τού Θεού, ότι εξεκκλησίασε τον Ισραήλ εις την σκηνήν τού μαρτυρίου; 7 ότι Γοθολία ήν η άνομος, και οι υιοί αυτής κατέσπασαν τον οίκον τού Θεού· και γάρ τα άγια οίκου Κυρίου εποίησαν ταίς Βααλίμ. 8 και είπεν ο βασιλεύς· γενηθήτω γλωσσόκομον και τεθήτω εν πύλη οίκου Κυρίου έξω· 9 και κηρυξάτωσαν εν Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ εισενέγκαι Κυρίω, καθώς είπε Μωυσής παίς τού Θεού επί τον Ισραήλ εν τή ερήμω.
10 και έδωκαν πάντες άρχοντες και πάς ο λαός και εισέφερον και ενέβαλλον εις το γλωσσόκομον, έως ού επληρώθη, 11 και εγένετο ως εισέφερον το γλωσσόκομον προς τους προστάτας τού βασιλέως διά χειρός των Λευιτών και ως είδον ότι επλεόνασε το αργύριον, και ήλθεν ο γραμματεύς τού βασιλέως και ο προστάτης τού ιερέως τού μεγάλου και εξεκένωσαν το γλωσσόκομον και κατέστησαν εις τον τόπον αυτού· ούτως εποίουν ημέραν εξ ημέρας και συνήγαγον αργύριον πολύ. 12 και έδωκεν αυτό ο βασιλεύς και Ιωδαέ ο ιερεύς τοίς ποιούσι τα έργα εις εργασίαν οίκου Κυρίου, και εμισθούντο λατόμους και τέκτονας επισκευάσαι τον οίκον Κυρίου και χαλκείς σιδήρου και χαλκού επισκευάσαι τον οίκον Κυρίου. 13 και εποίουν οι ποιούντες τα έργα, και ανέβη μήκος των έργων εν χερσίν αυτών και ανέστησαν τον οίκον Κυρίου επί την στάσιν αυτού και ενίσχυσαν. 14 και ως συνετέλεσαν, ήνεγκαν προς τον βασιλέα και προς Ιωδαέ το κατάλοιπον τού αργυρίου, και εποίησαν σκεύη εις οίκον Κυρίου, σκεύη λειτουργικά ολοκαυτωμάτων και θυίσκας χρυσάς και αργυράς· και ανήνεγκαν ολοκαυτώσεις εν οίκω Κυρίου διαπαντός πάσας τας ημέρας Ιωδαέ. 15 Καί εγήρασεν Ιωδαέ πλήρης ημερών και ετελεύτησεν ών εκατόν και τριάκοντα ετών εν τώ τελευτάν αυτόν· 16 και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ μετά των βασιλέων, ότι εποίησεν αγαθωσύνην μετά Ισραήλ και μετά τού Θεού και τού οίκου αυτού. 17 και εγένετο μετά την τελευτήν Ιωδαέ εισήλθον οι άρχοντες Ιούδα και προσεκύνησαν τον βασιλέα· τότε επήκουσεν αυτοίς ο βασιλεύς. 18 και εγκατέλιπον τον οίκον Κυρίου Θεού των πατέρων αυτών και εδούλευον ταίς Αστάρταις και τοίς ειδώλοις· και εγένετο οργή επί Ιούδαν και επί Ιερουσαλήμ εν τή ημέρα ταύτη. 19 και απέστειλε προς αυτούς προφήτας επιστρέψαι προς Κύριον, και ουκ ήκουσαν· και διεμαρτύρατο αυτοίς, και ουχ υπήκουσαν.
20 και πνεύμα Θεού ενέδυσε τον Αζαρίαν τον τού Ιωδαέ τον ιερέα και ανέστη επάνω τού λαού και είπε· τάδε λέγει Κύριος· τι παραπορεύεσθε τας εντολάς Κυρίου; και ουκ ευοδωθήσεσθε, ότι εγκατελίπετε τον Κύριον, και εγκαταλείψει υμάς. 21 και επέθεντο αυτώ και ελιθοβόλησαν αυτόν δι' εντολής Ιωάς τού βασιλέως εν αυλή οίκου Κυρίου. 22 και ουκ εμνήσθη Ιωάς τού ελέους, ού εποίησεν Ιωδαέ ο πατήρ αυτού μετ' αυτού, και εθανάτωσε τον υιόν αυτού. και ως απέθνησκεν, είπεν· ίδοι Κύριος και κρινάτω. 23 και εγένετο μετά την συντέλειαν τού ενιαυτού ανέβη επ' αυτόν δύναμις Συρίας και ήλθεν επί Ιούδαν και επί Ιερουσαλήμ και κατέφθειραν πάντας τους άρχοντας τού λαού εν τώ λαώ και πάντα τα σκύλα αυτών απέστειλαν τώ βασιλεί Δαμασκού· 24 ότι εν ολίγοις ανδράσι παρεγένετο δύναμις Συρίας, και ο Θεός παρέδωκεν εις τας χείρας αυτών δύναμιν πολλήν σφόδρα, ότι εγκατέλιπον Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών· και μετά Ιωάς εποίησε κρίματα. 25 και μετά το απελθείν αυτούς απ' αυτού, εν τώ εγκαταλιπείν αυτόν εν μαλακίαις μεγάλαις και επέθεντο αυτώ οι παίδες αυτού εν αίμασιν υιού Ιωδαέ τού ιερέως και εθανάτωσαν αυτόν επί της κλίνης αυτού, και απέθανε· και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ και ουκ έθαψαν αυτόν εν τώ τάφω των βασιλέων. 26 και οι επιθέμενοι επ' αυτόν Ζαβέδ ο τού Σαμαάθ ο Αμμανίτης και Ιωζαβέδ ο τού Σομαρώθ ο Μωαβίτης 27 και οι υιοί αυτού πάντες, και προσήλθον αυτώ οι πέντε. και τα λοιπά ιδού γεγραμμένα επί την γραφήν των βασιλέων· και εβασίλευσεν Αμασίας υιός αυτού αντ' αυτού.
1 ΩΝ είκοσι και πέντε ετών εβασίλευσεν Αμασίας και εικοσιεννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Ιωαδέν από Ιερουσαλήμ. 2 και εποίησε το ευθές ενώπιον Κυρίου, αλλ' ουκ εν καρδία πλήρει. 3 και εγένετο ως κατέστη η βασιλεία εν χειρί αυτού, και εθανάτωσε τους παίδας αυτού τους φονεύσαντας τον βασιλέα πατέρα αυτού· 4 και τους υιούς αυτών ουκ απέκτεινε κατά την διαθήκην τού νόμου Κυρίου, καθώς γέγραπται, ως ενετείλατο Κύριος λέγων· ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, και οι υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων, αλλ' ή έκαστος τή εαυτού αμαρτία αποθανούνται. 5 και συνήγαγεν Αμασίας τον οίκον Ιούδα και ανέστησεν αυτούς κατ' οίκους πατριών αυτών εις χιλιάρχους και εκατοντάρχους εν παντί Ιούδα και Ιερουσαλήμ· και ηρίθμησεν αυτούς από εικοσαετούς και επάνω και εύρεν αυτούς τριακοσίας χιλιάδας εξελθείν εις πόλεμον δυνατούς κρατούντας δόρυ και θυρεόν. 6 και εμισθώσατο από Ισραήλ εκατόν χιλιάδας δυνατούς ισχύι εκατόν ταλάντων αργυρίου. 7 και άνθρωπος τού Θεού ήλθε προς αυτόν λέγων· βασιλεύ, ου πορεύσεται μετά σού δύναμις Ισραήλ, ότι ουκ έστι Κύριος μετά Ισραήλ, πάντων των υιών Εφραίμ. 8 ότι εάν υπολάβης κατισχύσαι εν τούτοις, και τροπώσεταί σε Κύριος εναντίον των εχθρών, ότι εστί παρά Κυρίου και ισχύσαι και τροπώσασθαι. 9 και είπεν Αμασίας τώ ανθρώπω τού Θεού· και τι ποιήσω τα εκατόν τάλαντα, ά έδωκα τή δυνάμει Ισραήλ; και είπεν ο άνθρωπος τού Θεού· έστι τώ Κυρίω δούναί σοι πλείστα τούτων.
10 και διεχώρισεν Αμασίας τή δυνάμει τή ελθούση προς αυτόν από Εφραίμ απελθείν εις τον τόπον αυτών, και εθυμώθησαν σφόδρα επί Ιούδαν και επέστρεψαν εις τον τόπον αυτών εν οργή θυμού. 11 και Αμασίας κατίσχυσε και παρέλαβε τον λαόν αυτού και επορεύθη εις την κοιλάδα των αλών και επάταξεν εκεί τους υιούς Σηείρ δέκα χιλιάδας· 12 και δέκα χιλιάδας εζώγρησαν οι υιοί Ιούδα και έφερον αυτούς επί το άκρον τού κρημνού και κατεκρήμνιζον αυτούς από τού άκρου τού κρημνού, και πάντες διερρήγνυντο. 13 και οι υιοί της δυνάμεως, ούς απέστρεψεν Αμασίας τού μη πορευθήναι μετ' αυτού εις πόλεμον, και επέθεντο επί τας πόλεις Ιούδα από Σαμαρείας έως Βαιθωρών και επάταξαν εν αυτοίς τρεις χιλιάδας και εσκύλευσαν σκύλα πολλά. 14 και εγένετο μετά το ελθείν Αμασίαν πατάξαντα την Ιδουμαίαν και ήνεγκε προς αυτούς τους θεούς υιών Σηείρ και έστησεν αυτούς εαυτώ εις θεούς και εναντίον αυτών προσεκύνει και αυτός αυτοίς έθυε. 15 και εγένετο οργή Κυρίου επί Αμασίαν, και απέστειλεν αυτώ προφήτην και είπεν αυτώ· τι εζήτησας τους Θεούς τού λαού, οί ουκ εξείλοντο τον λαόν εαυτών εκ χειρός σου; 16 και εγένετο εν τώ λαλήσαι αυτώ προς αυτόν και είπεν αυτώ· μη σύμβουλον τού βασιλέως δέδωκά σε; πρόσεχε ίνα μη μαστιγωθής. και εσιώπησεν ο προφήτης και είπεν, ότι γινώσκω ότι εβούλετο επί σοί τού καταφθείραί σε, ότι εποίησας τούτο και ουκ επήκουσας της συμβουλίας μου. 17 και εβουλεύσατο Αμασίας ο βασιλεύς Ιούδα και απέστειλε προς Ιωάς υιόν Ιωάχαζ υιού Ιηού βασιλέα Ισραήλ λέγων· δεύρο και οφθώμεν προσώποις. 18 και απέστειλεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ προς Αμασίαν βασιλέα Ιούδα λέγων· ο αχούχ ο εν τώ Λιβάνω απέστειλε προς την κέδρον την εν τώ Λιβάνω λέγων· δός την θυγατέρα σου τώ υιώ μου εις γυναίκα. και ιδού ελεύσεται τα θηρία τού αγρού τα εν τώ Λιβάνω· και ήλθον τα θηρία και κατεπάτησαν τον αχούχ. 19 είπας· ιδού επάταξα την Ιδουμαίαν και επαίρει σε η καρδία σου η βαρεία· νύν κάθισον εν οίκω σου και ινατί συμβάλλεις εν κακία και πεσή σύ και Ιούδας μετά σού;
20 και ουκ ήκουσεν Αμασίας, ότι παρά Κυρίου εγένετο τού παραδούναι αυτόν εις χείρας, ότι εξεζήτησε τους θεούς των Ιδουμαίων. 21 και ανέβη Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ, και ώφθησαν αλλήλοις αυτός και Αμασίας βασιλεύς Ιούδα εν Βαιθσαμύς, ή εστι τού Ιούδα. 22 και ετροπώθη Ιούδας κατά πρόσωπον Ισραήλ, και έφυγεν έκαστος εις το σκήνωμα αυτού. 23 και τον Αμασίαν βασιλέα Ιούδα τον τού Ιωάς υιού Ιωάχαζ κατέλαβεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ εν Βαιθσαμύς και εισήγαγεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ και κατέσπασεν από τού τείχους Ιερουσαλήμ, από πύλης Εφραίμ έως πύλης γωνίας τετρακοσίους πήχεις· 24 και πάν το χρυσίον και το αργύριον και πάντα τα σκεύη τα ευρεθέντα εν οίκω Κυρίου και παρά τώ Αβδεδόμ και τους θησαυρούς οίκου τού βασιλέως και τους υιούς των συμμίξεων και επέστρεψεν εις Σαμάρειαν. 25 και έζησεν Αμασίας ο τού Ιωάς βασιλεύς Ιούδα μετά το αποθανείν Ιωάς τον τού Ιωάχαζ βασιλέα Ισραήλ έτη δεκαπέντε. 26 και οι λοιποί λόγοι Αμασίου οι πρώτοι και οι έσχατοι ουκ ιδού γεγραμμένοι επί βιβλίου βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ; 27 και εν τώ καιρώ, ώ απέστη Αμασίας από Κυρίου, και επέθεντο αυτώ επίθεσιν, και έφυγεν από Ιερουσαλήμ εις Λαχίς· και απέστειλαν κατόπισθεν αυτού εις Λαχίς και εθανάτωσαν αυτόν εκεί. 28 και ανέλαβον αυτόν επί των ίππων και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ.
1 ΚΑΙ έλαβε πάς ο λαός της γής τον Οζίαν, και αυτός υιός εκκαίδεκα ετών, και εβασίλευσαν αυτόν αντί τού πατρός αυτού Αμασίου. 2 αυτός ωκοδόμησε την Αιλάθ, αυτός επέστρεψεν αυτήν τώ Ιούδα μετά το κοιμηθήναι τον βασιλέα μετά των πατέρων αυτού. 3 υιός εκκαίδεκα ετών εβασίλευσεν Οζίας και πεντήκοντα και δύο έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Ιεχελία από Ιερουσαλήμ. 4 και εποίησε το ευθές ενώπιον Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησεν Αμασίας ο πατήρ αυτού. 5 και ήν εκζητών τον Κύριον εν ταίς ημέραις Ζαχαρίου τού συνιόντος εν φόβω Κυρίου· και εν ταίς ημέραις αυτού εζήτησε τον Κύριον, και ευώδωσεν αυτώ Κύριος. 6 και εξήλθε και επολέμησε προς τους αλλοφύλους και κατέσπασε τα τείχη Γέθ και τα τείχη Ιαβνή και τα τείχη Αζώτου και ωκοδόμησε πόλεις Αζώτου και εν τοίς αλλοφύλοις. 7 και κατίσχυσεν αυτόν Κύριος επί τους αλλοφύλους και επί τους Άραβας τους κατοικούντας επί της πέτρας και επί τους Μιναίους. 8 και έδωκαν οι Μιναίοι δώρα τώ Οζία, και ήν το όνομα αυτού έως εισόδου Αιγύπτου, ότι κατίσχυσεν έως άνω. 9 και ωκοδόμησεν Οζίας πύργους εν Ιερουσαλήμ και επί την πύλην της γωνίας και επί την πύλην της φάραγγος και επί των γωνιών και κατίσχυσε.
10 και ωκοδόμησε πύργους εν τή ερήμω και ελατόμησε λάκκους πολλούς, ότι κτήνη πολλά υπήρχεν αυτώ εν Σεφηλά και εν τή πεδινή και αμπελουργοί εν τή ορεινή και εν τώ Καρμήλω, ότι γεωργός ήν. 11 και εγένετο τώ Οζία δύναμις ποιούσα πόλεμον και εκπορευομένη εις παράταξιν εις πόλεμον και εισπορευομένη εις παράταξιν εις αριθμόν, και ήν ο αριθμός αυτών διά χειρός Ιειήλ τού γραμματέως και Μαασίου τού κριτού, διά χειρός Ανανίου τού διαδόχου τού βασιλέως. 12 πάς ο αριθμός των πατριαρχών των δυνατών εις πόλεμον δισχίλιοι εξακόσιοι, 13 και μετ' αυτών δύναμις πολεμική τριακόσιαι χιλιάδες και επτακισχίλιοι και πεντακόσιοι· ούτοι οι ποιούντες πόλεμον εν δυνάμει ισχύος βοηθήσαι τώ βασιλεί επί τους υπεναντίους. 14 και ητοίμασεν αυτοίς Οζίας πάση τή δυνάμει θυρεούς και δόρατα και περικεφαλαίας και θώρακας και τόξα και σφενδόνας εις λίθους. 15 και εποίησεν εν Ιερουσαλήμ μηχανάς μεμηχανευμένας λογιστού τού είναι επί των πύργων και επί των γωνιών βάλλειν βέλεσι και λίθοις μεγάλοις· και ηκούσθη η κατασκευή αυτών έως πόρρω, ότι εθαυμαστώθη τού βοηθήναι, έως ού κατίσχυσε. 16 Καί ως κατίσχυσεν, υψώθη η καρδία αυτού τού καταφθείραι, και ηδίκησεν εν Κυρίω Θεώ αυτού και εισήλθεν εις τον ναόν Κυρίου θυμιάσαι επί το θυσιαστήριον των θυμιαμάτων. 17 και εισήλθεν οπίσω αυτού Αζαρίας ο ιερεύς και μετ' αυτού ιερείς τού Κυρίου ογδοήκοντα υιοί δυνατοί 18 και έστησαν επί Οζίαν τον βασιλέα και είπαν αυτώ· ου σοί, Οζία, θυμιάσαι τώ Κυρίω, αλλ' ή τοίς ιερεύσιν υιοίς Ααρών τοίς ηγιασμένοις θυμιάσαι· έξελθε εκ τού αγιάσματος, ότι απέστης από Κυρίου, και ουκ έσται σοι τούτο εις δόξαν παρά Κυρίου Θεού. 19 και εθυμώθη Οζίας, και εν τή χειρί αυτού το θυμιατήριον τού θυμιάσαι εν τώ ναώ, και εν τώ θυμωθήναι αυτόν προς τους ιερείς και η λέπρα ανέτειλεν εν τώ μετώπω αυτού εναντίον των ιερέων εν οίκω Κυρίου επάνω τού θυσιαστηρίου των θυμιαμάτων.
20 και επέστρεψε προς αυτόν Αζαρίας ο ιερεύς ο πρώτος και οι ιερείς, και ιδού αυτός λεπρός εν τώ μετώπω· και κατέσπευσαν αυτόν εκείθεν, και γάρ αυτός έσπευσεν εξελθείν, ότι ήλεγξεν αυτόν Κύριος. 21 και Οζίας ο βασιλεύς ήν λεπρός έως ημέρας της τελευτής αυτού, και εν οίκω αφφουσώθ εκάθητο λεπρός, ότι απεσχίσθη από οίκου Κυρίου· και Ιωάθαμ ο υιός αυτού επί της βασιλείας αυτού κρίνων τον λαόν της γής. 22 και οι λοιποί λόγοι Οζίου οι πρώτοι και οι έσχατοι γεγραμμένοι υπό Ιεσσίου τού προφήτου. 23 και εκοιμήθη Οζίας μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν τώ πεδίω της ταφής των βασιλέων, ότι είπαν ότι λεπρός εστι. και εβασίλευσεν Ιωάθαμ υιός αυτού αντ' αυτού.
1 ΥΙΟΣ είκοσι και πέντε ετών Ιωάθαμ εν τώ βασιλεύσαι αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Ιερουσά θυγάτηρ Σαδώκ. 2 και εποίησε το ευθές ενώπιον Κυρίου κατά πάντα, ά εποίησεν Οζίας ο πατήρ αυτού, αλλ' ουκ εισήλθεν εις τον ναόν Κυρίου, και έτι ο λαός κατεφθείρετο. 3 αυτός ωκοδόμησε την πύλην οίκου Κυρίου την υψηλήν και εν τείχει τού Οφλά ωκοδόμησε πολλά· και πόλεις ωκοδόμησεν 4 εν όρει Ιούδα και εν τοίς δρυμοίς και οικήσεις και πύργους. 5 αυτός εμαχέσατο προς βασιλέα υιών Αμμών και κατίσχυσεν επ' αυτόν· και εδίδουν αυτώ οι υιοί Αμμών και κατ' ενιαυτόν εκατόν τάλαντα αργυρίου και δέκα χιλιάδας κόρων πυρού και κριθών δέκα χιλιάδας· ταύτα έφερεν αυτώ βασιλεύς υιών Αμμών κατ' ενιαυτόν εν τώ πρώτω έτει και εν τώ δευτέρω και τώ τρίτω. 6 και κατίσχυσεν Ιωάθαμ, ότι ητοίμασε τας οδούς αυτού εναντίον Κυρίου Θεού αυτού. 7 και οι λοιποί λόγοι Ιωάθαμ και ο πόλεμος και αι πράξεις αυτού ιδού γεγραμμέναι επί βιβλίω βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ. 9 και εκοιμήθη Ιωάθαμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ, και εβασίλευσεν Άχαζ υιός αυτού αντ' αυτού.
1 ΥΙΟΣ είκοσι και πέντε ετών ήν Άχαζ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ· και ουκ εποίησε το ευθές ενώπιον Κυρίου, ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού. 2 και επορεύθη κατά τας οδούς βασιλέων Ισραήλ· και γάρ γλυπτά εποίησε 3 τοίς ειδώλοις αυτών και έθυεν εν Βενεννόμ και διήγε τα τέκνα αυτού διά πυρός κατά τα βδελύγματα των εθνών, ών εξωλόθρευσε Κύριος από προσώπου υιών Ισραήλ, 4 και εθυμία επί των υψηλών και επί των δωμάτων και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους. 5 και παρέδωκεν αυτόν Κύριος ο Θεός αυτού διά χειρός βασιλέως Συρίας, και επάταξεν εν αυτώ και ηχμαλώτευσεν εξ αυτών αιχμαλωσίαν πολλήν και ήγαγεν εις Δαμασκόν· και γάρ εις χείρας βασιλέως Ισραήλ παρέδωκεν αυτόν, και επάταξεν εν αυτώ πληγήν μεγάλην. 6 και απέκτεινε Φακεέ ο τού Ρομελία βασιλεύς Ισραήλ εν Ιούδα εν μια ημέρα εκατόν είκοσι χιλιάδας ανδρών δυνατών ισχύι εν τώ καταλιπείν αυτούς Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών. 7 και απέκτεινε Ζεχρί ο δυνατός τού Εφραίμ τον Μαασά τον υιόν τού βασιλέως και τον Εζρικάν ηγούμενον τού οίκου αυτού και τον Ελκανά τον διάδοχον τού βασιλέως. 8 και ηχμαλώτισαν οι υιοί Ισραήλ από των αδελφών αυτών τριακοσίας χιλιάδας, γυναίκας και υιούς και θυγατέρας, και σκύλα πολλά εσκύλευσαν εξ αυτών και ήνεγκαν τα σκύλα εις Σαμάρειαν. 9 και εκεί ήν ο προφήτης τού Κυρίου, Ωδήδ όνομα αυτώ, και εξήλθεν εις απάντησιν της δυνάμεως των ερχομένων εις Σαμάρειαν και είπεν αυτοίς· ιδού οργή Κυρίου Θεού των πατέρων υμών επί Ιούδαν, και παρέδωκεν αυτούς εις τας χείρας υμών, και απεκτείνατε εν αυτοίς εν οργή· και έως των ουρανών έφθακε.
10 και νύν υιούς Ιούδα και Ιερουσαλήμ υμείς λέγετε κατακτήσασθαι εις δούλους και δούλας· ουκ ιδού ειμι μεθ' υμών μαρτυρήσαι Κυρίω Θεώ υμών; 11 και νύν ακούσατέ μου και αποστρέψατε την αιχμαλωσίαν, ήν ηχμαλωτεύσατε των αδελφών υμών, ότι οργή θυμού Κυρίου εφ' υμίν. 12 και ανέστησαν άρχοντες από των υιών Εφραίμ, Ουδείας ο τού Ιωανού και Βαραχίας ο τού Μωσολαμώθ και Εζεκίας ο τού Σελλήμ και Αμασίας ο τού Ελδαί, επί τους ερχομένους από τού πολέμου, 13 και είπαν αυτοίς· ου μη εισαγάγητε την αιχμαλωσίαν ώδε προς ημάς, ότι εις το αμαρτάνειν τώ Κυρίω εφ' ημάς υμείς λέγετε, προσθείναι επί ταίς αμαρτίαις ημών και επί την άγνοιαν ημών, ότι πολλή η αμαρτία ημών και οργή θυμού Κυρίου επί τον Ισραήλ. 14 και αφήκαν οι πολεμισταί την αιχμαλωσίαν και τα σκύλα εναντίον των αρχόντων και πάσης της εκκλησίας. 15 και ανέστησαν άνδρες, οί επεκλήθησαν εν ονόματι, και αντελάβοντο της αιχμαλωσίας και πάντας τους γυμνούς περιέβαλον από των σκύλων και ενέδυσαν αυτούς και υπέδυσαν αυτούς και έδωκαν φαγείν και αλείψασθαι και αντελάβοντο και εν υποζυγίοις παντός ασθενούντος και κατέστησαν αυτούς εις Ιεριχώ πόλιν Φοινίκων προς τους αδελφούς αυτών, και επέστρεψαν εις Σαμάρειαν. 16 Εν τώ καιρώ εκείνω απέστειλεν ο βασιλεύς Άχαζ προς βασιλέα Ασσούρ βοηθήσαι αυτώ και εν τούτω, 17 ότι οι Ιδουμαίοι επέθεντο και επάταξαν εν Ιούδα και ηχμαλώτισαν αιχμαλωσίαν 18 και οι αλλόφυλοι επέθεντο επί τας πόλεις της πεδινής και από λιβός τού Ιούδα και έλαβον την Βαιθσαμύς και την Αιλών και την Γαδηρώθ και την Σωχώ και τας κώμας αυτής και την Θαμνά και τας κώμας αυτής και την Γαμζώ και τας κώμας αυτής και κατώκησαν εκεί· 19 ότι εταπείνωσε Κύριος τον Ιούδαν διά Άχαζ βασιλέα Ιούδα, ότι απέστη αποστάσει από Κυρίου.
20 και ήλθεν επ' αυτόν Θαγλαθφελλασάρ βασιλεύς Ασσούρ και επάταξεν αυτόν. 21 και έλαβεν Άχαζ τα εν οίκω Κυρίου και τα εν οίκω τού βασιλέως και των αρχόντων και έδωκε τώ βασιλεί Ασσούρ και ουκ εις βοήθειαν αυτώ ήν, 22 αλλ' ή τώ θλιβήναι αυτόν. και προσέθηκε τού αποστήναι από Κυρίου. και είπεν ο βασιλεύς Άχαζ· 23 εκζητήσω τους θεούς Δαμασκού τους τύπτοντάς με· και είπεν ότι θεοί βασιλέως Συρίας αυτοί κατισχύσουσιν αυτούς, αυτοίς τοίνυν θύσω, και αντιλήψονταί μου. και αυτοί εγένοντο αυτώ εις σκώλον και παντί Ισραήλ. 24 και απέστησεν Άχαζ τα σκεύη οίκου Κυρίου και κατέκοψεν αυτά και έκλεισε τας θύρας οίκου Κυρίου και εποίησεν εαυτώ θυσιαστήρια εν πάση γωνία εν Ιερουσαλήμ· 25 και εν πάση πόλει και πόλει εν Ιούδα εποίησεν υψηλά θυμιάν θεοίς αλλοτρίοις, και παρώργισαν Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών. 26 και οι λοιποί λόγοι αυτού και αι πράξεις αυτού αι πρώται και έσχαται ιδού γεγραμμέναι επί βιβλίω βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ. 27 και εκοιμήθη Άχαζ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ, ότι ουκ εισήνεγκαν αυτόν εις τους τάφους των βασιλέων Ισραήλ· και εβασίλευσεν Εζεκίας υιός αυτού αντ' αυτού.
1 ΚΑΙ Εζεκίας εβασίλευσεν ών είκοσι και πέντε ετών και είκοσιν εννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Αββά θυγάτηρ Ζαχαρίου. 2 και εποίησε το ευθές ενώπιον Κυρίου κατά πάντα, όσα εποίησε Δαυίδ ο πατήρ αυτού. 3 και εγένετο ως έστη επί της βασιλείας αυτού, εν τώ μηνί τώ πρώτω ανέωξε τας θύρας οίκου Κυρίου και επεσκεύασεν αυτάς. 4 και εισήγαγε τους ιερείς και τους Λευίτας και κατέστησεν αυτούς εις το κλίτος το προς ανατολάς και είπεν αυτοίς· 5 ακούσατε, οι Λευίται, νύν αγνίσθητε και αγνίσατε τον οίκον Κυρίου Θεού των πατέρων υμών και εκβάλετε την ακαθαρσίαν εκ των αγίων· 6 ότι απέστησαν οι πατέρες ημών και εποίησαν το πονηρόν εναντίον Κυρίου Θεού ημών και εγκατέλιπαν αυτόν και απέστρεψαν το πρόσωπον αυτών από της σκηνής Κυρίου και έδωκαν αυχένα 7 και απέκλεισαν τας θύρας τού ναού και έσβεσαν τους λύχνους και θυμίαμα ουκ εθυμίασαν και ολοκαυτώματα ου προσήνεγκαν εν τώ αγίω Θεώ Ισραήλ. 8 και ωργίσθη οργή Κύριος επί τον Ιούδαν και την Ιερουσαλήμ και έδωκεν αυτούς εις έκστασιν και εις αφανισμόν και εις συρισμόν, ως υμείς οράτε τοίς οφθαλμοίς υμών. 9 και ιδού πεπλήγασιν οι πατέρες υμών εν μαχαίρα, και οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών και αι γυναίκες υμών εν αιχμαλωσία εν γη ουκ αυτών, ό και νύν εστιν.
10 επί τούτοις νύν εστιν επί καρδίας διαθέσθαι διαθήκην Κυρίου Θεού Ισραήλ, και αποστρέψει την οργήν τού θυμού αυτού αφ' ημών. 11 και νύν μη διαλίπητε, ότι εν υμίν ηρέτικε Κύριος στήναι εναντίον αυτού λειτουργείν και είναι αυτώ λειτουργούντας και θυμιώντας. 12 και ανέστησαν οι Λευίται, Μαάθ ο τού Αμασί και Ιωήλ ο τού Αζαρίου εκ των υιών Καάθ και εκ των υιών Μεραρί Κίς ο τού Αβδί και Αζαρίας ο τού Ιαλλελήλ, και από των υιών Γεδσωνί Ιωδαάδ ο τού Ζεμμάθ και Ιωαδάμ ο τού Ιωαχά, 13 και των υιών Ελισαφάν Ζαμβρί και Ιειήλ, και των υιών Ασάφ Ζαχαρίας και Ματθανίας, 14 και των υιών Αιμάν Ιειήλ και Σεμεί, και των υιών Ιδιθούν Σαμαίας και Οζιήλ, 15 και συνήγαγον τους αδελφούς αυτών και ηγνίσθησαν κατά την εντολήν τού βασιλέως διά προστάγματος Κυρίου καθαρίσαι τον οίκον Κυρίου. 16 και εισήλθον οι ιερείς έσω εις τον οίκον Κυρίου αγνίσαι και εξέβαλον πάσαν την ακαθαρσίαν την ευρεθείσαν εν τώ οίκω Κυρίου και εις την αυλήν οίκου Κυρίου, και εδέξαντο οι Λευίται εκβαλείν εις τον χειμάρρουν Κέδρων έξω. 17 και ήρξαντο τή ημέρα τή πρώτη νουμηνία τού πρώτου μηνός αγνίσαι και τή ημέρα τή ογδόη τού μηνός εισήλθαν εις τον ναόν Κυρίου και ήγνισαν τον οίκον Κυρίου εν ημέραις οκτώ και τή ημέρα τή τρισκαιδεκάτη τού μηνός τού πρώτου συνετέλεσαν. 18 και εισήλθαν έσω προς Εζεκίαν τον βασιλέα και είπαν· ηγνίσαμεν πάντα τα εν οίκω Κυρίου, το θυσιαστήριον της ολοκαυτώσεως και τα σκεύη αυτού και την τράπεζαν της προθέσεως και τα σκεύη αυτής· 19 και πάντα τα σκεύη, ά εμίανεν ο βασιλεύς Άχαζ εν τή βασιλεία αυτού εν τή αποστασία αυτού, ητοιμάκαμεν και ηγνίκαμεν, ιδού εστιν εναντίον τού θυσιαστηρίου Κυρίου.
20 και ώρθρισεν Εζεκίας ο βασιλεύς και συνήγαγε τους άρχοντας της πόλεως και ανέβη εις οίκον Κυρίου 21 και ανήνεγκε μόσχους επτά, κριούς επτά, αμνούς επτά, χιμάρους αιγών επτά περί αμαρτίας, περί της βασιλείας και περί των αγίων και περί Ισραήλ και είπε τοίς υιοίς Ααρών τοίς ιερεύσιν αναβαίνειν επί το θυσιαστήριον Κυρίου. 22 και έθυσαν τους μόσχους, και εδέξαντο οι ιερείς το αίμα και προσέχεαν επί το θυσιαστήριον· και έθυσαν τους κριούς, και προσέχεαν το αίμα επί το θυσιαστήριον· και έθυσαν τους αμνούς, και περιέχεον το αίμα τώ θυσιαστηρίω· 23 και προσήγαγον τους χιμάρους τους περί αμαρτίας εναντίον τού βασιλέως και της εκκλησίας, και επέθηκαν τας χείρας αυτών επ' αυτούς, 24 και έθυσαν αυτούς οι ιερείς και εξιλάσαντο το αίμα αυτών προς το θυσιαστήριον και εξιλάσαντο περί παντός Ισραήλ, ότι είπεν ο βασιλεύς, περί παντός Ισραήλ η ολοκαύτωσις και τα περί αμαρτίας. 25 και έστησε τους Λευίτας εν οίκω Κυρίου εν κυμβάλοις και εν νάβλαις και εν κινύραις κατά την εντολήν Δαυίδ τού βασιλέως και Γάδ τού ορώντος τώ βασιλεί και Νάθαν τού προφήτου, ότι διά εντολής Κυρίου το πρόσταγμα εν χειρί των προφητών. 26 και έστησαν οι Λευίται εν οργάνοις Δαυίδ και οι ιερείς ταίς σάλπιγξι. 27 και είπεν Εζεκίας ανενέγκαι την ολοκαύτωσιν επί το θυσιαστήριον· και εν τώ άρξασθαι αναφέρειν την ολοκαύτωσιν ήρξαντο άδειν Κυρίω, και σάλπιγγες προς τα όργανα Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ. 28 και πάσα η εκκλησία προσεκύνει, και οι ψαλτωδοί άδοντες, και σάλπιγγες σαλπίζουσαι, έως ού συνετελέσθη η ολοκαύτωσις. 29 και ως συνετέλεσαν αναφέροντες, έκαμψεν ο βασιλεύς και πάντες οι ευρεθέντες και προσεκύνησαν.
30 και είπεν Εζεκίας ο βασιλεύς και οι άρχοντες τοίς Λευίταις υμνείν τον Κύριον εν λόγοις Δαυίδ και Ασάφ τού προφήτου· και ύμνουν εν ευφροσύνη και έπεσον και προσεκύνησαν. 31 και απεκρίθη Εζεκίας και είπε· νύν επληρώσατε τας χείρας υμών Κυρίω, προσαγάγετε και φέρετε θυσίας αινέσεως εις οίκον Κυρίου· και ανήνεγκεν η εκκλησία θυσίας και αινέσεις εις οίκον Κυρίου και πάς πρόθυμος τή καρδία ολοκαυτώσεις. 32 και εγένετο ο αριθμός της ολοκαυτώσεως, ής ανήνεγκεν η εκκλησία, μόσχοι εβδομήκοντα, κριοί εκατόν, αμνοί διακόσιοι· εις ολοκαύτωσιν Κυρίω πάντα ταύτα. 33 και οι ηγιασμένοι μόσχοι εξακόσιοι, πρόβατα τρισχίλια. 34 αλλ' ή οι ιερείς ήσαν ολίγοι και ουκ ηδύναντο εκδείραι την ολοκαύτωσιν, και αντελάβοντο αυτών οι αδελφοί αυτών οι Λευίται, έως ού συνετελέσθη το έργον και έως ού ηγνίσθησαν οι ιερείς, ότι οι Λευίται προθύμως ήγνισαν παρά τους ιερείς. 35 και η ολοκαύτωσις πολλή εν τοίς στέασι της τελειώσεως τού σωτηρίου και των σπονδών της ολοκαυτώσεως· και κατωρθώθη το έργον εν οίκω Κυρίου. 36 και ηυφράνθη Εζεκίας και πάς ο λαός διά το ητοιμακέναι τον Θεόν τώ λαώ, ότι εξάπινα εγένετο ο λόγος.
1 ΚΑΙ απέστειλεν Εζεκίας επί πάντα Ισραήλ και Ιούδα και επιστολάς έγραψαν επί τον Εφραίμ και Μανασσή ελθείν εις οίκον Κυρίου εις Ιερουσαλήμ ποιήσαι το φασέκ τώ Κυρίω Θεώ Ισραήλ. 2 και εβουλεύσατο ο βασιλεύς και οι άρχοντες και πάσα η εκκλησία εν Ιερουσαλήμ ποιήσαι το φασέκ τώ μηνί τώ δευτέρω· 3 ου γάρ ηδυνάσθησαν ποιήσαι αυτό εν τώ καιρώ εκείνω, ότι οι ιερείς ουχ ηγνίσθησαν ικανοί, και ο λαός ου συνήχθη εις Ιερουσαλήμ. 4 και ήρεσεν ο λόγος εναντίον τού βασιλέως και εναντίον της εκκλησίας. 5 και έστησαν λόγον διελθείν κήρυγμα εν παντί Ισραήλ από Βηρσαβεέ έως Δάν, ελθόντας ποιήσαι το φασέκ Κυρίω Θεώ Ισραήλ εις Ιερουσαλήμ, ότι πλήθος ουκ εποίησε κατά την γραφήν. 6 και επορεύθησαν οι τρέχοντες σύν ταίς επιστολαίς παρά τού βασιλέως και των αρχόντων εις πάντα Ισραήλ και Ιούδαν κατά το πρόσταγμα τού βασιλέως λέγοντες· οι υιοί Ισραήλ επιστρέψατε προς Κύριον Θεόν Αβραάμ και Ισαάκ και Ισραήλ, και επιστρέψει τους ανασεσωσμένους τους καταλειφθέντας από χειρός βασιλέως Ασσούρ· 7 και μη γίνεσθε καθώς οι πατέρες υμών και οι αδελφοί υμών, οί απέστησαν από Κυρίου Θεού πατέρων αυτών, και παρέδωκεν αυτούς εις ερήμωσιν, καθώς υμείς οράτε. 8 και νύν μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως οι πατέρες υμών· δότε δόξαν Κυρίω τώ Θεώ και εισέλθετε εις το αγίασμα αυτού, ό ηγίασεν εις τον αιώνα, και δουλεύσατε τώ Κυρίω Θεώ υμών, και αποστρέψει αφ' υμών θυμόν οργής. 9 ότι εν τώ επιστρέφειν υμάς προς Κύριον οι αδελφοί υμών και τα τέκνα υμών έσονται εν οικτιρμοίς έναντι πάντων των αιχμαλωτισάντων αυτούς, και αποστρέψει εις την γήν ταύτην, ότι ελεήμων και οικτίρμων Κύριος ο Θεός ημών, και ουκ αποστρέψει το πρόσωπον αυτού αφ' υμών, εάν επιστρέψωμεν προς αυτόν.
10 και ήσαν οι τρέχοντες διαπορευόμενοι πόλιν εκ πόλεως εν τώ όρει Εφραίμ και Μανασσή και έως Ζαβουλών, και εγένοντο ως καταγελώντες αυτών και καταμωκώμενοι· 11 αλλά άνθρωποι Ασήρ και από Μανασσή και από Ζαβουλών ενετράπησαν και ήλθον εις Ιερουσαλήμ και εις Ιούδα. 12 και εγένετο χείρ Κυρίου δούναι αυτοίς καρδίαν μίαν ελθείν τού ποιήσαι κατά τα προστάγματα τού βασιλέως και των αρχόντων εν λόγω Κυρίου, 13 και συνήχθησαν εις Ιερουσαλήμ λαός πολύς τού ποιήσαι την εορτήν των αζύμων εν τώ μηνί τώ δευτέρω, εκκλησία πολλή σφόδρα. 14 και ανέστησαν και καθείλαν τα θυσιαστήρια τα εν Ιερουσαλήμ και πάντα, εν οίς εθυμίων τοίς ψευδέσι, κατέσπασαν και έρριψαν εις τον χειμάρρουν Κέδρων. 15 και έθυσαν το φασέκ τή τεσσαρεσκαιδεκάτη τού μηνός τού δευτέρου· και οι ιερείς και οι Λευίται ενετράπησαν και ηγνίσθησαν και εισήνεγκαν ολοκαυτώματα εν οίκω Κυρίου. 16 και έστησαν επί την στάσιν αυτών κατά το κρίμα αυτών, κατά την εντολήν Μωυσή ανθρώπου τού Θεού, και οι ιερείς εδέχοντο τα αίματα εκ χειρός των Λευιτών· 17 ότι πλήθος της εκκλησίας ουχ ηγνίσθη, και οι Λευίται ήσαν τού θύειν το φασέκ παντί τώ μη δυναμένω αγνισθήναι τώ Κυρίω. 18 ότι το πλείστον τού λαού από Εφραίμ και Μανασσή και Ισσάχαρ και Ζαβουλών ουχ ηγνίσθησαν, αλλ' έφαγον το φασέκ παρά την γραφήν. και προσηύξατο Εζεκίας περί αυτών λέγων· Κύριος αγαθός εξιλασάσθω 19 υπέρ πάσης καρδίας κατευθυνούσης εκζητήσαι Κύριον τον Θεόν των πατέρων αυτών και ου κατά την αγνείαν των αγίων.
20 και επήκουσε Κύριος τώ Εζεκία και ιάσατο τον λαόν. 21 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ οι ευρεθέντες εν Ιερουσαλήμ την εορτήν των αζύμων επτά ημέρας εν ευφροσύνη μεγάλη και καθυμνούντες τώ Κυρίω ημέραν καθ' ημέραν και οι ιερείς και οι Λευίται εν οργάνοις τώ Κυρίω. 22 και ελάλησεν Εζεκίας επί πάσαν καρδίαν των Λευιτών και των συνιόντων σύνεσιν αγαθήν τώ Κυρίω· και συνετέλεσαν την εορτήν των αζύμων επτά ημέρας θύοντες θυσίαν σωτηρίου και εξομολογούμενοι τώ Κυρίω Θεώ των πατέρων αυτών. 23 και εβουλεύσατο η εκκλησία άμα ποιήσαι επτά ημέρας άλλας· και εποίησαν επτά ημέρας εν ευφροσύνη. 24 ότι Εζεκίας απήρξατο τώ Ιούδα τή εκκλησία χιλίους μόσχους και επτακισχίλια πρόβατα, και οι άρχοντες απήρξαντο τώ λαώ μόσχους χιλίους και πρόβατα δέκα χιλιάδας, και τα άγια των ιερέων εις πλήθος. 25 και ηυφράνθη πάσα η εκκλησία, οι ιερείς και οι Λευίται και πάσα η εκκλησία Ιούδα και οι ευρεθέντες εξ Ιερουσαλήμ και οι προσήλυτοι οι ελθόντες από γής Ισραήλ και οι κατοικούντες Ιούδα. 26 και εγένετο ευφροσύνη μεγάλη εν Ιερουσαλήμ· από ημερών Σαλωμών υιού Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ ουκ εγένετο τοιαύτη εορτή εν Ιερουσαλήμ. 27 και ανέστησαν οι ιερείς οι Λευίται και ευλόγησαν τον λαόν· και επηκούσθη η φωνή αυτών, και ήλθεν η προσευχή αυτών εις το κατοικητήριον το άγιον αυτού εις τον ουρανόν.
1 ΚΑΙ ως συνετελέσθη πάντα ταύτα, εξήλθε πάς Ισραήλ οι ευρεθέντες εν πόλεσιν Ιούδα και συνέτριψαν τας στήλας και έκοψαν τα άλση και κατέσπασαν τα υψηλά και τους βωμούς από πάσης της Ιουδαίας και Βενιαμίν, και εξ Εφραίμ και από Μανασσή έως εις τέλος, και επέστρεψαν πάς Ισραήλ έκαστος εις την κληρονομίαν αυτού και εις τας πόλεις αυτών. 2 και έταξεν Εζεκίας τας εφημερίας των ιερέων και των Λευιτών και τας εφημερίας εκάστου κατά την εαυτού λειτουργίαν τοίς ιερεύσι και τοίς Λευίταις εις την ολοκαύτωσιν και εις την θυσίαν τού σωτηρίου και αινείν και εξομολογείσθαι και λειτουργείν εν ταίς πύλαις εν ταίς αυλαίς οίκου Κυρίου. 3 και μερίς τού βασιλέως εκ των υπαρχόντων αυτού εις τας ολοκαυτώσεις την πρωινήν και την δειλινήν και ολοκαυτώσεις εις τα σάββατα και εις τας νουμηνίας και εις τας εορτάς τας γεγραμμένας εν τώ νόμω Κυρίου. 4 και είπαν τώ λαώ τοίς κατοικούσιν εν Ιερουσαλήμ δούναι την μερίδα των ιερέων και των Λευιτών, όπως κατισχύσωσιν εν τή λειτουργία οίκου Κυρίου. 5 και ως προσέταξε τον λόγον, επλεόνασεν Ισραήλ απαρχήν σίτου και οίνου και ελαίου και μέλιτος και πάν γέννημα αγρού, και επιδέκατα πάντα εις πλήθος ήνεγκαν οι υιοί Ισραήλ και Ιούδα. 6 και οι κατοικούντες εν ταίς πόλεσιν Ιούδα και αυτοί ήνεγκαν επιδέκατα μόσχων και προβάτων και επιδέκατα αιγών και ηγίασαν τώ Κυρίω Θεώ αυτών και εισήνεγκαν και έθηκαν σωρούς σωρούς· 7 εν τώ μηνί τώ τρίτω ήρξαντο οι σωροί θεμελιούσθαι, και εν τώ μηνί τώ εβδόμω συνετελέσθησαν. 8 και ήλθεν Εζεκίας και οι άρχοντες και είδον τους σωρούς και ηυλόγησαν τον Κύριον και τον λαόν αυτού Ισραήλ. 9 και επυνθάνετο Εζεκίας των ιερέων και των Λευιτών υπέρ των σωρών,
10 και είπε προς αυτόν Αζαρίας ο ιερεύς ο άρχων εις οίκον Σαδώκ και είπεν· εξ ού ήρκται η απαρχή φέρεσθαι εις οίκον Κυρίου, εφάγομεν και επίομεν και κατελίπομεν έως εις πλήθος, ότι Κύριος ηυλόγησε τον λαόν αυτού, και κατελίπομεν επί το πλήθος τούτο. 11 και είπεν Εζεκίας έτι ετοιμάσαι παστοφόρια εις οίκον Κυρίου, και ητοίμασαν. 12 και ήνεγκαν εκεί τας απαρχάς και τα επιδέκατα εν πίστει, και επ' αυτών επιστάτης Χωνενίας ο Λευίτης, και Σεμεί ο αδελφός αυτού διαδεχόμενος, 13 και Ιειήλ και Οζαζίας και Ναέθ και Ασαήλ και Ιεριμώθ και Ιωζαβάδ και Ελιήλ και Σαμαχία και Μαάθ και Βαναίας και οι υιοί αυτού καθεσταμένοι διά Χωνενίου και Σεμεί τού αδελφού αυτού, καθώς προσέταξεν Εζεκίας ο βασιλεύς και Αζαρίας ο ηγούμενος οίκου Κυρίου. 14 και Κωρή ο τού Ιεμνά ο Λευίτης ο πυλωρός κατά ανατολάς επί των δομάτων δούναι τας απαρχάς Κυρίου και τα άγια των αγίων 15 διά χειρός Οδόμ και Βενιαμίν και Ιησούς και Σεμεί και Αμαρίας, και Σεχονίας διά χειρός των ιερέων εν πίστει δούναι τοίς αδελφοίς αυτών κατά τας εφημερίας, κατά τον μέγαν και τον μικρόν, 16 εκτός της επιγονής των αρσενικών από τριετούς και επάνω, παντί τώ εισπορευομένω εις οίκον Κυρίου, εις λόγον ημερών εις ημέραν, εις λειτουργίαν εφημερίαις διατάξεως αυτών. 17 ούτος ο καταλοχισμός των ιερέων κατ' οίκους πατριών, και οι Λευίται εν ταίς εφημερίαις αυτών από εικοσαετούς και επάνω εν διατάξει, 18 εν καταλοχίαις, εν πάση επιγονή υιών αυτών και θυγατέρων αυτών εις πάν πλήθος, ότι εν πίστει ήγνισαν το άγιον 19 τοίς υιοίς Ααρών τοίς ιερατεύουσι, και οι από των πόλεων αυτών εν πάση πόλει και πόλει άνδρες, οί ωνομάσθησαν εν ονόματι, δούναι μερίδα παντί αρσενικώ εν τοίς ιερεύσι και παντί καταριθμουμένω εν τοίς Λευίταις.
20 και εποίησεν ούτως Εζεκίας εν παντί Ιούδα και εποίησε το καλόν και το ευθές εναντίον τού Κυρίου Θεού αυτού. 21 και εν παντί έργω, ώ ήρξατο εν εργασία εν οίκω Κυρίου, και εν τώ νόμω και εν τοίς προστάγμασιν εξεζήτησε τον Θεόν αυτού εξ όλης ψυχής αυτού και εποίησε και ευωδώθη.
1 ΚΑΙ μετά τους λόγους τούτους και την αλήθειαν ταύτην ήλθε Σενναχηρίμ βασιλεύς Ασσυρίων και ήλθεν επί Ιούδαν και παρενέβαλεν επί τας πόλεις τας τειχήρεις και είπε προκαταλαβέσθαι αυτάς. 2 και είδεν Εζεκίας ότι ήκει Σενναχηρίμ και το πρόσωπον αυτού τού πολεμήσαι επί Ιερουσαλήμ, 3 και εβουλεύσατο μετά των πρεσβυτέρων αυτού και των δυνατών εμφράξαι τα ύδατα των πηγών, ά ήν έξω της πόλεως, και συνεπίσχυσαν αυτώ. 4 και συνήγαγε λαόν πολύν και ενέφραξε τα ύδατα των πηγών και τον ποταμόν τον διορίζοντα διά της πόλεως λέγων· μη έλθη βασιλεύς Ασσούρ και εύρη ύδωρ πολύ και κατισχύση. 5 και κατίσχυσεν Εζεκίας και ωκοδόμησε πάν το τείχος το κατεσκαμμένον και πύργους και έξω προτείχισμα άλλο και κατίσχυσε το ανάλημμα της πόλεως Δαυίδ και κατεσκεύασεν όπλα πολλά. 6 και έθετο άρχοντας τού πολέμου επί τον λαόν, και συνήχθησαν προς αυτόν επί την πλατείαν της πύλης της φάραγγος, και ελάλησεν επί καρδίαν αυτών λέγων· 7 ισχύσατε και ανδρίζεσθε και μη φοβηθήτε, μηδέ πτοηθήτε από προσώπου βασιλέως Ασσούρ και από προσώπου παντός τού έθνους τού μετ' αυτού, ότι μεθ' ημών πλείονες ή μετ' αυτού· 8 μετ' αυτού βραχίονες σάρκινοι, μεθ' ημών δε Κύριος ο Θεός ημών τού σώζειν και τού πολεμείν τον πόλεμον ημών. και κατεθάρσησεν ο λαός επί τοίς λόγοις Εζεκίου βασιλέως Ιούδα. 9 και μετά ταύτα απέστειλε Σενναχηρίμ βασιλεύς Ασσυρίων τους παίδας εαυτού επί Ιερουσαλήμ, και αυτός επί Λαχίς και πάσα η στρατιά μετ' αυτού, και απέστειλε προς Εζεκίαν βασιλέα Ιούδα και προς πάντα Ιούδα τον εν Ιερουσαλήμ λέγων·
10 ούτως λέγει Σενναχηρίμ βασιλεύς Ασσυρίων· επί τι υμείς πεποίθατε και καθήσεσθε εν τή περιοχή εν Ιερουσαλήμ; 11 ουχί Εζεκίας απατά υμάς τού παραδούναι υμάς εις θάνατον και εις λιμόν και εις δίψαν λέγων· Κύριος ο Θεός ημών σώσει ημάς εκ χειρός βασιλέως Ασσούρ; 12 ουχ ούτός εστιν Εζεκίας, ός περιείλε τα θυσιαστήρια αυτού και τα υψηλά αυτού και είπε τώ Ιούδα και τοίς κατοικούσιν εν Ιερουσαλήμ λέγων· κατέναντι τού θυσιαστηρίου τούτου προσκυνήσετε και επ' αυτώ θυμιάσατε; 13 ου γνώσεσθε ό,τι εποίησα εγώ και οι πατέρες μου πάσι τοίς λαοίς των χωρών; μη δυνάμενοι ηδύναντο θεοί των εθνών πάσης της γής σώσαι τον λαόν αυτών εκ χειρός μου; 14 τις εν πάσι τοίς θεοίς των εθνών τούτων, ούς εξωλόθρευσαν οι πατέρες μου; μη εδύναντο σώσαι τον λαόν αυτών εκ χειρός μου, ότι δυνήσεται ο Θεός υμών σώσαι υμάς εκ χειρός μου; 15 νύν ούν μη απατάτω υμάς Εζεκίας και μη πεποιθέναι υμάς ποιείτω κατά ταύτα, και μη πιστεύετε αυτώ· ότι ου μη δύνηται ο Θεός παντός έθνους και βασιλείας τού σώσαι τον λαόν αυτού εκ χειρός μου και εκ χειρός πατέρων μου, ότι ο Θεός υμών ου μη σώσει υμάς εκ χειρός μου. 16 και έτι ελάλησαν οι παίδες αυτού επί τον Κύριον Θεόν και επί Εζεκίαν παίδα αυτού. 17 και βιβλίον έγραψεν ονειδίζειν τον Κύριον Θεόν Ισραήλ και είπε περί αυτού λέγων· ως οι θεοί των εθνών της γής ουκ εξείλαντο λαούς αυτών εκ χειρος μου, ούτως ου μη εξέληται ο Θεός Εζεκίου λαόν αυτού εκ χειρός μου, 18 και εβόησε φωνή μεγάλη Ιουδαιστί επί τον λαόν Ιερουσαλήμ τον επί τού τείχους, τού φοβήσαι αυτούς και κατασπάσαι, όπως προκαταλάβωνται την πόλιν. 19 και ελάλησεν επί Θεόν Ιερουσαλήμ, ως και επί θεούς λαών της γής, έργα χειρών ανθρώπων.
20 και προσηύξατο Εζεκίας ο βασιλεύς και Ησαίας υιός Αμώς ο προφήτης περί τούτων και εβόησαν εις τον ουρανόν. 21 και απέστειλε Κύριος άγγελον, και εξέτριψε πάντα δυνατόν πολεμιστήν και άρχοντα και στρατηγόν εν τή παρεμβολή βασιλέως Ασσούρ, και απέστρεψε μετά αισχύνης προσώπου εις την γήν εαυτού. και ήλθεν εις οίκον Θεού αυτού, και των εξελθόντων εκ κοιλίας αυτού κατέβαλον αυτόν εν ρομφαία. 22 και έσωσε Κύριος τον Εζεκίαν και τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ εκ χειρός Σενναχηρίμ βασιλέως Ασσούρ και εκ χειρός πάντων και κατέπαυσεν αυτούς κυκλόθεν. 23 και πολλοί έφερον δώρα τώ Κυρίω εις Ιερουσαλήμ και δόματα τώ Εζεκία βασιλεί Ιούδα, και υπερήρθη κατ' οφθαλμούς πάντων των εθνών μετά ταύτα. 24 Εν ταίς ημέραις εκείναις ηρρώστησεν Εζεκίας έως θανάτου· και προσηύξατο προς Κύριον, και επήκουσεν αυτώ, και σημείον έδωκεν αυτώ. 25 και ου κατά το ανταπόδομα, ό έδωκεν αυτώ ανταπέδωκεν Εζεκίας, αλλά υψώθη η καρδία αυτού, και εγένετο επ' αυτόν οργή και επί Ιούδαν και Ιερουσαλήμ. 26 και εταπεινώθη Εζεκίας από τού ύψους της καρδίας αυτού αυτός και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ, και ουκ επήλθεν επ' αυτούς οργή Κυρίου εν ταίς ημέραις Εζεκίου. 27 και εγένετο τώ Εζεκία πλούτος και δόξα πολλή σφόδρα, και θησαυρούς εποίησεν αυτώ αργυρίου και χρυσίου και τού λίθου τού τιμίου και εις τα αρώματα και οπλοθήκας και εις σκεύη επιθυμητά 28 και πόλεις εις τα γεννήματα τού σίτου και οίνου και ελαίου και κώμας και φάτνας παντός κτήνους και μάνδρας εις τα ποίμνια 29 και πόλεις, ας ωκοδόμησεν αυτώ, και αποσκευήν προβάτων και βοών εις πλήθος, ότι έδωκεν αυτώ Κύριος αποσκευήν πολλήν σφόδρα.
30 αυτός Εζεκίας ενέφραξε την έξοδον τού ύδατος Γιών το άνω και κατηύθυνεν αυτά κάτω προς λίβα της πόλεως Δαυίδ· και ευωδώθη Εζεκίας εν πάσι τοίς έργοις αυτού. 31 και ούτως τοίς πρεσβευταίς των αρχόντων από Βαβυλώνος τοίς αποσταλείσι προς αυτόν πυθέσθαι παρ' αυτού το τέρας, ό εγένετο επί της γής, εγκατέλιπεν αυτόν Κύριος τού πειράσαι αυτόν, ειδέναι τα εν τή καρδία αυτού. 32 και τα λοιπά των λόγων Εζεκίου και το έλεος αυτού ιδού γέγραπται εν τή προφητεία Ησαίου υιού Αμώς τού προφήτου και επί βιβλίου βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ. 33 και εκοιμήθη Εζεκίας μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν εν αναβάσει τάφων υιών Δαυίδ, και δόξαν και τιμήν έδωκαν αυτώ εν τώ θανάτω αυτού πάς Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ· και εβασίλευσε Μανασσής υιός αυτού αντ' αυτού.
1 ΩΝ δεκαδύο ετών Μανασσής εν τώ βασιλεύσαι αυτόν και πεντηκονταπέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. 2 και εποίησε το πονηρόν εναντίον Κυρίου από πάντων των βδελυγμάτων των εθνών, ούς εξωλόθρευσε Κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ. 3 και επέστρεψε και ωκοδόμησε τα υψηλά, ά κατέσπασεν Εζεκίας ο πατήρ αυτού, και έστησε στήλας τοίς Βααλίμ και εποίησεν άλση και προσεκύνησε πάση τή στρατιά τού ουρανού και εδούλευσεν αυτοίς. 4 και ωκοδόμησε θυσιαστήρια εν οίκω Κυρίου, ού είπε Κύριος· εν Ιερουσαλήμ έσται το όνομά μου εις τον αιώνα. 5 και ωκοδόμησε θυσιαστήρια πάση τή στρατιά τού ουρανού εν ταίς δυσίν αυλαίς οίκου Κυρίου. 6 και αυτός διήγαγε τα τέκνα αυτού εν πυρί εν Γεβενεννόμ και εκληδονίζετο και οιωνίζετο και εφαρμακεύετο και εποίησεν εγγαστριμύθους και επαοιδούς· και επλήθυνε τού ποιήσαι το πονηρόν εναντίον Κυρίου τού παροργίσαι αυτόν. 7 και έθηκε το γλυπτόν και το χωνευτόν, εικόνα ήν εποίησεν, εν οίκω Θεού, ού είπε Θεός προς Δαυίδ και προς Σαλωμών υιόν αυτού· εν τώ οίκω τούτω και Ιερουσαλήμ, ήν εξελεξάμην εκ πασών φυλών Ισραήλ, θήσω το όνομά μου εις τον αιώνα· 8 και ου προσθήσω σαλεύσαι τον πόδα Ισραήλ από της γής, ής έδωκα τοίς πατράσιν αυτών, πλήν εάν φυλάσσωνται τού ποιήσαι πάντα, ά ενετειλάμην αυτοίς, κατά πάντα τον νόμον και τα προστάγματα και τα κρίματα εν χειρί Μωυσή. 9 και επλάνησε Μανασσής τον Ιούδαν και τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ τού ποιήσαι το πονηρόν υπέρ πάντα τα έθνη, ά εξήρε Κύριος από προσώπου υιών Ισραήλ.
10 και ελάλησε Κύριος επί Μανασσή και επί τον λαόν αυτού, και ουκ επήκουσαν. 11 και ήγαγε Κύριος επ' αυτούς τους άρχοντας της δυνάμεως τού βασιλέως Ασσούρ, και κατέλαβον τον Μανασσή εν δεσμοίς και έδησαν αυτόν εν πέδαις και ήγαγον εις Βαβυλώνα. 12 και ως εθλίβη, εζήτησε το πρόσωπον Θεού τού Κυρίου αυτού και εταπεινώθη σφόδρα από προσώπου Θεού πατέρων αυτού. 13 και προσηύξατο προς αυτόν, και επήκουσεν αυτού· και επήκουσε της βοής αυτού και επέστρεψεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ επί την βασιλείαν αυτού· και έγνω Μανασσής, ότι Κύριος αυτός εστι Θεός. 14 και μετά ταύτα ωκοδόμησε τείχος έξω της πόλεως Δαυίδ από λιβός κατά Γιών εν τώ χειμάρρω και κατά την είσοδον την διά της πύλης της ιχθυικής εκπορευομένων την πύλην την κυκλόθεν και εις Οφλά και ύψωσε σφόδρα. και κατέστησεν άρχοντας της δυνάμεως εν πάσαις ταίς πόλεσι ταίς τειχήρεσιν εν Ιούδα 15 και περιείλε τους θεούς τους αλλοτρίους και το γλυπτόν εξ οίκου Κυρίου και πάντα τα θυσιαστήρια, ά ωκοδόμησεν εν όρει οίκου Κυρίου και εν Ιερουσαλήμ και έξωθεν της πόλεως. 16 και κατώρθωσε το θυσιαστήριον Κυρίου και εθυσίασεν επ' αυτό θυσίαν σωτηρίου και αινέσεως και είπε τώ Ιούδα τού δουλεύειν Κυρίω Θεώ Ισραήλ· 17 πλήν έτι ο λαός επί των υψηλών εθυσίαζε, πλήν Κύριος ο Θεός αυτών. 18 και τα λοιπά των λόγων Μανασσή και η προσευχή αυτού η προς τον Θεόν και λόγοι των ορώντων των λαλούντων προς αυτόν επ' ονόματι Θεού Ισραήλ 19 ιδού επί λόγων προσευχής αυτού, ως και επήκουσεν αυτού, και πάσαι αι αμαρτίαι αυτού και αποστάσεις αυτού και οι τόποι, εφ' οίς ωκοδόμησεν εν αυτοίς τα υψηλά και έστησεν εκεί άλση και γλυπτά, πρό τού επιστρέψαι, ιδού γέγραπται επί των λόγων των ορώντων.
20 και εκοιμήθη Μανασσής μετά των πατέρων αυτού, και έθαψαν αυτόν εν παραδείσω οίκου αυτού· και εβασίλευσεν αντ' αυτού Αμών υιός αυτού. 21 Ών ετών είκοσι και δύο Αμών εν τώ βασιλεύειν αυτόν και δύο έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. 22 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου, ως εποίησε Μανασσής ο πατήρ αυτού, και πάσι τοίς ειδώλοις, οίς εποίησε Μανασσής ο πατήρ αυτού, έθυεν Αμών και εδούλευσεν αυτοίς. 23 και ουκ εταπεινώθη εναντίον Κυρίου, ως εταπεινώθη Μανασσής ο πατήρ αυτού, ότι υιός αυτού Αμών επλήθυνε πλημμέλειαν. 24 και επέθεντο αυτώ οι παίδες αυτού και επάταξαν αυτόν εν οίκω αυτού. 25 και επάταξεν ο λαός της γής τους επιθεμένους επί τον βασιλέα Αμών, και εβασίλευσεν ο λαός της γής τον Ιωσίαν υιόν αυτού αντ' αυτού.
1 ΩΝ οκτώ ετών Ιωσίας εν τώ βασιλεύσαι αυτόν και τριάκοντα και έν έτος εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. 2 και εποίησε το ευθές εναντίον Κυρίου και επορεύθη εν οδοίς Δαυίδ τού πατρός αυτού και ουκ εξέκλινε δεξιά και αριστερά. 3 και εν τώ ογδόω έτει της βασιλείας αυτού ~και αυτός έτι παιδάριον~ ήρξατο τού ζητήσαι Κύριον τον Θεόν Δαυίδ τού πατρός αυτού. και εν τώ δωδεκάτω έτει της βασιλείας αυτού ήρξατο τού καθαρίσαι τον Ιούδαν και την Ιερουσαλήμ από των υψηλών και των άλσεων και από των περιβωμίων και από των χωνευτών. 4 και κατέσπασε τα κατά πρόσωπον αυτού θυσιαστήρια των Βααλίμ και τα υψηλά τα επ' αυτών και έκοψε τα άλση και τα γλυπτά και τα χωνευτά συνέτριψε και ελέπτυνε και έρριψεν επί πρόσωπον των μνημάτων των θυσιαζόντων αυτοίς 5 και οστά ιερέων κατέκαυσεν επί τα θυσιαστήρια· και εκαθάρισε τον Ιούδαν και την Ιερουσαλήμ. 6 και εν πόλεσι Μανασσή και Εφραίμ και Συμεών και Νεφθαλί και τοίς τόποις αυτών κύκλω 7 και κατέσπασε τα θυσιαστήρια και τα άλση, και είδωλα κατέκοψε λεπτά και πάντα τα υψηλά έκοψεν από πάσης της γής Ισραήλ, και απέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ. 8 Καί εν τώ έτει τώ οκτωκαιδεκάτω της βασιλείας αυτού τού καθαρίσαι την γήν και τον οίκον απέστειλε τον Σαφάν υιόν Εσελία και τον Μαασά άρχοντα της πόλεως και τον Ιουάχ υιόν Ιωάχαζ τον υπομνηματογράφον αυτού κραταιώσαι τον οίκον Κυρίου τού Θεού αυτού. 9 και ήλθον προς Χελκίαν τον ιερέα τον μέγαν και έδωκαν το αργύριον το εισενεχθέν εις οίκον Θεού, ό συνήγαγον οι Λευίται φυλάσσοντες την πύλην εκ χειρός Μανασσή και Εφραίμ και των αρχόντων και από παντός καταλοίπου εν Ισραήλ και υιών Ιούδα και Βενιαμίν και οικούντων εν Ιερουσαλήμ,
10 και έδωκαν αυτό επί χείρα ποιούντων τα έργα οι καθεσταμένοι εν οίκω Κυρίου και έδωκαν αυτό ποιούσι τα έργα, οί εποίουν εν οίκω Κυρίου, επισκευάσαι και κατισχύσαι τον οίκον. 11 και έδωκαν τοίς τέκτοσι και τοίς οικοδόμοις αγοράσαι λίθους τετραπέδους και ξύλα εις δοκούς στεγάσαι τους οίκους, ούς εξωλόθρευσαν βασιλείς Ιούδα· 12 και οι άνδρες εν πίστει επί των έργων, και επ' αυτών επίσκοποι Ιέθ και Αβδίας οι Λευίται εξ υιών Μεραρί και Ζαχαρίας και Μοσολλάμ εκ των υιών Καάθ επισκοπείν και πάς Λευίτης και πάς συνιών εν οργάνοις ωδών. 13 και επί των νωτοφόρων και επί πάντων των ποιούντων τα έργα εργασία και εργασία, και από των Λευιτών γραμματείς και κριταί και πυλωροί. 14 και εν τώ εκφέρειν αυτούς το αργύριον το εισοδιασθέν εις οίκον Κυρίου εύρε Χελκίας ο ιερεύς βιβλίον νόμου Κυρίου διά χειρός Μωυσή. 15 και απεκρίθη Χελκίας και είπε προς Σαφάν τον γραμματέα· βιβλίον νόμου εύρον εν οίκω Κυρίου· και έδωκε Χελκίας το βιβλίον τώ Σαφάν. 16 και εισήνεγκε Σαφάν το βιβλίον προς τον βασιλέα και απέδωκεν έτι τώ βασιλεί λόγον· πάν το δοθέν αργύριον εν χειρί των παίδων σου των ποιούντων το έργον, 17 και εχώνευσαν το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω Κυρίου και έδωκαν επί χείρα των επισκόπων και επί χείρα των ποιούντων την εργασίαν. 18 και απήγγειλε Σαφάν ο γραμματεύς τώ βασιλεί λόγον λέγων· βιβλίον δέδωκέ μοι Χελκίας ο ιερεύς· και ανέγνω αυτό Σαφάν εναντίον τού βασιλέως. 19 και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους τού νόμου, και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού.
20 και ενετείλατο βασιλεύς τώ Χελκία και τώ Αχικάμ υιώ Σαφάν και τώ Αβδών υιώ Μιχαία και τώ Σαφάν τώ γραμματεί και τώ Ασαία παιδί τού βασιλέως λέγων· 21 πορεύθητε ζητήσατε τον Κύριον περί εμού και περί παντός τού καταλειφθέντος εν Ισραήλ και Ιούδα περί των λόγων τού βιβλίου τού ευρεθέντος, ότι μέγας ο θυμός Κυρίου εκκέκαυται εν ημίν, διότι ουκ εισήκουσαν οι πατέρες ημών των λόγων Κυρίου τού ποιήσαι κατά πάντα τα γεγραμμένα εν τώ βιβλίω τούτω. 22 και επορεύθη Χελκίας και οίς είπεν ο βασιλεύς προς Όλδαν την προφήτιν γυναίκα Σελλήμ υιού Θεκωέ υιού Αράς φυλάσσουσαν τας εντολάς ~και αύτη κατώκει εν Ιερουσαλήμ εν μασαναί~ και ελάλησαν αυτή κατά ταύτα. 23 και είπεν αυτοίς· ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· είπατε τώ ανδρί τώ αποστείλαντι υμάς προς με. 24 ούτω λέγει Κύριος· ιδού εγώ επάγω επί τον τόπον τούτον κακά, τους πάντας λόγους τους γεγραμμένους εν τώ βιβλίω τώ ανεγνωσμένω εναντίον τού βασιλέως Ιούδα, 25 ανθ' ών εγκατέλιπόν με και εθυμίασαν θεοίς αλλοτρίοις, ίνα παροργίσωσί με εν πάσι τοίς έργοις των χειρών αυτών· και εξεκαύθη ο θυμός μου εν τώ τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται. 26 και επί βασιλέα Ιούδα τον αποστείλαντα υμάς τού ζητήσαι τον Κύριον ούτως ερείτε αυτώ· ούτω λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· τους λόγους, ούς ήκουσας, 27 και ενετράπη η καρδία σου και εταπεινώθης από προσώπου μου εν τώ ακούσαί σε τους λόγους μου επί τον τόπον τούτον και επί τους κατοικούντας αυτόν και εταπεινώθης εναντίον μου και διέρρηξας τα ιμάτιά σου και έκλαυσας κατεναντίον μου, και εγώ ήκουσα, φησί Κύριος· 28 ιδού προστίθημί σε προς τους πατέρας σου, και προστεθήση προς τα μνήματά σου εν ειρήνη, και ουκ όψονται οι οφθαλμοί σου εν πάσι τοίς κακοίς, οίς εγώ επάγω επί τον τόπον τούτον και επί τους κατοικούντας αυτόν. και απέδωκαν τώ βασιλεί λόγον, 29 και απέστειλεν ο βασιλεύς και συνήγαγε τους πρεσβυτέρους Ιούδα και Ιερουσαλήμ.
30 και ανέβη ο βασιλεύς εις οίκον Κυρίου και πάς Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ και οι ιερείς και οι Λευίται και πάς ο λαός από μικρού έως μεγάλου· και ανέγνω εν ωσίν αυτών πάντας λόγους βιβλίου της διαθήκης τους ευρεθέντας εν οίκω Κυρίου. 31 και έστη ο βασιλεύς επί τον στύλον και διέθετο διαθήκην εναντίον Κυρίου τού πορευθήναι ενώπιον Κυρίου τού φυλάσσειν τας εντολάς αυτού και μαρτύρια και προστάγματα αυτού εν όλη καρδία και εν όλη ψυχή, ώστε ποιείν τους λόγους της διαθήκης τους γεγραμμένους επί τώ βιβλίω τούτω. 32 και έστησε πάντας τους ευρεθέντας εν Ιερουσαλήμ και Βενιαμίν, και εποίησαν οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ διαθήκην εν οίκω Κυρίου Θεού πατέρων αυτών. 33 και περιείλεν Ιωσίας τα πάντα βδελύγματα εκ πάσης της γής, ή ήν υιών Ισραήλ, και εποίησε πάντας τους ευρεθέντας εν Ιερουσαλήμ και εν Ισραήλ τού δουλεύειν Κυρίω Θεώ αυτών πάσας τας ημέρας αυτού· ουκ εξέκλινεν από όπισθεν Κυρίου Θεού πατέρων αυτού.
1 ΚΑΙ εποίησεν Ιωσίας το φασέκ τώ Κυρίω Θεώ αυτού, και έθυσε το φασέκ τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τού πρώτου. 2 και έστησε τους ιερείς επί τας φυλακάς αυτών και κατίσχυσεν αυτούς εις τα έργα οίκου Κυρίου. 3 και είπε τοίς Λευίταις τοίς δυνατοίς εν παντί Ισραήλ τού αγιασθήναι αυτούς τώ Κυρίω, και έθηκαν την κιβωτόν την αγίαν εις τον οίκον, ον ωκοδόμησε Σαλωμών υιός Δαυίδ τού βασιλέως Ισραήλ. και είπεν ο βασιλεύς· ουκ έστιν υμίν επ' ώμων άραι ουδέν· νύν ούν λειτουργήσατε τώ Κυρίω Θεώ υμών και τώ λαώ αυτού Ισραήλ 4 και ετοιμάσθητε κατ' οίκους πατριών υμών και κατά τας εφημερίας υμών κατά την γραφήν Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ και διά χειρός Σαλωμών υιού αυτού 5 και στήτε εν τώ οίκω κατά τας διαιρέσεις οίκων πατριών υμών τοίς αδελφοίς υμών υιοίς τού λαού, και μερίς οίκου πατριάς τοίς Λευίταις, 6 και θύσατε το φασέκ και ετοιμάσατε τοίς αδελφοίς υμών τού ποιήσαι κατά τον λόγον Κυρίου διά χειρός Μωυσή. 7 και απήρξατο Ιωσίας τοίς υιοίς τού λαού πρόβατα και αμνούς και ερίφους από των τέκνων των αιγών, πάντα εις το φασέκ, και πάντας τους ευρεθέντας εις αριθμόν τριάκοντα χιλιάδας και μόσχων τρεις χιλιάδας· ταύτα από της υπάρξεως τού βασιλέως. 8 και οι άρχοντες αυτού απήρξαντο τώ λαώ και τοίς ιερεύσι και τοίς Λευίταις· έδωκε δε Χελκίας και Ζαχαρίας και Ιιήλ οι άρχοντες τοίς ιερεύσιν οίκου Θεού και έδωκεν εις το φασέκ πρόβατα και αμνούς και ερίφους δισχίλια εξακόσια και μόσχους τριακοσίους. 9 και Χωνενίας και Βαναίας και Σαμαίας και Ναθαναήλ αδελφός αυτού και Ασαβίας και Ιιήλ και Ιωζαβάδ άρχοντες των Λευιτών απήρξαντο τοίς Λευίταις εις το φασέκ πρόβατα πεντακισχίλια και μόσχους πεντακοσίους.
10 και κατωρθώθη η λειτουργία, και έστησαν οι ιερείς επί την στάσιν αυτών και οι Λευίται επί τας διαιρέσεις αυτών κατά την εντολήν τού βασιλέως 11 και έθυσαν το φασέκ, και προσέχεαν οι ιερείς το αίμα εκ χειρός αυτών, και οι Λευίται εξέδειραν. 12 και ητοίμασαν την ολοκαύτωσιν παραδούναι αυτοίς κατά την διαίρεσιν κατ' οίκους πατριών τοίς υιοίς τού λαού τού προσάγειν τώ Κυρίω, ως γέγραπται εν βίβλω Μωυσή, και ούτως εις το πρωί. 13 και ώπτησαν το φασέκ εν πυρί κατά την κρίσιν και τα άγια ύψησαν εν τοίς χαλκείοις και εν τοίς λέβησι· και ευωδώθη, και έδραμον προς πάντας τους υιούς τού λαού. 14 και μετά το ετοιμάσαι αυτοίς και τοίς ιερεύσιν, ότι οι ιερείς εν τώ αναφέρειν τα ολοκαυτώματα και τα στέατα έως νυκτός, και οι Λευίται ητοίμασαν αυτοίς και τοίς αδελφοίς αυτών υιοίς Ααρών. 15 και οι ψαλτωδοί υιοί Ασάφ επί της στάσεως αυτών κατά τας εντολάς Δαυίδ και Ασάφ και Αιμάν και Ιδιθώμ οι προφήται τού βασιλέως και οι άρχοντες και οι πυλωροί πύλης και πύλης, ουκ ήν αυτοίς κινείσθαι από της λειτουργίας των αγίων, ότι αδελφοί αυτών οι Λευίται ητοίμασαν αυτοίς. 16 και κατωρθώθη και ητοιμάσθη πάσα η λειτουργία Κυρίου εν τή ημέρα εκείνη τού ποιήσαι το φασέκ και ενεγκείν τα ολοκαυτώματα επί το θυσιαστήριον Κυρίου κατά την εντολήν τού βασιλέως Ιωσίου. 17 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ οι ευρεθέντες το φασέκ εν τώ καιρώ εκείνω και την εορτήν των αζύμων επτά ημέρας. 18 και ουκ εγένετο φασέκ όμοιον αυτώ εν Ισραήλ από ημερών Σαμουήλ τού προφήτου και παντός βασιλέως Ισραήλ ουκ εποίησαν το φασέκ, ό εποίησεν Ιωσίας και οι ιερείς και οι Λευίται και πάς Ιούδα και Ισραήλ ο ευρεθείς και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ τώ Κυρίω. 19 τώ οκτωκαιδεκάτω έτει της βασιλείας Ιωσίου εποιήθη το φασέκ τούτο. 19α και τους εγγαστριμύθους και τους γνώστας και τα θεραφίν και τα είδωλα και τα καρησίμ, ά ήν εν γη Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ ενεπύρισεν ο βασιλεύς Ιωσίας, ίνα στήση τους λόγους τού νόμου τους γεγραμμένους επί τού βιβλίου, ού εύρε Χελκίας ο ιερεύς εν τώ οίκω Κυρίου. 19β όμοιος αυτώ ουκ εγενήθη έμπροσθεν αυτού, ός επέστρεψε προς Κύριον εν όλη καρδία αυτού και εν όλη ψυχή αυτού και εν όλη τή ισχύι αυτού κατά πάντα τον νόμον Μωυσή, και μετ' αυτόν ουκ ανέστη όμοιος αυτώ· 19γ πλήν ουκ απεστράφη Κύριος από οργής θυμού αυτού τού μεγάλου, ού ωργίσθη θυμώ Κύριος εν τώ Ιούδα, επί πάντα τα παροργίσματα αυτού, ά παρώργισε Μανασσής. 19δ και είπε Κύριος· και γε τον Ιούδαν αποστήσω από προσώπου μου, καθώς απέστησα τον Ισραήλ, και απωσάμην την πόλιν, ήν εξελεξάμην την Ιερουσαλήμ, και τον οίκον ον είπα· έσται το όνομά μου εκεί.
20 Καί ανέβη φαραώ Νεχαώ βασιλεύς Αιγύπτου επί τον βασιλέα Ασσυρίων επί τον ποταμόν Ευφράτην, και επορεύθη βασιλεύς Ιωσίας εις συνάντησιν αυτώ. 21 και απέστειλε προς αυτόν αγγέλους λέγων· τι εμοί και σοί, βασιλεύ Ιούδα; ουκ επί σε ήκω σήμερον πόλεμον πολεμήσαι, και ο Θεός είπε τού κατασπεύσαί με· πρόσεχε από τού Θεού τού μετ' εμού μη καταφθείρη σε. 22 και ουκ απέστρεψεν Ιωσίας το πρόσωπον αυτού απ' αυτού, αλλ' ή πολεμείν αυτόν εκραταιώθη και ουκ ήκουσε των λόγων Νεχαώ διά στόματος Θεού και ήλθε τού πολεμήσαι εν τώ πεδίω Μαγεδδώ. 23 και ετόξευσαν οι τοξόται επί βασιλέα Ιωσίαν· και είπεν ο βασιλεύς τοίς παισίν αυτού· εξαγάγετέ με, ότι επόνεσα σφόδρα. 24 και εξήγαγον αυτόν οι παίδες αυτού από τού άρματος και ανεβίβασαν αυτόν επί το άρμα το δευτεραίον, ό ήν αυτώ, και ήγαγον αυτόν εις Ιερουσαλήμ· και απέθανε και ετάφη μετά των πατέρων αυτού. και πάς Ιούδα και Ιερουσαλήμ επένθησαν επί Ιωσίαν, 25 και εθρήνησεν Ιερεμίας επί Ιωσίαν, και είπαν πάντες οι άρχοντες και αι άρχουσαι θρήνον επί Ιωσίαν έως της σήμερον· και έδωκαν αυτόν εις πρόσταγμα επί Ισραήλ, και ιδού γέγραπται επί των θρήνων. 26 και ήσαν οι λοιποί λόγοι Ιωσίου και η ελπίς αυτού γεγραμμένα εν νόμω Κυρίου· 27 και οι λόγοι αυτού οι πρώτοι και οι έσχατοι ιδού γεγραμμένοι επί βιβλίω βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα.
1 ΚΑΙ έλαβεν ο λαός της γής τον Ιωάχαζ υιόν Ιωσίου και έχρισαν αυτόν, και κατέστησαν αυτόν αντί τού πατρός αυτού εις βασιλέα επί Ιερουσαλήμ. 2 υιός είκοσι και τριών ετών Ιωάχαζ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και τρίμηνον εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, 2α και όνομα της μητρός αυτού Αμιτάλ θυγάτηρ Ιερεμίου εκ Λοβενά. 2β και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου κατά πάντα, ά εποίησαν οι πατέρες αυτού. 2γ και έδησεν αυτόν φαραώ Νεχαώ εν Δεβλαθά εν γη Αιμάθ, τού μη βασιλεύειν αυτόν εν Ιερουσαλήμ, 3 και μετήγαγεν αυτόν ο βασιλεύς εις Αίγυπτον, και επέβαλε φόρον επί την γήν εκατόν τάλαντα αργυρίου και τάλαντον χρυσίου. 4 και κατέστησε φαραώ Νεχαώ τον Ελιακίμ υιόν Ιωσίου βασιλέα επί Ιούδα αντί Ιωσίου τού πατρός αυτού και μετέστρεψε το όνομα αυτού Ιωακίμ· και τον Ιωάχαζ αδελφόν αυτού έλαβε φαραώ Νεχαώ, και εισήγαγεν αυτόν εις Αίγυπτον, και απέθανεν εκεί. 4α και το αργύριον και το χρυσίον έδωκε τώ φαραώ· τότε ήρξατο η γη φορολογείσθαι τού δούναι το αργύριον επί στόμα φαραώ, και έκαστος κατά δύναμιν απήτει το αργύριον και το χρυσίον παρά τού λαού της γής δούναι φαραώ Νεχαώ. 5 Ών είκοσι και πέντε ετών Ιωακίμ εν τώ βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα της μητρός αυτού Ζεχωρά θυγάτηρ Νηρίου εκ Ραμά. και εποίησε το πονηρόν εναντίον Κυρίου κατά πάντα όσα εποίησαν οι πατέρες αυτού. 5α εν ταίς ημέραις αυτού ήλθε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς Βαβυλώνος εις την γήν, και ήν αυτώ δουλεύων τρία έτη και απέστη απ' αυτού. 5β και απέστειλε Κύριος επ' αυτούς τους Χαλδαίους και ληστήρια Σύρων και ληστήρια Μωαβιτών και υιών Αμμών και της Σαμαρείας, και απέστησαν μετά τον λόγον τούτον κατά τον λόγον Κυρίου εν χειρί των παίδων αυτού των προφητών. 5γ πλήν θυμός Κυρίου ήν επί Ιούδαν τού αποστήναι αυτόν από προσώπου αυτού διά τας αμαρτίας Μανασσή εν πάσιν, οίς εποίησε, 5δ και εν αίματι αθώω, ώ εξέχεεν Ιωακίμ και έπλησε την Ιερουσαλήμ αίματος αθώου, και ουκ ηθέλησε Κύριος εξολοθρεύσαι αυτούς. 6 και ανέβη επ' αυτόν Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και έδησεν αυτόν εν χαλκαίς πέδαις και απήγαγεν αυτόν εις Βαβυλώνα. 7 και μέρος των σκευών οίκου Κυρίου απήνεγκεν εις Βαβυλώνα και έθηκεν αυτά εν τώ ναώ αυτού εν Βαβυλώνι. 8 και τα λοιπά των λόγων Ιωακίμ και πάντα, ά εποίησεν, ουκ ιδού ταύτα γεγραμμένα εν βιβλίω λόγων των ημερών τοίς βασιλεύσιν Ιούδα; και εκοιμήθη Ιωακίμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν Γανοζά μετά των πατέρων αυτού, και εβασίλευσεν Ιεχονίας υιός αυτού αντ' αυτού. 9 Οκτώ ετών Ιεχονίας εν τώ βασιλεύειν αυτόν και τρίμηνον και δέκα ημέρας εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου.
10 και επιστρέφοντος τού ενιαυτού απέστειλεν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ και εισήνεγκεν αυτόν εις Βαβυλώνα μετά των σκευών των επιθυμητών οίκου Κυρίου και εβασίλευσε Σεδεκίαν αδελφόν τού πατρός αυτού επί Ιούδαν και Ιερουσαλήμ. 11 Ετών είκοσιν υιός και ενός έτους Σεδεκίας εν τώ βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ. 12 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου Θεού αυτού, ουκ ενετράπη από προσώπου Ιερεμίου τού προφήτου και εκ στόματος Κυρίου 13 εν τώ τα προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορ αθετήσαι, ά ώρκισεν αυτόν κατά τού Θεού και εσκλήρυνε τον τράχηλον αυτού και την καρδίαν αυτού κατίσχυσε τού μη επιστρέψαι προς Κύριον Θεόν Ισραήλ. 14 και πάντες οι ένδοξοι Ιούδα και οι ιερείς και ο λαός της γής επλήθυναν τού αθετήσαι αθετήματα βδελυγμάτων εθνών και εμίαναν τον οίκον Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ. 15 και εξαπέστειλε Κύριος ο Θεός των πατέρων αυτών εν χειρί των προφητών αυτού ορθρίζων και αποστέλλων τους αγγέλους αυτού, ότι ήν φειδόμενος τού λαού αυτού και τού αγιάσματος αυτού· 16 και ήσαν μυκτηρίζοντες τους αγγέλους αυτού και εξουθενούντες τους λόγους αυτού και εμπαίζοντες εν τοίς προφήταις αυτού, έως ανέβη ο θυμός Κυρίου εν τώ λαώ αυτού, έως ουκ ήν ίαμα. 17 και ήγαγεν επ' αυτούς βασιλέα Χαλδαίων, και απέκτεινε τους νεανίσκους αυτών εν ρομφαία εν οίκω αγιάσματος αυτού και ουκ εφείσατο τού Σεδεκίου και τας παρθένους αυτών ουκ ηλέησε και τους πρεσβυτέρους αυτών απήγαγον· τα πάντα παρέδωκεν εν χερσίν αυτών. 18 και πάντα τα σκεύη οίκου τού Θεού τα μεγάλα και τα μικρά και τους θησαυρούς οίκου Κυρίου και πάντας τους θησαυρούς τού βασιλέως και των μεγιστάνων, πάντα εισήνεγκεν εις Βαβυλώνα. 19 και ενέπρησε τον οίκον Κυρίου και κατέσκαψε το τείχος Ιερουσαλήμ και τας βάρεις αυτής ενέπρησεν εν πυρί και πάν σκεύος ωραίον εις αφανισμόν.
20 και απώκισε τους καταλοίπους εις Βαβυλώνα, και ήσαν αυτώ και τοίς υιοίς αυτού εις δούλους έως βασιλείας Μήδων 21 τού πληρωθήναι λόγον Κυρίου διά στόματος Ιερεμίου έως τού προσδέξασθαι την γήν τα σάββατα αυτής σαββατίσαι· πάσας τας ημέρας ερημώσεως αυτής εσαββάτισεν εις συμπλήρωσιν ετών εβδομήκοντα. 22 Έτους πρώτου Κύρου βασιλέως Περσών, μετά το πληρωθήναι ρήμα Κυρίου διά στόματος Ιερεμίου, εξήγειρε Κύριος το πνεύμα Κύρου βασιλέως Περσών και παρήγγειλε κηρύξαι εν πάση τή βασιλεία αυτού εν γραπτώ λέγων· 23 τάδε λέγει Κύρος βασιλεύς Περσών πάσαις ταίς βασιλείαις της γής· έδωκέ μοι Κύριος ο Θεός τού ουρανού, και αυτός ενετείλατό μοι οικοδομήσαι οίκον αυτώ εν Ιερουσαλήμ εν τή Ιουδαία. τις εξ υμών εκ παντός τού λαού αυτού; έσται Θεός αυτού μετ' αυτού, και αναβήτω.
1 ΚΑΙ ήγαγεν Ιωσίας το πάσχα εν Ιερουσαλήμ τώ Κυρίω αυτού και έθυσε το πάσχα τή τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα τού μηνός τού πρώτου 2 στήσας τους ιερείς κατ΄ εφημερίας εστολισμένους εν τώ ιερώ τού Κυρίου. 3 και είπε τοίς Λευίταις, ιεροδούλοις τού Ισραήλ, αγιάσαι εαυτούς τώ Κυρίω εν τή θέσει της αγίας κιβωτού τού Κυρίου εν τώ οίκω, ώ ωκοδόμησε Σαλωμών ο τού Δαυίδ ο βασιλεύς· 4 ουκ έσται υμίν άραι επ’ ώμων αυτήν· και νύν λατρεύετε τώ Κυρίω Θεώ υμών και θεραπεύετε το έθνος αυτού Ισραήλ και ετοιμάσατε κατά τας πατριάς και τας φυλάς υμών κατά την γραφήν Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ και κατά την μεγαλειότητα Σαλωμών τού υιού αυτού. 5 και στάντες εν τώ αγίω κατά την μεριδαρχίαν την πατρικήν υμών των Λευιτών, των έμπροσθεν των αδελφών υμών υιών Ισραήλ, 6 εν τάξει θύσατε το πάσχα και τας θυσίας ετοιμάσατε τοίς αδελφοίς υμών και ποιήσατε το πάσχα κατά το πρόσταγμα τού Κυρίου το δοθέν τώ Μωυσή. 7 και εδωρήσατο Ιωσίας τώ λαώ τώ ευρεθέντι αρνών και ερίφων τριάκοντα χιλιάδας, μόσχους τρισχιλίους· ταύτα εκ των βασιλικών εδόθη κατ’ επαγγελίαν τώ λαώ και τοίς ιερεύσι και Λευίταις. 8 και έδωκε Χελκίας και Ζαχαρίας και Ησκήλος οι επιστάται τού ιερού τοίς ιερεύσιν εις πάσχα πρόβατα δισχίλια εξακόσια, μόσχους τριακοσίους. 9 και Ιεχονίας και Σαμαίας και Ναθαναήλ ο αδελφός και Ασαβίας και Οχιήλος και Ιωράμ χιλίαρχοι έδωκαν τοίς Λευίταις εις πάσχα πρόβατα πεντακιχίλια, μόσχους επτακοσίους.
10 και ταύτα τα γενόμενα· ευπρεπώς έστησαν οι ιερείς και οι Λευίται έχοντες τα άζυμα κατά τας φυλάς και κατά τας μεριδαρχίας των πατέρων έμπροσθεν τού λαού προσενεγκείν τώ Κυρίω κατά τα γεγραμμένα εν βιβλίω Μωυσή, και ούτω το πρωινόν. 11 και ώπτησαν το πάσχα πυρί ως καθήκει, και τας θυσίας ήψησαν εν τοίς χαλκείοις και λέβησι μετ’ ευωδίας και απήνεγκαν πάσι τοίς εκ τού λαού. 12 μετά δε ταύτα ητοίμασαν εαυτοίς τε και τοίς ιερεύσιν αδελφοίς αυτών υιοίς Ααρών· 13 οι γάρ ιερείς ανέφερον τα στέατα έως αωρίας, και οι Λευίται ητοίμασαν εαυτοίς και τοίς ιερεύσιν αδελφοίς αυτών υιοίς Ααρών. 14 και οι ιεροψάλται υιοί Ασάφ ήσαν επί της τάξεως αυτών, κατά τα υπό Δαυίδ τεταγμένα και Ασάφ και Ζαχαρίας και Εδδινούς ο παρά τού βασιλέως, 15 και οι θυρωροί εφ΄ εκάστου πυλώνος· ουκ έστι παραβήναι έκαστον την εαυτού εφημερίαν, οι γάρ αδελφοί αυτών οι Λευίται ητοίμασαν αυτοίς. 16 και συνετελέσθη τα της θυσίας τού Κυρίου εν εκείνη τή ημέρα, αχθήναι το πάσχα και προσαχθήναι τας θυσίας επί το τού Κυρίου θυσιαστήριον κατά την επιταγήν τού βασιλέως Ιωσίου. 17 και ηγάγοσαν οι υιοί Ισραήλ οι ευρεθέντες εν τώ καιρώ τούτω το πάσχα και την εορτήν των αζύμων ημέρας επτά. 18 και ουκ ήχθη το πάσχα τοιούτον εν τώ Ισραήλ από των χρόνων Σαμουήλ τού προφήτου, 19 και πάντες οι βασιλείς τού Ισραήλ ουκ ηγάγοσαν πάσχα τοιούτον, οίον ήγαγεν Ιωσίας και οι ιερείς και οι Λευίται και οι Ιουδαίοι και πάς Ισραήλ ο ευρεθείς εν τή κατοικήσει αυτών εν Ιερουσαλήμ·
20 οκτωκαιδεκάτω έτει βασιλεύοντος Ιωσίου ήχθη το πάσχα τούτο. 21 και ωρθώθη τα έργα Ιωσίου ενώπιον τού Κυρίου αυτού εν καρδία πλήρει ευσεβείας. 22 και τα κατ’ αυτόν δε αναγέγραπται εν τοίς έμπροσθεν χρόνοις, περί των ημαρτηκότων και ησεβηκότων εις τον Κύριον παρά πάν έθνος και βασιλείαν, και ά ελύπησαν αυτόν εν αισθήσει, και οι λόγοι τού Κυρίου ανέστησαν επί Ισραήλ. 23 Καί μετά πάσαν την πράξιν ταύτην Ιωσίου συνέβη Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου ελθόντα πόλεμον εγείραι εν Χαρκαμύς επί τού Ευφράτου, και εξήλθεν εις απάντησιν αυτώ Ιωσίας. 24 και διεπέμψατο προς αυτόν βασιλεύς Αιγύπτου λέγων· τι εμοί και σοί εστι, βασιλεύ της Ιουδαίας; 25 ουχί προς σε εξαπέσταλμαι υπό Κυρίου τού Θεού· επί γάρ τού Ευφράτου ο πόλεμός μου εστί. και νύν Κύριος μετ’ εμού εστι, και Κύριος μετ’ εμού επισπεύδων εστίν· απόστηθι και μη εναντιού τώ Κυρίω. 26 και ουκ απέστρεψεν εαυτόν Ιωσίας επί το άρμα αυτού, αλλά πολεμείν αυτόν επεχείρει, ου προσέχων ρήμασιν Ιερεμίου προφήτου εκ στόματος Κυρίου· 27 αλλά συνεστήσατο προς αυτόν πόλεμον εν τώ πεδίω Μαγεδδώ, και κατέβησαν οι άρχοντες προς τον βασιλέα Ιωσίαν. 28 και είπεν ο βασιλεύς τοίς παισίν εαυτού· αποστήσατέ με από της μάχης, ησθένησα γάρ λίαν. και ευθέως απέστησαν αυτόν οι παίδες αυτού από της παρατάξεως, 29 και ανέβη επί το άρμα το δευτέριον αυτού· και αποκατασταθείς εις Ιερουσαλήμ, μετήλλαξε τον βίον αυτού και ετάφη εν τώ πατρικώ τάφω.
30 και εν όλη τή Ιουδαία επένθησαν τον Ιωσίαν, και εθρήνησεν Ιερεμίας ο προφήτης υπέρ Ιωσίου, και οι προκαθήμενοι σύν γυναιξίν εθρηνούσαν αυτόν έως της ημέρας ταύτης· και εξεδόθη τούτο γίνεσθαι αεί εις άπαν το γένος Ισραήλ. 31 ταύτα δε αναγέγραπται εν τή βίβλω των ιστορουμένων περί των βασιλέων της Ιουδαίας· και το καθ’ έν πραχθέν της πράξεως Ιωσίου και της δόξης αυτού και της συνέσεως αυτού εν τώ νόμω Κυρίου, τα τε προπραχθέντα υπ’ αυτού και τα νύν, ιστόρηται εν τώ βιβλίω των βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα. 32 Καί αναλαβόντες οι εκ τού έθνους τον Ιεχονίαν υιόν Ιωσίου ανέδειξαν βασιλέα αντί Ιωσίου τού πατρός αυτού όντα ετών είκοσι τριών. 33 και εβασίλευσεν εν Ισραήλ και Ιερουσαλήμ μήνας τρεις. και απέστησεν αυτόν βασιλεύς Αιγύπτου τού μη βασιλεύειν εν Ιερουσαλήμ 34 και εζημίωσε το έθνος αργυρίου ταλάντοις εκατόν και χρυσίου ταλάντω ενί. 35 και ανέδειξε βασιλεύς Αιγύπτου βασιλέα Ιωακίμ τον αδελφόν αυτού βασιλέα της Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ. 36 και έδησεν Ιωακίμ τους μεγιστάνας, Ζαράκην δε τον αδελφόν αυτού συλλαβών ανήγαγεν εξ Αιγύπτου. 37 Ετών δε ήν εικοσιπέντε Ιωακίμ, ότε εβασίλευσε της Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ, και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου. 38 μετ’ αυτόν δε ανέβη Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς Βαβυλώνος και δήσας αυτόν εν χαλκείω δεσμώ και απήγαγεν εις Βαβυλώνα. 39 και από των ιερών σκευών τού Κυρίου λαβών Ναβουχοδονόσορ και απενέγκας απηρείσατο εν τώ ναώ αυτού εν Βαβυλώνι.
40 τα δε ιστορηθέντα περί αυτού και της ακαθαρσίας αυτού και δυσσεβείας αναγέγραπται εν τή βίβλω των χρόνων των βασιλέων. 41 Καί εβασίλευσεν αντ’ αυτού Ιωακίμ ο υιός αυτού· ότε γάρ ανεδείχθη, ήν ετών οκτώ. 42 βασιλεύει δε μήνας τρεις και ημέρας δέκα εν Ιερουσαλήμ και εποίησε το πονηρόν έναντι Κυρίου. 43 Καί μετ’ ενιαυτόν αποστείλας Ναβουχοδονόσορ μετήγαγεν αυτόν εις Βαβυλώνα άμα τοίς ιεροίς σκεύεσι τού Κυρίου 44 και ανέδειξε Σεδεκίαν βασιλέα της Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ όντα ετών είκοσιν ενός, βασιλεύει δε έτη ένδεκα, 45 και εποίησε το πονηρόν ενώπιον Κυρίου και ουκ ενετράπη από των ρηθέντων λόγων υπό Ιερεμίου τού προφήτου εκ στόματος τού Κυρίου. 46 και ορκισθείς από τού βασιλέως Ναβουχοδονόσορ τώ ονόματι Κυρίου, επιορκήσας απέστη· και σκληρύνας αυτού τον τράχηλον και την καρδίαν αυτού παρέβη τα νόμιμα Κυρίου Θεού Ισραήλ. 47 και οι ηγούμενοι δε τού λαού και των ιερέων πολλά ησέβησαν και υπέρ πάσας τας ακαθαρσίας πάντων των εθνών και εμίαναν το ιερόν τού Κυρίου το αγιαζόμενον εν Ιερουσαλήμ. 48 και απέστειλεν ο Θεός των πατέρων αυτών διά τού αγγέλου αυτού μετακαλέσαι αυτούς, καθότι εφείδετο αυτών και τού σκηνώματος αυτού. 49 αυτοί δε εμυκτήρισαν εν τοίς αγγέλοις αυτού και ή ημέρα ελάλησε Κύριος ήσαν εκπαίζοντες τους προφήτας αυτού, έως ού θυμωθέντα αυτόν επί τώ έθνει αυτού διά τα δυσσεβήματα προστάξαι αναβιβάσαι επ΄ αυτούς τους βασιλείς των Χαλδαίων.
50 ούτοι απέκτειναν τους νεανίσκους αυτών εν ρομφαία περικύκλω τού αγίου αυτών ιερού και ουκ εφείσαντο νεανίσκου και παρθένου και πρεσβύτου και νεωτέρου, αλλά πάντας παρέδωκαν εις τας χείρας αυτών. 51 και πάντα τα ιερά σκεύη τού Κυρίου τα μεγάλα και τα μικρά και τας κιβωτούς τού Κυρίου και τας βασιλικάς αποθήκας αναλαβόντες απήνεγκαν εις Βαβυλώνα. 52 και ενεπύρισαν τον οίκον τού Κυρίου και έλυσαν τα τείχη Ιερουσαλήμ και τους πύργους αυτής ενεπύρισαν εν πυρί 53 και συνετέλεσαν πάντα τα ένδοξα αυτής αχρειώσαι, και τους επιλοίπους απήγαγε μετά ρομφαίας εις Βαβυλώνα. 54 και ήσαν παίδες αυτώ και τοίς υιοίς αυτού μέχρι τού βασιλεύσαι Πέρσας εις αναπλήρωσιν ρήματος τού Κυρίου εν στόματι Ιερεμίου· 55 έως τού ευδοκήσαι την γήν τα σάββατα αυτής, πάντα τον χρόνον της ερημώσεως αυτής, σαββατιεί εις συμπλήρωσιν ετών εβδομήκοντα.
1 ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ Κύρου Περσών έτους πρώτου εις συντέλειαν ρήματος Κυρίου εν στόματι Ιερεμίου, 2 ήγειρε Κύριος το πνεύμα Κύρου βασιλέως Περσών, και εκήρυξεν εν όλη τή βασιλεία αυτού και άμα διά γραπτών λέγων· 3 τάδε λέγει ο βασιλεύς Περσών Κύρος· εμέ ανέδειξε βασιλέα της οικουμένης ο Κύριος τού Ισραήλ, Κύριος ο Ύψιστος. 4 και εσήμηνέ μοι οικοδομήσαι αυτώ οίκον εν Ιερουσαλήμ, τή εν τή Ιουδαία. 5 εί τις εστίν ούν υμών εκ τού έθνους αυτού, έστω ο Κύριος αυτού μετ’ αυτού, και αναβάς εις την Ιερουσαλήμ την εν τή Ιουδαία οικοδομείτω τον οίκον τού Κυρίου τού Ισραήλ (ούτος ο Κύριος ο κατασκηνώσας εν Ιερουσαλήμ). 6 όσοι ούν κατά τους τόπους οικούσι, βοηθείτωσαν αυτώ οι εν τώ τόπω αυτού εν χρυσίω και εν αργυρίω, εν δόσεσι μεθ’ ίππων και κτηνών σύν τοίς άλλοις τοίς κατ’ ευχάς προστεθειμένοις εις το ιερόν τού Κυρίου το εν Ιερουσαλήμ. 7 και καταστήσαντες οι αρχίφυλοι των πατριών της Ιούδα και Βενιαμίν φυλής και οι ιερείς και οι Λευίται και πάντων, ών ήγειρε Κύριος το πνεύμα αναβήναι οικοδομήσαι οίκον τώ Κυρίω το εν Ιερουσαλήμ, 8 και οι περικύκλω αυτών εβοήθησαν εν πάσιν εν αργυρίω και χρυσίω, ίπποις, κτήνεσι και ευχαίς ως πλείσταις πολλών, ών ο νούς ηγέρθη. 9 και ο βασιλεύς Κύρος εξήνεγκε τα ιερά σκεύη τού Κυρίου, ά μετήνεγκε Ναβουχοδονόσορ εξ Ιερουσαλήμ, και απηρείσατο αυτά εν τώ ειδωλείω αυτού·
10 εξενέγκας δε αυτά Κύρος ο βασιλεύς Περσών παρέδωκεν αυτά Μιθραδάτη τώ εαυτού γαζοφύλακι· 11 διά δε τούτου παρεδόθησαν Σαμανασσάρω προστάτη της Ιουδαίας. 12 ο δε τούτων αριθμός ήν· σπονδεία χρυσά χίλια, σπονδεία αργυρά χίλια, θυίσκαι αργυραί εικοσιεννέα, φιάλαι χρυσαί τριάκοντα, αργυραί δισχίλιαι τετρακόσιαι δέκα και άλλα σκεύη χίλια. 13 τα δε πάντα σκεύη διεκομίσθη, χρυσά και αργυρά, πεντακισχίλια τετρακόσια εξηκονταεννέα· 14 ανηνέχθη δε υπό Σαμανασσάρου άμα τοίς εκ της αιχμαλωσίας εκ Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ. 15 Εν δε τοίς επί Αρταξέρξου των Περσών βασιλέως χρόνοις κατέγραψαν αυτώ κατά των κατοικούντων εν τή Ιουδαία και Ιερουσαλήμ Βήλεμος και Μιθραδάτης και Ταβέλλιος και Ράθυμος και Βεέλτεθμος και Σαμέλλιος ο γραμματεύς και οι λοιποί οι τούτοις συντασσόμενοι, οικούντες δε εν Σαμαρεία και τοίς άλλοις τόποις, την υπογεγραμμένην επιστολήν· 16 <Βασιλεί Αρταξέρξη κυρίω οι παίδές σου Ράθυμος ο τα προσπίπτοντα και Σαμέλλιος ο γραμματεύς και επίλοιποι της βουλής αυτών και κριταί οι εν Κοίλη Συρία και Φοινίκη· 17 και νύν γνωστόν έστω τώ κυρίω βασιλεί, ότι οι Ιουδαίοι αναβάντες παρ’ υμών προς ημάς ελθόντες εις Ιερουσαλήμ, την πόλιν την αποστάτιν και πονηράν οικοδομούσι, τας τε αγοράς αυτής και τα τείχη θεραπεύουσι και ναόν υποβάλλονται. 18 εάν ούν η πόλις αύτη οικοδομηθή και τα τείχη συντελεσθή, φορολογίαν ου μη υπομείνωσι δούναι, αλλά και βασιλεύσιν αντιστήσονται. και επεί ενεργείται τα κατά τον ναόν, καλώς έχειν υπολαμβάνομεν μη υπεριδείν το τοιούτον, αλλά προσφωνήσαι τώ κυρίω βασιλεί, όπως, αν φαίνηταί σοι, επισκεφθή εν τοίς από των πατέρων σου βιβλίοις· 19 και ευρήσεις εν τοίς υπομνηματισμοίς γεγραμμένα περί τούτων και γνώση ότι η πόλις εκείνη ήν αποστάτις και βασιλείς και πόλεις ενοχλούσα και οι Ιουδαίοι αποστάται και πολιορκίας συνιστάμενοι εν αυτή έτι εξ αιώνος, δι’ ήν αιτίαν και η πόλις αύτη ηρημώθη.
20 νύν ούν υποδεικνύομέν σοι, κύριε βασιλεύ, ότι εάν η πόλις αύτη οικοδομηθή και τα ταύτης τείχη ανασταθή, κάθοδος ουκ έτι σοι έσται εις Κοίλην Συρίαν και Φοινίκην>. 21 τότε αντέγραψεν ο βασιλεύς Ραθύμω τώ γράφοντι τα προσπίπτοντα και Βεελτέθμω και Σαμελλίω γραμματεί και τοίς λοιποίς τοίς συντασσομένοις και οικούσιν εν τή Σαμαρεία και Συρία και Φοινίκη τα υπογεγραμμένα· 22 < Ανέγνων την επιστολήν, ήν πεπόμφατε προς με. επέταξα ούν επισκέψασθαι, και ευρέθη ότι η πόλις εκείνη εστίν εξ αιώνος βασιλεύσιν αντιπαρατάσσουσα 23 και οι άνθρωποι αποστάσεις και πολέμους εν αυτή συντελούντες και βασιλείς ισχυροί και σκληροί ήσαν εν Ιερουσαλήμ κυριεύοντες και φορολογούντες Κοίλην Συρίαν και Φοινίκην. 24 νύν ούν επέταξα αποκωλύσαι τους ανθρώπους εκείνους τού οικοδομήσαι την πόλιν και προνοηθήναι όπως μηδέν παρά ταύτα γένηται και μη προβή επί πλείον τα της κακίας εις το βασιλείς ενοχλήσαι>. 25 τότε αναγνωσθέντων των παρά τού βασιλέως Αρταξέρξου γραφέντων, Ράθυμος και Σαμέλλιος ο γραμματεύς και οι τούτοις συντασσόμενοι αναζεύξαντες εις Ιερουσαλήμ κατά σπουδήν μεθ’ ίππου και όχλου παρατάξεως, ήρξαντο κωλύειν τους οικοδομούντας. και ήργει η οικοδομή τού ιερού τού εν Ιερουσαλήμ μέχρι τού δευτέρου έτους της βασιλείας Δαρείου τού Περσών βασιλέως.
1 ΚΑΙ βασιλεύς Δαρείος εποίησε δοχήν μεγάλην πάσι τοίς υπ’ αυτόν και πάσι τοίς οικογενέσιν αυτού και πάσι τοίς μεγιστάσι της Μηδίας και της Περσίδος 2 και πάσι τοίς σατράπαις και στρατηγοίς και τοπάρχαις τοίς υπ’ αυτόν, από της Ινδικής μέχρις Αιθιοπίας εν ταίς εκατόν εικοσιεπτά σατραπείαις. 3 και εφάγοσαν και επίοσαν και εμπλησθέντες ανέλυσαν. ο δε Δαρείος ο βασιλεύς ανέλυσεν εις τον κοιτώνα εαυτού και εκοιμήθη και έξυπνος εγένετο. 4 τότε οι τρεις νεανίσκοι οι σωματοφύλακες οι φυλάσσοντες το σώμα τού βασιλέως είπαν έτερος προς τον έτερον· 5 είπωμεν έκαστος ημών ένα λόγον, ός υπερισχύσει· και ού εάν φανή το ρήμα αυτού σοφώτερον τού ετέρου, δώσει αυτώ Δαρείος ο βασιλεύς δωρεάς μεγάλας και επινίκια μεγάλα 6 και πορφύραν περιβαλέσθαι και εν χρυσώμασι πίνειν και επί χρυσώ καθεύδεν και άρμα χρυσοχάλινον και κίδαριν βυσσίνην και μανιάκην περί τον τράχηλον, 7 και δεύτερος καθιείται Δαρείου διά την σοφίαν αυτού και συγγενής Δαρείου κληθήσεται. 8 και τότε γράψαντες έκαστος τον εαυτού λόγον εσφραγίσαντο και έθηκαν υπό το προσκεφάλαιον Δαρείου τού βασιλέως και είπαν· 9 όταν εγερθή ο βασιλεύς, δώσουσιν αυτώ το γράμμα, και ον αν κρίνη ο βασιλεύς και οι τρεις μεγιστάνες της Περσίδος ότι ού ο λόγος αυτού σοφώτερος, αυτώ δοθήσεται το νίκος καθώς γέγραπται.
10 ο είς έγραψεν, υπερισχύει ο οίνος. 11 ο έτερος έγραψεν, υπερισχύει ο βασιλεύς. 12 ο τρίτος έγραψεν, υπερισχύουσιν αι γυναίκες, υπέρ δε πάντα νικά η αλήθεια. 13 και ότε εξηγέρθη ο βασιλεύς, λαβόντες το γράμμα έδωκαν αυτώ, και ανέγνω. 14 και εξαποστείλας εκάλεσε πάντας τους μεγιστάνας της Περσίδος και της Μηδείας και τους σατράπας και στρατηγούς και τοπάρχας και υπάτους και εκάθισεν εν τώ χρηματιστηρίω, και ανεγνώσθη το γράμμα ενώπιον αυτών. 15 και είπε· καλέσατε τους νεανίσκους, και αυτοί δηλώσουσι τους λόγους εαυτών· και εκλήθησαν και εισήλθοσαν. 16 και είπαν αυτοίς· απαγγείλατε ημίν περί των γεγραμμένων. 17 Καί ήρξατο ο πρώτος ο είπας περί της ισχύος τού οίνου και έφη ούτως· άνδρες, πώς υπερισχύει ο οίνος; πάντας τους ανθρώπους τους πιόντας αυτόν πλανά την διάνοιαν· 18 τού τε βασιλέως και τού ορφανού ποιεί την διάνοιαν μίαν, την τε τού οικέτου και την τού ελευθέρου, την τε τού πένητος και την τού πλουσίου. 19 και πάσαν διάνοιαν μεταστρέφει εις ευωχίαν και ευφροσύνην και ου μέμνηται πάσαν λύπην και πάν οφείλημα.
20 και πάσας καρδίας ποιεί πλουσίας και ου μέμνηται βασιλέα ουδέ σατράπην και πάντα διά ταλάντων ποιεί λαλείν. 21 και ου μέμνηται, όταν πίνωσι, φιλιάζειν φίλοις και αδελφοίς, και μετ΄ ου πολύ σπώνται τας μαχαίρας· 22 και όταν από τού οίνου εγερθώσιν, ου μέμνηνται ά έπραξαν. 23 ώ άνδρες, ουχ υπερισχύει ο οίνος, ότι ούτως αναγκάζει ποιείν; και εσίγησεν ούτως είπας.
1 ΚΑΙ ήρξατο ο δεύτερος λαλείν, ο είπας περί της ισχύος τού βασιλέως· 2 ώ άνδρες, ουχ υπερισχύουσιν οι άνθρωποι, την γήν και την θάλασσαν κατακρατούντες και πάντα τα εν αυτοίς; 3 ο δε βασιλεύς υπερισχύει και κυριεύει αυτών και δεσπόζει αυτών, και πάν ό εάν είπη αυτοίς, ενακούουσιν. 4 εάν είπη αυτοίς ποιήσαι πόλεμον έτερος προς τον έτερον, ποιούσιν· εάν δε εξαποστείλη αυτούς προς τους πολεμίους, βαδίζουσι και κατεργάζονται τα όρη και τα τείχη και τους πύργους, 5 φονεύουσι και φονεύονται, και τον λόγον τού βασιλέως ου παραβαίνουσιν· εάν δε νικήσωσι, τώ βασιλεί κομίζουσι πάντα, και όσα εάν προνομεύσωσι και τα άλλα πάντα. 6 και όσοι ου στρατεύονται ουδέ πολεμούσιν, αλλά γεωργούσι την γήν, πάλιν όταν σπείρωσι, θερίσαντες αναφέρουσι τώ βασιλεί· και έτερος τον έτερον αναγκάζοντες αναφέρουσι τους φόρους τώ βασιλεί. 7 και αυτός είς μόνος εστίν· εάν είπη αποκτείναι, αποκτέννουσιν· εάν είπη αφείναι, αφιούσιν· 8 είπε πατάξαι, τύπτουσιν· είπεν ερημώσαι, ερημούσιν· είπεν οικοδομήσαι, οικοδομούσιν· 9 είπεν εκκόψαι, εκκόπτουσιν· είπε φυτεύσαι, φυτεύουσι.
10 και πάς ο λαός αυτού και αι δυνάμεις αυτού ενακούουσι. προς δε τούτοις, αυτός ανάκειται, εσθίει και πίνει και καθεύδει, 11 αυτοί δε τηρούσι κύκλω περί αυτόν και ου δύνανται έκαστος απελθείν και ποιείν τα έργα αυτού, ουδέ παρακούουσιν αυτού. 12 ώ άνδρες, πώς ουχ υπερισχύει ο βασιλεύς, ότι ούτως επάκουστός εστι; και εσίγησεν. 13 Ο δε τρίτος ο είπας περί των γυναικών και της αληθείας ~ούτός εστι Ζοροβάβελ~ ήρξατο λαλείν· άνδρες, 14 ου μέγας ο βασιλεύς και πολλοί οι άνθρωποι και ο οίνος ισχύει; τις ούν ο δεσπόζων αυτών ή τις ο κυριεύων αυτών; ουχ αι γυναίκες; 15 αι γυναίκες εγέννησαν τον βασιλέα και πάντα τον λαόν, ός κυριεύει της θαλάσσης και της γής· 16 και εξ αυτών εγένοντο, και αύται εξέθρεψαν αυτούς τους φυτεύσαντας τους αμπελώνας, εξ ών ο οίνος γίνεται. 17 και αύται ποιούσι τας στολάς των ανθρώπων, και αύται ποιούσι δόξαν τοίς ανθρώποις, και ου δύνανται οι άνθρωποι χωρίς των γυναικών είναι. 18 εάν δε συναγάγωσι χρυσίον και αργύριον και πάν πράγμα ωραίον και ίδωσι γυναίκα μίαν καλήν τώ είδει και τώ κάλλει, 19 ταύτα πάντα αφέντες, εις αυτήν εκκέχηναν και χάσκοντες το στόμα θεωρούσιν αυτήν, και πάντες αυτήν αιρετίζουσι μάλλον ή το χρυσίον και το αργύριον και πάν πράγμα ωραίον.
20 άνθρωπος τον εαυτού πατέρα εγκαταλείπει, ός εξέθρεψεν αυτόν, και την ιδίαν χώραν και προς την ιδίαν γυναίκα κολλάται 21 και μετά της γυναικός αφίησι την ψυχήν και ούτε τον πατέρα μέμνηται ούτε την μητέρα ούτε την χώραν. 22 και εντεύθεν δεί υμάς γνώναι ότι αι γυναίκες κυριεύουσιν υμών· ουχί πονείτε και μοχθείτε, και πάντα ταίς γυναιξί δίδοτε και φέρετε; 23 και λαμβάνει ο άνθρωπος την ρομφαίαν αυτού και εκπορεύεται εξοδεύειν και ληστεύειν και κλέπτειν και εις την θάλασσαν πλείν και ποταμούς· 24 και τον λέοντα θεωρεί και εν σκότει βαδίζει, και όταν κλέψη και αρπάση και λωποδυτήση, τή ερωμένη αποφέρει. 25 και πλείον αγαπά άνθρωπος την ιδίαν γυναίκα μάλλον ή τον πατέρα και την μητέρα· 26 και πολλοί απενοήθησαν· ταίς ιδίαις διανοίαις διά τας γυναίκας και δούλοι εγένοντο δι’ αυτάς, 27 και πολλοί απώλοντο και εσφάλησαν και ημάρτοσαν διά τας γυναίκας. 28 και νύν ου πιστεύετέ μοι; ουχί μέγας ο βασιλεύς τή εξουσία αυτού; ουχί πάσαι αι χώραι ευλαβούνται άψασθαι αυτού; 29 εθεώρουν αυτόν και Απάμην την θυγατέρα Βαρτάκου τού θαυμαστού, την παλλακήν τού βασιλέως, καθημένην εν δεξιά τού βασιλέως
30 και αφαιρούσαν το διάδημα από της κεφαλής τού βασιλέως και επιτιθούσαν εαυτή και ερράπιζε τον βασιλέα τή αριστερά· 31 και προς τούτοις ο βασιλεύς χάσκων το στόμα εθεώρει αυτήν. και εάν προσγελάση αυτώ, γελά· εάν δε πικρανθή επ’ αυτόν, κολακεύει αυτήν, όπως διαλλαγή αυτώ. 32 ώ άνδρες, πώς ουχί ισχυραί αι γυναίκες, ότι ούτως πράσσουσι; 33 και τότε ο βασιλεύς και οι μεγιστάνες έβλεπον είς τον έτερον. και ήρξατο λαλείν περί της αληθείας. 34 άνδρες, ουχί ισχυραί αι γυναίκες; μεγάλη η γη και υψηλός ο ουρανός και ταχύς τώ δρόμω ο ήλιος, ότι στρέφεται εν τώ κύκλω τού ουρανού και πάλιν αποτρέχει εις τον εαυτού τόπον εν μια ημέρα. 35 ουχί μέγας ός ταύτα ποιεί; και η αλήθεια μεγάλη και ισχυροτέρα παρά πάντα. 36 πάσα η γη την αλήθειαν καλεί, και ο ουρανός αυτήν ευλογεί, και πάντα τα έργα σείεται και τρέμει, και ουκ έστι μετ’ αυτής άδικον ουδέν. 37 άδικος ο οίνος, άδικος ο βασιλεύς, άδικοι αι γυναίκες, άδικοι πάντες οι υιοί των ανθρώπων, και άδικα πάντα τα έργα αυτών τα τοιαύτα· και ουκ έστιν εν αυτοίς αλήθεια, και εν τή αδικία αυτών απολούνται. 38 η δε αλήθεια μένει και ισχύει εις τον αιώνα και ζή και κρατεί εις τον αιώνα τού αιώνος. 39 και ουκ έστι παρ’ αυτήν λαμβάνειν πρόσωπα, ουδέ διάφορα, αλλά τα δίκαια ποιεί από πάντων των αδίκων και πονηρών· και πάντες ευδοκούσι τοίς έργοις αυτής, και ουκ έστιν εν τή κρίσει αυτής ουδέν άδικον.
40 και αυτή η ισχύς και το βασίλειον και η εξουσία και η μεγαλειότης των πάντων αιώνων. ευλογητός ο Θεός της αληθείας. 41 και εσιώπησε τού λαλείν· και πάς ο λαός τότε εφώνησε, και τότε είπον· μεγάλη η αλήθεια και υπερισχύει. 42 Τότε ο βασιλεύς είπεν αυτώ· αίτησαι ό θέλεις πλείω των γεγραμμένων, και δώσομέν σοι ον τρόπον ευρέθης σοφώτερος, και εχόμενός μου καθήση, και συγγενής μου κληθήση. 43 τότε είπε τώ βασιλεί· μνήσθητι την ευχήν, ήν ηύξω, οικοδομήσαι την Ιερουσαλήμ εν τή ημέρα, ή το βασίλειόν σου παρέλαβες, 44 και πάντα τα σκεύη τα ληφθέντα εξ Ιερουσαλήμ και εκπέμψαι, ά εχώρισε Κύρος, ότε ηύξατο εκκόψαι Βαβυλώνα, και ηύξατο εξαποστείλαι εκεί. 45 και σύ ηύξω οικοδομήσαι τον ναόν, ον ενεπύρισαν οι Ιδουμαίοι, ότε ηρημώθη η Ιουδαία υπό των Χαλδαίων. 46 και νύν τούτό εστιν, ό σε αξιώ, κύριε βασιλεύ, και ό αιτούμαί σε, και αύτη εστίν η μεγαλωσύνη η παρά σού· δέομαι ούν ίνα ποιήσης την ευχήν, ήν ηύξω τώ βασιλεί τού ουρανού ποιήσαι εκ στόματός σου. 47 τότε αναστάς Δαρείος ο βασιλεύς κατεφίλησεν αυτόν και έγραψεν αυτώ τας επιστολάς προς πάντας τους οικονόμους και τοπάρχας και στρατηγούς και σατράπας, ίνα προπέμψωσιν αυτόν και τους μετ’ αυτού πάντας αναβαίνοντας οικοδομήσαι την Ιερουσαλήμ. 48 και πάσι τοίς τοπάρχαις εν κοίλη Συρία και Φοινίκη και τοίς εν τώ Λιβάνω έγραψεν επιστολάς μεταφέρειν ξύλα κέδρινα από τού Λιβάνου εις Ιερουσαλήμ και όπως οικοδομήσωσι μετ’ αυτού την πόλιν. 49 και έγραψε πάσι τοίς Ιουδαίοις τοίς αναβαίνουσιν από της βασιλείας εις την Ιουδαίαν υπέρ της ελευθερίας, πάντα δυνατόν και τοπάρχην και σατράπην και οικονόμον μη απελεύσεσθαι επί τας θύρας αυτών,
50 και πάσαν την χώραν, ήν κρατούσιν, αφορολόγητον αυτοίς υπάρχειν, και ίνα οι Ιδουμαίοι αφίωσι τας κώμας, ας διακρατούσι των Ιουδαίων, 51 και εις την οικοδομήν τού ιερού δοθήναι κατ’ ενιαυτόν τάλαντα είκοσι μέχρι τού οικοδομηθήναι, 52 και επί το θυσιαστήριον ολοκαυτώματα καρπούσθαι καθ’ ημέραν, καθά έχουσιν εντολήν επτακαίδεκα προσφέρειν, άλλα τάλαντα, δέκα κατ’ ενιαυτόν, 53 και πάσι τοίς προσβαίνουσιν από της Βαβυλωνίας κτίσαι την πόλιν, υπάρχειν την ελευθερίαν, αυτοίς τε και τοίς εκγόνοις αυτών, και πάσι τοίς ιερεύσι τοίς προσβαίνουσιν. 54 έγραψε δε και την χορηγίαν και την ιερατικήν στολήν, εν τίνι λατρεύουσιν εν αυτή. 55 και τοίς Λευίταις έγραψε δούναι την χορηγίαν έως της ημέρας, ής επιτελεσθή ο οίκος και Ιερουσαλήμ οικοδομηθήναι, 56 και πάσι τοίς φρουρούσι την πόλιν έγραψε δούναι αυτοίς κλήρους και οψώνια. 57 και εξαπέστειλε πάντα τα σκεύη, ά εχώρισε Κύρος από Βαβυλώνος· και πάντα, όσα είπε Κύρος ποιήσαι, και αυτός επέταξε ποιήσαι και εξαποστείλαι εις Ιερουσαλήμ. 58 Καί ότε εξήλθεν ο νεανίσκος, άρας το πρόσωπον εις τον ουρανόν εναντίον Ιερουσαλήμ ευλόγησε τώ βασιλεί τού ουρανού λέγων· 59 παρά σού νίκη, και παρά σού η σοφία, και σή η δόξα και εγώ σός οικέτης.
60 ευλογητός εί, ός έδωκάς μοι σοφίαν, και σοί ομολογώ, δέσποτα των πατέρων. 61 και έλαβε τας επιστολάς και εξήλθε και ήλθεν εις Βαβυλώνα και απήγγειλε τοίς αδελφοίς αυτού πάσι. 62 και ευλόγησαν τον Θεόν των πατέρων αυτών, ότι έδωκεν αυτοίς άνεσιν και άφεσιν 63 αναβήναι και οικοδομήσαι την Ιερουσαλήμ και το ιερόν, ού ωνομάσθη το όνομα αυτού επ’ αυτώ. και εκωθωνίζοντο μετά μουσικών και χαράς ημέρας επτά.
1 ΜΕΤΑ δε ταύτα εξελέγησαν αναβήναι αρχηγοί οίκου πατριών κατά φυλάς αυτών και αι γυναίκες αυτών και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες και οι παίδες αυτών και αι παιδίσκαι και τα κτήνη αυτών. 2 και Δαρείος συναπέστειλε μετ’ αυτών ιππείς χιλίους έως τού αποκαταστήσαι αυτούς εις Ιερουσαλήμ μετ’ ειρήνης και μετά μουσικών τυμπάνων και αυλών· 3 και πάντες οι αδελφοί αυτών παίζοντες, και εποίησεν αυτοίς συναναβήναι μετ’ εκείνων. 4 Καί ταύτα τα ονόματα των ανδρών των αναβαινόντων κατά πατριάς αυτών εις τας φυλάς επί την μεριδαρχίαν αυτών. 5 οι ιερείς υιοί Φινεές υιού Ααρών· Ιησούς ο τού Ιωσεδέκ τού Σαραίου και Ιωακίμ ο τού Ζοροβάβελ τού Σαλαθιήλ εκ τού οίκου τού Δαυίδ, εκ της γενεάς Φαρές, φυλής δε Ιούδα, 6 ός ελάλησεν επί Δαρείου τού βασιλέως Περσών λόγους σοφούς εν τώ δευτέρω έτει της βασιλείας αυτού μηνί Νισάν τού πρώτου μηνός. 7 εισί δε ούτοι οι εκ της Ιουδαίας αναβάντες εκ της αιχμαλωσίας της παροικίας, ούς μετώκισε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εις Βαβυλώνα 8 και επέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ και την λοιπήν Ιουδαίαν έκαστος εις την ιδίαν πόλιν, οι ελθόντες μετά Ζοροβάβελ και Ιησού, Νεεμίου, Ζαραίου, Ρησαίου, Ενηνέος, Μαρδοχαίου, Βεελσάρου, Ασφαράσου, Ρεελίου, Ροίμου, Βαανά, των προηγουμένων αυτών. 9 αριθμός των από τού έθνους και οι προηγούμενοι αυτών· υιοί Φόρος δύο χιλιάδες και εκατόν εβδομηκονταδύο. υιοί Σαφάτ τετρακόσιοι εβδομηκονταδύο.
10 υιοί Αρές επτακόσιοι πεντηκονταέξ. 11 υιοί Φαάθ Μωάβ εις τους υιούς Ιησού και Ιωάβ δισχίλιοι οκτακόσιοι δεκαδύο. 12 υιοί Ηλάμ χίλιοι διακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες. υιοί Ζαθουί ενακόσιοι εβδομηκονταπέντε. υιοί Χορβέ επτακόσιοι πέντε. υιοί Βανί εξακόσιοι τεσσαρακονταοκτώ. 13 υιοί Βηβαί εξακόσιοι τριακοντατρείς. υιοί Αργαί χίλιοι τριακόσιοι εικοσιδύο. 14 υιοί Αδωνικάν εξακόσιοι τριακονταεπτά. υιοί Βαγοί δισχίλιοι εξακόσιοι έξ. υιοί Αδινού τετρακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες. 15 υιοί Ατήρ Εζεκίου ενενηκονταδύο. υιοί Κιλάν και Αζηνάν εξηκονταεπτά. υιοί Αζαρού τετρακόσιοι τριακονταδύο. 16 υιοί Αννίς εκατόν είς. υιοί Αρόμ τριακονταδύο. υιοί Βασαί τριακόσιοι εικοσιτρείς. υιοί Αρσιφουρίθ εκατόν δύο. 17 υιοί Βαιτηρούς τρισχίλιοι πέντε. υιοί εκ Βαιθλωμών εκατόν εικοσιτρείς. 18 οι εκ Νετωφάς πεντηκονταπέντε. οι εξ Αναθώθ εκατόν πεντηκονταοκτώ. οι εκ Βαιθασμών τεσσαρακονταδύο. 19 οι εκ Καριαθιρί εικοσιπέντε. οι εκ Καφείρας και Βηρώγ επτακόσιοι τεσσαρακοντατρείς.
20 οι Χαδιασαί και Αμμίδιοι τετρακόσιοι εικοσιδύο. οι εκ Κιραμάς και Γαββής εξακόσιοι είκοσιν είς. 21 οι εκ Μακαλών εκατόν εικοσιδύο. οι εκ Βετολίω πεντηκονταδύο. υιοί Νιφίς εκατόν πεντηκονταέξ. 22 υιοί Καλαμωλάλου και Ωνούς επτακόσιοι εικοσιπέντε. υιοί Ιερεχού διακόσιοι τεσαρακονταπέντε. 23 υιοί Σανάας τρισχίλιοι τριακόσιοι είς. 24 οι ιερείς οι υιοί Ιεδδού τού Ιησού εις τους υιούς Σανασίβ οκτακόσιοι εβδομήκονταδύο. υιοί Εμμηρούθ διακόσιοι πεντηκονταδύο. 25 υιοί Φασσούρου χίλιοι τεσσαρακονταεπτά. υιοί Χαρμί διακόσιοι δεκαεπτά. 26 οι Λευίται οι υιοί Ιησού και Καδμιήλου και Βάννου και Σουδίου εβδομηκοντατέσσαρες. 27 οι ιεροψάλται υιοί Ασάφ εκατόν εικοσιοκτώ. 28 οι θυρωροί υιοί Σαλούμ, υιοί Ατάρ, υιοί Τολμάν, υιοί Δακούβ, υιοί Ατητά, υιοί Τωβίς, πάντες εκατόν τριακονταεννέα. 29 οι ιερόδουλοι, υιοί Ησαύ, υιοί Ασιφά, υιοί Ταβαώθ, υιοί Κηράς, υιοί Σουδά, υιοί Φαλαίου, υιοί Λαβανά, υιοί Αγραβά,
30 υιοί Ακούδ, υιοί Ουτά, υιοί Κητάβ, υιοί Ακκαβά, υιοί Συβαί, υιοί Ανάν, υιοί Καθουά, υιοί Γεδδούρ, 31 υιοί Ιαίρου, υιοί Δαισάν, υιοί Νοεβά, υιοί Χασεβά, υιοί Καζηρά, υιοί Οζίου, υιοί Φινοέ, υιοί Ασαρά, υιοί Βασθαί, υιοί Ασσανά, υιοί Μανί, υιοί Ναφισί, υιοί Ακούφ, υιοί Αχιβά, υιοί Ασούβ, υιοί Φαρακέμ, υιοί Βασαλέμ, 32 υιοί Μεεδδά, υιοί Κουθά, υιοί Χαρέα, υιοί Βαρχουέ, υιοί Σεράρ, υιοί Θομοί, υιοί Νασί, υιοί Ατεφά. 33 υιοί παίδων Σαλωμών, υιοί Ασσαπφιώθ, υιοί Φαριρά, υιοί Ιειηλί, υιοί Λοζών, υιοί Ισραήλ, υιοί Σαφυί, 34 υιοί Αγιά, υιοί Φαχαρέθ, υιοί Σαβιή, υιοί Σαρωθί, υιοί Μισαίας, υιοί Τάς, υιοί Αδδούς, υιοί Σουβά, υιοί Αφερρά, υιοί Βαρωδίς, υιοί Σαφάγ, υιοί Αλλών. 35 πάντες οι ιερόδουλοι και οι υιοί των παίδων Σαλωμών τριακόσιοι εβδομηκονταδύο. 36 ούτοι αναβάντες από Θερμελέθ και Θελερσάς, ηγούμενος αυτών Χαρααθαλάν και Ααλάρ. 37 και ουκ ηδύναντο απαγγείλαι τας πατριάς αυτών και γενεάς, ως εκ τού Ισραήλ εισιν· υιοί Δαλάν τού υιού τού Βαενάν, υιοί Νεκωδάν εξακόσιοι πεντηκονταδύο. 38 και εκ των ιερέων οι εμποιούμενοι ιερωσύνης και ουχ ευρέθησαν· υιοί Οβδία, υιοί Ακβώς, υιοί Ιαδδού τού λαβόντος Αυγίαν γυναίκα των θυγατέρων Φαηζελδαίου, και εκλήθη επί τώ ονόματι αυτού. 39 και τούτων ζητηθείσης της γενικής γραφής εν τώ καταλοχισμώ και μη ευρεθείσης, εχωρίσθησαν τού ιερατεύειν.
40 και είπεν αυτοίς Νεεμίας και Ατθαρίας μη μετέχειν των αγίων έως αναστή αρχιερεύς ενδεδυμένος την δήλωσιν και την αλήθειαν. 41 οι δε πάντες Ισραήλ ήσαν από δωδεκαετούς και επάνω, χωρίς παίδων και παιδισκών, μυριάδες τέσσαρες δισχίλιοι τριακόσιοι εξήκοντα· παίδες τούτων και παιδίσκαι επτακισχίλιοι τριακόσιοι τριακονταεπτά· ψάλται και ψαλτωδοί διακόσιοι τεσσαρακονταπέντε· 42 κάμηλοι τετρακόσιοι τριακονταπέντε και ίπποι επτακισχίλιοι τριακονταέξ, ημίονοι διακόσιοι τεσσαρακονταπέντε, υποζύγια πεντακισχίλια πεντακόσια εικοσιπέντε. 43 και εκ των ηγουμένων κατά τας πατριάς εν τώ παραγίνεσθαι αυτούς εις το ιερόν τού Θεού, το εν Ιερουσαλήμ, ηύξαντο εγείραι τον οίκον επί τού τόπου αυτού κατά την αυτών δύναμιν 44 και δούναι εις το ιερόν γαζοφυλάκιον των έργων χρυσίου μνάς χιλίας και αργυρίου μνάς πεντακισχιλίας και στολάς ιερατικάς εκατόν. 45 και κατωκίσθησαν οι ιερείς και οι Λευίται και οι εκ τού λαού αυτού εν Ιερουσαλήμ και τή χώρα, οί τε ιεροψάλται και οι θυρωροί και πάς Ισραήλ εν ταίς κώμαις αυτών. 46 Ενστάντος δε τού εβδόμου μηνός και όντων των υιών Ισραήλ εκάστου εν τοίς ιδίοις, συνήχθησαν ομοθυμαδόν εις το ευρύχωρον τού πρώτου πυλώνος τού προς τή ανατολή. 47 και καταστάς Ιησούς ο τού Ιωσεδέκ και οι αδελφοί αυτού οι ιερείς και Ζοροβάβελ ο τού Σαλαθιήλ και οι τούτου αδελφοί ητοίμασαν το θυσιαστήριον τού Θεού τού Ισραήλ 48 προσενέγκαι επ’ αυτού ολοκαυτώσεις ακολούθως τοίς εν τή Μωυσέως βίβλω τού ανθρώπου τού Θεού διηγορευμένοις. 49 και επισυνήχθησαν αυτοίς εκ των άλλων εθνών της γής, και κατώρθωσαν το θυσιαστήριον επί τού τόπου αυτών, ότι εν έχθρα ήσαν αυτοίς. και κατίσχυσαν αυτούς πάντα τα έθνη τα επί της γής, και ανέφερον θυσίας κατά τον καιρόν και ολοκαυτώματα Κυρίω το πρωινόν και το δειλινόν
50 και ηγάγοσαν την της σκηνοπηγίας εορτήν, ως επιτέτακται εν τώ νόμω, και θυσίας καθ’ ημέραν, ως προσήκον ήν, 51 και μετά ταύτα προσφοράς ενδελεχισμού και θυσίας σαββάτων και νουμηνιών και εορτών πασών ηγιασμένων. 52 και όσοι ηύξαντο ευχήν τώ Θεώ, από της νουμηνίας τού εβδόμου μηνός ήρξαντο προσφέρειν θυσίας τώ Θεώ, και ο ναός τού Θεού ούπω ωκοδόμητο. 53 και έδωκαν αργύριον τοίς λατόμοις και τέκτοσι και ποτά και βρωτά και χάρα τοίς Σιδωνίοις και Τυρίοις εις το παράγειν αυτούς εκ τού Λιβάνου ξύλα κέδρινα, διαφέρειν σχεδίας εις τον Ιόπης λιμένα, κατά το πρόσταγμα το γραφέν αυτοίς παρά Κύρου τού Περσών βασιλέως. 54 και τώ δευτέρω έτει παραγενόμενος εις το ιερόν τού Θεού εις Ιερουσαλήμ μηνός δευτέρου ήρξατο Ζοροβάβελ ο τού Σαλαθιήλ και Ιησούς ο τού Ιωσεδέκ και οι αδελφοί αυτών και οι ιερείς οι Λευίται και πάντες οι παραγενόμενοι εκ της αιχμαλωσίας εις Ιερουσαλήμ 55 και εθεμελίωσαν τον ναόν τού Θεού τή νουμηνία τού δευτέρου μηνός, τού δευτέρου έτους, εν τώ ελθείν εις την Ιουδαίαν και Ιερουσαλήμ. 56 και έστησαν τους Λευίτας από εικοσαετούς επί των έργων τού Κυρίου, και έστη Ιησούς και οι υιοί και οι αδελφοί και Καδμιήλ ο αδελφός και οι υιοί Ημαδαβούν και οι υιοί Ιωδά τού Ηλιαδούδ σύν τοίς υιοίς και αδελφοίς, πάντες οι Λευίται, ομοθυμαδόν εργοδιώκται ποιούντες εις τα έργα εν τώ οίκω τού Κυρίου. και ωκοδόμησαν οι οικοδόμοι τον ναόν τού Κυρίου, 57 και έστησαν οι ιερείς εστολισμένοι μετά μουσικών και σαλπίγγων και οι Λευίται υιοί Ασάφ έχοντες τα κύμβαλα υμνούντες τώ Κυρίω και ευλογούντες κατά Δαυίδ βασιλέα τού Ισραήλ 58 και εφώνησαν δι’ ύμνων ευλογούντες τώ Κυρίω, ότι η χρηστότης αυτού και η δόξα εις τους αιώνας εν παντί Ισραήλ. 59 και πάς ο λαός εσάλπισαν και εβόησαν φωνή μεγάλη υμνούντες τώ Κυρίω επί τή εγέρσει τού οίκου Κυρίου.
60 και ήλθοσαν εκ των ιερέων των Λευιτών και των προκαθημένων κατά τας πατριάς αυτών οι πρεσβύτεροι οι εωρακότες τον πρό τούτου οίκον προς την τούτου οικοδομήν μετά κλαυθμού και κραυγής μεγάλης 61 και πολλοί διά σαλπίγγων και χαράς μεγάλη τή φωνή, 62 ώστε τον λαόν μη ακούειν των σαλπίγγων διά τον κλαυθμόν τού λαού· ο γάρ όχλος ήν ο σαλπίζων μεγάλως, ώστε μακρόθεν ακούεσθαι. 63 Καί ακούσαντες οι εχθροί της φυλής Ιούδα και Βενιαμίν ήλθοσαν επιγνώναι τις η φωνή των σαλπίγγων. 64 και επέγνωσαν ότι οι εκ της αιχμαλωσίας οικοδομούσι τον ναόν τώ Κυρίω Θεώ Ισραήλ, 65 και προσελθόντες εν τώ Ζοροβάβελ και Ιησού και τοίς ηγουμένοις των πατριών λέγουσιν αυτοίς· συνοικοδομήσωμεν υμίν· 66 ομοίως γάρ υμίν ακούομεν τού Κυρίου υμών και αυτώ επιθύομεν αφ’ ημερών Ασβασαρέθ βασιλέως Ασσυρίων, ός μετήγαγεν ημάς ενταύθα. 67 και είπεν αυτοίς Ζοροβάβελ και Ιησούς και οι ηγούμενοι των πατριών τού Ισραήλ· ουχ ημίν και υμίν τού οικοδομήσαι τον οίκον Κυρίω Θεώ ημών· 68 ημείς γάρ μόνοι οικοδομήσομεν τώ Κυρίω τού Ισραήλ ακολούθως, οίς προσέταξεν ημίν Κύρος ο βασιλεύς Περσών. 69 τα δε έθνη της γής επικοιμώμενα τοίς εν τή Ιουδαία και πολιορκούντες είργον τού οικοδομείν.
70 και βουλάς δημαγωγούντες και συστάσεις ποιούμενοι απεκώλυσαν τού αποτελεσθήναι την οικοδομήν πάντα τον χρόνον της ζωής τού βασιλέως Κύρου. και είρχθησαν της οικοδομής έτη δύο έως της Δαρείου βασιλείας.
1 ΕΝ δε τώ δευτέρω έτει της Δαρείου βασιλείας επροφήτευσεν Αγγαίος και Ζαχαρίας ο τού Αδδώ οι προφήται επί τους Ιουδαίους τους εν τή Ιουδαία και Ιερουσαλήμ επί τώ ονόματι Κυρίου Θεού Ισραήλ επ’ αυτούς. 2 τότε στάς Ζοροβάβελ ο τού Σαλαθιήλ και Ιησούς ο τού Ιωσεδέκ ήρξαντο οικοδομείν τον οίκον τού Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ, συνόντων των προφητών τού Κυρίου βοηθούντων αυτοίς. 3 εν αυτώ τώ χρόνω παρήν προς αυτούς Σισίννης ο έπαρχος Συρίας και Φοινίκης και Σαθραβουζάνης και οι συνεταίροι και είπαν αυτοίς· 4 τίνος υμίν συντάξαντος τον οίκον τούτον οικοδομείτε, και την στέγην ταύτην και τα άλλα πάντα επιτελείτε; και τίνες εισίν οικοδόμοι οι ταύτα επιτελούντες; 5 και έσχοσαν χάριν επισκοπής γενομένης επί την αιχμαλωσίαν παρά τού Κυρίου οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων 6 και ουκ εκωλύθησαν της οικοδομής, μέχρις ού υποσημανθήναι Δαρείω περί αυτών και προσφωνηθήναι. 7 Αντίγραφον επιστολής, ής έγραψε Δαρείω και απέστειλαν· <Σισίννης ο έπαρχος Συρίας και Φοινίκης και Σαθραβουζάνης και οι συνεταίροι οι εν Συρία και Φοινίκη ηγεμόνες βασιλεί Δαρείω χαίρειν. 8 πάντα γνωστά έστω τώ κυρίω ημών τώ βασιλεί, ότι παραγενόμενοι εις την χώραν της Ιουδαίας και ελθόντες εις Ιερουσαλήμ την πόλιν κατελάβομεν της αιχμαλωσίας τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων εν Ιερουσαλήμ τή πόλει οικοδομούντας οίκον τώ Κυρίω μέγαν, καινόν διά λίθων ξυστών πολυτελών, ξύλων τιθεμένων εν τοίς τοίχοις, 9 και τα έργα εκείνα επί σπουδής γινόμενα και ευοδούμενον το έργον εν ταίς χερσίν αυτών και εν πάση δόξη, και επιμελεία συντελούμενον.
10 τότε επυνθανόμεθα των πρεσβυτέρων τούτων λέγοντες· τίνος υμίν προστάξαντος οικοδομείτε τον οίκον τούτον και τα έργα ταύτα θεμελιούτε; 11 επερωτήσαμεν ούν αυτούς είνεκεν τού γνωρίσαι σοι και γράψαι σοι τους ανθρώπους τους αφηγουμένους και την ονοματογραφίαν ητούμεν αυτούς των προκαθηγουμένων. 12 οι δε απεκρίθησαν ημίν λέγοντες· ημείς εσμεν παίδες τού Κυρίου τού κτίσαντος τον ουρανόν και την γήν· 13 και ωκοδόμητο οίκος έμπροσθεν ετών πλειόνων διά βασιλέως τού Ισραήλ μεγάλου και ισχυρού και επετελέσθη. 14 και επεί οι πατέρες ημών παραπικράναντες ήμαρτον εις τον Κύριον τού Ισραήλ τον ουράνιον, παρέδωκεν αυτούς εις χείρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος βασιλέως των Χαλδαίων· 15 τον τε οίκον καθελόντες ενεπύρισαν και τον λαόν ηχμαλώτευσαν εις Βαβυλώνα. 16 εν δε τώ πρώτω έτει βασιλεύοντος Κύρου χώρας Βαβυλωνίας έγραψεν ο βασιλεύς Κύρος τον οίκον τούτον οικοδομήσαι· 17 και τα ιερά σκεύη τα χρυσά και τα αργυρά, ά εξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ εκ τού οίκου τού εν Ιερουσαλήμ και απηρείσατο αυτά εν τώ αυτού ναώ, πάλιν εξήνεγκεν αυτά Κύρος ο βασιλεύς εκ τού ναού τού εν Βαβυλωνία, και παρεδόθη Σαβανασσάρω Ζοροβάβελ τώ επάρχω, 18 και επετάγη αυτώ, και απήνεγκε πάντα τα σκεύη ταύτα αποθείναι εν τώ ναώ τώ εν Ιερουσαλήμ και τον ναόν τού Κυρίου οικοδομηθήναι επί τού τόπου. 19 τότε ο Σαβανάσσαρος παραγενόμενος ανεβάλετο τους θεμελίους τού οίκου Κυρίου τού εν Ιερουσαλήμ, και απ’ εκείνου μέχρι τού νύν οικοδομούμενος ουκ έλαβε συντέλειαν.
20 νύν ούν ει κρίνεται, βασιλεύ, επισκεπήτω εν τοίς βασιλικοίς βιβλιοφυλακίοις τού Κύρου· 21 και εάν ευρίσκηται μετά της γνώμης Κύρου τού βασιλέως γενομένην την οικοδομήν τού οίκου Κυρίου τού εν Ιερουσαλήμ και κρίνηται τώ κυρίω βασιλεί ημών, προσφωνησάτω ημίν περί τούτων>. 22 Τότε ο βασιλεύς Δαρείος προσέταξεν επισκέψασθαι εν τοίς βιβλιοφυλακίοις τοίς κειμένοις εν Βαβυλώνι, και ευρέθη εν Εκβατάνοις τή βάρει τή εν Μηδία χώρα τόμος είς, εν ώ υπομνημάτιστο τάδε· 23 < Έτους πρώτου βασιλεύοντος Κύρου βασιλεύς Κύρος προσέταξε τον οίκον τού Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ οικοδομήσαι, όπου επιθύουσι διά πυρός ενδελεχούς, 24 ού το ύψος πηχών εξήκοντα, πλάτος πηχών εξήκοντα, διά δόμων λιθίνων ξυστών τριών και δόμου ξυλίνου εγχωρίου καινού ενός, και το δαπάνημα δοθήναι εκ τού οίκου Κύρου τού βασιλέως, 25 και τα ιερά σκεύη τού οίκου Κυρίου τα τε χρυσά και αργυρά, ά εξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ εκ τού οίκου τού εν Ιερουσαλήμ και απήνεγκεν εις Βαβυλώνα, αποκατασταθήναι εις τον οίκον τον εν Ιερουσαλήμ, ού ήν κείμενα, όπως τεθή εκεί. 26 προσέταξε δε επιμεληθήναι Σισίννη επάρχω Συρίας και Φοινίκης και Σαθραβουζάνη και τοίς συνεταίροις και τοίς αποτεταγμένοις εν Συρία και Φοινίκη ηγεμόσιν απέχεσθαι τού τόπου, εάσαι δε τον παίδα Κυρίου Ζοροβάβελ, έπαρχον δε της Ιουδαίας, και τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων τον οίκον τού Κυρίου εκείνον οικοδομείν επί τού τόπου. 27 και εγώ δε επέταξα ολοσχερώς οικοδομήσαι και ατενίσαι, ίνα συμποιώσι τοίς εκ της αιχμαλωσίας της Ιουδαίας μέχρι τού επιτελεσθήναι τον οίκον τού Κυρίου· 28 και από της φορολογίας Κοίλης Συρίας και Φοινίκης επιμελώς σύνταξιν δίδοσθαι τούτοις τοίς ανθρώποις εις θυσίαν τώ Κυρίω, Ζοροβάβελ επάρχω, εις ταύρους και κριούς και άρνας, 29 ομοίως δε και πυρόν και άλα και οίνον και έλαιον ενδελεχώς κατ’ ενιαυτόν, καθώς αν οι ιερείς οι εν Ιερουσαλήμ υπαγορεύσωσιν αναλίσκεσθαι καθ’ ημέραν αναμφισβητήτως,
30 όπως προσφέρωνται σπονδαί τώ Θεώ τώ υψίστω υπέρ τού βασιλέως και των παίδων και προσεύχωνται περί της αυτών ζωής, 31 και προστάξαι ίνα όσοι εάν παραβώσί τι των γεγραμμένων και ακυρώσωσι, ληφθήναι ξύλον εκ των ιδίων αυτού και επί τούτου κρεμασθήναι και τα υπάρχοντα αυτού είναι βασιλικά. 32 διά ταύτα και ο Κύριος, ού το όνομα αυτού επικέκληται εκεί, αφανίσαι πάντα βασιλέα και έθνος, ός εκτενεί την χείρα αυτού κωλύσαι ή κακοποιήσαι τον οίκον Κυρίου εκείνον τον εν Ιερουσαλήμ. 33 εγώ βασιλεύς Δαρείος δεδογμάτικα επιμελώς κατά ταύτα γίνεσθαι>.
1 ΤΟΤΕ Σισίννης έπαρχος Κοίλης Συρίας και Φοινίκης, και Σαθραβουζάνης και οι συνεταίροι κατακολουθήσαντες τοίς υπό τού βασιλέως Δαρείου προσταγείσιν 2 επεστάτουν των ιερών έργων επιμελέστερον συνεργούντες τοίς πρεσβυτέροις των Ιουδαίων και ιεροστάταις. 3 και εύοδα εγίνετο τα ιερά έργα προφητευόντων Αγγαίου και Ζαχαρίου των προφητών. 4 και συνετέλεσαν ταύτα διά προστάγματος Κυρίου Θεού Ισραήλ, και μετά της γνώμης τού Κύρου και Δαρείου και Αρταξέρξου βασιλέων Περσών 5 συνετελέσθη ο οίκος ο άγιος έως τρίτης και εικάδος μηνός Άδαρ τού έκτου έτους βασιλέως Δαρείου. 6 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ και οι ιερείς και οι Λευίται και οι λοιποί οι εκ της αιχμαλωσίας οι προστεθέντες ακολούθως τοίς εν τή Μωυσέως βίβλω· 7 και προσήνεγκαν εις τον εγκαινισμόν τού ιερού τού Κυρίου ταύρους εκατόν, κριούς διακοσίους, άρνας τετρακοσίους, 8 χιμάρους υπέρ αμαρτίας παντός τού Ισραήλ δώδεκα προς αριθμόν, εκ των φυλάρχων τού Ισραήλ δώδεκα. 9 και έστησαν οι ιερείς και οι Λευίται κατά φυλάς εστολισμένοι επί των έργων Κυρίου Θεού Ισραήλ ακολούθως τή Μωυσέως βίβλω και οι θυρωροί εφ’ εκάστου πυλώνος.
10 και ηγάγοσαν οι υιοί Ισραήλ των εκ της αιχμαλωσίας το πάσχα εν τή τεσσαρεσκαιδεκάτη τού πρώτου μηνός· ότι ηγνίσθησαν οι ιερείς και οι Λευίται άμα 11 και πάντες οι υιοί της αιχμαλωσίας, ότι ηγνίσθησαν, ότι οι Λευίται άμα πάντες ηγνίσθησαν. 12 και έθυσαν το πάσχα πάσι τοίς υιοίς της αιχμαλωσίας και τοίς αδελφοίς αυτών τοίς ιερεύσι και εαυτοίς. 13 και εφάγοσαν οι υιοί Ισραήλ οι εκ της αιχμαλωσίας, πάντες οι χωρισθέντες από των βδελυγμάτων των εθνών της γής, ζητούντες τον Κύριον. 14 και ηγάγοσαν την εορτήν των αζύμων επτά ημέρας ευφραινόμενοι έναντι Κυρίου, 15 ότι μετέστρεψε την βουλήν τού βασιλέως Ασσυρίων επ’ αυτούς κατισχύσαι τας χείρας αυτών επί τα έργα Κυρίου Θεού Ισραήλ.
1 ΚΑΙ μεταγενέστερος τούτων βασιλεύοντος Αρταξέρξου τού Περσών βασιλέως προσέβη Έσδρας Σαραίου, τού Εζεχρίου, τού Χελκίου τού Σαλήμου, 2 τού Σαδδούκου, τού Αχιτώβ, τού Αμαρίου, τού Οζίου, τού Βοκκά, τού Αβισαί, τού Φινεές, τού Ελεάζαρ, τού Ααρών τού ιερέως τού πρώτου. 3 ούτος Έσδρας ανέβη εκ Βαβυλώνος ως γραμματεύς ευφυής ών εν τώ Μωυσέως νόμω τώ εκδεδομένω υπό τού Θεού τού Ισραήλ, 4 και έδωκεν αυτώ ο βασιλεύς δόξαν, ευρόντος χάριν ενώπιον αυτού επί πάντα τα αξιώματα αυτού. 5 και συνανέβησαν εκ των υιών Ισραήλ και των ιερέων και Λευιτών και ιεροψαλτών και θυρωρών και ιεροδούλων εις Ιερουσαλήμ 6 έτους εβδόμου βασιλεύοντος Αρταξέρξου εν τώ πέμπτω μηνί (ούτος ενιαυτός έβδομος τώ βασιλεί). εξελθόντες γάρ εκ Βαβυλώνος τή νουμηνία τού πρώτου μηνός παρεγένοντο εις Ιερουσαλήμ κατά την δοθείσαν αυτοίς ευοδίαν παρά τού Κυρίου επ’ αυτώ· 7 ο γάρ Έσδρας πολλήν επιστήμην περιείχεν εις το μηδέν παραλιπείν των εκ τού νόμου Κυρίου και εκ των εντολών διδάξαι πάντα τον Ισραήλ δικαιώματα και κρίματα. 8 Προσπεσόντος δε τού γραφέντος προστάγματος παρά Αρταξέρξου βασιλέως προς Έσδραν τον ιερέα και αναγνώστην τού νόμου Κυρίου, ού εστιν αντίγραφον το υποκείμενον· 9 <Βασιλεύς Αρταξέρξης Έδρα τώ ιερεί και αναγνώστη τού νόμου Κυρίου χαίρειν.
10 και τα φιλάνθρωπα εγώ κρίνας προσέταξα τους βουλομένους εκ τού έθνους των Ιουδαίων αιρετίζοντας και των ιερέων και των Λευιτών, και τώνδε εν τή ημετέρα βασιλεία, συμπορεύεσθαί σοι εις Ιερουσαλήμ. 11 όσοι ούν ενθυμούνται, συνεξορμάσθωσαν καθάπερ δέδοκται εμοί τε και τοίς επτά φίλοις συμβουλευταίς, 12 όπως επισκέψωνται τα κατά την Ιουδαίαν και Ιερουσαλήμ ακολούθως ώ έχει εν τώ νόμω Κυρίου, 13 και απενεγκείν δώρα τώ Κυρίω τού Ισραήλ, ά ηυξάμην εγώ τε και οι φίλοι, εις Ιερουσαλήμ, και πάν χρυσίον και αργύριον, ό εάν ευρεθή εν τή χώρα της Βαβυλωνίας, τώ Κυρίω εις Ιερουσαλήμ σύν τώ δεδωρημένω υπό τού έθνους εις το ιερόν τού Κυρίου Θεού αυτών το εν Ιερουσαλήμ 14 συναχθήναι, το τε χρυσίον και το αργύριον εις ταύρους και κριούς και άρνας και τα τούτοις ακόλουθα, 15 ώστε προσενεγκείν θυσίας τώ Κυρίω επί το θυσιαστήριον τού Κυρίου Θεού αυτών το εν Ιερουσαλήμ. 16 και πάντα, όσα εάν βούλη μετά των αδελφών σου ποιήσαι χρυσίω και αργυρίω, επιτέλει κατά το θέλημα τού Θεού σου, 17 και τα ιερά σκεύη τού Κυρίου τα διδόμενά σοι εις την χρείαν τού ιερού τού Θεού σου τού εν Ιερουσαλήμ 18 και τα λοιπά όσα αν υποπίπτη σοι εις την χρείαν τού ιερού τού Θεού σου δώσεις εκ τού βασιλικού γαζοφυλακίου. 19 καγώ ιδού Αρταξέρξης βασιλεύς προσέταξας τοίς γαζοφύλαξι Συρίας και Φοινίκης, ίνα όσα εάν αποστείλη Έσδρας ο ιερεύς και αναγνώστης τού νόμου τού Θεού τού Υψίστου, επιμελώς διδώσιν έως αργυρίου ταλάντων εκατόν,
20 ομοίως δε και έως πυρού κόρων εκατόν και οίνου μετρητών εκατόν 21 και άλλα εκ πλήθους· πάντα κατά τον τού Θεού νόμον επιτελεσθήτω επιμελώς τώ Θεώ τώ Υψίστω, ένεκεν τού μη γενέσθαι οργήν εις την βασιλείαν τού βασιλέως και των υιών αυτού. 22 και υμίν δε λέγεται όπως πάσι τοίς ιερεύσι και τοίς Λευίταις και ιεροψάλταις και θυρωροίς και ιεροδούλοις και πραγματικοίς τού ιερού τούτου μηδέ μία φορολογία μηδέ άλλη επιβουλή γίνηται, και μηδένα έχειν εξουσίαν επιβαλείν τι τούτοις. 23 και σύ, Έσδρα, κατά την σοφίαν τού Θεού ανάδειξον κριτάς και δικαστάς, όπως δικάζωσιν εν όλη Συρία και Φοινίκη πάντας τους επισταμένους τον νόμον τού Θεού σου· και τους μη επισταμένους διδάξεις. 24 και πάντες, όσοι αν παραβαίνωσι τον νόμον τού Θεού σου και τον βασιλικόν, επιμελώς κολασθήσονται, εάν τε και θανάτω· εάν τε και τιμωρία ή αργυρική ζημία ή απαγωγή>. 25 Καί είπεν Έσδρας ο γραμματεύς· ευλογητός μόνος Κύριος ο Θεός των πατέρων μου ο δούς ταύτα εις την καρδίαν τού βασιλέως, δοξάσαι τον οίκον αυτού τον εν Ιερουσαλήμ, 26 και εμέ ετίμησεν εναντίον τού βασιλέως και των συμβουλευόντων και πάντων των φίλων και μεγιστάνων αυτού. 27 και εγώ ευθαρσής εγενόμην κατά την αντίληψιν Κυρίου τού Θεού μου και συνήγαγον άνδρας εκ τού Ισραήλ ώστε συναναβήναί μοι. 28 Καί ούτοι οι προηγούμενοι κατά τας πατριάς αυτών και τας μεριδαρχίας οι αναβάντες μετ’ εμού εκ Βαβυλώνος εν τή βασιλεία Αρταξέρξου τού βασιλέως· 29 εκ των υιών Φινεές, Γηρσών· εκ των υιών Ιαθαμάρου, Γαμαλιήλ· εκ των υιών Δαυίδ, Λαττούς ο Σεχενίου·
30 εκ των υιών Φόρος, Ζαχαρίας και μετ’ αυτού απεγράφησαν άνδρες εκατόν πεντήκοντα· 31 εκ των υιών Φαάθ Μωάβ, Ελιαωνίας Ζαραίου και μετ’ αυτού άνδρες διακόσιοι· 32 εκ των υιών Ζαθόης, Σεχενίας Ιεζήλου και μετ’ αυτού άνδρες τριακόσιοι· εκ των υιών Αδίν, Ωβήθ Ιωνάθου και μετ’ αυτού άνδρες διακόσιοι πεντήκοντα· 33 εκ των υιών Ηλάμ, Ιεσίας Γοθολίου και μετ’ αυτού άνδρες εβδομήκοντα· 34 εκ των υιών Σαφατίου, Ζαραίας Μιχαήλου και μετ’ αυτού άνδρες εβδομήκοντα· 35 εκ των υιών Ιωάβ, Αβαδίας Ιεζήλου και μετ’ αυτού άνδρες διακόσιοι δεκαδύο· 36 εκ των υιών Βανίας, Σαλιμώθ Ιωσαφίου και μετ’ αυτού άνδρες εξήκοντα και εκατόν· 37 εκ των υιών Βαβί, Ζαχαρίας Βηβαί και μετ’ αυτού άνδρες εικοσιοκτώ· 38 εκ των υιών Αστάθ, Ιωάννης Ακατάν και μετ’ αυτού άνδρες εκατόν δέκα· 39 εκ των υιών Αδωνικάμ, οι έσχατοι και ταύτα τα ονόματα αυτών· Ελιφαλά τού Γεουήλ και Σαμαίας και μετ’ αυτών άνδρες εβδομήκοντα·
40 εκ των υιών Βαγώ, Ουθί ο τού Ισταλκούρου και μετ΄ αυτού άνδρες εβδομήκοντα. 41 Καί συνήγαγον αυτούς επί τον λεγόμενον Θεράν ποταμόν, και παρενεβάλομεν ημέρας τρεις αυτόθι, και κατέμαθον αυτούς. 42 και εκ των ιερέων και εκ των λευιτών ουχ ευρών εκεί 43 απέστειλα προς Ελεάζαρον και Ιδουήλον και Μαιά και Μασμάν και Αλναθάν και Σαμαίαν και Ιώριβον, Νάθαν, Εννατάν, Ζαχαρίαν και Μοσόλλαμον τους ηγουμένους και επιστήμονας 44 και είπα αυτοίς ελθείν προς Λοδδαίον τον ηγούμενον τον εν τώ τόπω τού γαζοφυλακίου, 45 εντειλάμενος αυτοίς διαλεχθήναι Λοδδαίω και τοίς αδελφοίς αυτού και τοίς εν τώ τόπω γαζοφύλαξιν αποστείλαι ημίν τους ιερατεύσοντας εν τώ οίκω τού Κυρίου ημών. 46 και ήγαγον ημίν κατά την κραταιάν χείρα τού Κυρίου ημών άνδρας επιστήμονας των υιών Μοολί τού Λευί τού Ισραήλ, Ασεβηβίαν και τους υιούς αυτού και τους αδελφούς, όντας δέκα και οκτώ, 47 και Ασεβίαν και Άννουον και Ωσαίαν αδελφόν εκ των υιών Χανουναίου και οι υιοί αυτών, είκοσιν άνδρες· 48 και εκ των ιεροδούλων, ών έδωκε Δαυίδ, και οι ηγούμενοι εις την εργασίαν των Λευιτών, ιεροδούλους διακοσίους και είκοσι· πάντων εσημάνθη η ονοματογραφία. 49 και ευξάμην εκεί νηστείαν τοίς νεανίσκοις έναντι Κυρίου ημών
50 ζητήσαι παρ’ αυτού ευοδίαν ημίν τε και τοίς συνούσιν ημίν τέκνοις ημών και κτήνεσιν· 51 ενετράπην γάρ αιτήσαι τον βασιλέα πεζούς τε και ιππείς και προπομπήν ένεκεν ασφαλείας της προς τους εναντιουμένους ημίν· 52 είπαμεν γάρ τώ βασιλεί, ότι η ισχύς τού Κυρίου ημών έσται μετά των επιζητούντων αυτόν εις πάσαν επανόρθωσιν. 53 και πάλιν εδεήθημεν τού Κυρίου ημών πάντα ταύτα και ετύχομεν ευιλάτου. 54 και εχώρισα των φυλάρχων των ιερέων άνδρας δεκαδύο, και Εσερεβίαν και Σαμίαν και μετ’ αυτών εκ των αδελφών αυτών άνδρας δώδεκα, 55 και έστησα αυτοίς το αργύριον και το χρυσίον και τα ιερά σκεύη τού οίκου τού Κυρίου ημών, ά εδωρήσατο ο βασιλεύς, και οι σύμβουλοι αυτού και οι μεγιστάνες και πάς Ισραήλ. 56 και στήσας παρέδωκα αυτοίς αργυρίου τάλαντα εξακόσια πεντήκοντα και σκεύη αργυρά ταλάντων εκατόν και χρυσίου τάλαντα εκατόν και χρυσώματα είκοσι και σκεύη χάλκεα από χρηστού χαλκού στίλβοντα χρυσοειδή σκεύη δώδεκα. 57 και είπα αυτοίς· και υμείς άγιοί εστε τώ Κυρίω και τα σκεύη τα άγια, και το χρυσίον και το αργύριον ευχή τώ Κυρίω, Κυρίω των πατέρων ημών· 58 αγρυπνείτε και φυλάσσετε έως τού παραδούναι υμάς αυτά τοίς φυλάρχοις των ιερέων και των Λευιτών και τοίς ηγουμένοις των πατριών τού Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ, εν τοίς παστοφορίοις τού οίκου τού Θεού ημών. 59 και οι παραλαβόντες οι ιερείς και οι Λευίται το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη τα εν Ιερουσαλήμ εισήνεγκαν εις το ιερόν τού Κυρίου.
60 Καί αναζεύξαντες από τού ποταμού Θερά τή δωδεκάτη τού πρώτου μηνός έως εισήλθομεν εις Ιερουσαλήμ κατά την κραταιάν χείρα τού Κυρίου ημών την εφ΄ ημίν· και ερρύσατο ημάς από της εισόδου από παντός εχθρού, και ήλθομεν εις Ιερουσαλήμ. 61 και γενομένης αυτόθι ημέρας τρίτης, τή ημέρα τή τετάρτη σταθέν το αργύριον και το χρυσίον παρεδόθη εν τώ οίκω Κυρίου ημών Μαρμωθί Ουρία ιερεί ~62 και μετ΄ αυτού Ελεάζαρ ο τού Φινεές, και ήσαν μετ’ αυτού Ιωσαβδός Ιησού και Μωέθ Σαβάννου, οι Λευίται~ προς αριθμόν και ολκήν άπαντα, και εγράφη πάσα η ολκή αυτών αυτή τή ώρα. 63 οι δε παραγενόμενοι εκ της αιχμαλωσίας προσήνεγκαν θυσίας τώ Θεώ τού Ισραήλ Κυρίω, ταύρους δώδεκα υπέρ παντός Ισραήλ, κριούς ενενηκονταέξ, άρνας εβδομηκονταδύο, τράγους υπέρ σωτηρίου δώδεκα· άπαντα θυσίαν τώ Κυρίω. 64 και απέδωκαν τα προστάγματα τού βασιλέως τοίς βασιλικοίς οικονόμοις και τοίς επάρχοις Κοίλης Συρίας και Φοινίκης, και εδόξασαν το έθνος και το ιερόν τού Κυρίου. 65 Καί τούτων τελεσθέντων προσήλθοσάν μοι οι ηγούμενοι λέγοντες· 66 ουκ εχώρισαν το έθνος τού Ισραήλ και οι άρχοντες και οι ιερείς και οι Λευίται τα αλλογενή έθνη της γής και τας ακαθαρσίας αυτών, Χαναναίων και Χετταίων και Φερεζαίων και Ιεβουσαίων και Μωαβιτών και Αιγυπτίων και Ιδουμαίων· 67 συνώκησαν γάρ μετά των θυγατέρων αυτών και αυτοί και οι υιοί αυτών, και επεμίγη το σπέρμα το άγιον εις τα αλλογενή έθνη της γής, και μετείχον οι προηγούμενοι και οι μεγιστάνες της ανομίας ταύτης από της αρχής τού πράγματος. 68 και άμα τώ ακούσαί με ταύτα διέρρηξα τα ιμάτια και την ιεράν εσθήτα και κατέτιλα τού τριχώματος της κεφαλής και τού πώγωνος και εκάθισα σύννους και περίλυπος. 69 και επισυνήχθησαν προς με όσοι ποτέ επικινούντο επί τώ ρήματι Κυρίου Θεού τού Ισραήλ, εμού πενθούντος επί τή ανομία, και εκαθήμην περίλυπτος έως της δειλινής θυσίας.
70 και εξεγερθείς εκ της νηστείας, διερρηγμένα έχων τα ιμάτια και την ιεράν εσθήτα, κάμψας τα γόνατα και εκτείνας τας χείρας προς τον Κύριον έλεγον· 71 Κύριε, ήσχυμμαι και εντέτραμμαι κατά πρόσωπόν σου· 72 αι γάρ αμαρτίαι ημών επλεόνασαν υπέρ τας κεφαλάς ημών, αι δε άγνοιαι ημών υπερήνεγκαν έως τού ουρανού 73 έτι από των χρόνων των πατέρων ημών, και εσμεν εν μεγάλη αμαρτία έως της ημέρας ταύτης. 74 και διά τας αμαρτίας ημών και των πατέρων ημών παρεδόθημεν σύν τοίς αδελφοίς ημών και σύν τοίς βασιλεύσιν ημών και σύν τοίς ιερεύσιν ημών τοίς βασιλεύσι της γής εις ρομφαίαν και αιχμαλωσίαν και προνομήν μετά αισχύνης μέχρι της σήμερον ημέρας. 75 και νύν κατά πόσον τι εγενήθη ημίν έλεος παρά σού, Κύριε, καταλειφθήναι ημίν ρίζαν και όνομα εν τώ τόπω αγιάσματός σου 76 και τού ανακαλύψαι φωστήρα ημίν εν τώ οίκω Κυρίου τού Θεού ημών δούναι ημίν τροφήν εν τώ καιρώ της δουλείας ημών; και εν τώ δουλεύειν ημάς ουκ εγκατελείφθημεν υπό τού Κυρίου ημών, 77 αλλά εποίησεν ημάς εν χάριτι ενώπιον των βασιλέων Περσών δούναι ημίν τροφήν 78 και δοξάσαι το ιερόν τού Κυρίου ημών και εγείραι την έρημον Σιών, δούναι ημίν στερέωμα εν τή Ιουδαία και Ιερουσαλήμ. 79 και νύν τι ερούμεν, Κύριε, έχοντες ταύτα; παρέβημεν γάρ τα προστάγματά σου, ά έδωκας εν χειρί των παίδων σου των προφητών λέγων,
80 ότι η γη, εις ήν εισέρχεσθε κληρονομήσαι, έστι γη μεμολυσμένη μολυσμώ των αλλογενών της γής, και της ακαθαρσίας αυτών ενέπλησαν αυτήν. 81 και νύν τας θυγατέρας υμών μη συνοικήσητε τοίς υιοίς αυτών και τας θυγατέρας αυτών μη λάβητε τοίς υιοίς υμών· 82 και ου ζητήσετε ειρηνεύσαι τα προς αυτούς τον άπαντα χρόνον, ίνα ισχύσαντες φάγητε τα αγαθά της γής, και κατακληρονομήσητε τοίς τέκνοις υμών έως αιώνος. 83 και τα συμβαίνοντα πάντα ημίν γίνεται διά τα έργα ημών τα πονηρά και τας μεγάλας αμαρτίας ημών. σύ γάρ, Κύριε, εκούφισας τας αμαρτίας ημών και 84 έδωκας ημίν τοιαύτην ρίζαν· πάλιν ανεκάμψαμεν παραβήναι τον νόμον σου εις το επιμιγήναι τή ακαθαρσία των εθνών της γής. 85 ουχί ωργίσθης ημίν απολέσαι ημάς έως τού μη καταλιπείν ρίζαν και σπέρμα και όνομα ημών; 86 Κύριε τού Ισραήλ, αληθινός εί· κατελείφθημεν γάρ ρίζα εν τή σήμερον. 87 ιδού νύν εσμεν ενώπιόν σου εν ταίς ανομίαις ημών· ου γάρ εστι στήναι έτι έμπροσθέν σου επί τούτοις. 88 Καί ότε προσευχόμενος Έσδρας ανθωμολογείτο κλαίων χαμαιπετής έμπροσθεν τού ιερού, επισυνήχθησαν προς αυτόν από Ιερουσαλήμ όχλος πολύς σφόδρα, άνδρες και γυναίκες και νεανίαι· κλαυθμός γάρ ήν μέγας εν τώ πλήθει. 89 και φωνήσας Ιεχονίας Ιεήλου των υιών Ισραήλ είπεν· Έσδρα, ημείς ημάρτομεν εις τον Κύριον και συνωκίσαμεν γυναίκας αλλογενείς εκ των εθνών της γής. και νύν εστιν επάνω πάς Ισραήλ·
90 εν τούτω γινέσθω ημίν ορκωμοσία προς τον Κύριον, εκβαλείν πάσας τας γυναίκας ημών τας εκ των αλλογενών σύν τοίς τέκνοις αυτών, ως εκρίθη σοι, και όσοι πειθαρχούσι τώ νόμω Κυρίου. 91 αναστάς επιτέλει· προς σε γάρ το πράγμα, και ημείς μετά σού ισχύν ποιείν. 92 και αναστάς Έσδρας ώρκισε τους φυλάρχους των ιερέων και Λευιτών παντός τού Ισραήλ ποιήσαι κατά ταύτα· και ώμοσαν.
1 ΚΑΙ αναστάς Έδρας από της αυλής τού ιερού επορεύθη εις το παστοφόριον Ιωνάν τού Ελιασίβου, 2 και αυλισθείς εκεί άρτου ουκ εγεύσατο ουδέ ύδωρ έπιε, πενθών επί των ανομιών των μεγάλων τού πλήθους. 3 και εγένετο κήρυγμα εν όλη τή Ιουδαία και Ιερουσαλήμ πάσι τοίς εκ της αιχμαλωσίας συναχθήναι εις Ιερουσαλήμ· 4 και όσοι αν μη απαντήσωσιν εν δυσίν ή τρισίν ημέραις κατά το κρίμα των προκαθημένων πρεσβυτέρων, ανιερωθήσονται τα κτήνη αυτών, και αυτός αλλοτριωθήσεται από τού πλήθους της αιχμαλωσίας. 5 και επισυνήχθησαν πάντες οι εκ της φυλής Ιούδα και Βενιαμίν εν τρισίν ημέραις εις Ιερουσαλήμ (ούτος ο μην έννατος τή εικάδι τού μηνός), 6 και συνεκάθισαν πάν το πλήθος εν τώ ευρυχώρω τού ιερού τρέμοντες διά τον ενεστώτα χειμώνα. 7 και αναστάς Έσδρας είπεν αυτοίς· υμείς ηνομήσατε και συνωκίσατε γυναιξίν αλλογενέσι τού προσθείναι αμαρτίας τώ Ισραήλ· 8 και νύν δότε ομολογίαν δόξαν τώ Κυρίω Θεώ των πατέρων ημών 9 και ποιήσατε το θέλημα αυτού και χωρίσθητε από των εθνών της γής και από των γυναικών των αλλογενών.
10 και εφώνησεν άπαν το πλήθος και είπον μεγάλη τή φωνή· ούτως ως είρηκας ποιήσομεν. 11 αλλά το πλήθος πολύ και ώρα χειμερινή, και ουκ ισχύομεν στήναι αίθριοι, και το έργον ουκ έστιν ημίν ημέρας μιάς ουδέ δύο· επί πλείον γάρ ημάρτομεν εν τούτοις. 12 στήτωσαν δε οι προηγούμενοι τού πλήθους, και πάντες οι εκ των κατοικιών ημών όσοι έχουσι γυναίκας αλλογενείς, παραγενηθήτωσαν λαβόντες χρόνον· 13 εκάστου δε τόπου τους πρεσβυτέρους και τους κριτάς έως τού λύσαι την οργήν Κυρίου αφ’ ημών τού πράγματος τούτου. 14 Ιωνάθας Αζαήλου και Εζεκίας Θεωκανού επεδέξαντο κατά ταύτα, και Μοσόλλαμος και Λευίς και Σαββαταίος συνεβράβευσαν αυτοίς. 15 και εποίησαν κατά πάντα ταύτα οι εκ της αιχμαλωσίας. 16 και επελέξατο αυτώ Έσδρας ο ιερεύς άνδρας ηγουμένους των πατριών αυτών πάντας κατ’ όνομα, και συνεκλείσθησαν τή νουμηνία τού μηνός τού δεκάτου ετάσαι το πράγμα. 17 και ήχθη επί πέρας τα κατά τους άνδρας τους επισυνέχοντας γυναίκας αλλογενείς έως της νουμηνίας τού πρώτου μηνός. 18 και ευρέθησαν των ιερέων οι επισυναχθέντες αλλογενείς γυναίκας έχοντες· 19 εκ των υιών Ιησού τού Ιωσεδέκ και των αδελφών αυτού Μαθήλας και Ελεάζαρος και Ιώριβος και Ιωαδάνος·
20 και επέβαλον τας χείρας εκβαλείν τας γυναίκας αυτών, και εις εξιλασμόν κριούς υπέρ της αγνοίας αυτών. 21 και εκ των υιών Εμμήρ, Ανανίας και Ζαβδαίος και Μάνης και Σαμαίος και Ιερεήλ και Αζαρίας· 22 και εκ των υιών Φαισούρ, Ελιωναίς Μασσίας Ισμαήλος και Ναθαναήλος και Ωκόδηλος και Σαλόας· 23 και εκ των Λευιτών, Ιωζαβάδος και Σεμείς και Κώιος (ούτός εστι Καλιτάς) και Παθαίος και Ιούδας και Ιωνάς· 24 εκ των ιεροψαλτών, Ελιάσεβος, Βακχούρος· 25 εκ των θυρωρών, Σαλούμος και Τολβάνης· 26 εκ τού Ισραήλ εκ των υιών Φόρος, Ιερμάς και Ιεζίας και Μελχίας και Μαήλος και Ελεάζαρος και Ασεβίας και Βαναίας· 27 εκ των υιών Ηλά, Ματθανίας, Ζαχαρίας και Ιεζριήλος και Ιωαβδίος και Ιερεμώθ και Αιδίας· 28 και εκ των υιών Ζαμώθ, Ελιαδάς, Ελιάσιμος, Οθονίας Ιαριμώθ και Σάβαθος και Ζεραλίας· 29 και εκ των υιών Βηβαί, Ιωάννης και Ανανίας και Ιωζάβδος και Αμαθίας·
30 εκ των υιών Μανί, Ωλαμός, Μαμούχος, Ιεδαίος, Ιασούβος και Ιασαήλος και Ιερεμώθ· 31 και εξ υιών Αδδί, Νάαθος και Μοοσίας, Λακκούνος και Ναίδος, Ματθανίας και Σεσθήλ· και Βαλνούος και Μανασσίας· 32 και εκ των υιών Ανάν, Ελιωνάς και Ασαίας και Μελχίας και Σαββαίος και Σίμων Χοσαμαίος· 33 και εκ των υιών Ασόμ, Αλταναίος και Ματταθίας και Σαβανναίος και Ελιφαλάτ και Μανασσής και Σεμεί· 34 και εκ των υιών Βαανί, Ιερεμίας, Μομδίος, Ισμαήρος, Ιουήλ, Μαβδαί και Πεδίας και Άνως, Ραβασίων και Ενάσιβος και Μαμνιτάναιμος, Ελίασις, Βαννούς, Ελιαλί, Σομείς, Σελεμίας, Ναθανίας· και εκ των υιών Εζωρά, Σεσίς, Εσρήλ, Αζαήλος, Σαματός, Ζαμβρί, Ιώσηφος· 35 και εκ των υιών Εθμά, Μαζιτίας, Ζαβαδαίας, Ηδαίς, Ιουήλ, Βαναίας. 36 πάντες ούτοι συνώκισαν γυναίκας αλλογενείς, και απέλυσαν αυτάς σύν τέκνοις. 37 Καί κατώκησαν οι ιερείς και οι Λευίται και οι εκ τού Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ και εν τή χώρα τή νουμηνία τού μηνός τού εβδόμου και οι υιοί Ισραήλ εν ταίς κατοικίαις αυτών. 38 και συνήχθη πάν το πλήθος ομοθυμαδόν επί το ευρύχωρον τού προς ανατολάς τού ιερού πυλώνος 39 και είπεν Έσδρα τώ ιερεί και αναγνώστη· κόμισαι τον νόμον Μωυσή τον παραδοθέντα υπό Κυρίου Θεού Ισραήλ.
40 και εκόμισεν Έσδρας ο αρχιερεύς τον νόμον παντί τώ πλήθει ανθρώπου έως γυναικός και πάσι τοίς ιερεύσιν ακούσαι τού νόμου νουμηνία τού εβδόμου μηνός. 41 και ανεγίνωσκεν εν τώ πρό τού ιερού πυλώνος ευρυχώρω, εξ όρθρου έως μέσης ημέρας, ενώπιον ανδρών τε και γυναικών, και απέδωκαν πάν το πλήθος τον νούν εις τον νόμον. 42 και έστη Έσδρας ο ιερεύς και αναγνώστης τού νόμου επί τού ξυλίνου βήματος τού κατασκευασθέντος, 43 και έστησαν παρ’ αυτώ Ματταθίας, Σαμμούς, Ανανίας, Αζαρίας, Ουρίας, Εζεκίας, Βαάλσαμος εκ δεξιών, 44 και εξ ευωνύμων Φαλδαίος και Μισαήλ, Μελχίας, Λωθάσουβος, Ναβαρίας, Ζαχαρίας. 45 και αναλαβών Έσδρας το βιβλίον ενώπιον τού πλήθους προεκάθητο επιδόξως ενώπιον πάντων, 46 και εν τώ λύσαι τον νόμον πάντες ορθοί έστησαν. και ευλόγησεν Έσδρας τώ Κυρίω Θεώ Υψίστω Θεώ Σαβαώθ παντοκράτορι, 47 και επεφώνησε πάν το πλήθος αμήν. και άραντες άνω τας χείρας, προσπεσόντες επί την γήν, προσεκύνησαν τώ Κυρίω. 48 Ιησούς και Αννιούθ και Σαραβίας και Ιαδινός και Ιάκουβος, Σαββαταίος, Αυταίας, Μαιάννας και Καλίτας, Αζαρίας και Ιώζαβδος και Ανανίας, Φαλίας, οι Λευίται, εδίδασκον τον νόμον τού Κυρίου και προς το πλήθος ανεγίνωσκον τον νόμον τού Κυρίου, εμφυσιούντες άμα την ανάγνωσιν. 49 και είπεν Ατθαράτης Έσδρα τώ αρχιερεί και αναγνώστη και τοίς Λευίταις τοίς διδάσκουσι το πλήθος επί πάντας· 50 η ημέρα αύτη εστίν αγία τώ Κυρίω, και πάντες έκλαιον εν τώ ακούσαι τού νόμου· 51 βαδίσαντες ούν φάγετε λιπάσματα και πίετε γλυκάσματα και αποστείλατε αποστολάς τοίς μη έχουσιν, 52 αγία γάρ η ημέρα τώ Κυρίω· και μη λυπείσθε, ο γάρ Κύριος δοξάσει υμάς. 53 και οι Λευίται εκέλευον παντί τώ δήμω λέγοντες· η ημέρα αύτη αγία, μη λυπείσθε. 54 και ώχοντο πάντες φαγείν και πιείν και ευφραίνεσθαι και δούναι αποστολάς τοίς μη έχουσι και ευφρανθήναι μεγάλως, 55 ότι γάρ ενεφυσιώθησαν εν τοίς ρήμασιν, οίς εδιδάχθησαν, και επισυνήχθησαν.
1 ΚΑΙ εν τώ πρώτω έτει Κύρου τού Βασιλέως Περσών τού τελεσθήναι λόγον Κυρίου από στόματος Ιερεμίου, εξήγειρε Κύριος το πνεύμα Κύρου βασιλέως Περσών, και παρήγγειλε φωνήν εν πάση βασιλεία αυτού και γε εν γραπτώ λέγων· 2 ούτως είπε Κύρος βασιλεύς Περσών· πάσας τας βασιλείας της γής έδωκέ μοι Κύριος ο Θεός τού ουρανού, και αυτός επεσκέψατο επ’ εμέ τού οικοδομήσαι οίκον αυτώ εν Ιερουσαλήμ τή εν τή Ιουδαία. 3 τις εν υμίν από παντός τού λαού αυτού; και έσται ο Θεός αυτού μετ’ αυτού, και αναβήσεται εις Ιερουσαλήμ την εν τή Ιουδαία, και οικοδομησάτω τον οίκον Θεού Ισραήλ (αυτός ο Θεός ο εν Ιερουσαλήμ). 4 και πάς ο καταλιπόμενος από πάντων των τόπων, ού αυτός παροικεί εκεί, και λήψονται αυτόν άνδρες τού τόπου αυτού εν αργυρίω και χρυσίω και αποσκευή και κτήνεσι μετά τού εκουσίου εις οίκον τού Θεού τού εν Ιερουσαλήμ. 5 και ανέστησαν άρχοντες των πατριών των Ιούδα και Βενιαμίν και οι ιερείς και οι Λευίται, πάντων ών εξήγειρεν ο Θεός το πνεύμα αυτών τού αναβήναι οικοδομήσαι τον οίκον Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ. 6 και πάντες οι κυκλόθεν ενίσχυσαν εν χερσίν αυτών εν σκεύεσιν αργυρίου, εν χρυσώ, εν αποσκευή και εν κτήνεσι και εν ξενίοις, πάρεξ των εκουσίων. 7 και ο βασιλεύς Κύρος εξήνεγκε τα σκεύη οίκου Κυρίου, ά έλαβε Ναβουχοδονόσορ από Ιερουσαλήμ και έδωκεν αυτά εν οίκω Θεού αυτού· 8 και εξήνεγκεν αυτά Κύρος ο βασιλεύς Περσών επί χείρα Μιθραδάτου Γασβαρηνού, και ηρίθμησεν αυτά τώ Σασαβασάρ τώ άρχοντι τού Ιούδα. 9 και ούτος ο αριθμός αυτών· ψυκτήρες χρυσοί τριάκοντα και ψυκτήρες αργυροί χίλιοι, παρηλλαγμένα εννέα και είκοσι,
10 κεφουρής χρυσοί τριάκοντα και αργυροί διπλοί τετρακόσια δέκα και σκεύη έτερα χίλια. 11 πάντα τα σκεύη τώ χρυσώ και τώ αργυρώ πεντακισχίλια και τετρακόσια, τα πάντα αναβαίνοντα μετά Σασαβασάρ από της αποικίας εκ Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ ούτοι οι υιοί της χώρας οι αναβαίνοντες από της αιχμαλωσίας της αποικίας, ής απώκισε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εις Βαβυλώνα, και επέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ και Ιούδα ανήρ εις πόλιν αυτού, 2 οί ήλθον μετά Ζοροβάβελ· Ιησούς, Νεεμίας, Σαραίας, Ρεελίας, Μαρδοχαίος, Βαλασάν, Μασφάρ, Βαγουαί, Ρεούμ, Βαανά, ανδρών αριθμός λαού Ισραήλ· 3 υιοί Φαρές δισχίλιοι εκατόν εβδομηκονταδύο· 4 υιοί Σαφατία τριακόσιοι εβδομηκονταπέντε· 5 υιοί Άρες επτακόσιοι εβδομηκονταπέντε· 6 υιοί Φαάθ Μωάβ τοίς υιοίς Ιησουέ Ιωάβ δισχίλιοι οκτακόσιοι δεκαδύο· 7 υιοί Αιλάμ χίλιοι διακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες· 8 υιοί Ζατθουά ενακόσιοι τεσσαρακονταπέντε· 9 υιοί Ζακχού επτακόσιοι εξήκοντα·
10 υιοί Βανουί εξακόσιοι τεσσαρακονταδύο· 11 υιοί Βαβαί εξακόσιοι εικοσιτρείς· 12 υιοί Ασγάδ χίλιοι διακόσιοι εικοσιδύο· 13 υιοί Αδωνικάμ εξακόσιοι εξηκονταέξ· 14 υιοί Βαγουέ δισχίλιοι πεντηκονταέξ· 15 υιοί Αδδίν τετρακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες· 16 υιοί Ατήρ τώ Εζεκία ενενηκονταοκτώ· 17 υιοί Βασσού τριακόσιοι εικοσιτρείς· 18 υιοί Ιωρά εκατόν δεκαδύο· 19 υιοί Ασούμ διακόσιοι εικοσιτρείς·
20 υιοί Γαβέρ ενενηκονταπέντε· 21 υιοί Βεθλαέμ εκατόν εικοσιτρείς· 22 υιοί Νετωφά πεντηκονταέξ· 23 υιοί Αναθώθ εκατόν εικοσιοκτώ· 24 υιοί Αζμώθ τεσσαρακοντατρείς· 25 υιοί Καριαθιαρίμ Χαφιρά και Βηρώθ επτακόσιοι τεσσαρακοντατρείς· 26 υιοί της Ραμά και Γαβαά εξακόσιοι εικοσιείς· 27 άνδρες Μαχμάς εκατόν εικοσιδύο· 28 άνδρες Βαιθήλ και Αιά τετρακόσιοι εικοσιτρείς· 29 υιοί Ναβού πεντηκονταδύο·
30 υιοί Μαγεβίς εκατόν πεντηκονταέξ· 31 υιοί Ηλαμάρ χίλιοι διακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες· 32 υιοί Ηλάμ τριακόσιοι είκοσιν· 33 υιοί Λοδαδί και Ωνώ επτακόσιοι εικοσιπέντε· 34 υιοί Ιεριχώ τριακόσιοι τεσσαρακονταπέντε· 35 υιοί Σεναά τρισχίλιοι εξακόσιοι τριάκοντα· 36 και οι ιερείς υιοί Ιεδουά τώ οίκω Ιησοί ενακόσιοι εβδομηκοντατρείς· 37 υιοί Εμμήρ χίλιοι πεντηκονταδύο· 38 υιοί Φασσούρ χίλιοι διακόσιοι τεσσαρακονταεπτά· 39 υιοί Ηρέμ χίλιοι επτά·
40 και οι Λευίται υιοί Ιησού και Καδμιήλ τοίς υιοίς Ωδουία εβδομηκοντατέσσαρες· 41 οι άδοντες υιοί Ανασάφ εκατόν εικοσιοκτώ· 42 υιοί των πυλωρών υιοί Σελλούμ, υιοί Ατήρ, υιοί Τελμών, υιοί Ακούβ, υιοί Ατιτά, υιοί Σωβαί, οι πάντες εκατόν τριακονταεννέα· 43 οι Ναθινίμ, υιοί Σουθία, υιοί Ασουφά, υιοί Ταβαώθ, 44 υιοί Κάδης, υιοί Σιαά, υιοί Φαδών, 45 υιοί Λαβανώ, υιοί Αγαβά, υιοί Ακούβ, 46 υιοί Αγάβ, υιοί Σελαμί, υιοί Ανάν, 47 υιοί Γεδδήλ, υιοί Γαάρ, υιοί Ραιά, 48 υιοί Ρασών, υιοί Νεκωδά, υιοί Γαζέμ, 49 υιοί Αζώ, υιοί Φασή, υιοί Βασί,
50 υιοί Ασενά, υιοί Μοουνίμ, υιοί Νεφουσίμ, 51 υιοί Βακβούκ, υιοί Ακουφά, υιοί Αρούρ, 52 υιοί Βασαλώθ, υιοί Μαουδά, υιοί Αρσά, 53 υιοί Βαρκός, υιοί Σισάρα, υιοί Θεμά, 54 υιοί Νασθιέ, υιοί Ατουφά, 55 υιοί δούλων Σαλωμών, υιοί Σωταί, υιοί Σεφηρά, υιοί Φαδουρά, 56 υιοί Ιεηλά, υιοί Δαρκών, υιοί Γεδήλ, 57 υιοί Σαφατία, υιοί Ατίλ, υιοί Φαχεράθ, υιοί Ασεβωείμ, υιοί Ημεί· 58 πάντες οι Ναθανίμ και υιοί Αβδησελμά τριακόσιοι ενενηκονταδύο. 59 και ούτοι οι αναβάντες από Θελμελέχ, Θελαρησά, Χερούβ, Ηδάν, Εμμήρ και ουκ εδυνάσθησαν τού αναγγείλαι οίκον πατριάς αυτών και σπέρμα αυτών ει εξ Ισραήλ εισιν·
60 υιοί Δαλαία, υιοί Βουά, υιοί Τωβίου, υιοί Νεκωδά, εξακόσιοι πεντηκονταδύο· 61 και από των υιών των ιερέων υιοί Λαβεία, υιοί Ακκούς, υιοί Βερζελλαί, ός έλαβεν από των θυγατέρων Βερζελλαί τού Γαλααδίτου γυναίκα, και εκλήθη επί τώ ονόματι αυτών· 62 ούτοι, εζήτησαν γραφήν αυτών οι μεθωεσίμ, και ουχ ευρέθησαν, και ηγχιστεύθησαν από της ιερατείας· 63 και είπεν Αθερσασθά αυτοίς τού μη φαγείν από τού αγίου των αγίων έως αναστή ιερεύς τοίς φωτίζουσι και τοίς τελείοις. 64 πάσα δε η εκκλησία ομού ωσεί τέσσαρες μυριάδες δισχίλιοι τριακόσιοι εξήκοντα, 65 χωρίς δούλων αυτών και παιδισκών αυτών, ούτοι επτακισχίλιοι τριακόσιοι τριακοντεπτά· και ούτοι άδοντες και άδουσαι διακόσιοι· 66 ίπποι αυτών επτακόσιοι τριακονταέξ, ημίονοι αυτών διακόσιοι τεσσαρακονταπέντε, 67 κάμηλοι αυτών τετρακόσιοι τριακονταπέντε, όνοι αυτών εξακισχίλιοι επτακόσιοι είκοσι. 68 και από αρχόντων πατριών εν τώ εισελθείν αυτούς εις οίκον Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ ηκουσιάσαντο εις οίκον τού Θεού τού στήσαι αυτόν επί την ετοιμασίαν αυτού· 69 ως η δύναμις αυτών, έδωκαν εις θησαυρόν τού έργου χρυσίον καθαρόν, μναί έξ μυριάδες και χίλιαι, και αργυρίου μνάς πεντακισχιλίας, και κόθωνοι των ιερέων εκατόν.
70 και εκάθισαν οι ιερείς και οι Λευίται και οι από τού λαού και οι άδοντες και οι πυλωροί και οι Ναθινίμ εν πόλεσιν αυτών και πάς Ισραήλ εν πόλεσιν αυτών.
1 ΚΑΙ έφθασεν ο μην ο έβδομος~και οι υιοί Ισραήλ εν πόλεσιν αυτών~και συνήχθη ο λαός ως ανήρ είς εις Ιερουσαλήμ. 2 και ανέστη Ιησούς ο τού Ιωσεδέκ και οι αδελφοί αυτού ιερείς και Ζοροβάβελ ο τού Σαλαθιήλ και οι αδελφοί αυτού και ωκοδόμησαν το θυσιαστήριον Θεού Ισραήλ τού ανενέγκαι επ’ αυτό ολοκαυτώσεις κατά τα γεγραμμένα εν νόμω Μωυσή ανθρώπου τού Θεού. 3 και ητοίμασαν το θυσιαστήριον επί την ετοιμασίαν αυτού, ότι εν καταπλήξει επ’ αυτούς από των λαών των γαιών, και ανέβη επ΄ αυτό ολοκαύτωσις τώ Κυρίω το πρωί και εις εσπέραν. 4 και εποίησαν την εορτήν των σκηνών κατά το γεγραμμένον και ολοκαυτώσεις ημέραν εν ημέρα εν αριθμώ ως η κρίσις, λόγον ημέρας εν ημέρα αυτού, 5 και μετά τούτο ολοκαυτώσεις ενδελεχισμού και εις τας νουμηνίας και εις πάσας εορτάς τώ Κυρίω τας ηγιασμένας και παντί εκουσιαζομένω εκούσιον τώ Κυρίω. 6 εν ημέρα μια τού μηνός τού εβδόμου ήρξαντο αναφέρειν ολοκαυτώσεις τώ Κυρίω και ο οίκος τού Κυρίου ουκ εθεμελιώθη. 7 και έδωκαν αργύριον τοίς λατόμοις και τοίς τέκτοσι και βρώματα και ποτά και έλαιον τοίς Σιδωνίοις και τοίς Τυρίοις ενέγκαι ξύλα κέδρινα από τού Λιβάνου προς θάλασσαν Ιόππης κατ΄ επιχώρησιν Κύρου βασιλέως Περσών επ΄ αυτούς. 8 και εν τώ έτει τώ δευτέρω τού ελθείν αυτούς εις οίκον τού Θεού εν Ιερουσαλήμ, εν μηνί τώ δευτέρω, ήρξατο Ζοροβάβελ ο τού Σαλαθιήλ και Ιησούς ο τού Ιωσεδέκ και οι κατάλοιποι των αδελφών αυτών οι ιερείς και οι Λευίται και πάντες οι ερχόμενοι από της αιχμαλωσίας εις Ιερουσαλήμ και έστησαν τους Λευίτας από εικοσαετούς και επάνω επί τους ποιούντας τα έργα εν οίκω Κυρίου. 9 και έστη Ιησούς και οι υιοί αυτού και οι αδελφοί αυτού, Καδμιήλ και οι υιοί αυτού υιοί Ιούδα, επί τους ποιούντας τα έργα εν οίκω τού Θεού, υιοί Ηναδάδ, υιοί αυτών και οι αδελφοί αυτών οι Λευίται.
10 και εθεμελίωσαν τού οικοδομήσαι τον οίκον Κυρίου, και έστησαν οι ιερείς εστολισμένοι εν σάλπιγξι και οι Λευίται υιοί Ασάφ εν κυμβάλοις τού αινείν τον Κύριον επί χείρας Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ. 11 και απεκρίθησαν εν αίνω και ανθομολογήσει τώ Κυρίω, ότι αγαθόν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού επί Ισραήλ. και πάς ο λαός εσήμαινε φωνή μεγάλη αινείν τώ Κυρίω επί τή θεμελιώσει τού οίκου Κυρίου. 12 και πολλοί από των ιερέων και των Λευιτών και άρχοντες των πατριών οι πρεσβύτεροι, οί είδοσαν τον οίκον τον πρώτον εν θεμελιώσει αυτού, και τούτον τον οίκον εν οφθαλμοίς αυτών, έκλαιον φωνή μεγάλη· και ο όχλος εν σημασία μετ’ ευφροσύνης τού υψώσαι ωδήν· 13 και ουκ ήν ο λαός επιγινώσκων φωνήν σημασίας της ευφροσύνης από της φωνής τού κλαυθμού τού λαού, ότι ο λαός εκραύγασε φωνή μεγάλη, και η φωνή ηκούετο έως από μακρόθεν.
1 ΚΑΙ ήκουσαν οι θλίβοντες Ιούδα και Βενιαμίν, ότι υιοί της αποικίας οικοδομούσιν οίκον τώ Κυρίω Θεώ Ισραήλ, 2 και ήγγισαν προς Ζοροβάβελ και προς τους άρχοντας των πατριών και είπον αυτοίς· οικοδομήσομεν μεθ’ υμών, ότι ως υμείς εκζητούμεν τώ Θεώ ημών. και αυτώ ημείς θυσιάζομεν από ημερών Ασαραδδών βασιλέως Ασσούρ τού ενέγκαντος ημάς ώδε. 3 και είπε προς αυτούς Ζοροβάβελ και Ιησούς και οι κατάλοιποι των αρχόντων των πατριών τού Ισραήλ· ουχ ημίν και υμίν τού οικοδομήσαι οίκον τώ Θεώ ημών, ότι ημείς αυτοί επί το αυτό οικοδομήσομεν τώ Κυρίω Θεώ ημών, ως ενετείλατο ημίν Κύρος ο βασιλεύς Περσών. 4 και ήν ο λαός της γής εκλύων τας χείρας τού λαού Ιούδα και ενεπόδιζον αυτούς οικοδομείν 5 και μισθούμενοι επ’ αυτούς βουλευόμενοι τού διασκεδάσαι βουλήν αυτών πάσας τας ημέρας Κύρου βασιλέως Περσών και έως βασιλείας Δαρείου βασιλέως Περσών. 6 Καί εν βασιλεία Ασσουήρου, εν αρχή βασιλείας αυτού, έγραψαν επιστολήν επί οικούντας Ιούδα και Ιερουσαλήμ. 7 και εν ημέραις Αρθασασθά έγραψεν εν ειρήνη Μιθραδάτη Ταβεήλ και τοίς λοιποίς συνδούλοις. προς Αρθασασθά βασιλέα Περσών έγραψεν ο φορολόγος γραφήν Συριστί και ηρμηνευμένην. 8 Ραούμ βααλτάμ και Σαψά ο γραμματεύς έγραψαν επιστολήν μίαν κατά Ιερουσαλήμ τώ Αρθασασθά βασιλεί. 9 τάδε έκρινε Ραούμ βααλτάμ και Σαμψά ο γραμματεύς και οι κατάλοιποι σύνδουλοι ημών, Δειναίοι, Αφαρσαθαχαίοι, Ταρφαλαίοι, Αφασραίοι, Αρχυαίοι, Βαβυλώνιοι, Σουσαναχαίοι, Δαυαίοι
10 και οι κατάλοιποι εθνών, ών απώκισεν Ασσεναφάρ ο μέγας και ο τίμιος και μετώκισεν αυτούς εν πόλεσι της Σομόρων και το κατάλοιπον πέραν τού ποταμού· 11 αύτη η διαταγή της επιστολής ής απέστειλαν προς αυτόν· <Πρός Αρθασασθά βασιλέα παίδές σου άνδρες πέραν τού ποταμού. 12 γνωστόν έστω τώ βασιλεί ότι οι Ιουδαίοι οι αναβάντες από σού προς ημάς ήλθοσαν εις Ιερουσαλήμ την πόλιν την αποστάτιν και πονηράν, ήν οικοδομούσι, και τα τείχη αυτής κατηρτισμένα εισί, και θεμελίους αυτής ανύψωσαν. 13 νύν ούν γνωστόν έστω τώ βασιλεί, ότι εάν η πόλις εκείνη ανοικοδομηθή και τα τείχη αυτής καταρτισθώσι, φόροι ουκ έσονταί σοι ουδέ δώσουσι· και τούτο βασιλείς κακοποιεί· 14 και ασχημοσύνην βασιλέως ουκ έξεστιν ημίν ιδείν· διά τούτο επέμψαμεν και εγνωρίσαμεν τώ βασιλεί, 15 ίνα επισκέψηται εν βίβλω υπομνηματισμού των πατέρων σου, και ευρήσεις και γνώση ότι η πόλις εκείνη πόλις αποστάτις, κακοποιούσα βασιλείς και χώρας, και φυγαδείαι δούλων γίνονται εν μέσω αυτής από ημερών αιώνος· διά ταύτα η πόλις αύτη ηρημώθη. 16 γνωρίζομεν ούν ημείς τώ βασιλεί ότι αν η πόλις εκείνη οικοδομηθή και τα τείχη αυτής καταρτισθή, ουκ έστι σοι ειρήνη>. 17 Καί απέστειλεν ο βασιλεύς προς Ραούμ βααλτάμ και Σαμψά γραμματέα και τους καταλοίπους συνδούλους αυτών τους οικούντας εν Σαμαρεία και τους καταλοίπους πέραν τού ποταμού ειρήνην και φησίν· 18 <ο φορολόγος, ον απεστείλατε προς ημάς, εκλήθη έμπροσθεν εμού. 19 και παρ’ εμού ετέθη γνώμη και επεσκεψάμεθα και εύραμεν, ότι η πόλις εκείνη αφ’ ημερών αιώνος επί βασιλείς επαίρεται, και αποστάσεις και φυγαδείαι γίνονται εν αυτή·
20 και βασιλείς ισχυροί εγένοντο εν Ιερουσαλήμ και επικρατούντες όλης της πέραν τού ποταμού, και φόροι πλήρεις και μέρος δίδονται αυτοίς· 21 και νύν θέτε γνώμην καταργήσαι τους άνδρας εκείνους, και η πόλις εκείνη ουκ οικοδομηθήσεται έτι· 22 όπως από της γνώμης πεφυλαγμένοι ήτε άνεσιν ποιήσαι περί τούτου, μη ποτε πληθυνθή αφανισμός εις κακοποίησιν βασιλεύσι>. 23 Τότε ο φορολόγος τού Αρθασασθά βασιλέως ανέγνω ενώπιον Ραούμ βααλτάμ και Σαμψά γραμματέως και συνδούλων αυτού· και επορεύθησαν σπουδή εις Ιερουσαλήμ και εν Ιούδα και κατήργησαν αυτούς εν ίπποις και δυνάμει. 24 τότε ήργησε το έργον οίκου τού Θεού το εν Ιερουσαλήμ και ήν αργούν έως δευτέρου έτους της βασιλείας Δαρείου βασιλέως Περσών.
1 ΚΑΙ επροφήτευσεν Αγγαίος ο προφήτης και Ζαχαρίας ο τού Αδδώ προφητείαν επί τους Ιουδαίους τους εν Ιούδα και Ιερουσαλήμ εν ονόματι Θεού Ισραήλ επ’ αυτούς. 2 τότε ανέστησαν Ζοροβάβελ ο τού Σαλαθιήλ και Ιησούς υιός Ιωσεδέκ και ήρξαντο οικοδομήσαι τον οίκον τού Θεού τον εν Ιερουσαλήμ, και μετ’ αυτών οι προφήται τού Θεού βοηθούντες αυτοίς. 3 εν αυτώ τώ καιρώ ήλθεν επ’ αυτούς Θανθαναί έπαρχος πέραν τού ποταμού και Σαθαρβουζαναί και οι σύνδουλοι αυτών και τοιάδε είπαν αυτοίς· τις έθηκεν υμίν γνώμην τού οικοδομήσαι τον οίκον τούτον και την χορηγίαν ταύτην καταρτίσασθαι; 4 τότε ταύτα είποσαν αυτοίς· τίνα εστί τα ονόματα των ανδρών των οικοδομούντων την πόλιν ταύτην; 5 και οι οφθαλμοί τού Θεού επί την αιχμαλωσίαν Ιούδα, και ου κατήργησαν αυτούς έως γνώμη τώ Δαρείω απηνέχθη· και τότε απεστάλη τώ φορολόγω υπέρ τούτου. 6 Διασάφησις επιστολής, ής απέστειλε Θανθαναί ο έπαρχος τού πέραν τού ποταμού και Σαθαρβουζαναί και οι σύνδουλοι αυτών Αφαρσαχαίοι οι εν τώ πέραν τού ποταμού Δαρείω τώ βασιλεί· 7 ρήμασι απέστειλαν προς αυτόν, και τάδε γέγραπται εν αυτώ· <Δαρείω τώ βασιλεί ειρήνη πάσα. 8 γνωστόν έστω τώ βασιλεί ότι επορεύθημεν εις την Ιουδαίαν χώραν εις οίκον τού Θεού τού μεγάλου, και αυτός οικοδομείται λίθοις εκλεκτοίς, και ξύλα εντίθενται εν τοίς τοίχοις, και το έργον εκείνο επιδέξιον γίνεται και ευοδούται εν ταίς χερσίν αυτών. 9 τότε ηρωτήσαμεν τους πρεσβυτέρους εκείνους, και ούτως είπαμεν αυτοίς· τις έθηκεν υμίν γνώμην τον οίκον τούτον οικοδομήσαι και την χορηγίαν ταύτην καταρτίσασθαι;
10 και τα ονόματα αυτών ηρωτήσαμεν αυτούς γνωρίσαι σοι, ώστε γράψαι σοι τα ονόματα των ανδρών των αρχόντων αυτών. 11 και τοιούτο το ρήμα απεκρίθησαν ημίν λέγοντες· ημείς εσμεν δούλοι τού Θεού τού ουρανού και της γής και οικοδομούμεν τον οίκον, ός ήν ωκοδομημένος πρό τούτου έτη πολλά, και βασιλεύς τού Ισραήλ μέγας ωκοδόμησεν αυτόν και κατηρτίσατο αυτόν αυτοίς. 12 αφ’ ότε δε παρώργισαν οι πατέρες ημών τον Θεόν τού ουρανού, έδωκεν αυτούς εις χείρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος τού Χαλδαίου και τον οίκον τούτον κατέλυσε και τον λαόν απώκισεν εις Βαβυλώνα. 13 αλλ΄ εν έτει πρώτω Κύρου τού βασιλέως Κύρος ο βασιλεύς έθετο γνώμην τον οίκον τού Θεού τούτον οικοδομηθήναι. 14 και τα σκεύη τού οίκου τού Θεού τα χρυσά και τα αργυρά, ά Ναβουχοδονόσορ εξήνεγκεν από τού οίκου τού εν Ιερουσαλήμ και απήνεγκεν αυτά εις τον ναόν τού βασιλέως, εξήνεγκεν αυτά Κύρος ο βασιλεύς από τού ναού τού βασιλέως και έδωκε τώ Σαβανασάρ τώ θησαυροφύλακι, τώ επί τού θησαυρού 15 και είπεν αυτώ· πάντα τα σκεύη λάβε και πορεύου, θές αυτά εν τώ οίκω τώ εν Ιερουσαλήμ εις τον τόπον αυτών. 16 τότε Σαβανασάρ εκείνος ήλθε και έδωκε θεμελίους τού οίκου τού Θεού εν Ιερουσαλήμ· και από τότε έως τού νύν ωκοδομήθη και ουκ ετελέσθη. 17 και νύν ει επί τον βασιλέα αγαθόν, επισκεπήτω εν τώ οίκω της γάζης τού βασιλέως Βαβυλώνος, όπως γνώς ότι από βασιλέως Κύρου ετέθη γνώμη οικοδομήσαι τον οίκον τού Θεού εκείνον τον εν Ιερουσαλήμ. και γνούς ο βασιλεύς περί τούτου πεμψάτω προς ημάς>.
1 ΤΟΤΕ Δαρείος ο βασιλεύς έθηκε γνώμην και επεσκέψατο εν ταίς βιβλιοθήκαις, όπου η γάζα κείται εν Βαβυλώνι. 2 και ευρέθη εν πόλει εν τή βάρει κεφαλίς μία, και τούτο ήν γεγραμμένον εν αυτή υπόμνημα· 3 < Εν έτει πρώτω Κύρου βασιλέως Κύρος ο βασιλεύς έθηκε γνώμην περί οίκου Θεού τού εν Ιερουσαλήμ· οίκος οικοδομηθήτω και τόπος, ού θυσιάζουσι τα θυσιάσματα· και έθηκεν έπαρμα ύψος πήχεις εξήκοντα, πλάτος αυτού πήχεων εξήκοντα, 4 και δόμοι λίθινοι κραταιοί τρεις, και δόμος ξύλινος είς, και η δαπάνη εξ οίκου τού βασιλέως δοθήσεται· 5 και τα σκεύη οίκου τού Θεού τα αργυρά και τα χρυσά, ά Ναβουχοδονόσορ εξήνεγκεν από τού οίκου τού εν Ιερουσαλήμ και εκόμισεν εις Βαβυλώνα, και δοθήτω και απελθέτω εις τον ναόν τον εν Ιερουσαλήμ επί τόπου, ού ετέθη εν οίκω τού Θεού. 6 νύν δώσετε, έπαρχοι πέραν τού ποταμού Σαθαρβουζαναί και οι σύνδουλοι αυτών Αφαρσαχαίοι οι εν τώ πέραν τού ποταμού, μακράν όντες εκείθεν 7 νύν άφετε το έργον οίκου τού Θεού· οι αφηγούμενοι των Ιουδαίων και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων οίκον τού Θεού εκείνον οικοδομείτωσαν επί τού τόπου αυτού. 8 και απ΄ εμού γνώμη ετέθη, μη ποτέ τι ποιήσητε μετά των πρεσβυτέρων των Ιουδαίων τού οικοδομηθήναι οίκον τού Θεού εκείνον· και από υπαρχόντων βασιλέως των φόρων πέραν τού ποταμού επιμελώς δαπάνη έστω διδομένη τοίς ανδράσιν εκείνοις το μη καταργηθήναι· 9 και ό αν υστέρημα, και υιούς βοών και κριών και αμνούς εις ολοκαυτώσεις τώ Θεώ τού ουρανού, πυρούς, άλας, οίνον, έλαιον, κατά το ρήμα ιερέων των εν Ιερουσαλήμ έστω διδόμενον αυτοίς ημέραν εν ημέρα, ό εάν αιτήσωσιν,
10 ίνα ώσιν ευωδίας προσφέροντες τώ Θεώ τού ουρανού και προσεύχωνται εις ζωήν τού βασιλέως και υιών αυτού. 11 και απ’ εμού ετέθη γνώμη ότι πάς άνθρωπος, ός αλλάξει το ρήμα τούτο, καθαιρεθήσεται ξύλον εκ της οικίας αυτού και ωρθωμένος παγήσεται επ’ αυτού, και ο οίκος αυτού το κατ’ εμέ ποιηθήσεται. 12 και ο Θεός, ού κατασκηνοί το όνομα εκεί, καταστρέψει πάντα βασιλέα και λαόν, ός εκτενεί την χείρα αυτού αλλάξαι ή αφανίσαι τον οίκον τού Θεού τον εν Ιερουσαλήμ. εγώ Δαρείος έθηκα γνώμην· επιμελώς έσται>. 13 Τότε Θανθαναί ο έπαρχος πέραν τού ποταμού, Σαθαρβουζαναί και οι σύνδουλοι αυτού, προς ό απέστειλε Δαρείος ο βασιλεύς, ούτως εποίησαν επιμελώς. 14 και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων ωκοδομούσαν και οι Λευίται εν προφητεία Αγγαίου τού προφήτου και Ζαχαρίου υιού Αδδώ και ανωκοδόμησαν και κατηρτίσαντο από γνώμης Θεού Ισραήλ και από γνώμης Κύρου και Δαρείου και Αρθασασθά βασιλέων Περσών. 15 και ετέλεσαν τον οίκον τούτον έως ημέρας τρίτης μηνός Αδάρ, ό εστιν έτος έκτον της βασιλείας Δαρείου τού βασιλέως. 16 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ, οι ιερείς και οι Λευίται και οι κατάλοιποι υιών αποικεσίας, εγκαίνια τού οίκου τού Θεού εν ευφροσύνη. 17 και προσήνεγκαν εις τα εγκαίνια τού οίκου τού Θεού μόσχους εκατόν, κριούς διακοσίους, αμνούς τετρακοσίους, χιμάρους αιγών υπέρ αμαρτίας υπέρ παντός Ισραήλ δώδεκα εις αριθμόν φυλών Ισραήλ. 18 και έστησαν τους ιερείς εν διαιρέσεσιν αυτών και τους Λευίτας εν μερισμοίς αυτών επί δουλεία Θεού τού εν Ιερουσαλήμ κατά την γραφήν βίβλου Μωυσή. 19 Καί εποίησαν οι υιοί της αποικεσίας το πάσχα τή τεσσαρεσκαιδεκάτη τού μηνός τού πρώτου.
20 ότι εκαθαρίσθησαν οι ιερείς και Λευίται, έως είς πάντες καθαροί, και έσφαξαν το πάσχα τοίς πάσιν υιοίς της αποικεσίας και τοίς αδελφοίς αυτών τοίς ιερεύσι και εαυτοίς. 21 και έφαγον υιοί Ισραήλ το πάσχα, οι από της αποικεσίας και πάς ο χωριζόμενος της ακαθαρσίας εθνών της γής προς αυτούς τού εκζητήσαι Κύριον Θεόν Ισραήλ. 22 και εποίησαν την εορτήν των αζύμων επτά ημέρας εν ευφροσύνη, ότι εύφρανεν αυτούς Κύριος και επέστρεψε καρδίαν βασιλέως Ασσούρ επ’ αυτούς κραταιώσαι τας χείρας αυτών εν έργοις οίκου τού Θεού Ισραήλ.
1 ΚΑΙ μετά τα ρήματα ταύτα εν βασιλεία Αρθασασθά βασιλέως Περσών ανέβη Έσδρας υιός Σαραίου, υιού Αζαρίου, υιού Χελκία, 2 υιού Σελούμ, υιού Σαδδούκ, υιού Αχιτώβ, 3 υιού Σαμαρία, υιού Εσριά, υιού Μαρεώθ, 4 υιού Ζαραία, υιού Οζίου, υιού Βοκκί, 5 υιού Αβισουέ, υιού Φινεές, υιού Ελεάζαρ, υιού Ααρών τού ιερέως τού πρώτου· 6 αυτός Έσδρας ανέβη εκ Βαβυλώνος, και αυτός γραμματεύς ταχύς εν νόμω Μωυσή, ον έδωκε Κύριος ο Θεός Ισραήλ. και έδωκεν αυτώ ο βασιλεύς, ότι χείρ Κυρίου Θεού αυτού επ’ αυτόν εν πάσιν, οίς εζήτει αυτός. 7 και ανέβησαν από των υιών Ισραήλ και από των ιερέων και από των Λευιτών και οι άδοντες και οι πυλωροί και οι Ναθινίμ εις Ιερουσαλήμ εν έτει εβδόμω τώ Αρθασασθά τώ βασιλεί. 8 και ήλθοσαν εις Ιερουσαλήμ τώ μηνί τώ πέμπτω, τούτο το έτος έβδομον τώ βασιλεί· 9 ότι εν μια τού μηνός τού πρώτου αυτός εθεμελίωσε την ανάβασιν την από Βαβυλώνος, εν δε τή πρώτη τού μηνός τού πέμπτου ήλθοσαν εις Ιερουσαλήμ, ότι χείρ Θεού αυτού ήν αγαθή επ΄ αυτόν.
10 ότι Έσρας έδωκεν εν καρδία αυτού ζητήσαι τον νόμον και ποιείν και διδάσκειν εν Ισραήλ προστάγματα και κρίματα. 11 Καί αύτη η διασάφησις τού διατάγματος, ού έδωκεν Αρθασασθά τώ Έσδρα τώ ιερεί τώ γραμματεί βιβλίου λόγων εντολών Κυρίου και προσταγμάτων αυτού επί τον Ισραήλ· 12 < Αρθασασθά βασιλεύς βασιλέων Έσδρα γραμματεί νόμου Κυρίου τού Θεού τού ουρανού· τετέλεσθαι λόγος και η απόκρισις. 13 απ’ εμού ετέθη γνώμη ότι πάς ο εκουσιαζόμενος εν βασιλεία μου από λαού Ισραήλ και ιερέων και Λευιτών πορευθήναι εις Ιερουσαλήμ, μετά σού πορευθήναι. 14 από προσώπου τού βασιλέως και των επτά συμβούλων απεστάλη επισκέψασθαι επί την Ιουδαίαν και εις Ιερουσαλήμ νόμω Θεού αυτών τώ εν χειρί σου 15 και εις οίκον Κυρίου αργύριον και χρυσίον, ό ο βασιλεύς και οι σύμβουλοι εκουσιάσθησαν τώ Θεώ τού Ισραήλ τώ εν Ιερουσαλήμ κατασκηνούντι, 16 και πάν αργύριον και χρυσίον, ό,τι εάν εύρης εν πάση χώρα Βαβυλώνος μετά εκουσιασμού τού λαού και ιερέων των εκουσιαζομένων εις οίκον Θεού τον εν Ιερουσαλήμ, 17 και πάντα προσπορευόμενον τούτον ετοίμως ένταξον εν βιβλίω τούτω, μόσχους, κριούς, αμνούς και θυσίας αυτών και σπονδάς αυτών, και προσοίσεις αυτά επί τού θυσιαστηρίου τού οίκου τού Θεού υμών τού εν Ιερουσαλήμ. 18 και εί τι επί σε και τους αδελφούς σου αγαθυνθή εν καταλοίπω τού αργυρίου και τού χρυσίου ποιήσαι, ως αρεστόν τώ Θεώ υμών ποιήσατε. 19 και τα σκεύη τα διδόμενά σοι εις λειτουργίαν οίκου Θεού παράδος ενώπιον τού Θεού εν Ιερουσαλήμ.
20 και κατάλοιπον χρείας οίκου Θεού σου, ό αν φανή σοι δούναι, δώσεις από οίκων γάζης βασιλέως 21 και απ΄ εμού. εγώ Αρθασασθά βασιλεύς έθηκα γνώμην πάσαις ταίς γάζαις ταίς εν πέρα τού ποταμού, ότι πάν, ό αν αιτήση υμάς Έδρας ο ιερεύς και γραμματεύς τού Θεού τού ουρανού, ετοίμως γινέσθω, 22 έως αργυρίου ταλάντων εκατόν και έως πυρού κόρων εκατόν και έως οίνου βατών εκατόν και έως ελαίου βατών εκατόν και άλας ού ουκ έστι γραφή. 23 πάν ό εστιν εν γνώμη Θεού τού ουρανού, γινέσθω. προσέχετε μη τις επιχειρήση εις τον οίκον Θεού τού ουρανού, μη ποτε γένηται οργή επί την βασιλείαν τού βασιλέως και των υιών αυτού. 24 και υμίν εγνώρισται εν πάσι τοίς ιερεύσι και τοίς Λευίταις, άδουσι, πυλωροίς, Ναθινίμ και λειτουργοίς οίκου Θεού τούτο, φόρος μη έστω σοι, ουκ εξουσιάσεις καταδουλούσθαι αυτούς. 25 και σύ, Έσδρα, ως η σοφία τού Θεού εν χειρί σου, κατάστησον γραμματείς και κριτάς, ίνα ώσι κρίνοντες παντί τώ λαώ εν πέρα τού ποταμού πάσι τοίς ειδόσι νόμον τού Θεού σου, και τώ μη ειδότι γνωριείτε. 26 και πάς, ός αν μη ή ποιών νόμον τού Θεού και νόμον τού βασιλέως ετοίμως, το κρίμα έσται γινόμενον εξ αυτού, εάν τε εις θάνατον εάν τε εις παιδείαν εάν τε εις ζημίαν τού βίου εάν τε εις παράδοσιν>. 27 Ευλογητός Κύριος ο Θεός των πατέρων ημών, ός έδωκεν εν καρδία τού βασιλέως ούτως, τού δοξάσαι τον οίκον Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ. 28 και επ’ εμέ έκλινεν έλεος εν οφθαλμοίς τού βασιλέως και των συμβούλων αυτού και πάντων των αρχόντων τού βασιλέως των επηρμένων. και εγώ εκραταιώθην ως χείρ Θεού η αγαθή επ΄ εμέ, και συνήξα από Ισραήλ άρχοντας αναβήναι μετ’ εμού.
1 ΚΑΙ ούτοι οι άρχοντες πατριών αυτών, οι οδηγοί αναβαίνοντες μετ΄ εμού εν βασιλεία Αρθασασθά τού βασιλέως Βαβυλώνος· 2 από υιών Φινεές, Γηρσών· από υιών Ιθάμαρ, Δανιήλ· από υιών Δαυίδ, Αττούς· 3 από υιών Σαχανία και από υιών Φόρος, Ζαχαρίας και μετ’ αυτού το σύστρεμμα εκατόν και πεντήκοντα· 4 από υιών Φαάθ Μωάβ, Ελιανά υιός Σαραία και μετ’ αυτού διακόσιοι τα αρσενικά· 5 και από υιών Ζαθόης, Σεχενίας υιός Αζιήλ και μετ΄ αυτού τριακόσια τα αρσενικά· 6 και από των υιών Αδίν, Ωβήθ υιός Ιωνάθαν και μετ΄ αυτού πεντήκοντα τα αρσενικά· 7 και από υιών Ηλάμ, Ιεσία υιός Αθελία και μετ’ αυτού εβδομήκοντα τα αρσενικά· 8 και από υιών Σαφατία, Ζαβαδίας υιός Μιχαήλ και μετ’ αυτού ογδοήκοντα τα αρσενικά· 9 και από υιών Ιωάβ, Αβαδία υιός Ιειήλ και μετ’ αυτού διακόσιοι δεκαοκτώ τα αρσενικά·
10 και από των υιών Βαανί, Σελιμούθ υιός Ιωσεφία και μετ΄ αυτού εκατόν εξήκοντα τα αρσενικά· 11 και από υιών Βαβί, Ζαχαρίας υιός Βαβί και μετ΄ αυτού εικοσιοκτώ τα αρσενικά· 12 και από υιών Ασγάδ, Ιωανάν υιός Ακκατάν και μετ’ αυτού εκατόν δέκα τα αρσενικά· 13 και από υιών Αδωνικάμ έσχατοι και ταύτα τα ονόματα αυτών· Ελιφαλάτ, Ιεήλ και Σαμαία και μετ’ αυτών εξήκοντα τα αρσενικά· 14 και από υιών Βαγουαί, Ουθαί και Ζαβούδ και μετ’ αυτού εβδομήκοντα τα αρσενικά. 15 Καί συνήξα αυτούς προς τον ποταμόν τον ερχόμενον προς τον Ευί, και παρενεβάλομεν εκεί ημέρας τρεις. και συνήκα εν τώ λαώ και εν τοίς ιερεύσι, και από υιών Λευί ουχ εύρον εκεί. 16 και απέστειλα τώ Ελεάζαρ, τώ Αριήλ, τώ Σεμεία και τώ Αλωνάμ και τώ Ιαρίβ και τώ Ελνάθαμ και τώ Νάθαν και τώ Ζαχαρία και τώ Μεσολλάμ και τώ Ιωαρίμ και τώ Ελνάθαν συνίοντας. 17 και εξήνεγκα αυτούς επί άρχοντας εν αργυρίω τού τόπου και έθηκα εν στόματι αυτών λόγους λαλήσαι προς τους αδελφούς αυτών τους ναθινίμ εν αργυρίω τού τόπου τού ενέγκαι υμίν άδοντας εις οίκον Θεού ημών. 18 και ήλθοσαν ημίν, ως χείρ Θεού ημών αγαθή εφ’ ημάς, ανήρ Σαχών από υιών Μοολί, υιού Λευί, υιού Ισραήλ· και αρχήν ήλθον οι υιοί αυτού και αδελφοί αυτού δεκαοκτώ· 19 και τον Ασεβία και τον Ισαία από των υιών Μεραρί, αδελφοί αυτού και υιοί αυτού είκοσι·
20 και από των ναθινίμ, ών έδωκε Δαυίδ και οι άρχοντες εις δουλείαν των Λευιτών, ναθινίμ διακόσιοι είκοσι· πάντες συνήχθησαν εν ονόμασι. 21 και εκάλεσα εκεί νηστείαν επί τον ποταμόν Αουέ τού ταπεινωθήναι ενώπιον τού Θεού ημών, ζητήσαι παρ’ αυτού οδόν ευθείαν ημίν και τοίς τέκνοις ημών και πάση τή κτίσει ημών. 22 ότι ήσχύνθην αιτήσασθαι παρά τού βασιλέως δύναμιν και ιππείς σώσαι ημάς από εχθρού εν τή οδώ, ότι είπαμεν τώ βασιλεί λέγοντες· χείρ τού Θεού ημών επί πάντας τους ζητούντας αυτόν εις αγαθόν, και κράτος αυτού και θυμός αυτού επί πάντας τους εγκαταλείποντας αυτόν. 23 και ενηστεύσαμεν και εζητήσαμεν παρά τού Θεού ημών περί τούτου, και επήκουσεν ημίν. 24 και διέστειλα από αρχόντων των ιερέων δώδεκα, τώ Σαραία, τώ Ασαβία και μετ’ αυτών από αδελφών αυτών δέκα. 25 και έστησα αυτοίς το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη απαρχής οίκου Θεού ημών, ά ύψωσεν ο βασιλεύς και οι σύμβουλοι αυτού και οι άρχοντες αυτού και πάς Ισραήλ οι ευρισκόμενοι. 26 και έστησα επί χείρας αυτών αργυρίου τάλαντα εξακόσια πεντήκοντα και σκεύη αργυρά εκατόν και τάλαντα χρυσίου εκατόν 27 και καφουρή χρυσοί είκοσι εις την οδόν χαμινίμ χίλιοι και σκεύη χαλκού στίλβοντος αγαθού διάφορα επιθυμητά εν χρυσίω. 28 και είπα προς αυτούς· υμείς άγιοι τώ Κυρίω, και τα σκεύη άγια, και το αργύριον και το χρυσίον εκούσια τώ Κυρίω Θεώ πατέρων ημών· 29 αγρυπνείτε και τηρείτε έως στήτε ενώπιον αρχόντων των ιερέων και των Λευιτών και των αρχόντων των πατριών εν Ιερουσαλήμ εις σκηνάς οίκου Κυρίου.
30 και εδέξαντο οι ιερείς και οι Λευίται σταθμόν τού αργυρίου και τού χρυσίου και των σκευών ενεγκείν εις Ιερουσαλήμ εις οίκον Θεού ημών. 31 Καί εξήραμεν από τού ποταμού τού Αουέ εν τή δωδεκάτη τού μηνός τού πρώτου τού ελθείν εις Ιερουσαλήμ· και χείρ Θεού ημών ήν εφ’ ημίν, και ερρύσατο ημάς από χειρός εχθρού και πολεμίου εν τή οδώ. 32 και ήλθομεν εις Ιερουσαλήμ και εκαθίσαμεν εκεί ημέρας τρεις. 33 και εγενήθη τή ημέρα τή τετάρτη εστήσαμεν το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη εν οίκω Θεού ημών επί χείρα Μεριμώθ υιού Ουρία τού ιερέως ~και μετ’ αυτού Ελεάζαρ υιός Φινεές και μετ’ αυτών Ιωζαβάδ υιός Ιησού και Νωαδία υιός Βαναία, οι Λευίται~ 34 εν αριθμώ και εν σταθμώ τα πάντα, και εγράφη πάς ο σταθμός. εν τώ καιρώ εκείνω 35 οι ελθόντες εκ της αιχμαλωσίας υιοί της παροικίας προσήνεγκαν ολοκαυτώσεις τώ Θεώ Ισραήλ μόσχους δώδεκα περί παντός Ισραήλ, κριούς ενενηκονταέξ, αμνούς εβδομηκονταεπτά, χιμάρους περί αμαρτίας δώδεκα, τα πάντα ολοκαυτώματα τώ Κυρίω. 36 και έδωκαν το νόμισμα τού βασιλέως τοίς διοικηταίς τού βασιλέως και τοίς επάρχοις πέραν τού ποταμού, και εδόξασαν τον λαόν και τον οίκον τού Θεού.
1 ΚΑΙ ως ετελέσθη ταύτα, ήγγισαν προς με οι άρχοντες λέγοντες· ουκ εχωρίσθη ο λαός Ισραήλ και οι ιερείς και οι Λευίται από λαών των γαιών εν μακρύμμασιν αυτών, τώ Χανανί, ο Εθί, ο Φερεζί, ο Ιεβουσί, ο Αμμωνί, ο Μωαβί και ο Μοσερί και ο Αμορί, 2 ότι ελάβοσαν από θυγατέρων αυτών εαυτοίς και τοίς υιοίς αυτών, και παρήχθη σπέρμα το άγιον εν λαοίς των γαιών, και χείρ των αρχόντων εν τή ασυνθεσία ταύτη εν αρχή 3 και ως ήκουσα τον λόγον τούτον, διέρρηξα τα ιμάτιά μου και επαλλόμην και έτιλλον από των τριχών της κεφαλής μου και από τού πώγωνός μου και εκαθήμην ηρεμάζων. 4 και συνήχθησαν προς με πάς ο διώκων λόγον Θεού Ισραήλ επί ασυνθεσία της αποικίας, καγώ καθήμενος ηρεμάζων έως της θυσίας της εσπερινής. 5 και εν θυσία τή εσπερινή ανέστην από ταπεινώσεώς μου· και εν τώ διαρρήξαί με τα ιμάτιά μου και επαλλόμην και κλίνω επί τα γόνατά μου και εκπετάζω τας χείράς μου προς Κύριον τον Θεόν 6 και είπα· Κύριε, ησχύνθην και ενετράπην τού υψώσαι, Θεέ μου, το πρόσωπόν μου προς σε, ότι αι ανομίαι ημών επληθύνθησαν υπέρ κεφαλής ημών και αι πλημμέλειαι ημών εμεγαλύνθησαν έως εις τον ουρανόν. 7 από ημερών πατέρων ημών εσμεν εν πλημμελεία μεγάλη έως της ημέρας ταύτης· και εν ταίς ανομίαις ημών παρεδόθημεν ημείς και οι βασιλείς ημών και οι υιοί ημών εν χειρί βασιλέων των εθνών εν ρομφαία και εν αιχμαλωσία και εν διαρπαγή και εν αισχύνη προσώπου ημών ως η ημέρα αύτη. 8 και νύν επιεικεύσατο ημίν ο Θεός ημών τού καταλιπείν ημάς εις σωτηρίαν και δούναι ημίν στήριγμα εν τόπω αγιάσματος αυτού τού φωτίσαι οφθαλμούς ημών και δούναι ζωοποίησιν μικράν εν τή δουλεία ημών. 9 ότι δούλοί εσμεν, και εν τή δουλεία ημών ουκ εγκατέλιπεν ημάς Κύριος ο Θεός ημών και έκλινεν εφ’ ημάς έλεος ενώπιον βασιλέων Περσών δούναι ημίν ζωοποίησιν τού υψώσαι αυτούς τον οίκον τού Θεού ημών και αναστήσαι τα έρημα αυτής και τού δούναι ημίν φραγμόν εν Ιούδα και Ιερουσαλήμ.
10 τι είπωμεν, ο Θεός ημών, μετά τούτο; ότι εγκατελίπομεν εντολάς σου, 11 ας έδωκας ημίν εν χειρί δούλων σου των προφητών λέγων· η γη, εις ήν εισπορεύεσθε κληρονομήσαι αυτήν, γη μετακινουμένη εστίν εν μετακινήσει λαών των εθνών εν μακρύμμασιν αυτών, ών έπλησαν αυτήν από στόματος επί στόμα εν ακαθαρσίαις αυτών· 12 και νύν τας θυγατέρας υμών μη δότε τοίς υιοίς αυτών και από των θυγατέρων αυτών μη λάβητε τοίς υιοίς υμών και ουκ εκζητήσετε ειρήνην αυτών και αγαθόν αυτών έως αιώνος, όπως ενισχύσητε και φάγητε τα αγαθά της γής και κληροδοτήσητε τοίς υιοίς υμών έως αιώνος. 13 και μετά πάν το ερχόμενον εφ΄ ημάς εν ποιήμασιν ημών τοίς πονηροίς και εν πλημμελεία ημών τή μεγάλη· ότι ουκ έστιν ως ο Θεός ημών, ότι εκούφισας ημών τας ανομίας, και έδωκας ημίν σωτηρίαν· 14 ότι επεστρέψαμεν διασκεδάσαι εντολάς σου και επιγαμβρεύσαι τοίς λαοίς των γαιών· μη παροξυνθής εν ημίν έως συντελείας, τού μη είναι εγκατάλειμμα και διασωζόμενον. 15 Κύριε ο Θεός Ισραήλ, δίκαιος σύ, ότι κατελείφθημεν διασωζόμενοι ως η ημέρα αύτη. ιδού ημείς εναντίον σου εν πλημελείαις ημών, ότι ουκ έστι στήναι ενώπιόν σου επί τούτω.
1 ΚΑΙ ως προσηύξατο Έσδρας και ως εξηγόρευσε κλαίων και προσευχόμενος ενώπιον οίκου τού Θεού, συνήχθησαν προς αυτόν από Ισραήλ εκκλησία πολλή σφόδρα, άνδρες και γυναίκες και νεανίσκοι, ότι έκλαυσαν ο λαός και ύψωσε κλαίων. 2 και απεκρίθη Σεχενίας υιός Ιεήλ από υιών Ηλάμ, και είπε τώ Έσδρα· ημείς ησυνθετήσαμεν τώ Θεώ ημών και εκαθίσαμεν γυναίκας αλλοτρίας από των λαών της γής· και νύν εστιν υπομονή τώ Ισραήλ επί τούτω. 3 και νύν διαθώμεθα διαθήκην τώ Θεώ ημών εκβαλείν πάσας τας γυναίκας και τα γενόμενα εξ αυτών, ως αν βούλη· ανάστηθι, και φοβέρισον αυτούς εν εντολαίς Θεού ημών, και ως ο νόμος γενηθήτω. 4 ανάστα, ότι επί σε το ρήμα, και ημείς μετά σού· κραταιού και ποίησον. 5 και ανέστη Έσδρας και ώρκισε τους άρχοντας, τους ιερείς και Λευίτας και πάντα Ισραήλ τού ποιήσαι κατά το ρήμα τούτο· και ώμοσαν. 6 και ανέστη Έσδρας από προσώπου οίκου τού Θεού και επορεύθη εις γαζοφυλάκιον Ιωανάν υιού Ελισούβ και επορεύθη εκεί· άρτον ουκ έφαγεν και ύδωρ ουκ έπιεν, ότι επένθει επί τή ασυνθεσία της αποικίας. 7 και παρήνεγκαν φωνήν εν Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ πάσι τοίς υιοίς της αποικίας τού συναθροισθήναι εις Ιερουαλήμ, 8 πάς, ός αν μη έλθη εις τρεις ημέρας, ως η βουλή των αρχόντων και των πρεσβυτέρων, αναθεματισθήσεται πάσα η ύπαρξις αυτού, και αυτός διασταλήσεται από εκκλησίας της αποικίας. 9 Καί συνήχθησαν πάντες άνδρες Ιούδα και Βενιαμίν εις Ιερουσαλήμ εις τας τρεις ημέρας, ούτος ο μην ο ένατος· εν εικάδι τού μηνός εκάθισε πάς ο λαός εν πλατεία οίκου τού Θεού από θορύβου αυτών περί τού ρήματος και από τού χειμώνος.
10 και ανέστη Έσδρας ο ιερεύς και είπε προς αυτούς· υμείς ησυνθετήκατε και εκαθίσατε γυναίκας αλλοτρίας τού προσθείναι επί πλημμέλειαν Ισραήλ· 11 και νύν δότε αίνεσιν Κυρίω Θεώ των πατέρων ημών και ποιήσατε το αρεστόν ενώπιον αυτού και διαστάλητε από λαών της γής και από των γυναικών των αλλοτρίων. 12 και απεκρίθησαν πάσα η εκκλησία και είπαν· μέγα τούτο το ρήμά σου εφ’ ημάς ποιήσαι· 13 αλλά ο λαός πολύς, και ο καιρός χειμερινός, και ουκ έστι δύναμις στήναι έξω· και το έργον ουκ εις ημέραν μίαν και ουκ εις δύο, ότι επληθύναμεν τού αδικήσαι εν τώ ρήματι τούτω. 14 στήτωσαν δή άρχοντες ημών πάση τή εκκλησία και πάντες οι εν πόλεσιν ημών, ός εκάθισε γυναίκας αλλοτρίας, ελθέτωσαν εις καιρούς από συνταγών και μετ’ αυτών πρεσβύτεροι πόλεως και πόλεως και κριταί τού αποστρέψαι οργήν θυμού Θεού ημών εξ ημών περί τού ρήματος τούτου. 15 πλήν Ιωνάθαν υιός Ασαήλ και Ιαζίας υιός Θεκωέ μετ’ εμού περί τούτου, και Μεσολλάμ και Σαββαθαί ο Λευίτης βοηθών αυτοίς. 16 και εποίησαν ούτως υιοί της αποικίας. και διεστάλησαν Έσδρας ο ιερεύς και άνδρες άρχοντες πατριών τώ οίκω και πάντες εν ονόμασιν, ότι επέστρεψαν εν ημέρα μια τού μηνός τού δεκάτου εκζητήσαι το ρήμα. 17 και ετέλεσαν εν πάσιν ανδράσιν, οί εκάθισαν γυναίκας αλλοτρίας, έως ημέρας μιάς τού μηνός τού πρώτου. 18 Καί ευρέθησαν από υιών των ιερέων, οί εκάθισαν γυναίκας αλλοτρίας· από υιών Ιησού υιού Ιωσεδέκ και αδελφοί αυτού Μαασία και Ελιέζερ και Ιαρίβ και Γαδαλία, 19 και έδωκαν χείρα αυτών τού εξενέγκαι γυναίκας εαυτών και πλημμελείας κριόν εκ προβάτων περί πλημμελήσεως αυτών·
20 και από υιών Εμμήρ, Ανανί και Ζαβδία· 21 και από υιών Ηράμ, Μασαήλ και Ελία και Σαμαία και Ιεήλ και Οζία· 22 και από υιών Φασούρ, Ελιωναί, Μαασία και Ισμαήλ και Ναθαναήλ και Ιωζαβάδ και Ηλασά· 23 και από των Λευιτών, Ιωζαβάδ και Σαμού και Κωλία (αυτός Κωλίτας) και Φεθεία και Ιόδομ και Ελιέζερ· 24 και από των αδόντων, Ελισάβ· και από των πυλωρών, Σολμήν και Τελμήν και Ωδούθ· 25 και από Ισραήλ· από υιών Φόρος, Ραμία και Αζία και Μελχία και Μεαμίν και Ελεάζαρ και Ασαβία και Βαναία· 26 και από υιών Ηλάμ, Ματθανία και Ζαχαρία και Ιαιήλ και Αβδία και Ιαριμώθ και Ηλία· 27 και από υιών Ζαθονά, Ελιωναί, Ελισούβ, Ματθαναί και Αρμώθ και Ζαβάδ και Οζιζά· 28 και από υιών Βαβεί, Ιωανάν, Ανανία, και Ζαβού και Θαλί· 29 και από υιών Βανουί, Μοσολλάμ, Μαλούχ, Αδαίας, Ιασούβ και Σαλουία και Ρημώθ·
30 και από υιών Φαάθ Μωάβ, Εδνέ και Χαλήλ και Βαναία Μαασία Ματθανία Βεσελεήλ και Βανουί και Μανασσή· 31 και από υιών Ηράμ, Ελιέζερ, Ιεσία, Μελχία, Σαμαίας, Συμεών, 32 Βενιαμίν, Βαλούχ, Σαμαρία· 33 και από υιών Ασήμ, Μετθανία, Ματθαθά, Ζαδάβ, Ελιφαλέτ, Ιεραμί, Μανασσή, Σεμεί· 34 και από υιών Βανί, Μοοδία, Αμράμ, Ουήλ, 35 Βαναία, Βαδαία, Χελκία, 36 Ουουανία, Μαριμώθ, Ελιασίφ, 37 Ματθανία, Ματθαναί και εποίησαν 38 οι υιοί Βανουί και οι υιοί Σεμεί 39 και Σελεμία και Νάθαν και Αδαία, 40 Μαχαδναβού, Σεσεί, Σαριού, 41 Εζριήλ και Σελεμία και Σαμαρία 42 και Σελλούμ, Αμαρεία, Ιωσήφ· 43 από υιών Ναβού, Ιαήλ, Ματθανίας, Ζαβάδ, Ζεββενάς, Ιαδαί και Ιωήλ και Βαναία. 44 πάντες ούτοι ελάβοσαν γυναίκας αλλοτρίας και εγέννησαν εξ αυτών υιούς.
1 ΛΟΓΟΙ Νεεμία υιού Αχαλία, και εγένετο εν μηνί Χασελεύ έτους εικοστού και εγώ ήμην εν Σουσάν αβιρά, 2 και ήλθεν Ανανί είς από αδελφών μου, αυτός και άνδρες Ιούδα, και ηρώτησα αυτούς περί των σωθέντων, οί κατελείφθησαν από της αιχμαλωσίας και περί Ιερουσαλήμ, 3 και είποσαν προς με· οι καταλειπόμενοι οι καταλειφθέντες από της αιχμαλωσίας εκεί εν τή χώρα εν πονηρία μεγάλη και εν ονειδισμώ, και τείχη Ιερουσαλήμ καθηρημένα, και αι πύλαι αυτής ενεπρήσθησαν εν πυρί. 4 και εγένετο εν τώ ακούσαί με τους λόγους τούτους εκάθισα και έκλαυσα και επένθησα ημέρας και ήμην νηστεύων και προσευχόμενος ενώπιον τού Θεού τού ουρανού 5 και είπα· μη δή, Κύριε ο Θεός τού ουρανού, ο ισχυρός, ο μέγας και φοβερός, φυλάσσων την διαθήκην και το έλεός σου τοίς αγαπώσιν αυτόν και τοίς φυλάσσουσι τας εντολάς αυτού· 6 έστω δή το ούς σου προσέχον και οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι τού ακούσαι προσευχήν τού δούλου σου, ήν εγώ προσεύχομαι ενώπιόν σου σήμερον ημέραν και νύκτα περί υιών Ισραήλ δούλων σου. και εξαγορεύσω επί αμαρτίαις υιών Ισραήλ, ας ημάρτομέν σοι. και εγώ και ο οίκος πατρός μου ημάρτομεν· 7 διαλύσει διελύσαμεν προς σε· και ουκ εφυλάξαμεν τας εντολάς και τα προστάγματα και τα κρίματα, ά ενετείλω τώ Μωυσή παιδί σου. 8 μνήσθητι δή τον λόγον, ον ενετείλω τώ Μωυσή παιδί σου λέγων· υμείς εάν ασυνθετήσητε, εγώ διασκορπιώ υμάς εν τοίς λαοίς· 9 και εάν επιστρέψητε προς με και φυλάξητε τας εντολάς μου και ποιήσητε αυτάς, εάν ή η διασπορά υμών απ' άκρου τού ουρανού, εκείθεν συνάξω αυτούς και εισάξω αυτούς εις τον τόπον, ον εξελεξάμην κατασκηνώσαι το όνομά μου εκεί.
10 και αυτοί παίδές σου και λαός σου, ούς ελυτρώσω εν τή δυνάμει σου τή μεγάλη και εν τή χειρί σου τή κραταιά. 11 μη δή, Κύριε· αλλά έστω το ούς σου προσέχον εις την προσευχήν τού δούλου σου και εις την προσευχήν παίδων σου των θελόντων φοβείσθαι το όνομά σου· και ευόδωσον δή τώ παιδί σου σήμερον και δός αυτόν εις οικτιρμούς ενώπιον τού ανδρός τούτου. και εγώ ήμην οινοχόος τώ βασιλεί.
1 ΚΑΙ εγένετο εν μηνί Νισάν έτους εικοστού Αρθασασθά βασιλεί και ήν ο οίνος ενώπιον εμού, και έλαβον τον οίνον και έδωκα τώ βασιλεί, και ουκ ήν έτερος ενώπιον αυτού. 2 και είπέ μοι ο βασιλεύς· διατί το πρόσωπόν σου πονηρόν και ουκ εί μετριάζων; και ουκ έστι τούτο, ει μη πονηρία καρδίας. και εφοβήθην πολύ σφόδρα, 3 και είπα τώ βασιλεί· ο βασιλεύς εις τον αιώνα ζήτω· διατί ου μη γένηται πονηρόν το πρόσωπόν μου, διότι η πόλις, οίκος μνημείων πατέρων μου, ηρημώθη και αι πύλαι αυτής κατεβρώθησαν εν πυρί; 4 και είπέ μοι ο βασιλεύς· περί τίνος τούτο σύ ζητείς; και προσηυξάμην προς τον Θεόν τού ουρανού 5 και είπα τώ βασιλεί· ει επί τον βασιλέα αγαθόν, και ει αγαθυνθήσεται ο παίς σου ενώπιόν σου ώστε πέμψαι αυτόν εν Ιούδα εις πόλιν μνημείων πατέρων μου, και ανοικοδομήσω αυτήν. 6 και είπέ μοι ο βασιλεύς και η παλλακή η καθημένη εχόμενα αυτού· έως πότε έσται η πορεία σου και πότε επιστρέψεις; και ηγαθύνθη ενώπιον τού βασιλέως, και απέστειλέ με, και έδωκα αυτώ όρον, 7 και είπα τώ βασιλεί· ει επί τον βασιλέα αγαθόν, δότω μοι επιστολάς προς τους επάρχους πέραν τού ποταμού ώστε παραγαγείν με, έως έλθω επί Ιούδαν, 8 και επιστολήν επί Ασάφ φύλακα τού παραδείσου, ός εστι τώ βασιλεί, ώστε δούναί μοι ξύλα στεγάσαι τας πύλας και εις το τείχος της πόλεως και εις οίκον, ον εισελεύσομαι εις αυτόν. και έδωκέ μοι ο βασιλεύς ως χείρ Θεού η αγαθή. 9 και ήλθον προς τους επάρχους πέραν τού ποταμού και έδωκα αυτοίς τας επιστολάς τού βασιλέως, και απέστειλε μετ' εμού ο βασιλεύς αρχηγούς δυνάμεως και ιππείς.
10 και ήκουσε Σαναβαλλάτ ο Αρωνί και Τωβία ο δούλος Αμμωνί, και πονηρόν αυτοίς εγένετο ότι ήκει ο άνθρωπος ζητήσαι αγαθόν τοίς υιοίς Ισραήλ. 11 Καί ήλθον εις Ιερουσαλήμ και ήμην εκεί ημέρας τρεις. 12 και ανέστην νυκτός εγώ και άνδρες ολίγοι μετ' εμού· και ουκ απήγγειλα ανθρώπω τι ο Θεός δίδωσιν εις καρδίαν μου τού ποιήσαι μετά τού Ισραήλ, και κτήνος ουκ έστι μετ' εμού, ει μη το κτήνος, ώ εγώ επιβαίνω επ' αυτώ. 13 και εξήλθον εν πύλη τού Γωληλά και προς στόμα πηγής των συκών και εις πύλην της κοπρίας και ήμην συντρίβων εν τώ τείχει Ιερουσαλήμ, ό αυτοί καθαιρούσι και πύλαι αυτής κατεβρώθησαν πυρί. 14 και παρήλθον επί πύλην τού Αίν και εις κολυμβήθραν τού βασιλέως, και ουκ ήν τόπος τώ κτήνει παρελθείν υποκάτω μου. 15 και ήμην αναβαίνων εν τώ τείχει χειμάρρου νυκτός και ήμην συντρίβων εν τώ τείχει, και ήμην εν πύλη της φάραγγος και επέστρεψα. 16 τότε οι φυλάσσοντες ουκ έγνωσαν τι επορεύθην και τι εγώ ποιώ, και τοίς Ιουδαίοις και τοίς ιερεύσι και τοίς εντίμοις και τοίς στρατηγοίς και τοίς καταλοίποις τοίς ποιούσι τα έργα, έως τότε ουκ απήγγειλα. 17 και είπα προς αυτούς· υμείς βλέπετε την πονηρίαν ταύτην, εν ή εσμεν εν αυτή, πώς Ιερουσαλήμ έρημος και αι πύλαι αυτής εδόθησαν πυρί· δεύτε και διοικοδομήσωμεν το τείχος Ιερουσαλήμ, και ουκ εσόμεθα έτι όνειδος. 18 και απήγγειλα αυτοίς την χείρα τού Θεού, ή εστιν αγαθή επ' εμέ, και τους λόγους τού βασιλέως, ούς είπέ μοι, και είπα· αναστώμεν και οικοδομήσωμεν. και εκραταιώθησαν αι χείρες αυτών εις το αγαθόν. 19 και ήκουσε Σαναβαλλάτ ο Αρωνί και Τωβία ο δούλος ο Αμμωνί και Γησάμ ο Αραβί και εξεγέλασαν ημάς και ήλθον εφ' ημάς και είπαν· τι το ρήμα τούτο, ό υμείς ποιείτε; ή επί τον βασιλέα υμείς αποστατείτε;
20 και επέστρεψα αυτοίς λόγον και είπα αυτοίς· ο Θεός τού ουρανού, αυτός ευοδώσει ημίν, και ημείς δούλοι αυτού καθαροί, και οικοδομήσομεν· και υμίν ουκ έστι μερίς και δικαιοσύνη και μνημόσυνον εν Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ ανέστη Ελιασούβ ο ιερεύς ο μέγας και οι αδελφοί αυτού οι ιερείς και ωκοδόμησαν την πύλην την προβατικήν. αυτοί ηγίασαν αυτήν και έστησαν θύρας αυτής και έως πύργου των εκατόν ηγίασαν έως πύργου Αναμεήλ 2 και επί χείρας ανδρών υιών Ιεριχώ και επί χείρας υιών Ζακχούρ, υιού Αμαρί. 3 και την πύλην την ιχθυηράν ωκοδόμησαν υιοί Ασανά· αυτοί εστέγασαν αυτήν και έστησαν θύρας αυτής και κλείθρα αυτής και μοχλούς αυτής. 4 και επί χείρα αυτών κατέσχεν από Ραμώθ υιός Ουρία, υιού Ακκώς. και επί χείρα αυτών κατέσχε Μοσολλάμ υιός Βαραχίου υιού Μαζεβήλ, και επί χείρα αυτών κατέσχε Σαδώκ υιός Βαανά. 5 και επί χείρα αυτών κατέσχοσαν οι Θεκωίμ, και αδωρηέμ ουκ εισήνεγκαν τράχηλον αυτών εις δουλείαν αυτών. 6 και την πύλην Ιασαναί εκράτησαν Ιωιδά υιός Φασέκ και Μεσουλάμ υιός Βασωδία· αυτοί εστέγασαν αυτήν και έστησαν θύρας αυτής και κλείθρα αυτής και μοχλούς αυτής. 7 και επί χείρα αυτών εκράτησαν Μαλτίας ο Γαβαωνίτης και Ευάρων ο Μηρωνωθίτης, άνδρες της Γαβαών και της Μασφά έως θρόνου τού άρχοντος τού πέραν τού ποταμού, 8 και παρ' αυτόν παρησφαλίσατο Οζιήλ υιός Αραχίου πυρωτών. και επί χείρα αυτών εκράτησεν Ανανίας υιός τού Ρωκείμ, και κατέλιπον Ιερουσαλήμ έως τού τείχους τού πλατέος. 9 και επί χείρα αυτών εκράτησε Ραφαία υιός Σούρ, άρχων ημίσους περιχώρου Ιερουσαλήμ.
10 και επί χείρα αυτών εκράτησεν Ιεδαία υιός Ερωμάφ και κατέναντι οικίας αυτού. και επί χείρα αυτού εκράτησεν Αττούθ υιός Ασαβανία. 11 και δεύτερος εκράτησε Μελχίας υιός Ηράμ και Ασούβ υιός Φαάτ Μωάβ και έως πύργου των θαννουρίμ. 12 και επί χείρα αυτού εκράτησε Σαλλούμ υιός Αλλωής άρχων ημίσους περιχώρου Ιερουσαλήμ, αυτός και αι θυγατέρες αυτού. 13 την πύλην της φάραγγος εκράτησαν Ανούν και οι κατοικούντες Ζανώ· αυτοί ωκοδόμησαν αυτήν και έστησαν θύρας αυτής και κλείθρα αυτής και μοχλούς αυτής και χιλίους πήχεις εν τώ τείχει έως της πύλης της κοπρίας. 14 και την πύλην της κοπρίας εκράτησε Μελχία υιός Ρηχάβ άρχων περιχώρου Βηθακχαρίμ, αυτός και οι υιοί αυτού, και εσκέπασαν αυτήν και έστησαν θύρας αυτής και κλείθρα αυτής και μοχλούς αυτής. 15 την δε πύλην της πηγής ησφαλίσατο Σαλωμών υιός Χολεζέ άρχων μέρους της Μασφά· αυτός εξωκοδόμησεν αυτήν και εστέγασεν αυτήν και έστησε τας θύρας αυτής και μοχλούς αυτής και το τείχος κολυμβήθρας των κωδίων τή κουρά τού βασιλέως και έως των κλιμάκων των καταβαινουσών από πόλεως Δαυίδ. 16 οπίσω αυτού εκράτησε Νεεμίας υιός Αζαβούχ άρχων ημίσους περιχώρου Βηθσούρ έως κήπου τάφου Δαυίδ και έως της κολυμβήθρας της γεγονυίας και έως Βηθαγγαρίμ. 17 οπίσω αυτού εκράτησαν οι Λευίται, Ραούμ υιός Βανί. επί χείρα αυτού εκράτησεν Ασαβία άρχων ημίσους περιχώρου Κειλά τώ περιχώρω αυτού. 18 και μετ' αυτόν εκράτησαν αδελφοί αυτών Βενεί υιός Ηναδάδ άρχων ημίσους περιχώρου Κειλά. 19 και εκράτησαν επί χείρα αυτού Αζούρ υιός Ιησού, άρχων τού Μασφαί, μέτρον δεύτερον πύργου αναβάσεως της συναπτούσης της γωνίας.
20 μετ' αυτόν εκράτησε Βαρούχ υιός Ζαβού μέτρον δεύτερον από της γωνίας έως θύρας Βηθελιασούβ τού ιερέως τού μεγάλου. 21 μετ' αυτόν εκράτησε Μεραμώθ υιός Ουρία, υιού Ακκώς, μέτρον δεύτερον από θύρας Βηθελιασούβ έως εκλείψεως Βηθελιασούβ. 22 και μετ' αυτόν εκράτησαν οι ιερείς άνδρες Εκχεχάρ. 23 και μετ' αυτόν εκράτησε Βενιαμίν και Ασούβ κατέναντι οίκου αυτών. και μετ' αυτόν εκράτησεν Αζαρίας υιός Μαασίου, υιού Ανανία εχόμενα οίκου αυτού. 24 και μετ' αυτόν εκράτησε Βανί υιός Αδάδ μέτρον δεύτερον από Βηθαζαρία έως της γωνίας και έως της καμπής 25 Φαλάχ υιού Ευζαί εξεναντίας της γωνίας, και ο πύργος ο εξέχων εκ τού οίκου τού βασιλέως ο ανώτερος ο της αυλής της φυλακής. και μετ' αυτόν Φαδαία υιός Φόρος. 26 και οι ναθινίμ ήσαν οικούντες εν τώ Ωφάλ έως κήπου πύλης τού ύδατος εις ανατολάς, και ο πύργος ο εξέχων. 27 και μετ' αυτόν εκράτησαν οι Θεκωίμ μέτρον δεύτερον εξεναντίας τού πύργου τού μεγάλου τού εξέχοντος και έως τού τείχους τού Οφλά. 28 ανώτερον πύλης των ίππων εκράτησαν οι ιερείς, ανήρ εξεναντίας οίκου εαυτού. 29 και μετ' αυτόν εκράτησε Σαδδούκ υιός Εμμήρ εξεναντίας οίκου εαυτού. και μετ' αυτόν εκράτησε Σαμαία υιός Σεχενία φύλαξ της πύλης της ανατολής.
30 μετ' αυτόν εκράτησεν Ανανία υιός Σελεμία και Ανώμ υιός Σελέφ, ο έκτος, μέτρον δεύτερον. μετ' αυτόν εκράτησε Μεσουλάμ υιός Βαραχία εξεναντίας γαζοφυλακίου αυτού. 31 μετ' αυτόν εκράτησε Μελχία υιός τού Σαρεφί έως Βηθαναθινίμ και οι ροπωπώλαι απέναντι πύλης τού Μαφεκάδ και έως αναβάσεως της καμπής. 32 και ανά μέσον της πύλης της προβατικής εκράτησαν οι χαλκείς και οι ροπωπώλαι. 33 Καί εγένετο ηνίκα ήκουσε Σαναβαλλάτ ότι ημείς οικοδομούμεν το τείχος, και πονηρόν αυτώ εφάνη, και ωργίσθη επί πολύ και εξεγέλα επί τοίς Ιουδαίοις. 34 και είπεν ενώπιον των αδελφών αυτού· αύτη η δύναμις Σομόρων, ότι οι Ιουδαίοι ούτοι οικοδομούσι την εαυτών πόλιν; άρα θυσιάζουσιν; άρα δυνήσονται; και σήμερον ιάσονται τους λίθους μετά το χώμα γενέσθαι γής καυθέντας; 35 και Τωβίας ο Αμμανίτης εχόμενα αυτού ήλθε και είπε προς αυτούς· μη θυσιάζουσιν ή φάγονται επί τού τόπου αυτών; ουχί αναβήσεται αλώπηξ και καθελεί το τείχος λίθων αυτών; 36 άκουσον, ο Θεός ημών, ότι εγενήθημεν εις μυκτηρισμόν, 37 και επίστρεψον ονειδισμόν αυτών εις κεφαλήν αυτών και δός αυτούς εις μυκτηρισμόν εν γη αιχμαλωσίας και μη καλύψης επί ανομίαν.
1 ΚΑΙ εγένετο ως ήκουσε Σαναβαλλάτ και Τωβία και οι Άραβες και οι Αμμανίται ότι ανέβη η φυή τοίς τείχεσιν Ιερουσαλήμ, ότι ήρξαντο αι διασφαγαί αναφράσσεσθαι, και πονηρόν αυτοίς εφάνη σφόδρα· 2 και συνήχθησαν πάντες επί το αυτό ελθείν παρατάξασθαι εν Ιερουσαλήμ και ποιήσαι αυτήν αφανή. 3 και προσηυξάμεθα προς τον Θεόν ημών και εστήσαμεν προφύλακας επ' αυτούς ημέρας και νυκτός από προσώπου αυτών. 4 και είπεν Ιούδας· συνετρίβη η ισχύς των εχθρών, και ο χούς πολύς, και ημείς ου δυνησόμεθα οικοδομείν εν τώ τείχει. 5 και είπαν οι θλίβοντες ημάς· ου γνώσονται και ουκ όψονται έως ότου έλθωμεν εις μέσον αυτών και φονεύσωμεν αυτούς και καταπαύσωμεν το έργον. 6 και εγένετο ως ήλθοσαν οι Ιουδαίοι οι οικούντες εχόμενα αυτών και είποσαν ημίν· αναβαίνουσιν εκ πάντων των τόπων εφ' ημάς. 7 και έστησα εις τα κατώτατα τού τόπου κατόπισθεν τού τείχους εν τοίς σκεπεινοίς και έστησα τον λαόν κατά δήμους μετά ρομφαιών αυτών, λόγχας αυτών και τόξα αυτών. 8 και είδον και ανέστην και είπα προς τους εντίμους και προς τους στρατηγούς και προς τους καταλοίπους τού λαού· μη φοβηθήτε από προσώπου αυτών· μνήσθητε τού Θεού ημών τού μεγάλου και φοβερού και παρατάξασθε περί των αδελφών υμών, υιών υμών, θυγατέρων υμών, γυναικών υμών και οίκων υμών. 9 και εγένετο ηνίκα ήκουσαν οι εχθροί ημών ότι εγνώσθη ημίν και διεσκέδασεν ο Θεός την βουλήν αυτών, και επεστρέψαμεν πάντες ημείς εις το τείχος, ανήρ εις το έργον αυτού.
10 και εγένετο από της ημέρας εκείνης ήμισυ των εκτετιναγμένων εποίουν το έργον και ήμισυ αυτών αντείχοντο, και λόγχαι και θυρεοί και τόξα και θώρακες και οι άρχοντες οπίσω παντός οίκου Ιούδα 11 των οικοδομούντων εν τώ τείχει, και οι αίροντες εν τοίς αρτήρσιν εν όπλοις· εν μια χειρί εποίει αυτού το έργον και εν μια εκράτει την βολίδα. 12 και οι οικοδόμοι ανήρ ρομφαίαν αυτού εζωσμένος επί την οσφύν αυτού και ωκοδομούσαν και ο σαλπίζων εν τή κερατίνη εχόμενα αυτού. 13 και είπα προς τους εντίμους και προς τους άρχοντας και προς τους καταλοίπους τού λαού· το έργον πλατύ και πολύ, και ημείς σκορπιζόμεθα επί τού τείχους μακράν ανήρ από τού αδελφού αυτού. 14 εν τόπω, ού εάν ακούσητε την φωνήν της κερατίνης, εκεί συναχθήσεσθε προς ημάς, και ο Θεός ημών πολεμήσει περί ημών. 15 και ημείς ποιούντες το έργον, και ήμισυ αυτών κρατούντες τας λόγχας από αναβάσεως τού όρθρου έως εξόδου των άστρων. 16 και εν τώ καιρώ εκείνω είπα τώ λαώ· έκαστος μετά τού νεανίσκου αυτού αυλίσθητε εν μέσω Ιερουσαλήμ, και έστω υμίν η νύξ προφυλακή και η ημέρα έργον. 17 και ήμην εγώ και οι άνδρες της προφυλακής οπίσω μου, και ουκ ήν εξ ημών εκδιδυσκόμενος ανήρ τα ιμάτια αυτού.
1 ΚΑΙ η κραυγή τού λαού και γυναικών αυτών μεγάλη προς τους αδελφούς αυτών τους Ιουδαίους. 2 και ήσάν τινες λέγοντες· εν υιοίς ημών και εν θυγατράσιν ημών ημείς πολλοί· και ληψόμεθα σίτον και φαγόμεθα και ζησόμεθα. 3 και εισί τινες λέγοντες· αγροί ημών και αμπελώνες ημών και οικίαι ημών, ημείς διεγγυώμεν, και ληψόμεθα σίτον και φαγόμεθα. 4 και εισί τινες λέγοντες· εδανεισάμεθα αργύριον εις φόρους τού βασιλέως, αγροί ημών και αμπελώνες ημών και οικίαι ημών· 5 και νύν ως σάρξ αδελφών ημών σάρξ ημών, ως υιοί αυτών υιοί ημών. και ιδού ημείς καταδυναστεύομεν τους υιούς ημών και τας θυγατέρας ημών εις δούλους, και εισιν από θυγατέρων ημών καταδυναστευόμεναι, και ουκ έστι δύναμις χειρών ημών, και αγροί ημών και αμπελώνες ημών τοίς εντίμοις. 6 και ελυπήθην σφόδρα, καθώς ήκουσα την κραυγήν αυτών και τους λόγους τούτους. 7 και εβουλεύσατο καρδία μου επ' εμέ, και εμαχεσάμην προς τους εντίμους και τους άρχοντας και είπα αυτοίς· απαιτήσει ανήρ τον αδελφόν αυτού, ά υμείς απαιτείτε. και έδωκα επ' αυτούς εκκλησίαν μεγάλην 8 και είπα αυτοίς· ημείς κεκτήμεθα τους αδελφούς ημών τους Ιουδαίους τους πωλουμένους τοίς έθνεσιν εν εκουσίω ημών· και υμείς πωλείτε τους αδελφούς υμών και παραδοθήσονται ημίν; και ησύχασαν και ουχ εύροσαν λόγον. 9 και είπα· ουκ αγαθός ο λόγος, ον υμείς ποιείτε· ουχ ούτως εν φόβω Θεού ημών απελεύσεσθε από ονειδισμού των εθνών των εχθρών ημών.
10 και οι αδελφοί μου και οι γνωστοί μου και εγώ εθήκαμεν εαυτοίς αργύριον και σίτον· εγκατελίπομεν δή την απαίτησιν ταύτην. 11 επιστρέψατε δή αυτοίς ως σήμερον αγρούς αυτών και αμπελώνας αυτών και ελαιώνας αυτών και οικίας αυτών· και από τού αργυρίου τον σίτον και τον οίνον και το έλαιον εξενέγκατε αυτοίς. 12 και είπαν· αποδώσομεν, και παρ' αυτών ου ζητήσομεν, ούτως ποιήσομεν καθώς σύ λέγεις· και εκάλεσα τους ιερείς και ώρκισα αυτούς ποιήσαι ως το ρήμα τούτο. 13 και την αναβολήν μου εξετίναξα και είπα· ούτως εκτινάξαι ο Θεός πάντα άνδρα, ός ου στήσει τον λόγον τούτον, εκ τού οίκου αυτού και εκ κόπου αυτού, και έσται ούτως εκτετιναγμένος και κενός. και είπε πάσα η εκκλησία· αμήν, και ήνεσαν τον Κύριον. και εποίησεν ο λαός το ρήμα τούτο. 14 Από της ημέρας, ής ενετείλατό μοι είναι εις άρχοντα αυτών εν γη Ιούδα, από έτους εικοστού και έως έτους τριακοστού και δευτέρου τώ Αρθασασθά έτη δώδεκα, εγώ και οι αδελφοί μου βίαν αυτών ουκ έφαγον. 15 και τας βίας τας πρώτας, ας πρό εμού εβάρυναν επ' αυτούς, και ελάβοσαν παρ' αυτών εν άρτοις και εν οίνω έσχατον αργύριον, δίδραχμα τεσσαράκοντα, και οι εκτετιναγμένοι αυτών εξουσιάζονται επί τον λαόν· καγώ ουκ εποίησα ούτως από προσώπου φόβου Θεού. 16 και εν έργω τού τείχους τούτων ουκ εκράτησα, αγρόν ουκ εκτησάμην, και πάντες οι συνηγμένοι εκεί επί το έργον. 17 και οι Ιουδαίοι, εκατόν και πεντήκοντα άνδρες, και ερχόμενοι προς ημάς από των εθνών των κύκλω ημών επί τράπεζάν μου. 18 και ήν γινόμενον εις ημέραν μίαν μόσχος είς και πρόβατα έξ εκλεκτά και χίμαρος εγίνοντό μοι και ανά μέσον δέκα ημερών εν πάσιν οίνος τώ πλήθει· και σύν τούτοις άρτους της βίας ουκ εζήτησα, ότι βαρεία η δουλεία επί τον λαόν τούτον. 19 μνήσθητί μου, ο Θεός, εις αγαθόν πάντα όσα εποίησα τώ λαώ τούτω.
1 ΚΑΙ εγένετο καθώς ηκούσθη τώ Σαναβαλλάτ και Τωβία και τώ Γησάμ τώ Αραβί και τοίς καταλοίποις εχθρών ημών ότι ωκοδόμησα το τείχος, και ου κατελείφθη εν αυτοίς πνοή. έως τού καιρού εκείνου θύρας ουκ επέστησα εν ταίς πύλαις. 2 και απέστειλε Σαναβαλλάτ και Γησάμ προς με λέγων· δεύρο και συναχθώμεν επί το αυτό εν ταίς κώμαις εν πεδίω Ωνώ· και αυτοί λογιζόμενοι ποιήσαί μοι πονηρίαν. 3 και απέστειλα επ' αυτούς αγγέλους λέγων· έργον μέγα εγώ ποιώ και ου δυνήσομαι καταβήναι, μη ποτε καταπαύση το έργον· ως αν τελειώσω αυτό, καταβήσομαι προς υμάς. 4 και απέστειλαν προς με ως το ρήμα τούτο, και απέστειλα αυτοίς κατά ταύτα. 5 και απέστειλε προς με Σαναβαλλάτ τον παίδα αυτού και επιστολήν ανεωγμένην εν χειρί αυτού. 6 και ήν γεγραμμένον εν αυτή· < Εν έθνεσιν ηκούσθη ότι σύ και οι Ιουδαίοι λογίζεσθε αποστατήσαι, διά τούτο σύ οικοδομείς το τείχος, και σύ έση αυτοίς εις βασιλέα· 7 και προς τούτοις προφήτας έστησας σεαυτώ, ίνα καθίσης εν Ιερουσαλήμ εις βασιλέα επί Ιούδα· και νύν απαγγελήσονται τώ βασιλεί οι λόγοι ούτοι· και νύν δεύρο βουλευσώμεθα επί το αυτό. 8 και απέστειλα προς αυτόν λέγων· ουκ εγενήθη ως οι λόγοι ούτοι, ως σύ λέγεις, ότι από καρδίας σου σύ ψεύδη αυτούς. 9 ότι πάντες φοβερίζουσιν ημάς λέγοντες· εκλυθήσονται αι χείρες αυτών από τού έργου τούτου, και ου ποιηθήσεται· και νύν εκραταίωσα τας χείράς μου>.
10 Καγώ εισήλθον εις οίκον Σεμεί υιού Δαλαία, υιού Μεταβεήλ ~και αυτός συνεχόμενος~ και είπε· συναχθώμεν εις οίκον τού Θεού εν μέσω αυτού και κλείσωμεν τας θύρας αυτού, ότι έρχονται νυκτός φονεύσαί σε. 11 και είπα· τις εστιν ο ανήρ, ός εισελεύσεται εις τον οίκον και ζήσεται; 12 και επέγνων και ιδού ο Θεός ουκ απέστειλεν αυτόν, ότι η προφητεία λόγος κατ' εμού, και Τωβίας και Σαναβαλλάτ εμισθώσαντο 13 επ' εμέ όχλον, όπως φοβηθώ και ποιήσω ούτως και αμάρτω και γένωμαι αυτοίς εις όνομα πονηρόν, όπως ονειδίσωσί με. 14 μνήσθητι, ο Θεός, Τωβία και Σαναβαλλάτ, ως τα ποιήματα αυτού ταύτα, και τώ Νωαδία τώ προφήτη και τοίς καταλοίποις των προφητών, οί ήσαν φοβερίζοντές με. 15 Καί ετελέσθη το τείχος πέμπτη και εικάδι τού Ελούλ μηνός εις πεντήκοντα και δύο ημέρας. 16 και εγένετο ηνίκα ήκουσαν πάντες οι εχθροί ημών, και εφοβήθησαν πάντα τα έθνη τα κύκλω ημών, και επέπεσε φόβος σφόδρα εν οφθαλμοίς αυτών, και έγνωσαν ότι παρά τού Θεού ημών εγενήθη τελειωθήναι το έργον τούτο. 17 και εν ταίς ημέραις εκείναις από πολλών εντίμων Ιούδα επιστολαί επορεύοντο προς Τωβίαν, και αι Τωβία ήρχοντο προς αυτούς, 18 ότι πολλοί εν Ιούδα ένορκοι ήσαν αυτώ, ότι γαμβρός ήν τού Σεχενία υιού Ηραέ, και Ιωνάν υιός αυτού έλαβε την θυγατέρα Μεσουλάμ υιού Βαραχία εις γυναίκα. 19 και τους λόγους αυτού ήσαν λέγοντες προς με και λόγους μου ήσαν εκφέροντες αυτώ, και επιστολάς απέστειλε Τωβίας φοβερίσαι με.
1 ΚΑΙ εγένετο ηνίκα ωκοδομήθη το τείχος, και έστησα τας θύρας, και επεσκέπησαν οι πυλωροί και οι άδοντες και οι Λευίται. 2 και ενετειλάμην τώ Ανανία αδελφώ μου και τώ Ανανία άρχοντι της βιρά εν Ιερουσαλήμ, ότι αυτός ως ανήρ αληθής και φοβούμενος τον Θεόν παρά πολλούς, 3 και είπα αυτοίς· ουκ ανοιγήσονται πύλαι Ιερουσαλήμ έως άμα τώ ηλίω, και έτι αυτών γρηγορούντων κλειέσθωσαν αι θύραι και σφηνούσθωσαν· και στήσον προφύλακας οικούντων εν Ιερουσαλήμ, ανήρ εν προφυλακή αυτού και ανήρ απέναντι οικίας αυτού. 4 Καί η πόλις πλατεία και μεγάλη, και ο λαός ολίγος εν αυτή, και ουκ ήσαν οικίαι ωκοδομημέναι. 5 και έδωκεν ο Θεός εις την καρδίαν μου και συνήξα τους εντίμους και τους άρχοντας και τον λαόν εις συνοδίας· και εύρον βιβλίον της συνοδίας, οί ανέβησαν εν πρώτοις, και εύρον γεγραμμένον εν αυτώ. 6 και ούτοι υιοί της χώρας οι αναβάντες από αιχμαλωσίας της αποικίας, ής απώκισε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς Βαβυλώνος και επέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ και εις Ιούδα ανήρ εις την πόλιν αυτού 7 μετά Ζοροβάβελ και Ιησού και Νεεμία Αζαρία και Ρεελμά Ναεμανί, Μαρδοχαίος, Βαλσάν, Μασφαράθ, Έσδρα, Βογουία, Ιναούμ, Βαανά, Μασφάρ, άνδρες λαού Ισραήλ· 8 υιοί Φόρος δισχίλιοι εκατόν εβδομηκονταδύο· 9 υιοί Σαφατία τριακόσιοι εβδομηκονταδύο·
10 υιοί Ηρά εξακόσιοι πεντηκονταδύο· 11 υιοί Φαάθ Μωάβ τοίς υιοίς Ιησού και Ιωάβ δισχίλιοι εξακόσιοι δεκαοκτώ· 12 υιοί Αιλάμ χίλιοι διακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες· 13 υιοί Ζαθουία οκτακόσιοι τεσσαρακονταπέντε· 14 υιοί Ζακχού επτακόσιοι εξήκοντα· 15 υιοί Βανουί εξακόσιοι τεσσαρακονταοκτώ· 16 υιοί Βηβί εξακόσιοι εικοσιοκτώ· 17 υιοί Ασγάδ δισχίλιοι τριακόσιοι εικοσιδύο· 18 υιοί Αδωνικάμ εξακόσιοι εξηκονταεπτά· 19 υιοί Βαγοί δισχίλιοι εξηκονταεπτά·
20 υιοί Ηδίν εξακόσιοι πεντηκονταπέντε· 21 υιοί Ατήρ τώ Εζεκία ενενηκονταοκτώ· 22 υιοί Ησάμ τριακόσιοι εικοσιοκτώ· 23 υιοί Βεσεί τριακόσιοι εικοσιτέσσαρες· 24 υιοί Αρίφ εκατόν δώδεκα· υιοί Ασέν διακόσιοι εικοσιτρείς· 25 υιοί Γαβαών ενενηκονταπέντε· 26 υιοί Βαιθαλέμ εκατόν εικοσιτρείς· υιοί Ατωφά πεντηκονταέξ· 27 υιοί Αναθώθ εκατόν εικοσιοκτώ· 28 άνδρες Βηθασμώθ τεσσαρακονταδύο· 29 άνδρες Καριαθαρίμ, Καφιρά και Βηρώθ επτακόσιοι τεσσαρακοντατρείς·
30 άνδρες Αραμά και Γαβαά εξακόσιοι είκοσιν· 31 άνδρες Μαχεμάς εκατόν εικοσιδύο· 32 άνδρες Βαιθήλ και Αί εκατόν εικοσιτρείς· 33 άνδρες Ναβία εκατόν πεντηκονταδύο· 34 άνδρες Ηλαμαάρ χίλιοι διακόσιοι πεντηκονταδύο· 35 υιοί Ηράμ τριακόσιοι είκοσι· 36 υιοί Ιεριχώ τριακόσιοι τεσσαρακονταπέντε· 37 υιοί Λοδαδίδ και Ωνώ επτακόσιοι εικοσιείς· 38 υιοί Σανανά τρισχίλιοι ενακόσιοι τριάκοντα· 39 οι ιερείς, υιοί Ιωδαέ εις οίκον Ιησού ενακόσιοι εβδομηκοντατρείς·
40 υιοί Εμμήρ χίλιοι πεντηκονταδύο· 41 υιοί Φασεούρ χίλιοι διακόσιοι τεσσαρακονταεπτά· 42 υιοί Ηράμ χίλιοι δεκαεπτά· 43 οι Λευίται, υιοί Ιησού τού Καδμιήλ τοίς υιοίς τού Ουδουία εβδομηκοντατέσσαρες· 44 οι άδοντες, υιοί Ασάφ εκατόν τεσσαρακονταοκτώ· 45 οι πυλωροί, υιοί Σαλούμ, υιοί Ατήρ, υιοί Τελμών, υιοί Ακούβ, υιοί Ατιτά, υιοί Σαβί, εκατόν τριακονταοκτώ· 46 οιναθινίμ, υιοί Σηά, υιοί Ασφά, υιοί Ταβαώθ, 47 υιοί Κιράς, υιοί Ασουία, υιοί Φαδών, 48 υιοί Λαβανά, υιοί Αγαβά, υιοί Σελμεί, 49 υιοί Ανάν, υιοί Γαδήλ, υιοί Γαάρ,
50 υιοί Ρααία, υιοί Ρασσών, υιοί Νεκωδά, 51 υιοί Γηζάμ, υιοί Οζί, υιοί Φεσή, 52 υιοί Βησί, υιοί Μεινών, υιοί Νεφωσασί, 53 υιοί Βακβούκ, υιοί Αχιφά, υιοί Αρούρ, 54 υιοί Βασαλώθ, υιοί Μιδά, υιοί Αδασάν, 55 υιοί Βαρκουέ, υιοί Σισαράθ, υιοί Θημά, 56 υιοί Νισιά, υιοί Ατιφά, 57 υιοί δούλων Σαλωμών, υιοί Σουτεί, υιοί Σαφαράτ, υιοί Φεριδά, 58 υιοί Ιελήλ, υιοί Δορκών, υιοί Γαδαήλ, 59 υιοί Σαφατία, υιοί Εττήλ, υιοί Φακαράθ, υιοί Σαβαίμ, υιοί Ημίμ·
60 πάντες οι ναθινίμ, και υιοί δούλων Σαλωμών, τριακόσιοι ενενηκονταδύο. 61 και ούτοι ανέβησαν από Θελμελέθ, Θελαρησά, Χαρούβ, Ηρών, Ιεμήρ και ουκ εδυνάσθησαν απαγγείλαι οίκους πατριών αυτών και σπέρμα αυτών ει από Ισραήλ εισιν· 62 υιοί Δαλαία, υιοί Τωβία, υιοί Νεκωδά, εξακόσιοι τεσσαρακονταδύο· 63 και από των ιερέων υιοί Εβία, υιοί Ακώς, υιοί Βερζελλί, ότι έλαβον από θυγατέρων Βερζελλί τού Γαλααδίτου γυναίκας και εκλήθησαν επ' ονόματι αυτών· 64 ούτοι εζήτησαν γραφήν αυτών της συνοδίας, και ουχ ευρέθη, και ηγχιστεύθησαν από της ιερατείας, 65 και είπεν Αθερσασθά, ίνα μη φάγωσιν από τού αγίου των αγίων, έως αναστή ιερεύς φωτίσων. 66 και εγένετο πάσα η εκκλησία ωσεί τέσσαρες μυριάδες δισχίλιοι τριακόσιοι εξήκοντα, 67 πάρεξ δούλων αυτών και παιδισκών αυτών, ούτοι επτακισχίλιοι τριακόσιοι τριακονταεπτά· και άδοντες και άδουσαι διακόσιοι τεσσαρακονταπέντε· 69 όνοι δισχίλιοι επτακόσιοι.
70 και από μέρους αρχηγών των πατριών έδωκαν εις το έργον τώ Νεεμία εις θησαυρόν χρυσούς χιλίους, φιάλας πεντήκοντα και χωθωνώθ των ιερέων τριάκοντα. 71 και από αρχηγών των πατριών έδωκαν εις θησαυρούς τού έργου χρυσού νομίσματος δύο μυριάδας και αργυρίου μνάς δισχιλίας τριακοσίας, και έδωκαν οι κατάλοιποι τού λαού χρυσίου δύο μυριάδας και αργυρίου μνάς δισχιλίας διακοσίας και χωθωνώθ των ιερέων εξηκονταεπτά. 72 και εκάθισαν οι ιερείς και Λευίται και οι πυλωροί και οι άδοντες και οι από τού λαού και οι ναθινίμ και πάς Ισραήλ εν πόλεσιν αυτών.
1 ΚΑΙ έφθασεν ο μην ο έβδομος ~και οι υιοί Ισραήλ εν πόλεσιν αυτών~ και συνήχθησαν πάς ο λαός ως ανήρ είς εις το πλάτος το έμπροσθεν πύλης τού ύδατος. και είπαν τώ Έσδρα τώ γραμματεί ενέγκαι το βιβλίον νόμου Μωυσή, ον ενετείλατο Κύριος τώ Ισραήλ. 2 και ήνεγκεν Έσδρας ο ιερεύς τον νόμον ενώπιον της εκκλησίας από ανδρός έως γυναικός και πάς ο συνίων ακούειν εν ημέρα μια τού μηνός τού εβδόμου 3 και ανέγνω εν αυτώ από της ώρας τού διαφωτίσαι τον ήλιον έως ημίσους της ημέρας απέναντι των ανδρών και των γυναικών, και αυτοί συνιέντες, και ώτα παντός τού λαού εις το βιβλίον τού νόμου. 4 και έστη Έσδρας ο γραμματεύς επί βήματος ξυλίνου, και έστησαν εχόμενα αυτού Ματταθίας και Σαμαίας και Ανανίας και Ουρίας και Χελκία και Μαασία εκ δεξιών αυτού, και εξ αριστερών Φαδαίας και Μισαήλ και Μελχίας και Ασώμ και Ασαβαδμά και Ζαχαρίας και Μεσολλάμ. 5 και ήνοιξεν Έσδρας το βιβλίον ενώπιον παντός τού λαού, ότι αυτός ήν επάνω τού λαού ~και εγένετο ηνίκα ήνοιξεν αυτό, έστη πάς ο λαός~ 6 και ηυλόγησεν Έσδρας Κύριον τον Θεόν τον μέγαν, και απεκρίθη πάς ο λαός και είπαν· αμήν, επάραντες τας χείρας αυτών, και έκυψαν και προσεκύνησαν τώ Κυρίω επί πρόσωπον επί την γήν. 7 και Ιησούς και Βαναίας και Σαραβίας ήσαν συνετίζοντες τον λαόν εις τον νόμον· και ο λαός εν τή στάσει αυτού. 8 και ανέγνωσαν εν βιβλίω νόμου τού Θεού, και εδίδασκεν Έσδρας και διέστελλεν εν επιστήμη Κυρίου, και συνήκεν ο λαός εν τή αναγνώσει. 9 και είπε Νεεμίας και Έσδρας ο ιερεύς και γραμματεύς και οι Λευίται και οι συνετίζοντες τον λαόν και είπαν παντί τώ λαώ· ημέρα αγία εστί τώ Κυρίω Θεώ ημών, μη πενθείτε μηδέ κλαίετε· ότι έκλαιε πάς ο λαός, ως ήκουσαν τους λόγους τού νόμου.
10 και είπεν αυτοίς· πορεύεσθε φάγετε λιπάσματα και πίετε γλυκάσματα και αποστείλατε μερίδας τοίς μη έχουσιν· ότι αγία εστίν η ημέρα τώ Κυρίω ημών· και μη διαπέσητε, ότι εστί Κύριος ισχύς ημών. 11 και οι Λευίται κατεσιώπων πάντα τον λαόν λέγοντες· σιωπάτε, ότι ημέρα αγία, και μη καταπίπτετε. 12 και απήλθε πάς ο λαός φαγείν και πιείν και αποστέλλειν μερίδας και ποιήσαι ευφροσύνην μεγάλην, ότι συνήκαν εν τοίς λόγοις οίς εγνώρισεν αυτοίς. 13 Καί εν τή ημέρα τή δευτέρα συνήχθησαν οι άρχοντες των πατριών σύν τώ παντί λαώ, οι ιερείς και οι Λευίται προς Έσδραν τον γραμματέα επιστήσαι προς πάντας τους λόγους τού νόμου. 14 και εύροσαν γεγραμμένον εν τώ νόμω, ώ ενετείλατο Κύριος τώ Μωυσή, όπως κατοικήσωσιν οι υιοί Ισραήλ εν σκηναίς εν εορτή εν μηνί τώ εβδόμω, 15 και όπως σημάνωσι σάλπιγξιν εν πάσαις ταίς πόλεσιν αυτών και εν Ιερουσαλήμ. και είπεν Έσδρας· εξέλθετε εις το όρος, και ενέγκατε φύλλα ελαίας και φύλλα ξύλων κυπαρισσίνων και φύλλα μυρσίνης και φύλλα φοινίκων και φύλλα ξύλου δασέος ποιήσαι σκηνάς κατά το γεγραμμένον. 16 και εξήλθεν ο λαός και ήνεγκαν και εποίησαν εαυτοίς σκηνάς ανήρ επί τού δώματος αυτού και εν ταίς αυλαίς αυτών και εν ταίς αυλαίς οίκου τού Θεού και εν πλατείαις της πόλεως και έως πύλης Εφραίμ. 17 και εποίησαν πάσα η εκκλησία, οι επιστρέψαντες από της αιχμαλωσίας, σκηνάς και εκάθισαν εν σκηναίς· ότι ουκ εποίησαν από ημερών Ιησού υιού Ναυή ούτως οι υιοί Ισραήλ έως της ημέρας εκείνης· και εγένετο ευφροσύνη μεγάλη. 18 και ανέγνω εν βιβλίω νόμου τού Θεού ημέραν εν ημέρα από της ημέρας της πρώτης έως της ημέρας της εσχάτης· και εποίησαν εορτήν επτά ημέρας, και τή ημέρα τή ογδόη εξόδιον κατά το κρίμα.
1 ΚΑΙ εν ημέρα εικοστή και τετάρτη τού μηνός τούτου συνήχθησαν οι υιοί Ισραήλ εν νηστεία και εν σάκκοις και σποδώ επί κεφαλής αυτών. 2 και εχωρίσθησαν οι υιοί Ισραήλ από παντός υιού αλλοτρίου και έστησαν και εξηγόρευσαν τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας των πατέρων αυτών. 3 και έστησαν επί τή στάσει αυτών και ανέγνωσαν εν βιβλίω νόμου Κυρίου Θεού αυτών και ήσαν εξαγορεύοντες τώ Κυρίω και προσκυνούντες τώ Κυρίω Θεώ αυτών. 4 και έστη επί αναβάσει των Λευιτών Ιησούς και οι υιοί Καδμιήλ, Σεχενία υιός Σαραβία, υιοί Χωνενί και εβόησαν φωνή μεγάλη προς Κύριον τον Θεόν αυτών. 5 και είποσαν οι Λευίται Ιησούς και Καδμιήλ· ανάστητε, ευλογείτε Κύριον τον Θεόν ημών από τού αιώνος και έως τού αιώνος· και ευλογήσουσιν όνομα δόξης σου και υψώσουσιν επί πάση ευλογία και αινέσει. 6 και είπεν Έσδρας· σύ εί αυτός Κύριος μόνος, σύ εποίησας τον ουρανόν και τον ουρανόν τού ουρανού και πάσαν την στάσιν αυτών, την γήν και πάντα, όσα εστίν εν αυτή, τας θαλάσσας και πάντα τα εν αυταίς, και σύ ζωοποιείς τα πάντα, και σοί προσκυνούσιν αι στρατιαί των ουρανών. 7 σύ εί Κύριος ο Θεός· σύ εξελέξω εν Άβραμ και εξήγαγες αυτόν εκ της χώρας των Χαλδαίων και επέθηκας αυτώ όνομα Αβραάμ· 8 και εύρες την καρδίαν αυτού πιστήν ενώπιόν σου και διέθου προς αυτόν διαθήκην δούναι αυτώ την γήν των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Ιεβουσαίων και Γεργεσαίων και τώ σπέρματι αυτού· και έστησας τους λόγους σου, ότι δίκαιος σύ. 9 και είδες την ταπείνωσιν των πατέρων ημών εν Αιγύπτω και την κραυγήν αυτών ήκουσας επί θάλασσαν ερυθράν.
10 και έδωκας σημεία και τέρατα εν Αιγύπτω εν Φαραώ και εν πάσι τοίς παισίν αυτού και εν παντί τώ λαώ της γής αυτού, ότι έγνως ότι υπερηφάνησαν επ' αυτούς, και εποίησας σεαυτώ όνομα ως η ημέρα αύτη. 11 και την θάλασσαν έρρηξας ενώπιον αυτών, και παρήλθοσαν εν μέσω της θαλάσσης εν ξηρασία, και τους καταδιώξοντας αυτούς έρριψας εις βυθόν ωσεί λίθον εν ύδατι σφοδρώ. 12 και εν στύλω νεφέλης ωδήγησας αυτούς ημέρας και εν στύλω πυρός την νύκτα τού φωτίσαι αυτοίς την οδόν, εν ή πορεύσονται εν αυτή. 13 και επί όρος Σινά κατέβης και ελάλησας προς αυτούς εξ ουρανού και έδωκας αυτοίς κρίματα ευθέα και νόμους αληθείας, προστάγματα και εντολάς αγαθάς· 14 και το σάββατόν σου το άγιον εγνώρισας αυτοίς, εντολάς και προστάγματα και νόμον ενετείλω αυτοίς εν χειρί Μωυσή δούλου σου. 15 και άρτον εξ ουρανού έδωκας αυτοίς εις σιτοδοτίαν αυτών και ύδωρ εκ πέτρας εξήνεγκας αυτοίς εις δίψαν αυτών. και είπας αυτοίς εισελθείν κληρονομήσαι την γήν, εφ' ήν εξέτεινας την χείρά σου δούναι αυτοίς. 16 και αυτοί και οι πατέρες ημών υπερηφανεύσαντο και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών και ουκ ήκουσαν των εντολών σου· 17 και ανένευσαν τού εισακούσαι και ουκ εμνήσθησαν των θαυμασίων σου, ών εποίησας μετ' αυτών και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών και έδωκαν αρχήν επιστρέψαι εις δουλείαν αυτών εν Αιγύπτω. και σύ ο Θεός ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και ουκ εγκατέλιπες αυτούς. 18 έτι δε και εποίησαν εαυτοίς μόσχον χωνευτόν και είπαν· ούτοι οι θεοί οι εξαγαγόντες ημάς εξ Αιγύπτου· και εποίησαν παροργισμούς μεγάλους. 19 και σύ εν οικτιρμοίς σου τοίς πολλοίς ουκ εγκατέλιπες αυτούς εν τή ερήμω, τον στύλον της νεφέλης ουκ εξέκλινας απ' αυτών ημέρας οδηγήσαι αυτούς εν τή οδώ και τον στύλον τού πυρός την νύκτα, φωτίζειν αυτοίς την οδόν, εν ή πορεύσονται εν αυτή.
20 και το πνεύμά σου το αγαθόν έδωκας συνετίσαι αυτούς και το μάννα σου ουκ αφυστέρησας από στόματος αυτών και ύδωρ έδωκας αυτοίς εν τώ δίψει αυτών. 21 και τεσσαράκοντα έτη διέθρεψας αυτούς εν τή ερήμω, ουχ υστέρησας αυτοίς ουδέν· ιμάτια αυτών ουκ επαλαιώθησαν, και πόδες αυτών ου διερράγησαν. 22 και έδωκας αυτοίς βασιλείας και λαούς εμέρισας αυτοίς, και εκληρονόμησαν την γήν Σηών βασιλέως Εσεβών και την γήν Ώγ βασιλέως τού Βασάν. 23 και τους υιούς αυτών επλήθυνας ως τους αστέρας τού ουρανού και εισήγαγες αυτούς εις την γήν, ήν είπας τοίς πατράσιν αυτών, και εκληρονόμησαν αυτήν. 24 και εξέτριψας ενώπιον αυτών τους κατοικούντας την γήν των Χαναναίων και έδωκας αυτούς εις τας χείρας αυτών και τους βασιλείς αυτών και τους λαούς της γής ποιήσαι αυτοίς ως αρεστόν ενώπιον αυτών. 25 και κατελάβοσαν πόλεις υψηλάς και εκληρονόμησαν οικίας πλήρεις πάντων αγαθών, λάκκους λελατομημένους, αμπελώνας και ελαιώνας και πάν ξύλον βρώσιμον εις πλήθος· και εφάγοσαν και ενεπλήσθησαν και ελιπάνθησαν και ετρύφησαν εν αγαθωσύνη σου τή μεγάλη. 26 και ήλλαξαν και απέστησαν από σού και έρριψαν τον νόμον σου οπίσω σώματος αυτών και τους προφήτας σου απέκτειναν, οί διεμαρτύραντο εν αυτοίς επιστρέψαι αυτούς προς σε, και εποίησαν παροργισμούς μεγάλους. 27 και έδωκας αυτούς εν χειρί θλιβόντων αυτούς, και έθλιψαν αυτούς· και ανεβόησαν προς σε εν καιρώ θλίψεως αυτών, και σύ εξ ουρανού σου ήκουσας και εν οικτιρμοίς σου τοίς μεγάλοις έδωκας αυτοίς σωτήρας και έσωσας αυτούς εκ χειρός θλιβόντων αυτούς. 28 και ως ανεπαύσαντο, επέστρεψαν ποιήσαι το πονηρόν ενώπιόν σου· και εγκατέλιπες αυτούς εις χείρας εχθρών αυτών, και κατήρξαν εν αυτοίς· και πάλιν ανεβόησαν προς σε, και σύ εξ ουρανού εισήκουσας και ερρύσω αυτούς εν οικτιρμοίς σου πολλοίς. 29 και επεμαρτύρω αυτοίς επιστρέψαι αυτούς εις τον νόμον σου, και ουκ ήκουσαν, αλλ' εν ταίς εντολαίς σου και κρίμασί σου ημάρτοσαν, ά ποιήσας αυτά άνθρωπος ζήσεται εν αυτοίς· και έδωκαν νώτον απειθούντα και τράχηλον αυτών εσκλήρυναν και ουκ ήκουσαν.
30 και είλκυσας επ' αυτούς έτη πολλά και επεμαρτύρω αυτοίς εν πνεύματί σου εν χειρί προφητών σου· και ουκ ηνωτίσαντο, και έδωκας αυτούς εν χειρί λαών της γής. 31 και σύ εν οικτιρμοίς σου τοίς πολλοίς ουκ εποίησας αυτούς συντέλειαν και ουκ εγκατέλιπες αυτούς, ότι ισχυρός εί και ελεήμων και οικτίρμων. 32 και νύν, ο Θεός ημών ο ισχυρός, ο μέγας, ο κραταιός και ο φοβερός, φυλάσσων την διαθήκην σου και το έλεός σου, μη ολιγωθήτω ενώπιόν σου πάς ο μόχθος, ός εύρεν ημάς και τους βασιλείς ημών και τους άρχοντας ημών και τους ιερείς ημών και τους προφήτας ημών και τους πατέρας ημών και εν παντί τώ λαώ σου από ημερών βασιλέων Ασσούρ και έως της ημέρας ταύτης. 33 και σύ δίκαιος επί πάσι τοίς ερχομένοις εφ' ημάς, ότι αλήθειαν εποίησας, και ημείς εξημάρτομεν, 34 και οι βασιλείς ημών και οι άρχοντες ημών και οι ιερείς ημών και οι πατέρες ημών ουκ εποίησαν τον νόμον σου και ου προσέσχον των εντολών σου και τα μαρτύριά σου, ά διεμαρτύρω αυτοίς. 35 και αυτοί εν βασιλεία σου και εν αγαθωσύνη σου τή πολλή, ή έδωκας αυτοίς, και εν τή γη τή πλατεία και λιπαρά, ή έδωκας ενώπιον αυτών, ουκ εδούλευσάν σοι και ουκ απέστρεψαν από επιτηδευμάτων αυτών των πονηρών. 36 ιδού σήμερόν εσμεν δούλοι, και η γη, ήν έδωκας τοίς πατράσιν ημών φαγείν τον καρπόν αυτής και τα αγαθά αυτής, ιδού εσμεν δούλοι επ' αυτής, 37 και οι καρποί αυτής πολλοί τοίς βασιλεύσιν, οίς έδωκας εφ' ημάς εν αμαρτίαις ημών, και επί τα σώματα ημών εξουσιάζουσι και εν κτήνεσιν ημών ως αρεστόν αυτοίς, και εν θλίψει μεγάλη εσμέν. 38 και εν πάσι τούτοις ημείς διατιθέμεθα πίστιν και γράφομεν, και επισφραγίζουσιν άρχοντες ημών, Λευίται ημών, ιερείς ημών.
1 ΚΑΙ επί των σφραγιζόντων Νεεμίας Αρτασασθά υιός Αχαλία και Σεδεκίας 2 υιός Αραία και Αζαρία και Ιερμία, 3 Φασούρ, Αμαρία, Μελχία, 4 Αττούς, Σεβανί, Μαλούχ, 5 Ιράμ, Μεραμώθ, Αβδία, 6 Δανιήλ, Γανναθών, Βαρούχ, 7 Μεσουλάμ, Αβία, Μιαμίν, 8 Μααζία, Βελγαί, Σαμαία, ούτοι ιερείς· 9 και οι Λευίται Ιησούς υιός Αζανία, Βαναίου από υιών Ηναδάδ, Καδμιήλ
10 και οι αδελφοί αυτού, Σαβανία, Ωδουία, Καλιτάν, Φελία, Ανάν, 11 Μιχά, Ροώβ, Ασεβίας, 12 Ζακχώρ, Σαραβία, Σεβανία, 13 Ωδούμ, υιοί Βανουναί· 14 άρχοντες τού λαού Φόρος, Φαάθ, Μωάβ, Ηλάμ, Ζαθουία, υιοί Βανί, 15 Ασγάδ, Βηβαί, 16 Αδανία, Βαγοί, Ηδίν, 17 Ατήρ, Εζεκία, Αζούρ, 18 Ωδουία, Ησάμ, Βησί, 19 Αρίφ, Αναθώθ, Νωβαί,
20 Μεγαφής, Μεσουλάμ, Ηζίρ, 21 Μεσωζεβήλ, Σαδούκ, Ιεδδούα, 22 Φαλτία, Ανάν, Αναία, 23 Ωσηέ, Ανανία, Ασούβ, 24 Αλωής, Φαλαί, Σωβήκ, 25 Ρεούμ, Εσσαβανά, Μαασία, 26 και Αία, Αινάν, Ηνάμ, 27 Μαλούχ, Ηράμ, Βαανά. 28 και οι κατάλοιποι τού λαού, οι ιερείς, οι Λευίται, οι πυλωροί, οι άδοντες, οι ναθινίμ και πάς ο προσπορευόμενος από λαών της γής προς νόμον τού Θεού, γυναίκες αυτών, υιοί αυτών, θυγατέρες αυτών, πάς ο ειδώς και συνίων, 29 ενίσχυον επί τους αδελφούς αυτών και κατηράσαντο αυτούς και εισήλθοσαν εν αρά και εν όρκω τού πορεύεσθαι εν νόμω τού Θεού, ός εδόθη εν χειρί Μωυσή δούλου τού Θεού, φυλάσσεσθαι και ποιείν πάσας τας εντολάς Κυρίου και τα κρίματα αυτού και τα προστάγματα αυτού
30 και τού μη δούναι θυγατέρας ημών τοίς λαοίς της γής, και τας θυγατέρας αυτών ου ληψόμεθα τοίς υιοίς ημών. 31 και λαοί της γής οι φέροντες τους αγορασμούς και πάσαν πράσιν εν ημέρα τού σαββάτου αποδόσθαι, ουκ αγορώμεν παρ' αυτών εν σαββάτω και εν ημέρα αγία. και ανήσομεν το έτος το έβδομον και απαίτησιν πάσης χειρός. 32 και στήσομεν εφ' ημάς εντολάς δούναι εφ' ημάς τρίτον τού διδράχμου κατ' ενιαυτόν εις δουλείαν οίκου τού Θεού ημών 33 εις άρτους τού προσώπου και θυσίαν τού ενδελεχισμού και εις ολοκαύτωμα τού ενδελεχισμού των σαββάτων, των νουμηνιών, εις τας εορτάς και εις τα άγια, και τα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί Ισραήλ, και εις έργα οίκου τού Θεού ημών. 34 και κλήρους εβάλομεν περί κλήρου ξυλοφορίας, οι ιερείς και οι Λευίται και ο λαός, ενέγκαι εις οίκον Θεού ημών, εις οίκον πατριών ημών, εις καιρούς από χρόνων, ενιαυτόν κατ' ενιαυτόν, εκκαύσαι επί το θυσιαστήριον Κυρίου Θεού ημών, ως γέγραπται εν τώ νόμω, 35 και ενέγκαι τα πρωτογεννήματα της γής ημών και πρωτογεννήματα καρπού παντός ξύλου ενιαυτόν κατ' ενιαυτόν εις οίκον Κυρίου 36 και τα πρωτότοκα υιών ημών και κτηνών ημών, ως γέγραπται εν τώ νόμω, και τα πρωτότοκα των βοών ημών και ποιμνίων ημών ενέγκαι εις οίκον Θεού ημών τοίς ιερεύσι τοίς λειτουργούσιν εν οίκω Θεού ημών. 37 και την απαρχήν σίτων ημών και τον καρπόν παντός ξύλου, οίνου και ελαίου οίσομεν τοίς ιερεύσιν εις το γαζοφυλάκιον οίκου τού Θεού· και δεκάτην γής ημών τοίς Λευίταις. και αυτοί οι Λευίται δεκατούντες εν πάσαις πόλεσι δουλείας ημών· 38 και έσται ο ιερεύς υιός Ααρών μετά τού Λευίτου εν τή δεκάτη τού Λευίτου, και οι Λευίται ανοίσουσι την δεκάτην της δεκάτης εις οίκον Θεού ημών εις τα γαζοφυλάκια εις οίκον Θεού· 39 ότι εις τους θησαυρούς εισοίσουσιν οι υιοί Ισραήλ και οι υιοί τού Λευί τας απαρχάς τού σίτου και τού οίνου και τού ελαίου, και εκεί σκεύη τα άγια, και οι ιερείς και οι λειτουργοί και οι πυλωροί και οι άδοντες, και ουκ εγκαταλείψομεν τον οίκον τού Θεού ημών.
1 ΚΑΙ εκάθισαν οι άρχοντες τού λαού εν Ιερουσαλήμ, και οι κατάλοιποι τού λαού εβάλοσαν κλήρους ενέγκαι ένα από των δέκα καθίσαι εν Ιερουσαλήμ πόλει τή αγία και εννέα μέρη εν ταίς πόλεσι. 2 και ευλόγησεν ο λαός τους πάντας άνδρας τους εκουσιαζομένους καθίσαι εν Ιερουσαλήμ· 3 και ούτοι οι άρχοντες της χώρας, οί εκάθισαν εν Ιερουσαλήμ και εν πόλεσιν Ιούδα· εκάθισαν ανήρ εν κατασχέσει αυτού, εν πόλεσιν αυτών Ισραήλ, οι ιερείς και οι Λευίται και οι ναθιναίοι και οι υιοί δούλων Σαλωμών· 4 και εν Ιερουσαλήμ εκάθισαν από υιών Ιούδα και από υιών Βενιαμίν. από υιών Ιούδα· Αθαία υιός Αζία, υιός Ζαχαρία, υιός Σαμαρία, υιός Σαφατία, υιός Μαλελεήλ και από των υιών Φαρές, 5 και Μαασία υιός Βαρούχ, υιός Χαλαζά, υιός Οζία, υιός Αδαία, υιός Ιωαρίβ, υιός Ζαχαρίου, υιός τού Σηλωνί· 6 πάντες υιοί Φαρές οι καθήμενοι εν Ιερουσαλήμ τετρακόσιοι εξηκονταοκτώ άνδρες δυνάμεως. 7 και ούτοι υιοί Βενιαμίν· Σηλώ υιός Μεσουλάμ, υιός Ιωάδ, υιός Φαδαία, υιός Κωλεία, υιός Μαασίου, υιός Εθιήλ, υιός Ιεσία, 8 και οπίσω αυτού Γηβέ, Σηλί, εννακόσιοι εικοσιοκτώ. 9 και Ιωήλ υιός Ζεχρί επίσκοπος επ' αυτούς, και Ιούδα υιός Ασανά από της πόλεως δεύτερος·
10 από των ιερέων· και Ιαδία υιός Ιωρίβ, Ιαχίν, 11 Σαραία υιός Ελχία, υιός Μεσουλάμ, υιός Σαδδούκ, υιός Μαριώθ, υιός Αιτώθ απέναντι οίκου τού Θεού. 12 και αδελφοί αυτών ποιούντες το έργον τού οίκου οκτακόσιοι εικοσιδύο. και Αδαία υιός Ιεροάμ, υιού Φαλαλία, υιού Αμασί, υιός Ζαχαρία, υιός Φασσούρ, υιός Μελχία, 13 και αδελφοί αυτού, άρχοντες πατριών διακόσιοι τεσσαρακονταδύο. και Αμασία υιός Εσδριήλ, υιού Μεσαριμίθ, υιού Εμμήρ, 14 και αδελφοί αυτού δυνατοί παρατάξεως εκατόν εικοσιοκτώ· και επίσκοπος Βαδιήλ υιός των μεγάλων. 15 και από των Λευιτών Σαμαία υιός Εσρικάμ, 17 Ματθανίας υιός Μιχά και Ιωβήβ υιός Σαμουί, 18 διακόσιοι ογδοηκοντατέσσαρες. 19 και οι πυλωροί Ακούβ, Τελαμίν, και οι αδελφοί αυτών, εκατόν εβδομηκονταδύο. 22 και επίσκοπος Λευιτών υιός Βανί, υιός Οζί, υιός Ασαβία, υιός Μιχά. από υιών Ασάφ των αδόντων απέναντι έργου οίκου τού Θεού· 23 ότι εντολή τού βασιλέως εις αυτούς. 24 και Φαθαία υιός Βασηζά προς χείρα τού βασιλέως εις πάν χρήμα τώ λαώ. 25 και προς τας επαύλεις εν αγρώ αυτών. και από υιών Ιούδα εκάθισαν εν Καριαθαρβόκ 26 και εν Ιησού 27 και εν Βηρσαβεέ, και επαύλεις αυτών, 30 Λαχίς και αγροί αυτής· και παρενεβάλοσαν εν Βηρσαβεέ. 31 και οι υιοί Βενιαμίν από Γαβαά Μαχμάς. 36 και από των Λευιτών μερίδες Ιούδα τώ Βενιαμίν.
1 ΚΑΙ ούτοι οι ιερείς και οι Λευίται οι αναβάντες μετά Ζοροβάβελ υιού Σαλαθιήλ και Ιησού· Σαραία, Ιερεμία, Έσδρα, 2 Αμαρία, Μαλούχ, 3 Σεχενία· 7 ούτοι οι άρχοντες των ιερέων και αδελφοί αυτών εν ημέραις Ιησού. 8 και οι Λευίται, Ιησού, Βανουί, Καδμιήλ, Σαραβία, Ιωδαέ, Ματθανία, επί των χειρών αυτός και οι αδελφοί αυτών εις τας εφημερίας.
10 και Ιησούς εγέννησε τον Ιωακίμ, και Ιωακίμ εγέννησε τον Ελιασίβ, και Ελιασίβ τον Ιωδαέ, 11 και Ιωδαέ εγέννησε τον Ιωνάθαν, και Ιωνάθαν εγέννησε τον Ιαδού. 12 και εν ημέραις Ιωακίμ αδελφοί αυτού οι ιερείς και οι άρχοντες των πατριών· τώ Σαραία Αμαρία, τώ Ιερεμία Ανανία, 13 τώ Έσδρα Μεσουλάμ, τώ Αμαρία Ιωανάν, 14 τώ Αμαλούχ Ιωνάθαν, τώ Σεχενία Ιωσήφ, 15 τώ Αρέ Μαννάς, τώ Μαριώθ Ελκαί, 16 τώ Αδαδαί Ζαχαρία, τώ Γαναθώθ Μοσολάμ, 17 τώ Αβιά Ζεχρί, τώ Μιαμίν Μααδαί τώ Φελετί, 18 τώ Βαλγάς Σαμουέ, τώ Σεμία Ιωνάθαν, 19 τώ Ιωαρίβ Ματθαναί, τώ Εδίω Οζί,
20 τώ Σαλαί Καλλαί, τώ Αμέκ Αβέδ, 21 τώ Ελκία Ασαβίας, τώ Ιεδειού Ναθαναήλ. 22 οι Λευίται εν ημέραις Ελιασίβ, Ιωαδά και Ιωά και Ιωανάν και Ιδούα, γεγραμμένοι άρχοντες των πατριών, και οι ιερείς εν βασιλεία Δαρείου τού Πέρσου· 23 υιοί δε Λευί άρχοντες των πατριών γεγραμμένοι επί βιβλίω λόγων των ημερών και έως ημερών Ιωανάν υιού Ελισουέ. 24 και οι άρχοντες των Λευιτών Ασαβία και Σαραβία και Ιησού και υιοί Καδμιήλ και οι αδελφοί αυτών κατεναντίον αυτών εις ύμνον αινείν εν εντολή Δαυίδ ανθρώπου τού Θεού εφημερία προς εφημερίαν 25 εν τώ συναγαγείν με τους πυλωρούς 26 εν ημέραις Ιωακίμ υιού Ιησού, υιού Ιωσεδέκ και εν ημέραις Νεεμία, και Έσδρας ο ιερεύς και γραμματεύς. 27 Καί εν εγκαινίοις τείχους Ιερουσαλήμ εζήτησαν τους Λευίτας εν τοίς τόποις αυτών τού ενέγκαι αυτούς εις Ιερουσαλήμ ποιήσαι εγκαίνια και ευφροσύνην εν Θωδαθά και εν ωδαίς, κυμβαλίζοντες και ψαλτήρια και κινύραι. 28 και συνήχθησαν οι υιοί των αδόντων και από της περιχώρου κυκλόθεν εις Ιερουσαλήμ και από επαύλεων 29 και από αγρών· ότι επαύλεις ωκοδόμησαν εαυτοίς οι άδοντες εν Ιερουσαλήμ.
30 και εκαθαρίσθησαν οι ιερείς και οι Λευίται, και εκαθάρισαν τον λαόν και τους πυλωρούς και το τείχος. 31 και ανήνεγκα τους άρχοντας Ιούδα επάνω τού τείχους και έστησα δύο περί αινέσεως μεγάλους, και διήλθον εκ δεξιών επάνω τού τείχους της κοπρίας, 32 και επορεύθη οπίσω αυτών Ωσαία και ήμισυ αρχόντων Ιούδα 33 και Αζαρίας και Έσδρας και Μεσολλάμ, 34 και Ιούδα και Βενιαμίν και Σαμαίας και Ιερεμία 35 και από των υιών των ιερέων εν σάλπιγξι Ζαχαρίας υιός Ιωνάθαν, υιός Σαμαία, υιός Ματθανία, υιός Μιχαία, υιός Ζακχούρ, υιός Ασάφ· 36 και αδελφοί αυτού Σαμαία και Οζιήλ, Γελώλ, Ιαμά, Αία, Ναθαναήλ και Ιούδα, Ανανί, τού αινείν εν ωδαίς Δαυίδ ανθρώπου Θεού, και Έσδρας ο γραμματεύς έμπροσθεν αυτών· 37 επί πύλης τού αίν κατέναντι αυτών ανέβησαν επί κλίμακας πόλεως Δαυίδ εν αναβάσει τού τείχους επάνωθεν τού οίκου Δαυίδ και έως της πύλης τού ύδατος κατά ανατολάς. 38 και περί αινέσεως η δευτέρα επορεύετο συναντώσα αυτοίς, και το ήμισυ τού λαού επάνω τού τείχους υπεράνω τού πύργου των θεννουρίμ και έως τού τείχους τού πλατέος 39 και υπεράνω της πύλης Εφραίμ και επί την πύλην ιχθυράν και πύργω Αναμεήλ και έως πύλης της προβατικής και έστησαν εν πύλη της φυλακής.
40 και έστησαν αι δύο της αινέσεως εν οίκω τού Θεού, και εγώ και το ήμισυ των στρατηγών μετ' εμού 41 και οι ιερείς Ελιακίμ, Μαασίας, Βενιαμίν, Μιχαίας, Ελιωηναί, Ζαχαρίας, Ανανίας εν σάλπιγξι και Μαασίας και Σεμείας και Ελεάζαρ και Οζί και Ιωανάθ και Μελχίας και Αιλάμ και Εζούρ, 42 και ηκούσθησαν οι άδοντες και επεσκέπησαν. 43 και έθυσαν εν τή ημέρα εκείνη θυσιάσματα μεγάλα και ηυφράνθησαν, ότι ο Θεός ηύφρανεν αυτούς μεγάλως. και αι γυναίκες αυτών και τα τέκνα αυτών ηυφράνθησαν, και ηκούσθη η ευφροσύνη εν Ιερουσαλήμ από μακρόθεν. 44 Καί κατέστησαν εν τή ημέρα εκείνη άνδρας επί των γαζοφυλακίων, τοίς θυσαυροίς, ταίς απαρχαίς και ταίς δεκάταις και τοίς συνηγμένοις εν αυτοίς άρχουσι των πόλεων, μερίδας τοίς ιερεύσι και τοίς Λευίταις, ότι ευφροσύνη ήν εν Ιούδα επί τους ιερείς και επί τους Λευίτας τους εστώτας. 45 και εφύλαξαν φυλακάς Θεού αυτών και φυλακάς τού καθαρισμού και τους άδοντας και τους πυλωρούς, ως εντολαί Δαυίδ και Σαλωμών υιού αυτού. 46 ότι εν ημέραις Δαυίδ Ασάφ απ' αρχής πρώτος των αδόντων και ύμνον και αίνεσιν τώ Θεώ. 47 και πάς Ισραήλ εν ημέραις Ζοροβάβελ και εν ταίς ημέραις Νεεμίου διδόντες μερίδας των αδόντων και των πυλωρών, λόγον ημέρας εν ημέρα αυτού, και αγιάζοντες τοίς Λευίταις, και οι Λευίται αγιάζοντες τοίς υιοίς Ααρών.
1 Εν τή ημέρα εκείνη ανεγνώσθη εν βιβλίω Μωυσή εν ωσί τού λαού και ευρέθη γεγραμμένον εν αυτώ, όπως μη εισέλθωσιν Αμμανίται και Μωαβίται εν εκκλησία Θεού έως αιώνος, 2 ότι ου συνήντησαν τοίς υιοίς Ισραήλ εν άρτω και ύδατι και εμισθώσαντο επ' αυτόν τον Βαλαάμ καταράσασθαι, και επέστρεψεν ο Θεός ημών την κατάραν εις ευλογίαν. 3 και εγένετο ως ήκουσαν τον νόμον, και εχωρίσθησαν πάς επίμικτος εν Ισραήλ. 4 και πρό τούτου Ελιασίβ ο ιερεύς οικών εν γαζοφυλακίω οίκου Θεού ημών εγγίων Τωβία 5 και εποίησεν εαυτώ γαζοφυλάκιον μέγα, και εκεί ήσαν πρότερον διδόντες την μαναάν και τον λίβανον και τα σκεύη και την δεκάτην τού σίτου και τού οίνου και τού ελαίου, εντολήν των Λευιτών και των αδόντων και των πυλωρών και απαρχάς των ιερέων. 6 και εν παντί τούτω ουκ ήμην εν Ιερουσαλήμ· ότι εν έτει τριακοστώ και δευτέρω τού Αρθασασθά βασιλέως Βαβυλώνος ήλθον προς τον βασιλέα. και μετά το τέλος των ημερών ητησάμην παρά τού βασιλέως 7 και ήλθον εις Ιερουσαλήμ. και συνήκα εν τή πονηρία, ή εποίησεν Ελιασίβ τώ Τωβία, ποιήσαι αυτώ γαζοφυλάκιον εν αυλή οίκου τού Θεού. 8 και πονηρόν μοι εφάνη σφόδρα, και έρριψα πάντα τα σκεύη οίκου Τωβία έξω από τού γαζοφυλακίου· 9 και είπα και εκαθάρισαν τα γαζοφυλάκια, και επέστρεψα εκεί σκεύη οίκου τού Θεού, την μαναάν και τον λίβανον.
10 και έγνων ότι μερίδες των Λευιτών ουκ εδόθησαν, και εφύγοσαν ανήρ εις αγρόν αυτού, οι Λευίται και οι άδοντες ποιούντες το έργον. 11 και εμαχεσάμην τοίς στρατηγοίς και είπα· διατί εγκατελείφθη ο οίκος τού Θεού; και συνήγαγον αυτούς και έστησα αυτούς επί τή στάσει αυτών. 12 και πάς Ιούδα ήνεγκαν δεκάτην τού πυρού και τού οίνου και τού ελαίου εις τους θησαυρούς 13 επί χείρα Σελεμία τού ιερέως και Σαδδούκ τού γραμματέως και Φαδαία από των Λευιτών, και επί χείρα αυτών Ανάν υιός Ζακχούρ, υιός Ματθανίου, ότι πιστοί ελογίσθησαν επ' αυτούς μερίζειν τοίς αδελφοίς αυτών. 14 μνήσθητί μου, ο Θεός, εν ταύτη, και μη εξαλειφθήτω έλεός μου, ό εποίησα εν οίκω Κυρίου τού Θεού. 15 Εν ταίς ημέραις εκείναις είδον εν Ιούδα πατούντας ληνούς εν τώ σαββάτω και φέροντας δράγματα και επιγεμίζοντας επί τους όνους και οίνον και σταφυλήν και σύκα και πάν βάσταγμα και φέροντας εις Ιερουσαλήμ εν ημέρα τού σαββάτου· και επεμαρτυράμην εν ημέρα πράσεως αυτών. 16 και εκάθισαν εν αυτή φέροντες ιχθύν και πάσαν πράσιν πωλούντες εν τώ σαββάτω τοίς υιοίς Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ. 17 και εμαχεσάμην τοίς υιοίς Ιούδα τοίς ελευθέροις και είπα αυτοίς· τις ο λόγος ούτος ο πονηρός, ον υμείς ποιείτε, και βεβηλούτε την ημέραν τού σαββάτου; 18 ουχί ούτως εποίησαν οι πατέρες υμών, και ήνεγκεν επ' αυτούς ο Θεός ημών και εφ' ημάς πάντα τα κακά ταύτα και επί την πόλιν ταύτην; και υμείς προστίθετε οργήν επί Ισραήλ βεβηλώσαι το σάββατον; 19 και εγένετο ηνίκα κατέστησαν πύλαι εν Ιερουσαλήμ πρό τού σαββάτου, και είπα και έκλεισαν τας πύλας, και είπα ώστε μη ανοιγήναι αυτάς έως οπίσω τού σαββάτου· και εκ των παιδαρίων μου έστησα επί τας πύλας, ώστε μη αίρειν βαστάγματα εν ημέρα τού σαββάτου.
20 και ηυλίσθησαν πάντες και εποίησαν πράσιν έξω Ιερουσαλήμ άπαξ και δίς. 21 και επεμαρτυράμην εν αυτοίς και είπα προς αυτούς· διατί υμείς αυλίζεσθε απέναντι τού τείχους; εάν δευτερώσητε, εκτενώ χείρά μου εν υμίν. από τού καιρού εκείνου ουκ ήλθοσαν εν σαββάτω. 22 και είπα τοίς Λευίταις, οί ήσαν καθαριζόμενοι, και ερχόμενοι φυλάσσοντες τας πύλας, αγιάζειν την ημέραν τού σαββάτου. προς ταύτα μνήσθητί μου, ο Θεός, και φείσαί μου κατά το πλήθος τού ελέους σου. 23 Καί εν ταίς ημέραις εκείναις είδον τους Ιουδαίους, οί εκάθισαν γυναίκας Αζωτίας, Αμμανίτιδας, Μωαβίτιδας 24 και οι υιοί αυτών ήμισυ λαλούντες Αζωτιστί και ουκ εισίν επιγινώσκοντες λαλείν Ιουδαιστί, 25 και εμαχεσάμην μετ' αυτών και κατηρασάμην αυτούς και επάταξα εν αυτοίς άνδρας και εμαδάρωσα αυτούς και ώρκισα αυτούς εν τώ Θεώ· εάν δώτε τας θυγατέρας υμών τοίς υιοίς αυτών, και εάν λάβητε από των θυγατέρων αυτών τοίς υιοίς υμών. 26 ουχ ούτως ήμαρτε Σαλωμών βασιλεύς Ισραήλ; και εν έθνεσι πολλοίς ουκ ήν βασιλεύς όμοιος αυτώ· και αγαπώμενος τώ Θεώ ήν, και έδωκεν αυτόν ο Θεός εις βασιλέα επί πάντα Ισραήλ· και τούτον εξέκλιναν αι γυναίκες αι αλλότριαι. 27 και υμών μη ακουσώμεθα ποιήσαι την πάσαν πονηρίαν ταύτην ασυνθετήσαι εν τώ Θεώ ημών καθίσαι γυναίκας αλλοτρίας; 28 και από υιών Ιωαδά τού Ελισούβ τού ιερέως τού μεγάλου νυμφίου τού Σαναβαλλάτ τού Ουρανίτου και εξέβρασα αυτόν απ' εμού. 29 μνήσθητι αυτοίς, ο Θεός, επί αγχιστεία της ιερατείας και διαθήκη της ιερατείας και τους Λευίτας.
30 και εκαθάρισα αυτούς από πάσης αλλοτριώσεως και έστησα εφημερίας τοίς ιερεύσι και τοίς Λευίταις, ανήρ ως το έργον αυτού, 31 και το δώρον των ξυλοφόρων εν καιροίς από χρόνων και εν τοίς βακχουρίοις. μνήσθητί μου ο Θεός ημών εις αγαθωσύνην.
1 ΒΙΒΛΟΣ λόγων Τωβίτ, τού Τωβιήλ, τού Ανανιήλ, τού Αδουήλ, τού Γαβαήλ, εκ τού σπέρματος Ασιήλ, εκ της φυλής Νεφθαλίμ, 2 ός ηχμαλωτεύθη εν ημέραις Ενεμεσσάρου τού βασιλέως Ασσυρίων εκ Θίσβης, ή εστιν εκ δεξιών Κυδίως της Νεφθαλί εν τή Γαλιλαία υπεράνω Ασήρ. ~εγώ Τωβίτ οδοίς αληθείας επορευόμην και δικαιοσύνης πάσας τας ημέρας της ζωής μου 3 και ελεημοσύνας πολλάς εποίησα τοίς αδελφοίς μου και τώ έθνει, τοίς προπορευθείσι μετ’ εμού εις χώραν Ασσυρίων εις Νινευή. 4 και ότε ήμην εν τή χώρα μου εν τή γη Ισραήλ νεωτέρου μου όντος, πάσα φυλή τού Νεφθαλίμ τού πατρός μου απέστη από τού οίκου Ιερουσολύμων, της εκλεγείσης από πασών των φυλών Ισραήλ εις το θυσιάζειν πάσας τας φυλάς· και ηγιάσθη ο ναός της κατασκηνώσεως τού Υψίστου και ωκοδομήθη εις πάσας τας γενεάς τού αιώνος. 5 και πάσαι αι φυλαί αι συναποστάσαι έθυον τή Βάαλ τή δαμάλει και ο οίκος Νεφθαλίμ τού πατρός μου. 6 καγώ μόνος επορευόμην πλεονάκις εις Ιεροσόλυμα εν ταίς εορταίς, καθώς γέγραπται παντί τώ Ισραήλ εν προστάγματι αιωνίω, τας απαρχάς και τας δεκάτας των γεννημάτων και τας πρωτοκουρίας έχων· 7 και εδίδουν αυτάς τοίς ιερεύσι τοίς υιοίς Ααρών προς το θυσιαστήριον πάντων των γεννημάτων. την δεκάτην εδίδουν τοίς υιοίς Λευί τοίς θεραπεύουσιν εις Ιερουσαλήμ, και την δευτέραν δεκάτην απεπρατιζόμην και επορευόμην και εδαπάνων αυτά εν Ιεροσολύμοις καθ’ έκαστον ενιαυτόν. 8 και την τρίτην εδίδουν οίς καθήκει, καθώς ενετείλατο Δεββώρα η μήτηρ τού πατρός μου, διότι ορφανός κατελείφθην υπό τού πατρός μου. 9 και ότε εγενόμην ανήρ, έλαβον Άνναν γυναίκα εκ τού σπέρματος της πατριάς ημών και εγέννησα εξ αυτής Τωβίαν.
10 και ότε ηχμαλωτίσθημεν εις Νινευή, πάντες οι αδελφοί μου και οι εκ τού γένους μου ήσθιον εκ των άρτων των εθνών· 11 εγώ δε συνετήρησα την ψυχήν μου μη φαγείν, 12 καθότι εμεμνήμην τού Θεού εν όλη τή ψυχή μου. 13 και έδωκεν ο Ύψιστος χάριν και μορφήν ενώπιον Ενεμεσσάρου, και ήμην αυτού αγοραστής· 14 και επορευόμην εις την Μηδίαν και παρεθέμην Γαβαήλω τώ αδελφώ Γαβρία εν Ράγοις της Μηδίας αργυρίου τάλαντα δέκα. 15 Καί ότε απέθανεν Ενεμεσσάρ, εβασίλευσε Σενναχηρίμ ο υιός αυτού αντ’ αυτού, και αι οδοί αυτού ηκαταστάθησαν, και ουκ έτι ηδυνάσθην πορευθήναι εις την Μηδίαν. 16 και εν ταίς ημέραις Ενεμεσσάρου ελεημοσύνας πολλάς εποίουν τοίς αδελφοίς μου· 17 τους άρτους μου εδίδουν τοίς πεινώσι και ιμάτια τοίς γυμνοίς, και εί τινα εκ τού γένους μου εθεώρουν τεθνηκότα και ερριμμένον οπίσω τού τείχους Νινευή, έθαπτον αυτόν. 18 και εί τινα απέκτεινε Σενναχηρίμ ο βασιλεύς, ότε ήλθε φεύγων εκ της Ιουδαίας, έθαψα αυτούς κλέπτων· πολλούς γάρ απέκτεινεν εν τώ θυμώ αυτού· και εζητήθη υπό τού βασιλέως τα σώματα, και ουχ ευρέθη. 19 πορευθείς δε είς των εν Νινευή, υπέδειξε τώ βασιλεί περί εμού ότι θάπτω αυτούς, και εκρύβην· επιγνούς δε ότι ζητούμαι αποθανείν, φοβηθείς ανεχώρησα.
20 και διηρπάγη πάντα τα υπάρχοντά μου, και ου κατελείφθη μοι ουδέν πλήν Άννας της γυναικός μου και Τωβίου τού υιού μου. 21 και ου διήλθον ημέρας πεντήκοντα, έως ού απέκτειναν αυτόν οι δύο υιοί αυτού και έφυγον εις τα όρη Αραράθ, και εβασίλευσε Σαχερδονός υιός αυτού αντ’ αυτού, και έταξεν Αχιάχαρον τον Αναήλ υιόν τού αδελφού μου επί πάσαν την εκλογιστίαν της βασιλείας αυτού και επί πάσαν την διοίκησιν. 22 και ηξίωσεν Αχιάχαρος περί εμού, και ήλθον εις Νινευή. Αχιάχαρος δε ήν ο οινοχόος και επί τού δακτυλίου και διοικητής και εκλογιστής, και κατέστησεν αυτόν ο Σαχερδονός εκ δευτέρας· ήν δε εξάδελφός μου.
1 ΟΤΕ δε κατήλθον εις τον οίκόν μου και απεδόθη μοι Άννα η γυνή μου, και Τωβίας ο υιός μου, εν τή πεντηκοστή εορτή, ή εστιν αγία επτά εβδομάδων, εγενήθη άριστον καλόν μοι, και ανέπεσα τού φαγείν. 2 και εθεασάμην όψα πολλά και είπα τώ υιώ μου· βάδισον και άγαγε ον αν εύρης των αδελφών ημών ενδεή, ός μέμνηται τού Κυρίου, και ιδού μένω σε. 3 και ελθών είπε· πάτερ, είς εκ τού γένους ημών εστραγγαλωμένος έρριπται εν τή αγορά. 4 καγώ πριν ή γεύσασθαί με, αναπηδήσας ανειλόμην αυτόν είς τι οίκημα, έως ού έδυ ο ήλιος. 5 και επιστρέψας ελουσάμην και ήσθιον τον άρτον μου εν λύπη· 6 και εμνήσθην της προφητείας Αμώς, καθώς είπε· στραφήσονται αι εορταί υμών εις πένθος και πάσαι αι ευφροσύναι υμών εις θρήνον, 7 και έκλαυσα. και ότε έδυ ο ήλιος, ωχόμην και ορύξας έθαψα αυτόν. 8 και οι πλησίον επεγέλων λέγοντες· ουκ έτι φοβείται φονευθήναι περί τού πράγματος τούτου, και απέδρα, και ιδού πάλιν θάπτει τους νεκρούς. 9 και εν αυτή τή νυκτί ανέλυσα θάψας και εκοιμήθην μεμιαμμένος παρά τον τοίχον της αυλής, και το πρόσωπόν μου ακάλυπτον ήν.
10 και ουκ ήδειν ότι στρουθία εν τώ τοίχω εστί, και των οφθαλμών μου ανεωγότων, αφώδευσαν τα στρουθία θερμόν εις τους οφθαλμούς μου, και εγενήθη λευκώματα εν τοίς οφθαλμοίς μου. και επορεύθην προς ιατρούς, και ουκ ωφέλησάν με· Αχιάχαρος δε έτρεφέ με, έως ού επορεύθην εις την Ελυμαίδα. 11 και η γυνή μου Άννα ηριθεύετο εν τοίς γυναικείοις· 12 και απέστελλε τοίς κυρίοις, και απέδωκαν αυτή και αυτοί τον μισθόν προσδόντες και έριφον. 13 ότε δε ήλθε προς με, ήρξατο κράζειν· και είπα αυτή· πόθεν το ερίφιον; μη κλεψιμαίόν εστιν; απόδος αυτό τοίς κυρίοις· ου γάρ θεμιτόν εστι φαγείν κλεψιμαίον. 14 η δε είπε· δώρον δέδοταί μοι επί τώ μισθώ. και ουκ επίστευον αυτή και έλεγον αποδιδόναι αυτό τοίς κυρίοις και ηρυθρίων προς αυτήν· η δε αποκριθείσα είπέ μοι· που εισιν αι ελεημοσύναι σου και αι δικαιοσύναι σου; ιδού γνωστά πάντα μετά σού.
1 ΚΑΙ λυπηθείς έκλαυσα και προσευξάμην μετ’ οδύνης λέγων· 2 δίκαιος εί, Κύριε, και πάντα τα έργα σου και πάσαι αι οδοί σου ελεημοσύναι και αλήθεια, και κρίσιν αληθινήν και δικαίαν σύ κρίνεις εις τον αιώνα. 3 μνήσθητί μου και επίβλεψον επ΄ εμέ· μη με εκδικήσης ταίς αμαρτίαις μου και τοίς αγνοήμασί μου και των πατέρων μου, ά ήμαρτον ενώπιόν σου· 4 παρήκουσαν γάρ των εντολών σου, και έδωκας ημάς εις διαρπαγήν και αιχμαλωσίαν και θάνατον και παραβολήν ονειδισμού πάσι τοίς έθνεσιν, εν οίς εσκορπίσμεθα. 5 και νύν πολλαί αι κρίσεις σού εισι και αληθιναί εξ εμού ποιήσαι περί των αμαρτιών μου και των πατέρων μου, ότι ουκ εποιήσαμεν τας εντολάς σου· ου γάρ επορεύθημεν εν αληθεία ενώπιόν σου. 6 και νύν κατά το αρεστόν ενώπιόν σου ποίησον μετ’ εμού· επίταξον αναλαβείν το πνεύμά μου, όπως απολυθώ και γένωμαι γη· διότι λυσιτελεί μοι αποθανείν ή ζήν, ότι ονειδισμούς ψευδείς ήκουσα, και λύπη εστί πολλή εν εμοί· επίταξον απολυθήναί με της ανάγκης ήδη εις τον αιώνιον τόπον, μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ΄εμού. 7 Εν τή αυτή ημέρα συνέβη τή θυγατρί Ραγουήλ Σάρρα εν Εκβατάνοις της Μηδίας και ταύτην ονειδισθήναι υπό παιδισκών πατρός αυτής, 8 ότι ήν δεδομένη ανδράσιν επτά, και Ασμοδαίος το πονηρόν δαιμόνιον απέκτεινεν αυτούς πριν ή γενέσθαι αυτούς μετ’ αυτής ως εν γυναιξί. και είπαν αυτή· ου συνιείς αποπνίγουσά σου τους άνδρας; ήδη επτά έσχες και ενός αυτών ουκ ωνομάσθης· 9 τι ημάς μαστιγοίς; ει απέθαναν, βάδιζε μετ’ αυτών· μη ίδοιμέν σου υιόν ή θυγατέρα εις τον αιώνα.
10 ταύτα ακούσασα ελυπήθη σφόδρα ώστε απάγξασθαι. και είπε· μία μέν ειμι τώ πατρί μου· εάν ποιήσω τούτο, όνειδος αυτώ έσται, και το γήρας αυτού κατάξω μετ’ οδύνης εις άδου. 11 και εδεήθη προς τή θυρίδι και είπεν· ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός μου, και ευλογητόν το όνομά σου το άγιον και έντιμον εις τους αιώνας· ευλογήσαισάν σε πάντα τα έργα σου εις τον αιώνα. 12 και νύν, Κύριε, τους οφθαλμούς μου και το πρόσωπόν μου εις σε δέδωκα· 13 ειπόν απολύσαί με από της γής και μη ακούσαί με μηκέτι ονειδισμόν. 14 σύ γινώσκεις, Κύριε, ότι καθαρά ειμι από πάσης αμαρτίας ανδρός 15 και ουκ εμόλυνα το όνομά μου ουδέ το όνομα τού πατρός μου εν τή γη της αιχμαλωσίας μου. μονογενής ειμι τώ πατρί μου, και ουχ υπάρχει αυτώ παιδίον, ό κληρονομήσει αυτόν, ουδέ αδελφός εγγύς ουδέ υπάρχων αυτώ υιός, ίνα συντηρήσω εμαυτήν αυτώ γυναίκα. ήδη απώλοντό μοι επτά· ίνα τι μοι ζήν; και ει μη δοκεί σοι αποκτείναί με, επίταξον επιβλέψαι επ’ εμέ και ελεήσαί με και μηκέτι ακούσαί με ονειδισμόν. 16 Καί εισηκούσθη προσευχή αμφοτέρων ενώπιον της δόξης τού μεγάλου Ραφαήλ, 17 και απεστάλη ιάσασθαι τους δύο, τού Τωβίτ λεπίσαι τα λευκώματα και Σάρραν την τού Ραγουήλ δούναι Τωβία τώ υιώ Τωβίτ γυναίκα και δήσαι Ασμοδαίον το πονηρόν δαιμόνιον, διότι Τωβία επιβάλλει κληρονομήσαι αυτήν. εν αυτώ τώ καιρώ επιστρέψας Τωβίτ εισήλθεν εις τον οίκον αυτού και Σάρρα η τού Ραγουήλ κατέβη εκ τού υπερώου αυτής.
1 ΕΝ τή ημέρα εκείνη εμνήσθη Τωβίτ περί τού αργυρίου, ού παρέθετο Γαβαήλ εν Ράγοις της Μηδίας, 2 και είπεν εν εαυτώ· εγώ ητησάμην θάνατον, τι ου καλώ Τωβίαν τον υιόν μου, ίνα αυτώ υποδείξω πριν αποθανείν με; 3 και καλέσας αυτόν είπε· παιδίον, εάν αποθάνω, θάψον με, και μη υπερίδης την μητέρα σου· τίμα αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου και ποίει το αρεστόν αυτή και μη λυπήσης αυτήν. 4 μνήσθητι, παιδίον, ότι πολλούς κινδύνους εώρακεν επί σοί εν τή κοιλία· όταν αποθάνη, θάψον αυτήν παρ’ εμοί εν ενί τάφω. 5 πάσας τας ημέρας, παιδίον, Κυρίου τού Θεού ημών μνημόνευε και μη θελήσης αμαρτάνειν και παραβήναι τας εντολάς αυτού. δικαιοσύνην ποίει πάσας τας ημέρας της ζωής σου και μη πορευθής ταίς οδοίς της αδικίας· 6 διότι ποιούντός σου την αλήθειαν, ευοδίαι έσονται εν τοίς έργοις σου και πάσι τοίς ποιούσι την δικαιοσύνην. 7 εκ των υπαρχόντων σοι ποίει ελεημοσύνην, και μη φθονεσάτω σου ο οφθαλμός εν τώ ποιείν σε ελεημοσύνην· μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από παντός πτωχού, και από σού ου μη αποστραφή το πρόσωπον τού Θεού. 8 ως σοί υπάρχει κατά το πλήθος, ποίησον εξ αυτών ελεημοσύνην· εάν ολίγον σοι υπάρχη, κατά το ολίγον μη φοβού ποιείν ελεημοσύνην· 9 θέμα γάρ αγαθόν θησαυρίζεις σεαυτώ εις ημέραν ανάγκης·
10 διότι ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται και ουκ εά εισελθείν εις το σκότος· 11 δώρον γάρ αγαθόν εστιν ελεημοσύνη πάσι τοίς ποιούσιν αυτήν ενώπιον τού Υψίστου. 12 πρόσεχε σεαυτώ, παιδίον, από πάσης πορνείας και γυναίκα πρώτον λάβε από τού σπέρματος των πατέρων σου· μη λάβης γυναίκα αλλοτρίαν, ή ουκ έστιν εκ της φυλής τού πατρός σου, διότι υιοί προφητών εσμεν. Νώε, Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, οι πατέρες ημών από τού αιώνος· μνήσθητι, παιδίον, ότι αυτοί πάντες έλαβον γυναίκας εκ των αδελφών αυτών και ευλογήθησαν εν τοίς τέκνοις αυτών, και το σπέρμα αυτών κληρονομήσει γήν. 13 και νύν, παιδίον, αγάπα τους αδελφούς σου και μη υπερηφανεύου τή καρδία σου από των αδελφών σου και των υιών και θυγατέρων τού λαού σου λαβείν σεαυτώ εξ αυτών γυναίκα· διότι εν τή υπερηφανία απώλεια και ακαταστασία πολλή, και εν τή αχρειότητι ελάττωσις και ένδεια μεγάλη· η γάρ αχρειότης μήτηρ εστί τού λιμού. 14 μισθός παντός ανθρώπου, ός εάν εργάσηται παρά σοί, μη αυλισθήτω, αλλ’ απόδος αυτώ παραυτίκα, και εάν δουλεύσης τώ Θεώ, αποδοθήσεταί σοι. πρόσεχε σεαυτώ, παιδίον, εν πάσι τοίς έργοις σου και ίσθι πεπαιδευμένος εν πάση αναστροφή σου. 15 και ό μισείς, μηδενί ποιήσης. οίνον εις μέθην μη πίης, και μη πορευθήτω μετά σού μέθη εν τή οδώ σου. 16 εκ τού άρτου σου δίδου πεινώντι και εκ των ιματίων σου τοίς γυμνοίς· πάν, ό εάν περισσεύση σοι, ποίει ελεημοσύνην, και μη φθονεσάτω σου ο οφθαλμός εν τώ ποιείν σε ελεημοσύνην. 17 έκχεον τους άρτους σου επί τον τάφον των δικαίων και μη δώς τοίς αμαρτωλοίς. 18 συμβουλίαν παρά παντός φρονίμου ζήτησον και μη καταφρονήσης επί πάσης συμβουλίας χρησίμης. 19 και εν παντί καιρώ ευλόγει Κύριον τον Θεόν και παρ’ αυτού αίτησον, όπως αι οδοί σου ευθείαι γένωνται, και πάσαι αι τρίβοι και βουλαί σου ευοδωθώσι· διότι πάν έθνος ουκ έχει βουλήν, αλλ’ αυτός ο Κύριος δίδωσι πάντα τα αγαθά και ον εάν θέλη, ταπεινοί, καθώς βούλεται. και νύν, παιδίον, μνημόνευε των εντολών μου, και μη εξαλειφθήτωσαν εκ της καρδίας σου.
20 και νύν υποδεικνύω σοι τα δέκα τάλαντα τού αργυρίου, ά παρεθέμην Γαβαήλω τώ τού Γαβρία εν Ράγοις της Μηδίας. 21 και μη φοβού, παιδίον, ότι επτωχεύσαμεν· υπάρχει σοι πολλά, εάν φοβηθής τον Θεόν, και αποστής από πάσης αμαρτίας και ποιήσης το αρεστόν ενώπιον αυτού.
1 ΚΑΙ αποκριθείς Τωβίας είπεν αυτώ· πάτερ, ποιήσω πάντα, όσα εντέταλσαί μοι· 2 αλλά πώς δυνήσομαι λαβείν το αργύριον και ου γινώσκω αυτόν; 3 και έδωκεν αυτώ το χειρόγραφον και είπεν αυτώ· ζήτησον σεαυτώ άνθρωπον, ός συμπορεύσεταί σοι, και δώσω αυτώ μισθόν έως ζώ· και λαβέ πορευθείς το αργύριον. 4 και επορεύθη ζητήσαι άνθρωπον και εύρε τον Ραφαήλ, ός ήν άγγελος, και ουκ ήδει· 5 και είπεν αυτώ· ει δύναμαι πορευθήναι μετά σού εν Ράγοις της Μηδίας, και ει έμπειρος εί των τόπων; 6 και είπεν αυτώ ο άγγελος· πορεύσομαι μετά σού και της οδού εμπειρώ και παρά Γαβαήλ τον αδελφόν ημών ηυλίσθην. 7 και είπεν αυτώ Τωβίας· υπόμεινόν με, και ερώ τώ πατρί. 8 και είπεν αυτώ· πορεύου και μη χρονίσης. 9 και εισελθών είπε τώ πατρί· ιδού εύρηκα ός συμπορεύσεταί μοι. ο δε είπε· φώνησον αυτόν προς με, ίνα επιγνώ ποίας φυλής εστι και ει πιστός τού πορευθήναι μετά σού.
10 και εκάλεσεν αυτόν, και εισήλθε, και ησπάσαντο αλλήλους. 11 και είπεν αυτώ Τωβίτ· αδελφέ, εκ ποίας φυλής και εκ ποίας πατριάς εί σύ; υπόδειξόν μοι. 12 και είπεν αυτώ· φυλήν και πατριάν σύ ζητείς ή μίσθιον, ός συμπορεύσεται μετά τού υιού σου; και είπεν αυτώ Τωβίτ· βούλομαι, αδελφέ, επιγνώναι το γένος σου και το όνομα. 13 ός δε είπεν· εγώ Αζαρίας Ανανίου τού μεγάλου, των αδελφών σου. 14 και είπεν αυτώ· υγιαίνων έλθοις, αδελφέ, και μη μοι οργισθής, ότι εζήτησα την φυλήν σου και την πατριάν σου επιγνώναι. και σύ τυγχάνεις αδελφός μου εκ της καλής και αγαθής γενεάς· επεγίνωσκον γάρ εγώ Ανανίαν και Ιωνάθαν τους υιούς Σεμεί τού μεγάλου, ως επορευόμεθα κοινώς εις Ιεροσόλυμα προσκυνείν, αναφέροντες τα πρωτότοκα και τας δεκάτας των γεννημάτων, και ουκ επλανήθησαν εν τή πλάνη των αδελφών ημών. εκ ρίζης καλής εί, αδελφέ, 15 αλλά ειπόν μοι τίνα σοι έσομαι μισθόν διδόναι· δραχμήν της ημέρας και τα δέοντά σοι ως και τώ υιώ μου. 16 και έτι προσθήσω σοι επί τον μισθόν, εάν υγιαίνοντες επιστρέψητε. 17 και ευδόκησαν ούτως. και είπε προς Τωβίαν· έτοιμος γίνου προς την οδόν· και ευοδωθείητε. και ητοίμασεν ο υιός αυτού τα προς την οδόν. και είπεν αυτώ ο πατήρ αυτού· πορεύου μετά τού ανθρώπου τούτου, ο δε εν τώ ουρανώ οικών Θεός ευοδώσει την οδόν υμών, και ο άγγελος αυτού συμπορευθήτω υμίν. και εξήλθαν αμφότεροι απελθείν και ο κύων τού παιδαρίου μετ’ αυτών. 18 έκλαυσε δε Άννα η μήτηρ αυτού και είπε προς Τωβίτ· τι εξαπέστειλας το παιδίον ημών; ή ουχί η ράβδος της χειρός ημών εστιν εν τώ εισπορεύεσθαι αυτόν και εκπορεύεσθαι ενώπιον ημών; 19 αργύριον τώ αργυρίω μη φθάσαι, αλλά περίψημα τού παιδίου ημών γένοιτο·
20 ως γάρ δέδοται ημίν ζήν παρά τού Κυρίου, τούτο ικανόν ημίν υπάρχει. 21 και είπεν αυτή Τωβίτ· μη λόγον έχε, αδελφή· υγιαίνων ελεύσεται, και οι οφθαλμοί σου όψονται αυτόν· 22 άγγελος γάρ αγαθός συμπορεύσεται αυτώ, και ευοδωθήσεται η οδός αυτού, και υποστρέψει υγιαίνων. και επαύσατο κλαίουσα.
1 ΟΙ δε πορευόμενοι την οδόν ήλθον εσπέρας επί τον Τίγριν ποταμόν, και ηυλίζοντο εκεί. 2 το δε παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι, και ανεπήδησεν ιχθύς από τού ποταμού και εβουλήθη καταπιείν το παιδάριον. 3 ο δε άγγελος είπεν αυτώ· επιλαβού τού ιχθύος. και εκράτησε τον ιχθύν το παιδάριον και ανέβαλεν αυτόν επί την γήν. 4 και είπεν αυτώ ο άγγελος· ανάτεμε τον ιχθύν και λαβών την καρδίαν και το ήπαρ και την χολήν θές ασφαλώς. 5 και εποίησε το παιδάριον ως είπεν αυτώ ο άγγελος, τον δε ιχθύν οπτήσαντες έφαγον. 6 και ώδευον αμφότεροι, έως ού ήγγισαν εν Εκβατάνοις. 7 και είπε το παιδάριον τώ αγγέλω· Αζαρία αδελφέ, τι εστιν η καρδία και το ήπαρ και η χολή τού ιχθύος; 8 και είπεν αυτώ· η καρδία και το ήπαρ, εάν τινα οχλή δαιμόνιον ή πνεύμα πονηρόν, ταύτα δεί καπνίσαι ενώπιον ανθρώπου ή γυναικός, και ουκέτι ου μη οχληθή· 9 η δε χολή, εγχρίσαι άνθρωπον, ός έχει λευκώματα εν τοίς οφθαλμοίς, και ιαθήσεται.
10 ως δε προσήγγισαν τή Ράγη, 11 είπεν ο άγγελος τώ παιδαρίω· αδελφέ, σήμερον αυλισθησόμεθα παρά Ραγουήλ, και αυτός συγγενής σού εστι, και έστιν αυτώ θυγάτηρ ονόματι Σάρρα· 12 λαλήσω περί αυτής τού δοθήναί σοι αυτήν εις γυναίκα, ότι σοι επιβάλλει η κληρονομία αυτής, και σύ μόνος εί εκ τού γένους αυτής, και το κοράσιον καλόν και φρόνιμόν εστι. 13 και νύν άκουσόν μου και λαλήσω τώ πατρί αυτής, και όταν υποστρέψωμεν εκ Ραγών, ποιήσομεν τον γάμον· διότι επίσταμαι Ραγουήλ ότι ου μη δώ αυτήν ανδρί ετέρω κατά τον νόμον Μωυσή ή οφειλήσει θάνατον, ότι την κληρονομίαν σοί καθήκει λαβείν ή πάντα άνθρωπον. 14 τότε είπε το παιδάριον τώ αγγέλω· Αζαρία αδελφέ, ακήκοα εγώ το κοράσιον δεδόσθαι επτά ανδράσι και πάντας εν τώ νυμφώνι απολωλότας. 15 και νύν εγώ μόνος ειμί τώ πατρί και φοβούμαι μη εισελθών αποθάνω καθώς και οι πρότεροι, ότι δαιμόνιον φιλεί αυτήν, ό ουκ αδικεί ουδένα πλήν των προσαγόντων αυτή. και νύν εγώ φοβούμαι μη αποθάνω και κατάξω την ζωήν τού πατρός μου και της μητρός μου μετ’ οδύνης επ’ εμοί εις τον τάφον αυτών· και υιός έτερος ουχ υπάρχει αυτοίς, ός θάψει αυτούς. 16 είπε δε αυτώ ο άγγελος· ου μέμνησαι των λόγων, ών ενετείλατό σοι ο πατήρ σου, υπέρ τού λαβείν σε γυναίκα εκ τού γένους σου; και νύν άκουσόν μου, αδελφέ, διότι σοί έσται εις γυναίκα, και τού δαιμονίου μηδένα λόγον έχε, ότι την νύκτα ταύτην δοθήσεταί σοι αύτη εις γυναίκα. 17 και εάν εισέλθης εις τον νυμφώνα, λήψη τέφραν θυμιαμάτων και επιθήσεις από της καρδίας και τού ήπατος τού ιχθύος και καπνίσεις, 18 και οσφρανθήσεται το δαιμόνιον και φεύξεται και ουκ επανελεύσεται εις τον αιώνα τού αιώνος. όταν δε προσπορεύη αυτή, εγέρθητε αμφότεροι και βοήσατε προς τον ελεήμονα Θεόν, και σώσει υμάς και ελεήσει. μη φοβού, ότι σοί αυτή ητοιμασμένη ήν από τού αιώνος, και σύ αυτήν σώσεις, και πορεύσεται μετά σού, και υπολαμβάνω ότι σοι έσται εξ αυτής παιδία. 19 και ως ήκουσε Τωβίας ταύτα, εφίλησεν αυτήν, και η ψυχή αυτού εκολλήθη σφόδρα αυτή.
1 ΚΑΙ ήλθον εις Εκβάτανα και παρεγένοντο εις την οικίαν Ραγουήλ, Σάρρα δε υπήντησεν αυτοίς και εχαιρέτισεν αυτούς και αυτοί αυτήν, και εισήγαγεν αυτούς εις την οικίαν. 2 και είπε Ραγουήλ Έδνα τή γυναικί αυτού· ως όμοιος ο νεανίσκος Τωβίτ τώ ανεψιώ μου; 3 και ηρώτησεν αυτούς Ραγουήλ· πόθεν εστέ, αδελφοί; και είπαν αυτώ· εκ των υιών Νεφθαλίμ των αιχμαλώτων εκ Νινευή. 4 και είπεν αυτοίς· γινώσκετε Τωβίτ τον αδελφόν ημών; οι δε είπον· γινώσκομεν. και είπεν αυτοίς· υγιαίνει; 5 οι δε είπαν· και ζή και υγιαίνει. και είπε Τωβίας· πατήρ μου εστι. 6 και ανεπήδησε Ραγουήλ και κατεφίλησεν αυτόν και έκλαυσε 7 και ευλόγησεν αυτόν και είπεν αυτώ· ο τού καλού και αγαθού ανθρώπου υιός· και ακούσας ότι Τωβίτ απώλεσε τους οφθαλμούς εαυτού, ελυπήθη και έκλαυσε. 8 και Έδνα η γυνή αυτού και Σάρρα η θυγάτηρ αυτού έκλαυσαν και υπεδέξαντο αυτούς προθύμως· 9 και έθυσαν κριόν προβάτων και παρέθηκαν όψα πλείονα. είπε δε Τωβίας τώ Ραφαήλ· Αζαρία αδελφέ, λάλησον υπέρ ών έλεγες εν τή πορεία, και τελεσθήτω το πράγμα.
10 και μετέδωκε τον λόγον τώ Ραγουήλ· και είπε Ραγουήλ προς Τωβίαν· φάγε, πίε και ηδέως γίνου, σοί γάρ καθήκει το παιδίον μου λαβείν· πλήν υποδείξω σοι την αλήθειαν. 11 έδωκα το παιδίον μου επτά ανδράσι, και οπότε εάν εισεπορεύοντο προς αυτήν, απέθνησκον υπό την νύκτα. αλλά το νύν έχον, ηδέως γίνου. και είπε Τωβίας· ου γεύομαι ουδέν ώδε, έως αν στήσητε και σταθήτε προς με. και είπε Ραγουήλ· κομίζου αυτήν από τού νύν κατά την κρίσιν· σύ δε αδελφός εί αυτής, και αυτή σού εστιν· ο δε ελεήμων Θεός ευοδώσει υμίν τα κάλλιστα. 12 και εκάλεσε Σάρραν την θυγατέρα αυτού, και λαβών της χειρός αυτής παρέδωκεν αυτήν Τωβία γυναίκα και είπεν· ιδού κατά τον νόμον Μωυσέως κομίζου αυτήν και άπαγε προς τον πατέρα σου· και ευλόγησεν αυτούς. 13 και εκάλεσεν Έδναν την γυναίκα αυτού· και λαβών βιβλίον έγραψε συγγραφήν, και εσφραγίσατο. 14 και ήρξαντο εσθίειν. 15 και εκάλεσε Ραγουήλ Έδναν την γυναίκα αυτού και είπε αυτή· αδελφή, ετοίμασον το έτερον ταμιείον και εισάγαγε αυτήν. 16 και εποίησεν ως είπε και εισήγαγεν αυτήν εκεί, και έκλαυσε· και απεδέξατο τα δάκρυα της θυγατρός αυτής και είπεν αυτή· 17 θάρσει, τέκνον, ο Κύριος τού ουρανού και της γής δώη σοι χάριν αντί της λύπης σου ταύτης· θάρσει, θύγατερ.
1 ΟΤΕ δε συνετέλεσαν δειπνούντες, εισήγαγον Τωβίαν προς αυτήν. 2 ο δε πορευόμενος εμνήσθη των λόγων Ραφαήλ και έλαβε την τέφραν των θυμιαμάτων και επέθηκε την καρδίαν τού ιχθύος και το ήπαρ και εκάπνισεν. 3 ότε δε ωσφράνθη το δαιμόνιον της οσμής, έφυγεν εις τα ανώτατα Αιγύπτου και έδησεν αυτό ο άγγελος. 4 ως δε συνεκλείσθησαν αμφότεροι, ανέστη Τωβίας από της κλίνης και είπεν· ανάστηθι, αδελφή, και προσευξώμεθα, ίνα ελεήση ημάς ο Κύριος. 5 και ήρξατο Τωβίας λέγειν· ευλογητός εί, ο Θεός των πατέρων ημών, και ευλογητόν το όνομά σου το άγιον και ένδοξον εις τους αιώνας· ευλογησάτωσάν σε οι ουρανοί και πάσαι αι κτίσεις σου. 6 σύ εποίησας Αδάμ και έδωκας αυτώ βοηθόν Εύαν στήριγμα την γυναίκα αυτού· εκ τούτων εγεννήθη το ανθρώπων σπέρμα. σύ είπας· ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον, ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν όμοιον αυτώ. 7 και νύν, Κύριε, ου διά πορνείαν εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου ταύτην, αλλά επ’ αληθείας επίταξον ελεήσαί με και αυτή συγκαταγηράσαι. 8 και είπε μετ΄ αυτού· αμήν. 9 και εκοιμήθησαν αμφότεροι την νύκτα.
10 και αναστάς Ραγουήλ επορεύθη και ώρυξε τάφον λέγων· μη και ούτος αποθάνη; 11 και ήλθε Ραγουήλ εις την οικίαν εαυτού 12 και είπεν Έδνα τή γυναικί αυτού· απόστειλον μίαν των παιδισκών, και ιδέτωσαν ει ζή· ει δε μη, ίνα θάψωμεν αυτόν, και μηδείς γνώ. 13 και εισήλθεν η παιδίσκη ανοίξασα την θύραν και εύρε τους δύο καθεύδοντας. 14 και εξελθούσα απήγγειλεν αυτοίς, ότι ζή. 15 και ευλόγησε Ραγουήλ τον Θεόν λέγων· ευλογητός εί σύ, ο Θεός, εν πάση ευλογία καθαρά και αγία, και ευλογείτωσάν σε οι άγιοί σου και πάσαι αι κτίσεις σου, και πάντες οι άγγελοί σου και οι εκλεκτοί σου ευλογείτωσάν σε εις τους αιώνας. 16 ευλογητός εί ότι ηύφρανάς με, και ουκ εγένετό μοι καθώς υπενόουν, αλλά κατά το πολύ έλεός σου εποίησας μεθ’ ημών. 17 ευλογητός εί ότι ηλέησας δύο μονογενείς· ποίησον αυτοίς, δέσποτα, έλεος, συντέλεσον την ζωήν αυτών εν υγιεία μετ’ ευφροσύνης και ελέους. 18 εκέλευσε δε τοίς οικέταις χώσαι τον τάφον. 19 και εποίησεν αυτοίς γάμον ημερών δεκατεσσάρων.
20 και είπεν αυτώ Ραγουήλ πριν ή συντελεσθήναι τας ημέρας τού γάμου ενόρκως μη εξελθείν αυτόν εάν μη πληρωθώσιν αι δεκατέσσαρες ημέραι τού γάμου. 21 και τότε λαβόντα το ήμισυ των υπαρχόντων αυτού πορεύεσθαι μεθ’ υγιείας προς τον πατέρα· και τα λοιπά, όταν αποθάνω και η γυνή μου.
1 ΚΑΙ εκάλεσε Τωβίας τον Ραφαήλ και είπεν αυτώ· 2 Αζαρία αδελφέ, λάβε μετά σεαυτού παίδα και δύο καμήλους και πορεύθητι εν Ράγοις της Μηδίας παρά Γαβαήλ και κόμισαί μοι το αργύριον και αυτόν άγε μοι εις τον γάμον· 3 διότι ωμόμοκε Ραγουήλ μη εξελθείν με, 4 και ο πατήρ μου αριθμεί τας ημέρας, και εάν χρονίσω μέγα, οδυνηθήσεται λίαν. 5 και επορεύθη Ραφαήλ και ηυλίσθη παρά Γαβαήλ, και έδωκεν αυτώ το χειρόγραφον· ός δε προήνεγκε τα θυλάκια εν ταίς σφαγίσι και έδωκεν αυτώ. 6 και ώρθρευσαν κοινώς και ήλθον εις τον γάμον. και ευλόγησε Τωβίας την γυναίκα αυτού.
1 ΚΑΙ Τωβίτ ο πατήρ αυτού ελογίσατο εκάστης ημέρας· και ως επληρώθησαν αι ημέραι της πορείας και ουκ ήρχοντο, 2 είπε· μήποτε κατήσχυνται; ή μήποτε απέθανε Γαβαήλ και ουδείς αυτώ δίδωσι το αργύριον; 3 και ελυπείτο λίαν. 4 είπε δε αυτώ η γυνή· απώλετο το παιδίον, διότι κεχρόνικε· και ήρξατο θρηνείν αυτόν και είπεν· 5 ου μέλοι μοι, τέκνον, ότι αφήκά σε το φώς των οφθαλμών μου; 6 και Τωβίτ λέγει αυτή· σίγα, μη λόγον έχει, υγιαίνει. 7 και είπεν αυτώ· σίγα, μη πλάνα με, απώλετο το παιδίον μου. και επορεύετο καθ΄ ημέραν εις την οδόν έξω, οίας απήλθεν, ημέρας τε άρτον ουκ ήσθιε, τας δε νύκτας ου διελίμπανε θρηνούσα Τωβίαν τον υιόν αυτής, έως ού συνετελέσθησαν αι δεκατέσσαρες ημέραι τού γάμου, ας ώμοσε Ραγουήλ ποιήσαι αυτόν εκεί· είπε δε Τωβίας τώ Ραγουήλ· εξαπόστειλόν με, ότι ο πατήρ μου και η μήτηρ μου ουκέτι ελπίζουσιν όψεσθαί με. 8 είπε δε αυτώ ο πενθερός· μείνον παρ’ εμοί, καγώ εξαποστελώ προς τον πατέρα σου και δηλώσουσιν αυτώ τα κατά σε. 9 και Τωβίας λέγει· εξαπόστειλόν με προς τον πατέρα μου.
10 αναστάς δε Ραγουήλ έδωκεν αυτώ Σάρραν την γυναίκα αυτού και τα ήμισυ των υπαρχόντων, σώματα και κτήνη και αργύριον, 11 και ευλογήσας αυτούς εξαπέστειλε λέγων· ευοδώσει υμάς, τέκνα, ο Θεός τού ουρανού πρό τού με αποθανείν. 12 και είπε τή θυγατρί αυτού· τίμα τους πενθερούς σου, αυτοί νύν γονείς σού εισιν· ακούσαιμί σου ακοήν καλήν, και εφίλησεν αυτήν. και Έδνα είπε προς Τωβίαν· αδελφέ αγαπητέ, αποκαταστήσαι σε ο Κύριος τού ουρανού και δώη μοι ιδείν σου παιδία εκ Σάρρας της θυγατρός μου, ίνα ευφρανθώ ενώπιον τού Κυρίου· και ιδού παρατίθεμαί σοι την θυγατέρα μου εν παρακαταθήκη, μη λυπήσης αυτήν. 13 μετά ταύτα επορεύετο και Τωβίας ευλογών τον Θεόν, ότι ευώδωσε την οδόν αυτού, και κατευλόγει Ραγουήλ και Έδναν την γυναίκα αυτού.
1 ΚΑΙ επορεύετο μέχρις ού εγγίσαι αυτούς εις Νινευή. και είπε Ραφαήλ προς Τωβίαν· ου γινώσκεις, αδελφέ, πώς αφήκας τον πατέρα σου; 2 προδράμωμεν έμπροσθεν της γυναικός σου και ετοιμάσωμεν την οικίαν· 3 λαβέ δε παρά χείρα την χολήν τού ιχθύος. και επορεύθησαν, και συνήλθεν ο κύων όπισθεν αυτών. 4 και Άννα εκάθητο περιβλεπομένη εις την οδόν τον παίδα αυτής· 5 και προσενόησεν αυτόν ερχόμενον και είπε τώ πατρί αυτού· ιδού ο υιός μου έρχεται και ο άνθρωπος ο πορευθείς μετ΄ αυτού. 6 και Ραφαήλ είπεν· επίσταμαι εγώ ότι ανοίξει τους οφθαλμούς ο πατήρ σου. 7 σύ έγχρισον την χολήν εις τους οφθαλμούς αυτού, και δηχθείς διατρίψει και αποβαλείται τα λευκώματα και όψεταί σε. 8 και προσδραμούσα Άννα επέπεσεν επί τον τράχηλον τού υιού αυτής και είπεν αυτώ· είδόν σε, παιδίον, από τού νύν αποθανούμαι και έκλαυσαν αμφότεροι. 9 και Τωβίτ εξήρχετο προς την θύραν και προσέκοπτεν, ο δε υιός αυτού προσέδραμεν αυτώ
10 και επελάβετο τού πατρός αυτού και προσέπασε την χολήν επί τους οφθαλμούς τού πατρός αυτού λέγων· θάρσει, πάτερ. 11 ως δε συνεδήχθησαν, διέτριψε τους οφθαλμούς αυτού, και ελεπίσθη από των κάνθων των οφθαλμών αυτού τα λευκώματα. 12 και ιδών τον υιόν αυτού επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού 13 και έκλαυσε και είπεν· ευλογητός εί, ο Θεός, και ευλογητόν το όνομά σου εις τους αιώνας, και ευλογημένοι πάντες οι άγιοί σου άγγελοι· ότι εμαστίγωσας και ηλέησάς με, ιδού βλέπω Τωβίαν τον υιόν μου. 14 και εισήλθεν ο υιός αυτού χαίρων και απήγγειλε τώ πατρί αυτού τα μεγαλεία τα γενόμενα αυτώ εν τή Μηδία. 15 και εξήλθε Τωβίτ εις συνάντησιν τή νύμφη αυτού χαίρων και ευλογών τον Θεόν προς τή πύλη Νινευή· και εθαύμαζον οι θεωρούντες αυτόν πορευόμενον, ότι έβλεψε. 16 και Τωβίτ εξωμολογείτο ενώπιον αυτού, ότι ηλέησεν αυτούς ο Θεός· και ως ήγγισε Τωβίτ Σάρρα τή νύμφη αυτού, κατευλόγησεν αυτήν λέγων· έλθοις υγιαίνουσα, θύγατερ· ευλογητός ο Θεός, ός ήγαγέ σε προς ημάς, και ο πατήρ σου και η μήτηρ σου. και εγένετο χαρά πάσι τοίς εν Νινευή αδελφοίς αυτού. 17 και παρεγένετο Αχιάχαρος και Νασβάς ο εξάδελφος αυτού, 18 και ήχθη ο γάμος Τωβία μετ΄ ευφροσύνης ημέρας επτά.
1 ΚΑΙ εκάλεσε Τωβίτ Τωβίαν τον υιόν αυτού και είπεν αυτώ· όρα, τέκνον, μισθόν τώ ανθρώπω τώ συνελθόντι σοι, και προσθείναι αυτώ δεί. 2 και είπε· πάτερ, ου βλάπτομαι δούς αυτώ το ήμισυ, ών ενήνοχα, 3 ότι με αγήοχέ σοι υγιή και την γυναίκα μου εθεράπευσε και το αργύριόν μου ήνεγκε και σε ομοίως εθεράπευσε. 4 και είπεν ο πρεσβύτης· δικαιούται αυτώ. 5 και εκάλεσε τον άγγελον και είπεν αυτώ· λάβε το ήμισυ πάντων, ών ενηνόχατε, και ύπαγε υγιαίνων. 6 τότε καλέσας τους δύο κρυπτώς είπεν αυτοίς· ευλογείτε τον Θεόν και αυτώ εξομολογείσθε και μεγαλωσύνην δίδοτε αυτώ και εξολογείσθε αυτώ ενώπιον πάντων των ζώντων, περί ών εποίησε μεθ’ υμών. αγαθόν το ευλογείν τον Θεόν και υψούν το όνομα αυτού, τους λόγους των έργων τού Θεού εντίμως υποδεικνύοντες, και μη οκνείτε εξομολογείσθαι αυτώ. 7 μυστήριον βασιλέως καλόν κρύψαι, τα δε έργα τού Θεού ανακαλύπτειν ενδόξως. αγαθόν ποιήσατε, και κακόν ουχ ευρήσει υμάς. 8 αγαθόν προσευχή μετά νηστείας και ελεημοσύνης και δικαιοσύνης· αγαθόν το ολίγον μετά δικαιοσύνης ή πολύ μετά αδικίας. καλόν ποιήσαι ελεημοσύνην ή θησαυρίσαι χρυσίον· 9 ελεημοσύνη γάρ εκ θανάτου ρύεται, και αυτή αποκαθαριεί πάσαν αμαρτίαν· οι ποιούντες ελεημοσύνας και δικαιοσύνας πλησθήσονται ζωής,
10 οι δε αμαρτάνοντες πολέμιοί εισι της εαυτών ζωής. 11 ου μη κρύψω αφ’ υμών πάν ρήμα· είρηκα δή μυστήριον βασιλέως κρύψαι καλόν, τα δε έργα τού Θεού ανακαλύπτειν ενδόξως. 12 και νύν ότι προσηύξω σύ και η νύμφη σου Σάρρα, εγώ προσήγαγον το μνημόσυνον της προσευχής υμών ενώπιον τού αγίου· και ότε έθαπτες τους νεκρούς, ωσαύτως συμπαρήγμην σοι. 13 και ότε ουκ ώκνησας αναστήναι και καταλιπείν το άριστόν σου, όπως απελθών περιστείλης τον νεκρόν, ουκ έλαθές με αγαθοποιών, αλλά σύν σοί ήμην. 14 και νύν απέστειλέ με ο Θεός ιάσασθαί σε και την νύμφην σου Σάρραν. 15 εγώ ειμι Ραφαήλ, είς εκ των επτά αγίων αγγέλων, οί προσαναφέρουσι τας προσευχάς των αγίων, και εισπορεύονται ενώπιον της δόξης τού αγίου. 16 και εταράχθησαν οι δύο και έπεσον επί πρόσωπον, ότι εφοβήθησαν. 17 και είπεν αυτοίς· μη φοβείσθε, ειρήνη υμίν έσται· τον δε Θεόν ευλογείτε εις τον αιώνα, 18 ότι ου τή εμαυτού χάριτι, αλλά τή θελήσει τού Θεού ημών ήλθον, όθεν ευλογείτε αυτόν εις τον αιώνα. 19 πάσας τας ημέρας ωπτανόμην υμίν, και ουκ έφαγον ουδέ έπιον, αλλά όρασιν υμείς εθεωρείτε.
20 και νύν εξομολογείσθε τώ Θεώ, διότι αναβαίνω προς τον αποστείλαντά με, και γράψατε πάντα τα συντελεσθέντα εις βιβλίον. 21 και ανέστησαν, και ουκ έτι είδον αυτόν. 22 και εξωμολογούντο τα έργα τα μεγάλα και θαυμαστά αυτού και ως ώφθη αυτοίς ο άγγελος Κυρίου.
1 ΚΑΙ Τωβίτ έγραψε προσευχήν εις αγαλλίασιν και είπεν· <Ευλογητός ο Θεός ο ζών εις τους αιώνας και η βασιλεία αυτού, 2 ότι αυτός μαστιγοί και ελεεί, κατάγει εις άδην και ανάγει, και ουκ έστιν ός εκφεύξεται την χείρα αυτού. 3 εξομολογείσθε αυτώ οι υιοί Ισραήλ ενώπιον των εθνών, ότι αυτός διέσπειρεν ημάς εν αυτοίς· 4 εκεί υποδείξατε την μεγαλωσύνην αυτού, υψούτε αυτόν ενώπιον παντός ζώντος, καθότι αυτός Κύριος ημών και Θεός, αυτός πατήρ ημών εις πάντας τους αιώνας. 5 και μαστιγώσει ημάς εν ταίς αδικίαις ημών και πάλιν ελεήσει και συνάξει ημάς εκ πάντων των εθνών, ού εάν σκορπισθήτε εν αυτοίς. 6 εάν επιστρέψητε προς αυτόν εν όλη τή καρδία υμών και εν όλη τή ψυχή υμών ποιήσαι ενώπιον αυτού αλήθειαν, τότε επιστρέψει προς υμάς και ου μη κρύψη το πρόσωπον αυτού αφ΄ υμών. και θεάσασθε ά ποιήσει μεθ΄ υμών, και εξομολογήσασθε αυτώ εν όλω τώ στόματι υμών· και ευλογήσατε τον Κύριον της δικαιοσύνης και υψώσατε τον βασιλέα των αιώνων. εγώ εν τή γη της αιχμαλωσίας μου εξομολογούμαι αυτώ και δεικνύω την ισχύν και την μεγαλωσύνην αυτού έθνει αμαρτωλών. επιστρέψατε, αμαρτωλοί, και ποιήσατε δικαιοσύνην ενώπιον αυτού· τις γινώσκει ει θελήσει υμάς και ποιήσει ελεημοσύνην υμίν; 7 τον Θεόν μου υψώ και η ψυχή μου τον βασιλέα τού ουρανού και αγαλλιάσεται την μεγαλωσύνην αυτού. 8 λεγέτωσαν πάντες και εξομολογείσθωσαν αυτώ εν Ιεροσολύμοις· 9 Ιεροσόλυμα πόλις αγία, μαστιγώσει επί τα έργα των υιών σου και πάλιν ελεήσει τους υιούς των δικαίων.
10 εξομολογού τώ Κυρίω αγαθώς και ευλόγει τον βασιλέα των αιώνων, ίνα πάλιν η σκηνή αυτού οικοδομηθή εν σοί μετά χαράς, και ευφράναι εν σοί τους αιχμαλώτους και αγαπήσαι εν σοί τους ταλαιπώρους εις πάσας τας γενεάς τού αιώνος. 11 έθνη πολλά μακρόθεν ήξει προς το όνομα Κυρίου τού Θεού δώρα εν χερσίν έχοντες και δώρα τώ βασιλεί τού ουρανού, γενεαί γενεών δώσουσί σοι αγαλλίαμα. 12 επικατάρατοι πάντες οι μισούντές σε, ευλογημένοι έσονται πάντες οι αγαπώντές σε εις τον αιώνα. 13 χάρηθι και αγαλλίασαι επί τοίς υιοίς των δικαίων, ότι συναχθήσονται και ευλογήσουσι τον Κύριον των δικαίων. 14 ώ μακάριοι οι αγαπώντές σε, χαρήσονται επί τή ειρήνη σου. μακάριοι όσοι ελυπήθησαν επί πάσαις ταίς μάστιξί σου, ότι επί σοί χαρήσονται θεασάμενοι πάσαν την δόξαν σου και ευφρανθήσονται εις τον αιώνα. 15 η ψυχή μου ευλογείτω τον Θεόν τον βασιλέα τον μέγαν, 16 ότι οικοδομηθήσεται Ιερουσαλήμ σαπφείρω και σμαράγδω και λίθω εντίμω τα τείχη σου και οι πύργοι και οι προμαχώνες εν χρυσίω καθαρώ, 17 και αι πλατείαι Ιερουσαλήμ εν βηρύλλω και άνθρακι και λίθω εκ Σουφείρ ψηφολογηθήσονται. 18 και ερούσι πάσαι αι ρύμαι αυτής, αλληλούια και αινέσουσι λέγοντες· ευλογητός ο Θεός, ός ύψωσε πάντας τους αιώνας>.
1 ΚΑΙ επαύσατο εξομολογούμενος Τωβίτ. 2 και ήν ετών πεντηκονταοκτώ, ότε απώλεσε τας όψεις, και μετά έτη οκτώ ανέβλεψε. και εποίει ελεημοσύνας και προσέθετο φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν και εξωμολογείτο αυτώ. 3 μεγάλως δε εγήρασε· και εκάλεσε τον υιόν αυτού και τους υιούς αυτού και είπεν αυτώ· τέκνον, λάβε τους υιούς σου· ιδού γεγήρακα και προς το αποτρέχειν εκ τού ζήν ειμι. 4 άπελθε εις την Μηδίαν, τέκνον, ότι πέπεισμαι όσα ελάλησεν Ιωνάς ο προφήτης περί Νινευή, ότι καταστραφήσεται, εν δε τή Μηδία έσται ειρήνη μάλλον έως καιρού, και ότι οι αδελφοί ημών εν τή γη σκορπισθήσονται από της αγαθής γής, και Ιεροσόλυμα έσται έρημος, και ο οίκος τού Θεού εν αυτή κατακαήσεται και έρημος έσται μέχρι χρόνου. 5 και πάλιν ελεήσει αυτούς ο Θεός και επιστρέψει αυτούς εις την γήν, και οικοδομήσουσι τον οίκον, ουχ οίος ο πρότερος, έως πληρωθώσι καιροί τού αιώνος. και μετά ταύτα επιστρέψουσιν εκ των αιχμαλωσιών και οικοδομήσουσιν Ιερουσαλήμ εντίμως, και ο οίκος τού Θεού εν αυτή οικοδομηθήσεται εις πάσας τας γενεάς τού αιώνος οικοδομή ενδόξω, καθώς ελάλησαν περί αυτής οι προφήται. 6 και πάντα τα έθνη επιστρέψουσιν αληθινώς φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν και κατορύξουσι τα είδωλα αυτών, και ευλογήσουσι πάντα τα έθνη Κύριον. 7 και ο λαός αυτού εξομολογήσεται τώ Θεώ, και υψώσει Κύριος τον λαόν αυτού, και χαρήσονται πάντες οι αγαπώντες Κύριον τον Θεόν εν αληθεία και δικαιοσύνη, ποιούντες έλεος τοίς αδελφοίς ημών. 8 και νύν, τέκνον, άπελθε από Νινευή, ότι πάντως έσται ά ελάλησεν ο προφήτης Ιωνάς. 9 σύ δε τήρησον τον νόμον και τα προστάγματα και γενού φιλελεήμων και δίκαιος, ίνα σοι καλώς ή. και θάψον με καλώς και την μητέρα σου μετ’ εμού, και μηκέτι αυλισθήτε εις Νινευή.
10 τέκνον, ιδέ τι εποίησεν Αμάν Αχιαχάρω τώ θρέψαντι αυτόν, ως εκ τού φωτός ήγαγεν αυτόν εις το σκότος, και όσα ανταπέδωκεν αυτώ· και Αχιάχαρος μέν εσώθη, εκείνω δε το ανταπόδομα επεδόθη, και αυτός κατέβη εις το σκότος. Μανασσής εποίησεν ελεημοσύνην και εσώθη εκ παγίδος θανάτου, ής έπηξεν αυτώ, Αμάν δε ενέπεσεν εις την παγίδα και απώλετο. 11 και νύν, παιδία, ίδετε τι ελεημοσύνη ποιεί, και τι δικαιοσύνη ρύεται. και ταύτα αυτού λέγοντος, εξέλιπεν η ψυχή αυτού επί της κλίνης· ήν δε ετών εκατόν πεντηκονταοκτώ, και έθαψαν αυτόν ενδόξως. 12 και ότε απέθανεν Άννα, έθαψεν αυτήν μετά τού πατρός αυτού, απήλθε δε Τωβίας μετά της γυναικός αυτού και των υιών αυτού εις Εκβάτανα προς Ραγουήλ τον πενθερόν αυτού, 13 και εγήρασεν εντίμως και έθαψε τους πενθερούς αυτού ενδόξως και εκληρονόμησε την ουσίαν αυτών και Τωβίτ τού πατρός αυτού. 14 και απέθανεν ετών εκατόν εικοσιεπτά εν Εκβατάνοις της Μηδίας. 15 και ήκουσε πριν ή αποθανείν αυτόν την απώλειαν Νινευή, ήν ηχμαλώτισε Ναβουχοδονόσορ και Ασύηρος, και εχάρη πρό τού αποθανείν επί Νινευή.
ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ Β' ΚΑΙ Α'
1 ΕΤΟΥΣ δωδεκάτου της βασιλείας Ναβουχοδονόσορ, ός εβασίλευσεν Ασσυρίων εν Νινευή τή πόλει τή μεγάλη, εν ταίς ημέραις Αρφαξάδ, ός εβασίλευσεν Μήδων εν Εκβατάνοις, 2 και ωκοδόμησεν επ’ Εκβατάνων κύκλω τείχη εκ λίθων λελαξευμένων εις πλάτος πηχών τριών και εις μήκος πηχών έξ και εποίησε το ύψος τού τείχους πηχών εβδομήκοντα και το πλάτος αυτού πηχών πεντήκοντα 3 και τους πύργους αυτού έστησεν επί ταίς πύλαις αυτής πηχών εκατόν και το πλάτος αυτής εθεμελίωσεν εις πήχεις εξήκοντα 4 και εποίησε τας πύλας αυτής πύλας διεγειρομένας εις ύψος πηχών εβδομήκοντα και το πλάτος αυτών πήχεις τεσσαράκοντα εις εξόδους δυνάμεων δυνατών αυτού και διατάξεις των πεζών αυτού. 5 και εποίησε πόλεμον εν ταίς ημέραις εκείναις ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ προς βασιλέα Αρφαξάδ εν τώ πεδίω τώ μεγάλω, τούτό εστιν εν τοίς ορίοις Ραγαύ. 6 και συνήντησαν προς αυτόν πάντες οι κατοικούντες την ορεινήν και πάντες οι κατοικούντες τον Ευφράτην και τον Τίγριν και τον Υδάσπην και πεδία Αριώχ βασιλέως Ελυμαίων· και συνήλθον έθνη πολλά σφόδρα εις παράταξιν υιών Χελεούδ. 7 και απέστειλε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς Ασσυρίων επί πάντας τους κατοικούντας την Περσίδα και επί πάντας τους κατοικούντας προς δυσμαίς, τους κατοικούντας Κιλικίαν και Δαμασκόν, τον Λίβανον και Αντιλίβανον, και πάντας τους κατοικούντας κατά πρόσωπον παραλίας 8 και τους εν τοίς έθνεσι τού Καρμήλου και Γαλαάδ και την άνω Γαλιλαίαν και το μέγα πεδίον Εσδρηλών 9 και πάντας τους εν Σαμαρεία και ταίς πόλεσιν αυτής και πέραν τού Ιορδάνου έως Ιερουσαλήμ και Βετάνη και Χελλούς και Κάδης και τού ποταμού Αιγύπτου και Ταφνάς και Ραμεσσή και πάσαν γήν Γεσέμ
10 έως τού ελθείν επάνω Τάνεως και Μέμφεως και πάντας τους κατοικούντας την Αίγυπτον έως τού ελθείν επί τα όρια της Αιθιοπίας. 11 και εφαύλισαν πάντες οι κατοικούντες πάσαν την γήν το ρήμα Ναβουχοδονόσορ τού βασιλέως Ασσυρίων και ου συνήλθον αυτώ εις τον πόλεμον, ότι ουκ εφοβήθησαν αυτόν, αλλ΄ ήν εναντίον αυτών ως ανήρ είς, και ανέστρεψαν τους αγγέλους αυτού κενούς εν ατιμία προσώπου αυτών. 12 και εθυμώθη Ναβουχοδονόσορ επί πάσαν την γήν ταύτην σφόδρα και ώμοσε κατά τού θρόνου και της βασιλείας αυτού, ει μην εκδικήσειν πάντα τα όρια της Κιλικίας και Δαμασκηνής και Συρίας, ανελείν τή ρομφαία αυτού και πάντας τους κατοικούντας εν γη Μωάβ και τους υιούς Αμμών και πάσαν την Ιουδαίαν και πάντας τους εν Αιγύπτω έως τού ελθείν επί τα όρια των δύο θαλασσών. 13 και παρετάξατο εν τή δυνάμει αυτού προς Αρφαξάδ βασιλέα εν τώ έτει τώ επτακαιδεκάτω και εκραταιώθη εν τώ πολέμω αυτού και ανέστρεψε πάσαν την δύναμιν Αρφαξάδ και πάσαν την ίππον αυτού και πάντα τα άρματα αυτού 14 και εκυρίευσε των πόλεων αυτού και αφίκετο έως Εκβατάνων και εκράτησε των πύργων και επρονόμευσε τας πλατείας αυτής και τον κόσμον αυτής έθηκεν εις όνειδος αυτής. 15 και έλαβε τον Αρφαξάδ εν τοίς όρεσι Ραγαύ και κατηκόντισεν αυτόν εν ταίς ζιβύναις αυτού και εξωλόθρευσεν αυτόν έως της ημέρας εκείνης. 16 και ανέστρεψε μετ’ αυτών αυτός και πάς ο σύμμικτος αυτού, πλήθος ανδρών πολεμιστών πολύ σφόδρα· και ήν εκεί ραθυμών και ευωχούμενος αυτός και η δύναμις αυτού εφ΄ ημέρας εκατόν είκοσι.
1 ΚΑΙ εν τώ έτει τώ οκτωκαιδεκάτω, δευτέρα και εικάδι τού πρώτου μηνός, εγένετο λόγος εν οίκω Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Ασσυρίων εκδικήσαι πάσαν την γήν καθώς ελάλησε. 2 και συνεκάλεσε πάντας τους θεράποντας αυτού και πάντας τους μεγιστάνας αυτού και έθετο μετ’ αυτών το μυστήριον της βουλής αυτού και συνετέλεσε πάσαν την κακίαν της γής εκ τού στόματος αυτού. 3 και αυτοί έκριναν ολοθρεύσαι πάσαν σάρκα, οί ουκ ηκολούθησαν τώ λόγω τού στόματος αυτού. 4 και εγένετο ως συνετέλεσε την βουλήν αυτού, εκάλεσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Ασσυρίων τον Ολοφέρνην αρχιστράτηγον της δυνάμεως αυτού, δεύτερον όντα μετ’ αυτόν, και είπε προς αυτόν· 5 τάδε λέγει ο βασιλεύς ο μέγας, ο κύριος πάσης της γής· ιδού σύ εξελεύση εκ τού προσώπου μου και λήψη μετά σεαυτού άνδρας πεποιθότας εν ισχύι αυτών, πεζών εις χιλιάδας εκατόν είκοσι και πλήθος ίππων σύν αναβάταις μυριάδων δεκαδύο, 6 και εξελεύση εις συνάντησιν πάση τή γη επί δυσμάς, ότι ηπείθησαν τώ ρήματι τού στόματός μου. 7 και απαγγελείς αυτοίς ετοιμάζειν γήν και ύδωρ. ότι εξελεύσομαι εν θυμώ μου επ’ αυτούς και καλύψω πάν το πρόσωπον της γής εν τοίς ποσί της δυνάμεώς μου και δώσω αυτούς εις διαρπαγήν αυτοίς· 8 και οι τραυματίαι αυτών πληρώσουσι τας φάραγγας και τους χειμάρρους αυτών, και ποταμός επικλύζων τοίς νεκροίς αυτών πληρωθήσεται· 9 και άξω την αιχμαλωσίαν αυτών επί τα άκρα πάσης της γής.
10 σύ δε εξελθών προκαταλήψη μοι πάν όριον αυτών, και εκδώσουσί σοι εαυτούς, και διατηρήσεις εμοί αυτούς εις ημέραν ελεγμού αυτών· 11 επί δε τους απειθούντας ου φείσεται ο οφθαλμός σου τού δούναι αυτούς εις φόνον και αρπαγήν εν πάση τή γη σου. 12 ότι ζών εγώ και το κράτος της βασιλείας μου, λελάληκα και ποιήσω ταύτα εν χειρί μου. 13 και σύ δε ου παραβήση έν τι των ρημάτων τού κυρίου σου, αλλ’ επιτελών επιτελέσεις καθότι προστέταχά σοι, και ου μακρυνείς τού ποιήσαι αυτά. 14 και εξήλθεν Ολοφέρνης από προσώπου τού κυρίου αυτού και εκάλεσε πάντας τους δυνάστας και τους στρατηγούς και επιστάτας της δυνάμεως Ασσούρ 15 και ηρίθμησεν εκλεκτούς άνδρας εις παράταξιν, καθότι εκέλευσεν αυτώ ο κύριος αυτού εις μυριάδας δεκαδύο και ιππείς τοξότας μυρίους δισχιλίους, 16 και διέταξεν αυτούς ον τρόπον πολέμου πλήθος συντάσσεται. 17 και έλαβε καμήλους και όνους και ημιόνους εις την απαρτίαν αυτών, πλήθος πολύ σφόδρα, και πρόβατα και βόας και αίγας εις την παρασκευήν αυτών, ών ουκ ήν αριθμός, 18 και επισιτισμόν παντί ανδρί εις πλήθος και χρυσίον και αργύριον εξ οίκου βασιλέως πολύ σφόδρα. 19 και εξήλθεν αυτός και πάσα η δύναμις αυτού εις πορείαν τού προελθείν βασιλέως Ναβουχοδονόσορ και καλύψαι πάν το πρόσωπον της γής προς δυσμαίς εν άρμασι και ιππεύσι και πεζοίς επιλέκτοις αυτών.
20 και πολύς ο επίμικτος ως ακρίς συνεξήλθον αυτοίς και ως η άμμος της γής· ου γάρ ήν αριθμός από πλήθους αυτών. 21 και απήλθον εκ Νινευή οδόν τριών ημερών επί πρόσωπον τού πεδίου Βεκτιλέθ και εστρατοπέδευσαν από Βεκτιλέθ πλησίον τού όρους τού επ’ αριστερά της άνω Κιλικίας. 22 και έλαβε πάσαν την δύναμιν αυτού, τους πεζούς και τους ιππείς και τα άρματα αυτού, και απήλθεν εκείθεν εις την ορεινήν. 23 και διέκοψε το Φούδ και Λούδ και επρονόμευσαν πάντας υιούς Ρασσίς και υιούς Ισμαήλ τους κατά πρόσωπον της ερήμου προς νότον της Χελεών. 24 και παρήλθε τον Ευφράτην και διήλθε την Μεσοποταμίαν και διέσκαψε πάσας τας πόλεις τας υψηλάς τας επί τού χειμάρρου Αβρωνά έως τού ελθείν επί θάλασσαν. 25 και κατελάβετο τα όρια της Κιλικίας και κατέκοψε πάντας τους αντιστάντας αυτώ και ήλθεν έως ορίων Ιάφεθ τα προς νότον κατά πρόσωπον της Αραβίας. 26 και εκύκλωσε πάντας τους υιούς Μαδιάμ και ενέπρησε τα σκηνώματα αυτών και επρονόμευσε τας μάνδρας αυτών. 27 και κατέβη εις πεδίον Δαμασκού εν ημέραις θερισμού πυρών και ενέπρησε πάντας τους αγρούς αυτών και τα ποίμνια και τα βουκόλια έδωκεν εις αφανισμόν και τας πόλεις αυτών εσκύλευσε και τα παιδία αυτών εξελίκμησε και επάταξε πάντας τους νεανίσκους αυτών εν στόματι ρομφαίας. 28 και επέπεσεν ο φόβος και ο τρόμος αυτού επί τους κατοικούντας την παραλίαν, τους όντας εν Σιδώνι και Τύρω και τους κατοικούντας Σούρ και Οκινά, και πάντας τους κατοικούντας Ιεμναάν, και οι κατοικούντες εν Αζώτω και Ασκάλωνι εφοβήθησαν αυτόν σφόδρα.
1 ΚΑΙ απέστειλαν προς αυτόν αγγέλους λόγοις ειρηνικοίς λέγοντες· 2 ιδού ημείς οι παίδες Ναβουχοδονόσορ βασιλέως μεγάλου παρακείμεθα ενώπιόν σου, χρήσαι ημίν καθώς αρεστόν εστι τώ προσώπω σου· 3 ιδού αι επαύλεις ημών και πάν πεδίον πυρών και τα ποίμνια και τα βουκόλια και πάσαι αι μάνδραι των σκηνών ημών παράκεινται πρό προσώπου σου, χρήσαι καθ’ ον αν αρέσκη σοι. 4 ιδού και αι πόλεις ημών και οι κατοικούντες εν αυταίς δούλοί σού εισιν· ελθών απάντησον αυταίς ως έστιν αγαθόν εν οφθαλμοίς σου. 5 και παρεγένοντο οι άνδρες προς Ολοφέρνην και απήγγειλαν αυτώ κατά τα ρήματα ταύτα. 6 και κατέβη επί την παραλίαν αυτός και η δύναμις αυτού και εφρούρησε τας πόλεις τας υψηλάς και έλαβεν εξ αυτών εις συμμαχίαν άνδρας επιλέκτους· 7 και εδέξαντο αυτόν αυτοί και πάσα η περίχωρος αυτών μετά στεφάνων και χορών και τυμπάνων. 8 και κατέσκαψε πάντα τα όρια αυτών και τα άλση αυτών εξέκοψε, και ήν δεδομένον αυτώ εξολοθρεύσαι πάντας τους θεούς της γής, όπως αυτώ μόνω τώ Ναβουχοδονόσορ λατρεύσωσι πάντα τα έθνη, και πάσαι αι γλώσσαι και πάσαι αι φυλαί αυτών επικαλέσωνται αυτόν εις θεόν. 9 και ήλθε κατά πρόσωπον Εσδρηλών πλησίον της Δωταίας, ή εστιν απέναντι τού πρίονος τού μεγάλου της Ιουδαίας, 10 και κατεστρατοπέδευσεν ανά μέσον Γαβαί και Σκυθών πόλεως, και ήν εκεί μήνα ημερών εις το συλλέξαι πάσαν την απαρτίαν της δυνάμεως αυτού.
1 ΚΑΙ ήκουσαν οι υιοί Ισραήλ οι κατοικούντες εν τή Ιουδαία πάντα, όσα εποίησεν Ολοφέρνης τοίς έθνεσιν, ο αρχιστράτηγος Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Ασσυρίων, και ον τρόπον εσκύλευσε πάντα τα ιερά αυτών και έδωκεν αυτά εις αφανισμόν, 2 και εφοβήθησαν σφόδρα σφόδρα από προσώπου αυτού και περί Ιερουσαλήμ και τού ναού Κυρίου Θεού αυτών εταράχθησαν. 3 ότι προσφάτως ήσαν αναβεβηκότες εκ της αιχμαλωσίας, και νεωστί πάς ο λαός συνελέλεκτο της Ιουδαίας, και τα σκεύη και το θυσιαστήριον και ο οίκος εκ της βεβηλώσεως ηγιασμένα ήν. 4 και απέστειλαν εις πάν όριον Σαμαρείας και Κωνά και Βαιθωρών και Βελμαίν και Ιεριχώ και εις Χωβά και Αισωρά και τον αυλώνα Σαλήμ 5 και προκατελάβοντο πάσας τας κορυφάς των ορέων των υψηλών και ετειχίσαντο τας εν αυτοίς κώμας και παρέθεντο εις επισιτισμόν εις παρασκευήν πολέμου, ότι προσφάτως ήν τα πεδία αυτών τεθερισμένα. 6 και έγραψεν Ιωακίμ ο ιερεύς ο μέγας, ός ήν εν ταίς ημέραις εκείναις εν Ιερουσαλήμ, τοίς κατοικούσι Βαιτυλούα και Βαιτομεσθαίμ, ή εστιν απέναντι Εσδρηλών κατά πρόσωπον τού πεδίου τού πλησίον Δωθαίμ, 7 λέγων διακατασχείν τας αναβάσεις της ορεινής, ότι δι’ αυτών ήν η είσοδος εις την Ιουδαίαν, και ήν ευχερώς διακωλύσαι αυτούς προσβαίνοντας, στενής της προσβάσεως ούσης επ’ άνδρας τους πάντας δύο. 8 και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ καθά συνέταξεν αυτοίς Ιωακίμ ο ιερεύς ο μέγας και η γερουσία παντός δήμου Ισραήλ, οί εκάθηντο εν Ιερουσαλήμ. 9 και ανεβόησαν πάς ανήρ Ισραήλ προς τον Θεόν εν εκτενία μεγάλη και εταπεινούσαν τας ψυχάς αυτών εν εκτενία μεγάλη.
10 αυτοί και αι γυναίκες αυτών και τα νήπια αυτών και τα κτήνη αυτών και πάς πάροικος ή μισθωτός και αργυρώνητος αυτών επέθεντο σάκκους επί τας οσφύας αυτών. 11 και πάς ανήρ Ισραήλ και γυνή και τα παιδία και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ έπεσον κατά πρόσωπον τού ναού και εσποδώσαντο τας κεφαλάς αυτών και εξέτειναν τους σάκκους αυτών κατά πρόσωπον Κυρίου· 12 και το θυσιαστήριον σάκκω περιέβαλον και εβόησαν προς τον Θεόν Ισραήλ ομοθυμαδόν εκτενώς τού μη δούναι εις διαρπαγήν τα νήπια αυτών και τας γυναίκας εις προνομήν και τας πόλεις της κληρονομίας αυτών εις αφανισμόν και τα άγια εις βεβήλωσιν και ονειδισμόν, επίχαρμα τοίς έθνεσι. 13 και εισήκουσε Κύριος της φωνής αυτών και εισείδε την θλίψιν αυτών· και ήν ο λαός νηστεύων ημέρας πλείους εν πάση τή Ιουδαία και Ιερουσαλήμ κατά πρόσωπον των αγίων Κυρίου παντοκράτορος. 14 και Ιωακίμ ο ιερεύς ο μέγας και πάντες οι παρεστηκότες ενώπιον Κυρίου, ιερείς και οι λειτουργούντες Κυρίω, σάκκους περιεζωσμένοι τας οσφύας αυτών προσέφερον την ολοκαύτωσιν τού ενδελεχισμού και τας ευχάς και τα εκούσια δόματα τού λαού, 15 και ήν σποδός επί τας κιδάρεις αυτών. και εβόων προς Κύριον εκ πάσης δυνάμεως εις αγαθόν επισκέψασθαι πάντα οίκον Ισραήλ.
1 ΚΑΙ ανηγγέλη Ολοφέρνη αρχιστρατήγω δυνάμεως Ασσούρ διότι οι υιοί Ισραήλ παρεσκευάσαντο εις πόλεμον και τας διόδους της ορεινής συνέκλεισαν και ετείχισαν πάσαν κορυφήν όρους υψηλού και έθηκαν εν τοίς πεδίοις σκάνδαλα. 2 και ωργίσθη θυμώ σφόδρα και εκάλεσε πάντας τους άρχοντας Μωάβ και τους στρατηγούς Αμμών και πάντας σατράπας της παραλίας 3 και είπεν αυτοίς· αναγγείλατε δή μοι, υιοί Χαναάν, τις ο λαός ούτος ο καθήμενος εν τή ορεινή, και τίνες ας κατοικούσι πόλεις, και το πλήθος της δυνάμεως αυτών, και εν τίνι το κράτος αυτών, και η ισχύς αυτών, και τις ανέστηκεν επ’ αυτών βασιλεύς ηγούμενος στρατιάς αυτών, 4 και διατί κατενωτίσαντο τού μη ελθείν εις απάντησίν μοι παρά πάντας τους κατοικούντας εν δυσμαίς; 5 και είπε προς αυτόν Αχιώρ ο ηγούμενος πάντων υιών Αμμών· ακουσάτω δή ο κύριός μου λόγον εκ στόματος τού δούλου σου, και αναγγελώ σοι την αλήθειαν περί τού λαού, ός κατοικεί την ορεινήν ταύτην, πλησίον σου οικούντος, και ουκ εξελεύσεται ψεύδος εκ τού στόματος τού δούλου σου. 6 ο λαός ούτός εισιν απόγονοι Χαλδαίων, 7 και παρώκησαν το πρότερον εν τή Μεσοποταμία, ότι ουκ εβουλήθησαν ακολουθήσαι τοίς θεοίς των πατέρων αυτών, οί εγένοντο εν γη Χαλδαίων· 8 και εξέβησαν εξ οδού των γονέων αυτών και προσεκύνησαν τώ Θεώ τού ουρανού, Θεώ ώ επέγνωσαν, και εξέβαλον αυτούς από προσώπου των θεών αυτών, και έφυγον εις Μεσοποταμίαν και παρώκησαν εκεί ημέρας πολλάς. 9 και είπεν ο Θεός αυτών εξελθείν εκ της παροικίας αυτών και πορευθήναι εις γήν Χαναάν, και κατώκησαν εκεί και επληθύνθησαν χρυσίω και αργυρίω και εν κτήνεσι πολλοίς σφόδρα.
10 και κατέβησαν εις Αίγυπτον, εκάλυψε γάρ το πρόσωπον της γής Χαναάν λιμός, και παρώκησαν εκεί μέχρις ού διετράφησαν· και εγένοντο εκεί εις πλήθος πολύ, και ουκ ήν αριθμός τού γένους αυτών. 11 και επανέστη αυτοίς ο βασιλεύς Αιγύπτου και κατεσοφίσαντο αυτούς εν πόνω και εν πλίνθω, και εταπείνωσαν αυτούς και έθεντο αυτούς εις δούλους· 12 και ανεβόησαν προς τον Θεόν αυτών, και επάταξε πάσαν την γήν Αιγύπτου πληγαίς, εν αίς ουκ ήν ίασις· και εξέβαλον αυτούς οι Αιγύπτιοι από προσώπου αυτών. 13 και κατεξήρανεν ο Θεός την ερυθράν θάλασσαν έμπροσθεν αυτών 14 και ήγαγεν αυτούς εις οδόν τού Σινά και Κάδης Βαρνή· και εξέβαλον πάντας τους κατοικούντας εν τή ερήμω 15 και ώκησαν εν γη Αμορραίων και πάντας τους Εσεβωνίτας εξωλόθρευσαν εν τή ισχύι αυτών. και διαβάντες τον Ιορδάνην εκληρονόμησαν πάσαν την ορεινήν 16 και εξέβαλον εκ προσώπου αυτών τον Χαναναίον και τον Φερεζαίον και τον Ιεβουσαίον και τον Συχέμ και πάντας τους Γεργεσαίους και κατώκησαν εν αυτή ημέρας πολλάς. 17 και έως ουχ ήμαρτον ενώπιον τού Θεού αυτών, ήν τα αγαθά μετ’ αυτών, ότι Θεός μισών αδικίαν μετ’ αυτών εστιν. 18 ότε δε απέστησαν από της οδού, ής διέθετο αυτοίς, εξωλοθρεύθησαν εν πολλοίς πολέμοις επί πολύ σφόδρα και ηχμαλωτεύθησαν εις γήν ουκ ιδίαν, και ο ναός τού Θεού αυτών εγενήθη εις έδαφος, και οι πόλεις αυτών εκρατήθησαν υπό των υπεναντίων. 19 και νύν επιστρέψαντες επί τον Θεόν αυτών ανέβησαν εκ της διασποράς, ού διεσπάρησαν εκεί, και κατέσχον την Ιερουσαλήμ, ού το αγίασμα αυτών, και κατωκίσθησαν εν τή ορεινή, ότι ήν έρημος.
20 και νύν, δέσποτα κύριε, ει μέν εστιν αγνόημα εν τώ λαώ τούτω και αμαρτάνουσιν εις τον Θεόν αυτών και επισκεψόμεθα ότι εστίν εν αυτοίς σκάνδαλον τούτο, και αναβησόμεθα και εκπολεμήσομεν αυτούς. 21 ει δε ουκ έστιν ανομία εν τώ έθνει αυτών, παρελθέτω δή ο κύριός μου, μήποτε υπερασπίση ο Κύριος αυτών και ο Θεός αυτών υπέρ αυτών, και εσόμεθα εις ονειδισμόν εναντίον πάσης της γής. 22 και εγένετο ως επαύσατο Αχιώρ λαλών τους λόγους τούτους, και εγόγγυσε πάς ο λαός ο κυκλών την σκηνήν και περιεστώς, και είπαν οι μεγιστάνες Ολοφέρνου και πάντες οι κατοικούντες την παραλίαν και την Μωάβ συγκόψαι αυτόν· 23 ου γάρ φοβηθησόμεθα από υιών Ισραήλ· ιδού γάρ λαός, εν ώ ουκ έστι δύναμις ουδέ κράτος εις παράταξιν ισχυράν· 24 διό δή αναβησόμεθα, και έσονται εις κατάβρωμα πάσης της στρατιάς σου, δέσποτα Ολοφέρνη.
1 ΚΑΙ ως κατέπαυσεν ο θόρυβος των ανδρών των κύκλω της συνεδρίας, και είπεν Ολοφέρνης ο αρχιστράτηγος δυνάμεως Ασσούρ προς Αχιώρ εναντίον παντός τού δήμου αλλοφύλων και προς πάντας υιούς Μωάβ· 2 και τις εί σύ, Αχιώρ και οι μισθωτοί τού Εφραίμ, ότι επροφήτευσας εν ημίν καθώς σήμερον και είπας το γένος Ισραήλ μη πολεμήσαι, ότι ο Θεός αυτών υπερασπιεί αυτών; και τις ο Θεός ει μη Ναβουχοδονόσορ; ούτος αποστελεί το κράτος αυτού και εξολοθρεύσει αυτούς από προσώπου της γής, και ου ρύσεται αυτούς ο Θεός αυτών· 3 αλλ’ ημείς οι δούλοι αυτού πατάξομεν αυτούς ως άνθρωπον ένα, και ουχ υποστήσονται το κράτος των ίππων ημών. 4 κατακαύσομεν γάρ αυτούς εν αυτοίς, και τα όρη αυτών μεθυσθήσεται εν τώ αίματι αυτών, και τα πεδία αυτών πληρωθήσεται νεκρών αυτών, και ουκ αντιστήσεται το ίχνος των ποδών αυτών κατά πρόσωπον ημών, αλλά απωλεία απολούνται, λέγει ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ ο κύριος πάσης της γής· είπε γάρ, ου ματαιωθήσεται τα ρήματα των λόγων αυτού. 5 σύ δε Αχιώρ μισθωτέ τού Αμμών, ός ελάλησας τους λόγους τούτους εν ημέρα αδικίας σου, ουκ όψει έτι το πρόσωπόν μου από της ημέρας ταύτης, έως ού εκδικήσω το γένος των εξ Αιγύπτου· 6 και τότε διελεύσεται ο σίδηρος της στρατιάς μου και ο λαός των θεραπόντων μου τας πλευράς σου, και πεσή εν τοίς τραυματίαις αυτών, όταν επιστρέψω. 7 και αποκαταστήσουσί σε οι δούλοί μου εις την ορεινήν και θήσουσί σε εν μια των πόλεων των αναβάσεων, 8 και ουκ απολή έως ού εξολοθρευθής μετ’ αυτών. 9 και είπερ ελπίζεις τή καρδία σου ότι ου ληφθήσονται, μη συμπεσέτω σου το πρόσωπον· ελάλησα, και ουδέν διαπεσείται των ρημάτων μου.
10 και προσέταξεν Ολοφέρνης τοίς δούλοις αυτού, οί ήσαν παρεστηκότες εν τή σκηνή αυτού, συλλαβείν τον Αχιώρ και αποκαταστήσαι αυτόν εις Βαιτυλούα και παραδούναι εις χείρας υιών Ισραήλ. 11 και συνέλαβον αυτόν οι δούλοι αυτού και ήγαγον αυτόν έξω της παρεμβολής εις το πεδίον και απήραν εκ μέσου της πεδινής εις την ορεινήν και παρεγένοντο επί τας πηγάς, αί ήσαν υποκάτω Βαιτυλούα. 12 και ως είδαν αυτούς οι άνδρες της πόλεως επί την κορυφήν τού όρους, ανέλαβον τα όπλα αυτών και απήλθον έξω της πόλεως επί την κορυφήν τού όρους, και πάς ανήρ σφενδονήτης διεκράτησαν την ανάβασιν αυτών και έβαλον εν λίθοις επ’ αυτούς. 13 και υποδύσαντες υποκάτω τού όρους έδησαν τον Αχιώρ και αφήκαν ερριμμένον υπό την ρίζαν τού όρους και απώχοντο προς τον κύριον αυτών. 14 καταβάντες δε υιοί Ισραήλ εκ της πόλεως αυτών επέστησαν αυτώ και λύσαντες αυτόν απήγαγον εις την Βαιτυλούα και κατέστησαν αυτόν επί τους άρχοντας της πόλεως αυτών, 15 οί ήσαν εν ταίς ημέραις εκείναις, Οζίας ο τού Μιχά εκ της φυλής Συμεών και Αβρίς ο τού Γοθονιήλ και Χαρμίς υιός Μελχιήλ. 16 και συνεκάλεσαν πάντας τους πρεσβυτέρους της πόλεως, και συνέδραμον πάς νεανίσκος αυτών και αι γυναίκες εις την εκκλησίαν, και έστησαν τον Αχιώρ εν μέσω παντός τού λαού αυτών, και επηρώτησεν αυτόν Οζίας το συμβεβηκός. 17 και αποκριθείς απήγγειλεν αυτοίς τα ρήματα της συνεδρίας Ολοφέρνου και πάντα τα ρήματα, όσα ελάλησεν εν μέσω των αρχόντων υιών Ασσούρ, και όσα εμεγαλορρημόνησεν Ολοφέρνης εις τον οίκον Ισραήλ. 18 και πεσόντες ο λαός προσεκύνησαν τώ Θεώ και εβόησαν λέγοντες· 19 Κύριε ο Θεός τού ουρανού, κάτιδε επί τας υπερηφανίας αυτών και ελέησον την ταπείνωσιν τού γένους ημών και επίβλεψον επί το πρόσωπον των ηγιασμένων σοι εν τή ημέρα ταύτη.
20 και παρεκάλεσαν τον Αχιώρ και επήνεσαν αυτόν σφόδρα. 21 και παρέλαβεν αυτόν Οζίας εκ της εκκλησίας εις οίκον αυτού και εποίησε πότον τοίς πρεσβυτέροις, και επεκαλέσαντο τον Θεόν Ισραήλ εις βοήθειαν όλην την νύκτα εκείνην.
1 Τ… δ’ επαύριον παρήγγειλεν Ολοφέρνης πάση τή στρατιά αυτού και παντί τώ λαώ αυτού, οί παρεγένοντο επί την συμμαχίαν αυτού, αναζευγνύειν επί Βαιτυλούα και τας αναβάσεις της ορεινής προκαταλαμβάνεσθαι και ποιείν πόλεμον προς τους υιούς Ισραήλ. 2 και ανέζευξεν εν τή ημέρα εκείνη πάς ανήρ δυνατός αυτών· και η δύναμις αυτών ανδρών πολεμιστών χιλιάδες ανδρών πεζών εκατόν εβδομήκοντα και ιππέων χιλιάδες δεκαδύο, χωρίς της αποσκευής και των ανδρών, οί ήσαν πεζοί εν αυτοίς, πλήθος πολύ σφόδρα. 3 και παρενέβαλον εν τώ αυλώνι πλησίον Βαιτυλούα επί της πηγής και παρέτειναν εις εύρος επί Δωθαίμ και έως Βελβαίμ και εις μήκος από Βαιτυλούα έως Κυαμώνος, ή εστιν απέναντι Εσδρηλών. 4 οι δε υιοί Ισραήλ, ως είδον αυτών το πλήθος, εταράχθησαν σφόδρα και είπεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· νύν εκλείξουσιν ούτοι το πρόσωπον της γής πάσης, και ούτε τα όρη τα υψηλά ούτε αι φάραγγες ούτε οι βουνοί υποστήσονται το βάρος αυτών. 5 και αναλαβόντες έκαστος τα σκεύη τα πολεμικά αυτών και ανακαύσαντες πυράς επί τους πύργους αυτών, έμενον φυλάσσοντες όλην την νύκτα εκείνην. 6 τή δε ημέρα τή δευτέρα εξήγαγεν Ολοφέρνης πάσαν την ίππον αυτού κατά πρόσωπον των υιών Ισραήλ, οί ήσαν εν Βαιτυλούα, 7 και επεσκέψατο τας αναβάσεις της πόλεως αυτών και τας πηγάς των υδάτων αυτών εφώδευσε και προκατελάβετο αυτάς και επέστησεν αυταίς παρεμβολάς ανδρών πολεμιστών, και αυτός ανέζευξεν εις τον λαόν αυτού. 8 και προσελθόντες αυτώ οι άρχοντες των υιών Ησαύ και πάντες οι ηγούμενοι τού λαού Μωάβ και οι στρατηγοί της παραλίας είπαν· 9 ακουσάτω δή λόγον ο δεσπότης ημών, ίνα μη γένηται θραύσμα εν τή δυνάμει σου·
10 ο γάρ λαός ούτος των υιών Ισραήλ ου πέποιθαν επί τοίς δόρασιν αυτών, αλλ’ επί τοίς ύψεσι των ορέων αυτών, εν οίς αυτοί ενοικούσιν εν αυτοίς· ου γάρ εστιν ευχερές προσβήναι ταίς κορυφαίς των ορέων αυτών. 11 και νύν, δέσποτα, μη πολέμει προς αυτούς, καθώς γίνεται πόλεμος παρατάξεως, και ου πεσείται εκ τού λαού σου ανήρ είς. 12 ανάμεινον επί της παρεμβολής σου διαφυλάσσων πάντα άνδρα εκ της δυνάμεώς σου, και επικρατησάτωσαν οι παίδές σου της πηγής τού ύδατος, ή εκπορεύεται εκ της ρίζης τού όρους, 13 διότι εκείθεν υδρεύονται πάντες οι κατοικούντες Βαιτυλούα, και ανελεί αυτούς η δίψα, και εκδώσουσι την πόλιν εαυτών· και ημείς και ο λαός ημών αναβησόμεθα επί τας πλησίον κορυφάς των ορέων και παρεμβαλούμεν επ’ αυταίς εις προφυλακήν τού μη εξελθείν εκ της πόλεως άνδρα ένα. 14 και τακήσονται εν τώ λιμώ αυτοί και αι γυναίκες αυτών και τα τέκνα αυτών, και πριν ελθείν την ρομφαίαν επ΄ αυτούς, καταστρωθήσονται εν ταίς πλατείαις της οικήσεως αυτών. 15 και ανταποδώσεις αυτοίς ανταπόδομα πονηρόν, ανθ’ ών εστασίασαν, και ουκ απήντησαν τώ προσώπω σου εν ειρήνη. 16 και ήρεσαν οι λόγοι αυτών ενώπιον Ολοφέρνου και ενώπιον πάντων των θεραπόντων αυτού, και συνέταξαν ποιείν καθώς ελάλησαν. 17 και απήρε παρεμβολή υιών Αμμών και μετ΄ αυτών χιλιάδες πέντε υιών Ασσούρ και παρενέβαλον εν τώ αυλώνι και προκατελάβοντο τα ύδατα και τας πηγάς των υδάτων των υιών Ισραήλ. 18 και ανέβησαν υιοί Ησαύ και οι υιοί Αμμών και παρενέβαλον εν τή ορεινή απέναντι Δωθαίμ. και απέστειλαν εξ αυτών προς νότον και απηλιώτην απέναντι Εγρεβήλ, ή εστι πλησίον Χούς, ή εστιν επί τού χειμάρρου Μοχμούρ. και η λοιπή στρατιά των Ασσυρίων παρενέβαλον εν τώ πεδίω και εκάλυψαν πάν το πρόσωπον της γής· και αι σκηναί και αι απαρτίαι αυτών κατεστρατοπέδευσαν εν όχλω πολλώ και ήσαν εις πλήθος πολύ σφόδρα. 19 Καί οι υιοί Ισραήλ ανεβόησαν προς Κύριον Θεόν αυτών, ότι ωλιγοψύχησε το πνεύμα αυτών, ότι εκύκλωσαν πάντες οι εχθροί αυτών και ουκ ήν διαφυγείν εκ μέσου αυτών.
20 και έμεινε κύκλω αυτών πάσα παρεμβολή Ασσούρ, οι πεζοί και τα άρματα και οι ιππείς αυτών, ημέρας τριακοντατέσσαρας. και εξέλιπε πάντας τους κατοικούντας Βαιτυλούα πάντα τα αγγεία αυτών των υδάτων, 21 και οι λάκκοι εξεκενούντο, και ουκ είχον πιείν εις πλησμονήν ύδωρ ημέραν μίαν, ότι εν μέτρω εδίδοσαν αυτοίς πιείν. 22 και ηθύμησαν τα νήπια αυτών, και αι γυναίκες αυτών και οι νεανίσκοι εξέλιπον από της δίψης και έπιπτον εν ταίς πλατείαις της πόλεως και εν ταίς διόδοις των πυλών, και ουκ ήν κραταίωσις έτι εν αυτοίς. 23 και επισυνήχθησαν πάς ο λαός επί Οζίαν και τους άρχοντας της πόλεως, οι νεανίσκοι και αι γυναίκες και τα παιδία, και ανεβόησαν φωνή μεγάλη και είπαν εναντίον πάντων των πρεσβυτέρων· 24 κρίναι ο Θεός ανά μέσον ημών και υμών, ότι εποιήσατε εν ημίν αδικίαν μεγάλην ου λαλήσαντες ειρηνικά μετά των υιών Ασσούρ. 25 και νύν ουκ έστι βοηθός ημών, αλλά πέπρακεν ημάς ο Θεός εις τας χείρας αυτών τού καταστρωθήναι εναντίον αυτών εν δίψη και απωλεία μεγάλη. 26 και νύν επικαλέσασθε αυτούς και έκδοσθε την πόλιν πάσαν εις προνομήν τώ λαώ Ολοφέρνου και πάση τή δυνάμει αυτού· 27 κρείσσον γάρ ημίν γενηθήναι αυτοίς εις διαρπαγήν, εσόμεθα γάρ εις δούλους, και ζήσεται η ψυχή ημών, και ουκ οψόμεθα τον θάνατον των νηπίων ημών εν οφθαλμοίς ημών και τας γυναίκας και τα τέκνα ημών εκλειπούσας τας ψυχάς αυτών. 28 μαρτυρόμεθα υμίν τον ουρανόν και την γήν και τον Θεόν ημών και Κύριον των πατέρων ημών, ός εκδικεί ημάς κατά τας αμαρτίας ημών και κατά τα αμαρτήματα των πατέρων ημών, ίνα μη ποιήση κατά τα ρήματα ταύτα εν τή ημέρα τή σήμερον. 29 και εγένετο κλαυθμός μέγας εν μέσω της εκκλησίας πάντων ομοθυμαδόν και εβόησαν προς Κύριον τον Θεόν φωνή μεγάλη.
30 και είπε προς αυτούς Οζίας· θαρσείτε, αδελφοί, διακαρτερήσωμεν έτι πέντε ημέρας, εν αίς επιστρέψει Κύριος ο Θεός ημών το έλεος αυτού εφ΄ ημάς, ου γάρ εγκαταλείψει ημάς εις τέλος· 31 εάν δε διέλθωσιν αύται και μη έλθη εφ’ ημάς βοήθεια, ποιήσω κατά τα ρήματα υμών. και εσκόρπισε τον λαόν εις την εαυτού παρεμβολήν, και επί τα τείχη και τους πύργους της πόλεως αυτών απήλθον, και τας γυναίκας και τα τέκνα εις τους οίκους αυτών εξαπέστειλε· και ήσαν εν ταπεινώσει πολλή εν τή πόλει.
1 ΚΑΙ ήκουσεν εν εκείναις ταίς ημέραις Ιουδίθ, θυγάτηρ Μεραρί, υιού Ώξ, υιού Ιωσήφ, υιού Οζιήλ, υιού Ελκία, υιού Ηλιού, υιού Χελκίου, υιού Ελιάβ, υιού Ναθαναήλ, υιού Σαλαμιήλ, υιού Σαρασαδαί, υιού Ισραήλ. 2 και ο ανήρ αυτής Μανασσής της φυλής αυτής και της πατριάς αυτής, και απέθανεν εν ημέραις θερισμού κριθών· 3 επέστη γάρ επί τού δεσμεύοντος το δράγμα τώ πεδίω, και ο καύσων ήλθεν επί την κεφαλήν αυτού, και έπεσεν επί την κλίνην και ετελεύτησεν εν Βαιτυλούα τή πόλει αυτού, και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν τώ αγρώ τώ ανά μέσον Δωθαίμ και Βαλαμών. 4 και ήν Ιουδίθ εν τώ οίκω αυτής χηρεύουσα έτη τρία και μήνας τέσσαρας. 5 και εποίησεν εαυτή σκηνήν επί τού δώματος τού οίκου αυτής και επέθηκεν επί την οσφύν αυτής σάκκον, και ήν επ’ αυτής τα ιμάτια της χηρεύσεως αυτής. 6 και ενήστευε πάσας τας ημέρας χηρεύσεως αυτής, χωρίς προσαββάτων και σαββάτων και προνουμηνιών και νουμηνιών και εορτών και χαρμοσυνών οίκου Ισραήλ. 7 και ήν καλή τώ είδει και ωραία τή όψει σφόδρα· και υπελίπετο αυτή Μανασσής, ο ανήρ αυτής, χρυσίον και αργύριον και παίδας και παιδίσκας και κτήνη και αγρούς, και έμενεν επ’ αυτών. 8 και ουκ ήν ός επήνεγκεν αυτή ρήμα πονηρόν, ότι εφοβείτο τον Θεόν σφόδρα 9 και ήκουσε τα ρήματα τού λαού τα πονηρά επί τον άρχοντα, ότι ωλιγοψύχησαν επί τή σπάνει των υδάτων, και ήκουσε πάντας τους λόγους Ιουδίθ, ούς ελάλησε προς αυτούς Οζίας, ως ώμοσεν αυτοίς παραδώσειν την πόλιν μετά ημέρας πέντε τοίς Ασσυρίοις.
10 και αποστείλασα την άβραν αυτής την εφεστώσαν πάσι τοίς υπάρχουσιν αυτής εκάλεσεν Οζίαν και Χαβρίν και Χαρμίν τους πρεσβυτέρους της πόλεως αυτής, 11 και ήλθον προς αυτήν, και είπε προς αυτούς· ακούσατε δή μου, άρχοντες των κατοικούντων εν Βαιτυλούα, ότι ουκ ευθύς ο λόγος υμών, ον ελαλήσατε εναντίον τού λαού εν τή ημέρα ταύτη και εστήσατε τον όρκον, ον ελαλήσατε ανά μέσον τού Θεού και υμών και είπατε εκδώσειν την πόλιν τοίς εχθροίς ημών, εάν μη εν αυταίς επιστρέψη ο Κύριος βοηθήσαι ημίν. 12 και νύν τίνες εστέ υμείς, οί επειράσατε τον Θεόν εν τή ημέρα τή σήμερον και ίστατε υπέρ τού Θεού εν μέσω υιών ανθρώπων; 13 και νύν Κύριον παντοκράτορα εξετάζετε και ουθέν επιγνώσεσθε έως τού αιώνος, 14 ότι βάθος καρδίας ανθρώπου ουχ ευρήσετε και λόγους της διανοίας αυτού ου διαλήψεσθε· και πώς τον Θεόν, ός εποίησε τα πάντα ταύτα, ερευνήσετε και τον νούν αυτού επιγνώσεσθε και τον λογισμόν αυτού κατανοήσετε; μηδαμώς, αδελφοί, μη παροργίζετε Κύριον τον Θεόν ημών· 15 ότι εάν μη βούληται εν ταίς πέντε ημέραις βοηθήσαι ημίν, αυτός έχει την εξουσίαν εν αίς θέλει σκεπάσαι ημέραις ή και ολοθρεύσαι ημάς πρό προσώπου των εχθρών ημών. 16 υμείς δε μη ενεχυράζετε τας βουλάς Κυρίου τού Θεού ημών, ότι ουχ ως άνθρωπος ο Θεός απειληθήναι, ουδέ ως υιός ανθρώπου διαιτηθήναι. 17 διόπερ αναμένοντες την παρ’ αυτού σωτηρίαν επικαλεσώμεθα αυτόν εις βοήθειαν ημών, και εισακούσεται της φωνής ημών, εάν ή αυτώ αρεστόν. 18 ότι ουκ ανέστη εν ταίς γενεαίς ημών ουδέ εστιν εν τή ημέρα τή σήμερον ούτε φυλή ούτε πατριά ούτε δήμος ούτε πόλις εξ ημών, οί προσκυνούσι θεοίς χειροποιήτοις, καθάπερ εγένετο εν ταίς πρότερον ημέραις· 19 ών χάριν εδόθησαν εις ρομφαίαν και εις διαρπαγήν οι πατέρες ημών και έπεσον πτώμα μέγα ενώπιον των εχθρών ημών.
20 ημείς δε έτερον θεόν ουκ επέγνωμεν πλήν αυτού· όθεν ελπίζομεν ότι ουχ υπερόψεται ημάς, ουδ’ από τού γένους ημών. 21 ότι εν τώ ληφθήναι ημάς ούτως καθήσεται πάσα η Ιουδαία, και προνομευθήσεται τα άγια ημών, και ζητήσει την βεβήλωσιν αυτών εκ τού αίματος ημών 22 και τον φόνον των αδελφών ημών και την αιχμαλωσίαν της γής και την ερήμωσιν της κληρονομίας ημών επιστρέψει εις κεφαλήν ημών εν τοίς έθνεσιν, ού εάν δουλεύσωμεν εκεί, και εσόμεθα εις πρόσκομμα και εις όνειδος εναντίον των κτωμένων ημάς. 23 ότι ου κατευθυνθήσεται η δουλεία ημών εις χάριν, αλλ’ εις ατιμίαν θήσει αυτήν Κύριος ο Θεός ημών. 24 και νύν, αδελφοί, επιδειξώμεθα τοίς αδελφοίς ημών, ότι εξ ημών κρέμαται η ψυχή αυτών, και τα άγια και ο οίκος και το θυσιαστήριον επιστήρικται εφ΄ ημίν. 25 παρά ταύτα πάντα ευχαριστήσωμεν Κυρίω τώ Θεώ ημών, ός πειράζει ημάς καθά και τους πατέρας ημών. 26 μνήσθητε όσα εποίησε μετά Αβραάμ και όσα επείρασε τον Ισαάκ και όσα εγένετο τώ Ιακώβ εν Μεσοποταμία της Συρίας ποιμαίνοντι τα πρόβατα Λάβαν τού αδελφού της μητρός αυτού. 27 ότι ου καθώς εκείνους επύρωσεν εις ετασμόν της καρδίας αυτών, και ημάς ουκ εξεδίκησεν, αλλ΄ εις νουθέτησιν μαστιγοί Κύριος τους εγγίζοντας αυτώ. 28 και είπε προς αυτήν Οζίας· πάντα, όσα είπας, αγαθή καρδία ελάλησας, και ουκ έστιν ός αντιστήσεται τοίς λόγοις σου· 29 ότι ουκ εν τή σήμερον η σοφία σου πρόδηλός εστιν, αλλά απ’ αρχής ημερών σου έγνω πάς ο λαός την σύνεσίν σου, καθότι αγαθόν εστι το πλάσμα της καρδίας σου.
30 αλλ’ ο λαός εδίψησε σφόδρα και ηνάγκασαν ποιήσαι ημάς καθά ελαλήσαμεν αυτοίς και επαγαγείν όρκον εφ’ ημάς, ον ου παραβησόμεθα. 31 και νύν δεήθητι περί ημών, ότι γυνή ευσεβής εί, και αποστελεί Κύριος τον υετόν εις πλήρωσιν των λάκκων ημών, και ουκ εκλείψωμεν έτι. 32 και είπε προς αυτούς Ιουδίθ· ακούσατέ μου, και ποιήσω πράγμα, ό αφίξεται εις γενεάς γενεών υιοίς τού γένους ημών. 33 υμείς στήσεσθε επί της πύλης την νύκτα ταύτην, και εξελεύσομαι εγώ μετά της άβρας μου, και εν ταίς ημέραις, μεθ’ ας είπατε παραδώσειν την πόλιν τοίς εχθροίς ημών, επισκέψεται Κύριος τον Ισραήλ εν χειρί μου· 34 υμείς δε ουκ εξερευνήσετε την πράξίν μου, ου γάρ ερώ υμίν, έως τού τελεσθήναι ά εγώ ποιώ. 35 και είπεν Οζίας και οι άρχοντες προς αυτήν· πορεύου εις ειρήνην, και Κύριος ο Θεός έμπροσθέν σου εις εκδίκησιν των εχθρών ημών. 36 και αποστρέψαντες εκ της σκηνής επορεύθησαν επί τας διατάξεις αυτών.
1 ΙΟΥΔΙΘ δε έπεσεν επί πρόσωπον και επέθετο σποδόν επί την κεφαλήν αυτής και εγύμνωσεν ον ενεδιδύσκετο σάκκον, και ήν άρτι προσφερόμενον εν Ιερουσαλήμ εις τον οίκον τού Θεού το θυμίαμα της εσπέρας εκείνης, και εβόησε φωνή μεγάλη Ιουδίθ προς Κύριον και είπε· 2 Κύριε ο Θεός τού πατρός μου Συμεών, ώ έδωκας εν χειρί ρομφαίαν εις εκδίκησιν αλλογενών, οί έλυσαν μήτραν παρθένου εις μίασμα και εγύμνωσαν μηρόν εις αισχύνην και εβεβήλωσαν μήτραν εις όνειδος· είπας γάρ, ουχ ούτως έσται· και εποίησαν 3 ανθ’ ών έδωκας άρχοντας αυτών εις φόνον και την στρωμνήν αυτών, ή ηδέσατο την απάτην αυτών, εις αίμα, και επάταξας δούλους επί δυνάσταις και δυνάστας επί θρόνους αυτών. 4 και έδωκας γυναίκας αυτών εις προνομήν και θυγατέρας εις αιχμαλωσίαν και πάντα τα σκύλα εις διαίρεσιν υιών ηγαπημένων υπό σού, οί και εζήλωσαν τον ζήλόν σου και εβδελύξαντο μίασμα αίματος αυτών και επεκαλέσαντό σε εις βοηθόν. ο Θεός ο Θεός ο εμός, και εισάκουσον εμού της χήρας· 5 σύ γάρ εποίησας τα πρότερα εκείνων και εκείνα και τα μετέπειτα και τα νύν και τα επερχόμενα διενοήθης, και εγενήθησαν ά ενενοήθης, 6 και παρέστησαν ά εβουλεύσω και είπαν· ιδού πάρεσμεν· πάσαι γάρ αι οδοί σου έτοιμοι, και η κρίσις σου εν προγνώσει· 7 ιδού γάρ Ασσύριοι επληθύνθησαν εν δυνάμει αυτών, υψώθησαν εφ’ ίππω και αναβάτη εγαυρίασαν εν βραχίονι πεζών, ήλπισαν εν ασπίδι και εν γαισώ και τόξω και σφενδόνη και ουκ έγνωσαν ότι σύ εί Κύριος συντρίβων πολέμους. 8 Κύριος όνομά σοι· σύ ράξον αυτών την ισχύν εν δυνάμει σου και κάταξον το κράτος αυτών εν τώ θυμώ σου· εβουλεύσαντο γάρ βεβηλώσαι τα άγιά σου, μιάναι το σκήνωμα της καταπαύσεως τού ονόματος της δόξης σου και καταβαλείν σιδήρω κέρας θυσιαστηρίου σου. 9 βλέψον εις υπερηφανίαν αυτών, απόστειλον την οργήν σου εις κεφαλάς αυτών, δός εν χειρί μου της χήρας ό διενοήθην κράτος.
10 πάταξον δούλον εκ χειλέων απάτης μου επ’ άρχοντι και άρχοντα επί θεράποντι αυτού, θραύσον αυτών το ανάστημα εν χειρί θηλείας· 11 ου γάρ εν πλήθει το κράτος σου, ουδέ η δυναστεία σου εν ισχύουσιν, αλλά ταπεινών εί Θεός, ελαττόνων εί βοηθός, αντιλήπτωρ ασθενούντων, απεγνωσμένων σκεπαστής, απηλπισμένων σωτήρ. 12 ναί ναί ο Θεός τού πατρός μου και Θεός κληρονομίας Ισραήλ, δέσποτα των ουρανών και της γής, κτίστα των υδάτων, βασιλεύ πάσης κτίσεώς σου, σύ εισάκουσον της δεήσεώς μου 13 και δός λόγον μου και απάτην εις τραύμα και μώλωπα αυτών, οί κατά της διαθήκης σου και οίκου ηγιασμένου σου και κορυφής Σιών και οίκου κατασχέσεως υιών σου εβουλεύσαντο σκληρά. 14 και ποίησον επί πάν το έθνος σου, και πάσης φυλής επίγνωσιν τού ειδήσαι ότι σύ εί ο Θεός πάσης δυνάμεως και κράτους, και ουκ έστιν άλλος υπερασπίζων τού γένους Ισραήλ, ει μη σύ.
1 ΚΑΙ εγένετο ως επαύσατο βοώσα προς τον Θεόν Ισραήλ και συνετέλεσε πάντα τα ρήματα ταύτα, 2 και ανέστη από της πτώσεως και εκάλεσε την άβραν αυτής και κατέβη εις τον οίκον, εν ώ διέτριβεν εν αυτώ εν ταίς ημέραις των σαββάτων και εν ταίς εορταίς αυτής· 3 και περιείλατο τον σάκκον, ον ενεδεδύκει, και εξεδύσατο τα ιμάτια της χηρεύσεως αυτής και περιεκλύσατο το σώμα ύδατι και εχρίσατο μύρω παχεί και διέταξε τας τρίχας της κεφαλής αυτής και επέθετο μίτραν επ’ αυτής και ενεδύσατο τα ιμάτια της ευφροσύνης αυτής, εν οίς εστολίζετο εν ταίς ημέραις της ζωής τού ανδρός αυτής Μανασσή, 4 και έλαβε σανδάλια εις τους πόδας αυτής και περιέθετο τους χλιδώνας και τα ψέλλια και τους δακτυλίους και τα ενώτια και πάντα τον κόσμον αυτής και εκαλλωπίσατο σφόδρα εις απάτησιν οφθαλμών ανδρών, όσοι αν ίδωσιν αυτήν. 5 και έδωκε τή άβρα αυτής ασκοπυτίνην οίνου και καψάκην ελαίου και πήραν επλήρωσεν αλφίτων και παλάθης και άρτων καθαρών και περιεδίπλωσε πάντα τα αγγεία αυτής και επέθηκεν επ΄ αυτή. 6 και εξήλθοσαν επί την πύλην της πόλεως Βαιτυλούα και εύροσαν εφεστώτας επ’ αυτής Οζίαν και τους πρεσβυτέρους της πόλεως Χαβρίν και Χαρμίν. 7 ως δε είδον αυτήν και ήν ηλλοιωμένον το πρόσωπον αυτής και την στολήν μεταβεβληκυίαν αυτής, και εθαύμασαν επί τώ κάλλει αυτής επί πολύ σφόδρα και είπαν αυτή· 8 ο Θεός ο Θεός των πατέρων ημών δώη σε εις χάριν και τελειώσαι τα επιτηδεύματά σου εις γαυρίαμα υιών Ισραήλ και ύψωμα Ιερουσαλήμ. και προσεκύνησε τώ Θεώ 9 και είπε προς αυτούς· επιτάξατε ανοίξαί μοι την πύλην της πόλεως, και εξελεύσομαι εις τελείωσιν των λόγων, ών ελαλήσατε μετ’ εμού· και συνέταξαν τοίς νεανίσκοις ανοίξαι αυτή καθότι ελάλησε.
10 και εποίησαν ούτως. και εξήλθεν Ιουδίθ, αυτή και η παιδίσκη αυτής μετ’ αυτής· απεσκόπευον δε αυτήν οι άνδρες της πόλεως έως ού κατέβη το όρος, έως διήλθε τον αυλώνα και ουκέτι εθεώρουν αυτήν. 11 και επορεύοντο εν τώ αυλώνι εις ευθείαν, και συνήντησεν αυτή προφυλακή των Ασσυρίων. 12 και συνέλαβον αυτήν και επηρώτησαν· τίνων εί και πόθεν έρχη και που πορεύη; και είπε· θυγάτηρ ειμί των Εβραίων και αποδιδράσκω από προσώπου αυτών, ότι μέλλουσι δίδοσθαι υμίν εις κατάβρωμα· 13 καγώ έρχομαι εις το πρόσωπον Ολοφέρνου αρχιστρατήγου δυνάμεως υμών τού αναγγείλαι ρήματα αληθείας και δείξω πρό προσώπου αυτού οδόν, καθ’ ήν πορεύσεται και κυριεύσει πάσης της ορεινής, και ου διαφωνήσει των ανδρών αυτού σάρξ μία ουδέ πνεύμα ζωής. 14 ως δε ήκουσαν οι άνδρες τα ρήματα αυτής και κατενόησαν το πρόσωπον αυτής ~και ήν εναντίον αυτών θαυμάσιον τώ κάλλει σφόδρα~ και είπαν προς αυτήν· 15 σέσωκας την ψυχήν σου σπεύσασα καταβήναι εις πρόσωπον τού κυρίου ημών· και νύν πρόσελθε επί την σκηνήν αυτού, και αφ’ ημών προπέμψουσί σε, έως παραδώσουσί σε εις τας χείρας αυτού· 16 εάν δε στής εναντίον αυτού, μη φοβηθής τή καρδία σου, αλλά ανάγγειλον κατά τα ρήματά σου, και εύ σε ποιήσει. 17 και επέλεξαν εξ αυτών άνδρας εκατόν και παρέζευξαν αυτή και τή άβρα αυτής, και ήγαγον αυτάς επί την σκηνήν Ολοφέρνου. 18 και εγένετο συνδρομή πάση τή παρεμβολή, διεβοήθη γάρ εις τα σκηνώματα η παρουσία αυτής· και ελθόντες εκύκλουν αυτήν ως ειστήκει έξω της σκηνής Ολοφέρνου, έως προσήγγειλαν αυτώ περί αυτής. 19 και εθαύμαζον επί τώ κάλλει αυτής και εθαύμαζον τους υιούς Ισραήλ απ’ αυτής, και είπεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· τις καταφρονήσει τού λαού τούτου, ός έχει εν εαυτώ γυναίκας τοιαύτας; ότι ου καλόν εστιν υπολείπεσθαι εξ αυτών άνδρα ένα, οί αφεθέντες δυνήσονται κατασοφίσασθαι πάσαν την γήν.
20 και εξήλθον οι παρακαθεύδοντες Ολοφέρνη και πάντες οι θεράποντες αυτού και εισήγαγον αυτήν εις την σκηνήν. 21 και ήν Ολοφέρνης αναπαυόμενος επί της κλίνης αυτού εν τώ κωνωπείω, ό ήν εκ πορφύρας και χρυσίου και σμαράγδου και λίθων πολυτελών καθυφασμένων. 22 και ανήγγειλαν αυτώ περί αυτής, και εξήλθεν εις το προσκήνιον, και λαμπάδες αργυραί προάγουσαι αυτού. 23 ως δε ήλθε κατά πρόσωπον αυτού Ιουδίθ και των θεραπόντων αυτού, εθαύμασαν πάντες επί τώ κάλλει τού προσώπου αυτής· και πεσούσα επί πρόσωπον προσεκύνησεν αυτώ, και ήγειραν αυτήν οι δούλοι αυτού.
1 ΚΑΙ είπε προς αυτήν Ολοφέρνης· θάρσησον, γύναι, μη φοβηθής τή καρδία σου, ότι εγώ ουκ εκάκωσα άνθρωπον, όστις ηρέτικε δουλεύειν βασιλεί Ναβουχοδονόσορ πάσης της γής. 2 και νύν ο λαός σου ο κατοικών την ορεινήν, ει μη εφαύλισάν με, ουκ αν ήρα το δόρυ μου επ΄ αυτούς, αλλ’ αυτοί εαυτοίς εποίησαν ταύτα. 3 και νύν λέγε μοι τίνος ένεκεν απέδρας απ’ αυτών και ήλθες προς ημάς; ήκεις γάρ εις σωτηρίαν· θάρσει, εν τή νυκτί ταύτη ζήση και εις το λοιπόν· 4 ου γάρ εστιν ός αδικήσει σε, αλλ΄ εύ σε ποιήσει καθά γίνεται τοίς δούλοις τού κυρίου μου βασιλέως Ναβουχοδονόσορ. 5 και είπε προς αυτόν Ιουδίθ· δέξαι τα ρήματα της δούλης σου, και λαλησάτω η παιδίσκη σου κατά πρόσωπόν σου, και ουκ αναγγελώ ψεύδος τώ κυρίω μου εν τή νυκτί ταύτη. 6 και εάν κατακολουθήσης τοίς λόγοις της παιδίσκης σου, τελείως πράγμα ποιήσει μετά σού ο Θεός, και ουκ αποπεσείται ο κύριός μου των επιτηδευμάτων αυτού· 7 ζή γάρ βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ πάσης της γής και ζή το κράτος αυτού, ός απέστειλέ σε εις κατόρθωσιν πάσης ψυχής, ότι ου μόνον άνθρωποι διά σε δουλεύουσιν αυτώ, αλλά και τα θηρία τού αγρού και τα κτήνη και τα πετεινά τού ουρανού διά της ισχύος σου ζήσονται επί Ναβουχοδονόσορ και πάντα τον οίκον αυτού· 8 ηκούσαμεν γάρ την σοφίαν σου και τα πανουργεύματα της ψυχής σου, και ανηγγέλη πάση τή γη ότι σύ μόνος αγαθός εν πάση βασιλεία και δυνατός εν επιστήμη και θαυμαστός εν στρατεύμασι πολέμου. 9 και νύν ο λόγος, ον ελάλησεν Αχιώρ εν τή συνεδρία σου, ηκούσαμεν τα ρήματα αυτού, ότι περιεποιήσαντο αυτόν οι άνδρες Βαιτυλούα, και ανήγγειλεν αυτοίς πάντα, όσα εξελάλησε παρά σοί.
10 διό, δέσποτα κύριε, μη παρέλθης τον λόγον αυτού, αλλά κατάθου αυτόν εν τή καρδία σου, ότι αληθής εστιν· ου γάρ εκδικάται το γένος ημών, ου κατισχύει ρομφαία επ’ αυτούς, εάν μη αμάρτωσιν εις τον Θεόν αυτών. 11 και νύν, ίνα μη γένηται ο κύριός μου έκβολος και άπρακτος και επιπεσείται θάνατος επί πρόσωπον αυτών, και κατελάβετο αυτούς αμάρτημα, εν ώ παροργιούσι τον Θεόν αυτών, οπηνίκα αν ποιήσωσιν ατοπίαν· 12 επεί γάρ εξέλιπεν αυτούς τα βρώματα και εσπανίσθη πάν ύδωρ, εβουλεύσαντο επιβαλείν τοίς κτήνεσιν αυτών και πάντα, όσα διεστείλατο αυτοίς ο Θεός εν τοίς νόμοις αυτού μη φαγείν, διέγνωσαν δαπανήσαι. 13 και τας απαρχάς τού σίτου και τας δεκάτας τού οίνου και τού ελαίου, ά διεφύλαξαν αγιάσαντες τοίς ιερεύσι τοίς παρεστηκόσιν εν Ιερουσαλήμ απέναντι τού προσώπου τού Θεού ημών, κεκρίκασιν εξαναλώσαι, ών ουδέ ταίς χερσίν καθήκεν άψασθαι ουδένα των εκ τού λαού. 14 και απεστάλκασιν εις Ιερουσαλήμ, ότι και οι εκεί κατοικούντες εποίησαν ταύτα, τους μετακομίσαντας αυτοίς την άφεσιν παρά της γερουσίας. 15 και έσται ως αν αναγγείλη αυτοίς και ποιήσωσι, δοθήσονταί σοι εις όλεθρον εν τή ημέρα εκείνη. 16 όθεν εγώ η δούλη σου επιγνούσα ταύτα πάντα απέδρων από προσώπου αυτών, και επέστειλέ με ο Θεός ποιήσαι μετά σού πράγματα, εφ’ οίς εκστήσεται πάσα η γη, όσοι εάν ακούσωσιν αυτά. 17 ότι η δούλη σου θεοσεβής εστι και θεραπεύουσα νυκτός και ημέρας τον Θεόν τού ουρανού· και νύν μενώ παρά σοί, κύριέ μου, και εξελεύσεται η δούλη σου κατά την νύκτα εις την φάραγγα και προσεύξομαι προς τον Θεόν, και ερεί μοι πότε εποίησαν τα αμαρτήματα αυτών. 18 και ελθούσα προσανοίσω σοι, και εξελεύση σύν πάση τή δυνάμει σου, και ουκ έστιν ός αντιστήσεταί σοι εξ αυτών. 19 και άξω σε διά μέσου της Ιουδαίας έως τού ελθείν απέναντι Ιερουσαλήμ και θήσω τον δίφρον σου εν μέσω αυτής, και άξεις αυτούς ως πρόβατα, οίς ουκ έστι ποιμήν, και ου γρύξει κύων τή γλώσση αυτού απέναντί σου, ότι ταύτα ελαλήθη μοι κατά πρόγνωσίν μου και απηγγέλη μοι, και απεστάλην αναγγείλαί σοι.
20 και ήρεσαν οι λόγοι αυτής εναντίον Ολοφέρνου και εναντίον πάντων των θεραπόντων αυτού, και εθαύμασαν επί τή σοφία αυτής και είπαν· 21 ουκ έστι τοιαύτη γυνή απ’ άκρου έως άκρου της γής καλώ προσώπω και συνέσει λόγων. 22 και είπε προς αυτήν Ολοφέρνης· εύ εποίησεν ο Θεός αποστείλας σε έμπροσθεν τού λαού τού γενηθήναι εν χερσίν ημών κράτος, εν δε τοίς φαυλίσασι τον κύριόν μου απώλειαν. 23 και νύν αστεία εί σύ εν τώ είδει σου και αγαθή εν τοίς λόγοις σου· ότι εάν ποιήσης καθά ελάλησας, ο Θεός σου έσται μου Θεός, και σύ εν οίκω βασιλέως Ναβουχοδονόσορ καθήση και έση ονομαστή παρά πάσαν την γήν.
1 ΚΑΙ εκέλευσεν εισαγαγείν αυτήν ού ετίθετο τα αργυρώματα αυτού και συνέταξε καταστρώσαι αυτή από των οψοποιημάτων αυτού και τού οίνου αυτού πίνειν. 2 και είπεν Ιουδίθ· ου φάγομαι εξ αυτών, ίνα μη γένηται σκάνδαλον, αλλ’ εκ των ηκολουθηκότων μοι χορηγηθήσεται. 3 και είπε προς αυτήν Ολοφέρνης· εάν δε εκλίπη τα όντα μετά σού, πόθεν εξοίσομέν σοι δούναι όμοια αυτοίς; ου γάρ εστι μεθ’ ημών εκ τού έθνους σου. 4 και είπεν Ιουδίθ προς αυτόν· ζή η ψυχή σου, κύριέ μου, ότι ου δαπανήσει η δούλη σου τα όντα μετ’ εμού, έως αν ποιήση Κύριος εν χειρί μου ά εβουλεύσατο. 5 και ηγάγοσαν αυτήν οι θεράποντες Ολοφέρνου εις την σκηνήν, και ύπνωσε μέχρι μεσούσης της νυκτός· και ανέστη προς την εωθινήν φυλακήν, 6 και απέστειλε προς Ολοφέρνην λέγουσα· επιταξάτω δή ο κύριός μου εάσαι την δούλην σου επί προσευχήν εξελθείν. 7 και προσέταξεν Ολοφέρνης τοίς σωματοφύλαξι μη διακωλύειν αυτήν. και παρέμεινεν εν τή παρεμβολή ημέρας τρεις, και εξεπορεύετο κατά νύκτα εις την φάραγγα Βαιτυλούα και εβαπτίζετο εν τή παρεμβολή επί της πηγής τού ύδατος· 8 και ως ανέβη, εδέετο τού Κυρίου Θεού Ισραήλ κατευθύναι την οδόν αυτής εις ανάστημα των υιών τού λαού αυτού. 9 και εισπορευομένη καθαρά παρέμενε τή σκηνή, μέχρις ού προσηνέγκατο την τροφήν αυτής προς εσπέραν.
10 και εγένετο εν τή ημέρα τή τετάρτη, εποίησεν Ολοφέρνης πότον τοίς δούλοις αυτού μόνοις και ουκ εκάλεσεν εις την χρήσιν ουδένα των προς ταίς χρείαις. 11 και είπε Βαγώα τώ ευνούχω, ός ήν εφεστηκώς επί πάντων των αυτού· πείσον δή πορευθείς την γυναίκα την Εβραίαν ή εστι παρά σοί, τού ελθείν προς ημάς και φαγείν και πιείν μεθ’ ημών· 12 ιδού γάρ αισχρόν τώ προσώπω ημών, ει γυναίκα τοιαύτην παρήσομεν ουχ ομιλήσαντες αυτή, ότι εάν ταύτην μη επισπασώμεθα, καταγελάσεται ημών. 13 και εξήλθε Βαγώας από προσώπου Ολοφέρνου και εισήλθε προς αυτήν και είπε· μη οκνησάτω δή η παιδίσκη η καλή αύτη ελθούσα προς τον κύριόν μου δοξασθήναι κατά πρόσωπον αυτού και πιείν μεθ’ ημών εις ευφροσύνην οίνον και γενηθήναι εν τή ημέρα ταύτη ως θυγάτηρ μία των υιών Ασσούρ, αί παρεστήκασιν εν οίκω Ναβουχοδονόσορ. 14 και είπε προς αυτόν Ιουδίθ· και τις ειμι εγώ αντερούσα τώ κυρίω μου; ότι πάν, ό έσται εν τοίς οφθαλμοίς αυτού αρεστόν, σπεύσασα ποιήσω, και έσται τούτο αγαλλίαμα έως ημέρας θανάτου μου. 15 και διαναστάσα εκοσμήθη τώ ιματισμώ και παντί τώ κόσμω τώ γυναικείω, και προσήλθεν η δούλη αυτής και έστρωσεν αυτή κατέναντι Ολοφέρνου χαμαί τα κώδια, ά έλαβε παρά Βαγώου εις την καθημερινήν δίαιταν αυτής, εις το εσθίειν κατακλινομένην επ’ αυτών. 16 και εισελθούσα ανέπεσεν Ιουδίθ, και εξέστη η καρδία Ολοφέρνου επ’ αυτήν, και εσαλεύθη η ψυχή αυτού, και ήν κατεπίθυμος σφόδρα τού συγγενέσθαι μετ’ αυτής· και ετήρει καιρόν τού απατήσαι αυτήν αφ’ ής ημέρας είδεν αυτήν. 17 και είπε προς αυτήν Ολοφέρνης· πίε δή και γενήθητι μεθ’ ημών εις ευφροσύνην. 18 και είπεν Ιουδίθ· πίομαι δή, κύριε, ότι εμεγαλύνθη το ζήν μου εν εμοί σήμερον παρά πάσας τας ημέρας της γενέσεώς μου. 19 και λαβούσα έφαγε και έπιε κατέναντι αυτού ά ητοίμασεν η δούλη αυτής.
20 και ηυφράνθη Ολοφέρνης απ’ αυτής και έπιεν οίνον πολύν σφόδρα, όσον ουκ έπιε πώποτε εν ημέρα μια αφ’ ού εγεννήθη.
1 ΩΣ δε οψία εγένετο, εσπούδασαν οι δούλοι αυτού αναλύειν. και Βαγώας συνέκλεισε την σκηνήν έξωθεν και απέκλεισε τους παρεστώτας εκ προσώπου τού κυρίου αυτού, και απώχοντο εις τας κοίτας αυτών· ήσαν γάρ πάντες κεκοπωμένοι, διά το επί πλείον γεγονέναι τον πότον. 2 υπελείφθη δε Ιουδίθ μόνη εν τή σκηνή, και Ολοφέρνης προπεπτωκώς επί την κλίνην αυτού· ήν γάρ περικεχυμένος αυτώ ο οίνος. 3 και είπεν Ιουδίθ τή δούλη αυτής στήναι έξω τού κοιτώνος αυτής και επιτηρείν την έξοδον αυτής· καθάπερ καθ’ ημέραν, εξελεύσεσθαι γάρ έφη επί την προσευχήν αυτής· και τώ Βαγώα ελάλησε κατά τα ρήματα ταύτα. 4 και απήλθοσαν πάντες εκ προσώπου, και ουδείς κατελείφθη εν τώ κοιτώνι από μικρού έως μεγάλου και στάσα Ιουδίθ παρά την κλίνην αυτού είπεν εν τή καρδία αυτής· Κύριε ο Θεός πάσης δυνάμεως, επίβλεψον εν τή ώρα ταύτη επί τα έργα των χειρών μου εις ύψωμα Ιερουσαλήμ· 5 ότι νύν καιρός αντιλαβέσθαι της κληρονομίας σου και ποιήσαι το επιτήδευμά μου εις θραύμα εχθρών, οί επανέστησαν ημίν. 6 και προσελθούσα τώ κανόνι της κλίνης, ός ήν προς κεφαλής Ολοφέρνου, καθείλε τον ακινάκην αυτού απ’ αυτού 7 και εγγίσασα της κλίνης εδράξατο της κόμης της κεφαλής αυτού και είπε· κραταίωσόν με, ο Θεός Ισραήλ, εν τή ημέρα ταύτη. 8 και επάταξεν εις τον τράχηλον αυτού δίς εν τή ισχύι αυτής και αφείλε την κεφαλήν αυτού απ’ αυτού, 9 και απεκύλισε το σώμα αυτού από της στρωμνής και αφείλε το κωνωπείον από των στύλων. και μετ’ ολίγον εξήλθε, και παρέδωκε τή άβρα αυτής την κεφαλήν Ολοφέρνου,
10 και ενέβαλεν αυτήν εις την πήραν των βρωμάτων αυτής. και εξήλθον αι δύο άμα κατά τον εθισμόν αυτών επί την προσευχήν· και διελθούσαι την παρεμβολήν εκύκλωσαν την φάλαγγα εκείνην και προσανέβησαν το όρος Βαιτυλούα και ήλθοσαν προς τας πύλας αυτής. 11 Καί είπεν Ιουδίθ μακρόθεν τοίς φυλάσσουσιν επί των πυλών· ανοίξατε, ανοίξατε δή την πύλην, μεθ’ ημών ο Θεός ο Θεός ημών ποιήσαι έτι ισχύν εν Ισραήλ κατά κράτος κατά των εχθρών, καθά και σήμερον εποίησε. 12 και εγένετο ως ήκουσαν οι άνδρες της πόλεως αυτής την φωνήν αυτής, εσπούδασαν τού καταβήναι εις την πύλην της πόλεως αυτών και συνεκάλεσαν τους πρεσβυτέρους της πόλεως. 13 και συνέδραμον πάντες από μικρού έως μεγάλου, ότι παράδοξον ήν αυτοίς το ελθείν αυτήν, και ήνοιξαν την πύλην και υπεδέξαντο αυτάς και άψαντες πύρ εις φαύσιν περιεκύκλωσαν αυτάς. 14 η δε είπε προς αυτούς φωνή μεγάλη· αινείτε τον Θεόν, αινείτε· αινείτε τον Θεόν, ός ουκ απέστησε το έλεος αυτού από τού οίκου Ισραήλ, αλλ’ έθραυσε τους εχθρούς ημών διά χειρός μου εν τή νυκτί ταύτη. 15 και προελούσα την κεφαλήν εκ της πήρας έδειξε και είπεν αυτοίς· ιδού η κεφαλή Ολοφέρνου αρχιστρατήγου δυνάμεως Ασσούρ, και ιδού το κωνωπείον, εν ώ κατέκειτο εν ταίς μέθαις αυτού· και επάταξεν αυτόν ο Κύριος εν χειρί θηλείας· 16 και ζή Κύριος, ός διεφύλαξέ με εν τή οδώ μου, ή επορεύθην, ότι ηπάτησεν αυτόν το πρόσωπόν μου εις απώλειαν αυτού, και ουκ εποίησεν αμάρτημα μετ’ εμού εις μίασμα και αισχύνην. 17 και εξέστη πάς ο λαός σφόδρα και κύψαντες προσεκύνησαν τώ Θεώ και είπαν ομοθυμαδόν· ευλογητός εί, ο Θεός ημών, ο εξουδενώσας εν τή ημέρα τή σήμερον τους εχθρούς τού λαού σου. 18 και είπεν αυτή Οζίας· ευλογητή σύ, θύγατερ, τώ Θεώ τώ Υψίστω παρά πάσας τας γυναίκας τας επί της γής, και ευλογημένος Κύριος ο Θεός, ός έκτισε τους ουρανούς και την γήν, ός κατεύθυνέ σε εις τραύμα κεφαλής άρχοντος εχθρών ημών· 19 ότι ουκ αποστήσεται η ελπίς σου από καρδίας ανθρώπων μνημονευόντων ισχύν Θεού έως αιώνος.
20 και ποιήσαι σοι αυτά ο Θεός εις ύψος αιώνιον τού επισκέψασθαί σε εν αγαθοίς, ανθ΄ ών ουκ εφείσω της ψυχής σου διά την ταπείνωσιν τού γένους ημών, αλλ΄ επεξήλθες πτώματι ημών επ΄ ευθείαν πορευθείσα ενώπιον τού Θεού ημών. και είπαν πάς ο λαός· γένοιτο, γένοιτο.
1 ΚΑΙ είπε προς αυτούς Ιουδίθ· ακούσατε δή μου, αδελφοί, και λαβόντες την κεφαλήν ταύτην κρεμάσατε αυτήν επί της επάλξεως τού τείχους υμών. 2 και έσται ηνίκα αν διαφαύση ο όρθρος και εξέλθη ο ήλιος επί την γήν, αναλήψεσθε έκαστος τα σκεύη τα πολεμικά υμών και εξελεύσεσθε πάς ανήρ ισχύων έξω της πόλεως και δώσετε αρχηγόν εις αυτούς ως καταβαίνοντες επί το πεδίον εις την προφυλακήν υιών Ασσούρ, και ου καταβήσεσθε. 3 και αναλαβόντες ούτοι τας πανοπλίας αυτών πορεύσονται εις την παρεμβολήν αυτών και εγερούσι τους στρατηγούς της δυνάμεως Ασσούρ· και συνδραμούνται επί την σκηνήν Ολοφέρνου και ουχ ευρήσουσιν αυτόν, και επιπεσείται επ’ αυτουύς φόβος, και φεύξονται από προσώπου υμών. 4 και επακολουθήσαντες υμείς και πάντες οι κατοικούντες πάν όριον Ισραήλ, καταστρώσατε αυτούς εν ταίς οδοίς αυτών. 5 πρό δε τού ποιήσαι ταύτα, καλέσατέ μοι Αχιώρ τον Αμανίτην, ίνα ιδών επιγνώ τον εκφαυλίσαντα τον οίκον τού Ισραήλ και αυτόν ως εις θάνατον αποστείλαντα εις ημάς. 6 και εκάλεσαν τον Αχιώρ εκ τού οίκου Οζία· ως δε ήλθε και είδε την κεφαλήν Ολοφέρνου εν χειρί ανδρός ενός εν τή εκκλησία τού λαού, έπεσεν επί πρόσωπον, και εξελύθη το πνεύμα αυτού. 7 ως δε ανέλαβον αυτόν, προσέπεσε τοίς ποσίν Ιουδίθ και προσεκύνησε τώ προσώπω αυτής και είπεν· ευλογημένη σύ εν παντί σκηνώματι Ιούδα και εν παντί έθνει, οίτινες ακούσαντες το όνομά σου ταραχθήσονται· 8 και νύν ανάγγειλόν μοι όσα εποίσας εν ταίς ημέραις ταύταις. και απήγγειλεν αυτώ Ιουδίθ εν μέσω τού λαού πάντα, όσα ήν πεποιηκυία, αφ’ ής ημέρας εξήλθεν έως ού ελάλει αυτοίς. 9 ως δε επαύσατο λαλούσα, ηλάλαξεν ο λαός φωνή μεγάλη και έδωκε φωνήν ευφρόσυνον εν τή πόλει αυτών.
10 ιδών δε Αχιώρ πάντα, όσα εποίησεν ο Θεός τού Ισραήλ, επίστευσε τώ Θεώ σφόδρα και περιετέμετο την σάρκα της ακροβυστίας αυτού και προσετέθη προς τον οίκον Ισραήλ έως της ημέρας ταύτης. 11 Ηνίκα δε ο όρθρος ανέβη, και εκρέμασαν την κεφαλήν Ολοφέρνου εκ τού τείχους, και ανέλαβε πάς ανήρ Ισραήλ τα όπλα αυτού και εξήλθοσαν κατά σπείρας επί τας αναβάσεις τού όρους. 12 οι δε υιοί Ασσούρ ως είδον αυτούς, διέπεμψαν επί τους ηγουμένους αυτών· οι δε ήλθον επί στρατηγούς και χιλιάρχους και επί πάντα άρχοντα αυτών. 13 και παρεγένοντο επί την σκηνήν Ολοφέρνου και είπαν τώ όντι επί πάντων των αυτού· έγειρον δή τον κύριον ημών, ότι ετόλμησαν οι δούλοι καταβαίνειν εφ’ ημάς εις πόλεμον, ίνα εξολοθρευθώσιν εις τέλος. 14 και εισήλθε Βαγώας και έκρουσε την αυλαίαν της σκηνής· υπενοείτο γάρ καθεύδειν αυτόν μετά Ιουδίθ· 15 ως δε ουδείς επήκουσε, διαστείλας εισήλθεν εις τον κοιτώνα και εύρεν αυτόν επί της χελωνίδος ερριμμένον νεκρόν, και η κεφαλή αυτού αφήρετο απ’ αυτού. 16 και εβόησε φωνή μεγάλη μετά κλαυθμού και στεναγμού και βοής ισχυράς και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού. 17 και εισήλθεν εις την σκηνήν, ού ήν Ιουδίθ καταλύουσα, και ουχ εύρεν αυτήν· και εξεπήδησεν εις τον λαόν κράζων· 18 ηθέτησαν οι δούλοι, εποίησεν αισχύνην μία γυνή των Εβραίων εις τον οίκον τού βασιλέως Ναβουχοδονόσορ· ότι ιδού Ολοφέρνης χαμαί, και η κεφαλή ουκ έστιν επ΄ αυτώ. 19 ως δε ήκουσαν ταύτα τα ρήματα οι άρχοντες της δυνάμεως Ασσούρ, τους χιτώνας αυτών διέρρηξαν, και εταράχθη η ψυχή αυτών σφόδρα, και εγένετο αυτών κραυγή και βοή μεγάλη σφόδρα εν μέσω της παρεμβολής.
1 ΚΑΙ ως ήκουσαν οι εν τοίς σκηνώμασιν όντες, εξέστησαν επί το γεγονός, 2 και επέπεσεν επ’ αυτούς φόβος και τρόμος, και ουκ ήν άνθρωπος μένων κατά πρόσωπον τού πλησίον έτι, αλλ’ εκχυθέντες ομοθυμαδόν έφευγον επί πάσαν οδόν τού πεδίου και της ορεινής· 3 και οι παρεμβεβληκότες εν τή ορεινή κύκλω Βαιτυλούα και ετράπησαν εις φυγήν. και τότε οι υιοί Ισραήλ, πάς ανήρ πολεμιστής εξ αυτών, εξεχύθησαν επ’ αυτούς. 4 και απέστειλεν Οζίας εις Βαιτομασθαίμ και Βηβαί και Κωλά και εις πάν όριον Ισραήλ τους απαγγέλλοντας υπέρ των συντετελεσμένων και ίνα πάντες επεκχυθώσι τοίς πολεμίοις εις την αναίρεσιν αυτών. 5 ως δε ήκουσαν οι υιοί Ισραήλ, πάντες ομοθυμαδόν επέπεσον επ΄ αυτούς και έκοπτον αυτούς έως Χωβά, ωσαύτως δε και οι εξ Ιερουσαλήμ παρεγενήθησαν και εκ πάσης της ορεινής, ανήγγειλαν γάρ αυτοίς τα γεγονότα τή παρεμβολή των εχθρών αυτών· και οι εν Γαλαάδ και οι εν τή Γαλιλαία υπερεκέρασαν αυτούς πληγή μεγάλη, έως ού παρήλθον Δαμασκόν και τα όρια αυτής. 6 οι δε λοιποί οι κατοικούντες Βαιτυλούα επέπεσαν τή παρεμβολή Ασσούρ και επρονόμευσαν αυτούς και επλούτησαν σφόδρα. 7 οι δε υιοί Ισραήλ αναστρέψαντες από της κοπής εκυρίευσαν των λοιπών, και αι κώμαι και αι επαύλεις εν τή ορεινή και πεδινή εκράτησαν πολλών λαφύρων, ήν γάρ πλήθος πολύ σφόδρα. 8 και Ιωακίμ ο ιερεύς ο μέγας και η γερουσία των υιών Ισραήλ οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ ήλθον τού θεάσασθαι τα αγαθά, ά εποίησε Κύριος τώ Ισραήλ, και τού ιδείν την Ιουδίθ και λαλήσαι μετ’ αυτής ειρήνην. 9 ως δε εισήλθον προς αυτήν, ευλόγησαν αυτήν πάντες ομοθυμαδόν και είπαν προς αυτήν· σύ ύψωμα Ισραήλ, σύ γαυρίαμα μέγα τού Ισραήλ, σύ καύχημα μέγα τού γένους ημών·
10 εποίησας πάντα ταύτα εν χειρί σου, εποίησας τα αγαθά μετά Ισραήλ, και ευδόκησεν επ΄ αυτοίς ο Θεός· ευλογημένη γίνου παρά τώ παντοκράτορι Κυρίω εις τον αιώνα χρόνον. και είπε ο λαός· γένοιτο 11 και ελαφύρευσε πάς ο λαός την παρεμβολήν εφ’ ημέρας τριάκοντα· και έδωκαν τή Ιουδίθ την σκηνήν Ολοφέρνου και πάντα τα αργυρώματα και τας κλίνας και τα όλκια και πάντα τα σκευάσματα αυτού. και λαβούσα αύτη επέθηκεν επί την ημίονον αυτής και έζευξε τας αμάξας αυτής και εσώρευσεν αυτά επ’ αυτών. 12 και συνέδραμε πάσα γυνή Ισραήλ τού ιδείν αυτήν και ευλόγησαν αυτήν και εποίησαν αυτή χορόν εξ αυτών, και έλαβε θύρσους εν ταίς χερσίν αυτής και έδωκε ταίς γυναιξί ταίς μετ’ αυτής. 13 και εστεφανώσαντο την ελαίαν, αυτή και αι μετ’ αυτής, και προήλθε παντός τού λαού εν χορεία ηγουμένη πασών των γυναικών, και ηκολούθει πάς ανήρ Ισραήλ ενωπλισμένοι μετά στεφάνων και ύμνων εν τώ στόματι αυτών. 14 και εξήρχεν Ιουδίθ την εξομολόγησιν ταύτην εν παντί Ισραήλ, και υπεφώνει πάς ο λαός την αίνεσιν ταύτην.
1 ΚΑΙ είπεν Ιουδίθ·
Εξάρχετε τώ Θεώ μου εν τυμπάνοις, άσατε τώ Κυρίω μου εν κυμβάλοις, εναρμόσασθε αυτώ ψαλμόν καινόν, υψούτε και επικαλέσασθε το όνομα αυτού, 2 ότι Θεός συντρίβων πολέμους Κύριος, ότι εις παρεμβολάς αυτού μέσω λαού εξείλατό με εκ χειρός των καταδιωκόντων με. 3 ήλθεν Ασσούρ εξ ορέων από βορρά, ήλθεν εν μυριάσι δυνάμεως αυτού, ών το πλήθος αυτών ενέφραξε χειμάρρους, και η ίππος αυτών εκάλυψε βουνούς. 4 είπεν εμπρήσειν τα όριά μου και τους νεανίσκους μου ανελείν εν ρομφαία και τα θηλάζοντά μου θήσειν εις έδαφος και τα νήπιά μου δώσειν εις προνομήν και τας παρθένους μου σκυλεύσαι. 5 Κύριος παντοκράτωρ ηθέτησεν αυτούς εν χειρί θηλείας. 6 ου γάρ υπέπεσεν ο δυνατός αυτών υπό νεανίσκων, ουδέ υιοί τιτάνων επάταξαν αυτόν, ουδέ υψηλοί γίγαντες επέθεντο αυτώ, αλλά Ιουδίθ θυγάτηρ Μεραρί εν κάλλει προσώπου αυτής παρέλυσεν αυτόν· 7 εξεδύσατο γάρ στολήν χηρεύσεως αυτής εις ύψος των πονούντων εν Ισραήλ, ηλείψατο το πρόσωπον αυτής εν μυρισμώ 8 και εδήσατο τας τρίχας αυτής εν μίτρα και έλαβε στολήν λινήν εις απάτην αυτού· 9 το σανδάλιον αυτής ήρπασεν οφθαλμόν αυτού, και το κάλλος αυτής ηχμαλώτισε ψυχήν αυτού, διήλθεν ο ακινάκης τον τράχηλον αυτού.
10 έφριξαν Πέρσαι την τόλμαν αυτής, και Μήδοι το θράσος αυτής ερράχθησαν. 11 τότε ηλάλαξαν οι ταπεινοί μου, και εφοβήθησαν οι ασθενούντές μου και επτοήθησαν, ύψωσαν την φωνήν αυτών και ανετράπησαν. 12 υιοί κορασίων κατεκέντησαν αυτούς και ως παίδας αυτομολούντων ετίτρωσκον αυτούς, απώλοντο εκ παρατάξεως Κυρίου μου. 13 υμνήσω τώ Θεώ μου ύμνον καινόν· Κύριε, μέγας εί και ένδοξος, θαυμαστός εν ισχύι, ανυπέρβλητος. 14 σοί δουλευσάτω πάσα η κτίσις σου· ότι είπας, και εγενήθησαν, απέστειλας το πνεύμά σου, και ωκοδόμησε· και ουκ έστιν ός αντιστήσεται τή φωνή σου. 15 όρη γάρ εκ θεμελίων σύν ύδασι σαλευθήσεται, πέτραι δε από προσώπου σου ως κηρός τακήσονται, έτι δε τοίς φοβουμένοις σε, σύ ευιλατεύεις αυτοίς. 16 ότι μικρόν πάσα θυσία εις οσμήν ευωδίας, και ελάχιστον πάν στέαρ εις ολοκαύτωμά σοι· ο δε φοβούμενος τον Κύριον μέγας διαπαντός. 17 ουαί έθνεσιν επανισταμένοις τώ γένει μου· Κύριος παντοκράτωρ εκδικήσει αυτούς εν ημέρα κρίσεως δούναι πύρ και σκώληκας εις σάρκας αυτών, και κλαύσονται εν αισθήσει έως αιώνος. 18 Ως δε ήλθοσαν εις Ιερουσαλήμ, προσεκύνησαν τώ Θεώ. και ηνίκα εκαθαρίσθη ο λαός, ανήνεγκαν τα ολοκαυτώματα αυτών και τα εκούσια αυτών και τα δόματα. 19 και ανέθηκεν Ιουδίθ πάντα τα σκεύη Ολοφέρνου, όσα έδωκεν ο λαός αυτή, και το κωνωπείον, ό έλαβεν αύτη εκ τού κοιτώνος αυτού, ως ανάθημα τώ Θεώ έδωκε.
20 και ήν ο λαός ευφραινόμενος εν Ιερουσαλήμ κατά πρόσωπον των αγίων επί μήνας τρεις, και Ιουδίθ μετ’ αυτών κατέμεινε. 21 Μετά δε τας ημέρας ταύτας ανέζευξεν έκαστος εις την κληρονομίαν αυτού, και Ιουδίθ απήλθεν εις Βαιτυλούα και κατέμεινεν επί της υπάρξεως αυτής· και εγένετο κατά τον καιρόν αυτής ένδοξος εν πάση τή γη. 22 και πολλοί επεθύμησαν αυτήν, και ουκ έγνω ανήρ αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής αυτής, αφ’ ής ημέρας απέθανε Μανασσής ο ανήρ αυτής, και προσετέθη προς τον λαόν αυτού. 23 και ήν προβαίνουσα μεγάλη σφόδρα και εγήρασεν εν τώ οίκω τού ανδρός αυτής έτη εκατόν πέντε· και αφήκε την άβραν αυτής ελευθέραν. και απέθανεν εις Βαιτυλούα, και έθαψαν αυτήν εν τώ σπηλαίω τού ανδρός αυτής Μανασσή, 24 και επένθησεν αυτήν οίκος Ισραήλ ημέρας επτά. και διείλε τα υπάρχοντα αυτής πρό τού αποθανείν αυτήν πάσι τοίς έγγιστα Μανασσή τού ανδρός αυτής και τοίς έγγιστα τού γένους αυτής. 25 και ουκ ήν έτι ο εκφοβών τους υιούς Ισραήλ εν ταίς ημέραις Ιουδίθ και μετά το αποθανείν αυτήν ημέρας πολλάς.
1 ΕΤΟΥΣ δευτέρου βασιλεύοντος Αρταξέρξου τού μεγάλου βασιλέως τή μια τού Νισάν, ενύπνιον είδε Μαρδοχαίος ο τού Ιαίρου, τού Σεμείου, τού Κισσαίου, εκ φυλής Βενιαμίν, 1β άνθρωπος Ιουδαίος οικών εν Σούσοις τή πόλει, άνθρωπος μέγας, θεραπεύων εν τή αυλή τού βασιλέως. 1γ ήν δε εκ της αιχμαλωσίας, ής ηχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εξ Ιερουσαλήμ μετά Ιεχονίου τού βασιλέως της Ιουδαίας. 1δ και τούτο αυτού το ενύπνιον· και ιδού φωναί και θόρυβος, βρονταί και σεισμός, τάραχος επί της γής. 1ε και ιδού δύο δράκοντες μεγάλοι έτοιμοι προήλθον αμφότεροι παλαίειν, και εγένετο αυτών φωνή μεγάλη· 1ζ και τή φωνή αυτών ητοιμάσθη πάν έθνος εις πόλεμον, ώστε πολεμήσαι δικαίων έθνος. 1η και ιδού ημέρα σκότος και γνόφου, θλίψις και στενοχωρία, κάκωσις και τάραχος μέγας επί της γής· 1θ και εταράχθη πάν έθνος δίκαιον φοβούμενοι τα εαυτών κακά και ητοιμάσθησαν απολέσθαι και εβόησαν προς τον Θεόν. 1ι από δε της βοής αυτών εγένετο ωσανεί από μικράς πηγής ποταμός μέγας, ύδωρ πολύ· 1κ και φώς και ήλιος ανέτειλε, και οι ταπεινοί υψώθησαν και κατέφαγον τους ενδόξους. 1λ και διεγερθείς Μαρδοχαίος ο εωρακώς το ενύπνιον τούτο και τι ο Θεός βεβούλευται ποιήσαι, είχεν αυτό εν τή καρδία και εν παντί λόγω ήθελεν επιγνώναι αυτό έως της νυκτός. 1μ και ησύχασε Μαρδοχαίος εν τή αυλή μετά Γαβαθά και Θάρα των δύο ευνούχων τού βασιλέως των φυλασσόντων την αυλήν 1ν ήκουσέ τε αυτών τους λογισμούς και τας μερίμνας αυτών εξηρεύνησε και έμαθεν, ότι ετοιμάζουσι τας χείρας επιβαλείν Αρταξέρξη τώ βασιλεί, και υπέδειξε τώ βασιλεί περί αυτών. 1ξ και εξήτασεν ο βασιλεύς τους δύο ευνούχους, και ομολογήσαντες απήχθησαν. 1ο και έγραψεν ο βασιλεύς τους λόγους τούτους εις μνημόσυνον, και Μαρδοχαίος έγραψεν περί των λόγων τούτων. 1π και επέταξεν ο βασιλεύς Μαρδοχαίω θεραπεύειν εν τή αυλή και έδωκεν αυτώ δόματα περί τούτων. 1ρ και ήν Αμάν Αμαδάθου Βουγαίος ένδοξος ενώπιον τού βασιλέως· και εζήτησε κακοποιήσαι τον Μαρδοχαίον και τον λαόν αυτού υπέρ των δύο ευνούχων τού βασιλέως.
1 Καί εγένετο μετά τους λόγους τούτους εν ταίς ημέραις Αρταξέρξου ~ούτος ο Αρταξέρξης από της Ινδικής εκατόν εικοσιεπτά χωρών εκράτησεν~ 2 εν αυταίς ταίς ημέραις ότε εθρονίσθη βασιλεύς Αρταξέρξης εν Σούσοις τή πόλει, 3 εν τώ τρίτω έτει βασιλεύοντος αυτού, δοχήν εποίησε τοίς φίλοις και τοίς λοιποίς έθνεσι και τοίς Περσών και Μήδων ενδόξοις και τοίς άρχουσι των σατραπών. 4 και μετά ταύτα μετά το δείξαι αυτοίς τον πλούτον της βασιλείας αυτού και την δόξαν της ευφροσύνης τού πλούτου αυτού εν ημέραις εκατόν ογδοήκοντα, 5 ότε δε ανεπληρώθησαν αι ημέραι τού γάμου, εποίησεν ο βασιλεύς πότον τοίς έθνεσι τοίς ευρεθείσιν εις την πόλιν επί ημέρας έξ εν αυλή οίκου τού βασιλέως 6 κεκοσμημένη βυσσίνοις και καρπασίνοις τεταμένοις επί σχοινίοις βυσσίνοις και πορφυροίς, επί κύβοις χρυσοίς και αργυροίς, επί στύλοις παρίνοις και λιθίνοις· κλίναι χρυσαί και αργυραί επί λιθοστρώτου σμαραγδίτου λίθου και πιννίνου και παρίνου λίθου και στρώμναι διαφανείς ποικίλως διηνθισμέναι, κύκλω ρόδα πεπασμένα· 7 ποτήρια χρυσά και αργυρά και ανθράκινον κυλίκιον προκείμενον από ταλάντων τρισμυρίων· οίνος πολύς και ηδύς, ον αυτός ο βασιλεύς έπινεν. 8 ο δε πότος ούτος ου κατά προκείμενον νόμον εγένετο, ούτως δε ηθέλησεν ο βασιλεύς και επέταξε τοίς οικονόμοις ποιήσαι το θέλημα αυτού και των ανθρώπων. 9 και Αστίν η βασίλισσα εποίησε πότον ταίς γυναιξίν εν τοίς βασιλείοις, όπου ο βασιλεύς Αρταξέρξης,
10 εν δε τή ημέρα τή εβδόμη ηδέως γενόμενος ο βασιλεύς είπε τώ Αμάν και Βαζάν και Θάρα και Βαραζί και Ζαθολθά και Αβαταζά και Θαραβά, τοίς επτά ευνούχοις τοίς διακόνοις τού βασιλέως Αρταξέρξου, 11 εισαγαγείν την βασίλισσαν προς αυτόν, βασιλεύειν αυτήν και περιθείναι αυτή το διάδημα και δείξαι τοίς άρχουσι και τοίς έθνεσι το κάλλος αυτής, ότι καλή ήν. 12 και ουκ εισήκουσεν αυτού Αστίν η βασίλισσα ελθείν μετά των ευνούχων. και ελυπήθη ο βασιλεύς και ωργίσθη 13 και είπε τοίς φίλοις αυτού· κατά ταύτα ελάλησεν Αστίν, ποιήσατε ούν περί τούτου νόμον και κρίσιν. 14 και προσήλθεν αυτώ Αρκεσαίος και Σαρσαθαίος και Μαλησεάρ οι άρχοντες Περσών και Μήδων, οι εγγύς τού βασιλέως, οι πρώτοι παρακαθήμενοι τώ βασιλεί, 15 και απήγγειλαν αυτώ κατά τους νόμους, ως δεί ποιήσαι Αστίν τή βασιλίσση, ότι ουκ εποίησε τα υπό τού βασιλέως προσταχθέντα διά των ευνούχων. 16 και είπεν ο Μουχαίος προς τον βασιλέα και τους άρχοντας· ου τον βασιλέα μόνον ηδίκησεν Αστίν η βασίλισσα, αλλά και πάντας τους άρχοντας και τους ηγουμένους τού βασιλέως (17 και γάρ διηγήσατο αυτοίς τα ρήματα της βασιλίσσης και ως αντείπε τώ βασιλεί). ως ούν αντείπε τώ βασιλεί Αρταξέρξη, 18 ούτω σήμερον αι τυραννίδες αι λοιπαί των αρχόντων Περσών και Μήδων ακούσασαι τα τώ βασιλεί λεχθέντα υπ’ αυτής, τολμήσουσιν ομοίως ατιμάσαι τους άνδρας αυτών. 19 ει ούν δοκεί τώ βασιλεί, προσταξάτω βασιλικόν, και γραφήτω κατά τους νόμους Μήδων και Περσών· και μη άλλως χρησάσθω, μηδέ εισελθέτω έτι η βασίλισσα προς αυτόν, και την βασιλείαν αυτής δότω ο βασιλεύς γυναικί κρείττονι αυτής.
20 και ακουσθήτω ο νόμος ο υπό τού βασιλέως, ον εάν ποιή εν τή βασιλεία αυτού, και ούτω πάσαι αι γυναίκες περιθήσουσι τιμήν τοίς ανδράσιν εαυτών, από πτωχού έως πλουσίου. 21 και ήρεσεν ο λόγος τώ βασιλεί και τοίς άρχουσι, και εποίησεν ο βασιλεύς καθά ελάλησεν ο Μουχαίος· 22 και απέστειλεν εις πάσαν την βασιλείαν κατά χώραν, κατά την λέξιν αυτών, ώστε είναι φόβον αυτοίς εν ταίς οικίαις αυτών.
1 ΚΑΙ μετά τους λόγους τούτους εκόπασεν ο βασιλεύς τού θυμού και ουκέτι εμνήσθη της Αστίν, μνημονεύων οία ελάλησε και ως κατέκρινεν αυτήν. 2 και είπαν οι διάκονοι τού βασιλέως· ζητηθήτω τώ βασιλεί κοράσια άφθορα καλά τώ είδει· 3 και καταστήσει ο βασιλεύς κωμάρχας εν πάσαις ταίς χώραις της βασιλείας αυτού, και επιλεξάτωσαν κοράσια παρθενικά καλά τώ είδει εις Σούσαν την πόλιν εις τον γυναικώνα· και παραδοθήτωσαν τώ ευνούχω τού βασιλέως τώ φύλακι των γυναικών, και δοθήτω σμήγμα και η λοιπή επιμέλεια· 4 και η γυνή, ή αν αρέση τώ βασιλεί, βασιλεύσει αντί Αστίν. και ήρεσε τώ βασιλεί το πράγμα, και εποίησεν ούτως. 5 και άνθρωπος ήν Ιουδαίος εν Σούσοις τή πόλει, και όνομα αυτού Μαρδοχαίος ο τού Ιαίρου, τού Σεμείου, τού Κισσαίου, εκ φυλής Βενιαμίν, 6 ός ήν αιχμάλωτος εξ Ιερουσαλήμ, ήν ηχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος. 7 και ήν τούτω παίς θρεπτή, θυγάτηρ Αμιναδάβ αδελφού πατρός αυτού, και όνομα αυτή Εσθήρ· εν δε τώ μεταλλάξαι αυτής τους γονείς επαίδευσεν αυτήν εαυτώ εις γυναίκα· και ήν το κοράσιον καλόν τώ είδει. 8 και ότε ηκούσθη το τού βασιλέως πρόσταγμα, συνήχθησαν πολλά κοράσια εις Σούσαν την πόλιν υπό χείρα Γαί, και ήχθη Εσθήρ προς Γαί τον φύλακα των γυναικών. 9 και ήρεσεν αυτώ το κοράσιον και εύρε χάριν ενώπιον αυτού· και έσπευσε δούναι αυτή το σμήγμα και την μερίδα και τα επτά κοράσια τα υποδεδειγμένα αυτή εκ βασιλικού και εχρήσατο αυτή καλώς και ταίς άβραις αυτής εν τώ γυναικώνι.
10 και ουχ υπέδειξε Εσθήρ το γένος αυτής ουδέ την πατρίδα· ο γάρ Μαρδοχαίος ενετείλατο αυτή μη απαγγείλαι· 11 καθ' εκάστην δε ημέραν περιεπάτει ο Μαρδοχαίος κατά την αυλήν την γυναικείαν επισκοπών τι Εσθήρ συμβήσεται. 12 ούτος δε ήν καιρός κορασίου εισελθείν προς τον βασιλέα, όταν αναπληρώση μήνας δεκαδύο· ούτως γάρ αναπληρούνται αι ημέραι της θεραπείας, μήνας έξ αλειφόμεναι εν σμυρνίνω ελαίω και μήνας έξ εν τοίς αρώμασι και εν τοίς σμήγμασι των γυναικών, 13 και τότε εισπορεύεται προς τον βασιλέα. και ώ εάν είπη, παραδώσει αυτήν συνεισέρχεσθαι αυτώ από τού γυναικώνος έως των βασιλείων. 14 δείλης εισπορεύεται και προς ημέραν αποτρέχει εις τον γυναικώνα τον δεύτερον, ού Γαί ο ευνούχος τού βασιλέως ο φύλαξ των γυναικών, και ουκέτι εισπορεύεται προς τον βασιλέα, εάν μη κληθή ονόματι. 15 εν δε τώ αναπληρούσθαι τον χρόνον Εσθήρ της θυγατρός Αμιναδάβ αδελφού πατρός Μαρδοχαίου εισελθείν προς τον βασιλέα ουδέν ηθέτησεν, ών ενετείλατο ο ευνούχος ο φύλαξ των γυναικών· ήν γάρ Εσθήρ ευρίσκουσα χάριν παρά πάντων των βλεπόντων αυτήν. 16 και εισήλθεν Εσθήρ προς Αρταξέρξην τον βασιλέα τώ δωδεκάτω μηνί, ός εστιν Αδάρ, τώ εβδόμω έτει της βασιλείας αυτού. 17 και ηράσθη ο βασιλεύς Εσθήρ, και εύρε χάριν παρά πάσας τας παρθένους, και επέθηκεν αυτή το διάδημα το γυναικείον. 18 και εποίησεν ο βασιλεύς πότον πάσι τοίς φίλοις αυτού και ταίς δυνάμεσιν επί ημέρας επτά και ύψωσε τους γάμους Εσθήρ και άφεσιν εποίησε τοίς υπό την βασιλείαν αυτού. 19 ο δε Μαρδοχαίος εθεράπευεν εν τή αυλή.
20 η δε Εσθήρ ουχ υπέδειξε την πατρίδα αυτής· ούτως γάρ ενετείλατο αυτή Μαρδοχαίος, φοβείσθαι τον Θεόν και ποιείν τα προστάγματα αυτού, καθώς ήν μετ΄ αυτού και Εσθήρ ου μετήλλαξε την αγωγήν αυτής. 21 Καί ελυπήθησαν οι δύο ευνούχοι τού βασιλέως, οι αρχισωματοφύλακες, ότι προήχθη Μαρδοχαίος, και εζήτουν αποκτείναι Αρταξέρξην τον βασιλέα. 22 και εδηλώθη Μαρδοχαίω ο λόγος, και εσήμανεν Εσθήρ, και αυτή ενεφάνισε τώ βασιλεί τα της επιβουλής 23 ο δε βασιλεύς ήτασε τους δύο ευνούχους και εκρέμασεν αυτούς· και προσέταξεν ο βασιλεύς καταχωρίσαι εις μνημόσυνον εν τή βασιλική βιβλιοθήκη υπέρ της ευνοίας Μαρδοχαίου εν εγκωμίω.
1 ΜΕΤΑ δε ταύτα εδόξασεν ο βασιλεύς Αρταξέρξης Αμάν Αμαδάθου Βουγαίον και ύψωσεν αυτόν, και επρωτοβάθρει πάντων των φίλων αυτού. 2 και πάντες οι εν τή αυλή προσεκύνουν αυτώ, ούτως γάρ προσέταξεν ο βασιλεύς ποιήσαι· ο δε Μαρδοχαίος ου προσεκύνει αυτώ. 3 και ελάλησαν οι εν τή αυλή τού βασιλέως τώ Μαρδοχαίω· Μαρδοχαίε, τι παρακούεις τα υπό τού βασιλέως λεγόμενα; 4 καθ΄ εκάστην ημέραν ελάλουν αυτώ, και ουχ υπήκουεν αυτών· και υπέδειξαν τώ Αμάν Μαρδοχαίον τοίς τού βασιλέως λόγοις αντιτασσόμενον· και υπέδειξεν αυτοίς ο Μαρδοχαίος ότι Ιουδαίός εστι. 5 και επιγνούς Αμάν ότι ου προσκυνεί αυτώ Μαρδοχαίος, εθυμώθη σφόδρα 6 και εβουλεύσατο αφανίσαι πάντας τους υπό την Αρταξέρξου βασιλείαν Ιουδαίους. 7 και εποίησε ψήφισμα εν έτει δωδεκάτω της βασιλείας Αρταξέρξου και έβαλε κλήρους ημέραν εξ ημέρας και μήνα εκ μηνός, ώστε απολέσαι εν μια ημέρα το γένος Μαρδοχαίου, και έπεσεν ο κλήρος εις την τεσσαρεσκαιδεκάτην τού μηνός, ός εστιν Αδάρ. 8 και ελάλησε προς τον βασιλέα Αρταξέρξης λέγων· υπάρχει έθνος διεσπαρμένον εν τοίς έθνεσιν εν πάση τή βασιλεία σου, οι δε νόμοι αυτών έξαλλοι παρά πάντα τα έθνη, των δε νόμων τού βασιλέως παρακούουσι, και ου συμφέρει τώ βασιλεί εάσαι αυτούς· 9 ει δοκεί τώ βασιλεί, δογματισάτω απολέσαι αυτούς, καγώ διαγράψω εις το γαζοφυλάκιον τού βασιλέως αργυρίου τάλαντα μύρια.
10 και περιελόμενος ο βασιλεύς το δακτύλιον έδωκεν εις χείρας τώ Αμάν σφραγίσαι κατά των γεγραμμένων κατά των Ιουδαίων. 11 και είπεν ο βασιλεύς τώ Αμάν· το μέν αργύριον έχε, τώ δε έθνει χρώ ως βούλει. 12 και εκλήθησαν οι γραμματείς τού βασιλέως μηνί πρώτω τή τρισκαιδεκάτη και έγραψαν, ως επέταξεν Αμάν, τοίς στρατηγοίς, και τοίς άρχουσι κατά πάσαν χώραν από Ινδικής έως της Αιθιοπίας, ταίς εκατόν εικοσιεπτά χώραις, τοίς τε άρχουσι των εθνών κατά την αυτών λέξιν δι’ Αρταξέρξου τού βασιλέως. 13 και απεστάλη διά βιβλιοφόρων εις την Αρταξέρξου βασιλείαν αφανίσαι το γένος των Ιουδαίων εν ημέρα μια μηνός δωδεκάτου, ός εστιν Αδάρ, και διαρπάσαι τα υπάρχοντα αυτών. 13α Τής δε επιστολής εστι το αντίγραφον τόδε· <Βασιλεύς μέγας Αρταξέρξης τοίς από της Ινδικής έως της Αιθιοπίας εκατόν εικοσιεπτά χωρών άρχουσι και τοπάρχαις υποτεταγμένοις τάδε γράφει· 13β πολλών επάρξας εθνών και πάσης επικρατήσας οικουμένης, εβουλήθην μη τώ θράσει της εξουσίας επαιρόμενος, επιεικέστερον δε και μετά ηπιότητος αεί διεξάγων, τους των υποτεταγμένων ακυμάντους διαπαντός καταστήσαι βίους, την τε βασιλείαν ήμερον και πορευτήν μέχρι περάτων παρεξόμενος ανανεώσασθαί τε την ποθουμένην τοίς πάσιν ανθρώποις ειρήνην. ύ13γ πυθομένου δε μου των συμβούλων, πώς αν αχθείη τούτο επί πέρας, ο σωφροσύνη παρ΄ ημίν διενέγκας και εν τή ευνοία απαραλλάκτως και βεβαία πίστει αποδεδειγμένος και δεύτερον των βασιλειών γέρας απενηνεγμένος Αμάν 13δ επέδειξεν ημίν εν πάσαις ταίς κατά την οικουμένην φυλαίς αναμεμείχθαι δυσμενή λαόν τινα τοίς νόμοις αντίθετον προς πάν έθνος τα τε των βασιλέων παραπέμποντας διηνεκώς διατάγματα, προς το μη κατατίθεσθαι την υφ’ ημών κατευθυνομένην αμέμπτως συναρχίαν. 13ε διειληφότες ούν τόδε το έθνος μονώτατον εν αντιπαραγωγή παντί διαπαντός ανθρώπω κείμενον, διαγωγήν νόμων ξενίζουσαν παραλλάσσον και δυσνοούν τοίς ημετέροις πράγμασι τα χείριστα συντελούν κακά και προς το μη την βασιλείαν ευσταθείας τυγχάνειν· 13ζ προστετάχαμεν ούν τους σημαινομένους υμίν εν τοίς γεγραμμένοις υπό Αμάν τού τεταγμένου επί των πραγμάτων και δευτέρου πατρός ημών πάντας σύν συναιξί και τέκνοις απολέσαι ολορριζεί ταίς των εχθρών μαχαίραις άνευ παντός οίκτου και φειδούς, τή τεσσαρεσκαιδεκάτη τού δωδεκάτου μηνός Αδάρ, τού ενεστώτος έτους, 13η όπως οι πάλαι και νύν δυσμενείς εν ημέρα μια βιαίως εις τον άδην κατελθόντες, εις τον μετέπειτα χρόνον ευσταθή και ατάραχα παρέχωσιν ημίν διά τέλους τα πράγματα>.
14 Τά δε αντίγραφα των επιστολών εξετίθετο κατά χώραν, και προσετάγη πάσι τοίς έθνεσιν ετοίμους είναι εις την ημέραν ταύτην. 15 εσπεύδετο δε το πράγμα και εις Σούσαν· ο δε βασιλεύς και Αμάν εκωθωνίζοντο, εταράσσετο δε η πόλις.
1 Ο δε Μαρδοχαίος επιγνούς το συντελούμενον διέρρηξεν τα ιμάτια εαυτού και ενεδύσατο σάκκον και κατεπάσατο σποδόν και εκπηδήσας διά της πλατείας της πόλεως εβόα φωνή μεγάλη· αίρεται έθνος μηδέν ηδικηκός. 2 και ήλθεν έως της πύλης τού βασιλέως και έστη· ου γάρ ήν αυτώ εξόν εισελθείν εις την αυλήν σάκκον έχοντι και σποδόν. 3 και εν πάση χώρα, ού εξετίθετο τα γράμματα, κραυγή και κοπετός και πένθος μέγα τοίς Ιουδαίοις, σάκκον και σποδόν έστρωσαν εαυτοίς. 4 και εισήλθον αι άβραι και οι ευνούχοι της βασιλίσσης και ανήγγειλαν αυτή, και εταράχθη ακούσασα το γεγονός και απέστειλε στολίσαι τον Μαρδαχαίον και αφελέσθαι αυτού τον σάκκον· ο δε ουκ επείσθη. 5 η δε Εσθήρ προσεκαλέσατο Αχραθαίον τον ευνούχον αυτής, ός παρειστήκει αυτή, και απέστειλε μαθείν αύτη παρά τού Μαρδοχαίου το ακριβές. 7 ο δε Μαρδοχαίος υπέδειξεν αυτώ το γεγονός και την επαγγελίαν, ήν επηγγείλατο Αμάν τώ βασιλεί εις την γάζαν ταλάντων μυρίων, ίνα απολέση τους Ιουδαίους· 8 και το αντίγραφον το εν Σούσοις εκτεθέν υπέρ τού απολέσθαι αυτούς έδωκεν αυτώ δείξαι τή Εσθήρ. και είπεν αυτώ, εντείλασθαι αυτή εισελθούση παραιτήσασθαι τον βασιλέα και αξιώσαι αυτόν περί τού λαού μνησθείσα ημερών ταπεινώσεώς σου, ως ετράφης εν χειρί μου, διότι Αμάν ο δευτερεύων τώ βασιλεί ελάλησε καθ’ ημών εις θάνατον· επικάλεσαι τον Κύριον και λάλησον τώ βασιλεί περί ημών ρύσαι ημάς εκ θανάτου. 9 εισελθών δε ο Αχραθαίος ελάλησεν αυτή πάντας τους λόγους τούτους.
10 είπε δε Εσθήρ προς Αχραθαίον· πορεύθητι προς Μαρδοχαίον και ειπόν, 11 ότι τα έθνη πάντα της βασιλείας γινώσκει, ότι πάς άνθρωπος ή γυνή, ός εισελεύσεται προς τον βασιλέα εις την αυλήν την εσωτέραν άκλητος, ουκ έστιν αυτώ σωτηρία· πλήν ώ εκτείνη ο βασιλεύς την χρυσήν ράβδον, ούτος σωθήσεται· καγώ ου κέκλημαι εισελθείν προς τον βασιλέα, εισίν αύται ημέραι τριάκοντα. 12 και απήγγειλεν Αχραθαίος Μαρδοχαίω πάντας τους λόγους Εσθήρ, 13 και είπε Μαρδοχαίος προς Αχραθαίον· πορεύθητι και είπον αυτή· Εσθήρ, μη είπης σεαυτή, ότι σωθήση μόνη εν τή βασιλεία παρά πάντας τους Ιουδαίους· 14 ως ότι εάν παρακούσης εν τούτω τώ καιρώ, άλλοθεν βοήθεια και σκέπη έσται τοίς Ιουδαίοις, σύ δε και ο οίκος τού πατρός σου απολείσθε· και τις οίδεν, ει εις τον καιρόν τούτον εβασίλευσας; 15 και εξαπέστειλεν Εσθήρ τον ήκοντα προς αυτήν, προς Μαρδοχαίον λέγουσα· 16 βαδίσας εκκλησίασον τους Ιουδαίους τους εν Σούσοις και νηστεύσατε επ’ εμοί και μη φάγητε μηδέ πίητε επί ημέρας τρεις νύκτα και ημέραν, καγώ δε και αι άβραι μου ασιτήσομεν, και τότε εισελεύσομαι προς τον βασιλέα παρά τον νόμον, εάν και απολέσθαι με δέη.
17 Καί βαδίσας Μαρδοχαίος εποίησεν όσα ενετείλατο αυτώ Εσθήρ. 17α και εδεήθη Κυρίου μνημονεύων πάντα τα έργα Κυρίου και είπε· 17β Κύριε Κύριε, βασιλεύ πάντων κρατών, ότι εν εξουσία σου το πάν εστι, και ουκ έστιν ο αντιδοξών σοι εν τώ θέλειν σε σώσαι τον Ισραήλ· 17γ ότι σύ εποίησας τον ουρανόν και την γήν και πάν θαυμαζόμενον εν τή υπ΄ ουρανόν και Κύριος εί πάντων, και ουκ έστιν ός αντιτάξεταί σοι τώ Κυρίω. 17δ σύ πάντα γινώσκεις· σύ οίδας, Κύριε, ότι ουκ εν ύβρει ουδέ εν υπερηφανία ουδέ εν φιλοδοξία εποίησα τούτο, το μη προσκυνείν τον υπερήφανον Αμάν, ότι ηυδόκουν φιλείν πέλματα ποδών αυτού προς σωτηρίαν Ισραήλ· 17ε αλλ’ εποίησα τούτο, ίνα μη θώ δόξαν ανθρώπου υπεράνω δόξης Θεού, και ου προσκυνήσω ουδένα, πλήν σού τού Κυρίου μου και ου ποιήσω αυτά εν υπερηφανία. 17ζ και νύν, Κύριε ο Θεός, ο βασιλεύς, ο Θεός Αβραάμ, φείσαι τού λαού σου, ότι επιβλέπουσιν ημίν εις καταφθοράν και επεθύμησαν απολέσαι την εξ αρχής κληρονομίαν σου· 17η μη υπερίδης την μερίδα σου, ήν σεαυτώ ελυτρώσω εκ γής Αιγύπτου· 17θ επάκουσον της δεήσεώς μου και ιλάσθητι τώ κλήρω σου και στρέψον το πένθος ημών εις ευωχίαν, ίνα ζώντες υμνώμέν σου το όνομα, Κύριε, και μη αφανίσης στόμα αινούντων σε, Κύριε.
17ι και πάς Ισραήλ εκέκραξεν εξ ισχύος αυτών, ότι θάνατος αυτών εν οφθαλμοίς αυτών. 17κ Καί Εσθήρ η βασίλισσα κατέφυγεν επί τον Κύριον εν αγώνι θανάτου κατειλημμένη, και αφελομένη τα ιμάτια της δόξης αυτής ενεδύσατο ιμάτια στενοχωρίας και πένθους, και αντί των υπερηφάνων ηδυσμάτων, σποδού και κοπριών ενέπλησε την κεφαλήν αυτής και το σώμα αυτής εταπείνωσε σφόδρα και πάντα τόπον κόσμου αγαλλιάματος αυτής έπλησε στρεπτών τριχών αυτής και εδείτο Κυρίου Θεού Ισραήλ, και είπε· 17λ Κύριέ μου, βασιλεύς ημών σύ εί μόνος· βοήθησόν μοι τή μόνη και μη εχούση βοηθόν ει μη σε, ότι κίνδυνός μου εν χειρί μου. 17μ εγώ ήκουον εκ γενετής μου εν φυλή πατριάς μου ότι σύ, Κύριε, έλαβες τον Ισραήλ εκ πάντων των εθνών και τους πατέρας ημών εκ πάντων των προγόνων αυτών εις κληρονομίαν αιώνιον και εποίησας αυτοίς όσα ελάλησας. 17ν και νύν ημάρτομεν ενώπιόν σου, και παρέδωκας ημάς εις χείρας των εχθρών ημών, ανθ’ ών εδοξάσαμεν τους θεούς αυτών· δίκαιος εί, Κύριε. 17ξ και νύν ουκ ικανώθησαν εν πικρασμώ δουλείας ημών, αλλ’ έθηκαν τας χείρας αυτών επί τας χείρας των ειδώλων αυτών εξάραι ορισμόν στόματός σου και αφανίσαι κληρονομίαν σου και εμφράξαι στόμα αινούντων σοι και σβέσαι δόξαν οίκου σου και θυσιαστηρίου σου, 17ο και ανοίξαι στόμα εθνών εις αρετάς ματαίων και θαυμασθήναι βασιλέα σάρκινον εις αιώνα. 17π μη παραδώς, Κύριε, το σκήπτρόν σου τοίς μη ούσι, και μη καταγελασάτωσαν εν τή πτώσει ημών, αλλά στρέψον την βουλήν αυτών επ’ αυτούς, τον δε αρξάμενον εφ’ ημάς παραδειγμάτισον. 17ρ μνήσθητι, Κύριε, γνώσθητι εν καιρώ θλίψεως ημών και εμέ θάρσυνον, βασιλεύ των θεών και πάσης αρχής επικρατών·
17σ δός λόγον εύρυθμον εις το στόμα μου ενώπιον τού λέοντος και μετάθες την καρδίαν αυτού εις μίσος τού πολεμούντος ημάς εις συντέλειαν αυτού και των ομονούντων αυτώ· 17τ ημάς δε ρύσαι εν χειρί σου και βοήθησόν μοι τή μόνη και μη εχούση εις μη σε, Κύριε· 17υ πάντων γνώσιν έχεις και οίδας ότι εμίσησα δόξαν ανόμων και βδελύσσομαι κοίτην απεριτμήτων και παντός αλλοτρίου. 17φ σύ οίδας την ανάγκην μου, ότι βδελύσσομαι το σημείον της υπερηφανίας μου, ό εστιν επί της κεφαλής μου εν ημέραις οπτασίας μου· βδελύσσομαι αυτό ως ράκος καταμηνίων και ου φορώ αυτό εν ημέραις ησυχίας μου. 17χ και ουκ έφαγεν η δούλη σου τράπεζαν Αμάν και ουκ εδόξασα συμπόσιον βασιλέως, ουδέ έπιον οίνον σπονδών· 17ψ και ουκ ηυφράνθη η δούλη σου αφ’ ημέρας μεταβολής μου μέχρι νύν, πλήν επί σοί, Κύριε, ο Θεός Αβραάμ. 17ω ο Θεός ο ισχύων επί πάντας, εισάκουσον φωνήν απηλπισμένων και ρύσαι ημάς εκ χειρός των πονηρευομένων, και ρύσαί με εκ τού φόβου μου.
1 ΚΑΙ εγενήθη εν τή ημέρα τή τρίτη, ως επαύσατο προσευχομένη, εξεδύσατο τα ιμάτια της θεραπείας και περιεβάλετο την δόξαν αυτής. 1α και γενηθείσα επιφανής, επικαλεσαμένη των πάντων επόπτην Θεόν και σωτήρα, παρέλαβε τας δύο άβρας· και τή μέν μια επηρείδετο ως τρυφερευομένη, η δε ετέρα επηκολούθει κουφίζουσα την ένδυσιν αυτής, 1β και αυτή ερυθριώσα ακμή κάλλους αυτής, και το πρόσωπον αυτής ιλαρόν ως προσφιλές, η δε καρδία αυτής απεστενωμένη από τού φόβου. 1γ και εισελθούσα πάσας τας θύρας κατέστη ενώπιον τού βασιλέως, και αυτός εκάθητο επί τού θρόνου της βασιλείας αυτού και πάσαν στολήν της επιφανείας αυτού ενδεδύκει, όλος διά χρυσού και λίθων πολυτελών, και ήν φοβερός σφόδρα. 1δ και άρας το πρόσωπον αυτού πεπυρωμένον δόξη εν ακμή θυμού έβλεψε, και έπεσεν η βασίλισσα και μετέβαλε το χρώμα αυτής εν εκλύσει και κατεπέκυψεν επί την κεφαλήν της άβρας της προπορευομένης. 1ε και μετέβαλεν ο Θεός το πνεύμα τού βασιλέως εις πραυ±τητα, και αγωνιάσας ανεπήδησεν από τού θρόνου αυτού και ανέλαβεν αυτήν επί τας αγκάλας αυτού, μέχρις ού κατέστη, και παρεκάλει αυτήν λόγοις ειρηνικοίς και είπεν αυτή· 1ζ τι εστιν Εσθήρ; εγώ ο αδελφός σου, θάρσει, ου μη αποθάνης ότι κοινόν το πρόσταγμα ημών εστι· πρόσελθε. 2 και άρας την χρυσήν ράβδον επέθηκεν επί τον τράχηλον αυτής και ησπάσατο αυτήν και είπε· λάλησόν μοι. 2α και είπεν αυτώ· είδόν σε, κύριε, ως άγγελον Θεού, και εταράχθη η καρδία μου από φόβου της δόξης σου, ότι θαυμαστός εί, κύριε, και το πρόσωπόν σου χαρίτων μεστόν. 2β εν δε τώ διαλέγεσθαι αυτήν έπεσεν από εκλύσεως αυτής και ο βασιλεύς εταράσσετο, και πάσα η θεραπεία αυτού παρεκάλει αυτήν. 3 και είπεν ο βασιλεύς· τι θέλεις, Εσθήρ; και τι σού εστι το αξίωμα; έως τού ημίσους της βασιλείας μου, και έσται σοι. 4 είπε δε Εσθήρ· ημέρα μου επίσημος σήμερόν εστι· ει ούν δοκεί τώ βασιλεί, ελθάτω και αυτός και Αμάν εις την δοχήν, ήν ποιήσω σήμερον. 5 και είπεν ο βασιλεύς· κατασπεύσατε Αμάν, όπως ποιήσωμεν τον λόγον Εσθήρ· και παραγίνονται αμφότεροι εις την δοχήν, ήν είπεν Εσθήρ. 6 εν δε τώ πότω είπεν ο βασιλεύς προς Εσθήρ· τι εστι βασίλισσα Εσθήρ; και έσται όσα αξιοίς. 7 και είπε· το αίτημά μου και το αξίωμα· 8 ει εύρον χάριν ενώπιον τού βασιλέως, ελθάτω ο βασιλεύς και Αμάν έτι την αύριον εις την δοχήν, ήν ποιήσω αυτοίς, και αύριον ποιήσω τα αυτά. 9 Καί εξήλθεν ο Αμάν από τού βασιλέως υπερχαρής ευφραινόμενος· εν δε τώ ιδείν Αμάν Μαρδοχαίον τον Ιουδαίον εν τή αυλή εθυμώθη σφόδρα
10 και εισελθών εις τα ίδια εκάλεσε τους φίλους και Ζωσάραν την γυναίκα αυτού, 11 και υπέδειξεν αυτοίς τον πλούτον αυτού και την δόξαν, ήν ο βασιλεύς αυτώ περιέθηκε, και ως εποίησεν αυτόν πρωτεύειν και ηγείσθαι της βασιλείας. 12 και είπεν Αμάν· ου κέκληκεν η βασίλισσα μετά τού βασιλέως ουδένα εις την δοχήν αλλ’ ή εμέ, και εις την αύριον κέκλημαι· 13 και ταύτά μοι ουκ αρέσκει, όταν ίδω Μαρδοχαίον τον Ιουδαίον εν τή αυλή. 14 και είπε προς αυτόν Ζωσάρα η γυνή αυτού και οι φίλοι· κοπήτω σοι ξύλον πηχών πεντήκοντα, όρθρου δε ειπόν τώ βασιλεί και κρεμασθήτω Μαρδοχαίος επί τού ξύλου· σύ δε είσελθε εις τή δοχήν σύν τώ βασιλεί και ευφραίνου. και ήρεσε το ρήμα τώ Αμάν, και ητοιμάσθη το ξύλον.
1 Ο δε Κύριος απέστησε τον ύπνον από τού βασιλέως την νύκτα εκείνην, και είπε τώ διακόνω αυτού εισφέρειν γράμματα μνημόσυνα των ημερών αναγινώσκειν αυτώ. 2 εύρε δε τα γράμματα τα γραφέντα περί Μαρδοχαίου, ως απήγγειλε τώ βασιλεί περί των δύο ευνούχων τού βασιλέως εν τώ φυλάσσειν αυτούς και ζητήσαι επιβαλείν τας χείρας Αρταξέρξη. 3 είπε δε ο βασιλεύς· τίνα δόξαν ή χάριν εποιήσαμεν τώ Μαρδοχαίω; και είπαν οι διάκονοι τού βασιλέως· ουκ εποίησας αυτώ ουδέν. 4 εν δε τώ πυνθάνεσθαι τον βασιλέα περί της ευνοίας Μαρδοχαίου, ιδού Αμάν εν τή αυλή. είπε δε ο βασιλεύς· τις εν τή αυλή; ο δε Αμάν εισήλθεν ειπείν τώ βασιλεί κρεμάσαι τον Μαρδοχαίον επί τώ ξύλω, ώ ητοίμασε. 5 και είπαν οι διάκονοι τού βασιλέως· ιδού Αμάν έστηκεν εν τή αυλή. και είπεν ο βασιλεύς· καλέσατε αυτόν. 6 είπε δε ο βασιλεύς τώ Αμάν· τι ποιήσω τώ ανθρώπω, ον εγώ θέλω δοξάσαι; είπε δε εν εαυτώ Αμάν· τίνα θέλει ο βασιλεύς δοξάσαι ει μη εμέ; 7 είπε δε προς τον βασιλέα· άνθρωπον, ον ο βασιλεύς θέλει δοξάσαι, 8 ενεγκάτωσαν οι παίδες τού βασιλέως στολήν βυσσίνην, ήν ο βασιλεύς περιβάλλεται, και ίππον εφ’ ον ο βασιλεύς επιβαίνει, 9 και δότω ενί των φίλων τού βασιλέως των ενδόξων και στολισάτω τον άνθρωπον, ον ο βασιλεύς αγαπά, και αναβιβασάτω αυτόν επί τον ίππον και κηρυσσέτω διά της πλατείας της πόλεως λέγων· ούτως έσται παντί ανθρώπω, ον ο βασιλεύς δοξάζει.
10 είπε δε ο βασιλεύς τώ Αμάν· καλώς ελάλησας. ούτως ποίησον τώ Μαρδοχαίω τώ Ιουδαίω τώ θεραπεύοντι εν τή αυλή, και μη παραπεσάτω σου λόγος, ών ελάλησας. 11 έλαβε δε Αμάν την στολήν και τον ίππον, και εστόλισε τον Μαρδοχαίον, και ανεβίβασεν αυτόν επί τον ίππον και διήλθε διά της πλατείας της πόλεως και εκήρυσσε λέγων· ούτως έσται παντί ανθρώπω, ον ο βασιλεύς θέλει δοξάσαι. 12 επέστρεψε δε ο Μαρδοχαίος εις την αυλήν. Αμάν δε υπέστρεψεν εις τα ίδια λυπούμενος κατά κεφαλής. 13 και διηγήσατο Αμάν τα συμβεβηκότα αυτώ Ζωσάρα τή γυναικί αυτού και τοίς φίλοις, και είπαν προς αυτόν οι φίλοι και η γυνή· ει εκ γένους Ιουδαίων Μαρδοχαίος, ήρξαι ταπεινούσθαι ενώπιον αυτού, πεσών πεσή και ου μη δύνη αυτόν αμύνασθαι, ότι Θεός ζών μετ’ αυτού. 14 έτι αυτών λαλούντων, παραγίνονται οι ευνούχοι επισπεύδοντες τον Αμάν επί τον πότον, ον ητοίμασεν Εσθήρ.
1 ΕΙΣΗΛΘΕ δε ο βασιλεύς και Αμάν συμπιείν τή βασιλίσση. 2 είπε δε ο βασιλεύς Εσθήρ τή δευτέρα ημέρα εν τώ πότω· τι εστιν, Εσθήρ βασίλισσα, και τι το αίτημά σου και τι το αξιωμά σου; και έστω σοι έως ημίσους της βασιλείας μου. 3 και αποκριθείσα είπεν· ει εύρον χάριν ενώπιον τού βασιλέως, δοθήτω η ψυχή τώ αιτήματί μου και ο λαός μου τώ αξιώματί μου· 4 επράθημεν γάρ εγώ τε και ο λαός μου εις απώλειαν και διαρπαγήν και δουλείαν, ημείς και τα τέκνα ημών εις παίδας και παιδίσκας, και παρήκουσα· ου γάρ άξιος ο διάβολος της αυλής τού βασιλέως. 5 είπε δε ο βασιλεύς· τις ούτος, όστις ετόλμησε ποιήσαι το πράγμα τούτο; 6 είπε δε Εσθήρ· άνθρωπος εχθρός Αμάν, ο πονηρός ούτος. Αμάν δε εταράχθη από τού βασιλέως και της βασιλίσσης. 7 ο δε βασιλεύς εξανέστη από τού συμποσίου εις τον κήπον· ο δε Αμάν παρητείτο την βασίλισσαν, εώρα γάρ εαυτόν εν κακοίς όντα. 8 επέστρεψε δε ο βασιλεύς εκ τού κήπου, Αμάν δε επιπεπτώκει επί την κλίνην αξιών την βασίλισσαν. είπε δε ο βασιλεύς· ώστε και την γυναίκα βιάζη εν τή οικία μου; Αμάν δε ακούσας διετράπη τώ προσώπω. 9 είπε δε Βουγαθάν είς των ευνούχων προς τον βασιλέα· ιδού και ξύλον ητοίμασεν Αμάν Μαρδοχαίω τώ λαλήσαντι περί τού βασιλέως, και ώρθωται εν τοίς Αμάν ξύλον πηχών πεντήκοντα. είπε δε ο βασιλεύς· σταυρωθήτω επ’ αυτού.
10 και εκρεμάσθη Αμάν επί τού ξύλου, ό ητοιμάσθη Μαρδοχαίω. και τότε ο βασιλεύς εκόπασε τού θυμού.
1 ΚΑΙ εν αυτή τή ημέρα ο βασιλεύς Αρταξέρξης εδωρήσατο Εσθήρ όσα υπήρχεν Αμάν τώ διαβόλω, και Μαρδοχαίος προσεκλήθη υπό τού βασιλέως· υπέδειξε γάρ Εσθήρ, ότι ενοικείωται αυτή. 2 έλαβε δε ο βασιλεύς τον δακτύλιον, ον αφείλετο Αμάν, και έδωκεν αυτόν Μαρδοχαίω, και κατέστησεν Εσθήρ Μαρδοχαίον επί πάντων των Αμάν. 3 και προσθείσα ελάλησε προς τον βασιλέα και προσέπεσε προς τους πόδας αυτού και ηξίου αφελείν την Αμάν κακίαν και όσα εποίησε τοίς Ιουδαίοις. 4 εξέτεινε δε ο βασιλεύς Εσθήρ την ράβδον την χρυσήν, εξηγέρθη δε Εσθήρ παρεστηκέναι τώ βασιλεί, 5 και είπεν Εσθήρ· ει δοκεί σοι και εύρον χάριν, πεμφθήτω αποστραφήναι τα γράμματα τα απεσταλμένα υπό Αμάν, τα γραφέντα απολέσθαι τους Ιουδαίους, οί εισιν εν τή βασιλεία σου· 6 πώς γάρ δυνήσομαι ιδείν την κάκωσιν τού λαού μου και πώς δυνήσομαι σωθήναι εν τή απωλεία της πατρίδος μου; 7 και είπεν ο βασιλεύς προς Εσθήρ· ει πάντα τα υπάρχοντα Αμάν έδωκα και εχαρισάμην σοι και αυτόν εκρέμασα επί ξύλου, ότι τας χείρας επήνεγκε τοίς Ιουδαίοις, τι έτι επιζητείς; 8 γράψατε και υμείς εκ τού ονόματός μου, ως δοκεί υμίν, και σφραγίσατε τώ δακτυλίω μου· όσα γάρ γράφετε τού βασιλέως επιτάξαντος και σφραγισθή τώ δακτυλίω μου, ουκ έστιν αυτοίς αντειπείν. 9 εκλήθησαν δε οι γραμματείς εν τώ πρώτω μηνί, ός εστι Νισάν, τρίτη και εικάδι τού αυτού έτους, και εγράφη τοίς Ιουδαίοις όσα ενετείλατο τοίς οικονόμοις και τοίς άρχουσι των σατραπών, από της Ινδικής έως της Αιθιοπίας, εκατόν εικοσιεπτά σατράπαις κατά χώραν και χώραν, κατά την εαυτών λέξιν.
10 εγράφη δε διά τού βασιλέως και εσφραγίσθη τώ δακτυλίω αυτού, και εξαπέστειλαν τα γράμματα διά βιβλιοφόρων, 11 ως επέταξε αυτοίς χρήσθαι τοίς νόμοις αυτών εν πάση πόλει βοηθήσαί τε αυτοίς και χρήσθαι τοίς αντιδίκοις αυτών και τοίς αντικειμένοις αυτών, ως βούλονται, 12 εν ημέρα μια εν πάση τή βασιλεία Αρταξέρξου, τή τρισκαιδεκάτη τού δωδεκάτου μηνός, ός εστιν Αδάρ. 12α Ών εστιν αντίγραφον της επιστολής τα υπογεγραμμένα· 12β <βασιλεύς μέγας Αρταξέρξης τοίς από της Ινδικής έως της Αιθιοπίας εκατόν εικοσιεπτά σατραπείαις χωρών άρχουσι και τοίς τα ημέτερα φρονούσι, χαίρειν. 12γ πολλοί τή πλείστη των ευεργετούντων χρηστότητι πυκνότερον τιμώμενοι μείζον εφρόνησαν και ου μόνον τους υποτεταγμένους ημίν ζητούσι κακοποιείν, τον τε κόρον ου δυνάμενοι φέρειν και τοίς εαυτών ευεργέταις επιχειρούσιν μηχανάσθαι· 12δ και την ευχαριστίαν ου μόνον εκ των ανθρώπων ανταναιρούντες, αλλά και τοίς των απειραγάθων κόμποις επαρθέντες, τού τα πάντα κατοπτεύοντος αεί Θεού μισοπόνηρον υπολαμβάνουσιν εκφεύξεσθαι δίκην. 12ε πολλάκις δε και πολλούς των επ΄ εξουσίαις τεταγμένων των πιστευθέντων χειρίζειν φίλων τα πράγματα παραμυθία μετόχους αιμάτων αθώων καταστήσασα, περιέβαλε συμφοραίς ανηκέστοις,
12ζ τώ της κακοηθείας ψευδεί παραλογισμώ παραλογισαμένων την των επικρατούντων ακέραιον ευγνωμοσύνην. 12η σκοπείν δε έξεστιν, ου τοσούτον εκ των παλαιοτέρων ών παρεδώκαμεν ιστοριών, όσα εστί παρά πόδας υμάς εκζητούντας ανοσίως συντετελεσμένα τή των ανάξια δυναστευόντων λοιμότητι, 12θ και προσέχειν εις τα μετά ταύτα εις το την βασιλείαν ατάραχον τοίς πάσιν ανθρώποις μετ’ ειρήνης παρεξόμεθα, 12ι χρώμενοι ταίς μεταβολαίς, τα δε υπό την όψιν ερχόμενα διακρίνοντες αεί μετ’ επιεικεστέρας απαντήσεως. 12κ ως γάρ Αμάν Αμαδάθου Μακεδών, ταίς αληθείας αλλότριος τού των Περσών αίματος και πολύ διεστηκώς της ημετέρας χρηστότητος, επιξενωθείς ημίν 12λ έτυχεν, ής έχομεν προς πάν έθνος φιλανθρωπίας επί τοσούτον, ώστε αναγορεύεσθαι ημών πατέρα και προσκυνούμενον υπό πάντων το δεύτερον τού βασιλικού θρόνου πρόσωπον διατελείν· 12μ ουκ ενέγκας δε την υπερηφανίαν επετήδευσε της αρχής στερήσαι ημάς και τού πνεύματος, 12ν τον τε ημέτερον σωτήρα και διαπαντός ευεργέτην Μαρδοχαίον και την άμεμπτον της βασιλείας κοινωνόν Εσθήρ σύν παντί τώ τούτων έθνει πολυπλόκοις μεθόδων παραλογισμοίς αιτησάμενος εις απώλειαν· 12ξ διά γάρ των τρόπων τούτων ωήθη λαβών ημάς ερήμους, την των Περσών επικράτησιν εις τους Μακεδόνας μετάξαι.
12ο ημείς δε τους υπό τού τρισαλιτηρίου παραδεδομένους εις αφανισμόν Ιουδαίους, ευρίσκομεν ου κακούργους όντας, δικαιοτάτοις δε πολιτευομένους νόμοις, 12π όντας δε υιούς τού Υψίστου μεγίστου ζώντος Θεού τού κατευθύνοντος ημίν τε και τοίς προγόνοις ημών την βασιλείαν εν τή καλλίστη διαθέσει. 12ρ καλώς ούν ποιήσετε μη προσχρησάμενοι τοίς υπό Αμάν Αμαδάθου αποσταλείσι γράμμασι διά τον αυτόν τον ταύτα εξεργασάμενον προς ταίς Σούσων πύλαις εσταυρώσθαι σύν τή πανοικία, την καταξίαν τού τα πάντα επικρατούντος Θεού διά τάχους αποδόντος αυτώ κρίσιν. 12σ το δε αντίγραφον της επιστολής ταύτης εκθέντες εν παντί τόπω μετά παρρησίας, εάν τους Ιουδαίους χρήσθαι τοίς εαυτών νομίμοις και συνεπισχύειν αυτοίς, όπως τους εν καιρώ θλίψεως επιθεμένους αυτοίς αμύνωνται τή τρισκαιδεκάτη τού δωδεκάτου μηνός Αδάρ τή αυτή ημέρα· 12τ ταύτην γάρ ο τα πάντα δυναστεύων Θεός αντ’ ολεθρίας τού εκλεκτού γένους εποίησεν αυτοίς ευφροσύνην. 12υ και υμείς ούν εν ταίς επωνύμοις υμών εορταίς επίσημον ημέραν μετά πάσης ευωχίας άγεται, όπως και νύν και μετά ταύτα σωτηρία ή ημίν και τοίς ευνοούσι Πέρσαις, τοίς δε ημίν επιβουλεύουσι μνημόσυνον της απωλείας. 12φ πάσα δε πόλις ή χώρα το σύνολον, ήτις κατά ταύτα μη ποιήση, δόρατι και πυρί καταναλωθήσεται μετ’ οργής· ου μόνον ανθρώποις άβατος, αλλά και θηρίοις και πετεινοίς εις τον άπαντα χρόνον έχθιστος κατασταθήσεται. 13 τα δε αντίγραφα εκτιθέσθωσαν οφθαλμοφανώς εν πάση τή βασιλεία, ετοίμους τε είναι πάντας τους Ιουδαίους εις ταύτην την ημέραν, πολεμήσαι αυτών τους υπεναντίους>. 14 Οι μέν ούν ιππείς εξήλθον σπεύδοντες τα υπό τού βασιλέως λεγόμενα επιτελείν· εξετέθη δε το πρόσταγμα και εν Σούσοις. 15 ο δε Μαρδοχαίος εξήλθεν εστολισμένος την βασιλικήν στολήν και στέφανον έχων χρυσούν και διάδημα βύσσινον πορφυρούν· ιδόντες δε οι εν Σούσοις εχάρησαν. 16 τοίς δε Ιουδαίοις εγένετο φώς και ευφροσύνη·
17 κατά πόλιν και χώραν, ού αν εξετέθη το πρόσταγμα, ού αν εξετέθη το έκθεμα, χαρά και ευφροσύνη τοίς Ιουδαίοις, κώθων και ευφροσύνη. και πολλοί των εθνών περιετέμνοντο και ιουδάιζον διά τον φόβον των Ιουδαίων.
1 Εν γάρ τώ δωδεκάτω μηνί, τή τρισκαιδεκάτη τού μηνός, ός εστιν Αδάρ, παρήν τα γράμματα τα γραφέντα υπό τού βασιλέως. 2 εν αυτή τή ημέρα απώλοντο οι αντικείμενοι τοίς Ιουδαίοις· ουδείς γάρ αντέστη, φοβούμενος αυτούς. 3 οι γάρ άρχοντες των σατραπών και οι τύραννοι και οι βασιλικοί γραμματείς ετίμων τους Ιουδαίους· ο γάρ φόβος Μαρδοχαίου ενέκειτο αυτοίς. 4 προσέπεσε γάρ το πρόσταγμα τού βασιλέως ονομασθήναι εν πάση τή βασιλεία και εμεγαλύνετο. 5 και επάταξαν οι Ιουδαίοι πληγήν εν πάσι τοίς εχθροίς αυτών πληγήν μαχαίρας και αναιρέσεως και απωλείας και εποίησαν εν τοίς μισούσιν αυτούς κατά το θέλημα αυτών. 6 και εν Σούσοις τή πόλει απέκτειναν οι Ιουδαίοι άνδρας πεντακοσίους, 7 τον τε Φαρσαννές και Δελφών και Φασγά 8 και Φαραδαθά και Βαρέα και Σαρβακά 9 και Μαρμασιμά και Ρουφαίον και Αρσαίον και Ζαβουθαίον, 10 τους δέκα υιούς Αμάν Αμαδάθου Βουγαίου τού εχθρού των Ιουδαίων, και διήρπασαν. 11 εν αυτή τή ημέρα επεδόθη ο αριθμός τώ βασιλεί των απολωλότων εν Σούσοις. 12 είπε δε ο βασιλεύς προς Εσθήρ· απώλεσαν οι Ιουδαίοι εν Σούσοις τή πόλει άνδρας πεντακοσίους· εν δε τή περιχώρω πώς οίει εχρήσαντο; τι ούν αξιοίς έτι, και έσται σοι; 13 και είπεν Εσθήρ τώ βασιλεί· δοθήτω τοίς Ιουδαίοις χρήσθαι ωσαύτως την αύριον, ώστε τους δέκα υιούς Αμάν κρεμάσαι. 14 και επέτρεψεν ούτως γενέσθαι και εξέθηκε τοίς Ιουδαίοις της πόλεως τα σώματα των υιών Αμάν κρεμάσαι. 15 και συνήχθησαν οι Ιουδαίοι εν Σούσοις τή τεσσαρεσκαιδεκάτη τού Αδάρ και απέκτειναν άνδρας τριακοσίους και ουδέν διήρπασαν. 16 οι δε λοιποί των Ιουδαίων οι εν τή βασιλεία συνήχθησαν και εαυτοίς εβοήθουν και ανεπαύσαντο από των πολεμίων· απώλεσαν γάρ αυτών μυρίους πεντακισχιλίους τή τρισκαιδεκάτη τού Αδάρ και ουδέν διήρπασαν. 17 και ανεπαύσαντο τή τεσσαρεσκαιδεκάτη τού αυτού μηνός και ήγον αυτήν ημέραν αναπαύσεως μετά χαράς και ευφροσύνης. 18 οι δε Ιουδαίοι εν Σούσοις τή πόλει συνήχθησαν και τή τεσσαρεσκαιδεκάτη και ανεπαύσαντο· ήγον δε και την πεντεκαιδεκάτην μετά χαράς και ευφροσύνης. 19 διά τούτο ούν οι Ιουδαίοι οι διεσπαρμένοι εν πάση χώρα τή έξω άγουσι την τεσσαρεσκαιδεκάτην τού Αδάρ ημέραν αγαθήν μετ’ ευφροσύνης αποστέλλοντες μερίδας έκαστος τώ πλησίον.
20 Έγραψε δε Μαρδοχαίος τους λόγους τούτους εις βιβλίον και εξαπέστειλε τοίς Ιουδαίοις, όσοι ήσαν εν τή Αρταξέρξου βασιλεία, τοίς εγγύς και τοίς μακράν, 21 στήσαι τας ημέρας ταύτας αγαθάς άγειν τε την τεσσαρεσκαιδεκάτην και την πεντεκαιδεκάτην τού Αδάρ ~22 εν γάρ ταύταις ταίς ημέραις ανεπαύσαντο οι Ιουδαίοι από των εχθρών αυτών~ και τον μήνα, εν ώ εστράφη αυτοίς (ός ήν Αδάρ) από πένθους εις χαράν και από οδύνης εις αγαθήν ημέραν, άγειν όλον αγαθάς ημέρας γάμων και ευφροσύνης, εξαποστέλλοντας μερίδας τοίς φίλοις και τοίς πτωχοίς. 23 και προσεδέξαντο οι Ιουδαίοι, καθώς έγραψεν αυτοίς ο Μαρδοχαίος, 24 πώς Αμάν Αμαδάθου, ο Μακεδών, επολέμει αυτούς, καθώς έθετο ψήφισμα και κλήρον αφανίσαι αυτούς, 25 και ως εισήλθε προς τον βασιλέα λέγων κρεμάσαι τον Μαρδοχαίον· όσα δε επεχείρησεν επάξαι επί τους Ιουδαίους κακά, επ’ αυτόν εγένοντο, και εκρεμάσθη αυτός, και τα τέκνα αυτού. 26 διά τούτο επεκλήθησαν αι ημέραι αύται Φρουραί διά τους κλήρους, ότι τή διαλέκτω αυτών καλούνται Φρουραί, διά τους λόγους της επιστολής ταύτης και όσα πεπόνθασι διά ταύτα και όσα αυτοίς εγένετο, 27 και έστησε· και προσεδέχοντο οι Ιουδαίοι εφ’ εαυτοίς και επί τώ σπέρματι αυτών και επί τοίς προστεθειμένοις επ’ αυτών, ουδέ μην άλλων χρήσονται. αι δε ημέραι αύται μνημόσυνον επιτελούμενον κατά γενεάν και γενεάν και πόλιν και πατριάν και χώραν. 28 αι δε ημέραι αύται των Φρουραί αχθήσονται εις τον άπαντα χρόνον, και το μνημόσυνον αυτών ου μη εκλίπη εκ των γενεών. 29 και έγραψεν Εσθήρ η βασίλισσα θυγάτηρ Αμιναδάβ και Μαρδοχαίος ο Ιουδαίος όσα εποίησαν το τε στερέωμα της επιστολής των Φρουραί.
30 και Μαρδοχαίος και Εσθήρ η βασίλισσα έστησαν εαυτοίς καθ΄ εαυτών, και τότε στήσαντες κατά της υγείας εαυτών και την βουλήν αυτών. 31 και Εσθήρ λόγω έστησεν εις τον αιώνα, και εγράφη εις μνημόσυνον.
1 ΕΓΡΑΨΕ δε ο βασιλεύς επί την βασιλείαν της τε γής και της θαλάσσης, 2 και την ισχύν αυτού και ανδραγαθίαν πλούτόν τε και δόξαν της βασιλείας αυτού, ιδού γέγραπται εν βιβλίω βασιλέων Περσών και Μήδων εις μνημόσυνον. 3 ο δε Μαρδοχαίος διεδέχετο τον βασιλέα Αρταξέρξην και μέγας ήν εν τή βασιλεία και δεδοξασμένος υπό των Ιουδαίων· και φιλούμενος, διηγείτο την αγωγήν παντί τώ έθνει αυτού. 3α Καί είπε Μαρδοχαίος· παρά τού Θεού εγένετο ταύτα. 3β εμνήσθη γάρ περί τού ενυπνίου, ού είδον περί των λόγων τούτων· ουδέ γάρ παρήλθεν απ΄ αυτών λόγος. 3γ η μικρά πηγή, ή εγένετο ποταμός και ήν φώς και ήλιος και ύδωρ πολύ· Εσθήρ εστιν ο ποταμός, ήν εγάμησεν ο βασιλεύς και εποίησε βασίλισσαν. 3δ οι δε δύο δράκοντες, εγώ ειμι και Αμάν. 3ε τα δε έθνη τα επισυναχθέντα απολέσαι το όνομα των Ιουδαίων. 3ζ το δε έθνος το εμόν, ούτός εστιν Ισραήλ, οι βοήσαντες προς τον Θεόν και σωθέντες· και έσωσε Κύριος τον λαόν αυτού και ερύσατο Κύριος ημάς εκ πάντων των κακών τούτων. και εποίησεν ο Θεός τα σημεία και τα τέρατα τα μεγάλα, ά ου γέγονεν εν τοίς έθνεσι.
3η διά τούτο εποίησε κλήρους δύο, ένα τώ λαώ τού Θεού και ένα πάσι τοίς έθνεσι· 3θ και ήλθον οι δύο κλήροι ούτοι εις ώραν και καιρόν και εις ημέραν κρίσεως ενώπιον τού Θεού και πάσιν τοίς έθνεσι, 3ι και εμνήσθη ο Θεός τού λαού αυτού και εδικαίωσε την κληρονομίαν αυτού· 3κ και έσονται αυτοίς αι ημέραι αύται εν μηνί Αδάρ τή τεσσαρεσκαιδεκάτη και τή πεντεκαιδεκάτη τού μηνός μετά συναγωγής και χαράς και ευφροσύνης ενώπιον τού Θεού κατά γενεάς εις τον αιώνα εν τώ λαώ αυτού Ισραήλ. 3λ Έτους τετάρτου βασιλεύοντος Πτολεμαίου και Κλεοπάτρας εισήνεγκε Δοσίθεος, ός έφη είναι ιερεύς και Λευίτης, και Πτολεμαίος ο υιός αυτού την προκειμένην επιστολήν των Φρουραί, ήν έφασαν είναι και ηρμηνευκέναι Λυσίμαχον Πτολεμαίου των εν Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ εγένετο μετά το πατάξαι Αλέξανδρον τον Φιλίππου τον Μακεδόνα, ός εξήλθεν εκ της γής Χεττειείμ, και επάταξε τον Δαρείον βασιλέα Περσών και Μήδων και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού πρότερος επί την Ελλάδα. 2 και συνεστήσατο πολέμους πολλούς και εκράτησεν οχυρωμάτων πολλών και έσφαξε βασιλείς της γής· 3 και διήλθεν έως άκρων της γής και έλαβε σκύλα πλήθους εθνών. και ησύχασεν η γη ενώπιον αυτού, και υψώθη, και επήρθη η καρδία αυτού. 4 και συνήγαγε δύναμιν ισχυράν σφόδρα και ήρξε χωρών και εθνών και τυράννων, και εγένοντο αυτώ εις φόρον. 5 και μετά ταύτα έπεσεν επί την κοίτην και έγνω ότι αποθνήσκει. 6 και εκάλεσε τους παίδας αυτού τους ενδόξους τους συντρόφους αυτού από νεότητος και διείλεν αυτοίς την βασιλείαν αυτού έτι ζώντος αυτού. 7 και εβασίλευσεν Αλέξανδρος έτη δώδεκα και απέθανε. 8 και επεκράτησαν οι παίδες αυτού έκαστος εν τώ τόπω αυτού. 9 και επέθεντο πάντες διαδήματα μετά το αποθανείν αυτόν και οι υιοί αυτών οπίσω αυτών έτη πολλά και επλήθυναν κακά εν τή γη.
10 και εξήλθεν εξ αυτών ρίζα αμαρτωλός Αντίοχος Επιφανής, υιός Αντιόχου βασιλέως, ός ήν όμηρα εν τή Ρώμη· και εβασίλευσεν εν έτει εκατοστώ και τριακοστώ και εβδόμω βασιλείας Ελλήνων. 11 Εν ταίς ημέραις εκείναις εξήλθον εξ Ισραήλ υιοί παράνομοι και ανέπεισαν πολλούς λέγοντες· πορευθώμεν και διαθώμεθα διαθήκην μετά των εθνών των κύκλω ημών, ότι αφ’ ής εχωρίσθημεν απ’ αυτών, εύρεν ημάς κακά πολλά. 12 και ηγαθύνθη ο λόγος εν οφθαλμοίς αυτών, 13 και προεθυμήθησάν τινες από τού λαού, και επορεύθησαν προς τον βασιλέα, και έδωκεν αυτοίς εξουσίαν ποιήσαι τα δικαιώματα των εθνών. 14 και ωκοδόμησαν γυμνάσιον εν Ιεροσολύμοις κατά τα νόμιμα των εθνών 15 και εποίησαν εαυτοίς ακροβυστίας και απέστησαν από διαθήκης αγίας και εζευγίσθησαν τοίς έθνεσι και επράθησαν τού ποιήσαι το πονηρόν.
16 Καί ητοιμάσθη η βασιλεία εναντίον Αντιόχου, και υπέβαλε βασιλεύσαι της Αιγύπτου, όπως βασιλεύση επί τας δύο βασιλείας. 17 και εισήλθεν εις Αίγυπτον εν όχλω βαρεί, εν άρμασι και εν ελέφασι και εν ιππεύσι και εν στόλω μεγάλω 18 και συνεστήσαντο πόλεμον προς Πτολεμαίον βασιλέα Αιγύπτου· και ενετράπη Πτολεμαίος από προσώπου αυτού και έφυγε, και έπεσον τραυματίαι πολλοί. 19 και κατελάβοντο τας πόλεις τας οχυράς εν γη Αιγύπτω, και έλαβε τα σκύλα γής Αιγύπτου.
20 και επέστρεψεν Αντίοχος μετά το πατάξαι Αίγυπτον εν τώ εκατοστώ και τεσσαρακοστώ και τρίτω έτει και ανέβη επί Ισραήλ και ανέβη εις Ιερουσαλήμ εν όχλω βαρεί. 21 και εισήλθον εις το αγίασμα εν υπερηφανία και έλαβε το θυσιαστήριον το χρυσούν και την λυχνίαν τού φωτός και πάντα τα σκεύη αυτής 22 και την τράπεζαν της προθέσεως και τα σπονδεία και τας φιάλας και τας θυίσκας τας χρυσάς και το καταπέτασμα και τους στεφάνους και τον κόσμον τον χρυσούν τον κατά πρόσωπον τού ναού και ελέπισε πάντα. 23 και έλαβε το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη τα επιθυμητά και έλαβε τους θησαυρούς τους αποκρύφους, ούς εύρε· 24 και λαβών πάντα απήλθεν εις την γήν αυτού. και εποίησε φονοκτονίαν και ελάλησεν υπερηφανίαν μεγάλην. 25 και εγένετο πένθος μέγα επί Ισραήλ εν παντί τόπω αυτών. 26 και εστέναξαν άρχοντες και πρεσβύτεροι, παρθένοι και νεανίσκοι ησθένησαν, και το κάλλος των γυναικών ηλλοιώθη. 27 πάς νυμφίος ανέλαβε θρήνον, και καθημένη εν παστώ εγένετο εν πένθει. 28 και εσείσθη η γη επί τους κατοικούντας αυτήν, και πάς ο οίκος Ιακώβ ενεδύσατο αισχύνην. 29 Καί μετά δύο έτη ημερών απέστειλεν ο βασιλεύς άρχοντα φορολογίας εις τας πόλεις Ιούδα, και ήλθεν εις Ιερουσαλήμ εν όχλω βαρεί.
30 και ελάλησεν αυτοίς λόγους ειρηνικούς εν δόλω, και ενεπίστευσαν αυτώ. και επέπεσεν επί την πόλιν εξάπινα και επάταξεν αυτήν πληγήν μεγάλην και απώλεσε λαόν πολύν εξ Ισραήλ. 31 και έλαβε τα σκύλα της πόλεως και ενεπύρισεν αυτήν πυρί και καθείλε τους οίκους αυτής και τα τείχη αυτής κύκλω. 32 και ηχμαλώτευσαν τας γυναίκας και τα τέκνα, και τα κτήνη εκληρονόμησαν. 33 και ωκοδόμησαν την πόλιν Δαυίδ τείχει μεγάλω και ισχυρώ, πύργοις οχυροίς, και εγένετο αυτοίς εις άκραν. 34 και έθηκαν εκεί έθνος αμαρτωλόν, άνδρας παρανόμους, και ενίσχυσαν εν αυτή. 35 και παρέθεντο όπλα και τροφάς και συναγαγόντες τα σκύλα Ιερουσαλήμ απέθεντο εκεί, και εγένοντο εις μεγάλην παγίδα. 36 και εγένετο εις ένεδρον τώ αγιάσματι και εις διάβολον πονηρόν τώ Ισραήλ διαπαντός. 37 και εξέχεαν αίμα αθώον κύκλω τού αγιάσματος και εμόλυναν το αγίασμα. 38 και έφυγον οι κάτοικοι Ιερουσαλήμ δι΄ αυτούς, και εγένετο κατοικία αλλοτρίων· και εγένετο αλλοτρία τοίς γενήμασιν αυτής, και τα τέκνα αυτής εγκατέλιπον αυτήν. 39 το αγίασμα αυτής ηρημώθη ως έρημος, αι εορταί αυτής εστράφησαν εις πένθος, τα σάββατα αυτής εις ονειδισμόν, η τιμή αυτής εις εξουδένωσιν.
40 κατά την δόξαν αυτής επληθύνθη η ατιμία αυτής, και το ύψος αυτής εστράφη εις πένθος. 41 Καί έγραψεν ο βασιλεύς Αντίοχος πάση τή βασιλεία αυτού είναι πάντας εις λαόν ένα 42 και εγκαταλιπείν έκαστον τα νόμιμα αυτού. και επεδέξατο πάντα τα έθνη κατά τον λόγον τού βασιλέως. 43 και πολλοί από Ισραήλ ευδόκησαν τή λατρεία αυτού και έθυσαν τοίς ειδώλοις και εβεβήλωσαν το σάββατον. 44 και απέστειλεν ο βασιλεύς βιβλία εν χειρί αγγέλων εις Ιερουσαλήμ και τας πόλεις Ιούδα πορευθήναι οπίσω νομίμων αλλοτρίων της γής 45 και κωλύσαι ολοκαυτώματα και θυσίαν και σπονδήν εκ τού αγιάσματος και βεβηλώσαι σάββατα και εορτάς 46 και μιάναι αγίασμα και αγίους, 47 και οικοδομήσαι βωμούς και τεμένη και ειδωλεία και θύειν ύεια και κτήνη κοινά 48 και αφιέναι τους υιούς αυτών απεριτμήτους, βδελύξαι τας ψυχάς αυτών εν παντί ακαθάρτω και βεβηλώσει, 49 ώστε επιλαθέσθαι τού νόμου και αλλάξαι πάντα τα δικαιώματα·
50 και ός αν μη ποιήση κατά το ρήμα τού βασιλέως, αποθανείται. 51 κατά πάντας τους λόγους τούτους έγραψε πάση τή βασιλεία αυτού και εποίησεν επισκόπους επί πάντα τον λαόν και ενετείλατο ταίς πόλεσιν Ιούδα θυσιάζειν κατά πόλιν και πόλιν. 52 και συνηθροίσθησαν από τού λαού προς αυτούς πολλοί, πάς ο εγκαταλιπών τον νόμον, και εποίησαν κακά εν τή γη 53 και έθεντο τον Ισραήλ εν κρύφοις εν παντί φυγαδευτηρίω αυτών. 54 και τή πεντεκαιδεκάτη ημέρα Χασελεύ τώ πέμπτω και τεσσαρακοστώ και εκατοστώ έτει ωκοδόμησαν βδέλυγμα ερημώσεως επί το θυσιαστήριον και εν πόλεσιν Ιούδα κύκλω ωκοδόμησαν βωμούς· 55 και επί των θυρών των οικιών και εν ταίς πλατείαις εθυμίων. 56 και τα βιβλία τού νόμου, ά εύρον, ενεπύρισαν πυρί κατασχίσαντες. 57 και όπου ευρίσκετο παρά τινι βιβλίον διαθήκης, και εί τις συνευδόκει τώ νόμω, το σύγκριμα τού βασιλέως εθανάτου αυτόν. 58 εν ισχύι αυτών εποίουν ούτως τώ Ισραήλ τοίς ευρισκομένοις εν παντί μηνί και μηνί εν ταίς πόλεσι. 59 και τή πέμπτη και εικάδι τού μηνός θυσιάζοντες επί τον βωμόν, ός ήν επί τού θυσιαστηρίου.
60 και τας γυναίκας τας περιτετμηκυίας τα τέκνα αυτών εθανάτωσαν κατά το πρόσταγμα 61 και εκρέμασαν τα βρέφη εκ των τραχήλων αυτών, και τους οίκους αυτών προενόμευσαν και τους περιτετμηκότας αυτούς εθανάτωσαν. 62 και πολλοί εν Ισραήλ εκραταιώθησαν και ωχυρώθησαν εν εαυτοίς τού μη φαγείν κοινά 63 και επελέξαντο αποθανείν, ίνα μη μιανθώσι τοίς βρώμασι και μη βεβηλώσωσι διαθήκην αγίαν, και απέθανον. 64 και εγένετο οργή μεγάλη επί Ισραήλ σφόδρα.
1 ΕΝ ταίς ημέραις εκείναις ανέστη Ματταθίας υιός Ιωάννου τού Συμεών ιερεύς των υιών Ιωαρίβ από Ιερουσαλήμ και εκάθισεν εν Μωδείν. 2 και αυτώ υιοί πέντε, Ιωάννης ο καλούμενος Γαδδίς, 3 Σίμων ο καλούμενος Θασσί, 4 Ιούδας ο καλούμενος Μακκαβαίος, 5 Ελεάζαρ ο καλούμενος Αυαράν, Ιωνάθαν ο καλούμενος Απφούς. 6 και είδε τας βλασφημίας τας γινομένας εν Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ 7 και είπεν· οίμοι, ινατί τούτο εγεννήθην ιδείν το σύντριμμα τού λαού μου και το σύντριμμα της πόλεως της αγίας και καθίσαι εκεί εν τώ δοθήναι αυτήν εν χειρί εχθρών και το αγίασμα εν χειρί αλλοτρίων; 8 εγένετο ο ναός αυτής ως ανήρ άδοξος, 9 τα σκεύη της δόξης αυτής αιχμάλωτα απήχθη, απεκτάνθη τα νήπια αυτής εν ταίς πλατείαις, οι νεανίσκοι αυτής εν ρομφαία εχθρού.
10 ποίον έθνος ουκ εκληρονόμησε βασιλείαν αυτής και ουκ εκράτησε των σκύλων αυτής; 11 πάς ο κόσμος αυτής αφηρέθη, αντί ελευθέρας εγένετο εις δούλην. 12 και ιδού τα άγια ημών και η καλλονή ημών και η δόξα ημών ηρημώθη, και εβεβήλωσαν αυτά τα έθνη. 13 ινατί ημίν έτι ζήν; 14 και διέρρηξε Ματταθίας και υιοί αυτού τα ιμάτια αυτών και περιεβάλοντο σάκκους και επένθησαν σφόδρα. 15 Καί ήλθον οι παρά τού βασιλέως οι καταναγκάζοντες την αποστασίαν εις Μωδείν την πόλιν, ίνα θυσιάσωσι. 16 και πολλοί από Ισραήλ προς αυτούς προσήλθον· και Ματταθίας και οι υιοί αυτού συνήχθησαν. 17 και απεκρίθησαν οι παρά τού βασιλέως και είπον τώ Ματταθία λέγοντες· άρχων και ένδοξος και μέγας εί εν τή πόλει ταύτη και εστηριγμένος εν υιοίς και αδελφοίς· 18 νύν ούν πρόσελθε πρώτος και ποίησον το πρόσταγμα τού βασιλέως, ως εποίησαν πάντα τα έθνη και οι άνδρες Ιούδα και οι καταλειφθέντες εν Ιερουσαλήμ, και έση σύ και ο οίκός σου των φίλων τού βασιλέως, και σύ και οι υιοί σου δοξασθήσεσθε αργυρίω και χρυσίω και αποστολαίς πολλαίς. 19 και απεκρίθη Ματταθίας και είπε φωνή μεγάλη· ει πάντα τα έθνη τα εν οίκω της βασιλείας τού βασιλέως ακούουσιν αυτού, αποστήναι έκαστος από λατρείας πατέρων αυτού και ηρετίσαντο εν ταίς εντολαίς αυτού,
20 αλλ’ εγώ και οι υιοί μου και οι αδελφοί μου πορευσόμεθα εν διαθήκη πατέρων ημών. 21 ίλεως ημίν καταλιπείν νόμον και δικαιώματα· 22 των λόγων τού βασιλέως ουκ ακουσόμεθα τού παρελθείν την λατρείαν ημών δεξιάν ή αριστεράν. 23 και ως επαύσατο λαλών τους λόγους τούτους, προσήλθεν ανήρ Ιουδαίος εν οφθαλμοίς πάντων, θυσιάσαι επί τού βωμού τού εν Μωδείν κατά το πρόσταγμα τού βασιλέως. 24 και είδε Ματταθίας και εζήλωσε, και ετρόμησαν οι νεφροί αυτού, και ανήνεγκε θυμόν κατά το κρίμα και δραμών έσφαξεν αυτόν επί τον βωμόν· 25 και τον άνδρα τού βασιλέως τον αναγκάζοντα θύειν απέκτεινεν εν τώ καιρώ εκείνω και τον βωμόν καθείλε. 26 και εζήλωσε τώ νόμω, καθώς εποίησε Φινεές τώ Ζαμβρί υιώ Σαλώμ. 27 και ανέκραξε Ματταθίας εν τή πόλει φωνή μεγάλη λέγων· πάς ο ζηλών τώ νόμω και ιστών διαθήκην εξελθέτω οπίσω μου. 28 και έφυγον αυτός και οι υιοί αυτού εις τα όρη και εγκατέλιπον όσα είχον εν τή πόλει. 29 Τότε κατέβησαν πολλοί ζητούντες δικαιοσύνην και κρίμα εις την έρημον καθίσαι εκεί,
30 αυτοί και οι υιοί αυτών και αι γυναίκες αυτών και τα κτήνη αυτών, ότι επληθύνθη επ’ αυτούς τα κακά. 31 και ανηγγέλη τοίς ανδράσι τού βασιλέως και ταίς δυνάμεσιν, αί ήσαν εν Ιερουσαλήμ πόλει Δαυίδ, ότι κατέβησαν άνδρες, οίτινες διασκέδασαν την εντολήν τού βασιλέως εις τους κρύφους εν τή ερήμω. 32 και έδραμον οπίσω αυτών πολλοί και καταλαβόντες αυτούς παρενέβαλον επ’ αυτούς και συνεστήσαντο προς αυτούς πόλεμον εν τή ημέρα των σαββάτων 33 και είπον προς αυτούς· έως τού νύν ικανόν· εξέλθετε και ποιήσατε κατά τον λόγον τού βασιλέως και ζήσεσθε. 34 και είπον· ουκ εξελευσόμεθα ουδέ ποιήσομεν τον λόγον τού βασιλέως τού βεβηλώσαι την ημέραν των σαββάτων. 35 και ετάχυναν επ’ αυτούς πόλεμον. 36 και ουκ απεκρίθησαν αυτοίς ουδέ λίθον ενετίναξαν αυτοίς, ουδέ ενέφραξαν τους κρύφους 37 λέγοντες· αποθάνωμεν πάντες εν τή απλότητι ημών· μαρτυρεί εφ’ ημάς ο ουρανός και η γη ότι ακρίτως απόλλυτε ημάς. 38 και ανέστησαν επ’ αυτούς εν τώ πολέμω τοίς σάββασι, και απέθανον αυτοί και αι γυναίκες αυτών, και τα τέκνα αυτών, και τα κτήνη αυτών έως χιλίων ψυχών ανθρώπων. 39 Καί έγνω Ματταθίας και οι φίλοι αυτού και επένθησαν επ’ αυτούς έως σφόδρα.
40 και είπεν ανήρ τώ πλησίον αυτού· εάν πάντες ποιήσωμεν ως οι αδελφοί ημών εποίησαν, και μη πολεμήσωμεν προς τα έθνη υπέρ των ψυχών ημών και των δικαιωμάτων ημών, νύν τάχιον ημάς εξολοθρεύσουσιν από της γής. 41 και εβουλεύσαντο τή ημέρα εκείνη λέγοντες· πάς άνθρωπος, ός εάν έλθη προς ημάς εις πόλεμον τή ημέρα των σαββάτων, πολεμήσωμεν κατέναντι αυτού και ου μη αποθάνωμεν πάντες καθώς απέθανον οι αδελφοί ημών εν τοίς κρύφοις. 42 τότε συνήχθησαν προς αυτούς συναγωγή Ασιδαίων, ισχυροί δυνάμει από Ισραήλ, πάς ο εκουσιαζόμενος τώ νόμω· 43 και πάντες οι φυγαδεύοντες από των κακών προσετέθησαν αυτοίς και εγένοντο αυτοίς εις στήριγμα. 44 και συνεστήσαντο δύναμιν και επάταξαν αμαρτωλούς εν οργή αυτών και άνδρας ανόμους εν θυμώ αυτών· και οι λοιποί έφυγον εις τα έθνη σωθήναι. 45 και εκύκλωσε Ματταθίας και οι φίλοι αυτού και καθείλον τους βωμούς 46 και περιέτεμον τα παιδάρια τα απερίτμητα, όσα εύρον εν ορίοις Ισραήλ, εν ισχύι 47 και εδίωξαν τους υιούς της υπερηφανίας, και κατευωδώθη το έργον εν χειρί αυτών. 48 και αντελάβοντο τού νόμου εκ χειρός των εθνών και εκ χειρός των βασιλέων και ουκ έδωκαν κέρας τώ αμαρτωλώ. 49 Καί ήγγισαν αι ημέραι τού Ματταθίου αποθανείν, και είπε τοίς υιοίς αυτού· νύν εστηρίχθη υπερηφανία και ελεγμός και καιρός καταστροφής και οργή θυμού.
50 και νύν, τέκνα, ζηλώσατε τώ νόμω και δότε τας ψυχάς υμών υπέρ διαθήκης πατέρων ημών. 51 μνήσθητε των πατέρων ημών τα έργα, ά εποίησαν εν ταίς γενεαίς αυτών, και δέξασθε δόξαν μεγάλην και όνομα αιώνιον. 52 Αβραάμ ουχί εν πειρασμώ ευρέθη πιστός, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην; 53 Ιωσήφ εν καιρώ στενοχωρίας αυτού εφύλαξεν εντολήν και εγένετο κύριος Αιγύπτου. 54 Φινεές ο πατήρ ημών εν τώ ζηλώσαι ζήλον έλαβε διαθήκην ιερωσύνης αιωνίας. 55 Ιησούς εν τώ πληρώσαι λόγον εγένετο κριτής εν Ισραήλ. 56 Χάλεβ εν τώ επιμαρτύρασθαι εν τή εκκλησία έλαβε γής κληρονομίαν. 57 Δαυίδ εν τώ ελέω αυτού εκληρονόμησε θρόνον βασιλείας εις αιώνα αιώνος. 58 Ηλίας εν τώ ζηλώσαι ζήλον νόμου ανελήφθη έως εις τον ουρανόν. 59 Ανανίας, Αζαρίας, Μισαήλ, πιστεύσαντες εσώθησαν εκ φλογός.
60 Δανιήλ εν τή απλότητι αυτού ερρύσθη εκ στόματος λεόντων. 61 και ούτως εννοήθητε κατά γενεάν και γενεάν, ότι πάντες οι ελπίζοντες επ΄ αυτόν ουκ ασθενήσουσι. 62 και από λόγων ανδρός αμαρτωλού μη φοβηθήτε, ότι η δόξα αυτού εις κοπρίαν και εις σκώληκας· 63 σήμερον επαρθήσεται και αύριον ου μη ευρεθή, ότι επέστρεψεν εις τον χούν αυτού, και ο διαλογισμός αυτού απώλετο. 64 και υμείς τέκνα ισχύσατε και ανδρίζεσθε εν τώ νόμω, ότι εν αυτώ δοξασθήσεσθε. 65 και ιδού Συμεών ο αδελφός υμών, οίδα ότι ανήρ βουλής εστιν, αυτού ακούετε πάσας τας ημέρας, αυτός υμίν έσται εις πατέρα. 66 και Ιούδας Μακκαβαίος ισχυρός δυνάμει εκ νεότητος αυτού, ούτος υμίν έσται άρχων στρατιάς και πολεμήσει πόλεμον λαών. 67 και υμείς προσάξατε προς υμάς πάντας τους ποιητάς τού νόμου και εκδικήσατε εκδίκησιν τού λαού υμών. 68 ανταπόδοτε ανταπόδομα τοίς έθνεσι και προσέχετε εις τα προστάγματα τού νόμου. 69 και ευλόγησεν αυτούς, και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού.
70 και απέθανεν εν τώ έκτω και τεσσαρακοστώ και εκατοστώ έτει, και έθαψαν αυτόν οι υιοί αυτού εν τάφοις πατέρων αυτών εν Μωδείν, και εκόψαντο αυτόν πάς Ισραήλ κοπετόν μέγαν.
1 ΚΑΙ ανέστη Ιούδας ο καλούμενος Μακκαβαίος υιός αυτού αντ΄ αυτού. 2 και εβοήθουν αυτώ πάντες οι αδελφοί αυτού και πάντες, όσοι εκολλήθησαν τώ πατρί αυτού, και επολέμουν τον πόλεμον Ισραήλ μετ’ ευφροσύνης. 3 και επλάτυνε δόξαν τώ λαώ αυτού και ενεδύσατο θώρακα ως γίγας και συνεζώσατο τα σκεύη αυτού τα πολεμικά και συνεστήσατο πολέμους σκεπάζων παρεμβολήν εν ρομφαία. 4 και ωμοιώθη λέοντι εν τοίς έργοις αυτού και ως σκύμνος ερευγόμενος εις θήραν. 5 και εδίωξεν ανόμους εξερευνών και τους ταράσσοντας τον λαόν αυτού εφλόγισε. 6 και συνεστάλησαν οι άνομοι από τού φόβου αυτού, και πάντες οι εργάτες της ανομίας συνεταράχθησαν, και ευωδώθη σωτηρία εν χειρί αυτού. 7 και επίκρανε βασιλείς πολλούς και εύφρανε τον Ιακώβ εν τοίς έργοις αυτού, και έως τού αιώνος το μνημόσυνον αυτού εις ευλογίαν. 8 και διήλθεν εν πόλεσιν Ιούδα και εξωλόθρευσεν ασεβείς εξ αυτής και απέστρεψεν οργήν από Ισραήλ 6 και ωνομάσθη έως εσχάτου της γής και συνήγαγεν απολλυμένους.
10 Καί συνήγαγεν Απολλώνιος έθνη και από Σαμαρείας δύναμιν μεγάλην τού πολεμήσαι προς Ισραήλ. 11 και έγνω Ιούδας και εξήλθεν εις συνάντησιν αυτώ και επάταξεν αυτόν και απέκτεινεν αυτόν· και έπεσον τραυματίαι πολλοί, και οι επίλοιποι έφυγον. 12 και έλαβον τα σκύλα αυτών, και την μάχαιραν Απολλωνίου έλαβεν Ιούδας και ήν πολεμών εν αυτή πάσας τας ημέρας. 13 και ήκουσε Σήρων ο άρχων της δυνάμεως Συρίας ότι ήθροισεν Ιούδας άθροισμα και εκκλησίαν πιστών μετ’ αυτού εκπορευομένων εις πόλεμον, 14 και είπε· ποιήσω εμαυτώ όνομα και δοξασθήσομαι εν τή βασιλεία και πολεμήσω τον Ιούδαν και τους σύν αυτώ τους εξουδενούντας τον λόγον τού βασιλέως. 15 και προσέθετο τού αναβήναι· και ανέβη μετ’ αυτού παρεμβολή ασεβών ισχυρά βοηθήσαι αυτώ και ποιήσαι την εκδίκησιν εν υιοίς Ισραήλ. 16 και ήγγισαν έως αναβάσεως Βαιθωρών, και εξήλθεν Ιούδας εις συνάντησιν αυτών ολιγοστός. 17 ως δε είδον την παρεμβολήν ερχομένην εις συνάντησιν αυτοίς, είπον τώ Ιούδα· πώς δυνησόμεθα ολιγοστοί όντες πολεμήσαι προς πλήθος τοσούτον ισχυρόν; και ημείς εκλελύμεθα ασιτούντες σήμερον. 18 και είπεν Ιούδας· εύκοπόν εστι συγκλεισθήναι πολλούς εν χερσίν ολίγων, και ουκ έστι διαφορά εναντίον τού Θεού τού ουρανού σώζειν εν πολλοίς ή εν ολίγοις· 19 ότι ουκ εν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου εστίν, αλλ’ ή εκ τού ουρανού η ισχύς.
20 αυτοί έρχονται προς ημάς εν πλήθει ύβρεως και ανομίας τού εξάραι ημάς και τας γυναίκας ημών και τα τέκνα ημών, τού σκυλεύσαι ημάς, 21 ημείς δε πολεμούμεν περί των ψυχών ημών και των νομίμων ημών. 22 και αυτός συντρίψει αυτούς πρό προσώπου ημών· υμείς δε μη φοβηθήτε απ’ αυτών. 23 ως δε επαύσατο λαλών, ενήλατο εις αυτούς άφνω, και συνετρίβη Σήρων και η παρεμβολή αυτού ενώπιον αυτού. 24 και εδίωκον αυτόν εν τή καταβάσει Βαιθωρών έως τού πεδίου· και έπεσον απ’ αυτών εις άνδρας οκτακοσίους, οι δε λοιποί έφυγον εις γήν Φυλιστιείμ. 25 και ήρξατο ο φόβος Ιούδα και των αδελφών αυτού και η πτόησις επιπίπτειν επί τα έθνη τα κύκλω αυτών. 26 και ήγγισεν έως τού βασιλέως το όνομα αυτού, και υπέρ των παρατάξεων Ιούδα εξηγείτο πάν έθνος. 27 Ως δε ήκουσεν Αντίοχος ο βασιλεύς τους λόγους τούτους, ωργίσθη θυμώ και απέστειλε και συνήγαγε τας δυνάμεις πάσας της βασιλείας αυτού, παρεμβολήν ισχυράν σφόδρα. 28 και ήνοιξε το γαζοφυλάκιον αυτού και έδωκεν οψώνια ταίς δυνάμεσιν αυτού εις ενιαυτόν και ενετείλατο είναι αυτούς ετοίμους εις πάσαν χρείαν. 29 και είδεν ότι εξέλιπε το αργύριον από των θησαυρών και οι φόροι της χώρας ολίγοι, χάριν της διχοστασίας και πληγής, ής κατεσκεύασεν εν τή γη τού άραι τα νόμιμα, ά ήσαν αφ΄ ημερών των πρώτων.
30 και ευλαβήθη μη ουκ έχη ως άπαξ και δίς εις τας δαπάνας και τα δόματα, ά εδίδου έμπροσθεν δαψιλεί χειρί και επερίσσευσεν υπέρ τους βασιλείς τους έμπροσθεν, 31 και ηπορείτο τή ψυχή αυτού σφόδρα και εβουλεύσατο τού πορευθήναι εις την Περσίδα και λαβείν τους φόρους των χωρών και συναγαγείν αργύριον πολύ. 32 και κατέλιπε Λυσίαν άνθρωπον ένδοξον και από γένους της βασιλείας επί των πραγμάτων τού βασιλέως από τού ποταμού Ευφράτου έως των ορίων Αιγύπτου 33 και τρέφει Αντίοχον τον υιόν αυτού έως τού επιστρέψαι αυτόν. 34 και παρέδωκεν αυτώ τας ημίσεις των δυνάμεων και τους ελέφαντας και ενετείλατο αυτώ περί πάντων, ών εβούλετο, και περί των κατοικούντων την Ιουδαίαν και Ιερουσαλήμ 35 αποστείλαι επ’ αυτούς δύναμιν τού εκτρίψαι και εξάραι την ισχύν Ισραήλ και το κατάλειμμα Ιερουσαλήμ και άραι το μνημόσυνον αυτών από τού τόπου 36 και κατοικίσαι υιούς αλλογενείς εν πάσι τοίς ορίοις αυτών και κατακληροδοτήσαι την γήν αυτών. 37 και ο βασιλεύς παρέλαβε τας ημίσεις των δυνάμεων τας καταλειφθείσας και απήρεν από Αντιοχείας από πόλεως βασιλείας αυτού, έτους εβδόμου και τεσσαρακοστού και εκατοστού, και διεπέρασε τον Ευφράτην ποταμόν και διεπορεύετο τας επάνω χώρας. 38 Καί επέλεξε Λυσίας Πτολεμαίον τον Δορυμένους και Νικάνορα και Γοργίαν άνδρας δυνατούς των φίλων τού βασιλέως, 39 και απέστειλε μετ’ αυτών τεσσαράκοντα χιλιάδας ανδρών και επτακισχιλίαν ίππον τού εξελθείν εις γήν Ιούδα και καταφθείραι αυτήν κατά τον λόγον τού βασιλέως.
40 και απήραν σύν πάση τή δυνάμει αυτών, και ήλθον και παρενέβαλον πλησίον Εμμανούμ εν τή γη τή πεδινή. 41 και ήκουσαν οι έμποροι της χώρας το όνομα αυτών και έλαβον αργύριον και χρυσίον πολύ σφόδρα και πέδας και ήλθον εις την παρεμβολήν τού λαβείν τους υιούς Ισραήλ εις παίδας. και προσετέθησαν προς αυτούς δύναμις Συρίας και γής αλλοφύλων. 42 και είδεν Ιούδας και οι αδελφοί αυτού, ότι επληθύνθη τα κακά και αι δυνάμεις παρεμβάλλουσιν εν τοίς ορίοις αυτών, και επέγνωσαν τους λόγους τού βασιλέως, ούς ενετείλατο ποιήσαι τώ λαώ εις απώλειαν και συντέλειαν. 43 και είπεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· αναστήσωμεν την καθαίρεσιν τού λαού ημών και πολεμήσωμεν περί τού λαού ημών και των αγίων. 44 και συνηθροίσθη η συναγωγή τού είναι ετοίμους εις πόλεμον και τού προσεύξασθαι και αιτήσαι έλεον και οικτιρμούς. 45 και Ιερουσαλήμ ήν αοίκητος ως έρημος· ουκ ήν ο εισπορευόμενος και εκπορευόμενος εκ των γενημάτων αυτής, και το αγίασμα καταπατούμενον, και υιοί αλλογενών εν τή άκρα, κατάλυμα τοίς έθνεσι· και εξήρθη τέρψις εξ Ιακώβ, και εξέλιπεν αυλός και κινύρα. 46 και συνήχθησαν και ήλθοσαν εις Μασσηφά κατέναντι Ιερουσαλήμ, ότι τόπος προσευχής εις Μασσηφά το πρότερον τώ Ισραήλ. 47 και ενήστευσαν τή ημέρα εκείνη και περιεβάλοντο σάκκους και σποδόν επί τας κεφαλάς αυτών και διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών. 48 και εξεπέτασαν το βιβλίον τού νόμου, περί ών εξηρεύνων τα έθνη τα ομοιώματα των ειδώλων αυτών. 49 και ήνεγκαν τα ιμάτια της ιερωσύνης και τα πρωτογενήματα και τας δεκάτας και ήγειραν τους ναζιραίους, οί επλήρωσαν τας ημέρας,
50 και εβόησαν φωνή εις τον ουρανόν λέγοντες· τι ποιήσωμεν τούτοις και που αυτούς απαγάγωμεν; 52 και τα άγιά σου καταπεπάτηται και βεβήλωται και οι ιερείς σου εν πένθει και ταπεινώσει. 52 και ιδού τα έθνη συνήκται εφ’ ημάς τού εξάραι ημάς· σύ οίδας ά λογίζονται εφ΄ ημάς. 53 πώς δυνησόμεθα υποστήναι κατά πρόσωπον αυτών, εάν μη σύ βοηθήσης ημίν; 54 και εσάλπισαν ταίς σάλπιγξι και εβόησαν φωνή μεγάλη. 55 και μετά τούτο κατέστησεν Ιούδας ηγούμενος τού λαού χιλιάρχους και εκατοντάρχους και πεντηκοντάρχους και δεκάρχους. 56 και είπον τοίς οικοδομούσιν οικίας και μνηστευομένοις γυναίκας και φυτεύουσιν αμπελώνας και δειλοίς αποστρέφειν έκαστον εις τον οίκον αυτού κατά τον νόμον. 57 και απήρεν η παρεμβολή, και παρενέβαλε κατά νότον Αμμαούς. 58 και είπεν Ιούδας· περιζώσασθε και γίνεσθε εις υιούς δυνατούς και γίνεσθε έτοιμοι εις το πρωί τού πολεμήσαι εν τοίς έθνεσι τούτοις τοίς επισυνηγμένοις εφ’ ημάς εξάραι ημάς και τα άγια ημών· 59 ότι κρείσσον ημάς αποθανείν εν τώ πολέμω ή επιδείν επί τα κακά τού έθνους ημών και των αγίων.
60 ως δ’ αν ή θέλημα εν ουρανώ, ούτω ποιήσει.
1 ΚΑΙ παρέλαβε Γοργίας πεντακισχιλίους άνδρας και χιλίαν ίππον εκλεκτήν, και απήρεν η παρεμβολή νυκτός, 2 ώστε επιβαλείν επί την παρεμβολήν των Ιουδαίων και πατάξαι αυτούς άφνω· και οι υιοί της άκρας ήσαν αυτώ οδηγοί. 3 και ήκουσεν Ιούδας και απήρεν αυτός και οι δυνατοί πατάξαι την δύναμιν τού βασιλέως την εν Αμμαούς, 4 έως έτι αι δυνάμεις εσκορπισμέναι ήσαν από της παρεμβολής. 5 και ήλθε Γοργίας εις την παρεμβολήν Ιούδα νυκτός και ουδένα εύρε· και εζήτει αυτούς εν τοίς όρεσιν, ότι είπε· φεύγουσιν ούτοι αφ’ ημών. 6 και άμα τή ημέρα ώφθη Ιούδας εν τώ πεδίω εν τρισχιλίοις ανδράσι· πλήν καλύμματα και μαχαίρας ουκ είχον καθώς ηβούλοντο. 7 και είδον παρεμβολήν εθνών ισχυράν τεθωρακισμένην και ίππον κυκλούσαν αυτήν, και ούτοι διδακτοί πολέμου. 8 και είπεν Ιούδας τοίς ανδράσι τοίς μετ’ αυτού· μη φοβείσθε το πλήθος αυτών και το όρμημα αυτών μη δειλωθήτε· 9 μνήσθητε πώς εσώθησαν οι πατέρες ημών εν θαλάσση ερυθρά, ότι εδίωξεν αυτούς Φαραώ εν δυνάμει.
10 και νύν βοήσωμεν εις τον ουρανόν, εί πως ελεήσει ημάς και μνησθήσεται διαθήκης πατέρων ημών και συντρίψει την παρεμβολήν ταύτην κατά πρόσωπον ημών σήμερον, 11 και γνώσεται πάντα τα έθνη ότι εστίν ο λυτρούμενος και σώζων τον Ισραήλ. 12 και ήραν οι αλλόφυλοι τους οφθαλμούς αυτών και είδον αυτούς ερχομένους εξεναντίας 13 και εξήλθον εκ της παρεμβολής εις πόλεμον· και εσάλπισαν οι μετά Ιούδα 14 και συνήψαν και συνετρίβησαν τα έθνη και έφυγον εις το πεδίον, 15 οι δε έσχατοι πάντες έπεσον εν ρομφαία. και εδίωξαν αυτούς έως Γαζηρών και έως των πεδίων της Ιδουμαίας και Αζώτου και Ιαμνείας, και έπεσον εξ αυτών εις άνδρας τρισχιλίους. 16 και επέστρεψεν Ιούδας και η δύναμις από τού διώκειν όπισθεν αυτών 17 και είπε προς τον λαόν· μη επιθυμήσητε των σκύλων, ότι πόλεμος εξεναντίας ημών, 18 και Γοργίας και η δύναμις εν τώ όρει εγγύς ημών· αλλά στήτε νύν εναντίον των εχθρών ημών και πολεμήσατε αυτούς, και μετά ταύτα λάβετε τα σκύλα μετά παρρησίας. 19 έτι λαλούντος Ιούδα ταύτα, ώφθη μέρος τι εκκύπτον εκ τού όρους·
20 και είδεν ότι τετρόπωνται, και εμπυρίζουσι την παρεμβολήν· ο γάρ καπνός ο θεωρούμενος ενεφάνιζε το γεγονός. 21 οι δε ταύτα συνιδόντες εδειλώθησαν σφόδρα· συνιδόντες δε και την Ιούδα παρεμβολήν εν τώ πεδίω ετοίμην εις παράταξιν, 22 έφυγον πάντες εις γήν αλλοφύλων. 23 και ανέστρεψεν Ιούδας επί την σκυλείαν της παρεμβολής, και έλαβον χρυσίον πολύ και αργύριον και υάκινθον και πορφύραν θαλασσίαν και πλούτον μέγαν. 24 και επιστραφέντες ύμνουν και ευλόγουν εις ουρανόν ότι καλόν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 25 και εγένετο σωτηρία μεγάλη τώ Ισραήλ εν τή ημέρα εκείνη. 26 Όσοι δε των αλλοφύλων διεσώθησαν, παραγενηθέντες απήγγειλαν τώ Λυσία πάντα τα συμβεβηκότα. 27 ο δε ακούσας συνεχύθη και ηθύμει, ότι ουχ οία ήθελε, τοιαύτα γεγόνει τώ Ισραήλ, και ουχ οία ενετείλατο αυτώ ο βασιλεύς, τοιαύτα εξέβη. 28 και εν τώ εχομένω ενιαυτώ συνελόχισεν ο Λυσίας ανδρών επιλέκτων εξήκοντα χιλιάδας και πεντακισχιλίαν ίππον, ώστε εκπολεμήσαι αυτούς. 29 και ήλθον εις την Ιδουμαίαν και παρενέβαλον εν Βαιθσούροις, και συνήντησεν αυτοίς Ιούδας εν δέκα χιλιάσιν ανδρών.
30 και είδε την παρεμβολήν ισχυράν και προσηύξατο και είπεν· ευλογητός εί ο σωτήρ τού Ισραήλ ο συντρίψας το όρμημα τού δυνατού εν χειρί τού δούλου σου Δαυίδ και παρέδωκας την παρεμβολήν των αλλοφύλων εις χείρας Ιωνάθαν υιού Σαούλ και τού αίροντος τα σκεύη αυτού· 31 ούτω σύγκλεισον την παρεμβολήν ταύτην εν χειρί λαού σου Ισραήλ, και αισχυνθήτωσαν επί τή δυνάμει και τή ίππω αυτών· 32 δός αυτοίς δειλίαν και τήξον θράσος ισχύος αυτών, και σαλευθήτωσαν τή συντριβή αυτών· 33 κατάβαλε αυτούς ρομφαία αγαπώντων σε, και αινεσάτωσάν σε πάντες οι ειδότες το όνομά σου εν ύμνοις. 34 και συνέβαλον αλλήλοις, και έπεσον εκ της παρεμβολής Λυσίου εις πεντακισχιλίους άνδρας και έπεσον εξ εναντίας αυτών. 35 ιδών δε Λυσίας την γενομένην τροπήν της αυτού συντάξεως, της δε Ιούδα το γεγενημένον θάρσος και ως έτοιμοί εισιν ή ζήν ή τεθνάναι γενναίως, απήρεν εις Αντιόχειαν και εξενολόγει, και πλεονάσας τον γενηθέντα στρατόν ελογίζετο πάλιν παραγενέσθαι εις την Ιουδαίαν. 36 Είπε δε Ιούδας και οι αδελφοί αυτού· ιδού συνετρίβησαν οι εχθροί ημών, αναβώμεν καθαρίσαι τα άγια και εγκαινίσαι. 37 και συνήχθη η παρεμβολή πάσα και ανέβησαν εις όρος Σιών. 38 και είδον το αγίασμα ηρημωμένον και το θυσιαστήριον βεβηλωμένον και τας πύλας κατακεκαυμένας και εν ταίς αυλαίς φυτά πεφυκότα ως εν δρυμώ ή ως ενί των ορέων και τα παστοφόρια καθηρημένα. 39 και διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών και εκόψαντο κοπετόν μέγαν και επέθεντο σποδόν επί την κεφαλήν αυτών
40 και έπεσον επί πρόσωπον επί την γήν και εσάλπισαν ταίς σάλπιγξι των σημασιών και εβόησαν εις τον ουρανόν. 41 τότε επέταξεν Ιούδας άνδρας πολεμείν τους εν τή άκρα, έως αν καθαρίση τα άγια. 42 και επέλεξεν ιερείς αμώμους θελητάς νόμου, 43 και εκαθάρισαν τα άγια και ήραν τους λίθους τού μιασμού εις τόπον ακάθαρτον. 44 και εβουλεύσαντο περί τού θυσιαστηρίου της ολοκαυτώσεως τού βεβηλωμένου, τι αυτώ ποιήσωσι· 45 και επέπεσεν αυτοίς βουλή αγαθή καθελείν αυτό, μήποτε γένηται αυτοίς εις όνειδος, ότι εμίαναν τα έθνη αυτό· και καθείλον το θυσιαστήριον. 46 και απέθεντο τους λίθους εν τώ όρει τού οίκου εν τόπω επιτηδείω μέχρι τού παραγενηθήναι προφήτην τού αποκριθήναι περί αυτών. 47 και έλαβον λίθους ολοκλήρους κατά τον νόμον και ωκοδόμησαν το θυσιαστήριον καινόν κατά το πρότερον. 48 και ωκοδόμησαν τα άγια και τα εντός τού οίκου και τας αυλάς ηγίασαν. 49 και εποίησαν σκεύη άγια καινά και εισήνεγκαν την λυχνίαν και το θυσιαστήριον των θυμιαμάτων και την τράπεζαν εις τον ναόν.
50 και εθυμίασαν επί το θυσιαστήριον και εξήψαν τους λύχνους τους επί της λυχνίας, και εφαίνοσαν εν τώ ναώ. 51 και επέθηκαν επί την τράπεζαν άρτους και εξεπέτασαν τα καταπετάσματα και ετέλεσαν πάντα τα έργα, ά εποίησαν. 52 και ώρθρισαν το πρωί τή πέμπτη και εικάδι τού μηνός τού ενάτου (ούτος ο μην Χασελεύ) τού ογδόου και τεσσαρακοστού και εκατοστού έτους 53 και ανήνεγκαν θυσίαν κατά τον νόμον επί το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων το καινόν, ό εποίησαν. 54 κατά τον καιρόν και κατά την ημέραν, εν ή εβεβήλωσαν αυτό τα έθνη, εν εκείνη ενεκαινίσθη εν ωδαίς και κιθάραις και κινύραις και εν κυμβάλοις. 55 και έπεσον πάς ο λαός επί πρόσωπον και προσεκύνησαν και ευλόγησαν εις ουρανόν τον ευοδώσαντα αυτοίς. 56 και εποίησαν τον εγκαινισμόν τού θυσιαστηρίου ημέρας οκτώ και προσήνεγκαν ολοκαυτώματα μετ΄ ευφροσύνης και έθυσαν θυσίαν σωτηρίου και αινέσεως. 57 και κατεκόσμησαν το κατά πρόσωπον τού ναού στεφάνοις χρυσοίς και ασπιδίσκαις και ενεκαίνισαν τας πύλας και τα παστοφόρια και εθύρωσαν αυτά. 58 και εγενήθη ευφροσύνη μεγάλη εν τώ λαώ σφόδρα, και απεστράφη όνειδος εθνών. 59 και έστησεν Ιούδας και οι αδελφοί αυτού και πάσα η εκκλησία Ισραήλ, ίνα άγωνται αι ημέραι εγκαινισμού τού θυσιαστηρίου εν τοίς καιροίς αυτών ενιαυτόν κατ’ ενιαυτόν ημέρας οκτώ, από της πέμπτης και εικάδος τού μηνός Χασελεύ, μετ’ ευφροσύνης και χαράς.
60 και ωκοδόμησαν εν τώ καιρώ εκείνω το όρος Σιών, κυκλόθεν τείχη υψηλά και πύργους οχυρούς, μη ποτε παραγενηθέντα τα έθνη καταπατήσωσιν αυτά, ως εποίησαν το πρότερον. 61 και επέταξεν εκεί δύναμιν τηρείν αυτό και ωχύρωσαν αυτό τηρείν την Βαιθσούραν τού έχειν τον λαόν οχύρωμα κατά πρόσωπον της Ιδουμαίας.
1 ΚΑΙ εγένετο ότε ήκουσαν τα έθνη κυκλόθεν ότι ωκοδομήθη το θυσιαστήριον και ενεκαινίσθη το αγίασμα ως το πρότερον, και ωργίσθησαν σφόδρα 2 και εβουλεύσαντο τού άραι το γένος Ιακώβ τους όντας εν μέσω αυτών και ήρξαντο τού θανατούν εν τώ λαώ και εξαίρειν. 3 και επολέμει Ιούδας προς τους υιούς Ησαύ εν τή Ιδουμαία, την Ακραβαττήνην, ότι περιεκάθηντο τον Ισραήλ, και επάταξεν αυτούς πληγήν μεγάλην και συνέστειλεν αυτούς και έλαβε τα σκύλα αυτών. 4 και εμνήσθη της κακίας υιών Βαιάν, οί ήσαν τώ λαώ εις παγίδα και εις σκάνδαλον εν τώ ενεδρεύειν αυτούς εν ταίς οδοίς· 5 και συνεκλείσθησαν υπ’ αυτού εν τοίς πύργοις, και παρενέβαλεν επ’ αυτούς και ανεθεμάτισεν αυτούς και ενεπύρισε τους πύργους αυτής εν πυρί σύν πάσι τοίς ενούσι. 6 και διεπέρασεν επί τους υιούς Αμμών και εύρε χείρα κραταιάν και λαόν πολύν και Τιμόθεον ηγούμενον αυτών· 7 και συνήψε προς αυτούς πολέμους πολλούς, και συνετρίβησαν πρό προσώπου αυτού, και επάταξεν αυτούς. 8 και προκατελάβετο την Ιαζήρ και τας θυγατέρας αυτής και ανέστρεψεν εις την Ιουδαίαν. 9 Καί επισυνήχθησαν τα έθνη τα εν τή Γαδαάδ επί τον Ισραήλ τους όντας επί τοίς ορίοις αυτών τού εξάραι αυτούς, και έφυγον εις Δάθεμα το οχύρωμα.
10 και απέστειλαν γράμματα προς Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού λέγοντες· επισυνηγμένα εστίν εφ’ ημάς τα έθνη τα κύκλω ημών τού εξάραι ημάς 11 και ετοιμάζονται ελθείν και προκαταλαβέσθαι το οχύρωμα, εις ό κατεφύγομεν, και Τιμόθεος ηγείται της δυνάμεως αυτών· 12 νύν ούν ελθών εξελού ημάς εκ χειρός αυτών, ότι πέπτωκεν εξ ημών πλήθος, 13 και πάντες οι αδελφοί ημών οι όντες εν τοίς Τωβίου τεθανάτωνται, και ηχμαλωτίκασι τας γυναίκας αυτών και τα τέκνα και την αποσκευήν, και απώλεσαν εκεί ωσεί μίαν χιλιαρχίαν ανδρών. 14 έτι αι επιστολαί ανεγινώσκοντο, και ιδού άγγελοι έτεροι παρεγένοντο εκ της Γαλιλαίας διερρηχότες τα ιμάτια απαγγέλλοντες κατά τα ρήματα ταύτα λέγοντες 15 επισυνήχθαι επ’ αυτούς εκ Πτολεμαίδος και Τύρου και Σιδώνος και πάσης Γαλιλαίας αλλοφύλων τού εξαναλώσαι ημάς. 16 ως δε ήκουσεν Ιούδας και ο λαός τους λόγους τούτους, επισυνήχθη εκκλησία μεγάλη βουλεύσασθαι τι ποιήσωσι τοίς αδελφοίς αυτών, τοίς ούσιν εν θλίψει και πολεμουμένοις υπ’ αυτών. 17 και είπεν Ιούδας Σίμωνι τώ αδελφώ αυτού· επίλεξον σεαυτώ άνδρας και πορεύου και ρύσαι τους αδελφούς σου τους εν τή Γαλιλαία· εγώ δε και Ιωνάθαν ο αδελφός μου πορευσόμεθα εις την Γαλααδίτιν. 18 και κατέλιπεν Ιώσηφον τον τού Ζαχαρίου και Αζαρίαν ηγουμένους τού λαού μετά των επιλοίπων της δυνάμεως εν τή Ιουδαία εις τήρησιν 19 και ενετείλατο αυτοίς λέγων· πρόστητε τού λαού τούτου και μη συνάψητε πόλεμον προς τα έθνη έως τού επιστρέψαι ημάς.
20 και εμερίσθησαν Σίμωνι άνδρες τρισχίλιοι τού πορευθήναι εις την Γαλιλαίαν, Ιούδα δε άνδρες οκτακισχίλιοι εις την Γαλααδίτιν. 21 και επορεύθη Σίμων εις την Γαλιλαίαν και συνήψε πολέμους πολλούς προς τα έθνη, και συνετρίβη τα έθνη από προσώπου αυτού, 22 και εδίωξεν αυτούς έως της πύλης Πτολεμαίδος. και έπεσον εκ των εθνών εις τρισχιλίους άνδρας, και έλαβε τα σκύλα αυτών. 23 και παρέλαβε τους εν τή Γαλιλαία και εν Αρβάττοις σύν ταίς γυναιξί και τοίς τέκνοις και πάντα, όσα ήν αυτοίς, και ήγαγεν εις την Ιουδαίαν μετ’ ευφροσύνης μεγάλης. 24 και Ιούδας ο Μακκαβαίος και Ιωνάθαν ο αδελφός αυτού διέβησαν τον Ιορδάνην και επορεύθησαν οδόν τριών ημερών εν τή ερήμω. 25 και συνήντησαν τοίς Ναβαταίοις, και απήντησαν αυτοίς ειρηνικώς και διηγήσαντο αυτοίς άπαντα τα συμβάντα τοίς αδελφοίς αυτών εν τή Γαλααδίτιδι. 26 και ότι πολλοί εξ αυτών συνειλημμένοι εισίν εις Βόσορρα και Βοσόρ, εν Αλέμοις, Χασφώρ, Μακέδ και Καρναίν, πάσαι αι πόλεις αύται οχυραί και μεγάλαι· 27 και εν ταίς λοιπαίς πόλεσι της Γαλααδίτιδός εισι συνειλημμένοι και εις αύριον τάσσονται παρεμβάλλειν επί τα οχυρώματα και καταλαβέσθαι και εξάραι πάντας τούτους εν ημέρα μια. 28 και απέστρεψεν Ιούδας και η παρεμβολή αυτού οδόν εις την έρημον Βόσορρα άφνω· και κατελάβετο την πόλιν και απέκτεινε πάν αρσενικόν εν στόματι ρομφαίας και έλαβε πάντα τα σκύλα αυτών και ενέπρησεν αυτήν πυρί. 29 και απήρεν εκείθεν νυκτός, και επορεύετο έως επί το οχύρωμα·
30 και εγένετο εωθινή ήραν τους οφθαλμούς αυτών και ιδού λαός πολύς, ού ουκ ήν αριθμός, αίροντες κλίμακας και μηχανάς καταλαβέσθαι το οχύρωμα και επολέμουν αυτούς. 31 και είδεν Ιούδας ότι ήρκται ο πόλεμος και η κραυγή της πόλεως ανέβη εις τον ουρανόν σάλπιγξι και φωνή μεγάλη, 32 και είπε τοίς ανδράσι της δυνάμεως· πολεμήσατε σήμερον υπέρ των αδελφών υμών. 33 και εξήλθεν εν τρισίν αρχαίς εξόπισθεν αυτών, και εσάλπισαν ταίς σάλπιγξι και εβόησαν εν προσευχή. 34 και επέγνω η παρεμβολή Τιμοθέου ότι Μακκαβαίός εστι, και έφυγον από προσώπου αυτού, και επάταξεν αυτούς πληγήν μεγάλην, και έπεσον εξ αυτών εν εκείνη τή ημέρα εις οκτακισχιλίους άνδρας. 35 και απέκλινεν εις Μααφά και επολέμησεν αυτήν και προκατελάβετο αυτήν και απέκτεινε πάν αρσενικόν αυτής και έλαβε τα σκύλα αυτής και ενέπρησεν αυτήν πυρί. 36 εκείθεν απήρε και προκατελάβετο την Χασφών, Μακέδ, Βοσόρ και τας λοιπάς πόλεις της Γαλααδίτιδος. 37 μετά δε τα ρήματα ταύτα συνήγαγε Τιμόθεος παρεμβολήν άλλην και παρενέβαλε κατά πρόσωπον Ραφών εκ πέραν τού χειμάρρου. 38 και απέστειλεν Ιούδας κατασκοπεύσαι την παρεμβολήν, και απήγγειλαν αυτώ λέγοντες· επισυνηγμένα εισί προς αυτούς πάντα τα έθνη τα κύκλω ημών, δύναμις πολλή σφόδρα· 39 και Άραβας μεμίσθωνται εις βοήθειαν αυτοίς και παρενέβαλον πέραν τού χειμάρρου έτοιμοι τού ελθείν επί σε εις πόλεμον. και επορεύθη Ιούδας εις συνάντησιν αυτών.
40 και είπε Τιμόθεος τοίς άρχουσι της δυνάμεως αυτού εν τώ εγγίζειν Ιούδαν και την παρεμβολήν αυτού επί τον χειμάρρουν τού ύδατος· εάν διαβή προς ημάς πρότερος, ου δυνησόμεθα υποστήναι αυτόν, ότι δυνάμενος δυνήσεται προς ημάς· 41 εάν δε δειλωθή και παρεμβάλη πέραν τού ποταμού, διαπεράσομεν προς αυτόν και δυνησόμεθα προς αυτόν. 42 ως δε ήγγισεν Ιούδας επί τον χειμάρρουν τού ύδατος, έστησε τους γραμματείς τού λαού επί τού χειμάρρου και ενετείλατο αυτοίς λέγων· μη αφήτε πάντα άνθρωπον παρεμβαλείν, αλλ΄ ερχέσθωσαν πάντες εις τον πόλεμον. 43 και διεπέρασεν επ’ αυτούς πρότερος και πάς ο λαός όπισθεν αυτού, και συνετρίβησαν πρό προσώπου αυτού πάντα τα έθνη και έρριψαν τα όπλα αυτών και έφυγον εις το τέμενος εν Καρναίν. 44 και προκατελάβοντο την πόλιν και το τέμενος ενεπύρισαν εν πυρί σύν πάσι τοίς εν αυτώ· και ετροπώθη η Καρναίν, και ουκ εδύναντο έτι υποστήναι κατά πρόσωπον Ιούδα. 45 και συνήγαγεν Ιούδας πάντα Ισραήλ τους εν τή Γαλααδίτιδι από μικρού έως μεγάλου και τας γυναίκας αυτών και τα τέκνα αυτών και την αποσκευήν, παρεμβολήν μεγάλην σφόδρα, ελθείν εις γήν Ιούδα. 46 και ήλθον έως Εφρών, και αύτη η πόλις μεγάλη επί της εισόδου οχυρά σφόδρα, ουκ ήν εκκλίναι απ’ αυτής δεξιάν ή αριστεράν, αλλ’ ή διά μέσου αυτής πορεύεσθαι· 47 και απέκλεισαν αυτούς οι εκ της πόλεως και ενέφραξαν τας πύλας λίθοις. 48 και απέστειλε προς αυτούς Ιούδας λόγοις ειρηνικοίς λέγων· διελευσόμεθα διά της γής σου τού απελθείν εις την γήν ημών, και ουδείς κακοποιήσει υμάς, πλήν τοίς ποσί παρελευσόμεθα· και ουκ ηβούλοντο ανοίξαι αυτώ. 49 και επέταξεν Ιούδας κηρύξαι εν τή παρεμβολή τού παρεμβαλείν έκαστον εν ώ εστι τόπω·
50 και παρενέβαλον οι άνδρες της δυνάμεως, και επολέμησαν την πόλιν όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα, και παρεδόθη η πόλις εν χερσίν αυτού. 51 και απώλεσε πάν αρσενικόν εν στόματι ρομφαίας και εξερρίζωσεν αυτήν και έλαβε τα σκύλα αυτής και διήλθε διά της πόλεως επάνω των απεκταμμένων. 52 και διέβησαν τον Ιορδάνην εις το πεδίον το μέγα κατά πρόσωπον Βαιθσάν. 53 και ήν Ιούδας επισυνάγων τους εσχατίζοντας και παρακαλών τον λαόν κατά πάσαν την οδόν, έως ού ήλθον εις γήν Ιούδα. 54 και ανέβησαν εις το όρος Σιών εν ευφροσύνη και χαρά και προσήγαγον ολοκαυτώματα, ότι ουκ έπεσεν εξ αυτών ουθείς έως τού επιστρέψαι εν ειρήνη. 55 Καί εν ταίς ημέραις, αίς ήν Ιούδας και Ιωνάθαν εν τή Γαλαάδ και Σίμων ο αδελφός αυτού εν τή Γαλιλαία κατά πρόσωπον Πτολεμαίδος, 56 ήκουσεν Ιωσήφ ο τού Ζαχαρίου και Αζαρίας άρχοντες της δυνάμεως των ανδραγαθιών και τού πολέμου, οία εποίησαν, 57 και είπε· ποιήσωμεν και αυτοί εαυτοίς όνομα και πορευθώμεν πολεμήσαι προς τα έθνη τα κύκλω ημών. 58 και παρήγγειλαν τοίς από της δυνάμεως της μετ’ αυτών, και επορεύθησαν επί Ιάμνειαν. 59 και εξήλθε Γοργίας εκ της πόλεως και οι άνδρες αυτού εις συνάντησιν αυτοίς εις πόλεμον.
60 και ετροπώθη Ιώσηφος και Αζαρίας, και εδιώχθησαν έως των ορίων της Ιουδαίας, και έπεσον εν τή ημέρα εκείνη εκ τού λαού τού Ισραήλ εις δισχιλίους άνδρας. 61 και εγενήθη τροπή μεγάλη εν τώ λαώ Ισραήλ, ότι ουκ ήκουσαν Ιούδα και των αδελφών αυτού, οιόμενοι ανδραγαθήσαι· 62 αυτοί δε ουκ ήσαν εκ τού σπέρματος των ανδρών εκείνων, οίς εδόθη σωτηρία Ισραήλ διά χειρός αυτών. 63 και ο ανήρ Ιούδας και οι αδελφοί αυτού εδοξάσθησαν σφόδρα εναντίον παντός Ισραήλ και των εθνών πάντων, ού ηκούετο το όνομα αυτών· 64 και επισυνήγοντο προς αυτούς ευφημούντες. 65 και εξήλθεν Ιούδας και οι αδελφοί αυτού και επολέμουν τους υιούς Ησαύ εν τή γη προς νότον και επάταξε την Χεβρών και τας θυγατέρας αυτής και καθείλε το οχύρωμα αυτής και τους πύργους αυτής ενέπρησε κυκλόθεν. 66 και απήρε τού πορευθήναι εις γήν αλλοφύλων. και διεπορεύετο την Σαμάρειαν. 67 εν τή ημέρα εκείνη έπεσον ιερείς εν πολέμω βουλόμενοι ανδραγαθήσαι εν τώ αυτούς εξελθείν εις πόλεμον αβουλεύτως. 68 και εξέκλινεν Ιούδας εις Άζωτον γήν αλλοφύλων, και καθείλε τους βωμούς αυτών και τα γλυπτά των θεών αυτών κατέκαυσε πυρί και εσκύλευσε τα σκύλα των πόλεων και επέστρεψεν εις την γήν Ιούδα.
1 ΚΑΙ ο βασιλεύς Αντίοχος διεπορεύετο τας επάνω χώρας και ήκουσεν ότι εστίν Ελυμαίς εν τή Περσίδι πόλις ένδοξος πλούτω αργυρίω τε και χρυσίω· 2 και το ιερόν το εν αυτή πλούσιον σφόδρα, και εκεί καλύμματα χρυσά και θώρακες και όπλα, ά κατέλιπεν εκεί Αλέξανδρος ο Φιλίππου βασιλεύς ο Μακεδών, ός εβασίλευσε πρώτος εν τοίς Έλλησι. 3 και ήλθε και εζήτει καταλαβέσθαι την πόλιν και προνομεύσαι αυτήν, και ουκ ηδυνάσθη, ότι εγνώσθη ο λόγος τοίς εκ της πόλεως, 4 και αντέστησαν αυτώ εις πόλεμον, και έφυγε και απήρεν εκείθεν μετά λύπης μεγάλης αποστρέψαι εις Βαβυλώνα. 5 και ήλθεν απαγγέλλων τις αυτώ εις την Περσίδα ότι τετρόπωνται αι παρεμβολαί αι πορευθείσαι εις γήν Ιούδα, 6 και επορεύθη Λυσίας δυνάμει ισχυρά εν πρώτοις και ενετράπη από προσώπου αυτών, και επίσχυσαν όπλοις και δυνάμει και σκύλοις πολλοίς, οίς έλαβον από των παρεμβολών, ών εξέκοψαν, 7 και καθείλον το βδέλυγμα, ό ωκοδόμησεν επί το θυσιαστήριον το εν Ιερουσαλήμ, και το αγίασμα καθώς το πρότερον εκύκλωσαν τείχεσιν υψηλοίς και την Βαιθσούραν πόλιν αυτού. 8 και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους τούτους, εθαμβήθη και εσαλεύθη σφόδρα και έπεσεν επί την κοίτην και ενέπεσεν εις αρρωστίαν από της λύπης, ότι ουκ εγένετο αυτώ καθώς ενεθυμείτο. 9 και ήν εκεί ημέρας πλείους, ότι ανεκαινίσθη επ΄ αυτόν λύπη μεγάλη, και ελογίσατο ότι αποθνήσκει.
10 και εκάλεσε πάντας τους φίλους αυτού και είπε προς αυτούς· αφίσταται ο ύπνος από των οφθαλμών μου, και συμπέπτωκα τή καρδία από της μερίμνης, 11 και είπα τή καρδία μου· έως τίνος θλίψεως ήλθον και κλύδωνος μεγάλου, εν ώ νύν ειμι; ότι χρηστός και αγαπώμενος ήμην εν τή εξουσία μου, 12 νύν δε μιμνήσκομαι των κακών, ών εποίησα εν Ιερουσαλήμ και έλαβον πάντα τα σκεύη τα χρυσά και τα αργυρά τα εν αυτή και εξαπέστειλα εξάραι τους κατοικούντας Ιούδα διακενής. 13 έγνων ούν ότι χάριν τούτων εύρόν με τα κακά ταύτα· και ιδού απόλλυμαι λύπη μεγάλη εν γη αλλοτρία. 14 και εκάλεσε Φίλιππον ένα των φίλων αυτού και κατέστησεν αυτόν επί πάσης της βασιλείας αυτού· 15 και έδωκεν αυτώ το διάδημα και την στολήν αυτού και τον δακτύλιον τού αγαγείν Αντίοχον τον υιόν αυτού και εκθρέψαι αυτόν τού βασιλεύειν. 16 και απέθανεν εκεί Αντίοχος ο βασιλεύς έτους ενάτου και τεσσαρακοστού και εκατοστού. 17 και επέγνω Λυσίας ότι τέθνηκεν ο βασιλεύς, και κατέστησε βασιλεύειν Αντίοχον τον υιόν αυτού αντ΄ αυτού, ον εξέθρεψε νεώτερον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ευπάτορα. 18 Καί οι εκ της άκρας ήσαν συγκλείοντες τον Ισραήλ κύκλω των αγίων και ζητούντες τα κακά δι΄ όλου και στήριγμα τοίς έθνεσι. 19 και ελογίσατο Ιούδας εξάραι αυτούς και εξεκκλησίασε πάντα τον λαόν τού περικαθίσαι επ’ αυτούς·
20 και συνήχθησαν άμα και περιεκάθισαν επ’ αυτούς έτους πεντηκοστού και εκατοστού, και εποίησεν επ΄ αυτούς βελοστάσεις και μηχανάς. 21 και εξήλθον εξ αυτών εκ τού συγκλεισμού, και εκολλήθησαν αυτοίς τινες των ασεβών εξ Ισραήλ, 22 και επορεύθησαν προς τον βασιλέα και είπον· έως πότε ου ποιήση κρίσιν και εκδικήσεις τους αδελφούς ημών; 23 ημείς ευδοκούμεν δουλεύειν τώ πατρί σου και πορεύεσθαι τοίς υπ΄ αυτού λεγομένοις και κατακολουθείν τοίς προστάγμασιν αυτού. 24 και περικάθηνται εις την άκραν υιοί τού λαού ημών χάριν τούτου και αλλοτριούνται αφ΄ ημών· πλήν όσοι ευρίσκοντο αφ΄ ημών εθανατούντο και αι κληρονομίαι ημών διηρπάζοντο. 25 και ουκ εφ΄ ημάς μόνον εξέτειναν χείρα, αλλά και επί πάντα τα όρια αυτών· 26 και ιδού παρεμβεβλήκασι σήμερον επί την άκραν εν Ιερουσαλήμ τού καταλαβέσθαι αυτήν· και το αγίασμα και την Βαιθσούραν ωχύρωσαν, 27 και εάν μη προκαταλάβη αυτούς διά τάχους, μείζονα τούτων ποιήσουσι, και ιδού δυνήση τού κατασχείν αυτών. 28 Καί ωργίσθη ο βασιλεύς ότε ήκουσε, και συνήγαγε πάντας τους φίλους αυτού και τους άρχοντας της δυνάμεως αυτού και τους επί των ηνιών· 29 και από βασιλειών ετέρων και από νήσων θαλασσών ήλθον προς αυτόν δυνάμεις μισθωταί.
30 και ήν ο αριθμός των δυνάμεων αυτού εκατόν χιλιάδες των πεζών και είκοσι χιλιάδες ίππων και ελέφαντες δύο και τριάκοντα ειδότες πόλεμον. 31 και ήλθοσαν διά της Ιδουμαίας και παρενεβάλοσαν επί Βαιθσούραν και επολέμησαν ημέρας πολλάς και εποίησαν μηχανάς· και εξήλθον και ενεπύρισαν αυτάς εν πυρί και επολέμησαν ανδρωδώς. 32 και απήρεν Ιούδας από της άκρας και παρενέβαλεν εις Βαιθζαχαρία απέναντι της παρεμβολής τού βασιλέως. 33 και ώρθρισεν ο βασιλεύς το πρωί και απήρε την παρεμβολήν εν ορμήματι αυτής κατά την οδόν Βαιθζαχαρία, και διεσκευάσθησαν αι δυνάμεις εις τον πόλεμον και εσάλπισαν ταίς σάλπιγξι. 34 και τοίς ελέφασιν έδειξαν αίμα σταφυλής και μόρων τού παραστήσαι αυτούς εις τον πόλεμον. 35 και διείλον τα θηρία εις τας φάλαγγας και παρέστησαν εκάστω ελέφαντι χιλίους άνδρας τεθωρακισμένους εν αλυσιδωτοίς, και περικεφαλαίαι χαλκαί επί των κεφαλών αυτών, και πεντακόσιοι ίπποι διατεταγμένοι εκάστω θηρίω εκλελεγμένοι· 36 ούτοι πρό καιρού, ού εάν ήν το θηρίον ήσαν και ού εάν επορεύετο επορεύοντο άμα, ουκ αφίσταντο απ’ αυτού. 37 και πύργοι ξύλινοι επ’ αυτούς οχυροί σκεπαζόμενοι εφ’ εκάστου θηρίου εζωσμένοι επ’ αυτού μηχαναίς, και εφ’ εκάστου άνδρες δυνάμεως δύο και τριάκοντα οι πολεμούντες επ’ αυτοίς και ο Ινδός αυτού. 38 και την επίλοιπον ίππον ένθεν και ένθεν έστησαν επί τα δύο μέρη της παρεμβολής κατασείοντες και καταφρασσόμενοι εν ταίς φάραγξιν. 39 ως δε έστιλβεν ο ήλιος επί τας χρυσάς και χαλκάς ασπίδας, έστιλβε τα όρη απ΄ αυτών και κατηύγαζεν ως λαμπάδες πυρός.
40 και εξετάθη μέρος τι της παρεμβολής τού βασιλέως επί τα υψηλά όρη και τινες επί τα ταπεινά· και ήρχοντο ασφαλώς και τεταγμένως. 41 και εσαλεύοντο πάντες οι ακούοντες φωνής πλήθους αυτών και οδοιπορίας τού πλήθους και συγκρουσμού των όπλων· ήν γάρ η παρεμβολή μεγάλη σφόδρα και ισχυρά. 42 και ήγγισεν Ιούδας και η παρεμβολή αυτού εις παράταξιν, και έπεσον από της παρεμβολής τού βασιλέως εξακόσιοι άνδρες. 43 και είδεν Ελεάζαρ ο Αυαράν έν των θηρίων τεθωρακισμένον θώρακι βασιλικώ, και ήν υπεράγον πάντα τα θηρία, και ωήθη ότι εν αυτώ εστιν ο βασιλεύς. 44 και έδωκεν εαυτόν τού σώσαι τον λαόν αυτού και περιποιήσαι εαυτώ όνομα αιώνιον· 45 και επέδραμεν αυτώ θράσει εις μέσον της φάλαγγος και εθανάτου δεξιά και ευώνυμα, και εσχίζοντο απ’ αυτού ένθα και ένθα· 46 και εισέδυ υπό τον ελέφαντα και υπέθεκεν αυτώ και ανείλεν αυτόν, και έπεσεν επί την γήν επάνω αυτού, και απέθανεν εκεί. 47 και είδον την ισχύν της βασιλείας και το όρμημα των δυνάμεων, και εξέκλιναν απ΄ αυτών. 48 οι δε εκ της παρεμβολής τού βασιλέως ανέβαινον εις συνάντησιν αυτών εις Ιερουσαλήμ, και παρενέβαλεν ο βασιλεύς εις την Ιουδαίαν και εις το όρος Σιών. 49 και εποίησεν ειρήνην μετά των εκ Βαιθσούρων, και εξήλθον εκ της πόλεως, ότι ουκ ήν αυτοίς εκεί διατροφή τού συγκεκλείσθαι εν αυτή, ότι σάββατον ήν τή γη·
50 και κατελάβετο βασιλεύς την Βαιθσούραν, και απέταξεν εκεί φρουράν τηρείν αυτήν. 51 και παρενέβαλεν επί το αγίασμα ημέρας πολλάς και έστησεν εκεί βελοστάσεις και μηχανάς και πυροβόλα και λιθόβολα και σκορπίδια εις το βάλλεσθαι βέλη και σφενδόνας. 52 και εποίησαν και αυτοί μηχανάς προς τας μηχανάς αυτών και επολέμησαν ημέρας πολλάς. 53 βρώματα δε ουκ ήν εν τοίς αγγείοις διά το έβδομον έτος είναι, και οι ανασωζόμενοι εις την Ιουδαίαν από των εθνών κατέφαγον το υπόλειμμα της παραθέσεως. 54 και υπελείφθησαν εν τοίς αγίοις άνδρες ολίγοι, ότι κατεκράτησεν αυτών ο λιμός, και εσκορπίσθησαν έκαστος εις τον τόπον αυτού. 55 Καί ήκουσε Λυσίας ότι Φίλιππος, ον κατέστησεν ο βασιλεύς Αντίοχος έτι ζών εκθρέψαι Αντίοχον τον υιόν αυτού εις το βασιλεύσαι αυτόν, 56 απέστρεψεν από της Περσίδος και Μηδίας και αι δυνάμεις αι πορευθείσαι τού βασιλέως μετ’ αυτού, και ότι ζητεί παραλαβείν τα πράγματα. 57 και κατέσπευδε τού απελθείν και ειπείν προς τον βασιλέα και τους ηγεμόνας της δυνάμεως και τους άνδρας· εκλείπομεν καθ΄ ημέραν, και η τροφή ημίν ολίγη, και ο τόπος ού παρεμβάλλομέν εστιν οχυρός, και επίκειται ημίν τα της βασιλείας· 58 νύν ούν δώμεν δεξιάν τοίς ανθρώποις τούτοις καίποιήσωμεν μετ΄ αυτών ειρήνην και μετά παντός έθνους αυτών 59 και στήσωμεν αυτοίς τού πορεύεσθαι τοίς νομίμοις αυτών, ως το πρότερον· χάριν γάρ των νομίμων αυτών, ών διεσκεδάσαμεν, ωργίσθησαν και εποίησαν ταύτα πάντα.
60 και ήρεσεν ο λόγος εναντίον τού βασιλέως και των αρχόντων, και απέστειλε προς αυτούς ειρηνεύσαι, και επεδέξαντο. 61 και ώμοσεν αυτοίς ο βασιλεύς και οι άρχοντες· επί τούτοις εξήλθον εκ τού οχυρώματος. 62 και εισήλθεν ο βασιλεύς εις το όρος Σιών και είδε το οχύρωμα τού τόπου και ηθέτησε τον ορκισμόν, ον ώμοσε, και ενετείλατο καθελείν το τείχος κυκλόθεν. 63 και απήρε κατά σπουδήν και απέστρεψεν εις Αντιόχειαν και εύρε Φίλιππον κυριεύοντα της πόλεως και επολέμησε προς αυτόν, και κατελάβετο την πόλιν βία.
1 ΕΤΟΥΣ ενός και πεντηκοστού και εκατοστού εξήλθε Δημήτριος ο τού Σελεύκου εκ Ρώμης και ανέβη σύν ανδράσιν ολίγοις εις πόλιν παραθαλασσίαν και εβασίλευσεν εκεί. 2 και εγένετο ως εισεπορεύετο εις οίκον βασιλείας πατέρων αυτού, και συνέλαβον αι δυνάμεις τον Αντίοχον και τον Λυσίαν αγαγείν αυτούς αυτώ. 3 και εγνώσθη αυτώ το πράγμα και είπε· μη μοι δείξητε τα πρόσωπα αυτών. 4 και απέκτειναν αυτούς αι δυνάμεις, και εκάθισε Δημήτριος επί θρόνου βασιλείας αυτού. 5 και ήλθον προς αυτόν πάντες άνδρες άνομοι και ασεβείς εξ Ισραήλ, και Άλκιμος ηγείτο αυτών, βουλόμενος ιερατεύειν. 6 και κατηγόρησαν τού λαού προς τον βασιλέα λέγοντες· απώλεσεν Ιούδας και οι αδελφοί αυτού τους φίλους σου, και ημάς εσκόρπισαν από της γής ημών· 7 νύν ούν απόστειλον άνδρα, ώ πιστεύεις, και πορευθείς ιδέτω την εξολόθρευσιν πάσαν, ήν εποίησεν ημίν και τή χώρα τού βασιλέως, και κολασάτω αυτούς και πάντας τους επιβοηθούντας αυτοίς. 8 και επέλεξεν ο βασιλεύς τον Βακχίδην των φίλων τού βασιλέως κυριεύοντα εν τώ πέραν τού ποταμού και μέγαν εν τή βασιλεία και πιστόν τώ βασιλεί 9 και απέστειλεν αυτόν και Άλκιμον τον ασεβή, και έστησεν αυτώ την ιερωσύνην και ενετείλατο αυτώ ποιήσαι την εκδίκησιν εν τοίς υιοίς Ισραήλ.
10 και απήραν και ήλθον μετά δυνάμεως πολλής εις γήν Ιούδα· και απέστειλεν αγγέλους προς Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού λόγοις ειρηνικοίς μετά δόλου. 11 και ου προσέσχον τοίς λόγοις αυτών· είδον γάρ ότι ήλθον μετά δυνάμεως πολλής. 12 και επισυνήχθησαν προς Άλκιμον και Βακχίδην συναγωγή γραμματέων εκζητήσαι δίκαια, 13 και πρώτοι οι Ασιδαίοι ήσαν εν υιοίς Ισραήλ και επεζήτουν παρ’ αυτών ειρήνην· 14 είπαν γάρ· άνθρωπος ιερεύς εκ τού σπέρματος Ααρών ήλθεν εν ταίς δυνάμεσι και ουκ αδικήσει ημάς. 15 και ελάλησε μετ’ αυτών λόγους ειρηνικούς και ώμοσεν αυτοίς λέγων· ουκ εκζητήσομεν υμίν κακόν και τοίς φίλοις υμών. 16 και ενεπίστευσαν αυτώ, και συνέλαβεν εξ αυτών εξήκοντα άνδρας και απέκτεινεν αυτούς εν ημέρα μια κατά τον λόγον, ον έγραψε· 17 σάρκας οσίων σου και αίματα αυτών εξέχεαν κύκλω Ιερουσαλήμ, και ουκ ήν αυτοίς ο θάπτων. 18 και επέπεσεν αυτών ο φόβος και ο τρόμος επί πάντα τον λαόν, ότι είπαν· ουκ έστιν εν αυτοίς αλήθεια και κρίσις, παρέβησαν γάρ την στάσιν και τον όρκον, ον ώμοσαν. 19 και απήρε Βακχίδης από Ιερουσαλήμ και παρενέβαλεν εν Βηθζαίθ και απέστειλε και συνέλαβε πολλούς από των απ’ αυτού αυτομολησάντων ανδρών και τινας τού λαού και έθυσεν αυτούς εις το φρέαρ το μέγα.
20 και κατέστησε την χώραν τώ Αλκίμω και αφήκε μετ’ αυτού δύναμιν τού βοηθείν αυτώ· και απήλθε Βακχίδης προς τον βασιλέα. 21 και ηγωνίσατο Άλκιμος περί της αρχιερωσύνης, 22 και συνήχθησαν προς αυτόν πάντες οι ταράσσοντες τον λαόν αυτών και κατεκράτησαν γήν Ιούδα και εποίησαν πληγήν μεγάλην εν Ισραήλ. 23 και είδεν Ιούδας πάσαν την κακίαν, ήν εποίησεν Άλκιμος και οι μετ’ αυτού εν υιοίς Ισραήλ υπέρ τα έθνη, 24 και εξήλθεν εις πάντα τα όρια της Ιουδαίας κυκλόθεν και εποίησεν εκδίκησιν εν τοίς ανδράσι τοίς αυτομολήσασι, και ανεστάλησαν τού πορεύεσθαι εις την χώραν. 25 ως δε είδεν Άλκιμος ότι ενίσχυσεν Ιούδας και οι μετ΄ αυτού, και έγνω ότι ου δύναται υποστήναι αυτούς, και επέστρεψε προς τον βασιλέα και κατηγόρησεν αυτών πονηρά. 26 Καί απέστειλεν ο βασιλεύς Νικάνορα ένα των αρχόντων αυτού των ενδόξων και μισούντα και εχθραίνοντα τώ Ισραήλ και ενετείλατο αυτώ εξάραι τον λαόν. 27 και ήλθε Νικάνωρ εις Ιερουσαλήμ δυνάμει πολλή, και απέστειλε προς Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού μετά δόλου λόγοις ειρηνικοίς λέγων· 28 μη έστω μάχην αναμέσον εμού και υμών· ήξω εν ανδράσιν ολίγοις, ίνα υμών ίδω τα πρόσωπα μετ’ ειρήνης. 29 και ήλθε προς Ιούδαν, και ησπάσαντο αλλήλους ειρηνικώς· και οι πολέμιοι ήσαν έτοιμοι εξαρπάσαι τον Ιούδαν.
30 και εγνώσθη ο λόγος τώ Ιούδα ότι μετά δόλου ήλθεν επ’ αυτόν, και επτοήθη απ΄ αυτού και ουκ εβουλήθη έτι ιδείν το πρόσωπον αυτού. 31 και έγνω Νικάνωρ, ότι απεκαλύφθη η βουλή αυτού, και εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιούδα εν πολέμω κατά Χαφαρσαλαμά. 32 και έπεσον των παρά Νικάνορος ωσεί πεντακισχίλοι άνδρες, και έφυγον εις την πόλιν Δαυίδ. 33 Καί μετά τους λόγους τούτους ανέβη Νικάνωρ εις το όρος Σιών. και εξήλθον από των ιερέων εκ των αγίων και από των πρεσβυτέρων τού λαού ασπάσασθαι αυτόν ειρηνικώς και δείξαι αυτώ την ολοκαύτωσιν την προσφερομένην υπέρ τού βασιλέως. 34 και εμυκτήρισεν αυτούς και κατεγέλασεν αυτών και εμίανεν αυτούς και ελάλησεν υπερηφάνως· 35 και ώμοσε μετά θυμού λέγων· εάν μη παραδοθή Ιούδας και η παρεμβολή αυτού εις χείράς μου το νύν, και έσται εάν επιστρέψω εν ειρήνη, εμπυριώ τον οίκον τούτον. και εξήλθε μετά θυμού μεγάλου. 36 και εισήλθον οι ιερείς και έστησαν κατά πρόσωπον τού θυσιαστηρίου και τού ναού και έκλαυσαν και είπον· 37 σύ, Κύριε, εξελέξω τον οίκον τούτον επικληθήναι το όνομά σου επ’ αυτώ είναι οίκον προσευχής και δεήσεως τώ λαώ σου· 38 ποίησον εκδίκησιν εν τώ ανθρώπω τούτω και εν τή παρεμβολή αυτού, και πεσέτωσαν εν ρομφαία· μνήσθητι των δυσφηριών αυτών και μη δώς αυτοίς μονήν. 39 και εξήλθε Νικάνωρ εξ Ιερουσαλήμ και παρενέβαλεν εν Βαιθωρών, και συνήντησεν αυτώ δύναμις Συρίας.
40 και Ιούδας παρενέβαλεν εν Αδασά εν τρισχιλίοις ανδράσι· και προσηύξατο Ιούδας και είπεν· 41 οι παρά τού βασιλέως Ασσυρίων ότε εδυσφήμησαν, εξήλθεν άγγελός σου, Κύριε, και επάταξεν εν αυτοίς εκατόν ογδοηκονταπέντε χιλιάδας· 42 ούτω σύντριψον την παρεμβολήν ταύτην ενώπιον ημών σήμερον, και γνώτωσαν οι επίλοιποι, ότι κακώς ελάλησαν επί τα άγιά σου, και κρίνον αυτόν κατά την κακίαν αυτού. 43 και συνήψαν αι παρεμβολαί εις πόλεμον τή τρισκαιδεκάτη τού μηνός Άδαρ, και συνετρίβη η παρεμβολή Νικάνορος, και έπεσεν αυτός πρώτος εν τώ πολέμω. 44 ως δε είδεν η παρεμβολή αυτού ότι έπεσε Νικάνωρ, ρίψαντες τα όπλα αυτών έφυγον. 45 και κατεδίωκον αυτούς οδόν ημέρας μιάς από Αδασά έως τού ελθείν εις Γάζηρα και εσάλπισαν οπίσω αυτών ταίς σάλπιγξι των σημασιών. 46 και εξήλθον εκ πασών των κωμών της Ιουδαίας κυκλόθεν και υπερεκέρων αυτούς, και ανέστρεφον ούτοι προς τούτους, και έπεσον πάντες ρομφαία, και ου κατελείφθη εξ αυτών ουδέ είς. 47 και έλαβον τα σκύλα και την προνομήν, και την κεφαλήν Νικάνορος αφείλον και την δεξιάν αυτού, ήν εξέτεινεν υπερηφάνως, και ήνεγκαν και εξέτειναν παρά την Ιερουσαλήμ. 48 και ευφράνθη ο λαός σφόδρα και ήγαγον την ημέραν εκείνην ημέραν ευφροσύνης μεγάλης· 49 και έστησαν τού άγειν κατά ενιαυτόν την ημέραν ταύτην την τρισκαιδεκάτην τού Άδαρ.
50 και ησύχασεν η γη Ιούδα ημέρας ολίγας.
1 ΚΑΙ ήκουσεν Ιούδας το όνομα των Ρωμαίων, ότι εισί δυνατοί ισχύι και αυτοί ευδοκούσιν εν πάσι τοίς προστιθεμένοις αυτοίς, και όσοι αν προσέλθωσιν αυτοίς, ιστώσιν αυτοίς φιλίαν, 2 και ότι εισί δυνατοί ισχύι. και διηγήσαντο αυτώ τους πολέμους αυτών και τας ανδραγαθίας, ας ποιούσιν εν τοίς Γαλάταις, και ότι κατεκράτησαν αυτών και ήγαγον αυτούς υπό φόρον, 3 και όσα εποίησαν εν χώρα Ισπανίας τού κατακρατήσαι των μετάλλων τού αργυρίου και τού χρυσίου τού εκεί· 4 και κατεκράτησαν τού τόπου παντός τή βουλή αυτών και τή μακροθυμία, και ο τόπος ήν μακράν απέχων απ’ αυτών σφόδρα, και των βασιλέων των επελθόντων επ΄ αυτούς απ’ άκρου της γής έως συνέτριψαν αυτούς και επάταξαν εν αυτοίς πληγήν μεγάλην, και οι επίλοιποι διδόασιν αυτοίς φόρον κατ’ ενιαυτόν· 5 και τον Φίλιππον και τον Περσέα Κιτιέων βασιλέα και τους επηρμένους επ’ αυτούς συνέτριψαν αυτούς εν πολέμω και κατεκράτησαν αυτών· 6 και Αντίοχον τον μέγαν βασιλέα της Ασίας τον πορευθέντα επ’ αυτούς εις πόλεμον έχοντα εκατόν είκοσιν ελέφαντας και ίππον και άρματα και δύναμιν πολλήν σφόδρα, και συνετρίβη υπ΄ αυτών, 7 και έλαβον αυτόν ζώντα και έστησαν αυτοίς διδόναι αυτόν τε και τους βασιλεύοντας μετ’ αυτόν φόρον μέγαν και διδόναι όμηρα και διαστολήν 8 και χώραν την Ινδικήν και Μηδίαν και Λυδίαν και από των καλλίστων χωρών αυτών, και λαβόντες αυτάς παρ΄ αυτού έδωκαν αυτάς Ευμένει τώ βασιλεί· 9 και ότι οι εκ της Ελλάδος εβουλεύσαντο ελθείν και εξάραι αυτούς,
10 και εγνώσθη ο λόγος αυτοίς, και απέστειλαν επ΄ αυτούς στρατηγόν ένα και επολέμησαν προς αυτούς, και έπεσον εξ αυτών τραυματίαι πολλοί, και ηχμαλώτευσαν τας γυναίκας αυτών και τα τέκνα αυτών και επρονόμευσαν αυτούς και κατεκράτησαν της γής αυτών και καθείλον τα οχυρώματα αυτών και κατεδουλώσαντο αυτούς έως της ημέρας ταύτης· 11 και τας επιλοίπους βασιλείας και τας νήσους, όσοι ποτέ αντέστησαν αυτοίς, κατέφθειραν και εδούλωσαν αυτούς, 12 μετά δε των φίλων αυτών και των επαναπαυομένων αυτοίς συνετήρησαν φιλίαν· και κατεκράτησαν των βασιλειών των εγγύς και των μακράν, και όσοι ήκουον το όνομα αυτών, εφοβούντο απ΄ αυτών. 13 όσοις δ’ αν βούλωνται βοηθείν και βασιλεύειν, βασιλεύουσιν· ούς δ’ αν βούλωνται, μεθιστώσι· και υψώθησαν σφόδρα. 14 και εν πάσι τούτοις ουκ επέθετο ουδείς αυτών διάδημα και ου περιεβάλοντο πορφύραν ώστε αδρυνθήναι εν αυτή· 15 και βουλευτήριον εποίησαν εαυτοίς, και καθ΄ ημέραν εβουλεύοντο τριακόσιοι και είκοσι βουλευόμενοι διαπαντός περί τού πλήθους τού ευκοσμείν αυτούς· 16 και πιστεύουσιν ενί ανθρώπω την αρχήν αυτών κατ’ ενιαυτόν και κυριεύειν πάσης της γής αυτών, και πάντες ακούουσι τού ενός, και ουκ έστι φθόνος ουδέ ζήλος εν αυτοίς. 17 και επέλεξεν Ιούδας τον Ευπόλεμον υιόν Ιωάννου τού Ακκώς και Ιάσονα υιόν Ελεαζάρου και απέστειλεν αυτούς εις Ρώμην στήσαι αυτοίς φιλίαν και συμμαχίαν 18 και τού άραι τον ζυγόν απ’ αυτών, ότι είδον την βασιλείαν των Ελλήνων καταδουλουμένους τον Ισραήλ δουλεία. 19 και επορεύθησαν εις Ρώμην, και η οδός πολλή σφόδρα, και εισήλθον εις το βουλευτήριον και απεκρίθησαν και είπον·
20 Ιούδας ο Μακκαβαίος και οι αδελφοί αυτού και το πλήθος των Ιουδαίων απέστειλαν ημάς προς υμάς στήσαι μεθ’ υμών συμμαχίαν και ειρήνην και γραφήναι ημάς συμμάχους και φίλους υμών. 21 και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον αυτών. 22 και τούτο το αντίγραφον της επιστολής, ής αντέγραψεν επί δέλτοις χαλκαίς και απέστειλεν εις Ιερουσαλήμ είναι παρ’ αυτοίς εκεί μνημόσυνον ειρήνης και συμμαχίας. 23 <Καλώς γένοιτο Ρωμαίοις και τώ έθνει Ιουδαίων εν τή θαλάσση και επί της ξηράς εις τον αιώνα, και ρομφαία και εχθρός μακρυνθείη απ΄ αυτών. 24 εάν δε ενστή πόλεμος εν Ρώμη προτέρα ή πάσι τοίς συμμάχοις αυτών εν πάση κυρεία αυτών, 25 συμμαχήσει το έθνος των Ιουδαίων, ως αν ο καιρός υπογραφή αυτοίς καρδία πλήρει. 26 και τοίς πολεμούσιν ου δώσουσιν ουδέ επαρκέσουσι σίτον, όπλα, αργύριον, πλοία, ως έδοξε Ρωμαίοις· και φυλάξονται τα φυλάγματα αυτών ουθέν λαβόντες. 27 κατά τα αυτά δε εάν έθνει Ιουδαίων συμβή προτέροις πόλεμος, συμμαχήσουσιν οι Ρωμαίοι εκ ψυχής, ως αν αυτοίς ο καιρός υπογράφη· 28 και τοίς συμμαχούσιν ου δοθήσεται σίτος, όπλα, αργύριον, πλοία, ως έδοξε Ρώμη· και φυλάξονται τα φυλάγματα αυτών και ου μετά δόλου. ~29 κατά τους λόγους τούτους έστησαν Ρωμαίοι τώ δήμω των Ιουδαίων.
30 εάν δε μετά τους λόγους τούτους βουλεύσωνται ούτοι και ούτοι προσθείναι ή αφελείν, ποιήσονται εξ αιρέσεως αυτών, και ό εάν προσθώσιν ή αφέλωσιν, έσται κύρια. 31 και περί των κακών, ών ο βασιλεύς Δημήτριος συντελείται εις αυτούς, εγράψαμεν αυτώ λέγοντες· διατί εβάρυνας τον ζυγόν σου επί τους φίλους ημών τους συμμάχους Ιουδαίους; 32 εάν ούν έτι εντύχωσι κατά σού, ποιήσομεν αυτοίς την κρίσιν και πολεμήσομέν σε διά της θαλάσσης και διά της ξηράς>.
1 ΚΑΙ ήκουσε Δημήτριος ότι έπεσε Νικάνωρ και αι δυνάμεις αυτού εν πολέμω, και προσέθετο τον Βακχίδην και τον Άλκιμον εκ δευτέρου αποστείλαι εις γήν Ιούδα και το δεξιόν κέρας μετ’ αυτών. 2 και επορεύθησαν οδόν την εις Γάλγαλα και παρενέβαλον επί Μαισαλώθ την εν Αρβήλοις και προκατελάβοντο αυτήν και απώλεσαν ψυχάς ανθρώπων πολλάς. 3 και τού μηνός τού πρώτου έτους τού δευτέρου και πεντηκοστού και εκατοστού παρενέβαλον επί Ιερουσαλήμ· 4 και απήραν και επορεύθησαν εις Βερέαν εν είκοσι χιλιάσιν ανδρών και δισχιλία ίππω. 5 και Ιούδας ήν παρεμβεβληκώς εν Ελασά, και τρισχίλιοι άνδρες εκλεκτοί μετ’ αυτού. 6 και είδον το πλήθος των δυνάμεων ότι πολλοί εισι, και εφοβήθησαν σφόδρα· και εξερρύησαν πολλοί από της παρεμβολής, ου κατελείφθησαν εξ αυτών αλλ’ ή οκτακόσιοι άνδρες. 7 και είδεν Ιούδας ότι απερρύη η παρεμβολή αυτού και ο πόλεμος έθλιβεν αυτόν, και συνετρίβη τή καρδία, ότι ουκ είχε καιρόν συναγαγείν αυτούς, 8 και εξελύθη και είπε τοίς καταλειφθείσιν· αναστώμεν και αναβώμεν επί τους υπεναντίους ημών, εάν άρα δυνώμεθα πολεμήσαι αυτούς. 9 και απέστρεφον αυτόν λέγοντες· ου μη δυνώμεθα, αλλ’ ή σώζωμεν τας εαυτών ψυχάς το νύν και επιστρέψωμεν μετά των αδελφών ημών και πολεμήσωμεν προς αυτούς, ημείς δε ολίγοι.
10 και είπεν Ιούδας· μη μοι γένοιτο ποιήσαι το πράγμα τούτο, φυγείν απ’ αυτών, και ει ήγγικεν ο καιρός ημών, και αποθάνωμεν εν ανδρεία χάριν των αδελφών ημών και μη καταλίπωμεν αιτίαν τή δόξη ημών. 11 και απήρεν η δύναμις από της παρεμβολής και έστησαν εις συνάντησιν αυτοίς, και εμερίσθη η ίππος εις δύο μέρη, και οι σφενδονήται και οι τοξόται προεπορεύοντο της δυνάμεως, και οι πρωταγωνισταί πάντες οι δυνατοί· 12 Βακχίδης δε ήν εν τώ δεξιώ κέρατι. και ήγγισεν η φάλαγξ εκ των δύο μερών και εφώνουν ταίς σάλπιγξι, 13 και εσάλπισαν οι παρά Ιούδα και αυτοί ταίς σάλπιγξι· και εσαλεύθη η γη από της φωνής των παρεμβολών, και εγένετο ο πόλεμος συνημμένος από πρωίθεν έως εσπέρας. 14 και είδεν Ιούδας ότι Βακχίδης και το στερέωμα της παρεμβολής εν τοίς δεξιοίς, και συνήλθον αυτώ πάντες οι εύψυχοι τή καρδία, 15 και συνετρίβη το δεξιόν κέρας απ’ αυτών, και εδίωκεν οπίσω αυτών έως Αζώτου όρους. 16 και εις το αριστερόν κέρας είδον ότι συνετρίβη το δεξιόν κέρας, και επέστρεψαν κατά πόδας Ιούδα και των μετ’ αυτού εκ των όπισθεν. 17 και εβαρύνθη ο πόλεμος, και έπεσον τραυματίαι πολλοί εκ τούτων και εκ τούτων. 18 και Ιούδας έπεσε, και οι λοιποί έφυγον. 19 και ήραν Ιωνάθαν και Σίμων Ιούδαν τον αδελφόν αυτών και έθαψαν αυτόν εν τώ τάφω των πατέρων αυτού εν Μωδείν.
20 και έκλαυσαν αυτόν και εκόψαντο αυτόν πάς Ισραήλ κοπετόν μέγαν και επένθουν ημέρας πολλάς και είπον· 21 πώς έπεσε δυνατός σώζων τον Ισραήλ; 22 και τα περισσά των λόγων Ιούδα και των πολέμων και των ανδραγαθιών, ών εποίησε, και της μεγαλωσύνης αυτών ου κατεγράφη, πολλά γάρ ήν σφόδρα. 23 Καί εγένετο, μετά την τελευτήν Ιούδα εξέκυψαν οι άνομοι εν πάσι τοίς ορίοις Ισραήλ, και ανέτειλαν πάντες οι εργαζόμενοι την αδικίαν. 24 εν ταίς ημέραις εκείναις εγενήθη λιμός μέγας σφόδρα, και ηυτομόλησεν η χώρα μετ’ αυτών. 25 και εξέλεξε Βακχίδης τους ασεβείς άνδρας και κατέστησεν αυτούς κυρίους της χώρας. 26 και εξεζήτουν και εξηρεύνων τους φίλους Ιούδα και ήγον αυτούς προς Βακχίδην, και εξεδίκει εν αυτοίς και ενέπαιζεν αυτοίς. 27 και εγένετο θλίψις μεγάλη εν τώ Ισραήλ, ήτις ουκ εγένετο αφ’ ής ημέρας ουκ ώφθη προφήτης εν αυτοίς. 28 και ηθροίσθησαν πάντες οι φίλοι Ιούδα και είπον τώ Ιωνάθαν· 29 αφ’ ού ο αδελφός σου Ιούδας τετελεύτηκε, και ανήρ όμοιος αυτώ ουκ έστιν εξελθείν προς τους εχθρούς και Βακχίδην, και εν τοίς εχθραίνουσιν τού έθνους ημών·
30 νύν ούν σε ηρετισάμεθα σήμερον τού είναι αντ’ αυτού ημίν εις άρχοντα και ηγούμενον τού πολεμήσαι τον πόλεμον ημών. 31 και επεδέξατο Ιωνάθαν εν τώ καιρώ εκείνω την ήγησιν και ανέστη αντί Ιούδα τού αδελφού αυτού. 32 Καί έγνω Βακχίδης και εζήτει αυτόν αποκτείναι. 33 και έγνω Ιωνάθαν και Σίμων ο αδελφός αυτού· και πάντες οι μετ’ αυτού και έφυγον εις την έρημον Θεκωέ και παρενέβαλον επί το ύδωρ λάκκου Ασφάρ. 34 και έγνω Βακχίδης τή ημέρα των σαββάτων και ήλθεν αυτός και πάν το στράτευμα αυτού πέραν τού Ιορδάνου. 35 και απέστειλεν Ιωνάθαν τον αδελφόν αυτού ηγούμενον τού όχλου και παρεκάλεσε τους Ναβαταίους φίλους αυτού παραθέσθαι αυτοίς την αποσκευήν αυτών την πολλήν. 36 και εξήλθον υιοί Ιαμβρί εκ Μηδαβά και συνέλαβον Ιωάννην και πάντα, όσα είχε, και απήλθον έχοντες. 37 μετά δε τους λόγους τούτους απήγγειλαν τώ Ιωνάθαν και Σίμωνι τώ αδελφώ αυτού ότι οι υιοί Ιαμβρί ποιούσι γάμον μέγαν και άγουσι την νύμφην από Ναδαβάθ, θυγατέρα ενός των μεγάλων μεγιστάνων Χαναάν μετά παραπομπής μεγάλης. 38 και εμνήσθησαν Ιωάννου τού αδελφού αυτών και ανέβησαν και εκρύβησαν υπό την σκέπην τού όρους. 39 και ήραν τους οφθαλμούς αυτών και είδον και ιδού θρούς και αποσκευή πολλή, και ο νυμφίος εξήλθε και οι φίλοι αυτού και οι αδελφοί αυτού εις συνάντησιν αυτών μετά τυμπάνων και μουσικών και όπλων πολλών.
40 και εξανέστησαν επ΄ αυτούς από τού ενέδρου οι περί τον Ιωνάθαν και απέκτειναν αυτούς, και έπεσον τραυματίαι πολλοί, και οι επίλοιποι έφυγον εις το όρος· και έλαβον πάντα τα σκύλα αυτών. 41 και μετεστράφη ο γάμος εις πένθος και η φωνή μουσικών αυτών εις θρήνον. 42 και εξεδίκησαν την εκδίκησιν αίματος αδελφού αυτών και απέστρεψαν εις το έλος τού Ιορδάνου. 43 και ήκουσε Βακχίδης και ήλθε τή ημέρα των σαββάτων έως των κρηπίδων τού Ιορδάνου εν δυνάμει πολλή. 44 και είπεν Ιωνάθαν τοίς παρ΄ αυτού· αναστώμεν νύν και πολεμήσωμεν υπέρ των ψυχών ημών, ου γάρ εστι σήμερον ως εχθές και τρίτην ημέραν· 45 ιδού γάρ ο πόλεμος εξεναντίας ημών και εξόπισθεν ημών, το δε ύδωρ τού Ιορδάνου ένθεν και ένθεν και έλος και δρυμός, ουκ έστι τόπος τού εκκλίναι· 46 νύν ούν κεκράξατε εις ουρανόν, όπως διασωθήτε εκ χειρός εχθρών υμών. 47 και συνήψεν ο πόλεμος· και εξέτεινεν Ιωνάθαν την χείρα αυτού πατάξαι τον Βακχίδην, και εξέκλινεν απ’ αυτού εις τα οπίσω. 48 και ενεπήδησεν Ιωνάθαν και οι μετ’ αυτού εις τον Ιορδάνην και διεκολύμβησαν εις το πέραν, και ου διέβησαν επ’ αυτούς τον Ιορδάνην. 49 και διέπεσον παρά Βακχίδου τή ημέρα εκείνη εις χιλίους άνδρας.
50 και επέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ, και ωκοδόμησαν πόλεις οχυράς εν τή Ιουδαία, το οχύρωμα το εν Ιεριχώ και την Αμμαούς και την Βαιθωρών και την Βαιθήλ και την Θαμναθά Φαραθωνί και την Τεφών εν τείχεσιν υψηλοίς και πύλαις και μοχλοίς· 51 και έθετο φρουράν εν αυτοίς τού εχθραίνειν τώ Ισραήλ. 52 και ωχύρωσε την πόλιν την εν Βαιθσούρα και την Γάζαρα και την άκραν και έθετο εν αυταίς δυνάμεις και παραθέσεις βρωμάτων. 53 και έλαβε τους υιούς των ηγουμένων της χώρας όμηρα και έθετο αυτούς εν τή άκρα εν Ιερουσαλήμ εν φυλακή. 54 Καί εν έτει τρίτω και πεντηκοστώ και εκατοστώ μηνί τώ δευτέρω επέταξεν Άλκιμος καθαιρείν το τείχος της αυλής των αγίων της εσωτέρας· και καθείλε τα έργα των προφητών και ενήρξατο τού καθαιρείν. 55 εν τώ καιρώ εκείνω επλήγη Άλκιμος και ενεποδίσθη τα έργα αυτού, και απεφράγη το στόμα αυτού, και παρελύθη και ουκ εδύνατο έτι λαλήσαι λόγον και εντείλασθαι περί τού οίκου αυτού. 56 και απέθανεν Άλκιμος εν τώ καιρώ εκείνω μετά βασάνου μεγάλης. 57 και είδε Βακχίδης ότι απέθανεν Άλκιμος, και απέστρεψε προς τον βασιλέα. και ησύχασεν η γη Ιούδα έτη δύο. 58 Καί εβουλεύσαντο πάντες οι άνομοι λέγοντες· ιδού Ιωνάθαν και οι παρ’ αυτού εν ησυχία κατοικούσι πεποιθότες· νύν ούν άξομεν τον Βακχίδην, και συλλήψεται αυτούς πάντας εν νυκτί μια. 59 και πορευθέντες συνεβουλεύσαντο αυτώ.
60 και απήρε τού ελθείν μετά δυνάμεως πολλής και απέστειλεν επιστολάς λάθρα πάσι τοίς συμμάχοις αυτού τοίς εν τή Ιουδαία, όπως συλλάβωσι τον Ιωνάθαν και τους μετ΄ αυτού· και ουκ εδύναντο, ότι εγνώσθη αυτοίς η βουλή αυτών. 61 και συνέλαβον από των ανδρών της χώρας των αρχηγών της κακίας εις πεντήκοντα άνδρας και απέκτειναν αυτούς. 62 και εξεχώρησεν Ιωνάθαν και Σίμων και οι μετ’ αυτού εις Βαιθβασί την εν τή ερήμω και ωκοδόμησε τα καθηρημένα αυτής, και εστερέωσαν αυτήν. 63 και έγνω Βακχίδης και συνήγαγε πάν το πλήθος αυτού και τοίς εκ της Ιουδαίας παρήγγειλε· 64 και ελθών παρενέβαλεν επί Βαιθβασί και επολέμησεν αυτήν ημέρας πολλάς και εποίησε μηχανάς. 65 και απέλιπεν Ιωνάθαν Σίμωνα τον αδελφόν αυτού εν τή πόλει και εξήλθεν εις την χώραν και εξήλθεν εν αριθμώ. 66 και επάταξεν Οδομηρά και τους αδελφούς αυτού και τους υιούς Φασιρών εν τώ σκηνώματι αυτών, και εξήρξατο τύπτειν και αναβαίνειν εν ταίς δυνάμεσι. 67 και Σίμων και οι μετ΄ αυτού εξήλθον εκ της πόλεως και ενεπύρισαν τας μηχανάς· 68 και επολέμησαν προς τον Βακχίδην, και συνετρίβη υπ’ αυτών. και έθλιβον αυτόν σφόδρα, ότι ήν η βουλή αυτού και η έφοδος αυτού κενή. 69 και ωργίσθη θυμώ τοίς ανδράσι τοίς ανόμοις τοίς συμβουλεύσασιν αυτώ ελθείν εις την χώραν και απέκτειναν εξ αυτών πολλούς και εβουλεύσατο τού απελθείν εις την γήν αυτού.
70 και επέγνω Ιωνάθαν και απέστειλε προς αυτόν πρέσβεις τού συνθέσθαι προς αυτόν ειρήνην και αποδούναι αυτοίς την αιχμαλωσίαν. 71 και απεδέξατο και εποίησε κατά τους λόγους αυτού και ώμοσεν αυτώ μη εκζητήσαι αυτώ κακόν πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού· 72 και απέδωκεν αυτώ την αιχμαλωσίαν, ήν ηχμαλώτευσε το πρότερον εκ γής Ιούδα, και αποστρέψας απήλθεν εις την γήν αυτού και ου προσέθετο έτι ελθείν εις τα όρια αυτών. 73 και κατέπαυσε ρομφαία εξ Ισραήλ· και ώκησεν Ιωνάθαν εν Μαχμάς. και ήρξατο Ιωνάθαν κρίνειν τον λαόν και ηφάνισε τους ασεβείς εξ Ισραήλ.
1 ΚΑΙ εν έτει εξηκοστώ και εκατοστώ ανέβη Αλέξανδρος ο τού Αντιόχου ο Επιφανής και κατελάβετο Πτολεμαίδα, και επεδέξαντο αυτόν, και εβασίλευσεν εκεί. 2 και ήκουσε Δημήτριος ο βασιλεύς και συνήγαγε δυνάμεις πολλάς σφόδρα και εξήλθεν εις συνάντησιν αυτώ εις πόλεμον. 3 και απέστειλε Δημήτριος προς Ιωνάθαν επιστολάς λόγοις ειρηνικοίς ώστε μεγαλύναι αυτόν. 4 είπε γάρ· προφθάσωμεν τού ειρήνην θείναι μετ’ αυτού, πριν ή θείναι αυτόν μετά Αλεξάνδρου καθ΄ ημών· 5 μνησθήσεται γάρ πάντων των κακών, ών συνετελέσαμεν προς αυτόν και εις τους αδελφούς αυτού και εις το έθνος αυτού. 6 και έδωκεν αυτώ εξουσίαν συναγαγείν δυνάμεις και κατασκευάζειν όπλα και είναι αυτόν σύμμαχον αυτού, και τα όμηρα τα εν τή άκρα είπε παραδούναι αυτώ. 7 και ήλθεν Ιωνάθαν εις Ιερουσαλήμ και ανέγνω τας επιστολάς εις τα ώτα παντός τού λαού και των εκ της άκρας. 8 και εφοβήθησαν φόβον μέγαν, ότι ήκουσαν ότι έδωκεν ο βασιλεύς εξουσίαν συναγαγείν δυνάμεις. 9 και παρέδωκαν οι εκ της άκρας Ιωνάθαν τα όμηρα, και απέδωκεν αυτούς τοίς γονεύσιν αυτών.
10 και ώκησεν Ιωνάθαν εν Ιερουσαλήμ και ήρξατο οικοδομείν και καινίζειν την πόλιν. 11 και είπε προς τους ποιούντας τα έργα οικοδομείν τα τείχη και το όρος Σιών κυκλόθεν εκ λίθων τετραγώνων εις οχύρωσιν· και εποίησαν ούτως. 12 και έφυγον οι αλλογενείς οι όντες εν τοίς οχυρώμασιν, οίς ωκοδόμησε Βακχίδης. 13 και κατέλιπεν έκαστος τον τόπον αυτού και απήλθεν εις την γήν αυτού. 14 πλήν εν Βαιθσούρα υπελείφθησάν τινες των καταλιπόντων τον νόμον και τα προστάγματα, ήν γάρ αυτοίς φυγαδευτήριον. 15 Καί ήκουσεν Αλέξανδρος ο βασιλεύς τας επαγγελίας, όσας απέστειλε Δημήτριος τώ Ιωνάθαν, και διηγήσαντο αυτώ τους πολέμους και τας ανδραγαθίας, ας εποίησεν αυτός και οι αδελφοί αυτού, και τους κόπους, ούς έσχον, 16 και είπε· μη ευρήσομεν άνδρα τοιούτον ένα; και νύν ποιήσομεν αυτόν φίλον και σύμμαχον ημών. 17 και έγραψεν επιστολάς και απέστειλεν αυτώ κατά τους λόγους τούτους λέγων· 18 <Βασιλεύς Αλέξανδρος τώ αδελφώ Ιωνάθαν χαίρειν· 19 ακηκόαμεν περί σού, ότι ανήρ δυνατός ισχύι και επιτήδειος εί τού είναι ημίν φίλος.
20 και νύν καθεστάκαμέν σε σήμερον αρχιερέα τού έθνους σου και φίλον βασιλέως καλείσθαί σε (και απέστειλεν αυτώ πορφύραν και στέφανον χρυσούν) και φρονείν τα ημών και συντηρείν φιλίαν προς ημάς>. 21 και ενεδύσατο Ιωνάθαν την αγίαν στολήν τώ εβδόμω μηνί έτους εξηκοστού και εκατοστού εν εορτή σκηνοπηγίας και συνήγαγε δυνάμεις και κατεσκεύασεν όπλα πολλά. 22 Καί ήκουσε Δημήτριος τους λόγους τούτους και ελυπήθη και είπε· 23 τι τούτο εποιήσαμεν ότι προέφθακεν ημάς ο Αλέξανδρος τού φιλίαν καταθέσθαι τοίς Ιουδαίοις εις στήριγμα; 24 γράψω αυτοίς καγώ λόγους παρακλήσεως και ύψους και δογμάτων, όπως ώσι σύν εμοί εις βοήθειαν. 25 και απέστειλεν αυτοίς κατά τους λόγους τούτους· <Βασιλεύς Δημήτριος τώ έθνει των Ιουδαίων χαίρειν. 26 επεί συνετηρήσατε τας προς ημάς συνθήκας και ενεμείνατε τή φιλία ημών και ου προσεχωρήσατε τοίς εχθροίς ημών, ηκούσαμεν και εχάρημεν. 27 και νύν εμμείνατε έτι τού συντηρήσαι προς ημάς πίστιν, και ανταποδώσομεν υμίν αγαθά ανθ’ ών ποιείτε μεθ΄ ημών. 28 και αφήσομεν υμίν αφέματα πολλά και δώσομεν υμίν δόματα. 29 και νύν απολύω υμάς και αφίημι πάντας τους Ιουδαίους από των φόρων και της τιμής τού αλός και από των στεφάνων,
30 και αντί τού τρίτου της σποράς και αντί τού ημίσους τού καρπού τού ξυλίνου τού επιβάλλοντός μοι λαβείν, αφίημι από της σήμερον και επέκεινα τού λαβείν από της γής Ιούδα και από των τριών νομών των προστιθεμένων αυτή από της Σαμαρείτιδος και Γαλιλαίας, και από της σήμερον ημέρας και εις τον αιώνα χρόνον. 31 και Ιερουσαλήμ ήτω αγία και αφειμένη και τα όρια αυτής, αι δεκάται και τα τέλη. 32 αφίημι και την εξουσίαν της άκρας της εν Ιερουσαλήμ και δίδωμι τώ αρχιερεί, όπως αν καταστήση εν αυτή άνδρας, ούς αν εκλέξηται αυτός τού φυλάσσειν αυτήν. 33 και πάσαν ψυχήν Ιουδαίων την αιχμαλωτισθείσαν από γής Ιούδα εις πάσαν βασιλείαν μου αφίημι ελευθέραν δωρεάν· και πάντες αφιέτωσαν τους φόρους και των κτηνών αυτών. 34 και πάσαι αι εορταί και τα σάββατα και νουμηνίαι και ημέραι αποδεδειγμέναι και τρεις ημέραι πρό εορτής και τρεις ημέραι μετά εορτήν έστωσαν πάσαι αι ημέραι ατελείας και αφέσεως πάσι τοίς Ιουδαίοις τοίς ούσιν εν τή βασιλεία μου. 35 και ουχ έξει εξουσίαν ουδείς πράσσειν και παρενοχλείν τινα αυτών περί παντός πράγματος. 36 και προγραφήτωσαν των Ιουδαίων εις τας δυνάμεις τού βασιλέως εις τριάκοντα χιλιάδας ανδρών, και δοθήσεται αυτοίς ξένια ως καθήκει πάσαις ταίς δυνάμεσι τού βασιλέως. 37 και κατασταθήσεται εξ αυτών εν τοίς οχυρώμασι τού βασιλέως τοίς μεγάλοις, και εκ τούτων κατασταθήσεται επί χρειών της βασιλείας των ουσών εις πίστιν· και οι επ’ αυτών και οι άρχοντες έστωσαν εξ αυτών και πορευέσθωσαν τοίς νόμοις αυτών. καθά και προσέταξεν ο βασιλεύς εν γη Ιούδα. 38 και τους τρεις νομούς τους προστεθέντας τή Ιουδαία από της χώρας Σαμαρείας προστεθήτω τή Ιουδαία προς το λογισθήναι τού γενέσθαι υφ΄ ένα, τού μη υπακούσαι άλλης εξουσίας αλλ’ ή τού αρχιερέως. 39 Πτολεμαίδα και την προσκυρούσαν αυτή δέδωκα δόμα τοίς αγίοις τοίς εν Ιερουσαλήμ εις την προσήκουσαν δαπάνην τοίς αγίοις. 40 καγώ δίδωμι κατ΄ ενιαυτόν δεκαπέντε χιλιάδας σίκλων αργυρίου από των λόγων τού βασιλέως από των τόπων των ανηκόντων. 41 και πάν το πλεονάζον, ό ουκ απεδίδοσαν οι από των χρειών, ως εν τοίς πρώτοις έτεσιν, από τού νύν δώσουσιν εις τα έργα τού οίκου. 42 και επί τούτοις πεντακισχιλίους σίκλους αργυρίου, ούς ελάμβανον από των χρειών τού αγίου από τού λόγου κατ’ ενιαυτόν, και ταύτα αφίεται διά το ανήκειν αυτά τοίς ιερεύσι τοίς λειτουργούσι. 43 και όσοι εάν φύγωσιν εις το ιερόν το εν Ιεροσολύμοις και εν πάσι τοίς ορίοις αυτού οφείλοντες βασιλικά και πάν πράγμα, απολελύσθωσαν και πάντα, όσα εστίν αυτοίς εν τή βασιλεία μου. 44 και τού οικοδομηθήναι και τού επικαινισθήναι τα έργα των αγίων, και η δαπάνη δοθήσεται εκ τού λόγου τού βασιλέως. 45 και τού οικοδομηθήναι τα τείχη Ιερουσαλήμ και οχυρώσαι κυκλόθεν, και η δαπάνη δοθήσεται εκ τού λόγου τού βασιλέως, και τού οικοδομηθήναι τα τείχη τα εν τή Ιουδαία>. 46 Ως δε ήκουσεν Ιωνάθαν και ο λαός τους λόγους τούτους, ουκ επίστευσαν αυτοίς ουδέ επεδέξαντο, ότι επεμνήσθησαν της κακίας της μεγάλης, ής εποίησεν εν Ισραήλ και έθλιψεν αυτούς σφόδρα. 47 και ευδόκησαν εν Αλεξάνδρω, ότι αυτός εγένετο αυτοίς αρχηγός λόγων ειρηνικών, και συνεμάχουν αυτώ πάσας τας ημέρας. 48 Καί συνήγαγεν Αλέξανδρος ο βασιλεύς δυνάμεις μεγάλας και παρενέβαλεν εξεναντίας Δημητρίου. 49 και συνήψαν πόλεμον οι δύο βασιλείς, και έφυγεν η παρεμβολή Δημητρίου, και εδίωξεν αυτόν ο Αλέξανδρος και ίσχυσεν επ’ αυτούς.
50 και εστερέωσε τον πόλεμον σφόδρα, έως έδυ ο ήλιος, και έπεσεν ο Δημήτριος εν τή ημέρα εκείνη. 51 και απέστειλεν Αλέξανδρος προς Πτολεμαίον βασιλέα Αιγύπτου πρέσβεις κατά τους λόγους τούτους λέγων· 52 < Επεί ανέστρεψα εις γήν βασιλείας μου και εκάθισα επί θρόνου πατέρων μου και εκράτησα της αρχής, και συνέτριψα τον Δημήτριον και επεκράτησα της χώρας ημών 53 και συνήψα προς αυτόν μάχην, και συνετρίβη αυτός και η παρεμβολή αυτού υφ’ ημών, και εκαθίσαμεν επί θρόνου βασιλείας αυτού· 54 και νύν στήσωμεν προς εαυτούς φιλίαν, και νύν δός μοι την θυγατέρα σου εις γυναίκα, και επιγαμβρεύσω σοι και δώσω σοι δόματα και αυτή άξιά σου>. 55 Καί απεκρίθη Πτολεμαίος ο βασιλεύς λέγων· < Αγαθή ημέρα, εν ή ανέστρεψας εις γήν πατέρων σου και εκάθισας επί θρόνου βασιλείας αυτών. 56 και νύν ποιήσω σοι ά έγραψας, αλλ’ απάντησον εις Πτολεμαίδα, όπως ίδωμεν αλλήλους, και επιγαμβρεύσω σοι, καθώς είρηκας>. 57 Καί εξήλθε Πτολεμαίος εξ Αιγύπτου, αυτός και Κλεοπάτρα η θυγάτηρ αυτού, και εισήλθον εις Πτολεμαίδα έτους δευτέρου και εξηκοστού και εκατοστού. 58 και απήντησεν αυτώ Αλέξανδρος ο βασιλεύς, και εξέδοτο αυτώ Κλεοπάτραν την θυγατέρα αυτού και εποίησε τον γάμον αυτής εν Πτολεμαίδι καθώς οι βασιλείς εν δόξη μεγάλη. 59 και έγραψεν Αλέξανδρος ο βασιλεύς τώ Ιωνάθαν ελθείν εις συνάντησιν αυτώ.
60 και επορεύθη μετά δόξης εις Πτολεμαίδα και απήντησε τοίς δυσί βασιλεύσι· και έδωκεν αυτοίς αργύριον και χρυσίον και τοίς φίλοις αυτών και δόματα πολλά και εύρε χάριν εναντίον αυτών. 61 και επισυνήχθησαν προς αυτόν άνδρες λοιμοί εξ Ισραήλ, άνδρες παράνομοι, εντυχείν κατ’ αυτού, και ου προσέσχεν αυτοίς ο βασιλεύς. 62 και προσέταξεν ο βασιλεύς και εξέδυσαν Ιωνάθαν τα ιμάτια αυτού και ενέδυσαν αυτόν πορφύραν, και εποίησαν ούτως. 63 και εκάθισεν αυτόν ο βασιλεύς μετ΄ αυτού και είπε τοίς άρχουσιν αυτού· εξέλθετε μετ’ αυτού εις μέσον της πόλεως και κηρύξατε τού μηδένα εντυγχάνειν κατ’ αυτού περί μηδενός πράγματος, και μηδείς αυτώ παρενοχλείτω περί παντός λόγου. 64 και εγένετο ως είδον οι εντυγχάνοντες την δόξαν αυτού, καθώς εκήρυξε, και περιβεβλημένον αυτόν πορφύραν, και έφυγον πάντες. 65 και εδόξασεν αυτόν ο βασιλεύς και έγραψεν αυτόν των πρώτων φίλων και έθετο αυτόν στρατηγόν και μεριδάρχην. 66 και επέστρεψεν Ιωνάθαν εις Ιερουσαλήμ μετ’ ειρήνης και ευφροσύνης. 67 Καί εν έτει πέμπτω και εξηκοστώ και εκατοστώ ήλθε Δημήτριος υιός Δημητρίου εκ Κρήτης εις την γήν των πατέρων αυτού. 68 και ήκουσεν Αλέξανδρος βασιλεύς και ελυπήθη σφόδρα και υπέστρεψεν εις Αντιόχειαν. 69 και κατέστησε Δημήτριος Απολλώνιον τον όντα επί Κοίλης Συρίας, και συνήγαγε δύναμιν μεγάλην και παρενέβαλεν εν Ιαμνεία. και απέστειλε προς Ιωνάθαν τον αρχιερέα λέγων·
70 <Σύ μονώτατος επαίρη εφ’ ημάς, εγώ δε εγενήθην εις καταγέλωτα και εις ονειδισμόν διά σε· και διατί σύ εξουσιάζη εφ’ ημάς εν τοίς όρεσι; 71 νύν ούν ει πέποιθας επί ταίς δυνάμεσί σου, κατάβηθι προς ημάς εις το πεδίον, και συγκριθώμεν εαυτοίς εκεί, ότι μετ’ εμού εστι δύναμις των πόλεων. 72 ερώτησον και μάθε τις ειμι και οι λοιποί οι βοηθούντες ημίν, και λέγουσιν· ουκ έστιν υμίν στάσις ποδός κατά πρόσωπον ημών, ότι δίς ετροπώθησαν οι πατέρες σου εν γη αυτών. 73 και νύν ου δυνήση υποστήναι την ίππον και δύναμιν τοιαύτην εν τώ πεδίω, όπου ουκ έστι λίθος ουδέ κόχλαξ ουδέ τόπος τού φυγείν>.74 Ως δε ήκουσεν Ιωνάθαν των λόγων Απολλωνίου, εκινήθη τή διανοία και επέλεξε δέκα χιλιάδας ανδρών και εξήλθεν εξ Ιερουσαλήμ, και συνήντησεν αυτώ Σίμων ο αδελφός αυτού επί βοήθειαν αυτού. 75 και παρενέβαλεν επί Ιόππην, και απέκλεισαν αυτόν εκ της πόλεως, ότι φρουρά Απολλωνίου εν Ιόππη, και επολέμησαν αυτήν. 76 και φοβηθέντες ήνοιξαν οι εκ της πόλεως, και εκυρίευσεν Ιωνάθαν Ιόππης. 77 και ήκουσεν Απολλώνιος, και παρενέβαλε τρισχιλίαν ίππον και δύναμιν πολλήν και επορεύθη εις Άζωτον ως διοδεύων και άμα προήγεν εις το πεδίον διά το έχειν αυτόν πλήθος ίππου και πεποιθέναι επ΄ αυτή. 78 και κατεδίωξεν Ιωνάθαν οπίσω αυτού εις Άζωτον, και συνήψαν αι παρεμβολαί εις πόλεμον. 79 και απέλιπεν Απολλώνιος χιλίαν ίππον εν κρυπτώ κατόπισθεν αυτών.
80 και έγνω Ιωνάθαν ότι έστιν ένεδρον κατόπισθεν αυτού, και εκύκλωσαν αυτού την παρεμβολήν και εξετίναξαν τας σχίζας εις τον λαόν εκ πρωίθεν έως εσπέρας· 81 ο δε λαός ειστήκει καθώς επέταξεν Ιωνάθαν, και εκοπίασαν οι ίπποι αυτών. 82 και είλκυσε Σίμων την δύναμιν αυτού και συνήψε προς την φάραγγα, η γάρ ίππος εξελύθη, και συνετρίβησαν υπ’ αυτού και έφυγον. 83 και η ίππος εσκορπίσθη εν τώ πεδίω, και έφυγον εις Άζωτον και εισήλθον εις Βηθδαγών το ειδωλείον αυτών τού σωθήναι. 84 και ενεπύρισεν Ιωνάθαν την Άζωτον και τας πόλεις τας κύκλω αυτής και έλαβε τα σκύλα αυτών και το ιερόν Δαγών και τους συμφυγόντας εις αυτό ενεπύρισε πυρί. 85 και εγένοντο οι πεπτωκότες μαχαίρα σύν τοίς εμπυρισθείσιν εις άνδρας οκτακισχιλίους. 86 και απήρεν εκείθεν Ιωνάθαν και παρενέβαλεν επί Ασκάλωνα, και εξήλθον οι εκ της πόλεως εις συνάντησιν αυτώ εν δόξη μεγάλη. 87 και επέστρεψεν Ιωνάθαν εις Ιερουσαλήμ σύν τοίς παρ’ αυτού έχοντες σκύλα πολλά. 88 και εγένετο ως ήκουσεν Αλέξανδρος ο βασιλεύς τους λόγους τούτους, και προσέθετο δοξάσαι τον Ιωνάθαν. 89 και απέστειλεν αυτώ πόρπην χρυσήν, ως έθος εστί δίδοσθαι τοίς συγγενέσι των βασιλέων, και έδωκεν αυτώ την Ακκαρών και πάντα τα όρια αυτής εις κληροδοσίαν.
1 ΚΑΙ ο βασιλεύς Αιγύπτου ήθροισε δυνάμεις πολλάς ως την άμμον την περί το χείλος της θαλάσσης και πλοία πολλά και εζήτησε κατακρατήσαι της βασιλείας Αλεξάνδρου δόλω και προσθείναι αυτήν τή βασιλεία αυτού. 2 και εξήλθεν εις Συρίαν λόγοις ειρηνικοίς, και ήνοιγον αυτώ οι από των πόλεων και συνήντων αυτώ, ότι εντολή ήν Αλεξάνδρου τού βασιλέως συναντάν αυτώ διά το πενθερόν αυτού είναι. 3 ως δε εισεπορεύετο εις τας πόλεις ο Πτολεμαίος, απέτασσε τας δυνάμεις φρουράν εν εκάστη πόλει. 4 ως δε ήγγισεν Αζώτου, έδειξαν αυτώ το ιερόν Δαγών εμπεπυρισμένον και Άζωτον και τα περιπόλια αυτής καθηρημένα και τα σώματα ερριμμένα και τους εμπεπυρισμένους, ούς ενεπύρισεν εν τώ πολέμω· εποίησαν γάρ θημωνίας αυτών εν τή οδώ αυτού. 5 και διηγήσαντο τώ βασιλεί ά εποίησεν Ιωνάθαν εις το ψογίσαι αυτόν· και εσίγησεν ο βασιλεύς. 6 και συνήντησεν Ιωνάθαν τώ βασιλεί εις Ιόππην μετά δόξης, και ησπάσαντο αλλήλους και εκοιμήθησαν εκεί. 7 και επορεύθη Ιωνάθαν μετά τού βασιλέως έως τού ποταμού τού καλουμένου Ελευθέρου και επέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ. 8 ο δε βασιλεύς Πτολεμαίος εκυρίευσε των πόλεων της παραλίας έως Σελευκείας της παραθαλασσίας και διελογίζετο περί Αλεξάνδρου λογισμούς πονηρούς. 9 και απέστειλε πρέσβεις προς Δημήτριον τον βασιλέα λέγων· δεύρο συνθώμεθα προς εαυτούς διαθήκην, και δώσω σοι την θυγατέρα μου, ήν έχει Αλέξανδρος, και βασιλεύσεις της βασιλείας τού πατρός σου·
10 μεταμεμέλημαι γάρ δούς αυτώ την θυγατέρα μου, εζήτησε γάρ αποκτείναί με. 11 και εψόγισεν αυτόν χάριν τού επιθυμήσαι αυτόν της βασιλείας αυτού· 12 και αφελόμενος αυτού την θυγατέρα έδωκεν αυτήν τώ Δημητρίω και ηλλοτριώθη τώ Αλεξάνδρω και εφάνη η έχθρα αυτών. 13 και εισήλθε Πτολεμαίος εις Αντιόχειαν και περιέθετο το διάδημα της Ασίας· και περιέθετο δύο διαδήματα περί την κεφαλήν αυτού, το της Ασίας και Αιγύπτου. 14 Αλέξανδρος δε ο βασιλεύς ήν εν Κιλικία κατά τους καιρούς εκείνους, ότι απεστάτουν οι από των τόπων εκείνων. 15 και ήκουσεν Αλέξανδρος και ήλθεν επ’ αυτόν πολέμω. και εξήγαγε Πτολεμαίος την δύναμιν και απήντησεν αυτώ εν χειρί ισχυρά και ετροπώσατο αυτόν. 16 και έφυγεν Αλέξανδρος εις την Αραβίαν τού σκεπασθήναι αυτόν εκεί. ο δε βασιλεύς Πτολεμαίος υψώθη. 17 και αφείλε Ζαβδιήλ ο Άραψ την κεφαλήν Αλεξάνδρου και απέστειλε τώ Πτολεμαίω. 18 και ο βασιλεύς Πτολεμαίος απέθανεν εν τή ημέρα τή τρίτη, και οι όντες εν τοίς οχυρώμασιν απώλοντο υπό των εν τοίς οχυρώμασι. 19 και εβασίλευσε Δημήτριος έτους εβδόμου και εξηκοστού και εκατοστού.
20 Εν ταίς ημέραις εκείναις συνήγαγεν Ιωνάθαν τους εκ της Ιουδαίας τού εκπολεμήσαι την άκραν την εν Ιερουσαλήμ και εποίησεν επ’ αυτήν μηχανάς πολλάς. 21 και επορεύθησάν τινες μισούντες το έθνος αυτών άνδρες παράνομοι προς τον βασιλέα και απήγγειλαν αυτώ ότι Ιωνάθαν περικάθηται την άκραν. 22 και ακούσας ωργίσθη· ως δε ήκουσεν, ευθέως αναζεύξας ήλθεν εις Πτολεμαίδα και έγραψεν Ιωνάθαν τού μη περικαθήσθαι τή άκρα και τού απαντήσαι αυτόν αυτώ συμμίσγειν εις Πτολεμαίδα την ταχίστην. 23 ως δε ήκουσεν Ιωνάθαν, εκέλευσε περικαθήσθαι και επέλεξε των πρεσβυτέρων Ισραήλ και των ιερέων και έδωκεν εαυτόν τώ κινδύνω· 24 και λαβών αργύριον και χρυσίον και ιματισμόν και έτερα ξένια πλείονα επορεύθη προς τον βασιλέα εις Πτολεμαίδα και εύρε χάριν ενώπιον αυτού. 25 και ενετύγχανον κατ’ αυτού τινες άνομοι των εκ τού έθνους. 26 και εποίησεν αυτώ ο βασιλεύς καθώς εποίησαν αυτώ οι πρό αυτού, και ύψωσεν αυτόν εναντίον πάντων των φίλων αυτού, 27 και έστησεν αυτώ την αρχιερωσύνην και όσα άλλα είχε τίμια το πρότερον και εποίησεν αυτόν των πρώτων φίλων ηγείσθαι. 28 και ηξίωσεν Ιωνάθαν τον βασιλέα ποιήσαι την Ιουδαίαν αφορολόγητον και τας τρεις τοπαρχίας και την Σαμαρείτιν και επηγγείλατο αυτώ τάλαντα τριακόσια. 29 και ευδόκησεν ο βασιλεύς και έγραψε τώ Ιωνάθαν επιστολάς περί πάντων τούτων εχούσας τον τρόπον τούτον·
30 <Βασιλεύς Δημήτριος Ιωνάθαν τώ αδελφώ χαίρειν, και έθνει Ιουδαίων. 31 το αντίγραφον της επιστολής, ής εγράψαμεν Λασθένει τώ συγγενεί ημών περί υμών, γεγράφαμεν και προς υμάς όπως ειδήτε. 32 βασιλεύς Δημήτριος Λασθένει τώ πατρί χαίρειν. 33 τώ έθνει των Ιουδαίων φίλοις ημών και συντηρούσι τα προς ημάς δίκαια εκρίναμεν αγαθοποιήσαι χάριν της εξ αυτών ευνοίας προς ημάς. 34 εστάκαμεν ούν αυτοίς τα τε όρια της Ιουδαίας και τους τρεις νομούς, Αφαίρεμα και Λύδδαν και Ραμαθέμ, οίτινες προσετέθησαν τή Ιουδαία από της Σαμαρείτιδος, και πάντα τα συγκυρούντα αυτοίς πάσι τοίς θυσιάζουσιν εις Ιεροσόλυμα, αντί των βασιλικών, ών ελάμβανεν ο βασιλεύς παρ’ αυτών το πρότερον κατ΄ ενιαυτόν από των γεννημάτων της γής και από των ακροδρύων. 35 και τα άλλα τα ανήκοντα ημίν από τού νύν των δεκατών και των τελών των ανηκόντων ημίν και τας τού αλός λίμνας και τους ανήκοντας ημίν στεφάνους, πάντα επαρκώς παρίεμεν αυτοίς. 36 και ουκ αθετηθήσεται ουδέ έν τούτων από τού νύν και εις τον άπαντα χρόνον. 37 νύν ούν επιμέλεσθε τού ποιήσαι τούτων αντίγραφον και δοθήτω Ιωνάθαν και τεθήτω εν τώ όρει τώ αγίω εν τόπω επισήμω>. 38 Καί είδε Δημήτριος ο βασιλεύς ότι ησύχασεν η γη ενώπιον αυτού και ουδέν αυτώ ανθειστήκει, και απέλυσε πάσας τας δυνάμεις αυτού έκαστον εις τον ίδιον τόπον, πλήν των ξένων δυνάμεων, ών εξενολόγησεν από των νήσων των εθνών· και ήχθραναν αυτώ πάσαι αι δυνάμεις των πατέρων αυτού. 39 Τρύφων δε ήν των παρά Αλέξάνδρου το πρότερον και είδεν ότι πάσαι αι δυνάμεις καταγογγύζουσι τού Δημητρίου, και επορεύθη προς Ειμαλκουαί τον Άραβα, ός έτρεφε τον Αντίοχον το παιδάριον το τού Αλεξάνδρου.
40 και προσήδρευεν αυτώ, όπως παραδοί αυτόν αυτώ, όπως βασιλεύση αντί τού πατρός αυτού. και απήγγειλεν αυτώ όσα συνετέλεσε Δημήτριος και την έχθραν, ήν εχθραίνουσιν αυτώ αι δυνάμεις αυτού, και έμεινεν εκεί ημέρας πολλάς. 41 και απέστειλεν Ιωνάθαν προς Δημήτριον τον βασιλέα, ίνα εκβάλη τους εκ της άκρας εξ Ιερουσαλήμ και τους εν τοίς οχυρώμασιν· ήσαν γάρ πολεμούντες τον Ισραήλ. 42 και απέστειλε Δημήτριος προς Ιωνάθαν λέγων· ου μόνον ταύτα ποιήσω σοι και τώ έθνει σου, αλλά δόξη δοξάσω σε και το έθνος σου, εάν ευκαιρίας τύχω. 43 νύν ούν ορθώς ποιήσεις αποστείλας μοι άνδρας, οί συμμαχήσουσιν, ότι απέστησαν πάσαι αι δυνάμεις μου. 44 και απέστειλεν Ιωνάθαν άνδρας τρισχιλίους δυνατούς ισχύι αυτώ εις Αντιόχειαν, και ήλθοσαν προς τον βασιλέα, και ηυφράνθη ο βασιλεύς επί τή εφόδω αυτών. 45 και επισυνήχθησαν οι εκ της πόλεως εις μέσον της πόλεως εις ανδρών δώδεκα μυριάδας ανδρών και ηβούλοντο ανελείν τον βασιλέα. 46 και έφυγεν ο βασιλεύς εις την αυλήν, και κατελάβοντο οι εκ της πόλεως τας διόδους της πόλεως και ήρξαντο πολεμείν. 47 και εκάλεσεν ο βασιλεύς τους Ιουδαίους επί βοήθειαν, και επισυνήχθησαν προς αυτόν πάντες άμα και διεσπάρησαν εν τή πόλει πάντες άμα και απέκτειναν εν τή πόλει εν τή ημέρα εκείνη εις μυριάδας δέκα· 48 και ενεπύρισαν την πόλιν και ελάβοσαν σκύλα πολλά εν εκείνη τή ημέρα και έσωσαν τον βασιλέα. 49 και είδον οι από της πόλεως ότι κατεκράτησαν οι Ιουδαίοι της πόλεως ως ηβούλοντο, και ησθένησαν ταίς διανοίαις αυτών και εκέκραξαν προς τον βασιλέα μετά δεήσεως λέγοντες·
50 δός ημίν δεξιάς και παυσάσθωσαν οι Ιουδαίοι πολεμούντες ημάς και την πόλιν. 51 και έρριψαν τα όπλα και εποίησαν ειρήνην και εδοξάσθησαν οι Ιουδαίοι εναντίον τού βασιλέως και ενώπιον πάντων των εν τή βασιλεία αυτού και επέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ έχοντες σκύλα πολλά. 52 και εκάθησε Δημήτριος ο βασιλεύς επί θρόνου της βασιλείας αυτού, και ησύχασεν η γη ενώπιον αυτού. 53 και εψεύσατο πάντα, όσα είπε, και ηλλοτριώθη τώ Ιωνάθαν και ουκ ανταπέδωκε κατά τας ευνοίας, ας ανταπέδωκεν αυτώ, και έθλιβεν αυτόν σφόδρα. 54 Μετά δε ταύτα απέστρεψε Τρύφων και Αντίοχος μετ’ αυτού παιδάριον νεώτερον· και εβασίλευσε και επέθετο διάδημα. 55 και επισυνήχθησαν προς αυτόν πάσαι αι δυνάμεις, ας απεσκόρπισε Δημήτριος, και επολέμησαν προς αυτόν, και έφυγε και ετροπώθη. 56 και έλαβε Τρύφων τα θηρία και κατεκράτησεν Αντιοχείας. 57 και έγραψεν Αντίοχος ο νεώτερος τώ Ιωνάθαν λέγων· ίστημί σοι την αρχιερωσύνην και καθίστημί σε επί των τεσσάρων νομών και είναί σε των φίλων τού βασιλέως. 58 και απέστειλεν αυτώ χρυσώματα και διακονίαν και έδωκεν αυτώ εξουσίαν πίνειν εν χρυσώμασι και είναι εν πορφύρα και έχειν πόρπην χρυσήν· 59 και Σίμωνα τον αδελφόν αυτού κατέστησε στρατηγόν από της κλίμακος Τύρου έως των ορίων Αιγύπτου.
60 και εξήλθεν Ιωνάθαν και διεπορεύετο πέραν τού ποταμού και εν ταίς πόλεσι, και ηθροίσθησαν προς αυτόν πάσαι αι δυνάμεις Συρίας εις συμμαχίαν, και ήλθεν εις Ασκάλωνα, και απήντησαν αυτώ οι εκ της πόλεως ενδόξως. 61 και απήλθεν εκείθεν εις Γάζαν, και απέκλεισαν οι από Γάζης, και περιεκάθισε περί αυτήν και ενεπύρισε τα περιπόλια αυτής πυρί και εσκύλευσεν αυτά. 62 και ηξίωσαν οι από Γάζης τον Ιωνάθαν, και έδωκεν αυτοίς δεξιάς και έλαβε τους υιούς αρχόντων αυτών εις όμηρα και εξαπέστειλεν αυτούς εις Ιερουσαλήμ· και διήλθε την χώραν έως Δαμασκού. 63 και ήκουσεν Ιωνάθαν ότι παρήσαν οι άρχοντες Δημητρίου εις Κάδης την εν τή Γαλιλαία μετά δυνάμεως πολλής βουλόμενοι μεταστήσαι αυτόν της χρείας. 64 και συνήντησεν αυτοίς, τον δε αδελφόν αυτού Σίμωνα κατέλιπεν εν τή χώρα. 65 και παρενέβαλε Σίμων επί Βαιθσούρα και επολέμει αυτήν ημέρας πολλάς και συνέκλεισεν αυτήν. 66 και ηξίωσαν αυτόν τού δεξιάς λαβείν, και έδωκεν αυτοίς· και εξέβαλεν αυτούς εκείθεν και κατελάβετο την πόλιν και έθετο επ΄ αυτή φρουράν. 67 και Ιωνάθαν και η παρεμβολή αυτού παρενέβαλον επί το ύδωρ Γεννησάρ, και ώρθρισαν το πρωί εις το πεδίον Νασώρ. 68 και ιδού παρεμβολή αλλοφύλων απήντα αυτώ εν τώ πεδίω και εξέβαλον ένεδρον επ’ αυτόν εν τοίς όρεσιν, αυτοί δε απήντησαν εξεναντίας. 69 τα δε ένεδρα εξανέστησαν εκ των τόπων αυτών και συνήψαν πόλεμον. και έφυγον οι παρά Ιωνάθαν πάντες,
70 ουδέ είς κατελείφθη απ΄ αυτών, πλήν Ματταθίας ο τού Αβεσσαλώμου και Ιούδας ο τού Χαλφί άρχοντες της στρατιάς των δυνάμεων. 71 και διέρρηξεν Ιωνάθαν τα ιμάτια αυτού και επέθετο γήν επί την κεφαλήν αυτού και προσηύξατο. 72 και υπέστρεψε προς αυτούς πολέμω και ετροπώσατο αυτούς, και έφυγον. 73 και είδον οι φεύγοντες οι παρ’ αυτού και επέστρεψαν προς αυτόν και εδίωκον μετ’ αυτού έως Κάδης έως της παρεμβολής αυτών και παρενέβαλον εκεί. 74 και έπεσον εκ των αλλοφύλων εν τή ημέρα εκείνη εις άνδρας τρισχιλίους. και επέστρεψεν Ιωνάθαν εις Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ είδεν Ιωνάθαν ότι ο καιρός αυτώ συνεργεί, και επέλεξεν άνδρας και απέστειλεν εις Ρώμην στήσαι και ανανεώσασθαι την προς αυτούς φιλίαν. 2 και προς Σπαρτιάτας και τόπους ετέρους απέστειλεν επιστολάς κατά τα αυτά. 3 και επορεύθησαν εις Ρώμην και εισήλθον εις το βουλευτήριον και είπον· Ιωνάθαν ο αρχιερεύς και το έθνος των Ιουδαίων απέστειλεν ημάς ανανεώσασθαι την φιλίαν αυτοίς και την συμμαχίαν κατά το πρότερον. 4 και έδωκαν επιστολάς αυτοίς προς αυτούς κατά τόπον, όπως προπέμπωσιν αυτούς εις γήν Ιούδα μετ’ ειρήνης. 5 Καί τούτο το αντίγραφον των επιστολών ών έγραψεν Ιωνάθαν τοίς Σπαρτιάταις· 6 < Ιωνάθαν αρχιερεύς και η γερουσία τού έθνους και οι ιερείς και ο λοιπός δήμος των Ιουδαίων Σπαρτιάταις τοίς αδελφοίς χαίρειν. 7 έτι πρότερον απεστάλησαν επιστολαί προς Ονίαν τον αρχιερέα παρά Δαρείου τού βασιλεύοντος εν υμίν ότι εστέ αδελφοί ημών, ως το αντίγραφον υπόκειται. 8 και επεδέξατο Ονίας τον άνδρα τον απεσταλμένον ενδόξως και έλαβε τας επιστολάς, εν αίς διεσαφείτο περί συμμαχίας και φιλίας. 9 και ημείς ούν απροσδεείς τούτων όντες, παράκλησιν έχοντες τα βιβλία τα άγια τα εν ταίς χερσίν ημών,
10 επειράθημεν αποστείλαι την προς υμάς αδελφότητα και φιλίαν ανανεώσασθαι προς το μη εξαλλοτριωθήναι υμών· πολλοί γάρ καιροί διήλθον αφ’ ού απεστείλατε προς ημάς. 11 ημείς ούν εν παντί καιρώ αδιαλείπτως έν τε ταίς εορταίς και ταίς λοιπαίς καθηκούσαις ημέραις μιμνησκόμεθα υμών εφ’ ών προσφέρομεν θυσιών και εν ταίς προσευχαίς, ως δέον εστί και πρέπον μνημονεύειν αδελφών· 12 ευφραινόμεθα δε επί τή δόξη υμών. 13 ημάς δε εκύκλωσαν πολλαί θλίψεις και πόλεμοι πολλοί, και επολέμησαν ημάς οι βασιλείς οι κύκλω ημών. 14 και ουκ ηβουλόμεθα ούν παρενοχλείν υμίν και τοίς λοιποίς συμμάχοις και φίλοις ημών εν τοίς πολέμοις τούτοις· 15 έχομεν γάρ την εξ ουρανού βοήθειαν βοηθούσαν ημίν και ερρύσθημεν από των εχθρών ημών, και εταπεινώθησαν οι εχθροί ημών. 16 επελέξαμεν ούν Νουμήνιον Αντιόχου και Αντίπατρον Ιάσωνος και απεστάλκαμεν προς Ρωμαίους ανανεώσασθαι την προς αυτούς φιλίαν και συμμαχίαν την προτέραν. 17 ενετειλάμεθα ούν αυτοίς και προς υμάς πορευθήναι και ασπάσασθαι υμάς και αποδούναι υμίν τας παρ’ ημών επιστολάς περί της ανανεώσεως και της αδελφότητος ημών. 18 και νύν καλώς ποιήσετε αντιφωνήσοντες ημίν προς ταύτα>. 19 Καί τούτο το αντίγραφον των επιστολών, ών απέστειλαν Ονία·
20 < Άρειος βασιλεύς Σπαρτιατών Ονία ιερεί μεγάλω χαίρειν. 21 ευρέθη εν γραφή περί τε των Σπαρτιατών και Ιουδαίων, ότι εισίν αδελφοί και ότι εισίν εκ γένους Αβραάμ. 22 και νύν αφ’ ού έγνωμεν ταύτα, καλώς ποιήσετε γράφοντες ημίν περί της ειρήνης υμών, 23 και ημείς δε αντιγράφομεν υμίν τα κτήνη υμών και η ύπαρξις υμών ημίν εστι, και τα ημών υμίν εστιν. εντελλόμεθα ούν όπως απαγγείλωσιν υμίν κατά ταύτα>. 24 Καί ήκουσεν Ιωνάθαν ότι επέστρεψαν οι άρχοντες Δημητρίου μετά δυνάμεως πολλής υπέρ το πρότερον τού πολεμήσαι προς αυτόν. 25 και απήρεν εξ Ιερουσαλήμ και απήντησεν αυτοίς εις την Αμαθίτιν χώραν· ου γάρ έδωκεν αυτοίς ανοχήν εμβατεύσαι εις την χώραν αυτού. 26 και απέστειλε κατασκόπους εις την παρεμβολήν αυτών, και επέστρεψαν και απήγγειλαν αυτώ, ότι ούτω τάσσονται επιπεσείν επ’ αυτούς την νύκτα. 27 ως δε έδυ ο ήλιος, επέταξεν Ιωνάθαν τοίς παρ’ αυτού γρηγορείν και είναι επί τοίς όπλοις και ετοιμάζεσθαι εις πόλεμον δι’ όλης της νυκτός και εξέβαλε προφύλακας κύκλω της παρεμβολής. 28 και ήκουσαν οι υπεναντίοι ότι ητοίμασται Ιωνάθαν και οι παρ΄ αυτού εις πόλεμον, και εφοβήθησαν και έπτηξαν τή καρδία αυτών και ανέκαυσαν πυράς εν τή παρεμβολή αυτών. 29 Ιωνάθαν δε και οι παρ΄ αυτού ουκ έγνωσαν έως πρωί, έβλεπον γάρ τα φώτα καιόμενα.
30 και κατεδίωξεν Ιωνάθαν οπίσω αυτών και ου κατέλαβεν αυτούς, διέβησαν γάρ τον Ελεύθερον ποταμόν. 31 και εξέκλινεν Ιωνάθαν επί τους Άραβας τους καλουμένους Ζαβαδαίους και επάταξεν αυτούς και έλαβε τα σκύλα αυτών. 32 και αναζεύξας ήλθεν εις Δαμασκόν και διώδευσεν εν πάση τή χώρα. 33 και Σίμων εξήλθε και διώδευσεν έως Ασκάλωνος και των πλησίον οχυρωμάτων, και εξέκλινεν εις Ιόππην και προκατελάβετο αυτήν· 34 ήκουσεν γάρ ότι βούλονται το οχύρωμα παραδούναι τοίς παρά Δημητρίου· και έθετο εκεί φρουράν, όπως φυλάσσωσιν αυτήν. 35 και επέστρεψεν Ιωνάθαν και εξεκκλησίασε τους πρεσβυτέρους τού λαού και εβουλεύσατο μετ’ αυτών τού οικοδομήσαι οχυρώματα εν τή Ιουδαία 36 και προσυψώσαι τα τείχη Ιερουσαλήμ και υψώσαι ύψος μέγα ανά μέσον της άκρας και της πόλεως εις το διαχωρίζειν αυτήν της πόλεως, ίνα ή αύτη κατά μόνας, όπως μήτε αγοράζωσι μήτε πωλώσι. 37 και συνήχθησαν τού οικοδομείν την πόλιν και ήγγισε τού τείχους τού χειμάρρου τού εξ απηλιώτου, και επεσκεύασαν το καλούμενον Χαφεναθά. 38 και Σίμων ωκοδόμησε την Αδιδά εν τή Σεφήλα και ωχύρωσεν αυτήν και επέστησε θύρας και μοχλούς. 39 Καί εζήτησε Τρύφων βασιλεύσαι της Ασίας και περιθέσθαι το διάδημα και εκτείναι χείρα επί Αντίοχον τον βασιλέα.
40 και εφοβήθη μήποτε ουκ εάση αυτόν Ιωνάθαν και μήποτε πολεμήση προς αυτόν, και εζήτει πόρον τού συλλαβείν τον Ιωνάθαν τού απολέσαι αυτόν, και απάρας ήλθεν εις Βαιθσάν. 41 και εξήλθεν Ιωνάθαν εις απάντησιν αυτώ εν τεσσαράκοντα χιλιάσιν ανδρών επιλελεγμέναις εις παράταξιν και ήλθεν εις Βαιθσάν. 42 και είδε Τρύφων ότι πάρεστιν Ιωνάθαν μετά δυνάμεως πολλής, και εκτείναι χείρας επ’ αυτόν ευλαβήθη, 43 και επεδέξατο αυτόν ενδόξως και συνέστησεν αυτόν πάσι τοίς φίλοις αυτού και έδωκεν αυτώ δόματα και επέταξε ταίς δυνάμεσιν αυτού υπακούειν αυτώ ως εαυτώ. 44 και είπε τώ Ιωνάθαν· ινατί έκοψας πάντα τον λαόν τούτον, πολέμου μη ενεστηκότος ημίν; 45 και νύν απόστειλον αυτούς εις τους οίκους αυτών, επίλεξαι δε σεαυτώ άνδρας ολίγους, οίτινες έσονται μετά σού, και δεύρο μετ΄ εμού εις Πτολεμαίδα, και παραδώσω σοι αυτήν και τα λοιπά οχυρώματα και τας δυνάμεις τας λοιπάς και πάντας τους επί των χρειών, και επιστρέψας απελεύσομαι· τούτου γάρ χάριν πάρειμι. 46 και εμπιστεύσας αυτώ εποίησε καθώς είπε, και εξαπέστειλε τας δυνάμεις, και απήλθον εις γήν Ιούδα. 47 κατέλιπε δε μεθ΄ εαυτού άνδρας τρισχιλίους, ών δισχιλίους αφήκεν εν τή Γαλιλαία, χίλιοι δε συνήλθον αυτώ. 48 ως δε εισήλθεν Ιωνάθαν εις Πτολεμαίδα, απέκλεισαν οι Πτολεμαείς τας πύλας και συνέλαβον αυτόν, και πάντας τους εισελθόντας μετ’ αυτού απέκτειναν εν ρομφαία. 49 και απέστειλε Τρύφων δυνάμεις και ίππον εις την Γαλιλαίαν και το πεδίον το μέγα τού απολέσαι πάντας τους παρά Ιωνάθαν.
50 και επέγνωσαν ότι συνελήφθη Ιωνάθαν και απόλωλε και οι μετ΄ αυτού, και παρεκάλεσαν εαυτούς και επορεύοντο συνεστραμμένοι έτοιμοι εις πόλεμον. 51 και είδον οι διώκοντες ότι περί ψυχής αυτοίς εστι, και επέστρεψαν. 52 και ήλθον πάντες μετ’ ειρήνης εις γήν Ιούδα και επένθησαν τον Ιωνάθαν και τους μετ’ αυτού και εφοβήθησαν σφόδρα· και επένθησε πάς Ισραήλ πένθος μέγα. 53 και εζήτησαν πάντα τα έθνη τα κύκλω αυτών εκτρίψαι αυτούς· είπαν γάρ· ουκ έχουσιν άρχοντα και βοηθούντα· νύν ούν πολεμήσωμεν αυτούς και εξάρωμεν εξ ανθρώπων το μνημόσυνον αυτών.
1 ΚΑΙ ήκουσε Σίμων ότι συνήγαγε Τρύφων δύναμιν πολλήν τού ελθείν εις γήν Ιούδα και εκτρίψαι αυτήν. 2 και είδε τον λαόν ότι εστίν έντρομος και έμφοβος, και ανέβη εις Ιερουσαλήμ και ήθροισε τον λαόν 3 και παρεκάλεσεν αυτούς και είπεν αυτοίς· αυτοί οίδατε όσα εγώ και οι αδελφοί μου και ο οίκος τού πατρός μου εποιήσαμεν περί των νόμων και των αγίων, και τους πολέμους και τας στενοχωρίας, ας είδομεν. 4 τούτου χάριν απώλοντο οι αδελφοί μου πάντες χάριν τού Ισραήλ, και κατελείφθην εγώ μόνος. 5 και νύν μη μοι γένοιτο φείσασθαί μου της ψυχής εν παντί καιρώ θλίψεως, ου γάρ ειμι κρείσσων των αδελφών μου. 6 πλήν εκδικήσω περί τού έθνους μου και περί των αγίων και περί των γυναικών και των τέκνων ημών, ότι συνήχθησαν πάντα τα έθνη εκτρίψαι ημάς έχθρας χάριν. 7 και ανεζωοπύρησε το πνεύμα τού λαού άμα τώ ακούσαι των λόγων τούτων, 8 και απεκρίθησαν φωνή μεγάλη λέγοντες· σύ εί ημών ηγούμενος αντί Ιούδα και Ιωνάθαν τού αδελφού σου· 9 πολέμησον τον πόλεμον ημών, και πάντα, όσα αν είπης ημίν, ποιήσομεν.
10 και συνήγαγε πάντας τους άνδρας τους πολεμιστάς και ετάχυνε τού τελέσαι τα τείχη Ιερουσαλήμ και ωχύρωσεν αυτήν κυκλόθεν. 11 και απέστειλεν Ιωνάθαν τον τού Αβεσσαλώμου και μετ’ αυτού δύναμιν ικανήν εις Ιόππην, και εξέβαλε τους όντας εν αυτή και έμεινεν εκεί εν αυτή. 12 Καί απήρε Τρύφων από Πτολεμαίδος μετά δυνάμεως πολλής εισελθείν εις γήν Ιούδα, και Ιωνάθαν μετ’ αυτού εν φυλακή. 13 Σίμων δε παρενέβαλεν εν Αδιδά κατά πρόσωπον τού πεδίου. 14 και επέγνω Τρύφων ότι ανέστη Σίμων αντί Ιωνάθαν τού αδελφού αυτού και ότι συνάπτειν αυτώ μέλλει πόλεμον, και απέστειλε προς αυτόν πρέσβεις λέγων· 15 περί αργυρίου, ού ώφειλεν Ιωνάθαν ο αδελφός σου εις το βασιλικόν δι’ ας είχε χρείας, συνέχομεν αυτόν· 16 και νύν απόστειλον αργυρίου τάλαντα εκατόν και δύο των υιών αυτού όμηρα, όπως μη αφεθείς αποστατήση αφ’ ημών, και αφήσομεν αυτόν. 17 και έγνω Σίμων ότι δόλω λαλούσι προς αυτόν, και πέμπει τού λαβείν το αργύριον και τα παιδάρια, μήποτε έχθραν άρη μεγάλην προς τον λαόν 18 λέγων· ότι ουκ απέστειλα αυτώ το αργύριον και τα παιδάρια, και απώλετο. 19 και απέστειλε τα παιδάρια και τα εκατόν τάλαντα, και διεψεύσατο και ουκ αφήκε τον Ιωνάθαν. 20 και μετά ταύτα ήλθε Τρύφων τού εμβατεύσαι εις την χώραν και εκτρίψαι αυτήν, και εκύκλωσεν οδόν την εις Άδωρα. και Σίμων και η παρεμβολή αυτού αντιπαρήγεν αυτώ εις πάντα τόπον, ού αν επορεύετο. 21 οι δε εκ της άκρας απέστελλον προς Τρύφωνα πρεσβευτάς κατασπεύδοντας αυτόν τού ελθείν προς αυτούς διά της ερήμου και αποστείλαι αυτοίς τροφάς. 22 και ητοίμασε Τρύφων πάσαν την ίππον αυτού ελθείν εν τή νυκτί εκείνη, και ήν χιών πολλή σφόδρα, και ουκ ήλθε διά την χιόνα· και απήρε και ήλθεν εις την Γαλααδίτιν. 23 ως δε ήγγισε της Βασκαμά, απέκτεινε τον Ιωνάθαν, και ετάφη εκεί. 24 και επέστρεψε Τρύφων και απήλθεν εις την γήν αυτού. 25 Καί απέστειλε Σίμων και έλαβε τα οστά Ιωνάθαν τού αδελφού αυτού και έθαψεν αυτά εν Μωδείν πόλει των πατέρων αυτού. 26 και εκόψαντο αυτόν πάς Ισραήλ κοπετόν μέγαν και επένθησαν αυτόν ημέρας πολλάς. 27 και ωκοδόμησε Σίμων επί τον τάφον τού πατρός αυτού και των αδελφών αυτού και ύψωσεν αυτόν τή οράσει λίθω ξεστώ εκ των όπισθεν και εκ των έμπροσθεν. 28 και έστησεν επ’ αυτά επτά πυραμίδας, μίαν κατέναντι της μιάς τώ πατρί και τή μητρί και τοίς τέσσαρσιν αδελφοίς. 29 και ταύταις εποίησε μηχανήματα περιθείς στύλους μεγάλους και εποίησεν επί τοίς στύλοις πανοπλίας εις όνομα αιώνιον και παρά ταίς πανοπλίαις πλοία επιγεγλυμμένα εις το θεωρείσθαι υπό πάντων των πλεόντων την θάλασσαν.
30 ούτος ο τάφος ον εποίησεν εν Μωδείν, έως της ημέρας ταύτης. 31 Ο δε Τρύφων επορεύετο δόλω μετά Αντιόχου τού βασιλέως τού νεωτέρου και απέκτεινεν αυτόν 32 και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού και περιέθετο διάδημα της Ασίας και εποίησε πληγήν μεγάλην επί της γής. 33 και ωκοδόμησε Σίμων τα οχυρώματα της Ιουδαίας, και περιετείχισε πύργοις υψηλοίς και τείχεσι μεγάλοις και πύλαις και μοχλοίς και έθετο βρώματα εν τοίς οχυρώμασι. 34 και επέλεξε Σίμων άνδρας και απέστειλε προς Δημήτριον τον βασιλέα τού ποιήσαι άφεσιν τή χώρα, ότι πάσαι αι πράξεις Τρύφωνος ήσαν αρπαγαί. 35 και απέστειλεν αυτώ Δημήτριος ο βασιλεύς κατά τους λόγους τούτους και απεκρίθη αυτώ και έγραψεν αυτώ επιστολήν τοιαύτην· 36 <Βασιλεύς Δημήτριος Σίμωνι αρχιερεί και φίλω βασιλέων και πρεσβυτέροις και έθνει Ιουδαίων χαίρειν. 37 τον στέφανον τον χρυσούν και την βαίνην, ήν απεστείλατε, κεκομίσμεθα και έτοιμοί εσμεν τού ποιείν υμίν ειρήνην μεγάλην και γράφειν τοίς επί των χρειών τού αφιέναι υμίν αφέματα. 38 και όσα εστήκαμεν προς υμάς, έστηκε, και τα οχυρώματα, ά ωκοδομήκατε, υπαρχέτω υμίν. 39 αφίεμεν δε αγνοήματα και τα αμαρτήματα έως της σήμερον ημέρας και τον στέφανον, ον ωφείλετε, και εί τι άλλο ετελωνείτο εν Ιερουσαλήμ, μηκέτι τελωνείσθω.
40 και εί τινες επιτήδειοι υμών γραφήναι εις τους περί ημάς, εγγραφέσθωσαν, και γινέσθω αναμέσον ημών ειρήνη>. ~41 έτους εβδομηκοστού και εκατοστού ήρθη ο ζυγός των εθνών από τού Ισραήλ, 42 και ήρξατο ο λαός Ισραήλ γράφειν εν ταίς συγγραφαίς και συναλλάγμασιν έτους πρώτου επί Σίμωνος αρχιερέως μεγάλου και στρατηγού και ηγουμένου Ιουδαίων. 43 Εν ταίς ημέραις εκείναις παρενέβαλε Σίμων επί Γάζαρα και εκύκλωσεν αυτήν παρεμβολαίς και εποίησεν ελεπόλεις και προσήγαγε τή πόλει και επάταξε πύργον ένα και κατελάβετο. 44 και εξήλλοντο οι εν τή ελεπόλει εις την πόλιν, και εγένετο κίνημα μέγα εν τή πόλει. 45 και ανέβησαν οι εν τή πόλει σύν ταίς γυναιξί και τοίς τέκνοις επί το τείχος διερρηχότες τα ιμάτια αυτών και εβόησαν φωνή μεγάλη αξιούντες Σίμωνα δεξιάς αυτοίς δούναι 46 και είπαν· μη ημίν χρήση κατά τας πονηρίας ημών, αλλά κατά το έλεός σου. 47 και συνελύθη Σίμων αυτοίς και ουκ επολέμησεν αυτούς· και εξέβαλεν αυτούς εκ της πόλεως, και εκαθάρισε τας οικίας, εν αίς ήν τα είδωλα, και ούτως εισήλθεν εις αυτήν υμνών και ευλογών. 48 και εξέβαλεν εξ αυτής πάσαν ακαθαρσίαν και κατώκισεν εκεί άνδρας, οίτινες τον νόμον ποιούσι, και προσωχύρωσεν αυτήν και ωκοδόμησεν εαυτώ εν αυτή οίκησιν. 49 οι δε εκ της άκρας εν Ιερουσαλήμ εκωλύοντο εκπορεύεσθαι και εισπορεύεσθαι εις την χώραν και αγοράζειν και πωλείν και επείνασαν σφόδρα, και απώλοντο εξ αυτών ικανοί τή λιμώ.
50 και εβόησαν προς Σίμωνα δεξιάς λαβείν, και έδωκεν αυτοίς· και εξέβαλεν αυτούς εκείθεν και εκαθάρισε την άκραν από των μιασμάτων. 51 και εισήλθον εις αυτήν τή τρίτη και εικάδι τού δευτέρου μηνός έτους ενός και εβδομηκοστού και εκατοστού μετά αινέσεως και βαίων και εν κινύραις και εν κυμβάλοις και εν νάβλαις και εν ύμνοις και εν ωδαίς, ότι συνετρίβη εχθρός μέγας εξ Ισραήλ. 52 και έστησε κατ’ ενιαυτόν τού άγειν την ημέραν ταύτην μετ’ ευφροσύνης. και προσωχύρωσε το όρος τού ιερού το παρά την άκραν· και ώκει εκεί αυτός και οι παρ’ αυτού. 53 και είδε Σίμων τον Ιωάννην υιόν αυτού, ότι ανήρ εστι, και έθετο αυτόν ηγούμενον των δυνάμεων πασών· και ώκει εν Γαζάροις.
1 ΚΑΙ εν έτει δευτέρω και εβδομηκοστώ και εκατοστώ συνήγαγε Δημήτριος ο βασιλεύς τας δυνάμεις αυτού και επορεύθη εις Μηδίαν τού επισπάσασθαι βοήθειαν αυτώ, όπως πολεμήση τον Τρύφωνα. 2 και ήκουσεν Αρσάκης ο βασιλεύς της Περσίδος και Μηδίας ότι ήλθε Δημήτριος εις τα όρια αυτού, και απέστειλεν ένα των αρχόντων αυτού συλλαβείν αυτόν ζώντα. 3 και επορεύθη και επάταξε την παρεμβολήν Δημητρίου και συνέλαβεν αυτόν και ήγαγεν αυτόν προς Αρσάκην, και έθετο αυτόν εν φυλακή. 4 Καί ησύχασεν η γη Ιούδα πάσας τας ημέρας Σίμωνος, και εζήτησαν αγαθά τώ έθνει αυτού, και ήρεσεν αυτοίς η εξουσία αυτού και η δόξα αυτού πάσας τας ημέρας. 5 και μετά πάσης της δόξης αυτού έλαβε την Ιόππην εις λιμένα και εποίησεν είσοδον ταίς νήσοις της θαλάσσης. 6 και επλάτυνε τα όρια τώ έθνει αυτού και εκράτησε της χώρας. 7 και συνήγαγεν αιχμαλωσίαν πολλήν και εκυρίευσε Γαζάρων και Βαιθσούρων και της άκρας· και εξήρε τας ακαθαρσίας εξ αυτής, και ουκ ήν ο αντικείμενος αυτώ. 8 και ήσαν γεωργούντες την γήν αυτών μετ’ ειρήνης, και η γη εδίδου τα γεννήματα αυτής και τα ξύλα των πεδίων τον καρπόν αυτών. 9 πρεσβύτεροι εν ταίς πλατείαις εκάθηντο, πάντες περί αγαθών εκοινολογούντο, και οι νεανίσκοι ενεδύσαντο δόξας και στολάς πολέμου.
10 ταίς πόλεσιν εχορήγησε βρώματα και έταξεν αυτάς εν σκεύεσιν οχυρώσεως, έως ότου ωνομάσθη το όνομα της δόξης αυτού έως άκρου της γής. 11 εποίησε την ειρήνην επί της γής, και ευφράνθη Ισραήλ ευφροσύνην μεγάλην. 12 και εκάθισεν έκαστος υπό την άμπελον αυτού και την συκήν αυτού, και ουκ ήν ο εκφοβών αυτούς. 13 και εξέλιπεν ο πολεμών αυτούς επί της γής, και οι βασιλείς συνετρίβησαν εν ταίς ημέραις εκείναις. 14 και εστήρισε πάντας τους ταπεινούς τού λαού αυτού· τον νόμον εξεζήτησε και εξήρε πάντα άνομον και πονηρόν· 15 τα άγια εδόξασε, και επλήθυνε τα σκεύη των αγίων. 16 Καί ηκούσθη εν Ρώμη, ότι απέθανεν Ιωνάθαν, και έως Σπάρτης, και ελυπήθησαν σφόδρα. 17 ως δε ήκουσαν, ότι Σίμων ο αδελφός αυτού γέγονεν αντ’ αυτού αρχιερεύς και επικρατεί της χώρας και των πόλεων των εν αυτή, 18 έγραψαν προς αυτόν δέλτοις χαλκαίς τού ανανεώσασθαι προς αυτόν φιλίαν και την συμμαχίαν, ήν έστησαν προς Ιούδαν και Ιωνάθαν τους αδελφούς αυτού. 19 και ανεγνώσθησαν ενώπιον της εκκλησίας εν Ιερουσαλήμ.
20 και τούτο το αντίγραφον των επιστολών, ών απέστειλαν οι Σπαρτιάται· <Σπαρτιατών άρχοντες και η πόλις Σίμωνι ιερεί μεγάλω και τοίς πρεσβυτέροις και τοίς ιερεύσι και τώ λοιπώ δήμω των Ιουδαίων αδελφοίς χαίρειν. 21 οι πρεσβευταί οι αποσταλέντες προς τον δήμον ημών απήγγειλαν ημίν περί της δόξης υμών και τιμής, και ηυφράνθημεν επί τή εφόδω αυτών. 22 και ανεγράψαμεν τα υπ’ αυτών ειρημένα εν ταίς βουλαίς τού δήμου ούτως· Νουμήνιος Αντιόχου και Αντίπατρος Ιάσωνος πρεσβευταί Ιουδαίων ήλθοσαν προς ημάς ανανεούμενοι την προς ημάς φιλίαν. 23 και ήρεσε τώ δήμω επιδέξασθαι τους άνδρας ενδόξως και τού θέσθαι το αντίγραφον των λόγων αυτών εν τοίς αποδεδειγμένοις τώ δήμω βιβλίοις τού έχειν μνημόσυνον τον δήμον των Σπαρτιατών. το δε αντίγραφον τούτων εγράψαμεν Σίμωνι τώ αρχιερεί>. ~24 Μετά δε ταύτα απέστειλε Σίμων τον Νουμήνιον εις Ρώμην έχοντα ασπίδα χρυσήν μεγάλην ολκής μνών χιλίων εις το στήσαι προς αυτούς την συμμαχίαν. 25 Ως δε ήκουσεν ο δήμος των λόγων τούτων, είπαν· τίνα χάριν αποδώσομεν Σίμωνι και τοίς υιοίς αυτού; 26 εστήρισε γάρ αυτός και οι αδελφοί αυτού και ο οίκος τού πατρός αυτού και επολέμησαν τους εχθρούς Ισραήλ απ’ αυτών και έστησαν αυτώ ελευθερίαν. και κατέγραψαν εν δέλτοις χαλκαίς και έθεντο εν στήλαις εν όρει Σιών. 27 και τούτο το αντίγραφον της γραφής· < Οκτωκαιδεκάτη Ελούλ, έτους δευτέρου και εβδομηκοστού και εκατοστού ~και τούτο τρίτον έτος επί Σίμωνος αρχιερέως 28 εν ασαραμέλ~ επί συναγωγής μεγάλης ιερέων και λαού και αρχόντων έθνους και των πρεσβυτέρων της χώρας εγνώρισεν ημίν· 29 επεί πολλάκις εγενήθησαν πόλεμοι εν τή χώρα, Σίμων δε ο υιός Ματταθίου ο υιός των υιών Ιωαρίβ και οι αδελφοί αυτού έδωκαν εαυτούς τώ κινδύνω και αντέστησαν τοίς υπεναντίοις τού έθνους αυτών, όπως σταθή τα άγια αυτών και ο νόμος, και δόξη μεγάλη εδόξασαν το έθνος αυτών.
30 και ήθροισεν Ιωνάθαν το έθνος αυτών και εγενήθη αυτοίς αρχιερεύς και προσετέθη προς τον λαόν αυτού, 31 και εβουλήθησαν οι εχθροί αυτών εμβατεύσαι εις την χώραν αυτών τού εκτρίψαι την χώραν αυτών και εκτείναι χείρας επί τα άγια αυτών. 32 τότε ανέστη Σίμων, και επολέμησε περί τού έθνους αυτού και εδαπάνησε χρήματα πολλά των εαυτού και ωπλοδότησε τους άνδρας της δυνάμεως τού έθνους αυτού και έδωκεν αυτοίς οψώνια 33 και ωχύρωσε τας πόλεις της Ιουδαίας και την Βαιθσούραν την επί των ορίων της Ιουδαίας, ού ήν τα όπλα των πολεμίων το πρότερον, και έθετο εκεί φρουράν άνδρας Ιουδαίους. 34 και Ιόππην ωχύρωσε την επί της θαλάσσης και την Γάζαρα την επί των ορίων Αζώτου, εν ή ώκουν οι πολέμιοι το πρότερον εκεί, και κατώκισεν εκεί Ιουδαίους, και όσα επιτήδεια ήν προς την τούτων επανόρθωσιν, έθετο εν αυτοίς. 35 και είδεν ο λαός την πράξιν τού Σίμωνος και την δόξαν, ήν εβουλεύσατο ποιήσαι τώ έθνει αυτού, και έθεντο αυτόν ηγούμενον αυτών και αρχιερέα διά το αυτόν πεποιηκέναι πάντα ταύτα και την δικαιοσύνην και την πίστιν, ήν συνετήρησε τώ έθνει αυτού, και εζήτησε παντί τρόπω υψώσαι τον λαόν αυτού. 36 και εν ταίς ημέραις αυτού ευωδώθη εν ταίς χερσίν αυτού τού εξαρθήναι τα έθνη εκ της χώρας αυτών και τους εν τή πόλει Δαυίδ τους εν Ιερουσαλήμ, οί εποίησαν εαυτοίς άκραν, εξ ής εξεπορεύοντο και εμίαινον κύκλω των αγίων και εποίουν πληγήν μεγάλην εν τή αγνεία. 37 και κατώκισεν εν αυτή άνδρας Ιουδαίους και ωχύρωσεν αυτήν προς ασφάλειαν της χώρας και της πόλεως και ύψωσε τα τείχη Ιερουσαλήμ, 38 και ο βασιλεύς Δημήτριος έστησεν αυτώ την αρχιερωσύνην κατά ταύτα 39 και εποίησεν αυτόν των φίλων αυτού και εδόξασεν αυτόν δόξη μεγάλη.
40 ήκουσε γάρ ότι προσηγόρευνται οι Ιουδαίοι υπό Ρωμαίων φίλοι και σύμμαχοι και αδελφοί, και ότι απήντησαν τοίς πρεσβευταίς Σίμωνος ενδόξως, 41 και ότι ευδόκησαν οι Ιουδαίοι και οι ιερείς τού είναι Σίμωνα ηγούμενον και αρχιερέα εις τον αιώνα έως τού αναστήναι προφήτην πιστόν 42 και τού είναι επ΄ αυτών στρατηγόν και όπως μέλη αυτώ περί των αγίων καθιστάναι αυτούς επί των έργων αυτών και επί της χώρας και επί των όπλων και επί των οχυρωμάτων, 43 και όπως μέλη αυτώ περί των αγίων, και όπως ακούηται υπό πάντων, και όπως γράφωνται επί τώ ονόματι αυτού πάσαι συγγραφαί εν τή χώρα, και όπως περιβάλληται πορφύραν και χρυσοφορή· 44 και ουκ εξέσται ουδενί τού λαού και των ιερέων αθετήσαί τι τούτων και αντειπείν τοίς υπ’ αυτού ρηθησομένοις και επισυστρέψαι συστροφήν εν τή χώρα άνευ αυτού και περιβάλλεσθαι πορφύραν και εμπορπούσθαι πόρπην χρυσήν· 45 ός δ’ αν παρά ταύτα ποιήση ή αθετήση τι τούτων, ένοχος έσται>. ~46 και ευδόκησε πάς ο λαός θέσθαι Σίμωνι και ποιήσαι κατά τους λόγους τούτους. 47 και επεδέξατο Σίμων και ευδόκησεν αρχιερατεύειν και είναι στρατηγός και εθνάρχης των Ιουδαίων και ιερέων και τού προστατήσαι πάντων. 48 και την γραφήν ταύτην είπον θέσθαι εν δέλτοις χαλκαίς και στήσαι αυτάς εν περιβόλω των αγίων εν τόπω επισήμω, 49 τα δε αντίγραφα αυτών θέσθαι εν τώ γαζοφυλακίω, όπως έχη Σίμων και οι υιοί αυτού.
1 ΚΑΙ απέστειλεν ο Αντίοχος υιός Δημητρίου τού βασιλέως επιστολάς από των νήσων της θαλάσσης Σίμωνι ιερεί και εθνάρχη των Ιουδαίων και παντί τώ έθνει. 2 και ήσαν περιέχουσαι τον τρόπον τούτον· <Βασιλεύς Αντίοχος Σίμωνι ιερεί μεγάλω και εθνάρχη και έθνει Ιουδαίων χαίρειν, 3 επειδή άνδρες λοιμοί κατεκράτησαν της βασιλείας των πατέρων ημών, βούλομαι δε αντιποιήσασθαι της βασιλείας, όπως αποκαταστήσω αυτήν ως ήν το πρότερον, εξενολόγησα δε πλήθος δυνάμεων και κατεσκεύασα πλοία πολεμικά, 4 βούλομαι δε εκβήναι κατά την χώραν, όπως μετέλθω τους κατεφθαρκότας την χώραν ημών και τους ηρημωκότας πόλεις πολλάς εν τή βασιλεία· 5 νύν ούν ίστημί σοι πάντα τα αφαιρέματα, ά αφήκάν σοι οι πρό εμού βασιλείς και όσα άλλα δόματα αφήκάν σοι. 6 και επέτρεψά σοι ποιήσαι κόμμα ίδιον νόμισμα τή χώρα σου, 7 Ιερουσαλήμ δε και τα άγια είναι ελεύθερα· και πάντα τα όπλα όσα κατεσκεύασας, και τα οχυρώματα, ά ωκοδόμησας ών κρατείς, μενέτω σοι. 8 και πάν οφείλημα βασιλικόν και τα εσόμενα βασιλικά, από τού νύν και εις τον άπαντα χρόνον αφιέσθω σοι· 9 ως δ’ αν κρατήσωμεν της βασιλείας ημών, δοξάσομέν σε και το έθνος σου και το ιερόν δόξη μεγάλη, ώστε φανεράν γενέσθαι την δόξαν υμών εν πάση τή γη>. ~
10 Έτους τετάρτου και εβδομηκοστού και εκατοστού εξήλθεν Αντίοχος εις την γήν πατέρων αυτού, και συνήλθον προς αυτόν πάσαι αι δυνάμεις, ώστε ολίγους είναι τους καταλειφθέντας σύν Τρύφωνι. 11 και εδίωξεν αυτόν Αντίοχος ο βασιλεύς, και ήλθε φεύγων εις Δωρά την επί της θαλάσσης· 12 είδε γάρ ότι συνήκται επ’ αυτόν τα κακά, και αφήκαν αυτόν αι δυνάμεις. 13 και παρενέβαλεν Αντίοχος επί Δωρά και σύν αυτώ δώδεκα μυριάδες ανδρών πολεμιστών και οκτακισχιλία ίππος. 14 και εκύκλωσε την πόλιν, και τα πλοία από θαλάσσης συνήψαν, και έθλιβε την πόλιν από της γής και της θαλάσσης, και ουκ είασεν ουδένα εκπορεύεσθαι και εισπορεύεσθαι. 15 Καί ήλθε Νουμήνιος και οι παρ’ αυτού εκ Ρώμης έχοντες επιστολάς τοίς βασιλεύσι και ταίς χώραις, εν αίς εγέγραπτο τάδε· 16 <Λεύκιος ύπατος Ρωμαίων Πτολεμαίω βασιλεί χαίρειν. 17 οι πρεσβευταί των Ιουδαίων ήλθον προς ημάς, φίλοι ημών και σύμμαχοι, ανανεούμενοι την εξ αρχής φιλίαν και συμμαχίαν, απεσταλμένοι από Σίμωνος τού αρχιερέως και τού δήμου των Ιουδαίων· 18 ήνεγκαν δε ασπίδα χρυσήν από μνών χιλίων. 19 ήρεσεν ούν ημίν γράψαι τοίς βασιλεύσι και ταίς χώραις όπως μη εκζητήσωσιν αυτοίς κακά και μη πολεμήσωσιν αυτούς και τας πόλεις αυτών και την χώραν αυτών και ίνα μη συμμαχήσωσι τοίς πολεμούσιν αυτούς.
20 έδοξε δε ημίν δέξασθαι την ασπίδα παρ’ αυτών. 21 εί τινες ούν λοιμοί διαπεφεύγασιν εκ της χώρας αυτών προς ημάς, παράδοτε αυτούς Σίμωνι τώ αρχιερεί, όπως εκδικήση εν αυτοίς κατά τον νόμον αυτών>. ~22 Καί τα αυτά έγραψε Δημητρίω τώ βασιλεί και Αττάλω, Αριαράθη και Αρσάκη 23 και εις πάσας τας χώρας και Σαμψάμη και Σπαρτιάταις και εις Δήλον και Μύνδον και Σικυώνα και εις την Καρίαν και εις Σάμον και εις την Παμφυλίαν και εις την Λυκίαν και εις Αλικαρνασσόν και εις Ρόδον και εις Φασηλίδα και εις Κώ και εις Σίδην και εις Άραδον και εις Γόρτυναν και Κνίδον και Κύπρον και Κυρήνην. 24 το δε αντίγραφον αυτών έγραψαν Σίμωνι τώ αρχιερεί. 25 Αντίοχος δε ο βασιλεύς παρενέβαλεν επί Δωρά εν τή δευτέρα, προσάγων διά παντός αυτή τας χείρας και μηχανάς ποιούμενος και συνέκλεισε τον Τρύφωνα τού μη εισπορεύεσθαι και εκπορεύεσθαι. 26 και απέστειλεν αυτώ Σίμων δισχιλίους άνδρας εκλεκτούς συμμαχήσαι αυτώ και αργύριον και χρυσίον και σκεύη ικανά. 27 και ουκ ηβούλετο αυτά δέξασθαι, αλλ’ ηθέτησε πάντα, όσα συνέθετο αυτώ το πρότερον, και ηλλοτριούντο αυτώ. 28 και απέστειλε προς αυτόν Αθηνόβιον ένα των φίλων αυτού κοινολογησάμενον αυτώ λέγων· υμείς κατακρατείτε της Ιόππης και Γαζάρων και της άκρας της εν Ιερουσαλήμ, πόλεις της βασιλείας μου. 29 τα όρια αυτών ηρημώσατε και εποιήσατε πληγήν μεγάλην επί της γής και εκυριεύσατε τόπων πολλών εν τή βασιλεία μου.
30 νύν ούν παράδοτε τας πόλεις, ας κατελάβεσθε, και τους φόρους των τόπων, ών κατεκυριεύσατε εκτός των ορίων της Ιουδαίας. 31 ει δε μη, δότε αντ’ αυτών πεντακόσια τάλαντα αργυρίου και της καταφθοράς, ής κατεφθάρκατε, και των φόρων των πόλεων άλλα τάλαντα πεντακόσια· ει δε μη, παραγενόμενοι εκπολεμήσομεν υμάς. 32 και ήλθεν Αθηνόβιος φίλος τού βασιλέως εις Ιερουσαλήμ και είδε την δόξαν Σίμωνος και κυλικείον μετά χρυσωμάτων και αργυρωμάτων και παράστασιν ικανήν και εξίστατο και απήγγειλεν αυτώ τους λόγους τού βασιλέως. 33 και αποκριθείς Σίμων είπεν αυτώ· ούτε γήν αλλοτρίαν ειλήφαμεν ούτε αλλοτρίων κεκρατήκαμεν, αλλά της κληρονομίας των πατέρων ημών, υπό δε εχθρών ημών έν τινι καιρώ ακρίτως κατεκρατήθη· 34 ημείς δε καιρόν έχοντες αντεχόμεθα της κληρονομίας των πατέρων ημών. 35 περί δε Ιόππης και Γαζάρων, ών αιτείς, αύται εποίουν εν τώ λαώ πληγήν μεγάλην κατά την χώραν ημών, τούτων δώσομεν τάλαντα εκατόν. και ουκ απεκρίθη αυτώ Αθηνόβιος λόγον, 36 απέστρεψε δε μετά θυμού προς τον βασιλέα και απήγγειλεν αυτώ τους λόγους τούτους και την δόξαν Σίμωνος και πάντα, όσα είδε, και ωργίσθη ο βασιλεύς οργήν μεγάλην. 37 Τρύφων δε εμβάς εις πλοίον έφυγεν εις Ορθωσιάδα. 38 και κατέστησεν ο βασιλεύς τον Κενδεβαίον στρατηγόν της παραλίας και δυνάμεις πεζικάς και ιππικάς έδωκεν αυτώ· 39 και ενετείλατο αυτώ παρεμβαλείν κατά πρόσωπον της Ιουδαίας και ενετείλατο αυτώ οικοδομήσαι την Κεδρών και οχυρώσαι τας πύλας και όπως πολεμήση τον λαόν· ο δε βασιλεύς εδίωκε τον Τρύφωνα.
40 και παρεγενήθη Κενδεβαίος εις Ιάμνειαν και ήρξατο τού ερεθίζειν τον λαόν και εμβατεύειν εις την Ιουδαίαν και αιχμαλωτίζειν τον λαόν και φονεύειν, 41 και ωκοδόμησε την Κεδρών και έταξεν εκεί ιππείς και δυνάμεις, όπως εκπορευόμενοι εξοδεύωσι τας οδούς της Ιουδαίας, καθά συνέταξεν αυτώ ο βασιλεύς.
1 ΚΑΙ ανέβη Ιωάννης εκ Γαζάρων και απήγγειλε Σίμωνι τώ πατρί αυτού ά συνετέλει Κενδεβαίος. 2 και εκάλεσε Σίμων τους δύο υιούς αυτού τους πρεσβυτέρους Ιούδαν και Ιωάννην και είπεν αυτοίς· εγώ και οι αδελφοί μου και ο οίκος τού πατρός μου επολεμήσαμεν τους πολεμίους Ισραήλ από νεότητος έως της σήμερον ημέρας, και ευωδώθη εν ταίς χερσίν ημών ρύσασθαι τον Ισραήλ πλεονάκις. 3 νύν δε γεγήρακα, και υμείς δε εν τώ ελέει ικανοί εστε εν τοίς έτεσι· γίνεσθε αντ’ εμού και τού αδελφού μου και εξελθόντες υπερμαχείτε υπέρ τού έθνους ημών, η δε εκ τού ουρανού βοήθεια έστω μεθ’ υμών. 4 και επέλεξεν εκ της χώρας είκοσι χιλιάδας ανδρών πολεμιστών και ιππείς, και επορεύθησαν επί τον Κενδεβαίον και εκοιμήθησαν εν Μωδείν. 5 και αναστάντες το πρωί επορεύοντο εις το πεδίον, και ιδού δύναμις πολλή εις συνάντησιν αυτοίς, πεζική και ιππείς, και ήν χειμάρρους αναμέσον αυτών. 6 και παρενέβαλε κατά πρόσωπον αυτών αυτός και ο λαός αυτού. και είδε τον λαόν δειλούμενον διαπεράσαι τον χειμάρρουν και διεπέρασε πρώτος· και είδον αυτόν οι άνδρες και διεπέρασαν κατόπισθεν αυτού. 7 και διείλε τον λαόν και τους ιππείς εν μέσω των πεζών· η δε ίππος των υπεναντίων πολλή σφόδρα. 8 και εσάλπισαν ταίς ιεραίς σάλπιγξι, και ετροπώθη Κενδεβαίος και η παρεμβολή αυτού, και έπεσον εξ αυτών τραυματίαι πολλοί· οι δε καταλειφθέντες έφυγον εις το οχύρωμα. 9 τότε ετραυματίσθη Ιούδας ο αδελφός Ιωάννου· Ιωάννης δε κατεδίωξεν αυτούς έως ήλθεν εις Κεδρών, ήν ωκοδόμησε.
10 και έφυγον έως εις τους πύργους τους εν τοίς αγροίς Αζώτου, και ενεπύρισεν αυτήν εν πυρί, και έπεσον εξ αυτών εις άνδρας δισχιλίους και απέστρεψεν εις γήν Ιούδα μετ΄ ειρήνης. 11 Καί Πτολεμαίος ο τού Αβούβου ήν καθεσταμένος στρατηγός εις το πεδίον Ιεριχώ και έσχεν αργύριον και χρυσίον πολύ· 12 ήν γάρ γαμβρός τού αρχιερέως. 13 και υψώθη η καρδία αυτού, και ηβουλήθη κατακρατήσαι της χώρας και εβουλεύετο δόλω κατά Σίμωνος και των υιών αυτού άραι αυτούς. 14 Σίμων δε ήν εφοδεύων τας πόλεις τας εν τή χώρα και φροντίζων της επιμελείας αυτών· και κατέβη εις Ιεριχώ αυτός και Ματταθίας και Ιούδας οι υιοί αυτού έτους εβδόμου και εβδομηκοστού και εκατοστού εν μηνί ενδεκάτω (ούτος ο μην Σαβάτ). 15 και υπεδέξατο αυτούς ο τού Αβούβου εις το οχυρωμάτιον το καλούμενον Δώκ μετά δόλου, ό ωκοδόμησε, και εποίησεν αυτοίς πότον μέγαν και ενέκρυψεν εκεί άνδρας. 16 και ότε εμεθύσθη Σίμων και οι υιοί αυτού, εξανέστη Πτολεμαίος και οι παρ’ αυτού και ελάβοσαν τα όπλα αυτών και επεισήλθοσαν τώ Σίμωνι εις το συμπόσιον και απέκτειναν αυτόν και τους δύο υιούς αυτού και τινας των παιδαρίων αυτού. 17 και εποίησεν αθεσίαν μεγάλην, και απέδωκε κακά αντί αγαθών. 18 και έγραψε ταύτα Πτολεμαίος και απέστειλε τώ βασιλεί, όπως αποστείλη αυτώ δυνάμεις εις βοήθειαν και παραδώ αυτώ την χώραν αυτών και τας πόλεις. 19 και απέστειλεν ετέρους εις Γάζαρα άραι τον Ιωάννην, και τοίς χιλιάρχοις απέστειλεν επιστολάς παραγενέσθαι προς αυτόν, όπως δώ αυτοίς αργύριον και χρυσίον και δόματα,
20 και ετέρους απέστειλε καταλαβέσθαι την Ιερουσαλήμ και το όρος τού ιερού. 21 και προδραμών τις απήγγειλεν Ιωάννη εις Γάζαρα ότι απώλετο ο πατήρ αυτού και οι αδελφοί αυτού και ότι απέσταλκε και σε αποκτείναι. 22 και ακούσας εξέστη σφόδρα και συνέλαβε τους άνδρας τους ελθόντας απολέσαι αυτόν και απέκτεινεν αυτούς, επέγνω γάρ ότι εζήτουν αυτόν απολέσαι. 23 Καί τα λοιπά των λόγων Ιωάννου και των πολέμων αυτού και των ανδραγαθιών αυτού, ών ηνδραγάθησε, και της οικοδομής των τειχέων, ών ωκοδόμησε, και των πράξεων αυτού, 24 ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίω ημερών αρχιερωσύνης αυτού, αφ΄ ού εγενήθη αρχιερεύς μετά τον πατέρα αυτού.
1 ΤΟΙΣ αδελφοίς τοίς κατ’ Αίγυπτον Ιουδαίοις χαίρειν. οι αδελφοί οι εν Ιεροσολύμοις Ιουδαίοι και οι εν τή χώρα της Ιουδαίας ειρήνην αγαθήν· 2 και αγαθοποιήσαι υμίν ο Θεός και μνησθείη της διαθήκης αυτού της προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ των δούλων αυτού των πιστών· 3 και δώη υμίν καρδίαν πάσιν εις το σέβεσθαι αυτόν και ποιείν αυτού τα θελήματα καρδία μεγάλη και ψυχή βουλομένη· 4 και διανοίξαι την καρδίαν υμών εν τώ νόμω αυτού και εν τοίς προστάγμασι και ειρήνην ποιήσαι 5 και επακούσαι υμών των δεήσεων και καταλλαγείη υμίν και μη υμάς εγκαταλίποι εν καιρώ πονηρώ. 6 και νύν ώδέ εσμεν προσευχόμενοι περί υμών. 7 βασιλεύοντος Δημητρίου έτους εκατοστού εξηκοστού ενάτου, ημείς οι Ιουδαίοι γεγράφαμεν υμίν εν τή θλίψει και εν τή ακμή τή επελθούση ημίν εν τοίς έτεσι τούτοις, αφ’ ού απέστη Ιάσων και οι μετ’ αυτού από της αγίας γής και της βασιλείας 8 και ενεπύρισαν τον πυλώνα και εξέχεαν αίμα αθώον· και εδεήθημεν τού Κυρίου και εισηκούσθημεν και προσηνέγκαμεν θυσίαν και σεμίδαλιν και εξήψαμεν τους λύχνους και προεθήκαμεν τους άρτους. 9 και νύν ίνα άγητε τας ημέρας της σκηνοπηγίας τού Χασελεύ μηνός. έτους εκατοστού ογδοηκοστού και ογδόου>.
10 <Οι εν Ιεροσολύμοις και οι εν τή Ιουδαία και η γερουσία και Ιούδας Αριστοβούλω διδασκάλω Πτολεμαίου τού βασιλέως, όντι δε από τού των χριστών ιερέων γένους, και τοίς εν Αιγύπτω Ιουδαίοις χαίρειν και υγιαίνειν. 11 εκ μεγάλων κινδύνων υπό τού Θεού σεσωσμένοι μεγάλως ευχαριστούμεν αυτώ, ως αν προς βασιλέα παρατασσόμενοι· 12 αυτός γάρ εξέβρασε τους παραταξαμένους εν τή αγία πόλει. 13 εις γάρ την Περσίδα γενόμενος ο ηγεμών και ο περί αυτόν ανυπόστατος δοκούσα είναι δύναμις, κατεκόπησαν εν τώ της Ναναίας ιερώ, παραλογισμώ χρησαμένων των περί την Ναναίαν ιερέων. 14 ως γάρ συνοικήσων αυτή παρεγένετο εις τον τόπον ό τε Αντίοχος και οι σύν αυτώ φίλοι χάριν τού λαβείν τα χρήματα εις φερνής λόγον· 15 και προθέντων αυτά των ιερέων της Ναναίας κακείνου προσελθόντος μετ’ ολίγων εις τον περίβολον τού τεμένους, συγκλείσαντες, το ιερόν, ως εισήλθεν Αντίοχος, 16 ανοίξαντες την τού φατνώματος κρυπτήν θύραν, βάλοντες πέτρους συνεκεραύνωσαν τον ηγεμόνα και μέλη ποιήσαντες και τας κεφαλάς αφελόντες τοίς έξω παρέρριψαν. 17 κατά πάντα ευλογητός ημών ο Θεός, ός παρέδωκε τους ασεβήσαντας. 18 μέλλοντες ούν άγειν εν τώ Χασελεύ πέμπτη και εικάδι τον καθαρισμόν τού ιερού, δέον ηγησάμεθα διασαφήσαι υμίν, ίνα και αυτοί άγητε της σκηνοπηγίας και τού πυρός, ότε Νεεμίας οικοδομήσας το τε ιερόν και το θυσιαστήριον ανήνεγκε θυσίαν. 19 και γάρ ότε εις την Περσικήν ήγοντο οι πατέρες ημών, οι τότε ευσεβείς ιερείς λαβόντες από τού πυρός τού θυσιαστηρίου λαθραίως, κατέκρυψαν εν κοιλώματι φρέατος τάξιν έχοντος ανύδρου, εν ώ κατησφαλίσαντο ώστε πάσιν άγνωστον είναι τον τόπον.
20 διελθόντων δε ετών ικανών, ότε έδοξε τώ Θεώ, αποσταλείς Νεεμίας υπό τού βασιλέως της Περσίδος τους εκγόνους των ιερέων των αποκρυψάντων έπεμψεν επί το πύρ· ως δε διεσάφησαν ημίν μη ευρηκέναι πύρ, αλλά ύδωρ παχύ, 21 εκέλευσεν αυτούς αποβάψαντας φέρειν. ως δε ανηνέχθη τα των θυσιών, εκέλευσε τους ιερείς Νεεμίας επιρράναι τώ ύδατι τα τε ξύλα και τα επικείμενα. 22 ως δε εγένετο τούτο και χρόνος διήλθεν ό τε ήλιος ανέλαμψε, πρότερον επινεφής ών, ανήφθη πυρά μεγάλη ώστε θαυμάσαι πάντας. 23 προσευχήν δε εποιήσαντο οι ιερείς δαπανωμένης της θυσίας, οί τε ιερείς και πάντες, καταρχομένου Ιωνάθου, των δε λοιπών επιφωνούντων ως Νεεμίου. 24 ήν δε η προσευχή τον τρόπον έχουσα τούτον· Κύριε Κύριε ο Θεός ο πάντων κτίστης, ο φοβερός και ισχυρός και δίκαιος και ελεήμων, ο μόνος βασιλεύς και χρηστός, 25 ο μόνος χορηγός, ο μόνος δίκαιος και παντοκράτωρ και αιώνιος, ο διασώζων τον Ισραήλ εκ παντός κακού, ο ποιήσας τους πατέρας εκλεκτούς και αγιάσας αυτούς, 26 πρόσδεξαι την θυσίαν υπέρ παντός τού λαού σου Ισραήλ και διαφύλαξον την μερίδα σου και καθαγίασον. 27 επισυνάγαγε την διασποράν ημών, ελευθέρωσον τους δουλεύοντας εν τοίς έθνεσι, τους εξουθενημένους και βδελυκτούς έπιδε, και γνώτωσαν τα έθνη, ότι σύ εί ο Θεός ημών. 28 βασάνισον τους καταδυναστεύοντας και εξυβρίζοντας εν υπερηφανία. 29 καταφύτευσον τον λαόν σου εις τον τόπον τον άγιόν σου, καθώς είπε Μωυσής.
30 οι δε ιερείς επέψαλλον τους ύμνους. 31 καθώς δε ανηλώθη τα της θυσίας και το περιλειπόμενον ύδωρ, ο Νεεμίας εκέλευσε λίθους μείζονας κατασχείν. 32 ως δε τούτο εγενήθη, φλόξ ανήφθη· τού δε από τού θυσιαστηρίου αντιλάμψαντος φωτός εδαπανήθη. 33 ως δε φανερόν εγενήθη το πράγμα, και διηγγέλη τώ βασιλεί των Περσών ότι εις τον τόπον, ού το πύρ απέκρυψαν οι μεταχθέντες ιερείς το ύδωρ εφάνη, αφ’ ού και οι περί τον Νεεμίαν ήγνισαν τα της θυσίας, 34 περιφράξας δε ο βασιλεύς ιερόν εποίησε, δοκιμάσας το πράγμα. 35 και οίς εχαρίζετο ο βασιλεύς πολλά διάφορα ελάμβανε και μετεδίδου. 36 προσηγόρευσαν δε οι περί τον Νεεμίαν τούτο νέφθαρ, ό διερμηνεύεται Καθαρισμός· καλείται δε παρά τοίς πολλοίς Νεφθαεί.
1 ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ δε εν ταίς απογραφαίς Ιερεμίας ο προφήτης ότι εκέλευσε τού πυρός λαβείν τους μεταγινομένους, ως σεσήμανται, 2 και ως ενετείλατο τοίς μεταγενομένοις ο προφήτης, δούς αυτοίς τον νόμον, ίνα μη επιλάθωνται των προσταγμάτων τού Κυρίου και ίνα μη αποπλανηθώσι ταίς διανοίαις βλέποντες αγάλματα χρυσά και αργυρά και τον περί αυτά κόσμον· 3 και έτερα τοιαύτα λέγων παρεκάλει μη αποστήναι τον νόμον από της καρδίας αυτών. 4 ήν δεν εν τή γραφή ως την σκηνήν και την κιβωτόν εκέλευσεν ο προφήτης χρηματισμού γενηθέντος αυτώ συνακολουθείν· ως δε εξήλθεν εις το όρος, ού ο Μωυσής αναβάς εθεάσατο την τού Θεού κληρονομίαν. 5 και ελθών ο Ιερεμίας εύρεν οίκον αντρώδη και την σκηνήν και την κιβωτόν και το θυσιαστήριον τού θυμιάματος εισήνεγκεν εκεί και την θύραν ενέφραξε. 6 και προσελθόντες τινές των συνακολουθούντων ώστε επισημήνασθαι την οδόν και ουκ ηδυνήθησαν ευρείν. 7 ως δε ο Ιερεμίας έγνω, μεμψάμενος αυτοίς είπεν ότι και άγνωστος ο τόπος έσται, έως αν συναγάγη ο Θεός επισυναγωγήν τού λαού και ίλεως γένηται· 8 και τότε ο Κύριος αναδείξει ταύτα, και οφθήσεται η δόξα τού Κυρίου και η νεφέλη, ως και επί Μωυσή εδηλούτο, ως και ο Σαλωμών ηξίωσεν ίνα ο τόπος καθαγιασθή μεγάλως. 9 διεσαφείτο δε και ως σοφίαν έχων ανήνεγκε θυσίαν εγκαινισμού και της τελειώσεως τού ιερού.
10 καθώς και Μωυσής προσηύξατο προς Κύριον, και κατέβη πύρ εκ τού ουρανού και τα της θυσίας εδαπάνησεν, ούτως και Σαλαμών προσηύξατο, και καταβάν το πύρ ανήλωσε τα ολοκαυτώματα. 11 και είπε Μωυσής· διά το μη βεβρώσθαι το περί της αμαρτίας, ανηλώθη. 12 ωσαύτως και ο Σαλωμών τας οκτώ ημέρας ήγαγεν. 13 εξηγούντο δε και εν ταίς αναγραφαίς και εν τοίς υπομνηματισμοίς τοίς κατά τον Νεεμίαν τα αυτά και ως καταβαλλόμενος βιβλιοθήκην επισυνήγαγε τα περί των βασιλέων και προφητών και τα τού Δαυίδ και επιστολάς βασιλέων περί αναθεμάτων. 14 ωσαύτως δε και Ιούδας τα διαπεπτωκότα διά τον πόλεμον τον γεγονότα ημίν επισυνήγαγε πάντα, και έστι παρ’ ημίν· 15 ών ούν εάν χρείαν έχητε τους αποκομιούντας υμίν αποστέλλετε. 16 Μέλλοντες ούν άγειν τον καθαρισμόν εγράψαμεν υμίν· καλώς ούν ποιήσετε άγοντες τας ημέρας. 17 ο δε Θεός ο σώσας τον πάντα λαόν αυτού και αποδούς την κληρονομίαν πάσι και το βασίλειον και το ιεράτευμα και τον αγιασμόν, 18 καθώς επηγγείλατο διά τού νόμου· ελπίζομεν γάρ επί τώ Θεώ ότι ταχέως ημάς ελεήσει και επισυνάξει εκ της υπό τον ουρανόν εις τον άγιον τόπον· εξείλετο γάρ ημάς εκ μεγάλων κακών και τον τόπον εκαθάρισε. 19 Τά δε κατά τον Ιούδαν τον Μακκαβαίον και τους τούτου αδελφούς και τον τού ιερού τού μεγάλου καθαρισμόν και τον τού βωμού εγκαινισμόν,
20 έτι τε τους προς Αντίοχον τον Επιφανή και τον τούτου υιόν Ευπάτορα πολέμους 21 και τας εξ ουρανού γενομένας επιφανείας τοίς υπέρ τού Ιουδαισμού φιλοτίμως ανδραγαθήσασιν, ώστε την όλην χώραν ολίγους όντας λεηλατείν και τα βάρβαρα πλήθη διώκειν, 22 και το περιβόητον καθ’ όλην την οικουμένην ιερόν ανακομίσασθαι και την πόλιν ελευθερώσαι και τους μέλλοντας καταλύεσθαι νόμους επανορθώσαι, τού Κυρίου μετά πάσης επιεικείας ιλέω γενομένου αυτοίς, 23 τα υπό Ιάσωνος τού Κυρηναίου δεδηλωμένα δε πέντε βιβλίων πειρασόμεθα δι’ ενός συντάγματος επιτεμείν. 24 συνορώντες γάρ το χύμα των αριθμών και την ούσαν δυσχέρειαν τοίς θέλουσιν εισκυκλείσθαι τοίς της ιστορίας διηγήμασι διά το πλήθος της ύλης, 25 εφροντίσαμεν τοίς μέν βουλομένοις αναγινώσκειν ψυχαγωγίαν, τοίς δε φιλοφρονούσιν εις το διά μνήμης αναλαβείν ευκοπίαν, πάσι δε τοίς εντυγχάνουσιν ωφέλειαν. 26 και ημίν μέν τοίς την κακοπάθειαν επιδεδεγμένοις της επιτομής ου ράδιον, ιδρώτος δε και αγρυπνίας το πράγμα, 27 καθάπερ τώ παρασκευάζοντι συμπόσιον και ζητούντι την ετέρων λυσιτέλειαν ουκ ευχερές μέν, όμως διά την των πολλών ευχαριστίαν ηδέως την κακοπάθειαν υποίσομεν, 28 το με διακριβούν περί εκάστων τώ συγγραφεί παραχωρήσαντες, το δε επιπορεύεσθαι τοίς υπογραμμοίς της επιτομής διαπονούντες. 29 καθάπερ γάρ της καινής οικίας αρχιτέκτονι της όλης καταβολής φροντιστέον, τώ δε εγκαίειν και ζωγραφείν επιχειρούντι τα επιτήδεια προς διακόσμησιν εξεταστέον, ούτω δοκώ και επί ημών.
30 το μέν εμβατεύειν και περίπατον ποιείσθαι λόγον και πολυπραγμονείν εν τοίς κατά μέρος τώ της ιστορίας αρχηγέτη καθήκει· 31 το δε σύντομον της λέξεως μεταδιώκειν και το εξεργαστικόν της πραγματείας παραιτείσθαι τώ την μετάφρασιν ποιουμένω συγχωρητέον. 32 εντεύθεν ούν αρξώμεθα της διηγήσεως, τοίς προειρημένοις τοσούτον επιζεύξαντες· εύηθες γάρ το μέν πρό της ιστορίας πλεονάζειν, την δε ιστορίαν επιτεμείν.
1 ΤΗΣ αγίας τοίνυν πόλεως κατοικουμένης μετά πάσης ειρήνης και των νόμων έτι κάλλιστα συντηρουμένων διά την Ονίου τού αρχιερέως ευσέβειάν τε και μισοπονηρίαν, 2 συνέβαινε και αυτούς τους βασιλείς τιμάν τον τόπον, και το ιερόν αποστολαίς ταίς κρατίσταις δοξάζειν, 3 ώστε και Σέλευκον τον της Ασίας βασιλέα χορηγείν εκ των ιδίων προσόδων πάντα τα προς τας λειτουργίας των θυσιών επιβάλλοντα δαπανήματα. 4 Σίμων δε τις εκ της Βενιαμίν φυλής προστάτης τού ιερού καθεσταμένος διηνέχθη τώ αρχιερεί περί της κατά την πόλιν αγορανομίας· 5 και νικήσαι τον Ονίαν μη δυνάμενος, ήλθε προς Απολλώνιον Θρασαίου τον κατ’ εκείνον το καιρόν Κοίλης Συρίας και Φοινίκης στρατηγόν 6 και προσήγγειλε περί τού χρημάτων αμυθήτων γέμειν το εν Ιεροσολύμοις γαζοφυλάκιον, ώστε το πλήθος των διαφόρων εναρίθμητον είναι, και μη προσήκειν αυτά προς τον των θυσιών λόγον, είναι δε δυνατόν υπό την τού βασιλέως εξουσίαν πεσείν άπαντα ταύτα. 7 συμμείξας δε ο Απολλώνιος τώ βασιλεί περί των μηνυθέντων αυτώ χρημάτων ενεφάνισεν· ο δε προχειρισάμενος Ηλιόδωρον τον επί των πραγμάτων απέστειλε δούς εντολάς την των προειρημένων χρημάτων εκκομιδήν ποιήσασθαι. 8 ευθέως δε ο Ηλιόδωρος εποιείτο την πορείαν, τή μέν εμφάσει ως τας κατά Κοίλην Συρίαν και Φοινίκην πόλεις εφοδεύσων, τώ πράγματι δε την τού βασιλέως πρόθεσιν επιτελέσων. 9 παραγενηθείς δε εις Ιεροσόλυμα και φιλοφρόνως υπό τού αρχιερέως της πόλεως αποδεχθείς, ανέθετο περί τού γεγονότος εμφανισμού, και τίνος ένεκεν πάρεστι διεσάφησεν· επυνθάνετο δε, ει ταίς αληθείας ταύτα ούτως έχοντα τυγχάνει.
10 τού δε αρχιερέως υποδείξαντος παραθήκας είναι χηρών τε και ορφανών, 11 τινά δε και Υρκανού τού Τωβίου σφόδρα ανδρός εν υπεροχή κειμένου ~ουχ ώσπερ ήν διαβάλλων ο δυσεβής Σίμων~ τα δε πάντα αργυρίου τετρακόσια τάλαντα, χρυσίου δε διακόσια· 12 αδικηθήναι δε τους πεπιστευκότας τή τού τόπου αγιωσύνη και τή τού τετιμημένου κατά τον σύμπαντα κόσμον ιερού σεμνότητι και ασυλία παντελώς αμήχανον είναι. 13 ο δε Ηλιόδωρος, δι’ ας είχε βασιλικάς εντολάς, πάντως έλεγεν εις το βασιλικόν αναληπτέα ταύτα είναι. 14 ταξάμενος δε ημέραν εισήει την περί τούτων επίσκεψιν οικονομήσων· ήν δε ου μικρά καθ’ όλην την πόλιν αγωνία. 15 οι δε ιερείς πρό τού θυσιαστηρίου εν ταίς ιερατικαίς στολαίς ρίψαντες εαυτούς, επεκαλούντο εις ουρανόν τον περί παραθήκης νομοθετήσαντα τοίς παρακαταθεμένοις ταύτα σώα διαφυλάξαι. 16 ήν δε ορώντα την τού αρχιερέως ιδέαν τιτρώσκεσθαι την διάνοιαν· η γάρ όψις και το της χρόας παρηλλαγμένον ενέφαινε την κατά ψυχήν αγωνίαν. 17 περιεκέχυτο γάρ περί τον άνδρα δέος τι και φρικασμός σώματος, δι’ ών πρόδηλον εγίνετο τοίς θεωρούσι το κατά καρδίαν ενεστός άλγος. 18 οι δε εκ των οικιών αγεληδόν εξεπήδων επί πάνδημον ικετείαν, διά το μέλλειν εις καταφρόνησιν έρχεσθαι τον τόπον. 19 υπεζωσμέναι δε υπό τους μαστούς αι γυναίκες σάκκους κατά τας οδούς επλήθυον· αι δε κατάκλειστοι των παρθένων, αι μέν συνέτρεχον επί τους πυλώνας, αι δε επί τα τείχη, τινές δε διά των θυρίδων διεξέκυπτον·
20 πάσαι δε προτείνουσαι τας χείρας εις τον ουρανόν εποιούντο την λιτανείαν· 21 ελεείν δ’ ήν την τού πλήθους παμμιγή πρόπτωσιν την τε τού μεγάλου διαγωνιώντος αρχιερέως προσδοκίαν. 22 οι μέν ούν επεκαλούντο τον παντοκράτορα Θεόν τα πεπιστευμένα τοίς πεπιστευκόσι σώα διαφυλάσσειν μετά πάσης ασφαλείας, 23 ο δε Ηλιόδωρος το διεγνωσμένον επετέλει. 24 αυτόθι δε αυτού σύν τοίς δορυφόροις κατά το γαζοφυλάκιον ήδη παρόντος, ο των πατέρων Κύριος και πάσης εξουσίας δυνάστης επιφάνειαν μεγάλην εποίησεν, ώστε πάντας τους κατοτολμήσαντας συνελθείν, καταπλαγέντας την τού Θεού δύναμιν, εις έκλυσιν και δειλίαν τραπήναι. 25 ώφθη γάρ τις ίππος αυτοίς φοβερόν έχων τον επιβάτην και καλλίστη σαγή διακεκοσμημένος, φερόμενος δε ρύδην ενέσεισε τώ Ηλιοδώρω τας εμπροσθίους οπλάς· ο δε επικαθήμενος εφαίνετο χρυσήν πανοπλίαν έχων. 26 έτεροι δε δύο προεφάνησαν αυτώ νεανίαι τή ρώμη μέν εκπρεπείς, κάλλιστοι δε τή δόξη, διαπρεπείς δε την περιβολήν, οί και παραστάντες εξ εκατέρου μέρους εμαστίγουν αυτόν αδιαλείπτως, πολλάς επιρριπτούντες αυτώ πληγάς. 27 άφνω δε πεσόντα προς την γήν και πολλώ σκότει περιχυθέντα συναρπάσαντες και εις φορείον ενθέντες 28 τον άρτι μετά πολλής παραδρομής και πάσης δορυφορίας εις το προειρημένον εισελθόντα γαζοφυλάκιον έφερον αβοήθητον εαυτώ καθεστώτα, φανερώς την τού Θεού δυναστείαν επεγνωκότες. 29 και ο μέν διά την θείαν ενέργειαν άφωνος και πάσης εστερημένος ελπίδος και σωτηρίας έρριπτο,
30 οι δε τον Κύριον ευλόγουν τον παραδοξάζοντα τον εαυτού τόπον, και το μικρώ πρότερον δέους και ταραχής γέμον ιερόν τού παντοκράτορος επιφανέντος Κυρίου χαράς και ευφροσύνης επεπλήρωτο. 31 ταχύ δε τινες των τού Ηλιοδώρου συνήθων ηξίουν τον Ονίαν επικαλέσασθαι τον Ύψιστον και το ζήν χαρίσασθαι τώ παντελώς εν εσχάτη πνοή κειμένω. 32 ύποπτος δε γενόμενος ο αρχιερεύς, μήποτε διάληψιν ο βασιλεύς σχή κακουργίαν τινά περί τον Ηλιόδωρον υπό των Ιουδαίων συντετελέσθαι, προσήγαγε θυσίαν υπέρ της τού ανδρός σωτηρίας. 33 ποιουμένου δε τού αρχιερέως τον ιλασμόν, οι αυτοί νεανίαι πάλιν ενεφάνησαν τώ Ηλιοδώρω εν ταίς αυταίς εσθήσεσιν εστολισμένοι και στάντες είπον· πολλάς τώ Ονία τώ αρχιερεί χάριτας έχε, διά γάρ αυτόν σοι κεχάρισται το ζήν ο Κύριος· 34 σύ δε υπ’ αυτού μεμαστιγωμένος διάγγελλε πάσι το μεγαλείον τού Θεού κράτος. ταύτα δε ειπόντες αφανείς εγένοντο. 35 ο δε Ηλιόδωρος θυσίαν ανενέγκας τώ Κυρίω και ευχάς μεγίστας ευξάμενος τώ το ζήν περιποιήσαντι και τον Ονίαν αποδεξάμενος, ανεστρατοπέδευσε προς τον βασιλέα. 36 εξεμαρτύρει δε πάσιν άπερ ήν υπ΄ όψιν τεθεαμένος έργα τού μεγίστου Θεού. 37 τού δε βασιλέως επερωτήσαντος τον Ηλιόδωρον ποίός τις είη επιτήδειος έτι άπαξ διαπεμφθήναι εις Ιεροσόλυμα, έφησεν· 38 εί τινα έχεις πολέμιον ή πραγμάτων επίβουλον, πέμψον αυτόν εκεί, και μεμαστιγωμένον αυτόν προσδέξη, εάν περ και διασωθείη, διά το περί τον τόπον αληθώς είναί τινα Θεού δύναμιν· 39 αυτός γάρ ο την κατοικίαν επουράνιον έχων, επόπτης εστί και βοηθός εκείνου τού τόπου και τους παραγινομένους επί κακώσει τύπτων απόλλυσι.
40 και τα μέν κατά Ηλιόδωρον και την τού γαζοφυλακίου τήρησιν ούτως εχώρησεν.
1 Ο δε προειρημένος Σίμων, ο των χρημάτων και της πατρίδος ενδείκτης γεγονώς, εκακολόγει τον Ονίαν, ως αυτός τε είη τον Ηλιόδωρον επισεσεικώς και των κακών δημιουργός καθεστηκώς, 2 και τον ευεργέτην της πόλεως και τον κηδεμόνα των ομοεθνών και ζηλωτήν των νόμων επίβουλον των πραγμάτων ετόλμα λέγειν. 3 της δε έχθρας επί τοσούτον προβαινούσης, ώστε και διά τινος των υπό τού Σίμωνος δεδοκιμασμένων φόνους συντελείσθαι, 4 συνορών ο Ονίας το χαλεπόν της φιλονεικίας και Απολλώνιον τον Μενεσθέως τον Κοίλης Συρίας και Φοινίκης στρατηγόν συναύξοντα την κακίαν τού Σίμωνος, 5 προς τον βασιλέα διεκομίσθη ου γινόμενος των πολιτών κατήγορος, το δε συμφέρον κοινή και κατ΄ ιδίαν παντί τώ πλήθει σκοπών· 6 εώρα γάρ άνευ βασιλικής προνοίας αδύνατον είναι τυχείν ειρήνης έτι τα πράγματα και τον Σίμωνα παύλαν ου ληψόμενον της ανοίας. 7 Μεταλλάξαντος δε τον βίον Σελεύκου και παραλαβόντος την βασιλείαν Αντιόχου τού προσαγορευθέντος Επιφανούς, υπενόθευσεν Ιάσων ο αδελφός Ονίου την αρχιερωσύνην, 8 επαγγειλάμενος τώ βασιλεί δι’ εντεύξεως αργυρίου τάλαντα εξήκοντα προς τοίς τριακοσίοις και προσόδου τινός άλλης τάλαντα ογδοήκοντα. 9 προς δε τούτοις υπισχνείτο και έτερα διαγράψαι πεντήκοντα προς τοίς εκατόν, εάν συγχωρηθή διά της εξουσίας αυτού γυμνάσιον και εφηβείον αυτώ συστήσασθαι και τους εν Ιεροσολύμοις Αντιοχείς αναγράψαι.
10 επινεύσαντος δε τού βασιλέως και της αρχής κρατήσας, ευθέως επί τον Ελληνικόν χαρακτήρα τους ομοφύλους μετήγε 11 και τα κείμενα τοίς Ιουδαίοις φιλάνθρωπα βασιλικά διά Ιωάννου τού πατρός Ευπολέμου, τού ποιησαμένου την πρεσβείαν υπέρ φιλίας και συμμαχίας προς τους Ρωμαίους, παρώσατο. και τας μέν νομίμους καταλύων πολιτείας, παρανόμους εθισμούς εκαίνιζεν· 12 ασμένως γάρ υπ΄ αυτήν την ακρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε και τους κρατίστους των εφήβων υποτάσσων υπό πέτασον ήγεν. 13 ήν δ΄ ούτως ακμή τις Ελληνισμού και πρόσβασις αλλοφυλισμού διά την τού ασεβούς και ουκ αρχιερέως Ιάσωνος υπερβάλλουσαν αναγνείαν, 14 ώστε μηκέτι περί τας τού θυσιαστηρίου λειτουργίας προθύμους είναι τους ιερείς, αλλά τού μέν ναού καταφρονούντες και των θυσιών αμελούντες έσπευδον μετέχειν της εν παλαίστρα παρανόμου χορηγίας μετά την τού δίσκου πρόκλησιν, 15 και τας μέν πατρώους τιμάς εν ουδενί τιθέμενοι, τας δε Ελληνικάς δόξας καλλίστας ηγούμενοι. 16 ών χάριν περιέσχεν αυτούς χαλεπή περίστασις, και ών εζήλουν τας αγωγάς και καθάπαν ήθελον εξομοιούσθαι, τούτους πολεμίους και τιμωρητάς έσχον· 17 ασεβείν γάρ εις τους θείους νόμους ου ράδιον, αλλά ταύτα ο ακόλουθος καιρός δηλώσει. 18 αγομένου δε πενταετηρικού αγώνος εν Τύρω και τού βασιλέως παρόντος, 19 απέστειλεν Ιάσων ο μιαρός θεωρούς από Ιεροσολύμων Αντιοχείς όντας παρακομίζοντας αργυρίου δραχμάς τριακοσίας εις την τού Ηρακλέους θυσίαν, ας και ηξίωσαν οι παρακομίσαντες μη χρήσθαι προς θυσίαν διά το μη καθήκειν, εις ετέραν δε καταθέσθαι δαπάνην.
20 έπεσεν ούν ταύτα διά μέν τον αποστείλαντα εις την τού Ηρακλέους θυσίαν, ένεκεν δε των παρακομιζόντων εις τας των τριήρων κατασκευάς. 21 αποσταλέντος δε εις Αίγυπτον Απολλωνίου τού Μενεσθέως διά τα πρωτοκλίσια Πτολεμαίου τού Φιλομήτορος Βασιλέως, μεταλαβών Αντίοχος αλλότριον αυτόν των αυτών γεγονέναι πραγμάτων, της καθ΄ αυτόν ασφαλείας εφρόντιζεν· όθεν εις Ιόππην παραγενόμενος κατήντησεν εις Ιεροσόλυμα. 22 μεγαλοπρεπώς δε υπό τού Ιάσωνος και της πόλεως παραδεχθείς, μετά δαδουχίας και βοών εισπεπόρευται, είθ’ ούτως εις την Φοινίκην κατεστρατοπέδευσε. 23 μετά δε τριετή χρόνον απέστειλεν Ιάσων Μενέλαον, τον τού προσημαινομένου Σίμωνος αδελφόν, παρακομίζοντα τα χρήματα τώ βασιλεί και περί πραγμάτων αναγκαίων υπομνηματισμούς τελέσοντα. 24 ο δε συσταθείς τώ βασιλεί και δοξάσας αυτόν τώ προσώπω της εξουσίας, εις εαυτόν κατήντησε την αρχιερωσύνην, υπερβαλών τον Ιάσωνα τάλαντα αργυρίου τριακόσια. 25 λαβών δε τας βασιλικάς εντολάς παρεγένετο, της μέν αρχιερωσύνης ουδέν άξιον φέρων, θυμούς δε ωμού τυράννου και θηρός βαρβάρου οργάς έχων. 26 και ο μέν Ιάσων ο τον ίδιον αδελφόν υπονοθεύσας, υπονοθευθείς υφ’ ετέρου, φυγάς εις την Αμμανίτιν χώραν συνήλαστο. 27 ο δε Μενέλαος της μέν αρχής εκράτει, των δε επηγγελμένων τώ βασιλεί χρημάτων ουδέν ευτάκνει· ποιουμένου δε την απαίτησιν Σωστράτου τού της ακροπόλεως επάρχου, 28 προς τούτον γάρ ήν η των φόρων πράξις, δι’ ήν αιτίαν οι δύο υπό τού βασιλέως προσεκλήθησαν, 29 και ο μέν Μενέλαος απέλιπε της αρχιερωσύνης διάδοχον Λυσίμαχον τον εαυτού αδελφόν, Σώστρατος δε Κράτητα τον επί των Κυπρίων.
30 τοιούτων δε συνεστηκότων, συνέβη Ταρσείς και Μαλλώτας στασιάζειν διά το Αντιοχίδι τή παλλακή τού βασιλέως εν δωρεά δεδόσθαι. 31 θάττον ούν ο βασιλεύς ήκε καταστείλε τα πράγματα, καταλιπών τον διαδεχόμενον Ανδρόνικον των εν αξιώματι κειμένων. 32 νομίσας δε ο Μενέλαος ειληφέναι καιρόν ευφυή, χρυσώματά τινα των τού ιερού νοσφισάμενος εχαρίσατο τώ Ανδρονίκω και έτερα ετύγχανε πεπρακώς είς τε Τύρον και τας κύκλω πόλεις. 33 ά και σαφώς επεγνωκώς ο Ονίας, παρήλεγχεν αποκεχωρηκώς εις άσυλον τόπον επί Δάφνης της προς Αντιόχειαν κειμένης. 34 όθεν ο Μενέλαος λαβών ιδία τον Ανδρόνικον, παρεκάλει χειρώσασθαι τον Ονίαν. ο δε παραγενόμενος επί τον Ονίαν και πεισθείς επί δόλω και δεξιάς μεθ’ όρκων δούς, καίπερ εν υποψία κείμενος, έπεισεν εκ τού ασύλου προελθείν, ον και παραχρήμα παρέκλεισεν ουκ αιδεσθείς το δίκαιον. 35 δι’ ήν αιτίαν ου μόνον Ιουδαίοι, πολλοί δε και των άλλων εθνών εδείναζον και εδυσφόρουν επί τώ τού ανδρός αδίκω φόνω. 36 τού δε βασιλέως επανελθόντος από των κατά Κιλικίαν τόπων, ενετύγχανον οι κατά πόλιν Ιουδαίοι, συμμισοπονηρούντων και των Ελλήνων υπέρ τού παρά λόγον τον Ονίαν απεκτάνθαι. 37 ψυχικώς ούν ο Αντίοχος επιλυπηθείς και τραπείς εις έλεον και δακρύσας διά την τού μετηλλαχότος σωφροσύνην και πολλήν ευταξίαν 38 και πυρωθείς τοίς θυμοίς, παραχρήμα την τού Ανδρονίκου πορφύραν περιελόμενος και τους χιτώνας περιρρήξας, περιαγαγών καθ’ όλην την πόλιν, επ’ αυτό τον τόπον, ούπερ εις τον Ονίαν ησέβησεν, εκεί τον μιαιφόνον απεκόσμησε, τού Κυρίου την αξία αυτώ κόλασιν αποδόντος. 39 γενομένων δε πολλών ιεροσυλυμάτων κατά την πόλιν υπό τού Λυσιμάχου μετά της Μενελάου γνώμης και διαδοθείσης έξω της φήμης, επισυνήχθη το πλήθος επί τον Λυσίμαχον, χρυσωμάτων ήδη πολλών διενηνεγμένων.
40 επεγειρομένων δε των όχλων και ταίς οργαίς διεμπιπλαμένων, καθοπλίσας ο Λυσίμαχος προς τρισχιλίους, κατήρξατο χειρών αδίκων, προηγησαμένου τινός τυράννου προβεβηκότος την ηλικίαν, ουδέν δε ήττον και την άνοιαν. 41 συνιδόντες δε και την επίθεσιν τού Λυσιμάχου, συναρπάσαντες οι μέν πέτρους, οι δε ξύλων πάχη, τινές δε εκ της παρακειμένης σποδού δρασσόμενοι, φύρδην ενετίνασσον εις τους περί τον Λυσίμαχον· 42 δι’ ήν αιτίαν πολλούς μέν αυτών τραυματίας εποίησαν, τινάς δε και κατέβαλον, πάντας δε εις φυγήν συνήλασαν, αυτόν δε τον ιερόσυλον παρά το γαζοφυλάκιον εχειρώσαντο. 43 περί δε τούτων ενέστη κρίσις προς τον Μενέλαον. 44 καταντήσαντος δε τού βασιλέως εις Τύρον, επ’ αυτού την δικαιολογίαν εποιήσαντο οι πεμφθέντες άνδρες τρεις υπό της γερουσίας. 45 ήδη δε λελειμμένος ο Μενέλαος επηγγείλατο χρήματα ικανά τώ Πτολεμαίω τώ Δορυμένους προς το πείσαι τον βασιλέα. 46 όθεν απολαβών ο Πτολεμαίος είς τι περίστυλον ως αναψύξοντα τον βασιλέα μετέθηκε, 47 και τον μέν της όλης κακίας Μενέλαον απέλυσε των κατηγορημάτων, τοίς δε ταλαιπώροις, οίτινες, ει και επί Σκυθών έλεγον, απελύθησαν αν ακατάγνωστοι, τούτοις θάνατον επέκρινε. 48 ταχέως ούν την άδικον ζημίαν υπέσχον οι υπέρ πόλεως και δήμων και των ιερών σκευών προαγορεύσαντες. 49 δι’ ήν αιτίαν και Τύριοι μισοπονηρήσαντες τα προς την κηδείαν αυτών μεγαλοπρεπώς εχορήγησαν.
50 ο δε Μενέλαος διά τας των κρατούντων πλεονεξίας έμενεν επί της αρχής επιφυόμενος τή κακία, μέγας των πολιτών επίβουλος καθεστώς.
1 Περί δε τον καιρόν τούτον την δευτέραν έφοδον ο Αντίοχος εις Αίγυπτον εστείλατο. 2 συνέβη δε καθ’ όλην την πόλιν σχεδόν εφ’ ημέρας τεσσαράκοντα φαίνεσθαι διά τού αέρος τρέχοντας ιππείς διαχρύσους στολάς έχοντας και λόγχας σπειρηδόν εξωπλισμένους 3 και ίλας ίππων διατεταγμένας και προσβολάς γινομένας και καταδρομάς εκατέρων και ασπίδων κινήσεις και καμάκων πλήθη και μαχαιρών σπασμούς και βελών βολάς και χρυσών κόσμων εκλάμψεις και παντοίους θωρακισμούς. 4 διό πάντες ηξίουν επ΄ αγαθώ την επιφάνειαν γενέσθαι. 5 γενομένης δε λαλιάς ψευδούς ως μετηλλαχότος τον βίον Αντιόχου παραλαβών ο Ιάσων ουκ ελάττους των χιλίων, αιφνιδίως επί την πόλιν συνετελέσατο επίθεσιν· των δε επί τώ τείχει συνελασθέντων και τέλος ήδη καταλαμβανομένης της πόλεως, ο Μενέλαος εις την ακρόπολιν εφυγάδευσεν. 6 ο δε Ιάσων εποιείτο σφαγάς των πολιτών των ιδίων αφειδώς, ου συννοών την εις τους συγγενείς ευημερίαν δυσημερίαν είναι την μεγίστην· δοκών δε πολεμίων και ουχ ομοεθνών τρόπαια καταβάλλεσθαι, 7 της μέν αρχής ουκ εκράτησε, το δε τέλος της επιβουλής αισχύνην λαβών, φυγάς πάλιν εις την Αμμανίτιν απήλθε. 8 πέρας ούν κακής αναστροφής έτυχεν εγκλεισθείς προς Αρέταν τον των Αράβων τύρρανον, πόλιν εκ πόλεως φεύγων, διωκόμενος υπό πάντων και στυγούμενος ως των νόμων αποστάτης και βδελυσσόμενος ως πατρίδος και πολιτών δήμιος, εις Αίγυπτον εξεβράσθη. 9 και ο συχνούς της πατρίδος αποξενώσας επί ξένης απώλετο προς Λακεδαιμονίους αναχθείς ως διά την συγγένειαν τευξόμενος σκέπης.
10 και ο πλήθος ατάφων εκρίψας απένθητος εγενήθη και κηδείας ουδ’ ηστινοσούν ούτε πατρώου τάφου μετέσχε. 11 Προσπεσόντων δε τώ βασιλεί περί των γεγονότων διέλαβεν αποστατείν την Ιουδαίαν. όθεν αναζεύξας εξ Αιγύπτου τεθηριωμένος τή ψυχή, έλαβε την μέν πόλιν δορυάλωτον, 12 και εκέλευσε τοίς στρατιώταις κόπτειν αφειδώς τους εμπίπτοντας και τους εις τας οικίας αναβαίνοντας κατασφάζειν. 13 εγίνοντο δε νέων και πρεσβυτέρων αναιρέσεις, ανδρών τε και γυναικών και τέκνων αφανισμός, παρθένων τε και νηπίων σφαγαί. 14 οκτώ δε μυριάδες εν ταίς πάσαις ημέραις τρισί κατεφθάρησαν· τέσσαρες μέν εκ χειρών νομαίς, ουχ ήττον δε των εσφαγμένων επράθησαν. 15 και ουκ αρκεσθείς δε τούτοις κατετόλμησεν εις το πάσης της γής αγιώτατον ιερόν εισελθείν, οδηγόν έχων τον Μενέλαον, τον και των νόμων και της πατρίδος προδότην γεγονότα 16 και ταίς μιαραίς χερσί τα ιερά σκεύη λαμβάνων και τα υπ΄ άλλων βασιλέων ανατεθέντα προς αύξησιν και δόξαν τού τόπου και τιμήν ταίς βεβήλοις χερσί συσσύρων επεδίδου. 17 και εμετεωρίζετο την διάνοιαν ο Αντίοχος, ου συνορών ότι διά τας αμαρτίας των την πόλιν οικούντων απώργισται βραχέως ο Δεσπότης, διό γέγονε περί τον τόπον παρόρασις. 18 ει δε μη συνέβαινε προσενέχεσθαι πολλοίς αμαρτήμασι, καθάπερ ο Ηλιόδωρος ο πεμφθείς υπό Σελεύκου τού βασιλέως επί την επίσκεψιν τού γαζοφυλακίου, ούτος προαχθείς παραχρήμα μαστιγωθείς ανετράπη τού θράσους.19 αλλ’ ου διά τον τόπον το έθνος, αλλά διά το έθνος τον τόπον ο Κύριος εξελέξατο.
20 διόπερ και αυτός ο τόπος συμμετασχών των τού έθνους δυσπετημάτων γενομένων, ύστερον ευεργετημάτων υπό τού Κυρίου εκοινώνησε, και ο καταληφθείς εν τή τού Παντοκράτορος οργή πάλιν εν τή τού μεγάλου Δεσπότου καταλλαγή μετά πάσης δόξης επανωρθώθη. 21 ο γούν Αντίοχος οκτακόσια προς τοίς χιλίοις απενεγκάμενος εκ τού ιερού τάλαντα θάττον εις Αντιόχειαν εχωρίσθη, οιόμενος από της υπερηφανίας την μέν γήν πλωτήν και το πέλαγος πορευτόν θέσθαι διά τον μετεωρισμόν της καρδίας. 22 κατέλιπε δε και επιστάτας τού κακούν το γένος, εν μέν Ιεροσολύμοις Φίλιππον το μέν γένος Φρύγα, τον δε τρόπον βαρβαρώτερον έχοντα τού καταστήσαντος, 23 εν δε Γαριζίν Ανδρόνικον, προς δε τούτοις Μενέλαον, ός χείριστα των άλλων υπερήρετο τοίς πολίταις, απεχθή δε προς τους πολίτας Ιουδαίους έχων διάθεσιν. 24 έπεμψε δε τον μυσάρχην Απολλώνιον μετά στρατεύματος δισμυρίων προς τοίς δισχιλίοις, προστάξας τους εν ηλικία πάντας κατασφάξαι, τας δε γυναίκας και νεωτέρους πωλείν. 25 ούτος δε παραγενόμενος εις Ιεροσόλυμα και τον ειρηνικόν υποκριθείς, επέσχεν έως της αγίας ημέρας τού σαββάτου και λαβών αργούντας τους Ιουδαίους τοίς υφ’ εαυτόν εξοπλησίαν παρήγγειλε 26 και τους εξελθόντας πάντας επί την θεωρίαν συνεξεκέντησε και εις την πόλιν σύν τοίς όπλοις εισδραμών ικανά κατέστρωσε πλήθη. 27 Ιούδας δε ο Μακκαβαίος δέκατός που γενηθείς και αναχωρήσας εις την έρημον, θηρίων τρόπον εν τοίς όρεσι διέζη σύν τοίς μετ’ αυτού, και την χορτώδη τροφήν σιτούμενοι διετέλουν προς το μη μετασχείν τού μολυσμού.
1 ΜΕΤ’ ου πολύν δε χρόνον εξαπέστειλεν ο βασιλεύς γέροντα Αθηναίον αναγκάζειν τους Ιουδαίους μεταβαίνειν εκ των πατρώων νόμων και τοίς τού Θεού νόμοις μη πολιτεύεσθαι, 2 μολύναι δε και τον εν Ιεροσολύμοις νεών και προσονομάσαι Διός Ολυμπίου και τον εν Γαριζίν, καθώς ετύγχανον οι τον τόπον οικούντες, Διός Ξενίου. 3 χαλεπή δε και τοίς όλοις ήν και δυσχερής η επίτασις της κακίας. 4 το μέν γάρ ιερόν ασωτίας και κώμων επεπλήρωτο υπό των εθνών ραθυμούντων μεθ’ εταιρών και εν τοίς ιεροίς περιβόλοις γυναιξί πλησιαζόντων, έτι δε τα μη καθήκοντα ένδον φερόντων. 5 το δε θυσιαστήριον τοίς αποδιεσταλμένοις από των νόμων αθεμίτοις επεπλήρωτο. 6 ήν δ’ ούτε σαββατίζειν ούτε πατρώους εορτάς διαφυλάττειν ούτε απλώς Ιουδαίον ομολογείν είναι. 7 ήγοντο δε μετά πικράς ανάγκης εις την κατά μήνα τού βασιλέως γενέθλιον ημέραν επί σπλαγχνισμόν· γενομένης δε Διονυσίων εορτής ηναγκάζοντο οι Ιουδαίοι κισσούς έχοντες πομπεύειν τώ Διονύσω. 8 ψήφισμα δε εξέπεσεν εις τας αστυγείτονας πόλεις Ελληνίδας Πτολεμαίου υποτιθεμένου την αυτήν αγωγήν κατά των Ιουδαίων άγειν και σπλαγνίζειν, 9 τους δε μη προαιρουμένους μεταβαίνειν επί τα Ελληνικά κατασφάζειν. παρήν ούν οράν την ενεστώσαν ταλαιπωρίαν.
10 δύο γάρ γυναίκες ανηνέχθησαν περιτετμηκυίαι τα τέκνα αυτών· τούτων δε εκ των μαστών κρεμάσαντες τα βρέφη και δημοσία περιαγαγόντες αυτάς την πόλιν κατά τού τείχους εκρήμνισαν. 11 έτεροι δε πλησίον συνδραμόντες εις τα σπήλαια λεληθότως άγειν την εβδομάδα, μηνυθέντες τώ Φιλίππω συνεφλογίσθησαν διά το ευλαβώς έχειν βοηθήσαι εαυτοίς κατά την δόξαν της σεμνοτάτης ημέρας. 12 Παρακαλώ ούν τους εντυγχάνοντας τήδε τή βίβλω, μη συστέλλεσθαι διά τας συμφοράς, λογίζεσθαι δε τας τιμωρίας μη προς όλεθρον, αλλά προς παιδείαν τού γένους ημών είναι· 13 και γάρ το μη πολύν χρόνον εάσθαι τους δυσσεβούντας, αλλ’ ευθέως περιπίπτειν επιτιμίοις, μεγάλης ευεργεσίας σημείόν εστιν. 14 ου γάρ καθάπερ και επί των άλλων εθνών αναμένει μακροθυμών ο δεσπότης μέχρι τού καταντήσαντας αυτούς προς εκπλήρωσιν αμαρτιών κολάσαι, ούτω και εφ’ ημών έκρινεν είναι, 15 ίνα μη προς τέλος αφικομένων ημών των αμαρτιών ύστερον ημάς εκδικά. 16 διόπερ ουδέποτε μέν τον έλεον αυτού αφ’ ημών αφίστησι, παιδεύων δε μετά συμφοράς ουκ εγκαταλείπει τον εαυτού λαόν. 17 πλήν έως υπομνήσεως ταύθ΄ ημίν ειρήσθω· δι’ ολίγων δ΄ ελευστέον επί την διήγησιν. 18 Ελεάζαρός τις των πρωτευόντων γραμματέων, ανήρ ήδη προβεβηκώς την ηλικίαν και την πρόσοψιν τού προσώπου κάλλιστος τυγχάνων, αναχανών ηναγκάζετο φαγείν ύειον κρέας. 19 ο δε τον μετ’ ευκλείας θάνατον μάλλον ή τον μετά μύσους βίον αναδεξάμενος, αυθαιρέτως επί το τύμπανον προσήγε, προπτύσας δε
20 καθ’ ον έδει τρόπον προσέρχεσθαι τους υπομένοντας αμύνεσθαι, ών ου θέμις γεύσασθαι διά την προς τον ζήν φιλοστοργίαν. 21 οι δε προς τώ παρανόμω σπλαγνισμώ τεταγμένοι διά την εκ των παλαιών χρόνων προς τον άνδρα γνώσιν απολαβόντες αυτόν κατ’ ιδίαν παρεκάλουν ενέγκατα κρέα, οίς καθήκον αυτώ χρήσασθαι, δι’ αυτού παρασκευασθέντα, υποκριθήναι δε ως εσθίοντα τα υπό τού βασιλέως προστεταγμένα των από της θυσίας κρεών, 22 ίνα τούτο πράξας απολυθή τού θανάτου και διά την αρχαίαν προς αυτούς φιλίαν τύχη φιλανθρωπίας. 23 ο δε λογισμόν αστείον αναλαβών και άξιον της ηλικίας και της τού γήρως υπεροχής και της επικτήτου και επιφανούς πολιάς και της εκ παιδός καλλίστης αναστροφής, μάλλον δε της αγίας και θεοκτίστου νομοθεσίας ακολούθως απεφήνατο, ταχέως λέγων προπέμπειν εις τον άδην. 24 ου γάρ της ημετέρας ηλικίας άξιόν εστιν υποκριθήναι, ίνα πολλοί των νέων υπολαβόντες Ελεάζαρον τον ενενηκονταετή μεταβεβηκέναι εις αλλοφυλισμόν 25 και αυτοί διά την εμήν υπόκρισιν και διά τον μικρόν και ακαριαίον ζήν πλανηθώσι δι΄ εμέ, και μύσος και κηλίδα τού γήρως κατακτήσομαι. 26 ει γάρ και επί τού παρόντος εξελούμαι την εξ ανθρώπων τιμωρίαν, αλλά τας τού Παντοκράτορος χείρας ούτε ζών ούτε αποθανών εκφεύξομαι. 27 διόπερ ανδρείως μέν νύν διαλλάξας τον βίον τού μέν γήρως άξιος φανήσομαι, 28 τοίς δε νέοις υπόδειγμα γενναίον καταλελοιπώς εις το προθύμως και γενναίως υπέρ των σεμνών και αγίων νόμων απευθανατίζειν. τοσαύτα δε ειπών επί το τύμπανον ευθέως ήλθε. 29 των δε αγόντων την μικρώ πρότερον ευμένειαν προς αυτόν εις δυσμένειαν μεταβαλόντων διά το τους προειρημένους λόγους, ως αυτοί διελάμβανον, απόνοιαν είναι,
30 μέλλων δε ταίς πληγαίς τελευτάν, αναστενάξας είπε· τώ Κυρίω τώ την αγίαν γνώσιν έχοντι φανερόν εστιν ότι δυνάμενος απολυθήναι τού θανάτου, σκληράς υποφέρω κατά το σώμα αλγηδόνας μαστιγούμενος, κατά ψυχήν δε ηδέως διά τον αυτού φόβον ταύτα πάσχω. 31 και ούτος ούν τούτον τον τρόπον μετήλλαξεν, ου μόνον τοίς νέοις, αλλά και τοίς πλείστοις τού έθνους τον εαυτού θάνατον υπόδειγμα γεναιότητος και μνημόσυνον αρετής καταλιπών.
1 ΣΥΝΕΒΗ δε και επτά αδελφούς μετά της μητρός συλληφθέντας αναγκάζεσθαι υπό τού βασιλέως από των αθεμίτων υείων κρεών εφάπτεσθαι μάστιξι και νευραίς αικιζομένους. 2 είς δε αυτών γενόμενος προήγορος ούτως έφη· τι μέλλεις ερωτάν και μανθάνειν παρ΄ ημών; έτοιμοι γάρ αποθνήσκειν εσμέν ή παραβαίνειν τους πατρίους νόμους. 3 έκθυμος δε γενόμενος ο βασιλεύς προσέταξε τήγανα και λέβητας εκπυρούν. 4 των δε παραχρήμα εκπυρωθέντων, παραχρήμα τον γενόμενον αυτών προήγορον προσέταξε γλωσσοτομείν και περισκυθίσαντες ακρωτηριάζειν, των λοιπών αδελφών και της μητρός συνορώντων. 5 άχρηστον δε αυτόν τοίς όλοις γενόμενον εκέλευσε τή πυρά προσάγειν έμπνουν και τηγανίζειν. της δε ατμίδος εφ’ ικανόν διαδιδούσης τού τηγάνου, αλλήλους παρεκάλουν σύν τή μητρί γενναίως τελευτάν λέγοντες ούτως· 6 ο Κύριος ο Θεός εφορά και ταίς αληθείαις εφ' ημίν παρακαλείται, καθάπερ διά της κατά πρόσωπον αντιμαρτυρούσης ωδής διεσάφησε Μωυσής λέγων· και επί τοίς δούλοις αυτού παρακληθήσεται. 7 μεταλλάξαντος δε τού πρώτου τον τρόπον τούτον, τον δεύτερον ήγον επί τον εμπαιγμόν και το της κεφαλής δέρμα σύν ταίς θριξί περισύραντες επηρώτων· ει φάγεσαι πρό τού τιμωρηθήναι το σώμα κατά μέλος; 8 ο δε αποκριθείς τή πατρίω φωνή είπεν· ουχί· διόπερ και ούτος την εξής έλαβε βάσανον ως ο πρώτος. 9 εν εσχάτη δε πνοή γενόμενος είπε· σύ μέν αλάστωρ εκ τού παρόντος ημάς ζήν απολύεις, ο δε τού κόσμου βασιλεύς αποθανόντας ημάς υπέρ των αυτού νόμων εις αιώνιον αναβίωσιν ζωής ημάς αναστήσει.
10 μετά δε τούτον ο τρίτος ενεπαίζετο και την γλώσσαν αιτηθείς ταχέως προέβαλε και τας χείρας ευθαρσώς προέτεινε 11 και γενναίως είπεν· εξ ουρανού ταύτα κέκτημαι και διά τους αυτού νόμους υπερορώ ταύτα και παρ’ αυτού ταύτα πάλιν ελπίζω κομίσασθαι· 12 ώστε αυτόν τον βασιλέα και τους σύν αυτώ εκπλήσσεσθαι την τού νεανίσκου ψυχήν, ως εν ουδενί τας αλγηδόνας ετίθετο. 13 και τούτου δε μεταλλάξαντος, τον τέταρτον ωσαύτως εβασάνιζον αικιζόμενοι. 14 και γενόμενος προς το τελευτάν ούτως έφη· αιρετόν μεταλλάσσοντα υπ’ ανθρώπων τας υπό τού Θεού προσδοκάν ελπίδας πάλιν αναστήσεσθαι υπ’ αυτού· σοί μέν γάρ ανάστασις εις ζωήν ουκ έσται. 15 εχομένως δε τον πέμπτον προσάγοντες ηκίζοντο. 16 ο δε προς αυτόν ιδών είπεν· εξουσίαν εν ανθρώποις έχων φθαρτός ών, ό θέλεις ποιείς· μη δόκει δε το γένος ημών υπό τού Θεού καταλελείφθαι. 17 σύ δε καρτέρει και θεώρει το μεγαλείον αυτού κράτος, ως σε και το σπέρμα σου βασανίσει. 18 μετά δε τούτον ήγον τον έκτον, και μέλλων αποθνήσκειν έφη· μη πλανώ μάτην, ημείς γάρ δι’ εαυτούς ταύτα πάσχομεν αμαρτάνοντες εις τον εαυτών Θεόν, διό άξια θαυμασμού γέγονε. 19 σύ δε μη νομίσης αθώος έσεσθαι θεομαχείν επιχειρήσας.
20 υπεραγόντως δε η μήτηρ θαυμαστή και μνήμης αγαθής αξία, ήτις απολλυμένους υιούς επτά συνορώσα μιάς υπό καιρόν ημέρας ευψύχως έφερε διά τας επί Κύριον ελπίδας. 21 έκαστον δε αυτών παρεκάλει τή πατρίω φωνή γενναίω πεπληρωμένη φρονήματι και τον θήλυν λογισμόν άρσενι θυμώ διεγείρασα, λέγουσα προς αυτούς· 22 ουκ οίδ’ όπως εις την εμήν εφάνητε κοιλίαν, ουδέ εγώ το πνεύμα και την ζωήν υμίν εχαρισάμην, και την εκάστου στοιχείωσιν ουκ εγώ διερρύθμισα. 23 τοιγαρούν ο τού κόσμου κτίστης, ο πλάσας ανθρώπου γένεσιν και πάντων εξευρών γένεσιν και το πνεύμα και την ζωήν υμίν πάλιν αποδώσει μετ’ ελέους, ως νύν υπεροράται εαυτούς διά τους αυτού νόμους. 24 ο δε Αντίοχος οιόμενος καταφρονείσθαι και την ονειδίζουσαν υφορώμενος φωνήν, έτι τού νεωτέρου περιόντος, ου μόνον διά λόγων εποιείτο την παράκλησιν, αλλά και δι’ όρκων επίστου άμα πλουτιείν και μακαριστόν ποιήσειν μεταθέμενον από των πατρίων νόμων και φίλον έξειν και χρείας εμπιστεύσειν. 25 τού δε νεανίου μηδαμώς προσέρχοντος, προσκαλεσάμενος ο βασιλεύς την μητέρα παρήνει τού μειρακίου γενέσθαι σύμβουλον επί σωτηρία. 26 πολλά δε αυτού παραινέσαντος επεδέξατο πείσειν τον υιόν. 27 προσκύψασα δε αυτώ, χλευάσασα τον ωμόν τύραννον ούτως έφησε τή πατρώα φωνή· υιέ, ελέησόν με την εν γαστρί περιενέγκασάν σε μήνας εννέα και θηλάσασάν σε έτη τρία και εκθρέψασάν σε και αγαγούσαν εις την ηλικίαν ταύτην και τροφοφορήσασαν. 28 αξιώσε, τέκνον, αναβλέψαντα εις τον ουρανόν και την γήν και τα εν αυτοίς πάντα ιδόντα, γνώναι ότι εξ ουκ όντων εποίησεν αυτά ο Θεός και το των ανθρώπων γένος ούτως γεγένηται. 29 μη φοβηθής τον δήμιον τούτον, αλλά των αδελφών άξιος γενόμενος, επίδεξαι τον θάνατον, ίνα εν τώ ελέει σύν τοίς αδελφοίς σου κομίσωμαί σε.
30 έτι δε ταύτης καταλεγούσης ο νεανίας είπε· τίνα μένετε; ουχ υπακούω τού προστάγματος τού βασιλέως, τού δε προστάγματος ακούω τού νόμου τού δοθέντος τοίς πατράσιν ημών διά Μωυσέως. 31 σύ δε πάσης κακίας ευρετής γενόμενος εις τους Εβραίους, ου μη διαφύγης τας χείρας τού Θεού. 32 ημείς γάρ διά τας εαυτών αμαρτίας πάσχομεν. 33 ει δε χάριν επιπλήξεως και παιδείας ο ζών Κύριος ημών βραχέως επώργισται, και πάλιν καταλλαγήσεται τοίς εαυτού δούλοις. 34 σύ δε, ώ ανόσιε και πάντων ανθρώπων μιαρώτατε, μη μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος αδήλοις ελπίσιν, επί τους δούλους αυτού επαιρόμενος χείρα· 35 ούπω γάρ την τού Παντοκράτορος επόπτου Θεού, κρίσιν εκπέφευγας. 36 οι μέν γάρ νύν ημέτεροι αδελφοί βραχύν υπενέγκαντες πόνον αεννάου ζωής υπό διαθήκην Θεού πεπτώκασι· σύ δε τή τού Θεού κρίσει δίκαια τα πρόστιμα της υπερηφανίας αποίση. 37 εγώ δε καθάπερ οι αδελφοί μου και σώμα και ψυχήν προδίδωμι περί των πατρίων νόμων, επικαλούμενος τον Θεόν ίλεων ταχύ τώ έθνει γενέσθαι και σε μετά ετασμών και μαστίγων εξομολογήσασθαι, διότι μόνος αυτός Θεός εστιν, 38 εν εμοί δε και τοίς αδελφοίς μου στήναι την τού Παντοκράτορος οργήν την επί το σύμπαν ημών γένος δικαίως επηγμένην. 39 έκθυμος δε γενόμενος ο βασιλεύς, τούτω παρά τους άλλους χειρίστως απήντησε πικρώς φέρων επί τώ μυκτηρισμώ.
40 και ούτος ούν καθαρός τον βίον μετήλλαξε παντελώς επί τώ Κυρίω πεποιθώς. 41 εσχάτη δε των υιών η μήτηρ ετελεύτησε. 42 τα μέν ούν περί τους σπλαγνισμούς και τας υπερβαλλούσας αικίας επί τοσούτον δεδηλώσθω.
1 ΙΟΥΔΑΣ δε ο Μακκαβαίος και οι σύν αυτώ παρεισπορευόμενοι λεληθότως εις τας κώμας προσεκαλούντο τους συγγενείς και τους μεμενηκότας εν τώ Ιουδαισμώ προσλαβόμενοι συνήγαγον εις εξακισχιλίους. 2 και επεκαλούντο τον Κύριον επιδείν επί τον υπό πάντων καταπατούμενον λαόν, οικτείραι δε και τον ναόν τον υπό των ασεβών ανθρώπων βεβηλωθέντα, 3 ελεήσαι δε και την καταφθειρομένην πόλιν και μέλλουσαν ισόπεδον γίνεσθαι και των καταβοώντων προς αυτόν αιμάτων εισακούσαι, 4 μνησθήναι δε και της των αναμαρτήτων νηπίων παρανόμου απωλείας και περί των γενομένων εις το όνομα αυτού βλασφημιών και μισοπονηρήσαι. 5 γενόμενος δε εν συστήματι ο Μακκαβαίος ανυπόστατος ήδη τοίς έθνεσιν εγίνετο, της οργής τού Κυρίου εις έλεον τραπείσης. 6 πόλεις δε και κώμας απροσδοκήτως ερχόμενος ενεπίμπρα και τους επικαίρους τόπους απολαμβάνων ουκ ολίγους των πολεμίων ενίκα τροπούμενος 7 μάλιστα τας νύκτας προς τας τοιαύτας επιβουλάς συνεργούς ελάμβανε. και λαλιά τις της ευανδρίας αυτού διεχείτο πανταχή. 8 Συνορών δε ο Φίλιππος κατά μικρόν εις προκοπήν ερχόμενον τον άνδρα, πυκνότερον δε εν ταίς ευημερίαις προβαίνοντα, προς Πτολεμαίον τον Κοίλης Συρίας και Φοινίκης στρατηγόν έγραψεν επιβοηθείν τοίς τού βασιλέως πράγμασιν. 9 ο δε ταχέως προχειρισάμενος Νικάνορα τον τού Πατρόκλου των πρώτων φίλων απέστειλεν υποτάξας παμφύλων έθνη ουκ ελάττους των δισμυρίων το σύμπαν των Ιουδαίων εξάραι γένος· συνέστησε δε αυτώ και Γοργίαν άνδρα στρατηγόν και εν πολεμικαίς χρείαις πείραν έχοντα.
10 διεστήσατο δε ο Νικάνωρ τον φόρον τώ βασιλεί τοίς Ρωμαίοις όντα ταλάντων δισχιλίων εκ της των Ιουδαίων αιχμαλωσίας εκπληρώσειν. 11 ευθέως δε εις τας παραθαλασσίους πόλεις απέστειλε προσκαλούμενος επ’ αγορασμόν Ιουδαικών σωμάτων, υπισχνούμενος ενενήκοντα σώματα ταλάντου παραχωρήσειν, ου προσδεχόμενος την παρά τού Παντοκράτορος μέλλουσαν παρακολουθήσειν επ’ αυτώ δίκην. 12 τώ δε Ιούδα προσέπεσε περί της τού Νικάνορος εφόδου· και μεταδόντος αυτού τοίς σύν αυτώ την παρουσίαν τού στρατοπέδου, 13 οι δειλανδρούντες και απιστούντες την τού Θεού δίκην διεδίδρασκον και εξετόπιζον εαυτούς. 14 οι δε τα περιλελειμμένα πάντα επώλουν, ομού δε τον Κύριον ηξίουν ρύσασθαι τους υπό τού δυσσεβούς Νικάνορος πριν συντυχείν πεπραμένους· 15 και ει μη δι’ αυτούς, αλλά διά τας προς τους πατέρας αυτών διαθήκας και ένεκεν της επ΄ αυτούς επικλήσεως τού σεμνού και μεγαλοπρεπούς ονόματος αυτού. 16 συναγαγών δε ο Μακκαβαίος τους περί αυτόν όντας τον αριθμόν εξακισχιλίους παρεκάλει μη καταπλαγήναι τους πολεμίους, μηδέ ευλαβείσθαι την των αδίκως παραγινομένων επ’ αυτούς εθνών πολυπληθίαν, αγωνίσασθαι δε γενναίως 17 πρό οφθαλμών λαβόντας την ανόμως εις τον άγιον τόπον συντελεσμένην υπ΄ αυτών ύβριν και τον της εμπεπαιγμένης πόλεως αικισμόν, έτι δε την της προγονικής πολιτείας κατάλυσιν. 18 οι μέν γάρ όπλοις πεποίθασιν άμα και τόλμαις, έφησεν, ημείς δε επί τώ παντοκράτορι Θεώ, δυναμένω και τους ερχομένους εφ’ ημάς και τον όλον κόσμον εν ενί νεύματι καταβαλείν, πεποίθαμεν. 19 προσαναλεξάμενος δε αυτοίς και τας επί των προγόνων γενομένας αντιλήψεις και την επί Σενναχηρείμ, εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδες ως απώλοντο,
20 και την εν τή Βαβυλωνία την προς αυτούς Γαλάτας παράταξιν γενομένην, ως οι πάντες επί την χρείαν ήλθον οκτακισχίλιοι σύν Μακεδόσι τετρασχιλίοις, των Μακεδόνων απορουμένων, οι οκτακισχίλιοι τας δώδεκα μυριάδας απώλεσαν διά την γενομένην αυτοίς απ’ ουρανού βοήθειαν και ωφέλειαν πολλήν έλαβον. 21 εφ΄ οίς ευθαρσείς αυτούς παραστήσας και ετοίμους υπέρ των νόμων και της πατρίδος αποθνήσκειν, τετραμερές τι το στράτευμα εποίησε. 22 τάξας και τους αδελφούς αυτού προηγουμένους εκατέρας τάξεως, Σίμωνα και Ιώσηφον και Ιωνάθαν, υποτάξας εκάστω χιλίους προς τοίς πεντακοσίοις, 23 έτι δε και Ελεάζαρον, παραγνούς την ιεράν βίβλον και δούς σύνθημα Θεού βοηθείας της πρώτης σπείρας αυτός προηγούμενος, συνέβαλε τώ Νικάνορι. 24 γενομένου δε αυτοίς τού Παντοκράτορος συμμάχου, κατέσφαξαν των πολεμίων υπέρ τους ενακισχιλίους, τραυματίας δε και τοίς μέλεσιν αναπήρους το πλείστον μέρος της τού Νικάνορος στρατιάς εποίησαν, πάντας δε φυγείν ηνάγκασαν. 25 τα δε χρήματα των παραγεγονότων επί τον αγορασμόν αυτών έλαβον· συνδιώξαντες δε αυτούς εφ΄ ικανόν ανέλυσαν υπό της ώρας συγκλειόμενοι. 26 ήν γάρ η πρό τού σαββάτου, δι’ ήν αιτίαν ουκ εμακροθύμησαν κατατρέχοντες αυτούς. 27 οπλολογήσαντες δε αυτούς και τα σκύλα εκδύσαντες των πολεμίων περί το σάββατον εγίνοντο, περισσώς ευλογούντες και εξομολογούμενοι τώ Κυρίω τώ διασώσαντι αυτούς εις την ημέραν ταύτην, αρχήν ελέους τάξαντος αυτοίς. 28 μετά δε το σάββατον τοίς ηκισμένοις και ταίς χήραις και ορφανοίς μερίσαντες από των σκύλων, τα λοιπά αυτοί και τα παιδία εμερίσαντο. 29 ταύτα δε διαπραξάμενοι και κοινήν ικετίαν ποιησάμενοι, τον ελεήμονα Κύριον ηξίουν εις τέλος καταλλαγήναι τοίς αυτού δούλοις.
30 και τοίς περί Τιμόθεον και Βακχίδην συνερίσαντες υπέρ τους δισμυρίους αυτών ανείλον και οχυρωμάτων υψηλών εύ μάλα εγκρατείς εγένοντο και λάφυρα πλείστα εμερίσαντο ισομοίρους εαυτούς και τοίς ηκισμένοις και ορφανοίς και χήραις, έτι δε και πρεσβυτέροις ποιήσαντες. 31 οπλολογήσαντες δε αυτούς επιμελώς πάντα συνέθηκαν εις τους επικαίρους τόπους, τα δε λοιπά των σκύλων ήνεγκαν εις Ιεροσόλυμα. 32 τον δε φυλάρχην των περί Τιμόθεον ανείλον, ανοσιώτατον άνδρα και πολλά τους Ιουδαίους επιλελυπηκότα. 33 επινίκια δε άγοντες εν τή πατρίδι τους εμπρήσαντας τους ιερούς πυλώνας. Καλλισθένην και τινας άλλους, υφήψαν εις έν οικίδιον πεφευγότας, οίτινες άξιον της δυσσεβείας εκομίσαντο μισθόν. 34 ο δε τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ο τους χιλίους εμπόρους επί την πράσιν των Ιουδαίων αγαγών, 35 ταπεινωθείς υπό των κατ’ αυτόν νομιζομένων ελαχίστων είναι, τή τού Κυρίου βοηθεία την δοξικήν αποθέμενος εσθήτα, διά της μεσογείου, δραπέτου τρόπον, έρημον εαυτόν ποιήσας, ήκεν εις Αντιόχειαν υπεράγαν δυσημερήσας επί τή τού στρατού διαφθορά. 36 και ο τοίς Ρωμαίοις αναδεξάμενος φόρον από της των εν Ιεροσολύμοις αιχμαλωσίας κατορθώσασθαι, κατήγγελλεν υπέρμαχον έχειν τον Θεόν τους Ιουδαίους και διά τον τρόπον τούτο ατρώτους είναι τους Ιουδαίους, διά το ακολουθείν τοίς υπ’ αυτού προστεταγμένοις νόμοις.
1 ΠΕΡΙ δε τον καιρόν εκείνον ετύγχανεν Αντίοχος αναλελυκώς ακόσμως εκ των κατά την Περσίδα τόπων. 2 εισεληλύθει γάρ εις την λεγομένην Περσέπολιν και επεχείρησεν ιεροσυλείν και την πόλιν συνέχειν. διό δή των πληθών ορμησάντων επί την των όπλων βοήθειαν ετράπησαν, και συνέβη τροπωθέντα τον Αντίοχον υπό των εγχωρίων ασχήμονα την αναζυγήν ποιήσασθαι. 3 όντι δε αυτώ κατ’ Εκβάτανα προσέπεσε τα κατά Νικάνορα και τους περί Τιμόθεον γεγονότα. 4 επαρθείς δε τώ θυμώ ώετο και την των πεφυγαδευκότων αυτόν κακίαν εις τους Ιουδαίους εναπερείσασθαι, διό συνέταξε τον αρματηλάτην αδιαλείπτως ελαύνοντα κατανύειν την πορείαν, της εξ ουρανού δή κρίσεως συνούσης αυτώ· ούτω γάρ υπερηφάνως είπε· πολυάνδριον Ιουδαίων Ιεροσόλυμα ποιήσω παραγενόμενος εκεί. 5 ο δε πανεπόπτης Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ επάταξεν αυτόν ανιάτω και αοράτω πληγή· άρτι δε αυτού καταλήξαντος τον λόγον, έλαβεν αυτόν ανήκεστος των σπλάγχνων αλγηδών και πικραί των ένδον βάσανοι, 6 πάνυ δικαίως τον πολλαίς και ξενιζούσαις συμφοραίς ετέρων σπλάγχνα βασανίσαντα. 7 ο δ’ ουδαμώς της αγερωχίας έληγεν· έτι δε και της υπερηφανίας επεπλήρωτο, πύρ πνέων τοίς θυμοίς επί τους Ιουδαίους και κελεύων εποξύνειν την πορείαν. συνέβη δε και πεσείν αυτόν από τού άρματος φερομένου ροίζω και δυσχερεί πτώματι περιπεσόντα πάντα τα μέλη τού σώματος αποστρεβλούσθαι. 8 ο δ’ άρτι δοκών τοίς της θαλάσσης κύμασιν επιτάσσειν διά την υπέρ άνθρωπον αλαζονείαν και πλάστιγγι τα των ορέων οιόμενος ύψη στήσειν, κατά γήν γενόμενος εν φορείω παρεκομίζετο, φανεράν τού Θεού πάσι την δύναμιν ενδεικνύμενος, 9 ώστε και εκ τού σώματος τού δυσσεβούς σκώληκας αναζείν, και ζώντος εν οδύναις και αλγηδόσι τας σάρκας αυτού διαπίπτειν, υπό δε της οσμής αυτού πάν το στρατόπεδον βαρύνεσθαι τή σαπρία.
10 και τον μικρώ πρότερον των ουρανίων άστρων άπτεσθαι δοκούντα παρακομίζειν ουδείς εδύνατο διά το της οσμής αφόρητον βάρος. 11 ενταύθα ούν ήρξατο το πολύ της υπερηφανίας λήγειν υποτεθραυσμένος και εις επίγνωσιν έρχεσθαι θεία μάστιγι κατά στιγμήν επιτεινόμενος ταίς αλγηδόσι. 12 και μηδέ της οσμής αυτού δυνάμενος ανέχεσθαι ταύτ΄ έφη· δίκαιον υποτάσσεσθαι τώ Θεώ και μη θνητόν όντα ισόθεα φρονείν υπερηφάνως. 13 ηύχετο δε ο μιαρός προς τον ουκέτι αυτόν ελεήσοντα Δεσπότην, ούτω λέγων 14 την μέν αγίαν πόλιν, ήν σπεύδων παρεγίνετο ισόπεδον ποιήσαι και πολυάνδριον οικοδομήσαι, ελευθέραν αναδείξαι· 15 τους δε Ιουδαίους, ούς διεγνώκει μηδέ ταφής αξιώσαι οιωνοβρώτους δε σύν τοίς νηπίοις εκρίψειν θηρίοις, πάντας αυτούς ίσους Αθηναίους ποιήσειν· 16 ον δεν πρότερον εσκύλευσεν άγιον νεών καλλίστοις αναθήμασι κοσμήσειν και τα ιερά σκεύη πολυπλάσια πάντα αποδώσειν, τας δε επιβαλλούσας προς τας θυσίας συντάξεις εκ των ιδίων προσόδων χορηγήσειν· 17 προς δε τούτοις και Ιουδαίον έσεσθαι και πάντα τόπον οικητόν επελεύσεσθαι καταγγέλλοντα το τού Θεού κράτος. 18 ουδαμώς δε ληγόντων των πόνων, επεληλύθει γάρ επ’ αυτόν δικαία η τού Θεού κρίσις, τα κατ’ αυτόν απελπίσας, έγραψε προς τους Ιουδαίους την υπογεγραμμένην επιστολήν, ικετηρίας τάξιν έχουσαν, περιέχουσαν δε ούτως· 19 <Τοίς χρηστοίς Ιουδαίοις τοίς πολίταις πολλά χαίρειν και υγιαίνειν και εύ πράττειν βασιλεύς και στρατηγός Αντίοχος.
20 ει έρρωσθε και τα τέκνα και τα ίδια κατά γνώμην εστίν υμίν, εύχομαι μέν τώ Θεώ την μεγίστην χάριν, εις ουρανόν την ελπίδα έχων, 21 καγώ δε ασθενώς διεκείμην, υμών την τιμήν και την εύνοιαν αν εμνημόνευον φιλοστόργως. επανάγων εκ των περί την Περσίδα τόπων και περιπεσών ασθενεία δυσχέρειαν εχούση, αναγκαίον ηγησάμην φροντίσαι της κοινής πάντων ασφαλείας. 22 ουκ απογινώσκων τα κατ΄ εμαυτόν, αλλά έχων πολλήν ελπίδα εκφεύξεσθαι την ασθένειαν, 23 θεωρών δε ότι και ο πατήρ, καθ’ ούς καιρούς εις τους άνω τόπους εστρατοπέδευσεν, ανέδειξε τον διαδεξόμενον, 24 όπως εάν τι παράδοξον αποβαίνη ή και προσαγγελθή τι δυσχερές, ειδότες οι κατά την χώραν ώ καταλέλειπται τα πράγματα, μη επιταράσσωνται. 25 προς δε τούτοις κατανοών τους παρακειμένους δυνάστας και γειτνιώντας τή βασιλεία τοίς καιροίς επέχοντας και προσδεχομένους το αποβησόμενον, αναδέδειχα τον υιόν μου Αντίοχον βασιλέα, ον πολλάκις ανατρέχων εις τας επάνω σατραπείας τοίς πλείστοις υμών παρακατετιθέμην και συνίστων· γέγραφα δε προς αυτόν τα υπογεγραμμένα. 26 παρακαλώ ούν υμάς και αξιώ, μεμνημένους των ευεργεσιών κοινή και κατ’ ιδίαν, έκαστον συντηρείν την ούσαν εύνοιαν εις εμέ και τον υιόν μου· 27 πέπεισμαι γάρ αυτόν επιεικώς και φιλανθρώπως παρακολουθούντα τή εμή προαιρέσει συμπεριενεχθήσεσθαι υμίν>. 28 Ο μέν ούν ανδροφόνος και βλάσφημος τα χείριστα παθών, ως ετέρους διέθηκεν, επί ξένης εν τοίς όρεσιν οικτίστω μόρω κατέστρεψε τον βίον. 29 παρεκομίζετο δε το σώμα Φίλιππος ο σύντροφος αυτού, ός και διευλαβηθείς τον υιόν Αντιόχου, προς Πτολεμαίον τον Φιλομήτορα εις Αίγυπτον διεκομίσθη.
1 ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΣ δε και οι σύν αυτώ, τού Κυρίου προάγοντος αυτούς, το μέν ιερόν εκομίσαντο και την πόλιν, 2 τους δε κατά την αγοράν βωμούς υπό των αλλοφύλων δεδημιουργημένους, έτι δε τεμένη καθείλον. 3 και τον νεών καθαρίσαντες έτερον θυσιαστήριον εποίησαν και πυρώσαντες λίθους και πύρ εκ τούτων λαβόντες, ανήνεγκαν θυσίαν μετά διετή χρόνον και θυμίαμα και λύχνους και των άρτων την πρόθεσιν εποιήσαντο. 4 ταύτα δε ποιήσαντες ηξίωσαν τον Κύριον πεσόντες επί κοιλίαν μηκέτι περιπεσείν τοιούτοις κακοίς, αλλ’ εάν ποτε και αμάρτωσιν, υπ΄ αυτού μετ’ επιεικείας παιδεύεσθαι και μη βλασφήμοις και βαρβάροις έθνεσι παραδίδοσθαι. 5 εν ή δε ημέρα ο νεώς υπό αλλοφύλων εβεβηλώθη, συνέβη κατά την αυτήν ημέραν τον καθαρισμόν γενέσθαι τού ναού, τή πέμπτη και εικάδι τού αυτού μηνός, ός εστι Χασελεύ. 6 και μετ΄ ευφροσύνης ήγον ημέρας οκτώ σκηνωμάτων τρόπον, μνημονεύοντες ως πρό μικρού χρόνου την των σκηνών εορτήν εν τοίς όρεσι και εν τοίς σπηλαίοις θηρίων τρόπον ήσαν νεμόμενοι. 7 διό θύρσους και κλάδους ωραίους, έτι δε φοίνικας έχοντες ύμνους ανέφερον τώ ευοδώσαντι καθαρισθήναι τον εαυτού τόπον. 8 εδογμάτισαν δε μετά κοινού προστάγματος και ψηφίσματος παντί τώ των Ιουδαίων έθνει κατ’ ενιαυτόν άγειν τάσδε τας ημέρας. 9 και τα μέν της Αντιόχου τού προσαγορευθέντος Επιφανούς τελευτής ούτως είχε.
10 Νυνί δε τα κατά τον Ευπάτορα Αντίοχον, υιόν δε τού ασεβούς γενόμενον δηλώσομεν, αυτά συντέμνοντες τα των πολέμων κακά. 11 αυτός γάρ παραλαβών βασιλείαν ανέδειξεν επί των πραγμάτων Λυσίαν τινά, Κοίλης δε Συρίας και Φοινίκης στρατηγόν πρώταρχον. 12 Πτολεμαίος γάρ ο καλούμενος Μάκρων το δίκαιον συντηρείν προηγούμενος εις τους Ιουδαίους διά την γεγονυίαν εις αυτούς αδικίαν επειράτο τα προς αυτούς ειρηνικώς διεξάγειν. 13 όθεν κατηγορούμενος υπό των φίλων προς τον Ευπάτορα και προδότης παρέκαστα ακούων διά το την Κύπρον εμπιστευθέντα υπό τού Φιλομήτορος εκλιπείν και προς Αντίοχον τον Επιφανή αναχωρήσαι μήτ’ ευγενή την εξουσίαν έχων, υπ’ αθυμίας φαρμακεύσας εαυτόν εξέλιπε τον βίον. 14 Γοργίας δε γενόμενος στρατηγός των τόπων εξενοτρόφει και παρέκαστα προς τους Ιουδαίους επολεμοτρόφει. 15 ομού δε τούτω και οι Ιδουμαίοι εγκρατείς επικαίρων οχυρωμάτων όντες εγύμναζον τους Ιουδαίους, και τους φυγαδευθέντας από Ιεροσολύμων προσλαβόμενοι πολεμοτροφείν επεχείρουν. 16 οι δε περί τον Μακκαβαίον ποιησάμενοι λιτανείαν και αξιώσαντες τον Θεόν σύμμαχον αυτοίς γενέσθαι, επί τα των Ιδουμαίων οχυρώματα ώρμησαν, 17 οίς και προσβαλόντες ευρώστως εγκρατείς εγένοντο των τόπων πάντας τε τους επί τώ τείχει μαχομένους ημύναντο κατέσφαζόν τε τους εμπίπτοντας, ανείλον δε ουχ ήττον των δισμυρίων. 18 συμφυγόντων δε ουκ έλαττον των ενακισχιλίων εις δύο πύργους οχυρούς εύ μάλα και πάντα τα προς πολιορκίαν έχοντας, 19 ο Μακκαβαίος εις επείγοντας τόπους απολιπών Σίμωνα και Ιώσηφον, έτι δε και Ζακχαίον και τους σύν αυτώ ικανούς προς την τούτων πολιορκίαν, αυτός εχωρίσθη.
20 οι δε περί τον Σίμωνα φιλαργυρήσαντες υπό τινων των εν τοίς πύργοις επείσθησαν αργυρίω· επτάκις δε μυριάδας δραχμάς λαβόντες είασάν τινας διαρρυήναι. 21 προσαγγελθέντος δε τώ Μακκαβαίω περί τού γεγονότος, συναγαγών τους ηγουμένους τού λαού κατηγόρησεν ως αργυρίου πεπράκασι τους αδελφούς, τους πολεμίους κατ’ αυτών απολύσαντες. 22 τούτους μέν ούν προδότας γενομένους απέκτεινε και παραχρήμα τους δύο πύργους κατελάβετο. 23 τοίς δε όπλοις τα πάντα εν ταίς χερσίν ευοδούμενος απώλεσεν εν τοίς δυσίν οχυρώμασι πλείους των δισμυρίων. 24 Τιμόθεος δε ο πρότερον ηττηθείς υπό των Ιουδαίων συναγαγών ξένας δυνάμεις παμπληθείς και τους της Ασίας γενομένους ίππους συναθροίσας ουκ ολίγους, παρήν ως δορυάλωτον ληψόμενος την Ιουδαίαν. 25 οι δε περί τον Μακκαβαίον συνεγγίζοντος αυτού, προς ικετείαν τού Θεού ετράπησαν γη τας κεφαλάς καταπάσαντες και τας οσφύας σάκκοις ζώσαντες, 26 επί την απέναντι τού θυσιαστηρίου κρηπίδα προσπεσόντες, ηξίουν ίλεων αυτοίς γενόμενν εχθρεύσαι τοίς εχθροίς αυτών και αντικείσθαι τοίς αντικειμένοις, καθώς ο νόμος διασαφεί. 27 γενόμενοι δε από της δεήσεως, αναλαβόντες τα όπλα προήγον από της πόλεως επί πλείον· συνεγγίσαντες δε τοίς πολεμίοις εφ’ εαυτών ήσαν. 28 άρτι δε της ανατολής διαδεχομένης προσέβαλον εκάτεροι, οι μέν έγγυον έχοντες ευημερίας και νίκης μετ’ αρετής την επί τον Κύριον καταφυγήν, οι δε καθηγεμόνα των αγώνων ταττόμενοι τον θυμόν. 29 γενομένης δε καρτεράς μάχης, εφάνησαν τοίς υπεναντίοις εξ ουρανού εφ’ ίππων χρυσοχαλίνων άνδρες πέντε διαπρεπείς, και αφηγούμενοι των Ιουδαίων,
30 οί και τον Μακκαβαίον μέσον λαβόντες και σκεπάζοντες ταίς εαυτών πανοπλίαις άτρωτον διεφύλαττον, εις δε τους υπεναντίους τοξεύματα και κεραυνούς εξερρίπτουν· διό συγχυθέντες αορασία κατεκόπτοντο ταραχής πεπληρωμένοι. 31 κατεσφάγησαν δε δισμύριοι προς τοίς πεντακοσίοις, ιππείς δε εξακόσιοι. 32 αυτός δε ο Τιμόθεος συνέφυγεν εις Γάζαρα λεγόμενον οχύρωμα, εύ μάλα φρούριον, στρατηγούντος εκεί Χαιρέου. 33 οι δε περί τον Μακκαβαίον άσμενοι περιεκάθισαν το φρούριον ημέρας τέσσαρας. 34 οι δε ένδον τή ερυμνότητι τού τόπου πεποιθότες υπεράγαν εβλασφήμουν και λόγους αθεμίτους προίεντο. 35 υποφαινούσης δε της πέμπτης ημέρας, είκοσι νεανίαι των περί τον Μακκαβαίον πυρωθέντες τοίς θυμοίς διά τας βλασφημίας, προσβαλόντες τώ τείχει αρρενωδώς και θηριώδει θυμώ τον εμπίπτοντα έκοπτον. 36 έτεροι δε ομοίως προσαναβάντες εν τώ περισπασμώ προς τους ένδον, ενεπίμπρων τους πύργους και πυράς ανάψαντες ζώντας τους βλασφήμους κατέκαιον. οι δε τας πύλας διέκοπτον, εισδεξάμενοι δε την λοιπήν τάξιν προκατελάβοντο την πόλιν. 37 και τον Τιμόθεον αποκεκρυμμένον έν τινι λάκκω κατέσφαξαν και τον τούτου αδελφόν Χαιρέαν και τον Απολλοφάνην. 38 ταύτα δε διαπραξάμενοι μεθ’ ύμνων και εξομολογήσεων ευλόγουν τώ Κυρίω τώ μεγάλως ευεργετούντι τον Ισραήλ και το νίκος αυτοίς διδόντι.
1 ΜΕΤ’ ολίγον δε παντελώς χρόνον Λυσίας επίτροπος τού βασιλέως και συγγενής και επί των πραγμάτων λίαν βαρέως φέρων επί τοίς γεγονόσι, 2 συναθροίσας περί τας οκτώ μυριάδας και την ίππον πάσαν, παρεγένετο επί τους Ιουδαίους λογιζόμενος την μέν πόλιν Έλλησιν οικητήριον ποιήσειν, 3 το δε ιερόν αργυρολόγητον, καθώς τα λοιπά των εθνών τεμένη, πρατήν δε την αρχιερωσύνην κατ’ έτος ποιήσειν, 4 ουδαμώς επιλογιζόμενος το τού Θεού κράτος, πεφρενωμένος δε ταίς μυριάσι των πεζών και ταίς χιλιάσι των ιππέων και τοίς ελέφασι τοίς ογδοήκοντα. 5 εισελθών δε εις την Ιουδαίαν και συνεγγίσας Βαιθσούρα, όντι μέν ερυμνώ χωρίω, από δε Ιεροσολύμων απέχοντι ωσεί σταδίους πέντε, τούτο έθλιβεν. 6 ως δε μετέλαβον οι περί τον Μακκαβαίον πολιορκούντα αυτόν τα οχυρώματα, μετ’ οδυρμών και δακρύων ικέτευον σύν τοίς όχλοις τον Κύριον αγαθόν άγγελον αποστείλαι προς σωτηρίαν τώ Ισραήλ. 7 αυτός δε πρώτος ο Μακκαβαίος αναλαβών τα όπλα προετρέψατο τους άλλους, άμα αυτώ διακινδυνεύοντας επιβοηθείν τοίς αδελφοίς αυτών· ομού δε και προθύμως εξώρμησαν. 8 αυτόθι δε και προς τοίς Ιεροσολύμοις όντων, εφάνη προηγούμενος αυτών έφιππος εν λευκή εσθήτι, πανοπλίαν χρυσήν κραδαίνων. 9 ομού δε πάντες ευλόγησαν τον ελεήμονα Θεόν και επερρώσθησαν ταίς ψυχαίς, ου μόνον ανθρώπους αλλά και θήρας τους αγριωτάτους και σιδηρά τείχη τιτρώσκειν όντες έτοιμοι,
10 προήγον εν διασκευή τον απ΄ ουρανού σύμμαχον έχοντες, ελεήσαντος αυτούς τού Κυρίου. 11 λεοντηδόν δε εντινάξαντες εις τους πολεμίους κατέστρωσαν αυτούς χιλίους προς τοίς μυρίοις, ιππείς δε εξακοσίους προς τοίς χιλίοις· τους δε πάντας ηνάγκασαν φυγείν. 12 οι πλείονες δε αυτών τραυματίαι γυμνοί διεσώθησαν, και αυτός δε ο Λυσίας αισχρώς φεύγων διεσώθη. 13 ουκ άνους δε υπάρχων, προς εαυτόν αντιβάλλων το γεγονός περί εαυτόν ελάσσωμα και συννοήσας ανικήτους είναι τους Εβραίους, τού πάντα δυναμένου Θεού συμμαχούντος αυτοίς, προσαποστείλας 14 έπεισε συλλύσεσθαι επί πάσι τοίς δικαίοις, και διότι και τον βασιλέα πείσειν φίλον αυτοίς αναγκάζειν γενέσθαι. 15 ενέπνευσε δε ο Μακκαβαίος επί πάσιν, οίς ο Λυσίας παρεκάλει, τού συμφέροντος φροντίζων· όσα γάρ ο Μακκαβαίος επέδωκε τώ Λυσία διά γραπτών περί των Ιουδαίων, συνεχώρησεν ο βασιλεύς. 16 ήσαν γάρ αι γεγραμμέναι τοίς Ιουδαίοις επιστολαί, παρά μέν Λυσίου περιέχουσαι τον τρόπον τούτον· <Λυσίας τώ πλήθει των Ιουδαίων χαίρειν. 17 Ιωάννης και Αβεσσαλώμ οι πεμφθέντες παρ’ υμών, επιδόντες τον υπογεγραμμένον χρηματισμόν, ηξίουν περί των δι’ αυτού σημαινομένων. 18 όσα μέν ούν έδει και τώ βασιλεί πρσενεχθήναι, διεσάφησα· ά δε ήν ενδεχόμενα, συνεχώρησεν. 19 εάν μέν ούν συντηρήσητε την εις τα πράγματα εύνοιαν, και εις το λοιπόν πειράσομαι παραίτιος υμίν αγαθών γενέσθαι.
20 υπέρ δε των κατά μέρος εντέταλμαι τούτοις τε και τοίς παρ΄ εμού διαλεχθήναι υμίν. 21 έρρωσθε. έτους εκατοστού τεσσαρακοστού ογδόου, Διοσκορινθίου τετράδι και εικάδι>. 22 Η δε τού βασιλέως επιστολή περιείχεν ούτως· <Βασιλεύς Αντίοχος τώ αδελφώ Λυσία χαίρειν. 23 τού πατρός ημών εις θεούς μεταστάντος, βουλόμενοι τους εκ της βασιλείας αταράχους όντας γενέσθαι προς την των ιδίων επιμέλειαν, 24 ακηκοότες τους Ιουδαίους μη συνευδοκούντας τή τού πατρός επί τα Ελληνικά μεταθέσει, αλλά την εαυτών αγωγήν αιρετίζοντας και διά τούτο αξιούντας συγχωρηθήναι αυτοίς τα νόμιμα αυτών· 25 αιρούμενοι ούν και τούτο το έθνος εκτός ταραχής είναι, κρίνομεν το τε ιερόν αυτοίς αποκατασταθήναι και πολιτεύεσθαι κατά τα επί των προγόνων αυτών έθη. 26 εύ ούν ποιήσεις διαπεμψάμενος προς αυτούς και δούς δεξιάς, όπως ειδότες την ημετέραν προαίρεσιν εύθυμοί τε ώσι και ηδέως διαγίνωνται προς την των ιδίων αντίληψιν>. 27 Πρός δε το έθνος η τού βασιλέως επιστολή τοιαύτη ήν· <Βασιλεύς Αντίοχος τή γερουσία των Ιουδαίων και τοίς άλλοις Ιουδαίοις χαίρειν. 28 ει έρρωσθε, είη αν ως βουλόμεθα· και αυτοί δε υγιαίνομεν. 29 ενεφάνισεν ημίν ο Μενέλαος βούλεσθαι κατελθόντας υμάς γίνεσθαι προς τοίς ιδίοις.
30 τοίς ούν καταπορευομένοις μέχρι τριακάδος Ξανθικού υπάρξει δεξιά μετά της αδείας 31 χρήσθαι τους Ιουδαίους τοίς εαυτών δαπανήμασι και νόμοις, καθά και το πρότερον, και ουδείς αυτών κατ’ ουδένα τρόπον παρενοχληθήσεται περί των ηγνοημένων. 32 πέπομφα δε και τον Μενέλαον παρακαλέσοντα υμάς. 33 έρρωσθε. έτους εκατοστού τεσσαρακοστού ογδόου, Ξανθικού πέμπτη και δεκάτη>. 34 Έπεμψαν δε και οι Ρωμαίοι προς αυτούς επιστολήν έχουσαν ούτως· <Κόιντος Μέμμιος, Τίτος Μάνλιος, πρεσβύται Ρωμαίων, τώ δήμω των Ιουδαίων χαίρειν. 35 υπέρ ών Λυσίας ο συγγενής τού βασιλέως συνεχώρησεν υμίν, και ημείς συνευδοκούμεν. 36 ά δε έκρινε προσανενεχθήναι τώ βασιλεί, πέμψατέ τινα παραχρήμα επισκεψάμενοι περί τούτων, ίνα εκθώμεν ως καθήκει υμίν· ημείς γάρ προσάγομεν προς Αντιόχειαν. 37 διό σπεύσατε και πέμψατέ τινας, όπως και ημείς επιγνώμεν οποίας εστέ γνώμης. 38 υγιαίνετε. έτους εκατοστού τεσσαρακοστού, Ξανθικού πέμπτη και δεκάτη>.
1 ΓΕΝΟΜΕΝΩΝ των συνθηκών τούτων, ο μέν Λυσίας απήει προς τον βασιλέα, οι δε Ιουδαίοι περί την γεωργίαν εγίνοντο. 2 των δε κατά τόπον στρατηγών Τιμόθεος και Απολλώνιος ο τού Γενναίους, έτι δε Ιερώνυμος και Δημοφών, προς δε τούτοις Νικάνωρ ο Κυπριάρχης ουκ είων αυτούς ευσταθείς και τα της ησυχίας άγειν. 3 Ιοππίται δε τηλικούτο συνετέλεσαν το δυσσέβημα· παρακαλέσαντες τους σύν αυτοίς οικούντας Ιουδαίους εμβήναι εις τα παρασταθέντα υπ΄ αυτών σκάφη σύν γυναιξί και τέκνοις ως μηδεμιάς ενεστώσης προς αυτούς δυσμενείας, 4 κατά δε το κοινόν της πόλεως ψήφισμα, και τούτων επιδεξαμένων ως αν ειρηνεύειν θελόντων και μηδέν ύποπτον εχόντων, επαναχθέντας αυτούς εβύθισαν όντας ουκ έλαττον των διακοσίων. 5 μεταλαβών δε Ιούδας την γεγονυίαν εις τους ομοεθνείς ωμότητα, παραγγείλας τοίς περί αυτόν ανδράσι 6 και επικαλεσάμενος τον δίκαιον κριτήν Θεόν, παρεγένετο επί τους μιαιοφόνους των αδελφών· και τον μέν λιμένα νύκτωρ ενέπρησε και τα σκάφη κατέφλεξε, τους δε εκεί συμφυγόντας εξεκέντησε. 7 τού δε χωρίου συγκλεισθέντος, ανέλυσεν ως πάλιν ήξων και το σύμπαν των Ιοππιτών εκριζώσαι πολίτευμα. 8 μεταλαβών δε και τους εν Ιαμνεία τον αυτόν επιτελείν βουλομένους τρόπον τοίς παροικούσιν Ιουδαίοις, 9 και τοίς Ιαμνίταις νυκτός επιβαλών υφήψε τον λιμένα σύν τώ στόλω, ώστε φαίνεσθαι τας αυγάς τού φέγγους εις τα Ιεροσόλυμα, σταδίων όντων διακοσίων τεσσαράκοντα.
10 Εκείθεν δε αποσπασθέντων σταδίους εννέα, ποιουμένων την πορείαν επί τον Τιμόθεον, προσέβαλον Άραβες αυτώ ουκ ελάττους των πεντακισχιλίων, ιππείς δε πεντακόσιοι. 11 γενομένης δε καρτεράς μάχης και των περί τον Ιούδαν διά την παρά τού Θεού βοήθειαν ευημερησάντων, ελαττωθέντες οι νομάδες Άραβες ηξίουν δούναι τον Ιούδαν δεξιάν αυτοίς, υπισχνούμενοι και βοσκήματα δώσειν και εν τοίς λοιποίς ωφελήσειν αυτούς. 12 Ιούδας δε υπολαβών ως αληθώς εν πολλοίς αυτούς χρησίμους, επεχώρησεν ειρήνην άξειν προς αυτούς· και λαβόντες δεξιάς εις τας σκηνάς αυτών εχωρίσθησαν. 13 Επέβαλε δε και επί τινα πόλιν γεφυρούν οχυράν και τείχεσι περιπεφραγμένην και παμμειγέσιν έθνεσι κατοικουμένην, όνομα δε Κάσπιν. 14 οι δ΄ ένδον πεποιθότες τή των τειχέων ερυμνότητι τή τε των βρωμάτων παραθέσει, αναγωγότερον εχρώντο τοίς περί τον Ιούδαν λοιδορούντες και προσέτι βλασφημούντες και λαλούντες ά μη θέμις. 15 οι δε περί τον Ιούδαν επικαλεσάμενοι τον μέγαν τού κόσμου δυνάστην, τον άτερ κριών και μηχανών οργανικών κατακρημνίσαντα την Ιεριχώ κατά τους Ιησού χρόνους, ενέσεισαν θηριωδώς τώ τείχει. 16 καταλαβόμενοί τε την πόλιν τή τού Θεού θελήσει, αμυθήτους εποιήσαντο σφαγάς, ώστε την παρακειμένην λίμνην, το πλάτος έχουσαν σταδίων δύο, κατάρρυτον αίματι πεπληρωμένην φαίνεσθαι. 17 Εκείθεν δε αποσπάσαντες σταδίους επτακοσίους πεντήκοντα διήνυσαν εις τον Χάρακα προς τους λεγομένους Τουβιήνους Ιουδαίους. 18 και Τιμόθεον μέν επί των τόπων ου κατέλαβον, άπρακτόν τε από των τόπων εκλελυκότα, καταλελοιπότα δε φρουράν έν τινι τόπω και μάλα οχυράν. 19 Δοσίθεος δε και Σωσίπατρος των περί τον Μακκαβαίον ηγεμόνων εξοδεύσαντες απώλεσαν τους υπό Τιμοθέου καταλειφθέντας εν τώ οχυρώματι πλείους των μυρίων ανδρών.
20 ο δε Μακκαβαίος διατάξας την εαυτού στρατιάν σπειρηδόν, κατέστησεν αυτούς επί των σπειρών και επί τον Τιμόθεον ώρμησεν έχοντα περί αυτόν μυριάδας δώδεκα πεζών, ιππείς δε χιλίους προς τοίς πεντακοσίοις. 21 την δε έφοδον μεταλαβών Ιούδα, ο Τιμόθεος προσεξαπέστειλε τας γυναίκας και τα τέκνα και την άλλην αποσκευήν εις το λεγόμενον Καρνίον· ήν γάρ δυσπολιόρκητον και δυσπρόσιτον το χωρίον διά την των πάντων των τόπων στενότητα. 22 επιφανείσης δε της Ιούδα σπείρας πρώτης και γενομένου δέους επί τους πολεμίους, φόβου τε εκ της τού πάντα εφορώντος επιφανείας γενομένου επ’ αυτούς, εις φυγήν ώρμησαν άλλος αλλαχή φερόμενος, ώστε πολλάκις υπό των ιδίων βλάπτεσθαι και ταίς των ξιφών ακμαίς αναπείρεσθαι. 23 εποιείτο δε τον διωγμόν ευτονώτερον Ιούδας συγκεντών τους αλιτηρίους διέφθειρέ τε εις μυριάδας τρεις ανδρών. 24 αυτός δε ο Τιμόθεος εμπεσών τοίς περί τον Δοσίθεον και Σωσίπατρον, ηξίου μετά πολλής γοητείας εξαφείναι σώον αυτόν διά το πλειόνων μέν γονείς, ών δε αδελφούς έχειν και τούτους αλογηθήναι συμβήσεται, ει αποθάνοι. 25 πιστώσαντος δε αυτού διά πλειόνων τον ορισμόν αποκαταστήσειν τούτους απημάντους, απέλυσαν αυτόν ένεκα της των αδελφών σωτηρίας. 26 Εξελθών δε επί το Καρνίον και το Αταργατείον κατέσφαξε μυριάδας σωμάτων δύο και πεντακισχιλίους. 27 μετά δε την τούτων τροπήν και απώλειαν επεστράτευσεν Ιούδας και επί Εφρών πόλιν οχυράν, εν ή κατώκει Λυσίας και πάμφυλα πλήθη· νεανίαι δε πρό των τειχών καθεστώτες ρωμαλέοι απεμάχοντο ευρώστως, ένθα δε οργάνων και βελών πολλαί παραθέσεις υπήρχον 28 επικαλεσάμενοι δε τον Δυνάστην τον μετά κράτους συντρίβοντα τας των πολεμίων αλκάς, έλαβον την πόλιν υποχείριον και κατέστρωσαν των ένδον εις μυριάδας δύο και πεντακισχιλίους. 29 αναζεύξαντες δε εκείθεν ώρμησαν επί Σκυθών πόλιν απέχουσαν από Ιεροσολύμων σταδίους εξακοσίους.
30 απομαρτυρησάντων δε των εκεί κατοικούντων Ιουδαίων, ήν οι Σκυθοπολίται έσχον προς αυτούς εύνοιαν και εν τοίς της ατυχίας καιροίς ήμερον απάντησιν εποιούντο. 31 ευχαρηστήσαντες αυτοίς και προσπαρακαλέσαντες και εις τα λοιπά προς το γένος ευμενείς είναι, παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα της των εβδομάδων εορτής ούσης υπογύου. 32 Μετά δε την λεγομένην Πεντηκοστήν ώρμησαν επί Γοργίαν τον της Ιδουμαίας στρατηγόν. 33 εξήλθε δε μετά πεζών τρισχιλίων, ιππέων δε τετρακοσίων, 34 και παραταξαμένων συνέβη πεσείν ολίγους των Ιουδαίων. 35 Δοσίθεος δε τις των τού Βακήνορος, έφιππος ανήρ και καρτερός, είχετο τού Γοργίου και λαβόμενος της χλαμύδος ήγεν αυτόν ευρώστως και βουλόμενος τον κατάρατον λαβείν ζωγρίαν, των ιππέων Θρακών τινος επενεχθέντος αυτώ και τον ώμον καθελόντος διέφυγεν ο Γοργίας εις Μαρισά. 36 των δε περί τον Έσδριν επί πλείον μαχομένων και κατακόπων όντων, επικαλεσάμενος ο Ιούδας τον Κύριον σύμμαχον φανήναι και προοδηγόν τού πολέμου, 37 καταρξάμενος τή πατρίω φωνή την μεθ’ ύμνων κραυγήν, αναβοήσας και ενσείσας απροσδοκήτως τοίς περί τον Γοργίαν, τροπήν αυτών εποιήσατο. 38 Ιούδας δε αναλαβών το στράτευμα ήγεν εις Οδολλάμ πόλιν· της δε εβδομάδος επιβαλλούσης, κατά τον εθισμόν αγνισθέντες αυτόθι το σάββατον διήγαγον. 39 τή δε εχομένη ήλθον οι περί τον Ιούδαν καθ’ ον τρόπον το της χρείας εγεγόνει, τα των προπεπτωκότων σώματα ανακομίσασθαι και μετά των συγγενών αποκαταστήσαι εις τους πατρώους τάφους.
40 εύρον δε εκάστου των τεθνηκότων υπό τους χιτώνας ιερώματα των από Ιαμνείας ειδώλων, αφ΄ ών ο νόμος απείργει τους Ιουδαίους· τοίς δε πάσι σαφές εγένετο διά τήνδε την αιτίαν τούσδε πεπτωκέναι. 41 πάντες ούν ευλογήσαντες τα τού δικαιοκρίτου Κυρίου τού τα κεκρυμμένα φανερά ποιούντος, 42 εις ικετείαν ετράπησαν αξιώσαντες το γεγονός αμάρτημα τελείως εξαλειφθήναι. ο δε γενναίος Ιούδας παρεκάλεσε το πλήθος συντηρείν εαυτούς αναμαρτήτους είναι, υπ’ όψιν εωρακότας τα γεγονότα διά την των προπεπτωκότων αμαρτίαν. 43 ποιησάμενός τε κατ’ ανδραλογίαν κατασκευάσματα εις αργυρίου δραχμάς δισχιλίας, απέστειλεν εις Ιεροσόλυμα προσαγαγείν περί αμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλώς και αστείως πράττων υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος· 44 ει γάρ μη τους προπεπτωκότας αναστήναι προσεδόκα, περισσόν αν ήν και ληρώδες υπέρ νεκρών προσεύχεσθαι. 45 είτ’ εμβλέπων τοίς μετ’ ευσεβείας κοιμωμένοις κάλλιστον αποκείμενον χαριστήριον, οσία και ευσεβής η επίνοια· όθεν περί των τεθνηκότων τον εξιλασμόν εποιήσαντο της αμαρτίας απολυθήναι.
1 Τ† δε ενάτω και τεσσαρακοστώ και εκατοστώ έτει προσέπεσε τοίς περί τον Ιούδαν Αντίοχον τον Ευπάτορα παραγενέσθαι σύν πλήθεσιν επί την Ιουδαίαν 2 και σύ αυτώ Λυσίαν τον επίτροπον και επί των πραγμάτων, έκαστον έχοντα δύναμιν Ελληνικήν πεζών μυριάδας ένδεκα και ιππείς πεντακισχιλίους τριακοσίους και ελέφαντας εικοσιδύο, άρματα δε δρεπανηφόρα τριακόσια. 3 και Μενέλαος δε συνέμειξεν αυτοίς και παρεκάλει μετά πολλής ειρωνείας τον Αντίοχον, ουκ επί σωτηρία της πατρίδος, οιόμενος δε επί της αρχής κατασταθήσεσθαι. 4 ο δε βασιλεύς των βασιλέων εξήγειρε τον θυμόν τού Αντιόχου επί τον αλιτήριον, και Λυσίου υποδείξαντος τούτον αίτιον είναι πάντων των κακών, προσέταξεν, ως έθος εστίν εν τώ τόπω, προσαπολέσαι αγαγόντας αυτόν εις Βέροιαν. 5 έστι δε εν τώ τόπω πύργος πεντήκοντα πηχών πλήρης σποδού, ούτος δε όργανον είχε περιφερές πάντοθεν απόκρημνον εις την σποδόν. 6 ενταύθα τον ιεροσυλίας ένοχον όντα ή και τινων άλλων κακών υπεροχήν πεποιημένον άπαντες προσωθούσιν εις όλεθρον. 7 τοιούτω μόρω τον παράνομον συνέβη θανείν, μηδέ της γής τυχόντα Μενέλαον, πάνυ δικαίως. 8 επεί γάρ συνετελέσατο πολλά περί τον βωμόν αμαρτήματα, ού το πύρ αγνόν ήν και η σποδός, εν σποδώ τον θάνατον εκομίσατο. 9 Τοίς δε φρονήμασιν ο βασιλεύς βεβαρβαρωμένος ήρχετο τα χείριστα των επί τού πατρός αυτού γεγονότων ενδειξόμενος τοίς Ιουδαίοις.
10 μεταλαβών δε Ιούδας ταύτα παρήγγειλε τώ πλήθει δι’ ημέρας και νυκτός επικαλείσθαι τον Κύριον, είποτε άλλοτε και νύν επιβοηθείν τοίς τού νόμου και πατρίδος και ιερού αγίου στερείσθαι μέλουσι 11 και τον άρτι βραχέως ανεψυχότα λαόν μη εάσαι τοίς δυσφήμοις έθνεσι υποχειρίους γενέσθαι. 12 πάντων δε το αυτό ποιησάντων ομού και καταξιωσάντων τον ελεήμονα Κύριον μετά κλαυθμού και νηστειών και προπτώσεως εφ’ ημέρας τρεις αδιαλείπτως, παρακαλέσας αυτούς ο Ιούδας εκέλευσε παραγίνεσθαι. 13 καθ’ εαυτόν δε σύν τοίς πρεσβυτέροις γενόμενος εβουλεύσατο, πριν εισβαλείν τού βασιλέως το στράτευμα εις την Ιουδαίαν και γενέσθαι της πόλεως εγκρατείς, εξελθόντας κρίναι τα πράγματα τή τού Κυρίου βοηθεία. 14 δούς δε την επιτροπήν τώ κτίστη τού κόσμου, παρακαλέσας τους σύν αυτώ γενναίως αγωνίσασθαι μέχρι θανάτου περί νόμων, περί ιερού, πόλεως, πατρίδος, πολιτείας, εποιήσατο περί Μωδείν την στρατοπεδείαν. 15 δούς δε τοίς περί αυτόν σύνθεμα <Θεού νίκη>, μετά νεανίσκων αρίστων κεκριμένων επιβαλών νύκτωρ επί την βασιλικήν αυλήν, εν τή παρεμβολή ανείλεν εις άνδρας τετρακισχιλίους και τον πρωτεύοντα των ελεφάντων σύν των κατ’ οικίαν όχλω συνέθηκε 16 και το τέλος την παρεμβολήν δέους και ταραχής επλήρωσαν και εξέλυσαν ευημερούντες· 17 υποφαινούσης δε ήδη της ημέρας τούτο εγεγόνει διά την επαρήγουσαν αυτώ τού Κυρίου σκέπην. 18 Ο δε βασιλεύς ειληφώς γεύσιν της των Ιουδαίων ευτολμίας, κατεπείρασε διά μεθόδων τους τόπους. 19 και επί Βαιθσούρα φρούριον οχυρόν των Ιουδαίων προσήγε και ετροπούτο, προσέκρουεν, ηλαττονούτο·
20 τοίς δε ένδον Ιούδας τα δέοντα εισέπεμψε. 21 προσήγγειλε δε τα μυστήρια τοίς πολεμίοις Ρόδοκος εκ της Ιουδαικής τάξεως· ανεζητήθη δε και κατελήφθη και κατεκλείσθη. 22 εδευτερολόγησεν ο βασιλεύς τοίς εν Βαιθσούρα δεξιάν έδωκεν, έλαβεν, απήει προσέβαλε τοίς περί τον Ιούδαν, ήττων εγένετο, 23 μετέλαβεν απονενοήσθαι τον Φίλιππον εν Αντιοχεία τον απολελειμμένον επί των πραγμάτων, συνεχύθη, τους Ιουδαίους παρεκάλεσεν, υπετάγη και ώμοσεν επί πάσι τοίς δικαίοις, συνελύθη και θυσίαν προσήγαγεν, ετίμησε τον νεώ και τον τόπον εφιλανθρώπησε 24 και τον Μακκαβαίον απεδέξατο. κατέλιπε στρατηγόν από Πτολεμαίδος έως των Γερρηνών Ηγεμονίδην. 25 ήλθεν εις Πτολεμαίδα· εδυσφόρουν περί των συνθηκών οι Πτολεμαείς, εδείναζον γάρ υπέρ ών ηθέλησαν αθετείν τας διαστάλσεις. 26 προσήλθεν επί το βήμα Λυσίας, επελογήσατο ενδεχομένως, συνέπεισε, κατεπράυνε, ευμενείς εποίησεν, ανέζευξεν εις Αντιόχειαν. ούτω τα τού βασιλέως της εφόδου και της αναζυγής εχώρησε.
1 ΜΕΤΑ δε τριετή χρόνον προσέπεσε τοίς περί τον Ιούδαν Δημήτριον τον τού Σελεύκου διά τού κατά Τρίπολιν λιμένος εισπλεύσαντα μετά πλήθους ισχυρού και στόλου 2 κεκρατηκέναι της χώρας επανελόμενον Αντίοχον και τον τούτου επίτροπον Λυσίαν. 3 Άλκιμος δε τις προγενόμενος αρχιερεύς, εκουσίως δε μεμολυμμένος εν τοίς της επιμειξίας χρόνοις, συννοήσας ότι καθ’ οντιναούν τρόπον ουκ έστιν αυτώ σωτηρία, ουδέ προς άγιον θυσιαστήριον έτι πρόσοδος, 4 ήκε προς τον βασιλέα Δημήτριον πρώτω και πεντηκοστώ και εκατοστώ έτει προσάγων αυτώ στέφανον χρυσούν και φοίνικα, προς δε τούτοις των νομιζομένων θαλλών τού ιερού, και την ημέραν εκείνην ησυχίαν έσχε. 5 καιρόν δε λαβών της ιδίας ανοίας συνεργόν, προσκληθείς εις συνέδριον υπό τού Δημητρίου και επερωτηθείς εν τίνι διαθέσει και βουλή καθεστήκασιν οι Ιουδαίοι, προς ταύτα έφη· 6 οι λεγόμενοι των Ιουδαίων Ασιδαίοι, ών αφηγείται Ιούδας ο Μακκαβαίος, πολεμοτροφούσι και στασιάζουσιν, ουκ εώντες την βασιλείαν ευσταθείας τυχείν. 7 όθεν αφελόμενος την προγονικήν δόξαν, λέγω δή την αρχιερωσύνην, δεύρο νύν ελήλυθα, 8 πρώτον μέν υπέρ των ανηκόντων τώ βασιλεί γνησίως φρονών, δεύτερον δε και των ιδίων πολιτών στοχαζόμενος· τή μέν γάρ των προειρημένων αλογιστία το σύμπαν ημών γένος ου μικρώς ακληρεί. 9 έκαστα δε τούτων επεγνωκώς σύ, βασιλεύ, και της χώρας και τού περιισταμένου γένους ημών προνοήθητι, καθ’ ήν έχεις προς άπαντας ευαπάντητον φιλανθρωπίαν.
10 άχρι γάρ Ιούδας περίεστιν, αδύνατον ειρήνης τυχείν τα πράγματα. 11 τοιούτων δε ρηθέντων υπό τούτου, θάττον οι λοιποί φίλοι δυσμενώς έχοντες τα προς τον Ιούδαν προσεπύρωσαν τον Δημήτριον. 12 προσκαλεσάμενος δε ευθέως Νικάνορα τον γενόμενον ελεφαντάρχην, και στρατηγόν αναδείξας της Ιουδαίας, εξαπέστειλε 13 δούς εντολάς αυτόν μέν τον Ιούδαν επαναλέσθαι, τους δε σύν αυτώ σκορπίσαι, καταστήσαι δε Άλκιμον αρχιερέα τού μεγίστου ιερού. 14 οι δε επί της Ιουδαίας πεφυγαδευκότες τον Ιούδαν έθνη συνέμισγον αγεληδόν τώ Νικάνορι, τας των Ιουδαίων ατυχίας και συμφοράς ιδίας ευημερίας δοκούντες έσεσθαι. 15 Ακούσαντες δε την τού Νικάνορος έφοδον και την επίθεσιν των εθνών, καταπασάμενοι γήν ελιτάνευον τον άχρι αιώνος συστήσαντα τον εαυτού λαόν, αεί δε μετ’ επιφανείας αντιλαμβανόμενον της εαυτού μερίδος. 16 προτάξαντος δε τού ηγουμένου εκείθεν ευθέως ανέζευξαν και συμμίσγουσιν αυτοίς επί κώμην Δεσσαού. 17 Σίμων δε ο αδελφός Ιούδα συμβεβληκώς ήν τώ Νικάνορι, βραχέως δε διά την αιφνίδιον των αντιπάλων αφασίαν επταικώς. 18 όμως δε ακούων ο Νικάνωρ ήν είχον οι περί τον Ιούδαν ανδραγαθίαν και εν τοίς υπέρ της πατρίδος αγώσιν ευψυχίαν, υπευλαβείτο την κρίσιν δι΄ αιμάτων ποιήσασθαι. 19 διόπερ έπεμψε Ποσιδώνιον και Θεόδοτον και Ματταθίαν δούναι και λαβείν δεξιάς.
20 πλείονος δε γενομένης περί τούτων επισκέψεως και τού ηγεμόνος τοίς πλήθεσιν ανακοινωσαμένου και φανείσης ομοψήφου γνώμης, επένευσαν ταίς συνθήκες. 21 ετάξαντο δε ημέραν, εν ή κατ’ ιδίαν ήξουσιν εις το αυτό· και προήλθε και παρ΄ εκάστου διαφόρους έθεσαν δίφρους· 22 διέταξεν Ιούδας ενόπλους ετοίμους εν τοίς επικαίροις τόποις, μη ποτε εκ των πολεμίων αιφνιδίως κακουργία γένηται· την αρμόζουσαν εποιήσαντο κοινολογίαν. 23 διέτριβε δε ο Νικάνωρ εν Ιεροσολύμοις, και έπραττεν ουθέν άτοπον, τους δε συναχθέντας αγελαίους όχλους απέλυσε. 24 και είχε τον Ιούδαν διαπαντός εν προσώπω, ψυχικώς τώ ανδρί προσεκέκλιτο. 25 παρακάλεσεν αυτόν γήμαι και παιδοποιήσασθαι· εγάμησεν, ευστάθησεν, εκοινώνησε βίου. 26 Ο δε Άλκιμος συνιδών την προς αλλήλους εύνοιαν και τας γενομένας συνθήκας, αναλαβών ήκε προς τον Δημήτριον και έλεγε τον Νικάνορα αλλότρια φρονείν των πραγμάτων· τον γάρ επίβουλον της βασιλείας Ιούδαν διάδοχον αναδέδειχεν εαυτού. 27 ο δε βασιλεύς έκθυμος γενόμενος και ταίς τού παμπονήρου ερεθισθείς διαβολαίς, έγραψε Νικάνορι φάσκων υπέρ μέν των συνθηκών βαρέως φέρειν, κελεύων δε τον Μακκαβαίον δέσμιον εξαποστέλλειν ταχέως εις Αντιόχειαν. 28 προσπεσόντων δε τούτων τώ Νικάνορι συνεκέχυτο και δυσφόρως έφερεν, ει τα διεσταλμένα αθετήσει μηδέν τ’ ανδρός ηδικηκότος. 29 επεί δε τώ βασιλεί αντιπράττειν ουκ ήν, εύκαιρον ετήρει στρατηγήματι τούτ’ επιτελέσαι.
30 ο δε Μακκαβαίος αυστηρότερον διεξάγοντα συνιδών τον Νικάνορα προς αυτόν και την ειθισμένην απάντησιν αγροικότερον εσχηκότα, νοήσας ουκ από τού βελτίστου την αυστηρίαν είναι, συστρέψας ουκ ολίγους των περί εαυτόν, συνεκρύπτετο τον Νικάνορα. 31 συγγνούς δε ο έτερος ότι γενναίως υπό τού ανδρός εστρατήγηται, παραγενόμενος επί το μέγιστον και άγιον ιερόν, των ιερέων τας καθηκούσας θυσίας προσαγόντων, εκέλευσε παραδιδόναι τον άνδρα. 32 των δε μεθ’ όρκων φασκόντων μη γινώσκειν που ποτ’ έστιν ο ζητούμενος, 33 προτείνας την δεξιάν εις τον νεώ ταύτα ώμοσε· εάν μη δέσμιόν μοι τον Ιούδαν παραδώτε, τόνδε τού Θεού σηκόν εις πεδίον ποιήσω και το θυσιαστήριον κατασκάψω και ιερόν ενταύθα τώ Διονύσω επιφανές αναστήσω. 34 τοσαύτα δε ειπών απήλθεν· οι δε ιερείς προτείναντες τας χείρας εις τον ουρανόν, επεκαλούντο τον διαπαντός υπέρμαχον τού έθνους ημών ταύτα λέγοντες· 35 σύ Κύριε, των όλων απροσδεής υπάρχων, ευδόκησας ναόν της σής κατασκηνώσεως εν ημίν γενέσθαι. 36 και νύν άγιε παντός αγιασμού Κύριε, διατήρησον εις αιώνα αμίαντον τόνδε τον προσφάτως κεκαθαρισμένον οίκον. 37 Ραζίς δε τις των από Ιεροσολύμων πρεσβυτέρων εμηνύθη τώ Νικάνορι, ανήρ φιλοπολίτης και σφόδρα καλώς ακούων και κατά την εύνοιαν πατήρ των Ιουδαίων προσαγορευόμενος. 38 ήν γάρ εν τοίς έμπροσθεν χρόνοις της αμειξίας κρίσιν εισενηνεγμένος Ιουδαισμού, και σώμα και ψυχήν υπέρ τού Ιουδαισμού παραβεβλημένος μετά πάσης εκτενίας. 39 βουλόμενος δε Νικάνωρ πρόδηλον ποιήσαι, ήν είχε προς τους Ιουδαίους δυσμένειαν, απέστειλε στρατιώτας υπέρ τους πεντακοσίους συλλαβείν αυτόν·
40 έδοξε γάρ εκείνον συλλαβών τούτοις εργάσασθαι συμφοράν. 41 των δε πληθών μελλόντων τον πύργον καταλαβέσθαι και την αυλαίαν θύραν βιαζομένων και κελευόντων πύρ προσάγειν και τας θύρας υφάπτειν, περικατάληπτος γενόμενος υπέθηκε εαυτώ ξίφος, 42 ευγενώς θέλων αποθανείν ήπερ τοίς αλιτηρίοις υποχείριος γενέσθαι και της ιδίας ευγενείας αναξίως υβρισθήναι. 43 τή δε πληγή μη κατευθικτήσας διά την τού αγώνος σπουδήν και των όχλων είσω των θυρωμάτων εισβαλόντων, αναδραμών γενναίως επί το τείχος, κατεκρήμνισεν εαυτόν ανδρείως εις τους όχλους. 44 των δε ταχέως αναποδισάντων γενομένου διαστήματος ήλθε κατά μέσον τον κενεώνα. 45 έτι δε έμπνους υπάρχων και πεπυρωμένος τοίς θυμοίς, εξαναστάς φερομένων κρουνηδόν των αιμάτων και δυσχερών όντων των τραυμάτων, δρόμω τους όχλους διελθών και στάς επί τινος πέτρας απορρωγάδος, 46 παντελώς έξαιμος ήδη γενόμενος, προβαλών τα έντερα και λαβών εκατέραις ταίς χερσίν, ενέσεισε τοίς όχλοις και επικαλεσάμενος τον δεσπόζοντα της ζωής και τού πνεύματος, ταύτα αυτώ πάλιν αποδούναι, τόνδε τον τρόπον μετήλλαξεν.
1 Ο δε Νικάνωρ μεταλαβών τους περί τον Ιούδαν όντας εν τοίς κατά Σαμάρειαν τόποις, εβουλεύσατο τή της καταπαύσεως ημέρα μετά πάσης ασφαλείας αυτοίς επιβαλείν. 2 των δε κατ΄ ανάγκην συνεπομένων αυτώ Ιουδαίων λεγόντων· μηδαμώς ούτως αγρίως και βαρβάρως απολέσης, δόξαν δε απομέρισον τή προτετιμημένη υπό τού πάντα εφορώντος μεθ’ αγιότητος ημέρα. 3 ο δε τρισαλιτήριος επηρώτησεν. ει έστιν εν ουρανώ δυνάστης ο προστεταχώς άγειν την των σαββάτων ημέραν; 4 των δε αποφηναμένων· έστιν ο Κύριος ζών αυτός εν ουρανώ δυνάστης ο κελεύσας ασκείν την εβδομάδα· 5 ο δε έτερος· καγώ, φησί, δυνάστης επί της γής ο προστάσσων αίρειν τα όπλα και τας βασιλικάς χρείας επιτελείν. όμως ου κατέσχεν επιτελέσαι το σχέτλιον αυτού βούλημα. 6 και ο μέν Νικάνωρ μετά πάσης αλαζονείας υψαυχενών, διεγνώκει κοινόν των περί τον Ιούδαν συστήσασθαι τρόπαιον. 7 ο δε Μακκαβαίος ήν αδιαλείπτως πεποιθώς μετά πάσης ελπίδος αντιλήψεως τεύξασθαι παρά τού Κυρίου 8 και παρεκάλει τους σύν αυτώ μη δειλιάν την των εθνών έφοδον, έχοντας δε κατά νούν τα προγεγονότα αυτοίς απ’ ουρανού βοηθήματα και τανύν προσδοκάν την παρά τού Παντοκράτορος εσομένην αυτοίς νίκην και βοήθειαν. 9 και παραμυθούμενος αυτούς εκ τού νόμου και των προφητών, προσυπομνήσας δε αυτούς και τους αγώνας, ούς ήσαν εκτετελεκότες, προθυμοτέρους αυτούς κατέστησε.
10 και τοίς θυμοίς διεγείρας αυτούς παρήγγειλεν άμα παρεπιδεικνύς την των εθνών αθεσίαν και την των όρκων παράβασιν. 11 έκαστον δε αυτών καθοπλίσας ου την ασπίδων και λογχών ασφάλειαν, ως την εν τοίς αγαθοίς λόγοις παράκλησιν, και προσεξηγησάμενος όνειρον αξιόπιστον ύπερ τι πάντας εύφρανεν. 12 ήν δε η τούτου θεωρία τοιάδε· Ονίαν τον γενόμενον αρχιερέα άνδρα καλόν και αγαθόν, αιδήμονα μέν την απάντησιν, πράον δε τον τρόπον και λαλιάν προιέμενον πρεπόντως και εκ παιδός εκμεμελητηκότα πάντα τα της αρετής οικεία, τούτον τας χείρας προτείναντα κατεύχεσθαι τώ παντί των Ιουδαίων συστήματι. 13 είθ’ ούτως επιφανήναι άνδρα πολιά και δόξη διαφέροντα, θαυμαστήν δε τινα και μεγαλοπρεπεστάτην είναι την περί αυτόν υπεροχήν. 14 αποκριθέντα δε τον Ονίαν ειπείν· ο φιλάδελφος ούτός εστιν ο πολλά προσευχόμενος περί τού λαού και της αγίας πόλεως Ιερεμίας ο τού Θεού προφήτης. 15 προτείναντα δε τον Ιερεμίαν την δεξιάν παραδούναι τώ Ιούδα ρομφαίαν χρυσήν, διδόντα δε προσφωνήσαι τάδε· 16 λάβε την αγίαν ρομφαίαν δώρον παρά τού Θεού, δι’ ής θραύσεις τους υπεναντίους. 17 παρακληθέντες δε τοίς Ιούδα λόγοις πάνυ καλοίς και δυναμένοις επ’ αρετήν παρορμήσαι και ψυχάς νέων επανορθώσαι, διέγνωσαν μη στρατοπεδεύεσθαι, γενναίως δε εμφέρεσθαι και μετά πάσης ευανδρίας εμπλακέντες κρίναι τα πράγματα, διά το και την πόλιν και τα άγια και το ιερόν κινδυνεύειν. 18 ήν γάρ ο περί γυναικών και τέκνων, έτι δε αδελφών και συγγενών εν ήττονι μέρει κείμενος αυτοίς αγών, μέγιστος δε και πρώτος ο περί τού καθηγιασμένου ναού φόβος. 19 ήν δε και τοίς εν τή πόλει κατειλημμένοις ου πάρεργος αγωνία ταρασσομένοις της εν υπαίθρω προσβολής.
20 και πάντων ήδη προσδοκώντων την εσομένην κρίσιν και ήδη συμμειξάντων των πολεμίων και της στρατιάς εκταγείσης και των θηρίων επί μέρος εύκαιρον αποκατασταθέντων της τε ίππου κατά κέρας τεταγμένης, 21 συνιδών ο Μακκαβαίος την των πληθών παρουσίαν και των όπλων την ποικίλην παρασκευήν την τε των θηρίων αγριότητα, προτείνας τας χείρας εις τον ουρανόν επεκαλέσατο τον τερατοποιόν Κύριον, τον κατόπτην, γινώσκων ότι ουκ έστι δι’ όπλων η νίκη, καθώς δε αν αυτώ κριθείη, τοίς αξίοις περιποιείται την νίκην. 22 έλεγε δε επικαλούμενος τόνδε τον τρόπον· σύ Δέσποτα, απέστειλας τον άγγελόν σου επί Εζεκίου τού βασιλέως της Ιουδαίας και ανείλεν εκ της παρεμβολής Σενναχηρείμ εις εκατόν ογδοηκονταπέντε χιλιάδας· 23 και νύν, δυνάστα των ουρανών, απόστειλον άγγελον αγαθόν έμπροσθεν ημών εις δέος και τρόμον· 24 μεγέθει βραχίονός σου καταπλαγείησαν οι μετά βλασφημίας παραγενόμενοι επί τον άγιόν σου λαόν. και ούτος μέν εν τούτοις έληξεν. 25 οι δε περί τον Νικάνορα μετά σαλπίγγων και παιάνων προσήγον. 26 οι δε περί τον Ιούδαν μετ’ επικλήσεως και ευχών συνέμειξαν τοίς πολεμίοις 27 και ταίς μέν χερσίν αγωνιζόμενοι, ταίς δε καρδίαις προς τον Θεόν ευχόμενοι κατέστρωσαν ουδέν ήττον μυριάδων τριών και πεντακισχιλίων, τή τού Θεού μεγάλως ευφρανθέντες επιφανεία. 28 γενόμενοι δε από της χρείας και μετά χαράς αναλύοντες, επέγνωσαν προπεπτωκότα Νικάνορα σύν τή πανοπλία. 29 γενομένης δε κραυγής και ταραχής, ευλόγουν τον Δυνάστην τή πατρίω φωνή.
30 και προσέταξεν ο καθ’ άπαν σώματι και ψυχή πρωταγωνιστής υπέρ των πολιτών, ο την της ηλικίας εύνοιαν εις ομοεθνείς διαφυλάξας, την τού Νικάνορος κεφαλήν αποτεμόντας και την χείρα σύν τώ ώμω φέρειν εις Ιεροσόλυμα. 31 παραγενόμενος δε εκεί και συγκαλέσας τους ομοεθνείς και τους ιερείς πρό τού θυσιαστηρίου στήσας, μετεπέμψατο τους εκ της άκρας. 32 και επιδειξάμενος την τού μιαρού Νικάνορος κεφαλήν και την χείρα τού δυσφήμου, ήν εκτείνας επί τον άγιον τού Παντοκράτορος οίκον εμεγαλαύχησε, 33 και την γλώσσαν τού δυσσεβούς Νικάνορος εκτεμών έφη κατά μέρος δώσειν τοίς ορνέοις, τα δε επίχειρα της ανοίας κατέναντι τού ναού κρεμάσαι. 34 οι δε πάντες εις τον ουρανόν ευλόγησαν τον επιφανή Κύριον λέγοντες· ευλογητός ο διατηρήσας τον εαυτού τόπον αμίαντον. 35 εξέδησε δε την τού Νικάνορος κεφαλήν εκ της άκρας επίδηλον πάσι και φανερόν της τού Κυρίου βοηθείας σημείον. 36 και εδογμάτισαν πάντες μετά κοινού ψηφίσματος μηδαμώς εάσαι απαρασήμαντον τήνδε την ημέραν, έχειν δε επίσημον την τρισκαιδεκάτην τού δωδεκάτου μηνός ~ Άδαρ λέγεται τή Συριακή φωνή~ πρό μιάς ημέρας της Μαρδοχαικής ημέρας. 37 Τών ούν κατά Νικάνορα χωρησάντων ούτω και απ’ εκείνων των καιρών κρατηθείσης της πόλεως υπό των Εβραίων, και αυτός αυτόθι καταπαύσω τον λόγον. 38 και ει μέν καλώς και ευθίκτως τή συντάξει, τούτο και αυτός ήθελον· ει δε ευτελώς και μετρίως, τούτο εφικτόν ήν μοι. 39 καθάπερ γάρ οίνον καταμόνας πίνειν, ωσαύτως δε και ύδωρ πάλιν πολέμιον· ον δε τρόπον οίνος ύδατι συγκερασθείς ηδύς και επιτερπή την χάριν αποτελεί, ούτω και το της κατασκευής τού λόγου τέρπει τας ακοάς των εντυγχανόντων τή συντάξει. ενταύθα δε έσται η τελευτή.
1 Ο δε Φιλοπάτωρ μαθών παρά των ανακομισθέντων την γενομένην των υπ' αυτού κρατουμένων τόπων αφαίρεσιν υπό Αντιόχου παραγγείλας ταίς πάσαις δυνάμεσι πεζικαίς τε και ιππικαίς αυτού και την αδελφήν Αρσινόην συμπαραλαβών, εξώρμησε μέχρι των κατά Ραφίαν τόπων, όπου παρεμβεβλήκεισαν οι περί Αντίοχον. 2 Θεόδοτος δε τις εκπληρώσαι την επιβουλήν διανοηθείς, παραλαβών των προυποτεταγμένων αυτώ όπλων Πτολεμαικών τα κράτιστα, διεκομίσθη νύκτωρ επί την τού Πτολεμαίου σκηνήν ως μόνος κτείναι αυτόν και εν τούτω διαλύσαι τον πόλεμον. 3 τούτον δε διαγαγών Δοσίθεος ο Δριμύλου λεγόμενος, το γένος Ιουδαίος, ύστερον δε μεταβαλών τα νόμιμα και των πατρίων δογμάτων απηλλοτριωμένος, άσημόν τινα κατέκλινεν εν τή σκηνή, ον συνέβη κομίσασθαι την εκείνου κόλασιν. 4 γενομένης δε καρτεράς μάχης και των πραγμάτων μάλλον ερρωμένων τώ Αντιόχω, ικανώς η Αρσινόη επιπορευσαμένη τας δυνάμεις παρεκάλει, μετά οίκτου και δακρύων τους πλοκάμους λελυμένη, βοηθείν εαυτοίς τε και τοίς τέκνοις και γυναιξί θαρραλέως, επαγγελλομένη δώσειν νικήσασιν εκάστω δύο μνάς χρυσίου. 5 και ούτω συνέβη τους αντιπάλους εν χειρονομίαις διαφθαρήναι, πολλούς δε και δορυαλώτους συλληφθήναι. 6 κατακρατήσας δε της επιβουλής έκρινε τας πλησίον πόλεις επελθών παρακαλέσαι. 7 ποιήσας δε τούτο και τοίς τεμένεσι δωρεάς απονείμας, ευθαρσείς τους υποτεταγμένους κατέστησε. 8 Τών δε Ιουδαίων διαπεμψαμένων προς αυτόν από της γερουσίας και των πρεσβυτέρων τους ασπασομένους αυτόν και ξένια κομιούντας και επί τοίς συμβεβηκόσι συγχαρησομένους, συνέβη μάλλον αυτόν προθυμηθήναι ως τάχιστα προς αυτούς παραγενέσθαι. 9 διακομισθείς δε εις Ιεροσόλυμα και θύσας τώ μεγίστω Θεώ και χάριτας αποδιδούς και των εξής τι τώ τόπω ποιήσας και δή παραγενόμενος εις τον τόπον και τή σπουδαιότητι και ευπρεπεία καταπλαγείς,
10 θαυμάσας δε και την τού ιερού ευταξίαν, ενεθυμήθη βουλεύσασθαι εισελθείν εις τον ναόν. 11 των δε ειπόντων μη καθήκειν γίνεσθαι τούτο, διά το μηδέ τοίς εκ τού έθνους εξείναι εισιέναι, μηδέ πάσι τοίς ιερεύσιν, αλλ' ή μόνω τώ προηγουμένω πάντων αρχιερεί, και τούτω άπαξ κατ' ενιαυτόν, ουδαμώς ηβούλετο πείθεσθαι. 12 τού τε νόμου παραναγνωσθέντος, ουδαμώς απέλιπε προφερόμενος εαυτόν δείν εισελθείν λέγων· και ει εκείνοι εστέρηνται ταύτης της τιμής, εμέ ου δεί. 13 και επυνθάνετο διά τίνα αιτίαν εισερχόμενον αυτόν εις πάν τέμενος ουθείς εκώλυσε των παρόντων. 14 και τις απρονοήτως έφη κακώς αυτό τούτο τερατεύεσθαι. 15 γενομένου δε, φησι, τούτου διά τινα αιτίαν, ουχί πάντως εισελεύσεσθαι και θελόντων αυτών και μη; 16 των δε ιερέων εν ταίς αγίαις εσθήσεσι προπεσόντων και δεομένων τού μεγίστου Θεού βοηθείν τή ενεστώση ανάγκη και την ορμήν τού κακώς επιβαλλομένου μεταθείναι κραυγής τε μετά δακρύων το ιερόν εμπλησάντων, 17 οι κατά την πόλιν απολιπόμενοι ταραχθέντες εξεπήδησαν, άδηλον τιθέμενοι το γινόμενον. 18 αί τε κατάκλειστοι παρθένοι εν θαλάμοις σύν ταίς τεκούσαις εξώρμησαν και σποδώ και κόνει τας κεφαλάς πασάμεναι, γόων τε και στεναγμών τας πλατείας ενεπίμπλων. 19 αι δε και προσαρτίως εσταλμέναι τους προς απάντησιν διατεταγμένους παστούς και την αρμόζουσαν αιδώ παραλείπουσαι, δρόμον άτακτον εν τή πόλει συνίσταντο.
20 τα δε νεογνά των τέκνων, αί τε προς τούτοις μητέρες και τιθηνοί παραλιπούσαι άλλως και άλλως, αι μέν κατ' οίκους, αι δε κατά τας αγυιάς, ανεπιστρέπτως εις το πανυπέρτατον ιερόν ηθροίζοντο. 21 ποικίλη δε ήν των εις τούτο συλλεγομένων η δέησις επί τοίς ανοσίως υπ' εκείνου κατεγχειρουμένοις. 22 σύν τε τούτοις οι των πολιτών θρασυνθέντες ουκ ηνείχοντο τέλεον αυτού επικειμένου και το της προθέσεως αυτού εκπληρούν διανοουμένου. 23 φωνήσαντες δε την ορμήν επί τα όπλα ποιήσασθαι και θαρραλέως υπέρ τού πατρώου νόμου τελευτάν, ικανήν εποίησαν εν τώ τόπω τραχύτητα, μόλις δε υπό τε των γεραιών και των πρεσβυτέρων αποτραπέντες επί την αυτήν της δεήσεως έστησαν στάσιν. 24 και το μέν πλήθος ως έμπροσθεν εν τούτοις ανεστρέφετο δεόμενον. 25 οι δε περί τον βασιλέα πρεσβύτεροι πολλαχώς επειρώντο τον αγέρωχον αυτού νούν εξιστάνειν της εντεθυμημένης βουλής. 26 θρασυνθείς δε και πάντα παραπέμψας ήδη και πρόσβασιν εποιείτο, τέλος επιθήσειν δοκών τώ προειρημένω. 27 ταύτα ούν και οι περί αυτόν όντες θεωρούντες ετράπησαν εις το σύν τοίς ημετέροις επικαλείσθαι τον πάν κράτος έχοντα τοίς παρούσιν επαμύναι, μη παριδόντα την άνομον και υπερήφανον πράξιν. 28 εκ δε της πυκνοτάτης τε και εμπόνου των όχλων συναγομένης κραυγής ανείκαστός τις ήν βοή· 29 δοκείν γάρ ήν μη μόνον τους ανθρώπους, αλλά και τα τείχη και το πάν έδαφος ηχείν, άτε δή των πάντων τότε θάνατον αλλασσομένων αντί της τού τόπου βεβηλώσεως.
1 Ο μέν ούν αρχιερεύς Σίμων εξεναντίας τού ναού κάμψας τα γόνατα και τας χείρας προτείνας ευτάκτως, εποιήσατο την δέησιν τοιαύτην. 2 Κύριε Κύριε, βασιλεύ των ουρανών και δέσποτα πάσης κτίσεως, άγιε εν αγίοις, μόναρχε, παντοκράτωρ, πρόσχες ημίν καταπονουμένοις υπό ανοσίου και βεβήλου θράσει και σθένει πεφρυαγμένου. 3 σύ γάρ ο κτίσας τα πάντα και των όλων επικρατών δυνάστης δίκαιος εί και τους ύβρει και αγερωχία πράσσοντάς τι κρίνεις. 4 σύ τους έμπροσθεν αδικίαν ποιήσαντας, εν οίς και γίγαντες ήσαν ρώμη και θράσει πεποιθότες, διέφθειρας επαγαγών αυτοίς αμέτρητον ύδωρ. 5 σύ τους υπερηφανίαν εργαζομένους Σοδομίτας, διαδήλους ταίς κακίαις γενομένους, πυρί και θείω κατέφλεξας, παράδειγμα τοίς επιγινομένοις καταστήσας. 6 σύ τον θρασύν Φαραώ καταδουλωσάμενον τον λαόν σου τον άγιον Ισραήλ, ποικίλαις και πολλαίς δοκιμάσας τιμωρίαις, εγνώρισας την σήν δυναστείαν, εφ' αίς εγνώρισας το μέγα σου κράτος· 7 και επιδιώξαντα αυτόν σύν άρμασι και όχλων πλήθει επέκλυσας βάθει θαλάσσης, τους δε εμπιστεύσαντας επί σοί τώ της απάσης κτίσεως δυναστεύοντι σώους διεκόμισας, 8 οί και συνιδόντες έργα σής χειρός ήνεσάν σε τον παντοκράτορα. 9 σύ, βασιλεύ, κτίσας την απέραντον και αμέτρητον γήν, εξελέξω την πόλιν ταύτην και αγιάσας τον τόπον τούτον εις όνομά σοι τώ των απάντων απροσδεεί και παρεδόξασας εν επιφανεία μεγαλοπρεπεί, σύστασιν ποιησάμενος αυτού προς δόξαν τού μεγάλου και εντίμου ονόματός σου.
10 και αγαπών τον οίκον τού Ισραήλ επηγγείλω δή ότι εάν γένηται ημών αποστροφή και καταλάβη ημάς στενοχωρία και ελθόντες εις τον τόπον τούτον δεηθώμεν, εισακούση της δεήσεως ημών. 11 και δή πιστός εί και αληθινός. 12 επεί δε πλεονάκις θλιβέντων των πατέρων ημών εβοήθησας αυτοίς εν τή ταπεινώσει και ερρύσω αυτούς εκ μεγάλων κινδύνων, 13 ιδού δε νύν, άγιε βασιλεύ, διά τας πολλάς και μεγάλας ημών αμαρτίας καταπονούμεθα και υπετάγημεν τοίς εχθροίς ημών και παρείμεθα εν αδυναμίαις. 14 εν δε τή ημετέρα καταπτώσει ο θρασύς και βέβηλος ούτος επιτηδεύει καθυβρίσαι τον επί της γής αναδεδειγμένον τώ ονόματι της δόξης σου άγιον τόπον. 15 το μέν γάρ οικητήριόν σου ουρανός τού ουρανού ανέφικτος ανθρώποις εστίν. 16 αλλ' επεί ευδοκήσας την δόξαν σου εν τώ λαώ σου Ισραήλ ηγίασας τον τόπον τούτον, 17 μη εκδικήσης ημάς εν τή τούτων ακαθαρσία, μηδέ ευθύνης ημάς εν βεβηλώσει, ίνα μη καυχήσωνται οι παράνομοι εν θυμώ αυτών, μηδέ αγαλλιάσωνται εν υπερηφανία γλώσσης αυτών λέγοντες· 18 ημείς κατεπατήσαμεν τον οίκον τού αγιασμού, ως καταπατούνται οι οίκοι των προσοχθισμάτων. 19 απάλειψον τας αμαρτίας ημών και διασκέδασον τας αμπλακίας ημών και επίφανον το έλεός σου κατά την ώραν ταύτην.
20 ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, και δός αινέσεις εν στόματι των καταπεπτωκότων και συντετριμμένων τας ψυχάς ποιήσας ημίν ειρήνην. 21 Ενταύθα ο πάντων επόπτης Θεός και πρό πάντων άγιος εν αγίοις εισακούσας της ενθέσμου λιτανείας, τον ύβρει και θράσει μεγάλως επηρμένον εμάστιξεν αυτόν, 22 ένθεν και ένθεν κραδάνας αυτόν ως κάλαμον υπό ανέμου, ώστε κατ' εδάφους άπρακτον, έτι και τοίς μέλεσι παραλελυμένον μηδέ φωνήσαι δύνασθαι δικαία περιπεπλεγμένον κρίσει. 23 όθεν οί τε φίλοι και οι σωματοφύλακες αυτού ταχείαν και οξείαν ιδόντες την καταλαβούσαν αυτόν εύθυναν, φοβούμενοι μη και το ζήν εκλείπη, ταχέως αυτόν εξείλκυσαν υπερβάλλοντι καταπεπληγμένοι φόβω. 24 εν χρόνω δε ύστερον αναλεξάμενος εαυτόν ουδαμώς εις μετάμελον ήλθεν επιτιμηθείς, μετ' απειλής δε πικράς ανέλυσε. 25 Διακομισθείς δε εις την Αίγυπτον και τα της κακίας επαύξων, διά δε των προαποδεδειγμένων συμποτών και εταίρων τού παντός δικαίου κεχωρισμένων, 26 ου μόνον ταίς αναριθμήτοις ασελγείαις διηρκέσθη, αλλά και επί τοσούτον θράσους προήλθεν, ώστε δισφυμίας εν τοίς τόποις συνίστασθαι και πολλούς των φίλων ατενίζοντας εις την τού βασιλέως πρόθεσιν και αυτούς έπεσθαι τή εκείνου θελήσει. 27 προέθετο δε δημοσία κατά τού έθνους διαδούναι ψόγον· και επί τού κατά την αυλήν πύργου στήλην αναστήσας εξεκόλαψε γραφήν, 28 μηδένα των μη θυόντων εις τα ιερά αυτών εισιέναι, πάντας δε τους Ιουδαίους εις λαογραφίαν και οικετικήν διάθεσιν αχθήναι, τους δε αντιλέγοντας βία φερομένους τού ζήν μεταστήσαι, 29 τους τε απογραφομένους χαράσσεσθαι και διά πυρός εις το σώμα παρασήμω Διονύσου κισσοφύλλω, ούς και καταχωρίσαι εις την προσυνεσταλμένην αυθεντίαν.
30 ίνα δε μη τοίς πάσιν απεχθόμενος φαίνηται, υπέγραψεν· εάν δε τινες εξ αυτών προαιρώνται εν τοίς κατά τας τελετάς μεμυημένοις αναστρέφεσθαι, τούτους ισοπολίτας Αλεξανδρεύσιν είναι. 31 Ένιοι μέν ούν επί πόλεως τας της πόλεως ευσεβείας επιβάθρας στυγούντες ευχερώς εαυτούς εδίδοσαν ως μεγάλης τινός κοινωνήσοντες ευκλείας από της εσομένης τώ βασιλεί συναναστροφής. 32 οι δε πλείστοι γενναία ψυχή ενίσχυσαν και ου διέστησαν της ευσεβείας, τα τε χρήματα περί τού ζήν αντικαταλλασσόμενοι αδεώς επειρώντο εαυτούς ρύσασθαι εκ των απογραφών· 33 ευέλπιδες δε καθειστήκεισαν αντιλήψεως τεύξεσθαι· και τους αποχωρούντας εξ αυτών εβδελύσσοντο και ως πολεμίους τού έθνους έκρινον και της κοινής συναναστροφής και ευχρηστίας εστέρουν.
1 Α και μεταλαμβάνων ο δυσσεβής επί τοσούτον εχόλησεν, ώστε ου μόνον τοίς κατ' Αλεξάνδρειαν διοργίζεσθαι, αλλά και τοίς εν τή χώρα βαρυτέρως εναντιωθήναι και προστάξαι σπεύσαντας συναγαγείν πάντας επί το αυτό και χειρίστω μόρω τού ζήν μεταστήσαι. 2 τούτων δε οικονομουμένων φήμη δυσμενής εξηχείτο κατά τού γένους ανθρώποις συμφρονούσιν εις κακοποίησιν, αφορμής διδομένης εις διάθεσιν, ως αν από των νομίμων αυτούς κωλυόντων. 3 οι δε Ιουδαίοι την μέν προς τους βασιλείς εύνοιαν και πίστιν αδιάστροφον ήσαν διαφυλάσσοντες, 4 σεβόμενοι δε τον Θεόν και τώ τούτου νόμω πολιτευόμενοι χωρισμόν εποίουν επί τώ κατά τας τροφάς, δι' ήν αιτίαν ενίοις απεχθείς εφαίνοντο. 5 τή δε των δικαίων ευπραξία κοσμούντες την συναναστροφήν άπασιν ανθρώποις ευδόκιμοι καθειστήκεισαν. 6 την μέν ούν περί τού γένους εν πάσι θρυλουμένην ευπραξίαν οι αλλόφυλοι ουδαμώς διηριθμήσαντο, 7 την δε περί των προσκυνήσεων και τροφών διάστασιν εθρύλουν, φάσκοντες μήτε τώ βασιλεί μήτε ταίς δυνάμεσιν ομοσπόνδους τους ανθρώπους γενέσθαι, δυσμενείς δε είναι και μέγα τι τοίς πράγμασιν εναντιουμένους· και ου τώ τυχόντι περιήψαν ψόγω. 8 οι δε κατά την πόλιν Έλληνες ουδέν ηδικημένοι, ταραχήν απροσδόκητον περί τους ανθρώπους θεωρούντες και συνδρομάς απροσκόπτους γινομένας, βοηθείν μέν ουκ έσθενον, τυραννική γάρ ήν η διάθεσις, παρεκάλουν δε και δυσφόρως είχον και μεταπεσείσθαι ταύτα υπελάμβανον· 9 μη γάρ ούτως παροραθήσεσθαι τηλικούτο σύστεμα μηδέν ηγνοηκός.
10 ήδη δε και τινες γείτονές τε και φίλοι και συμπραγματευόμενοι μυστικώς τινας επισπώμενοι, πίστεις εδίδουν συνασπιείν και πάν εκτενές προσοίσεσθαι προς αντίληψιν. 11 Εκείνος μέν ούν τή κατά το παρόν ευημερία γεγαυρωμένος και ου καθορών το τού μεγίστου Θεού κράτος, υπολαμβάνων δε διηνεκώς εν τή αυτή διαμένειν βουλή, έγραψε κατ' αυτών επιστολήν τήνδε· 12 <Βασιλεύς Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ τοίς κατ' Αίγυπτον και κατά τόπον στρατηγοίς και στρατιώταις χαίρειν και ερρώσθαι· 13 έρρωμαι δε και εγώ αυτός και τα πράγματα ημών. 14 της εις την Ασίαν γενομένης ημίν επιστρατείας, ής ίστε και αυτοί, τή των θεών προς ημάς απροπτώτω συμμαχία και τή ημετέρα δε ρώμη κατά λόγον επ' άριστον τέλος αχθείσης, 15 ηγησάμεθα μη βία δόρατος, επιεικεία δε και πολλή φιλανθρωπία τιθηνήσασθαι τα κατοικούντα Κοίλην Συρίαν και Φοινίκην έθνη ευ ποιήσαί τε ασμένως. 16 και τοίς κατά πόλεσιν ιεροίς απονείμαντες προσόδους πλείστας, προήχθημεν και εις τα Ιεροσόλυμα αναβάντες τιμήσαι το ιερόν των αλιτηρίων και μηδέποτε ληγόντων της ανοίας. 17 οι δε λόγω μέν την ημετέραν αποδεξάμενοι παρουσίαν, τώ δε πράγματι νόθως, προθυμηθέντων ημών εισελθείν εις τον ναόν αυτών και τοίς εκπρεπέσι και καλλίστοις αναθήμασι τιμήσαι, 18 τύφοις φερόμενοι παλαιοτέροις, είρξαν ημάς της εισόδου, απολειπόμενοι της ημετέρας αλκής δι' ήν έχομεν προς άπαντας ανθρώπους φιλανθρωπίαν. 19 την δε αυτών εις ημάς δυσμένειαν έκδηλον καθιστάντες, ως μονώτατοι των εθνών βασιλεύσι και τοίς εαυτών ευεργέταις υψαυχενούντες, ουδέν γνήσιον βούλονται φέρειν.
20 ημείς δε τή τούτων ανοία συμπεριενεχθέντες και μετά νίκης διακομισθέντες και εις την Αίγυπτον τοίς πάσιν έθνεσι φιλανθρώπως απαντήσαντες καθώς έπρεπεν εποιήσαμεν. 21 εν δε τούτοις προς τους ομοφύλους αυτών αμνησικακίαν άπασι γνωρίζοντες, διά τε την συμμαχίαν και τα πεπιστευμένα μετά απλότητος αυτοίς αρχήθεν μύρια πράγματα τολμήσαντες εξαλλοιώσαι, εβουλήθημεν και πολιτείας αυτούς Αλεξανδρέων καταξιώσαι και μετόχους των αεί ιερέων καταστήσαι. 22 οι δε τουναντίον εκδεχόμενοι και τή συμφύτω κακοηθεία το καλόν απωσάμενοι, διηνεκώς δε εις το φαύλον εκνεύοντες, 23 ου μόνον απεστρέψαντο την ατίμητον πολιτείαν, αλλά και βδελύσσονται λόγω τε και σιγή τους εν αυτοίς ολίγους προς ημάς γνησίως διακειμένους, παρέκαστα υφορώμενοι διά της δυσκλεεστάτης εμβιώσεως διά τάχους ημάς καταστρέψαι τα κατορθώματα. 24 διό και τεκμηρίοις καλώς πεπεισμένοι, τούτους κατά πάντα δυσνοείν ημίν τρόπον και προνοούμενοι μήποτε αιφνιδίου μετέπειτα ταραχής ενστάσης ημίν τους δυσσεβείς τούτους κατά νώτου προδότας και βαρβάρους έχωμεν πολεμίους 25 προστετάχαμεν άμα τώ προσπεσείν την επιστολήν τήνδε αυθωρεί τους εννεμομένους σύν γυναιξί και τέκνοις μετά ύβρεων και σκυλμών αποστείλαι προς ημάς εν δεσμοίς σιδηροίς πάντοθεν κατακεκλεισμένους, εις ανήκεστον και δυσκλεή πρέποντα δυσμενέσι φόνον. 26 τούτων γάρ ομού κολασθέντων, διειλήφαμεν εις τον επίλοιπον χρόνον τελείως ημίν τα πράγματα εν ευσταθεία και βελτίστη διαθέσει κατασταθήσεσθαι. 27 ός δι' αν σκεπάση τινά των Ιουδαίων από γηραιού μέχρι νηπίου μέχρι των υπομαστιδίων, αισχίσταις βασάνοις αποτυμπανισθήσεται πανοικί. 28 μηνύειν δε τον βουλόμενον, εφ' ώ την ουσίαν τού εμπίπτοντος υπό την εύθυναν λήψεται και εκ τού βασιλικού αργυρίου δραχμάς δισχιλίας και της ελευθερίας τεύξεται και στεφανωθήσεται. 29 πάς δε τόπος, ού εάν φωραθή το σύνολον σκεπαζόμενος Ιουδαίος, άβατος και πυριφλεγής γινέσθω και πάση θνητή φύσει κατά πάντα άχρηστος φανήσεται εις τον αεί χρόνον>.
30 Καί ο μέν της επιστολής τύπος ούτως εγέγραπτο.
1 ΠΑΝΤΗ δε, όπου προσέπιπτε τούτο το πρόσταγμα, δημοτελής συνίστατο τοίς έθνεσιν ευωχία μετά αλαλαγμών και χαράς, ως αν της προκατεσκιρρωμένης αυτοίς πάλαι κατά διάνοιαν μετά παρρησίας συνεκφαινομένης απεχθείας. 2 τοίς δε Ιουδαίοις ανήκεστον πένθος ήν και πανόδυρτος μετά δακρύων βοή, στεναγμοίς πεπυρωμένης της αυτών πάντοθεν καρδίας, ολοφυρομένων την απροσδόκητον εξαίφνης επικριθείσαν αυτοίς ολεθρίαν. 3 τις νομός ή πόλις ή τις το σύνολον οικητός τόπος ή τίνες αγυιαί κοπετού και γόων επ' αυτοίς ουκ ενεπιπλώντο; 4 ούτω γάρ μετά πικρίας ανοίκτου ψυχής υπό των κατά πόλιν στρατηγών ομοθυμαδόν εξαπεστέλλοντο, ώστε επί ταίς εξάλλοις τιμωρίαις και τινας των εχθρών λαμβάνοντας πρό των οφθαλμών τον κοινόν έλεον και λογιζομένους την άδηλον τού βίου καταστροφήν, δακρύειν αυτών την τρισάθλιον εξαποστολήν. 5 ήγετο γάρ γεραιών πλήθος πολιά πεπυκασμένων, την εκ τού γήρως νωθρότητα ποδών επίκυφον ανατροπής ορμή βιαίας απάσης αιδούς άνευ προς οξείαν καταχρωμένων πορείαν. 6 αι δε άρτι προς βίου κοινωνίαν γαμικόν υπεληλυθυίαι παστόν νεάνιδες, αντί τέρψεως μεταλαβούσαι γόους και κόνει την μυροβραχή πεφυρμέναι κόμην, ακαλύπτως δε αγόμεναι, θρήνον ανθ' υμεναίων ομοθυμαδόν εξήρχον ως εσπαραγμέναι σκυλμοίς αλλοεθνέσι· 7 δέσμιαι δε δημόσιαι μέχρι της εις το πλοίον εμβολής είλκοντο μετά βίας. 8 οί τε τούτων συζυγείς βρόχοις αντί στεφέων τους αυχένας περιπεπλεγμένοι μετά ακμαίας και νεανικής ηλικίας, αντί ευωχίας και νεωτερικής ραθυμίας τας επιλοίπους των γάμων ημέρας εν θρήνοις διήγον, παρά πόδας ήδη τον άδην ορώντες κείμενον. 9 κατήχθησαν δε θηρίων τρόπον αγόμενοι σιδηροδέσμοις ανάγκαις, οι μέν τοίς ζυγοίς των πλοίων προσηλωμένοι τους τραχήλους, οι δε τους πόδας αρρήκτοις κατησφαλισμένοι πέδαις,
10 έτι και τώ καθύπερθε πυκνώ σανιδώματι διακειμένω, όπως πάντοθεν εσκοτισμένοι τους οφθαλμούς αγωγήν επιβούλων εν παντί τώ κατάπλω λαμβάνωσι. 11 Τούτων δε επί την λεγομένην Σχεδίαν αχθέντων και τού παράπλου περανθέντος, καθώς ήν δεδογματισμένον τώ βασιλεί, προσέταξεν αυτούς εν τώ πρό της πόλεως ιπποδρόμω παρεμβαλείν απλέτω καθεστώτι περιμέτρω και προς παραδειγματισμόν άγαν ευκαιροτάτω καθεστώτι πάσι τοίς καταπορευομένοις εις την πόλιν και τοίς εκ τούτων εις την χώραν στελλομένοις προς εκδημίαν προς το μηδέ ταίς δυνάμεσιν αυτού κοινωνείν, μηδέ το σύνολον καταξιώσαι περιβόλων. 12 ως δε τούτο εγενήθη, ακούσας τους εκ της πόλεως ομοεθνείς κρυβή εκπορευομένους πυκνότερον αποδύρεσθαι την ακλεά των αδελφών ταλαιπωρίαν, 13 διοργισθείς προσέταξε και τούτοις ομού τον αυτόν τρόπον επιμελώς ως εκείνοις ποιήσαι μη λειπομένοις κατά μηδένα τρόπον της εκείνων τιμωρίας, 14 απογραφήναι δε πάν το φύλον εξ ονόματος, ουκ εις την έμπροσθε βραχεί προδεδηλωμένην των έργων κατάπονον λατρείαν, στρεβλωθέντας δε ταίς παρηγγελμέναις αικίαις το τέλος αφανίσαι μιάς υπό καιρόν ημέρας. 15 εγίνετο μέν ούν η τούτων απογραφή μετά πικράς σπουδής και φιλοτίμου προσεδρείας από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών, ανήνυτον λαμβάνουσα το τέλος επί ημέρας τεσσαράκοντα. ~16 Μεγάλως δε και διηνεκώς ο βασιλεύς χαρά πεπληρωμένος, συμπόσια επί πάντων των ειδώλων συνιστάμενος, πεπλανημένη πόρρω της αληθείας φρενί και βεβήλω στόματι, τα μέν κωφά και μη δυνάμενα αυτοίς λαλείν ή αρήγειν επαινών, εις δε τον μέγιστον Θεόν τα μη καθήκοντα λαλών. 17 μετά δε το προειρημένον τού χρόνου διάστημα προσηνέγκαντο οι γραμματείς τώ βασιλεί μηκέτι ισχύειν την των Ιουδαίων απογραφήν ποιείσθαι διά την αμέτρητον αυτών πληθύν, 18 καίπερ όντων κατά την χώραν έτι των πλειόνων, των μέν κατά τας οικίας έτι συνεστηκότων, των δε και κατά τόπον, ως αδυνάτου καθεστώτος πάσι τοίς επ' Αίγυπτον στρατηγοίς. 19 απειλήσαντος δε αυτοίς σκληρότερον ως δεδωροκοπημένοις εις μηχανήν της εκφυγής, συνέβη σαφώς αυτόν περί τούτου πεισθήναι,
20 λεγόντων μετά αποδείξεως και την χαρτηρίαν ήδη και τους γραφικούς καλάμους, εν οίς εχρώντο, εκλελοιπέναι. 21 τούτο δε ήν ενέργεια της τού βοηθούντος τοίς Ιουδαίοις εξ ουρανού προνοίας ανικήτου.
1 ΤΟΤΕ προσκαλεσάμενος Έρμωνα τον προς τή των ελεφάντων επιμελεία, βαρεία μεμεστωμένος οργή και χόλω κατά πάν αμετάθετος 2 εκέλευσεν υπό την επερχομένην ημέραν δαψιλέσι δράκεσι λιβανωτού και οίνω πλείονι ακράτω άπαντας τους ελέφαντας ποτίσαι, όντας τον αριθμόν πεντακοσίους, και αγριωθέντας τή τού πόματος αφθόνω χορηγία εισαγαγείν προς συνάντησιν τού μόρου των Ιουδαίων. 3 ο μέν τάδε προστάσσων ετρέπετο προς την ευωχίαν, συναγαγών τους μάλιστα των φίλων και της στρατιάς απεχθώς έχοντας προς τους Ιουδαίους· 4 ο δε ελεφαντάρχης το προσταγέν αραρότως Έρμων συνετέλει. 5 οί τε προς τούτοις λειτουργοί κατά την εσπέραν αξιόντες τας των ταλαιπώρων εδέσμευον χείρας την τε λοιπήν εμηχανώντο περί αυτούς ασφάλειαν, έννυχον δόξαντες ομού λήψεσθαι το φύλον πέρας της ολεθρίας. 6 οι δε πάσης σκέπης έρημοι δοκούντες είναι τοίς έθνεσιν Ιουδαίοι διά την πάντοθεν περιέχουσαν αυτούς μετά δεσμών ανάγκην, 7 τον παντοκράτορα Κύριον και πάσης δυνάμεως δυναστεύοντα, ελεήμονα Θεόν αυτών και πατέρα, δυσκαταπαύστω βοή πάντες μετά δακρύων επεκαλέσαντο, δεόμενοι 8 την κατ’ αυτών μεταστρέψαι βουλήν ανοσίαν και ρύσασθαι αυτούς μετά μεγαλομερούς επιφανείας εκ τού παρά πόδας εν ετοίμω μόρου. 9 τούτων μέν ούν εκτενώς η λιτανεία ανέβαινεν εις ουρανόν.~
10 Ο δε Έρμων τους ανηλεείς ελέφαντας ποτίσας πεπληρωμένους της τού οίνου πολλής χορηγίας και τού λιβάνου μεμεστωμένους, όρθροις επί την αυλήν παρήν περί τούτων προσαγγείλαι τώ βασιλεί. 11 το δε απ’ αιώνος χρόνου κτίσμα καλόν εν νυκτί και ημέρα επιβαλλόμενον υπό τού χαριζομένου πάσιν, οίς αν αυτός θελήση, ύπνου μέρος απέστειλε προς τον βασιλέα, 12 και ηδίστω και βαθεί κατεσχέθη τή ενεργεία τού Δεσπότου, της αθέσμου μέν προθέσεως πολύ διεσφαλμένος, τού δε αμεταθέτου λογισμού μεγάλως διεψευσμένος. 13 οι δε Ιουδαίοι την προσημανθείσαν ώραν διαφυγόντες, τον άγιον ήνουν Θεόν αυτών και πάλιν ηξίουν τον ευκατάλλακτον δείξαι της μεγαλοσθενούς αυτού χειρός κράτος έθνεσιν υπερηφάνοις. 14 μεσούσης δε ήδη της δεκάτης ώρας σχεδόν, ο προς ταίς κλήσεσι τεταγμένος, αθρόους τους κλητούς ιδών, ένυξε προσελθών τον βασιλέα. 15 και μόλις διεγείρας υπέδειξε τον της συμποσίας καιρόν ήδη παρατρέχοντα, τον περί τούτων λόγον ποιούμενος. 16 ον ο βασιλεύς λογισάμενος και τραπείς εις τον πότον, εκέλευσε τους παραγεγονότας εις την συμποσίαν άντικρυς ανακλιθήναι αυτού. 17 ού και γενομένου, παρήνει εις ευωχίαν δόντας εαυτούς, το παρόν της συμποσίας επιπολύ γεραιρομένους εις ευφροσύνην καταθέσθαι μέρος. 18 επί πλείον δε προβαινούσης της ομιλίας, τον Έρμωνα μεταπεμψάμενος ο βασιλεύς, μετά πικράς απειλής επυνθάνετο, τίνος ένεκεν αιτίας ειάθησαν οι Ιουδαίοι την παρούσαν ημέραν περιβεβιωκότες; 19 τού δε υποδείξαντος εκ νυκτός το προσταγέν επί τέλος αγηοχέναι και των φίλων αυτώ προσμαρτυρησάντων,
20 την ωμότητα χείρονα Φαλάριδος εσχηκώς έφη τώ της σήμερον ύπνω χάριν έχειν αυτούς· ανυπερθέτως δε εις την επιτέλλουσαν ημέραν κατά το όμοιον ετοίμασον τους ελέφαντας επί τον των αθεμίτων Ιουδαίων αφανισμόν. 21 ειπόντος δε τού βασιλέως, ασμένως πάντες μετά χαράς οι παρόντες ομού συναινέσαντες, εις τον ίδιον οίκον έκαστος ανέλυσε. 22 και ουχ ούτως εις ύπνον κατεχρήσαντο τον χρόνον της νυκτός, ως εις το παντοίους μηχανάσθαι τοίς ταλαιπώροις δοκούσιν εμπαιγμούς.~ 23 Άρτι δε αλεκτρυών εκεκράγει όρθριος, και τα θηρία καθωπλικώς ο Έρμων εν τώ μεγάλω περιστύλω διεκίνει. 24 τα δε κατά την πόλιν πλήθη συνήθροιστο προς την οικτροτάτην θεωρίαν, προσδοκώντα την πρωίαν μετά σπουδής. 25 οι δε Ιουδαίοι κατά τον αμερή ψυχουλκούμενοι χρόνον, πολυδάκρυον ικετείαν εν μέλεσι γοεροίς τείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν εδέοντο τού μεγίστου Θεού πάλιν αυτοίς βοηθήσαι συντόμως. 26 ούπω δε ηλίου βολαί κατεσπείροντο, και τού βασιλέως τους φίλους εκδεχομένου, ο Έρμων παραστάς εκάλει προς την έξοδον, υποδεικνύων το πρόθυμον τού βασιλέως εν ετοίμω κείσθαι. 27 τού δε αποδεξαμένου και καταπλαγέντος επί τή παρανόμω εξόδω, κατά πάν αγνωσία κεκρατημένος επυνθάνετο, τι το πράγμα, αφ’ ού τούτο αυτώ μετά σπουδής τετέλεσται· 28 τούτο δε ήν η ενέργεια τού πάντα δεσποτεύοντος Θεού, των πριν αυτώ μεμηχανημένων λήθην κατά διάνοιαν εντεθεικότος. 29 ο δε Έρμων υπεδείκνυε και πάντες οι φίλοι τα θηρία και τας δυνάμεις ητοιμάσθαι, βασιλεύ, κατά την σήν εκτενή πρόθεσιν.
30 ο δε επί τοίς ρηθείσι πληρωθείς βαθεί χόλω διά το περί τούτων προνοία Θεού διασκεδάσθαι πάν αυτού το νόημα, ενατενίσας μετά απειλής είπεν· 31 εί σοι γονείς παρήσαν ή παίδων γοναί, τήνδε θηρσίν αγρίοις εσκεύασα αν δαψιλή θοίναν αντί των ανεγκλήτων εμοί και προγόνοις εμοίς αποδεδειγμένων ολοσχερή βεβαίαν πίστιν εξόχως Ιουδαίων. 32 καίπερ ει μη διά την της συντροφίας στοργήν και της χρείας, το ζήν αντί τούτων εστερήθης. 33 ούτως ο Έρμων απροσδόκητον και επικίνδυνον υπήνεγκεν απειλήν και τή οράσει και τώ προσώπω συνεστάλη. 34 ο καθείς δε των φίλων σκυθρωπώς υπεκρέων, τους συνηθροισμένους απέλυσαν έκαστον επί την ιδίαν ασχολίαν. 35 οί τε Ιουδαίοι τα παρά τού βασιλέως ακούσαντες, τον επιφανή Θεόν και βασιλέα των βασιλέων ήνουν και τήσδε της βοηθείας αυτού τετευχότες.~ 36 Κατά δε τους αυτούς νόμους ο βασιλεύς συστησάμενος πάλιν το συμπόσιον εις ευφροσύνην τραπήναι παρεκάλει. 37 τον δε Έρμωνα προσκαλεσάμενος μετά απειλής είπε· ποσάκις σοι δεί περί τούτων αυτών προστάττειν, αθλιώτατε; 38 τους ελέφαντας έτι και νύν καθόπλισον εις την αύριον επί τον των Ιουδαίων αφανισμόν. 39 οι δε συνανακείμενοι συγγενείς την άστατον διάνοιαν αυτού θαυμάζοντες, προεφέροντο τάδε·
40 βασιλεύ, μέχρι τίνος ως αλόγους ημάς διαπειράζεις, προστάσσων ήδη τρίτον αυτούς αφανίσαι και πάλιν επί των πραγμάτων εκ μεταβολής αναλύων τα σοί δεδογμένα; 41 ών χάριν η πόλις διά την προσδοκίαν οχλεί και πληθύουσα συστροφαίς, ήδη και κινδυνεύει πολλάκις διαρπασθήναι. 42 όθεν ο κατά πάντα Φάλαρις βασιλεύς εμπληθυνθείς αλογιστίας και τας γινομένας προς επισκοπήν των Ιουδαίων εν αυτώ μεταβολάς της ψυχής παρ’ ουδέν ηγούμενος, ατελέστατον εβεβαίωσεν όρκον, ορισάμενος τούτους μέν ανυπερθέτως πέμψειν εις άδην εν γόνασι και ποσί θηρίων ηκισμένους, 43 επιστρατεύσαντα δε επί την Ιουδαίαν ισόπεδον πυρί και δόρατι θήσεσθαι διά τάχους και τον άβατον αυτών ημίν ναόν πυρί πρηνέα εν τάχει των συντελούντων εκεί θυσίας έρημον εις τον άπαντα χρόνον καταστήσειν. 44 τότε περιχαρείς αναλύσαντες οι φίλοι και συγγενείς μετά πίστεως διέτασσον τας δυνάμεις επί τους ευκαιροτάτους τόπους της πόλεως προς τήρησιν. 45 ο δε ελεφαντάρχης τα θηρία σχεδόν ειπείν εις κατάστημα μανιώδες αγηοχώς, ευωδεστάτοις πόμασιν οίνου λελιβανωμένου φοβεραίς κατεσκευασμένα σκευαίς, 46 περί την έω, της πόλεως ήδη πλήθεσιν αναριθμήτοις κατά τού ιπποδρόμου καταμεμεστωμένης, εισελθών εις την αυλήν επί το προκείμενον ώτρυνε τον βασιλέα. 47 ο δε οργή βαρεία γεμίσας δυσσεβή φρένα παντί τώ βάρει σύν τοίς θηρίοις εξώρμησε, βουλόμενος ατρώτω καρδία και κόραις οφθαλμών θεάσασθαι την επίπονον και ταλαίπωρον των προσεσημαμμένων καταστροφήν. 48 ως δε των ελεφάντων εξιόντων περί πύλην και της συνεπομένης ενόπλου δυνάμεως της τε τού πλήθους πορείας κονιορτόν ιδόντες, και βαρυηχή θόρυβον ακούσαντες οι Ιουδαίοι, 49 υστάτην βίου ροπήν αυτοίς εκείνην δόξαντες είναι το τέλος της αθλιωτάτης προσδοκίας, εις οίκτον και γόους τραπέντες κατεφίλουν αλλήλους περιπλεκόμενοι τοίς συγγενέσιν επί τους τραχήλους επιπίπτοντες, γονείς παισί και μητέρες νεάνισιν, έτεραι δε νεογνά προς μαστούς έχουσαι βρέφη τελευταίον έλκοντα γάλα.
50 ου μην δε αλλά και τας έμπροσθεν αυτών γεγενημένας αντιλήψεις εξ ουρανού συνιδόντες, πρηνείς ομοθυμαδόν ρίψαντες εαυτούς και τα νήπια χωρίσαντες των μαστών, 51 ανεβόησαν φωνή μεγάλη σφόδρα, τον της απάσης δυνάμεως δυνάστην ικετεύοντες, οικτείραι μετ’ επιφανείας αυτούς ήδη προς πύλαις άδου καθεστώτας.
1 ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ δε τις ανήρ επίσημος των από της χώρας ιερέων, εν πρεσβείω την ηλικίαν ήδη λελογχώς και πάση τή κατά τον βίον αρετή κεκοσμημένος, τους περί αυτόν καταστείλας πρεσβυτέρους επικαλείσθαι τον άγιον Θεόν προσηύξατο τάδε· 2 βασιλεύ μεγαλοκράτωρ, ύψιστε, παντοκράτωρ Θεέ την πάσαν διακυβερνών εν οικτιρμοίς κτίσιν, 3 έπιδε επί Αβραάμ σπέρμα, επί ηγιασμένου τέκνα Ιακώβ, μερίδος ηγιασμένης σου λαόν εν ξένη γη ξένον αδίκως απολλύμενον, πάτερ. 4 σύ Φαραώ πληθύνοντα άρμασι, τον πριν Αιγύπτου ταύτης δυνάστην, επαρθέντα ανόμω θράσει και γλώσση μεγαλορρήμονι, σύν τή υπερηφάνω στρατιά ποντοβρόχους απώλεσας, φέγγος επιφάνας ελέους Ισραήλ γένει. 5 σύ τον αναριθμήτοις δυνάμεσι γαυρωθέντα Σενναχηρείμ, βαρύν Ασσυρίων βασιλέα, δόρατι την πάσαν υποχείριον ήδη λαβόντα γήν και μετεωρισθέντα επί την αγίαν σου πόλιν, βαρέα λαλούντα κόμπω και θράσει σύ, Δέσποτα, έθραυσας, έκδηλον δεικνύς έθνεσι πολλοίς το σόν κράτος. 6 σύ τους κατά την Βαβυλωνίαν τρεις εταίρους, πυρί την ψυχήν αυθαιρέτως δεδωκότας εις το μη λατρεύσαι τοίς κενοίς, διάπυρον δροσίσας κάμινον ερρύσω μέχρι τριχός απημάντους, φλόγα πάσιν επιπέμψας τοίς υπεναντίοις. 7 σύ τον διαβολαίς φθόνου λέουσι κατά γής ριφέντα θηρσί βοράν Δανιήλ εις φώς ανήγαγες ασινή, 8 τον τε βυθοτρεφούς εν γαστρί κήτους Ιωνάν τηκόμενον αφειδώς απήμαντον πάσιν οικείοις ανέδειξας, πάτερ. 9 και νύν μίσυβρι, πολυέλεε, των όλων σκεπαστά, το τάχος επιφάνηθι τοίς από Ισραήλ γένους, υπό δε εβδελυγμένων ανόμων εθνών υβριζομένοις.
10 ει δε ασεβείαις κατά την αποικίαν ο βίος ημών ενέσχηται, ρυσάμενος ημάς από εχθρών χειρός, ως προαιρή, Δέσποτα, απόλεσον ημάς μόρω. 11 μη τοίς ματαίοις οι ματαιόφρονες ευλογησάτωσαν επί τή των ηγαπημένων σου απωλεία λέγοντες· ουδέ ο Θεός αυτών ερρύσατο αυτούς. 12 σύ δε ο πάσαν αλκήν και δυναστείαν έχων άπασαν, αιώνιε, νύν έπιδε· ελέησον ημάς τους καθ΄ ύβριν ανόμων αλόγιστον εκ τού ζήν μεθιστανομένους εν επιβούλων τρόπω. 13 πτηξάτω δε έθνη σήν δύναμιν ανίκητον σήμερον, έντιμε, δύναμιν έχων επί σωτηρία Ιακώβ γένους. 14 ικετεύει σε το πάν πλήθος των νηπίων και οι τούτων γονείς μετά δακρύων. 15 δειχθήτω πάσιν έθνεσιν, ότι μεθ’ ημών εί, Κύριε, και ουκ απέστρεψας το πρόσωπόν σου αφ’ ημών, αλλά καθώς είπας ότι ουδ’ εν τή γη των εχθρών αυτών όντων υπερείδες αυτούς, ούτως επιτέλεσον, Κύριε. 16 Τού δε Ελεαζάρου λήγοντος άρτι της προσευχής, ο βασιλεύς σύν τοίς θηρίοις και παντί τώ της δυνάμεως φρυάγματι κατά τον ιππόδρομον παρήγε. 17 και θεωρήσαντες οι Ιουδαίοι μέγα εις ουρανόν ανέκραξαν, ώστε και τους παρακειμένους αυλώνας συνηχήσαντας ακατάσχετον οιμωγήν ποιήσαι παντί τώ στρατοπέδω. 18 τότε ο μεγαλόδοξος παντοκράτωρ και αληθινός Θεός, επιφάνας το άγιον αυτού πρόσωπον, ηνέωξε τας ουρανίους πύλας, εξ ών δεδοξασμένοι δύο φοβεροειδείς άγγελοι κατέβησαν φανεροί πάσι, πλήν τοίς Ιουδαίοις, 19 και αντέστησαν και την δύναμιν των υπεναντίων επλήρωσαν ταραχής και δειλίας και ακινήτοις έδησαν πέδαις.
20 και υπόφρικον και το τού βασιλέως σώμα εγενήθη και λήθη το θράσος αυτού το βαρύθυμον έλαβε. 21 και απέστρεψαν τα θηρία επί τας συνεπομένας ενόπλους δυνάμεις και κατεπάτουν αυτάς και ωλόθρευον. 22 και μετεστράφη τού βασιλέως η οργή εις οίκτον και δάκρυα υπέρ των έμπροσθεν αυτώ μεμηχανευμένων. 23 ακούσας γάρ της κραυγής και συνιδών πρηνείς άπαντας εις την απώλειαν, δακρύσας μετά οργής τοίς φίλοις διηπειλείτο λέγων· 24 παραβασιλεύετε και τυράννους υπερβεβήκατε ωμότητι και εμέ αυτόν τον υμών ευεργέτην επιχειρείτε της αρχής ήδη και τού πνεύματος μεθιστάν, λάθρα μηχανώμενοι τα μη συμυφεροντα τή βασιλεία. 25 τις τους κρατήσαντας ημών εν πίστει τα της χώρας οχυρώματα, της οικίας αποστήσας έκαστον αλόγως ήθροισεν ενθάδε; 26 τις τους εξ αρχής ευνοία προς ημάς κατά πάντα διαφέροντας πάντων εθνών και τους χειρίστους πλεονάκις ανθρώπων επιδεδεγμένους κινδύνους, ούτως αθέσμοις περιέβαλεν αικίαις; 1 27 λύσατε, εκλύσατε άδικα δεσμά· εις τα ίδια μετ’ ειρήνης εξαποστείλατε, τα προπεπραγμένα παραιτησάμενοι. 28 απολύσατε τους υιούς τού παντοκράτορος επουρανίου Θεού ζώντος, ός αφ’ ημετέρων μέχρι τού νύν προγόνων απαραπόδιστον μετά δόξης ευστάθειαν παρέχει τοίς ημετέροις πράγμασιν. 29 ο μέν ούν ταύτα έλεξεν· οι δε εν αμερεί χρόνω λυθέντες τον άγιον σωτήρα Θεόν αυτών ευλόγουν, άρτι τον θάνατον εκπεφευγότες.
30 Είτα ο βασιλεύς εις την πόλιν απαλλαγείς, τον επί των προσόδων προσκαλεσάμενος, εκέλευσεν οίνους τε και τα λοιπά προς ευωχίαν επιτήδεια τοίς Ιουδαίοις χορηγείν επί ημέρας επτά, κρίνας αυτούς εν ώ τόπω έδοξαν τον όλεθρον αναλαμβάνειν, εν τούτω εν ευφροσύνη πάση σωτήρια άγειν. 31 τότε οι πριν επονείδιστοι και πλησίον τού άδου, μάλλον δ’ επ’ αυτώ βεβηκότες, αντί πικρού και δυσαιάκτου μόρου, κώθωνα σωτήριον συστησάμενοι, τον εις πτώσιν αυτοίς και τάφον ητοιμασμένον τόπον κλισίαις κατεμέρισαν πλήρεις χαρμονής. 32 καταλήξαντες δε θρήνου πανόδυρτον μέλος ανέλαβον ωδήν πάτριον, τον σωτήρα και τερατοποιόν αινούντες Θεόν· οιμωγήν τε πάσαν και κωκυτόν απωσάμενοι χορούς συνίσταντο ευφροσύνης ειρηνικής σημείον. 33 ωσαύτως δε και ο βασιλεύς περί τούτων συμπόσιον βαρύ συναγαγών, αδιαλείπτως εις ουρανόν ανθωμολογείτο μεγαλοπρεπώς επί τή παραδόξω γενηθείση αυτώ σωτηρία. 34 οί τε πριν εις όλεθρον και οιωνοβρώτους αυτούς έσεσθαι τιθέμενοι, μετά χαράς απογραψάμενοι κατεστέναξαν, αισχύνην εφ’ εαυτοίς περιβαλλόμενοι και την πυρίπνουν τόλμαν ακλεώς εσβεσμένοι. 35 οί τε Ιουδαίοι, καθώς προειρήκαμεν, συστησάμενοι τον προειρημένον χορόν, μετ’ ευωχίας εν εξομολογήσεσιν ιλαραίς και ψαλμοίς διήγον, 36 και κοινόν ορισάμενοι περί τούτων θεσμόν επί πάσαν την παροικίαν αυτών εις γενεάς, τας προειρημένας ημέρας άγειν έστησαν ευφροσύνους, ου πότου χάριν και λιχνείας, σωτηρίας δε της διά Θεόν γενομένης αυτοίς. 37 ενέτυχον δε τώ βασιλεί την απόλυσιν αυτών εις τα ίδια αιτούμενοι. 38 απογράφονται δε αυτούς από πέμπτης και εικάδος τού Παχών έως της τετάρτης τού Επιφί, επί ημέρας τεσσαράκοντα, συνίστανται δε αυτών την απώλειαν από πέμπτης τού Επιφί έως εβδόμης, ημέραις τρισίν, 39 εν αίς και μεγαλοδόξως επιφάνας το έλεος αυτού ο των όλων δυνάστης απταίστους αυτούς ερρύσατο ομοθυμαδόν.
40 ευωχούντο δε πάνθ΄ υπό τού βασιλέως χορηγούμενοι μέχρι της τεσσαρεσκαιδεκάτης, εν ή και την εντυχίαν εποιήσαντο περί της απολύσεως αυτών. 41 συναινέσας τε αυτοίς ο βασιλεύς έγραψεν αυτοίς την υπογεγραμμένην επιστολήν προς τους κατά πόλιν στρατηγούς μεγαλοψύχως την εκτενίαν έχουσαν.
1 ΒΑΣΙΛΕΥΣ Πτολεμαίος ο Φιλοπάτωρ τοίς κατ’ Αίγυπτον στρατηγοίς και πάσι τοίς τεταγμένοις επί πραγμάτων χαίρειν και ερρώσθαι· 2 ερρώμεθα δε και αυτοί και τα τέκνα ημών, κατευθύναντος ημίν τού μεγάλου Θεού τα πράγματα καθώς προαιρούμεθα. 3 των φίλων τινές, κακοηθεία πυκνότερον ημίν παρακείμενοι, συνέπεισαν ημάς εις το τους υπό την βασιλείαν Ιουδαίους συναθροίσαντας σύστημα κολάσασθαι ξενιζούσαις αποστατών τιμωρίαις, 4 προσφερόμενοι μήποτε ευσταθήσειν τα πράγματα ημών, δι’ ήν έχουσιν ούτοι προς πάντα τα έθνη δυσμένειαν, μέχρις αν συντελεσθή τούτο. 5 οί και δεσμίους καταγαγόντες αυτούς μετά σκυλμών ως ανδράποδα, μάλλον δε ως επιβούλους, άνευ πάσης ανακρίσεως και εξετάσεως επεχείρησαν ανελείν, νόμου Σκυθών αγριωτέραν εμπεπορπημένοι ωμότητα. 6 ημείς δε επί τούτοις σκληρότερον διαπειλησάμενοι, καθ’ ήν έχομεν προς άπαντας ανθρώπους επιείκειαν, μόγις το ζήν αυτοίς χαρισάμενοι και τον επουράνιον Θεόν εγνωκότες ασφαλώς υπερησπικότα των Ιουδαίων, ως πατέρα υπέρ υιών διαπαντός υπερμαχούντα, 7 την τε τού φίλου ήν έχουσι προς ημάς βεβαίαν και τους προγόνους ημών εύνοιαν αναλογισάμενοι, δικαίως απολελύκαμεν πάσης καθ’ οντινούν αιτίας τρόπον 8 και προστετάχαμεν εκάστω πάντας εις τα ίδια επιστρέφειν, εν παντί τόπω μηθενός αυτούς το σύνολον καταβλάπτοντος, μήτε ονειδίζειν περί των γεγενημένων παρά λόγον. 9 γινώσκετε γάρ ότι κατά τούτων, εάν τι κακοτεχνήσωμεν πονηρόν ή επιλυπήσωμεν αυτούς το σύνολον, ουκ άνθρωπον, αλλά τον πάσης δεσπόζοντα δυνάμεως Θεόν ύψιστον αντικείμενον ημίν επ’ εκδικήσει των πραγμάτων κατά πάν αφεύκτως διά παντός έξομεν. έρρωσθε>.
10 Λαβόντες δε την επιστολήν ταύτην ουκ εσπούδασαν ευθέως γενέσθαι περί την άφοδον, αλλά τον βασιλέα προσηξίωσαν τους εκ τού γένους των Ιουδαίων τον άγιον Θεόν αυθαιρέτως παραβεβηκότας και τού Θεού τον νόμον τυχείν δι’ αυτών της οφειλομένης κολάσεως, 11 προφερόμενοι τους γαστρός ένεκεν τα θεία παραβεβηκότας προστάγματα μηδέποτε ευνοήσειν μηδέ τοίς τού βασιλέως πράγμασιν. 12 ο δε ταληθές αυτούς λέγειν παραδεξάμενος και συναινέσας έδωκεν αυτοίς άδειαν πάντων, όπως τους παραβεβηκότας τού Θεού τον νόμον εξολοθρεύσωσι κατά πάντα τον υπό την βασιλείαν αυτού τόπον μετά παρρησίας άνευ πάσης βασιλικής εξουσίας και επισκέψεως. 13 τότε κατευφημήσαντες αυτόν, ως πρέπον ήν, οι τούτων ιερείς και πάν το πλήθος επιφωνήσαντες το αλληλούια, μετά χαράς ανέλυσαν. 14 τότε τον εμπεσόντα των μεμιασμένων ομοεθνή κατά την οδόν εκολάζοντο και μετά παραδειγματισμών ανήρουν. 15 εκείνη δε τή ημέρα ανείλον υπέρ τους τριακοσίους άνδρας και ήγαγον ευφροσύνην μετά χαράς τους βεβήλους χειρωσάμενοι. 16 αυτοί δε οι μέχρι θανάτου τον Θεόν εσχηκότες, παντελή σωτηρίας απόλαυσιν ειληφότες, ανέζευξαν εκ της πόλεως παντοίοις ευωδεστάτοις άνθεσι κατεστεμμένοι μετ΄ ευφροσύνης και βοής, εν αίνοις και παμμελέσιν ύμνοις ευχαριστούντες τώ Θεώ των πατέρων αυτών αιωνίω σωτήρι τού Ισραήλ. 17 Παραγενηθέντες δε εις Πτολεμαίδα την ονομαζομένην διά την τού τόπου ιδιότητα ροδοφόρον, εν ή προσέμεινεν αυτούς ο στόλος κατά κοινήν αυτών βουλήν ημέρας επτά, 18 εκεί εποίησαν πότον σωτήριον, τού βασιλέως χορηγήσαντος αυτοίς ευψύχως τα προς την άφιξιν πάντα εκάστω έως εις την ιδίαν οικίαν. 19 καταχθέντες δε μετ’ ειρήνης εν ταίς πρεπούσαις εξομολογήσεσιν, ωσαύτως κακεί έστησαν και ταύτας άγειν τας ημέρας επί τον της παροικίας αυτών χρόνον ευφροσύνους.
20 ας και ανιερώσαντες εν στήλη κατά τον συμποσίας τόπον προσευχής καθιδρύσαντες, ανέλυσαν ασινείς, ελεύθεροι, υπερχαρείς, διά τε γής και θαλάσσης και ποταμού ανασωζόμενοι τή τού βασιλέως επιταγή, έκαστος εις την ιδίαν 21 και πλείστην ή έμπροσθεν εν τοίς εχθροίς εξουσίαν εσχηκότες μετά δόξης και φόβου, το σύνολον υπό μηδενός διασεισθέντες των υπαρχόντων. 22 και πάντα τα εαυτών πάντες εκομίσαντο εξ απογραφής, ώστε τους έχοντάς τι μετά φόβου μεγίστου αποδούναι αυτοίς, τα μεγαλεία τού μεγίστου Θεού ποιήσαντος τελείως επί σωτηρία αυτών. 23 ευλογητός ο ρύστης Ισραήλ εις τους αεί χρόνους. Αμήν.
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ανήρ, ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν. 2 αλλ’ ή εν τώ νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τώ νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός. 3 και έσται ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ό τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού, και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται· και πάντα, όσα αν ποιή, κατευοδωθήσεται. 4 ουχ ούτως οι ασεβείς, ουχ ούτως, αλλ’ ή ωσεί χνούς, ον εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γής. 5 διά τούτο ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει, ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων· 6 ότι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων, και οδός ασεβών απολείται.
ΙΝΑΤΙ εφρύαξαν έθνη, και λαοί εμελέτησαν κενά; 2 παρέστησαν οι βασιλείς της γής, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά τού Κυρίου και κατά τού χριστού αυτού. (διάψαλμα). 3 Διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ’ ημών τον ζυγόν αυτών. 4 ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς, και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς. 5 τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού και εν τώ θυμώ αυτού ταράξει αυτούς. 6 Εγώ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ’ αυτού επί Σιών όρος το άγιον αυτού 7 διαγγέλλων το πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος είπε προς με· υιός μου εί σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε. 8 αίτησαι παρ’ εμού, και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσίν σου τα πέρατα της γής. 9 ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς.
10 και νύν, βασιλείς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οι κρίνοντες την γήν. 11 δουλεύσατε τώ Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω. 12 δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας. 13 όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού, μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτώ.
Ψαλμός τώ Δαυίδ, οπότε απεδίδρασκεν από προσώπου Αβεσσαλώμ τού υιού αυτού
2 ΚΥΡΙΕ, τι επληθύνθησαν οι θλίβοντές με; πολλοί επανίστανται επ΄ εμέ· 3 πολλοί λέγουσι τή ψυχή μου· ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τώ Θεώ αυτού. (διάψαλμα). 4 σύ δε, Κύριε, αντιλήπτωρ μου εί, δόξα μου και υψών την κεφαλήν μου. 5 φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, και επήκουσέ μου εξ όρους αγίου αυτού. (διάψαλμα). 6 εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα· εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεταί μου. 7 ου φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. 8 ανάστα, Κύριε, σώσόν με, ο Θεός μου, ότι σύ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντάς μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. 9 τού Κυρίου η σωτηρία, και επί τον λαόν σου η ευλογία σου.
Εις το τέλος, εν ψαλμοίς· ωδή τώ Δαυίδ.
2 ΕΝ τώ επικαλείσθαί με εισήκουσάς μου, ο Θεός της δικαιοσύνης μου· εν θλίψει επλάτυνάς με. οικτείρησόν με και εισάκουσον της προσευχής μου. 3 υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; (διάψαλμα). 4 και γνώτε ότι εθαυμάστωσε Κύριος τον όσιον αυτού· Κύριος εισακούσεταί μου εν τώ κεκραγέναι με προς αυτόν. 5 οργίζεσθε, και μη αμαρτάνετε· ά λέγετε εν ταίς καρδίαις υμών, επί ταίς κοίταις υμών κατανύγητε. (διάψαλμα). 6 θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης και ελπίσατε επί Κύριον. 7 πολλοί λέγουσι· τις δείξει ημίν τα αγαθά; Εσημειώθη εφ’ ημάς το φώς τού προσώπου σου, Κύριε. 8 έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου· από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου αυτών επληθύνθησαν. 9 εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω, ότι σύ, Κύριε, κατά μόνας επ’ ελπίδι κατώκισάς με.
Εις το τέλος, υπέρ της κληρονομούσης· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΤΑ ρήματά μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες της κραυγής μου· 3 πρόσχες τή φωνή της δεήσεώς μου, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου. ότι προς σε προσεύξομαι, Κύριε· 4 το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με, 5 ότι ουχί Θεός θέλων ανομίαν σύ εί· ου παροικήσει σοι πονηρευόμενος, 6 ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου. εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν· 7 απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος. άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος. 8 εγώ δε εν τώ πλήθει τού ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκόν σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιόν σου εν φόβω σου. 9 Κύριε, οδήγησόν με εν τή δικαιοσύνη σου ένεκα των εχθρών μου, κατεύθυνον ενώπιόν σου την οδόν μου.
10 ότι ουκ έστιν εν τώ στόματι αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία· τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν. 11 κρίνον αυτούς, ο Θεός. αποπεσάτωσαν από των διαβουλιών αυτών· κατά το πλήθος των ασεβειών αυτών έξωσον αυτούς, ότι παρεπίκρανάν σε, Κύριε. 12 και ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επί σε· εις αιώνα αγαλλιάσονται, και κατασκηνώσεις εν αυτοίς, και καυχήσονται εν σοί πάντες οι αγαπώντες το όνομά σου. 13 ότι σύ ευλογήσεις δίκαιον· Κύριε, ως όπλω ευδοκίας εστεφάνωσας ημάς.
Εις το τέλος, εν ύμνοις, υπέρ της ογδόης· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΚΥΡΙΕ, μη τώ θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τή οργή σου παιδεύσης με. 3 ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμι· ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου, 4 και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα· και σύ, Κύριε, έως πότε; 5 επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου, σώσόν με ένεκεν τού ελέους σου. 6 ότι ουκ έστιν εν τώ θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δε τώ ¨δη τις εξομολογήσεταί σοι; 7 εκοπίασα εν τώ στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω. 8 εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου, επαλαιώθην εν πάσι τοίς εχθροίς μου. 9 απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής τού κλαυθμού μου·
10 ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου, Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο. 11 αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα διά τάχους.
Ψαλμός τώ Δαυίδ, ον ήσε τώ Κυρίω υπέρ των λόγων Χουσί υιού Ιεμενεί.
2 ΚΥΡΙΕ ο Θεός μου, επί σοί ήλπισα· σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαί με, 3 μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος. 4 Κύριε ο Θεός μου, ει εποίησα τούτο, ει έστιν αδικία εν χερσί μου, 5 ει ανταπέδωκα τοίς ανταποδιδούσί μοι κακά, αποπέσοιμι άρα από των εχθρών μου κενός· 6 καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου και καταλάβοι και καταπατήσαι εις γήν την ζωήν μου και την δόξαν μου εις χούν κατασκηνώσαι. (διάψαλμα). 7 ανάστηθι, Κύριε, εν οργή σου, υψώθητι εν τοίς πέρασι των εχθρών σου. εξεγέρθητι, Κύριε ο Θεός μου, εν προστάγματι, ώ ενετείλω, 8 και συναγωγή λαών κυκλώσει σε, και υπέρ ταύτης εις ύψος επίστρεψον. 9 Κύριος κρινεί λαούς. κρίνόν με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την ακακίαν μου επ΄ εμοί.
10 συντελεσθήτω δή πονηρία αμαρτωλών και κατευθυνείς δίκαιον, ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Θεός. 11 δικαία η βοήθειά μου παρά τού Θεού τού σώζοντος τους ευθείς τή καρδία. 12 ο Θεός κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος και μη οργήν επάγων καθ’ εκάστην ημέραν. 13 εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· 14 και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοίς καιομένοις εξειργάσατο. 15 ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν. 16 λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν, και εμπεσείται εις βόθρον, ον ειργάσατο· 17 επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού, και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται. 18 εξομολογήσομαι τώ Κυρίω κατά την δικαιοσύνην αυτού και ψαλώ τώ ονόματι Κυρίου τού Υψίστου.
Εις το τέλος, υπέρ των ληνών· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΚΥΡΙΕ ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τή γη· ότι επήρθη η μεγαλοπρέπειά σου υπεράνω των ουρανών. 3 εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον ένεκα των εχθρών σου τού καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν. 4 ότι όψομαι τους ουρανούς, έργα των δακτύλων σου, σελήνην και αστέρας, ά σύ εθεμελίωσας· 5 τι εστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; 6 ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν, 7 και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου· πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού, 8 πρόβατα, και βόας απάσας, έτι δε και τα κτήνη τού πεδίου, 9 τα πετεινά τού ουρανού και τους ιχθύας της θαλάσσης, τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών.
10 Κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τή γη!
Εις το τέλος, υπέρ των κρυφίων τού υιού· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΜΑΙ σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσιά σου· 3 ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοί, ψαλώ τώ ονόματί σου, Ύψιστε. 4 εν τώ αποστραφήναι τον εχθρόν μου εις τα οπίσω, ασθενήσουσι και απολούνται από προσώπου σου, 5 ότι εποίησας την κρίσιν μου και την δίκην μου, εκάθισας επί θρόνου ο κρίνων δικαιοσύνην. 6 επετίμησας έθνεσι, και απώλετο ο ασεβής· το όνομα αυτού εξήλειψας εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος. 7 τού εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος, και πόλεις καθείλες· απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου, 8 και ο Κύριος εις τον αιώνα μένει. ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού, 9 και αυτός κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη, κρινεί λαούς εν ευθύτητι.
10 και εγένετο Κύριος καταφυγή τώ πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις εν θλίψεσι· 11 και ελπισάτωσαν επί σοί οι γινώσκοντες το όνομά σου, ότι ουκ εγκατέλιπες τους εκζητούντάς σε, Κύριε. 12 ψάλατε τώ Κυρίω, τώ κατοικούντι εν Σιών, αναγγείλατε εν τοίς έθνεσι τα επιτηδεύματα αυτού, 13 ότι εκζητών τα αίματα αυτών εμνήσθη, ουκ επελάθετο της κραυγής των πενήτων. 14 ελέησόν με, Κύριε, ίδε την ταπείνωσίν μου εκ των εχθρών μου, ο υψών με εκ των πυλών τού θανάτου, 15 όπως αν εξαγγείλω πάσας τας αινέσεις σου εν ταίς πύλαις της θυγατρός Σιών. αγαλλιάσομαι επί τώ σωτηρίω σου. 16 ενεπάγησαν έθνη εν διαφθορά, ή εποίησαν, εν παγίδι ταύτη, ή έκρυψαν, συνελήφθη ο πούς αυτών. 17 γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιών, εν τοίς έργοις των χειρών αυτού συνελήφθη ο αμαρτωλός. (ωδή διαψάλματος). 18 αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί εις τον άδην, πάντα τα έθνη τα επιλανθανόμενα τού Θεού, 19 ότι ουκ εις τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός, η υπομονή των πενήτων ουκ απολείται εις τέλος.
20 ανάστηθι, Κύριε, μη κραταιούσθω άνθρωπος, κριθήτωσαν έθνη ενώπιόν σου. 21 κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην επ’ αυτούς, γνώτωσαν έθνη ότι άνθρωποί εισιν. (διάψαλμα). (Μασ. 10 1 1-18). 2 1 2 Ινατί, Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν, υπεροράς εν ευκαιρίαις εν θλίψεσιν; 23 εν τώ υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή εμπυρίζεται ο πτωχός, συλλαμβάνονται εν διαβουλίοις, οίς διαλογίζονται. 24 ότι επαινείται ο αμαρτωλός εν ταίς επιθυμίαις της ψυχής αυτού, και ο αδικών ενευλογείται· 25 παρώξυνε τον Κύριον ο αμαρτωλός· κατά το πλήθος της οργής αυτού ουκ εκζητήσει· ουκ έστιν ο Θεός ενώπιον αυτού. 26 βεβηλούνται αι οδοί αυτού εν παντί καιρώ, ανταναιρείται τα κρίματά σου από προσώπου αυτού, πάντων των εχθρών αυτού κατακυριεύσει· 27 είπε γάρ εν καρδία αυτού· ου μη σαλευθώ, από γενεάς εις γενεάν άνευ κακού. 28 ού αράς το στόμα αυτού γέμει και πικρίας και δόλου, υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. 29 εγκάθηται ενέδρα μετά πλουσίων, εν αποκρύφοις τού αποκτείναι αθώον· οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσιν· 30 ενεδρεύει εν αποκρύφω ως λέων εν τή μάνδρα αυτού, ενεδρεύει τού αρπάσαι πτωχόν, αρπάσαι πτωχόν εν τώ ελκύσαι αυτόν· 31 εν τή παγίδι αυτού ταπεινώσει αυτόν, κύψει και πεσείται εν τώ αυτόν κατακυριεύσαι των πενήτων. 32 είπε γάρ εν καρδία αυτού· επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε το πρόσωπον αυτού τού μη βλέπειν εις τέλος. 33 ανάστηθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ σου, μη επιλάθη των πενήτων. 34 ένεκεν τίνος παρώργισεν ο ασεβής τον Θεόν; είπε γάρ εν καρδία αυτού· ουκ εκζητήσει. 35 βλέπεις, ότι σύ πόνον και θυμόν κατανοείς τού παραδούναι αυτούς εις χείράς σου· σοί εγκαταλέλειπται ο πτωχός, ορφανώ σύ ήσθα βοηθός. 36 σύντριψον τον βραχίονα τού αμαρτωλού και πονηρού, ζητηθήσεται η αμαρτία αυτού, και ου μη ευρεθή. 37 βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος, απολείσθε έθνη εκ της γής αυτού. 38 την επιθυμίαν των πενήτων εισήκουσε Κύριος, την ετοιμασίαν της καρδίας αυτών προσέσχε το ούς σου 39 κρίναι ορφανώ και ταπεινώ, ίνα μη προσθή έτι μεγαλαυχείν άνθρωπος επί της γής.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΕΠΙ τώ Κυρίω πέποιθα· πώς ερείτε τή ψυχή μου· μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον; 2 ότι ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον, ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν τού κατατοξεύσαι εν σκοτομήνη τους ευθείς τή καρδία. 3 ότι ά σύ κατηρτίσω, αυτοί καθείλον· ο δε δίκαιος τι εποίησε; 4 Κύριος εν ναώ αγίω αυτού· Κύριος εν ουρανώ ο θρόνος αυτού. οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσι, τα βλέφαρα αυτού εξετάζει τους υιούς των ανθρώπων. 5 Κύριος εξετάζει τον δίκαιον και τον ασεβή, ο δε αγαπών την αδικίαν μισεί την εαυτού ψυχήν. 6 επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πύρ και θείον και πνεύμα καταιγίδος η μερίς τού ποτηρίου αυτών. 7 ότι δίκαιος Κύριος, και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αυτού.
Εις το τέλος, υπέρ της ογδόης· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΣΩΣΟΝ με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος, ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από των υιών των ανθρώπων. 3 μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού, χείλη δόλια εν καρδία, και εν καρδία ελάλησε κακά. 4 εξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα. 5 τους ειπόντας· την γλώσσαν ημών μεγαλυνούμεν, τα χείλη ημών παρ’ ημίν εστι· τις ημών Κύριός εστιν; 6 από της ταλαιπωρίας των πτωχών και από τού στεναγμού των πενήτων, νύν αναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι εν σωτηρίω, παρρησιάσομαι εν αυτώ. 7 τα λόγια Κυρίου λόγια αγνά, αργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τή γη κεκαθαρισμένον επταπλασίως. 8 σύ, Κύριε, φυλάξαις ημάς και διατηρήσαις ημάς από της γενεάς ταύτης και εις τον αιώνα. 9 κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι· κατά το ύψος σου επολυώρησας τους υιούς των ανθρώπων.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΕΩΣ πότε, Κύριε, επιλήση μου εις τέλος; έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού; 3 έως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου, οδύνας εν καρδία μου ημέρας και νυκτός; έως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ΄ εμέ; 4 επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριε ο Θεός μου· φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον, 5 μήποτε είπη ο εχθρός μου· ίσχυσα προς αυτόν· οι θλίβοντές με αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ. 6 εγώ δε επί τώ ελέει σου ήλπισα, αγαλλιάσεται η καρδία μου επί τώ σωτηρίω σου· άσω τώ Κυρίω τώ ευεργετήσαντί με και ψαλώ τώ ονόματι Κυρίου τού Υψίστου.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΕΙΠΕΝ άφρων εν καρδία αυτού· ουκ έστι Θεός. διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασιν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. 2 Κύριος εκ τού ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων τού ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. 3 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός
[τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν· ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών, ών το στόμα αράς και πικρίας γέμει, οξείς οι πόδες αυτών εκχέαι αίμα, σύντριμμα και ταλαιπωρία εν ταίς οδοίς αυτών, και οδόν ειρήνης ουκ έγνωσαν· ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτών.]
4 ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; οι εσθίοντες τον λαόν μου βρώσει άρτου τον Κύριον ουκ επεκαλέσαντο. 5 εκεί εδειλίασαν φόβω, ού ουκ ήν φόβος, ότι ο Θεός εν γενεά δικαία. 6 βουλήν πτωχού κατησχύνατε, ο δε Κύριος ελπίς αυτού εστι. 7 τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον τού Ισραήλ; εν τώ επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν τού λαού αυτού αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΚΥΡΙΕ, τις παροικήσει εν τώ σκηνώματί σου; ή τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου; 2 πορευόμενος άμωμος και εργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλών αλήθειαν εν καρδία αυτού, 3 ός ουκ εδόλωσεν εν γλώσση αυτού, ουδέ εποίησε τώ πλησίον αυτού κακόν και ονειδισμόν ουκ έλαβεν επί τοίς έγγιστα αυτού. 4 εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος, τους δε φοβουμένους τον Κύριον δοξάζει· ο ομνύων τώ πλησίον αυτού και ουκ αθετών· 5 το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω και δώρα επ΄ αθώοις ουκ έλαβεν. ο ποιών ταύτα, ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα.
Στηλογραφία τώ Δαυίδ.
ΦΥΛΑΞΟΝ με, Κύριε, ότι επί σοί ήλπισα. 2 είπα τώ Κυρίω· Κύριός μου εί σύ, ότι των αγαθών μου ου χρείαν έχεις. 3 τοίς αγίοις τοίς εν τή γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, πάντα τα θελήματα αυτού εν αυτοίς. 4 επληθύνθησαν αι ασθένειαι αυτών, μετά ταύτα ετάχυναν· ου μη συναγάγω τας συναγωγάς αυτών εξ αιμάτων, ουδ’ ου μη μνησθώ των ονομάτων αυτών διά χειλέων μου. 5 Κύριος μερίς της κληρονομίας μου και τού ποτηρίου μου· σύ εί ο αποκαθιστών την κληρονομίαν μου εμοί. 6 σχοινία επέπεσέ μοι εν τοίς κρατίστοις· και γάρ η κληρονομία μου κρατίστη μοί εστιν. 7 ευλογήσω τον Κύριον τον συνετίσαντά με· έτι δε και έως νυκτός επαίδευσάν με οι νεφροί μου. 8 προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν, ίνα μη σαλευθώ. 9 διά τούτο ηυφράνθη η καρδία μου, και ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου, έτι δε και η σάρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι,
10 ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. 11 εγνώρισάς μοι οδούς ζωής· πληρώσεις με ευφροσύνης μετά τού προσώπου σου, τερπνότητες εν τή δεξιά σου εις τέλος.
Προσευχή τού Δαυίδ.
ΕΙΣΑΚΟΥΣΟΝ, Κύριε, της δικαιοσύνης μου, πρόσχες τή δεήσει μου, ενώτισαι την προσευχήν μου ουκ εν χείλεσι δολίοις. 2 εκ προσώπου σου το κρίμά μου εξέλθοι, οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας. 3 εδοκίμασας την καρδίαν μου, επεσκέψω νυκτός· επύρωσάς με, και ουχ ευρέθη εν εμοί αδικία. 4 όπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων, διά τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς. 5 κατάρτισαι τα διαβήματά μου εν ταίς τρίβοις σου, ίνα μη σαλευθώσι τα διαβήματά μου. 6 εγώ εκέκραξα, ότι επήκουσάς μου, ο Θεός· κλίνον το ούς σου εμοί και εισάκουσον των ρημάτων μου. 7 θαυμάστωσον τα ελέη σου, ο σώζων τους ελπίζοντας επί σε εκ των ανθεστηκότων τή δεξιά σου. 8 φύλαξόν με ως κόρην οφθαλμού· εν σκέπη των πτερύγων σου σκεπάσεις με 9 από προσώπου ασεβών των ταλαιπωρησάντων με. οι εχθροί μου την ψυχήν μου περιέσχον·
10 το στέαρ αυτών συνέκλεισαν, το στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν. 11 εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με, τους οφθαλμούς αυτών έθεντο εκκλίναι εν τή γη. 12 υπέλαβόν με ωσεί λέων έτοιμος εις θήραν και ωσεί σκύμνος οικών εν αποκρύφοις. 13 ανάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αυτούς και υποσκέλισον αυτούς, ρύσαι την ψυχήν μου από ασεβούς, ρομφαίαν σου από εχθρών της χειρός σου. 14 Κύριε, από ολίγων από γής διαμέρισον αυτούς εν τή ζωή αυτών, και των κεκρυμμένων σου επλήσθη η γαστήρ αυτών, εχορτάσθησαν υιών [Αλλη γραφή· υείων.], και αφήκαν τα κατάλοιπα τοίς νηπίοις αυτών. 15 εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τώ προσώπω σου, χορτασθήσομαι εν τώ οφθήναί μοι την δόξαν σου.
Εις το τέλος· τώ παιδί Κυρίου τώ Δαυίδ, ά ελάλησεν τώ Κυρίω τους λόγους της ωδής ταύτης εν ημέρα, ή ερρύσατο αυτόν ο Κύριος εκ χειρός πάντων των εχθρών αυτού και εκ χειρός Σαούλ, 2 και είπεν·
ΑΓΑΠΗΣΩ σε, Κύριε, η ισχύς μου. 3 Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου βοηθός μου, ελπιώ επ’ αυτόν, υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου. 4 αινών επικαλέσομαι τον Κύριον και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι. 5 περιέσχον με ωδίνες θανάτου, και χείμαρροι ανομίας εξετάραξάν με. 6 ωδίνες άδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγίδες θανάτου. 7 και εν τώ θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον Κύριον και προς τον Θεόν μου εκέκραξα· ήκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου, και η κραυγή μου ενώπιον αυτού εισελεύσεται εις τα ώτα αυτού. 8 και εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη, και τα θεμέλια των ορέων εταράχθησαν και εσαλεύθησαν, ότι ωργίσθη αυτοίς ο Θεός. 9 ανέβη καπνός εν οργή αυτού και πύρ από προσώπου αυτού καταφλεγήσεται, άνθρακες ανήφθησαν απ’ αυτού.
10 και έκλινεν ουρανούς και κατέβη, και γνόφος υπό τους πόδας αυτού. 11 και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη, επετάσθη επί πτερύγων ανέμων. 12 και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού· κύκλω αυτού η σκηνή αυτού, σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων. 13 από της τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι διήλθον, χάλαζα και άνθρακες πυρός. 14 και εβρόντησεν εξ ουρανού Κύριος, και ο Ύψιστος έδωκε φωνήν αυτού· 15 εξαπέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς και αστραπάς επλήθυνε και συνετάραξεν αυτούς. 16 και ώφθησαν αι πηγαί των υδάτων, και ανεκαλύφθη τα θεμέλια της οικουμένης από επιτιμήσεώς σου, Κύριε, από εμπνεύσεως πνεύματος οργής σου. 17 εξαπέστειλεν εξ ύψους και έλαβέ με, προσελάβετό με εξ υδάτων πολλών. 18 ρύσεταί με εξ εχθρών μου δυνατών, και εκ των μισούντων με, ότι εστερεώθησαν υπέρ εμέ. 19 προέφθασάν με εν ημέρα κακώσεώς μου, και εγένετο Κύριος αντιστήριγμά μου
20 και εξήγαγέ με εις πλατυσμόν, ρύσεταί με, ότι ηθέλησέ με. 21 και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ανταποδώσει μοι, 22 ότι εφύλαξα τας οδούς Κυρίου και ουκ ησέβησα από τού Θεού μου, 23 ότι πάντα τα κρίματα αυτού ενώπιόν μου, και τα δικαιώματα αυτού ουκ απέστησαν απ’ εμού. 24 και έσομαι άμωμος μετ’ αυτού και φυλάξομαι από της ανομίας μου. 25 και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ενώπιον των οφθαλμών αυτού. 26 μετά οσίου όσιος έση, και μετά ανδρός αθώου αθώος έση, 27 και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση και μετά στρεβλού διαστρέψεις. 28 ότι σύ λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις. 29 ότι σύ φωτιείς λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκότος μου.
30 ότι εν σοί ρυσθήσομαι από πειρατηρίου και εν τώ Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. 31 ο Θεός μου, άμωμος η οδός αυτού, τα λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, υπερασπιστής εστι πάντων των ελπιζόντων επ’ αυτόν. 32 ότι τις Θεός πλήν τού Κυρίου, και τις Θεός πλήν τού Θεού ημών; 33 ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου· 34 καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με· 35 διδάσκων χείράς μου εις πόλεμον και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονάς μου· 36 και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας, και η δεξιά σου αντελάβετό μου, και η παιδεία σου ανώρθωσέ με εις τέλος, και η παιδεία σου αυτή με διδάξει. 37 επλάτυνας τα διαβήματά μου υποκάτω μου, και ουκ ησθένησαν τα ίχνη μου. 38 καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς και ουκ αποστραφήσομαι, έως αν εκλίπωσιν· 39 εκθλίψω αυτούς, και ου μη δύνωνται στήναι, πεσούνται υπό τους πόδας μου.
40 και περιέζωσάς με δύναμιν εις πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ’ εμέ υποκάτω μου. 41 και τους εχθρούς μου έδωκάς μοι νώτον και τους μισούντάς με εξωλόθρευσας. 42 εκέκραξαν, και ουκ ήν ο σώζων, προς Κύριον, και ουκ εισήκουσεν αυτών. 43 και λεπτυνώ αυτούς ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς. 44 ρύση με εξ αντιλογίας λαού, καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών. λαός, ον ουκ έγνων, εδούλευσέ μοι, 45 εις ακοήν ωτίου υπήκουσέ μου· υιοί αλλότριοι εψεύσαντό μοι, 46 υιοί αλλότριοι επαλαιώθησαν και εχώλαναν από των τρίβων αυτών. 47 ζή Κύριος, και ευλογητός ο Θεός μου και υψωθήτω ο Θεός της σωτηρίας μου, 48 ο Θεός ο διδούς εκδικήσεις εμοί, και υποτάξας λαούς υπ’ εμέ, 49 ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων, από των επανισταμένων επ’ εμέ υψώσεις με, από ανδρός αδίκου ρύσαί με.
50 διά τούτο εξομολογήσομαί σοι εν έθνεσι, Κύριε, και τώ ονόματί σου ψαλώ, 51 μεγαλύνων τας σωτηρίας τού βασιλέως αυτού, και ποιών έλεος τώ χριστώ αυτού, τώ Δαυίδ και τώ σπέρματι αυτού έως αιώνος.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα. 3 ημέρα τή ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νύξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν. 4 ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι, ών ουχί ακούονται αι φωναί αυτών· 5 εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών. 6 εν τώ ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού· και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού, αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού. 7 απ’ άκρου τού ουρανού η έξοδος αυτού, και το κατάντημα αυτού έως άκρου τού ουρανού, και ουκ έστιν ός αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού. 8 ο νόμος τού Κυρίου άμωμος, επιστρέφων ψυχάς· η μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια. 9 τα δικαιώματα Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν· η εντολή Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα οφθαλμούς·
10 ο φόβος Κυρίου αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος· τα κρίματα Κυρίου αληθινά, δεδικαιωμένα επί το αυτό, 11 επιθυμητά υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον. 12 και γάρ ο δούλός σου φυλάσσει αυτά· εν τώ φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή. 13 παραπτώματα τις συνήσει; εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με. 14 και από αλλοτρίων φείσαι τού δούλου σου· εάν μη μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης. 15 και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια τού στόματός μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιόν σου διά παντός, Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΕΠΑΚΟΥΣΑΙ σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως, υπερασπίσαι σου το όνομα τού Θεού Ιακώβ. 3 εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου και εκ Σιών αντιλάβοιτό σου. 4 μνησθείη πάσης θυσίας σου και το ολοκαύτωμά σου πιανάτω. (διάψαλμα). 5 δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι. 6 αγαλλιασόμεθα εν τώ σωτηρίω σου και εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. πληρώσαι Κύριος πάντα τα αιτήματά σου. 7 νύν έγνων ότι έσωσε Κύριος τον χριστόν αυτού· επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού· εν δυναστείαις η σωτηρία της δεξιάς αυτού. 8 ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. 9 αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσαν, ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν.
10 Κύριε, σώσον τον βασιλέα, και επάκουσον ημών, εν ή αν ημέρα επικαλεσώμεθά σε.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΚΥΡΙΕ, εν τή δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς και επί τώ σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα. 3 την επιθυμίαν της καρδίας αυτού έδωκας αυτώ και την θέλησιν των χειλέων αυτού ουκ εστέρησας αυτόν. (διάψαλμα). 4 ότι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος, έθηκας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου. 5 ζωήν ητήσατό σε, και έδωκας αυτώ, μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος. 6 μεγάλη η δόξα αυτού εν τώ σωτηρίω σου, δόξαν και μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ’ αυτόν· 7 ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος, ευφρανείς αυτόν εν χαρά μετά τού προσώπου σου. 8 ότι ο βασιλεύς ελπίζει επί Κύριον και εν τώ ελέει τού Υψίστου ου μη σαλευθή. 9 ευρεθείη η χείρ σου πάσι τοίς εχθροίς σου, η δεξιά σου εύροι πάντας τους μισούντάς σε.
10 θήσεις αυτούς εις κλίβανον πυρός εις καιρόν τού προσώπου σου· Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς, και καταφάγεται αυτούς πύρ. 11 τον καρπόν αυτών από της γής απολείς και το σπέρμα αυτών από υιών ανθρώπων, 12 ότι έκλιναν εις σε κακά, διελογίσαντο βουλάς, αίς ου μη δύνωνται στήναι. 13 ότι θήσεις αυτούς νώτον· εν τοίς περιλοίποις σου ετοιμάσεις το πρόσωπον αυτών. 14 υψώθητι, Κύριε, εν τή δυνάμει σου· άσομεν και ψαλούμεν τας δυναστείας σου.
Εις το τέλος, υπέρ της αντιλήψεως της εωθινής·
ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 Ο ΘΕΟΣ, ο Θεός μου, πρόσχες μοι· ίνα τι εγκατέλιπές με; μακράν από της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου. 3 ο Θεός μου, κεκράξομαι ημέρας, και ουκ εισακούση, και νυκτός, και ουκ εις άνοιαν εμοί. 4 σύ δε εν αγίω κατοικείς, ο έπαινος τού Ισραήλ. 5 επί σοί ήλπισαν οι πατέρες ημών, ήλπισαν, και ερρύσω αυτούς· 6 προς σε εκέκραξαν και εσώθησαν, επί σοί ήλπισαν και ου κατησχύνθησαν. 7 εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού. 8 πάντες οι θεωρούντές με εξεμυκτήρισάν με, ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν· 9 ήλπισεν επί Κύριον, ρυσάσθω αυτόν· σωσάτω αυτόν, ότι θέλει αυτόν. 10 ότι σύ εί ο εκσπάσας με εκ γαστρός, η ελπίς μου από μαστών της μητρός μου· 11 επί σε επερρίφην εκ μήτρας, εκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εί σύ· 12 μη αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών. 13 περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με· 14 ήνοιξαν επ’ εμέ το στόμα αυτών ως λέων αρπάζων και ωρυόμενος. 15 ωσεί ύδωρ εξεχύθην, και διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου, εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος εν μέσω της κοιλίας μου· 16 εξηράνθη ωσεί όστρακον η ισχύς μου, και η γλώσσά μου κεκόλληται τώ λάρυγγί μου, και εις χούν θανάτου κατήγαγές με. 17 ότι εκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με, ώρυξαν χείράς μου και πόδας. 18 εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου, αυτοί δε κατενόησαν και επείδόν με. 19 διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον.
20 σύ δε, Κύριε, μη μακρύνης την βοήθειάν μου απ΄ εμού, εις την αντίληψίν μου πρόσχες. 21 ρύσαι από ρομφαίας την ψυχήν μου, και εκ χειρός κυνός την μονογενή μου· 22 σώσόν με εκ στόματος λέοντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσίν μου. 23 διηγήσομαι το όνομά σου τοίς αδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε. 24 οι φοβούμενοι τον Κύριον, αινέσατε αυτόν, άπαν το σπέρμα Ιακώβ, δοξάσατε αυτόν, φοβηθήτωσαν αυτόν άπαν το σπέρμα Ισραήλ, 25 ότι ουκ εξουδένωσεν ουδέ προσώχθισε τή δεήσει τού πτωχού, ουδέ απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ΄ εμού και εν τώ κεκραγέναι με προς αυτόν εισήκουσέ μου. 26 παρά σού ο έπαινός μου εν εκκλησία μεγάλη, τας ευχάς μου αποδώσω ενώπιον των φοβουμένων αυτόν. 27 φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται, και αινέσουσι Κύριον οι εκζητούντες αυτόν· ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνα αιώνος. 28 μνησθήσονται και επιστραφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γής και προσκυνήσουσιν ενώπιον αυτού πάσαι αι πατριαί των εθνών, 29 ότι τού Κυρίου η βασιλεία, και αυτός δεσπόζει των εθνών.
30 έφαγον και προσεκύνησαν πάντες οι πίονες της γής, ενώπιον αυτού προπεσούνται πάντες οι καταβαίνοντες εις γήν. και η ψυχή μου αυτώ ζή, 31 και το σπέρμα μου δουλεύσει αυτώ· αναγγελήσεται τώ Κυρίω γενεά η ερχομένη, 32 και αναγγελούσι την δικαιοσύνην αυτού λαώ τώ τεχθησομένω, ον εποίησεν ο Κύριος.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΚΥΡΙΟΣ ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει. 2 εις τόπον χλόης, εκεί με κατεσκήνωσεν, επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με, 3 την ψυχήν μου επέστρεψεν. ωδήγησέ με επί τρίβους δικαιοσύνης ένεκεν τού ονόματος αυτού. 4 εάν γάρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι σύ μετ’ εμού εί· η ράβδος σου και η βακτηρία σου, αύταί με παρεκάλεσαν. 5 ητοίμασας ενώπιόν μου τράπεζαν, εξεναντίας των θλιβόντων με· ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου, και το ποτήριόν σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον. 6 και το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου, και το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών.
Ψαλμός τώ Δαυίδ· της μιάς Σαββάτων.
ΤΟΥ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. 2 αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν. 3 τις αναβήσεται εις το όρος τού Κυρίου και τις στήσεται εν τόπω αγίω αυτού; 4 αθώος χερσί και καθαρός τή καρδία, ός ουκ έλαβεν επί ματαίω την ψυχήν αυτού και ουκ ώμοσεν επί δόλω τώ πλησίον αυτού. 5 ούτος λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου και ελεημοσύνην παρά Θεού σωτήρος αυτού. 6 αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον, ζητούντων το πρόσωπον τού Θεού Ιακώβ. (διάψαλμα). 7 άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. 8 τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. 9 άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης.
10 τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος των δυνάμεων αυτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΠΡΟΣ σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου, ο Θεός μου. 2 επί σοί πέποιθα· μη καταισχυνθείην, μηδέ καταγελασάτωσάν με οι εχθροί μου. 3 και γάρ πάντες οι υπομένοντές σε ου μη καταισχυνθώσιν· αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής. 4 τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι, και τας τρίβους σου δίδαξόν με. 5 οδήγησόν με επί την αλήθειάν σου και δίδαξόν με, ότι σύ εί ο Θεός ο σωτήρ μου, και σε υπέμεινα όλην την ημέραν. 6 μνήσθητι των οικτιρμών σου, Κύριε, και τα ελέη σου, ότι από τού αιώνός εισιν. 7 αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής· κατά το έλεός σου μνήσθητί μου, σύ, ένεκεν χρηστότητός σου, Κύριε. 8 χρηστός και ευθής ο Κύριος· διά τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ. 9 οδηγήσει πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς αυτού.
10 πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια τοίς εκζητούσι την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού. 11 ένεκεν τού ονόματός σου, Κύριε, και ιλάση τή αμαρτία μου, πολλή γάρ εστι. 12 τις εστιν άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον; νομοθετήσει αυτώ εν οδώ, ή ηρετίσατο. 13 η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται, και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει γήν. 14 κραταίωμα Κύριος των φοβουμένων αυτόν, και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς. 15 οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου. 16 επίβλεψον επ΄ εμέ και ελέησόν με, ότι μονογενής και πτωχός ειμι εγώ. 17 αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν· εκ των αναγκών μου εξάγαγέ με. 18 ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. 19 ίδε τους εχθρούς μου, ότι επληθύνθησαν και μίσος άδικον εμίσησάν με.
20 φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαί με· μη καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σε. 21 άκακοι και ευθείς εκολλώντό μοι, ότι υπέμεινά σε, Κύριε. 22 λύτρωσαι, ο Θεός, τον Ισραήλ εκ πασών των θλίψεων αυτού.
Τού Δαυίδ.
ΚΡΙΝΟΝ με, Κύριε, ότι εγώ εν ακακία μου επορεύθην και επί τώ Κυρίω ελπίζων, ου μη ασθενήσω. 2 δοκίμασόν με, Κύριε, και πείρασόν με, πύρωσον τους νεφρούς μου και την καρδίαν μου. 3 ότι το έλεός σου κατέναντι των οφθαλμών μου εστι, και ευηρέστησα εν τή αληθεία σου. 4 ουκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος και μετά παρανομούντων ου μη εισέλθω· 5 εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου μη καθίσω. 6 νίψομαι εν αθώοις τας χείράς μου και κυκλώσω το θυσιαστήριόν σου, Κύριε, 7 τού ακούσαί με φωνής αινέσεώς σου και διηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσιά σου. 8 Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. 9 μη συναπολέσης μετά ασεβών την ψυχήν μου και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου,
10 ών εν χερσίν ανομίαι, η δεξιά αυτών επλήσθη δώρων. 11 εγώ δε εν ακακία μου επορεύθην· λύτρωσαί με και ελέησόν με. 12 ο πούς μου έστη εν ευθύτητι· εν εκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε.
Τού Δαυίδ· πρό τού χρισθήναι.
ΚΥΡΙΟΣ φωτισμός μου και σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου· από τίνος δειλιάσω; 2 εν τώ εγγίζειν επ’ εμέ κακούντας τού φαγείν τας σάρκας μου, οι θλίβοντές με και οι εχθροί μου, αυτοί ησθένησαν και έπεσαν. 3 εάν παρατάξηται επ’ εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου· εάν επαναστή επ’ εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω. 4 μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην εκζητήσω· τού κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, τού θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού. 5 ότι έκρυψέ με εν σκηνή αυτού εν ημέρα κακών μου, εσκέπασέ με εν αποκρύφω της σκηνής αυτού, εν πέτρα ύψωσέ με. 6 και νύν ιδού ύψωσε κεφαλήν μου επ’ εχθρούς μου· εκύκλωσα και έθυσα εν τή σκηνή αυτού θυσίαν αλαλαγμού, άσομαι και ψαλώ τώ Κυρίω. 7 εισάκουσον, Κύριε, της φωνής μου, ής εκέκραξα· ελέησόν με και εισάκουσόν μου. 8 σοί είπεν η καρδία μου· εξεζήτησέ σε το πρόσωπόν μου· το πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω. 9 μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ΄ εμού και μη εκκλίνης εν οργή από τού δούλου σου· βοηθός μου γενού, μη αποσκορακίσης με και μη εγκαταλίπης με, ο Θεός, ο σωτήρ μου.
10 ότι ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με. 11 νομοθέτησόν με, Κύριε, εν τή οδώ σου και οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία ένεκα των εχθρών μου. 12 μη παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με, ότι επανέστησάν μοι μάρτυρες άδικοι, και εψεύσατο η αδικία εαυτή. 13 πιστεύω τού ιδείν τα αγαθά Κυρίου εν γη ζώντων. 14 υπόμεινον τον Κύριον· ανδρίζου, και κραταιούσθω η καρδία σου, και υπόμεινον τον Κύριον.
Τού Δαυίδ.
ΠΡΟΣ σε, Κύριε, εκέκραξα, ο Θεός μου, μη παρασιωπήσης απ’ εμού, μήποτε παρασιωπήσης απ’ εμού και ομοιωθήσομαι τοίς καταβαίνουσιν εις λάκκον. 2 εισάκουσον της φωνής της δεήσεώς μου εν τώ δέεσθαί με προς σε, εν τώ αίρειν με χείράς μου προς ναόν άγιόν σου. 3 μη συνελκύσης μετά αμαρτωλών την ψυχήν μου και μετά εργαζομένων αδικίαν μη συναπολέσης με των λαλούντων ειρήνην μετά των πλησίον αυτών, κακά δε εν ταίς καρδίαις αυτών. 4 δός αυτοίς, Κύριε, κατά τα έργα αυτών και κατά την πονηρίαν των επιτηδευμάτων αυτών· κατά τα έργα των χειρών αυτών δός αυτοίς, απόδος το ανταπόδομα αυτών αυτοίς. 5 ότι ου συνήκαν εις τα έργα Κυρίου και εις τα έργα των χειρών αυτού· καθελείς αυτούς και ου μη οικοδομήσεις αυτούς. 6 ευλογητός Κύριος, ότι εισήκουσε της φωνής της δεήσεώς μου. 7 Κύριος βοηθός μου και υπερασπιστής μου· επ’ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου, και εβοηθήθην, και ανέθαλεν η σάρξ μου· και εκ θελήματός μου εξομολογήσομαι αυτώ. 8 Κύριος κραταίωμα τού λαού αυτού και υπερασπιστής των σωτηρίων τού χριστού αυτού εστι. 9 σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου και ποίμανον αυτούς και έπαρον αυτούς έως τού αιώνος.
Ψαλμός τώ Δαυίδ· εξοδίου σκηνής.
ΕΝΕΓΚΑΤΕ τώ Κυρίω, υιοί Θεού, ενέγκατε τώ Κυρίω υιούς κριών, ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν και τιμήν, 2 ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν ονόματι αυτού, προσκυνήσατε τώ Κυρίω εν αυλή αγία αυτού. 3 φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί υδάτων πολλών. 4 φωνή Κυρίου εν ισχύι, φωνή Κυρίου εν μεγαλοπρεπεία. 5 φωνή Κυρίου συντρίβοντος κέδρους, και συντρίψει Κύριος τας κέδρους τού Λιβάνου 6 και λεπτυνεί αυτάς ως τον μόσχον τον Λίβανον, και ο ηγαπημένος ως υιός μονοκερώτων. 7 φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός, 8 φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον και συσσείσει Κύριος την έρημον Κάδης. 9 φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους, και αποκαλύψει δρυμούς· και εν τώ ναώ αυτού πάς τις λέγει δόξαν.
10 Κύριος τον κατακλυσμόν κατοικιεί, και καθιείται Κύριος βασιλεύς εις τον αιώνα. 11 Κύριος ισχύν τώ λαώ αυτού δώσει, Κύριος ευλογήσει τον λαόν αυτού εν ειρήνη.
Εις το τέλος· ψαλμός ωδής τού εγκαινισμού τού οίκου· Δαυίδ.
2 ΥΨΩΣΩ σε, Κύριε, ότι υπέλαβές με και ουκ εύφρανας τους εχθρούς μου επ’ εμέ. 3 Κύριε ο Θεός μου, εκέκραξα προς σε, και ιάσω με· 4 Κύριε, ανήγαγες εξ άδου την ψυχήν μου, έσωσάς με από των καταβαινόντων εις λάκκον. 5 ψάλατε τώ Κυρίω, οι όσιοι αυτού, και εξομολογείσθε τή μνήμη της αγιωσύνης αυτού· 6 ότι οργή εν τώ θυμώ αυτού, και ζωή εν τώ θελήματι αυτού· το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωί αγαλλίασις. 7 εγώ δε είπα εν τή ευθηνία μου· ου μη σαλευθώ εις τον αιώνα. 8 Κύριε, εν τώ θελήματί σου παρέσχου τώ κάλλει μου δύναμιν· απέστρεψας δε το πρόσωπόν σου και εγενήθην τεταραγμένος. 9 προς σε, Κύριε, κεκράξομαι, και προς τον Θεόν μου δεηθήσομαι.
10 τις ωφέλεια εν τώ αίματί μου εν τώ καταβαίνειν με εις διαφθοράν; μη εξομολογήσεταί σοι χούς ή αναγγελεί την αλήθειάν σου; 11 ήκουσε Κύριος, και ηλέησέ με, Κύριος εγενήθη βοηθός μου. 12 έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην, 13 όπως αν ψάλη σοι η δόξα μου και ου μη κατανυγώ. Κύριε ο Θεός μου, εις τον αιώνα εξομολογήσομαί σοι.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ· εκστάσεως.
2 ΕΠΙ σοί, Κύριε, ήλπισα, μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα· εν τή δικαιοσύνη σου ρύσαί με και εξελού με. 3 κλίνον προς με το ούς σου, τάχυνον τού εξελέσθαι με· γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν και εις οίκον καταφυγής τού σώσαί με. 4 ότι κραταίωμά μου και καταφυγή μου εί σύ και ένεκεν τού ονόματός σου οδηγήσεις με και διαθρέψεις με· 5 εξάξεις με εκ παγίδος ταύτης, ής έκρυψάν μοι, ότι σύ εί ο υπερασπιστής μου, Κύριε. 6 εις χείράς σου παραθήσομαι το πνεύμά μου· ελυτρώσω με, Κύριε ο Θεός της αληθείας. 7 εμίσησας τους διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενής· εγώ δε επί τώ Κυρίω ήλπισα. 8 αγαλλιάσομαι και ευφρανθήσομαι επί τώ ελέει σου, ότι επείδες την ταπείνωσίν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου 9 και ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου.
10 ελέησόν με, Κύριε, ότι θλίβομαι· εταράχθη εν θυμώ ο οφθαλμός μου, η ψυχή μου και η γαστήρ μου. 11 ότι εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου και τα έτη μου εν στεναγμοίς· ησθένησεν εν πτωχεία η ισχύς μου, και τα οστά μου εταράχθησαν. 12 παρά πάντας τους εχθρούς μου εγενήθην όνειδος και τοίς γείτοσί μου σφόδρα, και φόβος τοίς γνωστοίς μου· οι θεωρούντες με έξω έφυγον απ’ εμού. 13 επελήσθην ωσεί νεκρός από καρδίας, εγενήθην ωσεί σκεύος απολωλός. 14 ότι ήκουσα ψόγον πολλών παροικούντων κυκλόθεν· εν τώ επισυναχθήναι αυτούς άμα επ΄ εμέ τού λαβείν την ψυχήν μου εβουλεύσαντο. 15 εγώ δε επί σοί ήλπισα, Κύριε, είπα· σύ εί ο Θεός μου. 16 εν ταίς χερσί σου οι κλήροί μου [Αλλη γραφή· οι καιροί μου.]· ρύσαί με εκ χειρός εχθρών μου και εκ των καταδιωκόντων με. 17 επίφανον το πρόσωπόν σου επί τον δούλόν σου, σώσόν με εν τώ ελέει σου. 18 Κύριε, μη καταισχυνθείην, ότι επεκαλεσάμην σε· αισχυνθείησαν οι ασεβείς και καταχθείησαν εις άδου. 19 άλαλα γενηθήτω τα χείλη τα δόλια τα λαλούντα κατά τού δικαίου ανομίαν εν υπερηφανία και εξουδενώσει.
20 ως πολύ το πλήθος της χρηστότητός σου, Κύριε, ής έκρυψας τοίς φοβουμένοις σε, εξειργάσω τοίς ελπίζουσιν επί σε εναντίον των υιών των ανθρώπων. 21 κατακρύψεις αυτούς εν αποκρύφω τού προσώπου σου από ταραχής ανθρώπων, σκεπάσεις αυτούς εν σκηνή από αντιλογίας γλωσσών. 22 ευλογητός Κύριος, ότι εθαυμάστωσε το έλεος αυτού εν πόλει περιοχής. 23 εγώ δε είπα εν τή εκστάσει μου· απέρριμμαι από προσώπου των οφθαλμών σου. διά τούτο εισήκουσας της φωνής της δεήσεώς μου εν τώ κεκραγέναι με προς σε. 24 αγαπήσατε τον Κύριον πάντες οι όσιοι αυτού, ότι αληθείας εκζητεί Κύριος και ανταποδίδωσι τοίς περισσώς ποιούσιν υπερηφανίαν. 25 ανδρίζεσθε, και κραταιούσθω η καρδία υμών, πάντες οι ελπίζοντες επί Κύριον.
Τώ Δαυίδ· συνέσεως.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ών αφέθησαν αι ανομίαι και ών επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι· 2 μακάριος ανήρ, ώ ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν, ουδέ εστιν εν τώ στόματι αυτού δόλος. 3 ότι εσίγησα, επαλαιώθη τα οστά μου από τού κράζειν με όλην την ημέραν· 4 ότι ημέρας και νυκτός εβαρύνθη επ’ εμέ η χείρ σου, εστράφην εις ταλαιπωρίαν εν τώ εμπαγήναί μοι άκανθαν. (διάψαλμα). 5 την αμαρτίαν μου εγνώρισα και την ανομίαν μου ουκ εκάλυψα· είπα· εξαγορεύσω κατ΄ εμού την ανομίαν μου τώ Κυρίω· και σύ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. (διάψαλμα). 6 υπέρ ταύτης προσεύξεται προς σε πάς όσιος εν καιρώ ευθέτω· πλήν εν κατακλυσμώ υδάτων πολλών προς αυτόν ουκ εγγιούσι. 7 σύ μου εί καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με· το αγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κυκλωσάντων με. (διάψαλμα). 8 συνετιώ σε και συμβιβώ σε εν οδώ ταύτη, ή πορεύση, επιστηριώ επί σε τους οφθαλμούς μου. 9 μη γίνεσθε ως ίππος και ημίονος, οίς ουκ έστι σύνεσις, εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαις των μη εγγιζόντων προς σε.
10 πολλαί αι μάστιγες τού αμαρτωλού, τον δε ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει. 11 ευφράνθητε επί Κύριον και αγαλλιάσθε, δίκαιοι, και καυχάσθε, πάντες οι ευθείς τή καρδία.
Τώ Δαυίδ.
ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ, δίκαιοι, εν Κυρίω· τοίς ευθέσι πρέπει αίνεσις. 2 εξομολογείσθε τώ Κυρίω εν κιθάρα, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψάλατε αυτώ. 3 άσατε αυτώ άσμα καινόν, καλώς ψάλατε αυτώ εν αλαλαγμώ. 4 ότι ευθής ο λόγος τού Κυρίου, και πάντα τα έργα αυτού εν πίστει· 5 αγαπά ελεημοσύνην και κρίσιν, τού ελέους Κυρίου πλήρης η γη. 6 τώ λόγω τού Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τώ πνεύματι τού στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών· 7 συνάγων ωσεί ασκόν ύδατα θαλάσσης, τιθείς εν θησαυροίς αβύσσους. 8 φοβηθήτω τον Κύριον πάσα η γη, απ’ αυτού δε σαλευθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην· 9 ότι αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν.
10 Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών και αθετεί βουλάς αρχόντων· 11 η δε βουλή τού Κυρίου εις τον αιώνα μένει, λογισμοί της καρδίας αυτού εις γενεάν και γενεάν. 12 μακάριον το έθνος, ού εστι Κύριος ο Θεός αυτού, λαός, ον εξελέξατο εις κληρονομίαν εαυτώ. 13 εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος, είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων· 14 εξ ετοίμου κατοικητηρίου αυτού επέβλεψεν επί πάντας τους κατοικούντας την γήν, 15 ο πλάσας κατά μόνας τας καρδίας αυτών, ο συνιείς πάντα τα έργα αυτών. 16 ου σώζεται βασιλεύς διά πολλήν δύναμιν, και γίγας ου σωθήσεται εν πλήθει ισχύος αυτού. 17 ψευδής ίππος εις σωτηρίαν, εν δε πλήθει δυνάμεως αυτού ου σωθήσεται. 18 ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου επί τους φοβουμένους αυτόν τους ελπίζοντας επί το έλεος αυτού, 19 ρύσασθαι εκ θανάτου τας ψυχάς αυτών και διαθρέψαι αυτούς εν λιμώ.
20 η ψυχή ημών υπομενεί τώ Κυρίω, ότι βοηθός και υπερασπιστής ημών εστιν· 21 ότι εν αυτώ ευφρανθήσεται η καρδία ημών, και εν τώ ονόματι τώ αγίω αυτού ηλπίσαμεν. 22 γένοιτο, Κύριε, το έλεός σου εφ΄ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε.
Τώ Δαυίδ, οπότε ηλλοίωσε το πρόσωπον αυτού εναντίον
Αβιμέλεχ, και απέλυσεν αυτόν, και απήλθεν.
2 ΕΥΛΟΓΗΣΩ τον Κύριον εν παντί καιρώ, διά παντός η αίνεσις αυτού εν τώ στόματί μου. 3 εν τώ Κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή μου· ακουσάτωσαν πραείς, και ευφρανθήτωσαν. 4 μεγαλύνατε τον Κύριον σύν εμοί, και υψώσωμεν το όνομα αυτού επί το αυτό. 5 εξεζήτησα τον Κύριον, και επήκουσέ μου και εκ πασών των θλίψεών μου ερρύσατό με. 6 προσέλθετε προς αυτόν και φωτίσθητε, και τα πρόσωπα υμών ου μη καταισχυνθή. 7 ούτος ο πτωχός εκέκραξε και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού και εκ πασών των θλίψεων αυτού έσωσεν αυτόν. 8 παρεμβαλεί άγγελος Κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς. 9 γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος· μακάριος ανήρ, ός ελπίζει επ΄ αυτόν.
10 φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού, ότι ουκ έστιν υστέρημα τοίς φοβουμένοις αυτόν. 11 πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. (διάψαλμα). 12 δεύτε, τέκνα, ακούσατέ μου· φόβον Κυρίου διδάξω υμάς. 13 τις εστιν άνθρωπος ο θέλων ζωήν, αγαπών ημέρας ιδείν αγαθάς; 14 παύσον την γλώσσάν σου από κακού και χείλη σου τού μη λαλήσαι δόλον. 15 έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν, ζήτησον ειρήνην και δίωξον αυτήν. 16 οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους, και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών. 17 πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά τού εξολοθρεύσαι εκ γής το μνημόσυνον αυτών. 18 εκέκραξαν οι δίκαιοι, και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών, και εκ πασών των θλίψεων αυτών ερρύσατο αυτούς. 19 εγγύς Κύριος τοίς συντετριμμένοις την καρδίαν και τους ταπεινούς τώ πνεύματι σώσει.
20 πολλαί αι θλίψεις των δικαίων, και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος· 21 φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά αυτών, έν εξ αυτών ου συντριβήσεται. 22 θάνατος αμαρτωλών πονηρός, και οι μισούντες τον δίκαιον πλημμελήσουσι. 23 λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αυτού, και ου μη πλημμελήσουσι πάντες οι ελπίζοντες επ΄ αυτόν.
Τώ Δαυίδ.
ΔΙΚΑΣΟΝ, Κύριε, τους αδικούντάς με, πολέμησον τους πολεμούντάς με. 2 επιλαβού όπλου και θυρεού και ανάστηθι εις την βοήθειάν μου, 3 έκχεον ρομφαίαν και σύγκλεισον εξ εναντίας των καταδιωκόντων με· είπον τή ψυχή μου· Σωτηρία σού ειμι εγώ. 4 αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου, αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι λογιζόμενοί μοι κακά. 5 γενηθήτωσαν ωσεί χνούς κατά πρόσωπον ανέμου, και άγγελος Κυρίου εκθλίβων αυτούς· 6 γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα, και άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς· 7 ότι δωρεάν έκρυψάν μοι διαφθοράν παγίδος αυτών, μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου. 8 ελθέτω αυτώ παγίς, ήν ου γινώσκει, και η θήρα, ήν έκρυψε, συλλαβέτω αυτόν, και εν τή παγίδι πεσείται εν αυτή. 9 η δε ψυχή μου αγαλλιάσεται επί τώ Κυρίω, τερφθήσεται επί τώ σωτηρίω αυτού.
10 πάντα τα οστά μου ερούσι· Κύριε, τις όμοιός σοι; ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού και πτωχόν και πένητα από των διαρπαζόντων αυτόν. 11 αναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι, ά ουκ εγίνωσκον, επηρώτων με. 12 ανταπεδίδοσάν μοι πονηρά αντί αγαθών και ατεκνίαν τή ψυχή μου. 13 εγώ δε εν τώ αυτούς παρενοχλείν μοι ενεδυόμην σάκκον και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου, και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται. 14 ως πλησίον, ως αδελφώ ημετέρω ούτως ευηρέστουν· ως πενθών και σκυθρωπάζων, ούτως εταπεινούμην. 15 και κατ’ εμού ευφράνθησαν και συνήχθησαν, συνήχθησαν επ΄ εμέ μάστιγες, και ουκ έγνων, διεσχίσθησαν και ου κατενύγησαν. 16 επείρασάν με, εξεμυκτήρισάν με μυκτηρισμώ, έβρυξαν επ' εμέ τους οδόντας αυτών. 17 Κύριε, πότε επόψη; αποκατάστησον την ψυχήν μου από της κακουργίας αυτών, από λεόντων την μονογενή μου. 18 εξομολογήσομαί σοι εν εκκλησία πολλή, εν λαώ βαρεί αινέσω σε. 19 μη επιχαρείησάν μοι οι εχθραίνοντές μοι αδίκως, οι μισούντες με δωρεάν και διανεύοντες οφθαλμοίς.
20 ότι εμοί μέν ειρηνικά ελάλουν και επ’ οργήν δόλους διελογίζοντο. 21 και επλάτυναν επ΄ εμέ το στόμα αυτών, είπαν· εύγε, εύγε, είδον οι οφθαλμοί ημών. 22 είδες, Κύριε, μη παρασιωπήσης, Κύριε, μη αποστής απ΄ εμού· 23 εξεγέρθητι, Κύριε, και πρόσχες τή κρίσει μου, ο Θεός μου και ο Κύριός μου, εις την δίκην μου. 24 κρίνόν με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην σου, Κύριε ο Θεός μου, και μη επιχαρείησάν μοι. 25 μη είποισαν εν καρδίαις αυτών· εύγε, εύγε τή ψυχή ημών· μηδέ είποιεν· Κατεπίομεν αυτόν. 26 αισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι επιχαίροντες τοίς κακοίς μου, ενδυσάσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι μεγαλορρημονούντες επ΄ εμέ. 27 αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν οι θέλοντες την δικαιοσύνην μου και ειπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι θέλοντες την ειρήνην τού δούλου αυτού. 28 και η γλώσσά μου μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέραν τον έπαινόν σου.
Εις το τέλος· τώ δούλω Κυρίου τώ Δαυίδ.
2 ΦΗΣΙΝ ο παράνομος τού αμαρτάνειν εν εαυτώ, ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτού· 3 ότι εδόλωσεν ενώπιον αυτού τού ευρείν την ανομίαν αυτού και μισήσαι. 4 τα ρήματα τού στόματος αυτού ανομία και δόλος, ουκ ηβουλήθη συνιέναι τού αγαθύναι· 5 ανομίαν διελογίσατο επί της κοίτης αυτού, παρέστη πάση οδώ ουκ αγαθή, κακία δε ου προσώχθισε. 6 Κύριε, εν τώ ουρανώ το έλεός σου, και η αλήθειά σου έως των νεφελών· 7 η δικαιοσύνη σου ως όρη Θεού, τα κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή· ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε. 8 ως επλήθυνας το έλεός σου, ο Θεός· οι δε υιοί των ανθρώπων εν σκέπη των πτερύγων σου ελπιούσι. 9 μεθυσθήσονται από πιότητος οίκου σου, και τον χειμάρρουν της τρυφής σου ποτιείς αυτούς·
10 ότι παρά σοί πηγή ζωής, εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς. 11 παράτεινον το έλεός σου τοίς γινώσκουσί σε και την δικαιοσύνην σου τοίς ευθέσι τή καρδία. 12 μη ελθέτω μοι πούς υπερηφανίας, και χείρ αμαρτωλού μη σαλεύσαι με. 13 εκεί έπεσον πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, εξώσθησαν και ου μη δύνωνται στήναι.
Τώ Δαυίδ.
ΜΗ ΠΑΡΑΖΗΛΟΥ εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους ποιούντας την ανομίαν· 2 ότι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται. 3 έλπισον επί Κύριον και ποίει χρηστότητα και κατασκήνου την γήν, και ποιμανθήση επί τώ πλούτω αυτής. 4 κατατρύφησον τού Κυρίου, και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου. 5 αποκάλυψον προς Κύριον την οδόν σου και έλπισον επ’ αυτόν, και αυτός ποιήσει 6 και εξοίσει ως φώς την δικαιοσύνην σου και το κρίμά σου ως μεσημβρίαν. 7 υποτάγηθι τώ Κυρίω και ικέτευσον αυτόν· μη παραζήλου εν τώ κατευοδουμένω εν τή οδώ αυτού εν ανθρώπω ποιούντι παρανομίαν. 8 παύσαι από οργής και εγκατάλιπε θυμόν, μη παραζήλου ώστε πονηρεύεσθαι· 9 ότι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δε υπομένοντες τον Κύριον αυτοί κληρονομήσουσι γήν.
10 και έτι ολίγον και ου μη υπάρξη ο αμαρτωλός, και ζητήσεις τον τόπον αυτού, και ου μη εύρης· 11 οι δε πραείς κληρονομήσουσι γήν και κατατρυφήσουσιν επί πλήθει ειρήνης. 12 παρατηρήσεται ο αμαρτωλός τον δίκαιον και βρύξει επ΄ αυτόν τους οδόντας αυτού· 13 ο δε Κύριος εκγελάσεται αυτόν, ότι προβλέπει ότι ήξει η ημέρα αυτού. 14 ρομφαίαν εσπάσαντο οι αμαρτωλοί, ενέτειναν τόξον αυτών τού καταβαλείν πτωχόν και πένητα, τού σφάξαι τους ευθείς τή καρδία· 15 η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις τας καρδίας αυτών και τα τόξα αυτών συντριβείη. 16 κρείσσον ολίγον τώ δικαίω υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν· 17 ότι βραχίονες αμαρτωλών συντριβήσονται, υποστηρίζει δε δικαίους ο Κύριος. 18 γινώσκει Κύριος τας οδούς των αμώμων, και η κληρονομία αυτών εις τον αιώνα έσται· 19 ου καταισχυνθήσονται εν καιρώ πονηρώ και εν ημέραις λιμού χορτασθήσονται.
20 ότι οι αμαρτωλοί απολούνται, οι δε εχθροί τού Κυρίου άμα τώ δοξασθήναι αυτούς και υψωθήναι εκλείποντες ωσεί καπνός εξέλιπον. 21 δανείζεται ο αμαρτωλός και ουκ αποτίσει, ο δε δίκαιος οικτείρει και δίδωσιν· 22 ότι οι ευλογούντες αυτόν κληρονομήσουσι γήν, οι δε καταρώμενοι αυτόν εξολοθρευθήσονται. 23 παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται, και την οδόν αυτού θελήσει σφό δρα· 24 όταν πέση, ου καταρραχθήσεται, ότι Κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτού. 25 νεώτερος εγενόμην και γάρ εγήρασα και ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους· 26 όλην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος, και το σπέρμα αυτού εις ευλογίαν έσται. 27 έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν και κατασκήνου εις αιώνα αιώνος· 28 ότι Κύριος αγαπά κρίσιν και ουκ εγκαταλείψει τους οσίους αυτού, εις τον αιώνα φυλαχθήσονται· άνομοι δε εκδιωχθήσονται, και σπέρμα ασεβών εξολοθρευθήσεται. 29 δίκαιοι δε κληρονομήσουσι γήν και κατασκηνώσουσιν εις αιώνα αιώνος επ’ αυτής.
30 στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, και η γλώσσα αυτού λαλήσει κρίσιν. 31 ο νόμος τού Θεού αυτού εν καρδία αυτού, και ουχ υποσκελισθήσεται τα διαβήματα αυτού. 32 κατανοεί ο αμαρτωλός τον δίκαιον και ζητεί τού θανατώσαι αυτόν, 33 ο δε Κύριος ου μη εγκαταλίπη αυτόν εις τας χείρας αυτού, ουδέ μη καταδικάσηται αυτόν, όταν κρίνηται αυτώ. 34 υπόμεινον τον Κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού, και υψώσει σε τού κατακληρονομήσαι γήν· εν τώ εξολοθρεύεσθαι αμαρτωλούς όψει. 35 είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους τού Λιβάνου· 36 και παρήλθον, και ιδού ουκ ήν, και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. 37 φύλασσε ακακίαν και ίδε ευθύτητα, ότι εστίν εγκατάλειμμα ανθρώπω ειρηνικώ· 38 οι δε παράνομοι εξολοθρευθήσονται επί το αυτό, τα εγκαταλείμματα των ασεβών εξολοθρευθήσονται. 39 σωτηρία δε των δικαίων παρά Κυρίου, και υπερασπιστής αυτών εστιν εν καιρώ θλίψεως,
40 και βοηθήσει αυτοίς Κύριος και ρύσεται αυτούς και εξελείται αυτούς εξ αμαρτωλών και σώσει αυτούς, ότι ήλπισαν επ’ αυτόν.
Ψαλμός τώ Δαυίδ· εις ανάμνησιν περί τού σαββάτου.
2 ΚΥΡΙΕ, μη τώ θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τή οργή σου παιδεύσης με. 3 ότι τα βέλη σου ενεπάγησάν μοι, και επεστήριξας επ’ εμέ την χείρά σου· 4 ουκ έστιν ίασις εν τή σαρκί μου από προσώπου της οργής σου, ουκ έστιν ειρήνη εν τοίς οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου. 5 ότι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ’ εμέ. 6 προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου· 7 εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους, όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. 8 ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων, και ουκ έστιν ίασις εν τή σαρκί μου· 9 εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου.
10 Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σού ουκ απεκρύβη. 11 η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, και το φώς των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού. 12 οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν· 13 και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου, και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν. 14 εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού· 15 και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τώ στόματι αυτού ελεγμούς. 16 ότι επί σοί, Κύριε, ήλπισα· σύ εικακούση, Κύριε ο Θεός μου. 17 ότι είπα· μήποτε επιχαρώσί μοι οι εχθροί μου· και εν τώ σαλευθήναι πόδας μου επ’ εμέ εμεγαλορρημόνησαν. 18 ότι εγώ εις μάστιγας έτοιμος, και η αλγηδών μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός. 19 ότι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου.
20 οι δε εχθροί μου ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ, και επληθύνθησαν οι μισούντές με αδίκως· 21 οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλόν με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. 22 μη εγκαταλίπης με, Κύριε· ο Θεός μου, μη αποστής απ’ εμού· 23 πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου.
Εις το τέλος, τώ Ιδιθούν· ωδή τώ Δαυίδ.
2 ΕΙΠΑ· φυλάξω τας οδούς μου τού μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου· εθέμην τώ στόματί μου φυλακήν εν τώ συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. 3 εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα εξ αγαθών, και το άλγημά μου ανεκαινίσθη. 4 εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου, και εν τή μελέτη μου εκκαυθήσεται πύρ. ελάλησα εν γλώσση μου· 5 γνώρισόν μοι, Κύριε, το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου, τις εστιν, ίνα γνώ τι υστερώ εγώ. 6 ιδού παλαιστάς έθου τας ημέρας μου, και η υπόστασίς μου ωσεί ουθέν ενώπιόν σου· πλήν τα σύμπαντα ματαιότης, πάς άνθρωπος ζών. (διάψαλμα). 7 μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλήν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά. 8 και νύν τις η υπομονή μου; ουχί ο Κύριος; και η υπόστασίς μου παρά σοί εστιν. 9 από πασών των ανομιών μου ρύσαί με, όνειδος άφρονι έδωκάς με.
10 εκωφώθην και ουκ ήνοιξα το στόμα μου, ότι σύ εποίησας. 11 απόστησον απ’ εμού τας μάστιγάς σου· από γάρ της ισχύος της χειρός σου εγώ εξέλιπον. 12 εν ελεγμοίς υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον και εξέτηξας ως αράχνην την ψυχήν αυτού· πλήν μάτην ταράσσεται πάς άνθρωπος. (διάψαλμα). 13 εισάκουσον της προσευχής μου, Κύριε, και της δεήσεώς μου, ενώτισαι των δακρύων μου· μη παρασιωπήσης, ότι πάροικος εγώ ειμι παρά σοί και παρεπίδημος καθώς πάντες οι πατέρες μου. 14 άνες μοι, ίνα αναψύξω πρό τού με απελθείν και ουκέτι μη υπάρξω.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΥΠΟΜΕΝΩΝ υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου 3 και ανήγαγέ με εκ λάκκου ταλαιπωρίας και από πηλού ιλύος και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατηύθυνε τα διαβήματά μου 4 και ενέβαλεν εις το στόμα μου άσμα καινόν, ύμνον τώ Θεώ ημών· όψονται πολλοί και φοβηθήσονται και ελπιούσιν επί Κύριον. 5 μακάριος ανήρ, ού εστι το όνομα Κυρίου ελπίς αυτού, και ουκ επέβλεψεν εις ματαιότητας και μανίας ψευδείς. 6 πολλά εποίησας σύ, Κύριε ο Θεός μου, τα θαυμάσιά σου, και τοίς διαλογισμοίς σου ουκ έστι τις ομοιωθήσεταί σοι· απήγγειλα και ελάλησα, επληθύνθησαν υπέρ αριθμόν. 7 θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι· ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας ουκ εζήτησας. 8 τότε είπον· ιδού ήκω, εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού· 9 τού ποιήσαι το θέλημά σου, ο Θεός μου, εβουλήθην και τον νόμον σου εν μέσω της κοιλίας μου.
10 ευηγγελισάμην δικαιοσύνην εν εκκλησία μεγάλη· ιδού τα χείλη μου ου μη κωλύσω· Κύριε, σύ έγνως. 11 την δικαιοσύνην σου ουκ έκρυψα εν τή καρδία μου, την αλήθειάν σου και το σωτήριόν σου είπα, ουκ έκρυψα το έλεός σου και την αλήθειάν σου από συναγωγής πολλής. 12 σύ δε, Κύριε, μη μακρύνης τους οικτιρμούς σου απ’ εμού· το έλεός σου και η αλήθειά σου διαπαντός αντιλάβοιντό μου. 13 ότι περιέσχον με κακά, ών ουκ έστιν αριθμός, κατέλαβόν με αι ανομίαι μου, και ουκ ηδυνήθην τού βλέπειν· επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου, και η καρδία μου εγκατέλιπέ με. 14 ευδόκησον, Κύριε, τού ρύσασθαί με· Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι πρόσχες. 15 καταισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι ζητούντες την ψυχήν μου τού εξάραι αυτήν· αποστραφείησαν εις τα οπίσω και καταισχυνθείησαν οι θέλοντές μοι κακά· 16 κομισάσθωσαν παραχρήμα αισχύνην αυτών οι λέγοντές μοι· εύγε, εύγε. 17 αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοί πάντες οι ζητούντές σε, Κύριε, και ειπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριόν σου. 18 εγώ δε πτωχός ειμι και πένης, Κύριος φροντιεί μου. βοηθός μου και υπερασπιστής μου εί σύ· ο Θεός μου, μη χρονίσης.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΜΑΚΑΡΙΟΣ ο συνιών επί πτωχόν και πένητα· εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος. 3 Κύριος διαφυλάξαι αυτόν και ζήσαι αυτόν και μακαρίσαι αυτόν εν τή γη και μη παραδώ αυτόν εις χείρας εχθρών αυτού. 4 Κύριος βοηθήσαι αυτώ επί κλίνης οδύνης αυτού· όλην την κοίτην αυτού έστρεψας εν τή αρρωστία αυτού. 5 εγώ είπα· Κύριε, ελέησόν με, ίασαι την ψυχήν μου, ότι ήμαρτόν σοι. 6 οι εχθροί μου είπαν κακά μοι· πότε αποθανείται, και απολείται το όνομα αυτού; 7 και εισεπορεύετο τού ιδείν, μάτην ελάλει· η καρδία αυτού συνήγαγεν ανομίαν εαυτώ, εξεπορεύετο έξω και ελάλει επί το αυτό. 8 κατ’ εμού εψιθύριζον πάντες οι εχθροί μου, κατ’ εμού ελογίζοντο κακά μοι· 9 λόγον παράνομον κατέθεντο κατ’ εμού· μη ο κοιμώμενος ουχί προσθήσει τού αναστήναι;
10 και γάρ ο άνθρωπος της ειρήνης μου, εφ’ ον ήλπισα, ο εσθίων άρτους μου, εμεγάλυνεν επ΄ εμέ πτερνισμόν. 11 σύ δε, Κύριε, ελέησόν με και ανάστησόν με, και ανταποδώσω αυτοίς. 12 εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με, ότι ου μη επιχαρή ο εχθρός μου επ’ εμέ. 13 εμού δε διά την ακακίαν αντελάβου, και εβεβαίωσάς με ενώπιόν σου εις τον αιώνα. 14 ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ από τού αιώνος και εις τον αιώνα. γένοιτο, γένοιτο.
Εις το τέλος· εις σύνεσιν τοίς υιοίς Κορέ.
2 ΟΝ ΤΡΟΠΟΝ επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός. 3 εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τώ προσώπω τού Θεού; 4 εγενήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός εν τώ λέγεσθαί μοι καθ’ εκάστην ημέραν· που εστιν ο Θεός σου; 5 ταύτα εμνήσθην και εξέχεα επ’ εμέ την ψυχήν μου, ότι διελεύσομαι εν τόπω σκηνής θαυμαστής έως τού οίκου τού Θεού εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος. 6 ινατί περίλυπος εί, η ψυχή μου, και ινατί συνταράσσεις με; έλπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ· σωτήριον τού προσώπου μου και ο Θεός μου. 7 προς εμαυτόν η ψυχή μου εταράχθη· διά τούτο μνησθήσομαί σου εκ γής Ιορδάνου και Ερμωνιείμ, από όρους μικρού. 8 άβυσσος άβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρρακτών σου, πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ’ εμέ διήλθον. 9 ημέρας εντελείται Κύριος το έλεος αυτού, και νυκτός ωδή αυτώ παρ’ εμοί, προσευχή τώ Θεώ της ζωής μου.
10 ερώ τώ Θεώ· αντιλήπτωρ μου εί· διατί μου επελάθου; και ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τώ εκθλίβειν τον εχθρόν μου; 11 εν τώ καταθλάσθαι τα οστά μου ωνείδιζόν με οι εχθροί μου, εν τώ λέγειν αυτούς μοι καθ’ εκάστην ημέραν· Πού εστιν ο Θεός σου; 12 ινατί περίλυπος εί, η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; έλπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ· σωτήριον τού προσώπου μου και ο Θεός μου.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΚΡΙΝΟΝ με, ο Θεός, και δίκασον την δίκην μου εξ έθνους ουχ οσίου· από ανθρώπου αδίκου και δολίου ρύσαί με. 2 ότι σύ εί ο Θεός κραταίωμά μου· ινατί απώσω με; και ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τώ εκθλίβειν τον εχθρόν μου; 3 εξαπόστειλον το φώς σου και την αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου. 4 και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον τού Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου· εξομολογήσομαί σοι εν κιθάρα, ο Θεός, ο Θεός μου. 5 ινατί περίλυπος εί, η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; έλπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ· σωτήριον τού προσώπου μου και ο Θεός μου.
Εις το τέλος· τοίς υιοίς Κορέ εις σύνεσιν ψαλμός.
2 Ο ΘΕΟΣ, εν τοίς ωσίν ημών ηκούσαμεν, και οι πατέρες ημών ανήγγειλαν ημίν έργον, ό ειργάσω εν ταίς ημέραις αυτών, εν ημέραις αρχαίαις. 3 η χείρ σου έθνη εξωλόθρευσε, και κατεφύτευσας αυτούς, εκάκωσας λαούς και εξέβαλες αυτούς. 4 ου γάρ εν τή ρομφαία αυτών εκληρονόμησαν γήν, και ο βραχίων αυτών ουκ έσωσεν αυτούς, αλλ’ η δεξιά σου και ο βραχίων σου και ο φωτισμός τού προσώπου σου, ότι ηυδόκησας εν αυτοίς. 5 σύ εί αυτός ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου ο εντελλόμενος τας σωτηρίας Ιακώβ· 6 εν σοί τους εχθρούς ημών κερατιούμεν και εν τώ ονόματί σου εξουδενώσομεν τους επανισταμένους ημίν. 7 ου γάρ επί τώ τόξω μου ελπιώ, και η ρομφαία μου ου σώσει με· 8 έσωσας γάρ ημάς εκ των θλιβόντων ημάς και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας. 9 εν τώ Θεώ επαινεθησόμεθα όλην την ημέραν και εν τώ ονόματί σου εξομολογηθησόμεθα εις τον αιώνα. (διάψαλμα).
10 νυνί δε απώσω και κατήσχυνας ημάς και ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταίς δυνάμεσιν ημών. 11 απέστρεψας ημάς εις τα οπίσω παρά τους εχθρούς ημών, και οι μισούντες ημάς διήρπαζον εαυτοίς. 12 έδωκας ημάς ως πρόβατα βρώσεως και εν τοίς έθνεσι διέσπειρας ημάς· 13 απέδου τον λαόν σου άνευ τιμής, και ουκ ήν πλήθος εν τοίς αλαλάγμασιν αυτών. 14 έθου ημάς όνειδος τοίς γείτοσιν ημών, μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοίς κύκλω ημών· 15 έθου ημάς εις παραβολήν εν τοίς έθνεσιν, κίνησιν κεφαλής εν τοίς λαοίς. 16 όλην την ημέραν η εντροπή μου κατεναντίον μου εστι, και η αισχύνη τού προσώπου μου εκάλυψέ με 17 από φωνής ονειδίζοντος και καταλαλούντος, από προσώπου εχθρού και εκδιώκοντος. 18 ταύτα πάντα ήλθεν εφ’ ημάς και ουκ επελαθόμεθά σου και ουκ ηδικήσαμεν εν τή διαθήκη σου, 19 και ουκ απέστη εις τα οπίσω η καρδία ημών και εξέκλινας τας τρίβους ημών από της οδού σου.
20 ότι εταπείνωσας ημάς εν τόπω κακώσεως, και επεκάλυψεν ημάς σκιά θανάτου. 21 ει επελαθόμεθα τού ονόματος τού Θεού ημών και ει διεπετάσαμεν χείρας ημών προς Θεόν αλλότριον, 22 ουχί ο Θεός εκζητήσει ταύτα; αυτός γάρ γινώσκει τα κρύφια της καρδίας. 23 ότι ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής. 24 εξεγέρθητι· ινατί υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι και μη απώση εις τέλος. 25 ινατί το πρόσωπόν σου αποστρέφεις; επιλανθάνη της πτωχείας ημών και της θλίψεως ημών; 26 ότι εταπεινώθη εις χούν η ψυχή ημών, εκολλήθη εις γήν η γαστήρ ημών. 27 ανάστα, Κύριε, βοήθησον ημίν και λύτρωσαι ημάς ένεκεν τού ονόματός σου.
Εις το τέλος, υπέρ των αλλοιωθησομένων· τοίς υιοίς Κορέ εις σύνεσιν· ωδή υπέρ τού αγαπητού.
2 ΕΞΗΡΕΥΞΑΤΟ η καρδία μου λόγον αγαθόν, λέγω εγώ τα έργα μου τώ βασιλεί, η γλώσσά μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου. 3 ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου· διά τούτο ευλόγησέ σε ο Θεός εις τον αιώνα. 4 περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου, δυνατέ, τή ωραιότητί σου και τώ κάλλει σου 5 και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης, και οδηγήσει σε θαυμαστώς η δεξιά σου. 6 τα βέλη σου ηκονημένα, δυνατέ ~λαοί υποκάτω σου πεσούνται~ εν καρδία των εχθρών τού βασιλέως. 7 ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα τού αιώνος, ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου. 8 ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν· διά τούτο έχρισέ σε ο Θεός ο Θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου. 9 σμύρνα και στακτή και κασσία από των ιματίων σου από βάρεων ελεφαντίνων, εξ ών εύφρανάν σε.
10 θυγατέρας βασιλέων εν τή τιμή σου· παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. 11 άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ούς σου και επιλάθου τού λαού σου και τού οίκου τού πατρός σου· 12 και επιθυμήσει ο βασιλεύς τού κάλλους σου, ότι αυτός εστι Κύριός σου, 13 και προσκυνήσεις αυτώ. και θυγάτηρ Τύρου εν δώροις· το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι τού λαού. 14 πάσα η δόξα της θυγατρός τού βασιλέως έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. 15 απενεχθήσονται τώ βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι· 16 απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως. 17 αντί των πατέρων σου εγενήθησαν υιοί σου· καταστήσεις αυτούς άρχοντας επί πάσαν την γήν. 18 μνησθήσομαι τού ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά· διά τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος.
Εις το τέλος· υπέρ των υιών Κορέ, υπέρ των κρυφίων ψαλμός.
2 Ο ΘΕΟΣ ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταίς ευρούσαις ημάς σφόδρα. 3 διά τούτο ου φοβηθησόμεθα εν τώ ταράσσεσθαι την γήν και μετατίθεσθαι όρη εν καρδίαις θαλασσών. 4 ήχησαν και εταράχθησαν τα ύδατα αυτών, εταράχθησαν τα όρη εν τή κραταιότητι αυτού. (διάψαλμα). 5 τού ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν τού Θεού· ηγίασε το σκήνωμα αυτού ο Ύψιστος. 6 ο Θεός εν μέσω αυτής και ου σαλευθήσεται· βοηθήσει αυτή ο Θεός το προς πρωί πρωί. 7 εταράχθησαν έθνη, έκλιναν βασιλείαι· έδωκε φωνήν αυτού, εσαλεύθη η γη. 8 Κύριος των δυνάμεων μεθ’ ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός Ιακώβ. (διάψαλμα). 9 δεύτε και ίδετε τα έργα τού Θεού, ά έθετο τέρατα επί της γής.
10 ανταναιρών πολέμους μέχρι των περάτων της γής τόξον συντρίψει και συνθλάσει όπλον και θυρεούς κατακαύσει εν πυρί. 11 σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός· υψωθήσομαι εν τοίς έθνεσιν, υψωθήσομαι εν τή γη. 12 Κύριος των δυνάμεων μεθ’ ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός Ιακώβ.
Εις το τέλος· υπέρ των υιών Κορέ ψαλμός.
2 ΠΑΝΤΑ τα έθνη κροτήσατε χείρας, αλαλάξατε τώ Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. 3 ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γήν. 4 υπέταξε λαούς ημίν και έθνη υπό τους πόδας ημών· 5 εξελέξατο ημίν την κληρονομίαν αυτού, την καλλονήν Ιακώβ, ήν ηγάπησεν. (διάψαλμα). 6 ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος. 7 ψάλατε τώ Θεώ ημών, ψάλατε, ψάλατε τώ βασιλεί ημών, ψάλατε, 8 ότι βασιλεύς πάσης της γής ο Θεός, ψάλατε συνετώς. 9 εβασίλευσεν ο Θεός επί τα έθνη, ο Θεός κάθηται επί θρόνου αγίου αυτού.
10 άρχοντες λαών συνήχθησαν μετά τού Θεού Αβραάμ, ότι τού Θεού οι κραταιοί της γής σφόδρα επήρθησαν.
Ψαλμός ωδής τοίς υιοίς Κορέ· δευτέρα σαββάτου.
2 ΜΕΓΑΣ Κύριος και αινετός σφόδρα εν πόλει τού Θεού ημών, εν όρει αγίω αυτού, 3 ευρίζω αγαλλιάματι πάσης της γής. όρη Σιών, τα πλευρά τού Βορρά, η πόλις τού βασιλέως τού μεγάλου. 4 ο Θεός εν τοίς βάρεσιν αυτής γινώσκεται, όταν αντιλαμβάνηται αυτής. 5 ότι ιδού οι βασιλείς της γής συνήχθησαν, ήλθοσαν επί το αυτό· 6 αυτοί ιδόντες ούτως εθαύμασαν, εταράχθησαν, εσαλεύθησαν, 7 τρόμος επελάβετο αυτών, εκεί ωδίνες ως τικτούσης. 8 εν πνεύματι βιαίω συντρίψεις πλοία Θαρσίς. 9 καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν εν πόλει Κυρίου των δυνάμεων, εν πόλει τού Θεού ημών· ο Θεός εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα. (διάψαλμα). 10 υπελάβομεν, ο Θεός, το έλεός σου εν μέσω τού λαού σου. 11 κατά το όνομά σου, ο Θεός, ούτω και η αίνεσίς σου επί τα πέρατα της γής· δικαιοσύνης πλήρης η δεξιά σου. 12 ευφρανθήτω το όρος Σιών, αγαλλιάσθωσαν αι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν κριμάτων σου, Κύριε. 13 κυκλώσατε Σιών και περιλάβετε αυτήν, διηγήσασθε εν τοίς πύργοις αυτής, 14 θέσθε τας καρδίας υμών εις την δύναμιν αυτής και καταδιέλεσθε τας βάρεις αυτής, όπως αν διηγήσησθε εις γενεάν ετέραν. 15 ότι ούτός εστιν ο Θεός ημών εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος· αυτός ποιμανεί ημάς εις τους αιώνας.
Εις το τέλος· τοίς υιοίς Κορέ ψαλμός.
2 ΑΚΟΥΣΑΤΕ ταύτα, πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην, 3 οί τε γηγενείς και οι υιοί των ανθρώπων, επί το αυτό πλούσιος και πένης. 4 το στόμα μου λαλήσει σοφίαν και η μελέτη της καρδίας μου σύνεσιν· 5 κλινώ εις παραβολήν το ούς μου, ανοίξω εν ψαλτηρίω το πρόβλημά μου. 6 ινατί φοβούμαι εν ημέρα πονηρά; η ανομία της πτέρνης μου κυκλώσει με. 7 οι πεποιθότες επί τή δυνάμει αυτών και επί τώ πλήθει τού πλούτου αυτών καυχώμενοι, 8 αδελφός ου λυτρούται, λυτρώσεται άνθρωπος; ου δώσει τώ Θεώ εξίλασμα εαυτού 9 και την τιμήν της λυτρώσεως της ψυχής αυτού. και εκοπίασεν εις τον αιώνα
10 και ζήσεται εις τέλος· ουκ όψεται καταφθοράν, 11 όταν ίδη σοφούς αποθνήσκοντας. επί το αυτό άφρων και άνους απολούνται και καταλείψουσιν αλλοτρίοις τον πλούτον αυτών, 12 και οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τον αιώνα, σκηνώματα αυτών εις γενεάν και γενεάν. επεκαλέσαντο τα ονόματα αυτών επί των γαιών αυτών. 13 και άνθρωπος εν τιμή ών ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοίς κτήνεσι τοίς ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς. 14 αύτη η οδός αυτών σκάνδαλον αυτοίς, και μετά ταύτα εν τώ στόματι αυτών ευδοκήσουσι. (διάψαλμα). 15 ως πρόβατα εν άδη έθεντο, θάνατος ποιμανεί αυτούς· και κατακυριεύσουσιν αυτών οι ευθείς το πρωί, και η βοήθεια αυτών παλαιωθήσεται εν τώ άδη, εκ της δόξης αυτών εξώσθησαν. 16 πλήν ο Θεός λυτρώσεται την ψυχήν μου εκ χειρός άδου, όταν λαμβάνη με. (διάψαλμα). 17 μη φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος και όταν πληθυνθή η δόξα τού οίκου αυτού· 18 ότι ουκ εν τώ αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τα πάντα, ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού. 19 ότι η ψυχή αυτού εν τή ζωή αυτού ευλογηθήσεται· εξομολογήσεταί σοι, όταν αγαθύνης αυτώ. 20 εισελεύσεται έως γενεάς πατέρων αυτού, έως αιώνος ουκ όψεται φώς. 21 και άνθρωπος εν τιμή ών ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοίς κτήνεσι τοίς ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς.
Ψαλμός τώ Ασάφ.
ΘΕΟΣ θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γήν από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. 2 εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού, 3 ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών, και ου παρασιωπήσεται· πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται, και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα. 4 προσκαλέσεται τον ουρανόν άνω και την γήν τού διακρίναι τον λαόν αυτού· 5 συναγάγετε αυτώ τους οσίους αυτού, τους διατιθεμένους την διαθήκην αυτού επί θυσίαις, 6 και αναγγελούσιν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού, ότι ο Θεός κριτής εστι. (διάψαλμα). 7 άκουσον, λαός μου, και λαλήσω σοι, Ισραήλ, και διαμαρτύρομαί σοι· ο Θεός ο Θεός σού ειμι εγώ. 8 ουκ επί ταίς θυσίαις σου ελέγξω σε, τα δε ολοκαυτώματά σου ενώπιόν μου εστί διαπαντός. 9 ου δέξομαι εκ τού οίκου σου μόσχους ουδέ εκ των ποιμνίων σου χιμάρους.
10 ότι εμά εστι πάντα τα θηρία τού δρυμού, κτήνη εν τοίς όρεσι και βόες· 11 έγνωκα πάντα τα πετεινά τού ουρανού, και ωραιότης αγρού μετ’ εμού εστιν. 12 εάν πεινάσω, ου μη σοι είπω· εμή γάρ εστιν η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής. 13 μη φάγομαι κρέα ταύρων, ή αίμα τράγων πίομαι; 14 θύσον τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως και απόδος τώ Υψίστω τας ευχάς σου· 15 και επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου, και εξελούμαί σε, και δοξάσεις με. (διάψαλμα). 16 τώ δε αμαρτωλώ είπεν ο Θεός· ινατί σύ διηγή τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου διά στόματός σου; 17 σύ δε εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω. 18 ει εθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αυτώ, και μετά μοιχού την μερίδα σου ετίθεις. 19 το στόμα σου επλεόνασε κακίαν, και η γλώσσά σου περιέπλεκε δολιότητα· 20 καθήμενος κατά τού αδελφού σου κατελάλεις και κατά τού υιού της μητρός σου ετίθεις σκάνδαλον. 21 ταύτα εποίησας, και εσίγησα· υπέλαβες ανομίαν, ότι έσομαί σοι όμοιος· ελέγξω σε και παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τας αμαρτίας σου. 22 σύνετε δή ταύτα, οι επιλανθανόμενοι τού Θεού, μήποτε αρπάση, και ου μη ή ο ρυόμενος. 23 θυσία αινέσεως δοξάσει με, και εκεί οδός, ή δείξω αυτώ το σωτήριόν μου.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ 2 εν τώ ελθείν προς αυτόν Νάθαν τον προφήτην, ηνίκα εισήλθε προς Βηρσαβεέ.
3 ΕΛΕΗΣΟΝ με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου· 4 επί πλείον πλύνόν με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με. 5 ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός. 6 σοί μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα, όπως αν δικαιωθής εν τοίς λόγοις σου, και νικήσης εν τώ κρίνεσθαί σε. 7 ιδού γάρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου. 8 ιδού γάρ αλήθειαν ηγάπησας, τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι. 9 ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.
10 ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. 11 απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. 12 καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοίς εγκάτοις μου. 13 μη απορρίψης με από τού προσώπου σου και το πνεύμά σου το άγιον μη αντανέλης απ’ εμού. 14 απόδος μοι την αγαλλίασιν τού σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. 15 διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. 16 ρύσαί με εξ αιμάτων, ο Θεός ο Θεός της σωτηρίας μου· αγαλλιάσεται η γλώσσά μου την δικαιοσύνην σου. 17 Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου. 18 ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν· ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. 19 θυσία τώ Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει.
20 αγάθυνον, Κύριε, εν τή ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ· 21 τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα· τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Εις το τέλος· συνέσεως τώ Δαυίδ· 2 εν τώ ελθείν Δωήκ τον Ιδουμαίον και αναγγείλαι τώ Σαούλ και ειπείν αυτώ· ήλθε Δαυίδ εις τον οίκον Αβιμέλεχ.
3 ΤΙ ΕΓΚΑΥΧ εν κακία, ο δυνατός, ανομίαν όλην την ημέραν; 4 αδικίαν ελογίσατο η γλώσσά σου· ωσεί ξυρόν ηκονημένον εποίησας δόλον. 5 ηγάπησας κακίαν υπέρ αγαθωσύνην, αδικίαν υπέρ το λαλήσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα). 6 ηγάπησας πάντα τα ρήματα καταποντισμού, γλώσσαν δολίαν. 7 διά τούτο ο Θεός καθέλοι σε εις τέλος· εκτίλαι σε και μεταναστεύσαι σε από σκηνώματός σου και το ρίζωμά σου εκ γής ζώντων. (διάψαλμα). 8 όψονται δίκαιοι και φοβηθήσονται και επ΄ αυτόν γελάσονται και ερούσιν· 9 ιδού άνθρωπος, ός ουκ έθετο τον Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ’ επήλπισεν επί το πλήθος τού πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη επί τή ματαιότητι αυτού.
10 εγώ δε ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τώ οίκω τού Θεού· ήλπισα επί το έλεος τού Θεού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος. 11 εξομολογήσομαί σοι εις τον αιώνα, ότι εποίησας, και υπομενώ το όνομά σου, ότι χρηστόν εναντίον των οσίων σου.
Εις το τέλος, υπέρ μαελέθ· συνέσεως τώ Δαυίδ.
2 ΕΙΠΕΝ άφρων εν καρδία αυτού· Ουκ έστι Θεός. διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν ανομίαις, ουκ έστι ποιών αγαθόν. 3 ο Θεός εκ τού ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων τού ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. 4 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν, ουκ έστιν έως ενός. 5 ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; οι κατεσθίοντες τον λαόν μου εν βρώσει άρτου τον Κύριον ουκ επεκαλέσαντο. 6 εκεί εφοβήθησαν φόβον, ού ουκ ήν φόβος, ότι ο Θεός διεσπόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων· κατησχύνθησαν, ότι ο Θεός εξουδένωσεν αυτούς. 7 τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον τού Ισραήλ; εν τώ αποστρέψαι τον Θεόν την αιχμαλωσίαν τού λαού αυτού αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ.
Εις το τέλος, εν ύμνοις· συνέσεως τώ Δαυίδ 2 εν τώ ελθείν τους Ζιφαίους και ειπείν τώ Σαούλ· ουκ ιδού Δαυίδ κέκρυπται παρ΄ ημίν;
3 Ο ΘΕΟΣ, εν τώ ονόματί σου σώσόν με και εν τή δυνάμει σου κρίνόν με. 4 ο Θεός, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι τα ρήματα τού στόματός μου. 5 ότι αλλότριοι επανέστησαν επ’ εμέ και κραταιοί εζήτησαν την ψυχήν μου και ου προέθεντο τον Θεόν ενώπιον αυτών. (διάψαλμα). ιδού γάρ ο Θεός βοηθεί μοι, και ο Κύριος αντιλήπτωρ της ψυχής μου. 7 αποστρέψει τα κακά τοίς εχθροίς μου· εν τή αληθεία σου εξολόθρευσον αυτούς. 8 εκουσίως θύσω σοι, εξομολογήσομαι τώ ονόματί σου, Κύριε, ότι αγαθόν· 9 ότι εκ πάσης θλίψεως ερρύσω με, και εν τοίς εχθροίς μου επείδεν ο οφθαλμός μου.
Εις το τέλος, εν ύμνοις· συνέσεως τώ Δαυίδ.
2 ΕΝΩΤΙΣΑΙ, ο Θεός, την προσευχήν μου και μη υπερίδης την δέησίν μου, 3 πρόσχες μοι και εισάκουσόν μου. ελυπήθην εν τή αδολεσχία μου και εταράχθην 4 από φωνής εχθρού και από θλίψεως αμαρτωλού, ότι εξέκλιναν επ’ εμέ ανομίαν και εν οργή ενεκότουν μοι. 5 η καρδία μου εταράχθη εν εμοί, και δειλία θανάτου επέπεσεν επ’ εμέ· 6 φόβος και τρόμος ήλθεν επ’ εμέ, και εκάλυψέ με σκότος. 7 και είπα· τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω; 8 ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τή ερήμω. (διάψαλμα). 9 προσεδεχόμην τον σώζοντά με, από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος.
10 καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τή πόλει. 11 ημέρας και νυκτός κυκλώσει αυτήν επί τα τείχη αυτής, και ανομία και κόπος εν μέσω αυτής 12 και αδικία, και ουκ εξέλιπεν εκ των πλατειών αυτής τόκος και δόλος. 13 ότι ει εχθρός ωνείδισέ με, υπήνεγκα αν, και ει ο μισών επ’ εμέ εμεγαλορρημόνησεν, εκρύβην αν απ’ αυτού. 14 σύ δε, άνθρωπε ισόψυχε, ηγεμών μου και γνωστέ μου, 15 ός επί το αυτό εγλύκανάς μοι εδέσματα, εν τώ οίκω τού Θεού επορεύθην εν ομονοία. 16 ελθέτω δή θάνατος επ’ αυτούς, και καταβήτωσαν εις άδου ζώντες· ότι πονηρία εν ταίς παροικίαις αυτών εν μέσω αυτών. 17 εγώ προς τον Θεόν εκέκραξα, και ο Κύριος εισήκουσέ μου. 18 εσπέρας και πρωί και μεσημβρίας διηγήσομαι και απαγγελώ, και εισακούσεται της φωνής μου. 19 λυτρώσεται εν ειρήνη την ψυχήν μου από των εγγιζόντων μοι, ότι εν πολλοίς ήσαν σύν εμοί.
20 εισακούσεται ο Θεός και ταπεινώσει αυτούς ο υπάρχων πρό των αιώνων. (διάψαλμα). ου γάρ εστιν αυτοίς αντάλλαγμα, ότι ουκ εφοβήθησαν τον Θεόν. 21 εξέτεινε την χείρα αυτού εν τώ αποδιδόναι· εβεβήλωσαν την διαθήκην αυτού. 22 διεμερίσθησαν από οργής τού προσώπου αυτού, και ήγγισαν αι καρδίαι αυτών· ηπαλύνθησαν οι λόγοι αυτού υπέρ έλαιον, και αυτοί εισι βολίδες. 23 επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει· ου δώσει εις τον αιώνα σάλον τώ δικαίω. 24 σύ δε, ο Θεός, κατάξεις αυτούς εις φρέαρ διαφθοράς· άνδρες αιμάτων και δολιότητος ου μη ημισεύσωσι τας ημέρας αυτών, εγώ δε, Κύριε, ελπιώ επί σε.
Εις το τέλος, υπέρ τού λαού τού από των αγίων μεμακρυμμένου· τώ Δαυίδ εις στηλογραφίαν, οπότε εκράτησαν αυτόν οι αλλόφυλοι εν Γέθ.
2 ΕΛΕΗΣΟΝ με, ο Θεός, ότι κατεπάτησέ με άνθρωπος, όλην την ημέραν πολεμών έθλιψέ με. 3 κατεπάτησάν με οι εχθροί μου όλην την ημέραν, ότι πολλοί οι πολεμούντες με από ύψους. 4 ημέρας ου φοβηθήσομαι, εγώ δε ελπιώ επί σε. 5 εν τώ Θεώ επαινέσω τους λόγους μου, επί τώ Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι σάρξ. 6 όλην την ημέραν τους λόγους μου εβδελύσσοντο, κατ’ εμού πάντες οι διαλογισμοί αυτών εις κακόν. 7 παροικήσουσι και κατακρύψουσιν· αυτοί την πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ υπέμειναν τή ψυχή μου. 8 υπέρ τού μηθενός σώσεις αυτούς, εν οργή λαούς κατάξεις. ο Θεός, 9 την ζωήν μου εξήγγειλά σοι, έθου τα δάκρυά μου ενώπιόν σου ως και εν τή επαγγελία σου.
10 επιστρέψουσιν οι εχθροί μου εις τα οπίσω, εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαί σε· ιδού έγνων ότι Θεός μου εί σύ. 11 επί τώ Θεώ αινέσω ρήμα, επί τώ Κυρίω αινέσω λόγον. 12 επί τώ Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. 13 εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, ας αποδώσω αινέσεώς σου, 14 ότι ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου και τους πόδας μου εξ ολισθήματος· ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου εν φωτί ζώντων.
Εις το τέλος· μη διαφθείρης· τώ Δαυίδ εις στηλογραφίαν εν τώ αυτόν αποδιδράσκειν από προσώπου Σαούλ εις το σπήλαιον.
2 ΕΛΕΗΣΟΝ με, ο Θεός, ελέησόν με, ότι επί σοί πέποιθεν η ψυχή μου και εν τή σκιά των πτερύγων σου ελπιώ, έως ού παρέλθη η ανομία. 3 κεκράξομαι προς τον Θεόν τον Ύψιστον, τον Θεόν τον ευεργετήσαντά με. 4 εξαπέστειλεν εξ ουρανού και έσωσέ με, έδωκεν εις όνειδος τους καταπατούντάς με. (διάψαλμα). εξαπέστειλεν ο Θεός το έλεος αυτού και την αλήθειαν αυτού 5 και ερρύσατο την ψυχήν μου εκ μέσου σκύμνων. εκοιμήθην τεταραγμένος· υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλα και βέλη, και η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία. 6 υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γήν η δόξα σου. 7 παγίδα ητοίμασαν τοίς ποσί μου και κατέκαμψαν την ψυχήν μου· ώρυξαν πρό προσώπου μου βόθρον και ενέπεσαν εις αυτόν. (διάψαλμα). 8 ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι και ψαλώ εν τή δόξη μου. 9 εξεγέρθητι, η δόξα μου· εξεγέρθητι, ψαλτήριον και κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου.
10 εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς, Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσι, 11 ότι εμεγαλύνθη έως των ουρανών το έλεός σου και έως των νεφελών η αλήθειά σου. 12 υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γήν η δόξα σου.
Εις το τέλος· μη διαφθείρης· τώ Δαυίδ εις στηλογραφίαν.
2 ΕΙ ΑΛΗΘΩΣ άρα δικαιοσύνην λαλείτε; ευθείας κρίνετε οι υιοί των ανθρώπων; 3 και γάρ εν καρδία ανομίαν εργάζεσθε εν τή γη, αδικίαν αι χείρες υμών συμπλέκουσιν. 4 απηλλοτριώθησαν οι αμαρτωλοί από μήτρας, επλανήθησαν από γαστρός, ελάλησαν ψευδή. 5 θυμός αυτοίς κατά την ομοίωσιν τού όφεως, ωσεί ασπίδος κωφής και βυούσης τα ώτα αυτής, 6 ήτις ουκ εισακούσεται φωνής επαδόντων, φαρμάκου τε φαρμακευομένου παρά σοφού. 7 ο Θεός συντρίψει τους οδόντας αυτών εν τώ στόματι αυτών, τας μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο Κύριος· 8 εξουδενωθήσονται ωσεί ύδωρ διαπορευόμενον· εκτενεί το τόξον αυτού έως ού ασθενήσουσιν. 9 ωσεί κηρός τακείς ανταναιρεθήσονται· έπεσε πύρ επ΄ αυτούς, και ουκ είδον τον ήλιον.
10 πρό τού συνιέναι τας ακάνθας αυτών την ράμνον, ωσεί ζώντας, ωσεί εν οργή καταπίεται αυτούς. 11 ευφρανθήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν· τας χείρας αυτού νίψεται εν τώ αίματι τού αμαρτωλού. 12 και ερεί άνθρωπος· ει άρα εστί καρπός τώ δικαίω, άρα εστίν ο Θεός κρίνων αυτούς εν τή γη.
Εις το τέλος· μη διαφθείρης· τώ Δαυίδ εις στηλογραφίαν, οπότε απέστειλε Σαούλ και εφύλαξε τον οίκον αυτού τού θανατώσαι αυτόν.
2 ΕΞΕΛΟΥ με εκ των εχθρών μου, ο Θεός, και εκ των επανισταμένων επ’ εμέ λύτρωσαί με· 3 ρύσαί με εκ των εργαζομένων την ανομίαν και εξ ανδρών αιμάτων σώσόν με. 4 ότι ιδού εθήρευσαν την ψυχήν μου, επέθεντο επ’ εμέ κραταιοί. ούτε η ανομία μου ούτε η αμαρτία μου, Κύριε· 5 άνευ ανομίας έδραμον και κατεύθυνα· εξεγέρθητι εις συνάντησίν μου και ίδε. 6 και σύ, Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός τού Ισραήλ, πρόσχες τού επισκέψασθαι πάντα τα έθνη, μη οικτειρήσης πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν. (διάψαλμα). 7 επιστρέψουσιν εις εσπέραν και λιμώξουσιν ως κύων και κυκλώσουσι πόλιν. 8 ιδού αποφθέγξονται εν τώ στόματι αυτών, και ρομφαία εν τοίς χείλεσιν αυτών, ότι τις ήκουσε; 9 και σύ, Κύριε, εκγελάση αυτούς, εξουδενώσεις πάντα τα έθνη.
10 το κράτος μου, προς σε φυλάξω, ότι σύ, ο Θεός, αντιλήπτωρ μου εί. 11 ο Θεός μου, το έλεος αυτού προφθάσει με· ο Θεός μου δείξει μοι εν τοίς εχθροίς μου. 12 μη αποκτείνης αυτούς, μήποτε επιλάθωνται τού νόμου σου· διασκόρπισον αυτούς εν τή δυνάμει σου και κατάγαγε αυτούς, ο υπερασπιστής μου, Κύριε. 13 αμαρτία στόματος αυτών, λόγος χειλέων αυτών, και συλληφθήτωσαν εν τή υπερηφανία αυτών· και εξ αράς και ψεύδους διαγγελήσονται εν συντελεία, 14 εν οργή συντελείας, και ου μη υπάρξουσι· και γνώσονται, ότι Θεός δεσπόζει τού Ιακώβ των περάτων της γής. (διάψαλμα). 15 επιστρέψουσιν εις εσπέραν, και λιμώξουσιν ως κύων και κυκλώσουσι πόλιν. 16 αυτοί διασκορπισθήσονται τού φαγείν· εάν δε μη χορτασθώσι, και γογγύσουσιν. 17 εγώ δε άσομαι τή δυνάμει σου και αγαλλιάσομαι το πρωί το έλεός σου, ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεώς μου. 18 βοηθός μου εί, σοί ψαλώ, ότι σύ, ο Θεός, αντιλήπτωρ μου εί, ο Θεός μου, το έλεός μου.
Εις το τέλος· τοίς αλλοιωθησομένοις έτι, εις στηλογραφίαν τώ Δαυίδ, εις διδαχήν, 2 οπότε ενεπύρισε την Μεσοποταμίαν Συρίας και την Συρίαν Σοβά, και επέστρεψεν Ιωάβ, και επάταξε την φάραγγα των αλών, δώδεκα χιλιάδας.
3 Ο ΘΕΟΣ, απώσω ημάς και καθείλες ημάς, ωργίσθης και οικτείρησας ημάς. 4 συνέσεισας την γήν και συνετάραξας αυτήν· ίασαι τα συντρίμματα αυτής ότι εσαλεύθη. 5 έδειξας τώ λαώ σου σκληρά, επότισας ημάς οίνον κατανύξεως. 6 έδωκας τοίς φοβουμένοις σε σημείωσιν τού φυγείν από προσώπου τόξου. (διάψαλμα). 7 όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τή δεξιά σου και επάκουσόν μου. 8 ο Θεός ελάλησεν εν τώ αγίω αυτού· αγαλλιάσομαι και διαμεριώ Σίκιμα και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω. 9 εμός εστι Γαλαάδ, και εμός εστι Μανασσή, και Εφραίμ κραταίωσις της κεφαλής μου, Ιούδας βασιλεύς μου·
10 Μωάβ λέβης της ελπίδος μου, επί την Ιδουμαίαν εκτενώ το υπόδημά μου, εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. 11 τις απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τις οδηγήσει με έως της Ιδουμαίας; 12 ουχί σύ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; και ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταίς δυνάμεσιν ημών; 13 δός ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως, και ματαία σωτηρία ανθρώπου. 14 εν τώ Θεώ ποιήσωμεν δύναμιν, και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς.
Εις το τέλος, εν ύμνοις· τώ Δαυίδ.
2 ΕΙΣΑΚΟΥΣΟΝ, ο Θεός, της δεήσεώς μου, πρόσχες τή προσευχή μου. 3 από των περάτων της γής προς σε εκέκραξα εν τώ ακηδιάσαι την καρδίαν μου· εν πέτρα ύψωσάς με, ωδήγησάς με, 4 ότι εγενήθης ελπίς μου, πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού. 5 παροικήσω εν τώ σκηνώματί σου εις τους αιώνας, σκεπασθήσομαι εν σκέπει των πτερύγων σου. (διάψαλμα). 6 ότι σύ, ο Θεός, εισήκουσας των ευχών μου, έδωκας κληρονομίαν τοίς φοβουμένοις το όνομά σου. 7 ημέρας εφ’ ημέρας τού βασιλέως προσθήσεις, τα έτη αυτού έως ημέρας γενεάς και γενεάς. 8 διαμενεί εις τον αιώνα ενώπιον τού Θεού· έλεος και αλήθειαν αυτού τις εκζητήσει; 9 ούτως ψαλώ τώ ονόματί σου εις τον αιώνα τού αιώνος τού αποδούναί με τας ευχάς μου ημέραν εξ ημέρας.
Εις το τέλος, υπέρ Ιδιθούν· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΟΥΧΙ τώ Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου; παρ’ αυτώ γάρ το σωτήριόν μου· 3 και γάρ αυτός Θεός μου και σωτήρ μου, και αντιλήπτωρ μου, ου μη σαλευθώ επί πλείον. 4 έως πότε επιτίθεσθε επ’ άνθρωπον; φονεύετε πάντες ως τοίχω κεκλιμένω και φραγμώ ωσμένω. 5 πλήν την τιμήν μου εβουλεύσαντο απώσασθαι, έδραμον εν δίψει, τώ στόματι αυτών ευλόγουν και τή καρδία αυτών κατηρώντο. (διάψαλμα). 6 πλήν τώ Θεώ υποτάγηθι, η ψυχή μου, ότι παρ’ αυτώ η υπομονή μου. 7 ότι αυτός Θεός μου και σωτήρ μου, αντιλήπτωρ μου, ου μη μεταναστεύσω. 8 επί τώ Θεώ το σωτήριόν μου και η δόξα μου· ο Θεός της βοηθείας μου, και η ελπίς μου επί τώ Θεώ. 9 ελπίσατε επ΄ αυτόν πάσα συναγωγή λαού· εκχέετε ενώπιον αυτού τας καρδίας υμών, ότι ο Θεός βοηθός ημών. (διάψαλμα).
10 πλήν μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων, ψευδείς οι υιοί των ανθρώπων εν ζυγοίς τού αδικήσαι αυτοί εκ ματαιότητος επί το αυτό. 11 μη ελπίζετε επ’ αδικίαν και επί αρπάγματα μη επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν. 12 άπαξ ελάλησεν ο Θεός, δύο ταύτα ήκουσα, ότι το κράτος τού Θεού, 13 και σού, Κύριε, το έλεος, ότι σύ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού.
Ψαλμός τώ Δαυίδ εν τώ είναι αυτόν εν τή ερήμω της Ιουδαίας.
2 Ο ΘΕΟΣ ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω· εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σάρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω. 3 ούτως εν τώ αγίω ώφθην σοι τού ιδείν την δύναμίν σου και την δόξαν σου. 4 ότι κρείσσον το έλεός σου υπέρ ζωάς· τα χείλη μου επαινέσουσί σε. 5 ούτως ευλογήσω σε εν τή ζωή μου και εν τώ ονόματί σου αρώ τας χείράς μου. 6 ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου, και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου. 7 ει εμνημόνευόν σου επί της στρωμνής μου, εν τοίς όρθροις εμελέτων εις σε· 8 ότι εγενήθης βοηθός μου, και εν τή σκέπη των πτερύγων σου αγαλλιάσομαι. 9 εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου.
10 αυτοί δε εις μάτην εζήτησαν την ψυχήν μου, εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γής· 11 παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας, μερίδες αλωπέκων έσονται. 12 ο δε βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τώ Θεώ, επαινεθήσεται πάς ο ομνύων εν αυτώ, ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΕΙΣΑΚΟΥΣΟΝ, ο Θεός, της φωνής μου, εν τώ δέεσθαί με προς σε, από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου. 3 εσκέπασάς με από συστροφής πονηρευομένων, από πλήθους εργαζομένων αδικίαν, 4 οίτινες ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών, ενέτειναν τόξον αυτών πράγμα πικρόν 5 τού κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον, εξάπινα κατατοξεύσουσιν αυτόν και ου φοβηθήσονται. 6 εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν, διηγήσαντο τού κρύψαι παγίδας, είπαν· τις όψεται αυτούς; 7 εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις. προσελεύσεται άνθρωπος, και καρδία βαθεία, 8 και υψωθήσεται, ο Θεός. βέλος νηπίων εγενήθησαν αι πληγαί αυτών, 9 και εξησθένησαν επ’ αυτούς αι γλώσσαι αυτών. εταράχθησαν πάντες οι θεωρούντες αυτούς,
10 και εφοβήθη πάς άνθρωπος. και ανήγγειλαν τα έργα τού Θεού και τα ποιήματα αυτού συνήκαν. 11 ευφρανθήσεται δίκαιος εν τώ Κυρίω και ελπιεί επ’ αυτόν, και επαινεθήσονται πάντες οι ευθείς τή καρδία.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ, ωδή· Ιερεμίου και Ιεζεκιήλ
εκ τού λαού της παροικίας, ότε έμελλον εκπορεύεσθαι.
2 ΣΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ύμνος, ο Θεός, εν Σιών, και σοί αποδοθήσεται ευχή εν Ιερουσαλήμ. 3 εισάκουσον προσευχής μου· προς σε πάσα σάρξ ήξει. 4 λόγοι ανόμων υπερεδυνάμωσαν ημάς, και ταίς ασεβείαις ημών σύ ιλάση. 5 μακάριος ον εξελέξω και προσελάβου· κατασκηνώσει εν ταίς αυλαίς σου. πλησθησόμεθα εν τοίς αγαθοίς τού οίκου σου· άγιος ο ναός σου, 6 θαυμαστός εν δικαιοσύνη. επάκουσον ημών, ο Θεός, ο σωτήρ ημών, η ελπίς πάντων των περάτων της γής και των εν θαλάσση μακράν, 7 ετοιμάζων όρη εν τή ισχύι αυτού, περιεζωσμένος εν δυναστεία, 8 ο συνταράσσων το κύτος της θαλάσσης, ήχους κυμάτων αυτής. ταραχθήσονται τα έθνη, 9 και φοβηθήσονται οι κατοικούντες τα πέρατα από των σημείων σου· εξόδους πρωίας και εσπέρας τέρψεις.
10 επεσκέψω την γήν και εμέθυσας αυτήν, επλήθυνας τού πλουτίσαι αυτήν· ο ποταμός τού Θεού επληρώθη υδάτων· ητοίμασας την τροφήν αυτών, ότι ούτως η ετοιμασία. 11 τους αύλακας αυτής μέθυσον, πλήθυνον τα γεννήματα αυτής, εν ταίς σταγόσιν αυτής ευφρανθήσεται ανατέλλουσα. 12 ευλογήσεις τον στέφανον τού ενιαυτού της χρηστότητός σου, και τα πεδία σου πλησθήσονται πιότητος· 13 πιανθήσεται τα όρη της ερήμου, και αγαλλίασιν οι βουνοί περιζώσονται. 14 ενεδύσαντο οι κριοί των προβάτων, και αι κοιλάδες πληθυνούσι σίτον· κεκράξονται, και γάρ υμνήσουσι.
Εις το τέλος· ωδή ψαλμού· αναστάσεως.
ΑΛΑΛΑΞΑΤΕ τώ Κυρίω πάσα η γη, 2 ψάλατε δή τώ ονόματι αυτού. δότε δόξαν αινέσει αυτού. 3 είπατε τώ Θεώ· ως φοβερά τα έργα σου· εν τώ πλήθει της δυνάμεώς σου ψεύσονταί σε οι εχθροί σου. 4 πάσα η γη προσκυνησάτωσάν σοι και ψαλάτωσάν σοι, ψαλάτωσαν τώ ονόματί σου. (διάψαλμα). 5 δεύτε και ίδετε τα έργα τού Θεού· φοβερός εν βουλαίς υπέρ τους υιούς των ανθρώπων, 6 ο μεταστρέφων την θάλασσαν εις ξηράν, εν ποταμώ διελεύσονται ποδί. εκεί ευφρανθησόμεθα επ’ αυτώ, 7 τώ δεσπόζοντι εν τή δυναστεία αυτού τού αιώνος. οι οφθαλμοί αυτού επί τα έθνη επιβλέπουσιν, οι παραπικραίνοντες μη υψούσθωσαν εν εαυτοίς. (διάψαλμα). 8 ευλογείτε, έθνη, τον Θεόν ημών και ακουτίσασθε την φωνήν της αινέσεως αυτού, 9 τού θεμένου την ψυχήν μου εις ζωήν, και μη δόντος εις σάλον τους πόδας μου.
10 ότι εδοκίμασας ημάς, ο Θεός, επύρωσας ημάς, ως πυρούται το αργύριον· 11 εισήγαγες ημάς εις την παγίδα, έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών. 12 επεβίβασας ανθρώπους επί τας κεφαλάς ημών, διήλθομεν διά πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν. 13 εισελεύσομαι εις τον οίκόν σου εν ολοκαυτώμασιν, αποδώσω σοι τας ευχάς μου, 14 ας διέστειλε τα χείλη μου και ελάλησε το στόμα μου εν τή θλίψει μου· 15 ολοκαυτώματα μεμυελωμένα ανοίσω σοι μετά θυμιάματος και κριών, ανοίσω σοι βόας μετά χιμάρων. (διάψαλμα). 16 δεύτε ακούσατε, και διηγήσομαι, πάντες οι φοβούμενοι τον Θεόν, όσα εποίησε τή ψυχή μου. 17 προς αυτόν τώ στόματί μου εκέκραξα και ύψωσα υπό την γλώσσάν μου. 18 αδικίαν ει εθεώρουν εν καρδία μου, μη εισακουσάτω μου Κύριος. 19 διά τούτο εισήκουσέ μου ο Θεός, προσέσχε τή φωνή της δεήσεώς μου.
20 ευλογητός ο Θεός, ός ουκ απέστησε την προσευχήν μου και το έλεος αυτού απ’ εμού.
Εις το τέλος, εν ύμνοις· ψαλμός ωδής τώ Δαυίδ.
2 Ο ΘΕΟΣ οικτειρήσαι ημάς και ευλογήσαι ημάς, επιφάναι το πρόσωπον αυτού εφ’ ημάς. (διάψαλμα). 3 τού γνώναι εν τή γη την οδόν σου, εν πάσιν έθνεσι το σωτήριόν σου. 4 εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί, ο Θεός, εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες. 5 ευφρανθήτωσαν και αγαλλιάσθωσαν έθνη, ότι κρινείς λαούς εν ευθύτητι και έθνη εν τή γη οδηγήσεις. (διάψαλμα). 6 εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί, ο Θεός, εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες. 7 γη έδωκε τον καρπόν αυτής· ευλογήσαι ημάς ο Θεός, ο Θεός ημών. 8 ευλογήσαι ημάς ο Θεός, και φοβηθήτωσαν αυτόν πάντα τα πέρατα της γής.
Εις το τέλος· ωδής ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΑΝΑΣΤΗΤΩ ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. 3 ως εκλείπει καπνός, εκλιπέτωσαν· ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου τού Θεού. 4 και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν, αγαλλιάσθωσαν ενώπιον τού Θεού, τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη. 5 άσατε τώ Θεώ, ψάλατε τώ ονόματι αυτού· οδοποιήσατε τώ επιβεβηκότι επί δυσμών, Κύριος όνομα αυτώ, και αγαλλιάσθε ενώπιον αυτού. 6 ταραχθήσονται από προσώπου αυτού, τού πατρός των ορφανών και κριτού των χηρών· ο Θεός εν τόπω αγίω αυτού. 7 ο Θεός κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω εξάγων πεπεδημένους εν ανδρεία, ομοίως τους παραπικραίνοντας, τους κατοικούντας εν τάφοις. 8 ο Θεός, εν τώ εκπορεύεσθαί σε ενώπιον τού λαού σου, εν τώ διαβαίνειν σε εν τή ερήμω. (διάψαλμα). 9 γη εσείσθη, και γάρ οι ουρανοί έσταξαν από προσώπου τού Θεού τού Σινά, από προσώπου τού Θεού Ισραήλ.
10 βροχήν εκούσιον αφοριείς, ο Θεός, τή κληρονομία σου, και ησθένησε, σύ δε κατηρτίσω αυτήν. 11 τα ζώά σου κατοικούσιν εν αυτή· ητοίμασας εν τή χρηστότητί σου τώ πτωχώ, ο Θεός. 12 Κύριος δώσει ρήμα τοίς ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή, 13 ο βασιλεύς των δυνάμεων τού αγαπητού, τή ωραιότητι τού οίκου διελέσθαι σκύλα. 14 εάν κοιμηθήτε ανά μέσον των κλήρων, πτέρυγες περιστεράς περιηργυρωμέναι, και τα μετάφρενα αυτής εν χλωρότητι χρυσίου. 15 εν τώ διαστέλλειν τον επουράνιον βασιλείς επ’ αυτής, χιονωθήσονται εν Σελμών. 16 όρος τού Θεού, όρος πίον, όρος τετυρωμένον, όρος πίον. 17 ινατί υπολαμβάνετε, όρη τετυρωμένα, το όρος, ό ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ; και γάρ ο Κύριος κατασκηνώσει εις τέλος. 18 το άρμα τού Θεού μυριοπλάσιον, χιλιάδες ευθηνούντων· Κύριος εν αυτοίς εν Σινά ήν, εν τώ αγίω. 19 ανέβης εις ύψος, ηχμαλώτευσας αιχμαλωσίαν, έλαβες δόματα εν ανθρώποις, και γάρ απειθούντας τού κατασκηνώσαι.
20 Κύριος ο Θεός ευλογητός, ευλογητός Κύριος ημέραν καθ΄ ημέραν· κατευοδώσαι ημίν ο Θεός των σωτηρίων ημών. (διάψαλμα). 21 ο Θεός ημών, ο Θεός τού σώζειν, και τού Κυρίου Κυρίου αι διέξοδοι τού θανάτου. 22 πλήν ο Θεός συνθλάσει κεφαλάς εχθρών αυτού, κορυφήν τριχός διαπορευομένων εν πλημμελείαις αυτών. 23 είπε Κύριος· εκ Βασάν επιστρέψω, επιστρέψω εν βυθοίς θαλάσσης. 24 όπως αν βαφή ο πούς σου εν αίματι, η γλώσσα των κυνών σου εξ εχθρών παρ΄ αυτού. 25 εθεωρήθησαν αι πορείαί σου, ο Θεός, αι πορείαι τού Θεού μου τού βασιλέως τού εν τώ αγίω. 26 προέφθασαν άρχοντες εχόμενοι ψαλλόντων εν μέσω νεανίδων τυμπανιστριών. 27 εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν, Κύριον εκ πηγών Ισραήλ. 28 εκεί Βενιαμίν νεώτερος εν εκστάσει, άρχοντες Ιούδα ηγεμόνες αυτών, άρχοντες Ζαβουλών, άρχοντες Νεφθαλείμ. 29 έντειλαι, ο Θεός, τή δυνάμει σου, δυνάμωσον, ο Θεός, τούτο, ό κατειργάσω εν ημίν.
30 από τού ναού σου επί Ιερουσαλήμ σοί οίσουσι βασιλείς δώρα. 31 επιτίμησον τοίς θηρίοις τού καλάμου· η συναγωγή των ταύρων εν ταίς δαμάλεσι των λαών τού εγκλεισθήναι τους δεδοκιμασμένους τώ αργυρίω· διασκόρπισον έθνη τα τους πολέμους θέλοντα. 32 ήξουσι πρέσβεις εξ Αιγύπτου, Αιθιοπία προφθάσει χείρα αυτής τώ Θεώ. 33 αι βασιλείαι της γής, άσατε τώ Θεώ, ψάλατε τώ Κυρίω. (διάψαλμα). 34 ψάλατε τώ Θεώ τώ επιβεβηκότι επί τον ουρανόν τού ουρανού κατά ανατολάς· ιδού δώσει τή φωνή αυτού φωνήν δυνάμεως. 35 δότε δόξαν τώ Θεώ· επί τον Ισραήλ η μεγαλοπρέπεια αυτού, και η δύναμις αυτού εν ταίς νεφέλαις. 36 θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις αυτού· ο Θεός Ισραήλ, αυτός δώσει δύναμιν και κραταίωσιν τώ λαώ αυτού. ευλογητός ο Θεός.
Εις το τέλος· υπέρ των αλλοιωθησομένων· τώ Δαυίδ.
2 ΣΩΣΟΝ με, ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. 3 ενεπάγην εις ιλύν βυθού, και ουκ έστιν υπόστασις· ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισέ με. 4 εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από τού ελπίζειν με επί τον Θεόν μου. 5 επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου οι μισούντές με δωρεάν, εκραταιώθησαν οι εχθροί μου οι εκδιώκοντές με αδίκως· ά ουχ ήρπαζον, τότε απετίννυον. 6 ο Θεός, σύ έγνως την αφροσύνην μου και αι πλημμέλειαί μου από σού ουκ απεκρύβησαν. 7 μη αισχυνθείησαν επ’ εμέ οι υπομένοντές σε, Κύριε, Κύριε των δυνάμεων, μη εντραπείησαν επ’ εμέ οι ζητούντές σε, ο Θεός τού Ισραήλ, 8 ότι ένεκά σου υπήνεγκα ονειδισμόν, εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπόν μου. 9 απηλλοτριωμένος εγενήθην τοίς αδελφοίς μου και ξένος τοίς υιοίς της μητρός μου,
10 ότι ο ζήλος τού οίκου σου κατέφαγέ με, και οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ’ εμέ. 11 και συνεκάλυψα εν νηστεία την ψυχήν μου, και εγενήθη εις ονειδισμούς εμοί· 12 και εθέμην το ένδυμά μου σάκκον, και εγενόμην αυτοίς εις παραβολήν. 13 κατ’ εμού ηδολέσχουν οι καθήμενοι εν πύλαις, και εις εμέ έψαλλον οι πίνοντες οίνον. 14 εγώ δε τή προσευχή μου προς σε, Κύριε· καιρός ευδοκίας, ο Θεός, εν τώ πλήθει τού ελέους σου· επάκουσόν μου, εν αληθεία της σωτηρίας σου. 15 σώσόν με από πηλού, ίνα μη εμπαγώ· ρυσθείην εκ των μισούντων με και εκ των βαθέων των υδάτων. 16 μη με καταποντισάτω καταιγίς ύδατος, μηδέ καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω επ’ εμέ φρέαρ το στόμα αυτού. 17 εισάκουσόν μου, Κύριε, ότι χρηστόν το έλεός σου· κατά το πλήθος των οικτιρμών σου επίβλεψον επ’ εμέ. 18 μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από τού παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επάκουσόν μου. 19 πρόσχες τή ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν, ένεκα των εχθρών μου ρύσαί με.
20 σύ γάρ γινώσκεις τον ονειδισμόν μου και την αισχύνην μου και την εντροπήν μου· εναντίον σου πάντες οι θλίβοντές με. 21 ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν, και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ουχ εύρον. 22 και έδωκαν εις το βρώμά μου χολήν και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος. 23 γενηθήτω η τράπεζα αυτών ενώπιον αυτών εις παγίδα και εις ανταπόδοσιν και εις σκάνδαλον. 24 σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών τού μη βλέπειν, και τον νώτον αυτών διαπαντός σύγκαμψον. 25 έκχεον επ’ αυτούς την οργήν σου, και ο θυμός της οργής σου καταλάβοι αυτούς. 26 γενηθήτω η έπαυλις αυτών ηρημωμένη, και εν τοίς σκηνώμασιν αυτών μη έστω ο κατοικών· 27 ότι ον σύ επάταξας, αυτοί κατεδίωξαν, και επί το άλγος των τραυμάτων μου προσέθηκαν. 28 πρόσθες ανομίαν επί τή ανομία αυτών, και μη εισελθέτωσαν εν δικαιοσύνη σου· 29 εξαλειφθήτωσαν εκ βίβλου ζώντων και μετά δικαίων μη γραφήτωσαν.
30 πτωχός και αλγών ειμι εγώ· η σωτηρία σου, ο Θεός, αντιλάβοιτό μου. 31 αινέσω το όνομα τού Θεού μου μετ’ ωδής, μεγαλυνώ αυτόν εν αινέσει, 32 και αρέσει τώ Θεώ υπέρ μόσχον νέον κέρατα εκφέροντα και οπλάς. 33 ιδέτωσαν πτωχοί και ευφρανθήτωσαν· εκζητήσατε τον Θεόν, και ζήσεται η ψυχή υμών, 34 ότι εισήκουσε των πενήτων ο Κύριος και τους πεπεδημένους αυτού ουκ εξουδένωσεν. 35 αινεσάτωσαν αυτόν οι ουρανοί και η γη, θάλασσα και πάντα τα έρποντα εν αυτή. 36 ότι ο Θεός σώσει την Σιών, και οικοδομηθήσονται αι πόλεις της Ιουδαίας, και κατοικήσουσιν εκεί και κληρονομήσουσιν αυτήν· 37 και το σπέρμα των δούλων αυτού καθέξουσιν αυτήν, και οι αγαπώντες το όνομά σου κατασκηνώσουσιν εν αυτή.
Εις το τέλος· τώ Δαυίδ εις ανάμνησιν, εις το σώσαί με Κύριον.
2 Ο ΘΕΟΣ, εις την βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον. 3 αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι βουλόμενοί μου κακά· 4 αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι· εύγε εύγε. 5 αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοί πάντες οι ζητούντές σε, ο Θεός, και λεγέτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριόν σου. 6 εγώ δε πτωχός ειμι και πένης· ο Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου και ρύστης μου εί σύ· Κύριε, μη χρονίσης.
Τώ Δαυίδ· υιών Ιωναδάβ και των πρώτων αιχμαλωτισθέντων.
ΕΠΙ ΣΟΙ, Κύριε, ήλπισα, μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα. 2 εν τή δικαιοσύνη σου ύρύσαί με και εξελού με, κλίνον προς με το ούς σου και σώσόν με. 3 γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν και εις τόπον οχυρόν τού σώσαί με, ότι στερέωμά μου και καταφυγή μου εί σύ. 4 ο Θεός μου, ρύσαί με εκ χειρός αμαρτωλού, εκ χειρός παρανομούντος και αδικούντος· 5 ότι σύ εί η υπομονή μου, Κύριε· Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητός μου, 6 επί σε επεστηρίχθην από γαστρός, εκ κοιλίας μητρός μου σύ μου εί σκεπαστής· εν σοί η ύμνησίς μου διαπαντός. 7 ωσεί τέρας εγενήθην τοίς πολλοίς, και σύ βοηθός κραταιός. 8 πληρωθήτω το στόμα μου αινέσεως, όπως υμνήσω την δόξαν σου, όλην την ημέραν την μεγαλοπρέπειάν σου. 9 μη απορρίψης με εις καιρόν γήρως, εν τώ εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με.
10 ότι είπαν οι εχθροί μου εμοί και οι φυλάσσοντες την ψυχήν μου εβουλεύσαντο επί το αυτό 11 λέγοντες· ο Θεός εγκατέλιπεν αυτόν· καταδιώξατε και καταλάβετε αυτόν, ότι ουκ έστιν ο ρυόμενος. 12 ο Θεός μου, μη μακρύνης απ΄ εμού· ο Θεός μου, εις την βοήθειάν μου πρόσχες. 13 αισχυνθήτωσαν και εκλιπέτωσαν οι ενδιαβάλλοντες την ψυχήν μου, περιβαλλέσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι ζητούντες τα κακά μοι. 14 εγώ δε διαπαντός ελπιώ επί σε και προσθήσω επί πάσαν την αίνεσίν σου. 15 το στόμα μου εξαγγελεί την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέραν την σωτηρίαν σου, ότι ουκ έγνων γραμματείας. 16 εισελεύσομαι εν δυναστεία Κυρίου· Κύριε, μνησθήσομαι της δικαιοσύνης σού μόνου. 17 ο Θεός, ά εδίδαξάς με εκ νεότητός μου, και μέχρι τού νύν απαγγελώ τα θαυμάσιά σου. 18 και έως γήρως και πρεσβείου, ο Θεός, μη εγκαταλίπης με, έως αν απαγγελώ τον βραχίονά σου τή γενεά πάση τή επερχομένη, 19 την δυναστείαν σου και την δικαιοσύνην σου. ο Θεός, έως υψίστων ά εποίησας μεγαλεία· ο Θεός, τις όμοιός σοι;
20 όσας έδειξάς μοι θλίψεις πολλάς και κακάς, και επιστρέψας εζωοποίησάς με, και εκ των αβύσσων της γής πάλιν ανήγαγές με. 21 επλεόνασας επ’ εμέ την μεγαλωσύνην σου και επιστρέψας παρεκάλεσάς με και εκ των αβύσσων της γής πάλιν ανήγαγές με. 22 και γάρ εγώ εξομολογήσομαί σοι εν σκεύει ψαλμού την αλήθειάν σου, ο Θεός· ψαλώ σοι εν κιθάρα, ο άγιος τού Ισραήλ. 23 αγαλλιάσονται τα χείλη μου, όταν ψάλω σοι, και η ψυχή μου, ήν ελυτρώσω. 24 έτι δε και η γλώσσά μου όλην την ημέραν μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όταν αισχυνθώσι και εντραπώσιν οι ζητούντες τα κακά μοι.
Εις Σαλωμών.
Ο ΘΕΟΣ, το κρίμα σου τώ βασιλεί δός και την δικαιοσύνην σου τώ υιώ τού βασιλέως 2 κρίνειν τον λαόν σου εν δικαιοσύνη και τους πτωχούς σου εν κρίσει. 3 αναλαβέτω τα όρη ειρήνην τώ λαώ σου και οι βουνοί δικαιοσύνην. 4 κρινεί τους πτωχούς τού λαού και σώσει τους υιούς των πενήτων και ταπεινώσει συκοφάντην 5 και συμπαραμενεί τώ ηλίω και πρό της σελήνης γενεάς γενεών. 6 καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γήν. 7 ανατελεί εν ταίς ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης, έως ού ανταναιρεθή η σελήνη. 8 και κατακυριεύσει από θαλάσσης έως θαλάσσης και από ποταμών έως περάτων της οικουμένης. 9 ενώπιον αυτού προπεσούνται Αιθίοπες, και οι εχθροί αυτού χούν λείξουσι.
10 βασιλείς Θαρσίς και νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι. 11 και προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γής, πάντα τα έθνη δουλεύσουσιν αυτώ. 12 ότι ερρύσατο πτωχόν εκ δυνάστου και πένητα, ώ ουχ υπήρχε βοηθός. 13 φείσεται πτωχού και πένητος και ψυχάς πενήτων σώσει. 14 εκ τόκου και εξ αδικίας λυτρώσεται τας ψυχάς αυτών, και έντιμον το όνομα αυτού ενώπιον αυτών. 15 και ζήσεται, και δοθήσεται αυτώ εκ τού χρυσίου της Αραβίας, και προσεύξονται περί αυτού διαπαντός, όλην την ημέραν ευλογήσουσιν αυτόν. 16 έσται στήριγμα εν τή γη επ’ άκρων των ορέων· υπεραρθήσεται υπέρ τον Λίβανον ο καρπός αυτού, και εξανθήσουσιν εκ πόλεως ωσεί χόρτος της γής. 17 έσται το όνομα αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας, πρό τού ηλίου διαμένει το όνομα αυτού· και ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάσαι αι φυλαί της γής, πάντα τα έθνη μακαριούσιν αυτόν. 18 ευλογητός Κύριος, ο Θεός τού Ισραήλ, ο ποιών θαυμάσια μόνος, 19 και ευλογητόν το όνομα της δόξης αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος, και πληρωθήσεται της δόξης αυτού πάσα η γη. γένοιτο, γένοιτο.
Εξέλιπον οι ύμνοι Δαυίδ τού υιού Ιεσσαί.
Ψαλμός τώ Ασάφ.
ΩΣ ΑΓΑΘΟΣ ο Θεός τώ Ισραήλ, τοίς ευθέσι τή καρδία. 2 εμού δε παραμικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες, παρ΄ ολίγον εξεχύθη τα διαβήματά μου. 3 ότι εζήλωσα επί τοίς ανόμοις ειρήνην αμαρτωλών θεωρών, 4 ότι ουκ έστιν ανάνευσις εν τώ θανάτω αυτών και στερέωμα εν τή μάστιγι αυτών· 5 εν κόποις ανθρώπων ουκ εισί και μετά ανθρώπων ου μαστιγωθήσονται. 6 διά τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία, περιεβάλοντο αδικίαν και ασέβειαν εαυτών. 7 εξελεύσεται ως εκ στέατος η αδικία αυτών, διήλθον εις διάθεσιν καρδίας· 8 διενοήθησαν και ελάλησαν εν πονηρία, αδικίαν εις το ύψος ελάλησαν· 9 έθεντο εις ουρανόν το στόμα αυτών, και η γλώσσα αυτών διήλθεν επί της γής.
10 διά τούτο επιστρέψει ο λαός μου ενταύθα, και ημέραι πλήρεις ευρεθήσονται εν αυτοίς. 11 και είπαν· πώς έγνω ο Θεός; και ει έστι γνώσις εν τώ Υψίστω; 12 ιδού ούτοι οι αμαρτωλοί και ευθηνούντες· εις τον αιώνα κατέσχον πλούτου. 13 και είπα· άρα ματαίως εδικαίωσα την καρδίαν μου και ενιψάμην εν αθώοις τας χείράς μου· 14 και εγενόμην μεμαστιγωμένος όλην την ημέραν, και ο έλεγχός μου εις τας πρωίας. 15 ει έλεγον· διηγήσομαι ούτως, ιδού τή γενεά των υιών σου ησυνθέτηκα. 16 και υπέλαβον τού γνώναι τούτο· κόπος εστίν ενώπιόν μου, 17 έως εισέλθω εις το αγιαστήριον τού Θεού και συνώ εις τα έσχατα αυτών. 18 πλήν διά τας δολιότητας αυτών έθου αυτοίς κακά, κατέβαλες αυτούς εν τώ επαρθήναι. 19 πώς εγένοντο εις ερήμωσιν εξάπινα· εξέλιπον, απώλοντο διά την ανομίαν αυτών.
20 ωσεί ενύπνιον εξεγειρομένου, Κύριε, εν τή πόλει σου την εικόνα αυτών εξουδενώσεις. 21 ότι εξεκαύθη η καρδία μου, και οι νεφροί μου ηλλοιώθησαν, 22 καγώ εξουδενωμένος και ουκ έγνων, κτηνώδης εγενόμην παρά σοι. 23 καγώ διαπαντός μετά σού, εκράτησας της χειρός της δεξιάς μου 24 και εν τή βουλή σου ωδήγησάς με και μετά δόξης προσελάβου με. 25 τι γάρ μοι υπάρχει εν τώ ουρανώ, και παρά σού τι ηθέλησα επί της γής; 26 εξέλιπεν η καρδία μου και η σάρξ μου, ο Θεός της καρδίας μου και η μερίς μου ο Θεός εις τον αιώνα. 27 ότι ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σού απολούνται, εξωλόθρευσας πάντα τον πορνεύοντα από σού. 28 εμοί δε το προσκολλάσθαι τώ Θεώ αγαθόν εστι, τίθεσθαι εν τώ Κυρίω την ελπίδα μου τού εξαγγείλαί με πάσας τας αινέσεις σου εν ταίς πύλαις της θυγατρός Σιών.
Συνέσεως τώ Ασάφ.
ΙΝΑΤΙ απώσω, ο Θεός, εις τέλος; ωργίσθη ο θυμός σου επί πρόβατα νομής σου; 2 μνήσθητι της συναγωγής σου, ής εκτήσω απ’ αρχής· ελυτρώσω ράβδον κληρονομίας σου, όρος Σιών τούτο, ό κατεσκήνωσας εν αυτώ. 3 έπαρον τας χείράς σου επί τας υπερηφανίας αυτών εις τέλος, όσα επονηρεύσατο ο εχθρός εν τοίς αγίοις σου. 4 και ενεκαυχήσαντο οι μισούντές σε εν μέσω της εορτής σου, έθεντο τα σημεία αυτών σημεία και ουκ έγνωσαν. 5 ως εις την έξοδον υπεράνω, 6 ως εν δρυμώ ξύλων αξίναις εξέκοψαν τας θύρας αυτής επί το αυτό εν πελέκει και λαξευτηρίω κατέρραξαν αυτήν. 7 ενεπύρισαν εν πυρί το αγιαστήριόν σου, εις την γήν εβεβήλωσαν το σκήνωμα τού ονόματός σου. 8 είπαν εν τή καρδία αυτών αι συγγένειαι αυτών επί το αυτό· δεύτε και καταπαύσωμεν πάσας τας εορτάς τού Θεού από της γής. 9 τα σημεία αυτών ουκ είδομεν, ουκ έστιν έτι προφήτης, και ημάς ου γνώσεται έτι.
10 έως πότε, ο Θεός, ονειδιεί ο εχθρός, παροξυνεί ο υπεναντίος το όνομά σου εις τέλος; 11 ινατί αποστρέφεις την χείρά σου και την δεξιάν σου εκ μέσου τού κόλπου σου εις τέλος; 12 ο δε Θεός βασιλεύς ημών πρό αιώνων, ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γής. 13 σύ εκραταίωσας εν τή δυνάμει σου την θάλασσαν, σύ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί τού ύδατος. 14 σύ συνέθλασας την κεφαλήν τού δράκοντος, έδωκας αυτόν βρώμα λαοίς τοίς Αιθίοψι. 15 σύ διέρρηξας πηγάς και χειμάρρους, σύ εξήρανας ποταμούς Ηθάμ. 16 σή εστιν η ημέρα, και σή εστιν η νύξ, σύ κατηρτίσω φαύσιν και ήλιον. 17 σύ εποίησας πάντα τα ωραία της γής· θέρος και έαρ, σύ έπλασας αυτά. 18 μνήσθητι ταύτης· εχθρός ωνείδισε τον Κύριον, και λαός άφρων παρώξυνε το όνομά σου. 19 μη παραδώς τοίς θηρίοις ψυχήν εξομολογουμένην σοι, των ψυχών των πενήτων σου μη επιλάθη εις τέλος.
20 επίβλεψον εις την διαθήκην σου, ότι επληρώθησαν οι εσκοτισμένοι της γής οίκων ανομιών. 21 μη αποστραφήτω τεταπεινωμένος και κατησχυμένος· πτωχός και πένης αινέσουσι το όνομά σου. 22 ανάστα, ο Θεός, δίκασον την δίκην σου· μνήσθητι τού ονειδισμού σου τού υπό άφρονος όλην την ημέραν. 23 μη επιλάθη της φωνής των ικετών σου· η υπερηφανία των μισούντων σε ανέβη διά παντός.
Εις το τέλος· μη διαφθείρης· ψαλμός ωδής τώ Ασάφ.
2 ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΜΕΘΑ σοι, ο Θεός, εξομολογησόμεθά σοι και επικαλεσόμεθα το όνομά σου. 3 διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσιά σου, όταν λάβω καιρόν· εγώ ευθύτητας κρινώ. 4 ετάκη η γη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή, εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής. (διάψαλμα). 5 είπα τοίς παρανομούσι· μη παρανομείτε, και τοίς αμαρτάνουσι· μη υψούτε κέρας, 6 μη επαίρετε εις ύψος το κέρας υμών και μη λαλείτε κατά τού Θεού αδικίαν. 7 ότι ούτε εξ εξόδων ούτε από δυσμών ούτε από ερήμων ορέων, 8 ότι ο Θεός κριτής εστι, τούτον ταπεινοί και τούτον υψοί. 9 ότι ποτήριον εν χειρί Κυρίου οίνου ακράτου πλήρες κεράσματος. και έκλινεν εκ τούτου εις τούτο, πλήν ο τρυγίας αυτού ουκ εξεκενώθη, πίονται πάντες οι αμαρτωλοί της γής·
10 εγώ δε αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα, ψαλώ τώ Θεώ Ιακώβ· και πάντα τα κέρατα των αμαρτωλών συνθλάσω, και υψωθήσεται τα κέρατα τού δικαίου.
Εις το τέλος, εν ύμνοις· ψαλμός τώ Ασάφ,
ωδή προς τον Ασσύριον.
2 ΓΝΩΣΤΟΣ εν τή Ιουδαία ο Θεός, εν τώ Ισραήλ μέγα το όνομα αυτού. 3 και εγενήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού, και το κατοικητήριον αυτού εν Σιών· 4 εκεί συνέτριψε τα κράτη των τόξων, όπλον και ρομφαίαν και πόλεμον. (διάψαλμα). 5 φωτίζεις σύ θαυμαστώς από ορέων αιωνίων· 6 εταράχθησαν πάντες οι ασύνετοι τή καρδία, ύπνωσαν ύπνον αυτών και ουχ εύρον ουδέν πάντες οι άνδρες τού πλούτου ταίς χερσίν αυτών. 7 από επιτιμήσεώς σου, ο Θεός Ιακώβ, ενύσταξαν οι επιβεβηκότες τοίς ίπποις. 8 σύ φοβερός εί, και τις αντιστήσεταί σοι; από τότε η οργή σου. 9 εκ τού ουρανού ηκούτισας κρίσιν, γη εφοβήθη και ησύχασεν
10 εν τώ αναστήναι εις κρίσιν τον Θεόν τού σώσαι πάντας τους πραείς της γής. (διάψαλμα). 11 ότι ενθύμιον ανθρώπου εξομολογήσεταί σοι, και εγκατάλειμμα ενθυμίου εορτάσει σοι. 12 εύξασθε και απόδοτε Κυρίω τώ Θεώ ημών· πάντες οι κύκλω αυτού οίσουσι δώρα 13 τώ φοβερώ και αφαιρουμένω πνεύματα αρχόντων, φοβερώ παρά τοίς βασιλεύσι της γής.
Εις το τέλος, υπέρ Ιδιθούν· ψαλμός τώ Ασάφ.
2 ΦΩΝ… μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς τον Θεόν, και προσέσχε μοι. 3 εν ημέρα θλίψεώς μου τον Θεόν εξεζήτησα, ταίς χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού, και ουκ ηπατήθην· απηνήνατο παρακληθήναι η ψυχή μου. 4 εμνήσθην τού Θεού και ευφράνθην· ηδολέσχησα, και ωλιγοψύχησε το πνεύμά μου. (διάψαλμα). 5 προκατελάβοντο φυλακάς οι οφθαλμοί μου, εταράχθην και ουκ ελάλησα. 6 διελογισάμην ημέρας αρχαίας, και έτη αιώνια εμνήσθην και εμελέτησα· 7 νυκτός μετά της καρδίας μου ηδολέσχουν, και έσκαλλε το πνεύμά μου. 8 μη εις τους αιώνας απώσεται Κύριος και ου προσθήσει τού ευδοκήσαι έτι; 9 ή εις τέλος το έλεος αυτού αποκόψει; συνετέλεσε ρήμα από γενεάς εις γενεάν;
10 μη επιλήσεται τού οικτειρήσαι ο Θεός; ή συνέξει εν τή οργή αυτού τους οικτιρμούς αυτού; (διάψαλμα). 11 και είπα· νύν ηρξάμην, αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς τού Υψίστου. 12 εμνήσθην των έργων Κυρίου, ότι μνησθήσομαι από της αρχής των θαυμασίων σου 13 και μελετήσω εν πάσι τοίς έργοις σου και εν τοίς επιτηδεύμασί σου αδολεσχήσω. 14 ο Θεός, εν τώ αγίω η οδός σου· τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; 15 σύ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια, εγνώρισας εν τοίς λαοίς την δύναμίν σου· 16 ελυτρώσω εν τώ βραχίονί σου τον λαόν σου, τους υιούς Ιακώβ και Ιωσήφ. (διάψαλμα). 17 είδοσάν σε ύδατα, ο Θεός, είδοσάν σε ύδατα και εφοβήθησαν, εταράχθησαν άβυσσοι, 18 πλήθος ήχους υδάτων, φωνήν έδωκαν αι νεφέλαι, και γάρ τα βέλη σου διαπορεύονται· 19 φωνή της βροντής σου εν τώ τροχώ, έφαναν αι αστραπαί σου τή οικουμένη, εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη.
20 εν τή θαλάσση αι οδοί σου, και αι τρίβοι σου εν ύδασι πολλοίς, και τα ίχνη σου ου γνωσθήσονται. 21 ωδήγησας ως πρόβατα τον λαόν σου εν χειρί Μωυσή και Ααρών.
Συνέσεως τώ Ασάφ.
ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ, λαός μου, τώ νόμω μου, κλίνατε το ούς υμών εις τα ρήματα τού στόματός μου· 2 ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα απ’ αρχής. 3 όσα ηκούσαμεν και έγνωμεν αυτά και οι πατέρες ημών διηγήσαντο ημίν, 4 ουκ εκρύβη από των τέκνων αυτών εις γενεάν ετέραν, απαγγέλλοντες τας αινέσεις Κυρίου και τας δυναστείας αυτού και τα θαυμάσια αυτού, ά εποίησε. 5 και ανέστησε μαρτύριον εν Ιακώβ και νόμον έθετο εν Ισραήλ, όσα ενετείλατο τοίς πατράσιν ημών τού γνωρίσαι αυτά τοίς υιοίς αυτών, 6 όπως αν γνώ γενεά ετέρα, υιοί οι τεχθησόμενοι, και αναστήσονται και απαγγελούσιν αυτά τοίς υιοίς αυτών· 7 ίνα θώνται επί τον Θεόν την ελπίδα αυτών και μη επιλάθωνται των έργων τού Θεού και τας εντολάς αυτού εκζητήσωσιν· 8 ίνα μη γένωνται ως οι πατέρες αυτών, γενεά σκολιά και παραπικραίνουσα, γενεά, ήτις ου κατηύθυνε την καρδίαν εαυτής και ουκ επιστώθη μετά τού Θεού το πνεύμα αυτής. 9 υιοί Εφραίμ εντείνοντες και βάλλοντες τόξοις εστράφησαν εν ημέρα πολέμου. 10 ουκ εφύλαξαν την διαθήκην τού Θεού και εν τώ νόμω αυτού ουκ ηβουλήθησαν πορεύεσθαι. 11 και επελάθοντο των ευεργεσιών αυτού και των θαυμασίων αυτού, ών έδειξεν αυτοίς, 12 εναντίον των πατέρων αυτών ά εποίησε θαυμάσια εν γη Αιγύπτω, εν πεδίω Τάνεως. 13 διέρρηξε θάλασσαν και διήγαγεν αυτούς, παρέστησεν ύδατα ωσεί ασκόν 14 και ωδήγησεν αυτούς εν νεφέλη ημέρας και όλην την νύκτα εν φωτισμώ πυρός. 15 διέρρηξε πέτραν εν ερήμω και επότισεν αυτούς ως εν αβύσσω πολλή 16 και εξήγαγεν ύδωρ εκ πέτρας και κατήγαγεν ως ποταμούς ύδατα. 17 και προσέθεντο έτι τού αμαρτάνειν αυτώ, παρεπίκραναν τον Ύψιστον εν ανύδρω 18 και εξεπείρασαν τον Θεόν εν ταίς καρδίαις αυτών, τού αιτήσαι βρώματα ταίς ψυχαίς αυτών 19 και κατελάλησαν τού Θεού και είπαν· μη δυνήσεται ο Θεός ετοιμάσαι τράπεζαν εν ερήμω;
20 επεί επάταξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν, μη και άρτον δύναται δούναι ή ετοιμάσαι τράπεζαν τώ λαώ αυτού; 21 διά τούτο ήκουσε Κύριος και ανεβάλετο, και πύρ ανήφθη εν Ιακώβ, και οργή ανέβη επί τον Ισραήλ, 22 ότι ουκ επίστευσαν εν τώ Θεώ ουδέ ήλπισαν επί το σωτήριον αυτού. 23 και ενετείλατο νεφέλαις υπεράνωθεν και θύρας ουρανού ανέωξε 24 και έβρεξεν αυτοίς μάννα φαγείν και άρτον ουρανού έδωκεν αυτοίς· 25 άρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος, επισιτισμόν απέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν. 26 απήρε Νότον εξ ουρανού και επήγαγεν εν τή δυνάμει αυτού Λίβα 27 και έβρεξεν επ΄ αυτούς ωσεί χούν σάρκας και ωσεί άμμον θαλασσών πετεινά πτερωτά, 28 και επέπεσον εν μέσω παρεμβολής αυτών κύκλω των σκηνωμάτων αυτών, 29 και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα, και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς,
30 ουκ εστερήθησαν από της επιθυμίας αυτών. έτι της βρώσεως ούσης εν τώ στόματι αυτών, 31 και η οργή τού Θεού ανέβη επ’ αυτούς, και απέκτεινεν εν τοίς πλείοσιν αυτών, και τους εκλεκτούς τού Ισραήλ συνεπόδισεν. 32 εν πάσι τούτοις ήμαρτον έτι και ουκ επίστευσαν εν τοίς θαυμασίοις αυτού, 33 και εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι αυτών και τα έτη αυτών μετά σπουδής. 34 όταν απέκτειναν αυτούς, τότε εξεζήτουν αυτόν και επέστρεφον και ώρθριζον προς τον Θεόν 35 και εμνήσθησαν ότι ο Θεός βοηθός αυτών εστι και ο Θεός ο Ύψιστος λυτρωτής αυτών εστι. 36 και ηγάπησαν αυτόν εν τώ στόματι αυτών και τή γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ, 37 η δε καρδία αυτών ουκ ευθεία μετ΄ αυτού, ουδέ επιστώθησαν εν τή διαθήκη αυτού. 38 αυτός δε εστιν οικτίρμων και ιλάσκεται ταίς αμαρτίαις αυτών και ου διαφθερεί και πληθυνεί τού αποστρέψαι τον θυμόν αυτού και ουχί εκκαύσει πάσαν την οργήν αυτού. 39 και εμνήσθη ότι σάρξ εισι, πνεύμα πορευόμενον και ουκ επιστρέφον.
40 ποσάκις παρεπίκραναν αυτόν εν τή ερήμω, παρώργισαν αυτόν εν γη ανύδρω; 41 και επέστρεψαν και επείρασαν τον Θεόν και τον άγιον τού Ισραήλ παρώξυναν. 42 και ουκ εμνήσθησαν της χειρός αυτού, ημέρας, ής ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός θλίβοντος, 43 ως έθετο εν Αιγύπτω τα σημεία αυτού και τα τέρατα αυτού εν πεδίω Τάνεως. 44 και μετέστρεψεν εις αίμα τους ποταμούς αυτών και τα ομβρήματα αυτών, όπως μη πίωσιν· 45 εξαπέστειλεν εις αυτούς κυνόμυιαν, και κατέφαγεν αυτούς, και βάτραχον, και διέφθειρεν αυτούς· 46 και έδωκε τή ερυσίβη τους καρπούς αυτών και τους πόνους αυτών τή ακρίδι· 47 απέκτεινεν εν χαλάζη την άμπελον αυτών και τας συκαμίνους αυτών εν τή πάχνη· 48 και παρέδωκεν εις χάλαζαν τα κτήνη αυτών και την ύπαρξιν αυτών τώ πυρί· 49 εξαπέστειλεν εις αυτούς οργήν θυμού αυτού, θυμόν και οργήν και θλίψιν, αποστολήν δι’ αγγέλων πονηρών.
50 ωδοποίησε τρίβον τή οργή αυτού και ουκ εφείσατο από θανάτου των ψυχών αυτών και τα κτήνη αυτών εις θάνατον συνέκλεισε 51 και επάταξε πάν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω, απαρχήν παντός πόνου αυτών εν τοίς σκηνώμασι Χάμ, 52 και απήρεν ως πρόβατα τον λαόν αυτού και ανήγαγεν αυτούς ωσεί ποίμνιον εν ερήμω 53 και ωδήγησεν αυτούς επ’ ελπίδι, και ουκ εδειλίασαν, και τους εχθρούς αυτών εκάλυψε θάλασσα. 54 και εισήγαγεν αυτούς εις όρος αγιάσματος αυτού, όρος τούτο, ό εκτήσατο η δεξιά αυτού, 55 και εξέβαλεν από προσώπου αυτών έθνη και εκληροδότησεν αυτούς εν σχοινίω κληροδοσίας και κατεσκήνωσεν εν τοίς σκηνώμασιν αυτών τας φυλάς τού Ισραήλ. 56 και επείρασαν και παρεπίκραναν τον Θεόν τον Ύψιστον και τα μαρτύρια αυτού ουκ εφυλάξαντο 57 και απέστρεψαν και ηθέτησαν, καθώς και οι πατέρες αυτών, μετεστράφησαν εις τόξον στρεβλόν 58 και παρώργισαν αυτόν εν τοίς βουνοίς αυτών, και εν τοίς γλυπτοίς αυτών παρεζήλωσαν αυτόν. 59 ήκουσεν ο Θεός και υπερείδε και εξουδένωσε σφόδρα τον Ισραήλ.
60 και απώσατο την σκηνήν Σιλώμ, σκήνωμα, ό κατεσκήνωσεν εν ανθρώποις. 61 και παρέδωκεν εις αιχμαλωσίαν την ισχύν αυτών και την καλλονήν αυτών εις χείρα εχθρών 62 και συνέκλεισεν εν ρομφαία τον λαόν αυτού και την κληρονομίαν αυτού υπερείδε. 63 τους νεανίσκους αυτών κατέφαγε πύρ, και αι παρθένοι αυτών ουκ επενθήθησαν· 64 οι ιερείς αυτών εν ρομφαία έπεσον, και αι χήραι αυτών ου κλαυθήσονται. 65 και εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος, ως δυνατός κεκραιπαληκώς εξ οίνου, 66 και επάταξε τους εχθρούς αυτού εις τα οπίσω, όνειδος αιώνιον έδωκεν αυτοίς. 67 και απώσατο το σκήνωμα Ιωσήφ και την φυλήν Εφραίμ ουκ εξελέξατο· 68 και εξελέξατο την φυλήν Ιούδα, το όρος το Σιών, ό ηγάπησε, 69 και ωκοδόμησεν ως μονοκέρωτος το αγίασμα αυτού, εν τή γη εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα.
70 και εξελέξατο Δαυίδ τον δούλον αυτού και ανέλαβεν αυτόν εκ των ποιμνίων των προβάτων, 71 εξόπισθεν των λοχευομένων έλαβεν αυτόν ποιμαίνειν Ιακώβ τον δούλον αυτού και Ισραήλ την κληρονομίαν αυτού 72 και εποίμανεν αυτούς εν τή ακακία της καρδίας αυτού, και εν τή συνέσει των χειρών αυτού ωδήγησεν αυτούς.
Ψαλμός τώ Ασάφ.
Ο ΘΕΟΣ, ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον. 2 έθεντο τα θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοίς πετεινοίς τού ουρανού, τας σάρκας των οσίων σου τοίς θηρίοις της γής· 3 εξέχεαν το αίμα αυτών ωσεί ύδωρ κύκλω Ιερουσαλήμ, και ουκ ήν ο θάπτων. 4 εγενήθημεν όνειδος τοίς γείτοσιν ημών, μυκτηρισμός και χλευασμός τοίς κύκλω ημών. 5 έως πότε, Κύριε, οργισθήση εις τέλος, εκκαυθήσεται ως πύρ ο ζήλός σου; 6 έκχεον την οργήν σου επί τα έθνη τα μη γινώσκοντά σε και επί βασιλείας, αί το όνομά σου ουκ επεκαλέσαντο, 7 ότι κατέφαγον τον Ιακώβ, και τον τόπον αυτού ηρήμωσαν. 8 μη μνησθής ημών ανομιών αρχαίων· ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, Κύριε, ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα. 9 βοήθησον ημίν, ο Θεός, ο σωτήρ ημών· ένεκεν της δόξης τού ονόματός σου, Κύριε, ρύσαι ημάς και ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών ένεκα τού ονόματός σου,
10 μη ποτε είπωσι τα έθνη· που έστιν ο Θεός αυτών; και γνωσθήτω εν τοίς έθνεσιν ενώπιον των οφθαλμών ημών η εκδίκησις τού αίματος των δούλων σου τού εκκεχυμένου. 11 εισελθέτω ενώπιόν σου ο στεναγμός των πεπεδημένων, κατά την μεγαλωσύνην τού βραχίονός σου περιποίησαι τους υιούς των τεθανατωμένων. 12 απόδος τοίς γείτοσιν ημών επταπλασίονα εις τον κόλπον αυτών τον ονειδισμόν αυτών, ον ωνείδισάν σε, Κύριε. 13 ημείς δε λαός σου και πρόβατα νομής σου ανθομολογησόμεθά σοι εις τον αιώνα, εις γενεάν και γενεάν εξαγγελούμεν την αίνεσίν σου.
Εις το τέλος, υπέρ των αλλοιωθησομένων· μαρτύριον τώ Ασάφ, ψαλμός υπέρ τού Ασσυρίου.
2 Ο ΠΟΙΜΑΙΝΩΝ τον Ισραήλ, πρόσχες, ο οδηγών ωσεί πρόβατα τον Ιωσήφ. ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, εμφάνηθι. 3 εναντίον Εφραίμ και Βενιαμίν και Μανασσή εξέγειρον την δυναστείαν σου και ελθέ εις το σώσαι ημάς. 4 ο Θεός, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπόν σου και σωθησόμεθα. 5 Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, έως πότε οργίζη επί την προσευχήν των δούλων σου; 6 ψωμιείς ημάς άρτον δακρύων; και ποτιείς ημάς εν δάκρυσιν εν μέτρω; 7 έθου ημάς εις αντιλογίαν τοίς γείτοσιν ημών, και οι εχθροί ημών εμυκτήρισαν ημάς. 8 Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπόν σου, και σωθησόμεθα. (διάψαλμα). 9 άμπελον εξ Αιγύπτου μετήρας, εξέβαλες έθνη και κατεφύτευσας αυτήν·
10 ωδοποίησας έμπροσθεν αυτής και κατεφύτευσας τας ρίζας αυτής, και επλήρωσε την γήν. 11 εκάλυψεν όρη η σκιά αυτής και αι αναδενδράδες αυτής τας κέδρους τού Θεού· 12 εξέτεινε τα κλήματα αυτής έως θαλάσσης και έως ποταμών τας παραφυάδας αυτής. 13 ινατί καθείλες τον φραγμόν αυτής και τρυγώσιν αυτήν πάντες οι παραπορευόμενοι την οδόν; 14 ελυμήνατο αυτήν ύς εκ δρυμού, και μονιός άγριος κατενεμήσατο αυτήν. 15 ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον δή, και επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψαι την άμπελον ταύτην 16 και κατάρτισαι αυτήν, ήν εφύτευσεν η δεξιά σου, και επί υιόν ανθρώπου, ον εκραταίωσας σεαυτώ. 17 εμπεπυρισμένη πυρί και ανεσκαμμένη· από επιτιμήσεως τού προσώπου σου απολούνται. 18 γενηθήτω η χείρ σου επ’ άνδρα δεξιάς σου και επί υιόν ανθρώπου, ον εκραταίωσας σεαυτώ· 19 και ου μη αποστώμεν από σού, ζωώσεις ημάς, και το όνομά σου επικαλεσόμεθα.
20 Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπόν σου, και σωθησόμεθα.
Εις το τέλος, υπέρ των ληνών· ψαλμός τώ Ασάφ.
2 ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ τώ Θεώ τώ βοηθώ ημών, αλαλάξατε τώ Θεώ Ιακώβ· 3 λάβετε ψαλμόν και δότε τύμπανον, ψαλτήριον τερπνόν μετά κιθάρας· 4 σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι, εν ευσήμω ημέρα εορτής υμών· 5 ότι πρόσταγμα τώ Ισραήλ εστι και κρίμα τώ Θεώ Ιακώβ. 6 μαρτύριον εν τώ Ιωσήφ έθετο αυτόν εν τώ εξελθείν αυτόν εκ γής Αιγύπτου· γλώσσαν, ήν ουκ έγνω, ήκουσεν· 7 απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τώ κοφίνω εδούλευσαν. 8 εν θλίψει επεκαλέσω με, και ερρυσάμην σε· επήκουσά σου εν αποκρύφω καταιγίδος, εδοκίμασά σε επί ύδατος αντιλογίας. (διάψαλμα). 9 άκουσον, λαός μου, και διαμαρτύρομαί σοι, Ισραήλ, εάν ακούσης μου,
10 ουκ έσται εν σοί Θεός πρόσφατος, ουδέ προσκυνήσεις Θεώ αλλοτρίω· 11 εγώ γάρ ειμι Κύριος ο Θεός σου ο αναγαγών σε εκ γής Αιγύπτου· πλάτυνον το στόμα σου, και πληρώσω αυτό. 12 και ουκ ήκουσεν ο λαός μου της φωνής μου, και Ισραήλ ου προσέσχε μοι· 13 και εξαπέστειλα αυτούς κατά τα επιτηδεύματα των καρδιών αυτών, πορεύσονται εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών. 14 ει ο λαός μου ήκουσέ μου, Ισραήλ ταίς οδοίς μου ει επορεύθη, 15 εν τώ μηδενί αν τους εχθρούς αυτών εταπείνωσα και επί τους θλίβοντας αυτούς επέβαλον αν την χείρά μου. 16 οι εχθροί Κυρίου εψεύσαντο αυτώ, και έσται ο καιρός αυτών εις τον αιώνα. 17 και εψώμισεν αυτούς εκ στέατος πυρού και εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς.
Ψαλμός τώ Ασάφ.
Ο ΘΕΟΣ έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί. 2 έως πότε κρίνετε αδικίαν και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε; (διάψαλμα). 3 κρίνατε ορφανώ και πτωχώ, ταπεινόν και πένητα δικαιώσατε· 4 εξέλεσθε πένητα και πτωχόν, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε αυτόν. 5 ουκ έγνωσαν ουδέ συνήκαν, εν σκότει διαπορεύονται· σαλευθήσονται πάντα τα θεμέλια της γής. 6 εγώ είπα· θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες· 7 υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως είς των αρχόντων πίπτετε. 8 ανάστα, ο Θεός, κρίνων την γήν, ότι σύ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοίς έθνεσι.
Ωδή ψαλμού τώ Ασάφ.
2 Ο ΘΕΟΣ, τις ομοιωθήσεταί σοι; μη σιγήσης μηδέ καταπραυ±νης, ο Θεός· 3 ότι ιδού οι εχθροί σου ήχησαν, και οι μισούντές σε ήραν κεφαλήν, 4 επί τον λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην και εβουλεύσαντο κατά των αγίων σου· 5 είπαν· δεύτε και εξολοθρεύσωμεν αυτούς εξ έθνους, και ου μη μνησθή το όνομα Ισραήλ έτι. 6 ότι εβουλεύσαντο εν ομονοία επί το αυτό, κατά σού διαθήκην διέθεντο 7 τα σκηνώματα των Ιδουμαίων και οι Ισμαηλίται, Μωάβ και οι Αγαρηνοί, 8 Γεβάλ και Αμμών και Αμαλήκ και αλλόφυλοι μετά των κατοικούντων Τύρον. 9 και γάρ και Ασσούρ συμπαρεγένετο μετ’ αυτών, εγενήθησαν εις αντίληψιν τοίς υιοίς Λώτ. (διάψαλμα).
10 ποίησον αυτοίς ως τή Μαδιάμ και τώ Σισάρα, ως τώ Ιαβείμ εν τώ χειμάρρω Κεισών· 11 εξωλοθρεύθησαν εν Αενδώρ, εγενήθησαν ωσεί κόπρος τή γη. 12 θού τους άρχοντας αυτών ως τον Ωρήβ και Ζήβ και Ζεβεέ και Σαλμανά πάντας τους άρχοντας αυτών, 13 οίτινες είπαν· Κληρονομήσωμεν εαυτοίς το αγιαστήριον τού Θεού. 14 ο Θεός μου, θού αυτούς ως τροχόν, ως καλάμην κατά πρόσωπον ανέμου· 15 ωσεί πύρ, ό διαφλέξει δρυμόν, ωσεί φλόξ, ή κατακαύσει όρη, 16 ούτως καταδιώξεις αυτούς εν τή καταιγίδι σου, και εν τή οργή σου συνταράξεις αυτούς. 17 πλήρωσον τα πρόσωπα αυτών ατιμίας, και ζητήσουσι το όνομά σου, Κύριε. 18 αισχυνθήτωσαν και ταραχθήτωσαν εις τον αιώνα τού αιώνος και εντραπήτωσαν και απολέσθωσαν 19 και γνώτωσαν ότι όνομά σοι Κύριος· σύ μόνος Ύψιστος επί πάσαν την γήν.
Εις το τέλος, υπέρ των ληνών· τοίς υιοίς Κορέ ψαλμός.
2 ΩΣ ΑΓΑΠΗΤΑ τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων. 3 επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς τού Κυρίου, η καρδία μου και η σάρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα. 4 και γάρ στρουθίον εύρεν εαυτώ οικίαν και τρυγών νοσσιάν εαυτή, ού θήσει τα νοσσία εαυτής, τα θυσιαστήριά σου, Κύριε των δυνάμεων, ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου. 5 μακάριοι οι κατοικούντες εν τώ οίκω σου, εις τους αιώνας των αιώνων αινέσουσί σε. (διάψαλμα). 6 μακάριος ανήρ, ώ εστιν η αντίληψις αυτού παρά σοί· αναβάσεις εν τή καρδία αυτού διέθετο 7 εις την κοιλάδα τού κλαυθμώνος, εις τον τόπον, ον έθετο· και γάρ ευλογίας δώσει ο νομοθετών. 8 πορεύσονται εκ δυνάμεως εις δύναμιν, οφθήσεται ο Θεός των θεών εν Σιών. 9 Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι, ο Θεός Ιακώβ. (διάψαλμα).
10 υπερασπιστά ημών, ίδε, ο Θεός, και επίβλεψον εις το πρόσωπον τού χριστού σου. 11 ότι κρείσσων ημέρα μία εν ταίς αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας· εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τώ οίκω τού Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών. 12 ότι έλεος και αλήθειαν αγαπά Κύριος ο Θεός, χάριν και δόξαν δώσει· Κύριος ου στερήσει τα αγαθά τοίς πορευομένοις εν ακακία. 13 Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί σε.
Εις το τέλος· τοίς υιοίς Κορέ ψαλμός.
2 ΕΥΔΟΚΗΣΑΣ, Κύριε, την γήν σου, απέστρεψας την αιχμαλωσίαν Ιακώβ· 3 αφήκας τας ανομίας τώ λαώ σου, εκάλυψας πάσας τας αμαρτίας αυτών. (διάψαλμα). 4 κατέπαυσας πάσαν την οργήν σου, απέστρεψας από οργής θυμού σου. 5 επίστρεψον ημάς, ο Θεός των σωτηρίων ημών, και απόστρεψον τον θυμόν σου αφ’ ημών. 6 μη εις τους αιώνας οργισθής ημίν; ή διατενείς την οργήν σου από γενεάς εις γενεάν; 7 ο Θεός, σύ επιστρέψας ζωώσεις ημάς, και ο λαός σου ευφρανθήσεται επί σοί. 8 δείξον ημίν, Κύριε, το έλεός σου και το σωτήριόν σου δώης ημίν. 9 ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός, ότι λαλήσει ειρήνην επί τον λαόν αυτού και επί τους οσίους αυτού και επί τους επιστρέφοντας καρδίαν επ΄ αυτόν.
10 πλήν εγγύς των φοβουμένων αυτόν το σωτήριον αυτού τού κατασκηνώσαι δόξαν εν τή γη ημών. 11 έλεος και αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν· 12 αλήθεια εκ της γής ανέτειλε, και δικαιοσύνη εκ τού ουρανού διέκυψε. 13 και γάρ ο Κύριος δώσει χρηστότητα, και η γη ημών δώσει τον καρπόν αυτής· 14 δικαιοσύνη εναντίον αυτού προπορεύσεται και θήσει εις οδόν τα διαβήματα αυτού.
Προσευχή τώ Δαυίδ.
ΚΛΙΝΟΝ, Κύριε, το ούς σου και επάκουσόν μου, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ. 2 φύλαξον την ψυχήν μου, ότι όσιός ειμι· σώσον τον δούλόν σου, ο Θεός μου, τον ελπίζοντα επί σε. 3 ελέησόν με, Κύριε, ότι προς σε κεκράξομαι όλην την ημέραν. 4 εύφρανον την ψυχήν τού δούλου σου, ότι προς σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου. 5 ότι σύ, Κύριε, χρηστός και επιεικής και πολυέλεος πάσι τοίς επικαλουμένοις σε. 6 ενώτισαι, Κύριε, την προσευχήν μου και πρόσχες τή φωνή της δεήσεώς μου. 7 εν ημέρα θλίψεώς μου εκέκραξα προς σε, ότι επήκουσάς μου. 8 ουκ έστιν όμοιός σοι εν θεοίς, Κύριε, και ουκ έστι κατά τα έργα σου. 9 πάντα τα έθνη, όσα εποίησας, ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιόν σου, Κύριε, και δοξάσουσι το όνομά σου.
10 ότι μέγας εί σύ και ποιών θαυμάσια, σύ εί Θεός μόνος. 11 οδήγησόν με, Κύριε, εν τή οδώ σου, και πορεύσομαι εν τή αληθεία σου· ευφρανθήτω η καρδία μου τού φοβείσθαι το όνομά σου. 12 εξομολογήσομαί σοι, Κύριε ο Θεός μου, εν όλη καρδία μου, και δοξάσω το όνομά σου εις τον αιώνα. 13 ότι το έλεός σου μέγα επ’ εμέ και ερρύσω την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου. 14 ο Θεός, παράνομοι επανέστησαν επ’ εμέ, και συναγωγή κραταιών εζήτησαν την ψυχήν μου και ου προέθεντό σε ενώπιον αυτών. 15 και σύ, Κύριε ο Θεός μου, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός. 16 επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με, δός το κράτος σου τώ παιδί σου και σώσον τον υιόν της παιδίσκης σου. 17 ποίησον μετ’ εμού σημείον εις αγαθόν, και ιδέτωσαν οι μισούντές με και αισχυνθήτωσαν, ότι σύ, Κύριε, εβοήθησάς μοι και παρεκάλεσάς με.
Τοίς υιοίς Κορέ ψαλμός ωδής.
ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΟΙ αυτού εν τοίς όρεσι τοίς αγίοις· 2 αγαπά Κύριος τας πύλας Σιών υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ. 3 δεδοξασμένα ελαλήθη περί σού η πόλις τού Θεού. (διάψαλμα). 4 μνησθήσομαι Ραάβ και Βαβυλώνος τοίς γινώσκουσί με· και ιδού αλλόφυλοι και Τύρος και λαός των Αιθιόπων, ούτοι εγενήθησαν εκεί. 5 μήτηρ Σιών, ερεί άνθρωπος, και άνθρωπος εγενήθη εν αυτή, και αυτός εθεμελίωσεν αυτήν ο Ύψιστος. 6 Κύριος διηγήσεται εν γραφή λαών και αρχόντων τούτων των γεγενημένων εν αυτή. (διάψαλμα). 7 ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοί.
Ωδή ψαλμού τοίς υιοίς Κορέ· εις το τέλος, υπέρ μαελέθ
τού αποκριθήναι· συνέσεως Αιμάν τώ Ισραηλίτη.
2 ΚΥΡΙΕ ο Θεός της σωτηρίας μου, ημέρας εκέκραξα και εν νυκτί εναντίον σου· 3 εισελθέτω ενώπιόν σου η προσευχή μου, κλίνον το ούς σου εις την δέησίν μου. 4 ότι επλήσθη κακών η ψυχή μου, και η ζωή μου τώ άδη ήγγισε· 5 προσελογίσθην μετά των καταβαινόντων εις λάκκον, εγενήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος εν νεκροίς ελεύθερος, 6 ωσεί τραυματίαι καθεύδοντες εν τάφω, ών ουκ εμνήσθης έτι και αυτοί εκ της χειρός σου απώσθησαν. 7 έθεντό με εν λάκκω κατωτάτω, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου. 8 επ’ εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου, και πάντας τους μετεωρισμούς σου επήγαγες επ’ εμέ. (διάψαλμα). 9 εμάκρυνας τους γνωστούς μου απ’ εμού, έθεντό με βδέλυγμα εαυτοίς, παρεδόθην και ουκ εξεπορευόμην.
10 οι οφθαλμοί μου ησθένησαν από πτωχείας· εκέκραξα προς σε, Κύριε, όλην την ημέραν, διεπέτασα προς σε τας χείράς μου· 11 μη τοίς νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι, και εξομολογήσονταί σοι; 12 μη διηγήσεταί τις εν τώ τάφω το έλεός σου και την αλήθειάν σου εν τή απωλεία; 13 μη γνωσθήσεται εν τώ σκότει τα θαυμάσιά σου και η δικαιοσύνη σου εν γη επιλελησμένη; 14 καγώ προς σε, Κύριε, εκέκραξα, και το πρωί η προσευχή μου προφθάσει σε. 15 ινατί, Κύριε, απωθή την ψυχήν μου, αποστρέφεις το πρόσωπόν σου απ΄ εμού; 16 πτωχός ειμι εγώ και εν κόποις εκ νεότητός μου, υψωθείς δε εταπεινώθην και εξηπορήθην. 17 επ΄ εμέ διήλθον αι οργαί σου, οι φοβερισμοί σου εξετάραξάν με, 18 εκύκλωσάν με ωσεί ύδωρ όλην την ημέραν, περιέσχον με άμα. 19 εμάκρυνας απ΄ εμού φίλον και πλησίον και τους γνωστούς μου από ταλαιπωρίας.
Συνέσεως Αιθάμ τώ Ισραηλίτη.
2 ΤΑ ΕΛΕΗ σου, Κύριε, εις τον αιώνα άσομαι, εις γενεάν και γενεάν απαγγελώ την αλήθειάν σου εν τώ στόματί μου, 3 ότι είπας· εις τον αιώνα έλεος οικοδομηθήσεται· εν τοίς ουρανοίς ετοιμασθήσεται η αλήθειά σου· 4 διεθέμην διαθήκην τοίς εκλεκτοίς μου, ώμοσα Δαυίδ τώ δούλω μου· 5 έως τού αιώνος ετοιμάσω το σπέρμα σου και οικοδομήσω εις γενεάν και γενεάν τον θρόνον σου. (διάψαλμα). 6 εξομολογήσονται οι ουρανοί τα θαυμάσιά σου, Κύριε, και την αλήθειάν σου εν εκκλησία αγίων. 7 ότι τις εν νεφέλαις ισωθήσεται τώ Κυρίω; και τις ομοιωθήσεται τώ Κυρίω εν υιοίς Θεού; 8 ο Θεός ενδοξαζόμενος εν βουλή αγίων, μέγας και φοβερός επί πάντας τους περικύκλω αυτού. 9 Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, τις όμοιός σοι; δυνατός εί, Κύριε, και η αλήθειά σου κύκλω σου.
10 σύ δεσπόζεις τού κράτους της θαλάσσης, τον δε σάλον των κυμάτων αυτής σύ καταπραυ±νεις. 11 σύ εταπείνωσας ως τραυματίαν υπερήφανον, εν τώ βραχίονι της δυνάμεώς σου διεσκόρπισας τους εχθρούς σου. 12 σοί εισιν οι ουρανοί, και σή εστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής σύ εθεμελίωσας. 13 τον βορράν και την θάλασσαν σύ έκτισας, Θαβώρ και Ερμών εν τώ ονόματί σου αγαλλιάσονται. 14 σός ο βραχίων μετά δυναστείας· κραταιωθήτω η χείρ σου, υψωθήτω η δεξιά σου. 15 δικαιοσύνη και κρίμα ετοιμασία τού θρόνου σου, έλεος και αλήθεια προπορεύσονται πρό προσώπου σου. 16 μακάριος ο λαός ο γινώσκων αλαλαγμόν· Κύριε, εν τώ φωτί τού προσώπου σου πορεύσονται 17 και εν τώ ονόματί σου αγαλλιάσονται όλην την ημέραν και εν τή δικαιοσύνη σου υψωθήσονται. 18 ότι καύχημα της δυνάμεως αυτών σύ εί, και εν τή ευδοκία σου υψωθήσεται το κέρας ημών. 19 ότι τού Κυρίου η αντίληψις και τού αγίου Ισραήλ βασιλέως ημών.
20 τότε ελάλησας εν οράσει τοίς υιοίς σου και είπας· εθέμην βοήθειαν επί δυνατόν, ύψωσα εκλεκτόν εκ τού λαού μου· 21 εύρον Δαυίδ τον δούλόν μου, εν ελέει αγίω μου έχρισα αυτόν. 22 η γάρ χείρ μου συναντιλήψεται αυτώ και ο βραχίων μου κατισχύσει αυτόν· 23 ουκ ωφελήσει εχθρός εν αυτώ, και υιός ανομίας ου προσθήσει τού κακώσαι αυτόν. 24 και συγκόψω από προσώπου αυτού τους εχθρούς αυτού και τους μισούντας αυτόν τροπώσομαι. 25 και η αλήθειά μου και το έλεός μου μετ’ αυτού, και εν τώ ονόματί μου υψωθήσεται το κέρας αυτού. 26 και θήσομαι εν θαλάσση χείρα αυτού και εν ποταμοίς δεξιάν αυτού. 27 αυτός επικαλέσεταί με· πατήρ μου εί σύ, Θεός μου και αντιλήπτωρ της σωτηρίας μου· 28 καγώ πρωτότοκον θήσομαι αυτόν, υψηλόν παρά τοίς βασιλεύσι της γής. 29 εις τον αιώνα φυλάξω αυτώ το έλεός μου, και η διαθήκη μου πιστή αυτώ·
30 και θήσομαι εις τον αιώνα τού αιώνος το σπέρμα αυτού και τον θρόνον αυτού ως τας ημέρας τού ουρανού. 31 εάν εγκαταλίπωσιν οι υιοί αυτού τον νόμον μου και τοίς κρίμασί μου μη πορευθώσιν, 32 εάν τα δικαιώματά μου βεβηλώσωσι και τας εντολάς μου μη φυλάξωσιν, 33 επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας αδικίας αυτών· 34 το δε έλεός μου ου μη διασκεδάσω απ΄ αυτών, ουδ’ ου μη αδικήσω εν τή αληθεία μου, 35 ουδ’ ου μη βεβηλώσω την διαθήκην μου και τα εκπορευόμενα διά των χειλέων μου ου μη αθετήσω. 36 άπαξ ώμοσα εν τώ αγίω μου, ει τώ Δαυίδ ψεύσομαι· 37 το σπέρμα αυτού εις τον αιώνα μενεί και ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος εναντίον μου 38 και ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τον αιώνα· και ο μάρτυς εν ουρανώ πιστός. (διάψαλμα). 39 σύ δε απώσω και εξουδένωσας, ανεβάλου τον χριστόν σου·
40 κατέστρεψας την διαθήκην τού δούλου σου, εβεβήλωσας εις την γήν το αγίασμα αυτού. 41 καθείλες πάντας τους φραγμούς αυτού, έθου τα οχυρώματα αυτού δειλίαν· 42 διήρπασαν αυτόν πάντες οι διοδεύοντες οδόν, εγενήθη όνειδος τοίς γείτοσιν αυτού. 43 ύψωσας την δεξιάν των θλιβόντων αυτόν, εύφρανας πάντας τους εχθρούς αυτού. 44 απέστρεψας την βοήθειαν της ρομφαίας αυτού και ουκ αντελάβου αυτού εν τώ πολέμω. 45 κατέλυσας από καθαρισμού αυτού, τον θρόνον αυτού εις την γήν κατέρραξας. 46 εσμίκρυνας τας ημέρας τού χρόνου αυτού, κατέχεας αυτού αισχύνην. (διάψαλμα). 47 έως πότε, Κύριε, αποστρέφη εις τέλος, εκκαυθήσεται ως πύρ η οργή σου; 48 μνήσθητι τις μου η υπόστασις· μη γάρ ματαίως έκτισας πάντας τους υιούς των ανθρώπων; 49 τις εστιν άνθρωπος, ός ζήσεται, και ουκ όψεται θάνατον; ρύσεται την ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου; (διάψαλμα).
50 που εστι τα ελέη σου τα αρχαία, Κύριε, ά ώμοσας τώ Δαυίδ εν τή αληθεία σου; 51 μνήσθητι, Κύριε, τού ονειδισμού των δούλων σου, ού υπέσχον εν τώ κόλπω πολλών εθνών, 52 ού ωνείδισαν οι εχθροί σου, Κύριε, ού ωνείδισαν το αντάλλαγμα τού χριστού σου. 53 ευλογητός Κύριος εις τον αιώνα. γένοιτο γένοιτο.
Προσευχή τού Μωυσή ανθρώπου τού Θεού.
ΚΥΡΙΕ, καταφυγή εγενήθης ημίν εν γενεά και γενεά· 2 πρό τού όρη γενηθήναι και πλασθήναι την γήν και την οικουμένην, και από τού αιώνος και έως τού αιώνος σύ εί. 3 μη αποστρέψης άνθρωπον εις ταπείνωσιν· και είπας· επιστρέψατε υιοί των ανθρώπων. 4 ότι χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου ως ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε, και φυλακή εν νυκτί. 5 τα εξουδενώματα αυτών έτη έσονται. το πρωί ωσεί χλόη παρέλθοι, 6 το πρωί ανθήσαι και παρέλθοι, το εσπέρας αποπέσοι, σκληρυνθείη και ξηρανθείη. 7 ότι εξελίπομεν εν τή οργή σου και εν τώ θυμώ σου εταράχθημεν. 8 έθου τας ανομίας ημών εναντίον σου· αιών ημών εις φωτισμόν τού προσώπου σου. 9 ότι πάσαι αι ημέραι ημών εξέλιπον, και εν τή οργή σου εξελίπομεν· τα έτη ημών ωσεί αράχνη εμελέτων.
10 αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη, εάν δε εν δυναστείαις, ογδοήκοντα έτη, και το πλείον αυτών κόπος και πόνος· ότι επήλθε πραότης εφ’ ημάς, και παιδευθησόμεθα. 11 τις γινώσκει το κράτος της οργής σου και από τού φόβου σου τον θυμόν σου εξαριθμήσασθαι; 12 την δεξιάν σου ούτω γνώρισόν μοι και τους πεπαιδευμένους τή καρδία εν σοφία. 13 επίστρεψον, Κύριε· έως πότε; και παρακλήθητι επί τοίς δούλοις σου. 14 ενεπλήσθημεν το πρωί τού ελέους σου, Κύριε, και ηγαλλιασάμεθα και ευφράνθημεν εν πάσαις ταίς ημέραις ημών· ευφρανθείημεν 15 ανθ’ ών ημερών εταπείνωσας ημάς, ετών, ών είδομεν κακά. 16 και ίδε επί τους δούλους σου και επί τα έργα σου και οδήγησον τους υιούς αυτών, 17 και έστω η λαμπρότης Κυρίου τού Θεού ημών εφ’ ημάς, και τα έργα των χειρών ημών κατεύθυνον εφ΄ ημάς και το έργον των χειρών ημών κατεύθυνον.
Αίνος ωδής τώ Δαυίδ.
Ο ΚΑΤΟΙΚΩΝ εν βοηθεία τού Υψίστου, εν σκέπη τού Θεού τού ουρανού αυλισθήσεται. 2 ερεί τώ Κυρίω· αντιλήπτωρ μου εί και καταφυγή μου, ο Θεός μου, και ελπιώ επ’ αυτόν, 3 ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών και από λόγου ταραχώδους. 4 εν τοίς μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι, και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς· όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού. 5 ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού, από βέλε η αλήθμένου ημέρας, 6 από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου, από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού. 7 πεσείται εκ τού κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου, προς σε δε ουκ εγγιεί· 8 πλήν τοίς οφθαλμοίς σου κατανοήσεις και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει. 9 ότι σύ, Κύριε, η ελπίς μου· τον Ύψιστον έθου καταφυγήν σου.
10 ου προσελεύσεται προς σε κακά, και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τώ σκηνώματί σου. 11 ότι τοίς αγγέλοις αυτού εντελείται περί σού τού διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταίς οδοίς σου· 12 επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου· 13 επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα. 14 ότι επ’ εμέ ήλπισε, και ρύσομαι αυτόν· σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω το όνομά μου. 15 κεκράξεται προς με, και επακούσομαι αυτού, μετ’ αυτού ειμι εν θλίψει· εξελούμαι αυτόν, και δοξάσω αυτόν. 16 μακρότητα ημερών εμπλήσω αυτόν και δείξω αυτώ το σωτήριόν μου.
Ψαλμός ωδής, εις την ημέραν τού σαββάτου.
2 ΑΓΑΘΟΝ το εξομολογείσθαι τώ Κυρίω και ψάλλειν τώ ονόματί σου, Ύψιστε, 3 τού αναγγέλλειν τώ πρωί το έλεός σου και την αλήθειάν σου κατά νύκτα 4 εν δεκαχόρδω ψαλτηρίω μετ’ ωδής εν κιθάρα. 5 ότι εύφρανάς με, Κύριε, εν τοίς ποιήμασί σου, και εν τοίς έργοις των χειρών σου αγαλλιάσομαι. 6 ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε· σφόδρα εβαθύνθησαν οι διαλογισμοί σου. 7 ανήρ άφρων ου γνώσεται, και ασύνετος ου συνήσει ταύτα. 8 εν τώ ανατείλαι αμαρτωλούς ωσεί χόρτον και διέκυψαν πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, όπως αν εξολοθρευθώσιν εις τον αιώνα τού αιώνος. 9 σύ δε Ύψιστος εις τον αιώνα, Κύριε·
10 ότι ιδού οι εχθροί σου, Κύριε, ιδού οι εχθροί σου απολούνται, και διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, 11 και υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το γήράς μου εν ελαίω πίονι· 12 και επείδεν ο οφθαλμός μου εν τοίς εχθροίς μου, και εν τοίς επανισταμένοις επ’ εμέ πονηρευομένοις ακούσατε το ούς μου. 13 δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει, ωσεί η κέδρος η εν τώ Λιβάνω πληθυνθήσεται. 14 πεφυτευμένοι εν τώ οίκω Κυρίου, εν ταίς αυλαίς τού Θεού ημών εξανθήσουσιν· 15 έτι πληθυνθήσονται εν γήρει πίονι και ευπαθούντες έσονται τού αναγγείλαι 16 ότι ευθής Κύριος ο Θεός ημών και ουκ έστιν αδικία εν αυτώ.
Εις την ημέραν τού προσαββάτου, ότε κατώκισται η γη·
αίνος ωδής τώ Δαυίδ.
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο, ενεδύσατο Κύριος δύναμιν και περιεζώσατο· και γάρ εστερέωσε την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται. 2 έτοιμος ο θρόνος σου από τότε, από τού αιώνος σύ εί. 3 επήραν οι ποταμοί, Κύριε, επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών· αρούσιν οι ποταμοί επιτρίψεις αυτών. 4 από φωνών υδάτων πολλών θαυμαστοί οι μετεωρισμοί της θαλάσσης, θαυμαστός εν υψηλοίς ο Κύριος. 5 τα μαρτύριά σου επιστώθησαν σφόδρα· τώ οίκω σου πρέπει αγίασμα, Κύριε, εις μακρότητα ημερών.
Ψαλμός τώ Δαυίδ, τετράδι σαββάτου.
ΘΕΟΣ εκδικήσεων Κύριος, Θεός εκδικήσεων επαρρησιάσατο. 2 υψώθητι ο κρίνων την γήν, απόδος ανταπόδοσιν τοίς υπερηφάνοις. 3 έως πότε αμαρτωλοί, Κύριε, έως πότε αμαρτωλοί καυχήσονται, 4 φθέγξονται και λαλήσουσιν αδικίαν, λαλήσουσι πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; 5 τον λαόν σου, Κύριε, εταπείνωσαν και την κληρονομίαν σου εκάκωσαν, 6 χήραν και ορφανόν απέκτειναν, και προσήλυτον εφόνευσαν 7 και είπαν· ουκ όψεται Κύριος, ουδέ συνήσει ο Θεός τού Ιακώβ. 8 σύνετε δή, άφρονες εν τώ λαώ· και, μωροί, ποτέ φρονήσατε. 9 ο φυτεύσας το ούς ουχί ακούει; ή ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί;
10 ο παιδεύων έθνη ουχί ελέγξει; ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν; 11 Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων ότι εισί μάταιοι. 12 μακάριος ο άνθρωπος, ον αν παιδεύσης, Κύριε, και εκ τού νόμου σου διδάξης αυτόν 13 τού πραυ±ναι αυτόν αφ΄ ημερών πονηρών, έως ού ορυγή τώ αμαρτωλώ βόθρος. 14 ότι ουκ απώσεται Κύριος τον λαόν αυτού και την κληρονομίαν αυτού ουκ εγκαταλείψει, 15 έως ού δικαιοσύνη επιστρέψη εις κρίσιν και εχόμενοι αυτής πάντες οι ευθείς τή καρδία. (διάψαλμα). 16 τις αναστήσεταί μοι επί πονηρευομένοις; ή τις συμπαραστήσεταί μοι επί τους εργαζομένους την ανομίαν; 17 ει μη ότι Κύριος εβοήθησέ μοι, παρά βραχύ παρώκησε τώ άδη η ψυχή μου. 18 ει έλεγον· σεσάλευται ο πούς μου, το έλεός σου, Κύριε, εβοήθει μοι. 19 Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τή καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου.
20 μη συμπροσέστω σοι θρόνος ανομίας, ο πλάσσων κόπον επί πρόσταγμα. 21 θηρεύσουσιν επί ψυχήν δικαίου και αίμα αθώον καταδικάσονται. 22 και εγένετό μοι Κύριος εις καταφυγήν και ο Θεός μου εις βοηθόν ελπίδος μου· 23 και αποδώσει αυτοίς Κύριος την ανομίαν αυτών, και κατά την πονηρίαν αυτών αφανιεί αυτούς Κύριος ο Θεός.
Αίνος ωδής τώ Δαυίδ.
ΔΕΥΤΕ αγαλλιασώμεθα τώ Κυρίω, αλαλάξωμεν τώ Θεώ τώ Σωτήρι ημών· 2 προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ. 3 ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γήν· 4 ότι εν τή χειρί αυτού τα πέρατα της γής, και τα ύψη των ορέων αυτού εισιν· 5 ότι αυτού εστιν η θάλασσα, και αυτός εποίησεν αυτήν, και την ξηράν αι χείρες αυτού έπλασαν. 6 δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ και κλαύσωμεν εναντίον Κυρίου, τού ποιήσαντος ημάς· 7 ότι αυτός εστιν ο Θεός ημών, και ημείς λαός νομής αυτού και πρόβατα χειρός αυτού. 8 σήμερον, εάν της φωνής αυτού ακούσητε, μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών, ως εν τώ παραπικρασμώ κατά την ημέραν τού πειρασμού εν τή ερήμω, 9 ού επείρασάν με οι πατέρες υμών, εδοκίμασάν με και είδον τα έργα μου. 10 τεσσαράκοντα έτη προσώχθισα τή γενεά εκείνη και είπα· αεί πλανώνται τή καρδία, αυτοί δε ουκ έγνωσαν τας οδούς μου, 11 ως ώμοσα εν τή οργή μου· ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου.
Ότε ο οίκος ωκοδομείτο μετά την αιχμαλωσίαν· ωδή τώ Δαυίδ.
ΑΣΑΤΕ τώ Κυρίω άσμα καινόν, άσατε τώ Κυρίω πάσα η γη· 2 άσατε τώ Κυρίω· ευλογήσατε το όνομα αυτού, ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας το σωτήριον αυτού· 3 αναγγείλατε εν τοίς έθνεσι την δόξαν αυτού, εν πάσι τοίς λαοίς τα θαυμάσια αυτού. 4 ότι μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα, φοβερός εστιν υπέρ πάντας τους θεούς· 5 ότι πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια, ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν. 6 εξομολόγησις και ωραιότης ενώπιον αυτού. αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια εν τώ αγιάσματι αυτού. 7 ενέγκατε τώ Κυρίω, αι πατριαί των εθνών, ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν και τιμήν· 8 ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν ονόματι αυτού, άρατε θυσίας και εισπορεύεσθε εις τας αυλάς αυτού· 9 προσκυνήσατε τώ Κυρίω εν αυλή αγία αυτού, σαλευθήτω από προσώπου αυτού πάσα η γη.
10 είπατε εν τοίς έθνεσιν· ο Κύριος εβασίλευσε, και γάρ κατώρθωσε την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. 11 ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη, σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής· 12 χαρήσεται τα πεδία και πάντα τα εν αυτοίς· τότε αγαλλιάσονται πάντα τα ξύλα τού δρυμού 13 πρό προσώπου τού Κυρίου, ότι έρχεται, ότι έρχεται κρίναι την γήν. κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν τή αληθεία αυτού.
Τώ Δαυίδ, ότε η γη αυτού καθίσταται.
Ο ΚΥΡΙΟΣ εβασίλευσεν, αγαλλιάσθω η γη, ευφρανθήτωσαν νήσοι πολλαί. 2 νέφη και γνόφος κύκλω αυτού, δικαιοσύνη και κρίμα κατόρθωσις τού θρόνου αυτού. 3 πύρ εναντίον αυτού προπορεύσεται και φλογιεί κύκλω τους εχθρούς αυτού· 4 έφαναν αι αστραπαί αυτού τή οικουμένη, είδε και εσαλεύθη η γη. 5 τα όρη ωσεί κηρός ετάκησαν από προσώπου Κυρίου, από προσώπου Κυρίου πάσης της γής. 6 ανήγγειλαν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού, και είδοσαν πάντες οι λαοί την δόξαν αυτού. 7 αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοίς γλυπτοίς, οι εγκαυχώμενοι εν τοίς ειδώλοις αυτών· προσκυνήσατε αυτώ, πάντες οι άγγελοι αυτού. 8 ήκουσε και ευφράνθη η Σιών, και ηγαλλιάσαντο αι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν των κριμάτων σου, Κύριε· 9 ότι σύ εί Κύριος ύψιστος επί πάσαν την γήν, σφόδρα υπερυψώθης υπέρ πάντας τους θεούς.
10 οι αγαπώντες τον Κύριον, μισείτε πονηρά· φυλάσσει Κύριος τας ψυχάς των οσίων αυτού, εκ χειρός αμαρτωλών ρύσεται αυτούς. 11 φώς ανέτειλε τώ δικαίω και τοίς ευθέσι τή καρδία ευφροσύνη. 12 ευφράνθητε, δίκαιοι, εν τώ Κυρίω, και εξομολογείσθε τή μνήμη της αγιωσύνης αυτού.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΑΣΑΤΕ τώ Κυρίω άσμα καινόν, ότι θαυμαστά εποίησεν ο Κύριος· έσωσεν αυτόν η δεξιά αυτού και ο βραχίων ο άγιος αυτού. 2 εγνώρισε Κύριος το σωτήριον αυτού, εναντίον των εθνών απεκάλυψε την δικαιοσύνην αυτού. 3 εμνήσθη τού ελέους αυτού τώ Ιακώβ και της αληθείας αυτού τώ οίκω Ισραήλ· είδοσαν πάντα τα πέρατα της γής το σωτήριον τού Θεού ημών. 4 αλαλάξατε τώ Θεώ, πάσα η γη, άσατε και αγαλλιάσθε και ψάλατε· 5 ψάλατε τώ Κυρίω εν κιθάρα, εν κιθάρα και φωνή ψαλμού· 6 εν σάλπιγξιν ελαταίς και φωνή σάλπιγγος κερατίνης αλαλάξατε ενώπιον τού Βασιλέως Κυρίου. 7 σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. 8 ποταμοί κροτήσουσι χειρί επί το αυτό, τα όρη αγαλλιάσονται, 9 ότι ήκει κρίναι την γήν· κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν ευθύτητι.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
Ο ΚΥΡΙΟΣ εβασίλευσεν, οργιζέσθωσαν λαοί· ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, σαλευθήτω η γη. 2 Κύριος εν Σιών μέγας και υψηλός εστιν επί πάντας τους λαούς. 3 εξομολογησάσθωσαν τώ ονόματί σου τώ μεγάλω, ότι φοβερόν και άγιόν εστι. 4 και τιμή βασιλέως κρίσιν αγαπά· σύ ητοίμασας ευθύτητας, κρίσιν και δικαιοσύνην εν Ιακώβ σύ εποίησας. 5 υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τώ υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιός εστι. 6 Μωυσής και Ααρών εν τοίς ιερεύσιν αυτού, και Σαμουήλ εν τοίς επικαλουμένοις το όνομα αυτού· επεκαλούντο τον Κύριον, και αυτός εισήκουσεν αυτών, 7 εν στύλω νεφέλης ελάλει προς αυτούς· ότι εφύλασσον τα μαρτύρια αυτού και τα προστάγματα αυτού, ά έδωκεν αυτοίς. 8 Κύριε ο Θεός ημών, σύ επήκουσε αυτών· ο Θεός, σύ ευίλατος εγίνου αυτοίς και εκδικών επί πάντα τα επιτηδεύματα αυτών. 9 υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε εις όρος άγιον αυτού, ότι άγιος Κύριος ο Θεός ημών.
Ψαλμός εις εξομολόγησιν.
ΑΛΑΛΑΞΑΤΕ τώ Κυρίω, πάσα η γη, 2 δουλεύσατε τώ Κυρίω εν ευφροσύνη, εισέλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει. 3 γνώτε ότι Κύριος, αυτός εστιν ο Θεός ημών, αυτός εποίησεν ημάς και ουχ ημείς· ημείς δε λαός αυτού και πρόβατα της νομής αυτού. 4 εισέλθετε εις τας πύλας αυτού εν εξομολογήσει, εις τας αυλάς αυτού εν ύμνοις. εξομολογείσθε αυτώ, αινείτε το όνομα αυτού, 5 ότι χρηστός Κύριος, εις τον αιώνα το έλεος αυτού, και έως γενεάς και γενεάς η αλήθεια αυτού.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΕΛΕΟΣ και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε· 2 ψαλώ και συνήσω εν οδώ αμώμω· πότε ήξεις προς με; διεπορευόμην εν ακακία καρδίας μου εν μέσω τού οίκου μου. 3 ου προεθέμην πρό οφθαλμών μου πράγμα παράνομον, ποιούντας παραβάσεις εμίσησα· ουκ εκολλήθη μοι καρδία σκαμβή. 4 εκκλίνοντος απ’ εμού τού πονηρού ουκ εγίνωσκον. 5 τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον· υπερηφάνω οφθαλμώ και απλήστω καρδία, τούτω ου συνήσθιον. 6 οι οφθαλμοί μου επί τους πιστούς της γής τού συγκαθήσθαι αυτούς μετ’ εμού· πορευόμενος εν οδώ αμώμω, ούτός μοι ελειτούργει. 7 ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν, λαλών άδικα ου κατεύθυνεν ενώπιον των οφθαλμών μου. 8 εις τας πρωίας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γής τού εξολοθρεύσαι εκ πόλεως Κυρίου πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν.
Προσευχή τώ πτωχώ, όταν ακηδιάση και εναντίον Κυρίου
εκχέη την δέησιν αυτού.
2 ΚΥΡΙΕ, εισάκουσον της προσευχής μου, και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. 3 μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού· εν ή αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ούς σου· εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν μου, 4 ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου, και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν. 5 επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδία μου, ότι επελαθόμην τού φαγείν τον άρτον μου. 6 από φωνής τού στεναγμού μου εκολλήθη το οστούν μου τή σαρκί μου. 7 ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, 8 ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. 9 όλην την ημέραν ωνείδιζόν με οι εχθροί μου, και οι επαινούντές με κατ’ εμού ώμνυον.
10 ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων 11 από προσώπου της οργής σου και τού θυμού σου, ότι επάρας κατέρραξάς με. 12 αι ημέραι μου ωσεί σκιά εκλίθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην. 13 σύ δε, Κύριε, εις τον αιώνα μένεις, και το μνημόσυνόν σου εις γενεάν και γενεάν. 14 σύ αναστάς οικτειρήσεις την Σιών, ότι καιρός τού οικτειρήσαι αυτήν, ότι ήκει καιρός· 15 ότι ευδόκησαν οι δούλοί σου τους λίθους αυτής, και τον χούν αυτής οικτειρήσουσι. 16 και φοβηθήσονται τα έθνη το όνομά σου, Κύριε, και πάντες οι βασιλείς της γής την δόξαν σου, 17 ότι οικοδομήσει Κύριος την Σιών και οφθήσεται εν τή δόξη αυτού. 18 επέβλεψεν επί την προσευχήν των ταπεινών και ουκ εξουδένωσε την δέησιν αυτών. 19 γραφήτω αύτη εις γενεάν ετέραν, και λαός ο κτιζόμενος αινέσει τον Κύριον.
20 ότι εξέκυψεν εξ ύψους αγίου αυτού, Κύριος εξ ουρανού επί την γήν επέβλεψε 21 τού ακούσαι τού στεναγμού των πεπεδημένων, τού λύσαι τους υιούς των τεθανατωμένων, 22 τού αναγγείλαι εν Σιών το όνομα Κυρίου και την αίνεσιν αυτού εν Ιερουσαλήμ 23 εν τώ συναχθήναι λαούς επί το αυτό και βασιλείς τού δουλεύειν τώ Κυρίω. 24 απεκρίθη αυτώ εν οδώ ισχύος αυτού· την ολιγότητα των ημερών μου ανάγγειλόν μοι· 25 μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου· εν γενεά γενεών τα έτη σου. 26 κατ’ αρχάς σύ, Κύριε, την γήν εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σού εισιν οι ουρανοί· 27 αυτοί απολούνται, σύ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται· 28 σύ δε ο αυτός εί, και τα έτη σου ουκ εκλείψουσιν. 29 οι υιοί των δούλων σου κατασκηνώσουσι, και το σπέρμα αυτών εις τον αιώνα κατευθυνθήσεται.
Τώ Δαυίδ.
ΕΥΛΟΓΕΙ, η ψυχή μου, τον Κύριον και, πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού· 2 ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού· 3 τον ευιλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου, τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου· 4 τον λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν σου, τον στεφανούντά σε εν ελέει και οικτιρμοίς· 5 τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου. 6 ποιών ελεημοσύνας ο Κύριος και κρίμα πάσι τοίς αδικουμένοις. 7 εγνώρισε τας οδούς αυτού τώ Μωυσή, τοίς υιοίς Ισραήλ τα θελήματα αυτού. 8 οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος· 9 ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί·
10 ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν, 11 ότι κατά το ύψος τού ουρανού από της γής εκραταίωσε Κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν· 12 καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ’ ημών τας ανομίας ημών. 13 καθώς οικτείρει πατήρ υιούς, ωκτείρησε Κύριος τους φοβουμένους αυτόν, 14 ότι αυτός έγνω το πλάσμα ημών, εμνήσθη ότι χούς εσμεν. 15 άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού· ωσεί άνθος τού αγρού, ούτως εξανθήσει· 16 ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ουχ υπάρξει και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού. 17 το δε έλεος τού Κυρίου από τού αιώνος και έως τού αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών 18 τοίς φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού τού ποιήσαι αυτάς. 19 Κύριος εν τώ ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού, και η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει.
20 ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοί ισχύι ποιούντες τον λόγον αυτού τού ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού. 21 ευλογείτε τον Κύριον, πάσαι αι δυνάμεις αυτού, λειτουργοί αυτού ποιούντες το θέλημα αυτού· 22 ευλογείτε τον Κύριον, πάντα τα έργα αυτού, εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού· ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον.
Τώ Δαυίδ.
ΕΥΛΟΓΕΙ, η ψυχή μου, τον Κύριον. Κύριε ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα, εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω 2 αναβαλλόμενος φώς ως ιμάτιον, εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν· 3 ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού, ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων· 4 ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. 5 ο θεμελιών την γήν επί την ασφάλειαν αυτής, ου κλιθήσεται εις τον αιώνα τού αιώνος. 6 άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί των ορέων στήσονται ύδατα· 7 από επιτιμήσεώς σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. 8 αναβαίνουσιν όρη και καταβαίνουσι πεδία εις τον τόπον ον εθεμελίωσας αυτά· 9 όριον έθου, ό ου παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γήν.
10 ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανά μέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα· 11 ποτιούσι πάντα τα θηρία τού αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών· 12 επ’ αυτά τα πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. 13 ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού, από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη. 14 ο εξανατέλλων χόρτον τοίς κτήνεσι και χλόην τή δουλεία των ανθρώπων τού εξαγαγείν άρτον εκ της γής· 15 και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου τού ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω, και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει. 16 χορτασθήσονται τα ξύλα τού πεδίου, αι κέδροι τού Λιβάνου, ας εφύτευσας. 17 εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι, τού ερωδιού η οικία ηγείται αυτών. 18 όρη τα υψηλά ταίς ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοίς λαγωοίς. 19 εποίησε σελήνην εις καιρούς, ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού.
20 έθου σκότος, και εγένετο νύξ· εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία τού δρυμού. 21 σκύμνοι ωρυόμενοι τού αρπάσαι και ζητήσαι παρά τώ Θεώ βρώσιν αυτοίς. 22 ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. 23 εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας. 24 ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου. 25 αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος, εκεί ερπετά, ών ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων· 26 εκεί πλοία διαπορεύονται, δράκων ούτος, ον έπλασας εμπαίζειν αυτή. 27 πάντα προς σε προσδοκώσι, δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον. 28 δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν, ανοίξαντός σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. 29 αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται· αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι και εις τον χούν αυτών επιστρέψουσιν.
30 εξαποστελείς το πνεύμά σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον της γής. 31 ήτω η δόξα Κυρίου εις τους αιώνας, ευφρανθήσεται Κύριος επί τοίς έργοις αυτού· 32 ο επιβλέπων επί την γήν και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται. 33 άσω τώ Κυρίω εν τή ζωή μου, ψαλώ τώ Θεώ μου έως υπάρχω· 34 ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τώ Κυρίω. 35 εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γής και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον.
Αλληλούια.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τώ Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα αυτού, απαγγείλατε εν τοίς έθνεσι τα έργα αυτού· 2 άσατε αυτώ και ψάλατε αυτώ, διηγήσασθε πάντα τα θαυμάσια αυτού. 3 επαινείσθε εν τώ ονόματι τώ αγίω αυτού. ευφρανθήτω καρδία ζητούντων τον Κύριον· 4 ζητήσατε τον Κύριον και κραταιώθητε, ζητήσατε το πρόσωπον αυτού διαπαντός. 5 μνήσθητε των θαυμασίων αυτού, ών εποίησε, τα τέρατα αυτού και τα κρίματα τού στόματος αυτού, 6 σπέρμα Αβραάμ δούλοι αυτού, υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού. 7 αυτός Κύριος ο Θεός ημών, εν πάση τή γη τα κρίματα αυτού. 8 εμνήσθη εις τον αιώνα διαθήκης αυτού, λόγου, ού ενετείλατο εις χιλίας γενεάς, 9 ον διέθετο τώ Αβραάμ, και τού όρκου αυτού τώ Ισαάκ
10 και έστησεν αυτόν τώ Ιακώβ εις πρόσταγμα και τώ Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον 11 λέγων· σοί δώσω την γήν Χαναάν σχοίνισμα κληρονομίας υμών. 12 εν τώ είναι αυτούς αριθμώ βραχείς, ολιγοστούς και παροίκους εν αυτή 13 και διήλθον εξ έθνους εις έθνος, και εκ βασιλείας εις λαόν έτερον. 14 ουκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ήλεγξεν υπέρ αυτών βασιλείς· 15 μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοίς προφήταις μου μη πονηρεύεσθε. 16 και εκάλεσε λιμόν επί την γήν, πάν στήριγμα άρτου συνέτριψεν· 17 απέστειλεν έμπροσθεν αυτών άνθρωπον, εις δούλον επράθη Ιωσήφ. 18 εταπείνωσαν εν πέδαις τους πόδας αυτού, σίδηρον διήλθεν η ψυχή αυτού 19 μέχρι τού ελθείν τον λόγον αυτού, το λόγιον τού Κυρίου επύρωσεν αυτόν. 20 απέστειλε βασιλεύς και έλυσεν αυτόν, άρχων λαού, και αφήκεν αυτόν. 21 κατέστησεν αυτόν κύριον τού οίκου αυτού και άρχοντα πάσης της κτήσεως αυτού 22 τού παιδεύσαι τους άρχοντας αυτού ως εαυτόν και τους πρεσβυτέρους αυτού σοφίσαι. 23 και εισήλθεν Ισραήλ εις Αίγυπτον, και Ιακώβ παρώκησεν εν γη Χάμ. 24 και ηύξησε τον λαόν αυτού σφόδρα και εκραταίωσεν αυτόν υπέρ τους εχθρούς αυτού. 25 μετέστρεψε την καρδίαν αυτού τού μισήσαι τον λαόν αυτού, τού δολιούσθαι εν τοίς δούλοις αυτού. 26 εξαπέστειλε Μωυσήν τον δούλον αυτού, Ααρών, ον εξελέξατο εαυτώ. 27 έθετο εν αυτοίς τους λόγους των σημείων αυτού και των τεράτων αυτού εν γη Χάμ. 28 εξαπέστειλε σκότος και εσκότασεν, ότι παρεπίκραναν τους λόγους αυτού· 29 μετέστρεψε τα ύδατα αυτών εις αίμα, και απέκτεινε τους ιχθύας αυτών.
30 εξήρψεν η γη αυτών βατράχους εν τοίς ταμιείοις των βασιλέων αυτών. 31 είπε, και ήλθε κυνόμυια και σκνίπες εν πάσι τοίς ορίοις αυτών. 32 έθετο τας βροχάς αυτών χάλαζαν, πύρ καταφλέγον εν τή γη αυτών, 33 και επάταξε τας αμπέλους αυτών και τας συκάς αυτών και συνέτριψε πάν ξύλον ορίου αυτών. 34 είπε και ήλθεν ακρίς, και βρούχος, ού ουκ ήν αριθμός, 35 και κατέφαγε πάντα τον χόρτον εν τή γη αυτών, και κατέφαγε τον καρπόν της γής αυτών. 36 και επάταξε πάν πρωτότοκον εν τή γη αυτών, απαρχήν παντός πόνου αυτών. 37 και εξήγαγεν αυτούς εν αργυρίω και χρυσίω, και ουκ ήν εν ταίς φυλαίς αυτών ο ασθενών. 38 ευφράνθη Αίγυπτος εν τή εξόδω αυτών, ότι επέπεσεν ο φόβος αυτών επ’ αυτούς. 39 διεπέτασε νεφέλην εις σκέπην αυτοίς και πύρ τού φωτίσαι αυτοίς την νύκτα.
40 ήτησαν, και ήλθεν ορτυγομήτρα, και άρτον ουρανού ενέπλησεν αυτούς· 41 διέρρηξε πέτραν, και ερρύησαν ύδατα, επορεύθησαν εν ανύδροις ποταμοί. 42 ότι εμνήσθη τού λόγου τού αγίου αυτού τού προς Αβραάμ τον δούλον αυτού 43 και εξήγαγε τον λαόν αυτού εν αγαλλιάσει και τους εκλεκτούς αυτού εν ευφροσύνη. 44 και έδωκεν αυτοίς χώρας εθνών, και πόνους λαών κατεκληρονόμησαν, 45 όπως αν φυλάξωσι τα δικαιώματα αυτού, και τον νόμον αυτού εκζητήσωσιν.
Αλληλούια.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τώ Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 2 τις λαλήσει τας δυναστείας τού Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού; 3 μακάριοι οι φυλάσσοντες κρίσιν και ποιούντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ. 4 μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τή ευδοκία τού λαού σου, επίσκεψαι ημάς εν τώ σωτηρίω σου 5 τού ιδείν εν τή χρηστότητι των εκλεκτών σου, τού ευφρανθήναι εν τή ευφροσύνη τού έθνους σου, τού επαινείσθαι μετά της κληρονομίας σου. 6 ημάρτομεν μετά των πατέρων ημών, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν. 7 οι πατέρες ημών εν Αιγύπτω ου συνήκαν τα θαυμάσιά σου και ουκ εμνήσθησαν τού πλήθους τού ελέους σου και παρεπίκραναν αναβαίνοντες εν τή ερυθρά θαλάσση. 8 και έσωσεν αυτούς ένεκεν τού ονόματος αυτού τού γνωρίσαι την δυναστείαν αυτού· 9 και επετίμησε τή ερυθρά θαλάσση, και εξηράνθη, και ωδήγησεν αυτούς εν αβύσσω ως εν ερήμω·
10 και έσωσεν αυτούς εκ χειρός μισούντος και ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός εχθρών· 11 εκάλυψεν ύδωρ τους θλίβοντας αυτούς, είς εξ αυτών ουχ υπελείφθη. 12 και επίστευσαν τοίς λόγοις αυτού και ήσαν την αίνεσιν αυτού. 13 ετάχυναν, επελάθοντο των έργων αυτού, ουχ υπέμειναν την βουλήν αυτού· 14 και επεθύμησαν επιθυμίαν εν τή ερήμω και επείρασαν τον Θεόν εν ανύδρω. 15 και έδωκεν αυτοίς το αίτημα αυτών, και εξαπέστειλε πλησμονήν εις τας ψυχάς αυτών. 16 και παρώργισαν Μωυσήν εν τή παρεμβολή, τον Ααρών τον άγιον Κυρίου· 17 ηνοίχθη η γη και κατέπιε Δαθάν και εκάλυψεν επί την συναγωγήν Αβειρών· 18 και εξεκαύθη πύρ εν τή συναγωγή αυτών, φλόξ κατέφλεξεν αμαρτωλούς. 19 και εποίησαν μόσχον εν Χωρήβ και προσεκύνησαν τώ γλυπτώ.
20 και ηλλάξαντο την δόξαν αυτών εν ομοιώματι μόσχου εσθίοντος χόρτον. 21 και επελάθοντο τού Θεού τού σώζοντος αυτούς, τού ποιήσαντος μεγάλα εν Αιγύπτω, 22 θαυμαστά εν γη Χάμ, φοβερά επί θαλάσσης ερυθράς. 23 και είπε τού εξολοθρεύσαι αυτούς, ει μη Μωυσής ο εκλεκτός αυτού έστη εν τή θραύσει ενώπιον αυτού τού αποστρέψαι τον θυμόν αυτού τού μη εξολοθρεύσαι αυτούς. 24 και εξουδένωσαν γήν επιθυμητήν, ουκ επίστευσαν τώ λόγω αυτού· 25 και εγόγγυσαν εν τοίς σκηνώμασιν αυτών, ουκ εισήκουσαν της φωνής Κυρίου. 26 και επήρε την χείρα αυτού επ’ αυτούς τού καταβαλείν αυτούς εν τή ερήμω 27 και τού καταβαλείν το σπέρμα αυτών εν τοίς έθνεσι και διασκορπίσαι αυτούς εν ταίς χώραις. 28 και ετελέσθησαν τώ Βεελφεγώρ και έφαγον θυσίας νεκρών· 29 και παρώξυναν αυτόν εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών, και επληθύνθη εν αυτοίς η πτώσις.
30 και έστη Φινεές και εξιλάσατο, και εκόπασεν η θραύσις· 31 και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην εις γενεάν και γενεάν έως τού αιώνος. 32 και παρώργισαν αυτόν επί ύδατος αντιλογίας και εκακώθη Μωυσής δι’ αυτούς, 33 ότι παρεπίκραναν το πνεύμα αυτού, και διέστειλεν εν τοίς χείλεσιν αυτού. 34 ουκ εξωλόθρευσαν τα έθνη, ά είπε Κύριος αυτοίς, 35 και εμίγησαν εν τοίς έθνεσι και έμαθον τα έργα αυτών· 36 και εδούλευσαν τοίς γλυπτοίς αυτών, και εγενήθη αυτοίς εις σκάνδαλον· 37 και έθυσαν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τοίς δαιμονίοις 38 και εξέχεαν αίμα αθώον, αίμα υιών αυτών και θυγατέρων, ών έθυσαν τοίς γλυπτοίς Χαναάν και εφονοκτονήθη η γη εν τοίς αίμασι 39 και εμιάνθη εν τοίς έργοις αυτών, και επόρνευσαν εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών.
40 και ωργίσθη θυμώ Κύριος επί τον λαόν αυτού και εβδελύξατο την κληρονομίαν αυτού· 41 και παρέδωκεν αυτούς εις χείρας εχθρών, και εκυρίευσαν αυτών οι μισούντες αυτούς. 42 και έθλιψαν αυτούς οι εχθροί αυτών, και εταπεινώθησαν υπό τας χείρας αυτών. 43 πλεονάκις ερρύσατο αυτούς, αυτοί δε παρεπίκραναν αυτόν εν τή βουλή αυτών και εταπεινώθησαν εν ταίς ανομίαις αυτών. 44 και είδε Κύριος εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, εν τώ αυτόν εισακούσαι της δεήσεως αυτών· 45 και εμνήσθη της διαθήκης αυτού και μετεμελήθη κατά το πλήθος τού ελέους αυτού 46 και έδωκεν αυτούς εις οικτιρμούς εναντίον πάντων των αιχμαλωτευσάντων αυτούς. 47 σώσον ημάς, Κύριε ο Θεός ημών, και επισυνάγαγε ημάς εκ των εθνών τού εξομολογήσασθαι τώ ονόματί σου τώ αγίω, τού εγκαυχάσθαι εν τή αινέσει σου. 48 ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ από τού αιώνος και έως τού αιώνος. και ερεί πάς ο λαός· γένοιτο γένοιτο.
Αλληλούια.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τώ Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 2 ειπάτωσαν οι λελυτρωμένοι υπό Κυρίου, ούς ελυτρώσατο εκ χειρός εχθρού. 3 εκ των χωρών συνήγαγεν αυτούς, από ανατολών και δυσμών και βορρά και θαλάσσης. 4 επλανήθησαν εν τή ερήμω εν γη ανύδρω, οδόν πόλεως κατοικητηρίου ουχ εύρον, 5 πεινώντες και διψώντες, η ψυχή αυτών εν αυτοίς εξέλιπε· 6 και εκέκραξαν προς Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών ερρύσατο αυτούς 7 και ωδήγησεν αυτούς εις οδόν ευθείαν τού πορευθήναι εις πόλιν κατοικητηρίου. 8 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς των ανθρώπων, 9 ότι εχόρτασε ψυχήν κενήν και πεινώσαν ενέπλησεν αγαθών.
10 καθημένους εν σκότει και σκιά θανάτου, πεπεδημένους εν πτωχεία και σιδήρω, 11 ότι παρεπίκραναν τα λόγια τού Θεού, και την βουλήν τού Υψίστου παρώξυναν, 12 και εταπεινώθη εν κόποις η καρδία αυτών, ησθένησαν, και ουκ ήν ο βοηθών· 13 και εκέκραξαν προς Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς 14 και εξήγαγεν αυτούς εκ σκότους και σκιάς θανάτου και τους δεσμούς αυτών διέρρηξεν. 15 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς των ανθρώπων, 16 ότι συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν. 17 αντελάβετο αυτών εξ οδού ανομίας αυτών, διά γάρ τας ανομίας αυτών εταπεινώθησαν· 18 πάν βρώμα εβδελύξατο η ψυχή αυτών, και ήγγισαν έως των πυλών τού θανάτου· 19 και εκέκραξαν προς Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς,
20 απέστειλε τον λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών. 21 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς των ανθρώπων 22 και θυσάτωσαν αυτώ θυσίαν αινέσεως και εξαγγειλάτωσαν τα έργα αυτού εν αγαλλιάσει. 23 οι καταβαίνοντες εις θάλασσαν εν πλοίοις, ποιούντες εργασίαν εν ύδασι πολλοίς, 24 αυτοί είδον τα έργα Κυρίου και τα θαυμάσια αυτού εν τώ βυθώ. 25 είπε, και έστη πνεύμα καταιγίδος, και υψώθη τα κύματα αυτής· 26 αναβαίνουσιν έως των ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων, η ψυχή αυτών εν κακοίς ετήκετο· 27 εταράχθησαν, εσαλεύθησαν ως ο μεθύων, και πάσα η σοφία αυτών κατεπόθη· 28 και εκέκραξαν προς Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών εξήγαγεν αυτούς 29 και επέταξε τή καταιγίδι, και έστη εις αύραν, και εσίγησαν τα κύματα αυτής·
30 και ευφράνθησαν, ότι ησύχασαν, και ωδήγησεν αυτούς επί λιμένα θελήματος αυτού. 31 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς των ανθρώπων. 32 υψωσάτωσαν αυτόν εν εκκλησία λαού και εν καθέδρα πρεσβυτέρων αινεσάτωσαν αυτόν. 33 έθετο ποταμούς εις έρημον και διεξόδους υδάτων εις δίψαν, 34 γήν καρποφόρον εις άλμην από κακίας των κατοικούντων εν αυτή. 35 έθετο έρημον εις λίμνας υδάτων και γήν άνυδρον εις διεξόδους υδάτων. 36 και κατώκισεν εκεί πεινώντας, και συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας 37 και έσπειραν αγρούς και εφύτευσαν αμπελώνας και εποίησαν καρπόν γεννήματος, 38 και ευλόγησεν αυτούς, και επληθύνθησαν σφόδρα, και τα κτήνη αυτών ουκ εσμίκρυνε. 39 και ωλιγώθησαν και εκακώθησαν από θλίψεως κακών και οδύνης.
40 εξεχύθη εξουδένωσις επ΄ άρχοντας αυτών, και επλάνησεν αυτούς εν αβάτω και ουχ οδώ. 41 και εβοήθησε πένητι εκ πτωχείας και έθετο ως πρόβατα πατριάς. 42 όψονται ευθείς και ευφρανθήσονται, και πάσα ανομία εμφράξει το στόμα αυτής. 43 τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη τού Κυρίου;
Ωδή ψαλμού τώ Δαυίδ.
2 ΕΤΟΙΜΗ η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι και ψαλώ εν τή δόξη μου. 3 εξεγέρθητι, ψαλτήριον και κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου. 4 εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς, Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσιν, 5 ότι μέγα επάνω των ουρανών το έλεός σου και έως των νεφελών η αλήθειά σου. 6 υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γήν η δόξα σου. 7 όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τή δεξιά σου και επάκουσόν μου. 8 ο Θεός ελάλησεν εν τώ αγίω αυτού· υψωθήσομαι και διαμεριώ Σίκιμα, και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω· 9 εμός εστι Γαλαάδ, και εμός εστι Μανασσής, και Εφραίμ αντίληψις της κεφαλής μου, Ιούδας βασιλεύς μου,
10 Μωάβ λέβης της ελπίδος μου, επί την Ιδουμαίαν επιβαλώ το υπόδημά μου, εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. 11 τις απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τις οδηγήσει με έως της Ιδουμαίας; 12 ουχί σύ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; και ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταίς δυνάμεσιν ημών; 13 δός ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως, και ματαία σωτηρία ανθρώπου. 14 εν τώ Θεώ ποιήσωμεν δύναμιν, και αυτός εξουδενώσει τους εχθρούς ημών.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
Ο Θεός, την αίνεσίν μου μη παρασιωπήσης, 2 ότι στόμα αμαρτωλού και στόμα δολίου επ’ εμέ ηνοίχθη, ελάλησαν κατ’ εμού γλώσση δολία 3 και λόγοις μίσους εκύκλωσάν με και επολέμησάν με δωρεάν. 4 αντί τού αγαπάν με ενδιέβαλλόν με, εγώ δε προσηυχόμην· 5 και έθεντο κατ’ εμού κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγαπήσεώς μου. 6 κατάστησον επ’ αυτόν αμαρτωλόν, και διάβολος στήτω εκ δεξιών αυτού· 7 εν τώ κρίνεσθαι αυτόν εξέλθοι καταδεδικασμένος, και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν. 8 γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι, και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος. 9 γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί και η γυνή αυτού χήρα·
10 σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οι υιοί αυτού και επαιτησάτωσαν, εκβληθήτωσαν εκ των οικοπέδων αυτών. 11 εξερευνησάτω δανειστής πάντα, όσα υπάρχει αυτώ, και διαρπασάτωσαν αλλότριοι τους πόνους αυτού· 12 μη υπαρξάτω αυτώ αντιλήπτωρ, μηδέ γενηθήτω οικτίρμων τοίς ορφανοίς αυτού· 13 γενηθήτω τα τέκνα αυτού εις εξολόθρευσιν, εν γενεά μια εξαλειφθείη το όνομα αυτού. 14 αναμνησθείη η ανομία των πατέρων αυτού έναντι Κυρίου, και η αμαρτία της μητρός αυτού μη εξαλειφθείη· 15 γενηθήτωσαν εναντίον Κυρίου διαπαντός, και εξολοθρευθείη εκ γής το μνημόσυνον αυτών, 16 ανθ’ ών ουκ εμνήσθη ποιήσαι έλεος και κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα και πτωχόν και κατανενυγμένον τή καρδία τού θανατώσαι. 17 και ηγάπησε κατάραν, και ήξει αυτώ· και ουκ ηθέλησεν ευλογίαν, και μακρυνθήσεται απ’ αυτού. 18 και ενεδύσατο κατάραν ως ιμάτιον, και εισήλθεν ωσεί ύδωρ εις τα έγκατα αυτού και ωσεί έλαιον εν τοίς οστέοις αυτού. 19 γενηθήτω αυτώ ως ιμάτιον, ό περιβάλλεται, και ωσεί ζώνη, ήν διαπαντός περιζώννυται.
20 τούτο το έργον των ενδιαβαλλόντων με παρά Κυρίου και των λαλούντων πονηρά κατά της ψυχής μου. 21 και σύ, Κύριε Κύριε, ποίησον μετ’ εμού ένεκεν τού ονόματός σου, ότι χρηστόν το έλεός σου. ρύσαί με, 22 ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ, και η καρδία μου τετάρακται εντός μου. 23 ωσεί σκιά εν τώ εκκλίναι αυτήν αντανηρέθην, εξετινάχθην ωσεί ακρίδες. 24 τα γόνατά μου ησθένησαν από νηστείας, και η σάρξ μου ηλλοιώθη δι’ έλαιον. 25 καγώ εγενήθην όνειδος αυτοίς· είδοσάν με, εσάλευσαν κεφαλάς αυτών. 26 βοήθησόν μοι, Κύριε ο Θεός μου, και σώσόν με κατά το έλεός σου. 27 και γνώτωσαν ότι η χείρ σου αύτη και σύ, Κύριε, εποίησας αυτήν. 28 καταράσονται αυτοί, και σύ ευλογήσεις· οι επανιστάμενοί μοι αισχυνθήτωσαν, ο δε δούλός σου ευφρανθήσεται. 29 ενδυσάσθωσαν οι ενδιαβάλλοντές με εντροπήν και περιβαλέσθωσαν ως διπλοίδα αισχύνην αυτών.
30 εξομολογήσομαι τώ Κυρίω σφόδρα εν τώ στόματί μου και εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν, 31 ότι παρέστη εκ δεξιών πένητος τού σώσαι εκ των καταδιωκόντων την ψυχήν μου.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΕΙΠΕΝ ο Κύριος τώ Κυρίω μου· κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. 2 ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών, και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου. 3 μετά σού η αρχή εν ημέρα της δυνάμεώς σου εν ταίς λαμπρότησι των αγίων σου· εκ γαστρός πρό εωσφόρου εγέννησά σε. 4 ώμοσε Κύριος και ου μεταμεληθήσεται· σύ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. 5 Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς· 6 κρινεί εν τοίς έθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γής πολλών. 7 εκ χειμάρρου εν οδώ πίεται· διά τούτο υψώσει κεφαλήν.
Αλληλούια.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΜΑΙ σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου εν βουλή ευθέων και συναγωγή. 2 μεγάλα τα έργα Κυρίου, εξεζητημένα εις πάντα τα θελήματα αυτού· 3 εξομολόγησις και μεγαλοπρέπεια το έργον αυτού, και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα τού αιώνος. 4 μνείαν εποιήσατο των θαυμασίων αυτού, ελεήμων και οικτίρμων ο Κύριος· 5 τροφήν έδωκε τοίς φοβουμένοις αυτόν, μνησθήσεται εις τον αιώνα διαθήκης αυτού. 6 ισχύν έργων αυτού ανήγγειλε τώ λαώ αυτού τού δούναι αυτοίς κληρονομίαν εθνών. 7 έργα χειρών αυτού αλήθεια και κρίσις· πισταί πάσαι αι εντολαί αυτού, 8 εστηριγμέναι εις τον αιώνα τού αιώνος, πεποιημέναι εν αληθεία και ευθύτητι. 9 λύτρωσιν απέστειλε τώ λαώ αυτού, ενετείλατο εις τον αιώνα διαθήκην αυτού· άγιον και φοβερόν το όνομα αυτού.
10 αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοίς ποιούσιν αυτήν. η αίνεσις αυτού μένει εις τον αιώνα τού αιώνος.
Αλληλούια.
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον, εν ταίς εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα· 2 δυνατόν εν τή γη έσται το σπέρμα αυτού, γενεά ευθέων ευλογηθήσεται. 3 δόξα και πλούτος εν τώ οίκω αυτού, και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα τού αιώνος. 4 εξανέτειλεν εν σκότει φώς τοίς ευθέσιν ελεήμων και οικτίρμων και δίκαιος. 5 χρηστός ανήρ ο οικτείρων και κιχρών· οικονομήσει τους λόγους αυτού εν κρίσει, 6 ότι εις τον αιώνα ου σαλευθήσεται, εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος. 7 από ακοής πονηράς ου φοβηθήσεται· ετοίμη η καρδία αυτού ελπίζειν επί Κύριον. 8 εστήρικται η καρδία αυτού, ου μη φοβηθή, έως ού επίδη επί τους εχθρούς αυτού· 9 εσκόρπισεν, έδωκε τοίς πένησιν· η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα τού αιώνος, το κέρας αυτού υψωθήσεται εν δόξη. 10 αμαρτωλός όψεται και οργισθήσεται, τους οδόντας αυτού βρύξει και τακήσεται· επιθυμία αμαρτωλού απολείται.
Αλληλούια.
ΑΙΝΕΙΤΕ, παίδες, Κύριον, αινείτε το όνομα Κυρίου· 2 είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από τού νύν και έως τού αιώνος. 3 από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών αινετόν το όνομα Κυρίου. 4 υψηλός επί πάντα τα έθνη ο Κύριος, επί τους ουρανούς η δόξα αυτού. 5 τις ως Κύριος ο Θεός ημών; ο εν υψηλοίς κατοικών 6 και τα ταπεινά εφορών εν τώ ουρανώ και εν τή γη, 7 ο εγείρων από γής πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα 8 τού καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων, μετά αρχόντων λαού αυτού· 9 ο κατοικίζων στείραν εν οίκω, μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην.
Αλληλούια.
ΕΝ ΕΞΟΔ† Ισραήλ εξ Αιγύπτου, οίκου Ιακώβ εκ λαού βαρβάρου, 2 εγενήθη Ιουδαία αγίασμα αυτού, Ισραήλ εξουσία αυτού. 3 η θάλασσα είδε και έφυγεν, ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω· 4 τα όρη εσκίρτησαν ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων. 5 τι σοί εστι, θάλασσα, ότι έφυγες, και σύ, Ιορδάνη, ότι εστράφης εις τα οπίσω; 6 τα όρη, ότι εσκιρτήσατε ωσεί κριοί, και οι βουνοί ως αρνία προβάτων; 7 από προσώπου Κυρίου εσαλεύθη η γη, από προσώπου τού Θεού Ιακώβ 8 τού στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων. 9 μη ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ’ ή τώ ονόματί σου δός δόξαν, επί τώ ελέει σου και τή αληθεία σου, 10 μήποτε είπωσι τα έθνη· που εστιν ο Θεός αυτών; 11 ο δε Θεός ημών εν τώ ουρανώ και εν τή γη πάντα, όσα ηθέλησεν, εποίησε. 12 τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· 13 στόμα έχουσι, και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι, και ουκ όψονται, 14 ώτα έχουσι, και ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι, και ουκ οσφρανθήσονται, 15 χείρας έχουσι, και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τώ λάρυγγι αυτών. 16 όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς. 17 οίκος Ισραήλ ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών εστιν. 18 οίκος Ααρών ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών εστιν. 19 οι φοβούμενοι τον Κύριον ήλπισαν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών εστιν. 20 Κύριος μνησθείς ημών ευλόγησεν ημάς, ευλόγησε τον οίκον Ισραήλ, ευλόγησε τον οίκον Ααρών, 21 ευλόγησε τους φοβουμένους τον Κύριον, τους μικρούς μετά των μεγάλων. 22 προσθείη Κύριος εφ’ υμάς, εφ’ υμάς και επί τους υιούς υμών. 23 ευλογημένοι υμείς τώ Κυρίω τώ ποιήσαντι τον ουρανόν και την γήν. 24 ο ουρανός τού ουρανού τώ Κυρίω, την δε γήν έδωκε τοίς υιοίς των ανθρώπων. 25 ουχ οι νεκροί αινέσουσί σε, Κύριε, ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις άδου, 26 αλλ’ ημείς οι ζώντες ευλογήσομεν τον Κύριον, από τού νύν, και έως τού αιώνος.
Αλληλούια.
ΗΓΑΠΗΣΑ, ότι εισακούσεται Κύριος της φωνής της δεήσεώς μου, 2 ότι έκλινε το ούς αυτού εμοί, και εν ταίς ημέραις μου επικαλέσομαι. 3 περιέσχον με ωδίνες θανάτου, κίνδυνοι άδου εύροσάν με· θλίψιν και οδύνην εύρον, 4 και το όνομα Κυρίου επεκαλεσάμην· ώ Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου. 5 ελεήμων ο Κύριος και δίκαιος, και ο Θεός ημών ελεεί. 6 φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος· εταπεινώθην, και έσωσέ με. 7 επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε, 8 ότι εξείλετο την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος. 9 ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου, εν χώρα ζώντων.
Αλληλούια.
ΕΠΙΣΤΕΥΣΑ, διό ελάλησα· εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα. 2 εγώ δε είπα εν τή εκστάσει μου· πάς άνθρωπος ψεύστης. 3 τι ανταποδώσω τώ Κυρίω περί πάντων, ών ανταπέδωκέ μοι; 4 ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι. 5 τας ευχάς μου τώ Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός τού λαού αυτού. 6 τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού. 7 ώ Κύριε, εγώ δούλος σός, εγώ δούλος σός και υιός της παιδίσκης σου. διέρρηξας τους δεσμούς μου, 8 σοί θύσω θυσίαν αινέσεως και εν ονόματι Κυρίου επικαλέσομαι. 9 τας ευχάς μου τώ Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός τού λαού αυτού, 10 εν αυλαίς οίκου Κυρίου εν μέσω σου, Ιερουσαλήμ.
Αλληλούια.
ΑΙΝΕΙΤΕ τον Κύριον, πάντα τα έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οι λαοί, 2 ότι εκραταιώθη το έλεος αυτού εφ’ ημάς, και η αλήθεια τού Κυρίου μένει εις τον αιώνα.
Αλληλούια.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τώ Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 2 ειπάτω δή οίκος Ισραήλ ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 3 ειπάτω δή οίκος Ααρών ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 4 ειπάτωσαν δή πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 5 εκ θλίψεως επεκαλεσάμην τον Κύριον, και επήκουσέ μου εις πλατυσμόν. 6 Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. 7 Κύριος εμοί βοηθός, καγώ επόψομαι τους εχθρούς μου. 8 αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή πεποιθέναι επ’ άνθρωπον· 9 αγαθόν ελπίζειν επί Κύριον ή ελπίζειν επ΄ άρχουσι.
10 πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με, και τώ ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς· 11 κυκλώσαντες εκύκλωσάν με, και τώ ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. 12 εκύκλωσάν με ωσεί μέλισσαι κηρίον και εξεκαύθησαν ως πύρ εν ακάνθαις, και τώ ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. 13 ωσθείς ανετράπην τού πεσείν, και ο Κύριος αντελάβετό μου. 14 ισχύς μου και ύμνησίς μου ο Κύριος και εγένετό μοι εις σωτηρίαν. 15 φωνή αγαλλιάσεως και σωτηρίας εν σκηναίς δικαίων· δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν, 16 δεξιά Κυρίου ύψωσέ με, δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν. 17 ουκ αποθανούμαι, αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι τα έργα Κυρίου. 18 παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος και τώ θανάτω ου παρέδωκέ με. 19 ανοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης· εισελθών εν αυταίς εξομολογήσομαι τώ Κυρίω.
20 αύτη η πύλη τού Κυρίου, δίκαιοι εισελεύσονται εν αυτή. 21 εξομολογήσομαί σοι, ότι επήκουσάς μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. 22 λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας· 23 παρά Κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών. 24 αύτη η ημέρα, ήν εποίησεν ο Κύριος· αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή. 25 ώ Κύριε, σώσον δή, ώ Κύριε, ευόδωσον δή. 26 ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· ευλογήκαμεν υμάς εξ οίκου Κυρίου. 27 Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν· συστήσασθε εορτήν εν τοίς πυκάζουσιν έως των κεράτων τού θυσιαστηρίου. 28 Θεός μου εί σύ, και εξομολογήσομαί σοι· Θεός μου εί σύ, και υψώσω σε· εξομολογήσομαί σοι, ότι επήκουσάς μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. 29 εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.
Αλληλούια.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου. 2 μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού· εν όλη καρδία εκζητήσουσιν αυτόν. 3 ου γάρ οι εργαζόμενοι την ανομίαν εν ταίς οδοίς αυτού επορεύθησαν. 4 σύ ενετείλω τας εντολάς σου τού φυλάξασθαι σφόδρα. 5 όφελον κατευθυνθείησαν αι οδοί μου τού φυλάξασθαι τα δικαιώματά σου. 6 τότε ου μη αισχυνθώ εν τώ με επιβλέπειν επί πάσας τας εντολάς σου. 7 εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας εν τώ μεμαθηκέναι με τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. 8 τα δικαιώματά σου φυλάξω· μη με εγκαταλίπης έως σφόδρα. ~ 9 Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος την οδόν αυτού; εν τώ φυλάξασθαι τους λόγους σου.
10 εν όλη καρδία μου εξεζήτησά σε· μη απώση με από των εντολών σου. 11 εν τή καρδία μου έκρυψα τα λόγιά σου, όπως αν μη αμάρτω σοι. 12 ευλογητός εί, Κύριε· δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. 13 εν τοίς χείλεσί μου εξήγγειλα πάντα τα κρίματα τού στόματός σου. 14 εν τή οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω. 15 εν ταίς εντολαίς σου αδολεσχήσω και κατανοήσω τας οδούς σου. 16 εν τοίς δικαιώμασί σου μελετήσω, ουκ επιλήσομαι των λόγων σου. ~ 17 Ανταπόδος τώ δούλω σου· ζήσομαι και φυλάξω τους λόγους σου. 18 αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου, και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ τού νόμου σου. 19 πάροικος εγώ ειμι εν τή γη· μη αποκρύψης απ’ εμού τας εντολάς σου.
20 επεπόθησεν η ψυχή μου τού επιθυμήσαι τα κρίματά σου εν παντί καιρώ. 21 επετίμησας υπερηφάνοις· επικατάρατοι οι εκκλίνοντες από των εντολών σου. 22 περίελε απ’ εμού όνειδος και εξουδένωσιν, ότι τα μαρτύριά σου εξεζήτησα. 23 και γάρ εκάθισαν άρχοντες και κατ’ εμού κατελάλουν, ο δε δούλός σου ηδολέσχει εν τοίς δικαιώμασί σου. 24 και γάρ τα μαρτύριά σου μελέτη μου εστι, και αι συμβουλίαι μου τα δικαιώματά σου. ~ 25 Εκολλήθη τώ εδάφει η ψυχή μου· ζήσόν με κατά τον λόγον σου. 26 τας οδούς μου εξήγγειλα, και επήκουσάς μου· δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. 27 οδόν δικαιωμάτων σου συνέτισόν με, και αδολεσχήσω εν τοίς θαυμασίοις σου. 28 ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας· βεβαίωσόν με εν τοίς λόγοις σου. 29 οδόν αδικίας απόστησον απ’ εμού και τώ νόμω σου ελέησόν με.
30 οδόν αληθείας ηρετισάμην και τα κρίματά σου ουκ επελαθόμην. 31 εκολλήθην τοίς μαρτυρίοις σου, Κύριε· μη με καταισχύνης. 32 οδόν εντολών σου έδραμον, όταν επλάτυνας την καρδίαν μου.~ 33 Νομοθέτησόν με, Κύριε, την οδόν των δικαιωμάτων σου, και εκζητήσω αυτήν διαπαντός. 34 συνέτισόν με, και εξερευνήσω τον νόμον σου και φυλάξω αυτόν εν όλη καρδία μου. 35 οδήγησόν με εν τή τρίβω των εντολών σου, ότι αυτήν ηθέλησα. 36 κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύριά σου και μη εις πλεονεξίαν. 37 απόστρεψον τους οφθαλμούς μου τού μη ιδείν ματαιότητα, εν τή οδώ σου ζήσόν με. 38 στήσον τώ δούλω σου το λόγιόν σου εις τον φόβον σου. 39 περίελε τον ονειδισμόν μου, ον υπώπτευσα· ότι τα κρίματά σου χρηστά.
40 ιδού επεθύμησα τας εντολάς σου· εν τή δικαιοσύνη σου ζήσόν με. ~ 41 Καί έλθοι επ’ εμέ το έλεός σου, Κύριε, το σωτήριόν σου κατά τον λόγον σου. 42 και αποκριθήσομαι τοίς ονειδίζουσί μοι λόγον, ότι ήλπισα επί τοίς λόγοις σου. 43 και μη περιέλης εκ τού στόματός μου λόγον αληθείας έως σφόδρα, ότι επί τοίς κρίμασί σου επήλπισα. 44 και φυλάξω τον νόμον σου διαπαντός, εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος. 45 και επορευόμην εν πλατυσμώ, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. 46 και ελάλουν εν τοίς μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην. 47 και εμελέτων εν ταίς εντολαίς σου, ας ηγάπησα σφόδρα. 48 και ήρα τας χείράς μου προς τας εντολάς σου ας ηγάπησα, και ηδολέσχουν εν τοίς δικαιώμασί σου. ~ 49 Μνήσθητι των λόγων σου τώ δούλω σου, ών επήλπισάς με.
50 αύτη με παρεκάλεσεν εν τή ταπεινώσει μου, ότι το λόγιόν σου έζησέ με. 51 υπερήφανοι παρηνόμουν έως σφόδρα, από δε τού νόμου σου ουκ εξέκλινα. 52 εμνήσθην των κριμάτων σου απ’ αιώνος, Κύριε, και παρεκλήθην. 53 αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών των εγκαταλιμπανόντων τον νόμον σου. 54 ψαλτά ήσάν μοι τα δικαιώματά σου εν τόπω παροικίας μου. 55 εμνήσθην εν νυκτί τού ονόματός σου, Κύριε, και εφύλαξα τον νόμον σου. 56 αύτη εγενήθη μοι, ότι τα δικαιώματά σου εξεζήτησα. ~ 57 Μερίς μου εί, Κύριε, είπα τού φυλάξασθαι τον νόμον σου. 58 εδεήθην τού προσώπου σου εν όλη καρδία μου· ελέησόν με κατά το λόγιόν σου. 59 διελογισάμην τας οδούς σου και επέστρεψα τους πόδας μου εις τα μαρτύριά σου.
60 ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην τού φυλάξασθαι τας εντολάς σου. 61 σχοινία αμαρτωλών περιεπλάκησάν μοι, και τού νόμου σου ουκ επελαθόμην. 62 μεσονύκτιον εξηγειρόμην τού εξομολογείσθαί σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. 63 μέτοχος εγώ ειμι πάντων των φοβουμένων σε και των φυλασσόντων τας εντολάς σου. 64 τού ελέους σου, Κύριε, πλήρης η γη· τα δικαιώματά σου δίδαξόν με. ~ 65 Χρηστότητα εποίησας μετά τού δούλου σου, Κύριε, κατά τον λόγον σου. 66 χρηστότητα και παιδείαν και γνώσιν δίδαξόν με, ότι ταίς εντολαίς σου επίστευσα. 67 πρό τού με ταπεινωθήναι εγώ επλημμέλησα, διά τούτο το λόγιόν σου εφύλαξα. 68 χρηστός εί σύ, Κύριε, και εν τή χρηστότητί σου δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. 69 επληθύνθη επ’ εμέ αδικία υπερηφάνων, εγώ δε εν όλη καρδία μου εξερευνήσω τας εντολάς σου.
70 ετυρώθη ως γάλα η καρδία αυτών, εγώ δε τον νόμον σου εμελέτησα. 71 αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου. 72 αγαθός μοι ο νόμος τού στόματός σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου. ~ 73 Αι χείρές σου εποίησάν με και έπλασάν με· συνέτισόν με και μαθήσομαι τας εντολάς σου. 74 οι φοβούμενοί σε όψονταί με και ευφρανθήσονται, ότι εις τους λόγους σου επήλπισα. 75 έγνων, Κύριε, ότι δικαιοσύνη τα κρίματά σου, και αληθεία εταπείνωσάς με. 76 γενηθήτω δή το έλεός σου τού παρακαλέσαι με κατά το λόγιόν σου τώ δούλω σου. 77 ελθέτωσάν μοι οι οικτιρμοί σου, και ζήσομαι, ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστιν. 78 αισχυνθήτωσαν υπερήφανοι, ότι αδίκως ηνόμησαν εις εμέ· εγώ δε αδολεσχήσω εν ταίς εντολαίς σου. 79 επιστρεψάτωσάν με οι φοβούμενοί σε και οι γινώσκοντες τα μαρτύριά σου.
80 γενηθήτω η καρδία μου άμωμος εν τοίς δικαιώμασί σου, όπως αν μη αισχυνθώ. ~ 81 Εκλείπει εις το σωτήριόν σου η ψυχή μου, εις τους λόγους σου επήλπισα. 82 εξέλιπον οι οφθαλμοί μου εις το λόγιόν σου λέγοντες· πότε παρακαλέσεις με; 83 ότι εγενήθην ως ασκός εν πάχνη· τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην. 84 πόσαι εισίν αι ημέραι τού δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι εκ των καταδιωκόντων με κρίσιν; 85 διηγήσαντό μοι παράνομοι αδολεσχίας, αλλ΄ ουχ ως ο νόμος σου, Κύριε. 86 πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια· αδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν μοι. 87 παρά βραχύ συνετέλεσάν με εν τή γη, εγώ δε ουκ εγκατέλιπον τας εντολάς σου. 88 κατά το έλεός σου ζήσόν με, και φυλάξω τα μαρτύρια τού στόματός σου. ~ 89 Εις τον αιώνα, Κύριε, ο λόγος σου διαμένει εν τώ ουρανώ.
90 εις γενεάν και γενεάν η αλήθειά σου· εθεμελίωσας την γήν και διαμένει. 91 τή διατάξει σου διαμένει ημέρα, ότι τα σύμπαντα δούλα σά. 92 ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστι, τότε αν απωλόμην εν τή ταπεινώσει μου. 93 εις τον αιώνα ου μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησάς με. 94 σός ειμι εγώ, σώσόν με, ότι τα δικαιώματά σου εξεζήτησα. 95 εμέ υπέμειναν αμαρτωλοί τού απολέσαι με· τα μαρτύριά σου συνήκα. 96 πάσης συντελείας είδον πέρας· πλατεία η εντολή σου σφόδρα. ~ 97 Ως ηγάπησα τον νόμον σου, Κύριε· όλην την ημέραν μελέτη μου εστιν. 98 υπέρ τους εχθρούς μου εσόφισάς με την εντολήν σου, ότι εις τον αιώνα εμή εστιν. 99 υπέρ πάντας τους διδάσκοντάς με συνήκα, ότι τα μαρτύριά σου μελέτη μου εστιν.
100 υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. 101 εκ πάσης οδού πονηράς εκώλυσα τους πόδας μου, όπως αν φυλάξω τους λόγους σου. 102 από των κριμάτων σου ουκ εξέκλινα, ότι σύ ενομοθέτησάς με. 103 ως γλυκέα τώ λάρυγγί μου τα λόγιά σου, υπέρ μέλι τώ στόματί μου. 104 από των εντολών σου συνήκα· διά τούτο εμίσησα πάσαν οδόν αδικίας. ~ 105 Λύχνος τοίς ποσί μου ο νόμος σου και φώς ταίς τρίβοις μου. 106 ώμοσα και έστησα τού φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. 107 εταπεινώθην έως σφόδρα· Κύριε, ζήσόν με κατά τον λόγον σου. 108 τα εκούσια τού στόματός μου ευδόκησον δή, Κύριε, και τα κρίματά σου δίδαξόν με. 109 η ψυχή μου εν ταίς χερσί σου διαπαντός, και τού νόμου σου ουκ επελαθόμην.
110 έθεντο αμαρτωλοί παγίδα μοι, και εκ των εντολών σου ουκ επλανήθην. 111 εκληρονόμησα τα μαρτύριά σου εις τον αιώνα, ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου εισιν. 112 έκλινα την καρδίαν μου τού ποιήσαι τα δικαιώματά σου εις τον αιώνα δι΄ αντάμειψιν. ~ 113 Παρανόμους εμίσησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα. 114 βοηθός μου, και αντιλήπτωρ μου εί σύ· εις τους λόγους σου επήλπισα. 115 εκκλίνατε απ΄ εμού, πονηρευόμενοι, και εξερευνήσω τας εντολάς τού Θεού μου.116 αντιλαβού μου κατά το λόγιόν σου, και ζήσόν με, και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου. 117 βοήθησόν μοι, και σωθήσομαι και μελετήσω εν τοίς δικαιώμασί σου διαπαντός. 118 εξουδένωσας πάντας τους αποστατούντας από των δικαιωμάτων σου, ότι άδικον το ενθύμημα αυτών. 119 παραβαίνοντας ελογισάμην πάντας τους αμαρτωλούς της γής· διά τούτο ηγάπησα τα μαρτύριά σου.
120 καθήλωσον εκ τού φόβου σου τας σάρκας μου· από γάρ των κριμάτων σου εφοβήθην. ~ 121 Εποίησα κρίμα και δικαιοσύνην· μη παραδώς με τοίς αδικούσί με. 122 έκδεξαι τον δούλόν σου εις αγαθόν· μη συκοφαντησάτωσάν με υπερήφανοι. 123 οι οφθαλμοί μου εξέλιπον εις το σωτήριόν σου και εις το λόγιον της δικαιοσύνης σου. 124 ποίησον μετά τού δούλου σου κατά το έλεός σου και τα δικαιώματά σου δίδαξόν με. 125 δούλός σού ειμι εγώ· συνέτισόν με, και γνώσομαι τα μαρτύριά σου. 126 καιρός τού ποιήσαι τώ Κυρίω· διεσκέδασαν τον νόμον σου. 127 διά τούτο ηγάπησα τας εντολάς σου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον. 128 διά τούτο προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν άδικον εμίσησα. ~ 129 Θαυμαστά τα μαρτύριά σου· διά τούτο εξηρεύνησεν αυτά η ψυχή μου.
130 η δήλωσις των λόγων σου φωτιεί και συνετιεί νηπίους. 131 το στόμα μου ήνοιξα και είλκυσα πνεύμα, ότι τας εντολάς σου επεπόθουν. 132 Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με κατά το κρίμα των αγαπώντων το όνομά σου. 133 τα διαβήματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν σου, και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία. 134 λύτρωσαί με από συκοφαντίας ανθρώπων, και φυλάξω τας εντολάς σου. 135 το πρόσωπόν σου επίφανον επί τον δούλόν σου και δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. 136 διεξόδους υδάτων κατέδυσαν οι οφθαλμοί μου, επεί ουκ εφύλαξα τον νόμον σου. ~ 137 Δίκαιος εί, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου. 138 ενετείλω δικαιοσύνην τα μαρτύριά σου και αλήθειαν σφόδρα. 139 εξέτηξέ με ο ζήλός σου, ότι επελάθοντο των λόγων σου οι εχθροί μου.
140 πεπυρωμένον το λόγιόν σου σφόδρα, και ο δούλός σου ηγάπησεν αυτό. 141 νεώτερος εγώ ειμι και εξουδενωμένος· τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην. 142 η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα, και ο νόμος σου αλήθεια. 143 θλίψεις και ανάγκαι εύροσάν με· αι εντολαί σου μελέτη μου. 144 δικαιοσύνη τα μαρτύριά σου εις τον αιώνα· συνέτισόν με, και ζήσομαι. ~ 145 Εκέκραξα εν όλη καρδία μου· επάκουσόν μου, Κύριε, τα δικαιώματά σου εκζητήσω. 146 εκέκραξά σοι· σώσόν με, και φυλάξω τα μαρτύριά σου. 147 προέφθασα εν αωρία και εκέκραξα, εις τους λόγους σου επήλπισα. 148 προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον τού μελετάν τα λόγιά σου. 149 της φωνής μου άκουσον, Κύριε, κατά το έλεός σου, κατά το κρίμά σου ζήσόν με.
150 προσήγγισαν οι καταδιώκοντές με ανομία, από δε τού νόμου σου εμακρύνθησαν. 151 εγγύς εί, Κύριε, και πάσαι αι οδοί σου αλήθεια. 152 κατ’ αρχάς έγνων εκ των μαρτυρίων σου, ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά. ~ 153 Ίδε την ταπείνωσίν μου και εξελού με, ότι τού νόμου σου ουκ επελαθόμην. 154 κρίνον την κρίσιν μου και λύτρωσαί με· διά τον λόγον σου ζήσόν με. 155 μακράν από αμαρτωλών σωτηρία, ότι τα δικαιώματά σου ουκ εξεζήτησαν. 156 οι οικτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατά το κρίμά σου ζήσόν με. 157 πολλοί οι εκδιώκοντές με και θλίβοντές με· εκ των μαρτυρίων σου ουκ εξέκλινα. 158 είδον ασυνετούντας και εξετηκόμην, ότι τα λόγιά σου ουκ εφυλάξαντο. 159 ίδε, ότι τας εντολάς σου ηγάπησα· Κύριε, εν τώ ελέει σου ζήσόν με.
160 αρχή των λόγων σου αλήθεια, και εις τον αιώνα πάντα τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. ~ 161 Άρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, και από των λόγων σου εδειλίασεν η καρδία μου. 162 αγαλλιάσομαι εγώ επί τα λόγιά σου ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά. 163 αδικίαν εμίσησα και εβδελυξάμην, τον δε νόμον σου ηγάπησα. 164 επτάκις της ημέρας ήνεσά σε επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. 165 ειρήνη πολλή τοίς αγαπώσι τον νόμον σου, και ουκ έστιν αυτοίς σκάνδαλον. 166 προσεδόκων το σωτήριόν σου, Κύριε, και τας εντολάς σου ηγάπησα. 167 εφύλαξεν η ψυχή μου τα μαρτύριά σου και ηγάπησεν αυτά σφόδρα. 168 εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύριά σου, ότι πάσαι αι οδοί μου εναντίον σου, Κύριε. ~ 169 Εγγισάτω η δέησίς μου ενώπιόν σου, Κύριε· κατά το λόγιόν σου συνέτισόν με.
170 εισέλθοι το αξίωμά μου ενώπιόν σου, Κύριε· κατά το λόγιόν σου ρύσαί με. 171 εξερεύξαιντο τα χείλη μου ύμνον, όταν διδάξης με τα δικαιώματά σου. 172 φθέγξαιτο η γλώσσά μου τα λόγιά σου, ότι πάσαι αι εντολαί σου δικαιοσύνη. 173 γενέσθω η χείρ σου τού σώσαί με, ότι τας εντολάς σου ηρετισάμην. 174 επεπόθησα το σωτήριόν σου, Κύριε, και ο νόμος σου μελέτη μου εστι. 175 ζήσεται η ψυχή μου και αινέσει σε, και τα κρίματά σου βοηθήσει μοι. 176 επλανήθην ως πρόβατον απολωλός· ζήτησον τον δούλόν σου, ότι τας εντολάς σου ουκ επελαθόμην.
Ωδή των αναβαθμών.
ΠΡΟΣ Κύριον εν τώ θλίβεσθαί με εκέκραξα, και εισήκουσέ μου. 2 Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου από χειλέων αδίκων και από γλώσσης δολίας. 3 τι δοθείη σοι και τι προστεθείη σοι προς γλώσσαν δολίαν; 4 τα βέλη τού δυνατού ηκονημένα, σύν τοίς άνθραξι τοίς ερημικοίς. 5 οίμοι! ότι η παροικία μου εμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετά των σκηνωμάτων Κηδάρ. 6 πολλά παρώκησεν η ψυχή μου. 7 μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός· όταν ελάλουν αυτοίς, επολέμουν με δωρεάν.
Ωδή των αναβαθμών.
ΗΡΑ τους οφθαλμούς μου εις τα όρη, όθεν ήξει η βοήθειά μου. 2 η βοήθειά μου παρά Κυρίου τού ποιήσαντος τον ουρανόν και την γήν. 3 μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε. 4 ιδού ου νυστάξει ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ. 5 Κύριος φυλάξει σε, Κύριος σκέπη σοι επί χείρα δεξιάν σου· 6 ημέρας ο ήλιος ου συγκαύσει σε, ουδέ η σελήνη την νύκτα. 7 Κύριος φυλάξει σε από παντός κακού, φυλάξει την ψυχήν σου ο Κύριος. 8 Κύριος φυλάξει την είσοδόν σου και την έξοδόν σου από τού νύν και έως τού αιώνος.
Ωδή των αναβαθμών.
ΕΥΦΡΑΝΘΗΝ επί τοίς ειρηκόσι μοι· εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα. 2 εστώτες ήσαν οι πόδες ημών εν ταίς αυλαίς σου, Ιερουσαλήμ. 3 Ιερουσαλήμ οικοδομουμένη ως πόλις, ής η μετοχή αυτής επί το αυτό. 4 εκεί γάρ ανέβησαν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου, μαρτύριον τώ Ισραήλ, τού εξομολογήσασθαι τώ ονόματι Κυρίου· 5 ότι εκεί εκάθισαν θρόνοι εις κρίσιν, θρόνοι επί οίκον Δαυίδ. 6 ερωτήσατε δή τα εις ειρήνην την Ιερουσαλήμ, και ευθηνία τοίς αγαπώσί σε· 7 γενέσθω δή ειρήνη εν τή δυνάμει σου και ευθηνία εν ταίς πυργοβάρεσί σου. 8 ένεκα των αδελφών μου και των πλησίον μου, ελάλουν δή ειρήνην περί σού· 9 ένεκα τού οίκου Κυρίου τού Θεού ημών, εξεζήτησα αγαθά σοι.
Ωδή των αναβαθμών.
ΠΡΟΣ σε ήρα τους οφθαλμούς μου τον κατοικούντα εν τώ ουρανώ. 2 ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών, ως οφθαλμοί παιδίσκης εις χείρας της κυρίας αυτής, ούτως οι οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, έως ού οικτειρήσαι ημάς. 3 ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς, ότι επί πολύ επλήσθημεν εξουδενώσεως, 4 επί πλείον επλήσθη η ψυχή ημών. Τό όνειδος τοίς ευθηνούσι, και η εξουδένωσις τοίς υπερηφάνοις.
Ωδή των αναβαθμών.
ΕΙ ΜΗ ότι Κύριος ήν εν ημίν, ειπάτω δή Ισραήλ· 2 ει μη ότι Κύριος ήν εν ημίν εν τώ επαναστήναι ανθρώπους εφ΄ ημάς, 3 άρα ζώντας αν κατέπιον ημάς εν τώ οργισθήναι τον θυμόν αυτών εφ’ ημάς· 4 άρα το ύδωρ αν κατεπόντισεν ημάς, χείμαρρον διήλθεν η ψυχή ημών· 5 άρα διήλθεν η ψυχή ημών το ύδωρ το ανυπόστατον. 6 ευλογητός Κύριος, ός ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοίς οδούσιν αυτών. 7 η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων· η παγίς συνετρίβη, και ημείς ερρύσθημεν. 8 η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου τού ποιήσαντος τον ουρανόν και την γήν.
Ωδή των αναβαθμών.
ΟΙ ΠΕΠΟΙΘΟΤΕΣ επί Κύριον ως όρος Σιών· ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα ο κατοικών Ιερουσαλήμ. 2 όρη κύκλω αυτής, και ο Κύριος κύκλω τού λαού αυτού από τού νύν και έως τού αιώνος. 3 ότι ουκ αφήσει Κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων, όπως αν μη εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών. 4 αγάθυνον, Κύριε, τοίς αγαθοίς και τοίς ευθέσι τή καρδία· 5 τους δε εκκλίνοντας εις τας στραγγαλιάς απάξει Κύριος μετά των εργαζομένων την ανομίαν ειρήνη επί τον Ισραήλ.
Ωδή των αναβαθμών.
ΕΝ Τ† επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν Σιών εγενήθημεν ωσεί παρακεκλημένοι. 2 τότε επλήσθη χαράς το στόμα ημών και η γλώσσα ημών αγαλλιάσεως. τότε ερούσιν εν τοίς έθνεσιν· εμεγάλυνε Κύριος τού ποιήσαι μετ’ αυτών. 3 εμεγάλυνε Κύριος τού ποιήσαι μεθ’ ημών, εγενήθημεν ευφραινόμενοι. 4 επίστρεψον, Κύριε, την αιχμαλωσίαν ημών ως χειμάρρους εν τώ νότω. 5 οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει θεριούσι. 6 πορευόμενοι επορεύοντο και έκλαιον βάλλοντες τα σπέρματα αυτών· ερχόμενοι δε ήξουσιν εν αγαλλιάσει αίροντες τα δράγματα αυτών.
Ωδή των αναβαθμών.
ΕΑΝ μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες· εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων. 2 εις μάτην υμίν εστι το ορθρίζειν, εγείρεσθαι μετά το καθήσθαι, οι εσθίοντες άρτον οδύνης, όταν δώ τοίς αγαπητοίς αυτού ύπνον. 3 ιδού η κληρονομία Κυρίου υιοί, ο μισθός τού καρπού της γαστρός. 4 ωσεί βέλη εν χειρί δυνατού, ούτως οι υιοί των εκτετιναγμένων. 5 μακάριος ός πληρώσει την επιθυμίαν αυτού εξ αυτών· ου καταισχυνθήσονται, όταν λαλώσι τοίς εχθροίς αυτών εν πύλαις.
Ωδή των αναβαθμών.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταίς οδοίς αυτού. 2 τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι· μακάριος εί, και καλώς σοι έσται. 3 η γυνή σου ως άμπελος ευθηνούσα εν τοίς κλίτεσι της οικίας σου· οι υιοί σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης σου. 4 ιδού ούτως ευλογηθήσεται άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον. 5 ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών, και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ πάσας τας ημέρας της ζωής σου· 6 και ίδοις υιούς των υιών σου. ειρήνη επί τον Ισραήλ.
Ωδή των αναβαθμών.
ΠΛΕΟΝΑΚΙΣ επολέμησάν με εκ νεότητός μου, ειπάτω δή Ισραήλ· 2 πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου, και γάρ ουκ ηδυνήθησάν μοι. 3 επί τον νώτόν μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν την ανομίαν αυτών. 4 Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλών. 5 αισχυνθήτωσαν και αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω πάντες οι μισούντες Σιών. 6 γενηθήτωσαν ωσεί χόρτος δωμάτων, ός πρό τού εκσπασθήναι εξηράνθη· 7 ού ουκ επλήρωσε την χείρα αυτού ο θερίζων και τον κόλπον αυτού ο τα δράγματα συλλέγων, 8 και ουκ είπαν οι παράγοντες· ευλογία Κυρίου εφ΄ υμάς, ευλογήκαμεν υμάς εν ονόματι Κυρίου.
Ωδή των αναβαθμών.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ εκέκραξά σοι, Κύριε· 2 Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου· γενηθήτω τα ώτά σου προσέχοντα εις την φωνήν της δεήσεώς μου. 3 εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε Κύριε, τις υποστήσεται; 4 ότι παρά σοί ο ιλασμός εστιν. 5 ένεκεν τού ονόματός σου υπέμεινά σε, Κύριε, υπέμεινεν η ψυχή μου εις τον λόγον σου. 6 ήλπισεν η ψυχή μου επί τον Κύριον από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός· από φυλακής πρωίας ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον. 7 ότι παρά τώ Κυρίω το έλεος και πολλή παρ’ αυτώ λύτρωσις, 8 και αυτός λυτρώσεται τον Ισραήλ εκ πασών των ανομιών αυτού.
Ωδή των αναβαθμών.
ΚΥΡΙΕ, ουχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ. 2 ει μη εταπεινοφρόνουν, αλλά ύψωσα την ψυχήν μου ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού, ως ανταποδώσεις επί την ψυχήν μου. 3 ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον, από τού νύν και έως τού αιώνος.
Ωδή των αναβαθμών.
ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Κύριε, τού Δαυίδ και πάσης της πραότητος αυτού, 2 ως ώμοσε τώ Κυρίω, ηύξατο τώ Θεώ Ιακώβ· 3 ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου, ει αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου, 4 ει δώσω ύπνον τοίς οφθαλμοίς μου και τοίς βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοίς κροτάφοις μου, 5 έως ού εύρω τόπον τώ Κυρίω, σκήνωμα τώ Θεώ Ιακώβ. 6 ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Εφραθά, εύρομεν αυτήν εν τοίς πεδίοις τού δρυμού· 7 εισελευσόμεθα εις τα σκηνώματα αυτού, προσκυνήσομεν εις τον τόπον, ού έστησαν οι πόδες αυτού. 8 ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, σύ και η κιβωτός τού αγιάσματός σου· 9 οι ιερείς σου ενδύσονται δικαιοσύνην, και οι όσιοί σου αγαλλιάσονται.
10 ένεκεν Δαυίδ τού δούλου σου μη αποστρέψης το πρόσωπον τού χριστού σου. 11 ώμοσε Κύριος τώ Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν· εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί τού θρόνου σου· 12 εάν φυλάξωνται οι υιοί σου την διαθήκην μου και τα μαρτύριά μου ταύτα, ά διδάξω αυτούς, και οι υιοί αυτών έως τού αιώνος καθιούνται επί τού θρόνου σου. 13 ότι εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ· 14 αύτη η κατάπαυσίς μου εις αιώνα αιώνος, ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν· 15 την θύραν αυτής ευλογών ευλογήσω, τους πτωχούς αυτής χορτάσω άρτων, 16 τους ιερείς αυτής ενδύσω σωτηρίαν, και οι όσιοι αυτής αγαλλιάσει αγαλλιάσονται. 17 εκεί εξανατελώ κέρας τώ Δαυίδ, ητοίμασα λύχνον τώ χριστώ μου· 18 τους εχθρούς αυτού ενδύσω αισχύνην, επί δε αυτόν εξανθήσει το αγίασμά μου.
Ωδή των αναβαθμών.
ΙΔΟΥ δή τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό; 2 ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα, τον πώγωνα τού Ααρών, το καταβαίνον επί την ώαν τού ενδύματος αυτού· 3 ως δρόσος Αερμών η καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών· ότι εκεί ενετείλατο Κύριος την ευλογίαν, ζωήν έως τού αιώνος.
Ωδή των αναβαθμών.
ΙΔΟΥ δή ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι δούλοι Κυρίου οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. 2 εν ταίς νυξίν επάρατε τας χείρας υμών εις τα άγια και ευλογείτε τον Κύριον. 3 ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών ο ποιήσας τον ουρανόν και την γήν.
Αλληλούία.
ΑΙΝΕΙΤΕ το όνομα Κυρίου, αινείτε, δούλοι, Κύριον, 2 οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. 3 αινείτε τον Κύριον, ότι αγαθός Κύριος· ψάλατε τώ ονόματι αυτού, ότι καλόν· 4 ότι τον Ιακώβ εξελέξατο εαυτώ ο Κύριος, Ισραήλ εις περιουσιασμόν εαυτώ. 5 ότι εγώ έγνωκα ότι μέγας ο Κύριος, και ο Κύριος ημών παρά πάντας τους θεούς. 6 πάντα, όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν εν τώ ουρανώ και εν τή γη, εν ταίς θαλάσσαις και εν πάσαις ταίς αβύσσοις· 7 ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου της γής, αστραπάς εις υετόν εποίησεν· ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού, 8 ός επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. 9 εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω σου, Αίγυπτε, εν Φαραώ και εν πάσι τοίς δούλοις αυτού.
10 ός επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. 11 τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων και τον Ώγ βασιλέα της Βασάν και πάσας τας βασιλείας Χαναάν, 12 και έδωκε την γήν αυτών κληρονομίαν, κληρονομίαν Ισραήλ λαώ αυτού. 13 Κύριε, το όνομά σου εις τον αιώνα και το μνημόσυνόν σου εις γενεάν και γενεάν. 14 ότι κρινεί Κύριος τον λαόν αυτού και επί τοίς δούλοις αυτού παρακληθήσεται. 15 τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· 16 στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται, 17 ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται, ουδέ γάρ εστι πνεύμα εν τώ στόματι αυτών. 18 όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς. 19 οίκος Ισραήλ, ευλογήσατε τον Κύριον· οίκος Ααρών, ευλογήσατε τον Κύριον.
20 οίκος Λευί, ευλογήσατε τον Κύριον· οι φοβούμενοι τον Κύριον, ευλογήσατε τον Κύριον, 21 ευλογητός Κύριος εκ Σιών, ο κατοικών Ιερουσαλήμ.
Αλληλούία.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τώ Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 2 εξομολογείσθε τώ Θεώ των θεών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 3 εξομολογείσθε τώ Κυρίω των κυρίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 4 τώ ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 5 τώ ποιήσαντι τους ουρανούς εν συνέσει, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 6 τώ στερεώσαντι την γήν επί των υδάτων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 7 τώ ποιήσαντι φώτα μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 8 τον ήλιον εις εξουσίαν της ημέρας, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 9 την σελήνην και τους αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού·
10 τώ πατάξαντι Αίγυπτον σύν τοίς πρωτοτόκοις αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 11 και εξαγαγόντι τον Ισραήλ εκ μέσου αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 12 εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 13 τώ καταδιελόντι την Ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 14 και διαγαγόντι τον Ισραήλ διά μέσου αυτής, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 15 και εκτινάξαντι Φαραώ και την δύναμιν αυτού εις θάλασσαν Ερυθράν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 16 τώ διαγαγόντι τον λαόν αυτού εν τή ερήμω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 17 τώ πατάξαντι βασιλείς μεγάλους, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 18 και αποκτείναντι βασιλείς κραταιούς, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 19 τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού,
20 και τον Ώγ βασιλέα της Βασάν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 21 και δόντι την γήν αυτών κληρονομίαν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 22 κληρονομίαν Ισραήλ δούλω αυτού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 23 ότι εν τή ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, 24 και ελυτρώσατο ημάς εκ των εχθρών ημών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· 25 ο διδούς τροφήν πάση σαρκί, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 26 εξομολογείσθε τώ Θεώ τού ουρανού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.
Τώ Δαυίδ Ιερεμίου.
ΕΠΙ των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τώ μνησθήναι ημάς της Σιών. 2 επί ταίς ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών· 3 ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς ύμνον· άσατε ημίν εκ των ωδών Σιών. 4 πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γής αλλοτρίας; 5 εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου· 6 κολληθείη η γλώσσά μου τώ λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι την Ιερουσαλήμ ως εν αρχή της ευφροσύνης μου. 7 μνήσθητι, Κύριε, των υιών Εδώμ την ημέραν Ιερουσαλήμ των λεγόντων· εκκενούτε, εκκενούτε, έως των θεμελίων αυτής. 8 θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος, μακάριος ός ανταποδώσει σοι το ανταπόδομά σου, ό ανταπέδωκας ημίν· 9 μακάριος ός κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν.
Ψαλμός τώ Δαυίδ, Αγγαίου και Ζαχαρίου.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΜΑΙ σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, και εναντίον αγγέλων ψαλώ σοι, ότι ήκουσας πάντα τα ρήματα τού στόματός μου. 2 προσκυνήσω προς ναόν άγιόν σου και εξομολογήσομαι τώ ονόματί σου επί τώ ελέει σου και τή αληθεία σου, ότι εμεγάλυνας επί πάν το όνομα το άγιόν σου. 3 εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν μου· πολυωρήσεις με εν ψυχή μου δυνάμει σου. 4 εξομολογησάσθωσάν σοι, Κύριε, πάντες οι βασιλείς της γής, ότι ήκουσαν πάντα τα ρήματα τού στόματός σου. 5 και ασάτωσαν εν ταίς ωδαίς Κυρίου, ότι μεγάλη η δόξα Κυρίου, 6 ότι υψηλός Κύριος και τα ταπεινά εφορά και τα υψηλά από μακρόθεν γινώσκει. 7 εάν πορευθώ εν μέσω θλίψεως, ζήσεις με· επ’ οργήν εχθρών μου εξέτεινας χείράς σου, και έσωσέ με η δεξιά σου. 8 Κύριος ανταποδώσει υπέρ εμού. Κύριε, το έλεός σου εις τον αιώνα, τα έργα των χειρών σου μη παρίδης.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΚΥΡΙΕ, εδοκίμασάς με, και έγνως με· 2 σύ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου, σύ συνήκας τους διαλογισμούς μου από μακρόθεν· 3 την τρίβον μου και την σχοίνόν μου εξιχνίασας και πάσας τας οδούς μου προείδες, 4 ότι ουκ έστι δόλος εν γλώσση μου. 5 ιδού, Κύριε, σύ έγνως πάντα, τα έσχατα και τα αρχαία· σύ έπλασάς με και έθηκας επ’ εμέ την χείρά σου. 6 εθαυμαστώθη η γνώσίς σου εξ εμού· εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν. 7 που πορευθώ από τού πνεύματός σου και από τού προσώπου σου που φύγω; 8 εάν αναβώ εις τον ουρανόν, σύ εκεί εί, εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει· 9 εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης,
10 και γάρ εκεί η χείρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου. 11 και είπα· άρα σκότος καταπατήσει με, και νύξ φωτισμός εν τή τρυφή μου· 12 ότι σκότος ου σκοτισθήσεται από σού, και νύξ ως ημέρα φωτισθήσεται· ως το σκότος αυτής, ούτως και το φώς αυτής. 13 ότι σύ εκτήσω τους νεφρούς μου, Κύριε, αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου. 14 εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης· θαυμάσια τα έργα σου, και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα. 15 ουκ εκρύβη το οστούν μου από σού, ό εποίησας εν κρυφή, και η υπόστασίς μου εν τοίς κατωτάτοις της γής· 16 το ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου, και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ημέρας πλασθήσονται και ουθείς εν αυτοίς. 17 εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών· 18 εξαριθμήσομαι αυτούς, και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται· εξηγέρθην και έτι ειμί μετά σού. 19 εάν αποκτείνης αμαρτωλούς, ο Θεός, άνδρες αιμάτων, εκκλίνατε απ΄ εμού,
20 ότι ερισταί εστε εις διαλογισμούς· λήψονται εις ματαιότητα τας πόλεις σου. 21 ουχί τους μισούντάς σε, Κύριε, εμίσησα και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; 22 τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγένοντό μοι. 23 δοκίμασόν με, ο Θεός, και γνώθι την καρδίαν μου, έτασόν με και γνώθι τας τρίβους μου. 24 και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί, και οδήγησόν με εν οδώ αιωνία.
Εις το τέλος· ψαλμός τώ Δαυίδ.
2 ΕΞΕΛΟΥ με, Κύριε, εξ ανθρώπου πονηρού, από ανδρός αδίκου ρύσαί με, 3 οίτινες ελογίσαντο αδικίαν εν καρδία, όλην την ημέραν παρετάσσοντο πολέμους· 4 ηκόνησαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως, ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών. (διάψαλμα). 5 φύλαξόν με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίσαντο τού υποσκελίσαι τα διαβήματά μου· 6 έκρυψαν υπερήφανοι παγίδα μοι και σχοινία διέτειναν, παγίδα τοίς ποσί μου, εχόμενα τρίβους σκάνδαλα έθεντό μοι. (διάψαλμα). 7 είπα τώ Κυρίω· Θεός μου εί σύ, ενώτισαι, Κύριε, την φωνήν της δεήσεώς μου. 8 Κύριε, Κύριε, δύναμις της σωτηρίας μου, επεσκίασας επί την κεφαλήν μου εν ημέρα πολέμου. 9 μη παραδώς με, Κύριε, από της επιθυμίας μου αμαρτωλώ· διελογίσαντο κατ’ εμού, μη εγκαταλίπης με, μήποτε υψωθώσιν. (διάψαλμα).
10 η κεφαλή τού κυκλώματος αυτών, κόπος των χειλέων αυτών καλύψει αυτούς. 11 πεσούνται επ΄ αυτούς άνθρακες, εν πυρί καταβαλείς αυτούς, εν ταλαιπωρίαις ου μη υποστώσιν. 12 ανήρ γλωσσώδης ου κατευθυνθήσεται επί της γής, άνδρα άδικον κακά θηρεύσει εις διαφθοράν. 13 έγνων ότι ποιήσει Κύριος την κρίσιν των πτωχών και την δίκην των πενήτων. 14 πλήν δίκαιοι εξομολογήσονται τώ ονόματί σου, κατοικήσουσιν ευθείς σύν τώ προσώπω σου.
Ψαλμός τώ Δαυίδ.
ΚΥΡΙΕ, εκέκραξα προς σε, εισάκουσόν μου· πρόσχες τή φωνή της δεήσεώς μου εν τώ κεκραγέναι με προς σε. 2 κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή. 3 θού, Κύριε, φυλακήν τώ στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. 4 μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας τού προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις σύν ανθρώποις εργαζομένοις την ανομίαν, και ου μη συνδυάσω μετά των εκλεκτών αυτών. 5 παιδεύσει με δίκαιος εν ελέει και ελέγξει με, έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου· ότι έτι και η προσευχή μου εν ταίς ευδοκίαις αυτών· 6 κατεπόθησαν εχόμενα πέτρας οι κριταί αυτών· ακούσονται τα ρήματά μου ότι ηδύνθησαν. 7 ωσεί πάχος γής ερράγη επί της γής, διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον άδην. 8 ότι προς σε, Κύριε, Κύριε, οι οφθαλμοί μου· επί σοί ήλπισα, μη αντανέλης την ψυχήν μου. 9 φύλαξόν με από παγίδος, ής συνεστήσαντό μοι, και από σκανδάλων των εργαζομένων την ανομίαν.
10 πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί· κατά μόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω.
Συνέσεως τώ Δαυίδ, εν τώ είναι αυτόν εν τώ σπηλαίω· προσευχή.
2 ΦΩΝ… μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς Κύριον εδεήθην. 3 εκχεώ ενώπιον αυτού την δέησίν μου, την θλίψίν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ. 4 εν τώ εκλείπειν εξ εμού το πνεύμά μου, και σύ έγνως τας τρίβους μου· εν οδώ ταύτη, ή επορευόμην, έκρυψαν παγίδα μοι. 5 κατενόουν εις τα δεξιά και επέβλεπον, και ουκ ήν ο επιγινώσκων με· απώλετο φυγή απ΄ εμού, και ουκ έστιν ο εκζητών την ψυχήν μου. 6 εκέκραξα προς σε, Κύριε, είπα· σύ εί η ελπίς μου, μερίς μου εί εν γη ζώντων. 7 πρόσχες προς την δέησίν μου, ότι εταπεινώθην σφόδρα· ρύσαί με εκ των καταδιωκόντων με, ότι εκραταιώθησαν υπέρ εμέ. 8 εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου τού εξομολογήσασθαι τώ ονόματί σου· εμέ υπομενούσι δίκαιοι, έως ού ανταποδώς μοι.
Ψαλμός τώ Δαυίδ, ότε αυτόν ο υιός καταδιώκει.
ΚΥΡΙΕ, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τή αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τή δικαιοσύνη σου· 2 και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά τού δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πάς ζών. 3 ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου, εταπείνωσεν εις γήν την ζωήν μου, εκάθισέ με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος· 4 και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμά μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. 5 εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοίς έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. 6 διεπέτασα προς σε τας χείράς μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. (διάψαλμα). 7 ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμά μου· μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοίς καταβαίνουσιν εις λάκκον. 8 ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοί ήλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν ή πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου· 9 εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, ότι προς σε κατέφυγον.
10 δίδαξόν με τού ποιείν το θέλημά σου, ότι σύ εί ο Θεός μου· το πνεύμά σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία. 11 ένεκεν τού ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, εν τή δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου· 12 και εν τώ ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλός σού ειμι.
Τώ Δαυίδ, προς τον Γολιάδ.
ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ Κύριος ο Θεός μου ο διδάσκων τας χείράς μου εις παράταξιν, τους δακτύλους μου εις πόλεμον· 2 έλεός μου και καταφυγή μου, αντιλήπτωρ μου και ρύστης μου, υπερασπιστής μου, και επ’ αυτώ ήλπισα, ο υποτάσσων τον λαόν μου υπ΄ εμέ. 3 Κύριε, τι εστιν άνθρωπος ότι εγνώσθης αυτώ, ή υιός ανθρώπου ότι λογίζη αυτώ; 4 άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη, αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι. 5 Κύριε, κλίνον ουρανούς και κατάβηθι, άψαι των ορέων, και καπνισθήσονται. 6 άστραψον αστραπήν και σκορπιείς αυτούς, εξαπόστειλον τα βέλη σου και συνταράξεις αυτούς. 7 εξαπόστειλον την χείρά σου εξ ύψους, εξελού με και ρύσαί με εξ υδάτων πολλών, εκ χειρός υιών αλλοτρίων, 8 ών το στόμα ελάλησε ματαιότητα, και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. 9 ο Θεός, ωδήν καινήν άσομαί σοι, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψαλώ σοι
10 τώ διδόντι την σωτηρίαν τοίς βασιλεύσι, τώ λυτρουμένω Δαυίδ τον δούλον αυτού εκ ρομφαίας πονηράς. 11 ρύσαί με και εξελού με εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ών το στόμα ελάλησε ματαιότητα και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. 12 ών οι υιοί ως νεόφυτα ιδρυμένα εν τή νεότητι αυτών, αι θυγατέρες αυτών κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ως ομοίωμα ναού, 13 τα ταμιεία αυτών πλήρη, εξερευγόμενα εκ τούτου εις τούτο, τα πρόβατα αυτών πολύτοκα, πληθύνοντα εν ταίς εξόδοις αυτών, 14 οι βόες αυτών παχείς, ουκ έστι κατάπτωμα φραγμού, ουδέ διέξοδος, ουδέ κραυγή εν ταίς πλατείαις αυτών, 15 εμακάρισαν τον λαόν, ώ ταύτά εστι· μακάριος ο λαός, ού Κύριος ο Θεός αυτού.
Αίνεσις τού Δαυίδ.
ΥΨΩΣΩ σε, ο Θεός μου ο βασιλεύς μου, και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος. 2 καθ’ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε και αινέσω το όνομά σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος. 3 μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα, και της μεγαλωσύνης αυτού ουκ έστι πέρας. 4 γενεά και γενεά επαινέσει τα έργα σου και την δύναμίν σου απαγγελούσι. 5 την μεγαλοπρέπειαν της δόξης της αγιωσύνης σου λαλήσουσι και τα θαυμάσιά σου διηγήσονται. 6 και την δύναμιν των φοβερών σου ερούσι και την μεγαλωσύνην σου διηγήσονται. 7 μνήμην τού πλήθους της χρηστότητός σου εξερεύξονται και τή δικαιοσύνη σου αγαλλιάσονται. 8 οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος. 9 χρηστός Κύριος τοίς σύμπασι, και οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού.
10 εξομολογησάσθωσάν σοι, Κύριε, πάντα τα έργα σου, και οι όσιοί σου ευλογησάτωσάν σε. 11 δόξαν της βασιλείας σου ερούσι και την δυναστείαν σου λαλήσουσι 12 τού γνωρίσαι τοίς υιοίς των ανθρώπων την δυναστείαν σου και την δόξαν της μεγαλοπρεπείας της βασιλείας σου. 13 η βασιλεία σου βασιλεία πάντων των αιώνων, και η δεσποτεία σου εν πάση γενεά και γενεά. 13α πιστός Κύριος εν πάσι τοίς λόγοις αυτού και όσιος εν πάσι τοίς έργοις αυτού. 14 υποστηρίζει Κύριος πάντας τους καταπίπτοντας και ανορθοί πάντας τους κατερραγμένους. 15 οι οφθαλμοί πάντων εις σε ελπίζουσι, και σύ δίδως την τροφήν αυτών εν ευκαιρία. 16 ανοίγεις σύ τας χείράς σου και εμπιπλάς πάν ζώον ευδοκίας. 17 δίκαιος Κύριος εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού και όσιος εν πάσι τοίς έργοις αυτού. 18 εγγύς Κύριος πάσι τοίς επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοίς επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία. 19 θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς.
20 φυλάσσει Κύριος πάντας τους αγαπώντας αυτόν και πάντας τους αμαρτωλούς εξολοθρεύσει. 21 αίνεσιν Κυρίου λαλήσει το στόμα μου· και ευλογείτω πάσα σάρξ το όνομα το άγιον αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος.
Αλληλούια· Αγγαίου και Ζαχαρίου.
ΑΙΝΕΙ, η ψυχή μου, τον Κύριον· 2 αινέσω Κύριον εν τή ζωή μου, ψαλώ τώ Θεώ μου έως υπάρχω. 3 μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ουκ έστι σωτηρία. 4 εξελεύσεται το πνεύμα αυτού. και επιστρέψει εις την γήν αυτού· εν εκείνη τή ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού. 5 μακάριος ού ο Θεός Ιακώβ βοηθός αυτού, η ελπίς αυτού επί Κύριον τον Θεόν αυτού 6 τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γήν, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς· τον φυλάσσοντα αλήθειαν εις τον αιώνα, 7 ποιούντα κρίμα τοίς αδικουμένοις, διδόντα τροφήν τοίς πεινώσι. Κύριος λύει πεπεδημένους, 8 Κύριος σοφοί τυφλούς, Κύριος ανορθοί κατερραγμένους, Κύριος αγαπά δικαίους, 9 Κύριος φυλάσσει τους προσηλύτους· ορφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί. 10 βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις γενεάν και γενεάν.
Αλληλούια· Αγγαίου και Ζαχαρίου.
ΑΙΝΕΙΤΕ τον Κύριον, ότι αγαθόν ψαλμός· τώ Θεώ ημών ηδυνθείη αίνεσις. 2 οικοδομών Ιερουσαλήμ ο Κύριος, και τας διασποράς τού Ισραήλ επισυνάξει, 3 ο ιώμενος τους συντετριμμένους την καρδίαν και δεσμεύων τα συντρίμματα αυτών, 4 ο αριθμών πλήθη άστρων, και πάσιν αυτοίς ονόματα καλών. 5 μέγας ο Κύριος ημών, και μεγάλη η ισχύς αυτού, και της συνέσεως αυτού ουκ έστιν αριθμός. 6 αναλαμβάνων πραείς ο Κύριος, ταπεινών δε αμαρτωλούς έως της γής. 7 εξάρξατε τώ Κυρίω εν εξομολογήσει, ψάλατε τώ Θεώ ημών εν κιθάρα 8 τώ περιβάλλοντι τον ουρανόν εν νεφέλαις, τώ ετοιμάζοντι τή γη υετόν, τώ εξανατέλλοντι εν όρεσι χόρτον και χλόην τή δουλεία των ανθρώπων, 9 διδόντι τοίς κτήνεσι τροφήν αυτών και τοίς νεοσσοίς των κοράκων τοίς επικαλουμένοις αυτόν.
10 ουκ εν τή δυναστεία τού ίππου θελήσει, ουδέ εν ταίς κνήμαις τού ανδρός ευδοκεί· 11 ευδοκεί Κύριος εν τοίς φοβουμένοις αυτόν και εν πάσι τοίς ελπίζουσιν επί το έλεος αυτού.
Αλληλούια· Αγγαίου και Ζαχαρίου.
ΕΠΑΙΝΕΙ, Ιερουσαλήμ, τον Κύριον, αίνει τον Θεόν σου, Σιών, 2 ότι ενίσχυσε τους μοχλούς των πυλών σου, ευλόγησε τους υιούς σου εν σοί· 3 ο τιθείς τα όριά σου ειρήνην και στέαρ πυρού εμπιπλών σε· 4 ο αποστέλλων το λόγιον αυτού τή γη, έως τάχους δραμείται ο λόγος αυτού· 5 διδόντος χιόνα αυτού ωσεί έριον, ομίχλην ωσεί σποδόν πάσσοντος· 6 βάλλοντος κρύσταλλον αυτού ωσεί ψωμούς, κατά πρόσωπον ψύχους αυτού τις υποστήσεται; 7 εξαποστελεί τον λόγον αυτού και τήξει αυτά· πνεύσει το πνεύμα αυτού και ρυήσεται ύδατα. 8 ο απαγγέλλων τον λόγον αυτού τώ Ιακώβ, δικαιώματα και κρίματα αυτού τώ Ισραήλ. 9 ουκ εποίησεν ούτως παντί έθνει και τα κρίματα αυτού ουκ εδήλωσεν αυτοίς.
Αλληλούια· Αγγαίου και Ζαχαρίου.
ΑΙΝΕΙΤΕ τον Κύριον εκ των ουρανών· αινείτε αυτόν εν τοίς υψίστοις. 2 αινείτε αυτόν, πάντες οι άγγελοι αυτού· αινείτε αυτόν, πάσαι αι δυνάμεις αυτού. 3 αινείτε αυτόν ήλιος και σελήνη, αινείτε αυτόν πάντα τα άστρα και το φώς. 4 αινείτε αυτόν οι ουρανοί των ουρανών και το ύδωρ το υπεράνω των ουρανών. 5 αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου, ότι αυτός είπε, και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο, και εκτίσθησαν. 6 έστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα τού αιώνος· πρόσταγμα έθετο, και ου παρελεύσεται. 7 αινείτε τον Κύριον εκ της γής, δράκοντες και πάσαι άβυσσοι· 8 πύρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα τον λόγον αυτού· 9 τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι·
10 τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά· 11 βασιλείς της γής και πάντες λαοί, άρχοντες και πάντες κριταί γής· 12 νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων· 13 αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου, ότι υψώθη το όνομα αυτού μόνου· η εξομολόγησις αυτού επί γής και ουρανού. 14 και υψώσει κέρας λαού αυτού· ύμνος πάσι τοίς οσίοις αυτού, τοίς υιοίς Ισραήλ, λαώ εγγίζοντι αυτώ.
Αλληλούια.
ΑΣΑΤΕ τώ Κυρίω άσμα καινόν, η αίνεσις αυτού εν εκκλησία οσίων. 2 ευφρανθήτω Ισραήλ επί τώ ποιήσαντι αυτόν, και οι υιοί Σιών αγαλλιάσθωσαν επί τώ βασιλεί αυτών. 3 αινεσάτωσαν το όνομα αυτού εν χορώ, εν τυμπάνω και ψαλτηρίω ψαλάτωσαν αυτώ, 4 ότι ευδοκεί Κύριος εν τώ λαώ αυτού και υψώσει πραείς εν σωτηρία. 5 καυχήσονται όσιοι εν δόξη και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών. 6 αι υψώσεις τού Θεού εν τώ λάρυγγι αυτών, και ύρομφαίαι δίστομοι εν ταίς χερσίν αυτών 7 τού ποιήσαι εκδίκησιν εν τοίς έθνεσιν, ελεγμούς εν τοίς λαοίς, 8 τού δήσαι τους βασιλείς αυτών εν πέδαις και τους ενδόξους αυτών εν χειροπέδαις σιδηραίς, 9 τού ποιήσαι εν αυτοίς κρίμα έγγραπτον· δόξα αύτη έσται πάσι τοίς οσίοις αυτού.
Αλληλούια.
ΑΙΝΕΙΤΕ τον Θεόν εν τοίς αγίοις αυτού, αινείτε αυτόν εν στερεώματι της δυνάμεως αυτού· 2 αινείτε αυτόν επί ταίς δυναστείαις αυτού, αινείτε αυτόν κατά το πλήθος της μεγαλωσύνης αυτού. 3 αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος, αινείτε αυτόν εν ψαλτηρίω και κιθάρα· 4 αινείτε αυτόν εν τυμπάνω και χορώ, αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνω· 5 αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις, αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού. 6 πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον. αλληλούια.
Ούτος ο ψαλμός ιδιόγραφος εις Δαυίδ και έξωθεν τού αριθμού· ότε εμονομάχησε τώ Γολιάθ.
ΜΙΚΡΟΣ ήμην εν τοίς αδελφοίς μου και νεώτερος εν τώ οίκω τού πατρός μου· εποίμαινον τα πρόβατα τού πατρός μου. 2 αι χείρές μου εποίησαν όργανον, και οι δάκτυλοί μου ήρμοσαν ψαλτήριον. 3 και τις αναγγελεί τώ Κυρίω μου; αυτός Κύριος, αυτός εισακούσει. 4 αυτός εξαπέστειλε τον άγγελον αυτού και ήρέ με εκ των προβάτων τού πατρός μου και έχρισέ με εν τώ ελαίω της χρίσεως αυτού. 5 οι αδελφοί μου καλοί και μεγάλοι, και ουκ ευδόκησεν εν αυτοίς ο Κύριος. 6 εξήλθον εις συνάντησιν τώ αλλοφύλω, και επικατηράσατό με εν τοίς ειδώλοις αυτού· 7 εγώ δε, σπασάμενος την παρ’ αυτού μάχαιραν, απεκεφάλισα αυτόν και ήρα όνειδος εξ υιών Ισραήλ.
1 ΑΝΘΡΩΠΟΣ τις ήν εν χώρα τή Αυσίτιδι, ώ όνομα Ιώβ, και ήν ο άνθρωπος εκείνος αληθινός, άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος. 2 εγένοντο δε αυτώ υιοί επτά και θυγατέρες τρεις. 3 και ήν τα κτήνη αυτού πρόβατα επτακισχίλια, κάμηλοι τρισχίλιαι, ζεύγη βοών πεντακόσια, θήλειαι όνοι νομάδες πεντακόσιαι, και υπηρεσία πολλή σφόδρα και έργα μεγάλα ήν αυτώ επί της γής· και ήν ο άνθρωπος εκείνος ευγενής των αφ’ ηλίου ανατολών. 4 συμπορευόμενοι δε οι υιοί αυτού προς αλλήλους εποιούσαν πότον καθ' εκάστην ημέραν, συμπαραλαμβάνοντες άμα και τας τρεις αδελφάς αυτών εσθίειν και πίνειν μετ’ αυτών. 5 και ως αν συνετελέσθησαν αι ημέραι τού πότου, απέστελλεν Ιώβ και εκαθάριζεν αυτούς ανιστάμενος το πρωί και προσέφερε περί αυτών θυσίας κατά τον αριθμόν αυτών και μόσχον ένα περί αμαρτίας περί των ψυχών αυτών· έλεγε γάρ Ιώβ· μη ποτε οι υιοί μου εν τή διανοία αυτών κακά ενενόησαν προς Θεόν. ούτως ούν εποίει Ιώβ πάσας τας ημέρας. ~6 Καί εγένετο ως η ημέρα αύτη, και ιδού ήλθον οι άγγελοι τού Θεού παραστήναι ενώπιον τού Κυρίου, και ο διάβολος ήλθε μετ΄ αυτών. 7 και είπεν ο Κύριος τώ διαβόλω· πόθεν παραγέγονας; και αποκριθείς ο διάβολος τώ Κυρίω είπε· περιελθών την γήν και εμπεριπατήσας την υπ’ ουρανόν πάρειμι. 8 και είπεν αυτώ ο Κύριος· προσέσχες τή διανοία σου κατά τού παιδός μου Ιώβ, ότι ουκ έστι κατ΄ αυτόν επί της γής, άνθρωπος άμεμπτος, αληθινός, θεοσεβής, απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος; 9 απεκρίθη δε ο διάβολος και είπεν εναντίον τού Κυρίου· μη δωρεάν Ιώβ σέβεται τον Κύριον;
10 ου σύ περιέφραξας τα έξω αυτού και τα έσω της οικίας αυτού και τα έξω πάντων των όντων αυτού κύκλω; τα δε έργα των χειρών αυτού ευλόγησας και τα κτήνη αυτού πολλά εποίησας επί της γής. 11 αλλά απόστειλον την χείρά σου και άψαι πάντων, ών έχει· ή μην εις πρόσωπόν σε ευλογήσει. 12 τότε είπεν ο Κύριος τώ διαβόλω· ιδού πάντα, όσα εστίν αυτώ, δίδωμι εν τή χειρί σου, αλλ’ αυτού μη άψη. και εξήλθεν ο διάβολος από προσώπου Κυρίου. ~ 13 Καί ήν ως η ημέρα αύτη, οι υιοί Ιώβ και αι θυγατέρες αυτού έπινον οίνον εν τή οικία τού αδελφού αυτών τού πρεσβυτέρου. 14 και ιδού άγγελος ήλθε προς Ιώβ και είπεν αυτώ· τα ζεύγη των βοών ηροτρία, και αι θήλειαι όνοι εβόσκοντο εχόμεναι αυτών, 15 και ελθόντες οι αιχμαλωτεύοντες ηχμαλώτευσαν αυτάς και τους παίδας απέκτειναν εν μαχαίραις· σωθείς δε εγώ μόνος ήλθον τού απαγγείλαί σοι. 16 έτι τούτου λαλούντος, ήλθεν έτερος άγγελος και είπε προς Ιώβ· πύρ έπεσεν εκ τού ουρανού και κατέκαυσε τα πρόβατα και τους ποιμένας κατέφαγεν ομοίως· σωθείς δε εγώ μόνος ήλθον τού απαγγείλαί σοι. 17 έτι τούτου λαλούντος ήλθεν έτερος άγγελος και είπε προς Ιώβ· οι ιππείς εποίησαν ημίν κεφαλάς τρεις και εκύκλωσαν τας καμήλους και ηχμαλώτευσαν αυτάς και τους παίδας απέκτειναν εν μαχαίραις· εσώθην δε εγώ μόνος και ήλθον τού απαγγείλαί σοι. 18 έτι τούτου λαλούντος άλλος άγγελος έρχεται λέγων τώ Ιώβ· των υιών σου και των θυγατέρων σου εσθιόντων και πινόντων παρά τώ αδελφώ αυτών τώ πρεσβυτέρω, 19 εξαίφνης πνεύμα μέγα επήλθεν εκ της ερήμου και ήψατο των τεσσάρων γωνιών της οικίας, και έπεσεν η οικία επί τα παιδία σου, και ετελεύτησαν· εσώθην δε εγώ μόνος και ήλθον τού απαγγείλαί σοι. ~
20 Ούτως αναστάς Ιώβ έρρηξε τα ιμάτια αυτού και εκείρατο την κώμην της κεφαλής και πεσών χαμαί προσεκύνησε τώ Κυρίω και είπεν· 21 αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο· ως τώ Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας. ~22 Εν τούτοις πάσι τοίς συμβεβηκόσιν αυτώ ουδέν ήμαρτεν Ιώβ εναντίον τού Κυρίου και ουκ έδωκεν αφροσύνην τώ Θεώ.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε ως η ημέρα αύτη και ήλθον οι άγγελοι τού Θεού παραστήναι έναντι Κυρίου, και ο διάβολος ήλθεν εν μέσω αυτών παραστήναι εναντίον τού Κυρίου. 2 και είπεν ο Κύριος τώ διαβόλω· πόθεν σύ έρχη; τότε είπεν ο διάβολος ενώπιον τού Κυρίου· διαπορευθείς την υπ’ ουρανόν και εμπεριπατήσας την σύμπασαν πάρειμι. 3 είπε δε ο Κύριος προς τον διάβολον· προσέσχες ούν τώ θέραποντί μου Ιώβ, ότι ουκ έστι κατ΄ αυτόν των επί της γής άνθρωπος όμοιος αυτώ, άκακος, αληθινός, άμεμπτος, θεοσεβής, απεχόμενος από παντός κακού; έτι δε έχετε ακακίας· σύ δε είπας τα υπάρχοντα αυτού διακενής απολέσαι. 4 υπολαβών δε ο διάβολος είπε τώ Κυρίω· δέρμα υπέρ δέρματος· και πάντα, όσα υπάρχει ανθρώπω, υπέρ της ψυχής αυτού εκτίσει· 5 ου μην δε αλλά αποστείλας την χείρά σου άψαι των οστών αυτού και σαρκών αυτού· ή μην εις πρόσωπόν σε ευλογήσει. 6 είπε δε ο Κύριος τώ διαβόλω· ιδού παραδίδωμί σοι αυτόν, μόνον την ψυχήν αυτού διαφύλαξον. ~7 Εξήλθε δε ο διάβολος από προσώπου Κυρίου και έπαισε τον Ιώβ έλκει πονηρώ από ποδών έως κεφαλής. 8 και έλαβεν όστρακον, ίνα τον ιχώρα ξύη, και εκάθητο επί της κοπρίας έξω της πόλεως. ~9 Χρόνου δε πολλού προβεβηκότος είπεν αυτώ η γυνή αυτού· μέχρι τίνος καρτερήσεις λέγων· 9α ιδού αναμένω χρόνον έτι μικρόν προσδεχόμενος την ελπίδα της σωτηρίας μου; 9β ιδού γάρ ηφάνισταί σου το μνημόσυνον από της γής, υιοί και θυγατέρες, εμής κοιλίας ωδίνες και πόνοι, ούς εις το κενόν εκοπίασα μετά μόχθων· 9γ σύ τε αυτός εν σαπρία σκωλήκων κάθησαι διανυκτερεύων αίθριος, 9δ καγώ πλανήτις και λάτρις, τόπον εκ τόπου περιερχομένη και οικίαν εξ οικίας, προσδεχομένη τον ήλιον πότε δύσεται, ίνα αναπαύσωμαι των μόχθων μου και των οδυνών, αί με νύν συνέχουσιν· αλλά ειπόν τι ρήμα προς Κύριον και τελεύτα.
10 ο δε εμβλέψας είπεν αυτή· ίνα τι ώσπερ μία των αφρόνων γυναικών ελάλησας ούτως; ει τα αγαθά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσομεν; εν πάσι τούτοις τοίς συμβεβηκόσιν αυτώ ουδέν ήμαρτεν Ιώβ τοίς χείλεσιν εναντίον τού Θεού. 11 ακούσαντες δε οι τρεις φίλοι αυτού τα κακά πάντα τα επελθόντα αυτώ, παρεγένοντο έκαστος εκ της ιδίας χώρας προς αυτόν· Ελιφάζ ο Θαιμανών βασιλεύς, Βαλδάδ ο Σαυχαίων τύραννος, Σωφάρ ο Μιναίων βασιλεύς, και παρεγένοντο προς αυτόν ομοθυμαδόν, τού παρακαλέσαι και επισκέψασθαι αυτόν. 12 ιδότες δε αυτόν πόρρωθεν ουκ επέγνωσαν· και βοήσαντες φωνή μεγάλη έκλαυσαν ρήξαντες έκαστος την εαυτού στολήν. και καταπασάμενοι γήν 13 παρεκάθισαν αυτώ επτά ημέρας και επτά νύκτας, και ουδείς αυτών ελάλησεν· εώρων γάρ την πληγήν δεινήν ούσαν και μεγάλην σφόδρα.
1 ΜΕΤΑ τούτο ήνοιξεν Ιώβ το στόμα αυτού και κατηράσατο την ημέραν αυτού 2 λέγων· 3 απόλοιτο η ημέρα, εν ή εγεννήθην, και η νύξ εκείνη ή είπαν· ιδού άρσεν. 4 η νύξ εκείνη είη σκότος, και μη αναζητήσαι αυτήν ο Κύριος άνωθεν, μηδέ έλθοι εις αυτήν φέγγος· 5 εκλάβοι δε αυτήν σκότος και σκιά θανάτου, επέλθοι επ΄ αυτήν γνόφος. καταραθείη η ημέρα 6 και η νύξ εκείνη, απενέγκαιτο αυτήν σκότος· μη είη εις ημέρας ενιαυτού, μηδέ αριθμηθείη εις ημέρας μηνών· 7 αλλά η νύξ εκείνη είη οδύνη, και μη έλθοι επ’ αυτήν ευφροσύνη μηδέ χαρμονή· 8 αλλά καταράσαιτο αυτήν ο καταρώμενος την ημέραν εκείνην, ο μέλλων το μέγα κήτος χειρώσασθαι. 9 σκοτωθείη τα άστρα της νυκτός εκείνης, υπομείναι και εις φωτισμόν μη έλθοι και μη ίδοι εωσφόρον ανατέλλοντα,
10 ότι ου συνέκλεισε πύλας γαστρός μητρός μου· απήλλαξε γάρ αν πόνον από οφθαλμών μου. 11 διατί γάρ εν κοιλία ουκ ετελεύτησα, εκ γαστρός δε εξήλθον και ουκ ευθύς απωλόμην; 12 ινατί δε συνήντησάν μοι γόνατα; ινατί δε μαστούς εθήλασα; 13 νύν αν κοιμηθείς ησύχασα, υπνώσας δε ανεπαυσάμην 14 μετά βασιλέων βουλευτών γής, οί εγαυριώντο επί ξίφεσιν, 15 ή μετά αρχόντων, ών πολύς ο χρυσός, οί έπλησαν τους οίκους αυτών αργυρίου, 16 ή ώσπερ έκτρωμα εκπορευόμενον εκ μήτρας μητρός, ή ώσπερ νήπιοι, οί ουκ είδον φώς. 17 εκεί ασεβείς εξέκαυσαν θυμόν οργής, εκεί ανεπαύσαντο κατάκοποι τώ σώματι· 18 ομοθυμαδόν δε οι αιώνιοι ουκ ήκουσαν φωνήν φορολόγου. 19 μικρός και μέγας εκεί εστι, και θεράπων δεδοικώς τον κύριον αυτού·
20 ινατί γάρ δέδοται τοίς εν πικρία φώς, ζωή δε ταίς εν οδύναις ψυχαίς; 21 οί ιμείρονται τού θανάτου και ου τυγχάνουσιν ανορύσσοντες ώσπερ θησαυρούς, 22 περιχαρείς δε εγένοντο εάν κατατύχωσι. 23 θάνατος ανδρί ανάπαυμα, συνέκλεισε γάρ ο Θεός κατ΄ αυτού· 24 πρό γάρ των σίτων μου στεναγμός μοι ήκει, δακρύω δε εγώ συνεχόμενος φόβω· 25 φόβος γάρ, ον εφρόντισα, ήλθέ μοι, και ον εδεδοίκειν, συνήντησέ μοι, 26 ούτε ειρήνευσα ούτε ησύχασα ούτε ανεπαυσάμην, ήλθε δε μοι οργή.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ελιφάζ ο Θαιμανίτης λέγει· 2 μη πολλάκις σοι λελάληται εν κόπω; ισχύν δε ρημάτων σου τις υποίσει; 3 ει γάρ σύ ενουθέτησας πολλούς και χείρας ασθενούς παρεκάλεσας, 4 ασθενούντάς τε εξανέστησας ρήμασι, γόνασί τε αδυνατούσι θάρσος περιέθηκας, 5 νύν δε ήκει επί σε πόνος και ήψατό σου, σύ εσπούδασας. 6 πότερον ουχ ο φόβος σού εστιν εν αφροσύνη και η ελπίς σου και η κακία της οδού σου; 7 μνήσθητι ούν, τις καθαρός ών απώλετο ή πότε αληθινοί ολόρριζοι απώλοντο; 8 καθ’ ον τρόπον είδον τους αροτριώντας τα άτοπα, οι δε σπείροντες αυτά οδύνας θεριούσιν εαυτοίς. 9 από προστάγματος Κυρίου απολούνται, από δε πνεύματος οργής αυτού αφανισθήσονται.
10 σθένος λέοντος, φωνή δε λεαίνης, γαυρίαμα δε δρακόντων εσβέσθη· 11 μυρμηκολέων ώλετο παρά το μη έχειν βοράν, σκύμνοι δε λεόντων έλιπον αλλήλους. 12 ει δε τι ρήμα αληθινόν εγεγόνει εν λόγοις σου, ουθέν αν σοι τούτων κακόν απήντησε. πότερον ου δέξεταί μου το ούς εξαίσια παρ’ αυτού; 13 φόβοι δε και ηχώ νυκτερινή, επιπίπτων φόβος επ΄ ανθρώπους, 14 φρίκη δε μοι συνήντησε και τρόμος και μεγάλως μου τα οστά διέσεισε, 15 και πνεύμα επί πρόσωπόν μου επήλθεν, έφριξαν δε μου τρίχες και σάρκες. 16 ανέστην, και ουκ επέγνων· είδον, και ουκ ήν μορφή πρό οφθαλμών μου, αλλ’ ή αύραν και φωνήν ήκουον· 17 τι γάρ; μη καθαρός έσται βροτός εναντίον τού Κυρίου ή από των έργων αυτού άμεμπτος ανήρ; 18 ει κατά παίδων αυτού ου πιστεύει, κατά δε αγγέλων αυτού σκολιόν τι επενόησε, 19 τους δε κατοικούντας οικίας πηλίνας, εξ ών και αυτοί εκ τού αυτού πηλού εσμεν, έπαισεν αυτούς σητός τρόπον·
20 και από πρωίθεν μέχρις εσπέρας ουκέτι εισί, παρά το μη δύνασθαι αυτούς εαυτοίς βοηθήσαι απώλοντο. 21 ενεφύσησε γάρ αυτοίς και εξηράνθησαν, απώλοντο παρά το μη έχειν αυτούς σοφίαν.
1 ΕΠΙΚΑΛΕΣΑΙ δε, εί τις σοι υπακούσεται, ή εί τινα αγγέλων αγίων όψη· 2 και γάρ άφρονα αναιρεί οργή, πεπλανημένον δε θανατοί ζήλος, 3 εγώ δε εώρακα άφρονας ρίζαν βάλλοντας, αλλ’ ευθέως εβρώθη αυτών η δίαιτα. 4 πόρρω γένοιντο οι υιοί αυτών από σωτηρίας, κολαβρισθείησαν δε επί θύραις ησσόνων, και ουκ έσται ο εξαιρούμενος· 5 ά γάρ εκείνοι συνήγαγον, δίκαιοι έδονται, αυτοί δε εκ κακών ουκ εξαίρετοι έσονται. εκσιφωνισθείη αυτών η ισχύς· 6 ου γάρ μη εξέλθη εκ της γής κόπος, ουδέ εξ ορέων αναβλαστήσει πόνος· 7 αλλά άνθρωπος γεννάται κόπω, νεοσσοί δε γυπός τα υψηλά πέτονται. 8 ου μην δε αλλά εγώ δεηθήσομαι Κυρίου, Κύριον δε των πάντων δεσπότην επικαλέσομαι, 9 τον ποιούντα μεγάλα και ανεξιχνίαστα, ένδοξά τε και εξαίσια, ών ουκ έστιν αριθμός·
10 τον διδόντα υετόν επί την γήν, αποστέλλοντα ύδωρ επί την υπ’ ουρανόν· 11 τον ποιούντα ταπεινούς εις ύψος, και απολωλότας εξεγείροντα· 12 διαλλάσσοντα βουλάς πανούργων, και ου μη ποιήσουσιν αι χείρες αυτών αληθές. 13 ο καταλαμβάνων σοφούς εν τή φρονήσει, βουλήν δε πολυπλόκων εξέστησεν· 14 ημέρας συναντήσεται αυτοίς σκότος, το δε μεσημβρινόν ψηλαφήσαισαν ίσα νυκτί. 15 απόλοιντο δε εν πολέμω, αδύνατος δε εξέλθοι εκ χειρός δυνάστου· 16 είη δε αδυνάτω ελπίς, αδίκου δε στόμα εμφραχθείη. 17 μακάριος δε άνθρωπος, ον ήλεγξεν ο Κύριος, νουθέτημα δε Παντοκράτορος μη απαναίνου· 18 αυτός γάρ αλγείν ποιεί και πάλιν αποκαθίστησιν· έπαισε, και αι χείρες αυτού ιάσαντο. 19 εξάκις εξ αναγκών σε εξελείται, εν δε τώ εβδόμω ου μη άψηταί σου κακόν.
20 εν λιμώ ρύσεταί σε εκ θανάτου, εν πολέμω δε εκ χειρός σιδήρου λύσει σε. 21 από μάστιγος γλώσσης σε κρύψει, και ου μη φοβηθής από κακών ερχομένων. 22 αδίκων και ανόμων καταγελάση, από δε θηρίων αγρίων ου μη φοβηθής· 23 θήρες γάρ άγριοι ειρηνεύσουσί σοι. 24 είτα γνώση ότι ειρηνεύσει σου ο οίκος, η δε δίαιτα της σκηνής σου ου μη αμάρτη. 25 γνώση δε ότι πολύ το σπέρμα σου, τα δε τέκνα σου έσται ώσπερ το παμβότανον τού αγρού. 26 ελεύση δε εν τάφω ώσπερ σίτος ώριμος κατά καιρόν θεριζόμενος ή ώσπερ θιμωνία άλωνος καθ’ ώραν συγκομισθείσα. 27 ιδού ταύτα ούτως εξιχνιάσαμεν, ταύτά εστιν ά ακηκόαμεν· σύ δε γνώθι σεαυτώ εί τι έπραξας.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 ει γάρ τις ιστών στήσαι μου την οργήν, τας δε οδύνας μου άραι εν ζυγώ ομοθυμαδόν, 3 και δή άμμου παραλίας βαρυτέρα έσται. αλλ’ ως έοικε τα ρήματά μου εστι φαύλα· 4 βέλη γάρ Κυρίου εν τώ σώματί μου εστιν, ών ο θυμός αυτών εκπίνει μου το αίμα· όταν άρξωμαι λαλείν, κεντούσί με. 5 τι γάρ; μη διακενής κεκράξεται όνος άγριος, αλλ’ ή τα σίτα ζητών; ει δε και ρήξει φωνήν βούς επί φάτνης έχων τα βρώματα; 6 ει βρωθήσεται άρτος άνευ αλός; ει δε και έστι γεύμα εν ρήμασι κενοίς; 7 ου δύναται γάρ παύσασθαί μου η οργή· βρόμον γάρ ορώ τα σίτά μου ώσπερ οσμήν λέοντος· 8 ει γάρ δώη και έλθοι μου η αίτησις, και την ελπίδα μου δώη ο Κύριος. 9 αρξάμενος ο Κύριος τρωσάτω με, εις τέλος δε μη με ανελέτω.
10 είη δε μου πόλις τάφος, εφ΄ ής επί τειχέων ηλλόμην επ΄ αυτής, ου φείσομαι· ου γάρ εψευσάμην ρήματα άγια Θεού μου. 11 τις γάρ μου η ισχύς, ότι υπομένω; ή τις μου ο χρόνος, ότι ανέχεταί μου η ψυχή; 12 μη ισχύς λίθων η ισχύς μου; ή αι σάρκες μου εισι χάλκεαι; 13 ή ουκ επ’ αυτώ επεποίθειν; βοήθεια δε απ’ εμού άπεστιν. 14 απείπατό με έλεος, επισκοπή δε Κυρίου υπερείδέ με. 15 ου προσείδόν με οι εγγύτατοί μου· ώσπερ χειμάρρους εκλείπων ή ώσπερ κύμα παρήλθόν με. 16 οίτινές με διευλαβούντο, νύν επιπεπτώκασί μοι ώσπερ χιών ή κρύσταλλος πεπηγώς· 17 καθώς τακείσα θέρμης γενομένης ουκ επεγνώσθη όπερ ήν, 18 ούτω καγώ καταλείφθην υπό πάντων. απωλόμην δε και έξοικος εγενόμην. 19 ίδετε οδούς Θαιμανών, ατραπούς Σαβών, οι διορώντες·
20 και αισχύνην οφειλήσουσιν οι επί πόλεσι και χρήμασι πεποιθότες. 21 ατάρ δε και υμείς επέβητέ μοι ανελεημόνως, ώστε ιδόντες το εμόν τραύμα φοβήθητε· 22 τι γάρ; μη τι ημάς ήτησα ή της παρ’ υμών ισχύος επιδέομαι, 23 ώστε σώσαί με εξ εχθρών ή εκ χειρός δυναστών ρύσασθαί με; 24 διδάξατέ με, εγώ δε κωφεύσω· εί τι πεπλάνημαι, φράσατέ μοι. 25 αλλ’ ως έοικε, φαύλα αληθινού ρήματα, ου γάρ παρ’ υμών ισχύν αιτούμαι· 26 ουδέ έλεγχος υμών ρήμασί με παύσει, ουδέ γάρ υμών φθέγμα ρήματος ανέξομαι. 27 πλήν ότι επ’ ορφανώ επιπίπτετε, ενάλλεσθε δε επί φίλω υμών. 28 νυνί δε εισβλέψας εις πρόσωπα υμών ου ψεύσομαι. 29 καθίσατε δή και μη είη άδικον, και πάλιν τώ δικαίω συνέρχεσθε.
30 ου γάρ εστιν εν γλώσση μου άδικον· ή ο λάρυγξ μου ουχί σύνεσιν μελετά;
1 ΠΟΤΕΡΟΝ ουχί πειρατήριόν εστιν ο βίος ανθρώπου επί της γής και ώσπερ μισθίου αυθημερινού η ζωή αυτού; 2 ή ώσπερ θεράπων δεδοικώς τον Κύριον αυτού και τετευχώς σκιάς; ή ώσπερ μισθωτός αναμένων τον μισθόν αυτού; 3 ούτως καγώ υπέμεινα μήνας κενούς, νύκτες δε οδυνών δεδομέναι μοί εισιν. 4 εάν κοιμηθώ, λέγω· πότε ημέρα; ως δ’ αν αναστώ, πάλιν· πότε εσπέρα; πλήρης δε γίνομαι οδυνών από εσπέρας έως πρωί. 5 φύρεται δε μου το σώμα εν σαπρία σκωλήκων, τήκω δε βώλακας γής από ιχώρος ξύων. 6 ο δε βίος μου εστιν ελαφρότερος λαλιάς, απόλωλε δε εν κενή ελπίδι. 7 μνήσθητι ούν ότι πνεύμά μου η ζωή και ουκέτι επανελεύσεται οφθαλμός μου ιδείν αγαθόν. 8 ου περιβλέψεταί με οφθαλμός ορώντός με· οι οφθαλμοί σου εν εμοί, και ουκέτι ειμί 9 ώσπερ νέφος αποκαθαρθέν απ’ ουρανού. εάν γάρ άνθρωπος καταβή εις άδην, ουκέτι μη αναβή,
10 ουδ’ ου μη επιστρέψη έτι εις τον ίδιον οίκον, ουδ' ου μη επιγνώ αυτόν έτι ο τόπος αυτού. 11 ατάρ ούν ουδέ εγώ φείσομαι τώ στόματί μου, λαλήσω εν ανάγκη ών, ανοίξω πικρίαν ψυχής μου συνεχόμενος. 12 πότερον θάλασσά ειμι ή δράκων, ότι κατέταξας επ΄ εμέ φυλακήν; 13 είπα ότι παρακαλέσει με η κλίνη μου, ανοίσω δε προς εμαυτόν ιδία λόγον τή κοίτη μου. 14 εκφοβείς με ενυπνίοις και οράμασί με καταπλήσσεις. 15 απαλλάξεις από πνεύματός μου την ψυχήν μου, από δε θανάτου τα οστά μου· 16 ου γάρ εις τον αιώνα ζήσομαι, ίνα μακροθυμήσω· απόστα απ’ εμού, κενός γάρ μου ο βίος. 17 τι γάρ εστιν άνθρωπος ότι εμεγάλυνας αυτόν ή ότι προσέχεις τον νούν εις αυτόν 18 ή επισκοπήν αυτού ποιήση έως το πρωί και εις ανάπαυσιν αυτόν κρινείς; 19 έως τίνος ουκ εάς με ουδέ προίη με, έως αν καταπίω τον πτύελόν μου εν οδύνη;
20 ει εγώ ήμαρτον, τι δυνήσομαι πράξαι, ο επιστάμενος τον νούν των ανθρώπων; διατί έθου με κατεντευκτήν σου, ειμί δε επί σοί φορτίον; 21 και διατί ουκ εποιήσω της ανομίας μου λήθην και καθαρισμόν της αμαρτίας μου; νυνί δε εις γήν απελεύσομαι, ορθρίζων δε ουκέτι ειμί.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Βαλδάδ ο Σαυχίτης λέγει· 2 μέχρι τίνος λαλήσεις ταύτα, πνεύμα πολυρρήμον τού στόματός σου; 3 μη ο Κύριος αδικήσει κρίνων ή ο τα πάντα ποιήσας ταράξει το δίκαιον; 4 ει οι υιοί σου ήμαρτον εναντίον αυτού, απέστειλεν εν χειρί ανομίας αυτών. 5 σύ δε όρθριζε προς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος. 6 ει καθαρός εί και αληθινός, δεήσεως επακούσεταί σου, αποκαταστήσει δε σοι δίαιταν δικαιοσύνης· 7 έσται ούν τα μέν πρώτά σου ολίγα, τα δε έσχατά σου αμύθητα. 8 επερώτησον γάρ γενεάν πρώτην, εξιχνίασον δε κατά γένος πατέρων· 9 χθιζοί γάρ εσμεν και ουκ οίδαμεν, σκιά γάρ εστιν ημών επί της γής ο βίος.
10 ή ουχ ούτοί σε διδάξουσι και αναγγελούσι και εκ καρδίας εξάξουσι ρήματα; 11 μη θάλλει πάπυρος άνευ ύδατος ή υψωθήσεται βούτομον άνευ πότου; 12 έτι ον επί ρίζης και ου μη θερισθή, πρό τού πιείν πάσα βοτάνη ουχί ξηραίνεται; 13 ούτως τοίνυν έσται τα έσχατα πάντων των επιλανθανομένων τού Κυρίου· ελπίς γάρ ασεβούς απολείται. 14 αοίκητος γάρ αυτού έσται ο οίκος, αράχνη δε αυτού αποβήσεται η σκηνή. 15 εάν υπερείση την οικίαν αυτού, ου μη στή· επιλαβομένου δε αυτού, ου μη υπομείνη· 16 υγρός γάρ εστιν υπό ηλίου, και εκ σαπρίας αυτού ο ράδαμνος αυτού εξελεύσεται. 17 επί συναγωγήν λίθων κοιμάται, εν δε μέσω χαλίκων ζήσεται. 18 εάν καταπίη, ο τόπος ψεύσεται αυτόν· ουχ εώρακας τοιαύτα, 19 ότι καταστροφή ασεβούς τοιαύτη, εκ δε γής άλλον αναβλαστήσει.
20 ο γάρ Κύριος ου μη αποποιήσεται τον άκακον, πάν δε δώρον ασεβούς ου δέξεται. 21 αληθινών δε στόμα εμπλήσει γέλωτος, τα δε χείλη αυτών εξομολογήσεως· 22 οι δε εχθροί αυτών ενδύσονται αισχύνην, δίαιτα δε ασεβούς ουκ έσται.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 επ’ αληθείας οίδα, ότι ούτως εστί· πώς γάρ έσται δίκαιος βροτός παρά Κυρίω; 3 εάν γάρ βούληται κριθήναι αυτώ, ου μη υπακούση αυτώ, ίνα μη αντείπη προς ένα λόγον αυτού εκ χιλίων· 4 σοφός γάρ εστι διανοία, κραταιός τε και μέγας. τις σκληρός γενόμενος εναντίον αυτού υπέμεινεν; 5 ο παλαιών όρη και ουκ οίδασιν, ο καταστρέφων αυτά οργή· 6 ο σείων την υπ’ ουρανόν εκ θεμελίων, οι δε στύλοι αυτής σαλεύονται· 7 ο λέγων τώ ηλίω και ουκ ανατέλλει, κατά δε άστρων κατασφραγίζει· 8 ο τανύσας τον ουρανόν μόνος, και περιπατών ως επ’ εδάφους επί θαλάσσης· 9 ο ποιών Πλειάδα και Έσπερον και Αρκτούρον, και ταμιεία νότου·
10 ο ποιών μεγάλα και ανεξιχνίαστα, ένδοξά τε και εξαίσια, ών ουκ έστιν αριθμός. 11 εάν υπερβή με, ου μη ίδω· εάν παρέλθη με, ουδ’ ώς έγνων. 12 εάν απαλλάξη, τις αποστρέψει ή τις ερεί αυτώ· τι εποίησας; 13 αυτός γάρ απέστραπται οργήν, υπ’ αυτού εκάμφθησαν κήτη τα υπ’ ουρανόν. 14 εάν δε μου υπακούσηται, ή διακρινεί τα ρήματά μου· 15 εάν τε γάρ ώ δίκαιος, ουκ εισακούσεταί μου, τού κρίματος αυτού δεηθήομαι· 16 εάν τε καλέσω και μη υπακούση, ου πιστεύω ότι εισακήκοέ μου της φωνής. 17 μη γνόφω με εκτρίψη; πολλά δε μου τα συντρίμματα πεποίηκε διακενής· 18 ουκ εά γάρ με αναπνεύσαι, ενέπλησε δε με πικρίας. 19 ότι μέν γάρ ισχύι κρατεί· τις ούν κρίματι αυτού αντιστήσεται;
20 εάν γάρ ώ δίκαιος, το στόμα μου ασεβήσει· εάν τε ώ άμεμπτος, σκολιός αποβήσομαι. 21 είτε γάρ ησέβησα, ουκ οίδα τή ψυχή, πλήν ότι αφαιρείταί μου η ζωή. 22 διό είπον· μέγα και δυνάστην απολλύει οργή, 23 ότι φαύλοι εν θανάτω εξαισίω, αλλά δίκαιοι καταγελώνται· 24 παραδέδονται γάρ εις χείρας ασεβούς. πρόσωπα κριτών αυτής συγκαλύπτει· ει δε μη αυτός εστι, τις εστιν; 25 ο δε βίος μου εστιν ελαφρότερος δρομέως· απέδρασαν και ουκ είδοσαν. 26 ή και εστι ναυσίν ίχνος οδού ή αετού πετομένου ζητούντος βοράν; 27 εάν τε γάρ είπω, επιλήσομαι λαλών, συγκύψας τώ προσώπω στενάξω. 28 σείομαι πάσι τοίς μέλεσιν, οίδα γάρ ότι ουκ αθώόν με εάσεις. 29 επειδή δε ειμι ασεβής, διατί ουκ απέθανον;
30 εάν γάρ απολούσωμαι χιόνι και αποκαθάρωμαι χερσί καθαραίς, 31 ικανώς εν ρύπω με έβαψας, εβδελύξατο δε με η στολή· 32 ου γάρ εί άνθρωπος κατ’ εμέ, ώ αντικρινούμαι, ίνα έλθωμεν ομοθυμαδόν εις κρίσιν. 33 είθε ήν ο μεσίτης ημών και ελέγχων και διακούων ανά μέσον αμφοτέρων· 34 απαλλαξάτω απ΄ εμού την ράβδον, ο δε φόβος αυτού μη με στροβείτω, 35 και ου μη φοβηθώ, αλλά λαλήσω· ου γάρ ούτω συνεπίσταμαι.
1 ΚΑΜΝΩΝ τή ψυχή μου, στένων επαφήσω επ’ αυτόν τα ρήματά μου· λαλήσω πικρία ψυχής μου συνεχόμενος 2 και ερώ προς Κύριον· μη με ασεβείν δίδασκε· και διατί με ούτως έκρινας; 3 ή καλόν σοι, εάν αδικήσω, ότι απείπω έργα χειρών σου, βουλή δε ασεβών προσέσχες; 4 ή ώσπερ βροτός ορά καθοράς ή καθώς ορά άνθρωπος βλέψη; 5 ή ο βίος σου ανθρώπινός εστιν ή τα έτη σου ανδρός; 6 ότι ανεζήτησας την ανομίαν μου και τας αμαρτίας μου εξιχνίασας; 7 οίδας γάρ ότι ουκ ησέβησα· αλλά τις εστιν ο εκ των χειρών σου εξαιρούμενος; 8 αι χείρές σου έπλασάν με και εποίησάν με, μετά ταύτα μεταβαλών με έπαισας. 9 μνήσθητι ότι πηλόν με έπλασας, εις δε γήν με πάλιν αποστρέφεις.
10 ή ουχ ώσπερ γάλα με ήμελξας, ετύρωσας δε με ίσα τυρώ; 11 δέρμα δε και κρέας με ενέδυσας, οστέοις δε και νεύροις με ενείρας. 12 ζωήν δε και έλεος έθου παρ’ εμοί, η δε επισκοπή σου εφύλαξέ μου το πνεύμα. 13 ταύτα έχων εν σεαυτώ οίδα ότι πάντα δύνασαι, αδυνατεί δε σοι ουθέν. 14 εάν τε γάρ αμάρτω, φυλάσσεις με, από δε ανομίας ουκ αθώόν με πεποίηκας. 15 εάν τε γάρ ασεβήσω, οίμοι· εάν δε ώ δίκαιος, ου δύναμαι ανακύψαι, πλήρης γάρ ατιμίας ειμί. 16 αγρεύομαι γάρ ώσπερ λέων εις σφαγήν, πάλιν γάρ μεταβαλών δεινώς με ολέκεις 17 επανακαινίζων επ’ εμέ την έτασίν μου· οργή δε μεγάλη μοι εχρήσω, επήγαγες δε επ’ εμέ πειρατήρια. 18 ινατί ούν εκ κοιλίας με εξήγαγες, και ουκ απέθανον, οφθαλμός δε με ουκ είδε, 19 και ώσπερ ουκ ών εγενόμην; διατί γάρ εκ γαστρός εις μνήμα ουκ απηλλάγην;
20 ή ουκ ολίγος εστίν ο χρόνος τού βίου μου; έασόν με αναπαύσασθαι μικρόν 21 πρό τού με πορευθήναι όθεν ουκ αναστρέψω, εις γήν σκοτεινήν και γνοφεράν, 22 εις γήν σκότους αιωνίου, ού ουκ έστι φέγγος, ουδέ οράν ζωήν βροτών.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Σωφάρ ο Μιναίος λέγει· 2 ο τα πολλά λέγων, και αντακούσεται· ή και ο εύλαλος οίεται είναι δίκαιος; ευλογημένος γεννητός γυναικός ολιγόβιος. 3 μη πολύς εν ρήμασι γίνου, ου γάρ εστιν ο αντικρινόμενός σοι· 4 μη γάρ λέγε ότι καθαρός ειμι τοίς έργοις και άμεμπτος εναντίον αυτού. 5 αλλά πώς αν ο Κύριος λαλήσαι προς σε, και ανοίξει χείλη αυτού μετά σού; 6 είτα αναγγελεί σοι δύναμιν σοφίας, ότι διπλούς έσται των κατά σε· και τότε γνώση ότι άξιά σοι απέβη από Κυρίου ών ημάρτηκας. 7 ή ίχνος Κυρίου ευρήσεις ή εις τα έσχατα αφίκου, ά εποίησεν ο Παντοκράτωρ; 8 υψηλός ο ουρανός, και τι ποιήσεις; βαθύτερα δε των εν άδου τι οίδας; 9 ή μακρότερα μέτρου γής ή εύρους θαλάσσης;
10 εάν δε καταστρέψη τα πάντα, τις ερεί αυτώ· τι εποίησας; 11 αυτός γάρ οίδεν έργα ανόμων, ιδών δε άτοπα ου παρόψεται. 12 άνθρωπος δε άλλως νήχεται λόγοις, βροτός δε γεννητός γυναικός ίσα όνω ερημίτη. 13 ει γάρ σύ καθαράν έθου την καρδίαν σου, υπτιάζεις δε χείρας προς αυτόν, 14 ει άνομόν τι εστιν εν χερσί σου, πόρρω ποίησον αυτό από σού, αδικία δε εν διαίτη σου μη αυλισθήτω. 15 ούτως γάρ αναλάμψει σου το πρόσωπον ώσπερ ύδωρ καθαρόν, εκδύση δε ρύπον, και ου μη φοβηθής· 16 και τον κόπον επιλήση ώσπερ κύμα παρελθόν και ου πτοηθήση. 17 η δε ευχή σου ώσπερ εωσφόρος, εκ δε μεσημβρίας ανατελεί σοι ζωή· 18 πεποιθώς τε έση ότι έστι σοι ελπίς, εκ δε μερίμνης και φροντίδος αναφανείταί σοι ειρήνη. 19 ησυχάσεις γάρ, και ου έσται ο πολεμών σε· μεταβαλόμενοι δε πολλοί σου δεηθήσονται.
20 σωτηρία δε αυτούς απολείψει· η γάρ ελπίς αυτών απώλεια, οφθαλμοί δε ασεβών τακήσονται.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 είτα υμείς εστε άνθρωποι· ή μεθ΄ υμών τελευτήσει σοφία. 3 καμοί μέν καρδία καθ’ υμάς εστι· 4 δίκαιος γάρ ανήρ και άμεμπτος εγεννήθη εις χλεύασμα· 5 εις χρόνον γάρ τακτόν ητοίμαστο πεσείν υπό άλλων, οίκους τε αυτού εκπορθείσθαι υπό ανόμων. ου μην δε αλλά μηδείς πεποιθέτω πονηρός ών αθώος έσεσθαι, 6 όσοι παροργίζουσι τον Κύριον, ως ουχί και έτασις αυτών έσται. 7 αλλά δή ερώτησον τετράποδα εάν σοι είπωσι, πετεινά δε ουρανού εάν σοι απαγγείλωσιν· 8 εκδιήγησαι γη, εάν σοι φράση, και εξηγήσονταί σοι οι ιχθύες της θαλάσσης. 9 τις ούν ουκ έγνω εν πάσι τούτοις ότι χείρ Κυρίου εποίησε ταύτα;
10 ει μη εν χειρί αυτού ψυχή πάντων ζώντων και πνεύμα παντός ανθρώπου; 11 ούς μέν γάρ ρήματα διακρίνει, λάρυγξ δε σίτα γεύεται. 12 εν πολλώ χρόνω σοφία, εν δε πολλώ βίω επιστήμη. 13 παρ’ αυτώ σοφία και δύναμις, αυτώ βουλή και σύνεσις. 14 εάν καταβάλη, τις οικοδομήσει; εάν κλείση κατ’ ανθρώπων, τις ανοίξει; 15 εάν κωλύση το ύδωρ, ξηρανεί την γήν· εάν δε επαφή, απώλεσεν αυτήν καταστρέψας. 16 παρ΄ αυτώ κράτος και ισχύς, αυτώ επιστήμη και σύνεσις. 17 διάγων βουλευτάς αιχμαλώτους, κριτάς δε γής εξέστησε. 18 καθιζάνων βασιλείς επί θρόνους και περιέδησε ζώνη οσφύας αυτών. 19 εξαποστέλλων ιερείς αιχμαλώτους, δυνάστας δε γής κατέστρεψε.
20 διαλλάσσων χείλη πιστών, σύνεσιν δε πρεσβυτέρων έγνω. 21 εκχέων ατιμίαν επ’ άρχοντας, ταπεινούς δε ιάσατο. 22 ανακαλύπτων βαθέα εκ σκότους, εξήγαγε δε εις φώς σκιάν θανάτου. 23 πλανών έθνη και απολλύων αυτά, καταστρωνύων έθνη και καθοδηγών αυτά. 24 διαλλάσσων καρδίας αρχόντων γής, επλάνησε δε αυτούς εν οδώ, ή ουκ ήδεισαν. 25 ψηλαφήσαισαν σκότος και μη φώς, πλανηθείησαν δε ώσπερ ο μεθύων.
1 ΙΔΟΥ ταύτα εώρακέ μου ο οφθαλμός και ακήκοέ μου το ούς· 2 και οίδα όσα και υμείς επίστασθε, και ουκ ασυνετώτερός ειμι υμών. 3 ου μην δε αλλ΄ εγώ προς Κύριον λαλήσω, ελέγξω δε εναντίον αυτού εάν βούληται. 4 υμείς δε εστε ιατροί άδικοι και ιαταί κακών πάντες. 5 είη δε υμίν κωφεύσαι, και αποβήσεται υμίν εις σοφίαν. 6 ακούσατε έλεγχον τού στόματός μου, κρίσιν δε χειλέων μου προσέχετε. 7 πότερον ουκ έναντι Κυρίου λαλείτε, έναντι δε αυτού φθέγγεσθε δόλον; 8 ή υποστελείσθε; υμείς δε αυτοί κριταί γίνεσθε. 9 καλόν γε, εάν εξιχνιάση υμάς· ει γάρ τα πάντα ποιούντες προστεθήσεσθε αυτώ,
10 ουθέν ήττον ελέγξει υμάς· ει δε και κρυφή πρόσωπα θαυμάσεσθε, 11 πότερον ουχί δεινά αυτού στροβήσει υμάς, φόβος δε παρ΄ αυτού επιπεσείται υμίν; 12 αποβήσεται δε υμών το γαυρίαμα ίσα σποδώ, το δε σώμα πήλινον. 13 κωφεύσατε, ίνα λαλήσω και αναπαύσωμαι θυμού 14 αναλαβών τας σάρκας μου τοίς οδούσι, ψυχήν δε μου θήσω εν χειρί. 15 εάν με χειρώσηται ο δυνάστης, επεί και ήρκται, ή μην λαλήσω και ελέγξω εναντίον αυτού· 16 και τούτό μοι αποβήσεται εις σωτηρίαν, ου γάρ εναντίον αυτού δόλος εισελεύσεται. 17 ακούσατε ακούσατε τα ρήματά μου, αναγγελώ γάρ υμών ακουόντων. 18 ιδού εγώ εγγύς ειμι τού κρίματός μου, οίδα εγώ ότι δίκαιος αναφανούμαι· 19 τις γάρ εστιν ο κριθησόμενός μοι, ότι νύν κωφεύσω και εκλείψω;
20 δυοίν δε μοι χρήση· τότε από τού προσώπου σου ου κρυβήσομαι. 21 την χείρα απ’ εμού απέχου, και ο φόβος σου μη με καταπλησσέτω. 22 είτα καλέσεις, εγώ δε σοι υπακούσομαι· ή λαλήσεις, εγώ δε σοι δώσω ανταπόκρισιν. 23 πόσαι εισίν αι αμαρτίαι μου και ανομίαι μου; δίδαξόν με τίνες εισί. 24 διατί απ΄ εμού κρύπτη, ήγησαι δε με υπεναντίον σοι; 25 ή ως φύλλον κινούμενον υπό ανέμου ευλαβηθήση ή ως χόρτω φερομένω υπό πνεύματος αντίκεισαί μοι; 26 ότι κατέγραψας κατ΄ εμού κακά, περιέθηκας δε μοι νεότητος αμαρτίας, 27 έθου δε μου τον πόδα εν κωλύματι, εφύλαξας δε μου πάντα τα έργα, εις δε ρίζας των ποδών μου αφίκου· 28 ό παλαιούται ίσα ασκώ ή ώσπερ ιμάτιον σητόβρωτον.
1 ΒΡΟΤΟΣ γάρ γεννητός γυναικός ολιγόβιος και πλήρης οργής 2 ή ώσπερ άνθος ανθήσαν εξέπεσεν, απέδρα δε ώσπερ σκιά και ου μη στή. 3 ουχί και τούτου λόγον εποιήσω και τούτον εποίησας εισελθείν εν κρίματι ενώπιόν σου; 4 τις γάρ καθαρός έσται από ρύπου; αλλ’ ουθείς, 5 εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γής, αριθμητοί δε μήνες αυτού παρ’ αυτού· εις χρόνον έθου, και ου μη υπερβή. 6 απόστα απ΄ αυτού, ίνα ησυχάση και ευδοκήση τον βίον ώσπερ ο μισθωτός. 7 έστι γάρ δένδρω ελπίς· εάν γάρ εκκοπή, έτι επανθήσει, και ο ράδαμνος αυτού ου μη εκλίπη· 8 εάν γάρ γηράση εν γη η ρίζα αυτού, εν δε πέτρα τελευτήση το στέλεχος αυτού, 9 από οσμής ύδατος ανθήσει, ποιήσει δε θερισμόν ώσπερ νεόφυτον.
10 ανήρ δε τελευτήσας ώχετο, πεσών δε βροτός ουκέτι εστί· 11 χρόνω γάρ σπανίζεται θάλασσα, ποταμός δε ερημωθείς εξηράνθη· 12 άνθρωπος δε κοιμηθείς ου μη αναστή, έως αν ο ουρανός ου μη συρραφή· και ουκ εξυπνισθήσονται εξ ύπνου αυτών. 13 ει γάρ όφελον εν άδη με εφύλαξας, έκρυψας δε με έως αν παύσηταί σου η οργή και τάξη μοι χρόνον, εν ώ μνείαν μου ποιήση· 14 εάν γάρ αποθάνη άνθρωπος, ζήσεται συντελέσας ημέρας τού βίου αυτού· υπομενώ έως αν πάλιν γένωμαι. 15 είτα καλέσεις, εγώ δε σοι υπακούσομαι, τα δε έργα των χειρών σου μη αποποιού. 16 ηρίθμησας δε μου τα επιτηδεύματα, και ου μη παρέλθη σε ουδέν των αμαρτιών μου· 17 εσφράγισας δε μου τας ανομίας εν βαλλαντίω, επεσημήνω δε, εί τι άκρων παρέβην. 18 και πλήν όρος πίπτον διαπεσείται, και πέτρα παλαιωθήσεται εκ τού τόπου αυτής. 19 λίθους ελέαναν ύδατα, και κατέκλυσεν ύδατα ύπτια τού χώματος της γής· και υπομονήν ανθρώπου απώλεσας.
20 ώσας αυτόν εις τέλος, και ώχετο· επέστησας αυτώ το πρόσωπον, και εξαπέστειλας· 21 πολλών δε γενομένων των υιών αυτού, ουκ οίδεν, εάν δε ολίγοι γένωνται, ουκ επίσταται· 22 αλλ’ ή αι σάρκες αυτού ήλγησαν, η δε ψυχή αυτού επένθησεν.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ελιφάζ ο Θαιμανίτης λέγει· 2 πότερον σοφός απόκρισιν δώσει συνέσεως πνεύμα και ενέπλησε πόνον γαστρός 3 ελέγχων εν ρήμασιν, οίς ου δεί, και εν λόγοις, οίς ουδέν όφελος; 4 ου και σύ απεποιήσω φόβον, συνετελέσω δε ρήματα τοιαύτα έναντι τού Κυρίου; 5 ένοχος εί ρήμασι στόματός σου, ουδέ διέκρινας ρήματα δυναστών. 6 ελέγξαι σε το σόν στόμα και μη εγώ, τα δε χείλη σου καταμαρτυρήσουσί σου· 7 τι γάρ; μη πρώτος ανθρώπων εγεννήθης; ή πρό θινών επάγης; 8 ή σύνταγμα Κυρίου ακήκοας, ή συμβούλω σοι εχρήσατο ο Θεός, εις δε σε αφίκετο σοφία; 9 τι γάρ οίδας, ό ουκ οίδαμεν; ή τι συνίεις σύ, ό ου και ημείς;
10 και γε πρεσβύτης και γε παλαιός εν ημίν, βαρύτερος τού πατρός σου ημέραις. 11 ολίγα ών ημάρτηκας μεμαστίγωσαι, μεγάλως υπερβαλλόντως λελάληκας. 12 τι ετόλμησεν η καρδία σου, ή τι υπένεγκαν οι οφθαλμοί σου; 13 ότι θυμόν έρρηξας έναντι Κυρίου, εξήγαγες δε εκ στόματος ρήματα τοιαύτα. 14 τις γάρ ών βροτός, ότι έσται άμεμπτος, ή ως εσόμενος δίκαιος γεννητός γυναικός; 15 ει κατά αγίων ου πιστεύει, ουρανός δε ου καθαρός εναντίον αυτού; 16 έα δε εβδελυγμένος και ακάθαρτος ανήρ, πίνων αδικίας ίσα ποτώ· 17 αναγγελώ δε σοι, άκουέ μου· ά δή εώρακα, αναγγελώ σοι, 18 ά σοφοί ερούσι και ουκ έκρυψαν πατέρες αυτών· 19 αυτοίς μόνοις εδόθη η γη, και ουκ επήλθεν αλλογενής επ΄ αυτούς.
20 πάς ο βίος ασεβούς εν φροντίδι, έτη δε αριθμητά δεδομένα δυνάστη, 21 ο δε φόβος αυτού εν ωσίν αυτού· όταν δοκή ήδη ειρηνεύειν, ήξει αυτού η καταστροφή. 22 μη πιστευέτω αποστραφήναι από σκότους· εντέταλται γάρ ήδη εις χείρας σιδήρου, 23 κατατέτακται δε εις σίτα γυψίν· οίδε δε εν εαυτώ ότι μένει εις πτώμα. ημέρα δε σκοτεινή αυτόν στροβήσει, 24 ανάγκη δε και θλίψις αυτόν καθέξει ώσπερ στρατηγός πρωτοστάτης πίπτων. 25 ότι ήρκε χείρας εναντίον τού Κυρίου, έναντι δε Κυρίου παντοκράτορος ετραχηλίασεν, 26 έδραμε δε εναντίον αυτού ύβρει εν πάχει νώτου ασπίδος αυτού, 27 ότι εκάλυψε το πρόσωπον αυτού εν στέατι αυτού και εποίησε περιστόμιον επί των μηρίων. 28 αυλισθείη δε πόλεις ερήμους, εισέλθοι δε εις οίκους αοικήτους· ά δε εκείνοι ητοίμασαν, άλλοι αποίσονται. 29 ούτε μη πλουτισθή, ούτε μη μείνη αυτού τα υπάρχοντα, ου μη βάλη επί την γήν σκιάν
30 ουδέ μη εκφύγη το σκότος. τον βλαστόν αυτού μαράναι άνεμος, εκπέσοι δε αυτού το άνθος. 31 μη πιστευέτω ότι υπομενεί, κενά γάρ αποβήσεται αυτώ· 32 η τομή αυτού πρό ώρας φθαρήσεται, και ο ράδαμνος αυτού ου μη πυκάση· 33 τρυγηθείη δε ως όμβραξ προς ώρας, εκπέσοι δε ως άνθος ελαίας. 34 μαρτύριον γάρ ασεβούς θάνατος, πύρ δε καύσει οίκους δωροδεκτών. 35 εν γαστρί δε λήψεται οδύνας, αποβήσεται δε εαυτώ κενά, η δε κοιλία αυτού υποίσει δόλον.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 ακήκοα τοιαύτα πολλά, παρακλήτορες κακών πάντες. 3 τι γάρ; μη τάξις εστί ρήμασι πνεύματος; ή τι παρενοχλήσει σοι, ότι αποκρίνη; 4 καγώ καθ’ υμάς λαλήσω, ει υπέκειτό γε η ψυχή υμών αντί της εμής· είτ΄ εναλούμαι υμίν ρήμασι, κινήσω δε καθ΄ υμών κεφαλήν· 5 είη δε ισχύς εν τώ στόματί μου, κίνησιν δε χειλέων ου φείσομαι. 6 εάν γάρ λαλήσω, ουκ αλγήσω το τραύμα· εάν δε και σιωπήσω, τι έλαττον τρωθήσομαι; 7 νύν δε κατάκοπόν με πεποίηκε, μωρόν, σεσηπότα, 8 και επελάβου μου, εις μαρτύριον εγενήθη· και ανέστη εν εμοί το ψεύδός μου, κατά πρόσωπόν μου ανταπεκρίθη. 9 οργή χρησάμενος κατέβαλέ με, έβρυξεν επ΄ εμέ τους οδόντας, βέλη πειρατών αυτού επ’ εμοί έπεσεν.
10 ακίσιν οφθαλμών ενήλατο, οξεί έπαισέ με εις τα γόνατα, ομοθυμαδόν δε κατέδραμον επ΄ εμοί· 11 παρέδωκε γάρ με ο Κύριος εις χείρας αδίκων, επί δε ασεβέσιν έρριψέ με. 12 ειρηνεύοντα διεσκέδασέ με, λαβών με της κόμης διέτιλε, κατέστησέ με ώσπερ σκοπόν. 13 εκύκλωσάν με λόγχαις βάλλοντες εις νεφρούς μου, ου φειδόμενοι εξέχεαν εις την γήν την χολήν μου· 14 κατέβαλόν με πτώμα επί πτώματι, έδραμον προς με δυνάμενοι. 15 σάκκον έρραψαν επί βύρσης μου, το δε σθένος μου εν γη εσβέσθη. 16 η γαστήρ μου συγκέκαυται από κλαυθμού, επί δε βλεφάροις μου σκιά. 17 άδικον δε ουδέν ήν εν χερσί μου, ευχή δε μου καθαρά. 18 γη, μη επικαλύψη εφ’ αίματι της σαρκός μου, μηδέ είη τόπος τή κραυγή μου. 19 και νύν ιδού εν ουρανοίς ο μάρτυς μου, ο δε συνίστωρ μου εν υψίστοις.
20 αφίκοιτό μου η δέησις προς Κύριον, έναντι δε αυτού στάζοι μου ο οφθαλμός. 21 είη δε έλεγχος ανδρί έναντι Κυρίου και υιώ ανθρώπου τώ πλησίον αυτού. 22 έτη δε αριθμητά ήκασιν, οδώ δε, ή ουκ επαναστραφήσομαι, πορεύσομαι.
1 ΟΛΕΚΟΜΑΙ πνεύματι φερόμενος, δέομαι δε ταφής και ου τυγχάνω. 2 λίσσομαι κάμνων, και τι ποιήσας; 3 έκλεψαν δε μου τα υπάρχοντα αλλότριοι. τις εστιν ούτος; τή χειρί μου συνδεθήτω. 4 ότι καρδίαν αυτών έκρυψας από φρονήσεως, διά τούτο ου μη υψώσης αυτούς. 5 τή μερίδι αναγγελεί κακίας, οφθαλμοί δε εφ’ υιοίς ετάκησαν. 6 έθου δε με θρύλημα εν έθνεσι, γέλως δε αυτοίς απέβην· 7 πεπώρωνται γάρ από οργής οι οφθαλμοί μου, πεπολιόρκημαι μεγάλως υπό πάντων. 8 θαύμα έσχεν αληθινούς επί τούτω, δίκαιος δε επί παρανόμω επανασταίη· 9 σχοίη δε πιστός την εαυτού οδόν, καθαρός δε χείρας αναλάβοι θάρσος.
10 ου μην δε αλλά πάντες ερείδετε, και δεύτε δή, ου γάρ ευρίσκω εν υμίν αληθές. 11 αι ημέραι μου παρήλθον εν βρόμω, εράγη δε τα άρθρα της καρδίας μου. 12 νύκτα εις ημέραν έθηκα, φώς εγγύς από προσώπου σκότους· 13 εάν γάρ υπομείνω, άδης μου ο οίκος, εν δε γνόφω έστρωταί μου η στρωμνή. 14 θάνατον επεκαλεσάμην πατέρα μου είναι, μητέρα δε μου και αδελφήν σαπρίαν. 15 που ούν μου έτι εστίν η ελπίς; ή τα αγαθά μου όψομαι; 16 ή μετ’ εμού εις άδην καταβήσομαι, ή ομοθυμαδόν επί χώματος καταβησόμεθα;
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Βαλδάδ ο Σαυχίτης λέγει· 2 μέχρι τίνος ου παύση; επίσχες, ίνα και αυτοί λαλήσωμεν. 3 διατί δε ώσπερ τετράποδα σεσιωπήκαμεν εναντίον σου; 4 κέχρηταί σοι οργή· τι γάρ; εάν σύ αποθάνης, αοίκητος η υπ’ ουρανόν; ή καταστραφήσεται όρη εκ θεμελίων; 5 και φώς ασεβών σβεσθήσεται, και ουκ αποβήσεται αυτών η φλόξ· 6 το φώς αυτού σκότος εν διαίτη, ο δε λύχνος επ’ αυτώ σβεσθήσεται. 7 θηρεύσαισαν ελάχιστοι τα υπάρχοντα αυτού, σφάλαι δε αυτού η βουλή. 8 εμβέβληται δε ο πούς αυτού εν παγίδι, εν δικτύω ελιχθείη. 9 έλθοισαν δε επ΄ αυτόν παγίδες, κατισχύσει επ’ αυτόν διψώντας.
10 κέκρυπται εν τή γη σχοινίον αυτού και η σύλληψις αυτού επί τρίβων. 11 κύκλω ολέσαισαν αυτόν οδύναι, πολλοί δε περί πόδα αυτού έλθοισαν 12 εν λιμώ στενώ. πτώμα δε αυτώ ητοίμασται εξαίσιον. 13 βρωθείησαν αυτού κλώνες ποδών, κατέδεται δε αυτού τα ωραία θάνατος. 14 εκραγείη δε εκ διαίτης αυτού ίασις, σχοίη δε αυτόν ανάγκη αιτία βασιλική. 15 κατασκηνώσει εν τή σκηνή αυτού εν νυκτί αυτού, κατασπαρήσονται τα ευπρεπή αυτού θείω. 16 υποκάτωθεν αι ρίζαι αυτού ξηρανθήσονται, και επάνωθεν επιπεσείται θερισμός αυτού. 17 το μνημόσυνον αυτού απόλοιτο εκ γής, και υπάρξει όνομα αυτώ επί πρόσωπον εξωτέρω. 18 απώσειεν αυτόν εκ φωτός εις σκότος. 19 ουκ έσται επίγνωστος εν λαώ αυτού, ουδέ σεσωσμένος εν τή υπ’ ουρανόν ο οίκος αυτού,
20 αλλ’ εν τοίς αυτού ζήσονται έτεροι. επ’ αυτώ εστέναξαν έσχατοι, πρώτους δε έσχε θαύμα. 21 ούτοί εισιν οι οίκοι αδίκων, ούτος δε ο τόπος των μη ειδότων τον Κύριον.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 έως τίνος έγκοπον ποιήσετε ψυχήν μου και καθαιρείτέ με λόγοις; γνώτε μόνον ότι ο Κύριος εποίησέ με ούτως· 3 καταλαλείτέ μου, ουκ αισχυνόμενοί με επίκεισθέ μοι. 4 ναί δή επ’ αληθείας εγώ επλανήθην, παρ’ εμοί δε αυλίζεται πλάνος λαλήσαι ρήματα, ά ουκ έδει, τα δε ρήματά μου πλανάται και ουκ επί καιρού. 5 έα δε ότι επ’ εμοί μεγαλύνεσθε, ενάλλεσθε δε μοι ονείδει. 6 γνώτε ούν ότι Κύριός εστιν ο ταράξας, οχύρωμα δε αυτού επ’ εμέ ύψωσεν. 7 ιδού γελώ ονείδει και ου λαλήσω· κεκράξομαι, και ουδαμού κρίμα. 8 κύκλω περιωκοδόμημαι, και ου μη διαβώ, επί πρόσωπόν μου σκότος έθετο. 9 την δε δόξαν απ’ εμού εξέδυσεν, αφείλε δε στέφανον από κεφαλής μου.
10 διέσπασέ με κύκλω και ωχόμην· εξέκοψε δε ώσπερ δένδρον την ελπίδα μου. 11 δεινώς δε μοι οργή εχρήσατο, ηγήσατο δε με ώσπερ εχθρόν. 12 ομοθυμαδόν δε ήλθον τα πειρατήρια αυτού επ’ εμοί, ταίς οδοίς μου εκύκλωσαν εγκάθετοι. 13 απ΄ εμού αδελφοί μου απέστησαν, έγνωσαν αλλοτρίους ή εμέ· φίλοι δε μου ανελεήμονες γεγόνασιν. 14 ου προσεποιήσαντό με οι εγγύτατοί μου, και οι ειδότες μου το όνομα επελάθοντό μου. 15 γείτονες οικίας θεράπαιναί τέ μου, αλλογενής ήμην εναντίον αυτών. 16 θεράποντά μου εκάλεσα, και ουχ υπήκουσε· στόμα δε μου εδέετο. 17 και ικέτευον την γυναίκά μου, προσεκαλούμην δε κολακεύων υιούς παλλακίδων μου· 18 οι δε εις τον αιώνά με απεποιήσαντο· όταν αναστώ, κατ΄ εμού λαλούσιν. 19 εβδελύξαντό με οι ιδόντες με· ούς δή ηγαπήκειν, επανέστησάν μοι.
20 εν δέρματί μου εσάπησαν αι σάρκες μου, τα δε οστά μου εν οδούσιν έχεται. 21 ελεήσατέ με, ελεήσατέ με, ώ φίλοι, χείρ γάρ Κυρίου η αψαμένη μου εστι. 22 διατί με διώκετε ώσπερ και ο Κύριος; από δε σαρκών μου ουκ εμπίπλασθε; 23 τις γάρ αν δοίη γραφήναι τα ρήματά μου, τεθήναι δε αυτά εν βιβλίω εις τον αιώνα; 24 εν γραφείω σιδηρώ και μολίβω ή εν πέτραις εγγλυφήναι; 25 οίδα γάρ ότι αένναός εστιν ο εκλύειν με μέλλων επί γής, 26 αναστήσει δε το δέρμα μου το αναντλούν ταύτα· παρά γάρ Κυρίου ταύτά μοι συνετελέσθη, 27 ά εγώ εμαυτώ συνεπίσταμαι, ά ο οφθαλμός μου εώρακε και ουκ άλλος, πάντα δε μοι συντετέλεσθαι εν κόλπω. 28 ει δε και ερείτε· τι ερούμεν έναντι αυτού; και ρίζαν λόγου ευρήσομεν εν αυτώ· 29 ευλαβήθητε δή και υμείς από επικαλύμματος, θυμός γάρ επ’ ανόμους επελεύσεται, και τότε γνώσονται που εστιν αυτών η ύλη.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Σωφάρ ο Μιναίος λέγει· 2 ουχ ούτως υπελάμβανον αντερείν σε ταύτα, και ουχί συνίετε μάλλον ή και εγώ. 3 παιδείαν εντροπής μου ακούσομαι, και πνεύμα εκ της συνέσεως αποκρίνεταί μοι. 4 μη ταύτα έγνως από τού έτι, αφ’ ού ετέθη άνθρωπος επί της γής; 5 ευφροσύνη γάρ ασεβών πτώμα εξαίσιον, χαρμονή δε παρανόμων απώλεια, 6 εάν αναβή εις ουρανόν αυτού τα δώρα, η δε θυσία αυτού νεφών άψηται· 7 όταν γάρ δοκή ήδη κατεστηρίχθαι, τότε εις τέλος απολείται· οι δε ειδότες αυτόν ερούσι· που εστιν; 8 ώσπερ ενύπνιον εκπετασθέν ου μη ευρεθή, έπτη δε ώσπερ φάσμα νυκτερινόν. 9 οφθαλμός παρέβλεψε και ου προσθήσει, και ουκέτι προσνοήσει αυτόν ο τόπος αυτού.
10 τους υιούς αυτού ολέσαισαν ήττονες, αι δε χείρες αυτού πυρσεύσαισαν οδύνας. 11 οστά αυτού ενεπλήσθησαν νεότητος αυτού, και μετ΄ αυτού επί χώματος κοιμηθήσεται. 12 εάν γλυκανθή εν στόματι αυτού κακία, κρύψει αυτήν υπό την γλώσσαν αυτού· 13 ου φείσεται αυτής και ουκ εγκαταλείψει αυτήν και συνάξει αυτήν εν μέσω τού λάρυγγος αυτού, 14 και ου μη δυνηθή βοηθήσαι εαυτώ· χολή ασπίδος εν γαστρί αυτού. 15 πλούτος αδίκως συναγόμενος εξεμεθήσεται, εξ οικίας αυτού εξελκύσει αυτόν άγγελος, 16 θυμόν δε δρακόντων θηλάσειεν, ανέλοι δε αυτόν γλώσσα όφεως. 17 μη ίδοι άμελξιν νομάδων, μηδέ νομάς μέλιτος και βουτύρου. 18 εις κενά και μάταια εκοπίασε, πλούτον εξ ού ου γεύσεται, ώσπερ στρίφνος αμάσητος, ακατάποτος· 19 πολλών γάρ δυνατών οίκους έθλασε, δίαιταν δε ήρπασε, και ουκ έστησεν.
20 ουκ έστιν αυτού σωτηρία τοίς υπάρχουσιν, εν επιθυμία αυτού ου σωθήσεται. 21 ουκ έστιν υπόλειμμα τοίς βρώμασιν αυτού, διά τούτο ουκ ανθήσει αυτού τα αγαθά. 22 όταν δε δοκή ήδη πεπληρώσθαι, θλιβήσεται, πάσα δε ανάγκη επ’ αυτόν επελεύσεται. 23 εί πως πληρώσαι γαστέρα αυτού, επαποστείλαι επ’ αυτόν θυμόν οργής, νίψαι επ’ αυτόν οδύνας· 24 και ου μη σωθή εκ χειρός σιδήρου, τρώσαι αυτόν τόξον χάλκειον· 25 διεξέλθοι δε διά σώματος αυτού βέλος, αστραπαί δε εν διαίταις αυτού· περιπατήσαισαν επ’ αυτώ φόβοι, 26 πάν δε σκότος αυτώ υπομείναι· κατέδεται αυτόν πύρ άκαυστον, κακώσαι δε αυτού επήλυτος τον οίκον. 27 ανακαλύψαι δε αυτού ο ουρανός τας ανομίας, γη δε επανασταίη αυτώ. 28 ελκύσαι τον οίκον αυτού απώλεια εις τέλος, ημέρα οργής επέλθοι αυτώ. 29 αύτη η μερίς ανθρώπου ασεβούς παρά Κυρίου, και κτήμα υπαρχόντων αυτώ παρά τού επισκόπου.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 ακούσατε ακούσατέ μου των λόγων, ίνα μη ή μοι παρ’ υμών αύτη η παράκλησις. 3 άρατέ με, εγώ δε λαλήσω, είτ’ ου καταγελάσετέ μου. 4 τι γάρ; μη ανθρώπου μου η έλεγξις; ή διατί ου θυμωθήσομαι; 5 εισβλέψαντες εις εμέ θαυμάσετε χείρα θέντες επί σιαγόνι· 6 εάν τε γάρ μνησθώ, εσπούδακα, έχουσι δε μου τας σάρκας οδύναι. 7 διατί ασεβείς ζώσι, πεπαλαίωνται δε και εν πλούτω; 8 ο σπόρος αυτών κατά ψυχήν, τα δε τέκνα αυτών εν οφθαλμοίς. 9 οι οίκοι αυτών ευθηνούσι, φόβος δε ουδαμού, μάστιξ δε παρά Κυρίου ουκ έστιν επ΄ αυτοίς.
10 η βούς αυτών ουκ ωμοτόκησε, διεσώθη δε αυτών εν γαστρί έχουσα και ουκ έσφαλε. 11 μένουσε δε ως πρόβατα αιώνια, τα δε παιδία αυτών προσπαίζουσιν 12 αναλαβόντες ψαλτήριον και κιθάραν και ευφραίνονται φωνή ψαλμού. 13 συνετέλεσαν δε εν αγαθοίς τον βίον αυτών, εν δε αναπαύσει άδου εκοιμήθησαν. 14 λέγει δε Κυρίω· απόστα απ’ εμού, οδούς σου ειδέναι ου βούλομαι· 15 τι ικανός, ότι δουλεύσομεν αυτώ; και τις ωφέλεια, ότι απαντήσομεν αυτώ; 16 εν χερσί γάρ ήν αυτών τα αγαθά, έργα δε ασεβών ουκ εφορά. 17 ου μην δε αλλά και ασεβών λύχνος σβεσθήσεται, επελεύσεται δε αυτοίς η καταστροφή, ωδίνες δε αυτούς έξουσιν από οργής. 18 έσονται δε ώσπερ άχυρα υπ’ ανέμου ή ώσπερ κονιορτός, ον υφείλετο λαίλαψ. 19 εκλίποι υιούς τα υπάρχοντα αυτού, ανταποδώσει προς αυτόν και γνώσεται.
20 ίδοισαν οι οφθαλμοί αυτού την εαυτού σφαγήν, από δε Κυρίου μη διασωθείη· 21 ότι το θέλημα αυτού εν οίκω αυτού μετ΄ αυτού, και αριθμοί μηνών αυτού διηρέθησαν. 22 πότερον ουχί ο Κύριός εστιν ο διδάσκων σύνεσιν και επιστήμην; αυτός δε φόνους διακρινεί; 23 ούτος αποθανείται εν κράτει απλοσύνης αυτού, όλος δε ευπαθών και ευθηνών· 24 τα δε έγκατα αυτού πλήρη στέατος, μυελός δε αυτού διαχείται. 25 ο δε τελευτά υπό πικρίας ψυχής, ου φαγών ουδέν αγαθόν. 26 ομοθυμαδόν δε επί γής κοιμώνται, σαπρία δε αυτούς εκάλυψεν. 27 ώστε οίδα υμάς ότι τόλμη επίκεισθέ μοι· 28 ώστε ερείτε· που εστιν οίκος άρχοντος; και που εστιν η σκέπη των σκηνωμάτων των ασεβών; 29 ερωτήσατε παραπορευομένους οδόν, και τα σημεία αυτών ουκ απαλλοτριώσετε·
30 ότι εις ημέραν απωλείας κουφίζεται ο πονηρός, εις ημέραν οργής αυτού απαχθήσονται. 31 τις απαγγελεί επί προσώπου αυτού την οδόν αυτού; και αυτός εποίησε, τις ανταποδώσει αυτώ; 32 και αυτός εις τάφους απηνέχθη και επί σωρών ηγρύπνησεν. 33 εγλυκάνθησαν αυτώ χάλικες χειμάρρου, και οπίσω αυτού πάς άνθρωπος απελεύσεται, και έμπροσθεν αυτού αναρίθμητοι. 34 πώς δε παρακαλείτέ με κενά; το δε εμέ καταπαύσασθαι αφ’ υμών ουδέν.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ελιφάζ ο Θαιμανίτης λέγει· 2 πότερον ουχί ο Κύριός εστιν ο διδάσκων σύνεσιν και επιστήμην; 3 τι γάρ μέλει τώ Κυρίω, εάν σύ ήσθα τοίς έργοις άμεμπτος; ή ωφέλεια, ότι απλώσεις την οδόν σου; 4 ή λόγον σου ποιούμενος ελέγξει σε, και συνεισελεύσεταί σοι εις κρίσιν; 5 πότερον ουχ η κακία σού εστι πολλή, αναρίθμητοι δε σού εισιν αι αμαρτίαι; 6 ηνεχύραζες δε τους αδελφούς σου διακενής, αμφίασιν δε γυμνών αφείλου· 7 ουδέ ύδωρ διψώντας επότισας, αλλά πεινώντων εστέρησας ψωμόν· 8 εθαύμασας δε τινων πρόσωπον, ώκισας δε τους επί της γής. 9 χήρας δε εξαπέστειλας κενάς, ορφανούς δε εκάκωσας.
10 τοιγαρούν εκύκλωσάν σε παγίδες, και εσπούδασέ σε πόλεμος εξαίσιος. 11 το φώς σοι σκότος απέβη, κοιμηθέντα δε ύδωρ σε εκάλυψε. 12 μη ουχί ο τα υψηλά ναίων εφορά; τους δε ύβρει φερομένους εταπείνωσε; 13 και είπας· τι έγνω ο ισχυρός; ή κατά τού γνόφου κρινεί; 14 νεφέλη αποκρυφή αυτού, και ουχ οραθήσεται και γύρον ουρανού διαπορεύεται. 15 μη τρίβον αιώνιον φυλάξεις, ήν επάτησαν άνδρες δίκαιοι, 16 οί συνελήφθησαν άωροι; ποταμός επιρρέων οι θεμέλιοι αυτών, 17 οι λέγοντες· Κύριος τι ποιήσει ημίν; ή τι επάξεται ημίν ο Παντοκράτωρ; 18 ός δε ενέπλησε τους οίκους αυτών αγαθών, βουλή δε ασεβών πόρρω απ’ αυτού. 19 ιδόντες δίκαιοι εγέλασαν, άμεμπτος δε εμυκτήρισεν.
20 ει μη ηφανίσθη η υπόστασις αυτών, και το κατάλειμμα αυτών καταφάγεται πύρ. 21 γενού δή σκληρός, εάν υπομείνης· είτα ο καρπός σου έσται εν αγαθοίς. 22 έκλαβε δε εκ στόματος αυτού εξηγορίαν και ανάλαβε τα ρήματα αυτού εν καρδία σου. 23 εάν δε επιστραφής και ταπεινώσης σεαυτόν έναντι Κυρίου, πόρρω εποίησας από διαίτης σου άδικον. 24 θήση επί χώματι εν πέτρα και ως πέτρα χειμάρρου Σωφίρ. 25 έσται ούν σου ο Παντοκράτωρ βοηθός από εχθρών, καθαρόν δε αποδώσει σε ώσπερ αργύριον πεπυρωμένον. 26 είτα παρρησιασθήση εναντίον Κυρίου αναβλέψας εις τον ουρανόν ιλαρώς· 27 ευξαμένου δε σου προς αυτόν εισακούσεταί σου, δώσει δε σοι αποδούναι τας ευχάς· 28 αποκαταστήσει δε σοι δίαιταν δικαιοσύνης, επί δε οδοίς σου έσται φέγγος. 29 ότι εταπείνωσας σεαυτόν, και ερείς· υπερηφανεύσατο, και κύφοντα οφθαλμοίς σώσει.
30 ρύσεται αθώον, και διασώθητι εν καθαραίς χερσί σου.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 και δή οίδα ότι εκ χειρός μου η έλεγξίς εστι, και η χείρ αυτού βαρεία γέγονεν επ’ εμώ στεναγμώ. 3 τις δ’ άρα γνοίη ότι εύροιμι αυτόν και έλθοιμι εις τέλος; 4 είποιμι δε εμαυτού κρίμα, το δε στόμα μου εμπλήσαι ελέγχων· 5 γνοίην δε ιάματα, ά μοι ερεί, αισθοίμην δε τίνα μοι απαγγελεί. 6 και εν πολλή ισχύι επελεύσεταί μοι, είτα εν απειλή μοι ου χρήσεται· 7 αλήθεια γάρ και έλεγχος παρ’ αυτού, εξαγάγοι δε εις τέλος το κρίμα μου· 8 εις γάρ πρώτα πορεύσομαι και ουκέτι ειμί· τα δε επ’ εσχάτοις τι οίδα; 9 αριστερά ποιήσαντος αυτού και ου κατέσχον· περιβαλεί δεξιά, και ουκ όψεται.
10 είδε γάρ ήδη οδόν μου, διέκρινε δε με ώσπερ το χρυσίον. 11 εξελεύσομαι δε εν εντάλμασιν αυτού, οδούς γάρ αυτού εφύλαξα και ου μη εκκλίνω 12 από ενταλμάτων αυτού και ου μη παρέλθω, εν δε κόλπω μου έκρυψα ρήματα αυτού. 13 ει δε και αυτός έκρινεν ούτως, τις εστιν ο αντειπών αυτώ; ό γάρ αυτός ηθέλησε, και εποίησε. 14 διά τούτο επ’ αυτώ εσπούδακα, νουθετούμενος δε εφρόντισα αυτού. 15 επί τούτω από προσώπου αυτού κατασπουδασθώ· κατανοήσω και πτοηθήσομαι εξ αυτού. 16 Κύριος δε εμαλάκυνε την καρδίαν μου, ο δε Παντοκράτωρ εσπούδασέ με· 17 ου γάρ ήδειν ότι επελεύσεταί μοι σκότος, πρό προσώπου δε μου εκάλυψε γνόφος.
1 ΔΙΑΤΙ δε Κύριον έλαθον ώραι, 2 ασεβείς δε όριον υπερέβησαν ποίμνιον σύν ποιμένι αρπάσαντες; 3 υποζύγιον ορφανών απήγαγον και βούν χήρας ηνεχύρασαν. 4 εξέκλιναν αδυνάτους εξ οδού δικαίας, ομοθυμαδόν δε εκρύβησαν πραείς γής. 5 απέβησαν δε ώσπερ όνοι εν αγρώ υπέρ εμού εξελθόντες την εαυτών τάξιν· ηδύνθη αυτώ άρτος εις νεωτέρους. 6 αγρόν πρό ώρας ουκ αυτών όντα εθέρισαν· αδύνατοι αμπελώνας ασεβών αμισθί και ασιτί ειργάσαντο. 7 γυμνούς πολλούς εκοίμησαν άνευ ιματίων, αμφίασιν δε ψυχής αυτών αφείλαντο. 8 από ψεκάδων ορέων υγραίνονται, παρά τα μη έχειν εαυτούς σκέπην, πέτραν περιεβάλοντο. 9 ήρπασαν ορφανόν από μαστού, εκπεπτωκότα δε εταπείνωσαν.
10 γυμνούς δε εκοίμησαν αδίκως, πεινώντων δε τον ψωμόν αφείλαντο. 11 εν στενοίς αδίκως ενήδρευσαν, οδόν δε δικαίαν ουκ ήδεισαν. 12 οί εκ πόλεως και οίκων ιδίων εξεβάλοντο, ψυχή δε νηπίων εστέναξε μέγα. 13 αυτός δε διατί τούτων επισκοπήν ου πεποίηται; επί γής όντων αυτών και ουκ επέγνωσαν, οδόν δε δικαιοσύνης ουκ ήδεισαν, ουδέ ατραπούς αυτών επορεύθησαν. 14 γνούς δε αυτών τα έργα παρέδωκεν αυτούς εις σκότος, και νυκτός έσται ως κλέπτης. 15 και οφθαλμός μοιχού εφύλαξε σκότος λέγων· ου προνοήσει με οφθαλμός, και αποκρυβήν προσώπου έθετο. 16 διώρυξεν εν σκότει οικίας· ημέρας εσφράγισαν εαυτούς, ουκ επέγνωσαν φώς. 17 ότι ομοθυμαδόν αυτοίς το πρωί σκιά θανάτου, ότι επιγνώσεται τάραχος σκιάς θανάτου. 18 ελαφρός εστιν επί πρόσωπον ύδατος, καταραθείη η μερίς αυτών επί γής, αναφανείη δε τα φυτά αυτών 19 επί γής ξηρά· αγκαλίδα γάρ ορφανών ήρπασαν.
20 είτ’ ανεμνήσθη αυτού η αμαρτία, ώσπερ δε ομίχλη δρόσου αφανής εγένετο· αποδοθείη δε αυτώ ά έπραξε, συντριβείη δε πάς άδικος ίσα ξύλω ανιάτω. 21 στείραν δε ουκ εύ εποίησε και γύναιον ουκ ηλέησε, 22 θυμώ δε κατέστρεψεν αδυνάτους. αναστάς τοιγαρούν ου μη πιστεύση κατά της εαυτού ζωής. 23 μαλακισθείς μη ελπιζέτω υγιασθήναι, αλλά πεσείται νόσω· 24 πολλούς γάρ εκάκωσε το ύψωμα αυτού, εμαράνθη δε ώσπερ μολόχη εν καύματι ή ώσπερ στάχυς από καλάμης αυτόματος αποπεσών. 25 ει δε μη, τις εστιν ο φάμενος ψευδή με λέγειν και θήσει εις ουδέν τα ρήματά μου;
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Βαλδάδ ο Σαυχίτης λέγει· 2 τι γάρ προοίμιον ή φόβος παρ΄ αυτού ο ποιών την σύμπασαν εν υψίστω; 3 μη γάρ τις υπολάβοι ότι εστί παρέκλυσις πειραταίς, επί τίνας δε ουκ επελεύσεται ένεδρα παρ΄ αυτού; 4 πώς γάρ έσται δίκαιος βροτός έναντι Κυρίου; ή τις αν αποκαθαρίσαι αυτόν γεννητός γυναικός; 5 ει σελήνη συντάσσει, και ουκ επιφαύσκει, άστρα δε ου καθαρά εναντίον αυτού. 6 έα δε, άνθρωπος σαπρία και υιός ανθρώπου σκώληξ.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει· 2 τίνι πρόσκεισαι ή τίνι μέλλεις βοηθείν; πότερον, ουχ ώ πολλή ισχύς και ώ βραχίων κραταιός εστι; 3 τίνι συμβεβούλευσαι; ουχ ώ πάσα σοφία; τίνι επακολουθήσεις; ουχ ώ μεγίστη δύναμις; 4 τίνι ανήγγειλας ρήματα; πνοή δε τίνος εστίν η ελθούσα εκ σού; 5 μη γίγαντες μαιωθήσονται υποκάτωθεν ύδατος και των γειτόνων αυτού; 6 γυμνός ο άδης ενώπιον αυτού, και ουκ έστι περιβόλαιον τή απωλεία. 7 εκτείνων βορέαν επ’ ουδέν, κρεμάζων γήν επί ουδενός· 8 δεσμεύων ύδωρ εν νεφέλαις αυτού, και ουκ ερράγη νέφος υποκάτω αυτού· 9 ο κρατών πρόσωπον θρόνου, εκπετάζων επ’ αυτόν νέφος αυτού.
10 πρόσταγμα εγύρωσεν επί πρόσωπον ύδατος μέχρι συντελείας φωτός μετά σκότους. 11 στύλοι ουρανού επετάσθησαν και εξέστησαν από της επιτιμήσεως αυτού. 12 ισχύι κατέπαυσε την θάλασσαν, επιστήμη δε έστρωσε το κήτος· 13 κλείθρα δε ουρανού δεδοίκασιν αυτόν, προστάγματι δε εθανάτωσε δράκοντα αποστάτην. 14 ιδού ταύτα μέρη οδού αυτού, και επί ικμάδα λόγου ακουσόμεθα εν αυτώ· σθένος δε βροντής αυτού τις οίδεν οπότε ποιήσει;
1 ΕΤΙ δε προσθείς Ιώβ είπε τώ προοιμίω· 2 ζή ο Θεός, ός ούτω με κέκρικε, και ο Παντοκράτωρ ο πικράνας μου την ψυχήν. 3 ή μην έτι της πνοής μου ενούσης, πνεύμα δε θείον το περιόν μοι εν ρινί, 4 μη λαλήσειν τα χείλη μου άνομα, ουδέ η ψυχή μου μελετήσει άδικα 5 μη μοι είη δικαίους υμάς αποφήναι, έως αν αποθάνω, ου γάρ απολλάξω μου την ακακίαν μου. 6 δικαιοσύνη δε προσέχων ου μην προώμαι, ου γάρ σύνοιδα εμαυτώ άτοπα πράξας. 7 ου μην δε αλλά είησαν οι εχθροί μου ώσπερ η καταστροφή των ασεβών, και οι επ’ εμέ επανιστάμενοι, ώσπερ η απώλεια των παρανόμων. 8 και τις γάρ εστιν ελπίς ασεβεί ότι επέχει; πεποιθώς επί Κύριον άρα σωθήσεται; 9 ή την δέησιν αυτού εισακούσεται ο Θεός; ή επελθούσης αυτώ ανάγκης
10 μη έχει τινά παρρησίαν έναντι αυτού; ή ως επικαλεσαμένου αυτού εισακούσεται αυτού, 11 αλλά δή αναγγελώ υμίν τι εστιν εν χειρί Κυρίου, ά εστι παρά Παντοκράτορι, ου ψεύσομαι. 12 ιδού πάντες οίδατε ότι κενά κενοίς επιβάλλετε. 13 αύτη η μερίς ανθρώπου ασεβούς παρά Κυρίου, κτήμα δε δυναστών ελεύσεται παρά Παντοκράτορος επ΄ αυτούς. 14 εάν δε πολλοί γένωνται οι υιοί αυτού, εις σφαγήν έσονται· εάν δε και ανδρωθώσι, προσαιτήσουσιν· 15 οι δε περιόντες αυτού εν θανάτω τελευτήσουσι, χήρας δε αυτών ουδείς ελεήσει. 16 εάν συναγάγη ώσπερ γήν αργύριον, ίσα δε πηλώ ετοιμάση χρυσίον, 17 ταύτα πάντα δίκαιοι περιποιήσονται, τα δε χρήματα αυτού αληθινοί καθέξουσιν. 18 απέβη δε οι οίκος αυτού ώσπερ σήτες και ώσπερ αράχνη. 19 πλούσιος κοιμηθήσεται και ου προσθήσει, οφθαλμούς αυτού διήνοιξε, και ουκ έστι.
20 συνήντησαν αυτώ ώσπερ ύδωρ αι οδύναι, νυκτί δε υφείλετο αυτόν γνόφος· 21 αναλήψεται δε αυτόν καύσων και απελεύσεται, και λικμήσει αυτόν εκ τού τόπου αυτού. 22 και επιρρίψει επ΄ αυτόν και ου φείσεται, εκ χειρός αυτού φυγή φεύξεται. 23 κροτήσει επ΄ αυτούς χείρας αυτού και συριεί αυτόν εκ τού τόπου αυτού.
1 ΕΣΤΙ γάρ αργυρίω τόπος, όθεν γίνεται, τόπος δε χρυσίου, όθεν διηθείται. 2 σίδηρος μέν γάρ εκ γής γίνεται, χαλκός δε ίσα λίθω λατομείται. 3 τάξιν έθετο σκότει, και πάν πέρας αυτός εξακριβάζεται, λίθος σκοτία και σκιά θανάτου. 4 διακοπή χειμάρρου από κονίας, οι δε επιλανθανόμενοι οδόν δικαίαν ησθένησαν, εκ βροτών εσαλεύθησαν. 5 γη, εξ αυτής εξελεύσεται άρτος, υποκάτω αυτής εστράφη ωσεί πύρ. 6 τόπος σαπφείρου οι λίθοι αυτής, και χώμα χρυσίον αυτώ. 7 τρίβος, ουκ έγνω αυτήν πετεινόν, και ου παρέβλεψεν αυτήν οφθαλμός γυπός· 8 και ουκ επάτησαν αυτόν υιοί αλαζόνων, ου παρήλθεν επ’ αυτής λέων. 9 εν ακροτόμω εξέτεινε χείρα αυτού, κατέστρεψε δε εκ ριζών όρη·
10 δίνας δε ποταμών διέρρηξε, πάν δε έντιμον είδέ μου ο οφθαλμός. 11 βάθη δε ποταμών ανεκάλυψεν, έδειξε δε αυτού δύναμιν εις φώς. 12 η δε σοφία πόθεν ευρέθη; ποίος δε τόπος εστί της επιστήμης; 13 ουκ οίδε βροτός οδόν αυτής, ουδέ μη ευρεθή εν ανθρώποις. 14 άβυσσος είπεν· ουκ ένεστιν εν εμοί· και η θάλασσα είπεν· ουκ έστι μετ’ εμού. 15 ου δώσει συγκλεισμόν αντ’ αυτής, και ου σταθήσεται αργύριον αντάλλαγμα αυτής· 16 και ου συμβασταχθήσεται χρυσίω Ωφίρ, εν όνυχι τιμίω και σαπφείρω· 17 ουκ ισωθήσεται αυτή χρυσίον και ύαλος και το άλλαγμα αυτής σκεύη χρυσά· 18 μετέωρα και γαβίς ου μνησθήσεται, και έλκυσον σοφίαν υπέρ τα εσώτατα· 19 ουκ ισωθήσεται αυτή τοπάζιον Αιθιοπίας, χρυσίω καθαρώ ου συμβασταχθήσεται.
20 η δε σοφία πόθεν ευρέθη; ποίος δε τόπος εστί της συνέσεως; 21 λέληθε πάντα άνθρωπον και από πετεινών τού ουρανού εκρύβη· 22 η απώλεια και ο θάνατος είπαν· ακηκόαμεν δε αυτής το κλέος. 23 ο Θεός εύ συνέστησεν αυτής την οδόν, αυτός δε οίδε τον τόπον αυτής· 24 αυτός γάρ την υπ΄ ουρανόν πάσαν εφορά ειδώς τα εν τή γη πάντα, ά εποίησεν, 25 ανέμων σταθμόν ύδατος μέτρα· 26 ότι εποίησεν ούτως, ιδών ηρίθμησε και οδόν εν τινάγματι φωνάς· 27 τότε είδεν αυτήν και εξηγήσατο αυτήν, ετοιμάσας εξιχνίασεν. 28 είπε δε ανθρώπω· ιδού η θεοσέβειά εστι σοφία, το δε απέχεσθαι από κακών εστιν επιστήμη.
1 ΕΤΙ δε προσθείς Ιώβ είπε τώ προοιμίω· 2 τις αν με θείη κατά μήνα έμπροσθεν ημερών, ών με ο Θεός εφύλαξεν; 3 ως ότε ηύγει ο λύχνος αυτού υπέρ κεφαλής μου, ότε τώ φωτί αυτού επορευόμην εν σκότει· 4 ότε ήμην επιβρίθων οδούς, ότε ο Θεός επισκοπήν εποιείτο τού οίκου μου· 5 ότε ήμην υλώδης λίαν, κύκλω δε μου οι παίδες· 6 ότε εχέοντο αι οδοί μου βουτύρω, τα δε όρη μου εχέοντο γάλακτι· 7 ότε εξεπορευόμην όρθιος εν πόλει, εν δε πλατείαις ετίθετό μου ο δίφρος. 8 ιδόντες με νεανίσκοι εκρύβησαν, πρεσβύται δε πάντες έστησαν· 9 αδροί δε επαύσαντο λαλούντες, δάκτυλον επιθέντες επί στόματι.
10 οι δε ακούσαντες εμακάρισάν με, και γλώσσα αυτών τώ λάρυγγι αυτών εκολλήθη· 11 ότι ούς ήκουσε και εμακάρισέ με, οφθαλμός δε ιδών με εξέκλινε· 12 διέσωσα γάρ πτωχόν εκ χειρός δυνάστου και ορφανώ, ώ ουκ ήν βοηθός, εβοήθησα. 13 ευλογία απολλυμένου επ΄ εμέ έλθοι, στόμα δε χήρας με ευλόγησε. 14 δικαιοσύνην δε ενδεδύκειν, ημφιασάμην δε κρίμα ίσα διπλοίδι. 15 οφθαλμός ήμην τυφλών, πούς δε χωλών. 16 εγώ ήμην πατήρ αδυνάτων, δίκην δε ήν ουκ ήδειν εξιχνίασα· 17 συνέτριψα δε μύλας αδίκων, εκ μέσου των οδόντων αυτών άρπαγμα εξήρπασα. 18 είπα δε· η ηλικία μου γηράσει ώσπερ στέλεχος φοίνικος, πολύν χρόνον βιώσω· 19 η ρίζα διήνοικται επί ύδατος, και δρόσος αυλισθήσεται εν τώ θερισμώ μου·
20 η δόξα μου κενή μετ’ εμού, και το τόξον μου εν χειρί αυτού πορεύεται. 21 εμού ακούσαντες προσέσχον, εσιώπησαν δε επί τή εμή βουλή· 22 επί τώ εμώ ρήματι ου προσέθεντο, περιχαρείς δε εγίνοντο οπόταν αυτοίς ελάλουν· 23 ώσπερ γη διψώσα προσδεχομένη τον υετόν, ούτως ούτοι την εμήν λαλιάν. 24 εάν γελάσω προς αυτούς, ου μη πιστεύσωσι, και φώς τού προσώπου μου ουκ απέπιπτεν· 25 εξελεξάμην οδόν αυτών και εκάθισα άρχων και κατεσκήνουν ωσεί βασιλεύς εν μονοζώνοις ον τρόπον παθεινούς παρακαλών.
1 ΝΥΝΙ δε κατεγέλασάν μου ελάχιστοι, νύν νουθετούσί με εν μέρει ών εξουδένουν τους πατέρας αυτών, ούς ουχ ηγησάμην αξίους κυνών των εμών νομάδων. 2 και γε ισχύς χειρών αυτών ινατί μοι; επ΄ αυτούς απώλετο συντέλεια. 3 εν ενδεία και λιμώ άγονος· οι φεύγοντες άνυδρον εχθές συνοχήν και ταλαιπωρίαν, 4 οι περικυκλούντες άλιμα επί ηχούντι, οίτινες άλιμα ήν αυτών τα σίτα, άτιμοι δε και πεφαυλισμένοι, ενδεείς παντός αγαθού, οί και ρίζας ξύλων εμασσώντο υπό λιμού μεγάλου. 5 επανέστησάν μοι κλέπται, 6 ών οι οίκοι αυτών ήσαν τρώγλαι πετρών, 7 ανά μέσον ευήχων βοήσονται· οί υπό φρύγανα άγρια διητώντο, 8 αφρόνων υιοί και ατίμων, όνομα και κλέος εσβεσμένον από γής. 9 νυνί δε κιθάρα εγώ ειμι αυτών, και εμέ θρύλλημα έχουσιν·
10 εβδελύξαντο δε με αποστάντες μακράν από δε τού προσώπου μου ουκ εφείσαντο πτύελον. 11 ανοίξας γάρ φαρέτραν αυτού εκάκωσέ με, και χαλινόν τού προσώπου μου εξαπέστειλαν. 12 επί δεξιών βλαστού εξανέστησαν, πόδα αυτών εξέτειναν και ωδοποίησαν επ’ εμέ τρίβους απωλείας αυτών. 13 εξετρίβησαν τρίβοι μου, εξέδυσαν γάρ μου την στολήν· βέλεσιν αυτού κατηκόντισέ με, 14 κέχρηται δε μοι ως βούλεται, εν οδύναις πέφυρμαι. 15 επιστρέφονταί μου αι οδύναι, ώχετό μου η ελπίς ώσπερ πνεύμα και ώσπερ νέφος η σωτηρία μου. 16 και νύν επ’ εμέ εκχυθήσεται η ψυχή μου, έχουσι δε με ημέραι οδυνών· 17 νυκτί δε μου τα οστά συγκέχυται, τα δε νεύρά μου διαλέλυται. 18 εν πολλή ισχύι επελάβετό μου της στολής, ώσπερ το περιστόμιον τού χιτώνός μου περιέσχε με. 19 ήγησαι δε με ίσα πηλώ, εν γη και σποδώ μου η μερίς·
20 κέκραγα δε προς σε και ουκ ακούεις μου, έστησαν δε και κατενόησάν με· 21 επέβης δε μοι ανελεημόνως, χειρί κραταιά με εμαστίγωσας· 22 έταξας δε με εν οδύναις, και απέρριψάς με από σωτηρίας. 23 οίδα γάρ ότι θάνατός με εκτρίψει, οικία γάρ παντί θνητώ γη. 24 ει γάρ όφελον δυναίμην εμαυτόν χειρώσασθαι, ή δεηθείς γε ετέρου, και ποιήσει μοι τούτο. 25 εγώ δε επί παντί αδυνάτω έκλαυσα, εστέναξα ιδών άνδρα εν ανάγκαις. 26 εγώ δε επέχων αγαθοίς, ιδού συνήντησάν μοι μάλλον ημέραι κακών. 27 η κοιλία μου εξέζεσε και ου σιωπήσεται, προέφθασάν με ημέραι πτωχείας. 28 στένων πεπόρευμαι άνευ φιμού, έστηκα δε εν εκκλησία κεκραγώς. 29 αδελφός γέγονα σειρήνων, εταίρος δε στρουθών.
30 το δε δέρμα μου εσκότωται μεγάλως, τα δε οστά μου από καύματος. 31 απέβη δε εις πένθος μου η κιθάρα, ο δε ψαλμός μου εις κλαυθμόν εμοί.
1 ΔΙΑΘΗΚΗΝ εθέμην τοίς οφθαλμοίς μου και ου συνήσω επί παρθένον. 2 και τι εμέρισεν ο Θεός άνωθεν και κληρονομία ικανού εξ υψίστων; 3 ουχί απώλεια τώ αδίκω και απαλλοτρίωσις τοίς ποιούσιν ανομίαν; 4 ουχί αυτός όψεται οδόν μου και πάντα τα διαβήματά μου εξαριθμήσεται; 5 ει δε ήμην πεπορευμένος μετά γελοιαστών, ει δε και εσπούδασεν ο πούς μου εις δόλον· 6 έσταμαι γάρ εν ζυγώ δικαίω, οίδε δε ο Κύριος την ακακίαν μου. 7 ει εξέκλινεν ο πούς μου εκ της οδού, ει δε και τώ οφθαλμώ επηκολούθησεν η καρδία μου, ει δε και ταίς χερσί μου ηψάμην δώρων, 8 σπείραιμι άρα και άλλοι φάγοισαν, άρριζος δε γενοίμην επί γής. 9 ει εξηκολούθησεν η καρδία μου γυναικί ανδρός ετέρου, ει και εγκάθετος εγενόμην επί θύραις αυτής,
10 αρέσαι άρα και η γυνή μου ετέρω, τα δε νήπιά μου ταπεινωθείη· 11 θυμός γάρ οργής ακατάσχετος το μιάναι ανδρός γυναίκα· 12 πύρ γάρ εστι καιόμενον επί πάντων των μερών, ού δ’ αν επέλθη εκ ριζών απώλεσεν. 13 ει δε και εφαύλισα κρίμα θεράποντός μου ή θεραπαίνης, κρινομένων αυτών προς με, 14 τι γάρ ποιήσω, εάν έτασίν μου ποιήται ο Κύριος; εάν δε και επισκοπήν, τίνα απόκρισιν ποιήσομαι; 15 πότερον ουχ ως και εγώ εγενόμην εν γαστρί, και εκείνοι γεγόνασι; γεγόναμεν δε εν τή αυτή κοιλία. 16 αδύνατοι δε χρείαν, ήν ποτε είχον, ουκ απέτυχον, χήρας δε τον οφθαλμόν ουκ εξέτηξα. 17 ει δε και τον ψωμόν μου έφαγον μόνος και ουχί ορφανώ μετέδωκα· 18 ότι εκ νεότητός μου εξέτρεφον ως πατήρ, και εκ γαστρός μητρός μου ωδήγησα· 19 ει δε και υπερείδον γυμνόν απολλύμενον και ουκ ημφίασα αυτόν,
20 αδύνατοι δε ει μη ευλόγησάν με, από δε κουράς αμνών μου εθερμάνθησαν οι ώμοι αυτών· 21 ει επήρα ορφανώ χείρα, πεποιθώς ότι πολλή μοι βοήθεια περίεστιν, 22 αποσταίη άρα ο ώμός μου από της κλειδός, ο δε βραχίων μου από τού αγκώνος συντριβείη. 23 φόβος γάρ Κυρίου συνέσχε με, από τού λήμματος αυτού ουχ υποίσω. 24 ει έταξα χρυσίον εις χούν μου, ει δε και λίθω πολυτελεί επεποίθησα, 25 ει δε και ευφράνθην πολλού πλούτου μοι γενομένου, ει δε και επ’ αναριθμήτοις εθέμην χείρά μου· 26 ή ουχ ορώ μέν ήλιον τον επιφαύσκοντα εκλείποντα, σελήνην δε φθίνουσαν; ου γάρ επ’ αυτοίς εστιν. 27 και ει ηπατήθη λάθρα η καρδία μου, ει δε χείρά μου επιθείς επί στόματί μου εφίλησα, 28 και τούτό μοι άρα ανομία η μεγίστη λογισθείη, ότι εψευσάμην εναντίον Κυρίου τού Υψίστου. 29 ει δε και επιχαρής εγενόμην πτώματι εχθρών μου και είπεν η καρδία μου· εύγε,
30 ακούσαι άρα το ούς μου την κατάραν μου, θρυλληθείην δε άρα υπό λαού μου κακούμενος. 31 ει δε και πολλάκις είπον αι θαράπαιναί μου· τις αν δώη ημίν των σαρκών αυτού πλησθήναι; λίαν μου χρηστού όντος· 32 έξω δε ουκ ηυλίζετο ξένος, η δε θύρα μου παντί ελθόντι ανέωκτο. 33 ει δε και αμαρτών ακουσίως έκρυψα την αμαρτίαν μου, 34 ου γάρ διετράπην πολυοχλίαν πλήθους τού μη εξαγορεύσαι ενώπιον αυτών· ει δε και είασα αδύνατον εξελθείν θύραν μου κόλπω κενώ, 35 τις δώη ακούοντά μου; χείρα δε Κυρίου ει μη εδεδοίκειν, συγγραφήν δε, ήν είχον κατά τινος, 36 επ’ ώμοις αν περιθέμενος στέφανον ανεγίνωσκον, 37 και ει μη ρήξας αυτήν απέδωκα, ουθέν λαβών παρά χρεωφειλέτου· 38 ει επ΄ εμοί ποτε η γη εστέναξεν, ει δε και οι αύλακες αυτής έκλαυσαν ομοθυμαδόν, 39 ει δε και την ισχύν αυτής έφαγον μόνος άνευ τιμής, ει δε και ψυχήν κυρίου της γής εκβαλών ελύπησα,
40 αντί πυρού άρα εξέλθοι μοι κνίδη, αντί δε κριθής βάτος. και επαύσατο Ιώβ ρήμασιν.
1 ΗΣΥΧΑΣΑΝ δε και οι τρεις φίλοι αυτού έτι αντειπείν Ιώβ, ήν γάρ Ιώβ δίκαιος εναντίον αυτών. 2 ωργίσθη δε Ελιούς ο τού Βαραχιήλ ο Βουζίτης εκ της συγγενείας Ράμ της Αυσίτιδος χώρας· ωργίσθη δε τώ Ιώβ σφόδρα, διότι απέφηνεν εαυτόν δίκαιον εναντίον Κυρίου. 3 και κατά των τριών δε φίλων ωργίσθη σφόδρα, διότι ουκ ηδυνήθησαν αποκριθήναι αντίθετα Ιώβ και έθεντο αυτόν είναι ασεβή. 4 Ελιούς δε υπέμεινε δούναι απόκρισιν Ιώβ, ότι πρεσβύτεροι αυτού εισιν ημέραις. 5 και είδεν ότι ουκ έστιν απόκρισις εν στόματι των τριών ανδρών, και εθυμώθη οργή αυτού. 6 υπολαβών δε Ελιούς ο τού Βαραχιήλ ο Βουζίτης είπε· νεώτερος μέν ειμι τώ χρόνω, υμείς δε εστε πρεσβύτεροι· διό ησύχασα φοβηθείς τού υμίν αναγγείλαι την εμαυτού επιστήμην. 7 είπα δε ότι ουχ ο χρόνος εστίν ο λαλών, εν πολλοίς δε έτεσι οίδασι σοφίαν, 8 αλλά πνεύμά εστιν εν βροτοίς, πνοή δε Παντοκράτορός εστιν η διδάσκουσα· 9 ουχ οι πολυχρόνιοί εισι σοφοί, ουδ’ οι γέροντες οίδασι κρίμα.
10 διό είπα· ακούσατέ μου, και αναγγελώ υμίν ά οίδα. 11 ενωτίζεσθέ μου τα ρήματα· ερώ γάρ υμών ακουόντων, άχρις ού ετάσητε λόγους, 12 και μέχρι υμών συνήσω. και ιδού ουκ ήν τώ Ιώβ ελέγχων ανταποκρινόμενος ρήματα αυτού εξ υμών, 13 ίνα μη είπητε· εύρομεν σοφίαν Κυρίω προσθέμενοι· 14 ανθρώπω δε επετρέψατε λαλήσαι τοιαύτα ρήματα. 15 επτοήθησαν, ουκ απεκρίθησαν έτι, επαλαίωσαν εξ αυτών λόγους. 16 υπέμεινα, ου γάρ ελάλησαν· ότι έστησαν, ουκ απεκρίθησαν. 17 υπολαβών δε Ελιούς λέγει· πάλιν λαλήσω· 18 πλήρης γάρ ειμι ρημάτων, ολέκει γάρ με το πνεύμα της γαστρός· 19 η δε γαστήρ μου ώσπερ ασκός γλεύκους ζέων δεδεμένος ή ώσπερ φυσητήρ χαλκέως ερρηγώς. 20 λαλήσω, ίνα αναπαύσωμαι ανοίξας τα χείλη· 21 άνθρωπον γάρ ου μη αισχυνθώ, αλλά μην ουδέ βροτόν ου μη εντραπώ· 22 ου γάρ επίσταμαι θαυμάσαι πρόσωπα· ει δε μη, και εμέ σήτες έδονται.
1 ΟΥ μην δε αλλά άκουσον, Ιώβ, τα ρήματά μου και λαλιάν ενωτίζου μου· 2 ιδού γάρ ήνοιξα το στόμα μου, και ελάλησεν η γλώσσά μου. 3 καθαρά μου η καρδία ρήμασι, σύνεσις δε χειλέων μου καθαρά νοήσει. 4 πνεύμα θείον το ποιήσάν με, πνοή δε Παντοκράτορος η διδάσκουσά με. 5 εάν δύνη, δός μοι απόκρισιν προς ταύτα· υπόμεινον, στήθι κατ’ εμέ και εγώ κατά σε. 6 εκ πηλού διήρτισαι σύ ως και εγώ, εκ τού αυτού διηρτίσμεθα. 7 ουχ ο φόβος μου σε στροβήσει, ουδέ η χείρ μου βαρεία έσται επί σοί. 8 πλήν είπας εν ωσί μου, φωνήν ρημάτων σου ακήκοα, 9 διότι λέγεις· καθαρός ειμι ουχ αμαρτών, άμεμπτός ειμι, ου γάρ ηνόμησα.
10 μέμψιν δε κατ’ εμού εύρεν, ήγηται δε με ώσπερ υπεναντίον· 11 έθετο δε εν ξύλω τον πόδα μου, εφύλαξε δε μου πάσας τας οδούς· 12 πώς γάρ λέγεις· δίκαιός ειμι, και ουκ επακήκοέ μου; αιώνιος γάρ εστιν ο επάνω βροτών. 13 λέγεις δε· διατί της δίκης μου ουκ επακήκοέ μου πάν ρήμα; 14 εν γάρ τώ άπαξ λαλήσαι ο Κύριος, εν δε τώ δευτέρω 15 ενύπνιον, ή εν μελέτη νυκτερινή, ως όταν επιπίπτη δεινός φόβος επ΄ ανθρώπους επί νυσταγμάτων επί κοίτης. 16 τότε ανακαλύπτει νούν ανθρώπων, εν είδεσι φόβου τοιούτοις αυτούς εξεφόβησεν 17 αποστρέψαι άνθρωπον από αδικίας, το δε σώμα αυτού από πτώματος ερρύσατο. 18 εφείσατο δε της ψυχής αυτού από θανάτου και μη πεσείν αυτόν εν πολέμω. 19 πάλιν δε ήλεγξεν αυτόν επί μαλακία επί κοίτης και πλήθος οστών αυτού ενάρκησε·
20 πάν δε βρωτόν σίτου ου μη δύνηται προσδέξασθαι και η ψυχή αυτού βρώσιν επιθυμήσει, 21 έως αν σαπώσιν αυτού αι σάρκες και αποδείξη τα οστά αυτού κενά· 22 ήγγισε δε εις θάνατον η ψυχή αυτού, η δε ζωή αυτού εν άδη. 23 εάν ώσι χίλιοι άγγελοι θανατηφόροι, είς αυτών ου μη τρώση αυτόν· εάν νοήση τή καρδία επιστραφήναι προς Κύριον, αναγγείλη δε ανθρώπω την εαυτού μέμψιν, την δε άνοιαν αυτού δείξη, 24 ανθέξεται τού μη πεσείν εις θάνατον, ανανεώσει δε αυτού το σώμα ώσπερ αλοιφήν επί τοίχου, τα δε οστά αυτού εμπλήσει μυελού· 25 απαλυνεί δε αυτού τας σάρκας ώσπερ νηπίου, αποκαταστήσει δε αυτόν ανδρωθέντα εν ανθρώποις. 26 ευξάμενος δε προς Κύριον, και δεκτά αυτώ έσται, εισελεύσεται προσώπω ιλαρώ σύν εξηγορία· αποδώσει δε ανθρώποις δικαιοσύνην. 27 είτα τότε απομέμψεται άνθρωπος αυτός εαυτώ λέγον· οία συνετέλουν και ουκ άξια ήτασέ με ών ήμαρτον. 28 σώσον ψυχήν μου τού μη ελθείν εις διαφθοράν, και η ζωή μου φώς όψεται. 29 ιδού ταύτα πάντα εργάται ο ισχυρός οδούς τρεις μετά ανδρός.
30 και ερρύσατο την ψυχήν μου εκ θανάτου, ίνα η ζωή μου εν φωτί αινή αυτόν. 31 ενωτίζου, Ιώβ, και άκουέ μου· κώφευσον, και εγώ ειμι λαλήσω. 32 ει εισί σοι λόγοι, αποκρίθητί μοι· λάλησον, θέλω γάρ δικαιωθήναί σε. 33 ει μη, σύ άκουσόν μου· κώφευσον και διδάξω σε σοφίαν.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ελιούς λέγει· 2 ακούσατέ μου, σοφοί· επιστάμενοι, ενωτίζεσθε το καλόν· 3 ότι ούς λόγους δοκιμάζει, και λάρυγξ γεύεται βρώσιν. 4 κρίσιν ελώμεθα εαυτοίς, γνώμεν ανά μέσον εαυτών ό,τι καλόν. 5 ότι είρηκεν Ιώβ· δίκαιός ειμι, ο Κύριος απήλλαξέ μου το κρίμα, 6 εψεύσατο δε τώ κρίματί μου, βίαιον το βέλος μου άνευ αδικίας. 7 τις ανήρ ώσπερ Ιώβ, πίνων μυκτηρισμόν ώσπερ ύδωρ, 8 ουχ αμαρτών ουδέ ασεβήσας ή οδού κοινωνήσας μετά ποιούντων τα άνομα τού πορευθήναι μετά ασεβών; 9 μη γάρ είπης, ότι ουκ έσται επισκοπή ανδρός και επισκοπή αυτώ παρά Κυρίου.
10 διό, συνετοί καρδίας ακούσατέ μου· μη μοι είη έναντι Κυρίου ασεβήσαι και έναντι Παντοκράτορος ταράξαι το δίκαιον· 11 αλλά αποδιδοί ανθρώπω καθά ποιεί έκαστος αυτών, και εν τρίβω ανδρός ευρήσει αυτόν. 12 οίει δε τον Κύριον άτοπα ποιήσειν; ή ο Παντοκράτωρ ταράξει κρίσιν, ός εποίησε την γήν; 13 τις δε εστιν ο ποιών την υπ’ ουρανόν και τα ενόντα πάντα; 14 ει γάρ βούλοιτο συνέχειν και το πνεύμα παρ’ αυτώ κατασχείν, 15 τελευτήσει πάσα σάρξ ομοθυμαδόν, πάς δε βροτός εις γήν απελεύσεται, όθεν και επλάσθη. 16 ει δε μη νουθετή, άκουε ταύτα, ενωτίζου φωνήν ρημάτων. 17 ιδέ σύ τον μισούντα άνομα και τον ολλύντα τους πονηρούς όντα αιώνιον δίκαιον. 18 ασεβής ο λέγων βασιλεί· παρανομείς, ασεβέστατε, τοίς άρχουσιν· 19 ός ουκ επησχύνθη πρόσωπον εντίμου, ουδέ οίδε τιμήν θέσθαι αδροίς θαυμασθήναι πρόσωπα αυτών.
20 κενά δε αυτοίς αποβήσεται το κεκραγέναι και δείσθαι ανδρός· εχρήσαντο γάρ παρανόμως εκκλινομένων αδυνάτων. 21 αυτός γάρ ορατής εστιν έργων ανθρώπων, λέληθε δε αυτόν ουδέν ών πράσσουσιν, 22 ουδέ έσται τόπος τού κρυβήναι τους ποιούντας τα άνομα· 23 ότι ουκ απ΄ άνδρα θήσει έτι· 24 ο γάρ Κύριος πάντας εφορά ο καταλαμβάνων ανεξιχνίαστα, ένδοξά τε και εξαίσια, ών ουκ έστιν αριθμός· 25 ο γνωρίζων αυτών τα έργα και στρέψει νύκτα και ταπεινωθήσονται. 26 έσβεσε δε ασεβείς, ορατοί δε εναντίον αυτού, 7 ότι εξέκλιναν εκ νόμου Θεού, δικαιώματα δε αυτού ουκ επέγνωσαν 28 τού επαγαγείν επ΄ αυτόν κραυγήν πενήτων, και κραυγήν πτωχών εισακούσεται. 29 και αυτός ησυχίαν παρέξει, και τις καταδικάσεται; και κρύψει πρόσωπον, και τις όψεται αυτόν; και κατά έθνους και κατά ανθρώπου ομού
30 βασιλεύων άνθρωπον υποκριτήν από δυσκολίας λαού. 31 ότι προς τον ισχυρόν ο λέγων· είληφα, ουκ ενεχυράσω· 32 άνευ εμαυτού όψομαι, σύ δείξόν μοι, ει αδικίαν ειργασάμην, ου μη προσθήσω. 33 μη παρά σού αποτίσει αυτήν; ότι απώση, ότι σύ εκλέξη, και ουκ εγώ· και τι έγνως, λάλησον. 34 διό συνετοί καρδίας ερούσι ταύτα, ανήρ δε σοφός ακήκοέ μου το ρήμα. 35 Ιώβ δε ουκ εν συνέσει ελάλησε, τα ρήματα αυτού ουκ εν επιστήμη. 36 ου μην δε αλλά μάθε, Ιώβ, μη δώς έτι ανταπόκρισιν, ώσπερ οι άφρονες, 37 ίνα μη προσθώμεν εφ’ αμαρτίαις ημών, ανομία δε εφ’ ημίν λογισθήσεται, πολλά λαλούντων ρήματα εναντίον τού Κυρίου.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ελιούς λέγει· 2 τι τούτο ηγήσω εν κρίσει; σύ τις εί ότι είπας· δίκαιός ειμι έναντι Κυρίου; 3 εγώ σοι δώσω απόκρισιν και τοίς τρισί φίλοις σου. 4 ανάβλεψον εις τον ουρανόν και ιδέ, κατάμαθε δε νέφη ως υψηλά από σού. 5 ει ήμαρτες, τι πράξεις; ει δε και πολλά ηνόμησας, τι δύνασαι ποιήσαι; 7 επεί δε ούν δικαιος εί, τι δώσεις αυτώ; ή τι εκ χειρός σου λήψεται; 8 ανδρί τώ ομοίω σου η ασέβειά σου, και υιώ ανθρώπου η δικαιοσύνη σου. 9 από πλήθους συκοφαντούμενοι κεκράξονται, βοήσονται από βραχίονος πολλών.
10 και ουκ είπε· που εστιν ο Θεός ο ποιήσας με, ο κατατάσσων φυλακάς νυκτερινάς, 11 ο διορίζων με από τετραπόδων γής, από δε πετεινών ουρανού; 12 εκεί κεκράξονται, και ου μη εισακούση και από ύβρεως πονηρών. 13 άτοπα γάρ ου βούλεται ιδείν ο Κύριος, αυτός γάρ ο Παντοκράτωρ 14 ορατής εστι των συντελούντων τα άνομα και σώσει με. κρίθητι δε εναντίον αυτού, ει δύνασαι αυτόν αινέσαι, ώς εστι. 15 και νύν ότι ουκ έστιν επισκεπτόμενος οργήν αυτού, και ουκ έγνω παράπτωμά τι σφόδρα· 16 και Ιώβ ματαίως ανοίγει το στόμα αυτού, εν αγνωσία ρήματα βαρύνει.
1 ΠΡΟΣΘΕΙΣ δε έτι Ελιούς λέγει· 2 μείνόν με μικρόν έτι, ίνα διδάξω σε· έτι γάρ εν εμοί εστι λέξις. 3 αναλαβών την επιστήμην μου μακράν, έργοις δε μου δίκαια ερώ επ΄ αληθείας 4 και ουκ άδικα ρήματα αδίκως συνιείς. 5 γίνωσκε δε ότι ο Κύριος ου μη αποποιήσηται τον άκακον. δυνατός ισχύι καρδίας 6 ασεβή ου μη ζωοποιήσει και κρίμα πτωχών δώσει. 7 ουκ αφελεί από δικαίου οφθαλμούς αυτού· και μετά βασιλέων εις θρόνον και καθιεί αυτούς εις νίκος, και υψωθήσονται. 8 και οι πεπεδημένοι εν χειροπέδαις συσχεθήσονται εν σχοινίοις πενίας, 9 και αναγγελεί αυτοίς τα έργα αυτών και τα παραπτώματα αυτών, ότι ισχύσουσιν.
10 αλλά τού δικαίου εισακούσεται· και είπεν ότι επιστραφήσονται εξ αδικίας. 11 εάν ακούσωσι και δουλεύσωσι, συντελέσουσι τας ημέρας αυτών εν αγαθοίς και τα έτη αυτών εν ευπρεπείαις. 12 ασεβείς δε ου διασώζει παρά το μη βούλεσθαι αυτούς ειδέναι τον Κύριον και διότι νουθετούμενοι ανήκοοι ήσαν. 13 και υποκριταί καρδία τάξουσι θυμόν· ου βοήσονται, ότι έδησεν αυτούς. 14 αποθάνοι τοίνυν εν νεότητι η ψυχή αυτών, η δε ζωή αυτών τιτρωσκομένη υπό αγγέλων, 15 ανθ’ ών έθλιψαν ασθενή και αδύνατον, κρίμα δε πραέων εκθήσει. 16 και προσέτι ηπάτησέ σε εκ στόματος εχθρού· άβυσσος, κατάχυσις υποκάτω αυτής, και κατέβη τράπεζά σου πλήρης πιότητος. 17 ουχ υστερήσει δε από δικαίων κρίμα, 18 θυμός δε επ’ ασεβείς έσται δι΄ ασέβειαν δώρων, ών εδέχοντο επ΄ αδικίαις. 19 μη σε εκκλινάτω εκών ο νούς δεήσεως εν ανάγκη όντων αδυνάτων, και πάντας τους κραταιούντας ισχύν.
20 μη εξελκύσης την νύκτα τού αναβήναι λαούς αντ΄ αυτών· 21 αλλά φύλαξαι μη πράξης άτοπα· επί τούτων γάρ εξείλω από πτωχείας. 22 ιδού ο Ισχυρός κραταιώσει εν ισχύι αυτού· τις γάρ εστι κατ’ αυτόν δυνάστης; 23 τις δε εστιν ο ετάζων αυτού τα έργα; ή τις ο ειπών· έπραξεν άδικα; 24 μνήσθητι, ότι μεγάλα εστίν αυτού τα έργα, ών ήρξαν άνδρες. 25 πάς άνθρωπος είδεν εν εαυτώ, όσοι τιτρωσκόμενοί εισι βροτοί. 26 ιδού ο Ισχυρός πολύς, και ου γνωσόμεθα· αριθμός ετών αυτού, και απέραντος. 27 αριθμηταί δε αυτώ σταγόνες υετού, και επιχυθήσονται υετώ εις νεφέλην· 28 ρυήσονται παλαιώματα, εσκίασε δε νέφη επί αμυθήτων βροτών. 28α ώραν έθετο κτήνεσιν, οίδασι δε κοίτης τάξιν. 28β επί τούτοις πάσιν ουκ εξίσταταί σου η διάνοια ουδέ διαλλάσσεταί σου η καρδία από σώματος; 29 και εάν συνή απεκτάσεις νεφέλης, ισότητα σκηνής αυτού,
30 ιδού εκτενεί επ΄ αυτόν ηδώ και ριζώματα της θαλάσσης εκάλυψεν· 31 εν γάρ αυτοίς κρινεί λαούς, δώσει τροφήν τώ ισχύοντι. 32 επί χειρών εκάλυψε φώς και ενετείλατο περί αυτής εν απαντώντι· 33 αναγγελεί περί αυτού φίλον αυτού Κύριος, κτήσις και περί αδικίας.
1 ΚΑΙ από ταύτης εταράχθη η καρδία μου και απερρύη εκ τού τόπου αυτής. 2 άκουε ακοήν εν οργή θυμού Κυρίου, και μελέτη εκ στόματος αυτού εξελεύσεται. 3 υποκάτω παντός τού ουρανού η αρχή αυτού, και το φώς αυτού επί πτερύγων της γής. 4 οπίσω αυτού βοήσεται φωνή, βροντήσει εν φωνή ύβρεως αυτού, και ουκ ανταλλάξει αυτούς, ότι ακούσει φωνήν αυτού. 5 βροντήσει ο ισχυρός εν φωνή αυτού θαυμάσια· εποίησε γάρ μεγάλα ά ουκ ήδειμεν, 6 συντάσσων χιόνι· γίνου επί γής, και χειμών υετός, και χειμών υετών δυναστείας αυτού. 7 εν χειρί παντός ανθρώπου κατασφραγίζει, ίνα γνώ πάς άνθρωπος την εαυτού ασθένειαν. 8 εισήλθε δε θηρία υπό την σκέπην, ησύχασαν δε επί κοίτης. 9 εκ ταμιείων επέρχονται οδύναι, από δε ακρωτηρίων ψύχος,
10 και από πνοής ισχυρού δώσει πάγος, οιακίζει δε το ύδωρ ως εάν βούληται· 11 και εκλεκτόν καταπλάσσει νεφέλη, διασκορπιεί νέφος φώς αυτού. 12 και αυτός κυκλώματα διαστρέψει, εν θεεβουλαθώθ εις έργα αυτών. πάντα όσα αν εντείληται αυτοίς, ταύτα συντέτακται παρ’ αυτού επί της γής, 13 εάν εις παιδείαν, εάν εις την γήν αυτού, εάν εις έλεος ευρήσει αυτόν. 14 ενωτίζου ταύτα, Ιώβ· στήθι νουθετούμενος δύναμιν Κυρίου. 15 οίδαμεν ότι ο Θεός έθετο έργα αυτού φώς ποιήσας εκ σκότους. 16 επίσταται δε διάκρισιν νεφών, εξαίσια δε πτώματα πονηρών. 17 σού δε η στολή θερμή, ησυχάζεται δε επί της γής. 18 στερεώσεις μετ΄ αυτού εις παλαιώματα, ισχυραί ως όρασις επιχύσεως. 19 διατί; δίδαξόν με, τι ερούμεν αυτώ· και παυσώμαθε πολλά λέγοντες.
20 μη βίβλος ή γραμματεύς μοι παρέστηκεν, ίνα άνθρωπον εστηκώς κατασιωπήσω; 21 πάσι δε ουχ ορατόν το φώς, τηλαυγές εστιν εν τοίς παλαιώμασιν, ώσπερ το παρ’ αυτού επί νεφών. 22 από βορρά νέφη χρυσαυγούντα· επί τούτοις μεγάλη η δόξα και τιμή Παντοκράτορος. 23 και ουχ ευρίσκομεν άλλον όμοιον τή ισχύι αυτού· ο τα δίκαια κρίνων, ουκ οίει επακούειν αυτόν; 24 διό φοβηθήσονται αυτόν οι άνθρωποι, φοβηθήσονται δε αυτόν και οι σοφοί καρδία.
1 ΜΕΤΑ δε το παύσασθαι Ελιούν της λέξεως είπεν ο Κύριος τώ Ιώβ διά λαίλαπος και νεφών· 2 τις ούτος ο κρύπτων με βουλήν, συνέχων δε ρήματα εν καρδία, εμέ δε οίεται κρύπτειν; 3 ζώσαι ώσπερ ανήρ την οσφύν σου, ερωτήσω δε σε, σύ δε μοι αποκρίθητι. 4 που ής εν τώ θεμελιούν με την γήν; απάγγειλον δε μοι ει επίστη σύνεσιν. 5 τις έθετο τα μέτρα αυτής, ει οίδας; ή τις ο επαγαγών σπαρτίον επ’ αυτής; 6 επί τίνος οι κρίκοι αυτής πεπήγασι; τις δε εστιν ο βαλών λίθον γωνιαίον επ’ αυτής; 7 ότε εγενήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοί μου. 8 έφραξα δε θάλασσαν πύλαις, ότε εμαιούτο εκ κοιλίας μητρός αυτής εκπορευομένη. 9 εθέμην δε αυτή νέφος αμφίασιν, ομίχλη δε αυτήν εσπαργάνωσα.
10 εθέμην δε αυτή όρια, περιθείς κλείθρα και πύλας. 11 είπα δε αυτή· μέχρι τούτου ελεύση και ουχ υπερβήση, αλλ’ εν σεαυτή συντριβήσεταί σου τα κύματα. 12 ή επί σού συντέταχα φέγγος πρωινόν; εωσφόρος δε είδε την εαυτού τάξιν 13 επιλαβέσθαι πτερύγων γής, εκτινάξαι ασεβείς εξ αυτής; 14 ή σύ λαβών γήν πηλόν έπλασας ζώον και λαλητόν αυτόν έθου επί γής; 15 αφείλες δε από ασεβών το φώς, βραχίονα δε υπερηφάνων συνέτριψας; 16 ήλθες δε επί πηγήν θαλάσσης, εν δε ίχνεσιν αβύσσου περιεπάτησας; 17 ανοίγονταί δε σοι φόβω πύλαι θανάτου, πυλωροί δε άδου ιδόντες σε έπτηξαν; 18 νενουθέτησαι δε το εύρος της υπ’ ουρανόν; ανάγγειλον δή μοι, πόση τις εστι; 19 εν ποία δε γη αυλίζεται το φώς; σκότους δε ποίος ο τόπος;
20 ει αγάγοις με εις όρια αυτών; ει δε και επίστασαι τρίβους αυτών; 21 οίδας άρα ότι τότε γεγέννησαι, αριθμός δε ετών σου πολύς; 22 ήλθες δε επί θησαυρούς χιόνος, θησαυρούς δε χαλάζης εώρακας; 23 απόκειται δε σοι εις ώραν εχθρών εις ημέραν πολέμων και μάχης; 24 πόθεν δε εκπορεύεται πάχνη ή διασκεδάννυται νότος εις την υπ΄ ουρανόν; 25 τις δε ητοίμασεν υετώ λάβρω ρύσιν, οδόν δε κυδοιμών 26 τού υετίσαι επί γήν, ού ουκ ανήρ, έρημον, ού ουχ υπάρχει άνθρωπος εν αυτή, 27 τού χορτάσαι άβατον και αοίκητον και τού εκβλαστήσαι έξοδον χλόης; 28 τις εστιν υετού πατήρ; τις δε εστιν ο τετοκώς βώλους δρόσου, 29 εκ γαστρός δε τίνος εκπορεύεται ο κρύσταλλος; πάχνην δε εν ουρανώ τις τέτοκεν,
30 ή καταβαίνει ώσπερ ύδωρ ρέον; πρόσωπον ασεβούς τις έπληξε; 31 συνήκας δε δεσμόν Πλειάδος και φραγμόν Ωρίωνος ήνοιξας; 32 ή διανοίξεις μαζουρώθ εν καιρώ αυτού και Έσπερον επί κόμης αυτού άξεις αυτά; 33 επίστασαι δε τροπάς ουρανού ή τα υπ’ ουρανόν ομοθυμαδόν γινόμενα; 34 καλέσεις δε νέφος φωνή, και τρόμω ύδατος λάβρου υπακούσεταί σου; 35 αποστελείς δε κεραυνούς και πορεύσονται; ερούσι δε σοι· τι εστι; 36 τις δε έδωκε γυναιξίν υφάσματος σοφίαν ή ποικιλτικήν επιστήμην; 37 τις δε ο αριθμών νέφη σοφία, ουρανόν δε εις γήν έκλινε; 38 κέχυται δε ώσπερ γη κονία, κεκόλληκα δε αυτόν ώσπερ λίθω κύβον. 39 θηρεύσεις δε λέουσι βοράν, ψυχάς δε δρακόντων εμπρήσεις;
40 δεδοίκασι γάρ εν κοίταις αυτών, κάθηνται δε εν ύλαις ενεδρεύοντες. 41 τις δε ητοίμασε κόρακι βοράν; νεοσσοί γάρ αυτού προς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι, τα σίτα ζητούντες.
1 ΕΙ έγνως καιρόν τοκετού τραγελάφων πέτρας, εφύλαξας δε ωδίνας ελάφων; 2 ηρίθμησας δε μήνας αυτών πλήρεις τοκετού αυτών, ωδίνας δε αυτών έδυσας; 3 εξέθρεψας δε αυτών τα παιδία έξω φόβου; ωδίνας δε αυτών εξαποστελείς; 4 απορρήξουσι τα τέκνα αυτών, πληθυνθήσονται εν γεννήματι· εξελεύσονται, και ου μη ανακάμψουσιν αυτοίς. 5 τις δε εστιν ο αφείς όνον άγριον ελεύθερον, δεσμούς δε αυτού τις έλυσεν; 6 εθέμην δε την δίαιταν αυτού έρημον, και τα σκηνώματα αυτού αλμυρίδα· 7 καταγελών πολυοχλίας πόλεως, μέμψιν δε φορολόγου ουκ ακούων, 8 κατασκέψεται όρη νομήν αυτού και οπίσω παντός χλωρού ζητεί. 9 βουλήσεται δε σοι μονόκερως δουλεύσαι ή κοιμηθήναι επί φάτνης σου;
10 δήσεις δε εν ιμάσι ζυγόν αυτού ή ελκύσει σου αύλακας εν πεδίω; 11 πέποιθας δε επ΄ αυτώ, ότι πολλή η ισχύς αυτού, επαφήσεις δε αυτώ τα έργα σου; 12 πιστεύσεις δε ότι αποδώσει σοι τον σπόρον, εισοίσει δε σου τον άλωνα; 13 πτέρυξ τερπομένων νεέλασα, εάν συλλάβη ασίδα και νέσσα· 14 ότι αφήσει εις γήν τα ωά αυτής και επί χούν θάλψει 15 και επελάθετο ότι πούς σκορπιεί και θηρία αγρού καταπατήσει· 16 απεσκλήρυνε τα τέκνα εαυτής, ώστε μη εαυτήν, εις κενόν εκοπίασεν άνευ φόβου· 17 ότι κατεσιώπησεν αυτή ο Θεός σοφίαν και ουκ επεμέρισεν αυτή εν τή συνέσει. 18 κατά καιρόν εν ύψει υψώσει, καταγελάσεται ίππου και τού επιβάτου αυτού. 19 ή σύ περιέθηκας ίππω δύναμιν, ενέδυσας δε τραχήλω αυτού φόβον;
20 περιέθηκας δε αυτώ πανοπλίαν, δόξαν δε στηθέων αυτού τόλμη; 21 ανορύσσων εν πεδίω γαυριά, εκπορεύεται δε εις πεδίον εν ισχύι· 22 συναντών βασιλεί καταγελά και ου μη αποστραφή από σιδήρου· 23 επ’ αυτώ γαυριά τόξον και μάχαιρα, 24 και οργή αφανιεί την γήν και ου μη πιστεύσει, έως αν σημάνη σάλπιγξ· 25 σάλπιγγος δε σημαινούσης λέγει· εύγε. πόρρωθεν δε οσφραίνεται πολέμου σύν άλματι και κραυγή. 26 εκ δε της σής επιστήμης έστηκεν ιέραξ, αναπετάσας τας πτέρυγας, ακίνητος, καθορών τα προς νότον; 27 επί δε σώ προστάγματι υψούται αετός, γύψ δε επί νοσσιάς αυτού καθεσθείς αυλίζεται 28 επ’ εξοχή πέτρας και αποκρύφω; 29 εκείσε ών ζητεί τα σίτα, πόρρωθεν οι οφθαλμοί αυτού σκοπεύουσι· 30 νεοσσοί δε αυτού φύρονται εν αίματι, ού δ’ αν ώσι τεθνεώτες, παραχρήμα ευρίσκονται.
1 ΚΑΙ απεκρίθη Κύριος ο Θεός τώ Ιώβ και είπε· 2 μη κρίσιν μετά ικανού εκκλινεί, ελέγχων δε Θεόν αποκριθήσεται αυτήν; 3 υπολαβών δε Ιώβ λέγει τώ Κυρίω· 4 τι έτι εγώ κρίνομαι, νουθετούμενος και ελέγχων Κύριον, ακούων τοιαύτα ουθέν ών; εγώ δε τίνα απόκρισιν δώ προς ταύτα; χείρα θήσω επί στόματί μου· 5 άπαξ λελάληκα, επί δε τώ δευτέρω ου προσθήσω. 6 έτι δε υπολαβών ο Κύριος είπε τώ Ιώβ εκ τού νέφους· 7 μη, αλλά ζώσαι ώσπερ ανήρ την οσφύν σου, ερωτήσω δε σε, σύ δε μοι απόκριναι· 8 μη αποποιού μου το κρίμα. οίει δε με άλλως σοι κεχρηματικέναι ή ίνα αναφανής δίκαιος; 9 ή βραχίων σοί εστι κατά τού Κυρίου, ή φωνή κατ΄ αυτόν βροντάς;
10 ανάλαβε δή ύψος και δύναμιν, δόξαν δε και τιμήν αμφίασαι. 11 απόστειλον δε αγγέλους οργή, πάντα δε υβριστήν ταπείνωσον· 12 υπερήφανον δε σβέσον, σήψον δε ασεβείς παραχρήμα, 13 κρύψον δε εις γήν ομοθυμαδόν, τα δε πρόσωπα αυτών ατιμίας έμπλησον· 14 ομολογήσω ότι δύναται η δεξιά σου σώσαι. 15 αλλά δή ιδού θηρία παρά σοι, χόρτον ίσα βουσίν εσθίουσιν. 16 ιδού δή η ισχύς αυτού επ΄ οσφύι, η δε δύναμις αυτού επ΄ ομφαλού γαστρός· 17 έστησεν ουράν ως κυπάρισσον, τα δε νεύρα αυτού συμπέπλεκται· 18 αι πλευραί αυτού πλευραί χάλκειαι, η δε ράχις αυτού σίδηρος χυτός. 19 τούτ’ έστιν αρχή πλάσματος Κυρίου, πεποιημένον εγκαταπαίζεσθαι υπό των αγγέλων αυτού.
20 επελθών δε επ’ όρος ακρότομον εποίησε χαρμονήν τετράποσιν εν τώ ταρτάρω. 21 υπό παντοδαπά δένδρα κοιμάται, παρά πάπυρον και κάλαμον και βούτομον. 22 σκιάζονται δε εν αυτώ δένδρα μεγάλα σύν ραδάμνοις και κλώνες αγρού. 23 εάν γένηται πλήμμυρα, ου μη αισθηθή· πέποιθεν ότι προσκρούσει ο Ιορδάνης εις το στόμα αυτού. 24 εν τώ οφθαλμώ αυτού δέξεται αυτόν, ενσκολιευόμενος τρήσει ρίνα. 25 άξεις δε δράκοντα εν αγκίστρω, περιθήσεις δε φορβαίαν περί ρίνα αυτού; 26 ει δήσεις κρίκον εν τώ μυκτήρι αυτού, ψελλίω δε τρυπήσεις το χείλος αυτού; 27 λαλήσει δε σοι δεήσει, ικετηρία μαλακώς; 28 θήσεται δε μετά σού διαθήκην; λήψη δε αυτόν δούλον αιώνιον; 29 παίξη δε εν αυτώ ώσπερ ορνέω ή δήσεις αυτόν ώσπερ στρουθίον παιδίω;
30 ενσιτούνται δε εν αυτώ έθνη, μεριτεύονται δε αυτόν Φοινίκων έθνη; 31 πάν δε πλωτόν συνελθόν ου μη ενέγκωσι βύρσαν μίαν ουράς αυτού και εν πλοίοις αλιέων κεφαλήν αυτού. 32 επιθήσεις δε αυτώ χείρα μνησθείς πόλεμον τον γινόμενον εν σώματι αυτού, και μηκέτι γινέσθω.
1 ΟΥΧ εώρακας αυτόν, ουδέ επί τοίς λεγομένοις τεθαύμακας; 2 ου δέδοικας ότι ητοίμασταί μοι; τις γάρ εστιν ο εμοί αντιστάς; 3 ή τις αντιστήσεταί μοι και υπομενεί, ει πάσα η υπ’ ουρανόν εμή εστιν; 4 ου σιωπήσομαι δι’ αυτόν, και λόγον δυνάμεως ελεήσει τον ίσον αυτώ. 5 τις αποκαλύψει πρόσωπον ενδύσεως αυτού, εις δε πτύξιν θώρακος αυτού τις αν εισέλθοι; 6 πύλας προσώπου αυτού τις ανοίξει; κύκλω οδόντων αυτού φόβος. 7 τα έγκατα αυτού ασπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δε αυτού ώσπερ σμυρίτης λίθος· 8 είς τού ενός κολλώνται, πνεύμα δε ου μη διέλθη αυτόν· 9 ανήρ τώ αδελφώ αυτού προσκολληθήσεται, συνέχονται και ου μη αποσπασθώσιν.
10 εν πταρμώ αυτού επιφαύσκεται φέγγος, οι δε οφθαλμοί αυτού είδος Εωσφόρου. 11 εκ στόματος αυτού εκπορεύονται ως λαμπάδες καιόμεναι και διαρριπτούνται ως εσχάραι πυρός. 12 εκ μυκτήρων αυτού εκπορεύεται καπνός καμίνου καιομένης πυρί ανθράκων. 13 η ψυχή αυτού άνθρακες, φλόξ δε εκ στόματος αυτού εκπορεύεται. 14 εν δε τραχήλω αυτού αυλίζεται δύναμις, έμπροσθεν αυτού τρέχει απώλεια. 15 σάρκες δε σώματος αυτού κεκόλληνται· καταχέει επ’ αυτόν, ου σαλευθήσεται. 16 η καρδία αυτού πέπηγεν ως λίθος, έστηκε δε ώσπερ άκμων ανήλατος. 17 στραφέντος δε αυτού, φόβος θηρίοις τετράποσιν επί γής αλλομένοις. 18 εάν συναντήσωσιν αυτώ λόγχαι, ουδέν μη ποιήσωσι δόρυ και θώρακα· 19 ήγηται μέν γάρ σίδηρον άχυρα, χαλκόν δε ώσπερ ξύλον σαθρόν.
20 ου μη τρώση αυτόν τόξον χάλκεον, ήγηται μέν πετροβόλον χόρτον· 21 ως καλάμη ελογίσθησαν σφύραι, καταγελά δε σεισμού πυρφόρου. 22 η στρωμνή αυτού οβελίσκοι οξείς, πάς δε χρυσός θαλάσσης υπ’ αυτόν ώσπερ πηλός αμύθητος. 23 αναζεί την άβυσσον ώσπερ χαλκείον, ήγηται δε την θάλασσαν ώσπερ εξάλειπτρον, 24 τον δε τάρταρον της αβύσσου ώσπερ αιχμάλωτον· ελογίσατο άβυσσον εις περίπατον. 25 ουκ έστιν ουδέν επί της γής όμοιον αυτώ πεποιημένον εγκαταπαίζεσθαι υπό των αγγέλων μου· 26 πάν υψηλόν ορά, αυτός δε βασιλεύς πάντων των εν τοίς ύδασιν.
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δε Ιώβ λέγει τώ Κυρίω· 2 οίδα ότι πάντα δύνασαι, αδυνατεί δε σοι ουδέν. 3 τις γάρ εστιν ο κρύπτων σε βουλήν; φειδόμενος δε ρημάτων, και σε οίεται κρύπτειν; τις δε αναγγελεί μοι ά ουκ ήδειν, μεγάλα και θαυμαστά, ά ουκ επιστάμην; 4 άκουσον δε μου, Κύριε, ίνα καγώ λαλήσω· ερωτήσω δε σε, σύ δε με δίδαξον. 5 ακοήν μέν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε· 6 διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γήν και σποδόν. 7 εγένετο δε μετά το λαλήσαι τον Κύριον πάντα τα ρήματα ταύτα τώ Ιώβ, είπεν ο Κύριος Ελιφάζ τώ Θαιμανίτη· ήμαρτες σύ και οι δύο φίλοι σου· ου γάρ ελαλήσατε ενώπιόν μου αληθές ουδέν ώσπερ ο θεράπων μου Ιώβ. 8 νύν δε λάβετε επτά μόσχους και επτά κριούς και πορεύθητε προς τον θεράποντά μου Ιώβ, και ποιήσει κάρπωσιν υπέρ υμών. Ιώβ δε ο θεράπων μου εύξεται περί υμών, ότι ει μη πρόσωπον αυτού λήψομαι· ει μη γάρ δι’ αυτόν, απώλεσα αν υμάς· ου γάρ ελαλήσατε αληθές κατά τού θεράποντός μου Ιώβ. 9 επορεύθη δε Ελιφάζ ο Θαιμανίτης και Βαλδάδ ο Σαυχίτης και Σωφάρ ο Μιναίος και εποίησαν καθώς συνέταξεν αυτοίς ο Κύριος, και έλυσε την αμαρτίαν αυτοίς διά Ιώβ.
10 ο δε Κύριος ηύξησε τον Ιώβ· ευξαμένου δε αυτού και περί των φίλων αυτού, αφήκεν αυτοίς την αμαρτίαν. έδωκε δε ο Κύριος διπλά όσα ήν έμπροσθεν Ιώβ εις διπλασιασμόν. 11 ήκουσαν δε πάντες οι αδελφοί αυτού και αι αδελφαί αυτού πάντα τα συμβεβηκότα αυτώ και ήλθον προς αυτόν και πάντες όσοι ήδεισαν αυτόν εκ πρώτου· φαγόντες δε και πιόντες παρ’ αυτώ παρεκάλεσαν αυτόν, και εθαύμασαν επί πάσιν, οίς επήγαγεν επ’ αυτώ ο Κύριος. έδωκε δε αυτώ έκαστος αμνάδα μίαν και τετράδραχμον χρυσού και ασήμου. 12 ο δε Κύριος ευλόγησε τα έσχατα Ιώβ ή τα έμπροσθεν· ήν δε τα κτήνη αυτού πρόβατα μύρια τετρακισχίλια, κάμηλοι εξακισχίλιαι, ζεύγη βοών χίλια, όνοι θήλειαι νομάδες χίλιαι. 13 γεννώνται δε αυτώ υιοί επτά και θυγατέρες τρεις· 14 και εκάλεσε την μέν πρώτην Ημέραν, την δε δευτέραν Κασίαν, την δε τρίτην Αμαλθαίας κέρας. 15 και ουχ ευρέθησαν κατά τας θυγατέρας Ιώβ βελτίους αυτών εν τή υπ’ ουρανόν· έδωκε δε αυταίς ο πατήρ κληρονομίαν εν τοίς αδελφοίς. 16 έζησε δε Ιώβ μετά την πληγήν έτη εκατόν εβδομήκοντα, τα δε πάντα έτη έζησε διακόσια τεσσαράκοντα· και είδεν Ιώβ τους υιούς αυτού και τους υιούς των υιών αυτού, τετάρτην γενεάν.
17 και ετελεύτησεν Ιώβ πρεσβύτερος και πλήρης ημερών. 17α γέγραπται δε αυτόν πάλιν αναστήσεσθαι μεθ’ ών ο Κύριος ανίστησιν. 17β Ούτος ερμηνεύεται εκ της Συριακής βίβλου εν μέν γη κατοικών τή Αυσίτιδι, επί τοίς ορίοις της Ιδουμαίας και Αραβίας, προυπήρχε δε αυτώ όνομα Ιωβάβ. 17γ λαβών δε γυναίκα Αράβισσαν γεννά υιόν, ώ όνομα Εννών· ήν δε αυτός πατρός μέν Ζαρέ εκ των Ησαύ υιών υιός, μητρός δε Βοσόρρας, ώστε είναι αυτόν πέμπτον από Αβραάμ. 17δ και ούτοι οι βασιλείς οι βασιλεύσαντες εν Εδώμ, ής και αυτός ήρξε χώρας· πρώτος Βαλάκ ο τού Βεώρ, και όνομα τή πόλει αυτού Δενναβά· μετά δε Βαλάκ Ιωβάβ ο καλούμενος Ιώβ· μετά δε τούτον Ασώμ ο υπάρχων ηγεμών εκ της Θαιμανίτιδος χώρας· μετά δε τούτον Αδάδ υιός Βαράδ, ο εκκόψας Μαδιάμ εν τώ πεδίω Μωάβ, και όνομα τή πόλει αυτού Γεθθαίμ. 17ε οι δε ελθόντες προς αυτόν φίλοι, Ελιφάζ των Ησαύ υιών, Θαιμανών βασιλεύς, Βαλδάδ ο Σαυχαίων τύραννος, Σωφάρ ο Μιναίων βασιλεύς.
1 ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ Σολομώντος υιού Δαυίδ, ός εβασίλευσεν εν Ισραήλ, 2 γνώναι σοφίαν και παιδείαν νοήσαί τε λόγους φρονήσεως 3 δέξασθαί τε στροφάς λόγων νοήσαί τε δικαιοσύνην αληθή και κρίμα κατευθύνειν, 4 ίνα δώ ακάκοις πανουργίαν, παιδί δε νέω αίσθησίν τε και έννοιαν· 5 τώνδε γάρ ακούσας σοφός σοφώτερος έσται, ο δε νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται. 6 νοήσει τε παραβολήν και σκοτεινόν λόγον ρήσεις τε σοφών και αινίγματα. 7 Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοίς ποιούσι αυτήν· ευσέβεια δε εις Θεόν αρχή αισθήσεως, σοφίαν δε και παιδείαν ασεβείς εξουθενήσουσιν. 8 άκουε, υιέ, παιδείαν πατρός σου και μη απώση θεσμούς μητρός σου· 9 στέφανον γάρ χαρίτων δέξη σή κορυφή και κλοιόν χρύσεον περί σώ τραχήλω.
10 υιέ, μη σε πλανήσωσιν άνδρες ασεβείς, μηδέ βουληθής, 11 εάν παρακαλέσωσί σε λέγοντες· ελθέ μεθ΄ ημών, κοινώνησον αίματος, κρύψωμεν δε εις γήν άνδρα δίκαιον αδίκως, 12 καταπίωμεν δε αυτόν ώσπερ άδης ζώντα και άρωμεν αυτού την μνήμην εκ γής· 13 την κτήσιν αυτού την πολυτελή καταλαβώμεθα, πλήσωμεν δε οίκους ημετέρους σκύλων· 14 τον δε σόν κλήρον βάλε εν ημίν, κοινόν δε βαλάντιον κτησώμεθα πάντες, και μαρσίππιον έν γενηθήτω ημίν. 15 μη πορευθής εν οδώ μετ’ αυτών, έκλινον δε τον πόδα σου εκ των τρίβων αυτών· 16 οι γάρ πόδες αυτών εις κακίαν τρέχουσι και ταχινοί τού εκχέαι αίμα· 17 ου γάρ αδίκως εκτείνεται δίκτυα πτερωτοίς. 18 αυτοί γάρ οι φόνου μετέχοντες θησαυρίζουσιν εαυτοίς κακά, η δε καταστροφή ανδρών παρανόμων κακή. 19 αύται αι οδοί εισι πάντων των συντελούντων τα άνομα· τή γάρ ασεβεία την εαυτών ψυχήν αφαιρούνται.
20 Σοφία εν εξόδοις υμνείται, εν δε πλατείαις παρρησίαν άγει· 21 επ’ άκρων τειχέων κηρύσσεται, επί δε πύλαις δυναστών παρεδρεύει, επί δε πύλαις πόλεως θαρρούσα λέγει· 22 όσον αν χρόνον άκακοι έχωνται της δικαιοσύνης, ουκ αισχυνθήσονται· οι δε άφρονες, της ύβρεως όντες επιθυμηταί, ασεβείς γενόμενοι εμίσησαν αίσθησιν 23 και υπεύθυνοι εγένοντο ελέγχοις, ιδού προήσομαι υμίν εμής πνοής ρήσιν, διδάξω δε υμάς τον εμόν λόγον. 24 επειδή εκάλουν και ουχ υπηκούσατε και εξέτεινα λόγους και ου προσείχετε, 25 αλλά ακύρους εποιείτε εμάς βουλάς, τοίς δε εμοίς ελέγχοις ου προσείχετε, 26 τοιγαρούν καγώ τή υμετέρα απωλεία επιγελάσομαι, καταχαρούμαι δε ηνίκα έρχηται υμίν όλεθρος, 27 και ως αν αφίκηται υμίν άφνω θόρυβος, η δε καταστροφή ομοίως καταιγίδι παρή, και όταν έρχηται υμίν θλίψις και πολιορκία ή όταν έρχηται υμίν όλεθρος. 28 έσται γάρ όταν επικαλέσησθέ με, εγώ δε ουκ εισακούσομαι υμών· ζητήσουσί με κακοί, και ουχ ευρήσουσιν· 29 εμίσησαν γάρ σοφίαν, τον δε λόγον τού Κυρίου ου προείλαντο,
30 ουδέ ήθελον εμαίς προσέχειν βουλαίς, εμυκτήριζον δε εμούς ελέγχους. 31 τοιγαρούν έδονται της εαυτών οδού τους καρπούς και της εαυτών ασεβείας πλησθήσονται· 32 ανθ’ ών γάρ ηδίκουν νηπίους, φονευθήσονται, και εξετασμός ασεβείς ολεί. 33 ο δε εμού ακούων κατασκηνώσει επ’ ελπίδι και ησυχάσει αφόβως από παντός κακού.
1 ΥΙΕ, εάν δεξάμενος ρήσιν εμής εντολής κρύψης παρά σεαυτώ, 2 υπακούσεται σοφία το ούς σου, και παραβαλείς καρδίαν σου εις σύνεσιν, παραβαλείς δε αυτήν επί νουθέτησιν τώ υιώ σου. 3 εάν γάρ την σοφίαν επικαλέση και τή συνέσει δώς φωνήν σου, την δε αίσθησιν ζητήσης μεγάλη τή φωνή, 4 και εάν ζητήσης αυτήν ως αργύριον και ως θησαυρούς εξερευνήσης αυτήν, 5 τότε συνήσεις φόβον Κυρίου και επίγνωσιν Θεού ευρήσεις. 6 ότι Κύριος δίδωσι σοφίαν, και από προσώπου αυτού γνώσις και σύνεσις· 7 και θησαυρίζει τοίς κατορθούσι σωτηρίαν, υπερασπιεί την πορείαν αυτών 8 τού φυλάξαι οδούς δικαιωμάτων και οδόν ευλαβουμένων αυτόν διαφυλάξει. 9 τότε συνήσεις δικαιοσύνην και κρίμα και κατορθώσεις πάντας άξονας αγαθούς.
10 εάν γάρ έλθη η σοφία εις σήν διάνοιαν, η δε αίσθησις τή σή ψυχή καλή είναι δόξη, 11 βουλή καλή φυλάξει σε, έννοια δε οσία τηρήσει σε, 12 ίνα ρύσηταί σε από οδού κακής και από ανδρός λαλούντος μηδέν πιστόν. 13 ώ οι εγκαταλείποντες οδούς ευθείας τού πορεύεσθαι εν οδοίς σκότους· 14 οι ευφραινόμενοι επί κακοίς και χαίροντες επί διαστροφή κακή· 15 ών αι τρίβοι σκολίαι και καμπύλαι αι τροχιαί αυτών 16 τού μακράν σε ποιήσαι από οδού ευθείας και αλλότριον της δικαίας γνώμης. 17 υιέ, μη σε καταλάβη κακή βουλή, η απολιπούσα διδασκαλίαν νεότητος και διαθήκην θείαν επιλελησμένη· 18 έθετο γάρ παρά τώ θανάτω τον οίκον αυτής και παρά τώ άδη μετά των γηγενών τους άξονας αυτής. 19 πάντες οι πορευόμενοι εν αυτή ουκ αναστρέψουσιν, ουδέ μη καταλάβωσι τρίβους ευθείας· ου γάρ καταλαμβάνονται υπό ενιαυτών ζωής.
20 ει γάρ επορεύοντο τρίβους αγαθάς, εύροσαν αν τρίβους δικαιοσύνης λείας. 21 χρηστοί έσονται οικήτορες γής, άκακοι δε υπολειφθήσονται εν αυτή· ότι ευθείς κατασκηνώσουσι γήν, και όσιοι υπολειφθήσονται εν αυτή. 22 οδοί ασεβών εκ γής ολούνται, οι δε παράνομοι εξωσθήσονται απ’ αυτής.
1 ΥΙΕ, εμών νομίμων μη επιλανθάνου, τα δε ρήματά μου τηρείτω σή καρδία· 2 μήκος γάρ βίου και έτη ζωής και ειρήνην προσθήσουσί σοι. 3 ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλιπέτωσάν σε, άφαψαι δε αυτάς επί σώ τραχήλω, και ευρήσεις χάριν· 4 και προνοού καλά ενώπιον Κυρίου και ανθρώπων. 5 ίσθι πεποιθώς εν όλη τή καρδία επί Θεώ επί δε σή σοφία μη επαίρου· 6 εν πάσαις οδοίς σου γνώριζε αυτήν, ίνα ορθοτομή τας οδούς σου, ο δε πούς σου μη προσκόψη. 7 μη ίσθι φρόνιμος παρά σεαυτώ, φοβού δε τον Θεόν και έκκλινε από παντός κακού· 8 τότε ίασις έσται τώ σώματί σου και επιμέλεια τοίς οστέοις σου. 9 τίμα τον Κύριον από σών δικαίων πόνων και απάρχου αυτώ από σών καρπών δικαιοσύνης,
10 ίνα πίμπληται τα ταμιείά σου πλησμονής σίτω, οίνω δε αι ληνοί σου εκβλύζωσιν. 11 Υιέ, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ’ αυτού ελεγχόμενος· 12 ον γάρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται. 13 μακάριος άνθρωπος ός εύρε σοφίαν και θνητός ός είδε φρόνησιν· 14 κρείσσον γάρ αυτήν εμπορεύεσθαι ή χρυσίου και αργυρίου θησαυρούς. 15 τιμιωτέρα δε εστι λίθων πολυτελών, ουκ αντιτάξεται αυτή ουδέν πονηρόν· εύγνωστός εστι πάσι τοίς εγγίζουσιν αυτή, πάν δε τίμιον ουκ άξιον αυτής εστι. 16 μήκος γάρ βίου και έτη ζωής εν τή δεξιά αυτής, εν δε τή αριστερά αυτής πλούτος και δόξα· εκ τού στόματος αυτής εκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δε και έλεον επί γλώσσης φορεί. 17 αι οδοί αυτής οδοί καλαί, και πάσαι αι τρίβοι αυτής εν ειρήνη· 18 ξύλον ζωής εστι πάσι τοίς αντεχομένοις αυτής, και τοίς επερειδομένοις επ’ αυτήν ως επί Κύριον ασφαλής. 19 ο Θεός τή σοφία εθεμελίωσε την γήν, ητοίμασε δε ουρανούς φρονήσει·
20 εν αισθήσει άβυσσοι ερράγησαν, νέφη δε ερρύησαν δρόσους. 21 Υιέ, μη παραρρυής, τήρησον δε εμήν βουλήν και έννοιαν, 22 ίνα ζήση η ψυχή σου, και χάρις ή περί σώ τραχήλω. έσται δε ίασις ταίς σαρξί σου και επιμέλεια τοίς σοίς οστέοις, 23 ίνα πορεύη πεποιθώς εν ειρήνη πάσας τας οδούς σου, ο δε πούς σου ου μη προσκόψη· 24 εάν γάρ κάθη, άφοβος έση, εάν δε καθεύδης, ηδέως υπνώσεις· 25 και ου φοβηθήση πτόησιν επελθούσαν, ουδέ ορμάς ασεβών επερχομένας· 26 ο γάρ Κύριος έσται επί πασών οδών σου και ερείσει σόν πόδα, ίνα μη σαλευθής. 27 μη απόσχη εύ ποιείν ενδεή, ηνίκα αν έχη η χείρ σου βοηθείν· 28 μη είπης· επανελθών επάνηκε, αύριον δώσω, δυνατού σου όντος εύ ποιείν· ου γάρ οίδας τι τέξεται η επιούσα. 29 μη τέκταινε επί σόν φίλον κακά παροικούντα και πεποιθότα επί σοί.
30 μη φιλεχθρήσης προς άνθρωπον μάτην, μήτι σε εργάσηται κακόν. 31 μη κτήση κακών ανδρών ονείδη, μηδέ ζηλώσης τας οδούς αυτών· 32 ακάθαρτος γάρ έναντι Κυρίου πάς παράνομος, εν δε δικαίοις ου συνεδριάζει. 33 κατάρα Θεού εν οίκοις ασεβών, επαύλεις δε δικαίων ευλογούνται. 34 Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσιν χάριν. 35 δόξαν σοφοί κληρονομήσουσιν, οι δε ασεβείς ύψωσαν ατιμίαν.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ, παίδες, παιδείαν πατρός και προσέχετε γνώναι έννοιαν· 2 δώρον γάρ αγαθόν δωρούμαι υμίν, τον εμόν νόμον μη εγκαταλίπητε. 3 υιός γάρ εγενόμην καγώ πατρί υπήκοος και αγαπώμενος εν προσώπω μητρός, 4 οί εδίδασκόν με και έλεγον· ερειδέτω ο ημέτερος λόγος εις σήν καρδίαν· φύλασσε εντολάς, μη επιλάθη 5 μηδέ παρίδης ρήσιν εμού στόματος, 6 μηδέ εγκαταλίπης αυτήν, και ανθέξεταί σου· εράσθητι αυτής, και τηρήσει σε· 8 περιχαράκωσον αυτήν, και υψώσει σε· τίμησον αυτήν, ίνα σε περιλάβη, 9 ίνα δώ τή σή κεφαλή στέφανον χαρίτων, στεφάνω δε τρυφής υπερασπίση σου.
10 Άκουε, υιέ, και δέξαι εμούς λόγους, και πληθυνθήσεται έτη ζωής σου, ίνα σοι γένωνται πολλαί οδοί βίου· 11 οδούς γάρ σοφίας διδάσκω σε, εμβιβάζω δε σε τροχιαίς ορθαίς. 12 εάν γάρ πορεύη, ου συγκλεισθήσεταί σου τα διαβήματα, εάν δε τρέχης ου κοπιάσεις. 13 επιλαβού εμής παιδείας, μη αφής, αλλά φύλαξον αυτήν σεαυτώ εις ζωήν σου. 14 οδούς ασεβών μη επέλθης, μηδέ ζηλώσης οδούς παρανόμων· 15 εν ώ αν τόπω στρατοπεδεύσωσι, μη επέλθης εκεί, έκκλινον δε απ΄ αυτών και παράλλαξον. 16 ου γάρ μη υπνώσωσιν, εάν μη κακοποιήσωσιν, αφήρηται ο ύπνος αυτών, και ου κοιμώνται· 17 οίδε γάρ σιτούνται σίτα ασεβείας, οίνω δε παρανόμω μεθύσκονται. 18 αι δε οδοί των δικαίων ομοίως φωτί λάμπουσι, προπορεύονται και φωτίζουσιν, έως κατορθώση η ημέρα· 19 αι δε οδοί των ασεβών σκοτειναί, ουκ οίδασι πώς προσκόπτουσιν.
20 Υιέ, εμή ρήσει πρόσεχε, τοίς δε εμοίς λόγοις παράβαλλε σόν ούς, 21 όπως μη εκλίπωσί σε αι πηγαί σου, φύλασσε αυτάς εν καρδία· 22 ζωή γάρ εστι τοίς ευρίσκουσιν αυτάς και πάση σαρκί ίασις. 23 πάση φυλακή τήρει σήν καρδίαν, εκ γάρ τούτων έξοδοι ζωής. 24 περίελε σεαυτού σκολιόν στόμα και άδικα χείλη μακράν από σού άπωσαι. 25 οι οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν, τα δε βλέφαρά σου νευέτω δίκαια. 26 ορθάς τροχιάς ποίει σοίς ποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε. 27 μη εκκλίνης εις τα δεξιά μηδέ εις τα αριστερά, απόστρεψον δε σόν πόδα από οδού κακής· οδούς γάρ τας εκ δεξιών οίδεν ο Θεός, διεστραμμέναι δε εισιν αι εξ αριστερών· αυτός δε ορθάς ποιήσει τας τροχιάς σου, τας δε πορείας σου εν ειρήνη προάξει.
1 ΥΙΕ, εμή σοφία πρόσεχε, εμοίς δε λόγοις παράβαλλε σόν ούς, 2 ίνα φυλάξης έννοιαν αγαθήν· αίσθησις δε εμών χειλέων εντέλλεταί σοι. 3 μη πρόσεχε φαύλη γυναικί· μέλι γάρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, ή προς καιρόν λιπαίνει σόν φάρυγγα, 4 ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονημένον μάλλον μαχαίρας διστόμου. 5 της γάρ αφροσύνης οι πόδες κατάγουσι τους χρωμένους αυτή μετά θανάτου εις τον άδην, τα δε ίχνη αυτής ουκ ερείδεται· 6 οδούς γάρ ζωής ουκ επέρχεται, σφαλεραί δε αι τροχιαί αυτής και ουκ εύγνωστοι. 7 νύν ούν, υιέ, άκουέ μου και μη ακύρους ποιήσης εμούς λόγους. 8 μακράν ποίησον απ’ αυτής σήν οδόν, μη εγγίσης προς θύραις οίκων αυτής, 9 ίνα μη πρόη άλλοις ζωήν σου και σόν βίον ανελεήμοσιν·
10 ίνα μη πλησθώσιν αλλότριοι σής ισχύος, οι δε σοί πόνοι εις οίκους αλλοτρίων έλθωσι 11 και μεταμεληθήση επ’ εσχάτων, ηνίκα αν κατατριβώσι σάρκες σωματός σου, 12 και ερείς· πώς εμίσησα παιδείαν, και ελέγχους εξέκλινεν η καρδία μου; 13 ουκ ήκουον φωνήν παιδεύοντός με και διδάσκοντός με, ουδέ παρέβαλλον το ούς μου· 14 παρ’ ολίγον εγενόμην εν παντί κακώ εν μέσω εκκλησίας και συναγωγής. 15 πίνε ύδατα από σών αγγείων και από σών φρεάτων πηγής. 16 μη υπερεκχείσθω σοι ύδατα εκ της σής πηγής, εις δε σάς πλατείας διαπορευέσθω τα σά ύδατα· 17 έστω σοι μόνω υπάρχοντα, και μηδείς αλλότριος μετασχέτω σοι· 18 η πηγή σου τού ύδατος έστω σοι ιδία, και συνευφραίνου μετά γυναικός της εκ νεότητός σου. 19 έλαφος φιλίας και πώλος σών χαρίτων ομιλείτω σοι· η δε ιδία ηγείσθω σου και συνέστω σοι εν παντί καιρώ, εν γάρ τή ταύτης φιλία συμπεριφερόμενος πολλοστός έση.
20 μη πολύς ίσθι προς αλλοτρίαν, μηδέ συνέχου αγκάλαις της μη ιδίας· 21 ενώπιον γάρ εισι των τού Θεού οφθαλμών οδοί ανδρός, εις δε πάσας τας τροχιάς αυτού σκοπεύει. 22 παρονομίαι άνδρα αγρεύουσι, σειραίς δε των εαυτού αμαρτιών έκαστος σφίγγεται· 23 ούτος τελευτά μετά απαιδεύτων, εκ δε πλήθους της εαυτού βιότητος εξερρίφη και απώλετο δι’ αφροσύνην.
1 ΥΙΕ, εάν εγγυήση σόν φίλον, παραδώσεις σήν χείρα εχθρώ· 2 παγίς γάρ ισχυρά ανδρί τα ίδια χείλη, και αλίσκεται χείλεσιν ιδίου στόματος. 3 ποίει, υιέ, ά εγώ σοι εντέλλομαι, και σώζου· ήκεις γάρ εις χείρας κακών διά σόν φίλον. ίσθι μη εκλυόμενος, παρόξυνε δε και τον φίλον σου, ον ενεγγυήσω. 4 μη δώς ύπνον σοίς όμμασι, μηδέ επινυστάξης σοίς βλεφάροις, 5 ίνα σώζη ώσπερ δορκάς εκ βρόχων και ώσπερ όρνεον εκ παγίδος. 6 Ίθι προς τον μύρμηκα, ώ οκνηρέ, και ζήλωσον ιδών τας οδούς αυτού και γενού εκείνου σοφώτερος· 7 εκείνω γάρ γεωργίου μη υπάρχοντος, μηδέ τον αναγκάζοντα έχων, μηδέ υπό δεσπότην ών, 8 ετοιμάζεται θέρους την τροφήν πολλήν τε εν τώ αμητώ ποιείται την παράθεσιν. 8·1 ή πορεύθητι προς την μέλισσαν και μάθε ως εργάτις εστί την τε εργασίαν ως σεμνήν ποιείται· 8·2 ής τους πόνους βασιλείς και ιδιώται προς υγίειαν προσφέρονται· ποθεινή δε εστι πάσι και επίδοξος· 8·3 και περ ούσα τή ρώμη ασθενής, την σοφίαν τιμήσασα προήχθη. 9 έως τίνος, οκνηρέ, κατάκεισαι; πότε δε εξ ύπνου εγερθήση;
10 ολίγον μέν υπνοίς, ολίγον δε κάθησαι, μικρόν δε νυστάζεις, ολίγον δε εναγκαλίζη χερσί στήθη· 11 είτ’ εμπαραγίνεταί σοι ώσπερ κακός οδοιπόρος η πενία και η ένδεια ώσπερ αγαθός δρομεύς. 11α εάν δε άοκνος ής, ήξει ώσπερ πηγή ο αμητός σου, η δε ένδεια ώσπερ κακός δρομεύς απαυτομολήσει. 12 Ανήρ άφρων και παράνομος πορεύεται οδούς ουκ αγαθάς· 13 ο δ΄ αυτός εννεύει οφθαλμώ, σημαίνει δε ποδί, διδάσκει δε εννεύμασι δακτύλων. 14 διεστραμμένη καρδία τεκταίνεται κακά, εν παντί καιρώ ο τοιούτος ταραχάς συνίστησι πόλει. 15 διά τούτο εξαπίνης έρχεται η απώλεια αυτού, διακοπή και συντριβή ανίατος· 16 ότι χαίρει πάσιν, οίς μισεί ο Θεός, συντρίβεται δε δι’ ακαθαρσίαν ψυχής. 17 οφθαλμός υβριστού, γλώσσα άδικος, χείρες εκχέουσαι αίμα δικαίου 18 και καρδία τεκταινομένη λογισμούς κακούς και πόδες επισπεύδοντες κακοποιείν. 19 εκκαίει ψεύδη μάρτυς άδικος και επιπέμπει κρίσεις ανά μέσον αδελφών.
20 Υιέ, φύλασσε νόμους πατρός σου και μη απώση θεσμούς μητρός σου· 21 άφαψαι δε αυτούς επί σή ψυχή διαπαντός και εγκλοίωσαι περί σώ τραχήλω. 22 ηνίκα αν περιπατής, επάγου αυτήν και μετά σού έστω· ως δ’ αν καθεύδης, φυλασσέτω σε, ίνα εγειρομένω συλλαλή σοι. 23 ότι λύχνος εντολή νόμου και φώς, οδός ζωής και έλεγχος και παιδεία 24 τού διαφυλάσσειν σε από γυναικός υπάνδρου και από διαβολής γλώσσης αλλοτρίας. 25 μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοίς οφθαλμοίς, μηδέ συναρπασθής από των αυτής βλεφάρων· 26 τιμή γάρ πόρνης όση και ενός άρτου, γυνή δε ανδρών τιμίας ψυχάς αγρεύει. 27 αποδήσει τις πύρ εν κόλπω, τα δε ιμάτια ου κατακαύσει; 28 ή περιπατήσει τις επ’ ανθράκων πυρός, τους δε πόδας ου κατακαύσει; 29 ούτως ο εισελθών προς γυναίκα ύπανδρον, ουκ αθωωθήσεται, ουδέ πάς ο απτόμενος αυτής.
30 ου θαυμαστόν εάν αλώ τις κλέπτων, κλέπτει γάρ ίνα εμπλήση την ψυχήν πεινών· 31 εάν δε αλώ, αποτίσει επταπλάσια και πάντα τα υπάρχοντα αυτού δούς ρύσεται εαυτόν. 32 ο δε μοιχός δι΄ ένδειαν φρενών απώλειαν τή ψυχή αυτού περιποιείται, 33 οδύνας τε και ατιμίας υποφέρει, το δε όνειδος αυτού ουκ εξαλειφθήσεται εις τον αιώνα. 34 μεστός γάρ ζήλου θυμός ανδρός αυτής· ου φείσεται εν ημέρα κρίσεως, 35 ουκ ανταλλάξεται ουδενός λύτρου την έχθραν, ουδέ μη διαλυθή πολλών δώρων.
1 ΥΙΕ, φύλασσε εμούς λόγους, τας δε εμάς εντολάς κρύψον παρά σεαυτώ. υιέ, τίμα τον Κύριον, και ισχύσεις, πλήν δε αυτού μη φοβού άλλον. 2 φύλαξον εμάς εντολάς, και βιώσεις, τους δε εμούς λόγους ώσπερ κόρας ομμάτων· 3 περίθου δε αυτούς σοίς δακτύλοις, επίγραψον δε επί το πλάτος της καρδίας σου. 4 είπον την σοφίαν σήν αδελφήν είναι, την δε φρόνησιν γνώριμον περιποίησαι σεαυτώ· 5 ίνα σε τηρήση από γυναικός αλλοτρίας και πονηράς, εάν σε λόγοις τοίς προς χάριν εμβάλληται. 6 από γάρ θυρίδος εκ τού οίκου αυτής εις τας πλατείας παρακύπτουσα, 7 ον αν ίδη των αφρόνων τέκνων νεανίαν ενδεή φρενών, 8 παραπορευόμενον παρά γωνίαν εν διόδοις οίκων αυτής και λαλούντα 9 εν σκότει εσπερινώ, ηνίκα αν ησυχία νυκτερινή ή και γνοφώδης,
10 η δε γυνή συναντά αυτώ, είδος έχουσα πορνικόν, ή ποιεί νέων εξίπτασθαι καρδίας. 11 ανεπτερωμένη δε εστι και άσωτος, εν οίκω δε ουχ ησυχάζουσιν οι πόδες αυτής· 12 χρόνον γάρ τινα έξω ρέμβεται, χρόνον δε εν πλατείαις παρά πάσαν γωνίαν ενεδρεύει. 13 είτα επιλαβομένη εφίλησεν αυτόν, αναιδεί δε προσώπω προσείπεν αυτώ· 14 θυσία ειρηνική μοί εστι, σήμερον αποδίδωμι τας ευχάς μου· 15 ένεκα τούτου εξήλθον εις συνάντησίν σοι, ποθούσα το σόν πρόσωπον εύρηκά σε. 16 κειρίαις τέτακα την κλίνην μου, αμφιτάποις δε έστρωκα τοίς απ’ Αιγύπτου· 17 διέρρακα την κοίτην μου κροκίνω, τον δε οίκόν μου κινναμώμω· 18 ελθέ και απολαύσωμεν φιλίας έως όρθρου, δεύρο και εγκυλισθώμεν έρωτι· 19 ου γάρ πάρεστιν ο ανήρ μου εν οίκω, πεπόρευται δε οδόν μακράν
20 ένδεσμον αργυρίου λαβών εν χειρί αυτού, δι’ ημερών πολλών επανήξει εις τον οίκον αυτού. 21 απεπλάνησε δε αυτόν πολλή ομιλία βρόχοις τε τοίς από χειλέων εξώκειλεν αυτόν. 22 ο δε επηκολούθησεν αυτή κεπφωθείς, ώσπερ δε βούς επί σφαγήν άγεται και ώσπερ κύων επί δεσμούς 23 ή ως έλαφος τοξεύματι πεπληγώς εις το ήπαρ, σπεύδει δε ώσπερ όρνεον εις παγίδα, ουκ ειδώς ότι περί ψυχής τρέχει. 24 νύν ούν, υιέ, άκουέ μου και πρόσεχε ρήμασι στόματός μου· 25 μη εκκλινάτω εις τας οδούς αυτής η καρδία σου, 26 πολλούς γάρ τρώσασα καταβέβληκε, και αναρίθμητοί εισιν ούς πεφόνευκεν· 27 οδοί άδου ο οίκος αυτής κατάγουσαι εις τα ταμιεία τού θανάτου.
1 ΣΥ την σοφίαν κηρύξεις, ίνα φρόνησίς σοι υπακούση· 2 επί γάρ των υψηλών άκρων εστίν, ανά μέσον δε των τρίβων έστηκε· 3 παρά γάρ πύλαις δυναστών παρεδρεύει, εν δε εισόδοις υμνείται. 4 Υμάς, ώ άνθρωποι, παρακαλώ, και προίεμαι εμήν φωνήν υιοίς ανθρώπων· 5 νοήσατε, άκακοι, πανουργίαν, οι δε απαίδευτοι ένθεσθε καρδίαν. 6 εισακούσατέ μου, σεμνά γάρ ερώ και ανοίσω από χειλέων ορθά· 7 ότι αλήθειαν μελετήσει ο φάρυγξ μου, εβδελυγμένα δε εναντίον εμού χείλη ψευδή. 8 μετά δικαιοσύνης πάντα τα ρήματα τού στόματός μου, ουδέν εν αυτοίς σκολιόν ουδέ στραγγαλιώδες· 9 πάντα ενώπια τοίς συνιούσι και ορθά τοίς ευρίσκουσι γνώσιν.
10 λάβετε παιδείαν και μη αργύριον, και γνώσιν υπέρ χρυσίον δεδοκιμασμένον· 11 κρείσσων γάρ σοφία λίθων πολυτελών, πάν δε τίμιον ουκ άξιον αυτής εστιν. 12 εγώ η σοφία κατεσκήνωσα βουλήν, και γνώσιν και έννοιαν εγώ επεκαλεσάμην. 13 φόβος Κυρίου μισεί αδικίαν, ύβριν τε και υπερηφανίαν και οδούς πονηρών· μεμίσηκα δε εγώ διεστραμμένας οδούς κακών. 14 εμή βουλή και ασφάλεια, εμή φρόνησις, εμή δε ισχύς· 15 δι’ εμού βασιλείς βασιλεύουσι και οι δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην· 16 δι’ εμού μεγιστάνες μεγαλύνονται, και τύραννοι δι’ εμού κρατούσι γής. 17 εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ, οι δε εμέ ζητούντες ευρήσουσι χάριν. 18 πλούτος και δόξα εμοί υπάρχει και κτήσις πολλών και δικαιοσύνη. 19 βέλτιον εμέ καρπίζεσθαι υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον, τα δε εμά γεννήματα κρείσσω αργυρίου εκλεκτού.
20 εν οδοίς δικαιοσύνης περιπατώ και ανά μέσον τρίβων δικαιοσύνης αναστρέφομαι, 21 ίνα μερίσω τοίς εμέ αγαπώσιν ύπαρξιν και τους θησαυρούς αυτών εμπλήσω αγαθών. εάν αναγγείλω υμίν τα καθ’ ημέραν γινόμενα, μνημονεύσω τα εξ αιώνος αριθμήσαι. 22 Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού, 23 πρό τού αιώνος εθεμελίωσέ με εν αρχή, πρό τού την γήν ποιήσαι 24 και πρό τού τας αβύσους ποιήσαι, πρό τού προελθείν τας πηγάς των υδάτων, 25 πρό τού όρη εδρασθήναι, πρό δε πάντων βουνών γεννά με. 26 Κύριος εποίησε χώρας και αοικήτους και άκρα οικούμενα της υπ’ ουρανόν. 27 ηνίκα ητοίμαζε τον ουρανόν, συμπαρήμην αυτώ, και ότε αφώριζε τον εαυτού θρόνον επ’ ανέμων· 28 ηνίκα ισχυρά εποίει τα άνω νέφη, και ως ασφαλείς ετίθει πηγάς της υπ’ ουρανόν 29 και ισχυρά εποίει τα θεμέλια της γής,
30 ήμην παρ’ αυτώ αρμόζουσα. εγώ ήμην ή προσέχαιρε, καθ’ ημέραν δε ευφραινόμην εν προσώπω αυτού εν παντί καιρώ, 31 ότε ενευφραίνετο την οικουμένην συντελέσας, και ενευφραίνετο εν υιοίς ανθρώπων. 32 νύν ούν, υιέ, άκουέ μου και μακάριοι, οί οδούς μου φυλάσσοντες, 33 ακούσατε παιδείαν και σοφίσθητε και μη αποφραγήτε. 34 μακάριος ανήρ, ός εισακούεταί μου, και άνθρωπος, ός τας εμάς οδούς φυλάξει αγρυπνών επ΄ εμαίς θύραις καθ’ ημέραν, τηρών σταθμούς εμών εισόδων· 35 αι γάρ έξοδοί μου έξοδοι ζωής, και ετοιμάζεται θέλησις παρά Κυρίου. 36 οι δε αμαρτάνοντες εις εμέ ασεβούσιν εις τα εαυτών ψυχάς, και οι μισούντές με αγαπώσι θάνατον.
1 Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και υπήρεισε στύλους επτά· 2 έσφαξε τα εαυτής θύματα, εκέρασεν εις κρατήρα τον εαυτής οίνον και ητοιμάσατο την εαυτής τράπεζαν· 3 απέστειλε τους εαυτής δούλους συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα λέγουσα· 4 ός εστιν άφρων, εκκλινάτω προς με· και τοίς ενδεέσι φρενών είπεν· 5 έλθετε φάγετε των εμών άρτων και πίετε οίνον, ον εκέρασα υμίν· 6 απολείπετε αφροσύνην, ίνα εις τον αιώνα βασιλεύσητε, και ζητήσατε φρόνησιν, και κατορθώσατε εν γνώσει σύνεσιν. 7 Ο παιδεύων κακούς λήψεται εαυτώ ατιμίαν· ελέγχων δε τον ασεβή μωμήσεται εαυτόν. 8 μη έλεγχε κακούς, ίνα μη μισήσωσί σε· έλεγχε σοφόν, και αγαπήσει σε. 9 δίδου σοφώ αφορμήν, και σοφώτερος έσται· γνώριζε δικαίω, και προσθήσει τού δέχεσθαι.
10 αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, και βουλή αγίων σύνεσις, το δε γνώναι νόμον διανοίας εστίν αγαθής· 11 τούτω γάρ τώ τρόπω πολύν ζήσεις χρόνον, και προστεθήσεταί σοι έτη ζωής σου. 12 υιέ, εάν σοφός γένη σεαυτώ, σοφός έση και τοίς πλησίον· εάν δε κακός αποβής, μόνος αν αντλήσεις κακά. ός ερείδεται επί ψεύδεσιν, ούτος ποιμαίνει ανέμους, ο δ’ αυτός διώξεται όρνεα πετόμενα· απέλιπε γάρ οδούς τού εαυτού αμπελώνος, τους δε άξονας τού ιδίου γεωργίου πεπλάνηται· διαπορεύεται δε δι’ ανύδρου ερήμου και γήν διατεταγμένην εν διψώδεσι, συνάγει δε χερσίν ακαρπίαν. 13 Γυνή άφρων και θρασεία ενδεής ψωμού γίνεται, ή ουκ επίσταται αισχύνην. 14 εκάθισεν επί θύραις τού εαυτής οίκου, επί δίφρου εμφανώς εν πλατείαις, 15 προσκαλουμένη τους παριόντας και κατευθύνοντας εν ταίς οδοίς αυτών· 16 ός εστιν υμών αφρονέστατος, εκκλινάτω προς με και τοίς ενδεέσι φρονήσεως παρακελεύομαι λέγουσα· 17 άρτων κρυφίων ηδέως άψασθε και ύδατος κλοπής γλυκερού. 18 ο δε ουκ οίδεν ότι γηγενείς παρ’ αυτή όλλυνται, και επί πέταυρον άδου συναντά. 18α αλλά αποπήδησον, μη χρονίσης εν τώ τόπω, μηδέ επιστήσης το σόν όμμα προς αυτήν· 18β ούτως γάρ διαβήση ύδωρ αλλότριον και υπερβήση ποταμόν αλλότριον· 18γ από δε ύδατος αλλοτρίου απόσχου και από πηγής αλλοτρίας μη πίης, 18δ ίνα πολύν ζήσης χρόνον, προστεθή δε σοι έτη ζωής.
1 ΥΙΟΣ σοφός ευφραίνει πατέρα, υιός δε άφρων λύπη τή μητρί. 2 ουκ ωφελήσουσι θησαυροί ανόμους, δικαιοσύνη δε ρύσεται εκ θανάτου. 3 ου λιμοκτονήσει Κύριος ψυχήν δικαίαν, ζωήν δε ασεβών ανατρέψει. 4 πενία άνδρα ταπεινοί, χείρες δε ανδρείων πλουτίζουσιν. 4α υιός πεπαιδευμένος σοφός έσται, τώ δε άφρονι διακόνω χρήσεται. 5 διεσώθη από καύματος υιός νοήμων, ανεμόφθορος δε γίνεται εν αμητώ υιός παράνομος. 6 ευλογία Κυρίου επί κεφαλήν δικαίου, στόμα δε ασεβών καλύψει πένθος άωρον. 7 μνήμη δικαίων μετ΄ εγκωμίων, όνομα δε ασεβούς σβέννυται. 8 σοφός καρδία δέξεται εντολάς, ο δε άστεγος χείλεσι σκολιάζων υποσκελισθήσεται. 9 ός πορεύεται απλώς, πορεύεται πεποιθώς, ο δε διαστρέφων τας οδούς αυτού, γνωσθήσεται.
10 ο εννεύων οφθαλμοίς μετά δόλου, συνάγει ανδράσι λύπας, ο δε ελέγχων μετά παρρησίας, ειρηνοποιεί. 11 πηγή ζωής εν χειρί δικαίου, στόμα δε ασεβούς καλύψει απώλεια. 12 μίσος εγείρει νείκος, πάντας δε τους μη φιλονεικούντας καλύπτει φιλία. 13 ός εκ χειλέων προφέρει σοφίαν, ράβδω τύπτει άνδρα ακάρδιον. 14 σοφοί κρύψουσιν αίσθησιν, στόμα δε προπετούς εγγίζει συντριβή. 15 κτήσις πλουσίων πόλις οχυρά, συντριβή δε ασεβών πενία. 16 έργα δικαίων ζωήν ποιεί, καρποί δε ασεβών αμαρτίας. 17 οδούς δικαίας ζωής φυλάσσει παιδεία, παιδεία δε ανεξέλεγκτος πλανάται. 18 καλύπτουσιν έχθραν χείλη δίκαια, οι δε εκφέροντες λοιδορίας αφρονέστατοί εισιν. 19 εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν, φειδόμενος δε χειλέων νοήμων έση.
20 άργυρος πεπυρωμένος γλώσσα δικαίου, καρδία δε ασεβούς εκλείψει. 21 χείλη δικαίων επίσταται υψηλά, οι δε άφρονες εν ενδεία τελευτώσιν. 22 ευλογία Κυρίου επί κεφαλήν δικαίου· αύτη πλουτίζει, και ου μη προστεθή αυτή λύπη εν καρδία. 23 εν γέλωτι άφρων πράσσει κακά, η δε σοφία ανδρί τίκτει φρόνησιν. 24 εν απωλεία ασεβής περιφέρεται, επιθυμία δε δικαίου δεκτή. 25 παραπορευομένης καταιγίδος αφανίζεται ασεβής, δίκαιος δε εκκλίνας σώζεται εις τον αιώνα. 26 ώσπερ όμφαξ οδούσι βλαβερόν και καπνός όμμασιν, ούτως παρανομία τοίς χρωμένοις αυτή. 27 φόβος Κυρίου προστίθησιν ημέρας, έτη δε ασεβών ολιγωθήσεται. 28 εγχρονίζει δικαίοις ευφροσύνη, ελπίς δε ασεβών απολείται. 29 οχύρωμα οσίου φόβος Κυρίου, συντριβή δε τοίς εργαζομένοις κακά.
30 δίκαιος εις τον αιώνα ουκ ενδώσει, ασεβείς δε ουκ οικήσουσι γήν. 31 στόμα δικαίου αποστάζει σοφίαν, γλώσσα δε αδίκου εξολείται. 32 χείλη ανδρών δικαίων αποστάζει χάριτας, στόμα δε ασεβών αποστρέφεται.
1 ΖΥΓΟΙ δόλιοι βδέλυγμα ενώπιον Κυρίου, στάθμιον δε δίκαιον δεκτόν αυτώ. 2 ού εάν εισέλθη ύβρις, εκεί και ατιμία· στόμα δε ταπεινών μελετά σοφίαν 3 αποθανών δίκαιος έλιπε μετάμελον, πρόχειρος δε γίνεται και επίχαρτος ασεβών απώλεια. 5 δικαιοσύνη αμώμους ορθοτομεί οδούς, ασέβεια δε περιπίπτει αδικία. 6 δικαιοσύνη ανδρών ορθών ρύεται αυτούς, τή δε απωλεία αυτών αλίσκονται παράνομοι. 7 τελευτήσαντος ανδρός δικαίου ουκ όλλυται ελπίς, το δε καύχημα των ασεβών όλλυται. 8 δίκαιος εκ θήρας εκδύνει, αντ’ αυτού δε παραδίδοται ο ασεβής. 9 εν στόματι ασεβών παγίς πολίταις, αίσθησις δε δικαίων εύοδος.
10 εν αγαθοίς δικαίων κατώρθωσε πόλις, 11 στόμασι δε ασεβών κατεσκάφη. 12 μυκτηρίζει πολίτας ενδεής φρενών, ανήρ δε φρόνιμος ησυχίαν άγει. 13 ανήρ δίγλωσσος αποκαλύπτει βουλάς εν συνεδρίω, πιστός δε πνοή κρύπτει πράγματα. 14 οίς μη υπάρχει κυβέρνησις, πίπτουσιν ώπερ φύλλα, σωτηρία δε υπάρχει εν πολλή βουλή. 15 πονηρός κακοποιεί όταν συμμίξη δικαίω, μισεί δε ήχον ασφαλείας. 16 γυνή ευχάριστος εγείρει ανδρί δόξαν, θρόνος δε ατιμίας γυνή μισούσα δίκαια. πλούτου οκνηροί ενδεείς γίνονται, οι δε ανδρείοι ερείδονται πλούτω. 17 τή ψυχή αυτού αγαθόν ποιεί ανήρ ελεήμων, εξολλύει δε αυτού σώμα ο ανελεήμων. 18 ασεβείς ποιεί έργα άδικα, σπέρμα δε δικαίων μισθός αληθείας. 19 υιός δίκαιος γεννάται εις ζωήν, διωγμός δε ασεβούς εις θάνατον.
20 βδέλυγμα Κυρίω διεστραμμέναι οδοί, προσδεκτοί δε αυτώ πάντες άμωμοι εν ταίς οδοίς αυτών. 21 χειρί χείρας εμβαλών αδίκως ουκ ατιμώρητος έσται, ο δε σπείρων δικαιοσύνην λήψεται μισθόν πιστόν. 22 ώσπερ ενώτιον εν ρινί υός, ούτως γυναικί κακόφρονι κάλλος. 23 επιθυμία δικαίων πάσα αγαθή, ελπίς δε ασεβών απολείται. 24 εισίν οί τα ίδια σπείροντες πλείονα ποιούσιν, εισί δε και οί συνάγοντες ελαττονούνται. 25 ψυχή ευλογουμένη πάσα απλή, ανήρ δε θυμώδης ουκ ευσχήμων. 26 ο συνέχων σίτον υπολείποιτο αυτόν τοίς έθνεσιν, ευλογίαν δε εις κεφαλήν τού μεταδιδόντος. 27 τεκταινόμενος αγαθά ζητεί χάριν αγαθήν, εκζητούντα δε κακά, καταλήψεται αυτόν. 28 ο πεποιθώς επί πλούτω ούτος πεσείται, ο δε αντιλαμβανόμενος δικαίων ούτος ανατελεί. 29 ο μη συμπεριφερόμενος τώ εαυτού οίκω κληρονομήσει άνεμον, δουλεύσει δε άφρων φρονίμω.
30 εκ καρπού δικαιοσύνης φύεται δένδρον ζωής, αφαιρούνται δε άωροι ψυχαί παρανόμων. 31 ει ο μέν δίκαιος μόλις σώζεται, ο ασεβής και αμαρτωλός που φανείται;
1 Ο αγαπών παιδείαν, αγαπά αίσθησιν, ο δε μισών ελέγχους άφρων. 2 κρείσων ο ευρών χάριν παρά Κυρίω, ανήρ δε παράνομος παρασιωπηθήσεται. 3 ου κατορθώσει άνθρωπος εξ ανόμου, αι δε ρίζαι των δικαίων ουκ εξαρθήσονται. 4 γυνή ανδρεία στέφανος τώ ανδρί αυτής· ώσπερ δε εν ξύλω σκώληξ, ούτως άνδρα απόλλυσι γυνή κακοποιός. 5 λογισμοί δικαίων κρίματα, κυβερνώσι δε ασεβείς δόλους. 6 λόγοι ασεβών δόλιοι, στόμα δε ορθών ρύσεται αυτούς. 7 ού εάν στραφή ο ασεβής, αφανίζεται, οίκοι δε δικαίων παραμένουσι. 8 στόμα συνετού εγκωμιάζεται υπό ανδρός, νωθροκάρδιος δε μυκτηρίζεται. 9 κρείσσων ανήρ εν ατιμία δουλεύων εαυτώ ή τιμήν εαυτώ περιτιθείς και προσδεόμενος άρτου.
10 δίκαιος οικτείρει ψυχάς κτηνών αυτού, τα δε σπλάγχνα των ασεβών ανελεήμονα. 11 ο εργαζόμενος την εαυτού γήν εμπλησθήσεται άρτων, οι δε διώκοντες μάταια ενδεείς φρενών. 11α ός εστιν ηδύς εν οίνων διατριβαίς, εν τοίς εαυτού οχυρώμασι καταλείψει ατιμίαν. 12 επιθυμίαι ασεβών κακαί, αι δε ρίζαι των ευσεβών εν οχυρώμασι. 13 δι’ αμαρτίαν χειλέων εμπίπτει εις παγίδας αμαρτωλός, εκφεύγει δε εξ αυτών δίκαιος. 13α ο βλέπων λεία ελεηθήσεται, ο δε συναντών εν πύλαις εκθλίψει ψυχάς. 14 από καρπών στόματος ψυχή ανδρός πλησθήσεται αγαθών, ανταπόδομα δε χειλέων αυτού δοθήσεται αυτώ. 15 οδοί αφρόνων ορθαί ενώπιον αυτών, εισακούει δε συμβουλίας σοφός. 16 άφρων αυθημερόν εξαγγέλλει οργήν αυτού, κρύπτει δε την εαυτού ατιμίαν ανήρ πανούργος. 17 επιδεικνυμένην πίστιν απαγγέλλει δίκαιος, ο δε μάρτυς των αδίκων δόλιος. 18 εισίν οί λέγοντες τιτρώσκουσι μαχαίρα, γλώσσαι δε σοφών ιώνται. 19 χείλη αληθινά κατορθοί μαρτυρίαν, μάρτυς δε ταχύς γλώσσαν έχει άδικον.
20 δόλος εν καρδία τεκταινομένου κακά, οι δε βουλόμενοι ειρήνην ευφρανθήσονται. 21 ουκ αρέσει τώ δικαίω ουδέν άδικον, οι δε ασεβείς πλησθήσονται κακών. 22 βδέλυγμα Κυρίω χείλη ψευδή, ο δε ποιών πίστεις δεκτός παρ’ αυτώ. 23 ανήρ συνετός θρόνος αισθήσεως, καρδία δε αφρόνων συναντήσεται αραίς. 24 χείρ εκλεκτών κρατήσει ευχερώς, δόλιοι δε έσονται εν προνομή. 25 φοβερός λόγος καρδίαν ταράσσει ανδρός δικαίου, αγγελία δε αγαθή ευφραίνει αυτόν. 26 επιγνώμων δίκαιος εαυτού φίλος έσται, αι δε γνώμαι των ασεβών ανεπιεικείς. αμαρτάνοντας καταδιώξεται κακά η δε οδός των ασεβών πλανήσει αυτούς. 27 ουκ επιτεύξεται δόλιος θήρας, κτήμα δε τίμιον ανήρ καθαρός. 28 εν οδοίς δικαιοσύνης ζωή, οδοί δε μνησικάκων εις θάνατον.
1 ΥΙΟΣ πανούργος υπήκοος πατρί, υιός δε ανήκοος εν απωλεία. 2 από καρπών δικαιοσύνης φάγεται αγαθός, ψυχαί δε παρανόμων ολούνται άωροι. 3 ός φυλάσσει το εαυτού στόμα, τηρεί την εαυτού ψυχήν, ο δε προπετής χείλεσι πτοήσει εαυτόν. 4 εν επιθυμίαις εστί πάς αεργός, χείρες δε ανδρείων εν επιμελεία. 5 λόγον άδικον μισεί δίκαιος, ασεβής δε αισχύνεται και ουχ έξει παρρησίαν. 7 εισίν οι πλουτίζοντες εαυτούς μηδέν έχοντες, και εισιν οι ταπεινούντες εαυτούς εν πολλώ πλούτω. 8 λύτρον ανδρός ψυχής ο ίδιος πλούτος, πτωχός δε ουχ υφίσταται απειλήν. 9 φώς δικαίοις διαπαντός, φώς δε ασεβών σβέννυται. 9α ψυχαί δόλιαι πλανώνται εν αμαρτίαις, δίκαιοι δε οικτείρουσι και ελεούσι.
10 κακός μεθ’ ύβρεως πράσσει κακά, οι δε εαυτών επιγνώμονες σοφοί. 11 ύπαρξις επισπουδαζομένη μετά ανομίας ελάσσων γίνεται, ο δε συνάγων εαυτώ μετ’ ευσεβείας πληθυνθήσεται· δίκαιος οικτείρει και κιχρά. 12 κρείσσων εναρχόμενος βοηθών καρδία τού επαγγελλομένου και εις ελπίδα άγοντος· δένδρον γάρ ζωής επιθυμία αγαθή. 13 ός καταφρονεί πράγματος, καταφρονηθήσεται υπ’ αυτού· ο δε φοβούμενος εντολήν, ούτος υγιαίνει. 13α υιώ δολίω ουδέν έσται αγαθόν, οικέτη δε σοφώ εύοδοι έσονται πράξεις, και κατευθυνθήσεται η οδός αυτού. 14 νόμος σοφού πηγή ζωής, ο δε άνους υπό παγίδος θανείται. 15 σύνεσις αγαθή δίδωσι χάριν, το δε γνώναι νόμον διανοίας εστίν αγαθής, οδοί δε καταφρονούντων εν απωλεία. 16 πάς πανούργος πράσσει μετά γνώσεως, ο δε άφρων εξεπέτασεν εαυτού κακίαν. 17 βασιλεύς θρασύς εμπεσείται εις κακά, άγγελος δε σοφός ρύσεται αυτόν. 18 πενίαν και ατιμίαν αφαιρείται παιδεία, ο δε φυλάσσων ελέγχους δοξασθήσεται. 19 επιθυμίαι ευσεβών ηδύνουσι ψυχήν, έργα δε ασεβών μακράν από γνώσεως.
20 ο συμπορευόμενος σοφοίς σοφός έσται, ο δε συμπορευόμενος άφροσι γνωσθήσεται. 21 αμαρτάνοντας καταδιώξεται κακά, τους δε δικαίους καταλήψεται αγαθά. 22 αγαθός ανήρ κληρονομήσει υιούς υιών, θησαυρίζεται δε δικαίοις πλούτος ασεβών. 23 δίκαιοι ποιήσουσιν εν πλούτω έτη πολλά, άδικοι δε απολούνται συντόμως. 24 ός φείδεται της βακτηρίας μισεί τον υιόν αυτού, ο δε αγαπών επιμελώς παιδεύει. 25 δίκαιος έσθων εμπιπλά την ψυχήν αυτού, ψυχαί δε ασεβών ενδεείς.
1 ΣΟΦΑΙ γυναίκες ωκοδόμησαν οίκους, η δε άφρων κατέσκαψε ταίς χερσίν αυτής. 2 ο πορευόμενος ορθώς φοβείται τον Κύριον, ο δε σκολιάζων ταίς οδοίς αυτού ατιμασθήσεται. 3 εκ στόματος αφρόνων βακτηρία ύβρεως, χείλη δε σοφών φυλάσσει αυτούς. 4 ού μη εισι βόες, φάτναι καθαραί· ού δε πολλά γεννήματα, φανερά βοός ισχύς. 5 μάρτυς πιστός ου ψεύδεται, εκκαίει δε ψευδή μάρτυς άδικος. 6 ζητήσεις σοφίαν παρά κακοίς και ουχ ευρήσεις, αίσθησις δε παρά φρονίμοις ευχερής. 7 πάντα εναντία ανδρί άφρονι, όπλα δε αισθήσεως χείλη σοφά. 8 σοφία πανούργων επιγνώσεται τας οδούς αυτών, άνοια δε αφρόνων εν πλάνη. 9 οικίαι παρανόμων οφειλήσουσι καθαρισμόν, οικίαι δε δικαίων δεκταί.
10 καρδία ανδρός αισθητική, λυπηρά ψυχή αυτού· όταν δε ευφραίνηται, ουκ επιμίγνυται ύβρει. 11 οικίαι ασεβών αφανισθήσονται, σκηναί δε κατορθούντων στήσονται. 12 έστιν οδός, ή δοκεί παρά ανθρώποις ορθή είναι, τα δε τελευταία αυτής έρχεται εις πυθμένα άδου. 13 εν ευφροσύναις ου προσμίγνυται λύπη, τελευταία δε χαρά εις πένθος έρχεται. 14 των εαυτού οδών πλησθήσεται θρασυκάρδιος, από δε των διανοημάτων αυτού ανήρ αγαθός. 15 άκακος πιστεύει παντί λόγω, πανούργος δε έρχεται εις μετάνοιαν. 16 σοφός φοβηθείς εξέκλινεν από κακού, ο δε άφρων εαυτώ πεποιθώς μίγνυται ανόμω. 17 οξύθυμος πράσσει μετά αβουλίας, ανήρ δε φρόνιμος πολλά υποφέρει. 18 μεριούνται άφρονες κακίαν, οι δε πανούργοι κρατήσουσιν αισθήσεως. 19 ολισθήσουσι κακοί έναντι αγαθών, και ασεβείς θεραπεύσουσι θύρας δικαίων.
20 φίλοι μισήσουσι φίλους πτωχούς, φίλοι δε πλουσίων πολλοί. 21 ο ατιμάζων πένητας αμαρτάνει, ελεών δε πτωχούς μακαριστός. 22 πλανώμενοι τεκταίνουσι κακά, έλεον δε και αλήθειαν τεκταίνουσιν αγαθοί. ουκ επίστανται έλεον και πίστιν τέκτονες κακών, ελεημοσύναι δε και πίστεις παρά τέκτοσιν αγαθοίς. 23 εν παντί μεριμνώντι ένεστι περισσόν, ο δε ηδύς και ανάλγητος εν ενδεία έσται. 24 στέφανος σοφών πλούτος αυτών, η δε διατριβή αφρόνων κακή. 25 ρύσεται εκ κακών ψυχήν μάρτυς πιστός, εκκαίει δε ψεύδη δόλιος. 26 εν φόβω Κυρίου ελπίς ισχύος, τοίς δε τέκνοις αυτού καταλείπει έρεισμα. 27 πρόσταγμα Κυρίου πηγή ζωής, ποιεί δε εκκλίνειν εκ παγίδος θανάτου. 28 εν πολλώ έθνει δόξα βασιλέως, εν δε εκλείψει λαού συντριβή δυνάστου. 29 μακρόθυμος ανήρ πολύς εν φρονήσει, ο δε ολιγόψυχος ισχυρώς άφρων.
30 πραυ±θυμος ανήρ καρδίας ιατρός, σής δε οστέων καρδία αισθητική. 31 ο συκοφαντών πένητα παροξύνει τον ποιήσαντα αυτόν, ο δε τιμών αυτόν ελεεί πτωχόν. 32 εν κακία αυτού απωσθήσεται ασεβής, ο δε πεποιθώς τή εαυτού οσιότητι δίκαιος. 33 εν καρδία αγαθή ανδρός αναπαύσεται σοφία, εν δε καρδία αφρόνων ου διαγινώσκεται. 34 δικαιοσύνη υψοί έθνος, ελασσονούσι δε φυλάς αμαρτίαι. 35 δεκτός βασιλεί υπηρέτης νοήμων, τή δε εαυτού ευστροφία αφαιρείται ατιμίαν.
1 ΟΡΓΗ απόλλυσι και φρονίμους, απόκρισις δε υποπίπτουσα αποστρέφει θυμόν, λόγος δε λυπηρός εγείρει οργάς. 2 γλώσσα σοφών καλά επίσταται, στόμα δε αφρόνων αναγγέλλει κακά. 3 εν παντί τόπω οφθαλμοί Κυρίου, σκοπεύουσι κακούς τε και αγαθούς. 4 ίασις γλώσσης δένδρον ζωής, ο δε συντηρών αυτήν πλησθήσεται πνεύματος, 5 άφρων μυκτηρίζει παιδείαν πατρός, ο δε φυλάσσων εντολάς πανουργότερος. 6 εν πλεοναζούση δικαιοσύνη ισχύς πολλή, οι δε ασεβείς ολόρριζοι εκ γής απολούνται. οίκοις δικαίων ισχύς πολλή, καρποί δε ασεβών απολούνται. 7 χείλη σοφών δέδεται αισθήσει, καρδία δε αφρόνων ουκ ασφαλείς. 8 θυσίαι ασεβών βδέλυγμα Κυρίω, ευχαί δε κατευθυνόντων δεκταί παρ’ αυτώ. 9 βδέλυγμα Κυρίω οδοί ασεβούς, διώκοντας δε δικαιοσύνην αγαπά.
10 παιδεία ακάκου γνωρίζεται υπό των παριόντων, οι δε μισούντες ελέγχους τελευτώσιν αισχρώς. 11 άδης και απώλεια φανερά παρά τώ Κυρίω· πώς ουχί και αι καρδίαι των ανθρώπων; 12 ουκ αγαπήσει απαίδευτος τους ελέγχοντας αυτόν, μετά δε σοφών ουχ ομιλήσει. 13 καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκυθρωπάζει. 14 καρδία ορθή ζητεί αίσθησιν, στόμα δε απαιδεύτων γνώσεται κακά. 15 πάντα τον χρόνον οι οφθαλμοί των κακών προσδέχονται κακά, οι δε αγαθοί ησυχάζουσι διαπαντός. 16 κρείσσον μικρά μερίς μετά φόβου Κυρίου ή θησαυροί μεγάλοι μετά αφοβίας. 17 κρείσσων ξενισμός μετά λαχάνων προς φιλίαν και χάριν ή παράθεσις μόσχων μετά έχθρας. 18 ανήρ θυμώδης παρασκευάζει μάχας, μακρόθυμος δε και την μέλλουσαν καταπραυ±νει. 18α μακρόθυμος ανήρ κατασβέσει κρίσεις, ο δε ασεβής εγείρει μάλλον. 19 οδοί αεργών εστρωμέναι ακάνθαις, αι δε των ανδρείων τετριμμέναι.
20 υιός σοφός ευφραίνει πατέρα, υιός δε άφρων μυκτηρίζει μητέρα αυτού. 21 ανοήτου τρίβοι ενδεείς φρενών, ανήρ δε φρόνιμος κατευθύνων πορεύεται. 22 υπερτίθενται λογισμούς οι μη τιμώντες συνέδρια, εν δε καρδίαις βουλευομένων μένει βουλή. 23 ου μη υπακούση ο κακός αυτή, ουδέ μη είπη καίριόν τι και καλόν τώ κοινώ. 24 οδοί ζωής διανοήματα συνετού, ίνα εκκλίνας εκ τού άδου σωθή. 25 οίκους υβριστών κατασπά Κύριος, εστήρισε δε όριον χήρας. 26 βδέλυγμα Κυρίω λογισμός άδικος, αγνών δε ρήσεις σεμναί. 27 εξόλλυσιν εαυτόν ο δωρολήπτης, ο δε μισών δώρων λήψεις σώζεται. (Μασ. Ι, 6). 27α ελεημοσύναις και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτίαι, τώ δε φόβω Κυρίου εκκλίνει πάς από κακού. 28 καρδίαι δικαίων μελετώσι πίστεις, στόμα δε ασεβών αποκρίνεται κακά. (Μασ. Ι, 7). 28α δεκταί παρά Κυρίω οδοί ανθρώπων δικαίων, διά δε αυτών και οι εχθροί φίλοι γίνονται. 29 μακράν απέχει ο Θεός από ασεβών, ευχαίς δε δικαίων επακούει. (Μασ. Ι, 8). 1 29 1 α κρείσσων ολίγη λήψις μετά δικαιοσύνης ή πολλά γεννήματα μετά αδικίας. 29β καρδία ανδρός λογιζέσθω δίκαια, ίνα υπό τού Θεού διορθωθή τα διαβήματα αυτού.
30 θεωρών οφθαλμός καλά ευφραίνει καρδίαν, φήμη δε αγαθή πιαίνει οστά. 32 ός απωθείται παιδείαν, μισεί εαυτόν, ο δε τηρών ελέγχους αγαπά ψυχήν αυτού. 33 φόβος Θεού παιδεία και σοφία, και αρχή δόξης αποκριθήσεται αυτή.
1 ΠΑΝΤΑ τα έργα τού ταπεινού φανερά παρά τώ Θεώ, οι δε ασεβείς εν ημέρα κακή ολούνται. 5 ακάθαρτος παρά Θεώ πάς υψηλοκάρδιος, χειρί δε χείρας εμβαλών αδίκως ουκ αθωωθήσεται. 7 αρχή οδού αγαθής το ποιείν τα δίκαια, δεκτά δε παρά Θεώ μάλλον ή θύειν θυσίας. 8 ο ζητών τον Κύριον ευρήσει γνώσιν μετά δικαιοσύνης, οι δε ορθώς ζητούντες αυτόν ευρήσουσιν ειρήνην. (Μασ. 4) 9 πάντα τα έργα τού Κυρίου μετά δικαιοσύνης· φυλάσσεται δε ο ασεβής εις ημέραν κακήν.
10 μαντείον επί χείλεσι βασιλέως, εν δε κρίσει ου μη πλανηθή το στόμα αυτού. 11 ροπή ζυγού δικαιοσύνη παρά Κυρίω, τα δε έργα αυτού στάθμια δίκαια. 12 βλέλυγμα βασιλεί ο ποιών κακά, μετά γάρ δικαιοσύνης ετοιμάζεται θρόνος αρχής. 13 δεκτά βασιλεί χείλη δίκαια, λόγους δε ορθούς αγαπά. 14 θυμός βασιλέως άγγελος θανάτου, ανήρ δε σοφός εξιλάσεται αυτόν. 15 εν φωτί ζωής υιός βασιλέως, οι δε προσδεκτοί αυτώ ώσπερ νέφος όψιμον. 16 νοσσιαί σοφίας αιρετώτεραι χρυσίου, νοσσιαί δε φρονήσεως αιρετώτεραι υπέρ αργύριον. 17 τρίβοι ζωής εκκλίνουσιν από κακών, μήκος δε βίου οδοί δικαιοσύνης. ο δεχόμενος παιδείαν εν αγαθοίς έσται, ο δε φυλάσσων ελέγχους σοφισθήσεται. ός φυλάσσει τας εαυτού οδούς, τηρεί την εαυτού ψυχήν, αγαπών δε ζωήν αυτού φείσεται στόματος αυτού. 18 πρό συντριβής ηγείται ύβρις, πρό δε πτώματος κακοφροσύνη. 19 κρείσσων πραυ±θυμος μετά ταπεινώσεως ή ός διαιρείται σκύλα μετά υβριστών.
20 συνετός εν πράγμασιν ευρετής αγαθών, πεποιθώς δε επί Θεώ μακαριστός. 21 τους σοφούς και συνετούς φαύλους καλούσιν, οι δε γλυκείς εν λόγω πλείονα ακούσονται. 22 πηγή ζωής έννοια τοίς κεκτημένοις, παιδεία δε αφρόνων κακή. 23 καρδία σοφού νοήσει τα από τού ιδίου στόματος, επί δε χείλεσι φορέσει επιγνωμοσύνην. 24 κηρία μέλιτος λόγοι καλοί, γλύκασμα δε αυτού ίασις ψυχής. 25 εισίν οδοί δοκούσαι είναι ορθαί ανδρί, τα μέντοι τελευταία αυτών βλέπει εις πυθμένα άδου. 26 ανήρ εν πόνοις πονεί εαυτώ και εκβιάζεται την απώλειαν εαυτού, ο μέντοι σκολιός επί τώ εαυτού στόματι φορεί την απώλειαν. 27 ανήρ άφρων ορύσσει εαυτώ κακά, επί δε των εαυτού χειλέων θησαυρίζει πύρ. 28 ανήρ σκολιός διαπέμπεται κακά, και λαμπτήρα δόλου πυρσεύει κακοίς και διαχωρίζει φίλους. 29 ανήρ παράνομος αποπειράται φίλων και απάγει αυτούς οδούς ουκ αγαθάς. 30 στηρίζων δε οφθαλμούς αυτού διαλογίζεται διεστραμμένα, ορίζει δε τοίς χείλεσιν αυτού πάντα τα κακά· ούτος κάμινός εστι κακίας. 31 στέφανος καυχήσεως γήρας, εν δε οδοίς δικαιοσύνης ευρίσκεται. 32 κρείσσων ανήρ μακρόθυμος ισχυρού, ο δε κρατών οργής κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν. 33 εις κόλπους επέρχεται πάντα τοίς αδίκοις, παρά δε Κυρίου πάντα τα δίκαια.
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ψωμός μεθ’ ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πλήρης πολλών αγαθών και αδίκων θυμάτων μετά μάχης. 2 οικέτης νοήμων κρατήσει δεσποτών αφρόνων, εν δε αδελφοίς διελείται μέρη. 3 ώσπερ δοκιμάζεται εν καμίνω άργυρος και χρυσός, ούτως εκλεκταί καρδίαι παρά Κυρίω. 4 κακός υπακούει γλώσσης παρανόμων, δίκαιος δε ου προσέχει χείλεσι ψευδέσιν. 5 ο καταγελών πτωχού παροξύνει τον ποιήσαντα αυτόν, ο δε επιχαίρων απολλυμένω ουκ αθωωθήσεται· ο δε επισπλαγχνιζόμενος ελεηθήσεται. 6 στέφανος γερόντων τέκνα τέκνων, καύχημα δε τέκνων πατέρες αυτών. 6α τού πιστού όλος ο κόσμος των χρημάτων, τού δε απίστου ουδέ οβολός. 7 ουχ αρμόσει άφρονι χείλη πιστά, ουδέ δικαίω χείλη ψευδή. 8 μισθός χαρίτων η παιδεία τοίς χρωμένοις, ού δ’ αν επιστρέψη ευοδωθήσεται. 9 ός κρύπτει αδικήματα, ζητεί φιλίαν, ός δε μισεί κρύπτειν, διίστησι φίλους και οικείους.
10 συντρίβει απειλή καρδίαν φρονίμου, άφρων δε μαστιγωθείς ουκ αισθάνεται. 11 αντιλογίας εγείρει πάς κακός, ο δε Κύριος άγγελον ανελεήμονα εκπέμψει αυτώ. 12 εμπεσείται μέριμνα ανδρί νοήμονι, οι δε άφρονες διαλογιούνται κακά. 13 ός αποδίδωσι κακά αντί αγαθών, ου κινηθήσεται κακά εκ τού οίκου αυτού. 14 εξουσίαν δίδωσι λόγοις αρχή δικαιοσύνης, προηγείται δε της ενδείας στάσις και μάχη. 15 ός δίκαιον κρίνει τον άδικον, άδικον δε τον δίκαιον, ακάθαρτος και βδελυκτός παρά Θεώ. 16 ινατί υπήρξε χρήματα άφρονι; κτήσασθαι γάρ σοφίαν ακάρδιος ου δυνήσεται. 16α ός υψηλόν ποιεί τον εαυτού οίκον, ζητεί συντριβήν, ο δε σκολιάζων τού μαθείν εμπεσείται εις κακά. 17 εις πάντα καιρόν φίλος υπαρχέτω σοι, αδελφοί δε εν ανάγκαις χρήσιμοι έστωσαν· τούτου γάρ χάριν γεννώνται. 18 ανήρ άφρων επικροτεί και επιχαίρει εαυτώ, ως και ο εγγυώμενος εγγύη των εαυτού φίλων. 19 φιλαμαρτήμων χαίρει μάχαις, [υψών δε θύραν αυτού ζητεί συντριβήν].
20 ο δε σκληροκάρδιος ου συναντά αγαθοίς. ανήρ ευμετάβολος γλώσση εμπεσείται εις κακά, 21 καρδία δε άφρονος οδύνη τώ κεκτημένω αυτήν. ουκ ευφραίνεται πατήρ επί υιώ απαιδεύτω, υιός δε φρόνιμος ευφραίνει μητέρα αυτού. 22 καρδία ευφραινομένη ευεκτείν ποιεί, ανδρός δε λυπηρού ξηραίνεται τα οστά. 23 λαμβάνοντος δώρα αδίκως εν κόλποις ου κατευοδούνται οδοί, ασεβής δε εκκλίνει οδούς δικαιοσύνης. 24 πρόσωπον συνετόν ανδρός σοφού, οι δε οφθαλμοί τού άφρονος επ’ άκρα γής. 25 οργή πατρί υιός άφρων και οδύνη τή τεκούση αυτόν. 26 ζημιούν άνδρα δίκαιον ου καλόν, ουδέ όσιον επιβουλεύειν δυνάσταις δικαίοις. 27 ός φείδεται ρήμα προέσθαι σκληρόν, επιγνώμων, μακρόθυμος δε ανήρ φρόνιμος. 28 ανοήτω επερωτήσαντι σοφίαν σοφία λογισθήσεται, ενεόν δε τις εαυτόν ποιήσας δόξει φρόνιμος είναι.
1 Προφάσεις ζητεί ανήρ βουλόμενος χωρίζεσθαι από φίλων, εν παντί δε καιρώ επονείδιστος έσται. 2 ου χρείαν έχει σοφίας ενδεής φρενών, μάλλον γάρ άγεται αφροσύνη. 3 όταν έλθη ασεβής εις βάθος κακών, καταφρονεί, επέρχεται δε αυτώ ατιμία και όνειδος. 4 ύδωρ βαθύ λόγος εν καρδία ανδρός, ποταμός δε αναπηδύει και πηγή ζωής. 5 θαυμάσαι πρόσωπον ασεβούς ου καλόν, ουδέ όσιον εκκλίνειν το δίκαιον εν κρίσει. 6 χείλη άφρονος άγουσιν αυτόν εις κακά, το δε στόμα αυτού το θρασύ θάνατον επικαλείται. 7 στόμα άφρονος συντριβή αυτώ, τα δε χείλη αυτού παγίς τή ψυχή αυτού. 8 οκνηρούς καταβάλλει φόβος, ψυχαί δε ανδρογύνων πεινάσουσιν. 9 ο μη ιώμενος εαυτόν εν τοίς έργοις αυτού αδελφός εστι τού λυμαινομένου εαυτόν.
10 εκ μεγαλωσύνης ισχύος όνομα Κυρίου, αυτώ δε προσδραμόντες δίκαιοι υψούνται. 11 ύπαρξις πλουσίου ανδρός πόλις οχυρά, η δε δόξα αυτής μέγα επισκιάζει. 12 πρό συντριβής υψούται καρδία ανδρός, και πρό δόξης ταπεινούται. 13 ός αποκρίνεται λόγον πριν ακούσαι, αφροσύνη αυτώ εστι και όνειδος. 14 θυμόν ανδρός πραυνει θεράπων φρόνιμος, ολιγόψυχον δε άνδρα τις υποίσει; 15 καρδία φρονίμου κτάται αίσθησιν, ώτα δε σοφών ζητεί έννοιαν. 16 δόμα ανθρώπου εμπλατύνει αυτόν και παρά δυνάσταις καθιζάνει αυτόν. 17 δίκαιος εαυτού κατήγορος εν πρωτολογία, ως δ' αν επιβάλη ο αντίδικος ελέγχεται. 18 αντιλογίας παύει σιγηρός, εν δε δυναστείαις ορίζει. 19 αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά και υψηλή, ισχύει δε ώσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον. 20 από καρπών στόματος ανήρ πίμπλησι κοιλίαν αυτού, από δε καρπών χειλέων αυτού εμπλησθήσεται. 21 θάνατος και ζωή εν χειρί γλώσσης, οι δε κρατούντες αυτής έδονται τους καρπούς αυτής. 22 ός εύρε γυναίκα αγαθήν, εύρε χάριτας, έλαβε δε παρά Θεού ιλαρότητα. 22α ός εκβάλλει γυναίκα αγαθήν, εκβάλλει τα αγαθά, ο δε κατέχων μοιχαλίδα άφρων και ασεβής.
3 ΑΦΡΟΣΥΝΗ ανδρός λυμαίνεται τας οδούς αυτού, τον δε Θεόν αιτιάται τή καρδία αυτού. 4 πλούτος προστίθησι φίλους πολλούς, ο δε πτωχός και από τού υπάρχοντος φίλου λείπεται. 5 μάρτυς ψευδής ουκ ατιμώρητος έσται, ο δε εγκαλών αδίκως ου διαφεύξεται. 6 πολλοί θεραπεύουσι πρόσωπα βασιλέων, πάς δε ο κακός γίνεται όνειδος ανδρί. 7 πάς, ός αδελφόν πτωχόν μισεί, και φιλίας μακράν έσται. έννοια αγαθή τοίς ειδόσιν αυτήν εγγιεί, ανήρ δε φρόνιμος ευρήσει αυτήν. ο πολλά κακοποιών τελεσιουργεί κακίαν, ός δε ερεθίζει λόγους ου σωθήσεται. 8 ο κτώμενος φρόνησιν αγαπά εαυτόν, ός δε φυλάσσει φρόνησιν, ευρήσει αγαθά. 9 μάρτυς ψευδής ουκ ατιμώρητος έσται, ός δ’ αν εκκαύση κακίαν, απολείται υπ’ αυτής.
10 ου συμφέρει άφρονι τρυφή, και εάν οικέτης άρξηται μεθ’ ύβρεως δυναστεύειν. 11 ελεήμων ανήρ μακροθυμεί, το δε καύχημα αυτού επέρχεται παρανόμοις. 12 βασιλέως απειλή ομοία βρυγμώ λέοντος, ώσπερ δε δρόσος επί χόρτω, ούτως το ιλαρόν αυτού. 13 αισχύνη πατρί υιός άφρων· ουχ αγναί ευχαί από μισθώματος εταίρας. 14 οίκον και ύπαρξιν μερίζουσι πατέρες παισί, παρά δε Κυρίου αρμόζεται γυνή ανδρί. 15 δειλία κατέχει ανδρόγυνον, ψυχή δε αεργού πεινάσει. 16 ός φυλάσσει εντολήν, τηρεί την εαυτού ψυχήν, ο δε καταφρονών των εαυτού οδών απολείται. 17 δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν, κατά δε το δόμα αυτού ανταποδώσει αυτώ. 18 παίδευε υιόν σου, ούτως γάρ έσται εύελπις, εις δε ύβριν μη επαίρου τή ψυχή σου. 19 κακόφρων ανήρ πολλά ζημιωθήσεται· εάν δε λοιμεύηται, και την ψυχήν αυτού προσθήσει.
20 άκουε, υιέ, παιδείαν πατρός σου, ίνα σοφός γένη επ’ εσχάτων σου. 21 πολλοί λογισμοί εν καρδία ανδρός, η δε βουλή τού Κυρίου εις τον αιώνα μένει. 22 καρπός ανδρί ελεημοσύνη, κρείσσων δε πτωχός δίκαιος ή πλούσιος ψεύστης. 23 φόβος Κυρίου εις ζωήν ανδρί, ο δε άφοβος αυλισθήσεται εν τόποις, ού ουκ επισκοπείται γνώσις. 24 ο εγκρύπτων εις τον κόλπον αυτού χείρας αδίκως, ουδέ τώ στόματι ου μη προσαγάγη αυτάς. 25 λοιμού μαστιγουμένου, άφρων πανουργότερος γίνεται· εάν δε ελέγχης άνδρα φρόνιμον, νοήσει αίσθησιν. 26 ο ατιμάζων πατέρα και απωθούμενος μητέρα αυτού καταισχυνθήσεται και επονείδιστος έσται. 27 υιός απολειπόμενος φυλάξαι παιδείαν πατρός μελετήσει ρήσεις κακάς. 28 ο εγγυώμενος παίδα άφρονα καθυβρίσει δικαίωμα, στόμα δε ασεβών καταπίεται κρίσεις. 29 ετοιμάζονται ακολάστοις μάστιγες, και τιμωρίαι ομοίως άφροσιν.
1 ΑΚΟΛΑΣΤΟΝ οίνος και υβριστικόν μέθη, πάς δε άφρων τοιούτοις συμπλέκεται. 2 ου διαφέρει απειλή βασιλέως θυμού λέοντος, ο δε παροξύνων αυτόν αμαρτάνει εις την εαυτού ψυχήν. 3 δόξα ανδρί αποστρέφεσθαι λοιδορίας, πάς δε άφρων τοιούτοις συμπλέκεται. 4 ονειδιζόμενος οκνηρός ουκ αισχύνεται, ωσαύτως και ο δανειζόμενος σίτον εν αμήτω. 5 ύδωρ βαθύ βουλή εν καρδία ανδρός, ανήρ δε φρόνιμος εξαντλήσει αυτήν. 6 μέγα άνθρωπος και τίμιον ανήρ ελεήμων, άνδρα δε πιστόν έργον ευρείν. 7 ός αναστρέφεται άμωμος εν δικαιοσύνη, μακαρίους τους παίδας αυτού καταλείψει. 8 όταν βασιλεύς δίκαιος καθίση επί θρόνου, ουκ εναντιούται εν οφθαλμοίς αυτού πάν πονηρόν. 9 τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν; ή τις παρρησιάσεται καθαρός είναι από αμαρτιών; 20 κακολογούντος πατέρα ή μητέρα σβεσθήσεται λαμπτήρ, αι δε κόραι των οφθαλμών αυτού όψονται σκότος. 21 μερίς επισπουδαζομένη εν πρώτοις, εν τοίς τελευταίοις ουκ ευλογηθήσεται. 22 μη είπης· τίσομαι τον εχθρόν, αλλ’ υπόμεινον τον Κύριον, ίνα σοι βοηθήση.
10 στάθμιον μέγα και μικρόν και μέτρα δισσά, ακάθαρτα ενώπιον Κυρίου και αμφότερα και ο ποιών αυτά. 11 εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτού συμποδισθήσεται νεανίσκος μετά οσίου, και ευθεία η οδός αυτού. 12 ούς ακούει και οφθαλμός ορά· Κυρίου έργα και αμφότερα. 13 μη αγάπα καταλαλείν, ίνα μη εξαρθής· διάνοιξον τους οφθαλμούς σου και εμπλήσθητι άρτων. 23 βδέλυγμα Κυρίω δισσόν στάθμιον, και ζυγός δόλιος ου καλόν ενώπιον αυτού. 24 παρά Κυρίου ευθύνεται τα διαβήματα ανδρί, θνητός δε πώς αν νοήσαι τας οδούς αυτού; 25 παγίς ανδρί ταχύ τι των ιδίων αγιάσαι, μετά γάρ το εύξασθαι μετανοείν γίνεται. 26 λικμήτωρ ασεβών βασιλεύς σοφός, και επιβαλεί αυτοίς τροχόν. 27 φώς Κυρίου πνοή ανθρώπων, ός ερευνά ταμιεία κοιλίας. 28 ελεημοσύνη και αλήθεια φυλακή βασιλεί, και περικυκλώσουσιν εν δικαιοσύνη τον θρόνον αυτού. 29 κόσμος νεανίαις σοφία, δόξα δε πρεσβυτέρων πολιαί. 30 υπώπια και συντρίμματα συναντά κακοίς, πληγαί δε εις ταμιεία κοιλίας.
1 ΩΣΠΕΡ ορμή ύδατος, ούτως καρδία βασιλέως εν χειρί Θεού· ού εάν θέλων νεύση, εκεί έκλινεν αυτήν. 2 πάς ανήρ φαίνεται εαυτώ δίκαιος, κατευθύνει δε καρδίας Κύριος. 3 ποιείν δίκαια και αληθεύειν αρεστά παρά Θεώ μάλλον ή θυσιών αίμα. 4 μεγαλόφρων εν ύβρει θρασυκάρδιος, λαμπτήρ δε ασεβών αμαρτία. 6 ο ενεργών θησαυρίσματα γλώσση ψευδεί μάταια διώκει και έρχεται επί παγίδας θανάτου. 7 όλεθρος ασεβέσιν επιξενωθήσεται, ου γάρ βούλονται πράσσειν τα δίκαια. 8 προς τους σκολιούς σκολιάς οδούς αποστέλλει ο Θεός, αγνά γάρ και ορθά τα έργα αυτού. 9κρείσσον οικείν επί γωνίας υπαίθρου ή εν κεκονιαμένοις μετά αδικίας και εν οίκω κοινώ.
10 ψυχή ασεβούς ουκ ελεηθήσεται υπ’ ουδενός των ανθρώπων. 11 ζημιουμένου ακολάστου πανουργότερος γίνεται ο άκακος, συνίων δε σοφός δέξεται γνώσιν. 12 συνίει δίκαιος καρδίας ασεβών και φαυλίζει ασεβείς εν κακοίς. 13 ός φράσσει τα ώτα αυτού τού μη επακούσαι ασθενούς, και αυτός επικαλέσεται, και ουκ έσται ο εισακούων. 14 δόσις λάθριος ανατρέπει οργάς, δώρων δε ο φειδόμενος θυμόν εγείρει ισχυρόν. 15 ευφροσύνη δικαίων ποιείν κρίμα, όσιος δε ακάθαρτος παρά κακούργοις. 16 ανήρ πλανώμενος εξ οδού δικαιοσύνης εν συναγωγή γιγάντων αναπαύσεται. 17 ανήρ ενδεής αγαπά ευφροσύνην, φιλών οίνον και έλαιον εις πλούτον· 18 περικάθαρμα δε δικαίου άνομος. 19 κρείσσον οικείν εν γη ερήμω ή μετά γυναικός μαχίμου και γλωσσώδους και οργίλου.
20 θησαυρός επιθυμητός αναπαύσεται επί στόματος σοφού, άφρονες δε άνδρες καταπίονται αυτόν. 21 οδός δικαιοσύνης και ελεημοσύνης ευρήσει ζωήν και δόξαν. 22 πόλεις οχυράς επέβη σοφός και καθείλε το οχύρωμα, εφ’ ώ επεποίθεισαν οι ασεβείς. 23 ός φυλάσσει το στόμα αυτού και την γλώσσαν, διατηρεί εκ θλίψεως την ψυχήν αυτού. 24 θρασύς και αυθάδης και αλαζών λοιμός καλείται, ός δε μνησικακεί, παράνομος. 25 επιθυμίαι οκνηρόν αποκτείνουσιν, ου γάρ προαιρούνται αι χείρες αυτού ποιείν τι. 26 ασεβής επιθυμεί όλην την ημέραν επιθυμίας κακάς, ο δε δίκαιος ελεά και οικτείρει αφειδώς. 27 θυσίαι ασεβών βδέλυγμα Κυρίω, και γάρ παρανόμως προσφέρουσιν αυτάς. 28 μάρτυς ψευδής απολείται, ανήρ δε υπήκοος φυλασσόμενος λαλήσει. 29 ασεβής ανήρ αναιδώς υφίσταται προσώπω, ο δε ευθής αυτός συνίει τας οδούς αυτού. 30 ουκ έστι σοφία, ουκ έστιν ανδρεία, ουκ έστι βουλή προς τον ασεβή. 31 ίππος ετοιμάζεται εις ημέραν πολέμου, παρά δε Κυρίου η βοήθεια.
1 ΑΙΡΕΤΩΤΕΡΟΝ όνομα καλόν ή πλούτος πολύς, υπέρ δε αργύριον και χρυσίον χάρις αγαθή, 2 πλούσιος και πτωχός συνήντησαν αλλήλοις, αμφοτέρους δε ο Κύριος εποίησε. 3 πανούργος ιδών πονηρόν τιμωρούμενον κραταιώς αυτός παιδεύεται, οι δε άφρονες παρελθόντες εζημιώθησαν. 4 γενεά σοφίας φόβος Κυρίου και πλούτος και δόξα και ζωή. 5 τρίβολοι και παγίδες εν οδοίς σκολιαίς, ο δε φυλάσσων την εαυτού ψυχήν αφέξεται αυτών. 7 πλούσιοι πτωχών άρξουσι, και οικέται ιδίοις δεσπόταις δανειούσι. 8 ο σπείρων φαύλα θερίσει κακά, πληγήν δε έργων αυτού συντελέσει. 8α άνδρα ιλαρόν και δότην ευλογεί ο Θεός, ματαιότητα δε έργων αυτού συντελέσει. 9 ο ελεών πτωχόν αυτός διατραφήσεται, των γάρ εαυτού άρτων έδωκε τώ πτωχώ. 9α νίκην και τιμήν περιποιείται ο δώρα δούς, την μέντοι ψυχήν αφαιρείται των κεκτημένων.
10 έκβαλε εκ συνεδρίου λοιμόν, και συνεξελεύσεται αυτώ νείκος· όταν γάρ καθίση εν συνεδρίω, πάντας ατιμάζει. 11 αγαπά Κύριος οσίας καρδίας, δεκτοί δε αυτώ πάντες άμωμοι· χείλεσι ποιμαίνει βασιλεύς. 12 οι δε οφθαλμοί Κυρίου διατηρούσιν αίσθησιν, φαυλίζει δε λόγους παράνομος. 13 προφασίζεται και λέγει οκνηρός· λέων εν ταίς οδοίς, εν δε ταίς πλατείαις φονευταί. 14 βόθρος βαθύς στόμα παρανόμου, ο δε μισηθείς υπό Κυρίου εμπεσείται εις αυτόν. 14α εισίν οδοί κακαί ενώπιον ανδρός, και ουκ αγαπά τού αποστρέψαι απ’ αυτών· αποστρέφειν δε δεί από οδού σκολιάς και κακής. 15 άνοια εξήπται καρδίας νέου, ράβδος δε και παιδεία μακράν απ’ αυτού. 16 ο συκοφαντών πένητα πολλά ποιεί τα εαυτού· δίδωσι δε πλουσίω επ’ ελλάσσονι. 17 Λόγοις σοφών παράβαλλε σόν ούς και άκουε εμόν λόγον, την δε σήν καρδίαν επίστησον, ίνα γνώς, ότι καλοί εισι· 18 και εάν εμβάλης αυτούς εις την καρδίαν σου, ευφρανούσί σε άμα επί σοίς χείλεσιν, 19 ίνα σου γένηται επί Κύριον η ελπίς και γνωρίση σοι την οδόν σου.
20 και σύ δε απόγραψαι αυτά σεαυτώ τρισσώς εις βουλήν και γνώσιν επί το πλάτος της καρδίας σου. 21 διδάσκω ούν σε αληθή λόγον και γνώσιν αγαθήν υπακούειν, τού αποκρίνεσθαί σε λόγους αληθείας τοίς προβαλλομένοις σοι. 22 Μή αποβιάζου πένητα, πτωχός γάρ εστι, και μη ατιμάσης ασθενή εν πύλαις· 23 ο γάρ Κύριος κρινεί αυτού την κρίσιν, και ρύση σήν άσυλον ψυχήν. 24 μη ίσθι εταίρος ανδρί θυμώδει, φίλω δε οργίλω μη συναυλίζου, 25 μήποτε μάθης των οδών αυτού και λάβης βρόχους τή σή ψυχή. 26 μη δίδου σεαυτόν εις εγγύην αισχυνόμενος πρόσωπον· 27 εάν γάρ μη έχης πόθεν αποτίσης, λήψονται το στρώμα το υπό τας πλευράς σου. 28 μη μέταιρε όρια αιώνια, ά έθεντο οι πατέρες σου. 29 ορατικόν άνδρα και οξύν εν τοίς έργοις αυτού βασιλεύσι δεί παρεστάναι και μη παρεστάναι ανδράσι νωθροίς.
1 ΕΑΝ καθίσης δειπνείν επί τραπέζης δυναστών, νοητώς νόει τα παρατιθέμενά σοι 2 και επίβαλλε την χείρά σου, ειδώς ότι τοιαύτά σε δεί παρασκευάσαι· ει δε απληστότερος εί, 3 μη επιθύμει των εδεσμάτων αυτού, ταύτα γάρ έχεται ζωής ψευδούς. 4 μη παρεκτείνου πένης ών πλουσίω, τή δε σή εννοία απόσχου. 5 εάν επιστήσης το σόν όμμα προς αυτόν, ουδαμού φανείται· κατεσκεύασται γάρ αυτώ πτέρυγες ώσπερ αετού, και υποστρέφει εις τον οίκον τού προεστηκότος αυτού. 6 μη συνδείπνει ανδρί βασκάνω, μηδέ επιθύμει των βρωμάτων αυτού· 7 ον τρόπον γάρ εί τις καταπίοι τρίχα, ούτως εσθίει και πίνει. 8 μηδέ προς σε εισαγάγης αυτόν και φάγης τον ψωμόν σου μετ’ αυτού· εξεμέσει γάρ αυτόν και λυμανείται τους λόγους σου τους καλούς. 9 εις ώτα άφρονος μηδέν λέγε, μήποτε μυκτηρίση τους συνετούς λόγους σου.
10 μη μεταθής όρια αιώνια, εις δε κτήμα ορφανών μη εισέλθης· 11 ο γάρ λυτρούμενος αυτούς Κύριος κραταιός εστι και κρινεί την κρίσιν αυτών μετά σού. 12 δός εις παιδείαν την καρδίαν σου, τα δε ώτά σου ετοίμασον λόγοις αισθήσεως. 13 μη απόσχη νήπιον παιδεύειν, ότι εάν πατάξης αυτόν ράβδω, ου μη αποθάνη· 14 σύ μέν γάρ πατάξεις αυτόν ράβδω, την δε ψυχήν αυτού εκ θανάτου ρύση. 15 υιέ, εάν σοφή γένηταί σου η καρδία, ευφρανείς και την εμήν καρδίαν, 16 και ενδιατρίψει λόγοις τα σά χείλη προς τα εμά χείλη, εάν ορθά ώσι. 17 μη ζηλούτω η καρδία σου αμαρτωλούς, αλλά εν φόβω Κυρίου ίσθι όλην την ημέραν· 18 εάν γάρ τηρήσης αυτά, έσται σοι έκγονα, η δε ελπίς σου ουκ αποστήσεται. 19 άκουε, υιέ, και σοφός γίνου, και κατεύθυνε εννοίας σής καρδίας·
20 μη ίσθι οινοπότης, μηδέ εκτείνου συμβουλαίς κρεών τε αγορασμοίς· 21 πάς γάρ μέθυσος και πορνοκόπος πτωχεύσει, και ενδύσεται διερρηγμένα και ρακώδη πάς υπνώδης. 22 άκουε, υιέ, πατρός τού γεννήσαντός σε και μη καταφρόνει ότι γεγήρακέ σου η μήτηρ. 23 αλήθειαν κτήσαι και μη απώση σοφίαν και παιδείαν και σύνεσιν. 24 καλώς εκτρέφει πατήρ δίκαιος, επί δε υιώ σοφώ ευφραίνεται η ψυχή αυτού. 25 ευφραινέσθω ο πατήρ και η μήτηρ επί σοί, και χαιρέτω η τεκούσά σε. 26 δός μοι, υιέ, σήν καρδίαν, οι δε σοί οφθαλμοί εμάς οδούς τηρείτωσαν· 27 πίθος γάρ τετρημένος εστίν αλλότριος οίκος, και φρέαρ στενόν αλλότριον· 28 ούτος γάρ συντόμως απολείται, και πάς παράνομος αναλωθήσεται. 29 τίνι ουαί; τίνι θόρυβος; τίνι κρίσεις; τίνι δε αηδίαι και λέσχαι; τίνι συντρίμματα διακενής; τίνος πελιδνοί οι οφθαλμοί; 30 ου των εγχρονιζόντων εν οίνοις; ου των ιχνευόντων που πότοι γίνονται; 31 μη μεθύσκεσθε εν οίνοις, αλλά ομιλείτε ανθρώποις δικαίοις και ομιλείτε εν περιπάτοις· εάν γάρ εις τας φιάλας και τα ποτήρια δώς τους οφθαλμούς σου, ύστερον περιπατήσεις γυμνότερος υπέρου. 32 το δε έσχατον ώσπερ υπό όφεως πεπληγώς εκτείνεται, και ώσπερ υπό κεράστου διαχείται αυτώ ο ιός. 33 οι οφθαλμοί σου όταν ίδωσιν αλλοτρίαν, το στόμα σου τότε λαλήσει σκολιά, 34 και κατακείση ώσπερ εν καρδία θαλάσσης και ώσπερ κυβερνήτης εν πολλώ κλύδωνι. 35 ερείς δε· τύπτουσί με και ουκ επόνεσα, και ενέπαιξάν μοι, εγώ δε ουκ ήδειν· πότε όρθρος έσται, ίνα ελθών ζητήσω μεθ’ ών συνελεύσομαι;
1 ΥΙΕ, μη ζηλώσης κακούς άνδρας μηδέ επιθυμήσης είναι μετ’ αυτών· 2 ψευδή γάρ μελετά η καρδία αυτών, και πόνους τα χείλη αυτών λαλεί. 3 μετά σοφίας οικοδομείται οίκος και μετά συνέσεως ανορθούται. 4 μετά αισθήσεως εμπίπλανται ταμιεία εκ παντός πλούτου τιμίου και καλού. 5 κρείσσων σοφός ισχυρού και ανήρ φρόνησιν έχων γεωργίου μεγάλου. 6 μετά κυβερνήσεως γίνεται πόλεμος, βοήθεια δε μετά καρδίας βουλευτικής. 7 σοφία και έννοια αγαθή εν πύλαις σοφών· σοφοί ουκ εκκλίνουσιν εκ στόματος Κυρίου, 8 αλλά λογίζονται εν συνεδρίοις. απαιδεύτοις συναντά θάνατος, 9 αποθνήσκει δε άφρων εν αμαρτίαις. ακαθαρσία δε ανδρί λοιμώ 10 εμμολυνθήσεται εν ημέρα κακή και εν ημέρα θλίψεως, έως αν εκλίπη. 11 ρύσαι αγομένους εις θάνατον και εκπρίου κτεινομένους, μη φείση· 12 εάν δε είπης, ουκ οίδα τούτον, γίνωσκε ότι Κύριος καρδίας πάντων γινώσκει, και ο πλάσας πνοήν πάσιν, αυτός οίδε πάντα, ός αποδίδωσιν εκάστω κατά τα έργα αυτού. 13 φάγε μέλι, υιέ, αγαθόν γάρ κηρίον, ίνα γλυκανθή σου ο φάρυγξ· 14 ούτως αισθήση σοφίαν τή σή ψυχή· εάν γάρ εύρης, έσται καλή η τελευτή σου, και ελπίς σε ουκ εγκαταλείψει. 15 μη προσαγάγης ασεβή νομή δικαίων μηδέ απατηθής χορτασία κοιλίας· 16 επτάκις γάρ πεσείται δίκαιος και αναστήσεται, οι δε ασεβείς ασθενήσουσιν εν κακοίς. 17 εάν πέση ο εχθρός σου, μη επιχαρής αυτώ, εν δε τώ υποσκελίσματι αυτού μη επαίρου· 18 ότι όψεται Κύριος και ουκ αρέσει αυτώ, και αποστρέψει τον θυμόν αυτού απ’ αυτού. 19 μη χαίρε επί κακοποιοίς, μηδέ ζήλου αμαρτωλούς·
20 ου γάρ μη γένηται έκγονα πονηρώ, λαμπτήρ δε ασεβών σβεσθήσεται. 21 φοβού τον Θεόν, υιέ, και βασιλέα και μηθετέρω αυτών απειθήσης· 22 εξαίφνης γάρ τίσονται τους ασεβείς, τας δε τιμωρίας αμφοτέρων τις γνώσεται; (Μασ. ΚΘ, 27). 22α λόγον φυλασσόμενος υιός απωλείας εκτός έσται, δεχόμενος δε εδέξατο αυτόν. 22β μηδέν ψεύδος από γλώσσης βασιλεί λεγέσθω, και ουδέν ψεύδος από γλώσσης αυτού ου μη εξέλθη. 22γ μάχαιρα γλώσσα βασιλέως και ου σαρκίνη, ός δ’ αν παραδοθή, συντριβήσεται· 22δ εάν γάρ οξυνθή ο θυμός αυτού, σύν νεύροις ανθρώπους αναλίσκει, και οστά ανθρώπων κατατρώγει, και συγκαίει ώσπερ φλόξ, ώστε άβρωτα είναι νεοσσοίς αετών.
(Μασ. Λ, 1). 22ε Τούς εμούς λόγους, υιέ, φοβήθητι, και δεξάμενος αυτούς μετανόει· τάδε λέγει ο ανήρ τοίς πιστεύουσι Θεώ, και παύομαι· 2 αφρονέστατος γάρ ειμι απάντων ανθρώπων, και φρόνησις ανθρώπων ουκ έστιν εν εμοί· 3 Θεός δεδίδαχέ με σοφίαν, και γνώσιν αγίων έγνωκα. 4 τις ανέβη εις τον ουρανόν και κατέβη; τις συνήγαγεν ανέμους εν κόλπω; τις συνέστρεψεν ύδωρ εν ιματίω; τις εκράτησε πάντων των άκρων της γής; τι όνομα αυτώ, ή τι όνομα τοίς τέκνοις αυτού; 5 πάντες γάρ λόγοι Θεού πεπυρωμένοι, υπερασπίζει δε αυτός των ευλαβουμένων αυτόν. 6 μη προσθής τοίς λόγοις αυτού, ίνα μη ελέγξη σε και ψευδής γένη. 7 δύο αιτούμαι παρά σού, μη αφέλης μου χάριν πρό τού αποθανείν με· 8 μάταιον λόγον και ψευδή μακράν μου ποίησον, πλούτον δε και πενίαν μη μοι δώς, σύνταξόν δε μοι τα δέοντα και τα αυτάρκη, 9 ίνα μη πλησθείς ψευδής γένωμαι και είπω· τις με ορά; ή πενηθείς κλέψω και ομόσω το όνομα τού Θεού.
10 μη παραδώς οικέτην εις χείρας δεσπότου, μήποτε καταράσηταί σε και αφανισθής. 11 έκγονον κακόν πατέρα καταράται, την δε μητέρα ουκ ευλογεί. 12 έκγονον κακόν δίκαιον εαυτόν κρίνει. την δ’ έξοδον αυτού ουκ απένιψεν. 13 έκγονον κακόν υψηλούς οφθαλμούς έχει, τοίς δε βλεφάροις αυτού επαίρεται. 14 έκγονον κακόν μαχαίρας τους οδόντας έχει και τας μύλας τομίδας, ώστε αναλίσκειν και κατεσθίειν τους ταπεινούς από της γής και τους πένητας αυτών εξ ανθρώπων.
(Μασ. ΚΔ, 23). Ταύτα δε λέγω υμίν τοίς σοφοίς επιγινώσκειν· αιδείσθαι πρόσωπον εν κρίσει ου καλόν. 24 ο ειπών τον ασεβή· δίκαιός εστιν, επικατάρατος λαοίς έσται και μισητός εις έθνη· 25 οι δε ελέγχοντες βελτίους φανούνται, επ’ αυτούς δε ήξει ευλογία· 26 χείλη δε φιλήσουσιν αποκρινόμενα λόγους αγαθούς. 27 ετοίμαζε εις την έξοδον τα έργα σου και παρασκευάζου εις τον αγρόν και πορεύου κατόπισθέν μου και ανοικοδομήσεις τον οίκον σου. 28 μη ίσθι ψευδής μάρτυς επί σόν πολίτην, μηδέ πλατύνου σοίς χείλεσι. 29 μη είπης· ον τρόπον εχρήσατό μοι, χρήσομαι αυτώ, τίσομαι δε αυτόν ά με ηδίκησεν.
30 ώσπερ γεώργιον ανήρ άφρων, και ώσπερ αμπελών άνθρωπος ενδεής φρενών· 31 εάν αφής αυτόν, χερσωθήσεται και χορτομανήσει όλος και γίνεται εκλελειμμένος, οι δε φραγμοί των λίθων αυτού κατασκάπτονται. 32 ύστερον εγώ μετενόησα, επέβλεψα τού εκλέξασθαι παιδείαν, 33 ολίγον νυστάζω, ολίγον δε καθυπνώ, ολίγον δε εναγκαλίζομαι χερσί στήθη· 34 εάν δε τούτο ποιής, ήξει προπορευομένη η πενία σου και η ένδειά σου ώσπερ αγαθός δρομεύς.
(Μασ. Λ, 15). Τή βδέλλη τρεις θυγατέρες ήσαν αγαπήσει αγαπώμεναι, και αι τρεις αύται ουκ ενεπίμπλασαν αυτήν, και η τετάρτη ουκ ηρκέσθη ειπείν· ικανόν. 16 άδης και έρως γυναικός και γη ουκ εμπιπλαμένη ύδατος και ύδωρ και πύρ ου μη είπωσιν· αρκεί· 17 οφθαλμόν καταγελώντα πατρός και ατιμάζοντα γήρας μητρός, εκκόψαισαν αυτόν κόρακες εκ των φαράγγων και καταφάγοισαν αυτόν νεοσσοί αετών. 18 τρία δε εστι αδύνατά μοι νοήσαι, και το τέταρτον ουκ επιγινώσκω· 19 ίχνη αετού πετομένου και οδούς όφεως επί πέτρας και τρίβους νηός ποντοπορούσης και οδούς ανδρός εν νεότητι.
20 τοιαύτη οδός γυναικός μοιχαλίδος, ή, όταν πράξη, απονιψαμένη, ουδέν φησι πεπραχέναι άτοπον. 21 διά τριών σείεται η γη, το δε τέταρτον ου δύναται φέρειν· 22 εάν οικέτης βασιλεύση και άφρων πλησθή σιτίων 23 και οικέτις εάν εκβάλη την εαυτής κυρίαν και μισητή γυνή εάν τύχη ανδρός αγαθού. 24 τέσσαρα δε ελάχιστα επί της γής, ταύτα δε εστι σοφώτερα των σοφών· 25 οι μύρμηκες, οίς μη έστιν ισχύς και ετοιμάζονται θέρους την τροφήν· 26 και οι χοιρογρύλλιοι, έθνος ουκ ισχυρόν, οί εποιήσαντο εν πέτραις τους εαυτών οίκους· 27 αβασίλευτόν εστιν η ακρίς και στρατεύει αφ΄ ενός κελεύσματος ευτάκτως· 28 και καλαβώτης χερσίν ερειδόμενος και ευάλωτος ών κατοικεί εν οχυρώμασι βασιλέως. 29 τρία δε εστιν, ά ευόδως πορεύεται, και τέταρτον, ό καλώς διαβαίνει·
30 σκύμνος λέοντος ισχυρότερος κτηνών, ός ουκ αποστρέφεται ουδέ καταπτήσσει κτήνος, 31 και αλέκτωρ εμπεριπατών θηλείαις εύψυχος και τράγος ηγούμενος αιπολίου και βασιλεύς δημηγορών εν έθνει. 32 εάν πρόη σεαυτόν εν ευφροσύνη και εκτείνης την χείρά σου μετά μάχης, ατιμασθήση. 33 άμελγε γάλα, και έσται βούτυρον· εάν δε εκπιέζης μυκτήρας, εξελεύσεται αίμα· εάν δε εξέλκης λόγους, εξελεύσονται κρίσεις και μάχαι.
(Μασ. ΛΑ, 1). Οι εμοί λόγοι είρηνται υπό Θεού, βασιλέως χρηματισμός, ον επαίδευσεν η μήτηρ αυτού. 2 τι, τέκνον, τηρήσεις; τι; ρήσεις Θεού. πρωτογενές, σοί λέγω, υιέ· τι τέκνον εμής κοιλίας; τι τέκνον εμών ευχών; 3 μη δώς γυναιξί σόν πλούτον, και τον σόν νούν και βίον εις υστεροβουλίαν. 4 μετά βουλής πάντα ποίει, μετά βουλής οινοπότει· οι δυνάσται θυμώδεις εισίν, οίνον δε μη πινέτωσαν, 5 ίνα μη πιόντες επιλάθωνται της σοφίας και ορθά κρίναι ου μη δύνωνται τους ασθενείς. 6 δίδοτε μέθην τοίς εν λύπαις και οίνον πίνειν τοίς εν οδύναις, 7 ίνα επιλάθωνται της πενίας και των πόνων μη μνησθώσιν έτι. 8 άνοιγε σόν στόμα λόγω Θεού, και κρίνε πάντας υγιώς. 9 άνοιγε σόν στόμα και κρίνε δικαίως, διάκρινε δε πένητα και ασθενή.
1 ΑΥΤΑΙ αι παιδείαι Σολομώντος αι αδιάκριτοι, ας εξεγράψαντο οι φίλοι Εζεκίου τού βασιλέως της Ιουδαίας.
2 Δόξα Θεού κρύπτει λόγον, δόξα δε βασιλέως τιμά πράγματα. 3 ουρανός υψηλός, γη δε βαθεία, καρδία δε βασιλέως ανεξέλεγκτος. 4 τύπτε αδόκιμον αργύριον, και καθαρισθήσεται καθαρόν άπαν· 5 κτείνε ασεβείς εκ προσώπου βασιλέως, και κατορθώσει εν δικαιοσύνη ο θρόνος αυτού. 6 μη αλαζονεύου ενώπιον βασιλέως, μηδέ εν τόποις δυναστών υφίστασο· 7 κρείσσον γάρ σοι το ρηθήναι· ανάβαινε προς με ή ταπεινώσαί σε εν προσώπω δυνάστου. ά είδον οι οφθαλμοί σου, λέγε. 8 μη πρόσπιπτε εις μάχην ταχέως, ίνα μη μεταμεληθής επ’ εσχάτων. ηνίκα αν σε ονειδίση ο σός φίλος, 9 αναχώρει εις τα οπίσω μη καταφρόνει,
10 μη σε ονειδίση μέν ο φίλος, η δε μάχη σου και η έχθρα ουκ απέσται, αλλά έσται σοι ίση θανάτω. 10α χάρις και φιλία ελευθεροί, ας τήρησον σεαυτώ, ίνα μη επονείδιστος γένη, αλλά φύλαξον τας οδούς σου ευσυναλλάκτως. 11 μήλον χρυσούν εν ορμίσκω σαρδίου, ούτως ειπείν λόγον. 12 εις ενώτιον χρυσούν και σάρδιον πολυτελές δέδεται, λόγος σοφός εις ευήκοον ούς. 13 ώσπερ έξοδος χιόνος εν αμήτω κατά καύμα ωφελεί, ούτως άγγελος πιστός τους αποστείλαντας αυτόν· ψυχάς γάρ των αυτώ χρωμένων ωφελεί. 14 ώσπερ άνεμοι και νέφη και υετοί επιφανέστατα, ούτως ο καυχώμενος επί δόσει ψευδεί. 15 εν μακροθυμία ευοδία βασιλεύσι, γλώσσα δε μαλακή συντρίβει οστά. 16 μέλι ευρών φάγε το ικανόν, μήποτε πλησθείς εξεμέσης. 17 σπάνιον είσαγε σόν πόδα προς σεαυτού φίλον, μήποτε πλησθείς σου μισήση σε. 18 ρόπαλον και μάχαιρα και τόξευμα ακιδωτόν, ούτως και ανήρ ο καταμαρτυρών τού φίλου αυτού μαρτυρίαν ψευδή. 19 οδός κακού και πούς παρανόμου ολείται εν ημέρα κακή.
20 ώσπερ όξος έλκει ασύμφορον, ούτως προσπεσόν πάθος εν σώματι καρδίαν λυπεί. 20α ώσπερ σής εν ιματίω και σκώληξ ξύλω, ούτως λύπη ανδρός βλάπτει καρδίαν. 21 εάν πεινά ο εχθρός σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν· 22 τούτο γάρ ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις επί την κεφαλήν αυτού, ο δε Κύριος ανταποδώσει σοι αγαθά. 23 άνεμος Βορέας εξεγείρει νέφη, πρόσωπον δε αναιδές γλώσσαν ερεθίζει. 24 κρείσσον οικείν επί γωνίας δώματος ή μετά γυναικός λοιδόρου εν οικία κοινή. 25 ώσπερ ύδωρ ψυχρόν ψυχή διψώση προσηνές, ούτως αγγελία αγαθή εκ γής μακρόθεν. 26 ώσπερ εί τις πηγή φράσσοι και ύδατος έξοδον λυμαίνοιτο, ούτως άκοσμον δίκαιον πεπτωκέναι ενώπιον ασεβούς. 27 εσθίειν μέλι πολύ ου καλόν, τιμά δε χρή λόγους ενδόξους. 28 ώσπερ πόλις τα τείχει καταβεβλημένη και ατείχιστος, ούτως ανήρ ός ου μετά βουλής τι πράσσει.
1 ΩΣΠΕΡ δρόσος εν αμήτω και ώσπερ υετός εν θέρει, ούτως ουκ έστιν άφρονι τιμή. 2 ώσπερ όρνεα πέταται και στρουθοί, ούτως αρά ματαία ουκ επελεύσεται ουδενί. 3 ώσπερ μάστιξ ίππω και κέντρον όνω, ούτως ράβδος έθνει παρανόμω. 4 μη αποκρίνου άφρονι προς την εκείνου αφροσύνην, ίνα μη όμοιος γένη αυτώ· 5 αλλά αποκρίνου άφρονι κατά την αφροσύνην αυτού, ίνα μη φαίνηται σοφός παρ΄ εαυτώ. 6 εκ των οδών εαυτού όνειδος ποιείται ο αποστείλας δι΄ αγγέλου άφρονος λόγον. 7 αφελού πορείαν σκελών και παρανομίαν εκ στόματος αφρόνων. 8 ός αποδεσμεύει λίθον εν σφενδόνη, όμοιός εστι τώ διδόντι άφρονι δόξαν. 9 άκανθαι φύονται εν χειρί μεθύσου, δουλεία δε εν χειρί των αφρόνων.
10 πολλά χειμάζεται πάσα σάρξ αφρόνων· συντρίβεται γάρ η έκστασις αυτών. 11 ώσπερ κύων όταν επέλθη επί τον εαυτού έμετον και μισητός γένηται, ούτως άφρων τή εαυτού κακία αναστρέψας επί την εαυτού αμαρτίαν. 11α έστιν αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν, και εστιν αισχύνη δόξα και χάρις. 12 είδον άνδρα δόξαντα παρ’ αυτώ σοφόν είναι, ελπίδα μέντοι έσχε μάλλον άφρων αυτού. 13 λέγει οκνηρός αποστελλόμενος εις οδόν· λέων εν ταίς οδοίς, εν δε ταίς πλατείαις φονευταί. 14 ώσπερ θύρα στρέφεται επί τού στρόφιγγος, ούτως οκνηρός επί της κλίνης αυτού. 15 κρύψας οκνηρός την χείρα εν τώ κόλπω αυτού, ου δυνήσεται επενεγκείν επί στόμα. 16 σοφώτερος εαυτώ οκνηρός φαίνεται τού εν πλησμονή αποκομίζοντος αγγελίαν. 17 ώσπερ ο κρατών κέρκου κυνός, ούτως ο προεστώς αλλοτρίας κρίσεως. 18 ώσπερ οι ιώμενοι προβάλλουσι λόγους εις ανθρώπους, ο δε απαντήσας τώ λόγω πρώτος υποσκελισθήσεται, 19 ούτως πάντες οι ενεδρεύοντες τους εαυτών φίλους, όταν δε οραθώσι, λέγουσι ότι παίζων έπραξα.
20 εν πολλοίς ξύλοις θάλλει πύρ, όπου δε ουκ έστι δίθυμος, ησυχάζει μάχη. 21 εσχάρα άνθραξι και ξύλα πυρί, ανήρ δε λοίδορος εις ταραχήν μάχης. 22 λόγοι κερκώπων μαλακοί, ούτοι δε τύπτουσιν εις ταμιεία σπλάγχνων. 23 αργύριον διδόμενον μετά δόλου, ώσπερ όστρακον ηγητέον. χείλη λεία καρδίαν καλύπτει λυπηράν. 24 χείλεσι πάντα επινεύει αποκλαιόμενος εχθρός, εν δε τή καρδία τεκταίνεται δόλους. 25 εάν σου δέηται ο εχθρός μεγάλη τή φωνή, μη πεισθής, επτά γάρ εισι πονηρίαι εν τή ψυχή αυτού. 26 ο κρύπτων έχθραν συνίστησι δόλον, εκκαλύπτει δε τας εαυτού αμαρτίας εύγνωστος εν συνεδρίοις. 27 ο ορύσσων βόθρον τώ πλησίον εμπεσείται εις αυτόν, ο δε κυλίων λίθον εφ’ εαυτόν κυλίει. 28 γλώσσα ψευδής μισεί αλήθειαν, στόμα δε άστεγον ποιεί ακαταστασίας.
1 ΜΗ καυχώ τα εις αύριον, ου γάρ γινώσκεις τι τέξεται η επιούσα. 2 εγκωμιαζέτω σε ο πέλας και μη το σόν στόμα, αλλότριος και μη τα σά χείλη. 3 βαρύ λίθος και δυσβάστακτον άμμος, οργή δε άφρονος βαρυτέρα αμφοτέρων. 4 ανελεήμων θυμός και οξεία οργή, αλλ’ ουδένα υφίσταται ζήλος. 5 κρείσσους έλεγχοι αποκεκαλυμμένοι κρυπτομένης φιλίας. 6 αξιοπιστόστερά εισι τραύματα φίλου ή εκούσια φιλήματα εχθρού. 7 ψυχή εν πλησμονή ούσα κηρίοις εμπαίζει, ψυχή δε ενδεεί και τα πικρά γλυκέα φαίνεται. 8 ώσπερ όταν όρνεον καταπετασθή εκ της ιδίας νοσσιάς, ούτως άνθρωπος δουλούται όταν αποξενωθή εκ των ιδίων τόπων. 9 μύροις και οίνοις και θυμιάμασι τέρπεται καρδία, καταρρήγνυται δε υπό συμπτωμάτων ψυχή.
10 φίλον σόν ή φίλον πατρώον μη εγκαταλίπης, εις δε τον οίκον τού αδελφού σου μη εισέλθης ατυχών· κρείσσων φίλος εγγύς ή αδελφός μακράν οικών. 11 σοφός γίνου, υιέ, ίνα σου ευφραίνηται η καρδία, και απόστρεψον από σού επονειδίστους λόγους. 12 πανούργος κακών επερχομένων απεκρύβη, άφρονες δε επελθόντες ζημίαν τίσουσιν. 13 αφελού το ιμάτιον αυτού, παρήλθε γάρ υβριστής, όστις τα αλλότρια λυμαίνεται. 14 ός αν ευλογή φίλον το πρωί μεγάλη τή φωνή, καταρωμένου ουδέν διαφέρειν δόξει. 15 σταγόνες εκβάλλουσιν άνθρωπον εν ημέρα χειμερινή εκ τού οίκου αυτού, ωσαύτως και γυνή λοίδορος εκ τού ιδίου οίκου. 16 Βορέας σκληρός άνεμος, ονόματι δε επιδέξιος καλείται. 17 σίδηρος σίδηρον οξύνει, ανήρ δε παροξύνει πρόσωπον εταίρου. 18 ός φυτεύει συκήν φάγεται τους καρπούς αυτής, ός δε φυλάσσει τον εαυτού κύριον, τιμηθήσεται. 19 ώσπερ ουκ όμοια πρόσωπα προσώποις, ούτως ουδέ αι διάνοιαι των ανθρώπων.
20 άδης και απώλεια ουκ εμπίμπλανται, ωσαύτως και οι οφθαλμοί των ανθρώπων άπληστοι. 20α βδέλυγμα Κυρίω στηρίζων οφθαλμόν, και οι απαίδευτοι ακρατείς γλώσση. 21 δοκίμιον αργυρώ και χρυσώ πύρωσις, ανήρ δε δοκιμάζεται διά στόματος εγκωμιαζόντων αυτόν. 21α καρδία ανόμου εκζητεί κακά, καρδία δε ευθής εκζητεί γνώσιν. 22 εάν μαστιγοίς άφρονα εν μέσω συνεδρίου ατιμάζων, ου μη περιέλης την αφροσύνην αυτού. 23 γνωστώς επιγνώση ψυχάς ποιμνίου σου και επιστήσεις καρδίαν σου σαίς αγέλαις· 24 ότι ουκ εις τον αιώνα ανδρί κράτος και ισχύς, ουδέ παραδίδωσιν εκ γενεάς εις γενεάν. 25 επιμελού των εν τώ πεδίω χλωρών και κερείς πόαν, και σύναγε χόρτον ορεινόν, 26 ίνα έχης πρόβατα εις ιματισμόν· τίμα πεδίον, ίνα ώσί σοι άρνες. 27 υιέ, παρ’ εμού έχεις ρήσεις ισχυράς εις την ζωήν σου και εις την ζωήν σών θεραπόντων.
1 ΦΕΥΓΕΙ ασεβής μηδενός διώκοντος, δίκαιος δε ώσπερ λέων πέποιθε. 2 δι΄ αμαρτίας ασεβών κρίσεις εγείρονται, ανήρ δε πανούργος κατασβέσει αυτάς. 3 ανδρείος εν ασεβείαις συκοφαντεί πτωχούς. ώσπερ υετός λάβρος και ανωφελής, 4 ούτως οι εγκαταλείποντες τον νόμον εγκωμιάζουν ασέβειαν, οι δε αγαπώντες τον νόμον περιβάλλουσιν εαυτοίς τείχος. 5 άνδρες κακοί ου νοήσουσι κρίμα, οι δε ζητούντες τον Κύριον συνήσουσιν εν παντί. 6 κρείσσων πτωχός πορευόμενος εν αληθεία, πλουσίου ψευδούς. 7 φυλάσσει νόμον υιός συνετός, ός δε ποιμαίνει ασωτίαν ατιμάζει πατέρα. 8 ο πληθύνων τον πλούτον αυτού μετά τόκων και πλεονασμών, τώ ελεώντι πτωχούς συνάγει αυτόν. 9 ο εκκλίνων το ούς αυτού μη εισακούσαι νόμου, και αυτός την προσευχήν αυτού εβδέλυκται.
10 ός πλανά ευθείς εν οδώ κακή, εις διαφθοράν αυτός εμπεσείται· οι δε άνομοι διελεύσονται αγαθά, και ουκ εισελεύσονται εις αυτά. 11 σοφός παρ’ εαυτώ ανήρ πλούσιος, πένης δε νοήμων καταγνώσεται αυτού. 12 διά βοήθειαν δικαίων πολλήν γίνεται δόξα, εν δε τόποις ασεβών αλίσκονται άνθρωποι. 13 ο επικαλύπτων ασέβειαν εαυτού ουκ ευοδωθήσεται, ο δε εξηγούμενος ελέγχους αγαπηθήσεται. 14 μακάριος ανήρ, ός καταπτήσσει πάντα δι’ ευλάβειαν, ο δε σκληρός την καρδίαν εμπεσείται κακοίς. 15 λέων πεινών και λύκος διψών, ός τυραννεί, πτωχός ών, έθνους πενιχρού. 16 βασιλεύς ενδεής προσόδων μέγας συκοφάντης, ο δε μισών αδικίαν μακρόν χρόνον ζήσεται. 17 άνδρα τον εν αιτία φόνου ο εγγυώμενος, φυγάς έσται και ουκ εν ασφαλεία. 17α παίδευε υιόν και αγαπήσει σε, και δώσει κόσμον τή σή ψυχή· ου μη υπακούσει έθνει παρανόμω. 18 ο πορευόμενος δικαίως βεβοήθηται, ο δε σκολιαίς οδοίς πορευόμενος εμπλακήσεται. 19 ο εργαζόμενος την εαυτού γήν πλησθήσεται άρτων, ο δε διώκων σχολήν πλησθήσεται πενίας.
20 ανήρ αξιόπιστος πολλά ευλογηθήσεται, ο δε κακός ουκ ατιμώρητος έσται. 21 ός ουκ αισχύνεται πρόσωπα δικαίων, ουκ αγαθός· ο τοιούτος ψωμού άρτου αποδώσεται άνδρα. 22 σπεύδει πλουτείν ανήρ βάσκανος, και ουκ οίδεν ότι ελεήμων κρατήσει αυτού. 23 ο ελέγχων ανθρώπου οδούς χάριτας έξει μάλλον τού γλωσσοχαριτούντος. 24 ός αποβάλλεται πατέρα ή μητέρα, και δοκεί μη αμαρτάνειν, ούτος κοινωνός εστιν ανδρός ασεβούς. 25 άπιστος ανήρ κρίνει εική, ός δε πέποιθεν επί Κύριον εν επιμελεία έσται. 26 ός πέποιθε θρασεία καρδία, ο τοιούτος άφρων· ός δε πορεύεται σοφία σωθήσεται. 27 ός δίδωσι πτωχοίς, ουκ ενδεηθήσεται, ός δε αποστρέφει τον οφθαλμόν αυτού, εν πολλή απορία έσται. 28 εν τόποις ασεβών στένουσι δίκαιοι, εν δε τή εκείνων απωλεία πληθυνθήσονται δίκαιοι.
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ανήρ ελέγχων ανδρός σκληροτραχήλου, εξαπίνης γάρ φλεγομένου αυτού ουκ έστιν ίασις. 2 εγκωμιαζομένων δικαίων ευφρανθήσονται λαοί, αρχόντων δε ασεβών στένουσιν άνδρες. 3 ανδρός φιλούντος σοφίαν ευφραίνεται πατήρ αυτού, ός δε ποιμαίνει πόρνας, απολεί πλούτον. 4 βασιλεύς δίκαιος ανίστησι χώραν, ανήρ δε παράνομος κατασκάπτει. 5 ός παρασκευάζεται επί πρόσωπον τού εαυτού φίλους δίκτυον, περιβάλλει αυτό τοίς εαυτού ποσίν. 6 αμαρτάνοντι ανδρί μεγάλη παγίς, δίκαιος δε εν χαρά και εν ευφροσύνη έσται. 7 επίσταται δίκαιος κρίνειν πενιχροίς, ο δε ασεβής ου νοεί γνώσιν, και πτωχώ ουχ υπάρχει νούς επιγνώμων. 8 άνδρες άνομοι εξέκαυσαν πόλιν, σοφοί δε επέστρεψαν οργήν. 9 ανήρ σοφός κρινεί έθνη, ανήρ δε φαύλος οργιζόμενος καταγελάται και ου καταπτήσσει.
10 άνδρες αιμάτων μέτοχοι μισούσιν όσιον, οι δε ευθείς εκζητήσουσι ψυχήν αυτού. 11 όλον τον θυμόν αυτού εκφέρει άφρων, σοφός δε ταμιεύεται κατά μέρος. 12 βασιλέως υπακούοντος λόγον άδικον, πάντες οι υπ’ αυτόν παράνομοι. 13 δανειστού και χρεωφειλέτου αλλήλοις συνελθόντων, επισκοπήν αμφοτέρων ποιείται ο Κύριος. 14 βασιλέως εν αληθεία κρίνοντος πτωχούς, ο θρόνος αυτού εις μαρτύριον κατασταθήσεται. 15 πληγαί και έλεγχοι διδόασι σοφίαν, παίς δε πλανώμενος αισχύνει γονείς αυτού. 16 πολλών όντων ασεβών πολλαί γίνονται αμαρτίαι, οι δε δίκαιοι εκείνων πιπτόντων κατάφοβοι γίνονται. 17 παίδευε υιόν σου, και αναπαύσει σε, και δώσει κόσμον τή ψυχή σου. 18 ου μη υπάρξη εξηγητής έθνει παρανόμω, ο δε φυλάσσων τον νόμον μακαριστός. 19 λόγοις ου παιδευθήσεται οικέτης σκληρός· εάν γάρ και νοήση, αλλ’ ουχ υπακούσεται.
20 εάν ίδης άνδρα ταχύν εν λόγοις, γίνωσκε ότι ελπίδα έχει μάλλον ο άφρων αυτού. 21 ός κατασπαταλά εκ παιδός, οικέτης έσται, έσχατον δε οδυνηθήσεται εφ’ εαυτώ. 22 ανήρ θυμώδης ορύσσει νείκος, ανήρ δε οργίλος εξώρυξεν αμαρτίαν. 23 ύβρις άνδρα ταπεινοί, τους δε ταπεινόφρονας ερείδει δόξη Κύριος. 24 ός μερίζεται κλέπτη, μισεί την εαυτού ψυχήν· εάν δε όρκου προτεθέντος ακούσαντες μη αναγγείλωσι, 25 φοβηθέντες και αισχυνθέντες ανθρώπους υπεσκελίσθησαν· ο δε πεποιθώς επί Κυρίω ευφρανθήσεται. ασέβεια ανδρί δίδωσι σφάλμα, ός δε πέποιθεν επί τώ δεσπότη, σωθήσεται. 26 πολλοί θεραπεύουσι πρόσωπα ηγουμένων, παρά δε Κυρίου γίνεται το δίκαιον ανδρί. 27 βδέλυγμα δικαίοις ανήρ άδικος, βδέλυγμα δε ανόμω κατευθύνουσα οδός.
(Μασσ. ΛΑ, 10). Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; τιμιωτέρα δε εστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη. 11 θάρσει επ΄ αυτή η καρδία τού ανδρός αυτής, η τοιαύτη καλών σκύλων ουκ απορήσει· 12 ενεργεί γάρ τώ ανδρί αγαθά πάντα τον βίον. 13 μηρυομένη έρια και λίνον εποίησεν εύχρηστον ταίς χερσίν αυτής. 14 εγένετο ωσεί ναύς εμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δε αυτής τον πλούτον.* 15 και ανίσταται εκ νυκτών και έδωκε βρώματα τώ οίκω και έργα ταίς θεραπαίναις. 16 θεωρήσασα γεώργιον επρίατο, από δε καρπών χειρών αυτής κατεφύτευσε κτήμα. 17 αναζωσαμένη ισχυρώς την οσφύν αυτής ήρεισε τους βραχίονας αυτής εις έργον. 18 εγεύσατο ότι καλόν εστι το εργάζεσθαι, και ουκ αποσβέννυται ο λύχνος αυτής όλην την νύκτα. 19 τους πήχεις αυτής εκτείνει επί τα συμφέροντα, τας δε χείρας αυτής ερείδει εις άτρακτον.
20 χείρας δε αυτής διήνοιξε πένητι, καρπόν δε εξέτεινε πτωχώ. 21 ου φροντίζει των εν οίκω ο ανήρ αυτής, όταν που χρονίζη· πάντες γάρ οι παρ’ αυτής ενδεδυμένοι εισί. 22 δισσάς χλαίνας εποίησε τώ ανδρί αυτής, εκ δε βύσσου και πορφύρας εαυτή ενδύματα. 23 περίβλεπτος δε γίνεται ο ανήρ αυτής εν πύλαις, ηνίκα αν καθίση εν συνεδρίω μετά των γερόντων κατοίκων της γής. 24 σινδόνας εποίησε και απέδοτο τοίς Φοίνιξι, περιζώματα δε τοίς Χαναναίοις. 25 ισχύν και ευπρέπειαν ενεδύσατο και ευφράνθη εν ημέραις εσχάταις. 26 στόμα αυτής διήνοιξε προσεχόντως και εννόμως, και τάξιν εστείλατο τή γλώσση αυτής. 27 στεγναί διατριβαί οίκων αυτής, σίτα δε οκνηρά ουκ έφαγε. 28 το στόμα δε ανοίγει σοφώς και νομοθέσμως, η δε ελεημοσύνη αυτής ανέστησε τα τέκνα αυτής και επλούτησαν, και ο ανήρ αυτής ήνεσεν αυτήν. 29 Πολλαί θυγατέρες εκτήσαντο πλούτον, πολλαί εποίησαν δύναμιν, σύ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας.
30 ψευδείς αρέσκειαι και μάταιον κάλλος γυναικός· γυνή γάρ συνετή ευλογείται, φόβον δε Κυρίου αύτη αινείτω. 31 δότε αυτή από καρπών χειλέων αυτής, και αινείσθω εν πύλαις ο ανήρ αυτής.
1 Ρήματα εκκλησιαστού υιού Δαβίδ βασιλέως Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ.
2 Ματαιότης ματαιοτήτων, είπεν ο εκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. 3 τις περισσεία τώ ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού, ώ μοχθεί υπό τον ήλιον; 4 γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται, και η γη εις τον αιώνα έστηκε. 5 και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος και εις τον τόπον αυτού έλκει. 6 αυτός ανατέλλων εκεί πορεύεται προς νότον και κυκλοί προς βορράν· κυκλοί κυκλών, πορεύεται το πνεύμα, και επί κύκλους αυτού επιστρέφει το πνεύμα. 7 πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν, και η θάλασσα ουκ έστιν εμπιπλαμένη· εις τον τόπον, ού οι χείμαρροι πορεύονται, εκεί αυτοί επιστρέφουσι τού πορευθήναι. 8 πάντες οι λόγοι έγκοποι· ου δυνήσεται ανήρ τού λαλείν, και ου πλησθήσεται οφθαλμός τού οράν, και ου πληρωθήσεται ούς από ακροάσεως. 9 τι το γεγονός; αυτό το γενησόμενον· και τι το πεποιημένον; αυτό το ποιηθησόμενον· και ουκ έστι πάν πρόσφατον υπό τον ήλιον.
10 ός λαλήσει και ερεί· ιδέ τούτο κενόν εστιν, ήδη γέγονεν εν τοίς αιώσι τοίς γενομένοις από έμπροσθεν ημών. 11 ουκ έστι μνήμη τοίς πρώτοις, και γε τοίς εσχάτοις γενομένοις ουκ έσται αυτών μνήμη μετά των γενησομένων εις την εσχάτην. 12 Εγώ εκκλησιαστής εγενόμην βασιλεύς επί Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ· 13 και έδωκα την καρδίαν μου τού εκζητήσαι και τού κατασκέψασθαι εν τή σοφία περί πάντων των γινομένων υπό τον ουρανόν· ότι περισπασμόν πονηρόν έδωκεν ο Θεός τοίς υιοίς των ανθρώπων τού περισπάσθαι εν αυτώ. 14 είδον σύν πάντα τα ποιήματα τα πεποιημένα υπό τον ήλιον, και ιδού τα πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος. 15 διεστραμμένον ου δυνήσεται επικοσμηθήναι, και υστέρημα ου δυνήσεται αριθμηθήναι. 16 ελάλησα εγώ εν καρδία μου τώ λέγειν· ιδού εγώ εμεγαλύνθην και προσέθηκα σοφίαν επί πάσιν, οί εγένοντο έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ, και έδωκα καρδίαν μου τού γνώναι σοφίαν και γνώσιν. 17 και καρδία μου είδε πολλά, σοφίαν και γνώσιν, παραβολάς και επιστήμην έγνων εγώ, ότι και γε τούτό εστι προαίρεσις πνεύματος· 18 ότι εν πλήθει σοφίας πλήθος γνώσεως, και ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα.
1 ΕΙΠΟΝ εγώ εν καρδία μου· δεύρο δή πειράσω σε εν ευφροσύνη, και ιδέ εν αγαθώ· και ιδού και γε τούτο ματαιότης. 2 τώ γέλωτι είπα περιφοράν, και τή ευφροσύνη· τι τούτο ποιείς; 3 και κατεσκεψάμην ει η καρδία μου ελκύσει ως οίνον την σάρκα μου ~και καρδία μου ωδήγησεν εν σοφία~ και τού κρατήσαι επ’ ευφροσύνην, έως ού ίδω ποίον το αγαθόν τοίς υιοίς των ανθρώπων, ό ποιήσουσιν υπό τον ήλιον, αριθμόν ημερών ζωής αυτών. 4 εμεγάλυνα ποίημά μου, ωκοδόμησά μοι οίκους. εφύτευσά μοι αμπελώνας, 5 εποίησά μοι κήπους και παραδείσους και εφύτευσα εν αυτοίς ξύλον πάν καρπού· 6 εποίησά μοι κολυμβήθρας υδάτων τού ποτίσαι απ΄ αυτών δρυμόν βλαστώντα ξύλα· 7 εκτησάμην δούλους και παιδίσκας, και οικογενείς εγένοντό μοι, και γε κτήσις βουκολίου και ποιμνίου πολλή εγένετό μοι υπέρ πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ· 8 συνήγαγόν μοι και γε αργύριον και χρυσίον και περιουσιασμούς βασιλέων και των χωρών· εποίησά μοι άδοντας και αδούσας και εντρυφήματα υιών ανθρώπων, οινοχόον και οινοχόας· 9 και εμεγαλύνθην και προσέθηκα παρά πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ· και γε σοφία μου εστάθη μοι.
10 και πάν, ό ήτησαν οι οφθαλμοί μου, ουκ αφείλον απ΄ αυτών, ουκ απεκώλυσα την καρδίαν μου από πάσης ευφροσύνης, ότι καρδία μου ευφράνθη εν παντί μόχθω μου, και τούτο εγένετο μερίς μου από παντός μόχθου. 11 και επέβλεψα εγώ εν πάσι ποιήμασί μου, οίς εποίησαν αι χείρές μου, και εν μόχθω, ώ εμόχθησα τού ποιείν, και ιδού τα πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος, και ουκ έστι περισσεία υπό τον ήλιον. 12 και επέβλεψα εγώ τού ιδείν σοφίαν και περιφοράν και αφροσύνην· ότι τις άνθρωπος, ός επελεύσεται οπίσω της βουλής τα όσα εποίησεν αυτήν; 13 και είδον εγώ ότι εστί περισσεία τή σοφία υπέρ την αφροσύνην, ως περισσεία τού φωτός υπέρ το σκότος. 14 τού σοφού οι οφθαλμοί αυτού εν κεφαλή αυτού, και ο άφρων εν σκότει πορεύεται· και έγνων και γε εγώ ότι συνάντημα έν συναντήσεται τοίς πάσιν αυτοίς. 15 και είπα εγώ εν καρδία μου· ως συνάντημα τού άφρονος και γε εμοί συναντήσεταί μοι, και ινατί εσοφισάμην εγώ; τότε περισσόν ελάλησα εν καρδία μου, διότι ο άφρων εκ περισσεύματος λαλεί, ότι και γε τούτο ματαιότης. 16 ότι ουκ έστιν η μνήμη τού σοφού μετά τού άφρονος εις τον αιώνα, καθότι ήδη αι ημέραι ερχόμεναι τα πάντα επελήσθη· και πώς αποθανείται ο σοφός μετά τού άφρονος; 17 και εμίσησα σύν την ζωήν, ότι πονηρόν επ’ εμέ το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον, ότι πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος. 18 και εμίσησα εγώ σύν πάντα μόχθον μου, ον εγώ κοπιώ υπό τον ήλιον, ότι αφίω αυτόν τώ ανθρώπω τώ γινομένω μετ’ εμέ· 19 και τις οίδεν ει σοφός έσται ή άφρων; και ει εξουσιάζεται εν παντί μόχθω μου, ώ εμόχθησα και ώ εσοφισάμην υπό τον ήλιον; και γε τούτο ματαιότης.
20 και επέστρεψα εγώ τού αποτάξασθαι την καρδίαν μου εν παντί μόχθω μου, ώ εμόχθησα υπό τον ήλιον, 21 ότι εστίν άνθρωπος, ότι μόχθος αυτού εν σοφία και εν γνώσει και εν ανδρεία, και άνθρωπος, ός ουκ εμόχθησεν εν αυτώ, δώσει αυτώ μερίδα αυτού. και γε τούτο ματαιότης και πονηρία μεγάλη· 22 ότι γίνεται τώ ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού και εν προαιρέσει καρδίας αυτού, ώ αυτός μοχθεί υπό τον ήλιον. 23 ότι πάσαι αι ημέραι αυτού αλγημάτων και θυμού περισπασμός αυτού, και γε εν νυκτί ου κοιμάται η καρδία αυτού· και γε τούτο ματαιότης εστίν. 24 ουκ έστιν αγαθόν ανθρώπω, ό φάγεται και ό πίεται και ό δείξει τή ψυχή αυτού αγαθόν εν μόχθω αυτού. και γε τούτο είδον εγώ ότι από χειρός τού Θεού εστιν· 25 ότι τις φάγεται και τις πίεται πάρεξ αυτού; 26 ότι τώ ανθρώπω τώ αγαθώ πρό προσώπου αυτού έδωκε σοφίαν και γνώσιν και ευφροσύνην· και τώ αμαρτάνοντι έδωκε περισπασμόν τού προσθείναι και τού συναγαγείν, τού δούναι τώ αγαθώ πρό προσώπου τού Θεού· ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος.
1 ΤΟΙΣ πάσι χρόνος και καιρός τώ παντί πράγματι υπό τον ουρανόν. 2 καιρός τού τεκείν και καιρός τού αποθανείν, καιρός τού φυτεύσαι και καιρός τού εκτίλαι το πεφυτευμένον, 3 καιρός τού αποκτείναι και καιρός τού ιάσασθαι, καιρός τού καθελείν και καιρός τού οικοδομείν, 4 καιρός τού κλαύσαι και καιρός τού γελάσαι, καιρός τού κόψασθαι και καιρός τού ορχήσασθαι, 5 καιρός τού βαλείν λίθους και καιρός τού συναγαγείν λίθους, καιρός τού περιλαβείν και καιρός τού μακρυνθήναι από περιλήψεως, 6 καιρός τού ζητήσαι και καιρός τού απολέσαι, καιρός τού φυλάξαι και καιρός τού εκβαλείν, 7 καιρός τού ρήξαι και καιρός τού ράψαι, καιρός τού σιγάν και καιρός τού λαλείν, 8 καιρός τού φιλήσαι και καιρός τού μισήσαι, καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης. 9 τις περισσεία τού ποιούντος εν οίς αυτός μοχθεί;
10 είδον σύν πάντα τον περισπασμόν, ον έδωκεν ο Θεός τοίς υιοίς των ανθρώπων τού περισπάσθαι εν αυτώ. 11 σύμπαντα, ά εποίησε, καλά εν καιρώ αυτού, και γε σύν τον αιώνα έδωκεν εν καρδία αυτών, όπως μη εύρη ο άνθρωπος το ποίημα, ό εποίησεν ο Θεός απ’ αρχής και μέχρι τέλους. 12 έγνων ότι ουκ έστιν αγαθόν εν αυτοίς, ει μη τού ευφρανθήναι και τού ποιείν αγαθόν εν ζωή αυτού. 13 και γε πάς άνθρωπος, ός φάγεται και πίεται και ίδη αγαθόν εν παντί μόχθω αυτού, δόμα Θεού εστιν. 14 έγνων ότι πάντα, όσα εποίησεν ο Θεός, αυτά έσται εις τον αιώνα· επ’ αυτώ ουκ έστι προσθείναι, και απ’ αυτού ουκ έστιν αφελείν, και ο Θεός εποίησεν, ίνα φοβηθώσιν από προσώπου αυτού. 15 το γενόμενον ήδη εστί, και όσα τού γίνεσθαι, ήδη γέγονε, και ο Θεός ζητήσει τον διωκόμενον. 16 Καί έτι είδον υπό τον ήλιον τόπον της κρίσεως, εκεί ο ασεβής, και τόπον τού δικαίου, εκεί ο ασεβής. 17 και είπα εγώ εν καρδία μου· σύν τον δίκαιον και σύν τον ασεβή κρινεί ο Θεός, ότι καιρός τώ παντί πράγματι και επί παντί τώ ποιήματι εκεί. 18 είπα εγώ εν καρδία μου περί λαλιάς υιών τού ανθρώπου, ότι διακρινεί αυτούς ο Θεός, και τού δείξαι ότι αυτοί κτήνη εισί. 19 και γε αυτοίς συνάντημα υιών τού ανθρώπου και συνάντημα τού κτήνους, συνάντημα έν αυτοίς· ως ο θάνατος τούτου, ούτως και ο θάνατος τούτου, και πνεύμα έν τοίς πάσι· και τι επερίσσευσεν ο άνθρωπος παρά το κτήνος; ουδέν, ότι πάντα ματαιότης.
20 τα πάντα εις τόπον ένα· τα πάντα εγένετο από τού χοός, και τα πάντα επιστρέψει εις τον χούν. 21 και τις οίδε το πνεύμα υιών τού ανθρώπου, ει αναβαίνει αυτό άνω, και το πνεύμα τού κτήνους, ει καταβαίνει αυτό κάτω εις την γήν; 22 και είδον ότι ουκ έστιν αγαθόν ει μη ό ευφρανθήσεται ο άνθρωπος εν ποιήμασιν αυτού, ότι αυτό μερίς αυτού· ότι τις άξει αυτόν τού ιδείν εν ώ εάν γένηται μετ΄ αυτόν;
1 ΚΑΙ επέστρεψα εγώ και είδον σύν πάσας τας συκοφαντίας τας γενομένας υπό τον ήλιον· και ιδού δάκρυον των συκοφαντουμένων, και ουκ έστιν αυτοίς παρακαλών, και από χειρός συκοφαντούντων αυτοίς ισχύς, και ουκ έστιν αυτοίς παρακαλών. 2 και επήνεσα εγώ σύν πάντας τους τεθνηκότας τους ήδη αποθανόντας υπέρ τους ζώντας, ότι αυτοί ζώσιν έως τού νύν· 3 και αγαθός υπέρ τους δύο τούτους όστις ούπω εγένετο, ός ουκ είδε σύν το ποίημα το πονηρόν το πεποιημένον υπό τον ήλιον. 4 Καί είδον εγώ σύν πάντα τον μόχθον και σύν πάσαν ανδρείαν τού ποιήματος, ότι αυτό ζήλος ανδρός από τού εταίρου αυτού· και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος. 5 ο άφρων περιέβαλε τας χείρας αυτού και έφαγε τας σάρκας αυτού. 6 αγαθόν πλήρωμα δρακός αναπαύσεως υπέρ πληρώματα δύο δρακών μόχθου και προαιρέσεως πνεύματος. 7 Καί επέστρεψα εγώ και είδον ματαιότητα υπό τον ήλιον. 8 έστιν είς, και ουκ έστι δεύτερος, και γε υιός και γε αδελφός ουκ έστιν αυτώ· και ουκ έστι πειρασμός τώ παντί μόχθω αυτού, και γε οφθαλμός αυτού ουκ εμπίπλαται πλούτου. και τίνι εγώ μοχθώ και στερίσκω την ψυχήν μου από αγαθωσύνης; και γε τούτο ματαιότης και περισπασμός πονηρός εστι. 9 αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα, οίς εστιν αυτοίς μισθός αγαθός εν μόχθω αυτών·
10 ότι εάν πέσωσιν, ο είς εγερεί τον μέτοχον αυτού, και ουαί αυτώ τώ ενί, όταν πέση και μη ή δεύτερος εγείραι αυτόν. 11 και γε εάν κοιμηθώσι δύο, και θέρμη αυτοίς· και ο είς πώς θερμανθή; 12 και εάν επικραταιωθή ο είς, οι δύο στήσονται κατέναντι αυτού, και το σπαρτίον το έντριτον ου ταχέως απορραγήσεται. 13 Αγαθός παίς πένης και σοφός υπέρ βασιλέα πρεσβύτερον και άφρονα, ός ουκ έγνω τού προσέχειν έτι· 14 ότι εξ οίκου των δεσμίων εξελεύσεται τού βασιλεύσαι, ότι και γε εν βασιλεία αυτού εγενήθη πένης. 15 είδον σύν πάντας τους ζώντας τους περιπατούντας υπό τον ήλιον μετά τού νεανίσκου τού δευτέρου, ός στήσεται αντ΄ αυτού· 16 ουκ έστι περασμός τώ παντί λαώ, τοίς πάσιν, όσοι εγένοντο έμπροσθεν αυτών· και γε οι έσχατοι ουκ ευφρανθήσονται εν αυτώ· ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος. 17 Φύλαξον τον πόδα σου, εν ώ εάν πορεύη εις οίκον τού Θεού, και εγγύς τού ακούειν· υπέρ δόμα των αφρόνων θυσία σου, ότι ουκ εισίν ειδότες τού ποιήσαι κακόν.
1 ΜΗ σπεύδε επί στόματί σου, και καρδία σου μη ταχυνάτω τού εξενέγκαι λόγον πρό προσώπου τού Θεού· ότι ο Θεός εν τώ ουρανώ άνω, και σύ επί της γής. διά τούτο έστωσαν οι λόγοι σου ολίγοι. 2 ότι παραγίνεται ενύπνιον εν πλήθει πειρασμού και φωνή άφρονος εν πλήθει λόγων. 3 καθώς αν εύξη ευχήν τώ Θεώ, μη χρονίσης τού αποδούναι αυτήν, ότι ουκ έστι θέλημα εν άφροσι· σύ ούν όσα εάν εύξη, απόδος. 4 αγαθόν το μη εύξασθαί σε ή το εύξασθαί σε και μη αποδούναι. 5 μη δώς το στόμα σου τού εξαμαρτήσαι την σάρκα σου και μη είπης πρό προσώπου τού Θεού, ότι άγνοιά εστιν, ίνα μη οργισθή ο Θεός επί φωνή σου και διαφθείρη τα ποιήματα χειρών σου. 6 ότι εν πλήθει ενυπνίων και ματαιοτήτων και λόγων πολλών, ότι σύ τον Θεόν φοβού. 7 Εάν συκοφαντίαν πένητος και αρπαγήν κρίματος και δικαιοσύνης ίδης εν χώρα, μη θαυμάσης επί τώ πράγματι· ότι υψηλός επάνω υψηλού φυλάξαι, και υψηλοί επ’ αυτοίς. 8 και περισσεία γής επί παντί εστι, βασιλεύς τού αγρού ειργασμένου. 9 Αγαπών αργύριον ου πλησθήσεται αργυρίου· και τις ηγάπησεν εν πλήθει αυτών γένημα; και γε τούτο ματαιότης.
10 εν πλήθει αγαθωσύνης επληθύνθησαν έσθοντες αυτήν· και τι ανδρεία τώ παρ’ αυτής ότι αλλ’ ή τού οράν οφθαλμοίς αυτού; 11 γλυκύς ύπνος τού δούλου ει ολίγον και ει πολύ φάγεται· και τώ εμπλησθέντι τού πλουτήσαι ουκ έστιν αφίων αυτόν τού υπνώσαι. 12 έστιν αρρωστία, ήν είδον υπό τον ήλιον, πλούτον φυλασσόμενον τώ παρ΄ αυτού εις κακίαν αυτώ, 13 και απολείται ο πλούτος εκείνος εν περισπασμώ πονηρώ, και εγέννησεν υιόν, και ουκ έστιν εν χειρί αυτού ουδέν. 14 καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός, επιστρέψει τού πορευθήναι ως ήκει, και ουδέν ου λήψεται εν μόχθω αυτού, ίνα πορευθή εν χειρί αυτού. 15 και γε τούτο πονηρά αρρωστία· ώσπερ γάρ παρεγένετο, ούτως και απελεύσεται, και τις η περισσεία αυτού, ή μοχθεί εις άνεμον; 16 και γε πάσαι αι ημέραι αυτού εν σκότει και εν πένθει και θυμώ πολλώ και αρρωστία και χόλω. 17 Ιδού είδον εγώ αγαθόν, ό εστι καλόν, τού φαγείν και τού πιείν και τού ιδείν αγαθωσύνην εν παντί μόχθω αυτού, ώ εάν μοχθή υπό τον ήλιον αριθμόν ημερών ζωής αυτού, ών έδωκεν αυτώ ο Θεός· ότι αυτό μερίς αυτού. 18 και γε πάς άνθρωπος, ώ έδωκεν αυτώ ο Θεός πλούτον και υπάρχοντα και εξουσίασεν αυτώ φαγείν απ΄ αυτού και λαβείν το μέρος αυτού και τού ευφρανθήναι εν μόχθω αυτού, τούτο δόμα Θεού εστιν. 19 ότι ου πολλά μνησθήσεται τας ημέρας της ζωής αυτού· ότι ο Θεός περισπά αυτόν εν ευφροσύνη καρδίας αυτού.
1 ΕΣΤΙ πονηρία, ήν είδον υπό τον ήλιον, και πολλή εστιν επί το άνθρωπον· 2 ανήρ, ώ δώσει αυτώ ο Θεός πλούτον και υπάρχοντα και δόξαν, και ουκ έστιν υστερών τή ψυχή αυτού από πάντων, ών επιθυμήσει, και ουκ εξουσιάσει αυτώ ο Θεός τού φαγείν απ’ αυτού, ότι ανήρ ξένος φάγεται αυτόν· τούτο ματαιότης και αρρωστία πονηρά εστι. 3 εάν γεννήση ανήρ εκατόν και έτη πολλά ζήσεται, και πλήθος ό,τι έσονται αι ημέραι ετών αυτού, και ψυχή αυτού ου πλησθήσεται από της αγαθωσύνης, και γε ταφή ουκ εγένετο αυτώ, είπα· αγαθόν υπέρ αυτόν το έκτρωμα, 4 ότι εν ματαιότητι ήλθε και εν σκότει πορεύεται, και εν σκότει όνομα αυτού καλυφθήσεται. 5 και γε ήλιον ουκ είδε και ουκ έγνω, ανάπαυσις τούτω υπέρ τούτον. 6 και ει έζησε χιλίων ετών καθόδους και αγαθωσύνην ουκ είδε, μη ουκ εις τόπον ένα πορεύεται τα πάντα; 7 Πάς μόχθος ανθρώπου εις στόμα αυτού, και γε η ψυχή ου πληρωθήσεται. 8 ότι τις περισσεία τώ σοφώ υπέρ τον άφρονα; διότι ο πένης οίδε πορευθήναι κατέναντι της ζωής. 9 αγαθόν όραμα οφθαλμών υπέρ πορευόμενον ψυχή· και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος.
10 Εί τι εγένετο, ήδη κέκληται όνομα αυτού, και εγνώσθη ό εστιν άνθρωπος, και ου δυνήσεται κριθήναι μετά τού ισχυροτέρου υπέρ αυτόν· 11 ότι εισί λόγοι πολλοί πληθύνοντες ματαιότητα. τι περισσόν τώ ανθρώπω; 12 ότι τις οίδεν αγαθόν τώ ανθρώπω εν τή ζωή αριθμόν ζωής ημερών ματαιότητος αυτού; και εποίησεν αυτά εν σκιά· ότι τις απαγγελεί τώ ανθρώπω, τι έσται οπίσω αυτού υπό τον ήλιον;
1 ΑΓΑΘΟΝ όνομα υπέρ έλαιον αγαθόν και ημέρα τού θανάτου υπέρ ημέραν γεννήσεως. 2 αγαθόν πορευθήναι εις οίκον πένθους ή ότι πορευθήναι εις οίκον πότου, καθότι τούτο τέλος παντός ανθρώπου, και ο ζών δώσει αγαθόν εις καρδίαν αυτού. 3 αγαθόν θυμός υπέρ γέλωτα, ότι εν κακία προσώπου αγαθυνθήσεται καρδία. 4 καρδία σοφών εν οίκω πένθους, και καρδία αφρόνων εν οίκω ευφροσύνης. 5 αγαθόν το ακούσαι επιτίμησιν σοφού υπέρ άνδρα ακούοντα άσμα αφρόνων· 6 ως φωνή ακανθών υπό τον λέβητα, ούτως γέλως των αφρόνων· και γε τούτο ματαιότης. 7 ότι η συκοφαντία περιφέρει σοφόν και απόλλυσι την καρδίαν ευτονίας αυτού. 8 αγαθή εσχάτη λόγων υπέρ αρχήν αυτού, αγαθόν μακρόθυμος υπέρ υψηλόν πνεύματι. 9 μη σπεύσης εν πνεύματί σου τού θυμούσθαι, ότι θυμός εν κόλπω αφρόνων αναπαύσεται.
10 μη είπης· τι εγένετο ότι αι ημέραι αι πρότεραι ήσαν αγαθαί υπέρ ταύτας; ότι ουκ εν σοφία επηρώτησας περί τούτου. 11 αγαθή σοφία μετά κληρονομίας και περισσεία τοίς θεωρούσι τον ήλιον· 12 ότι εν σκιά αυτής η σοφία ως σκιά αργυρίου, και περισσεία γνώσεως της σοφίας ζωοποιήσει τον παρ’ αυτής. 13 ιδέ τα ποιήματα τού Θεού· ότι τις δυνήσεται τού κοσμήσαι ον αν ο Θεός διαστρέψη αυτόν; 14 εν ημέρα αγαθωσύνης ζήθι εν αγαθώ και εν ημέρα κακίας ιδέ· και γε σύν τούτω συμφώνως τούτο εποίησεν ο Θεός περί λαλιάς, ίνα μη εύρη άνθρωπος οπίσω αυτού ουδέν. 15 Σύν τα πάντα είδον εν ημέραις ματαιότητός μου. έστι δίκαιος απολλύμενος εν δικαίω αυτού, και εστιν ασεβής μένων εν κακία αυτού. 16 μη γίνου δίκαιος πολύ, μηδέ σοφίζου περισσά, μήποτε εκπλαγής. 17 μη ασεβήσης πολύ και μη γίνου σκληρός, ίνα μη αποθάνης εν ου καιρώ σου. 18 αγαθόν το αντέχεσθαί σε εν τούτω, και γε από τούτου μη μιάνης την χείρά σου, ότι φοβουμένοις τον Θεόν εξελεύσεται τα πάντα. 19 Η σοφία βοηθήσει τώ σοφώ υπέρ δέκα εξουσιάζοντας τους όντας εν τή πόλει·
20 ότι άνθρωπος ουκ έστι δίκαιος εν τή γη, ός ποιήσει αγαθόν και ουχ αμαρτήσεται. 21 και γε εις πάντας λόγους, ούς λαλήσουσιν ασεβείς, μη θής καρδίαν σου, όπως μη ακούσης τού δούλου σου καταρωμένου σε· 22 ότι πλειστάκις πονηρεύσεταί σε και καθόδους πολλάς κακώσει καρδίαν σου, ότι ως και γε σύ κατηράσω ετέρους. 23 Πάντα ταύτα επείρασα εν τή σοφία· είπα· σοφισθήσομαι, 24 και αυτή εμακρύνθη απ’ εμού μακράν υπέρ ό ήν, και βαθύ βάθος, τις ευρήσει αυτό; 25 εκύκλωσα εγώ, και η καρδία μου τού γνώναι και τού κατασκέψασθαι και τού ζητήσαι σοφίαν και ψήφον και τού γνώναι ασεβούς αφροσύνην και οχληρίαν και περιφοράν. 26 και ευρίσκω εγώ αυτήν και ερώ πικρότερον υπέρ θάνατον, σύν την γυναίκα, ήτις εστί θήρευμα και σαγήναι καρδία αυτής, δεσμός εις χείρας αυτής· αγαθός πρό προσώπου τού Θεού εξαιρεθήσεται απ΄ αυτής, και αμαρτάνων συλληφθήσεται εν αυτή. 27 ιδέ τούτο εύρον, είπεν ο εκκλησιαστής, μία τή μια τού ευρείν λογισμόν, 28 ον επεζήτησεν η ψυχή μου και ουχ εύρον· και άνθρωπον ένα από χιλίων εύρον και γυναίκα εν πάσι τούτοις ουχ εύρον. 29 πλήν ιδέ τούτο εύρον, ό εποίησεν ο Θεός σύν τον άνθρωπον ευθή, και αυτοί εζήτησαν λογισμούς πολλούς.
1 ΤΙΣ οίδε σοφούς; και τις οίδε λύσιν ρήματος; σοφία ανθρώπου φωτιεί πρόσωπον αυτού, και αναιδής προσώπω αυτού μισηθήσεται. 2 στόμα βασιλέως φύλαξον και περί λόγου όρκου Θεού μη σπουδάσης. 3 από προσώπου αυτού πορεύση, μη στής εν λόγω πονηρώ· ότι πάν ό εάν θελήση, ποιήσει, 4 καθώς βασιλεύς εξουσιάυζων, και τις ερεί αυτώ· τι ποιείς; 5 ο φυλάσσων εντολήν ου γνώσεται ρήμα πονηρόν, και καιρόν κρίσεως γινώσκει καρδία σοφού· 6 ότι παντί πράγματί εστι καιρός και κρίσις, ότι γνώσις τού ανθρώπου πολλή επ’ αυτόν· 7 ότι ουκ έστι γινώσκων τι το εσόμενον ότι καθώς έσται τις αναγγελεί αυτώ; 8 ουκ έστιν άνθρωπος εξουσιάζων εν πνεύματι τού κωλύσαι σύν το πνεύμα· και ουκ έστιν εξουσία εν ημέρα θανάτου, και ουκ έστιν αποστολή εν ημέρα πολέμου, και ου διασώσει ασέβεια τον παρ’ αυτής. 9 και σύν πάν τούτο είδον και έδωκα την καρδίαν μου εις πάν το ποίημα, ό πεποίηται υπό τον ήλιον, τα όσα εξουσιάσατο ο άνθρωπος εν ανθρώπω τού κακώσαι αυτόν.
10 και τότε είδον ασεβείς εις τάφους εισαχθέντας, και εκ τού αγίου, και επορεύθησαν και επηνέθησαν εν τή πόλει, ότι ούτως εποίησαν· και γε τούτο ματαιότης. 11 ότι ουκ έστι γινομένη αντίρρησις από των ποιούντων το πονηρόν ταχύ· διά τούτο επληροφορήθη καρδία υιών τού ανθρώπου εν αυτοίς τού ποιήσαι το πονηρόν. 12 ός ήμαρτεν, εποίησε το πονηρόν από τότε και από μακρότητος αυτών· ότι και γε γινώσκω εγώ ότι εστίν αγαθόν τοίς φοβουμένοις τον Θεόν, όπως φοβώνται από προσώπου αυτού. 13 και αγαθόν ουκ έσται τώ ασεβεί, και ου μακρυνεί ημέρας εν σκιά ός ουκ έστι φοβούμενος από προσώπου τού Θεού. 14 έστι ματαιότης, ή πεποίηται επί της γής, ότι εισί δίκαιοι ότι φθάνει επ’ αυτούς ως ποίημα των ασεβών, και εισίν ασεβείς ότι φθάνει προς αυτούς ως ποίημα των δικαίων· είπα ότι και γε τούτο ματαιότης. 15 και επήνεσα εγώ σύν την ευφροσύνην, ότι ουκ έστιν αγαθόν τώ ανθρώπω υπό τον ήλιον, ότι ει μη φαγείν και τού πιείν και τού ευφρανθήναι, και αυτό συμπροσέσται αυτώ εν μόχθω αυτού ημέρας ζωής αυτού, όσας έδωκεν αυτώ ο Θεός υπό τον ήλιον. 16 Εν οίς έδωκα την καρδίαν μου τού γνώναι την σοφίαν και τού ιδείν τον περισπασμόν τον πεποιημένον επί της γής, ότι και εν ημέρα και εν νυκτί ύπνον οφθαλμοίς αυτού ουκ έστι βλέπων. 17 και είδον σύν πάντα τα ποιήματα τού Θεού, ότι ου δυνήσεται άνθρωπος τού ευρείν σύν το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον. όσα αν μοχθήση άνθρωπος τού ζητήσαι, και ουχ ευρήσει· και γε όσα αν είπη σοφός τού γνώναι, ου δυνήσεται τού ευρείν.
1 ΟΤΙ σύμπαν τούτο έδωκα εις καρδίαν μου, και καρδία μου σύν πάν είδε τούτο, ως οι δίκαιοι και οι σοφοί και αι εργασίαι αυτών εν χειρί τού Θεού, και γε αγάπην και γε μίσος ουκ έστιν ειδώς ο άνθρωπος· τα πάντα πρό προσώπου αυτών, ματαιότης εν τοίς πάσι. 2 συνάντημα έν τώ δικαίω και τώ ασεβεί, τώ αγαθώ και τώ κακώ και τώ καθαρώ και τώ ακαθάρτω και τώ θυσιάζοντι και τώ μη θυσιάζοντι· ως ο αγαθός, ως ο αμαρτάνων· ως ο ομνύων, καθώς ο τον όρκον φοβούμενος. 3 τούτο πονηρόν εν παντί πεποιημένω υπό τον ήλιον, ότι συνάντημα έν τοίς πάσι· και γε καρδία υιών τού ανθρώπου επληρώθη πονηρού, και περιφέρεια εν καρδία αυτών εν ζωή αυτών, και οπίσω αυτών προς τους νεκρούς. 4 ότι τις ός κοινωνεί προς πάντας τους ζώντας; έστιν ελπίς, ότι ο κύων ο ζών, αυτός αγαθός υπέρ τον λέοντα τον νεκρόν. 5 ότι οι ζώντες γνώσονται ότι αποθανούνται, και οι νεκροί ουκ εισί γινώσκοντες ουδέν· και ουκ έστιν αυτοίς έτι μισθός, ότι επελήσθη η μνήμη αυτών· 6 και γε αγάπη αυτών και γε μίσος αυτών και γε ζήλος αυτών ήδη απώλετο, και γε μερίς ουκ έστιν αυτοίς έτι εις τον αιώνα εν παντί τώ πεποιημένω υπό τον ήλιον. 7 Δεύρο φάγε εν ευφροσύνη τον άρτον σου και πίε εν καρδία αγαθή οίνόν σου, ότι ήδη ευδόκησεν ο Θεός τα ποιήματά σου. 8 εν παντί καιρώ έστωσαν ιμάτιά σου λευκά, και έλαιον επί κεφαλής σου μη υστερησάτω. 9 και ιδέ ζωήν μετά γυναικός, ής ηγάπησας, πάσας τας ημέρας ζωής ματαιότητός σου τας δοθείσας σοι υπό τον ήλιον, ότι αυτό μερίς σου εν τή ζωή σου και εν τώ μόχθω σου, ώ σύ μοχθείς υπό τον ήλιον.
10 πάντα, όσα αν εύρη η χείρ σου τού ποιήσαι, ως η δύναμίς σου ποίησον, ότι ουκ έστι ποίημα και λογισμός και γνώσις και σοφία εν άδη, όπου σύ πορεύη εκεί. 11 Επέστρεψα και είδον υπό τον ήλιον ότι ου τοίς κούφοις ο δρόμος και ου τοίς δυνατοίς ο πόλεμος και γε ου τώ σοφώ άρτος και γε ου τοίς συνετοίς πλούτος και γε ου τοίς γινώσκουσι χάρις, ότι καιρός και απάντημα συναντήσεται τοίς πάσιν αυτοίς. 12 ότι και γε ουκ έγνω ο άνθρωπος τον καιρόν αυτού· ως οι ιχθύες οι θηρευόμενοι εν αμφιβλήστρω κακώ και ως όρνεα τα θηρευόμενα εν παγίδι, ως αυτά παγιδεύονται οι υιοί τού ανθρώπου εις καιρόν πονηρόν, όταν επιπέση επ’ αυτούς άφνω. 13 Καί γε τούτο είδον σοφίαν υπό τον ήλιον, και μεγάλη εστί προς με· 14 πόλις μικρά και άνδρες εν αυτή ολίγοι, και έλθη επ’ αυτήν βασιλεύς μέγας και κυκλώση αυτήν και οικοδομήση επ’ αυτήν χάρακας μεγάλους· 15 και εύρη εν αυτή άνδρα πένητα σοφόν, και διασώσει αυτός την πόλιν εν τή σοφία αυτού· και άνθρωπος ουκ εμνήσθη σύν τού ανδρός τού πένητος εκείνου. 16 και είπα εγώ· αγαθή σοφία υπέρ δύναμιν, και σοφία τού πένητος εξουδενωμένη, και οι λόγοι αυτού ουκ εισίν ακουόμενοι. 17 λόγοι σοφών εν αναπαύσει ακούονται υπέρ κραυγήν εξουσιαζόντων εν αφροσύναις. 18 αγαθή σοφία υπέρ σκεύη πολέμου, και αμαρτάνων είς απολέσει αγαθωσύνην πολλήν.
1 ΜΥΙΑΙ θανατούσαι σαπριούσι σκευασίαν ελαίου ηδύσματος· τίμιον ολίγον σοφίας υπέρ δόξαν αφροσύνης μεγάλην, 2 καρδία σοφού εις δεξιόν αυτού, και καρδία άφρονος εις αριστερόν αυτού· 3 και γε εν οδώ όταν άφρων πορεύηται, καρδία αυτού υστερήσει, και ά λογιείται πάντα αφροσύνη εστίν. 4 εάν πνεύμα τού εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής, ότι ίαμα καταπαύσει αμαρτίας μεγάλας. 5 έστι πονηρία, ήν είδον υπό τον ήλιον, ως ακούσιον ό εξήλθεν από προσώπου εξουσιάζοντος· 6 εδόθη ο άφρων εν ύψεσι μεγάλοις, και πλούσιοι εν ταπεινώ καθήσονται. 7 είδον δούλους εφ΄ ίππους και άρχοντας πορευομένους ως δούλους επί της γής. 8 ο ορύσσων βόθρον εις αυτόν εμπεσείται, και καθαιρούντα φραγμόν, δήξεται αυτόν όφις. 9 εξαίρων λίθους διαπονηθήσεται εν αυτοίς, σχίζων ξύλα κινδυνεύσει εν αυτοίς.
10 εάν εκπέση το σιδήριον, και αυτός πρόσωπον ετάραξε, και δυνάμεις δυναμώσει, και περισσεία τού ανδρείου σοφία. 11 εάν δάκη όφις εν ου ψιθυρισμώ, και ουκ έστι περισσεία τώ επάδοντι. 12 λόγοι στόματος σοφού χάρις, και χείλη άφρονος καταποντιούσιν αυτόν· 13 αρχή λόγων στόματος αυτού αφροσύνη, και εσχάτη στόματος αυτού περιφέρεια πονηρά, 14 και ο άφρων πληθύνει λόγους, ουκ έγνω άνθρωπος τι το γενόμενον, και τι το εσόμενον, ότι οπίσω αυτού, τις αναγγελεί αυτώ; 15 μόχθος των αφρόνων κοπώσει αυτούς, ός ουκ έγνω τού πορευθήναι εις πόλιν. 16 ουαί σοι, πόλις, ής ο βασιλεύς σου νεώτερος και οι άρχοντές σου πρωί εσθίουσι. 17 μακαρία σύ, γη, ής ο βασιλεύς σου υιός ελευθέρων και οι άρχοντές σου προς καιρόν φάγονται εν δυνάμει και ουκ αισχυνθήσονται. 18 εν οκνηρίαις ταπεινωθήσεται η δόκωσις, και εν αργία χειρών στάξει η οικία. 19 εις γέλωτα ποιούσιν άρτον και οίνον και έλαιον τού ευφρανθήναι ζώντας, και τού αργυρίου ταπεινώσει επακούσεται τα πάντα.
20 και γε εν συνειδήσει σου βασιλέα μη καταράση, και εν ταμιείοις κοιτώνων σου μη καταράση πλούσιον· ότι πετεινόν τού ουρανού αποίσει σύν την φωνήν σου, και ο έχων τας πτέρυγας απαγγελεί λόγον σου.
1 ΑΠΟΣΤΕΙΛΟΝ τον άρτον σου επί πρόσωπον τού ύδατος, ότι εν πλήθει ημερών ευρήσεις αυτόν· 2 δός μερίδα τοίς επτά και γε τοίς οκτώ, ότι ου γινώσκεις τι έσται πονηρόν επί την γήν. 3 εάν πλησθώσι τα νέφη υετού, επί την γήν εκχέουσι· και εάν πέση ξύλον εν τώ νότω και εάν εν τώ βορρά, τόπω, ού πεσείται το ξύλον, εκεί έσται. 4 τηρών άνεμον ου σπερεί, και βλέπων εν ταίς νεφέλαις ου θερίσει. 5 εν οίς ουκ έστι γινώσκων τις η οδός τού πνεύματος. ως οστά εν γαστρί κυοφορούσης, ούτως ου γνώση τα ποιήματα τού Θεού, όσα ποιήσει σύν τα πάντα. 6 εν τώ πρωί σπείρον το σπέρμα σου, και εις εσπέραν μη αφέτω η χείρ σου, ότι ου γινώσκεις ποίον στοιχήσει, ή τούτο ή τούτο, και εάν τα δύο επί το αυτό αγαθά. 7 και γλυκύ το φώς και αγαθόν τοίς οφθαλμοίς τού βλέπειν σύν τον ήλιον· 8 ότι και εάν έτη πολλά ζήσεται ο άνθρωπος, εν πάσιν αυτοίς ευφρανθήσεται και μνησθήσεται τας ημέρας τού σκότους, ότι πολλαί έσονται· πάν το ερχόμενον ματαιότης. 9 Ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου, και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου, και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος και μη εν οράσει οφθαλμών σου και γνώθι ότι επί πάσι τούτοις άξει σε ο Θεός εν κρίσει.
10 και απόστησον θυμόν από καρδίας σου και παράγαγε πονηρίαν από σαρκός σου, ότι η νεότης και η άνοια ματαιότης.
1 ΚΑΙ μνήσθητι τού κτίσαντός σε εν ημέραις νεότητός σου, έως ότου μη έλθωσιν ημέραι της κακίας και φθάσωσιν έτη, εν οίς ερείς· ουκ έστι μοι εν αυτοίς θέλημα· 2 έως ού μη σκοτισθή ο ήλιος και το φώς και η σελήνη και οι αστέρες, και επιστρέψωσι τα νέφη οπίσω τού υετού· 3 εν ημέρα, ή εάν σαλευθώσι φύλακες της οικίας και διαστραφώσιν άνδρες της δυνάμεως, και ήργησαν αι αλήθουσαι, ότι ωλιγώθησαν, και σκοτάσουσιν αι βλέπουσαι εν ταίς οπαίς· 4 και κλείσουσι θύρας εν αγορά, εν ασθενεία φωνής της αληθούσης, και αναστήσεται εις φωνήν τού στρουθίου, και ταπεινωθήσονται πάσαι αι θυγατέρες τού άσματος· 5 και από ύψους όψονται, και θάμβοι εν τή οδώ· και ανθήση το αμύγδαλον, και παχυνθή η ακρίς, και διασκεδασθή η κάππαρις, ότι επορεύθη ο άνθρωπος εις οίκον αιώνος αυτού, και εκύκλωσαν εν αγορά οι κοπτόμενοι· 6 έως ότου μη ανατραπή το σχοινίον τού αργυρίου, και συντριβή το ανθέμιον τού χρυσίου, και συντριβή υδρία επί τή πηγή, και συντροχάση ο τροχός επί τον λάκκον, 7 και επιστρέψη ο χούς επί την γήν, ως ήν, και το πνεύμα επιστρέψη προς τον Θεόν, ός έδωκεν αυτό. 8 ματαιότης ματαιοτήτων, είπεν ο εκκλησιαστής, τα πάντα ματαιότης. 9 Καί περισσόν ότι εγένετο εκκλησιαστής σοφός, ότι εδίδαξε γνώσιν σύν τον λαόν, και ούς εξιχνιάσεται κόσμιον παραβολών.
10 πολλά εζήτησεν εκκλησιαστής τού ευρείν λόγους θελήματος και γεγραμμένον ευθύτητος, λόγους αληθείας. 11 Λόγοι σοφών ως τα βούκεντρα και ως ήλοι πεφυτευμένοι, οί παρά των συνθεμάτων εδόθησαν εκ ποιμένος ενός 12 και περισσόν εξ αυτών. υιέ μου, φύλαξαι, τού ποιήσαι βιβλία πολλά· ουκ έστι περασμός, και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός. 13 Τέλος λόγου, το πάν άκουε· τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πάς ο άνθρωπος. 14 ότι σύμπαν το ποίημα ο Θεός άξει εν κρίσει, εν παντί παρεωραμένω, εάν αγαθόν και εάν πονηρόν.
1 ΑΣΜΑ ασμάτων, ό εστι τώ Σαλωμών.
2 Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού, ότι αγαθοί μαστοί σου υπέρ οίνον, 3 και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα· μύρον εκκενωθέν όνομά σου. διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε, 4 είλκυσάν σε, οπίσω σου εις οσμήν μύρων σου δραμούμεν. εισήνεγκέ με ο βασιλεύς εις το ταμιείον αυτού. αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν σοί· αγαπήσομεν μαστούς σου υπέρ οίνον· ευθύτης ηγάπησέ σε. 5 μέλαινά ειμι εγώ και καλή, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, ως σκηνώματα Κηδάρ, ως δέρρεις Σαλωμών. 6 μη βλέψητέ με ότι εγώ ειμι μεμελανωμένη, ότι παρέβλεψέ με ο ήλιος· υιοί μητρός μου εμαχέσαντο εν εμοί, έθεντό με φυλάκισσαν εν αμπελώσιν· αμπελώνα εμόν ουκ εφύλαξα. 7 απάγγειλόν μοι ον ηγάπησεν η ψυχή μου, που ποιμαίνεις, που κοιτάζεις εν μεσημβρία, μήποτε γένωμαι ως περιβαλλομένη επ΄ αγέλαις εταίρων σου. 8 εάν μη γνώς σεαυτήν, η καλή εν γυναιξίν, έξελθε σύ εν πτέρναις των ποιμνίων και ποίμαινε τας ερίφους σου επί σκηνώμασι των ποιμένων. 9 τή ίππω μου εν άρμασι Φαραώ ωμοίωσά σε, η πλησίον μου.
10 τι ωραιώθησαν σιαγόνες σου ως τρυγόνος, τράχηλός σου ως ορμίσκοι; 11 ομοιώματα χρυσίου ποιήσομέν σοι μετά στιγμάτων τού αργυρίου. 12 έως ού ο βασιλεύς εν ανακλίσει αυτού, νάρδος μου έδωκεν οσμήν αυτού. 13 απόδεσμος της στακτής αδελφιδός μου εμοί, ανά μέσον των μαστών μου αυλισθήσεται. 14 βότρυς της κύπρου αδελφιδός μου εμοί, εν αμπελώσιν Εγγαδδί. 15 ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή, οφθαλμοί σου περιστεραί. 16 ιδού εί καλός, ο αδελφιδός μου, και γε ωραίος· προς κλίνη ημών σύσκιος, 17 δοκοί οίκων ημών κέδροι, φατνώματα ημών κυπάρισσοι.
1 ΕΓΩ άνθος τού πεδίου, κρίνον των κοιλάδων. 2 ως κρίνον εν μέσω ακανθών, ούτως η πλησίον μου ανά μέσον των θυγατέρων. 3 ως μήλον εν τοίς ξύλοις τού δρυμού, ούτως αδελφιδός μου ανά μέσον των υιών· εν τή σκιά αυτού επεθύμησα και εκάθισα, και καρπός αυτού γλυκύς εν λάρυγγί μου. 4 εισαγάγετέ με εις οίκον τού οίνου, τάξατε επ’ εμέ αγάπην. 5 στηρίσατέ με εν μύροις, στοιβάσατέ με εν μήλοις, ότι τετρωμένη αγάπης εγώ. 6 ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου, και η δεξιά αυτού περιλήψεταί με. 7 ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, εν δυνάμεσι και εν ισχύσεσι τού αγρού, εάν εγείρητε και εξεγείρητε την αγάπην, έως ού θελήση. 8 Φωνή αδελφιδού μου· ιδού ούτος ήκει πηδών επί τα όρη, διαλλόμενος επί τους βουνούς. 9 όμοιός εστιν αδελφιδός μου τή δορκάδι ή νεβρώ ελάφων επί τα όρη Βαιθήλ. ιδού ούτος οπίσω τού τοίχου ημών παρακύπτων διά των θυρίδων, εκκύπτων διά των δικτύων.
10 αποκρίνεται αδελφιδός μου, και λέγει μοι· ανάστα, ελθέ η πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, 11 ότι ιδού ο χειμών παρήλθεν, ο υετός απήλθεν, επορεύθη εαυτώ, 12 τα άνθη ώφθη εν τή γη, καιρός της τομής έφθακε, φωνή της τρυγόνος ηκούσθη εν τή γη ημών, 13 η συκή εξήνεγκεν ολύνθους αυτής, αι άμπελοι κυπρίζουσιν, έδωκαν οσμήν. ανάστα, ελθέ, η πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, και ελθέ, 14 σύ περιστερά μου, εν σκέπη της πέτρας, εχόμενα τού προτειχίσματος· δείξόν μοι την όψιν σου, και ακούτισόν με την φωνήν σου, ότι η φωνή σου ηδεία, και η όψις σου ωραία. 15 πιάσατε ημίν αλώπεκας μικρούς αφανίζοντας αμπελώνας, και αι άμπελοι ημών κυπρίζουσιν. 16 αδελφιδός μου εμοί, καγώ αυτώ, ο ποιμαίνων εν τοίς κρίνοις, 17 έως ού διαπνεύση η ημέρα και κινηθώσιν αι σκιαί. απόστρεψον, ομοιώθητι σύ, αδελφιδέ μου, τώ δόρκωνι ή νεβρώ ελάφων επί όρη κοιλωμάτων.
1 ΕΠΙ κοίτην μου εν νυξίν εζήτησα ον ηγάπησεν η ψυχή μου· εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν· εκάλεσα αυτόν, και ουχ υπήκουσέ μου. 2 αναστήσομαι δή και κυκλώσω εν τή πόλει, εν ταίς αγοραίς και εν ταίς πλατείαις, και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου. εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν. 3 εύροσάν με οι τηρούντες, οι κυκλούντες εν τή πόλει. μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε; 4 ως μικρόν ότε παρήλθον απ’ αυτών, έως ού εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου· εκράτησα αυτόν και ουκ αφήκα αυτόν, έως ού εισήγαγον αυτόν εις οίκον μητρός μου και εις ταμιείον της συλλαβούσης με. 5 ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, εν ταίς δυνάμεσι και εν ταίς ισχύσεσι τού αγρού, εάν εγείρητε και εξεγείρητε την αγάπην, έως αν θελήση. 6 Τίς αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου ως στελέχη καπνού τεθυμιαμένη σμύρναν και λίβανον από πάντων κονιορτών μυρεψού; 7 ιδού η κλίνη τού Σαλωμών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω αυτής από δυνατών Ισραήλ, 8 πάντες κατέχοντες ρομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον, ανήρ ρομφαία αυτού επί μηρόν αυτού από θάμβους εν νυξί. 9 φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σαλωμών από ξύλων τού Λιβάνου·
10 στύλους αυτού εποίησεν αργύριον και ανάκλιτον αυτού χρύσεον· επίβασις αυτού πορφυρά, εντός αυτού λιθόστρωτον, αγάπην από θυγατέρων Ιερουσαλήμ. 11 θυγατέρες Σιών, εξέλθατε και ίδετε εν τώ βασιλεί Σαλωμών εν τώ στεφάνω, ώ εστεφάνωσεν αυτόν η μήτηρ αυτού εν ημέρα νυμφεύσεως αυτού και εν ημέρα ευφροσύνης καρδίας αυτού.
1 Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή. οφθαλμοί σου περιστεραί εκτός της σιωπήσεώς σου. τρίχωμά σου ως αγέλαι των αιγών, αί απεκαλύφθησαν από τού Γαλαάδ. 2 οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων, αί ανέβησαν από τού λουτρού, αι πάσαι διδυμεύουσαι, και ατεκνούσα ουκ έστιν εν αυταίς. 3 ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου, και η λαλιά σου ωραία, ως λέπυρον ροάς μήλόν σου εκτός της σιωπήσεώς σου. 4 ως πύργος Δαυίδ τράχηλός σου, ο ωκοδομημένος εις θαλπιώθ· χίλιοι θυρεοί κρέμανται επ’ αυτόν, πάσαι βολίδες των δυνατών. 5 δύο μαστοί σου ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος οι νεμόμενοι εν κρίνοις. 6 έως ού διαπνεύση ημέρα και κινηθώσιν αι σκιαί, πορεύσομαι εμαυτώ προς το όρος της σμύρνης και προς τον βουνόν τού Λιβάνου. 7 όλη καλή εί, πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοί. 8 δεύρο από Λιβάνου, νύμφη, δεύρο από Λιβάνου· ελεύση και διελεύση από αρχής πίστεως, από κεφαλής Σανίρ και Ερμών, από μανδρών λεόντων, από ορέων παρδάλεων. 9 εκαρδίωσας ημάς, αδελφή μου νύμφη· εκαρδίωσας ημάς ενί από οφθαλμών σου, εν μια ενθέματι τραχήλων σου.
10 τι εκαλλιώθησαν μαστοί σου, αδελφή μου νύμφη; τι εκαλλιώθησαν μαστοί σου από οίνου, και οσμή ιματίων σου υπέρ πάντα τα αρώματα; 11 κηρίον αποστάζουσι χείλη σου, νύμφη· μέλι και γάλα υπό την γλώσσάν σου, και οσμή ιματίων σου ως οσμή Λιβάνου. 12 κήπος κεκλεισμένος, αδελφή μου νύμφη, κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη. 13 αποστολαί σου παράδεισος ροών μετά καρπού ακροδρύων, κύπροι μετά νάρδων, 14 νάρδος και κρόκος, κάλαμος και κιννάμωμον μετά πάντων ξύλων τού Λιβάνου, σμύρνα αλώθ μετά πάντων πρώτων μύρων. 15 πηγή κήπου και φρέαρ ύδατος ζώντος και ροιζούντος από τού Λιβάνου. 16 Εξεγέρθητι, βορρά, και έρχου, νότε, διάπνευσον κήπόν μου, και ρευσάτωσαν αρώματά μου· καταβήτω αδελφιδός μου εις κήπον αυτού και φαγέτω καρπόν ακροδρύων αυτού.
1 ΕΙΣΗΛΘΟΝ εις κήπόν μου, αδελφή μου νύμφη, ετρύγησα σμύρναν μου μετά αρωμάτων μου, έφαγον άρτον μου μετά μέλιτός μου, έπιον οίνόν μου μετά γάλακτός μου· φάγετε, πλησίοι, και πίετε και μεθύσθητε, αδελφοί. 2 Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί. φωνή αδελφιδού μου κρούει επί την θύραν. Άνοιξόν μοι, αδελφή μου, η πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ότι η κεφαλή μου επλήσθη δρόσου και οι βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός. 3 Εξεδυσάμην τον χιτώνά μου, πώς ενδύσομαι αυτόν; ενιψάμην τους πόδας μου, πώς μολυνώ αυτούς; 4 αδελφιδός μου απέστειλε χείρα αυτού από της οπής, και η κοιλία μου εθροήθη επ’ αυτόν. 5 ανέστην εγώ ανοίξαι τώ αδελφιδώ μου, χείρές μου έσταξαν σμύρναν, δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη επί χείρας τού κλείθρου. 6 ήνοιξα εγώ τώ αδελφιδώ μου· αδελφιδός μου παρήλθε. ψυχή μου εξήλθεν εν λόγω αυτού. εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν, εκάλεσα αυτόν και ουχ υπήκουσέ μου. 7 εύροσάν με οι φύλακες οι κυκλούντες εν τή πόλει, επάταξάν με, ετραυμάτισάν με· ήραν το θέριστρόν μου απ’ εμού φύλακες των τειχέων. 8 ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, εν ταίς δυνάμεσι και εν ταίς ισχύσεσι τού αγρού· εάν εύρητε τον αδελφιδόν μου, τι απαγγείλητε αυτώ; ότι τετρωμένη αγάπης εγώ ειμι. 9 Τί αδελφιδός σου από αδελφιδού, η καλή εν γυναιξί; τι αδελφιδός σου από αδελφιδού, ότι ούτως ώρκισας ημάς;
10 Αδελφιδός μου, λευκός και πυρρός, εκλελοχισμένος από μυριάδων· 11 κεφαλή αυτού χρυσίον καιφάζ, βόστρυχοι αυτού ελάται, μέλανες ως κόραξ· 12 οφθαλμοί αυτού ως περιστεραί επί πληρώματα υδάτων λελουσμέναι εν γάλακτι, καθήμεναι επί πληρώματα· 13 σιαγόνες αυτού ως φιάλαι τού αρώματος φύουσαι μυρεψικά· χείλη αυτού κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη· 14 χείρες αυτού τορευταί χρυσαί πεπληρωμέναι Θαρσίς· κοιλία αυτού πυξίον ελεφάντινον επί λίθου σαπφείρου· 15 κνήμαι αυτού στύλοι μαρμάρινοι τεθεμελιωμένοι επί βάσεις χρυσάς· είδος αυτού ως Λίβανος, εκλεκτός ως κέδροι· 16 φάρυγξ αυτού γλυκασμοί και όλος επιθυμία· ούτος αδελφιδός μου και ούτος πλησίον μου, θυγατέρες Ιερουσαλήμ.
1 ΠΟΥ απήλθεν ο αδελφιδός σου, η καλή εν γυναιξί; που απέβλεψεν ο αδελφιδός σου; και ζητήσομεν αυτόν μετά σού. 2 Αδελφιδός μου κατέβη εις κήπον αυτού εις φιάλας τού αρώματος ποιμαίνειν εν κήποις και συλλέγειν κρίνα. 3 εγώ τώ αδελφιδώ μου, και αδελφιδός μου εμοί, ο ποιμαίνων εν τοίς κρίνοις. 4 Καλή εί, η πλησίον μου, ως ευδοκία, ωραία ως Ιερουσαλήμ, θάμβος ως τεταγμέναι. 5 απόστρεψον οφθαλμούς σου απεναντίον μου, ότι αυτοί ανεπτέρωσάν με. τρίχωμά σου ως αγέλαι των αιγών, αί ανεφάνησαν από τού Γαλαάδ. 6 οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων, αί ανέβησαν από τού λουτρού, αι πάσαι διδυμεύουσαι, και ατεκνούσα ουκ έστιν εν αυταίς. 7 ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου και η λαλιά σου ωραία, ως λέπυρον της ροάς μήλόν σου εκτός της σιωπήσεώς σου. 8 εξήκοντά εισι βασίλισσαι, και ογδοήκοντα παλλακαί, και νεάνιδες ών ουκ έστιν αριθμός. 9 μία εστί περιστερά μου, τελεία μου, μία εστί τή μητρί αυτής, εκλεκτή εστι τή τεκούση αυτήν. είδοσαν αυτήν θυγατέρες και μακαριούσιν αυτήν, βασίλισσαι και γε παλλακαί και αινέσουσιν αυτήν.
10 τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος, θάμβος ως τεταγμέναι; 11 Εις κήπον καρύας κατέβην ιδείν εν γεννήμασι τού χειμάρρου, ιδείν ει ήνθισεν η άμπελος, εξήνθησαν αι ροαί· εκεί δώσω τους μαστούς μου σοί. 12 ουκ έγνω η ψυχή μου· έθετό με άρματα Αμιναδάβ.
1 ΕΠΙΣΤΡΕΦΕ, επίστρεφε, η Σουλαμίτις· επίστρεφε, επίστρεφε, και οψόμεθα εν σοί, τι όψεσθε εν τή Σουλαμίτιδι; η ερχομένη ως χοροί των παρεμβολών. 2 ωραιώθησαν διαβήματά σου εν υποδήμασί σου, θύγατερ Ναδάβ· ρυθμοί μηρών όμοιοι ορμίσκοις, έργον τεχνίτου· 3 ομφαλός σου κρατήρ τορευτός μη υστερούμενος κράμα· κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις· 4 δύο μαστοί σου, ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος· 5 ο τράχηλός σου ως πύργος ελεφάντινος· οι οφθαλμοί σου ως λίμναι εν Εσεβών, εν πύλαις θυγατρός πολλών· μυκτήρ σου ως πύργος τού Λιβάνου σκοπεύων πρόσωπον Δαμασκού· 6 κεφαλή σου επί σε ως Κάρμηλος, και πλόκιον κεφαλής σου ως πορφύρα, βασιλεύς δεδεμένος εν παραδρομαίς. 7 τι ωραιώθης και τι ηδύνθης αγάπη, εν τρυφαίς σου; 8 τούτο μέγεθός σου, ωμοιώθης τώ φοίνικι και οι μαστοί σου τοίς βότρυσιν. 9 είπα· αναβήσομαι επί τώ φοίνικι, κρατήσω των ύψεων αυτού, και έσονται δή μαστοί σου ως βότρυες της αμπέλου και οσμή ρινός σου ως μήλα
10 και ο λάρυγξ σου ως οίνος ο αγαθός, πορευόμενος τώ αδελφιδώ μου εις ευθύτητα, ικανούμενος χείλεσί μου και οδούσιν. 11 Εγώ τώ αδελφιδώ μου, και επ’ εμέ η επιστροφή αυτού. 12 ελθέ, αδελφιδέ μου, εξέλθωμεν εις αγρόν, αυλισθώμεν εν κώμαις· 13 ορθρίσωμεν εις αμπελώνας, ίδωμεν ει ήνθησεν η άμπελος, ήνθησεν ο κυπρισμός, ήνθησαν αι ροαί· εκεί δώσω τους μαστούς μου σοί. 14 οι μανδραγόραι έδωκαν οσμήν, και επί θύραις ημών πάντα ακρόδρυα, νέα προς παλαιά, αδελφιδέ μου, ετήρησά σοι.
1 ΤΙΣ δώη σε, αδελφιδέ μου, θηλάζοντα μαστούς μητρός σου; ευρούσά σε έξω φιλήσω σε, και γε ουκ εξουδενώσουσί μοι. 2 παραλήψομαί σε, εισάξω σε εις οίκον μητρός μου και εις ταμιείον της συλλαβούσης με· ποτιώ σε από οίνου τού μυρεψικού, από νάματος ροών μου. 3 ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου, και η δεξιά αυτού περιλήψεταί με. 4 ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, εν ταίς δυνάμεσι και εν ταίς ισχύσεσι τού αγρού εάν εγείρητε και εάν εξεγείρητε την αγάπην, έως αν θελήση. 5 Τίς αύτη η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη, επιστηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής; υπό μήλον εξήγειρά σε· εκεί ωδίνησέ σε η μήτηρ σου, εκεί ωδίνησέ σε η τεκούσά σε. 6 θές με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου, ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου· ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως άδης ζήλος· περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός, φλόγες αυτής· 7 ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην, και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν. εάν δώ ανήρ πάντα τον βίον αυτού εν τή αγάπη, εξουδενώσει εξουδενώσουσιν αυτόν. 8 αδελφή ημών μικρά και μαστούς ουκ έχει· τι ποιήσωμεν τή αδελφή ημών εν ημέρα, ή εάν λαληθή εν αυτή; 9 ει τείχός εστιν, οικοδομήσωμεν επ’ αυτήν επάλξεις αργυράς· και ει θύρα εστί, διαγράψωμεν επ’ αυτήν σανίδα κεδρίνην.
10 εγώ τείχος, και μαστοί μου ως πύργοι· εγώ ήμην εν οφθαλμοίς αυτών ως ευρίσκουσα ειρήνην. 11 αμπελών εγενήθη τώ Σαλωμών εν Βεελαμών· έδωκε τον αμπελώνα αυτού τοίς τηρούσιν, ανήρ οίσει εν καρπώ αυτού χιλίους αργυρίου. 12 αμπελών μου εμός ενώπιόν μου· οι χίλιοι Σαλωμών και οι διακόσιοι τοίς τηρούσι τον καρπόν αυτού. 13 ο καθήμενος εν κήποις, εταίροι προσέχοντες τή φωνή σου· ακούτισόν με· 14 φύγε, αδέλφιδέ μου, και ομοιώθητι τή δορκάδι ή τώ νεβρώ των ελάφων επί όρη των αρωμάτων.
1 ΑΓΑΠΗΣΑΤΕ δικαιοσύνην, οι κρίνοντες την γήν, φρονήσατε περί τού Κυρίου εν αγαθότητι, και εν απλότητι καρδίας ζητήσατε αυτόν· 2 ότι ευρίσκεται τοίς μη πειράζουσιν αυτόν, εμφανίζεται δε τοίς μη απιστούσιν αυτώ. 3 σκολιοί γάρ λογισμοί χωρίζουσιν από Θεού, δοκιμαζομένη τε η δύναμις ελέγχει τους άφρονας. 4 ότι εις κακότεχνον ψυχήν ουκ εισελεύσεται σοφία, ουδέ κατοικήσει εν σώματι κατάχρεω αμαρτίας· 5 άγιον γάρ πνεύμα παιδείας φεύξεται δόλον και απαναστήσεται από λογισμών ασυνέτων και ελεγχθήσεται επελθούσης αδικίας. 6 φιλάνθρωπον γάρ πνεύμα σοφία και ουκ αθωώσει βλάσφημον από χειλέων αυτού· ότι των νεφρών αυτού μάρτυς ο Θεός και της καρδίας αυτού επίσκοπος αληθής και της γλώσσης ακουστής· 7 ότι πνεύμα Κυρίου πεπλήρωκε την οικουμένην, και το συνέχον τα πάντα γνώσιν έχει φωνής. 8 διά τούτο φθεγγόμενος άδικα ουδείς μη λάθη, ουδέ μη παροδεύση αυτόν ελέγχουσα η δίκη. 9 εν γάρ διαβουλίοις ασεβούς εξέτασις έσται, λόγων δε αυτού ακοή προς Κύριον ήξει εις έλεγχον ανομημάτων αυτού·
10 ότι ούς ζηλώσεως ακροάται τα πάντα, και θρούς γογγυσμών ουκ αποκρύπτεται. 11 φυλάξασθε τοίνυν γογγυσμόν ανωφελή και από καταλαλιάς φείσασθε γλώσσης· ότι φθέγμα λαθραίον κενόν ου πορεύσεται, στόμα δε καταψευδόμενον αναιρεί ψυχήν. 12 μη ζηλούτε θάνατον εν πλάνη ζωής υμών, μηδέ επισπάσθε όλεθρον έργοις χειρών υμών· 13 ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων. 14 έκτισε γάρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις τού κόσμου, και ουκ έστιν εν αυταίς φάρμακον ολέθρου ούτε άδου βασίλειον επί γής. 15 δικαιοσύνη γάρ αθάνατός εστιν. 16 Ασεβείς δε ταίς χερσί και τοίς λόγοις προσεκαλέσαντο αυτόν, φίλον ηγησάμενοι αυτόν ετάκησαν και συνθήκην έθεντο προς αυτόν, ότι άξιοί εισι της εκείνου μερίδος είναι.
1 ΕΙΠΟΝ γάρ εν εαυτοίς λογισάμενοι ουκ ορθώς· ολίγος εστί και λυπηρός ο βίος ημών, και ουκ έστιν ίασις εν τελευτή ανθρώπου, και ουκ εγνώσθη ο αναλύσας εξ άδου. 2 ότι αυτοσχεδίως εγεννήθημεν, και μετά τούτο εσόμεθα ως ουχ υπάρξαντες· ότι καπνός η πνοή εν ρισίν ημών, και ο λόγος σπινθήρ εν κινήσει καρδίας ημών, 3 ού σβεσθέντος τέφρα αποβήσεται το σώμα και το πνεύμα διαχυθήσεται ως χαύνος αήρ. 4 και το όνομα ημών επιλησθήσεται εν χρόνω, και ουθείς μνημονεύσει των έργων ημών· και παρελεύσεται ο βίος ημών ως ίχνη νεφέλης και ως ομίχλη διασκεδασθήσεται διωχθείσα υπό ακτίνων ηλίου και υπό θερμότητος αυτού βαρυνθείσα. 5 σκιάς γάρ πάροδος ο βίος ημών, και ουκ έστιν αναποδισμός της τελευτής ημών, ότι κατεσφραγίσθη, και ουδείς αναστρέφει. 6 δεύτε ούν και απολαύσωμεν των όντων αγαθών και χρησώμεθα τή κτίσει ως εν νεότητι σπουδαίως. 7 οίνου πολυτελούς και μύρων πλησθώμεν, και μη παροδευσάτω ημάς άνθος αέρος. 8 στεψώμεθα ρόδων κάλυξι πριν ή μαρανθήναι. 9 μηδείς ημών άμοιρος έστω της ημετέρας αγερωγίας, πανταχή καταλίπωμεν σύμβολα της ευφροσύνης, ότι αύτη η μερίς ημών και ο κλήρος ούτος.
10 καταδυναστεύσωμεν πένητα δίκαιον, μη φεισώμεθα χήρας, μηδέ πρεσβύτου εντραπώμεν πολιάς πολυχρονίους. 11 έστω δε ημών η ισχύς νόμος της δικαιοσύνης, το γάρ ασθενές άχρηστον ελέγχεται. 12 ενεδρεύσωμεν δε τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστι και εναντιούται τοίς έργοις ημών και ονειδίζει ημίν αμαρτήματα νόμου και επιφημίζει ημίν αμαρτήματα παιδείας ημών· 13 επαγγέλλεται γνώσιν έχειν Θεού και παίδα Κυρίου εαυτόν ονομάζει· 14 εγένετο ημίν εις έλεγχον εννοιών ημών· βαρύς εστιν ημίν καύ βλεπόμενος, 15 ότι ανόμοιος τοίς άλλοις ο βίος αυτού, και εξηλλαγμέναι αι τρίβοι αυτού· 16 εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ, και απέχεται των οδών ημών ως από ακαθαρσιών· μακαρίζει έσχατα δικαίων και αλαζονεύεται πατέρα Θεόν. 17 ίδωμεν ει οι λόγοι αυτού αληθείς, και πειράσωμεν τα εν εκβάσει αυτού· 18 ει γάρ εστιν ο δίκαιος υιός Θεού, αντιλήψεται αυτού και ρύσεται αυτόν εκ χειρός ανθεστηκότων. 19 ύβρει και βασάνω ετάσωμεν αυτόν, ίνα γνώμεν την επικείκειαν αυτού και δοκιμάσωμεν την ανεξικακίαν αυτού·
20 θανάτω ασχήμονι καταδικάσωμεν αυτόν, έσται γάρ αυτού επισκοπή εκ λόγων αυτού. 21 Ταύτα ελογίσαντο, και επλανήθησαν· απετύφλωσε γάρ αυτούς η κακία αυτών, 22 και ουκ έγνωσαν μυστήρια Θεού, ουδέ μισθόν ήλπισαν οσιότητος, ουδέ έκριναν γέρας ψυχών αμώμων. 23 ότι ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ΄ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν· 24 φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον, 25 πειράζουσι δε αυτόν οι της εκείνου μερίδος όντες.
1 ΔΙΚΑΙΩΝ δε ψυχαί εν χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών βάσανος. 2 έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτών 3 και η αφ΄ ημών πορεία σύντριμμα, οι δε εισιν εν ειρήνη. 4 και γάρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης· 5 και ολίγα παιδευθέντες μεγάλα ευεργετηθήσονται, ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς και εύρεν αυτούς αξίους εαυτού· 6 ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτούς. 7 και εν καιρώ επισκοπής αυτών αναλάμψουσι και ως σπινθήρες εν καλάμη διαδραμούνται· 8 κρινούσιν έθνη και κρατήσουσι λαών, και βασιλεύσει αυτών Κύριος εις τους αιώνας. 9 οι πεποιθότες επ’ αυτώ συνήσουσιν αλήθειαν, και οι πιστοί εν αγάπη προσμενούσιν αυτώ, ότι χάρις και έλεος εν τοίς οσίοις αυτού, και επισκοπή εν τοίς εκλεκτοίς αυτού.
10 Οι δε ασεβείς καθά ελογίσαντο έξουσιν επιτιμίαν, οι αμελήσαντες τού δικαίου και τού Κυρίου αποστάντες. 11 σοφίαν γάρ και παιδείαν ο εξουθενών ταλαίπωρος, και κενή η ελπίς αυτών, και οι κόποι ανόνητοι και άχρηστα τα έργα αυτών· 12 αι γυναίκες αυτών άφρονες, και πονηρά τα τέκνα αυτών, επικατάρατος η γένεσις αυτών. 13 ότι μακαρία στείρα η αμίαντος, ήτις ουκ έγνω κοίτην εν παραπτώματι, έξει καρπόν εν επισκοπή ψυχών, 14 και ευνούχος ο μη εργασάμενος εν χειρί ανόμημα, μηδέ ενθυμηθείς κατά τού Κυρίου πονηρά, δοθήσεται γάρ αυτώ της πίστεως χάρις εκλεκτή και κλήρος εν ναώ Κυρίου θυμηρέστερος. 15 αγαθών γάρ πόνων καρπός ευκλεής, και αδιάπτωτος η ρίζα της φρονήσεως. 16 τέκνα δε μοιχών ατέλεστα έσται, και εκ παρανόμου κοίτης σπέρμα αφανισθήσεται. 17 εάν τε γάρ μακρόβιοι γένωνται, εις ουθέν λογισθήσονται, και άτιμον επ΄ εσχάτων το γήρας αυτών· 18 εάν τε οξέως τελευτήσωσιν, ουχ έξουσιν ελπίδα, ουδέ εν ημέρα διαγνώσεως παραμύθιον· 19 γενεάς γάρ αδίκου χαλεπά τα τέλη.
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ατεκνία μετά αρετής· αθανασία γάρ εστιν εν μνήμη αυτής, ότι και παρά Θεώ γινώσκεται και παρά ανθρώποις· 2 παρούσάν τε μιμούνται αυτήν και ποθούσιν απελθούσαν· και εν τώ αιώνι στεφανηφορούσα πομπεύει τον των αμιάντων άθλων αγώνα νικήσασα. 3 πολύγονον δε ασεβών πλήθος ου χρησιμεύσει, και εκ νόθων μοσχευμάτων ου δώσει ρίζαν εις βάθος, ουδέ ασφαλή βάσιν εδράσει· 4 κάν γάρ εν κλάδοις προς καιρόν αναθάλη, επισφαλώς βεβηκότα υπό ανέμου σαλευθήσεται και υπό βίας ανέμων εκριζωθήσεται. 5 περικλασθήσονται κλώνες ατέλεστοι, και ο καρπός αυτών άχρηστος, άωρος εις βρώσιν και εις ουθέν επιτήδειος· 6 εκ γάρ ανόμων ύπνων τέκνα γεννώμενα μάρτυρές εισι πονηρίας κατά γονέων εν εξετασμώ αυτών. 7 Δίκαιος δε εάν φθάση τελευτήσαι, εν αναπαύσει έσται· 8 γήρας γάρ τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται· 9 πολιά δε εστι φρόνησις ανθρώποις και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. 10 ευάρεστος τώ Θεώ γενόμενος ηγαπήθη και ζών μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη· 11 ηρπάγη, μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος απατήση ψυχήν αυτού· 12 βασκανία γάρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά, και ρεμβασμός επιθυμίας μεταλλεύει νούν άκακον. 13 τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς, 14 αρεστή γάρ ήν Κυρίω η ψυχή αυτού· διά τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας. οι δε λαοί ιδόντες και μη νοήσαντες, μηδέ θέντες επί διανοία το τοιούτον, 15 ότι χάρις και έλεος εν τοίς εκλεκτοίς αυτού και επισκοπή εν τοίς οσίοις αυτού. 16 κατακρινεί δε δίκαιος καμών τους ζώντας ασεβείς και νεότης τελεσθείσα ταχέως πολυετές γήρας αδίκου· 17 όψονται γάρ τελευτήν σοφού και ου νοήσουσι τι εβουλεύσατο περί αυτού και εις τι ησφαλίσατο αυτόν ο Κύριος. 18 όψονται και εξουθενήσουσιν, αυτούς δε ο Κύριος εκγελάσεται 19 και έσονται μετά τούτο εις πτώμα άτιμον και εις ύβριν εν νεκροίς δι’ αιώνος, ότι ρήξει αυτούς αφώνους πρηνείς και σαλεύσει αυτούς εκ θεμελίων και έως εσχάτου χερσωθήσονται και έσονται εν οδύνη, και η μνήμη αυτών απολείται.
20 ελεύσονται εν συλλογισμώ αμαρτημάτων αυτών δειλοί, και ελέγξει αυτούς εξεναντίας τα ανομήματα αυτών.
1 ΤΟΤΕ στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν και των αθετούντων τους πόνους αυτού. 2 ιδόντες ταραχθήσονται φόβω δεινώ και εκστήσονται επί τώ παραδόξω της σωτηρίας. 3 ερούσιν εν εαυτοίς μετανοούντες και διά στενοχωρίαν πνεύματος στενάξονται και ερούσιν· 4 ούτος ήν ον έσχομέν ποτε εις γέλωτα και εις παραβολήν ονειδισμού οι άφρονες· τον βίον αυτού ελογισάμεθα μανίαν και την τελευτήν αυτού άτιμον. 5 πώς κατελογίσθη εν υιοίς Θεού και εν αγίοις ο κλήρος αυτού εστιν; 6 άρα επλανήθημεν από οδού αληθείας, και το της δικαιοσύνης φώς ουκ έλαμψεν ημίν, και ο ήλιος ουκ ανέτειλεν ημίν· 7 ανομίας ενεπλήσθημεν τρίβοις και απωλείας και διωδεύσαμεν ερήμους αβάτους, την δε οδόν Κυρίου ουκ έγνωμεν. 8 τι ωφέλησεν ημάς η υπερηφανία; και τι πλούτος μετά αλαζονίας συμβέβληται ημίν; 9 παρήλθεν εκείναι πάντα ως σκιά και ως αγγελία παρατρέχουσα·
10 ως ναύς διερχομένη κυμαινόμενον ύδωρ, ής διαβάσης ουκ έστιν ίχνος ευρείν, ουδέ ατραπόν τρόπιος αυτής εν κύμασιν· 11 ή ως ορνέου διαπτάντος αέρα ουθέν ευρίσκεται τεκμήριον πορείας, πληγή δε ταρσών μαστιζόμενον πνεύμα κούφον και σχιζόμενον βία ροίζου, κινουμένων πτερύγων διωδεύθη, και μετά τούτο ουχ ευρέθη σημείον επιβάσεως εν αυτώ· 12 ή ως βέλους βληθέντος επί σκοπόν, τμηθείς ο αήρ ευθέως εις εαυτόν ανελύθη ως αγνοήσαι την δίοδον αυτού. 13 ούτως και ημείς γεννηθέντες εξελίπομεν και αρετής μέν σημείον ουδέν έσχομεν δείξαι, εν δε τή κακία ημών κατεδαπανήθημεν. 14 ότι ελπίς ασεβούς ως φερόμενος χνούς υπό ανέμου και ως πάχνη υπό λαίλαπος διωχθείσα λεπτή και ως καπνός υπό ανέμου διεχύθη και ως μνεία καταλύτου μονοημέρου παρώδευσε. 15 Δίκαιοι δε εις τον αιώνα ζώσι, και εν Κυρίω ο μισθός αυτών, και η φροντίς αυτών παρά Υψίστω. 16 διά τούτο λήψονται το βασίλειον της ευπρεπείας και το διάδημα τού κάλλους εκ χειρός Κυρίου, ότι τή δεξιά σκεπάσει αυτούς και τώ βραχίονι υπερασπιεί αυτών. 17 λήψεται πανοπλίαν τον ζήλον αυτού και οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών· 18 ενδύσεται θώρακα δικαιοσύνην και περιθήσεται κόρυθα κρίσιν ανυπόκριτον· 19 λήψεται ασπίδα ακαταμάχητον οσιότητα,
20 οξυνεί δε απότομον οργήν εις ρομφαίαν, συνεκπολεμήσει δε αυτώ ο κόσμος επί τους παράφρονας. 21 πορεύσονται εύστοχοι βολίδες αστραπών και ως από ευκύκλου τόξου των νεφών επί σκοπόν αλούνται, 22 και εκ πετροβόλου θυμού πλήρεις ριφήσονται χάλαζαι. αγανακτήσει κατ’ αυτών ύδωρ θαλάσσης, ποταμοί δε συγκλύσουσιν αποτόμως. 23 αντιστήσεται αυτοίς πνεύμα δυνάμεως και ως λαίλαψ εκλικμήσει αυτούς. και ερημώσει πάσαν την γήν ανομία, και η κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστών.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ ούν, βασιλείς, και σύνετε· μάθετε, δικασταί περάτων γής. 2 ενωτίσασθε οι κρατούντες πλήθους και γεγαυρωμένοι επί όχλοις εθνών· 3 ότι εδόθη παρά τού Κυρίου η κράτησις υμίν και η δυναστεία παρά Υψίστου, ός εξετάσει υμών τα έργα και τας βουλάς διερευνήσει· 4 ότι υπηρέται όντες της αυτού βασιλείας ουκ εκρίνατε ορθώς, ουδέ εφυλάξατε νόμον, ουδέ κατά την βουλήν τού Θεού επορεύθητε. 5 φρικτώς και ταχέως επιστήσεται υμίν, ότι κρίσις απότομος εν τοίς υπερέχουσι γίνεται. 6 ο γάρ ελάχιστος συγγνωστός εστιν ελέους, δυνατοί δε δυνατώς ετασθήσονται· 7 ου γάρ υποστελείται πρόσωπον ο πάντων δεσπότης, ουδέ εντραπήσεται μέγεθος, ότι μικρόν και μέγαν αυτός εποίησεν ομοίως τε προνοεί περί πάντων· 8 τοίς δε κραταιοίς ισχυρά εφίσταται έρευνα. 9 προς υμάς ούν, ώ τύραννοι, οι λόγοι μου, ίνα μάθητε σοφίαν και μη παραπέσητε·
10 οι γάρ φυλάξαντες οσίως τα όσια οσιωθήσονται, και οι διδαχθέντες αυτά ευρήσουσιν απολογίαν. 11 επιθυμήσατε ούν των λόγων μου, ποθήσατε και παιδευθήσεσθε. 12 Λαμπρά και αμάραντός εστιν η σοφία και ευχερώς θεωρείται υπό των αγαπώντων αυτήν και ευρίσκεται υπό των ζητούντων αυτήν, 13 φθάνει τους επιθυμούντας προγνωσθήναι. 14 ο ορθρίσας προς αυτήν ου κοπιάσει, πάρεδρον γάρ ευρήσει των πυλών αυτού. 15 το γάρ ενθυμηθήναι περί αυτής φρονήσεως τελειότης, και ο αγρυπνήσας δι’ αυτήν ταχέως αμέριμνος έσται· 16 ότι τους αξίους αυτής αύτη περιέρχεται ζητούσα και εν ταίς τρίβοις φαντάζεται αυτοίς ευμενώς και εν πάση επινοία υπαντά αυτοίς. 17 αρχή γάρ αυτής η αληθεστάτη παιδείας επιθυμία, φροντίς δε παιδείας αγάπη, 18 αγάπη δε τήρησις νόμων αυτής, προσοχή δε νόμων βεβαίωσις αφθαρσίας, 19 αφθαρσία δε εγγύς είναι ποιεί Θεού.
20 επιθυμία άρα σοφίας ανάγει επί βασιλείαν. 21 ει ούν ήδεσθε επί θρόνοις και σκήπτροις, τύραννοι λαών, τιμήσατε σοφίαν, ίνα εις τον αιώνα βασιλεύσητε. 22 τι δε εστι σοφία και πώς εγένετο, απαγγελώ και ουκ αποκρύψω υμίν μυστήρια, αλλά απ’ αρχής γενέσεως εξιχνιάσω και θήσω εις το εμφανές την γνώσιν αυτής και ου μη παροδεύσω την αλήθειαν. 23 ούτε μην φθόνω τετηκότι συνοδεύσω, ότι ούτος ου κοινωνήσει σοφία. 24 πλήθος δε σοφών σωτηρία κόσμου, και βασιλεύς φρόνιμος ευστάθεια δήμου. 25 ώστε παιδεύσθε τοίς ρήμασί μου, και ωφεληθήσεσθε.
1 ΕΙΜΙ μέν καγώ θνητός άνθρωπος ίσος άπασι και γηγενούς απόγονος πρωτοπλάστου· και εν κοιλία μητρός εγλύφην σάρξ 2 δεκαμηνιαίω χρόνω παγείς εν αίματι εκ σπέρματος ανδρός και ηδονής ύπνω συνελθούσης. 3 και εγώ δε γενόμενος έσπασα τον κοινόν αέρα και επί την ομοιοπαθή κατέπεσον γήν, πρώτην φωνήν την ομοίαν πάσιν ίσα κλαίων· 4 εν σπαργάνοις ανετράφην και εν φροντίσιν· 5 ουδείς γάρ βασιλεύς ετέραν έσχε γενέσεως αρχήν, 6 μία δε πάντων είσοδος εις τον βίον, έξοδός τε ίση. 7 διά τούτο ηυξάμην, και φρόνησις εδόθη μοι· επεκαλεσάμην, και ήλθέ μοι πνεύμα σοφίας. 8 προέκρινα αυτήν σκήπτρων και θρόνων και πλούτον ουδέν ηγησάμην εν συγκρίσει αυτής· 9 ουδέ ωμοίωσα αυτή λίθον ατίμητον, ότι ο πάς χρυσός εν όψει αυτής ψάμμος ολίγη, και ως πηλός λογισθήσεται άργυρος εναντίον αυτής.
10 υπέρ υγίειαν και ευμορφίαν ηγάπησα αυτήν και προειλόμην αυτήν αντί φωτός έχειν, ότι ακοίμητον το εκ ταύτης φέγγος. 11 ήλθε δε μοι τα αγαθά ομού πάντα μετ’ αυτής και αναρίθμητος πλούτος εν χερσίν αυτής. 12 ευφράνθην δε επί πάσιν, ότι αυτών ηγείται σοφία, ηγνόουν δε αυτήν γενέτιν είναι τούτων. 13 αδόλως τε έμαθον αφθόνως τε μεταδίδωμι, τον πλούτον αυτής ουκ αποκρύπτομαι· 14 ανεκλιπής γάρ θησαυρός εστιν ανθρώποις, ον οι χρησάμενοι προς Θεόν εστείλαντο φιλίαν διά τας εκ παιδείας δωρεάς συσταθέντες. 15 Εμοί δε δώη ο Θεός ειπείν κατά γνώμην και ενθυμηθήναι αξίως των δεδομένων, ότι αυτός και της σοφίας οδηγός εστι και των σοφών διορθωτής. 16 εν γάρ χειρί αυτού και ημείς και οι λόγοι ημών πάσά τε φρόνησις και εργατειών επιστήμη. 17 αυτός γάρ μοι έδωκε των όντων γνώσιν αψευδή ειδέναι σύστασιν κόσμου και ενέργειαν στοιχείων, 18 αρχήν και τέλος και μεσότητα χρόνων, τροπών αλλαγάς και μεταβολάς καιρών, 19 ενιαυτών κύκλους και αστέρων θέσεις,
20 φύσεις ζώων και θυμούς θηρίων, πνευμάτων βίας και διαλογισμούς ανθρώπων, διαφοράς φυτών και δυνάμεις ριζών, 21 όσα τέ εστι κρυπτά και εμφανή έγνων· η γάρ πάντων τεχνίτις εδίδαξέ με σοφία. 22 Έστι γάρ εν αυτή πνεύμα νοερόν, άγιον, μονογενές, πολυμερές, λεπτόν, ευκίνητον, τρανόν, αμόλυντον, σαφές, απήμαντον, φιλάγαθον, οξύ, ακώλυτον, ευεργετικόν, 23 φιλάνθρωπον, βέβαιον, ασφαλές, αμέριμνον, παντοδύναμον, πανεπίσκοπον και διά πάντων χωρούν πνευμάτων νοερών καθαρών λεπτοτάτων. 24 πάσης γάρ κινήσεως κινητικώτερον σοφία, διήκει δε και χωρεί διά πάντων διά την καθαρότητα· 25 ατμίς γάρ εστι της τού Θεού δυνάμεως και απόρροια της τού Παντοκράτορος δόξης ειλικρινής· διά τούτο ουδέν μεμιαμμένον εις αυτήν παρεμπίπτει. 26 απαύγασμα γάρ εστι φωτός αιδίου και έσοπτρον ακηλίδωτον της τού Θεού ενεργείας και εικών της αγαθότητος αυτού. 27 μία δε ούσα πάντα δύναται και μένουσα εν αυτή τα πάντα καινίζει και κατά γενεάς εις ψυχάς οσίας μεταβαίνουσα φίλους Θεού και προφήτας κατασκευάζει· 28 ουθέν γάρ αγαπά ο Θεός ει μη τον σοφία συνοικούντα. 29 έστι γάρ αύτη ευπρεπεστέρα ηλίου και υπέρ πάσαν άστρων θέσιν, φωτί συγκρινομένη, ευρίσκεται προτέρα·
30 τούτο μέν γάρ διαδέχεται νύξ, σοφίας δε ου κατισχύει κακία.
1 ΔΙΑΤΕΙΝΕΙ δε από πέρατος εις πέρας ευρώστως και διοικεί τα πάντα χρηστώς.
2 Ταύτην εφίλησα και εξεζήτησα εκ νεότητός μου και εζήτησα νύμφην αγαγέσθαι εμαυτώ και εραστής εγενόμην τού κάλλους αυτής. 3 ευγένειαν δοξάζει συμβίωσιν Θεού έχουσα, και ο πάντων δεσπότης ηγάπησεν αυτήν· 4 μύστις γάρ εστι της τού Θεού επιστήμης και αιρετίς των έργων αυτού. 5 ει δε πλούτός εστιν επιθυμητόν κτήμα εν βίω, τι σοφίας πλουσιώτερον της τα πάντα εργαζομένης; 6 ει δε φρόνησις εργάζεται, τις αυτής των όντων μάλλόν εστι τεχνίτις; 7 και ει δικαιοσύνην αγαπά τις, οι πόνοι ταύτης εισίν αρεταί· σωφροσύνην γάρ και φρόνησιν εκδιδάσκει, δικαιοσύνην και ανδρείαν, ών χρησιμώτερον ουδέν εστιν εν βίω ανθρώποις. 8 ει δε και πολυπειρίαν ποθεί τις, οίδε τα αρχαία και τα μέλλοντα εικάζειν, επίσταται στροφάς λόγων και λύσεις αινιγμάτων, σημεία και τέρατα προγινώσκει και εκβάσεις καιρών και χρόνων. 9 έκρινα τοίνυν ταύτην αγαγέσθαι προς συμβίωσιν, ειδώς ότι έσται μοι σύμβουλος αγαθών και παραίνεσις φροντίδων και λύπης.
10 έξω δι’ αυτήν δόξαν εν όχλοις και τιμήν παρά πρεσβυτέροις ο νέος· 11 οξύς ευρεθήσομαι εν κρίσει και εν όψει δυναστών θαυμασθήσομαι· 12 σιγώντά με περιμενούσι και φθεγγομένω προσέξουσι και λαλούντος επί πλείον χείρα επιθήσουσιν επί στόμα αυτών. 13 έξω δι΄ αυτήν αθανασίαν και μνήμην αιώνιον τοίς μετ’ εμέ απολείψω. 14 διοικήσω λαούς, και έθνη υποταγήσεταί μοι· 15 φοβηθήσονταί με ακούσαντες τύραννοι φρικτοί, εν πλήθει φανούμαι αγαθός και εν πολέμω ανδρείος. 16 εισελθών εις τον οίκόν μου προσαναπαύσομαι αυτή· ου γάρ έχει πικρίαν η συναναστροφή αυτής, ουδέ οδύνην η συμβίωσις αυτής, αλλά ευφροσύνην και χαράν. 17 ταύτα λογισάμενος εν εμαυτώ και φροντίσας εν καρδία μου ότι εστιν αθανασία εν συγγενεία σοφίας 18 και εν φιλία αυτής τέρψις αγαθή και εν πόνοις χειρών αυτής πλούτος ανεκλιπής και εν συγγυμνασία ομιλίας αυτής φρόνησις και εύκλεια εν κοινωνία λόγων αυτής, περιήειν ζητών όπως λάβω αυτήν εις εμαυτόν. 19 παίς δε ήμην ευφυής ψυχής τε έλαχον αγαθής,
20 μάλλον δε αγαθός ών ήλθον εις σώμα αμίαντον. 21 γνούς δε ότι ουκ άλλως έσομαι εγκρατής, εάν μη ο Θεός δώ ~και τούτο δ΄ ήν φρονήσεως το ειδέναι τίνος η χάρις~ ενέτυχον τώ Κυρίω και εδεήθην αυτού και είπον εξ όλης της καρδίας μου.
1 ΘΕΕ πατέρων και Κύριε τού ελέους ο ποιήσας τα πάντα εν λόγω σου 2 και τή σοφία σου κατεσκεύσασας άνθρωπον, ίνα δεσπόζη των υπό σού γενομένων κτισμάτων 3 και διέπη τον κόσμον εν οσιότητι και δικαιοσύνη και εν ευθύτητι ψυχής κρίσιν κρίνη, 4 δός μοι την των σών θρόνων πάρεδρον σοφίαν και μη με αποδοκιμάσης εκ παίδων σου. 5 ότι εγώ δούλος σός και υιός της παιδίσκης σου, άνθρωπος ασθενής και ολιγοχρόνιος και ελάσσων εν συνέσει κρίσεως και νόμων· 6 κάν γάρ τις ή τέλειος εν υιοίς ανθρώπων, της από σού σοφίας απούσης, εις ουδέν λογισθήσεται. 7 σύ με προείλω βασιλέα λαού σου και δικαστήν υιών σου και θυγατέρων· 8 είπας οικοδομήσαι ναόν εν όρει αγίω σου και εν πόλει κατασκηνώσεώς σου θυσιαστήριον, μίμημα σκηνής αγίας, ήν προητοίμασας απ’ αρχής. 9 και μετά σού η σοφία η ειδυία τα έργα σου και παρούσα, ότε εποίεις τον κόσμον, και επισταμένη τι αρεστόν εν οφθαλμοίς σου και τι ευθές εν εντολαίς σου.
10 εξαπόστειλον αυτήν εξ αγίων ουρανών και από θρόνου δόξης σου πέμψον αυτήν, ίνα συμπαρούσά μοι κοπιάση και γνώ τι ευάρεστόν εστι παρά σοί. 11 οίδε γάρ εκείνη πάντα και συνίει και οδηγήσει με εν ταίς πράξεσί μου σωφρόνως και φυλάξει με εν τή δόξη αυτής· 12 και έσται προσδεκτά τα έργα μου, και διακρινώ τον λαόν σου δικαίως και έσομαι άξιος θρόνων πατρός μου. 13 τις γάρ άνθρωπος γνώσεται βουλήν Θεού; ή τις ενθυμηθήσεται τι θέλει ο Κύριος; 14 λογισμοί γάρ θνητών δειλοί, και επισφαλείς αι επίνοιαι ημών. 15 φθαρτόν γάρ σώμα βαρύνει ψυχήν, και βρίθει το γεώδες σκήνος νούν πολυφρόντιδα. 16 και μόλις εικάζομεν τα επί γής και τα εν χερσίν ευρίσκομεν μετά πόνου· τα δε εν ουρανοίς τις εξιχνίασε; 17 βουλήν δε σου τις έγων, ει μη σύ έδωκας σοφίαν και έπεμψας το άγιόν σου πνεύμα από υψίστων; 18 και ούτως διωρθώθησαν αι τρίβοι των επί γής, και τα αρεστά σου εδιδάχθησαν άνθρωποι, 19 και τή σοφία εσώθησαν.
1 ΑΥΤΗ πρωτόπλαστον πατέρα κόσμου μόνον κτισθέντα διεφύλαξε και εξείλατο αυτόν εκ παραπτώματος ιδίου 2 έδωκέ τε αυτώ ισχύν κρατήσαι απάντων. 3 αποστάς δε απ’ αυτής άδικος εν οργή αυτού, αδελφοκτόνοις συναπώλετο θυμοίς· 4 δι’ ον κατακλυζομένην γήν πάλιν διέσωσε σοφία, δι΄ ευτελούς ξύλου τον δίκαιον κυβερνήσασα. 5 αύτη και εν ομονοία πονηρίας εθνών συγχυθέντων έγνω τον δίκαιον και ετήρησεν αυτόν άμεμπτον Θεώ και επί τέκνου σπλάγχνοις ισχυρόν εφύλαξεν. 6 αύτη δίκαιον εξαπολλυμένων ασεβών ερρύσατο φυγόντα πύρ καταβάσιον Πενταπόλεως· 7 ής έτι μαρτύριον της πονηρίας καπνιζομένη καθέστηκε χέρσος, και ατελέσιν ώραις καρποφορούντα φυτά, απιστούσης ψυχής μνημείον εστηκυία στήλη αλός. 8 σοφίαν γάρ παροδεύσαντες ου μόνον εβλάβησαν τού μη γνώναι τα καλά, αλλά και της αφροσύνης απέλιπον τώ βίω μνημόσυνον, ίνα εν οίς εσφάλησαν μηδέ λαθείν δυνηθώσι. 9 σοφία δε τους θεραπεύσαντας αυτήν εκ πόνων ερρύσατο.
10 αύτη φυγάδα οργής αδελφού δίκαιον ωδήγησεν εν τρίβοις ευθείαις· έδειξεν αυτώ βασιλείαν Θεού και έδωκεν αυτώ γνώσιν αγίων· ευπόρησεν αυτόν εν μόχθοις και επλήθυνε τους πόνους αυτού· 11 εν πλεονεξία κατισχυόντων αυτόν παρέστη και επλούτισεν αυτόν· 12 διεφύλαξεν αυτόν από εχθρών, και από ενεδρευόντων ησφαλίσατο και αγώνα ισχυρόν εβράβευσεν αυτώ, ίνα γνώ, ότι παντός δυνατωτέρα εστίν ευσέβεια. 13 αύτη πραθέντα δίκαιον ουκ εγκατέλιπεν, αλλά εξ αμαρτίας ερρύσατο αυτόν· 14 συγκατέβη αυτώ εις λάκκον και εν δεσμοίς ουκ αφήκεν αυτόν, έως ήνεγκεν αυτώ σκήπτρα βασιλείας και εξουσίαν τυραννούντων αυτού· ψευδείς τε έδειξε τους μωμησαμένους αυτόν και έδωκεν αυτώ δόξαν αιώνιον. 15 αύτη λαόν όσιον και σπέρμα άμεμπτον ερρύσατο εξ έθνους θλιβόντων· 16 εισήλθεν εις ψυχήν θεράποντος Κυρίου και αντέστη βασιλεύσι φοβεροίς εν τέρασι και σημείοις. 17 απέδωκεν οσίοις μισθόν κόπων αυτών, ωδήγησεν αυτούς εν οδώ θαυμαστή και εγένετο αυτοίς εις σκέπην ημέρας και εις φλόγα άστρων την νύκτα. 18 διεβίβασεν αυτούς θάλασσαν ερυθράν και διήγαγεν αυτούς δι’ ύδατος πολλού· 19 τους δε εχθρούς αυτών κατέκλυσε και εκ βάθους αβύσσου ανέβρασεν αυτούς.
20 διά τούτο δίκαιοι εσκύλευσαν ασεβείς και ύμνησαν, Κύριε, το όνομα το άγιόν σου, την τε υπέρμαχόν σου χείρα ήνεσαν ομοθυμαδόν· 21 ότι η σοφία ήνοιξε στόμα κωφών και γλώσσας νηπίων έθηκε τρανάς.
1 ΕΥΩΔΩΣΕ τα έργα αυτών εν χειρί προφήτου αγίου. 2 διώδευσαν έρημον αοίκητον και εν αβάτοις έπηξαν σκηνάς· 3 αντέστησαν πολεμίοις και ημύναντο εχθρούς. 4 εδίψησαν και επεκαλέσαντό σε, και εδόθη αυτοίς εκ πέτρας ακροτόμου ύδωρ και ίαμα δίψης εκ λίθου σκληρού. 5 δι΄ ών γάρ εκολάσθησαν οι εχθροί αυτών, διά τούτων αυτοί απορούντες ευεργετήθησαν. 6 αντί μέν πηγής αεννάου ποταμού αίματι λυθρώδει ταραχθέντος 7 εις έλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος, έδωκας αυτοίς δαψιλές ύδωρ ανελπίστως, 8 δείξας διά τού τότε δίψους πώς τους υπεναντίους εκόλασας. 9 ότε γάρ επειράσθησαν, και περ εν ελέει παιδευόμενοι, έγνωσαν πώς εν οργή κρινόμενοι ασεβείς εβασανίζοντο· 10 τούτους μέν γάρ ως πατήρ νουθετών εδοκίμασας, εκείνους δε ως απότομος βασιλεύς καταδικάζων εξήτασας. 11 και απόντες δε και παρόντες ομοίως ετρύχοντο· 12 διπλή γάρ αυτούς έλαβε λύπη· και στεναγμός μνημών των παρελθόντων. 13 ότε γάρ ήκουσαν διά των ιδίων κολάσεων ευεργετουμένους αυτούς, ήσθοντο τού Κυρίου· 14 ον γάρ εν εκθέσει πάλαι ριφέντα απείπον χλευάζοντες, επί τέλει των εκβάσεων εθαύμασαν, ουχ όμοια δικαίοις διψήσαντες. 15 αντί δε λογισμών ασυνέτων αδικίας αυτών, εν οίς πλανηθέντες εθρήσκευον άλογα ερπετά και κνώδαλα ευτελή, επαπέστειλας αυτοίς πλήθος αλόγων ζώων εις εκδίκησιν, 16 ίνα γνώσιν ότι δι’ ών τις αμαρτάνει, διά τούτων κολάζεται. 17 ου γάρ ηπόρει η παντοδύναμός σου χείρ και κτίσασα τον κόσμον εξ αμόρφου ύλης επιπέμψαι αυτοίς πλήθος άρκων ή θρασείς λέοντας 18 ή νεοκτίστους θυμού πλήρεις θήρας αγνώστους ήτοι πυρπνόον φυσώντας άσθμα ή βρόμους λικμωμένους καπνού ή δεινούς απ΄ ομμάτων σπινθήρας αστράπτοντας, 19 ών ου μόνον η βλάβη ηδύνατο συνεκτρίψαι αυτούς, αλλά και η όψις εκφοβήσασα διολέσαι.
20 και χωρίς δε τούτων, ενί πνεύματι πεσείν εδύναντο υπό της δίκης διωχθέντες και λικμηθέντες υπό πνεύματος δυνάμεώς σου· αλλά πάντα μέτρω και αριθμώ και σταθμώ διέταξας. 21 το γάρ μεγάλως ισχύειν πάρεστί σοι πάντοτε, και κράτει βραχίονός σου τις αντιστήσεται; 22 ότι ως ροπή εκ πλαστίγγων όλος ο κόσμος εναντίον σου και ως ρανίς δρόσου ορθρινή κατελθούσα επί γήν. 23 ελεείς δε πάντας, ότι πάντα δύνασαι, και παροράς αμαρτήματα ανθρώπων εις μετάνοιαν. 24 αγαπάς γάρ τα όντα πάντα και ουδέν βδελύσση, ών εποίησας· ουδέ γάρ αν μισών τι κατεσκεύασας. 25 πώς δε έμεινεν αν τι, ει μη σύ ηθέλησας ή το μη κληθέν υπό σού διετηρήθη; 26 φείδη δε πάντων, ότι σά εστι, δέσποτα φιλόψυχε.
1 ΤΟ γάρ άφθαρτόν σου πνεύμά εστιν εν πάσι. 2 διό τους παραπίπτοντας κατ’ ολίγον ελέγχεις και εν οίς αμαρτάνουσιν υπομιμνήσκων νουθετείς, ίνα απαλλαγέντες της κακίας πιστεύσωσιν επί σε, Κύριε. 3 και γάρ τους παλαιούς οικήτορας της αγίας σου γής μισήσας 4 επί τώ έχθιστα πράσσειν έργα φαρμακειών και τελετάς ανοσίους 5 τέκνων τε φονέας ανελεήμονας και σπλαγχνοφάγων ανθρωπίνων σαρκών θοίναν και αίματος, εκ μέσου μύστας θιάσου 6 και αυθέντας γονείς ψυχών αβοηθήτων, εβουλήθης απολέσαι διά χειρών πατέρων ημών, 7 ίνα αξίαν αποικίαν δέξηται Θεού παίδων η παρά σοί πασών τιμιωτάτη γη. 8 αλλά και τούτων ως ανθρώπων εφείσω απέστειλάς τε προδρόμους τού στρατοπέδου σου σφήκας, ίνα αυτούς κατά βραχύ εξολοθρεύσωσιν. 9 ουκ αδυνατών εν παρατάξει ασεβείς δικαίοις υποχειρίους δούναι ή θηρίοις δεινοίς ή λόγω αποτόμω υφ΄ έν εκτρίψαι,
10 κρίνων δε κατά βραχύ εδίδους τόπον μετανοίας, ουκ αγνοών ότι πονηρά η γένεσις αυτών και έμφυτος η κακία αυτών και ότι ου μη αλλαγή ο λογισμός αυτών εις τον αιώνα. 11 σπέρμα γάρ ήν κατηραμένον απ’ αρχής, ουδέ ευλαβούμενός τινα εφ’ οίς ημάρτανον άδειαν εδίδους. 12 τις γάρ ερεί· τι εποίησας; ή τις αντιστήσεται τώ κρίματί σου; τις δε εγκαλέσει σοι κατά εθνών απολωλότων, ά σύ εποίησας; ή τις εις κατάστασίν σοι ελεύσεται έκδικος κατά αδίκων ανθρώπων; 13 ούτε γάρ Θεός εστι πλήν σού, ώ μέλει περί πάντων, ίνα δείξης ότι ουκ αδίκως έκρινας, 14 ούτε βασιλεύς ή τύραννος αντοφθαλμήσαι δυνήσεταί σοι περί ών εκόλασας. 15 δίκαιος δε ών δικαίως τα πάντα διέπεις, αυτόν τον μη οφείλοντα κολασθήναι καταδικάσαι αλλότριον ηγούμενος της σής δυνάμεως. 16 η γάρ ισχύς σου δικαιοσύνης αρχή, και το πάντων σε δεσπόζειν πάντων φείδεσθαι ποιεί. 17 ισχύν γάρ ενδείκνυσαι απιστούμενος επί δυνάμεως τελειότητι και εν τοίς ειδόσι το θράσος εξελέγχεις. 18 σύ δε δεσπόζων ισχύος εν επιεικεία κρίνεις και μετά πολλής φειδούς διοικείς ημάς· πάρεστι γάρ σοι, όταν θέλης, το δύνασθαι. 19 Εδίδαξας δε σου τον λαόν διά των τοιούτων έργων, ότι δεί τον δίκαιον είναι φιλάνθρωπον· και ευέλπιδας εποίησας τους υιούς σου ότι δίδως επί αμαρτήμασι μετάνοιαν.
20 ει γάρ εχθρούς παίδων σου και οφειλομένους θανάτω μετά τοσαύτης ετιμώρησας προσοχής και διέσεως, δούς χρόνους και τόπον, δι’ ών απαλλαγώσι της κακίας, 21 μετά πόσης ακριβείας έκρινας τους υιούς σου, ών τοίς πατράσιν όρκους και συνθήκας έδωκας αγαθών υποσχέσεων; 22 Ημάς ούν παιδεύων τους εχθρούς ημών εν μυριότητι μαστιγοίς, ίνα σου την αγαθότητα μεριμνώμεν κρίνοντες, κρινόμενοι δε προσδοκώμεν έλεος. 23 όθεν και τους εν αφροσύνη ζωής βιώσαντας αδίκους διά των ιδίων εβασάνισας βδελυγμάτων· 24 και γάρ των πλάνης οδών μακρότερον επλανήθησαν, θεούς υπολαμβάνοντες τα και εν ζώοις των εχθρών άτιμα, νηπίων δίκην αφρόνων ψευσθέντες. 25 διά τούτο ως παισίν αλογίστοις την κρίσιν εις εμπαιγμόν έπεμψας. 26 οι δε παιγνίοις επιτιμήσεως μη νουθετηθέντες αξίαν Θεού κρίσιν πειράσουσιν. 27 εφ’ οίς γάρ αυτοί πάσχοντες ηγανάκτουν, επί τούτοις, ούς εδόκουν θεούς, εν αυτοίς κολαζόμενοι, ιδόντες ον πάλαι ηρνούντο ειδέναι Θεόν επέγνωσαν αληθή· διό και το τέρμα της καταδίκης επ’ αυτούς επήλθεν.
1 ΜΑΤΑΙΟΙ μέν γάρ πάντες άνθρωποι φύσει, οίς παρήν Θεού αγνωσία και εκ των ορωμένων αγαθών ουκ ίσχυσαν ειδέναι τον όντα ούτε τοίς έργοις προσχόντες επέγνωσαν τον τεχνίτην· 2 αλλ’ ή πύρ ή πνεύμα ή ταχινόν αέρα ή κύκλον άστρων ή βίαιον ύδωρ ή φωστήρας ουρανού πρυτάνεις κόσμου θεούς ενόμισαν. 3 ών ει μέν τή καλλονή τερπόμενοι ταύτα θεούς υπελάμβανον, γνώτωσαν πόσω τούτων ο δεσπότης εστί βελτίων, ο γάρ τού κάλλους γενεσιάρχης έκτισεν αυτά· 4 ει δε δύναμιν και ενέργειαν εκπλαγέντες νοησάτωσαν απ΄ αυτών πόσω ο κατασκευάσας αυτά δυνατώτερός εστιν· 5 εκ γάρ μεγέθους καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός αυτών θεωρείται. 6 αλλ’ όμως επί τούτοις έστι μέμψις ολίγη, και γάρ αυτοί τάχα πλανώνται Θεόν ζητούντες και θέλοντες ευρείν· 7 εν γάρ τοίς έργοις αυτού αναστρεφόμενοι διερευνώσι και πείθονται τή όψει, ότι καλά τα βλεπόμενα. 8 πάλιν δε ουδ΄ αυτοί συγγνωστοί· 9 ει γάρ τοσούτον ίσχυσαν ειδέναι, ίνα δύνωνται στοχάσασθαι τον αιώνα, τον τούτων δεσπότην πώς τάχιον ουχ εύρον;
10 Ταλαίπωροι δε και εν νεκροίς αι ελπίδες αυτών, οίτινες εκάλεσαν θεούς έργα χειρών ανθρώπων, χρυσόν και άργυρον τέχνης εμμελέτημα και απεικάσματα ζώων ή λίθον άχρηστον χειρός έργον αρχαίας. 11 ει δε και τις υλοτόμος τέκνων ευκίνητον φυτόν εκπρίσας περιέξυσεν ευμαθώς πάντα τον φλοιόν αυτού και τεχνησάμενος ευπρεπώς κατεσκεύασε χρήσιμον σκεύος εις υπηρεσίαν ζωής, 12 τα δε αποβλήματα της εργασίας εις ετοιμασίαν τροφής αναλώσας ενεπλήσθη· 13 το δε εξ αυτών απόβλημα εις ουθέν εύχρηστον, ξύλον σκολιόν και όζοις συμπεφηκός, λαβών έγλυψεν εν επιμελεία αργίας αυτού και εμπειρία συνέσεως ετύπωσεν αυτό, απείκασεν αυτό εικόνι ανθρώπου 14 ή ζώω τινί ευτελεί ωμοίωσεν αυτό, καταχρίσας μίλτω και φύκει ερυθήνας χρόαν αυτού, και πάσαν κηλίδα την εν αυτώ καταχρίσας 15 και ποιήσας αυτώ αυτού άξιον οίκημα, εν τοίχω έθηκεν αυτό ασφαλισάμενος σιδήρω. 16 ίνα μέν ούν μη καταπέση, προενόησεν αυτού ειδώς ότι αδυνατεί εαυτώ βοηθήσαι· και γάρ εστιν εικών και χρείαν έχει βοηθείας. 17 περί δε κτημάτων και γάμων αυτού και τέκνων προσευχόμενος, ουκ αισχύνεται τώ αψύχω προσλαλών και περί μέν υγιείας το ασθενές επικαλείται, 18 περί δε ζωής τον νεκρόν αξιοί, περί δε επικουρίας το απειρότατον ικετεύει, περί δε οδοιπορίας το μηδέ βάσει χρήσθαι δυνάμενον, 19 περί δε πορισμού και εργασίας και χειρών επιτυχίας το αδρανέστατον ταίς χερσίν ευδράνειαν αιτείται.
1 Πλούν τις πάλιν στελλόμενος και άγρια μέλλων διοδεύειν κύματα, τού φέροντος αυτόν πλοίου σαθρότερον ξύλον επιβοάται. 2 εκείνο μέν γάρ όρεξις πορισμών επενόησε, τεχνίτις δε σοφία κατεσκεύασεν· 3 η δε σή, πάτερ, διακυβερνά πρόνοια, ότι έδωκας και εν θαλάσση οδόν και εν κύμασι τρίβον ασφαλή, 4 δεικνύς ότι δύνασαι εκ παντός σώζειν, ίνα κάν άνευ τέχνης τις επιβή. 5 θέλεις δε μη αργά είναι τα της σοφίας σου έργα, διά τούτο και ελαχίστω ξύλω πιστεύουσιν άνθρωποι ψυχάς και διελθόντες κλύδωνα σχεδία διεσώθησαν. 6 και αρχής γάρ απολλυμένων υπερηφάνων γιγάντων, η ελπίς τού κόσμου επί σχεδίας καταφυγούσα απέλιπεν αιώνι σπέρμα γενέσεως τή σή κυβερνηθείσα χειρί. 7 ευλόγηται γάρ ξύλον, δι’ ού γίνεται δικαιοσύνη· 8 το χειροποίητον δε, επικατάρατον αυτόν και ο ποιήσας αυτό, ότι ο μέν ειργάζετο, το δε φθαρτόν θεός ωνομάσθη. 9 εν ίσω γάρ μισητά Θεώ και ο ασεβών και η ασέβεια αυτού·
10 και γάρ το πραχθέν σύν τώ δράσαντι κολασθήσεται. 11 διά τούτο και εν ειδώλοις εθνών επισκοπή έσται, ότι εν κτίσματι Θεού εις βδέλυγμα εγενήθησαν και εις σκάνδαλα ψυχαίς ανθρώπων και εις παγίδα ποσίν αφρόνων. 12 Αρχή γάρ πορνείας επίνοια ειδώλων, εύρεσις δε αυτών φθορά ζωής. 13 ούτε γάρ ήν απ’ αρχής, ούτε εις τον αιώνα έσται· 14 κενοδοξία γάρ ανθρώπων εισήλθεν εις κόσμον, και διά τούτο σύντομον αυτών τέλος επενοήθη. 15 αώρω γάρ πένθει τρυχόμενος πατήρ, τού ταχέως αφαιρεθέντος τέκνου εικόνα ποιήσας, τον τότε νεκρόν άνθρωπον νύν ως Θεόν ετίμησε και παρέδωκε τοίς υποχειρίοις μυστήρια και τελετάς. 16 είτα εν χρόνω κρατυνθέν το ασεβές έθος ως νόμος εφυλάχθη, και τυράννων επιταγαίς εθρησκεύετο τα γλυπτά, 17 ούς εν όψει μη δυνάμενοι τιμάν άνθρωποι διά το μακράν οικείν, την πόρρωθεν όψιν ανατυπωσάμενοι, εμφανή εικόνα τού τιμωμένου βασιλέως εποίησαν, ίνα τον απόντα ως παρόντα κολακεύωσι διά της σπουδής. 18 εις επίτασιν δε θρησκείας και τους αγνοούντας η τού τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία· 19 ο μέν γάρ τάχα τώ κρατούντι βουλόμενος αρέσαι, εξεβιάσατο τή τέχνη την ομοιότητα επί το κάλλιον·
20 το δε πλήθος εφελκόμενον διά το εύχαρι της εργασίας, τον πρό ολίγου τιμηθέντα άνθρωπον νύν σέβασμα ελογίσαντο. 21 και τούτο εγένετο τώ βίω εις ένεδρον, ότι ή συμφορά ή τυραννίδι δουλεύσαντες άνθρωποι το ακοινώνητον όνομα λίθοις και ξύλοις περιέθεσαν. 22 Είτ’ ουκ ήρκεσε το πλανάσθαι περί την τού Θεού γνώσιν, αλλά και μεγάλω ζώντες αγνοίας πολέμω τα τοσαύτα κακά ειρήνην προσαγορεύουσιν. 23 ή γάρ τεκνοφόνους τελετάς ή κρύφια μυστήρια ή εμμανείς εξ άλλων θεσμών κώμους άγοντες, 24 ούτε βίους ούτε γάμους καθαρούς έτι φυλάσσουσιν, έτερος δ’ έτερον ή λοχών αναιρεί ή νοθεύων οδυνά. 25 πάντας δ’ επιμίξ έχει αίμα και φόνος, κλοπή και δόλος, φθορά, απιστία, ταραχή, επιορκία, θόρυβος αγαθών, 26 χάριτος αμνησία, ψυχών μιασμός, γενέσεως εναλλαγή, γάμων αταξία, μοιχεία και ασέλγεια. 27 η γάρ των ανωνύμων ειδώλων θρησκεία παντός αρχή κακού και αιτία και πέρας εστίν· 28 ή γάρ ευφραινόμενοι μεμήνασιν ή προφητεύουσι ψευδή ή ζώσιν αδίκως ή επιορκούσι ταχέως· 29 αψύχοις γάρ πεποιθότες ειδώλοις κακώς ομόσαντες, αδικηθήναι ου προσδέχονται.
30 αμφότερα δε αυτούς μετελεύσεται τα δίκαια, ότι κακώς εφρόνησαν περί Θεού προσχόντες ειδώλοις και αδίκως ώμοσαν εν δόλω καταφρονήσαντες οσιότητος· 31 ου γάρ η των ομνυομένων δύναμις, αλλ’ η των αμαρτανόντων δίκη επεξέρχεται αεί την των αδίκων παράβασιν.
1 ΣΥ δε ο Θεός ημών χρηστός και αληθής, μακρόθυμος και εν ελέει διοικών τα πάντα. 2 και γάρ εάν αμάρτωμεν, σοί εσμεν, ειδότες σου το κράτος· ουχ αμαρτησόμεθα δε, ειδότες ότι σοί λελογίσμεθα. 3 το γάρ επίστασθαί σε ολόκληρος δικαιοσύνη, και ειδέναι το κράτος σου ρίζα αθανασίας. 4 ούτε γάρ επλάνησεν ημάς ανθρώπων κακότεχνος επίνοια, ουδέ σκιαγράφων πόνος άκαρπος, είδος σπιλωθέν χρώμασι διηλλαγμένοις, 5 ών όψις άφροσιν εις όνειδος έρχεται, ποθεί τε νεκράς εικόνος είδος άπνουν. 6 κακών ερασταί άξιοί τε τοιούτων ελπίδων, και οι δρώντες και οι ποθούντες και οι σεβόμενοι. 7 Καί γάρ κεραμεύς απαλήν γήν θλίβων επίμοχθον πλάσσει προς υπηρεσίαν ημών έν έκαστον· αλλ’ εκ τού αυτού πηλού ανεπλάσατο τα τε των καθαρών έργων δούλα σκεύη τα τε εναντία, πάνθ΄ ομοίως· τούτων δε εκατέρου τις εκάστω εστίν η χρήσις, κριτής ο πηλουργός· 8 και κακόμοχθος θεόν μάταιον εκ τού αυτού πλάσσει πηλού, ός πρό μικρού γής γεννηθείς μετ΄ ολίγον πορεύεται εξ ής ελήφθη, το της ψυχής απαιτηθείς χρέος. 9 αλλ΄ έστιν αυτώ φροντίς ουχ ότι μέλλει κάμνειν, αλλ’ ότι βραχυτελή βίον έχει, αλλ’ αντερείδεται μέν χρυσουργοίς και αργυροχόοις, χαλκοπλάστας τε μιμείται και δόξαν ηγείται ότι κίβδηλα πλάσσει.
10 σποδός η καρδία αυτού, και γής ευτελεστέρα η ελπίς αυτού, πηλού τε ατιμότερος ο βίος αυτού, 11 ότι ηγνόησε τον πλάσαντα αυτόν και τον εμπνεύσαντα αυτώ ψυχήν ενεργούσαν και εμφυσήσαντα πνεύμα ζωτικόν· 12 αλλ’ ελογίσαντο παίγνιον είναι την ζωήν ημών και τον βίον πανηγυρισμόν επικερδή· δείν γάρ φησιν όθεν δή, κάν εκ κακού, πορίζειν. 13 ούτος γάρ παρά πάντας οίδεν ότι αμαρτάνει, ύλης γεώδους εύθραυστα σκεύη και γλυπτά δημιουργών. 14 πάντες δ΄ αφρονέστατοι και τάλαντες υπέρ ψυχήν νηπίου οι εχθροί τού λαού σου καταδυναστεύσαντες αυτόν, 15 ότι και πάντα είδωλα των εθνών ελογίσαντο θεούς, οίς ούτε ομμάτων χρήσις εις όρασιν ούτε ρίνες εις συνολκήν αέρος ούτε ώτα ακούειν ούτε δάκτυλοι χειρών εις ψηλάφησιν, και οι πόδες αυτών αργοί προς επίβασιν. 16 άθρωπος γάρ εποίησεν αυτούς, και το πνεύμα δεδανεισμένος έπλασεν αυτούς· ουδείς γάρ αυτώ όμοιον άνθρωπος ισχύει πλάσαι Θεόν. 17 θνητός δε ών νεκρόν εργάζεται χερσίν ανόμοις· κρείττων γάρ εστι των σεβασμάτων αυτού, ών αυτός μέν έζησεν, εκείνα δε ουδέποτε. 18 και τα ζώα δε τα έχθιστα σέβονται· ανοία γάρ συγκρινόμενα των άλλων εστί χείρονα· 19 ουδ’ όσον επιποθήσαι ως εν ζώων όψει καλά τυγχάνει, εκπέφευγε δε και τον τού Θεού έπαινον και την ευλογίαν αυτού.
1 ΔΙΑ τούτο δ’ ομοίων εκολάσθησαν αξίως και διά πλήθους κνωδάλων εβασανίσθησαν. 2 ανθ’ ής κολάσεως ευεργετήσας τον λαόν σου, εις επιθυμίαν ορέξεως ξένην γεύσιν, τροφήν ητοίμασας ορτυγομήτραν, 3 ίνα εκείνοι μέν επιθυμούντες τροφήν διά την ειδέ χθειαν των επαπεσταλμένων και την αναγκαίαν όρεξιν αποστρέφωνται, αυτοί δε επ΄ ολίγον ενδεείς γενόμενοι και ξένης μετάσχωσι γεύσεως. 4 έδει γάρ εκείνοις μέν απαραίτητον ένδειαν επελθείν τυραννούσι, τούτοις δε μόνον δειχθήναι πώς οι εχθροί αυτών εβασανίζοντο. 5 Καί γάρ ότε αυτοίς δεινός επήλθε θηρίων θυμός δήγμασί τε σκολιών διεφθείροντο όφεων, ου μέχρι τέλους έμεινεν η οργή σου· 6 εις νουθεσίαν δε προς ολίγον εταράχθησαν, σύμβουλον έχοντες σωτηρίας εις ανάμνησιν εντολής νόμου σου· 7 ο γάρ επιστραφείς ου διά το θεωρούμενον εσώζετο, αλλά διά σε τον πάντων σωτήρα. 8 και εν τούτω δε έπεισας τους εχθρούς ημών, ότι σύ εί ο ρυόμενος εκ παντός κακού· 9 ούς μέν γαρ ακρίδων και μυιών απέκτεινε δήγματα, και ουχ ευρέθη ίαμα τή ψυχή αυτών, ότι άξιοι ήσαν υπό τοιούτων κολασθήναι·
10 τους δε υιούς σου ουδέ ιοβόλων δρακόντων ενίκησαν οδόντες, το έλεος γάρ σου αντιπαρήλθε και ιάσατο αυτούς. 11 εις γάρ υπόμνησιν των λογίων σου ενεκεντρίζοντο και οξέως διεσώζοντο, ίνα μη εις βαθείαν εμπεσόντες λήθην απερίσπαστοι γένωνται της σής ευεργεσίας. 12 και γάρ ούτε βοτάνη ούτε μάλαγμα εθεράπευσεν αυτούς, αλλά ο σός, Κύριε, λόγος ο πάντα ιώμενος. 13 σύ γάρ ζωής και θανάτου εξουσίαν έχεις και κατάγεις εις πύλας άδου και ανάγεις. 14 άνθρωπος δε αποκτέννει μέν τή κακία αυτού, εξελθόν δε πνεύμα ουκ αναστρέφει ουδέ αναλύει ψυχήν παραληφθείσαν. 15 Τήν δε σήν χείρα φυγείν αδύνατόν εστιν· 16 αρνούμενοι γάρ σε ειδέναι ασεβείς, εν ισχύι βραχίονός σου εμαστιγώθησαν, ξένοις υετοίς και χαλάζαις και όμβροις διωκόμενοι απαραιτήτοις και πυρί καταναλισκόμενοι. 17 το γάρ παραδοξότατον, εν τώ πάντα σβεννύντι ύδατι πλείον ενήργει το πύρ, υπέρμαχος γάρ ο κόσμος εστί δικαίων· 18 ποτέ μέν γάρ ημερούτο φλόξ, ίνα μη καταφλέξη τα επ’ ασεβείς απεσταλμένα ζώα, αλλ’ αυτοί βλέποντες ίδωσιν, ότι Θεού κρίσει ελαύνονται· 19 ποτέ δε και μεταξύ ύδατος υπέρ την πυρός δύναμιν φλέγει, ίνα αδίκου γής γεννήματα διαφθείρη.
20 ανθ’ ών αγγέλων τροφήν εψώμισας τον λαόν σου και έτοιμον άρτον αυτοίς απ’ ουρανού έπεμψας ακοπιάτως πάσαν ηδονήν ισχύοντα και προς πάσαν αρμόνιον γεύσιν· 21 η μέν γάρ υπόστασίς σου την σήν γλυκύτητα προς τέκνα ενεφάνισε, τή δε τού προσφερομένου επιθυμία υπηρετών προς ό τις εβούλετο μετεκιρνάτο. 22 χιών δε και κρύσταλλος υπέμεινε πύρ και ουκ ετήκετο, ίνα γνώσιν ότι τους των εχθρών καρπούς κατέφθειρε πύρ φλεγόμενον εν τή χαλάζη και εν τοίς υετοίς διαστράπτον· 23 τούτο πάλιν δ’ ίνα τραφώσι δίκαιοι, και της ιδίας επιλελήσθαι δυνάμεως. 24 η γάρ κτίσις σοι τώ ποιήσαντι υπηρετούσα επιτείνεται εις κόλασιν κατά των αδίκων και ανίεται εις ευεργεσίαν υπέρ των εις σε πεποιθότων. 25 διά τούτο και τότε εις πάντα μεταλλευομένη τή παντοτρόφω σου δωρεά υπηρέτει προς την των δεομένων θέλησιν, 26 ίνα μάθωσιν οι υιοί σου, ούς ηγάπησας, Κύριε, ότι ουχ αι γενέσεις των καρπών τρέφουσιν άνθρωπον, αλλά το ρήμά σου τους σοί πιστεύοντας διατηρεί. 27 το γάρ υπό πυρός μη φθειρόμενον απλώς υπό βραχείας ακτίνος ηλίου θερμαινόμενον ετήκετο, 28 όπως γνωστόν ή ότι δεί φθάνειν τον ήλιον επ’ ευχαριστίαν σου και προς ανατολήν φωτός εντυγχάνειν σοι. 29 αχαρίστου γάρ ελπίς ως χειμέριος πάχνη τακήσεται και ρυήσεται ως ύδωρ άχρηστον.
1 ΜΕΓΑΛΑΙ γάρ σου αι κρίσεις και δυσδιήγητοι· διά τούτο απαίδευτοι ψυχαί επλανήθησαν. 2 υπειληφότες γάρ καταδυναστεύειν έθνος άγιον άνομοι, δέσμιοι σκότους και μακράς πεδήται νυκτός κατακλεισθέντες ορόφοις, φυγάδες της αιωνίου προνοίας έκειντο. 3 λανθάνειν γάρ νομίζοντες επί κρυφαίοις αμαρτήμασιν, αφεγγεί λήθης παρακαλύμματι εσκορπίσθησαν, θαμβούμενοι δεινώς και ινδάλμασιν εκταρασσόμενοι· 4 ουδέ γάρ ο κατέχων αυτούς μυχός αφόβως διεφύλασσεν, ήχοι δε καταράσσοντες αυτούς περιεκόμπουν, και φάσματα αμειδήτοις κατηφή προσώποις ενεφανίζετο. 5 και πυρός μέν ουδεμία βία κατίσχυε φωτίζειν, ούτε άστρων έκλαμπροι φλόγες καταυγάζειν υπέμενον την στυγνήν εκείνην νύκτα. 6 διεφαίνετο δ’ αυτοίς μόνον αυτομάτη πυρά φόβου πλήρης, εκδειματούμενοι δε της μη θεωρουμένης εκείνης όψεως ηγούντο χείρω τα βλεπόμενα. 7 μαγικής δε εμπαίγματα κατέκειτο τέχνης, και της επί φρονήσει αλαζονείας έλεγχος εφύβριστος· 8 οι γάρ υπισχνούμενοι δείματα και ταραχάς απελαύνειν ψυχής νοσούσης, ούτοι καταγέλαστον ευλάβειαν ενόσουν. 9 και γάρ ει μηδέν αυτούς ταραχώδες εφόβει, κνωδάλων παρόδοις και ερπετών συριγμοίς εκσεσοβημένοι, διώλλυντο έντρομοι και τον μηθαμόθεν φευκτόν αέρα προσιδείν αρνούμενοι.
10 δειλόν γάρ ιδίως πονηρία μαρτυρεί καταδικαζομένη, αεί δε προσείληφε τα χαλεπά συνεχομένη τή συνειδήσει· 11 ουθέν γάρ εστι φόβος ει μη προδοσία των από λογισμού βοηθημάτων. 12 ένδοθεν δε ούσα ήττων η προσδοκία, πλείονα λογίζεται την άγνοιαν της παρεχούσης την βάσανον αιτίας. 13 οι δε την αδύνατον όντως νύκτα και εξ αδυνάτου άδου μυχών επελθούσαν, τον αυτόν ύπνον κοιμώμενοι, 14 τα μέν τέρασιν ηλαύνοντο φαντασμάτων, τα δε της ψυχής παρελύοντο προδοσία· αιφνίδιος γάρ αυτοίς και απροσδόκητος φόβος επήλθεν. 15 είθ΄ ούτως, ός δήποτ’ ούν ήν εκεί καταπίπτων, εφρουρείτο εις την ασίδηρον ειρκτήν κατακλεισθείς· 16 εί τε γάρ γεωργός ήν τις ή ποιμήν ή των κατ΄ ερη μίαν εργάτης μόχθων, προληφθείς την δυσάλυκτον έμενεν ανάγκην, 17 μια γάρ αλύσει σκότους πάντες εδέθησαν· είτε πνεύμα συρίζον ή περί αμφιλαφείς κλάδους ορνέων ήχος ευμελής ή ρυθμός ύδατος πορευομένου βία ή κτύπος απηνής καταρριπτομένων πετρών, 18 ή σκιρτώντων ζώων δρόμος αθεώρητος ή ωρυομένων απηνεστάτων θηρίων φωνή ή αντανακλωμένη εκ κοιλοτάτων ορέων ηχώ, παρέλυεν αυτούς εκφοβούντα. 19 όλος γάρ ο κόσμος λαμπρώ καταλάμπετο φωτί και ανεμποδίστοις συνείχετο έργοις·
20 μόνοις δε εκείνοις επετέτατο βαρεία νύξ, εικών τού μέλλοντος αυτούς διαδέχεσθαι σκότους, εαυτοίς δε ήσαν βαρύτεροι σκότους.
1 ΤΟΙΣ δε οσίοις σου μέγιστον ήν φώς· ών φωνήν μέν ακούοντες, μορφήν δε ουχ ορώντες, ότι μέν ου κακείνοι επεπόνθεισαν, εμακάριζον, 2 ότι δε ου βλάπτουσι προηδικημένοι, ηυχαρίστουν και τού διενεχθήναι χάριν εδέοντο. 3 ανθ’ ών πυριφλεγή στύλον, οδηγόν μέν αγνώστου οδοιπορίας, ήλιον δε αβλαβή φιλοτίμου ξενιτείας παρέσχες. 4 άξιοι μέν γάρ εκείνοι στερηθήναι φωτός και φυλακισθήναι εν σκότει, οι κατακλείστους φυλάξαντες τους υιούς σου, δι’ ών ήμελλε το άφθαρτον νόμου φώς τώ αιώνι δίδοσθαι. 5 Βουλευσαμένους δ’ αυτούς τα των οσίων αποκτείναι νήπια και ενός εκτεθέντος τέκνου και σωθέντος, εις έλεγχον το αυτών αφείλω πλήθος τέκνων και ομοθυμαδόν απώλεσας εν ύδατι σφοδρώ. 6 εκείνη η νύξ προεγνώσθη πατράσιν ημών, ίνα ασφαλώς ειδότες οίς επίστευσαν όρκοις επευθυμήσωσι. 7 προσεδέχθη δε υπό λαού σου σωτηρία μέν δικαίων, εχθρών δε απώλεια· 8 ώ γάρ ετιμωρήσω τους υπεναντίους, τούτο ημάς προσκαλεσάμενος εδόξασας. 9 κρυφή γάρ εθυσίαζον όσιοι παίδες αγαθών και τον της θειότητος νόμον εν ομονοία διέθεντο των αυτών ομοίως και αγαθών και κινδύνων μεταλήψεσθαι τους αγίους, πατέρων ήδη προαναμέλποντες αίνους.
10 αντήχει δ’ ασύμφωνος εχθρών βοή, και οικτρά διεφέρετο θρηνουμένων παίδων· 11 ομοία δε δίκη δούλος άμα δεσπότη κολασθείς και δημότης βασιλεί τα αυτά πάσχων, 12 ομοθυμαδόν δε πάντες εν ενί ονόματι θανάτου νεκρούς είχον αναριθμήτους· ουδέ γάρ προς το θάψαι οι ζώντες ήσαν ικανοί, επεί προς μίαν ροπήν η εντιμοτέρα γένεσις αυτών διέφθαρτο. 13 πάντα γάρ απιστούντες διά τας φαρμακείας επί τώ των πρωτοτόκων ολέθρω, ωμολόγησαν Θεού υιόν λαόν είναι. 14 ησύχου γάρ σιγής περιεχούσης τα πάντα και νυκτός εν ιδίω τάχει μεσαζούσης, 15 ο παντοδύναμός σου λόγος απ΄ ουρανών εκ θρόνων βασιλειών απότομος πολεμιστής εις μέσον της ολεθρίας ήλατο γής, 16 ξίφος οξύ την ανυπόκριτον επιταγήν σου φέρων, και στάς επλήρωσε τα πάντα θανάτου· και ου- ρανού μέν ήπτετο, βεβήκει δ΄ επί γής. 17 τότε παραχρήμα φαντασίαι μέν ονείρων δεινώς εξετάραξαν αυτούς, φόβοι δε επέστησαν αδόκητοι, 18 και άλλος αλλαχή ριφείς ημίθνητος δι’ ήν έθνησκεν αιτίαν ενεφάνιζεν· 19 οι γάρ όνειροι θορυβήσαντες αυτούς τούτο προεμήνυσαν, ίνα μη αγνοούντες δι’ ό κακώς πάσχουσιν απόλωνται.
20 Ήψατο δε και δικαίων πείρα θανάτου, και θραύσις εν ερήμω εγένετο πλήθους. αλλ’ ουκ επί πολύ έμεινεν η οργή· 21 σπεύσας γάρ ανήρ άμεμπτος προεμάχησε το της ιδίας λειτουργίας όπλον, προσευχήν και θυμιάματος εξιλασμόν κομίσας, αντέστη τώ θυμώ και πέρας επέθηκε τή συμφορά, δεικνύς ότι σός εστι θεράπων. 22 ενίκησε δε τον όχλον ουκ ισχύι τού σώματος, ουχ όπλων ενεργεία, αλλά λόγω τον κολάζοντα υπέταξεν, όρκους πατέρων και διαθήκας υπομνήσας. 23 σωρηδόν γάρ ήδη πεπτωκότων επ’ αλλήλων νεκρών, μεταξύ στάς, ανέκοψε την οργήν και διέσχισε την προς τους ζώντας οδόν. 24 επί γάρ ποδήρους ενδύματος ήν όλος ο κόσμος, και πατέρων δόξαι επί τετραστίχου λίθου γλυφής, και μεγαλωσύνη σου επί διαδήματος κεφαλής αυτού. 25 τούτοις είξεν ο ολοθρεύων, ταύτα δε εφοβήθησαν· ήν γάρ μόνη η πείρα της οργής ικανή.
1 ΤΟΙΣ δε ασεβέσι μέχρι τέλους ανελεήμων θυμός επέστη· προήδει γάρ αυτών και τα μέλλοντα, 2 ότι αυτοί επιτρέψαντες τού απιέναι και μετά σπουδής προπέμψαντες αυτούς, διώξουσι μεταμεληθέντες. 3 έτι γάρ εν χερσίν έχοντες τα πένθη και προσοδυρόμενοι τάφοις νεκρών, έτερον επεσπάσαντο λογισμόν ανοίας και ούς ικετεύοντες εξέβαλον, τούτους ως φυγάδες εδίωκον. 4 είλκε γάρ αυτούς η αξία επί τούτο το πέρας ανάγκη και των συμβεβηκότων αμνηστίαν ενέβαλεν, ίνα την λείπουσαν ταίς βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν, 5 και ο μέν λαός σου παράδοξον οδοιπορίαν περάση, εκείνοι δε ξένον εύρωσι θάνατον. 6 όλη γάρ η κτίσις εν ιδίω γένει πάλιν άνωθεν διετυπούτο υπηρετούσα ταίς σαίς επιταγαίς. ίνα οι σοί παίδες φυλαχθώσιν αβλαβείς. 7 η την παρεμβολήν σκιάζουσα νεφέλη, εκ δε προυφεστώτος ύδατος ξηράς ανάδυσις γής εθεωρήθη, εξ ερυθράς θαλάσσης οδός ανεμπόδιστος και χλοηφόρον πεδίον εκ κλύδωνος βιαίου· 8 δι’ ού πανεθνί διήλθον οι τή σή σκεπαζόμενοι χειρί, θεωρήσαντες θαυμαστά τέρατα. 9 ως γάρ ίπποι ενεμήθησαν και ως αμνοί διεσκίρτησαν αινούντές σε, Κύριε, τον ρυόμενον αυτούς.
10 εμέμνηντο γάρ έτι των εν τή παροικία αυτών, πώς αντί μέν γενέσεως ζώων εξήγαγεν η γη σκνίπα, αντί δε ενύδρων εξηρεύξατο ο ποταμός πλήθος βατράχων. 11 εφ’ υστέ ρω δε είδον και νέαν γένεσιν ορνέων, ότι επιθυμία προαχθέντες ητήσαντο εδέσματα τρυφής· 12 εις γάρ παραμυθίαν ανέβη αυτοίς από θαλάσσης ορτυγομήτρα. 13 και αι τιμωρίαι τοίς αμαρτωλοίς επήλθον ουκ άνευ των προγεγονότων τεκμηρίων τή βία των κεραυνών· δικαίως γάρ έπασχον ταίς ιδίαις αυτών πονηρίαις, και γάρ χαλεπωτέραν μισοξενίαν επετήδευσαν. 14 οι μέν γάρ τους αγνοούντας ουκ εδέχοντο παρόντας, ούτοι δε ευεργέτας ξένους εδουλούντο. 15 και ου μόνον, αλλ’ ή τις επισκοπή έσται αυτών, επεί απεχθώς προσεδέχοντο τους αλλοτρίους· 16 οι δε μετά εορτασμάτων εισδεξάμενοι τους ήδη των αυτών μετεσχηκότας δικαίων, δεινοίς εκάκωσαν πόνοις. 17 επλήγησαν δε και αορασία, ώσπερ εκείνοι επί ταίς τού δικαίου θύραις, ότε αχανεί περιβληθέντες σκότει, έκαστος των αυτού θυρών την δίοδον εζήτει. 18 δι΄ εαυτών γάρ τα στοιχεία μεθαρμοζόμενα, ώσπερ εν ψαλτηρίω φθόγγοι τού ρυθμού το όνομα διαλλάσσουσι, πάντοτε μένοντα ήχω, όπερ εστίν εικάσαι εκ της των γεγονότων όψεως ακριβώς. 19 χερσαία γάρ εις ένυδρα μετεβάλλετο, και νηκτά μετέβαινεν επί γής·
20 πύρ ίσχυεν εν ύδατι της ιδίας δυνάμεως, και ύδωρ της σβεστικής δυνάμεως επελανθάνετο· 21 φλόγες ανάπαλιν ευφθάρτων ζώων ουκ εμάραναν σάρκας εμπεριπατούντων, ουδέ τηκτόν κρυσταλλοειδές εύτηκτον γένος αμβροσίας τροφής. 22 Κατά πάντα γάρ, Κύριε, εμεγάλυνας τον λαόν σου και εδόξασας και ουχ υπερείδες εν παντί καιρώ και τόπω παριστάμενος.
1 ΠΟΛΛΩΝ και μεγάλων ημίν διά τού νόμου και των προφητών και των άλλων των κατ’ αυτούς ηκολουθηκότων δεδομένων, υπέρ ών δέον εστίν επαινείν τον Ισραήλ παιδείας και σοφίας, και ως ου μόνον αυτούς τους αναγινώσκοντας δέον εστίν επιστήμονας γίνεσθαι, αλλά και τοίς εκτός δύνασθαι τους φιλομαθούντας χρησίμους είναι και λέγοντας και γράφοντας, ο πάππος μου Ιησούς επί πλείον εαυτόν δούς είς τε την τού νόμου και των προφητών και των άλλων πατρίων βιβλίων ανάγνωσιν και εν τούτοις ικανήν έξιν περιποιησάμενος, προήχθη και αυτός συγγράψαι τι των εις παιδείαν και σοφίαν ανηκόντων, όπως οι φιλομαθείς, και τούτων ένοχοι γενόμενοι, πολλώ μάλλον επιπροσθώσι διά της εννόμου βιώσεως. παρακέκλησθε ούν μετ΄ ευνοίας και προσοχής την ανάγνωσιν ποιείσθαι και συγγνώμην έχειν εφ’ οίς αν δοκώμεν των κατά την ερμηνείαν πεφιλοπονημένων τισί των λέξεων αδυναμείν· ου γάρ ισοδυναμεί αυτά εν εαυτοίς εβραιστί λεγόμενα και όταν μεταχθή εις ετέραν γλώσσαν. ου μόνον δε ταύτα, αλλά και αυτός ο νόμος και αι προφητείαι και τα λοιπά των βιβλίων ου μικράν έχει την διαφοράν εν εαυτοίς λεγόμενα. εν γάρ τώ ογδόω και τριακοστώ έτει επί τού Ευεργέτου βασιλέως παραγενηθείς εις Αίγυπτον και συγχρονίσας, ευρών ου μικράς παιδείας αφόμοιον, αναγκαιότατον εθέμην αυτός προσενέγκασθαί τινα σπουδήν και φιλοπονίαν τού μεθερμηνεύσαι τήνδε την βίβλον, πολλήν αγρυπνίαν και επιστήμην προσενεγκάμενος εν τώ διαστήματι τού χρόνου προς το επί πέρας αγαγόντα το βιβλίον εκδόσθαι και τοίς εν τή παροικία βουλομένοις φιλομαθείν, προκατασκευαζομένους τα ήθη εννόμως βιοτεύειν.
1 ΠΑΣΑ σοφία παρά Κυρίου και μετ΄ αυτού εστιν εις τον αιώνα. 2 άμμον θαλασσών και σταγόνας υετού και ημέρας αιώνος τις εξαριθμήσει; 3 ύψος ουρανού και πλάτος γής και άβυσσον και σοφίαν τις εξιχνιάσει; 4 προτέρα πάντων έκτισται σοφία και σύνεσις φρονήσεως εξ αιώνος [5 πηγή σοφίας λόγος Θεού εν υψίστοις, και αι πορείαι αυτής εντολαί αιώνιοι]. 6 ρίζα σοφίας τίνι απεκαλύφθη; και τα πανουργεύματα αυτής τις έγνω; [7 επιστήμη σοφίας τίνι εφανερώθη; και την πολυπειρίαν αυτής τις συνήκε;] 8 είς εστι σοφός φοβερός σφόδρα καθήμενος επί τού θρόνου αυτού. 9 Κύριος αυτός έκτισεν αυτήν και είδε και εξηρίθμησεν αυτήν και εξέχεεν αυτήν επί πάντα τα έργα αυτού,
10 μετά πάσης σαρκός κατά την δόσιν αυτού, και εχορήγησεν αυτήν τοίς αγαπώσιν αυτόν. 11 φόβος Κυρίου δόξα και καύχημα και ευφροσύνη και στέφανος αγαλλιάματος. 12 φόβος Κυρίου τέρψει καρδίαν και δώσει ευφροσύνην και χαράν και μακροημέρευσιν. 13 τώ φοβουμένω τον Κύριον εύ έσται επ’ εσχάτων, και εν ημέρα τελευτής αυτού ευρήσει χάριν. 14 αρχή σοφίας φοβείσθαι τον Κύριον, και μετά πιστών εν μήτρα συνεκτίσθη αυτοίς. 15 μετά ανθρώπων θεμέλιον αιώνος ενόσσευσε και μετά τού σπέρματος αυτών εμπιστευθήσεται. 16 πλησμονή σοφίας φοβείσθαι τον Κύριον και μεθύσκει αυτούς από των καρπών αυτής· 17 πάντα τον οίκον αυτής εμπλήσει επιθυμημάτων και τα αποδοχεία από των γεννημάτων αυτής. 18 στέφανος σοφίας φόβος Κυρίου αναθάλλων ειρήνην και υγίειαν ιάσεως. 19 και είδε και εξηρίθμησεν αυτήν, επιστήμην και γνώσιν συνέσεως εξώμβρησε και δόξαν κρατούντων αυτής ανύψωσε.
20 ρίζα σοφίας φοβείσθε τον Κύριον, και οι κλάδοι αυτής μακροημέρευσις. [21 φόβος Κυρίου απωθείται αμαρτήματα, παραμένων δε αποστρέψει οργήν]. 22 ου δυνήσεται θυμός άδικος δικαιωθήναι, η γάρ ροπή τού θυμού αυτού πτώσις αυτώ. 23 έως καιρού ανθέξεται μακρόθυμος, και ύστερον αυτώ αναδώσει ευφροσύνη· 24 έως καιρού κρύψει τους λόγους αυτού, και χείλη πιστών εκδιηγήσεται σύνεσιν αυτού. 25 εν θησαυροίς σοφίας παραβολή επιστήμης, βδέλυγμα δε αμαρτωλώ θεοσέβεια. 26 επεθύμησας σοφίαν διατήρησον εντολάς, και Κύριος χορηγήσει σοι αυτήν. 27 σοφία γάρ και παιδεία φόβος Κυρίου, και η ευδοκία αυτού πίστις και πραότης. 28 μη απειθήσης φόβω Κυρίου και μη προσέλθης αυτώ εν καρδία δισσή. 29 μη υποκριθής εν στόμασιν ανθρώπων και εν τοίς χείλεσί σου πρόσεχε. 30 μη εξύψου σεαυτόν, ίνα μη πέσης και επαγάγης τή ψυχή σου ατιμίαν, και αποκαλύψει Κύριος τα κρυπτά σου και εν μέσω συναγωγής καταβαλεί σε, ότι ου προσήλθες φόβω Κυρίου, και η καρδία σου πλήρης δόλου.
1 ΤΕΚΝΟΝ, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν· 2 εύθυνον την καρδίαν σου και καρτέρησον και μη σπεύσης εν καιρώ επαγωγής· 3 κολλήθητι αυτώ και μη αποστής, ίνα αυξηθής επ΄ εσχάτων σου. 4 πάν ό εάν επαχθή σοι, δέξαι και εν αλλάγμασι ταπεινώσεώς σου μακροθύμησον· 5 ότι εν πυρί δοκιμάζεται χρυσός και άνθρωποι δεκτοί εν καμίνω ταπεινώσεως. 6 πίστευσον αυτώ, και αντιλήψεταί σου· εύθυνον τας οδούς σου και έλπισον επ΄ αυτόν. 7 οι φοβούμενοι τον Κύριον αναμείνατε το έλεος αυτού και μη εκκλίνητε, ίνα μη πέσητε. 8 οι φοβούμενοι Κύριον πιστεύσατε αυτώ, και ου μη πταίση ο μισθός υμών. 9 οι φοβούμενοι Κύριον ελπίσατε εις αγαθά και εις ευφροσύνην αιώνος και ελέους.
10 εμβλέψατε εις αρχαίας γενεάς και ίδετε· τις ενεπίστευσε Κυρίω και κατησχύνθη; ή τις ενέμεινε τώ φόβω αυτού και εγκατελείφθη; ή τις επεκαλέσατο αυτόν, και υπερείδεν αυτόν; 11 διότι οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος και αφίησιν αμαρτίας και σώζει εν καιρώ θλίψεως. 12 ουαί καρδίαις δειλαίς και χερσί παρειμέναις και αμαρτωλώ επιβαίνοντι επί δύο τρίβους. 13 ουαί καρδία παρειμένη, ότι ου πιστεύει· διά τούτο ου σκεπασθήσεται. 14 ουαί υμίν τοίς απολωλεκόσι την υπομονήν· και τι ποιήσετε όταν επισκέπτηται ο Κύριος; 15 οι φοβούμενοι Κύριον ουκ απειθήσουσι ρημάτων αυτού, και οι αγαπώντες αυτόν συντηρήσουσι τας οδούς αυτού. 16 οι φοβούμενοι κύριον ζητήσουσιν ευδοκίαν αυτού, και οι αγαπώντες αυτόν εμπλησθήσονται τού νόμου. 17 οι φοβούμενοι Κύριον ετοιμάσουσι καρδίας αυτών και ενώπιον αυτού ταπεινώσουσι τας ψυχάς αυτών. 18 εμπεσούμεθα εις χείρας Κυρίου και ουκ εις χείρας ανθρώπων· ως γάρ η μεγαλωσύνη αυτού, ούτως και το έλεος αυτού.
1 ΕΜΟΥ τού πατρός ακούσατε, τέκνα, και ούτως ποιήσατε, ίνα σωθήτε· 2 ο γάρ Κύριος εδόξασε πατέρα επί τέκνοις και κρίσιν μητρός εστερέωσεν εφ’ υιοίς. 3 ο τιμών πατέρα εξιλάσεται αμαρτίας, 4 και ως ο αποθησαυρίζων, ο δοξάζων μητέρα αυτού. 5 ο τιμών πατέρα ευφρανθήσεται υπό τέκνων, και εν ημέρα προσευχής αυτού εισακουσθήσεται. 6 ο δοξάζων πατέρα μακροημερεύσει, και ο εισακούων Κυρίου αναπαύσει μητέρα αυτού· 7 και ως δεσπόταις δουλεύσει εν τοίς γεννήσασιν αυτόν. 8 εν έργω και λόγω τίμα τον πατέρα σου, ίνα επέλθη σοι ευλογία παρ΄ αυτού· 9 ευλογία γάρ πατρός στηρίζει οίκους τέκνων, κατάρα δε μητρός εκριζοί θεμέλια.
10 μη δοξάζου εν ατιμία πατρός σου, ου γάρ εστί σοι δόξα πατρός ατιμία· 11 η γάρ δόξα ανθρώπου εκ τιμής πατρός αυτού, και όνειδος τέκνοις μήτηρ εν αδοξία. 12 τέκνον, αντιλαβού εν γήρα πατρός σου, και μη λυπήσης αυτόν εν τή ζωή αυτού· 13 κάν απολείπη σύνεσιν, συγγνώμην έχε και μη ατιμάσης αυτόν εν πάση ισχύι σου. 14 ελεημοσύνη γάρ πατρός ουκ επιλησθήσεται, και αντί αμαρτιών προσανοικοδομηθήσεταί σοι. 15 εν ημέρα θλίψεώς σου αναμνησθήσεταί σου· ως ευδία επί παγετώ, ούτως αναλυθήσονταί σου αι αμαρτίαι. 16 ως βλάσφημος ο εγκαταλιπών πατέρα, και κεκατηραμένος υπό Κυρίου ο παροργίζων μητέρα αυτού. 17 τέκνον, εν πραυ±τητι τα έργα σου διέξαγε, και υπό ανθρώπου δεκτού αγαπηθήση. 18 όσω μέγας εί, τοσούτω ταπεινού σεαυτόν, και έναντι Κυρίου ευρήσεις χάριν·
20 ότι μεγάλη η δυναστεία τού Κυρίου και υπό των ταπεινών δοξάζεται. 21 χαλεπώτερά σου μη ζήτει και ισχυρότερά σου μη εξέταζε· 22 ά προσετάγη σοι, ταύτα διανοού, ου γάρ εστί σοι χρεία των κρυπτών. 23 εν τοίς περισσοίς των έργων σου μη περιεργάζου· πλείονα γάρ συνέσεως ανθρώπων υπεδείχθη σοι· 24 πολλούς γάρ επλάνησεν η υπόληψις αυτών, και υπόνοια πονηρά ωλίσθησε διανοίας αυτών. [25 κόρας μη έχων απορήσεις φωτός, γνώσεως δε άμοιρος ών μη επαγγέλλου]. 26 καρδία σκληρά κακωθήσεται επ’ εσχάτων, και ο αγαπών κίνδυνον εν αυτώ εμπεσείται. 27 καρδία σκληρά βαρυνθήσεται πόνοις, και ο αμαρτωλός προσθήσει αμαρτίαν εφ΄ αμαρτίαις. 28 επαγωγή υπερηφάνου ουκ έστιν ίασις, φυτόν γάρ πονηρίας ερρίζωκεν εν αυτώ. 29 καρδία συνετού διανοηθήσεται παραβολήν, και ούς ακροατού επιθυμία σοφού.
30 πύρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ, και ελεημοσύνη εξιλάσεται αμαρτίας. 31 ο ανταποδιδούς χάριτας μέμνηται εις τα μετά ταύτα, και εν καιρώ πτώσεως ευρήσει στήριγμα.
1 ΤΕΚΝΟΝ, την ζωήν τού πτωχού μη αποστερήσης και μη παρελκύσης οφθαλμούς επιδεείς. 2 ψυχήν πεινώσαν μη λυπήσης και μη παροργίσης άνδρα εν απορία αυτού. 3 καρδίαν παρωργισμένην μη προσταράξης και μη παρελκύσης δόσιν προσδεομένου. 4 ικέτην θλιβόμενον μη απαναίνου και μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από πτωχού. 5 από δεομένου μη αποστρέψης οφθαλμόν και μη δώς τόπον ανθρώπω καταράσασθαί σε· 6 καταρωμένου γάρ σε εν πικρία ψυχής αυτού, της δεήσεως αυτού επακούσεται ο ποιήσας αυτόν. 7 προσφιλή συναγωγή σεαυτόν ποίει και μεγιστάνι ταπείνου την κεφαλήν σου. 8 κλίνον πτωχώ το ούς σου και αποκρίθητι αυτώ ειρηνικά εν πραυ±τητι. 9 εξελού αδικούμενον εκ χειρός αδικούντος και μη ολιγοψυχήσης εν τώ κρίνειν σε.
10 γίνου ορφανοίς ως πατήρ και αντί ανδρός τή μητρί αυτών· και έση ως υιός Υψίστου, και αγαπήσει σε μάλλον ή μήτηρ σου. 11 Η σοφία υιούς αυτής ανύψωσε και επιλαμβάνεται των ζητούντων αυτήν. 12 ο αγαπών αυτήν αγαπά ζωήν, και οι ορθρίζοντες προς αυτήν εμπλησθήσονται ευφροσύνης. 13 ο κρατών αυτής κληρονομήσει δόξαν, και ού εισπορεύεται, ευλογήσει Κύριος. 14 οι λατρεύοντες αυτή λειτουργήσουσιν αγίω, και τους αγαπώντας αυτήν αγαπά ο Κύριος. 15 ο υπακούων αυτής κρινεί έθνη, και ο προσέχων αυτή κατασκηνώσει πεποιθώς. 16 εάν εμπιστεύση, κατακληρονομήσει αυτήν, και εν κατασχέσει έσονται αι γενεαί αυτού· 17 ότι διεστραμμένως πορεύεται μετ’ αυτού εν πρώτοις, φόβον δε και δειλίαν επάξει επ’ αυτόν και βασανίσει αυτόν εν παιδεία αυτής, έως ού εμπιστεύση τή ψυχή αυτού, και πειράση αυτόν εν τοίς δικαιώμασιν αυτής. 18 και πάλιν επανήξει κατ΄ ευθείαν προς αυτόν και ευφρανεί αυτόν και αποκαλύψει αυτώ τα κρυπτά αυτής. 19 εάν αποπλανηθή, εγκαταλείψει αυτόν και παραδώσει αυτόν εις χείρας πτώσεως αυτού.
20 Συντήρησον καιρόν και φύλαξαι από πονηρού και περί της ψυχής σου μη αισχυνθής· 21 έστι γάρ αισχύνη επάγουσα αμαρτίαν, και έστιν αισχύνη δόξα και χάρις. 22 μη λάβης πρόσωπον κατά της ψυχής σου και μη εντραπής εις πτώσίν σου. 23 μη κωλύσης λόγον εν καιρώ σωτηρίας· 24 εν γάρ λόγω γνωσθήσεται σοφία και παιδεία εν ρήματι γλώσσης. 25 μη αντίλεγε τή αληθεία και περί της απαιδευσίας σου εντράπηθι. 26 μη αισχυνθής ομολογήσαι εφ’ αμαρτίαις σου και μη βιάζου ρούν ποταμού. 27 και μη υποστρώσης σεαυτόν ανθρώπω μωρώ και μη λάβης πρόσωπον δυνάστου. 28 έως τού θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας, και Κύριος ο Θεός πολεμήσει υπέρ σού. 29 μη γίνου ταχύς εν γλώσση σου και νωθρός και παρειμένος εν τοίς έργοις σου.
30 μη ίσθι ως λέων εν τώ οίκω σου και φαντασιοκοπών εν τοίς οικέταις σου. 31 μη έστω η χείρ σου εκτεταμένη εις το λαβείν και εν τώ αποδιδόναι συνεσταλμένη.
1 ΜΗ έπεχε επί τοίς χρήμασί σου και μη είπης· αυτάρκη μοί εστι. 2 μη εξακολούθει τή ψυχή σου και τή ισχύι σου τού πορεύεσθαι εν επιθυμίαις καρδίας σου, 3 και μη είπης· τις με δυναστεύσει; ο γάρ Κύριος εκδικών εκδικήσει σε. 4 μη είπης, ήμαρτον, και τι μοι εγένετο; ο γάρ Κύριός εστι μακρόθυμος. 5 περί εξιλασμού μη άφοβος γίνου, προσθείναι αμαρτίαν εφ’ αμαρτίαις· 6 και μη είπης· ο οικτιρμός αυτού πολύς, το πλήθος των αμαρτιών μου εξιλάσεται· έλεος γάρ και οργή παρ’ αυτού, και επί αμαρτωλούς καταπαύσει ο θυμός αυτού. 7 μη ανάμενε επιστρέψαι προς Κύριον και μη υπερβάλλου ημέραν εξ ημέρας· εξάπινα γάρ εξελεύσεται οργή Κυρίου, και εν καιρώ εκδικήσεως εξολή. 8 μη έπεχε επί χρήμασιν αδίκοις· ουδέν γάρ ωφελήσει σε εν ημέρα επαγωγής. 9 μη λίκμα εν παντί ανέμω και μη πορεύου εν πάση ατραπώ· ούτως ο αμαρτωλός ο δίγλωσσος.
10 ίσθι εστηριγμένος εν συνέσει σου, και είς έστω σου ο λόγος. 11 γίνου ταχύς εν ακροάσει σου και εν μακροθυμία φθέγγου απόκρισιν. 12 ει έστι σοι σύνεσις, αποκρίθητι τώ πλησίον· ει δε μη, η χείρ σου έστω επί στόματί σου. 13 δόξα και ατιμία εν λαλιά, και γλώσσα ανθρώπου πτώσις αυτώ. 14 μη κληθής ψίθυρος, και τή γλώσση σου μη ενέδρευε· επί γάρ τώ κλέπτη εστίν αισχύνη, και κατάγνωσις πονηρά επί διγλώσσου. 15 εν μεγάλω και εν μικρώ μη αγνόει.
1 ΚΑΙ αντί φίλου μη γίνου εχθρός· όνομα γάρ πονηρόν αισχύνην και όνειδος κληρονομήσει· ούτως ο αμαρτωλός ο δίγλωσσος. 2 μη επάρης σεαυτόν εν βουλή ψυχής σου, ίνα μη διαρπαγή ως ταύρος η ψυχή σου· 3 τα φύλλα σου καταφάγεσαι και τους καρπούς σου απολέσεις και αφήσεις σεαυτόν ως ξύλον ξηρόν. 4 ψυχή πονηρά απολεί τον κτησάμενον αυτήν και επίχαρμα εχθρών ποιήσει αυτόν. 5 Λάρυγξ γλυκύς πληθυνεί φίλους αυτού, και γλώσσα εύλαλος πληθυνεί ευπροσήγορα. 6 οι ειρηνεύοντές σοι έστωσαν πολλοί, οι δε σύμβουλοί σου είς από χιλίων. 7 ει κτάσαι φίλον, εν πειρασμώ κτήσαι αυτόν, και μη ταχύ εμπιστεύσης αυτώ· 8 έστι γάρ φίλος εν καιρώ αυτού και ου μη παραμείνη εν ημέρα θλίψεώς σου. 9 και έστι φίλος μετατιθέμενος εις έχθραν και μάχην ονειδισμού σου αποκαλύψει.
10 και έστι φίλος κοινωνός τραπεζών και ου μη παραμείνη εν ημέρα θλίψεώς σου. 11 και εν τοίς αγαθοίς σου έσται ως σύ, και επί τους οικέτας σου παρρησιάσεται· 12 εάν ταπεινωθής, έσται κατά σού, και από τού προσώπου σου κρυβήσεται. 13 από των εχθρών σου διαχωρίσθητι και από των φίλων σου πρόσεχε. 14 φίλος πιστός σκέπη κραταιά, ο δε ευρών αυτόν εύρε θησαυρόν. 15 φίλου πιστού ουκ έστιν αντάλλαγμα, και ουκ έστι σταθμός της καλλονής αυτού. 16 φίλος πιστός φάρμακον ζωής, και οι φοβούμενοι Κύριον ευρήσουσιν αυτόν. 17 ο φοβούμενος Κύριον ευθύνει φιλίαν αυτού, ότι κατ΄ αυτόν ούτως και ο πλησίον αυτού. 18 Τέκνον, εκ νεότητός σου επίλεξαι παιδείαν, και έως πολιών ευρήσεις σοφίαν. 19 ως ο αροτριών και ο σπείρων πρόσελθε αυτή και ανάμενε τους αγαθούς καρπούς αυτής· εν γάρ τή εργασία αυτής ολίγον κοπιάσεις και ταχύ φάγεσαι γεννημάτων αυτής.
20 ως τραχείά εστι σφόδρα τοίς απαιδεύτοις, και ουκ εμμενεί εν αυτή ακάρδιος· 21 ως λίθος δοκιμασίας ισχυρός έσται επ’ αυτώ, και ου χρονιεί απορρίψαι αυτήν. 22 σοφία γάρ κατά το όνομα αυτής εστι, και ου πολλοίς εστι φανερά. 23 άκουσον, τέκνον, και δέξαι γνώμην μου, και μη απαναίνου την συμβουλίαν μου. 24 και εισένεγκον τους πόδας σου εις τας πέδας αυτής και εις τον κλοιόν αυτής τον τράχηλόν σου. 25 υπόθες τον ώμόν σου και βάσταξον αυτήν, και μη προσοχθίσης τοίς δεσμοίς αυτής. 26 εν πάση ψυχή σου πρόσελθε αυτή και εν όλη δυνάμει σου συντήρησον τας οδούς αυτής. 27 εξίχνευσον και ζήτησον, και γνωσθήσεταί σοι, και εγκρατής γενόμενος μη αφής αυτήν· 28 επ’ εσχάτων γάρ ευρήσεις την ανάπαυσιν αυτής, και στραφήσεταί σοι εις ευφροσύνην. 29 και έσονταί σοι αι πέδαι εις σκέπην ισχύος και οι κλοιοί αυτής εις στολήν δόξης.
30 κόσμος γάρ χρύσεός εστιν επ’ αυτής, και οι δεσμοί αυτής κλώσμα υακίνθινον· 31 στολήν δόξης ενδύση αυτήν, και στέφανον αγαλλιάσεως περιθήσεις σεαυτώ. 32 εάν θέλης, τέκνον, παιδευθήση, και εάν δώς την ψυχήν σου, πανούργος έση. 33 εάν αγαπήσης ακούειν, εκδέξη, και εάν κλίνης το ούς σου, σοφός έση. 34 εν πλήθει πρεσβυτέρων στήθι, και τις σοφός, αυτώ προσκολλήθητι. 35 πάσαν διήγησιν θείαν θέλε ακροάσθαι, και παροιμίαι συνέσεως μη εκφευγέτωσάν σε. 36 εάν ίδης συνετόν, όρθριζε προς αυτόν, και βαθμούς θυρών αυτού εκτριβέτω ο πούς σου. 37 διανοού εν τοίς προστάγμασι Κυρίου και εν ταίς εντολαίς αυτού μελέτα διά παντός· αυτός στηριεί την καρδίαν σου, και η επιθυμία της σοφίας σου δοθήσεταί σοι.
1 ΜΗ ποίει κακά, και ου μη σε καταλάβη κακόν· 2 απόστηθι από αδίκου, και εκκλινεί από σού. 3 υιέ, μη σπείρε επ’ αύλακας αδικίας, και ου μη θερίσης αυτάς επταπλασίως. 4 μη ζήτει παρά Κυρίου ηγεμονίαν, μηδέ παρά βασιλέως καθέδραν δόξης. 5 μη δικαιού έναντι Κυρίου και παρά βασιλεί μη σοφίζου. 6 μη ζήτει γενέσθαι κριτής, μη ουκ εξισχύσεις εξάραι αδικίας· μη ποτε ευλαβηθής από προσώπου δυνάστου και θήσεις σκάνδαλον εν ευθύτητί σου. 7 μη αμάρτανε εις πλήθος πόλεως και μη καταβάλης σεαυτόν εν όχλω. 8 μη καταδεσμεύσης δίς αμαρτίαν, εν γάρ τή μια ουκ αθώος έση. 9 μη είπης· τώ πλήθει των δώρων μου επόψεται και εν τώ προσενέγκαι με Θεώ Υψίστω προσδέξεται.
10 μη ολιγοψυχήσης εν τή προσευχή σου και ελεημοσύνην ποιήσαι μη παρίδης. 11 μη καταγέλα άνθρωπον όντα εν πικρία ψυχής αυτού, έστι γάρ ο ταπεινών και ανυψών. 12 μη αροτρία ψεύδος επ’ αδελφώ σου, μηδέ φίλω το όμοιον ποίει. 13 μη θέλε ψεύδεσθαι πάν ψεύδος, ο γάρ ενδελεχισμός αυτού ουκ εις αγαθόν. 14 μη αδελέσχει εν πλήθει πρεσβυτέρων και μη δευτερώσης λόγον εν προσευχή σου. 15 μη μισήσης επίπονον εργασίαν και γεωργίαν υπό Υψίστου εκτισμένην. 16 μη προσλογίζου σεαυτόν εν πλήθει αμαρτωλών. μνήσθητι ότι οργή ου χρονιεί. 17 ταπείνωσον σφόδρα την ψυχήν σου, ότι εκδίκησις ασεβούς πύρ και σκώληξ. 18 Μή αλλάξης φίλον ένεκεν διαφόρου, μηδ΄ αδελφόν γνήσιον εν χρυσίω Σουφείρ. 19 μη αστόχει γυναικός σοφής και αγαθής, η γάρ χάρις αυτής υπέρ το χρυσίον.
20 μη κακώσης οικέτην εργαζόμενον εν αληθεία, μηδέ μίσθιον διδόντα ψυχήν αυτού. 21 οικέτην συνετόν αγαπάτω σου η ψυχή, μη στερήσης αυτόν ελευθερίας. 22 κτήνη σοί εστιν, επισκέπτου αυτά και ει έστι σοι χρήσιμα, εμμενέτω σοι. 23 τέκνα σοί εστι, παίδευσον αυτά, και κάμψον εκ νεότητος τον τράχηλον αυτών. 24 θυγατέρες σοί εισι, πρόσεχε τώ σώματι αυτών, και μη ιλαρώσης προς αυτάς το πρόσωπόν σου. 25 έκδου θυγατέρα, και έση τετελεκώς έργον μέγα, και ανδρί συνετώ δώρησαι αυτήν. 26 γυνή σοί εστι κατά ψυχήν, μη εκβάλης αυτήν· και μισουμένη μη εμπιστεύσης σεαυτόν. 27 Εν όλη καρδία δόξασον τον πατέρα σου και μητρός ωδίνας μη επιλάθη· 28 μνήσθητι ότι δι’ αυτών εγεννήθης, και τι ανταποδώσεις αυτοίς καθώς αυτοί σοι; 29 εν όλη ψυχή σου ευλαβού τον Κύριον και τους ιερείς αυτού θαύμαζε.
30 εν όλη δυνάμει αγάπησον τον ποιήσαντά σε και τους λειτουργούς αυτού μη εγκαταλίπης. 31 φοβού τον Κύριον και δόξασον ιερέα και δώς την μερίδα αυτώ, καθώς εντέταλταί σοι, απαρχήν και περί πλημμελείας και δόσιν βραχιόνων και θυσίαν αγιασμού και απαρχήν αγίων. 32 Καί πτωχώ έκτεινον την χείρά σου, ίνα τελειωθή η ευλογία σου. 33 χάρις δόματος έναντι παντός ζώντος, και επί νεκρώ μη αποκωλύσης χάριν. 34 μη υστέρει από κλαιόντων και μετά πενθούντων πένθησον. 35 μη όκνει επισκέπτεσθαι άρρωστον, εκ γάρ των τοιούτων αγαπηθήση. 36 εν πάσι τοίς λόγοις σου μιμνήσκου τα έσχατά σου, και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις.
1 ΜΗ διαμάχου μετά ανθρώπου δυνάστου, μήποτε εμπέσης εις τας χείρας αυτού. 2 μη έριζε μετά ανθρώπου πλουσίου, μήποτε αντιστήση σου την ολκήν· πολλούς γάρ απώλεσε το χρυσίον και καρδίας βασιλέων εξέκλινε. 3 μη διαμάχου μετά ανθρώπου γλωσσώδους και μη επιστοιβάσης επί το πύρ αυτού ξύλα. 4 μη πρόσπαιζε απαιδεύτω, ίνα μη ατιμάζωνται οι πρόγονοί σου. 5 μη ονείδιζε άνθρωπον αποστρέφοντα από αμαρτίας· μνήσθητι ότι πάντες εσμέν εν επιτιμίοις. 6 μη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρα αυτού, και γάρ εξ ημών γηράσκουσι. 7 μη επίχαιρε επί νεκρώ, μνήσθητι ότι πάντες τελευτώμεν. 8 μη παρίδης διήγημα σοφών, και εν ταίς παροιμίαις αυτών αναστρέφου· ότι παρ΄ αυτών μαθήση παιδείαν και λειτουργήσαι μεγιστάσι. 9 μη αστόχει διηγήματος γερόντων, και γάρ αυτοί έμαθον παρά των πατέρων αυτών· ότι παρ’ αυτών μαθήσει σύνεσιν και εν καιρώ χρείας δούναι απόκρισιν.
10 μη έκκαιε άνθρακας αμαρτωλού, μη εμπυρισθής εν πυρί φλογός αυτού. 11 μη εξαναστής από προσώπου υβριστού, ίνα μη εγκαθίση ως ένεδρον τώ στόματί σου. 12 μη δανείσης ανθρώπω ισχυροτέρω σου· και εάν δανείσης, ως απολωλεκώς γίνου. 13 μη εγγυήση υπέρ δύναμίν σου· και εάν εγγυήση, ως αποτίσων φρόντιζε. 14 μη δικάζου μετά κριτού, κατά γάρ την δόξαν αυτού κρινούσιν αυτώ. 15 μετά τολμηρού μη πορεύου εν οδώ, ίνα μη βαρύνηται κατά σού· αυτός γάρ κατά το θέλημα αυτού ποιήσει, και τή αφροσύνη αυτού συναπολή. 16 μετά θυμώδους μη ποιήσης μάχην και μη διαπορεύου μετ’ αυτού την έρημον· ότι ως ουδέν εν οφθαλμοίς αυτού αίμα, και όπου ουκ έστι βοήθεια, καταβαλεί σε. 17 μετά μωρού μη συμβουλεύου, ου γάρ δυνήσεται λόγον στέξαι. 18 ενώπιον αλλοτρίου μη ποιήσης κρυπτόν, ου γάρ γινώσκεις τι τέξεται. 19 παντί ανθρώπω μη έκφαινε σήν καρδίαν, και μη αναφερέτω σοι χάριν.
1 ΜΗ ζήλου γυναίκα τού κόλπου σου, μηδέ διδάξης επί σεαυτόν παιδείαν πονηράν. 2 μη δώς γυναικί την ψυχήν σου επιβήναι αυτήν επί την ισχύν σου. 3 μη υπάντα γυναικί εταιριζομένη, μήποτε εμπέσης εις τας παγίδας αυτής. 4 μετά ψαλλούσης μη ενδελέχιζε, μήποτε αλώς εν τοίς επιχειρήμασιν αυτής. 5 παρθένον μη καταμάνθανε, μήποτε σκανδαλισθής εν τοίς επιτιμίοις αυτής. 6 μη δώς πόρναις την ψυχήν σου, ίνα μη απολέσης την κληρονομίαν σου. 7 μη περιβλέπου εν ρύμαις πόλεως και εν ταίς ερήμοις αυτής μη πλανώ. 8 απόστρεψον οφθαλμόν από γυναικός ευμόρφου, και μη καταμάνθανε κάλλος αλλότριον· εν κάλλει γυναικός πολλοί επλανήθησαν, και εκ τούτου φιλία ως πύρ ανακαίεται. 9 μετά υπάνδρου γυναικός μη κάθου το σύνολον και μη συμβολοκοπήσης μετ’ αυτής εν οίνω, μήποτε εκκλίνη η ψυχή σου επ΄ αυτήν και τώ πνεύματί σου ολισθήσης εις απώλειαν.
10 μη εγκαταλίπης φίλον αρχαίον, ο γάρ πρόσφατος ουκ έστιν έπισος αυτώ· οίνος νέος φίλος νέος· εάν παλαιωθή, μετ’ ευφροσύνης πίεσαι αυτόν. 11 μη ζηλώσης δόξαν αμαρτωλού, ου γάρ οίδας τι έσται η καταστροφή αυτού. 12 μη ευδοκήσης εν ευδοκία ασεβών· μνήσθητι ότι έως άδου ου μη δικαιωθώσι. 13 μακράν άπεχε από ανθρώπου, ός έχει εξουσίαν τού φονεύειν, και ου μη υποπτεύσης φόβον θανάτου· κάν προσέλθης, μη πλημμελήσης, ίνα μη αφέληται την ζωήν σου· επίγνωθι ότι εν μέσω παγίδων διαβαίνεις και επί επάλξεων πόλεων περιπατείς. 14 κατά την ισχύν σου στόχασαι τους πλησίον και μετά σοφών συμβουλεύου. 15 και μετά συνετών έστω ο διαλογισμός σου και πάσα διήγησίς σου εν νόμω Υψίστου. 16 άνδρες δίκαιοι έστωσαν σύνδειπνοί σου, και εν φόβω Κυρίου έστω το καύχημά σου. 17 εν χειρί τεχνιτών έργον επαινεθήσεται, και ο ηγούμενος λαού σοφός εν λόγω αυτού. 18 φοβερός εν πόλει αυτού ανήρ γλωσσώδης, και ο προπετής εν λόγω αυτού μισηθήσεται.
1 ΚΡΙΤΗΣ σοφός παιδεύσει τον λαόν αυτού, και ηγεμονία συνετού τεταγμένη έσται. 2 κατά τον κριτήν τού λαού αυτού ούτως και οι λειτουργοί αυτού, και κατά τον ηγούμενον της πόλεως πάντες οι κατοικούντες αυτήν. 3 βασιλεύς απαίδευτος απολεί τον λαόν αυτού, και πόλις οικισθήσεται εν συνέσει δυναστών. 4 εν χειρί Κυρίου εξουσία της γής, και τον χρήσιμον εγερεί εις καιρόν επ΄ αυτής. 5 εν χειρί Κυρίου ευοδία ανδρός, και προσώπω γραμματέως επιθήσει δόξαν αυτού. 6 Επί παντί αδικήματι μη μηνιάσης τώ πλησίον και μη πράσσε μηδέν εν έργοις ύβρεως. 7 μισητή έναντι Κυρίου και ανθρώπων υπερηφανία, και εξ αμφοτέρων πλημμελήσει άδικα. 8 βασιλεία από έθνους εις έθνος μετάγεται διά αδικίας και ύβρεις και χρήματα. 9 τι υπερηφανεύεται γη και σποδός; ότι εν ζωή έρριψα τα ενδόσθια αυτού.
10 μακρόν αρρώστημα σκώπτει ιατρός· και βασιλεύς σήμερον, και αύριον τελευτήσει. 11 εν γάρ τώ αποθανείν άνθρωπον κληρονομήσει ερπετά και θηρία και σκώληκας. 12 αρχή υπερηφανίας ανθρώπου αφισταμένου από Κυρίου, και από τού ποιήσαντος αυτόν απέστη η καρδία αυτού. 13 ότι αρχή υπερηφανίας αμαρτία, και ο κρατών αυτής εξομβρήσει βδέλυγμα· διά τούτο παρεδόξασε Κύριος τας επαγωγάς και κατέστρεψεν εις τέλος αυτούς. 14 θρόνους αρχόντων καθείλεν ο Κύριος και εκάθισε πραείς αντ’ αυτών. 15 ρίζας εθνών εξέτιλεν ο Κύριος και εφύτευσε ταπεινούς αντ’ αυτών. 16 χώρας εθνών κατέστρεψεν ο Κύριος και απώλεσεν αυτάς έως θεμελίων γής. 17 εξήρανεν εξ αυτών και απώλεσεν αυτούς και κατέπαυσεν από γής το μνημόσυνον αυτών. 18 ουκ έκτισται ανθρώποις υπερηφανία, ουδέ οργή θυμού γεννήμασι γυναικών. 19 Σπέρμα έντιμον ποίον; σπέρμα ανθρώπου. σπέρμα έντιμον ποίον; οι φοβούμενοι τον Κύριον. σπέρμα άτιμον ποίον; σπέρμα ανθρώπου. σπέρμα άτιμον ποίον; οι παραβαίνοντες εντολάς.
20 εν μέσω αδελφών ο ηγούμενος αυτών έντιμος, και οι φοβούμενοι Κύριον εν οφθαλμοίς αυτού. 22 πλούσιος και ένδοξος και πτωχός, το καύχημα αυτών φόβος Κυρίου. 23 ου δίκαιον ατιμάσαι πτωχόν συνετόν, και ου καθήκει δοξάσαι άνδρα αμαρτωλόν. 24 μεγιστάν και κριτής και δυνάστης δοξασθήσεται, και ουκ έστιν αυτών τις μείζων τού φοβουμένου τον Κύριον. 25 οικέτη σοφώ ελεύθεροι λειτουργήσουσι, και ανήρ επιστήμων ου γογγύσει. 26 Μή σοφίζου ποιήσαι το έργον σου και μη δοξάζου εν καιρώ στενοχωρίας σου. 27 κρείσσων εργαζόμενος και περισσεύων εν πάσιν ή περιπατών δοξαζόμενος και απορών άρτων. 28 τέκνον, εν πραυ±τητι δόξασον την ψυχήν σου και δός αυτή τιμήν κατά την αξίαν αυτής. 29 τον αμαρτάνοντα εις την ψυχήν αυτού τις δικαιώσει; και τις δοξάσει τον ατιμάζοντα την ζωήν αυτού;
30 πτωχός δοξάζεται δι’ επιστήμην αυτού, και πλούσιος δοξάζεται διά τον πλούτον αυτού. 31 ο δεδοξασμένος εν πτωχεία, και εν πλούτω ποσαχώς; και ο άδοξος εν πλούτω, και εν πτωχεία ποσαχώς;
1 ΣΟΦΙΑ ταπεινού ανυψώσει κεφαλήν αυτού, και εν μέσω μεγιστάνων καθίσει αυτόν. 2 μη αινέσης άνδρα εν κάλλει αυτού και μη βδελύξη άνθρωπον εν οράσει αυτού. 3 μικρά εν πετεινοίς μέλισσα, και αρχή γλυκασμάτων ο καρπός αυτής. 4 εν περιβολή ιματίων μη καυχήση και εν ημέρα δόξης μη επαίρου· ότι θαυμαστά τα έργα Κυρίου, και κρυπτά τα έργα αυτού εν ανθρώποις. 5 πολλοί τύραννοι εκάθισαν επί εδάφους, ο δε ανυπονόητος εφόρεσε διάδημα. 6 πολλοί δυνάσται ητιμάσθησαν σφόδρα, και ένδοξοι παρεδόθησαν εις χείρας ετέρων. 7 πριν εξετάσης, μη μέμψη· νόησον πρώτον και τότε επιτίμα. 8 πριν ή ακούσαι, μη αποκρίνου και εν μέσω λόγων μη παρεμβάλλου. 9 περί πράγματος, ού ουκ έστι σοι χρεία, μη έριζε και εν κρίσει αμαρτωλών μη συνέδρευε.
10 Τέκνον, μη περί πολλά έστωσαν αι πράξεις σου· εάν πληθυνής, ουκ αθωωθήση· και εάν διώκης, ου μη καταλάβης, και ου μη εκφύγης διαδράς. 11 έστι κοπιών και πονών και σπεύδων, και τόσω μάλλον υστερείται. 12 έστι νωθρός και προσδεόμενος αντιλήψεως, υστερών ισχύι και πτωχεία περισσεύει· και οι οφθαλμοί Κυρίου επέβλεψαν αυτώ εις αγαθά, και ανώρθωσεν αυτόν εκ ταπεινώσεως αυτού. 13 και ανύψωσε κεφαλήν αυτού και απεθαύμασαν επ’ αυτώ πολλοί. 14 αγαθά και κακά, ζωή και θάνατος, πτωχεία και πλούτος παρά Κυρίου εστί. 17 δόσις Κυρίου παραμένει ευσεβέσι, και η ευδοκία αυτού εις τον αιώνα ευοδωθήσεται. 18 έστι πλουτών από προσοχής και σφιγγίας αυτού, και αύτη η μερίς τού μισθού αυτού. 19 εν τώ ειπείν αυτόν· εύρον ανάπαυσιν και νύν φάγομαι εκ των αγαθών μου, και ουκ οίδε τις καιρός παρελεύσεται και καταλείψει αυτά ετέροις και αποθανείται.
20 στήθι εν διαθήκη σου και ομίλει εν αυτή και εν τώ έργω σου παλαιώθητι. 21 μη θαύμαζε εν έργοις αμαρτωλού, πίστευε τώ Κυρίω και έμμενε τώ πόνω σου· ότι κούφον εν οφθαλμοίς Κυρίου διά τάχους εξάπινα πλουτίσαι πένητα. 22 ευλογία Κυρίου εν μισθώ ευσεβούς, και εν ώρα ταχινή αναθάλλει ευλογίαν αυτού. 23 μη είπης· τις εστί μου χρεία, και τίνα από τού νύν έσται μου τα αγαθά; 24 μη είπης· αυτάρκη μοί εστι, και τι από τού νύν κακωθήσομαι; 25 εν ημέρα αγαθών αμνησία κακών, και εν ημέρα κακών ου μνησθήσεται αγαθών· 26 ότι κούφον έναντι Κυρίου εν ημέρα τελευτής αποδούναι ανθρώπω κατά τας οδούς αυτού. 27 κάκωσις ώρας επιλησμονήν ποιεί τρυφής, και εν συντελεία ανθρώπου αποκάλυψις έργων αυτού. 28 πρό τελευτής μη μακάριζε μηδένα, και εν τέκνοις αυτού γνωσθήσεται ανήρ. 29 Μή πάντα άνθρωπον είσαγε εις τον οίκόν σου, πολλά γάρ τα ένεδρα τού δολίου.
30 πέρδιξ θηρευτής εν καρτάλλω, ούτως καρδία υπερηφάνου, και ως ο κατάσκοπος επιβλέπει πτώσιν· 31 τα γάρ αγαθά εις κακά μεταστρέφων ενεδρεύει και εν τοίς αιρετοίς επιθήσει μώμον. 32 από σπινθήρος πυρός πληθύνεται ανθρακιά, και άνθρωπος αμαρτωλός εις αίμα ενεδρεύει. 33 πρόσεχε από κακούργου, πονηρά γάρ τεκταίνει, μήποτε μώμον εις τον αιώνα δώ σοι. 34 ενοίκισον αλλότριον και διαστρέψει σε εν ταραχαίς, και απαλλοτριώσει σε των ιδίων σου.
1 ΕΑΝ εύ ποιής, γνώθι τίνι ποιείς, και έσται χάρις τοίς αγαθοίς σου. 2 εύ ποίησον ευσεβεί, και ευρήσεις ανταπόδομα και ει μη παρ΄ αυτού, αλλά παρά Υψίστου. 3 ουκ έστιν αγαθά τώ ενδελεχίζοντι εις κακά και τώ ελεημοσύνην μη χαριζομένω. 4 δός τώ ευσεβεί και μη αντιλάβη τού αμαρτωλού. 5 εύ ποίησον τώ ταπεινώ και μη δώς ασεβεί· εμπόδισον τους άρτους αυτού και μη δώς αυτώ, ίνα μη εν αυτοίς σε δυναστεύση· διπλάσια γάρ κακά ευρήσεις εν πάσιν αγαθοίς, οίς αν ποιήσης αυτώ. 6 ότι και ο Ύψιστος εμίσησεν αμαρτωλούς και τοίς ασεβέσιν αποδώσει εκδίκησιν. 7 δός τώ αγαθώ και μη αντιλάβου τού αμαρτωλού. 8 Ουκ εκδικηθήσεται εν αγαθοίς ο φίλος και ου κρυβήσεται εν κακοίς ο εχθρός. 9 εν αγαθοίς ανδρός οι εχθροί αυτού εν λύπη, και εν τοίς κακοίς αυτού και ο φίλος διαχωρισθήσεται.
10 μη πιστεύσης τώ εχθρώ σου εις τον αιώνα· ως γάρ ο χαλκός ιούται, ούτως η πονηρία αυτού. 11 και εάν ταπεινωθή και πορεύηται συγκεκυφώς, επίστησον την ψυχήν σου και φύλαξαι απ’ αυτού και έση αυτώ ως εκμεμαχώς έσοπτρον, και γνώση ότι ουκ εις τέλος κατίωσε. 12 μη στήσης αυτόν παρά σεαυτώ, μη ανατρέψας σε στή επί τον τόπον σου· μη καθίσης αυτόν εκ δεξιών σου, μήποτε ζητήση την καθέδραν σου και επ’ εσχάτων επιγνώση τους λόγους μου και επί των ρημάτων μου κατανυγήση. 13 τις ελεήσει επαοιδόν οφιόδηκτον και πάντας τους προσάγοντας θηρίοις; 14 ούτως τον προσπορευόμενον ανδρί αμαρτωλώ και συμφυρόμενον εν ταίς αμαρτίαις αυτού. 15 ώραν μετά σού διαμενεί, και εάν εκκλίνης, ου μη καρτερήση. 16 και εν τοίς χείλεσιν αυτού γλυκανεί ο εχθρός και εν τή καρδία αυτού βουλεύσεται ανατρέψαι σε εις βόθρον· εν οφθαλμοίς αυτού δακρύσει ο εχθρός, και εάν εύρη καιρόν, ουκ εμπλησθήσεται αφ’ αίματος. 17 κακά αν υπαντήση σοι, ευρήσεις αυτόν εκεί πρότερόν σου, και ως βοηθών υποσχάσει πτέρναν σου· 18 κινήσει την κεφαλήν αυτού και επικροτήσει ταίς χερσίν αυτού και πολλά διαψιθυρίσει και αλλοιώσει το πρόσωπον αυτού.
1 Ο ΑΠΤΟΜΕΝΟΣ πίσσης μολυνθήσεται, και ο κοινωνών υπερηφάνω ομοιωθήσεται αυτώ. 2 βάρος υπέρ σε μη άρης, και ισχυροτέρω σου και πλουσιωτέρω μη κοινώνει. τι κοινωνήσει χύτρα προς λέβητα; αύτη προσκρούσει, και αύτη συντριβήσεται. 3 πλούσιος ηδίκησε, και αυτός προσενεβριμήσατο· πτωχός ηδίκηται, και αυτός προσδεηθήσεται. 4 εάν χρησιμεύσης, εργάται εν σοί· και εάν υστερήσης, καταλείψει σε. 5 εάν έχης, συμβιώσεταί σοι και αποκενώσει σε, και αυτός ου πονέσει. 6 χρείαν έσχηκέ σου, και αποπλανήσει σε και προσγελάσεταί σοι και δώσει σοι ελπίδα· λαλήσει σοι καλά και ερεί· τις η χρεία σου; 7 και αισχυνεί σε εν τοίς βρώμασιν αυτού, έως ού αποκενώση σε δίς ή τρίς, και επ’ εσχάτων καταμωκήσεταί σου· μετά ταύτα όψεταί σε και καταλείψει σε και την κεφαλήν αυτού κινήσει επί σοί. 8 πρόσεχε μη αποπλανηθής και μη ταπεινωθής εν αφροσύνη σου. 9 Προσκαλεσαμένου σε δυνάστου, υποχωρών γίνου, και τόσω μάλλον προσκαλέσεταί σε.
10 μη έμπιπτε, ίνα μη απωσθής, και μη μακράν αφίστω, ίνα μη επιλησθής. 11 μη έπεχε ισηγορείσθαι μετ’ αυτού και μη πίστευε τοίς πλείοσι λόγοις αυτού· εκ πολλής γάρ λαλιάς πειράσει σε και ως προσγελών εξετάσει σε. 12 ανελεήμων ο μη συντηρών λόγους και ου μη φείσηται περί κακώσεως και δεσμών. 13 συντήρησον και πρόσεχε σφοδρώς, ότι μετά της πτώσεώς σου περιπατείς. [14 ακούων αυτά εν ύπνω σου γρηγόρησον· πάση ζωή σου αγάπα τον Κύριον, και επικαλού αυτόν εις σωτηρίαν σου]. 15 Πάν ζώον αγαπά το όμοιον αυτώ και πάς άνθρωπος τον πλησίον αυτού· 16 πάσα σάρξ κατά γένος συνάγεται, και τώ ομοίω αυτού προσκολληθήσεται ανήρ. 17 τι κοινωνήσει λύκος αμνώ; ούτως αμαρτωλός προς ευσεβή. 18 τις ειρήνη υαίνη προς κύνα; και τις ειρήνη πλουσίω προς πένητα; 19 κυνήγια λεόντων όναγροι εν ερήμω, ούτως νομαί πλουσίων πτωχοί.
20 βδέλυγμα υπερηφάνω ταπεινότης, ούτως βδέλυγμα πλουσίω πτωχός. 21 πλούσιος σαλευόμενος στηρίζεται υπό φίλων, ταπεινός δε πεσών προσαπωθείται υπό φίλων. 22 πλουσίου σφαλέντος πολλοί αντιλήπτορες, ελάλησεν απόρρητα και εδικαίωσαν αυτόν. ταπεινός έσφαλε και προσεπετίμησαν αυτώ, εφθέγξατο σύνεσιν και ουκ εδόθη αυτώ τόπος. 23 πλούσιος ελάλησε και πάντες εσίγησαν, και τον λόγον αυτού ανύψωσαν έως των νεφελών. πτωχός ελάλησε και είπαν· τις ούτος; κάν προσκόψη, προσανατρέψουσιν αυτόν. 24 αγαθός ο πλούτος, ώ μη εστιν αμαρτία, και πονηρά η πτωχεία εν στόματι ασεβούς. 25 Καρδία ανθρώπου αλλοιοί το πρόσωπον αυτού, εάν τε εις αγαθά εάν τε εις κακά. 26 ίχνος καρδίας εν αγαθοίς πρόσωπον ιλαρόν, και εύρεσις παραβολών διαλογισμοί μετά κόπου.
1 ΜΑΚΑΡΙΟΣ ανήρ, ώς ουκ ωλίσθησεν εν στόματι αυτού και ου κατενύγη εν λύπη αμαρτίας. 2 μακάριος ού ου κατέγνω η ψυχή αυτού, και ός ουκ έπεσεν από της ελπίδος αυτού. 3 Ανδρί μικρολόγω ου καλός ο πλούτος, και ανθρώπω βασκάνω ινατί χρήματα; 4 ο συνάγων από της ψυχής αυτού συνάγει άλλοις, και εν τοίς αγαθοίς αυτού τρυφήσουσιν έτεροι. 5 ο πονηρός εαυτώ τίνι αγαθός έσται; και ου μη ευφρανθήσεται εν τοίς χρήμασιν αυτού. 6 τού βασκαίνοντος εαυτόν ουκ έστι πονηρότερος, και τούτο ανταπόδομα της κακίας αυτού· 7 κάν εύ ποιή, εν λήθη ποιεί, και επ’ εσχάτων εκφαίνει την κακίαν αυτού. 8 πονηρός ο βασκαίνων οφθαλμώ, αποστρέφων πρόσωπον και υπερορών ψυχάς. 9 πλεονέκτου οφθαλμός ουκ εμπίπλαται μερίδι, και αδικία πονηρά αναξηραίνει ψυχήν.
10 οφθαλμός πονηρός φθονερός επ’ άρτω και ελλιπής επί της τραπέζης αυτού. 11 Τέκνον, καθώς εάν έχης, εύ ποίει σεαυτόν και προσφοράς Κυρίω αξίως πρόσαγε. 12 μνήσθητι ότι θάνατος ου χρονιεί και διαθήκη άδου ουχ υπεδείχθη σοι· 13 πριν σε τελευτήσαι, εύ ποίει φίλω και κατά την ισχύν σου έκτεινον και δώς αυτώ. 14 μη αφυστερήσης από αγαθής ημέρας, και μερίς επιθυμίας αγαθής μη σε παρελθάτω. 15 ουχί ετέρω καταλείψεις τους πόνους σου και τους κόπους σου εις διαίρεσιν κλήρου; 16 δός και λάβε και απάτησον την ψυχήν σου, ότι ουκ έστιν εν άδου ζητήσαι τρυφήν. 17 πάσα σάρξ ως ιμάτιον παλαιούται, η γάρ διαθήκη απ’ αιώνος· θανάτω αποθανή. 18 ως φύλλον θάλλον επί δένδρου δασέος, τα μέν καταβάλλει, άλλα δε φύει, ούτως γενεά σαρκός και αίματος, η μέν τελευτά, ετέρα δε γεννάται. 19 πάν έργον σηπόμενον εκλείπει, και ο εργαζόμενος αυτό μετ’ αυτού απελεύσεται.
20 Μακάριος ανήρ, ός εν σοφία τελευτήσει και ός εν συνέσει αυτού διαλεχθήσεται, 21 ο διανοούμενος τας οδούς αυτής εν καρδία αυτού, και εν τοίς αποκρύφοις αυτής νοηθήσεται. 22 έξελθε οπίσω αυτής ως ιχνευτής, και εν ταίς εισόδοις αυτής ενέδρευε. 23 ο παρακύπτων διά των θυρίδων αυτής και επί των θυρωμάτων αυτής ακροάσεται. 24 ο καταλύων σύνεγγυς τού οίκου αυτής και πήξει πάσσαλον εν τοίς τοίχοις αυτής, 25 στήσει την σκηνήν αυτού κατά χείρας αυτής και καταλύσει εν καταλύματι αγαθών· 26 θήσει τα τέκνα αυτού εν τή σκέπη αυτής και υπό τους κλάδους αυτής αυλισθήσεται· 27 σκεπασθήσεται υπ’ αυτής από καύματος και εν τή δόξη αυτής καταλύσει.
1 ΟΦΟΒΟΥΜΕΝΟΣ Κύριον ποιήσει αυτό, και ο εγκρατής τού νόμου καταλήψεται αυτήν· 2 και υπαντήσεται αυτώ ως μήτηρ και ως γυνή παρθενίας προσδέξεται αυτόν. 3 ψωμιεί αυτόν άρτον συνέσεως και ύδωρ σοφίας ποτίσει αυτόν. 4 στηριχθήσεται επ’ αυτήν και ου μη κλιθή, και επ’ αυτής εφέξει και ου μη καταισχυνθή· 5 και υψώσει αυτόν παρά τους πλησίον αυτού και εν μέσω εκκλησίας ανοίξει στόμα αυτού. 6 ευφροσύνην και στέφανον αγαλλιάματος και όνομα αιώνιον κατακληρονομήσει. 7 ου μη καταλήψονται αυτήν άνθρωποι ασύνετοι, και άνδρες αμαρτωλοί ου μη ίδωσιν αυτήν· 8 μακράν εστιν υπερηφανίας, και άνδρες ψεύσται ου μη μνησθήσονται αυτής.
9 Ουχ ωραίος αίνος εν στόματι αμαρτωλού, ότι ου παρά Κυρίου απεστάλη· 10 εν γάρ σοφία ρηθήσεται αίνος, και ο Κύριος ευοδώσει αυτόν. 11 μη είπης ότι διά Κύριον απέστην· ά γάρ εμίσησεν, ου ποιήσεις. 12 μη είπης ότι αυτός με επλάνησεν· ου γάρ χρείαν έχει ανδρός αμαρτωλού. 13 πάν βδέλυγμα εμίσησε Κύριος, και ουκ έστιν αγαπητόν τοίς φοβουμένοις αυτόν. 14 αυτός εξ αρχής εποίησεν άνθρωπον και αφήκεν αυτόν εν χειρί διαβουλίου αυτού. 15 εάν θέλης, συντηρήσεις εντολάς και πίστιν ποίησαι ευδοκίας. 16 παρέθηκέ σοι πύρ και ύδωρ· ού εάν θέλης, εκτενείς την χείρά σου. 17 έναντι ανθρώπων η ζωή και ο θάνατος, και ό εάν ευδοκήση, δοθήσεται αυτώ. 18 ότι πολλή σοφία τού Κυρίου· ισχυρός εν δυναστεία και βλέπων τα πάντα, 19 και οι οφθαλμοί αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν, και αυτός επιγνώσεται πάν έργον ανθρώπου. 20 και ουκ ενετείλατο ουδενί ασεβείν και ουκ έδωκεν άνεσιν ουδενί αμαρτάνειν.
1 ΜΗ επιθύμει τέκνων πλήθος αχρήστων, μη ευφραίνου επί υιοίς ασεβέσιν. 2 εάν πληθύνωσι, μη ευφραίνου επ’ αυτοίς, ει μη εστι φόβος Κυρίου μετ’ αυτών. 3 μη εμπιστεύσης τή ζωή αυτών και μη έπεχε επί το πλήθος αυτών· κρείσσων γάρ είς ή χίλιοι, και αποθανείν άτεκνον ή έχειν τέκνα ασεβή. 4 από γάρ ενός συνετού συνοικισθήσεται πόλις, φυλή δε ανόμων ερημωθήσεται. 5 πολλά τοιαύτα εώρακα εν οφθαλμοίς μου, και ισχυρότερα τούτων ακήκοε το ούς μου. 6 εν συναγωγή αμαρτωλών εκκαυθήσεται πύρ, και εν έθνει απειθεί εξεκαύθη οργή. 7 ουκ εξιλάσατο περί των αρχαίων γιγάντων, οί απέστησαν τή ισχύι αυτών· 8 ουκ εφείσατο περί της παροικίας Λώτ, ούς εβδελύξατο διά την υπερηφανίαν αυτών· 9 ουκ ηλέησεν έθνος απωλείας, τους εξηρμένους εν αμαρτίαις αυτών·
10 και ούτως εξακοσίας χιλιάδας πεζών τους επισυναχθέντας εν σκληροκαρδία αυτών. 11 κάν ή είς σκληροτράχηλος, θαυμαστόν τούτο ει αθωωθήσεται· έλεος γάρ και οργή παρ’ αυτώ, δυνάστης εξιλασμών και εκχέων οργήν. 12 κατά το πολύ έλεος αυτού, ούτως και πολύς ο έλεγχος αυτού· άνδρα κατά τα έργα αυτού κρίνει. 13 ουκ εκφεύξεται εν αρπάγμασιν αμαρτωλός, και ου μη καθυστερήση υπομονήν ευσεβούς. 14 πάση ελεημοσύνη ποιήσει τόπον, έκαστος κατά τα έργα αυτού ευρήσει. [15 Κύριος εσκλήρυνε Φαραώ μη ειδέναι αυτόν, όπως αν γνωσθή ενεργήματα αυτού τή υπ' ουρανόν. 16 πάση τή κτίσει το έλεος αυτού φανερόν, και το φώς αυτού και το σκότος εμέρισε τώ αδάμαντι]. 17 μη είπης, ότι από Κυρίου κρυβήσομαι, μη εξ ύψους τις μου μνησθήσεται; εν λαώ πλείονι ου μη γνωσθώ, τις γάρ η ψυχή μου εν αμετρήτω κτίσει; 18 ιδού ο ουρανός και ο ουρανός τού ουρανού, άβυσσος και γη σαλευθήσονται εν τή επισκοπή αυτού. 19 άμα τα όρη και τα θεμέλια της γής εν τώ επιβλέψαι εις αυτά τρόμω συσσείονται,
20 και επ’ αυτοίς ου διανοηθήσεται καρδία· και τας οδούς αυτού τις ενθυμηθήσεται; 21 και καταιγίς, ήν ουκ όψεται άνθρωπος, τα δε πλείονα των έργων αυτού εν αποκρύφοις. 22 έργα δικαιοσύνης τις αναγγελεί ή τις υπομενεί; μακράν γάρ η διαθήκη. 23 ελαττούμενος καρδία διανοείται ταύτα, και ανήρ άφρων και πλανώμενος διανοείται μωρά. 24 Άκουσόν μου, τέκνον, και μάθε επιστήμην και επί των λόγων μου πρόσεχε τή καρδία σου. 25 εκφανώ εν σταθμώ παιδείαν και εν ακριβεία απαγγελώ επιστήμην. 26 εν κρίσει Κυρίου τα έργα αυτού απ’ αρχής, και από ποιήσεως αυτών διέστειλε μερίδας αυτών. 27 εκόσμησεν εις αιώνα τα έργα αυτού και τας αρχάς αυτών εις γενεάς αυτών· ούτε επείνασαν ούτε εκοπίασαν και ουκ εξέλιπον από των έργων αυτών· 28 έκαστος τον πλησίον αυτού ουκ εξέθλιψε, και έως αιώνος ουκ απειθήσουσι τού ρήματος αυτού. 29 και μετά ταύτα Κύριος εις την γήν επέβλεψε και ενέπλησεν αυτήν των αγαθών αυτού·
30 ψυχήν παντός ζώου εκάλυψε το πρόσωπον αυτής, και εις αυτήν η αποστροφή αυτών.
1 ΚΥΡΙΟΣ έκτισεν εκ γής άνθρωπον και πάλιν απέστρεψεν αυτόν εις αυτήν. 2 ημέρας αριθμού και καιρόν έδωκεν αυτοίς και έδωκεν αυτοίς εξουσίαν των επ’ αυτής. 3 καθ’ εαυτούς ενέδυσεν αυτούς ισχύν και κατ’ εικόνα αυτού εποίησεν αυτούς 4 και έθηκε τον φόβον αυτού επί πάσης σαρκός και κατακυριεύειν θηρίων και πετεινών. [5 έλαβον χρήσιν των πέντε τού Κυρίου ενεργημάτων, έκτον δε νούν αυτοίς εδωρήσατο μερίζων και τον έβδομον λόγον ερμηνέα των ενεργημάτων αυτού]. 6 διαβούλιον και γλώσσαν και οφθαλμούς, ώτα και καρδίαν έδωκε διανοείσθαι αυτοίς. 7 επιστήμην συνέσεως ενέπλησεν αυτούς και αγαθά και κακά υπέδειξεν αυτοίς. 8 έθηκε τον οφθαλμόν αυτού επί τας καρδίας αυτών δείξαι αυτοίς το μεγαλείον των έργων αυτού, 9 και όνομα αγιασμού αινέσουσιν,
10 ίνα διηγώνται τα μεγαλεία των έργων αυτού. 11 προσέθηκεν αυτοίς επιστήμην και νόμον ζωής εκληροδότησεν αυτοίς. 12 διαθήκην αιώνος έστησε μετ’ αυτών και τα κρίματα αυτού υπέδειξεν αυτοίς. 13 μεγαλείον δόξης είδον οι οφθαλμοί αυτών, και δόξαν φωνής αυτών ήκουσε το ούς αυτών. 14 και είπεν αυτοίς· προσέχετε από παντός αδίκου· και ενετείλατο αυτοίς εκάστω περί τού πλησίον. 15 αι οδοί αυτών εναντίον αυτού διαπαντός, ου κρυβήσονται από των οφθαλμών αυτού. 17 εκάστω έθνει κατέστησεν ηγούμενον, και μερίς Κυρίου Ισραήλ εστιν. 19 άπαντα τα έργα αυτών ως ο ήλιος εναντίον αυτού, και οι οφθαλμοί αυτού ενδελεχείς επί τας οδούς αυτών.
20 ουκ εκρύβησαν αι αδικίαι αυτών απ’ αυτού, και πάσαι αι αμαρτίαι αυτών έναντι Κυρίου. 22 ελεημοσύνη ανδρός ως σφραγίς μετ’ αυτού, και χάριν ανθρώπου ως κόρην συντηρήσει. 23 μετά ταύτα εξαναστήσεται και ανταποδώσει αυτοίς και το ανταπόδομα αυτών εις κεφαλήν αυτών αποδώσει· 24 πλήν μετανοούσιν έδωκεν επάνοδον και παρεκάλεσεν εκλείποντας υπομονήν. 25 Επίστρεφε επί Κύριον και απόλειπε αμαρτίας, δεήθητι κατά πρόσωπον και σμίκρυνον πρόσκομμα. 26 επάναγε επί Ύψιστον και απόστρεφε από αδικίας, και σφόδρα μίσησον βδέλυγμα. 27 Υψίστω τις αινέσει εν άδου αντί ζώντων και ζώντων και διδόντων ανθομολόγησιν; 28 από νεκρού ως μηδέ όντος απόλλυται εξομολόγησις· ζών και υγιής αινέσει τον Κύριον. 29 ως μεγάλη η ελεημοσύνη τού Κυρίου και εξιλασμός τοίς επιστρέφουσιν επ΄ αυτόν.
30 ου γάρ δύναται πάντα είναι εν ανθρώποις, ότι ουκ αθάνατος υιός ανθρώπου. 31 τι φωτεινότερον ηλίου; και τούτο εκλείπει· και πονηρός ενθυμηθήσεται σάρκα και αίμα. 32 δύναμιν ύψους ουρανού αυτός επισκέπτεται, και οι άνθρωποι πάντες γη και σποδός.
1 Ο ΖΩΝ εις τον αιώνα έκτισε τα πάντα κοινή· 2 Κύριος μόνος δικαιωθήσεται. [και ουκ έστιν άλλος πλήν αυτού 3 οιακίζων τον κόσμον εν σπιθαμή χειρός αυτού, και πάντα υπακούει τώ θελήματι αυτού, αυτός γάρ βασιλεύς πάντων εν κράτει αυτού, διαστέλλων εν αυτοίς άγια από βεβήλων]. 4 ουθενί εξεποίησεν εξαγγείλαι τα έργα αυτού· και τις εξιχνιάσει τα μεγαλεία αυτού; 5 κράτος μεγαλωσύνης αυτού τις εξαριθμήσεται; και τις προσθήσει εκδιηγήσασθαι τα ελέη αυτού; 6 ουκ έστιν ελαττώσαι ουδέ προσθείναι, και ουκ έστιν εξιχνιάσαι τα θαυμάσια τού Κυρίου· 7 όταν συντελέση άνθρωπος, τότε άρχεται, και όταν παύσηται, τότε απορηθήσεται. 8 τι άνθωπος και τι η χρήσις αυτού; τι το αγαθόν αυτού και τι το κακόν αυτού; 9 αριθμός ημερών ανθρώπου πολλά έτη εκατόν·
10 ως σταγών ύδατος από θαλάσσης και ψήφος άμμου, ούτως ολίγα έτη εν ημέρα αιώνος. 11 διά τούτο εμακροθύμησε Κύριος επ’ αυτοίς και εξέχεεν επ’ αυτούς το έλεος αυτού. 12 είδε και επέγνω την καταστροφήν αυτών ότι πονηρά· διά τούτο επλήθυνε τον εξιλασμόν αυτού. 13 έλεος ανθρώπου επί τον πλησίον αυτού, έλεος δε Κυρίου επί πάσαν σάρκα· ελέγχων και παιδεύων και διδάσκων και επιστρέφων ως ποιμήν το ποίμνιον αυτού. 14 τους εκδεχομένους παιδείαν ελεά και τους κατασπεύδοντας επί τα κρίματα αυτού. 15 Τέκνον, εν αγαθοίς μη δώς μώμον και εν πάση δόσει λύπην λόγων. 16 ουχί καύσωνα αναπαύσει δρόσος; ούτως κρείσσων λόγος ή δόσις. 17 ουκ ιδού λόγος υπέρ δόμα αγαθόν; και αμφότερα παρά ανδρί κεχαριτωμένω. 18 μωρός αχαρίστως ονειδιεί, και δόσις βασκάνου εκτήκει οφθαλμούς. 19 πριν ή λαλήσαι μάνθανε, και πρό αρρωστίας θεραπεύου.
20 πρό κρίσεως εξέταζε σεαυτόν, και εν ώρα επισκοπής ευρήσεις εξιλασμόν. 21 πριν αρρωστήσαί σε ταπεινώθητι και εν καιρώ αμαρτημάτων δείξον επιστροφήν. 22 μη εμποδισθής τού αποδούναι ευχήν ευκαίρως, και μη μείνης έως θανάτου δικαιωθήναι. 23 πριν εύξασθαι, ετοίμασον σεαυτόν και μη γίνου ως άνθρωπος πειράζων τον Κύριον. 24 μνήσθητι θυμού εν ημέραις τελευτής και καιρόν εκδικήσεως εν αποστροφή προσώπου. 25 μνήσθητι καιρόν λιμού εν καιρώ πλησμονής, πτωχείαν και ένδειαν εν ημέραις πλούτου. 26 από πρωίθεν έως εσπέρας μεταβάλλει καιρός, και πάντα εστί ταχινά έναντι Κυρίου. 27 άνθρωπος σοφός εν παντί ευλαβηθήσεται και εν ημέραις αμαρτιών προσέξει από πλημμελείας. 28 πάς συνετός έγνω σοφίαν και τώ ευρόντι αυτήν δώσει εξομολόγησιν. 29 συνετοί εν λόγοις και αυτοί εσοφίσαντο και ανώμβρησαν παροιμίας ακριβείς.
ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΨΥΧΗΣ.~
30 Οπίσω των επιθυμιών σου μη πορεύου και από των ορέξεών σου κωλύου. 31 εάν χορηγήσης τή ψυχή σου ευδοκίαν επιθυμίας, ποιήσει σε επίχαρμα των εχθρών σου. 32 μη ευφραίνου επί πολλή τρυφή, μηδέ προσδεθής συμβολή αυτής. 33 μη γίνου πτωχός συμβολοκοπών εκ δανεισμού, και ουδέν σοί εστιν εν μαρσιπείω.
1 ΕΡΓΑΤΗΣ μέθυσος ου πλουτισθήσεται· ο εξουθενών τα ολίγα κατά μικρόν πεσείται. 2 οίνος και γυναίκες αποστήσουσι συνετούς, και ο κολλώμενος πόρναις τολμηρότερος έσται· 3 σήτες και σκώληκες κληρονομήσουσιν αυτόν, και ψυχή τολμηρά εξαρθήσεται. 4 Ο ταχύ εμπιστεύων κούφος καρδία, και ο αμαρτάνων εις ψυχήν αυτού πλημμελήσει. 5 ο ευφραινόμενος καρδία καταγνωσθήσεται, 6 και ο μισών λαλιάν ελαττονούται κακία. 7 μηδέποτε δευτερώσης λόγον, και ουθέν σοι ου μη ελαττονωθή. 8 εν φίλω και εν εχθρώ μη διηγού, και ει μη έστι σοι αμαρτία, μη αποκάλυπτε· 9 ακήκοε γάρ σου και εφυλάξατό σε, και εν καιρώ μισήσει σε.
10 ακήκοας λόγον, συναποθανέτω σοι· θάρσει, ου μη σε ρήξει. 11 από προσώπου λόγου ωδινήσει μωρός ως από προσώπου βρέφους η τίκτουσα. 12 βέλος πεπηγός εν μηρώ σαρκός, ούτως λόγος εν κοιλία μωρού. 13 Έλεγξον φίλον, μήποτε ουκ εποίησε, και εί τι εποίησε, μήποτε προσθή. 14 έλεγξον τον πλησίον, μήποτε ουκ είπε, και ει είρηκεν, ίνα μη δευτερώση. 15 έλεγξον φίλον, πολλάκις γάρ γίνεται διαβολή, και μη παντί λόγω πίστευε. 16 έστιν ολισθαίνων και ουκ από ψυχής, και τις ουχ ημάρτησεν εν τή γλώσση αυτού; 17 έλεγξον τον πλησίον σου πριν ή απειλήσαι, και δός τόπον νόμω Υψίστου. [γινόμενος άμηνις. 18 φόβος Κυρίου αρχή προσλήψεως, σοφία δε παρ' αυτού αγάπησιν περιποιεί. 19 γνώσις εντολών Κυρίου παιδεία ζωής, οι δε ποιούντες τα αρεστά αυτώ αθανασίας δένδρον καρπούνται].
20 Πάσα σοφία φόβος Κυρίου, και εν πάση σοφία ποίησις νόμου· [και γνώσις της παντοδυναμίας αυτού. 21 οικέτης λέγων τώ δεσπότη· ως αρέσκει ου ποιήσω, εάν μετά ταύτα ποιήση, παροργίζει τον τρέφοντα αυτόν]. 22 και ουκ έστι σοφία πονηρίας επιστήμη, και ουκ έστιν όπου βουλή αμαρτωλών φρόνησις. 23 έστι πονηρία και αύτη βδέλυγμα, και έστιν άφρων ελαττούμενος σοφία. 24 κρείττων ηττώμενος εν συνέσει έμφοβος ή περισσεύων εν φρονήσει και παραβαίνων νόμον. 25 έστι πανουργία ακριβής και αύτη άδικος, και έστι διαστρέφων χάριν τού εκφάναι κρίμα. 26 έστι πονηρευόμενος συγκεκυφώς μελανία, και τα εντός αυτού πλήρης δόλου· 27 συγκύφων πρόσωπον και ετεροκωφών, όπου ουκ επεγνώσθη, προφθάσει σε· 28 και εάν υπό ελαττώματος ισχύος κωλυθή αμαρτείν, εάν εύρη καιρόν, κακοποιήσει. 29 από οράσεως επιγνωσθήσεται ανήρ, και από απαντήσεως προσώπου επιγνωσθήσεται νοήμων. 30 στολισμός ανδρός και γέλως οδόντων και βήματα ανθρώπου αναγγέλλει τα περί αυτού.
1 ΕΣΤΙΝ έλεγχος ός ουκ έστιν ωραίος, και έστι σιωπών και αυτός φρόνιμος. 2 ως καλόν ελέγξαι ή θυμούσθαι, και ο ανθομολογούμενος από ελαττώσεως κωλυθήσεται. 4 επιθυμία ευνούχου αποπαρθενώσαι νεάνιδα, ούτως ο ποιών εν βία κρίματα. 5 έστι σιωπών ευρισκόμενος σοφός, και έστι μισητός από πολλής λαλιάς. 6 έστι σιωπών, ου γάρ έχει απόκρισιν, και έστι σιωπών ειδώς καιρόν. 7 άνθρωπος σοφός σιγήσει έως καιρού, ο δε λαπιστής και άφρων υπερβήσεται καιρόν. 8 ο πλεονάζων λόγω βδελυχθήσεται, και ο ενεξουσιαζόμενος μισηθήσεται. 9 έστιν ευοδία εν κακοίς ανδρί, και έστιν εύρημα εις ελάττωσιν.
10 έστι δόσις, ή ου λυσιτελήσει σοι, και έστι δόσις, ής το ανταπόδομα διπλούν. 11 έστιν ελάττωσις ένεκεν δόξης, και έστιν ός από ταπεινώσεως ήρε κεφαλήν. 12 έστιν αγοράζων πολλά ολίγου και αποτιννύων αυτά επταπλάσιον. 13 ο σοφός εν λόγω εαυτόν προσφιλή ποιήσει, χάριτες δε μωρών εκχυθήσονται. 14 δόσις άφρονος ου λυσιτελήσει σοι, οι γάρ οφθαλμοί αυτού ανθ’ ενός πολλοί· 15 ολίγα δώσει και πολλά ονειδίσει και ανοίξει το στόμα αυτού ως κήρυξ· σήμερον δανιεί και αύριον απαιτήσει, μισητός άνθρωπος ο τοιούτος. 16 μωρός ερεί· ουχ υπάρχει μοι φίλος, και ουκ έστι χάρις τοίς αγαθοίς μου· οι έσθοντες τον άρτον μου, φαύλοι γλώσση· 17 ποσάκις και όσοι καταγελάσονται αυτού;~ 18 Ολίσθημα από εδάφους μάλλον ή από γλώσσης, ούτως πτώσις κακών κατά σπουδήν ήξει. 19 άνθρωπος άχαρις, μύθος άκαιρος· εν στόματι απαιδεύτων ενδελεχισθήσεται.
20 από στόματος μωρού αποδοκιμασθήσεται παραβολή, ου γάρ μη είπη αυτήν εν καιρώ αυτής. 21 Έστι κωλυόμενος αμαρτάνειν από ενδείας, και εν τή αναπαύσει αυτού ου κατανυγήσεται. 22 έστιν απολλύων την ψυχήν αυτού δι΄ αισχύνην, και από άφρονος προσώπου απολεί αυτήν. 23 έστι χάριν αισχύνης επαγγελόμενος φίλω, και εκτήσατο αυτόν εχθρόν δωρεάν.~ 24 Μώμος πονηρός εν ανθρώπω ψεύδος, εν στόματι απαιδεύτων ενδελεχισθήσεται. 25 αιρετόν κλέπτης ή ο ενδελεχίζων ψεύδει, αμφότεροι δε απώλειαν κληρονομήσουσιν. 26 ήθος ανθρώπου ψευδούς ατιμία, και η αισχύνη αυτού μετ’ αυτού ενδελεχώς.
ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ.~ 27 Ο σοφός εν λόγοις προάξει εαυτόν, και άνθρωπος φρόνιμος αρέσει μεγιστάσιν. 28 ο εργαζόμενος γήν ανυψώσει θημωνίαν αυτού, και ο αρέσκων μεγιστάσιν εξιλάσεται αδικίαν. 29 ξένια και δώρα αποτυφλοί οφθαλμούς σοφών και ως φιμός εν στόματι αποτρέπει ελεγμούς. 30 σοφία κεκρυμμένη και θησαυρός αφανής, τις ωφέλεια εν αμφοτέροις; 31 κρείσσων άνθρωπος αποκρύπτων την μωρίαν αυτού ή άνθρωπος αποκρύπτων την σοφίαν αυτού.
1 ΤΕΚΝΟΝ, ήμαρτες, μη προσθής μηκέτι και περί των προτέρων σου δεήθητι. 2 ως από προσώπου όφεως φεύγε από αμαρτίας, εάν γάρ προσέλθης, δήξεταί σε· οδόντες λέοντος οι οδόντες αυτής αναιρούντες ψυχάς ανθρώπων. 3 ως ρομφαία δίστομος πάσα ανομία, τή πληγή αυτής ουκ έστιν ίασις. 4 καταπληγμός και ύβρις ερημώσουσι πλούτον· ούτως οίκος υπερηφάνου ερημωθήσεται. 5 δέησις πτωχού εκ στόματος έως ωτίων αυτού, και το κρίμα αυτού κατά σπουδήν έρχεται. 6 μισών ελεγμόν εν ίχνει αμαρτωλού, και ο φοβούμενος Κύριον επιστρέψει εν καρδία. 7 γνωστός μακρόθεν ο δυνατός εν γλώσση, ο δε νοήμων οίδεν εν τώ ολισθαίνειν αυτόν. 8 ο οικοδομών την οικίαν αυτού εν χρήμασιν αλλοτρίοις, ως ο συνάγων αυτού τους λίθους εις χειμώνα. 9 στυππείον συνηγμένον συναγωγή ανόμων, και η συντέλεια αυτών φλόξ πυρός.
10 οδός αμαρτωλών ωμαλισμένη εκ λίθων, και επ΄ εσχάτω αυτής βόθρος άδου. 11 Ο φυλάσσων νόμον κατακρατεί τού εννοήματος αυτού, και συντέλεια τού φόβου Κυρίου σοφία. 12 ου παιδευθήσεται ός ουκ έστι πανούργος· έστι πανουργία πληθύνουσα πικρίαν. 13 γνώσις σοφού ως κατακλυσμός πληθυνθήσεται και η βουλή αυτού ως πηγή ζωής. 14 έγκατα μωρού ως αγγείον συντετριμμένον και πάσαν γνώσιν ου κρατήσει. 15 λόγον σοφόν εάν ακούση επιστήμων, αινέσει αυτόν και επ’ αυτόν προσθήσει· ήκουσεν ο σπαταλών και απήρεσεν αυτώ, και απέστρεψεν αυτόν οπίσω τού νώτου αυτού. 16 εξήγησις μωρού ως εν οδώ φορτίον, επί δε χείλους συνετού ευρεθήσεται χάρις. 17 στόμα φρονίμου ζητηθήσεται εν εκκλησία, και τους λόγους αυτού διανοηθήσονται εν καρδία. 18 ως οίκος ηφανισμένος ούτως μωρώ σοφία, και γνώσις ασυνέτου αδιεξέταστοι λόγοι. 19 πέδαι εν ποσίν ανοήτοις παιδεία και ως χειροπέδαι επί χειρός δεξιάς.
20 μωρός εν γέλωτι ανυψοί φωνήν αυτού, ανήρ δε πανούργος μόλις ησυχή μειδιάσει. 21 ως κόσμος χρυσού φρονίμω παιδεία και ως χλιδών επί βραχίονι δεξιώ. 22 πούς μωρού ταχύς εις οικίαν, άνθρωπος δε πολύπειρος αισχυνθήσεται από προσώπου. 23 άφρων από θύρας παρακύπτει εις οικίαν, ανήρ δε πεπαιδευμένος έξω στήσεται. 24 απαιδευσία ανθρώπου ακροάσθαι παρά θύραν, ο δε φρόνιμος βαρυνθήσεται ατιμία. 25 χείλη αλλοτρίων εν τούτοις βαρυνθήσεται, λόγοι δε φρονίμων εν ζυγώ σταθήσονται. 26 εν στόματι μωρών η καρδία αυτών, καρδία δε σοφών στόμα αυτών. 27 εν τώ καταράσθαι ασεβή τον σατανάν αυτός καταράται την εαυτού ψυχήν. 28 μολύνει την εαυτού ψυχήν ο ψιθυρίζων και εν παροικήσει μισηθήσεται.
1 ΛΙΘ† ηρδαλωμένω συνεβλήθη οκνηρός, και πάς εκσυριεί επί τή ατιμία αυτού. 2 βολβίτω κοπρίων συνεβλήθη οκνηρός, πάς ο αναιρούμενος αυτόν εκτινάξει χείρα. 3 αισχύνη πατρός εν γεννήσει απαιδεύτου, θυγάτηρ δε επ’ ελαττώσει γίνεται. 4 θυγάτηρ φρονίμη κληρονομήσει άνδρα αυτής, και η καταισχύνουσα εις λύπην γεννήσαντος· 5 πατέρα και άνδρα καταισχύνει η θρασεία και υπό αμφοτέρων ατιμασθήσεται. 6 Μουσικά εν πένθει άκαιρος διήγησις, μάστιγες δε και παιδεία εν παντί καιρώ σοφίας. 7 συγκολλών όστρακον ο διδάσκων μωρόν, εξεγείρων καθεύδοντα εκ βαθέως ύπνου. 8 διηγούμενος νυστάζοντι ο διηγούμενος μωρώ, και επί συντελεία ερεί, τι εστιν; 11 επί νεκρώ κλαύσον, εξέλιπε γάρ φώς, και επί μωρώ κλαύσον, εξέλιπε γάρ σύνεσις. ήδιον κλαύσον επί νεκρώ, ότι ανεπαύσατο, τού δε μωρού υπέρ θάνατον η ζωή πονηρά. 12 πένθος νεκρού επτά ημέραι, μωρού δε και ασεβούς πάσαι αι ημέραι της ζωής αυτού. 13 μετά άφρονος μη πληθύνης λόγον, και προς ασύνετον μη πορεύου· φύλαξαι απ΄ αυτού, ίνα μη κόπον έχης, και ου μη μολυνθής εν τώ εντιναγμώ αυτού· έκκλινον απ’ αυτού και ευρήσεις ανάπαυσιν και ου μη ακηδιάσης εν τή απονοία αυτού. 14 υπέρ μόλυβδον τι βαρυνθήσεται; και τι αυτώ όνομα αλλ’ ή μωρός; 15 άμμον και άλα και βώλον σιδήρου εύκοπον υπενεγκείν ή άνθρωπον ασύνετον.~ 16 Ιμάντωσις ξυλίνη ενδεδεμένη εις οικοδομήν εν συσσεισμώ ου διαλυθήσεται· ούτως καρδία εστηριγμένη επί διανοήματος βουλής εν καιρώ ου δειλιάσει. 17 καρδία ηδρασμένη επί διανοίας συνέσεως ως κόσμος ψαμμωτός τοίχου ξυστού. 18 χάρακες επί μετεώρου κείμενοι κατέναντι ανέμου ου μη υπομείνωσιν· ούτως καρδία δειλή επί διανοήματος μωρού κατέναντι παντός φόβου ου μη υπομείνη. 19 Ο νύσσων οφθαλμόν κατάξει δάκρυα, και ο νύσσων καρδίαν εκφαίνει αίσθησιν.
20 βάλλων λίθον επί πετεινά αποσοβεί αυτά, και ο ονειδίζων φίλον διαλύσει φιλίαν. 21 επί φίλον εάν σπάσης ρομφαίαν, μη απελπίσης, έστι γάρ επάνοδος· 22 επί φίλον εάν ανοίξης στόμα, μη ευλαβηθής, έστι γάρ διαλλαγή· πλήν ονειδισμού και υπερηφανίας και μυστηρίου αποκαλύψεως και πληγής δολίας, εν τούτοις αποφεύξεται πάς φίλος. 23 πίστιν κτήσαι εν πτωχεία μετά τού πλησίον, ίνα εν τοίς αγαθοίς αυτού ομού πλησθής· εν καιρώ θλίψεως διάμενε αυτώ, ίνα εν τή κληρονομία αυτού συγκληρονομήσης. 24 πρό πυρός ατμίς καμίνου και καπνός· ούτως πρό αιμάτων λοιδορίαι. 25 φίλον σκεπάσαι ουκ αισχυνθήσομαι και από προσώπου αυτού ου μη κρυβώ. 26 και ει κακά μοι συμβή δι’ αυτόν, πάς ο ακούων φυλάξεται απ’ αυτού.~ 27 Τίς δώσει μοι επί στόμα μου φυλακήν και επί των χειλέων μου σφραγίδα πανούργον, ίνα μη πέσω απ’ αυτής και η γλώσσά μου απολέση με;
1 ΚΥΡΙΕ, πάτερ και δέσποτα ζωής μου, μη εγκαταλίπης με εν βουλή αυτών, μη αφής με πεσείν εν αυτοίς. 2 τις επιστήσει επί τού διανοήματός μου μάστιγας και επί της καρδίας μου παιδείαν σοφίας, ίνα επί τοίς αγνοήμασί μου μη φείσωνται και ου μη παρή τα αμαρτήματα αυτών, 3 όπως μη πληθύνωσιν αι άγνοιαί μου και αι αμαρτίαι μου πλεονάσωσι και πεσούμαι έναντι των υπεναντίων και επιχαρείταί μοι ο εχθρός μου; 4 Κύριε, πάτερ και Θεέ ζωής μου, μετεωρισμόν οφθαλμών μη δώς μοι 5 και επιθυμίαν απόστρεψον απ’ εμού· 6 κοιλίας όρεξις και συνουσιασμός μη καταλαβέτωσάν με, και ψυχή αναιδεί μη παραδώς με.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ.~ 7 Παιδείαν στόματος ακούσατε, τέκνα, και ο φυλάσσων ου μη αλώ. 8 εν τοίς χείλεσιν αυτού καταληφθήσεται αμαρτωλός, και λοίδορος και υπερήφανος σκανδαλισθήσονται εν αυτοίς. 9 όρκω μη εθίσης το στόμα σου και ονομασία τού αγίου μη συνεθισθής·
10 ώσπερ γάρ οικέτης εξεταζόμενος ενδελεχώς από μώλωπος ουκ ελαττωθήσεται, ούτως και ο ομνύων και ονομάζων διαπαντός από αμαρτίας ου μη καθαρισθή. 11 ανήρ πολύορκος πλησθήσεται ανομίας, και ουκ αποστήσεται από τού οίκου αυτού μάστιξ· εάν πλημμελήση, αμαρτία αυτού επ’ αυτώ, κάν υπερίδη, ήμαρτε δισσώς· και ει διακενής ώμοσεν, ου δικαιωθήσεται, πλησθήσεται γάρ επαγωγών ο οίκος αυτού.~ 12 Έστι λέξις αντιπεριβεβλημένη θανάτω, μη ευρεθήτω εν κληρονομία Ιακώβ· από γάρ ευσεβών ταύτα πάντα αποστήσεται, και εν αμαρτίαις ουκ εγκυλισθήσονται. 13 απαιδευσίαν ασυρή μη συνεθίσης το στόμα σου, έστι γάρ εν αυτή λόγος αμαρτίας. 14 μνήσθητι πατρός και μητρός σου, ανά μέσον γάρ μεγιστάνων συνεδρεύεις· μήποτ’ επιλάθη ενώπιον αυτών και τώ εθισμώ σου μωρανθής και θελήσεις ει μη εγεννήθης και την ημέραν τού τοκετού σου καταράση. 15 άνθρωπος συνεθιζόμενος λόγοις ονειδισμού εν πάσαις ταίς ημέραις αυτού ου μη παιδευθή. 16 Δύο είδη πληθύνουσιν αμαρτίας, και το τρίτον επάξει οργήν· 17 ψυχή θερμή ως πύρ καιόμενον, ου μη σβεσθή έως αν καταποθή· άνθρωπος πόρνος εν σώματι σαρκός αυτού, ου μη παύσηται έως αν εκκαύση πύρ· ανθρώπω πόρνω πάς άρτος ηδύς, ου μη κοπάση έως αν τελευτήση. 18 άνθρωπος παραβαίνων από της κλίνης αυτού, λέγων εν τή ψυχή αυτού· τις με ορά; σκότος κύκλω μου, και οι τοίχοί με καλύπτουσι, και ουθείς με ορά· τι ευλαβούμαι; των αμαρτιών μου ου μη μνησθήσεται ο Ύψιστος. 19 και οφθαλμοί ανθρώπων ο φόβος αυτού, και ουκ έγνω ότι οφθαλμοί Κυρίου μυριοπλασίως ηλίου φωτεινότεροι, επιβλέποντες πάσας οδούς ανθρώπων και κατανοούντες εις απόκρυφα μέρη.
20 πριν ή κτισθήναι τα πάντα, έγνωσται αυτώ, ούτως και μετά το συντελεσθήναι. 21 ούτος εν πλατείαις πόλεως εκδικηθήσεται, και ού ουχ υπενόησεν πιασθήσεται.~ 22 Ούτως και γυνή καταλιπούσα τον άνδρα και παριστώσα κληρονόμον εξ αλλοτρίου· 23 πρώτον μέν γάρ εν νόμω Υψίστου ηπείθησε, και δεύτερον εις άνδρα εαυτής επλημμέλησε, και το τρίτον εν πορνεία εμοιχεύθη, εξ αλλοτρίου ανδρός τέκνα παρέστησεν. 24 αύτη εις εκκλησίαν εξαχθήσεται, και επί τα τέκνα αυτής επισκοπή έσται. 25 ου διαδώσουσι τα τέκνα αυτής εις ρίζαν, και οι κλάδοι αυτής ου δώσουσι καρπόν. 26 καταλείψει εις κατάραν το μνημόσυνον αυτής, και το όνειδος αυτής ουκ εξαλειφθήσεται. 27 και επιγνώσονται οι καταλειφθέντες ότι ουθέν κρείττον φόβου Κυρίου και ουθέν γλυκύτερον τού προσέχειν εντολαίς Κυρίου.
1 ΑΙΝΕΣΙΣ ΣΟΦΙΑΣ.~ Η σοφία αινέσει ψυχήν αυτής και εν μέσω λαού αυτής καυχήσεται. 2 εν εκκλησία Υψίστου στόμα αυτής ανοίξει και έναντι δυνάμεως αυτού καυχήσεται· 3 εγώ από στόματος Υψίστου εξήλθον, και ως ομίχλη κατεκάλυψα γήν· 4 εγώ εν υψηλοίς κατεσκήνωσα, και ο θρόνος μου εν στύλω νεφέλης· 5 γύρον ουρανού εκύκλωσα μόνη και εν βάθει αβύσσων περιεπάτησα· 6 εν κύμασι θαλάσσης και εν πάση τή γη και εν παντί λαώ και έθνει εκτησάμην. 7 μετά τούτων πάντων ανάπαυσιν εζήτησα και εν κληρονομία τίνος αυλισθήσομαι. 8 τότε ενετείλατό μοι ο κτίστης απάντων, και ο κτίσας με κατέπαυσε την σκηνήν μου και είπεν· εν Ιακώβ κατασκήνωσον και εν Ισραήλ κατακληρονομήθητι. 9 πρό τού αιώνος απ΄ αρχής έκτισέ με, και έως αιώνος ου μη εκλίπω.
10 εν σκηνή αγία ενώπιον αυτού ελειτούργησα και ούτως εν Σιών εστηρίχθην· 11 εν πόλει ηγαπημένη ομοίως με κατέπαυσε, και εν Ιερουσαλήμ η εξουσία μου· 12 και ερρίζωσα εν λαώ δεδοξασμένω, εν μερίδι Κυρίου κληρονομίας αυτού. 13 ως κέδρος ανυψώθην εν τώ Λιβάνω και ως κυπάρισσος εν όρεσιν Αερμών· 14 ως φοίνιξ ανυψώθην εν αιγιαλοίς και ως φυτά ρόδου εν Ιεριχώ, ως ελαία ευπρεπής εν πεδίω, και ανυψώθην ως πλάτανος. 15 ως κιννάμωμον και ασπάλαθος αρωμάτων δέδωκα οσμήν και ως σμύρνα εκλεκτή διέδωκα ευωδίαν, ως χαλβάνη και όνυξ και στακτή και ως λιβάνου ατμίς εν σκηνή. 16 εγώ ως τερέμινθος εξέτεινα κλάδους μου, και οι κλάδοι μου κλάδοι δόξης και χάριτος. 17 εγώ ως άμπελος βλαστήσασα χάριν, και τα άνθη μου καρπός δόξης και πλούτου. [18 εγώ μήτηρ της αγαπήσεως της καλής, και φόβου και γνώσεως και της οσίας ελπίδος, δίδομαι ούν πάσι τοίς τέκνοις μου, αειγενής τοίς λεγομένοις υπ' αυτού]. 19 προσέλθετε προς με οι επιθυμούντές μου, και από των γεννημάτων μου εμπλήσθητε·
20 το γάρ μνημόσυνόν μου υπέρ το μέλι γλυκύ, και η κληρονομία μου υπέρ μέλιτος κηρίον. 21 οι εσθίοντές με έτι πεινάσουσι, και οι πίνοντές με έτι διψήσουσιν. 22 ο υπακούων μου ουκ αισχυνθήσεται, και οι εργαζόμενοι εν εμοί ουχ αμαρτήσουσι. 23 ταύτα πάντα βίβλος διαθήκης Θεού Υψίστου, νόμον ον ενετείλατο ημίν Μωυσής κληρονομίαν συναγωγαίς Ιακώβ. [24 μη εκλύεσθε ισχύν εν Κυρίω, κολλάσθε δε προς αυτόν, ίνα κραταιώση υμάς, Κύριος παντοκράτωρ Θεός μόνος εστί, και ουκ έστιν έτι πλήν αυτού σωτήρ]. 25 ο πιμπλών ως Φεισών σοφίαν και ως Τίγρις εν ημέραις νέων, 26 ο αναπληρών ως Ευφράτης σύνεσιν και ως Ιορδάνης εν ημέραις θερισμού, 27 ο εκφαίνων ως φώς παιδείαν, ως Γηών εν ημέραις τρυγητού. 28 ου συνετέλεσεν ο πρώτος γνώναι αυτήν, και ούτως ο έσχατος ουκ εξιχνίασεν αυτήν· 29 από γάρ θαλάσσης επληθύνθη διανόημα αυτής και η βουλή αυτής από αβύσσου μεγάλης. 30 καγώ ως διώρυξ από ποταμού και ως υδραγωγός εξήλθον εις παράδεισον· 31 είπα· ποτιώ μου τον κήπον και μεθύσω μου την πρασιάν· και ιδού εγένετό μοι η διώρυξ εις ποταμόν, και ο ποταμός μου εγένετο εις θάλασσαν. 32 έτι παιδείαν ως όρθρον φωτιώ και εκφανώ αυτά έως εις μακράν· 33 έτι διδασκαλίαν ως προφητείαν εκχεώ και καταλείψω αυτήν εις γενεάς αιώνων. 34 ίδετε ότι ουκ εμοί μόνω εκοπίασα, αλλά πάσι τοίς εκζητούσιν αυτήν.
1 ΕΝ τρισίν ωραίσθην και ανέστην ωραία έναντι Κυρίου και ανθρώπων· ομόνοια αδελφών, και φιλία των πλησίον, και γυνή και ανήρ εαυτοίς συμπεριφερόμενοι. 2 τρία δε είδη εμίσησεν η ψυχή μου και προσώχθισα σφόδρα τή ζωή αυτών· πτωχόν υπερήφανον, και πλούσιον ψεύστην, γέροντα μοιχόν ελαττούμενον συνέσει.~ 3 Εν νεότητι ου συναγήοχας, και πώς αν εύροις εν τώ γήρα σου; 4 ως ωραίον πολιαίς κρίσις και πρεσβυτέροις επιγνώναι βουλήν. 5 ως ωραία γερόντων σοφία και δεδοξασμένοις διανόημα και βουλή. 6 στέφανος γερόντων πολυπειρία, και το καύχημα αυτών φόβος Κυρίου.~ 7 Εννέα υπονοήματα εμακάρισα εν καρδία και το δέκατον ερώ επί γλώσσης· άνθρωπος ευφραινόμενος επί τέκνοις, ζών και βλέπων επί πτώσει εχθρών· 8 μακάριος ο συνοικών γυναικί συνετή, και ός εν γλώσση ουκ ωλίσθησε, και ός ουκ εδούλευσεν αναξίω αυτού· 9 μακάριος ός εύρε φρόνησιν, και ο διηγούμενος εις ώτα ακουόντων·
10 ως μέγας ο ευρών σοφίαν· αλλ’ ουκ έστιν υπέρ τον φοβούμενον τον Κύριον· 11 φόβος Κυρίου υπέρ πάν υπερέβαλεν, ο κρατών αυτού τίνι ομοιωθήσεται; [12 φόβος Κυρίου αρχή αγαπήσεως αυτού, πίστις δε αρχή κολλήσεως αυτού]. 13 Πάσαν πληγήν και μη πληγήν καρδίας, και πάσαν πονηρίαν και μη πονηρίαν γυναικός· 14 πάσαν επαγωγήν και μη επαγωγήν μισούντων, και πάσαν εκδίκησιν και μη εκδίκησιν εχθρών. 15 ουκ έστι κεφαλή υπέρ κεφαλήν όφεως, και ουκ έστι θυμός υπέρ θυμόν εχθρού. 16 συνοικήσαι λέοντι και δράκοντι ευδοκήσω ή ενοικήσαι μετά γυναικός πονηράς. 17 πονηρία γυναικός αλλοιοί την όρασιν αυτής και σκοτοί το πρόσωπον αυτής ως άρκος. 18 ανά μέσον τού πλησίον αυτού αναπεσείται ο ανήρ αυτής, και ακούσας ανεστέναξε πικρά. 19 μικρά πάσα κακία προς κακίαν γυναικός, κλήρος αμαρτωλού επιπέσοι αυτή.
20 ανάβασις αμμώδης εν ποσί πρεσβυτέρου, ούτως γυνή γλωσσώδης ανδρί ησύχω. 21 μη προσπέσης επί κάλλος γυναικός και γυναίκα μη επιποθήσης. 22 οργή και αναίδεια και αισχύνη μεγάλη γυνή εάν επιχορηγή τώ ανδρί αυτής. 23 καρδία ταπεινή και πρόσωπον σκυθρωπόν και πληγή καρδίας γυνή πονηρά· χείρες παρειμέναι και γόνατα παραλελυμένα ήτις ου μακαριεί τον άνδρα αυτής. 24 από γυναικός αρχή αμαρτίας, και δι’ αυτήν αποθνήσκομεν πάντες. 25 μη δώς ύδατι διέξοδον μηδέ γυναικί πονηρά εξουσίαν. 26 ει μη πορεύεται κατά χείρά σου, από των σαρκών σου απότεμε αυτήν.
1 ΓΥΝΑΙΚΟΣ αγαθής μακάριος ο ανήρ, και αριθμός των ημερών αυτού διπλάσιος. 2 γυνή ανδρεία ευφραίνει τον άνδρα αυτής, και τα έτη αυτού πληρώσει εν ειρήνη. 3 γυνή αγαθή μερίς αγαθή, εν μερίδι φοβουμένων Κύριον δοθήσεται. 4 πλουσίου δε και πτωχού καρδία αγαθή, εν παντί καιρώ πρόσωπον ιλαρόν. 5 από τριών ευλαβήθη η καρδία μου, και επί τώ τετάρτω προσώπω εδεήθην· διαβολήν πόλεως, και εκκλησίαν όχλου, και καταψευσμόν, υπέρ θάνατον πάντα μοχθηρά. 6 άλγος καρδίας και πένθος γυνή αντίζηλος επί γυναικί και μάστιξ γλώσσης πάσιν επικοινωνούσα. 7 βοοζύγιον σαλευόμενον γυνή πονηρά, ο κρατών αυτής ως ο δρασσόμενος σκορπίου. 8 οργή μεγάλη γυνή μέθυσος και ασχημοσύνην αυτής ου συγκαλύψει. 9 πορνεία γυναικός εν μετεωρισμοίς οφθαλμών και εν τοίς βλεφάροις αυτής γνωσθήσεται.
10 επί θυγατρί αδιατρέπτω στερέωσον φυλακήν, ίνα μη ευρούσα άνεσιν εαυτή χρήσηται. 11 οπίσω αναιδούς οφθαλμού φύλαξαι, και μη θαυμάσης εάν εις σε πλημμελήση· 12 ως διψών οδοιπόρος το στόμα ανοίξει, και από παντός ύδατος τού σύνεγγυς πίεται, κατέναντι παντός πασσάλου καθήσεται και έναντι βέλους ανοίξει φαρέτραν. 13 χάρις γυναικός τέρψει τον άνδρα αυτής, και τα οστά αυτού πιανεί η επιστήμη αυτής. 14 δόσις Κυρίου γυνή σιγηρά, και ουκ έστιν αντάλλαγμα πεπαιδευμένης ψυχής. 15 χάρις επί χάριτι γυνή αισχυντηρά, και ουκ έστι σταθμός πάς άξιος εγκρατούς ψυχής. 16 ήλιος ανατέλλων εν υψίστοις Κυρίου και κάλλος αγαθής γυναικός εν κόσμω οικίας αυτής. 17 λύχνος εκλάμπων επί λυχνίας αγίας και κάλλος προσώπου επί ηλικία στασίμη. 18 στύλοι χρύσεοι επί βάσεως αργυράς και πόδες ωραίοι επί στέρνοις ευσταθούς. 19 Τέκνον, ακμήν ηλικίας σου συντήρησον υγιή, και μη δώς αλλοτρίοις την ισχύν σου.
20 αναζητήσας παντός πεδίου εύγειον κλήρον σπείρε τα ίδια σπέρματα πεποιθώς τή ευγενεία σου· 21 ούτως τα γενήματά σου περιόντα και παρρησίαν ευγενείας έχοντα μεγαλυνούσι. 22 γυνή μισθία ίση σιάλω λογισθήσεται, ύπανδρος δε πύργος θανάτου τοίς χρωμένοις λογισθήσεται. 23 γυνή ασεβής ανόμω μερίς δοθήσεται, ευσεβής δε δίδοται τώ φοβουμένω τον Κύριον. 24 γυνή ασχήμων ατιμίαν κατατρίψει, θυγάτηρ δε ευσχήμων και τον άνδρα εντραπήσεται. 25 γυνή αδιάτρεπτος ως κύων λογισθήσεται, η δε έχουσα αισχύνην τον Κύριον φοβηθήσεται. 26 γυνή άνδρα ίδιον τιμώσα σοφή πάσι φανήσεται, ατιμάζουσα δε εν υπερηφανία ασεβής πάσι γνωσθήσεται. γυναικός αγαθής μακάριος ο ανήρ, ο γάρ αριθμός των ετών αυτού διπλάσιος έσται. 27 γυνή μεγαλόφωνος και γλωσσώδης ως σάλπιγξ πολέμων εις τροπήν θεωρηθήσεται, ανθρώπου δε παντός ψυχή ομοιότροπος τούτοις, πολέμου ακαταστασίαις την ψυχήν διαιτηθήσεται].~ 28 Επί δυσί λελύπηται η καρδία μου, και επί τώ τρίτω θυμός μοι επήλθεν· ανήρ πολεμιστής υστερών δι’ ένδειαν, και άνδρες συνετοί εάν σκυβαλισθώσιν, επανάγων από δικαιοσύνης επί αμαρτίαν· ο Κύριος ετοιμάσει εις ρομφαίαν αυτόν. 29 Μόλις εξελείται έμπορος από πλημμελείας, και ου δικαιωθήσεται κάπηλος από αμαρτίας.
1 ΧΑΡΙΝ διαφόρου πολλοί ήμαρτον, και ο ζητών πληθύναι αποστρέψει οφθαλμόν. 2 αναμέσον αρμών λίθων παγήσεται πάσσαλος, και αναμέσον πράσεως και αγορασμού συντριβήσεται αμαρτία. 3 εάν μη εν φόβω Κυρίου κρατήση κατά σπουδήν, εν τάχει καταστραφήσεται αυτού ο οίκος. 4 Εν σείσματι κοσκίνου διαμένει κοπρία, ούτως σκύβαλα ανθρώπου εν λογισμώ αυτού. 5 σκεύη κεραμέως δοκιμάζει κάμινος, και πειρασμός ανθρώπου εν διαλογισμώ αυτού. 6 γεώργιον ξύλου εκφαίνει ο καρπός αυτού, ούτως λόγος ενθυμήματος καρδίας ανθρώπου. 7 πρό λογισμού μη επαινέσης άνδρα, ούτος γάρ πειρασμός ανθρώπων.~ 8 Εάν διώκης το δίκαιον, καταλήψη και ενδύση αυτό ως ποδήρη δόξης. 9 πετεινά προς τα όμοια αυτοίς καταλύσει, και αλήθεια προς τους εργαζομένους αυτήν επανήξει.
10 λέων θήραν ενεδρεύει, ούτως αμαρτίαι εργαζομένους άδικα. 11 διήγησις ευσεβούς διαπαντός σοφία, ο δε άφρων ως σελήνη αλλοιούται. 12 εις μέσον ασυνέτων συντήρησον καιρόν, εις μέσον δε διανοουμένων ενδελέχιζε. 13 διήγησις μωρών προσόχθισμα, και ο γέλως αυτών εν σπατάλη αμαρτίας. 14 λαλιά πολυόρκου ορθώσει τρίχας, και η μάχη αυτών εμφραγμός ωτίων. 15 έκχυσις αίματος μάχη υπερηφάνων, και η διαλοιδόρησις αυτών ακοή μοχθηρά.~ 16 Ο αποκαλύπτων μυστήρια απώλεσε πίστιν, και ου μη εύρη φίλον προς την ψυχήν αυτού. 17 στέρξον φίλον και πιστώθητι μετ’ αυτού· εάν δε αποκαλύψης τα μυστήρια αυτού, ου μη καταδιώξης οπίσω αυτού. 18 καθώς γάρ απώλεσεν άνθρωπος τον εχθρόν αυτού, ούτως απώλεσας την φιλίαν τού πλησίον· 19 και ως πετεινόν εκ χειρός σου απέλυσας, ούτως αφήκας τον πλησίον και ου θηρεύσεις αυτόν.
20 μη αυτόν διώξης, ότι μακράν απέστη και εξέφυγεν ως δορκάς εκ παγίδος. 21 ότι τραύμά εστι καταδήσαι και λοιδορίας εστί διαλλαγή, ο δε αποκαλύψας μυστήρια απήλπισεν.~ 22 Διανεύων οφθαλμώ τεκταίνει κακά, και ουδείς αυτόν αποστήσει απ΄ αυτού· 23 απέναντι των οφθαλμών σου γλυκανεί στόμα σου, και επί των λόγων σου εκθαυμάσει, ύστερον δε διαστρέψει το στόμα αυτού και εν τοίς λόγοις σου δώσει σκάνδαλον. 24 πολλά εμίσησα και ουχ ωμοίωσα αυτώ, και ο Κύριος μισήσει αυτόν. 25 ο βάλλων λίθον εις ύψος επί κεφαλήν αυτού βάλλει, και πληγή δολία διελεί τραύματα. 26 ο ορύσσων βόθρον εις αυτόν εμπεσείται, και ο ιστών παγίδα εν αυτή αλώσεται. 27 ο ποιών πονηρά εις αυτόν κυλισθήσεται, και ου μη επιγνώ πόθεν ήκει αυτώ. 28 εμπαιγμός και ονειδισμός υπερηφάνων, και η εκδίκησις ως λέων ενεδρεύσει αυτόν. 29 παγίδι αλώσονται οι ευφραινόμενοι πτώσει ευσεβών, και οδύνη καταναλώσει αυτούς πρό τού θανάτου αυτών.
30 Μήνις και οργή και ταύτά εστι βδελύγματα και ανήρ αμαρτωλός εγκρατής έσται αυτών.
1 Ο ΕΚΔΙΚΩΝ παρά Κυρίου ευρήσει εκδίκησιν, και τας αμαρτίας αυτού διατηρών διατηρήσει. 2 άφες αδίκημα τώ πλησίον σου, και τότε δεηθέντος σου αι αμαρτίαι σου λυθήσονται. 3 άνθρωπος ανθρώπω συντηρεί οργήν, και παρά Κυρίου ζητεί ίασιν; 4 επ’ άνθρωπον όμοιον αυτώ ουκ έχει έλεος, και περί των αμαρτιών αυτού δείται; 5 αυτός σάρξ ών διατηρεί μήνιν, τις εξιλάσεται τας αμαρτίας αυτού; 6 μνήσθητι τα έσχατα και παύσαι εχθραίνων, καταφθοράν και θάνατον, και έμμενε εντολαίς. 7 μνήσθητι εντολών και μη μηνίσης τώ πλησίον, και διαθήκην Υψίστου και πάριδε άγνοιαν. 8 απόσχου από μάχης, και ελαττώσεις αμαρτίας· άνθρωπος γάρ θυμώδης εκκαύσει μάχην, 9 και ανήρ αμαρτωλός ταράξει φίλους και ανά μέσον ειρηνευόντων εμβάλλει διαβολήν.
10 κατά την ύλην τού πυρός ούτως εκκαυθήσεται, και κατά την ισχύν τού ανθρώπου ο θυμός αυτού έσται, και κατά τον πλούτον ανυψώσει οργήν αυτού, και κατά την στερέωσιν της μάχης εκκαυθήσεται. 11 έρις κατασπευδομένη εκκαίει πύρ, και μάχη κατασπεύδουσα εκχέει αίμα. 12 εάν φυσήσης εις σπινθήρα, εκκαήσεται, και εάν πτύσης επ’ αυτόν, σβεσθήσεται· και αμφότερα εκ τού στόματός σου εκπορεύεται. 13 Ψίθυρον και δίγλωσσον καταράσασθε, πολλούς γάρ ειρηνεύοντας απώλεσαν. 14 γλώσσα τρίτη πολλούς εσάλευσε και διέστησεν αυτούς από έθνους εις έθνος και πόλεις οχυράς καθείλε και οικίας μεγιστάνων κατέστρεψε. 15 γλώσσα τρίτη γυναίκας ανδρείας εξέβαλε και εστέρησεν αυτάς των πόνων αυτών. 16 ο προσέχων αυτή ου μη εύρη ανάπαυσιν, ουδέ κατασκηνώσει μεθ’ ησυχίας. 17 πληγή μάστιγος ποιεί μώλωπας, πληγή δε γλώσσης συγκλάσει οστά. 18 πολλοί έπεσαν εν στόματι μαχαίρας, και ουχ ως οι πεπτωκότες διά γλώσσαν. 19 μακάριος ο σκεπασθείς απ΄ αυτής, ός ου διήλθεν εν τώ θυμώ αυτής, ός ουχ είλκυσε τον ζυγόν αυτής και εν τοίς δεσμοίς αυτής ουκ εδέθη·
20 ο γάρ ζυγός αυτής ζυγός σιδηρούς, και οι δεσμοί αυτής δεσμοί χάλκεοι. 21 θάνατος πονηρός ο θάνατος αυτής, και λυσιτελής μάλλον ο άδης αυτής. 22ου μη κρατήσει ευσεβών, και εν τή φλογί αυτής ου καήσονται. 23 οι καταλείποντες Κύριον εμπεσούνται εις αυτήν, και εν αυτοίς εκκαήσεται και ου μη σβεσθή· εξαποσταλήσεται επ’ αυτοίς ως λέων, και ως πάρδαλις λυμανείται αυτούς. 24 ίδε περίφραξον το κτήμά σου ακάνθαις, το αργύριόν σου και το χρυσίον κατάδησον· 25 και τοίς λόγοις σου ποίησον ζυγόν και σταθμόν, και τώ στόματί σου ποίησον θύραν και μοχλόν. 26 πρόσεχε μήπως ολισθήσης εν αυτή, μη πέσης κατέναντι ενεδρεύοντος.
1 Ο ΠΟΙΩΝ έλεος δανειεί τώ πλησίον, και ο επισχύων τή χειρί αυτού τηρεί εντολάς. 2 δάνεισον τώ πλησίον εν καιρώ χρείας αυτού, και πάλιν απόδος τώ πλησίον εις τον καιρόν· 3 στερέωσον λόγον και πιστώθητι μετ΄ αυτού, και εν παντί καιρώ ευρήσεις την χρείαν σου. 4 πολλοί ως εύρεμα ενόμισαν δάνος και παρέσχον πόνον τοίς βοηθήσασιν αυτοίς. 5 έως ού λάβη, καταφιλήσει χείρα αυτού, και επί των χρημάτων τού πλησίον ταπεινώσει φωνήν· και εν καιρώ αποδόσεως παρελκύσει χρόνον και αποδώσει λόγους ακηδίας και τον καιρόν αιτιάσεται. 6 εάν ισχύση, μόλις κομίσεται το ήμισυ και λογιείται αυτό ως εύρεμα· ει δε μη, απεστέρησεν αυτόν των χρημάτων αυτού, και εκτήσατο αυτόν εχθρόν δωρεάν· κατάρας και λοιδορίας αποδώσει αυτώ και αντί δόξης αποδώσει αυτώ ατιμίαν. 7 πολλοί ούν χάριν πονηρίας απέστρεψαν, αποστερηθήναι δωρεάν ευλαβήθησαν. 8 πλήν επί ταπεινώ μακροθύμησον και επ’ ελεημοσύνην μη παρελκύσης αυτόν. 9 χάριν εντολής αντιλαβού πένητος και κατά την ένδειαν αυτού μη αποστρέψης αυτόν κενόν.
10 απόλεσον αργύριον δι΄ αδελφόν και φίλον, και μη ιωθήτω υπό τον λίθον εις απώλειαν. 11 θές τον θησαυρόν σου κατ’ εντολάς Υψίστου, και λυσιτελήσει σοι μάλλον ή το χρυσίον. 12 σύγκλεισον ελεημοσύνην εν τοίς ταμείοις σου, και αύτη εξελείταί σε εκ πάσης κακώσεως· 13 υπέρ ασπίδα κράτους και υπέρ δόρυ αλκής κατέναντι εχθρού πολεμήσει υπέρ σού. 14 ανήρ αγαθός εγγυήσεται τον πλησίον, και ο απολωλεκώς αισχύνην καταλήψει αυτόν. 15 Χάριτας εγγύου μη επιλάθη, έδωκε γάρ την ψυχήν αυτού υπέρ σού. 16 αγαθά εγγύου ανατρέψει αμαρτωλός, και αχάριστος εν διανοία εγκαταλείψει ρυσάμενον. 17 εγγύη πολλούς απώλεσε κατευθύνοντας και εσάλευσεν αυτούς ως κύμα θαλάσσης· άνδρας δυνατούς απώκισε και επλανήθησαν εν έθνεσιν αλλοτρίοις. 19 αμαρτωλός εμπεσών εις εγγύην και διώκων εργολαβίας εμπεσείται εις κρίσεις.
20 αντιλαβού τού πλησίον κατά δύναμίν σου και πρόσεχε σεαυτώ μη εμπέσης.~ 21 Αρχή ζωής ύδωρ και άρτος και ιμάτιον και οίκος καλύπτων ασχημοσύνην. 22 κρείσσων βίος πτωχού υπό σκέπην δοκών ή εδέσματα λαμπρά εν αλλοτρίοις. 23 επί μικρώ και μεγάλω ευδοκίαν έχε, και ονειδισμόν παροικίας ου μη ακούσης. 24 ζωή πονηρά εξ οικίας εις οικίαν, και ού παροικήσεις, ουκ ανοίξει στόμα. 25 ξενιείς και ποτιείς εις αχάριστα και προς επί τούτοις πικρά ακούση· 26 πάρελθε, πάροικε, κόσμησον τράπεζαν, και είτι εν τή χειρί σου, ψώμισόν με. 27 έξελθε, πάροικε, από προσώπου δόξης, επεξένωταί μοι ο αδελφός, χρεία της οικίας. 28 βαρέα ταύτα ανθρώπω έχοντι φρόνησιν, επιτίμησις οικίας και ονειδισμός δανειστού.
1 ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ.~ Ο αγαπών τον υιόν αυτού ενδελεχήσει μάστιγας αυτώ, ίνα ευφρανθή επ΄ εσχάτω αυτού. 2 ο παιδεύων τον υιόν αυτού ονήσεται επ΄ αυτώ και ανά μέσον γνωρίμων επ΄ αυτώ καυχήσεται· 3 ο διδάσκων τον υιόν αυτού παραζηλώσει τον εχθρόν και έναντι φίλων επ΄ αυτώ αγαλλιάσεται. 4 ετελεύτησεν αυτού ο πατήρ, και ως ουκ απέθανεν· όμοιον γάρ αυτώ κατέλιπε μετ’ αυτόν. 5 εν τή ζωή αυτού είδε και ευφράνθη και εν τή τελευτή αυτού ουκ ελυπήθη. 6 εναντίον εχθρών κατέλιπεν έκδικον και τοίς φίλοις ανταποδιδόντα χάριν. 7 περιψύχων υιόν καταδεσμεύσει τραύματα αυτού, και επί πάση βοή ταραχθήσεται σπλάγχνα αυτού. 8 ίππος αδάμαστος αποβαίνει σκληρός, και υιός ανειμένος εκβαίνει προαλής. 9 τιθήνησον τέκνον, και εκθαμβήσει σε· σύμπαιξον αυτώ, και λυπήσει σε.
10 μη συγγελάσης αυτώ, ίνα μη συνοδυνηθής, και επ΄ εσχάτω γομφιάσεις τους οδόντας σου. 11 μη δώς αυτώ εξουσία εν νεότητι· θλάσον τας πλευράς αυτού, ως έστι νήπιος, μήποτε σκληρυνθείς απειθήση σοι. [και μη παρίδης τας αγνοίας αυτού. 12 κάμψον τον τράχηλον αυτού εν νεότητι]. 13 παίδευσον τον υιόν σου και έργασαι εν αυτώ, ίνα μη εν τή ασχημοσύνη αυτού προσκόψης.
ΠΕΡΙ ΥΓΙΕΙΑΣ.~ 14 Κρείσσων πτωχός υγιής και ισχύων τή έξει ή πλούσιος μεμαστιγωμένος εις σώμα αυτού. 15 υγίεια και ευεξία βέλτιον παντός χρυσίου, και σώμα εύρωστον ή όλβος αμέτρητος. 16 ουκ έστι πλούτος βελτίων υγιείας σώματος, και ουκ έστιν ευφροσύνη υπέρ χαράν καρδίας. 17 κρείσσων θάνατος υπέρ ζωήν πικράν και ανάπαυσις αιώνος ή αρρώστημα έμμονον. 18 αγαθά εκκεχυμένα επί στόματι κεκλεισμένω, θέματα βρωμάτων παρακείμενα επί τάφω. 19 τι συμφέρει κάρπωσις ειδώλω; ούτε γάρ έδεται ούτε μη οσφρανθή· ούτως ο εκδιωκόμενος υπό Κυρίου,
20 βλέπων εν οφθαλμοίς και στενάζων ώσπερ ευνούχος περιλαμβάνων παρθένον και στενάζων. 21 μη δώς εις λύπην την ψυχήν σου και μη θλίψης σεαυτόν εν βουλή σου. 22 ευφροσύνη καρδίας ζωή ανθρώπου, και αγαλλίαμα ανδρός μακροημέρευσις. 23 αγάπα την ψυχήν σου και παρακάλει την καρδίαν σου και λύπην μακράν απόστησον από σού· πολλούς γάρ απώλεσεν η λύπη, και ουκ έστιν ωφέλεια εν αυτή. 24 ζήλος και θυμός ελαττούσιν ημέρας, και πρό καιρού γήρας άγει μέριμνα. 25 λαμπρά καρδία και αγαθή επί εδέσμασι των βρωμάτων αυτής επιμελήσεται.
1 ΑΓΡΥΠΝΙΑ πλούτου εκτήκει σάρκας, και η μέριμνα αυτού αφιστά ύπνον. 2 μέριμνα αγρυπνίας απαιτήσει νυσταγμόν, και αρρώστημα βαρύ εκνήψει ύπνος. 3 εκοπίασε πλούσιος εν συναγωγή χρημάτων και εν τή αναπαύσει εμπίπλαται των τρυφημάτων αυτού. 4 εκοπίασε πτωχός εν ελαττώσει βίου και εν τή αναπαύσει επιδεής γίνεται. 5 ο αγαπών χρυσίον ου δικαιωθήσεται, και ο διώκων διαφθοράν αυτός πλησθήσεται. 6 πολλοί εδόθησαν εις πτώμα χάριν χρυσίου, και εγενήθη απώλεια αυτών κατά πρόσωπον αυτών. 7 ξύλον προσκόμματός εστι τοίς ενθουσιάζουσιν αυτώ, και πάς άφρων αλώσεται εν αυτώ. 8 μακάριος πλούσιος, ός ευρέθη άμωμος και ός οπίσω χρυσίου ουκ επορεύθη· 9 τις εστι; και μακαριούμεν αυτόν, εποίησε γάρ θαυμάσια εν λαώ αυτού.
10 τις εδοκιμάσθη εν αυτώ και ετελειώθη; και έσται αυτώ εις καύχησιν. τις εδύνατο παραβήναι και ου παρέβη, και ποιήσαι κακά και ουκ εποίησε; 11 στερεωθήσεται τα αγαθά αυτού, και τας ελεημοσύνας αυτού εκδιηγήσεται εκκλησία. 12 Επί τραπέζης μεγάλης εκάθισας, μη ανοίξης επ΄ αυτής φάρυγγά σου και μη είπης· πολλά γε τα επ’ αυτής. 13 μνήσθητι ότι κακόν οφθαλμός πονηρός· πονηρότερον οφθαλμού τι έκτισται; διά τούτο από παντός προσώπου δακρύει. 14 ού εάν επιβλέψη, μη εκτείνης χείρα και μη συνθλίβου αυτώ εν τρυβλίω. 15 νόει τα τού πλησίον εκ σεαυτού και επί παντί πράγματι διανοού. 16 φάγε ως άνθρωπος τα παρακείμενά σοι και μη διαμασώ, μη μισηθής. 17 παύσαι πρώτος χάριν παιδείας και μη απληστεύου, μήποτε προσκόψης· 18 και ει ανά μέσον πλειόνων εκάθισας, πρότερος αυτών μη εκτείνης την χείρά σου.~ 19 Ως ικανόν ανθρώπω πεπαιδευμένω το ολίγον, και επί της κοίτης αυτού ουκ ασθμαίνει.
20 ύπνος υγιείας επί εντέρω μετρίω, ανέστη πρωί, και η ψυχή αυτού μετ’ αυτού. πόνος αγρυπνίας και χολέρας και στρόφος μετά ανδρός απλήστου. 21 και ει εβιάσθης εν εδέσμασιν, ανάστα μεσοπωρών και αναπαύση. 22 άκουσόν μου, τέκνον, και μη εξουδενώσης με, και επ’ εσχάτων ευρήσεις τους λόγους μου· εν πάσι τοίς έργοις σου γίνου εντρεχής, και πάν αρρώστημα ου μη σοι απαντήση. 23 λαμπρόν επ’ άρτοις ευλογήσει χείλη, και μαρτυρία της καλλονής αυτού πιστή. 24 πονηρώ επ΄ άρτω διαγογγύσει πόλις, και η μαρτυρία της πονηρίας αυτού ακριβής. 25 Εν οίνω μη ανδρίζου, πολλούς γάρ απώλεσεν ο οίνος. 26 κάμινος δοκιμάζει στόμωμα εν βαφή, ούτως οίνος καρδίας εν μάχη υπερηφάνων. 27 έπισον ζωής οίνος ανθρώπω, εάν πίνης αυτόν μέτρω αυτού. τις ζωή ελασσουμένω οίνω; και αυτός έκτισται εις ευφροσύνην ανθρώποις. 28 αγαλλίαμα καρδίας και ευφροσύνη ψυχής οίνος πινόμενος εν καιρώ αυτάρκης. 29 πικρία ψυχής οίνος πινόμενος πολύς εν ερεθισμώ και αντιπτώματι. 30 πληθύνει μέθη θυμόν άφρονος εις πρόσκομμα, ελαττών ισχύν και προσποιών τραύματα. 31 εν συμποσίω οίνου μη ελέγξης τον πλησίον και μη εξουδενώσης αυτόν εν ευφροσύνη αυτού· λόγον ονειδισμού μη είπης αυτώ, και μη αυτόν θλίψης εν απαιτήσει.
1 ΠΕΡΙ ΗΓΟΥΜΕΝΩΝ.~ Ηγούμενόν σε κατέστησαν; μη επαίρου· γίνου εν αυτοίς ως είς εξ αυτών, φρόντισον αυτών και ούτω κάθισον. 2 και πάσαν την χρείαν σου ποιήσας ανάπεσε, ίνα ευφρανθής δι’ αυτούς και ευκοσμίας χάριν λάβης στέφανον. 3 λάλησον, πρεσβύτερε, πρέπει γάρ σοι, εν ακριβεί επιστήμη και μη εμποδίσης μουσικά. 4 όπου ακρόαμα, μη εκχέης λαλιάν και ακαίρως μη σοφίζου. 5 σφραγίς άνθρακος επί κόσμω χρυσώ, σύγκριμα μουσικών εν συμποσίω οίνου. 6 εν κατασκευάσματι χρυσώ σφραγίς σμαράγδου, μέλος μουσικόν εφ’ ηδεί οίνω. 7 Λάλησον, νεανίσκε, ει χρεία σου, μόλις δίς εάν επερωτηθής· 8 κεφαλαίωσον λόγον, εν ολίγοις πολλά· γίνου ως γινώσκων και άμα σιωπών. 9 εν μέσω μεγιστάνων μη εξισάζου και ετέρου λέγοντος μη πολλά αδολέσχει.
10 πρό βροντής κατασπεύδει αστραπή, και πρό αισχυντηρού προελεύσεται χάρις. 11 εν ώρα εξεγείρου και μη ουράγει, απότρεχε εις οίκον και μη ραθύμει· 12 εκεί παίζε και ποίει τα ενθυμήματά σου και μη αμάρτης λόγω υπερηφάνω. 13 και επί τούτοις ευλόγησον τον ποιήσαντά σε και μεθύσκοντά σε από των αγαθών αυτού. 14 Ο φοβούμενος Κύριον εκδέξεται παιδείαν, και οι ορθρίζοντες ευρήσουσιν ευδοκίαν. 15 ο ζητών νόμον εμπλησθήσεται αυτού, και ο υποκρινόμενος σκανδαλισθήσεται εν αυτώ. 16 οι φοβούμενοι Κύριον ευρήσουσι κρίμα και δικαιώματα ως φώς εξάψουσιν. 17 άνθρωπος αμαρτωλός εκκλίνει ελεγμόν και κατά το θέλημα αυτού ευρήσει σύγκριμα. 18 Ανήρ βουλής ου μη παρίδη διανόημα, αλλότριος και υπερήφανος ου καταπτήξει φόβον, και μετά το ποιήσαι μετ΄ αυτού άνευ βουλής. 19 άνευ βουλής μηθέν ποιήσης και εν τώ ποιήσαί σε μη μεταμελού.
20 εν οδώ αντιπτώματος μη πορεύου και μη προσκόψης εν λιθώδεσι. 21 μη πιστεύσης εν οδώ απροσκόπω, 22 και από των τέκνων σου φύλαξαι. 23 εν παντί έργω πίστευε τή ψυχή σου, και γάρ τούτό εστι τήρησις εντολών. 24 ο πιστεύων νόμω προσέχει εντολαίς, και ο πεποιθώς Κυρίω ουκ ελαττωθήσεται.
1 Τ† φοβουμένω Κύριον ουκ απαντήσει κακόν, αλλ’ εν πειρασμώ και πάλιν εξελείται. 2 ανήρ σοφός ου μισήσει νόμον, ο δε υποκρινόμενος εν αυτώ, ως εν καταιγίδι πλοίον. 3 άνθρωπος συνετός εμπιστεύσει νόμω, και ο νόμος αυτώ πιστός ως ερώτημα δήλων. 4 ετοίμασον λόγον και ούτως ακουσθήση, σύνδησον παιδείαν και αποκρίθητι. 5 τροχός αμάξης σπλάγχνα μωρού, και ως άξων στρεφόμενος ο διαλογισμός αυτού. 6 ίππος εις οχείαν ως φίλος μωκός, υποκάτω παντός επικαθημένου χρεμετίζει. 7 Διατί ημέρα ημέρας υπερέχει, και πάν φώς ημέρας ενιαυτού αφ’ ηλίου; 8 εν γνώσει Κυρίου διεχωρίσθησαν, και ηλλοίωσε καιρούς και εορτάς· 9 απ’ αυτών ανύψωσε και ηγίασε και εξ αυτών έθηκεν εις αριθμόν ημερών.
10 και άνθρωποι πάντες από εδάφους, και εκ γής εκτίσθη Αδάμ. 11 εν πλήθει επιστήμης Κύριος διεχώρισεν αυτούς και ηλλοίωσε τας οδούς αυτών. 12 εξ αυτών ευλόγησε και ανύψωσε και εξ αυτών ηγίασε, και προς αυτόν ήγγισεν· απ’ αυτών κατηράσατο και εταπείνωσε και ανέστρεψεν αυτούς από στάσεως αυτών. 13 ως πηλός κεραμέως εν χειρί αυτού ~πάσαι αι οδοί αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού~, ούτως άνθρωποι εν χειρί τού ποιήσαντος αυτούς αποδούναι αυτοίς κατά την κρίσιν αυτού. 14 απέναντι τού κακού το αγαθόν και απέναντι τού θανάτου η ζωή· ούτως απέναντι ευσεβούς αμαρτωλός. 15 και ούτως έμβλεψον εις πάντα τα έργα τού Υψίστου, δύο δύο, έν κατέναντι τού ενός. 16 Καγώ έσχατος ηγρύπνησα ως καλαμώμενος οπίσω τρυγητών· 17 εν ευλογία Κυρίου έφθασα και ως τρυγών επλήρωσα ληνόν. 18 κατανοήσατε ότι ουκ εμοί μόνω εκοπίασα, αλλά πάσι τοίς ζητούσι παιδείαν. 19 ακούσατέ μου, μεγιστάνες λαού, και οι ηγούμενοι εκκλησίας, ενωτίσασθε·
20 υιώ και γυναικί, αδελφώ και φίλω μη δώς εξουσίαν επί σε εν ζωή σου· και μη δώς ετέρω τα χρήματά σου, ίνα μη μεταμεληθείς δέη περί αυτών. 21 έως έτι ζής και πνοή εν σοί, μη αλλάξης σεαυτόν πάση σαρκί. 22 κρείσσων γάρ εστι τα τέκνα δεηθήναί σου ή σε εμβλέπειν εις χείρας υιών σου. 23 εν πάσι τοίς έργοις σου γίνου υπεράγων, μη δώς μώμον εν τή δόξη σου. 24 εν ημέρα συντελείας ημερών ζωής σου και εν καιρώ τελευτής διάδος κληρονομίαν.
ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΩΝ.~ 25 Χορτάσματα και ράβδος και φορτία όνω, άρτος και παιδεία και έργον οικέτη. 26 έργασαι εν παιδί, και ευρήσεις ανάπαυσιν· άνες χείρας αυτώ, και ζητήσει ελευθερίαν. 27 ζυγός και ιμάς κάμψουσι τράχηλον, και οικέτη κακούργω στρέβλαι και βάσανοι. 28 έμβαλε αυτόν εις εργασίαν. ίνα μη αργή, πολλήν γάρ κακίαν εδίδαξεν η αργία. 29 εις έργα κατάστησον, καθώς πρέπει αυτώ, κάν μη πειθαρχή, βάρυνον τας πέδας αυτού.
30 και μη περισσεύσης εν πάση σαρκί, και άνευ κρίσεως μη ποιήσης μηδέν. 31 ει έστι σοι οικέτης, έστω ως σύ, ότι εν αίματι εκτήσω αυτόν. 32 ει έστι σοι οικέτης, άγε αυτόν ως αδελφόν, ότι ως η ψυχή σου επιδεήσεις αυτού. 33 εάν κακώσης αυτόν και απάρας αποδρά, εν ποία οδώ ζητήσεις αυτόν;
1 ΚΕΝΑΙ ελπίδες και ψευδείς ασυνέτω ανδρί, και ενύπνια αναπτερούσιν άφρονας. 2 ως δρασσόμενος σκιάς και διώκων άνεμον, ούτως ο επέχων ενυπνίοις. 3 τούτο κατά τούτου όρασις ενυπνίων, κατέναντι προσώπου ομοίωμα προσώπου. 4 από ακαθάρτου τι καθαρισθήσεται; και από ψευδούς τι αληθεύσει; 5 μαντείαι και οιωνισμοί και ενύπνια μάταιά εστι, και ως ωδινούσης φαντάζεται καρδία. 6 εάν μη παρά Υψίστου αποσταλή εν επισκοπή, μη δώς εις αυτά την καρδίαν σου· 7 πολλούς γάρ επλάνησε τα ενύπνια, και εξέπεσον ελπίζοντες επ’ αυτοίς.~ 8 Άνευ ψεύδους συντελεσθήσεται νόμος, και σοφία στόματι πιστώ τελείωσις. 9 ανήρ πεπαιδευμένος έγνω πολλά, και ο πολύπειρος εκδιηγήσεται σύνεσιν.
10 ός ουκ επειράθη ολίγα οίδεν, ο δε πεπλανημένος πληθυνεί πανουργίαν. 11 πολλά εώρακα εν τή αποπλανήσει μου, και πλείονα των λόγων μου σύνεσίς μου. 12 πλεονάκις έως θανάτου εκινδύνευσα και διεσώθην τούτων χάριν. 13 πνεύμα φοβουμένων Κύριον ζήσεται, η γάρ ελπίς αυτών επί τον σώζοντα αυτούς. 14 ο φοβούμενος Κύριον ουδέν ευλαβηθήσεται και ου μη δειλιάση, ότι αυτός ελπίς αυτού. 15 φοβουμένου τον Κύριον μακαρία η ψυχή· τίνι επέχει και τις αντιστήριγμα αυτού; 16 οι οφθαλμοί Κυρίου επί τους αγαπώντας αυτόν· υπερασπισμός δυναστείας και στήριγμα ισχύος, σκέπη από καύσωνος και σκέπη από μεσημβρίας, φυλακή από προσκόμματος και βοήθεια από πτώσεως, 17 ανυψών ψυχήν και φωτίζων οφθαλμούς, ίασιν διδούς, ζωήν και ευλογίαν. 18 Θυσιάζων εξ αδίκου, προσφορά μεμωκημένη, και ουκ εις ευδοκίαν δωρήματα ανόμων. 19 ουκ ευδοκεί ο Ύψιστος εν προσφοραίς ασεβών, ουδέ εν πλήθει θυσιών εξιλάσκεται αμαρτίας.
20 θύων υιόν έναντι τού πατρός αυτού ο προσάγων θυσίαν εκ χρημάτων πενήτων. 21 άρτος επιδεομένων ζωή πτωχών, ο αποστερών αυτήν άνθρωπος αιμάτων. 22 φονεύων τον πλησίον ο αφαιρούμενος συμβίωσιν, και εκχέων αίμα ο αποστερών μισθόν μισθίου. 23 είς οικοδομών, και είς καθαιρών· τι ωφέλησαν πλείον ή κόπους; 24 είς ευχόμενος και είς καταρώμενος· τίνος φωνής εισακούσεται ο δεσπότης; 25 βαπτιζόμενος από νεκρού και πάλιν απτόμενος αυτού, τι ωφέλησε τώ λουτρώ αυτού; 26 ούτως άνθρωπος νηστεύων επί των αμαρτιών αυτού και πάλιν πορευόμενος και τα αυτά ποιών· της προσευχής αυτού τις εισακούσεται; και τι ωφέλησεν εν τώ ταπεινωθήναι αυτόν;
1 Ο ΣΥΝΤΗΡΩΝ νόμον πλεονάζει προσφοράς, θυσιάζων σωτηρίου ο προσέχων εντολαίς. 2 ανταποδιδούς χάριν προσφέρων σεμίδαλιν, και ο ποιών ελεημοσύνην θυσιάζων αινέσεως. 3 ευδοκία Κυρίου αποστήναι από πονηρίας, και εξιλασμός αποστήναι από αδικίας. 4 μη οφθής εν προσώπω Κυρίου κενός, πάντα γάρ ταύτα χάριν εντολής. 5 προσφορά δικαίου λιπαίνει θυσιαστήριον, και η ευωδία αυτής έναντι Υψίστου. 6 θυσία ανδρός δικαίου δεκτή, και το μνημόσυνον αυτής ουκ επιλησθήσεται. 7 εν αγαθώ οφθαλμώ δόξασον τον Κύριον, και μη σμικρύνης απαρχήν χειρών σου. 8 εν πάση δόσει ιλάρωσον το πρόσωπόν σου και εν ευφροσύνη αγίασον δεκάτην. 9 δός Υψίστω κατά την δόσιν αυτού και εν αγαθώ οφθαλμώ καθ’ εύρεμα χειρός·
10 ότι Κύριος ανταποδιδούς εστι και επταπλάσια ανταποδώσει σοι. 11 Μή δωροκόπει, ου γάρ προσδέξεται· 12 και μη έπεχε θυσία αδίκω, ότι Κύριος κριτής εστι, και ουκ έστι παρ’ αυτώ δόξα προσώπου. 13 ου λήψεται πρόσωπον επί πτωχού και δέησιν ηδικημένου εισακούσεται· 14 ου μη υπερίδη ικετείαν ορφανού και χήραν, εάν εκχέη λαλιάν· 15 ουχί δάκρυα χήρας επί σιαγόνα καταβαίνει και η καταβόησις επί τώ καταγαγόντι αυτά; 16 θεραπεύων εν ευδοκία δεχθήσεται, και η δέησις αυτού έως νεφελών συνάψει. 17 προσευχή ταπεινού νεφέλας διήλθε, και έως συνεγγίση, ου μη παρακληθή· 18 και ου μη αποστή, έως επισκέψηται ο Ύψιστος. και κρινεί δικαίως και ποιήσει κρίσιν. 19 και ο Κύριος ου μη βραδύνη, ουδέ μη μακροθυμήση επ’ αυτοίς, 20 έως αν συντρίψη οσφύν ανελεημόνων, και τοίς έθνεσιν ανταποδώσει εκδίκησιν, 21 έως εξάρη πλήθος υβριστών και σκήπτρα αδίκων συντρίψη· 22 έως ανταποδώ ανθρώπω κατά τας πράξεις αυτού και τα έργα των ανθρώπων κατά τα ενθυμήματα αυτών· 23 έως κρίνη την κρίσιν τού λαού αυτού, και ευφρανεί αυτούς εν τώ ελέει αυτού. 24 ωραίον έλεος εν καιρώ θλίψεως αυτού, ως νεφέλαι υετού εν καιρώ αβροχίας.
1 ΕΛΕΗΣΟΝ ημάς, δέσποτα ο Θεός πάντων, και επίβλεψον και επίβαλε τον φόβον σου επί πάντα τα έθνη· 2 έπαρον την χείρά σου επί έθνη αλλότρια, και ιδέτωσαν την δυναστείαν σου. 3 ώσπερ ενώπιον αυτών ηγιάσθης εν ημίν, ούτως ενώπιον ημών μεγαλυνθείης εν αυτοίς· 4 και επιγνώτωσάν σε, καθάπερ και ημείς επέγνωμεν, ότι ουκ έστι Θεός πλήν σού, Κύριε. 5 εγκαίνισον σημεία και αλλοίωσον θαυμάσια, δόξασον χείρα και βραχίονα δεξιόν· 6 έγειρον θυμόν και έκχεον οργήν, έξαρον αντίδικον και έκτριψον εχθρόν. 7 σπεύσον καιρόν και μνήσθητι ορκισμού, και εκδιηγησάσθωσαν τα μεγαλείά σου. 8 εν οργή πυρός καταβρωθήτω ο σωζόμενος, και οι κακούντες τον λαόν σου εύροισαν απώλειαν. 9 σύντριψον κεφαλάς αρχόντων εχθρών λεγόντων· ουκ έστι πλήν ημών.
10 συνάγαγε πάσας φυλάς Ιακώβ, και κατεκληρονόμησα αυτούς καθώς απ΄ αρχής. 11 ελέησον λαόν, Κύριε, κεκλημένον επ’ ονόματί σου και Ισραήλ, ον πρωτογόνω ωμοίωσας. 12 οικτείρησον πόλιν αγιάσματός σου Ιερουσαλήμ, πόλιν καταπαύματός σου. 13 πλήσον Σιών αρεταλογίας σου, και από της δόξης σου τον λαόν σου. 14 δός μαρτύριον τοίς εν αρχή κτίσματί σου και έγειρον προφητείας τας επ΄ ονόματί σου· 15 δός μισθόν τοίς υπομένουσί σε, και οι προφήταί σου εμπιστευθήτωσαν. 16 εισάκουσον, Κύριε, δεήσεως ικετών σου, κατά την ευλογίαν Ααρών περί τού λαού σου, 17 και γνώσονται πάντες οι επί της γής ότι σύ Κύριος εί ο Θεός των αιώνων. 18 Πάν βρώμα φάγεται κοιλία, έστι δε βρώμα βρώματος κάλλιον. 19 φάρυγξ γεύεται βρώματα θήρας, ούτως καρδία συνετή λόγους ψευδείς.
20 καρδία στρεβλή δώσει λύπην, και άνθρωπος πολύπειρος ανταποδώσει αυτώ. 21 πάντα άρρενα επιδέξεται γυνή, έστι δε θυγάτηρ θυγατρός κρείσσων. 22 κάλλος γυναικός ιλαρύνει πρόσωπον και υπέρ πάσαν επιθυμίαν ανθρώπου υπεράγει· 23 ει έστιν επί γλώσσης αυτής έλεος και πραυ±της, ουκ έστιν ο ανήρ αυτής καθ’ υιούς ανθρώπων. 24 ο κτώμενος γυναίκα ενάρχεται κτήσεως, βοηθόν κατ’ αυτόν και στύλον αναπαύσεως. 25 ού ουκ έστι φραγμός, διαρπαγήσεται κτήμα, και ού ουκ έστι γυνή, στενάξει πλανώμενος. 26 τις γάρ πιστεύσει ευζώνω ληστή σφαλλομένω εκ πόλεως εις πόλιν; 27 ούτως ανθρώπω μη έχοντι νοσσιάν και καταλύοντι ού εάν οψίση.
1 ΠΑΣ φίλος ερεί· εφιλίασα αυτώ καγώ, αλλ’ έστι φίλος ονόματι μόνον φίλος. 2 ουχί λύπη ένι έως θανάτου εταίρος και φίλος τρεπόμενος εις έχθραν; 3 ώ πονηρόν ενθύμημα, πόθεν ενεκυλίσθης καλύψαι την ξηράν εν δολιότητι; 4 εταίρος φίλου εν ευφροσύνη ήδεται και εν καιρώ θλίψεως έσται απέναντι· 5 εταίρος φίλω συμπονεί χάριν γαστρός, έναντι πολέμου λήψεται ασπίδα. 6 μη επιλάθη φίλου εν τή ψυχή σου, και μη αμνημονήσης αυτού εν τοίς χρήμασί σου. 7 Πάς σύμβουλος εξαίρει βουλήν, αλλ’ έστι συμβουλεύων εις εαυτόν. 8 από συμβούλου φύλαξον την ψυχήν σου και γνώθι πρότερον τις αυτού χρεία ~και γάρ αυτός εαυτώ βουλεύσεται~, μήποτε βάλη επί σοί κλήρον 9 και είπη σοι· καλή η οδός σου, και στήσεται εξ εναντίας ιδείν το συμβησόμενόν σοι.
10 μη βουλεύου μετά τού υποβλεπομένου σε και από των ζηλούντων σε κρύψον βουλήν. 11 μετά γυναικός περί της αντιζήλου αυτής και μετά δειλού περί πολέμου, μετά εμπόρου περί μεταβολίας και μετά αγοράζοντος περί πράσεως, μετά βασκάνου περί ευχαριστίας και μετά ανελεήμονος περί χρηστοηθείας, μετά οκνηρού περί παντός έργου και μετά μισθίου εφεστίου περί συντελείας, οικέτη αργώ περί πολλής εργασίας, μη έπεχε επί τούτοις περί πάσης συμβουλίας· 12 αλλ’ ή μετά ανδρός ευσεβούς ενδελέχιζε, ον αν επιγνώς συντηρούντα εντολάς, ός εν τή ψυχή αυτού κατά την ψυχήν σου, και εάν πταίσης, συναλγήσει σοι. 13 και βουλήν καρδίας στήσον, ου γάρ έστι σοι πιστότερος αυτής· 14 ψυχή γάρ ανδρός απαγγέλλειν ενίοτε είωθεν ή επτά σκοποί επί μετεώρου καθήμενοι επί σκοπής. 15 και επί πάσι τούτοις δεήθητι Υψίστου, ίνα ευθύνη εν αληθεία την οδόν σου.~ 16 Αρχή παντός έργου λόγος, και πρό πάσης πράξεως βουλή. 17 ίχνος αλλοιώσεως καρδίας τέσσαρα μέρη ανατέλλει, 18 αγαθόν και κακόν, ζωή και θάνατος, και η κυριεύουσα ενδελεχώς αυτών γλώσσά εστιν. 19 έστιν ανήρ πανούργος πολλών παιδευτής, και τή ιδία ψυχή άχρηστός εστιν.
20 έστι σοφιζόμενος εν λόγοις μισητός, ούτος πάσης τροφής καθυστερήσει· 21 ου γάρ εδόθη αυτώ παρά Κυρίου χάρις, ότι πάσης σοφίας εστερήθη. 22 έστι σοφός τή ιδία ψυχή, και οι καρποί της συνέσεως αυτού επί στόματος πιστοί. 23 ανήρ σοφός τον εαυτού λαόν παιδεύσει, και οι καρποί της συνέσεως αυτού πιστοί. 24 ανήρ σοφός πλησθήσεται ευλογίας, και μακαριούσιν αυτόν πάντες οι ορώντες. 25 ζωή ανδρός εν αριθμώ ημερών, και αι ημέραι τού Ισραήλ αναρίθμητοι. 26 ο σοφός εν τώ λαώ αυτού κληρονομήσει πίστιν, και το όνομα αυτού ζήσεται εις τον αιώνα. 27 Τέκνον, εν τή ζωή σου πείρασον την ψυχήν σου και ιδέ τι πονηρόν αυτή, και μη δώς αυτή· 28 ου γάρ πάντα πάσι συμφέρει, και ου πάσα ψυχή εν παντί ευδοκεί. 29 μη απληστεύου εν πάση τρυφή και μη εκχυθής επί εδεσμάτων·
30 εν πολλοίς γάρ βρώμασιν έσται πόνος, και η απληστία εγγιεί έως χολέρας. 31 δι’ απληστίαν πολλοί ετελεύτησαν, ο δε προσέχων προσθήσει ζωήν.
1 ΤΙΜΑ ιατρόν προς τας χρείας αυτού τιμαίς αυτού, και γάρ αυτόν έκτισε Κύριος· 2 παρά γάρ Υψίστου εστίν ίασις, και παρά βασιλέως λήψεται δόμα. 3 επιστήμη ιατρού ανυψώσει κεφαλήν αυτού, και έναντι μεγιστάνων θαυμασθήσεται. 4 Κύριος έκτισεν εκ γής φάρμακα, και ανήρ φρόνιμος ου προσοχθιεί αυτοίς. 5 ουκ από ξύλου εγλυκάνθη ύδωρ εις το γνωσθήναι την ισχύν αυτού; 6 και αυτός έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοίς θαυμασίοις αυτού· 7 εν αυτοίς εθεράπευσε και ήρε τον πόνον αυτού, 8 μυρεψός εν τούτοις ποιήσει μείγμα, και ου μη συντελέση έργα αυτού, και ειρήνη παρ’ αυτού εστιν επί προσώπου της γής.~ 9 Τέκνον, εν αρρωστήματί σου μη παράβλεπε, αλλ’ εύξαι Κυρίω, και αυτός ιάσεταί σε.
10 απόστησον πλημμέλειαν και εύθυνον χείρας, και από πάσης αμαρτίας καθάρισον καρδίαν. 11 δός ευωδίαν και μνημόσυνον σεμιδάλεως και λίπανον προσφοράν ως μη υπάρχων. 12 και ιατρώ δός τόπον, και γάρ αυτόν έκτισε Κύριος, και μη αποστήτω σου, και γάρ αυτού χρεία. 13 έστι καιρός ότε και εν χερσίν αυτών ευοδία· 14 και γάρ αυτοί Κυρίου δεηθήσονται, ίνα ευοδώση αυτοίς ανάπαυσιν και ίασιν χάριν εμβιώσεως. 15 ο αμαρτάνων έναντι τού ποιήσαντος αυτόν εμπέσοι εις χείρας ιατρού. 16 Τέκνον, επί νεκρώ κατάγαγε δάκρυα και ως δεινά πάσχων έναρξαι θρήνου, κατά δε την κρίσιν αυτού περίστειλον το σώμα αυτού και μη υπερίδης την ταφήν αυτού. 17 πίκρανον κλαυθμόν και θέρμανον κοπετόν και ποίησον το πένθος κατά την αξίαν αυτού ημέραν μίαν και δύο χάριν διαβολής και παρακλήθητι λύπης ένεκα· 18 από λύπης γάρ εκβαίνει θάνατος, και λύπη καρδίας κάμψει ισχύν. 19 εν επαγωγή παραβαίνει και λύπη, και βίος πτωχού κατά καρδίας.
20 μη δώς εις λύπην την καρδίαν σου, απόστησον αυτήν μνησθείς τα έσχατα· 21 μη επιλάθη, ου γάρ εστιν επάνοδος, και τούτον ουκ ωφελήσεις και σεαυτόν κακώσεις. 22 μνήσθητι το κρίμα αυτού, ότι ούτω και το σόν· εμοί εχθές και σοί σήμερον. 23 εν αναπαύσει νεκρού κατάπαυσον το μνημόσυνον αυτού και παρακλήθητι εν αυτώ εν εξόδω πνεύματος αυτού. 24 Σοφία γραμματέως εν ευκαιρία σχολής, και ο ελασσούμενος πράξει αυτού σοφισθήσεται. 25 τι σοφισθήσεται ο κρατών αρότρου και καυχώμενος εν δόρατι κέντρου, βόας ελαύνων και αναστρεφόμενος εν έργοις αυτών, και η διήγησις αυτού εν υιοίς ταύρων; 26 καρδίαν αυτού δώσει εκδούναι αύλακας, και η αγρυπνία αυτού εις χορτάσματα δαμάλεων. 27 ούτως πάς τέκτων και αρχιτέκτων, όστις νύκτωρ ως ημέρας διάγει· οι γλύφοντες γλύμματα σφραγίδων, και η υπομονή αυτού αλλοιώσαι ποικιλίαν· καρδίαν αυτού δώσει εις το ομοιώσαι ζωγραφίαν, και η αγρυπνία αυτού τελέσαι έργον. 28 ούτως χαλκεύς καθήμενος εγγύς άκμονος και καταμανθάνων έργα σιδήρου· ατμίς πυρός πήξει σάρκας αυτού, και εν θέρμη καμίνου διαμαχήσεται· φωνή σφύρης καινιεί το ούς αυτού, και κατέναντι ομοιώματος σκεύους οι οφθαλμοί αυτού· καρδίαν αυτού δώσει εις συντέλειαν έργων, και η αγρυπνία αυτού κοσμήσαι επί συντελείας. 29 ούτως κεραμεύς καθήμενος εν έργω αυτού και συστρέφων εν ποσίν αυτού τροχόν, ός εν μερίμνη κείται διά παντός επί το έργον αυτού, και εναρίθμιος πάσα η εργασία αυτού.
30 εν βραχίονι αυτού τυπώσει πηλόν και πρό ποδών κάμψει ισχύν αυτού· καρδίαν επιδώσει συντελέσαι το χρίσμα, και η αγρυπνία αυτού καθαρίσαι κάμινον.~ 31 Πάντες ούτοι εις χείρας αυτών ενεπίστευσαν, και έκαστος εν τώ έργω αυτού σοφίζεται. 32 άνευ αυτών ουκ οικισθήσεται πόλις, και ου παροικήσουσιν ουδέ περιπατήσουσιν, 33 αλλ’ εις βουλήν λαού ου ζητηθήσονται και εν εκκλησία ουχ υπεραλούνται· επί δίφρον δικαστού ου καθιούνται και διαθήκην κρίματος ου διανοηθήσονται, ουδέ μη εκφάνωσι δικαιοσύνην και κρίμα, και εν παραβολαίς ουχ ευρεθήσονται, 34 αλλά κτίσμα αιώνος στηρίσουσι, και η δέησις αυτών εν εργασία τέχνης.
1 ΠΛΗΝ τού επιδόντος την ψυχήν αυτού και διανοουμένου εν νόμω Υψίστου, σοφίαν πάντων αρχαίων εκζητήσει και εν προφητείαις ασχοληθήσεται. 2 διηγήσεις ανδρών ονομαστών συντηρήσει και εν στροφαίς παραβολών συνεισελεύσεται. 3 απόκρυφα παροιμιών εκζητήσει και εν αινίγμασι παραβολών αναστραφήσεται. 4 ανά μέσον μεγιστάνων υπηρετήσει και έναντι ηγουμένου οφθήσεται· εν γη αλλοτρίων εθνών διελεύσεται, αγαθά γάρ και κακά εν ανθρώποις επείρασε. 5 την καρδίαν αυτού επιδώσει ορθρίσαι προς Κύριον τον ποιήσαντα αυτόν και έναντι Υψίστου δεηθήσεται· και ανοίξει το στόμα αυτού εν προσευχή και περί των αμαρτιών αυτού δεηθήσεται. 6 εάν Κύριος ο μέγας θελήση, πνεύματι συνέσεως εμπλησθήσεται· αυτός ανομβρήσει ρήματα σοφίας αυτού, και εν προσευχή εξομολογήσεται Κυρίω. 7 αυτός κατευθυνεί βουλήν αυτού και επιστήμην και εν τοίς αποκρύφοις αυτού διανοηθήσεται· 8 αυτός εκφανεί παιδείαν διδασκαλίας αυτού και εν νόμω διαθήκης Κυρίου καυχήσεται. 9 αινέσουσι την σύνεσιν αυτού πολλοί, έως τού αιώνος ουκ εξαλειφθήσεται· ουκ αποστήσεται το μνημόσυνον αυτού, και όνομα αυτού ζήσεται εις γενεάς γενεών.
10 την σοφίαν αυτού διηγήσονται έθνη, και τον έπαινον αυτού εξαγγελεί εκκλησία. 11 εάν εμμείνη, όνομα καταλείψει ή χίλιοι, και εάν αναπαύσηται, εμποιήσει αυτώ. 12 Έτι διανοηθείς εκδιηγήσομαι και ως διχομηνία επληρώθην. 13 εισακούσατέ μου, υιοί όσιοι, και βλαστήσατε ως ρόδον φυόμενον επί ρεύματος υγρού 14 και ως λίβανος ευωδιάσατε οσμήν και ανθήσατε άνθος ως κρίνον, διάδοτε οσμήν και αινέσατε άσμα. ευλογήσατε Κύριον επί πάσι τοίς έργοις, 15 δότε τώ ονόματι αυτού μεγαλωσύνην και εξομολογήσασθε εν αινέσει αυτού, εν ωδαίς χειλέων και εν κινύραις και ούτως ερείτε εν εξομολογήσει· 16 Τά έργα Κυρίου πάντα ότι καλά σφόδρα, και πάν πρόσταγμα εν καιρώ αυτού έσται· ουκ έστιν ειπείν· τι τούτο; εις τι τούτο; 17 πάντα γάρ εν καιρώ αυτού ζητηθήσεται. εν λόγω αυτού έστη ως θημωνία ύδωρ, και εν ρήματι στόματος αυτού αποδοχεία υδάτων. 18 εν προστάγματι αυτού πάσα η ευδοκία, και ουκ έστιν ός ελαττώσει το σωτήριον αυτού. 19 έργα πάσης σαρκός ενώπιον αυτού, και ουκ έστι κρυβήναι από των οφθαλμών αυτού.
20 από τού αιώνος εις τον αιώνα επέβλεψε, και ουθέν εστι θαυμάσιον εναντίον αυτού. 21 ουκ έστιν ειπείν· τι τούτο; εις τι τούτο; πάντα γάρ εις χρείας αυτών έκτισται. 22 η ευλογία αυτού ως ποταμός επεκάλυψε, και ως κατακλυσμός ξηράν εμέθυσεν. 23 ούτως οργήν αυτού έθνη κληρονομήσει, ως μετέστρεψεν ύδατα εις άλμην. 24 αι οδοί αυτού τοίς οσίοις ευθείαι, ούτως τοίς ανόμοις προσκόμματα. 25 αγαθά τοίς αγαθοίς έκτισται απ΄ αρχής, ούτως τοίς αμαρτωλοίς κακά. 26 αρχή πάσης χρείας εις ζωήν ανθρώπου, ύδωρ, πύρ, και σίδηρος και άλας και σεμίδαλις πυρού και μέλι και γάλα, αίμα σταφυλής και έλαιον και ιμάτιον. 27 ταύτα πάντα τοίς ευσεβέσιν εις αγαθά, ούτως τοίς αμαρτωλοίς τραπήσεται εις κακά. 28 έστι πνεύματα, ά εις εκδίκησιν έκτισται και εν θυμώ αυτού εστερέωσαν μάστιγας αυτών· εν καιρώ συντελείας ισχύν εκχεούσι και τον θυμόν τού ποιήσαντος αυτούς κοπάσουσι. 29 πύρ και χάλαζα και λιμός και θάνατος, πάντα ταύτα εις εκδίκησιν έκτισται·
30 θηρίων οδόντες και σκορπίοι και έχεις και ρομφαία εκδικούσα εις όλεθρον ασεβείς· 31 εν τή εντολή αυτού ευφρανθήσονται και επί της γής εις χρείας ετοιμασθήσονται και εν τοίς καιροίς αυτών ου παραβήσονται λόγον. 32 διά τούτο εξ αρχής εστηρίχθην και διενοήθην και εν γραφή αφήκα· 33 τα έργα Κυρίου πάντα αγαθά και πάσαν χρείαν εν ώρα αυτής χορηγήσει. 34 και ουκ έστιν ειπείν· τούτο τούτου πονηρότερον, πάντα γάρ εν καιρώ ευδοκιμηθήσεται. 35 και νύν εν πάση καρδία και στόματι υμνήσατε και ευλογήσατε το όνομα Κυρίου.
1 ΑΣΧΟΛΙΑ μεγάλη έκτισται παντί ανθρώπω και ζυγός βαρύς επί υιούς Αδάμ αφ’ ημέρας εξόδου εκ γαστρός μητρός αυτών έως ημέρας επιστροφής εις μητέρα πάντων· 2 τους διαλογισμούς αυτών και φόβον καρδίας, επίνοια προσδοκίας, ημέρα τελευτής. 3 από καθημένου επί θρόνου εν δόξη και έως τεταπεινωμένου εν γη και σποδώ, 4 από φορούντος υάκινθον και στέφανον και έως περιβαλλομένου ωμόλινον, 5 θυμός και ζήλος και ταραχή και σάλος και φόβος θανάτου και μηνίαμα και έρις· και εν καιρώ αναπαύσεως επί κοίτης ύπνος νυκτός αλλοιοί γνώσιν αυτού. 6 ολίγον ως ουδέν εν αναπαύσει, και απ’ εκείνου εν ύπνοις ως εν ημέρα σκοπιάς τεθορυβημένος εν οράσει καρδίας αυτού, ως εκπεφευγώς από προσώπου πολέμου. 7 εν καιρώ σωτηρίας αυτού εξηγέρθη και αποθαυμάζων εις ουδένα φόβον. 8 μετά πάσης σαρκός από ανθρώπου έως κτήνους, και επί αμαρτωλών επταπλάσια προς ταύτα· 9 θάνατος και αίμα και έρις και ρομφαία, επαγωγαί, λιμός και σύντριμμα και μάστιξ,
10 επί τους ανόμους εκτίσθη ταύτα πάντα, και δι’ αυτούς εγένετο ο κατακλυσμός. 11 πάντα, όσα από γής, εις γήν αναστρέφει, και από υδάτων εις θάλασσαν ανακάμπτει. 12 Πάν δώρον και αδικία εξαλειφθήσεται, και πίστις εις τον αιώνα στήσεται. 13 χρήματα αδίκων ως ποταμός ξηρανθήσεται και ως βροντή μεγάλη εν υετώ εξηχήσει. 14 εν τώ ανοίξαι αυτόν χείρας ευφρανθήσεται, ούτως οι παραβαίνοντες εις συντέλειαν εκλείψουσιν. 15 έκγονα ασεβών ου πληθύνει κλάδους, και ρίζαι ακάθαρτοι επ’ ακροτόμου πέτρας· 16 άχει επί παντός ύδατος και χείλους ποταμού πρό παντός χόρτου εκτιλήσεται. 17 χάρις ως παράδεισος εν ευλογίαις, και ελεημοσύνη εις τον αιώνα διαμένει. 18 Ζωή αυτάρκους εργάτου γλυκανθήσεται, και υπέρ αμφότερα ο ευρίσκων θησαυρόν. 19 τέκνα και οικοδομή πόλεως στηρίζουσιν όνομα, και υπέρ αμφότερα γυνή άμωμος λογίζεται.
20 οίνος και μουσικά ευφραίνουσι καρδίαν, και υπέρ αμφότερα αγάπησις σοφίας. 21 αυλός και ψαλτήριον ηδύνουσι μέλι, και υπέρ αμφότερα γλώσσα ηδεία. 22 χάριν και κάλλος επιθυμήσει ο οφθαλμός σου, και υπέρ αμφότερα χλόην σπόρου. 23 φίλος και εταίρος εις καιρόν απαντώντες, και υπέρ αμφότερα γυνή μετά ανδρός. 24 αδελφοί και βοήθεια εις καιρόν θλίψεως, και υπέρ αμφότερα ελεημοσύνη ρύσεται. 25 χρυσίον και αργύριον επιστήσουσι πόδα, και υπέρ αμφότερα βουλή ευδοκιμείται. 26 χρήματα και ισχύς ανυψώσουσι καρδίαν, και υπέρ αμφότερα φόβος Κυρίου· ουκ έστιν εν φόβω Κυρίου ελάττωσις, και ουκ έστιν επιζητήσαι εν αυτώ βοήθειαν· 27 φόβος Κυρίου ως παράδεισος ευλογίας, και υπέρ πάσαν δόξαν εκάλυψαν αυτόν. 28 Τέκνον, ζωήν επαιτήσεως μη βιώσης· κρείσσον αποθανείν ή επαιτείν. 29 ανήρ βλέπων εις τράπεζαν αλλοτρίαν, ουκ έστιν αυτού ο βίος εν λογισμώ ζωής, αλισγήσει ψυχήν αυτού εν εδέσμασιν αλλοτρίοις· ανήρ δε επιστήμων και πεπαιδευμένος φυλάξεται.
30 εν στόματι αναιδούς γλυκανθήσεται επαίτησις, και εν κοιλία αυτού πύρ καήσεται.
1 Ω ΘΑΝΑΤΕ, ως πικρόν σου το μνημόσυνόν εστιν ανθρώπω ειρηνεύοντι εν τοίς υπάρχουσιν αυτού ανδρί απερισπάστω και ευοδουμένω εν πάσι και έτι ισχύοντι επιδέξασθαι τροφήν. 2 ώ θάνατε, καλόν σου το κρίμα εστίν ανθρώπω επιδεομένω και ελασσουμένω ισχύι, εσχατογήρω και περισπωμένω περί πάντων και απειθούντι και απολωλεκότι υπομονήν. 3 μη ευλαβού κρίμα θανάτου, μνήσθητι προτέρων σου και εσχάτων· 4 τούτο το κρίμα παρά Κυρίου πάση σαρκί, και τι απαναίνη εν ευδοκία Υψίστου; είτε δέκα είτε εκατόν είτε χίλια έτη, ουκ έστιν εν άδου ελεγμός ζωής. 5 Τέκνα βδελυκτά γίνεται τέκνα αμαρτωλών και συναναστρεφόμενα παροικίαις ασεβών. 6 τέκνων αμαρτωλών απολείται κληρονομία, και μετά τού σπέρματος αυτών ενδελεχιεί όνειδος. 7 πατρί ασεβεί μέμψεται τέκνα, ότι δι’ αυτόν ονειδισθήσονται. 8 ουαί υμίν, άνδρες ασεβείς, οίτινες εγκατελίπετε νόμον Θεού Υψίστου· 9 και εάν γεννηθήτε, εις κατάραν γεννηθήσεσθε, και εάν αποθάνητε, εις κατάραν μερισθήσεσθε.
10 πάντα όσα εκ γής, εις γήν απελεύσεται, ούτως ασεβείς από κατάρας εις απώλειαν. 11 Πένθος ανθρώπων εν σώμασιν αυτών, όνομα δε αμαρτωλών ουκ αγαθόν εξαλειφθήσεται. 12 φρόντισον περί ονόματος, αυτό γάρ σοι διαμένει ή χίλιοι μεγάλοι θησαυροί χρυσίου. 13 αγαθής ζωής αριθμός ημερών, και αγαθόν όνομα εις αιώνα διαμενεί. 14 παιδείαν εν ειρήνη συντηρήσατε, τέκνα· σοφία δε κεκρυμμένη και θησαυρός αφανής, τις ωφέλεια εν αμφοτέροις; 15 κρείσσων άνθρωπος αποκρύπτων την μωρίαν αυτού ή άνθρωπος αποκρύπτων την σοφίαν αυτού. 16 τοιγαρούν εντράπητε επί τώ ρήματί μου· ου γάρ εστι πάσαν αισχύνην διαφυλάξαι καλόν, και ου πάντα πάσιν εν πίστει ευδοκιμείται. 17 αισχύνεσθε από πατρός και μητρός περί πορνείας και από ηγουμένου και δυνάστου περί ψεύδους, 18 από κριτού και άρχοντος περί πλημμελείας, από συναγωγής και λαού περί ανομίας, 19 από κοινωνού και φίλου περί αδικίας και από τόπου, ού παροικείς, περί κλοπής, 20 από αληθείας Θεού και διαθήκης και από πήξεως αγκώνος επ’ άρτοις, 21 από σκορακισμού λήψεως και δόσεως και από ασπαζομένων περί σιωπής, 22 από οράσεως γυναικός εταίρας και από αποστροφής προσώπου συγγενούς, 23 από αφαιρέσεως μερίδος και δόσεως και από κατανοήσεως γυναικός υπάνδρου, 24 από περιεργείας παιδίσκης αυτού, και μη επιστής επί την κοίτην αυτής· 25 από φίλων περί λόγων ονειδισμού, και μετά το δούναι μη ονείδιζε, 26 από δευτερώσεως και λόγου ακοής, και από αποκαλύψεων λόγων κρυφίων· 27 και έση αισχυντηρός αληθινώς και ευρίσκων χάριν έναντι παντός ανθρώπου.
1 ΜΗ περί τούτων αισχυνθής, και μη λάβης πρόσωπον τού αμαρτάνειν· 2 περί νόμου Υψίστου και διαθήκης και περί κρίματος δικαιώσαι τον ασεβή, 3 περί λόγου κοινωνού και οδοιπόρων και περί δόσεως κληρονομίας εταίρων, 4 περί ακριβείας ζυγού και σταθμίων, περί κτήσεως πολλών και ολίγων, 5 περί διαφόρου πράσεως εμπόρων και περί παιδείας τέκνων πολλής και οικέτη πονηρώ πλευράν αιμάξαι. 6 επί γυναικί πονηρά καλόν σφραγίς, και όπου χείρες πολλαί, κλείσον· 7 ό εάν παραδίδως, εν αριθμώ και σταθμώ, και δόσις και λήψις, πάντα εν γραφή· 8 περί παιδείας ανοήτου και μωρού και εσχατογήρου κρινομένου προς νέους· και έση πεπαιδευμένος αληθινώς και δεδοκιμασμένος έναντι παντός ζώντος. 9 Θυγάτηρ πατρί απόκρυφος αγρυπνία, και η μέριμνα αυτής αφιστά ύπνον· εν νεότητι αυτής μήποτε παρακμάση, και συνωκηκυία μήποτε μισηθή·
10 εν παρθενία μήποτε βεβηλωθή και εν τοίς πατρικοίς αυτής έγκυος γένηται· μετά ανδρός ούσα μήποτε παραβή, και συνωκηκυία, μήποτε στειρωθή. 11 επί θυγατρί αδιατρέπτω στερέωσον φυλακήν, μήποτε ποιήση σε επίχαρμα εχθροίς, λαλιάν εν πόλει και έκκλητον λαού, και καταισχύνη σε εν πλήθει πολλών. 12 παντί ανθρώπω μη έμβλεπε εν κάλλει και εν μέσω γυναικών μη συνέδρευε· 13 από γάρ ιματίων εκπορεύεται σής και από γυναικός πονηρία γυναικός. 14 κρείσσων πονηρία ανδρός ή αγαθοποιός γυνή, και γυνή καταισχύνουσα εις ονειδισμόν. 15 Μνησθήσομαι δή τα έργα Κυρίου, και ά εώρακα εκδιηγήσομαι· εν λόγοις Κυρίου τα έργα αυτού. 16 ήλιος φωτίζων κατά πάν επέβλεψε, και της δόξης αυτού πλήρες το έργον αυτού. 17 ουκ ενεποίησε τοίς αγίοις Κύριος εκδιηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσια αυτού, ά εστερέωσε Κύριος ο παντοκράτωρ στηριχθήναι εν δόξη αυτού το πάν. 18 άβυσσον και καρδίαν εξίχνευσε και εν πανουργεύμασιν αυτών διενοήθη· έγνω γάρ ο Κύριος πάσαν είδησιν και ενέβλεψεν εις σημείον αιώνος, 19 απαγγέλλων τα παρεληλυθότα και επεσόμενα και αποκαλύπτων ίχνη αποκρύφων.
20 ου παρήλθεν αυτόν πάν διανόημα, ουκ εκρύβη απ’ αυτού ουδέ είς λόγος. 21 τα μεγαλεία της σοφίας αυτού εκόσμησε, και ως έστι πρό τού αιώνος και εις τον αιώνα· ούτε προσετέθη ούτε ηλαττώθη, και ου προσεδεήθη ουδενός συμβούλου. 22 ως πάντα τα έργα αυτού επιθυμητά και ως σπινθήρός εστι θεωρήσαι. 23 πάντα ταύτα ζή και μένει εις τον αιώνα εν πάσαις χρείαις, και πάντα υπακούει. 24 πάντα δισσά, έν κατέναντι τού ενός, και ουκ εποίησεν ουδέν ελλείπον· 25 έν τού ενός εστερέωσε τα αγαθά, και τις πλησθήσεται ορών δόξαν αυτού;
1 ΓΑΥΡΙΑΜΑ ύψους στερέωμα καθαριότητος, είδος ουρανού εν οράματι δόξης. 2 ήλιος εν οπτασία διαγγέλων εν εξόδω, σκεύος θαυμαστόν, έργον Υψίστου. 3 εν μεσημβρία αυτού αναξηραίνει χώραν, και εναντίον καύματος αυτού τις υποστήσεται; 4 κάμινον φυσών εν έργοις καύματος, τριπλασίως ήλιος εκκαίων όρη· ατμίδας πυρώδεις εκφυσών και εκλάμπων ακτίνας αμαυροί οφθαλμούς. 5 μέγας Κύριος ο ποιήσας αυτόν, και εν λόγοις αυτού κατέσπευσε πορείαν.~ 6 Καί η σελήνη εν πάσιν εις καιρόν αυτής, ανάδειξιν χρόνων και σημείον αιώνος. 7 από σελήνης σημείον εορτής, φωστήρ μειούμενος επί συντελείας. 8 μην κατά το όνομα αυτής εστιν, αυξανομένη θαυμαστώς εν αλλοιώσει, σκεύος παρεμβολών εν ύψει, εν στερεώματι ουρανού εκλάμπων. 9 κάλλος ουρανού, δόξα άστρων, κόσμος φωτίζων εν υψίστοις Κυρίου·
10 εν λόγοις αγίου στήσονται κατά κρίμα και ου μη εκλυθώσιν εν φυλακαίς αυτών. 11 ιδέ τόξον και ευλόγησον τον ποιήσαντα αυτό, σφόδρα ωραίον εν τώ αυγάσματι αυτού· 12 εγύρωσεν ουρανόν εν κυκλώσει δόξης, χείρες Υψίστου ετάνυσαν αυτό.~ 13 Προστάγματι αυτού κατέσπευσε χιόνα και ταχύνει αστραπάς κρίματος αυτού. 14 διά τούτο ηνεώχθησαν θησαυροί, και εξέπτησαν νεφέλαι ως πετεινά· 15 εν μεγαλείω αυτού ίσχυσε νεφέλας, και διεθρύβησαν λίθοι χαλάζης· 16 και εν οπτασίαις αυτού σαλευθήσεται όρη, εν θελήματι πνεύσεται νότος. 17 φωνή βροντής αυτού ωδίνησε γήν και καταιγίς Βορέου και συστροφή πνεύματος. 18 ως πετεινά καθιπτάμενα πάσσει χιόνα, και ως ακρίς καταλύουσα η κατάβασς αυτής· κάλλος λευκότητος αυτής εκθαυμάσει οφθαλμός, και επί τού υετού αυτής εκστήσεται καρδία. 19 και πάχνην ως άλα επί γής χέει, και παγείσα γίνεται σκολόπων άκρα.
20 ψυχρός άνεμος Βορέης πνεύσει, και παγήσεται κρύσταλλος εφ’ ύδατος· επί πάσαν συναγωγήν ύδατος καταλύσει, και ως θώρακα ενδύσεται το ύδωρ. 21 καταφάγεται όρη και έρημον εκκαύσει και αποσβέσει χλόην ως πύρ. 22 ίασις πάντων κατά σπουδήν ομίχλη, δρόσος απαντώσα από καύσωνος ιλαρώσει.~ 23 Λογισμώ αυτού εκόπασεν άβυσσον, και εφύτευσεν εν αυτή νήσους. 24 οι πλέοντες την θάλασσαν διηγούνται τον κίνδυνον αυτής, και ακοαίς ωτίων ημών θαυμάζομεν. 25 και εκεί τα παράδοξα και θαυμάσια έργα, ποικιλία παντός ζώου, κτίσις κητών. 26 δι΄ αυτόν ευοδοί άγγελος αυτού, και εν λόγω αυτού σύγκειται πάντα. 27 Πολλά ερούμεν και ου μη εφικώμεθα, και συντέλεια λόγων· το πάν εστιν αυτός. 28 δοξάζοντες που ισχύσομεν; αυτός γάρ ο μέγας παρά πάντα τα έργα αυτού. 29 φοβερός Κύριος και σφόδρα μέγας, και θαυμαστή η δυναστεία αυτού.
30 δοξάζοντες Κύριον υψώσατε, καθόσον αν δύνησθε, υπερέξει γάρ και έτι· και υψούντες αυτόν πληθύνατε εν ισχύι· μη κοπιάτε, ου γάρ μη εφίκησθε. 31 τις εώρακεν αυτόν και εκδιηγήσεται; και τις μεγαλυνεί αυτόν καθώς εστι; 32 πολλά απόκρυφά εστι μείζονα τούτων, ολίγα γάρ εωράκαμεν των έργων αυτού· 33 πάντα γάρ εποίησεν ο Κύριος, και τοίς ευσεβέσιν έδωκε σοφίαν.
1 ΠΑΤΕΡΩΝ ΥΜΝΟΣ.~ Αινέσωμεν δή άνδρας ενδόξους και τους πατέρας ημών τή γενέσει. 2 πολλήν δόξαν έκτισεν ο Κύριος, την μεγαλωσύνην αυτού απ’ αιώνος. 3 κυριεύοντες εν ταίς βασιλείαις αυτών και άνδρες ονομαστοί εν δυνάμει· βουλεύοντες εν συνέσει αυτών, απηγγελκότες εν προφητείαις· 4 ηγούμενοι λαού εν διαβουλίοις και συνέσει γραμματείας λαού, σοφοί λόγοι εν παιδεία αυτών· 5 εκζητούντες μέλη μουσικών και διηγούμενοι έπη εν γραφή· 6 άνδρες πλούσιοι κεχορηγημένοι ισχύι, ειρηνεύοντες εν παροικίαις αυτών· 7 πάντες ούτοι εν γενεαίς εδοξάσθησαν, και εν ταίς ημέραις αυτών καύχημα. 8 εισίν αυτών οί κατέλιπον όνομα τού εκδιηγήσασθαι επαίνους· 9 και εισίν ών ουκ έστι μνημόσυνον και απώλοντο ως ουχ υπάρξαντες και εγένοντο ως ου γεγονότες και τα τέκνα αυτών μετ’ αυτούς.
10 αλλ’ ή ούτοι άνδρες ελέους, ών αι δικαιοσύναι ουκ επελήσθησαν· 11 μετά τού σπέρματος αυτών διαμενεί αγαθή κληρονομία, έκγονα αυτών· 12 εν ταίς διαθήκαις έστη σπέρμα αυτών και τα τέκνα αυτών δι’ αυτούς· 13 έως αιώνος μενεί σπέρμα αυτών, και η δόξα αυτών ουκ εξαλειφθήσεται· 14 τα σώματα αυτών εν ειρήνη ετάφη, και το όνομα αυτών ζή εις γενεάς· 15 σοφίαν αυτών διηγήσονται λαοί, και τον έπαινον εξαγγέλλει εκκλησία. 16 Ενώχ ευηρέστησε Κυρίω και μετετέθη, υπόδειγμα μετανοίας ταίς γενεαίς. 17 Νώε ευρέθη τέλειος δίκαιος, εν καιρώ οργής εγένετο αντάλλαγμα· διά τούτον εγενήθη κατάλειμμα τή γη, ότε εγένετο κατακλυσμός· 18 διαθήκαι αιώνος ετέθησαν προς αυτόν, ίνα μη εξαλειφθή κατακλυσμώ πάσα σάρξ.~ 19 Αβραάμ μέγας πατήρ πλήθους εθνών, και ουχ ευρέθη όμοιος εν τή δόξη·
20 ός συνετήρησε νόμον Υψίστου και εγένετο εν διαθήκη μετ΄ αυτού· εν σαρκί αυτού έστησε διαθήκην και εν πειρασμώ ευρέθη πιστός. 21 διά τούτο εν όρκω έστησεν αυτώ ενευλογηθήναι έθνη εν τώ σπέρματι αυτού, πληθύναι αυτόν ως χούν της γής και ως άστρα ανυψώσαι το σπέρμα αυτού και κατακληρονομήσαι αυτούς από θαλάσσης έως θαλάσσης και από ποταμού έως άκρου γής. 22 και εν τώ Ισαάκ έστησεν ούτως διά Αβραάμ τον πατέρα αυτού ευλογίαν πάντων ανθρώπων και διαθήκην 23 και κατέπαυσεν επί κεφαλήν Ιακώβ. επέγνω αυτόν εν ευλογίαις αυτού και έδωκεν αυτώ εν κληρονομία· και διέστειλε μερίδας αυτού, εν φυλαίς εμέρισε δεκαδύο.
1 ΚΑΙ εξήγαγεν εξ αυτού άνδρα ελέους ευρίσκοντα χάριν εν οφθαλμοίς πάσης σαρκός, ηγαπημένον υπό Θεού και ανθρώπων, Μωυσήν, ού το μνημόσυνον εν ευλογίαις· 2 ωμοίωσεν αυτόν δόξη αγίων και εμεγάλυνεν αυτόν εν φόβοις εχθρών· 3 εν λόγοις αυτού σημεία κατέπαυσεν, εδόξασεν αυτόν κατά πρόσωπον βασιλέων· ενετείλατο αυτώ προς λαόν αυτού και έδειξεν αυτώ της δόξης αυτού· 4 εν πίστει και πραυ±τητι αυτόν ηγίασεν, εξελέξατο αυτόν εκ πάσης σαρκός· 5 ηκούτισεν αυτόν της φωνής αυτού και εισήγαγεν αυτόν εις τον γνόφον και έδωκεν αυτώ κατά πρόσωπον εντολάς, νόμον ζωής και επιστήμης διδάξαι τον Ιακώβ διαθήκην και κρίματα αυτού τον Ισραήλ.~ 6 Ααρών ύψωσεν άγιον όμοιον αυτώ αδελφόν αυτού εκ φυλής Λευί· 7 έστησεν αυτώ διαθήκην αιώνος και έδωκεν αυτώ ιερατείαν λαού· εμακάρισεν αυτόν εν ευκοσμία και περιέζωσεν αυτόν στολήν δόξης· 8 ενέδυσεν αυτόν συντέλειαν καυχήματος και εστερέωσεν αυτόν σκεύεσιν ισχύος, περισκελή και ποδήρη και επωμίδα, 9 και εκύκλωσεν αυτόν ροίσκοις χρυσοίς, κώδωσι πλείστοις κυκλόθεν, ηχήσαι φωνήν εν βήμασιν αυτού, ακουστόν ποιήσαι ήχον εν ναώ εις μνημόσυνον υιοίς λαού αυτού·
10 στολή αγία, χρυσώ και υακίνθω και πορφύρα, έργω ποικιλτού, λογείω κρίσεως, δήλοις αληθείας, κεκλωσμένη κόκκω, έργω τεχνίτου, 11 λίθοις πολυτελέσι γλύμματος σφραγίδος, εν δέσει χρυσίου, έργω λιθουργού, εις μνημόσυνον εν γραφή κεκολαμμένη κατ’ αριθμόν φυλών Ισραήλ· 12 στέφανον χρυσούν επάνω κιδάρεως, εκτύπωμα σφραγίδος αγιάσματος, καύχημα τιμής, έργον ισχύος, επιθυμήματα οφθαλμών κοσμούμενα ωραία· 13 πρό αυτού ου γέγονε τοιαύτα έως αιώνος, ουκ ενεδύσατο αλλογενής πλήν των υιών αυτού μόνον και τα έκγονα αυτού διαπαντός. 14 θυσίαι αυτού ολοκαρπωθήσονται καθημέραν ενδελεχώς δίς. 15 επλήρωσε Μωσής τας χείρας και έχρισεν αυτόν εν ελαίω αγίω· εγενήθη αυτώ εις διαθήκην αιώνιον και εν τώ σπέρματι αυτού εν ημέραις ουρανού λειτουργείν αυτώ άμα και ιερατεύειν και ευλογείν τον λαόν αυτού εν τώ ονόματι αυτού. 16 εξελέξατο αυτόν από παντός ζώντος προσαγαγείν κάρπωσιν Κυρίω, θυμίαμα και ευωδίαν εις μνημόσυνον, εξιλάσκεσθαι περί τού λαού σου. 17 έδωκεν αυτόν εν εντολαίς αυτού εξουσίαν εν διαθήκαις κριμάτων διδάξαι τον Ιακώβ τα μαρτύρια και εν νόμω αυτού φωτίσαι Ισραήλ. 18 επισυνέστησαν αυτώ αλλότριοι και εζήλωσαν αυτόν εν τή ερήμω, άνδρες οι περί Δαθάν και Αβειρών και η συναγωγή Κορέ εν θυμώ και οργή· 19 είδε Κύριος και ουκ ευδόκησε, και συνετελέσθησαν εν θυμώ οργής· εποίησεν αυτοίς τέρατα καταναλώσαι εν πυρί φλογός αυτού.
20 και προσέθηκεν Ααρών δόξαν και έδωκεν αυτώ κληρονομίαν· απαρχάς πρωτογεννημάτων εμέρισεν αυτώ, άρτον πρώτοις ητοίμασε πλησμονήν· 21 και γάρ θυσίας Κυρίου φάγονται, ας έδωκεν αυτώ τε και τώ σπέρματι αυτού. 22 πλήν εν γη λαού ου κληρονομήσει, και μερίς ουκ έστιν αυτώ εν λαώ, αυτός γάρ μερίς σου και κληρονομία.~ 23 Καί Φινεές υιός Ελεάζαρ τρίτος εις δόξαν εν τώ ζηλώσαι αυτόν εν φόβω Κυρίου και στήναι αυτόν εν τροπή λαού, εν αγαθότητι προθυμίας ψυχής αυτού· και εξιλάσατο περί τού Ισραήλ. 24 διά τούτο εστάθη αυτώ διαθήκη ειρήνης προστατείν αγίων και λαού αυτού, ίνα αυτώ ή και τώ σπέρματι αυτού ιερωσύνης μεγαλείον εις τους αιώνας. 25 και διαθήκην τώ Δαυίδ υιώ Ιεσσαί εκ φυλής Ιούδα, κληρονομία βασιλέως υιού εξ υιού μόνου· κληρονομία Ααρών και τώ σπέρματι αυτού. 26 δώη υμίν σοφίαν εν καρδία υμών κρίνειν τον λαόν αυτού εν δικαιοσύνη, ίνα μη αφανισθή τα αγαθά αυτών και την δόξαν αυτών εις γενεάς αυτών.
1 ΚΡΑΤΑΙΟΣ εν πολέμοις Ιησούς Ναυή και διάδοχος Μωυσή εν προφητείαις, ός εγένετο κατά το όνομα αυτού μέγας επί σωτηρία εκλεκτών αυτού εκδικήσαι επεγειρομένους εχθρούς, όπως κατακληρονομήση τον Ισραήλ. 2 ως εδοξάσθη εν τώ επάραι χείρας αυτού και εν τώ εκτείναι ρομφαίαν επί πόλεις. 3 τις πρότερον αυτού ούτως έστη; τους γάρ πολεμίους Κύριος αυτός επήγαγεν. 4 ουχί εν χειρί αυτού ανεπόδισεν ο ήλιος και μία ημέρα εγενήθη προς δύο; 5 επεκαλέσατο τον Ύψιστον δυνάστην εν τώ θλίψαι αυτόν εχθρούς κυκλόθεν, και επήκουσεν αυτών μέγας Κύριος εν λίθοις χαλάζης δυνάμεως κραταιάς· 6 κατέρραξεν επ’ έθνος πόλεμον και εν καταβάσει απώλεσεν ανθεστηκότας, ίνα γνώσιν έθνη πανοπλίαν αυτού ότι εναντίον Κυρίου ο πόλεμος αυτού· και γάρ επηκολούθησεν οπίσω δυνάστου.~ 7 Καί εν ημέραις Μωυσέως εποίησεν έλεος, αυτός και Χάλεβ υιός Ιεφοννή, αντιστήναι έναντι εκκλησίας, κωλύσαι λαόν από αμαρτίας και κοπάσαι γογγυσμόν πονηρίας. 8 και αυτοί δύο όντες διεσώθησαν από εξακοσίων χιλιάδων πεζών, εισαγαγείν αυτούς εις κληρονομίαν, εις γήν ρέουσαν γάλα και μέλι. 9 και έδωκεν ο Κύριος τώ Χάλεβ ισχύν, και έως γήρους διέμεινεν αυτώ επιβήναι αυτόν επί το ύψος της γής, και το σπέρμα αυτού κατέσχε κληρονομίαν,
10 όπως ίδωσι πάντες οι υιοί Ισραήλ ότι καλόν το πορεύεσθαι οπίσω Κυρίου.~ 11 Καί οι κριταί, έκαστος τώ αυτού ονόματι, όσων ουκ εξεπόρνευσεν η καρδία και όσοι ουκ απεστράφησαν από Κυρίου, είη το μνημόσυνον αυτών εν ευλογίαις· 12 τα οστά αυτών αναθάλοι εκ τού τόπου αυτών και το όνομα αυτών αντικαταλλασσόμενον εφ’ υιοίς δεδοξασμένων αυτών.~ 13 Ηγαπημένος υπό Κυρίου αυτού Σαμουήλ προφήτης Κυρίου κατέστησε βασιλείαν και έχρισεν άρχοντας επί τον λαόν αυτού· 14 εν νόμω Κυρίου έκρινε συναγωγήν, και επεσκέψατο Κύριος τον Ιακώβ· 15 εν πίστει αυτού ηκριβάσθη προφήτης και εγνώσθη εν πίστει αυτού πιστός οράσεως. 16 και επεκαλέσατο τον Κύριον δυνάστην εν τώ θλίψαι εχθρούς αυτού κυκλόθεν εν προσφορά αρνός γαλαθηνού· 17 και εβρόντησεν απ’ ουρανού Κύριος και εν ήχω μεγάλω ακουστήν εποίησε την φωνήν αυτού 18 και εξέτριψεν ηγουμένους Τυρίων και πάντας άρχοντας Φυλιστιείμ. 19 και πρό καιρού κοιμήσεως αιώνος επεμαρτύρατο έναντι Κυρίου και χριστού αυτού· χρήματα και έως υποδημάτων από πάσης σαρκός ουκ είληφα· και ουκ ενεκάλεσεν αυτώ άνθρωπος.
20 και μετά το υπνώσαι αυτόν επροφήτευσε και υπέδειξε βασιλεί την τελευτήν αυτού και ανύψωσεν εκ γής την φωνήν αυτού εν προφητεία εξαλείψαι ανομίαν λαού.
1 ΚΑΙ μετά τούτο ανέστη Νάθαν προφητεύειν εν ημέραις Δαυίδ. 2 ώσπερ στέαρ αφωρισμένον από σωτηρίου, ούτως Δαυίδ από των υιών Ισραήλ. 3 εν λέουσιν έπαιξεν ως εν ερίφοις και εν άρκοις ως εν άρνασι προβάτων. 4 εν νεότητι αυτού ουχί απέκτεινε γίγαντα και εξήρεν ονειδισμόν εκ λαού εν τώ επάραι χείρα εν λίθω σφενδόνης και καταβαλείν γαυρίαμα τού Γολιάθ; 5 επεκαλέσατο γάρ Κύριον τον Ύψιστον και έδωκεν εν τή δεξιά αυτού κράτος εξάραι άνθρωπον δυνατόν εν πολέμω, ανυψώσαι κέρας λαού αυτού. 6 ούτως εν μυριάσιν εδόξασαν αυτόν και ήνεσαν αυτόν εν ευλογίαις Κυρίου εν τώ φέρεσθαι αυτώ διάδημα δόξης· 7 εξέτριψε γάρ εχθρούς κυκλόθεν και εξουδένωσε Φυλιστιείμ τους υπεναντίους· έως σήμερον συνέτριψεν αυτών κέρας. 8 εν παντί έργω αυτού έδωκεν εξομολόγησιν αγίω Υψίστω ρήματι δόξης· εν πάση καρδία αυτού ύμνησε και ηγάπησε τον ποιήσαντα αυτόν. 9 και έστησε ψαλτωδούς κατέναντι τού θυσιαστηρίου και εξ ηχούς αυτών γλυκαίνειν μέλη· 10 έδωκεν εν εορταίς ευπρέπειαν και εκόσμησε καιρούς μέχρι συντελείας εν τώ αινείν αυτούς το άγιον όνομα αυτού και από πρωί ηχείν το αγίασμα. 11 Κύριος αφείλε τας αμαρτίας αυτού και ανύψωσεν εις αιώνα το κέρας αυτού και έδωκεν αυτώ διαθήκην βασιλέων και θρόνον δόξης εν τώ Ισραήλ.~ 12 Μετά τούτον ανέστη υιός επιστήμων και δι’ αυτόν κατέλυσεν εν πλατυσμώ· 13 Σαλωμών εβασίλευσεν εν ημέραις ειρήνης, ώ ο Θεός κατέπαυσε κυκλόθεν, ίνα στήση οίκον επ’ ονόματι αυτού και ετοιμάση αγίασμα εις τον αιώνα. 14 ως εσοφίσθης εν νεότητί σου και ενεπλήσθης ως ποταμός συνέσεως. 15 γήν επεκάλυψεν η ψυχή σου, και ενέπλησας εν παραβολαίς αινιγμάτων· 16 εις νήσους πόρρω αφίκετο το όνομά σου, και ηγαπήθης εν τή ειρήνη σου· 17 εν ωδαίς και παροιμίαις και παραβολαίς και εν ερμηνείαις απεθαύμασάν σε χώραι. 18 εν ονόματι Κυρίου τού Θεού τού επικεκλημένου Θεού Ισραήλ, συνήγαγες ως κασσίτερον το χρυσίον και ως μόλυβδον επλήθυνας αργύριον. 19 παρανέκλινας τας λαγόνας σου γυναιξί και ενεξουσιάσθης εν τώ σώματί σου·
20 έδωκας μώμον εν τή δόξη σου και εβεβήλωσας το σπέρμα σου επαγαγείν οργήν επί τα τέκνα σου και κατενύγην επί τή αφροσύνη σου, 21 γενέσθαι δίχα τυραννίδα και εξ Εφραίμ άρξαι βασιλείαν απειθή. 22 ο δε Κύριος ου μη καταλίπη το έλεος αυτού και ου μη διαφθείρη από των έργων αυτού, ουδέ μη εξαλείψη εκλεκτού αυτού έκγονα και σπέρμα τού αγαπήσαντος αυτόν ου μη εξάρη· και τώ Ιακώβ έδωκε κατάλειμμα και τώ Δαυίδ εξ αυτού ρίζαν.~ 23 Καί ανεπαύσατο Σαλωμών μετά των πατέρων αυτού και κατέλιπε μετ΄ αυτόν εκ τού σπέρματος αυτού λαού αφροσύνην και ελασσούμενον συνέσει, Ροβοάμ, ός απέστησε λαόν εκ βουλής αυτού, και Ιεροβοάμ υιόν Ναβάτ, ός εξήμαρτε τον Ισραήλ και έδωκε τώ Εφραίμ οδόν αμαρτίας. 24 και επληθύνθησαν αι αμαρτίαι αυτών σφόδρα αποστήσαι αυτούς από της γής αυτών· 25 και πάσαν πονηρίαν εξεζήτησαν, έως εκδίκησις έλθη επ’ αυτούς.
1 ΚΑΙ ανέστη Ηλίας προφήτης ως πύρ, και ο λόγος αυτού ως λαμπάς εκαίετο· 2 ός επήγαγεν επ’ αυτούς λιμόν και τώ ζήλω αυτού ωλιγοποίησεν αυτούς· 3 εν λόγω Κυρίου ανέσχεν ουρανόν, κατήγαγεν ούτως τρίς πύρ. 4 ως εδοξάσθης, Ηλία, εν τοίς θαυμασίοις σου· και τις όμοιός σοι καυχάσθαι; 5 ο εγείρας νεκρόν εκ θανάτου και εξ άδου εν λόγω Υψίστου· 6 ο καταγαγών βασιλείς εις απώλειαν και δεδοξασμένους από κλίνης αυτών· 7 ο ακούων εν Σινά ελεγμόν και εν Χωρήβ κρίματα εκδικήσεως· 8 ο χρίων βασιλείς εις ανταπόδομα και προφήτας διαδόχους μετ’ αυτόν· 9 ο αναληφθείς εν λαίλαπι πυρός εν άρματι ίππων πυρίνων·
10 ο καταγραφείς εν ελεγμοίς εις καιρούς κοπάσαι οργήν πρό θυμού, επιστρέψαι καρδίαν πατρός προς υιόν και καταστήσαι φυλάς Ιακώβ. 11 μακάριοι οι ιδόντες σε και οι εν αγαπήσει κεκοσμημένοι, και γάρ ημείς ζωή ζησόμεθα. 12 Ηλίας, ός εν λαίλαπι εσκεπάσθη, και Ελισαιέ ενεπλήσθη πνεύματος αυτού· και εν ημέραις αυτού ουκ εσαλεύθη υπό άρχοντος, και ου κατεδυνάστευσεν αυτόν ουδείς. 13 πάς λόγος ουχ υπερήρεν αυτόν, και εν κοιμήσει επροφήτευσε το σώμα αυτού· 14 και εν ζωή αυτού εποίησε τέρατα, και εν τελευτή θαυμάσια τα έργα αυτού.~ 15 Εν πάσι τούτοις ου μετενόησεν ο λαός και ουκ απέστησαν από των αμαρτιών αυτών, έως επρονομεύθησαν από της γής αυτών και εσκορπίσθησαν εν πάση τή γη. και κατελείφθη ο λαός ολιγοστός, και άρχων τώ οίκω Δαυίδ· 16 τινές μέν αυτών εποίησαν το αρεστόν, τινές δε επλήθυναν αμαρτίας.~ 17 Εζεκίας ωχύρωσε την πόλιν αυτού και εισήγαγεν εις το μέσον αυτής ύδωρ, ώρυξε σιδήρω ακρότομον και ωκοδόμησε κρήνας εις ύδατα. 18 εν ημέραις αυτού ανέβη Σενναχηρίμ και απέστειλε Ραψάκην, και απήρε· και επήρεν η χείρ αυτού επί Σιών και εμεγαλαύχησεν εν υπερηφανία αυτού. 19 τότε εσαλεύθησαν καρδίαι και χείρες αυτών, και ωδίνησαν ως αι τίκτουσαι· 20 και επεκαλέσαντο τον Κύριον τον ελεήμονα εκπετάσαντες τας χείρας αυτών προς αυτόν. και ο άγιος εξ ουρανού ταχύ επήκουσεν αυτών και ελυτρώσατο αυτούς εν χειρί Ησαίου. 21 επάταξε την παρεμβολήν των Ασσυρίων. και εξέτριψεν αυτούς ο άγγελος αυτού. 22 εποίησε γάρ Εζεκίας το αρεστόν Κυρίω και ενίσχυσεν εν οδοίς Δαυίδ τού πατρός αυτού, ας ενετείλατο Ησαίας ο προφήτης, ο μέγας και πιστός εν οράσει αυτού. 23 εν ταίς ημέραις αυτού ανεπόδισεν ο ήλιος και προσέθηκε ζωήν βασιλεί. 24 πνεύματι μεγάλω είδε τα έσχατα και παρεκάλεσε τους πενθούντας εν Σιών· 25 έως τού αιώνος υπέδειξε τα εσόμενα και τα απόκρυφα πριν ή παραγενέσθαι αυτά.
1 ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ Ιωσίου εις σύνθεσιν θυμιάματος εσκευασμένον έργω μυρεψού· εν παντί στόματι ως μέλι γλυκανθήσεται και ως μουσικά εν συμποσίω οίνου. 2 αυτός κατηυθύνθη εν επιστροφή λαού και εξήρε βδελύγματα ανομίας· 3 κατεύθυνε προς Κύριον την καρδίαν αυτού, εν ημέραις ανόμων κατίσχυσε την ευσέβειαν.~ 4 Πάρεξ Δαυίδ και Εζεκίου και Ιωσίου, πάντες πλημμέλειαν επλημμέλησαν· κατέλιπον γάρ τον νόμον τού Υψίστου, οι βασιλείς Ιούδα εξέλιπον· 5 έδωκαν γάρ το κέρας αυτών ετέροις και την δόξαν αυτών έθνει αλλοτρίω. 6 ενεπύρισαν εκλεκτήν πόλιν αγιάσματος και ηρήμωσαν τας οδούς αυτής εν χειρί Ιερεμίου· 7 εκάκωσαν γάρ αυτόν, και αυτός εν μήτρα ηγιάσθη προφήτης εκριζούν και κακούν και απολλύειν, ωσαύτως οικοδομείν και καταφυτεύειν. 8 Ιεζεκιήλ ός είδεν όρασιν δόξης, ήν υπέδειξεν αυτώ επί άρματος Χερουβίμ· 9 και γάρ εμνήσθη των εχθρών εν όμβρω και αγαθώσαι τους ευθύνοντας οδούς.
10 και των δώδεκα προφητών τα οστά αναθάλοι εκ τού τόπου αυτών· παρεκάλεσε δε τον Ιακώβ και ελυτρώσατο αυτούς εν πίστει ελπίδος.~ 11 Πώς μεγαλύνωμεν τον Ζοροβάβελ; και αυτός ως σφραγίς επί δεξιάς χειρός, 12 ούτως Ιησούς υιός Ιωσεδέκ, οί εν ημέραις αυτών ωκοδόμησαν οίκον και ανύψωσαν λαόν άγιον Κυρίω ητοιμασμένον εις δόξαν αιώνος. 13 και Νεεμίου επί πολύ το μνημόσυνον τού εγείραντος ημίν τείχη πεπτωκότα και στήσαντος πύλας και μοχλούς και ανεγείραντος τα οικόπεδα ημών.~ 14 Ουδέ είς εκτίσθη οίος Ενώχ τοιούτος επί της γής· και γάρ αυτός ανελήφθη από της γής. 15 ουδέ ως Ιωσήφ εγεννήθη ανήρ ηγούμενος αδελφών, στήριγμα λαού, και τα οστά αυτού επεσκέπησαν. 16 Σήμ και Σήθ εν ανθρώποις εδοξάσθησαν και υπέρ πάν ζώον εν τή κτίσει Αδάμ.
1 ΣΙΜΩΝ Ονίου υιός ιερεύς ο μέγας, ός εν ζωή αυτού υπέρραψεν οίκον και εν ημέραις αυτού εστερέωσε τον ναόν· 2 και υπ’ αυτού εθεμελιώθη ύψος διπλής, ανάλημμα υψηλόν περιβόλου ιερού· 3 εν ημέραις αυτού ηλαττώθη αποδοχείον υδάτων, λάκκος ωσεί θαλάσσης το περίμετρον· 4 ο φροντίζων τού λαού αυτού από πτώσεως και ενισχύσας πόλιν εν πολιορκήσει. 5 ως εδοξάσθη εν περιστροφή λαού, εν εξόδω οίκου καταπετάσματος· 6 ως αστήρ εωθινός εν μέσω νεφελών, ως σελήνη πλήρης εν ημέραις, 7 ως ήλιος εκλάμπων επί ναόν Υψίστου και ως τόξον φωτίζον εν νεφέλαις δόξης, 8 ως άνθος ρόδων εν ημέραις νέων, ως κρίνα επ’ εξόδω ύδατος, ως βλαστός λιβάνου εν ημέραις θέρους, 9 ως πύρ και λίβανος επί πυρίου, ως σκεύος χρυσίου ολοσφύρητον κεκοσμημένον παντί λίθω πολυτελεί,
10 ως ελαία αναθάλλουσα καρπούς και ως κυπάρισσος υψουμένη εν νεφέλαις. 11 εν τώ αναλαμβάνειν αυτόν στολήν δόξης και ενδιδύσκεσθαι αυτόν συντέλειαν καυχήματος, εν αναβάσει θυσιαστηρίου αγίου εδόξασε περιβολήν αγιάσματος· 12 εν δε τώ δέχεσθαι μέλη εκ χειρών ιερέων, και αυτός εστώς παρ’ εσχάρα βωμού κυκλόθεν αυτού στέφανος αδελφών, ως βλάστημα κέδρου εν τώ Λιβάνω· και εκύκλωσαν αυτόν ως στελέχη φοινίκων· 13 και πάντες οι υιοί Ααρών εν δόξη αυτών και προσφορά Κυρίου εν χερσίν αυτών έναντι πάσης εκκλησίας Ισραήλ· 14 και συντέλειαν λειτουργών επί βωμών κοσμήσαι προσφοράν Υψίστου παντοκράτορος· 15 εξέτεινεν επί σπονδείου χείρα αυτού και έσπεισεν εξ αίματος σταφυλής, εξέχεεν εις θεμέλια θυσιαστηρίου οσμήν ευωδίας Υψίστω παμβασιλεί. 16 τότε ανέκραγον υιοί Ααρών, εν σάλπιγξιν ελαταίς ήχησαν, ακουστήν εποίησαν φωνήν μεγάλην εις μνημόσυνον έναντι Υψίστου. 17 τότε πάς ο λαός κοινή κατέσπευσε και έπεσαν επί πρόσωπον επί την γήν προσκυνήσαι τώ Κυρίω αυτών παντοκράτορι Θεώ τώ Υψίστω· 18 και ήνεσαν οι ψαλμωδοί εν φωναίς αυτών, εν πλείστω οίκω εγλυκάνθη μέλος. 19 και εδεήθη ο λαός Κυρίου Υψίστου εν προσευχή κατέναντι ελεήμονος, έως συντελεσθή κόσμος Κυρίου, και την λειτουργίαν αυτού ετελείωσαν.
20 τότε καταβάς επήρε χείρας αυτού επί πάσαν εκκλησίαν υιών Ισραήλ δούναι ευλογίαν Κυρίω εκ χειλέων αυτού και εν ονόματι αυτού καυχάσθαι. 21 και εδευτέρωσεν εν προσκυνήσει επιδείξασθαι την ευλογίαν παρά Υψίστου. 22 Καί νύν ευλογήσατε τώ Θεώ πάντων τώ μεγαλοποιούντι πάντη, τον υψούντα ημέρας ημών εκ μήτρας και ποιούντα μεθ’ ημών κατά το έλεος αυτού. 23 δώη ημίν ευφροσύνην καρδίας και γενέσθαι ειρήνην εν ημέραις ημών εν Ισραήλ κατά τας ημέρας τού αιώνος· 24 εμπιστεύσαι μεθ’ ημών το έλεος αυτού και εν ταίς ημέραις αυτού λυτρωσάσθω ημάς.~ 25 Εν δυσίν έθνεσι προσώχθισεν η ψυχή μου, και το τρίτον ουκ έστιν έθνος. 26 οι καθήμενοι εν όρει Σαμαρείας και Φυλιστιείμ και ο λαός μωρός ο κατοικών εν Σικίμοις. 27 Παιδείαν συνέσεως και επιστήμης εχάραξα εν τώ βιβλίω τούτω, Ιησούς υιός Σειράχ Ιεροσολυμίτης, ός ανώμβρησε σοφίαν από καρδίας αυτού. 28 μακάριος ός εν τούτοις αναστραφήσεται, και θείς αυτά επί καρδίαν αυτού σοφισθήσεται· 29 εάν γάρ αυτά ποιήση, προς πάντα ισχύσει, ότι φώς Κυρίου το ίχνος αυτού.
1 ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΙΗΣΟΥ ΥΙΟΥ ΣΕΙΡΑΧ.~ Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε βασιλεύ, και αινέσω σε Θεόν τον σωτήρά μου, εξομολογούμαι τώ ονόματί σου, 2 ότι σκεπαστής και βοηθός εγένου μοι και ελυτρώσω το σώμά μου εξ απωλείας και εκ παγίδος διαβολής γλώσσης, από χειλέων εργαζομένων ψεύδος και έναντι των παρεστηκότων εγένου μοι βοηθός 3 και ελυτρώσω με κατά το πλήθος ελέους και ονόματός σου εκ βρυγμών ετοίμων εις βρώμα, εκ χειρός ζητούντων την ψυχήν μου, εκ πλειόνων θλίψεων, ών έσχον, 4 από πνιγμού πυράς κυκλόθεν και εκ μέσου πυρός, ού ουκ εξέκαυσα. 5 εκ βάθους κοιλίας άδου και από γλώσσης ακαθάρτου και λόγου ψευδούς. 6 βασιλεί διαβολή γλώσσης αδίκου. ήγγισεν έως θανάτου η ψυχή μου, και η ζωή μου ήν σύνεγγυς άδου κάτω. 7 περιέσχον με πάντοθεν και ουκ ήν ο βοηθών, ενέβλεπον εις αντίληψιν ανθρώπων, και ουκ ήν. 8 και εμνήσθην τού ελέους σου, Κύριε, και της εργασίας σου της απ΄ αιώνος, ότι εξαιρή τους υπομένοντάς σε και σώζεις αυτούς εκ χειρός εθνών. 9 και ανύψωσα από γής ικετείαν μου και υπέρ θανάτου ρύσεως εδεήθην.
10 επεκαλεσάμην Κύριον πατέρα κυρίου μου, μη με εγκαταλιπείν εν ημέραις θλίψεως, εν καιρώ υπερηφάνων αβοηθησίας. 11 αινέσω το όνομά σου ενδελεχώς και υμνήσω εν εξομολογήσει. και εισηκούσθη η δέησίς μου· 12 έσωσας γάρ με εξ απωλείας και εξείλου με εκ καιρού πονηρού. διά τούτο εξομολογήσομαι και αινέσω σε και ευλογήσω τώ ονόματι Κυρίου. 13 έτι ών νεώτερος, πριν ή πλανηθήναί με, εζήτησα σοφίαν προφανώς εν προσευχή μου, 14 έναντι ναού ηξίουν περί αυτής και έως εσχάτων εκζητήσω αυτήν. 15 εξ άνθους ως περκαζούσης σταφυλής ευφράνθη η καρδία μου εν αυτή. επέβη ο πούς μου εν ευθύτητι, εκ νεότητός μου ίχνευσα αυτήν. 16 έκλινα ολίγον το ούς μου και εδεξάμην και πολλήν εύρον εμαυτώ παιδείαν. 17 προκοπή εγένετό μοι εν αυτή· τώ διδόντι μοι σοφίαν δώσω δόξαν. 18 διενοήθην γάρ τού ποιήσαι αυτήν και εζήλωσα το αγαθόν και ου μη αισχυνθώ. 19 διαμεμάχισται η ψυχή μου εν αυτή και εν ποιήσει λιμού διηκριβησάμην. τας χείράς μου εξεπέτασα προς ύψος και τα αγνοήματα αυτής επένθησα.
20 την ψυχήν μου κατεύθυνα εις αυτήν, καρδίαν εκτησάμην μετ’ αυτής απ’ αρχής και εν καθαρισμώ εύρον αυτήν, διά τούτο ου μη εγκαταλειφθώ· 21 και η κοιλία μου εταράχθη τού εκζητήσαι αυτήν· διά τούτο εκτησάμην αγαθόν κτήμα. 22 έδωκε Κύριος γλώσσάν μοι μισθόν μου, και εν αυτή αινέσω αυτόν. 23 εγγίσατε προς με, απαίδευτοι, και αυλίσθητε εν οίκω παιδείας, 24 τι ότι υστερείτε εν τούτοις και αι ψυχαί υμών διψώσι σφόδρα; 25 ήνοιξα το στόμα μου και ελάλησα· κτήσασθε εαυτοίς άνευ αργυρίου. 26 τον τράχηλον υμών υπόθετε υπό ζυγόν, και επιδεξάσθω η ψυχή υμών παιδείαν· εγγύς εστιν ευρείν αυτήν. 27 ίδετε εν οφθαλμοίς υμών ότι ολίγον εκοπίασα και εύρον εμαυτώ πολλήν ανάπαυσιν. 28 μετάσχετε παιδείας εν πολλώ αριθμώ αργυρίου και πολύν χρυσόν κτήσασθε εν αυτή. 29 ευφρανθείη η ψυχή υμών εν τώ ελέει αυτού, και μη αισχυνθείητε εν αινέσει αυτού.
30 εργάζεσθε το έργον υμών πρό καιρού, και δώσει τον μισθόν υμών εν καιρώ αυτού.
1 ΛΟΓΟΣ Κυρίου, ός εγενήθη προς Ωσηέ τον τού Βεηρεί εν ημέραις Οζίου και Ιωάθαμ και Άχαζ και Εζεκίου βασιλέων Ιούδα και εν ημέραις Ιεροβοάμ υιού Ιωάς βασιλέως Ισραήλ.
2 Αρχή λόγου Κυρίου εις Ωσηέ. και είπε Κύριος προς Ωσηέ· βάδιζε, λαβέ σεαυτώ γυναίκα πορνείας και τέκνα πορνείας, διότι εκπορνεύουσα εκπορνεύσει η γη από όπισθεν τού Κυρίου. 3 και επορεύθη και έλαβε την Γόμερ θυγατέρα Δεβηλαίμ, και συνέλαβε και έτεκεν αυτώ υιόν. 4 και είπε Κύριος προς αυτόν· κάλεσον το όνομα αυτού Ιεζραέλ, διότι έτι μικρόν και εκδικήσω το αίμα τού Ιεζραέλ επί τον οίκον Ιούδα και καταπαύσω βασιλείαν οίκου Ισραήλ. 5 και έσται εν τή ημέρα εκείνη συντρίψω το τόξον τού Ισραήλ εν κοιλάδι τού Ιεζραέλ. 6 και συνέλαβεν έτι και έτεκε θυγατέρα, και είπεν αυτώ· κάλεσον το όνομα αυτής, Ουκ-ηλεημένη, διότι ου μη προσθήσω έτι ελεήσαι τον οίκον Ισραήλ, αλλ’ ή αντιτασσόμενος αντιτάξομαι αυτοίς. 7 τους δε υιούς Ιούδα ελεήσω και σώσω αυτούς εν Κυρίω Θεώ αυτών και ου σώσω αυτούς εν τόξω ουδέ εν ρομφαία ουδέ εν πολέμω ουδέ εν ίπποις ουδέ εν ιππεύσι. 8 και απεγαλάκτισε την Ουκ-ηλεημένην, και συνέλαβεν έτι και έτεκεν υιόν. 9 και είπε· κάλεσον το όνομα αυτού Ου-λαός-μου, διότι υμείς ου λαός μου, και εγώ ουκ ειμί υμών.
1 ΚΑΙ ήν ο αριθμός των υιών Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης, ή ουκ εκμετρηθήσεται ουδέ εξαριθμηθήσεται. και έσται εν τώ τόπω, ού ερρέθη αυτοίς· ου λαός μου υμείς, κληθήσονται και αυτοί υιοί Θεού ζώντος. 2 και συναχθήσονται υιοί Ιούδα και οι υιοί Ισραήλ επί το αυτό και θήσονται εαυτοίς αρχήν μίαν και αναβήσονται εκ της γής, ότι μεγάλη η ημέρα τού Ιεζραέλ. 3 είπατε τώ αδελφώ υμών· λαός μου και τή αδελφή υμών· ηλεημένη. 4 Κρίθητε προς την μητέρα υμών, κρίθητε, ότι αύτη ου γυνή μου, και εγώ ουκ ανήρ αυτής. και εξαρώ την πορνείαν αυτής εκ προσώπου μου και την μοιχείαν αυτής εκ μέσου μαστών αυτής, 5 όπως αν εκδύσω αυτήν γυμνήν και αποκαταστήσω αυτήν καθώς ημέρα γενέσεως αυτής. και θήσω αυτήν έρημον και τάξω αυτήν ως γήν άνυδρον και αποκτενώ αυτήν εν δίψει· 6 και τα τέκνα αυτής ου μη ελεήσω, ότι τέκνα πορνείας εστίν. 7 ότι εξεπόρνευσεν η μήτηρ αυτών, κατήσχυνεν η τεκούσα αυτά, ότι είπε· πορεύσομαι οπίσω των εραστών μου των διδόντων μοι τους άρτους μου και το ύδωρ μου και τα ιμάτιά μου και τα οθόνιά μου, το έλαιόν μου και πάντα όσα μοι καθήκει. 8 διά τούτο ιδού εγώ φράσσω την οδόν αυτής εν σκόλοψι και ανοικοδομήσω τας οδούς, και την τρίβον αυτής ου μη εύρη· 9 και καταδιώξεται τους εραστάς αυτής και ου μη καταλάβη αυτούς και ζητήσει αυτούς και ου μη εύρη αυτούς· και ερεί· πορεύσομαι και επιστρέψω προς τον άνδρα μου τον πρότερον, ότι καλώς μοι ήν τότε ή νύν.
10 και αυτή ουκ έγων ότι εγώ έδωκα αυτή τον σίτον και τον οίνον και το έλαιον, και αργύριον επλήθυνα αυτή· αυτή δε αργυρά και χρυσά εποίησε τή Βάαλ. 11 διά τούτο επιστρέψω και κομιούμαι τον σίτόν μου καθ’ ώραν αυτού και τον οίνόν μου εν καιρώ αυτού και αφελούμαι τα ιμάτιά μου και τα οθόνιά μου τού μη καλύπτειν την ασχημοσύνην αυτής. 12 και νύν αποκαλύψω την ακαθαρσίαν αυτής ενώπιον των εραστών αυτής, και ουδείς ου μη εξέληται αυτήν εκ χειρός μου. 13 και αποστρέψω πάσας τας ευφροσύνας αυτής, εορτάς αυτής και τας νουμηνίας αυτής και τα σάββατα αυτής και πάσας τας πανηγύρεις αυτής. 14 και αφανιώ άμπελον αυτής και τας συκάς αυτής, όσα είπε· μισθώματά μου ταύτά εστιν ά έδωκάν μοι οι ερασταί μου, και θήσομαι αυτά εις μαρτύριον, και καταφάγεται αυτά τα θηρία τού αγρού, και τα πετεινά τού ουρανού και τα ερπετά της γής. 15 και εκδικήσω επ’ αυτήν τας ημέρας των Βααλείμ, εν αίς επέθυεν αυτοίς και περιετίθετο τα ενώτια αυτής και τα καθόρμια αυτής και επορεύετο οπίσω των εραστών αυτής, εμού δε επελάθετο, λέγει Κύριος. ~ 16 Διά τούτο ιδού εγώ πλανώ αυτήν και τάξω αυτήν ως έρημον και λαλήσω επί την καρδίαν αυτής 17 και δώσω αυτή τα κτήματα αυτής εκείθεν και την κοιλάδα Αχώρ διανοίξαι σύνεσιν αυτής, και ταπεινωθήσεται εκεί κατά τας ημέρας νηπιότητος αυτής και κατά τας ημέρας αναβάσεως αυτής εκ γής Αιγύπτου. 18 και έσται εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος, καλέσει με· ο ανήρ μου, και ου καλέσει με έτι Βααλείμ· 19 και εξαρώ τα ονόματα των Βααλείμ εκ στόματος αυτής και ου μη μνησθώσιν ουκ έτι τα ονόματα αυτών.
20 και διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην εν τή ημέρα εκείνη μετά των θηρίων τού αγρού και μετά των πετεινών τού ουρανού και των ερπετών της γής· και τόξον και ρομφαίαν και πόλεμον συντρίψω από της γής και κατοικιώ σε επ΄ ελπίδι. 21 και μνηστεύσομαί σε εμαυτώ εις τον αιώνα και μνηστεύσομαί σε εν δικαιοσύνη και εν κρίματι και εν ελέει και εν οικτιρμοίς 22 και μνηστεύσομαί σε εμαυτώ εν πίστει, και επιγνώση τον Κύριον. 23 και έσται εν εκείνη τή ημέρα, λέγει Κύριος, επακούσομαι τώ ουρανώ, και αυτός επακούσεται τή γη, 24 και η γη επακούσεται τον σίτον και τον οίνον και το έλαιον, και αυτά επακούσεται τώ Ιεζραέλ. 25 και σπερώ αυτήν εμαυτώ επί της γής και ελεήσω την Ουκ-ηλεημένην και ερώ τώ Ου-λαώ-μου· λαός μου ει σύ, και αυτός ερεί· Κύριος ο Θεός μου εί σύ.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς με· έτι πορεύθητι και αγάπησον γυναίκα αγαπώσαν πονηρά και μοιχαλίν, καθώς αγαπά ο Θεός τους υιούς Ισραήλ και αυτοί αποβλέπουσιν επί θεούς αλλοτρίους και φιλούσι πέμματα μετά σταφίδων. 2 και εμισθωσάμην εμαυτώ πεντεκαίδεκα αργυρίου και γομόρ κριθών και νέβελ οίνου 3 και είπα προς αυτήν· ημέρας πολλάς καθήση επ’ εμοί και ου μη πορνεύσης, ουδέ μη γένη ανδρί ετέρω, και εγώ επί σοί. 4 διότι ημέρας πολλάς καθήσονται οι υιοί Ισραήλ ουκ όντος βασιλέως ουδέ όντος άρχοντος ουδέ ούσης θυσίας ουδέ όντος θυσιαστηρίου ουδέ ιερατείας ουδέ δήλων. 5 και μετά ταύτα επιστρέψουσιν οι υιοί Ισραήλ και επιζητήσουσι Κύριον τον Θεόν αυτών και Δαυίδ τον βασιλέα αυτών· και εκστήσονται επί τώ Κυρίω και επί τοίς αγαθοίς αυτού επ΄ εσχάτων των ημερών.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ λόγον Κυρίου, υιοί Ισραήλ, ότι κρίσις τώ Κυρίω προς τους κατοικούντας την γήν, διότι ουκ έστιν αλήθεια ουδέ έλεος ουδέ επίγνωσις Θεού επί της γής. 2 αρά και ψεύδος και φόνος και κλοπή και μοιχεία κέχυται επί της γής, και αίματα αφ’ αίμασι μίσγουσι. 3 διά τούτο πενθήσει η γη και σμικρυνθήσεται σύν πάσι τοίς κατοικούσιν αυτήν, σύν τοίς θηρίοις τού αγρού και σύν τοίς ερπετοίς της γής και σύν τοίς πετεινοίς τού ουρανού, και οι ιχθύες της θαλάσσης εκλείψουσιν, 4 όπως μηδείς μήτε δικάζηται μήτε ελέγχη μηδείς· ο δε λαός μου ως αντιλεγόμενος ιερεύς. 5 και ασθενήσεις ημέρας, και ασθενήσει ο προφήτης μετά σού· νυκτί ωμοίωσα την μητέρα σου. 6 ωμοιώθη ο λαός μου ως ουκ έχων γνώσιν· ότι σύ επίγνωσιν απώσω, καγώ απώσομαί σε τού μη ιερατεύειν μοι· και επελάθου νόμον Θεού σου, καγώ επιλήσομαι τέκνων σου. 7 κατά το πλήθος αυτών ούτως ήμαρτόν μοι· την δόξαν αυτών εις ατιμίαν θήσομαι. 8 αμαρτίας λαού μου φάγονται και εν ταίς αδικίαις αυτών λήψονται τας ψυχάς αυτών. 9 και έσται καθώς ο λαός ούτως και ο ιερεύς· και εκδικήσω επ’ αυτόν τας οδούς αυτού και τα διαβούλια αυτού ανταποδώσω αυτώ.
10 και φάγονται και ου μη εμπλησθώσιν, επόρνευσαν και ου μη κατευθύνωσι, διότι τον Κύριον εγκατέλιπον τού φυλάξαι. ~ 11 Πορνείαν και οίνον και μέθυσμα εδέξατο καρδία λαού μου. 12 εν συμβόλοις επηρώτων, και εν ράβδοις αυτού απήγγελλον αυτώ· πνεύματι πορνείας επλανήθησαν και εξεπόρνευσαν από τού Θεού αυτών. 13 επί τας κορυφάς των ορέων εθυσίαζον και επί τους βουνούς έθυον, υποκάτω δρυός και λεύκης και δένδρου συσκιάζοντος, ότι καλόν σκέπη. διά τούτο εκπορνεύσουσιν αι θυγατέρες υμών, και αι νύμφαι υμών μοιχεύσουσι· 14 και ου μη επισκέψωμαι επί τας θυγατέρας υμών, όταν πορνεύσωσι, και επί τας νύμφας υμών, όταν μοιχεύσωσιν· ότι αυτοί μετά των πορνών συνεφύροντο και μετά των τετελεσμένων έθυον, και ο λαός ο συνίων συνεπλέκετο μετά πόρνης. ~ 15 Σύ δε, Ισραήλ, μη αγνόει, και Ιούδα, μη εισπορεύεσθε εις Γάλγαλα και μη αναβαίνετε εις τον Οίκον Ών και μη ομνύετε ζώντα Κύριον. 16 διότι ως δάμαλις παροιστρώσα παροίστρησεν Ισραήλ· νύν νεμήσει αυτούς Κύριος ως αμνόν εν ευρυχώρω. 17 μέτοχος ειδώλων Εφραίμ έθηκεν εαυτώ σκάνδαλα, 18 ηρέτισε Χαναναίους· πορνεύοντες εξεπόρνευσαν, ηγάπησαν ατιμίαν εκ φρυάγματος αυτών. 19 συστροφή πνεύματος σύ εί εν ταίς πτέρυξιν αυτής, και καταισχυνθήσονται εκ των θυσιαστηρίων αυτών.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ ταύτα, οι ιερείς, και προσέχετε, οίκος Ισραήλ, και ο οίκος τού βασιλέως, ενωτίζεσθε, διότι προς υμάς εστι το κρίμα· ότι παγίς εγενήθητε τή σκοπιά και ως δίκτυον εκτεταμένον επί το Ιταβύριον, 2 ό οι αγρεύοντες την θήραν κατέπηξαν. εγώ δε παιδευτής υμών· 3 εγώ έγνων τον Εφραίμ, και Ισραήλ ουκ απέστη απ’ εμού· διότι νύν εξεπόρνευσεν Εφραίμ, εμιάνθη Ισραήλ. 4 ουκ έδωκαν τα διαβούλια αυτών τού επιστρέψαι προς τον Θεόν αυτών, ότι πνεύμα πορνείας εν αυτοίς εστι, τον δε Κύριον ουκ επέγνωσαν. 5 και ταπεινωθήσεται η ύβρις τού Ισραήλ εις πρόσωπον αυτού, και Ισραήλ και Εφραίμ ασθενήσουσιν εν ταίς αδικίαις αυτών, και ασθενήσει και Ιούδας μετ’ αυτών. 6 μετά προβάτων και μόσχων πορεύσονται τού εκζητήσαι τον Κύριον και ου μη εύρωσιν αυτόν, ότι εκκέκλικεν απ’ αυτών, 7 ότι τον Κύριον εγκατέλιπον, ότι τέκνα αλλότρια εγεννήθησαν αυτοίς· νύν καταφάγεται αυτούς η ερυσίβη, και τους κλήρους αυτών. ~ 8 Σαλπίσατε σάλπιγγι επί τους βουνούς, ηχήσατε επί των υψηλών, κηρύξατε εν τώ οίκω Ών· εξέστη Βενιαμίν, 9 Εφραίμ εις αφανισμόν εγένετο εν ημέραις ελέγχου· εν ταίς φυλαίς τού Ισραήλ έδειξα πιστά.
10 εγένοντο οι άρχοντες Ιούδα ως μετατιθέντες όρια, επ΄ αυτούς εκχεώ ως ύδωρ το όρμημά μου. 11 κατεδυνάστευσεν Εφραίμ τον αντίδικον αυτού, κατεπάτησε κρίμα, ότι ήρξατο πορεύεσθαι οπίσω των ματαίων. 12 και εγώ ως ταραχή τώ Εφραίμ και ως κέντρον τώ οίκω Ιούδα. 13 και είδεν Εφραίμ την νόσον αυτού και Ιούδας την οδύνην αυτού, και επορεύθη Εφραίμ προς Ασσυρίους και απέστειλε πρέσβεις προς βασιλέα Ιαρείμ· και αυτός ουκ ηδυνάσθη ιάσασθαι υμάς, και ου μη διαπαύση εξ υμών οδύνη. 14 διότι εγώ ειμι ως πανθήρ τώ Εφραίμ και ως λέων τώ οίκω Ιούδα· και εγώ αρπώμαι και πορεύσομαι και λήψομαι, και ουκ έσται ο εξαιρούμενος. 15 πορεύσομαι και επιστρέψω εις τον τόπον μου, έως ού αφανισθώσι· και ζητήσουσι το πρόσωπόν μου, εν θλίψει αυτών ορθριούσι προς με λέγοντες·
1 ΠΟΡΕΥΘΩΜΕΝ και επιστρέψωμεν προς Κύριον τον Θεόν ημών, ότι αυτός ήρπακε και ιάσεται ημάς, πατάξει και μοτώσει ημάς· 2 υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τή ημέρα τή τρίτη εξαναστησόμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού 3 και γνωσόμεθα· διώξωμεν τού γνώναι τον Κύριον, ως όρθρον έτοιμον ευρήσομεν αυτόν, και ήξει ως υετός ημίν πρώιμος και όψιμος γη. 4 τι σοι ποιήσω Εφραίμ; τι σοι ποιήσω Ιούδα; το δε έλεος υμών ως νεφέλη πρωινή και ως δρόσος ορθρινή πορευομένη. ~ 5 Διά τούτο απεθέρισα τους προφήτας υμών, απέκτεινα αυτούς εν ρήματι στόματός μου, και το κρίμα μου ως φώς εξελεύσεται· 6 διότι έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα. 7 αυτοί δε εισιν ως άνθρωπος παραβαίνων διαθήκην· εκεί κατεφρόνησέ μου 8 Γαλαάδ πόλις εργαζομένη μάταια, ταράσσουσα ύδωρ, 9 και η ισχύς σου ανδρός πειρατού· έκρυψαν ιερείς οδόν, εφόνευσαν Σίκιμα, ότι ανομίαν εποίησαν.
10 εν τώ οίκω τού Ισραήλ είδον φρικώδη εκεί, πορνείαν τού Εφραίμ· εμιάνθη Ισραήλ και Ιούδα. 11 άρχου τρυγάν σεαυτώ εν τώ επιστρέφειν με την αιχμαλωσίαν τού λαού μου εν τώ ιάσασθαί με τον Ισραήλ.
1 ΚΑΙ αποκαλυφθήσεται η αδικία Εφραίμ και η κακία Σαμαρείας, ότι ειργάσαντο ψευδή· και κλέπτης προς αυτόν εισελεύσεται, εκδιδύσκων ληστής εν τή οδώ αυτού, 2 όπως συνάδωσιν ως άδοντες τή καρδία αυτών. πάσας τας κακίας αυτών εμνήσθην· νύν εκύκλωσαν αυτούς τα διαβούλια αυτών, απέναντι τού προσώπου μου εγένοντο. 3 εν ταίς κακίαις αυτών εύφραναν βασιλείς και εν τοίς ψεύδεσιν αυτών άρχοντας· 4 πάντες μοιχεύοντες, ως κλίβανος καιόμενος εις πέψιν κατακαύματος από της φλογός, από φυράσεως στέατος έως τού ζυμωθήναι αυτό. 5 αι ημέραι των βασιλέων υμών, ήρξαντο οι άρχοντες θυμούσθαι εξ οίνου, εξέτεινε την χείρα αυτού μετά λοιμών· 6 διότι ανεκαύθησαν ως κλίβανος αι καρδίαι αυτών, εν τώ καταράσσειν αυτούς, όλην την νύκτα όπου Εφραίμ ενεπλήσθη, πρωί εγενήθη, ανεκαύθη ως πυρός φέγγος. 7 πάντες εθερμάνθησαν ως κλίβανος και κατέφαγον τους κριτάς αυτών· πάντες οι βασιλείς αυτών έπεσαν, ουκ ήν εν αυτοίς ο επικαλούμενος προς με. ~ 8 Εφραίμ εν τοίς λαοίς αυτού συνεμίγνυτο, Εφραίμ εγένετο εγκρυφίας ου μεταστρεφόμενος. 9 κατέφαγον αλλότριοι την ισχύν αυτού, αυτός δε ουκ έγνω· και πολιαί εξήνθησαν αυτώ, και αυτός ουκ έγνω.
10 και ταπεινωθήσεται η ύβρις Ισραήλ εις πρόσωπον αυτού, και ουκ επέστρεψαν προς Κύριον τον Θεόν αυτών και ουκ εξεζήτησαν αυτόν εν πάσι τούτοις. 11 και ήν Εφραίμ ως περιστερά άνους ουχ έχουσα καρδίαν· Αίγυπτον επεκαλείτο και εις Ασσυρίους επορεύθησαν. 12 καθώς αν πορεύωνται, επιβαλώ επ’ αυτούς το δίκτυόν μου· καθώς τα πετεινά τού ουρανού κατάξω αυτούς, παιδεύσω αυτούς εν τή ακοή της θλίψεως αυτών. 13 ουαί αυτοίς, ότι απεπήδησαν απ΄ εμού· δείλαιοί εισιν, ότι ησέβησαν εις εμέ· εγώ δε ελυτρωσάμην αυτούς, αυτοί δε κατελάλησαν κατ’ εμού ψευδή. 14 και ουκ εβόησαν προς με αι καρδίαι αυτών, αλλ’ ή ωλόλυζον εν ταίς κοίταις αυτών· επί σίτω και οίνω κατετέμνοντο. 15 επαιδεύθησαν εν εμοί, καγώ κατίσχυσα τους βραχίονας αυτών, και εις εμέ ελογίσαντο πονηρά. 16 απεστράφησαν εις ουδέν, εγένοντο ως τόξον εντεταμένον· πεσούνται εν ρομφαία οι άρχοντες αυτών δι’ απαιδευσίαν γλώσσης αυτών· ούτος ο φαυλισμός αυτών εν γη Αιγύπτω.
1 ΕΙΣ κόλπον αυτών ως γη, ως αετός επί οίκον Κυρίου, ανθ΄ ών παρέβησαν την διαθήκην μου και κατά τού νόμου μου ησέβησαν. 2 εμέ κεκράξονται· ο Θεός, εγνώκαμέν σε. 3 ότι Ισραήλ απεστρέψατο αγαθά, εχθρόν κατεδίωξαν. 4 εαυτοίς εβασίλευσαν και ου δι’ εμού· ήρξαν και ουκ εγνώρισάν μοι· το αργύριον αυτών και το χρυσίον αυτών εποίησαν εαυτοίς είδωλα, όπως εξολοθρευθώσιν. 5 απότριψαι τον μόσχον σου, Σαμάρεια· παρωξύνθη ο θυμός μου επ’ αυτούς· έως τίνος ου μη δύνωνται καθαρισθήναι εν τώ Ισραήλ; 6 και αυτό τέκτων εποίησε, και ου θεός εστι· διότι πλανών ήν ο μόσχος σου, Σαμάρεια. 7 ότι ανεμόφθορα έσπειραν, και η καταστροφή αυτών εκδέξεται αυτά· δράγμα ουκ έχον ισχύν τού ποιήσαι άλευρον· εάν δε και ποιήση, αλλότριοι καταφάγονται αυτό. 8 κατεπόθη Ισραήλ, νύν εγένετο εν τοίς έθνεσιν ως σκεύος άχρηστον, 9 ότι αυτοί ανέβησαν εις Ασσυρίους· ανέθαλε καθ’ εαυτόν Εφραίμ, δώρα ηγάπησαν·
10 διά τούτο παραδοθήσονται εν τοίς έθνεσι. νύν εισδέξομαι αυτούς, και κοπάσουσι μικρόν τού χρίειν βασιλέα και άρχοντας. 11 ότι επλήθυνεν Εφραίμ θυσιαστήρια, εις αμαρτίας εγένοντο αυτώ θυσιαστήρια ηγαπημένα. 12 καταγράψω αυτώ πλήθος και τα νόμιμα αυτού, εις αλλότρια ελογίσθησαν θυσιαστήρια τα ηγαπημένα. 13 διότι εάν θύσωσι θυσίαν και φάγωσι κρέα, Κύριος ου προσδέξεται αυτά· νύν μνησθήσεται τας αδικίας αυτών και εκδικήσει τας αμαρτίας αυτών. αυτοί εις Αίγυπτον απέστρεψαν και εν Ασσυρίοις ακάθαρτα φάγονται. 14 και επελάθετο Ισραήλ τού ποιήσαντος αυτόν και ωκοδόμησαν τεμένη, και Ιούδας επλήθυνε πόλεις τετειχισμένας· και εξαποστελώ πύρ εις τας πόλεις αυτού, και καταφάγεται τα θεμέλια αυτών.
1 ΜΗ χαίρε Ισραήλ, μηδέ ευφραίνου καθώς οι λαοί, διότι επόρνευσας από τού Θεού σου· ηγάπησας δόματα επί πάντα άλωνα σίτου. 2 άλων και ληνός ουκ έγνω αυτούς, και ο οίνος εψεύσατο αυτούς. 3 ου κατώκησαν εν τή γη τού Κυρίου· κατώκησεν Εφραίμ Αίγυπτον, και εν Ασσυρίοις ακάθαρτα φάγονται. 4 ουκ έσπεισαν τώ Κυρίω οίνον και ουχ ήδυναν αυτώ· αι θυσίαι αυτών ως άρτος πένθους αυτοίς, πάντες οι εσθίοντες αυτά μιανθήσονται, διότι οι άρτοι αυτών ταίς ψυχαίς αυτών ουκ εισελεύσονται εις τον οίκον Κυρίου. 5 τι ποιήσετε εν ημέραις πανηγύρεως και εν ημέρα εορτής τού Κυρίου; 6 διά τούτο ιδού πορεύσονται εκ ταλαιπωρίας Αιγύπτου, και εκδέξεται αυτούς Μέμφις, και θάψει αυτούς Μαχμάς· το αργύριον αυτών όλεθρος κληρονομήσει αυτό, άκανθαι εν τοίς σκηνώμασιν αυτών. 7 ήκασιν αι ημέραι της εκδικήσεως, ήκασιν αι ημέραι της ανταποδόσεώς σου, και κακωθήσεται Ισραήλ ώσπερ ο προφήτης ο παρεξεστηκώς, άνθρωπος ο πνευματοφόρος· υπό τού πλήθους των αδικιών σου επληθύνθη μανία σου. 8 σκοπός Εφραίμ μετά Θεού· προφήτης, παγίς σκολιά επί πάσας τας οδούς αυτού· μανίαν εν οίκω Κυρίου κατέπηξαν. 9 εφθάρησαν κατά τας ημέρας τού βουνού· μνησθήσεται αδικίας αυτών, εκδικήσει αμαρτίας αυτών. ~
10 Ως σταφυλήν εν ερήμω εύρον τον Ισραήλ και ως σκοπόν εν συκή πρώιμον πατέρας αυτών είδον· αυτοί εισήλθον προς τον Βεελφεγώρ και απηλλοτριώθησαν εις αισχύνην, και εγένοντο οι εβδελυγμένοι ως οι ηγαπημένοι. 11 Εφραίμ ως όρνεον εξεπετάσθη, αι δόξαι αυτών εκ τόκων και ωδίνων και συλλήψεων· 12 διότι και εάν εκθρέψωσι τα τέκνα αυτών, ατεκνωθήσονται εξ ανθρώπων· διότι και ουαί αυτοίς εστι, σάρξ μου εξ αυτών. 13 Εφραίμ, ον τρόπον είδον. εις θήραν παρέστησαν τα τέκνα αυτών, και Εφραίμ τού εξαγαγείν εις αποκέντησιν τα τέκνα αυτού. 14 δός αυτοίς, Κύριε· τι δώσεις αυτοίς; δός αυτοίς μήτραν ατεκνούσαν και μαστούς ξηρούς. 15 πάσαι αι κακίαι αυτών εν Γαλγάλ, ότι εκεί εμίσησα αυτούς· διά τας κακίας των επιτηδευμάτων αυτών εκ τού οίκου μου εκβαλώ αυτούς, ου μη προσθήσω τού αγαπήσαι αυτούς· πάντες οι άρχοντες αυτών απειθούντες. 16 επόνεσεν Εφραίμ· τας ρίζας αυτού εξηράνθη, καρπόν ουκ έτι μη ενέγκη· διότι και εάν γεννήσωσιν, αποκτενώ τα επιθυμήματα κοιλίας αυτών. 17 απώσεται αυτούς ο Θεός, ότι ουκ εισήκουσαν αυτού, και έσονται πλανήται εν τοίς έθνεσιν.
1 ΑΜΠΕΛΟΣ ευκληματούσα Ισραήλ, ο καρπός ευθηνών αυτής· κατά το πλήθος των καρπών αυτής επλήθυνε τα θυσιαστήρια, κατά τα αγαθά της γής αυτού ωκοδόμησε στήλας. 2 εμέρισαν καρδίας αυτών, νύν αφανισθήσονται· αυτός κατασκάψει τα θυσιαστήρια αυτών, ταλαιπωρήσουσιν αι στήλαι αυτών. 3 διότι νύν ερούσιν· ουκ έστι βασιλεύς ημίν, ότι ουκ εφοβήθημεν τον Κύριον, ο δε βασιλεύς τι ποιήσει ημίν; 4 λαλών ρήματα προφάσεις ψευδείς διαθήσεται διαθήκην· ανατελεί ως άγρωστις κρίμα επί χέρσον αγρού. 5 τώ μόσχω τού οίκου Ών παροικήσουσιν οι κατοικούντες Σαμάρειαν, ότι επένθησε λαός αυτού επ’ αυτόν· και καθώς παρεπίκραναν αυτόν, επιχαρούνται επί την δόξαν αυτού, ότι μετωκίσθη απ’ αυτού. 6 και αυτόν εις Ασσυρίους δήσαντες απήνεγκαν ξένια τώ βασιλεί Ιαρείμ· εν δόματι Εφραίμ δέξεται, και αισχυνθήσεται Ισραήλ εν τή βουλή αυτού. 7 απέρριψε Σαμάρεια βασιλέα αυτής ως φρύγανον επί προσώπου ύδατος. 8 και εξαρθήσονται βωμοί Ών, αμαρτήματα τού Ισραήλ· άκανθαι και τρίβολοι αναβήσονται επί τα θυσιαστήρια αυτών· και ερούσι τοίς όρεσι· καλύψατε ημάς, και τοίς βουνοίς· πέσατε εφ’ ημάς. ~ 9 Αφ’ ού οι βουνοί, ήμαρτεν Ισραήλ, εκεί έστησαν· ου μη καταλάβη αυτούς εν τώ βουνώ πόλεμος επί τα τέκνα αδικίας;
10 ήλθε παιδεύσαι αυτούς, και συναχθήσονται επ’ αυτούς λαοί εν τώ παιδεύεσθαι αυτούς εν ταίς δυσίν αδικίαις αυτών. 11 Εφραίμ δάμαλις δεδιδαγμένη αγαπάν νείκος, εγώ δε απελεύσομαι επί το κάλλιστον τού τραχήλου αυτής· επιβιβώ Εφραίμ και παρασιωπήσομαι Ιούδαν, ενισχύσει αυτώ Ιακώβ. 12 σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην, τρυγήσατε εις καρπόν ζωής, φωτίσατε εαυτοίς φώς γνώσεως, εκζητήσατε τον Κύριον έως τού ελθείν γενήματα δικαιοσύνης υμίν. 13 ινατί παρεσιωπήσατε ασέβειαν και τας αδικίας αυτής ετρυγήσατε; εφάγετε καρπόν ψευδή, ότι ήλπισας εν τοίς αμαρτήμασί σου, εν πλήθει δυνάμεώς σου. 14 και εξαναστήσεται απώλεια εν τώ λαώ σου, και πάντα τα περιτετειχισμένα σου οιχήσεται· ως άρχων Σαλαμάν εκ τού οίκου τού Ιεροβάαλ, εν ημέραις πολέμου μητέρα επί τέκνοις ηδάφισαν. 15 ούτως ποιήσω υμίν, οίκος τού Ισραήλ, από προσώπου αδικίας κακιών υμών.
1 ΟΡΘΡΟΥ απερρίφησαν, απερρίφη βασιλεύς Ισραήλ· ότι νήπιος Ισραήλ, και εγώ ηγάπησα αυτόν και εξ Αιγύπτου μετεκάλεσα τα τέκνα αυτού. 2 καθώς μετεκάλεσα αυτούς, ούτως απώχοντο εκ προσώπου μου· αυτοί τοίς Βααλείμ έθυον και τοίς γλυπτοίς εθυμίων. 3 και εγώ συνεπόδισα τον Εφραίμ, ανέλαβον αυτόν επί τον βραχίονά μου, και ουκ έγνωσαν ότι ίαμαι αυτούς. 4 εν διαφθορά ανθρώπων εξέτεινα αυτούς εν δεσμοίς αγαπήσεώς μου και έσομαι αυτοίς ως ραπίζων άνθρωπος επί τας σιαγόνας αυτού· και επιβλέψομαι προς αυτόν, δυνήσομαι αυτώ. 5 κατώκησεν Εφραίμ εν Αιγύπτω, και Ασσούρ αυτός βασιλεύς αυτού, ότι ουκ ηθέλησεν επιστρέψαι. 6 και ησθένησε ρομφαία εν ταίς πόλεσιν αυτού και κατέπαυσεν εν ταίς χερσίν αυτού, και φάγονται εκ των διαβουλίων αυτών. 7 και ο λαός αυτού επικρεμάμενος εκ της κατοικίας αυτού, και ο Θεός επί τα τίμια αυτού θυμωθήσεται, και ου μη υψώση αυτόν. 8 τι σε διαθώμαι, Εφραίμ; υπερασπιώ σου, Ισραήλ; τι σε διαθώ; ως Αδαμά θήσομαί σε και ως Σεβνείμ; μετεστράφη η καρδία μου εν τώ αυτώ, συνεταράχθη η μεταμέλειά μου. 9 ου μη ποιήσω κατά την οργήν τού θυμού μου, ου μη εγκαταλίπω τού εξαλειφθήναι τον Εφραίμ· διότι Θεός εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος· εν σοί άγιος, και ουκ εισελεύσομαι εις πόλιν.
10 οπίσω Κυρίου πορεύσομαι· ως λέων ερεύξεται, ότι αυτός ωρύσεται, και εκστήσονται τέκνα υδάτων. 11 εκστήσονται ως όρνεον εξ Αιγύπτου και ως περιστερά εκ γής Ασσυρίων· και αποκαταστήσω αυτούς εις τους οίκους αυτών, λέγει Κύριος.
1 ΕΚΥΚΛΩΣΕ με εν ψεύδει Εφραίμ και εν ασεβείας οίκος Ισραήλ και Ιούδα. νύν έγνω αυτούς ο Θεός, και λαός άγιος κεκλήσεται Θεού. 2 ο δε Εφραίμ πονηρόν πνεύμα εδίωξε, καύσωνα όλην την ημέραν· κενά και μάταια επλήθυνε και διαθήκην μετά Ασσυρίων διέθετο, και έλαιον εις Αίγυπτον ενεπορεύετο. 3 και κρίσις τώ Κυρίω προς Ιούδαν τού εκδικήσαι τον Ιακώβ· κατά τας οδούς αυτού και κατά τα επιτηδεύματα αυτού αποδώσει αυτώ. 4 εν τή κοιλία επτέρνισε τον αδελφόν αυτού και εν κόποις αυτού ενίσχυσε προς Θεόν 5 και ενίσχυσε μετά αγγέλου, και ηδυνάσθη. έκλαυσαν και εδεήθησάν μου, εν τώ οίκω Ών εύροσάν με, και εκεί ελαλήθη προς αυτούς. 6 ο δε Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ έσται μνημόσυνον αυτού. 7 και σύ εν Θεώ σου επιστρέψεις· έλεον και κρίμα φυλάσσου και έγγιζε προς τον Θεόν σου διαπαντός. ~ 8 Χαναάν εν χειρί αυτού ζυγός αδικίας, καταδυναστεύειν ηγάπησε. 9 και είπε Εφραίμ· πλήν πεπλούτηκα, εύρηκα αναψυχήν εμαυτώ. πάντες οι πόνοι αυτού ουχ ευρεθήσονται αυτώ, δι΄ αδικίας ας ήμαρτεν.
10 εγώ δε Κύριος ο Θεός σου ανήγαγόν σε εκ γής Αιγύπτου, έτι κατοικιώ σε εν σκηναίς καθώς ημέρα εορτής. 11 και λαλήσω προς προφήτας, και εγώ οράσεις επλήθυνα και εν χερσί προφητών ωμοιώθην. 12 ει μη Γαλαάδ εστιν, άρα ψευδείς ήσαν εν Γαλγάλ άρχοντες θυσιάζοντες, και τα θυσιαστήρια αυτών ως χελώναι επί χέρσον αγρού. 13 και ανεχώρησεν Ιακώβ εις πεδίον Συρίας, και εδούλευσεν Ισραήλ εν γυναικί και εν γυναικί εφυλάξατο. 14 και εν προφήτη ανήγαγε Κύριος τον Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου, και εν προφήτη διεφυλάχθη. 15 εθύμωσεν Εφραίμ και παρώργισε, και το αίμα αυτού επ’ αυτόν εκχυθήσεται, και τον ονειδισμόν αυτού ανταποδώσει αυτώ Κύριος.
1 ΚΑΤΑ τον λόγον Εφραίμ δικαιώματα έλαβεν αυτός εν τώ Ισραήλ και έθετο αυτά τή Βάαλ και απέθανε. 2 και νύν προσέθεντο τού αμαρτάνειν έτι, και εποίησαν εαυτοίς χώνευμα εκ τού αργυρίου αυτών κατ΄ εικόνα ειδώλων, έργα τεκτόνων συντετελεσμένα αυτοίς· αυτοί λέγουσι· θύσατε ανθρώπους, μόσχοι γάρ εκλελοίπασι. 3 διά τούτο έσονται ως νεφέλη πρωινή και ως δρόσος ορθρινή πορευομένη, ώσπερ χνούς αποφυσώμενος αφ΄ άλωνος και ως ατμίς από δακρύων. 4 εγώ δε Κύριος ο Θεός σου ο στερεών τον ουρανόν και κτίζων γήν, ού αι χείρες έκτισαν πάσαν την στρατιάν τού ουρανού, και ου παρέδειξά σοι αυτά τού πορεύεσθαι οπίσω αυτών· και εγώ ανήγαγόν σε εκ γής Αιγύπτου, και Θεόν πλήν εμού ου γνώση, και σώζων ουκ έστι πάρεξ εμού. 5 εγώ εποίμανόν σε εν τή ερήμω, εν γη αοικήτω 6 κατά τας νομάς αυτών. και ενεπλήσθησαν εις πλησμονήν και υψώθησαν αι καρδίαι αυτών· ένεκα τούτου επελάθοντό μου. 7 και έσομαι αυτοίς ως πανθήρ και ως πάρδαλις κατά την οδόν Ασσυρίων· 8 απαντήσομαι αυτοίς ως άρκος απορουμένη και διαρρήξω συγκλεισμόν καρδίας αυτών, και καταφάγονται αυτούς εκεί σκύμνοι δρυμού, θηρία αγρού διασπάσει αυτούς. 9 τή διαφθορά σου, Ισραήλ, τις βοηθήσει;
10 που ο βασιλεύς σου ούτος; και διασωσάτω σε εν πάσαις ταίς πόλεσί σου· κρινάτω σε ον είπας· δός μοι βασιλέα και άρχοντα. 11 και έδωκά σοι βασιλέα εν οργή μου και έσχον εν τώ θυμώ μου 12 συστροφήν αδικίας. Εφραίμ, εγκεκρυμμένη η αμαρτία αυτού· 13 ωδίνες ως τικτούσης ήξουσιν αυτώ. ούτος ο υιός σου ο φρόνιμος, διότι ου μη υποστή εν συντριβή τέκνων. 14 εκ χειρός άδου ρύσομαι και εκ θανάτου λυτρώσομαι αυτούς, που η δίκη σου, θάνατε; που το κέντρον σου, άδη; παράκλησις κέκρυπται από οφθαλμών μου, 15 διότι ούτος ανά μέσον αδελφών διαστελεί· επάξει καύσωνα άνεμον Κύριος εκ της ερήμου επ’ αυτόν, και αναξηρανεί τας φλέβας αυτού, εξερημώσει τας πηγάς αυτού· αυτός καταξηρανεί την γήν αυτού και πάντα τα σκεύη τα επιθυμητά αυτού.
1 ΑΦΑΝΙΣΘΗΣΕΤΑΙ Σαμάρεια, ότι αντέστη προς τον Θεόν αυτής· εν ρομφαία πεσούνται αυτοί, και τα υποτίτθια αυτών εδαφισθήσονται, και αι εν γαστρί έχουσαι αυτών διαρραγήσονται. 2 επιστράφηθι, Ισραήλ, προς Κύριον τον Θεόν σου, διότι ησθένησαν εν ταίς αδικίαις σου. 3 λάβετε μεθ΄ εαυτών λόγους και επιστράφητε προς Κύριον τον Θεόν υμών· είπατε αυτώ, όπως μη λάβητε αδικίαν και λάβητε αγαθά, και ανταποδώσομεν καρπόν χειλέων ημών. 4 Ασσούρ ου μη σώση ημάς, εφ’ ίππον ουκ αναβησόμεθα· ουκέτι μη είπωμεν· θεοί ημών, τοίς έργοις των χειρών ημών· ο εν σοί ελεήσει ορφανόν. 5 ιάσομαι τας κατοικίας αυτών, αγαπήσω αυτούς ομολόγως, ότι αποστρέψω την οργήν μου απ΄ αυτού. 6 έσομαι ως δρόσος τώ Ισραήλ, ανθήσει ως κρίνον και βαλεί τας ρίζας αυτού ως ο Λίβανος· 7 πορεύσονται οι κλάδοι αυτού, και έσται ως ελαία κατάκαρπος, και η οσφρασία αυτού ως Λιβάνου· 8 επιστρέψουσι και καθιούνται υπό την σκέπην αυτού, ζήσονται και μεθυσθήσονται σίτω· και εξανθήσει ως άμπελος μνημόσυνον αυτού, ως οίνος Λιβάνου. 9 τώ Εφραίμ, τι αυτώ έτι και ειδώλοις; εγώ εταπείνωσα αυτόν, και εγώ κατισχύσω αυτόν· εγώ ως άρκευθος πυκάζουσα, εξ εμού ο καρπός σου εύρηται.
10 τις σοφός και συνήσει ταύτα; ή συνετός και επιγνώσεται αυτά; ότι ευθείαι αι οδοί τού Κυρίου, και δίκαιοι πορεύσονται εν αυταίς, οι δε ασεβείς ασθενήσουσιν εν αυταίς.
1 ΛΟΓΟΙ Αμώς, οί εγένοντο εν Ακκαρείμ εκ Θεκουέ, ούς είδεν υπέρ Ιερουσαλήμ εν ημέραις Οζίου βασιλέως Ιούδα και εν ημέραις Ιεροβοάμ τού Ιωάς βασιλέως Ισραήλ, πρό δύο ετών τού σεισμού.
2 Καί είπε· Κύριος εκ Σιών εφθέγξατο και εξ Ιερουσαλήμ έδωκε φωνήν αυτού, και επένθησαν αι νομαί των ποιμένων, και εξηράνθη η κορυφή τού Καρμήλου. ~ 3 Καί είπε Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις Δαμασκού και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτόν, ανθ’ ών έπριζον πρίοσι σιδηροίς τας εν γαστρί εχούσας των εν Γαλαάδ· 4 και αποστελώ πύρ εις τον οίκον Αζαήλ, και καταφάγεται τα θεμέλια υιού Άδερ· 5 και συντρίψω μοχλούς Δαμασκού και εξολοθρεύσω κατοικούντας εκ πεδίου Ών, και κατακόψω φυλήν εξ ανδρών Χαρράν, και αιχμαλωτευθήσεται λαός Συρίας επίκλητος, λέγει Κύριος. ~ 6 Τάδε λέγει Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις Γάζης και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτούς, ένεκεν τού αιχμαλωτεύσαι αυτούς αιχμαλωσίαν τού Σαλωμών τού συγκλείσαι εις την Ιδουμαίαν. 7 και εξαποστελώ πύρ επί τα τείχη Γάζης, και καταφάγεται τα θεμέλια αυτής· 8 και εξολοθρεύσω κατοικούντας εξ Αζώτου, και εξαρθήσεται φυλή εξ Ασκάλωνος, και επάξω την χείρά μου επί Ακκάρων, και απολούνται οι κατάλοιποι των αλλοφύλων, λέγει Κύριος. ~ 9 Τάδε λέγει Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις Τύρου και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτήν, ανθ’ ών συνέκλεισαν αιχμαλωσίαν τού Σαλωμών εις την Ιδουμαίαν και ουκ εμνήσθησαν διαθήκης αδελφών·
10 και εξαποστελώ πύρ επί τα τείχη Τύρου, και καταφάγεται τα θεμέλια αυτής. ~ 11 Τάδε λέγει Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις της Ιδουμαίας και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτούς, ένεκα τού διώξαι αυτούς εν ρομφαία τον αδελφόν αυτού και ελυμήνατο μητέρα επί γής και ήρπασεν εις μαρτύριον φρίκην αυτού και το όρμημα αυτού εφύλαξεν εις νίκος. 12 και εξαποστελώ πύρ εις Θαμάν, και καταφάγεται θεμέλια τειχέων αυτής. ~ 13 Τάδε λέγει Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις υιών Αμμών και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτόν, ανθ’ ών ανέσχιζον τας εν γαστρί εχούσας των Γαλααδιτών, όπως εμπλατύνωσι τα όρια αυτών· 14 και ανάψω πύρ επί τείχη Ραββάθ, και καταφάγεται θεμέλια αυτής μετά κραυγής εν ημέρα πολέμου, και σεισθήσεται εν ημέραις συντελείας αυτής· 15 και πορεύσονται οι βασιλείς αυτής εν αιχμαλωσία, οι ιερείς αυτών και οι άρχοντες αυτώ επί το αυτό, λέγει Κύριος.
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις Μωάβ και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτόν, ανθ’ ών κατέκαυσαν τα οστά βασιλέως της Ιδουμαίας εις κονίαν. 2 και εξαποστελώ πύρ εις Μωάβ, και καταφάγεται τα θεμέλια των πόλεων αυτής, και αποθανείται εν αδυναμία Μωάβ μετά κραυγής και μετά φωνής σάλπιγγος. 3 και εξολοθρεύσω κριτήν εξ αυτής, και πάντας αυτής αποκτενώ μετ’ αυτού, λέγει Κύριος. ~ 4 Τάδε λέγει Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις υιών Ιούδα και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτόν, ένεκα τού απώσασθαι αυτούς τον νόμον τού Κυρίου, και τα προστάγματα αυτού ουκ εφυλάξαντο, και επλάνησεν αυτούς τα μάταια αυτών, ά εποίησαν, οίς εξηκολούθησαν οι πατέρες αυτών οπίσω αυτών. 5 και εξαποστελώ πύρ επί Ιούδαν, και καταφάγεται θεμέλια Ιερουσαλήμ. ~ 6 Τάδε λέγει Κύριος· επί ταίς τρισίν ασεβείαις Ισραήλ και επί ταίς τέσσαρσιν ουκ αποστραφήσομαι αυτόν, ανθ’ ών απέδοντο αργυρίου δίκαιον και πένητα ένεκεν υποδημάτων, 7 τα πατούντα επί τον χούν της γής και εκονδύλιζον εις κεφαλάς πτωχών και οδόν ταπεινών εξέκλιναν, και υιός και πατήρ αυτού εισεπορεύοντο προς την αυτήν παιδίσκην, όπως βεβηλώσι το όνομα τού Θεού αυτών. 8 και τα ιμάτια αυτών δεσμεύοντες σχοινίοις παραπετάσματα εποίουν εχόμενα τού θυσιαστηρίου και οίνον εκ συκοφαντιών έπινον εν τώ οίκω τού Θεού αυτών. 9 εγώ δε εξήρα τον Αμορραίον εκ προσώπου αυτών, ού ήν, καθώς ύψος κέδρου το ύψος αυτού, και ισχυρός ήν ως δρύς, και εξήρανα τον καρπόν αυτού επάνωθεν και τας ρίζας αυτού υποκάτωθεν.
10 και εγώ ανήγαγον υμάς εκ γής Αιγύπτου και περιήγαγον υμάς εν τή ερήμω τεσσαράκοντα έτη τού κατακληρονομήσαι την γήν των Αμορραίων. 11 και έλαβον εκ των υιών υμών εις προφήτας και εκ των νεανίσκων υμών εις αγιασμόν. μη ουκ έστι ταύτα υιοί Ισραήλ; λέγει Κύριος. 12 και εποτίζετε τους ηγιασμένους οίνον και τοίς προφήταις ενετέλλεσθε λέγοντες· ου μη προφητεύσητε. 13 διά τούτο ιδού εγώ κυλίω υποκάτω υμών, ον τρόπον κυλίεται η άμαξα η γέμουσα καλάμης· 14 και απολείται φυγή εκ δρομέως, και ο κραταιός ου μη κρατήση της ισχύος αυτού, και ο μαχητής ου μη σώση την ψυχήν αυτού, 15 και ο τοξότης ου μη υποστή, και ο οξύς τοίς ποσίν αυτού ου μη διασωθή και ο ιππεύς ου μη σώση την ψυχήν αυτού 16 και ο κραταιός ου μη ευρήσει την καρδίαν αυτού εν δυναστείαις· ο γυμνός διώξεται εν εκείνη τή ημέρα, λέγει Κύριος.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ τον λόγον τούτον, ον ελάλησε Κύριος εφ’ υμάς, οίκος Ισραήλ, και κατά πάσης φυλής, ής ανήγαγον εκ γής Αιγύπτου, λέγων· 2 πλήν υμάς έγνων εκ πασών των φυλών της γής· διά τούτο εκδικήσω εφ’ υμάς πάσας τας αμαρτίας υμών. 3 ει πορεύσονται δύο επί το αυτό καθόλου, εάν μη γνωρίσωσιν εαυτούς; 4 ει ερεύξεται λέων εκ τού δρυμού αυτού θήραν ουκ έχων; ει δώσει σκύμνος φωνήν αυτού εκ της μάνδρας αυτού καθόλου, εάν μη αρπάση τι; 5 ει πεσείται όρνεον επί γής γής άνευ ιξευτού; ει σχασθήσεται παγίς επί της γής άνευ τού συλλαβείν τι; 6 ει φωνήσει σάλπιγξ εν πόλει, και λαός ου πτοηθήσεται; ει έσται κακία εν πόλει, ήν Κύριος ουκ εποίησε; 7 διότι ου μη ποιήση Κύριος ο Θεός πράγμα, εάν μη αποικαλύψη παιδείαν αυτού προς τους δούλους αυτού τους προφήτας. 8 λέων ερεύξεται, και τις ου φοβηθήσεται; Κύριος ο Θεός ελάλησε, και τις ου προφητεύσει; ~ 9 Απαγγείλατε χώραις εν Ασσυρίοις και επί τας χώρας της Αιγύπτου και είπατε· συνάχθητε επί το όρος Σαμαρείας και ίδετε θαυμαστά πολλά εν μέσω αυτής και καταδυναστείαν την εν αυτή·
10 και ουκ έγνω ά έσται εναντίον αυτής, λέγει Κύριος, οι θησαυρίζοντες αδικίαν και ταλαιπωρίαν εν ταίς χώραις αυτών. 11 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος ο Θεός· Τύρος, κυκλόθεν η γη σου ερημωθήσεται, και κατάξει εκ σού ισχύν σου, και διαρπαγήσονται αι χώραί σου. 12 τάδε λέγει Κύριος· ον τρόπον όταν εκσπάση ο ποιμήν εκ στόματος τού λέοντος δύο σκέλη ή λοβόν ωτίου, ούτως εκσπασθήσονται οι υιοί Ισραήλ οι κατοικούντες εν Σαμαρεία κατέναντι της φυλής και εν Δαμασκώ ιερείς, 13 ακούσατε και επιμαρτύρασθε τώ οίκω Ιακώβ, λέγει Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ· 14 διότι εν τή ημέρα όταν εκδικώ ασεβείας τού Ισραήλ επ’ αυτόν, και εκδικήσω επί τα θυσιαστήρια Βαιθήλ, και κατασκαφήσεται τα κέρατα τού θυσιαστηρίου και πεσούνται επί την γήν· 15 συγχεώ και πατάξω τον οίκον τον περίπτερον επί τον οίκον τον θερινόν, και απολούνται οίκοι ελεφάντινοι, και προστεθήσονται έτεροι οίκοι πολλοί, λέγει Κύριος.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ τον λόγον τούτον, δαμάλεις της Βασανίτιδος, αι εν τώ όρει της Σαμαρείας, αι καταδυναστεύουσαι πτωχούς και καταπατούσαι πένητας, αι λέγουσαι τοίς κυρίοις αυτών· επίδοτε ημίν όπως πίωμεν. 2 ομνύει Κύριος κατά των αγίων αυτού, διότι ιδού ημέραι έρχονται εφ’ υμάς, και λήψονται υμάς εν όπλοις, και τους μεθ’ υμών εις λέβητας υποκαιομένους εμβαλούσιν έμπυροι λοιμοί, 3 και εξενεχθήσεσθε γυμναί κατέναντι αλλήλων και απορριφήσεσθε εις το όρος το Ρεμμάν, λέγει Κύριος. ~ 4 Εισήλθατε εις Βαιθήλ και ηνομήσατε και εις Γάλγαλα επληθύνατε τού ασεβήσαι και ηνέγκατε εις το πρωί θυσίας υμών, εις την τριημερίαν τα επιδέκατα υμών· 5 και ανέγνωσαν έξω νόμον και επεκαλέσαντο ομολογίας. απαγγείλατε ότι ταύτα ηγάπησαν οι υιοί Ισραήλ, λέγει Κύριος. 6 και εγώ δώσω υμίν γομφιασμόν οδόντων εν πάσαις ταίς πόλεσιν υμών και ένδειαν άρτων εν πάσι τοίς τόποις υμών· και ουκ επεστρέψατε προς με, λέγει Κύριος. 7 και εγώ ανέσχον εξ υμών τον υετόν πρό τριών μηνών τού τρυγητού· και βρέξω επί πόλιν μίαν, επί δε πόλιν μίαν ου βρέξω· μερίς μία βραχήσεται, και μερίς, εφ’ ήν ου βρέξω επ΄ αυτήν, ξηρανθήσεται· 8 και συναθροισθήσονται δύο και τρεις πόλεις εις πόλιν μίαν τού πιείν ύδωρ και ου μη εμπλησθώσι· και ουκ επιστράφητε προς με, λέγει Κύριος. 9 επάταξα υμάς εν πυρώσει και εν ικτέρω· επληθύνατε κήπους υμών, αμπελώνας υμών και συκεώνας υμών και ελαιώνας υμών κατέφαγεν η κάμπη· και ουδ’ ώς επεστρέψατε προς με, λέγει Κύριος.
10 εξαπέστειλα εις υμάς θάνατον εν οδώ Αιγύπτου και απέκτεινα εν ρομφαία τους νεανίσκους υμών μετά αιχμαλωσίας ίππων σου και ανήγαγον εν πυρί τας παρεμβολάς εν τή οργή μου· και ουδ’ ώς επεστρέψατε προς με, λέγει Κύριος. 11 κατέστρεψα υμάς, καθώς κατέστρεψεν ο Θεός Σόδομα και Γόμορρα, και εγένεσθε ως δαλός εξεσπασμένος εκ πυρός· και ουδ’ ώς επεστρέψατε προς με, λέγει Κύριος. 12 διά τούτο ούτως ποιήσω σοι, Ισραήλ· πλήν ότι ούτως ποιήσω σοι, ετοιμάζου τού επικαλείσθαι τον Θεόν σου, Ισραήλ. 13 διότι ιδού εγώ στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα και απαγγέλλων· εις ανθρώπους τον χριστόν αυτού, ποιών όρθρον και ομίχλην και επιβαίνων επί τα υψηλά της γής· Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ όνομα αυτώ.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ τον λόγον Κυρίου τούτον, ον εγώ λαμβάνω εφ’ υμάς θρήνον· οίκος Ισραήλ έπεσεν, ουκέτι μη προσθή τού αναστήναι· 2 παρθένος τού Ισραήλ έσφαλεν επί της γής αυτού, ουκ έστιν ο αναστήσων αυτήν. 3 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· η πόλις εξ ής εξεπορεύοντο χίλιοι, υπολειφθήσονται εκατόν, και εξ ής εξεπορεύοντο εκατόν, υπολειφθήσονται δέκα τώ οίκω Ισραήλ. 4 διότι τάδε λέγει Κύριος προς τον οίκον Ισραήλ· εκζητήσατέ με, και ζήσεσθε· 5 και μη εκζητείτε Βαιθήλ και εις Γάλγαλα μη εισπορεύεσθε και επί το φρέαρ τού όρκου μη διαβαίνετε, ότι Γάλγαλα αιχμαλωτευομένη αιχμαλωτευθήσεται, και Βαιθήλ έσται ως ουχ υπάρχουσα. 6 εκζητήσατε τον Κύριον και ζήσατε, όπως μη αναλάμψη ως πύρ ο οίκος Ιωσήφ, και καταφάγεται αυτόν, και ουκ έσται ο σβέσων τώ οίκω Ισραήλ. 7 Κύριος ο ποιών εις ύψος κρίμα και δικαιοσύνην εις γήν έθηκεν, 8 ο ποιών πάντα και μετασκευάζων και εκτρέπων εις το πρωί σκιάν και ημέραν εις νύκτα συσκοτάζων, ο προσκαλούμενος το ύδωρ της θαλάσσης και εκχέων αυτό επί πρόσωπον της γής, Κύριος ο Θεός παντοκράτωρ όνομα αυτώ· 9 ο διαιρών συντριμμόν επί ισχύν και ταλαιπωρίαν επί οχύρωμα επάγων.
10 εμίσησαν εν πύλαις ελέγχοντα και λόγον όσιον εβδελύξαντο. 11 διά τούτο ανθ’ ών κατεκονδυλίζετε πτωχούς και δώρα εκλεκτά εδέξασθε παρ’ αυτών, οίκους ξεστούς ωκοδομήσατε και ου μη κατοικήσητε εν αυτοίς, αμπελώνας επιθυμητούς εφυτεύσατε και ου μη πίητε τον οίνον αυτών. 12 ότι έγνων πολλάς ασεβείας υμών, και ισχυραί αι αμαρτίαι υμών, καταπατούντες δίκαιον, λαμβάνοντες αλλάγματα και πένητας εν πύλαις εκκλίνοντες. 13 διά τούτο ο συνίων εν τώ καιρώ εκείνω σιωπήσεται, ότι καιρός πονηρών εστιν. 14 εκζητήσατε το καλόν, και μη το πονηρόν, όπως ζήσητε· και έσται ούτως μεθ’ υμών Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ον τρόπον είπατε· 15 μεμισήκαμεν τα πονηρά και ηγαπήσαμεν τα καλά· και αποκαταστήσατε εν πύλαις κρίμα, όπως ελεήση Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ τους περιλοίπους τού Ιωσήφ. 16 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ· εν πάσαις ταίς πλατείαις κοπετός, και εν πάσαις ταίς οδοίς ρηθήσεται· ουαί, ουαί· κληθήσεται γεωργός εις πένθος και κοπετόν και εις ειδότας θρήνον, 17 και εν πάσαις οδοίς κοπετός, διότι ελεύσομαι διά μέσου σου, είπε Κύριος. ~ 18 Ουαί οι επιθυμούντες την ημέραν Κυρίου· ινατί αύτη υμίν η ημέρα τού Κυρίου; και αυτή εστι σκότος και ου φώς. 19 ον τρόπον εάν φύγη άνθρωπος εκ προσώπου τού λέοντος και εμπέση αυτώ η άρκος, και εισπηδήση εις τον οίκον αυτού και απερείσηται τας χείρας αυτού επί τον τοίχον και δάκη αυτόν όφις.
20 ουχί σκότος η ημέρα τού Κυρίου και ου φώς; και γνόφος ουκ έχων φέγγος αύτη; 21 μεμίσηκα, απώσμαι εορτάς υμών και ου μη οσφρανθώ θυσίας εν ταίς πανηγύρεσιν υμών· 22 διότι εάν ενέγκητέ μοι ολοκαυτώματα και θυσίας υμών, ου προσδέξομαι αυτά, και σωτηρίου επιφανείας υμών ουκ επιβλέψομαι. 23 μετάστησον απ’ εμού ήχον ωδών σου, και ψαλμόν οργάνων σου ουκ ακούσομαι· 24 και κυλισθήσεται ως ύδωρ κρίμα και δικαιοσύνη ως χειμάρρους άβατος. 25 μη σφάγια και θυσίας προσηνέγκατέ μοι, οίκος Ισραήλ, τεσσαράκοντα έτη εν τή ερήμω; 26 και ανελάβετε την σκηνήν τού Μολόχ και το άστρον τού θεού υμών Ραιφάν, τους τύπους αυτών, ούς εποιήσατε εαυτοίς. 27 και μετοικιώ υμάς επέκεινα Δαμασκού, λέγει Κύριος, ο Θεός ο παντοκράτωρ όνομα αυτώ.
1 ΟΥΑΙ τοίς εξουθενούσι Σιών και τοίς πεποιθόσιν επί το όρος Σαμαρείας· απετρύγησαν αρχάς εθνών, και εισήλθον αυτοί. οίκος τού Ισραήλ, 2 διάβητε πάντες και ίδετε και διέλθατε εκείθεν εις Εμαθραββά και κατάβητε εκείθεν εις Γέθ αλλοφύλων, τας κρατίστας εκ πασών των βασιλειών τούτων, ει πλείονα τα όρια αυτών εστι των υμετέρων ορίων. 3 οι ερχόμενοι εις ημέραν κακήν, οι εγγίζοντες και εφαπτόμενοι σαββάτων ψευδών, 4 οι καθεύδοντες επί κλινών ελεφαντίνων και κατασπαταλώντες επί ταίς στρωμναίς αυτών και έσθοντες ερίφους εκ ποιμνίων και μοσχάρια εκ μέσου βουκολίων γαλαθηνά, 5 οι επικροτούντες προς την φωνήν των οργάνων, ως εστηκότα ελογίσαντο και ουχ ως φεύγοντα· 6 οι πίνοντες τον διυλισμένον οίνον και τα πρώτα μύρα χριόμενοι και ουκ έπασχον ουδέν επί τή συντριβή Ιωσήφ. 7 διά τούτο νύν αχμάλωτοι έσονται απ’ αρχής δυναστών και εξαρθήσεται χρεμετισμός ίππων εξ Εφραίμ. 8 ότι ώμοσε Κύριος καθ’ εαυτού· διότι βδελύσσομαι εγώ πάσα την ύβριν Ιακώβ και τας χώρας αυτού μεμίσηκα, και εξαρώ πόλιν σύν πάσι τοίς κατοικούσιν αυτήν· 9 και έσται εάν υπολειφθώσι δέκα άνδρες εν οικία μια, και αποθανούνται,
10 και υπολειφθήσονται οι κατάλοιποι, και λήψονται οι οικείοι αυτών και παραβιώνται τού εξενέγκαι τα οστά αυτών εκ τού οίκου· και ερεί τοίς προεστηκόσι της οικίας· ει έτι υπάρχει παρά σοί; 11 και ερεί· ουκέτι· και ερεί· σίγα, ένεκα τού μη ονομάσαι το όνομα Κυρίου. 12 διότι ιδού Κύριος εντέλλεται και πατάξει τον οίκον τον μέγαν θλάσμασι και τον οίκον τον μικρόν ράγμασιν. 13 ει διώξονται εν πέτραις ίπποι; ει παρασιωπήσονται εν θηλείαις; ότι εξεστρέψατε εις θυμόν κρίμα και καρπόν δικαιοσύνης εις πικρίαν, 14 οι ευφραινόμενοι επ’ ουδενί λόγω, οι λέγοντες· ουκ εν τή ισχύι ημών έσχομεν κέρατα; 15 διότι ιδού εγώ επεγερώ εφ’ υμάς, οίκος Ισραήλ, έθνος, λέγει Κύριος των δυνάμεων, και εκθλίψουσιν υμάς τού μη εισελθείν εις Εμάθ και ως τού χειμάρρου των δυσμών.
1 ΟΥΤΩΣ έδειξέ μοι Κύριος ο Θεός, και ιδού επιγονή ακρίδων ερχομένη εωθινή, και ιδού βρούχος είς Γώγ ο βασιλεύς. 2 και έσται εάν συντελέση τού καταφαγείν τον χόρτον της γής, και είπα· Κύριε Κύριε, ίλεως γενού· τις αναστήσει τον Ιακώβ; ότι ολιγοστός εστι· 3 μετανόησον, Κύριε, επί τούτω. και τούτο ουκ έσται, λέγει Κύριος. ~ 4 Ούτως έδειξέ μοι Κύριος, και ιδού εκάλεσε την δίκην εν πυρί Κύριος, και κατέφαγε την άβυσσον την πολλήν και κατέφαγε την μερίδα Κυρίου. 5 και είπα· Κύριε, κόπασον δή, τις αναστήσει τον Ιακώβ; ότι ολιγοστός εστι· 6 μετανόησον, Κύριε, επί τούτω. και τούτο ου μη γένηται, λέγει Κύριος. ~ 7 Ούτως έδειξέ μοι Κύριος, και ιδού εστηκώς επί τείχους αδαμαντίνου, και εν τή χειρί αυτού αδάμας. 8 και είπε Κύριος προς με· τι σύ οράς, Αμώς; και είπα· αδάμαντα· και είπε Κύριος προς με· ιδού εγώ εντάσσω αδάμαντα εν μέσω λαού μου Ισραήλ, ουκέτι μη προσθώ τού παρελθείν αυτόν· 9 και αφανισθήσονται βωμοί τού γέλωτος, και αι τελεταί τού Ισραήλ ερημωθήσονται, και αναστήσομαι επί τον οίκον Ιεροβοάμ εν ρομφαία. ~
10 Καί εξαπέστειλεν Αμασίας ο ιερεύς Βαιθήλ προς Ιεροβοάμ βασιλέα Ισραήλ λέγων· συστροφάς ποιείται κατά σού Αμώς εν μέσω οίκου Ισραήλ· ου μη δύνηται η γη υπενεγκείν πάντας τους λόγους αυτού, 11 διότι τάδε λέγει Αμώς· εν ρομφαία τελευτήσει Ιεροβοάμ, ο δε Ισραήλ αιχμάλωτος αχθήσεται από της γής αυτού. 12 και είπεν Αμασίας προς Αμώς· ο ορών, βάδιζε εκχώρησον σύ εις γήν Ιούδα και εκεί καταβίου και εκεί προφητεύσεις, 13 εις δε Βαιθήλ ουκέτι προσθήσεις τού προφητεύσαι, ότι αγίασμα βασιλέως εστί και οίκος βασιλείας εστί. 14 και απεκρίθη Αμώς και είπε προς Αμασίαν· ουκ ήμην προφήτης εγώ ουδέ υιός προφήτου, αλλ’ ή αιπόλος ήμην και κνίζων συκάμινα· 15 και ανέλαβέ με Κύριος εκ των προβάτων, και είπε Κύριος προς με· βάδιζε προφήτευσον επί τον λαόν μου Ισραήλ. 16 και νύν άκουε λόγον Κυρίου. σύ λέγεις· μη προφήτευε επί τον Ισραήλ και ου μη οχλαγωγήσης επί τον οίκον Ιακώβ· 17 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· η γυνή σου εν τή πόλει πορνεύσει, και οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου εν ρομφαία πεσούνται, και η γη σου εν σχοινίω καταμετρηθήσεται, και σύ εν γη ακαθάρτω τελευτήσεις, ο δε Ισραήλ αιχμάλωτος αχθήσεται από γής γής αυτού.
1 ΟΥΤΩΣ έδειξέ μοι Κύριος και ιδού άγγος ιξευτού. 2 και είπε· τι σύ βλέπεις, Αμώς; και είπα· άγγος ιξευτού. και είπε Κύριος προς με· ήκει το πέρας επί τον λαόν μου Ισραήλ, ου προσθήσω έτι τού παρελθείν αυτόν· 3 και ολολύξει τα φατνώματα τού ναού· εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος, πολύς ο πεπτωκώς εν παντί τόπω, επιρρίψω σιωπήν. ~ 4 Ακούσατε δή ταύτα οι εκτρίβοντες εις το πρωί πένητα και καταδυναστεύοντες πτωχούς από της γής, 5 οι λέγοντες· πότε διελεύσεται ο μην και εμπολεμήσομεν και τα σάββατα και ανοίξομεν θησαυρόν τού ποιήσαι μέτρον μικρόν και τού μεγαλύναι στάθμια και ποιήσαι ζυγόν άδικον 6 τού κτάσθαι εν αργυρίω και πτωχούς και πένητα αντί υποδημάτων και από παντός γεννήματος εμπορευσόμεθα; 7 ομνύει Κύριος κατά της υπερηφανίας Ιακώβ, ει επιλησθήσεται εις νίκος πάντα τα έργα υμών. 8 και επί τούτοις ου ταραχθήσεται η γη, και πενθήσει πάς ο κατοικών εν αυτή, και αναβήσεται ως ποταμός συντέλεια και καταβήσεται ως ποταμός Αιγύπτου. 9 και έσται εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος ο Θεός, και δύσεται ο ήλιος μεσημβρίας, και συσκοτάσει επί της γής εν ημέρα το φώς·
10 και μεταστρέψω τας εορτάς υμών εις πένθος και πάσας τας ωδάς υμών εις θρήνον και αναβιβώ επί πάσαν οσφύν σάκκον και επί πάσαν κεφαλήν φαλάκρωμα και θήσομαι αυτόν ως πένθος αγαπητού και τους μετ’ αυτού ως ημέραν οδύνης. 11 ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και εξαποστελώ λιμόν επί την γήν, ου λιμόν άρτων ουδέ δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν τού ακούσαι τον λόγον Κυρίου· 12 και σαλευθήσονται ύδατα από της θαλάσσης έως θαλάσσης, και από βορρά έως ανατολών περιδραμούνται ζητούντες τον λόγον τού Κυρίου και ου μη εύρωσιν. 13 εν τή ημέρα εκείνη εκλείψουσιν αι παρθένοι αι καλαί και οι νεανίσκοι εν δίψει, 14 οι ομνύοντες κατά τού ιλασμού Σαμαρείας και οι λέγοντες· ζή ο Θεός σου, Δάν, και ζή ο Θεός σου, Βηρσαβεέ· και πεσούνται και ου μη αναστώσιν έτι.
1 ΕΙΔΟΝ τον Κύριον εφεστώτα επί τού θυσιαστηρίου, και είπε· πάταξον επί το ιλαστήριον και σεισθήσεται τα πρόπυλα και διάκοψον εις κεφαλάς πάντων· και τους καταλοίπους αυτών εν ρομφαία αποκτενώ, ου μη διαφύγη εξ αυτών φεύγων, και ου μη διασωθή εξ αυτών ανασωζόμενος. 2 εάν κατακρυβώσιν εις άδου, εκείθεν η χείρ μου ανασπάσει αυτούς· και εάν αναβώσιν εις τον ουρανόν, εκείθεν κατάξω αυτούς· 3 εάν εγκατακρυβώσιν εις την κορυφήν τού Καρμήλου, εκείθεν εξερευνήσω και λήψομαι αυτούς· και εάν καταδύσωσιν εξ οφθαλμών μου εις τα βάθη της θαλάσσης, εκεί εντελούμαι τώ δράκοντι και δήξεται αυτούς· 4 και εάν πορευθώσιν εν αιχμαλωσία πρό προσώπου των εχθρών αυτών, εκεί εντελούμαι τή ρομφαία και αποκτενεί αυτούς. και στηριώ τους οφθαλμούς μου επ’ αυτούς εις κακά και ουκ εις αγαθά. 5 και Κύριος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο εφαπτόμενος της γής και σαλεύων αυτήν, και πενθήσουσι πάντες οι κατοικούντες αυτήν, και αναβήσεται ως ποταμός συντέλεια αυτής και καταβήσεται ως ποταμός Αιγύπτου· 6 ο οικοδομών εις τον ουρανόν ανάβασιν αυτού και την επαγγελίαν αυτού επί της γής θεμελιών, ο προσκαλούμενος το ύδωρ της θαλάσσης και εκχέων αυτό επί πρόσωπον της γής· Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ όνομα αυτώ. 7 ουχ ως υιοί Αιθιόπων υμείς εστε εμοί, υιοί Ισραήλ; λέγει Κύριος. ου τον Ισραήλ ανήγαγον εκ γής Αιγύπτου και τους Φιλισταίους από Καφθόρ και τους Σύρους εκ βόθρου; ~ 8 Ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου τού Θεού επί την βασιλείαν των αμαρτωλών και εξαρώ αυτήν από προσώπου της γής· πλήν ότι ουκ εις τέλος εξαρώ τον οίκον Ιακώβ, λέγει Κύριος. 9 διότι ιδού εγώ εντέλλομαι και λικμήσω εν πάσι τοίς έθνεσι τον οίκον Ισραήλ, ον τρόπον λικμάται εν τώ λικμώ και ου μη πέση σύντριμμα επί την γήν.
10 εν ρομφαία τελευτήσουσι πάντες αμαρτωλοί λαού μου οι λέγοντες· ου μη εγγίση ουδ’ ου μη γένηται εφ’ ημάς τα κακά. 11 εν τή ημέρα εκείνη αναστήσω την σκηνήν Δαυίδ την πεπτωκυίαν και ανοικοδομήσω τα πεπτωκότα αυτής και τα κατεσκαμμένα αυτής αναστήσω και ανοικοδομήσω αυτήν καθώς αι ημέραι τού αιώνος, 12 όπως εκζητήσωσιν οι κατάλοιποι των ανθρώπων και πάντα τα έθνη, εφ’ ούς επικέκληται το όνομά μου επ’ αυτούς, λέγει Κύριος ο Θεός ο ποιών πάντα ταύτα. 13 ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και καταλήψεται ο αμητός τον τρυγητόν, και περκάσει η σταφυλή εν τώ σπόρω, και αποσταλάξει τα όρη γλυκασμόν, και πάντες οι βουνοί σύμφυτοι έσονται· 14 και επιστρέψω την αιχμαλωσίαν τού λαού μου Ισραήλ, και οικοδομήσουσι πόλεις τας ηφανισμένας και κατοικήσουσι και φυτεύσουσιν αμπελώνας και πίονται τον οίνον αυτών και ποιήσουσι κήπους και φάγονται τον καρπόν αυτών· 15 και καταφυτεύσω αυτούς επί της γής αυτών και ου μη εκσπασθώσιν ουκέτι από της γής, ής έδωκα αυτοίς, λέγει Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς Μιχαίαν τον τού Μωρασθεί εν ημέραις Ιωάθαμ και Άχαζ και Εζεκίου βασιλέων Ιούδα, υπέρ ών είδε περί Σαμαρείας και περί Ιερουσαλήμ.
2 Ακούσατε, λαοί, λόγους, και προσεχέτω η γη και πάντες οι εν αυτή, και έσται Κύριος εν υμίν εις μαρτύριον, Κύριος εξ οίκου αγίου αυτού. 3 διότι ιδού Κύριος εκπορεύεται εκ τού τόπου αυτού και καταβήσεται και επιβήσεται επί τα ύψη της γής, 4 και σαλευθήσεται τα όρη υποκάτωθεν αυτού, και αι κοιλάδες τακήσονται ως κηρός από προσώπου πυρός και ως ύδωρ καταφερόμενον εν καταβάσει. 5 δι’ ασέβειαν Ιακώβ πάντα ταύτα και δι’ αμαρτίαν οίκου Ισραήλ. τις η ασέβεια τού Ιακώβ; ου Σαμάρεια; και τις η αμαρτία οίκου Ιούδα; ουχί Ιερουσαλήμ; 6 και θήσομαι Σαμάρειαν εις οπωροφυλάκιον αγρού και εις φυτείαν αμπελώνος και κατασπάσω εις χάος τους λίθους αυτής και τα θεμέλια αυτής αποκαλύψω. 7 και πάντα τα γλυπτά αυτής κατακόψουσι και πάντα τα μισθώματα αυτής εμπρήσουσιν εν πυρί, και πάντα τα είδωλα αυτής θήσομαι εις αφανισμόν· διότι εκ μισθωμάτων πορνείας συνήγαγε και εκ μισθωμάτων πορνείας συνέστρεψεν. 8 ένεκεν τούτου κόψεται και θρηνήσει, πορεύσεται ανυπόδετος και γυμνή, ποιήσεται κοπετόν ως δρακόντων και πένθος ως θυγατέρων σειρήνων· 9 ότι κατεκράτησεν η πληγή αυτής, διότι ήλθεν έως Ιούδα και ήψατο έως πύλης λαού μου, έως Ιερουσαλήμ.
10 οι εν Γέθ, μη μεγαλύνεσθε· οι εν Ακείμ, μη ανοικοδομείτε εξ οίκου κατά γέλωτα, γήν καταπάσασθε κατά γέλωτα υμών. 11 κατοικούσα καλώς τας πόλεις αυτής, ουκ εξήλθε κατοικούσα Σενναάν κόψασθαι οίκον εχόμενον αυτής, λήψεται εξ υμών πληγήν οδύνης. 12 τις ήρξατο εις αγαθά κατοικούση οδύνας; ότι κατέβη κακά παρά Κυρίου επί πύλας Ιερουσαλήμ, 13 ψόφος αρμάτων και ιππευόντων. κατοικούσα Λαχίς, αρχηγός αμαρτίας αυτή εστι τή θυγατρί Σιών, ότι εν σοί ευρέθησαν ασέβειαι τού Ισραήλ. 14 διά τούτο δώσεις εξαποστελλομένους έως κληρονομίας Γέθ οίκους ματαίους· εις κενόν εγένοντο τοίς βασιλεύσι τού Ισραήλ, 15 έως τους κληρονόμους αγάγωσι, κατοικούσα Λαχίς κληρονομία, έως Οδολλάμ ήξει η δόξα της θυγατρός Ισραήλ. 16 ξύρησαι και κείραι επί τα τέκνα τα τρυφερά σου, εμπλάτυνον την χηρείαν σου ως αετός, ότι ηχμαλωτεύθησαν από σού.
1 ΕΓΕΝΟΝΤΟ λογιζόμενοι κόπους και εργαζόμενοι κακά εν ταίς κοίταις αυτών και άμα τή ημέρα συνετέλουν αυτά, διότι ουκ ήραν προς τον Θεόν χείρας αυτών. 2 και επεθύμουν αγρούς και διήρπαζον ορφανούς και οίκους κατεδυνάστευον και διήρπαζον άνδρα και τον οίκον αυτού, άνδρα και την κληρονομίαν αυτού. 3 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ λογίζομαι επί την φυλήν ταύτην κακά, εξ ών ου μη άρητε τους τραχήλους υμών και ου μη πορευθήτε ορθοί εξαίφνης, ότι καιρός πονηρός εστιν. 4 εν τή ημέρα εκείνη ληφθήσεται εφ΄ υμάς παραβολή, και θρηνηθήσεται θρήνος εν μέλει λέγων· ταλαιπωρία εταλαιπωρήσαμεν· μερίς λαού μου κατεμετρήθη εν σχοινίω, και ουκ ήν ο κωλύων αυτόν τού αποστρέψαι· οι αγροί υμών διεμερίσθησαν. 5 διά τούτο ουκ έσται σοι βάλλων σχοινίον εν κλήρω εν εκκλησία Κυρίου. 6 μη κλαίετε δάκρυσι, μηδέ δακρυέτωσαν επί τούτοις· ουδέ γάρ απώσεται ονείδη. 7 ο λέγων· οίκος Ιακώβ παρώργισε πνεύμα Κυρίου· ου ταύτα τα επιτηδεύματα αυτού εστιν; ουχ οι λόγοι αυτού εισι καλοί μετ’ αυτού και ορθοί πεπόρευνται; 8 και έμπροσθεν ο λαός μου εις έχθραν αντέστη· κατέναντι της ειρήνης αυτού την δοράν αυτού εξέδειραν τού αφελέσθαι ελπίδα συντριμμόν πολέμου. 9 διά τούτο ηγούμενοι λαού μου απορριφήσονται εκ των οικιών τρυφής αυτών, διά τα πονηρά επιτηδεύματα αυτών εξώσθησαν· εγγίσατε όρεσιν αιωνίοις.
10 ανάστηθι και πορεύου, ότι ουκ έστι σοι αύτη ανάπαυσις ένεκεν ακαθαρσίας. διεφθάρητε φθορά, 11 κατεδιώχθητε ουδενός διώκοντος· πνεύμα έστησε ψεύδος, εστάλαξέ σοι εις οίνον και μέθυσμα. και έσται εκ της σταγόνος τού λαού τούτου. 12 συναγόμενος συναχθήσεται Ιακώβ σύν πάσιν· εκδεχόμενος εκδέξομαι τους καταλοίπους τού Ισραήλ, επί το αυτό θήσομαι την αποστροφήν αυτού· ως πρόβατα εν θλίψει, ως ποίμνιον εν μέσω κοίτης αυτών εξαλούνται εξ ανθρώπων· 13 διά της διακοπής πρό προσώπου αυτών διέκοψαν και διήλθον πύλην και εξήλθον δι’ αυτής, και εξήλθεν ο βασιλεύς αυτών πρό προσώπου αυτών, ο δε Κύριος ηγήσεται αυτών.
1 ΚΑΙ ερεί· ακούσατε δή ταύτα, αι αρχαί οίκου Ιακώβ και οι κατάλοιποι οίκου Ισραήλ. ουχ υμίν εστι τού γνώναι το κρίμα; 2 μισούντες τα καλά και ζητούντες τα πονηρά, αρπάζοντες τα δέρματα αυτών απ’ αυτών και τας σάρκας αυτών από των οστέων αυτών. 3 ον τρόπον κατέφαγον τας σάρκας τού λαού μου και τα δέρματα αυτών απ’ αυτών εξέδειραν και τα οστέα αυτών συνέθλασαν και εμέλισαν ως σάρκας εις λέβητα και ως κρέα εις χύτραν, 4 ούτως κεκράξονται προς τον Κύριον, και ουκ εισακούσεται αυτών. και αποστρέψει το πρόσωπον αυτού απ’ αυτών εν τώ καιρώ εκείνω, ανθ’ ών επονηρεύσαντο εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών επ’ αυτούς. 5 τάδε λέγει Κύριος επί τους προφήτας τους πλανώντας τον λαόν μου, τους δάκνοντας εν τοίς οδούσιν αυτών και κηρύσσοντας ειρήνην επ’ αυτόν, και ουκ εδόθη εις το στόμα αυτών, ήγειραν επ’ αυτόν πόλεμον. 6 διά τούτο νύξ υμίν έσται εξ οράσεως, και σκοτία έσται υμίν εκ μαντείας, και δύσεται ο ήλιος επί τους προφήτας, και συσκοτάσει επ΄ αυτούς η ημέρα. 7 και καταισχυνθήσονται οι ορώντες τα ενύπνια, και καταγελασθήσονται οι μάντεις, και καταλαλήσουσι κατ’ αυτών πάντες αυτοί, διότι ουκ έσται ο επακούων αυτών. 8 εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εν πνεύματι Κυρίου και κρίματος και δυναστείας τού απαγγείλαι τώ Ιακώβ ασεβείας αυτού και τώ Ισραήλ αμαρτίας αυτού. 9 ακούσατε δή ταύτα, οι ηγούμενοι οίκου Ιακώβ και οι κατάλοιποι οίκου Ισραήλ, οι βδελυσσόμενοι κρίμα και πάντα τα ορθά διαστρέφοντες,
10 οι οικοδομούντες Σιών εν αίμασι και Ιερουσαλήμ εν αδικίαις. 11 οι ηγούμενοι αυτής μετά δώρων έκρινον, και οι ιερείς αυτής μετά μισθού απεκρίνοντο, και οι προφήται αυτής μετά αργυρίου εμαντεύοντο, και επί τον Κύριον επανεπαύοντο λέγοντες· ουχί ο Κύριος εν ημίν εστιν; ου μη επέλθη εφ’ ημάς κακά. 12 διά τούτο δι’ ημάς Σιών ως αγρός αροτριαθήσεται, και Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον έσται και το όρος τού οίκου εις άλσος δρυμού.
1 ΚΑΙ έσται επ’ εσχάτων των ημερών εμφανές το όρος Κυρίου, έτοιμον επί τας κορυφάς των ορέων, και μετεωρισθήσεται υπεράνω των βουνών· και σπεύσουσι προς αυτό λαοί, 2 και πορεύσονται έθνη πολλά και ερούσι· δεύτε, αναβώμεν εις το όρος Κυρίου και εις τον οίκον τού Θεού Ιακώβ, και δείξουσιν ημίν την οδόν αυτού, και πορευσόμεθα εν ταίς τρίβοις αυτού· ότι εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ. 3 και κρινεί ανά μέσον λαών πολλών και εξελέγξει έθνη ισχυρά έως εις μακράν, και κατακόψουσι τας ρομφαίας αυτών εις άροτρα και τα δόρατα αυτών εις δρέπανα, και ουκέτι μη αντάρη έθνος επ’ έθνος ρομφαίαν, και ουκέτι μη μάθωσι πολεμείν. 4 και αναπαύσεται έκαστος υποκάτω αμπέλου αυτού και έκαστος υποκάτω συκής αυτού, και ουκ έσται ο εκφοβών, διότι το στόμα Κυρίου παντοκράτορος ελάλησε ταύτα. 5 ότι πάντες οι λαοί πορεύσονται έκαστος την οδόν αυτού, ημείς δε πορευσόμεθα εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών εις τον αιώνα και επέκεινα. 6 εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος, συνάξω την συντετριμμένην και την εξωσμένην εισδέξομαι και ούς απωσάμην· 7 και θήσομαι την συντετριμμένην εις υπόλειμμα και την απωσμένην εις έθνος δυνατόν, και βασιλεύσει Κύριος επ΄ αυτούς εν όρει Σιών από τού νύν και έως εις τον αιώνα. 8 και σύ πύργος ποιμνίου αυχμώδης, θύγατερ Σιών, επί σε ήξει και εισελεύσεται η αρχή η πρώτη, βασιλεία εκ Βαβυλώνος τή θυγατρί Ιερουσαλήμ. ~ 9 Καί νύν ινατί έγνως κακά; μη βασιλεύς ουκ ήν σοι; ή η βουλή σου απώλετο ότι κατεκράτησάν σου ωδίνες ως τικτούσης;
10 ώδινε και ανδρίζου και έγγιζε, θύγατερ Σιών, ως τίκτουσα· διότι νύν εξελεύση εκ πόλεως και κατασκηνώσεις εν πεδίω και ήξεις έως Βαβυλώνος· εκείθεν ρύσεταί σε και εκείθεν λυτρώσεταί σε Κύριος ο Θεός σου εκ χειρός εχθρών σου. 11 και νύν επισυνήχθησαν επί σε έθνη πολλά οι λέγοντες· επιχαρούμεθα, και επόψονται επί Σιών οι οφθαλμοί ημών. 12 αυτοί δε ουκ έγνωσαν τον λογισμόν Κυρίου και ου συνήκαν την βουλήν αυτού, ότι συνήγαγεν αυτούς ως δράγματα άλωνος. 13 ανάστηθι, και αλόα αυτούς, θύγατερ Σιών, ότι τα κέρατά σου θήσομαι σιδηρά και τας οπλάς σου θήσομαι χαλκάς, και κατατήξεις εν αυτοίς έθνη και λεπτυνείς λαούς πολλούς και αναθήσεις τώ Κυρίω το πλήθος αυτών και την ισχύν αυτών τώ Κυρίω πάσης της γής. 14 νύν εμφραχθήσεται θυγάτηρ Εφραίμ εν φραγμώ, συνοχήν έταξεν εφ’ ημάς, εν ράβδω πατάξουσιν επί σιαγόνα τας φυλάς τού Ισραήλ.
1 ΚΑΙ σύ, Βηθλεέμ, οίκος τού Εφραθά, ολιγοστός εί τού είναι εν χιλιάσιν Ιούδα· εκ σού μοι εξελεύσεται τού είναι εις άρχοντα εν τώ Ισραήλ, και αι έξοδοι αυτού απ΄ αρχής εξ ημερών αιώνος. 2 διά τούτο δώσει αυτούς έως καιρού τικτούσης τέξεται, και οι επίλοιποι των αδελφών αυτών επιστρέψουσιν επί τους υιούς Ισραήλ. 3 και στήσεται και όψεται και ποιμανεί το ποίμνιον αυτού εν ισχύι Κύριος, και εν τή δόξη ονόματος Κυρίου Θεού αυτών υπάρξουσι, διότι νύν μεγαλυνθήσονται έως άκρων της γής. 4 και έσται αύτη ειρήνη· όταν Ασσύριος επέλθη επί την γήν υμών και όταν επιβή επί την χώραν υμών, και επεγερθήσονται επ΄ αυτόν επτά ποιμένες και οκτώ δήγματα ανθρώπων· 5 και ποιμανούσι τον Ασσούρ εν ρομφαία και την γήν τού Νεβρώδ εν τή τάφρω αυτής· και ρύσεται εκ τού Ασσούρ, όταν επέλθη επί την γήν υμών και όταν επιβή επί τα όρια υμών. 6 και έσται το υπόλειμμα τού Ιακώβ εν τοίς έθνεσιν εν μέσω λαών πολλών ως δρόσος παρά Κυρίου πίπτουσα και ως άρνες επί άγρωστιν, όπως μη συναχθή μηδείς μηδέ υποστή εν υιοίς ανθρώπων. 7 και έσται το υπόλειμμα Ιακώβ εν τοίς έθνεσιν εν μέσω λαών πολλών ως λέων εν κτήνεσι εν τώ δρυμώ και ως σκύμνος εν ποιμνίοις προβάτων, ον τρόπον όταν διέλθη και διαστείλας αρπάση και μη ή ο εξαιρούμενος. 8 υψωθήσεται η χείρ σου επί τους θλίβοντάς σε, και πάντες οι εχθροί σου εξολοθρευθήσονται. ~ 9 Καί έσται εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος, εξολοθρεύσω τους ίππους εκ μέσου σου και απολώ τα άρματά σου
10 και εξολοθρεύσω τας πόλεις της γής σου και εξαρώ πάντα τα οχυρώματά σου· 11 και εξαρώ τα φάρμακά σου εκ των χειρών σου, και αποφθεγγόμενοι ουκ έσονται εν σοί· 12 και εξολοθρεύσω τα γλυπτά σου και τας στήλας σου εκ μέσου σου, και ουκέτι μη προσκυνήσης τοίς έργοις των χειρών σου· 13 και εκκόψω τα άλση εκ μέσου σου και αφανιώ τας πόλεις σου· 14 και ποιήσω εν οργή και εν θυμώ εκδίκησιν εν τοίς έθνεσιν, ανθ΄ ών ουκ εισήκουσαν.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ δή λόγον Κυρίου· Κύριος είπεν· ανάστηθι κρίθητι προς τα όρη, και ακουσάτωσαν βουνοί φωνήν σου. 2 ακούσατε όρη, την κρίσιν τού Κυρίου, και αι φάραγγες θεμέλια της γής, ότι κρίσις τώ Κυρίω προς τον λαόν αυτού, και μετά τού Ισραήλ διελεγχθήσεται. 3 λαός μου, τι εποίησά σοι ή τι ελύπησά σε ή τι παρηνώχλησά σοι; αποκρίθητί μοι. 4 διότι ανήγαγόν σε εκ γής Αιγύπτου και εξ οίκου δουλείας ελυτρωσάμην σε και εξαπέστειλα πρό προσώπου σου τον Μωυσήν και Ααρών και Μαριάμ. 5 λαός μου, μνήσθητι δή τι εβουλεύσατο κατά σού Βαλάκ βασιλεύς Μωάβ και τι απεκρίθη αυτώ Βαλαάμ υιός τού Βεώρ από των σχοίνων έως τού Γαλγάλ, όπως γνωσθή η δικαιοσύνη τού Κυρίου. 6 εν τίνι καταλάβω τον Κύριον, αντιλήψομαι Θεού μου Υψίστου; ει καταλήψομαι αυτόν εν ολοκαυτώμασιν, εν μόσχοις ενιαυσίοις; 7 ει προσδέξεται Κύριος εν χιλιάσι κριών ή εν μυριάσι χιμάρων πιόνων; ει δώ πρωτότοκά μου υπέρ ασεβείας, καρπόν κοιλίας μου υπέρ αμαρτίας ψυχής μου; 8 ει ανηγγέλη σοι, άνθρωπε, τι καλόν; ή τι Κύριος εκζητεί παρά σού αλλ΄ ή τού ποιείν κρίμα και αγαπάν έλεον και έτοιμον είναι τού πορεύεσθαι μετά Κυρίου Θεού σου; ~ 9 Φωνή Κυρίου τή πόλει επικληθήσεται, και σώσει φοβουμένους το όνομα αυτού. άκουε, φυλή, και τις κοσμήσει πόλιν;
10 μη πύρ και οίκος ανόμου θησαυρίζων θησαυρούς ανόμους και μετά ύβρεως αδικία; 11 ει δικαιωθήσεται εν ζυγώ άνομος και εν μαρσίππω στάθμια δόλου; 12 εξ ών τον πλούτον αυτών ασεβείας έπλησαν, και οι κατοικούντες αυτήν ελάλουν ψεύδη, και η γλώσσα αυτών υψώθη εν τώ στόματι αυτών. 13 και εγώ άρξομαι τού πατάξαι σε, αφανιώ σε εν ταίς αμαρτίαις σου. 14 σύ φάγεσαι και ου μη εμπλησθής· και συσκοτάσει εν σοί και εκνεύσει, και ου μη διασωθής· και όσοι αν διασωθώσιν, εις ρομφαίαν παραδοθήσονται. 15 σύ σπερείς και ου μη αμήσης, σύ πιέσεις ελαίαν και ου μη αλείψη έλαιον, και οίνον και ου μη πίητε, και αφανισθήσεται νόμιμα λαού μου. 16 και εφύλαξας τα δικαιώματα Ζαμβρί και πάντα τα έργα οίκου Αχαάβ και επορεύθητε εν ταίς βουλαίς αυτών, όπως παραδώ σε εις αφανισμόν και τους κατοικούντας αυτήν εις συρισμόν· και ονείδη λαών λήψεσθε.
1 ΟΙΜΟΙ, ότι εγενήθην ως συνάγων καλάμην εν αμήτω, και ως επιφυλλίδα εν τρυγητώ, ουχ υπάρχοντος βότρυος τού φαγείν τα πρωτόγονα. οίμοι, ψυχή, 2 ότι απόλωλεν ευσεβής από της γής και κατορθών εν ανθρώποις ουχ υπάρχει· πάντες εις αίματα δικάζονται, έκαστος τον πλησίον αυτού εκθλίβουσιν εκθλιβή, 3 επί το κακόν τας χείρας αυτών ετοιμάζουσιν. ο άρχων αιτεί, και ο κριτής ειρηνικούς λόγους ελάλησε, καταθύμιον ψυχής αυτού εστι. και εξελούμαι τα αγαθά αυτών 4 ως σής εκτρώγων και βαδίζων επί κανόνος εν ημέρα σκοπιάς. ουαί ουαί, αι εκδικήσεις σου ήκασι, νύν έσονται κλαυθμοί αυτών. 5 μη καταπιστεύετε εν φίλοις και μη ελπίζετε επί ηγουμένοις, από της συγκοίτου σου φύλαξαι τού αναθέσθαι τι αυτή· 6 διότι υιός ατιμάζει πατέρα, θυγάτηρ επαναστήσεται επί την μητέρα αυτής, νύμφη επί την πενθεράν αυτής, εχθροί πάντες ανδρός οι εν τώ οίκω αυτού. ~ 7 Εγώ δε επί τον Κύριον επιβλέψομαι, υπομενώ επί τώ Θεώ τώ σωτήρί μου, εισακούσεταί μου ο Θεός μου. 8 μη επίχαιρέ μοι, η εχθρά μου, ότι πέπτωκα· και αναστήσομαι, διότι εάν καθίσω εν τώ σκότει, Κύριος φωτιεί μοι. 9 οργήν Κυρίου υποίσω, ότι ήμαρτον αυτώ, έως τού δικαιώσαι αυτόν την δίκην μου· και ποιήσει το κρίμα μου και εξάξει με εις το φώς. όψομαι την δικαιοσύνην αυτού,
10 και όψεται η εχθρά μου και περιβαλείται αισχύνην η λέγουσα προς με· που Κύριος ο Θεός σου; οι οφθαλμοί μου επόψονται αυτήν· νύν έσται εις καταπάτημα ως πηλός εν ταίς οδοίς 11 ημέρας αλοιφής πλίνθου. εξάλειψίς σου η ημέρα εκείνη, και αποτρίψεται νόμιμά σου η ημέρα εκείνη· 12 και αι πόλεις σου ήξουσιν εις ομαλισμόν και εις διαμερισμόν Ασσυρίων και αι πόλεις σου αι οχυραί εις διαμερισμόν από Τύρου έως τού ποταμού και από θαλάσσης έως θαλάσσης και από όρους έως τού όρους· 13 και έσται η γη εις αφανισμόν σύν τοίς κατοικούσιν αυτήν από καρπών επιτηδευμάτων αυτών. ~ 14 Ποίμανε λαόν σου εν ράβδω σου, πρόβατα κληρονομίας σου, κατασκηνούντας καθ’ εαυτούς δρυμόν εν μέσω τού Καρμήλου· νεμήσονται την Βασανίτιν και την Γαλλαδίτιν καθώς αι ημέραι τού αιώνος. 15 και κατά τας ημέρας εξοδίας σου εξ Αιγύπτου όψεσθε θαυμαστά. 16 όψονται έθνη και καταισχυνθήσονται εκ πάσης της ισχύος αυτών, επιθήσουσι χείρας επί το στόμα αυτών, τα ώτα αυτών αποκωφωθήσεται, 17 λείξουσι χούν ως όφεις σύροντες γήν, συγχυθήσονται εν συγκλεισμώ αυτών· επί τώ Κυρίω Θεώ ημών εκστήσονται και φοβηθήσονται από σού. 18 τις Θεός ώσπερ σύ; εξαίρων ανομίας και υπερβαίνων ασεβείας τοίς καταλοίποις της κληρονομίας αυτού και ου συνέσχεν εις μαρτύριον οργήν αυτού, ότι θελητής ελέους εστίν. 19 αυτός επιστρέψει και οικτειρήσει ημάς, καταδύσει τας αδικίας ημών και απορριφήσονται εις τα βάθη της θαλάσσης, πάσας τας αμαρτίας ημών.
20 δώσει εις αλήθειαν τώ Ιακώβ, έλεον τώ Αβραάμ, καθότι ώμοσας τοίς πατράσιν ημών κατά τας ημέρας τας έμπροσθεν.
1 ΛΟΓΟΣ Κυρίου, ός εγενήθη προς Ιωήλ τον τού Βαθουήλ. 2 Ακούσατε ταύτα, οι πρεσβύτεροι, και ενωτίσασθε, πάντες οι κατοικούντες την γήν. ει γέγονε τοιαύτα εν ταίς ημέραις υμών ή εν ταίς ημέραις των πατέρων υμών; 3 υπέρ αυτών τοίς τέκνοις υμών διηγήσασθε, και τα τέκνα υμών τοίς τέκνοις αυτών, και τα τέκνα αυτών εις γενεάν ετέραν. 4 τα κατάλοιπα της κάμπης κατέφαγεν η ακρίς, και τα κατάλοιπα της ακρίδος κατέφαγεν ο βρούχος, και τα κατάλοιπα τού βρούχου κατέφαγεν η ερυσίβη. 5 εκνήψατε, οι μεθύοντες, εξ οίνου αυτών και κλαύσατε· θρηνήσατε, πάντες οι πίνοντες οίνον εις μέθην, ότι εξήρθη εκ στόματος υμών ευφροσύνη και χαρά. 6 ότι έθνος ανέβη επί την γήν μου ισχυρόν και αναρίθμητον, οι οδόντες αυτού, οδόντες λέοντος, και αι μύλαι αυτού σκύμνου. 7 έθετο την άμπελόν μου εις αφανισμόν και τας συκάς μου εις συγκλασμόν· ερευνών εξηρεύνησεν αυτήν και έρριψεν, ελεύκανε τα κλήματα αυτής. 8 θρήνησον προς με υπέρ νύμφην περιεζωσμένην σάκκον επί τον άνδρα αυτής τον παρθενικόν. 9 εξήρται θυσία και σπονδή εξ οίκου Κυρίου. πενθείτε, οι ιερείς οι λειτουργούντες θυσιαστηρίω Κυρίου,
10 ότι τεταλαιπώρηκε τα πεδία· πενθείτω η γη, ότι τεταλαιπώρηκε σίτος, εξηράνθη οίνος, ωλιγώθη έλαιον. 11 εξηράνθησαν γεωργοί· θρηνείτε, κτήματα, υπέρ πυρού και κριθής, ότι απόλωλε τρυγητός εξ αγρού· 12 η άμπελος εξηράνθη, και αι συκαί ωλιγώθησαν· ρόα και φοίνιξ και μήλον και πάντα τα ξύλα τού αγρού εξηράνθησαν, ότι ήσχυναν χαράν οι υιοί των ανθρώπων. 13 περιζώσασθε και κόπτεσθε, οι ιερείς, θρηνείτε οι λειτουργούντες θυσιαστηρίω· εισέλθετε υπνώσατε εν σάκκοις λειτουργούντες Θεώ, ότι απέσχηκεν εξ οίκου Θεού υμών θυσία και σπονδή. 14 αγιάσατε νηστείαν, κηρύξατε θεραπείαν, συναγάγετε πρεσβυτέρους πάντας κατοικούντας γήν εις οίκον Θεού υμών και κεκράξετε προς Κύριον εκτενώς· 15 οίμοι, οίμοι, οίμοι εις ημέραν, ότι εγγύς η ημέρα Κυρίου και ως ταλαιπωρία εκ ταλαιπωρίας ήξει. 16 κατέναντι των οφθαλμών υμών βρώματα εξωλοθρεύθη, εξ οίκου Θεού υμών ευφροσύνη και χαρά. 17 εσκίρτησαν δαμάλεις επί ταίς φάτναις αυτών, ηφανίσθησαν θησαυροί, κατεσκάφησαν ληνοί, ότι εξηράνθη σίτος. 18 τι αποθήσομεν εαυτοίς; έκλαυσαν βουκόλια βοών, ότι ουχ υπήρχε νομή αυτοίς, και τα ποίμνια των προβάτων ηφανίσθησαν. 19 προς σε, Κύριε, βοήσομαι, ότι πύρ ανήλωσε τα ωραία της ερήμου, και φλόξ ανήψε πάντα τα ξύλα τού αγρού·
20 και τα κτήνη τού πεδίου ανέβλεψαν προς σε, ότι εξηράνθησαν αφέσεις υδάτων και πύρ κατέφαγε τα ωραία της ερήμου.
1 ΣΑΛΠΙΣΑΤΕ σάλπιγγι εν Σιών, κηρύξατε εν όρει αγίω μου, και συγχυθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την γήν, διότι πάρεστιν ημέρα Κυρίου, ότι εγγύς, 2 ημέρα σκότους και γνόφου, ημέρα νεφέλης και ομίχλης. ως όρθρος χυθήσεται επί τα όρη λαός πολύς και ισχυρός· όμοιος αυτώ ου γέγονεν από τού αιώνος και μετ΄ αυτόν ου προστεθήσεται έως ετών εις γενεάς γενεών. 3 τα έμπροσθεν αυτού πύρ αναλίσκον, και τα οπίσω αυτού αναπτομένη φλόξ· ως παράδεισος τρυφής η γη πρό προσώπου αυτού, και τα όπισθεν αυτού πεδίον αφανισμού, και ανασωζόμενος ουκ έσται αυτώ. 4 ως όρασις ίππων η όψις αυτών, και ως ιππείς ούτως καταδιώξονται· 5 ως φωνή αρμάτων επί τας κορυφάς των ορέων εξαλούνται και ως φωνή φλογός πυρός κατεσθιούσης καλάμην και ως λαός πολύς και ισχυρός παρατασσόμενος εις πόλεμον. 6 από προσώπου αυτού συντριβήσονται λαοί, πάν πρόσωπον ως πρόσκαυμα χύτρας. 7 ως μαχηταί δραμούνται και ως άνδρες πολεμισταί αναβήσονται επί τα τείχη, και έκαστος εν τή οδώ αυτού πορεύσεται, και ου μη εκκλίνουσι τας τρίβους αυτών, 8 και έκαστος από τού αδελφού αυτού ουκ αφέξεται, καταβαρυνόμενοι εν τοίς όπλοις αυτών πορεύσονται και εν τοίς βέλεσιν αυτών πεσούνται και ου μη συντελεσθώσι. 9 της πόλεως επιλήψονται και επί των τειχέων δραμούνται και επί τας οικίας αναβήσονται και διά θυρίδων εισελεύσονται ως κλέπται.
10 πρό προσώπου αυτών συγχυθήσεται η γη και σεισθήσεται ο ουρανός, ο ήλιος και η σελήνη συσκοτάσουσι, και τα άστρα δύσουσι το φέγγος αυτών. 11 και Κύριος δώσει φωνήν αυτού πρό προσώπου δυνάμεως αυτού, ότι πολλή εστι σφόδρα η παρεμβολή αυτού, ότι ισχυρά έργα λόγων αυτού· διότι μεγάλη η ημέρα Κυρίου, επιφανής σφόδρα, και τις έσται ικανός αυτή; 12 και νύν λέγει Κύριος ο Θεός υμών· επιστράφητε προς με εξ όλης της καρδίας υμών και εν νηστεία και εν κλαυθμώ και εν κοπετώ· 13 και διαρρήξατε τας καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών και επιστράφητε προς Κύριον τον Θεόν υμών, ότι ελεήμων και οικτίρμων εστί, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοών επί ταίς κακίαις. 14 τις οίδεν ει επιστρέψει και μετανοήσει και υπολείψεται οπίσω αυτού ευλογίαν και θυσίαν και σπονδήν Κυρίω τώ Θεώ υμών; 15 σαλπίσατε σάλπιγγι εν Σιών, αγιάσατε νηστείαν, κηρύξατε θεραπείαν, 16 συναγάγετε λαόν, αγιάσατε εκκλησίαν, εκλέξασθε πρεσβυτέρους, συναγάγετε νήπια θηλάζοντα μαστούς, εξελθέτω νυμφίος εκ τού κοιτώνος αυτού και νύμφη εκ τού παστού αυτής. 17 ανά μέσον της κρηπίδος τού θυσιαστηρίου κλαύσονται οι ιερείς οι λειτουργούντες τώ Κυρίω και ερούσι· φείσαι, Κύριε, τού λαού σου και μη δώς την κληρονομίαν σου εις όνειδος τού κατάρξαι αυτών έθνη, όπως μη είπωσιν εν τοί έθνεσι· που εστιν ο Θεός αυτών; ~ 18 Καί εζήλωσε Κύριος την γήν αυτού και εφείσατο τού λαού αυτού. 19 και απεκρίθη Κύριος και είπε τώ λαώ αυτού· ιδού εγώ εξαποστέλλω υμίν τον σίτον και τον οίνον και το έλαιον, και εμπλησθήσεσθε αυτών, και ου δώσω υμάς ουκέτι εις ονειδισμόν εν τοίς έθνεσι·
20 και τον από Βορρά εκδιώξω αφ’ υμών και εξώσω αυτόν εις γήν άνυδρον και αφανιώ το πρόσωπον αυτού εις την θάλασσαν την πρώτην και τα οπίσω αυτού εις την θάλασσαν την εσχάτην, και αναβήσεται η σαπρία αυτού, και αναβήσεται ο βρόμος αυτού, ότι εμεγάλυνε τα έργα αυτού. 21 θάρσει, γη, χαίρε και ευφραίνου, ότι εμεγάλυνε Κύριος τού ποιήσαι. 22 θαρσείτε, κτήνη τού πεδίου, ότι βεβλάστηκε τα πεδία της ερήμου, ότι ξύλον ήνεγκε τον καρπόν αυτού, συκή και άμπελος έδωκαν την ισχύν αυτών. 23 και τα τέκνα Σιών, χαίρετε και ευφραίνεσθε επί τώ Κυρίω Θεώ υμών, διότι έδωκεν υμίν τα βρώματα εις δικαιοσύνην και βρέξει υμίν υετόν πρώιμον και όψιμον καθώς έμπροσθεν. 24 και πλησθήσονται αι άλωνες σίτου, και υπερεκχυθήσονται αι ληνοί οίνου και ελαίου. 25 και ανταποδώσω υμίν αντί των ετών ών κατέφαγεν η ακρίς και ο βρούχος και η ερυσίβη και η κάμπη, η δύναμίς μου η μεγάλη, ήν εξαπέστειλα εις υμάς. 26 και φάγεσθε εσθίοντες και εμπλησθήσεσθε και αινέσετε το όνομα Κυρίου τού Θεού υμών, ά εποίησε μεθ’ υμών εις θαυμάσια, και ου μη καταισχυνθή ο λαός μου εις τον αιώνα· 27 και επιγνώσεσθε ότι εν μέσω τού Ισραήλ εγώ ειμι, και εγώ Κύριος ο Θεός υμών, και ουκ έστιν έτι πλήν εμού, και ου μη καταισχυνθώσιν έτι ο λαός μου εις τον αιώνα.
1 ΚΑΙ έσται μετά ταύτα και εκχεώ από τού πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται· 2 και επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταίς ημέραις εκείναις εκχεώ από τού πνεύματός μου. 3 και δώσω τέρατα εν ουρανώ και επί της γής, αίμα και πύρ και ατμίδα καπνού· 4 ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότος και η σελήνη εις αίμα πριν ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή. 5 και έσται, πάς, ός αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου, σωθήσεται· ότι εν τώ όρει Σιών και εν Ιερουσαλήμ έσται ανασωζόμενος, καθότι είπε Κύριος, και ευαγγελιζόμενοι, ούς Κύριος προσκέκληται.
1 ΟΤΙ ιδού εγώ εν ταίς ημέραις εκείναις και εν τώ καιρώ εκείνω, όταν επιστρέψω την αιχμαλωσίαν Ιούδα και Ιερουσαλήμ, 2 και συνάξω πάντα τα έθνη και κατάξω αυτά εις την κοιλάδα Ιωσαφάτ και διακριθήσομαι προς αυτούς εκεί υπέρ τού λαού μου και της κληρονομίας μου Ισραήλ, οί διεσπάρησαν εν τοίς έθνεσι· και την γήν μου καταδιείλαντο 3 και επί τον λαόν μου έβαλον κλήρους και έδωκαν τα παιδάρια πόρναις και τα κοράσια επώλουν αντί τού οίνου και έπινον. 4 και τι υμείς εμοί, Τύρος και Σιδών και πάσα Γαλιλαία αλλοφύλων; μη ανταπόδομα υμείς ανταποδίδοτέ μοι; ή μνησικακείτε υμείς επ’ εμοί οξέως; και ταχέως ανταποδώσω το ανταπόδομα υμών εις κεφαλάς υμών, 5 ανθ’ ών το αργύριόν μου και το χρυσίον μου ελάβετε και τα επίλεκτά μου τα καλά εισηνέγκατε εις τους ναούς υμών 6 και τους υιούς Ιούδα και τους υιούς Ιερουσαλήμ απέδοσε τοίς υιοίς των Ελλήνων, όπως εξώσητε αυτούς εκ των ορίων αυτών. 7 και ιδού εγώ εξεγείρω αυτούς εκ τού τόπου, ού απέδοσθε αυτούς εκεί, και ανταποδώσω το ανταπόδομα υμών εις κεφαλάς υμών 8 και αποδώσομαι τους υιούς υμών και τας θυγατέρας υμών εις χείρας των υιών Ιούδα, και αποδώσονται αυτούς εις αιχμαλωσίαν εις έθνος μακράν απέχον, ότι Κύριος ελάλησε. ~ 9 Κηρύξατε ταύτα εν τοίς έθνεσιν, αγιάσατε πόλεμον, εξεγείρατε τους μαχητάς, προσαγάγετε και αναβαίνετε, πάντες άνδρες πολεμισταί.
10 συγκόψατε τα άροτρα υμών εις ρομφαίας και τα δρέπανα υμών εις σειρομάστας· ο αδύνατος λεγέτω ότι ισχύω εγώ. 11 συναθροίζεσθε και εισπορεύεσθε, πάντα τα έθνη κυκλόθεν, και συνάχθητε εκεί· ο πραυ±ς έστω μαχητής. 12 εξεγειρέσθωσαν και αναβαινέτωσαν πάντα τα έθνη εις την κοιλάδα Ιωσαφάτ, διότι εκεί καθιώ τού διακρίναι πάντα τα έθνη κυκλόθεν. 13 εξαποστείλατε δρέπανα, ότι παρέστηκεν ο τρυγητός· εισπορεύεσθε, πατείτε, διότι πλήρης η ληνός· υπερεκχείτε τα υπολήνια, ότι πεπλήθυνται τα κακά αυτών. 14 ήχοι εξήχησαν εν τή κοιλάδι της δίκης, ότι εγγύς ημέρα Κυρίου εν τή κοιλάδι της δίκης. 15 ο ήλιος και η σελήνη συσκοτάσουσι, και οι αστέρες δύσουσι φέγγος αυτών. 16 ο δε Κύριος εκ Σιών ανακεκράξεται και εξ Ιερουσαλήμ δώσει φωνήν αυτού, και σεισθήσεται ο ουρανός και η γη· ο δε Κύριος φείσεται τού λαού αυτού, και ενισχύσει τους υιούς Ισραήλ. 17 και επιγνώσεσθε, διότι εγώ Κύριος ο Θεός υμών ο κατασκηνών εν Σιών όρει αγίω μου· και έσται Ιερουσαλήμ αγία, και αλλογενείς ου διελεύσονται δι’ αυτής ουκέτι. 18 και έσται εν τή ημέρα εκείνη αποσταλάξει τα όρη γλυκασμόν, και οι βουνοί ρυήσονται γάλα, και πάσαι αι αφέσεις Ιούδα ρυήσονται ύδατα, και πηγή εξ οίκου Κυρίου εξελεύσεται και ποτιεί τον χειμάρρουν των σχοίνων. 19 Αίγυπτος εις αφανισμόν έσται, και η Ιδουμαία εις πεδίον αφανισμού έσται εξ αδικιών υιών Ιούδα, ανθ’ ών εξέχεαν αίμα δίκαιον εν τή γη αυτών.
20 η δε Ιουδαία εις τον αιώνα κατοικηθήσεται και Ιερουσαλήμ εις γενεάς γενεών. 21 και εκζητήσω το αίμα αυτών και ου μη αθωώσω, και Κύριος κατασκηνώσει εν Σιών.
1 Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός τή Ιδουμαία· ακοήν ήκουσα παρά Κυρίου, και περιοχήν εις τα έθνη εξαπέστειλεν. ανάστητε, και εξαναστώμεν επ’ αυτήν εις πόλεμον. 2 ιδού ολιγοστόν δέδωκά σε εν τοίς έθνεσιν, ητιμωμένος εί σύ σφόδρα. 3 υπερηφανία της καρδίας σου επήρέ σε κατασκηνούντα εν ταίς οπαίς των πετρών, υψών κατοικίαν αυτού, λέγων εν καρδία αυτού· τις κατάξει με επί την γήν; 4 εάν μετεωρισθής ως αετός και εάν ανά μέσον των άστρων θής νοσσιάν σου, εκείθεν κατάξω σε, λέγε Κύριος. 5 ει κλέπται εισήλθον προς σε ή λησταί νυκτός, που αν απερρίφης; ουκ αν έκλεψαν τα ικανά εαυτοίς; και ει τρυγηταί εισήλθον προς σε, ουκ αν υπελίποντο επιφυλλίδα; 6 πώς εξηρευνήθη Ησαύ και κατελήφθη τα κεκρυμμένα αυτού; 7 έως των ορίων εξαπέστειλάν σε πάντες οι άνδρες της διαθήκης σου, αντέστησάν σοι, ηδυνάσθησαν προς σε άνδρες ειρηνικοί σου, έθηκαν ένεδρα υποκάτω σου, ουκ έστι σύνεσις αυτοίς. 8 εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος, απολώ σοφούς εκ της Ιδουμαίας και σύνεσιν εξ όρους Ησαύ· 9 και πτοηθήσονται οι μαχηταί σου οι εκ Θαιμάν, όπως εξαρθή άνθρωπος εξ όρους Ησαύ
10 διά την σφαγήν και την ασέβειαν την εις τον αδελφόν σου Ιακώβ, και καλύψει σε αισχύνη και εξαρθήση εις τον αιώνα. ~11 Αφ΄ ής ημέρας αντέστης εξεναντίας εν ημέραις αιχμαλωτευόντων αλλογενών δύναμιν αυτού και αλλότριοι εισήλθον εις πύλας αυτού και επί Ιερουσαλήμ έβαλον κλήρους, και σύ ής ως είς εξ αυτών. 12 και μη επίδης ημέραν αδελφού σου εν ημέρα αλλοτρίων και μη επιχαρής επί τους υιούς Ιούδα εν ημέρα απωλείας αυτών και μη μεγαλορρημονήσης εν ημέρα θλίψεως, 13 μηδέ εισέλθης εις πύλας λαών εν ημέρα πόνων αυτών, μηδέ επίδης και σύ την συναγωγήν αυτών εν ημέρα ολέθρου αυτών και μη συνεπιθή επί την δύναμιν αυτών εν ημέρα απωλείας αυτών. 14 μηδέ επιστής επί τας διεκβολάς αυτών τού εξολοθρεύσαι τους ανασωζομένους αυτών, μηδέ συγκλείσης τους φεύγοντας εξ αυτών εν ημέρα θλίψεως. 15 διότι εγγύς ημέρα Κυρίου επί πάντα τα έθνη· ον τρόπον εποίησας, ούτως έσται σοι· το ανταπόδομά σου ανταποδοθήσεται εις κεφαλήν σου. 16 διότι ον τρόπον έπιες επί το όρος το άγιόν μου, πίονται πάντα τα έθνη οίνον· πίονται και καταβήσονται και έσονται καθώς ουχ υπάρχοντες. ~17 Εν δε τώ όρει Σιών έσται η σωτηρία, και έσται άγιον· και κατακληρονομήσουσιν ο οίκος Ιακώβ τους κατακληρονομήσαντας αυτούς. 18 και έσται ο οίκος Ιακώβ πύρ, ο δε οίκος Ιωσήφ φλόξ, ο δε οίκος Ησαύ εις καλάμην, και εκκαυθήσονται εις αυτούς και καταφάγονται αυτούς, και ουκ έσται πυροφόρος εν τώ οίκω Ησαύ, διότι Κύριος ελάλησε. 19 και κατακληρονομήσουσιν οι εν Ναγέβ το όρος το Ησαύ και οι εν τή Σεφηλά τους αλλοφύλους και κατακληρονομήσουσι το όρος Εφραίμ και το πεδίον Σαμαρείας και Βενιαμίν και την Γαλααδίτιν.
20 και της μετοικεσίας η αρχή αύτη· τοίς υιοίς Ισραήλ γη των Χαναναίων έως Σαρεπτών και η μετοικεσία Ιερουσαλήμ έως Εφραθά, και κληρονομήσουσι τας πόλεις τού Ναγέβ. 21 και αναβήσονται ανασωζόμενοι εξ όρους Σιών τού εκδικήσαι το όρος Ησαύ, και έσται τώ Κυρίω η βασιλεία.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιωνάν τον τού Αμαθί λέγων· 2 ανάστηθι και πορεύθητι εις Νινευή την πόλιν την μεγάλην και κήρυξον εν αυτή, ότι ανέβη η κραυγή της κακίας αυτής προς με. 3 και ανέστη Ιωνάς τού φυγείν εις Θαρσίς εκ προσώπου Κυρίου και κατέβη εις Ιόππην και εύρε πλοίον βαδίζον εις Θαρσίς και έδωκε τον ναύλον αυτού και ενέβη εις αυτό τού πλεύσαι μετ’ αυτών εις Θαρσίς εκ προσώπου Κυρίου. 4 και Κύριος εξήγειρε πνεύμα μέγα εις την θάλασσαν, και εγένετο κλύδων μέγας εν τή θαλάσση, και το πλοίον εκινδύνευε τού συντριβήναι. 5 και εφοβήθησαν οι ναυτικοί και ανεβόησαν έκαστος προς το θεόν αυτού και εκβολήν εποιήσαντο των σκευών των εν τώ πλοίω εις την θάλασσαν τού κουφισθήναι απ΄ αυτών. Ιωνάς δε κατέβη εις την κοίλην τού πλοίου και εκάθευδε και έρρεγχε. 6 και προσήλθε προς αυτόν ο πρωρεύς και είπεν αυτώ· τι σύ ρέγχεις; ανάστα και επικαλού τον Θεόν σου, όπως διασώση ο Θεός ημάς και ου μη απολώμεθα. 7 και είπεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· δεύτε βάλωμεν κλήρους και επιγνώμεν τίνος ένεκεν η κακία αύτη εστίν εν ημίν; και έβαλον κλήρους, και έπεσεν ο κλήρος επί Ιωνάν. 8 και είπον προς αυτόν· απάγγειλον ημίν τίνος ένεκεν η κακία αύτη εστίν εν ημίν; τις σου η εργασία εστί; και πόθεν έρχη, και τού πορεύη, και εκ ποίας χώρας και εκ ποίου λαού εί σύ; 9 και είπε προς αυτούς· δούλος Κυρίου ειμί εγώ και τον Κύριον Θεόν τού ουρανού εγώ σέβομαι, ός εποίησε την θάλασσαν και την ξηράν.
10 και εφοβήθησαν οι άνδρες φόβον μέγαν και είπον προς αυτόν· τι τούτο εποίησας; διότι έγνωσαν οι άνδρες, ότι εκ προσώπου Κυρίου ήν φεύγων, ότι απήγγειλεν αυτοίς. 11 και είπον προς αυτόν· τι ποιήσομέν σοι και κοπάσει η θάλασσα αφ’ ημών; ότι η θάλασσα επορεύετο και εξήγειρε μάλλον κλύδωνα. 12 και είπεν Ιωνάς προς αυτούς· άρατέ με και εμβάλετέ με εις την θάλασσαν, και κοπάσει η θάλασσα αφ’ υμών· διότι έγνωκα εγώ ότι δι’ εμέ ο κλύδων ο μέγας ούτος εφ’ υμάς εστι. 13 και παρεβιάζοντο οι άνδρες τού επιστρέψαι προς την γήν και ουκ ηδύναντο, ότι η θάλασσα επορεύετο και εξηγείρετο μάλλον επ’ αυτούς. 14 και ανεβόησαν προς Κύριον και είπαν· μηδαμώς, Κύριε, μη απολώμεθα ένεκεν της ψυχής τού ανθρώπου τούτου, και μη δώς εφ’ ημάς αίμα δίκαιον, διότι σύ, Κύριε, ον τρόπον εβούλου, πεποίηκας. 15 και έλαβον τον Ιωνάν και εξέβαλον αυτόν εις την θάλασσαν, και έστη η θάλασσα εκ τού σάλου αυτής. 16 και εφοβήθησαν οι άνδρες φόβω μεγάλω τον Κύριον και έθησαν θυσίαν τώ Κυρίω και ηύξαντο τας ευχάς.
1 ΚΑΙ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλω καταπιείν τον Ιωνάν· και ήν Ιωνάς εν τή κοιλία τού κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. 2 και προσηύξατο Ιωνάς προς Κύριον τον Θεόν αυτού εκ της κοιλίας τού κήτους 3 και είπεν· Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου, και εισήκουσέ μου· εκ κοιλίας άδου κραυγής μου ήκουσας φωνής μου. 4 απέρριψάς με εις βάθη καρδίας θαλάσσης, και ποταμοί εκύκλωσάν με· πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ’ εμέ διήλθον. 5 και εγώ είπα· απώσμαι εξ οφθαλμών σου· άρα προσθήσω τού επιβλέψαι με προς ναόν τον άγιόν σου; 6 περιεχύθη μοι ύδωρ έως ψυχής, άβυσσος εκύκλωσέ με εσχάτη, έδυ η κεφαλή μου εις σχισμάς ορέων. 7 κατέβην εις γήν, ής οι μοχλοί αυτής κάτοχοι αιώνιοι, και αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου, προς σε Κύριε ο Θεός μου. 8 εν τώ εκλείπειν απ΄ εμού την ψυχήν μου τού Κυρίου εμνήσθην, και έλθοι προς σε η προσευχή μου εις ναόν το άγιόν σου. 9 φυλασσόμενοι μάταια και ψευδή έλεον αυτών εγκατέλιπον.
10 εγώ δε μετά φωνής αινέσεως και εξομολογήσεως θύσω σοι, όσα ηυξάμην αποδώσω σοι εις σωτηρίαν μου τώ Κυρίω. 11 Καί προσέταξε Κύριος τώ κήτει, και εξέβαλε τον Ιωνάν επί την ξηράν.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιωνάν εκ δευτέρου λέγων· 2 ανάστηθι και πορεύθητι εις Νινευή την πόλιν την μεγάλην και κήρυξον εν αυτή κατά το κήρυγμα το έμπροσθεν, ό εγώ ελάλησα προς σε. 3 και ανέστη Ιωνάς και επορεύθη εις Νινευή, καθά ελάλησε Κύριος· η δε Νινευή ήν πόλις μεγάλη τώ Θεώ ωσεί πορείας οδού τριών ημερών. 4 και ήρξατο Ιωνάς τού εισελθείν εις την πόλιν ωσεί πορείαν ημέρας μιάς και εκήρυξε και είπεν· έτι τρεις ημέραι και Νινευή καταστραφήσεται. 5 και επίστευσαν οι άνδρες Νινευή τώ Θεώ και εκήρυξαν νηστείαν και ενεδύσαντο σάκκους από μεγάλου αυτών έως μικρού αυτών. 6 και ήγγισεν ο λόγος προς τον βασιλέα της Νινευή, και εξανέστη από τού θρόνου αυτού και περιείλετο την στολήν αυτού αφ’ εαυτού και περιεβάλετο σάκκον και εκάθισεν επί σποδού. 7 και εκηρύχθη και ερρέθη εν τή Νινευή παρά τού βασιλέως και παρά των μεγιστάνων αυτού λέγων· οι άνθρωποι και τα κτήνη και οι βόες και τα πρόβατα μη γευσάσθωσαν μηδέ νεμέσθωσαν μηδέ ύδωρ πιέτωσαν. 8 και περιεβάλλοντο σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνη, και ανεβόησαν προς τον Θεόν εκτενώς· και απέστρεψαν έκαστος από της οδού αυτών της πονηράς και από της αδικίας της εν χερσίν αυτών λέγοντες· 9 τις οίδεν ει μετανοήσει ο Θεός και αποστρέψει εξ οργής θυμού αυτού και ου μη απολώμεθα;
10 και είδεν ο Θεός τα έργα αυτών, ότι απέστρεψαν από των οδών αυτών των πονηρών, και μετενόησεν ο Θεός επί τή κακία, ή ελάλησε τού ποιήσαι αυτοίς, και ουκ εποίησε.
1 ΚΑΙ ελυπήθη Ιωνάς λύπην μεγάλην και συνεχύθη, 2 και προσηύξατο προς Κύριον και είπεν· Ώ Κύριε, ουχ ούτοι οι λόγοι μου έτι όντος μου εν τή γη μου; διά τούτο προέφθασα τού φυγείν εις Θαρσίς, διότι έγνων ότι σύ ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοών επί ταίς κακίαις. 3 και νύν, δέσποτα Κύριε, λάβε την ψυχήν μου απ’ εμού, ότι καλόν το αποθανείν με μάλλον, ή ζήν με. 4 και είπε Κύριος προς Ιωνάν· ει σφόδρα λελύπησαι σύ; 5 και εξήλθεν Ιωνάς εκ της πόλεως και εκάθισεν απέναντι της πόλεως· και εποίησεν εαυτώ εκεί σκηνήν και εκάθητο υποκάτω αυτής, έως ού απίδη τι έσται τή πόλει. 6 και προσέταξε Κύριος ο Θεός κολοκύνθη, και ανέβη υπέρ κεφαλής τού Ιωνά τού είναι σκιάν υπεράνω της κεφαλής αυτού τού σκιάζειν αυτώ από των κακών αυτού. και εχάρη Ιωνάς επί τή κολοκύνθη χαράν μεγάλην. 7 και προσέταξεν ο Θεός σκώληκι εωθινή τή επαύριον, και επάταξε την κολοκύνθαν, και απεξηράνθη. 8 και εγένετο άμα τώ ανατείλαι τον ήλιον και προσέταξεν ο Θεός πνεύματι καύσωνι συγκαίοντι, και επάταξεν ο ήλιος επί την κεφαλήν τού Ιωνά· και ωλιγοψύχησε και επελέγετο την ψυχήν αυτού και είπε· καλόν μοι αποθανείν με ή ζήν. 9 και είπεν ο Θεός προς Ιωνάν· ει σφόδρα λελύπησαι σύ επί τή κολοκύνθη; και είπε· σφόδρα λελύπημαι εγώ εως θανάτου.
10 και είπε Κύριος· σύ εφείσω υπέρ της κολοκύνθης, υπέρ ής ουκ εκακοπάθησας επ΄ αυτήν ουδέ εξέθρεψας αυτήν, ή εγενήθη υπό νύκτα και υπό νύκτα απώλετο. 11 εγώ δε ου φείσομαι υπέρ Νινευή της πόλεως της μεγάλης, εν ή κατοικούσι πλείους ή δώδεκα μυριάδες ανθρώπων, οίτινες ουκ έγνωσαν δεξιάν αυτών ή αριστεράν αυτών, και κτήνη πολλά;
1 ΛΗΜΜΑ Νινευή, βιβλίον οράσεως Ναούμ τού Ελκεσαίου. 2 Θεός ζηλωτής και εκδικών Κύριος, εκδικών Κύριος μετά θυμού, εκδικών Κύριος τους υπεναντίους αυτού, και εξαίρων αυτός τους εχθρούς αυτού. 3 Κύριος μακρόθυμος, και μεγάλη η ισχύς αυτού, και αθώον ουκ αθωώσει Κύριος. εν συντελεία και εν συσσεισμώ η οδός αυτού, και νεφέλαι κονιορτός ποδών αυτού. 4 απειλών θαλάσση και ξηραίνων αυτήν και πάντας τους ποταμούς εξερημών· ωλιγώθη η Βασανίτις και ο Κάρμηλος, και τα εξανθούντα τού Λιβάνου εξέλιπε. 5 τα όρη εσείσθησαν απ’ αυτού, και οι βουνοί εσαλεύθησαν· και ανεστάλη η γη από προσώπου αυτού η σύμπασα και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. 6 από προσώπου οργής αυτού τις υποστήσεται; και τις αντιστήσεται εν οργή θυμού αυτού; ο θυμός αυτού τήκει αρχάς, και αι πέτραι διεθρύβησαν απ΄ αυτού. 7 χρηστός Κύριος τοίς υπομένουσιν αυτόν εν ημέρα θλίψεως και γινώσκων τους ευλαβουμένους αυτόν· 8 και εν κατακλυσμώ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τους επεγειρομένους, και τους εχθρούς αυτού διώξεται σκότος. 9 τι λογίζεσθε επί τον Κύριον; συντέλειαν αυτός ποιήσεται, ουκ εκδικήσει δίς επί το αυτό εν θλίψει·
10 ότι έως θεμελίου αυτού χερσωθήσεται και ως σμίλαξ περιπλεκομένη βρωθήσεται και ως καλάμη ξηρασίας μεστή. 11 εκ σού εξελεύσεται λογισμός κατά τού Κυρίου πονηρά βουλευόμενος εναντία. 12 τάδε λέγει Κύριος κατάρχων υδάτων πολλών· και ούτως διασταλήσονται, και η ακοή σου ουκ ενακουσθήσεται έτι. 13 και νύν συντρίψω την ράβδον αυτού από σού και τους δεσμούς σου διαρρήξω· 14 και εντελείται περί σού Κύριος, ου σπαρήσεται εκ τού ονόματός σου έτι· εξ οίκου Θεού σου εξολοθρεύσω τα γλυπτά και χωνευτά· θήσομαι ταφήν σου, ότι ταχείς.
1 ΙΔΟΥ επί τα όρη οι πόδες ευαγγελιζομένου και απαγγέλλοντος ειρήνην· εόρταζε, Ιούδα, τας εορτάς σου, απόδος τας ευχάς σου, διότι ου μη προσθήσωσιν έτι τού διελθείν διά σού εις παλαίωσιν. ~ Συντετέλεσται, εξήρται. 2 ανέβη εμφυσών εις πρόσωπόν σου εξαιρούμενος εκ θλίψεως· σκόπευσον οδόν, κράτησον οσφύος, άνδρισαι τή ισχύι σφόδρα, 3 διότι απέστρεψε Κύριος την ύβριν Ιακώβ, καθώς ύβριν τού Ισραήλ, διότι εκτινάσσοντες εξετίναξαν αυτούς και τα κλήματα αυτών, διέφθειραν 4 όπλα δυναστείας αυτών εξ ανθρώπων, άνδρας δυνατούς εμπαίζοντας εν πυρί· αι ηνίαι των αρμάτων αυτών εν ημέρα ετοιμασίας αυτού, και οι ιππείς θορυβηθήσονται 5 εν ταίς οδοίς, και συγχυθήσονται τα άρματα και συμπλακήσονται εν ταίς πλατείαις· η όρασις αυτών ως λαμπάδες πυρός και ως αστραπαί διατρέχουσαι. 6 και μνησθήσονται οι μεγιστάνες αυτών και φεύξονται ημέρας και ασθενήσουσιν εν τή πορεία αυτών και σπεύσουσιν επί τα τείχη αυτής και ετοιμάσουσι τας προφυλακάς αυτών. 7 πύλαι των ποταμών διηνοίχθησαν, και τα βασίλεια διέπεσε, 8 και η υπόστασις απεκαλύφθη, και αύτη ανέβαινε, και αι δούλαι αυτής ήγοντο καθώς περιστεραί φθεγγόμεναι εν καρδίαις αυτών. 9 και Νινευή, ως κολυμβήθρα ύδατος τα ύδατα αυτής, και αυτοί φεύγοντες ουκ έστησαν, και ουκ ήν ο επιβλέπων.
10 διήρπαζον το αργύριον, διήρπαζον το χρυσίον, και ουκ ήν πέρας τού κόσμου αυτής· βεβάρυνται υπέρ πάντα τα σκεύη τα επιθυμητά αυτής. 11 εκτιναγμός και ανατιναγμός και εκβρασμός και καρδίας θραυσμός και υπόλυσις γονάτων και ωδίνες επί πάσαν οσφύν, και το πρόσωπον πάντων ως πρόσκαυμα χύτρας. 12 που εστι το κατοικητήριον των λεόντων και η νομή η ούσα τοίς σκύμνοις, ού επορεύθη λέων τού εισελθείν εκεί, σκύμνος λέοντος και ουκ ήν ο εκφοβών; 13 λέων ήρπασε τα ικανά τοίς σκύμνοις αυτού και απέπνιξε τοίς λέουσιν αυτού και έπλησε θήρας νοσσιάν αυτού και το κατοικητήριον αυτού αρπαγής. 14 ιδού εγώ επί σε, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και εκκαύσω εν καπνώ πλήθός σου, και τους λέοντάς σου καταφάγεται ρομφαία, και εξολοθρεύσω εκ της γής την θήραν σου, και ου μη ακουσθή ουκέτι τα έργα σου.
1 Ω πόλις αιμάτων, όλη ψευδής, αδικίας πλήρης, ου ψηλαφηθήσεται θήρα. 2 φωνή μαστίγων και φωνή σεισμού τροχών και ίππου διώκοντος και άρματος αναβράσσοντος 3 και ιππέως αναβαίνοντος και στιλβούσης ρομφαίας και εξαστραπτόντων όπλων και πλήθους τραυματιών και βαρείας πτώσεως· και ουκ ήν πέρας τοίς έθνεσιν αυτής, και ασθενήσουσιν εν τοίς σώμασιν αυτών από πλήθους πορνείας. 4 πόρνη καλή και επίχαρις ηγουμένη φαρμάκων, η πωλούσα έθνη εν τή πορνεία αυτής και λαούς εν τοίς φαρμάκοις αυτής. 5 ιδού εγώ επί σε, λέγει Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, και αποκαλύψω τα οπίσω σου επί το πρόσωπόν σου και δείξω έθνεσι την αισχύνην σου και βασιλείαις την ατιμίαν σου. 6 και επιρρίψω επί σε βδελυγμόν κατά τας ακαθαρσίας σου και θήσομαί σε εις παράδειγμα, 7 και έσται πάς ο ορών σε καταβήσεται από σού και ερεί· δειλαία Νινευή· τις στενάξει αυτήν; πόθεν ζητήσω παράκλησιν αυτή; 8 ετοίμασαι μερίδα, άρμοσαι χορδήν, ετοίμασαι μερίδα, Αμμών η κατοικούσα εν ποταμοίς, ύδωρ κύκλω αυτής, ής η αρχή θάλασσα και ύδωρ τα τείχη αυτής, 9 και Αιθιοπία ισχύς αυτής και Αίγυπτος, και ουκ έστη πέρας της φυγής, και Λίβυες εγένοντο βοηθοί αυτής.
10 και αυτή εις μετοικεσίαν πορεύσεται αιχμάλωτος, και τα νήπια αυτής εδαφιούσιν επ’ αρχάς πασών των οδών αυτής, και επί πάντα τα ένδοξα αυτής βαλούσι κλήρους, και πάντες οι μεγιστάνες αυτής δεθήσονται χειροπέδαις. 11 και σύ μεθυσθήση και έση υπερεωραμένη, και σύ ζητήσεις σεαυτή στάσιν εξ εχθρών. 12 πάντα τα οχυρώματά σου συκαί σκοπούς έχουσαι· εάν σαλευθώσι, και πεσούνται εις στόμα έσθοντος. 13 ιδού ο λαός σου ως γυναίκες εν σοί· τοίς εχθροίς σου ανοιγόμεναι ανοιχθήσονται πύλαι της γής σου, και καταφάγεται πύρ τους μοχλούς σου. 14 ύδωρ περιοχής επίσπασαι σεαυτή και κατακράτησον των οχυρωμάτων σου, έμβηθι εις πηλόν και συμπατήθητι εν αχύροις, κατακράτησον υπέρ πλίνθον· 15 εκεί καταφάγεταί σε πύρ, εξολοθρεύσει σε ρομφαία, καταφάγεταί σε ως ακρίς, και βαρυνθήση ως βρούχος. 16 επλήθυνας τας εμπορίας σου υπέρ τα άστρα τού ουρανού· βρούχος ώρμησε και εξεπετάσθη. 17 εξήλατο ως αττέλεβος ο σύμμεικτός σου, ως ακρίς επιβεβηκυία επί φραγμόν εν ημέρα πάγους· ο ήλιος ανέτειλε, και αφήλατο, και ουκ έγνω τον τόπον αυτής· ουαί αυτοίς. 18 ενύσταξαν οι ποιμένες σου, βασιλεύς Ασσύριος εκοίμισε τους δυνάστας σου· απήρεν ο λαός σου επί τα όρη, και ουκ ήν ο εκδεχόμενος. 19 ουκ έστιν ίασις τή συντριβή σου, εφλέγμανεν η πληγή σου· πάντες οι ακούοντες την αγγελίαν σου κροτήσουσι χείρας επί σε· διότι επί τίνα ουκ επήλθεν η κακία σου διαπαντός;
1 ΤΟ λήμμα ό είδεν Αμβακούμ ο προφήτης.
2 Έως τίνος, Κύριε, κεκράξομαι και ου μη εισακούσης; βοήσομαι προς σε αδικούμενος και ου σώσεις; 3 ινατί έδειξάς μοι κόπους και πόνους, επιβλέπειν ταλαιπωρίαν και ασέβειαν; εξεναντίας μου γέγονε κρίσις, και ο κριτής λαμβάνει. 4 διά τούτο διεσκέδασται νόμος, και ου διεξάγεται εις τέλος κρίμα, ότι ο ασεβής καταδυναστεύει τον δίκαιον· ένεκεν τούτου εξελεύσεται το κρίμα διεστραμμένον. 5 ίδετε, οι καταφρονηταί, και επιβλέψατε και θαυμάσατε θαυμάσια και αφανίσθητε, διότι έργον εγώ εργάζομαι εν ταίς ημέραις υμών, ό ου μη πιστεύσητε, εάν τις εκδιηγήται. 6 διότι ιδού εγώ εξεγείρω εφ’ υμάς τους Χαλδαίους τους μαχητάς, το έθνος το πικρόν και το ταχινόν, το πορευόμενον επί τα πλάτη της γής τού κατακληρονομήσαι σκηνώματα ουκ αυτού. 7 φοβερός και επιφανής εστιν, εξ αυτού το κρίμα αυτού έσται και το λήμμα αυτού εξ αυτού εξελεύσεται. 8 και εξαλούνται υπέρ παρδάλεις οι ίπποι αυτού και οξύτεροι υπέρ τους λύκους της Αραβίας· και εξιππάσονται οι ιππείς αυτού και ορμήσουσι μακρόθεν και πετασθήσονται ως αετός πρόθυμος εις το φαγείν. 9 συντέλεια εις ασεβείς ήξει, ανθεστηκότας προσώποις αυτών εξεναντίας και συνάξει ως άμμον αιχμαλωσίαν.
10 και αυτός εν βασιλεύσιν εντρυφήσει και τύραννοι παίγνια αυτού, και αυτός εις πάν οχύρωμα εμπαίξεται και βαλεί χώμα και κρατήσει αυτού. 11 τότε μεταβαλεί το πνεύμα και διελεύσεται και εξιλάσεται· αύτη η ισχύς τώ Θεώ μου. 12 ουχί σύ απ’ αρχής, Κύριε, ο Θεός ο άγιός μου; και ου μη αποθάνωμεν. Κύριε, εις κρίμα τέταχας αυτόν· και έπλασέ με τού ελέγχειν παιδείαν αυτού. 13 καθαρός ο οφθαλμός τού μη οράν πονηρά, και επιβλέπειν επί πόνους ου δυνήση· ίνα τι επιβλέπεις επί καταφρονούντας; παρασιωπήση εν τώ καταπίνειν ασεβή τον δίκαιον; 14 και ποιήσεις τους ανθρώπους ως τους ιχθύας της θαλάσσης και ως τα ερπετά τα ουκ έχοντα ηγούμενον; 15 συντέλειαν εν αγκίστρω ανέσπασε και είλκυσεν αυτόν εν αμφιβλήστρω και συνήγαγεν αυτόν εν ταίς σαγήναις αυτού. 16 ένεκεν τούτου ευφρανθήσεται και χαρήσεται η καρδία αυτού· ένεκεν τούτου θύσει τή σαγήνη αυτού και θυμιάσει τώ αμφιβλήστρω αυτού, ότι εν αυτοίς ελίπανε μερίδα αυτού, και τα βρώματα αυτού εκλεκτά. 17 διά τούτο αμφιβαλεί το αμφίβληστρον αυτού και διά παντός αποκτέννειν έθνη ου φείσεται.
1 ΕΠΙ της φυλακής μου στήσομαι και επιβήσομαι επί πέτραν και αποσκοπεύσω τού ιδείν τι λαλήσει εν εμοί και τι αποκριθώ επί τον έλεγχόν μου. 2 και απεκρίθη προς με Κύριος και είπε· γράψον όρασιν και σαφώς εις πυξίον, όπως διώκη ο αναγινώσκων αυτά. 3 διότι έτι όρασις εις καιρόν και ανατελεί εις πέρας και ουκ εις κενόν· εάν υστερήση, υπόμεινον αυτόν, ότι ερχόμενος ήξει και ου μη χρονίση. 4 εάν υποστείληται, ουκ ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ· ο δε δίκαιος εκ πίστεώς μου ζήσεται. 5 ο δε κατοιόμενος και καταφρονητής, ανήρ αλαζών, ουθέν μη περάνη, ός επλάτυνε καθώς άδης την ψυχήν αυτού και ούτος ως θάνατος ουκ εμπιπλάμενος και επισυνάξει επ’ αυτόν πάντα τα έθνη και εισδέξεται προς αυτόν πάντας τους λαούς. 6 ουχί ταύτα πάντα κατ’ αυτού παραβολήν λήψονται και πρόβλημα εις διήγησιν αυτού; και ερούσιν· ουαί ο πληθύνων εαυτώ τα ουκ όντα αυτού έως τίνος; και βαρύνων τον κλοιόν αυτού στιβαρώς. 7 ότι εξαίφνης αναστήσονται δάκνοντες αυτόν, και εκνήψουσιν οι επίβουλοί σου, και έση εις διαρπαγήν αυτοίς. 8 διότι σύ εσκύλευσας έθνη πολλά, σκυλεύσουσί σε πάντες οι υπολελειμμένοι λαοί δι’ αίματα ανθρώπων και ασεβείας γής και πόλεως και πάντων των κατοικούντων αυτήν. 9 ώ ο πλεονεκτών πλεονεξίαν κακήν τώ οίκω αυτού τού τάξαι εις ύψος νοσσιάν αυτού τού εκσπασθήναι εκ χειρός κακών. 10 εβουλεύσω αισχύνην τώ οίκω σου, συνεπέρανας πολλούς λαούς, και εξήμαρτεν η ψυχή σου· 11 διότι λίθος εκ τοίχου βοήσεται, και κάνθαρος εκ ξύλου φθέγξεται αυτά. 12 ουαί ο οικοδομών πόλιν εν αίμασι και ετοιμάζων πόλιν εν αδικίαις. 13 ου ταύτά εστι παρά Κυρίου παντοκράτορος; και εξέλιπον λαοί ικανοί εν πυρί, και έθνη πολλά ωλιγοψύχησαν. 14 ότι επλησθήσεται η γη τού γνώναι την δόξαν Κυρίου, ως ύδωρ κατακαλύψει αυτούς. 15 ώ ο ποτίζων τον πλησίον αυτού ανατροπή θολερά και μεθύσκων, όπως επιβλέπη επί τα σπήλαια αυτών. 16 πλησμονήν ατιμίας εκ δόξης πίε και σύ, καρδία σαλεύθητι και σείσθητι· εκύκλωσεν επί σε ποτήριον δεξιάς Κυρίου και συνήχθη ατιμία επί την δόξαν σου. 17 διότι ασέβεια τού Λιβάνου καλύψει σε, και ταλαιπωρία θηρίων πτοήσει σε δι΄ αίματα ανθρώπων και ασεβείας γής και πόλεως και πάντων των κατοικούντων αυτήν. 18 τι ωφελεί γλυπτόν, ότι έγλυψαν αυτό; έπλασεν αυτό χώνευμα, φαντασίαν ψευδή, ότι πέποιθεν ο πλάσας επί το πλάσμα αυτού τού ποιήσαι είδωλα κωφά. 19 ουαί ο λέγων τώ ξύλω· έκνηψον, εξεγέρθητι, και τώ λίθω· υψώθητι· και αυτό εστι φαντασία, τούτο δε εστιν έλασμα χρυσίου και αργυρίου, και πάν πνεύμα ουκ έστιν εν αυτώ.
20 ο δε Κύριος εν ναώ αγίω αυτού· ευλαβείσθω από προσώπου αυτού πάσα η γη.
Προσευχή Αμβακούμ τού προφήτου μετά ωδής.
1 ΚΥΡΙΕ, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην· 2 Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην. εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση, εν τώ εγγίζειν τα έτη επιγνωσθήση, εν τώ παρείναι τον καιρόν αναδειχθήση, εν τώ ταραχθήναι την ψυχήν μου, εν οργή ελέους μνησθήση. 3 ο Θεός από Θαιμάν ήξει, και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος. (διάψαλμα). εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού, και αινέσεως αυτού πλήρης η γη. 4 και φέγγος αυτού ως φώς έσται, κέρατα εν χερσίν αυτού, και έθετο αγάπησιν κραταιάν ισχύος αυτού. 5 πρό προσώπου αυτού πορεύσεται λόγος, και εξελεύσεται εις παιδείαν κατά πόδας αυτού 6 έστη, και εσαλεύθη η γη· επέβλεψε, και διετάκη έθνη. διεβρύθη τα όρη βία, ετάκησαν βουνοί αιώνιοι. 7 πορείας αιωνίας αυτού αντί κόπων είδον· σκηνώματα Αιθιόπων πτοηθήσονται και αι σκηναί γής Μαδιάμ. 8 μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε, ή εν ποταμοίς ο θυμός σου; ή εν θαλάσση το όρμημά σου; ότι επιβήση επί τους ίππους σου, και η ιππασία σου σωτηρία. 9 εντείνων εντενείς το τόξον σου επί σκήπτρα, λέγει Κύριος. (διάψαλμα). ποταμών ραγήσεται γη.
10 όψονταί σε και ωδινήσουσι λαοί, σκορπίζων ύδατα πορείας αυτού· έδωκεν η άβυσσος φωνήν αυτής, ύψος φαντασίας αυτής. 11 επήρθη ο ήλιος, και η σελήνη έστη εν τή τάξει αυτής· εις φώς βολίδες σου πορεύσονται, εις φέγγος αστραπής όπλων σου. 12 εν απειλή ολιγώσεις γήν και εν θυμώ κατάξεις έθνη. 13 εξήλθες εις σωτηρίαν λαού σου τού σώσαι τον χριστόν σου· έβαλες εις κεφαλάς ανόμων θάνατον, εξήγειρας δεσμούς έως τραχήλου. (διάψαλμα). 14 διέκοψας εν εκστάσει κεφαλάς δυναστών, σεισθήσονται εν αυτή· διανοίξουσι χαλινούς αυτών ως εσθίων πτωχός λάθρα. 15 και επεβίβασας εις θάλασσαν τους ίππους σου ταράσσοντας ύδατα πολλά. 16 εφυλαξάμην, και επτοήθη η κοιλία μου από φωνής προσευχής χειλέων μου, και εισήλθε τρόμος εις τα οστά μου, και υποκάτωθέν μου εταράχθη η έξις μου. αναπαύσομαι εν ημέρα θλίψεως τού αναβήναι εις λαόν παροικίας μου. 17 διότι συκή ου καρποφορήσει, και ουκ έσται γενήματα εν ταίς αμπέλοις· ψεύσεται έργον ελαίας, και τα πεδία ου ποιήσει βρώσιν· εξέλιπον από βρώσεως πρόβατα, και ουχ υπάρχουσι βόες επί φάτναις. 18 εγώ δε εν τώ Κυρίω αγαλλιάσομαι, χαρήσομαι επί τώ Θεώ τώ σωτήρί μου. 19 Κύριος ο Θεός δύναμίς μου και τάξει τους πόδας μου εις συντέλειαν· επί τα υψηλά επιβιβά με τού νικήσαί με εν τή ωδή αυτού.
1 ΛΟΓΟΣ Κυρίου, ός εγενήθη προς Σοφονίαν τον τού Χουσί, υιόν Γοδολίου, τού Αμορίου, τού Εζεκίου, εν ημέραις Ιωσίου υιού Αμών βασιλέως Ιούδα.
2 Εκλείψει εκλιπέτω από προσώπου της γής, λέγει Κύριος, 3 εκλιπέτω άνθρωπος και κτήνη, εκλιπέτω τα πετεινά τού ουρανού και οι ιχθύες της θαλάσσης, και ασθενήσουσιν οι ασεβείς και εξαρώ τους ανόμους από προσώπου της γής, λέγει Κύριος. 4 και εκτενώ την χείρά μου επί Ιούδαν και επί πάντας τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ και εξαρώ εκ τού τόπου τούτου τα ονόματα της Βάαλ και τα ονόματα των ιερέων 5 και τους προσκυνούντας επί τα δώματα τή στρατιά τού ουρανού και τους ομνύοντας κατά τού Κυρίου και τους ομνύοντας κατά τού βασιλέως αυτών 6 και τους εκκλίνοντας από τού Κυρίου και τους μη ζητούντας τον Κύριον και τους μη αντεχομένους τού Κυρίου. ~ 7 Ευλαβείσθε από προσώπου Κυρίου τού Θεού, διότι εγγύς ημέρα τού Κυρίου, ότι ητοίμακε Κύριος την θυσίαν αυτού, και ηγίακε τους κλητούς αυτού. 8 και έσται εν ημέρα θυσίας Κυρίου και εκδικήσω επί τους άρχοντας και επί τον οίκον τού βασιλέως και επί πάντας τους ενδεδυμένους ενδύματα αλλότρια· 9 και εκδικήσω επί πάντας εμφανώς επί τα πρόπυλα εν εκείνη τή ημέρα, τους πληρούντας τον οίκον Κυρίου Θεού αυτών ασεβείας και δόλου.
10 και έσται εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος, φωνή κραυγής από πύλης αποκεντούντων και ολολυγμός από της δευτέρας και συντριμμός μέγας από των βουνών. 11 θρηνήσατε, οι κατοικούντες την κατακεκομμένην, ότι ωμοιώθη πάς ο λαός Χαναάν, εξωλοθρεύθησαν πάντες οι επηρμένοι αργυρίω. 12 και έσται εν τή ημέρα εκείνη εξερευνήσω την Ιερουσαλήμ μετά λύχνου και εκδικήσω επί τους άνδρας τους καταφρονούντας επί τα φυλάγματα αυτών. οι δε λέγοντες εν ταίς καρδίαις αυτών· ου μη αγαθοποιήση Κύριος, ουδ’ ου μη κακώση, 13 και έσται η δύναμις αυτών εις διαρπαγήν και οι οίκοι αυτών εις αφανισμόν, και οικοδομήσουσιν οικίας και ου μη κατοικήσουσιν εν αυταίς και καταφυτεύσουσιν αμπελώνας και ου μη πίωσι τον οίνον αυτών. ~ 14 Ότι εγγύς ημέρα Κυρίου η μεγάλη, εγγύς και ταχεία σφόδρα· φωνή ημέρας Κυρίου πικρά και σκληρά τέτακται. 15 δυνατή ημέρα οργής η ημέρα εκείνη, ημέρα θλίψεως και ανάγκης, ημέρα αωρίας και αφανισμού, ημέρα γνόφου και σκότους, ημέρα νεφέλης και ομίχλης, 16 ημέρα σάλπιγγος και κραυγής επί τας πόλεις τας οχυράς και επί τας γωνίας τας υψηλάς. 17 και εκθλίψω τους ανθρώπους, και πορεύσονται ως τυφλοί, ότι τώ Κυρίω εξήμαρτον· και εκχεεί το αίμα αυτών ως χούν και τας σάρκας αυτών ως βόλβιτα. 18 και το αργύριον αυτών και το χρυσίον αυτών ου μη δύνηται εξελέσθαι αυτούς εν ημέρα οργής Κυρίου, και εν πυρί ζήλου αυτού καταναλωθήσεται πάσα η γη, διότι συντέλειαν και σπουδήν ποιήσει επί πάντας τους κατοικούντας την γήν.
1 ΣΥΝΑΧΘΗΤΕ και συνδέθητε, το έθνος το απαίδευτον, 2 πρό τού γενέσθαι υμάς ως άνθος παραπορευόμενον, πρό τού επελθείν εφ’ υμάς οργήν Κυρίου, πρό τού επελθείν εφ’ υμάς ημέραν θυμού Κυρίου. 3 ζητήσατε τον Κύριον, πάντες ταπεινοί γής· κρίμα εργάζεσθε και δικαιοσύνην ζητήσατε και αποκρίνασθε αυτά, όπως σκεπασθήτε εν ημέρα οργής Κυρίου. 4 διότι Γάζα διηρπασμένη έσται, και Ασκάλων εις αφανισμόν, και Άζωτος μεσημβρίας εκριφήσεται, και Ακκαρών εκριζωθήσεται. 5 ουαί οι κατοικούντες το σχοίνισμα της θαλάσσης, πάροικοι Κρητών· λόγος Κυρίου εφ’ υμάς, Χαναάν γη αλλοφύλων, και απολώ υμάς εκ κατοικίας. 6 και έσται Κρήτη νομή ποιμνίων και μάνδρα προβάτων. 7 και έσται το σχοίνισμα της θαλάσσης τοίς καταλοίποις οίκου Ιούδα· επ΄ αυτούς νεμήσονται εν τοίς οίκοις Ασκάλωνος, δείλης καταλύσουσιν από προσώπου υιών Ιούδα, ότι επέσκεπται αυτούς Κύριος ο Θεός αυτών, και αποστρέψει την αιχμαλωσίαν αυτών. ~ 8 Ήκουσα ονειδισμούς Μωάβ και κονδυλισμούς υιών Αμμών, εν οίς ωνείδιζον τον λαόν μου και εμεγαλύνοντο επί τα όριά μου. 9 διά τούτο ζώ εγώ, λέγει Κύριος των δυνάμεων ο Θεός Ισραήλ, διότι Μωάβ ως Σόδομα έσται και υιοί Αμμών ως Γόμορρα, και Δαμασκός εκλελειμμένη ως θιμωνία άλωνος και ηφανισμένη εις τον αιώνα· και οι κατάλοιποι λαού μου διαρπώνται αυτούς και οι κατάλοιποι έθνους μου κληρονομήσουσιν αυτούς.
10 αύτη αυτοίς αντί της ύβρεως αυτών, διότι ωνείδισαν και εμεγαλύνθησαν επί τον Κύριον τον παντοκράτορα. 11 επιφανήσεται Κύριος επ΄ αυτούς και εξολοθρεύσει πάντας τους θεούς των εθνών της γής, και προσκυνήσουσιν αυτώ έκαστος εκ τού τόπου αυτού, πάσαι αι νήσοι των εθνών. ~ 12 Καί υμείς, Αιθίοπες, τραυματίαι ρομφαίας μου εστε. 13 και εκτενεί την χείρα αυτού επί βορράν και απολεί τον Ασσύριον και θήσει την Νινευή εις αφανισμόν άνυδρον ως έρημον. 14 και νεμήσονται εν μέσω αυτής ποίμνια και πάντα τα θηρία της γής, και χαμαιλέοντες και εχίνοι εν τοίς φατνώμασιν αυτής κοιτασθήσονται, και θηρία φωνήσει εν τοίς διορύγμασιν αυτής και κόρακες εν τοίς πυλώσιν αυτής, διότι κέδρος το ανάστημα αυτής. 15 αύτη η πόλις η φαυλίστρια η κατοικούσα επ’ ελπίδι, η λέγουσα εν καρδία αυτής· εγώ ειμι, και ουκ έστι μετ’ εμέ έτι. πώς εγενήθη εις αφανισμόν νομή θηρίων· πάς ο διαπορευόμενος δι’ αυτής συριεί και κινήσει τας χείρας αυτού.
1 Ω η επιφανής και απολελυτρωμένη, η πόλις η περιστερά· 2 ουκ εισήκουσε φωνής, ουκ εδέξατο παιδείαν, επί τώ Κυρίω ουκ επεποίθει και προς τον Θεόν αυτής ουκ ήγγισεν. 3 οι άρχοντες αυτής εν αυτή ως λέοντες ωρυόμενοι· οι κριταί αυτής ως λύκοι της Αραβίας, ουχ υπελίποντο εις το πρωί· 4 οι προφήται αυτής πνευματοφόροι, άνδρες καταφρονηταί· ιερείς αυτής βεβηλούσι τα άγια και ασεβούσι νόμον· 5 ο δε Κύριος δίκαιος εν μέσω αυτής και ου μη ποιήση άδικον· πρωί πρωί δώσει κρίμα αυτού εις φώς και ουκ απεκρύβη και ουκ έγνω αδικίαν εν απαιτήσει και ουκ εις νείκος αδικίαν. 6 εν διαφθορά κατέσπασα υπερηφάνους, ηφανίσθησαν γωνίαι αυτών· εξερημώσω τας οδούς αυτών το παράπαν τού μη διοδεύειν· εξέλιπον αι πόλεις αυτών παρά το μηδένα υπάρχειν μηδέ κατοικείν. 7 είπα· πλήν φοβείσθέ με και δέξασθε παιδείαν, και ου μη εξολοθρευθήτε εξ οφθαλμών αυτής, πάντα όσα εξεδίκησα επ’ αυτήν· ετοιμάζου, όρθρισον, έφθαρται πάσα η επιφυλλίς αυτών. ~ 8 Διά τούτο υπόμεινόν με, λέγει Κύριος, εις ημέραν αναστάσεώς μου εις μαρτύριον· διότι το κρίμα μου εις συναγωγάς εθνών τού εισδέξασθαι βασιλείς, τού εκχέαι επ’ αυτούς πάσαν οργήν θυμού μου· διότι εν πυρί ζήλου μου καταναλωθήσεται πάσα η γη. 9 ότι τότε μεταστρέψω επί λαούς γλώσσαν εις γενεάν αυτής τού επικαλείσθαι πάντας το όνομα Κυρίου τού δουλεύειν αυτώ υπό ζυγόν ένα.
10 εκ περάτων ποταμών Αιθιοπίας προσδέξομαι εν διεσπαρμένοις μου, οίσουσι θυσίας μοι. 11 εν τή ημέρα εκείνη ου μη καταισχυνθής εκ πάντων των επιτηδευμάτων σου, ών ησέβησας εις εμέ· ότι τότε περιελώ από σού τα φαυλίσματα της ύβρεώς σου, και ουκέτι μη προσθής τού μεγαλαυχήσαι επί το όρος το άγιόν μου. 12 και υπολείψομαι εν σοί λαόν πραυ±ν και ταπεινόν, και ευλαβηθήσονται από τού ονόματος Κυρίου 13 οι κατάλοιποι τού Ισραήλ και ου ποιήσουσιν αδικίαν και ου λαλήσουσι μάταια, και ου μη ευρεθή εν τώ στόματι αυτών γλώσσα δολία, διότι αυτοί νεμήσονται και κοιτασθήσονται, και ουκ έσται ο εκφοβών αυτούς. ~ 14 Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ευφραίνου και κατατέρπου εξ όλης της καρδίας σου, θύγατερ Ιερουσαλήμ. 15 περιείλε Κύριος τα αδικήματά σου, λελύτρωταί σε εκ χειρός εχθρών σου· βασιλεύς Ισραήλ Κύριος εν μέσω σου, ουκ όψη κακά ουκέτι. 16 εν τώ καιρώ εκείνω ερεί Κύριος τή Ιερουσαλήμ· θάρσει, Σιών, μη παρείσθωσαν αι χείρές σου· 17 Κύριος ο Θεός σου εν σοί, δύνατός σώσει σε, επάξει επί σε ευφροσύνην και καινιεί σε εν τή αγαπήσει αυτού και ευφρανθήσεται επί σε εν τέρψει ως εν ημέρα εορτής. 18 και συνάξω τους συντετριμμένους σου. ουαί, τις έλαβεν επ’ αυτήν ονειδισμόν; 19 ιδού εγώ ποιώ εν σοί ένεκέν σου εν τώ καιρώ εκείνω, λέγει Κύριος, και σώσω την εκπεπιεσμένην, και την απωσμένην εισδέξομαι, και θήσομαι αυτούς εις καύχημα και ονομαστούς εν πάση τή γη. 20 και καταισχυνθήσονται εν τώ καιρώ εκείνω, όταν καλώς υμίν ποιήσω, και εν τώ καιρώ, όταν εισδέξωμαι υμάς· διότι δώσω υμάς ονομαστούς και εις καύχημα εν πάσι τοίς λαοίς της γής εν τώ επιστρέφειν με την αιχμαλωσίαν υμών ενώπιον υμών, λέγει Κύριος.
1 ΕΝ τώ δευτέρω έτει επί Δαρείου τού βασιλέως, εν τώ μηνί τώ έκτω, μια τού μηνός, εγένετο λόγος Κυρίου εν χειρί Αγγαίου τού προφήτου λέγων· ειπόν προς Ζοροβάβελ τον τού Σαλαθιήλ εκ φυλής Ιούδα και προς Ιησούν τον τού Ιωσεδέκ τον ιερέα τον μέγαν λέγων· 2 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ λέγων· ο λαός ούτος λέγουσιν· ουχ ήκει ο καιρός τού οικοδομήσαι τον οίκον Κυρίου. 3 και εγένετο λόγος Κυρίου εν χειρί Αγγαίου τού προφήτου λέγων· 4 ει καιρός μέν υμίν εστι τού οικείν εν οίκοις υμών κοιλοστάθμοις, ο δε οίκος ούτος εξηρήμωται; 5 και νύν τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· τάξατε δή καρδίας υμών εις τας οδούς υμών. 6 εσπείρατε πολλά και εισηνέγκατε ολίγα, εφάγετε και ουκ εις πλησμονήν, επίετε και ουκ εις μέθην, περιεβάλεσθε και ουκ εθερμάνθητε εν αυτοίς, και ο τους μισθούς συνάγων συνήγαγεν εις δεσμόν τετρυπημένον. 7 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· θέσθε τας καρδίας υμών εις τας οδούς υμών· 8 ανάβητε εις το όρος και κόψατε ξύλα και οικοδομήσατε τον οίκον, και ευδοκήσω εν αυτώ και ενδοξασθήσομαι, είπε Κύριος. 9 επεβλέψατε εις πολλά, και εγένετο ολίγα· και εισηνέχθη εις τον οίκον, και εξεφύσησα αυτά. διά τούτο τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ανθ’ ών ο οίκός μου εστιν έρημος, υμείς δε διώκετε έκαστος εις τον οίκον αυτού,
10 διά τούτο ανέξει ο ουρανός από δρόσου, και η γη υποστελείται τα εκφόρια αυτής· 11 και επάξω ρομφαίαν επί την γήν και επί τα όρη και επί τον σίτον και επί τον οίνον και επί το έλαιον και όσα εκφέρει η γη και επί τους ανθρώπους και επί τα κτήνη και επί πάντας τους πόνους των χειρών αυτών. 12 και ήκουσε Ζοροβάβελ ο τού Σαλαθιήλ εκ φυλής Ιούδα και Ιησούς ο τού Ιωσεδέκ ο ιερεύς ο μέγας και πάντες οι κατάλοιποι τού λαού της φωνής Κυρίου τού Θεού αυτών και των λόγων τού Αγγαίου τού προφήτου, καθότι εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο Θεός αυτών προς αυτούς, και εφοβήθη ο λαός από προσώπου Κυρίου. 13 και είπεν Αγγαίος άγγελος Κυρίου εν αγγέλοις Κυρίου τώ λαώ· εγώ ειμι μεθ΄ υμών, λέγει Κύριος. 14 και εξήγειρε Κύριος το πνεύμα Ζοροβάβελ τού Σαλαθιήλ εκ φυλής Ιούδα και το πνεύμα Ιησού τού Ιωσεδέκ τού ιερέως τού μεγάλου και το πνεύμα των καταλοίπων παντός τού λαού, και εισήλθον και εποίουν έργα εν τώ οίκω Κυρίου παντοκράτορος Θεού αυτών 15 τή τετράδι και εικάδι τού μηνός τού έκτου, τώ δευτέρω έτει, επί Δαρείου τού βασιλέως.
1 Τ† μηνί τώ εβδόμω, μια και εικάδι τού μηνός, ελάλησε Κύριος εν χειρί Αγγαίου τού προφήτου λέγων· 2 ειπόν δή προς Ζοροβάβελ τον τού Σαλαθιήλ εκ φυλής Ιούδα και προς Ιησούν τού Ιωσεδέκ τον ιερέα τον μέγαν και προς πάντας τους καταλοίπους τού λαού λέγων· 3 τις εξ υμών, ός είδε τον οίκον τούτον εν τή δόξη αυτού τή έμπροσθεν; και πώς υμείς βλέπετε αυτόν νύν καθώς ουχ υπάρχοντα ενώπιον υμών; 4 και νύν κατίσχυε, Ζοροβάβελ, λέγει Κύριος, και κατίσχυε, Ιησού ο τού Ιωσεδέκ ο ιερεύς ο μέγας, και κατισχυέτω πάς ο λαός της γής, λέγει Κύριος, και ποιείτε· διότι μεθ’ υμών εγώ ειμι, λέγει Κύριος ο παντοκράτωρ, 5 και το πνεύμά μου εφέστηκεν εν μέσω υμών· θαρσείτε, 6 διότι τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· έτι άπαξ εγώ σείσω τον ουρανόν και την γήν και την θάλασσαν και την ξηράν· 7 και συσσείσω πάντα τα έθνη, και ήξει τα εκλεκτά πάντων των εθνών, και πλήσω τον οίκον τούτον δόξης, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 8 εμόν το αργύριον και εμόν το χρυσίον, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 9 διότι μεγάλη έσται η δόξα τού οίκου τούτου η εσχάτη υπέρ την πρώτην, λέγει Κύριος παντοκράτωρ· και εν τώ τόπω τούτω δώσω ειρήνην, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και ειρήνην ψυχής εις περιποίησιν παντί τώ κτίζοντι τού αναστήσαι τον ναόν τούτον. ~
10 Τετράδι και εικάδι τού ενάτου μηνός, έτους δευτέρου, επί Δαρείου, εγένετο λόγος Κυρίου προς Αγγαίον τον προφήτην λέγων· 11 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· επερώτησον δή τους ιερείς νόμον λέγων· 12 εάν λάβη άνθρωπος κρέας άγιον εν τώ άκρω τού ιματίου αυτού και άψηται το άκρον τού ιματίου αυτού άρτου ή εψήματος ή οίνου ή ελαίου ή παντός βρώματος, ει αγιασθήσεται; και απεκρίθησαν οι ιερείς και είπαν· ού. 13 και είπεν Αγγαίος· εάν άψηται μεμιασμένος ακάθαρτος επί ψυχή επί παντός τούτων, ει μιανθήσεται; και απεκρίθησαν οι ιερείς και είπαν· μιανθήσεται. 14 και απεκρίθη Αγγαίος και είπεν· ούτως ο λαός ούτος και ούτως το έθνος τούτο ενώπιον εμού, λέγει Κύριος, και ούτως πάντα τα έργα των χειρών αυτών, και ός εάν εγγίση εκεί, μιανθήσεται ένεκεν των λημμάτων αυτών των ορθρινών, οδυνηθήσονται από προσώπου πόνων αυτών· και εμισείτε εν πύλαις ελέγχοντας 15 και νύν θέσθε δή εις τας καρδίας υμών από της ημέρας ταύτης και υπεράνω πρό τού θείναι λίθον επί λίθον εν τώ ναώ Κυρίου, 16 τίνες ήτε, ότε ενεβάλλετε εις κυψέλην κριθής είκοσι σάτα, και εγένοντο κριθής δέκα σάτα· και εισεπορεύεσθε εις το υπολήνιον εξαντλήσαι πεντήκοντα μετρητάς, και εγένοντο είκοσι. 17 επάταξα υμάς εν αφορία και εν ανεμοφθορία και εν χαλάζη πάντα τα έργα των χειρών υμών, και ουκ επεστρέψατε προς με, λέγει Κύριος. 18 υποτάξατε δή τας καρδίας υμών από της ημέρας ταύτης και επέκεινα· από της τετράδος και εικάδος τού ενάτου μηνός και από της ημέρας, ής τεθεμελίωται ο ναός Κυρίου· θέσθε εν ταίς καρδίαις υμών, 19 ει έτι επιγνωσθήσεται επί της άλω και ει έτι η άμπελος και η συκή και η ροά και τα ξύλα της ελαίας τα ου φέροντα καρπόν, από της ημέρας ταύτης ευλογήσω. ~
20 Καί εγένετο λόγος Κυρίου εκ δευτέρου προς Αγγαίον τον προφήτην τετράδι και εικάδι τού μηνός λέγων· 21 ειπόν προς Ζοροβάβελ τον τού Σαλαθιήλ εκ φυλής Ιούδα λέγων· εγώ σείω τον ουρανόν και την γήν και την θάλασσαν και την ξηράν 22 και καταστρέψω θρόνους βασιλέων και ολοθρεύσω δύναμιν βασιλέων των εθνών και καταστρέψω άρματα και αναβάτας, και καταβήσονται ίπποι και αναβάται αυτών, έκαστος εν ρομφαία προς τον αδελφόν αυτού. 23 εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, λήψομαί σε Ζοροβάβελ τον τού Σαλαθιήλ, τον δούλόν μου, λέγει Κύριος, και θήσομαί σε ως σφραγίδα, διότι σε ηρέτισα, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
1 ΕΝ τώ ογδόω μηνί, έτους δευτέρου επί Δαρείου, εγένετο λόγος Κυρίου προς Ζαχαρίαν τον τού Βαραχίου, υιόν Αδδώ τον προφήτην λέγων· 2 ωργίσθη Κύριος επί τους πατέρας υμών οργήν μεγάλην, 3 και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· επιστρέψατε προς με, λέγει Κύριος των δυνάμεων, και επιστραφήσομαι προς υμάς, λέγει Κύριος των δυνάμεων. 4 και μη γίνεσθε καθώς οι πατέρες υμών, οίς ενεκάλεσαν αυτοίς οι προφήται έμπροσθεν λέγοντες· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· αποστρέψατε από των οδών υμών των πονηρών και από των επιτηδευμάτων υμών των πονηρών, και ουκ εισήκουσαν, και ου προσέσχον τού εισακούσαί μου, λέγει Κύριος. 5 οι πατέρες υμών που εισι και οι προφήται; μη τον αιώνα ζήσονται; 6 πλήν τους λόγους μου και τα νόμιμά μου δέχεσθε, όσα εγώ εντέλλομαι εν πνεύματί μου τοίς δούλοις μου τοίς προφήταις, οί κατελάβοσαν τους πατέρας υμών. και απεκρίθησαν και είπαν· καθώς παρατέτακται Κύριος παντοκράτωρ τού ποιήσαι ημίν κατά τας οδούς ημών και κατά τα επιτηδεύματα ημών, ούτως εποίησεν ημίν. 7 Τή τετράδι και εικάδι, τώ ενδεκάτω μηνί ~ούτός εστιν ο μην Σαβάτ~ εν τώ δευτέρω έτει επί Δαρείου, εγένετο λόγος Κυρίου προς Ζαχαρίαν τον τού Βαραχίου υιόν Αδδώ τον προφήτην λέγων· 8 εώρακα την νύκτα και ιδού ανήρ επιβεβηκώς επί ίππον πυρρόν, και ούτος ειστήκει ανά μέσον των ορέων των κατασκίων, και οπίσω αυτού ίπποι πυρροί και ψαροί και ποικίλοι και λευκοί. 9 και είπα· τι ούτοι, Κύριε; και είπε προς με ο άγγελος ο λαλών εν εμοί· εγώ δείξω σοι τι εστι ταύτα.
10 και απεκρίθη ο ανήρ ο εφεστηκώς ανά μέσον των ορέων, και είπε προς με· ούτοί εισιν ούς εξαπέστειλε Κύριος περιοδεύσαι την γήν. 11 και απεκρίθησαν τώ αγγέλω Κυρίου τώ εφεστώτι ανά μέσον των ορέων και είπον· περιωδεύσαμεν πάσαν την γήν, και ιδού πάσα η γη κατοικείται και ησυχάζει. 12 και απεκρίθη ο άγγελος Κυρίου και είπε· Κύριε παντοκράτωρ, έως τίνος ου μη ελεήσης την Ιερουσαλήμ και τας πόλεις Ιούδα, ας υπερείδες τούτο εβδομηκοστόν έτος; 13 και απεκρίθη Κύριος παντοκράτωρ τώ αγγέλω τώ λαλούντι εν εμοί ρήματα καλά και λόγους παρακλητικούς. 14 και είπε προς με ο άγγελος ο λαλών εν εμοί· ανάκραγε λέγων· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· εζήλωκα την Ιερουσαλήμ και την Σιών ζήλον μέγαν 15 και οργήν μεγάλην εγώ οργίζομαι επί τα έθνη τα συνεπιτιθέμενα, ανθ’ ών μέν εγώ ωργίσθην ολίγα, αυτοί δε συνεπέθεντο εις κακά. 16 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· επιστρέψω επί Ιερουσαλήμ εν οικτιρμώ, και ο οίκός μου ανοικοδομηθήσεται εν αυτή, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και μέτρον εκταθήσεται επί Ιερουσαλήμ έτι. 17 και είπε προς με ο άγγελος ο λαλών εν εμοί· έτι ανάκραγε λέγων· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· έτι διαχυθήσονται πόλεις εν αγαθοίς, και ελεήσει Κύριος έτι την Σιών και αιρετιεί την Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού τέσσαρα κέρατα. 2 και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί· τι εστι ταύτα, Κύριε; και είπε προς με· ταύτα τα κέρατα τα διασκορπίσαντα τον Ιούδαν και τον Ισραήλ και Ιερουσαλήμ. 3 και έδειξέ μοι Κύριος τέσσαρας τέκτονας. 4 και είπα· τι ούτοι έρχονται ποιήσαι; και είπε· ταύτα τα κέρατα τα διασκορπίσαντα τον Ιούδα και τον Ισραήλ κατέαξαν, και ουδείς αυτών ήρε κεφαλήν· και εξήλθοσαν ούτοι τού οξύναι αυτά εις χείρας αυτών τα τέσσαρα κέρατα τα έθνη τα επαιρόμενα κέρας επί την γήν Κυρίου τού διασκορπίσαι αυτήν. 5 Καί ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού ανήρ και εν τή χειρί αυτού σχοινίον γεωμετρικόν. 6 και είπα προς αυτόν· που σύ πορεύη; και είπε προς με· διαμετρήσαι την Ιερουσαλήμ τού ιδείν πηλίκον το πλάτος αυτής εστι και πηλίκον το μήκος. 7 και ιδού ο άγγελος ο λαλών εν εμοί ειστήκει, και άγγελος έτερος εξεπορεύετο εις συνάντησιν αυτώ. 8 και είπε προς αυτόν λέγων· δράμε και λάλησον προς τον νεανίαν εκείνον λέγων· κατακάρπως κατοικηθήσεται Ιερουσαλήμ από πλήθους ανθρώπων και κτηνών εν μέσω αυτής· 9 και εγώ έσομαι αυτή, λέγει Κύριος, τείχος πυρός κυκλόθεν και εις δόξαν έσομαι εν μέσω αυτής.
10 ώ ώ φεύγετε από γής Βορρά, λέγει Κύριος· διότι εκ των τεσσάρων ανέμων τού ουρανού συνάξω υμάς, λέγει Κύριος· 11 εις Σιών ανασώζεσθε οι κατοικούντες θυγατέρα Βαβυλώνος. 12 διότι τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· οπίσω δόξης απέσταλκέ με επί τα έθνη τα σκυλεύσαντα υμάς, διότι ο απτόμενος υμών ως ο απτόμενος της κόρης τού οφθαλμού αυτού. 13 διότι ιδού εγώ επιφέρω την χείρά μου επ’ αυτούς, και έσονται σκύλα τοίς δουλεύουσιν αυτοίς, και γνώσεσθε ότι Κύριος παντοκράτωρ απέσταλκέ με. 14 τέρπου και ευφραίνου, θύγατερ Σιών, διότι ιδού εγώ έρχομαι και κατασκηνώσω εν μέσω σου, λέγει Κύριος. 15 και καταφεύξονται έθνη πολλά επί τον Κύριον εν τή ημέρα εκείνη και έσονται αυτώ εις λαόν και κατασκηνώσουσιν εν μέσω σου, και επιγνώση ότι Κύριος παντοκράτωρ εξαπέσταλκέ με προς σε. 16 και κατακληρονομήσει Κύριος τον Ιούδαν, την μερίδα αυτού επί την αγίαν, και αιρετιεί έτι την Ιερουσαλήμ. 17 ευλαβείσθω πάσα σάρξ από προσώπου Κυρίου, ότι εξεγήγερται εκ νεφελών αγίων αυτού.
1 ΚΑΙ έδειξέ μοι Κύριος Ιησούν, τον ιερέα τον μέγαν, εστώτα πρό προσώπου αγγέλου Κυρίου, και ο διάβολος ειστήκει εκ δεξιών αυτού τού αντικείσθαι αυτώ. 2 και είπε Κύριος προς τον διάβολον· επιτιμήσαι Κύριος εν σοί, διάβολε, και επιτιμήσαι Κύριος εν σοί ο εκλεξάμενος την Ιερουσαλήμ· ουκ ιδού τούτο ως δαλός εξεσπασμένος εκ πυρός; 3 και Ιησούς ήν ενδεδυμένος ιμάτια ρυπαρά και ειστήκει πρό προσώπου τού αγγέλου. 4 και απεκρίθη και είπε προς τους εστηκότας πρό προσώπου αυτού λέγων· αφέλετε τα ιμάτια τα ρυπαρά απ΄ αυτού. και είπε προς αυτόν· ιδού αφήρηκα τας ανομίας σου, και ενδύσατε αυτόν ποδήρη 5 και επίθετε κίδαριν καθαράν επί την κεφαλήν αυτού. και περιέβαλον αυτόν ιμάτια και επέθηκαν κίδαριν καθαράν επί την κεφαλήν αυτού και ο άγγελος Κυρίου ειστήκει. 6 και διεμαρτύρατο ο άγγελος Κυρίου προς Ιησούν λέγων· 7 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· εάν εν ταίς οδοίς μου πορεύη και εάν τα προστάγματά μου φυλάξης, και σύ διακρινείς τον οίκόν μου· και εάν διαφυλάξης και γε την αυλήν μου, και δώσω σοι αναστρεφομένους εν μέσω των εστηκότων τούτων. 8 άκουε δή, Ιησού ο ιερεύς ο μέγας, σύ και οι πλησίον σου οι καθήμενοι πρό προσώπου σου, διότι άνδρες τερατοσκόποι εισί· διότι ιδού εγώ άγω τον δούλόν μου Ανατολήν· 9 διότι ο λίθος, ον έδωκα πρό προσώπου τού Ιησού, επί τον λίθον τον ένα επτά οφθαλμοί εισιν. ιδού εγώ ορύσσω βόθρον, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και ψηλαφήσω πάσαν την αδικίαν της γής εκείνης εν ημέρα μια.
10 εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, συγκαλέσετε έκαστος τον πλησίον αυτού υποκάτω αμπέλου και υποκάτω συκής.
1 ΚΑΙ επέστρεψεν ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και εξήγειρέ με ον τρόπον όταν εξεγερθή άνθρωπος εξ ύπνου αυτού 2 και είπε προς με· τι σύ βλέπεις; και είπα· εώρακα και ιδού λυχνία χρυσή όλη, και το λαμπάδιον επάνω αυτής, και επτά λύχνοι επάνω αυτής, και επτά επαρυστρίδες τοίς λύχνοις τοίς επάνω αυτής· 3 και δύο ελαίαι επάνω αυτής, μία εκ δεξιών τού λαμπαδίου αυτής και μία εξ ευωνύμων. 4 και επηρώτησα και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί λέγων· τι εστι ταύτα, κύριε; 5 και απεκρίθη ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και είπε προς με λέγων· ου γινώσκεις τι εστι ταύτα; και είπα· ουχί, κύριε. 6 και απεκρίθη και είπε προς με λέγων· ούτος ο λόγος Κυρίου προς Ζοροβάβελ λέγων· ουκ εν δυνάμει μεγάλη ουδέ εν ισχύι, αλλ’ ή εν πνεύματί μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 7 τις εί σύ, το όρος το μέγα, το πρό προσώπου Ζαροβάβελ τού κατορθώσαι; και εξοίσω τον λίθον της κληρονομίας ισότητα χάριτος χάριτα αυτής. 8 και εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 9 αι χείρες Ζοροβάβελ εθεμελίωσαν τον οίκον τούτον, και αι χείρες αυτού επιτελέσουσιν αυτόν, και επιγνώση, διότι Κύριος παντοκράτωρ εξαπέσταλκέ με προς σε.
10 διότι τις εξουδένωσεν εις ημέρας μικράς; και χαρούνται και όψονται τον λίθον τον κασσιτέρινον εν χειρί Ζοροβάβελ. επτά ούτοι οφθαλμοί Κυρίου εισίν οι επιβλέποντες επί πάσαν την γήν. 11 και απεκρίθην και είπα προς αυτόν· τι αι δύο ελαίαι αύται, αι εκ δεξιών της λυχνίας και εξ ευωνύμων; 12 και επηρώτησα εκ δευτέρου και είπα προς αυτόν· τι οι δύο κλάδοι των ελαιών οι εν ταίς χερσί των δύο μυξωτήρων των χρυσών των επιχεόντων και επαναγόντων τας επαρυστρίδας τας χρυσάς; 13 και είπε προς με· ουκ οίδας τι εστι ταύτα; και είπα ουχί, κύριε. 14 και είπεν· ούτοι οι δύο υιοί της πιότητος παρεστήκασι Κυρίω πάσης της γής.
1 ΚΑΙ επέστρεψα, και ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού δρέπανον πετόμενον. 2 και είπε προς με· τι σύ βλέπεις; και είπα εγώ· ορώ δρέπανον πετόμενον μήκους πήχεων είκοσι και πλάτους πήχεων δέκα. 3 και είπε προς με· αύτη η αρά η εκπορευομένη επί πρόσωπον πάσης της γής, διότι πάς ο κλέπτης εκ τούτου έως θανάτου εκδικηθήσεται, και πάς ο επίορκος εκ τούτου εκδικηθήσεται· 4 και εξοίσω αυτό, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και εισελεύσεται εις τον οίκον τού κλέπτου και εις τον οίκον τού ομνύοντος τώ ονόματί μου επί ψεύδει και καταλύσει εν μέσω τού οίκου αυτού και συντελέσει αυτόν και τα ξύλα αυτού και τους λίθους αυτού. 5 Καί εξήλθεν ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και είπε προς με· ανάβλεψον τοίς οφθαλμοίς σου και ιδέ τι το εκπορευόμενον τούτο. 6 και είπα· τι εστι; και είπε· τούτο το μέτρον το εκπορευόμενον. και είπεν· αύτη η αδικία αυτών εν πάση τή γη. 7 και ιδού τάλαντον μολίβου εξαιρόμενον, και ιδού γυνή μία εκάθητο εν μέσω τού μέτρου. 8 και είπεν· αύτη εστίν η ανομία· και έρριψεν αυτήν εις μέσον τού μέτρου και έρριψε τον λίθον τού μολίβου εις το στόμα αυτής. 9 και ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού δύο γυναίκες εκπορευόμεναι, και πνεύμα εν ταίς πτέρυξιν αυτών, και αύται είχον πτέρυγας ως πτέρυγας έποπος· και ανέλαβον το μέτρον αναμέσον της γής και αναμέσον τού ουρανού.
10 και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί· που αύται αποφέρουσι το μέτρον; 11 και είπε προς με· οικοδομήσαι αυτώ οικίαν εν γη Βαβυλώνος και ετοιμάσαι, και θήσουσιν αυτό εκεί επί την ετοιμασίαν αυτού.
1 ΚΑΙ επέστρεψα και ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού τέσσαρα άρματα εκπορευόμενα εκ μέσου δύο ορέων, και τα όρη ήν όρη χαλκά. 2 εν τώ άρματι τώ πρώτω ίπποι πυρροί, και εν τώ άρματι τώ δευτέρω ίπποι μέλανες. 3 και εν τώ άρματι τώ τρίτω ίπποι λευκοί, και εν τώ άρματι τώ τετάρτω ίπποι ποικίλοι ψαροί. 4 και απεκρίθην και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί· τι εστι ταύτα, κύριε; 5 και απεκρίθη ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και είπε· ταύτά εστιν οι τέσσαρες άνεμοι τού ουρανού, εκπορεύονται παραστήναι τώ Κυρίω πάσης της γής· 6 εν ώ ήσαν οι ίπποι οι μέλανες, εξεπορεύοντο επί γήν βορρά, και οι λευκοί εξεπορεύοντο κατόπισθεν αυτών, και οι ποικίλοι εξεπορεύοντο επί γήν νότου, 7 και οι ψαροί εξεπορεύοντο και επέβλεπον τού πορεύεσθαι τού περιοδεύσαι την γήν. και είπε· πορεύεσθε και περιοδεύσατε την γήν· και περιώδευσαν την γήν. 8 και ανεβόησε και ελάλησε προς με λέγων· ιδού οι εκπορευόμενοι επί γήν βορρά ανέπαυσαν τον θυμόν μου εν γη βορρά. 9 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων·
10 λάβε τα εκ της αιχμαλωσίας παρά των αρχόντων και παρά των χρησίμων αυτής και παρά των επεγνωκότων αυτήν και εισελεύση σύ εν τή ημέρα εκείνη εος τον οίκον Ιωσίου τού Σοφονίου τού ήκοντος εκ Βαβυλώνος 11 και λήψη αργύριον και χρυσίον και ποιήσεις στεφάνους και επιθήσεις επί την κεφαλήν Ιησού τού Ιωσεδέκ τού ιερέως τού μεγάλου 12 και ερείς προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ιδού ανήρ, ανατολή όνομα αυτώ, και υποκάτωθεν αυτού ανατελεί, και οικοδομήσει τον οίκον Κυρίου· 13 και αυτός λήψεται αρετήν και καθιείται και κατάρξει επί τού θρόνου αυτού, και έσται ιερεύς εκ δεξιών αυτού, και βουλή ειρηνική έσται αναμέσον αμφοτέρων. 14 ο δε στέφανος έσται τοίς υπομένουσι και τοίς χρησίμοις αυτής και τοίς επεγνωκόσιν αυτήν και εις χάριτα υιού Σοφονίου και εις ψαλμόν εν οίκω Κυρίου. 15 και οι μακράν απ’ αυτών ήξουσι και οικοδομήσουσιν εν τώ οίκω Κυρίου, και γνώσεσθε διότι Κύριος παντοκράτωρ απέσταλκέ με προς υμάς· και έσται, εάν εισακούοντες εισακούσητε της φωνής Κυρίου τού Θεού υμών.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ τετάρτω έτει, επί Δαρείου τού βασιλέως εγένετο λόγος Κυρίου προς Ζαχαρίαν τετράδι τού μηνός τού ενάτου, ός εστι Χασελεύ· 2 και εξαπέστειλεν εις Βαιθήλ Σαρασάρ και Αρβεσεέρ ο βασιλεύς και οι άνδρες αυτού τού εξιλάσασθαι τον Κύριον 3 λέγων προς τους ιερείς τους εν τώ οίκω Κυρίου παντοκράτορος και προς τους προφήτας λέγων· εισελήλυθεν ώδε εν τώ μηνί τώ πέμπτω το αγίασμα, καθότι εποίησα ήδη ικανά έτη. 4 και εγένετο λόγος Κυρίου των δυνάμεων προς εμέ λέγων· 5 ειπόν προς άπαντα τον λαόν της γής και προς τους ιερείς λέγων· εάν νηστεύσητε ή κόψησθε εν ταίς πέμπταις ή εν ταίς εβδόμαις, και ιδού εβδομήκοντα έτη μη νηστείαν νενηστεύκατέ μοι; 6 και εάν φάγητε ή πίητε, ουχ υμείς έσθετε και πίνετε; 7 ουχ ούτοι οι λόγοι, ούς ελάλησε Κύριος εν χερσί των προφητών των έμπροσθεν, ότε ήν Ιερουσαλήμ κατοικουμένη και ευθηνούσα και αι πόλεις κυκλόθεν αυτής και η ορεινή και η πεδινή κατωκείτο; 8 και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ζαχαρίαν λέγων· 9 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· κρίμα δίκαιον κρίνετε και έλεος και οικτιρμόν ποιείτε έκαστος προς τον αδελφόν αυτού
10 και χήραν και ορφανόν και προσήλυτον και πένητα μη καταδυναστεύετε, και κακίαν έκαστος τού αδελφού αυτού μη μνησικακείτω εν ταίς καρδίαις υμών. 11 και ηπείθησαν τού προσέχειν και έδωκαν νώτον παραφρονούντα και τα ώτα αυτών εβάρυναν τού μη εισακούειν 12 και την καρδίαν αυτών έταξαν απειθή τού μη εσακούειν τού νόμου μου και τους λόγους, ούς εξαπέστειλε Κύριος παντοκράτωρ εν πνεύματι αυτού εν χερσί των προφητών των έμπροσθεν· και εγένετο οργή μεγάλη παρά Κυρίου παντοκράτορος. 13 και έσται ον τρόπον είπε και ουκ εισήκουσαν, ούτως κεκράξονται και ου μη εισακούσω, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 14 και εκβαλώ αυτούς εις πάντα τα έθνη, ά ουκ έγνωσαν, και η γη αφανισθήσεται κατόπισθεν αυτών εκ διοδεύοντος και εξ αναστρέφοντος· και έταξαν γήν εκλεκτήν εις αφανισμόν.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου παντοκράτορος λέγων· 2 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· εζήλωκα την Ιερουσαλήμ και την Σιών ζήλον μέγαν και θυμώ μεγάλω εζήλωκα αυτήν. 3 τάδε λέγει Κύριος· επιστρέψω επί Σιών και κατασκηνώσω εν μέσω Ιερουαλήμ, και κληθήσεται η Ιερουσαλήμ πόλις αληθινή και το όρος Κυρίου παντοκράτορος όρος άγιον. 4 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· έτι καθήσονται πρεσβύτεροι και πρεσβύτεραι εν ταίς πλατείαις Ιερουσαλήμ, έκαστος την ράβδον αυτού έχων εν τή χειρί αυτού από πλήθους ημερών· 5 και αι πλατείαι της πόλεως πλησθήσονται παιδαρίων και κορασίων παιζόντων εν ταίς πλατείαις αυτής. 6 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ει αδυνατήσει ενώπιον των καταλοίπων τού λαού τούτου εν ταίς ημέραις εκείναις, μη και ενώπιόν μου αδυνατήσει; λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 7 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ιδού εγώ σώζω τον λαόν μου από γής ανατολών και από γής δυσμών 8 και εισάξω αυτούς και κατασκηνώσω εν μέσω Ιερουσαλήμ, και έσονται εμοί εις λαόν, καγώ έσομαι αυτοίς εις Θεόν εν αληθεία και εν δικαιοσύνη. 9 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· κατισχυέτωσαν αι χείρες υμών των ακουόντων εν ταίς ημέραις ταύταις τους λόγους τούτους εκ στόματος των προφητών, αφ’ ής ημέρας τεθεμελίωται ο οίκος Κυρίου παντοκράτορος, και ο ναός αφ’ ού ωκοδόμηται.
10 διότι πρό των ημερών εκείνων ο μισθός των ανθρώπων ουκ έσται εις όνησιν, και ο μισθός των κτηνών ουχ υπάρξει, και τώ εκπορευομένω και τώ εισπορευομένω ουκ έσται ειρήνη από της θλίψεως· και εξαποστελώ πάντας τους ανθρώπους, έκαστον επί τον πλησίον αυτού. 11 και νύν ου κατά τας ημέρας τας έμπροσθεν εγώ ποιώ τοίς καταλοίποις τού λαού τούτου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, 12 αλλ’ ή δείξω ειρήνην· η άμπελος δώσει τον καρπόν αυτής, και η γη δώσει τα γεννήματα αυτής, και ο ουρανός δώσει την δρόσον αυτού, και κατακληρονομήσω τοίς καταλοίποις τού λαού μου τούτου ταύτα πάντα. 13 και έσται ον τρόπον ήτε εν κατάρα εν τοίς έθνεσιν ο οίκος Ιούδα και οίκος Ισραήλ, ούτως διασώσω υμάς και έσεσθε εν ευλογία· θαρσείτε και κατισχύετε εν ταίς χερσίν υμών. 14 διότι τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ον τρόπον διενοήθην τού κακώσαι υμάς εν τώ παροργίσαι με τους πατέρας υμών, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και ου μετενόησα, 15 ούτως παρατέταγμαι και διανενόημαι εν ταίς ημέραις ταύταις τού καλώς ποιήσαι την Ιερουσαλήμ και τον οίκον Ιούδα· θαρσείτε. 16 ούτοι οι λόγοι, ούς ποιήσετε· λαλείτε αλήθειαν έκαστος προς τον πλησίον αυτού, αλήθειαν και κρίμα ειρηνικόν κρίνατε εν ταίς πύλαις υμών, 17 και έκαστος την κακίαν τού πλησίον αυτού μη λογίζεσθε εν ταίς καρδίαις υμών και όρκον ψευδή μη αγαπάτε, διότι ταύτα πάντα εμίσησα, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 18 Καί εγένετο λόγος Κυρίου παντοκράτορος προς με λέγων· 19 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· νηστεία η τετράς και νηστεία η πέμπτη και νηστεία η εβδόμη και νηστεία η δεκάτη έσονται τώ οίκω Ιούδα εις χαράν και ευφροσύνην και εις εορτάς αγαθάς, και ευφρανθήσεσθε, και την αλήθειαν και την ειρήνην αγαπήσατε.
20 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· έτι ήξουσι λαοί πολλοί και κατοικούντες πόλεις πολλάς, 21 και συνελεύσονται κατοικούντες πέντε πόλεις εις μίαν πόλιν λέγοντες· πορευθώμεν δεηθήναι τού προσώπου Κυρίου και εκζητήσαι το πρόσωπον Κυρίου παντοκράτορος· πορεύσομαι καγώ. 22 και ήξουσι λαοί πολλοί και έθνη πολλά εκζητήσαι το πρόσωπον Κυρίου παντοκράτορος εν Ιερουσαλήμ και εξιλάσασθαι το πρόσωπον Κυρίου. 23 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· εν ταίς ημέραις εκείναις, εάν επιλάβωνται δέκα άνδρες εκ πασών των γλωσσών των εθνών και επιλάβωνται τού κρασπέδου ανδρός Ιουδαίου λέγοντες· πορευσόμεθα μετά σού, διότι ακηκόαμεν ότι ο Θεός μεθ’ υμών εστι.
1 ΛΗΜΜΑ λόγου Κυρίου· εν γη Σεδράχ και Δαμασκού θυσία αυτού, διότι Κύριος εφορά ανθρώπους και πάσας φυλάς τού Ισραήλ. 2 και εν Εμάθ εν τοίς ορίοις αυτής Τύρος και Σιδών, διότι εφρόνησαν σφόδρα. 3 και ωκοδόμησε Τύρος οχυρώματα εαυτή και εθησαύρισεν αργύριον ως χούν και συνήγαγε χρυσίον ως πηλόν οδών. 4 διά τούτο Κύριος κληρονομήσει αυτήν και πατάξει εις θάλασσαν δύναμιν αυτής, και αύτη εν πυρί καταναλωθήσεται. 5 όψεται Ασκάλων και φοβηθήσεται, και Γάζα και οδυνηθήσεται σφόδρα, και Ακκάρων, ότι ησχύνθη επί τώ παραπτώματι αυτής· και απολείται βασιλεύς εκ Γάζης, και Ασκάλων ου μη κατοικηθή. 6 και κατοικήσουσιν αλλογενείς εν Αζώτω, και καθελώ ύβριν αλλοφύλων. 7 και εξαρώ το αίμα αυτώ εκ τού στόματος αυτών και τα βδελύγματα αυτών εκ μέσου οδόντων αυτών, και υπολειφθήσεται και ούτος τώ Θεώ ημών, και έσονται ως χιλίαρχος εν Ιούδα και Ακκάρων ως ο Ιεβουσαίος· 8 και υποστήσομαι τώ οίκω μου ανάστημα τού μη διαπορεύεσθαι μηδέ ανακάμπτειν, και ου μη επέλθη επ’ αυτούς ουκέτι εξελαύνων, διότι νύν εώρακα εν τοίς οφθαλμοίς μου. 9 Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι, δίκαιος και σώζων αυτός, πραυ±ς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον.
10 και εξολοθρεύσει άρματα εξ Εφραίμ και ίππον εξ Ιερουσαλήμ, και εξολοθρεύσεται τόξον πολεμικόν, και πλήθος και ειρήνη εξ εθνών· και κατάρξει υδάτων έως θαλάσσης και από ποταμών έως διεκβολών γής. 11 και σύ εν αίματι διαθήκης σου εξαπέστειλας δεσμίους σου εκ λάκκου ουκ έχοντος ύδωρ. 12 καθήσεσθε εν οχυρώματι δέσμιοι της συναγωγής, και αντί μιάς ημέρας παροικεσίας σου διπλά ανταποδώσω σοι· 13 διότι ενέτεινά σε, Ιούδα, εμαυτώ εις τόξον, έπλησα τον Εφραίμ και εξεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω σε ως ρομφαίαν μαχητού· 14 και Κύριος έσται επ’ αυτούς και εξελεύσεται ως αστραπή βολίς, και Κύριος παντοκράτωρ εν σάλπιγγι σαλπιεί και πορεύσεται εν σάλω απειλής αυτού. 15 Κύριος παντοκράτωρ υπερασπιεί αυτούς, και καταναλώσουσιν αυτούς, και καταχώσουσιν αυτούς εν λίθοις σφενδόνης και εκπίονται αυτούς ως οίνον και πλήσουσιν ως φιάλας θυσιαστήριον. 16 και σώσει αυτούς Κύριος ο Θεός αυτών εν τή ημέρα εκείνη, ως πρόβατα λαόν αυτού, διότι λίθοι άγιοι κυλίονται επί γής αυτού. 17 ότι εί τι αγαθόν αυτού και εί τι καλόν παρ’ αυτού, σίτος νεανίσκοις και οίνος ευωδιάζων εις παρθένους.
1 ΑΙΤΕΙΣΘΕ παρά Κυρίου υετόν καθ΄ ώραν πρώιμον και όψιμον· Κύριος εποίησε φαντασίας, και υετόν χειμερινόν δώσει αυτοίς, εκάστω βοτάνην εν αγρώ. 2 διότι οι αποφθεγγόμενοι ελάλησαν κόπους, και οι μάντεις οράσεις ψευδείς, και τα ενύπνια ψευδή ελάλουν, μάταια παρεκάλουν· διά τούτο εξηράνθησαν ως πρόβατα και εκακώθησαν, διότι ουκ ήν ίασις. 3 επί τους ποιμένας παρωξύνθη ο θυμός μου, και επί τους αμνούς επισκέψομαι· και επισκέψεται Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ το ποίμνιον αυτού τον οίκον Ιούδα και τάξει αυτούς ως ίππον ευπρεπή αυτού εν πολέμω. 4 και απ’ αυτού επέβλεψε και εξ αυτού έταξε, και απ’ αυτού τόξον εν θυμώ· απ’ αυτού εξελεύσεται πάς ο εξελαύνων εν τώ αυτώ. 5 και έσονται ως μαχηταί πατούντες πηλόν εν ταίς οδοίς εν πολέμω και παρατάξονται, διότι Κύριος μετ’ αυτών, και καταισχυνθήσονται αναβάται ίππων. 6 και κατισχύσω τον οίκον Ιούδα και τον οίκον Ιωσήφ σώσω και κατοικιώ αυτούς, ότι ηγάπησα αυτούς, και έσονται ον τρόπον ουκ απεστρεψάμην αυτούς· διότι εγώ Κύριος ο Θεός αυτών και επακούσομαι αυτοίς. 7 και έσονται ως μαχηταί τού Εφραίμ, και χαρήσεται η καρδία αυτών ως εν οίνω· και τα τέκνα αυτών όψονται και ευφρανθήσονται, και χαρείται η καρδία αυτών επί τώ Κυρίω. 8 σημανώ αυτοίς και εισδέξομαι αυτούς, διότι λυτρώσομαι αυτούς, και πληθυνθήσονται καθότι ήσαν πολλοί. 9 και σπερώ αυτούς εν λαοίς, και οι μακράν μνησθήσονταί μου, εκθρέψουσι τα τέκνα αυτών και επιστρέψουσι.
10 και επιστρέψω αυτούς εκ γής Αιγύπτου και εξ Ασσυρίων εισδέξομαι αυτούς, και εις την Γαλααδίτιν και εις τον Λίβανον εισάξω αυτούς, και ου μη υπολειφθή εξ αυτών ουδέ είς· 11 και διελεύσονται εν θαλάσση στενή και πατάξουσιν εν θαλάσση κύματα, και ξηρανθήσεται πάντα τα βάθη ποταμών, και αφαιρεθήσεται πάσα ύβρις Ασσυρίων, και σκήπτρον Αιγύπτου περιαιρεθήσεται. 12 και κατισχύσω αυτούς εν Κυρίω Θεώ αυτών, και εν τώ ονόματι αυτού κατακαυχήσονται, λέγει Κύριος.
1 ΔΙΑΝΟΙΞΟΝ, ο Λίβανος, τας θύρας σου, και καταφαγέτω πύρ τας κέδρους σου· 2 ολολυξάτω πίτυς, διότι πέπτωκε κέδρος, ότι μεγάλως μεγιστάνες εταλαιπώρησαν· ολολύξατε, δρύες της Βασανίτιδος, ότι κατεσπάσθη ο δρυμός ο σύμφυτος. 3 φωνή θρηνούντων ποιμένων, ότι τεταλαιπώρηκεν η μεγαλωσύνη αυτών· φωνή ωρυομένων λεόντων, ότι τεταλαιπώρηκε το φρύαγμα τού Ιορδάνου. 4 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ποιμαίνετε τα πρόβατα της σφαγής, 5 ά οι κτησάμενοι κατέσφαζον και ου μετεμέλοντο, και οι πωλούντες αυτά έλεγον· ευλογητός Κύριος και πεπλουτήκαμεν· και οι ποιμένες αυτών ουκ έπασχον ουδέν επ’ αυτοίς. 6 διά τούτο ου φείσομαι ουκέτι επί τους κατοικούντας την γήν, λέγει Κύριος· και ιδού εγώ παραδίδωμι τους ανθρώπους, έκαστον εις χείρα τού πλησίον αυτού και εις χείρα βασιλέως αυτού, και κατακόψουσι την γήν, και ου μη εξέλωμαι εκ χειρός αυτών. 7 και ποιμανώ τα πρόβατα της σφαγής εις την Χαναανίτιν· και λήψομαι εμαυτώ δύο ράβδους ~την μέν μίαν εκάλεσα Κάλλος και την ετέραν εκάλεσα Σχοίνισμα~ και ποιμανώ τα πρόβατα. 8 και εξαρώ τους τρεις ποιμένας εν μηνί ενί, και βαρυνθήσεται η ψυχή μου επ΄ αυτούς, και γάρ αι ψυχαί αυτών επωρύοντο επ’ εμέ. 9 και είπα· ου ποιμανώ υμάς· το αποθνήσκον αποθνησκέτω, και το εκλείπον εκλιπέτω, και τα κατάλοιπα κατεσθιέτωσαν έκαστος τας σάρκας τού πλησίον αυτού.
10 και λήψομαι την ράβδον μου τή καλήν και απορρίψω αυτήν τού διασκεδάσαι την διαθήκην μου, ήν διεθέμην προς πάντας τους λαούς. 11 και διασκεδασθήσεται εν τή ημέρα εκείνη, και γνώσονται οι Χαναναίοι τα πρόβατα τα φυλασσόμενα, διότι λόγος Κυρίου εστί. 12 και ερώ προς αυτούς· ει καλόν ενώπιον υμών εστι, δότε στήσαντες τον μισθόν μου ή απείπασθε· και έστησαν τον μισθόν μου τριάκοντα αργυρούς. 13 και είπε Κύριος προς με· κάθες αυτούς εις το χωνευτήριον, και σκέψαι ει δόκιμόν εστιν, ον τρόπον εδοκιμάσθην υπέρ αυτών. και έλαβον τους τριάκοντα αργυρούς και ενέβαλον αυτούς εις τον οίκον Κυρίου εις το χωνευτήριον. 14 και απέρριψα την ράβδον την δευτέραν, το Σχοίνισμα, τού διασκεδάσαι την κατάσχεσιν ανά μέσον Ιούδα και ανά μέσον Ισραήλ. 15 Καί είπε Κύριος προς με· έτι λάβε σεαυτώ σκεύη ποιμενικά ποιμένος απείρου, 16 διότι ιδού εγώ εξεγείρω ποιμένα επί την γήν· το εκλιμπάνον ου μη επισκέψηται και το εσκορπισμένον ου μη ζητήση και το συντετριμμένον ου μη ιάσηται και το ολόκληρον ου μη κατευθύνη και τα κρέα των εκλεκτών καταφάγεται και τους αστραγάλους αυτών εκστρέψει. 17 ώ οι ποιμαίνοντες τα μάταια και οι καταλελοιπότες τα πρόβατα· μάχαιρα επί τους βραχίονας αυτού και επί τον οφθαλμόν τον δεξιόν αυτού· ο βραχίων αυτού ξηραινόμενος ξηρανθήσεται, και ο οφθαλμός ο δεξιός αυτού εκτυφλούμενος εκτυφλωθήσεται.
1 ΛΗΜΜΑ λόγου Κυρίου επί τον Ισραήλ· λέγει Κύριος εκτείνων ουρανόν και θεμελιών γήν και πλάσσων πνεύμα ανθρώπου εν αυτώ· 2 ιδού εγώ τίθημι την Ιερουσαλήμ ως πρόθυρα σαλευόμενα πάσι τοίς λαοίς κύκλω, και εν τή Ιουδαία έσται περιοχή επί Ιερουσαλήμ. 3 και έσται εν τή ημέρα εκείνη θήσομαι την Ιερουσαλήμ λίθον καταπατούμενον πάσι τοίς έθνεσι· πάς ο καταπατών αυτήν εμπαίζων εμπαίξεται, και επισυναχθήσονται επ’ αυτήν πάντα τα έθνη της γής. 4 εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, πατάξω πάντα ίππον εν εκστάσει και τον αναβάτην αυτού εν παραφρονήσει, επί δε τον οίκον Ιούδα διανοίξω τους οφθαλμούς μου και πάντας τους ίππους των λαών πατάξω εν αποτυφλώσει. 5 και ερούσιν οι χιλίαρχοι Ιούδα εν ταίς καρδίαις αυτών· ευρήσομεν εαυτοίς τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ εν Κυρίω παντοκράτορι Θεώ αυτών. 6 εν τή ημέρα εκείνη θήσομαι τους χιλιάρχους Ιούδα ως δαλόν πυρός εν ξύλοις και ως λαμπάδα πυρός εν καλάμη, και καταφάγονται εκ δεξιών και εξ ευωνύμων πάντας τους λαούς κυκλόθεν, και κατοικήσει Ιερουσαλήμ έτι καθ΄ εαυτήν εν Ιερουσαλήμ. 7 και σώσει Κύριος τα σκηνώματα Ιούδα καθώς απ΄ αρχής, όπως μη μεγαλύνηται καύχημα οίκου Δαυίδ και έπαρσις των κατοικούντων Ιερουσαλήμ επί τον Ιούδα. 8 και έσται εν τή ημέρα εκείνη υπερασπιεί Κύριος υπέρ των κατοικούντων Ιερουσαλήμ, και έσται ο ασθενών εν αυτοίς εν εκείνη τή ημέρα ως οίκος Δαυίδ, ο δε οίκος Δαυίδ ως οίκος Θεού, ως άγγελος Κυρίου ενώπιον αυτών. 9 και έσται εν τή ημέρα εκείνη ζητήσω τού εξάραι πάντα τα έθνη τα ερχόμενα επί Ιερουσαλήμ.
10 και εκχεώ επί τον οίκον Δαυίδ και επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ πνεύμα χάριτος και οικτιρμού, και επιβλέψονται προς με ανθ’ ών κατωρχήσαντο και κόψονται επ΄ αυτόν κοπετόν, ως επ’ αγαπητώ, και οδυνηθήσονται οδύνην ως επί τώ πρωτοτόκω. 11 εν τή ημέρα εκείνη μεγαλυνθήσεται ο κοπετός εν Ιερουσαλήμ ως κοπετός ροώνος εν πεδίω εκκοπτομένου, 12 και κόψεται η γη κατά φυλάς φυλάς· φυλή οίκου Δαυίδ καθ’ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ’ εαυτάς, φυλή οίκου Νάθαν καθ’ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ’ εαυτάς, 13 φυλή οίκου Λευί καθ΄ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ΄ εαυτάς, φυλή τού Συμεών καθ’ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ΄ εαυτάς· 14 πάσαι αι υπολελειμμέναι φυλαί, φυλή καθ’ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ’ εαυτάς.
1 ΕΝ τή ημέρα εκείνη έσται πάς τόπος διανοιγόμενος τώ οίκω Δαυίδ και τοίς κατοικούσιν Ιερουσαλήμ εις την μετακίνησιν και εις τον χωρισμόν. 2 και έσται εν τή ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος Σαβαώθ, εξολοθρεύσω τα ονόματα των ειδώλων από της γής, και ουκ έτι αυτών έσται μνεία· και τους ψευδοπροφήτας και το πνεύμα το ακάθαρτον εξαρώ από της γής. 3 και έσται εάν προφητεύση άνθρωπος έτι, και ερεί προς αυτόν ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού, οι γεννήσαντες αυτόν· ου ζήση, ότι ψευδή ελάλησας επ’ ονόματι Κυρίου· και συμποδιούσιν αυτόν ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού, οι γεννήσαντες αυτόν, εν τώ προφητεύειν αυτόν. 4 και έσται εν τή ημέρα εκείνη καταισχυνθήσονται οι προφήται, έκαστος εκ της οράσεως αυτού, εν τώ προφητεύειν αυτόν, και ενδύσονται δέρριν τριχίνην ανθ΄ ών εψεύσαντο. 5 και ερεί· ουκ ειμί προφήτης εγώ, διότι άνθρωπος εργαζόμενος την γήν εγώ ειμι, ότι άνθρωπος εγέννησέ με εκ νεότητός μου. 6 και ερώ προς αυτόν· τι αι πληγαί αύται αναμέσον των χειρών σου; και ερεί· ας επλήγην εν τώ οίκω τώ αγαπητώ μου. 7 Ρομφαία εξεγέρθητι επί τους ποιμένας μου και επί άνδρα πολίτην μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ· πατάξατε τους ποιμένας και εκσπάσατε τα πρόβατα, και επάξω την χείρά μου επί τους ποιμένας. 8 και έσται εν πάση τή γη, λέγει Κύριος, τα δύο μέρη αυτής εξολοθρευθήσεται και εκλείψει, το δε τρίτον υπολειφθήσεται εν αυτή· 9 και διάξω το τρίτον διά πυρός και πυρώσω αυτούς, ως πυρούται το αργύριον, και δοκιμώ αυτούς, ως δοκιμάζεται το χρυσίον· αυτός επικαλέσεται το όνομά μου, καγώ επακούσομαι αυτώ και ερώ· λαός μου ούτός εστι, και αυτός ερεί, Κύριος ο Θεός μου.
1 ΙΔΟΥ ημέραι έρχονται Κυρίου, και διαμερισθήσονται τα σκύλά σου εν σοί. 2 και επισυνάξω πάντα τα έθνη επί Ιερουσαλήμ εις πόλεμον, και αλώσεται η πόλις, και διαρπαγήσονται αι οικίαι, και αι γυναίκες μολυνθήσονται, και εξελεύσεται το ήμισυ της πόλεως εν αιχμαλωσία, οι δε κατάλοιποι τού λαού μου ου μη εξολοθρευθώσιν εκ της πόλεως. 3 και εξελεύσεται Κύριος και παρατάξεται εν τοίς έθνεσιν εκείνοις καθώς ημέρα παρατάξεως αυτού εν ημέρα πολέμου. 4 και στήσονται οι πόδες αυτού εν τή ημέρα εκείνη επί το όρος των ελαιών το κατέναντι Ιερουσαλήμ εξ ανατολών· και σχισθήσεται το όρος των ελαιών, το ήμισυ αυτού προς ανατολάς και το ήμισυ προς θάλασσαν, χάος μέγα σφόδρα. και κλινεί το ήμισυ τού όρους προς τον βορράν και το ήμισυ αυτού προς νότον. 5 και εμφραχθήσεται η φάραγξ των ορέων μου, και εγκολληθήσεται φάραγξ ορέων έως Ιασόλ και εμφραχθήσεται καθώς ενεφράγη εν ταίς ημέραις τού συσσεισμού, εν ημέραις Οζίου βασιλέως Ιούδα· και ήξει Κύριος ο Θεός μου και πάντες οι άγιοι μετ’ αυτού. 6 και έσται εν εκείνη τή ημέρα ουκ έσται φώς και ψύχος και πάγος· 7 έσται μίαν ημέραν, και η ημέρα εκείνη γνωστή τώ Κυρίω, και ουχ ημέρα και ου νύξ, και προς εσπέραν έσται φώς. 8 και εν τή ημέρα εκείνη εξελεύσεται ύδωρ ζών εξ Ιερουσαλήμ, το ήμισυ αυτού εις την θάλασσαν την πρώτην και το ήμισυ αυτού εις την θάλασσαν την εσχάτην, και εν θέρει και εν έαρι έσται ούτως. 9 και έσται Κύριος εις βασιλέα επί πάσαν την γήν· εν τή ημέρα εκείνη έσται Κύριος είς και το όνομα αυτού έν.
10 κυκλών πάσαν την γήν και την έρημον από Γαβέ έως Ρεμμών κατά νότον Ιερουσαλήμ· Ραμά δε επί τόπου μενεί από της πύλης Βενιαμίν έως τού τόπου της πύλης της πρώτης, έως της πύλης των γωνιών και έως τού πύργου Αναμεήλ, έως των υποληνίων τού βασιλέως. 11 κατοικήσουσιν εν αυτή, και ανάθεμα ουκ έσται έτι και κατοικήσει Ιερουσαλήμ πεποιθότως. 12 Καί αύτη έσται η πτώσις, ήν κόψει Κύριος πάντας τους λαούς, όσοι επεστράτευσαν επί Ιερουσαλήμ· τακήσονται αι σάρκες αυτών εστηκότων αυτών επί τους πόδας αυτών, και οι οφθαλμοί αυτών ρυήσονται εκ των οπών αυτών, και η γλώσσα αυτών τακήσεται εν τώ στόματι αυτών. 13 και έσται εν τή ημέρα εκείνη έκστασις Κυρίου μεγάλη επ’ αυτούς, και επιλήψονται έκαστος της χειρός τού πλησίον αυτού, και συμπλακήσεται η χείρ αυτού προς την χείρα τού πλησίον αυτού. 14 και ο Ιούδας παρατάξεται εν Ιερουσαλήμ και συνάξει την ισχύν πάντων των λαών κυκλόθεν, χρυσίον και αργύριον και ιματισμόν εις πλήθος σφόδρα. 15 και αύτη έσται η πτώσις των ίππων και των ημιόνων και των καμήλων και των όνων και πάντων των κτηνών των όντων εν ταίς παρεμβολαίς εκείναις κατά την πτώσιν ταύτην. 16 και έσται όσοι εάν καταλειφθώσιν εκ πάντων των εθνών των ελθόντων επί Ιερουσαλήμ, και αναβήσονται κατ΄ ενιαυτόν τού προσκυνήσαι τώ βασιλεί Κυρίω παντοκράτορι και τού εορτάζειν την εορτήν της σκηνοπηγίας. 17 και έσται όσοι εάν μη αναβώσιν εκ πασών των φυλών της γής εις Ιερουσαλήμ τού προσκυνήσαι τώ βασιλεί Κυρίω παντοκράτορι, και ούτοι εκείνοις προστεθήσονται. 18 εάν δε φυλή Αιγύπτου μη αναβή μηδέ έλθη εκεί, και επί τούτους έσται η πτώσις, ήν πατάξει Κύριος πάντα τα έθνη, όσα εάν μη αναβή τού εορτάσαι την εορτήν της σκηνοπηγίας. 19 αύτη έσται η αμαρτία Αιγύπτου και η αμαρτία πάντων των εθνών, όσα αν μη αναβή εορτάσαι την εορτήν της σκηνοπηγίας.
20 εν τή ημέρα εκείνη έσται το επί τον χαλινόν τού ίππου άγιον τώ Κυρίω παντοκράτορι, και έσονται οι λέβητες εν τώ οίκω Κυρίου ως φιάλαι πρό προσώπου τού θυσιαστηρίου. 21 και έσται πάς λέβης εν Ιερουσαλήμ και εν τώ Ιούδα άγιον τώ Κυρίω παντοκράτορι· και ήξουσι πάντες οι θυσιάζοντες και λήψονται εξ αυτών και εψήσουσιν εν αυτοίς. και ουκ έσται Χαναναίος ουκέτι εν τώ οίκω Κυρίου παντοκράτορος εν τή ημέρα εκείνη.
1 ΛΗΜΜΑ λόγου Κυρίου επί τον Ισραήλ εν χειρί αγγέλου αυτού· θέσθε δή επί τας καρδίας υμών.
2 Ηγάπησα υμάς, λέγει Κύριος. και είπατε· εν τίνι ηγάπησας ημάς; ουκ αδελφός ήν Ησαύ τού Ιακώβ; λέγει Κύριος, και ηγάπησα τον Ιακώβ, 3 τον δε Ησαύ εμίσησα και έταξα τα όρια αυτού εις αφανισμόν και την κληρονομίαν αυτού εις δώματα ερήμου; 4 διότι ερεί η Ιδουμαία· κατέστραπται, και επιστρέψωμεν και ανοικοδομήσωμεν τας ερήμους. τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· αυτοί οικοδομήσουσι, και εγώ καταστρέψω· και επικληθήσεται αυτοίς όρια ανομίας και λαός εφ’ ον παρατέτακται Κύριος έως αιώνος. 5 και οι οφθαλμοί υμών όψονται, και υμείς ερείτε· εμεγαλύνθη Κύριος υπεράνω των ορίων τού Ισραήλ. 6 Υιός δοξάζει πατέρα και δούλος τον κύριον αυτού. και ει πατήρ ειμι εγώ, που εστιν η δόξα μου; και ει Κύριός ειμι εγώ, που εστιν ο φόβος μου; λέγει Κύριος παντοκράτωρ. υμείς οι ιερείς οι φαυλίζοντες το όνομά μου· και είπατε· εν τίνι εφαυλίσαμεν το όνομά σου; 7 προσάγοντες προς το θυσιαστήριόν μου άρτους ηλισγημένους, και είπατε· εν τίνι ηλισγήσαμεν αυτούς; εν τώ λέγειν υμάς· τράπεζα Κυρίου ηλισγημένη εστί και τα επιτιθέμενα εξουδενώσατε. 8 διότι εάν προσαγάγητε τυφλόν εις θυσίας, ου κακόν; και εάν προσαγάγητε χωλόν ή άρρωστον, ου κακόν; προσάγαγε δή αυτώ τώ ηγουμένω σου, ει προσδέξεται αυτό, ει λήψεται πρόσωπόν σου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 9 και νύν εξιλάσκεσθε το πρόσωπον τού Θεού υμών και δεήθητε αυτού· εν χερσίν υμών γέγονε ταύτα· ει λήψομαι εξ υμών πρόσωπα υμών; λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
10 διότι και εν υμίν συγκλεισθήσονται θύραι, και ουκ ανάψεται το θυσιαστήριόν μου δωρεάν· ουκ έστι μου θέλημα εν υμίν, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και θυσίαν ου προσδέξομαι εκ των χειρών υμών. 11 διότι από ανατολών ηλίου έως δυσμών το όνομά μου δεδόξασται εν τοίς έθνεσι, και εν παντί τόπω θυμίαμα προσάγεται τώ ονόματί μου και θυσία καθαρά, διότι μέγα το όνομά μου εν τοίς έθνεσι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 12 υμείς δε βεβηλούτε αυτό εν τώ λέγειν υμάς· τράπεζα Κυρίου ηλισγημένη εστί, και τα επιτιθέμενα εξουδένωται βρώματα αυτού. 13 και είπατε· ταύτα εκ κακοπαθείας εστί, και εξεφύσησα αυτά, λέγει Κύριος παντοκράτωρ· και εισεφέρετε αρπάγματα και τα χωλά και τα ενοχλούμενα· και εάν φέρητε την θυσίαν, ει προσδέξομαι αυτά εκ των χειρών υμών; λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 14 και επικατάρατος ός ήν δυνατός και υπήρχεν εν τώ ποιμνίω αυτού άρσεν και ευχή αυτού επ’ αυτώ και θύει διεφθαρμένον τώ Κυρίω· διότι βασιλεύς μέγας εγώ ειμι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και το όνομά μου επιφανές εν τοίς έθνεσι.
1 ΚΑΙ νύν η εντολή αύτη προς υμάς, οι ιερείς· 2 εάν μη ακούσητε, και εάν μη θήσθε εις την καρδίαν υμών τού δούναι δόξαν τώ ονόματί μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και εξαποστελώ εφ’ υμάς την κατάραν και επικαταράσομαι την ευλογίαν υμών και καταράσομαι αυτήν· και διασκεδάσω την ευλογίαν υμών, και ουκ έσται εν υμίν, ότι υμείς ου τίθεσθε εις την καρδίαν υμών. 3 ιδού εγώ αφορίζω υμίν τον ώμον και σκορπιώ ένυστρον επί τα πρόσωπα υμών, ένυστρον εορτών υμών, και λήψομαι υμάς εις το αυτό· 4 και επιγνώσεσθε διότι εγώ εξαπέσταλκα προς υμάς την εντολήν ταύτην τού είναι την διαθήκην μου προς τους Λευίτας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 5 η διαθήκη μου ήν μετ’ αυτού της ζωής και της ειρήνης, και έδωκα αυτώ εν φόβω φοβείσθαί με και από προσώπου ονόματός μου στέλλεσθαι αυτόν. 6 νόμος αληθείας ήν εν τώ στόματι αυτού, και αδικία ουχ ευρέθη εν χείλεσιν αυτού· εν ειρήνη κατευθύνων επορεύθη μετ΄ εμού και πολλούς επέστρεψεν από αδικίας. 7 ότι χείλη ιερέως φυλάξεται γνώσιν, και νόμον εκζητήσουσιν εκ στόματος αυτού, διότι άγγελος Κυρίου παντοκράτορός εστιν. 8 υμείς δε εξεκλίνατε εκ της οδού και ησθενήσατε πολλούς εν νόμω, διεφθείρατε την διαθήκην τού Λευί, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 9 καγώ δέδωκα υμάς εξουδενουμένους και απερριμμένους εις πάντα τα έθνη, ανθ’ ών υμείς ουκ εφυλάξασθε τας οδούς μου, αλλά ελαμβάνετε πρόσωπα εν νόμω.
10 Ουχί πατήρ είς πάντων υμών; ουχί Θεός είς έκτισεν υμάς; τι ότι εγκατέλιπε έκαστος τον αδελφόν αυτού τού βεβηλώσαι την διαθήκην των πατέρων υμών; 11 εγκατελείφθη Ιούδας, και βδέλυγμα εγένετο εν τώ Ισραήλ και εν Ιερουσαλήμ, διότι εβεβήλωσεν Ιούδας τα άγια Κυρίου, εν οίς ηγάπησε, και επετήδευσεν εις θεούς αλλοτρίους. 12 εξολοθρεύσει Κύριος τον άνθρωπον τον ποιούντα ταύτα, έως και ταπεινωθή εκ σκηνωμάτων Ιακώβ και εκ προσαγόντων θυσίαν τώ Κυρίω παντοκράτορι. 13 και ταύτα, ά εμίσουν, εποιείτε· εκαλύπτετε δάκρυσι το θυσιαστήριον Κυρίου και κλαυθμώ και στεναγμώ εκ κόπων. έτι άξιον επιβλέψαι εις θυσίαν ή λαβείν δεκτόν εκ των χειρών υμών; 14 και είπατε· ένεκεν τίνος; ότι Κύριος διεμαρτύρατο αναμέσον σού και αναμέσον γυναικός νεότητός σου, ήν εγκατέλιπες, και αύτη κοινωνός σου και γυνή διαθήκης σου. 15 και ουκ άλλος εποίησε, και υπόλειμμα πνεύματος αυτού. και είπατε· τι άλλο αλλ΄ ή σπέρμα ζητεί ο Θεός; και φυλάξασθε εν τώ πνεύματι υμών, και γυναίκα νεότητός σου μη εγκαταλίπης· 16 αλλά εάν μισήσας εξαποστείλης, λέγει Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ, και καλύψει ασέβεια επί τα ενθυμήματά σου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. και φυλάξασθε εν τώ πνεύματι υμών και ου μη εγκαταλίπητε. ~ 17 Οι παροξύναντες τον Θεόν εν τοίς λόγοις υμών και είπατε· εν τίνι παρωξύναμεν αυτόν; εν τώ λέγειν υμάς· πάς ποιών πονηρόν, καλόν ενώπιον Κυρίου, και εν αυτοίς αυτός ευδόκησε· και που εστιν ο Θεός της δικαιοσύνης;
1 ΙΔΟΥ εγώ εξαποστέλλω τον άγγελόν μου, και επιβλέψεται οδόν πρό προσώπου μου, και εξαίφνης ήξει εις τον ναόν εαυτού Κύριος, ον υμείς ζητείτε, και ο άγγελος της διαθήκης, ον υμείς θέλετε· ιδού έρχεται, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 2 και τις υπομενεί ημέραν εισόδου αυτού; ή τις υποστήσεται εν τή οπτασία αυτού; διότι αυτός εισπορεύεται ως πύρ χωνευτηρίου και ως ποιά πλυνόντων. 3 και καθιείται χωνεύων και καθαρίζων ως το αργύριον και ως το χρυσίον· και καθαρίσει τους υιούς Λευί και χεεί αυτούς ώσπερ το χρυσίον και το αργύριον· και έσονται τώ Κυρίω προσάγοντες θυσίαν εν δικαιοσύνη. 4 και αρέσει τώ Κυρίω θυσία Ιούδα και Ιερουσαλήμ, καθώς αι ημέραι τού αιώνος και καθώς τα έτη τα έμπροσθεν. 5 και προσάξω προς υμάς εν κρίσει και έσομαι μάρτυς ταχύς επί τας φαρμακούς και επί τας μοιχαλίδας και επί τους ομνύοντας τώ ονόματί μου επί ψεύδει και επί τους αποστερούντας μισθόν μισθωτού και τους καταδυναστεύοντας χήραν και τους κονδυλίζοντας ορφανούς και τους εκκλίνοντας κρίσιν προσηλύτου και τους μη φοβουμένους με, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 6 Διότι εγώ Κύριος ο Θεός υμών, και ουκ ηλλοίωμαι· 7 και υμείς οι υιοί Ιακώβ ουκ απέχεσθε από των αδικιών των πατέρων υμών, εξεκλίνατε νόμιμά μου και ουκ εφυλάξασθε. επιστρέψατε προς με, και επιστραφήσομαι προς υμάς, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. και είπατε· εν τίνι επιστρέψομεν; 8 μήτι πτερνιεί άνθρωπος Θεόν; διότι υμείς πτερνίζετέ με. και ερείτε· εν τίνι επτερνίσαμέν σε; ότι τα επιδέκατα και αι απαρχαί μεθ’ υμών εισι· 9 και αποβλέποντες υμείς αποβλέπετε, και εμέ υμείς πτερνίζετε· το έτος συνετελέσθη.
10 και εισηνέγκατε πάντα τα εκφόρια εις τους θησαυρούς, και έσται η διαρπαγή αυτού εν τώ οίκω αυτού. επιστρέψατε δή εν τούτω, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, εάν μη ανοίξω υμίν τους καταρράκτας τού ουρανού και εκχεώ την ευλογίαν μου υμίν έως τού ικανωθήναι. 11 και διαστελώ υμίν εις βρώσιν και ου μη διαφθείρω υμών τον καρπόν της γής, και ου μη ασθενήση υμών η άμπελος η εν τώ αγρώ, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 12 και μακαριούσιν υμάς πάντα τα έθνη, διότι έσεσθε υμείς γη θελητή, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 13 Εβαρύνατε επ’ εμέ τους λόγους υμών, λέγει Κύριος, και είπατε· εν τίνι κατελαλήσαμεν κατά σού; 14 είπατε· μάταιος ο δουλεύων Θεώ, και τι πλέον ότι εφυλάξαμεν τα φυλάγματα αυτού και διότι επορεύθημεν ικέται πρό προσώπου Κυρίου παντοκράτορος; 15 και νύν ημείς μακαρίζομεν αλλοτρίους, και ανοικοδομούνται πάντες ποιούντες άνομα και αντέστησαν τώ Θεώ και εσώθησαν. 16 ταύτα κατελάλησαν οι φοβούμενοι τον Κύριον, έκαστος προς τον πλησίον αυτού· και προσέσχε Κύριος και εισήκουσε και έγραψε βιβλίον μνημοσύνου ενώπιον αυτού τοίς φοβουμένοις τον Κύριον και ευλαβουμένοις το όνομα αυτού. 17 και έσονταί μοι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, εις ημέραν, ήν εγώ ποιώ εις περιποίησιν, και αιρετιώ αυτούς ον τρόπον αιρετίζει άνθρωπος τον υιόν αυτού τον δουλεύοντα αυτώ. 18 και επιστραφήσεσθε και όψεσθε αναμέσον δικαίου και αναμέσον ανόμου και αναμέσον τού δουλεύοντος Θεώ και τού μη δουλεύοντος.
ΔΙΟΤΙ ιδού ημέρα Κυρίου έρχεται καιομένη ως κλίβανος και φλέξει αυτούς, και έσονται πάντες οι αλλογενείς και πάντες οι ποιούντες άνομα καλάμη, και ανάψει αυτούς η ημέρα η ερχομένη, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και ου μη υπολειφθή εξ αυτών ρίζα ουδέ κλήμα. 2 και ανατελεί υμίν τοίς φοβουμένοις το όνομά μου ήλιος δικαιοσύνης και ίασις εν ταίς πτέρυξιν αυτού, και εξελεύσεσθε και σκιρτήσετε ως μοσχάρια εκ δεσμών ανειμένα. 3 και καταπατήσετε ανόμους, διότι έσονται σποδός υποκάτω των ποδών υμών εν τή ημέρα, ή εγώ ποιώ, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 4 και ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεσβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή, 5 ός αποκαταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν και καρδίαν ανθρώπου προς τον πλησίον αυτού, μη ελθών πατάξω την γήν άρδην. 6 μνήσθητι νόμου Μωσή τού δούλου μου, καθότι ενετειλάμην αυτώ εν Χωρήβ προς πάντα τον Ισραήλ προστάγματα και δικαιώματα.
1 ΟΡΑΣΙΣ, ήν είδεν Ησαίας υιός Αμώς, ήν είδε κατά της Ιουδαίας και κατά Ιερουσαλήμ εν βασιλεία Οζίου και Ιωάθαμ και Άχαζ και Εζεκίου, οί εβασίλευσαν της Ιουδαίας.
2 Άκουε ουρανέ και ενωτίζου γη, ότι Κύριος ελάλησεν· υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν. 3 έγνω βούς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην τού κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν. 4 ουαί έθνος αμαρτωλόν, λαός πλήρης αμαρτιών, σπέρμα πονηρόν, υιοί άνομοι· εγκατελίπατε τον Κύριον και παρωργίσατε τον άγιον τού Ισραήλ. 5 τι έτι πληγήτε προστιθέντες ανομίαν; πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην. 6 από ποδών έως κεφαλής ουκ έστιν εν αυτώ ολοκληρία, ούτε τραύμα ούτε μώλωψ ούτε πληγή φλεγμαίνουσα· ουκ έστιν μάλαγμα επιθήναι ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους. 7 η γη υμών έρημος, αι πόλεις υμών πυρίκαυστοι· την χώραν υμών ενώπιον υμών αλλότριοι κατεσθίουσι αυτήν, και ηρήμωται κατεστραμμένη υπό λαών αλλοτρίων. 8 εγκαταλειφθήσεται η θυγάτηρ Σιών ως σκηνή εν αμπελώνι και ως οπωροφυλάκιον εν σικυηράτω, ως πόλις πολιορκουμένη· 9 και ει μη Κύριος σαβαώθ εγκατέλιπεν ημίν σπέρμα, ως Σόδομα αν εγενήθημεν και ως Γόμορρα αν ωμοιώθημεν. ~
10 Ακούσατε λόγον Κυρίου, άρχοντες Σοδόμων· προσέχετε νόμον Θεού λαός Γομόρρας. 11 τι μοι πλήθος των θυσιών υμών; λέγει Κύριος· πλήρης ειμί ολοκαυτωμάτων κριών, και στέαρ αρνών και αίμα ταύρων και τράγων ου βούλομαι, 12 ουδέ αν έρχησθε οφθήναι μοι. τις γάρ εξεζήτησε ταύτα εκ των χειρών υμών; πατείν την αυλήν μου 13 ου προσθήσεσθαι· εάν φέρητε σεμίδαλιν, μάταιον· θυμίαμα, βδέλυγμά μοί εστι· τας νουμηνίας υμών και τα σάββατα και ημέραν μεγάλην ουκ ανέχομαι· νηστείαν και αργίαν 14 και τας νουμηνίας υμών και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου· εγενήθητέ μοι εις πλησμονήν, ουκέτι ανήσω τας αμαρτίας υμών. 15 όταν εκτείνητε τας χείρας υμών προς με, αποστρέψω τους οφθαλμούς μου αφ΄ υμών, και εάν πληθύνητε την δέησιν, ουκ εισακούσομαι υμών· αι γάρ χείρες υμών αίματος πλήρεις. 16 λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, 17 μάθετε καλόν ποιείν, εκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε αδικούμενον, κρίνατε ορφανώ και δικαιώσατε χήραν· 18 και δεύτε διαλεχθώμεν, λέγει Κύριος· και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, εάν δε ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ. 19 και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γής φάγεσθε·
20 εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται· το γάρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα. 21 Πώς εγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών, πλήρης κρίσεως, εν ή δικαιοσύνη εκοιμήθη εν αυτή, νύν δε φονευταί. 22 το αργύριον υμών αδόκιμον· οι κάπηλοί σου μίσγουσι τον οίνον ύδατι· 23 οι άρχοντές σου απειθούσι, κοινωνοί κλεπτών αγαπώντες δώρα, διώκοντες ανταπόδομα, ορφανοίς ου κρίνοντες και κρίσιν χηρών ου προσέχοντες. 24 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος ο δεσπότης σαβαώθ, ο δυνάστης τού Ισραήλ· ουαί τοίς ισχύουσιν εν Ιερουσαλήμ· ου παύσεται γάρ μου ο θυμός εν τοίς υπεναντίοις, και κρίσιν εκ των εχθρών μου ποιήσω. 25 και επάξω την χείρά μου επί σε και πυρώσω σε εις καθαρόν, τους δε απειθούντας απολέσω και αφελώ πάντας ανόμους από σού και πάντας υπηφάνους ταπεινώσω. 26 και επιστήσω τους κριτάς σου ως το πρότερον και τους συμβούλους σου ως το απ’ αρχής· και μετά ταύτα κληθήση πόλις δικαιοσύνης, μητρόπολις πιστή Σιών. 27 μετά γάρ κρίματος σωθήσεται η αιχμαλωσία αυτής και μετά ελεημοσύνης. 28 και συντριβήσονται οι άνομοι και οι αμαρτωλοί άμα, και οι εγκαταλιπόντες τον Κύριον συντελεσθήσονται. 29 διότι αισχυνθήσονται εν τοίς ειδώλοις αυτών, ά αυτοί ηβούλοντο, και επαισχυνθήσονται επί τοίς κήποις αυτών, ά επεθύμησαν. 30 έσονται γάρ ως τερέβινθος αποβεβληκυία τα φύλλα και ως παράδεισος ύδωρ μη έχων· 31 και έσται η ισχύς αυτών ως καλάμη στιππύου και αι εργασίαι αυτών ως σπινθήρες πυρός, και κατακαυθήσονται οι άνομοι και οι αμαρτωλοί άμα, και ουκ έσται ο σβέσων.
1 Ο λόγος ο γενόμενος παρά Κυρίου προς Ησαίαν υιόν Αμώς περί της Ιουδαίας και περί Ιερουσαλήμ.
2 Ότι έσται εν ταίς εσχάταις ημέραις εμφανές το όρος Κυρίου και ο οίκος τού Θεού επ’ άκρων των ορέων και υψωθήσεται υπεράνω των βουνών· και ήξουσιν επ’ αυτό πάντα τα έθνη, 3 και πορεύσονται έθνη πολλά και ερούσι· δεύτε και αναβώμεν εις το όρος Κυρίου και εις τον οίκον τού Θεού Ιακώβ, και αναγγελεί ημίν την οδόν αυτού, και πορευσόμεθα εν αυτή· εκ γάρ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ. 4 και κρινεί αναμέσον των εθνών και ελέγξει λαόν πολύν, και συγκόψουσι τας μαχαίρας αυτών εις άροτρα και τας ζιβύνας αυτών εις δρέπανα, και ου λήψεται έθνος επ΄ έθνος μάχαιραν, και ου μη μάθωσιν έτι πολεμείν. ~ 5 Καί νύν, ο οίκος Ιακώβ, δεύτε πορευθώμεν τώ φωτί Κυρίου. 6 ανήκε γάρ τον λαόν αυτού τον οίκον τού Ισραήλ, ότι ενεπλήσθη ως το απ’ αρχής η χώρα αυτών κληδονισμών, ως η των αλλοφύλων, και τέκνα πολλά αλλόφυλα εγενήθη αυτοίς. 7 ενεπλήσθη γάρ η χώρα αυτών αργυρίου και χρυσίου, και ουκ ήν αριθμός των θησαυρών αυτών· και ενεπλήσθη η γη ίππων, και ουκ ήν αριθμός των αρμάτων αυτών· 8 και ενεπλήσθη η γη βδελυγμάτων των έργων των χειρών αυτών, και προσεκύνησαν, οίς εποίησαν οι δάκτυλοι αυτών· 9 και έκυψεν άνθρωπος, και εταπεινώθη ανήρ, και ου μη ανήσω αυτούς.
10 και νύν εισέλθετε εις τας πέτρας και κρύπτεσθε εις την γήν από προσώπου τού φόβου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού, όταν αναστή θραύσαι την γήν. 11 οι γάρ οφθαλμοί Κυρίου υψηλοί, ο δε άνθρωπος ταπεινός· και ταπεινωθήσεται το ύψος των ανθρώπων, και υψωθήσεται Κύριος μόνος εν τή ημέρα εκείνη. 12 ημέρα γάρ Κυρίου σαβαώθ επί πάντα υβριστήν και υπερήφανον και επί πάντα υψηλόν και μετέωρον, και ταπεινωθήσονται, 13 και επί πάσαν κέδρον τού Λιβάνου των υψηλών και μετεώρων και επί πάν δένδρον βαλάνου Βασάν 14 και επί πάν υψηλόν όρος και επί πάντα βουνόν υψηλόν 15 και επί πάντα πύργον υψηλόν και επί πάν τείχος υψηλόν 16 και επί πάν πλοίον θαλάσσης και επί πάσαν θέαν πλοίων κάλλους. 17 και ταπεινωθήσεται πάς άνθρωπος, και πεσείται ύψος ανθρώπων, και υψωθήσεται Κύριος μόνος εν τή ημέρα εκείνη. 18 και τα χειροποίητα πάντα κατακρύψουσιν, 19 εισενέγκαντες εις τα σπήλαια και εις τας σχισμάς των πετρών και εις τας τρώγλας της γής από προσώπου τού φόβου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού, όταν αναστή θραύσαι την γήν.
20 τή γάρ ημέρα εκείνη εκβαλεί άνθρωπος τα βδελύγματα αυτού τα αργυρά και τα χρυσά, ά εποίησαν προσκυνείν, τοίς ματαίοις και ταίς νυκτερίσι, 21 τού εισελθείν εις τας τρώγλας της στερεάς πέτρας και εις τας σχισμάς των πετρών από προσώπου τού φόβου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού, όταν αναστή θραύσαι την γήν.
1 ΙΔΟΥ δή ο δεσπότης Κύριος σαβαώθ αφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ ισχύοντα και ισχύουσαν, ισχύν άρτου και ισχύν ύδατος, 2 γίγαντα και ισχύοντα και άνθρωπον πολεμιστήν και δικαστήν και προφήτην και στοχαστήν και πρεσβύτερον 3 και πεντηκόνταρχον και θαυμαστόν σύμβουλον και σοφόν αρχιτέκτονα και συνετόν ακροατήν· 4 και επιστήσω νεανίσκους άρχοντας αυτών, και εμπαίκται κυριεύσουσιν αυτών. 5 και συμπεσείται ο λαός, άνθρωπος προς άνθρωπον και άνθρωπος προς τον πλησίον αυτού· πρσκόψει το παιδίον προς τον πρεσβύτην, ο άτιμος προς τον έντιμον. 6 ότι επιλήψεται άνθρωπος τού αδελφού αυτού ή τού οικείου τού πατρός αυτού λέγων· ιμάτιον έχεις, αρχηγός ημών γενού, και το βρώμα το εμόν υπό σε έστω. 7 και αποκριθείς εν τή ημέρα εκείνη ερεί· ουκ έσομαί σου αρχηγός· ου γάρ έστιν εν τώ οίκω μου άρτος, ουδέ ιμάτιον· ουκ έσομαι αρχηγός τού λαού τούτου. 8 ότι αινείται Ιερουσαλήμ, και η Ιουδαία συμπέπτωκε, και αι γλώσσαι αυτών μετά ανομίας, τα προς Κύριον απειθούντες· διότι νύν εταπεινώθη η δόξα αυτών, 9 και η αισχύνη τού προσώπου αυτών αντέστη αυτοίς· την δε αμαρτίαν αυτών ως Σοδόμων ανήγγειλαν και ενεφάνισαν. ουαί τή ψυχή αυτών, διότι βεβούλευνται βουλήν πονηράν καθ’ εαυτών
10 ειπόντες· δήσωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστι· τοίνυν τα γεννήματα των έργων αυτών φάγονται. 11 ουαί τώ ανόμω· πονηρά κατά τα έργα των χειρών αυτού συμβήσεται αυτώ. 12 λαός μου, οι πράκτορες υμών καλαμώνται υμάς, και οι απαιτούντες κυριεύουσιν υμών· λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς και τον τρίβον των ποδών υμών ταράσσουσιν. 13 αλλά νύν καταστήσεται εις κρίσιν Κύριος και στήσει εις κρίσιν τον λαόν αυτού· 14 αυτός Κύριος εις κρίσιν ήξει μετά των πρεσβυτέρων τού λαού και μετά των αρχόντων αυτού. υμείς δε τι ενεπυρίσατε τον αμπελώνά μου και η αρπαγή τού πτωχού εν τοίς οίκοις υμών; 15 τι υμείς αδικείτε τον λαόν μου και το πρόσωπον των πτωχών καταισχύνετε; 16 Τάδε λέγει Κύριος· ανθ’ ών υψώθησαν αι θυγατέρες και επορεύθησαν υψηλώ τραχήλω και εν νεύμασιν οφθαλμών και τή πορεία των ποδών άμα σύρουσαι τους χιτώνας και τοίς ποσίν άμα παίζουσαι, 17 και ταπεινώσει ο Θεός αρχούσας θυγατέρας Σιών, και Κύριος αποκαλύψει το σχήμα αυτών 18 εν τή ημέρα εκείνη και αφελεί Κύριος την δόξαν τού ιματισμού αυτών και τους κόσμους αυτών και τα εμπλόκια και τους κοσύμβους και τους μηνίσκους 19 και το κάθεμα και τον κόσμον τού προσώπου αυτών
20 και την σύνθεσιν τού κόσμου της δόξης και τους χλιδώνας, και τα ψέλια και το εμπλόκιον και τα περιδέξια και τους δακτυλίους και τα ενώτια 21 και τα περιπόρφυρα και τα μεσοπόρφυρα 22 και τα επιβλήματα τα κατά την οικίαν και τα διαφανή Λακωνικά 23 και τα βύσσινα και τα υακίνθινα και τα κόκκινα και την βύσσον, σύν χρυσώ και υακίνθω συγκαθυφασμένα και θέριστρα κατάκλιτα. 24 και έσται αντί οσμής ηδείας κονιορτός, και αντί ζώνης σχοινίω ζώση και αντί τού κόσμου της κεφαλής τού χρυσίου φαλάκρωμα έξεις διά τα έργα σου και αντί τού χιτώνος τού μεσοπορφύρου περιζώση σάκκον. 25 και ο υιός σου ο κάλλιστος, ον αγαπάς, μαχαίρα πεσείται, και οι ισχύοντες υμών μαχαίρα πεσούνται. Καί ταπεινωθήσονται 26 και πενθήσουσιν αι θήκαι τού κόσμου υμών, και καταλειφθήση μόνη και εις την γήν εδαφισθήση.
1 ΚΑΙ επιλήψονται επτά γυναίκες ανθρώπου ενός λέγουσαι· τον άρτον ημών φαγόμεθα και τα ιμάτια ημών περιβαλούμεθα πλήν το όνομα το σόν κεκλήσθω εφ’ ημάς, άφελε τον ονειδισμόν ημών. ~ 2 Τή δε ημέρα εκείνη επιλάμψει ο Θεός εν βουλή μετά δόξης επί της γής τού υψώσαι και δοξάσαι το καταλειφθέν τού Ισραήλ· 3 και έσται το υπολειφθέν εν Σιών, και το καταλειφθέν εν Ιερουσαλήμ άγιοι κληθήσονται, πάντες οι γραφέντες εις ζωήν εν Ιερουσαλήμ· 4 ότι εκπλυνεί Κύριος τον ρύπον των υιών και των θυγατέρων Σιών και το αίμα εκκαθαριεί εκ μέσου αυτών εν πνεύματι κρίσεως και πνεύματι καύσεως. 5 και ήξει, και έσται πάς τόπος τους όρους Σιών και πάντα τα περικύκλω αυτής σκιάσει νεφέλη ημέρας και ως καπνού και ως φωτός πυρός καιομένου νυκτός, και πάση τή δόξη σκεπασθήσεται· 6 και έσται εις σκιάν από καύματος και εν σκέπη και εν αποκρύφω από σκληρότητος και υετού.
1 ΑΣΩ δή τώ ηγαπημένω άσμα τού αγαπητού μου τώ αμπελώνί μου. αμπελών εγενήθη τώ ηγαπημένω εν κέρατι, εν τόπω πίονι. 2 και φραγμόν περιέθηκα και εχαράκωσα και εφύτευσα άμπελον Σωρήχ και ωκοδόμησα πύργον εν μέσω αυτού και προλήνιον ώρυξα εν αυτώ· και έμεινα τού ποιήσαι σταφυλήν, εποίησε δε ακάνθας. 3 και νύν, οι ενοικούντες εν Ιερουσαλήμ και άνθρωπος τού Ιούδα, κρίνατε εν εμοί και αναμέσον τού αμπελώνός μου. 4 τι ποιήσω έτι τώ αμπελώνί μου και ουκ εποίησα αυτώ; διότι έμεινα τού ποιήσαι σταφυλήν, εποίησε δε ακάνθας. 5 νύν δε αναγγελώ υμίν τι εγώ ποιήσω τώ αμπελώνί μου· αφελώ τον φραγμόν αυτού και έσται εις διαρπαγήν, και καθελώ τον τοίχον αυτού και έσται εις καταπάτημα· 6 και ανήσω τον αμπελωνά μου και ου τμηθή ουδέ μη σκαφή, και αναβήσονται εις αυτόν ως εις χέρσον άκανθαι· και ταίς νεφέλαις εντελούμαι τού μη βρέξαι εις αυτόν υετόν. 7 ο γάρ αμπελών Κυρίου σαβαώθ οίκος τού Ισραήλ εστι και άνθρωπος τού Ιούδα νεόφυτον ηγαπημένον· έμεινα τού ποιήσαι κρίσιν, εποίησε δε ανομίαν και ου δικαιοσύνην, αλλά κραυγήν. 8 Ουαί οι συνάπτοντες οικίαν προς οικίαν και αγρόν προς αγρόν εγγίζοντες, ίνα τού πλησίον αφέλωνταί τι. μη οικήσετε μόνοι επί της γής; 9 ηκούσθη γάρ εις τα ώτα Κυρίου σαβαώθ ταύτα· εάν γάρ γένωνται οικίαι πολλαί, εις έρημον έσονται μεγάλαι και καλαί, και ουκ έσονται οι ενοικούντες εν αυταίς.
10 ού γάρ εργώνται δέκα ζεύγη βοών, ποιήσει κεράμιον έν, και ο σπείρων αρτάβας έξ ποιήσει μέτρα τρία. 11 Ουαί οι εγειρόμενοι το πρωί, και τα σίκερα διώκοντες, οι μένοντες το οψέ· ο γάρ οίνος αυτούς συγκαύσει. 12 μετά γάρ κιθάρας και ψαλτηρίου και τυμπάνων και αυλών τον οίνον πίνουσι, τα δε έργα Κυρίου ουκ εμβλέπουσι και τα έργα των χειρών αυτού ου κατανοούσι. 13 τοίνυν αιχμάλωτος ο λαός μου εγενήθη διά το μη ειδέναι αυτούς τον Κύριον, και πλήθος εγενήθη νεκρών διά λιμόν και δίψος ύδατος. 14 και επλάτυνεν ο άδης την ψυχήν αυτού και διήνοιξε το στόμα αυτού τού μη διαλιπείν, και καταβήσονται οι ένδοξοι και οι μεγάλοι και οι πλούσιοι και οι λοιμοί αυτής. 15 και ταπεινωθήσεται άνθρωπος, και ατιμασθήσεται ανήρ, και οι οφθαλμοί οι μετέωροι ταπεινωθήσονται. 16 και υψωθήσεται Κύριος σαβαώθ εν κρίματι, και ο Θεός ο άγιος δοξασθήσεται εν δικαιοσύνη. 17 και βοσκηθήσονται οι διηρπασμένοι ως ταύροι, και τας ερήμους των απειλημμένων άρνες φάγονται. 18 ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας ως σχοινίω μακρώ και ως ζυγού ιμάντι δαμάλεως τας ανομίας, 19 οι λέγοντες· το τάχος εγγισάτω ά ποιήσει, ίνα ίδωμεν, και ελθάτω η βουλή τού αγίου Ισραήλ, ίνα γνώμεν.
20 Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φώς και το φώς σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν. 21 Ουαί οι συνετοί εαυτοίς και ενώπιον αυτών επιστήμονες. 22 ουαί οι ισχύοντες υμών, οι πίνοντες τον οίνον και οι δυνάσται οι κεραννύντες τα σίκερα, 23 οι δικαιούντες τον ασεβή ένεκεν δώρων και το δίκαιον τού δικαίου αίροντες. 24 διά τούτο ον τρόπον καυθήσεται καλάμη υπό άνθρακος πυρός και συγκαυθήσεται υπό φλογός ανειμένης, η ρίζα αυτών ως χνούς έσται και το άνθος αυτών ως κονιορτός αναβήσεται· ου γάρ ηθέλησαν τον νόμον Κυρίου σαβαώθ, αλλά το λόγιον τού αγίου Ισραήλ παρώξυναν. 25 και εθυμώθη οργή Κύριος σαβαώθ επί τον λαόν αυτού, και επέβαλε την χείρα αυτού επ’ αυτούς και επάταξεν αυτούς, και παρωξύνθη τα όρη, και εγενήθη τα θνησιμαία αυτών ως κοπρία εν μέσω οδού. και εν πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός αυτού, αλλά έτι χείρ υψηλή. 26 τοιγαρούν αρεί σύσσημον εν τοίς έθνεσι τοίς μακράν και συριεί αυτούς απ’ άκρου της γής, και ιδού ταχύ κούφως έρχονται· 27 ου πεινάσουσιν ουδέ κοπιάσουσιν ουδέ νυστάξουσιν ουδέ κοιμηθήσονται, ουδέ λύσουσι τας ζώνας αυτών από της οσφύος αυτών, ουδέ μη ραγώσιν οι ιμάντες των υποδημάτων αυτών· 28 ών τα βέλη οξέα εστί και τα τόξα αυτών εντεταμένα, οι πόδες των ίππων αυτών ως στερεά πέτρα ελογίσθησαν, οι τροχοί των αρμάτων αυτών ως καταιγίς. 29 ορμώσιν ως λέοντες και παρέστηκαν ως σκύμνοι λέοντος· και επιλήψεται και βοήσει ως θηρίον και εκβαλεί, και ουκ έσται ο ρυόμενος αυτούς.
30 και βοήσει δι’ αυτούς τή ημέρα εκείνη ως φωνή θαλάσσης κυμαινούσης· και εμβλέψονται εις την γήν, και ιδού σκότος σκληρόν εν τή απορία αυτών.
1 ΚΑΙ εγένετο τού ενιαυτού, ού απέθανεν Οζίας ο βασιλεύς, είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, και πλήρης ο οίκος της δόξης αυτού. 2 και Σεραφίμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού, έξ πτέρυγες τώ ενί και έξ πτέρυγες τώ ενί, και ταίς μέν δυσί κατεκάλυπτον το πρόσωπον, ταίς δε δυσί κατεκάλυπτον τους πόδας και ταίς δυσίν επέταντο. 3 και εκέκραγεν έτερος προς τον έτερον και έλεγον· άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού. 4 και επήρθη το υπέρθυρον από της φωνής, ής εκέκραγον, και ο οίκος επλήσθη καπνού. 5 και είπον· ώ τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ών και ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα Κύριον σαβαώθ είδον τοίς οφθαλμοίς μου. 6 και απεστάλη προς με έν των Σεραφίμ, και εν τή χειρί είχεν άνθρακα, ον τή λαβίδι έλαβεν από τού θυσιαστηρίου, 7 και ήψατο τού στόματός μου και είπεν· ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί. 8 και ήκουσα της φωνής Κυρίου λέγοντος· τίνα αποστείλω, και τις πορεύσεται προς τον λαόν τούτον; και είπα· ιδού εγώ ειμι· απόστειλόν με. 9 και είπε· πορεύθητι και ειπόν τώ λαώ τούτω· ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε·
10 επαχύνθη γάρ η καρδία τού λαού τούτου, και τοίς ωσίν αυτών βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοίς οφθαλμοίς και τοίς ωσίν ακούσωσι και τή καρδία συνώσι, και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς. 11 και είπα· έως πότε Κύριε; και είπεν· έως αν ερημωθώσι πόλεις παρά το μη κατοικείσθαι και οίκοι παρά το μη είναι ανθρώπους, και η γη καταλειφθήσεται έρημος. 12 και μετά ταύτα μακρυνεί ο Θεός τους ανθρώπους, και πληθυνθήσονται οι εγκαταλειφθέντες επί της γής· 13 και έτι επ’ αυτής έστι το επιδέκατον, και πάλιν έσται εις προνομήν ως τερέβινθος και ως βάλανος, όταν εκπέση εκ της θήκης αυτής.
1 ΚΑΙ εγένετο εν ταίς ημέραις Άχαζ τού Ιωάθαμ τού υιού Οζίου βασιλέως Ιούδα, ανέβη Ρασείμ βασιλεύς Αράμ και Φακεέ υιός Ρομελίου βασιλεύς Ισραήλ επί Ιερουσαλήμ πολεμήσαι αυτήν και ουκ ηδυνήθησαν πολιορκήσαι αυτήν. 2 και ανηγγέλη εις τον οίκον Δαυίδ λέγων· συνεφώνησεν Αράμ προς τον Εφραίμ· και εξέστη η ψυχή αυτού και η ψυχή τού λαού αυτού, ον τρόπον εν δρυμώ ξύλον υπό πνεύματος σαλευθή. 3 και είπε Κύριος προς Ησαίαν· έξελθε εις συνάντησιν Άχαζ σύ και ο καταλειφθείς Ιασούβ ο υιός σου προς την κολυμβήθραν της άνω οδού τού αγρού τού κναφέως 4 και ερείς αυτώ· φυλάξαι τού ησυχάσαι και μη φοβού, μηδέ η ψυχή σου ασθενείτω από των δύο ξύλων των δαλών των καπνιζομένων τούτων· όταν γάρ οργή τού θυμού μου γένηται, πάλιν ιάσομαι. 5 και ο υιός τού Αράμ και ο υιός τού Ρομελίου, ότι εβουλεύσαντο βουλήν πονηράν περί σού λέγοντες· 6 αναβησόμεθα εις την Ιουδαίαν και συλλαλήσαντες αυτοίς, αποστρέψομεν αυτούς προς ημάς και βασιλεύσομεν αυτοίς τον υιόν Ταβεήλ· 7 τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· ου μη μείνη η βουλή αύτη ουδέ έσται· 8 αλλ’ η κεφαλή Αράμ Δαμασκός και η κεφαλή Δαμασκού Ρασείμ ~ αλλ’ έτι εξήκοντα και πέντε ετών εκλείψει η βασιλεία Εφραίμ από λαού ~ 9 και η κεφαλή Εφραίμ Σομόρων, και η κεφαλή Σομόρων υιός τού Ρομελίου· και εάν μη πιστεύσητε, ουδέ μη συνιήτε. ~
10 Καί προσέθετο Κύριος λαλήσαι τώ Άχαζ λέγων· 11 αίτησαι σεαυτώ σημείον παρά Κυρίου Θεού σου εις βάθος ή εις ύψος. 12 και είπεν Άχαζ· ου μη αιτήσω ουδ’ ου μη πειράσω Κύριον. 13 και είπεν· ακούσατε δή, οίκος Δαυίδ· μη μικρόν υμίν αγώνα παρέχειν ανθρώποις; και πώς Κυρίω παρέχετε αγώνα; 14 διά τούτο δώσει Κύριος αυτός υμίν σημείον· ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ· 15 βούτυρον και μέλι φάγεται· πριν ή γνώναι αυτόν ή προελέσθαι πονηρά, εκλέξεται το αγαθόν· 16 διότι πριν ή γνώναι το παιδίον αγαθόν ή κακόν, απειθεί πονηρία τού εκλέξασθαι το αγαθόν, και καταλειφθήσεται η γη, ήν σύ φοβή, από προσώπου των δύο βασιλέων. 17 αλλά επάξει ο Θεός επί σε και επί τον λαόν σου και επί τον οίκον τού πατρός σου ημέρας, αί ούπω ήκασιν αφ΄ ής ημέρας αφείλεν Εφραίμ από Ιούδα τον βασιλέα των Ασσυρίων. 18 και έσται εν τή ημέρα εκείνη συριεί Κύριος μυίαις, ό κυριεύει μέρος ποταμού Αιγύπτου, και τή μελίσση, ή εστιν εν χώρα Ασσυρίων, 19 και ελεύσονται πάντες και αναπαύσονται εν ταίς φάραγξι της χώρας και εν ταίς τρώγλαις των πετρών και εις τα σπήλαια και εις πάσαν ραγάδα και εν παντί ξύλω.
20 εν τή ημέρα εκείνη ξυρήσει Κύριος τώ ξυρώ τώ μεγάλω και μεμεθυσμένω, ό εστι πέραν τού ποταμού βασιλέως Ασσυρίων, την κεφαλήν και τας τρίχας των ποδών, και τον πώγωνα αφελεί. 21 και έσται εν τή ημέρα εκείνη θρέψει άνθρωπος δάμαλιν βοών και δύο πρόβατα, 22 και έσται από τού πλείστον ποιείν, γάλα, βούτυρον και μέλι φάγεται πάς ο καταλειφθείς επί της γής. 23 και έσται εν τή ημέρα εκείνη πάς τόπος, ού εάν ώσι χίλιαι άμπελοι χιλίων σίκλων, εις χέρσον έσονται και εις άκανθαν· 24 μετά βέλους και τοξεύματος εισελεύσονται εκεί, ότι χέρσος και άκανθα έσται πάσα η γη. 25 και πάν όρος αροτριώμενον αροτριωθήσεται, και ου μη επέλθη εκεί φόβος· έσται γάρ από της χέρσου και ακάνθης εις βόσκημα προβάτου και καταπάτημα βοός.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς με· λάβε σεαυτώ τόμον καινού μεγάλου και γράψον εις αυτόν γραφίδι ανθρώπου· τού οξέως προνομήν ποιήσαι σκύλων· πάρεστι γάρ. 2 και μάρτυράς μοι ποίησον πιστούς ανθρώπους, τον Ουρίαν και Ζαχαρίαν υιόν Βαραχίου. 3 και προσήλθον προς την προφήτιν, και εν γαστρί έλαβε και έτεκεν υιόν. και είπε Κύριός μοι· κάλεσον τον όνομα αυτού Ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον· 4 διότι πριν ή γνώναι το παιδίον καλείν πατέρα ή μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκού και τα σκύλα Σαμαρείας έναντι βασιλέως Ασσυρίων. 5 και προσέθετο Κύριος λαλήσαί μοι έτι· 6 διά το μη βούλεσθαι τον λαόν τούτον το ύδωρ τού Σιλωάμ το πορευόμενον ησυχή, αλλά βούλεσθαι έχειν τον Ρασείμ και τον υιόν Ρομελίου βασιλέα εφ’ υμών, 7 διά τούτο ιδού Κύριος ανάγει εφ’ υμάς το ύδωρ τού ποταμού το ισχυρόν και το πολύ, τον βασιλέα των Ασσυρίων και την δόξαν αυτού· και αναβήσεται επί πάσαν φάραγγα υμών και περιπατήσει επί πάν τείχος υμών 8 και αφελεί από της Ιουδαίας άνθρωπον, ός δυνήσεται κεφαλήν άραι ή δυνατόν συντελέσασθαί τι, και έσται η παρεμβολή αυτού ώστε πληρώσαι το πλάτος της χώρας σου· μεθ΄ ημών ο Θεός. 9 γνώτε έθνη και ηττάσθε, επακούσατε έως εσχάτου της γής, ισχυκότες ηττάσθε· εάν γάρ πάλιν ισχύσητε, πάλιν ηττηθήσεσθε.
10 και ήν αν βουλεύσησθε βουλήν, διασκεδάσει Κύριος, και λόγον ον αν είπητε, ου μη εμμείνη εν υμίν, ότι μεθ’ ημών ο Θεός. 11 Ούτω λέγει Κύριος· τή ισχυρά χειρί απειθούσι τή πορεία της οδού τού λαού τούτου λέγοντες· 12 μήποτε είπητε σκληρόν· πάν γάρ, ό εάν είπη ο λαός ούτος, σκληρόν εστι· τον δε φόβον αυτού ου μη φοβηθήτε, ουδ’ ου μη ταραχθήτε· 13 Κύριον αυτόν αγιάσατε, και αυτός έσται σου φόβος. 14 και εάν επ’ αυτώ πεποιθώς ής, έσται σοι εις αγίασμα και ουχ ως λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε αυτώ, ουδέ ως πέτρας πτώματι· οι δε οίκοι Ιακώβ εν παγίδι, και εν κοιλάσματι εγκαθήμενοι εν Ιερουσαλήμ. 15 διά τούτο αδυνατήσουσιν εν αυτοίς πολλοί και πεσούνται και συντριβήσονται, και εγγιούσι και αλώσονται άνθρωποι εν ασφαλεία. ~ 16 Τότε φανεροί έσονται οι σφραγιζόμενοι τον νόμον τού μη μαθείν. 17 και ερεί· μενώ τον Θεόν τον αποστρέψαντα το πρόσωπόν αυτού από τού οίκου Ιακώβ και πεποιθώς έσομαι επ’ αυτώ. 18 ιδού εγώ και τα παιδία, ά μοι έδωκεν ο Θεός, και έσται σημεία και τέρατα εν τώ οίκω Ισραήλ παρά Κυρίου σαβαώθ, ός κατοικεί εν τώ όρει Σιών. 19 και εάν είπωσι προς υμάς· ζητήσατε τους εγγαστριμύθους και τους από της γής φωνούντας, τους κενολογούντας, οί εκ της κοιλίας φωνούσιν, ουχί έθνος προς Θεόν αυτού εκζητήσουσι; τι εκζητούσι περί των ζώντων τους νεκρούς;
20 νόμον γάρ εις βοήθειαν έδωκεν, ίνα είπωσιν ουχ ως το ρήμα τούτο, περί ού ουκ έστι δώρα δούναι περί αυτού. 21 και ήξει εφ΄ υμάς σκληρά λιμός και έσται ως αν πεινάσητε, λυπηθήσεσθε και κακώς ερείτε τον άρχοντα και τα πάτρια, και αναβλέψονται εις τον ουρανόν άνω, 22 και εις την γήν κάτω εμβλέψονται, και ιδού απορία στενή και σκότος, θλίψις και στενοχωρία και σκότος, ώστε μη βλέπειν, και ουκ απορηθήσεται ο εν στενοχωρία ών έως καιρού.
1 ΤΟΥΤΟ πρώτον πίε, ταχύ ποίει, χώρα Ζαβουλών, η γη Νεφθαλίμ οδόν θαλάσσης και οι λοιποί οι την παραλίαν κατοικούντες και πέραν τού Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, τα μέρη της Ιουδαίας. 2 ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει, ίδετε φώς μέγα· οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φώς λάμψει εφ’ υμάς. 3 το πλείστον τού λαού, ό κατήγαγες εν ευφροσύνη σου, και ευφρανθήσονται ενώπιόν σου ως οι ευφραινόμενοι εν αμήτω και ον τρόπον οι διαιρούμενοι σκύλα. 4 διότι αφήρηται ο ζυγός ο επ’ αυτών κείμενος και η ράβδος η επί τού τραχήλου αυτών· την γάρ ράβδον των απαιτούντων διεσκέδασε Κύριος, ως τή ημέρα τή επί Μαδιάμ. 5 ότι πάσαν στολήν επισυνηγμένην δόλω και ιμάτιον μετά καταλλαγής αποτίσουσι και θελήσουσιν ει εγενήθησαν πυρίκαυστοι. 6 ότι παιδίον εγενήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ού η αρχή εγενήθη επί τού ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελός, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ τού μέλλοντος αιώνος· εγώ γάρ άξω ειρήνην επί τους άρχοντας, ειρήνην και υγίειαν αυτώ. 7 μεγάλη η αρχή αυτού, και της ειρήνης αυτού ουκ έστιν όριον επί τον θρόνον Δαυίδ και την βασιλείαν αυτού κατορθώσαι αυτήν και αντιλαβέσθαι αυτής εν κρίματι και εν δικαιοσύνη από τού νύν και εις τον αιώνα· ο ζήλος Κυρίου σαβαώθ ποιήσει ταύτα. 8 Θάνατον απέστειλε Κύριος επί Ιακώβ, και ήλθεν επί Ισραήλ, 9 και γνώσονται πάς ο λαός τού Εφραίμ και οι εγκαθήμενοι εν Σαμαρεία εφ’ ύβρει και υψηλή καρδία λέγοντες·
10 πλίνθοι πεπτώκασιν, αλλά δεύτε λαξεύσωμεν λίθους και εκκόψωμεν συκαμίνους και κέδρους και οικοδομήσωμεν εαυτοίς πύργον. 11 και ράξει ο Θεός τους επανισταμένους επί όρος Σιών επ’ αυτούς και τους εχθρούς αυτών διασκεδάσει, 12 Συρίαν αφ΄ ηλίου ανατολών και τους Έλληνας αφ΄ ηλίου δυσμών, τους κατεσθίοντας τον Ισραήλ όλω τώ στόματι. επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός, αλλ’ έτι η χείρ υψηλή. 13 και ο λαός ουκ απεστράφη, έως επλήγη, και τον Κύριον ουκ εξεζήτησαν. 14 και αφείλε Κύριος από Ισραήλ κεφαλήν και ουράν, μέγαν και μικρόν εν μια ημέρα, πρεσβύτην και τους τα πρόσωπα θαυμάζοντας (αύτη η αρχή) και προφήτην διδάσκοντα άνομα (ούτος η ουρά). 15 και έσονται οι μακαρίζοντες τον λαόν τούτον πλανώντες και πλανώσιν, όπως καταπίωσιν αυτούς. 16 διά τούτο επί τους νεανίσκους αυτών ουκ ευφρανθήσεται ο Κύριος και τους ορφανούς αυτών και τας χήρας αυτών ουκ ελεήσει, ότι πάντες άνομοι και πονηροί, και πάν στόμα λαλεί άδικα. επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός, αλλ’ έτι η χείρ υψηλή. 17 και καυθήσεται ως πύρ η ανομία και ως άγρωσις ξηρά βρωθήσεται υπό πυρός· και καυθήσεται εν τοίς δάσεσι τού δρυμού, και συγκαταφάγεται τα κύκλω των βουνών πάντα. 18 διά θυμόν οργής Κυρίου συγκέκαυται η γη όλη, και έσται ο λαός ως κατακεκαυμένος υπό πυρός· άνθρωπος τον αδελφόν αυτού ουκ ελεήσει, 19 αλλά εκκλινεί εις τα δεξιά, ότι πεινάσει και φάγεται εκ των αριστερών, και ου μη εμπλησθή άνθρωπος έσθων τας σάρκας τού βραχίονος αυτού.
20 φάγεται γάρ Μανασσής τού Εφραίμ και Εφραίμ τού Μανασσή, ότι άμα πολιορκήσουσι τον Ιούδαν. επί τούτοις πάσιν ουκ απεστράφη ο θυμός, αλλ’ έτι η χείρ υψηλή.
1 ΟΥΑΙ τοίς γράφουσι πονηρίαν· γράφοντες γάρ πονηρίαν γράφουσιν 2 εκκλίνοντες κρίσιν πτωχών, αρπάζοντες κρίμα πενήτων τού λαού μου, ώστε είναι αυτοίς χήραν εις διαρπαγήν και ορφανόν εις προνομήν. 3 και τι ποιήσουσιν εν τή ημέρα της επισκοπής; η γάρ θλίψις υμίν πόρρωθεν ήξει· και προς τίνα καταφεύξεσθε τού βοηθηθήναι; και που καταλείψετε την δόξαν υμών 4 τού μη εμπεσείν εις επαγωγήν; επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός, αλλ΄ έτι η χείρ υψηλή. 5 ουαί Ασσυρίοις· η ράβδος τού θυμού μου και οργής εστιν εν ταίς χερσίν αυτών. 6 την οργήν μου εις έθνος άνομον αποστελώ και τώ εμώ λαώ συντάξω ποιήσαι σκύλα και προνομήν και καταπατείν τας πόλεις και θείναι αυτάς εις κονιορτόν. 7 αυτός δε ουχ ούτως ενεθυμήθη και τή ψυχή ουχ ούτως λελόγισται, αλλά απαλλάξει ο νούς αυτού και τού έθνη εξολοθρεύσαι ουκ ολίγα. 8 και εάν είπωσιν αυτώ· σύ μόνος εί άρχων, 9 και ερεί· ουκ έλαβον την χώραν την επάνω Βαβυλώνος και Χαλάνης, ού ο πύργος ωκοδομήθη; και έλαβον Αραβίαν και Δαμασκόν και Σαμάρειαν·
10 ον τρόπον ταύτας έλαβον εν τή χειρί μου, και πάσας τας αρχάς λήψομαι. ολολύξατε, τα γλυπτά εν Ιερουσαλήμ και εν Σαμαρεία· 11 ον τρόπον γάρ εποίησα Σαμαρεία και τοίς χειροποιήτοις αυτής, ούτω ποιήσω και Ιερουσαλήμ και τοίς ειδώλοις αυτής. 12 και έσται, όταν συντελέση Κύριος πάντα ποιών εν τώ όρει Σιών και εν Ιερουσαλήμ, επάξει επί τον νούν τον μέγαν, τον άρχοντα των Ασσυρίων, και επί το ύψος της δόξης των οφθαλμών αυτού. 13 είπε γάρ· εν τή ισχύι ποιήσω και εν τή σοφία της συνέσεως, αφελώ όρια εθνών και την ισχύν αυτών προνομεύσω 14 και σείσω πόλεις κατοικουμένας και την οικουμένην όλην καταλήψομαι τή χειρί ως νοσσιάν και ως καταλελειμμένα ωά αρώ, και ουκ έστιν ός διαφεύξεταί με ή αντείπη μοι. 15 μη δοξασθήσεται αξίνη άνευ τού κόπτοντος εν αυτή; ή υψωθήσεται πρίων άνευ τού έλκοντος αυτόν; ωσαύτως εάν τις άρη ράβδον ή ξύλον. 16 και ουχ ούτως, αλλά αποστελεί Κύριος σαβαώθ εις την σήν τιμήν ατιμίαν, και εις την σήν δόξαν πύρ καιόμενον καυθήσεται. 17 και έσται το φώς τού Ισραήλ εις πύρ και αγιάσει αυτόν εν πυρί καιομένω και φάγεται ωσεί χόρτον την ύλην. 18 τή ημέρα εκείνη αποσβεσθήσεται τα όρη και οι βουνοί και οι δρυμοί, και καταφάγεται από ψυχής έως σαρκών· και έσται ο φεύγων ως ο φεύγων από φλογός καιομένης· 19 και οι καταλειφθέντες απ’ αυτών αριθμός έσονται, και παιδίον γράψει αυτούς.
20 Καί έσται εν τή ημέρα εκείνη ουκέτι προστεθήσεται το καταλειφθέν Ισραήλ, και οι σωθέντες τού Ιακώβ ουκέτι μη πεποιθότες ώσιν επί τους αδικήσαντας αυτούς, αλλά έσονται πεποιθότες επί τον Θεόν τον άγιον τού Ισραήλ τή αληθεία, 21 και έσται το καταλειφθέν τού Ιακώβ επί Θεόν ισχύοντα. 22 και εάν γένηται ο λαός Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης, το κατάλειμμα αυτών σωθήσεται· λόγον συντελών και συντέμνων εν δικαιοσύνη, 23 ότι λόγον συντετμημένον Κύριος ποιήσει εν τή οικουμένη όλη. 24 Διά τούτο τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· μη φοβού, ο λαός μου, οι κατοικούντες εν Σιών, από Ασσυρίων, ότι εν ράβδω πατάξει σε· πληγήν γάρ επάγω επί σε τού ιδείν οδόν Αιγύπτου. 25 έτι γάρ μικρόν και παύσεται η οργή, ο δε θυμός μου επί την βουλήν αυτών· 26 και εγερεί ο Θεός επ’ αυτούς κατά την πληγήν Μαδιάμ εν τόπω θλίψεως, και ο θυμός αυτού τή οδώ τή κατά θάλασσαν εις την οδόν την κατ’ Αίγυπτον. 27 και έσται εν τή ημέρα εκείνη αφαιρεθήσεται ο ζυγός αυτού από τού ώμου σου και ο φόβος αυτού από σού, και καταφθαρήσεται ο ζυγός από των ώμων υμών. 28 ήξει γάρ εις την πόλιν Αγγαί 29 και παρελεύσεται εις Μαγγεδώ και εις Μαχμάς θήσει τα σκεύη αυτού· και παρελεύσεται φάραγγα και ήξει εις Αγγαί, φόβος λήψεται Ραμά πόλιν Σαούλ· φεύξεται
30 η θυγάτηρ Γαλλείμ, επακούσεται Λαισά, επακούσεται Αναθώθ· 31 και εξέστη Μαδεβηνά και οι κατοικούντες Γιββείρ· 32 παρακαλείται σήμερον εν οδώ τού μείναι, τή χειρί παρακαλείτε, το όρος, την θυγατέρα Σιών, και οι βουνοί οι εν Ιερουσαλήμ. 33 ιδού γάρ ο δεσπότης Κύριος σαβαώθ συνταράσσει τους ενδόξους μετά ισχύος, και οι υψηλοί τή ύβρει συντριβήσονται, και οι υψηλοί ταπεινωθήσονται, 34 και πεσούνται οι υψηλοί μαχαίρα, ο δε Λίβανος σύν τοίς υψηλοίς πεσείται.
1 ΚΑΙ εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται. 2 και αναπαύσεται επ’ αυτόν πνεύμα τού Θεού, πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας· 3 εμπλήσει αυτόν πνεύμα φόβου Θεού. ου κατά την δόξαν κρινεί ουδέ κατά την λαλιάν ελέγξει, 4 αλλά κρινεί ταπεινώ κρίσιν και ελέγξει τους ταπεινούς της γής· και πατάξει γήν τώ λόγω τού στόματος αυτού και εν πνεύματι διά χειλέων ανελεί ασεβή· 5 και έσται δικαιοσύνη εζωσμένος την οσφύν αυτού και αληθεία ειλημένος τας πλευράς. 6 και συμβοσκηθήσεται λύκος μετ’ αρνός, και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω, και μοσχάριον και ταύρος και λέων άμα βοσκηθήσονται, και παιδίον μικρόν άξει αυτούς· 7 και βούς και άρκος άμα βοσκηθήσονται, και άμα τα παιδία αυτών έσονται, και λέων και βούς άμα φάγονται άχυρα. 8 και παιδίον νήπιον επί τρώγλην ασπίδων και επί κοίτην εκγόνων ασπίδων την χείρα επιβαλεί. 9 και ου μη κακοποιήσουσιν, ουδέ μη δύνωνται απολέσαι ουδένα επί το όρος το άγιόν μου, ότι ενεπλήσθη η σύμπασα τού γνώναι τον Κύριον ως ύδωρ πολύ κατακαλύψαι θαλάσσας.
10 Καί έσται εν τή ημέρα εκείνη η ρίζα τού Ιεσσαί και ο ανιστάμενος άρχειν εθνών, επ’ αυτώ έθνη ελπιούσι, και έσται η ανάπαυσις αυτού τιμή. 11 και έσται τή ημέρα εκείνη προσθήσει Κύριος τού δείξαι την χείρα αυτού τού ζηλώσαι το καταλειφθέν υπόλοιπον τού λαού, ό αν καταλειφθή από των Ασσυρίων και από Αιγύπτου και Βαβυλωνίας και Αιθιοπίας και από Ελαμιτών και από ηλίου ανατολών και εξ Αραβίας. 12 και αρεί σημείον εις τα έθνη και συνάξει τους απολομένους Ισραήλ και τους διεσπαρμένους τού Ιούδα συνάξει εκ των τεσσάρων πτερύγων της γής. 13 αφαιρεθήσεται ο ζήλος Εφραίμ και οι εχθροί Ιούδα απολούνται· Εφραίμ ου ζηλώσει Ιούδαν, και Ιούδας ου θλίψει Εφραίμ. 14 και πετασθήσονται εν πλοίοις αλλοφύλων θάλασσαν, άμα προνομεύσουσι και τους αφ’ ηλίου ανατολών και Ιδουμαίαν· και επί Μωάβ πρώτον τας χείρας επιβαλούσιν, οι δε υιοί Αμμών πρώτοι υπακούσονται. 15 και ερημώσει Κύριος την θάλασσαν Αιγύπτου και επιβαλεί την χείρα αυτού επί τον ποταμόν πνεύματι βιαίω και πατάξει επτά φάραγγας, ώστε διαπορεύεσθαι αυτόν εν υποδήμασι· 16 και έσται δίοδος τώ καταλειφθέντι μου λαώ εν Αιγύπτω, και έσται τώ Ισραήλ ως η ημέρα ότε εξήλθεν εκ γής Αιγύπτου.
1 ΚΑΙ ερείς εν τή ημέρα εκείνη· ευλογήσω σε, Κύριε, διότι ωργίσθης μοι και απέστρεψας τον θυμόν σου και ηλέησάς με. 2 ιδού ο Θεός μου σωτήρ μου Κύριος, πεποιθώς έσομαι επ’ αυτώ και σωθήσομαι εν αυτώ και ου φοβηθήσομαι, διότι η δόξα μου και η αίνεσίς μου Κύριος και εγένετό μοι εις σωτηρίαν. 3 και αντλήσατε ύδωρ μετ’ ευφροσύνης εκ των πηγών τού σωτηρίου. 4 και ερείς εν τή ημέρα εκείνη· υμνείτε Κύριον, βοάτε το όνομα αυτού, αναγγείλατε εν τοίς έθνεσι τα ένδοξα αυτού, μιμνήσκεσθε, ότι υψώθη το όνομα αυτού. 5 υμνήσατε το όνομα Κυρίου, ότι υψηλά εποίησεν· αναγγείλατε ταύτα εν πάση τή γη. 6 αγαλλιάσθε και ευφραίνεσθε, οι κατοικούντες Σιών, ότι υψώθη ο άγιος τού Ισραήλ εν μέσω αυτής.
1 Ορασις, ήν είδεν Ησαίας υιός Αμώς, κατά Βαβυλώνος. 2 επ΄ όρους πεδινού άρατε σημείον, υψώσατε την φωνήν αυτοίς, μη φοβείσθε, παρακαλείτε τή χειρί· ανοίξατε, οι άρχοντες. 3 εγώ συντάσσω και εγώ άγω αυτούς· [ηγιασμένοι εισί, και εγώ άγω αυτούς]. γίγαντες έρχονται πληρώσαι τον θυμόν μου χαίροντες άμα και υβρίζοντες. 4 φωνή εθνών πολλών επί των ορέων, ομοία εθνών πολλών, φωνή βασιλέων και εθνών συνηγμένων. Κύριος σαβαώθ εντέταλται έθνει οπλομάχω 5 έρχεσθαι εκ γής πόρρωθεν απ’ άκρου θεμελίου τού ουρανού, Κύριος και οι οπλομάχοι αυτού, τού καταφθείραι πάσαν την οικουμένην. 6 ολολύζετε, εγγύς γάρ ημέρα Κυρίου, και συντριβή παρά τού Θεού ήξει· 7 διά τούτο πάσα χείρ εκλυθήσεται και πάσα ψυχή ανθρώπου δειλιάσει. 8 και ταραχθήσονται οι πρέσβεις και ωδίνες αυτούς έξουσιν, ως γυναικός τικτούσης· και συμφοράσουσιν έτερος προς τον έτερον και εκστήσονται και το πρόσωπον αυτών ως φλόξ μεταβαλούσιν. 9 ιδού γάρ ημέρα Κυρίου έρχεται ανίατος θυμού και οργής θείναι την οικουμένην έρημον και τους αμαρτωλούς απολέσαι εξ αυτής.
10 οι γάρ αστέρες τού ουρανού και ο Ωρίων και πάς ο κόσμος τού ουρανού το φώς ου δώσουσι, και σκοτισθήσεται τού ηλίου ανατέλλοντος, και η σελήνη ου δώσει το φώς αυτής. 11 και εντελούμαι τή οικουμένη όλη κακά και τοίς ασεβέσι τας αμαρτίας αυτών· και απολώ ύβριν ανόμων, και ύβριν υπερηφάνων ταπεινώσω. 12 και έσονται οι καταλελειμμένοι έντιμοι μάλλον ή το χρυσίον το άπυρον, και ο άνθρωπος μάλλον έντιμος έσται ή ο λίθος ο εκ Σουφίρ. 13 ο γάρ ουρανός θυμωθήσεται και η γη σεισθήσεται εκ των θεμελίων σαβαώθ εν τή ημέρα, ή αν επέλθη ο θυμός αυτού. 14 και έσονται οι καταλελειμμένοι ως δορκάδιον φεύγον και ως πρόβατον πλανώμενον, και ουκ έσται ο συνάγων, ώστε άνθρωπον εις τον λαόν αυτού αποστραφήναι και άνθρωπον εις την χώραν εαυτού διώξεται. 15 ός γάρ αν αλώ, ηττηθήσεται, και οίτινες συνηγμένοι εισί, μαχαίρα πεσούνται· 16 και τα τέκνα αυτών ενώπιον αυτών ράξουσι και τας οικίας αυτών προνομεύσουσι και τας γυναίκας αυτών έξουσιν. 17 ιδού επεγείρω υμίν τους Μήδους, οί αργύριον ου λογίζονται, ουδέ χρυσίου χρείαν έχουσι. 18 τοξεύματα νεανίσκων συντρίψουσι και τα τέκνα υμών ου μη ελεήσωσιν, ουδέ επί τοίς τέκνοις σου φείσονται οι οφθαλμοί αυτών. 19 και έσται Βαβυλών, ή καλείται ένδοξος από βασιλέως Χαλδαίων, ον τρόπον κατέστρεψεν ο Θεός Σόδομα και Γόμορρα·
20 ου κατοικηθήσεται εις τον αιώνα χρόνον, ουδέ μη εισέλθωσιν εις αυτήν διά πολλών γενεών, ουδέ μη διέλθωσιν αυτήν Άραβες, ουδέ ποιμένες ου μη αναπαύσονται εν αυτή· 21 και αναπαύσονται εκεί θηρία και εμπλησθήσονται αι οικίαι ήχου, και αναπαύσονται εκεί σειρήνες, και δαιμόνια εκεί ορχήσονται, 22 και ονοκένταυροι εκεί κατοικήσουσι, και νοσσοποιήσουσιν εχίνοι εν τοίς οίκοις αυτών· ταχύ έρχεται και ου χρονιεί.
1 ΚΑΙ ελεήσει Κύριος τον Ιακώβ και εκλέξεται έτι τον Ισραήλ, και αναπαύσονται επί της γής αυτών, και ο γειώρας προστεθήσεται προς αυτούς και προστεθήσεται προς τον οίκον Ιακώβ, 2 και λήψονται αυτούς έθνη και εισάξουσιν εις τον τόπον αυτών, και κατακληρονομήσουσι και πληθυνθήσονται επί της γής τού Θεού εις δούλους και δούλας· και έσονται αιχμάλωτοι οι αιχμαλωτεύσαντες αυτούς, και κυριευθήσονται οι κυριεύσαντες αυτών. 3 Καί έσται εν τή ημέρα εκείνη αναπαύσει σε Κύριος από της οδύνης και τού θυμού σου και της δουλείας σου της σκληράς, ής εδούλευσας αυτοίς. 4 και λήψη τον θρήνον τούτον επί τον βασιλέα Βαβυλώνος και ερείς εν τή ημέρα εκείνη· πώς αναπέπαυται ο απαιτών και αναπέπαυται ο επισπουδαστής; 5 συνέτριψε Κύριος τον ζυγόν των αμαρτωλών, τον ζυγόν των αρχόντων· 6 πατάξας έθνος θυμώ, πληγή ανιάτω, παίων έθνος πληγήν θυμού, ή ουκ εφείσατο, ανεπαύσατο πεποιθώς. 7 πάσα η γη βοά μετ’ ευφροσύνης, 8 και τα ξύλα τού λιβάνου ευφράνθησαν επί σοί και η κέδρος τού Λιβάνου· αφ’ ού σύ κεκοίμησαι, ουκ ανέβη ο κόπτων ημάς. 9 ο άδης κάτωθεν επικράνθη συναντήσας σοι, συνηγέρθησάν σοι πάντες οι γίγαντες οι άρξαντες της γής, οι εγείραντες εκ των θρόνων αυτών πάντας βασιλείς εθνών.
10 πάντες αποκριθήσονται και ερούσί σοι· και σύ εάλως, ώσπερ και ημείς, εν ημίν δε κατελογίσθης. 11 κατέβη εις άδου η δόξα σου, η πολλή ευφροσύνη σου· υποκάτω σου στρώσουσι σήψιν, και το κατακάλυμμά σου σκώληξ. 12 πώς εξέπεσεν εκ τού ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων; συνετρίβη εις την γήν ο αποστέλλων προς πάντα τα έθνη. 13 σύ δε είπας εν τή διανοία σου· εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων τού ουρανού θήσω τον θρόνον μου, καθιώ εν όρει υψηλώ, επί τα όρη τα υψηλά τα προς Βορράν, 14 αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τώ Υψίστω. 15 νύν δε εις άδην καταβήση και εις τα θεμέλια της γής. 16 οι ιδόντες σε θαυμάσονται επί σοί και ερούσιν· ούτος ο άνθρωπος ο παροξύνων την γήν, ο σείων βασιλείς; 17 ο θείς την οικουμένην όλην έρημον και τας πόλεις αυτού καθείλε, τους εν επαγωγή ουκ έλυσε. 18 πάντες οι βασιλείς των εθνών εκοιμήθησαν εν τιμή, άνθρωπος εν τώ οίκω αυτού· 19 σύ δε ριφήση εν τοίς όρεσιν ως νεκρός εβδελυγμένος μετά πολλών τεθνηκότων εκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εις άδου. ον τρόπον ιμάτιον εν αίματι πεφυρμένον ουκ έσται καθαρόν,
20 ούτως ουδέ σύ έση καθαρός, διότι την γήν μου απώλεσας και τον λαόν μου απέκτεινας· ου μη μείνης εις τον αιώνα χρόνον, σπέρμα πονηρόν. 21 ετοίμασον τα τέκνα σου σφαγήναι ταίς αμαρτίαις τού πατρός αυτών, ίνα μη αναστώσι και κληρονομήσωσι την γήν και εμπλήσωσιν την γήν πολέμων. 22 Καί επαναστήσομαι αυτοίς, λέγει Κύριος σαβαώθ, και απολώ αυτών όνομα και κατάλειμμα και σπέρμα ~ τάδε λέγει Κύριος ~ 23 και θήσω την Βαβυλωνίαν έρημον, ώστε κατοικείν εχίνους, και έσται εις ουδέν· και θήσω αυτήν πηλού βάραθρον εις απώλειαν. 24 τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· ον τρόπον είρηκα, ούτως έσται, και ον τρόπον βεβούλευμαι, ούτως μενεί, 25 τού απολέσαι τους Ασσυρίους από της γής της εμής και από των ορέων μου, και έσονται εις καταπάτημα, και αφαιρεθήσεται απ΄ αυτών ο ζυγός αυτών, και το κύδος αυτών από των ώμων αφαιρεθήσεται. 26 αύτη η βουλή, ήν βεβούλευται Κύριος επί την όλην οικουμένην, και αύτη η χείρ η υψηλή επί πάντα τα έθνη. 27 ά γάρ ο Θεός ο άγιος βεβούλευται, τις διασκεδάσει; και την χείρα αυτού την υψηλήν τις αποστρέψει; 28 Τού έτους, ού απέθανεν ο βασιλεύς Άχαζ, εγενήθη το ρήμα τούτο. 29 μη ευφρανθείητε οι αλλόφυλοι πάντες, συνετρίβη γάρ ο ζυγός τού παίοντος υμάς· εκ γάρ σπέρματος όφεως εξελεύσεται έκγονα ασπίδων, και τα έκγονα αυτών εξελεύσονται όφεις πετόμενοι
30 και βοσκηθήσονται πτωχοί δι΄ αυτού, πτωχοί δε άνθρωποι επί ειρήνης αναπαύσονται· ανελεί δε λιμώ το σπέρμα σου και το κατάλειμμά σου ανελεί. 31 ολολύξατε, πύλαι πόλεων, κεκραγέτωσαν πόλεις τεταραγμέναι, οι αλλόφυλοι πάντες, ότι από Βορρά καπνός έρχεται, και ουκ έστι τού είναι. 32 και τι αποκριθήσονται βασιλείς εθνών; ότι Κύριος εθεμελίωσε Σιών, και δι’ αυτού σωθήσονται οι ταπεινοί τού λαού.
Τό ρήμα το κατά της Μωαβίτιδος.
1 ΝΥΚΤΟΣ απολείται η Μωαβίτις, νυκτός γάρ απολείται το τείχος της Μωαβίτιδος. 2 λυπείσθε εφ’ εαυτοίς, απολείται γάρ και Δηβών, ού ο βωμός υμών, εκεί αναβήσεσθε κλαίειν· επί Ναβαύ της Μωαβίτιδος ολολύζετε επί πάσης κεφαλής φαλάκρωμα, πάντες βραχίονες κατατετμημένοι· 3 εν ταίς πλατείαις αυτής περιζώσασθε σάκκους και κόπτεσθε, επί των δωμάτων αυτής και εν ταίς πλατείαις αυτής και εν ταίς ρύμας αυτής πάντες ολολύζετε μετά κλαυθμού. 4 ότι κέκραγεν Εσεβών και Ελεαλή, έως Ιασσά ηκούσθη η φωνή αυτών· διά τούτο η οσφύς της Μωαβίτιδος βοά, η ψυχή αυτής γνώσεται. 5 η καρδία της Μωαβίτιδος βοά εν αυτή έως Σηγώρ· δάμαλις γάρ εστι τριετής· επί δε της αναβάσεως Λουείθ προς σε κλαίοντες αναβήσονται, τή οδώ Αρωνιείμ βοά σύντριμμα και σεισμός. 6 το ύδωρ της Νεμρείμ έρημον έσται, και ο χόρτος αυτής εκλείψει· χόρτος γάρ χλωρός ουκ έσται. 7 μη και ούτως μέλει σωθήναι; επάξω γάρ επί την φάραγγα Άραβας, και λήψονται αυτήν. 8 συνήψε γάρ η βοή το όριον της Μωαβίτιδος της Αγαλείμ, και ολολυγμός αυτής έως τού φρέατος τού Αιλείμ. 9 το δε ύδωρ το Ρεμμών πλησθήσεται αίματος· επάξω γάρ επί Ρεμμών Άραβας και αρώ το σπέρμα Μωάβ και Αριήλ και το κατάλοιπον Αδαμά.
1 ΑΠΟΣΤΕΛΩ ως ερπετά επί την γήν· μη πέτρα έρημός εστι το όρος θυγατρός Σιών; 2 έση γάρ ως πετεινού ανιπταμένου νεοσσός αφηρημένος, θύγατερ Μωάβ. έπειτα δε, Αρνών, πλείονα 3 βουλεύου, ποίει τε σκέπην πένθους αυτή διά παντός· εν μεσημβρινή σκοτία φεύγουσιν, εξέστησαν, μη απαχθής. 4 παροικήσουσί σοι οι φυγάδες Μωάβ, έσονται σκέπη υμίν από προσώπου διώκοντος, ότι ήρθη η συμμαχία σου, και ο άρχων απώλετο ο καταπατών επί της γής. 5 και διορθωθήσεται μετ’ ελέους θρόνος, και καθιείται επ’ αυτού μετά αληθείας εν σκηνή Δαυίδ κρίνων και εκζητών κρίμα και σπεύδων δικαιοσύνην. 6 Ηκούσαμεν την ύβριν Μωάβ, υβριστής σφόδρα, την υπερηφανίαν εξήρας. ουχ ούτως η μαντεία σου, ουχ ούτως. 7 ολολύξει Μωάβ, εν γάρ τή Μωαβίτιδι πάντες ολολύξουσι· τοίς κατοικούσι δε Σέθ μελετήσεις· και ουκ εντραπήση. 8 τα πεδία Εσεβών πενθήσει, άμπελος Σεβαμά· καταπίνοντες τα έθνη, καταπατήσατε τας αμπέλους αυτής έως Ιαζήρ· ου μη συνάψητε, πλανήθητε την έρημον· οι απεσταλμένοι εγκατελείφθησαν, διέβησαν γάρ την έρημον. 9 διά τούτο κλαύσομαι ως τον κλαυθμόν Ιαζήρ άμπελον Σεβαμά· τα δένδρα σου κατέβαλεν, Εσεβών και Ελεαλή, ότι επί τώ θερισμώ και επί τώ τρυγητώ σου καταπατήσω, και πάντα πεσούνται.
10 και αρθήσεται ευφροσύνη και αγαλλίαμα εκ των αμπελώνων σου, και εν τοίς αμπελώσί σου ου μη ευφρανθήσονται και ου μη πατήσουσιν οίνον εις τα υπολήνια, πέπαυται γάρ. 11 διά τούτο η κοιλία μου επί Μωάβ ως κιθάρα ηχήσει, και τα εντός μου ωσεί τείχος, ό ενεκαίνισας. 12 και έσται εις το εντραπήναί σε, ότι εκοπίασε Μωάβ επί τοίς βωμοίς και εισελεύσεται εις τα χειροποίητα αυτής ώστε προσεύξασθαι, και ου μη δύνηται εξελέσθαι αυτόν. 13 Τούτο το ρήμα ό ελάλησε Κύριος επί Μωάβ, οπότε και ελάλησε. 14 και νύν λέγω· εν τρισίν έτεσιν ετών μισθωτού ατιμασθήσεται η δόξα Μωάβ εν παντί τώ πλούτω τώ πολλώ, και καταλειφθήσεται ολιγοστός και ουκ έντιμος.
Τό ρήμα το κατά Δαμασκού.
1 ΙΔΟΥ Δαμασκός αρθήσεται από πόλεων και έσται εις πτώσιν, 2 καταλελειμμένη εις τον αιώνα, εις κοίτην ποιμνίων και ανάπαυσιν, και ουκ έσται ο διώκων. 3 και ουκέτι έσται οχυρά τού καταφυγείν Εφραίμ. και ουκέτι έσται βασιλεία εν Δαμασκώ, και το λοιπόν των Σύρων απολείται· ου γάρ σύ βελτίων εί των υιών Ισραήλ και της δόξης αυτών· τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ. 4 Έσται εν τή ημέρα εκείνη έκλειψις της δόξης Ιακώβ, και τα πίονα της δόξης αυτού σεισθήσεται. 5 και έσται ον τρόπον εάν τις συναγάγη αμητόν εστηκότα και σπέρμα σταχύων εν τώ βραχίονι αυτού αμήση, και έσται ον τρόπον εάν τις συναγάγη στάχυν εν φάραγγι στερεά 6 και καταλειφθή εν αυτή καλάμη, ή ως ρώγες ελαίας δύο ή τρεις επ’ άκρου μετεώρου, ή τέσσαρες ή πέντε επί των κλάδων αυτών καταλειφθή· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ. 7 τή ημέρα εκείνη πεποιθώς έσται άνθρωπος επί τώ ποιήσαντι αυτόν, οι δε οφθαλμοί αυτού εις τον άγιον τού Ισραήλ εμβλέψονται, 8 και ου μη πεποιθότες ώσιν επί τοίς βωμοίς, ουδέ επί τοίς έργοις των χειρών αυτών, ά εποίησαν οι δάκτυλοι αυτών, και ουκ όψονται τα δένδρα, ουδέ τα βδελύγματα αυτών. 9 τή ημέρα εκείνη έσονται αι πόλεις σου εγκαταλελειμμέναι, ον τρόπον κατέλιπον οι Αμορραίοι και οι Ευαίοι από προσώπου των υιών Ισραήλ, και έσονται έρημοι,
10 διότι κατέλιπες τον Θεόν τον σωτήρά σου και Κυρίου τού βοηθού σου ουκ εμνήσθης. διά τούτο φυτεύσεις φύτευμα άπιστον και σπέρμα άπιστον· 11 τή δε ημέρα, ή αν φυτεύσης, πλανηθήση· το δε πρωί, εάν σπείρης, ανθήσει εις αμητόν ή αν ημέρα κληρώση, και ως πατήρ ανθρώπου κληρώση, και ως πατήρ ανθρώπου κληρώση τοίς υιοίς σου. 12 Ουαί πλήθος εθνών πολλών· ως θάλασσα κυμαίνουσα ούτω ταραχθήσεσθε, και νώτος εθνών πολλών ως ύδωρ ηχήσει. 13 ως ύδωρ πολύ έθνη πολλά, ως ύδατος πολλού βία καταφερομένου· και αποσκορακιεί αυτόν και πόρρω αυτόν διώξεται ως χνούν αχύρου λικμώντων απέναντι ανέμου και ως κονιορτόν τροχού καταιγίς φέρουσα. 14 προς εσπέραν έσται πένθος, πριν ή πρωί και ουκ έσται. αύτη η μερίς των προνομευσάντων υμάς και κληρονομία τοίς υμάς κληρονομήσασιν.
1 ΟΥΑΙ γής πλοίων πτέρυγες επέκεινα ποταμών Αιθιοπίας, 2 ο αποστέλλων εν θαλάσση όμηρα και επιστολάς βιβλίνας επάνω τού ύδατος· πορεύσονται γάρ άγγελοι κούφοι προς έθνος μετέωρον και ξένον λαόν και χαλεπόν, τις αυτού επέκεινα; έθνος ανέλπιστον και καταπεπατημένον. νύν οι ποταμοί της γής 3 πάντες ως χώρα κατοικουμένη· κατοικηθήσεται η χώρα αυτών ωσεί σημείον από όρους αρθή, ως σάλπιγγος φωνή ακουστόν έσται. 4 διότι ούτως είπέ μοι Κύριος· ασφάλεια έσται εν τή εμή πόλει ως φώς καύματος μεσημβρίας, και ως νεφέλη δρόσου ημέρας αμήτου έσται. 5 πρό τού θερισμού, όταν συντελεσθή άνθος και όμφαξ εξανθήση άνθος ομφακίζουσα, και αφελεί τα βοτρύδια τα μικρά τοίς δρεπάνοις και τας κληματίδας αφελεί και αποκόψει 6 και καταλείψει άμα τοίς πετεινοίς τού ουρανού και τοίς θηρίοις της γής. και συναχθήσεται επ’ αυτούς τα πετεινά τού ουρανού, και πάντα τα θηρία της γής επ’ αυτόν ήξει. 7 εν τώ καιρώ εκείνω ανενεχθήσεται δώρα Κυρίω σαβαώθ εκ λαού τεθλιμμένου και τετιλμένου και από λαού μεγάλου από τού νύν και εις τον αιώνα χρόνον· έθνος ελπίζον και καταπεπατημένον, ό εστιν εν μέρει ποταμού της χώρας αυτού, εις τον τόπον, ού το όνομα Κυρίου σαβαώθ επεκλήθη, όρος Σιών.
Όρασις Αιγύπτου.
1 ΙΔΟΥ Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον, και σεισθήσεται τα χειροποίητα Αιγύπτου από προσώπου αυτού, και η καρδία αυτών ηττηθήσεται εν αυτοίς. 2 και επεγερθήσονται Αιγύπτιοι επ’ Αιγυπτίους, και πολεμήσει άνθρωπος τον αδελφόν αυτού και άνθρωπος τον πλησίον αυτού, πόλις επί πόλιν και νομός επί νομόν. 3 και ταραχθήσεται το πνεύμα των Αιγυπτίων εν αυτοίς, και την βουλήν αυτών διασκεδάσω, και επερωτήσουσι τους θεούς αυτών και τα αγάλματα αυτών και τους εκ της γής φωνούντας και τους εγγαστριμύθους. 4 και παραδώσω την Αίγυπτον εις χείρας ανθρώπων κυρίων σκληρών, και βασιλείς σκληροί κυριεύσουσιν αυτών· τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ. 5 και πίονται οι Αιγύπτιοι ύδωρ το παρά θάλασσαν, ο δε ποταμός εκλείψει και ξηρανθήσεται. 6 και εκλείψουσιν οι ποταμοί και αι διώρυγες τού ποταμού, και ξηρανθήσεται πάσα συναγωγή ύδατος και εν παντί έλει καλάμου και παπύρου· 7 και το άχι το χλωρόν πάν το κύκλω τού ποταμού, και πάν το σπειρόμενον διά τού ποταμού ξηρανθήσεται ανεμόφθορον. 8 και στενάξουσιν οι αλιείς, και στενάξουσι πάντες οι βάλλοντες άγκιστρον εις τον ποταμόν, και οι βάλλοντες σαγήνας και οι αμφιβολείς πενθήσουσι. 9 και αισχύνη λήψεται τους εργαζομένους το λίνον το σχιστόν και τους εργαζομένους την βύσσον,
10 και έσονται οι εργαζόμενοι αυτά εν οδύνη, και πάντες οι ποιούντες τον ζύθον λυπηθήσονται και τας ψυχάς πονέσουσι. 11 και μωροί έσονται οι άρχοντες Τάνεως· οι σοφοί σύμβουλοι τού βασιλέως, η βουλή αυτών μωρανθήσεται. πώς ερείτε τώ βασιλεί· υιοί συνετών ημείς, υιοί βασιλέων των εξ αρχής; 12 που εισι νύν οι σοφοί σου και αναγγειλάτωσάν σοι και ειπάτωσαν, τι βεβούλευται Κύριος σαβαώθ επ’ Αίγυπτον; 13 εξέλιπον οι άρχοντες Τάνεως, και υψώθησαν οι άρχοντες Μέμφεως, και πλανήσουσιν Αίγυπτον κατά φυλάς. 14 Κύριος γάρ εκέρασεν αυτοίς πνεύμα πλανήσεως, και επλάνησαν Αίγυπτον εν πάσι τοίς έργοις αυτών, ως πλανάται ο μεθύων και ο εμών άμα. 15 και ουκ έσται τοίς Αιγυπτίοις έργον, ό ποιήσει κεφαλήν και ουράν, αρχήν και τέλος. 16 Τή δε ημέρα εκείνη έσονται οι Αιγύπτιοι ως γυναίκες εν φόβω και εν τρόμω από προσώπου της χειρός Κυρίου σαβαώθ, ήν αυτός επιβαλεί αυτοίς. 17 και έσται η χώρα των Ιουδαίων τοίς Αιγυπτίοις εις φόβητρον· πάς, ός εάν ονομάση αυτήν αυτοίς, φοβηθήσονται διά την βουλήν, ήν βεβούλευται Κύριος σαβαώθ επ’ αυτήν. 18 Τή ημέρα εκείνη έσονται πέντε πόλεις εν τή Αιγύπτω λαλούσαι τή γλώσση τή Χαναανίτιδι και ομνύουσαι τώ ονόματι Κυρίου σαβαώθ· πόλις ασεδέκ κληθήσεται η μία πόλις. 19 Τή ημέρα εκείνη έσται θυσιαστήριον τώ Κυρίω εν χώρα Αιγυπτίων και στήλη προς το όριον αυτής τώ Κυρίω
20 και έσται εις σημείον εις τον αιώνα Κυρίω εν χώρα Αιγύπτου, ότι κεκράξονται προς Κύριον διά τους θλίβοντας αυτούς, και αποστελεί αυτοίς Κύριος άνθρωπον, ός σώσει αυτούς, κρίνων σώσει αυτούς. 21 και γνωστός έσται Κύριος τοίς Αιγυπτίοις, και γνώσονται οι Αιγύπτιοι τον Κύριον εν τή ημέρα εκείνη και ποιήσουσι θυσίας και εύξονται ευχάς τώ Κυρίω και αποδώσουσι. 22 και πατάξει Κύριος τους Αιγυπτίους πληγή και ιάσεται αυτούς ιάσει, και επιστραφήσονται προς Κύριον, και εισακούσεται αυτών και ιάσεται αυτούς. 23 Τή ημέρα εκείνη έσται η οδός από Αιγύπτου προς Ασσυρίους και εισελεύσονται Ασσύριοι εις Αίγυπτον, και Αιγύπτιοι πορεύσονται προς Ασσυρίους, και δουλεύσουσιν Αιγύπτιοι τοίς Ασσυρίοις. 24 Τή ημέρα εκείνη έσται Ισραήλ τρίτος εν τοίς Ασσυρίοις και εν τοίς Αιγυπτίοις ευλογημένος εν τή γη, 25 ήν ευλόγησε Κύριος σαβαώθ λέγων· ευλογημένος ο λαός μου ο εν Αιγύπτω και ο εν Ασσυρίοις και η κληρονομία μου Ισραήλ.
1 ΤΟΥ έτους ού εισήλθεν Τανάθαν εις Άζωτον, ηνίκα απεστάλη υπό Αρνά βασιλέως Ασσυρίων και επολέμησε την Άζωτον και έλαβεν αυτήν, 2 τότε ελάλησε Κύριος προς Ησαίαν υιόν Αμώς λέγων· πορεύου και άφελε τον σάκκον από της οσφύος σου και τα σανδάλιά σου υπόλυσαι από των ποδών σου· και ποίησον ούτως πορευόμενος γυμνός και ανυπόδετος. 3 και είπε Κύριος· ον τρόπον πεπόρευται ο παίς μου Ησαίας γυμνός και ανυπόδετος τρία έτη, τρία έτη έσται εις σημεία και τέρατα τοίς Αιγυπτίοις και Αιθίοψιν· 4 ότι ούτως άξει βασιλεύς Ασσυρίων την αιχμαλωσίαν Αιγύπτου και Αιθιόπων, νεανίσκους και πρεσβύτας, γυμνούς και ανυποδέτους, ανακεκαλυμμένους την αισχύνην Αιγύπτου. 5 και αισχυνθήσονται ηττηθέντες οι Αιγύπτιοι επί τοίς Αιθίοψιν, εφ’ οίς ήσαν πεποιθότες οι Αιγύπτιοι, ήσαν γάρ αυτοίς δόξα. 6 και ερούσιν οι κατοικούντες εν τή νήσω ταύτη εν τή ημέρα εκείνη· ιδού ημείς ήμεν πεποιθότες τού φυγείν εις αυτούς εις βοήθειαν, οί ουκ ηδύναντο σωθήναι από βασιλέως Ασσυρίων· και πώς ημείς σωθησόμεθα;
Τό όραμα της ερήμου.
1 ΩΣ καταιγίς δι’ ερήμου διέλθοι εξ ερήμου ερχομένη εκ γής, φοβερόν 2 το όραμα και σκληρόν ανηγγέλη μοι. ο αθετών αθετεί, ο ανομών ανομεί. επ’ εμοί οι Ελαμίται, και οι πρέσβεις των Περσών επ’ εμέ έρχονται. νύν στενάξω και παρακαλέσω εμαυτόν. 3 διά τούτο ενεπλήσθη η οσφύς μου εκλύσεως, και ωδίνες έλαβόν με ως την τίκτουσαν· ηδίκησα τού μη ακούσαι, εσπούδασα τού μη βλέπειν. 4 η καρδία μου πλανάται, και η ανομία με βαπτίζει, η ψυχή μου εφέστηκεν εις φόβον. 5 ετοίμασον την τράπεζαν· φάγετε, πίετε· αναστάντες, οι άρχοντες, ετοιμάσατε θυρεούς. 6 ότι ούτως είπε προς με Κύριος· βαδίσας σεαυτώ στήσον σκοπόν και ό αν ίδης ανάγγειλον· 7 και είδον αναβάτας ιππείς δύο και αναβάτην όνου και αναβάτην καμήλου. ακρόασαι ακρόασιν πολλήν 8 και κάλεσον Ουρίαν εις την σκοπιάν Κυρίου. και είπεν· έστην διαπαντός ημέρας και επί της παρεμβολής εγώ έστην όλην την νύκτα, 9 και ιδού αυτός έρχεται αναβάτης ξυνωρίδος. και αποκριθείς είπε· πέπτωκε πέπτωκε Βαβυλών, και πάντα τα αγάλματα αυτής, και τα χειροποίητα αυτής συνετρίβησαν εις την γήν. 10 ακούσατε, οι καταλελειμμένοι και οι οδυνώμενοι, ακούσατε ά ήκουσα παρά Κυρίου σαβαώθ· ο Θεός τού Ισραήλ ανήγγειλεν ημίν.
11 Τό όραμα της Ιδουμαίας.
Πρός εμέ καλεί παρά τού Σηείρ· φυλάσσετε επάλξεις. 12 φυλάσσω το πρωί και την νύκτα· εάν ζητής, ζήτει και παρ’ εμοί οίκει· 13 εν τώ δρυμώ εσπέρας κοιμηθήση εν τή οδώ Δαιδάν. 14 εις συνάντησιν διψώντι ύδωρ φέρετε, οι ενοικούντες εν χώρα Θαιμάν, άρτοις συναντάτε τοίς φεύγουσι διά το πλήθος των πεφονευμένων 15 και διά το πλήθος των πλανωμένων και διά το πλήθος της μαχαίρας και διά το πλήθος των τοξευμάτων των διατεταμένων και διά το πλήθος των πεπτωκότων εν τώ πολέμω. 16 διότι ούτως είπέ μοι Κύριος· έτι ενιαυτός ως ενιαυτός μισθωτού, εκλείψει η δόξα των υιών Κηδάρ, 17 και το κατάλοιπον των τοξευμάτων των ισχυρών υιών Κηδάρ έσται ολίγον, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ ελάλησεν.
Τό ρήμα της φάραγγος Σιών.
1 ΤΙ εγένετό σοι νύν, ότι ανέβητε πάντες εις δώματα μάταια; 2 ενεπλήσθη η πόλις βοώντων· οι τραυματίαι σου ου τραυματίαι μαχαίρας, ουδέ οι νεκροί σου νεκροί πολέμων. 3 πάντες οι άρχοντές σου πεφεύγασι, και οι αλόντες σκληρώς δεδεμένοι εισί, και οι ισχύοντες εν σοί πόρρω πεφεύγασι. 4 διά τούτο είπα· άφετέ με, πικρώς κλαύσομαι, μη κατισχύσητε παρακαλείν με επί το σύντριμμα της θυγατρός τού γένους μου. 5 ότι ημέρα ταραχής και απωλείας και καταπατήματος και πλάνησις παρά Κυρίου σαβαώθ εν φάραγγι Σιών· πλανώνται από μικρού έως μεγάλου, πλανώνται επί τα όρη. 6 οι δε Ελαμίται έλαβον φαρέτρας, αναβάται άνθρωποι εφ΄ ίπποις και συναγωγή παρατάξεως. 7 και έσονται αι εκλεκταί φάραγγές σου πλησθήσονται αρμάτων, οι δε ιππείς εμφράξουσι τας πύλας σου· 8 και ανακαλύψουσι τας πύλας Ιούδα· και εμβλέψονται τή ημέρα εκείνη εις τους εκλεκτούς οίκους της πόλεως 9 και ανακαλύψουσι τα κρυπτά των οίκων της άκρας Δαυίδ. και είδοσαν ότι πλείους εισί και ότι απέστρεψε το ύδωρ της αρχαίας κολυμβήθρας εις την πόλιν
10 και ότι καθείλοσαν τους οίκους Ιερουσαλήμ εις οχύρωμα τείχους τή πόλει. 11 και εποιήσατε εαυτοίς ύδωρ αναμέσον των δύο τειχών εσώτερον της κολυμβήθρας της αρχαίας και ουκ ενεβλέψατε εις τον απ΄ αρχής ποιήσαντα αυτήν και τον κτίσαντα αυτήν ουκ είδετε. 12 και εκάλεσε Κύριος Κύριος σαβαώθ εν τή ημέρα εκείνη κλαυθμόν και κοπετόν και ξύρησιν και ζώσιν σάκκων, 13 αυτοί δε εποιήσαντο ευφροσύνην και αγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους και θύοντες πρόβατα, ώστε φαγείν κρέατα και πιείν οίνον λέγοντες· φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήσκομεν. 14 και ανακεκαλυμμένα ταύτά εστιν εν τοίς ωσί Κυρίου σαβαώθ, ότι ουκ αφεθήσεται υμίν αύτη η αμαρτία, έως αν αποθάνητε. 15 Τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· πορεύου εις το παστοφόριον, προς Σομνάν τον ταμίαν και είπον αυτώ· 16 τι σύ ώδε, και τι σοί εστιν ώδε, ότι ελατόμησας σεαυτώ ώδε μνημείον και εποίησας σεαυτώ εν υψηλώ μνημείον και έγραψας σεαυτώ εν πέτρα σκηνήν; 17 ιδού δή Κύριος σαβαώθ εκβαλεί και εκτρίψει άνδρα και αφελεί την στολήν σου και τον στέφανόν σου τον ένδοξον 18 και ρίψει σε εις χώραν μεγάλην και αμέτρητον, και εκεί αποθανή· και θήσει το άρμα σου το καλόν εις ατιμίαν και τον οίκον τού άρχοντός σου εις καταπάτημα· 19 και αφαιρεθήση εκ της οικονομίας σου και εκ της στάσεώς σου.
20 και έσται εν τή ημέρα εκείνη καλέσω τον παίδά μου Ελιακείμ τον τού Χελκίου 21 και ενδύσω αυτόν την στολήν σου και τον στέφανόν σου δώσω αυτώ και κράτος και την οικονομίαν σου δώσω εις τας χείρας αυτού, και έσται ως πατήρ τοίς ενοικούσιν εν Ιερουσαλήμ και τοίς ενοικούσιν εν Ιούδα. 22 και δώσω την δόξαν Δαυίδ αυτώ, και άρξει, και ουκ έσται ο αντιλέγων. και δώσω αυτώ την κλείδα οίκου Δαυίδ επί τώ ώμω αυτού και ανοίξει, και ουκ έσται ο αποκλείων, και κλείσει και ουκ έσται ο ανοίγων. 23 και στήσω αυτόν άρχοντα εν τόπω πιστώ και έσται εις θρόνον δόξης τού οίκου τού πατρός αυτού. 24 και έσται πεποιθώς επ’ αυτόν πάς ένδοξος εν τώ οίκω τού πατρός αυτού, από μικρού έως μεγάλου, και έσονται επικρεμάμενοι αυτώ. 25 εν τή ημέρα εκείνη ~ τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ ~ κινηθήσεται ο άνθρωπος ο εστηριγμένος εν τόπω πιστώ και αφαιρεθήσεται· και πεσείται, και εξολοθρευθήσεται η δόξα η επ΄ αυτόν, ότι Κύριος ελάλησεν.
Τό όραμα Τύρου.
1 ΟΛΟΛΥΞΑΤΕ, πλοία Καρχηδόνος, ότι απώλετο, και ουκέτι έρχονται εκ γής Κιτιαίων· ήκται αιχμάλωτος. 2 τίνι όμοιοι γεγόνασιν οι ενοικούντες εν τή νήσω μετάβολοι Φοινίκης διαπερώντες την θάλασσαν 3 εν ύδατι πολλώ, σπέρμα μεταβόλων; ως αμητού εισφερομένου οι μετάβολοι των εθνών. 4 αισχύνθητι, Σιδών, είπεν η θάλασσα. η δε ισχύς της θαλάσσης είπεν· ουκ ώδινον ουδέ έτεκον ουδέ εξέθρεψα νεανίσκους ουδέ ύψωσα παρθένους. 5 όταν δε ακουστόν γένηται Αιγύπτω, λήψεται αυτούς οδύνη περί Τύρου. 6 απέλθατε εις Καρχηδόνα, ολολύξατε, οι κατοικούντες εν τή νήσω ταύτη. 7 ουχ αύτη ήν υμών η ύβρις απ’ αρχής πριν ή παραδοθήναι αυτήν; 8 τις ταύτα εβούλευσεν επί Τύρον; μη ήσσων εστίν ή ουκ ισχύει; οι έμποροι αυτής ένδοξοι, άρχοντες της γής. 9 Κύριος σαβαώθ εβουλεύσατο παραλύσαι πάσαν την ύβριν των ενδόξων και ατιμάσαι πάν ένδοξον επί της γής.
10 εργάζου την γήν σου, και γάρ πλοία ουκέτι έρχεται εκ Καρχηδόνος. 11 η δε χείρ σου ουκέτι ισχύει κατά θάλασσαν, η παροξύνουσα βασιλείς· Κύριος σαβαώθ ενετείλατο περί Χαναάν απολέσαι αυτής την ισχύν. 12 και ερούσιν· ουκέτι ου μη προσθήτε τού υβρίζειν και αδικείν την θυγατέρα Σιδώνος· και εάν απέλθης εις Κιτιείς, ουδέ εκεί ανάπαυσις έσται σοι· 13 και εις γήν Χαλδαίων, και αύτη ηρήμωται από των Ασσυρίων, ουδέ εκεί σοι ανάπαυσις έσται, ότι ο τοίχος αυτής πέπτωκεν. 14 ολολύξατε, πλοία Καρχηδόνος, ότι απόλωλε το οχύρωμα υμών. 15 και έσται εν τή ημέρα εκείνη καταλειφθήσεται Τύρος έτη εβδομήκοντα ως χρόνος βασιλέως, ως χρόνος ανθρώπου· και έσται μετά εβδομήκοντα έτη, έσται Τύρος ως άσμα πόρνης. 16 λαβέ κιθάραν, ρέμβευσον, πόλις πόρνη επιλελησμένη· καλώς κιθάρισον, πολλά άσον, ίνα σου μνεία γένηται. 17 και έσται μετά τα εβδομήκοντα έτη, επισκοπήν ποιήσει ο Θεός Τύρου, και πάλιν αποκατασταθήσεται εις το αρχαίον· και έσται εμπόριον πάσαις ταίς βασιλείας της οικουμένης. 18 και έσται αυτής η εμπορία και ο μισθός άγιον Κυρίω· ουκ αυτοίς συναχθήσεται, αλλά τοίς κατοικούσιν έναντι Κυρίου πάσα η εμπορία αυτής φαγείν και πιείν και εμπλησθήναι εις συμβολήν μνημόσυνον έναντι Κυρίου.
1 ΙΔΟΥ Κύριος καταφθείρει την οικουμένην και ερημώσει αυτήν και ανακαλύψει το πρόσωπον αυτής και διασπερεί τους ενοικούντας εν αυτή. 2 και έσται ο λαός ως ο ιερεύς και ο παίς ως ο κύριος και η θεράπαινα ως η κυρία· έσται ο αγοράζων ως ο πωλών, ο δανείζων ως ο δανειζόμενος και ο οφείλων ως ώ οφείλει. 3 φθορά φθαρήσεται η γη, και προνομή προνομευθήσεται η γη· το γάρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα. 4 επένθησεν η γη, και εφθάρη η οικουμένη, επένθησαν οι υψηλοί της γής. 5 η δε γη ηνόμησε διά τους κατοικούντας αυτήν, διότι παρήλθοσαν τον νόμον και ήλλαξαν τα προστάγματα, διαθήκην αιώνιον. 6 διά τούτο αρά έδεται την γήν, ότι ημάρτοσαν οι κατοικούντες αυτήν· διά τούτο πτωχοί έσονται οι ενοικούντες εν τή γη, και καταλειφθήσονται άνθρωποι ολίγοι. 7 πενθήσει οίνος, πενθήσει άμπελος, στενάξουσι πάντες οι ευφραινόμενοι την ψυχήν. 8 πέπαυται ευφροσύνη τυμπάνων, πέπαυται αυθαδεία και πλούτος ασεβών, πέπαυται φωνή κιθάρας. 9 ησχύνθησαν ουκ έπιον οίνον, πικρόν εγένετο το σίκερα τοίς πίνουσιν.
10 ηρημώθη πάσα πόλις, κλείσει οικίαν τού μη εισελθείν. 11 ολολύζεται περί τού οίνου πανταχή· πέπαυται πάσα ευφροσύνη της γής, απήλθε πάσα ευφροσύνη της γής. 12 και καταλειφθήσονται πόλεις έρημοι, και οίκοι εγκαταλελειμμένοι απολούνται. 13 ταύτα πάντα έσται εν τή γη εν μέσω των εθνών, ον τρόπον εάν τις καλαμήσηται ελαίαν, ούτως καλαμήσονται αυτούς, και εάν παύσηται ο τρύγητος. 14 ούτοι φωνή βοήσονται, οι δε καταλειφθέντες επί της γής ευφρανθήσονται άμα τή δόξη Κυρίου. ταραχθήσεται το ύδωρ της θαλάσσης· 15 διά τούτο η δόξα Κυρίου εν ταίς νήσοις έσται της θαλάσσης, το όνομα Κυρίου ένδοξον έσται, Κύριε ο Θεός Ισραήλ. 16 από των πτερύγων της γής τέρατα ηκούσαμεν, ελπίς τώ ευσεβεί. και ερούσιν· ουαί τοίς αθετούσιν, οι αθετούντες τον νόμον. 17 φόβος και βόθυνος και παγίς εφ’ υμάς τους ενοικούντας επί της γής. 18 και έσται ο φεύγων τον φόβον εμπεσείται εις τον βόθυνον, ο δε εκβαίνων εκ τού βοθύνου αλώσεται υπό της παγίδος, ότι θυρίδες εκ τού ουρανού ηνεώχθησαν, και σεισθήσεται τα θεμέλια της γής. 19 ταραχή ταραχθήσεται η γη, και απορία απορηθήσεται η γη· 20 έκλινεν ως ο μεθύων και κραιπαλών, και σεισθήσεται ως οπωροφυλάκιον η γη, και πεσείται και ου μη δύνηται αναστήναι, κατίσχυσε γάρ επ’ αυτής η ανομία. 21 και επάξει ο Θεός επί τον κόσμον τού ουρανού την χείρα και επί τους βασιλείς της γής· 22 και συνάξουσι και αποκλείσουσιν εις οχύρωμα και εις δεσμωτήριον, διά πολλών γενεών επισκοπή έσται αυτών. 23 και τακήσεται η πλίνθος, και πεσείται το τείχος, ότι βασιλεύσει Κύριος εν Σιών και εν Ιερουσαλήμ, και ενώπιον των πρεσβυτέρων δοξασθήσεται.
1 ΚΥΡΙΕ ο Θεός μου, δοξάσω σε, υμνήσω το όνομά σου, ότι εποίησας θαυμαστά πράγματα, βουλήν αρχαίαν αληθινήν· γένοιτο, Κύριε· 2 ότι έθηκας πόλεις εις χώμα, πόλεις οχυράς τού μη πεσείν αυτών τα θεμέλια· των ασεβών πόλις εις τον αιώνα ου μη οικοδομηθή. 3 διά τούτο ευλογήσει σε ο λαός ο πτωχός, και πόλεις ανθρώπων αδικουμένων ευλογήσουσί σε· 4 εγένου γάρ πάση πόλει ταπεινή βοηθός και τοίς αθυμήσασι δι’ ένδειαν σκέπη, από ανθρώπων πονηρών ρύση αυτούς, σκέπη διψώντων και πνεύμα ανθρώπων αδικουμένων. 5 ως άνθρωποι ολιγόψυχοι διψώντες εν Σιών, από ανθρώπων ασεβών, οίς ημάς παρέδωκας. 6 και ποιήσει Κύριος σαβαώθ πάσι τοίς έθνεσιν επί το όρος τούτο. πίονται ευφροσύνην, πίονται οίνον, 7 χρίσονται μύρον. εν τώ όρει τούτω παράδος ταύτα πάντα τοίς έθνεσιν· η γάρ βουλή αύτη επί πάντα τα έθνη. 8 κατέπιεν ο θάνατος ισχύσας, και πάλιν αφείλε Κύριος ο Θεός πάν δάκρυον από παντός προσώπου· το όνειδος τού λαού αφείλεν από πάσης της γής, το γάρ στόμα Κυρίου ελάλησε. 9 και ερούσι τή ημέρα εκείνη· ιδού ο Θεός ημών εφ’ ώ ηλπίζομεν και ηγαλλιώμεθα, και σώσει ημάς. ούτος Κύριος, υπεμείναμεν αυτόν και αγαλλιασόμεθα και εφρανθησόμεθα επί τή σωτηρία ημών,
10 ότι ανάπαυσιν δώσει ο Θεός επί το όρος τούτο, και καταπατηθήσεται η Μωαβίτις, ον τρόπον πατούσιν άλωνα εν αμάξαις· 11 και ανήσει τας χείρας αυτού, ον τρόπον και αυτός εταπείνωσε τού απολέσαι, και ταπεινώσει την ύβριν αυτού, εφ’ ά τας χείρας επέβαλε· 12 και το ύψος της καταφυγής τού τοίχου ταπεινώσει, και καταβήσεται έως τού εδάφους.
1 Τ… ημέρα εκείνη άσονται το άσμα τούτο επί γής Ιούδα· ιδού πόλις ισχυρά, και σωτήριον ημών θήσει τείχος και περίτειχος. 2 ανοίξατε πύλας, εισελθέτω λαός φυλάσσων δικαιοσύνην και φυλάσσων αλήθειαν, 3 αντιλαμβανόμενος αληθείας και φυλάσσων ειρήνην. ότι επί σοί ελπίδι 4 ήλπισαν, Κύριε, έως τού αιώνος, ο Θεός ο μέγας, ο αιώνιος, 5 ός ταπεινώσας κατήγαγες τους ενοικούντας εν υψηλοίς· πόλεις οχυράς καταβαλείς και κατάξεις έως εδάφους, 6 και πατήσουσιν αυτούς πόδες πραέων και ταπεινών. 7 οδός ευσεβών ευθεία εγένετο, και παρεσκευασμένη η οδός των ευσεβών. 8 η γάρ οδός Κυρίου κρίσις· ηλπίσαμεν επί τώ ονόματί σου και επί τή μνεία, 9 ή επιθυμεί η ψυχή ημών. εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε, ο Θεός, διότι φώς τα προστάγματά σου επί της γής. δικαιοσύνην μάθετε, οι ενοικούντες επί της γής.
10 πέπαυται γάρ ο ασεβής· πάς ός ου μη μάθη δικαιοσύνην επί της γής, αλήθειαν ου μη ποιήσει· αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου. 11 Κύριε, υψηλός σου ο βραχίων, και ουκ ήδεισαν, γνόντες δε αισχυνθήσονται. ζήλος λήψεται λαόν απαίδευτον, και νύν πύρ τους υπεναντίους έδεται. 12 Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δός ημίν, πάντα γάρ απέδωκας ημίν. 13 Κύριε ο Θεός ημών, κτήσαι ημάς, Κύριε, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. 14 οι δε νεκροί ζωήν ου μη ίδωσιν, ουδέ ιατροί ου μη αναστήσουσι· διά τούτο επήγαγες και απώλεσας και ήρας πάν άρσεν αυτών. 15 πρόσθες αυτοίς κακά, Κύριε, πρόσθες κακά τοίς ενδόξοις της γής. 16 Κύριε, εν θλίψει εμνήσθην σου, εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν. 17 και ως η ωδίνουσα εγγίζει τού τεκείν και επί τή ωδίνι αυτής εκέκραξεν, ούτως εγενήθημεν τώ αγαπητώ σου διά τον φόβον σου, Κύριε. 18 εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν· πνεύμα σωτηρίας σου εποιήσαμεν επί της γής, ου πεσούμεθα, αλλά πεσούνται πάντες οι ενοικούντες επί της γής. 19 αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοίς μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τή γη· η γάρ δρόσος η παρά σού ίαμα αυτοίς εστιν, η δε γη των ασεβών πεσείται.
20 βάδιζε, λαός μου, είσελθε εις τα ταμιείά σου, απόκλεισον την θύραν σου, αποκρύβηθι μικρόν όσον όσον, έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου· 21 ιδού γάρ Κύριος από τού αγίου επάγει την οργήν επί τους ενοικούντας επί της γής, και ανακαλύψει η γη το αίμα αυτής και ου κατακαλύψει τους ανηρημένους επ’ αυτής.
1 ΕΝ τή ημέρα εκείνη επάξει ο Θεός την μάχαιραν την αγίαν και την μεγάλην και την ισχυράν επί τον δράκοντα όφιν φεύγοντα, επί τον δράκοντα όφιν σκολιόν και ανελεί τον δράκοντα. 2 τή ημέρα εκείνη αμπελών καλός επιθύμημα εξάρχειν κατ’ αυτής. 3 εγώ πόλις οχυρά, πόλις πολιουρκουμένη, μάτην ποτιώ αυτήν· αλώσεται γάρ νυκτός, ημέρας δε πεσείται το τείχος. 4 ουκ έστιν ή ουκ επελάβετο αυτής· τις με θήσει φυλάσσειν καλάμην εν αγρώ; διά την πολεμίαν ταύτην ηθέτηκα αυτήν· τοίνυν διά τούτο εποίησε Κύριος πάντα όσα συνέταξε. κατακέκαυμαι, 5 βοήσονται οι ενοικούντες εν αυτή, ποιήσωμεν ειρήνην αυτώ, ποιήσωμεν ειρήνην. 6 οι ερχόμενοι, τέκνα Ιακώβ, βλαστήσει και εξανθήσει Ισραήλ, και εμπλησθήσεται η οικουμένη τού καρπού αυτού, 7 μη ως αυτός επάταξε, και αυτός ούτως πληγήσεται, και ως αυτός ανείλεν, ούτως αναιρεθήσεται; 8 μαχόμενος και ονειδίζων εξαποστελεί αυτούς· ου σύ ήσθα ο μελετών τώ πνεύματι τώ σκληρώ ανελείν αυτούς πνεύματι θυμού; 9 διά τούτο αφαιρεθήσεται η ανομία Ιακώβ, και τούτό εστιν η ευλογία αυτού, όταν αφέλωμαι την αμαρτίαν αυτού, όταν θώσι πάντας τους λίθους των βωμών κατακεκομμένους ως κονίαν λεπτήν· και ου μη μείνη τα δένδρα αυτών, και τα είδωλα αυτών εκκεκομμένα ώσπερ δρυμός μακράν.
10 το κατοικούμενον ποίμνιον ανειμένον έσται, ως ποίμνιον καταλελειμμένον και έσται πολύν χρόνον εις βόσκημα, και εκεί αναπαύσονται ποίμνια. 11 και μετά χρόνον ουκ έσται εν αυτή πάν χλωρόν διά το ξηρανθήναι. γυναίκες ερχόμεναι από θέας, δεύτε· ου γάρ λαός εστιν έχων σύνεσιν, διά τούτο ου μη οικτειρήση ο ποιήσας αυτούς, ουδέ ο πλάσας αυτούς ου μη ελεήση. 12 και έσται εν τή ημέρα εκείνη συμφράξει ο Θεός από της διώρυγος τού ποταμού έως Ρινοκορούρων, υμείς δε συναγάγετε τους υιούς Ισραήλ κατά ένα ένα. 13 και έσται εν τή ημέρα εκείνη σαλπιούσι τή σάλπιγγι τή μεγάλη, και ήξουσιν οι απολόμενοι εν τή χώρα των Ασσυρίων και οι απολόμενοι εν Αιγύπτω και προσκυνήσουσι τώ Κυρίω επί το όρος το άγιον εν Ιερουσαλήμ.
1 ΟΥΑΙ τώ στεφάνω της ύβρεως, οι μισθωτοί Εφραίμ· το άνθος το εκπεσόν εκ της δόξης επί της κορυφής τού όρους τού παχέος, οι μεθύοντες άνευ οίνου. 2 ιδού ισχυρόν και σκληρόν ο θυμός Κυρίου ως χάλαζα καταφερομένη ουκ έχουσα σκέπην, βία καταφερομένη· ως ύδατος πολύ πλήθος σύρον χώραν τή γη ποιήσει ανάπαυσιν ταίς χερσί. 3 και τοίς ποσί καταπατηθήσεται ο στέφανος της ύβρεως, οι μισθωτοί τού Εφραίμ. 4 και έσται το άνθος το εκπεσόν της ελπίδος της δόξης επ’ άκρου τού όρους τού υψηλού ως πρόδρομος σύκου, ο ιδών αυτό, πριν ή εις την χείραν αυτού λαβείν, θελήσει αυτό καταπιείν. 5 τή ημέρα εκείνη έσται Κύριος σαβαώθ ο στέφανος της ελπίδος ο πλακείς της δόξης τώ καταλειφθέντι μου λαώ· 6 καταλειφθήσονται επί πνεύματι κρίσεως επί κρίσιν και ισχύν κωλύων ανελείν. 7 ούτοι γάρ οίνω πεπλανημένοι εισίν, επλανήθησαν διά το σίκερα· ιερεύς και προφήτης εξέστησαν διά το σίκερα, κατεπόθησαν διά τον οίνον, εσείσθησαν από της μέθης, επλανήθησαν· τούτ’ έστι φάσμα. 8 αρά έδεται ταύτην την βουλήν· αύτη γάρ η βουλή ένεκεν πλεονεξίας. 9 τίνι ανηγγείλαμεν κακά και τίνι ανηγγείλαμεν αγγελίαν, οι απογεγαλακτισμένοι από γάλακτος, οι απεσπασμένοι από μαστού;
10 θλίψιν επί θλίψιν προσδέχου, ελπίδα επ’ ελπίδι, έτι μικρόν έτι μικρόν 11 διά φαυλισμόν χειλέων διά γλώσσης ετέρας, ότι λαλήσουσι τώ λαώ τούτω 12 λέγοντες αυτώ· τούτο το ανάπαυμα τώ πεινώντι και τούτο το σύντριμμα, και ουκ ηθέλησαν ακούειν. 13 και έσται αυτοίς το λόγιον Κυρίου τού Θεού θλίψις επί θλίψιν, ελπίς επ’ ελπίδι, έτι μικρόν έτι μικρόν, ίνα πορευθώσι και πέσωσιν εις τα οπίσω και κινδυνεύσουσι και συντριβήσονται και αλώσονται. 14 διά τούτο ακούσατε λόγον Κυρίου, άνδρες τεθλιμμένοι και άρχοντες τού λαού τούτου τού εν Ιερουσαλήμ· 15 ότι είπατε· εποιήσαμεν διαθήκην μετά τού άδου και μετά τού θανάτου συνθήκας, καταιγίς φερομένη εάν παρέλθη ου μη έλθη εφ’ ημάς· εθήκαμεν ψεύδος την ελπίδα ημών και τώ ψεύδει σκεπασθησόμεθα. 16 διά τούτο ούτω λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ εμβαλώ εις τα θεμέλια Σιών λίθον πολυτελή εκλεκτόν ακρογωνιαίον, έντιμον, εις τα θεμέλια αυτής, και ο πιστεύων επ’ αυτώ ου μη καταισχυνθή. 17 και θήσω κρίσιν εις ελπίδα, η δε ελεημοσύνη μου εις σταθμούς, και οι πεποιθότες μάτην ψεύδει· ότι ου μη παρέλθη υμάς καταιγίς, 18 μη και αφέλη υμών την διαθήκην τού θανάτου, και η ελπίς υμών η προς τον άδην ου μη εμμείνη· καταιγίς φερομένη εάν επέλθη, έσεσθε αυτή εις καταπάτημα. 19 όταν παρέλθη, λήψεται υμάς· πρωί πρωί παρελεύσεται ημέρας, και εν νυκτί έσται ελπίς πονηρά· μάθετε ακούειν.
20 στενοχωρούμενοι ου δυνάμεθα μάχεσθαι, αυτοί δε ασθενούμεν τού υμάς συναχθήναι. 21 ώσπερ όρος ασεβών αναστήσεται Κύριος, και έσται εν τή φάραγγι Γαβαών· μετά θυμού ποιήσει τα έργα αυτού, πικρίας έργον· ο δε θυμός αυτού αλλοτρίως χρήσεται, και η πικρία αυτού αλλοτρία. 22 και υμείς μη ευφρανθείητε, μηδέ ισχυσάτωσαν υμών οι δεσμοί διότι συντετελεσμένα και συντετμημένα πράγματα ήκουσα παρά Κυρίου σαβαώθ, ά ποιήσει επί πάσαν την γήν. 23 ενωτίζεσθε και ακούετε της φωνής μου, προσέχετε και ακούεται τους λόγους μου. 24 μη όλην την ημέραν αροτριάσει ο αροτριών; ή σπόρον προετοιμάσει πριν εργάσασθαι την γήν; 25 ουχ όταν ομαλίση το πρόσωπον αυτής, τότε σπείρει μικρόν μελάνθιον ή κύμινον και πάλιν σπείρει πυρόν και κριθήν και κέγχρον και ζέαν εν τοίς ορίοις σου; 26 και παιδευθήση κρίματι Θεού σου και ευφρανθήση. 27 ου γάρ μετά σκληρότητος καθαίρεται το μελάνθιον, ουδέ τροχός αμάξης περιάξει επί τον κύμινον, αλλά ράβδω τινάσσεται το μελάνθιον, 28 το δε κύμινον μετά άρτου βρωθήσεται. ου γάρ εις τον αιώνα εγώ ειμι υμίν οργισθήσομαι, ουδέ φωνή της πικρίας μου καταπατήσει υμάς. 29 και ταύτα παρά Κυρίου σαβαώθ εξήλθε τα τέρατα· βουλεύσασθε, υψώσατε ματαίαν παράκλησιν.
1 ΟΥΑΙ Αριήλ πόλις, ήν επολέμησε Δαυίδ· συναγάγετε γεννήματα ενιαυτόν επί ενιαυτόν, φάγεσθε, φάγεσθε γάρ σύν Μωάβ. 2 εκθλίψω γάρ Αριήλ, και έσται αυτής η ισχύς και ο πλούτος εμοί. 3 και κυκλώσω ως Δαυίδ επί σε και βαλώ περί σε χάρακα και θήσω περί σε πύργους, 4 και ταπεινωθήσονται εις την γήν οι λόγοι σου, και εις την γήν οι λόγοι σου δύσονται· και έσται ως οι φωνούντες εκ της γής η φωνή σου, και προς το έδαφος η φωνή σου ασθενήσει. 5 και έσται ως κονιορτός από τροχού ο πλούτος των ασεβών και ως χνούς φερόμενος το πλήθος των καταδυναστευόντων σε, και έσται ως στιγμή παραχρήμα 6 παρά Κυρίου σαβαώθ· επισκοπή γάρ έσται μετά βροντής και σεισμού και φωνής μεγάλης, καταιγίς φερομένη και φλόξ πυρός κατεσθίουσα. 7 και έσται ως ο ενυπνιαζόμενος καθ’ ύπνους νυκτός ο πλούτος απάντων των εθνών, όσοι επεστράτευσαν επί Αριήλ, και πάντες οι στρατευσάμενοι επί Ιερουσαλήμ και πάντες οι συνηγμένοι επ’ αυτήν και θλίβοντες αυτήν. 8 και έσονται ως οι εν τώ ύπνω πίνοντες και έσθοντες, και εξαναστάντων μάταιον αυτών το ενύπνιον, και ον τρόπον ενυπνιάζεται ο διψών ως πίνων και εξαναστάς έτι διψά, η δε ψυχή αυτού εις κενόν ήλπισεν, ούτως έσται ο πλούτος των εθνών πάντων, όσοι επεστράτευσαν επί το όρος Σιών. 9 εκλύθητε και έκστητε και κραιπαλήσατε ουκ από σίκερα ουδέ από οίνου·
10 ότι πεπότικεν υμάς Κύριος πνεύματι κατανύξεως και καμμύσει τους οφθαλμούς αυτών και των προφητών αυτών και των αρχόντων αυτών, οι ορώντες τα κρυπτά. 11 και έσονται υμίν τα ρήματα πάντα ταύτα ως οι λόγοι τού βιβλίου τού εσφραγισμένου τούτου, ό εάν δώσιν αυτό ανθρώπω επισταμένω γράμματα λέγοντες· ανάγνωθι ταύτα· και ερεί· ου δύναμαι αναγνώναι, εσφράγισται γάρ. 12 και δοθήσεται το βιβλίον τούτο εις χείρας ανθρώπου μη επισταμένου γράμματα, και ερεί αυτώ· ανάγνωθι τούτο· και ερεί· ουκ επίσταμαι γράμματα. 13 Καί είπε Κύριος· εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τώ στόματι αυτού και εν τοίς χείλεσιν αυτών τιμώσί με, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού· μάτην δε σέβονταί με διδάσκοντες εντάλματα ανθρώπων και διδασκαλίας. 14 διά τούτο ιδού εγώ προσθήσω τού μετατεθήναι τον λαόν τούτον και μεταθήσω αυτούς και απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών κρύψω. 15 ουαί οι βαθέως βουλήν ποιούντες και ου διά Κυρίου· ουαί οι εν κρυφή βουλήν ποιούντες και έσται εν σκότει τα έργα αυτών και ερούσι· τις εώρακεν ημάς; και τις ημάς γνώσεται ή ά ημείς ποιούμεν; 16 ουχ ως ο πηλός τού κεραμέως λογισθήσεσθε; μη ερεί το πλάσμα τώ πλάσαντι αυτό· ου σύ με έπλασας; ή το ποίημα τώ ποιήσαντι· ου συνετώς με εποίησας; 17 ουκέτι μικρόν και μετατεθήσεται ο Λίβανος, ως το όρος το Χέρμελ και το Χέρμελ εις δρυμόν λογισθήσεται; 18 και ακούσονται εν τή ημέρα εκείνη κωφοί λόγους βιβλίου, και οι εν τώ σκότει και οι εν τή ομίχλη οφθαλμοί τυφλών όψονται· 19 και αγαλλιάσονται πτωχοί διά Κύριον εν ευφροσύνη, και οι απηλπισμένοι των ανθρώπων εμπλησθήσονται ευφροσύνης.
20 εξέλιπεν άνομος, και απώλετο υπερήφανος, και εξωλοθρεύθησαν οι ανομούντες επί κακία, 21 και οι ποιούντες αμαρτείν ανθρώπους εν λόγω· πάντας δε τους ελέγχοντας εν πύλαις πρόσκομμα θήσουσιν ότι επλαγίασαν επ’ αδίκοις δίκαιον. 22 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος επί τον οίκον Ιακώβ, ον αφώρισεν εξ Αβραάμ· ου νύν αισχυνθήσεται Ιακώβ, ουδέ νύν το πρόσωπον μεταβαλεί Ισραήλ· 23 αλλ΄ όταν ίδωσι τα τέκνα αυτών τα έργα μου, δι’ εμέ αγιάσουσιν το όνομά μου και αγιάσουσιν τον άγιον Ιακώβ και τον Θεόν τού Ισραήλ φοβηθήσονται. 24 και γνώσονται οι πλανώμενοι τώ πνεύματι σύνεσιν, οι δε γογγύζοντες μαθήσονται υπακούειν, και αι γλώσσαι αι ψελλίζουσαι μαθήσονται λαλείν ειρήνην.
1 ΟΥΑΙ τέκνα αποστάται, τάδε λέγει Κύριος. εποιήσατε βουλήν ου δι΄ εμού και συνθήκας ου διά τού πνεύματός μου προσθείναι αμαρτίας εφ΄ αμαρτίας, 2 οι πορευόμενοι καταβήναι εις Αίγυπτον, εμέ δε ουκ επηρώτησαν, τού βοηθηθήναι υπό Φαραώ και σκεπασθήναι υπό Αιγυπτίων. 3 έσται γάρ υμίν σκέπη Φαραώ εις αισχύνην και τοίς πεποιθόσιν επ΄ Αίγυπτον όνειδος. 4 ότι εισίν εν Τάνει αρχηγοί άγγελοι πονηροί· 5 μάτην κοπιάσουσι προς λαόν, ός ουκ ωφελήσει αυτούς ούτε εις βοήθειαν, ούτε εις ωφέλειαν, αλλά εις αισχύνην και όνειδος.
6 Η όρασις των τετραπόδων των εν τή ερήμω.
Εν τή θλίψει και τή στενοχωρία, λέων και σκύμνος λέοντος εκείθεν και ασπίδες και έκγονα ασπίδων πετομένων, οί έφερον επί όνων και καμήλων τον πλούτον αυτών προς έθνος, ό ουκ ωφελήσει αυτούς. 7 Αιγύπτιοι μάταια και κενά ωφελήσουσιν υμάς· απάγγειλον αυτοίς, ότι ματαία η παράκλησις υμών αύτη. ~ 8 Νύν ούν καθίσας γράψον επί πυξίου ταύτα και εις βιβλίον, ότι έσται εις ημέρας καιρόν ταύτα και έως εις τον αιώνα. 9 ότι λαός απειθής εστιν, υιοί ψευδείς, οί ουκ ηβούλοντο ακούειν τον νόμον τού Θεού,
10 οι λέγοντες τοίς προφήταις· μη αναγγέλλετε ημίν, και τοίς τα οράματα ορώσι· μη λαλείτε ημίν, αλλά ημίν λαλείτε και αναγγέλλετε ημίν ετέραν πλάνησιν. 11 και αποστρέψατε ημάς από της οδού ταύτης, αφέλετε αφ’ ημών τον τρίβον τούτον και αφέλετε αφ΄ ημών τον άγιον τού Ισραήλ, 12 διά τούτο τάδε λέγει ο άγιος τού Ισραήλ· ότι ηπειθήσατε τοίς λόγοις τούτοις και ηλπίσατε επί ψεύδει και ότι εγόγγυσας και πεποιθώς εγένου επί τώ λόγω τούτω, 13 διά τούτο έσται υμίν η αμαρτία αύτη ως τείχος πίπτον παραχρήμα πόλεως οχυράς εαλωκυίας, ής παραχρήμα πάρεστι το πτώμα, 14 και το πτώμα αυτής έσται ως σύντριμμα αγγείου οστρακίνου, εκ κεραμίου λεπτά ώστε μη ευρείν εν αυτοίς όστρακον, εν ώ πύρ αρείς και εν ώ αποσυριείς ύδωρ μικρόν. 15 ούτω λέγει Κύριος Κύριος ο άγιος τού Ισραήλ· όταν αποστραφείς στενάξης, τότε σωθήση και γνώση που ήσθα· ότε επεποίθεις επί τοίς ματαίοις, ματαία η ισχύς υμών εγενήθη. και ουκ ηβούλεσθε ακούειν, 16 αλλ’ είπατε· εφ’ ίππων φευξόμεθα· διά τούτο φεύξεσθε· και είπατε· επί κούφοις αναβάται εσόμεθα· διά τούτο κούφοι έσονται οι διώκοντες υμάς. 17 χίλιοι διά φωνήν ενός φεύξονται, και διά φωνήν πέντε φεύξονται πολλοί, έως αν καταλειφθήτε ως ιστός επ’ όρους, και ως σημαίαν φέρων επί βουνού. 18 και πάλιν μενεί ο Θεός τού οικτειρήσαι υμάς και διά τούτο υψωθήσεται τού ελεήσαι υμάς· διότι κριτής Κύριος ο Θεός υμών εστι, και που καταλείψεται την δόξαν υμών; μακάριοι οι εμμένοντες επ’ αυτώ. 19 Διότι λαός άγιος εν Σιών οικήσει, και Ιερουσαλήμ κλαυθμώ έκλαυσεν· ελέησόν με· ελεήσει σε την φωνήν της κραυγής σου· ηνίκα είδεν, επήκουσέ σου.
20 και δώσει Κύριος υμίν άρτον θλίψεως και ύδωρ στενόν, και ουκέτι μη εγγίσωσί σοι οι πλανώντές σε· ότι οι οφθαλμοί σου όψονται τους πλανώντάς σε, 21 και τα ώτά σου ακούσονται τους λόγους των οπίσω σε πλανησάντων, οι λέγοντες· αύτη η οδός, πορευθώμεν εν αυτή είτε δεξιά είτε αριστερά. 22 και εξαρείς τα είδωλα τα περιηργυρωμένα και τα περικεχρυσωμένα, λεπτά ποιήσεις και λικμήσεις ως ύδωρ αποκαθημένης και ως κόπρον ώσεις αυτά. 23 τότε έσται ο υετός τώ σπέρματι της γής σου, και ο άρτος τού γεννήματος της γής σου έσται πλησμονή και λιπαρός· και βοσκηθήσεταί σου τα κτήνη τή ημέρα εκείνη τόπον πίονα και ευρύχωρον, 24 οι ταύροι υμών και οι βόες οι εργαζόμενοι την γήν φάγονται άχυρα αναπεποιημένα εν κριθή λελικμημένα. 25 και έσται επί παντός όρους υψηλού και επί παντός βουνού μετεώρου ύδωρ διαπορευόμενον εν τή ημέρα εκείνη, όταν απόλωνται πολλοί και όταν πέσωσι πύργοι. 26 και έσται το φώς της σελήνης ως το φώς τού ηλίου και το φώς τού ηλίου έσται επταπλάσιον εν τή ημέρα, όταν ιάσηται Κύριος το σύντριμμα τού λαού αυτού, και την οδύνην της πληγής σου ιάσεται. 27 Ιδού το όνομα Κυρίου έρχεται διά χρόνου πολλού, καιόμενος ο θυμός, μετά δόξης το λόγιον των χειλέων αυτού, λόγιον οργής πλήρες, και η οργή τού θυμού ως πύρ έδεται. 28 και το πνεύμα αυτού ως ύδωρ εν φάραγγι σύρον ήξει έως τού τραχήλου και διαιρεθήσεται τού ταράξαι έθνη επί πλανήσει ματαία, και διώξεται αυτούς πλάνησις και λήψεται αυτούς κατά πρόσωπον αυτών. 29 μη διαπαντός δεί υμάς ευφραίνεσθαι και εισπορεύεσθαι εις τα άγιά μου διαπαντός ωσεί εορτάζοντας και ωσεί ευφραινομένους εισελθείν μετά αυλού εις το όρος Κυρίου προς τον Θεόν τού Ισραήλ;
30 και ακουστήν ποιήσει Κύριος την δόξαν της φωνής αυτού, και τον θυμόν τού βραχίονος αυτού δείξει μετά θυμού και οργής και φλογός κατεσθιούσης· κεραυνώσει βιαίως και ως ύδωρ και χάλαζα συγκαταφερομένη βία. 31 διά γάρ της φωνής Κυρίου ηττηθήσονται Ασσύριοι τή πληγή, ή αν πατάξη αυτούς. 32 και έσται αυτώ κυκλόθεν, όθεν ήν αυτών η ελπίς της βοηθείας, εφ’ ή αυτός επεποίθει· αυτοί μετά αυλών και κιθάρας πολεμήσουσιν αυτόν εκ μεταβολής. 33 σύ γάρ πρό ημερών απαιτηθήση· μη και σοί ητοιμάσθη βασιλεύειν, φάραγγα βαθείαν. ξύλα κείμενα, πύρ και ξύλα πολλά; ο θυμός Κυρίου ως φάραγξ υπό θείου καιομένη.
1 ΟΥΑΙ οι καταβαίνοντες εις Αίγυπτον επί βοήθειαν, οι εφ’ ίπποις πεποιθότες και εφ’ άρμασιν, έστι γάρ πολλά, και εφ’ ίπποις, πλήθος σφόδρα, και ουκ ήσαν πεποιθότες επί τον άγιον τού Ισραήλ και τον Κύριον ουκ εζήτησαν. 2 και αυτός σοφώς ήγεν επ’ αυτούς κακά, και ο λόγος αυτού ου μη αθετηθή, και επαναστήσεται επ’ οίκους ανθρώπων πονηρών και επί την ελπίδα αυτών την ματαίαν, 3 Αιγύπτιον άνθρωπον και ου Θεόν, ίππων σάρκας και ουκ έστι βοήθεια· ο δε Κύριος επάξει την χείρα αυτού επ’ αυτούς, και κοπιάσουσιν οι βοηθούντες, και άμα πάντες απολούνται. 4 ότι ούτως είπέ μοι Κύριος· ον τρόπον εάν βοήση ο λέων ή ο σκύμνος επί τή θύρα, ή έλαβε, και κεκράξη επ’ αυτή, έως αν εμπλησθή τα όρη της φωνής αυτού, και ηττήθησαν και το πλήθος τού θυμού επτοήθησαν, ούτως καταβήσεται Κύριος σαβαώθ επιστρατεύσαι επί το όρος το Σιών, επί τα όρη αυτής. 5 ως όρνεα πετόμενα, ούτως υπερασπιεί Κύριος σαβαώθ υπέρ Ιερουσαλήμ, υπερασπιεί και εξελείται και περιποιήσεται και σώσει. 6 επιστράφητε, οι την βαθείαν βουλήν βουλευόμενοι και άνομον. 7 ότι τή ημέρα εκείνη απαρνήσονται οι άνθρωποι τα χειροποίητα αυτών τα αργυρά και τα χειροποίητα τα χρυσά, ά εποίησαν αι χείρες αυτών. 8 και πεσείται Ασσούρ· ου μάχαιρα ανδρός, ουδέ μάχαιρα ανθρώπου καταφάγεται αυτόν, και φεύξεται ουκ από προσώπου μαχαίρας· οι δε νεανίσκοι έσονται εις ήττημα, 9 πέτρα γάρ περιληφθήσονται ως χάρακι και ηττηθήσονται, ο δε φεύγων αλώσεται.
Τάδε λέγει Κύριος· μακάριος ός έχει εν Σιών σπέρμα και οικείους εν Ιερουσαλήμ.
1 ΙΔΟΥ γάρ βασιλεύς δίκαιος βασιλεύσει, και άρχοντες μετά κρίσεως άρξουσι. 2 και έσται ο άνθρωπος κρύπτων τους λόγους αυτού και κρυβήσεται ως αφ’ ύδατος φερομένου· και φανήσεται εν Σιών ως ποταμός φερόμενος ένδοξος εν γη διψώση. 3 και ουκέτι έσονται πεποιθότες επ’ ανθρώποις, αλλά τα ώτα ακούειν δώσουσι. 4 και η καρδία των ασθενούντων προσέξει τού ακούειν, και αι γλώσσαι αι ψελλίζουσαι ταχύ μαθήσονται λαλείν ειρήνην. 5 και ουκέτι μη είπωσι τώ μωρώ άρχειν, και ουκέτι μη είπωσιν οι υπηρέται σου· σίγα. 6 ο γάρ μωρός μωρά λαλήσει, και η καρδία αυτού μάταια νοήσει τού συντελείν άνομα και λαλείν προς Κύριον πλάνησιν, τού διασπείραι ψυχάς πεινώσας και τας ψυχάς τας διψώσας κενάς ποιήσαι. 7 η γάρ βουλή των πονηρών άνομα βουλεύσεται καταφθείραι ταπεινούς εν λόγοις αδίκοις και διασκεδάσαι λόγους ταπεινών εν κρίσει. 8 οι δε ευσεβείς συνετά εβουλεύσαντο, και αύτη η βουλή μενεί. 9 Γυναίκες πλούσιαι, ανάστητε, και ακούσατε της φωνής μου· θυγατέρες εν ελπίδι, εισακούσατε λόγους μου.
10 ημέρας ενιαυτού μνείαν ποιήσασθε εν οδύνη μετ’ ελπίδος· ανήλωται ο τρυγητός, πέπαυται ο σπόρος και ουκέτι μη έλθη. 11 έκστητε, λυπήθητε, αι πεποιθυίαι, εκδύσασθε, γυμναί γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τας οσφύας 12 και επί των μαστών κόπτεσθε από αγρού επιθυμήματος και αμπέλου γεννήματος. 13 η γη τού λαού μου, άκανθα και χόρτος αναβήσεται, και εκ πάσης οικίας ευφροσύνη αρθήσεται· 14 πόλις πλουσία, οίκοι εγκαταλελειμμένοι πλούτον πόλεως και οίκους επιθυμήματος αφήσουσι· και έσονται αι κώμαι σπήλαια έως τού αιώνος, ευφροσύνη όνων αγρίων, βοσκήματα ποιμένων, 15 έως αν έλθη εφ΄ υμάς πνεύμα αφ’ υψηλού. και έσται έρημος ο Χέρμελ, και ο Χέρμελ εις δρυμόν λογισθήσεται. 16 και αναπαύσεται εν τή ερήμω κρίμα, και δικαιοσύνη εν τώ Καρμήλω κατοικήσει· 17 και έσται τα έργα της δικαιοσύνης ειρήνη, και κρατήσει η δικαιοσύνη ανάπαυσιν, και πεποιθότες έως τού αιώνος· 18 και κατοικήσει ο λαός αυτού εν πόλει ειρήνης και ενοικήσει πεποιθώς, και αναπαύσονται μετά πλούτου. 19 η δε χάλαζα εάν καταβή, ουκ εφ΄ υμάς ήξει. και έσονται οι ενοικούντες εν τοίς δρυμοίς πεποιθότες ως οι εν τή πεδινή.
20 μακάριοι οι σπείροντες επί πάν ύδωρ, ού βούς και όνος πατεί.
1 ΟΥΑΙ τοίς ταλαιπωρούσιν υμάς, υμάς δε ουδείς ποιεί ταλαιπώρους, και ο αθετών υμάς ουκ αθετεί· αλώσονται οι αθετούντες και παραδοθήσονται και ως σής εφ΄ ιματίου, ούτως ηττηθήσονται. 2 Κύριε, ελέησον ημάς, επί σοί γάρ πεποίθαμεν· εγενήθη το σπέρμα των απειθούντων εις απώλειαν, η δε σωτηρία ημών εν καιρώ θλίψεως. 3 διά φωνήν τού φόβου εξέστησαν λαοί από τού φόβου σου, και διεσπάρησαν τα έθνη. 4 νύν δε συναχθήσεται τα σκύλα υμών μικρού και μεγάλου· ον τρόπον εάν τις συναγάγη ακρίδας, ούτως εμπαίξουσιν υμίν. 5 άγιος ο Θεός ο κατοικών εν υψηλοίς, ενεπλήσθη Σιών κρίσεως και δικαιοσύνης. 6 εν νόμω παραδοθήσονται, εν θησαυροίς η σωτηρία ημών, εκεί σοφία και επιστήμη και ευσέβεια προς τον Κύριον· ούτοί εισι θησαυροί δικαιοσύνης. 7 ιδού δή εν τώ φόβω υμών αυτοί φοβηθήσονται· ούς εφοβείσθε, φοβηθήσονται αφ’ υμών· άγγελοι γάρ αποσταλήσονται πικρώς κλαίοντες, παρακαλούντες ειρήνην. 8 ερημωθήσονται γάρ αι τούτων οδοί· πέπαυται ο φόβος των εθνών, και η προς τούτους διαθήκη αίρεται, και ου μη λογίσησθε αυτούς ανθρώπους. 9 επένθησεν η γη, ησχύνθη ο Λίβανος, έλη εγένετο ο Σάρων· φανερά έσται η Γαλιλαία και ο Κάρμηλος.
10 νύν αναστήσομαι, λέγει Κύριος, νύν δοξασθήσομαι, νύν υψωθήσομαι· 11 νύν όψεσθε, νύν αισθηθήσεσθε· ματαία έσται η ισχύς τού πνεύματος υμών, πύρ κατέδεται υμάς. 12 και έσονται έθνη κατακεκαυμένα ως άκανθα εν αγρώ ερριμμένη και κατακεκαυμένη. 13 ακούσονται οι πόρρωθεν ά εποίησα, γνώσονται οι εγγίζοντες την ισχύν μου. 14 απέστησαν οι εν Σιών άνομοι, λήψεται τρόμος τους ασεβείς· τις αναγγελεί υμίν, ότι πύρ καίεται; τις αναγγελεί υμίν τον τόπον τον αιώνιον; 15 πορευόμενος εν διακαιοσύνη, λαλών ευθείαν οδόν, μισών ανομίαν και αδικίαν και τας χείρας αποσειόμενος από δώρων, βαρύνων τα ώτα, ίνα μη ακούση κρίσιν αίματος, καμμύων τους οφθαλμούς, ίνα μη ίδη αδικίαν, 16 ούτος οικήσει εν υψηλώ σπηλαίω πέτρας ισχυράς· άρτος αυτώ δοθήσεται, και το ύδωρ αυτού πιστόν. 17 βασιλέα μετά δόξης όψεσθε, και οι οφθαλμοί υμών όψονται γη πόρρωθεν. 18 η ψυχή ημών μελετήσει φόβον· που εισιν οι γραμματικοί; που εισιν οι συμβουλεύοντες; που έστιν ο αριθμών τους στρεφομένους 19 μικρόν και μέγα λαόν; ώ ου συνεβουλεύσατο, ουδέ ήδει βαθύφωνον ώστε μη ακούσαι λαός πεφαυλισμένος και ουκ έστι τώ ακούοντι σύνεσις.
20 ιδού Σιών η πόλις, το σωτήριον ημών· οι οφθαλμοί σου όψονται Ιερουσαλήμ, πόλις πλουσία, σκηναί, αί ου μη σεισθώσιν, ουδέ μη κινηθώσιν οι πάσσαλοι της σκηνής αυτής εις τον αιώνα χρόνον, ουδέ τα σχοινία αυτής ου μη διαρραγώσιν. 21 ότι το όνομα Κυρίου μέγα υμίν· τόπος υμίν έσται, ποταμοί και διώρυχες πλατείς και ευρύχωροι· ου πορεύση ταύτην την οδόν, ουδέ πορεύσεται πλοίον ελαύνον. 22 ο γάρ Θεός μου μέγας εστίν, ου παρελεύσεταί με Κύριος· κριτής ημών Κύριος, άρχων ημών Κύριος, βασιλεύς ημών Κύριος, ούτος ημάς σώσει. 23 ερράγησαν τα σχοινία σου, ότι ουκ ενίσχυσαν· ο ιστός σου έκλινεν, ου χαλάσει τα ιστία· ουκ αρεί σημείον, έως ού παραδοθή εις προνομήν· τοίνυν πολλοί χωλοί προνομήν ποιήσουσι. 24 και ου μη είπη· κοπιώ, ο λαός ενοικών εν αυτοίς· αφέθη γάρ αυτοίς η αμαρτία.
1 ΠΡΟΣΑΓΑΓΕΤΕ, έθνη, και ακούσατε, άρχοντες. ακουσάτω η γη και οι εν αυτή, η οικουμένη και ο λαός ο εν αυτή. 2 διότι θυμός Κυρίου επί πάντα τα έθνη και οργή επί τον αριθμόν αυτών τού απολέσαι αυτούς και παραδούναι αυτούς εις σφαγήν. 3 οι δε τραυματίαι αυτών ριφήσονται και οι νεκροί, και αναβήσεται αυτών η οσμή, και βραχήσεται τα όρη από τού αίματος αυτών. 4 και τακήσονται πάσαι αι δυνάμεις των ουρανών, και ελιγήσεται ο ουρανός ως βιβλίον, και πάντα τα άστρα πεσείται ως φύλλα εξ αμπέλου και ως πίπτει φύλλα από συκής. 5 εμεθύσθη η μάχαιρά μου εν τώ ουρανώ· ιδού επί την Ιδουμαίαν καταβήσεται και επί τον λαόν της απωλείας μετά κρίσεως. 6 η μάχαιρα τού Κυρίου ενεπλήσθη αίματος, επαχύνθη από στέατος αρνών και από στέατος τράγων και κριών· ότι θυσία τώ Κυρίω εν Βοσόρ και σφαγή μεγάλη εν τή Ιδουμαία. 7 και συμπεσούνται οι αδροί μετ’ αυτών και οι κριοί και οι ταύροι, και μεθυσθήσεται η γη από τού αίματος και από τού στέατος αυτών εμπλησθήσεται. 8 ημέρα γάρ κρίσεως Κυρίου και ενιαυτός ανταποδόσεως κρίσεως Σιών. 9 και στραφήσονται αι φάραγγες αυτής εις πίσσαν και η γη αυτής εις θείον, και έσται η γη αυτής ως πίσσα καιομένη
10 νυκτός και ημέρας και ου σβεσθήσεται εις τον αιώνα χρόνον, και αναβήσεται ο καπνός αυτής άνω· εις γενεάς ερημωθήσεται και εις χρόνον πολύν, 11 όρνεα και εχίνοι και ίβεις και κόρακες κατοικήσουσιν εν αυτή, και επιβληθήσεται επ΄ αυτήν σπαρτίον γεωμετρίας ερήμου, και ονοκένταυροι οικήσουσιν εν αυτή. 12 οι άρχοντες αυτής ουκ έσονται· οι γάρ βασιλείς και οι μεγιστάνες αυτής έσονται εις απώλειαν. 13 και αναφύσει εις τας πόλεις αυτών ακάνθινα ξύλα και εις τα οχυρώματα αυτής, και έσται έπαυλις σειρήνων και αυλή στρουθών. 14 και συναντήσουσι δαιμόνια ονοκενταύροις και βοήσονται έτερος προς τον έτερον· εκεί αναπαύσονται ονοκεύνταυροι, εύρον γάρ αυτοίς ανάπαυσιν. 15 εκεί ενόσσευσεν εχίνος, και έσωσεν η γη τα παιδία αυτής μετά ασφαλείας· εκεί συνήντησαν έλαφοι και είδον τα πρόσωπα αλλήλων· 16 αριθμώ παρήλθον, και μία αυτών ουκ απώλετο, ετέρα την ετέραν ουκ εζήτησαν, ότι ο Κύριος αυτοίς ενετείλατο, και το πνεύμα αυτού συνήγαγεν αυτάς. 17 και αυτός επιβαλεί αυτοίς κλήρους, και η χείρ αυτού διεμέρισε βόσκεσθαι· εις τον αιώνα χρόνον κληρονομήσετε, εις γενεάς γενεών αναπαύσονται επ’ αυτής.
1 ΕΥΦΡΑΝΘΗΤΙ, έρημος διψώσα, αγαλλιάσθω έρημος και ανθήτω ως κρίνον, 2 και εξανθήσει και υλοχαρήσει και αγαλλιάσεται τα έρημα τού Ιορδάνου· και η δόξα τού Λιβάνου εδόθη αυτή και η τιμή τού Καρμήλου, και ο λαός μου όψεται την δόξαν Κυρίου και το ύψος τού Θεού. 3 ισχύσατε, χείρες ανειμέναι και γόνατα παραλελυμένα· 4 παρακαλέσατε, οι ολιγόψυχοι τή διανοία· ισχύσατε, μη φοβείσθε· ιδού ο Θεός ημών κρίσιν αναταποδίδωσι και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. 5 τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται. 6 τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογιλάλων, ότι ερράγη εν τή ερήμω ύδωρ και φάραγξ εν γη διψώση· 7 και έσται η άνυδρος εις έλη, και εις την διψώσαν γήν πηγή ύδατος έσται· εκεί έσται ευφροσύνη ορνέων, επαύλεις καλάμου και έλη. 8 εκεί έσται οδός καθαρά και οδός αγία κληθήσεται, και ου μη παρέλθη εκεί ακάθαρτος, ουδέ έσται εκεί οδός ακάθαρτος· οι δε διεσπαρμένοι πορεύσονται επ’ αυτής και ου μη πλανηθώσι. 9 και ουκ έσται εκεί λέων, ουδέ των πονηρών θηρίων ου μη αναβή επ’ αυτήν, ουδέ μη ευρεθή εκεί, αλλά πορεύσονται εν αυτή λελυτρωμένοι
10 και συνηγμένοι διά Κύριον· και αποστραφήσονται και ήξουσιν εις Σιών μετ’ ευφροσύνης, και ευφροσύνη αιώνιος υπέρ κεφαλής αυτών· επί γάρ της κεφαλής αυτών αίνεσις και αγαλλίαμα, και ευφροσύνη καταλήψεται αυτούς. απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός.
1 ΚΑΙ εγένετο τού τεσσαρεσκαιδεκάτου έτους, βασιλεύοντος Εζεκίου, ανέβη Σενναχηρείμ βασιλεύς Ασσυρίων επί τας πόλεις της Ιουδαίας τας οχυράς και έλαβεν αυτάς. 2 και απέστειλε βασιλεύς Ασσυρίων τον Ραψάκην εκ Λαχείς εις Ιερουσαλήμ προς τον βασιλέα Εζεκίαν μετά δυνάμεως πολλής, και έστη εν τώ υδραγωγώ της κολυμβήθρας της άνω εν τή οδώ τού αγρού τού γναφέως. 3 και εξήλθε προς αυτόν Ελιακείμ ο τού Χελκίου ο οικονόμος και Σομνάς ο γραμματεύς και Ιωάχ ο τού Ασάφ ο υπομνηματογράφος. 4 και είπεν αυτοίς Ραψάκης· είπατε Εζεκία· τάδε λέγει ο βασιλεύς ο μέγας, βασιλεύς Ασσυρίων· τι πεποιθώς εί; 5 μη εν βουλή ή λόγοις χειλέων παράταξις γίνεται; και νύν επί τίνα πέποιθας, ότι απειθείς μοι; 6 ιδού πεποιθώς εί επί την ράβδον την καλαμίνην την τεθλασμένην ταύτην, επ΄ Αίγυπτον· ως αν επιστηριχθή ανήρ επ’ αυτήν, εισελεύσεται εις την χείρα αυτού, και τρήσει αυτήν· ούτως εστί Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτώ. 7 ει δε λέγετε· επί Κύριον τον Θεόν ημών πεποίθαμεν, 8 νύν μείχθητε τώ κυρίω μου τώ βασιλεί Ασσυρίων, και δώσω υμίν δισχιλίαν ίππον, ει δυνήσεσθε δούναι αναβάτας επ’ αυτούς. 9 και πώς δύνασθε αποστρέψαι εις πρόσωπον των τοπαρχών; οικέται εισίν οι πεποιθότες επ’ Αιγυπτίοις εις ίππον και αναβάτην.
10 και νύν μη άνευ Κυρίου ανέβημεν επί την χώραν ταύτην πολεμήσαι αυτήν; Κύριος είπε προς με· ανάβηθι επί την γήν ταύτην, και διάφθειρον αυτήν. 11 και είπε προς αυτόν Ελιακείμ και Σομνάς και Ιωάχ· λάλησον προς τους παίδάς σου Συριστί, ακούομεν γάρ ημείς, και μη λάλει προς ημάς Ιουδαιστί· και ινατί λαλείς εις τα ώτα των ανθρώπων των επί τώ τείχει; 12 και είπε προς αυτούς Ραψάκης· μη προς τον Κύριον υμών ή προς υμάς απέσταλκέ με ο κύριός μου λαλήσαι τους λόγους τούτους; ουχί προς τους ανθρώπους τους καθημένους επί τώ τείχει, ίνα φάγωσι κόπρον και πίωσιν ούρον μεθ’ υμών άμα; 13 και έστη Ραψάκης και ανεβόησε φωνή μεγάλη Ιουδαιστί και είπεν· ακούσατε τους λόγους τού βασιλέως τού μεγάλου, βασιλέως Ασσυρίων. 14 τάδε λέγει ο βασιλεύς· μη απατάτω υμάς Εζεκίας λόγοις, οί ου δυνήσονται ρύσασθαι υμάς· 15 και μη λεγέτω υμίν Εζεκίας, ότι ρύσεται υμάς ο Θεός, και ου μη παραδοθή η πόλις αύτη εν χειρί βασιλέως Ασσυρίων· 16 μη ακούετε Εζεκίου. τάδε λέγει ο βασιλεύς Ασσυρίων· ει βούλεσθε ευλογηθήναι, εκπορεύεσθε προς με και φάγεσθε έκαστος την άμπελον αυτού και τας συκάς και πίεσθε ύδωρ εκ τού λάκκου υμών, 17 έως αν έλθω και λάβω υμάς εις γήν, ως η γη υμών, γη σίτου και οίνου και άρτων και αμπελώνων. 18 μη απατάτω υμάς Εζεκίας λέγων· ο Θεός υμών ρύσεται υμάς. μη ερρύσαντο οι θεοί των εθνών έκαστος την εαυτού χώραν εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων; 19 που εστιν ο θεός Αιμάθ και Αρφάθ; και που ο θεός της πόλεως Σεπφαρείμ; μη εδύναντο ρύσασθαι Σαμάρειαν εκ χειρός μου;
20 τις των θεών πάντων των εθνών τούτων, όστις ερρύσατο τή γήν αυτού εκ χειρός μου, ότι ρύσεται ο Θεός Ιερουσαλήμ εκ χειρός μου; 21 και εσιώπησαν, και ουδείς απεκρίθη αυτώ λόγον, διά το προστάξαι τον βασιλέα μηδένα αποκριθήναι. 22 Καί εισήλθεν Ελιακείμ ο τού Χελκίου οικονόμος και Σομνάς ο γραμματεύς της δυνάμεως και Ιωάχ ο τού Ασάφ ο υπομνηματογράφος προς Εζεκίαν εσχισμένοι τους χιτώνας και ανήγγειλαν αυτώ τους λόγους Ραψάκου.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ ακούσαι τον βασιλέα Εζεκίαν έσχισε τα ιμάτια και περιεβάλετο σάκκον και ανέβη εις τον οίκον Κυρίου. 2 και απέστειλεν Ελιακείμ τον οικονόμον και Σομνάν τον γραμματέα και τους πρεσβυτέρους των ιερέων περιβεβλημένους σάκκους προς Ησαίαν υιόν Αμώς τον προφήτην, 3 και είπαν αυτώ· τάδε λέγει Εζεκίας· ημέρα θλίψεως και ονειδισμού και ελεγμού και οργής η σήμερον ημέρα, ότι ήκει η ωδίν τή τικτούση, ισχύν δε ουκ έχει τού τεκείν. 4 εισακούσαι Κύριος ο Θεός σου τους λόγους Ραψάκου, ούς απέστειλε βασιλεύς Ασσυρίων ονειδίζειν Θεόν ζώντα και ονειδίζειν λόγους, ούς ήκουσε Κύριος ο Θεός σου· και δεηθήση προς Κύριον τον Θεόν σου περί των καταλελειμμένων τούτων. 5 και ήλθον οι παίδες τού βασιλέως Εζεκίου προς Ησαίαν, 6 και είπεν αυτοίς Ησαίας· ούτως ερείτε προς τον κύριον υμών· τάδε λέγει Κύριος· μη φοβηθής από των λόγων, ών ήκουσας, ούς ωνείδισάν με οι πρέσβεις βασιλέως Ασσυρίων. 7 ιδού εγώ εμβάλλω εις αυτόν πνεύμα, και ακούσας αγγελίαν αποστραφήσεται εις την χώραν αυτού και πεσείται μαχαίρα εν τή γη αυτού. 8 Καί απέστρεψε Ραψάκης και κατέλαβε τον βασιλέα Ασσυρίων πολιορκούντα Λομνάν. και ήκουσε βασιλεύς Ασσυρίων ότι 9 εξήλθε Θαρακά βασιλεύς Αιθιόπων πολιορκήσαι αυτόν· και ακούσας απέστρεψε και απέστειλεν αγγέλους προς Εζεκίαν λέγων·
10 ούτως ερείτε Εζεκία βασιλεί της Ιουδαίας· μη σε απατάτω ο Θεός σου, εφ’ ώ πέποιθας επ’ αυτώ λέγων· ου μη παραδοθή Ιερουσαλήμ εις χείρας βασιλέως Ασσυρίων. 11 ή ουκ ήκουσας ά εποίησαν βασιλείς Ασσυρίων πάσαν την γήν ως απώλεσαν; 12 μη ερρύσαντο αυτούς οι θεοί των εθνών, ούς απώλεσαν οι πατέρες μου, την τε Γωζάν και Χαράν και Ραφές, αί εισιν εν χώρα Θεεμάθ; 13 που εισιν οι βασιλείς Αιμάθ και Αρφάθ και πόλεως Σεπφαρείμ, Ανάγ Ουγαυά; 14 και έλαβεν Εζεκίας το βιβλίον παρά των αγγέλων, και ήνοιξεν αυτό εναντίον Κυρίου, 15 και προσηύξατο Εζεκίας προς Κύριον λέγων· 16 Κύριε σαβαώθ ο Θεός Ισραήλ ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, σύ Θεός μόνος εί πάσης βασιλείας της οικουμένης, σύ εποίησας τον ουρανόν και την γήν. 17 κλίνον, Κύριε, το ούς σου, εισάκουσον, Κύριε, άνοιξον, Κύριε, τους οφθαλμούς σου, είσβλεψον, Κύριε, και ιδέ τους λόγους Σενναχηρείμ, ούς απέστειλεν ονειδίζειν Θεόν ζώντα. 18 επ’ αληθείας γάρ, Κύριε, ηρήμωσαν βασιλείς Ασσυρίων την οικουμένην όλην και την χώραν αυτών 19 και ενέβαλον τα είδωλα αυτών εις το πύρ· ου γάρ θεοί ήσαν, αλλά έργα χειρών ανθρώπων, ξύλα και λίθοι, και απώλεσεν αυτούς.
20 σύ δε, Κύριε ο Θεός ημών, σώσον ημάς εκ χειρός αυτών, ίνα γνώ πάσα βασιλεία της γής ότι σύ εί ο Θεός μόνος. 21 Καί απεστάλη Ησαίας υιός Αμώς προς Εζεκίαν και είπεν αυτώ· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ήκουσα ά προσηύξω προς με περί Σενναχηρείμ βασιλέως Ασσυρίων. 22 ούτος ο λόγος, ον ελάλησε περί αυτού ο Θεός· εφαύλισέ σε και εμυκτήρισέ σε παρθένος θυγάτηρ Σιών, επί σοί κεφαλήν εκίνησε θυγάτηρ Ιερουσαλήμ. 23 τίνα ωνείδισας και παρώξυνας; ή προς τίνα ύψωσας την φωνήν σου; και ουκ ήρας εις ύψος τους οφθαλμούς σου προς τον άγιον τού Ισραήλ; 24 ότι δι’ αγγέλων ωνείδισας Κύριον· σύ γάρ είπας· τώ πλήθει των αρμάτων εγώ ανέβην εις ύψος ορέων και εις τα έσχατα τού Λιβάνου και έκοψα το ύψος της κέδρου αυτού και το κάλλος της κυπαρίσσου και εισήλθον εις ύψος μέρος τους δρυμού 25 και έθηκα γέφυραν και ηρήμωσα ύδατα και πάσαν συναγωγήν ύδατος. 26 ου ταύτα ήκουσας πάλαι, ά εγώ εποίησα; εξ ημερών αρχαίων συνέταξα, νύν δε επέδειξα εξερημώσαι έθνη εν οχυροίς και οικούντας εν πόλεσιν οχυραίς. 27 ανήκα τας χείρας, και εξηράνθησαν και εγένοντο ως χόρτος ξηρός επί δωμάτων και ως άγρωστις. 28 νύν δε την ανάπαυσίν σου και την έξοδόν σου και την είσοδόν σου εγώ επίσταμαι. 29 ο δε θυμός σου, ον εθυμώθης, και η πικρία σου ανέβη προς με, και εμβαλώ φιμόν εις την ρίνά σου, και χαλινόν εις τα χείλη σου και αποστρέψω σε τή οδώ ή ήλθες εν αυτή.
30 τούτο δε σοι το σημείον· φάγε τούτον τον ενιαυτόν ά έσπαρκας, τώ δε ενιαυτώ τώ δευτέρω το κατάλειμμα, τώ δε τρίτω σπείραντες αμήσατε και φυτεύσατε αμπελώνας και φάγεσθε τον καρπόν αυτών. 31 και έσονται οι καταλελειμμένοι εν τή Ιουδαία φυήσουσι ρίζαν κάτω και ποιήσουσι σπέρμα άνω. 32 ότι εξ Ιερουσαλήμ έσονται οι καταλελειμμένοι και οι σωζόμενοι εξ όρους Σιών· ο ζήλος Κυρίου σαβαώθ ποιήσει ταύτα. 33 διά τούτο ούτω λέγει Κύριος επί βασιλέα Ασσυρίων· ου μη εισέλθη εις την πόλιν ταύτην ουδέ μη βάλη επί αυτήν βέλος ουδέ μη επιβάλη επ΄ αυτήν θυρεόν, ουδέ μη κυκλώση επ’ αυτήν χάρακα, 34 αλλά τή οδώ ή ήλθεν, εν αυτή αποστραφήσεται και εις την πόλιν ταύτην ου μη εισέλθη. τάδε λέγει Κύριος· 35 υπερασπιώ υπέρ της πόλεως ταύτης τού σώσαι αυτήν δι΄ εμέ και διά Δαυίδ τον παίδά μου. 36 Καί εξήλθεν άγγελος Κυρίου και ανείλεν εκ της παρεμβολής των Ασσυρίων εκατόν ογδοηκονταπέντε χιλιάδας, και αναστάντες το πρωί εύρον πάντα τα σώματα νεκρά. 37 και απήλθεν αποστραφείς Σενναχηρείμ βασιλεύς Ασσυρίων, και ώκησεν εν Νινευή. 38 και εν τώ αυτόν προσκυνείν εν τώ οίκω Νασαράχ τον πάτραρχον αυτού, Αδραμέλεχ και Σαρασάρ οι υιοί αυτού επάταξαν αυτόν μαχαίραις, αυτοί δε διεσώθησαν εις Αρμενίαν· και εβασίλευσεν Ασορδάν ο υιός αυτού αντ΄ αυτού.
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν τώ καιρώ εκείνω εμαλακίσθη Εζεκίας έως θανάτου· και ήλθε προς αυτόν Ησαίας υιός Αμώς ο προφήτης και είπε προς αυτόν· τάδε λέγει Κύριος· τάξαι περί τού οίκου σου, αποθνήσκεις γάρ σύ και ου ζήση. 2 και απέστρεψεν Εζεκίας το πρόσωπον αυτού προς τον τοίχον και προσηύξατο προς Κύριον 3 λέγων· μνήσθητι, Κύριε, ως επορεύθην ενώπιόν σου μετά αληθείας, εν καρδία αληθινή, και τα αρεστά ενώπιόν σου εποίησα· και έκλαυσεν Εζεκίας κλαυθμώ μεγάλω. 4 και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ησαίαν λέγων· 5 πορεύθητι και ειπόν Εζεκία· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Δαυίδ τού πατρός σου· ήκουσα της προσευχής σου και είδον τα δάκρυά σου. ιδού προστίθημι προς τον χρόνον σου δεκαπέντε έτη· 6 και εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων ρύσομαί σε και την πόλιν ταύτην και υπερασπιώ υπέρ της πόλεως ταύτης. 7 τούτο δε σοί το σημείον παρά Κυρίου ότι ποιήσει ο Θεός το ρήμα τούτο· 8 ιδού εγώ στρέψω την σκιάν των αναβαθμών, ούς κατέβη ο ήλιος, τους δέκα αναβαθμούς τού οίκου τού πατρός σου, αποστρέψω τον ήλιον τους δέκα αναβαθμούς. και ανέβη ο ήλιος τους δέκα αναβαθμούς, ούς κατέβη η σκιά.
9 Προσευχή Εζεκίου βασιλέως της Ιουδαίας, ηνίκα εμαλακίσθη, και ανέστη εκ της μαλακίας αυτού.
10 Εγώ είπα· εν τώ ύψει των ημερών μου πορεύσομαι εν πύλαις άδου, καταλείψω τα έτη τα επίλοιπα. 11 είπα· ουκέτι ου μη ίδω το σωτήριον τού Θεού επί γής ζώντων, ουκέτι μη ίδω το σωτήριον τού Ισραήλ επί γής, ουκέτι μη ίδω άνθρωπον. 12 εξέλιπον εκ της συγγενείας μου, κατέλιπον το επίλοιπον της ζωής μου, εξήλθε και απήλθεν απ’ εμού ώσπερ ο καταλύων σκηνήν πήξας, το πνεύμά μου παρ΄ εμοί εγένετο ως ιστός ερίθου εγγιζούσης εκτεμείν. 13 εν τή ημέρα εκείνη παρεδόθην έως πρωί ως λέοντι· ούτως συνέτριψε πάντα τα οστά μου, από γάρ της ημέρα έως της νυκτός παρεδόθην. 14 ως χελιδών, ούτω φωνήσω, και ως περιστερά, ούτω μελετήσω· εξέλιπον γάρ μου οι οφθαλμοί τού βλέπειν εις το ύψος τού ουρανού προς τον Κύριον, ός εξείλατό με και αφείλατό μου την οδύνην της ψυχής. 16 Κύριε, περί αυτής γάρ ανηγγέλη σοι, και εξήγειράς μου την πνοήν, και παρακληθείς έζησα. 17 είλου γάρ μου την ψυχήν, ίνα μη απόληται, και απέρριψας οπίσω μου πάσας τας αμαρτίας. 18 ου γάρ οι εν άδου αινέσουσί σε, ουδέ οι αποθανόντες ευλογήσουσί σε, ουδέ ελπιούσιν οι εν άδου την ελεημοσύνην σου. 19 οι ζώντες ευλογήσουσί σε ον τρόπον καγώ· από γάρ της σήμερον παιδία ποιήσω, ά αναγγελούσι την δικαιοσύνην σου,
20 Κύριε της σωτηρίας μου, και ου παύσομαι ευλογών σε μετά ψαλτηρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου κατέναντι τού οίκου τού Θεού. 21 Καί είπεν Ησαίας προς Εζεκίαν· λάβε παλάθην εκ σύκων και τρίψων και κατάπλασαι, και υγιής έση. 22 και είπεν Εζεκίας· τούτο το σημείον ότι αναβήσομαι εις τον οίκον τού Θεού.
1 ΕΝ τώ καιρώ εκείνω απέστειλε Μαρωδάχ Βαλαδάν ο υιός τού Βαλαδάν, ο βασιλεύς της Βαβυλωνίας, επιστολάς και πρέσβεις και δώρα Εζεκία· ήκουσε γάρ ότι εμαλακίσθη έως θανάτου και ανέστη. 2 και εχάρη επ’ αυτοίς Εζεκίας χαράν μεγάλην και έδειξεν αυτοίς τον οίκον τού νεχωθά και τού αργυρίου και τού χρυσίου και της στακτής και των θυμιαμάτων και τού μύρου και πάντας τους οίκους των σκευών της γάζης και πάντα, όσα ήν εν τοίς θησαυροίς αυτού· και ουκ ήν ουθέν, ό ουκ έδειξεν Εζεκίας εν τώ οίκω αυτού και εν πάση τή εξουσία αυτού. 3 και ήλθεν Ησαίας ο προφήτης προς τον βασιλέα Εζεκίαν και είπε προς αυτόν· τι λέγουσιν οι άνθρωποι ούτοι; και πόθεν ήκασι προς σε; και είπεν Εζεκίας· εκ της γής πόρρωθεν ήκασι προς με, εκ Βαβυλώνος. 4 και είπεν Ησαίας· τι είδοσαν εν τώ οίκω σου; και είπεν Εζεκίας· πάντα τα εν τώ οίκω μου είδοσαν, και ουκ έστιν εν τώ οίκω μου ώ ουκ είδοσαν, αλλά και τα εν τοίς θησαυροίς μου. 5 και είπεν Ησαίας αυτώ· άκουσον τον λόγον Κυρίου σαβαώθ· 6 ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και λήψονται πάντα τα εν τώ οίκω σου, και όσα συνήγαγον οι πατέρες σου έως της ημέρας ταύτης, εις Βαβυλώνα ήξει, και ουδέν ου μη καταλείπωσιν· είπε δε ο Θεός 7 ότι και από των τέκνων σου, ών εγέννησας, λήψονται και ποιήσουσι σπάδοντας εν τώ οίκω τού βασιλέως των Βαβυλωνίων. 8 και είπεν Εζεκίας Ησαία· αγαθός ο λόγος Κυρίου, ον ελάλησε· γενέσθω δή ειρήνη και δικαιοσύνη εν ταίς ημέραις μου.
1 ΠΑΡΑΚΑΛΕΙΤΕ παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός. 2 ιερείς, λαλήσατε εις την καρδίαν Ιερουσαλήμ, παρακαλέσατε αυτήν· ότι επλήσθη η ταπείνωσις αυτής, λέλυται αυτής η αμαρτία· ότι εδέξατο εκ χειρός Κυρίου διπλά τα αμαρτήματα αυτής. 3 φωνή βοώντος εν τή ερήμω· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου. ευθείας ποιείτε τας τρίβους τού Θεού ημών. 4 πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και πάν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται, και έσται πάντα τα σκολιά εις ευθείαν και η τραχεία εις οδούς λείας· 5 και οφθήσεται η δόξα Κυρίου, και όψεται πάσα σάρξ το σωτήριον τού Θεού, ότι Κύριος ελάλησε. 6 φωνή λέγοντος· βόησον· και είπα· τι βοήσω; πάσα σάρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· 7 εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσε, 8 το δε ρήμα τού Θεού ημών μένει εις τον αιώνα. 9 επ’ όρος υψηλόν ανάβηθι, ο ευαγγελιζόμενος Σιών· ύψωσον εν ισχύι την φωνή σου, ο ευαγγελιζόμενος Ιερουσαλήμ· υψώσατε, μη φοβείσθε· ειπόν ταίς πόλεσιν Ιούδα· ιδού ο Θεός υμών.
10 ιδού Κύριος Κύριος μετά ισχύος έρχεται και ο βραχίων μετά κυρίας· ιδού ο μισθός αυτού μετ΄ αυτού και το έργον εναντίον αυτού. 11 ως ποιμήν ποιμανεί το ποίμνιον αυτού και τώ βραχίονι αυτού συνάξει άρνας και εν γαστρί εχούσας παρακαλέσει. 12 Τί εμέτρησε τή χειρί το ύδωρ και τον ουρανόν σπιθαμή και πάσαν την γήν δρακί; τις έστησε τα όρη σταθμώ και τας νάπας ζυγώ; 13 τις έγνω νούν Κυρίου, και τις αυτού σύμβουλος εγένετο, ός συμβιβά αυτόν; 14 ή προς τίνα συνεβουλεύσατο και συνεβίβασεν αυτόν; ή τις έδειξεν αυτώ κρίσιν; ή οδόν συνέσεως τις έδειξεν αυτώ; 15 ει πάντα τα έθνη ως σταγών από κάδου και ως ροπή ζυγού ελογίσθησαν και ως σίελος λογισθήσονται· 16 ο δε Λίβανος ουχ ικανός εις καύσιν, και πάντα τα τετράποδα ουχ ικανά εις ολοκάρπωσιν, 17 και πάντα τα έθνη ως ουδέν εισι και εις ουθέν ελογίσθησαν. 18 τίνι ωμοιώσατε Κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν; 19 μη εικόνα εποίησε τέκτων, ή χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν, ομοίωμα κατεσκεύασεν αυτόν;
20 ξύλον γάρ άσηπτον εκλέγεται τέκτων και σοφώς ζητεί πώς στήσει εικόνα αυτού και ίνα μη σαλεύητε. 21 ου γνώσεσθε; ουκ ακούσεσθε; ουκ ανηγγέλη εξ αρχής υμίν; ουκ έγνωτε τα θεμέλια της γής; 22 ο κατέχων τον γύρον της γής, και οι ενοικούντες εν αυτή ως ακρίδες, ο στήσας ως καμάραν τον ουρανόν και διατείνας ως σκηνήν κατοικείν, 23 ο διδούς άρχοντας ως ουδέν άρχειν, την δε γήν ως ουδέν εποίησεν. 24 ου γάρ μη φυτεύσωσιν, ουδέ μη σπείρωσιν, ουδέ μη ριζωθή εις την γήν η ρίζα αυτών· έπνευσεν επ’ αυτούς και εξηράνθησαν, και καταιγίς ως φρύγανα λήψεται αυτούς. 25 νύν ούν τίνι με ωμοιώσατε και υψωθήσομαι; είπεν ο άγιος. 26 αναβλέψατε εις ύψος τους οφθαλμούς υμών και ίδετε, τις κατέδειξε ταύτα πάντα; ο εκφέρων κατ΄ αριθμόν τον κόσμον αυτού πάντας επ’ ονόματι καλέσει· από πολλής δόξης και εν κράτει ισχύος αυτού ουδέν σε έλαθε. 27 Μή γάρ είπης, Ιακώβ, και τι ελάλησας, Ισραήλ· απεκρύβη η οδός μου από τού Θεού, και ο Θεός μου την κρίσιν αφείλε και απέστη; 28 και νύν ουκ έγνως ει μη ήκουσας; Θεός αιώνιος ο Θεός ο κατασκευάσας τα άκρα της γής, ου πεινάσει, ουδέ κοπιάσει, ουδέ εστιν εξεύρεσις της φρονήσεως αυτού· 29 διδούς τοίς πεινώσιν ισχύν και τοίς μη οδυνωμένοις λύπην.
30 πεινάσουσι γάρ νεώτεροι, και κοπιάσουσι νεανίσκοι, και εκλεκτοί ανίσχυες έσονται· 31 οι δε υπομένοντες τον Θεόν αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουιν ως αετοί, δραμούνται και ου κοπιάσουσι, βαδιούνται και ου πεινάσουσιν.
1 ΕΓΚΑΙΝΙΖΕΣΘΕ προς με, νήσοι, οι γάρ άρχοντες αλλλάξουσιν ισχύν· εγγισάτωσαν και λαλησάτωσαν άμα, τότε κρίσιν αναγγειλάτωσαν. 2 τις εξήγειρεν από ανατολών δικαιοσύνην, εκάλεσεν αυτήν κατά πόδας αυτού, και πορεύσεται; δώσει εναντίον εθνών και βασιλείς εκστήσει και δώσει εις γήν τας μαχαίρας αυτών και ως φρύγανα εξωσμένα τα τόξα αυτών· 3 και διώξεται αυτούς και διελεύσεται εν ειρήνη η οδός των ποδών αυτού. 4 τις ενήργησε και εποίησε ταύτα; εκάλεσεν αυτήν ο καλών αυτήν από γενεών αρχής· εγώ Θεός πρώτος, και εις τα επερχόμενα εγώ ειμι. 5 είδοσαν έθνη και εφοβήθησαν, τα άκρα της γής ήγγισαν και ήλθον άμα, 6 κρίνων έκαστος τώ πλησίον και τώ αδελφώ βοηθήσαι και ερεί· 7 ίσχυσεν ανήρ τέκτων και χαλκεύς τύπτων σφύρη άμα ελαύνων· ποτέ μέν ερεί· σύμβλημα καλόν εστίν· ισχύρωσαν αυτά εν ήλοις, θήσουσιν αυτά και ου κινηθήσονται. 8 Σύ δε, Ισραήλ, παίς μου Ιακώβ, ον εξελεξάμην, σπέρμα Αβραάμ, ον ηγάπησα, 9 ού αντελαβόμην απ’ άκρων της γής και εκ των σκοπών αυτής εκάλεσά σε και είπά σοι· παίς μου εί, εξελεξάμην σε και ουκ εγκατέλιπόν σε·
10 μη φοβού, μετά σού γάρ ειμι· μη πλανώ, εγώ γάρ ειμι ο Θεός σου ο ενισχύσας σε και εβοήθησά σοι και ησφαλισάμην σε τή δεξιά τή δικαία μου. 11 ιδού αισχυνθήσονται και εντραπήσονται πάντες οι αντικείμενοί σοι· έσονται γάρ ως ουκ όντες και απολούνται πάντες οι αντίδικοί σου· 12 ζητήσεις αυτούς και ου μη εύρης τους ανθρώπους, οί παροινήσουσιν εις σε· έσονται γάρ ως ουκ όντες και ουκ έσονται οι αντιπολεμούντές σε. 13 ότι εγώ ο Θεός σου ο κρατών της δεξιάς σου, ο λέγων σοι· μη φοβού, 14 Ιακώβ, ολιγοστός Ισραήλ· εγώ εβοήθησά σοι, λέγει ο Θεός σου, ο λυτρούμενός σε, Ισραήλ. 15 ιδού εποίησά σε ως τροχούς αμάξης αλοώντας καινούς πριστηροειδείς, και αλοήσεις όρη και λεπτυνείς βουνούς και ως χνούν θήσεις· 16 και λικμήσεις, και άνεμος λήψεται αυτούς, και καταιγίς διασπερεί αυτούς, σύ δε ευφρανθήση εν τοίς αγίοις Ισραήλ. 17 και αγαλλιάσονται οι πτωχοί και οι ενδεείς· ζητήσουσι γάρ ύδωρ, και ουκ έσται, η γλώσσα αυτών από της δίψης εξηράνθη· εγώ Κύριος ο Θεός, εγώ επακούσομαι ο Θεός Ισραήλ, και ουκ εγκαταλείψω αυτούς, 18 αλλά ανοίξω επί των ορέων ποταμούς και εν μέσω πεδίων πηγάς· ποιήσω την έρημον εις έλη υδάτων και την διψώσαν γήν εν υδραγωγοίς· 19 θήσω εις την άνυδρον γήν κέδρον και πύξον και μυρσίνην και κυπάρισσον και λεύκην,
20 ίνα ίδωσι και γνώσι και εννοηθώσι και επιστώνται άμα, ότι χείρ Κυρίου εποίησε ταύτα και ο άγιος τού Ισραήλ κατέδειξεν. 21 Εγγίζει η κρίσις υμών, λέγει Κύριος ο Θεός· ήγγισαν αι βουλαί υμών, λέγει ο βασιλεύς Ιακώβ. 22 εγγισάτωσαν και αναγγειλάτωσαν υμίν ά συμβήσεται, ή τα πρότερον τίνα ήν, είπατε, και επιστήσομεν τον νούν και γνωσόμεθα τι τα έσχατα, και τα επερχόμενα είπατε ημίν. 23 αναγγείλατε ημίν τα επερχόμενα επ’ εσχάτου, και γνωσόμεθα ότι θεοί εστε· εύ ποιήσατε και κακώσατε, και θαυμασόμεθα και οψόμεθα άμα· 24 ότι πόθεν εστέ υμείς και πόθεν η εργασία υμών; εκ γής· βδέλυγμα εξελέξαντο υμάς. 25 εγώ δε ήγειρα τον από βορρά και τον αφ’ ηλίου ανατολών, κληθήσονται τώ ονόματί μου· ερχέσθωσαν άρχοντες, και ως πηλός κεραμέως και ως κεραμεύς καταπατών τον πηλόν, ούτως καταπατηθήσεσθε. 26 τις γάρ αναγγελεί τα εξ αρχής, ίνα γνώμεν, και τα έμπροσθεν, και ερούμεν ότι αληθή εστιν; ουκ έστιν ο προλέγων ουδέ ο ακούων υμών τους λόγους. 27 αρχήν Σιών δώσω και Ιερουσαλήμ παρακαλέσω εις οδόν. 28 από γάρ των εθνών ιδού ουδείς, και από των ειδώλων αυτών ουκ ήν ο αναγγέλλων· και εάν ερωτήσω αυτούς· πόθεν εστέ; ου μη αποκριθώσί μοι. 29 εισί γάρ οι ποιούντες υμάς, και μάτην οι πλανώντες υμάς.
1 ΙΑΚΩΒ ο παίς μου, αντιλήψομαι αυτού· Ισραήλ ο εκλεκτός μου, προσεδέξατο αυτόν η ψυχή μου· έδωκα το πνεύμά μου επ’ αυτόν, κρίσιν τοίς έθνεσιν εξοίσει. 2 ου κεκράξεται ουδέ ανήσει, ουδέ ακουσθήσεται έξω η φωνή αυτού. 3 κάλαμον τεθλασμένον ου συντρίψει και λίνον καπνιζόμενον ου σβέσει, αλλά εις αλήθειαν εξοίσει κρίσιν. 4 αναλάμψει και ου θραυσθήσεται, έως άνθή επί της γής κρίσιν· και επί τώ ονόματι αυτού έθνη ελπιούσιν. 5 ούτω λέγει Κύριος ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και πήξας αυτόν, ο στερεώσας την γήν και τα εν αυτή και διδούς πνοήν τώ λαώ τώ επ’ αυτής και πνεύμα τοίς πατούσιν αυτήν· 6 εγώ Κύριος ο Θεός εκάλεσά σε εν δικαιοσύνη και κρατήσω της χειρός σου και ενισχύσω σε και έδωκά σε εις διαθήκην γένους, εις φώς εθνών 7 ανοίξαι οφθαλμούς τυφλών, εξαγαγείν εκ δεσμών δεδεμένους και εξ οίκου φυλακής καθημένους εν σκότει. 8 εγώ Κύριος ο Θεός, τούτό μου εστι το όνομα· την δόξαν μου ετέρω ου δώσω ουδέ τας αρετάς μου τοίς γλυπτοίς. 9 τα απ’ αρχής ιδού ήκασι, και καινά, ά εγώ αναγγέλλω, και πρό τού αναγγείλαι εδηλώθη υμίν.
10 Υμνήσατε τώ Κυρίω ύμνον καινόν, η αρχή αυτού· δοξάζετε το όνομα αυτού απ’ άκρου της γής, οι καταβαίνοντες εις την θάλασσαν και πλέοντες αυτήν, αι νήσοι και οι κατοικούντες αυτάς. 11 ευφράνθητι, έρημος, και αι κώμαι αυτής, επαύλεις και οι κατοικούντες Κηδάρ· ευφρανθήσονται οι κατοικούντες Πέτραν, απ’ άκρων των ορέων βοήσουσι· 12 δώσουσι τώ Θεώ δόξαν, τας αρετάς αυτού εν ταίς νήσοις αναγγελούσι. 13 Κύριος ο Θεός των δυνάμεων εξελεύσεται και συντρίψει πόλεμον, επεγερεί ζήλον και βοήσεται επί τους εχθρούς αυτού μετά ισχύος. 14 εσιώπησα, μη και αεί σιωπήσομαι και ανέξομαι; ως η τίκτουσα εκαρτέρησα, εκστήσω και ξηρανώ άμα. 15 ερημώσω όρη και βουνούς και πάντα χόρτον αυτών ξηρανώ, και θήσω ποταμούς εις νήσους και έλη ξηρανώ. 16 και άξω τυφλούς εν οδώ, ή ουκ έγνωσαν, και τρίβους ας ουκ ήδεισαν, πατήσαι ποιήσω αυτούς· ποιήσω αυτοίς το σκότος εις φώς και τα σκολιά εις ευθείαν· ταύτα τα ρήματα ποιήσω και ουκ εγκαταλείψω αυτούς. 17 αυτοί δε απεστράφησαν εις τα οπίσω· αισχύνθητε αισχύνην, οι πεποιθότες επί τοίς γλυπτοίς, οι λέγοντες τοίς χωνευτοίς· υμείς εστε θεοί ημών. 18 Οι κωφοί, ακούσατε, και οι τυφλοί, αναβλέψατε ιδείν. 19 και τις τυφλός, αλλ’ ή οι παίδές μου και κωφοί, αλλ’ ή οι κυριεύοντες αυτών; και ετυφλώθησαν οι δούλοι τού Θεού.
20 είδετε πλεονάκις, και ουκ εφυλάξασθε· ηνοιγμένα τα ώτα, και ουκ ηκούσατε. 21 Κύριος ο Θεός εβουλεύσατο, ίνα δικαιωθή και μεγαλύνη αίνεσιν. 22 και είδον, και εγένετο ο λαός πεπρονομευμένος και διηρπασμένος· η γάρ παγίς εν τοίς ταμιείος πανταχού, και εν οίκοις άμα, όπου έκρυψαν αυτούς· εγένοντο εις προνομήν, και ουκ ήν εξαιρούμενος άρπαγμα, και ουκ ήν ο λέγων· απόδος. 23 τις εν υμίν, ός ενωτιείται ταύτα; εισακούσατε εις τα επερχόμενα. 24 τις έδωκεν εις διαρπαγήν Ιακώβ και Ισραήλ τοίς προνομεύουσιν αυτόν; ουχί ο Θεός, ώ ημάρτοσαν αυτώ, και ουκ ηβούλοντο εν ταίς οδοίς αυτού πορεύεσθαι ουδέ ακούειν τού νόμου αυτού; 25 και επήγαγεν επ’ αυτούς οργήν θυμού αυτού, και κατίσχυσεν αυτούς πόλεμος και οι συμφλέγοντες αυτούς κύκλω, και ουκ έγνωσαν έκαστος ουδέ έθεντο επί ψυχήν.
1 ΚΑΙ νύν ούτως λέγει Κύριος ο Θεός ο ποιήσας σε, Ιακώβ, ο πλάσας σε, Ισραήλ· μη φοβού, ότι ελυτρωσάμην σε· εκάλεσά σε το όνομά σου, εμός εί σύ. 2 και εάν διαβαίνης δι’ ύδατος, μετά σού ειμι, και ποταμοί ου συγκλύσουσί σε· και εάν διέλθης διά πυρός, ου μη κατακαυθής, φλόξ ου κατακαύσει σε. 3 ότι εγώ Κύριος ο Θεός σου ο άγιος Ισραήλ ο σώζων σε· εποίησα άλλαγμά σου Αίγυπτον και Αιθιοπίαν και Σοήνην υπέρ σού. 4 αφ’ ού έντιμος εγένου εναντίον εμού, εδοξάσθης, και εγώ σε ηγάπησα· και δώσω ανθρώπους πολλούς υπέρ σού και άρχοντας υπέρ της κεφαλής σου. 5 μη φοβού, ότι μετά σού ειμι· από ανατολών άξω το σπέρμα σου και από δυσμών συνάξω σε. 6 ερώ τώ Βορρά· άγε, και τώ Λιβί· μη κώλυε, άγιε τους υιούς μου από γής πόρρωθεν και τας θυγατέρας μου απ’ άκρων της γής, 7 πάντας όσοι επικέκληνται τώ ονόματί μου· εν γάρ τή δόξη μου κατεσκεύασα αυτόν και έπλασα αυτόν και εποίησα αυτόν· 8 και εξήγαγον λαόν τυφλόν, και οφθαλμοί εισιν ωσαύτως τυφλοί, και κωφοί τα ώτα έχοντες. 9 πάντα τα έθνη συνήχθησαν άμα, και συναχθήσονται άρχοντες εξ αυτών. τις αναγγελεί ταύτα; ή τα εξ αρχής τις αναγγελεί υμίν; αγαγέτωσαν τους μάρτυρας αυτών και δικαιωθήτωσαν και ειπάτωσαν αληθή.
10 γίνεσθέ μοι μάρτυρες, και εγώ μάρτυς, λέγει Κύριος ο Θεός, και ο παίς μου, ον εξελεξάμην, ίνα γνώτε και πιστεύσητε και συνήτε ότι εγώ ειμι. έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ’ εμέ ουκ έσται. 11 εγώ ο Θεός, και ουκ έστι πάρεξ εμού ο σώζων. 12 εγώ ανήγγειλα και έσωσα, ωνείδισα και ουκ ήν εν υμίν αλλότριος. υμείς εμοί μάρτυρες και εγώ Κύριος ο Θεός. 13 έτι απ’ αρχής και ουκ έστιν ο εκ των χειρών μου εξαιρούμενος· ποιήσω, και τις αποστρέψει αυτό; 14 Ούτως λέγει Κύριος ο Θεός ο λυτρούμενος υμάς, ο άγιος τού Ισραήλ· ένεκεν υμών αποστελώ εις Βαβυλώνα και επεγερώ φεύγοντας πάντας, και Χαλδαίοι εν πλοίοις δεθήσονται. 15 εγώ Κύριος ο Θεός ο άγιος υμών, ο καταδείξας Ισραήλ βασιλέα υμών. 16 ούτως λέγει Κύριος, ο διδούς εν θαλάσση οδόν εν ύδατι ισχυρώ τρίβον, 17 ο εξαγαγών άρματα και ίππον και όχλον ισχυρόν· αλλ΄ εκοιμήθησαν και ουκ αναστήσονται, εσβέσθησαν ως λίνον εσβεσμένον. 18 μη μνημονεύετε τα πρώτα και τα αρχαία μη συλλογίζεσθε. 19 ιδού εγώ ποιώ καινά ά νύν ανατελεί, και γνώσεσθε αυτά· και ποιήσω εν τή ερήμω οδόν και τή ανύδρω ποταμούς.
20 ευλογήσουσί με τα θηρία τού αγρού, σειρήνες και θυγατέρες στρουθών, ότι έδωκα εν τή ερήμω ύδωρ και ποταμούς εν τή ανύδρω ποτίσαι το γένος μου το εκλεκτόν, 21 λαόν μου, ον περιεποιησάμην τας αρετάς μου διηγείσθαι. 22 ου νύν εκάλεσά σε, Ιακώβ, ουδέ κοπιάσαι σε εποίησα, Ισραήλ. 23 ουκ εμοί ήνεγκας πρόβατα της ολοκαρπώσεώς σου, ουδέ εν ταίς θυσίαις σου εδόξασάς με· ουκ εδούλωσά σε εν θυσίαις, ουδέ έγκοπον εποίησά σε εν λιβάνω, 24 ουδέ εκτήσω μοι αργυρίου θυμίαμα, ουδέ το στέαρ των θυσιών σου επεθύμησα, αλλά εν ταίς αμαρτίαις σου και εν ταίς αδικίαις σου προέστην σου. 25 εγώ ειμι, ο εξαλείφων τας ανομίας σου ένεκεν εμού και τας αμαρτίας σου και ου μη μνησθήσομαι. 26 σύ δε μνήσθητι και κριθώμεν· λέγε σύ τας ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθής. 27 οι πατέρες υμών πρώτοι και οι άρχοντες υμών ηνόμησαν εις εμέ, 28 και εμίαναν οι άρχοντες τα άγιά μου, και έδωκα απολέσαι Ιακώβ και Ισραήλ εις ονειδισμόν.
1 ΝΥΝ δε άκουσον, Ιακώβ ο παίς μου και Ισραήλ, ον εξελεξάμην· 2 ούτω λέγει Κύριος ο Θεός ο ποιήσας σε και ο πλάσας σε εκ κοιλίας· έτι βοηθηθήση, μη φοβού, παίς μου Ιακώβ και ηγαπημένος Ισραήλ, ον εξελεξάμην. 3 ότι εγώ δώσω ύδωρ εν δίψει τοίς πορευομένοις εν ανύδρω, επιθήσω το πνεύμά μου επί το σπέρμα σου και τας ευλογίας μου επί τα τέκνα σου, 4 και ανατελούσιν ως αναμέσον ύδατος χόρτος και ως ιτέα επί παραρρέον ύδωρ. 5 ούτος ερεί· τού Θεού ειμι, και ούτος βοήσεται επί τώ ονόματι Ιακώβ, και έτερος επιγράψει χειρί αυτού· τού Θεού ειμι, και επί τώ ονόματι Ισραήλ βοήσεται. ~ 6 Ούτως λέγει ο Θεός ο βασιλεύς τού Ισραήλ ο ρυσάμενος αυτόν Θεός σαβαώθ· εγώ πρώτος και εγώ μετά ταύτα· πλήν εμού ουκ έστι Θεός. 7 τις ώσπερ εγώ; στήτω και καλεσάτω και αναγγειλάτω και ετοιμασάτω μοι αφ’ ού εποίησα άνθρωπον εις τον αιώνα, και τα επερχόμενα πρό τού ελθείν αναγγειλάτωσαν υμίν. 8 μη παρακαλύπτεσθε μηδέ πλανάσθε· ουκ απ’ αρχής ηνωτίσασθε και απήγγειλα υμίν; μάρτυρες υμείς εστε, ει έτσι Θεός πλήν εμού· 9 και ουκ ήσαν τότε οι πλάσσοντες και γλύφοντες πάντες μάταιοι οι ποιούντες τα καταθύμια αυτών, ά ουκ ωφελήσει αυτούς· αλλά αισχυνθήσονται
10 πάντες οι πλάσσοντες Θεόν και γλύφοντες ανωφελή, 11 και πάντες όθεν εγένοντο εξηράνθησαν, και κωφοί από ανθρώπων συναχθήτωσαν πάντες και στησάτωσαν άμα, εντραπήτωσαν και αισχυνθήτωσαν άμα. 12 ότι ώξυνε τέκτων σίδηρον, σκεπάρνω ειργάσατο αυτό και εν τερέτρω έστησεν αυτό, ειργάσατο αυτό εν τώ βραχίονι της ισχύος αυτού· και πεινάσει και ασθενήσει και ου μη πίη ύδωρ. 13 εκλεξάμενος τέκτων ξύλον έστησεν αυτό εν μέτρω και εν κόλλη ερρύθμισεν αυτό και εποίησεν αυτό ως μορφήν ανδρός και ως ωραιότητα ανθρώπου στήσαι αυτό εν οίκω. 14 έκοψε ξύλον εκ τού δρυμού, ό εφύτευσε Κύριος και υετός εμήκυνεν, 15 ίνα ή ανθρώποις εις καύσιν· και λαβών απ’ αυτού εθερμάνθη, και καύσαντες έπεψαν άρτους επ’ αυτών, το δε λοιπόν ειργάσαντο θεούς, και προσκυνούσιν αυτοίς. 16 ού το ήμισυ αυτού κατέκαυσεν εν πυρί και καύσαντες έπεψαν άρτους επ’ αυτών· και επ΄ αυτού κρέας οπτήσας έφαγε και ενεπλήσθη, και θερμανθείς είπεν· ηδύ μοι ότι εθερμάνθην και είδον πύρ. 17 το δε λοιπόν εποίησεν εις θεόν γλυπτόν και προσκυνεί αυτώ και προσεύχεται λέγων· εξελού με, ότι θεός μου εις σύ. 18 ουκ έγνωσαν φρονήσαι, ότι απημαυρώθησαν τού βλέπειν τοίς οφθαλμοίς αυτών και τού νοήσαι τή καρδία αυτών. 19 και ουκ ελογίσατο τή καρδία αυτού ουδέ ανελογίσατο εν τή ψυχή αυτού ουδέ έγνω τή φρονήσει, ότι το ήμισυ αυτού κατέκαυσεν εν πυρί και έπεψεν επί των ανθράκων αυτού άρτους και οπτήσας κρέα έφαγε και το λοιπόν αυτού εις βδέλυγμα εποίησε και προσκυνούσιν αυτώ.
20 γνώθι ότι σποδός η καρδία αυτών, και πλανώνται, και ουδείς δύναται εξελέσθαι την ψυχήν αυτού· ίδετε, ουκ ερείτε ότι ψεύδος εν τή δεξιά μου; 21 Μνήσθητι ταύτα Ιακώβ και Ισραήλ, ότι παίς μου εί σύ· έπλασά σε παίδά μου, και σύ Ισραήλ μη επιλανθάνου μου. 22 ιδού γάρ απήλειψα ως νεφέλην τας ανομίας σου και ως γνόφον τας αμαρτίας σου· επιστράφηθι προς με, και λυτρώσομαί σε. 23 ευφράνθητε, ουρανοί, ότι ηλέησεν ο Θεός τον Ισραήλ· σαλπίσατε, τα θεμέλια της γής, βοήσατε, όρη, ευφροσύνην, οι βουνοί και πάντα τα ξύλα τα εν αυτοίς, ότι ελυτρώσατο ο Θεός τον Ιακώβ, και Ισραήλ δοξασθήσεται. 24 Ούτω λέγει Κύριος ο λυτρούμενός σε και ο πλάσσων σε εκ κοιλίας· εγώ Κύριος ο συντελών πάντα, εξέτεινα τον ουρανόν μόνος και εστερέωσα την γήν. 25 τις έτερος διασκεδάσει σημεία εγγαστριμύθων και μαντείας από καρδίας, αποστρέφων φρονίμους εις τα οπίσω και την βουλήν αυτών μωραίνων 26 και ιστών ρήμα παιδός αυτού και την βουλήν των αγγέλων αυτού αληθεύων; ο λέγων τή Ιερουσαλήμ· κατοικηθήση και ταίς πόλεσι της Ιδουμαίας· οικοδομηθήσεσθε, και τα έρημα αυτής ανατελεί· 27 ο λέγων τή αβύσσω· ερημωθήση, και τους ποταμούς σου ξηρανώ· 28 ο λέγων Κύρω φρονείν και πάντα τα θελήματά μου ποιήσει· ο λέγων Ιερουσαλήμ· οικοδομηθήση, και τον οίκον τον άγιόν μου θεμελιώσω.
1 ΟΥΤΩ λέγει Κύριος ο Θεός τώ χριστώ μου Κύρω, ού εκράτησα της δεξιάς επακούσαι έμπροσθεν αυτού έθνη, και ισχύν βασιλέων διαρρήξω, ανοίξω έμπροσθεν αυτού θύρας, και πόλεις ου συγκλεισθήσονται. 2 εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω 3 και δώσω σοι θησαυρούς σκοτεινούς, αποκρύφους, αοράτους ανοίξω σοι, ίνα γνώς, ότι εγώ Κύριος ο Θεός σου ο καλών το όνομά σου, ο Θεός Ισραήλ. 4 ένεκεν τού παιδός μου Ιακώβ και Ισραήλ τού εκλεκτού μου, εγώ καλέσω σε τώ ονόματί σου και προσδέξομαί σε, σύ δε ουκ έγνως με 5 ότι εγώ Κύριος ο Θεός, και ουκ έστι πλήν εμού Θεός, ενίσχυσά σε και ουκ ήδεις με, 6 ίνα γνώσι οι απ’ ανατολών ηλίου και οι από δυσμών, ότι ουκ έστι Θεός πλήν εμού· εγώ Κύριος ο Θεός, και ουκ έστιν έτι· 7 εγώ ο κατασκευάσας φώς και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά· εγώ Κύριος ο Θεός ο ποιών πάντα ταύτα. 8 ευφρανθήτω ο ουρανός άνωθεν, και αι νεφέλαι ρανάτωσαν δικαιοσύνην· ανατειλάτω η γη και βλαστησάτω έλεος, και δικαιοσύνην ανατειλάτω άμα· εγώ ειμι Κύριος ο κτίσας σε. 9 Ποίον βέλτιον κατεσκεύασα ως πηλόν κεραμέως; μη ο αροτριών αροτριάσει την γήν όλην την ημέραν; μη ερεί ο πηλός τώ κεραμεί· τι ποιείς, ότι ουκ εργάζη ουδέ έχεις χείρας;
10 μη αποκριθήσεται το πλάσμα προς τον πλάσαντα αυτό; ο λέγων τώ πατρί· τι γεννήσεις; και τή μητρί· τι ωδίνεις; 11 ότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός ο άγιος Ισραήλ ο ποιήσας τα επερχόμενα· ερωτήσατέ με περί των υιών μου και περί των θυγατέρων μου και περί των έργων των χειρών μου εντείλασθέ μοι. 12 εγώ εποίησα γήν και άνθρωπον επ’ αυτής, εγώ τή χειρί μου εστερέωσα τον ουρανόν, εγώ πάσι τοίς άστροις ενετειλάμην. 13 εγώ ήγειρα αυτόν μετά δικαιοσύνης βασιλέα, και πάσαι αι οδοί αυτού ευθείαι. ούτος οικοδομήσει την πόλιν μου και την αιχμαλωσίαν τού λαού μου επιστρέψει ου μετά λύτρων, ουδέ μετά δώρων, είπε Κύριος σαβαώθ. 14 Ούτω λέγει Κύριος σαβαώθ· εκοπίασεν Αίγυπτος και εμπορία Αιθιόπων, και οι Σεβωείμ άνδρες υψηλοί επί σε διαβήσονται και σοί έσονται δούλοι και οπίσω σου ακολουθήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις και διαβήσονται προς σε, και προσκυνήσουσί σοι και εν σοί προσεύξονται, ότι εν σοί ο Θεός εστι και ουκ εστι Θεός πλήν σού· 15 σύ γάρ εί Θεός, και ουκ ήδειμεν, ο Θεός τού Ισραήλ σωτήρ. 16 αισχυνθήσονται και εντραπήσονται πάντες οι αντικείμενοι αυτώ και πορεύσονται εν αισχύνη. εγκαινίζεσθε προς με, νήσοι. 17 Ισραήλ σώζεται υπό Κυρίου σωτηρίαν αιώνιον· ουκ αισχυνθήσονται ουδέ μη εντραπώσιν έως τού αιώνος έτι. 18 Ούτως λέγει Κύριος ο ποιήσας τον ουρανόν, ούτος ο Θεός ο καταδείξας την γήν και ποιήσας αυτήν, αυτός διώρισεν αυτήν, ουκ εις κενόν εποίησεν αυτήν, αλλά κατοικείσθαι έπλασεν αυτήν ~ εγώ ειμι Κύριος, και ουκ έστιν έτι. 19 ουκ εν κρυφή λελάληκα, ουδέ εν τόπω γής σκοτεινώ· ουκ είπα τώ σπέρματι Ιακώβ· μάταιον ζητήσατε. εγώ ειμι εγώ ειμι Κύριος ο λαλών δικαιοσύνην και αναγγέλλων αλήθειαν.
20 συνάχθητε και ήκετε, βουλεύσασθε άμα οι σωζόμενοι από των εθνών, ουκ έγνωσαν οι αίροντες το ξύλον γλύμμα αυτών και οι προσευχόμενοι ως προς θεούς, οί ου σώζουσι. 21 ει αναγγελούσιν, εγγισάτωσαν, ίνα γνώσιν άμα τις ακουστά εποίησε ταύτα απ’ αρχής· τότε ανηγγέλη υμίν· εγώ ο Θεός, και ουκ έστιν άλλος πλήν εμού· δίκαιος και σωτήρ ουκ έστιν πάρεξ εμού. 22 επιστράφητε επ’ εμέ και σωθήσεσθε, οι απ’ εσχάτου της γής· εγώ ειμι ο Θεός, και ουκ έστιν άλλος. 23 κατ’ εμαυτού ομνύω, ή μην εξελεύσεται εκ τού στόματός μου δικαιοσύνη, οι λόγοι μου ουκ αποστραφήσονται, ότι εμοί κάμψει πάν γόνυ και εξομολογήσεται πάσα γλώσσα τώ Θεώ 24 λέγων· δικαιοσύνη και δόξα προς αυτόν ήξουσι και αισχυνθήσονται πάντες οι αφορίζοντες εαυτούς· 25 από Κυρίου δικαιωθήσονται και εν τώ Θεώ ενδοξασθήσονται πάν το σπέρμα των υιών Ισραήλ.
1 ΕΠΕΣΕ Βήλ, συνετρίβη Δαγών, εγένετο τα γλυπτά αυτών εις θηρία και κτήνη· αίρετε αυτά καταδεδεμένα ως φορτίον κοπιώντι 2 και πεινώντι, εκλελυμένω, ουκ ισχύοντι άμα, οί ου δυνήσονται σωθήναι από πολέμου, αυτοί δε αιχμάλωτοι ήχθησαν. 3 Ακούετέ μου, οίκος τού Ιακώβ και πάν το κατάλοιπον τού Ισραήλ, οι αιρόμενοι εκ κοιλίας και παιδευόμενοι εκ παιδίου 4 έως γήρους· εγώ ειμι, και έως αν καταγηράσητε, εγώ ειμι· εγώ ανέχομαι υμών, εγώ εποίησα και εγώ ανήσω, εγώ αναλήψομαι και σώσω υμάς. 5 τίνι με ωμοιώσατε; ίδετε, τεχνάσασθε, οι πλανώμενοι. 6 οι συμβαλλόμενοι χρυσίον εκ μαρσιππίου και αργύριον εν ζυγώ, στήσουσιν εν σταθμώ και μισθωσάμενοι χρυσοχόον εποίησαν χειροποίητα, και κύψαντες προσκυνούσιν αυτοίς. 7 αίρουσιν αυτό επί τού ώμου, και πορεύονται· εάν δε θώσιν αυτό, επί τού τόπου αυτού μένει, ου μη κινηθή· και ως εάν βοήση προς αυτόν, ου μη εισακούση, από κακών ου μη σώση αυτόν. 8 μνήσθητε ταύτα και στενάξατε, μετανοήσατε οι πεπλανημένοι, επιστρέψατε τή καρδία, 9 και μνήσθητε τα πρότερα από τού αιώνος, ότι εγώ ειμι ο Θεός, και ουκ έστιν έτι πλήν εμού
10 αναγγέλλων πρότερον τα έσχατα πριν αυτά γενέσθαι, και άμα συνετελέσθη. και είπα· πάσα η βουλή μου στήσεται, και πάντα, όσα βεβούλευμαι, ποιήσω· 11 καλών από ανατολών πετεινόν και από γής πόρρωθεν περί ών βεβούλευμαι, ελάλησα και ήγαγον, έκτισα και εποίησα, ήγαγον αυτόν και ευώδωσα την οδόν αυτού. 12 ακούσατέ μου, οι απολωλεκότες την καρδίαν, οι μακράν από της δικαιοσύνης. 13 ήγγισα την δικαιοσύνην μου και την σωτηρίαν την παρ’ εμού ου βραδυνώ· δέδωκα εν Σιών σωτηρίαν τώ Ισραήλ εις δόξασμα.
1 ΚΑΤΑΒΗΘΙ, κάθισον επί την γήν, παρθένος, θυγάτηρ Βαβυλώνος, είσελθε εις το σκότος, θυγάτηρ Χαλδαίων, ότι ουκέτι προστεθήση κληθήναι απαλή και τρυφερά. 2 λάβε μύλον, άλεσον άλευρον, αποκάλυψαι το κατακάλυμμά σου, ανακάλυψαι τας πολιάς, ανάσυρε τας κνήμας, διάβηθι ποταμούς· 3 ανακαλυφθήσεται η αισχύνη σου, φανήσονται οι ονειδισμοί σου· το δίκαιον εκ σού λήψομαι, ουκέτι μη παραδώ ανθρώποις. 4 είπεν ο ρυσάμενός σε Κύριος σαβαώθ, όνομα αυτώ άγιος Ισραήλ· 5 κάθισον κατανενυγμένη, είσελθε εις το σκότος, θυγάτηρ Χαλδαίων, ουκέτι μη κληθήση ισχύς βασιλείας. 6 παρωξύνθην επί τώ λαώ μου, εμίανας την κληρονομίαν μου· εγώ έδωκα αυτούς εις την χείρά σου, σύ δε ουκ έδωκας αυτοίς έλεος, τού πρεσβυτέρου εβάρυνας τον ζυγόν σφόδρα. 7 και είπας· εις τον αιώνα έσομαι άρχουσα· ουκ ενόησας ταύτα εν τή καρδία σου, ουδέ εμνήσθης τα έσχατα. 8 νύν δε άκουε ταύτα, η τρυφερά, η καθημένη πεποιθυία, η λέγουσα εν καρδία αυτής· εγώ ειμι, και ουκ έστιν ετέρα· ου καθιώ χήρα ουδέ γνώσομαι ορφανίαν. 9 νύν δε ήξει επί σε τα δύο ταύτα εξαίφνης εν ημέρα μια· ατεκνία και χηρεία ήξει εξαίφνης επί σε εν τή φαρμακεία σου, εν τή ισχύι των επαοιδών σου σφόδρα,
10 τή ελπίδι της πονηρίας σου· σύ γάρ είπας· εγώ ειμι, και ουκ έστιν ετέρα. γνώθι, ότι η σύνεσις τούτων και η πορνεία σου έσται σοι αισχύνη. και είπας τή καρδία σου· εγώ ειμι, και ουκ έστιν ετέρα. 11 και ήξει επί σε απώλεια, και ου μη γνώς, βόθυνος, και εμπεσή εις αυτόν· και ήξει επί σε ταλαιπωρία, και ου μη δυνήση καθαρά γενέσθαι· και ήξει επί σε εξ απίνης απώλεια, και ου μη γνώς. 12 στήθι νύν εν ταίς επαοιδαίς σου και εν τή πολλή φαρμακεία σου, ά εμάνθανες εκ νεότητός σου, ει δυνήση ωφεληθήναι. 13 κεκοπίακας εν ταίς βουλαίς σου· στήτωσαν δή και σωσάτωσάν σε οι αστρολόγοι τού ουρανού, οι ορώντες τους αστέρας αναγγειλάτωσάν σοι τι μέλλει επί σε έρχεσθαι. 14 ιδού πάντες ως φρύγανα επί πυρί κατακαυθήσονται και ου μη εξέλωνται την ψυχήν αυτών εκ φλογός· ότι έχεις άνθρακας πυρός, κάθισαι επ’ αυτούς. 15 ούτοι έσονταί σοι βοήθεια, εκοπίασας εν τή μεταβολή εκ νεότητος, άνθρωπος καθ’ εαυτόν επλανήθη, σοί δε ουκ έσται σωτηρία.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ ταύτα, οίκος Ιακώβ οι κεκλημένοι τώ ονόματι Ισραήλ και εξ Ιούδα εξελθόντες, οι ομνύοντες τώ ονόματι Κυρίου Θεού Ισραήλ, μιμνησκόμενοι ου μετά αληθείας ουδέ μετά δικαιοσύνης 2 και αντεχόμενοι τώ ονόματι της πόλεως της αγίας και επί τώ Θεώ Ισραήλ αντιστηριζόμενοι, Κύριος σαβαώθ όνομα αυτώ. 3 τα πρότερα έτι ανήγγειλα, και εκ τού στόματός μου εξήλθε και ακουστόν εγένετο· εξάπινα εποίησα, και επήλθε. 4 γινώσκω ότι σκληρός εί, και νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός σου, και το μέτωπόν σου χαλκούν. 5 και ανήγγειλά σοι πάλαι, πριν ελθείν επί σε ακουστόν σοι εποίησα· μήποτε είπης ότι τα είδωλά μου εποίησε, και είπης ότι τα γλυπτά και τα χωνευτά ενετείλατό μοι. 6 ηκούσατε πάντα, και υμείς ουκ έγνωτε· αλλά και ακουστά σοι εποίησα τα καινά από τού νύν, ά μέλλει γίνεσθαι, και ουκ είπας. 7 νύν γίνεται και ου πάλαι, και ου προτέραις ημέραις ήκουσας αυτά· μη είπης· ναί γινώσκω αυτά. 8 ούτε έγνως ούτε ηπίστω, ούτε απ΄ αρχής ήνοιξά σου τα ώτα· έγνων γάρ ότι αθετών αθετήσεις και άνομος έτι εκ κοιλίας κληθήση. 9 ένεκεν τού εμού ονόματος δείξω σοι τον θυμόν μου και τα ένδοξά μου επάξω επί σε, ίνα μη εξολοθρεύσω σε.
10 ιδού πέπρακά σε ουκ ένεκεν αργυρίου, εξειλάμην δε σε εκ καμίνου πτωχείας· 11 ένεκεν εμού ποιήσω σοι, ότι το εμόν όνομα βεβηλούται, και την δόξαν μου ετέρω ου δώσω. 12 Άκουέ μου, Ιακώβ και Ισραήλ, ον εγώ καλώ· εγώ ειμι πρώτος, και εγώ ειμι εις τον αιώνα, 13 και η χείρ μου εθεμελίωσε την γήν, και η δεξιά μου εστερέωσε τον ουρανόν. καλέσω αυτούς, και στήσονται άμα 14 και συναχθήσονται πάντες και ακούσονται. τις αυτοίς ανήγγειλε ταύτα; αγαπών σε εποίησα το θέλημά σου επί Βαβυλώνα τού άραι σπέρμα Χαλδαίων. 15 εγώ ελάλησα, εγώ εκάλεσα, ήγαγον αυτόν και ευώδωσα την οδόν αυτού. 16 προσαγάγετε προς με και ακούσατε ταύτα· ουκ απ’ αρχής εν κρυφή λελάληκα, ουδέ εν τόπω γής σκοτεινώ· ηνίκα εγένετο, εκεί ήμην, και νύν Κύριος απέστειλέ με και το πνεύμα αυτού. 17 ούτως λέγει Κύριος ο ρυσάμενός σε, ο άγιος Ισραήλ· εγώ ειμι ο Θεός σου, δέδειχά σοι τού ευρείν σε την οδόν, εν ή πορεύση εν αυτή. 18 και ει ήκουσας των εντολών μου, εγένετο αν ωσεί ποταμός η ειρήνη σου και η δικαιοσύνη σου ως κύμα θαλάσσης· 19 και εγένετο αν ως η άμμος το σπέρμα σου και τα έκγονα της κοιλίας σου ως ο χούς της γής· ουδέ νύν ου μη εξολοθρευθής, ουδέ απολείται το όνομά σου ενώπιον εμού. ~
20 Έξελθε εκ Βαβυλώνος φεύγων από των Χαλδαίων· φωνήν ευφροσύνης αναγγείλατε, και ακουστόν γενέσθω τούτο, απαγγείλατε έως εσχάτου της γής, λέγεται· ερρύσατο Κύριος τον δούλον αυτού Ιακώβ· 21 και εάν διψήσωσι, δι’ ερήμου άξει αυτούς, ύδωρ εκ πέτρας εξάξει αυτοίς· σχισθήσεται πέτρα, και ρυήσεται ύδωρ, και πίεται ο λαός μου. 22 ουκ εστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοίς ασεβέσιν.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ μου, νήσοι, και προσέχετε, έθνη· διά χρόνου πολλού στήσεται, λέγει Κύριος. εκ κοιλίας μητρός μου εκάλεσε το όνομά μου 2 και έθηκε το στόμα μου ωσεί μάχαιραν οξείαν και υπό την σκέπην της χειρός αυτού έκρυψέ με, έθηκέ με ως βέλος εκλεκτόν και εν τή φαρέτρα αυτού έκρυψέ με. 3 και είπέ μοι· δούλός μου εί σύ, Ισραήλ, και εν σοί δοξασθήσομαι. 4 και εγώ είπα· κενώς εκοπίασα, εις μάταιον και εις ουδέν έδωκα την ισχύν μου· διά τούτο η κρίσις μου παρά Κυρίω, και ο πόνος μου εναντίον τού Θεού μου. 5 και νύν ούτως λέγει Κύριος ο πλάσας με εκ κοιλίας δούλον εαυτώ τού συναγαγείν τον Ιακώβ προς αυτόν και Ισραήλ ~ συναχθήσομαι και δοξασθήσομαι εναντίον Κυρίου, και ο Θεός μου έσται μοι ισχύς ~ 6 και είπέ μοι· μέγα σοί εστι τού κληθήναί σε παίδά μου τού στήσαι τας φυλάς Ιακώβ και την διασποράν τού Ισραήλ επιστρέψαι· ιδού δέδωκά σε εις διαθήκην γένους, εις φώς εθνών τού είναί σε εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γής. ~ 7 Ούτως λέγει Κύριος ο ρυσάμενός σε, ο Θεός Ισραήλ· αγιάσατε τον φαυλίζοντα την ψυχήν αυτού, τον βδελυσσόμενον υπό των εθνών των δούλων των αρχόντων· βασιλείς όψονται αυτόν και αναστήσονται, άρχοντες και προσκυνήσουσιν αυτώ ένεκεν Κυρίου· ότι πιστός εστιν ο άγιος Ισραήλ, και εξελεξάμην σε. 8 ούτως λέγει Κύριος· καιρώ δεκτώ επήκουσά σου και εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι και έπλασά σε και έδωκά σε εις διαθήκην εθνών τού καταστήσαι την γήν και κληρονομήσαι κληρονομίας ερήμους, 9 λέγοντα τοίς εν δεσμοίς· εξέλθετε, και τοίς εν τώ σκότει· ανακαλυφθήναι. εν πάσαις ταίς οδοίς βοσκηθήσονται, και εν πάσαις ταίς τρίβοις η νομή αυτών·
10 ου πεινάσουσιν ουδέ διψήσουσιν, ουδέ πατάξει αυτούς καύσων, ουδέ ο ήλιος, αλλ’ ο ελεών αυτούς παρακαλέσει και διά πηγών υδάτων άξει αυτούς· 11 και θήσω πάν όρος εις οδόν και πάσαν τρίβον εις βόσκημα αυτοίς. 12 ιδού ούτοι πόρρωθεν έρχονται, ούτοι από βορρά και ούτοι από θαλάσσης, άλλοι δε εκ γής Περσών. 13 ευφραίνεσθαι, ουρανοί, και αγαλλιάσθω, η γη, ρηξάτωσαν τα όρη ευφροσύνην, ότι ηλέησεν ο Θεός τον λαόν αυτού και τους ταπεινούς τού λαού αυτού παρεκάλεσεν. ~ 14 Είπε δε Σιών· εγκατέλιπέ με Κύριος, και ο Κύριος επελάθετό μου. 15 μη επιλήσεται γυνή τού παιδίου αυτής τού μη ελεήσαι τα έκγονα της κοιλίας αυτής; ει δε και ταύτα επιλάθοιτο γυνή, αλλ’ εγώ ουκ επιλήσομαί σου, είπε Κύριος. 16 ιδού επί των χειρών μου εζωγράφηκά σου τα τείχη, και ενώπιόν μου εί διαπαντός· 17 και ταχύ οικοδομηθήση υφ’ ών καθηρέθης, και οι ερημώσαντές σε εξελεύσονται εκ σού. 18 άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου και ιδέ πάντας, ιδού συνήχθησαν και ήλθοσαν προς σε· ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ότι πάντας αυτούς ως κόσμον ενδύση και περιθήση αυτούς ως κόσμον νύμφης. 19 ότι τα έρημά σου και τα διεφθαρμένα και τα πεπτωκότα νύν στενοχωρήσει από των κατοικούντων, και μακρυνθήσονται από σού οι καταπίνοντές σε.
20 ερούσι γάρ εις τα ώτά σου οι υιοί σου, ούς απολώλεκας· στενός μοι ο τόπος, ποίησόν μοι τόπον, ίνα κατοικήσω. 21 και ερείς εν τή καρδία σου· τις εγέννησέ μοι τούτους; εγώ δε άτεκνος και χήρα, τούτους δε τις εξέθρεψέ μοι; εγώ δε κατελείφθην μόνη, ούτοι δε μοι που ήσαν; 22 Ούτως λέγει Κύριος Κύριος· ιδού αίρω εις τα έθνη την χείρά μου και εις τας νήσους αρώ σύσσημόν μου, και άξουσι τους υιούς σου εν κόλπω, τας δε θυγατέρας σου επ’ ώμων αρούσι, 23 και έσονται βασιλείς τιθηνοί σου, αι δε άρχουσαι τροφοί σου· επί πρόσωπον της γής προσκυνήσουσί σε και τον χούν των ποδών σου λείξουσι· και γνώση ότι εγώ Κύριος, και ουκ αισχυνθήσονται οι υπομένοντές με. 24 μη λήψεταί τις παρά γίγαντος σκύλα; και εάν αιχμαλωτεύση τις αδίκως, σωθήσεται; 25 ούτως λέγει Κύριος· εάν τις αιχμαλωτεύση γίγαντα, λήψεται σκύλα· λαμβάνων δε παρά ισχύοντος σωθήσεται· εγώ δε την κρίσιν σου κρινώ, και εγώ τους υιούς σου ρύσομαι· 26 και φάγονται οι θλίψαντές σε τας σάρκας αυτών και πίονται ως οίνον νέον το αίμα αυτών και μεθυσθήσονται, και αισθανθήσεται πάσα σάρξ ότι εγώ Κύριος ο ρυσάμενός σε και αντιλαμβανόμενος ισχύος Ιακώβ.
1 ΟΥΤΩΣ λέγει Κύριος· ποίον το βιβλίον τού αποστασίου της μητρός υμών, ώ εξαπέστειλα αυτήν; ή τίνι υπόχρεω πέπρακα υμάς; ιδού ταίς αμαρτίαις υμών επράθητε, και ταίς ανομίαις υμών εξαπέστειλα την μητέρα υμών. 2 τι ότι ήλθον και ουκ ήν άνθρωπος; εκάλεσα και ουκ ήν ο υπακούων; μη ουκ ισχύει η χείρ μου τού ρύσασθαι ή ουκ ισχύω τού εξελέσθαι; ιδού τή απειλή μου εξερημώσω την θάλασσαν και θήσω ποταμούς ερήμους, και ξηρανθήσονται οι ιχθύες αυτών από τού μη είναι ύδωρ και αποθανούνται εν δίψει. 3 ενδύσω τον ουρανόν σκότος και ως σάκκον θήσω το περιβόλαιον αυτού. 4 Κύριος δίδωσί μοι γλώσσαν παιδείας τού γνώναι ηνίκα δεί ειπείν λόγον έθηκέ μοι πρωί πρωί, προσέθηκέ μοι ωτίον ακούειν· 5 και η παιδεία Κυρίου Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα, εγώ δε ουκ απειθώ ουδέ αντιλέγω, 6 τον νώτόν μου έδωκα εις μάστιγας, τας δε σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπόν μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης εμπτυσμάτων· 7 και Κύριος Κύριος βοηθός μοι εγενήθη, διά τούτο ουκ ενετράπην, αλλά έθηκα το πρόσωπόν μου ως στερεάν πέτραν και έγνων ότι ου μη αισχυνθώ· 8 ότι εγγίζει ο δικαιώσας με. τις ο κρινόμενός μοι; αντιστήτω μοι άμα· και τις ο κρινόμενός μοι; εγγισάτω μοι. 9 ιδού Κύριος Κύριος βοηθήσει μοι· τις κακώσει με; ιδού πάντες υμείς ως ιμάτιον παλαιωθήσεσθε, και ως σής καταφάγεται υμάς.
10 Τίς εν υμίν ο φοβούμενος τον Κύριον; υπακουσάτω της φωνής τού παιδός αυτού. οι πορευόμενοι εν σκότει και ουκ έστιν αυτοίς φώς, πεποίθατε επί τώ ονόματι Κυρίου και αντιστηρίσασθε επί τώ Θεώ. 11 ιδού πάντες υμείς πύρ καίετε και κατισχύετε φλόγα· πορεύεσθε τώ φωτί τού πυρός υμών και τή φλογί, ή εξεκαύσατε· δι’ εμέ εγένετο ταύτα υμίν, εν λύπη κοιμηθήσεσθε.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ μου, οι διώκοντες το δίκαιον και ζητούντες τον Κύριον, εμβλέψατε εις την στερεάν πέτραν, ήν ελατομήσατε, και εις τον βόθυνον τού λάκκου, ον ωρύξατε. 2 εμβλέψατε εις Αβραάμ τον πατέρα υμών και εις Σάρραν την ωδίνουσαν υμάς· ότι είς ήν, και εκάλεσα αυτόν και ευλόγησα αυτόν και ηγάπησα αυτόν και επλήθυνα αυτόν. 3 και σε νύν παρακαλέσω, Σιών, και παρεκάλεσα πάντα τα έρημα αυτής και θήσω τα έρημα αυτής ως παράδεισον Κυρίου· ευφροσύνην και αγαλλίαμα ευρήσουσιν εν αυτή, εξομολόγησιν και φωνήν αινέσεως. 4 ακούσατέ μου, ακούσατέ μου, λαός μου, και οι βασιλείς, προς με ενωτίσασθε, ότι νόμος παρ’ εμού εξελεύσεται και η κρίσις μου εις φώς εθνών. 5 εγγίζει ταχύ η δικαιοσύνη μου, και εξελεύσεται ως φώς το σωτήριόν μου και εις τον βραχίονά μου έθνη ελπιούσιν· εμέ νήσοι υπομενούσι και εις τον βραχίονά ελπιούσιν. 6 άρατε εις τον ουρανόν τους οφθαλμούς υμών και εμβλέψατέ εις την γήν κάτω, ότι ο ουρανός ως καπνός εστερεώθη, η δε γη ως ιμάτιον παλαιωθήσεται, οι δε κατοικούντες την γήν ώσπερ ταύτα αποθανούνται, το δε σωτήριόν μου εις τον αιώνα έσται, η δε δικαιοσύνη μου ου μη εκλίπη. 7 ακούσατέ μου, οι ειδότες κρίσιν, λαός μου, ού ο νόμος μου εν τή καρδία υμών· μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων και τώ φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε. 8 ως γάρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου και ως έρια βρωθήσεται υπό σητός· η δε δικαιοσύνη μου εις τον αιώνα έσται, το δε σωτήριόν μου εις γενεάς γενεών. 9 Εξεγείρου εξεγείρου, Ιερουσαλήμ, και ένδυσαι την ισχύν τού βραχίονός σου· εξεγείρου ως εν αρχή ημέρας, ως γενεά αιώνος. ου σύ εί
10 η ερημούσα θάλασσαν, ύδωρ αβύσσου πλήθος; η θείσα τα βάθη της θαλάσσης οδόν διαβάσεως ρυομένοις 11 και λελυτρωμένοις; υπό γάρ Κυρίου αποστραφήσονται και ήξουσιν εις Σιών μετ΄ ευφροσύνης και αγαλλιάματος αιωνίου· επί κεφαλής γάρ αυτών αγαλλίασις και αίνεσις; και ευφροσύνη καταλήψεται αυτούς, απέδρα οδύνη και λύπη και στεναγμός. 12 εγώ ειμι, εγώ ειμι ο παρακαλών σε· γνώθι τίνα ευλαβηθείσα εφοβήθης από ανθρώπου θνητού και από υιού ανθρώπου, οί ωσεί χόρτος εξηράνθησαν. 13 και επελάθου Θεόν τον ποιήσαντά σε, τον ποιήσαντα τον ουρανόν και θεμελιώσαντα την γήν, και εφόβου αεί πάσας τας ημέρας το πρόσωπον τού θυμού τού θλίβοντός σε· ον τρόπον γάρ εβουλεύσατο τού άραί σε, και νύν που ο θυμός τού θλίβοντός σε; 14 εν γάρ τώ σώζεσθαί σε ου στήσεται ουδέ χρονιεί· 15 ότι εγώ ο Θεός σου ο ταράσσων την θάλασσαν και ηχών τα κύματα αυτής, Κύριος σαβαώθ όνομά μοι. 16 θήσω τους λόγους μου εις το στόμα σου και υπό την σκιάν της χειρός μου σκεπάσω σε, εν ή έστησα τον ουρανόν και εθεμελίωσα την γήν· και ερεί Σιών· λαός μου εί σύ. 17 Εξεγείρου εξεγείρου, ανάστηθι, Ιερουσαλήμ, η πιούσα εκ χειρός Κυρίου το ποτήριον τού θυμού αυτού· το ποτήριον γάρ της πτώσεως, το κόνδυ τού θυμού εξέπιες και εξεκένωσας. 18 και ουκ ήν ο παρακαλών σε από πάντων των τέκνων σου, ών έτεκες, και ουκ ήν ο αντιλαμβανόμενος της χειρός σου ουδέ από πάντων των υιών σου, ών ύψωσας. 19 δύο ταύτα αντικείμενά σοι· τις συλλυπηθήσεταί σοι; πτώμα και σύντριμμα, λιμός και μάχαιρα. τις παρακαλέσει σε;
20 οι υιοί σου, οι απορούμενοι, οι καθεύδοντες επ’ άκρου πάσης εξόδου ως σευτλίον ημίεφθον, οι πλήρεις θυμού Κυρίου, εκλελυμένοι διά Κυρίου τού Θεού. 21 διά τούτο άκουε, τεταπεινωμένη, και μεθύουσα ουκ από οίνου· 22 ούτω λέγει Κύριος ο Θεός ο κρίνων τον λαόν αυτού· ιδού είληφα εκ της χειρός σου το ποτήριον της πτώσεως, το κόνδυ τού θυμού μου, και ου προσθήση έτι πιείν αυτό· 23 και δώσω αυτό εις τας χείρας των αδικησάντων σε και των ταπεινωσάντων σε, οί είπαν τή ψυχή σου· κύψον, ίνα παρέλθωμεν· και έθηκας ίσα τή γη τα μετάφρενά σου έξω τοίς παραπορευομένοις.
1 ΕΞΕΓΕΙΡΟΥ εξεγείρου, Σιών, ένδυσαι την ισχύν σου, Σιών, και ένδυσαι την δόξαν σου, Ιερουσαλήμ πόλις η αγία· ουκέτι προστεθήσεται διελθείν διά σού απερίτμητος και ακάθαρτος. 2 εκτίναξαι τον χούν και ανάστηθι, κάθισον, Ιερουσαλήμ· έκδυσαι τον δεσμόν τού τραχήλου σου, η αιχμάλωτος θυγάτηρ Σιών. 3 ότι τάδε λέγει Κύριος· δωρεάν επράθητε και ου μετά αργυρίου λυτρωθήσεσθε. 4 ούτως λέγει Κύριος· εις Αίγυπτον κατέβη ο λαός μου το πρότερον παροικήσαι εκεί, και εις Ασσυρίους βία ήχθησαν· 5 και νύν τι εστε ώδε; τάδε λέγει Κύριος· ότι ελήφθη ο λαός μου δωρεάν, θαυμάζετε και ολολύζετε. τάδε λέγει Κύριος· δι΄ υμάς διαπαντός το όνομά μου βλασφημείται εν τοίς έθνεσι. 6 διά τούτο γνώσεται ο λαός μου το όνομά μου εν τή ημέρα εκείνη, ότι εγώ ειμι αυτός ο λαλών· πάρειμι 7 ως ώρα επί των ορέων, ως πόδες ευαγγελιζομένου ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενος αγαθά, ότι ακουστήν ποιήσω την σωτηρίαν σου λέγων Σιών· βασιλεύσει σου ο Θεός. 8 ότι φωνή των φυλασσόντων σε υψώθη, και τή φωνή άμα ευφρανθήσονται· ότι οφθαλμοί προς οφθαλμούς όψονται, ηνίκα αν ελεήση Κύριος την Σιών. 9 ρηξάτω ευφροσύνην άμα τα έρημα Ιερουσαλήμ, ότι ηλέησε Κύριος αυτήν και ερρύσατο Ιερουσαλήμ.
10 και αποκαλύψει Κύριος τον βραχίονα τον άγιον αυτού ενώπιον πάντων των εθνών, και όψονται πάντα άκρα της γής την σωτηρίαν την παρά τού Θεού ημών. 11 απόστητε, απόστητε, εξέλθατε εκείθεν και ακαθάρτου μη άπτεσθε, εξέλθετε εκ μέσου αυτής, αφορίσθητε, οι φέροντες τα σκεύη Κυρίου· 12 ότι ου μετά ταραχής εξελεύσεσθε, ουδέ φυγή πορεύσεσθε, προπορεύσεται γάρ πρότερος υμών Κύριος και ο επισυνάγων υμάς Θεός Ισραήλ. 13 Ιδού συνήσει ο παίς μου και υψωθήσεται και δοξασθήσεται και μετεωρισθήσεται σφόδρα. 14 ον τρόπον εκστήσονται επί σε πολλοί ~ ούτως αδοξήσει από των ανθρώπων το είδός σου και η δόξα σου από υιών ανθρώπων ~ 15 ούτω θαυμάσονται έθνη πολλά επ’ αυτώ, και συνέξουσι βασιλείς το στόμα αυτών· ότι οίς ουκ ανηγγέλη περί αυτού, όψονται, και οί ουκ ακηκόασι, συνήσουσι.
1 ΚΥΡΙΕ, τις επίστευσε τή ακοή ημών; και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; 2 ανηγγείλαμεν ως παιδίον εναντίον αυτού, ως ρίζα εν γη διψώση. ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα· και είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος· 3 αλλά το είδος αυτού άτιμον και εκλείπον παρά πάντας τους υιούς των ανθρώπων· άνθρωπος εν πληγή ών και ειδώς φέρειν μαλακίαν, ότι απέστραπται το πρόσωπον αυτού, ητιμάσθη και ουκ ελογίσθη. 4 ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται, και ημείς ελογισάμεθα αυτόν είναι εν πόνω και εν πληγή υπό Θεού και εν κακώσει. 5 αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμαλάκισται διά τας ανομίας ημών· παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν. τώ μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν. 6 πάντες ως πρόβατα επλανήθημεν, άνθρωπος τή οδώ αυτού επλανήθη· και Κύριος παρέδωκεν αυτόν ταίς αμαρτίαις ημών. 7 και αυτός διά το κεκακώσθαι ουκ ανοίγει το στόμα αυτού· ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον τού κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα. 8 εν τή ταπεινώσει η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γής η ζωή αυτού, από των ανομιών τού λαού μου ήχθη εις θάνατον. 9 και δώσω τους πονηρούς αντί της ταφής αυτού και τους πλουσίους αντί τού θανάτου αυτού· ότι ανομίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τώ στόματι αυτού.
10 και Κύριος βούλεται καθαρίσαι αυτόν από της πληγής. εάν δώτε περί αμαρτίας, η ψυχή υμών όψεται σπέρμα μακρόβιον· και βούλεται Κύριος αφελείν 11 από τού πόνου της ψυχής αυτού, δείξαι αυτώ φώς και πλάσαι τή συνέσει, δικαιώσαι δίκαιον εύ δουλεύοντα πολλοίς, και τας αμαρτίας αυτών αυτός ανοίσει. 12 διά τούτο αυτός κληρονομήσει πολλούς και των ισχυρών μεριεί σκύλα, ανθ΄ ών παρεδόθη εις θάνατον η ψυχή αυτού, και εν τοίς ανόμοις ελογίσθη· και αυτός αμαρτίας πολλών ανήνεγκε και διά τας αμαρτίας αυτών παρεδόθη.
1 ΕΥΦΡΑΝΘΗΤΙ, στείρα η ου τίκτουσα, ρήξον και βόησον, η ουκ ωδίνουσα, ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα· είπε γάρ Κύριος· 2 πλάτυνον τον τόπον της σκηνής σου και των αυλαιών σου, πήξον, μη φείση· μάκρυνον τα σχοινίσματά σου και τους πασσάλους σου κατίσχυσον. 3 έτι εις τα δεξιά και εις τα αριστερά εκπέτασον, και το σπέρμα σου έθνη κληρονομήσει, και πόλεις ηρημωμένας κατοικιείς. 4 μη φοβού, ότι κατησχύνθης, μηδέ εντραπής, ότι ωνειδίσθης· ότι αισχύνην αιώνιον επιλήση και όνειδος της χηρείας σου ου μη μνησθήση έτι. 5 ότι Κύριος ο ποιών σε, Κύριος σαβαώθ όνομα αυτώ· και ο ρυσάμενός σε αυτός Θεός Ισραήλ, πάση τή γη κληθήσεται. 6 ουχ ως γυναίκα καταλελειμμένην και ολιγόψυχον κέκληκέ σε Κύριος, ουδ’ ως γυναίκα εκ νεότητος μεμισημένην, είπεν ο Θεός σου· 7 χρόνον μικρόν κατέλιπόν σε και μετ’ ελέους μεγάλου ελεήσω σε, 8 εν θυμώ μικρώ απέστρεψα το πρόσωπόν μου από σού και εν ελέει αιωνίω ελεήσω σε, είπεν ο ρυσάμενός σε Κύριος. 9 από τού ύδατος τού επί Νώε τούτό μοί εστι· καθότι ώμοσα αυτώ εν τώ χρόνω εκείνω τή γη μη θυμωθήσεσθαι επί σοί έτι, μηδέ εν απειλή σου
10 τα όρη μεταστήσεσθαι, ουδ΄ οι βουνοί σου μετακινηθήσονται, ούτως ουδέ το παρ’ εμού σοί έλεος εκλείψει, ουδέ η διαθήκη της ειρήνης σου ου μη μεταστή· είπε γάρ Κύριος· ίλεώς σοι. 11 Ταπεινή και ακατάστατος, ου παρεκλήθης, ιδού εγώ ετοιμάζω σοι άνθρακα τον λίθον σου και τα θεμέλιά σου σάπφειρον 12 και θήσω τας επάλξεις σου ίασπιν και τας πύλας σου λίθους κρυστάλλου και τον περίβολόν σου λίθους εκλεκτούς 13 και πάντας τους υιούς σου διδακτούς Θεού και εν πολλή ειρήνη τα τέκνα σου. 14 και εν δικαιοσύνη οικοδομηθήση· απέχου από αδίκου και ου φοβηθήση, και τρόμος ουκ εγγιεί σοι. 15 ιδού προσήλυτοι προσελεύσονταί σοι δι’ εμού και επί σε καταφεύξονται. 16 ιδού εγώ έκτισά σε ουχ ως χαλκεύς φυσών άνθρακας και εκφέρων σκεύος εις έργον· εγώ δε έκτισά σε ουκ εις απώλειαν φθείραι 17 πάν σκεύος φθαρτόν, επί σε ουκ ευοδώσω, και πάσα φωνή αναστήσεται επί σε εις κρίσιν· πάντας αυτούς ηττήσεις, οι δε ένοχοί σου έσονται εν αυτή. έστι κληρονομία τοίς θεραπεύουσι Κύριον, και ημείς έσεσθέ μοι δίκαιοι, λέγει Κύριος.
1 ΟΙ διψώντες, πορεύεσθε εφ’ ύδωρ, και όσοι μη έχετε αργύριον, βαδίσαντες αγοράσατε, και φάγετε και πίεσθε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον και στέαρ. 2 ινατί τιμάσθε αργυρίου εν ουκ άρτοις και τον μόχθον υμών ουκ εις πλησμονήν; ακούσατέ μου και φάγεσθε αγαθά, και εντρυφήσει εν αγαθοίς η ψυχή υμών. 3 προσέχετε τοίς ωσίν υμών και επακουλουθήσατε ταίς οδοίς μου· εισακούσατέ μου, και ζήσεται εν αγαθοίς η ψυχή υμών· και διαθήσομαι υμίν διαθήκην αιώνιον, τα όσια Δαυίδ τα πιστά. 4 ιδού μαρτύριον εν έθνεσιν έδωκα αυτόν, άρχοντα και προστάσσοντα έθνεσιν. 5 ιδού έθνη, ά ουκ οίδασί σε, επικαλέσονταί σε, και λαοί, οί ουκ επίστανταί σε, επί σε καταφεύξονται ένεκεν Κυρίου τού Θεού σου, τού αγίου Ισραήλ, ότι εδόξασέ σε. ~ 6 Ζητήσατε τον Κύριον και εν τώ ευρίσκειν αυτόν επικαλέσασθε· ηνίκα δ’ αν εγγίζη υμίν, 7 απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού και επιστραφήτω επί Κύριον, και ελεηθήσεται, ότι επί πολύ αφήσει τας αμαρτίας υμών. 8 ου γάρ εισιν αι βουλαί μου ώσπερ αι βουλαί υμών, ουδ’ ώσπερ αι οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος. 9 αλλ’ ως απέχει ο ουρανός από της γής, ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου.
10 ως γάρ αν καταβή ο υετός ή χιών εκ τού ουρανού και ου μη αποστραφή, έως αν μεθύση την γήν, και εκτέκη και εκβλαστήση και δώ σπέρμα τώ σπείραντι και άρτον εις βρώσιν, 11 ούτως έσται το ρήμά μου, ό εάν εξέλθη εκ τού στόματός μου, ου μη αποστραφή, έως αν τελεσθή όσα αν ηθέλησα και ευοδώσω τας οδούς μου και τα εντάλματά μου. 12 εν γάρ ευφροσύνη εξελεύσεσθε και εν χαρά διδαχθήσεσθε· τα γάρ όρη και οι βουνοί εξαλούνται προσδεχόμενοι υμάς εν χαρά, και πάντα τα ξύλα τού αγρού επικροτήσει τοίς κλάδοις, 13 και αντί της στοιβής αναβήσεται κυπάρισσος, αντί δε της κονύζης αναβήσεται μυρσίνη· και έσται Κύριος εις όνομα και εις σημείον αιώνιον και ουκ εκλείψει.
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· φυλάσσεσθε κρίσιν και ποιήσατε δικαιοσύνην· ήγγικε γάρ το σωτήριόν μου παραγίνεσθαι και το έλεός μου αποκαλυφθήναι. 2 μακάριος ανήρ ο ποιών ταύτα και άνθρωπος ο αντεχόμενος αυτών και φυλάσσων τα σάββατα μη βεβηλούν και διατηρών τας χείρας αυτού μη ποιείν άδικα. 3 μη λεγέτω ο αλλογενής ο προσκείμενος προς Κύριον· αφοριεί με άρα Κύριος από τού λαού αυτού· και μη λεγέτω ο ευνούχος ότι ξύλον εγώ ειμι ξηρόν. 4 τάδε λέγει Κύριος τοίς ευνούχοις· όσοι αν φυλάξωνται τα σάββατά μου και εκλέξωνται ά εγώ θέλω και αντέχωνται της διαθήκης μου, 5 δώσω αυτοίς εν τώ οίκω μου και εν τώ τείχει μου τόπον ονομαστόν κρείττω υιών και θυγατέρων, όνομα αιώνιον δώσω αυτοίς και ουκ εκλείψει. 6 και τοίς αλλογενέσι τοίς προσκειμένοις Κυρίω δουλεύειν αυτώ και αγαπάν το όνομα Κυρίου τού είναι αυτώ εις δούλους και δούλας και πάντας τους φυλασσομένους τα σάββατά μου μη βεβηλούν και αντεχομένους της διαθήκης μου, 7 εισάξω αυτούς εις το όρος το άγιόν μου και ευφρανώ αυτούς εν τώ οίκω της προσευχής μου· τα ολοκαυτώματα αυτών, και αι θυσίαι αυτών έσονται δεκταί επί τού θυσιαστηρίου μου· ο γάρ οίκός μου οίκος προσευχής κληθήσεται πάσι τοίς έθνεσιν, 8 είπε Κύριος ο συνάγων τους διεσπαρμένους Ισραήλ, ότι συνάξω επ’ αυτόν συναγωγήν. ~ 9 Πάντα τα θηρία τα άγρια, δεύτε φάγετε, πάντα τα θηρία τού δρυμού.
10 ίδετε ότι εκτετύφλωνται πάντες, ουκ έγνωσαν φρονήσαι, πάντες κύνες ενεοί, ου δυνήσονται υλακτείν, ενυπνιαζόμενοι κοίτην, φιλούντες νυστάξαι. 11 και οι κύνες αναιδείς τή ψυχή, ουκ ειδότες πλησμονήν· και εισι πονηροί ουκ ειδότες σύνεσιν, πάντες εν ταίς οδοίς αυτών εξηκολούθησαν, έκαστος κατά το εαυτού.
1 ΙΔΕΤΕ ως ο δίκαιος απώλετο, και ουδείς εκδέχεται τή καρδία, και άνδρες δίκαιοι αίρονται, και ουδείς κατανοεί. από γάρ προσώπου αδικίας ήρται ο δίκαιος· 2 έσται εν ειρήνη η ταφή αυτού, ήρται εκ τού μέσου 3 υμείς δε προσαγάγετε ώδε, υιοί άνομοι, σπέρμα μοιχών και πόρνης· 4 εν τίνι ενετρυφήσατε; και επί τίνα ηνοίξατε το στόμα υμών; και επί τίνα εχαλάσατε την γλώσσαν υμών; ουχ υμείς εστε τέκνα απωλείας; σπέρμα άνομον; 5 οι παρακαλούντες είδωλα υπό δένδρα δασέα, σφάζοντες τα τέκνα αυτών εν ταίς φάραγξιν αναμέσον των πετρών. 6 εκείνη σου η μερίς, ούτός σου ο κλήρος, κακείνοις εξέχεας σπονδάς κακείνοις ανήνεγκας θυσίας· επί τούτοις ούν ουκ οργισθήσομαι; 7 επ’ όρος υψηλόν και μετέωρον, εκεί σου η κοίτη, και εκεί ανεβίβασας θυσίας σου. 8 και οπίσω των σταθμών της θύρας σου έθηκας μνημόσυνά σου· ώου ότι εάν απ’ εμού αποστής, πλείόν τι έξεις· ηγάπησας τους κοιμωμένους μετά σού 9 και επλήθυνας την πορνείαν σου μετ’ αυτών και πολλούς εποίησας τους μακράν από σού και απέστειλας πρέσβεις υπέρ τα όριά σου και απέστρεψας και εταπεινώθης έως άδου.
10 ταίς πολιοδίαις σου εκοπίασας και ουκ είπας· παύσομαι ενισχύουσα, ότι έπραξας ταύτα, διά τούτο ου κατεδεήθης μου σύ. 11 τίνα ευλαβηθείσα εφοβήθης και εψεύσω με και ουκ εμνήσθης μου, ουδέ έλαβές με εις την διάνοιαν ουδέ εις την καρδίαν σου; και εγώ σε ιδών παρορώ, και εμέ ουκ εφοβήθης. 12 και εγώ απαγγελώ την δικαιοσύνην μου και τα κακά σου, ά ουκ ωφελήσει σε. 13 όταν αναβοήσης, εξελέσθωσάν σε εν τή θλίψει σου· τούτους γάρ πάντας άνεμος λήψεται και αποίσει καταιγίς. οι δε αντεχόμενοί μου κτήσονται γήν και κληρονομήσουσι το όρος το άγιόν μου. 14 και ερούσι· καθαρίσατε από προσώπου αυτού οδούς και άρατε σκώλα από της οδού τού λαού μου. ~ 15 Τάδε λέγει Κύριος ο Ύψιστος, ο εν υψηλοίς κατοικών τον αιώνα, άγιος εν αγίοις όνομα αυτώ, Κύριος Ύψιστος εν αγίοις αναπαυόμενος και ολιγοψύχοις διδούς μακροθυμίαν και διδούς ζωήν τοίς συντετριμμένοις την καρδίαν· 16 ουκ εις τον αιώνα εκδικήσω υμάς, ουδέ διαπαντός οργισθήσομαι υμίν· πνεύμα γάρ παρ’ εμού εξελεύσεται και πνοήν πάσαν εγώ εποίησα. 17 δι’ αμαρτίαν βραχύ τι ελύπησα αυτόν και επάταξα αυτόν και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ’ αυτού, και ελυπήθη και επορεύθη στυγνός εν ταίς οδοίς αυτού. 18 τας οδούς αυτού εώρακα και ιασάμην αυτόν και παρεκάλεσα αυτόν και έδωκα αυτώ παράκλησιν αληθινήν, 19 ειρήνην επ΄ ειρήνη τοίς μακράν και τοίς εγγύς ούσι. και είπε Κύριος· ιάσομαι αυτούς,
20 οι δε άδικοι ούτως κλυδωνισθήσονται και αναπαύσασθαι ου δυνήσονται. 21 ουκ έστι χαίρειν τοίς ασεβέσιν,
1 ΑΝΑΒΟΗΣΟΝ εν ισχύι και μη φείση, ως σάλπιγγα ύψωσον την φωνήν σου, και ανάγγειλον τώ λαώ μου τα αμαρτήματα αυτών και τώ οίκω Ιακώβ τας ανομίας αυτών. 2 εμέ ημέραν εξ ημέρας ζητούσι και γνώναί μου τας οδούς επιθυμούσιν· ως λαός δικαιοσύνην πεποιηκώς και κρίσιν Θεού αυτού μη εγκαταλελοιπώς αιτούσί με νύν κρίσιν δικαίαν και εγγίζειν Θεώ επιθυμούσι 3 λέγοντες· τι ότι ενησταύσαμεν και ουκ είδες; εταπεινώσαμεν τας ψυχάς ημών και ουκ έγνως; εν γάρ ταίς ημέραις των νηστειών υμών ευρίσκετε τα θελήματα υμών και πάντας τους υποχειρίους υμών υπονύσσετε. 4 ει εις κρίσεις και μάχας νηστεύετε και τύπτετε πυγμαίς ταπεινόν, ινατί μοι νηστεύετε ως σήμερον, ακουσθήναι εν κραυγή την φωνήν υμών; 5 ου ταύτην την νηστείαν εξελεξάμην και ημέραν ταπεινούν άνθρωπον την ψυχήν αυτού· ουδ’ αν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου και σάκκον και σποδόν υποστρώση, ουδ’ ούτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν. 6 ουχί τοιαύτην νηστείαν εγώ εξελεξάμην, λέγει Κύριος, αλλά λύε πάντα σύνδεσμον αδικίας, διάλυε στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, απόστελλε τεθραυσμένους εν αφέσει και πάσαν συγγραφήν άδικον διάσπα· 7 διάθρυπτε πεινώντι τον άρτον σου και πτωχούς αστέγους είσαγε εις τον οίκόν σου· εάν ίδης γυμνόν, περίβαλε, και από των οικείων τού σπέρματός σου ουχ υπερόψει. 8 τότε ραγήσεται πρώιμον το φώς σου, και τα ιάματά σου ταχύ ανατελεί, και προπορεύσεται έμπροσθέν σου η δικαιοσύνη σου, και η δόξα τού Θεού περιστελεί σε. 9 τότε βοήση, και ο Θεός εισακούσεταί σου· έτι λαλούντός σου ερεί· ιδού πάρειμι. εάν αφέλης από σού σύνδεσμον και χειροτονίαν και ρήμα γογγυσμού
10 και δώς πεινώντι τον άρτον εκ ψυχής σου και ψυχήν τεταπεινωμένην εμπλήσης, τότε ανατελεί εν τώ σκότει το φώς σου, και το σκότος σου ως μεσημβρία. 11 και έσται ο Θεός σου μετά σού διαπαντός· και εμπλησθήση καθάπερ επιθυμεί η ψυχή σου, και τα οστά σου πιανθήσεται, και έση ως κήπος μεθύων και ως πηγή ήν μη εξέλιπεν ύδωρ και τα οστά σου ως βοτάνη ανατελεί και πιανθήσεται και κληρονομήσουσι γενεάς γενεών. 12 και οικοδομηθήσονταί σου αι έρημοι αιώνιοι, και έσται σου τα θεμέλια αιώνια γενεών γενεαίς· και κληθήση Οικοδόμος φραγμών, και τους τρίβους τους αναμέσον παύσεις. 13 εάν αποστρέψης τον πόδα σου από των σαββάτων τού μη ποιείν τα θελήματά σου εν τή ημέρα τή αγία και καλέσεις τα σάββατα τρυφερά, άγια τώ Θεώ σου, ουκ αρείς τον πόδα σου επ΄ έργω, ουδέ λαλήσεις λόγον εν οργή εκ τού στόματός σου, 14 και έση πεποιθώς επί Κύριον, και αναβιβάσει σε επί τα αγαθά της γής και ψωμιεί σε την κληρονομίαν Ιακώβ τού πατρός σου· το γάρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα.
1 ΜΗ ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου τού σώσαί; ή εβάρυνε το ούς αυτού τού μη εισακούσαι; 2 αλλά τα αμαρτήματα υμών διιστώσιν αναμέσον υμών και αναμέσον τού Θεού, και διά τας αμαρτίας υμών απέστρεψε το πρόσωπον αυτού αφ’ υμών τού μη ελεήσαι. 3 αι γάρ χείρες υμών μεμολυσμέναι αίματι και οι δάκτυλοι υμών εν αμαρτίαις, τα δε χείλη υμών ελάλησεν ανομίαν, και η γλώσσα υμών αδικίαν μελετά. 4 ουθείς λαλεί δίκαια, ουδέ εστι κρίσις αληθινή· πεποίθασιν επί ματαίοις και λαλούσι κενά, ότι κύουσι πόνον και τίκτουσιν ανομίαν. 5 ωά ασπίδων έρρηξαν και ιστόν αράχνης υφαίνουσι· και ο μέλλων των ωών αυτών φαγείν συντρίψας ούριον εύρε, και εν αυτώ βασιλίσκος. 6 ο ιστός αυτών ουκ έσται εις ιμάτιον, ουδέ μη περιβάλωνται από των έργων αυτών· τα γάρ έργα αυτών έργα ανομίας. 7 οι δε πόδες αυτών επί πονηρίαν τρέχουσι, ταχινοί εκχέαι αίμα· και οι διαλογισμοί αυτών διαλογισμοί αφρόνων, σύντριμμα και ταλαιπωρία εν ταίς οδοίς αυτών. 8 και οδόν ειρήνης ουκ οίδασι, και ουκ έστι κρίσις εν ταίς οδοίς αυτών· αι γάρ τρίβοι αυτών διεστραμμέναι, ας διοδεύουσι, και ουκ οίδασιν ειρήνην. 9 διά τούτο απέστη η κρίσις απ΄ αυτών, και ου μη καταλάβη αυτούς δικαιοσύνη· υπομεινάντων αυτών φώς εγένετο αυτοίς σκότος, μείναντες αυγήν εν αωρία περιεπάτησαν.
10 ψηλαφήσουσιν ως τυφλοί τοίχον και ως ουχ υπαρχόντων οφθαλμών ψηλαφήσουσι· και πεσούνται εν μεσημβρία ως εν μεσονυκτίω, ως αποθνήσκοντες στενάξουσιν, 11 ως άρκος και ως περιστερά άμα πορεύσονται· ανεμείναμεν κρίσιν, και ουκ έστι· σωτηρία μακράν αφέστηκεν αφ’ ημών. 12 πολλή γάρ η ανομία εναντίον σου, και αι αμαρτίαι ημών αντέστησαν ημίν· αι γάρ ανομίαι ημών εν ημίν, και τα αδικήματα ημών έγνωμεν. 13 ησεβήσαμεν και εψευσάμεθα και απέστημεν από όπισθεν τού Θεού ημών· ελαλήσαμεν άδικα και ηπειθήσαμεν, εκύομεν και εμελετήσαμεν από καρδίας ημών λόγους αδίκους· 14 και απεστήσαμεν οπίσω την κρίσιν, και η δικαιοσύνη μακράν αφέστηκεν, ότι κατηναλώθη εν ταίς οδοίς αυτών η αλήθεια, και δι’ ευθείας ουκ εδύναντο διελθείν. 15 και η αλήθεια ήρται, και μετέστησαν την διάνοιαν τού συνιέναι· και είδε Κύριος, και ουκ ήρεσεν αυτώ, ότι ουκ ήν κρίσις. 16 και είδε και ουκ ήν ανήρ, και κατενόησε και ουκ ήν ο αντιληψόμενος, και ημύνατο αυτούς τώ βραχίονι αυτού και τή ελεημοσύνη εστηρίσατο. 17 και ενεδύσατο δικαιοσύνην ως θώρακα και περιέθετο περικεφαλαίαν σωτηρίου επί της κεφαλής και περιεβάλετο ιμάτιον εκδικήσεως και το περιβόλαιον 18 ως ανταποδώσων ανταπόδοσιν όνειδος τοίς υπεναντίοις. 19 και φοβηθήσονται οι από δυσμών το όνομα Κυρίου και οι απ’ ανατολών ηλίου το όνομα το ένδοξον· ήξει γάρ ως ποταμός βίαιος η οργή παρά Κυρίου, ήξει μετά θυμού.
20 και ήξει ένεκεν Σιών ο ρυόμενος και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ. 21 και αύτη αυτοίς η παρ’ εμού διαθήκη, είπε Κύριος· το πνεύμα το εμόν, ό εστιν επί σοί, και τα ρήματα, ά έδωκα εις το στόμα σου, ου μη εκλίπη εκ τού στόματός σου και εκ τού στόματος τού σπέρματός σου· είπε γάρ Κύριος, από τού νύν και εις τον αιώνα.
1 ΦΩΤΙΖΟΥ φωτίζου Ιερουσαλήμ, ήκει γάρ σου το φώς, και η δόξα Κυρίου επί σε ανατέταλκεν. 2 ιδού σκότος καλύψει γήν ως γνόφος επ΄ έθνη· επί δε σε φανήσεται Κύριος, και η δόξα αυτού επί σε οφθήσεται. 3 και πορεύσονται βασιλείς τώ φωτί σου και έθνη τή λαμπρότητί σου. 4 άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου και ιδέ συνηγμένα τα τέκνα σου· ιδού ήκασι πάντες οι υιοί σου μακρόθεν, και αι θυγατέρες σου επ’ ώμων αρθήσονται. 5 τότε όψη και φοβηθήση και εκστήση τή καρδία, ότι μεταβαλεί εις σε πλούτος θαλάσσης και εθνών και λαών. και ήξουσί σοι 6 αγέλαι καμήλων, και καλύψουσί σε κάμηλοι Μαδιάμ και Γαιφά· πάντες εκ Σαβά ήξουσι φέροντες χρυσίον και λίβανον οίσουσι και λίθον τίμιον και το σωτήριον Κυρίου ευαγγελιούνται. 7 και πάντα τα πρόβατα Κηδάρ συναχθήσονταί σοι και κριοί Ναβαιώθ ήξουσί σοι, και ανενεχθήσεται δεκτά επί το θυσιαστήριόν μου, και ο οίκος της προσευχής μου δοξασθήσεται. 8 τίνες οίδε ως νεφέλαι πέτανται και ωσεί περιστεραί σύν νεοσσοίς; 9 εμέ αι νήσοι υπέμειναν και πλοία Θαρσίς εν πρώτοις, αγαγείν τα τέκνα σου μακρόθεν και τον άργυρον και το χρυσόν αυτών μετ’ αυτών διά το όνομα Κυρίου το άγιον και διά το τον άγιον τού Ισραήλ ένδοξον είναι.
10 και οικοδομήσουσιν αλλογενείς τα τείχη σου, και οι βασιλείς αυτών παραστήσονταί σοι· διά γάρ οργήν μου επάταξά σε και διά έλεον ηγάπησά σε. 11 και ανοιχθήσονται αι πύλαι σου διαπαντός, ημέρας και νυκτός ου κλεισθήσονται, εισαγαγείν προς σε δύναμιν εθνών και βασιλείς αυτών αγομένους. 12 τα γάρ έθνη και οι βασιλείς, οίτινες ου δουλεύσουσί σοι, απολούνται και τα έθνη ερημία ερημωθήσεται. 13 και η δόξα τού Λιβάνου προς σε ήξει εν κυπαρίσσω και πεύκη και κέδρω άμα, δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου και τον τόπον των ποδών μου δοξάσω. 14 και πορεύσονται προς σε δεδοικότες υιοί των ταπεινωσάντων σε και παροξυνάντων σε, και κληθήση Πόλις Κυρίου Σιών αγίου Ισραήλ. 15 διά το γεγενήσθαί σε εγκαταλελειμμένην και μεμισημένην, και ουκ ήν ο βοηθών, και θήσω σε αγαλλίαμα αιώνιον, ευφροσύνην γενεών γενεαίς. 16 και θηλάσεις γάλα εθνών και πλούτον βασιλέων φάγεσαι· και γνώση, ότι εγώ Κύριος ο σώζων σε και εξαιρούμενός σε ο Θεός ισραήλ. 17 και αντί χαλκού οίσω σοι χρυσίον, αντί δε σιδήρου οίσω σοι αργύριον, αντί δε ξύλων οίσω σοι χαλκόν, αντί δε λίθων σίδηρον. και δώσω τους άρχοντάς σου εν ειρήνη και τους επισκόπους σου εν δικαιοσύνη. 18 και ουκ ακουσθήσεται έτι αδικία εν τή γη σου, ουδέ σύντριμμα ουδέ ταλαιπωρία εν τοίς ορίοις σου, αλλά κληθήσεται Σωτήριον τα τείχη σου, και αι πύλαι σου Γλύμμα. 19 και ουκ έσται σοι έτι ο ήλιος εις φώς ημέρας, ουδέ ανατολή σελήνης φωτιεί σου την νύκτα, αλλ’ έσται σοι Κύριος φώς αιώνιον και ο Θεός δόξα σου.
20 ου γάρ δύσεται ο ήλιός σοι, και η σελήνη σοι ουκ εκλείψει· έσται γάρ σοι Κύριος φώς αιώνιον, και αναπληρωθήσονται αι ημέραι τού πένθους σου. 21 και ο λαός σου πάς δίκαιος, δι’ αιώνος κληρονομήσουσι την γήν, φυλάσσων το φύτευμα, έργα χειρών αυτού εις δόξαν. 22 ο ολιγοστός έσται εις χιλιάδας και ο ελάχιστος εις έθνος μέγα· εγώ Κύριος κατά καιρόν συνάξω αυτούς.
1 ΠΝΕΥΜΑ Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με· ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, 2 καλέσαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν και ημέραν ανταποδόσεως τώ Θεώ ημών, παρακαλέσαι πάντας τους πενθούντας, 3 δοθήναι τοίς πενθούσι Σιών δόξαν αντί σποδού, άλειμμα ευφροσύνης τοίς πενθούσι, καταστολήν δόξης αντί πνεύματος ακηδίας· και κληθήσονται γενεαί δικαιοσύνης, φύτευμα Κυρίου εις δόξαν. 4 και οικοδομήσουσιν ερήμους αιωνίας, εξηρημωμένας πρότερον εξαναστήσουσι· και καινιούσι πόλεις ερήμους εξηρωμένας εις γενεάς. 5 και ήξουσι αλλογενείς ποιμαίνοντες τα πρόβατά σου, και αλλόφυλοι αροτήρες και αμπελουργοί. 6 υμείς δε ιερείς Κυρίου κληθήσεσθε, λειτουργοί Θεού· ισχύν εθνών κατέδεσθε και εν τώ πλούτω αυτών θαυμασθήσεσθε. [αντί της αισχύνης υμών της διπλής και αντί της εντροπής αγαλλιάσεται η μερίς αυτών]. 7 ούτως εκ δευτέρας κληρονομήσουσι την γήν, και ευφροσύνη αιώνιος υπέρ κεφαλής αυτών. 8 εγώ γάρ ειμι Κύριος ο αγαπών δικαιοσύνην και μισών αρπάγματα εξ αδικίας· και δώσω τον μόχθον αυτών δικαίοις και διαθήκην αιώνιον διαθήσομαι αυτοίς. 9 και γνωσθήσεται εν τοίς έθνεσι το σπέρμα αυτών και τα έκγονα αυτών εν μέσω των λαών· πάς ο ορών αυτούς επιγνώσεται αυτούς, ότι ούτοί εισι σπέρμα ηυλογημένον υπό Θεού
10 και ευφροσύνη ευφρανθήσονται επί Κύριον. ~ Αγαλλιάσθω η ψυχή μου επί τώ Κυρίω· ενέδυσε γάρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης, ως νυμφίω περιέθηκέ μοι μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω. 11 και ως γη αύξουσα το άνθος αυτής και ως κήπος τα σπέρματα αυτού, ούτως ανατελεί Κύριος δικαιοσύνην και αγαλλίαμα εναντίον πάντων των εθνών.
1 ΔΙΑ Σιών ου σιωπήσομαι και διά Ιερουσαλήμ ουκ ανήσω, έως αν εξέλθη ως φώς η δικαιοσύνη μου, το δε σωτήριόν μου ως λαμπάς καυθήσεται. 2 και όψονται έθνη την δικαιοσύνην σου και βασιλείς την δόξαν σου, και καλέσει σε το όνομά σου το καινόν, ό ο Κύριος ονομάσει αυτό. 3 και έση στέφανος κάλλους εν χειρί Κυρίου και διάδημα βασιλείας εν χειρί Θεού σου. 4 και ουκέτι κληθήση Καταλελυμμένη, και η γη σου ου κληθήσεται έτι Έρημος· σύ γάρ κληθήσεται Θέλημα εμόν, και τή γη σου Οικουμένη, ότι ευδόκησε Κύριος εν σοί και η γη σου συνοικισθήσεται. 5 και ως συνοικών νεανίσκος παρθένω, ούτω κατοικήσουσιν οι υιοί σου· και έσται ον τρόπον ευφρανθήσεται νυμφίος επί νύμφη, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σοί. 6 και επί των τειχών σου, Ιερουσαλήμ, κατέστησα φύλακας όλην την ημέραν και όλην την νύκτα, οί διά τέλους ου σιωπήσονται μιμνησκόμενοι Κυρίου. 7 ουκ έστι γάρ υμίν όμοιος, εάν διορθώση και ποιήση Ιερουσαλήμ γαυρίαμα επί της γής. 8 ώμοσε Κύριος κατά της δεξιάς αυτού και κατά της ισχύος τού βραχίονος αυτού· ει έτι δώσω τον σίτόν σου και τα βρώματά σου τοίς εχθροίς σου, και ει έτι πίονται υιοί αλλότριοι τον οίνόν σου, εφ ώ εμόχθησας· 9 αλλ’ ή οι συνάγοντες φάγονται αυτά και αινέσουσι Κύριον, και οι συνάγοντες πίονται αυτά εν ταίς επαύλεσι ταίς αγίαις μου.
10 πορεύεσθε διά των πυλών μου και οδοποιήσατε τώ λαώ μου και τους λίθους τους εκ της οδού διαρρίψατε· εξάρατε σύσσημον εις τα έθνη. 11 ιδού γάρ Κύριος εποίησεν ακουστόν έως εσχάτου της γής· είπατε τή θυγατρί Σιών· ιδού ο σωτήρ σοι παραγέγονεν έχων τον εαυτού μισθόν και το έργον πρό προσώπου αυτού. 12 και καλέσει αυτόν λαόν άγιον, λελυτρωμένον υπό Κυρίου· σύ δε κληθήση επιζητουμένη πόλις και ουκ εγκαταλελειμμένη.
1 ΤΙΣ ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ, ερύθημα ιματίων εκ Βοσόρ, ούτως ωραίος εν στολή βία μετά ισχύος; εγώ διαλέγομαι δικαιοσύνην και κρίσιν σωτηρίου. 2 διατί σου ερυθρά τα ιμάτια και τα ενδύματά σου ως από πατητού ληνού; 3 πλήρης καταπεπατημένης, και των εθνών ουκ έστιν ανήρ μετ’ εμού, και κατεπάτησα αυτούς εν θυμώ μου και κατέθλασα αυτούς ως γήν και κατήγαγον το αίμα αυτών εις γήν. 4 ημέρα γάρ ανταποδόσεως επήλθεν αυτοίς, και ενιαυτός λυτρώσεως πάρεστι. 5 και επέβλεψα, και ουδείς βοηθός· και προσενόησα, και ουθείς αντελαμβάνετο· και ερρύσατο αυτούς ο βραχίων μου, και ο θυμός μου επέστη. 6 και κατεπάτησα αυτούς τή οργή μου και κατήγαγον το αίμα αυτών εις γήν. ~ 7 Τόν έλεον Κυρίου εμνήσθην, τας αρετάς Κυρίου εν πάσιν, οίς ημίν ανταποδίδωσι· Κύριος κριτής αγαθός τώ οίκω Ισραήλ, επάγει ημίν κατά το έλεος αυτού και κατά το πλήθος της δικαιοσύνης αυτού. 8 και είπεν· ουχ ο λαός μου τέκνα ου μη αθετήσωσι; και εγένετο αυτοίς εις σωτηρίαν 9 εκ πάσης θλίψεως αυτών. ου πρέσβυς ουδέ άγγελος, αλλ’ αυτός Κύριος έσωσεν αυτούς διά το αγαπάν αυτούς και φείδεσθαι αυτών· αυτός ελυτρώσατο αυτούς και ανέλαβεν αυτούς και ύψωσεν αυτούς πάσας τας ημέρας τού αιώνος.
10 αυτοί δε ηπείθησαν και παρώξυναν το πνεύμα το άγιον αυτού· και εστράφη αυτοίς εις έχθραν, και αυτός επολέμησεν αυτούς. 11 και εμνήσθη ημερών αιωνίων ο αναβιβάσας εκ της γής τον ποιμένα των προβάτων· που έστιν ο θείς εν αυτοίς το πνεύμα το άγιον; 12 ο αγαγών τή δεξιά Μωυσήν, ο βραχίων της δόξης αυτού; κατίσχυσεν ύδωρ από προσώπου αυτού ποιήσαι εαυτώ όνομα αιώνιον. 13 ήγαγεν αυτούς διά της αβύσσου ως ίππον δι’ ερήμου, και ουκ εκοπίασαν. 14 και ως κτήνη διά πεδίου, κατέβη πνεύμα παρά Κυρίου και ωδήγησεν αυτούς· ούτως ήγαγες τον λαόν σου ποιήσαι σεαυτώ όνομα δόξης. ~ 15 Επίστρεψον εκ τού ουρανού και ιδέ εκ τού οίκου τού αγίου σου και δόξης· που εστιν ο ζήλός σου και η ισχύς σου; που εστι το πλήθος τού ελέους σου και των οικτιρμών σου, ότι ανέσχου ημών; 16 σύ γάρ εί πατήρ ημών, ότι Αβραάμ ουκ έγνω ημάς, και Ισραήλ ουκ επέγνω ημάς, αλλά σύ, Κύριε, πατήρ ημών· ρύσαι ημάς, απ’ αρχής το όνομά σου εφ’ ημάς εστι. 17 τι επλάνησας ημάς, Κύριε, από της οδού σου; εσκλήρυνα τας καρδίας ημών τού μη φοβείσθαί σε; επίστρεψον διά τους δούλους σου, διά τας φυλάς της κληρονομίας σου, 18 ίνα μικρόν κληρονομήσωμεν τού όρους τού αγίου σου, οι υπεναντίοι ημών κατεπάτησαν το αγίασμά σου. 19 εγενόμεθα ως το απ’ αρχής, ότε ουκ ήρξας ημών ουδέ επεκλήθη το όνομά σου εφ’ ημάς.
1 ΕΑΝ ανοίξης τον ουρανόν, τρόμος λήψεται από σού όρη, και τακήσονται, 2 ως κηρός από προσώπου πυρός τήκεται, και κατακαύσει πύρ τους υπεναντίους, και φανερόν έσται το όνομα Κυρίου εν τοίς υπεναντίοις· από προσώπου σου έθνη ταραχθήσονται. 3 όταν ποιής τα ένδοξα, τρόμος λήψεται από σού όρη. 4 από τού αιώνος ουκ ηκούσαμεν, ουδέ οι οφθαλμοί ημών είδον Θεόν πλήν σού και τα έργα σου, ά ποιήσεις τοίς υπομένουσιν έλεον. 5 συναντήσεται γάρ τοίς ποιούσι το δίκαιον, και των οδών σου μνησθήσονται. ιδού σύ ωργίσθης, και ημείς ημάρτομεν· διά τούτο επλανήθημεν. 6 και εγενήθημεν ως ακάθαρτοι πάντες ημείς, ως ράκος αποκαθημένης πάσα η δικαιοσύνη ημών· και εξερρύημεν ως φύλλα διά τας ανομίας ημών, ούτως άνεμος οίσει ημάς. 7 και ουκ έστιν ο επικαλούμενος το όνομά σου και ο μνησθείς αντιλαβέσθαι σου· ότι απέστρεψας το πρόσωπόν σου αφ΄ ημών και παρέδωκας ημάς διά τας αμαρτίας ημών. 8 και νύν, Κύριε, πατήρ ημών σύ, ημείς δε πηλός, έργα των χειρών σου πάντες. 9 μη οργίζου υμίν σφόδρα και μη εν καιρώ μνησθής αμαρτιών ημών. και νύν επίβλεψον, ότι λαός σου πάντες ημείς.
10 πόλις τού αγίου σου εγενήθη έρημος, Σιών ως έρημος εγενήθη, Ιερουσαλήμ εις κατάραν. 11 ο οίκος, το άγιον ημών, και η δόξα, ήν ευλόγησαν οι πατέρες ημών, εγενήθη πυρίκαυστος, και πάντα ένδοξα ημών συνέπεσε. 12 και επί πάσι τούτοις ανέσχου, Κύριε, και εσιώπησας και εταπείνωσας ημάς σφόδρα.
1 ΕΜΦΑΝΗΣ εγενήθην τοίς εμέ μη επερωτώσιν, ευρέθην τοίς εμέ μη ζητούσιν. είπα· ιδού ειμι τώ έθνει, οί ουκ εκάλεσάν μου το όνομα. 2 εξεπέτασα τας χείράς μου όλην την ημέραν προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα, οί ουκ επορεύθησαν οδώ αληθινή, αλλ΄ οπίσω των αμαρτιών αυτών. 3 ο λαός ούτος ο παροξύνων με εναντίον εμού διαπαντός, αυτοί θυσιάζουσιν εν τοίς κήποις και θυμιώσιν επί ταίς πλίνθοις τοίς δαιμονίοις, ά ουκ έστιν. 4 εν τοίς μνήμασι και εν τοίς σπηλαίοις κοιμώνται δι’ ενύπνια, οι έσθοντες κρέα ύεια και ζωμόν θυσιών, μεμολυμμένα πάντα τα σκεύη αυτών· 5 οι λέγοντες· πόρρω απ’ εμού, μη εγγίσης μοι, ότι καθαρός ειμι· ούτος καπνός τού θυμού μου, πύρ καίεται εν αυτώ πάσας τας ημέρας. 6 ιδού γέγραπται ενώπιόν μου· ου σιωπήσω έως αν αποδώσω εις τον κόλπον αυτών· 7 τας αμαρτίας αυτών και των πατέρων αυτών, λέγει Κύριος, οί εθυμίασαν επί των ορέων και επί των βουνών ωνείδισάν με, αποδώσω τα έργα αυτών εις τον κόλπον αυτών. 8 Ούτως λέγει Κύριος· ον τρόπον ευρεθήσεται ο ρώξ εν τώ βότρυι και ερούσι· μη λυμήνη αυτόν, ότι ευλογία εστίν εν αυτώ, ούτως ποιήσω ένεκεν τού δουλεύοντός μοι, τούτου ένεκεν ου μη απολέσω πάντας. 9 και εξάξω το εξ Ιακώβ σπέρμα και το εξ Ιούδα, και κληρονομήσει το όρος το άγιόν μου, και κληρονομήσουσιν οι εκλεκτοί μου και οι δούλοί μου και κατοικήσουσιν εκεί.
10 και έσονται εν τώ δρυμώ επαύλεις ποιμνίων και φάραγξ Αχώρ εις ανάπαυσιν βουκολίων τώ λαώ μου, οί εζήτησάν με. 11 υμείς δε οι εγκαταλιπόντες με και επιλανθανόμενοι το όρος το άγιόν μου και ετοιμάζοντες τώ δαιμονίω τράπεζαν και πληρούντες τή τύχη κέρασμα, 12 εγώ παραδώσω υμάς εις μάχαιραν, πάντες εν σφαγή πεσείσθε· ότι ελάλησα υμάς, και ουχ υπηκούσατε, ελάλησα και παρηκούσατε και εποιήσατε το πονηρόν εναντίον εμού και ά ουκ εβουλόμην, εξελέξασθε. ~ 13 Διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού οι δουλεύσαντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε. ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε· ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε· 14 ιδού οι δουλεύοντές μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξεσθε διά τον πόνον της καρδίας υμών και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε. 15 καταλείψετε γάρ το όνομα υμών εις πλησμονήν τοίς εκλεκτοίς μου, υμάς δε ανελεί Κύριος· τοίς δε δουλεύουσί μοι κληθήσεται όνομα καινόν, 16 ό ευλογηθήσεται επί της γής· ευλογήσουσι γάρ τον Θεόν τον αληθινόν, και οι ομνύοντες επί της γής ομούνται τον Θεόν τον αληθινόν· επιλήσονται γάρ την θλίψιν αυτών την πρώτην, και ουκ αναβήσεται αυτών επί την καρδίαν. 17 έσται γάρ ο ουρανός καινός και η γη καινή, και ου μη μνησθώσι των προτέρων, ουδ’ ου μη επέλθη αυτών επί την καρδίαν, 18 αλλ’ ευφροσύνην και αγαλλίαμα ευρήσουσιν εν αυτή· ότι ιδού εγώ ποιώ αγαλλίαμα Ιερουσαλήμ και τον λαόν μου ευφροσύνην. 19 αγαλλιάσομαι επί Ιερουσαλήμ και ευφρανθήσομαι επί τώ λαώ μου και ουκέτι μη ακουσθή εν αυτή φωνή κλαυθμού ουδέ φωνή κραυγής.
20 και ου μη γένηται έτι εκεί άωρος και πρεσβύτης, ός ουκ εμπλήσει τον χρόνον αυτού· έσται γάρ ο νέος εκατόν ετών, ο δε αποθνήσκων αμαρτωλός εκατόν ετών και επικατάρατος έσται. 21 και οικοδομήσουσιν οικίας και αυτοί ενοικήσουσι, και καταφυτεύσουσι αμπελώνας και αυτοί φάγονται τα γεννήματα αυτών· 22 και ου μη οικοδομήσουσι και άλλοι ενοικήσουσι, και ου μη φυτεύσουσι και άλλοι φάγονται· κατά γάρ τας ημέρας τού ξύλου της ζωής έσονται αι ημέραι τού λαού μου· τα γάρ έργα των πόνων αυτών παλαιώσουσιν. 23 οι δε εκλεκτοί μου ου κοπιάσουσιν εις κενόν ουδέ τεκνοποιήσουσιν εις κατάραν, ότι σπέρμα ευλογημένον υπό Θεού εστι, και τα έκγονα αυτών μετ΄ αυτών έσονται. 24 και έσται πριν ή κεκράξαι αυτούς, εγώ υπακούσομαι αυτών, έτι λαλούντων αυτών ερώ· τι εστι; 25 τότε λύκοι και άρνες βοσκηθήσονται άμα, και λέων ως βούς φάγεται άχυρα, όφις δε γήν ως άρτον· ουκ αδικήσουσιν ουδέ μη λυμανούνται επί τώ όρει τώ αγίω μου, λέγει Κύριος.
1 ΟΥΤΩΣ λέγει Κύριος· ο ουρανός μοι θρόνος, η δε γη υποπόδιον των ποδών μου· ποίον οίκον οικοδομήσετέ μοι; και ποίος τόπος της καταπαύσεώς μου; 2 πάντα γάρ ταύτα εποίησεν η χείρ μου, και έστιν εμά πάντα ταύτα, λέγει Κύριος· και επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου; 3 ο δε άνομος ο θύων μοι μόσχον ως ο αποκτένων κύνα, ο δε αναφέρων σεμίδαλιν ως αίμα ύειον, ο διδούς λίβανον εις μνημόσυνον ως βλάσφημος· και αυτοί εξελέξαντο τας οδούς αυτών και τα βδελύγματα αυτών, ά η ψυχή αυτών ηθέλησε, 4 καγώ εκλέξομαι τα εμπαίγματα αυτών και τας αμαρτίας ανταποδώσω αυτοίς· ότι εκάλεσα αυτούς ουχ υπήκουσάν μου, ελάλησα και ουκ ήκουσαν, και εποίησαν το πονηρόν εναντίον εμού και ά ουκ ηβουλόμην εξελέξαντο. ~ 5 Ακούσατε ρήματα Κυρίου οι τρέμοντες τον λόγον αυτού· είπατε, αδελφοί ημών, τοίς μισούσιν υμάς και βδελυσσομένοις, ίνα το όνομα Κυρίου δοξασθή και οφθή εν τή ευφροσύνη αυτών, κακείνοι αισχυνθήσονται. 6 φωνή κραυγής εκ πόλεως, φωνή εκ ναού, φωνή Κυρίου ανταποδιδόντος ανταπόδοσιν τοίς αντικειμένοις. 7 πριν ή την ωδίνουσαν τεκείν, πριν ελθείν τον πόνον των ωδίνων, εξέφυγε και έτεκεν άρσεν. 8 τις ήκουσε τοιούτο, και τις εώρακεν ούτως; ή ώδινε γη εν ημέρα μια, ή και ετέχθη έθνος εις άπαξ; ότι ώδινε και έτεκε Σιών τα παιδία αυτής. 9 εγώ δε έδωκα την προσδοκίαν ταύτην, και ουκ εμνήσθης μου, είπε Κύριος. ουκ ιδού εγώ γεννώσαν και στείραν εποίησα; είπεν ο Θεός σου.
10 ευφράνθητι, Ιερουσαλήμ, και πανηγυρίσατε εν αυτή, πάντες οι αγαπώντες αυτήν, χάρητε άμα αυτή χαρά, πάντες όσοι πενθείτε επ΄ αυτή, 11 ίνα θηλάσητε και εμπλησθήτε από μαστού παρακλήσεως αυτής, ίνα εκθηλάσαντες τρυφήσητε από εισόδου δόξης αυτής. 12 ότι τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ εκκλίνω εις αυτούς ως ποταμός ειρήνης και ως χειμάρρους επικλύζων δόξαν εθνών· τα παιδία αυτών επ’ ώμων αρθήσονται και επί γονάτων παρακληθήσονται. 13 ως εί τινα μήτηρ παρακαλέσει, ούτως καγώ παρακαλέσω υμάς, και εν Ιερουσαλήμ παρακληθήσεσθε. 14 και όψεσθε, και χαρήσεται η καρδία υμών, και τα οστά υμών ως βοτάνη ανατελεί· και γνωσθήσεται η χείρ Κυρίου τοίς φοβουμένοις αυτόν, και απειλήσει τοίς απειθούσιν. ~ 15 Ιδού γάρ Κύριος ως πύρ ήξει και ως καταιγίς τα άρματα αυτού αποδούναι εν θυμώ εκδίκησιν αυτού και αποσκορακισμόν αυτού εν φλογί πυρός. 16 εν γάρ τώ πυρί Κυρίου κριθήσεται πάσα η γη και εν τή ρομφαία αυτού πάσα σάρξ· πολλοί τραυματίαι έσονται υπό Κυρίου. 17 οι αγνιζόμενοι και καθαριζόμενοι εις τους κήπους και εν τοίς προθύροις έσθοντες κρέας ύειον και τα βδελύγματα και τον μύν επί το αυτό αναλωθήσονται, είπε Κύριος, 18 καγώ τα έργα αυτών και τον λογισμόν αυτών επίσταμαι. έρχομαι συναγαγείν πάντα τα έθνη και τας γλώσσας, και ήξουσι και όψονται την δόξαν μου. 19 και καταλείψω επ΄ αυτών σημεία και εξαποστελώ εξ αυτών σεσωσμένους εις τα έθνη, εις Θαρσίς και Φούδ και Λούδ και Μοσόχ και εις Θοβέλ και εις την Ελλάδα και εις τας νήσους τας πόρρω, οί ουκ ακηκόασί μου το όνομα ουδέ εωράκασί μου την δόξαν, και αναγγελούσι την δόξαν μου εν τοίς έθνεσι.
20 και άξουσιν τους αδελφούς υμών εκ πάντων των εθνών δώρον Κυρίω μεθ’ ίππων και αρμάτων εν λαμπήναις ημιόνων μετά σκιαδίων εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, είπε Κύριος, ως αν ενέγκαισαν οι υιοί Ισραήλ τας θυσίας αυτών εμοί μετά ψαλμών εις τον οίκον Κυρίου. 21 και απ’ αυτών λήψομαι εμοί ιερείς και Λευίτας, είπε Κύριος. 22 ον τρόπον γάρ ο ουρανός καινός και η γη καινή, ά εγώ ποιώ, μένει ενώπιον εμού, λέγει Κύριος, ούτω στήσεται το σπέρμα υμών και το όνομα υμών. 23 και έσται μήνα εκ μηνός και σάββατον εκ σαββάτου ήξει πάσα σάρξ τού προσκυνήσαι ενώπιον εμού εν Ιερουσαλήμ, είπε Κύριος. 24 και εξελεύσονται και όψονται τα κώλα των ανθρώπων των παραβεβηκότων εν εμοί· ο γάρ σκώληξ αυτών ου τελευτήσει, και το πύρ αυτών ου σβεσθήσεται, και έσονται εις όρασιν πάση σαρκί.
1 ΤΟ ρήμα τού Θεού, ό εγένετο επί Ιερεμίαν τον τού Χελκίου εκ των ιερέων, ός κατώκει εν Αναθώθ εν γη Βενιαμείν· 2 ως εγενήθη λόγος τού Θεού προς αυτόν εν ταίς ημέραις Ιωσία υιού Αμώς βασιλέως Ιούδα, έτους τρισκαιδεκάτου εν τή βασιλεία αυτού· 3 και εγένετο εν ταίς ημέραις Ιωακείμ υιού Ιωσία βασιλέως Ιούδα έως ενδεκάτου έτους τού Σεδεκία υιού Ιωσία βασιλέως Ιούδα, έως της αιχμαλωσίας Ιερουσαλήμ εν τώ πέμπτω μηνί. 4 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με· 5 πρό τού με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμαί σε και πρό τού σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε, προφήτην εις έθνη τέθεικά σε. 6 και είπα· ώ δέσποτα Κύριε, ιδού ουκ επίσταμαι λαλείν, ότι νεώτερος εγώ ειμι. 7 και είπε Κύριος προς με· μη λέγε ότι νεώτερος εγώ ειμι, ότι προς πάντας, ούς εάν εξαποστείλω σε, πορεύση, και κατά πάντα, όσα εάν εντείλωμαί σοι, λαλήσεις· 8 μη φοβηθής από προσώπου αυτών, ότι μετά σού εγώ ειμι τού εξαιρείσθαί σε, λέγει Κύριος. 9 και εξέτεινε Κύριος την χείρα αυτού προς με και ήψατο τού στόματός μου, και είπε Κύριος προς με· ιδού δέδωκα τους λόγους μου εις το στόμα σου·
10 ιδού καθέστακά σε σήμερον επί έθνη και επί βασιλείας εκριζούν και κατασκάπτειν και απολλύειν και ανοικοδομείν και καταφυτεύειν. ~ 11 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· τι σύ οράς Ιερεμία; και είπε· βακτηρίαν καρυίνην. 12 και είπε Κύριος προς με· καλώς εώρακας, διότι εγρήγορα εγώ επί τους λόγους μου τού ποιήσαι αυτούς. 13 και εγένετο λόγος Κυρίου εκ δευτέρου προς με λέγων· τι σύ οράς; και είπα· λέβητα υποκαιόμενον, και το πρόσωπον αυτού από προσώπου βορρά. 14 και είπε Κύριος προς με· από προσώπου βορρά εκκαυθήσεται τα κακά επί πάντας τους κατοικούντας την γήν. 15 διότι ιδού εγώ συγκαλώ πάσας τας βασιλείας της γής από βορρά, λέγει Κύριος, και ήξουσι και θήσουσιν έκαστος τον θρόνον αυτού επί τα πρόθυρα των πυλών Ιερουσαλήμ και επί πάντα τα τείχη τα κύκλω αυτής και επί πάσας τας πόλεις Ιούδα. 16 και λαλήσω προς αυτούς μετά κρίσεως περί πάσης της κακίας αυτών, ως εγκατέλιπόν με και έθυσαν θεοίς αλλοτρίοις και προσεκύνησαν τοίς έργοις των χειρών αυτών. 17 και σύ περίζωσαι την οσφύν σου και ανάστηθι και ειπόν προς αυτούς πάντα, όσα αν εντείλωμαί σοι· μη φοβηθής από προσώπου αυτών, μηδέ πτοηθής εναντίον αυτών, ότι μετά σού εγώ ειμι τού εξαιρείσθαί σε, λέγει Κύριος. 18 ιδού τέθεικά σε εν τή σήμερον ημέρα ως πόλιν οχυράν και ως τείχος χαλκούν, οχυρόν πάσι τοίς βασιλεύσιν Ιούδα και τοίς άρχουσιν αυτού και τώ λαώ της γής, 19 και πολεμήσουσί σε και ου μη δύνωνται προς σε, διότι μετά σού εγώ ειμι τού εξαιρείσθαί σε, είπε Κύριος.
2 1 ΚΑΙ είπε· τάδε λέγει Κύριος· εμνήσθην ελέους νεότητός σου και αγάπης τελειώσεώς σου τού εξακολουθήσαί σε τώ αγίω Ισραήλ, λέγει Κύριος 3 άγιος Ισραήλ· τώ Κυρίω αρχή γεννημάτων αυτού· πάντες οι έσθοντες αυτόν πλημμελήσουσι, κακά ήξει επ' αυτούς, φησί Κύριος. 4 ακούσατε λόγον Κυρίου, οίκος Ιακώβ, και πάσα πατριά οίκου Ισραήλ. 5 τάδε λέγει Κύριος· τι εύροσαν οι πατέρες υμών εν εμοί πλημμέλημα, ότι απέστησαν μακράν απ' εμού και επορεύθησαν οπίσω των ματαίων και εματαιώθησαν; 6 και ουκ είπαν· που εστι Κύριος ο αναγαγών ημάς εκ γής Αιγύπτου, ο καθοδηγήσας ημάς εν τή ερήμω, εν γη απείρω και αβάτω, εν γη ανύδρω και ακάρπω, εν γη, ή ου διώδευσεν εν αυτή ανήρ ουθέν και ου κατώκησεν εκεί υιός ανθρώπου; 7 και ήγαγον υμάς εις τον Κάρμηλον τού φαγείν υμάς τους καρπούς αυτού και τα αγαθά αυτού· και εισήλθατε και εμιάνατε την γήν μου και την κληρονομίαν μου έθεσθε εις βδέλυγμα. 8 οι ιερείς ουκ είπαν· που εστι Κύριος; και οι αντεχόμενοι τού νόμου ουκ ηπίσταντό με, και οι ποιμένες ησέβουν εις εμέ, και οι προφήται επροφήτευον τή Βάαλ και οπίσω ανωφελούς επορεύθησαν. 9 διά τούτο έτι κριθήσομαι προς υμάς λέγει Κύριος, και προς τους υιούς των υιών υμών κριθήσομαι.
10 διότι διέλθετε εις νήσους Χεττιείμ και ίδετε, και εις Κηδάρ αποστείλατε και νοήσατε σφόδρα, και ίδετε ει γέγονε τοιαύτα. 11 ει αλλάξωνται έθνη θεούς αυτών· και ούτοι ουκ εισί θεοί. ο δε λαός μου ηλλάξατο την δόξαν αυτού, εξ ής ουκ ωφεληθήσονται. 12 εξέστη ο ουρανός επί τούτω και έφριξεν επί πλείον σφόδρα, λέγει Κύριος. 13 ότι δύο και πονηρά εποίησεν ο λαός μου· εμέ εγκατέλιπον πηγήν ύδατος ζωής, και ώρυξαν εαυτοίς λάκκους συντετριμμένους, οί ου δυνήσονται ύδωρ συνέχειν. 14 Μή δούλός εστιν Ισραήλ ή οικογενής εστι; διατί εις προνομήν εγένετο; 15 επ' αυτόν ωρύοντο λέοντες και έδωκαν την φωνήν αυτών, οί έταξαν την γήν αυτού εις έρημον, και αι πόλεις αυτού κατεσκάφησαν παρά το μη κατοικείσθαι. 16 και υιοί Μέμφεως και Τάφνας έγνωσάν σε και κατέπαιζόν σου. 17 ουχί ταύτα εποίησέ σοι το καταλιπείν σε εμέ; λέγει Κύριος ο Θεός σου. 18 και νύν τι σοι και τή οδώ Αιγύπτου τού πιείν ύδωρ Γηών; και τι σοι και τή οδώ Ασσυρίων τού πιείν ύδωρ ποταμών; 19 παιδεύσει σε η αποστασία σου, και η κακία σου ελέγξει σε· και γνώθι και ιδέ, ότι πικρόν σοι το καταλιπείν σε εμέ, λέγει Κύριος ο Θεός σου· και ουκ ευδόκησα επί σοί, λέγει Κύριος ο Θεός σου.
20 ότι απ' αιώνος συνέτριψας τον ζυγόν σου, διέσπασας τους δεσμούς σου και είπας· ου δουλεύσω σοι, αλλά πορεύσομαι επί πάντα βουνόν υψηλόν και υποκάτω παντός ξύλου κατασκίου, εκεί διαχυθήσομαι εν τή πορνεία μου. 21 εγώ δε εφύτευσά σε άμπελον καρποφόρον πάσαν αληθινήν· πώς εστράφης εις πικρίαν, η άμπελος η αλλοτρία; 22 εάν αποπλύνη εν νίτρω και πληθύνης σεαυτή πόαν, κεκηλίδωσαι εν ταίς αδικίαις σου εναντίον εμού, λέγει Κύριος. 23 πώς ερείς· ουκ εμιάνθην και οπίσω της Βάαλ ουκ επορεύθην; ιδέ τας οδούς σου εν τώ πολυανδρίω και γνώθι τι εποίησας. οψέ φωνή αυτής ωλόλυξε, 24 τας οδούς αυτής επλάτυνεν εφ' ύδατα ερήμου, εν επιθυμίαις ψυχής αυτής επνευματοφορείτο, παρεδόθη· τις επιστρέψει αυτήν; πάντες οι ζητούντες αυτήν ου κοπιάσουσιν, εν τή ταπεινώσει αυτής ευρήσουσιν αυτήν. 25 απόστρεψον τον πόδα σου από οδού τραχείας και τον φάρυγγά σου από δίψους. η δε είπεν· ανδριούμαι· ότι ηγαπήκει αλλοτρίους και οπίσω αυτών επορεύετο. 26 ως αισχύνη κλέπτου όταν αλώ, ούτως αισχυνθήσονται οι υιοί Ισραήλ, αυτοί και οι βασιλείς αυτών και οι άρχοντες αυτών και οι ιερείς αυτών και οι προφήται αυτών. 27 τώ ξύλω είπαν, ότι πατήρ μου εί σύ, και τώ λίθω· σύ εγέννησάς με, και έστρεψαν επ' εμέ νώτα και ου πρόσωπα αυτών· και εν τώ καιρώ των κακών αυτών ερούσιν· ανάστα και σώσον ημάς. 28 και που εισιν οι θεοί σου, ούς εποίησας σεαυτώ; ει αναστήσονται και σώσουσί σε εν καιρώ της κακώσεώς σου; ότι κατ' αριθμόν των πόλεών σου ήσαν θεοί σου, Ιούδα, και κατ' αριθμόν διόδων της Ιερουσαλήμ έθυον τή Βάαλ. 29 ινατί λαλείτε προς με; πάντες υμείς ησεβήσατε και πάντες υμείς ηνομήσατε εις εμέ, λέγει Κύριος.
30 μάτην επάταξα τα τέκνα υμών, παιδείαν ουκ εδέξασθε· μάχαιρα κατέφαγε τους προφήτας υμών ως λέων ολοθρεύων, και ουκ εφοβήθητε. 31 ακούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· μη έρημος εγενόμην τώ Ισραήλ ή γη κεχερσωμένη; διατί είπεν ο λαός μου· ου κυριευθησόμεθα και ουχ ήξομεν προς σε έτι; 32 μη επιλήσεται νύμφη τον κόσμον αυτής και παρθένος την στηθοδεσμίδα αυτής; ο δε λαός μου επελάθετό μου ημέρας, ών ουκ έστιν αριθμός. 33 τι έτι καλόν επιτηδεύσεις εν ταίς οδοίς σου τού ζητήσαι αγάπησιν; ουχ ούτως· αλλά και σύ επονηρεύσω τού μιάναι τας οδούς σου. 34 και εν ταίς χερσί σου ευρέθησαν αίματα ψυχών αθώων· ουκ εν διορύγμασιν εύρον αυτούς, αλλ' επί πάση δρυί. 35 και είπας· αθώός ειμι, αλλά αποστραφήτω ο θυμός αυτού απ' εμού. ιδού εγώ κρίνομαι προς σε εν τώ λέγειν σε· ουχ ήμαρτον. 36 τι κατεφρόνησας σφόδρα τού δευτερώσαι τας οδούς σου; και από Αιγύπτου καταισχυνθήση, καθώς κατησχύνθης από Ασσούρ. 37 ότι και εντεύθεν εξελεύση, και αι χείρές σου επί της κεφαλής σου· ότι απώσατο Κύριος την ελπίδα σου, και ουκ ευοδωθήση εν αυτή.
1 ΕΑΝ εξαποστείλη ανήρ την γυναίκα αυτού, και απέλθη απ' αυτού και γένηται ανδρί ετέρω, μη ανακάμπτουσα ανακάμψει προς αυτόν έτι; ου μιαινομένη μιανθήσεται η γυνή εκείνη; και σύ εξεπόρνευσας εν ποιμέσι πολλοίς· και ανέκαμπτες προς με; λέγει Κύριος. 2 άρον τους οφθαλμούς σου εις ευθείαν και ιδέ· πώς ουχί εξεφύρθης; επί ταίς οδοίς εκάθισας αυτοίς ωσεί κορώνη ερημουμένη και εμίανας την γήν εν ταίς πορνείαις σου και εν ταίς κακίαις σου. 3 και έσχες ποιμένας πολλούς εις πρόσκομμα σεαυτή· όψις πόρνης εγένετό σοι, απηναισχύντησας προς πάντας. 4 ουχ ως οίκόν με εκάλεσας και πατέρα και αρχηγόν της παρθενίας σου; 5 μη διαμενεί εις τον αιώνα ή φυλαχθήσεται εις νίκος; ιδού ελάλησας και εποίησας τα πονηρά ταύτα και ηδυνάσθης. 6 Καί είπε Κύριος προς με εν ταίς ημέραις Ιωσίου τού βασιλέως· είδες ά εποίησέ μοι η κατοικία τού Ισραήλ; επορεύθησαν επί πάν όρος υψηλόν και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους, και επόρνευσαν εκεί. 7 και είπα μετά το πορνεύσαι αυτήν ταύτα πάντα· προς με ανάστρεψον, και ουκ ανέστρεψε· και είδε την ασυνθεσίαν αυτής η ασύνθετος Ιούδα. 8 και είδον διότι περί πάντων ών κατελήφθη, εν οίς εμοιχάτο η κατοικία Ισραήλ, και εξαπέστειλα αυτήν και έδωκα αυτή βιβλίον αποστασίου εις τας χείρας αυτής· και ουκ εφοβήθη η ασύνθετος Ιούδα και επορεύθη και επόρνευσε και αυτή. 9 και εγένετο εις ουθέν η πορνεία αυτής, και εμοίχευσε το ξύλον και τον λίθον.
10 και εν πάσι τούτοις ουκ απεστράφη προς με η ασύνθετος Ιούδα εξ όλης της καρδίας αυτής, αλλ' επί ψεύδει. 11 και είπε Κύριος προς με· εδικαίωσε την ψυχήν αυτού Ισραήλ από της ασυνθέτου Ιούδα. 12 πορεύου και ανάγνωθι τους λόγους τούτους προς βορράν και ερείς· επιστράφηθι προς με, η κατοικία τού Ισραήλ, λέγει Κύριος, και ου στηριώ το πρόσωπόν μου εφ' υμάς· ότι ελεήμων εγώ ειμι, λέγει Κύριος, και ου μηνιώ υμίν εις τον αιώνα. 13 πλήν, γνώθι την αδικίαν σου, ότι εις Κύριον τον Θεόν σου ησέβησας και διέχεας τας οδούς σου εις αλλοτρίους υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους, της δε φωνής μου ουχ υπήκουσας, λέγει Κύριος. 14 επιστράφητε, υιοί αφεστηκότες, λέγει Κύριος, διότι εγώ κατακυριεύσω υμών και λήψομαι υμάς ένα εκ πόλεως και δύο εκ πατριάς και εισάξω υμάς εις Σιών 15 και δώσω υμίν ποιμένας κατά την καρδίαν μου, και ποιμανούσιν υμάς ποιμαίνοντες μετ' επιστήμης. 16 και έσται εάν πληθυνθήτε και αυξηθήτε επί της γής, λέγει Κύριος, εν ταίς ημέραις εκείναις, ουκ ερούσιν έτι· κιβωτός διαθήκης αγίου Ισραήλ, ουκ αναβήσεται επί καρδίαν, ουκ ονομασθήσεται ουδέ επισκεφθήσεται και ου ποιηθήσεται έτι. 17 εν ταίς ημέραις εκείναις και εν τώ καιρώ εκείνω καλέσουσι την Ιερουσαλήμ Θρόνον Κυρίου, και συναχθήσονται πάντα τα έθνη εις αυτήν και ου πορεύσονται έτι οπίσω των ενθυμημάτων της καρδίας αυτών της πονηράς. 18 εν ταίς ημέραις εκείναις συνελεύσονται ο οίκος Ιούδα επί τον οίκον τού Ισραήλ, και ήξουσιν επί το αυτό από γής βορρά και από πασών των χωρών επί την γήν, ήν κατεκληρονόμησα τους πατέρας αυτών. 19 και εγώ είπα· γένοιτο, Κύριε· ότι τάξω σε εις τέκνα και δώσω σοι γήν εκλεκτήν, κληρονομίαν Θεού παντοκράτορος εθνών. και είπα· πατέρα καλέσετέ με και απ' εμού ουκ αποστραφήσεσθε.
20 πλήν ως αθετεί γυνή εις τον συνόντα αυτή, ούτως ηθέτησεν εις εμέ ο οίκος Ισραήλ, λέγει Κύριος. 21 φωνή εκ χειλέων ηκούσθη κλαυθμού και δεήσεως υιών Ισραήλ, ότι ηδίκησαν εν ταίς οδοίς αυτών, επελάθοντο Θεού αγίου αυτών. 22 επιστράφητε, υιοί, επιστρέφοντες, και ιάσομαι τα συντρίμματα υμών. ιδού δούλοι ημείς εσόμεθά σοι, ότι σύ Κύριος ο Θεός ημών εί. 23 όντως εις ψεύδος ήσαν οι βουνοί και η δύναμις των ορέων, πλήν διά Κυρίου Θεού ημών η σωτηρία τού Ισραήλ. 24 η δε αισχύνη κατηνάλωσε τους μόχθους των πατέρων ημών από νεότητος ημών, τα πρόβατα αυτών και τους μόσχους αυτών και τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών. 25 εκοιμήθημεν εν τή αισχύνη ημών, και επεκάλυψεν ημάς η ατιμία ημών, διότι έναντι τού Θεού ημών ημάρτομεν ημείς και οι πατέρες ημών από νεότητος ημών έως της ημέρας ταύτης και ουχ υπηκούσαμεν της φωνής Κυρίου τού Θεού ημών.
1 ΕΑΝ επιστραφή Ισραήλ, λέγει Κύριος, προς με επιστραφήσεται· και εάν περιέλη τα βδελύγματα αυτού εκ στόματος αυτού και από τού προσώπου μου ευλαβηθή 2 και ομόση· ζή Κύριος μετά αληθείας εν κρίσει και εν δικαιοσύνη, και ευλογήσουσιν εν αυτώ έθνη και εν αυτώ αινέσουσι τώ Θεώ εν Ιερουσαλήμ. 3 ότι τάδε λέγει Κύριος τοίς ανδράσιν Ιούδα και τοίς κατοικούσιν Ιερουσαλήμ· νεώσατε εαυτοίς νεώματα και μη σπείρητε επ' ακάνθαις. 4 περιτμήθητε τώ Θεώ υμών και περιτέμνεσθε την σκληροκαρδίαν υμών, άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ, μη εξέλθη ως πύρ ο θυμός μου και εκκαυθήσεται, και ουκ έσται ο σβέσων από προσώπου πονηρίας επιτηδευμάτων υμών. ~ 5 Αναγγείλατε εν τώ Ιούδα, και ακουσθήτω εν Ιερουσαλήμ· είπατε· σημάνατε επί της γής σάλπιγγι και κεκράξατε μέγα· είπατε· συνάχθητε και εισέλθωμεν εις τας πόλεις τας τειχήρεις. 6 αναλαβόντες φεύγετε εις Σιών· σπεύσατε, μη στήτε, ότι κακά εγώ επάγω από βορρά και συντριβήν μεγάλην. 7 ανέβη λέων εκ της μάνδρας αυτού, εξολοθρεύων έθνη εξήρε και εξήλθεν εκ τού τόπου αυτού τού θείναι την γήν εις ερήμωσιν, και αι πόλεις καθαιρεθήσονται παρά το μη κατοικείσθαι αυτάς. 8 επί τούτοις περιζώσασθε σάκκους και κόπτεσθε και αλαλάξατε, διότι ουκ απεστράφη ο θυμός Κυρίου αφ' υμών. 9 και έσται εν εκείνη τή ημέρα, λέγει Κύριος, απολείται η καρδία τού βασιλέως και η καρδία των αρχόντων, και οι ιερείς εκστήσονται, και οι προφήται θαυμάσονται.
10 και είπα· ώ δέσποτα Κύριε, άρα γε απατών ηπάτησας τον λαόν τούτον και την Ιερουσαλήμ λέγων· ειρήνη έσται υμίν, και ιδού ήψατο η μάχαιρα έως της ψυχής αυτών. 11 εν τώ καιρώ εκείνω ερούσι τώ λαώ τούτω και τή Ιερουσαλήμ· πνεύμα πλανήσεως εν τή ερήμω, οδός της θυγατρός τού λαού μου ουκ εις καθαρόν ουδ' εις άγιον. 12 πνεύμα πληρώσεως ήξει μοι· νύν δε εγώ λαλώ κρίματά μου προς αυτούς. 13 ιδού ως νεφέλη αναβήσεται και ως καταιγίς τα άρματα αυτού, κουφότεροι αετών οι ίπποι αυτού· ουαί ημίν, ότι ταλαιπωρούμεν. 14 απόπλυνε από κακίας την καρδίαν σου, Ιερουσαλήμ, ίνα σωθής· έως πότε υπάρχουσιν εν σοί διαλογισμοί πόνων σου; 15 διότι φωνή αγγέλλοντος εκ Δάν ήξει, και ακουσθήσεται πόνος εξ όρους Εφραίμ. 16 αναμνήσατε έθνη, ιδού ήκασιν· αναγγείλατε εν Ιερουσαλήμ, συντροφαί έρχονται εκ γής μακρόθεν και έδωκαν επί τας πόλεις Ιούδα φωνήν αυτών. 17 ως φυλάσσοντες αγρόν εγένοντο επ' αυτήν κύκλω, ότι εμού ημέλησας, λέγει Κύριος. 18 αι οδοί σου και τα επιτηδεύματά σου εποίησαν ταύτά σοι· αύτη η κακία σου, ότι πικρά, ότι ήψατο έως της καρδίας σου. 19 την κοιλίαν μου, την κοιλίαν μου αλγώ, και τα αισθητήρια της καρδίας μου· μαιμάσσει η ψυχή μου, σπαράσσεται η καρδία μου, ου σιωπήσομαι, ότι φωνήν σάλπιγγος ήκουσεν η ψυχή μου, κραυγήν πολέμου.
20 και ταλαιπωρίαν συντριμμόν επικαλείται, ότι τεταλαιπώρηκε πάσα η γη· άφνω τεταλαιπώρηκεν η σκηνή, διεσπάσθησαν αι δέρρεις μου. 21 έως πότε όψομαι φεύγοντας ακούων φωνήν σαλπίγγων; 22 διότι οι ηγούμενοι τού λαού μου εμέ ουκ ήδεισαν, υιοί άφρονές εισι και ου συνετοί· σοφοί εισι τού κακοποιήσαι, το δε καλώς ποιήσαι ουκ επέγνωσαν. 23 επέβλεψα επί την γήν, και ιδού ουθέν, και εις τον ουρανόν, και ουκ ήν τα φώτα αυτού· 24 είδον τα όρη, και ήν τρέμοντα, και πάντας τους βουνούς ταρασσομένους· 25 επέβλεψα, και ιδού ουκ ήν άνθρωπος, και πάντα τα πετεινά τού ουρανού επτοείτο· 26 είδον, και ιδού ο Κάρμηλος έρημος, και πάσαι αι πόλεις εμπεπυρισμέναι πυρί από προσώπου Κυρίου, και από προσώπου οργής θυμού αυτού ηφανίσθησαν. 27 τάδε λέγει Κύριος· έρημος έσται πάσα η γη, συντέλειαν δε ου μη ποιήσω. 28 επί τούτοις πενθείτω η γη, και συσκοτασάτω ο ουρανός άνωθεν, διότι ελάλησα και ου μετανοήσω, ώρμησα και ουκ αποστρέψω απ' αυτής. 29 από φωνής ιππέως και εντεταμένου τόξου ανεχώρησε πάσα η χώρα· εισέδυσαν εις τα σπήλαια και εις τα άλση εκρύβησαν και επί τας πέτρας ανέβησαν· πάσα πόλις εγκατελείφθη, ου κατοικεί εν αυταίς άνθρωπος. 30 και σύ τι ποιήσεις, εάν περιβάλη κόκκινον και κοσμήση κόσμω χρυσώ, εάν εγχρίση στίβι τους οφθαλμούς σου; ει μάταιον ωραισμός σου· απώσαντό σε οι ερασταί σου, την ψυχήν σου ζητούσιν. 31 ότι φωνήν ως ωδινούσης ήκουσα, τού στεναγμού σου ως πρωτοτοκούσης, φωνή θυγατρός Σιών· εκλυθήσεται και παρήσει τας χείρας αυτής· οίμοι εγώ, ότι εκλείπει η ψυχή μου επί τοίς ανηρημένοις.
1 ΠΕΡΙΔΡΑΜΕΤΕ εν ταίς οδοίς Ιερουσαλήμ και ίδετε και γνώτε και ζητήσατε εν ταίς πλατείαις αυτής, εάν εύρητε άνδρα, ει έστι ποιών κρίμα και ζητών πίστιν, και ίλεως έσομαι αυτοίς, λέγει Κύριος. 2 ζή Κύριος, λέγουσι· διά τούτο ουκ εν ψεύδεσιν ομνύουσι; 3 Κύριε, οι οφθαλμοί σου εις πίστιν· εμαστίγωσας αυτούς, και ουκ επόνεσαν, συνετέλεσας αυτούς, και ουκ ηθέλησαν δέξασθαι παιδείαν· εστερέωσαν τα πρόσωπα αυτών υπέρ πέτραν και ουκ ηθέλησαν επιστραφήναι. 4 και εγώ είπα· ίσως πτωχοί εισι, διότι ουκ εδυνάσθησαν, ότι ουκ έγνωσαν οδόν Κυρίου και κρίσιν Θεού· 5 πορεύσομαι προς τους αδρούς και λαλήσω αυτοίς, ότι αυτοί επέγνωσαν οδόν Κυρίου και κρίσιν Θεού· και ιδού ομοθυμαδόν συνέτριψαν ζυγόν, διέρρηξαν δεσμούς. 6 διά τούτο έπαισεν αυτούς λέων εκ τού δρυμού, και λύκος έως των οικιών ωλόθρευσεν αυτούς, και πάρδαλις εγρηγόρησεν επί τας πόλεις αυτών· πάντες οι εκπορευόμενοι απ' αυτών θηρευθήσονται, ότι επλήθυναν ασεβείας αυτών, ίσχυσαν εν ταίς αποστροφαίς αυτών. 7 ποία τούτων ίλεως γένωμαί σοι; οι υιοί σου εγκατέλιπόν με και ώμνυον εν τοίς ουκ ούσι θεοίς· και εχόρτασα αυτούς και εμοιχώντο και εν οίκοις πορνών κατέλυον. 8 ίπποι θηλυμανείς εγενήθησαν, έκαστος επί την γυναίκα τού πλησίον αυτού εχρεμέτιζον. 9 μη επί τούτοις ουκ επισκέψομαι; λέγει Κύριος. ή εν έθνει τοιούτω ουκ εκδικήσει η ψυχή μου;
10 ανάβητε επί τους προμαχώνας αυτής και κατασκάψατε, συντέλειαν δε μη ποιήσητε· υπολίπεσθε τα υποστηρίγματα αυτής, ότι τού Κυρίου εισίν. 11 ότι αθετών ηθέτησεν εις εμέ, λέγει Κύριος, οίκος Ισραήλ και οίκος Ιούδα. 12 εψεύσατο τώ Κυρίω αυτών και είπαν· ουκ έστι ταύτα· ουχ ήξει εφ' ημάς κακά, και μάχαιραν και λιμόν ουκ οψόμεθα· 13 οι προφήται ημών ήσαν εις άνεμον, και λόγος Κυρίου ουχ υπήρχεν εν αυτοίς· ούτως έσται αυτοίς. 14 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ανθ' ών ελαλήσατε το ρήμα τούτο, ιδού εγώ δέδωκα τους λόγους μου εις το στόμα σου πύρ και τον λαόν τούτον ξύλα, και καταφάγεται αυτούς. 15 ιδού εγώ επάγω εφ' υμάς έθνος πόρρωθεν, οίκος Ισραήλ, λέγει Κύριος, έθνος ού ουκ ακούσει της φωνής της γλώσσης αυτού· 16 πάντες ισχυροί και κατέδονται τον θερισμόν υμών 17 και τους άρτους υμών και κατέδονται τους υιούς υμών και τας θυγατέρας υμών και κατέδονται τα πρόβατα υμών και τους μόσχους υμών και κατέδονται τους αμπελώνας υμών και τους συκώνας υμών και τους ελαιώνας υμών· και αλοήσουσι τας πόλεις τας οχυράς υμών, εφ' αίς υμείς πεποίθατε επ' αυταίς, εν ρομφαία. 18 και έσται εν ταίς ημέραις εκείναις, λέγει Κύριος ο Θεός σου, ου μη ποιήσω υμάς εις συντέλειαν. 19 και έσται όταν είπητε· τίνος ένεκεν εποίησε Κύριος ο Θεός ημών ημίν πάντα ταύτα; και ερείς αυτοίς· ανθ' ών εδουλεύσατε θεοίς αλλοτρίοις εν τή γη υμών, ούτως δουλεύσετε αλλοτρίοις εν τή γη ουχ υμών.
20 αναγγείλατε ταύτα εις τον οίκον Ιακώβ, και ακουσθήτω εν τώ οίκω Ιούδα. 21 ακούσατε δή ταύτα, λαός μωρός και ακάρδιος, οφθαλμοί αυτοίς και ου βλέπουσιν, ώτα αυτοίς και ουκ ακούουσι. 22 μη εμέ ου φοβηθήσεσθε; λέγει Κύριος, ή από προσώπου μου ουκ ευλαβηθήσεσθε; τον τάξαντα άμμον όριον τή θαλάσση, πρόσταγμα αιώνιον, και ουχ υπερβήσεται αυτό, και ταραχθήσεται και ου δυνήσεται, και ηχήσουσι τα κύματα αυτής και ουχ υπερβήσεται αυτό. 23 τώ δε λαώ τούτω εγενήθη καρδία ανήκοος και απειθής, και εξέκλιναν και απήλθοσαν· 24 και ουκ είπον εν τή καρδία αυτών· φοβηθώμεν δή Κύριον τον Θεόν ημών, τον διδόντα ημίν υετόν πρώιμον και όψιμον κατά καιρόν πληρώσεως προστάγματος θερισμού και εφύλαξεν ημίν. 25 αι ανομίαι υμών εξέκλιναν ταύτα, και αι αμαρτίαι υμών απέστησαν τα αγαθά αφ' υμών· 26 ότι ευρέθησαν εν τώ λαώ μου ασεβείς και παγίδας έστησαν τού διαφθείραι άνδρας και συνελαμβάνοσαν. 27 ως παγίς εφεσταμένη πλήρης πετεινών, ούτως οι οίκοι αυτών πλήρεις δόλου· διά τούτο εμεγαλύνθησαν και επλούτησαν· 28 και παρέβησαν κρίσιν, ουκ έκριναν κρίσιν ορφανού και κρίσιν χήρας ουκ εκρίνοσαν. 29 μη επί τούτοις ουκ επισκέψομαι; λέγει Κύριος, ή εν έθνει τώ τοιούτω ουκ εκδικήσει η ψυχή μου;
30 έκστασις και φρικτά εγενήθη επί της γής. 31 οι προφήται προφητεύουσιν άδικα, και οι ιερείς επεκρότησαν ταίς χερσίν αυτών, και ο λαός μου ηγάπησεν ούτως· και τι ποιήσετε εις τα μετά ταύτα;
1 ΕΝΙΣΧΥΣΑΤΕ, υιοί Βενιαμίν, εκ μέσου της Ιερουσαλήμ και εν Θεκουέ σημάνατε σάλπιγγι και υπέρ Βαιθαχαρμά άρατε σημείον, ότι κακά εκκέκυφεν από βορρά, και συντριβή μεγάλη γίνεται, 2 και αφαιρεθήσεται το ύψος σου, θύγατερ Σιών. 3 εις αυτήν ήξουσι ποιμένες και τα ποίμνια αυτών και πήξουσιν επ' αυτήν σκηνάς κύκλω και ποιμανούσιν έκαστος τή χειρί αυτού. 4 παρασκευάσασθε επ' αυτήν εις πόλεμον, ανάστητε και αναβώμεν επ' αυτήν μεσημβρίας· ουαί ημίν, ότι κέκλικεν η ημέρα, ότι εκλείπουσιν αι σκιαί της εσπέρας. 5 ανάστητε και αναβώμεν επ' αυτήν νυκτί και διαφθείρωμεν τα θεμέλια αυτής. 6 ότι τάδε λέγει Κύριος· έκκοψον τα ξύλα αυτής, έκχεον επί Ιερουσαλήμ δύναμιν· ώ πόλις ψευδής, όλη καταδυναστεία εν αυτή. 7 ως ψύχει λάκκος ύδωρ, ούτω ψύχει κακία αυτής· ασέβεια και ταλαιπωρία ακουσθήσεται εν αυτή επί πρόσωπον αυτής διαπαντός. πόνω και μάστιγι 8 παιδευθήση Ιερουσαλήμ, μη αποστή η ψυχή μου από σού, μη ποιήσω σε άβατον γήν, ήτις ου κατοικηθήσεται. 9 ότι τάδε λέγει Κύριος· καλαμάσθε, καλαμάσθε ως άμπελον τα κατάλοιπα τού Ισραήλ, επιστρέψατε ως ο τρυγών επί τον κάρταλλον αυτού.
10 προς τίνα λαλήσω και διαμαρτύρωμαι, και εισακούσεται; ιδού απερίτμητα τα ώτα αυτών, και ου δυνήσονται ακούειν· ιδού το ρήμα Κυρίου εγένετο αυτοίς εις ονειδισμόν, ου μη βουληθώσιν αυτό ακούσαι. 11 και τον θυμόν μου έπλησα και επέσχον και ου συνετέλεσα αυτούς. εκχεώ επί νήπια έξωθεν και επί συναγωγήν νεανίσκων άμα, ότι ανήρ και γυνή συλληφθήσονται, πρεσβύτερος μετά πλήρους ημερών. 12 και μεταστραφήσονται αι οικίαι αυτών εις ετέρους, αγροί και αι γυναίκες αυτών επί το αυτό, ότι εκτενώ την χείρά μου επί τους κατοικούντας την γήν ταύτην, λέγει Κύριος. 13 ότι από μικρού αυτών και έως μεγάλου πάντες συνετελέσαντο άνομα, από ιερέως και έως ψευδοπροφήτου πάντες εποίησαν ψευδή. 14 και ιώντο σύντριμμα τού λαού μου εξουθενούντες και λέγοντες· ειρήνη ~ ειρήνη. και που εστιν ειρήνη; 15 κατησχύνθησαν, ότι εξελίποσαν· και ουδ' ως καταισχυνόμενοι κατησχύνθησαν και την ατιμίαν αυτών ουκ έγνωσαν. διά τούτο πεσούνται εν τή πτώσει αυτών και εν καιρώ επισκοπής απολούνται, είπε Κύριος. 16 τάδε λέγει Κύριος· στήτε επί ταίς οδοίς και ίδετε, και ερωτήσατε τρίβους Κυρίου αιωνίους και ίδετε ποία εστίν η οδός η αγαθή, και βαδίζετε εν αυτή, και ευρήσετε αγνισμόν ταίς ψυχαίς υμών. και είπαν· ου πορευσόμεθα. 17 καθέστακα εφ' υμάς σκοπούς, ακούσατε της φωνής της σάλπιγγος· και είπαν· ουκ ακουσόμεθα. 18 διά τούτο ήκουσαν τα έθνη και οι ποιμαίνοντες τα ποίμνια αυτών. 19 άκουε, γη· ιδού εγώ επάγω επί τον λαόν τούτον κακά, τον καρπόν αποστροφής αυτών, ότι των λόγων μου ου προσέσχον και τον νόμον μου απώσαντο.
20 ινατί μοι λίβανον εκ Σαβά φέρετε και κινάμωμον εκ γής μακρόθεν; τα ολοκαυτώματα υμών ουκ εισί δεκτά, και αι θυσίαι υμών ουχ ήδυνάν μοι. 21 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ δίδωμι επί τον λαόν τούτον ασθένειαν, και ασθενήσουσιν εν αυτώ πατέρες και υιοί άμα, γείτων και ο πλησίον αυτού απολούνται. 22 τάδε λέγει Κύριος· ιδού λαός έρχεται από βορρά, και έθνη εξεγερθήσονται απ' εσχάτου της γής· 23 τόξον και ζιβύνην κρατήσουσιν, ιταμός εστι και ουκ ελεήσει, φωνή αυτού ως θάλασσα κυμαίνουσα, εφ' ίπποις και άρμασι παρατάξεται ως πύρ εις πόλεμον προς σε, θύγατερ Σιών. 24 ηκούσαμεν την ακοήν αυτών, παρελύθησαν αι χείρες ημών, θλίψις κατέσχεν ημάς, ωδίνες ως τικτούσης. 25 μη εκπορεύεσθε εις αγρόν και εν ταίς οδοίς μη βαδίζετε, ότι ρομφαία των εχθρών παροικεί κυκλόθεν. 26 θύγατερ λαού μου, περίζωσαι σάκκον, κατάπασσε εν σποδώ, πένθος αγαπητού ποίησαι σεαυτή, κοπετόν οικτρόν, ότι εξαίφνης ήξει ταλαιπωρία εφ' υμάς. 27 δοκιμαστήν δέδωκά σε εν λαοίς δεδοκιμασμένοις, και γνώση με εν τώ δοκιμάσαι με την οδόν αυτών· 28 πάντες ανήκοοι, πορευόμενοι σκολιώς, χαλκός και σίδηρος, πάντες διεφθαρμένοι εισίν. 29 εξέλιπε φυσητήρ από πυρός, εξέλιπε μόλυβδος· εις κενόν αργυροκόπος αργυροκοπεί, πονηρία αυτών ουκ ετάκη.
30 αργύριον αποδεδοκιμασμένον καλέσατε αυτούς, ότι απεδοκίμασεν αυτούς Κύριος.
2 1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ λόγον Κυρίου πάσα Ιουδαία. 3 τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· διορθώσατε τας οδούς υμών και τα επιτηδεύματα υμών, και κατοικιώ υμάς εν τώ τόπω τούτω. 4 μη πεποίθατε εφ' εαυτοίς επί λόγοις ψευδέσιν, ότι το παράπαν ουκ ωφελήσουσιν υμάς λέγοντες· ναός Κυρίου, ναός Κυρίου εστίν. 5 ότι εάν διορθούντες διορθώσητε τας οδούς υμών και τα επιτηδεύματα υμών και ποιούντες ποιήσητε κρίσιν ανά μέσον ανδρός και ανά μέσον τού πλησίον αυτού 6 και προσήλυτον και ορφανόν και χήραν μη καταδυναστεύσητε και αίμα αθώον μη εκχέητε εν τώ τόπω τούτω και οπίσω θεών αλλοτρίων μη πορεύησθε εις κακόν υμίν, 7 και κατοικιώ υμάς εν τώ τόπω τούτω, εν γη, ή έδωκα τοίς πατράσιν υμών εξ αιώνος και έως αιώνος. 8 ει δε υμείς πεποίθατε επί λόγοις ψευδέσιν, όθεν ουκ ωφεληθήσεσθε, 9 και φονεύετε και μοιχάσθε και κλέπτετε και ομνύετε επ' αδίκω και θυμιάτε τή Βάαλ και επορεύεσθε οπίσω θεών αλλοτρίων, ών ουκ οίδατε, τού κακώς είναι υμίν
10 και ήλθετε και έστητε ενώπιον εμού εν τώ οίκω, ού επικέκληται το όνομά μου επ' αυτώ, και είπατε· απεσχήμεθα τού μη ποιείν πάντα τα βδελύγματα ταύτα, 11 μη σπήλαιον ληστών ο οίκός μου, ού επικέκληται το όνομά μου επ' αυτώ εκεί, ενώπιον υμών; και ιδού εγώ εώρακα, λέγει Κύριος, 12 ότι πορεύθητε εις τον τόπον μου τον εν Σηλώ, ού κατεσκήνωσα το όνομά μου εκεί έμπροσθεν, και ίδετε ά εποίησα αυτώ από προσώπου κακίας λαού μου Ισραήλ. 13 και νύν ανθ' ών εποιήσατε πάντα τα έργα ταύτα, και ελάλησα προς υμάς και ουκ ηκούσατέ μου, και εκάλεσα υμάς και ουκ απεκρίθητε, 14 τοίνυν καγώ ποιήσω τώ οίκω τούτω, ώ επικέκληται το όνομά μου επ' αυτώ, εφ' ώ υμείς πεποίθατε επ' αυτώ, και τώ τόπω, ώ έδωκα υμίν και τοίς πατράσιν υμών, καθώς εποίησα τή Σηλώ. 15 και απορρίψω υμάς από προσώπου μου, καθώς απέρριψα τους αδελφούς υμών, πάν το σπέρμα Εφραίμ. 16 και σύ μη προσεύχου περί τού λαού τούτου και μη αξιού τού ελεηθήναι αυτούς και μη εύχου και μη προσέλθης μοι περί αυτών, ότι ουκ εισακούσομαι. 17 ή ουχ οράς τι αυτοί ποιούσιν εν ταίς πόλεσιν Ιούδα και εν ταίς οδοίς Ιερουσαλήμ; 18 οι υιοί αυτών συλλέγουσι ξύλα, και οι πατέρες αυτών καίουσι πύρ, και αι γυναίκες αυτών τρίβουσι σταίς τού ποιήσαι χαυώνας τή στρατιά τού ουρανού, και έσπεισαν σπονδάς θεοίς αλλοτρίοις, ίνα παροργίσωσί με. 19 μη εμέ αυτοί παροργίζουσι; λέγει Κύριος· ουχί εαυτούς, όπως καταισχυνθή τα πρόσωπα αυτών;
20 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού οργή και θυμός μου χείται επί τον τόπον τούτον και επί τους ανθρώπους και επί τα κτήνη και επί πάν ξύλον τού αγρού αυτών και επί τα γεννήματα της γής, και καυθήσεται και ου σβεσθήσεται. 21 τάδε λέγει Κύριος· τα ολοκαυτώματα υμών συναγάγετε μετά των θυσιών υμών και φάγετε κρέα. 22 ότι ουκ ελάλησα προς τους πατέρας υμών και ουκ ενετειλάμην αυτοίς εν ημέρα, ή ανήγαγον αυτούς εκ γής Αιγύπτου, περί ολοκαυτωμάτων και θυσίας· 23 αλλ' ή το ρήμα τούτο ενετειλάμην αυτοίς, λέγων· ακούσατε της φωνής μου, και έσομαι υμίν εις Θεόν, και υμείς έσεσθέ μοι εις λαόν· και πορεύεσθε εν πάσαις ταίς οδοίς μου, αίς αν εντείλωμαι υμίν, όπως αν εύ ή υμίν. 24 και ουκ ήκουσάν μου, και ου προσέσχε το ούς αυτών, αλλ' επορεύθησαν εν τοίς ενθυμήμασι της καρδίας αυτών της κακής και εγενήθησαν εις τα όπισθεν και ουκ εις τα έμπροσθεν. 25 αφ' ής ημέρας εξήλθοσαν οι πατέρες αυτών εκ γής Αιγύπτου και έως της ημέρας ταύτης, και εξαπέστειλα προς υμάς πάντας τους δούλους μου, τους προφήτας, ημέρας και όρθρου, και απέστειλα, 26 και ουκ εισήκουσάν μου, και ου προσέσχε το ούς αυτών, και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών υπέρ τους πατέρας αυτών. 28 και ερείς αυτοίς τούτον τον λόγον· τούτο το έθνος, ό ουκ ήκουσε της φωνής Κυρίου ουδέ εδέξατο παιδείαν, εξέλιπεν η πίστις εκ στόματος αυτών. ~ 29 Κείραι την κεφαλήν σου και απόρριπτε και ανάλαβε επί χειλέων θρήνον, ότι απεδοκίμασε Κύριος και απώσατο την γενεάν την ποιούσαν ταύτα.
30 ότι εποίησαν οι υιοί Ιούδα το πονηρόν εναντίον εμού, λέγει Κύριος· έταξαν τα βδελύγματα αυτών εν τώ οίκω, ού επικέκληται το όνομά μου επ' αυτόν, τού μιάναι αυτόν· 31 και ωκοδόμησαν τον βωμόν τού Ταφέθ, ός εστιν εν φάραγγι υιού Εννόμ, τού κατακαίειν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών εν πυρί, ό ουκ ενετειλάμην αυτοίς και ου διενοήθην εν τή καρδία μου. 32 διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και ουκ ερούσιν έτι· Βωμός τού Ταφέθ και φάραγξ υιού Εννόμ, αλλ' ή Φάραγξ των ανηρημένων, και θάψουσιν εν τώ Ταφέθ διά το μη υπάρχειν τόπον. 33 και έσονται οι νεκροί τού λαού τούτου εις βρώσιν τοίς πετεινοίς τού ουρανού και τοίς θηρίοις της γής, και ουκ έσται ο αποσοβών. 34 και καταλύσω εκ πόλεων Ιούδα και εκ διόδων Ιερουσαλήμ φωνήν ευφραινομένων και φωνήν χαιρόντων, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης, ότι εις ερήμωσιν έσται πάσα η γη.
1 ΕΝ τώ καιρώ εκείνω, λέγει Κύριος, εξοίσουσι τα οστά των βασιλέων Ιούδα και τα οστά των αρχόντων αυτού και τα οστά των ιερέων και τα οστά προφητών και τα οστά των κατοικούντων εν Ιερουσαλήμ εκ των τάφων αυτών 2 και ψύξουσιν αυτά προς τον ήλιον και την σελήνην και προς πάντας τους αστέρας και προς πάσαν την στρατιάν τού ουρανού, ά ηγάπησαν, και οίς εδούλευσαν και ών επορεύθησαν οπίσω αυτών και ών αντείχοντο και οίς προσεκύνησαν αυτοίς· ου κοπήσονται και ου ταφήσονται, και έσονται εις παράδειγμα επί προσώπου της γής, 3 ότι είλοντο τον θάνατον ή την ζωήν, και πάσι τοίς καταλοίποις τοίς καταλειφθείσιν από της γενεάς εκείνης εν παντί τόπω, ού εάν εξώσω αυτούς εκεί. ~ 4 Ότι τάδε λέγει Κύριος· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; ή ο αποστρέφων ουκ αναστρέφει; 5 διατί απέστρεψεν ο λαός μου ούτος αποστροφήν αναιδή και κατεκρατήθησαν εν τή προαιρέσει αυτών και ουκ ηθέλησαν τού επιστρέψαι; 6 ενωτίσασθε δή και ακούσατε· ουχ ούτω λαλήσουσιν· ουκ έστιν άνθρωπος μετανοών από της κακίας αυτού, λέγων· τι εποίησα; διέλιπεν ο τρέχων από τού δρόμου αυτού ως ίππος κάθιδρος εν χρεμετισμώ αυτού. 7 και η ασίδα εν τώ ουρανώ έγνω τον καιρόν αυτής, τρυγών και χελιδών, αγρού στρουθία εφύλαξαν καιρούς εισόδων εαυτών, ο δε λαός μου ούτος ουκ έγνω τα κρίματα Κυρίου. 8 πώς ερείτε· ότι σοφοί εσμεν ημείς, και νόμος Κυρίου μεθ' ημών εστιν; εις μάτην εγενήθη σχοίνος ψευδής γραμματεύσιν. 9 ησχύνθησαν σοφοί και επτοήθησαν και εάλωσαν, ότι τον λόγον Κυρίου απεδοκίμασαν· σοφία τις εστιν εν αυτοίς;
10 διά τούτο δώσω τας γυναίκας αυτών ετέροις και τους αγρούς αυτών τοίς κληρονόμοις· 13 και συνάξουσι τα γεννήματα αυτών, λέγει Κύριος, ουκ έστι σταφυλή εν ταίς αμπέλοις, και ουκ έστι σύκα εν ταίς συκαίς, και τα φύλλα κατερρύηκεν. 14 επί τι ημείς καθήμεθα; συνάχθητε και εισέλθωμεν εις τας πόλεις τας οχυράς και απορριφώμεν, ότι Θεός απέρριψεν ημάς και επότισεν ημάς ύδωρ χολής, ότι ημάρτομεν εναντίον αυτού. 15 συνήχθημεν εις ειρήνην, και ουκ ήν αγαθά· εις καιρόν ιάσεως, και ιδού σπουδή. 16 εκ Δάν ακουσόμεθα φωνήν οξύτητος ίππων αυτού, από φωνής χρεμετισμού ιππασίας ίππων αυτού εσείσθη πάσα η γη· και ήξει και καταφάγεται την γήν και το πλήρωμα αυτής, πόλιν και τους κατοικούντας εν αυτή. 17 διότι ιδού εγώ εξαποστέλλω εις υμάς όφεις θανατούντας, οίς ουκ έστιν επάσαι, και δήξονται υμάς 18 ανίατα μετ' οδύνης καρδίας υμών απορουμένης. 19 ιδού φωνή κραυγής θυγατρός λαού μου από γής μακρόθεν· μη Κύριος ουκ έστιν εν Σιών; ή βασιλεύς ουκ έστιν εκεί; διατί παρώργισάν με εν τοίς γλυπτοίς αυτών και εν ματαίοις αλλοτρίοις;
20 διήλθε θέρος, παρήλθεν άμητος, και ημείς ου διεσώθημεν. 21 επί συντρίμματι θυγατρός λαού μου εσκοτώθην· εν απορία κατίσχυσάν με ωδίνες ως τικτούσης. 22 μη ρητίνη ουκ έστιν εν Γαλαάδ, ή ιατρός ουκ έστιν εκεί; διατί ουκ ανέβη ίασις θυγατρός λαού μου;
1 ΤΙΣ δώσει κεφαλή μου ύδωρ και οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων, και κλαύσομαι τον λαόν μου τούτον ημέρας και νυκτός, τους τετραυματισμένους θυγατρός λαού μου; 2 τις δώη μοι εν τή ερήμω σταθμόν έσχατον και καταλείψω τον λαόν μου και απελεύσομαι απ' αυτών; ότι πάντες μοιχώνται, σύνοδος αθετούντων. 3 και ενέτειναν την γλώσσαν αυτών ως τόξον, ψεύδος και ου πίστις ενίσχυσεν επί της γής, ότι εκ κακών εις κακά εξήλθοσαν και εμέ ουκ έγνωσαν, φησί Κύριος. 4 έκαστος από τού πλησίον αυτού φυλάξασθε και επ' αδελφοίς αυτών μη πεποίθατε, ότι πάς αδελφός πτέρνη πτερνιεί, και πάς φίλος δολίως πορεύσεται. 5 έκαστος κατά τού φίλου αυτού καταπαίξεται, αλήθειαν ου μη λαλήσωσι· μεμάθηκεν η γλώσσα αυτών λαλείν ψευδή, ηδίκησαν και ου διέλιπον τού επιστρέψαι. 6 τόκος επί τόκω και δόλος επί δόλω· ουκ ήθελον ειδέναι με, φησί Κύριος. 7 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ πυρώσω αυτούς και δοκιμώ αυτούς, ότι ποιήσω από προσώπου πονηρίας θυγατρός λαού μου. 8 βολίς τιτρώσκουσα η γλώσσα αυτών, δόλια τα ρήματα τού στόματος αυτών· τώ πλησίον αυτού λαλεί ειρηνικά και εν εαυτώ έχει την έχθραν. 9 μη επί τούτοις ουκ επισκέψομαι, λέγει Κύριος, ή εν λαώ τοιούτω ουκ εκδικήσει η ψυχή μου;
10 Επί τα όρη λάβετε κοπετόν και επί τας τρίβους της ερήμου θρήνον, ότι εξέλιπον παρά το μη είναι ανθρώπους· ουκ ήκουσαν φωνήν υπάρξεως· από πετεινών τού ουρανού και έως κτηνών εξέστησαν, ώχοντο. 11 και δώσω την Ιερουσαλήμ εις μετοικίαν και εις κατοικητήριον δρακόντων και τας πόλεις Ιούδα εις αφανισμόν θήσομαι, παρά το μη κατοικείσθαι. 12 τις ο άνθρωπος ο συνετός, και συνέτω τούτο; και ώ λόγος στόματος Κυρίου προς αυτόν, αναγγειλάτω υμίν· ένεκεν τίνος απώλετο η γη, ανήφθη ως έρημος παρά το μη διοδεύεσθαι αυτήν; 13 και είπε Κύριος προς με· διά το εγκαταλιπείν αυτούς τον νόμον μου, ον έδωκα πρό προσώπου αυτών, και ουκ ήκουσαν της φωνής μου, 14 αλλ' επορεύθησαν οπίσω των αρεστών της καρδίας αυτών της κακής και οπίσω των ειδώλων, ά εδίδαξαν αυτούς οι πατέρες αυτών· 15 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ιδού εγώ ψωμιώ αυτούς ανάγκας και ποτιώ αυτούς ύδωρ χολής 16 και διασκορπιώ αυτούς εν τοίς έθνεσιν, εις ούς ουκ εγίνωσκον αυτοί και οι πατέρες αυτών, και επαποστελώ επ' αυτούς την μάχαιραν έως τού εξαναλώσαι αυτούς εν αυτή. 17 τάδε λέγει Κύριος· καλέσατε τας θρηνούσας και ελθέτωσαν, και προς τας σοφάς αποστείλατε και φθεγξάσθωσαν 18 και λαβέτωσαν εφ' υμάς θρήνον, και καταγαγέτωσαν οι οφθαλμοί υμών δάκρυα, και τα βλέφαρα υμών ρείτω ύδωρ. 19 ότι φωνή οίκτου ηκούσθη εν Σιών· πώς εταλαιπωρήσαμεν, κατησχύνθημεν σφόδρα, ότι εγκατελίπομεν την γήν και απερρίψαμεν τα σκηνώματα ημών.
20 ακούσατε δή, γυναίκες, λόγον Θεού, και δεξάσθω τα ώτα υμών λόγους στόματος αυτού, και διδάξατε τας θυγατέρας υμών οίκτον και γυνή τον πλησίον αυτής θρήνον. 21 ότι ανέβη θάνατος διά των θυρίδων υμών, εισήλθεν εις την γήν υμών τού εκτρίψαι νήπια έξωθεν και νεανίσκους από των πλατειών. 22 και έσονται οι νεκροί των ανθρώπων εις παράδειγμα επί προσώπου τού πεδίου της γής υμών και ως χόρτος οπίσω θερίζοντος, και ουκ έσται ο συνάγων. ~ 23 Τάδε λέγει Κύριος· μη καυχάσθω ο σοφός εν τή σοφία αυτού, και μη καυχάσθω ο ισχυρός εν τή ισχύι αυτού, και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τώ πλούτω αυτού, 24 αλλ' ή εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος, συνίειν και γινώσκεν ότι εγώ ειμι Κύριος ο ποιών έλεος και κρίμα και δικαιοσύνην επί της γής, ότι εν τούτοις το θέλημά μου, λέγει Κύριος. 25 ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και επισκέψομαι επί πάντας περιτετμημένους ακροβυστίας αυτών, 26 επ' Αίγυπτον και επί Ιδουμαίαν και επί Εδώμ και επί υιούς Αμμών και επί υιούς Μωάβ και επί πάντα περικειρόμενον τα κατά πρόσωπον αυτού, τους κατοικούντας εν τή ερήμω· ότι πάντα τα έθνη απερίτμητα σαρκί, και πάς οίκος Ισραήλ απερίτμητοι καρδίας αυτών.
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ τον λόγον Κυρίου, ον ελάλησεν εφ' υμάς, οίκος Ισραήλ· 2 τάδε λέγει Κύριος· κατά τας οδούς των εθνών μη μανθάνετε και από των σημείων τού ουρανού μη φοβείσθε, ότι φοβούνται αυτά τοίς προσώποις αυτών. 3 ότι τα νόμιμα των εθνών μάταια· ξύλον εστίν εκ τού δρυμού εκκεκομμένον, έργον τέκτονος και χώνευμα· 4 αργυρίω και χρυσίω κεκαλλωπισμένα εστίν· εν σφύραις και ήλοις εστερέωσαν αυτά, 5 θήσουσιν αυτά, και ου κινηθήσονται· αργύριον τορευτόν εστιν, ου πορεύσονται· αργύριον προσβλητόν από Θαρσίς ήξει, χρυσίον Μωφάζ και χείρ χρυσοχόων, έργα τεχνιτών πάντα· υάκινθον και πορφύραν ενδύσουσιν αυτά· 5 αιρόμενα αρθήσονται, ότι ουκ επιβήσονται. μη φοβηθήτε αυτά, ότι ου μη κακοποιήσωσι, και αγαθόν ουκ έστιν εν αυτοίς. 11 ούτως ερείτε αυτοίς· θεοί, οί τον ουρανόν και την γήν ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν εκ της γής και υποκάτωθεν τού ουρανού τούτου. 12 Κύριος ο ποιήσας την γήν εν τή ισχύι αυτού, ο ανορθώσας την οικουμένην εν τή σοφία αυτού και τή φρονήσει αυτού εξέτεινε τον ουρανόν, 13 και πλήθος ύδατος εν ουρανώ, και ανήγαγε νεφέλας εξ εσχάτου της γής, αστραπάς εις υετόν εποίησε και εξήγαγε φώς εκ θησαυρών αυτού. 14 εμωράνθη πάς άνθρωπος από γνώσεως, κατησχύνθη πάς χρυσοχόος επί τοίς γλυπτοίς αυτού, ότι ψευδή εχώνευσεν, ουκ έστι πνεύμα εν αυτοίς· 15 μάταιά εστιν, έργα εμπεπαιγμένα, εν καιρώ επισκοπής αυτών απολούνται. 16 ουκ έστι τοιαύτη μερίς τώ Ιακώβ, ότι ο πλάσας τα πάντα αυτός κληρονομία αυτού, Κύριος όνομα αυτώ. 17 Συνήγαγεν έξωθεν την υπόστασίν σου, κατοικούσα εν εκλεκτοίς. 18 ότι τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ σκελίζω τους κατοικούντας την γήν ταύτην εν θλίψει, όπως ευρεθή η πληγή σου· 19 ουαί επί συντρίμματί σου, αλγηρά η πληγή σου, καγώ είπα· όντως τούτο το τραύμά μου και κατέλαβέ με·
20 η σκηνή μου εταλαιπώρησεν, ώλετο, και πάσαι αι δέρρεις μου διεσπάσθησαν· οι υιοί μου και τα πρόβατά μου ουκ εισίν, ουκ έστιν έτι τόπος της σκηνής μου, τόπος των δέρρεών μου. 21 ότι οι ποιμένες ηφρονεύσαντο και τον Κύριον ουκ εξεζήτησαν· διά τούτο ουκ ενόησε πάσα η νομή και διεσκοσπίσθησαν. 22 φωνή ακοής ιδού έρχεται και σεισμός μέγας εκ γής βορρά τού τάξαι τας πόλεις Ιούδα εις αφανισμόν και κοίτην στρουθών. 23 οίδα, Κύριε, ότι ουχί τού ανθρώπου η οδός αυτού, ουδέ ανήρ πορεύσεται και κατορθώσει πορείαν αυτού. 24 παίδευσον ημάς, Κύριε, πλήν εν κρίσει και μη εν θυμώ, ίνα μη ολίγους ημάς ποιήσης. 25 έκχεον τον θυμόν σου επί έθνη τα μη ειδότα σε και επί γενεάς, αί το όνομά σου ουκ επεκαλέσαντο, ότι κατέφαγον τον Ιακώβ και εξανήλωσαν αυτόν και την νομήν αυτού ηρήμωσαν.
1 Ο λόγος ο γενόμενος παρά Κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων· 2 ακούσατε τους λόγους της διαθήκης ταύτης. και λαλήσεις προς άνδρας Ιούδα και προς τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ· 3 και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· επικατάρατος ο άνθρωπος, ός ουκ ακούσεται των λόγων της διαθήκης ταύτης, 4 ής ενετειλάμην τοίς πατράσιν υμών εν ημέρα, ή ανήγαγον αυτούς εκ γής Αιγύπτου, εκ καμίνου της σιδηράς, λέγων· ακούσατε της φωνής μου και ποιήσατε πάντα, όσα εάν εντείλωμαι υμίν, και έσεσθέ μοι εις λαόν, και εγώ έσομαι υμίν εις Θεόν, 5 όπως στήσω τον όρκον μου, ον ώμοσα τοίς πατράσιν υμών, τού δούναι αυτοίς γήν ρέουσαν γάλα και μέλι καθώς η ημέρα αύτη. και απεκρίθην και είπα· γένοιτο, Κύριε. 6 και είπε Κύριος προς με· ανάγνωθι τους λόγους τούτους εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ λέγων· ακούσατε τους λόγους της διαθήκης ταύτης και ποιήσατε αυτούς. 8 και ουκ εποίησαν. 9 και είπε Κύριος προς με· ευρέθη σύνδεσμος εν ανδράσιν Ιούδα και εν τοίς κατοικούσιν εν Ιερουσαλήμ·
10 επεστράφησαν επί τας αδικίας των πατέρων αυτών των πρότερον, οί ουκ ηθέλησαν εισακούσαι των λόγων μου, και ιδού αυτοί πορεύονται οπίσω θεών αλλοτρίων τού δουλεύειν αυτοίς, και διεσκέδασεν οίκος Ισραήλ και οίκος Ιούδα την διαθήκην μου, ήν διεθέμην προς τους πατέρας αυτών. 11 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επάγω επί τον λαόν τούτον κακά, εξ ών ου δυνήσονται εξελθείν εξ αυτών, και κεκράξονται προς με, και ουκ εισακούσομαι αυτών. 12 και πορεύσονται πόλεις Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ και κεκράξονται προς τους θεούς, οίς αυτοί θυμιώσιν αυτοίς, οί μη σώσουσιν αυτούς εν τώ καιρώ των κακών αυτών. 13 ότι κατ' αριθμόν των πόλεών σου ήσαν θεοί σου, Ιούδα, και κατ' αριθμόν εξόδων της Ιερουσαλήμ ετάξατε βωμούς θυμιάν τή Βάαλ. 14 και σύ μη προσεύχου περί τού λαού τούτου και μη αξίου περί αυτών εν δεήσει και προσευχή, ότι ουκ εισακούσομαι εν τώ καιρώ, εν ώ επικαλούνταί με, εν καιρώ κακώσεως αυτών. 15 τι η ηγαπημένη εν τώ οίκω μου εποίησε βδέλυγμα; μη ευχαί και κρέα άγια αφελούσιν από σού τας κακίας σου, ή τούτοις διαφεύξη; 16 ελαίαν ωραίαν, εύσκιον τώ είδει εκάλεσε Κύριος το όνομά σου· εις φωνήν περιτομής αυτής ανήφθη πύρ επ' αυτήν, μεγάλη η θλίψις επί σε, ηχρεώθησαν οι κλάδοι αυτής. 17 και Κύριος ο καταφυτεύσας σε ελάλησεν επί σε κακά αντί της κακίας οίκου Ισραήλ και οίκου Ιούδα, ότι εποίησαν εαυτοίς τού παροργίσαι με εν τώ θυμιάν αυτούς τή Βάαλ. 18 Κύριε, γνώρισόν μοι, και γνώσομαι· τότε είδον τα επιτηδεύματα αυτών. 19 εγώ δε ως αρνίον άκακον αγόμενον τού θύεσθαι ουκ έγνων· επ' εμέ ελογίσαντο λογισμόν πονηρόν λέγοντες· δεύτε και εμβάλωμεν ξύλον εις τον άρτον αυτού και εκτρίψωμεν αυτόν από γής ζώντων, και το όνομα αυτού ου μη μνησθή ουκέτι.
20 Κύριε κρίνων δίκαια, δοκιμάζων νεφρούς και καρδίας, ίδοιμι την παρά σού εκδίκησιν εξ αυτών, ότι προς σε απεκάλυψα το δικαίωμά μου. 21 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος επί τους άνδρας Αναθώθ τους ζητούντας την ψυχήν μου, τους λέγοντας· ου μη προφητεύσεις επί τώ ονόματι Κυρίου, ει δε μη, αποθάνη εν ταίς χερσίν ημών. 22 ιδού εγώ επισκέψομαι επ' αυτούς· οι νεανίσκοι αυτών εν μαχαίρα αποθανούνται, και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών τελευτήσουσιν εν λιμώ, 23 και εγκατάλειμμα ουκ έσται αυτών, ότι επάξω κακά επί τους κατοικούντας εν Αναθώθ, εν ενιαυτώ επισκέψεως αυτών.
1 ΔΙΚΑΙΟΣ εί, Κύριε, ότι απολογήσομαι προς σε, πλήν κρίματα λαλήσω προς σε· τι ότι οδός ασεβών ευοδούται, ευθήνησαν πάντες οι αθετούντες αθετήματα; 2 εφύτευσας αυτούς και ερριζώθησαν· ετεκνοποιήσαντο και εποίησαν καρπόν· εγγύς εί σύ τού στόματος αυτών και πόρρω από των νεφρών αυτών. 3 και σύ, Κύριε, γινώσκεις με, δεδοκίμακας την καρδίαν μου εναντίον σου· άγνισον αυτούς εις ημέραν σφαγής αυτών. 4 έως πότε πενθήσει η γη και πάς ο χόρτος τού αγρού ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν αυτή; ηφανίσθησαν κτήνη και πετεινά, ότι είπαν· ουκ όψεται ο Θεός οδούς ημών. 5 σού οι πόδες τρέχουσι και εκλύουσί σε· πώς παρασκευάση εφ' ίπποις και εν γη ειρήνης σύ πέποιθας; πώς ποιήσεις εν φρυάγματι τού Ιορδάνου; 6 ότι και οι αδελφοί σου και ο οίκος τού πατρός σου, και ούτοι ηθέτησάν σε, και αυτοί εβόησαν, εκ των οπίσω σου επισυνήχθησαν· μη πιστεύσης εν αυτοίς, ότι λαλήσουσι προς σε καλά. ~ 7 Εγκαταλέλοιπα τον οίκόν μου, αφήκα την κληρονομίαν μου, έδωκα την ηγαπημένην ψυχήν μου εις χείρας εχθρών αυτής. 8 εγενήθη η κληρονομία μου εμοί ως λέων εν δρυμώ· έδωκεν επ' εμέ την φωνήν αυτής, διά τούτο εμίσησα αυτήν. 9 μη σπήλαιον υαίνης η κληρονομία μου εμοί ή σπήλαιον κύκλω αυτής; βαδίσατε, συναγάγετε πάντα τα θηρία τού αγρού, και ελθέτωσαν τού φαγείν αυτήν.
10 ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνά μου, εμόλυναν την μερίδα μου, έδωκαν την μερίδα την επιθυμητήν μου εις έρημον άβατον, 11 ετέθη εις αφανισμόν απωλείας, δι' εμέ αφανισμώ ηφανίσθη πάσα η γη, ότι ουκ έστιν ανήρ τιθέμενος εν καρδία. 12 επί πάσαν διεκβολήν εν τή ερήμω ήλθον ταλαιπωρούντες, ότι μάχαιρα τού Κυρίου καταφάγεται απ' άκρου της γής έως άκρου της γής, ουκ έστιν ειρήνη πάση σαρκί. 13 εσπείρατε πυρούς και ακάνθας θερίζετε· οι κλήροι αυτών ουκ ωφελήσουσιν αυτούς· αισχύνθητε από καυχήσεως υμών, από ονειδισμού έναντι Κυρίου. ~ 14 Ότι τάδε λέγει Κύριος περί πάντων των γειτόνων των πονηρών των απτομένων της κληρονομίας μου, ής εμέρισα τώ λαώ μου Ισραήλ· ιδού εγώ αποσπώ αυτούς από της γής αυτών και τον Ιούδαν εκβαλώ εκ μέσου αυτών. 15 και έσται μετά το εκβαλείν με αυτούς επιστρέψω και ελεήσω αυτούς και κατοικιώ αυτούς, έκαστον εις την κληρονομίαν αυτού και έκαστον εις την γήν αυτού. 16 και έσται εάν μαθόντες μάθωσι την οδόν τού λαού μου, τού ομνύειν τώ ονόματί μου, ζή Κύριος, καθώς εδίδαξαν τον λαόν μου ομνύειν τή Βάαλ, και οικοδομηθήσονται εν μέσω τού λαού μου· 17 εάν δε μη επιστρέψωσι, και εξαρώ το έθνος εκείνο εξάρσει και απωλεία.
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· βάδισον και κτήσαι σεαυτώ περίζωμα λινούν και περίθου περί την οσφύν σου, και εν ύδατι ου διελεύσεται. 2 και εκτησάμην το περίζωμα κατά τον λόγον Κυρίου και περιέθηκα περί την οσφύν μου. 3 και εγενήθη λόγος Κυρίου προς με λέγων· 4 λαβέ το περίζωμα το περί την οσφύν σου και ανάστηθι και βάδισον επί τον Ευφράτην και κατάκρυψον αυτό εκεί εν τή τρυμαλιά της πέτρας. 5 και επορεύθην και έκρυψα αυτό εν τώ Ευφράτη, καθώς ενετείλατό μοι Κύριος. 6 και εγένετο μεθ' ημέρας πολλάς και είπε Κύριος προς με· ανάστηθι, βάδισον επί τον Ευφράτην και λαβέ εκείθεν το περίζωμα, ό ενετειλάμην σοι τού κατακρύψαι εκεί. 7 και επορεύθην επί τον Ευφράτην ποταμόν και ώρυξα και έλαβον το περίζωμα εκ τού τόπου, ού κατώρυξα αυτό εκεί, και ιδού διεφθαρμένον ήν, ό ου μη χρησθή εις ουθέν. 8 και εγενήθη λόγος Κυρίου προς με λέγων· τάδε λέγει Κύριος· 9 ούτω φθερώ την ύβριν Ιούδα και την ύβριν Ιερουσαλήμ,
10 την πολλήν ταύτην ύβριν, τους μη βουλομένους υπακούειν των λόγων μου και πορευθέντας οπίσω θεών αλλοτρίων τού δουλεύειν αυτοίς και τού προσκυνείν αυτοίς, και έσονται ώσπερ το περίζωμα τούτο, ό ου χρησθήσεται εις ουθέν. 11 ότι καθάπερ κολλάται το περίζωμα περί την οσφύν τού ανθρώπου, ούτως εκόλλησα προς εμαυτόν τον οίκον τού Ισραήλ και πάντα οίκον Ιούδα τού γενέσθαι μοι εις λαόν ονομαστόν και εις καύχημα και εις δόξαν, και ουκ εισήκουσάν μου. 12 και ερείς προς τον λαόν τούτον· πάς ασκός πληρωθήσεται οίνου. και έσται εάν είπωσι προς σε· μη γνόντες ου γνωσόμεθα ότι πάς ασκός πληρωθήσεται οίνου; 13 και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ πληρώ τους κατοικούντας την γήν ταύτην και τους βασιλείς αυτών τους καθημένους υιούς τού Δαυίδ επί τού θρόνου αυτού και τους ιερείς και τους προφήτας και τον Ιούδαν και πάντας τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ μεθύσματι 14 και διασκορπιώ αυτούς άνδρα και τον αδελφόν αυτού και τους πατέρας αυτών και τους υιούς αυτών εν τώ αυτώ. ουκ επιποθήσω, λέγει Κύριος, και ου φείσομαι, και ουκ οικτειρήσω από διαφθοράς αυτών. 15 Ακούσατε, και ενωτίσασθε και μη επαίρεσθε, ότι Κύριος ελάλησε. 16 δότε τώ Κυρίω Θεώ υμών δόξαν πρό τού συσκοτάσαι και πρό τού προσκόψαι πόδας υμών επ' όρη σκοτεινά, και αναμενείτε εις φώς, και εκεί σκιά θανάτου, και τεθήσονται εις σκότος. 17 εάν δε μη ακούσητε, κεκρυμμένως κλαύσεται η ψυχή υμών από προσώπου ύβρεως, και κατάξουσιν οι οφθαλμοί υμών δάκρυα, ότι συνετρίβη το ποίμνιον Κυρίου. 18 είπατε τώ βασιλεί και τοίς δυναστεύουσι· ταπεινώθητε και καθίσατε, ότι καθηρέθη από κεφαλής υμών στέφανος δόξης υμών. 19 πόλεις αι προς νότον συνεκλείσθησαν. και ουκ ήν ο ανοίγων· απωκίσθη Ιούδας, συνετέλεσεν αποικίαν τελείαν. ~
20 Ανάλαβε οφθαλμούς σου, Ιερουσαλήμ, και ίδε τους ερχομένους από βορρά· που εστι το ποίμνιον, ό εδόθη σοι, πρόβατα δόξης σου; 21 τι ερείς όταν επισκέπτωνταί σε; και σύ εδίδαξας αυτούς επί σε μαθήματα εις αρχήν· ουκ ωδίνες καθέξουσί σε καθώς γυναίκα τίκτουσαν; 22 και εάν είπης εν τή καρδία σου· διατί απήντησέ μοι ταύτα; διά το πλήθος της αδικίας σου ανεκαλύφθη τα οπίσθιά σου παραδειγματισθήναι τας πτέρνας σου. 23 ει αλλάξεται Αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, και υμείς δυνήσεσθε εύ ποιήσαι μεμαθηκότες τα κακά. 24 και διέσπειρα αυτούς ως φρύγανα φερόμενα από ανέμου εις έρημον. 25 ούτως ο κλήρός σου και μερίς τού απειθείν υμάς εμοί, λέγει Κύριος, ως επελάθου μου και ήλπισας επί ψεύδεσι. 26 καγώ αποκαλύψω τα οπίσω σου επί το πρόσωπόν σου, και οφθήσεται η ατιμία σου. 27 και η μοιχεία σου και ο χρεμετισμός σου και η απαλλοτρίωσις της πορνείας σου επί των βουνών, και εν τοίς αγροίς εώρακα τα βδελύγματά σου· ουαί σοι, Ιερουσαλήμ, ότι ουκ εκαθαρίσθης οπίσω μου· έως τίνος έτι;
Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν περί της αβροχίας.
2 1 ΕΠΕΝΘΗΣΕΝ η Ιουδαία, και αι πύλαι αυτής εκενώθησαν και εσκοτώθησαν επί της γής, και η κραυγή της Ιερουσαλήμ ανέβη. 3 και οι μεγιστάνες αυτής απέστειλαν τους νεωτέρους αυτών εφ' ύδωρ· ήλθοσαν επί τα φρέατα και ουχ εύροσαν ύδωρ και απέστρεψαν τα αγγεία αυτών κενά. 4 και τα έργα της γής εξέλιπεν, ότι ουκ ήν υετός· ησχύνθησαν οι γεωργοί, επεκάλυψαν τας κεφαλάς αυτών. 5 και έλαφοι εν αγρώ έτεκον και εγκατέλιπον, ότι ουκ ήν βοτάνη. 6 όνοι άγριοι έστησαν επί νάπας· είλκυσαν άνεμον, εξέλιπον οι οφθαλμοί αυτών, ότι ουκ ήν χόρτος από λαού αδικίας. 7 ει αι αμαρτίαι ημών αντέστησαν ημίν, Κύριε, ποίησον ημίν ένεκέν σου, ότι πολλαί αι αμαρτίαι ημών εναντίον σου, ότι σοί ημάρτομεν. 8 υπομονή Ισραήλ, Κύριε, και σώζεις εν καιρώ κακών· ινατί εγενήθης ωσεί πάροικος επί της γής και ως αυτόχθων εκκλίνων εις κατάλυμα; 9 μη έση ώσπερ άνθρωπος υπνών ή ως ανήρ ου δυνάμενος σώζειν; και σύ εν ημίν εί, Κύριε, και το όνομά σου επικέκληται εφ' ημάς· μη επιλάθη ημών.
10 ούτως λέγει Κύριος τώ λαώ τούτω· ηγάπησαν κινείν πόδας αυτών και ουκ εφείσαντο, και ο Θεός ουκ ευδόκησεν εν αυτοίς· νύν μνησθήσεται της αδικίας αυτών. 11 και είπε Κύριος προς με· μη προσεύχου περί τού λαού τούτου εις αγαθά· 12 ότι εάν νηστεύσωσιν, ουκ εισακούσομαι της δεήσεως αυτών, και εάν προσενέγκωσιν ολοκαυτώματα και θυσίας, ουκ ευδοκήσω εν αυτοίς, ότι εν μαχαίρα και εν λιμώ και εν θανάτω εγώ συντελέσω αυτούς. 13 και είπα· ώ Κύριε, ιδού οι προφήται αυτών προφητεύουσι και λέγουσιν· ουκ όψεσθε μάχαιραν, ουδέ λιμός έσται εν υμίν, ότι αλήθειαν και ειρήνην δώσω επί της γής και εν τώ τόπω τούτω. 14 και είπε Κύριος προς με· ψευδή οι προφήται προφητεύουσιν επί τώ ονόματί μου, ουκ απέστειλα αυτούς και ουκ ενετειλάμην αυτοίς και ουκ ελάλησα προς αυτούς· ότι οράσεις ψευδείς και μαντείας και οιωνίσματα και προαιρέσεις καρδίας αυτών αυτοί προφητεύουσιν υμίν. 15 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος περί των προφητών των προφητευόντων επί τώ ονόματί μου ψευδή, και εγώ ουκ απέστειλα αυτούς, οί λέγουσι· μάχαιρα και λιμός ουκ έσται επί της γής ταύτης· εν θανάτω νοσερώ αποθανούνται και εν λιμώ συντελεσθήσονται οι προφήται 16 και ο λαός, οίς αυτοί προφητεύουσιν αυτοίς, και έσονται ερριμμένοι εν ταίς διόδοις Ιερουσαλήμ από προσώπου μαχαίρας και τού λιμού, και ουκ έσται ο θάπτων αυτούς, και αι γυναίκες αυτών και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών· και εκχεώ επ' αυτούς τα κακά αυτών. 17 και ερείς προς αυτούς τον λόγον τούτον· καταγάγετε επ' οφθαλμούς υμών δάκρυα ημέρας και νυκτός, και μη διαλιπέτωσαν, ότι συντρίμματι συνετρίβη θυγάτηρ λαού μου και πληγή οδυνηρά σφόδρα. 18 εάν εξέλθω εις το πεδίον, και ιδού τραυματίαι μαχαίρας, και εάν εισέλθω εις την πόλιν, και ιδού πόνος λιμού· ότι ιερεύς και προφήτης επορεύθησαν εις γήν, ήν ουκ ήδεισαν. 19 μη αποδοκιμάζων απεδοκίμασας τον Ιούδαν, και από Σιών απέστη η ψυχή σου; ινατί έπαισας ημάς, και ουκ έστιν ημίν ίασις; υπεμείναμεν εις ειρήνην, και ουκ ήν αγαθά· εις καιρόν ιάσεως, και ιδού ταραχή.
20 έγνωμεν, Κύριε, αμαρτήματα ημών, αδικίας πατέρων ημών, ότι ημάρτομεν εναντίον σου. 21 κόπασον διά το όνομά σου, μη απολέσης θρόνον δόξης σου· μνήσθητι, μη διασκεδάσης την διαθήκην σου την μεθ' ημών. 22 μη έστιν εν ειδώλοις των εθνών υετίζων; και ει ο ουρανός δώσει πλησμονήν αυτού, ουχί σύ εί αυτός; και υπομενούμέν σε, Κύριε, ότι σύ εποίησας πάντα ταύτα.
1 ΚΑΙ είπε Κύριος προς με· εάν στή Μωσής και Σαμουήλ πρό προσώπου μου, ουκ έστιν η ψυχή μου προς αυτούς· εξαπόστειλον τον λαόν τούτον, και εξελθέτωσαν. 2 και έσται εάν είπωσι προς σε· που εξελευσόμεθα; και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· όσοι εις θάνατον, εις θάνατον· και όσοι εις μάχαιραν, εις μάχαιραν· και όσοι εις λιμόν, εις λιμόν· και όσοι εις αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν. 3 και εκδικήσω επ' αυτούς τέσσαρα είδη, λέγει Κύριος· την μάχαιραν εις σφαγήν και τους κύνας εις διασπασμόν και τα θηρία της γής και τα πετεινά τού ουρανού εις βρώσιν και εις διαφθοράν. 4 και παραδώσω αυτούς εις ανάγκας πάσαις ταίς βασιλείαις της γής διά Μανασσή υιόν Εζεκίου βασιλέως Ιούδα, περί πάντων ών εποίησεν εν Ιερουσαλήμ. 5 τις φείσεται επί σοί, Ιερουσαλήμ; και τις δειλιάσει επί σοί; ή τις ανακάμψει εις ειρήνην σοι; 6 σύ απεστράφης με, λέγει Κύριος, οπίσω πορεύση, και εκτενώ την χείρά μου και διαφθερώ σε, και ουκέτι ανήσω αυτούς. 7 και διασπερώ αυτούς εν διασπορά· εν πύλαις λαού μου ητεκνώθησαν, απώλεσαν τον λαόν μου διά τας κακίας αυτών. 8 επληθύνθησαν αι χήραι αυτών υπέρ την άμμον της θαλάσσης· επήγαγον επί μητέρα νεανίσκους ταλαιπωρίαν εν μεσημβρία, επέρριψα επ' αυτήν εξαίφνης τρόμον και σπουδήν. 9 εκενώθη η τίκτουσα επτά, απεκάκισεν η ψυχή αυτής, επέδυ ο ήλιος αυτή έτι μεσούσης της ημέρας, κατησχύνθη και ωνειδίσθη· τους καταλοίπους αυτών εις μάχαιραν δώσω εναντίον των εχθρών αυτών.
10 Οίμοι εγώ μήτερ, ως τίνα με έτεκες; άνδρα δικαζόμενον και διακρινόμενον πάση τή γη· ούτε ωφέλησα, ούτε ωφέλησέ με ουδείς· η ισχύς μου εξέλιπεν εν τοίς καταρωμένοις με. 11 γένοιτο, δέσποτα, κατευθυνόντων αυτών, ει μη παρέστην σοι εν καιρώ των κακών αυτών και εν καιρώ θλίψεως αυτών εις αγαθά προς τον εχθρόν. 12 ει γνωσθήσεται σίδηρος; και περιβόλαιον χαλκούν η ισχύς σου. 13 και τους θησαυρούς σου εις προνομήν δώσω αντάλλαγμα διά πάσας τας αμαρτίας σου και εν πάσι τοίς ορίοις σου. 14 και καταδουλώσω σε κύκλω τοίς εχθροίς σου εν τή γη, ή ουκ ήδεις· ότι πύρ εκκέκαυται εκ τού θυμού μου, εφ' υμάς καυθήσεται. 15 Κύριε, μνήσθητί μου και επίσκεψαί με και αθώωσόν με από των καταδιωκόντων με μη εις μακροθυμίαν· γνώθι ως έλαβον περί σού ονειδισμόν 16 υπό των αθετούντων τους λόγους σου· συντέλεσον αυτούς, και έσται ο λόγος σου εμοί εις ευφροσύνην και χαράν καρδίας μου, ότι επικέκληται το όνομά σου επ' εμοί, Κύριε παντοκράτωρ. 17 ουκ εκάθισα εν συνεδρίω αυτών παιζόντων, αλλά ευλαβούμην από προσώπου χειρός σου· καταμόνας εκαθήμην, ότι πικρίας ενεπλήσθην. 18 ίνα τι οι λυπούντές με κατισχύουσί μου; η πληγή μου στερεά, πόθεν ιαθήσομαι; γινομένη εγενήθη μοι ως ύδωρ ψευδές ουκ έχον πίστιν. 19 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· εάν επιστρέψης, και αποκαταστήσω σε, και πρό προσώπου μου στήση· και εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση· και αναστρέψουσιν αυτοί προς σε, και σύ ουκ αναστρέψεις προς αυτούς.
20 και δώσω σε τώ λαώ τούτω ως τείχος οχυρόν χαλκούν, και πολεμήσουσι προς σε και ου μη δύνωνται προς σε, διότι μετά σού ειμι τού σώζειν σε 21 και τού εξαιρείσθαί σε εκ χειρός πονηρών και λυτρώσομαί σε εκ χειρός λοιμών.
1 ΚΑΙ σύ μη λάβης γυναίκα, λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ, 2 και ου γεννηθήσεταί σοι υιός ουδέ θυγάτηρ εν τώ τόπω τούτω. 3 ότι τάδε λέγει Κύριος περί των υιών και περί των θυγατέρων των γεννωμένων εν τώ τόπω τούτω και περί των μητέρων αυτών των τετοκυιών αυτούς και περί των πατέρων αυτών των γεγεννηκότων αυτούς εν τή γη ταύτη· 4 εν θανάτω νοσερώ αποθανούνται, ου κοπήσονται και ου ταφήσονται· εις παράδειγμα επί προσώπου της γής έσονται και τοίς θηρίοις της γής και τοίς πετεινοίς τού ουρανού· εν μαχαίρα πεσούνται και εν λιμώ συντελεσθήσονται. 5 τάδε λέγει Κύριος· μη εισέλθης εις θίασον αυτών και μη πορευθής τού κόψασθαι και μη πενθήσης αυτούς, ότι αφέστακα την ειρήνην μου από τού λαού τούτου. 6 ου μη κόψονται αυτούς ουδέ εντομίδας ου μη ποιήσουσι και ου ξυρηθήσονται, 7 και ου μη κλασθή άρτος εν πένθει αυτών εις παράκλησιν επί τεθνηκότι, ου ποτιούσιν αυτόν ποτήριον εις παράκλησιν επί πατρί και μητρί αυτού. 8 εις οικίαν πότου ουκ εισελεύση συγκαθίσαι μετ' αυτών τού φαγείν και πιείν. 9 διότι τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ιδού εγώ καταλύω εκ τού τόπου τούτου ενώπιον των οφθαλμών υμών και εν ταίς ημέραις υμών φωνήν χαράς και φωνήν ευφροσύνης, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης.
10 και έσται όταν αναγγείλης τώ λαώ τούτω άπαντα τα ρήματα ταύτα και είπωσι προς σε· διατί ελάλησε Κύριος εφ' ημάς πάντα τα κακά ταύτα; τις η αδικία ημών; και τις η αμαρτία ημών, ήν ημάρτομεν έναντι Κυρίου τού Θεού ημών; 11 και ερείς προς αυτούς· ανθ' ών εγκατέλιπόν με οι πατέρες υμών, λέγει Κύριος, και ώχοντο οπίσω θεών αλλοτρίων, και εδούλευσαν αυτοίς και προσεκύνησαν αυτοίς και εμέ εγκατέλιπον και τον νόμον μου ουκ εφυλάξαντο· 12 και υμείς επονηρεύσασθε υπέρ τους πατέρας υμών και ιδού υμείς πορεύεσθε έκαστος οπίσω των αρεστών της καρδίας υμών της πονηράς τού μη υπακούειν μου. 13 και απορρίψω υμάς από της γής ταύτης εις την γήν, ήν ουκ ήδειτε υμείς και οι πατέρες υμών, και δουλεύσετε εκεί θεοίς ετέροις, οί ου δώσουσιν υμίν έλεος. 14 Διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και ουκ ερούσιν έτι· ζή Κύριος ο αναγαγών τους υιούς Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου, 15 αλλά ζή Κύριος, ός ανήγαγε τον οίκον Ισραήλ από γής βορρά και από πασών των χωρών, ού εξώσθησαν εκεί· και αποκαταστήσω αυτούς εις την γήν αυτών, ήν έδωκα τοίς πατράσιν αυτών. 16 ιδού εγώ αποστέλλω τους αλιείς τους πολλούς, λέγει Κύριος, και αλιεύσουσιν αυτούς· και μετά ταύτα αποστελώ τους πολλούς θηρευτάς, και θηρεύσουσιν αυτούς επάνω παντός όρους και επάνω παντός βουνού και εκ των τρυμαλιών των πετρών. 17 ότι οι οφθαλμοί μου επί πάσας τας οδούς αυτών, και ουκ εκρύβη τα αδικήματα αυτών απέναντι των οφθαλμών μου. 18 και ανταποδώσω διπλάς τας κακίας αυτών και τας αμαρτίας αυτών, εφ' αίς εβεβήλωσαν την γήν μου εν τοίς θνησιμαίοις των βδελυγμάτων αυτών και εν ταίς ανομίαις αυτών, εν αίς επλημμέλησαν την κληρονομίαν μου. 19 Κύριε, σύ ισχύς μου και βοήθειά μου και καταφυγή μου εν ημέρα κακών· προς σε έθνη ήξουσιν απ' εσχάτου της γής και ερούσιν· ως ψευδή εκτήσαντο οι πατέρες ημών είδωλα, και ουκ έστιν εν αυτοίς ωφέλημα.
20 ει ποιήσει εαυτώ άνθρωπος θεούς; και ούτοι ουκ εισί θεοί. 21 διά τούτο ιδού εγώ δηλώσω αυτοίς εν τώ καιρώ τούτω την χείρά μου και γνωριώ αυτοίς την δύναμίν μου, και γνώσονται ότι όνομά μοι Κύριος.
5 1 ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ ο άνθρωπος, ός την ελπίδα έχει επ' άνθρωπον και στηρίζει σάρκα βραχίονος αυτού επ' αυτόν, και από Κυρίου αποστή η καρδία αυτού· 6 και έσται ως η αγριομυρίκη η εν τή ερήμω, ουκ όψεται όταν έλθη τα αγαθά, και κατασκηνώσει εν αλίμοις και εν ερήμω, εν γη αλμυρά, ήτις ου κατοικείται. 7 και ευλογημένος ο άνθρωπος, ός πέποιθεν επί τώ Κυρίω και έσται Κύριος ελπίς αυτού· 8 και έσται ως ξύλον ευθηνούν παρ' ύδατα, και επί ικμάδα βαλεί ρίζαν αυτού και ου φοβηθήσεται όταν έλθη καύμα, και έσται επ' αυτώ στελέχη αλσώδη, εν ενιαυτώ αβροχίας ου φοβηθήσεται και ου διαλείψει ποιών καρπόν. 9 βαθεία η καρδία παρά πάντα, και άνθρωπός εστι· και τις γνώσεται αυτόν;
10 εγώ Κύριος ετάζων καρδίας και δοκιμάζων νεφρούς τού δούναι εκάστω κατά τας οδούς αυτού και κατά τους καρπούς των επιτηδευμάτων αυτού. 11 εφώνησε πέρδιξ, συνήγαγεν ά ουκ έτεκε· ποιών πλούτον αυτού ου μετά κρίσεως, εν ημίσει ημερών αυτού εγκαταλείψουσιν αυτόν, και επ' εσχάτων αυτού έσται άφρων. 12 θρόνος δόξης υψωμένος, αγίασμα ημών, 13 υπομονή Ισραήλ, Κύριε, πάντες οι καταλιπόντες σε καταισχυνθήτωσαν, αφεστηκότες επί της γής γραφήτωσαν, ότι εγκατέλιπον πηγήν ζωής, τον Κύριον. 14 ίασαί με, Κύριε, και ιαθήσομαι· σώσόν με, και σωθήσομαι· ότι καύχημά μου σύ εί. 15 ιδού αυτοί λέγουσι προς με· που εστιν ο λόγος Κυρίου; ελθέτω. 16 εγώ δε ουκ εκοπίασα κατακολουθών οπίσω σου και ημέραν ανθρώπου ουκ επεθύμησα, σύ επίστη· τα εκπορευόμενα διά των χειλέων μου πρό προσώπου σού εστι. 17 μη γενηθής μοι εις αλλοτρίωσιν φειδόμενός μου εν ημέρα πονηρά. 18 καταισχυνθήτωσαν οι διώκοντές με, και μη καταισχυνθείην εγώ· πτοηθείησαν αυτοί, και μη πτοηθείην εγώ· επάγαγε επ' αυτούς ημέραν πονηράν, δισσόν σύντριμμα σύντριψον αυτούς. 19 Τάδε λέγει Κύριος· βάδισον και στήθι εν ταίς πύλαις υιών λαού σου, εν αίς εισπορεύονται εν αυταίς βασιλείς Ιούδα και εν αίς εκπορεύονται εν αυταίς, και εν πάσαις ταίς πύλαις Ιερουσαλήμ
20 και ερείς αυτοίς· ακούσατε τον λόγον Κυρίου, βασιλείς Ιούδα, και πάσα Ιουδαία και πάσα Ιερουσαλήμ, οι εισπορευόμενοι εν ταίς πύλαις ταύταις· 21 τάδε λέγει Κύριος· φυλάσσεσθε τας ψυχάς υμών και μη αίρετε βαστάγματα εν τή ημέρα των σαββάτων και μη εκπορεύεσθε ταίς πύλαις Ιερουσαλήμ 22 και μη εκφέρετε βαστάγματα εξ οικιών υμών εν τή ημέρα των σαββάτων και πάν έργον ου ποιήσετε· αγιάσατε την ημέραν των σαββάτων, καθώς ενετειλάμην τοίς πατράσιν υμών, και ουκ ήκουσαν και ουκ έκλιναν το ούς αυτών 23 και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών υπέρ τους πατέρας αυτών τού μη ακούσαί μου και τού μη δέξασθαι παιδείαν. 24 και έσται εάν ακοή ακούσητέ μου, λέγει Κύριος, τού μη εισφέρειν βαστάγματα διά των πυλών της πόλεως ταύτης εν τή ημέρα των σαββάτων και αγιάζειν την ημέραν των σαββάτων τού μη ποιείν πάν έργον, 25 και εισελεύσονται διά των πυλών της πόλεως ταύτης βασιλείς και άρχοντες καθήμενοι επί θρόνου Δαυίδ και επιβεβηκότες εφ' άρμασι και ίπποις αυτών, αυτοί και οι άρχοντες αυτών, άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ, και κατοικισθήσεται η πόλις αύτη εις τον αιώνα. 26 και ήξουσιν εκ των πόλεων Ιούδα και κυκλόθεν Ιερουσαλήμ και εκ γής Βενιαμίν και εκ γής πεδινής και εκ τού όρους και εκ της προς νότον φέροντες ολοκαυτώματα και θυσίας και θυμιάματα και μαναά και λίβανον, φέροντες αίνεσιν εις οίκον Κυρίου. 27 και έσται εάν μη ακούσητέ μου τού αγιάζειν την ημέραν των σαββάτων, τού μη αίρειν βαστάγματα και μη εισπορεύεσθαι ταίς πύλαις Ιερουσαλήμ εν τή ημέρα των σαββάτων, και ανάψω πύρ εν ταίς πύλαις αυτής, και καταφάγεται άμφοδα Ιερουσαλήμ και ου σβεσθήσεται.
1 Ο λόγος ο γενόμενος παρά Κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων· 2 ανάστηθι, και κατάβηθι εις οίκον τού κεραμέως, και εκεί ακούση τους λόγους μου. 3 και κατέβην εις τον οίκον τού κεραμέως, και ιδού αυτός εποίει έργον επί των λίθων· 4 και έπεσε το αγγείον, ό αυτός εποίει εν ταίς χερσίν αυτού, και πάλιν αυτός εποίησεν αυτό αγγείον έτερον, καθώς ήρεσεν ενώπιον αυτού τού ποιήσαι. 5 και εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 6 ει καθώς ο κεραμεύς ούτος ου δυνήσομαι τού ποιήσαι υμάς, οίκος Ισραήλ; ιδού ως ο πηλός τού κεραμέως υμείς εστε εν ταίς χερσί μου. 1 7 πέρας λαλήσω επί έθνος ή επί βασιλείαν τού εξάραι αυτούς και τού απολλύειν, 8 και επιστραφή το έθνος εκείνο από πάντων των κακών αυτών, και μετανοήσω περί των κακών, ών ελογισάμην τού ποιήσαι αυτοίς. 9 και πέρας λαλήσω επί έθνος και βασιλείαν τού ανοικοδομείσθαι και τού καταφυτεύεσθαι,
10 και ποιήσωσι τα πονηρά εναντίον μου τού μη ακούειν της φωνής μου, και μετανοήσω περί των αγαθών, ών ελάλησα τού ποιήσαι αυτοίς. 11 και νύν ειπόν προς άνδρας Ιούδα και προς τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ· ιδού εγώ πλάσσω εφ' υμάς κακά και λογίζομαι εφ' υμάς λογισμόν· αποστραφήτω δή έκαστος από οδού αυτού της πονηράς, και καλλίονα ποιήσατε τα επιτηδεύματα υμών. 12 και είπαν· ανδριούμεθα, ότι οπίσω των αποστροφών ημών πορευσόμεθα και έκαστος τα αρεστά της καρδίας αυτού της πονηράς ποιήσομεν. 13 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ερωτήσατε δή εν έθνεσι· τις ήκουσε τοιαύτα φρικτά, ά εποίησε σφόδρα παρθένος Ισραήλ; 14 μη εκλείψουσιν από πέτρας μαστοί ή χιών από τού Λιβάνου; μη εκκλινή ύδωρ βιαίως ανέμω φερόμενον; 15 ότι επελάθοντό μου ο λαός μου, εις κενόν εθυμίασαν· και ασθενήσουσιν εν ταίς οδοίς αυτών σχοίνους αιωνίους τού επιβήναι τρίβους ουκ έχοντας οδόν εις πορείαν 16 τού τάξαι την γήν αυτών εις αφανισμόν και σύριγμα αιώνιον· πάντες οι διαπορευόμενοι δι' αυτής εκστήσονται και κινήσουσι την κεφαλήν αυτών. 17 ως άνεμον καύσωνα διασπερώ αυτούς κατά πρόσωπον εχθρών αυτών, δείξω αυτοίς ημέραν απωλείας αυτών. 18 Καί είπαν· δεύτε και λογισώμεθα επί Ιερεμίαν λογισμόν, ότι ουκ απολείται νόμος από ιερέως και βουλή από συνετού και λόγος από προφήτου· δεύτε και πατάξωμεν αυτόν εν γλώσση και ακουσόμεθα πάντας τους λόγους αυτού. 19 εισάκουσόν μου, Κύριε, και εισάκουσον της φωνής τού δικαιώματός μου.
20 ει ανταποδίδοται αντί αγαθών κακά; ότι συνελάλησαν ρήματα κακά της ψυχής μου και την κόλασιν αυτών έκρυψάν μοι· μνήσθητι εστηκότος μου κατά πρόσωπόν σου τού λαλήσαι υπέρ αυτών αγαθά, τού αποστρέψαι τον θυμόν σου απ' αυτών. 21 διά τούτο δός τους υιούς αυτών εις λιμόν και άθροισον αυτούς εις χείρας μαχαίρας· γενέσθωσαν αι γυναίκες αυτών άτεκνοι και χήραι, και οι άνδρες αυτών γενέσθωσαν ανηρημένοι θανάτω και οι νεανίσκοι αυτών πεπτωκότες μαχαίρα εν πολέμω. 22 γενηθήτω κραυγή εν ταίς οικίαις αυτών, επάξεις επ' αυτούς ληστάς άφνω, ότι ενεχείρησαν λόγον εις σύλληψίν μου, και παγίδας έκρυψαν επ' εμέ. 23 και σύ, Κύριε, έγνως άπασαν την βουλήν αυτών επ' εμέ εις θάνατον· μη αθωώσης τας αδικίας αυτών, και τας αμαρτίας αυτών από προσώπου σου μη εξαλείψης· γενέσθω η ασθένεια αυτών εναντίον σου, εν καιρώ θυμού σου ποίησον εν αυτοίς.
1 ΤΟΤΕ είπε Κύριος προς με· βάδισον και κτήσαι βίκον πεπλασμένον οστράκινον και άξεις από των πρεσβυτέρων τού λαού και από των ιερέων, 2 και εξελεύση εις το πολυάνδριον υιών των τέκνων αυτών, ό εστιν επί των προθύρων πύλης της Χαρσείθ, και ανάγνωθι εκεί πάντας τους λόγους τούτους, ούς αν λαλήσω προς σε, 3 και ερείς αυτοίς· ακούσατε τον λόγον Κυρίου, βασιλείς Ιούδα και άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και οι εισπορευόμενοι εν ταίς πύλαις ταύταις· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ιδού εγώ επάγω επί τον τόπον τούτον κακά, ώστε παντός ακούοντος αυτά ηχήσει τα ώτα αυτού, 4 ανθ' ών εγκατέλιπόν με και απηλλοτρίωσαν τον τόπον τούτον και εθυμίασαν εν αυτώ θεοίς αλλοτρίοις, οίς ουκ ήδεισαν αυτοί και οι πατέρες αυτών, και οι βασιλείς Ιούδα έπλησαν τον τόπον τούτον αιμάτων αθώων 5 και ωκοδόμησαν υψηλά τή Βάαλ τού κατακαίειν τους υιούς αυτών εν πυρί, ά ουκ ενετειλάμην ουδέ διενοήθην εν τή καρδία μου. 6 διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και ου κληθήσεται τώ τόπω τούτω έτι Διάπτωσις και Πολυάνδριον υιού Εννόμ, αλλ' ή Πολυάνδριον της σφαγής. 7 και σφάξω την βουλήν Ιούδα και την βουλήν Ιερουσαλήμ εν τώ τόπω τούτω και καταβαλώ αυτούς εν μαχαίρα εναντίον των εχθρών αυτών και εν χερσί των ζητούντων τας ψυχάς αυτών, και δώσω τους νεκρούς αυτών εις βρώσιν τοίς πετεινοίς τού ουρανού και τοίς θηρίοις της γής. 8 και τάξω την πόλιν ταύτην εις αφανισμόν και εις συριγμόν· πάς ο παραπορευόμενος επ' αυτής σκυθρωπάσει και συριεί υπέρ πάσης της πληγής αυτής. 9 και έδονται τας σάρκας των υιών αυτών και τας σάρκας των θυγατέρων αυτών, και έκαστος τας σάρκας τού πλησίον αυτού έδονται εν τή περιοχή και εν τή πολιορκία, ή πολιορκήσουσιν αυτούς οι εχθροί αυτών.
10 και συντρίψεις τον βίκον κατ' οφθαλμούς των ανδρών των εκπορευομένων μετά σού 11 και ερείς· τάδε λέγει Κύριος· ούτως συντρίψω τον λαόν τούτον, και την πόλιν ταύτην, καθώς συντρίβεται άγγος οστράκινον, ό ου δυνήσεται ιαθήναι έτι. 12 ούτως ποιήσω, λέγει Κύριος, τώ τόπω τούτω και τοίς κατοικούσιν εν αυτώ τού δοθήναι την πόλιν ταύτην ως την διαπίπτουσαν. 13 και οίκοι Ιερουσαλήμ και οίκοι βασιλέων Ιούδα έσονται καθώς ο τόπος ο διαπίπτων από των ακαθαρσιών αυτών εν πάσαις ταίς οικίαις, εν αίς εθυμίασαν επί των δωμάτων αυτών πάση τή στρατιά τού ουρανού και έσπεισαν σπονδάς θεοίς αλλοτρίοις. ~ 14 Καί ήλθεν Ιερεμίας από της διαπτώσεως, ού απέστειλεν αυτόν Κύριος εκεί τού προφητεύσαι, και έστη εν τή αυλή οίκου Κυρίου και είπε προς πάντα τον λαόν· 15 τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επάγω επί την πόλιν ταύτην και επί πάσας τας πόλεις αυτής και επί τας κώμας αυτής άπαντα τα κακά, ά ελάλησα επ' αυτήν, ότι εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών τού μη εισακούειν των εντολών μου.
1 ΚΑΙ ήκουσε Πασχώρ ο υιός Εμμήρ ο ιερεύς ~ και ούτος ήν καθεσταμένος ηγούμενος οίκου Κυρίου ~ τού Ιερεμίου προφητεύοντος τους λόγους τούτους. 2 και επάταξεν αυτόν και ενέβαλεν αυτόν εις τον καταρράκτην, ός ήν εν πύλη οίκου αποτεταγμένου τού υπερώου, ός ήν εν οίκω Κυρίου. 3 και εξήγαγε Πασχώρ τον Ιερεμίαν εκ τού καταρράκτου, και είπεν αυτώ Ιερεμίας· ουχί Πασχώρ εκάλεσε Κύριος το όνομά σου, αλλ' ή Μέτοικον. 4 διότι τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ δίδωμί σε εις μετοικίαν σύν πάσι τοίς φίλοις σου, και πεσούνται εν μαχαίρα εχθρών αυτών, και οι οφθαλμοί σου όψονται, και σε και πάντα Ιούδαν δώσω εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος, και μετοικιούσιν αυτούς και κατακόψουσιν εν μαχαίραις. 5 και δώσω την πάσαν ισχύν της πόλεως ταύτης και πάντας τους πόνους αυτής και πάντας τους θησαυρούς τού βασιλέως Ιούδα εις χείρας εχθρών αυτού, και άξουσιν αυτούς εις Βαβυλώνα. 6 και σύ και πάντες οι κατοικούντες εν τώ οίκω σου πορεύσεσθε εν αιχμαλωσία, και εν Βαβυλώνι αποθανή και εκεί ταφήση, σύ και πάντες οι φίλοι σου, οίς επροφήτευσας αυτοίς ψευδή. 7 Ηπάτησάς με, Κύριε, και ηπατήθην, εκράτησας και ηδυνάσθης· εγενόμην εις γέλωτα, πάσαν ημέραν διετέλεσα μυκτηριζόμενος· 8 ότι πικρώ λόγω μου γελάσομαι, αθεσίαν και ταλαιπωρίαν επικαλέσομαι, ότι εγενήθη λόγος Κυρίου εις ονειδισμόν εμοί και εις χλευασμόν πάσαν ημέραν μου. 9 και είπα· ου μη ονομάσω το όνομα Κυρίου και ου μη λαλήσω έτι επί τώ ονόματι αυτού. και εγένετο ως πύρ καιόμενον φλέγον εν τοίς οστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύναμαι φέρειν.
10 ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν· επισύστητε και επισυστώμεν αυτώ, πάντες άνδρες φίλοι αυτού· τηρήσατε την επίνοιαν αυτού, ει απατηθήσεται και δυνησόμεθα αυτώ και ληψόμεθα την εκδίκησιν ημών εξ αυτού. 11 ο δε Κύριος μετ' εμού καθώς μαχητής ισχύων· διά τούτο εδίωξαν και νοήσαι ουκ ηδύναντο· ησχύνθησαν σφόδρα, ότι ουκ ενόησαν ατιμίας αυτών, αί δι' αιώνος ουκ επιλησθήσονται. 12 Κύριε, δοκιμάζων δίκαια, συνίων νεφρούς και καρδίας, ίδοιμι την παρά σού εκδίκησιν εν αυτοίς, ότι προς σε απεκάλυψα τα απολογήματά μου. ~ 13 ©σατε τώ Κυρίω, αινέσατε αυτώ, ότι εξείλατο ψυχήν πένητος εκ χειρός πονηρευομένων. ~ 14 Επικατάρατος η ημέρα, εν ή ετέχθην εν αυτή· η ημέρα, εν ή έτεκέ με η μήτηρ μου, μη έστω επευκτή. 15 επικατάρατος ο άνθρωπος ο ευαγγελισάμενος τώ πατρί μου λέγων· ετέχθη σοι άρσην, ευφραινόμενος. 16 έστω ο άνθρωπος εκείνος ως αι πόλεις, ας κατέστρεψε Κύριος εν θυμώ και ου μετεμελήθη· ακουσάτω κραυγής τώ πρωί και αλαλαγμού μεσημβρίας, 17 ότι ουκ απέκτεινέ με εν μήτρα μητρός και εγένετό μοι η μήτηρ μου τάφος μου και η μήτρα συλλήψεως αιωνίας. 18 ινατί τούτο εξήλθον εκ μήτρας τού βλέπειν κόπους και πόνους, και διετέλεσαν εν αισχύνη αι ημέραι μου;
1 Ο λόγος ο γενόμενος παρά Κυρίου προς Ιερεμίαν, ότε απέστειλε προς αυτόν ο βασιλεύς Σεδεκίας τον Πασχώρ υιόν Μελχίου και Σοφονίαν υιόν Μαασαίου τον ιερέα λέγων· 2 επερώτησον περί ημών τον Κύριον, ότι βασιλεύς Βαβυλώνος εφέστηκεν εφ' ημάς, ει ποιήσει Κύριος κατά πάντα τα θαυμάσια αυτού, και απελεύσεται αφ' ημών. 3 και είπε προς αυτούς Ιερεμίας· ούτως ερείτε προς Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα· 4 τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ μεταστρέψω τα όπλα τα πολεμικά, εν οίς υμείς πολεμείτε εν αυτοίς προς τους Χαλδαίους τους συγκεκλεικότας υμάς έξωθεν τού τείχους, και συνάξω αυτούς εις το μέσον της πόλεως ταύτης 5 και πολεμήσω εγώ υμάς εν χειρί εκτεταμένη και εν βραχίονι κραταιώ μετά θυμού και οργής μεγάλης 6 και πατάξω πάντας τους κατοικούντας εν τή πόλει ταύτη, τους ανθρώπους και τα κτήνη, εν θανάτω μεγάλω, και αποθανούνται. 7 και μετά ταύτα ~ούτως λέγει Κύριος~ δώσω τον Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα και τους παίδας αυτού και τον λαόν τον καταλειφθέντα εν τή πόλει ταύτη από τού θανάτου και από τού λιμού και από της μαχαίρας εις χείρας εχθρών αυτών των ζητούντων τας ψυχάς αυτών, και κατακόψουσιν αυτούς εν στόματι μαχαίρας· ου φείσομαι επ' αυτοίς και ου μη οικτειρήσω αυτούς. 8 και προς τον λαόν τούτον ερείς· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ δέδωκα πρό προσώπου υμών την οδόν της ζωής και την οδόν τού θανάτου· 9 ο καθήμενος εν τή πόλει ταύτη αποθανείται εν μαχαίρα και εν λιμώ, και ο εκπορευόμενος προσχωρήσαι προς τους Χαλδαίους τους συγκεκλεικότας υμάς ζήσεται, και έσται η ψυχή αυτού εις σκύλα, και ζήσεται.
10 διότι εστήρικα το πρόσωπόν μου επί την πόλιν ταύτην εις κακά και ουκ εις αγαθά· εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος παραδοθήσεται, και κατακαύσει αυτήν εν πυρί. 11 ο οίκος βασιλέως Ιούδα, ακούσατε λόγον Κυρίου· 12 οίκος Δαυίδ, τάδε λέγει Κύριος· κρίνατε πρωί κρίμα και κατευθύνατε και εξέλεσθε διηρπασμένον εκ χειρός αδικούντος αυτόν, όπως μη αναφθή ως πύρ η οργή μου και καυθήσεται, και ουκ έσται ο σβέσων. 13 ιδού εγώ προς σε τον κατοικούντα την κοιλάδα Σόρ, την πεδεινήν, τους λέγοντας· τις πτοήσει ημάς; ή τις εισελεύσεται προς το κατοικητήριον ημών; 14 και ανάψω πύρ εν τώ δρυμώ αυτής, και έδεται πάντα τα κύκλω αυτής.
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· πορεύου και κατάβηθι εις τον οίκον τού βασιλέως Ιούδα και λαλήσεις εκεί τον λόγον τούτον 2 και ερείς· άκουε λόγον Κυρίου, βασιλεύ Ιούδα ο καθήμενος επί θρόνου Δαυίδ, σύ και ο οίκός σου και ο λαός σου και οι εισπορευόμενοι ταίς πύλαις ταύταις· 3 τάδε λέγει Κύριος· ποιείτε κρίσιν και δικαιοσύνην και εξαιρείσθε διηρπασμένον εκ χειρός αδικούντος αυτόν και προσήλυτον και ορφανόν και χήραν μη καταδυναστεύετε και μη ασεβήτε και αίμα αθώον μη εκχέητε εν τώ τόπω τούτω. 4 διότι εάν ποιούντες ποιήσητε τον λόγον τούτον, και εισελεύσονται εν ταίς πύλαις τού οίκου τούτου βασιλείς καθήμενοι επί θρόνου Δαυίδ και επιβεβηκότες εφ' αρμάτων και ίππων, αυτοί και οι παίδες αυτών, και ο λαός αυτών· 5 εάν δε μη ποιήσητε τους λόγους τούτους, κατ' εμαυτού ώμοσα, λέγει Κύριος, ότι εις ερήμωσιν έσται ο οίκος ούτος. 6 ότι τάδε λέγει Κύριος κατά τού οίκου βασιλέως Ιούδα· Γαλαάδ σύ μοι, αρχή τού Λιβάνου, εάν μη θώ σε εις έρημον, πόλεις μη κατοικηθησομένας· 7 και επάξω επί σε ολοθρεύοντα άνδρα και τον πέλεκυν αυτού, και εκκόψουσι τας εκλεκτάς κέδρους σου και εμβαλούσιν εις το πύρ. 8 και διελεύσονται έθνη διά της πόλεως ταύτης και ερεί έκαστος προς τον πλησίον αυτού· διατί εποίησε Κύριος ούτως τή πόλει ταύτη τή μεγάλη; 9 και ερούσιν· ανθ' ών εγκατέλιπον την διαθήκην Κυρίου Θεού αυτών και προσεκύνησαν θεοίς αλλοτρίοις και εδούλευσαν αυτοίς.
10 Μή κλαίετε τον τεθνηκότα μηδέ θρηνείτε αυτόν· κλαύσατε κλαυμώ τον εκπορευόμενον, ότι ουκ επιστρέψει έτι, ουδέ όψεται την γήν πατρίδος αυτού. 11 διότι τάδε λέγει Κύριος επί Σελλήμ υιόν Ιωσία τον βασιλεύοντα αντί Ιωσίου τού πατρός αυτού, ός εξήλθεν εκ τού τόπου τούτου· ουκ αναστρέψει εκεί έτι, 12 αλλ' ή εν τώ τόπω, ού μετώκισα αυτόν, εκεί αποθανείται και την γήν ταύτην ουκ όψεται έτι. ~ 13 Ώ ο οικοδομών οικίαν αυτού ου μετά δικαιοσύνης και τα υπερώα αυτού ουκ εν κρίματι, παρά τώ πλησίον αυτού εργάται δωρεάν και τον μισθόν αυτού ου μη αποδώσει αυτώ. 14 ωκοδόμησας σεαυτώ οίκον σύμμετρον, υπερώα ριπιστά διεσταλμένα θυρίσι και εξυλωμένα εν κέδρω και κεχρισμένα εν μίλτω. 15 μη βασιλεύσης, ότι σύ παροξύνη εν Άχαζ τώ πατρί σου; ου φάγονται και ου πίονται· βέλτιον ήν σε ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην. 16 ουκ έγνωσαν, ουκ έκριναν κρίσιν ταπεινώ ουδέ κρίσιν πένητος· ου τούτό εστι το μη γνώναί σε εμέ, λέγει Κύριος; 17 ιδού ουκ εισίν οι οφθαλμοί σου ουδέ η καρδία σου καλή, αλλά εις την πλεονεξίαν σου και εις το αίμα το αθώον τού εκχέειν αυτό και εις αδικήματα και εις φόνον τού ποιείν αυτά. 18 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος επί Ιωακείμ υιόν Ιωσία βασιλέα Ιούδα· ουαί επί τον άνδρα τούτον· ου μη κόψονται αυτόν· ώ αδελφέ, ουδέ μη κλαύσονται αυτόν· οίμοι Κύριε. 19 ταφήν όνου ταφήσεται, συμψηθείς ριφήσεται επέκεινα της πύλης Ιερουσαλήμ. ~
20 Ανάβηθι εις τον Λίβανον και κράξον και εις την Βασάν δός την φωνήν σου και βόησον εις το πέραν της θαλάσσης, ότι συνετρίβησαν πάντες οι ερασταί σου. 21 ελάλησα προς σε εν τή παραπτώσει σου, και είπας· ουκ ακούσομαι· αύτη η οδός σου εκ νεότητός σου, ουκ ήκουσας της φωνής μου. 22 πάντας τους ποιμένας σου ποιμανεί άνεμος, και οι ερασταί σου εν αιχμαλωσία εξελεύσονται· ότι τότε αισχυνθήση και ατιμωθήση από πάντων των φιλούντων σε. 23 κατοικούσα εν τώ Λιβάνω, εννοσσεύουσα εν ταίς κέδροις, καταστενάξεις εν τώ ελθείν σοι οδύνας ως τικτούσης. 24 ζώ εγώ, λέγει Κύριος, εάν γενόμενος γένηται Ιεχονίας υιός Ιωακείμ βασιλεύς Ιούδα αποσφράγισμα επί της χειρός της δεξιάς μου, εκείθεν εκσπάσω σε 25 και παραδώσω σε εις χείρας των ζητούντων την ψυχήν σου, ών σύ ευλαβή από προσώπου αυτών, εις χείρας των Χαλδαίων· 26 και απορρίψω σε και την μητέρα σου την τεκούσάν σε εις γήν, ού ουκ ετέχθης εκεί, και εκεί αποθανείσθε. 27 εις δε την γήν, ήν αυτοί εύχονται ταίς ψυχαίς αυτών, ου μη αποστρέψωσιν. 28 ητιμώθη Ιεχονίας ως σκεύος, ού ουκ έστι χρεία αυτού, ότι εξερρίφη και εξεβλήθη εις γήν, ήν ουκ ήδει. 29 γη γη ακουε λόγον Κυρίου· 30 γράψον τον άνδρα τούτον εκκήρυκτον άνθρωπον, ότι ου μη αυξηθή εκ τού σπέρματος αυτού ανήρ καθήμενος επί θρόνου Δαυίδ άρχων έτι εν τώ Ιούδα.
1 Ω οι ποιμένες οι διασκορπίζοντες και απολλύοντες τα πρόβατα της νομής μου. 2 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος επί τους ποιμαίνοντας τον λαόν μου· υμείς διεσκορπίσατε τα πρόβατά μου και εξώσατε αυτά και ουκ επεσκέψασθε αυτά, ιδού εγώ εκδικώ εφ' υμάς κατά τα πονηρά επιτηδεύματα υμών· 3 και εγώ εισδέξομαι τους καταλοίπους τού λαού μου επί πάσης της γής, ού έξωσα αυτούς εκεί, και καταστήσω αυτούς εις την νομήν αυτών, και αυξηθήσονται και πληθυνθήσονται· 4 και αναστήσω αυτοίς ποιμένας, οί ποιμανούσιν αυτούς, και ου φοβηθήσονται έτι ουδέ πτοηθήσονται, λέγει Κύριος. 5 ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και αναστήσω τώ Δαυίδ ανατολήν δικαίαν, και βασιλεύσει βασιλεύς και συνήσει και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην επί της γής. 6 εν ταίς ημέραις αυτού σωθήσεται Ιούδας, και Ισραήλ κατασκηνώσει πεποιθώς, και τούτο το όνομα αυτού, ό καλέσει αυτόν Κύριος Ιωσεδέκ. 9 Εν τοίς προφήταις συνετρίβη η καρδία μου, εν εμοί εσαλεύθη πάντα τα οστά μου, εγενήθην ως ανήρ συντετριμμένος και ως άνθρωπος συνεχόμενος από οίνου από προσώπου Κυρίου και από προσώπου ευπρεπείας δόξης αυτού.
10 ότι από προσώπου τούτων επένθησεν η γη, εξηράνθησαν αι νομαί της ερήμου, και εγένετο ο δρόμος αυτών πονηρός και η ισχύς αυτών ουχ ούτως. 11 ότι ιερεύς και προφήτης εμολύνθησαν και εν τώ οίκω μου είδον πονηρίας αυτών. 12 διά τούτο γενέσθω η οδός αυτών αυτοίς εις ολίσθημα εν γνόφω, και υποσκελισθήσονται και πεσούνται εν αυτή· διότι επάξω επ' αυτούς κακά εν ενιαυτώ επισκέψεως αυτών, φησί Κύριος. 13 και εν τοίς προφήταις Σαμαρείας είδον ανομήματα· επροφήτευσαν διά της Βάαλ και επλάνησαν τον λαόν μου Ισραήλ. 14 και εν τοίς προφήταις Ιερουσαλήμ εώρακα φρικτά, μοιχωμένους και πορευομένους εν ψεύδεσι και αντιλαμβανομένους χειρών πονηρών τού μη αποστραφήναι έκαστον από της οδού αυτού της πονηράς· εγενήθησάν μοι πάντες ως Σόδομα και οι κατοικούντες αυτήν ώσπερ Γόμορρα. 15 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ ψωμιώ αυτούς οδύνην και ποτιώ αυτούς ύδωρ πικρόν, ότι από των προφητών Ιερουσαλήμ εξήλθε μολυσμός πάση τή γη. 16 ούτως λέγει Κύριος παντοκράτωρ· μη ακούετε τους λόγους των προφητών, ότι ματαιούσιν εαυτοίς όρασιν, από καρδίας αυτών λαλούσι και ουκ από στόματος Κυρίου. 17 λέγουσι τοίς απωθουμένοις τον λόγον Κυρίου· ειρήνη έσται υμίν· και πάσι τοίς πορευομένοις τοίς θελήμασιν αυτών, παντί τώ πορευομένω πλάνη καρδίας αυτού είπαν· ουχ ήξει επί σε κακά. 18 ότι τις έστη εν υποστήματι Κυρίου και είδε τον λόγον αυτού; τις ηνωτίσατο και ήκουσεν; 19 ιδού σεισμός παρά Κυρίου και οργή εκπορεύεται εις συσσεισμόν, συστρεφομένη επί τους ασεβείς ήξει.
20 και ουκ έτι αποστρέψει ο θυμός Κυρίου, έως αν ποιήση αυτό και έως αν στήση αυτό από εγχειρήματος καρδίας αυτού· επ' εσχάτου των ημερών νοήσουσιν αυτά. 21 ουκ απέστελλον τους προφήτας, και αυτοί έτρεχον· ουδέ ελάλησα προς αυτούς, και αυτοί επροφήτευον. 22 και ει έστησαν εν τή υποστάσει μου και ει ήκουσαν των λόγων μου, και τον λαόν μου αν απέστρεφον αυτούς από των πονηρών επιτηδευμάτων αυτών. 23 Θεός εγγίζων εγώ ειμι, λέγει Κύριος, και ουχί Θεός πόρρωθεν. 24 ει κρυβήσεταί τις εν κρυφαίοις, και εγώ ουκ όψομαι αυτόν; μη ουχί τον ουρανόν και την γήν εγώ πληρώ; λέγει Κύριος. 25 ήκουσα ά λαλούσιν οι προφήται, ά προφητεύουσιν επί τώ ονόματί μου ψευδή λέγοντες· ηνυπνιασάμην ενύπνιον. 26 έως πότε έσται εν καρδία των προφητών των προφητευόντων ψευδή και εν τώ προφητεύειν αυτούς τα θελήματα της καρδίας αυτών; 27 των λογιζομένων τού επιλαθέσθαι τού νόμου μου εν τοίς ενυπνίοις αυτών, ά διηγούντο έκαστος τώ πλησίον αυτού, καθάπερ επελάθοντο οι πατέρες αυτών τού ονόματός μου εν τή Βάαλ; 28 ο προφήτης, εν ώ το ενύπνιόν εστι, διηγησάσθω το ενύπνιον αυτού, και εν ώ ο λόγος μου προς αυτόν, διηγησάσθω τον λόγον μου επ' αληθείας. τι το άχυρον προς τον σίτον; ούτως οι λόγοι μου, λέγει Κύριος. 29 ουκ ιδού οι λόγοι μου ώσπερ πύρ φλέγον, λέγει Κύριος, και ως πέλυξ κόπτων πέτραν;
30 ιδού εγώ διά τούτο προς τους προφήτας, λέγει Κύριος ο Θεός, τους κλέπτοντας τους λόγους μου έκαστον παρά τού πλησίον αυτού. 31 ιδού εγώ προς τους προφήτας τους εκβάλλοντας προφητείας γλώσσης και νυστάζοντας νυσταγμόν εαυτών. 32 ιδού εγώ προς τους προφήτας τους προφητεύοντας ενύπνια ψευδή και διηγούντο αυτά και επλάνησαν τον λαόν μου εν τοίς ψεύδεσιν αυτών και εν τοίς πλάνοις αυτών και εγώ ουκ απέστειλα αυτούς και ουκ ενετειλάμην αυτοίς και ωφέλειαν ουκ ωφελήσουσι τον λαόν τούτον. 33 και εάν ερωτήσωσί σε ο λαός ούτος ή ιερεύς ή προφήτης λέγων· τι το λήμμα Κυρίου; και ερείς αυτοίς· υμείς εστε το λήμμα και ράξω υμάς, λέγει Κύριος. 34 ο προφήτης και οι ιερείς και ο λαός, οί αν είπωσι· λήμμα Κυρίου, και εκδικήσω τον άνθρωπον εκείνον και τον οίκον αυτού. 35 ότι ούτως ερείτε έκαστος προς τον πλησίον αυτού και έκαστος προς τον αδελφόν αυτού· τι απεκρίθη Κύριος, και τι ελάλησε Κύριος; 36 και λήμμα Κυρίου μη ονομάζετε έτι, ότι το λήμμα τώ ανθρώπω έσται ο λόγος αυτού· 37 και διατί ελάλησε Κύριος ο Θεός ημών; 38 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος ο Θεός ημών· ανθ' ών είπατε τον λόγον τούτον· λήμμα Κυρίου, και απέστειλα προς υμάς λέγων· ουκ ερείτε· λήμμα Κυρίου, 39 διά τούτο ιδού εγώ λαμβάνω και ράσσω υμάς και την πόλιν, ήν έδωκα υμίν και τοίς πατράσιν υμών,
40 και δώσω εφ' υμάς ονειδισμόν αιώνιον και ατιμίαν αιώνιον, ήτις ουκ επιλησθήσεται. ~ 7 Διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και ουκ ερούσιν έτι· ζή Κύριος, ός ανήγαγε τον οίκον Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου, 8 αλλά· ζή Κύριος, ός συνήγαγε πάν το σπέρμα Ισραήλ από γής βορρά και από πασών των χωρών, ού έξωσεν αυτούς εκεί. και αποκατέστησεν αυτούς εις την γήν αυτών.
1 ΕΔΕΙΞΕ μοι Κύριος δύο καλάθους σύκων κειμένους κατά πρόσωπον ναού Κυρίου μετά το αποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος τον Ιεχονίαν υιόν Ιωακείμ βασιλέα Ιούδα και τους άρχοντας και τους τεχνίτας και τους δεσμώτας και τους πλουσίους εξ Ιερουσαλήμ και ήγαγεν αυτούς εις Βαβυλώνα· 2 ο κάλαθος ο είς σύκων χρηστών σφόδρα, ως τα σύκα τα πρώιμα, και ο κάλαθος ο έτερος σύκων πονηρών σφόδρα, ά ου βρωθήσεται από πονηρίας αυτών. 3 και είπε Κύριος προς με· τι σύ οράς, Ιερεμία; και είπα· σύκα· τα χρηστά χρηστά λίαν, και τα πονηρά πονηρά λίαν, ά ου βρωθήσεται από πονηρίας αυτών. 4 και εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 5 τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ως τα σύκα τα χρηστά ταύτα, ούτως επιγνώσομαι τους αποικισθέντας Ιούδα, ούς εξαπέσταλκα εκ τού τόπου τούτου εις γήν Χαλδαίων εις αγαθά. και στηριώ τους οφθαλμούς μου επ' αυτούς εις αγαθά και αποκαταστήσω αυτούς εις την γήν ταύτην εις αγαθά και ανοικοδομήσω αυτούς και ου μη καθελώ και καταφυτεύσω αυτούς και ου μη εκτίλω. 7 και δώσω αυτοίς καρδίαν τού ειδέναι αυτούς εμέ, ότι εγώ ειμι Κύριος, και έσονταί μοι εις λαόν, και εγώ έσομαι αυτοίς εις Θεόν, ότι επιστραφήσονται επ' εμέ εξ όλης της καρδίας αυτών. 8 και ως τα σύκα τα πονηρά, ά ου βρωθήσονται από πονηρίας αυτών, τάδε λέγει Κύριος, ούτως παραδώσω τον Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα και τους μεγιστάνας αυτού και το κατάλοιπον Ιερουσαλήμ τους υπολελειμμένους εν τή γη ταύτη και τους κατοικούντας εν Αιγύπτω. 9 και δώσω αυτούς εις διασκορπισμόν εις πάσας τας βασιλείας της γής, και έσονται εις ονειδισμόν και εις παραβολήν και εις μίσος και εις κατάραν εν παντί τόπω, ού έξωσα αυτούς εκεί.
10 και αποστελώ εις αυτούς τον λιμόν και τον θάνατον και την μάχαιραν, έως αν εκλείπωσιν από της γής, ής έδωκα αυτοίς.
1 Ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν επί πάντα τον λαόν Ιούδα εν τώ έτει τώ τετάρτω τού Ιωακείμ υιού Ιωσία βασιλέως Ιούδα, 2 ον ελάλησε προς πάντα τον λαόν Ιούδα και προς τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ λέγων· 3 εν τώ τρισκαιδεκάτω έτει Ιωσία υιού Αμώς βασιλέως Ιούδα και έως της ημέρας ταύτης είκοσι και τρία έτη και ελάλησα προς υμάς ορθρίζων και λέγων 4 και απέστελλον προς υμάς τους δούλους μου τους προφήτας, όρθρου αποστέλλων, και ουκ εισηκούσατε και ου προσέσχετε τοίς ωσίν υμών, 5 λέγων· αποστράφητε έκαστος από της οδού αυτού της πονηράς και από των πονηρών επιτηδευμάτων υμών, και κατοικήσετε επί της γής, ής έδωκα υμίν και τοίς πατράσιν υμών, απ' αιώνος και έως αιώνος. 6 μη πορεύεσθε οπίσω θεών αλλοτρίων τού δουλεύειν αυτοίς, και τού προσκυνείν αυτοίς, όπως μη παροργίζητέ με εν τοίς έργοις των χειρών υμών τού κακώσαι υμάς· 7 και ουκ ηκούσατέ μου. 8 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· επειδή ουκ επιστεύσατε τοίς λόγοις μου, 9 ιδού εγώ αποστέλλω και λήψομαι την πατριάν από βορρά και άξω αυτούς επί την γήν ταύτην και επί τους κατοικούντας αυτήν και επί πάντα τα έθνη τα κύκλω αυτής και εξερημώσω αυτούς και δώσω αυτούς εις αφανισμόν και εις συριγμόν και εις ονειδισμόν αιώνιον·
10 και απολώ απ' αυτών φωνήν χαράς και φωνήν ευφροσύνης, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης, οσμήν μύρου και φώς λύχνου. 11 και έσται πάσα η γη εις αφανισμόν, και δουλεύσουσιν εν τοίς έθνεσιν εβδομήκοντα έτη. 12 και εν τώ πληρωθήναι τα εβδομήκοντα έτη, εκδικήσω το έθνος εκείνο, φησί Κύριος, και θήσομαι αυτούς εις αφανισμόν αιώνιον· 13 και επάξω επί την γήν εκείνην πάντας τους λόγους μου, ούς ελάλησα κατ' αυτής, πάντα τα γεγραμμένα εν τώ βιβλίω τούτω.
Ά επροφήτευσεν Ιερεμίας επί τα έθνη.
(Μασ. ΜΘ 34 ). 14 Τά Αιλάμ. ~ Τάδε λέγει Κύριος· συνετρίβη το τόξον Αιλάμ, αρχή δυναστείας αυτών. 15 και επάξω επί Αιλάμ τέσσαρας ανέμους εκ των τεσσάρων άκρων τού ουρανού και διασπερώ αυτούς εν πάσι τοίς ανέμοις τούτοις, και ουκ έσται έθνος, ό ουχ ήξει εκεί, οι εξωσμένοι Αιλάμ. 16 και πτοήσω αυτούς εναντίον των εχθρών αυτών των ζητούντων την ψυχήν αυτών και επάξω επ' αυτούς κακά κατά την οργήν τού θυμού μου και επαποστελώ οπίσω αυτών την μάχαιράν μου έως τού εξαναλώσαι αυτούς. 17 και θήσω τον θρόνον μου εν Αιλάμ και εξαποστελώ εκείθεν βασιλέα και μεγιστάνας. 18 και έσται επ' εσχάτου των ημερών και αποστρέψω την αιχμαλωσίαν Αιλάμ, λέγει Κύριος. ~ Εν αρχή βασιλεύοντος Σεδεκίου βασιλέως εγένετο ο λόγος ούτος περί Αιλάμ.
2 1 Τ… Αιγύπτω επί δύναμιν Φαραώ Νεχαώ βασιλέως Αιγύπτου, ός ήν επί τώ ποταμώ Ευφράτη εν Χαρχαμείς, ον επάταξε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος, εν τώ έτει τώ τετάρτω Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα. 3 Αναλάβετε όπλα και ασπίδας και προσαγάγετε εις πόλεμον· 4 επισάξατε τους ίππους, επίβητε, οι ιππείς, και κατάστητε εν ταίς περικεφαλαίαις υμών· προβάλετε τα δόρατα και ενδύσασθε τους θώρακας υμών. 5 τι ότι αυτοί πτοούνται και αποχωρούσιν εις τα οπίσω; διότι οι ισχυροί αυτών κοπήσονται. φυγή έφυγον και ουκ ανέστρεψαν περιεχόμενοι κυκλόθεν, λέγει Κύριος. 6 μη φευγέτω ο κούφος, και μη ανασωζέσθω ο ισχυρός· επί βορράν τα παρά τον Ευφράτην ησθένησαν, πεπτώκασι. 7 τις ούτος ως ποταμός αναβήσεται και ως ποταμοί κυμαίνουσιν ύδωρ; 8 ύδατα Αιγύπτου ωσεί ποταμός αναβήσεται και είπεν· αναβήσομαι και κατακαλύψω την γήν και απολώ τους κατοικούντας εν αυτή. 9 επίβητε επί τους ίππους, παρασκευάσατε τα άρματα, εξέλθατε, οι μαχηταί Αιθιόπων και Λίβυες καθωπλισμένοι όπλοις· και Λυδοί, ανάβητε, εντείνατε τόξον.
10 και η ημέρα εκείνη Κυρίω τώ Θεώ ημών ημέρα εκδικήσεως τού εκδικήσαι τους εχθρούς αυτού, και καταφάγεται η μάχαιρα Κυρίου και εμπλησθήσεται και μεθυσθήσεται από τού αίματος αυτών, ότι θυσία τώ Κυρίω σαβαώθ από γής βορρά επί ποταμώ Ευφράτη. 1 11 ανάβηθι Γαλαάδ και λάβε ρητίνην τή παρθένω θυγατρί Αιγύπτου· εις κενόν επλήθυνας ιάματά σου, ωφέλεια ουκ έστιν εν σοί. 12 ήκουσαν έθνη φωνήν σου, και της κραυγής σου επλήσθη η γη, ότι μαχητής προς μαχητήν ησθένησαν, επί το αυτό έπεσαν αμφότεροι. 13 Ά ελάλησε Κύριος εν χειρί Ιερεμίου τού ελθείν Ναβουχοδονόσορ τον βασιλέα Βαβυλώνος τού κόψαι γήν Αιγύπτου. 14 Αναγγείλατε εις Μάγδωλον και παραγγείλατε εις Μέμφιν, είπατε· επίστηθι και ετοίμασον, ότι κατέφαγε μάχαιρα την σμίλακά σου. 15 διατί έφυγεν από σού ο Άπις; ο μόσχος ο εκλεκτός σου ουκ έμεινεν, ότι Κύριος παρέλυσεν αυτόν. 16 και το πλήθός σου ησθένησε και έπεσε, και έκαστος προς τον πλησίον αυτού ελάλει· αναστώμεν και αναστρέψωμεν προς τον λαόν ημών εις την πατρίδα ημών από προσώπου μαχαίρας Ελληνικής. 17 καλέσατε το όνομα Φαραώ Νεχαώ βασιλέως Αιγύπτου, Σαών- Εσβί- Εμωήδ. 18 ζώ εγώ, λέγει Κύριος ο Θεός, ότι ως το Ιταβύριον εν τοίς όρεσι και ως ο Κάρμηλος εν τή θαλάσση ήξει. 19 σκεύη αποικισμού ποίησον σεαυτή, κατοικούσα θύγατερ Αιγύπτου, ότι Μέμφις εις αφανισμόν έσται και κληθήσεται ουαί διά το μη υπάρχειν κατοικούντας εν αυτή.
20 δάμαλις κεκαλλωπισμένη Αίγυπτος, απόσπασμα από βορρά ήλθεν επ' αυτήν. 21 και οι μισθωτοί αυτής εν αυτή ώσπερ μόσχοι σιτευτοί τρεφόμενοι εν αυτή, διότι και αυτοί απεστράφησαν και έφυγον ομοθυμαδόν, ουκ έστησαν, ότι ημέρα απωλείας ήλθεν επ' αυτούς και καιρός εκδικήσεως αυτών. 22 φωνή ως όφεως συρίζοντος, ότι εν άμμω πορεύονται· εν αξίναις ήξουσιν επ' αυτήν ως κόπτοντες ξύλα. 23 εκκόψουσι τον δρυμόν αυτής, λέγει Κύριος ο Θεός, ότι ου μη εικασθή, ότι πληθύνει υπέρ ακρίδα και ουκ έστιν αυτοίς αριθμός. 24 κατησχύνθη η θυγάτηρ Αιγύπτου, παρεδόθη εις χείρας λαού από βορρά. 25 ιδού εγώ εκδικώ τον Αμμών τον υιόν αυτής επί Φαραώ και επί τους πεποιθότας επ' αυτώ. 27 σύ δε μη φοβηθής, δούλός μου Ιακώβ, μηδέ πτοηθής, Ισραήλ· διότι εγώ ιδού σώζων σε μακρόθεν και το σπέρμα σου εκ της αιχμαλωσίας αυτών, και αναστρέψει Ιακώβ και ησυχάσει και υπνώσει, και ουκ έσται ο παρενοχλών αυτόν. 28 μη φοβού, παίς μου Ιακώβ, λέγει Κύριος, ότι μετά σού εγώ ειμι· η απτόητος και τρυφερά παρεδόθη· ότι ποιήσω έθνει συντέλειαν εν παντί έθνει, εις ούς έξωσά σε εκεί, σε δε ου μη ποιήσω εκλιπείν· και παιδεύσω σε εις κρίμα και αθώον ουκ αθωώσω σε.
1 ΛΟΓΟΣ Κυρίου ον ελάλησεν επί Βαβυλώνα.
2 Αναγγείλατε εν τοίς έθνεσι και ακουστά ποιήσατε και μη κρύψητε, είπατε· εάλωκε Βαβυλών, κατησχύνθη Βήλος η απτόητος, η τρυφερά παρεδόθη Μαρωδάχ. 3 ότι ανέβη επ' αυτήν έθνος από βορρά· ούτος θήσει την γήν αυτής εις αφανισμόν, και ουκ έσται ο κατοικών εν αυτή από ανθρώπου και έως κτήνους. 4 εν ταίς ημέραις εκείναις και εν τώ καιρώ εκείνω ήξουσιν οι υιοί Ισραήλ, αυτοί και οι υιοί Ιούδα επί το αυτό· βαδίζοντες και κλαίοντες πορεύσονται τον Κύριον Θεόν αυτών ζητούντες. 5 έως Σιών ερωτήσουσι την οδόν, ώδε γάρ το πρόσωπον αυτών δώσουσι· και ήξουσι και καταφεύξονται προς Κύριον τον Θεόν, διαθήκη γάρ αιώνιος ουκ επιλησθήσεται. 6 πρόβατα απολωλότα εγενήθη ο λαός μου, οι ποιμένες αυτών έξωσαν αυτούς, επί τα όρη απεπλάνησαν αυτούς, εξ όρους επί βουνόν ώχοντο, επελάθοντο κοίτης αυτών. 7 πάντες οι ευρίσκοντες αυτούς ανήλισκον αυτούς, οι εχθροί αυτών είπαν· μη ανώμεν αυτούς· ανθ' ών ήμαρτον τώ Κυρίω νομή δικαιοσύνης τώ συναγαγόντι τους πατέρας αυτών. 8 απαλλοτριώθητε εκ μέσου Βαβυλώνος και από γής Χαλδαίων και εξέλθατε και γένεσθε ώσπερ δράκοντες κατά πρόσωπον προβάτων. 9 ότι ιδού εγώ εγείρω επί Βαβυλώνα συναγωγάς εθνών εκ γής βορρά, και παρατάξονται αυτή· εκείθεν αλώσεται, ως βολίς μαχητού συνετού ουκ επιστρέψει κενή.
10 και έσται η Χαλδαία εις προνομήν, πάντες οι προνομεύοντες αυτήν εμπλησθήσονται, 11 ότι ηυφραίνεσθε και κατεκαυχάσθε διαρπάζοντες την κληρονομίαν μου, διότι εσκιρτάτε ως βοίδια εν βοτάνη και εκερατίζετε ως ταύροι. 12 ησχύνθη η μήτηρ υμών σφόδρα, ενετράπη η τεκούσα υμάς μήτηρ επ' αγαθά εσχάτη εθνών έρημος. 13 από οργής Κυρίου ου κατοικηθήσεται. και έσται εις αφανισμόν πάσα, και πάς ο διοδεύων διά Βαβυλώνος σκυθρωπάσει και συριούσιν επί πάσαν την πληγήν αυτής. 14 παρατάξασθε επί Βαβυλώνα κύκλω, πάντες τείνοντες τόξον· τοξεύσατε επ' αυτήν, μη φείσησθε επί τοίς τοξεύμασιν υμών. 15 κατακρατήσατε αυτήν· παρελύθησαν αι χείρες αυτής, έπεσαν αι επάλξεις αυτής και κατεσκάφη το τείχος αυτής, ότι εκδίκησις παρά Θεού εστιν· εκδικείτε επ' αυτήν· καθώς εποίησε, ποιήσατε αυτή. 16 εξολοθρεύσασθε σπέρμα εκ Βαβυλώνος, κατέχοντα δρέπανον εν καιρώ θερισμού· από προσώπου μαχαίρας Ελληνικής έκαστος εις τον λαόν αυτού αποστρέψουσι και έκαστος εις την γήν αυτού φεύξεται. 17 Πρόβατον πλανώμενον Ισραήλ, λέοντες έξωσαν αυτόν· ο πρώτος έφαγεν αυτόν βασιλεύς Ασσούρ και ούτος ύστερον τα οστά αυτού βασιλεύς Βαβυλώνος. 18 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ εκδικώ επί τον βασιλέα Βαβυλώνος και επί την γήν αυτού, καθώς εξεδίκησα επί τον βασιλέα Ασσούρ. 19 και αποκαταστήσω τον Ισραήλ εις την νομήν αυτού, και νεμήσεται εν τώ Καρμήλω και εν όρει Εφραίμ και εν τώ Γαλαάδ και πλησθήσεται η ψυχή αυτού.
20 εν ταίς ημέραις εκείναις και εν τώ καιρώ εκείνω ζητήσουσι την αδικίαν Ισραήλ, και ουχ υπάρξει, και τας αμαρτίας Ιούδα, και ου μη ευρεθώσιν, ότι ίλεως έσομαι τοίς υπολελειμμένοις επί της γής, λέγει Κύριος. ~ 21 Πικρώς επίβηθι επ' αυτήν και επί τους κατοικούντας επ' αυτήν· εκδίκησον, μάχαιρα, και αφάνισον, λέγει Κύριος, και ποίει κατά πάντα, όσα εντέλλομαί σοι. 22 φωνή πολέμου και συντριβή μεγάλη εν γη Χαλδαίων. 23 πώς εκλάσθη και συνετρίβη η σφύρα πάσης της γής; πώς εγενήθη εις αφανισμόν Βαβυλών εν έθνεσιν; 24 επιθήσονταί σοι, και αλώση, ώ Βαβυλών, και ου γνώση· ευρέθης και ελήφθης, ότι τώ Κυρίω αντέστης. 25 ήνοιξε Κύριος τον θησαυρόν αυτού και εξήνεγκε τα σκεύη οργής αυτού, ότι έργον τώ Κυρίω Θεώ εν γη Χαλδαίων, 26 ότι εληλύθασιν οι καιροί αυτής. ανοίξατε τας αποθήκας αυτής, ερευνήσατε αυτήν ως σπήλαιον και εξολοθρεύσατε αυτήν, μη γενέσθω αυτής κατάλειμμα. 27 αναξηράνατε αυτής πάντας τους καρπούς, και καταβήτωσαν εις σφαγήν· ουαί αυτοίς, ότι ήκει η ημέρα αυτών και καιρός εκδικήσεως αυτών. 28 φωνή φευγόντων και ανασωζομένων εκ γής Βαβυλώνος τού αναγγείλαι εις Σιών την εκδίκησιν παρά Κυρίου Θεού ημών. 29 παραγγείλατε επί Βαβυλώνα πολλοίς, παντί εντείνοντι τόξον· παρεμβάλλετε επ' αυτήν κυκλόθεν, μη έστω αυτοίς ανασωζόμενος· ανταπόδοτε αυτή κατά τα έργα αυτής, κατά πάντα, όσα εποίησε, ποιήσατε αυτή, ότι προς Κύριον αντέστη Θεόν άγιον τού Ισραήλ.
30 διά τούτο πεσούνται οι νεανίσκοι αυτής εν ταίς πλατείαις αυτής, και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί αυτής ριφήσονται, είπε Κύριος. 31 ιδού εγώ επί σε την υβρίστριαν, λέγει Κύριος, ότι ήκει η ημέρα σου και ο καιρός εκδικήσεώς σου· 32 και ασθενήσει η ύβρις σου και πεσείται, και ουδείς έσται ο ανιστών αυτήν· και ανάψω πύρ εν τώ δρυμώ αυτής, και καταφάγεται πάντα τα κύκλω αυτής. 33 Τάδε λέγει Κύριος· καταδεδυνάστευνται οι υιοί Ισραήλ και οι υιοί Ιούδα άμα, πάντες οι αιχμαλωτεύσαντες αυτούς κατεδυνάστευσαν αυτούς, ότι ουκ ηθέλησαν εξαποστείλαι αυτούς. 34 και ο λυτρούμενος αυτούς ισχυρός, Κύριος παντοκράτωρ όνομα αυτώ· κρίσιν κρινεί προς τους αντιδίκους αυτού, όπως εξάρη την γήν, και παροξυνεί τοίς κατοικούσι Βαβυλώνα. 35 μάχαιραν επί τους Χαλδαίους και επί τους κατοικούντας Βαβυλώνα και επί τους μεγιστάνας αυτής και επί τους συνετούς αυτής· 36 μάχαιραν επί τους μαχητάς αυτής, και παραλυθήσονται· μάχαιραν επί τους ίππους αυτών και επί τα άρματα αυτών· 37 μάχαιραν επί τους μαχητάς αυτών και επί τον σύμμεικτον τον εν μέσω αυτής, και έσονται ωσεί γυναίκες· μάχαιραν επί τους θησαυρούς αυτής, και διασκορπισθήσονται. 38 επί τώ ύδατι αυτής επεποίθει και καταισχυνθήσονται, ότι γη των γλυπτών εστι, και εν ταίς νήσοις, ού κατεκαυχώντο. 39 διά τούτο κατοικήσουσιν ινδάλματα εν ταίς νήσοις, και κατοικήσουσιν εν αυτή θυγατέρες σειρήνων· ου μη κατοικηθή ουκέτι εις τον αιώνα.
40 καθώς κατέστρεψεν ο Θεός Σόδομα και Γόμορρα και τας ομορούσας αυταίς, είπε Κύριος, ου μη κατοικήσει εκεί άνθρωπος, και ου μη παροικήσει εκεί υιός ανθρώπου. 41 ιδού λαός έρχεται από βορρά, και έθνος μέγα και βασιλείς πολλοί εξεγερθήσονται απ' εσχάτου της γής, 42 τόξον και εγχειρίδιον έχοντες· ιταμός εστι και ου μη ελεήση· η φωνή αυτών ως θάλασσα ηχήσει, εφ' ίπποις ιππάσονται παρεσκευασμένοι, ώσπερ πύρ, εις πόλεμον προς σε, θύγατερ Βαβυλώνος. 43 ήκουσε βασιλεύς Βαβυλώνος την ακοήν αυτών, και παρελύθησαν αι χείρες αυτού· θλίψις κατεκράτησεν αυτού, ωδίνες ως τικτούσης. 44 ιδού ώσπερ λέων αναβήσεται από τού Ιορδάνου εις τόπον Αιθάμ, ότι ταχέως εκδιώξω αυτούς απ' αυτής και πάντα νεανίσκον επ' αυτήν επιστήσω. ότι τις ώσπερ εγώ; και τις αντιστήσεταί μοι; και τις ούτος ποιμήν, ός στήσεται κατά πρόσωπόν μου; 45 διά τούτο ακούσατε την βουλήν Κυρίου, ήν βεβούλευται επί Βαβυλώνα, και λογισμούς αυτού, ούς ελογίσατο επί τους κατοικούντας Χαλδαίους· εάν μη διαφθαρή τα αρνία των προβάτων αυτών, εάν μη αφανισθή νομή απ' αυτών. 46 ότι από φωνής αλώσεως Βαβυλώνος σεισθήσεται η γη, και κραυγή εν έθνεσιν ακουσθήσεται.
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· ιδού εγώ εξεγείρω επί Βαβυλώνα και επί τους κατοικούντας Χαλδαίους άνεμον καύσωνα διαφθείροντα. 2 και εξαποστελώ εις Βαβυλώνα υβριστάς, και καθυβρίσουσιν αυτήν και λυμανούνται την γήν αυτής· ουαί επί Βαβυλώνα κυκλόθεν εν ημέρα κακώσεως αυτής. 3 τεινέτω ο τείνων το τόξον αυτού και περιθέσθω ώ εστιν όπλα αυτώ, και μη φείσησθε επί τους νεανίσκους αυτής και αφανίσατε πάσαν την δύναμιν αυτής· 4 και πεσούνται τραυματίαι εν γη Χαλδαίων και κατακεκεντημένοι έξωθεν αυτής. 5 διότι ουκ εχήρευσεν Ισραήλ και Ιούδας από Θεού αυτών, από Κυρίου παντοκράτορος, ότι η γη αυτών επλήσθη αδικίας από των αγίων Ισραήλ. 6 φεύγετε εκ μέσου Βαβυλώνος και ανασώζετε έκαστος την ψυχήν αυτού, και μη απορριφήτε εν τή αδικία αυτής, ότι καιρός εκδικήσεως αυτής εστι παρά Κυρίου, ανταπόδομα αυτός ανταποδίδωσιν αυτή. 7 ποτήριον χρυσούν Βαβυλών εν χειρί Κυρίου μεθύσκον πάσαν την γήν· από τού οίνου αυτής επίοσαν έθνη, διά τούτο εσαλεύθησαν. 8 και άφνω έπεσε Βαβυλών και συνετρίβη· θρηνείτε αυτήν, λάβετε ρητίνην τή διαφθορά αυτής, εί πως ιαθήσεται. 9 ιατρεύσαμεν την Βαβυλώνα, και ουκ ιάθη· εγκαταλίπωμεν αυτήν και απέλθωμεν έκαστος εις την γήν αυτού, ότι ήγγικεν εις ουρανόν το κρίμα αυτής, εξήρεν έως των άστρων.
10 εξήνεγκε Κύριος το κρίμα αυτού· δεύτε και αναγγείλωμεν εν Σιών τα έργα Κυρίου τού Θεού ημών. 11 παρασκευάζετε τα τοξεύματα, πληρούτε τας φαρέτρας. ήγειρε Κύριος το πνεύμα βασιλέως Μήδων, ότι εις Βαβυλώνα η οργή αυτού τού εξολοθρεύσαι αυτήν, ότι εκδίκησις Κυρίου εστίν, εκδίκησις λαού αυτού εστιν. 12 επί τειχέων Βαβυλώνος άρατε σημείον, επιστήσατε φαρέτρας, εγείρατε φυλακάς, ετοιμάσατε όπλα, ότι ενεχείρησε και ποιήσει Κύριος ά ελάλησεν επί τους κατοικούντας Βαβυλώνα, 13 κατασκηνούντας εφ' ύδασι πολλοίς και επί πλήθει θησαυρών αυτής· ήκει το πέρας σου αληθώς εις τα σπλάγχνα σου. 14 ότι ώμοσε Κύριος κατά τού βραχίονος αυτού· διότι πληρώσω σε ανθρώπων ωσεί ακρίδων, και φθέγξονται επί σε οι καταβαίνοντες. ~ 15 Κύριος ποιών γήν εν τή ισχύι αυτού, ετοιμάζων οικουμένην εν τή σοφία αυτού, εν τή συνέσει αυτού εξέτεινε τον ουρανόν, 16 εις φωνήν έθετο ήχος ύδατος εν ουρανώ και ανήγαγε νεφέλας απ' εσχάτου της γής, αστραπάς εις υετόν εποίησε και εξήγαγε φώς εκ θησαυρών αυτού. 17 εματαιώθη πάς άνθρωπος από γνώσεως, κατησχύνθη πάς χρυσοχόος από των γλυπτών αυτού, ότι ψευδή εχώνευσαν, ουκ έστι πνεύμα εν αυτοίς· 18 μάταιά εστιν, έργα μεμωκημένα, εν καιρώ επισκέψεως αυτών απολούνται. 19 ου τοιαύτη μερίς τώ Ιακώβ, ότι ο πλάσας τα πάντα αυτός εστι κληρονομία αυτού, Κύριος όνομα αυτώ. ~
20 Διασκορπίζεις σύ μοι σκεύη πολέμου, και διασκορπιώ εν σοί έθνη και εξαρώ εκ σού βασιλείς 21 και διασκορπιώ εν σοί ίππον και επιβάτην αυτού και διασκορπιώ εν σοί άρματα και αναβάτας αυτών 22 και διασκορπιώ εν σοί νεανίσκον και παρθένον και διασκορπιώ εν σοί άνδρα και γυναίκα 23 και διασκορπιώ εν σοί ποιμένα και το ποίμνιον αυτού και διασκορπιώ εν σοί γεωργόν και το γεώργιον αυτού και διασκορπιώ εν σοί ηγεμόνας και στρατηγούς σου. 24 και ανταποδώσω τή Βαβυλώνι και πάσι τοίς κατοικούσι Χαλδαίοις πάσας τας κακίας αυτών, ας εποίησαν επί Σιών κατ' οφθαλμούς υμών, λέγει Κύριος. 25 ιδού εγώ προς σε, το όρος το διεφθαρμένον, το διαφθείρον πάσαν την γήν, και εκτενώ την χείρά μου επί σε και κατακυλιώ σε επί των πετρών και δώσω σε ως όρος εμπεπυρισμένον· 26 και ου μη λάβωσιν από σού λίθον εις γωνίαν και λίθον εις θεμέλιον, ότι εις αφανισμόν έση εις τον αιώνα, λέγει Κύριος. 27 Άρατε σημείον επί της γής, σαλπίσατε εν έθνεσι σάλπιγγι, αγιάσατε επ' αυτήν έθνη, παραγγείλατε επ' αυτήν βασιλείαις Αραράτ παρ' εμού και τοίς Ασχαναζαίοις, επιστήσατε επ' αυτήν βελοστάσεις, αναβιβάσατε επ' αυτήν ίππον ως ακρίδων πλήθος. 28 αναβιβάσατε επ' αυτήν έθνη, τον βασιλέα των Μήδων και πάσης της γής, τους ηγουμένους αυτού και πάντας τους στρατηγούς αυτού. 29 εσείσθη η γη και επόνεσε, διότι εξανέστη επί Βαβυλώνα λογισμός Κυρίου τού θείναι την γήν Βαβυλώνος εις αφανισμόν και μη κατοικείσθαι αυτήν.
30 εξέλιπε μαχητής Βαβυλώνος τού πολεμείν, καθήσονται εκεί εν περιοχή, εθραύσθη η δυναστεία αυτών, εγενήθησαν ωσεί γυναίκες, ενεπυρίσθη τα σκηνώματα αυτής, συνετρίβησαν οι μοχλοί αυτής. 31 διώκων εις απάντησιν διώκοντος διώξεται και αναγγέλλων εις απάντησιν αναγγέλλοντος τού αναγγείλαι τώ βασιλεί Βαβυλώνος, ότι εάλωκεν η πόλις αυτού, 32 απ' εσχάτου των διαβάσεων αυτού ελήφθησαν, και τα συστήματα αυτών ενέπρησαν εν πυρί, και άνδρες αυτού οι πολεμισταί εξέρχονται. 33 διότι τάδε λέγει Κύριος· οίκοι βασιλέως Βαβυλώνος ως άλων ώριμος αλοηθήσονται· έτι μικρόν και ήξει ο άμητος αυτής. 34 κατέφαγέ με, εμερίσατό με, κατέλαβέ με σκεύος λεπτόν, Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος· κατέπιέ με ως δράκων, έπλησε την κοιλίαν αυτού, από της τρυφής μου έξωσέ με· 35 οι μόχθοι μου και αι ταλαιπωρίαι μου εις Βαβυλώνα. ερεί κατοικούσα Σιών· και το αίμά μου επί τους κατοικούντας Χαλδαίους, ερεί Ιερουσαλήμ· 36 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ κρινώ την αντίδικόν σου και εκδικήσω την εκδίκησίν σου και ερημώσω την θάλασσαν αυτής και ξηρανώ την πηγήν αυτής. 37 και έσται Βαβυλών εις αφανισμόν, και ου κατοικηθήσεται. 38 ότι άμα ως λέοντες εξηγέρθησαν και ως σκύμνοι λεόντων. 39 εν τή θερμασία αυτών δώσω πότημα αυτοίς και μεθύσω αυτούς, όπως καρωθώσι και υπνώσωσιν ύπνον αιώνιον και ου μη εξεγερθώσι, λέγει Κύριος·
40 καταβιβάσω αυτούς ως άρνας εις σφαγήν και ως κριούς μετ' ερίφων. 41 πώς εάλω και εθηρεύθη το καύχημα πάσης της γής; πώς εγένετο Βαβυλών εις αφανισμόν εν τοίς έθνεσιν; 42 ανέβη επί Βαβυλώνα η θάλασσα εν ήχω κυμάτων αυτής, και κατεκαλύφθη. 43 εγενήθησαν αι πόλεις αυτής ως γη άνυδρος και άβατος, ου κατοικήσει εν αυτή ουδέ είς, ουδέ μη καταλύσει εν αυτή υιός ανθρώπου. 44 και εκδικήσω επί Βαβυλώνα και εξοίσω ά κατέπιεν εκ τού στόματος αυτής, και ου μη συναχθώσι προς αυτήν έτι τα έθνη· 49 και εν Βαβυλώνι πεσούνται τραυματίαι πάσης της γής.
50 ανασωζόμενοι εκ γής πορεύεσθε και μη ίστασθε· οι μακρόθεν, μνήσθητε τού Κυρίου, και Ιερουσαλήμ αναβήτω επί την καρδίαν υμών. 51 ησχύνθημεν, ότι ηκούσαμεν ονειδισμόν ημών, κατεκάλυψεν ατιμία το πρόσωπον ημών, εισήλθον αλλογενείς εις τα άγια ημών, εις οίκον Κυρίου. 52 διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και εκδικήσω επί τα γλυπτά αυτής, και εν πάση τή γη αυτής πεσούνται τραυματίαι. 53 ότι εάν αναβή Βαβυλών ως ο ουρανός και ότι εάν οχυρώση τα τείχη ισχύι αυτής, παρ' εμού ήξουσιν εξολοθρεύοντες αυτήν, λέγει Κύριος. 54 φωνή κραυγής εν Βαβυλώνι, και συντριβή μεγάλη εν γη Χαλδαίων, 55 ότι εξωλόθρευσε Κύριος την Βαβυλώνα και απώλεσεν απ' αυτής φωνήν μεγάλην ηχούσαν ως ύδατα πολλά, έδωκεν εις όλεθρον φωνήν αυτής. 56 ότι ήλθεν επί Βαβυλώνα ταλαιπωρία, εάλωσαν οι μαχηταί αυτής, επτόηται το τόξον αυτών, ότι ο Θεός ανταποδίδωσιν αυτοίς. 57 Κύριος ανταποδίδωσιν αυτώ την ανταπόδοσιν· και μεθύσει μέθη τους ηγεμόνας αυτής και τους σοφούς αυτής και τους στρατηγούς αυτής, λέγει ο βασιλεύς, Κύριος παντοκράτωρ όνομα αυτώ. 58 τάδε λέγει Κύριος· τείχος Βαβυλώνος επλατύνθη, κατασκαπτόμενον κατασκαφήσεται, και αι πύλαι αυτής αι υψηλαί εμπυρισθήσονται, και ου κοπιάσουσι λαοί εις κενόν, και έθνη εν αρχή εκλείψουσιν. 59 Ο λόγος, ον ενετείλατο Κύριος Ιερεμία τώ προφήτη ειπείν τώ Σαραία υιώ Νηρίου, υιού Μαασαίου, ότε επορεύετο παρά Σεδεκίου βασιλέως Ιούδα εις Βαβυλώνα, εν τώ έτει τώ τετάρτω της βασιλείας αυτού, και Σαραίας άρχων δώρων.
60 και έγραψεν Ιερεμίας πάντα τα κακά, ά ήξει επί Βαβυλώνα, εν βιβλίω ενί, πάντας τους λόγους τούτους τους γεγραμμένους επί Βαβυλώνα. 61 και είπεν Ιερεμίας προς Σαραίαν· όταν έλθης εις Βαβυλώνα, και όψη και αναγνώση πάντας τους λόγους τούτους 62 και ερείς· Κύριε Κύριε, σύ ελάλησας επί τον τόπον τούτον τού εξολοθρεύσαι αυτόν και τού μη είναι εν αυτώ κατοικούντας από ανθρώπου έως κτήνους, ότι αφανισμός εις τον αιώνα έσται. 63 και έσται όταν παύση τού αναγινώσκειν το βιβλίον τούτο, και επιδήσεις επ' αυτό λίθον και ρίψεις αυτό εις μέσον τού Ευφράτου 64 και ερείς· ούτως καταδύσεται Βαβυλών και ου μη αναστή από προσώπου των κακών, ών εγώ επάγω επ' αυτήν.
Επί τους αλλοφύλους.
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· 2 ιδού ύδατα αναβαίνει από βορρά και έσται εις χειμάρρουν κατακλύζοντα και κατακλύσει γήν και το πλήρωμα αυτής, πόλιν και τους κατοικούντας εν αυτή· και κεκράξονται οι άνθρωποι, και αλαλάξουσιν άπαντες οι κατοικούντες την γήν. 3 από φωνής ορμής αυτού, από των οπλών των ποδών αυτού και από σεισμού των αρμάτων αυτού, ήχου τροχών αυτού ουκ επέστρεψαν πατέρες εφ' υιούς αυτών από εκλύσεως χειρών αυτών 4 εν τή ημέρα τή επερχομένη τού απολέσαι πάντας τους αλλοφύλους. και αφανιώ την Τύρον και την Σιδώνα και πάντας τους καταλοίπους της βοηθείας αυτών, ότι εξολοθρεύσει Κύριος τους καταλοίπους των νήσων. 5 ήκει φαλάκρωμα επί Γάζαν, απερρίφη Ασκάλων και οι κατάλοιποι Ενακίμ. 6 έως τίνος κόψεις, η μάχαιρα τού Κυρίου; έως τίνος ουχ ησυχάσεις; αποκατάστηθι εις τον κολεόν σου, ανάπαυσαι και επάρθητι. 7 πώς ησυχάσει; και Κύριος ενετείλατο αυτή επί την Ασκάλωνα και επί τας παραθαλασσίους, επί τας καταλοίπους, επεγερθήναι. Τή Ιδουμαία (Μασ. ΜΘ, 1 7-2 1 2 ). Τάδε λέγει Κύριος· ουκ έστιν έτι σοφία εν Θαιμάν, απώλετο βουλή εκ συνετών, ώχετο σοφία αυτών, 8 ηπατήθη ο τόπος αυτών. βαθύνατε εις κάθισιν οι κατοικούντες εν Δαιδάν, ότι δύσκολα εποίησεν· ήγαγον επ' αυτόν εν χρόνω, ώ επεσκεψάμην επ' αυτόν. 9 ότι τρυγηταί ήλθόν σοι, οί ου καταλείψουσί σοι κατάλειμμα· ως κλέπται εν νυκτί επιθήσουσι χείρα αυτών.
10 ότι εγώ κατέσυρα τον Ησαύ, ανεκάλυψα τα κρυπτά αυτών, κρυβήναι ου μη δύνωνται· ώλοντο διά χείρα αδελφού αυτού και γείτονος αυτού, και ουκ έστιν 11 υπολείπεσθαι ορφανόν σου, ίνα ζήσητε· και εγώ ζήσομαι, και αι χήραι επ' εμέ πεποίθασιν. 12 ότι τάδε είπε Κύριος· οίς ουκ ήν νόμος πιείν το ποτήριον, έπιον· και σύ αθωωμένη ου μη αθωωθής, ότι πίνων πίεσαι· 13 ότι κατ' εμαυτού ώμοσα, λέγει Κύριος, ότι εις άβατον και εις ονειδισμόν και εις κατάρασιν έση εν μέσω αυτής, και πάσαι αι πόλεις αυτής έσονται έρημοι εις αιώνα. 14 ακοήν ήκουσα παρά Κυρίου, και αγγέλους εις έθνη απέστειλε· συνάχθητε και παραγένεσθε εις αυτήν, ανάστητε εις πόλεμον. 15 μικρόν έδωκά σε εν έθνεσιν, ευκαταφρόνητον εν ανθρώποις. 16 η παιγνία σου ενεχείρησέ σοι, ιταμία καρδίας σου κατέλυσε τρυμαλιάς πετρών, συνέλαβεν ισχύν βουνού υψηλού· ότι ύψωσεν ώσπερ αετός νοσσιάν αυτού, εκείθεν καθελώ σε· 17 και έσται η Ιδουμαία εις άβατον, πάς ο παραπορευόμενος επ' αυτήν συριεί. 18 ώσπερ κατεστράφη Σόδομα και Γόμορρα και αι πάροικοι αυτής, είπε Κύριος παντοκράτωρ, ου μη καθίσει εκεί άνθρωπος, και ου μη κατοικήσει εκεί υιός ανθρώπου. 19 ιδού ώσπερ λέων αναβήσεται εκ μέσου τού Ιορδάνου εις τόπον Αιθάμ, ότι ταχύ εκδιώξω αυτούς απ' αυτής· και τους νεανίσκους επ' αυτήν επιστήσατε, ότι τις ώσπερ εγώ; και τις αντιστήσεταί μοι; και τις ούτος ποιμήν, ός στήσεται κατά πρόσωπόν μου;
20 διά τούτο ακούσατε βουλήν Κυρίου, ήν εβουλεύσατο επί την Ιδουμαίαν, και λογισμόν αυτού, ον ελογίσατο επί τους κατοικούντας Θαιμάν· εάν μη συμψηθώσι τα ελάχιστα των προβάτων, εάν μη αβατωθή επ' αυτούς κατάλυσις αυτών· 21 ότι από φωνής πτώσεως αυτών εφοβήθη η γη, και κραυγή σου εν θαλάσση ηκούσθη. 22 ιδού ώσπερ αετός όψεται και εκτενεί τας πτέρυγας επ' οχυρώματα αυτής· και έσται η καρδία των ισχυρών της Ιδουμαίας εν τή ημέρα εκείνη ως καρδία γυναικός ωδινούσης.
Τοίς υιοίς Αμμών
1 ΟΥΤΩΣ είπε Κύριος· μη υιοί ουκ εισίν εν Ισραήλ, ή παραληψόμενος ουκ έστιν αυτοίς; διατί παρέλαβε Μελχόλ την Γαλαάδ, και ο λαός αυτών εν πόλεσιν αυτών ενοικήσει; 2 διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται, φησί Κύριος, και ακουτιώ επί Ραββάθ θόρυβον πολέμων, και έσονται εις άβατον και εις απώλειαν, και βωμοί αυτής εν πυρί κατακαυθήσονται, και παραλήψεται Ισραήλ την αρχήν αυτού. 3 αλάλαξον Εσεβών, ότι ώλετο Γαί· κεκράξατε θυγατέρες Ραββάθ, περιζώσασθε σάκκους και κόψασθε, ότι Μελχόλ βαδιείται εν αποικία, οι ιερείς αυτού και οι άρχοντες αυτού άμα. 4 τι αγαλλιάσθε εν τοίς πεδίοις Ενακείμ, θύγατερ ιταμίας, η πεποιθυία επί θησαυροίς αυτής, η λέγουσα· τις εισελεύσεται επ' εμέ; 5 ιδού εγώ φέρω φόβον επί σε, είπε Κύριος, από πάσης της περιοίκου σου, και διασπαρήσεσθε έκαστος εις το πρόσωπον αυτού, και ουκ έσται ο συνάγων. 6 Τή Κηδάρ τή βασιλίσση της αυλής, ήν επάταξε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος. (Μασ. ΜΘ, 1 28-3 1 3 ). Ούτως είπε Κύριος· ανάστητε και ανάβητε επί Κηδάρ και πλήσατε τους υιούς Κεδέμ· 7 σκηνάς αυτών και τα πρόβατα αυτών λήψονται, ιμάτια αυτών και πάντα τα σκεύη αυτών και καμήλους αυτών λήψονται εαυτοίς· και καλέσατε επ' αυτούς απώλειαν κυκλόθεν. 8 φεύγετε λίαν, βαθύνατε εις κάθισιν, καθήμενοι εν τή αυλή, ότι εβουλεύσατο εφ' υμάς βασιλεύς Βαβυλώνος βουλήν και ελογίσατο εφ' υμάς λογισμόν. 9 ανάστηθι και ανάβηθι επ' έθνος ευσταθούν, καθήμενον εις αναψυχήν, οίς ουκ εισί θύραι, ου βάλανοι, ου μοχλοί, μόνοι καταλύουσι.
10 και έσονται κάμηλοι αυτών εις προνομήν και πλήθος κτηνών αυτών εις απώλειαν· και λικμήσω αυτούς παντί πνεύματι κεκαρμένους πρό προσώπου αυτών, εκ παντός πέραν αυτών οίσω την τροπήν αυτών, είπε Κύριος. 11 και έσται η αυλή διατριβή στρουθών και άβατος έως αιώνος, ου μη καθίση εκεί άνθρωπος, και ου μη κατοικήση εκεί υιός ανθρώπου. 12 Τή Δαμασκώ. (Μασ. ΜΘ, 1 23-2 1 7 ). Κατησχύνθη Ημάθ και Αρφάδ, ότι ήκουσαν ακοήν πονηράν· εξέστησαν, εθυμώθησαν, αναπαύσασθαι ου μη δύνωνται. 13 εξελύθη Δαμασκός, απεστράφη εις φυγήν, τρόμος επελάβετο αυτής. 14 πώς ουχί εγκατέλιπε πόλιν εμήν; κώμην ηγάπησαν· 15 διά τούτο πεσούνται νεανίσκοι εν πλατείαις σου, και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί σου πεσούνται, φησί Κύριος· 16 και καύσω πύρ εν τείχει Δαμασκού, και καταφάγεται άμφοδα υιού Άδερ.
Τή Μωάβ.
1 ΟΥΤΩΣ είπε Κύριος· ουαί επί Ναβαύ, ότι ώλετο· ελήφθη Καριαθαίμ, ησχύνθη Αμάθ και ηττήθη. 2 ουκ έστιν έτι ιατρεία Μωάβ, γαυρίαμα εν Εσεβών· ελογίσαντο επ' αυτήν κακά· εκόψαμεν αυτήν από έθνους, και παύσιν παύσεται, όπισθέν σου βαδιείται μάχαιρα. 3 ότι φωνή κεκραγότων εξ Ωρωναίμ, όλεθρος και σύντριμμα μέγα· 4 συνετρίβη Μωάβ, αναγγείλατε εις Ζογόρα, 5 ότι επλήσθη Αλώθ εν κλαυθμώ, αναβήσεται κλαίων εν οδώ Ωρωναίμ, κραυγήν συντρίμματος ηκούσατε· 6 φεύγετε και σώσατε τας ψυχάς υμών και έσεσθε ώσπερ όνος άγριος εν ερήμω. 7 επειδή επεποίθεις εν οχυρώμασί σου, και σύ συλληφθήση· και εξελεύσεται Χαμώς εν αποικία και οι ιερείς αυτού και οι άρχοντες αυτού άμα. 8 και ήξει όλεθρος επί πάσαν πόλιν, και πόλις ου μη σωθή, και απολείται ο αυλών, και εξολοθρευθήσεται η πεδινή, καθώς είπε Κύριος. 9 δότε σημεία τή Μωάβ, ότι αφή αναφθήσεται, και πάσαι αι πόλεις αυτής εις άβατον έσονται· πόθεν ένοικος αυτή;
10 επικατάρατος ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς, εξαίρων μάχαιραν αυτού αφ' αίματος. 11 ανεπαύσατο Μωάβ εκ παιδαρίου και πεποιθώς ήν επί τή δόξη αυτού, ουκ ενέχεεν εξ αγγείου εις αγγείον και εις αποικισμόν ουκ ώχετο· διά τούτο έστη γεύμα αυτού εν αυτώ, και οσμή αυτού ουκ εξέλιπε. 12 διά τούτο ιδού ημέραι αυτού έρχονται, φησί Κύριος, και αποστελώ αυτώ κλίνοντας, και κλινούσιν αυτόν και τα σκεύη αυτού λεπτυνούσι και τα κέρατα αυτού συγκόψουσι. 13 και καταισχυνθήσεται Μωάβ από Χαμώς, ώσπερ κατησχύνθη οίκος Ισραήλ από Βαιθήλ ελπίδος αυτών πεποιθότες επ' αυτοίς. 14 πώς ερείτε· ισχυροί εσμεν και άνθρωπος ισχύων εις τα πολεμικά; 15 ώλετο Μωάβ πόλις αυτού, και εκλεκτοί νεανίσκοι αυτού κατέβησαν εις σφαγήν· 16 εγγύς ημέρα Μωάβ ελθείν, και πονηρία αυτού ταχεία σφόδρα. 17 κινήσατε αυτώ, πάντες κυκλόθεν αυτού, πάντες ειδότες όνομα αυτού· είπατε· πώς συνετρίβη βακτηρία ευκλεής, ράβδος μεγαλώματος; 18 κατάβηθι από δόξης και κάθισον εν υγρασία, καθημένη Δαιβών· εκτριβήσεται, ότι ώλετο Μωάβ, ανέβη εις σε λυμαινόμενος οχύρωμά σου. 19 εφ' οδού στήθι και έπιδε, καθημένη εν Αροήρ, και ερώτησον φεύγοντα και σωζόμενον και ειπόν· τι εγένετο;
20 κατησχύνθη Μωάβ, ότι συνετρίβη· ολόλυξον και κέκραξον, ανάγγειλον εν Αρνών, ότι ώλετο Μωάβ· 21 και κρίσις έρχεται εις την γήν Μεισώρ επί Χελών και Ρεφάς και Μωφάθ 22 και επί Δαιβών και επί Ναβαύ και επ' οίκον Δαιβλαθαίμ 23 και επί Καριαθαίμ και επ' οίκον Γαιμώλ και επ' οίκον Μαών 24 και επί Καριώθ και επί Βοσόρ και επί πάσας τας πόλεις Μωάβ τας πόρρω και τας εγγύς. 25 κατεάχθη κέρας Μωάβ, και το επίχειρον αυτού συνετρίβη. 26 μεθύσατε αυτόν, ότι επί Κύριον εμεγαλύνθη· και επικρούσει Μωάβ εν χειρί αυτού και έσται εις γέλωτα και αυτός. 27 και ει μη εις γελοιασμόν ήν σοι Ισραήλ; ή εν κλοπαίς σου ευρέθη, ότι επολέμεις αυτόν; 28 κατέλιπον τας πόλεις και ώκησαν εν πέτραις οι κατοικούντες Μωάβ, εγενήθησαν ώσπερ περιστεραί νοσσεύουσαι εν πέτραις στόματι βοθύνου. 29 ήκουσα ύβριν Μωάβ, ύβρισε λίαν ύβριν αυτού και υπερηφανίαν αυτού, και υψώθη η καρδία αυτού.
30 εγώ δε έγνων έργα αυτού· ουχί το ικανόν αυτού, ουχ ούτως εποίησε. 31 διά τούτο επί Μωάβ ολολύζετε πάντοθεν, βοήσατε επ' άνδρας κειράδας αυχμού· 32 ως κλαυθμόν Ιαζήρ αποκλαύσομαί σοι, άμπελος Σεβημά, κλήματά σου διήλθε θάλασσαν, Ιαζήρ ήψαντο· επί οπώραν σου, επί τρυγηταίς σου όλεθρος επέπεσε. 33 συνεψήθη χαρμοσύνη και ευφροσύνη εκ της Μωαβίτιδος και οίνος ήν επί ληνοίς σου· πρωί ουκ επάτησαν ουδέ δείλης, ουκ εποίησαν αιδάδ. 34 από κραυγής Εσεβών έως Ελεαλή αι πόλεις αυτών έδωκαν φωνήν αυτών, από Ζογόρ έως Ωρωναίμ και Αγλάθ-Σαλισία, ότι και το ύδωρ Νεβρείν εις κατάκαυμα έσται. 35 και απολώ τον Μωάβ, φησί Κύριος, αναβαίνοντα επί τον βωμόν και θυμιώντα θεοίς αυτού. 36 διά τούτο καρδία μου, Μωάβ, ώσπερ αυλοί βομβήσουσι, καρδία μου επ' ανθρώπους κειράδας ώσπερ αυλός βομβήσει· διά τούτο ά περιεποιήσατο, απώλετο από ανθρώπου. 37 πάσαν κεφαλήν εν παντί τόπω ξυρηθήσονται, και πάς πώγων ξυρηθήσεται, και πάσαι χείρες κόψονται, και επί πάσης οσφύος σάκκος. 38 και επί πάντων των δωμάτων Μωάβ και επί ταίς πλατείαις αυτής, ότι συνέτριψα τον Μωάβ, φησί Κύριος, ως αγγείον, ού ουκ έστι χρεία αυτού. 39 πώς κατήλλαξε; πώς έστρεψε νώτον Μωάβ; ησχύνθη και εγένετο Μωάβ εις γέλωτα και εγκότημα πάσι τοίς κύκλω αυτής.
40 ότι ούτως είπε Κύριος· 41 ελήφθη Ακκαριώθ, και τα οχυρώματα συνελήφθη· 42 και απολείται Μωάβ από όχλου, ότι επί τον Κύριον εμεγαλύνθη. 43 παγίς και φόβος και βόθυνος επί σοί, καθήμενος Μωάβ· 44 ο φεύγων από προσώπου τού φόβου εμπεσείται εις τον βόθυνον, και ο αναβαίνων εκ τού βοθύνου συλληφθήσεται εν τή παγίδι, ότι επάξω ταύτα επί Μωάβ εν ενιαυτώ επισκέψεως αυτής.
Όσα επροφήτευσεν Ιερεμίας επί πάντα τα έθνη.
1 ΟΥΤΩΣ είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· λαβέ το ποτήριον τού οίνου τού ακράτου τούτου εκ χειρός μου και ποτιείς πάντα τα έθνη, προς ά εγώ αποστέλλω σε προς αυτούς, 2 και πίονται και εξεμούνται και εκμανήσονται από προσώπου της μαχαίρας, ής εγώ αποστέλλω ανά μέσον αυτών. 3 και έλαβον το ποτήριον εκ χειρός Κυρίου και επότισα τα έθνη, προς ά απέστειλέ με Κύριος επ' αυτά, 4 την Ιερουσαλήμ και τας πόλεις Ιούδα και βασιλείς Ιούδα και άρχοντας αυτού τού θείναι αυτάς εις ερήμωσιν και εις άβατον και εις συριγμόν 5 και τον Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και τους παίδας αυτού και τους μεγιστάνας αυτού 6 και πάντα τον λαόν αυτού και πάντας τους συμμείκτους και πάντας τους βασιλείς αλλοφύλων, την Ασκάλωνα και την Γάζαν και την Ακκάρων και το επίλοιπον Αζώτου 7 και την Ιδουμαίαν και την Μωαβίτιν και τους υιούς Αμμών 8 και βασιλείς Τύρου και βασιλείς Σιδώνος και βασιλείς τους εν τώ πέραν της θαλάσσης 9 και την Δαιδάν και την Θαιμάν και την Ρώς και πάν περικεκαρμένον κατά πρόσωπον αυτού
10 και πάντας τους συμμείκτους τους καταλύοντας εν τή ερήμω 11 και πάντας βασιλείς Αιλάμ και πάντας βασιλείς Περσών 12 και πάντας βασιλείς από απηλιώτου τους πόρρω και τους εγγύς, έκαστον προς τον αδελφόν αυτού, και πάσας βασιλείας τας επί προσώπου της γής. 13 και ερείς αυτοίς· ούτως είπε Κύριος παντοκράτωρ· πίετε και μεθύσθητε και εξεμέσετε και πεσείσθε και ου μη αναστήτε από προσώπου της μαχαίρας, ής εγώ αποστέλλω ανά μέσον υμών. 14 και έσται όταν μη βούλωνται δέξασθαι το ποτήριον εκ της χειρός σου ώστε πιείν, και ερείς· ούτως είπε Κύριος· πιόντες πίεσθε· 15 ότι εν πόλει, εν ή ωνομάσθη το όνομά μου επ' αυτήν, εγώ άρχομαι κακώσαι, και υμείς καθάρσει ου μη καθαρισθήτε, ότι μάχαιραν εγώ καλώ επί πάντας τους καθημένους επί της γής. 16 και σύ προφητεύσεις επ' αυτούς τους λόγους τούτους και ερείς· Κύριος αφ' υψηλού χρηματιεί, από τού αγίου αυτού δώσει φωνήν αυτού, λόγον χρηματιεί επί τού τόπου αυτού, και αιδάδ ώσπερ τρυγώντες αποκριθήσονται· και επί καθημένους την γήν ήκει όλεθρος 17 επί μέρος της γής, ότι κρίσις τώ Κυρίω εν τοίς έθνεσι, κρίνεται αυτός προς πάσαν σάρκα, οι δε ασεβείς εδόθησαν εις μάχαιραν, λέγει Κύριος. 18 ούτως είπε Κύριος· ιδού κακά έρχεται από έθνους επί έθνος, και λαίλαψ μεγάλη εκπορεύεται απ' εσχάτου της γής. 19 και έσονται τραυματίαι υπό Κυρίου εν ημέρα Κυρίου, εκ μέρους της γής, και έως εις μέρος της γής· ου μη κατορυγώσιν, εις κόπρια επί προσώπου της γής έσονται.
20 αλαλάξατε, ποιμένες, και κεκράξατε· και κόπτεσθε οι κριοί των προβάτων, ότι επληρώθησαν αι ημέραι υμών εις σφαγήν, και πεσείσθε ώσπερ οι κριοί οι εκλεκτοί· 21 και απολείται φυγή από των ποιμένων και σωτηρία από των κριών των προβάτων. 22 φωνή κραυγής των ποιμένων και αλαλαγμός των προβάτων και των κριών, ότι ωλόθρευσε Κύριος τα βοσκήματα αυτών, 23 και παύσεται τα κατάλοιπα της ειρήνης από προσώπου οργής θυμού μου. 24 εγκατέλιπεν ώσπερ λέων κατάλειμμα αυτού, ότι εγενήθη η γη αυτών εις άβατον από προσώπου της μαχαίρας της μεγάλης.
1 ΕΝ αρχή βασιλέως Ιωακείμ υιού Ιωσία εγενήθη ο λόγος ούτος παρά Κυρίου· 2 ούτως είπε Κύριος· στήθι εν αυλή οίκου Κυρίου και χρηματιείς άπασι τοίς Ιουδαίοις και πάσι τοίς ερχομένοις προσκυνείν εν οίκω Κυρίου άπαντας τους λόγους, ούς συνέταξά σοι χρηματίσαι αυτοίς, μη αφέλης ρήμα· 3 ίσως ακούσονται και αποστραφήσονται έκαστος από της οδού αυτού της πονηράς, και παύσομαι από των κακών, ών εγώ λογίζομαι τού ποιήσαι αυτοίς ένεκεν των πονηρών επιτηδευμάτων αυτών. 4 και ερείς· ούτως είπε Κύριος· εάν μη ακούσητέ μου τού πορεύεσθαι εν τοίς νομίμοις μου, οίς έδωκα κατά πρόσωπον υμών, 5 εισακούειν των λόγων των παίδων μου των προφητών, ούς εγώ αποστέλλω προς υμάς όρθρου, και απέστειλα και ουκ ηκούσατέ μου, 6 και δώσω τον οίκον τούτον ώσπερ Σηλώ και την πόλιν δώσω εις κατάραν πάσι τοίς έθνεσι πάσης της γής. 7 και ήκουσαν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται και πάς ο λαός τού Ιερεμίου λαλούντος τους λόγους τούτους εν οίκω Κυρίου. 8 και εγένετο Ιερεμίου παυσαμένου λαλούντος πάντα, ά συνέταξε Κύριος αυτώ λαλήσαι παντί τώ λαώ, και συνελάβοσαν αυτόν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται και πάς ο λαός λέγων· θανάτω αποθανή, 9 ότι επροφήτευσας τώ ονόματι Κυρίου λέγων· ώσπερ Σηλώ έσται ο οίκος ούτος και η πόλις αύτη ερημωθήσεται από κατοικούντων· και εξεκκλησιάσθη πάς ο λαός επί Ιερεμίαν εν οίκω Κυρίου. ~
10 Καί ήκουσαν οι άρχοντες Ιούδα τον λόγον τούτον και ανέβησαν εξ οίκου τού βασιλέως εις οίκον Κυρίου και εκάθισαν εν προθύροις πύλης Κυρίου της καινής. 11 και είπαν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται προς τους άρχοντας και παντί τώ λαώ· κρίσις θανάτου τώ ανθρώπω τούτω, ότι επροφήτευσε κατά της πόλεως ταύτης, καθώς ηκούσατε εν τοίς ωσίν υμών. 12 και είπεν Ιερεμίας προς τους άρχοντας και παντί τώ λαώ λέγων· Κύριος απέστειλέ με προφητεύσαι επί τον οίκον τούτον και επί την πόλιν ταύτην πάντας τους λόγους, ούς ηκούσατε. 13 και νύν βελτίους ποιήσατε τας οδούς υμών και τα έργα υμών και ακούσατε της φωνής Κυρίου, και παύσεται Κύριος από των κακών, ών ελάλησεν εφ' υμάς. 14 και ιδού εγώ εν χερσίν υμών· ποιήσατέ μοι ως συμφέρει και ως βέλτιον υμίν. 15 αλλ' ή γνόντες γνώσεσθε ότι, ει αναιρείτέ με, αίμα αθώον δίδοτε εφ' υμάς και επί την πόλιν ταύτην και επί τους κατοικούντας εν αυτή· ότι εν αληθεία απέσταλκέ με Κύριος προς υμάς λαλήσαι εις τα ώτα υμών πάντας τους λόγους τούτους. 16 και είπον οι άρχοντες και πάς ο λαός προς τους ιερείς και προς τους ψευδοπροφήτας· ουκ έστι τώ ανθρώπω τούτω κρίσις θανάτου, ότι επί τώ ονόματι Κυρίου τού Θεού ημών ελάλησε προς ημάς. 17 και ανέστησαν άνδρες των πρεσβυτέρων της γής και είπαν πάση τή συναγωγή τού λαού· 18 Μιχαίας ο Μωραθίτης ήν εν ταίς ημέραις Εζεκίου βασιλέως Ιούδα και είπε παντί τώ λαώ Ιούδα· ούτως είπε Κύριος· Σιών ως αγρός αροτριαθήσεται, και Ιερουσαλήμ εις άβατον έσται και το όρος τού οίκου εις άλσος δρυμού. 19 μη ανελών ανείλεν αυτόν Εζεκίας και πάς Ιούδα; ουχ ότι εφοβήθησαν τον Κύριον και ότι εδεήθησαν τού προσώπου Κυρίου, και επαύσατο Κύριος από των κακών, ών ελάλησεν επ' αυτούς; και ημείς εποιήσαμεν κακά μεγάλα επί ψυχάς ημών.
20 Καί άνθρωπος ήν προφητεύων τώ ονόματι Κυρίου, Ουρίας υιός Σαμαίου εκ Καριαθιαρίμ, και επροφήτευσε περί της γής ταύτης κατά πάντας τους λόγους Ιερεμίου. 21 και ήκουσεν ο βασιλεύς Ιωακείμ και πάντες οι άρχοντες πάντας τους λόγους αυτού και εζήτουν αποκτείναι αυτόν· και ήκουσεν Ουρίας και εισήλθεν εις Αίγυπτον. 22 και εξαπέστειλεν ο βασιλεύς άνδρας εις Αίγυπτον, 23 και εξηγάγοσαν αυτόν εκείθεν και εισηγάγοσαν αυτόν προς τον βασιλέα, και επάταξεν αυτόν εν μαχαίρα και έρριψεν αυτόν εις το μνήμα υιών λαού αυτού. 24 πλήν χείρ Αχεικάμ υιού Σαφάν ήν μετά Ιερεμίου τού μη παραδούναι αυτόν εις χείρας τού λαού τού μη ανελείν αυτόν.
2 1 ΟΥΤΩΣ είπε Κύριος· ποίησον σεαυτώ δεσμούς και κλοιούς και περίθου περί τον τράχηλόν σου· 3 και αποστελείς αυτούς προς βασιλέα Ιδουμαίας και προς βασιλέα Μωάβ και προς βασιλέα υιών Αμμών και προς τον βασιλέα Τύρου και προς βασιλέα Σιδώνος εν χερσίν αγγέλων αυτών των ερχομένων εις απάντησιν αυτών εις Ιερουσαλήμ προς Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα. 4 και συντάξεις αυτοίς προς τους κυρίους αυτών ειπείν· ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ούτως ερείτε προς τους κυρίους υμών· 5 ότι εγώ εποίησα την γήν εν τή ισχύι μου τή μεγάλη και εν τώ επιχείρω μου τώ υψηλώ και δώσω αυτήν ώ εάν δόξη εν οφθαλμοίς μου. 6 έδωκα την γήν τώ Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος δουλεύειν αυτώ και τα θηρία τού αγρού εργάζεσθαι αυτώ. 8 και το έθνος και η βασιλεία, όσοι εάν μη εμβάλωσι τον τράχηλον αυτών υπό τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος, εν μαχαίρα και εν λιμώ επισκέψομαι αυτούς, είπε Κύριος, έως εκλίπωσιν εν χειρί αυτού. 9 και υμείς μη ακούετε των ψευδοπροφητών υμών και των μαντευομένων υμίν και των ενυπνιαζομένων υμίν και των οιωνισμάτων υμών και των φαρμακών υμών των λεγόντων· ου μη εργάσησθε τώ βασιλεί Βαβυλώνος,
10 ότι ψευδή αυτοί προφητεύουσιν υμίν προς το μακρύναι υμάς από της γής υμών. 11 και το έθνος, ό εάν εισαγάγη τον τράχηλον αυτού υπό τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος και εργάσηται αυτώ, και καταλείψω αυτόν επί της γής αυτού, και εργάται αυτώ και ενοικήσει εν αυτή. ~ 12 Καί προς Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα ελάλησα κατά πάντας τους λόγους τούτους λέγων· εισαγάγετε τον τράχηλον υμών 14 και εργάσασθε τώ βασιλεί Βαβυλώνος, ότι άδικα αυτοί προφητεύουσιν υμίν· 15 ότι ουκ απέστειλα αυτούς, φησί Κύριος, και προφητεύουσι τώ ονόματί μου επ' αδίκω προς το απολέσαι υμάς, και απολείσθε υμείς και οι προφήται υμών οι προφητεύοντες υμίν επ' αδίκω ψευδή. 16 υμίν και παντί τώ λαώ τούτω και τοίς ιερεύσιν ελάλησα λέγων· ούτως είπε Κύριος· μη ακούετε των λόγων των προφητών των προφητευόντων υμίν λεγόντων· ιδού σκεύη οίκου Κυρίου επιστρέψει εκ Βαβυλώνος, ότι άδικα αυτοί προφητεύουσιν υμίν, 17 ουκ απέστειλα αυτούς. 18 ει προφήταί εισι και ει έστι λόγος Κυρίου εν αυτοίς, απαντησάτωσάν μοι· 19 ότι ούτως είπε Κύριος· και των επιλοίπων σκευών,
20 ών ουκ έλαβε βασιλεύς Βαβυλώνος, ότε απώκισε τον Ιεχονίαν εξ Ιερουσαλήμ, 22 εις Βαβυλώνα εισελεύσεται, λέγει Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ τετάρτω έτει Σεδεκία βασιλέως Ιούδα εν μηνί τώ πέμπτω είπέ μοι Ανανίας υιός Αζώρ ο ψευδοπροφήτης από Γαβαών εν οίκω Κυρίου κατ' οφθαλμούς των ιερέων και παντός τού λαού λέγων· 2 ούτως είπε Κύριος· συνέτριψα τον ζυγόν τού βασιλέως Βαβυλώνος· 3 έτι δύο έτη ημερών και εγώ αποστρέψω εις τον τόπον τούτον τα σκεύη οίκου Κυρίου 4 και Ιεχονίαν και την αποικίαν Ιούδα, ότι συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος. 5 και είπεν Ιερεμίας προς Ανανίαν κατ' οφθαλμούς παντός τού λαού και κατ' οφθαλμούς των ιερέων των εστηκότων εν οίκω Κυρίου. 6 και είπεν Ιερεμίας· αληθώς, ούτως ποιήσαι Κύριος, στήσαι τον λόγον σου, ον σύ προφητεύεις, τού επιστρέψαι τα σκεύη οίκου Κυρίου και πάσαν την αποικίαν εκ Βαβυλώνος εις τον τόπον τούτον. 7 πλήν ακούσατε τον λόγον Κυρίου, ον εγώ λέγω εις τα ώτα υμών και εις τα ώτα παντός τού λαού· 8 οι προφήται οι γεγονότες πρότεροί μου και πρότεροι υμών από τού αιώνος και επροφήτευσαν επί γής πολλής και επί βασιλείας μεγάλας εις πόλεμον· 9 ο προφήτης ο προφητεύσας εις ειρήνην, ελθόντος τού λόγου γνώσονται τον προφήτην, ον απέστειλεν αυτοίς Κύριος εν πίστει.
10 και έλαβεν Ανανίας εν οφθαλμοίς παντός τού λαού τους κλοιούς από τού τραχήλου Ιερεμίου και συνέτριψεν αυτούς· 11 και είπεν Ανανίας κατ' οφθαλμούς παντός τού λαού λέγων· ούτως είπε Κύριος· ούτως συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος από τραχήλων πάντων των εθνών. και ώχετο Ιερεμίας εις την οδόν αυτού. ~ 12 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν μετά το συντρίψαι Ανανίαν τους κλοιούς από τού τραχήλου αυτού λέγων· 13 βάδιζε και είπον προς Ανανίαν λέγων· ούτως είπε Κύριος· κλοιούς ξυλίνους συνέτριψας, και ποιήσω αντ' αυτών κλοιούς σιδηρούς, 14 ότι ούτως είπε Κύριος· ζυγόν σιδηρούν έθηκα επί τον τράχηλον πάντων των εθνών εργάζεσθαι τώ βασιλεί Βαβυλώνος. 15 και είπεν Ιερεμίας τώ Ανανία· ουκ απέσταλκέ σε Κύριος, και πεποιθέναι εποίησας τον λαόν τούτον επ' αδίκω. 16 διά τούτο ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ εξαποστέλλω σε από προσώπου της γής, τούτω τώ ενιαυτώ αποθανή. 17 και απέθανεν εν τώ μηνί τώ εβδόμω.
1 ΚΑΙ ούτοι οι λόγοι της βίβλου, ούς απέστειλεν Ιερεμίας εξ Ιερουσαλήμ προς τους πρεσβυτέρους της αποικίας και προς τους ιερείς και προς τους ψευδοπροφήτας, επιστολήν εις Βαβυλώνα τή αποικία και προς άπαντα τον λαόν, 2 ύστερον εξελθόντος Ιεχονίου τού βασιλέως και της βασιλίσσης και των ευνούχων και παντός ελευθέρου και δεσμώτου και τεχνίτου εξ Ιερουσαλήμ, 3 εν χειρί Ελεασά υιού Σαφάν και Γαμαρίου υιού Χελκίου, ον απέστειλε Σεδεκίας βασιλεύς Ιούδα προς βασιλέα Βαβυλώνος εις Βαβυλώνα λέγων· 4 ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ επί την αποικίαν, ήν απώκισα από Ιερουσαλήμ· 5 οικοδομήσατε οίκους και κατοικήσατε και φυτεύσατε παραδείσους και φάγετε τους καρπούς αυτών 6 και λάβετε γυναίκας και τεκνοποιήσατε υιούς και θυγατέρας και λάβετε τοίς υιοίς υμών γυναίκας και τας θυγατέρας υμών δότε ανδράσι και πληθύνεσθε και μη σμικρυνθήτε· 7 και ζητήσατε εις ειρήνην της γής, εις ήν απώκισα υμάς εκεί, και προσεύξασθε περί αυτών προς Κύριον, ότι εν ειρήνη αυτής έσται ειρήνη υμίν. 8 ότι ούτως είπε Κύριος· μη αναπειθέτωσαν υμάς οι ψευδοπροφήται οι εν υμίν, και μη αναπειθέτωσαν υμάς οι μάντεις υμών, και μη ακούετε εις τα ενύπνια υμών, ά υμείς ενυπνιάζεσθε, 9 ότι άδικα αυτοί προφητεύουσιν υμίν επί τώ ονόματί μου, και ουκ απέστειλα αυτούς.
10 ότι ούτως είπε Κύριος· όταν μέλλη πληρούσθαι Βαβυλώνι εβδομήκοντα έτη, επισκέψομαι υμάς και επιστήσω τους λόγους μου εφ' υμάς τού αποστρέψαι τον λαόν υμών εις τον τόπον τούτον. 11 και λογιούμαι εφ' υμάς λογισμόν ειρήνης και ου κακά τού δούναι υμίν ταύτα. 12 και προσεύξασθε προς με, και εισακούσομαι υμών· 13 και εκζητήσατέ με, και ευρήσετέ με, ότι ζητήσετέ με εν όλη καρδία υμών, 14 και επιφανούμαι υμίν. 15 ότι είπατε· κατέστησεν ημίν Κύριος προφήτας εν Βαβυλώνι, 21 ούτως είπε Κύριος επί Αχιάβ και επί Σεδεκίαν· ιδού εγώ δίδωμι αυτούς εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος, και πατάξει αυτούς κατ' οφθαλμούς υμών. 22 και λήψονται απ' αυτών κατάραν εν πάση τή αποικία Ιούδα εν Βαβυλώνι λέγοντες· ποιήσαι σε Κύριος, ως Σεδεκίαν εποίησε και ως Αχιάβ, ούς απετηγάνισε βασιλεύς Βαβυλώνος εν πυρί, 23 δι' ήν εποίησαν ανομίαν εν Ισραήλ και εμοιχώντο τας γυναίκας των πολιτών αυτών και λόγον εχρημάτισαν εν τώ ονόματί μου, ον ου συνέταξα αυτοίς, και εγώ μάρτυς, φησί Κύριος. 24 και προς Σαμαίαν τον Νελαμίτην ερείς· 25 ουκ απέστειλά σε τώ ονόματί μου. και προς Σοφονίαν υιόν Μαασαίου τον ιερέα ειπέ· 26 Κύριος έδωκέ σε ιερέα αντί Ιωδαέ τού ιερέως γενέσθαι επιστάτην εν τώ οίκω Κυρίου παντί ανθρώπω προφητεύοντι και παντί ανθρώπω μαινομένω, και δώσεις αυτόν εις το απόκλεισμα και εις τον καταράκτην. 27 και νύν διατί συνελοιδορήσατε Ιερεμίαν τον εξ Αναθώθ τον προφητεύσαντα υμίν; 28 ου διά τούτο απέστειλε προς υμάς εις Βαβυλώνα λέγων· μακράν εστιν, οικοδομήσατε οικίας και κατοικήσατε και φυτεύσατε κήπους και φάγεσθε τον καρπόν αυτών; ~ 29 Καί ανέγνω Σοφονίας το βιβλίον εις τα ώτα Ιερεμίου.
30 και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων· 31 απόστειλον προς την αποικίαν λέγων· ούτως είπε Κύριος επί Σαμαίαν τον Νελαμίτην· επειδή επροφήτευσεν υμίν Σαμαίας, και εγώ ουκ απέστειλα αυτόν, και πεποιθέναι εποίησεν υμάς επ' αδίκοις, 32 διά τούτο ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ επισκέψομαι επί Σαμαίαν και επί το γένος αυτού, και ουκ έσται αυτών άνθρωπος εν μέσω υμών τού ιδείν τα αγαθά, ά εγώ ποιήσω υμίν, ουκ όψονται.
1 Ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά Κυρίου ειπείν· 2 ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ λέγων· γράψον πάντας τους λόγους, ούς εχρημάτισα προς σε, επί βιβλίου. 3 ότι ιδού ημέραι έρχονται, φησί Κύριος, και αποστρέψω την αποικίαν λαού μου Ισραήλ και Ιούδα, είπε Κύριος, και αποστρέψω αυτούς εις την γήν, ήν έδωκα τοίς πατράσιν αυτών, και κυριεύσουσιν αυτής. ~ 4 Καί ούτοι οι λόγοι, ούς ελάλησε Κύριος επί Ισραήλ και Ιούδα. 5 ούτως είπε Κύριος· φωνήν φόβου ακούσεσθε· φόβος, και ουκ έστιν είρήνη. 6 ερωτήσατε και ίδετε ει έτεκεν άρσεν, και περί φόβου, εν ώ καθέξουσιν οσφύν και σωτηρίαν· διότι εώρακα πάντα άνθρωπον και αι χείρες αυτού επί της οσφύος αυτού, εστράφησαν πρόσωπα, εις ίκτερον εγενήθη. 7 ότι μεγάλη η ημέρα εκείνη και ουκ έστιν τοιαύτη, και χρόνος στενός εστι τώ Ιακώβ, και από τούτου σωθήσεται. 8 εν τή ημέρα εκείνη, είπε Κύριος, συντρίψω τον ζυγόν από τού τραχήλου αυτών και τους δεσμούς αυτών διαρρήξω, και ουκ εργώνται αυτοί έτι αλλοτρίοις· 9 και εργώνται τώ Κυρίω Θεώ αυτών, και τον Δαυίδ βασιλέα αυτών αναστήσω αυτοίς. ~ 12 Ούτως είπε Κύριος· ανέστησα σύντριμμα, αλγηρά η πληγή σου· 13 ουκ έστι κρίνων κρίσιν σου, εις αλγηρόν ιατρεύθης, ωφέλειά σοι ουκ έστι. 14 πάντες οι φίλοι σου επελάθοντό σου, ου μη επερωτήσωσιν· ότι πληγήν εχθρού έπαισά σε, παιδείαν στερεάν· επί πάσαν αδικίαν σου επλήθυναν αι αμαρτίαι σου. 16 διά τούτο πάντες οι έσθοντές σε βρωθήσονται, και πάντες οι εχθροί σου κρέας αυτών πάν έδονται· επί πλήθος αδικιών σου επληθύνθησαν αι αμαρτίαι σου, εποίησαν ταύτά σοι· και έσονται οι διαφορούντές σε εις διαφόρημα, και πάντας τους προνομεύσαντάς σε δώσω εις προνομήν. 17 ότι ανάξω το ίαμά σου, από πληγής οδυνηράς ιατρεύσω σε, φησί Κύριος, ότι Εσπαρμένη εκλήθης· θήρευμα υμών εστιν, ότι ζητών ουκ έστιν αυτήν. 18 ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ αποστρέψω την αποικίαν Ιακώβ και την αιχμαλωσίαν αυτού ελεήσω· και οικοδομηθήσεται πόλις επί το ύψος αυτής, και ο ναός κατά το κρίμα αυτού καθεδείται. 19 και εξελεύσονται απ' αυτών άδοντες και φωνή παιζόντων· και πλεονάσω αυτούς, και ου μη ελαττωθώσι.
20 και εισελεύσονται οι υιοί αυτών ως το πρότερον, και τα μαρτύρια αυτών κατά πρόσωπόν μου ορθωθήσεται· και επισκέψομαι τους θλίβοντας αυτούς. 21 και έσονται ισχυρότεροι αυτού επ' αυτούς, και ο άρχων αυτού εξ αυτού εξελεύσεται· και συνάξω αυτούς, και αποστρέψουσι προς με, ότι τις εστιν ούτος, ός έδωκε την καρδίαν αυτού αποστρέψαι προς με; φησί Κύριος. 23 ότι οργή Κυρίου εξήλθε θυμώδης, εξήλθεν οργή στρεφομένη, επ' ασεβείς ήξει. 24 ου μη αποστραφή οργή θυμού Κυρίου, έως ποιήση και έως καταστήση εγχείρημα καρδίας αυτού· επ' εσχάτων των ημερών γνώσεσθε αυτά.
1 ΕΝ τώ χρόνω εκείνω, είπε Κύριος, έσομαι εις Θεόν τώ γένει Ισραήλ, και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν. 2 ούτως είπε Κύριος· εύρον θερμόν εν ερήμω μετά ολωλότων εν μαχαίρα· βαδίσατε και μη ολέσητε τον Ισραήλ. 3 Κύριος πόρρωθεν ώφθη αυτώ· αγάπησιν αιώνιον ηγάπησά σε, διά τούτο είλκυσά σε εις οικτείρημα. 4 έτι οικοδομήσω σε, και οικοδομηθήση, παρθένος Ισραήλ· έτι λήψη τύμπανόν σου και εξελεύση μετά συναγωγής παιζόντων. 5 έτι φυτεύσατε αμπελώνας εν όρεσι Σαμαρείας, φυτεύσατε και αινέσατε. 6 ότι εστίν ημέρα κλήσεως απολογουμένων εν όρεσιν Εφραίμ· ανάστητε και ανάβητε εις Σιών προς Κύριον τον Θεόν ημών. 7 ότι ούτως είπε Κύριος τώ Ιακώβ· ευφράνθητε και χρεμετίσατε επί κεφαλήν εθνών· ακουστά ποιήσατε και αινέσατε· είπατε· έσωσε Κύριος τον λαόν αυτού, το κατάλοιπον τού Ισραήλ. 8 ιδού εγώ άγω αυτούς από βορρά και συνάξω αυτούς απ' εσχάτου της γής εν εορτή φασέκ· και τεκνοποιήσει όχλον πολύν, και αποστρέψουσιν ώδε. 9 εν κλαυθμώ εξήλθον, και εν παρακλήσει ανάξω αυτούς αυλίζων επί διώρυγας υδάτων εν οδώ ορθή, και ου μη πλανηθώσιν εν αυτή· ότι εγενόμην τώ Ισραήλ εις πατέρα, και Εφραίμ πρωτότοκός μου εστιν.
10 Ακούσατε λόγους Κυρίου, έθνη, και αναγγείλατε εις νήσους τας μακρόθεν· είπατε· ο λικμήσας τον Ισραήλ και συνάξει αυτόν και φυλάξει αυτόν ως ο βόσκων ποίμνιον αυτού. 11 ότι ελυτρώσατο Κύριος τον Ιακώβ, εξείλατο αυτόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού. 12 και ήξουσι και ευφρανθήσονται εν τώ όρει Σιών· και ήξουσιν επ' αγαθά Κυρίου, επί γήν σίτου και οίνου και καρπών και κτηνών και προβάτων, και έσται η ψυχή αυτών ώσπερ ξύλον έγκαρπον. και ου πεινάσουσιν έτι. 13 τότε χαρήσονται παρθένοι εν συναγωγή νεανίσκων, και πρεσβύται χαρήσονται, και στρέψω το πένθος αυτών εις χαρμονήν και ποιήσω αυτούς ευφραινομένους. 14 μεγαλυνώ και μεθύσω την ψυχήν των ιερέων υιών Λευί, και ο λαός μου των αγαθών μου εμπλησθήσεται. 15 ούτως είπε Κύριος· φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού· Ραχήλ αποκλαιομένη ουκ ήθελε παύσασθαι επί τοίς υιοίς αυτής, ότι ουκ εισίν. 16 ούτως είπε Κύριος· διαλειπέτω η φωνή σου από κλαυθμού και οι οφθαλμοί σου από δακρύων σου, ότι έστι μισθός τοίς σοίς έργοις, και επιστρέψουσιν εκ γής εχθρών, 17 μόνιμον τοίς σοίς τέκνοις. 18 ακοήν ήκουσα Εφραίμ οδυρομένου· επαίδευσάς με και επαιδεύθην εγώ· ώσπερ μόσχος ουκ εδιδάχθην· επίστρεψόν με, και επιστρέψω, ότι σύ Κύριος ο Θεός μου. 19 ότι ύστερον αιχμαλωσίας μου μετενόησα και ύστερον τού γνώναί με εστέναξα εφ' ημέρας αισχύνης και υπέδειξά σοι, ότι έλαβον ονειδισμόν εκ νεότητός μου.
20 υιός αγαπητός Εφραίμ εμοί, παιδίον εντρυφών, ότι ανθ' ών οι λόγοι μου εν αυτώ, μνεία μνησθήσομαι αυτού· διά τούτο έσπευσα επ' αυτώ, ελεών ελεήσω αυτόν, φησί Κύριος. 21 Στήσον σεαυτήν Σιών, ποίησον τιμωρίαν, δός καρδίαν σου εις τους ώμους· οδόν ή επορεύθης αποστράφηθι, παρθένος Ισραήλ, αποστράφηθι εις τας πόλεις σου πενθούσα. 22 έως πότε αποστρέψεις, θυγάτηρ ητιμωμένη; ότι έκτισε Κύριος σωτηρίαν εις καταφύτευσιν καινήν, εν σωτηρία περιελεύσονται άνθρωποι. 23 ότι ούτως είπε Κύριος· έτι ερούσι τον λόγον τούτον εν γη Ιούδα και εν πόλεσιν αυτού, όταν αποστρέψω την αιχμαλωσίαν αυτού· ευλογημένος Κύριος επί δίκαιον όρος το άγιον αυτού 24 και ενοικούντες εν ταίς πόλεσιν Ιούδα και εν πάση τή γη αυτού άμα γεωργώ, και αρθήσεται εν ποιμνίω. 25 ότι εμέθυσα πάσαν ψυχήν διψώσαν και πάσαν ψυχήν πεινώσαν ενέπλησα. 26 διά τούτο εξηγέρθην και είδον, και ο ύπνος μου ηδύς μοι εγενήθη. 27 διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται, φησί Κύριος, και σπερώ τον Ισραήλ και τον Ιούδαν σπέρμα ανθρώπου και σπέρμα κτήνους. 28 και έσται ώσπερ εγρηγόρουν επ' αυτούς καθαιρείν και κακούν, ούτως γρηγορήσω επ' αυτούς τού οικοδομείν και καταφυτεύειν, φησί Κύριος. 29 εν ταίς ημέραις εκείναις ου μη είπωσιν· οι πατέρες έφαγον όμφακα, και οι οδόντες των τέκνων ημωδίασαν.
30 αλλ' ή έκαστος εν τή εαυτού αμαρτία αποθανείται, και τού φαγόντος τον όμφακα αιμωδιάσουσιν οι οδόντες αυτού. 31 ιδού ημέραι έρχονται, φησί Κύριος, και διαθήσομαι τώ οίκω Ισραήλ και τώ οίκω Ιούδα διαθήκην καινήν, 32 ου κατά την διαθήκην, ήν διεθέμην τοίς πατράσιν αυτών εν ημέρα επιλαβομένου μου της χειρός αυτών εξαγαγείν αυτούς εκ γής Αιγύπτου, ότι αυτοί ουκ ενέμειναν εν τή διαθήκη μου, και εγώ ημέλησα αυτών, φησί Κύριος. 33 ότι αύτη η διαθήκη μου, ήν διαθήσομαι τώ οίκω Ισραήλ μετά τας ημέρας εκείνας, φησί Κύριος· διδούς δώσω νόμους εις την διάνοιαν αυτών και επί καρδίας αυτών γράψω αυτούς· και έσομαι αυτοίς εις Θεόν, και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν. 34 και ου μη διδάξωσιν έκαστος τον πολίτην αυτού και έκαστος τον αδελφόν αυτού λέγων· γνώθι τον Κύριον· ότι πάντες ειδήσουσί με από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών, ότι ίλεως έσομαι ταίς αδικίαις αυτών και των αμαρτιών αυτών ου μη μνησθώ έτι. ~ 35 Εάν υψωθή ο ουρανός εις το μετέωρον, φησί Κύριος, και εάν ταπεινωθή το έδαφος της γής κάτω, και εγώ ουκ αποδοκιμώ το γένος Ισραήλ, φησί Κύριος, περί πάντων, ών εποίησαν. 36 ούτως είπε Κύριος ο δούς τον ήλιον εις φώς της ημέρας, σελήνην και αστέρας εις φώς της νυκτός, και κραυγήν εν θαλάσση και εβόμβησε τα κύματα αυτής, Κύριος παντοκράτωρ όνομα αυτώ· 37 εάν παύσωνται οι νόμοι ούτοι από προσώπου μου, φησί Κύριος, και το γένος Ισραήλ παύσεται γενέσθαι έθνος κατά πρόσωπόν μου πάσας τας ημέρας. 38 ιδού ημέραι έρχονται, φησί Κύριος, και οικοδομηθήσεται πόλις τώ Κυρίω από πύργου Αναμεήλ έως πύλης της γωνίας· 39 και εξελεύσεται η διαμέτρησις αυτής απέναντι αυτών έως βουνών Γαρήβ και περικυκλωθήσεται κύκλω εξ εκλεκτών λίθων·
40 και πάντες Ασαρημώθ έως Ναχάλ Κέδρων, έως γωνίας πύλης ίππων ανατολής αγίασμα τώ Κυρίω, και ουκέτι ου μη εκλίπη και ου μη καθαιρεθή έως τού αιώνος.
1 Ο λόγος ο γενόμενος παρά Κυρίου προς Ιερεμίαν εν τώ ενιαυτώ δεκάτω βασιλεί Σεδεκία, ούτος ενιαυτός οκτωκαιδέκατος τώ βασιλεί Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος· 2 και δύναμις βασιλέως Βαβυλώνος εχαράκωσεν επί Ιερουσαλήμ, και Ιερεμίας εφυλάσσετο εν αυλή της φυλακής, ή εστιν εν οίκω βασιλέως, 3 εν ή κατέκλεισεν αυτόν ο βασιλεύς Σεδεκίας λέγων· διατί σύ προφητεύεις λέγων; ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ δίδωμι την πόλιν ταύτην εν χερσί βασιλέως Βαβυλώνος, και λήψεται αυτήν, 4 και Σεδεκίας ου μη σωθή εκ χειρός των Χαλδαίων, ότι παραδόσει παραδοθήσεται εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος, και λαλήσει στόμα αυτού προς στόμα αυτού, και οι οφθαλμοί αυτού τους οφθαλμούς αυτού όψονται, 5 και εισελεύσεται Σεδεκίας εις Βαβυλώνα και εκεί καθιείται. 6 και λόγος Κυρίου εγενήθη προς Ιερεμίαν λέγων· 7 ιδού Αναμεήλ υιός Σαλώμ αδελφού πατρός σου έρχεται προς σε λέγων· κτήσαι σεαυτώ τον αγρόν μου τον εν Αναθώθ, ότι σοί κρίσις παραλαβείν εις κτήσιν. 8 και ήλθε προς με Αναμεήλ υιός Σαλώμ, αδελφού πατρός μου, εις την αυλήν της φυλακής και είπε· κτήσαι σεαυτώ τον αγρόν μου τον εν γη Βενιαμίν τον εν Αναθώθ, ότι σοί κρίμα κτήσασθαι αυτόν, και σύ πρεσβύτερος. και έγνων ότι λόγος Κυρίου εστί, 9 και εκτησάμην τον αγρόν Αναμεήλ υιού αδελφού πατρός μου και έστησα αυτώ επτά σίκλους και δέκα αργυρίου·
10 και έγραψα εις βιβλίον και εσφραγισάμην και διεμαρτυράμην μάρτυρας και έστησα το αργύριον εν ζυγώ. 11 και έλαβον το βιβλίον της κτήσεως το εσφραγισμένον και το ανεγνωσμένον 12 και έδωκα αυτό τώ Βαρούχ υιώ Νηρίου υιώ Μαασαίου κατ' οφθαλμούς Αναμεήλ υιού αδελφού πατρός μου και κατ' οφθαλμούς των ανδρών των παρεστηκότων και γραφόντων εν τώ βιβλίω της κτήσεως και κατ' οφθαλμούς των Ιουδαίων των εν τή αυλή της φυλακής. 13 και συνέταξα τώ Βαρούχ κατ' οφθαλμούς αυτών λέγων· 14 ούτως είπε Κύριος παντοκράτωρ· λάβε το βιβλίον της κτήσεως τούτο και το βιβλίον το ανεγνωσμένον και θήσεις αυτό εις αγγείον οστράκινον, ίνα διαμείνη ημέρας πλείους. 15 ότι ούτως είπε Κύριος· έτι κτηθήσονται αγροί και οικίαι και αμπελώνες εν τή γη ταύτη. ~ 16 Καί προσευξάμην προς Κύριον μετά το δούναί με το βιβλίον της κτήσεως προς Βαρούχ υιόν Νηρίου λέγων· 17 ώ Κύριε, σύ εποίησας τον ουρανόν και την γήν τή ισχύι σου τή μεγάλη και τώ βραχίονί σου τώ υψηλώ και τώ μετεώρω, ου μη αποκρυβή από σού ουθέν, 18 ποιών έλεος εις χιλιάδας και αποδιδούς αμαρτίας πατέρων εις κόλπους τέκνων αυτών μετ' αυτούς, ο Θεός ο μέγας και ισχυρός, 19 Κύριος μεγάλης βουλής και δυνατός τοίς έργοις, ο Θεός ο μέγας, ο παντοκράτωρ και μεγαλώνυμος Κύριος· οι οφθαλμοί σου εις τας οδούς των υιών των ανθρώπων δούναι εκάστω κατά την οδόν αυτού·
20 ός εποίησας σημεία και τέρατα εν γη Αιγύπτω έως της ημέρας ταύτης και εν Ισραήλ και εν τοίς γηγενέσι· και εποίησας σεαυτώ όνομα, ως ημέρα αύτη 21 και εξήγαγες τον λαόν σου Ισραήλ εκ γής Αιγύπτου εν σημείοις και εν τέρασιν, εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ 22 και εν οράμασι μεγάλοις· και έδωκας αυτοίς την γήν ταύτην, ήν ώμοσας τοίς πατράσιν αυτών, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι. 23 και εισήλθοσαν και ελάβοσαν αυτήν και ουκ ήκουσαν της φωνής σου και εν τοίς προστάγμασί σου ουκ επορεύθησαν· άπαντα, ά ενετείλω αυτοίς ουκ εποίησαν· και εποίησας συμβήναι αυτοίς πάντα τα κακά ταύτα. 24 ιδού όχλος ήκει εις την πόλιν ταύτην συλλαβείν αυτήν, και η πόλις εδόθη εις χείρας Χαλδαίων των πολεμούντων αυτήν από προσώπου μαχαίρας και τού λιμού· ως ελάλησας, ούτως εγένετο. 25 και σύ λέγεις προς με· κτήσαι σεαυτώ τον αγρόν αργυρίου· και έγραψα βιβλίον και εσφραγισάμην και επεμαρτυράμην μάρτυρας· και η πόλις εδόθη εις χείρας Χαλδαίων. 26 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 27 εγώ Κύριος ο Θεός πάσης σαρκός, μη απ' εμού κρυβήσεταί τι; 28 διά τούτο ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· δοθείσα παραδοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος, και λήψεται αυτήν, 29 και ήξουσιν οι Χαλδαίοι πολεμούντες επί την πόλιν ταύτην και καύσουσι την πόλιν ταύτην εν πυρί και κατακαύσουσι τας οικίας, εν αίς εθυμιώσαν επί των δωμάτων αυτών τή Βάαλ και έσπευδον σπονδάς θεοίς ετέροις προς το παραπικράναι με.
30 ότι ήσαν οι υιοί Ισραήλ και οι υιοί Ιούδα μόνοι ποιούντες το πονηρόν κατ' οφθαλμούς μου εκ νεότητος αυτών. 31 ότι επί την οργήν μου και επί τον θυμόν μου ήν η πόλις αύτη, αφ' ής ημέρας ωκοδόμησαν αυτήν και έως της ημέρας ταύτης απαλλάξαι αυτήν από προσώπου μου, 32 διά πάσας τας πονηρίας των υιών Ισραήλ και Ιούδα, ών εποίησαν πικράναι με αυτοί και οι βασιλείς αυτών και οι άρχοντες αυτών και οι ιερείς αυτών και οι προφήται αυτών, άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ, 33 και απέστρεψαν προς με νώτον και ου πρόσωπον· και εδίδαξα αυτούς όρθρου, και εδίδαξα, και ουκ ήκουσαν έτι λαβείν παιδείαν. 34 και έθηκαν τα μιάσματα αυτών εν τώ οίκω, ού επεκλήθη το όνομά μου επ' αυτώ, εν ακαθαρσίαις αυτών, 35 και ωκοδόμησαν τους βωμούς τή Βάαλ τους εν φάραγγι υιού Εννόμ τού αναφέρειν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τώ Μολόχ βασιλεί, ά ου συνέταξα αυτοίς και ουκ ανέβη επί καρδίαν μου, τού ποιήσαι το βδέλυγμα τούτο προς το εφαμαρτείν τον Ιούδαν. ~ 36 Καί νύν ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ επί την πόλιν, ήν σύ λέγεις· παραδοθήσεται εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος εν μαχαίρα και εν λιμώ και εν αποστολή. 37 ιδού εγώ συνάγω αυτούς εκ πάσης της γής, ού διέσπειρα αυτούς εκεί εν οργή μου και τώ θυμώ μου και εν παροξυσμώ μεγάλω, και επιστρέψω αυτούς εις τον τόπον τούτον και καθιώ αυτούς πεποιθότας, 38 και έσονταί μοι εις λαόν, και εγώ έσομαι αυτοίς εις Θεόν. 39 και δώσω αυτοίς οδόν ετέραν και καρδίαν ετέραν φοβηθήναί με πάσας τας ημέρας και εις αγαθόν αυτοίς και τοίς τέκνοις αυτών μετ' αυτούς.
40 και διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην αιωνίαν, ήν ου μη αποστρέψω όπισθεν αυτών· και τον φόβον μου δώσω εις την καρδίαν αυτών προς το μη αποστήναι αυτούς απ' εμού. 41 και επισκέψομαι τού αγαθώσαι αυτούς και φυτεύσω αυτούς εν τή γη ταύτη εν πίστει και εν πάση καρδία και εν πάση ψυχή. 42 ότι ούτως είπε Κύριος· καθά επήγαγον επί τον λαόν τούτον πάντα τα κακά τα μεγάλα ταύτα, ούτως εγώ επάξω επ' αυτούς πάντα τα αγαθά, ά ελάλησα επ' αυτούς. 43 και κτηθήσονται έτι αγροί εν τή γη, ή σύ λέγεις· άβατός εστιν από ανθρώπων και κτήνους και παρεδόθησαν εις χείρας Χαλδαίων. 44 και κτήσονται αγρούς εν αργυρίω, και γράψεις βιβλίον και σφραγιή και διαμαρτυρή μάρτυρας εν γη Βενιαμίν και κύκλω της Ιερουσαλήμ και εν πόλεσιν Ιούδα και εν πόλεσι τού όρους και εν πόλεσι της Σεφηλά και εν πόλεσι της Ναγέβ, ότι αποστρέψω τας αποικίας αυτών.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν δεύτερον, και αυτός ήν έτι δεδεμένος εν τή αυλή της φυλακής λέγων· 2 ούτως είπε Κύριος ποιών γήν και πλάσσων αυτήν τού ανορθώσαι αυτήν, Κύριος όνομα αυτώ· 3 κέκραξον προς με, και αποκριθήσομαί σοι και απαγγελώ σοι μεγάλα και ισχυρά, ά ουκ έγνως αυτά. 4 ότι ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ περί οίκων της πόλεως ταύτης και περί οίκων βασιλέως Ιούδα των καθηρημένων εις χάρακας και προμαχώνας 5 τού μάχεσθαι προς τους Χαλδαίους και πληρώσαι αυτήν των νεκρών των ανθρώπων, ούς επάταξα εν οργή μου και εν θυμώ μου, και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ' αυτών περί πασών των πονηριών αυτών· 6 ιδού εγώ ανάγω αυτή συνούλωσιν και ίαμα και φανερώσω αυτοίς εισακούειν και ιατρεύσω αυτήν και ποιήσω αυτοίς ειρήνην και πίστιν. 7 και αποστρέψω την αποικίαν Ιούδα και την αποικίαν Ισραήλ και οικοδομήσω αυτούς καθώς το πρότερον. 8 και καθαριώ αυτούς από πασών των αδικιών αυτών, ών ημάρτοσάν μοι, και ου μη μνησθήσομαι αμαρτιών αυτών, ών ήμαρτόν μοι και απέστησαν απ' εμού. 9 και έσται εις ευφροσύνην και αίνεσιν και εις μεγαλειότητα παντί τώ λαώ της γής, οίτινες ακούσονται πάντα τα αγαθά, ά εγώ ποιήσω, και φοβηθήσονται και πικρανθήσονται περί πάντων των αγαθών και περί πάσης της ειρήνης, ής εγώ ποιήσω αυτοίς. ~
10 Ούτως είπε Κύριος· έτι ακουσθήσεται εν τώ τόπω τούτω, ώ υμείς λέγετε· έρημός εστιν από ανθρώπων και κτηνών, εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ, ταίς ηρημωμέναις παρά το μη είναι άνθρωπον και κτήνη, 11 φωνή ευφροσύνης και φωνή χαρμοσύνης, φωνή νυμφίου και φωνή νύμφης, φωνή λεγόντων· εξομολογείσθε Κυρίω παντοκράτορι, ότι χρηστός Κύριος, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού· και εισοίσουσι δώρα εις οίκον Κυρίου, ότι αποστρέψω πάσαν την αποικίαν της γής εκείνης κατά το πρότερον, είπε Κύριος· 12 ούτως είπε Κύριος των δυνάμεων· έτι έσται εν τώ τόπω τούτω τώ ερήμω παρά το μη είναι άνθρωπον και κτήνος και εν πάσαις ταίς πόλεσιν αυτού καταλύματα ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα· 13 εν πόλεσι της ορεινής και εν πόλεσι της Σεφηλά και εν πόλεσι της Ναγέβ και εν γη Βενιαμίν και εν ταίς κύκλω Ιερουσαλήμ και εν πόλεσιν Ιούδα έτι παρελεύσεται πρόβατα επί χείρα αριθμούντος, είπε Κύριος.
1 Ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά Κυρίου (και Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και πάν το στρατόπεδον αυτού και πάσα η γη αρχής αυτού επολέμουν επί Ιερουσαλήμ και επί πάσας τας πόλεις Ιούδα) λέγων· 2 ούτως είπε Κύριος· βάδισον προς Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα και ερείς αυτώ· ούτως είπε Κύριος· παραδόσει παραδοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος, και συλλήψεται αυτήν και καύσει αυτήν εν πυρί· 3 και σύ ου μη σωθής εκ χειρός αυτού και συλλήψει συλληφθήση και εις χείρας αυτού δοθήση, και οφθαλμοί σου τους οφθαλμούς αυτού όψονται και το στόμα αυτού μετά τού στόματός σου λαλήσει, και εις Βαβυλώνα εισελεύση. 4 αλλά άκουσον τον λόγον Κυρίου, Σεδεκία βασιλεύ Ιούδα· ούτως λέγει Κύριος· 5 εν ειρήνη αποθανή, και ως έκλαυσαν τους πατέρας σου τους βασιλεύσαντας πρότερόν σου, κλαύσονται και σε, ουαί Κύριε, και έως άδου κόψονταί σε· ότι λόγον εγώ ελάλησα, είπε Κύριος. 6 και ελάλησεν Ιερεμίας προς τον βασιλέα Σεδεκίαν πάντας τους λόγους τούτους εν Ιερουσαλήμ. 7 και η δύναμις βασιλέως Βαβυλώνος επολέμει επί Ιερουσαλήμ και επί τας πόλεις Ιούδα, επί Λαχίς και επί Αζηκά, ότι αύται κατελείφθησαν εν πόλεσιν Ιούδα πόλεις οχυραί. 8 Ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά Κυρίου μετά το συντελέσαι τον βασιλέα Σεδεκίαν διαθήκην προς τον λαόν τού καλέσαι άφεσιν, 9 τού εξαποστείλαι έκαστον τον παίδα αυτού και έκαστον την παιδίσκην αυτού, τον Εβραίον και την Εβραίαν ελευθέρους, προς το μη δουλεύειν άνδρα εξ Ιούδα·
10 και επεστράφησαν πάντες οι μεγιστάνες και πάς ο λαός οι εισελθόντες εν τή διαθήκη τού αποστείλαι έκαστον τον παίδα αυτού και έκαστον την παιδίσκην αυτού και εώσαν 11 αυτούς εις παίδας και παιδίσκας. 12 και εγενήθη λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων· 13 ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· εγώ διεθέμην διαθήκην προς τους πατέρας υμών εν τή ημέρα, ή εξειλάμην αυτούς εκ γής Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας, λέγων· 14 όταν πληρωθή έξ έτη, αποστελείς τον αδελφόν σου τον Εβραίον, ός παραθήσεταί σοι· και εργάταί σοι έξ έτη, και εξαποστελείς αυτόν ελεύθερον. και ουκ ήκουσάν μου και ουκ έκλιναν το ούς αυτών. 15 και επέστρεψαν σήμερον ποιήσαι το ευθές πρό οφθαλμών μου τού καλέσαι άφεσιν έκαστον τού πλησίον αυτού και συνετέλεσαν διαθήκην κατά πρόσωπόν μου εν τώ οίκω, ού επεκλήθη το όνομά μου επ' αυτώ. 16 και επεστρέψατε και εβεβηλώσατε το όνομά μου τού επιστρέψαι έκαστον τον παίδα αυτού και έκαστον την παιδίσκην αυτού, ούς εξαπεστείλατε ελευθέρους τή ψυχή αυτών, τού είναι υμίν εις παίδας και παιδίσκας. 17 διά τούτο ούτως είπε Κύριος· υμείς ουκ ηκούσατέ μου τού καλέσαι άφεσιν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· ιδού εγώ καλώ άφεσιν υμίν εις μάχαιραν και εις τον θάνατον και εις τον λιμόν και δώσω υμάς εις διασποράν πάσαις ταίς βασιλείαις της γής. 18 και δώσω τους άνδρας τους παρεληλυθότας την διαθήκην μου, τους μη στήσαντας την διαθήκην μου, ήν εποίησαν κατά πρόσωπόν μου, τον μόσχον, ον εποίησαν εργάζεσθαι αυτώ, 19 τους άρχοντας Ιούδα και τους δυνάστας και τους ιερείς και τον λαόν,
20 και δώσω αυτούς τοίς εχθροίς αυτών και έσται τα θνησιμαία αυτών βρώσις τοίς πετεινοίς τού ουρανού και τοίς θηρίοις της γής. 21 και τον Σεδεκίαν βασιλέα της Ιουδαίας και τους άρχοντας αυτών δώσω εις χείρας εχθρών αυτών, και δύναμις βασιλέως Βαβυλώνος τοίς αποτρέχουσιν απ' αυτών. 22 ιδού εγώ συντάσσω, φησί Κύριος, και επιστρέψω αυτούς εις την γήν ταύτην, και πολεμήσουσιν επ' αυτήν και λήψονται αυτήν και κατακαύσουσιν αυτήν εν πυρί και τας πόλεις Ιούδα, και δώσω αυτάς ερήμους από των κατοικούντων.
1 Ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά Κυρίου εν ημέραις Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα λέγων· 2 βάδισον εις οίκον Αρχαβείν και άξεις αυτούς εις οίκον Κυρίου, εις μίαν των αυλών, και ποτιείς αυτούς οίνον. 3 και εξήγαγον τον Ιεζονίαν υιόν Ιερεμίου υιού Χαβασίν και τους αδελφούς αυτού και τους υιούς αυτού και πάσαν την οικίαν Αρχαβείν 4 και εισήγαγον αυτούς εις οίκον Κυρίου εις το παστοφόριον υιών Ανανίου, υιού Γοδολίου ανθρώπου τού Θεού, ό εστιν εγγύς τού οίκου των αρχόντων των επάνω τού οίκου Μαασαίου υιού Σελώμ, τού φυλάσσοντος την αυλήν, 5 και έδωκα κατά πρόσωπον αυτών κεράμιον οίνου και ποτήρια και είπα· πίετε οίνον. 6 και είπαν· ου μη πίωμεν οίνον, ότι Ιωναδάβ υιός Ρηχάβ ο πατήρ ημών ενετείλατο ημίν λέγων· ου μη πίετε οίνον, υμείς και οι υιοί υμών έως αιώνος. 7 και οικίας ου μη οικοδομήσητε και σπέρμα ου μη σπείρητε, και αμπελών ουκ έσται υμίν, ότι εν σκηναίς οικήσετε πάσας τας ημέρας υμών, όπως αν ζήσητε ημέρας πολλάς επί της γής, εφ' ής διατρίβετε υμείς επ' αυτής. 8 και ηκούσαμεν της φωνής Ιωναδάβ τού πατρός ημών προς το μη πιείν οίνον πάσας τας ημέρας ημών, ημείς και αι γυναίκες ημών και οι υιοί ημών και αι θυγατέρες ημών, 9 και προς το μη οικοδομείν οικίας τού κατοικείν εκεί, και αμπελών και αγρός και σπέρμα ουκ εγένετο ημίν,
10 και ωκήσαμεν εν σκηναίς και ηκούσαμεν και εποιήσαμεν κατά πάντα, ά ενετείλατο ημίν Ιωναδάβ ο πατήρ ημών. 11 και εγενήθη ότε ανέβη Ναβουχοδονόσορ επί την γήν, και είπαμεν· εισέλθατε και εισέλθωμεν εις Ιερουσαλήμ από προσώπου της δυνάμεως των Χαλδαίων και από προσώπου της δυνάμεως των Ασσυρίων, και ωκούμεν εκεί. 12 και εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 13 ούτως λέγει Κύριος· πορεύου και ειπόν ανθρώπω Ιούδα και τοίς κατοικούσιν Ιερουσαλήμ· ου μη λάβητε παιδείαν τού ακούειν τους λόγους μου; 14 έστησαν ρήμα υιοί Ιωναδάβ, υιού Ρηχάβ, ό ενετείλατο τοίς τέκνοις αυτού προς το μη πιείν οίνον, και ουκ επίοσαν· και εγώ ελάλησα προς υμάς όρθρου, και ουκ ηκούσατε. 15 και απέστειλα προς υμάς τους παίδάς μου τους προφήτας λέγων· αποστράφητε έκαστος από της οδού αυτού της πονηράς και βελτίω ποιήσατε τα επιτηδεύματα υμών και ου πορεύσεσθε οπίσω θεών ετέρων τού δουλεύειν αυτοίς, και οικήσετε επί της γής, ής έδωκα υμίν και τοίς πατράσιν υμών· και ουκ εκλίνατε τα ώτα υμών και ουκ εισηκούσατε. 16 και έστησαν υιοί Ιωναδάβ υιού Ρηχάβ την εντολήν τού πατρός αυτών, ο δε λαός ούτος ουκ ήκουσέ μου. 17 διά τούτο ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ φέρω επί Ιούδαν και επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ πάντα τα κακά, ά ελάλησα επ' αυτούς. 18 διά τούτο ούτως είπε Κύριος· επειδή ήκουσαν υιοί Ιωναδάβ υιού Ρηχάβ την εντολήν τού πατρός αυτών ποιείν καθότι ενετείλατο αυτοίς ο πατήρ αυτών, 19 ου μη εκλίπη ανήρ των υιών Ιωναδάβ υιού Ρηχάβ παρεστηκώς κατά πρόσωπόν μου πάσας τας ημέρας της γής.
1 ΕΝ τώ ενιαυτώ τώ τετάρτω Ιωακείμ υιού Ιωσία βασιλέως Ιούδα εγενήθη λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 λάβε σεαυτώ χαρτίον βιβλίου και γράψον επ' αυτού πάντας τους λόγους, ούς ελάλησα προς σε επί Ιερουσαλήμ και επί Ιούδα και επί πάντα τα έθνη, αφ' ής ημέρας λαλήσαντός μου προς σε, αφ' ημερών Ιωσία βασιλέως Ιούδα και έως της ημέρας ταύτης· 3 ίσως ακούσεται ο οίκος Ιούδα πάντα τα κακά, ά εγώ λογίζομαι ποιήσαι αυτοίς, ίνα αποστρέψωσιν από της οδού αυτών της πονηράς, και ίλεως έσομαι ταίς αδικίαις αυτών και ταίς αμαρτίαις αυτών. 4 και εκάλεσεν Ιερεμίας τον Βαρούχ υιόν Νηρίου, και έγραψεν από στόματος Ιερεμίου πάντας τους λόγους Κυρίου, ούς εχρημάτισε προς αυτόν, εις χαρτίον βιβλίου. 5 και ενετείλατο Ιερεμίας τώ Βαρούχ λέγων· εγώ φυλάσσομαι, ου μη δύνωμαι εισελθείν εις οίκον Κυρίου. 6 και αναγνώση εν τώ χαρτίω τούτω εις τα ώτα τού λαού εν οίκω Κυρίου εν ημέρα νηστείας, και εν ωσί παντός Ιούδα των ερχομένων εκ πόλεων αυτών αναγνώση αυτοίς· 7 ίσως πεσείται έλεος αυτών κατά πρόσωπον Κυρίου, και αποστρέψουσιν εκ της οδού αυτών της πονηράς, ότι μέγας ο θυμός και η οργή Κυρίου, ήν ελάλησεν επί τον λαόν τούτον. 8 και εποίησε Βαρούχ κατά πάντα, ά ενετείλατο αυτώ Ιερεμίας, τού αναγνώναι εν τώ βιβλίω τους λόγους Κυρίου εν οίκω Κυρίου. 9 και εγενήθη εν τώ έτει τώ ογδόω τώ βασιλεί Ιωακείμ εν τώ μηνί τώ ενάτω, εξεκκλησίασαν νηστείαν κατά πρόσωπον Κυρίου πάς ο λαός εν Ιερουσαλήμ και οίκος Ιούδα.
10 και ανεγίνωσκε Βαρούχ εν τώ βιβλίω τους λόγους Ιερεμίου εν οίκω Κυρίου, εν οίκω Γαμαρίου, υιού Σαφάν τού γραμματέως, εν τή αυλή τή επάνω εν προθύροις πύλης τού οίκου Κυρίου της καινής και εν ωσί παντός τού λαού. 11 και ήκουσε Μιχαίας υιός Γαμαρίου υιού Σαφάν άπαντας τους λόγους Κυρίου εκ τού βιβλίου· 12 και κατέβη εις οικίαν τού βασιλέως, εις τον οίκον τού γραμματέως, και ιδού εκεί πάντες οι άρχοντες εκάθηντο, Ελισαμά ο γραμματεύς και Δαλαίας υιός Σελεμίου και Ελνάθαν υιός Ακχοβώρ και Γαμαρίας υιός Σαφάν και Σεδεκίας υιός Ανανίου και πάντες οι άρχοντες, 13 και ανήγγειλεν αυτοίς Μιχαίας πάντας τους λόγους, ούς ήκουσεν αναγινώσκοντος Βαρούχ εις τα ώτα τού λαού. 14 και απέστειλαν πάντες οι άρχοντες προς Βαρούχ υιόν Νηρίου τον Ιουδίν υιόν Ναθανίου, υιού Σελεμίου, υιού Χουσί, λέγοντες· το χαρτίον, εν ώ σύ αναγινώσκεις εν αυτώ εν ωσί τού λαού, λάβε αυτό εις την χείρά σου και ήκε· και έλαβε Βαρούχ το χαρτίον και κατέβη προς αυτούς. 15 και είπαν αυτώ· πάλιν ανάγνωθι εις τα ώτα ημών· και ανέγνω Βαρούχ. 16 και εγενήθη ως ήκουσαν πάντας τους λόγους, συνεβουλεύσαντο έκαστος προς τον πλησίον αυτού και είπον· αναγγέλλοντες αναγγείλωμεν τώ βασιλεί άπαντας τους λόγους τούτους. 17 και τον Βαρούχ ηρώτησαν λέγοντες· πόθεν έγραψας πάντας τους λόγους τούτους; 18 και είπε Βαρούχ· από στόματος αυτού ανήγγειλέ μοι Ιερεμίας πάντας τους λόγους τούτους, και έγραφον εν βιβλίω. 19 και είπον τώ Βαρούχ· βάδισον και κατακρύβηθι σύ και Ιερεμίας· άνθρωπος μη γνώτω που υμείς.
20 και εισήλθον προς τον βασιλέα εις την αυλήν, και το χαρτίον έδωκαν φυλάσσειν εν οίκω Ελισαμά, και ανήγγειλαν τώ βασιλεί πάντας τους λόγους τούτους. 21 και απέστειλεν ο βασιλεύς τον Ιουδίν λαβείν το χαρτίον, και έλαβεν αυτό εξ οίκου Ελισαμά· και ανέγνω Ιουδίν εις τα ώτα τού βασιλέως και εις τα ώτα πάντων των αρχόντων των εστηκότων περί τον βασιλέα. 22 και ο βασιλεύς εκάθητο εν οίκω χειμερινώ και εσχάρα πυρός κατά πρόσωπον αυτού. 23 και εγενήθη αναγινώσκοντος Ιουδίν τρεις σελίδας και τέσσαρας, απέτεμεν αυτάς τώ ξυρώ τού γραμματέως και έρριπτεν εις το πύρ το επί της εσχάρας, έως εξέλιπε πάς ο χάρτης εις το πύρ το επί της εσχάρας. 24 και ουκ εζήτησαν και ου διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών ο βασιλεύς και οι παίδες αυτού οι ακούοντες πάντας τους λόγους τούτους. 25 και Ελνάθαν και Γοθολίας και Γαμαρίας υπέθεντο τώ βασιλεί προς το μη κατακαύσαι το χαρτίον. 26 και ενετείλατο ο βασιλεύς τώ Ιερεμεήλ υιώ τού βασιλέως και τώ Σαραία υιώ Εσριήλ συλλαβείν τον Βαρούχ και τον Ιερεμίαν· και κατεκρύβησαν. 27 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν μετά το κατακαύσαι τον βασιλέα το χαρτίον, πάντας τους λόγους, ούς έγραψε Βαρούχ από στόματος Ιερεμίου λέγων· 28 πάλιν λάβε σύ χαρτίον έτερον και γράψον πάντας τους λόγους τους όντας επί τού χαρτίου, ούς κατέκαυσεν ο βασιλεύς Ιωακείμ. 29 και ερείς· ούτως είπε Κύριος· σύ κατέκαυσας το χαρτίον τούτο λέγων· διατί έγραψας επ' αυτώ λέγων· εισπορευόμενος εισπορεύσεται βασιλεύς Βαβυλώνος και εξολοθρεύσει την γήν ταύτην, και εκλείψει επ' αυτής άνθρωπος και κτήνη;
30 διά τούτο ούτως είπε Κύριος επί Ιωακείμ βασιλέα Ιούδα· ουκ έσται αυτώ καθήμενος επί θρόνου Δαυίδ, και το θνησιμαίον αυτού έσται ερριμμένον εν τώ καύματι της ημέρας και εν τώ παγετώ της νυκτός· 31 και επισκέψομαι επ' αυτόν και επί το γένος αυτού και επί τους παίδας αυτού και επάξω επ' αυτούς και επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ και επί την γήν Ιούδα πάντα τα κακά, ά ελάλησα προς αυτούς, και ουκ ήκουσαν. 32 και έλαβε Βαρούχ χαρτίον έτερον και έγραψεν επ' αυτώ από στόματος Ιερεμίου άπαντας τους λόγους τού βιβλίου, ούς κατέκαυσεν Ιωακείμ· και έτι προσετέθησαν αυτώ λόγοι πλείονες ως ούτοι.
1 ΚΑΙ εβασίλευσε Σεδεκίας υιός Ιωσία αντί Ιωακείμ, ον εβασίλευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύειν τού Ιούδα· 2 και ουκ ήκουσαν αυτός και οι παίδες αυτού και ο λαός της γής τους λόγους Κυρίου, ούς ελάλησεν εν χειρί Ιερεμίου. 3 και απέστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας τον Ιωάχαλ υιόν Σελεμίου και τον Σοφονίαν υιόν Μαασαίου τον ιερέα προς Ιερεμίαν λέγων· πρόσευξαι δή περί ημών προς Κύριον. 4 και Ιερεμίας ήλθε και διήλθε διά μέσου της πόλεως, και ουκ έδωκαν αυτόν εις τον οίκον της φυλακής. 5 και δύναμις Φαραώ εξήλθεν εξ Αιγύπτου, και ήκουσαν οι Χαλδαίοι την ακοήν αυτών και ανέβησαν από Ιερουσαλήμ. 6 και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων· 7 ούτως είπε Κύριος· ούτως ερείς προς βασιλέα Ιούδα τον αποστείλαντα προς σε τού εκζητήσαί με· ιδού δύναμις Φαραώ η εξελθούσα υμίν εις βοήθειαν αποστρέψουσιν εις γήν Αιγύπτου, 8 και αναστρέψουσιν αυτοί οι Χαλδαίοι, και πολεμήσουσιν επί την πόλιν ταύτην και συλλήψονται αυτήν και καύσουσιν αυτήν εν πυρί. 9 ότι ούτως είπε Κύριος· μη υπολάβητε ταίς ψυχαίς υμών λέγοντες· αποτρέχοντες απελεύσονται αφ' ημών οι Χαλδαίοι, ότι ου μη απέλθωσι·
10 και εάν πατάξητε πάσαν δύναμιν των Χαλδαίων τους πολεμούντας υμάς, και καταλειφθώσί τινες εκκεκεντημένοι έκαστος εν τώ τόπω αυτού, ούτοι αναστήσονται και καύσουσι την πόλιν ταύτην εν πυρί. 11 Καί εγένετο ότε ανέβη η δύναμις των Χαλδαίων από Ιερουσαλήμ από προσώπου της δυνάμεως Φαραώ, 12 εξήλθεν Ιερεμίας από Ιερουσαλήμ τού πορευθήναι εις γήν Βενιαμίν τού αγοράσαι εκείθεν εν μέσω τού λαού. 13 και εγένετο αυτός εν πύλη Βενιαμίν, και εκεί άνθρωπος, παρ' ώ κατέλυε, Σαρουία υιός Σελεμίου, υιού Ανανίου, και συνέλαβε τον Ιερεμίαν λέγων· προς τους Χαλδαίους σύ φεύγεις; 14 και είπε· ψεύδος, ουκ εις τους Χαλδαίους εγώ φεύγω. και ουκ εισήκουσεν αυτού και συνέλαβε Σαρουία τον Ιερεμίαν και εισήγαγεν αυτόν προς τους άρχοντας. 15 και επικράνθησαν οι άρχοντες επί Ιερεμίαν και επάταξαν αυτόν και απέστειλαν αυτόν εις την οικίαν Ιωνάθαν τού γραμματέως, ότι ταύτην εποίησαν εις οικίαν φυλακής. 16 και ήλθεν Ιερεμίας εις οικίαν τού λάκκου και εις την χερέθ και εκάθισεν εκεί ημέρας πολλάς· 17 και απέστειλε Σεδεκίας και εκάλεσεν αυτόν, και ηρώτα αυτόν ο βασιλεύς κρυφαίως ειπείν, ει έστιν ο λόγος παρά Κυρίου, και είπεν· έστιν· εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος παραδοθήση. 18 και είπεν Ιερεμίας τώ βασιλεί· τι ηδίκησά σε και τους παίδάς σου και τον λαόν τούτον, ότι σύ δίδως με εις οικίαν φυλακής; 19 και που εισιν οι προφήται υμών οι προφητεύσαντες υμίν λέγοντες· ότι ου μη έλθη βασιλεύς Βαβυλώνος επί την γήν ταύτην;
20 και νύν, κύριε βασιλεύ, πεσέτω το έλεός μου κατά πρόσωπόν σου, και τι αποστρέφεις με εις οικίαν Ιωνάθαν τού γραμματέως και ου μη αποθάνω εκεί; 21 και συνέταξεν ο βασιλεύς και ενεβάλοσαν αυτόν εις οικίαν της φυλακής και εδίδοσαν αυτώ άρτον ένα της ημέρας έξωθεν ού πέσσουσιν, έως εξέλιπον οι άρτοι εκ της πόλεως. και εκάθισεν Ιερεμίας εν τή αυλή της φυλακής.
1 ΚΑΙ ήκουσε Σαφατίας υιός Μάθαν και Γοδολίας υιός Πασχώρ και Ιωάχαλ υιός Σελεμίου τους λόγους, ούς Ιερεμίας ελάλει επί τον λαόν λέγων· 2 ούτως είπε Κύριος· ο κατοικών εν τή πόλει ταύτη αποθανείται εν ρομφαία και εν λιμώ, και ο εκπορευόμενος προς τους Χαλδαίους ζήσεται, και έσται η ψυχή αυτού εις εύρημα, και ζήσεται. 3 ότι ούτως είπε Κύριος· παραδιδομένη παραδοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας δυνάμεως βασιλέως Βαβυλώνος, και συλλήψεται αυτήν. 4 και είπαν τώ βασιλεί· αναιρεθήτω δή ο άνθρωπος εκείνος, ότι αυτός εκλύει τας χείρας των ανθρώπων των πολεμούντων των καταλειπομένων εν τή πόλει και τας χείρας παντός τού λαού λαλών προς αυτούς κατά τους λόγους τούτους· ότι ο άνθρωπος ούτος ου χρησμολογεί ειρήνην τώ λαώ τούτω, αλλ' ή πονηρά. 5 και είπεν ο βασιλεύς· ιδού αυτός εν χερσίν υμών· ότι ουκ ηδύνατο ο βασιλεύς προς αυτούς. 6 και έρριψαν αυτόν εις λάκκον Μελχίου υιού τού βασιλέως, ός ήν εν τή αυλή της φυλακής, και εχάλασαν αυτόν εις τον λάκκον, και εν τώ λάκκω ουκ ήν ύδωρ αλλ' ή βόρβορος, και ήν εν τώ βορβόρω. ~ 7 Καί ήκουσεν Αβδεμέλεχ ο Αιθίοψ, και αυτός εν οικία τού βασιλέως, ότι έδωκαν Ιερεμίαν εις τον λάκκον· και ο βασιλεύς ήν εν τή πύλη Βενιαμίν, 8 και εξήλθε προς αυτόν και ελάλησε προς τον βασιλέα, και είπεν· 9 επονηρεύσω ά εποίησας τού αποκτείναι τον άνθρωπον τούτον από προσώπου τού λιμού, ότι ουκ εισίν έτι άρτοι εν τή πόλει.
10 και ενετείλατο ο βασιλεύς τώ Αβδεμέλεχ λέγων· λάβε εις τας χείράς σου εντεύθεν τριάκοντα ανθρώπους και ανάγαγε αυτόν εκ τού λάκκου, ίνα μη αποθάνη. 11 και έλαβεν Αβδεμέλεχ τους ανθρώπους και εισήλθεν εις την οικίαν τού βασιλέως την υπόγαιον και έλαβεν εκείθεν παλαιά ράκη και παλαιά σχοινία και έρριψεν αυτά προς Ιερεμίαν εις τον λάκκον 12 και είπε· ταύτα θές υποκάτω των σχοινίων, και εποίησεν Ιερεμίας ούτως. 13 και είλκυσαν αυτόν τοίς σχοινίοις και ανήγαγον αυτόν εκ τού λάκκου· και εκάθισεν Ιερεμίας εν τή αυλή της φυλακής. ~ 14 Καί απέστειλεν ο βασιλεύς και εκάλεσεν αυτόν προς εαυτόν εις οικίαν Ασελεισή την εν οίκω Κυρίου· και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· ερωτήσω σε λόγον, και μη δή κρύψης απ' εμού ρήμα. 15 και είπεν Ιερεμίας τώ βασιλεί· εάν αναγγείλω σοι, ουχί θανάτω με θανατώσεις; και εάν συμβουλεύσω σοι, ου μη ακούσης μου. 16 και ώμοσεν αυτώ ο βασιλεύς λέγων· ζή Κύριος, ός εποίησεν ημίν την ψυχήν ταύτην, ει αποκτενώ σε και ει δώσω σε εις χείρας των ανθρώπων τούτων. 17 και είπεν αυτώ Ιερεμίας· ούτως είπε Κύριος· εάν εξελθών εξέλθης προς ηγεμόνας βασιλέως Βαβυλώνος, και ζήσεται η ψυχή σου, και η πόλις αύτη ου μη κατακαυθή εν πυρί, και ζήση σύ και η οικία σου. 18 και εάν μη εξέλθης, δοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας των Χαλδαίων, και καύσουσιν αυτήν εν πυρί, και σύ ου μη σωθής. 19 και είπεν ο βασιλεύς τώ Ιερεμία· εγώ λόγον έχω των Ιουδαίων των πεφευγότων προς τους Χαλδαίους, μη δώσειν με εις χείρας αυτών, και καταμωκήσονταί μου.
20 και είπεν Ιερεμίας· ου μη παραδώσί σε· άκουσον τον λόγον Κυρίου, ον εγώ λέγω προς σε, και βέλτιον έσται σοι, και ζήσεται η ψυχή σου. 21 και ει μη θέλεις σύ εξελθείν, ούτος ο λόγος, ον έδειξέ μοι Κύριος· 22 και ιδού πάσαι αι γυναίκες αι καταλειφθείσαι εν οικία βασιλέως Ιούδα εξήγοντο προς άρχοντας βασιλέως Βαβυλώνος, και αύται έλεγον· ηπάτησάν σε και δυνήσονταί σοι άνδρες ειρηνικοί σου και καταλύσουσιν εν ολισθήμασι πόδα σου, απέστρεψαν από σού. 23 και τας γυναίκάς σου και τα τέκνα σου εξάξουσι προς τους Χαλδαίους, και σύ ου μη σωθής, ότι εν χειρί βασιλέως Βαβυλώνος συλληφθήση, και η πόλις αύτη κατακαυθήσεται. 24 και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· άνθρωπος μη γνώτω εκ των λόγων τούτων, και σύ ου μη αποθάνης. 25 και εάν οι άρχοντες ακούσωσιν ότι ελάλησά σοι και έλθωσι προς σε και είπωσί σοι· ανάγγειλον ημίν, τι ελάλησέ σοι ο βασιλεύς, μη κρύψης αφ' ημών, και ου μη ανέλωμέν σε, και τι ελάλησε προς σε ο βασιλεύς; 26 και ερείς αυτοίς· ρίπτω εγώ το έλεός μου κατ' οφθαλμούς τού βασιλέως προς το μη αποστρέψαι με εις οικίαν Ιωνάθαν αποθανείν με εκεί. 27 και ήλθοσαν πάντες οι άρχοντες προς Ιερεμίαν και ηρώτησαν αυτόν, και ανήγγειλεν αυτοίς κατά πάντας τους λόγους τούτους, ούς ενετείλατο αυτώ ο βασιλεύς· και απεσιώπησαν, ότι ουκ ηκούσθη ο λόγος Κυρίου. 28 και εκάθισεν Ιερεμίας εν τή αυλή της φυλακής έως χρόνου ού συνελήφθη Ιερουσαλήμ.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ έτει τώ ενάτω τού Σεδεκία βασιλέως Ιούδα εν τώ μηνί τώ δεκάτω παρεγένετο Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και πάσα η δύναμις αυτού επί Ιερουσαλήμ και επολιόρκουν αυτήν. 2 και εν τώ ενδεκάτω έτει τού Σεδεκία, εν τώ μηνί τώ τετάρτω, ενάτη τού μηνός, ερράγη η πόλις. 3 και εισήλθον πάντες οι ηγούμενοι βασιλέως Βαβυλώνος και εκάθισαν εν πύλη τή μέση Ναργαλασάρ και Σαμαγώθ και Ναβουσαχάρ και Ναβουσαρείς και Ναγαργασνασέρ Ραβαμάγ και οι κατάλοιποι ηγεμόνες βασιλέως Βαβυλώνος· 14 και απέστειλαν και έλαβον τον Ιερεμίαν εξ αυλής της φυλακής και έδωκαν αυτόν προς τον Γοδολίαν υιόν Αχεικάμ υιού Σαφάν· και εξήγαγον αυτόν, και εκάθισεν εν μέσω τού λαού. ~ 15 Καί προς Ιερεμίαν εγένετο λόγος Κυρίου εν τή αυλή της φυλακής λέγων· 16 πορεύου και ειπέ προς Αβδεμέλεχ τον Αιθίοπα· ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ιδού εγώ φέρω τους λόγους μου επί την πόλιν ταύτην εις κακά και ουκ εις αγαθά, 17 και σώσω σε εν τή ημέρα εκείνη και ου μη δώσω σε εις χείρας των ανθρώπων, ών σύ φοβή από προσώπου αυτών, 18 ότι σώζων σώσω σε, και εν ρομφαία ου μη πέσης. και έσται η ψυχή σου εις εύρημα, ότι επεποίθεις επ' εμοί, φησί Κύριος.
1 Ο λόγος ο γενόμενος παρά Κυρίου προς Ιερεμίαν ύστερον μετά το αποστείλαι αυτόν Ναβουζαρδάν τον αρχιμάγειρον τον εκ Δαμάν εν τώ λαβείν αυτόν εν χειροπέδαις, εν μέσω αποικίας Ιούδα των ηγμένων εις Βαβυλώνα. 2 και έλαβεν αυτόν ο αρχιμάγειρος και είπεν αυτώ· Κύριος ο Θεός σου ελάλησε τα κακά ταύτα επί τον τόπον τούτον, 3 και εποίησε Κύριος, ότι ημάρτετε αυτώ, και ουκ ηκούσατε της φωνής αυτού. 4 ιδού έλυσά σε από των χειροπέδων των επί τας χείράς σου· ει καλόν εναντίον σου ελθείν μετ' εμού εις Βαβυλώνα, ήκε, και θήσω τους οφθαλμούς μου επί σε· 5 ει δε μη, απότρεχε και ανάστρεψον προς τον Γοδολίαν υιόν Αχεικάμ, υιού Σαφάν, ον κατέστησε βασιλεύς Βαβυλώνος εν γη Ιούδα, και οίκησον μετ' αυτού εν μέσω τού λαού εν γη Ιούδα· εις άπαντα τα αγαθά εν οφθαλμοίς σου τού πορευθήναι εκεί, και πορεύου. και έδωκεν αυτώ ο αρχιμάγειρος δώρα και απέστειλεν αυτόν. 6 και ήλθε προς Γοδολίαν εις Μασσηφά και εκάθισεν εν μέσω τού λαού αυτού τού καταλειφθέντος εν τή γη. ~ 7 Καί ήκουσαν πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως της εν αγρώ αυτοί και οι άνδρες αυτών, ότι κατέστησε βασιλεύς Βαβυλώνος τον Γοδολίαν εν τή γη και παρακατέθετο αυτώ άνδρας και γυναίκας αυτών, ούς ουκ απώκισεν εις Βαβυλώνα. 8 και ήλθε προς Γοδολίαν εις Μασσηφά Ισμαήλ υιός Ναθανίου και Ιωνάν υιός Καρηέ και Σαραίας υιός Θαναεμέθ και υιοί Ιωφέ τού Νετωφαθί και Εζονίας υιός τού Μωχαθί, αυτοί και οι άνδρες αυτών. 9 και ώμοσεν αυτοίς Γοδολίας και τοίς ανδράσιν αυτών λέγων· μη φοβηθήτε από προσώπου των παίδων των Χαλδαίων· κατοικήσατε εν τή γη και εργάσασθε τώ βασιλεί Βαβυλώνος, και βέλτιον έσται υμίν.
10 και ιδού εγώ κάθημαι εναντίον υμών εις Μασσηφά στήναι κατά πρόσωπον των Χαλδαίων, οί αν έλθωσιν εφ' υμάς, και υμείς συνάγετε οίνον και οπώραν και έλαιον και βάλετε εις τα αγγεία υμών και οικήσατε εν ταίς πόλεσιν, αίς κατεκρατήσατε. 11 και πάντες οι Ιουδαίοι οι εν γη Μωάβ και εν υιοίς Αμμών και οι εν τή Ιδουμαία και οι εν πάση τή γη ήκουσαν ότι έδωκε βασιλεύς Βαβυλώνος κατάλειμμα τώ Ιούδα, και ότι κατέστησεν επ' αυτούς τον Γοδολίαν υιόν Αχεικάμ. 12 και ήλθον προς Γοδολίαν εις γήν Ιούδα εις Μασσηφά και συνήγαγον οίνον και οπώραν πολλήν σφόδρα και έλαιον. ~ 13 Καί Ιωανάν υιός Καρηέ και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως, οι εν τοίς αγροίς, ήλθον προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά 14 και είπαν αυτώ· ει γνώσει γινώσκεις ότι Βελεισσά βασιλεύς υιός υιών Αμμών απέστειλε προς σε τον Ισμαήλ πατάξαι σου ψυχήν; και ουκ επίστευσεν αυτοίς Γοδολίας. 15 και είπεν Ιωανάν τώ Γοδολία κρυφαίως εν Μασσηφά· πορεύσομαι δή και πατάξω τον Ισμαήλ και μηθείς γνώτω, μη πατάξη σου ψυχήν και διασπαρή πάς Ιούδα οι συνηγμένοι προς σε και απολούνται οι κατάλοιποι Ιούδα. 16 και είπε Γοδολίας προς Ιωανάν· μη ποιήσης το πράγμα τούτο, ότι ψευδή σύ λέγεις περί Ισμαήλ.
1 ΚΑΙ εγένετο τώ μηνί τώ εβδόμω ήλθεν Ισμαήλ υιός Ναθανίου υιού Ελεασά από γένους τού βασιλέως και δέκα άνδρες μετ' αυτού προς Γοδολίαν εις Μασσηφά, και έφαγον εκεί άρτον άμα. 2 και ανέστη Ισμαήλ και οι δέκα άνδρες, οί ήσαν μετ' αυτού, και επάταξαν τον Γοδολίαν, ον κατέστησε βασιλεύς Βαβυλώνος επί της γής, 3 και πάντας τους Ιουδαίους τους όντας μετ' αυτού εν Μασσηφά και πάντας τους Χαλδαίους τους ευρεθέντας εκεί. ~ 4 Καί εγένετο τή ημέρα τή δευτέρα πατάξαντος αυτού τον Γοδολίαν, και άνθρωπος ουκ έγνω, 5 και ήλθοσαν άνδρες από Συχέμ και από Σαλήμ και από Σαμαρείας, ογδοήκοντα άνδρες, εξυρημένοι πώγωνας και διερρηγμένοι τα ιμάτια και κοπτόμενοι, και μαναά και λίβανος εν χερσίν αυτών τού εισενεγκείν εις οίκον Κυρίου. 6 και εξήλθεν εις απάντησιν αυτοίς Ισμαήλ· αυτοί επορεύοντο και έκλαιον, και είπεν αυτοίς· εισέλθετε προς Γοδολίαν. 7 και εγένετο εισελθόντων αυτών εις το μέσον της πόλεως, έσφαξεν αυτούς εις το φρέαρ. 8 και δέκα άνδρες ευρέθησαν εκεί και είπαν τώ Ισμαήλ· μη ανέλης ημάς, ότι εισίν ημίν θησαυροί εν αγρώ, πυροί και κριθαί, μέλι και έλαιον· και παρήλθε και ουκ ανείλεν αυτούς εν μέσω των αδελφών αυτών. 9 και το φρέαρ, εις ό έρριψεν εκεί Ισμαήλ πάντας, ούς επάταξε, φρέαρ μέγα τούτό εστιν, ό εποίησεν ο βασιλεύς Ασά από προσώπου Βαασά βασιλέως Ισραήλ· τούτο ενέπλησεν Ισμαήλ τραυματιών.
10 και απέστρεψεν Ισμαήλ πάντα τον λαόν τον καταλειφθέντα εις Μασσηφά και τας θυγατέρας τού βασιλέως, ας παρακατέθετο ο αρχιμάγειρος τώ Γοδολία υιώ Αχεικάμ, και ώχετο εις το πέραν υιών Αμμών. ~ 11 Καί ήκουσεν Ιωανάν υιός Καρηέ και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως οι μετ' αυτού πάντα τα κακά, ά εποίησεν Ισμαήλ, 12 και ήγαγον άπαν το στρατόπεδον αυτών και ώχοντο πολεμείν αυτόν και εύρον αυτόν επί ύδατος πολλού εν Γαβαών. 13 και εγένετο ότε είδε πάς ο λαός ο μετά Ισμαήλ τον Ιωανάν και τους ηγεμόνας της δυνάμεως της μετ' αυτού, 14 και ανέστρεψαν προς Ιωανάν. 15 και Ισμαήλ εσώθη σύν οκτώ ανθρώποις και ώχετο προς τους υιούς Αμμών. ~ 16 Καί έλαβεν Ιωανάν και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως οι μετ' αυτού πάντας τους καταλοίπους τού λαού, ούς απέστρεψεν από Ισμαήλ, δυνατούς άνδρας εν πολέμω και τας γυναίκας και τα λοιπά και τους ευνούχους, ούς απέστρεψαν από Γαβαών, 17 και ώχοντο και εκάθισαν εν Γαβηρώθ ~ Χαμαάμ τή προς Βηθλεέμ τού πορευθήναι εις Αίγυπτον 18 από προσώπου των Χαλδαίων, ότι εφοβήθησαν από προσώπου αυτών, ότι επάταξεν Ισμαήλ τον Γοδολίαν, ον κατέστησεν ο βασιλεύς Βαβυλώνος εν τή γη.
1 ΚΑΙ προσήλθον πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως και Ιωανάν και Αζαρίας υιός Μαασαίου και πάς ο λαός από μικρού έως μεγάλου 2 προς Ιερεμίαν τον προφήτην και είπαν αυτώ· πεσέτω δή το έλεος ημών κατά πρόσωπόν σου και πρόσευξαι προς Κύριον τον Θεόν σου περί των καταλοίπων τούτων, ότι κατελείφθημεν ολίγοι από πολλών, καθώς οι οφθαλμοί σου βλέπουσι· 3 και αναγγειλάτω ημίν Κύριος ο Θεός σου την οδόν, ή πορευσόμεθα εν αυτή, και λόγον ον ποιήσομεν. 4 και είπεν αυτοίς Ιερεμίας· ήκουσα, ιδού εγώ προσεύξομαι υπέρ υμών προς Κύριον τον Θεόν ημών κατά τους λόγους υμών· και έσται, ο λόγος, ον αν αποκριθήσεται Κύριος ο Θεός, αναγγελώ υμίν, ου μη κρύψω αφ' υμών ρήμα. 5 και αυτοί είπαν τώ Ιερεμία· έστω Κύριος εν ημίν εις μάρτυρα δίκαιον και πιστόν, ει μη κατά πάντα τον λόγον, ον εάν αποστείλη Κύριος προς ημάς, ούτως ποιήσωμεν· 6 και εάν αγαθόν και εάν κακόν, την φωνήν Κυρίου τού Θεού ημών, ού ημείς αποστέλλομέν σε προς αυτόν, ακουσόμεθα, ίνα βέλτιον ημίν γένηται, ότι ακουσόμεθα της φωνής Κυρίου τού Θεού ημών. ~ 7 Καί εγενήθη μεθ' ημέρας δέκα εγενήθη λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν. 8 και εκάλεσε τον Ιωανάν και τους ηγεμόνας της δυνάμεως και πάντα τον λαόν από μικρού έως μεγάλου 9 και είπεν αυτοίς· ούτως είπε Κύριος·
10 εάν καθίσαντες καθίσητε εν τή γη ταύτη, οικοδομήσω υμάς και ου μη καθελώ και φυτεύσω υμάς και ου μη εκτίλω, ότι αναπέπαυμαι επί τοίς κακοίς, οίς εποίησα υμίν. 11 μη φοβηθήτε από προσώπου βασιλέως Βαβυλώνος, ού υμείς φοβείσθε από προσώπου αυτού, μη φοβηθήτε, φησί Κύριος, ότι μεθ' υμών εγώ ειμι τού εξαιρείσθαι υμάς και σώζειν υμάς εκ χειρός αυτού· 12 και δώσω υμίν έλεος και ελεήσω υμάς και επιστρέψω υμάς εις την γήν υμών. 13 και ει λέγετε υμείς· ου μη καθίσωμεν εν τή γη ταύτη προς το μη ακούσαι φωνής Κυρίου, 14 ότι εις γήν Αιγύπτου εισελευσόμεθα και ου μη ίδωμεν πόλεμον και φωνήν σάλπιγγος ου μη ακούσωμεν και εν άρτοις ου μη πεινάσωμεν και εκεί οικήσομεν, 15 διά τούτο ακούσατε λόγον Κυρίου· ούτως είπε Κύριος· εάν υμείς δώτε το πρόσωπον υμών εις Αίγυπτον και εισέλθητε εκεί κατοικείν, 16 και έσται, η ρομφαία, ήν υμείς φοβείσθε από προσώπου αυτής, ευρήσει υμάς εν γη Αιγύπτου, και ο λιμός, ού υμείς λόγον έχετε από προσώπου αυτού, καταλήψεται υμάς οπίσω υμών εν Αιγύπτω, και εκεί αποθανείσθε. 17 και έσονται πάντες οι άνθρωποι και πάντες οι αλλογενείς, οι θέντες το πρόσωπον αυτών εις γήν Αιγύπτου ενοικείν εκεί, εκλείψουσιν εν τή ρομφαία και εν τώ λιμώ, και ουκ έσται αυτών ουθείς σωζόμενος από των κακών, ών εγώ επάγω επ' αυτούς. 18 ότι ούτως είπε Κύριος· καθώς έσταξεν ο θυμός μου επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ, ούτως στάξει ο θυμός μου εφ' υμάς εισελθόντων υμών εις Αίγυπτον, και έσεσθε εις άβατον και υποχείριοι και εις αράν και εις ονειδισμόν και ου μη ίδητε ουκέτι τον τόπον τούτον, 19 ά ελάλησε Κύριος εφ' υμάς τους καταλοίπους Ιούδα· μη εισέλθητε εις Αίγυπτον. και νύν γνόντες γνώσεσθε
20 ότι επονηρεύσασθε εν ψυχαίς υμών αποστείλαντές με λέγοντες· πρόσευξαι περί ημών προς Κύριον, και κατά πάντα, ά εάν λαλήση σοι Κύριος, ποιήσομεν. 21 και ουκ ηκούσατε της φωνής Κυρίου, ής απέστειλέ με προς υμάς. 22 και νύν εν ρομφαία και εν λιμώ εκλείψετε εν τώ τόπω, ώ υμείς βούλεσθε εισελθείν κατοικείν εκεί.
1 ΚΑΙ εγενήθη ως επαύσατο Ιερεμίας λέγων προς τον λαόν πάντας τους λόγους Κυρίου, ούς απέστειλεν αυτόν Κύριος προς αυτούς, πάντας τους λόγους τούτους, 2 και είπεν Αζαρίας υιός Μαασαίου και Ιωανάν υιός Καρηέ και πάντες οι άνδρες οι είπαντες τώ Ιερεμία λέγοντες· ψεύδη, ουκ απέστειλέ σε Κύριος προς ημάς λέγων· μη εισέλθητε εις Αίγυπτον οικείν εκεί, 3 αλλ' ή Βαρούχ υιός Νηρίου συμβάλλει σε προς ημάς, ίνα δώς ημάς εις χείρας των Χαλδαίων τού θανατώσαι ημάς και αποικισθήναι ημάς εις Βαβυλώνα. 4 και ουκ ήκουσεν Ιωανάν και πάντες ηγεμόνες της δυνάμεως και πάς ο λαός της φωνής Κυρίου κατοικήσαι εν γη Ιούδα. 5 και έλαβεν Ιωανάν και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως πάντας τους καταλοίπους Ιούδα, τους αποστρέψαντας κατοικείν εν τή γη, 6 τους δυνατούς άνδρας και τας γυναίκας και τα νήπια, και τας θυγατέρας τού βασιλέως και τας ψυχάς, ας κατέλιπε Ναβουζαρδάν μετά Γοδολίου υιού Αχεικάμ, και Ιερεμίαν τον προφήτην και Βαρούχ υιόν Νηρίου 7 και εισήλθον εις Αίγυπτον, ότι ουκ ήκουσαν της φωνής Κυρίου· και εισήλθον εις Τάφνας. 8 και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν εν Τάφνας λέγων· 9 λαβέ σεαυτώ λίθους μεγάλους και κατάκρυψον αυτούς εν προθύροις, εν πύλη της οικίας Φαραώ εν Τάφνας, κατ' οφθαλμούς ανδρών Ιούδα
10 και ερείς· ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ αποστέλλω και άξω Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος, και θήσει αυτού τον θρόνον επάνω των λίθων τούτων, ών κατέκρυψας, και αρεί τα όπλα αυτού επ' αυτούς 11 και εισελεύσεται και πατάξει γήν Αιγύπτου, ούς εις θάνατον, εις θάνατον, και ούς εις αποικισμόν, εις αποικισμόν, και ούς εις ρομφαίαν, εις ρομφαίαν. 12 και καύσει πύρ εν οικίαις των θεών αυτών και εμπυριεί αυτάς και αποικιεί αυτούς και φθειριεί γήν Αιγύπτου, ώσπερ φθειρίζει ποιμήν το ιμάτιον αυτού, και εξελεύσεται εν ειρήνη, 13 και συντρίψει τους στύλους Ηλιουπόλεως, τους εν Ών, και τας οικίας αυτών κατακαύσει εν πυρί.
1 Ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν άπασι τοίς Ιουδαίοις τοίς κατοικούσιν εν γη Αιγύπτου και τοίς καθημένοις εν Μαγδώλω και εν Τάφνας και εν γη Παθούρης λέγων· 2 ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· υμείς εωράκατε πάντα τα κακά, ά επήγαγον επί Ιερουσαλήμ και επί τας πόλεις Ιούδα, και ιδού εισιν έρημοι από ενοίκων 3 από προσώπου πονηρίας αυτών, ής εποίησαν παραπικράναί με πορευθέντες θυμιάν θεοίς ετέροις, οίς ουκ έγνωτε. 4 και απέστειλα προς υμάς τους παίδάς μου τους προφήτας όρθρου και απέστειλα λέγων· μη ποιήσητε το πράγμα της μολύνσεως ταύτης, ής εμίσησα. 5 και ουκ ήκουσάν μου, και ουκ έκλιναν το ούς αυτών αποστρέψαι από των κακών αυτών προς το μη θυμιάν θεοίς ετέροις. 6 και έσταξεν η οργή μου και ο θυμός μου και εξεκαύθη εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ, και εγενήθησαν εις ερήμωσιν και εις άβατον ως η ημέρα αύτη. 7 και νύν ούτως είπε Κύριος παντοκράτωρ· ινατί υμείς ποιείτε κακά μεγάλα επί ψυχαίς υμών εκκόψαι υμών άνθρωπον και γυναίκα, νήπιον και θηλάζοντα εκ μέσου Ιούδα προς το μη καταλειφθήναι υμών μηδένα, 8 παραπικράναί με εν τοίς έργοις των χειρών υμών θυμιάν θεοίς ετέροις εν γη Αιγύπτω, εις ήν ήλθατε κατοικείν εκεί, ίνα εκκοπήτε και ίνα γένησθε εις κατάραν και εις ονειδισμόν εν πάσι τοίς έθνεσι της γής; 9 μη επιλέλησθε υμείς των κακών των πατέρων υμών και των κακών των βασιλέων Ιούδα και των κακών των αρχόντων υμών και των κακών των γυναικών υμών, ών εποίησαν εν γη Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ;
10 και ουκ επαύσαντο έως της ημέρας ταύτης και ουκ αντείχοντο των προσταγμάτων μου, ών έδωκα κατά πρόσωπον των πατέρων αυτών. 11 διά τούτο ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ εφίστημι το πρόσωπόν μου 12 τού απολέσαι πάντας τους καταλοίπους τους εν Αιγύπτω, και πεσούνται εν ρομφαία και εν λιμώ εκλείψουσιν από μικρού έως μεγάλου και έσονται εις ονειδισμόν και εις απώλειαν και εις κατάραν. 13 και επισκέψομαι επί τους καθημένους εν γη Αιγύπτω ως επεσκεψάμην επί Ιερουσαλήμ εν ρομφαία και εν λιμώ και εν θανάτω, 14 και ουκ έσται σεσωσμένος ουθείς των επιλοίπων Ιούδα των παροικούντων εν γη Αιγύπτω τού επιστρέψαι εις γήν Ιούδα, εφ' ήν αυτοί ελπίζουσι ταίς ψυχαίς αυτών τού επιστρέψαι εκεί· ου μη επιστρέψωσιν αλλ' ή ανασεσωσμένοι. 15 και απεκρίθησαν τώ Ιερεμία πάντες οι άνδρες οι γνόντες ότι θυμιώσιν αι γυναίκες αυτών θεοίς ετέροις και πάσαι αι γυναίκες, συναγωγή μεγάλη, και πάς ο λαός οι καθήμενοι εν γη Αιγύπτω, εν Παθουρή, λέγοντες· 16 ο λόγος, ον ελάλησας προς ημάς τώ ονόματι Κυρίου, ουκ ακούσομέν σου, 17 ότι ποιούντες ποιήσομεν πάντα τον λόγον, ός εξελεύσεται εκ τού στόματος ημών, θυμιάν τή βασιλίσση τού ουρανού και σπένδειν αυτή σπονδάς, καθά εποιήσαμεν ημείς και οι πατέρες ημών και οι βασιλείς ημών και οι άρχοντες ημών εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ και επλήσθημεν άρτων και εγενόμεθα χρηστοί και κακά ουκ είδομεν· 18 και ως διελίπομεν θυμιώντες τή βασιλίσση τού ουρανού, ηλαττώθημεν πάντες και εν ρομαία και εν λιμώ εξελίπομεν. 19 και ότι ημείς θυμιώμεν τή βασιλίσση τού ουρανού και εσπείσαμεν αυτή σπονδάς, μη άνευ των ανδρών ημών εποιήσαμεν αυτή χαυώνας και εσπείσαμεν αυτή σπονδάς;~
20 Καί είπεν Ιερεμίας αντί τώ λαώ, τοίς δυνατοίς και ταίς γυναιξί και παντί τώ λαώ, τοίς αποκριθείσιν αυτώ λόγους, λέγων· 21 ουχί τού θυμιάματος, ού εθυμιάσατε εν ταίς πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ υμείς και οι πατέρες υμών και οι βασιλείς υμών και οι άρχοντες υμών και ο λαός της γής, εμνήσθη Κύριος, και ανέβη επί την καρδίαν αυτού; 22 και ουκ ηδύνατο Κύριος έτι φέρειν από προσώπου πονηρίας πραγμάτων υμών και από των βδελυγμάτων υμών, ών εποιήσατε· και εγενήθη η γη υμών εις ερήμωσιν και εις άβατον και εις αράν ως εν τή ημέρα ταύτη, 23 από προσώπου, ών εθυμιάτε και ών ημάρτετε τώ Κυρίω και ουκ ηκούσατε της φωνής Κυρίου και εν τοίς προστάγμασιν αυτού και εν τώ νόμω και εν τοίς μαρτυρίοις αυτού ουκ επορεύθητε, και επελάβετο υμών τα κακά ταύτα. 24 και είπεν Ιερεμίας τώ λαώ και ταίς γυναιξίν· ακούσατε λόγον Κυρίου· 25 ούτως είπε Κύριος ο Θεός Ισραήλ· υμείς γυναίκες τώ στόματι υμών ελαλήσατε και ταίς χερσίν υμών επληρώσατε λέγουσαι· ποιούσαι ποιήσομεν τας ομολογίας ημών, ας ωμολογήσαμεν, θυμιάν τή βασιλίσση τού ουρανού και σπένδειν αυτή σπονδάς· εμμείνασαι ενεμείνατε ταίς ομολογίαις υμών και ποιούσαι εποιήσατε. 26 διά τούτο ακούσατε λόγον Κυρίου, πάς Ιούδα οι καθήμενοι εν γη Αιγύπτω· ιδού ώμοσα τώ ονόματί μου τώ μεγάλω, είπε Κύριος, εάν γένηται έτι όνομά μου εν τώ στόματι παντός Ιούδα ειπείν· ζή Κύριος Κύριος, εν πάση γη Αιγύπτω. 27 ότι εγώ εγρήγορα επ' αυτούς τού κακώσαι αυτούς και ουκ αγαθώσαι, και εκλείψουσι πάς Ιούδα, οι κατοικούντες εν γη Αιγύπτω, εν ρομφαία και εν λιμώ, έως αν εκλίπωσι. 28 και οι σεσωσμένοι από ρομφαίας επιστρέψουσιν εις γήν Ιούδα ολίγοι αριθμώ, και γνώσονται οι κατάλοιποι Ιούδα οι καταστάντες εν γη Αιγύπτω κατοικήσαι εκεί, λόγος τίνος εμμενεί. 29 και τούτο το σημείον υμίν ότι επισκέψομαι εγώ εφ' υμάς εις πονηρά·
30 ούτως είπε Κύριος· ιδού εγώ δίδωμι τον Ουαφρή βασιλέα Αιγύπτου εις χείρας εχθρού αυτού και εις χείρας ζητούντων την ψυχήν αυτού, καθά έδωκα τον Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα εις χείρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος εχθρού αυτού και ζητούντος την ψυχήν αυτού. (Μασ. ΜΕ 1-5 ). 31 Ο λόγος ον ελάλησεν Ιερεμίας ο προφήτης προς Βαρούχ υιόν Νηρίου, ότε έγραφε τους λόγους τούτους εν τώ βιβλίω από στόματος Ιερεμίου εν τώ ενιαυτώ τώ τετάρτω Ιωακείμ υιώ Ιωσία, βασιλέως Ιούδα. 32 ούτως είπε Κύριος επί σοί, Βαρούχ· 33 ότι είπας· οίμοι οίμοι, ότι προσέθηκε Κύριος κόπον επί πόνον μοι, εκοιμήθην εν στεναγμοίς, ανάπαυσιν ουχ εύρον, 34 ειπόν αυτώ· ούτως είπε Κύριος· ιδού ούς εγώ ωκοδόμησα, εγώ καθαιρώ, και ούς εγώ εφύτευσα, εγώ εκτίλλω. 35 και σύ ζητήσεις σεαυτώ μεγάλα; μη ζητήσης, ότι ιδού εγώ επάγω κακά επί πάσαν σάρκα, λέγει Κύριος. και δώσω την ψυχήν σου εις εύρημα εν παντί τόπω, ού εάν βαδίσης εκεί.
1 ΟΝΤΟΣ εικοστού και ενός έτους Σεδεκίου εν τώ βασιλεύειν αυτόν, και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ, και όνομα τή μητρί αυτού Αμειτάαλ, θυγάτηρ Ιερεμίου, εκ Λοβενά. 4 και εγένετο εν τώ έτει τώ ενάτω της βασιλείας αυτού, εν μηνί τώ δεκάτω, δεκάτη τού μηνός, ήλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και πάσα η δύναμις αυτού επί Ιερουσαλήμ και περιεχαράκωσαν αυτήν και περιωκοδόμησαν αυτήν τετραπέδοις λίθοις κύκλω. 5 και ήλθεν η πόλις εις συνοχήν έως ενδεκάτου έτους τώ βασιλεί Σεδεκία· 6 εν τή ενάτη τού μηνός και εστερεώθη ο λιμός εν τή πόλει, και ουκ ήσαν άρτοι τώ λαώ της γής. 7 και διεκόπη η πόλις, και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί εξήλθον νυκτός κατά την οδόν της πύλης αναμέσον τού τείχους και τού προτειχίσματος, ό ήν κατά τον κήπον τού βασιλέως, και οι Χαλδαίοι επί της πόλεως κύκλω. και επορεύθησαν οδόν την εις Άραβα, 8 και κατεδίωξεν η δύναμις των Χαλδαίων οπίσω τού βασιλέως και κατέλαβον αυτόν εν τώ πέραν Ιεριχώ, και πάντες οι παίδες αυτού διεσπάρησαν απ' αυτού. 9 και συνέλαβον τον βασιλέα και ήγαγον αυτόν προς τον βασιλέα Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, και ελάλησεν αυτώ μετά κρίσεως.
10 και έσφαξε βασιλεύς Βαβυλώνος τους υιούς Σεδεκίου κατ' οφθαλμούς αυτού, και πάντας τους άρχοντας Ιούδα έσφαξεν εν Δεβλαθά. 11 και τους οφθαλμούς Σεδεκίου εξετύφλωσε και έδησεν αυτόν εν πέδαις, και ήγαγεν αυτόν βασιλεύς Βαβυλώνος εις Βαβυλώνα και έδωκεν αυτόν εις οικίαν μύλωνος έως ημέρας ής απέθανε. 12 και εν μηνί πέμπτω, δεκάτη τού μηνός, ήλθε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος ο εστηκώς κατά πρόσωπον τού βασιλέως Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ, 13 και ενέπρησε τον οίκον Κυρίου και τον οίκον τού βασιλέως και πάσας τας οικίας της πόλεως, και πάσαν οικίαν μεγάλην ενέπρησεν εν πυρί. 14 και πάν τείχος Ιερουσαλήμ κύκλω καθείλεν η δύναμις των Χαλδαίων, η μετά τού αρχιμαγείρου. 16 και τους καταλοίπους τού λαού κατέλιπεν ο αρχιμάγειρος εις αμπελουργούς και εις γεωργούς. 17 και τους στύλους τους χαλκούς τους εν οίκω Κυρίου και τας βάσεις και την θάλασσαν την χαλκήν την εν οίκω Κυρίου συνέτριψαν οι Χαλδαίοι και έλαβον τον χαλκόν αυτών και απήνεγκαν εις Βαβυλώνα. 18 και την στεφάνην και τας φιάλας και τας κρεάγρας και πάντα τα σκεύη τα χαλκά, εν οίς ελειτούργουν εν αυτοίς, 19 και τα σαφφώθ και τα μασμαρώθ και τους υποχυτήρας και τας λυχνίας και τας θυίσκας και τους κυάθους, ά ήν χρυσά χρυσά και ά ήν αργυρά αργυρά, έλαβεν ο αρχιμάγειρος.
20 και οι στύλοι δύο και η θάλασσα μία και οι μόσχοι δώδεκα χαλκοί υποκάτω της θαλάσσης, ά εποίησεν ο βασιλεύς Σαλωμών εις οίκον Κυρίου· ουκ ήν σταθμός τού χαλκού αυτών. 21 και οι στύλοι, τριακονταπέντε πηχών· ύψος τού στύλου τού ενός, και σπαρτίον δώδεκα πήχεων περιεκύκλου αυτόν, και το πάχος αυτού δακτύλων τεσσάρων κύκλω, 22 και γείσος επ' αυτοίς χαλκούν, και πέντε πήχεων το μήκος υπεροχή τού γείσους τού ενός, και δίκτυον και ρόαι επί τού γείσους κύκλω, τα πάντα χαλκά· και κατά ταύτα τώ στύλω τώ δευτέρω, οκτώ ρόαι τώ πήχει τοίς δώδεκα πήχεσι. 23 και ήσαν αι ρόαι ενενηκονταέξ το έν μέρος, και ήσαν αι πάσαι ρόαι εκατόν επί τού δικτύου κύκλω. 24 και έλαβεν ο αρχιμάγειρος τον ιερέα τον πρώτον και τον ιερέα τον δευτερούντα και τους τρεις τους φυλάττοντας την οδόν 25 και ευνούχον ένα, ός ήν επιστάτης των ανδρών των πολεμιστών, και επτά άνδρας ονομαστούς τους εν προσώπω τού βασιλέως, τους ευρεθέντας εν τή πόλει, και τον γραμματέα των δυνάμεων, τον γραμματεύοντα τώ λαώ της γής, και εξήκοντα ανθρώπους εκ τού λαού της γής, τους ευρεθέντας εν μέσω της πόλεως· 26 και έλαβεν αυτούς Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος τού βασιλέως και ήγαγεν αυτούς προς βασιλέα Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, 27 και επάταξεν αυτούς βασιλεύς Βαβυλώνος εν Δεβλαθά, εν γη Αιμάθ. 31 και εγένετο εν τώ τριακοστώ και εβδόμω έτει, αποικισθέντος τού Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα εν τώ δωδεκάτω μηνί, εν τή τετράδι και εικάδι τού μηνός, έλαβεν Ουλαιμαραδάχ βασιλεύς Βαβυλώνος εν τώ ενιαυτώ, ώ εβασίλευσε, την κεφαλήν Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα και εξήγαγεν αυτόν εξ οικίας, ής εφυλάσσετο· 32 και ελάλησεν αυτώ χρηστά και έδωκε τον θρόνον αυτού επάνω των βασιλέων των μετ' αυτού εν Βαβυλώνι· 33 και ήλλαξε την στολήν της φυλακής αυτού και ήσθιεν άρτον διά παντός κατά πρόσωπον αυτού πάσας τας ημέρας, ας έζησε. 34 και η σύνταξις αυτώ εδίδοτο διά παντός παρά τού βασιλέως Βαβυλώνος εξ ημέρας εις ημέραν έως ημέρας, ής απέθανεν.
1 ΚΑΙ ούτοι οι λόγοι τού βιβλίου, ούς έγραψε Βαρούχ υιός Νηρίου, υιού Μαασαίου, υιού Σεδεκίου, υιού Ασαδίου, υιού Χελκίου, εν Βαβυλώνι, 2 εν τώ έτει τώ πέμπτω, εν εβδόμη τού μηνός, εν τώ καιρώ, ώ έλαβον οι Χαλδαίοι την Ιερουσαλήμ και ενέπρησαν αυτήν εν πυρί. 3 και ανέγνω Βαρούχ τους λόγους τού βιβλίου τούτου εν ωσίν Ιεχονίου, υιού Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα και εν ωσί παντός τού λαού των ερχομένων προς την βίβλον 4 και εν ωσί των δυνατών και υιών των βασιλέων και εν ωσί των πρεσβυτέρων και εν ωσί παντός τού λαού, από μικρού έως μεγάλου, πάντων των κατοικούντων εν Βαβυλώνι επί ποταμού Σούδ. 5 και έκλαιον και ενήστευον και ηύχοντο εναντίον Κυρίου 6 και συνήγαγον αργύριον, καθά εκάστου ηδύνατο η χείρ, 7 και απέστειλαν εις Ιερουσαλήμ προς Ιωακείμ υιόν Χελκίου, υιού Σαλώμ, τον ιερέα, και προς τους ιερείς και προς πάντα τον λαόν, τους ευρεθέντας μετ’ αυτού εν Ιερουσαλήμ 8 εν τώ λαβείν αυτόν τα σκεύη οίκου Κυρίου, τα εξενεχθέντα εκ τού ναού, αποστρέψαι εις γήν Ιούδα, τή δεκάτη τού Σειουάν, σκεύη αργυρά, ά εποίησε Σεδεκίας υιός Ιωσία βασιλεύς Ιούδα 9 μετά το αποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος τον Ιεχονίαν και τους άρχοντας και τους δεσμώτας και τους δυνατούς και τον λαόν της γής από Ιερουσαλήμ και ήγαγεν αυτόν εις Βαβυλώνα·
10 και είπαν· ιδού απεστείλαμεν προς υμάς αργύριον, και αγοράσατε τού αργυρίου ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας και λίβανον και ποιήσατε μάννα και ανοίσατε επί το θυσιαστήριον Κυρίου τού Θεού ημών 11 και προσεύξασθε περί της ζωής Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος και εις ζωήν Βαλτάσαρ υιού αυτού, ίνα ώσιν αι ημέραι αυτών ως αι ημέραι τού ουρανού επί της γής. 12 και δώσει Κύριος ισχύν ημίν και φωτίσει τους οφθαλμούς ημών, και ζησόμεθα υπό την σκιάν Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος και υπό την σκιάν Βαλτάσαρ υιού αυτού και δουλεύσομεν αυτοίς ημέρας πολλάς και ευρήσομεν χάριν εναντίον αυτών. 13 και προσεύξασθε περί ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, ότι ημάρτομεν τώ Κυρίω Θεώ ημών, και ουκ απέστρεψεν ο θυμός Κυρίου και η οργή αυτού αφ’ ημών έως της ημέρας ταύτης. 14 και αναγνώσεσθε το βιβλίον τούτο, ό απεστείλαμεν προς υμάς, εξαγορεύσαι εν οίκω Κυρίου εν ημέρα εορτής και εν ημέραις καιρού, 15 και ερείτε· Τώ Κυρίω Θεώ ημών η δικαιοσύνη, ημίν δε αισχύνη των προσώπων ως η ημέρα αύτη, ανθρώπω Ιούδα και τοίς κατοικούσιν Ιερουσαλήμ 16 και τοίς βασιλεύσιν ημών και τοίς άρχουσιν ημών και τοίς ιερεύσιν ημών και τοίς προφήταις ημών και τοίς πατράσιν ημών, 17 ών ημάρτομεν έναντι Κυρίου 18 και ηπειθήσαμεν αυτώ και ουκ ηκούσαμεν της φωνής Κυρίου Θεού ημών πορεύεσθαι τοίς προστάγμασι Κυρίου, οίς έδωκε κατά πρόσωπον ημών. 19 από της ημέρας, ής εξήγαγε Κύριος τους πατέρας ημών εκ γής Αιγύπτου, και έως της ημέρας ταύτης ήμεθα απειθούντες προς Κύριον Θεόν ημών και εσχεδιάζομεν προς το μη ακούειν της φωνής αυτού.
20 και εκολλήθη εις ημάς τα κακά και η αρά, ήν συνέταξε Κύριος τώ Μωυσή παιδί αυτού εν ημέρα, ή εξήγαγε τους πατέρας ημών εκ γής Αιγύπτου δούναι ημίν γήν ρέουσαν γάλα και μέλι ως η ημέρα αύτη. 21 και ουκ ηκούσαμεν της φωνής Κυρίου τού Θεού ημών κατά πάντας τους λόγους των προφητών, ών απέστειλε προς ημάς, 22 και ωχόμεθα έκαστος εν διανοία καρδίας αυτού της πονηράς εργάζεσθαι θεοίς ετέροις, ποιήσαι τα κακά κατ΄ οφθαλμούς Κυρίου Θεού ημών.
1 ΚΑΙ έστησε Κύριος τον λόγον αυτού, ον ελάλησεν εφ’ ημάς και επί τους δικαστάς ημών τους δικάσαντας τον Ισραήλ και επί τους βασιλείς ημών, και επί τους άρχοντας ημών και επί άνθρωπον Ισραήλ και Ιούδα, 2 τού αγαγείν εφ’ ημάς κακά μεγάλα, ά ουκ εποίησεν υποκάτω παντός τού ουρανού καθά εποιήθη εν Ιερουσαλήμ, κατά τα γεγραμμένα εν τώ νόμω Μωυσή, 3 τού φαγείν ημάς άνθρωπον σάρκας υιού αυτού και άνθρωπον σάρκας θυγατρός αυτού. 4 και έδωκεν αυτούς υποχειρίους πάσαις ταίς βασιλείαις ταίς κύκλω ημών εις ονειδισμόν και εις άβατον εν πάσι τοίς λαοίς τοίς κύκλω, ού διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκεί. 5 και εγενήθησαν υποκάτω και ουκ επάνω, ότι ημάρτομεν Κυρίω Θεώ ημών προς το μη ακούειν της φωνής αυτού. 6 τώ Κυρίω Θεώ ημών η δικαιοσύνη, ημίν δε και τοίς πατράσιν ημών η αισχύνη των προσώπων ως η ημέρα αύτη. 7 ά ελάλησε Κύριος εφ’ ημάς, πάντα τα κακά ταύτα ήλθεν εφ΄ ημάς. 8 και ουκ εδεήθημεν τού προσώπου Κυρίου τού αποστρέψαι έκαστον από των νοημάτων της καρδίας αυτών της πονηράς. 9 και εγρηγόρησε Κύριος επί τοίς κακοίς, και επήγαγε Κύριος εφ’ ημάς, ότι δίκαιος ο Κύριος επί πάντα τα έργα αυτού, ά ενετείλατο ημίν.
10 και ουκ ηκούσαμεν της φωνής αυτού πορεύεσθαι τοίς προστάγμασι Κυρίου, οίς έδωκε κατά πρόσωπον ημών. ~ 11 Καί νύν, Κύριε ο Θεός Ισραήλ, ός εξήγαγες τον λαόν σου εκ γής Αιγύπτου εν χειρί κραταιά και εν σημείοις και εν τέρασι και εν δυνάμει μεγάλη και εν βραχίονι υψηλώ και εποίησας σεαυτώ όνομα ως η ημέρα αύτη, 12 ημάρτομεν, ησεβήσαμεν, ηδικήσαμεν, Κύριε ο Θεός ημών, επί πάσι τοίς δικαιώμασί σου. 13 αποστραφήτω ο θυμός σου αφ’ ημών, ότι κατελείφθημεν ολίγοι εν τοίς έθνεσιν, ού διέσπειρας ημάς εκεί. 14 εισάκουσον, Κύριε, της προσευχής ημών και της δεήσεως ημών και εξελού ημάς ένεκέν σου και δός ημίν χάριν κατά πρόσωπον των αποικισάντων ημάς, 15 ίνα γνώ πάσα η γη, ότι σύ Κύριος ο Θεός ημών, ότι το όνομά σου επεκλήθη επί Ισραήλ και επί το γένος αυτού. 16 Κύριε, κάτιδε εκ τού οίκου τού αγίου σου και εννόησον εις ημάς· και κλίνον, Κύριε, το ούς σου και άκουσον· 17 άνοιξον, Κύριε, οφθαλμούς σου και ιδέ, ότι ουχ οι τεθνηκότες εν τώ άδη, ών ελήφθη το πνεύμα αυτών από των σπλάγχνων αυτών, δώσουσι δόξαν και δικαίωμα τώ Κυρίω· 18 αλλά η ψυχή η λυπουμένη επί το μέγεθος, ό βαδίζει κύπτον και ασθενούν και οι οφθαλμοί οι εκλείποντες και η ψυχή η πεινώσα δώσουσί σοι δόξαν και δικαιοσύνην, Κύριε. 19 ότι ουκ επί τα δικαιώματα των πατέρων ημών και των βασιλέων ημών ημείς καταβάλλομεν τον έλεον ημών κατά πρόσωπόν σου, Κύριε ο Θεός ημών,
20 ότι ενήκας τον θυμόν σου και την οργήν σου εφ’ ημάς, καθάπερ ελάλησας εν χειρί των παίδων σου των προφητών λέγων· 21 ούτως είπε Κύριος· κλίνατε τον ώμον υμών εργάσασθαι τώ βασιλεί Βαβυλώνος και καθίσατε επί την γήν, ήν δέδωκα τοίς πατράσιν υμών· 22 και εάν μη ακούσητε της φωνής Κυρίου εργάσασθαι τώ βασιλεί Βαβυλώνος, 23 εκλείψειν ποιήσω εκ πόλεων Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ φωνήν ευφροσύνης και φωνήν χαρμοσύνης, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης, και έσται πάσα η γη εις άβατον από ενοικούντων. 24 και ουκ ηκούσαμεν της φωνής σου εργάσασθαι τώ βασιλεί Βαβυλώνος, και έστησας τους λόγους σου, ούς ελάλησας εν χερσί των παίδων σου των προφητών, τού εξενεχθήναι τα οστά βασιλέων ημών και τα οστά των πατέρων ημών εκ τού τόπου αυτών, 25 και ιδού εστιν εξερριμμένα τώ καύματι της ημέρας και τώ παγετώ της νυκτός, και απεθάνοσαν εν πόνοις πονηροίς, εν λιμώ και εν ρομφαία και εν αποστολή. 26 και έθηκας τον οίκον, ού επεκλήθη το όνομά σου επ’ αυτώ, ως η ημέρα αύτη, διά πονηρίαν οίκου Ισραήλ και οίκου Ιούδα. ~ 27 Καί εποίησας εις ημάς, Κύριε ο Θεός ημών, κατά πάσα επιείκειάν σου και κατά πάντα οικτιρμόν σου τον μέγαν, 28 καθά ελάλησας εν χειρί παιδός σου Μωυσή, εν ημέρα εντειλαμένου σου αυτώ γράψαι τον νόμον σου εναντίον υιών Ισραήλ λέγων· 29 εάν μη ακούσητε της φωνής μου, ει μην η βόμβησις η μεγάλη η πολλή αύτη αποστρέψει εις μικράν εν τοίς έθνεσιν, ού διασπερώ αυτούς εκεί·
30 ότι έγνων ότι ου μη ακούσωσί μου, ότι λαός σκληροτράχηλός εστι. και επιστρέψουσιν επί καρδίαν αυτών εν γη αποικισμού αυτών 31 και γνώσονται ότι εγώ Κύριος ο Θεός αυτών. και δώσω αυτοίς καρδίαν και ώτα ακούοντα, 32 και αινέσουσί με εν γη αποικισμού αυτών και μνησθήσονται τού ονόματός μου 33 και αποστρέψουσιν από τού νώτου αυτών τού σκληρού και από πονηρών πραγμάτων αυτών, ότι μνησθήσονται της οδού πατέρων αυτών των αμαρτόντων έναντι Κυρίου. 34 και αποστρέψω αυτούς εις την γήν, ήν ώμοσα τοίς πατράσιν αυτών, τώ Αβραάμ και τώ Ισαάκ και τώ Ιακώβ, και κυριεύσουσιν αυτής· και πληθυνώ αυτούς, και ου μη σμικρυνθώσι· 35 και στήσω αυτοίς διαθήκην αιώνιον τού είναί με αυτοίς εις Θεόν και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν· και ου κινήσω έτι τον λαόν μου Ισραήλ από της γής, ής έδωκα αυτοίς.
1 ΚΥΡΙΕ παντοκράτωρ ο Θεός Ισραήλ, ψυχή εν στενοίς και πνεύμα ακηδιών κέκραγε προς σε. 2 άκουσον, Κύριε, και ελέησον, ότι ημάρτομεν εναντίον σου, 3 ότι σύ καθήμενος τον αιώνα, και ημείς απολλύμενοι τον αιώνα. 4 Κύριε παντοκράτωρ ο Θεός Ισραήλ, άκουσον δή της προσευχής των τεθνηκότων Ισραήλ και υιών των αμαρτανόντων εναντίον σου, οί ουκ ήκουσαν της φωνής Κυρίου Θεού αυτών και εκολλήθη ημίν τα κακά. 5 μη μνησθής αδικιών πατέρων ημών, αλλά μνήσθητι χειρός σου και ονόματός σου εν τώ καιρώ τούτω· 6 ότι σύ Κύριος ο Θεός ημών, και αινέσομέν σε, Κύριε. 7 ότι διά τούτο έδωκας τον φόβον σου επί καρδίαν ημών τού επικαλείσθαι το όνομά σου. και αινέσομέν σε εν τή αποικία ημών, ότι απεστρέψαμεν από καρδίας ημών πάσαν αδικίαν πατέρων ημών των ημαρτηκότων εναντίον σου. 8 ιδού ημείς σήμερον εν τή αποικία ημών, ού διέσπειρας ημάς εκεί εις ονειδισμόν και εις αράν και εις όφλησιν κατά πάσας τας αδικίας πατέρων ημών, οί απέστησαν από Κυρίου Θεού ημών. 9 Άκουε Ισραήλ εντολάς ζωής, ενωτίσασθε γνώναι φρόνησιν.
10 τι εστιν Ισραήλ; τι ότι εν γη των εχθρών εί; επαλαιώθης εν γη αλλοτρία, συνεμιάνθης τοίς νεκροίς, 11 προσελογίσθης μετά των εις άδου; 12 εγκατέλιπες την πηγήν της σοφίας. 13 τή οδώ τού Θεού ει επορεύθης, κατώκεις αν εν ειρήνη τον αιώνα. 14 μάθε που εστι φρόνησις, που εστιν ισχύς, που εστι σύνεσις τού γνώναι άμα που εστι μακροβίωσις και ζωή, που εστι φώς οφθαλμών και ειρήνη. ~ 15 Τίς εύρε τον τόπον αυτής και τις εισήλθεν εις τους θησαυρούς αυτής; 16 που εισιν οι άρχοντες των εθνών και οι κυριεύοντες των θηρίων των επί της γής, 17 οι εν τοίς ορνέοις τού ουρανού εμπαίζοντες και το αργύριον θησαυρίζοντες και το χρυσίον, ώ επεποίθεισαν άνθρωποι, και ουκ έστι τέλος της κτήσεως αυτών, 18 οι το αργύριον τεκταίνοντες και μεριμνώντες, και ουκ έστιν εξεύρεσις των έργων αυτών; 19 ηφανίσθησαν και εις άδου κατέβησαν, και άλλοι αντανέστησαν αντ’ αυτών. 20 νεώτεροι είδον φώς και κατώκησαν επί της γής, οδόν δε επιστήμης ουκ έγνωσαν, 21 ουδέ συνήκαν τρίβους αυτής, ουδέ αντελάβοντο αυτής· οι υιοί αυτών από της οδού αυτών πόρρω εγενήθησαν, 22 ουδέ ηκούσθη εν Χαναάν, ουδέ ώφθη εν Θαιμάν, 23 ούτε υιοί Άγαρ, οι εκζητούντες την σύνεσιν επί της γής, οι έμποροι της Μερράν και Θαιμάν, οι μυθολόγοι και οι εκζητηταί της συνέσεως, οδόν της σοφίας ουκ έγνωσαν, ουδέ εμνήσθησαν τας τρίβους αυτής. ~ 24 Ώ Ισραήλ, ως μέγας ο οίκος τού Θεού και επιμήκης ο τόπος της κτήσεως αυτού· 25 μέγας και ουκ έχει τελευτήν, υψηλός και αμέτρητος. 26 εκεί εγεννήθησαν οι γίγαντες οι ονομαστοί οι απ΄ αρχής, γενόμενοι ευμεγέθεις, επιστάμενοι πόλεμον. 27 ου τούτους εξελέξατο ο Θεός ουδέ οδόν επιστήμης έδωκεν αυτοίς· 28 και απώλοντο παρά το μη έχειν φρόνησιν, απώλοντο διά την αβουλίαν αυτών. ~ 29 Τίς ανέβη εις τον ουρανόν και έλαβεν αυτήν και κατεβίβασεν αυτήν εκ των νεφελών;
30 τις διέβη πέραν της θαλάσσης και εύρεν αυτήν και οίσει αυτήν χρυσίου εκλεκτού; 31 ουκ έστιν ο γινώσκων την οδόν αυτής ουδέ ο ενθυμούμενος την τρίβον αυτής· 32 αλλ’ ο ειδώς τα πάντα γινώσκει αυτήν, εξεύρεν αυτήν τή συνέσει αυτού· ο κατασκευάσας την γήν εις τον αιώνα χρόνον, ενέπλησεν αυτήν κτηνών τετραπόδων· 33 ο αποστέλλων το φώς, και πορεύεται, εκάλεσεν αυτό, και υπήκουσεν αυτώ τρόμω· 34 οι δε αστέρες έλαμψαν εν ταίς φυλακαίς αυτών και ευφράνθησαν. 35 εκάλεσεν αυτούς και είπον· πάρεσμεν, έλαμψαν μετ’ ευφροσύνης τώ ποιήσαντι αυτούς. 36 ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν. 37 εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ τώ παιδί αυτού και Ισραήλ τώ ηγαπημένω υπ΄ αυτού· 38 μετά τούτο επί γής ώφθη και εν τοίς ανθρώποις συνανεστράφη.
1 ΑΥΤΗ η βίβλος των προσταγμάτων τού Θεού και ο νόμος ο υπάρχων εις τον αιώνα· πάντες οι κρατούντες αυτήν εις ζωήν, οι δε καταλείποντες αυτήν αποθανούνται. ~ 2 Επιστρέφου, Ιακώβ, και επιλαβού αυτής, διόδευσον προς την λάμψιν κατέναντι τού φωτός αυτής. 3 μη δώς ετέρω την δόξαν σου και τα συμφέροντά σοι έθνει αλλοτρίω. 4 μακάριοί εσμεν Ισραήλ, ότι τα αρεστά τώ Θεώ ημίν γνωστά εστι. ~ 5 Θαρσείτε λαός μου, μνημόσυνον Ισραήλ. 6 επράθητε τοίς έθνεσιν ουκ εις απώλειαν, διά δε το παροργίσαι υμάς τον Θεόν παρεδόθητε τοίς υπεναντίοις· 7 παρωξύνατε γάρ τον ποιήσαντα υμάς θύσαντες δαιμονίοις και ου Θεώ. 8 επελάθεσθε τον τροφεύσαντα υμάς Θεόν αιώνιον, ελυπήσατε δε και την εκθρέψασαν υμάς Ιερουσαλήμ· 9 είδε γάρ την επελθούσαν υμίν οργήν παρά τού Θεού και είπεν· ακούσατε, οι πάροικοι Σιών, επήγαγέ μοι ο Θεός πένθος μέγα·
10 είδον γάρ την αιχμαλωσίαν των υιών μου και των θυγατέρων μου, ήν επήγαγεν αυτοίς ο αιώνιος. 11 έθρεψα γάρ αυτούς μετ’ ευφροσύνης, εξαπέστειλα δε μετά κλαυθμού και πένθους. 12 μηδείς επιχαιρέτω μοι τή χήρα και καταλειφθείση υπό πολλών· ηρημώθην διά τας αμαρτίας των τέκνων μου, διότι εξέκλιναν εκ νόμου Θεού, 13 δικαιώματα δε αυτού ουκ έγνωσαν ουδέ επορεύθησαν οδοίς εντολών Θεού, ουδέ τρίβους παιδείας εν δικαιοσύνη αυτού επέβησαν. 14 ελθέτωσαν αι πάροικοι Σιών, και μνήσθητε την αιχμαλωσίαν των υιών μου και θυγατέρων, ήν επήγαγεν αυτοίς ο αιώνιος· 15 επήγαγε γάρ επ΄ αυτούς έθνος μακρόθεν, έθνος αναιδές και αλλόγλωσσον, οί ουκ ησχύνθησαν πρεσβύτην ουδέ παιδίον ηλέησαν 16 και απήγαγον τους αγαπητούς της χήρας και από των θυγατέρων την μόνην ηρήμωσαν. 17 εγώ δε τι δυνατή βοηθήσαι υμίν; 18 ο γάρ επαγαγών τα κακά υμίν εξελείται υμάς εκ χειρός εχθρών υμών. 19 βαδίζετε, τέκνα, βαδίζετε, εγώ γάρ κατελήφθην έρημος·
20 εξεδυσάμην την στολήν της ειρήνης, ενεδυσάμην δε σάκκον της δεήσεώς μου, κεκράξομαι προς τον αιώνιον εν ταίς ημέραις μου. ~ 21 Θαρρείτε, τέκνα, βοήσατε προς το Θεόν, και εξελείται υμάς εκ δυναστείας, εκ χειρός εχθρών. 22 εγώ γάρ ήλπισα επί τώ αιωνίω την σωτηρίαν υμών, και ήλθέ μοι χαρά παρά τού αγίου επί τή ελεημοσύνη, ή ήξει υμίν εν τάχει παρά τού αιωνίου σωτήρος υμών. 23 εξέπεμψα γάρ υμάς μετά κλαυθμού και πένθους, αποδώσει δε μοι ο Θεός υμάς μετά χαρμοσύνης και ευφροσύνης εις τον αιώνα. 24 ώσπερ γάρ νύν εωράκασιν αι πάροικοι Σιών την υμετέραν αιχμαλωσίαν, ούτως όψονται εν τάχει την παρά τού Θεού υμών σωτηρίαν, ή επελεύσεται υμίν μετά δόξης μεγάλης και λαμπρότητος τού αιωνίου. 25 τέκνα, μακροθυμήσατε την παρά τού Θεού επελθούσαν υμίν οργήν· κατεδίωξέ σε ο εχθρός σου, και όψει αυτού την απώλειαν εν τάχει και επί τραχήλους αυτών επιβήση. 26 οι τρυφεροί μου επορεύθησαν οδούς τραχείας, ήρθησαν ως ποίμνιον ηρπασμένον υπό εχθρών. ~ 27 Θαρσήσατε τέκνα και βοήσατε προς τον Θεόν, έσται γάρ υμών υπό τού επάγοντος μνεία. 28 ώσπερ γάρ εγένετο η διάνοια υμών εις το πλανηθήναι από τού Θεού, δεκαπλασιάσατε επιστραφέντες ζητήσαι αυτόν. 29 ο γάρ επαγαγών υμίν τα κακά επάξει υμίν την αιώνιον ευφροσύνην μετά της σωτηρίας υμών. ~ 30 Θάρσει Ιερουσαλήμ, παρακαλέσει σε ο ονομάσας σε. 31 δείλαιοι οι σε κακώσαντες και επιχαρέντες τή σή πτώσει, 32 δείλαιαι αι πόλεις, αίς εδούλευσαν τα τέκνα σου, δειλαία η δεξαμένη τους υιούς σου. 33 ώσπερ γάρ εχάρη επί τή σή πτώσει και ευφράνθη επί τώ πτώματί σου, ούτως λυπηθήσεται επί τή εαυτής ερημία. 34 και περιελώ αυτής το αγαλλίαμα της πολυοχλίας και το αγαυρίαμα αυτής έσται εις πένθος. 35 πύρ γάρ επελεύσεται αυτή παρά τού αιωνίου εις ημέρας μακράς, και κατοικηθήσεται υπό δαιμονίων τον πλείονα χρόνον. ~ 36 Περίβλεψον προς ανατολάς, Ιερουσαλήμ, και ίδε την ευφροσύνην την παρά τού Θεού σοι ερχομένην. 37 ιδού έρχονται οι υιοί σου, ούς εξαπέστειλας, έρχονται συνηγμένοι από ανατολών έως δυσμών τώ ρήματι τού αγίου χαίροντες τή τού Θεού δόξη.
1 ΕΚΔΥΣΑΙ, Ιερουσαλήμ, την στολήν τού πένθους και της κακώσεώς σου και ένδυσαι την ευπρέπειαν της παρά τού Θεού δόξης εις τον αιώνα. 2 περιβαλού την διπλοίδα της παρά τού Θεού δικαιοσύνης, επίθου την μίτραν επί την κεφαλήν σου της δόξης τού αιωνίου. 3 ο γάρ Θεός δείξει τή υπ΄ ουρανόν πάση την σήν λαμπρότητα. 4 κληθήσεται γάρ σου το όνομα παρά τού Θεού εις τον αιώνα· Ειρήνη δικαιοσύνης και δόξα θεοσεβείας. ~ 5 Ανάστηθι, Ιερουσαλήμ, και στήθι επί τού υψηλού και περίβλεψαι προς ανατολάς και ίδε συνηγμένα τα τέκνα σου από ηλίου δυσμών έως ανατολών τώ ρήματι τού αγίου χαίροντας τή τού Θεού μνεία. 6 εξήλθον γάρ παρά σού πεζοί αγόμενοι υπό εχθρών, εισάγει δε αυτούς ο Θεός προς σε αιρομένους μετά δόξης ως θρόνον βασιλείας. 7 συνέταξε γάρ ο Θεός ταπεινούσθαι πάν όρος υψηλόν και θίνας αεννάους και φάραγγας πληρούσθαι εις ομαλισμόν της γής, ίνα βαδίση Ισραήλ ασφαλώς τή τού Θεού δόξη· 8 εσκίασαν δε και οι δρυμοί και πάν ξύλον ευωδίας τώ Ισραήλ προστάγματι τού Θεού· 9 ηγήσεται γάρ ο Θεός Ισραήλ μετ΄ ευφροσύνης τώ φωτί της δόξης αυτού σύν ελεημοσύνη και δικαιοσύνη τή παρ’ αυτού.
ΚΑΙ εγένετο μετά το αιχμαλωσθήναι τον Ισραήλ, και Ιερουσαλήμ ερημωθήναι, εκάθισεν Ιερεμίας κλαίων, και εθρήνησε τον θρήνον τούτον επί Ιερουσαλήμ και είπε·
1 Πώς εκάθισε μόνη η πόλις η πεπληθυμμένη λαών; εγενήθη ως χήρα πεπληθυμμένη εν έθνεσιν, άρχουσα εν χώραις εγενήθη εις φόρον. 2 Κλαίουσα έκλαυσεν εν νυκτί, και τα δάκρυα αυτής επί των σιαγόνων αυτής, και ουχ υπάρχει ο παρακαλών αυτήν από πάντων των αγαπώντων αυτήν· πάντες οι φιλούντες αυτήν ηθέτησαν εν αυτή, εγένοντο αυτή εις εχθρούς. 3 Μετωκίσθη Ιουδαία από ταπεινώσεως αυτής και από πλήθους δουλείας αυτής· εκάθισεν εν έθνεσιν, ουχ εύρεν ανάπαυσιν· πάντες οι καταδιώκοντες αυτήν κατέλαβον αυτήν αναμέσον των θλιβόντων. 4 Οδοί Σιών πενθούσι παρά το μη είναι ερχομένους εν εορτή· πάσαι αι πύλαι αυτής ηφανισμέναι, οι ιερείς αυτής αναστενάζουσιν, αι παρθένοι αυτής αγόμεναι, και αυτή πικραινομένη εν εαυτή. 5 Εγένοντο οι θλίβοντες αυτήν εις κεφαλήν, και οι εχθροί αυτής ευθηνούσαν, ότι Κύριος εταπείνωσεν αυτήν επί το πλήθος των ασεβειών αυτής· τα νήπια αυτής επορεύθησαν εν αιχμαλωσία κατά πρόσωπον θλίβοντος. 6 Καί εξήρθη εκ θυγατρός Σιών πάσα η ευπρέπεια αυτής· εγένοντο οι άρχοντες αυτής ως κριοί ουχ ευρίσκοντες νομήν και επορεύοντο εν ουκ ισχύι κατά πρόσωπον διώκοντος. 7 Εμνήσθη Ιερουσαλήμ ημερών ταπεινώσεως αυτής και απωσμών αυτής· πάντα τα επιθυμήματα αυτής, όσα ήν εξ ημερών αρχαίων, εν τώ πεσείν τον λαόν αυτής εις χείρας θλίβοντος και ουκ ήν ο βοηθών αυτή, ιδόντες οι εχθροί αυτής εγέλασαν επί μετοικεσία αυτής. 8 Αμαρτίαν ήμαρτεν Ιερουσαλήμ, διά τούτο εις σάλον εγένετο· πάντες οι δοξάζοντες αυτήν εταπείνωσαν αυτήν, είδον γάρ την ασχημοσύνην αυτής, και γε αυτή στενάζουσα και απεστράφη οπίσω. 9 Ακαθαρσία αυτής προς ποδών αυτής, ουκ εμνήσθη έσχατα αυτής· και κατεβίβασεν υπέρογκα, ουκ έστιν ο παρακαλών αυτήν· ιδέ, Κύριε, την ταπείνωσίν μου, ότι εμεγαλύνθη ο εχθρός.
10 Χείρα αυτού εξεπέτασε θλίβων επί πάντα τα επιθυμήματα αυτής· είδε γάρ έθνη εισελθόντα εις το αγίασμα αυτής, ά ενετείλω μη εισελθείν αυτά εις εκκλησίαν σου. 11 Πάς ο λαός αυτής καταστενάζοντες, ζητούντες άρτον, έδωκαν τα επιθυμήματα αυτής εν βρώσει τού επιτστρέψαι ψυχήν· ιδέ, Κύριε, και επίβλεψον, ότι εγενήθη ητιμωμένη. 12 Οι προς υμάς πάντες παραπορευόμενοι οδόν, επιστρέψατε και ίδετε ει έστιν άλγος κατά το άλγος μου, ό εγενήθη· φθεγξάμενος εν εμοί εταπείνωσέ με Κύριος εν ημέρα οργής θυμού αυτού. 13 Εξ ύψους αυτού απέστειλε πύρ, εν τοίς οστέοις μου κατήγαγεν αυτό· διεπέτασε δίκτυον τοίς ποσί μου, απέστρεψέ με εις τα οπίσω, έδωκέ με ηφανισμένην, όλην την ημέραν ωδυνωμένην. 14 Εγρηγορήθη επί τα ασεβήματά μου· εν χερσί μου συνεπλάκησαν, ανέβησαν επί τον τράχηλόν μου· ησθένησεν η ισχύς μου, ότι έδωκε Κύριος εν χερσί μου οδύνας, ου δυνήσομαι στήναι. 15 Εξήρε πάντας τους ισχυρούς μου ο Κύριος εκ μέσου μου, εκάλεσεν επ' εμέ καιρόν τού συντρίψαι εκλεκτούς μου· ληνόν επάτησε Κύριος παρθένω θυγατρί Ιούδα, επί τούτοις εγώ κλαίω. 16 Ο οφθαλμός μου κατήγαγεν ύδωρ, ότι εμακρύνθη απ' εμού ο παρακαλών με, ο επιστρέφων ψυχήν μου· εγένοντο οι υιοί μου ηφανισμένοι, ότι εκραταιώθη ο εχθρός. 17 Διεπέτασε Σιών χείρας αυτής, ουκ έστιν ο παρακαλών αυτήν· ενετείλατο Κύριος τώ Ιακώβ, κύκλω αυτού οι θλίβοντες αυτόν, εγενήθη Ιερουσαλήμ εις αποκαθημένην αναμέσον αυτών. 18 Δίκαιός εστι Κύριος, ότι το στόμα αυτού παρεπίκραναν· ακούσατε δή, πάντες οι λαοί, και ίδετε το άλγος μου· παρθένοι μου και νεανίσκοι μου επορεύθησαν εν αιχμαλωσία. 19 Εκάλεσα τους εραστάς μου, αυτοί δε παρελογίσαντό με· οι ιερείς μου και οι πρεσβύτεροί μου εν τή πόλει εξέλιπον, ότι εζήτησαν βρώσιν αυτοίς, ίνα επιστρέψωσι ψυχάς αυτών, και ουχ εύρον.
20 Ιδέ, Κύριε, ότι θλίβομαι· η κοιλία μου εταράχθη, και η καρδία μου εστράφη εν εμοί, ότι παραπικραίνουσα παρεπικράνθην· έξωθεν ητέκνωσέ με μάχαιρα ώσπερ θάνατος εν οίκω. 21 Ακούσατε δή, ότι στενάζω εγώ, ουκ έστιν ο παρακαλών με· πάντες οι εχθροί μου ήκουσαν τα κακά μου και εχάρησαν, ότι σύ εποίησας· επήγαγες ημέραν, εκάλεσας καιρόν, εγένοντο όμοιοι εμοί. 22 Εισέλθοι πάσα η κακία αυτών κατά πρόσωπόν σου, και επιφύλλισον αυτοίς, ον τρόπον εποίησαν επιφυλλίδα περί πάντων των αμαρτημάτων μου, ότι πολλοί οι στεναγμοί μου, και καρδία μου λυπείται.
1 ΠΩΣ εγνόφωσεν εν οργή αυτού Κύριος την θυγατέρα Σιών; κατέρριψεν εξ ουρανού εις γήν δόξασμα Ισραήλ, και ουκ εμνήσθη υποποδίου ποδών αυτού εν ημέρα οργής αυτού. 2 Κατεπόντισε Κύριος ου φεισάμενος πάντα τα ωραία Ιακώβ, καθείλεν εν θυμώ αυτού τα οχυρώματα της θυγατρός Ιούδα, εκόλλησεν εις την γήν, εβεβήλωσε βασιλέα αυτής και άρχοντας αυτής. 3 Συνέκλασεν εν οργή θυμού αυτού πάν κέρας Ισραήλ, απέστρεψεν οπίσω δεξιάν αυτού από προσώπου εχθρού και ανήψεν εν Ιακώβ ως πύρ φλόγα, και κατέφαγε πάντα τα κύκλω. 4 Ενέτεινε τόξον αυτού ως εχθρός, εστερέωσε δεξιάν αυτού ως υπεναντίος και απέκτεινε πάντα τα επιθυμήματα των οφθαλμών μου εν σκηνή θυγατρός Σιών, εξέχεεν ως πύρ τον θυμόν αυτού. 5 Εγενήθη Κύριος ως εχθρός, κατεπόντισεν Ισραήλ, κατεπόντισε πάσας τας βάρεις αυτής, διέφθειρε τα οχυρώματα αυτού και επλήθυνε τή θυγατρί Ιούδα ταπεινουμένην και τεταπεινωμένην. 6 Καί διεπέτασεν ως άμπελον το σκήνωμα αυτού, διέφθειρεν εορτήν αυτού· επελάθετο Κύριος ά εποίησεν εν Σιών εορτής και σαββάτου και παρώξυνεν εμβριμήματι οργής αυτού βασιλέα και ιερέα και άρχοντα. 7 Απώσατο Κύριος θυσιαστήριον αυτού, απετίναξεν αγίασμα αυτού, συνέτριψεν εν χειρί εχθρού τείχος βάρεων αυτής· φωνήν έδωκαν εν οίκω Κυρίου ως εν ημέρα εορτής. 8 Καί επέστρεψε Κύριος τού διαφθείραι τείχος θυγατρός Σιών· εξέτεινε μέτρον, ουκ απέστρεψε χείρα αυτού από καταπατήματος, και επένθησε το προτείχισμα, και τείχος ομοθυμαδόν ησθένησεν. 9 Ενεπάγησαν εις γήν πύλαι αυτής, απώλεσε και συνέτριψε μοχλούς αυτής· βασιλέα αυτής και άρχοντα αυτής εν τοίς έθνεσιν· ουκ έστι νόμος, και γε προφήται αυτής ουκ είδον όρασιν παρά Κυρίου.
10 Εκάθισαν εις την γήν, εσιώπησαν πρεσβύτεροι θυγατρός Σιών, ανεβίβασαν χούν επί την κεφαλήν αυτών, περιεζώσαντο σάκκους, κατήγαγον εις γήν αρχηγούς παρθένους εν Ιερουσαλήμ. 11 Εξέλιπον εν δάκρυσιν οι οφθαλμοί μου, εταράχθη η καρδία μου, εξεχύθη εις την γήν η δόξα μου επί το σύντριμμα της θυγατρός τού λαού μου εν τώ εκλείπειν νήπιον και θηλάζοντα εν πλατείαις πόλεως. 12 Ταίς μητράσιν αυτών είπαν· που σίτος και οίνος; εν τώ εκλύεσθαι αυτούς ως τραυματίας εν πλατείαις πόλεως, εν τώ εκχείσθαι αυτούς ως τραυματίας εν πλατείαις πόλεως, εν τώ εκχείσθαι ψυχάς αυτών εις κόλπον μητέρων αυτών. 13 Τί μαρτυρήσω σοι ή τι ομοιώσω σοι, θύγατερ Ιερουσαλήμ; τις σώσει σε και παρακαλέσει σε, παρθένος θύγατερ Σιών; ότι εμεγαλύνθη ποτήριον συντριβής σου· τις ιάσεταί σε; 14 Προφήταί σου είδοσάν σοι μάταια και αφροσύνην και ουκ απεκάλυψαν επί την αδικίαν σου τού επιστρέψαι αιχμαλωσίαν σου, και είδοσάν σοι λήμματα μάταια και εξώσματα. 15 Εκρότησαν επί σε χείρας πάντες οι παραπορευόμενοι οδόν, εσύρισαν και εκίνησαν την κεφαλήν αυτών επί την θυγατέρα Ιερουσαλήμ· αύτη η πόλις, ερούσι, στέφανος ευφροσύνης πάσης της γής. 16 Διήνοιξαν επί σε στόμα αυτών πάντες οι εχθροί σου, εσύρισαν και έβρυξαν οδόντας, και είπαν· κατεπίομεν αυτήν, πλήν αύτη η ημέρα, ήν προσεδοκώμεν, εύρομεν αυτήν, είδομεν. 17 Εποίησε Κύριος ά ενεθυμήθη, συνετέλεσε ρήματα αυτού, ά ενετείλατο εξ ημερών αρχαίων, καθείλε και ουκ εφείσατο, και ηύφρανεν επί σε εχθρόν, ύψωσε κέρας θλίβοντός σε. 18 Εβόησε καρδία αυτών προς Κύριον· τείχη Σιών, καταγάγετε ως χειμάρρους δάκρυα ημέρας και νυκτός· μη δώς έκνηψιν σεαυτή, μη σιωπήσαιτο, θύγατερ, ο οφθαλμός σου. 19 Ανάστα, αγαλλίασαι εν νυκτί εις αρχάς φυλακής σου, έκχεον ως ύδωρ καρδίαν σου απέναντι προσώπου Κυρίου, άρον προς αυτόν χείράς σου περί ψυχής νηπίων σου των εκλυομένων λιμώ επ' αρχής πασών εξόδων.
20 Ιδέ, Κύριε, και επίβλεψον τίνι επφφύλλισας ούτως· ει φάγονται γυναίκες καρπόν κοιλίας αυτών; επιφυλλίδα εποίησε μάγειρος· φονευθήσονται νήπια θηλάζοντα μαστούς; αποκτενείς εν αγιάσματι Κυρίου ιερέα και προφήτην; 21 Εκοιμήθησαν εις την έξοδον παιδάριον και πρεσβύτης. παρθένοι μου και νεανίσκοι μου επορεύθησαν εν αιχμαλωσία· εν ρομφαία και εν λιμώ απέκτεινας, εν ημέρα οργής σου εμαγείρευσας, ουκ εφείσω. 22 Εκάλεσεν ημέραν εορτής παροικίας μου κυκλόθεν, και ουκ εγένοντο εν ημέρα οργής Κυρίου ανασωζόμενος και καταλελειμμένος, ως επεκράτησα και επλήθυνα εχθρούς μου πάντας.
1 ΕΓΩ ανήρ ο βλέπων πτωχείαν εν ράβδω θυμού αυτού επ' εμέ· 2 παρέλαβέ με και απήγαγέ με εις σκότος και ου φώς, 3 πλήν εν εμοί επέστρεψε χείρα αυτού όλην την ημέραν. 4 Επαλαίωσε σάρκα μου και δέρμα μου, οστέα μου συνέτριψεν· 5 αωκοδόμησε κατ' εμού και εκύκλωσε κεφαλήν μου και εμόχθησεν, 6 εν σκοτεινοίς εκάθισέ με ως νεκρούς αιώνος. 7 Ανωκοδόμησε κατ' εμού, και ουκ εξελεύσομαι, εβάρυνε χαλκόν μου· 8 και γε κεκράξομαι και βοήσω, απέφραξε προσευχήν μου· 8 και γε κεκράξομαι και βοήσω, απέφραξε προσευχήν μου· 9 ανωκοδόμησεν οδούς μου, ενέφραξε τρίβους μου, ετάραξεν.
10 Άρκος ενεδρεύουσα αυτός μοι, λέων εν κρυφαίοις· 11 κατεδίωξεν αφεστηκότα και κατέπαυσέ με, έθετό με ηφανισμένην. 12 ενέτεινε τόξον αυτού και εστήλωσέ με ως σκοπόν εις βέλος. 13 Εισήγαγεν εν τοίς νεφροίς μου ιούς φαρέτρας αυτού· 14 εγενήθην γέλως παντί λαώ μου, ψαλμός αυτών όλην την ημέραν· 15 εχόρτασέ με πικρίας, εμέθυσέ με χολής. 16 Καί εξέβαλε ψήφω οδόντας μου, εψώμισέ με σποδόν· 17 και απώσατο εξ ειρήνης ψυχήν μου, 18 επελαθόμην αγαθά, και είπα· απώλετο νίκός μου και η ελπίς μου από Κυρίου. 19 Εμνήσθην από πτωχείας μου και εκδιωγμού μου πικρίας και χολής μου.
20 μνησθήσεται και καταδολεσχήσει επ' εμέ η ψυχή μου· 21 ταύτην τάξω εις την καρδίαν μου, διά τούτο υπομενώ. 22 Τά ελέη Κυρίου, ότι ουκ εξέλιπέμε, ότι ουσυνετελέσθησαν οι οικτιρμοί αυτού· μήνας εις τας πρωίας ελέησον, Κύριε, ότι ου συνετελέσθημεν, ότι ου συνετελέσθησαν οι οικτιρμοί αυτού. 23 καινά εις τας πρωίας, πολλή η πίστις σου. 24 μερίς μου Κύριος, είπεν η ψυχή μου· διά τούτο υπομενώ αυτώ. 25 Αγαθός Κύριος τοίς υπομένουσιν αυτόν, ψυχή ή ζητήσει αυτόν αγαθόν 26 και υπομεννεί και ησυχάσει εις το σωτήριον Κυρίου. 27 αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν νεότητι αυτού. 28 Καθήσεται κατά μόνας και σιωπήσεται, ότι ήρεν εφ' εαυτώ· 30 δώσει τώ παίοντι αυτόν σιαγόνα, χορτασθήσεται ονειδισμών. 31 Ότι ουκ εις τον αιώνα απώσεται Κύριος. 32 ότι ο ταπεινώσας οικτειρήσει κατά το πλήθος τού ελέους αυτού· 33 ότι ουκ απεκρίθη από καρδίας αυτού και εταπείνωσεν υιούς ανδρός. 34 Τού ταπεινώσαι υπό τους πόδας αυτού πάντας δεσμίους γής, 35 τού εκκλίναι κρίσιν ανδρός κατέναντι προσώπου Υψίστου, 36 καταδικάσαι άνθρωπον εν τώ κρίνεσθαι αυτόν Κύριος ουκ είπε. 37 Τίς ούτως είπε, και εγενήθη; Κύριος ουκ ενετείλατο. 38 εκ στόματος Υψίστου ουκ εξελεύσεται τα κακά και το αγαθόν; 39 τι γογγύσει άνθρωπος ζών, ανήρ περί της αμαρτίας αυτού;
40 Εξηρευνήθη η οδός ημών και ητάσθη, κί επιστρέψομεν έως Κυρίου· 41 αναλάβωμεν καρδίας ημών επί χειρών προς υψηλόν εν ουρανώ· 42 ημαρτήσαμεν, ησεβήσαμεν, και ουχ ιλάσθης. 43 Επεσκέπασας εν θυμώ και απεδίωξας ημάς· απέκτεινας, ουκ εφείσω. 44 Επεσκέπασας νεφέλην σεαυτώ ένεκεν προσευχής, 45 καμμύσαι με και απωσθήναι έθηκας ημάς εν μέσω των λαών. 46 Διήνοιξαν εφ' ημάς το στόμα αυτών πάντες οι εχθροί ημών· 47 φόβος και θυμός εγενήθη ημίν, έπαρσις και συντριβή. 48 αφέσεις υδάτων κατάξει ο οφθαλμός μου επί το σύντριμμα της θυγατρός τού λαού μου. 49 Ο οφθαλμός μου κατεπόθη, και ου σιγήσομαι τού μη είναι έκνηψιν,
50 έως ού διακύψη και ίδη Κύριος εξ ουρανού· 51 ο οφθαλμός μου επιφυλλιεί επί την ψυχήν μου παρά πάσας θυγατέρας πόλεως. 52 Θηρεύοντες εθήρευσάν με ως στρουθίον πάντες οι εχθροί μου δωρεάν, 53 εθανάτωσαν εν λάκκω ζωήν μου και επέθηκαν λίθον επ' εμοί. 54 υπερεχύθη ύδωρ επί την κεφαλήν μου· είπα· απώσμαι. 55 Επεκαλεσάμην το όνομά σου, Κύριε, εκ λάκκου κατωτάτου· 56 φωνήν μου ήκουσας· μη κρύψης τα ώτά σου εις την δέησίν μου. 57 εις την βοήθειάν μου ήγγισας εν ημέρα, ή επεκαλεσάμην σε· είπάς μοι· μη φοβού. 58 Εδίκασας, Κύριε, τας δίκας της ψυχής μου, ελυτρώσω την ζωήν μου· 59 είδες, Κύριε, τας ταραχάς μου, έκρινας την κρίσιν μου·
60 είδες πάσαν την εκδίκησιν αυτών εις πάντας διαλογισμούς αυτών εν εμοί. 61 Ήκουσας τον ονειδισμόν αυτών, πάντας τους διαλογισμούς αυτών κατ' εμού, 62 χείλη επανισταμένων μοι και μελέτας αυτών κατ' εμού όλην την ημέραν, 63 καθέδραν αυτών και ανάστασιν αυτών· επίβλεψον επί τους οφθαλμούς αυτών. 64 Αποδώσεις αυτοίς ανταπόδομα, Κύριε, κατά τα έργα των χειρών αυτών. 65 αποδώσεις αυτοίς υπερασπισμόν καρδίας, μόχθον σου αυτοίας, 66 καταδιώξεις εν οργή και εξαναλώσεις αυτούς υποκάτωθεν τού ουρανού, Κύριε.
1 ΠΩΣ αμαυρωθήσεται χρυσίον, αλλοιωθήσεται το αργύριον το αγαθόν; εξεχύθησαν λίθοι άγιοι απ' αρχής πασών εξόδων. 2 Υιοί Σιών οι τίμιοι, οι επηρμένοι εν χρυσίω, πώς ελογίσθησαν εις αγγεία οστράκινα, έργα χειρών κεραμέως; 3 Καί γε δράκοντες εξέδυσαν μαστούς, εθήλασαν σκύμνοι αυτών· θυγατέρες λαού μου εις ανίατον ως στρουθίον εν ερήμω. 4 Εκολλήθη η γλώσσα θηλάζοντες προς τον φάρυγγα αυτού εν δίψει· νήπια ήτηησαν άρτον, ο διακλών ουκ έστιν αυτοίς. 5 Οι έσθοντες τας τρυφάς ηφανίσθησαν εν ταίς εξόδοις, οι τιθηνούμενοι επί κόκκων περιεβάλλοντο κοπρίας. 6 Καί εμεγαλύνθη ανομία θυγατρός λαού μου υπέρ ανομίας Σοδόμων της κατεστραμμένης ώσπερ σπουδή, και ουκ επόνεσαν εν αυτή χείρας. 7 Εκαθαριώθησαν Ναζιραίοι αυτής υπέρ χιόνα, έλαμψαν υπέρ γάλα, επυρώθησαν υπέρ λίθους σαπφείρου το απόσπασμα αυτών. 8 Εσκότασεν υπέρ ασβόλην το είδος αυτών, ουκ επεγνώσθησαν εν ταίς εξόδοις· επάγη δέρμα αυτών επί τα οστέα αυτών, εξηράνθησαν, εγενήθησαν ώσπερ ξύλον. 9 Καλοί ήσαν οι τραυματίαι ρομφαίας ή οι τραυματίαι λιμού· επορεύθησαν εκκεκεντημένοι από γεννημάτων αγρών.
10 Χείρες γυναικών οικτριρμόνων ήψησαν τα παιδία αυτών, εγενήθησαν εις βρώσιν αυταίς εν τώ συννντρίμματι της θυγατρός τού λαού μου. 11 Συνετέλεσε Κύριος θυμόν αυτού, εξέχεε θυμόν οργής αυτού και ανήψε πύρ εν Σιών, και κατέφαγε τα θεμέλια αυτής. 12 Ουκ επίστευσαν βασιλείς γής, πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην, ότι εισελεύσεται εχθρός και εκθλίβων διά των πυλών Ιερουσαλήμ. 13 Εξ αμαρτιών προφητών αυτής, αδικιών ιερέων αυτής των εκχεόντων αίμα δίκαιον εν μέσω αυτής. 14 Εσαλεύθησαν εγρήγοροι αυτής εν ταίς εξόδοις, εμολύνθησαν εν αίματι· εν τώ μη δύνασθαι αυτούς ήψαντο ενδυμάτων αυτών. 15 Απόστητε εκαθάρτων ~καλέσατε αυτούς~ απόστητε, απόστητε, μη άπτεσθε, ότι ανήφθησαν και γε εσαλεύθησαν· είπατε εν τοίς έθνεσιν· ου μη προσθώσι τού παροικείν. 16 Πρόσωπον Κυρίου μερίς αυτών, ου προσθήσει επιβλέπψαι αυτοίς· πρόσωπον ιερέων ουκ έλαβον, πρεσβύτας ουκ ηλέησαν. 17 Έτι όντων ημών εξέλιπον οι οοφθαλμοί ημών εις την βοήθειαν ημών μάταια· αποσκοπευόντων ημών απεσκοπεύσαμεν εις έθνος ου σώζον. 18 Εθηρεύσαμεν μικρούς ημών τού μήυ προεύεσθαι εν ταίς πλατείαις ημών·19 ήγγικεν ο καιρός ημών, εκπληρώθησαν αι ημέραι ημών, πάρεστιν ο καιρός ημών. Κούφοι εγένοντο οι διώκοντες ημάς υπέρ αετούς ουρανού, επί των ορέων εξέπτησαν, εν ερήμω ενύδρευσαν ημάς.
20 Πνεύμα προσώπου ημών χριστός Κυρίου συνελήφθη εν ταίς διαφθοραίς αυτών, ού είπαμεν· εν τή σκιά αυτού ζησόμεθα εν τοίς έθνεσι. 21 Χαίρε και ευφραίνου, θύγατερ Ιδουμαίας η κατοικούσα επί γής· και γε επί σε διελευύσεται το ποτήριον Κυρίου και μεθυσθήση και αποχεείς. 22 Εξέλιπεν η ανομία σου, θύγατερ Σιών, ου προσθήσει τού αποικίσαι σε. επεσκέψατο ανομίας σου, θύγατερ Εδώμ· απεκάλυψεν επί τα ασεβήματά σου.
1 ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Κύριε, ό,τι εγενήθη ημίν· επίβλεψον και ιδέ τον ονειδισμόν ημών. 2 κληρονομία ημών μετεστράφη αλλοτρίοις, οι οίκοι ημών ξένοις. 3 ορφανοί εγενήθημεν, ουχ υπάρχει πατήρ· μητέρες ημών ως αι χήραι. 4 ύδωρ ημών εν αργυρίω επίομεν, ξύλα ημών εν αλλάγματι ήλθεν επί τον τράχηλον ημών. 5 εδιώχθημεν, εκοπιάσαμεν, ουκ ανεπαύθημεν. 6 Αίγυπτος έδωκε χείρα, Ασσούρ εις πλησμονήν αυτών. 7 οι πατέρες ημών ήμαρτον, ουχ υπάραχουσιν· ημείς τα ανομήματα αυτών υπέσχομεν. 8 δούλοι εκυρίευσαν ημών, λυτρούμενος ουκ έστιν εκ της χειρός αυτών. 9 εν ταίας ψυχαίς ημών, εισοίσομεν άρτον ημών, από προσώπου ρομφαίας της ερήμου.
10 το δέρμα ημών ως κλίβανος επελιώθη, συνεσπάσθησαν από προσώπου καταιγίδων λιμού. 11 γυναίκας εν Σιών εταπείνωσαν, παρθένους εν πόλεσιν Ιούδα. 12 άρχοντες εν χερσίν αυτών, εκρεμάσθησαν, πρεσβύτεροι ουκ εδοξάσθησαν. 13 εκλεκτοί κλαυθμόν ανέλαβον, και νεανίσκοι εν ξύλω ησθένησαν. 14 και πρεσβύται από πύλης κατέπαυσαν, εκλεκτοί εκ ψαλμών αυτών κατέπαυσαν. 15 κατέλυσε χαρά καρδίας ημών, εστράφη εις πένθος ο χορός ημών, 16 έπεσεν ο στέφανος ημών της κεφαλής· ουαί δή ημίν, ότι ημάρτομεν. 17 περί τούτου εγενήθη οδυνηρά η καρδία ημών, περί τούτου εσκότασαν οι οφθαλμοί ημών. 18 επ' όρος Σιών, ότι ηφανίσθη, αλώπεκες διήλθον εν αυτή. 19 σύ δε, Κύριε, εις τον αιώνα κατοικήσεις, ο θρόνος σου εις γενεάν και γενεάν.
20 ινατί εις νίκος επιλήση ημών, καταλείψεις ημάς εις μακρότητα ημερών; 21 επίστρεψον ημάς, Κύριε, προς σε, και επιστραφησόμεθα· και ανακαίνισον ημέρας ημών καθώς έμπροσθεν. 22 ότι απωθούμενος απώσω ημάς, ωργίσθης εφ' ημάς έως σφόδρα.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ επιστολής, ής απέστειλεν Ιερεμίας προς τους αχθησομένους αιχμαλώτους εις Βαβυλώνα υπό τού βασιλέως των Βαβυλωνίων αναγγείλαι αυτοίς καθότι επετάγη αυτώ υπό τού Θεού.
1 Διά τας αμαρτίας, ας ημαρτήκατε εναντίον τού Θεού, αχθήσεσθε εις Βαβυλώνα αιχμάλωτοι υπό Ναβουχοδονόσορ βασιλέως των Βαβυλωνίων 2 εισελθόντες ούν εις Βαβυλώνα έσεσθε εκεί έτη πλείονα και χρόνον μακρόν έως γενεών επτά· μετά τούτο δε εξάξω υμάς εκείθεν μετ' ειρήνης. 3 νυνί δε όψεσθε εν Βαβυλώνι θεούς αργυρούς και χρυσούς και ξυλίνους επ' ώμοις αιρομένους, δεικνύντας φόβον τοίς έθνεσιν. 4 ευλαβήθητε ούν μη και υμείς αφομοιωθέντες τοίς αλλοφύλοις αφομοιωθήτε και φόβος υμάς λάβη επ' αυτοίς 5 ιδόντας όχλον έμπροσθεν και όπισθεν αυτών προσκυνούντας αυτά· είπατε δε τή διανοία· σοί δεί προσκυνείν, δέσποτα. 6 ο γάρ άγγελός μου μεθ' υμών εστιν, αυτός τε εκζητών τας ψυχάς υμών. 7 γλώσσα γάρ αυτών εστι κετεξυσμένη υπό τέκτονος, αυτά τε περίχρυσα και περιάργυρα, ψευδή δ' εστί και ου δύνανται λαλείν. 8 και ώσπερ παρθένω φιλοκόσμω λαμβάνοντες χρυσίον κατασκευάζουσι στεφάνους επί τας κεφαλάς των θεών αυτών· 9 έστι δε και ότε υφαιρούμενοι οι ιερείς από των θεών αυτών χρυσίον και αργύριον εις εαυτούς καταναλώσουσι, δώσουσι δε απ' αυτών και ταίς επί τού στέγους πόρναις.
10 κοσμούσί τε αυτούς ως ανθρώπους τοίς ενδύμασι, θεούς αργυρούς και θεούς χρυσούς και ξυλίνους· ούτοι δε ου διασώζονται από ιού και βρωμάτων. 11 περιβεβλημένων αυτών ιματισμόν πορφυρούν, εκμάσσονται το πρόσωπον αυτών διά τον εκ της οικίας κονιορτόν, ός εστι πλείω επ' αυτοίς. 12 και σκήπτρον έχει ως άνθρωπος κριτής χώρας, ός τον εις αυτόν αμαρτάνοντα ουκ ανελεί. 13 έχει δε εγχειρίδιον εν δεξιά και πέλεκυν, εαυτόν δε εκ πολέμου και ληστών ουκ εξελείται. 14 όθεν γνώριμοί εισιν ουκ όντες θεοί· μη ούν φοβηθήτε αυτούς. ~ 15 Ώσπερ γάρ σκεύος ανθρώπου συντριβέν αχρείον γίνεται, τοιούτοι υπάρχουσιν οι θεοί αυτών, καθιδρυμένων αυτών εν τοίς οίκοις. 16 οι οφθαλμοί αυτών πλήρεις εισί κονιορτού από των ποδών των εισπορευομένων. 17 και ώσπερ τινί ηδικηκότι βασιλέα περιπεφραγμέναι εισίν αι αυλαί, ως επί θανάτω απηγμένω, τους οίκους αυτών οχυρούσιν οι ιερείς θυρώμασί τε και κλείθροις και μοχλοίς, όπως υπό των ληστών μη συληθώσι. 18 λύχνους καίουσι και πλείους ή εαυτοίς, ών ουδένα δύνανται ιδείν. 19 έστι μέν ώσπερ δοκός των εκ της οικίας, τας δε καρδίας αυτών φασίν εκλείχεσθαι, των από της γής ερπετών κατεσθόντων αυτούς τε και τον ιματισμόν αυτών, ουκ αισθάνονται.
20 μεμελανωμένοι το πρόσωπον αυτών από τού καπνού τού εκ της οικίας. 21 επί το σώμα αυτών και επί την κεφαλήν αυτών εφίπτανται νυκτερίδες, χελιδόνες και τα όρνεα, ωσαύτως δε και οι αίλουροι. 22 όθεν γνώσεσθε ότι ουκ εισί θεοί· μη ούν φοβείσθε αυτά. ~ 23 Τό γάρ χρυσίον, ό περίκεινται εις κάλλος, εάν μη τις εκμάξη τον ιόν, ου μη στίλψωσιν· ουδέ γάρ, ότε εχωνεύοντο, ησθάνοντο. 24 εκ πάσης τιμής ηγορασμένα εστίν, εν οίς ουκ ύστι πνεύμα. 25 άνευ ποδών επ' ώμοις φέρονται ενδεικνύμενοι την εαυτών ατιμίαν τοίς ανθρώποις, αισχύνονταί τε και οι θεραπεύοντες αυτά 26 διά το εί ποτε επί την γήν πέση, μη δι' αυτών ανίστασθαι· μήτε εάν τις αυτό ορθόν στήση, δι' εαυτού κινηθήσεται, μήτε εάν κλιθή, ου μη ορθωθή, αλλ' ώσπερ νεκροίς τα δώρα αυτοίς παρατίθεται. 27 τας δε θυσίας αυτών αποδόμενοι οι ιερείς αυτών καταχρώνται· ωσαύτως δε και αι γυναίκες αυτών απ' αυτών ταριχεύουσαι ούτε πτωχώ ούτε αδυνάτω μη μεταδώσι. 28 των θυσιών αυτών αποκαθημένη και λεχώ άπτονται. γνόντες ούν από τούτων ότι ουκ εισί θεοί, μη φοβηθήτε αυτούς. ~ 29 Πόθεν γάρ κληθείησαν θεοί; ότι γυναίκες παραιτιθέασι θεοίς αργυροίς και χρυσοίς και ξυλίνοις·
30 και εν τοίς οίκοις αυτών οι ιερείς διφρεύουσιν, έχοντες τους χιτώνας διερρωγότας και τας κεφαλάς και τους πώγωνας εξυρημένους, ών αι κεφαλαί ακάλυπτοί εισιν, 31 ωρύονται δε βοώντες εναντίον των θεών αυτών ώσπερ τινές εν περιδείπνω νεκρού. 32 από τού ιματισμού αυτών αφελόμενοι οι ιερείς ενδύσουσι τας γυναίκας αυτών και τα παιδία. 33 ούτε εάν κακόν πάθωσιν υπό τινος ούτε εάν αγαθόν, δυνήσονται ανταποδούναι· ούτε καταστήσαι βασιλέα δύνανται ούτε αφελέσθαι. 34 ωσαύτως ούτε πλούτον ούτε χαλκόν ου μη δύνωνται διδόναι· εάν τις ευχήν αυτοίς ευξάμενος μη αποδώ, ου μη επιζητήσωσιν. 35 εκ θανάτου άνθρωπον ου μη ρύσωνται ούτε ήττονα από ισχυρού μη εξέλωνται. 36 άνθρωπον τυφλόν εις όρασιν ου μη περιστήσωσιν, εν ανάγκη άνθρωπον όντα ου μη εξέλωνται. 37 χήραν ου μη ελεήσωσιν ούτε ορφανόν εύ ποιήσωσι. 38 τοίς από τού όρους λίθοις ωμοιωμένοι εισί τα ξύλινα και τα περίχρυσα και τα περιάργυρα, οι δε θεραπεύοντες αυτά καταισχυνθήσονται. 39 πώς ούν νομιστέον ή κλητέον υπάρχειν αυτούς θεούς;
40 έτι δε και αυτών των Χαλδαίων ατιμαζόντων αυτά, οί, όταν ίδωσιν ενεόν μη δυνάμενον λαλήσαι, προσενεγκάμενοι τον Βήλον αξιούσι φωνήσαι, ως δυνατού όντος αυτού αισθέσθαι, 41 και ου δύνανται αυτοί νοήσαντες καταλιπείν αυτά, αίσθησιν γάρ ουκ έχουσιν. 42 αι δε γυναίκες περιθέμεναι σχοινία εν ταίς οδοίς εγκάθηνται θυμιώσαι τα πίτυρα· 43 όταν δε τις αυτών εφελκυσθείσα υπό τινος των παραπορευομένων κοιμηθή, την πλησίον ονειδίζει, ότι ουκ ηξίωται ώσπερ και αυτή ούτε το σχοινίον αυτής διερράγη. 44 πάντα τα γενόμενα εν αυτοίς εστι ψευδή· πώς ούν νομιστέον ή κλητέον ως θεούς αυτούς υπάρχειν; 45 υπό τεκτόνων και χρυσοχόων κατεσκευασμένα εισίν· ουδέν άλλο μη γένωνται ή ό βούλονται οι τεχνίται αυτά γενέσθαι. 46 αυτοί τε οι κατασκευάζοντες αυτά ου μη γένωνται πολυχρόνιοι· 47 πώς τε δή μέλλει τα υπ' αυτών κατασκευασθέντα είναι θεοί; κατέλιπον γάρ ψεύδη και όνειδος τοίς επιγινομένοις. 48 όταν γάρ επέλθη επ' αυτά πόλεμος και κακά, βουλεύονται προς εαυτούς οι ιερείς που συναποκρυβώσι μετ' αυτών. 49 πώς ούν ουκ έστιν αισθέσθαι ότι ουκ εισί θεοί, οί ούτε σώζουσιν εαυτούς εκ πολέμου ούτε εκ κακών;
50 υπάρχοντα γάρ ξύλινα και περίχρυσα και περιάργυρα γνωσθήσεται μετά ταύτα, ότι εστί ψευδή· τοίς έθνεσι πάσι τοίς τε βασιλεύσι φανερόν έσται, ότι ουκ εισί θεοί, αλλά έργα χειρών ανθρώπων, και ουδέν Θεού έργον εν αυτοίς εστι. 51 τίνι ούν γνωστέον εστίν, ότι ουκ εισί θεοί; 52 βασιλέα γάρ χώρας ου μη αναστήσωσιν ούτε υετόν ανθρώποις ου μη δώσι, 53 κρίσιν τε ου μη διακρίνωσιν αυτών, ουδέ μη ρύσωνται αδικούμενον αδύνατοι όντες· ώσπερ γάρ κορώναι αναμέσον τού ουρανού και της γής. 54 και γάρ όταν εμπέση εις οικίαν θεών ξυλίων ή περιχεύσων ή περιαργύρων πύρ, οι μέν ιερείς αυτών φεύξονται και διασωθήσονται, αυτοί δε ώσπερ δοκοί μέσοι κατακαυθήσονται. 55 βασιλεί δε και πολεμίοις ου μη αντιστώσι. 56 πώς ούν εκδεκτέον ή νομιστέον ότι εισί θεοί; ούτε από κλεπτών ούτε από ληστών ου μη διασωθώσι θεοί ξύλινοι και περιάργυροι και περίχρυσοι, 57 ών οι ισχύοντες περιελούνται το χρυσίον και το αργύριον, και τον ιματισμόν τον περικείμενον αυτοίς απελεύσονται έχοντες, ούτε εαυτοίς ου μη βοηθήσωσιν· 58 ώστε κρείσσον είναι βασιλέα επιδεικνύμενον την εαυτού ανδρείαν ή σκεύος εν οικία χρήσιμον, εφ' ώ χρήσεται ο κεκτημένος, ή οι ψευδείς θεοί· ή και θύρα εν οικία διασώζουσα τα εν αυτή όντα ή ψευδείς θεοί· και ξύλινος στύλος εν βασιλείοις ή οι ψευδείς θεοί. 59 ήλιος μέν γάρ και σελήνη και άστρα όντα λαμπρά και αποστελλόμενα επί χρείας ευήκοά εισιν·
60 ωσαύτως και αστραπή, όταν επιφανή, εύοπτός εστι, το δ' αυτό και πνεύμα εν πάση χώρα πνεί. 61 καίνεφέλαις όταν επιταγή υπό τού Θεού επιπορεύεσθαι εφ' όλην την οικουμένην, συντελούσι το ταχθέν· το τε πύρ εξαποσταλέν άνωθεν εξαναλώσαι όρη και δρυμούς, ποιεί το συνταχθέν. 62 ταύτα δε ούτε ταίς ιδέαις ούτε ταίς δυνάμεσιν αυτών αφωμοιωμένα εστίν. 63 όθεν ούτε νομιστέον ούτε κλητέον υπάρχειν αυτούς θεούς, ου δυνατών όντων αυτών ούτε κρίσιν κρίναι ούτε εύ ποιήσαι ανθρώποις. 64 γνόντες ούν ότι ουκ εισί θεοί, μη φοβηθήτε αυτούς· 65 ούτε γάρ βασιλεύσιν ου μη καταράσωνται ούτε μη ευλογήσωσι. 66 σημείά τε εν έθνεσιν εν ουρανώ ου μη δείξωσιν, ουδέ ως ο ήλιος λάμψουσιν ουδέ φωτιούσιν ως η σελήνη. 67 τα θηρία εστίκρείττω αυτών, ά δύνανται εκφυγόντα εις σκέπην εαυτά ωφελήσαι. 68 κατ' ουδένα ούν τρόπον ημίν εστι φανερόν ότι εισί θεοί. διό μη φοβηθήτε αυτούς· 69 ώσπερ γάρ εν σικυηράτω προβασκάνιον ουδέν φυλάσσον, ούτως οι θεοί αυτών εισί ξύλινοι και περίχρυσοι και περιάργυροι.
70 τον αυτόν τρόπον και τή εν κήπω ράμνω, εφ' ής πάν όρνεον επικάθηται, ωσαύτως δε και νεκρώ ερριμμένω εν σκότει αφωμοίωνται οι θεοί αυτών ξύλινοι και περίχρυσοι και περιάργυροι. 71 από τε της πορφύρας και της μαρμάρου της επ' αυτοίς σηπομένης γνωσθήσονται ότι ουκ εισί θεοί· αυτά τε εξ υστέρου βρωθήσονται, και έσται όνειδος εν τή χώρα. 72 κρείσσον ούν άνθρωπος δίκαιος ουκ έχων είδωλα, έσται γάρ μακράν από ονειδισμού.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ τριακοστώ έτει, εν τώ τετάρτω μηνί πέμπτη τού μηνός και εγώ ήμην εν μέσω της αιχμαλωσίας επί τού ποταμού τού Χοβάρ, και ηνοίχθησαν οι ουρανοί, και είδον οράσεις Θεού. 2 πέμπτη τού μηνός (τούτο το έτος το πέμπτον της αιχμαλωσίας τού βασιλέως Ιωακείμ) και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιεζεκιήλ υιόν Βουζεί, τον ιερέα, εν γη Χαλδαίων επί τού ποταμού τού Χοβάρ· 3 και εγένετο επ’ εμέ χείρ Κυρίου, 4 και είδον και ιδού πνεύμα εξαίρον ήρχετο από βορρά, και νεφέλη μεγάλη εν αυτώ, και φέγγος κύκλω αυτού και πύρ εξαστράπτον, και εν τώ μέσω αυτού ως όρασις ηλέκτρου εν μέσω τού πυρός και φέγγος εν αυτώ. 5 και εν τώ μέσω ως ομοίωμα τεσσάρων ζώων, και αύτη η όρασις αυτών· ομοίωμα ανθρώπου επ’ αυτοίς, 6 και τέσσαρα πρόσωπα τώ ενί, και τέσσαρες πτέρυγες τώ ενί. 7 και τα σκέλη αυτών ορθά, και πτερωτοί οι πόδες αυτών, και σπινθήρες ως εξαστράπτων χαλκός, και ελαφραί αι πτέρυγες αυτών. 8 και χείρ ανθρώπου υποκάτωθεν των πτερύγων αυτών επί τα τέσσαρα μέρη αυτών· και τα πρόσωπα αυτών των τεσσάρων 9 ουκ επεστρέφοντο εν τώ βαδίζειν αυτά, έκαστον απέναντι τού προσώπου αυτών επορεύοντο.
10 και ομοίωσις των προσώπων αυτών· πρόσωπον ανθρώπου και πρόσωπον λέοντος εκ δεξιών τοίς τέσσαρσι και πρόσωπον μόσχου εξ αριστερών τοίς τέσσαρσι και πρόσωπον αετού τοίς τέσσαρσι. 11 και αι πτέρυγες αυτών εκτεταμέναι άνωθεν τοίς τέσσαρσιν, εκατέρω δύο συνεζευγμέναι προς αλλήλας, και δύο επεκάλυπτον επάνω τού σώματος αυτών. 12 και εκάτερον κατά πρόσωπον αυτού επορεύετο· ού αν ήν το πνεύμα πορευόμενον, επορεύοντο και ουκ επέστρεφον. 13 και εν μέσω των ζώων όρασις ως ανθράκων πυρός καιομένων, ως όψις λαμπάδων συστρεφομένων αναμέσον των ζώων και φέγγος τού πυρός, και εκ τού πυρός εξεπορεύετο αστραπή. 15 και είδον και ιδού τροχός είς επί της γής εχόμενος των ζώων τοίς τέσσαρσι· 16 και το είδος των τροχών ως είδος θαρσείς, και ομοίωμα εν τοίς τέσσαρσι, και το έργον αυτών ήν καθώς αν είη τροχός εν τροχώ. 17 επί τα τέσσαρα μέρη αυτών επορεύοντο, ουκ επέστρεφον εν τώ πορεύεσθαι αυτά, 18 ουδ’ οι νώτοι αυτών, και ύψος ήν αυτοίς· και είδον αυτά, και οι νώτοι αυτών πλήρεις οφθαλμών κυκλόθεν τοίς τέσσαρσι. 19 και εν τώ πορεύεσθαι τα ζώα επορεύοντο οι τροχοί εχόμενοι αυτών, και εν τώ εξαίρειν τα ζώα από της γής εξήροντο οι τροχοί.
20 ού αν ήν η νεφέλη, εκεί το πνεύμα τού πορεύεσθαι· επορεύοντο τα ζώα και οι τροχοί και εξήροντο σύν αυτοίς, διότι πνεύμα ζωής εν τοίς τροχοίς. 21 εν τώ πορεύεσθαι αυτά επορεύοντο, και εν τώ εστάναι αυτά ειστήκεισαν και εν τώ εξαίρειν αυτά από της γής εξήροντο σύν αυτοίς, ότι πνεύμα ζωής ήν εν τοίς τροχοίς. 22 και ομοίωμα υπέρ κεφαλής αυτοίς των ζώων ωσεί στερέωμα ως όρασις κρυστάλλου εκτεταμένον επί των πτερύγων αυτών επάνωθεν· 23 και υποκάτωθεν τού στερεώματος αι πτέρυγες αυτών εκτεταμέναι, πτερυσσόμεναι ετέρα τή ετέρα, εκάστω δύο συνεζευγμέναι επικαλύπτουσαι τα σώματα αυτών. 24 και ήκουον την φωνήν των πτερύγων αυτών εν τώ πορεύεσθαι αυτά ως φωνήν ύδατος πολλού· και εν τώ εστάναι αυτά κατέπαυον αι πτέρυγες αυτών. 25 και ιδού φωνή υπεράνωθεν τού στερεώματος τού όντος υπέρ κεφαλής αυτών. 26 ως όρασις λίθου σαπφείρου ομοίωμα θρόνου επ΄ αυτού, και επί τού ομοιώματος τού θρόνου ομοίωμα ως είδος ανθρώπου άνωθεν. 27 και είδον ως όψιν ηλέκτρου από οράσεως οσφύος και επάνω, και από οράσεως οσφύος και έως κάτω είδον ως όρασιν πυρός και το φέγγος αυτού κύκλω. 28 ως όρασις τόξου, όταν ή εν τή νεφέλη εν ημέραις υετού, ούτως η στάσις τού φέγγους κυκλόθεν. αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου· και είδον και πίπτω επί πρόσωπόν μου και ήκουσα φωνήν λαλούντος.
1 ΚΑΙ είπε προς με· υιέ ανθρώπου, στήθι επί τους πόδας σου, και λαλήσω προς σε. 2 και ήλθεν επ΄ εμέ πνεύμα και ανέλαβέ με και εξήρέ με και έστησέ με επί τους πόδας μου, και ήκουον αυτού λαλούντος προς με, 3 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, εξαποστέλλω εγώ σε προς τον οίκον τού Ισραήλ, τους παραπικραίνοντάς με, οίτινες παρεπίκρανάν με, αυτοί και οι πατέρες αυτών έως της σήμερον ημέρας, 4 και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· 5 εάν άρα ακούσωσιν ή πτοηθώσι ~διότι οίκος παραπικραίνων εστί~ και γνώσονται ότι προφήτης εί σύ εν μέσω αυτών. 6 και σύ, υιέ ανθρώπου, μη φοβηθής αυτούς μηδέ εκστής από προσώπου αυτών· διότι παροιστρήσουσι και επισυστήσονται επί σε κύκλω, και εν μέσω σκορπίων σύ κατοικείς· τους λόγους αυτών μη φοβηθής και από προσώπου αυτών μη εκστής, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. 7 και λαλήσεις τους λόγους μου προς αυτούς, εάν άρα ακούσωσιν ή πτοηθώσιν, ότι οίκος παραπικραίνων εστί. 8 και σύ, υιέ ανθρώπου, άκουε τού λαλούντος προς σε, μη γίνου παραπικραίνων καθώς ο οίκος ο παραπικραίνων· χάνε το στόμα σου και φάγε ό εγώ δίδωμί σοι. 9 και είδον και ιδού χείρ εκτεταμένη προς με, και εν αυτή κεφαλίς βιβλίου·
10 και ανείλησεν αυτήν ενώπιόν μου, και ήν εν αυτή γεγραμμένα τα έμπροσθεν και τα όπισθεν, και εγέγραπτο επ’ αυτήν θρήνος και μέλος και ουαί.
1 ΚΑΙ είπε προς με· υιέ ανθρώπου, κατάφαγε την κεφαλίδα ταύτην και πορεύθητι και λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ. 2 και διήνοιξε το στόμα μου, και εψώμισέ με την κεφαλίδα 3 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, το στόμα σου φάγεται, και η κοιλία σου πλησθήσεται της κεφαλίδος ταύτης της δεδομένης εις σε. και έφαγον αυτήν, και εγένετο εν τώ στόματί μου ως μέλι γλυκάζον. 4 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, βάδιζε και είσελθε προς τον οίκον τού Ισραήλ και λάλησον τους λόγους μου προς αυτούς· 5 διότι ου προς λαόν βαθύχειλον και βαρύγλωσσον σύ εξαποστέλλη, προς τον οίκον τού Ισραήλ, 6 ουδέ προς λαούς πολλούς αλλοφώνους ή αλλογλώσσους ουδέ στιβαρούς τή γλώσση όντας, ών ουκ ακούση τους λόγους αυτών· και ει προς τοιούτους εξαπέστειλά σε, ούτοι αν εισήκουσάν σου. 7 ο δε οίκος τού Ισραήλ ου μη θελήσουσιν εισακούσαί σου, διότι ου βούλονται εισακούειν μου· ότι πάς ο οίκος Ισραήλ φιλόνεικοί εισι και σκληροκάρδιοι. 8 και ιδού δέδωκα το πρόσωπόν σου δυνατόν κατέναντι των προσώπων αυτών και το νίκός σου κατισχύσω κατέναντι τού νίκους αυτών, 9 και έσται διαπαντός κραταιότερον πέτρας. μη φοβηθής απ’ αυτών μηδέ πτοηθής από προσώπου αυτών, διότι οίκος παραπικραίνων εστί.
10 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, πάντας τους λόγους, ούς λελάληκα μετά σού, λαβέ εις την καρδίαν σου και τοίς ωσί σου άκουε, 11 και βάδιζε, είσελθε εις την αιχμαλωσίαν προς τους υιούς τού λαού σου και λαλήσεις προς αυτούς και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· εάν άρα ακούσωσιν, εάν άρα ενδώσι. 12 και ανέλαβέ με πνεύμα, και ήκουσα κατόπισθέν μου φωνήν σεισμού μεγάλου· ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ τού τόπου αυτού. 13 και είδον φωνήν των πτερύγων των ζώων πτερυσσομένων ετέρα προς την ετέραν, και φωνή των τροχών εχομένη αυτών και φωνή τού σεισμού. 14 και το πνεύμα εξήρέ με και ανέλαβέ με, και επορεύθην εν ορμή τού πνεύματός μου, και χείρ Κυρίου εγένετο επ΄ εμέ κραταιά. 15 και εισήλθον εις την αιχμαλωσίαν μετέωρος και περιήλθον τους κατοικούντας επί τού ποταμού τού Χοβάρ τους όντας εκεί και εκάθισα εκεί επτά ημέρας αναστρεφόμενος εν μέσω αυτών. 16 Καί εγένετο μετά τας επτά ημέρας λόγος Κυρίου προς με λέγων· 17 υιέ ανθρώπου, σκοπόν δέδωκά σε τώ οίκω Ισραήλ, και ακούση εκ στόματός μου λόγον και διαπειλήση αυτοίς παρ’ εμού. 18 εν τώ λέγειν με τώ ανόμω· θανάτω θανατωθήση, και ου διεστείλω αυτώ ουδέ ελάλησας τού διαστείλασθαι τώ ανόμω αποστρέψαι από των οδών αυτού τού ζήσαι αυτόν, ο άνομος εκείνος τή αδικία αυτού αποθανείται, και το αίμα αυτού εκ της χειρός σου εκζητήσω. 19 και σύ εάν διαστείλη τώ ανόμω, και μη αποστρέψη από της ανομίας αυτού και από της οδού αυτού, ο άνομος εκείνος εν τή αδικία αυτού αποθανείται, και σύ την ψυχήν σου ρύση.
20 και εν τώ αποστρέφειν δίκαιον από των δικαιοσυνών αυτού και ποιήσει παράπτωμα και δώσω την βάσανον εις πρόσωπον αυτού, αυτός αποθανείται, ότι ου διεστείλω αυτώ, και εν ταίς αμαρτίαις αυτού αποθανείται, διότι ου μη μνησθώσιν αι δικαιοσύναι αυτού, ας εποίησε, και το αίμα αυτού εκ της χειρός σου εκζητήσω. 21 σύ δε εάν διαστείλη τώ δικαίω τού μη αμαρτείν, και αυτός μη αμάρτη, ο δίκαιος ζωή ζήσεται, ότι διεστείλω αυτώ, και σύ την σεαυτού ψυχήν ρύση. 22 Καί εγένετο επ’ εμέ χείρ Κυρίου, και είπε προς με· ανάστηθι, και έξελθε εις το πεδίον, και εκεί λαληθήσεται προς σε. 23 και ανέστην και εξήλθον προς το πεδίον, και ιδού εκεί δόξα Κυρίου ειστήκει καθώς η όρασις και καθώς η δόξα Κυρίου, ήν είδον επί τού ποταμού τού Χοβάρ, και πίπτω επί πρόσωπόν μου. 24 και ήλθεν επ’ εμέ πνεύμα και έστησέ με επί τους πόδας μου, και ελάλησε προς με και είπέ μοι· είσελθε και εγκλείσθητι εν μέσω τού οίκου σου. 25 και σύ, υιέ ανθρώπου, ιδού δέδονται επί σε δεσμοί, και δήσουσί σε εν αυτοίς, και ου μη εξέλθης εκ μέσου αυτών. 26 και την γλώσσάν σου συνδήσω, και αποκωφωθήση, και ουκ έση αυτοίς εις άνδρα ελέγχοντα, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. 27 και εν τώ λαλείν με προς σε ανοίξω το στόμα σου, και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· ο ακούων ακουέτω, και ο απειθών απειθήτω, διότι οίκος παραπικραίνων εστί.
1 ΚΑΙ σύ, υιέ ανθρώπου, λαβέ σεαυτώ πλίνθον και θήσεις αυτήν πρό προσώπου σου και διαγράψεις επ΄ αυτήν πόλιν την Ιερουσαλήμ. 2 και δώσεις επ’ αυτήν περιοχήν και οικοδομήσεις επ’ αυτήν προμαχώνας και περιβαλείς επ’ αυτήν χάρακα και δώσεις επ΄ αυτήν παρεμβολάς και τάξεις τας βελοστάσεις κύκλω. 3 και σύ λάβε σεαυτώ τήγανον σιδηρούν και θήσεις αυτό τοίχον σιδηρούν ανά μέσον σού και ανά μέσον της πόλεως και ετοιμάσεις το πρόσωπόν σου επ΄ αυτήν, και έσται εν συγκλεισμώ, και συγκλείσεις αυτήν· σημείόν εστι τούτο τοίς υιοίς Ισραήλ. ~ 4 Καί σύ κοιμηθήση επί το πλευρόν σου το αριστερόν και θήσεις τας αδικίας τού οίκου Ισραήλ επ΄ αυτού κατά αριθμόν των ημερών πεντήκοντα και εκατόν, ας κοιμηθήση επ’ αυτού, και λήψη τας αδικίας αυτών. 5 και εγώ δέδωκά σοι τας δύο αδικίας αυτών εις αριθμόν ημερών ενενήκοντα και εκατόν ημέρας. και λήψη τας αδικίας τού οίκου Ισραήλ 6 και συντελέσεις ταύτα πάντα· και κοιμηθήση επί το πλευρόν σου το δεξιόν και λήψη τας αδικίας τού οίκου Ιούδα τεσσαράκοντα ημέρας. ημέραν εις ενιαυτόν τέθεικά σοι. 7 και εις τον συγκλεισμόν Ιερουσαλήμ ετοιμάσεις το πρόσωπόν σου και τον βραχίονά σου στερεώσεις και προφητεύσεις επ’ αυτήν. 8 και εγώ ιδού δέδωκα επί σε δεσμούς, και μη στραφής από τού πλευρού σου επί το πλευρόν σου, έως ού συντελεσθώσιν ημέραι τού συγκλεισμού σου. ~ 9 Καί σύ λάβε σεαυτώ πυρούς και κριθάς και κύαμον και φακόν και κέγχρον και όλυραν και εμβαλείς αυτά εις άγγος έν οστράκινον και ποιήσεις αυτά σεαυτώ εις άρτους, και κατά αριθμόν των ημερών, ας σύ καθεύδεις επί τού πλευρού σου, ενενήκοντα και εκατόν ημέρας φάγεσαι αυτά. 10 και το βρώμά σου, ό φάγεσαι, εν σταθμώ είκοσι σίκλους την ημέραν· από καιρού έως καιρού φάγεσαι αυτά. 11 και ύδωρ εν μέτρω πίεσαι το έκτον τού είν· από καιρού έως καιρού πίεσαι. 12 και εγκρυφίαν κρίθινον φάγεσαι αυτά· εν βολβίτοις κόπρου ανθρωπίνης εγκρύψεις αυτά κατ΄ οφθαλμούς αυτών 13 και ερείς· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ· ούτως φάγονται οι υιοί τού Ισραήλ ακάθαρτα εν τοίς έθνεσι. 14 και είπα· μηδαμώς, Κύριε Θεέ τού Ισραήλ· ιδού η ψυχή μου σύ μεμίανται εν ακαθαρσία, και θνησιμαίον και θηριάλωτον ου βέβρωκα από γενέσεώς μου έως τού νύν, ουδέ εισελήλυθεν εις το στόμα μου πάν κρέας έωλον. 15 και είπε προς με· ιδού δέδωκά σοι βόλβιτα βοών αντί των βολβίτων των ανθρωπίνων, και ποιήσεις τους άρτους σου επ’ αυτών. 16 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, ιδού εγώ συντρίβω στήριγμα άρτου εν Ιερουσαλήμ, και φάγονται άρτον εν σταθμώ και εν ενδεία και ύδωρ εν μέτρω και εν αφανισμώ πίονται, 17 όπως ενδεείς γένωνται άρτου και ύδατος· και αφανισθήσεται άνθρωπος και αδελφός αυτού και τακήσονται εν ταίς αδικίαις αυτών.
1 ΚΑΙ σύ, υιέ ανθρώπου, λαβέ σεαυτώ ρομφαίαν οξείαν υπέρ ξυρόν κουρέως· κτήση αυτήν σεαυτώ και επάξεις αυτήν επί την κεφαλήν σου και επί τον πώγωνά σου. και λήψη ζυγόν σταθμίων και διαστήσεις αυτούς· 2 το τέταρτον εν πυρί ανακαύσεις εν μέση τή πόλει κατά την πλήρωσιν των ημερών τού συγκλεισμού· και λήψη το τέταρτον και κατακαύσεις αυτό εν μέσω αυτής, και το τέταρτον κατακόψεις εν ρομφαία κύκλω αυτής, και το τέταρτον διασκορπιείς τώ πνεύματι, και μάχαιραν εκκενώσω οπίσω αυτών. 3 και λήψη εκείθεν ολίγους εν αριθμώ και συμπεριλήψη αυτούς τή αναβολή σου. 4 και εκ τούτων λήψη έτι και ρίψεις αυτούς εις μέσον τού πυρός και κατακαύσεις αυτούς εν πυρί· εξ αυτής εξελεύσεται πύρ. ~ Καί ερείς παντί οίκω Ισραήλ. 5 τάδε λέγει Κύριος· αύτη η Ιερουσαλήμ εν μέσω των εθνών τέθεικα αυτήν και τας κύκλω αυτής χώρας. 6 και ερείς τα δικαιώματά μου τή ανόμω εκ των εθνών και τα νόμιμά μου εκ των χωρών των κύκλω αυτής, διότι τα δικαιώματά μου απώσαντο και εν τοίς νομίμοις μου ουκ επορεύθησαν εν αυτοίς. 7 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ανθ’ ών η αφορμή υμών εκ των εθνών των κύκλω υμών και εν τοίς νομίμοις μου ουκ επορεύθητε και τα δικαιώματά μου ουκ εποιήσατε, αλλ’ ουδέ κατά τα δικαιώματα των εθνών των κύκλω υμών ου πεποιήκατε, 8 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επί σε και ποιήσω εν μέσω σου κρίμα ενώπιον των εθνών 9 και ποιήσω εν σοί ά ου πεποίηκα και ά ου ποιήσω όμοια αυτοίς έτι κατά πάντα τα βελύγματά σου.
10 διά τούτο πατέρες φάγονται τέκνα εν μέσω σου, και τέκνα φάγονται πατέρας· και ποιήσω εν σοί κρίματα και διασκορπιώ πάντας τους καταλοίπους σου εις πάντα άνεμον. 11 διά τούτο ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ή μην ανθ΄ ών τα άγιά μου εμίανας εν πάσι τοίς βδελύγμασί σου, καγώ απώσομαί σε, ου φείσεταί μου ο οφθαλμός, καγώ ουκ ελεήσω. 12 το τέταρτόν σου εν θανάτω αναλωθήσεται, και το τέταρτόν σου εν λιμώ συντελεσθήσεται εν μέσω σου, και το τέταρτόν σου εις πάντα άνεμον σκορπιώ αυτούς, και το τέταρτόν σου εν ρομφαία πεσούνται κύκλω σου, και μάχαιραν εκκενώσω οπίσω αυτών. 13 και συντελεσθήσεται ο θυμός μου και η οργή μου επ’ αυτούς, και επιγνώση διότι εγώ Κύριος λελάληκα εν ζήλω μου εν τώ συντελέσαι με την οργήν μου επ’ αυτούς. 14 και θήσομαί σε εις έρημον και τας θυγατέρας σου κύκλω σου ενώπιον παντός διοδεύοντος, 15 και έση στενακτή και δηλαιστή εν τοίς έθνεσι τοίς κύκλω σου εν τώ ποιήσαί με εν σοί κρίματα εν εκδικήσει θυμού μου· εγώ Κύριος λελάληκα. 16 και εν τώ αποστείλάι με βολίδας τού λιμού επ΄ αυτούς και έσονται εις έκλειψιν, και συντρίψω στήριγμα άρτου σου. 17 και εξαποστελώ επί σε λιμόν και θηρία πονηρά και τιμωρήσομαί σε, και θάνατος και αίμα διελεύσονται επί σε, και ρομφαίαν επάξω επί σε κυκλόθεν· εγώ Κύριος λελάληκα.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, στήριξον το πρόσωπόν σου επί τα όρη Ισραήλ και προφήτευσον επ΄ αυτά 3 και ερείς· τα όρη Ισραήλ ακούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος τοίς όρεσι και τοίς βουνοίς και ταίς φάραγξι και ταίς νάπαις· ιδού εγώ επάγων εφ’ υμάς ρομφαίαν και εξολοθρευθήσεται τα υψηλά υμών, 4 και συντριβήσονται τα θυσιαστήρια υμών και τα τεμένη υμών, και καταβαλώ τραυματίας υμών ενώπιον των ειδώλων υμών 5 και διασκορπιώ τα οστά υμών κύκλω των θυσιαστηρίων υμών. 6 και εν πάση τή κατοικία υμών αι πόλεις εξερημωθήσονται και τα υψηλά αφανισθήσεται, όπως εξολοθρευθή τα θυσιαστήρια υμών, και συντριβήσονται τα είδωλα υμών, και εξαρθήσεται τα τεμένη υμών, 7 και πεσούνται τραυματίαι εν μέσω υμών, και επιγνώσεσθε ότι εγώ Κύριος. 8 εν τώ γενέσθαι εξ υμών ανασωζομένους εκ ρομφαίας εν τοίς έθνεσι και εν τώ διασκορπισμώ υμών εν ταίς χώραις 9 και μνησθήσονταί μου οι ανασωζόμενοι εξ υμών εν τοίς έθνεσιν, ού ηχμαλωτεύθησαν εκεί· ομώμοκα τή καρδία αυτών τή εκπορνευούση απ’ εμού και τοίς οφθαλμοίς αυτών τοίς εκπορνεύουσιν οπίσω των επιτηδευμάτων αυτών, και κόψονται πρόσωπα αυτών εν πάσι τοίς βδελύγμασιν αυτών·
10 και επιγνώσονται διότι εγώ Κύριος λελάληκα. 11 τάδε λέγει Κύριος· κρότησον τή χειρί και ψόφησον τώ πόδι και ειπόν· εύγε εύγε επί πάσι τοίς βδελύγμασιν οίκου Ισραήλ· εν ρομφαία και εν θανάτω και εν λιμώ πεσούνται. 12 ο εγγύς εν ρομφαία πεσείται, ο δε μακράν εν θανάτω τελευτήσει, και ο περιεχόμενος εν λιμώ συντελεσθήσεται, και συντελέσω την οργήν μου επ’ αυτούς. 13 και γνώσεσθε διότι εγώ Κύριος εν τώ είναι τους τραυματίας υμών εν μέσω των ειδώλων υμών κύκλω των θυσιαστηρίων υμών, επί πάντα βουνόν υψηλόν και υποκάτω δένδρου συσκίου, ού έδωκαν εκεί οσμήν ευωδίας πάσι τοίς ειδώλοις αυτών. 14 και εκτενώ την χείρά μου επ’ αυτούς και θήσομαι την γήν εις αφανισμόν και εις όλεθρον από της ερήμου Δεβλαθά εκ πάσης της κατοικίας· και επιγνώσεσθε ότι εγώ Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 και σύ, υιέ ανθρώπου, ειπόν· τάδε λέγει Κύριος τή γη τού Ισραήλ· πέρας ήκει, το πέρας ήκει επί τας τέσσαρας πτέρυγας της γής. 3 ήκει το πέρας 4 επί σε τον κατοικούντα την γήν, ήκει ο καιρός, ήγγικεν η ημέρα, ου μετά θορύβων ουδέ μετά ωδίνων. 5 νύν εγγύθεν εκχεώ την οργήν μου επί σε και συντελέσω τον θυμόν μου εν σοί και κρινώ σε εν ταίς οδοίς σου και δώσω επί σε πάντα τα βδελύγματά σου· 6 ου φείσεται ο οφθαλμός μου, ουδέ μη ελεήσω, διότι τας οδούς σου επί σε δώσω, και τα βδελύγματά σου εν μέσω σου έσονται, και επιγνώση διότι εγώ ειμι Κύριος ο τύπτων. 7 νύν το πέρας προς σε, και αποστελώ εγώ επί σε και εκδικήσω σε εν ταίς οδοίς σου και δώσω επί σε πάντα τα βδελύγματά σου· 8 ου φείσεται ο οφθαλμός μου επί σε, ουδέ μη ελεήσω, διότι την οδόν σου επί σε δώσω, και τα βδελύγματά σου εν μέσω σου έσται· και επιγνώση διότι εγώ Κύριος· 9 διότι τάδε λέγει Κύριος·
10 ιδού το πέρας ήκει, ιδού ημέρα Κυρίου· ει και η ράβδος ήνθηκεν, η ύβρις εξανέστηκε. 11 και συντρίψει στήριγμα ανόμου και ου μετά θορύβου ουδέ μετά σπουδής. 12 ήκει ο καιρός, ιδού η ημέρα· ο κτώμενος μη χαιρέτω, και ο πωλών μη θρηνείτω· 13 διότι ο κτώμενος προς τον πωλούντα ουκέτι μη επιστρέψη, και άνθρωπος εν οφθαλμώ ζωής αυτού ου κρατήσει. 14 σαλπίσατε εν σάλπιγγι και κρίνατε τα σύμπαντα. 15 ο πόλεμος εν ρομφαία έξωθεν, και ο λιμός και ο θάνατος έσωθεν· ο εν τώ πεδίω εν ρομφαία τελευτήσει, τους δ’ εν τή πόλει λιμός και θάνατος συντελέσει. 16 και ανασωθήσονται οι ανασωζόμενοι εξ αυτών και έσονται επί των ορέων· πάντας αποκτενώ, έκαστον εν ταίς αδικίαις αυτού. 17 πάσαι χείρες εκλυθήσονται, και πάντες μηροί μολυνθήσονται υγρασία, 18 και περιζώσονται σάκκους, και καλύψει αυτούς θάμβος, και επί πάν πρόσωπον αισχύνη επ’ αυτούς, και επί πάσαν κεφαλήν φαλάκρωμα. 19 το αργύριον αυτών ριφήσεται εν ταίς πλατείαις, και το χρυσίον αυτών υπεροφθήσεται· αι ψυχαί αυτών ου μη εμπλησθώσι, και αι κοιλίαι αυτών ου μη πληρωθώσι, διότι βάσανος των αδικιών αυτών εγένετο.
20 εκλεκτά κόσμου εις υπερηφανίαν έθεντο αυτά και εικόνας των βδελυγμάτων αυτών εποίησαν εξ αυτών· ένεκεν τούτου δέδωκα αυτά αυτοίς εις ακαθαρσίαν, 21 και παραδώσω αυτά εις χείρας αλλοτρίων τού διαρπάσαι αυτά και τοίς λοιμοίς της γής εις σκύλα, και βεβηλώσουσιν αυτά. 22 και αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ’ αυτών, και μιανούσι την επισκοπήν μου και εισελεύσονται εις αυτά αφυλάκτως και βεβηλώσουσιν αυτά· 23 και ποιήσουσι φυρμόν, διότι η γη πλήρης λαών, και η πόλις πλήρης ανομίας. 24 και αποστρέψω το φρύαγμα της ισχύος αυτών, και μιανθήσεται τα άγια αυτών. 25 εξιλασμός ήξει και ζητήσει ειρήνην, και ουκ έσται. 26 ουαί επί ουαί έσται, και αγγελία επί αγγελίαν έσται, και ζητηθήσεται όρασις εκ προφήτου, και νόμος απολείται εξ ιερέως και βουλή εκ πρεσβυτέρων. 27 άρχων ενδύσεται αφανισμόν, και αι χείρες τού λαού της γής παραλυθήσονται· κατά τας οδούς αυτών ποιήσω αυτοίς και εν τοίς κρίμασιν αυτών εκδικήσω αυτούς· και γνώσονται ότι εγώ Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ έκτω έτει εν τώ πέμπτω μηνί, πέμπτη τού μηνός, εγώ εκαθήμην εν τώ οίκω, και οι πρεσβύτεροι Ιούδα εκάθηντο ενώπιόν μου, και εγένετο επ’ εμέ χείρ Κυρίου, 2 και είδον και ιδού ομοίωμα ανδρός, από της οσφύος αυτού και έως κάτω πύρ, και από της οσφύος αυτού υπεράνω αυτού ως όρασις ηλέκτρου. 3 και εξέτεινεν ομοίωμα χειρός και ανέλαβέ με της κορυφής μου και ανέλαβέ με πνεύμα αναμέσον της γής και αναμέσον τού ουρανού και ήγαγέ με εις Ιερουσαλήμ εν οράσει Θεού επί τα πρόθυρα της πύλης της εσωτέρας της βλεπούσης εις βορράν, ού ήν η στήλη τού κτωμένου. 4 και ιδού, ήν εκεί δόξα Κυρίου Θεού Ισραήλ κατά την όρασιν, ήν είδον εν τώ πεδίω. 5 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, ανάβλεψον τοίς οφθαλμοίς σου προς βορράν· και ανέβλεψα τοίς οφθαλμοίς μου προς βορράν, και ιδού από βορρά επί την πύλην την προς ανατολάς. 6 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, εώρακας τι ούτοι ποιούσιν; ανομίας μεγάλας ποιούσιν ώδε τού απέχεσθαι από των αγίων μου, και έτι όψει ανομίας μείζονας. 7 και εισήγαγέ με επί τα πρόθυρα της αυλής 8 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, όρυξον· και ώρυξα, και ιδού θύρα μία. 9 και είπε προς με· είσελθε και ιδέ τας ανομίας, ας ούτοι ποιούσιν ώδε.
10 και εισήλθον και είδον και ιδού μάταια βδελύγματα και πάντα τα είδωλα οίκου Ισραήλ διαγεγραμμένα επ’ αυτού κύκλω, 11 και εβδομήκοντα άνδρες εκ των πρεσβυτέρων οίκου Ισραήλ, και Ιεζονίας ο τού Σαφάν εν μέσω αυτών ειστήκει πρό προσώπου αυτών, και έκαστος θυμιατήριον αυτού είχεν εν τή χειρί, και η ατμίς τού θυμιάματος ανέβαινε. 12 και είπε προς με· εώρακας, υιέ ανθρώπου, ά οι πρεσβύτεροι οίκου Ισραήλ ποιούσιν, έκαστος αυτών εν τώ κοιτώνι τώ κρυπτώ αυτών; διότι είπαν· ουχ ορά ο Κύριος, εγκαταλέλοιπε Κύριος την γήν. 13 και είπε προς με· έτι όψει ανομίας μείζονας, ας ούτοι ποιούσι. 14 και εισήγαγέ με επί τα πρόθυρα της πύλης οίκου Κυρίου της βλεπούσης προς βορράν, και ιδού εκεί γυναίκες καθήμεναι θρηνούσαι τον Θαμμούζ, 15 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, εώρακας; και έτι όψει επιτηδεύματα μείζονα τούτων. 16 και εισήγαγέ με εις την αυλήν οίκου Κυρίου την εσωτέραν, και ιδού επί των προθύρων τού ναού Κυρίου αναμέσον των αιλάμ και αναμέσον τού θυσιαστηρίου ως είκοσι άνδρες, τα οπίσθια αυτών προς τον ναόν τού Κυρίου και τα πρόσωπα αυτών απέναντι, και ούτοι προσκυνούσι τώ ηλίω· 17 και είπε προς με· εώρακας, υιέ ανθρώπου; μη μικρά τώ οίκω Ιούδα τού ποιείν τας ανομίας, ας πεποιήκασιν ώδε; διότι έπλησαν την γήν ανομίας, και ιδού αυτοί ως μυκτηρίζοντες. 18 και εγώ ποιήσω αυτοίς μετά θυμού· ου φείσεται ο οφθαλμός μου, ουδέ μη ελεήσω.
1 ΚΑΙ ανέκραγεν εις τα ώτά μου φωνή μεγάλη λέγων· ήγγικεν η εκδίκησις της πόλεως· και έκαστος είχε τα σκεύη της εξολοθρεύσεως εν χειρί αυτού. 2 και ιδού έξ άνδρες ήρχοντο από της οδού της πύλης της υψηλής της βλεπούσης προς βορράν, και εκάστου πέλυξ εν τή χειρί αυτού· και είς ανήρ εν μέσω αυτών ενδεδυκώς ποδήρη, και ζώνη σαπφείρου επί της οσφύος αυτού· και εισήλθοσαν και έστησαν εχόμενοι τού θυσιαστηρίου τού χαλκού. 3 και δόξα Θεού τού Ισραήλ ανέβη από των Χερουβίμ η ούσα επ’ αυτών εις το αίθριον τού οίκου. και εκάλεσε τον άνδρα τον ενδεδυκότα τον ποδήρη, ός είχεν επί της οσφύος αυτού την ζώνην, 4 και είπε προς αυτόν· δίελθε μέσην την Ιερουσαλήμ και δός το σημείον επί τα μέτωπα των ανδρών των καταστεναζόντων και των κατωδυνωμένων επί πάσαις ταίς ανομίαις ταίς γινομέναις εν μέσω αυτής. 5 και τούτοις είπεν ακούοντός μου· πορεύεσθε οπίσω αυτού εις την πόλιν και κόπτετε και μη φείδεσθε τοίς οφθαλμοίς υμών και μη ελεήσητε· 6 πρεσβύτερον και νεανίσκον και παρθένον και νήπια και γυναίκας αποκτείνατε εις εξάλειψιν, επί δε πάντας, εφ’ ούς εστι το σημείον, μη εγγίσητε· και από των αγίων μου άρξασθε. και ήρξαντο από των ανδρών των πρεσβυτέρων, οί ήσαν έσω εν τώ οίκω. 7 και είπε προς αυτούς· μιάνατε τον οίκον και πλήσατε τας οδούς νεκρών εκπορευόμενοι και κόπτετε. 8 και εγένετο εν τώ κόπτειν αυτούς και πίπτω επί πρόσωπόν μου και ανεβόησα και είπα· οίμοι Κύριε, εξαλείφεις σύ τους καταλοίπους τού Ισραήλ εν τώ εκχέαι σε τον θυμόν σου επί Ιερουσαλήμ; 9 και είπε προς με· αδικία τού οίκου Ισραήλ και Ιούδα μεμεγάλυνται σφόδρα σφόδρα, ότι επλήσθη η γη λαών πολλών, και η πόλις επλήσθη αδικίας και ακαθαρσίας· ότι είπαν· εγκαταλέλοιπε Κύριος την γήν, ουκ εφορά ο Κύριος.
10 και ου φείσεταί μου ο οφθαλμός, ουδέ μη ελεήσω· τας οδούς αυτών εις κεφαλάς αυτών δέδωκα. 11 και ιδού ο ανήρ ο ενδεδυκώς τον ποδήρη και εζωσμένος τή ζώνη την οσφύν αυτού και απεκρίνατο λέγων· πεποίηκα καθώς ενετείλω μοι.
1 ΚΑΙ είδον και ιδού επάνω τού στερεώματος τού υπέρ κεφαλής των Χερουβίμ ως λίθος σαπφείρου ομοίωμα θρόνου επ’ αυτών. 2 και είπε προς τον άνδρα τον ενδεδυκότα την στολήν· είσελθε εις το μέσον των τροχών των υποκάτω των Χερουβίμ και πλήσον τας δράκας σου ανθράκων πυρός εκ μέσου των Χερουβίμ και διασκόρπισον επί την πόλιν· και εισήλθεν ενώπιον εμού. 3 και τα Χερουβίμ ειστήκει εκ δεξιών τού οίκου εν τώ εισπορεύεσθαι τον άνδρα, και η νεφέλη έπλησε την αυλήν την εσωτέραν. 4 και απήρεν η δόξα Κυρίου από των Χερουβίμ εις το αίθριον τού οίκου, και έπλησε τον οίκον η νεφέλη, και η αυλή επλήσθη τού φέγγους της δόξης Κυρίου· 5 και φωνή των πτερύγων των Χερουβίμ ηκούετο έως της αυλής της εξωτέρας ως φωνή Θεού Σαδδαί λαλούντος. 6 και εγένετο εν τώ εντέλλεσθαι αυτόν τώ ανδρί τώ ενδεδυκότι την στολήν την αγίαν λέγων· λαβέ πύρ εκ μέσου των τροχών εκ μέσου των Χερουβίμ, και εισήλθε και έστη εχόμενος των τροχών, 7 και εξέτεινε την χείρα αυτού εις μέσον τού πυρός τού όντος εν μέσω των Χερουβίμ και έλαβε και έδωκεν εις τας χείρας τού ενδεδυκότος την στολήν την αγίαν, και έλαβε και εξήλθε. 8 και είδον τα Χερουβίμ ομοίωμα χειρών ανθρώπων υποκάτωθεν των πτερύγων αυτών. 9 και είδον και ιδού τροχοί τέσσαρες ειστήκεισαν εχόμενοι των Χερουβίμ, τροχός είς εχόμενος Χερουβίμ ενός, και η όψις των τροχών ως όψις λίθου άνθρακος.
10 και η όψις αυτών ομοίωμα έν τοίς τέσσαρσιν, ον τρόπον όταν ή τροχός εν μέσω τροχού. 11 εν τώ πορεύεσθαι αυτά εις τα τέσσαρα μέρη αυτών επορεύοντο, ουκ επέστρεφον εν τώ πορεύεσθαι αυτά· ότι εις ον αν τόπον επέβλεψεν η αρχή η μία, επορεύοντο και ουκ επέστρεφον εν τώ πορεύεσθαι αυτά. 12 και οι νώτοι αυτών και αι χείρες αυτών και αι πτέρυγες αυτών και οι τροχοί πλήρεις οφθαλμών κυκλόθεν τοίς τέσσαρσι τροχοίς αυτών· 13 τοίς δε τροχοίς τούτοις επεκλήθη Γελγέλ ακούοντός μου· [14 και τέσσαρα πρόσωπα τώ ενί, το πρόσωπον τού ενός πρόσωπον τού Χερούβ, και το πρόσωπον τού δευτέρου πρόσωπον ανθρώπου και το τρίτον πρόσωπον λέοντος και το τέταρτον πρόσωπον αετού]. 15 και ήραν τα Χερουβίμ. τούτο το ζώον, ό είδον επί τού ποταμού τού Χοβάρ. 16 και εν τώ πορεύεσθαι τα Χερουβίμ επορεύοντο οι τροχοί, και ούτοι εχόμενοι αυτών· και εν τώ εξαίρειν τα Χερουβίμ τας πτέρυγας αυτών τού μετεωρίζεσθαι από της γής ουκ επέστρεφον οι τροχοί αυτών. 17 εν τώ εστάναι αυτά ειστήκεισαν, και εν τώ μετεωρίζεσθαι αυτά εμετεωρίζοντο μετ΄ αυτών, διότι πνεύμα ζωής εν αυτοίς ήν. 18 και εξήλθε δόξα Κυρίου από τού οίκου και επέβη επί τα Χερουβίμ, 19 και ανέλαβον τα Χερουβίμ τας πτέρυγας αυτών και εμετεωρίσθησαν από της γής ενώπιον εμού εν τώ εξελθείν αυτά, και οι τροχοί εχόμενοι αυτών. και έστησαν επί τα πρόθυρα της πύλης οίκου Κυρίου της απέναντι, και δόξα Θεού Ισραήλ ήν επ΄ αυτών υπεράνω. 20 τούτο το ζώόν εστιν, ό είδον υποκάτω Θεού Ισραήλ επί τού ποταμού τού Χοβάρ, και έγνων ότι Χερουβίμ εστι. 21 τέσσαρα πρόσωπα τώ ενί, και οκτώ πτέρυγες τώ ενί, και ομοίωμα χειρών ανθρώπου υποκάτωθεν των πτερύγων αυτών. 22 και ομοίωσις των προσώπων αυτών, ταύτα τα πρόσωπά εστιν ά είδον υποκάτω της δόξης τού Θεού Ισραήλ επί τού ποταμού τού Χοβάρ, και αυτά έκαστον κατά πρόσωπον αυτών επορεύοντο.
1 ΚΑΙ ανέλαβέ με πνεύμα και ήγαγέ με επί την πύλην τού οίκου Κυρίου την κατέναντι την βλέπουσαν κατά ανατολάς· και ιδού επί των προθύρων της πύλης ως είκοσι και πέντε άνδρες, και είδον εν μέσω αυτών τον Ιεζονίαν τον τού Έζερ και Φαλτίαν τον τού Βαναίου, τους αφηγουμένους τού λαού. 2 και είπε Κύριος προς με· υιέ ανθρώπου, ούτοι οι άνδρες οι λογιζόμενοι μάταια και βουλευόμενοι βουλήν πονηράν εν τή πόλει ταύτη, 3 οι λέγοντες· ουχί προσφάτως ωκοδόμηνται αι οικίαι; αύτη εστίν ο λέβης, ημείς δε τα κρέα. 4 διά τούτο προφήτευσον επ’ αυτούς, προφήτευσον, υιέ ανθρώπου. 5 και έπεσεν επ’ εμέ πνεύμα Κυρίου και είπε προς με· λέγε· τάδε λέγει Κύριος· ούτως είπατε, οίκος Ισραήλ, και τα διαβούλια τού πνεύματος υμών εγώ επίσταμαι. 6 επληθύνατε νεκρούς υμών εν τή πόλει ταύτη και ενεπλήσατε τας οδούς αυτής τραυματιών. 7 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· τους νεκρούς υμών, ούς επατάξατε εν μέσω αυτής, ούτοί εισι τα κρέα, αυτή δε ο λέβης εστί, και υμάς εξάξω εκ μέσου αυτής. 8 ρομφαίαν φοβείσθε, και ρομφαίαν επάξω εφ’ υμάς, λέγει Κύριος· 9 και εξάξω υμάς εκ μέσου αυτής και παραδώσω υμάς εις χείρας αλλοτρίων και ποιήσω εν υμίν κρίματα.
10 εν ρομφαία πεσείσθε, επί των ορέων τού Ισραήλ κρινώ υμάς· και επιγνώσεσθε ότι εγώ Κύριος. 11 αυτή υμίν ουκ έσται εις λέβητα, και υμείς ου μη γένησθε εν μέσω αυτής εις κρέα· επί των ορέων τού Ισραήλ κρινώ υμάς, 12 και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος. ~ 13 Καί εγένετο εν τώ προφητεύειν με και Φαλτίας ο τού Βαναίου απέθανε, και πίπτω επί πρόσωπόν μου και ανεβόησα φωνή μεγάλη και είπα· οίμοι οίμοι, Κύριε, εις συντέλειαν ποιείς σύ τους καταλοίπους τού Ισραήλ; 14 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 15 υιέ ανθρώπου, οι αδελφοί σου και οι άνδρες της αιχμαλωσίας σου και πάς ο οίκος τού Ισραήλ συντετέλεσται, οίς είπαν αυτοίς οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ· μακράν απέχετε από τού Κυρίου, ημίν δέδοται η γη εις κληρονομίαν. 16 διά τούτον ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ότι απώσομαι αυτούς εις τα έθνη και διασκορπιώ αυτούς εις πάσαν γήν, και έσομαι αυτοίς εις αγίασμα μικρόν εν ταίς χώραις, ού εάν εισέλθωσιν εκεί. 17 διά τούτο είπόν· τάδε λέγει Κύριος· και εισδέξομαι αυτούς εκ των εθνών και συνάξω αυτούς εκ των χωρών, ού διέσπειρα αυτούς εν αυταίς, και δώσω αυτοίς την γήν τού Ισραήλ. 18 και εισελεύσονται εκεί και εξαρούσι πάντα τα βδελύγματα αυτής και πάσας τας ανομίας αυτής εξ αυτής. 19 και δώσω αυτοίς καρδίαν ετέραν και πνεύμα καινόν δώσω εν αυτοίς και εκσπάσω την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός αυτών και δώσω αυτοίς καρδίαν σαρκίνην·
20 όπως εν τοίς προστάγμασί μου πορεύωνται και τα δικαιώματά μου φυλάσσωνται και ποιώσιν αυτά· και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις Θεόν. 21 και εις την καρδίαν των βδελυγμάτων αυτών και των ανομιών αυτών, ως η καρδία αυτών επορεύετο, τας οδούς αυτών εις τας κεφαλάς αυτών δέδωκα, λέγει Κύριος. ~ 22 Καί εξήραν τα Χερουβίμ τας πτέρυγας αυτών, και οι τροχοί εχόμενοι αυτών, και η δόξα Θεού Ισραήλ επ’ αυτά υπεράνω αυτών. 23 και ανέβη η δόξα Κυρίου εκ μέσης της πόλεως και έστη επί τού όρους, ό ήν απέναντι της πόλεως. 24 και ανέλαβέ με πνεύμα και ήγαγέ με εις γής Χαλδαίων εις την αιχμαλωσίαν εν οράσει εν πνεύματι Θεού. και ανέβην από της οράσεως, ής είδον. 25 και ελάλησα προς την αιχμαλωσίαν πάντας τους λόγους τού Κυρίου, ούς έδειξέ μοι.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, εν μέσω των αδικιών αυτών σύ κατοικείς, οί έχουσιν οφθαλμούς τού βλέπειν και ου βλέπουσι και ώτα έχουσι τού ακούειν και ουκ ακούουσι, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. 3 και σύ, υιέ ανθρώπου, ποίησον σεαυτώ σκεύη αιχμαλωσίας ημέρας ενώπιον αυτών και αιχμαλωτευθήση εκ τού τόπου σου εις έτερον τόπον ενώπιον αυτών, όπως ίδωσι, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. 4 και εξοίσεις τα σκεύη σου σκεύη αιχμαλωσίας ημέρας κατ’ οφθαλμούς αυτών, και σύ εξελεύση εσπέρας ως εκπορεύεται αιχμάλωτος· 5 ενώπιον αυτών διόρυξον σεαυτώ εις τον τοίχον και διεξελεύση δι’ αυτού· 6 ενώπιον αυτών επ’ ώμων αναληφθήση και κεκρυμμένος εξελεύση, το πρόσωπόν σου συγκαλύψεις και ου μη ίδης την γήν, διότι τέρας δέδωκά σε τώ οίκω Ισραήλ. 7 και εποίησα ούτως κατά πάντα, όσα ενετείλατό μοι, και σκεύη εξήνεγκα ως σκεύη αιχμαλωσίας ημέρας και εσπέρας διώρυξα εμαυτώ τον τοίχον και κεκρυμμένος εξήλθον, επ’ ώμων ανελήφθην ενώπιον αυτών. ~ 8 Καί εγένετο λόγος Κυρίου το πρωί προς με λέγων· 9 υιέ ανθρώπου, ουκ είπαν προς σε ο οίκος τού Ισραήλ, οίκος ο παραπικραίνων· τι σύ ποιείς;
10 ειπόν προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ο άρχων και ο αφηγούμενος εν Ιερουσαλήμ και παντί οίκω Ισραήλ, οί εισιν εν μέσω αυτών, 11 ειπόν, ότι εγώ τέρατα ποιώ εν μέσω αυτής· ον τρόπον πεποίηκα, ούτως έσται αυτοίς· εν μετοικεσία και εν αιχμαλωσία πορεύσονται, 12 και ο άρχων εν μέσω αυτών επ’ ώμων αρθήσεται και κεκρυμμένος εξελεύσεται διά τού τοίχου, και διορύξει τού εξελθείν αυτόν δι’ αυτού· το πρόσωπον αυτού συγκαλύψει, όπως μη οραθή οφθαλμώ, και αυτός την γήν ουκ όψεται. 13 και εκπετάσω το δίκτυόν μου επ’ αυτόν, και συλληφθήσεται εν τή περιοχή μου, και άξω αυτόν εις Βαβυλώνα εις γήν Χαλδαίων, και αυτήν ουκ όψεται και εκεί τελευτήσει. 14 και πάντας τους κύκλω αυτού τους βοηθούς αυτού και πάντας τους αντιλαμβανομένους αυτού διασπερώ εις πάντα άνεμον και ρομφαίαν εκκενώσω οπίσω αυτών· 15 και γνώσονται διότι εγώ Κύριος εν τώ διασκορπίσαι με αυτούς εν τοίς έθνεσι, και διασπερώ αυτούς εν ταίς χώραις. 16 και υπολείψομαι εξ αυτών άνδρας αριθμώ εκ ρομφαίας και εκ λιμού και εκ θανάτου, όπως εκδιηγώνται πάσας τας ανομίας αυτών εν τοίς έθνεσιν, ού εισήλθοσαν εκεί· και γνώσονται ότι εγώ Κύριος. ~ 17 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 18 υιέ ανθρώπου, τον άρτον σου μετά οδύνης φάγεσαι και το ύδωρ σου μετά βασάνου και θλίψεως πίεσαι 19 και ερείς προς τον λαόν της γής· τάδε λέγει Κύριος τοίς κατοικούσιν Ιερουσαλήμ επί της γής τού Ισραήλ· τους άρτους αυτών μετά ενδείας φάγονται και το ύδωρ αυτών μετά αφανισμού πίονται, όπως αφανισθή η γη σύν πληρώματι αυτής, εν ασεβεία γάρ πάντες οι κατοικούντες εν αυτή·
20 και αι πόλεις αυτών αι κατοικούμεναι εξερημωθήσονται, και η γη εις αφανισμόν έσται· και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος. 21 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 22 υιέ ανθρώπου, τις η παραβολή υμίν επί της γής τού Ισραήλ λέγοντες· μακράν αι ημέραι, απόλωλεν όρασις; 23 διά τούτο ειπόν προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· αποστρέψω την παραβολήν ταύτην, και ουκέτι μη είπωσι την παραβολήν ταύτην οίκος τού Ισραήλ, ότι λαλήσεις προς αυτούς· ηγγίκασιν αι ημέραι και λόγος πάσης οράσεως· 24 ότι ουκ έσται έτι πάσα όρασις ψευδής και μαντευόμενος τα προς χάριν εν μέσω των υιών Ισραήλ, 25 διότι εγώ Κύριος λαλήσω τους λόγους μου, λαλήσω και ποιήσω και ου μη μηκύνω έτι· ότι εν ταίς ημέραις υμών, οίκος ο παραπικραίνων, λαλήσω λόγον και ποιήσω, λέγει Κύριος. ~ 26 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 27 υιέ ανθρώπου, ιδού ο οίκος Ισραήλ ο παραπικραίνων λέγοντες λέγουσιν· η όρασις, ήν ούτος ορά, εις ημέρας πολλάς, και εις καιρούς μακρούς ούτος προφητεύει. 28 διά τούτο ειπόν προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· ου μη μηκύνωσιν ουκέτι πάντες οι λόγοι μου, ούς αν λαλήσω· λαλήσω και ποιήσω, λέγει Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, προφήτευσον επί τους προφήτας τού Ισραήλ και προφητεύσεις και ερείς προς αυτούς· ακούσατε λόγον Κυρίου. 3 τάδε λέγει Κύριος· ουαί τοίς προφητεύουσιν από καρδίας αυτών και το καθόλου μη βλέπουσιν. 4 ως αλώπεκες εν ταίς ερήμοις, οι προφήταί σου Ισραήλ. 5 ουκ έστησαν εν στερεώματι και συνήγαγον ποίμνια επί τον οίκον τού Ισραήλ· ουκ ανέστησαν οι λέγοντες· εν ημέρα Κυρίου· 6 βλέποντες ψευδή, μαντευόμενοι μάταια, οι λέγοντες· λέγει Κύριος, και Κύριος ουκ απέσταλκεν αυτούς, και ήρξαντο τού αναστήσαι λόγον. 7 ουχί όρασιν ψευδή εωράκατε και μαντείας ματαίας ειρήκατε; 8 διά τούτο ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ανθ’ ών οι λόγοι υμών ψευδείς και αι μαντείαι υμών μάταιαι, διά τούτο ιδού εγώ εφ’ υμάς, λέγει Κύριος, 9 και εκτενώ την χείρά μου επί τους προφήτας τους ορώντας ψευδή και τους αποφθεγγομένους μάταια· εν παιδεία τού λαού μου ουκ έσονται, ουδέ εν γραφή οίκου Ισραήλ ου γραφήσονται και εις την γήν τού Ισραήλ ουκ εισελεύσονται· και γνώσονται διότι εγώ Κύριος·
10 ανθ’ ών επλάνησαν τον λαόν μου λέγοντες· ειρήνη ειρήνη, και ουκ έστιν ειρήνη, και ούτος οικοδομεί τοίχον, και αυτοί αλείφουσιν αυτόν, ει πεσείται, 11 ειπόν προς τους αλείφοντας· πεσείται, και έσται υετός κατακλύζων, και δώσω λίθους πετροβόλους εις τους ενδέσμους αυτών, και πεσούνται, και πνεύμα εξαίρον, και ραγήσεται. 12 και ιδού πέπτωκεν ο τοίχος, και ουκ ερούσι προς υμάς· που εστιν η αλοιφή υμών, ήν ηλείψατε; 13 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· και ρήξω πνοήν εξαίρουσαν μετά θυμού, και υετός κατακλύζων εν οργή μου έσται, και τους λίθους τους πετροβόλους εν θυμώ επάξω εις συντέλειαν 14 και κατασκάψω τον τοίχον, ον ηλείψατε, και πεσείται· και θήσω αυτόν επί την γήν, και αποκαλυφθήσεται τα θεμέλια αυτού, και πεσείται, και συντελεσθήσεσθε μετ’ ελέγχων· και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος. 15 και συντελέσω τον θυμόν μου επί τον τοίχον και επί τους αλείφοντας αυτόν, και πεσείται. και είπα προς υμάς· ουκ έστιν ο τοίχος ουδέ οι αλείφοντες αυτόν 16 προφήται τού Ισραήλ οι προφητεύοντες επί Ιερουσαλήμ και οι ορώντες αυτή ειρήνην, και ουκ έστιν ειρήνη, λέγει Κύριος. ~ 17 Καί σύ, υιέ ανθρώπου, στήρισον το πρόσωπόν σου επί τας θυγατέρας τού λαού σου τας προφητευούσας από καρδίας αυτών και προφήτευσον επ’ αυτάς 18 και ερείς· τάδε λέγει Κύριος· ουαί ταίς συρραπτούσαις προσκεφάλαια υπό πάντα αγκώνα χειρός και ποιούσαις επιβόλαια επί πάσαν κεφαλήν πάσης ηλικίας τού διαστρέφειν ψυχάς· αι ψυχαί διεστράφησαν τού λαού μου, και ψυχάς περιεποιούντο. 19 και εβεβήλουν με προς τον λαόν μου ένεκεν δρακός κριθών και ένεκεν κλασμάτων άρτων τού αποκτείναι ψυχάς, ας ουκ έδει αποθανείν, και τού περιποιήσασθαι ψυχάς, ας ουκ έδει ζήσαι, εν τώ αποφθέγγεσθαι υμάς λαώ εισακούοντι μάταια αποφθέγματα.
20 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ επί τα προσκεφάλαια υμών, εφ’ ά υμείς εκεί συστρέφετε ψυχάς, και διαρρήξω αυτά από των βραχιόνων υμών και εξαποστελώ τας ψυχάς, ας υμείς εκστρέφετε τας ψυχάς αυτών, εις διασκορπισμόν· 21 και διαρρήξω τα επιβόλαια υμών και ρύσομαι τον λαόν μου εκ χειρός υμών, και ουκέτι έσονται εν χερσίν υμών εις συστροφήν· και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος. 22 ανθ’ ών διεστρέφετε καρδίαν δικαίου αδίκως, και εγώ ου διέστρεφον αυτόν, και τού κατισχύσαι χείρας ανόμου το καθόλου μη αποστρέψαι από της οδού αυτού της πονηράς και ζήσαι αυτόν, 23 διά τούτο ψευδή ου μη ίδητε και μαντείας ου μη μαντεύσησθε έτι, και ρύσομαι τον λαόν μου εκ χειρός υμών· και γνώσεσθε ότι εγώ Κύριος.
1 ΚΑΙ ήλθον προς με άνδρες εκ των πρεσβυτέρων τού λαού Ισραήλ και εκάθησαν πρό προσώπου μου. 2 και εγένετο προς με λόγος Κυρίου λέγων· 3 υιέ ανθρώπου, οι άνδρες ούτοι έθεντο τα διανοήματα αυτών επί τας καρδίας αυτών και την κόλασιν των αδικιών αυτών έθηκαν πρό προσώπου αυτών· ει αποκρινόμενος αποκριθώ αυτοίς; 4 διά τούτο λάλησον αυτοίς και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· άνθρωπος άνθρωπος εκ τού οίκου Ισραήλ, ός αν θή τα διανοήματα αυτού επί την καρδίαν αυτού και την κόλασιν της αδικίας αυτού τάξη πρό προσώπου αυτού και έλθη προς τον προφήτην, εγώ Κύριος αποκριθήσομαι αυτώ εν οίς ενέχεται η διάνοια αυτού, 5 όπως πλαγιάση τον οίκον τού Ισραήλ κατά τας καρδίας αυτών τας απηλλοτριωμένας απ’ εμού εν τοίς ενθυμήμασιν αυτών. 6 διά τούτο ειπόν προς τον οίκον τού Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· επιστράφητε και αποστρέψατε από των επιτηδευμάτων υμών και από πασών των ασεβειών υμών και επιστρέψατε τα πρόσωπα υμών. 7 διότι άνθρωπος άνθρωπος εκ τού οίκου Ισραήλ και εκ των προσηλύτων των προσηλυτευόντων εν τώ Ισραήλ, ός αν απαλλοτριωθή απ’ εμού και θήται τα ενθυμήματα αυτού επί την καρδίαν αυτού και την κόλασιν της αδικίας αυτού τάξη πρό προσώπου αυτού και έλθη προς τον προφήτην τού επερωτήσαι αυτόν εν εμοί, εγώ Κύριος αποκριθήσομαι αυτώ εν ώ ενέχεται εν αυτώ. 8 και στηριώ το πρόσωπόν μου επί τον άνθρωπον εκείνον και θήσομαι αυτόν εις έρημον και εις αφανισμόν και εξαρώ αυτόν εκ μέσου τού λαού μου, και επιγνώσεσθε ότι εγώ Κύριος. 9 και ο προφήτης εάν πλανηθή και λαλήση, εγώ Κύριος πεπλάνηκα τον προφήτην εκείνον, και εκτενώ την χείρά μου επ΄ αυτόν, και αφανιώ αυτόν εκ μέσου τού λαού μου Ισραήλ.
10 και λήψονται την αδικίαν αυτών κατά το αδίκημα τού επερωτώντος, και κατά το αδίκημα ομοίως τώ προφήτη έσται, 11 όπως μη πλανάται έτι ο οίκος τού Ισραήλ απ’ εμού, και ίνα μη μιαίνωνται έτι εν πάσι τοίς παραπτώμασιν αυτών· και έσονταί μοι εις λαόν, και εγώ έσομαι αυτοίς εις Θεόν, λέγει Κύριος. 12 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 13 υιέ ανθρώπου, γη εάν αμάρτη μοι τού παραπεσείν παράπτωμα και εκτενών την χείρά μου επ’ αυτήν και συντρίψω αυτής στήριγμα άρτου και εξαποστελώ επ’ αυτήν λιμόν και εξαρώ εξ αυτής άνθρωπον και κτήνη· 14 και εάν ώσιν οι τρεις άνδρες ούτοι εν μέσω αυτής, Νώε και Δανιήλ και Ιώβ, αυτοί εν τή δικαιοσύνη αυτών σωθήσονται, λέγει Κύριος. 15 εάν και θηρία πονηρά επάγω επί την γήν και τιμωρήσομαι αυτήν και έσται εις αφανισμόν και ουκ έσται ο διοδεύων από προσώπου των θηρίων, 16 και οι τρεις άνδρες ούτοι εν μέσω αυτής ώσι, ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ει υιοί ή θυγατέρες σωθήσονται, αλλ’ ή αυτοί μόνοι σωθήσονται, η δε γη έσται εις όλεθρον. 17 ή και ρομφαίαν εάν επάγω επί την γήν εκείνην και είπω· ρομφαία διελθάτω διά της γής, και εξαρώ εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος, 18 και οι τρεις άνδρες ούτοι εν μέσω αυτής, ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ου μη ρύσωνται υιούς ουδέ θυγατέρας, αλλ’ ή αυτοί μόνοι σωθήσονται. 19 ή και θάνατον επαποστείλω επί την γήν εκείνην και εκχεώ τον θυμόν μου επ΄ αυτήν εν αίματι τού εξολοθρεύσαι εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος,
20 και Νώε και Δανιήλ και Ιώβ εν μέσω αυτής, ζώ εγώ, λέγει Κύριος, εάν υιοί ή θυγατέρες υπολειφθώσιν, αυτοί εν τή δικαιοσύνη αυτών ρύσονται τας ψυχάς αυτών. 21 τάδε λέγει Κύριος· εάν δε και τας τέσσαρας εκδικήσεις μου τας πονηράς, ρομφαίαν και λιμόν και θηρία πονηρά και θάνατον, εξαποστείλω επί Ιερουσαλήμ τού εξολοθρεύσαι εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος 22 και ιδού υπολελειμμένοι εν αυτή οι ανασεσωσμένοι αυτής, οί εξάγουσιν εξ αυτής υιούς και θυγατέρας, ιδού αυτοί εκπορεύονται προς υμάς, και όψεσθε τας οδούς αυτών και τα ενθυμήματα αυτών και μεταμεληθήσεσθε επί τα κακά, ά επήγαγον επί Ιερουσαλήμ, πάντα τα κακά ά επήγαγαν επ’ αυτήν, 23 και παρακαλέσουσιν υμάς, διότι όψεσθε τας οδούς αυτών και τα ενθυμήματα αυτών, και επιγνώσεσθε διότι ου μάτην πεποίηκα πάντα, όσα εποίησα εν αυτή, λέγει Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 και σύ, υιέ ανθρώπου, τι αν γένοιτο το ξύλον της αμπέλου εκ πάντων των ξύλων των κλημάτων των όντων εν τοίς ξύλοις τού δρυμού; 3 ει λήψονται εξ αυτής ξύλον τού ποιήσαι εις εργασίαν; ει λήψονται εξ αυτής πάσσαλον τού κρεμάσαι επ’ αυτόν πάν σκεύος; 4 πάρεξ πυρί δέδοται εις ανάλωσιν, την κατ΄ ενιαυτόν κάθαρσιν απ’ αυτής αναλίσκει το πύρ, και εκλείπει εις τέλος· μη χρήσιμον έσται εις εργασίαν; 5 ουδέ έτι αυτού όντος ολοκλήρου ουκ έσται εις εργασίαν. μη ότι εάν και πύρ αυτό αναλώση εις τέλος, ει έτι έσται εις εργασίαν; 6 διά τούτο ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ον τρόπον το ξύλον της αμπέλου εν τοίς ξύλοις τού δρυμού, ό δέδωκα αυτό πυρί εις ανάλωσιν, ούτως δέδωκα τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ. 7 και δώσω το πρόσωπόν μου επ’ αυτούς· εκ τού πυρός εξελεύσονται, και πύρ αυτούς καταφάγεται, και επιγνώσονται ότι εγώ Κύριος εν τώ στηρίσαι με το πρόσωπόν μου επ’ αυτούς. 8 και δώσω την γήν εις αφανισμόν, ανθ’ ών παρέπεσον παραπτώματι, λέγει Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, διαμάρτυραι τή Ιερουσαλήμ τας ανομίας αυτής 3 και ερείς· τάδε λέγει Κύριος τή Ιερουσαλήμ· η ρίζα σου και η γένεσίς σου εκ γής Χαναάν, ο πατήρ σου Αμορραίος, και η μήτηρ σου Χετταία. 4 και η γένεσίς σου, εν ή ημέρα ετέχθης, ουκ έδησας τους μαστούς σου και εν ύδατι ουκ ελούσθης, ουδέ αλί ηλίσθης και εν σπαργάνοις ουκ εσπαργανώθης, 5 ουδέ εφείσατο ο οφθαλμός μου επί σοί τού ποιήσαί σοι έν εκ πάντων τούτων, τού παθείν τι επί σοί, και απερρίφης επί πρόσωπον τού πεδίου τή σκολιότητι της ψυχής σου εν ημέρα, ή ετέχθης. 6 και διήλθον επί σε και είδόν σε πεφυρμένην εν τώ αίματί σου και είπά σοι· εκ τού αίματός σου ζωή· 7 πληθύνου, καθώς η ανατολή τού αγρού δέδωκά σε· και επληθύνθης και εμεγαλύνθης και εισήλθες εις πόλεις πόλεων· οι μαστοί σου ανωρθώθησαν, και η θρίξ σου ανέτειλε, σύ δε ήσθα γυμνή και ασχημονούσα. 8 και διήλθον διά σού και είδόν σε, και ιδού καιρός σου και καιρός καταλυόντων, και διεπέτασα τας πτέρυγάς μου επί σε και εκάλυψα την ασχημοσύνην σου· και ώμοσά σοι και εισήλθον εν διαθήκη μετά σού, λέγει Κύριος, και εγένου μοι. 9 και έλουσά σε εν ύδατι και απέπλυνα το αίμά σου από σού και έχρισά σε εν ελαίω
10 και ενέδυσά σε ποικίλα και υπέδυσά σε υάκινθον και έζωσά σε βύσσω και περιέβαλόν σε τριχάπτω 11 και εκόσμημά σε κόσμω και περιέθηκα ψέλια περί τας χείράς σου και κάθεμα περί τον τράχηλόν σου 12 και έδωκα ενώτιον περί τον μυκτήρά σου και τροχίσκους επί τα ώτά σου και στέφανον καυχήσεως επί την κεφαλήν σου. 13 και εκοσμήθης χρυσίω και αργυρίω, και τα περιβόλαιά σου βύσσινα και τρίχαπτα και ποικίλα· σεμίδαλιν και έλαιον και μέλι έφαγες και εγένου καλή σφόδρα. 14 και εξήλθέ σου όνομα εν τοίς έθνεσιν εν τώ κάλλει σου, διότι συντετελεσμένον ήν εν ευπρεπεία εν τή ωραιότητι, ή έταξα επί σε, λέγει Κύριος. ~ 15 Καί επεποίθεις εν τώ κάλλει σου και επόρνευσας επί τώ ονόματί σου και εξέχεας την πορνείαν σου επί πάντα πάροδον, ό ουκ έσται. 16 και έλαβες εκ των ιματίων σου και εποίησας σεαυτή είδωλα ραπτά και εξεπόρνευσας επ’ αυτά· και ου μη εισέλθης, ουδέ μη γένηται. 17 και έλαβες τα σκεύη της καυχήσεώς σου εκ τού χρυσίου μου και εκ τού αργυρίου μου, εξ ών έδωκά σοι και εποίησας σεαυτή εικόνας αρσενικάς και εξεπόρνευσας εν αυταίς· 18 και έλαβες τον ιματισμόν τον ποικίλον σου και περιέβαλες αυτά και το έλαιόν μου και το θυμίαμά μου έθηκας πρό προσώπου αυτών· 19 και τους άρτους μου, ούς έδωκά σοι, σεμίδαλιν και έλαιον και μέλι εψώμισά σε και έθηκας αυτά πρό προσώπου αυτών εις οσμήν ευωδίας· και εγένετο, λέγει Κύριος,
20 και έλαβες τους υιούς σου και τας θυγατέρας σου, ας εγέννησας, και έθυσας αυτά αυτοίς εις ανάλωσιν, ως μικρά εξεπόρνευσας, 21 και έσφαξας τα τέκνα σου και έδωκας αυτά εν τώ αποτροπιάζεσθαί σε εν αυτοίς. 22 τούτο παρά πάσαν την πορνείαν σου, και ουκ εμνήσθης της νηπιότητός σου, ότε ήσθα γυμνή και ασχημονούσα και πεφυρμένη εν τώ αίματί σου έζησας. 23 και εγένετο μετά πάσας τας κακίας σου, λέγει Κύριος, 24 και ωκοδόμησας σεαυτή οίκημα πορνικόν και εποίησας σεαυτή έκθεμα εν πάση πλατεία 25 και επ’ αρχής πάσης οδού ωκοδόμησας τα πορνείά σου και ελυμήνω το κάλλος σου και διήγαγες τα σκέλη σου παντί παρόδω και επλήθυνας την πορνείαν σου· 26 και εξεπόρνευσας επί τους υιούς Αιγύπτου τους ομορούντάς σοι τους μεγαλοσάρκους και πολλαχώς εξεπόρνευσας τού παροργίσαι με. 27 εάν δε εκτείνω την χείρά μου επί σε, και εξαρώ τα νόμιμά σου και παραδώσω εις ψυχάς μισούντων σε, θυγατέρας αλλοφύλων τας εκκλινούσας σε εκ της οδού σου, ής ησέβησας. 28 και εξεπόρνευσας επί τας θυγατέρας Ασσούρ και ουδ’ ούτως ενεπλήσθης· και εξεπόρνευσας και ουκ ενεπίπλω. 29 και επλήθυνας τας διαθήκας σου προς γήν Χαλδαίων και ουδέ εν τούτοις ενεπλήσθης.
30 τι διαθώ την θυγατέρα σου, λέγει Κύριος, εν τώ ποιήσαί σε πάντα ταύτα, έργα γυναικός πόρνης; και εξεπόρνευσας τρισσώς εν ταίς θυγατράσι σου· 31 το πορνείον ωκοδόμησας εν πάση αρχή οδού και την βάσιν σου εποίησας εν πάση πλατεία και εγένου ως πόρνη συνάγουσα μισθώματα. 32 η γυνή η μοιχωμένη ομοία σοι παρά τού ανδρός αυτής λαμβάνουσα μισθώματα· 33 πάσι τοίς εκπορνεύσασιν αυτήν προσεδίδου μισθώματα, και σύ δέδωκας μισθώματα πάσι τοίς ερασταίς σου και εφόρτιζες αυτούς τού έρχεσθαι προς σε κυκλόθεν εν τή πορνεία σου. 34 και εγένετο εν σοί διεστραμμένον παρά τας γυναίκας εν τή πορνεία σου, και μετά σού πεπορνεύκασιν εν τώ προσδιδόναι σε μισθώματα, και σοί μισθώματα ουκ εδόθη, και εγένετο εν σοί διεστραμμένα. ~ 35 Διά τούτο, πόρνη, άκουε λόγον Κυρίου· 36 τάδε λέγει Κύριος· ανθ’ ών εξέχεας τον χαλκόν σου, και αποκαλυφθήσεται η αισχύνη εν τή πορνεία σου προς τους εραστάς σου και εις πάντα τα ενθυμήματα των ανομιών σου και εν τοίς αίμασι των τέκνων σου, ών έδωκας αυτοίς. 37 διά τούτο ιδού εγώ επί σε συνάγω πάντας τους εραστάς σου, εν οίς επεμίγης εν αυτοίς και πάντας, ούς ηγάπησας, σύν πάσιν, οίς εμίσεις· και συνάξω αυτούς επί σε κυκλόθεν και αποκαλύψω τας κακίας σου προς αυτούς, και όψονται πάσαν την αισχύνην σου· 38 και εκδικήσω σε εκδικήσει μοιχαλίδος και εκχεούσης αίμα και θήσω σε εν αίματι θυμού και ζήλου. 39 και παραδώσω σε εις χείρας αυτών, και κατασκάψουσι το πορνείόν σου και καθελούσι την βάσιν σου, και εκδύσουσί σε τα ιμάτιά σου και λήψονται τα σκεύη της καυχήσεώς σου και αφήσουσί σε γυμνήν και ασχημονούσαν.
40 και άξουσιν επί σε όχλους και λιθοβολήσουσί σε εν λίθοις και κατασφάξουσί σε εν τοίς ξίφεσιν αυτών. 41 και εμπρήσουσι τους οίκους σου πυρί και ποιήσουσιν εν σοί εκδικήσεις ενώπιον γυναικών πολλών· και αποστρέψω σε εκ της πορνείας σου, και μισθώματα ου μη δώς ουκέτι. 42 και επαφήσω τον θυμόν μου επί σε, και εξαρθήσεται ο ζήλός μου εκ σού, και αναπαύσομαι και σύ μη μεριμνήσω ουκέτι. 43 ανθ’ ών ουκ εμνήσθης της νηπιότητός σου και ελύπεις με εν πάσι τούτοις, και ιδού εγώ τας οδούς σου εις κεφαλήν σου δέδωκα, λέγει Κύριος· και ούτως εποίησας την ασέβειαν επί πάσαις ταίς ανομίαις σου. 44 ταύτά εστι πάντα, όσα είπαν κατά σού εν παραβολή λέγοντες· καθώς η μήτηρ, 45 και η θυγάτηρ· θυγάτηρ της μητρός σου σύ εί η απωσαμένη τον άνδρα αυτής και τα τέκνα αυτής και αδελφοί των αδελφών σου των απωσαμένων τους άνδρας αυτών και τα τέκνα αυτών· η μήτηρ υμών Χετταία, και ο πατήρ υμών Αμορραίος. 46 η αδελφή υμών η πρεσβυτέρα Σαμάρεια, αυτή και αι θυγατέρες αυτής, η κατοικούσα εξ ευωνύμων σου· και η αδελφή σου η νεωτέρα σου η κατοικούσα εκ δεξιών σου Σόδομα και αι θυγατέρες αυτής. 47 και ουδ’ ώς εν ταίς οδοίς αυτών επορεύθης, ουδέ κατά τας ανομίας αυτών εποίησας· παρά μικρόν και υπέρκεισαι αυτάς εν πάσαις ταίς οδοίς σου. 48 ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ει πεποίηκε Σόδομα η αδελφή σου, αυτή και αι θυγατέρες αυτής, ον τρόπον εποίησας σύ και αι θυγατέρες σου. 49 πλήν τούτο το ανόμημα Σοδόμων της αδελφής σου, υπερηφανία· εν πλησμονή άρτων και εν ευθηνία οίνου εσπατάλων αυτή και αι θυγατέρες αυτής. τούτο υπήρχεν αυτή και ταίς θυγατράσιν αυτής, και χείρα πτωχού και πένητος ουκ αντελαμβάνοντο.
50 και εμεγαλαύχουν και εποίησαν ανομήματα ενώπιον εμού, και εξήρα αυτάς καθώς είδον. 51 και Σαμάρεια κατά τας ημίσεις των αμαρτιών σου ουχ ήμαρτε· και επλήθυνας τας ανομίας σου υπέρ αυτάς και εδικαίωσας τας αδελφάς σου εν πάσαις ταίς ανομίαις σου, αίς εποίησας. 52 και σύ κόμισαι βάσανόν σου, εν ή έφθειρας τας αδελφάς σου εν ταίς αμαρτίαις σου, αίς ηνόμησας υπέρ αυτάς, και εδικαίωσας αυτάς υπέρ σεαυτήν· και σύ αισχύνθητι και λάβε την ατιμίαν σου εν τώ δικαιώσαί σε τας αδελφάς σου. 53 και αποστρέψω τας αποστροφάς αυτών, την αποστροφήν Σοδόμων και των θυγατέρων αυτής, και αποστρέψω την αποστροφήν Σαμαρείας και των θυγατέρων αυτής, και αποστρέψω την αποστροφήν σου εν μέσω αυτών, 54 όπως κομίση την βάσανόν σου και ατιμωθήση εκ πάντων, ών εποίησας εν τώ παροργίσαι με. 55 και η αδελφή σου Σόδομα και αι θυγατέρες αυτής αποκατασταθήσονται καθώς ήσαν απ’ αρχής, και Σαμάρεια και αι θυγατέρες αυτής αποκατασταθήσονται καθώς ήσαν απ’ αρχής, και σύ και αι θυγατέρες σου αποκατασταθήσεσθε καθώς απ’ αρχής ήτε. 56 και ει μη ήν Σόδομα η αδελφή σου εις ακοήν εν τώ στόματί σου εν ταίς ημέραις υπερηφανίας σου, 57 πρό τού αποκαλυφθήναι τας κακίας σου, ον τρόπον νύν όνειδος εί θυγατέρων Συρίας και πάντων των κύκλω αυτής, θυγατέρων αλλοφύλων των περιεχουσών σε κύκλω; 58 τας ασεβείας σου και τας ανομίας σου, σύ κεκόμισαι αυτάς, λέγει Κύριος. 59 τάδε λέγει Κύριος· και ποιήσω εν σοί καθώς εποίησας, ως ητίμωσας ταύτα τού παραβήναι την διαθήκην μου.
60 και μνησθήσομαι εγώ της διαθήκης μου της μετά σού εν ημέραις νηπιότητός σου και αναστήσω σοι διαθήκην αιώνιον. 61 και μνησθήση την οδόν σου και εξατιμωθήση εν τώ αναλαβείν σε τας αδελφάς σου τας πρεσβυτέρας σου σύν ταίς νεωτέραις σου, και δώσω αυτάς σοι εις οικοδομήν και ουκ εκ διαθήκης σου. 62 και αναστήσω εγώ την διαθήκην μου μετά σού, και επιγνώση ότι εγώ Κύριος, 63 όπως μνησθής και αισχυνθής, και μη ή σοι έτι ανοίξαι το στόμα σου από προσώπου της ατιμίας σου εν τώ εξιλάσκεσθαί με σοι κατά πάντα, όσα εποίησας, λέγει Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, διήγησαι διήγημα και ειπόν παραβολήν προς τον οίκον τού Ισραήλ 3 και ερείς· τάδε λέγει Κύριος· ο αετός ο μέγας ο μεγαλοπτέρυγος, ο μακρός τή εκτάσει, πλήρης ονύχων, ός έχει το ήγημα εισελθείν εις τον Λίβανον και έλαβε τα επίλεκτα της κέδρου, 4 τα άκρα της απαλότητος απέκνισε και ήνεγκεν αυτά εις γήν Χαναάν, εις πόλιν τετειχισμένην έθετο αυτά. 5 και έλαβεν από τού σπέρματος της γής και έδωκεν αυτό εις το πεδίον φυτόν εφ’ ύδατι πολλώ, επιβλεπόμενον έταξεν αυτό. 6 και ανέτειλε και εγένετο εις άμπελον ασθενούσαν και μικράν τώ μεγέθει τού επιφαίνεσθαι αυτήν· τα κλήματα αυτής επ’ αυτήν και ρίζαι αυτής υποκάτω αυτής ήσαν. και εγένετο εις άμπελον και εποίησεν απώρυγας και εξέτεινε την αναδενδράδα αυτής. 7 και εγένετο αετός έτερος μέγας, μεγαλοπτέρυγος, πολύς όνυξι, και ιδού η άμπελος αύτη περιπεπλεγμένη προς αυτόν, και ρίζαι αυτής προς αυτόν, και τα κλήματα αυτής εξαπέστειλεν αυτώ τού ποτίσαι αυτήν σύν τώ βώλω της φυτείας αυτής. 8 εις πεδίον καλόν εφ’ ύδατι πολλώ αύτη πιαίνεται τού ποιείν βλαστούς και φέρειν καρπόν, τού είναι εις άμπελον μεγάλην. 9 διά τούτο ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ει κατευθυνεί; ουχί αι ρίζαι της απαλότητος αυτής και ο καρπός σαπήσεται, και ξηρανθήσεται πάντα τα προανατέλλοντα αυτής; και ουκ εν βραχίονι μεγάλω, ουδέ εν λαώ πολλώ τού εκσπάσαι αυτήν εκ ριζών αυτής·
10 και ιδού πιαίνεται· μη κατευθυνεί; ουχί άμα τώ άψασθαι αυτής ανεμον τον καύσωνα ξηρανθήσεται; σύν τώ βώλω ανατολής αυτής ξηρανθήσεται. 11 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 12 υιέ ανθρώπου, ειπόν δή προς τον οίκον τον παραπικραίνοντα· ουκ επίστασθε τι ήν ταύτα; ειπόν· όταν έλθη βασιλεύς Βαβυλώνος επί Ιερουσαλήμ, και λήψεται τον βασιλέα αυτής και τους άρχοντας αυτής και άξη αυτούς προς εαυτόν εις Βαβυλώνα. 13 και λήψεται εκ τού σπέρματος της βασιλείας και διαθήσεται προς αυτόν διαθήκην και εισάξει αυτόν εν αρά, και τους ηγεμόνας της γής λήψεται 14 τού γενέσθαι εις βασιλείαν ασθενή το καθόλου μη επαίρεσθαι, τού φυλάσσειν την διαθήκην αυτού και ιστάνειν αυτήν. 15 και αποστήσεται απ΄ αυτού τού εξαποστέλλειν αγγέλους εαυτού εις Αίγυπτον, τού δούναι αυτώ ίππους και λαόν πολύν. ει κατευθυνεί; ει διασωθήσεται ο ποιών εναντία; και παραβαίνων διαθήκην ει διασωθήσεται; 16 ζώ εγώ, λέγει Κύριος, εάν μη εν ώ τόπω ο βασιλεύς ο βασιλεύσας αυτόν, ός ητίμωσε την αράν μου και ός παρέβη την διαθήκην μου, μετ’ αυτού εν μέσω Βαβυλώνος τελευτήσει. 17 και ουκ εν δυνάμει μεγάλη ουδέ εν όχλω πολλώ ποιήσει προς αυτόν Φαραώ πόλεμον, εν χαρακοβολία και εν οικοδομή βελοστάσεων τού εξάραι ψυχάς. 18 και ητίμωσεν ορκωμοσίαν τού παραβήναι διαθήκην, και ιδού δέδωκε την χείρα αυτού και πάντα ταύτα εποίησεν αυτώ· μη σωθήσεται; 19 διά τούτο ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ζώ εγώ εάν μη την ορκωμοσίαν μου, ήν ητίμωσε, και την διαθήκην μου, ήν παρέβη, και δώσω αυτά εις κεφαλήν αυτού.
20 και εκπετάσω επ΄ αυτόν το δίκτυόν μου, και αλώσεται εν τή περιοχή αυτού. 21 εν πάση παρατάξει αυτού εν ρομφαία πεσούνται, και τους καταλοίπους εις πάντα άνεμον διασπερώ, και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος λελάληκα. ~ 22 Διότι τάδε λέγει Κύριος· και λήψομαι εγώ εκ των εκλεκτών της κέδρου, εκ κορυφής καρδίας αυτών αποκνιώ και καταφυτεύσω εγώ επ’ όρος υψηλόν· 23 και κρεμάσω αυτόν εν όρει μετεώρω τώ Ισραήλ και καταφυτεύσω, και εξοίσει βλαστόν και ποιήσει καρπόν και έσται εις κέδρον μεγάλην, και αναπαύσεται υποκάτω αυτού πάν θηρίον, και πάν πετεινόν υπό την σκιάν αυτού αναπαύσεται, τα κλήματα αυτού αποκατασταθήσεται. 24 και γνώσονται πάντα τα ξύλα τού πεδίου διότι εγώ Κύριος ο ταπεινών ξύλον υψηλόν και υψών ξύλον ταπεινόν και ξηραίνων ξύλον χλωρόν και αναθάλλων ξύλον ξηρόν· εγώ Κύριος λελάληκα και ποιήσω.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, τι υμίν η παραβολή αύτη εν τοίς υιοίς Ισραήλ λέγοντες· οι πατέρες έφαγον όμφακα και οι οδόντες των τέκνων εγομφίασαν; 3 ζώ εγώ, λέγει Κύριος, εάν γένηται έτι λεγομένη η παραβολή αύτη εν τώ Ισραήλ· 4 ότι πάσαι αι ψυχαί εμαί εισιν, ον τρόπον η ψυχή τού πατρός, ούτως και η ψυχή τού υιού, εμαί εισιν· η ψυχή η αμαρτάνουσα, αύτη αποθανείται. ~ 5 Ο δε άνθρωπος ός έσται δίκαιος, ο ποιών κρίμα και δικαιοσύνην, 6 επί των ορέων ου φάγεται και τους οφθαλμούς αυτού ου μη επάρη προς τα ενθυμήματα οίκου Ισραήλ και την γυναίκα τού πλησίον αυτού ου μη μιάνη και προς γυναίκα εν αφέδρω ούσαν ου προσεγγιεί 7 και άνθρωπον ου μη καταδυναστεύση, ενεχυρασμόν οφείλοντος αποδώσει και άρπαγμα ουχ αρπάται, τον άρτον αυτού τώ πεινώντι δώσει και γυμνόν περιβαλεί 8 και το αργύριον αυτού επί τόκω ου δώσει και πλεονασμόν ου λήψεται και εξ αδικίας αποστρέψει την χείρα αυτού, κρίμα δίκαιον ποιήσει ανά μέσον ανδρός και ανά μέσον τού πλησίον αυτού 9 και τοίς προστάγμασί μου πεπόρευται και τα δικαιώματά μου πεφύλακται τού ποιήσαι αυτά· δίκαιος ούτός εστι, ζωή ζήσεται, λέγει Κύριος. ~
10 Καί εάν γεννήση υιόν λοιμόν εκχέοντα αίμα και ποιούντα αμαρτήματα, 11 εν τή οδώ τού πατρός αυτού τού δικαίου ουκ επορεύθη, αλλά και επί των ορέων έφαγε και την γυναίκα τού πλησίον αυτού εμίανε 12 και πτωχόν και πένητα κατεδυνάστευσε και άρπαγμα ήρπασε και ενεχυρασμόν ουκ απέδωκε και εις τα είδωλα έθετο τους οφθαλμούς αυτού, ανομίαν πεποίηκε, 13 μετά τόκου έδωκε και πλεονασμόν έλαβεν, ούτος ζωή ου ζήσεται, πάσας τας ανομίας ταύτας εποίησε, θανάτω θανατωθήσεται, το αίμα αυτού επ’ αυτόν έσται. ~ 14 Εάν δε γεννήση υιόν, και ίδη πάσας τας αμαρτίας τού πατρός αυτού, ας εποίησε, και φοβηθή και μη ποιήση κατ’ αυτάς, 15 επί των ορέων ου βέβρωκε και τους οφθαλμούς αυτού ουκ έθετο εις τα ενθυμήματα οίκου Ισραήλ και την γυναίκα τού πλησίον αυτού ουκ εμίανε 16 και άνθρωπον ου κατεδυνάστευσε και ενεχυρασμόν ουκ ενεχύρασε και άρπαγμα ουχ ήρπασε, τον άρτον αυτού τώ πεινώντι έδωκε και γυμνόν περιέβαλε, 17 και από αδικίας απέστρεψε την χείρα αυτού, τόκον ουδέ πλεονασμόν ουκ έλαβε, δικαιοσύνην εποίησε και εν τοίς προστάγμασί μου επορεύθη, ου τελευτήσει εν αδικίαις πατρός αυτού, ζωή ζήσεται. 18 ο δε πατήρ αυτού εάν θλίψει θλίψη και αρπάση άρπαγμα, εναντία εποίησεν εν μέσω τού λαού μου και αποθανείται εν τή αδικία αυτού. ~ 19 Καί ερείτε· τι ότι ουκ έλαβε την αδικίαν ο υιός τού πατρός; ότι ο υιός δικαιοσύνην και έλεος πεποίηκε, πάντα τα νόμιμά μου συνετήρησε και εποίησεν αυτά· ζωή ζήσεται.
20 η δε ψυχή η αμαρτάνουσα αποθανείται· ο δε υιός ου λήψεται την αδικίαν τού πατρός, ουδέ ο πατήρ λήψεται την αδικίαν τού υιού· δικαιοσύνη δικαίου επ’ αυτόν έσται, και ανομία ανόμου επ’ αυτόν έσται. 21 και ο άνομος εάν αποστρέψη εκ πασών των ανομιών αυτού, ών εποίησε, και φυλάξηται πάσας τας εντολάς μου και ποιήση δικαιοσύνην και έλεος, ζωή ζήσεται και ου μη αποθάνη. 22 πάντα τα παραπτώματα αυτού, όσα εποίησεν, ου μνησθήσεται, εν τή δικαιοσύνη αυτού, ή εποίησε, ζήσεται. 23 μη θελήσει θελήσω τον θάνατον τού ανόμου, λέγει Κύριος, ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού της πονηράς και ζήν αυτόν; 24 εν δε τώ αποστρέψαι δίκαιον εκ της δικαιοσύνης αυτού και ποιήσαι αδικίαν κατά πάσας τας ανομίας, ας εποίησεν ο άνομος, πάσαι αι δικαιοσύναι αυτού, ας εποίησεν, ου μη μνησθώσιν· εν τώ παραπτώματι αυτού, ώ παρέπεσε, και εν ταίς αμαρτίαις αυτού, αίς ήμαρτεν, εν αυταίς αποθανείται. 25 και είπατε· ου κατευθύνει η οδός Κυρίου. ακούσατε δή πάς ο οίκος Ισραήλ· μη η οδός μου ου κατευθύνει; ουχί η οδός υμών ου κατευθύνει; 26 εν τώ αποστρέψαι τον δίκαιον εκ της δικαιοσύνης αυτού και ποιήσει παράπτωμα και αποθάνη, εν τώ παραπτώματι, ώ εποίησεν, εν αυτώ αποθανείται. 27 και εν τώ αποστρέψαι άνομον από της ανομίας αυτού, ής εποίησε, και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην, ούτος την ψυχήν αυτού εφύλαξε 28 και απέστρεψεν εκ πασών των ασεβειών αυτού, ών εποίησε, ζωή ζήσεται, ου μη αποθάνη. 29 και λέγουσιν ο οίκος τού Ισραήλ· ου κατορθοί η οδός Κυρίου. μη η οδός μου ου κατορθοί, οίκος Ισραήλ; ουχί η οδός υμών ου κατορθοί;
30 έκαστον κατά την οδόν αυτού κρινώ υμάς, οίκος Ισραήλ, λέγει Κύριος. επιστράφητε και αποστρέψατε εκ πασών των ασεβειών υμών, και ουκ έσονται υμίν εις κόλασιν αδικίας. 31 απορρίψατε αφ’ εαυτών πάσας τας ασεβείας υμών, ας ησεβήσατε εις εμέ και ποιήσατε εαυτοίς καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν· και ινατί αποθνήσκετε, οίκος Ισραήλ; 32 διότι ου θέλω τον θάνατον τού αποθνήσκοντος, λέγει Κύριος.
1 ΚΑΙ σύ λαβέ θρήνον επί τον άρχοντα τού Ισραήλ 2 και ερείς· τι η μήτηρ σου; σκύμνος· εν μέσω λεόντων εγενήθη, εν μέσω λεόντων επλήθυνε σκύμνους αυτής. 3 και απεπήδησεν είς των σκύμνων αυτής, λέων εγένετο και έμαθε τού αρπάζειν αρπάγματα, ανθρώπους έφαγε. 4 και ήκουσαν κατ' αυτού έθνη, εν τή διαφθορά αυτών συνελήφθη, και ήγαγον αυτόν εν κημώ εις γήν Αιγύπτου. 5 και είδεν ότι απώσται απ' αυτής, απώλετο η υπόστασις αυτής, και έλαβεν άλλον εκ των σκύμνων αυτής, λέοντα έταξεν αυτόν, 6 και ανεστρέφετο εν μέσω λεόντων, λέων εγένετο και έμαθεν αρπάζειν αρπάγματα, ανθρώπους έφαγε· 7 και ενέμετο τώ θράσει αυτού και τας πόλεις αυτών εξηρήμωσε και ηφάνισε γήν και το πλήρωμα αυτής από φωνής ωρυώματος αυτού. 8 και έδωκαν επ' αυτόν έθνη εκ χωρών κυκλόθεν και εξεπέτασαν επ' αυτόν δίκτυα αυτών, εν διαφθορά αυτών συνελήφθη· 9 και έθεντο αυτόν εν κημώ και εν γαλεάγρα, ήλθε προς βασιλέα Βαβυλώνος, και εισήγαγεν αυτόν εις φυλακήν, όπως μη ακουσθή η φωνή αυτού επί τα όρη τού Ισραήλ.
10 η μήτηρ σου ως άμπελος και ως άνθος εν ρόα εν ύδατι πεφυτευμένη, ο καρπός αυτής και ο βλαστός αυτής εγένετο εξ ύδατος πολλού. 11 και εγένετο αυτή ράβδος επί φυλήν ηγουμένων, και υψώθη τώ μεγέθει αυτής εν μέσω στελεχών και είδε το μέγεθος αυτής εν πλήθει κλημάτων αυτής. 12 και κατεκλάσθη εν θυμώ, επί γήν ερρίφη, και άνεμος ο καύσων εξήρανε τα εκλεκτά αυτής· εξεδικήθη και εξηράνθη η ράβδος ισχύος αυτής, πύρ ανήλωσεν αυτήν. 13 και νύν πεφύτευκαν αυτήν εν τή ερήμω, εν γη ανύδρω· 14 και εξήλθε πύρ εκ ράβδου εκλεκτών αυτής και κατέφαγεν αυτήν, και ουκ ήν εν αυτή ράβδος ισχύος. φυλή εις παραβολήν θρήνου εστί και έσται εις θρήνον.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ έτει τώ εβδόμω, εν τώ πέμπτω μηνί, δεκάτη τού μηνός, ήλθον άνδρες εκ των πρεσβυτέρων οίκου Ισραήλ επερωτήσαι τον Κύριον και εκάθισαν πρό προσώπου μου. 2 και εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 3 υιέ ανθρώπου, λάλησον προς τους πρεσβυτέρους τού οίκου Ισραήλ και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· ει επερωτήσαί με υμείς έρχεσθε; ζώ εγώ ει αποκριθήσομαι υμίν, λέγει Κύριος· 4 ει εκδικήσω αυτούς εκδικήσει, υιέ ανθρώπου, τας ανομίας των πατέρων αυτών διαμάρτυραι αυτοίς 5 και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· αφ' ής ημέρας ηρέτισα τον οίκον Ισραήλ και εγνωρίσθην τώ σπέρματι οίκου Ιακώβ και εγνώσθην αυτοίς εν γη Αιγύπτου και αντελαβόμην τή χειρί μου αυτών λέγων· εγώ Κύριος ο Θεός υμών, 6 εν εκείνη τή ημέρα αντελαβόμην τή χειρί μου αυτών τού εξαγαγείν αυτούς εκ γής Αιγύπτου εις την γήν, ήν ητοίμασα αυτοίς, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι, κηρίον εστί παρά πάσαν την γήν. 7 και είπα προς αυτούς· έκαστος βδελύγματα των οφθαλμών αυτού απορριψάτω, και εν τοίς επιτηδεύμασιν Αιγύπτου μη μιαίνεσθε, εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 8 και απέστησαν απ' εμού και ουκ ηθέλησαν εισακούσαί μου, τα βδελύγματα των οφθαλμών αυτών ουκ απέρριψαν και τα επιτηδεύματα Αιγύπτου ουκ εγκατέλιπον. και είπα τού εκχέαι τον θυμόν μου επ' αυτούς τού συντελέσαι την οργήν μου εν αυτοίς εν μέσω γής Αιγύπτου. 9 και εποίησα όπως το όνομά μου το παράπαν μη βεβηλωθή ενώπιον των εθνών, ών αυτοί εισιν εν μέσω αυτών, εν οίς εγνώσθην προς αυτούς ενώπιον αυτών τού εξαγαγείν αυτούς εκ γής Αιγύπτου.
10 και ήγαγον αυτούς εις την έρημον 11 και έδωκα αυτοίς τα προστάγματά μου και τα δικαιώματά μου εγνώρισα αυτοίς, όσα ποιήσει αυτά άνθρωπος και ζήσεται εν αυτοίς. 12 και τα σάββατά μου έδωκα αυτοίς τού είναι εις σημείον ανά μέσον εμού και ανά μέσον αυτών τού γνώναι αυτούς διότι εγώ Κύριος ο αγιάζων αυτούς. 13 και είπα προς τον οίκον τού Ισραήλ εν τή ερήμω· εν τοίς προστάγμασί μου πορεύεσθε· και ουκ επορεύθησαν και τα δικαιώματά μου απώσαντο, ά ποιήσει αυτά άνθρωπος και ζήσεται εν αυτοίς, και τα σάββατά μου εβεβήλωσαν σφόδρα. και είπα τού εκχέαι τον θυμόν μου επ' αυτούς εν τή ερήμω τού εξαναλώσαι αυτούς. 14 και εποίησα όπως το όνομά μου το παράπαν μη βεβηλωθή ενώπιον των εθνών, ών εξήγαγον αυτούς κατ' οφθαλμούς αυτών. 15 και εγώ εξήρα την χείρά μου επ' αυτούς εν τή ερήμω το παράπαν τού μη εισαγαγείν αυτούς εις την γήν, ήν έδωκα αυτοίς, γήν ρέουσαν γάλα και μέλι, κηρίον εστί παρά πάσαν την γήν, 16 ανθ' ών τα δικαιώματά μου απώσαντο και εν τοίς προστάγμασί μου ουκ επορεύθησαν εν αυτοίς και τα σάββατά μου εβεβήλουν και οπίσω των ενθυμημάτων καρδίας αυτών επορεύοντο. 17 και εφείσατο ο οφθαλμός μου επ' αυτούς τού εξαλείψαι αυτούς και ουκ εποίησα αυτούς εις συντέλειαν εν τή ερήμω. 18 και είπα προς τα τέκνα αυτών εν τή ερήμω· εν τοίς νομίμοις των πατέρων υμών μη πορεύεσθε και τα δικαιώματα αυτών μη φυλάσσεσθε και εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών μη συναναμίσγεσθε και μη μιαίνεσθε. 19 εγώ Κύριος ο Θεός υμών, εν τοίς προστάγμασί μου πορεύεσθε και τα δικαιώματά μου φυλάσσεσθε, και ποιείτε αυτά·
20 και τα σάββατά μου αγιάζετε, και έστω εις σημείον ανά μέσον εμού και υμών τού γινώσκειν διότι εγώ Κύριος ο Θεός υμών. 21 και παρεπίκρανάν με και τα τέκνα αυτών, εν τοίς προστάγμασί μου ουκ επορεύθησαν, και τα δικαιώματά μου ουκ εφυλάξαντο τού ποιείν αυτά, ά ποιήσει άνθρωπος και ζήσεται εν αυτοίς, και τα σάββατά μου εβεβήλουν. και είπα τού εκχέαι τον θυμόν μου επ' αυτούς εν τή ερήμω τού συντελέσαι την οργήν μου επ' αυτούς· 22 και εποίησα όπως το όνομά μου το παράπαν μη βεβηλωθή ενώπιον των εθνών, ών εξήγαγον αυτούς κατ' οφθαλμούς αυτών. 23 και εξήρα την χείρά μου επ' αυτούς εν τή ερήμω τού διασκορπίσαι αυτούς εν τοίς έθνεσι και διασπείραι αυτούς εν ταίς χώραις, 24 ανθ' ών τα δικαιώματά μου ουκ εποίησαν και τα προστάγματά μου απώσαντο και τα σάββατά μου εβεβήλουν, και οπίσω των ενθυμημάτων των πατέρων αυτών ήσαν οι οφθαλμοί αυτών. 25 και εγώ έδωκα αυτοίς προστάγματα ου καλά και δικαιώματα, εν οίς ου ζήσονται εν αυτοίς. 26 και μιανώ αυτούς εν τοίς δόμασιν αυτών εν τώ διαπορεύεσθαί με πάν διανοίγον μήτραν, όπως αφανίσω αυτούς. 27 Διά τούτο λάλησον προς τον οίκον τού Ισραήλ, υιέ ανθρώπου, και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· έως τούτου παρώργισάν με οι πατέρες υμών εν τοίς παραπτώμασιν αυτών, εν οίς παρέπεσον εις εμέ. 28 και εισήγαγον αυτούς εις την γήν, ήν ήρα την χείρά μου τού δούναι αυτήν αυτοίς, και είδον πάντα βουνόν υψηλόν και πάν ξύλον κατάσκιον και έθυσαν εκεί τοίς θεοίς αυτών και έταξαν εκεί οσμήν ευωδίας και έσπεισαν εκεί τας σπονδάς αυτών. 29 και είπον προς αυτούς· τι εστιν Αβαμά, ότι υμείς εισπορεύεσθε εκεί; και επεκάλεσαν το όνομα αυτού Αβαμά έως της σήμερον ημέρας.
30 διά τούτο ειπόν προς τον οίκον τού Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος· ει εν ταίς ανομίαις των πατέρων υμών υμείς μιαίνεσθε και οπίσω των βδελυγμάτων αυτών υμείς εκπορνεύετε, 31 και εν ταίς απαρχαίς των δομάτων υμών, εν τοίς αφορισμοίς, οίς υμείς μιαίνεσθε εν πάσι τοίς ενθυμήμασιν υμών έως της σήμερον ημέρας, και εγώ αποκριθώ υμίν, οίκος τού Ισραήλ; ζώ εγώ, λέγει Κύριος, ει αποκριθήσομαι υμίν, και ει αναβήσεται επί το πνεύμα υμών τούτο. 32 και ουκ έσται ον τρόπον υμείς λέγετε· εσόμεθα ως τα έθνη και ως αι φυλαί της γής τού λατρεύειν ξύλοις και λίθοις. 33 διά τούτο, ζώ εγώ, λέγει Κύριος, εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ και εν θυμώ κεχυμένω βασιλεύσω εφ' υμάς· 34 και εξάξω υμάς εκ των λαών και εισδέξομαι υμάς εκ των χωρών, ού διεσκορπίσθητε εν αυταίς, εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ και εν θυμώ κεχυμένω. 35 και άξω υμάς εις την έρημον των λαών, και διακριθήσομαι προς υμάς εκεί πρόσωπον κατά πρόσωπον. 36 ον τρόπον διεκρίθην προς τους πατέρας υμών εν τή ερήμω της Αιγύπτου, ούτως κρινώ υμάς, λέγει Κύριος· 37 και διάξω υμάς υπό την ράβδον μου και εισάξω υμάς εν αριθμώ 38 και εκλέξω εξ υμών τους ασεβείς και τους αφεστηκότας, διότι εκ της παροικεσίας αυτών εξάξω αυτούς, και εις την γήν τού Ισραήλ ουκ εισελεύσονται· και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος Κύριος. 39 και υμείς οίκος Ισραήλ, τάδε λέγει Κύριος Κύριος· έκαστος τα επιτηδεύματα αυτού εξάρατε· και μετά ταύτα ει υμείς εισακούετέ μου και το όνομά μου το άγιον ου βεβηλώσετε ουκέτι εν τοίς δώροις υμών και εν τοίς επιτηδεύμασιν υμών·
40 διότι επί τού όρους τού αγίου μου, επ' όρους υψηλού, λέγει Κύριος Κύριος, εκεί δουλεύσουσί μοι πάς οίκος Ισραήλ εις τέλος, και εκεί προσδέξομαι και εκεί επισκέψομαι τας απαρχάς υμών και τας απαρχάς των αφορισμών υμών εν πάσι τοίς αγιάσμασιν υμών· 41 εν οσμή ευωδίας προσδέξομαι υμάς εν τώ εξαγαγείν με υμάς εκ των λαών και εισδέχεσθαι υμάς εκ των χωρών, εν αίς διεσκορπίσθητε εν αυταίς, και αγιασθήσομαι εν υμίν κατ' οφθαλμούς των λαών. 42 και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος εν τώ εισαγαγείν με υμάς εις την γήν τού Ισραήλ, εις την γήν, εις ήν ήρα την χείρά μου τού δούναι αυτήν τοίς πατράσιν υμών. 43 και μνησθήσεσθε εκεί τας οδούς υμών και τα επιτηδεύματα υμών, εν οίς εμιαίνεσθε εν αυτοίς, και κόψεσθε τα πρόσωπα υμών εν πάσαις ταίς κακίαις υμών. 44 και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος εν τώ ποιήσαί με ούτως υμίν, όπως το όνομά μου μη βεβηλωθή κατά τας οδούς υμών τας κακάς και κατά τα επιτηδεύματα υμών τα διεφθαρμένα, λέγει Κύριος. (Μασ. ΚΑ 1). 45 και εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 46 υιέ ανθρώπου, στήρισον το πρόσωπόν σου επί Θαιμάν και επίβλεψον επί Δαρόμ και προφήτευσον επί δρυμόν ηγούμενον Ναγέβ 47 και ερείς τώ δρυμώ Ναγέβ· άκουε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ ανάπτω εν σοί πύρ, και καταφάγεται εν σοί πάν ξύλον χλωρόν και πάν ξύλον ξηρόν, ου σβεσθήσεται η φλόξ η εξαφθείσα, και κατακαυθήσεται εν αυτή πάν πρόσωπον από απηλιώτου έως βορρά· 48 και επιγνώσεται πάσα σάρξ ότι εγώ Κύριος εξέκαυσα αυτό και ου σβεσθήσεται. 49 και είπα· μηδαμώς Κύριε Κύριε· αυτοί λέγουσι προς με· ουχί παραβολή εστι λεγομένη αύτη;
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 διά τούτο προφήτευσον, υιέ ανθρώπου, και στήρισον το πρόσωπόν σου επί Ιερουσαλήμ και επίβλεψον επί τα άγια αυτών και προφητεύσεις επί την γήν τού Ισραήλ 3 και ερείς προς την γήν τού Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ προς σε και εκσπάσω το εγχειρίδιόν μου εκ τού κολεού αυτού και εξολοθρεύσω εκ σού άνομον και άδικον· 4 ανθ' ών εξολοθρεύσω εκ σού άδικον και άνομον, ούτως εξελεύσεται το εγχειρίδιόν μου εκ τού κολεού αυτού επί πάσαν σάρκα από απηλιώτου έως βορρά· 5 και επιγνώσεται πάσα σάρξ διότι εγώ Κύριος εξέσπασα το εγχειρίδιόν μου εκ τού κολεού αυτού και ουκ αποστρέψει ουκέτι. 6 και σύ υιέ ανθρώπου, καταστέναξον εν συντριβή οσφύος σου και εν οδύναις στενάξεις κατ' οφθαλμούς αυτών. 7 και έσται εάν είπωσι προς σε· ένεκα τίνος σύ στενάζεις; και ερείς· επί τή αγγελία, διότι έρχεται, και θραυσθήσεται πάσα καρδία, και πάσαι χείρες παραλυθήσονται, και εκψύξει πάσα σάρξ και πάν πνεύμα, και πάντες μηροί μολυνθήσονται υγρασία· ιδού έρχεται και έσται λέγει Κύριος. 8 και εγένετο λόγος Κυρίου προς με, λέγων· 9 υιέ ανθρώπου, προφήτευσον και ερείς· τάδε λέγει Κύριος· ειπόν· ρομφαία ρομφαία, οξύνου και θυμώθητι,
10 όπως σφάξης σφάγια, οξύνου όπως γένη εις στίλβωσιν, ετοίμη εις παράλυσιν, σφάζε, εξουδένει, απωθού πάν ξύλον. 11 και έδωκεν αυτήν ετοίμην τού κρατείν χείρα αυτού· εξηκονήθη η ρομφαία, εστίν ετοίμη τού δούναι αυτήν εις χείρα αποκεντούντος. 12 ανάκραγε και ολόλυξον, υιέ ανθρώπου, ότι αυτή εγένετο εν τώ λαώ μου, αυτή εν πάσι τοίς αφηγουμένοις τού Ισραήλ· παροικήσουσιν επί ρομφαία, εγένετο εν τώ λαώ μου. διά τούτο κρότησον επί την χείρά σου, 13 ότι δεδικαίωται· και τι ει και φυλή απώσθη; ουκ έσται, λέγει Κύριος Κύριος. 14 και σύ, υιέ ανθρώπου, προφήτευσον και κρότησον χείρα επί χείρα και διπλασίασον ρομφαίαν· η τρίτη ρομφαία τραυματιών εστι, ρομφαία τραυματιών η μεγάλη και εκστήσει αυτούς, 15 όπως θραυσθή η καρδία και πληθυνθώσιν οι ασθενούντες επί πάσαν πύλην αυτών· παραδέδονται εις σφάγια ρομφαίας, εύ γέγονεν εις σφαγήν, εύ γέγονεν εις στίλβωσιν. 16 και διαπορεύου, οξύνου, εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, ού αν το πρόσωπόν σου εξεγείρηται. 17 και εγώ δε κροτήσω χείρά μου προς χείρά μου και αναφήσω τον θυμόν μου· εγώ Κύριος λελάληκα. 18 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 19 και σύ υιέ ανθρώπου, διάταξον σεαυτώ δύο οδούς
20 τού εισελθείν ρομφαίαν βασιλέως Βαβυλώνος· εκ χώρας μιάς εξελεύσονται αι δύο, και χείρ εν αρχή οδού πόλεως, επ' αρχής οδού διατάξεις τού εισελθείν ρομφαίαν επί Ραββάθ υιών Αμμών και επί την Ιουδαίαν και επί Ιερουσαλήμ εν μέσω αυτής. 21 διότι στήσεται βασιλεύς Βαβυλώνος επί την αρχαίαν οδόν, επ' αρχής των δύο οδών, τού μαντεύσασθαι μαντείαν, τού αναβράσαι ράβδον και επερωτήσαι εν τοίς γλυπτοίς και κατασκοπήσασθαι εκ δεξιών αυτού. 22 εγένετο το μαντείον επί Ιερουσαλήμ τού βαλείν χάρακα, τού διανοίξαι στόμα εν βοή, υψώσαι φωνήν μετά κραυγής, τού βαλείν χάρακα επί τας πύλας αυτής και βαλείν χώμα και οικοδομήσαι βελοστάσεις. 23 και αυτός αυτοίς ως μαντευόμενος μαντείαν ενώπιον αυτών και αυτός αναμιμνήσκων αδικίας αυτού μνησθήναι. 24 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών ανεμνήσατε τας αδικίας υμών, εν τώ αποκαλυφθήναι τας ασεβείας υμών, τού οραθήναι αμαρτίας υμών εν πάσαις ταίς ασεβείαις υμών και εν τοίς επιτηδεύμασιν υμών, ανθ' ανεμνήσατε, εν τούτοις αλώσεσθε. 25 και σύ, βέβηλε, άνομε, αφηγούμενε τού Ισραήλ, ού ήκει η ημέρα, εν καιρώ αδικίας πέρας, 26 τάδε λέγει Κύριος· αφείλου την κίδαριν και επέθου τον στέφανον· αύτη ου τοιαύτη έσται· εταπείνωσας το υψηλόν και ύψωσας το ταπεινόν. 27 αδικίαν αδικίαν θήσομαι αυτήν, ουδ' αύτη τοιαύτη έσται, έως ού έλθη ώ καθήκει, και παραδώσω αυτώ. ~ 28 Καί σύ υιέ ανθρώπου, προφήτευσον, και ερείς· τάδε λέγει Κύριος προς τους υιούς Αμμών και προς τον ονειδισμόν αυτών και ερείς· ρομφαία ρομφαία εσπασμένη εις σφάγια και εσπασμένη εις συντέλειαν, εγείρου όπως στίλβης 29 εν τή οράσει σου τή ματαία και εν τώ μαντεύεσθαί σε ψευδή, τού παραδούναί σε επί τραχήλους τραυματιών ανόμων, ών ήκει η ημέρα, εν καιρώ αδικίας πέρας.
30 απόστρεφε, μη καταλύσης εν τώ τόπω τούτω, ώ γεγέννησαι· εν τή γη τή ιδία σου κρινώ σε 31 και εκχεώ επί σε οργήν μου, εν πυρί οργής μου εμφυσήσω επί σε και παραδώσω σε εις χείρας ανδρών βαρβάρων τεκταινόντων διαφθοράν. 32 εν πυρί έση κατάβρωμα, το αίμά σου έσται εν μέσω της γής σου· ου μη γένηταί σου μνεία, διότι εγώ Κύριος λελάληκα.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 και σύ υιέ ανθρώπου, ει κρινείς την πόλιν των αιμάτων; και παράδειξον αυτή πάσας τας ανομίας αυτής 3 και ερείς· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ώ πόλις εκχέουσα αίματα εν μέσω αυτής τού ελθείν καιρόν αυτής και ποιούσα ενθυμήματα καθ' εαυτής, τού μιαίνειν αυτήν, 4 εν τοίς αίμασιν αυτών, οίς εξέχεας, παραπέπτωκας και εν τοίς ενθυμήμασί σου, οίς εποίεις, εμιαίνου, και ήγγισας τας ημέρας σου και ήγαγες καιρόν ετών σου. διά τούτο δέδωκά σε εις ονειδισμόν τοίς έθνεσι, και εις εμπαιγμόν πάσαις ταίς χώραις 5 ταίς εγγιζούσαις προς σε και ταίς μακράν απεχούσαις από σού, και εμπαίξονται εν σοί· ακάθαρτος η ονομαστή και πολλή εν ταίς ανομίαις. 6 ιδού οι αφηγούμενοι οίκου Ισραήλ, έκαστος προς τους συγγενείς αυτού συνανεφύροντο εν σοί, όπως εκχέωσιν αίμα· 7 πατέρα και μητέρα εκακολόγουν εν σοί, και προς τον προσήλυτον ανεστρέφοντο εν αδικίαις εν σοί, ορφανόν και χήραν κατεδυνάστευον εν σοί· 8 και τα άγιά μου εξουθένουν και τα σάββατά μου εβεβήλουν εν σοί. 9 άνδρες λησταί ήσαν εν σοί, όπως εκχέωσιν εν σοί αίμα, και επί των ορέων ήσθιον εν σοί, ανόσια εποίουν εν μέσω σου.
10 αισχύνην πατρός απεκάλυψαν εν σοί και εν ακαθαρσίαις αποκαθημένην εταπείνουν εν σοί· 11 έκαστος την γυναίκα τού πλησίον αυτού ηνομούσαν, και έκαστος την νύμφην αυτού εμίαινεν εν ασεβεία, και έκαστος την αδελφήν αυτού θυγατέρα τού πατρός αυτού εταπείνουν εν σοί. 12 δώρα ελαμβάνοσαν εν σοί, όπως εκχέωσιν αίμα, τόκον και πλεονασμόν ελαμβάνοσαν εν σοί· και συνετελέσω συντέλειαν κακίας σου την εν καταδυναστεία, εμού δε επελάθου, λέγει Κύριος. 13 εάν δε πατάξω χείρά μου προς χείρά μου εφ' οίς συντετέλεσαι, οίς εποίησας, και επί τοίς αίμασί σου τοίς γεγενημένοις εν μέσω σου, 14 ει υποστήσεται η καρδία σου; ει κρατήσουσιν αι χείρές σου εν ταίς ημέραις, αίς εγώ ποιώ εν σοί; εγώ Κύριος λελάληκα και ποιήσω. 15 και διασκορπιώ σε εν τοίς έθνεσι και διασπερώ σε εν ταίς χώραις, και εκλείψει η ακαθαρσία σου εκ σού, 16 και κατακληρονομήσω εν σοί κατ' οφθαλμούς των εθνών· και γνώσεσθε διότι εγώ Κύριος. ~ 17 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 18 υιέ ανθρώπου, ιδού γεγόνασί μοι ο οίκος Ισραήλ αναμεμειγμένοι πάντες χαλκώ και σιδήρω και κασσιτέρω και μολίβω, εν μέσω αργυρίου αναμεμειγμένος εστί. 19 διά τούτο ειπόν· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ανθ' ών εγένεσθε εις σύγκρασιν μίαν, διά τούτο εγώ εισδέχομαι υμάς εις μέσον Ιερουσαλήμ.
20 καθώς εισδέχεται άργυρος και χαλκός και σίδηρος και κασσίτερος και μόλιβος εις μέσον καμίνου τού εκφυσήσαι εις αυτό πύρ τού χωνευθήναι, ούτως εισδέξομαι εν οργή μου και συνάξω και χωνεύσω υμάς 21 και εκφυσήσω εφ' υμάς εν πυρί οργής μου, και χωνευθήσεσθε εν μέσω αυτής. 22 ον τρόπον χωνεύεται αργύριον εν μέσω καμίνου, ούτως χωνευθύσεσθε εν μέσω αυτής· και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος εξέχεα τον θυμόν μου εφ' υμάς. ~ 23 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 24 υιέ ανθρώπου, ειπόν αυτή· σύ εί γη η ου βρεχομένη, ουδέ υετός εγένετο επί σε εν ημέρα οργής· 25 ής οι αφηγούμενοι εν μέσω αυτής ως λέοντες ωρυόμενοι αρπάζοντες αρπάγματα, ψυχάς κατεσθίοντες εν δυναστεία, και τιμάς λαμβάνοντες εν αδικία, και αι χήραί σου επληθύνθησαν εν μέσω σου. 26 και οι ιερείς αυτής ηθέτησαν νόμον μου και εβεβήλουν τα άγιά μου· αναμέσον αγίου και βεβήλου ου διέστελλον και αναμέσον ακαθάρτου και τού καθαρού ου διέστελλον και από των σαββάτων μου παρεκάλυπτον τους οφθαλμούς αυτών, και εβεβηλούμην εν μέσω αυτών. 27 οι άρχοντες αυτής εν μέσω αυτής ως λύκοι αρπάζοντες αρπάγματα τού εκχέαι αίμα, όπως πλεονεξία πλεονεκτώσι. 28 και οι προφήται αυτής αλείφοντες αυτούς πεσούνται, ορώντες μάταια, μαντευόμενοι ψευδή, λέγοντες· τάδε λέγει Κύριος, και Κύριος ουκ ελάλησε. 29 λαόν της γής εκπιεζούντες αδικία και διαρπάζοντες αρπάγματα, πτωχόν και πένητα καταδυναστεύοντες και προς τον προσήλυτον ουκ αναστρεφόμενοι μετά κρίματος.
30 και εζήτουν εξ αυτών άνδρα αναστρεφόμενον ορθώς και εστώτα πρό προσώπου μου ολοσχερώς εν τώ καιρώ της γής τού μη εις τέλος εξαλείψαι αυτήν, και ουχ εύρον. 31 και εξέχεα επ' αυτήν θυμόν μου εν πυρί οργής μου τού συντελέσαι· τας οδούς αυτών εις κεφαλάς αυτών δέδωκα, λέγει Κύριος Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, δύο γυναίκες ήσαν θυγατέρες μητρός μιάς 3 και εξεπόρνευσαν εν Αιγύπτω εν τή νεότητι αυτών· εκεί έπεσον οι μαστοί αυτών, εκεί διεπαρθενεύθησαν. 4 και τα ονόματα αυτών ήν Οολά η πρεσβυτέρα και Οολιβά η αδελφή αυτής. και εγένοντό μοι και έτεκον υιούς και θυγατέρας, και τα ονόματα αυτών· Σαμάρεια ήν Οολά και Ιερουσαλήμ ήν Οολιβά. 5 και εξεπόρνευσεν η Οολά απ' εμού και επέθετο επί τους εραστάς αυτής, επί τους Ασσυρίους τους εγγίζοντας αυτή, 6 ενδεδυκότας υακίνθινα, ηγουμένους και στρατηγούς· νεανίσκοι και επίλεκτοι πάντες, ιππείς ιππαζόμενοι εφ' ίππων. 7 και έδωκε την πορνείαν αυτής επ' αυτούς· επίλεκτοι υιοί Ασσυρίων πάντες, και επί πάντας, ούς επέθετο, εν πάσι τοίς ενθυμήμασιν αυτοίς εμιαίνετο. 8 και την πορνείαν αυτής εξ Αιγύπτου ουκ εγκατέλιπεν, ότι μετ' αυτής εκοιμώντο εν νεότητι αυτής, και αυτοί διεπαρθένευσαν αυτήν και εξέχεαν την πορνείαν αυτών επ' αυτήν. 9 διά τούτο παρέδωκα αυτήν εις χείρας των εραστών αυτής, εις χείρας υιών Ασσυρίων, εφ' ούς επετίθετο.
10 αυτοί απεκάλυψαν την αισχύνην αυτής, υιούς και θυγατέρας αυτής έλαβον και αυτήν εν ρομφαία απέκτειναν. και εγένετο λάλημα εις γυναίκας, και εποίησαν εκδικήσεις εν αυτή εις τας θυγατέρας. ~ 11 Καί είδεν η αδελφή αυτής Οολιβά και διέφθειρε την επίθεσιν αυτής υπέρ αυτήν και την πορνείαν αυτής υπέρ την πορνείαν της αδελφής αυτής. 12 επί τους υιούς των Ασσυρίων επέθετο, ηγουμένους και στρατηγούς τους εγγύς αυτής ενδεδυκότας ευπάρυφα, ιππείς ιππαζομένους εφ' ίππων· νεανίσκοι επίλεκτοι πάντες. 13 και είδον ότι μεμίανται· οδός μία των δύο. 14 και προσέθετο προς την πορνείαν αυτής και είδεν άνδρας εζωγραφημένους επί τού τοίχου, εικόνας Χαλδαίων, εζωγραφημένους εν γραφίδι, 15 εζωσμένους ποικίλματα επί τας οσφύας αυτών, και τιάραι βαπταί επί των κεφαλών αυτών, όψις τρισσή πάντων, ομοίωμα υιών Χαλδαίων, γής πατρίδος αυτών, 16 και επέθετο επ' αυτούς τή οράσει οφθαλμών αυτής και εξαπέστειλεν αγγέλους προς αυτούς εις γήν Χαλδαίων. 17 και ήλθοσαν προς αυτήν υιοί Βαβυλώνος εις κοίτην καταλυόντων και εμίαινον αυτήν εν τή πορνεία αυτής, και εμιάνθη εν αυτοίς· και απέστη η ψυχή αυτής απ' αυτών. 18 και απεκάλυψε την πορνείαν αυτής και απεκάλυψεν αισχύνην αυτής, και απέστη η ψυχή μου απ' αυτής, ον τρόπον απέστη η ψυχή μου από της αδελφής αυτής. 19 και επλήθυνας την πορνείαν σου τού αναμνήσαι ημέραν νεότητός σου, εν αίς επόρνευσας εν Αιγύπτω,
20 και επέθου επί τους Χαλδαίους, ών ως όνων αι σάρκες αυτών και αιδοία ίππων τα αιδοία αυτών. 21 και επεσκέψω την ανομίαν νεότητός σου, ά εποίεις εν Αιγύπτω εν τώ καταλύματί σου, ού οι μαστοί νεότητός σου. ~ 22 Διά τούτο Οολιβά, τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ εξεγείρω τους εραστάς σου επί σε, αφ' ών απέστη η ψυχή σου απ' αυτών, και επάξω αυτούς επί σε κυκλόθεν, 23 υιούς Βαβυλώνος και πάντας τους Χαλδαίους, Φακούδ και Σουέ και Κουέ και πάντας υιούς Ασσυρίων μετ' αυτών, νεανίσκους επιλέκτους, ηγεμόνας και στρατηγούς πάντας, τρισσούς και ονομαστούς ιππεύοντας εφ' ίππων· 24 και πάντες ήξουσιν επί σε από βορρά, άρματα και τροχοί μετ' όχλου λαών, θυρεοί και πέλται, και βαλούσι φυλακήν επί σε κύκλω. 25 και δώσω πρό προσώπου αυτών κρίμα, και εκδικήσουσί σε εν τοίς κρίμασιν αυτών. και δώσω τον ζήλόν μου εν σοί, και ποιήσουσι μετά σού εν οργή θυμού· μυκτήρά σου και ώτά σου αφελούσι και τους καταλοίπους σου εν ρομφαία καταβαλούσιν. αυτοί υιούς σου και θυγατέρας σου λήψονται, και τους καταλοίπους σου πύρ καταφάγεται. 26 και εκδύσουσί σε τον ιματισμόν σου και λήψονται τα σκεύη της καυχήσεώς σου. 27 και αποστρέψω τας ασεβείας σου εκ σού και την πορνείαν σου εκ γής Αιγύπτου, και ου μη άρης τους οφθαλμούς σου επ' αυτούς, και Αιγύπτου ου μη μνησθής ουκέτι. 28 διότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ παραδίδωμί σε εις χείρας ών μισείς, αφ' ών απέστη η ψυχή σου απ' αυτών. 29 και ποιήσουσιν εν σοί εν μίσει και λήψονται πάντας τους πόνους σου και τους μόχθους σου, και έση γυμνή και αισχύνουσα, και αποκαλυφθήσεται αισχύνη πορνείας σου και ασέβειά σου. και η πορνεία σου
30 εποίησε ταύτά σοι εν τώ εκπορνεύσαί σε οπίσω εθνών και εμιαίνου εν τοίς ενθυμήμασιν αυτών. 31 εν τή οδώ της αδελφής σου επορεύθης, και δώσω το ποτήριον αυτής εις χείράς σου. 32 τάδε λέγει Κύριος· το ποτήριον της αδελφής σου πίεσαι, το βαθύ και το πλατύ, το πλεονάζον τού συντελέσαι μέθην, 33 και εκλύσεως πλησθήση· και το ποτήριον αφανισμού, ποτήριον αδελφής σου Σαμαρείας, 34 και πίεσαι αυτό· και τας εορτάς και τας νουμηνίας αυτής αποστρέψω· διότι εγώ λελάληκα, λέγει Κύριος. 35 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών επελάθου μου και απέρριψάς με οπίσω τού σώματός σου, και σύ λαβέ την ασέβειάν σου και την πορνείαν σου. ~ 36 Καί είπε Κύριος προς με· υιέ ανθρώπου, ου κρινείς την Οολάν και την Οολιβάν, και αναγγελείς αυταίς τας ανομίας αυτών; 37 ότι εμοιχώντο, και αίμα εν χερσίν αυτών· τα ενθυμήματα αυτών εμοιχώντο, και τα τέκνα αυτών, ά εγέννησάν μοι, διήγαγον αυτοίς δι' εμπύρων. 38 έως και ταύτα εποίησάν μοι· τα άγιά μου εμίαινον και τα σάββατά μου εβεβήλουν· 39 και εν τώ σφάζειν αυτούς τα τέκνα αυτών τοίς ειδώλοις αυτών και εισεπορεύοντο εις τα άγιά μου τού βεβηλούν αυτά· και ότι ούτως εποίουν εν μέσω τού οίκου μου.
40 και ότι τοίς ανδράσι τοίς ερχομένοις μακρόθεν, οίς αγγέλους εξαπέστειλαν προς αυτούς, και άμα τώ έρχεσθαι αυτούς ευθύς ελούου και εστιβίζου τους οφθαλμούς σου και εκόσμου κόσμω 41 και εκάθου επί κλίνης εστρωμένης, και τράπεζα κεκοσμημένη πρό προσώπου αυτής, και το θυμίαμα και το έλαιόν μου ευφραίνοντο εν αυτοίς. 42 και φωνήν αρμονίας ανεκρούοντο, και προς άνδρας εκ πλήθους ανθρώπων ήκοντας εκ της ερήμου, και εδίδοσαν ψέλλια επί τας χείρας αυτών και στέφανον καυχήσεως επί τας κεφαλάς αυτών. 43 και είπα· ουκ εν τούτοις μοιχεύουσι; και έργα πόρνης και αυτή εξεπόρνευσε. 44 και εισεπορεύοντο προς αυτήν, ον τρόπον εισπορεύονται προς γυναίκα πόρνην, ούτως εισεπορεύοντο προς Οολάν και προς Οολιβάν τού ποιήσαι ανομίαν. 45 και άνδρες δίκαιοι αυτοί και εκδικήσουσιν αυτάς εκδικήσει μοιχαλίδος και εκδικήσει αίματος, ότι μοιχαλίδες εισί, και αίμα εν χερσίν αυτών. 46 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ανάγαγε επ' αυτάς όχλον και δός εν αυταίς ταραχήν και διαρπαγήν 47 και λιθοβόλησον επ' αυτάς λίθοις όχλων και κατακέντει αυτάς εν τοίς ξίφεσιν αυτών· υιούς αυτών και θυγατέρας αυτών αποκτενούσι και τους οίκους αυτών εμπρήσουσι. 48 και αποστρέψω ασέβειαν εκ της γής, και παιδευθήσονται πάσαι αι γυναίκες και ου μη ποιήσουσι κατά τας ασεβείας αυτών. 49 και δοθήσεται η ασέβεια υμών εφ' υμάς, και τας αμαρτίας των ενθυμημάτων υμών λήψεσθε· και γνώσεσθε διότι εγώ Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με εν τώ έτει τώ ενάτω, εν τώ μηνί τώ δεκάτω, δεκάτη τού μηνός, λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, γράψον σεαυτώ εις ημέραν από της ημέρας ταύτης, αφ' ής απηρείσατο βασιλεύς Βαβυλώνος επί Ιερουσαλήμ, από της ημέρας της σήμερον, 3 και ειπόν επί τον οίκον τον παραπικραίνοντα παραβολήν και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· επίστησον τον λέβητα και έγχεον εις αυτόν ύδωρ 4 και έμβαλε εις αυτόν τα διχοτομήματα, πάν διχοτόμημα καλόν, σκέλος και ώμον εκσεσαρκισμένα από των οστών 5 εξ επιλέκτων κτηνών ειλημμένων και υπόκαιε τα οστά υποκάτω αυτών· έζεσεν έζεσε, και ήψηται τα οστά αυτής εν μέσω αυτής. 6 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ώ πόλις αιμάτων, λέβης εν ώ εστιν ιός εν αυτώ, και ο ιός ουκ εξήλθεν εξ αυτής· κατά μέλος αυτής εξήνεγκεν, ουκ έπεσεν επ' αυτήν κλήρος. 7 ότι αίμα αυτής εν μέσω αυτής εστιν, επί λεωπετρίαν τέταχα αυτό. ουκ εκκέχυκα αυτό επί την γήν τού καλύψαι επ' αυτό γήν· 8 τού αναβήναι θυμόν εις εκδίκησιν εκδικηθήναι δέδωκα το αίμα αυτής επί λεωπετρίαν τού μη καλύψαι αυτό. 9 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· καγώ μεγαλυνώ τον δαλόν
10 και πληθυνώ τα ξύλα και ανακαύσω το πύρ, όπως τακή τα κρέα και ελαττωθή ο ζωμός 11 και στή επί τους άνθρακας, όπως προσκαυθή και θερμανθή ο χαλκός αυτής και τακή εν μέσω ακαθαρσίας αυτής, και εκλίπη ο ιός αυτής, 12 και ου μη εξέλθη εξ αυτής πολύς ο ιός αυτής, καταισχυνθήσεται ο ιός αυτής, 13 ανθ' ών εμιαίνου σύ. και τι εάν μη καθαρισθής έτι, έως ού εμπλήσω τον θυμόν μου; 14 εγώ Κύριος λελάληκα, και ήξει, και ποιήσω, ου διαστελώ ουδέ μη ελεήσω· κατά τας οδούς σου, και κατά τα ενθυμήματά σου κρινώ σε, λέγει Κύριος. διά τούτο εγώ κρινώ σε κατά τα αίματά σου και κατά τα ενθυμήματά σου κρινώ σε, η ακάθαρτος, η ονομαστή και πολλή τού παραπικραίνειν. 15 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 16 υιέ ανθρώπου, ιδού εγώ λαμβάνω εκ σού τα επιθυμήματα των οφθαλμών σου εν παρατάξει· ου μη κοπής ουδ' ου μη κλαυσθής. 17 στεναγμός αίματος, οσφύος, πένθους εστίν· ουκ έσται το τρίχωμά σου συμπεπλεγμένον επί σε και τα υποδήματά σου εν τοίς ποσί σου, ου μη παρακληθής εν χείλεσιν αυτών και άρτον ανδρών ου μη φάγης. 18 και ελάλησα προς τον λαόν το πρωί, ον τρόπον ενετείλατό μοι, και απέθανεν η γυνή μου εσπέρας, και εποίησα το πρωί ον τρόπον επετάγη μοι. 19 και είπε προς με ο λαός· ουκ αναγγελείς ημίν τι εστι ταύτα, ά σύ ποιείς;
20 και είπα προς αυτούς· λόγος Κυρίου εγένετο προς με λέγων· 21 ειπόν προς τον οίκον τού Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ βεβηλώ τα άγιά μου, φρύαγμα ισχύος υμών, επιθυμήματα οφθαλμών υμών, και υπέρ ών φείδονται αι ψυχαί υμών· και οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, ούς εγκατελίπετε, εν ρομφαία πεσούνται. 22 και ποιήσετε ον τρόπον πεποίηκα· από στόματος αυτών ου παρακληθήσεσθε και άρτον ανδρών ου φάγεσθε, 23 και αι κόμαι υμών επί της κεφαλής υμών, και τα υποδήματα υμών εν τοίς ποσίν υμών· ούτε μη κόψησθε ούτε μη κλαύσητε, και εντακήσεσθε εν ταίς αδικίαις υμών και παρακαλέσετε έκαστος τον αδελφόν αυτού. 24 και έσται Ιεζεκιήλ υμίν εις τέρας· κατά πάντα, όσα εποίησα, ποιήσετε, όταν έλθη ταύτα· και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος. ~ 25 Καί σύ υιέ ανθρώπου, ουχί εν τή ημέρα, όταν λαμβάνων την ισχύν παρ' αυτών, την έπαρσιν της καυχήσεως αυτών, τα επιθυμήματα οφθαλμών αυτών και την έπαρσιν ψυχής αυτών, υιούς αυτών και θυγατέρας αυτών, 26 εν τή ημέρα εκείνη ήξει ο ανασωζόμενος προς σε τού αναγγείλαί σοι εις τα ώτα; 27 εν τή ημέρα εκείνη διανοιχθήσεται το στόμα σου προς τον ανασωζόμενον και λαλήσεις και ου μη αποκωφωθής ουκέτι· και έση αυτοίς εις τέρας, και επιγνώσονται διότι εγώ Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, στήρισον το πρόσωπόν σου επί τους υιούς Αμμών και προφήτευσον επ' αυτούς 3 και ερείς τοίς υιοίς Αμμών· ακούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών επεχάρητε επί τα άγιά μου, ότι εβεβηλώθη, και επί την γήν τού Ισραήλ, ότι ηφανίσθη, και επί τον οίκον τού Ιούδα, ότι επορεύθησαν εν αιχμαλωσία, 4 διά τούτο ιδού εγώ παραδίδωμι υμάς τοίς υιοίς Κεδέμ εις κληρονομίαν, και κατασκηνώσουσιν εν τή απαρτία αυτών εν σοί και δώσουσιν εν σοί τα σκηνώματα αυτών· αυτοί φάγονται τους καρπούς σου, και αυτοί πίονται την πιότητά σου. 5 και δώσω την πόλιν τού Αμμών εις νομάς καμήλων και τους υιούς Αμμών εις νομήν προβάτων· και επιγνώσεσθε διότι εγώ Κύριος. 6 διότι τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών εκρότησας την χείρά σου και εψόφησας τώ ποδί σου και επέχαρας εκ ψυχής σου επί την γήν τού Ισραήλ, 7 διά τούτο εκτενώ την χείρά μου επί σε και δώσω σε εις διαρπαγήν εν τοίς έθνεσι και εξολοθρεύσω σε εκ των λαών και απολώ σε εκ των χωρών απωλεία· και επιγνώση διότι εγώ Κύριος. ~ 8 Τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών είπε Μωάβ· ιδού ον τρόπον πάντα τα έθνη οίκος Ισραήλ και Ιούδα, 9 διά τούτο ιδού εγώ παραλύω τον ώμον Μωάβ από πόλεων ακρωτηρίων αυτού, εκλεκτήν γήν, οίκον Ασιμούθ επάνω πηγής πόλεως παραθαλασσίας.
10 τοίς υιοίς Κεδέμ επί τους υιούς Αμμών δέδωκα αυτούς εις κληρονομίαν, όπως μη μνεία γένηται των υιών Αμμών· 11 και εις Μωάβ ποιήσω εκδίκησιν, και επιγνώσονται διότι εγώ Κύριος. ~ 12 Τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών εποίησεν η Ιδουμαία εν τώ εκδικήσαι αυτούς εκδίκησιν εις τον οίκον Ιούδα και εμνησικάκησαν και εξεδίκησαν δίκην, 13 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· και εκτενώ την χείρά μου επί την Ιδουμαίαν και εξολοθρεύσω εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος και θήσομαι αυτήν έρημον, και εκ Θαιμάν διωκόμενοι εν ρομφαία πεσούνται. 14 και δώσω εκδίκησίν μου επί την Ιδουμαίαν εν χειρί λαού μου Ισραήλ, και ποιήσουσιν εν τή Ιδουμαία κατά την οργήν μου και κατά τον θυμόν μου· και επιγνώσονται την εκδίκησίν μου, λέγει Κύριος. ~ 15 Διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών εποίησαν οι αλλόφυλοι εν εκδικήσει και εξανέστησαν εκδίκησιν επιχαίροντες εκ ψυχής τού εξαλείψαι έως ενός, 16 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ εκτείνω την χείρά μου επί τους αλλοφύλους και εξολοθρεύσω Κρήτας και απολώ τους καταλοίπους τους κατοικούντας την παραλίαν· 17 και ποιήσω εν αυτοίς εκδικήσεις μεγάλας, και επιγνώσονται διότι εγώ Κύριος εν τώ δούναι την εκδίκησίν μου επ' αυτούς.
1 ΚΑΙ εγενήθη εν τώ ενδεκάτω έτει, μια τού μηνός, εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, ανθ' ών είπε Σόρ επί Ιερουσαλήμ· εύγε, συνετρίβη, απόλωλε τα έθνη, επεστράφη προς με, η πλήρης ηρήμωται, 3 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επί σε, Σόρ, και ανάξω επί σε έθνη πολλά, ως αναβαίνει η θάλασσα τοίς κύμασιν αυτής. 4 και καταβαλούσι τα τείχη Σόρ και καταβαλούσι τους πύργους σου, και λικμήσω τον χούν αυτής απ' αυτής και δώσω αυτήν εις λεωπετρίαν. 5 ψυγμός σαγηνών έσται εν μέσω θαλάσσης, ότι εγώ λελάληκα, λέγει Κύριος· και έσται εις προνομήν τοίς έθνεσι. 6 και αι θυγατέρες αυτής αι εν τώ πεδίω μαχαίρα αναιρεθήσονται, και γνώσονται ότι εγώ Κύριος. 7 ότι τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επάγω επί σε, Σόρ, τον Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος από τού βορρά (βασιλεύς βασιλέων εστί) μεθ' ίππων και αρμάτων και ιππέων και συναγωγής εθνών πολλών σφόδρα. 8 ούτος τας θυγατέρας σου τας εν τώ πεδίω μαχαίρα ανελεί και δώσει επί σε προφυλακήν και περιοικοδομήσει και ποιήσει επί σε κύκλω χάρακα και περίστασιν όπλων και τας λόγχας αυτού απέναντί σου δώσει· 9 τα τείχη σου και τους πύργους σου καταβαλεί εν ταίς μαχαίραις αυτού.
10 από τού πλήθους των ίππων αυτού κατακαλύψει σε ο κονιορτός αυτών, και από της φωνής των ιππέων αυτού και των τροχών των αρμάτων αυτού σεισθήσεται τα τείχη σου εισπορευομένου αυτού τας πύλας σου, ως εισπορευόμενος εις πόλιν εκ πεδίου. 11 εν ταίς οπλαίς των ίππων αυτού καταπατήσουσί σου πάσας τας πλατείας· τον λαόν σου μαχαίρα ανελεί και την υπόστασιν της ισχύος σου επί την γήν κατάξει. 12 και προνομεύσει την δύναμίν σου και σκυλεύσει τα υπάρχοντά σου και καταβαλεί τα τείχη σου και τους οίκους σου τους επιθυμητούς καθελεί, και τους λίθους σου και τα ξύλα σου και τον χούν σου εις μέσον της θαλάσσης σου εμβαλεί. 13 και καταλύσει το πλήθος των μουσικών σου, και η φωνή των ψαλτηρίων σου ου μη ακουσθή έτι. 14 και δώσω σε εις λεωπετρίαν, ψυγμός σαγηνών έση, ου μη οικοδομηθής έτι, ότι εγώ Κύριος ελάλησα, λέγει Κύριος. 15 διότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος τή Σόρ· ουκ από φωνής της πτώσεώς σου εν τώ στενάξαι τραυματίας, εν τώ σπάσαι μάχαιραν εν μέσω σου σεισθήσονται αι νήσοι; 16 και καταβήσονται από των θρόνων αυτών πάντες οι άρχοντες εκ των εθνών της θαλάσσης και αφελούνται τας μίτρας από των κεφαλών αυτών και τον ιματισμόν τον ποικίλον αυτών εκδύσονται. εκστάσει εκστήσονται, επί γήν καθεδούνται και φοβηθήσονται την απώλειαν αυτών και στενάξουσιν επί σε· 17 και λήψονται επί σε θρήνον και ερούσί σοι· πώς κατελύθης εκ θαλάσσης, η πόλις η επαινετή, η δούσα τον φόβον αυτής πάσι τοίς κατοικούσιν αυτήν; 18 και φοβηθήσονται αι νήσοι από ημέρας πτώσεώς σου· 19 ότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος· όταν δώ σε πόλιν ηρημωμένην ως τας πόλεις τας μη κατοικισθησομένας, εν τώ αναγαγείν με επί σε την άβυσσον και κατακαλύψει σε ύδωρ πολύ,
20 και καταβιβάσω σε προς τους καταβαίνοντας εις βόθρον προς λαόν αιώνος και κατοικιώ σε εις βάθη της γής ως έρημον αιώνιον μετά καταβαινόντων εις βόθρον, όπως μη κατοικηθής μηδέ αναστής επί γής ζωής. 21 απώλειάν σε δώσω, και ουχ υπάρξεις έτι εις τον αιώνα, λέγει Κύριος Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 και σύ υιέ ανθρώπου, λαβέ επί Σόρ θρήνον 3 και ερείς τή Σόρ τή κατοικούση επί της εισόδου της θαλάσσης, τώ εμπορίω των λαών από νήσων πολλών· τάδε λέγει Κύριος τή Σόρ· σύ είπας· εγώ περιέθηκα εμαυτή κάλλος μου. 4 εν καρδία θαλάσσης τώ Βεελείμ υιοί σου περιέθηκάν σοι κάλλος. 5 κέδρος εκ Σανείρ ωκοδομήθη σοι, ταινίαι σανίδων κυπαρίσσου εκ τού Λιβάνου ελήφθησαν τού ποιήσαί σοι ιστούς ελατίνους· 6 εκ της Βασανίτιδος εποίησαν τας κώπας σου, τα ιερά σου εποίησαν εξ ελέφαντος, οίκους αλσώδεις από νήσων των Χετιείμ. 7 βύσσος μετά ποικιλίας εξ Αιγύπτου εγένετό σοι στρωμνή τού περιθείναί σοι δόξαν και περιβαλείν σε υάκινθον και πορφύραν εκ των νήσων Ελεισαί και εγένετο περιβόλαιά σου. 8 και οι άρχοντές σου οι κατοικούντες Σιδώνα και Αράδιοι εγένοντο κωπηλάται σου· οι σοφοί σου, Σόρ, οί ήσαν εν σοί, ούτοι κυβερνήταί σου. 9 οι πρεσβύτεροι βιβλίων και οι σοφοί αυτών ήσαν εν σοί, ούτοι ενίσχυον την βουλήν σου· και πάντα τα πλοία της θαλάσσης και οι κωπηλάται αυτών εγένοντό σοι επί δυσμάς δυσμών.
10 Πέρσαι και Λυδοί και Λίβυες ήσαν εν τή δυνάμει σου, άνδρες πολεμισταί σου πέλτας και περικεφαλαίας εκρέμασαν εν σοί, ούτοι έδωκαν την δόξαν σου. 11 υιοί Αραδίων και η δύναμίς σου επί των τειχέων σου φύλακες εν τοίς πύργοις σου ήσαν, τας φαρέτρας αυτών εκρέμασαν επί των όρμων σου κύκλω· ούτοι ετελείωσάν σου το κάλλος. 12 Καρχηδόνιοι έμποροί σου από πλήθους πάσης ισχύος σου, αργύριον και χρυσίον και σίδηρον και κασσίτερον και μόλιβον έδωκαν την αγοράν σου. 13 η Ελλάς και η σύμπασα και τα παρατείνοντα, ούτοι ενεπορεύοντό σοι εν ψυχαίς ανθρώπων και σκεύη χαλκά έδωκαν την εμπορίαν σου. 14 εξ οίκου Θεργαμά ίππους και ιππείς έδωκαν την αγοράν σου. 15 υιοί Ροδίων έμποροί σου από νήσων επλήθυναν την εμπορίαν σου οδόντας ελεφαντίνους, και τοίς εισαγομένοις αντεδίδους τους μισθούς σου, 16 ανθρώπους εμπορίαν σου από πλήθους τού συμμείκτου σου, στακτήν και ποικίλματα εκ Θαρσίς, και Ραμόθ και Χορχόρ έδωκαν την αγοράν σου. 17 Ιούδας και οι υιοί τού Ισραήλ, ούτοι έμποροί σου εν πράσει σίτου και μύρων και κασίας, και πρώτον μέλι και έλαιον και ρητίνην έδωκαν εις τον σύμμεικτόν σου. 18 Δαμασκός έμπορός σου εκ πλήθους πάσης δυνάμεώς σου· οίνος εκ Χελβών και έρια εκ Μιλήτου, και οίνον εις την αγοράν σου έδωκαν. 19 εξ Ασήλ σίδηρος ειργασμένος και τροχός εν τώ συμμείκτω σού εστι.
20 Δαιδάν έμποροί σου μετά κτηνών εκλεκτών εις άρματα. 21 η Αραβία και πάντες οι άρχοντες Κηδάρ, ούτοι έμποροί σου διά χειρός σου, καμήλους και αμνούς και κριούς εν οίς εμπορεύονταί σε. 22 έμποροι Σαββά και Ραγμά, ούτοι έμποροί σου μετά πρώτων ηδυσμάτων και λίθων χρηστών και χρυσόν έδωκαν την αγοράν σου. 23 Χαρράν και Χαννά, ούτοι έμποροί σου· Ασσούρ και Χαρμάν έμποροί σου 24 φέροντες εμπορίαν υάκινθον και θησαυρούς εκλεκτούς δεδεμένους σχοινίοις και κυπαρύσσινα. 25 πλοία, εν αυτοίς Καρχηδόνιοι έμποροί σου εν τώ πλήθει, εν τώ συμμείκτω σου, και ενεπλήσθης και εβαρύνθης σφόδρα εν καρδία θαλάσσης. 26 εν ύδατι πολλώ ήγόν σε οι κωπηλάται σου· το πνεύμα τού νότου συνέτριψέ σε εν καρδία θαλάσσης. 27 ήσαν δυνάμεις σου και ο μισθός σου και των συμμείκτων σου και οι κωπηλάται σου και οι κυβερνήταί σου και οι σύμβουλοί σου και οι σύμμεικτοί σου εκ των συμμείκτων σου και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί σου οι εν σοί και πάσα συναγωγή σου εν μέσω σου, πεσούνται εν καρδία θαλάσσης εν τή ημέρα της πτώσεώς σου. 28 προς την κραυγήν της φωνής σου οι κυβερνήταί σου φόβω φοβηθήσονται, 29 και καταβήσονται από των πλοίων πάντες οι κωπηλάται και οι επιβάται και οι πρωρείς της θαλάσσης επί την γήν στήσονται
30 και αλαλάξουσιν επί σε τή φωνή αυτών και κεκράξονται πικρόν και επιθήσουσι γήν επί την κεφαλήν αυτών και σποδόν υποστρώσονται. 32 και λήψονται οι υιοί αυτών επί σε θρήνον και θρήνημά σοι· 33 πόσον τινά εύρες μισθόν από της θαλάσσης; ενέπλησας έθνη από τού πλήθους σου και από τού συμμείκτου σου επλούτησας πάντας βασιλείς της γής. 34 νύν συνετρίβης εν θαλάσση, εν βάθει ύδατος· ο σύμμεικτός σου και πάσα η συναγωγή σου εν μέσω σου 35 έπεσον, πάντες οι κωπηλάται σου. πάντες οι κατοικούντες τας νήσους εστύγνασαν επί σε, και οι βασιλείς αυτών εκστάσει εξέστησαν, και εδάκρυσε το πρόσωπον αυτών. 36 έμποροι από εθνών εσύρισάν σε, απώλεια εγένου, και ουκέτι έση εις τον αιώνα.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 και σύ υιέ ανθρώπου, ειπόν τώ άρχοντι Τύρου· τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών υψώθη σου η καρδία, και είπας· θεός ειμι εγώ, κατοικίαν θεού κατώκησα εν καρδία θαλάσσης, σύ δε εί άνθρωπος και ου Θεός, και έδωκας την καρδίαν σου ως καρδίαν Θεού. 3 μη σοφώτερος εί σύ τού Δανιήλ; ή σοφοί ουκ επαίδευσάν σε τή επιστήμη αυτών; 4 μη εν τή επιστήμη σου ή τή φρονήσει σου εποίησας σεαυτώ δύναμιν και χρυσίον και αργύριον εν τοίς θησαυροίς σου; 5 εν τή πολλή επιστήμη σου και εμπορία σου επλήθυνας δύναμίν σου, υψώθη η καρδία σου εν τή δυνάμει σου. 6 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· επειδή δέδωκας την καρδίαν σου ως καρδίαν Θεού, 7 αντί τούτου ιδού εγώ επάγω επί σε αλλοτρίους λοιμούς από εθνών, και εκκενώσουσι τας μαχαίρας αυτών επί σε και επί το κάλλος της επιστήμης σου και στρώσουσι το κάλλος σου εις απώλειαν· 8 και καταβιβάσουσί σε, και αποθανή θανάτω τραυματιών εν καρδία θαλάσσης. 9 μη λέγων ερείς· Θεός ειμι εγώ, ενώπιον των αναιρούντων σε; σύ δε εί άνθρωπος και ου Θεός.
10 εν πλήθει απεριτμήτων απολή εν χερσίν αλλοτρίων, ότι εγώ ελάλησα, λέγει Κύριος. ~ 11 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 12 υιέ ανθρώπου, λαβέ θρήνον επί τον άρχοντα Τύρου και ειπόν αυτώ· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· σύ αποσφράγισμα ομοιώσεως και στέφανος κάλλους 13 εν τή τρυφή τού παραδείσου τού Θεού εγενήθης· πάντα λίθον χρηστόν ενδέδεσαι, σάρδιον και τοπάζιον και σμάραγδον και άνθρακα και σάπφειρον και ίασπιν και αργύριον και χρυσίον και λιγύριον και αχάτην και αμέθυστον και χρυσόλιθον και βηρύλλιον και ονύχιον, και χρυσίου ενέπλησας τους θησαυρούς σου και τας αποθήκας σου εν σοί 14 αφ' ής ημέρας εκτίσθης σύ. μετά τού Χερούβ έθηκά σε εν όρει αγίω Θεού, εγενήθης εν μέσω λίθων πυρίνων. 15 εγενήθης σύ άμωμος εν ταίς ημέραις σου, αφ' ής ημέρας σύ εκτίσθης έως ευρέθη τα αδικήματα εν σοί. 16 από πλήθους της εμπορίας σου έπλησας τα ταμιείά σου ανομίας και ήμαρτες και ετραυματίσθης από όρους τού Θεού, και ήγαγέ σε το Χερούβ εκ μέσου λίθων πυρίνων. 17 υψώθη η καρδία σου επί τώ κάλλει σου, διεφθάρη η επιστήμη σου μετά τού κάλλους σου· διά πλήθος αμαρτιών σου επί την γήν έρριψά σε, εναντίον βασιλέων έδωκά σε παραδειγματισθήναι. 18 διά το πλήθος των αμαρτιών σου και των αδικιών της εμπορίας σου εβεβήλωσα τα ιερά σου, και εξάξω πύρ εκ μέσου σου, τούτο καταφάγεταί σε· και δώσω σε εις σποδόν επί της γής σου εναντίον πάντων των ορώντων σε. 19 και πάντες οι επιστάμενοί σε εν τοίς έθνεσι στυγνάσουσιν επί σε· απώλεια εγένου και ουχ υπάρξεις έτι εις τον αιώνα.
20 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 21 υιέ ανθρώπου, στήρισον το πρόσωπόν σου επί Σιδώνα και προφήτευσον επ' αυτήν 22 και ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επί σε, Σιδών, και ενδοξασθήσομαι εν σοί, και γνώση ότι εγώ ειμι Κύριος εν τώ ποιήσαί με εν σοί κρίματα, και αγιασθήσομαι εν σοί. 23 αίμα και θάνατος εν ταίς πλατείαις σου, και πεσούνται τετραυματισμένοι εν μαχαίραις εν σοί περικύκλω σου· και γνώσονται διότι εγώ ειμι Κύριος. ~ 24 Καί ουκ έσονται ουκέτι εν τώ οίκω τού Ισραήλ σκόλοψ πικρίας και άκανθα οδύνης από πάντων των περικύκλω αυτών των ατιμασάντων αυτούς· και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος. 25 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· και συνάξω τον Ισραήλ εκ των εθνών, ού διεσκορπίσθησαν εκεί, και αγιασθήσομαι εν αυτοίς ενώπιον των λαών και των εθνών· 26 και κατοικήσουσιν επί της γής αυτών, ήν δέδωκα τώ δούλω μου Ιακώβ, και κατοικήσουσιν επ' αυτής εν ελπίδι και οικοδομήσουσιν οικίας και φυτεύσουσιν αμπελώνας και κατοικήσουσιν εν ελπίδι, όταν ποιήσω κρίμα εν πάσι τοίς ατιμάσασιν αυτούς εν τοίς κύκλω αυτών· και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός αυτών και ο Θεός των πατέρων αυτών.
1 ΕΝ τώ έτει τώ δωδεκάτω, εν τώ δεκάτω μηνί, μια τού μηνός, εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, στήρισον το πρόσωπόν σου επί Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και προφήτευσον επ' αυτόν και επ' Αίγυπτον όλην 3 και ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επί Φαραώ, τον δράκοντα τον μέγαν τον εγκαθήμενον εν μέσω ποταμών αυτού, τον λέγοντα· εμοί εισιν οι ποταμοί, και εγώ εποίησα αυτούς. 4 και εγώ δώσω παγίδας εις τας σιαγόνας σου και προσκολλήσω τους ιχθύας τού ποταμού σου προς τας πτέρυγάς σου και ανάξω σε εκ μέσου τού ποταμού σου· 5 και καταβαλώ σε εν τάχει και πάντας τους ιχθύας τού ποταμού σου· επί πρόσωπον τού πεδίου πεσή, και ου μη συναχθής και ου μη περισταλής, τοίς θηρίοις της γής και τοίς πετεινοίς τού ουρανού δέδωκά σε εις κατάβρωμα· 6 και γνώσονται πάντες οι κατοικούντες Αίγυπτον ότι εγώ ειμι Κύριος, ανθ' ών εγενήθης ράβδος καλαμίνη τώ οίκω Ισραήλ. 7 ότε επελάβοντό σου τή χειρί αυτών, εθλάσθης, και ότε επεκρότησεν επ' αυτούς πάσα χείρ και ότε επανεπαύσαντο επί σε, συνετρίβης και συνέκλασας αυτών πάσαν οσφύν. 8 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επάγω επί σε ρομφαίαν και απολώ από σού ανθρώπους και κτήνη· 9 και έσται η γη Αιγύπτου απώλεια και έρημος, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος, αντί τού λέγειν σε· οι ποταμοί εμοί εισι, και εγώ εποίησα αυτούς.
10 διά τούτο ιδού εγώ επί σε και επί πάντας τους ποταμούς σου και δώσω γήν Αιγύπτου εις έρημον και ρομφαίαν και απώλειαν από Μαγδώλου και Συήνης και έως ορίων Αιθιόπων. 11 ου μη διέλθη εν αυτή πούς ανθρώπου, και πούς κτήνους ου μη διέλθη αυτήν, και ου κατοικηθήσεται τεσσαράκοντα έτη. 12 και δώσω την γήν αυτής απώλειαν εν μέσω γής ηρημωμένης, και αι πόλεις αυτής εν μέσω πόλεων ηρημωμένων έσονται τεσσαράκοντα έτη· και διασπερώ Αίγυπτον εν τοίς έθνεσι και λικμήσω αυτούς εις τας χώρας. 13 τάδε λέγει Κύριος· μετά τεσσαράκοντα έτη συνάξω Αιγυπτίους από των εθνών, ού διεσκορπίσθησαν εκεί, 14 και αποστρέψω την αιχμαλωσίαν των Αιγυπτίων και κατοικίσω αυτούς εν γη Φαθωρής, εν τή γη, όθεν ελήφθησαν· και έσται αρχή ταπεινή 15 παρά πάσας τας αρχάς, ου μη υψωθή έτι επί τα έθνη, και ολιγοστούς αυτούς ποιήσω τού μη είναι αυτούς πλείονας εν τοίς έθνεσι. 16 και ουκέτι έσονται τώ οίκω Ισραήλ εις ελπίδα αναμιμνήσκουσαν ανομίαν εν τώ ακολουθήσαι αυτούς οπίσω αυτών· και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος. 17 και εγένετο εν τώ εβδόμω και εικοστώ έτει, μια τού μηνός τού πρώτου, εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 18 υιέ ανθρώπου, Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος κατεδουλώσατο την δύναμιν αυτού δουλεία μεγάλη επί Τύρου, πάσα κεφαλή φαλακρά και πάς ώμος μαδών, και μισθός ουκ εγενήθη αυτώ και τή δυνάμει αυτού επί Τύρου και της δουλείας, ής εδούλευσαν επ' αυτήν. 19 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ δίδωμι τώ Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος γήν Αιγύπτου, και προνομεύσει την προνομήν αυτής και σκυλεύσει τα σκύλα αυτής, και έσται μισθός τή δυνάμει αυτού·
20 αντί της λειτουργίας αυτού, ής εδούλευσεν επί Τύρον, δέδωκα αυτώ γήν Αιγύπτου. τάδε λέγει Κύριος Κύριος· 21 εν τή ημέρα εκείνη ανατελεί κέρας παντί τώ οίκω Ισραήλ, και σοί δώσω στόμα ανεωγμένον εν μέσω αυτών, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, προφήτευσον και ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ώ ώ η ημέρα, 3 ότι εγγύς ημέρα τού Κυρίου, ημέρα νεφέλης, πέρας εθνών έσται. 4 και ήξει μάχαιρα επ' Αιγυπτίους, και έσται ταραχή εν τή Αιθιοπία, και πεσούνται τετραυματισμένοι εν Αιγύπτω, και συμπεσείται τα θεμέλια αυτής. 5 Πέρσαι και Κρήτες και Λυδοί και Λίβυες και πάντες οι επίμεικτοι και των υιών της διαθήκης μου μαχαίρα πεσούνται εν αυτή. 6 και πεσούνται τα αντιστηρίγματα Αιγύπτου, και καταβήσεται η ύβρις της ισχύος αυτής από Μαγδώλου έως Συήνης· μαχαίρα πεσούνται εν αυτή, λέγει Κύριος. 7 και ερημωθήσεται εν μέσω χωρών ηρημωμένων, και αι πόλεις αυτών εν μέσω πόλεων ηρημωμένων έσονται· 8 και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος, όταν δώ πύρ επ' Αίγυπτον και συντριβώσι πάντες οι βοηθούντες αυτή. 9 εν τή ημέρα εκείνη εξελεύσονται άγγελοι σπεύδοντες αφανίσαι την Αιθιοπίαν, και έσται ταραχή εν αυτοίς εν τή ημέρα Αιγύπτου, ότι ιδού ήκει. ~
10 Τάδε λέγει Κύριος Κύριος· και απολώ πλήθος Αιγυπτίων διά χειρός Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος, 11 αυτού και τού λαού αυτού· λοιμοί από εθνών απεσταλμένοι απολέσαι την γήν και εκκενώσουσι πάντες τας μαχαίρας αυτών επ' Αίγυπτον, και πλησθήσεται η γη τραυματιών. 12 και δώσω τους ποταμούς αυτών ερήμους και απολώ την γήν και το πλήρωμα αυτής εν χερσίν αλλοτρίων· εγώ Κύριος λελάληκα. ~ 13 Ότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος· και απολώ μεγιστάνας από Μέμφεως και άρχοντας εκ γής Αιγύπτου, και ουκ έσονται έτι. 14 και απολώ γήν Φαθωρής και δώσω πύρ επί Τάνιν και ποιήσω εκδίκησιν εν Διοσπόλει 15 και εκχεώ τον θυμόν μου επί Σαίν την ισχύν Αιγύπτου και απολώ το πλήθος Μέμφεως. 16 και δώσω πύρ επ' Αίγυπτον, και ταραχή ταραχθήσεται η Συήνη, και εν Διοσπόλει έσται έκρηγμα και διαχυθήσεται ύδατα. 17 νεανίσκοι Ηλιουπόλεως και Βουβάστου εν μαχαίρα πεσούνται, και αι γυναίκες εν αιχμαλωσία πορεύσονται. 18 και εν Τάφναις συσκοτάσει η ημέρα εν τώ συντρίψαι με εκεί τα σκήπτρα Αιγύπτου, και απολείται εκεί η ύβρις ισχύος αυτής, και ταύτην νεφέλη καλύψει, και αι θυγατέρες αυτής αιχμάλωτοι αχθήσονται. 19 και ποιήσω κρίμα εν Αιγύπτω, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος.
20 Καί εγένετο εν τώ ενδεκάτω έτει, εν τώ πρώτω μηνί, εβδόμη τού μηνός, εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 21 υιέ ανθρώπου, τους βραχίονας Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου συνέτριψα, και ιδού ου κατεδέθη τού δοθήναι ίασιν, τού δοθήναι επ' αυτόν μάλαγμα, τού δοθήναι ισχύν επιλαβέσθαι μαχαίρας. 22 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ επί Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και συντρίψω τους βραχίονας αυτού τους ισχυρούς και τους τεταμένους και καταβαλώ την μάχαιραν αυτού εκ της χειρός αυτού 23 και διασπερώ Αίγυπτον εις τα έθνη και λικμήσω αυτούς εις τας χώρας· 24 και κατισχύσω τους βραχίονας βασιλέως Βαβυλώνος και δώσω την ρομφαίαν μου εις την χείρα αυτού, και επάξει αυτήν επ' Αίγυπτον και προνομεύσει την προνομήν αυτής και σκυλεύσει τα σκύλα αυτής. 25 και ενισχύσω τους βραχίονας βασιλέως Βαβυλώνος, οι δε βραχίονες Φαραώ πεσούνται· και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος, εν τώ δούναι την ρομφαίαν μου εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος, και εκτενεί αυτήν επί γήν Αιγύπτου. 26 και διασπερώ Αίγυπτον εις τα έθνη και λικμήσω αυτούς εις τας χώρας· και γνώσονται πάντες ότι εγώ ειμι Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ ενδεκάτω έτει, εν τώ τρίτω μηνί, μια τού μηνός, εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, ειπόν προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και τώ πλήθει αυτού· τίνι ωμοίωσας σεαυτόν εν τώ ύψει σου; 3 ιδού Ασσούρ κυπάρισσος εν τώ Λιβάνω και καλός ταίς παραφυάσι και υψηλός τώ μεγέθει, εις μέσον νεφελών εγένετο η αρχή αυτού. 4 ύδωρ εξέθρεψεν αυτόν, η άβυσσος ύψωσεν αυτόν, τους ποταμούς αυτής ήγαγε κύκλω των φυτών αυτού και τα συστέματα αυτής εξαπέστειλεν εις πάντα τα ξύλα τού πεδίου. 5 ένεκεν τούτου υψώθη το μέγεθος αυτού παρά πάντα τα ξύλα τού πεδίου, και επλατύνθησαν οι κλάδοι αυτού αφ' ύδατος πολλού. 6 εν ταίς παραφυάσιν αυτού ενόσσευσαν πάντα τα πετεινά τού ουρανού, και υποκάτω των κλάδων αυτού εγεννώσαν πάντα τα θηρία τού πεδίου, εν τή σκιά αυτού κατώκησε πάν πλήθος εθνών. 7 και εγένετο καλός εν τώ ύψει αυτού διά το πλήθος των κλάδων αυτού, ότι εγενήθησαν αι ρίζαι αυτού εις ύδωρ πολύ. 8 κυπάρισσοι τοιαύται ουκ εγενήθησαν εν τώ παραδείσω τού Θεού, και πίτυες ουχ όμοιαι ταίς παραφυάσιν αυτού, και ελάται ουκ εγένοντο όμοιαι τοίς κλάδοις αυτού· πάν ξύλον εν τώ παραδείσω τού Θεού ουχ ωμοιώθη αυτώ εν τώ κάλλει αυτού 9 διά το πλήθος των κλάδων αυτού, και εζήλωσαν αυτόν τα ξύλα τού παραδείσου της τρυφής τού Θεού.
10 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος· ανθ' ών εγένου μέγας τώ μεγέθει και έδωκας την αρχήν σου εις μέσον νεφελών, και είδον εν τώ υψωθήναι αυτόν, 11 και παρέδωκα αυτόν εις χείρας άρχοντος εθνών, και εποίησε την απώλειαν αυτού. 12 και εξωλόθρευσαν αυτόν αλλότριοι λοιμοί από εθνών και κατέβαλον αυτόν επί των ορέων, εν πάσαις ταίς φάραγξιν έπεσαν οι κλάδοι αυτού, και συνετρίβη τα στελέχη αυτού εν παντί πεδίω της γής, και κατέβησαν από της σκέπης αυτών πάντες οι λαοί των εθνών και ηδάφισαν αυτόν. 13 επί την πτώσιν αυτού ανεπαύσαντο πάντα τα πετεινά τού ουρανού, και επί τα στελέχη αυτού εγένοντο πάντα τα θηρία τού αγρού, 14 όπως μη υψωθώσιν εν τώ μεγέθει αυτών πάντα τα ξύλα τα εν τώ ύδατι· και έδωκαν την αρχήν αυτών εις μέσον νεφελών και ουκ έστησαν εν τώ ύψει αυτών προς αυτά πάντες οι πίνοντες ύδωρ. πάντες εδόθησαν εις θάνατον, εις γής βάθος, εν μέσω υιών ανθρώπων προς καταβαίνοντας εις βόθρον. ~ 15 Τάδε λέγει Κύριος Κύριος· εν ή ημέρα κατέβη εις άδου, επένθησεν αυτόν η άβυσσος, και επέστησα τους ποταμούς αυτής και εκώλυσα πλήθος ύδατος, και εσκότασεν επ' αυτόν ο Λίβανος, πάντα τα ξύλα τού πεδίου επ' αυτώ εξελύθησαν. 16 από της φωνής της πτώσεως αυτού εσείσθησαν τα έθνη, ότε κατεβίβαζον αυτόν εις άδου μετά των καταβαινόντων εις λάκκον, και παρεκάλουν αυτόν εν γη πάντα τα ξύλα της τρυφής και τα εκλεκτά τού Λιβάνου, πάντα τα πίνοντα ύδωρ. 17 και γάρ αυτοί κατέβησαν μετ' αυτού εις άδου εν τοίς τραυματίαις από μαχαίρας, και το σπέρμα αυτού, οι κατοικούντες υπό την σκέπην αυτού, εν μέσω της ζωής αυτών απώλοντο. 18 τίνι ωμοιώθης; κατάβηθι και καταβιβάσθητι μετά των ξύλων της τρυφής εις γής βάθος· εν μέσω απεριτμήτων κοιμηθήση μετά τραυματιών μαχαίρας. ούτως Φαραώ και το πλήθος της ισχύος αυτού, λέγει Κύριος Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ ενδεκάτω έτει, εν τώ δωδεκάτω μηνί, μια τού μηνός, εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου λαβέ θρήνον επί Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και ερείς αυτώ· λέοντι εθνών ωμοιώθης και σύ ως δράκων ο εν τή θαλάσση και εκεράτιζες τοίς ποταμοίς σου και ετάρασσες ύδωρ τοίς ποσί σου και κατεπάτεις τους ποταμούς σου. 3 τάδε λέγει Κύριος· και περιβαλώ επί σε δίκτυα λαών πολλών και ανάξω σε εν τώ αγκίστρω μου 4 και εκτενώ σε επί την γήν· πεδία πλησθήσεταί σου, και επικαθιώ επί σε πάντα τα πετεινά τού ουρανού και εμπλήσω εκ σού πάντα τα θηρία πάσης της γής, 5 και δώσω τας σάρκας σου επί τα όρη και εμπλήσω από τού αίματός σου, 6 και ποτισθήσεται η γη από των προχωρημάτων σου από τού πλήθους σου επί των ορέων, φάραγγας εμπλήσω από σού. 7 και κατακαλύψω εν τώ σβεσθήναί σε ουρανόν και συσκοτάσω τα άστρα αυτού, ήλιον εν νεφέλη καλύψω, και σελήνη ου μη φάνη το φώς αυτής· 8 πάντα τα φαίνοντα φώς εν τώ ουρανώ συσκοτάσουσιν επί σε, και δώσω σκότος επί την γήν σου, λέγει Κύριος Κύριος. 9 και παροργιώ καρδίαν λαών πολλών, ηνίκα αν άγω αιχμαλωσίαν σου εις τα έθνη, εις γήν, ήν ουκ έγνως.
10 και στυγνάσουσιν επί σε έθνη πολλά, και οι βασιλείς αυτών εκστάσει εκστήσονται εν τώ πέτασθαι την ρομφαίαν μου επί πρόσωπα αυτών, προσδεχόμενοι την πτώσιν αυτών αφ' ημέρας πτώσεώς σου. 11 ότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ρομφαία βασιλέως Βαβυλώνος ήξει σοι, 12 εν μαχαίραις γιγάντων, και καταβαλώ την ισχύν σου· λοιμοί από εθνών πάντες, και απολούσι την ύβριν Αιγύπτου, και συντριβήσεται πάσα η ισχύς αυτής. 13 και απολώ πάντα τα κτήνη αυτής αφ' ύδατος πολλού, και ου μη ταράξη αυτό πούς ανθρώπου έτι, και ίχνος κτηνών ου μη καταπατήση αυτό. 14 ούτως τότε ησυχάσει τα ύδατα αυτών, και οι ποταμοί αυτών ως έλαιον πορεύσονται, λέγει Κύριος. 15 όταν δώ Αίγυπτον εις απώλειαν και ερημωθή η γη σύν τή πληρώσει αυτής, όταν διασπείρω πάντας τους κατοικούντας εν αυτή, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος. 16 θρήνός εστι και θρηνήσεις αυτόν, και αι θυγατέρες των εθνών θρηνήσουσιν αυτόν· επ' Αίγυπτον και επί πάσαν την ισχύν αυτής θρηνήσουσιν αυτήν, λέγει Κύριος Κύριος. 17 και εγενήθη εν τώ δωδεκάτω έτει τού πρώτου μηνός, πεντεκαιδεκάτη τού μηνός, εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 18 υιέ ανθρώπου, θρήνησον επί την ισχύν Αιγύπτου, και καταβιβάσουσιν αυτής τας θυγατέρας τα έθνη νεκράς εις το βάθος της γής, προς τους καταβαίνοντας εις βόθρον. 19 εν μέσω μαχαίρας τραυματιών πεσούνται μετ' αυτού,
20 και κοιμηθήσεται πάσα η ισχύς αυτού. 21 και ερούσί σοι οι γίγαντες· εν βάθει βόθρου γίνου, τίνος κρείττων εί; κατάβηθι και κοιμήθητι μετά απεριτμήτων εν μέσω τραυματιών μαχαίρας. 22 εκεί Ασσούρ και πάσα η συναγωγή αυτού, πάντες τραυματίαι εκεί εδόθησαν, και η ταφή αυτών εν βάθει βόθρου, και εγενήθη η συναγωγή αυτού περικύκλω τού μνήματος αυτού, πάντες οι τραυματίαι οι πεπτωκότες μαχαίρα, 23 οι δόντες τον φόβον αυτών επί γής ζωής. 24 εκεί Αιλάμ και πάσα η δύναμις αυτού περικύκλω τού μνήματος αυτού, πάντες οι τραυματίαι οι πεπτωκότες μαχαίρα και καταβαίνοντες απερίτμητοι εις γής βάθος, οι δεδωκότες αυτών φόβον επί γής ζωής και ελάβοσαν την βάσανον αυτών μετά των καταβαινόντων εις βόθρον 25 εν μέσω τραυματιών. 26 εκεί εδόθησαν Μοσόχ και Θοβέλ και πάσα η ισχύς αυτών περικύκλω τού μνήματος αυτού, πάντες τραυματίαι αυτού, πάντες απερίτμητοι τραυματίαι από μαχαίρας, οι δεδωκότες τον φόβον αυτών επί γής ζωής. 27 και εκοιμήθησαν μετά των γιγάντων των πεπτωκότων απ' αιώνος, οί κατέβησαν εις άδου εν όπλοις πολεμικοίς και έθηκαν τας μαχαίρας αυτών υπό τας κεφαλάς αυτών· και εγενήθησαν αι ανομίαι αυτών επί των οστέων αυτών, ότι εξεφόβησαν γίγαντας εν γη ζωής. 28 και σύ εν μέσω απεριτμήτων κοιμηθήση μετά τετραυματισμένων μαχαίρα. 29 εκεί εδόθησαν οι άρχοντες Ασσούρ οι δόντες την ισχύν αυτού εις τραύμα μαχαίρας· ούτοι μετά τραυματιών εκοιμήθησαν, μετά καταβαινόντων εις βόθρον.
30 εκεί οι άρχοντες τού βορρά πάντες στρατηγοί Ασσούρ, οι καταβαίνοντες τραυματίαι, σύν τώ φόβω αυτών και τή ισχύι αυτών εκοιμήθησαν απερίτμητοι μετά τραυματιών μαχαίρας και απήνεγκαν την βάσανον αυτών μετά των καταβαινόντων εις βόθρον. 31 εκείνους όψεται βασιλεύς Φαραώ και παρακληθήσεται επί πάσαν την ισχύν αυτών, λέγει Κύριος Κύριος. 32 ότι δέδωκα τον φόβον αυτού επί γής ζωής, και κοιμηθήσεται εν μέσω απεριτμήτων μετά τραυματιών μαχαίρας, Φαραώ και πάν το πλήθος αυτού, λέγει Κύριος Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 Υιέ ανθρώπου, λάλησον τοίς υιοίς τού λαού σου και ερείς προς αυτούς· γη, εφ' ήν αν επάγω ρομφαίαν, και λάβη ο λαός της γής άνθρωπον ένα εξ αυτών και δώσιν αυτόν εαυτοίς εις σκοπόν, 3 και ίδη την ρομφαίαν ερχομένην επί την γήν και σαλπίση τή σάλπιγγι και σημάνη τώ λαώ, 4 και ακούση ο ακούσας την φωνήν της σάλπιγγος και μη φυλάξηται, και επέλθη η ρομφαία και καταλάβη αυτόν, το αίμα αυτού επί της κεφαλής αυτού έσται· 5 ότι την φωνήν της σάλπιγγος ακούσας ουκ εφυλάξατο, το αίμα αυτού επ' αυτού έσται, και ούτος ότι εφυλάξατο, την ψυχήν αυτού εξείλατο. 6 και ο σκοπός, εάν ίδη την ρομφαίαν ερχομένην και μη σημάνη τή σάλπιγγι, και ο λαός μη φυλάξηται, και ελθούσα η ρομφαία λάβη εξ αυτών ψυχήν, αύτη διά την αυτής ανομίαν ελήφθη, και το αίμα εκ χειρός τού σκοπού εκζητήσω. 7 και σύ, υιέ ανθρώπου, σκοπόν δέδωκά σε τώ οίκω Ισραήλ, και ακούση εκ στόματός μου λόγον. 8 εν τώ ειπείν με τώ αμαρτωλώ· θανάτω θανατωθήση, και μη λαλήσης τού φυλάξασθαι τον ασεβή από της οδού αυτού, αυτός ο άνομος τή ανομία αυτού αποθανείται, το δε αίμα αυτού εκ της χειρός σου εκζητήσω. 9 σύ δε εάν προαπαγγείλης τώ ασεβεί την οδόν αυτού τού αποστρέψαι απ' αυτής, και μη αποστρέψη από της οδού αυτού, ούτος τή ασεβεία αυτού αποθανείται, και σύ την ψυχήν σεαυτού εξήρησαι. ~
10 Καί σύ, υιέ ανθρώπου, ειπόν τώ οίκω Ισραήλ· ούτως ελαλήσατε λέγοντες· αι πλάναι ημών και αι ανομίαι ημών εφ' ημίν εισι και εν αυταίς ημείς τηκόμεθα· και πώς ζηζόμεθα; 11 ειπόν αυτοίς· ζώ εγώ, τάδε λέγει Κύριος, ου βούλομαι τον θάνατον τού ασεβούς ως το αποστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζήν αυτόν. αποστροφή αποστρέψατε από της οδού υμών· και ινατί αποθνήσκετε, οίκος Ισραήλ; 12 ειπόν προς τους υιούς τού λαού σου· δικαιοσύνη δικαίου ου μη εξελείται αυτόν εν ή αν ημέρα πλανηθή, και ανομία ασεβούς ου μη κακώση αυτόν εν ή αν ημέρα αποστρέψη από της ανομίας αυτού· και δίκαιος ου μη δύνηται σωθήναι. 13 εν τώ ειπείν με τώ δικαίω· ούτος πέποιθεν επί τή δικαιοσύνη αυτού, και ποιήσει ανομίαν, πάσαι αι δικαιοσύναι αυτού ου μη αναμνησθώσιν· εν τή αδικία αυτού, ή εποίησεν, εν αυτή αποθανείται. 14 και εν τώ ειπείν με τώ ασεβεί· θανάτω θανατωθήση, και αποστρέψει από της αμαρτίας αυτού και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην 15 και ενεχύρασμα αποδώ και άρπαγμα αποτίσει, εν προστάγμασι ζωής διαπορεύηται τού μη ποιήσαι άδικον, ζωή ζήσεται και ου μη αποθάνη. 16 πάσαι αι αμαρτίαι αυτού, ας ήμαρτεν, ου μη αναμνησθώσιν, ότι κρίμα και δικαιοσύνην εποίησεν, εν αυτοίς ζήσεται. 17 και ερούσιν οι υιοί τού λαού σου· ουκ ευθεία η οδός τού Κυρίου· και αύτη η οδός αυτών ουκ ευθεία. 18 εν τώ αποστρέψαι δίκαιον από της δικαιοσύνης αυτού και ποιήσει ανομίας, και αποθανείται εν αυταίς· 19 και εν τώ αποστρέψαι τον αμαρτωλόν από της ανομίας αυτού και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην, εν αυτοίς αυτός ζήσεται.
20 και τούτό εστιν, ό είπατε· ουκ ευθεία η οδός Κυρίου· έκαστον εν ταίς οδοίς αυτού κρινώ υμάς, οίκος Ισραήλ. 21 Καί εγενήθη εν τώ δωδεκάτω έτει, εν τώ δωδεκάτω μηνί, πέμπτη τού μηνός της αιχμαλωσίας ημών, ήλθε προς με ο ανασωθείς από Ιερουσαλήμ λέγων· εάλω η πόλις. 22 και χείρ Κυρίου εγενήθη επ' εμέ εσπέρας πριν ελθείν αυτόν και ήνοιξέ μου το στόμα, έως ήλθε προς με το πρωί, και ανοιχθέν το στόμα μου ου συνεσχέθη έτι. 23 και εγενήθη λόγος Κυρίου προς με λέγων· 24 υιέ ανθρώπου, οι κατοικούντες τας ηρημωμένας επί της γής τού Ισραήλ λέγουσιν· είς ήν Αβραάμ και κατέσχε την γήν, και ημείς πλείους εσμέν, ημίν δέδοται η γη εις κατάσχεσιν. 25 διά τούτο ειπόν αυτοίς· 27 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ζώ εγώ, ει μην οι εν ταίς ηρημωμέναις μαχαίρα πεσούνται, και οι επί προσώπου τού πεδίου τοίς θηρίοις τού αγρού δοθήσονται εις κατάβρωμα, και τους εν ταίς τετειχισμέναις και τους εν τοίς σπηλαίοις θανάτω αποκτενώ. 28 και δώσω την γήν έρημον, και απολείται η ύβρις της ισχύος αυτής, και ερημωθήσεται τα όρη τού Ισραήλ διά το μη είναι διαπορευόμενον. 29 και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος· και ποιήσω την γήν αυτών έρημον, και ερημωθήσεται διά πάντα τα βδελύγματα αυτών, ά εποίησαν.
30 και σύ, υιέ ανθρώπου, οι υιοί τού λαού σου οι λαλούντες περί σού παρά τα τείχη και εν τοίς πυλώσι των οικιών και λαλούσιν άνθρωπος τώ αδελφώ αυτού λέγοντες· συνέλθωμεν και ακούσωμεν τα εκπορευόμενα παρά Κυρίου, 31 έρχονται προς σε, ως συμπορεύεται λαός, και κάθηνται εναντίον σου και ακούουσι τα ρήματά σου, και αυτά ου μη ποιήσουσιν, ότι ψεύδος εν τώ στόματι αυτών, και οπίσω των μιασμάτων η καρδία αυτών. 32 και γίνη αυτοίς ως φωνή ψαλτηρίου ηδυφώνου, ευαρμόστου, και ακούσονταί σου τα ρήματα και ου μη ποιήσουσιν αυτά. 33 και ηνίκα εάν έλθη, ερούσιν· ιδού ήκει· και γνώσονται ότι προφήτης ήν εν μέσω αυτών.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, προφήτευσον επί τους ποιμένας τού Ισραήλ, προφήτευσον και ειπόν τοίς ποιμέσι· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ώ ποιμένες Ισραήλ, μη βόσκουσι ποιμένες εαυτούς; ου τα πρόβατα βόσκουσιν οι ποιμένες; 3 ιδού το γάλα κατέσθετε και τα έρια περιβάλλεσθε και το παχύ σφάζετε και τα πρόβατά μου ου βόσκετε. 4 το ησθενηκός ουκ ενισχύσατε και το κακώς έχον ουκ εσωματοποιήσατε και το συντετριμμένον ου κατεδήσατε και το πλανώμενον ουκ επεστρέψατε και το απολωλός ουκ εζητήσατε και το ισχυρόν κατηργάσασθε μόχθω. 5 και διεσπάρη τα πρόβατά μου διά το μη είναι ποιμένας και εγενήθη εις κατάβρωμα πάσι τοίς θηρίοις τού αγρού. 6 και διεσπάρη τα πρόβατά μου εν παντί όρει και επί πάν βουνόν υψηλόν και επί προσώπου πάσης της γής διεσπάρη, και ουκ ήν ο εκζητών ουδέ ο αποστρέφων. 7 διά τούτο, ποιμένες, ακούσατε λόγον Κυρίου· 8 ζώ εγώ, λέγει Κύριος Κύριος, ει μην αντί τού γενέσθαι τα πρόβατά μου εις προνομήν και γενέσθαι τα πρόβατά μου εις κατάβρωμα πάσι τοίς θηρίοις τού πεδίου, παρά το μη είναι ποιμένας, και ουκ εξεζήτησαν οι ποιμένες τα πρόβατά μου, και εβόσκησαν οι ποιμένες εαυτούς, τα δε πρόβατά μου ουκ εβόσκησαν, 9 αντί τούτου, ποιμένες,
10 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ επί τους ποιμένας και εκζητήσω τα πρόβατά μου εκ των χειρών αυτών και αποστρέψω αυτούς τού μη ποιμαίνειν τα πρόβατά μου, και ου βοσκήσουσιν έτι οι ποιμένες αυτά· και εξελούμαι τα πρόβατά μου εκ τού στόματος αυτών. και ουκ έσονται αυτοίς έτι εις κατάβρωμα. 11 διότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ εκζητήσω τα πρόβατά μου και επισκέψομαι αυτά. 12 ώσπερ ζητεί ο ποιμήν το ποίμνιον αυτού εν ημέρα, όταν ή γνόφος και νεφέλη εν μέσω προβάτων διακεχωρισμένων, ούτως εκζητήσω τα πρόβατά μου και απελάσω αυτά από παντός τόπου, ού διεσπάρησαν εκεί εν ημέρα νεφέλης και γνόφου. 13 και εξάξω αυτούς εκ των εθνών και συνάξω αυτούς από των χωρών και εισάξω αυτούς εις την γήν αυτών και βοσκήσω αυτούς επί τα όρη Ισραήλ και εν ταίς φάραγξι και εν πάση κατοικία της γής· 14 εν νομή αγαθή βοσκήσω αυτούς και εν τώ όρει τώ υψηλώ Ισραήλ έσονται αι μάνδραι αυτών· εκεί κοιμηθήσονται και εκεί αναπαύσονται εν τρυφή αγαθή, και εν νομή πίονι βοσκηθήσονται επί των ορέων Ισραήλ. 15 εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος. τάδε λέγει Κύριος Κύριος· 16 το απολωλός ζητήσω και το πλανώμενον επιστρέψω και το συντετριμμένον καταδήσω και το εκλείπον ενισχύσω και το ισχυρόν φυλάξω και βοσκήσω αυτά μετά κρίματος. 17 και υμείς, πρόβατα, τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ διακρινώ αναμέσον προβάτου και προβάτου, κριών και τράγων. 18 και ουχ ικανόν υμίν ότι την καλήν νομήν ενέμεσθε, και τα κατάλοιπα της νομής υμών κατεπατείτε τοίς ποσίν υμών; και το καθεστηκός ύδωρ επίνετε, και το λοιπόν τοίς ποσίν υμών εταράσσετε; 19 και τα πρόβατά μου τα πατήματα των ποδών υμών ενέμοντο και το τεταραγμένον ύδωρ υπό των ποδών υμών έπινον;
20 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ διακρινώ αναμέσον προβάτου ισχυρού και αναμέσον προβάτου ασθενούς. 21 επί ταίς πλευραίς και τοίς ώμοις υμών διωθείσθε και τοίς κέρασιν υμών εκερατίζετε και πάν το εκλείπον εξεθλίβετε. 22 και σώσω τα πρόβατά μου, και ου μη ώσιν έτι εις προνομήν, και κρινώ αναμέσον κριού προς κριόν. 23 και αναστήσω επ' αυτούς ποιμένα ένα και ποιμανεί αυτούς, τον δούλόν μου Δαυίδ, και έσται αυτών ποιμήν· 24 και εγώ Κύριος έσομαι αυτοίς εις Θεόν, και Δαυίδ άρχων εν μέσω αυτών· εγώ Κύριος ελάλησα. 25 και διαθήσομαι τώ Δαυίδ διαθήκην ειρήνης και αφανιώ θηρία πονηρά από της γής, και κατοικήσουσιν εν τή ερήμω και υπνώσουσιν εν τοίς δρυμοίς. 26 και δώσω αυτούς περικύκλω τού όρους μου· και δώσω τον υετόν υμίν, υετόν ευλογίας. 27 και τα ξύλα τα εν τώ πεδίω δώσει τον καρπόν αυτών, και η γη δώσει την ισχύν αυτής, και κατοικήσουσιν επί της γής αυτών εν ελπίδι ειρήνης, και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος εν τώ συντρίψαι με τον ζυγόν αυτών· και εξελούμαι αυτούς εκ χειρός των καταδουλωσαμένων αυτούς. 28 και ουκ έσονται έτι εν προνομή τοίς έθνεσι, και τα θηρία της γής ουκέτι μη φάγωσιν αυτούς· και κατοικήσουσιν εν ελπίδι, και ουκ έσται ο εκφοβών αυτούς. 29 και αναστήσω αυτοίς φυτόν ειρήνης, και ουκέτι έσονται απολλύμενοι λιμώ επί της γής και ονειδισμόν εθνών ου μη ενέγκωσιν έτι.
30 και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός αυτών, και αυτοί λαός μου, οίκος Ισραήλ, λέγει Κύριος Κύριος. 31 πρόβατά μου και πρόβατα ποιμνίου μου εστε, και εγώ Κύριος ο Θεός υμών, λέγει Κύριος Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, επίστρεψον το πρόσωπόν σου επ' όρος Σηείρ και προφήτευσον εις αυτό 3 και ειπόν· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ επί σε, όρος Σηείρ, και εκτενώ την χείρά μου επί σε και δώσω σε εις έρημον και ερημωθήση, 4 και ταίς πόλεσί σου ερημίαν ποιήσω, και σύ έρημος έση· και γνώση ότι εγώ ειμι Κύριος, 5 αντί τού γενέσθαι σε εχθράν αιωνίαν και ενεκάθισας τώ οίκω Ισραήλ δόλω, εν χειρί εχθρών μαχαίρα εν καιρώ αδικίας επ' εσχάτω, 6 διά τούτο, ζώ εγώ, λέγει Κύριος Κύριος, ει μην, εις αίμα ήμαρτες, και αίμα διώξεταί σε. 7 και δώσω το όρος Σηείρ εις έρημον και ηρημωμένον και απολώ απ' αυτού ανθρώπους και κτήνη 8 και εμπλήσω των τραυματιών τους βουνούς σου και τας φάραγγάς σου, και εν πάσι τοίς πεδίοις σου τετραυματισμένοι μαχαίρα πεσούνται εν σοί. 9 ερημίαν αιώνιον θήσομαί σε, και αι πόλεις σου ου μη κατοικηθώσιν έτι· και γνώση ότι εγώ ειμι Κύριος. 10 διά το είπείν σε· τα δύο έθνη και αι δύο χώραι εμαί έσονται και κληρονομήσω αυτάς, και Κύριος εκεί εστι, 11 διά τούτο, ζώ εγώ, λέγει Κύριος, και ποιήσω σοι κατά την έχθραν σου και γνωσθήσομαί σοι, ηνίκα αν κρινώ σε, 12 και γνώση ότι εγώ ειμι Κύριος. ήκουσα της φωνής των βλασφημιών σου, ότι είπας· τα όρη Ισραήλ έρημα, ημίν δέδοται εις κατάβρωμα· 13 και εμεγαλορρημόνησας επ' εμέ τώ στόματί σου· εγώ ήκουσα. 14 τάδε λέγει Κύριος· εν τή ευφροσύνη πάσης της γής έρημον ποιήσω σε, 15 έρημον έση, όρος Σηείρ, και πάσα η Ιδουμαία εξαναλωθήσεται· και γνώση ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός αυτών.
1 ΚΑΙ σύ υιέ ανθρώπου, προφήτευσον επί τα όρη Ισραήλ και ειπόν τοίς όρεσι τού Ισραήλ· ακούσατε λόγον Κυρίου· 2 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ανθ' ών είπεν εφ' υμάς ο εχθρός· εύγε έρημα αιώνια εις κατάσχεσιν ημίν εγενήθη, 3 διά τούτο προφήτευσον και ειπόν· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· αντί τού ατιμασθήναι υμάς και μισηθήναι υμάς υπό των κύκλω υμών τού είναι υμάς εις κατάσχεσιν τοίς καταλοίποις έθνεσι και ανέβητε λάλημα γλώσση και εις ονείδισμα έθνεσι, 4 διά τούτο όρη Ισραήλ, ακούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος τοίς όρεσι και τοίς βουνοίς και τοίς χειμάρροις και ταίς φάραγξι και τοίς εξηρημωμένοις και ηφανισμένοις και ταίς πόλεσι ταίς εγκαταλελειμμέναις, αί εγένοντο εις προνομήν και εις καταπάτημα τοίς καταλειφθείσιν έθνεσι περικύκλω· 5 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ει μην εν πυρί θυμού μου ελάλησα επί τα λοιπά έθνη και επί την Ιδουμαίαν πάσαν, ότι έδωκαν την γήν μου εαυτοίς εις κατάσχεσιν μετ' ευφροσύνης ατιμάσαντες ψυχάς τού αφανίσαι εν προνομή. 6 διά τούτο προφήτευσον επί την γήν τού Ισραήλ και ειπόν τοίς όρεσι και τοίς βουνοίς και ταίς φάραγξι και ταίς νάπαις· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ εν τώ ζήλω μου και εν τώ θυμώ μου ελάλησα, αντί τού ονειδισμούς εθνών ενέγκαι υμάς. 7 διά τούτο εγώ αρώ την χείρά μου επί τα έθνη τα περικύκλω υμών, ούτοι την ατιμίαν αυτών λήψονται· 8 υμών δε, όρη Ισραήλ, την σταφυλήν και τον καρπόν υμών καταφάγεται ο λαός μου, ότι ελπίζουσι τού ελθείν. 9 ότι ιδού εγώ εφ' υμάς και επιβλέψω εφ' υμάς, και κατεργασθήσεσθε και σπαρήσεσθε.
10 και πληθυνώ εφ' υμάς ανθρώπους, πάν οίκον Ισραήλ εις τέλος· και κατοικηθήσονται αι πόλεις και η ηρημωμένη οικοδομηθήσεται. 11 και πληθυνώ εφ' υμάς ανθρώπους και κτήνη και κατοικιώ υμάς ως το εν αρχή υμών και εύ ποιήσω υμάς ώσπερ τα έμπροσθεν υμών· και γνώσεσθε ότι εγώ ειμι Κύριος. 12 και γεννήσω εφ' υμάς ανθρώπους, τον λαόν μου Ισραήλ, και κληρονομήσουσιν υμάς, και έσεσθε αυτοίς εις κατάσχεσιν· και ου μη προστεθήτε έτι ατεκνωθήναι απ' αυτών. 13 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ανθ' ών είπάν σοι· κατέσθουσα ανθρώπους εί και ητεκνωμένη υπό τού έθνους σου εγένου, 14 διά τούτο ανθρώπους ουκέτι φάγεσαι και το έθνος σου ουκ ατεκνώσεις έτι, λέγει Κύριος Κύριος. 15 και ουκ ακουσθήσεται ουκέτι εφ' υμάς ατιμία εθνών, και ονειδισμούς λαών ου μη ανενέγκητε έτι, λέγει Κύριος Κύριος. 16 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 17 υιέ ανθρώπου, οίκος Ισραήλ κατώκησεν επί της γής αυτών και εμίαναν αυτήν εν τή οδώ αυτών και εν τοίς ειδώλοις αυτών και εν ταίς ακαθαρσίαις αυτών· κατά την ακαθαρσίαν της αποκαθημένης εγενήθη η οδός αυτών πρό προσώπου μου. 18 και εξέχεα τον θυμόν μου επ' αυτούς 19 και διέσπειρα αυτούς εις τα έθνη και ελίκμησα αυτούς εις τας χώρας· κατά την οδόν αυτών και κατά την αμαρτίαν αυτών έκρινα αυτούς.
20 και εισήλθοσαν εις τα έθνη, ού εισήλθοσαν εκεί, και εβεβήλωσαν το όνομά μου το άγιον εν τώ λέγεσθαι αυτούς· λαός Κυρίου ούτοι και εκ της γής αυτού εξεληλύθασι. 21 και εφεισάμην αυτών διά το όνομά μου το άγιον, ό εβεβήλωσαν οίκος Ισραήλ εν τοίς έθνεσιν, ού εισήλθοσαν εκεί. 22 διά τούτο ειπόν τώ οίκω Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος· ουχ υμίν εγώ ποιώ, οίκος Ισραήλ, αλλ' ή διά το όνομά μου το άγιον, ό εβεβηλώσατε εν τοίς έθνεσιν, ού εισήλθετε εκεί. 23 και αγιάσω το όνομά μου το μέγα το βεβηλωθέν εν τοίς έθνεσιν, ό εβεβηλώσατε εν μέσω αυτών, και γνώσονται τα έθνη ότι εγώ ειμι Κύριος εν τώ αγιασθήναί με εν υμίν κατ' οφθαλμούς αυτών. 24 και λήψομαι υμάς εκ των εθνών και αθροίσω υμάς εκ πασών των γαιών και εισάξω υμάς εις την γήν υμών. 25 και ρανώ εφ' υμάς καθαρόν ύδωρ, και καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των ειδώλων υμών, και καθαριώ υμάς. 26 και δώσω υμίν καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην. 27 και το πνεύμά μου δώσω εν υμίν και ποιήσω ίνα εν τοίς δικαιώμασί μου πορεύησθε, και τα κρίματά μου φυλάξησθε και ποιήσητε. 28 και κατοικήσετε επί της γής, ής έδωκα τοίς πατράσιν υμών, και έσεσθέ μοι εις λαόν, και εγώ έσομαι υμίν εις Θεόν. 29 και σώσω υμάς εκ πασών των ακαθαρσιών υμών και καλέσω τον σίτον
30 και πληθυνώ αυτόν και ου δώσω εφ' υμάς λιμόν· και πληθυνώ τον καρπόν τού ξύλου και τα γεννήματα τού αγρού, όπως αν μη λάβητε ονειδισμόν λιμού εν τοίς έθνεσι. 31 και μνησθήσεσθε τας οδούς υμών τας πονηράς και τα επιτηδεύματα υμών τα μη αγαθά και προσοχθιείτε κατά πρόσωπον αυτών εν ταίς ανομίαις υμών και επί τοίς βδελύγμασιν αυτών. 32 ου δι' υμάς εγώ ποιώ, λέγει Κύριος Κύριος, γνωστόν έσται υμίν· αισχύνθητε και εντράπητε εκ των οδών υμών, οίκος Ισραήλ. 33 τάδε λέγει Αδωναί Κύριος· εν ημέρα, ή καθαριώ υμάς εκ πασών ανομιών υμών, και κατοικιώ τας πόλεις, και οικοδομηθήσονται έρημοι. 34 και η γη η ηφανισμένη εργασθήσεται, ανθ' ών ότι ηφανισμένη εγενήθη κατ' οφθαλμούς παντός παροδεύοντος. 35 και ερούσιν· η γη εκείνη η ηφανισμένη εγενήθη ως κήπος τρυφής, και αι πόλεις αι έρημοι και ηφανισμέναι και κατεσκαμμέναι οχυραί εκάθισαν. 36 και γνώσονται τα έθνη, όσα αν καταλειφθώσι κύκλω υμών, ότι εγώ Κύριος ωκοδόμησα τας καθηρημένας και κατεφύτευσα τας ηφανισμένας. εγώ Κύριος ελάλησα και ποιήσω. 37 τάδε λέγει Αδωναί Κύριος· έτι τούτο ζητηθήσομαι τώ οίκω Ισραήλ τού ποιήσαι αυτοίς· πληθυνώ αυτούς ως πρόβατα ανθρώπους, 38 ως πρόβατα άγια, ως πρόβατα Ιερουσαλήμ εν ταίς εορταίς αυτής, ούτως έσονται αι πόλεις αι έρημοι πλήρεις προβάτων ανθρώπων, και γνώσονται ότι εγώ Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο επ' εμέ χείρ Κυρίου, και εξήγαγέ με εν πνεύματι Κύριος και έθηκέ με εν μέσω τού πεδίου, και τούτο ήν μεστόν οστέων ανθρωπίνων· 2 και περιήγαγέ με επ' αυτά κυκλόθεν κύκλω, και ιδού πολλά σφόδρα επί προσώπου τού πεδίου, ξηρά σφόδρα. 3 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστέα ταύτα; και είπα· Κύριε Κύριε, σύ επίστη ταύτα. 4 και είπε προς με· προφήτευσον επί τα οστά ταύτα και ερείς αυτοίς· τα οστά τα ξηρά, ακούσατε λόγον Κυρίου. 5 τάδε λέγει Κύριος τοίς οστέοις τούτοις· ιδού εγώ φέρω εφ' υμάς πνεύμα ζωής 6 και δώσω εφ' υμάς νεύρα και ανάξω εφ' υμάς σάρκας, και εκτενώ εφ' υμάς δέρμα και δώσω πνεύμά μου εις υμάς, και ζήσεσθε· και γνώσεσθε ότι εγώ ειμι Κύριος. 7 και επροφήτευσα καθώς ενετείλατό μοι. και εγένετο εν τώ εμέ προφητεύσαι και ιδού σεισμός, και προσήγαγε τα οστά εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. 8 και είδον και ιδού επ' αυτά νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ' αυτά δέρμα επάνω, και πνεύμα ουκ ήν επ' αυτοίς. 9 και είπε προς με· προφήτευσον επί το πνεύμα, προφήτευσον, υιέ ανθρώπου, και ειπόν τώ πνεύματι· τάδε λέγει Κύριος· εκ των τεσσάρων πνευμάτων ελθέ και εμφύσησον εις τους νεκρούς τούτους, και ζησάτωσαν.
10 και επροφήτευσα καθότι ενετείλατό μοι· και εισήλθεν εις αυτούς το πνεύμα, και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών, συναγωγή πολλή σφόδρα. 11 και ελάλησε Κύριος προς με λέγων· υιέ ανθρώπου, τα οστά ταύτα πάς οίκος Ισραήλ εστι, και αυτοί λέγουσι· ξηρά γέγονε τα οστά ημών, απόλωλεν η ελπίς ημών, διαπεφωνήκαμεν. 12 διά τούτο προφήτευσον και ειπόν προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ ανοίγω τα μνήματα υμών και ανάξω υμάς εκ των μνημάτων υμών και εισάξω υμάς εις την γήν τού Ισραήλ, 13 και γνώσεσθε ότι εγώ ειμι Κύριος εν τώ ανοίξαί με τους τάφους υμών τού αναγαγείν με εκ των τάφων τον λαόν μου. 14 και δώσω πνεύμά μου εις υμάς, και ζήσεσθε, και θήσομαι υμάς επί την γήν υμών, και γνώσεσθε ότι εγώ Κύριος· λελάληκα και ποιήσω, λέγει Κύριος. 15 Καί εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 16 υιέ ανθρώπου, λαβέ σεαυτώ ράβδον και γράψον επ' αυτήν τον Ιούδαν και τους υιούς Ισραήλ τους προσκειμένους επ' αυτόν· και ράβδον δευτέραν λήψη σεαυτώ και γράψεις αυτήν τώ Ιωσήφ, ράβδον Εφραίμ και πάντας τους υιούς Ισραήλ τους προστεθέντας προς αυτόν. 17 και συνάψεις αυτάς προς αλλήλας σαυτώ εις ράβδον μίαν τού δήσαι αυτάς, και έσονται εν τή χειρί σου. 18 και έσται όταν λέγωσι προς σε οι υιοί τού λαού σου· ουκ αναγγέλλεις ημίν τι εστι ταύτά σοι; 19 και ερείς προς αυτούς· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ λήψομαι την φυλήν Ιωσήφ, την διά χειρός Εφραίμ, και τας φυλάς Ισραήλ τας προσκειμένας προς αυτόν και δώσω αυτούς επί την φυλήν Ιούδα, και έσονται εις ράβδον μίαν τή χειρί Ιούδα.
20 και έσονται αι ράβδοι, εφ' αίς σύ έγραψας επ' αυταίς, εν τή χειρί σου ενώπιον αυτών, 21 και ερείς αυτοίς· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ λαμβάνω πάντα οίκον Ισραήλ εκ μέσου των εθνών, ού εισήλθοσαν εκεί, και συνάξω αυτούς από πάντων των περικύκλω αυτών και εισάξω αυτούς εις την γήν τού Ισραήλ· 22 και δώσω αυτούς εις έθνος έν εν τή γη μου και εν τοίς όρεσιν Ισραήλ, και άρχων είς έσται αυτών, και ουκ έσονται έτι εις δύο έθνη, ουδέ μη διαιρεθώσιν ουκέτι εις δύο βασιλείας, 23 ίνα μη μιαίνωνται έτι εν τοίς ειδώλοις αυτών. και ρύσομαι αυτούς από πασών των ανομιών αυτών, ών ημάρτοσαν εν αυταίς, και καθαριώ αυτούς, και έσονταί μοι εις λαόν, και εγώ Κύριος έσομαι αυτοίς εις Θεόν. 24 και ο δούλός μου Δαυίδ άρχων εν μέσω αυτών έσται ποιμήν είς πάντων· ότι εν τοίς προστάγμασί μου πορεύσονται και τα κρίματά μου φυλάξονται και ποιήσουσιν αυτά. 25 και κατοικήσουσιν επί της γής αυτών, ήν εγώ δέδωκα τώ δούλω μου Ιακώβ, ού κατώκησαν εκεί οι πατέρες αυτών· και κατοικήσουσιν επ' αυτής αυτοί, και Δαυίδ ο δούλός μου άρχων αυτών έσται εις τον αιώνα. 26 και διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην ειρήνης, διαθήκη αιωνία έσται μετ' αυτών· και θήσω τα άγιά μου εν μέσω αυτών εις τον αιώνα. 27 και έσται η κατασκήνωσίς μου εν αυτοίς, και έσομαι αυτοίς Θεός, και αυτοί μου έσονται λαός. 28 και γνώσονται τα έθνη ότι εγώ ειμι Κύριος ο αγιάζων αυτούς εν τώ είναι τα άγιά μου εν μέσω αυτών εις τον αιώνα.
1 ΚΑΙ εγένετο λόγος Κυρίου προς με λέγων· 2 υιέ ανθρώπου, στήρισον το πρόσωπόν σου επί Γώγ και την γήν τού Μαγώγ, άρχοντα Ρώς, Μοσόχ και Θοβέλ, και προφήτευσον επ' αυτόν 3 και ειπόν αυτώ τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ επί σε Γώγ άρχοντα Ρώς, Μοσόχ και Θοβέλ 4 και συνάξω σε και πάσαν την δύναμίν σου, ίππους και ιππείς ενδεδυμένους θώρακας πάντας, συναγωγή πολλή, πέλται και περικεφαλαίαι και μάχαιραι, 5 Πέρσαι και Αιθίοπες και Λίβυες, πάντες περικεφαλαίαις και πέλταις, 6 Γομέρ και πάντες οι περί αυτόν, οίκος τού Θεργαμά απ' εσχάτου βορρά και πάντες οι περί αυτόν, και έθνη πολλά μετά σού· 7 ετοιμάσθητι, ετοίμασον σεαυτόν σύ, και πάσα η συναγωγή σου η συνηγμένη μετά σού και έση μοι εις προφυλακήν. 8 αφ' ημερών πλειόνων ετοιμασθήσεται και επ' εσχάτου ετών ελεύσεται και ήξει εις την γήν την απεστραμμένην από μαχαίρας, συνηγμένων από εθνών πολλών, επί γήν Ισραήλ, ή εγενήθη έρημος δι' όλου· και ούτος εξ εθνών εξελήλυθε και κατοικήσουσιν επ' ειρήνης άπαντες. 9 και αναβήση ως υετός και ήξεις ως νεφέλη κατακαλύψαι γήν και έση σύ και πάντες οι περί σε και έθνη πολλά μετά σού.
10 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· και έσται εν τή ημέρα εκείνη αναβήσεται ρήματα επί την καρδίαν σου, και λογιή λογισμούς πονηρούς 11 και ερείς· αναβήσομαι επί γήν απερριμμένην, ήξω επί ησυχάζοντας εν ησυχία και οικούντας επ' ειρήνης, πάντας κατοικούντας γήν, εν ή ουχ υπάρχει τείχος ουδέ μοχλοί, και θύραι ουκ εισίν αυτοίς. 12 προνομεύσαι προνομήν και σκύλα σκυλεύσαι αυτών, τού επιστρέψαι χείράς μου εις την ηρημωμένην, ή κατωκίσθη, και επ' έθνος συνηγμένον από εθνών πολλών, πεποιηκότας κτήσεις, κατοικούντας επί τον ομφαλόν της γής. 13 Σαββά και Δαιδάν και έμποροι Καρχηδόνιοι και πάσαι αι κώμαι αυτών ερούσί σοι· εις προνομήν τού προνομεύσαι σύ έρχη και σκυλεύσαι σκύλα; συνήγαγες συναγωγήν σου λαβείν αργύριον και χρυσίον, απενέγκασθαι κτήσιν τού σκυλεύσαι σκύλα. 14 διά τούτο προφήτευσον, υιέ ανθρώπου, και ειπόν τώ Γώγ· τάδε λέγει Κύριος· ουκ εν τή ημέρα εκείνη εν τώ κατοικισθήναι τον λαόν μου Ισραήλ επ' ειρήνης εγερθήση; 15 και ήξεις εκ τού τόπου σου απ' εσχάτου βορρά και έθνη πολλά μετά σού, αναβάται ίππων πάντες, συναγωγή μεγάλη και δύναμις πολλή, 16 και αναβήση επί τον λαόν μου Ισραήλ ως νεφέλη καλύψαι γήν· επ' εσχάτων των ημερών έσται, και ανάξω σε επί την γήν μου, ίνα γνώσι πάντα τα έθνη εμέ εν τώ αγιασθήναί με εν σοί ενώπιον αυτών. 17 τάδε λέγει Κύριος Κύριος τώ Γώγ· σύ εί περί ού ελάλησα πρό ημερών των έμπροσθεν διά χειρός των δούλων μου των προφητών τού Ισραήλ, εν ταίς ημέραις εκείναις και έτεσι, τού αναγαγείν σε επ' αυτούς. 18 και έσται εν τή ημέρα εκείνη, εν ημέρα, ή αν έλθη Γώγ επί την γήν τού Ισραήλ, λέγει Κύριος Κύριος, αναβήσεται ο θυμός μου 19 και ο ζήλός μου. εν πυρί της οργής μου ελάλησα, ει μην εν τή ημέρα εκείνη έσται σεισμός μέγας επί γής Ισραήλ.
20 και σεισθήσονται από προσώπου Κυρίου οι ιχθύες της θαλάσσης και τα πετεινά τού ουρανού και τα θηρία τού πεδίου και πάντα τα ερπετά τα έρποντα επί της γής, και πάντες οι άνθρωποι οι επί προσώπου της γής, και ραγήσεται τα όρη και πεσούνται αι φάραγγες, και πάν τείχος επί την γήν πεσείται. 21 και καλέσω επ' αυτόν πάν φόβον, λέγει Κύριος· μάχαιρα ανθρώπου επί τον αδελφόν αυτού έσται. 22 και κρινώ αυτόν θανάτω και αίματι και υετώ κατακλύζοντι και λίθοις χαλάζης, και πύρ και θείον βρέξω επ' αυτόν και επί πάντας τους μετ' αυτού και επ' έθνη πολλά μετ' αυτού. 23 και μεγαλυνθήσομαι και αγιασθήσομαι και ενδοξασθήσομαι και γνωσθήσομαι εναντίον εθνών πολλών. και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος.
1 ΚΑΙ σύ, υιέ ανθρώπου, προφήτευσον επί Γώγ και ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ επί σε Γώγ άρχοντα Ρώς, Μοσόχ και Θοβέλ 2 και συνάξω σε και καθοδηγήσω σε και αναβιβώ σε επ' εσχάτου τού βορρά και ανάξω σε επί τα όρη τα Ισραήλ. 3 και απολώ το τόξον σου από της χειρός σου της αριστεράς και τα τοξεύματά σου από της χειρός σου της δεξιάς και καταβαλώ σε 4 επί τα όρη Ισραήλ, και πεσή σύ και πάντες οι περί σε, και τα έθνη τα μετά σού δοθήσονται εις πλήθη ορνέων, παντί πετεινώ και πάσι τοίς θηρίοις τού πεδίου δέδωκά σε καταβρωθήναι. 5 επί προσώπου τού πεδίου πεσή, ότι εγώ ελάλησα, λέγει Κύριος. 6 και αποστελώ πύρ επί Γώγ, και κατοικηθήσονται αι νήσοι επ' ειρήνης· και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος. 7 και το όνομά μου το άγιον γνωσθήσεται εν μέσω λαού μου Ισραήλ, και ου βεβηλωθήσεται το όνομά μου το άγιον ουκέτι· και γνώσονται τα έθνη ότι εγώ ειμι Κύριος άγιος εν Ισραήλ. 8 ιδού ήκει, και γνώση ότι έσται, λέγει Κύριος Κύριος· αύτη εστίν η ημέρα, εν ή ελάλησα. 9 και εξελεύσονται οι κατοικούντες τας πόλεις Ισραήλ και καύσουσιν εν τοίς όπλοις, πέλταις και κοντοίς και τόξοις και τοξεύμασι και ράβδοις χειρών και λόγχαις· και καύσουσιν εν αυτοίς πύρ επτά έτη.
10 και ου μη λάβωσι ξύλα εκ τού πεδίου ουδέ μη κόψωσιν εκ των δρυμών, αλλ' ή τα όπλα κατακαύσουσι πυρί· και προνομεύσουσι τους προνομεύσαντας αυτούς και σκυλεύσουσι τους σκυλεύσαντας αυτούς, λέγει Κύριος. 11 και έσται εν τή ημέρα εκείνη δώσω τώ Γώγ τόπον ονομαστόν, μνημείον εν Ισραήλ, το πολυάνδριον των επελθόντων προς τή θαλάσση, και περιοικοδομήσουσι το περιστόμιον της φάραγγος. 12 και κατορύξουσιν εκεί τον Γώγ και πάν το πλήθος αυτού, και κληθήσεται Τό γαί το πολυάνδριον τού Γώγ. 13 και κατορύξουσιν αυτούς οίκος Ισραήλ, ίνα καθαρισθή η γη, εν επταμήνω· και κατορύξουσιν αυτούς πάς ο λαός της γής, και έσται αυτοίς ονομαστόν ή ημέρα εδοξάσθη, λέγει Κύριος. 14 και άνδρας διά παντός διαστελούσιν επιπορευομένους την γήν θάψαι τους καταλελειμμένους επί προσώπου της γής, καθαρίσαι αυτήν μετά την επτάμηνον, και εκζητήσουσι. 15 και πάς ο διαπορευόμενος την γήν και ιδών οστούν ανθρώπου οικοδομήσει παρ' αυτώ σημείον, έως ότου θάψωσιν αυτό οι θάπτοντες εις το γαί το πολυάνδριον τού Γώγ· 16 και γάρ το όνομα της πόλεως Πολυάνδριον· και καθαρισθήσεται η γη. 17 και σύ, υιέ ανθρώπου, ειπόν· τάδε λέγει Κύριος· ειπόν παντί ορνέω πετεινώ και προς πάντα τα θηρία τού πεδίου· συνάχθητε και έρχεσθε, συνάχθητε από πάντων των περικύκλω επί την θυσίαν μου ήν τέθυκα υμίν, θυσίαν μεγάλην επί τα όρη Ισραήλ, και φάγεσθε κρέα και πίεσθε αίμα. 18 κρέα γιγάντων φάγεσθε και αίμα αρχόντων της γής πίεσθε, κριούς και μόσχους και τράγους, και οι μόσχοι εστεατωμένοι πάντες. 19 και φάγεσθε στέαρ εις πλησμονήν και πίεσθε αίμα εις μέθην από της θυσίας μου, ής έθυσα υμίν.
20 και εμπλησθήσεσθε επί της τραπέζης μου ίππον και αναβάτην, γίγαντα και πάντα άνδρα πολεμιστήν, λέγει Κύριος. 21 και δώσω την δόξαν μου εν υμίν, και όψονται πάντα τα έθνη την κρίσιν μου, ήν εποίησα, και την χείρά μου, ήν επήγαγον επ' αυτούς. 22 και γνώσονται οίκος Ισραήλ ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός αυτών από της ημέρας ταύτης και επέκεινα. 23 και γνώσονται πάντα τα έθνη ότι διά τας αμαρτίας αυτών ηχμαλωτεύθησαν οίκος Ισραήλ, ανθ' ών ηθέτησαν εις εμέ, και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ' αυτών και παρέδωκα αυτούς εις χείρας των εχθρών αυτών, και έπεσαν πάντες μαχαίρα. 24 κατά τας ακαθαρσίας αυτών και κατά τα ανομήματα αυτών εποίησα αυτοίς και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ' αυτών. 25 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· νύν αποστρέψω την αιχμαλωσίαν Ιακώβ και ελεήσω τον οίκον Ισραήλ και ζηλώσω διά το όνομα το άγιόν μου. 26 και λήψονται την ατιμίαν αυτών και την αδικίαν, ήν ηδίκησαν, εν τώ κατοικισθήναι αυτούς επί την γήν αυτών επ' ειρήνης, και ουκ έσται ο εκφοβών. 27 εν τώ αποστρέψαι με αυτούς εκ των εθνών και συναγαγείν με αυτούς εκ των χωρών των εθνών και αγιασθήσομαι εν αυτοίς ενώπιον των εθνών, 28 και γνώσονται ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός αυτών εν τώ επιφανήναί με αυτοίς εν τοίς έθνεσι. 29 και ουκ αποστρέψω ουκέτι το πρόσωπόν μου απ' αυτών, ανθ' ού εξέχεα τον θυμόν μου επί τον οίκον Ισραήλ, λέγει Κύριος Κύριος.
1 ΚΑΙ εγένετο εν τώ πέμπτω και εικοστώ έτει της αιχμαλωσίας ημών, εν τώ πρώτω μηνί, δεκάτη τού μηνός, εν τώ τεσσαρεσκαιδεκάτω έτει μετά το αλώναι την πόλιν, εν τή ημέρα εκείνη εγένετο επ' εμέ χείρ Κυρίου και ήγαγέ με· 2 εν οράσει Θεού εις την γήν τού Ισραήλ και έθηκέ με επ' όρους υψηλού σφόδρα, και επ' αυτού ωσεί οικοδομή πόλεως απέναντι. 3 και εισήγαγέ με εκεί, και ιδού ανήρ, και η όρασις αυτού ήν ωσεί όρασις χαλκού στίλβοντος, και εν τή χειρί αυτού ήν σπαρτίον οικοδόμων και κάλαμος μέτρου, και αυτός ειστήκει επί της πύλης. 4 και είπε προς με ο ανήρ· εώρακας, υιέ ανθρώπου; εν τοίς οφθαλμοίς σου ιδέ και εν τοίς ωσί σου άκουε και τάξον εις την καρδίαν σου πάντα, όσα εγώ δεικνύω σοι, διότι ένεκα τού δείξαί σοι εισελήλυθας ώδε και δείξεις πάντα, όσα σύ οράς, τώ οίκω τού Ισραήλ. 5 Καί ιδού περίβολος έξωθεν τού οίκου κύκλω· και εν τή χειρί τού ανδρός κάλαμος, το μέτρον πηχών έξ εν πήχει και παλαιστής, και διεμέτρησε το προτείχισμα, πλάτος ίσον τώ καλάμω και το ύψος αυτού ίσον τώ καλάμω. 6 και εισήλθεν εις την πύλην την βλέπουσαν κατά ανατολάς εν επτά αναβαθμοίς και διεμέτρησε το αιλάμ της πύλης ίσον τώ καλάμω 7 και το θεέ ίσον τώ καλάμω το μήκος και ίσον τώ καλάμω το πλάτος και το αιλάμ αναμέσον τού θεηλαθά πηχών έξ και το θεέ το δεύτερον ίσον τώ καλάμω το πλάτος και ίσον τώ καλάμω το μήκος και το αιλάμ πηχέων πέντε και το θεέ το τρίτον ίσον τώ καλάμω το μήκος, και ίσον τώ καλάμω πλάτος και το αιλάμ τού πυλώνος πλησίον τού αιλάμ της πύλης 8 πηχών οκτώ 9 και τα αιλεύ πηχών δύο και το αιλάμ της πύλης έσωθεν
10 και τα θεέ της πύλης τού θεέ κατέναντι τρεις ένθεν και τρεις ένθεν και μέτρον έν τοίς τρισί και μέτρον έν τοίς αιλάμ ένθεν και ένθεν. 11 και διεμέτρησε το πλάτος της θύρας τού πυλώνος πηχών δέκα και το εύρος τού πυλώνος πηχών δεκατριών, 12 και πήχυς επισυναγόμενος επί πρόσωπον των θεείμ ένθεν και ένθεν, και το θεέ πηχών έξ ένθεν και πηχών έξ ένθεν. 13 και διεμέτρησε την πύλην από τού τοίχου τού θεέ επί τον τοίχον τού θεέ πλάτος πήχεις είκοσι και πέντε, αύτη πύλη επί πύλην· 14 και το αίθριον τού αιλάμ της πύλης εξήκοντα πήχεις, είκοσι θεείμ της πύλης κύκλω· 15 και το αίθριον της πύλης έξωθεν εις το αίθριον αιλάμ της πύλης έσωθεν πηχών πεντήκοντα· 16 και θυρίδες κρυπταί επί το θεείμ και επί τα αιλάμ έσωθεν της πύλης της αυλής κυκλόθεν, και ωσαύτως τοίς αιλάμ θυρίδες κύκλω έσωθεν, και επί το αιλάμ φοίνικες ένθεν και ένθεν. 17 και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν, και ιδού παστοφόρια και περίστυλα κύκλω της αυλής, τριάκοντα παστοφόρια εν τοίς περιστύλοις, 18 και αι στοαί κατά νώτου των πυλών, κατά το μήκος των πυλών το περίστυλον το υποκάτω. 19 και διεμέτρησε το πλάτος της αυλής από τού αιθρίου της πύλης της εξωτέρας έσωθεν επί το αίθριον της πύλης της βλεπούσης έξω, πήχεις εκατόν, της βλεπούσης κατά ανατολάς. και ήγαγέ με επί βορράν,
20 και ιδού πύλη βλέπουσα προς βορράν τή αυλή τή εξωτέρα, και διεμέτρησεν αυτήν, το τε μήκος αυτής και το πλάτος. 21 και τα θεέ τρεις ένθεν και τρεις ένθεν και τα αιλεύ και τα αιλαμμώ και τους φοίνικας αυτής, και εγένετο κατά τα μέτρα της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς πηχών πεντήκοντα το μήκος αυτής και πηχών εικοσιπέντε το εύρος αυτής. 22 και αι θυρίδες αυτής και τα αιλαμμώ και οι φοίνικες αυτής καθώς η πύλη η βλέπουσα κατά ανατολάς· και εν επτά κλιμακτήρσιν ανέβαινον επ' αυτήν, και τα αιλαμμώ έσωθεν. 23 και πύλη τή αυλή τή εσωτέρα βλέπουσα επί πύλην τού βορρά ον τρόπον της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς, και διεμέτρησε την αυλήν από πύλης επί πύλην πήχεις εκατόν. 24 και ήγαγέ με κατά νότον, και ιδού πύλη βλέπουσα προς νότον, και διεμέτρησεν αυτήν και τα θεέ και τα αιλεύ και τα αιλαμμώ κατά τα μέτρα ταύτα. 25 και αι θυρίδες αυτής και τα αιλαμμώ κυκλόθεν καθώς αι θυρίδες τού αιλάμ, πηχών πεντήκοντα το μήκος αυτής και πηχών εικοσιπέντε το εύρος αυτής. 26 και επτά κλιμακτήρες αυτή, και αιλαμμώ έσωθεν και φοίνικες αυτή, είς ένθεν και είς ένθεν επί τα αιλεύ. 27 και πύλη κατέναντι της πύλης της αυλής της εσωτέρας προς νότον· και διεμέτρησε την αυλήν από πύλης επί πύλην, πήχεις εκατόν το εύρος προς νότον. 28 Καί εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν της πύλης της προς νότον και διεμέτρησε την πύλην κατά τα μέτρα ταύτα 29 και τα θεέ και τα αιλεύ και τα αιλαμμώ κατά τα μέτρα ταύτα· και θυρίδες αυτή και τώ αιλαμμώ κύκλω· πήχεις πεντήκοντα το μήκος αυτής και το εύρος πήχεις εικοσιπέντε. 31 και αιλαμμώ εις την αυλήν την εξωτέραν και φοίνικες τώ αιλεύ, και οκτώ κλιμακτήρες. 32 και εισήγαγέ με εις την πύλην την βλέπουσαν κατά ανατολάς και διεμέτρησεν αυτήν κατά τα μέτρα ταύτα 33 και τα θεέ και τα αιλεύ και τα αιλαμμώ κατά τα μέτρα ταύτα· και θυρίδες αυτή και τώ αιλαμμώ κύκλω, πήχεις πεντήκοντα μήκος αυτής και εύρος αυτής πήχεις εικοσιπέντε. 34 και αιλαμμώ εις την αυλήν την εσωτέραν, και φοίνικες επί τού αιλεύ ένθεν και ένθεν, και οκτώ κλιμακτήρες αυτή. 35 και εισήγαγέ με εις την πύλην την προς βορράν και διεμέτρησε κατά τα μέτρα ταύτα 36 και τα θεέ και τα αιλεύ και τα αιλαμμώ· και θυρίδες αυτή κύκλω και τώ αιλαμμώ αυτής· πήχεις πεντήκοντα μήκος αυτής και εύρος πήχεις εικοσιπέντε. 37 και τα αιλαμμώ εις την αυλήν την εξωτέραν, και φοίνικες τώ αιλεύ ένθεν και ένθεν, και οκτώ κλιμακτήρες αυτή. 38 τα παστοφόρια αυτής και τα θυρώματα αυτής και τα αιλαμμώ αυτής επί της πύλης της δευτέρας έκρυσις, 39 όπως σφάζωσιν εν αυτή τα υπέρ αμαρτίας και τα υπέρ αγνοίας·
40 και κατά νώτου τού ρύακος των ολοκαυτωμάτων της βλεπούσης προς βορράν δύο τράπεζαι προς ανατολάς και κατά νώτου της δευτέρας και τού αιλάμ της πύλης δύο τράπεζαι κατά ανατολάς, 41 τέσσαρες ένθεν και τέσσαρες ένθεν κατά νώτου της πύλης, επ' αυτάς σφάξουσι τα θύματα κατέναντι των οκτώ τραπεζών των θυμάτων. 42 και τέσσαρες τράπεζαι των ολοκαυτωμάτων λίθιναι λελαξευμέναι πήχεως και ημίσους το πλάτος και πήχεων δύο και ημίσους το μήκος και επί πήχυν το ύψος, επ' αυτάς επιθήσουσι τα σκεύη, εν οίς σφάζουσιν εκεί τα ολοκαυτώματα και τα θύματα. 43 και παλαιστήν έξουσιν γείσος λελαξευμένον έσωθεν κύκλω και επί τας τραπέζας επάνωθεν στέγας τού καλύπτεσθαι από τού υετού και από της ξηρασίας. 44 και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν, και ιδού δύο εξέδραι εν τή αυλή τή εσωτέρα, μία κατά νώτου της πύλης της βλεπούσης προς βορράν φέρουσα προς νότον και μία κατά νώτου της πύλης της προς νότον, βλεπούσης δε προς βορράν. 45 και είπε προς με· η εξέδρα αύτη η βλέπουσα προς νότον τοίς ιερεύσι τοίς φυλάσσουσι την φυλακήν τού οίκου, 46 και η εξέδρα η βλέπουσα προς βορράν τοίς ιερεύσι τοίς φυλάσσουσι την φυλακήν τού θυσιαστηρίου· εκείνοί εισιν οι υιοί Σαδδούκ οι εγγίζοντες εκ τού Λευί προς Κύριον λειτουργείν αυτώ. 47 και διεμέτρησε την αυλήν μήκος πηχών εκατόν και εύρος πήχεις εκατόν επί τα τέσσαρα μέρη αυτής και το θυσιαστήριον απέναντι τού οίκου. ~ 48 Καί εισήγαγέ με εις το αιλάμ τού οίκου. και διεμέτρησε το αίλ τού αιλάμ πηχών πέντε το πλάτος ένθεν και πηχών πέντε ένθεν, και το εύρος τού θυρώματος πηχών δεκατεσσάρων, και επωμίδες της θύρας τού αιλάμ πηχών τριών ένθεν και πηχών τριών ένθεν. 49 και το μήκος τού αιλάμ πηχών είκοσι και το εύρος πηχών δώδεκα· και επί δέκα αναβαθμών ανέβαινον επ' αυτό· και στύλοι ήσαν επί το αιλάμ, είς ένθεν και είς ένθεν.
1 ΚΑΙ εισήγαγέ με εις τον ναόν, ώ διεμέτρησε το αιλάμ πηχών έξ το πλάτος ένθεν 2 και πηχών έξ το εύρος τού αιλάμ ένθεν, και το εύρος τού πυλώνος πηχών δέκα, και επωμίδες τού πυλώνος πηχών πέντε ένθεν και πηχών πέντε ένθεν· και διεμέτρησε το μήκος αυτού πηχών τεσσαράκοντα και το εύρος πηχών είκοσι. 3 και εισήλθεν εις την αυλήν την εσωτέραν και διεμέτρησε το αίλ τού θυρώματος πηχών δύο και το θύρωμα πηχών έξ και τας επωμίδας τού θυρώματος πηχών επτά ένθεν και πηχών επτά ένθεν. 4 και διεμέτρησε το μήκος των θυρών πηχών τεσσαράκοντα και εύρος πηχών είκοσι κατά πρόσωπον τού ναού. και είπε· τούτο το άγιον των αγίων. 5 και διεμέτησε τον τοίχον τού οίκου πηχών έξ και το εύρος της πλευράς πηχών τεσσάρων κυκλόθεν. 6 και τα πλευρά πλευρόν επί πλευρόν τριάκοντα και τρεις δίς, και διάστημα εν τώ τοίχω τού οίκου εν τοίς πλευροίς κύκλω τού είναι τοίς επιλαμβανομένοις οράν, όπως το παράπαν μη άπτωνται των τοίχων τού οίκου. 7 και το εύρος της ανωτέρας των πλευρών κατά το πρόσθεμα εκ τού τοίχου προς την ανωτέραν κύκλω τού οίκου, όπως διαπλατύνηται άνωθεν και εκ των κάτωθεν αναβαίνωσιν επί τα υπερώα και εκ των μέσων επί τα τριώροφα. 8 και το θραέλ τού οίκου ύψος κύκλω διάστημα των πλευρών ίσον τώ καλάμω, πηχών έξ διάστημα. 9 και εύρος τού τοίχου της πλευράς έξωθεν πηχών πέντε· και τα απόλοιπα αναμέσον των πλευρών τού οίκου
10 και αναμέσον των εξεδρών εύρος πηχών είκοσι, το περιφερές τώ οίκω κύκλω. 11 και αι θύραι των εξεδρών επί το απόλοιπον της θύρας της μιάς της προς βορράν· και η θύρα η μία προς νότον, και το εύρος τού φωτός τού απολοίπου πηχών πέντε πλάτος κυκλόθεν. 12 και το διορίζον κατά πρόσωπον τού απολοίπου ως προς θάλασσαν πηχών εβδομήκοντα, πλάτος τού τοίχου τού διορίζοντος πηχών πέντε, εύρος κυκλόθεν και μήκος αυτού πηχών ενενήκοντα. 13 και διεμέτρησε κατέναντι τού οίκου μήκος πηχών εκατόν, και τα απόλοιπα και τα διορίζοντα και οι τοίχοι αυτών μήκος πηχών εκατόν, 14 και το εύρος κατά πρόσωπον τού οίκου και τα απόλοιπα κατέναντι πηχών εκατόν. 15 και διεμέτρησε μήκος τού διορίζοντος κατά πρόσωπον τού απολοίπου των κατόπισθεν τού οίκου εκείνου και τα απόλοιπα ένθεν και ένθεν πηχών εκατόν το μήκος. και ο ναός και αι γωνίαι και το αιλάμ το εξώτερον πεφατνωμένα, 16 και αι θυρίδες δικτυωταί, υποφαύσεις κύκλω τοίς τρισίν ώστε διακύπτειν· και ο οίκος και τα πλησίον εξυλωμένα κύκλω και το έδαφος και εκ τού εδάφους έως των θυρίδων, και αι θυρίδες αναπτυσσόμεναι τρισσώς εις το διακύπτειν. 17 και έως πλησίον της εσωτέρας και έως της εξωτέρας και εφ' όλον τον τοίχον κύκλω εν τώ έσωθεν και εν τώ έξωθεν 18 γεγλυμμένα Χερουβίμ, και φοίνικες αναμέσον Χερούβ και Χερούβ· δύο πρόσωπα τώ Χερούβ, 19 πρόσωπον ανθρώπου προς τον φοίνικα ένθεν και ένθεν και πρόσωπον λέοντος προς τον φοίνικα ένθεν και ένθεν· διαγεγλυμμένος όλος ο οίκος κυκλόθεν,
20 εκ τού εδάφους έως τού φατνώματος τα Χερουβίμ και οι φοίνικες διαγεγλυμμένοι. 21 και το άγιον και ο ναός αναπτυσσόμενος τετράγωνα. κατά πρόσωπον των αγίων όρασις ως όψις 22 θυσιαστηρίου ξυλίνου, πηχών τριών το ύψος αυτού και το μήκος πηχών δύο και το εύρος πηχών δύο· και κέρατα είχε, και η βάσις αυτού και οι τοίχοι αυτού ξύλινοι· και είπε προς με· αύτη η τράπεζα η πρό προσώπου Κυρίου. και δύο θυρώματα τώ ναώ 23 και τώ αγίω· 24 δύο θυρώματα τοίς δυσί θυρώμασι τοίς στροφωτοίς, δύο θυρώματα τώ ενί και δύο θυρώματα τή θύρα τή δευτέρα. 25 και γλυφή επ' αυτών, και επί τα θυρώματα τού ναού Χερουβίμ, και φοίνικες κατά την γλυφήν των αγίων, και σπουδαία ξύλα κατά πρόσωπον τού αιλάμ έξωθεν 26 και θυρίδες κρυπταί. και διεμέτρησεν ένθεν και ένθεν εις τα οροφώματα τού αιλάμ και τα πλευρά τού οίκου εζυγωμένα.
1 ΚΑΙ εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν κατά ανατολάς κατέναντι της πύλης της προς βορράν· και εισήγαγέ με, και ιδού εξέδραι πέντε εχόμεναι τού απολοίπου και εχόμεναι τού διορίζοντος προς βορράν, 2 επί πήχεις εκατόν μήκος προς βορράν και το πλάτος πεντήκοντα πηχών, 3 διαγεγραμμέναι ον τρόπον αι πύλαι της αυλής της εσωτέρας και ον τρόπον τα περίστυλα της αυλής της εξωτέρας, εστιχισμέναι αντιπρόσωποι στοαί τρισσαί. 4 και κατέναντι των εξεδρών περίπατος πηχών δέκα το πλάτος, επί πήχεις εκατόν το μήκος· και τα θυρώματα αυτών προς βορράν. 5 και οι περίπατοι οι υπερώοι ωσαύτως, ότι εξείχετο το περίστυλον εξ αυτού, εκ τού υποκάτωθεν περιστύλου, και το διάστημα· ούτως περίστυλον και διάστημα 6 και ούτως στοαί· διότι τριπλαί ήσαν και στύλους ουκ είχον καθώς οι στύλοι των εξωτέρων, διά τούτο εξείχοντο των υποκάτωθεν και των μέσων από της γής. 7 και φώς έξωθεν ον τρόπον αι εξέδραι της αυλής της εξωτέρας αι βλέπουσαι απέναντι των εξεδρών των προς βορράν, μήκος πηχών πεντήκοντα· 8 ότι το μήκος των εξεδρών των βλεπουσών εις την αυλήν την εξωτέραν ήν πηχών πεντήκοντα, και αυταί εισιν αι αντιπρόσωποι ταύταις· το πάν πηχών εκατόν. 9 και αι θύραι των εξεδρών τούτων της εισόδου της προς ανατολάς τού εισπορεύεσθαι δι' αυτών εκ της αυλής της εξωτέρας
10 κατά το φώς τού εν αρχή περιπάτου. και τα προς νότον κατά πρόσωπον τού νότου κατά πρόσωπον τού απολοίπου και κατά πρόσωπον τού διορίζοντος εξέδραι, 11 και ο περίπατος κατά πρόσωπον αυτών κατά τα μέτρα εξεδρών των προς βορράν και κατά το μήκος αυτών και κατά το εύρος αυτών και κατά πάσας τας εξόδους αυτών και κατά πάσας τας επιστροφάς αυτών και κατά τα φώτα αυτών και κατά τα θυρώματα αυτών 12 των εξεδρών των προς νότον και κατά τα θυρώματα απ' αρχής τού περιπάτου ως επί φώς διαστήματος καλάμου και κατά ανατολάς τού εισπορεύεσθαι δι' αυτών. ~ 13 Καί είπε προς με· αι εξέδραι αι προς βορράν, και αι εξέδραι αι προς νότον αι ούσαι κατά πρόσωπον των διαστημάτων, αύταί εισιν αι εξέδραι τού αγίου, εν αίς φάγονται εκεί οι ιερείς υιοί Σαδδούκ οι εγγίζοντες προς Κύριον τα άγια των αγίων· και εκεί θήσουσι τα άγια των αγίων και την θυσίαν και τα περί αμαρτίας και τα περί αγνοίας, διότι ο τόπος άγιος. 14 ουκ εισελεύσονται εκεί πάρεξ των ιερέων· ουκ εξελεύσονται εκ τού αγίου εις την αυλήν την εξωτέραν, όπως διαπαντός άγιοι ώσιν οι προσάγοντες, και μη άπτωνται τού στολισμού αυτών, εν οίς λειτουργούσιν εν αυτοίς, διότι άγιά εστι· και ενδύσονται ιμάτια έτερα, όταν άπτωνται τού λαού. ~ 15 Καί συνετελέσθη η διαμέτρησις τού οίκου έσωθεν. και εξήγαγέ με καθ' οδόν της πύλης της βλεπούσης προς ανατολάς και διεμέτρησε το υπόδειγμα τού οίκου κυκλόθεν εν διατάξει. 16 και έστη κατά νώτου της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς και διεμέτρησε πεντακοσίους εν τώ καλάμω τού μέτρου· 17 και επέστρεψε προς βορράν και διεμέτρησε το κατά πρόσωπον τού βορρά πήχεις πεντακοσίους εν τώ καλάμω τού μέτρου· 18 και επέστρεψε προς θάλασσαν και διεμέτρησε το κατά πρόσωπον της θαλάσσης πεντακοσίους εν τώ καλάμω τού μέτρου. 19 και επέστρεψε προς νότον και διεμέτρησε κατέναντι τού νότου πεντακοσίους εν τώ καλάμω τού μέτρου·
20 τα τέσσαρα μέρη τού αυτού καλάμου. και διέταξεν αυτόν και περίβολον αυτών κύκλω πεντακοσίων προς ανατολάς και πεντακοσίων πηχών εύρος τού διαστέλλειν αναμέσον των αγίων και αναμέσον τού προτειχίσματος τού εν διατάξει τού οίκου.
1 ΚΑΙ ήγαγέ με επί την πύλην την βλέπουσαν κατά ανατολάς και εξήγαγέ με, 2 και ιδού δόξα Θεού Ισραήλ ήρχετο κατά την οδόν της πύλης της βλεπούσης προς ανατολάς, και φωνή της παρεμβολής ως φωνή διπλασιαζόντων πολλών, και η γη εξέλαμπεν ως φέγγος από της δόξης κυκλόθεν. 3 και η όρασις, ήν είδον, κατά την όρασιν, ήν είδον ότε εισεπορευόμην τού χρίσαι την πόλιν, και η όρασις τού άρματος, ού είδον, κατά την όρασιν, ήν είδον επί τού ποταμού τού Χοβάρ· και πίπτω επί πρόσωπόν μου. 4 και δόξα Κυρίου εισήλθεν εις τον οίκον κατά την οδόν της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς. 5 και ανέλαβέ με πνεύμα και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν, και ιδού πλήρης δόξης Κυρίου ο οίκος. 6 και έστην, και ιδού φωνή εκ τού οίκου λαλούντος προς με, και ο ανήρ ειστήκει εχόμενός μου. 7 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, εώρακας τον τόπον τού θρόνου μου και τον τόπον τού ίχνους των ποδών μου, εν οίς κατασκηνώσει το όνομά μου εν μέσω οίκου Ισραήλ τον αιώνα· και ου βεβηλώσουσιν ουκέτι οίκος Ισραήλ το όνομα το άγιόν μου, αυτοί και οι ηγούμενοι αυτών, εν τή πορνεία αυτών και εν τοίς φόνοις των ηγουμένων εν μέσω αυτών, 8 εν τώ τιθέναι αυτούς το πρόθυρόν μου εν τοίς προθύροις αυτών και τας φλιάς μου εχομένας των φλιών αυτών και έδωκαν τον τοίχόν μου ως συνεχόμενον εμού και αυτών και εβεβήλωσαν το όνομα το άγιόν μου εν ταίς ανομίαις αυτών, αίς εποίουν· και εξέτριψα αυτούς εν θυμώ μου και εν φόνω. 9 και νύν απωσάσθωσαν την πορνείαν αυτών και τους φόνους των ηγουμένων αυτών απ' εμού, και κατασκηνώσω εν μέσω αυτών τον αιώνα.
10 και σύ, υιέ ανθρώπου, δείξον τώ οίκω Ισραήλ τον οίκον, και κοπάσουσιν από των αμαρτιών αυτών· και την όρασιν αυτού και την διάταξιν αυτού, 11 και αυτοί λήψονται την κόλασιν αυτών περί πάντων, ών εποίησαν. και διαγράψεις τον οίκον και τας εξόδους αυτού και την υπόστασιν αυτού και πάντα τα προστάγματα αυτού και πάντα τα νόμιμα αυτού γνωριείς αυτοίς και διαγράψεις εναντίον αυτών, και φυλάξονται πάντα τα δικαιώματά μου και πάντα τα προστάγματά μου και ποιήσουσιν αυτά· 12 και την διαγραφήν τού οίκου επί της κορυφής τού όρους, πάντα τα όρια αυτού κυκλόθεν άγια αγίων. 13 Καί ταύτα τα μέτρα τού θυσιαστηρίου εν πήχει τού πήχεως και παλαιστής· κόλπωμα βάθους επί πήχυν και πήχυς το εύρος, και γείσος επί το χείλος αυτού κυκλόθεν σπιθαμής. και τούτο το ύψος τού θυσιαστηρίου· 14 εκ βάθους της αρχής τού κοιλώματος αυτού προς το ιλαστήριον το μέγα το υποκάτωθεν πηχών δύο και το εύρος πήχεως· και από τού ιλαστηρίου τού μικρού επί το ιλαστήριον το μέγα πήχεις τέσσαρες και εύρος πήχυς· 15 και τώ αριήλ πηχών τεσσάρων, και από τού αριήλ και υπεράνω των κεράτων πήχυς· 16 και το αριήλ πηχών δώδεκα μήκους επί πήχεις δώδεκα πλάτους, τετράγωνον επί τα τέσσαρα μέρη αυτού. 17 και το ιλαστήριον πηχών δεκατεσσάρων το μήκος επί πήχεις δεκατέσσαρας το εύρος επί τέσσαρα μέρη αυτού· και το γείσος αυτώ κυκλόθεν κυκλούμενον αυτώ. ήμισυ πήχεως, και το κύκλωμα αυτού πήχυς κυκλόθεν· και οι κλιμακτήρες αυτού βλέποντες κατά ανατολάς. 18 και είπε προς με· υιέ ανθρώπου, τάδε λέγει Κύριος ο Θεός Ισραήλ· ταύτα τα προστάγματα τού θυσιαστηρίου εν ημέρα ποιήσεως αυτού τού αναφέρειν επ' αυτού ολοκαυτώματα και προσχέειν προς αυτό αίμα. 19 και δώσεις τοίς ιερεύσι τοίς Λευίταις τοίς εκ τού σπέρματος Σαδδούκ τοίς εγγίζουσι προς με, λέγει Κύριος ο Θεός, τού λειτουργείν μοι, μόσχον εκ βοών περί αμαρτίας·
20 και λήψονται εκ τού αίματος αυτού και επιθήσουσιν επί τα τέσσαρα κέρατα τού θυσιαστηρίου και επί τας τέσσαρας γωνίας τού ιλαστηρίου και επί την βάσιν κύκλω και εξιλάσονται αυτό· 21 και λήψονται τον μόσχον τον περί αμαρτίας, και κατακαυθήσεται εν τώ αποκεχωρισμένω τού οίκου έξωθεν των αγίων. 22 και τή ημέρα τή δευτέρα λήψονται ερίφους δύο αιγών αμώμους υπέρ αμαρτίας και εξιλάσονται το θυσιαστήριον καθότι εξιλάσαντο εν τώ μόσχω· 23 και μετά το συντελέσαι τον εξιλασμόν προσοίσουσι μόσχον εκ βοών άμωμον και κριόν εκ προβάτων άμωμον, 24 και προσοίσετε εναντίον Κυρίου, και επιρρίψουσιν οι ιερείς επ' αυτά άλα και ανοίσουσιν αυτά ολοκαυτώματα τώ Κυρίω. 25 επτά ημέρας ποιήσεις έριφον υπέρ αμαρτίας καθ' ημέραν και μόσχον εκ βοών και κριόν εκ προβάτων, άμωμα ποιήσουσιν 26 επτά ημέρας· και εξιλάσονται το θυσιαστήριον και καθαριούσιν αυτό και πλήσουσι χείρας αυτών. 27 και έσται από της ημέρας της ογδόης και επέκεινα ποιήσουσιν οι ιερείς επί το θυσιαστήριον τα ολοκαυτώματα υμών και τα τού σωτηρίου υμών. και προσδέξομαι υμάς, λέγει Κύριος.
1 ΚΑΙ επέστρεψέ με κατά την οδόν της πύλης των αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς, και αύτη ήν κεκλεισμένη. 2 και είπε Κύριος προς με· η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθη δι' αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής, και έσται κεκλεισμένη· 3 διότι ο ηγούμενος, ούτος καθήσεται εν αυτή τού φαγείν άρτον εναντίον Κυρίου. κατά την οδόν αιλάμ της πύλης εισελεύσεται και κατά την οδόν αυτού εξελεύσεται. ~ 4 Καί εισήγαγέ με κατά την οδόν της πύλης της προς βορράν κατέναντι τού οίκου, και είδον και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος τού Κυρίου, και πίπτω επί πρόσωπόν μου. 5 και είπε Κύριος προς με· υιέ ανθρώπου, τάξον εις την καρδίαν σου και ιδέ τοίς οφθαλμοίς σου και τοίς ωσί σου άκουε πάντα, όσα εγώ λαλώ μετά σού, κατά πάντα τα προστάγματα τού οίκου Κυρίου και κατά πάντα τα νόμιμα αυτού· και τάξεις την καρδίαν σου εις την είσοδον τού οίκου κατά πάσας τας εξόδους αυτού εν πάσι τοίς αγίοις. 6 και ερείς προς τον οίκον τον παραπικραίνοντα, προς τον οίκον τού Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος ο Θεός· ικανούσθω υμίν από πασών των ανομιών υμών, οίκος Ισραήλ, 7 τού εισαγαγείν υμάς υιούς αλλογενείς απεριτμήτους καρδία και απεριτμήτους σαρκί τού γίνεσθαι εν τοίς αγίοις μου, και εβεβήλουν αυτά εν τώ προσφέρειν υμάς άρτους, στέαρ και αίμα, και παρεβαίνετε την διαθήκην μου εν πάσαις ταίς ανομίαις υμών 8 και διετάξατε τού φυλάσσειν φυλακάς εν τοίς αγίοις μου. 9 διά τούτο τάδε λέγει Κύριος ο Θεός· πάς υιός αλλογενής απερίτμητος καρδία και απερίτμητος σαρκί ουκ εισελεύσεται εις τα άγιά μου εν πάσιν υιοίς αλλογενών των όντων εν μέσω οίκου Ισραήλ,
10 αλλ' ή οι Λευίται, οίτινες αφήλαντο απ' εμού εν τώ πλανάσθαι τον Ισραήλ απ' εμού κατόπισθεν των ενθυμημάτων αυτών, και λήψονται αδικίαν αυτών 11 και έσονται εν τοίς αγίοις μου λειτουργούντες θυρωροί επί των πυλών τού οίκου και λειτουργούντες τώ οίκω· ούτοι σφάξουσι τας θυσίας και τα ολοκαυτώματα τώ λαώ, και ούτοι στήσονται εναντίον τού λαού τού λειτουργείν αυτοίς. 12 ανθ' ών ελειτούργουν αυτοίς πρό προσώπου των ειδώλων αυτών και εγένετο τώ οίκω Ισραήλ εις κόλασιν αδικίας, ένεκα τούτου ήρα την χείρά μου επ' αυτούς, λέγει Κύριος ο Θεός, 13 και ουκ εγγιούσι προς με τού ιερατεύειν μοι, ουδέ τού προσάγειν προς τα άγια υιών τού Ισραήλ ουδέ προς τα άγια των αγίων μου και λήψονται ατιμίαν αυτών εν τή πλανήσει, ή επλανήθησαν. 14 και κατατάξουσιν αυτούς φυλάσσειν φυλακάς τού οίκου εις πάντα τα έργα αυτού και εις πάντα, όσα αν ποιήσωσιν. 15 οι ιερείς οι Λευίται, οι υιοί τού Σαδδούκ, οίτινες εφυλάξαντο τας φυλακάς των αγίων μου εν τώ πλανάσθαι οίκον Ισραήλ απ' εμού, ούτοι προσάξουσι προς με τού λειτουργείν μοι και στήσονται πρό προσώπου μου τού προσφέρειν μοι θυσίαν, στέαρ και αίμα, λέγει Κύριος ο Θεός. 16 ούτοι εισελεύσονται εις τα άγιά μου, και ούτοι προσελεύσονται προς την τράπεζάν μου τού λειτουργείν μοι και φυλάξουσι τας φυλακάς μου. 17 και έσται εν τώ εισπορεύεσθαι αυτούς τας πύλας της αυλής της εσωτέρας στολάς λινάς ενδύσονται και ουκ ενδύσονται έρια εν τώ λειτουργείν αυτούς από της πύλης της εσωτέρας αυλής· 18 και κιδάρεις λινάς έξουσιν επί ταίς κεφαλαίς αυτών και περισκελή λινά έξουσιν επί τας οσφύας αυτών και ου περιζώσονται βία. 19 και εν τώ εκπορεύεσθαι αυτούς εις την αυλήν την εξωτέραν προς τον λαόν εκδύσονται τας στολάς αυτών, εν αίς αυτοί λειτουργούσιν εν αυταίς, και θήσουσιν αυτάς εν ταίς εξέδραις των αγίων και ενδύσονται στολάς ετέρας και ου μη αγιάσωσι τον λαόν εν ταίς στολαίς αυτών.
20 και τας κεφαλάς αυτών ου ξυρήσονται και τας κόμας αυτών ου ψιλώσουσι, καλύπτοντες καλύψουσι τας κεφαλάς αυτών. 21 και οίνον ου μη πίωσι πάς ιερεύς εν τώ εισπορεύεσθαι αυτούς εις την αυλήν την εσωτέραν. 22 και χήραν και εκβεβλημένην ου λήψονται εαυτοίς εις γυναίκα, αλλ' ή παρθένον εκ τού σπέρματος Ισραήλ· και χήρα εάν γένηται εξ ιερέως, λήψονται. 23 και τον λαόν μου διδάξουσιν ανά μέσον αγίου και βεβήλου και ανά μέσον ακαθάρτου και καθαρού γνωριούσιν αυτοίς. 24 και επί κρίσιν αίματος ούτοι επιστήσονται τού διακρίνειν· τα δικαιώματά μου δικαιώσουσι και τα κρίματά μου κρινούσι και τα νόμιμά μου και τα προστάγματά μου εν πάσαις ταίς εορταίς μου φυλάξονται και τα σάββατά μου αγιάσουσι. 25 και επί ψυχήν ανθρώπου ουκ εισελεύσονται τού μιανθήναι, αλλ' ή επί πατρί και επί μητρί και επί υιώ και επί θυγατρί και επί αδελφώ και επί αδελφή αυτού, ή ου γέγονεν ανδρί, μιανθήσεται. 26 και μετά το καθαρισθήναι αυτόν επτά ημέρας εξαριθμηθήση αυτώ· 27 και ή αν ημέρα εισπορεύωνται εις την αυλήν την εσωτέραν τού λειτουργείν εν τώ αγίω, προσοίσουσιν ιλασμόν, λέγει Κύριος ο Θεός. 28 και έσται αυτοίς εις κληρονομίαν· εγώ κληρονομία αυτοίς, και κατάσχεσις αυτοίς ου δοθήσεται εν τοίς υιοίς Ισραήλ, ότι εγώ κατάσχεσις αυτών. 29 και τας θυσίας και τα υπέρ αμαρτίας και τα υπέρ αγνοίας ούτοι φάγονται, και πάν αφόρισμα εν τώ Ισραήλ αυτοίς έσται·
30 απαρχαί πάντων και τα πρωτότοκα πάντων και τα αφαιρέματα πάντα εκ πάντων των απαρχών υμών τοίς ιερεύσιν έσται· και τα πρωτογεννήματα υμών δώσετε τώ ιερεί τού θείναι ευλογίας υμών επί τους οίκους υμών. 31 και πάν θνησιμαίον και θηριάλωτον εκ των πετεινών και εκ των κτηνών ου φάγονται
1 ΚΑΙ εν τώ καταμετρείσθαι υμάς την γήν εν κληρονομία αφοριείτε απαρχήν τώ Κυρίω άγιον από της γής, πέντε και είκοσι χιλιάδας μήκος και εύρος είκοσι χιλιάδας· άγιον έσται εν πάσι τοίς ορίοις αυτού κυκλόθεν. 2 και έσται εκ τούτου εις αγίασμα πεντακόσιοι επί πεντακοσίους τετράγωνον κυκλόθεν, και πεντήκοντα πήχεις διάστημα αυτώ κυκλόθεν. 3 και εκ ταύτης της διαμετρήσεως διαμετρήσεις μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδας και εύρος είκοσι χιλιάδας, και εν αυτή έσται το αγίασμα άγια των αγίων. 4 από της γής έσται τοίς ιερεύσι τοίς λειτουργούσιν εν τώ αγίω και έσται τοίς εγγίζουσι λειτουργείν τώ Κυρίω, και έσται αυτοίς τόπος εις οίκους αφωρισμένους τώ αγιασμώ αυτών. 5 είκοσι και πέντε χιλιάδας μήκος και εύρος είκοσι χιλιάδες έσται τοίς Λευίταις τοίς λειτουργούσι τώ οίκω, αυτοίς εις κατάσχεσιν, πόλεις τού κατοικείν. 6 και την κατάσχεσιν της πόλεως δώσεις πέντε χιλιάδας εύρος και μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδας· ον τρόπον η απαρχή των αγίων παντί οίκω Ισραήλ έσονται. 7 και τώ ηγουμένω εκ τούτου και από τούτου εις τας απαρχάς των αγίων εις κατάσχεσιν της πόλεως, κατά πρόσωπον των απαρχών των αγίων και κατά πρόσωπον της κατασχέσεως της πόλεως τα προς θάλασσαν και από των προς θάλασσαν προς ανατολάς, και το μήκος ως μία των μερίδων από των ορίων των προς θάλασσαν και το μήκος επί τα όρια τα προς ανατολάς της γής. 8 και έσται αυτώ εις κατάσχεσιν εν τώ Ισραήλ, και ου καταδυναστεύσουσιν ουκέτι οι αφηγούμενοι τού Ισραήλ τον λαόν μου, και την γήν κατακληρονομήσουσιν οίκος Ισραήλ κατά φυλάς αυτών. 9 τάδε λέγει Κύριος Θεός· ικανούσθω υμίν, οι αφηγούμενοι τού Ισραήλ· αδικίαν και ταλαιπωρίαν αφέλεσθε και κρίμα και δικαιοσύνην ποιήσατε, εξάρατε καταδυναστείαν από τού λαού μου, λέγει Κύριος Θεός.
10 ζυγός δίκαιος και μέτρον δίκαιον και χοίνιξ δικαία έστω υμίν. 11 το μέτρον και η χοίνιξ ομοίως μία έσται τού λαμβάνειν· το δέκατον τού γομόρ η χοίνιξ, και το δέκατον τού γομόρ το μέτρον, προς το γομόρ έσται ίσον. 12 και τα στάθμια είκοσιν οβολοί· οι πέντε σίκλοι πέντε, και οι δέκα σίκλοι δέκα, και πεντήκοντα σίκλοι η μνά έσται υμίν. ~ 13 Καί αύτη η απαρχή, ήν αφοριείτε, έκτον μέτρου από τού γομόρ τού πυρού και το έκτον τού οιφί από τού κόρου των κριθών. 14 και το πρόσταγμα τού ελαίου· κοτύλην ελαίου από δέκα κοτυλών, ότι αι δέκα κοτύλαι εισί γομόρ. 15 και πρόβατον από των δέκα προβάτων αφαίρεμα εκ πασών των πατριών τού Ισραήλ εις θυσίας και εις ολοκαυτώματα και εις σωτηρίου τού εξιλάσκεσθαι περί υμών λέγει Κύριος Θεός. 16 και πάς ο λαός δώσει την απαρχήν ταύτην τώ αφηγουμένω τού Ισραήλ. 17 και διά τού αφηγουμένου έσται τα ολοκαυτώματα και αι θυσίαι και αι σπονδαί έσονται εν ταίς εορταίς και εν ταίς νουμηνίαις και εν τοίς σαββάτοις και εν πάσαις ταίς εορταίς οίκου Ισραήλ· αυτός ποιήσει τα υπέρ αμαρτίας και την θυσίαν και τα ολοκαυτώματα και τα τού σωτηρίου τού εξιλάσκεσθαι υπέρ τού οίκου Ισραήλ. 18 Τάδε λέγει Κύριος Θεός· εν τώ πρώτω μηνί μια τού μηνός λήψεσθε μόσχον εκ βοών άμωμον τού εξιλάσασθαι το άγιον. 19 και λήψεται ο ιερεύς από τού αίματος τού εξιλασμού και δώσει επί τας φλιάς τού οίκου και επί τας τέσσαρας γωνίας τού ιερού και επί το θυσιαστήριον και επί τας φλιάς της πύλης της αυλής της εσωτέρας.
20 και ούτως ποιήσεις εν τώ μηνί τώ εβδόμω, μια τού μηνός, λήψη παρ' εκάστου απόμοιραν και εξιλάσεσθε τον οίκον. 21 και εν τώ πρώτω μηνί, τεσσαρεσκαιδεκάτη τού μηνός, έσται υμίν το πάσχα εορτή· επτά ημέρας άζυμα έδεσθε. 22 και ποιήσει ο αφηγούμενος εν εκείνη τή ημέρα υπέρ αυτού και τού οίκου και υπέρ παντός τού λαού της γής μόσχον υπέρ αμαρτίας. 23 και τας επτά ημέρας της εορτής ποιήσει ολοκαυτώματα τώ Κυρίω, επτά μόσχους και επτά κριούς αμώμους καθ' ημέραν, τας επτά ημέρας και υπέρ αμαρτίας έριφον αιγών καθ' ημέραν. 24 και θυσίαν πέμμα τώ μόσχω και πέμμα τώ κριώ ποιήσεις και ελαίου το είν τώ πέμματι. 25 και εν τώ εβδόμω μηνί, πεντεκαιδεκάτη τού μηνός, εν τή εορτή, ποιήσεις κατά τα αυτά επτά ημέρας καθώς τα υπέρ της αμαρτίας και καθώς τα ολοκαυτώματα και καθώς το μαναά και καθώς το έλαιον.
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος Θεός· η πύλη η εν τή αυλή τή εσωτέρα η βλέπουσα προς ανατολάς έσται κεκλεισμένη έξ ημέρας τας ενεργούς, εν δε τή ημέρα των σαββάτων ανοιχθήσεται και εν τή ημέρα της νουμηνίας ανοιχθήσεται. 2 και εισελεύσεται ο αφηγούμενος κατά την οδόν τού αιλάμ της πύλης της έσωθεν και στήσεται επί τα πρόθυρα της πύλης, και ποιήσουσιν οι ιερείς τα ολοκαυτώματα αυτού και τα τού σωτηρίου αυτού· 3 και προσκυνήσει επί τού προθύρου της πύλης και εξελεύσεται και η πύλη ου μη κλεισθή έως εσπέρας. και προσκυνήσει ο λαός της γής κατά τα πρόθυρα της πύλης εκείνης εν τοίς σαββάτοις και εν ταίς νουμηνίαις εναντίον Κυρίου. 4 και τα ολοκαυτώματα προσοίσει ο αφηγούμενος τώ Κυρίω· εν τή ημέρα των σαββάτων έξ αμνούς αμώμους και κριόν άμωμον 5 και μαναά πέμμα τώ κριώ και τοίς αμνοίς θυσίαν δόμα χειρός αυτού, και ελαίου το είν τώ πέμματι. 6 και εν τή ημέρα της νουμηνίας μόσχον άμωμον και έξ αμνούς, και κριός άμωμος έσται, 7 και πέμμα τώ κριώ και πέμμα τώ μόσχω έσται μαναά, και τοίς αμνοίς καθώς αν εκποιή η χείρ αυτού, και ελαίου το είν τώ πέμματι. 8 και εν τώ εισπορεύεσθαι τον αφηγούμενον κατά την οδόν τού αιλάμ της πύλης εισελεύσεται και κατά την οδόν της πύλης εξελεύσεται. 9 και όταν εισπορεύηται ο λαός της γής εναντίον Κυρίου εν ταίς εορταίς, ο εισπορευόμενος κατά την οδόν της πύλης της βλεπούσης προς βορράν προσκυνείν εξελεύσεται κατά την οδόν της πύλης της προς νότον, και ο εισπορευόμενος κατά την οδόν της πύλης της προς νότον εξελεύσεται κατά την οδόν της πύλης της προς βορράν· ουκ αναστρέψει κατά την πύλην, εις ήν εισελήλυθεν, αλλ' ή κατ' ευθύ αυτής εξελεύσεται.
10 και ο αφηγούμενος εν μέσω αυτών εν τώ εισπορεύεσθαι αυτούς εισελεύσεται μετ' αυτών και εν τώ εκπορεύεσθαι αυτούς εξελεύσεται. 11 και εν ταίς εορταίς και εν ταίς πανηγύρεσιν έσται το μαναά πέμμα τώ μόσχω και πέμμα τώ κριώ και τοίς αμνοίς καθώς αν εκποιή η χείρ αυτού και ελαίου το είν τώ πέμματι. 12 εάν δε ποιήση ο αφηγούμενος ομολογίαν ολοκαύτωμα σωτηρίου τώ Κυρίω, και ανοίξη εαυτώ την πύλην την βλέπουσαν κατά ανατολάς και ποιήσει το ολοκαύτωμα αυτού και τα τού σωτηρίου αυτού, ον τρόπον ποιεί εν τή ημέρα των σαββάτων, και εξελεύσεται και κλείσει τας θύρας μετά το εξελθείν αυτόν. 13 και αμνόν ενιαύσιον άμωμον ποιήσει εις ολοκαύτωμα καθ' ημέραν τώ Κυρίω, πρωί ποιήσει αυτόν· 14 και μαναά ποιήσει επ' αυτώ το πρωί έκτον τού μέτρου και ελαίου το τρίτον τού είν τού αναμείξαι την σεμίδαλιν μαναά τώ Κυρίω, πρόσταγμα διαπαντός. 15 ποιήσετε τον αμνόν και το μαναά και το έλαιον ποιήσετε το πρωί ολοκαύτωμα διά παντός. 16 Τάδε λέγει Κύριος Θεός· εάν δώ ο αφηγούμενος δόμα ενί εκ των υιών αυτού εκ της κληρονομίας αυτού, τούτο τοίς υιοίς αυτού έσται κατάσχεσις εν κληρονομία. 17 εάν δε δώ δόμα ενί των παίδων αυτού, και έσται αυτώ έως τού έτους της αφέσεως, και αποδώσει τώ αφηγουμένω· πλήν της κληρονομίας των υιών αυτού, αυτοίς έσται. 18 και ου μη λάβη ο αφηγούμενος εκ της κληρονομίας τού λαού τού καταδυναστεύσαι αυτούς· εκ της κατασχέσεως αυτού κατακληρονομήσει τοίς υιοίς αυτού, όπως μη διασκορπίζηται ο λαός μου έκαστος εκ της κατασχέσεως αυτού. ~ 19 Καί εισήγαγέ με εις την είσοδον της κατά νώτου της πύλης εις την εξέδραν των αγίων των ιερέων την βλέπουσαν προς βορράν, και ιδού εκεί τόπος κεχωρισμένος.
20 και είπε προς με· ούτος ο τόπος εστίν, ού εψήσουσιν εκεί οι ιερείς τα υπέρ αγνοίας και τα υπέρ αμαρτίας και εκεί πέψουσι το μαναά το παράπαν τού μη εκφέρειν εις την αυλήν την εξωτέραν τού αγιάζειν τον λαόν. 21 και εξήγαγέ με εις την αυλήν την εξωτέραν και περιήγαγέ με επί τα τέσσαρα μέρη της αυλής, και ιδού αυλή κατά το κλίτος της αυλής· 22 επί τα τέσσαρα κλίτη της αυλής αυλή μικρά, μήκους πηχών τεσσαράκοντα και εύρος πηχών τριάκοντα, μέτρον έν ταίς τέσσαρσι. 23 και εξέδραι κύκλω εν αυταίς, κύκλω ταίς τέσσαρσι, και μαγειρεία γεγονότα υποκάτω των εξεδρών κύκλω. 24 και είπε προς με· ούτοι οι οίκοι των μαγειρείων, ού εψήσουσιν εκεί οι λειτουργούντες τώ οίκω τα θύματα τού λαού.
1 ΚΑΙ εισήγαγέ με επί τα πρόθυρα τού οίκου, και ιδού ύδωρ εξεπορεύετο υποκάτωθεν τού αιθρίου κατά ανατολάς, ότι το πρόσωπον τού οίκου έβλεπε κατά ανατολάς, και το ύδωρ κατέβαινεν από τού κλίτους τού δεξιού από νότου επί το θυσιαστήριον. 2 και εξήγαγέ με κατά την οδόν της πύλης της προς βορράν και περιήγαγέ με την οδόν έξωθεν προς την πύλην της αυλής της βλεπούσης κατά ανατολάς, και ιδού το ύδωρ κατεφέρετο από τού κλίτους τού δεξιού. 3 καθώς έξοδος ανδρός εξεναντίας, και μέτρον εν τή χειρί αυτού, και διεμέτρησε χιλίους εν τώ μέτρω, και διήλθεν εν τώ ύδατι ύδωρ αφέσεως· 4 και διεμέτρησε χιλίους, και διήλθεν εν τώ ύδατι ύδωρ έως των μηρών· και διεμέτρησε χιλίους, και διήλθεν ύδωρ έως οσφύος· 5 και διεμέτρησε χιλίους, και ουκ ηδύνατο διελθείν, ότι εξύβριζε το ύδωρ ως ροίζος χειμάρρου, ον ου διαβήσονται. 6 και είπε προς με· εώρακας, υιέ ανθρώπου; και ήγαγέ με και επέστρεψέ με επί το χείλος τού ποταμού. 7 εν τή επιστροφή μου και ιδού επί τού χείλους τού ποταμού δένδρα πολλά σφόδρα ένθεν και ένθεν. 8 και είπε προς με· το ύδωρ τούτο το εκπορευόμενον εις την Γαλιλαίαν την προς ανατολάς και κατέβαινεν επί την Αραβίαν και ήρχετο έως επί την θάλασσαν επί το ύδωρ της διεκβολής, και υγιάσει τα ύδατα. 9 και έσται πάσα ψυχή των ζώων των εκζεόντων επί πάντα, εφ΄ ά αν επέλθη εκεί ο ποταμός, ζήσεται. και έσται εκεί ιχθύς πολύς σφόδρα, ότι ήκει εκεί το ύδωρ τούτο, και υγιάσει και ζήσεται· πάν εφ’ ό αν έλθη ο ποταμός εκεί, ζήσεται.
10 και στήσονται εκεί αλιείς από Αινγαδείν έως Εναγαλείμ· ψυγμός σαγηνών έσται, καθ΄ εαυτήν έσται, και οι ιχθύες αυτής ως οι ιχθύες της θαλάσσης της μεγάλης, πλήθος πολύ σφόδρα. 11 και εν τή διεκβολή αυτού και εν τή επιστροφή αυτού και εν τή υπεράρσει αυτού ου μη υγιάσωσιν· εις άλας δέδονται. 12 και επί τού ποταμού αναβήσεται, επί τού χείλους αυτού ένθεν και ένθεν πάν ξύλον βρώσιμον, ου μη παλαιωθή επ’ αυτού, ουδέ μη εκλείπη ο καρπός αυτού· της καινότητος αυτού πρωτοβολήσει, διότι τα ύδατα αυτών εκ των αγίων ταύτα εκπορεύεται, και έσται ο καρπός αυτών εις βρώσιν και ανάβασις αυτών εις υγίειαν. 13 Τάδε λέγει Κύριος Θεός· ταύτα τα όρια κατακληρονομήσετε της γής, ταίς δώδεκα φυλαίς των υιών Ισραήλ πρόσθεσις σχοινίσματος. 14 και κατακληρονομήσετε αυτήν έκαστος καθώς ο αδελφός αυτού, εις ήν ήρα την χείρά μου τού δούναι αυτήν τοίς πατράσιν αυτών, και πεσείται η γη αύτη υμίν εν κληρονομία. 15 και ταύτα τα όρια της γής της προς βορράν· από θαλάσσης της μεγάλης της καταβαινούσης και περισχιζούσης της εισόδου Ημάθ Σεδαδά, 16 Βηρωθά Σεβραίμ Ηλιάμ αναμέσον ορίων Δαμασκού και αναμέσον ορίων Ημάθ, αυλή τού Σαυνάν, αί εισιν επάνω των ορίων Αυρανίτιδος. 17 ταύτα τα όρια από της θαλάσσης από της αυλής τού Αινάν, όρια Δαμασκού και τα προς βορράν. 18 και τα προς ανατολάς αναμέσον της Αυρανίτιδος και αναμέσον Δαμασκού και αναμέσον της Γαλααδίτιδος και αναμέσον της γής τού Ισραήλ, ο Ιορδάνης διορίζει επί την θάλασσαν την προς ανατολάς Φοινικώνος· ταύτα τα προς ανατολάς. 19 και τα προς νότον και λίβα από Θαιμάν και Φοινικώνος έως ύδατος Μαριμώθ Κάδης παρεκτείνον επί την θάλασσαν την μεγάλην·
20 τούτο το μέρος νότος και λίψ. τούτο το μέρος της θαλάσσης της μεγάλης· ορίζει έως κατέναντι της εισόδου Ημάθ, έως εισόδου αυτού· ταύτά εστι τα προς θάλασσαν Ημάθ. 21 και διαμερίσετε την γήν ταύτην αυτοίς, ταίς φυλαίς τού Ισραήλ. 22 βαλείτε αυτήν εν κλήρω υμίν και τοίς προσηλύτοις τοίς παροικούσιν εν μέσω υμών, οίτινες εγέννησαν υιούς εν μέσω υμών· και έσονται υμίν ως αυτόχθονες εν τοίς υιοίς τού Ισραήλ, μεθ’ υμών φάγονται εν κληρονομία εν μέσω των φυλών τού Ισραήλ· 23 και έσονται εν φυλή προσηλύτων εν τοίς προσηλύτοις τοίς μετ΄ αυτών, εκεί δώσετε κληρονομίαν αυτοίς, λέγει Κύριος Θεός.
1 ΚΑΙ ταύτα τα ονόματα των φυλών· από της αρχής της προς βορράν κατά το μέρος της καταβάσεως τού περισχίζοντος επί την είσοδον της Ημάθ αυλής τού Αινάν, όριον Δαμασκού προς βορράν κατά μέρος Ημάθ αυλής, και έσται αυτοίς τα προς ανατολάς έως προς θάλασσαν Δάν, μία. 2 και από των ορίων τού Δάν τα προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ασσήρ, μία. 3 και από των ορίων Ασσήρ από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Νεφθαλίμ, μία. 4 και από των ορίων Νεφθαλίμ από ανατολών έως των προς θάλασσαν Μανασσή, μία. 5 και από των ορίων Μανασσή από των προς ανατολάς ώς των προς θάλασσαν Εφραίμ, μία. 6 και από των ορίων Εφραίμ από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ρουβήν, μία. 7 και από των ορίων Ρουβήν από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ιούδα, μία. 8 και από των ορίων Ιούδα από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν έσται η απαρχή τού αφορισμού, πέντε και είκοσι χιλιάδες εύρος και μήκος καθώς μία των μερίδων από των προς ανατολάς και έως των προς θάλασσαν, και έσται το άγιον εν μέσω αυτών· 9 απαρχή, ήν αφοριούσι τώ Κυρίω, μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδες και εύρος είκοσι και πέντε χιλιάδες.
10 τούτων έσται η απαρχή των αγίων· τοίς ιερεύσι, προς βορράν πέντε και είκοσι χιλιάδες και προς θάλασσαν πλάτος δέκα χιλιάδες και προς ανατολάς πλάτος δέκα χιλιάδες και προς νότον μήκος είκοσι και πέντε χιλιάδες, και το όρος των αγίων έσται εν μέσω αυτού· 11 τοίς ιερεύσι τοίς ηγιασμένοις, υιοίς Σαδδούκ, τοίς φυλάσσουσι τας φυλακάς τού οίκου, οίτινες ουκ επλανήθησαν εν τή πλανήσει υιών Ισραήλ, ον τρόπον επλανήθησαν οι Λευίται, 12 και έσται αυτοίς η απαρχή δεδομένη εκ των απαρχών της γής, άγιον αγίων από των ορίων των Λευιτών. 13 τοίς δε Λευίταις τα εχόμενα των ορίων των ιερέων, μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδες, και εύρος δέκα χιλιάδες. πάν το μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδες και εύρος είκοσι χιλιάδες. 14 ου πραθήσεται εξ αυτού ουδέ καταμετρηθήσεται, ουδέ αφαιρεθήσεται τα πρωτογεννήματα της γής, ότι άγιόν εστι τώ Κυρίω. 15 τας δε πέντε χιλιάδας τας περισσάς επί τώ πλάτει επί ταίς πέντε, και είκοσι χιλιάσι, προτείχισμα έσται τή πόλει εις την κατοικίαν και εις διάστημα αυτού, και έσται η πόλις εν μέσω αυτού. 16 και ταύτα τα μέτρα αυτής· από των προς βορράν πεντακόσιοι και τετρακισχίλιοι, και από των προς νότον πεντακόσιοι και τέσσαρες χιλιάδες, και από των προς ανατολάς πεντακόσιοι και τέσσαρες χιλιάδες, και από των προς θάλασσαν τετρακισχιλίους πεντακόσιους. 17 και έσται διάστημα τή πόλει προς βορράν διακόσιοι πεντήκοντα και προς νότον διακόσιοι και πεντήκοντα και προς ανατολάς διακόσιοι πεντήκοντα και προς θάλασσαν διακόσιοι πεντήκοντα. 18 και το περισσόν τού μήκους το εχόμενον των απαρχών των αγίων δέκα χιλιάδες προς ανατολάς και δέκα χιλιάδες προς θάλασσαν· και έσονται αι απαρχαί τού αγίου και έσται τα γεννήματα αυτής εις άρτους τοίς εργαζομένοις την πόλιν· 19 οι δε εργαζόμενοι την πόλιν εργώνται αυτήν εκ πασών των φυλών τού Ισραήλ.
20 πάσα η απαρχή πέντε και είκοσι χιλιάδες επί πέντε και είκοσι χιλιάδας· τετράγωνον αφοριείτε αυτού την απαρχήν τού αγίου από της κατασχέσεως της πόλεως. 21 το δε περισσόν τώ αφηγουμένω εκ τούτου και εκ τούτου από των απαρχών τού αγίου και εις την κατάσχεσιν της πόλεως επί πέντε και είκοσι χιλιάδας μήκος έως των ορίων των προς ανατολάς και προς θάλασσαν επί πέντε και είκοσι χιλιάδας έως των ορίων των προς θάλασσαν εχόμενα των μερίδων τού αφηγουμένου· και έσται η απαρχή των αγίων και το αγίασμα τού οίκου εν μέσω αυτής. 22 και από της κατασχέσεως των Λευιτών και από της κατασχέσεως της πόλεως εν μέσω των αφηγουμένων έσται· αναμέσον των ορίων Ιούδα και αναμέσον των ορίων Βενιαμίν των αφηγουμένων έσται. ~ 23 Καί το περισσόν των φυλών από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Βενιαμίν, μία. 24 και από των ορίων των Βενιαμίν από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Συμεών, μία. 25 και από των ορίων των Συμεών από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ισσάχαρ, μία. 26 και από των ορίων των Ισσάχαρ από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ζαβουλών, μία. 27 και από των ορίων των Ζαβουλών από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Γάδ, μία. 28 και από των ορίων των Γάδ από των προς ανατολάς έως των προς λίβα και έσται τα όρια αυτού από Θαιμάν και ύδατος Μαριμώθ Κάδης κληρονομίας έως της θαλάσσης της μεγάλης. 29 αύτη η γη, ήν βαλείτε εν κλήρω ταίς φυλαίς τού Ισραήλ, και ούτοι οι διαμερισμοί αυτών, λέγει Κύριος Θεός. ~
30 Καί αύται αι διεκβολαί της πόλεως αι προς βορράν, τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι μέτρω. 31 και αι πύλαι της πόλεως επ’ ονόματι φυλών τού Ισραήλ· πύλαι τρεις προς βορράν, πύλη Ρουβήν μία και πύλη Ιούδα μία και πύλη Λευί μία. 32 και τας προς ανατολάς τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι· και πύλαι τρεις, πύλη Ιωσήφ μία και πύλη Βενιαμίν μία και πύλη Δάν μία. 33 και τα προς νότον τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι μέτρω· και πύλαι τρεις, πύλη Συμεών μία και πύλη Ισσάχαρ μία και πύλη Ζαβουλών μία. 34 και τα προς θάλασσαν τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι μέτρω· πύλαι τρεις, πύλη Γάδ μία και πύλη Ασσήρ μία και πύλη Νεφθαλίμ μία. 35 κύκλωμα δέκα και οκτώ χιλιάδες. και το όνομα της πόλεως, αφ’ ής αν ημέρας γένηται, έσται το όνομα αυτής.
1 ΚΑΙ ήν ανήρ οικών εν Βαβυλώνι, και όνομα αυτώ Ιωακείμ. 2 και έλαβε γυναίκα, ή όνομα Σωσάννα, θυγάτηρ Χελκίου, καλή σφόδρα και φοβουμένη τον Κύριον· 3 και οι γονείς αυτής δίκαιοι και εδίδαξαν την θυγατέρα αυτών κατά τον νόμον Μωυσή. 4 και ήν Ιωακείμ πλούσιος σφόδρα, και ήν αυτώ παράδεισος γειτνιών τώ οίκω αυτού· και προς αυτόν προσήγοντο οι Ιουδαίοι διά το είναι αυτόν ενδοξότερον πάντων. 5 και απεδείχθησαν δύο πρεσβύτεροι εκ τού λαού κριταί εν τώ ενιαυτώ εκείνω, περί ών ελάλησεν ο δεσπότης, ότι εξήλθεν ανομία εκ Βαβυλώνος εκ πρεσβυτέρων κριτών, οί εδόκουν κυβερνάν τον λαόν. 6 ούτοι προσεκαρτέρουν εν τή οικία Ιωκείμ, και ήρχοντο προς αυτούς πάντες οι κρινόμενοι. 7 και εγένετο ηνίκα απέτρεχεν ο λαός μέσον ημέρας, εισεπορεύετο Σωσάννα και περιεπάτει εν τώ παραδείσω τού ανδρός αυτής. 8 και εθεώρουν αυτήν οι δύο πρεσβύτεροι καθ’ ημέραν εισπορευομένην και περιπατούσαν και εγένοντο εν επιθυμία αυτής. 9 και διέστρεψαν τον εαυτών νούν και εξέκλιναν τους οφθαλμούς αυτών τού μη βλέπειν εις τον ουρανόν, μηδέ μνημονεύειν κριμάτων δικαίων.
10 και ήσαν αμφότεροι κατανενυγμένοι περί αυτής και ουκ ανήγγειλαν αλλήλοις την οδύνην αυτών, 11 ότι ησχύνοντο αναγγείλαι την επιθυμίαν αυτών ότι ήθελον συγγενέσθαι αυτή. 12 και παρετηρούσαν φιλοτίμως καθ' ημέραν οράν αυτήν. 13 και είπαν έτερος τώ ετέρω· πορευθώμεν δή εις οίκον, ότι αρίστου ώρα εστί. και εξελθόντες διεχωρίσθησαν απ' αλλήλων, 14 και ανακάμψαντες ήλθον επί το αυτό και ανετάζοντες αλλήλους την αιτίαν, ωμολόγησαν την επιθυμίαν αυτών· και τότε κοινή συνετάξαντο καιρόν ότε αυτήν δυνήσονται ευρείν μόνην. 15 και εγένετο εν τώ παρατηρείν αυτούς ημέραν εύθετον εισήλθέ ποτε καθώς εχθές και τρίτης ημέρας μετά δύο μόνων κορασίων και επεθύμησε λούσασθαι εν τώ παραδείσω, ότι καύμα ήν. 16 και ουκ ήν ουδείς εκεί πλήν οι δύο πρεσβύτεροι κεκρυμμένοι και παρατηρούντες αυτήν. 17 και είπε τοίς κορασίοις· ενέγκατε δή μοι έλαιον και σμήγματα και τας θύρας τού παραδείσου κλείσατε, όπως λούσωμαι. 18 και εποίησαν καθώς είπε και απέκλεισαν τας θύρας τού παραδείσου και εξήλθαν κατά τας πλαγίας θύρας ενέγκαι τα προστεταγμένα αυταίς και ουκ είδοσαν τους πρεσβυτέρους, ότι ήσαν κεκρυμμένοι. 19 και εγένετο ως εξήλθοσαν τα κοράσια, και ανέστησαν οι δύο πρεσβύται και επέδραμον αυτή
20 και είπον· ιδού αι θύραι τού παραδείσου κέκλεινται, και ουδείς θεωρεί ημάς, και εν επιθυμία σού εσμεν· διό συγκατάθου ημίν και γενού μεθ' ημών· 21 ει δε μη, καταμαρτυρήσομέν σου ότι ήν μετά σού νεανίσκος και διά τούτο εξαπέστειλας τα κοράσια από σού. 22 και ανεστέναξε Σωσάννα και είπε· στενά μοι πάντοθεν· εάν τε γάρ τούτο πράξω, θάνατός μοί εστιν, εάν τε μη πράξω, ουκ εκφεύξομαι τας χείρας υμών. 23 αιρετώτερόν μοί εστι μη πράξασαν εμπεσείν εις χείρας υμών ή αμαρτείν ενώπιον Κυρίου. 24 και ανεβόησε φωνή μεγάλη Σωσάννα, εβόησαν δε και οι δύο πρεσβύται κατέναντι αυτής. 25 και δραμών ο είς ήνοιξε τας θύρας τού παραδείσου. 26 ως δε ήκουσαν την κραυγήν εν τώ παραδείσω οι εκ της οικίας, εισεπήδησαν διά της πλαγίας θύρας ιδείν το συμβεβηκός αυτή. 27 ηνίκα δε είπαν οι πρεσβύται τους λόγους αυτών, κατησχύνθησαν οι δούλοι σφόδρα, ότι πώποτε ουκ ερρήθη λόγος τοιούτος περί Σωσάννης. 28 Καί εγένετο τή επαύριον ως συνήλθεν ο λαός προς τον άνδρα αυτής Ιωακείμ, ήλθον οι δύο πρεσβύται πλήρεις της ανόμου εννοίας κατά Σωσάννης τού θανατώσαι αυτήν και είπαν έμπροσθεν τού λαού· 29 αποστείλατε επί Σωσάνναν θυγατέρα Χελκίου, ή εστι γυνή Ιωακείμ· οι δε απέστειλαν.
30 και ήλθεν αυτή και οι γονείς αυτής και τα τέκνα αυτής και πάντες οι συγγενείς αυτής· 31 η δε Σωσάννα ήν τρυφερά σφόδρα και καλή τώ είδει. 32 οι δε παράνομοι εκέλευσαν αποκαλυφθήναι αυτήν, ήν γάρ κατακεκαλυμμένη, όπως εμπλησθώσι τού κάλλους αυτής· 33 έκλαιον δε οι παρ' αυτής και πάντες οι ιδόντες αυτήν. 34 αναστάντες δε οι δύο πρεσβύται εν μέσω τώ λαώ έθηκαν τας χείρας επί την κεφαλήν αυτής· 35 η δε κλαίουσα ανέβλεψεν εις τον ουρανόν, ότι ήν η καρδία αυτής πεποιθυία επί τώ Κυρίω. 36 είπον δε οι πρεσβύται· περιπατούντων ημών εν τώ παραδείσω μόνων, εισήλθεν αύτη μετά δύο παιδισκών και απέκλεισε τας θύρας τού παραδείσου και απέλυσε τας παιδίσκας· 37 και ήλθε προς αυτήν νεανίσκος, ός ήν κεκρυμμένος, και ανέπεσε μετ' αυτής. 38 ημείς δε όντες εν τή γωνία τού παραδείσου, ιδόντες την ανομίαν εδράμομεν επ' αυτούς· και ιδόντες συγγινομένους αυτούς, 39 εκείνου μέν ουκ ηδυνήθημεν εγκρατείς γενέσθαι διά το ισχύειν αυτόν υπέρ ημάς και ανοίξαντα τας θύρας εκπεπηδηκέναι,
40 ταύτης δε επιλαβόμενοι επηρωτώμεν τις ήν ο νεανίσκος, 41 και ουκ ηθέλησεν αγγείλαι ημίν. ταύτα μαρτυρούμεν. και επίστευσεν αυτοίς η συναγωγή ως πρεσβυτέροις τού λαού και κριταίς και κατέκριναν αυτήν αποθανείν. 42 ανεβόησε δε φωνή μεγάλη Σωσάννα και είπεν· ο Θεός ο αιώνιος ο των κρυπτών γνώστης, ο ειδώς τα πάντα πριν γενέσεως αυτών, 43 σύ επίστασαι ότι ψευδή μου κατεμαρτύρησαν· και ιδού αποθνήσκω μη ποιήσασα μηδέν ών ούτοι επονηρεύσαντο κατ' εμού. 44 Καί εισήκουσε Κύριος της φωνής αυτής. 45 και απαγομένης αυτής απολέσθαι, ο Θεός εξήγειρε το πνεύμα το άγιον παιδαρίου νεωτέρου, ώ όνομα Δανιήλ, 46 και εβόησε φωνή μεγάλη· αθώος εγώ από τού αίματος ταύτης. 47 επέστρεψε δε πάς ο λαός προς αυτόν και είπαν· τις ο λόγος ούτος, ον σύ λελάληκας; 48 ο δε στάς εν μέσω αυτών είπεν· ούτως μωροί οι υιοί Ισραήλ; ουκ ανακρίναντες ουδέ το σαφές επιγνόντες κατεκρίνατε θυγατέρα Ισραήλ; 49 αναστρέψατε εις το κριτήριον· ψευδή γάρ ούτοι κατεμαρτύρησαν αυτής.
50 και ανέστρεψε πάς ο λαός μετά σπουδής. και είπαν αυτώ οι πρεσβύτεροι· δεύρο κάθισον εν μέσω ημών και ανάγγειλον ημίν, ότι σοί δέδωκεν ο Θεός το πρεσβείον. 51 και είπε προς αυτούς Δανιήλ· διαχωρίσατε αυτούς απ' αλλήλων μακράν, και ανακρινώ αυτούς. 52 ως δε διεχωρίσθησαν είς από τού ενός, εκάλεσε τον ένα αυτών και είπε προς αυτόν· πεπαλαιωμένε ημερών κακών, νύν ήκασιν αι αμαρτίαι σου, ας εποίεις το πρότερον 53 κρίνων κρίσεις αδίκους και τους μέν αθώους κατακρίνων, απολύων δε τους αιτίους, λέγοντος τού Κυρίου· αθώον και δίκαιον ουκ αποκτενείς· 54 νύν ούν ταύτην είπερ είδες, ειπόν· υπό τι δένδρον είδες αυτούς ομιλούντας αλλήλοις; ο δε είπεν· υπό σχίνον. 55 είπε δε Δανιήλ· ορθώς έψευσαι εις την σεαυτού κεφαλήν· ήδη γάρ άγγελος Θεού λαβών φάσιν παρά τού Θεού σχίσει σε μέσον. 56 και μεταστήσας αυτόν εκέλευσε προσαγαγείν τον έτερον· και είπεν αυτώ· σπέρμα Χαναάν και ουκ Ιούδα, το κάλλος εξηπάτησέ σε, και επιθυμία διέστρεψε την καρδίαν σου· 57 ούτως εποιείτε θυγατράσιν Ισραήλ, και εκείναι φοβούμεναι ωμίλουν υμίν, αλλ' ου θυγάτηρ Ιούδα υπέμεινε την ανομίαν υμών. 58 νύν ούν λέγε μοι· υπό τι δένδρον κατέλαβες αυτούς ομιλούντας αλλήλοις; ο δε είπεν· υπό πρίνον. 59 είπε δε αυτώ Δανιήλ· ορθώς έψευσαι και σύ εις την σεαυτού κεφαλήν· μένει γάρ ο άγγελος τού Θεού την ρομφαίαν έχων πρίσαι σε μέσον, όπως εξολοθρεύση υμάς.
60 και ανεβόησε πάσα η συναγωγή φωνή μεγάλη και ευλόγησαν τώ Θεώ τώ σώζοντι τους ελπίζοντας επ' αυτόν. 61 και ανέστησαν επί τους δύο πρεσβύτας, ότι συνέστησεν αυτούς Δανιήλ εκ τού στόματος αυτών ψευδομαρτυρήσαντας, και εποίησαν αυτοίς ον τρόπον επονηρεύσαντο τώ πλησίον, 62 ποιήσαι κατά τον νόμον Μωυσή, και απέκτειναν αυτούς· και εσώθη αίμα αναίτιον εν τή ημέρα εκείνη. 63 Χελκίας δε και η γυνή αυτού ήνεσαν τον Θεόν περί της θυγατρός αυτών μετά Ιωακείμ τού ανδρός αυτής και των συγγενών πάντων, ότι ουχ ευρέθη εν αυτή άσχημον πράγμα. 64 και Δανιήλ εγένετο μέγας ενώπιον τού λαού από της ημέρας εκείνης και επέκεινα.
1 ΕΝ έτει τρίτω της βασιλείας Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα ήλθε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ και επολιόρκει αυτήν. 2 και έδωκε Κύριος εν χειρί αυτού τον Ιωακείμ βασιλέα Ιούδα και από μέρους των σκευών οίκου τού Θεού, και ήνεγκεν αυτά εις γήν Σενναάρ οίκου τού Θεού αυτού· και τα σκεύη εισήνεγκεν εις τον οίκον θησαυρού τού Θεού αυτού. 3 και είπεν ο βασιλεύς τώ Ασφανέζ τώ αρχιευνούχω αυτού εισαγαγείν από των υιών της αιχμαλωσίας Ισραήλ και από τού σπέρματος της βασιλείας και από των φορθομμίν 4 νεανίσκους. οίς ουκ έστιν εν αυτοίς μώμος και καλούς τή όψει και συνιέντας εν πάση σοφία και γινώσκοντας γνώσιν και διανοουμένους φρόνησιν και οίς εστιν ισχύς εν αυτοίς εστάναι εν τώ οίκω ενώπιον τού βασιλέως, και διδάξαι αυτούς γράμματα και γλώσσαν Χαλδαίων. 5 και διέταξεν αυτοίς ο βασιλεύς το της ημέρας καθ' ημέραν από της τραπέζης τού βασιλέως και από τού οίνου τού ποτού αυτού και θρέψαι αυτούς έτη τρία και μετά ταύτα στήναι ενώπιον τού βασιλέως. 6 και εγένετο εν αυτοίς εκ των υιών Ιούδα Δανιήλ και Ανανίας και Αζαρίας και Μισαήλ. 7 και επέθηκεν αυτοίς ο αρχιευνούχος ονόματα τώ Δανιήλ Βαλτάσαρ και τώ Ανανία Σεδράχ και τώ Μισαήλ Μισάχ και τώ Αζαρία Αβδεναγώ. 8 και έθετο Δανιήλ εις την καρδίαν αυτού ως ου μη αλισγηθή εν τή τραπέζη τού βασιλέως και εν τώ οίνω τού ποτού αυτού και ηξίωσε τον αρχιευνούχον ως ου μη αλισγηθή. 9 και έδωκεν ο Θεός τον Δανιήλ εις έλεον και εις οικτιρμόν ενώπιον τού αρχιευνούχου.
10 και είπεν ο αρχιευνούχος τώ Δανιήλ· φοβούμαι εγώ τον κύριόν μου τον βασιλέα τον εκτάξαντα την βρώσιν υμών και την πόσιν υμών, μη ποτε ίδη τα πρόσωπα υμών σκυθρωπά παρά τα παιδάρια τα συνήλικα υμών και καταδικάσητε την κεφαλήν μου τώ βασιλεί. 11 και είπε Δανιήλ προς Αμελσάδ, ον κατέστησεν ο αρχιευνούχος επί Δανιήλ, Ανανίαν, Μισαήλ, Αζαρίαν· 12 πείρασον δή τους παίδάς σου ημέρας δέκα, και δότωσαν ημίν από των σπερμάτων, και φαγώμεθα και ύδωρ πιώμεθα· 13 και οφθήτωσαν ενώπιόν σου αι ιδέαι ημών και αι ιδέαι των παιδαρίων των εσθιόντων την τράπεζαν τού βασιλέως, και καθώς εάν ίδης, ποίησον μετά των παίδων σου. 14 και εισήκουσεν αυτών και επείρασεν αυτούς ημέρας δέκα. 15 και μετά το τέλος των δέκα ημερών ωράθησαν αι ιδέαι αυτών αγαθαί και ισχυραί ταίς σαρξίν υπέρ τα παιδάρια τα εσθίοντα την τράπεζαν τού βασιλέως. 16 και εγένετο Αμελσάδ αναιρούμενος το δείπνον αυτών και τον οίνον τού πόματος αυτών και εδίδου αυτοίς σπέρματα. 17 και τα παιδάρια ταύτα, οι τέσσαρες αυτοί, έδωκεν αυτοίς ο Θεός σύνεσιν και φρόνησιν εν πάση γραμματική και σοφία· και Δανιήλ συνήκεν εν πάση οράσει και ενυπνίοις. 18 και μετά το τέλος των ημερών, ών είπεν ο βασιλεύς εισαγαγείν αυτούς, και εισήγαγεν αυτούς ο αρχιευνούχος εναντίον Ναβουχοδονόσορ. 19 και ελάλησε μετ' αυτών ο βασιλεύς, και ουχ ευρέθησαν εκ πάντων αυτών όμοιοι Δανιήλ και Ανανία και Μισαήλ και Αζαρία· και έστησαν ενώπιον τού βασιλέως.
20 και εν παντί ρήματι σοφίας και επιστήμης, ών εζήτησε παρ' αυτών ο βασιλεύς, εύρεν αυτούς δεκαπλασίονας παρά πάντας τους επαοιδούς και τους μάγους τους όντας εν πάση τή βασιλεία αυτού. 21 και εγένετο Δανιήλ έως έτους ενός Κύρου τού βασιλέως.
1 ΕΝ τώ έτει τώ δευτέρω της βασιλείας Ναβουχοδονόσορ ενυπνιάσθη Ναβουχοδονόσορ ενύπνιον, και εξέστη το πνεύμα αυτού, και ο ύπνος αυτού εγένετο απ' αυτού. 2 και είπεν ο βασιλεύς καλέσαι τους επαοιδούς και τους μάγους και τους φαρμακούς και τους Χαλδαίους τού αναγγείλαι τώ βασιλεί τα ενύπνια αυτού, και ήλθαν και έστησαν ενώπιον τού βασιλέως. 3 και είπεν αυτοίς ο βασιλεύς· ηνυπνιάσθην, και εξέστη το πνεύμά μου τού γνώναι το ενύπνιον. 4 και ελάλησαν οι Χαλδαίοι τώ βασιλεί συριστί· βασιλεύ, εις τους αιώνας ζήθι· σύ ειπόν το ενύπνιον τοίς παισί σου, και την σύγκρισιν αναγγελούμεν. 5 απεκρίθη ο βασιλεύς τοίς Χαλδαίοις· ο λόγος απ' εμού απέστη· εάν μη γνωρίσητέ μοι το ενύπνιον και την σύγκρισιν αυτού, εις απώλειαν έσεσθε, και οι οίκοι υμών διαρπαγήσονται· 6 εάν δε το ενύπνιον και την σύγκρισιν αυτού γνωρίσητέ μοι, δόματα και δωρεάς και τιμήν πολλήν λήψεσθε παρ' εμού· πλήν το ενύπνιον και την σύγκρισιν αυτού απαγγείλατέ μοι. 7 απεκρίθησαν δεύτερον και είπαν· ο βασιλεύς ειπάτω το ενύπνιον τοίς παισίν αυτού, και την σύγκρισιν αυτού αναγγελούμεν. 8 και απεκρίθη ο βασιλεύς και είπεν· επ' αληθείας οίδα εγώ ότι καιρόν υμείς εξαγοράζετε, καθότι είδετε ότι απέστη απ' εμού το ρήμα. 9 εάν ούν το ενύπνιον μη αναγγείλητέ μοι, οίδα ότι ρήμα ψευδές και διεφθαρμένον συνέθεσθε ειπείν ενώπιόν μου, έως ού ο καιρός παρέλθη· το ενύπνιόν μου είπατέ μοι, και γνώσομαι ότι την σύγκρισιν αυτού αναγγελείτέ μοι.
10 απεκρίθησαν οι Χαλδαίοι ενώπιον τού βασιλέως και λέγουσιν· ουκ έστιν άνθρωπος επί της ξηράς, όστις το ρήμα τού βασιλέως δυνήσεται γνωρίσαι, καθότι πάς βασιλεύς μέγας και άρχων ρήμα τοιούτον ουκ επερωτά επαοιδόν, μάγον και Χαλδαίον· 11 ότι ο λόγος, ον ο βασιλεύς επερωτά, βαρύς, και έτερος ουκ έστιν, ός αναγγελεί αυτόν ενώπιον τού βασιλέως, αλλ' οι θεοί, ών ουκ έστιν η κατοικία μετά πάσης σαρκός. 12 τότε ο βασιλεύς εν θυμώ και οργή είπεν απολέσαι πάντας τους σοφούς Βαβυλώνος· 13 και το δόγμα εξήλθε, και οι σοφοί απεκτέννοντο, και εζήτησαν Δανιήλ και τους φίλους αυτού ανελείν. 14 τότε Δανιήλ απεκρίθη βουλήν και γνώμην τώ Αριώχ τώ αρχιμαγείρω τού βασιλέως, ός εξήλθεν αναιρείν τους σοφούς Βαβυλώνος· 15 άρχων τού βασιλέως, περί τίνος εξήλθεν η γνώμη η αναιδής εκ προσώπου τού βασιλέως; εγνώρισε δε ο Αριώχ το ρήμα τώ Δανιήλ. 16 και Δανιήλ εισήλθε και ηξίωσε τον βασιλέα, όπως χρόνον δώ αυτώ, και την σύγκρισιν αυτού αναγγείλη τώ βασιλεί. 17 και εισήλθε Δανιήλ εις τον οίκον αυτού και τώ Ανανία και τώ Μισαήλ και τώ Αζαρία τοίς φίλοις αυτού το ρήμα εγνώρισε· 18 και οικτιρμούς εζήτουν παρά τού Θεού τού ουρανού υπέρ τού μυστηρίου τούτου, όπως αν μη απόλωνται Δανιήλ και οι φίλοι αυτού μετά των επιλοίπων σοφών Βαβυλώνος. 19 τότε τώ Δανιήλ εν οράματι της νυκτός το μυστήριον απεκαλύφθη· και ευλόγησε τον Θεόν τού ουρανού Δανιήλ
20 και είπεν· είη το όνομα τού Θεού ευλογημένον από τού αιώνος και έως τού αιώνος, ότι η σοφία και η σύνεσις αυτού εστι· 21 και αυτός αλλοιοί καιρούς και χρόνους, καθιστά βασιλείς και μεθιστά, διδούς σοφίαν τοίς σοφοίς και φρόνησιν τοίς ειδόσι σύνεσιν· 22 αυτός αποκαλύπτει βαθέα και απόκρυφα, γινώσκων τα εν τώ σκότει, και το φώς μετ' αυτού εστι· 23 σοί, ο Θεός των πατέρων μου, εξομολογούμαι και αινώ, ότι σοφίαν και δύναμιν δέδωκάς μοι και νύν εγνώρισάς μοι ά ηξιώσαμεν παρά σού και το όραμα τού βασιλέως εγνώρισάς μοι. 24 και ήλθε Δανιήλ προς Αριώχ, ον κατέστησεν ο βασιλεύς απολέσαι τους σοφούς Βαβυλώνος, και είπεν αυτώ· τους σοφούς Βαβυλώνος μη απολέσης, εισάγαγε δε με ενώπιον τού βασιλέως, και την σύγκρισιν τώ βασιλεί αναγγελώ. 25 τότε Αριώχ εν σπουδή εισήγαγε τον Δανιήλ ενώπιον τού βασιλέως και είπεν αυτώ· εύρηκα άνδρα εκ των υιών της αιχμαλωσίας της Ιουδαίας, όστις το σύγκριμα τώ βασιλεί αναγγελεί. 26 και απεκρίθη ο βασιλεύς και είπε τώ Δανιήλ, ού το όνομα Βαλτάσαρ· ει δύνασαί μοι αναγγείλαι το ενύπνιον, ό είδον, και την σύγκρισιν αυτού; 27 και απεκρίθη Δανιήλ ενώπιον τού βασιλέως και είπε· το μυστήριον, ό ο βασιλεύς επερωτά, ουκ έστι σοφών, μάγων, επαοιδών, γαζαρηνών αναγγείλαι τώ βαασιλεί, 28 αλλ' ή εστι Θεός εν ουρανώ αποκαλύπτων μυστήρια και εγνώρισε τώ βασιλεί Ναβουχοδονόσορ ά δεί γενέσθαι επ' εσχάτων των ημερών. το ενύπνιόν σου και αι οράσεις της κεφαλής σου επί της κοίτης σου, τούτό εστι. 29 σύ, βασιλεύ, οι διαλογισμοί σου επί της κοίτης σου ανέβησαν τι δεί γενέσθαι μετά ταύτα, και ο αποκαλύπτων μυστήρια εγνώρισέ σοι ά δεί γενέσθαι.
30 και εμοί δε ουκ εν σοφία τή ούση εν εμοί παρά πάντας τους ζώντας το μυστήριον τούτο απεκαλύφθη, αλλ' ένεκεν τού την σύγκρισιν τώ βασιλεί γνωρίσαι, ίνα τους διαλογισμούς της καρδίας σου γνώς. 31 σύ, βασιλεύ, εθεώρεις, και ιδού εικών μία, μεγάλη η εικών εκείνη, και η πρόσοψις αυτής υπερφερής, εστώσα πρό προσώπου σου, και η όρασις αυτής φοβερά· 32 εικών, ής η κεφαλή χρυσίου χρηστού, αι χείρες και το στήθος και οι βραχίονες αυτής αργυροί, η κοιλία και οι μηροί χαλκοί, 33 αι κνήμαι σιδηραί, οι πόδες μέρος τι σιδηρούν και μέρος τι οστράκινον. 34 εθεώρεις έως ού ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών και επάταξε την εικόνα επί τους πόδας τους σιδηρούς και οστρακίνους και ελέπτυνεν αυτούς εις τέλος. 35 τότε ελεπτύνθησαν εις άπαξ το όστρακον, ο σίδηρος, ο χαλκός, ο άργυρος, ο χρυσός, και εγένετο ωσεί κονιορτός από άλωνος θερινής· και εξήρεν αυτά το πλήθος τού πνεύματος, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς· και ο λίθος ο πατάξας την εικόνα εγενήθη όρος μέγα και επλήρωσε πάσαν την γήν. 36 τούτό εστι το ενύπνιον και την σύγκρισιν αυτού ερούμεν ενώπιον τού βασιλέως. 37 σύ, βασιλεύ, βασιλεύς βασιλέων, ώ ο Θεός τού ουρανού βασιλείαν ισχυράν και κραταιάν και έντιμον έδωκεν, 38 εν παντί τόπω, όπου κατοικούσιν οι υιοί των ανθρώπων, θηρία τε αγρού και πετεινά ουρανού και ιχθύας της θαλάσσης έδωκεν εν τή χειρί σου και κατέστησέ σε κύριον πάντων, σύ εί η κεφαλή η χρυσή. 39 και οπίσω σου αναστήσεται βασιλεία ετέρα ήττων σου και βασιλεία τρίτη, ήτις εστίν ο χαλκός, ή κυριεύσει πάσης της γής.
40 και βασιλεία τετάρτη, ήτις έσται ισχυρά ως σίδηρος· ον τρόπον ο σίδηρος λεπτύνει και δαμάζει πάντα, ούτως πάντα λεπτυνεί και δαμάσει. 41 και ότι είδες τους πόδας και τους δακτύλους μέρος μέν τι οστράκινον μέρος δε τι σιδηρούν, βασιλεία διηρημένη έσται, και από της ρίζης της σιδηράς έσται εν αυτή, ον τρόπον είδες τον σίδηρον αναμεμειγμένον τώ οστράκω· 42 και οι δάκτυλοι των ποδών μέρος μέν τι σιδηρούν μέρος δε τι οστράκινον, μέρος τι της βασιλείας έσται ισχυρόν και απ' αυτής έσται συντριβόμενον. 43 ότι είδες τον σίδηρον αναμεμειγμένον τώ οστράκω, συμμειγείς έσονται εν σπέρματι ανθρώπων και ουκ έσονται προσκολλώμενοι ούτος μετά τούτου, καθώς ο σίδηρος ουκ αναμείγνυται μετά τού οστράκου. 44 και εν ταίς ημέραις των βασιλέων εκείνων αναστήσει ο Θεός τού ουρανού βασιλείαν, ήτις εις τους αιώνας ου διαφθαρήσεται, και η βασιλεία αυτού λαώ ετέρω ουχ υπολειφθήσεται· λεπτυνεί και λικμήσει πάσας τας βασιλείας, και αυτή αναστήσεται εις τους αιώνας. 45 ον τρόπον είδες ότι από όρους ετμήθη λίθος άνευ χειρών και ελέπτυνε το όστρακον, τον σίδηρον, τον χαλκόν, τον άργυρον, τον χρυσόν, ο Θεός ο μέγας εγνώρισε τώ βασιλεί ά δεί γενέσθαι μετά ταύτα, και αληθινόν το ενύπνιον, και πιστή η σύγκρισις αυτού. 46 τότε ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έπεσεν επί πρόσωπον και τώ Δανιήλ προσεκύνησε και μαναά και ευωδίας είπε σπείσαι αυτώ. 47 και αποκριθείς ο βασιλεύς είπε τώ Δανιήλ· επ' αληθείας ο Θεός υμών αυτός εστι Θεός θεών και κύριος των βασιλέων και αποκαλύπτων μυστήρια, ότι ηδυνήθης αποκαλύψαι το μυστήριον τούτο. 48 και εμεγάλυνεν ο βασιλεύς τον Δανιήλ και δόματα μεγάλα και πολλά έδωκεν αυτώ και κατέστησεν αυτόν επί πάσης χώρας Βαβυλώνος και άρχοντα σατραπών επί πάντας τους σοφούς Βαβυλώνος. 49 και Δανιήλ ητήσατο παρά τού βασιλέως, και κατέστησεν επί τα έργα της χώρας Βαβυλώνος τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ· και Δανιήλ ήν εν τή αυλή τού βασιλέως.
1 ΕΤΟΥΣ οκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς εποίησεν εικόνα χρυσήν, ύψος αυτής πήχεων εξήκοντα, εύρος αυτής πήχεων έξ, και έστησεν αυτήν εν πεδίω Δεειρά, εν χώρα Βαβυλώνος. 2 και απέστειλε συναγαγείν τους υπάτους και τους στρατηγούς και τους τοπάρχας, ηγουμένους τε και τυράννους και τους επ' εξουσιών και πάντας τους άρχοντας των χωρών ελθείν εις τα εγκαίνια της εικόνος, ήν έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς. 3 και συνήχθησαν οι τοπάρχαι, ύπατοι, στρατηγοί, ηγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οι επ' εξουσιών και πάντες οι άρχοντες των χωρών εις τον εγκαινισμόν της εικόνος, ήν έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς, και ειστήκεισαν ενώπιον της εικόνος. 4 και ο κήρυξ εβόα εν ισχύί· υμίν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλώσσαι· 5 ή αν ώρα ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου, συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες προσκυνείτε τή εικόνι τή χρυσή, ή έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς· 6 και ός αν μη πεσών προσκυνήση, αυτή τή ώρα εμβληθήσεται εις την κάμινον τού πυρός την καιομένην. 7 και εγένετο όταν ήκουον οι λαοί της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι, προσεκύνουν τή εικόνι τή χρυσή, ή έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς. 8 τότε προσήλθοσαν άνδρες Χαλδαίοι και διέβαλον τους Ιουδαίους 9 τώ βασιλεί Ναβουχοδονόσορ· βασιλεύ, εις τους αιώνας ζήθι.
10 σύ βασιλεύ, έθηκας δόγμα πάντα άνθρωπον, ός αν ακούση της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών 11 και μη πεσών προσκυνήση τή εικόνι τή χρυσή, εμβληθήσεται εις την κάμινον τού πυρός την καιομένην. 12 εισίν άνδρες Ιουδαίοι, ούς κατέστησας επί τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, οί ουχ υπήκουσαν, βασιλεύ, τώ δόγματί σου, τοίς θεοίς σου ου λατρεύουσι, και τή εικόνι τή χρυσή, ή έστησας, ου προσκυνούσι. 13 τότε Ναβουχοδονόσορ εν θυμώ και οργή είπεν αγαγείν τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, και ήχθησαν ενώπιον τού βασιλέως. 14 και απεκρίθη Ναβουχοδονόσορ και είπεν αυτοίς· ει αληθώς Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, τοίς θεοίς μου ου λατρεύετε και τή εικόνι τή χρυσή, ή έστησα, ου προσκυνείτε; 15 νύν ούν ει έχετε ετοίμως, ίνα ως αν ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πεσόντες προσκυνήσητε τή εικόνι τή χρυσή, ή εποίησα· εάν δε μη προσκυνήσητε, αυτή τή ώρα εμβληθήσεσθε εις την κάμινον τού πυρός την καιομένην. και τις εστι Θεός, ός εξελείται υμάς εκ των χειρών μου; 16 και απεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ λέγοντες τώ βασιλεί Ναβουχοδονόσορ· ου χρείαν έχομεν ημείς περί τού ρήματος τούτου αποκριθήναί σοι· 17 έστι γάρ Θεός ημών εν ουρανοίς, ώ ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου τού πυρός της καιομένης, και εκ των χειρών σου, βασιλεύ, ρύσεται ημάς· 18 και εάν μη, γνωστόν έστω σοι, βασιλεύ, ότι τοίς θεοίς σου ου λατρεύομεν και τή εικόνι, ή έστησας, ου προσκυνούμεν. 19 τότε Ναβουχοδονόσορ επλήσθη θυμού, και η όψις τού προσώπου αυτού ηλλοιώθη επί Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, και είπεν εκκαύσαι την κάμινον επταπλασίως, έως ού εις τέλος εκκαή·
20 και άνδρας ισχυρούς ισχύι είπε πεδήσαντας τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ εμβαλείν εις την κάμινον τού πυρός την καιομένην. 21 τότε οι άνδρες εκείνοι επεδήθησαν σύν τοίς σαραβάροις αυτών και τιάραις και περικνημίσι και εβλήθησαν εις το μέσον της καμίνου τού πυρός της καιομένης, 22 επεί το ρήμα τού βασιλέως υπερίσχυσε και η κάμινος εξεκαύθη εκ περισσού. 23 και οι τρεις ούτοι, Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, έπεσον εις μέσον της καμίνου τού πυρός της καιομένης πεπεδημένοι. και περιεπάτουν εν μέσω της φλογός υμνούντες τον Θεόν και ευλογούντες τον Κύριον. 24 Καί Ναβουχοδονόσορ ήκουσεν υμνούντων αυτών και εθαύμασε και εξανέστη εν σπουδή και είπε τοίς μεγιστάσιν αυτού· ουχί άνδρας τρεις εβάλομεν εις το μέσον τού πυρός πεπεδημένους; και είπον τώ βασιλεί· αληθώς, βασιλεύ. 25 και είπεν ο βασιλεύς· ιδού εγώ ορώ άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν μέσω τού πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις τού τετάρτου ομοία υιώ Θεού. 26 τότε προσήλθε Ναβουχοδονόσορ προς την θύραν της καμίνου τού πυρός της καιομένης και είπε· Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, οι δούλοι τού Θεού τού Υψίστου, εξέλθετε και δεύτε. και εξήλθον Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ εκ μέσου τού πυρός. 27 και συνάγονται οι σατράπαι και οι στρατηγοί και οι τοπάρχαι και οι δυνάσται τού βασιλέως και εθεώρουν τους άνδρας ότι ουκ εκυρίευσε το πύρ τού σώματος αυτών, και η θρίξ της κεφαλής αυτών ουκ εφλογίσθη, και τα σαράβαρα αυτών ουκ ηλλοιώθη, και οσμή πυρός ουκ ήν εν αυτοίς. 28 και απεκρίθη Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς και είπεν· ευλογητός ο Θεός τού Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, ός απέστειλε τον άγγελον αυτού και εξείλατο τους παίδας αυτού, ότι επεποίθεισαν επ' αυτώ και το ρήμα τού βασιλέως ηλλοίωσαν και παρέδωκαν τα σώματα αυτών εις πύρ, όπως μη λατρεύσωσι μηδέ προσκυνήσωσι παντί θεώ, αλλ' ή τώ Θεώ αυτών. 29 και εγώ εκτίθεμαι δόγμα· πάς λαός, φυλή, γλώσσα, ή εάν είπη βλασφημίαν κατά τού Θεού Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, εις απώλειαν έσονται και οι οίκοι αυτών εις διαρπαγήν, καθότι ουκ έστι θεός έτερος, όστις δυνήσεται ρύσασθαι ούτως.
30 τότε ο βασιλεύς κατεύθυνε τον Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ εν τή χώρα Βαβυλώνος και ηύξησεν αυτούς και ηξίωσεν. αυτούς ηγείσθαι πάντων των Ιουδαίων των εν τή βασιλεία αυτού. 31 Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς πάσι τοίς λαοίς, φυλαίς και γλώσσαις τοίς οικούσιν εν πάση τή γη· ειρήνη υμίν πληθυνθείη· 32 τα σημεία και τα τέρατα, ά εποίησε μετ' εμού ο Θεός ο Ύψιστος, ήρεσεν εναντίον εμού αναγγείλαι υμίν 33 ως μεγάλα και ισχυρά· η βασιλεία αυτού βασιλεία αιώνιος και η εξουσία αυτού εις γενεάν και γενεάν.
1 ΚΑΙ συστάς Αζαρίας προσύξατο ούτως και ανοίξας το στόμα αυτού εν μέσω τού πυρός είπεν· 2 Ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας, 3 ότι δίκαιος εί επί πάσιν, οίς εποίησας ημίν, και πάντα τα έργα σου αληθινά, και ευθείαι αι οδοί σου, και πάσαι αι κρίσεις σου αλήθεια, 4 και κρίματα αληθείας εποίησας κατά πάντα, ά επήγαγες ημίν και επί την πόλιν την αγίαν την των πατέρων ημών Ιερουσαλήμ, ότι εν αληθεία και κρίσει επήγαγες ταύτα πάντα, διά τας αμαρτίας ημών. 5 ότι ημάρτομεν και ηνομήσαμεν αποστήναι από σού 6 και εξημάρτομεν εν πάσι και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν, ουδέ συνετηρήσαμεν ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν, ίνα εύ ημίν γένηται. 7 και πάντα, όσα επήγαγες ημίν και πάντα όσα εποίησας ημίν, εν αληθινή κρίσει εποίησας 8 και παρέδωκας ημάς εις χείρας εχθρών ανόμων, εχθίστων αποστατών, και βασιλεί αδίκω και πονηροτάτω παρά πάσαν την γήν. 9 και νύν ουκ έστιν ημίν ανοίξαι το στόμα· αισχύνη και όνειδος εγενήθημεν τοίς δούλοις σου και τοίς σεβομένοις σε.
10 μη δή παραδώης ημάς εις τέλος διά το όνομά σου και μη διασκεδάσης την διαθήκην σου 11 και μη αποστήσης το έλεός σου αφ' ημών διά Αβραάμ τον ηγαπημένον υπό σού και διά Ισαάκ τον δούλόν σου και Ισραήλ τον άγιόν σου, 12 οίς ελάλησας πληθύναι το σπέρμα αυτών ως τα άστρα τού ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης. 13 ότι, δέσποτα, εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και εσμεν ταπεινοί εν πάση τή γη σήμερον διά τας αμαρτίας ημών, 14 και ουκ έστιν εν τώ καιρώ τούτω άρχων και προφήτης και ηγούμενος, ουδέ ολοκαύτωσις ουδέ θυσία ουδέ προσφορά ουδέ θυμίαμα, ου τόπος τού καρπώσαι ενώπιόν σου και ευρείν έλεος· 15 αλλ' εν ψυχή συντετριμμένη και πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν 16 ως εν ολοκαυτώμασι κριών και ταύρων και ως εν μυριάσιν αρνών πιόνων, ούτως γενέσθω η θυσία ημών ενώπιόν σου σήμερον και εκτελέσαι όπισθέν σου, ότι ουκ έσται αισχύνη τοίς πεποιθόσιν επί σε. 17 και νύν εξακολουθούμεν εν όλη καρδία και φοβούμεθά σε και ζητούμεν το πρόσωπόν σου, 18 μη καταισχύνης ημάς, αλλά ποίησον μεθ' ημών κατά την επιείκειάν σου και κατά το πλήθος τού ελέους σου 19 και εξελού ημάς κατά τα θαυμάσιά σου και δός δόξαν τώ ονόματί σου, Κύριε. και εντραπείησαν πάντες οι ενδεικνύμενοι τοίς δούλοις σου κακά
20 και καταισχυνθείησαν από πάσης δυναστείας, και η ισχύς αυτών συντριβείη· 21 και γνώτωσαν ότι σύ εί Κύριος Θεός μόνος και ένδοξος εφ' όλην την οικουμένην. 22 Καί ου διέλιπον οι εμβάλλοντες αυτούς υπηρέται τού βασιλέως καίοντες την κάμινον νάφθαν και πίσσαν και στυππίον και κληματίδα. 23 και διεχείτο η φλόξ επάνω της καμίνου επί πήχεις τεσσαρακονταεννέα. 24 και διώδευσε και ενεπύρισεν ούς εύρε περί την κάμινον των Χαλδαίων. 25 ο δε άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοίς περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον και εξετίναξε την φλόγα τού πυρός εκ της καμίνου 26 και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχ ήψατο αυτών το καθόλου το πύρ και ουκ ελύπησεν ουδέ παρηνώχλησεν αυτοίς. 27 Τότε οι τρεις ως εξ ενός στόματος ύμνουν και εδόξαζον και ηυλόγουν τον Θεόν εν τή καμίνω λέγοντες· 28 Ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός και υπερυψούμενος εις τους αιώνας, 29 και ευλογημένον το όνομα της δόξης σου το άγιον και υπεραινετόν και υπερυψούμενον εις πάντας τους αιώνας.
30 ευλογημένος εί εν τώ ναώ της αγίας δόξης σου και υπερύμνητος και υπερένδοξος εις τους αιώνας. 31 ευλογημένος εί ο επιβλέπων αβύσσους, καθήμενος επί Χερουβίμ και αινετός και υπερυψούμενος εις τους αιώνας. 32 ευλογημένος εί επί θρόνου της βασιλείας σου και υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας. 33 ευλογημένος εί εν τώ στερεώματι τού ουρανού και υμνητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. 34 ευλογείτε, πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 35 ευλογείτε, ουρανοί τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 36 ευλογείτε, άγγελοι Κυρίου τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 37 ευλογείτε, ύδατα πάντα τα υπεράνω τού ουρανού τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 38 ευλογείτε, πάσαι αι δυνάμεις Κυρίου τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 39 ευλογείτε, ήλιος και σελήνη τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
40 ευλογείτε, άστρα τού ουρανού τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 41 ευλογείτω πάς όμβρος και δρόσος τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 42 ευλογείτε, πάντα τα πνεύματα τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 43 ευλογείτε, πύρ και καύμα τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. [44 ευλογείτε, ψύχος και καύσων τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 45 ευλογείτε, δρόσοι και νιφετοί τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας]. 46 ευλογείτε, νύκτες και ημέραι τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 47 ευλογείτε, φώς και σκότος τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 48 ευλογείτε, ψύχος και καύμα, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 49 ευλογείτε, πάχναι και χιόνες, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
50 ευλογείτε, αστραπαί και νεφέλαι τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 51 ευλογείτω η γη τον Κύριον· υμνείτω και υπερυψούτω αυτόν εις τους αιώνας. 52 ευλογείτε, όρη και βουνοί τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 53 ευλογείτε, πάντα τα φυόμενα εν τή γη, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 54 ευλογείτε, θάλασσα και ποταμοί, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 55 ευλογείτε, αι πηγαί, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 56 ευλογείτε, κήτη και πάντα τα κινούμενα εν τοίς ύδασι, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 57 ευλογείτε, πάντα τα πετεινά τού ουρανού, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 58 ευλογείτε, πάντα τα θηρία και τα κτήνη, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 59 ευλογείτε, υιοί των ανθρώπων, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
60 ευλογείτε, Ισραήλ, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 61 ευλογείτε, ιερείς Κυρίου, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 62 ευλογείτε, δούλοι Κυρίου, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 63 ευλογείτε, πνεύματα και ψυχαί δικαίων, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 64 ευλογείτε, όσιοι και ταπεινοί τή καρδία, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. 65 ευλογείτε, Ανανία, Αζαρία, Μισαήλ, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας, ότι εξείλετο ημάς εξ άδου και εκ χειρός θανάτου έσωσεν ημάς, ερρύσατο ημάς εκ μέσου καμίνου καιομένης φλογός και εκ μέσου πυρός ερρύσατο ημάς. 66 εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 67 ευλογείτε, πάντες οι σεβόμενοι τον Κύριον τον Θεόν των θεών, υμνείτε και εξομολογείσθε, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.
1 ΕΓΩ Ναβουχοδονόσορ ευθηνών ήμην εν τώ οίκω μου και ευθαλών. 2 ενύπνιον είδον, και εφοβέρισέ με, και εταράχθην επί της κοίτης μου, και αι οράσεις της κεφαλής μου ετάραξάν με. 3 και δι' εμού ετέθη δόγμα τού εισαγαγείν ενώπιόν μου πάντας τους σοφούς Βαβυλώνος, όπως την σύγκρισιν τού ενυπνίου γνωρίσωσί μοι. 4 και εισεπορεύοντο οι επαοιδοί, μάγοι, γαζαρηνοί, Χαλδαίοι, και το ενύπνιον εγώ είπα ενώπιον αυτών, και την σύγκρισιν αυτού ουκ εγνώρισάν μοι, 5 έως ήλθε Δανιήλ, ού το όνομα Βαλτάσαρ κατά το όνομα τού Θεού μου, ός πνεύμα Θεού άγιον εν εαυτώ έχει, και το ενύπνιον ενώπιον αυτού είπα· 6 Βαλτάσαρ ο άρχων των επαοιδών, ον εγώ έγνων ότι πνεύμα Θεού άγιον εν σοί και πάν μυστήριον ουκ αδυνατεί σε, άκουσον την όρασιν τού ενυπνίου μου, ού είδον, και την σύγκρισιν αυτού ειπόν μοι· 7 επί της κοίτης μου εθεώρουν, και ιδού δένδρον εν μέσω της γής, και το ύψος αυτού πολύ. 8 εμεγαλύνθη το δένδρον και ίσχυσε, και το ύψος αυτού έφθασεν έως τού ουρανού και το κύτος αυτού εις το πέρας απάσης της γής· 9 τα φύλλα αυτού ωραία, και ο καρπός αυτού πολύς, και τροφή πάντων εν αυτώ· και υποκάτω αυτού κατεσκήνουν τα θηρία τα άγρια, και εν τοίς κλάδοις αυτού κατώκουν τα όρνεα τού ουρανού, και εξ αυτού ετρέφετο πάσα σάρξ.
10 εθεώρουν εν οράματι της νυκτός επί της κοίτης μου, και ιδού είρ και άγιος απ' ουρανού κατέβη 11 και εφώνησεν εν ισχύι και ούτως είπε· εκκόψατε το δένδρον και εκτίλατε τους κλάδους αυτού και εκτινάξατε τα φύλλα αυτού και διασκορπίσατε τον καρπόν αυτού· σαλευθήτωσαν τα θηρία υποκάτωθεν αυτού και τα όρνεα από των κλάδων αυτού· 12 πλήν την φυήν των ριζών αυτού εν τή γη εάσατε και εν δεσμώ σιδηρώ και χαλκώ και εν τή χλόη τή έξω, και εν τή δρόσω τού ουρανού κοιτασθήσεται, και μετά των θηρίων η μερίς αυτού εν τώ χόρτω της γής. 13 η καρδία αυτού από των ανθρώπων αλλοιωθήσεται, και καρδία θηρίου δοθήσεται αυτώ, και επτά καιροί αλλαγήσονται επ' αυτόν. 14 διά συγκρίματος είρ ο λόγος, και ρήμα αγίων το επερώτημα, ίνα γνώσιν οι ζώντες ότι Κύριός εστιν ο ύψιστος της βασιλείας των ανθρώπων, και ώ εάν δόξη, δώσει αυτήν και εξουδένωμα ανθρώπων αναστήσει επ' αυτήν. 15 τούτο το ενύπνιον, ό είδον εγώ Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς, και σύ, Βαλτάσαρ, το σύγκριμα ειπόν, ότι πάντες οι σοφοί της βασιλείας μου ου δύνανται το σύγκριμα αυτού δηλώσαί μοι, σύ δε, Δανιήλ, δύνασαι, ότι πνεύμα Θεού άγιον εν σοί. ~ 16 Τότε Δανιήλ, ού το όνομα Βαλτάσαρ, απηνεώθη ωσεί ώραν μίαν, και οι διαλογισμοί αυτού συνετάρασσον αυτόν. και απεκρίθη ο βασιλεύς και είπεν· Βαλτάσαρ, το ενύπνιον και η σύγκρισις μη κατασπευσάτω σε· και απεκρίθη Βαλτάσαρ και είπε· κύριε, το ενύπνιον έστω τοίς μισούσί σε και η σύγκρισις αυτού τοίς εχθροίς σου. 17 το δένδρον, ό είδες το μεγαλυνθέν και το ισχυκός, ού το ύψος έφθανεν εις τον ουρανόν και το κύτος αυτού εις πάσαν την γήν 18 και τα φύλλα αυτού ευθαλή και ο καρπός αυτού πολύς και τροφή πάσιν εν αυτώ, υποκάτω αυτού κατώκουν τα θηρία τα άγρια και εν τοίς κλάδοις αυτού κατεσκήνουν τα όρνεα τού ουρανού, 19 σύ εί, βασιλεύ, ότι εμεγαλύνθης και ίσχυσας και η μεγαλωσύνη σου εμεγαλύνθη και έφθασεν εις τον ουρανόν και η κυριεία σου εις τα πέρατα της γής.
20 και ότι είδεν ο βασιλεύς είρ και άγιον καταβαίνοντα από τού ουρανού, και είπεν· εκτίλατε το δένδρον και διαφθείρατε αυτό, πλήν την φυήν των ριζών αυτού εν τή γη εάσατε και εν δεσμώ σιδηρώ και εν χαλκώ και εν τή χλόη τή έξω, και εν τή δρόσω τού ουρανού αυλισθήσεται, και μετά θηρίων αγρίων η μερίς αυτού, έως ού επτά καιροί αλλοιωθώσιν επ' αυτόν, 21 τούτο η σύγκρισις αυτού, βασιλεύ. και σύγκριμα Υψίστου εστίν, ό έφθασεν επί τον κύριόν μου τον βασιλέα, 22 και σε εκδιώξουσιν από των ανθρώπων, και μετά θηρίων αγρίων έσται η κατοικία σου, και χόρτον ως βούν ψωμιούσί σε και από της δρόσου τού ουρανού αυλισθήση, και επτά καιροί αλλαγήσονται επί σε, έως ού γνώς ότι κυριεύει ο Ύψιστος της βασιλείας των ανθρώπων, και ώ αν δόξη, δώσει αυτήν. 23 και ότι είπαν· εάσατε την φυήν των ριζών τού δένδρου, η βασιλεία σου σοί μενεί, αφ' ής αν γνώς την εξουσίαν την ουράνιον. 24 διά τούτο, βασιλεύ, η βουλή μου αρεσάτω σοι και τας αμαρτίας σου εν ελεημοσύναις λύτρωσαι και τας αδικίας εν οικτιρμοίς πενήτων· ίσως έσται μακρόθυμος τοίς παραπτώμασί σου ο Θεός. ~ 25 Ταύτα πάντα έφθασεν επί Ναβουχοδονόσορ τον βασιλέα. 26 μετά δωδεκάμηνον επί τώ ναώ της βασιλείας αυτού εν Βαβυλώνι περιπατών 27 απεκρίθη ο βασιλεύς και είπεν· ουχ αύτη εστί Βαβυλών η μεγάλη, ήν εγώ ωκοδόμησα εις οίκον βασιλείας εν τώ κράτει της ισχύος μου εις τιμήν της δόξης μου; 28 έτι τού λόγου εν τώ στόματι τού βασιλέως όντος, φωνή απ' ουρανού εγένετο· σοί λέγουσι, Ναβουχοδονόσορ βασιλεύ, η βασιλεία παρήλθεν από σού, 29 και από των ανθρώπων σε εκδιώξουσι, και μετά θηρίων αγρίων η κατοικία σου και χόρτον ως βούν ψωμιούσί σε, και επτά καιροί αλλαγήσονται επί σε, έως ού γνώς, ότι κυριεύει ο Ύψιστος της βασιλείας των ανθρώπων, και ώ αν δόξη, δώσει αυτήν.
30 αυτή τή ώρα ο λόγος συνετελέσθη επί Ναβουχοδονόσορ, και από των ανθρώπων εξεδιώχθη και χόρτον ως βούς ήσθιε, και από της δρόσου τού ουρανού το σώμα αυτού εβάφη, έως ού αι τρίχες αυτού ως λεόντων εμεγαλύνθησαν και οι όνυχες αυτού ως ορνέων. ~ 31 Καί μετά το τέλος των ημερών εγώ Ναβουχοδονόσορ τους οφθαλμούς μου εις τον ουρανόν ανέλαβον, και αι φρένες μου επ' εμέ επεστράφησαν, και τώ Υψίστω ηυλόγησα και τώ ζώντι εις τον αιώνα ήνεσα και εδόξασα, ότι η εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος και η βασιλεία αυτού εις γενεάν και γενεάν, 32 και πάντες οι κατοικούντες την γήν ως ουδέν ελογίσθησαν, και κατά το θέλημα αυτού ποιεί εν τή δυνάμει τού ουρανού και εν τή κατοικία της γής, και ουκ έστιν ός αντιποιήσεται τή χειρί αυτού και ερεί αυτώ· τι εποίησας; 33 αυτώ τώ καιρώ αι φρένες μου επεστράφησαν επ' εμέ, και εις την τιμήν της βασιλείας μου ήλθον, και η μορφή μου επέστρεψεν επ' εμέ, και οι τύραννοί μου και οι μεγιστάνές μου εζήτουν με, και επί την βασιλείαν μου εκραταιώθην, και μεγαλωσύνη περισσοτέρα προσετέθη μοι. 34 νύν ούν εγώ Ναβουχοδονόσορ αινώ και υπερυψώ και δοξάζω τον βασιλέα τού ουρανού, ότι πάντα τα έργα αυτού αληθινά και αι τρίβοι αυτού κρίσεις, και πάντας τους πορευομένους εν υπερηφανία δύναται ταπεινώσαι.
1 ΒΑΛΤΑΣΑΡ ο βασιλεύς εποίησε δείπνον μέγα τοίς μεγιστάσιν αυτού χιλίοις, και κατέναντι των χιλίων ο οίνος. 2 και πίνων Βαλτάσαρ είπεν εν τή γεύσει τού οίνου τού ενεγκείν τα σκεύη τα χρυσά και τα αργυρά, ά εξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ο πατήρ αυτού εκ τού ναού τού εν Ιερουσαλήμ, και πιέτωσαν εν αυτοίς ο βασιλεύς και οι μεγιστάνες αυτού και αι παλλακαί αυτού και αι παράκοιτοι αυτού. 3 και ηνέχθησαν τα σκεύη τα χρυσά και τα αργυρά, ά εξήνεγκεν εκ τού ναού τού Θεού τού εν Ιερουσαλήμ, και έπινον εν αυτοίς ο βασιλεύς και οι μεγιστάνες αυτού και αι παλλακαί αυτού και αι παράκοιτοι αυτού· 4 έπινον οίνον και ήνεσαν τους θεούς τους χρυσούς και αργυρούς και χαλκούς και σιδηρούς και ξυλίνους και λιθίνους. 5 εν αυτή τή ώρα εξήλθον δάκτυλοι χειρός ανθρώπου και έγραφον κατέναντι της λαμπάδος επί το κονίαμα τού τοίχου τού οίκου τού βασιλέως, και ο βασιλεύς εθεώρει τους αστραγάλους της χειρός της γραφούσης. 6 τότε τού βασιλέως η μορφή ηλλοιώθη, και οι διαλογισμοί αυτού συνετάρασσον αυτόν, και οι σύνδεσμοι της οσφύος αυτού διελύοντο, και τα γόνατα αυτού συνεκροτούντο. 7 και εβόησεν ο βασιλεύς εν ισχύι τού εισαγαγείν μάγους, Χαλδαίους, γαζαρηνούς και είπε τοίς σοφοίς Βαβυλώνος· ός αν αναγνώ την γραφήν ταύτην και την σύγκρισιν γνωρίση μοι, πορφύραν ενδύσεται, και ο μανιάκης ο χρυσούς επί τον τράχηλον αυτού, και τρίτος εν τή βασιλεία μου άρξει. 8 και εισεπορεύοντο πάντες οι σοφοί τού βασιλέως και ουκ ηδύναντο την γραφήν αναγνώναι, ουδέ την σύγκρισιν γνωρίσαι τώ βασιλεί. 9 και ο βασιλεύς Βαλτάσαρ πολύ εταράχθη, και η μορφή αυτού ηλλοιώθη επ' αυτώ, και οι μεγιστάνες αυτού συνεταράσσοντο. ~
10 Καί εισήλθεν η βασίλισσα εις τον οίκον τού πότου και είπε· βασιλεύ, εις τον αιώνα ζήθι· μη ταρασσέτωσάν σε οι διαλογισμοί σου, και η μορφή σου μη αλλοιούσθω· 11 έστιν ανήρ εν τή βασιλεία σου, εν ώ πνεύμα Θεού, και εν ταίς ημέραις τού πατρός σου γρηγόρησις και σύνεσις ευρέθη εν αυτώ, και ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ ο πατήρ σου άρχοντα επαοιδών, μάγων, Χαλδαίων, γαζαρηνών κατέστησεν αυτόν, 12 ότι πνεύμα περισσόν εν αυτώ και φρόνησις και σύνεσις εν αυτώ, συγκρίνων ενύπνια και αναγγέλλων κρατούμενα και λύων συνδέσμους, Δανιήλ, και ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Βαλτάσαρ· νύν ούν κληθήτω, και την σύγκρισιν αυτού αναγγελεί σοι. ~ 13 Τότε Δανιήλ εισήχθη ενώπιον τού βασιλέως, και είπεν ο βασιλεύς τώ Δανιήλ· σύ εί Δανιήλ, ο από των υιών της αιχμαλωσίας της Ιουδαίας, ής ήγαγεν ο βασιλεύς ο πατήρ μου; 14 ήκουσα περί σού ότι πνεύμα Θεού εν σοί, και γρηγόρησις και σύνεσις και σοφία περισσή ευρέθη εν σοί. 15 και νύν εισήλθον ενώπιόν μου οι σοφοί, μάγοι, γαζαρηνοί, ίνα την γραφήν ταύτην αναγνώσι και την σύγκρισιν αυτής γνωρίσωσί μοι, και ουκ ηδυνήθησαν αναγγγείλαί μοι. 16 και εγώ ήκουσα περί σού ότι δύνασαι κρίματα συγκρίναι· νύν ούν εάν δυνηθής την γραφήν αναγνώναι και την σύγκρισιν αυτής γνωρίσαι μοι, πορφύραν ενδύση, και ο μανιάκης ο χρυσούς έσται επί τον τράχηλόν σου, και τρίτος εν τή βασιλεία μου άρξεις. 17 τότε απεκρίθη Δανιήλ και είπεν ενώπιον τού βασιλέως· τα δόματά σου σοί έστω, και την δωρεάν της οικίας σου ετέρω δός, εγώ δε την γραφήν αναγνώσομαι τώ βασιλεί και την σύγκρισιν αυτής γνωρίσω σοι. 18 Βασιλεύ, ο Θεός ο ύψιστος την βασιλείαν και την μεγαλωσύνην και την τιμήν και την δόξαν έδωκε Ναβουχοδονόσορ τώ πατρί σου, 19 και από της μεγαλωσύνης, ής έδωκεν αυτώ, πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι ήσαν τρέμοντες και φοβούμενοι από προσώπου αυτού· ούς ηβούλετο αυτός ανήρει, και ούς ηβούλετο αυτός έτυπτε, και ούς ηβούλετο αυτός ύψου, και ούς ηβούλετο αυτός εταπείνου.
20 και ότε υψώθη η καρδία αυτού και το πνεύμα αυτού εκραταιώθη τού υπερηφανεύσασθαι, κατηνέχθη από τού θρόνου της βασιλείας αυτού, και η τιμή αφηρέθη απ' αυτού, 21 και από των ανθρώπων εξεδιώχθη, και η καρδία αυτού μετά των θηρίων εδόθη, και μετά των ονάγρων η κατοικία αυτού, και χόρτον ως βούν εψώμιζον αυτόν, και από της δρόσου τού ουρανού το σώμα αυτού εβάφη, έως ού έγνω ότι κυριεύει ο Θεός ύψιστος της βασιλείας των ανθρώπων, και ώ αν δόξη, δώσει αυτήν. 22 και σύ ούν ο υιός αυτού Βαλτάσαρ ουκ εταπείνωσας την καρδίαν σου κατενώπιον τού Θεού· ου πάντα ταύτα έγνως; 23 και επί τον Κύριον Θεόν τού ουρανού υψώθης, και τα σκεύη τού οίκου αυτού ήνεγκαν ενώπιόν σου, και σύ και οι μεγιστάνές σου και αι παλλακαί σου και αι παράκοιτοί σου οίνον επίνετε εν αυτοίς, και τους θεούς τους χρυσούς και αργυρούς και χαλκούς και σιδηρούς και ξυλίνους και λιθίνους, οί ου βλέπουσι και οί ουκ ακούουσι και ου γινώσκουσιν, ήνεσας και τον Θεόν, ού η πνοή σου εν χειρί αυτού και πάσαι αι οδοί σου, αυτόν ουκ εδόξασας. 24 διά τούτο εκ προσώπου αυτού απεστάλη αστράγαλος χειρός και την γραφήν ταύτην ενέταξε. 25 και αύτη η γραφή εντεταγμένη· μανή, θεκέλ, φάρες. 26 τούτο το σύγκριμα τού ρήματος· μανή, εμέτρησεν ο Θεός την βασιλείαν σου και επλήρωσεν αυτήν· 27 θεκέλ, εστάθη εν ζυγώ και ευρέθη υστερούσα· 28 φάρες, διήρηται η βασιλεία σου, και εδόθη Μήδοις και Πέρσαις. ~ 29 Καί είπε Βαλτάσαρ και ενέδυσαν τον Δανιήλ πορφύραν και τον μανιάκην τον χρυσούν περιέθηκαν περί τον τράχηλον αυτού, και εκήρυξε περί αυτού είναι αυτόν άρχοντα τρίτον εν τή βασιλεία.
30 εν αυτή τή νυκτί ανηρέθη Βαλτάσαρ ο βασιλεύς ο Χαλδαίων. 31 και Δαρείος ο Μήδος παρέλαβε την βασιλείαν, ών ετών εξήκοντα δύο.
1 ΚΑΙ ήρεσεν ενώπιον Δαρείου και κατέστησεν επί της βασιλείας σατράπας εκατόν είκοσι τού είναι αυτούς εν όλη τή βασιλεία αυτού 2 και επάνω αυτών τακτικούς τρεις, ών ήν Δανιήλ είς εξ αυτών, τού αποδιδόναι αυτοίς τους σατράπας λόγον, όπως ο βασιλεύς μη ενοχλήται. 3 και ήν Δανιήλ υπέρ αυτούς, ότι πνεύμα περισσόν εν αυτώ. και ο βασιλεύς κατέστησεν αυτόν εφ' όλης της βασιλείας αυτού. 4 και οι τακτικοί και οι σατράπαι, εζήτουν πρόφασιν ευρείν κατά Δανιήλ· και πάσαν πρόφασιν και παράπτωμα και αμπλάκημα ουχ εύρον κατ' αυτού, ότι πιστός ήν. 5 και είπον οι τακτικοί· ουχ ευρήσομεν κατά Δανιήλ πρόφασιν, ει μη εν νομίμοις Θεού αυτού. ~ 6 Τότε οι τακτικοί και οι σατράπαι παρέστησαν τώ βασιλεί και είπαν αυτώ· Δαρείε βασιλεύ, εις τους αιώνας ζήθι· 7 συνεβουλεύσαντο πάντες οι επί της βασιλείας σου στρατηγοί και σατράπαι, ύπατοι και τοπάρχαι, τού στήσαι στάσει βασιλική και ενισχύσαι ορισμόν, όπως ός αν αιτήση αίτημα παρά παντός θεού και ανθρώπου έως ημερών τριάκοντα, αλλ' ή παρά σού, βασιλεύ, εμβληθήσεται εις τον λάκκον των λεόντων. 8 νύν ούν, βασιλεύ, στήσον τον ορισμόν και έκθες γραφήν, όπως μη αλλοιωθή το δόγμα Περσών και Μήδων. 9 τότε ο βασιλεύς Δαρείος επέταξε γραφήναι το δόγμα. ~
10 Καί Δανιήλ, ηνίκα έγνω ότι ενετάγη το δόγμα, εισήλθεν εις τον οίκον αυτού, και αι θυρίδες ανεωγμέναι αυτώ εν τοίς υπερώοις αυτού κατέναντι Ιερουσαλήμ, και καιρούς τρεις της ημέρας ήν κάμπτων επί τα γόνατα αυτού και προσευχόμενος και εξομολογούμενος εναντίον τού Θεού αυτού, καθώς ήν ποιών έμπροσθεν. 11 τότε οι άνδρες εκείνοι παρετήρησαν και εύρον τον Δανιήλ αξιούντα και δεόμενον τού Θεού αυτού. 12 και προσελθόντες λέγουσι τώ βασιλεί· βασιλεύ, ουχ ορισμόν έταξας, όπως πάς άνθρωπος, ός αν αιτήση παρά παντός θεού και ανθρώπου αίτημα έως ημερών τριάκοντα, αλλ' ή παρά σού, βασιλεύ, εμβληθήσεται εις τον λάκκον των λεόντων; και είπεν ο βασιλεύς· αληθινός ο λόγος, και το δόγμα Μήδων και Περσών ου παρελεύσεται. 13 τότε απεκρίθησαν και λέγουσιν ενώπιον τού βασιλέως· Δανιήλ ο από των υιών της αιχμαλωσίας της Ιουδαίας ουχ υπετάγη τώ δόγματί σου, και καιρούς τρεις της ημέρας αιτεί παρά τού Θεού αυτού τα αιτήματα αυτού. 14 τότε ο βασιλεύς, ως το ρήμα ήκουσε, πολύ ελυπήθη επ' αυτώ και περί τού Δανιήλ ηγωνίσατο τού εξελέσθαι αυτόν και έως εσπέρας ήν αγωνιζόμενος τού εξελέσθαι αυτόν. 15 τότε οι άνδρες εκείνοι λέγουσι τώ βασιλεί· γνώθι, βασιλεύ, ότι το δόγμα Μήδοις και Πέρσαις τού πάν ορισμόν και στάσιν, ήν αν ο βασιλεύς στήση, ου δεί παραλλάξαι. ~ 16 Τότε ο βασιλεύς είπε και ήγαγον τον Δανιήλ και ενέβαλον αυτόν εις τον λάκκον των λεόντων· και είπεν ο βασιλεύς τώ Δανιήλ· ο Θεός σου, ώ σύ λατρεύεις ενδελεχώς, αυτός εξελείταί σε. 17 και ήνεγκαν λίθον και επέθηκαν επί το στόμα τού λάκκου, και εσφραγίσατο ο βασιλεύς εν τώ δακτυλίω αυτού και εν τώ δακτυλίω των μεγιστάνων αυτού, όπως μη αλλοιωθή πράγμα εν τώ Δανιήλ. 18 και απήλθεν ο βασιλεύς εις τον οίκον αυτού και εκοιμήθη άδειπνος, και εδέσματα ουκ εισήνεγκαν αυτώ και ο ύπνος απέστη απ' αυτού. και έκλεισεν ο Θεός τα στόματα των λεόντων, και ου παρηνώχλησαν τώ Δανιήλ. 19 τότε ο βασιλεύς ανέστη το πρωί εν τώ φωτί και εν σπουδή ήλθεν επί τον λάκκον των λεόντων·
20 και εν τώ εγγίζειν αυτόν τώ λάκκω εβόησε φωνή ισχυρά· Δανιήλ, ο δούλος τού Θεού τού ζώντος, ο Θεός σου, ώ σύ λατρεύεις ενδελεχώς, ει ηδυνήθη εξελέσθαι σε εκ τού στόματος των λεόντων; 21 και είπε Δανιήλ τώ βασιλεί· βασιλεύ, εις τους αιώνας ζήθι. 22 ο Θεός μου απέστειλε τον άγγελον αυτού, και ενέφραξε τα στόματα των λεόντων, και ουκ ελυμήναντό με, ότι κατέναντι αυτού ευθύτης ευρέθη εμοί· και ενώπιον δε σου, βασιλεύ, παράπτωμα ουκ εποίησα. 23 τότε ο βασιλεύς πολύ ηγαθύνθη επ' αυτώ, και τον Δανιήλ είπεν ανενέγκαι εκ τού λάκκου. και ανηνέχθη Δανιήλ εκ τού λάκκου, και πάσα διαφθορά ουχ ευρέθη εν αυτώ, ότι επίστευσεν εν τώ Θεώ αυτού. 24 και είπεν ο βασιλεύς, και ηγάγοσαν τους άνδρας τους διαβαλόντας τον Δανιήλ, και εις τον λάκκον των λεόντων ενεβλήθησαν, αυτοί και οι υιοί αυτών και αι γυναίκες αυτών· και ουκ έφθασαν εις το έδαφος τού λάκκου, έως ού εκυρίευσαν αυτών οι λέοντες και πάντα τα οστά αυτών ελέπτυναν. ~ 25 Τότε Δαρείος ο βασιλεύς έγραψε πάσι τοίς λαοίς, φυλαίς, γλώσσαις, τοίς οικούσιν εν πάση τή γη· ειρήνη υμίν πληθυνθείη· 26 εκ προσώπου μου ετέθη δόγμα τούτο εν πάση αρχή της βασιλείας μου είναι τρέμοντας και φοβουμένους από προσώπου τού Θεού Δανιήλ, ότι αυτός εστι Θεός ζών και μένων εις τους αιώνας, και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται, και η κυριεία αυτού έως τέλους· 27 αντιλαμβάνεται και ρύεται και ποιεί σημεία και τέρατα εν τώ ουρανώ και επί της γής, όστις εξείλατο τον Δανιήλ εκ χειρός των λεόντων. 28 και Δανιήλ κατηύθυνεν εν τή βασιλεία Δαρείου και εν τή βασιλεία Κύρου τού Πέρσου.
1 ΕΝ έτει πρώτω Βαλτάσαρ βασιλέως Χαλδαίων Δανιήλ ενύπνιον είδε, και αι οράσεις της κεφαλής αυτού επί της κοίτης αυτού, και το ενύπνιον αυτού έγραψεν· 2 εγώ Δανιήλ εθεώρουν εν οράματί μου της νυκτός και ιδού οι τέσσαρες άνεμοι τού ουρανού προσέβαλον εις την θάλασσαν την μεγάλην. 3 και τέσσαρα θηρία μεγάλα ανέβαινον εκ της θαλάσσης διαφέροντα αλλήλων. 4 το πρώτον ωσεί λέαινα, και πτερά αυτή ωσεί αετού· εθεώρουν έως ού εξετίλη τα πτερά αυτής, και εξήρθη από της γής και επί ποδών ανθρώπου εστάθη, και καρδία ανθρώπου εδόθη αυτή. 5 και ιδού θηρίον δεύτερον όμοιον άρκω, και εις μέρος έν εστάθη, και τρεις πλευραί εν τώ στόματι αυτής αναμέσον των οδόντων αυτής, και ούτως έλεγον αυτή· ανάστηθι, φάγε σάρκας πολλάς. 6 οπίσω τούτου εθεώρουν και ιδού θηρίον έτερον ωσεί πάρδαλις, και αυτή πτερά τέσσαρα πετεινού υπεράνω αυτής, και τέσσαρες κεφαλαί τώ θηρίω, και εξουσία εδόθη αυτή. 7 οπίσω τούτου εθεώρουν και ιδού θηρίον τέταρτον φοβερόν και έκθαμβον και ισχυρόν περισσώς, και οι οδόντες αυτού σιδηροί μεγάλοι, εσθίον και λεπτύνον και τα επίλοιπα τοίς ποσίν αυτού συνεπάτει, και αυτό διάφορον περισσώς παρά πάντα τα θηρία τα έμπροσθεν αυτού, και κέρατα δέκα αυτώ. 8 προσενόουν τοίς κέρασιν αυτού, και ιδού κέρας έτερον μικρόν ανέβη εν μέσω αυτών, και τρία κέρατα των έμπροσθεν αυτού εξερριζώθη από προσώπου αυτού, και ιδού οφθαλμοί ωσεί οφθαλμοί ανθρώπου εν τώ κέρατι τούτω και στόμα λαλούν μεγάλα. 9 εθεώρουν έως ότου οι θρόνοι ετέθησαν, και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν, ο θρόνος αυτού φλόξ πυρός, οι τροχοί αυτού πύρ φλέγον·
10 ποταμός πυρός είλκεν έμπροσθεν αυτού· χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ, και μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ· κριτήριον εκάθισε, και βίβλοι ηνεώχθησαν. 11 εθεώρουν τότε από φωνής των λόγων των μεγάλων, ών το κέρας εκείνο ελάλει, έως ού ανηρέθη το θηρίον και απώλετο, και το σώμα αυτού εδόθη εις καύσιν πυρός. 12 και των λοιπών θηρίων μετεστάθη η αρχή, και μακρότης ζωής εδόθη αυτοίς έως καιρού και καιρού. 13 εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών τού ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ήν και έως τού παλαιού των ημερών έφθασε και ενώπιον αυτού προσηνέχθη. 14 και αυτώ εδόθη η αρχή και η τιμή και η βασιλεία, και πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι αυτώ δουλεύσουσιν· η εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος, ήτις ου παρελεύσεται, και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται. ~ 15 Έφριξε το πνεύμά μου εν τή έξει μου, εγώ Δανιήλ, και αι οράσεις της κεφαλής μου ετάρασσόν με. 16 και προσήλθον ενί των εστηκότων και την ακρίβειαν εζήτουν παρ' αυτού μαθείν περί πάντων τούτων, και είπέ μοι την ακρίβειαν και την σύγκρισιν των λόγων εγνώρισέ μοι· 17 ταύτα τα θηρία τα μεγάλα τα τέσσαρα, τέσσαρες βασιλείαι αναστήσονται επί της γής, 18 αί αρθήσονται· και παραλήψονται την βασιλείαν άγιοι Υψίστου και καθέξουσιν αυτήν έως αιώνος των αιώνων. 19 και εζήτουν ακριβώς περί τού θηρίου τού τετάρτου, ότι ήν διαφέρον παρά πάν θηρίον, φοβερόν περισσώς, οι οδόντες αυτού σιδηροί και όνυχες αυτού χαλκοί. εσθίον και λεπτύνον και τα επίλοιπα τοίς ποσίν αυτού συνεπάτει·
20 και περί των κεράτων αυτού των δέκα των εν τή κεφαλή αυτού και τού ετέρου τού αναβάντος και εκτινάξαντος των προτέρων τρία, κέρας εκείνο, ώ οι οφθαλμοί και στόμα λαλούν μεγάλα και η όρασις αυτού μείζων των λοιπών. 21 εθεώρουν και το κέρας εκείνο εποίει πόλεμον μετά των αγίων και ίσχυσε προς αυτούς, 22 έως ού ήλθεν ο παλαιός ημερών και το κρίμα έδωκεν αγίοις Υψίστου, και ο καιρός έφθασε και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι. 23 και είπε· το θηρίον το τέταρτον, βασιλεία τετάρτη έσται εν τή γη, ήτις υπερέξει πάσας τας βασιλείας και καταφάγεται πάσαν την γήν και συμπατήσει αυτήν και κατακόψει. 24 και τα δέκα κέρατα αυτού, δέκα βασιλείς αναστήσονται, και οπίσω αυτών αναστήσεται έτερος, ός υπεροίσει κακοίς πάντας τους έμπροσθεν, και τρεις βασιλείς ταπεινώσει· 25 και λόγους προς τον Ύψιστον λαλήσει και τους αγίους Υψίστου παλαιώσει και υπονοήσει τού αλλοιώσαι καιρούς και νόμον. και δοθήσεται εν χειρί αυτού έως καιρού και καιρών και ήμισυ καιρού. 26 και το κριτήριον καθίσει και την αρχήν μεταστήσουσι τού αφανίσαι και τού απολέσαι έως τέλους. 27 και η βασιλεία και η εξουσία και η μεγαλωσύνη των βασιλέων των υποκάτω παντός τού ουρανού εδόθη αγίοις Υψίστου, και η βασιλεία αυτού βασιλεία αιώνιος, και πάσαι αι αρχαί αυτώ δουλεύσουσι και υπακούσονται. 28 έως ώδε το πέρας τού λόγου. εγώ Δανιήλ, οι διαλογισμοί μου επί πολύ συνετάρασσόν με, και η μορφή μου ηλλοιώθη επ' εμοί, και το ρήμα εν τή καρδία μου διετήρησα.
1 ΕΝ έτει τρίτω της βασιλείας Βαλτάσαρ τού βασιλέως όρασις ώφθη προς με, εγώ Δανιήλ, μετά την οφθείσάν μοι την αρχήν. 2 και ήμην εν Σούσοις τή βάρει, ή εστιν εν χώρα Αιλάμ και είδον εν οράματι και ήμην επί τού Ουβάλ 3 και ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον· και ιδού κριός είς εστηκώς πρό τού Ουβάλ. και αυτώ κέρατα υψηλά, και το έν υψηλότερον τού ετέρου, και το υψηλόν ανέβαινεν επ' εσχάτων. 4 και είδον τον κριόν κερατίζοντα κατά θάλασσαν και βορράν και νότον, και πάντα τα θηρία ου στήσεται ενώπιον αυτού, και ουκ ήν ο εξαιρούμενος εκ χειρός αυτού, και εποίησε κατά το θέλημα αυτού και εμεγαλύνθη. 5 και εγώ ήμην συνίων και ιδού τράγος αιγών ήρχετο από λιβός επί πρόσωπον πάσης της γής και ουκ ήν απτόμενος της γής, και τώ τράγω κέρας θεωρητόν αναμέσον των οφθαλμών αυτού. 6 και ήλθεν έως τού κριού τού τα κέρατα έχοντος, ού είδον, εστώτος ενώπιον τού Ουβάλ και έδραμε προς αυτόν εν ορμή της ισχύος αυτού. 7 και είδον αυτόν φθάνοντα έως τού κριού, και εξηγριάνθη προς αυτόν και έπαισε τον κριόν και συνέτριψεν αμφότερα τα κέρατα αυτού, και ουκ ήν ισχύς τώ κριώ τού στήναι ενώπιον αυτού· και έρριψεν αυτόν επί την γήν και συνεπάτησεν αυτόν, και ουκ ήν ο εξαιρούμενος τον κριόν εκ χειρός αυτού. 8 και ο τράγος των αιγών εμεγαλύνθη έως σφόδρα, και εν τώ ισχύσαι αυτόν συνετρίβη το κέρας αυτού το μέγα, και ανέβη έτερα κέρατα τέσσαρα υποκάτω αυτού εις τους τέσσαρας ανέμους τού ουρανού. 9 και εκ τού ενός αυτών εξήλθε κέρας έν ισχυρόν και εμεγαλύνθη περισσώς προς τον νότον και προς την ανατολήν και προς την δύναμιν·
10 και εμεγαλύνθη έως της δυνάμεως τού ουρανού, και έπεσεν επί την γήν από της δυνάμεως τού ουρανού και από των άστρων, και συνεπάτησαν αυτά, 11 και έως ού ο αρχιστράτηγος ρύσεται την αιχμαλωσίαν, και δι' αυτόν θυσία εταράχθη, και εγενήθη και κατευοδώθη αυτώ, και το άγιον ερημωθήσεται· 12 και εδόθη επί την θυσίαν αμαρτία, και ερρίφη χαμαί η δικαιοσύνη, και εποίησε και ευοδώθη. 13 και ήκουσα ενός αγίου λαλούντος, και είπεν είς άγιος τώ φελμουνί τώ λαλούντι· έως πότε η όρασις στήσεται, η θυσία η αρθείσα και η αμαρτία ερημώσεως η δοθείσα, και το άγιον και η δύναμις συμπατηθήσεται; 14 και είπεν αυτώ· έως εσπέρας και πρωί ημέραι δισχίλιαι και τριακόσιαι, και καθαρισθήσεται το άγιον. ~ 15 Καί εγένετο εν τώ ιδείν με, εγώ Δανιήλ, την όρασιν και εζήτουν σύνεσιν, και ιδού έστη ενώπιον εμού ως όρασις ανδρός. 16 και ήκουσα φωνήν ανδρός αναμέσον τού Ουβάλ, και εκάλεσε και είπε· Γαβριήλ, συνέτισον εκείνον την όρασιν. 17 και ήλθε και έστη εχόμενος της στάσεώς μου, και εν τώ ελθείν αυτόν εθαμβήθην, και πίπτω επί πρόσωπόν μου, και είπε προς με· σύνες, υιέ ανθρώπου· έτι γάρ εις καιρού πέρας η όρασις. 18 και εν τώ λαλείν αυτόν μετ' εμού πίπτω επί πρόσωπόν μου επί την γήν, και ήψατό μου και έστησέ με επί πόδας 19 και είπεν· ιδού εγώ γνωρίζω σοι τα εσόμενα επ' εσχάτων της οργής· έτι γάρ εις καιρού πέρας η όρασις.
20 ο κριός, ον είδες, ο έχων τα κέρατα βασιλεύς Μήδων και Περσών. 21 ο τράγος των αιγών βασιλεύς Ελλήνων· και το κέρας το μέγα, ό ήν αναμέσον των οφθαλμών αυτού, αυτός εστιν ο βασιλεύς ο πρώτος. 22 και τού συντριβέντος, ού έστησαν τέσσαρα κέρατα υποκάτω, τέσσαρες βασιλείς εκ τού έθνους αυτού αναστήσονται και ουκ εν τή ισχύι αυτού. 23 και επ' εσχάτων της βασιλείας αυτών, πληρουμένων των αμαρτιών αυτών, αναστήσεται βασιλεύς αναιδής προσώπω και συνίων προβλήματα. 24 και κραταιά η ισχύς αυτού και θαυμαστά διαφθερεί και κατευθυνεί και ποιήσει και διαφθερεί ισχυρούς και λαόν άγιον. 25 και ο ζυγός τού κλοιού αυτού κατευθυνεί· δόλος εν τή χειρί αυτού, και εν καρδία αυτού μεγαλυνθήσεται και δόλω διαφθερεί πολλούς και επί απωλείας πολλών στήσεται και ως ωά χειρί συντρίψει. 26 και η όρασις της εσπέρας και της πρωίας της ρηθείσης αληθής εστι· και σύ σφράγισον την όρασιν, ότι εις ημέρας πολλάς. 27 και εγώ Δανιήλ εκοιμήθην και εμαλακίσθην ημέρας και ανέστην και εποίουν τα έργα τού βασιλέως· και εθαύμαζον την όρασιν, και ουκ ήν ο συνίων.
1 ΕΝ τώ πρώτω έτει Δαρείου τού υιού Ασουήρου από τού σπέρματος των Μήδων, ός εβασίλευσεν επί βασιλείαν Χαλδαίων, 2 εν έτει ενί της βασιλείας αυτού εγώ Δανιήλ συνήκα εν ταίς βίβλοις τον αριθμόν των ετών, ός εγενήθη λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν τον προφήτην εις συμπλήρωσιν ερημώσεως Ιερουσαλήμ, εβδομήκοντα έτη. 3 και έδωκα το πρόσωπόν μου προς Κύριον τον Θεόν τού εκζητήσαι προσευχήν και δεήσεις εν νηστείαις και σάκκω και σποδώ· 4 και προσευξάμην προς Κύριον τον Θεόν μου και εξωμολογησάμην και είπα· Κύριε ο Θεός ο μέγας και θαυμαστός, ο φυλάσσων την διαθήκην σου και το έλεός σου τοίς αγαπώσί σε και τοίς φυλάσσουσι τας εντολάς σου, 5 ημάρτομεν, ηδικήσαμεν, ηνομήσαμεν και απέστημεν και εξεκλίναμεν από των εντολών σου και από των κριμάτων σου. 6 και ουκ εισηκούσαμεν των δούλων σου των προφητών, οί ελάλουν εν τώ ονόματί σου προς τους βασιλείς ημών και άρχοντας ημών και πατέρας ημών, και προς πάντα τον λαόν της γής. 7 σοί Κύριε η δικαιοσύνη, και ημίν η αισχύνη τού προσώπου ως η ημέρα αύτη, ανδρί Ιούδα και τοίς ενοικούσιν εν Ιερουσαλήμ και παντί Ισραήλ, τοίς εγγύς και τοίς μακράν εν πάση τή γη, ού διέσπειρας αυτούς εκεί, εν αθεσία αυτών, ή ηθέτησαν. 8 εν σοί Κύριέ εστιν ημών η δικαιοσύνη και ημίν η αισχύνη τού προσώπου και τοίς βασιλεύσιν ημών και τοίς άρχουσιν ημών και τοίς πατράσιν ημών, οίτινες ημάρτομέν σοι. 9 Κυρίω τώ Θεώ ημών οι οικτιρμοί και οι ιλασμοί, ότι απέστημεν
10 και ουκ εισηκούσαμεν της φωνής Κυρίου τού Θεού ημών πορεύεσθαι εν τοίς νόμοις αυτού, οίς έδωκε κατά πρόσωπον ημών εν χερσί των δούλων αυτού των προφητών. 11 και πάς Ισραήλ παρέβησαν τον νόμον σου και εξέκλιναν τού μη ακούσαι της φωνής σου, και επήλθεν εφ' ημάς η κατάρα και ο όρκος ο γεγραμμένος εν νόμω Μωυσέως δούλου τού Θεού, ότι ημάρτομεν αυτώ. 12 και έστησε τους λόγους αυτού, ούς ελάλησεν εφ' ημάς και επί τους κριτάς ημών, οί έκρινον ημάς, επαγαγείν εφ' ημάς κακά μεγάλα, οία ου γέγονεν υποκάτω παντός τού ουρανού κατά τα γενόμενα εν Ιερουσαλήμ. 13 καθώς γέγραπται εν τώ νόμω Μωυσή, πάντα τα κακά ταύτα ήλθεν εφ' ημάς, και ουκ εδεήθημεν τού προσώπου Κυρίου τού Θεού ημών αποστρέψαι από των αδικιών ημών και τού συνιέναι εν πάση αληθεία σου. 14 και εγρηγόρησε Κύριος και επήγαγεν αυτά εφ' ημάς, ότι δίκαιος Κύριος ο Θεός ημών επί πάσαν την ποίησιν αυτού, ήν εποίησε, και ουκ εισηκούσαμεν της φωνής αυτού. 15 και νύν, Κύριε ο Θεός ημών, ός εξήγαγες τον λαόν σου εκ γής Αιγύπτου εν χειρί κραταιά και εποίησας σεαυτώ όνομα ως η ημέρα αύτη, ημάρτομεν, ηνομήσαμεν. 16 Κύριε, εν πάση ελεημοσύνη σου αποστραφήτω δή ο θυμός σου και η οργή σου από της πόλεώς σου Ιερουσαλήμ όρους αγίου σου, ότι ημάρτομεν, και εν ταίς αδικίαις ημών και των πατέρων ημών Ιερουσαλήμ και ο λαός σου εις ονειδισμόν εγένετο εν πάσι τοίς περικύκλω ημών. 17 και νύν εισάκουσον, Κύριε ο Θεός ημών, της προσευχής τού δούλου σου και των δεήσεων αυτού και επίφανον το πρόσωπόν σου επί το αγίασμά σου το έρημον ένεκέν σου, Κύριε· 18 κλίνον ο Θεός μου το ούς σου και άκουσον· άνοιξον τους οφθαλμούς σου και ιδέ τον αφανισμόν ημών και της πόλεώς σου, εφ' ής επικέκληται το όνομά σου επ' αυτής, ότι ουκ επί ταίς δικαιοσύναις ημών ριπτούμεν τον οικτιρμόν ημών ενώπιόν σου, αλλ' επί τους οικτιρμούς σου τους πολλούς, Κύριε. 19 εισάκουσον, Κύριε, ιλάσθητι Κύριε, πρόσχες Κύριε και ποίησον· μη χρονίσης ένεκέν σου, ο Θεός μου, ότι το όνομά σου επικέκληται επί την πόλιν σου και επί τον λαόν σου. ~
20 Καί έτι εμού λαλούντος και προσευχομένου και εξαγορεύοντος τας αμαρτίας μου και τας αμαρτίας τού λαού μου Ισραήλ και ριπτούντος τον έλεόν μου εναντίον τού Κυρίου τού Θεού μου περί τού όρους τού αγίου 21 και έτι εμού λαλούντος εν τή προσευχή και ιδού ανήρ Γαβριήλ, ον είδον εν τή οράσει εν τή αρχή, πετόμενος και ήψατό μου ωσεί ώραν θυσίας εσπερινής. 22 και συνέτισέ με και ελάλησε μετ' εμού και είπε· Δανιήλ, νύν εξήλθον συμβιβάσαι σε σύνεσιν· 23 εν αρχή της δεήσεώς σου εξήλθε λόγος, και εγώ ήλθον τού αναγγείλαί σοι. ότι ανήρ επιθυμιών εί σύ· και εννοήθητι εν τώ ρήματι και σύνες εν τή οπτασία. 24 εβδομήκοντα εβδομάδες συνετμήθησαν επί τον λαόν σου και επί την πόλιν την αγίαν σου τού συντελεσθήναι αμαρτίαν και τού σφραγίσαι αμαρτίας και απαλείψαι τας ανομίας και τού εξιλάσασθαι αδικίας και τού αγαγείν δικαιοσύνην αιώνιον και τού σφραγίσαι όρασιν και προφήτην και τού χρίσαι άγιον αγίων. 25 και γνώση και συνήσεις· από εξόδου λόγου τού αποκριθήναι και τού οικοδομήσαι Ιερουσαλήμ έως χριστού ηγουμένου εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξηκονταδύο· και επιστρέψει και οικοδομηθήσεται πλατεία και τείχος, και εκκενωθήσονται οι καιροί. 26 και μετά τας εβδομάδας τας εξηκονταδύο εξολοθρευθήσεται χρίσμα, και κρίμα ουκ έστιν εν αυτώ· και την πόλιν και το άγιον διαφθερεί σύν τώ ηγουμένω τώ ερχομένω και εκκοπήσονται εν κατακλυσμώ, και έως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει αφανισμοίς. 27 και δυναμώσει διαθήκην πολλοίς, εβδομάς μία· και εν τώ ημίσει της εβδομάδος αρθήσεταί μου θυσία και σπονδή, και επί το ιερόν βδέλυγμα των ερημώσεων, και έως της συντελείας καιρού συντέλεια δοθήσεται επί την ερήμωσιν.
1 ΕΝ έτει τρίτω Κύρου βασιλέως Περσών λόγος απεκαλύφθη τώ Δανιήλ, ού το όνομα επεκλήθη Βαλτάσαρ, και αληθινός ο λόγος, και δύναμις μεγάλη και σύνεσις εδόθη αυτώ εν τή οπτασία. 2 εν ταίς ημέραις εκείναις εγώ Δανιήλ ήμην πενθών τρεις εβδομάδας ημερών· 3 άρτον επιθυμιών ουκ έφαγον, και κρέας και οίνος ουκ εισήλθεν εις το στόμα μου, και άλειμμα ουκ ηλειψάμην έως πληρώσεως τριών εβδομάδων ημερών. 4 εν ημέρα εικοστή τετάρτη τού μηνός τού πρώτου, και εγώ ήμην εχόμενα τού ποταμού τού μεγάλου, αυτός εστι Τίγρις, Εδδεκέλ, 5 και ήρα τους οφθαλμούς μου και είδον και ιδού ανήρ είς ενδεδυμένος βαδδίν, και η οσφύς αυτού περιεζωσμένη εν χρυσίω Ωφάζ, 6 και το σώμα αυτού ωσεί θαρσίς, και το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής, και οι οφθαλμοί αυτού ωσεί λαμπάδες πυρός, και οι βραχίονες αυτού και τα σκέλη ως όρασις χαλκού στίλβοντος και η φωνή των λόγων αυτού ως φωνή όχλου. 7 και είδον εγώ Δανιήλ μόνος την οπτασίαν, και οι άνδρες οι μετ' εμού ουκ είδον την οπτασίαν, αλλ' ή έκστασις μεγάλη επέπεσεν επ' αυτούς, και έφυγον εν φόβω. 8 και εγώ υπελείφθην μόνος, και είδον την οπτασίαν την μεγάλην ταύτην, και ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουκ εκράτησα ισχύος. 9 και ήκουσα την φωνήν των λόγων αυτού και εν τώ ακούσαί με αυτού ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γήν.
10 και ιδού χείρ απτομένη μου και ήγειρέ με επί τα γόνατά μου. 11 και είπε προς με· Δανιήλ ανήρ επιθυμιών, σύνες εν τοίς λόγοις, οίς εγώ λαλώ προς σε, και στήθι επί τή στάσει σου, ότι νύν απεστάλην προς σε. και εν τώ λαλήσαι αυτόν προς με τον λόγον τούτον ανέστην έντρομος. 12 και είπε προς με· μη φοβού, Δανιήλ, ότι από της πρώτης ημέρας, ής έδωκας την καρδίαν σου τού συνείναι και κακωθήναι εναντίον Κυρίου τού Θεού σου, ηκούσθησαν οι λόγοι σου, και εγώ ήλθον εν τοίς λόγοις σου. 13 και ο άρχων βασιλείας Περσών ειστήκει εξ εναντίας μου είκοσι και μίαν ημέραν, και ιδού Μιχαήλ είς των αρχόντων των πρώτων ήλθε βοηθήσαί μοι, και αυτόν κατέλιπον εκεί μετά τού άρχοντος βασιλείας Περσών, 14 και ήλθον συνετίσαι σε όσα απαντήσεται τώ λαώ σου επ' εσχάτων των ημερών, ότι έτι η όρασις εις ημέρας. ~ 15 Καί εν τώ λαλήσαι αυτόν μετ' εμού κατά τους λόγους τούτους έδωκα το πρόσωπόν μου επί την γήν και κατενύγην. 16 και ιδού ως ομοίωσις υιού ανθρώπου ήψατο των χειλέων μου· και ήνοιξα το στόμα μου και ελάλησα και είπα προς τον εστώτα εναντίον μου· Κύριε, εν τή οπτασία σου εστράφη τα εντός μου εν εμοί, και ουκ έσχον ισχύν· 17 και πώς δυνήσεται ο παίς σου, Κύριε, λαλήσαι μετά τού Κυρίου μου τούτου; και εγώ από τού νύν ου στήσεται εν εμοί ισχύς, και πνεύμα ουχ υπελείφθη εν εμοί. 18 και προσέθετο και ήψατό μου ως όρασις ανθρώπου και ενίσχυσέ με 19 και είπέ μοι· μη φοβού ανήρ επιθυμιών, ειρήνη σοι· ανδρίζου και ίσχυε. και εν τώ λαλήσαι αυτόν μετ' εμού ίσχυσα και είπα· λαλείτω ο Κύριός μου, ότι ενίσχυσάς με.
20 και είπεν· ει οίδας, ινατί ήλθον προς σε; και νύν επιστρέψω τού πολεμήσαι μετά τού άρχοντος Περσών· και εγώ εξεπορευόμην, και ο άρχων των Ελλήνων ήρχετο, 21 αλλ' ή αναγγελώ σοι το εντεταγμένον εν γραφή αληθείας, και ουκ έστιν είς αντεχόμενος μετ' εμού περί τούτων, αλλ' ή Μιχαήλ ο άρχων υμών.
1 ΚΑΙ εγώ εν έτει πρώτω Κύρου έστην εις κράτος και ισχύν. 2 και νύν αλήθειαν αναγγελώ σοι· ιδού έτι τρεις βασιλείς αναστήσονται εν τή Περσίδι, και ο τέταρτος πλουτήσει πλούτον μέγαν παρά πάντας· και μετά το κρατήσαι αυτόν τού πλούτου αυτού επαναστήσεται πάσαις βασιλείαις Ελλήνων. 3 και αναστήσεται βασιλεύς δυνατός και κυριεύσει κυριείας πολλής και ποιήσει κατά το θέλημα αυτού. 4 και ως αν στή, η βασιλεία αυτού συντριβήσεται, και διαιρεθήσεται εις τους τέσσαρας ανέμους τού ουρανού και ουκ εις τα έσχατα αυτού, ουδέ κατά την κυριείαν αυτού, ήν εκυρίευσεν· ότι εκτιλήσεται η βασιλεία αυτού και ετέροις εκτός τούτων. 5 και ενισχύσει ο βασιλεύς τού νότου· και είς των αρχόντων αυτού ενισχύσει επ' αυτόν και κυριεύσει κυριείαν πολλήν επ' εξουσίας αυτού. 6 και μετά τα έτη αυτού συμμειγήσονται, και θυγάτηρ βασιλέως τού νότου εισελεύσεται προς βασιλέα τού βορρά τού ποιήσαι συνθήκας μετ' αυτού· και ου κρατήσει ισχύος βραχίονος, και ου στήσεται το σπέρμα αυτού, και παραδοθήσεται αυτή και οι φέροντες αυτήν και η νεάνις και ο κατισχύων αυτήν εν τοίς καιροίς. 7 και στήσεται εκ τού άνθους της ρίζης αυτής της ετοιμασίας αυτού και ήξει προς την δύναμιν και εισελεύσεται εις τα υποστηρίγματα τού βασιλέως τού βορρά και ποιήσει εν αυτοίς και κατισχύσει. 8 και γε τους θεούς αυτών μετά των χωνευτών αυτών, πάν σκεύος επιθυμητόν αυτών αργυρίου και χρυσίου, μετά αιχμαλωσίας οίσει εις Αίγυπτον· και αυτός στήσεται υπέρ βασιλέα τού βορρά. 9 και εισελεύσεται εις την βασιλείαν τού βασιλέως τού νότου, και αναστρέψει εις την γήν αυτού.
10 και οι υιοί αυτού συνάξουσιν όχλον δυνάμεων πολλών, και ελεύσεται ερχόμενος και κατακλύζων· και παρελεύσεται και καθίεται και συμπροσπλακήσεται έως της ισχύος αυτού. 11 και αγριανθήσεται βασιλεύς τού νότου και εξελεύσεται και πολεμήσει μετά τού βασιλέως τού βορρά· και στήσει όχλον πολύν, και παραδοθήσεται ο όχλος εν χειρί αυτού· 12 και λήψεται τον όχλον, και υψωθήσεται η καρδία αυτού, και καταβαλεί μυριάδας και ου κατισχύσει. 13 και επιστρέψει ο βασιλεύς τού βορρά και άξει όχλον πολύν υπέρ τον πρότερον και εις το τέλος των καιρών ενιαυτών επελεύσεται εισόδια εν δυνάμει μεγάλη και εν υπάρξει πολλή. 14 και εν τοίς καιροίς εκείνοις πολλοί επαναστήσονται επί βασιλέα τού νότου· και οι υιοί των λοιμών τού λαού σου επαρθήσονται τού στήσαι όρασιν και ασθενήσουσι. 15 και εισελεύσεται βασιλεύς τού βορρά και εκχεεί πρόσχωμα και συλλήψεται πόλεις οχυράς, και οι βραχίονες τού βασιλέως τού νότου ου στήσονται, και αναστήσονται οι εκλεκτοί αυτού, και ουκ έσται ισχύς τού στήναι. 16 και ποιήσει ο εισπορευόμενος προς αυτόν κατά το θέλημα αυτού, και ουκ έστιν εστώς κατά πρόσωπον αυτού· και στήσεται εν τή γη τού Σαβεί, και συντελεσθήσεται εν τή χειρί αυτού. 17 και τάξει το πρόσωπον αυτού εισελθείν εν ισχύι πάσης της βασιλείας αυτού και ευθεία πάντα μετ' αυτού ποιήσει· και θυγατέρα των γυναικών δώσει αυτώ τού διαφθείραι αυτήν, και ου μη παραμείνη και ουκ αυτώ έσται. 18 και επιστρέψει το πρόσωπον αυτού εις τας νήσους και συλλήψεται πολλάς και καταπαύσει άρχοντας ονειδισμού αυτών, πλήν ονειδισμός αυτού επιστρέψει αυτώ. 19 και επιστρέψει το πρόσωπον αυτού εις την ισχύν της γής αυτού και ασθενήσει και πεσείται και ουχ ευρεθήσεται.
20 και αναστήσεται εκ της ρίζης αυτού φυτόν της βασιλείας επί την ετοιμασίαν αυτού παραβιβάζων, πράσσων δόξαν βασιλείας και εν ταίς ημέραις εκείναις συντριβήσεται και ουκ εν ποσώποις ουδέ εν πολέμω. 21 στήσεται επί την ετοιμασίαν αυτού· εξουδενώθη, και ουκ έδωκαν επ' αυτόν δόξαν βασιλείας· και ήξει εν ευθηνία και κατισχύσει βασιλείας εν ολισθήμασι. 22 και βραχίονες τού κατακλύζοντος κατακλυσθήσονται από προσώπου αυτού και συντριβήσονται, και ηγούμενος διαθήκης 23 και από των συναναμείξεων προς αυτόν ποιήσει δόλον και αναβήσεται και υπερισχύσει αυτού εν ολίγω έθνει. 24 και εν ευθηνία και εν πίοσι χώραις ήξει και ποιήσει ά ουκ εποίησαν οι πατέρες αυτού και πατέρες των πατέρων αυτού· προνομήν και σκύλα και ύπαρξιν αυτοίς διασκορπιεί και επ' Αίγυπτον λογιείται λογισμούς αυτού και έως καιρού. 25 και εξεγερθήσεται η ισχύς αυτού και η καρδία αυτού επί βασιλέα τού νότου εν δυνάμει μεγάλη, και ο βασιλεύς τού νότου συνάψει πόλεμον εν δυνάμει μεγάλη και ισχυρά σφόδρα· και ου στήσονται, ότι λογιούνται επ' αυτόν λογισμούς· 26 και φάγονται τα δέοντα αυτού και συντρίψουσιν αυτόν, και δυνάμεις κατακλύσει, και πεσούνται τραυματίαι πολλοί. 27 και αμφότεροι οι βασιλείς, αι καρδίαι αυτών εις πονηρίαν, και επί τραπέζη μια ψευδή λαλήσουσι, και ου κατευθυνεί, ότι έτι πέρασις καιρών. 28 και επιστρέψει εις την γήν αυτού εν υπάρξει πολλή, και η καρδία αυτού επί διαθήκην αγίαν, και ποιήσει και επιστρέψει εις την γήν αυτού. 29 εις τον καιρόν επιστρέψει και ήξει εν τώ νότω, και ουκ έσται ως η πρώτη και ως η εσχάτη.
30 και εισελεύσονται εν αυτώ οι εκπορευόμενοι Κίτιοι, και ταπεινωθήσεται· και επιστρέψει και θυμωθήσεται επί διαθήκην αγίαν· και ποιήσει και επιστρέψει και συνήσει επί τους καταλιπόντας διαθήκην αγίαν. 31 και σπέρματα εξ αυτού αναστήσονται και βεβηλώσουσι το αγίασμα της δυναστείας και μεταστήσουσι τον ενδελεχισμόν και δώσουσι βδέλυγμα ηφανισμένων. 32 και οι ανομούντες διαθήκην επάξουσιν εν ολισθήμασι, και λαός γινώσκοντες Θεόν αυτού κατισχύσουσι και ποιήσουσι. 33 και οι συνετοί τού λαού συνήσουσιν εις πολλά· και ασθενήσουσιν εν ρομφαία και εν φλογί και εν αιχμαλωσία και εν διαρπαγή ημερών. 34 και εν τώ ασθενήσαι αυτούς βοηθηθήσονται βοήθειαν μικράν, και προστεθήσονται προς αυτούς πολλοί εν ολισθήμασι. 35 και από των συνιέντων ασθενήσουσι τού πυρώσαι αυτούς και τού εκλέξασθαι και τού αποκαλυφθήναι έως καιρού πέρας, ότι έτι εις καιρόν. 36 και ποιήσει κατά το θέλημα αυτού και ο βασιλεύς υψωθήσεται και μεγαλυνθήσεται επί πάντα θεόν και λαλήσει υπέρογκα και κατευθυνεί, μέχρις ού συντελεσθή η οργή, εις γάρ συντέλειαν γίνεται. 37 και επί πάντας θεούς των πατέρων αυτού ου συνήσει και επί επιθυμίαν γυναικών και επί πάν θεόν ου συνήσει, ότι επί πάντας μεγαλυνθήσεται· 38 και θεόν μαωζείν επί τόπου αυτού δοξάσει και θεόν, ον ουκ έγνωσαν οι πατέρες αυτού, δοξάσει εν χρυσώ και αργύρω και λίθω τιμίω και εν επιθυμήμασι. 39 και ποιήσει τοίς οχυρώμασι των καταφυγών μετά θεού αλλοτρίου και πληθυνεί δόξαν και υποτάξει αυτοίς πολλούς και γήν διελεί εν δώροις.
40 και εν καιρού πέρατι συγκερατισθήσεται μετά τού βασιλέως τού νότου, και συναχθήσεται επ' αυτόν βασιλεύς τού βορρά εν άρμασι και εν ιππεύσι και εν ναυσί πολλαίς και εισελεύσονται εις την γήν και συντρίψει και παρελεύσεται. 41 και εισελεύσεται εις την γήν τού σαβεί, και πολλοί ασθενήσουσι· και ούτοι διασωθήσονται εκ χειρός αυτού, Εδώμ και Μωάβ, και αρχή υιών Αμμών. 42 και εκτενεί την χείρα αυτού επί την γήν, και γη Αιγύπτου ουκ έσται εις σωτηρίαν. 43 και κυριεύσει εν τοίς αποκρύφοις τού χρυσού και τού αργύρου και εν πάσιν επιθυμητοίς Αιγύπτου και Λιβύων και Αιθιόπων εν τοίς οχυρώμασιν αυτών. 44 και ακοαί και σπουδαί ταράξουσιν αυτόν εξ ανατολών και από βορρά, και ήξει εν θυμώ πολλώ τού αφανίσαι και τού αναθεματίσαι πολλούς 45 και πήξει την σκηνήν αυτού εφαδανώ αναμέσον των θαλασσών, εις όρος σαβεί άγιον· και ήξει έως μέρους αυτού, και ουκ έστιν ο ρυόμενος αυτόν.
1 ΚΑΙ εν τώ καιρώ εκείνω αναστήσεται Μιχαήλ ο άρχων ο μέγας, ο εστηκώς επί τους υιούς τού λαού σου· και έσται καιρός θλίψεως, θλίψις οία ου γέγονεν αφ' ού γεγένηται έθνος εν τή γη έως τού καιρού εκείνου· και εν τώ καιρώ εκείνω σωθήσεται ο λαός σου, πάς ο γεγραμμένος εν τή βίβλω· 2 και πολλοί των καθευδόντων εν γής χώματι εξεγερθήσονται, ούτοι εις ζωήν αιώνιον και ούτοι εις ονειδισμόν και εις αισχύνην αιώνιον. 3 και οι συνιέντες εκλάμψουσιν ως η λαμπρότης τού στερεώματος και από των δικαίων των πολλών ως οι αστέρες εις τους αιώνας και έτι. 4 και σύ, Δανιήλ, έμφραξον τους λόγους και σφράγισον το βιβλίον έως καιρού συντελείας, έως διδαχθώσι πολλοί και πληθυνθή η γνώσις. ~ 5 Καί είδον εγώ Δανιήλ και ιδού δύο έτεροι ειστήκεισαν, είς εντεύθεν τού χείλους τού ποταμού και είς εντεύθεν τού χείλους τού ποταμού. 6 και είπε τώ ανδρί τώ ενδεδυμένω τα βαδδίν, ός ήν επάνω τού ύδατος τού ποταμού· έως πότε το πέρας ών είρηκας των θαυμασίων; 7 και ήκουσα τού ανδρός τού ενδεδυμένου τα βαδδίν, ός ήν επάνω τού ύδατος τού ποταμού, και ύψωσε την δεξιάν αυτού και την αριστεράν αυτού εις τον ουρανόν και ώμοσεν εν τώ ζώντι εις τον αιώνα, ότι εις καιρόν καιρών και ήμισυ καιρού· εν τώ συντελεσθήναι διασκορπισμόν γνώσονται πάντα ταύτα. 8 και εγώ ήκουσα και ου συνήκα και είπα· Κύριε, τι τα έσχατα τούτων; 9 και είπε· δεύρο Δανιήλ, ότι εμπεφραγμένοι και εσφραγισμένοι οι λόγοι, έως καιρού πέρας·
10 εκλεγώσι και εκλευκανθώσι και πυρωθώσι και αγιασθώσι πολλοί, και ανομήσωσιν άνομοι· και ου συνήσουσι πάντες άνομοι, και οι νοήμονες συνήσουσι. 11 και από καιρού παραλλάξεως τού ενδελεχισμού και τού δοθήναι βδέλυγμα ερημώσεως ημέραι χίλιαι διακόσιαι ενενήκοντα. 12 μακάριος ο υπομένων και φθάσας εις ημέρας χιλίας τριακοσίας τριάκοντα πέντε. 13 και σύ δεύρο και αναπαύου· έτι γάρ ημέραι και ώραι εις αναπλήρωσιν συντελείας, και αναστήση εις τον κλήρόν σου, εις συντέλειαν ημερών.
1 ΚΑΙ ο βασιλεύς Αστυάγης προσετέθη προς τους πατέρας αυτού, και παρέλαβε Κύρος ο Πέρσης την βασιλείαν αυτού. 2 και ήν Δανιήλ συμβιωτής τού βασιλέως και ένδοξος υπέρ πάντας τους φίλους αυτού. 3 και ήν είδωλον τοίς Βαβυλωνίοις, ώ όνομα Βήλ, και εδαπανώντο εις αυτόν εκάστης ημέρας σεμιδάλεως αρτάβαι δώδεκα και πρόβατα τεσσαράκοντα και οίνου μετρηταί έξ. 4 και ο βασιλεύς εσέβετο αυτόν και επορεύετο καθ' εκάστην ημέραν προσκυνείν αυτώ· Δανιήλ δε προσεκύνει τώ Θεώ αυτού. και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· διατί ου προσκυνείς τώ Βήλ; 5 ο δε είπεν· ότι ου σέβομαι είδωλα χειροποίητα, αλλά τον ζώντα Θεόν τον κτίσαντα τον ουρανόν και την γήν και έχοντα πάσης σαρκός κυριείαν. 6 και είπεν αυτώ ο βασιλεύς· ου δοκεί σοι Βήλ είναι ζών θεός; ή ουχ οράς όσα εσθίει και πίνει καθ' εκάστην ημέραν; 7 και είπε Δανιήλ γελάσας· μη πλανώ, βασιλεύ· ούτος γάρ έσωθεν μέν εστι πηλός έξωθεν δε χαλκός και ου βέβρωκεν ουδέ πέπωκε πώποτε. 8 θυμωθείς δε ο βασιλεύς εκάλεσε τους ιερείς αυτού και είπεν αυτοίς· εάν μη είπητέ μοι τις ο κατέσθων την δαπάνην ταύτην, 9 αποθανείσθε. εάν δε δείξητε ότι Βήλ κατεσθίει αυτά, Δανιήλ αποθανείται, ότι εβλασφήμησεν εις τον Βήλ. και είπε Δανιήλ τώ βασιλεί· γινέσθω κατά το ρήμά σου.
10 και ήσαν ιερείς τού Βήλ εβδομήκοντα εκτός γυναικών και τέκνων. και ήλθεν ο βασιλεύς μετά Δανιήλ εις τον οίκον τού Βήλ. 11 και είπαν οι ιερείς τού Βήλ· ιδού ημείς αποτρέχομεν έξω, σύ δε, βασιλεύ, παράθες τα βρώματα και τον οίνον κεράσας θές και απόκλεισον την θύραν και σφράγισον τώ δακτυλίω σου· και ελθών πρωί, εάν μη εύρης πάντα βεβρωμένα υπό τού Βήλ, αποθανούμεθα ή Δανιήλ ο ψευδόμενος καθ' ημών. 12 αυτοί δε κατεφρόνουν, ότι πεποιήκεισαν υπό την τράπεζαν κεκρυμμένην είσοδον και δι' αυτής εισεπορεύοντο διόλου και ανήλουν αυτά. 13 και εγένετο ως εξήλθοσαν εκείνοι, και ο βασιλεύς παρέθηκε τα βρώματα τώ Βήλ. 14 και επέταξε Δανιήλ τοίς παιδαρίοις αυτού και ήνεγκαν τέφραν και κατέστρωσαν όλον τον ναόν ενώπιον τού βασιλέως μόνου· και εξελθόντες έκλεισαν την θύραν και εσφραγίσαντο εν τώ δακτυλίω τού βασιλέως, και απήλθον. 15 οι δε ιερείς ήλθον την νύκτα κατά το έθος αυτών και αι γυναίκες αυτών και τα τέκνα αυτών και κατέφαγον πάντα και εξέπιον. 16 και ώρθρισεν ο βασιλεύς το πρωί και Δανιήλ μετ' αυτού. 17 και είπεν ο βασιλεύς· σώοι αι σφραγίδες, Δανιήλ; ο δε είπε· σώοι, βασιλεύ. 18 και εγένετο άμα τώ ανοίξαι τας θύρας, επιβλέψας επί την τράπεζαν ο βασιλεύς εβόησε φωνή μεγάλη· μέγας εί, Βήλ, και ουκ έστι παρά σοί δόλος ουδέ είς. 19 και εγέλασε Δανιήλ και εκράτησε τον βασιλέα τού μη εισελθείν αυτόν έσω και είπεν· ιδέ δή το έδαφος και γνώθι τίνος τα ίχνη ταύτα. 20 και είπεν ο βασιλεύς· ορώ τα ίχνη ανδρών και γυναικών και παιδίων. 21 και οργισθείς ο βασιλεύς τότε συνέλαβε τους ιερείς και τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, και έδειξαν αυτώ τας κρυπτάς θύρας, δι' ών εισεπορεύοντο και εδαπάνων τα επί της τραπέζης. 22 και απέκτεινεν αυτούς ο βασιλεύς και έδωκε τον Βήλ έκδοτον τώ Δανιήλ, και κατέστρεψεν αυτόν και το ιερόν αυτού. 23 Καί ήν δράκων μέγας, και εσέβοντο αυτόν οι Βαβυλώνιοι. 24 και είπεν ο βασιλεύς τώ Δανιήλ· μη και τούτον ερείς ότι χαλκούς εστιν; ιδού ζή και εσθίει και πίνει· ου δύνασαι ειπείν ότι ουκ έστιν ούτος θεός ζών, και προσκύνησον αυτώ. 25 και είπε Δανιήλ· Κυρίω τώ Θεώ μου προσκυνήσω, ότι ούτός εστι Θεός ζών· 26 σύ δε, βασιλεύ, δός μοι εξουσίαν, και αποκτενώ τον δράκοντα άνευ μαχαίρας και ράβδου. και είπεν ο βασιλεύς· δίδωμί σοι. 27 και έλαβεν ο Δανιήλ πίσσαν και στέαρ και τρίχας και ήψησεν επί το αυτό και εποίησε μάζας και έδωκεν εις το στόμα τού δράκοντος, και φαγών διερράγη ο δράκων. και είπεν· ίδετε τα σεβάσματα υμών. 28 και εγένετο ως ήκουσαν οι Βαβυλώνιοι, ηγανάκτησαν λίαν και συνεστράφησαν επί τον βασιλέα και είπαν· Ιουδαίος γέγονεν ο βασιλεύς· τον Βήλ κατέσπασε και τον δράκοντα απέκτεινε και τους ιερείς κατέσφαξε. 29 και είπαν ελθόντες προς τον βασιλέα· παράδος ημίν τον Δανιήλ· ει δε μη, αποκτενούμέν σε και τον οίκόν σου.
30 και είδεν ο βασιλεύς ότι επείγουσιν αυτόν σφόδρα, και αναγκασθείς ο βασιλεύς παρέδωκεν αυτοίς τον Δανιήλ. 31 οι δε έβαλον αυτόν εις τον λάκκον των λεόντων, και ήν εκεί ημέρας έξ. 32 ήσαν δε εν τώ λάκκω επτά λέοντες, και εδίδοτο αυτοίς την ημέραν δύο σώματα και δύο πρόβατα· τότε δε ουκ εδόθη αυτοίς, ίνα καταφάγωσι τον Δανιήλ. 33 και ήν Αμβακούμ ο προφήτης εν τή Ιουδαία, και αυτός ήψησεν έψεμα και ενέθρυψεν άρτους εις σκάφην και επορεύετο εις το πεδίον απενέγκαι τοίς θερισταίς. 34 και είπεν ο άγγελος Κυρίου τώ Αμβακούμ· απένεγκε το άριστον, ό έχεις, εις Βαβυλώνα τώ Δανιήλ εις τον λάκκον των λεόντων. 35 και είπεν Αμβακούμ· Κύριε, Βαβυλώνα ουχ εώρακα και τον λάκκον ου γινώσκω. 36 και επελάβετο ο άγγελος Κυρίου της κορυφής αυτού και βαστάσας της κόμης της κεφαλής αυτού έθηκεν αυτόν εις Βαβυλώνα επάνω τού λάκκου εν τώ ροίζω τού πνεύματος αυτού. 37 και εβόησεν Αμβακούμ λέγων· Δανιήλ Δανιήλ, λαβέ το άριστον, ό απέστειλέ σοι ο Θεός. 38 και είπε Δανιήλ· εμνήσθης γάρ μου, ο Θεός, και ουκ εγκατέλιπες τους αγαπώντάς σε. 39 και αναστάς Δανιήλ έφαγεν· ο δε άγγελος τού Θεού αποκατέστησε τον Αμβακούμ παραχρήμα εις τον τόπον αυτού.
40 ο δε βασιλεύς ήλθε τή ημέρα τή εβδόμη πενθήσαι τον Δανιήλ· και ήλθεν επί τον λάκκον και ενέβλεψε, και ιδού Δανιήλ καθήμενος. 41 και αναβοήσας φωνή μεγάλη είπε· μέγας εί, Κύριε ο Θεός τού Δανιήλ, και ουκ έστιν άλλος πλήν σού. 42 και ανέσπασεν αυτόν, τους δε αιτίους της απωλείας αυτού ενέβαλεν εις τον λάκκον, και κατεβρώθησαν παραχρήμα ενώπιον αυτού.
1 Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων, ει αυτοδέσποτός εστι των παθών ο ευσεβής λογισμός, συμβουλεύσαιμ' αν υμίν ορθώς, όπως προθύμως προσέχητε τή φιλοσοφία. 2 και γάρ αναγκαίος εις επιστήμην παντί ο λόγος και άλλως της μεγίστης αρετής, λέγω δή φρονήσεως, περιέχει έπαινον. 3 ει άρα των σωφροσύνης κωλυτικών παθών ο λογισμός φαίνεται επικρατείν, γαστριμαργίας τε και επιθυμίας, 4 αλλά και των της δικαιοσύνης εμποδιστικών παθών κυριεύειν αναφαίνεται, οίον κακοηθείας, και των της ανδρείας εμποδιστικών παθών, θυμού τε και πόνου και φόβου. 5 πώς ούν, ίσως είποιεν αν τινες, ει των παθών ο λογισμός κρατεί, λήθης και αγνοίας ου δεσπόζει; γελοίον επιχειρούντες λέγειν· 6 ου γάρ των εαυτού παθών ο λογισμός κρατεί, αλλά των της δικαιοσύνης και ανδρείας και σωφροσύνης και φρονήσεως εναντίων, και τούτων ουχ ώστε αυτά καταλύσαι, αλλ' ώστε αυτοίς μη είξαι. 7 πολλαχόθεν μέν ούν και αλλαχόθεν έχοιμ' αν υμίν επιδείξαι ότι αυτοκράτωρ εστί των παθών ο ευσεβής λογισμός. 8 πολύ δε πλέον τούτο αποδείξαιμι από της ανδραγαθίας των υπέρ αρετής αποθανόντων, Ελεαζάρου τε και των επτά αδελφών και της τούτων μητρός. άπαντες γάρ ούτοι τους έως θανάτου πόνους υπεριδόντες, επεδείξαντο ότι περικρατεί των παθών ο λογισμός. 10 των μέν ούν αρετών έπεστί μοι επαινείν τους κατά τούτον τον καιρόν υπέρ της καλοκαγαθίας αποθανόντας μετά της μητρός άνδρας, των δε τιμών μακαρίσαιμ' αν. 11 θαυμασθέντες γάρ εκείνοι ου μόνον υπό πάντων ανθρώπων επί τή ανδρεία και τή υπομονή, αλλά και υπό των αικισαμένων, αίτιοι κατέστησαν τού καταλυθήναι την κατά τού έθνους τυραννίδα, νικήσαντες τον τύραννον τή υπομονή, ώστε δι' αυτών καθαρισθήναι την πατρίδα. 12 αλλά και περί τούτου νύν αυτίκα δή λέγειν εξέσται αρξαμένω της υποθέσεως, ώσπερ είωθα ποιείν, και ούτως εις τον περί αυτών τρέψομαι λόγον δόξαν διδούς τώ πανσόφω Θεώ.
13 Ζητούμεν δή τοίνυν, ει αυτοκράτωρ εστί των παθών ο λογισμός. 14 διακρίνομεν δε τι ποτέ εστι λογισμός και τι πάθος, και πόσαι παθών ιδέαι, και ει πάντων επικρατεί τούτων ο λογισμός. 15 λογισμός μέν δή τοίνυν εστί νούς μετά ορθού λόγου προτιμών τον σοφίας βίον. 16 σοφία δή τοίνυν εστί γνώσις θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων και των τούτων αιτίων. 17 αύτη δή τοίτυν εστίν η τού νόμου παιδεία, δι' ής τα θεία σεμνώς και τα ανθρώπινα συμφερόντως μανθάνομεν. 18 της δε σοφίας ιδέαι καθεστήκασι τέσσαρες, φρόνησις και δικαιοσύνη και ανδρεία και σωφροσύνη· 19 κυριωτάτη δε πασών η φρόνησις, εξ ής δή των παθών ο λογισμός επικρατεί.
20 παθών δε φύσεις εισίν αι περιεκτικώταται δύο, ηδονή τε και πόνος· τούτων δε εκάτερον και περί το σώμα και περί την ψυχήν πέφυκεν. 21 πολλαί δε και περί την ηδονήν και τον πόνον παθών εισιν ακολουθίαι. 22 πρό μέν ούν της ηδονής εστιν επιθυμία· μετά δε την ηδονήν χαρά. 23 πρό δε τού πόνου εστί φόβος, μετά δε τον πόνον λύπη. 24 θυμός δε κοινόν πάθος εστίν ηδονής και πόνου, εάν εννοηθή τις ότι αυτώ περιέπεσεν. 25 εν δε τή ηδονή ένεστι και η κακοήθης διάθεσις, πολυτροπωτάτη πάντων των παθών ούσα. 26 κατά μέν την ψυχήν αλαζονεία, και φιλαργυρία και φιλοδοξία και φιλονικία, απιστία και βασκανία· 27 κατά δε το σώμα, παντοφαγία και λαιμαργία και μονοφαγία. 28 καθάπερ ούν δυοίν τού σώματος και της ψυχής φυτών όντων ηδονής τε και πόνου, πολλαί τούτων των φυτών εισι παραφυάδες, 29 ών εκάστην ο παγγέωργος λογισμός περικαθαίρων τε και αποκνίζων και περιπλέκων και επάρδων και πάντα τρόπον μεταχέων εξημεροί τας των ηθών και παθών ύλας.
30 ο γάρ λογισμός των μέν αρετών εστιν ηγεμών, των δε παθών αυτοκράτωρ. Επιθεωρείτε τοίνυν πρώτον διά των κωλυτικών της σωφροσύνης έργων, ότι αυτοδέσποτός εστι των παθών ο λογισμός. 31 σωφροσύνη δή τοίνην εστίν επικράτεια των επιθυμιών, 32 των δε επιθυμιών αι μέν εισι ψυχικαί, αι δε σωματικαί, και τούτων αμφοτέρων ο λογισμός επικρατείν φαίνεται. 33 επεί πόθεν κινούμενοι προς τας απειρημένας τροφάς αποστρεφόμεθα τας εξ αυτών ηδονάς; ουχ ότι δύναται των ορέξεων επικρατείν ο λογισμός; εγώ μέν οίμαι. 34 τοιγαρούν ενύδρων επιθυμούντες και ορνέων και τετραπόδων και παντοίων βρωμάτων των απηγορευμένων ημίν κατά τον νόμον απεχόμεθα διά την τού λογισμού επικράτειαν. 35 ανέχεται γάρ τα των ορέξεων πάθη υπό τού σώφρονος νοός ανακαμπτόμενα, και φιμούται πάντα τα τού σώματος κινήματα τού λογισμού.
1 Καί τι θαυμαστόν; ει αι της ψυχής επιθυμίαι προς την τού κάλλους μετουσίαν ακυρούνται; 2 ταύτη γούν ο σώφρων Ιωσήφ επαινείται, ότι τώ λογισμώ και τή διανοία περιεκράτησε της ηδυπαθείας. 3 νέος γάρ ών και ακμάζων προς συνουσιασμόν ηκύρωσε τώ λογισμώ τον των παθών οίστρον. 4 ου μόνον δε την της ηδυπαθείας οιστρηλασίαν επικρατείν ο λογισμός φαίνεται, αλλά και πάσης επιθυμίας. 5 λέγει γούν ο νόμος· ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα τού πλησίον σου ουδέ όσα τώ πλησίον σου εστίν. 6 καίτοι ότε μη επιθυμείν ημάς είρηκεν ο νόμος, πολύ πλέον πείσαιμ' αν υμάς ότι των επιθυμιών κρατείν δύναται ο λογισμός. ~ Ώσπερ και των κωλυτικών της δικαιοσύνης παθών· 7 επεί τίνα τρόπον μονοφάγος τις ών το ήθος και γαστρίμαργος και μέθυσος μεταπαιδεύεται, ει μη δήλον ότι κύριός εστι των παθών ο λογισμός; 8 αυτίκα γούν τώ νόμω πολιτευόμενος, κάν φιλάργυρός τις ή, βιάζεται τον εαυτού τρόπον τοίς δεομένοις δανείζων χωρίς τόκων, και το δάνειον των εβδομάδων ενστασών χρεοκοπούμενος. 9 κάν φειδωλός τις ή, υπό τού νόμου κρατείται διά τον λογισμόν μήτε επικαρπολογούμενος τους αμητούς μήτε επιρρωγολογούμενος τους αμπελώνας. ~ Καί επί των ετέρων έστιν επιγνώναι τούτο, ότι των παθών εστιν ο λογισμός κρατών.
10 ο γάρ νόμος και της προς γονείς ευνοίας κρατεί μη καταπροδιδούς την αρετήν δι' αυτούς 11 και της προς γαμετήν φιλίας επικρατεί διά παρανομίαν αυτήν απελέγχων. 12 και της τέκνων φιλίας κυριεύει διά κακίαν αυτά κολάζων και της φίλων συνηθείας δεσπόζει διά πονηρίαν αυτούς εξελέγχων. 13 και μη νομίσητε παράδοξον είναι, όπου γε και έχθρας ο λογισμός επικρατείν δύναται διά τον νόμον, 14 μήτε δενδροτομών τα ήμερα των πολεμίων φυτά, τα δε των εχθρών τοίς απολέσασι διασώζων και τα πεπτωκότα συνεγείρων.
15 Καί των βιαιοτέρων δε παθών επικρατείν ο λογισμός φαίνεται, φιλαρχίας και κενοδοξίας και αλαζονείας και μεγαλαυχίας και βασκανίας. 16 πάντα γάρ ταύτα τα κακοήθη πάθη ο σώφρων νούς εις αγαθόν προτρέπων απωθείται και βιάζεται, ώσπερ και τον θυμόν· και γάρ τούτου δεσπόζει. 17 θυμούμενός γέ τοι Μωσής κατά Δαθάν και Αβειρών ου θυμώ τι κατ' αυτών εποίησεν, αλλά λογισμώ τον θυμόν διήτησεν. 18 δυνατός γάρ ο σώφρων νούς, ως έφην, κατά των παθών αριστεύσαι και τα μέν αυτών μεταθείναι, τα δε και ακυρώσαι. 19 επεί διατί ο πάνσοφος ημών πατήρ Ιακώβ τους περί Συμεών και Λευίν αιτιάται, μη λογισμώ τους Σικιμίτας εθνηδόν αποσφάξαντας λέγων· επικατάρατος ο θυμός αυτών;
20 ει μη γάρ εδύνατο τού θυμού ο λογισμός κρατείν, ουκ αν είπεν ούτως. 21 οπηνίκα γάρ ο Θεός τον άνθρωπον κατεσκεύασε, τα πάθη αυτού και τα ήθη περιεφύτευσεν. 22 ηνίκα δε επί πάντων τον ιερόν ηγεμόνα νούν διά των ένδον αισθητηρίων ενεθρόνισε, 23 και τούτω νόμον έδωκε, καθ' ον πολιτευόμενος βασιλεύσει βασιλείαν σώφρονά τε και δικαίαν και αγαθήν και ανδρείαν. ~ 24 Πώς ούν, είποι τις αν, ει των παθών ο λογισμός κρατεί, λήθης και αγνοίας ου κρατεί;
1 Εστι δε κομιδή γελοίος ο λόγος· ου γάρ των εαυτού παθών ο λογισμός επικρατείν φαίνεται, αλλά των σωματικών. 2 οίον επιθυμίαν τις ου δύναται εκκόψαι ημών, αλλά μη δουλωθήναι τή επιθυμία δύναται ο λογισμός παρασχέσθαι. 3 θυμόν τις ου δύναται εκκόψαι ημών της ψυχής, αλλά τώ θυμώ δυνατόν τον λογισμόν βοηθήσαι. 4 κακοήθειάν τις ημών ου δύναται εκκόψαι, αλλά το μη καμφθήναι τή κακοηθεία δύναιτ' αν ο λογισμός συμμαχήσαι. 5 ου γάρ εκριζωτής των παθών ο λογισμός εστιν, αλλ' ανταγωνιστής. ~ 6 έστι γούν τούτο διά της Δαυίδ τού βασιλέως δίψης σαφέστερον επιλογίσασθαι. 7 επεί γάρ δι' όλης ημέρας προσβαλών τοίς αλλοφύλοις ο Δαυίδ πολλούς αυτών απέκτεινε μετά των τού έθνους στρατιωτών, 8 τότε δε γενομένης εσπέρας, ιδρών και σφόδρα κεκμηκώς, επί την βασίλειον σκηνήν ήλθε, περί ήν ο πάς των προγόνων στρατός εστρατοπεδεύκει. 9 οι μέν ούν άλλοι πάντες επί το δείπνον ήσαν,
10 ο δε βασιλεύς ως μάλιστα διψών, καίπερ αφθόνους έχων πηγάς, ουκ ηδύνατο δι' αυτών ιάσασθαι την δίψαν, 11 αλλά τις αυτών αλόγιστος επιθυμία τού παρά τοίς πολεμίοις ύδατος επιτείνουσα συνέφρυγε και λύουσα κατέφλεγεν. 12 όθεν των υπασπιστών επί τή τού βασιλέως επιθυμία σχετλιαζόντων, δύο νεανίσκοι στρατιώται καρτεροί καταιδεσθέντες την τού βασιλέως επιθυμίαν, τας παντευχίας καθωπλίσαντο και κάλπην λαβόντες υπερέβησαν τους των πολεμίων χάρακας, 13 και λαθόντες τους των πυλών ακροφύλακας, διεξήεσαν ανερευνώμενοι κατά πάν το των πολεμίων στρατόπεδον. 14 και ανευράμενοι την πηγήν, εξ αυτής θαρραλέως εγέμισαν τώ βασιλεί το ποτόν. 15 ο δε καίπερ τώ δίψει διαπυρούμενος, ελογίσατο πάνδεινον είναι κίνδυνον τή ψυχή λογισθέν ισοδύναμον ποτόν αίματι· 16 όθεν αντιθείς τή επιθυμία τον λογισμόν έσπεισε το πόμα τώ Θεώ, 17 δυνατός γάρ ο σώφρων νούς, ως έφην, νικήσαι τας των παθών ανάγκας 18 και σβέσαι τας των οίστρων φλεγμονάς και τας των σωμάτων αλγηδόνας καθ' υπερβολήν ούσας καταπαλαίσαι και τή καλοκαγαθία τού λογισμού αποπτύσαι πάσας τας των παθών επικρατείας. ~ 19 Ήδη δε και ο καιρός ημάς καλεί επί την απόδειξιν της θεωρίας τού σώφρονος λογισμού. ~
20 Επειδή γάρ βαθείαν ειρήνην διά την ευνομίαν οι πατέρες ημών είχον και έπραττον καλώς, ώστε και τον της Ασίας βασιλέα Σέλευκον και τον Νικάνορα και χρήματα εις την ιερουργίαν αυτοίς αφορίσαι και την πολιτείαν αυτών αποδέχεσθαι, 21 τότε δή τινες προς την κοινήν νεωτερίσαντες ομόνοιαν πολυτρόποις εχρήσαντο συμφοραίς.
1 Σίμων γάρ τις προς Ονίαν αντιπολιτευόμενος τον ποτε την αρχιερωσύνην έχοντα διά βίου, καλόν και αγαθόν άνδρα, επειδή πάντα τρόπον διαβάλλων υπέρ τού έθνους ουκ ίσχυσε κακώσαι, φυγάς ώχετο την πατρίδα προδώσων. 2 όθεν ήκων προς Απολλώνιον, τον Συρίας τε και Φοινίκης και Κιλικίας στρατηγόν, έλεγεν· εύνους ών τοίς τού βασιλέως πράγμασιν ήκω 3 μηνύσων πολλάς ιδιωτικών χρημάτων μυριάδας εν τοίς Ιεροσολύμων γαζοφυλακίοις τεθησαυρίσθαι τοίς ιεροίς μη επικοινωνούσας, και προσήκειν ταύτα Σελεύκω τώ βασιλεί. 4 τούτων δε έκαστα γνούς ο Απολλώνιος, τον μέν Σίμωνα της εις τον βασιλέα κηδεμονίας επαινεί, προς δε τον Σέλευκον αναβάς κατεμήνυσε τον των χρημάτων θησαυρόν. 5 και λαβών την περί αυτόν εξουσίαν ταχύ εις την πατρίδα ημών μετά τού καταράτου Σίμωνος και βαρυτάτου στρατού ανέβη 6 και προσελθών ταίς τού βασιλέως εντολαίς ήκειν έλεγεν, όπως τα ιδιωτικά τού γαζοφυλακίου λάβοι χρήματα. 7 και τού έθνους προς τον λόγον σχετλιάζοντος αντιλέγοντός τε, πάνδεινον είναι νομίσαντες, ει οι τας παρακαταθήκας πιστεύσαντες τώ ιερώ θησαυρώ στερηθήσονται, ως οίόν τε ήν, εκώλυον. 8 μετά απειλών δε ο Απολλώνιος απήει εις το ιερόν. 9 των δε ιερέων μετά γυναικών και παιδίων εν τώ ιερώ ικετευσάντων τον Θεόν υπερασπίσαι τού ιερού καταφρονουμένου τόπου
10 ανιόντος τε μετά καθωπλισμένης της στρατιάς τού Απολλωνίου προς την των χρημάτων αρπαγήν, ουρανόθεν έφιπποι προυφάνησαν άγγελοι περιαστράπτοντες τοίς όπλοις και πολύν αυτοίς φόβον τε και τρόμον ενιέντες. 11 καταπεσών γέ τοι ημιθανής ο Απολλώνιος επί τον πάμφυλον τού ιερού περίβολον τας χείρας εξέτεινεν εις τον ουρανόν, και μετά δακρύων τους Εβραίους παρεκάλει, όπως περί αυτού ευξάμενοι τον επουράνιον εξευμενίσωνται στρατόν. 12 έλεγε γάρ ημαρτηκώς ώστε και αποθανείν άξιος υπάρχειν πάσί τε ανθρώποις υμνήσειν σωθείς την τού ιερού τόπου μακαριότητα. 13 τούτοις υπαχθείς τοίς λόγοις Ονίας ο αρχιερεύς, καίπερ άλλως ευλαβηθείς, μήποτε νομίσειεν ο βασιλεύς Σέλευκος εξ ανθρωπίνης επιβουλής και μη θείας δίκης ανηρήσθαι τον Απολλώνιον, ηύξατο περί αυτού. 14 και ο μέν παραδόξως διασωθείς ώχετο δηλώσων τώ βασιλεί τα συμβάντα αυτώ. ~ 15 Τελευτήσαντος δε Σελεύκου τού βασιλέως διαδέχεται την αρχήν ο υιός αυτού Αντίοχος Επιφανής, ανήρ υπερήφανος και δεινός, 16 ός καταλύσας τον Ονίαν της αρχιερωσύνης, Ιάσονα τον αδελφόν αυτού κατέστησεν αρχιερέα, συνθέμενον δώσειν, 17 ει επιτρέψειεν αυτώ την αρχήν, κατ' ενιαυτόν τρισχίλια εξακόσια εξήκοντα τάλαντα. 18 ο δε επέτρεψεν αυτώ και αρχιεράσθαι και τού έθνους αφηγείσθαι. 19 ός και εξεδιήτησε των Ιουδαίων το έθνος και εξεπολίτευσεν επί πάσαν παρανομίαν
20 ώστε μη μόνον επ' αυτή τή άκρα της πατρίδος ημών γυμνάσιον κατασκευάσαι, αλλά και καταλύσαι την τού ιερού κηδεμονίαν. 21 εφ' οίς αγανακτήσασα η θεία δίκη αυτόν αυτοίς τον Αντίοχον επολέμωσεν. 22 επειδή γάρ πολεμών ήν κατ' Αίγυπτον Πτολεμαίω, ήκουσέ τε ότι φήμης διαδοθείσης περί τού τεθνάναι αυτόν, ως ένι μάλιστα χαίροιεν οι Ιεροσολυμίται, ταχέως επ' αυτούς ανέζευξεν, 23 και ως επόρθησεν αυτούς, δόγμα έθετο όπως, εί τινες αυτών φάνοιεν τώ πατρίω πολιτευόμενοι νόμω, θάνοιεν. 24 και επεί κατά μηδένα τρόπον ίσχυε καταλύσαι διά των δογμάτων την τού έθνους εύνοιαν, 25 αλλά πάσας τας εαυτού απειλάς και τιμωρίας εώρα καταλυομένας, ώστε και γυναίκας, ότι περιέτεμον τα παιδία, μετά των βρεφών κατακρημνισθήναι προειδυίας ότι τούτο πείσονται· 26 επεί ούν τα δόγματα αυτού κατεφρονείτο υπό τού λαού, αυτός διά βασάνων ένα έκαστον τού έθνους ηνάγκαζε μιαρών απογευομένους τροφών εξόμνυσθαι τον Ιουδαισμόν.
1 Προκαθίσας γέ τοι μετά των συνέδρων ο τύραννος Αντίοχος επί τινος υψηλού τόπου και των στρατευμάτων αυτώ ενόπλων κυκλόθεν παρεστηκότων, παρεκέλευε τοίς δορυφόροις 2 ένα έκαστον των Εβραίων επισπάσθαι, και κρεών υείων και ειδωλοθύτων αναγκάζειν απογεύεσθαι· 3 ει δε τινες μη θελήσειαν μιαροφαγήσαι, τούτους τροχισθέντας αναιρεθήναι. 4 πολλών δε συναρπασθέντων είς πρώτος εκ της αγέλης Εβραίος ονόματι Ελεάζαρος, το γένος ιερεύς, την επιστήμην νομικός, και την ηλικίαν προήκων και πολλοίς των περί τον τύραννον διά την ηλικίαν γνώριμος, παρήχθη πλησίον αυτού. ~ 5 Καί αυτόν ιδών ο Αντίοχος έφη· 6 εγώ πριν άρξασθαι των κατά σού βασάνων, ώ πρεσβύτα, συμβουλεύσαιμ' αν σοι ταύτα, όπως απογευσάμενος των υείων σώζοιο· αιδούμαι γάρ σου την ηλικίαν και την πολιάν, ήν μετά τοσούτον έχων χρόνον ου μοι δοκείς φιλοσοφείν τή Ιουδαίων χρώμενος θρησκεία. 7 διατί γάρ της φύσεως κεχαρισμένης καλλίστην την τούδε τού ζώου σαρκοφαγίαν βδελύττη; 8 και γάρ ανόητον τούτο δοκεί, το μη απολαύειν των χωρίς ονείδους ηδέων, και άδικον αποστρέφεσθαι τας της φύσεως χάριτας. 9 σύ δε μοι και ανοητότερον ποιήσειν δοκείς, ει κενοδοξών περί το αληθές έτι καμού καταφρονήσεις επί τή ιδία τιμωρία.
10 ουκ εξυπνώσεις από της φλυάρου φιλοσοφίας υμών 11 και αποσκεδάσεις των λογισμών σου τον λήρον και άξιον της ηλικίας αναλαβών νούν φιλοσοφήσεις την τού συμφέροντος αλήθειαν 12 και προσκυνήσας μου την φιλάνθρωπον παρηγορίαν οικτειρήσεις το σεαυτού γήρας; 13 και γάρ ενθυμήθητι, ως ει και τις εστι τήσδε της υμών θρησκείας εποπτική δύναμις, συγγνωμονήσει αν σοι επί πάση τή δι' ανάγκην γινομένη παρανομία. ~ 14 Τούτον τον τρόπον επί την έκθεσμον σαρκοφαγίαν εποτρύνοντος τού τυράννου, λόγον ήτησεν ο Ελεάζαρος 15 και λαβών τού λέγειν εξουσίαν ήρξατο δημηγορείν ούτως· 16 ημείς, Αντίοχε, θείω πεπεισμένοι νόμω πολιτεύεσθαι ουδεμίαν ανάγκην βιαιοτέραν είναι νομίζομεν της προς τον νόμον ημών ευπειθείας· 17 διό δή κατ' ουδένα τρόπον παρανομείν αξιούμεν. 18 καίτοι ει κατά αλήθειαν μη ήν ο νόμος ημών, ως σύ υπολαμβάνεις, θείος, (άλλως δε νομίζομεν αυτόν είναι θείον) ουδέ ούτως εξόν ημίν ήν την επί τή ευσεβεία δόξαν ακυρώσαι. 19 μη μικράν ούν είναι νομίσης ταύτην, ει μιαροφαγήσαιμεν, αμαρτίαν·
20 το γάρ εν μικροίς και εν μεγάλοις παρανομείν ισοδύναμόν εστιν, 21 δι' εκατέρου γάρ ως ομοίως ο νόμος υπερηφανείται. 22 χλευάζεις δε ημών την φιλοσοφίαν, ώσπερ ου μετά ευλογιστίας εν αυτή βιούντων· 23 σωφροσύνην τε γάρ ημάς εκδιδάσκει ώστε πασών των ηδονών και επιθυμιών κρατείν και ανδρείαν εξασκείν, ώστε πάντα πόνον εκουσίως υπομένειν 24 και δικαιοσύνην παιδεύει ώστε διά πάντων των ηθών ισονομείν και ευσέβειαν εκδιδάσκει, ώστε μόνον τον όντα Θεόν σέβειν μεγαλοπρεπώς. 25 διό ου μιαροφαγούμεν· πιστεύοντες γάρ Θεού καθεστάναι τον νόμον οίδαμεν ότι κατά φύσιν ημίν συμπαθεί νομοθετών ο τού κόσμου κτίστης· 26 και τα μέν οικειωθησόμενα ημών ταίς ψυχαίς επέτρεψεν εσθίειν. τα δε εναντιωθησόμενα εκώλυσε σαρκοφαγείν. 27 τυραννικόν δε ου μόνον αναγκάζειν ημάς παρανομείν, αλλά και εσθίειν, όπως τή εχθίστη ημών μιαροφαγία ταύτη έτι εγγελάσης. 28 αλλ' ου γελάσεις κατ' εμού τούτον τον γέλωτα, ούτε τους ιερούς των προγόνων περί τού φυλάξαι τον νόμον όρκους ου παρήσω, 29 ουδ' αν εκκόψειάς μου τα όμματα και τα σπλάγχνα μου τήξειας.
30 ουχ ούτως ειμί γέρων εγώ και άνανδρος ώστε μοι διά την ευσέβειαν μη νεάζειν τον λογισμόν. 31 προς ταύτα τροχούς ευτρέπιζε και το πύρ εκφύσα σφοδρότερον. 32 ουχ ούτως οικτείρομαι το εμαυτού γήρας ώστε με δι' εμαυτού τον πάτριον καταλύσαι νόμον. 33 ου ψεύσομαί σε, παιδευτά νόμε, ουδέ φεύξομαί σε ουδ' εξομούμαί σε, φίλη εγκράτεια, 34 ουδέ καταισχυνώ σε, φιλόσοφε λόγε, ουδέ εξαρνήσομαί σε, ιερωσύνη τιμία και νομοθεσίας επιστήμη· 35 ουδέ μιανείς μου το σεμνόν γήρως στόμα ουδέ νομίμου βίου ηλικίαν. 36 αγνόν δε με οι πατέρες προσδέξονται μη φοβηθέντα σου τας μέχρι θανάτου ανάγκας. 37 ασεβών μέν γάρ τυραννήσεις, των δε εμών περί της ευσεβείας λογισμών ούτε διά λόγων δεσπόσεις ούτε δι' έργων.
1 Τούτον τον τρόπον αντιρρητορεύσαντα ταίς τού τυράννου παρηγορίαις, παραστάντες οι δορυφόροι πικρώς έσυραν επί τα βασανιστήρια τον Ελεάζαρον. 2 και πρώτον μέν περιέδυσαν τον γηραιόν εγκοσμούμενον τή περί την ευσέβειαν ευσχημοσύνη· 3 έπειτα περιαγκωνίσαντες εκατέρωθεν μάστιξι κατήκιζον· 4 πείσθητι ταίς τού βασιλέως εντολαίς, ετέρωθεν κήρυκος επιβοώντος. 5 ο δε μεγαλόφρων και ευγενής ως αληθώς Ελεάζαρος, ώσπερ εν ονείρω βασανιζόμενος κατ' ουδένα τρόπον μετετρέπετο, 6 αλλά υψηλούς ανατείνας εις τον ουρανόν τους οφθαλμούς απεξαίνετο ταίς μάστιξι τας σάρκας ο γέρων και κατερρείτο τώ αίματι 7 και τα πλευρά κατετιτρώσκετο, και πίπτων εις το έδαφος από τού μηκέτι φέρειν το σώμα τας αλγηδόνας, ορθόν είχε και ακλινή τον λογισμόν. 8 Λάξ γέ τοι των πικρών τις δορυφόρων εις τους κενεώνας εναλλόμενος έτυπτεν, όπως εξανίσταιτο πίπτων. 9 ο δε υπέμεινε τους πόνους και περιεφρόνει της ανάγκης
10 και διεκαρτέρει τους αικισμούς, και καθάπερ γενναίος αθλητής τυπτόμενος ενίκα τους βασανίζοντας ο γέρων· 11 ιδρών γέ τοι το πρόσωπον και επασθμαίνων σφοδρώς και υπ' αυτών των βασανιζόντων εθαυμάζετο επί τή ευψυχία. ~ 12 Όθεν τα μέν ελεούντες τα τού γήρως αυτού, 13 τα δε εν συμπαθεία της συνηθείας όντες, τα δε εν θαυμασμώ της καρτερίας προσιόντες αυτώ τινές των τού βασιλέως έλεγον· 14 τι τοίς κακοίς τούτοις σεαυτόν αλογίστως απόλεις, Ελεάζαρε; 15 ημείς μέν τοι των υψημένων σοι βρωμάτων παραθήσομεν, σύ δε υποκρινόμενος των υείων απογεύεσθαι, σώθητι. ~ 16 Καί ο Ελεάζαρος, ώσπερ πικρότερον διά της συμβουλίας αικισθείς, ανεβόησε· 17 μη ούτως κακώς φρονήσαιμεν οι Αβραάμ παίδες ώστε μαλακοψυχήσαντας απρεπές ημίν δράμα υποκρίνασθαι. 18 και γάρ αλόγιστον, ει προς αλήθειαν ζήσαντες τον μέχρι γήρως βίον και την επ' αυτώ δόξαν νομίμως φυλάξαντες, 19 νύν μεταβαλοίμεθα και αυτοί μέν ημείς γενοίμεθα τοίς νέοις ασεβείας τύπος, ίνα παράδειγμα γενώμεθα της μιαροφαγίας. 20 αισχρόν δε ει επιβιώσωμεν ολίγον χρόνον και τούτον καταγελώμενοι προς απάντων επί δειλία, 21 και υπό μέν τού τυράννου καταφρονηθώμεν ως άνανδροι, τον δε θείον ημών νόμον μέχρι θανάτου μη προασπίσαιμεν. 22 προς ταύτα υμείς μέν, ώ Αβραάμ παίδες, ευγενώς υπέρ της ευσεβείας τελευτάτε. 23 οι δε τού τυράννου δορυφόροι, τι μέλλετε; ~ 24 Πρός τας ανάγκας ούτως μεγαλοφρονούντα αυτόν ιδόντες και μηδέ προς τον οικτριρμόν αυτών μεταβαλλόμενον επί το πύρ αυτόν ήγαγον. 25 ένθα διά κακοτέχνων οργάνων καταφλέγοντες αυτόν υπέρριπτον και δυσώδεις χυλούς εις τους μυκτήρας αυτού κατέχεον. 26 ο δε μέχρι των οστέων ήδη κατακεκαυμένος και μέλλων λιποθυμείν ανέτεινε τα όμματα προς τον Θεόν και είπεν· 27 σύ οίσθα, Θεέ, παρόν μοι σώζεσθαι, βασάνοις καυστικαίς αποθνήσκω διά τον νόμον. 28 τοιγαρούν ίλεως γενού τώ έθνει σου αρκεσθείς τή ημετέρα υπέρ αυτών δίκη. 29 καθάρσιον αυτών ποίησον το εμόν αίμα και αντίψυχον αυτών λαβέ την εμήν ψυχήν.
30 και ταύτα ειπών ο ιερός ανήρ ευγενώς ταίς βασάνοις εναπέθανε 31 και μέχρι των τού θανάτου βασάνων αντέστη τώ λογισμώ διά τον νόμον. ~ Ομολογουμένως ούν δεσπότης εστί των παθών ο ευσεβής λογισμός. 32 ει γάρ τα πάθη τού λογισμού κεκρατήκει, τούτοις αν απέδομεν την της επικρατείας μαρτυρίαν· 33 νυνί δε τού λογισμού τα πάθη νικήσαντος, αυτώ προσηκόντως την της ηγεμονίας προσνέμομεν εξουσίαν. 34 και δίκαιόν εστιν ομολογείν ημάς το κράτος είναι τού λογισμού. όπου γε και των έξωθεν αλγηδόνων επικρατεί, 35 επεί και γελοίον· και ου μόνον των αλγηδόνων επιδείκνυμι κεκρατηκέναι τον λογισμόν, αλλά και των ηδονών κρατείν, και μηδέν αυταίς υπείκειν.
1 Ωσπερ γάρ άριστος κυβερνήτης ο τού πατρός ημών Ελεαζάρου λογισμός πηδαλιουχών την της ευσεβείας ναύν εν τώ των παθών πελάγει 2 και καταικιζόμενος ταίς τού τυράννου απειλαίς και καταντλούμενος ταίς των βασάνων τρικυμίαις, 3 κατ' ουδένα τρόπον μετέτρεψε τους της ευσεβείας οίακας, έως ού έπλευσεν επί τον της αθανάτου νίκης λιμένα. 4 ουχ ούτως πόλις πολλοίς και ποικίλοις μηχανήμασιν αντέσχε ποτέ πολιορκουμένη, ως ο πανάγιος Ελεάζαρος· την ιεράν ψυχήν αικισμοίς τε και στρέβλαις πυρπολούμενος ενίκησε τους πολιορκούντας διά τον υπερασπίζοντα της ευσεβείας λογισμόν. 5 ώσπερ γάρ πρόκρημνον άκραν την εαυτού διάνοιαν ο πατήρ Ελεάζαρος εκτείνας, περιέκλασεν τους επιμαινομένους των παθών κλύδωνας. 6 ώ άξιε της ιερωσύνης ιερεύ, ουκ εμίανας τους ιερούς οδόντας ουδέ την θεοσέβειαν και καθαρισμόν νόμιμον χωρήσασαν γαστέρα εκοινώνησας μιαροφαγία. 7 ώ σύμφωνε νόμου και φιλόσοφε θείου βίου. 8 τοιούτους δή δεί είναι τους ιερουργούντας τον νόμον ιδίω αίματι και γενναίω ιδρώτι τοίς μέχρι θανάτου πάθεσιν υπερασπίζοντας. 9 σύ πάτερ, την ευνομίαν ημών διά των υπομονών εις δόξαν εκύρωσας και την αγιστείαν σεμνολογήσας ου κατέλυσας και διά των έργων επιστοποίησας τους της θείας φιλοσοφίας λόγους,
10 ώ βασάνων βιαιότερε γέρον, και πυρός ευτονώτερε πρεσβύτα, και παθών μέγιστε βασιλεύ Ελεάζαρε. 11 ώσπερ γάρ ο πατήρ Ααρών τώ θυμιατηρίω καθωπλισμένος διά τού εθνοπλήθους επιτρέχων τον εμπυριστήν ενίκησεν άγγελον, 12 ούτως ο Ααρωνίδης Ελεάζαρος διά τού πυρός υπερτηκόμενος ου μετετράπη τον λογισμόν. 13 καίτοι το θαυμασιώτατον, γέρων ών, λελυμένων μέν ήδη των τού σώματος τόνων, περικεχαλασμένων δε των σαρκών, κεκμηκότων δε και των νεύρων, ανενέασε 14 τώ πνεύματι διά τού λογισμού και τώ ισακίω λογισμώ την πολυκέφαλον στρέβλαν ηκύρωσεν. 15 ώ μακαρίου γήρως και σεμνής πολιάς και βίου νομίμου, ον πιστή θανάτου σφραγίς ετελείωσεν. 16 ει δε τοίνυν γέρων ανήρ των μέχρι θανάτου βασάνων περιεφρόνησε δι' ευσέβειαν, ομολογουμένως ηγεμών εστι των παθών ο ευσεβής λογισμός. 17 Ίσως δ' αν είποιέν τινες· των παθών ου πάντες περικρατούσιν, ότι ουδέ πάντες φρόνιμον έχουσι τον λογισμόν. 18 αλλ' όσοι ευσεβείας προνοούσιν εξ όλης καρδίας, ούτοι μόνοι δύνανται κρατείν των της σαρκός παθών, 19 πιστεύοντες, ότι Θεώ ουκ αποθνήσκουσιν, ώσπερ ουδέ οι πατριάρχαι ημών Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, αλλά ζώσι τώ Θεώ.
20 ουδέν ούν εναντιούται το φαίνεσθαί τινας παθοκρατείσθαι διά τον ασθενή λογισμόν. 21 επεί τις προς όλον τον της φιλοσοφίας κανόνα ευσεβώς φιλοσοφών 22 και πεπιστευκώς Θεώ και ειδώς ότι το διά την αρετήν πάντα πόνον υπομένειν μακάριόν εστιν, ουκ αν περικρατήσειεν των παθών διά την θεοσέβειαν; 23 μόνος γάρ ο σοφός και σώφρων ανδρείός εστι των παθών κύριος.
1 Διά τούτό γέ τοι και μειρακίσκοι τώ της ευσεβείας λογισμώ φιλοσοφούντες χαλεπωτέρων βασανιστηρίων επεκράτησαν. 2 επειδή γάρ κατά την πρώτην πείραν ενικήθη περιφανώς ο τύραννος μη δυνηθείς αναγκάσαι γέροντα μιαροφαγήσαι, τότε δή σφόδρα περιπαθώς εκέλευσεν άλλους εκ της ηλικίας των Εβραίων αγαγείν, και ει μέν μιαροφαγήσαιεν, απολύειν φαγόντας, ει δε αντιλέγοιεν, πικρότερον βασανίζειν. 3 ταύτα διαταξαμένου τού τυράννου, παρήσαν αγόμενοι μετά γηραιάς μητρός επτά αδελφοί, καλοί τε και αιδήμονες και γενναίοι και εν παντί χαρίεντες. 4 ούς ιδών ο τύραννος καθάπερ εν χορώ περιέχοντας μέσην την μητέρα, ήσθη επ' αυτοίς και της ευπρεπείας εκπλαγείς και της ευγενείας, προσεμειδίασεν αυτοίς και πλησίον καλέσας έφη. 5 ώ νεανίαι, φιλοφρόνως εγώ καθ' ενός εκάστου υμών θαυμάζω, το κάλλος και το πλήθος τοσούτων αδελφών υπερτιμών, ου μόνον συμβουλεύω μη μανήναι την αυτήν τώ προβασανισθέντι γέροντι μανίαν, αλλά και παρακαλώ συνείξαντάς μου τή συμβουλία της εμής απολαύσαι φιλίας· 6 δυναίμην δ' αν ώσπερ κολάζειν τους απειθούντάς μου τοίς επιτάγμασιν, ούτως και ευεργετείν τους ευπειθούντάς μοι. 7 πεισθέντες ούν μοι και αρχάς και επί των εμών πραγμάτων ηγεμονίας λήψεσθε, αρνησάμενοι τον πάτριον υμών της πολιτείας θεσμόν· 8 και μεταλαβόντες ελληνικού βίου και μεταδιαιτηθέντες εντρυφήσατε ταίς νεότησιν υμών· 9 επεί εάν οργίλως με διάθησθε διά της απειθείας υμών, αναγκάσετέ με επί δειναίς κολάσεσιν ένα έκαστον υμών διά των βασάνων απολέσαι.
10 κατελεήσατε ούν εαυτούς, ούς και ο πολέμιος έγωγε και της ηλικίας και της ευμορφίας οικτείρομαι. 11 ου διαλογιείσθε τούτο, ότι ουδέν υμίν απειθήσασι πλήν τού μετά στρεβλών αποθανείν απόκειται; ~ 12 Ταύτα δε λέγων εκέλευσεν εις το έμπροσθεν προτεθείναι τα βασανιστήρια, όπως και διά τού φόβου πείσειεν αυτούς μιαροφαγήσαι. 13 ως δε τροχούς τε και αρθρέμβολα, στρεβλωτήριά τε και τροχαντήρας και καταπέλτας και λέβητας, τήγανά τε και δακτυλήθρας και χείρας σιδηράς και σφήνας και τα ζώπυρα τού πυρός οι δορυφόροι προέθεσαν, υπολαβών ο τύραννος έφη· 14 μειράκια φοβήθητε, και ήν σέβεσθε δίκην, ίλεως υμίν έσται δι' ανάγκην παρανομήσασιν. 15 οι δε ακούσαντες επαγωγά και ορώντες δεινά, ου μόνον ουκ εφοβήθησαν, αλλά και αντεφιλοσόφησαν τώ τυράννω και διά της ευλογιστίας την τυραννίδα αυτού κατέλυσαν. 16 και τοι λογισώμεθα· ει δειλόψυχοί τινες ήσαν και άνανδροι εν αυτοίς, ποίοις αν εχρήσαντο λόγοις; ουχί τούτοις; 17 ώ τάλανες ημείς και λίαν ανόητοι· βασιλέως ημάς παρακαλούντος και επί ευεργεσία φωνούντος, μη πεισθείημεν αυτώ, 18 ει βουλήμασι κενοίς εαυτούς ευφραίνομεν και θανατηφόρον απείθειαν τολμώμεν; 19 ου φοβησόμεθα, άνδρες αδελφοί, τα βασανιστήρια και λογιούμεθα τας των βασάνων απειλάς και φευξόμεθα την κενοδοξίαν ταύτην και ολεθροφόρον αλαζονείαν; 20 ελεήσωμεν τας εαυτών ηλικίας και κατοικτείρωμεν το της μητρός γήρας 21 και ενθυμηθώμεν ότι απειθούντες τεθνηξόμεθα. 22 συγγνώσεται δε ημίν και η θεία δίκη δι' ανάγκην τον βασιλέα φοβηθείσιν. 23 τι εξάγομεν εαυτούς τού ηδίστου βίου και επιστερούμεν εαυτούς τού γλυκέος κόσμου; 24 μη βιαζώμεθα την ανάγκην μηδέ φιλοδοξήσωμεν επί τή εαυτών στρέβλη. 25 ουδέ αυτός ο νόμος ακουσίως ημάς θανατοί φοβηθέντας τα βασανιστήρια. 26 πόθεν ημίν η τοσαύτη εντέτηκε φιλονικία και η θανατηφόρος αρέσκει καρτερία, παρόν μετά αταραξίας ζήν τώ βασιλεί πεισθέντας; 27 αλλά τούτων ουδέν είπον οι νεανίαι βασανίζεσθαι μέλλοντες ουδέ ενεθυμήθησαν. 28 ήσαν γάρ περίφρονες των παθών και αυτοκράτορες των αλγηδόνων, 29 ώστε άμα τώ παύσασθαι τον τύραννον συμβουλεύοντα αυτοίς τού μιαροφαγήσαι, πάντες διά μιάς φωνής ομού, ώσπερ από της αυτής ψυχής είπον προς αυτόν.
1 Τί μέλλεις, ώ τύραννε; έτοιμοι γάρ εσμεν αποθνήσκειν ή παραβαίνειν τας πατρίους ημών εντολάς· 2 αισχυνόμεθα γάρ τους προγόνους ημών εικότως, ει μη τή τού νόμου ευπειθεία και συμβούλω Μωσή χρησαίμεθα. 3 σύμβουλε τύραννε παρανομίας, μη ημάς μισών υπέρ αυτούς ημάς ελέει. 4 χαλεπώτερον γάρ αυτού τού θανάτου νομίζομεν είναί σου τον επί τή παρανόμω σωτηρία ημών έλεον. 5 εκφοβείς δε ημάς τον διά των βασάνων ημίν θάνατον απειλών, ώσπερ ουχί πρό βραχέος παρά Ελεαζάρου μαθών. 6 ει δ' οι γέροντες των Εβραίων διά την ευσέβειαν και βασανισμούς υπομείναντες ευσέβησαν, αποθάνοιμεν αν δικαιότερον ημείς οι νέοι, τας βασάνους των σών αναγκών υπεριδόντες, ας και ο παιδευτής ημών γέρων ενίκησε. 7 πείραζε τοιγαρούν, τύραννε· και τας ημών ψυχάς ει θανατώσεις διά την ευσέβειαν, μη νομίσης ημάς βλάπτειν βασανίζων. 8 ημείς μέν γάρ διά τήσδε της κακοπαθείας και υπομονής τα της αρετής άθλα έξομεν και εσόμεθα παρά Θεώ, δι' ον και πάσχομεν· 9 σύ δε διά την ημών μιαιφονίαν αυτάρκη καρτερήσεις υπό της θείας δίκης αιώνιον βάσανον διά πυρός. ~
10 Ταύτα αυτών ειπόντων, ου μόνον ως κατά απειθούντων εχαλέπαινεν ο τύραννος, αλλ' ως και κατά αχαρίστων ωργίσθη. 11 όθεν τον πρεσβύτατον αυτών κελευθέντες παρήγαγον οι υπασπισταί και διαρρήξαντες τον χιτώνα διέδησαν τας χείρας αυτού και τους βραχίονας ιμάσιν εκατέρωθεν. 12 ως δε τύπτοντες ταίς μάστιξιν εκοπίασαν μηδέν ανύοντες, ανέβαλον αυτόν επί τον τροχόν. 13 περί ον κατατεινόμενος ο ευγενής νεανίας έξαρθρος εγίνετο. 14 και κατά πάν μέλος κλώμενος εκακηγόρει λέγων· 15 τύραννε μιαρώτατε και της ουρανίου δίκης εχθρέ και ωμόφρον, ουκ ανδροφονήσαντά με τούτον καταικίζεις τον τρόπον, ουδέ ασεβήσαντα, αλλά θείου νόμου προασπίζοντα. 16 και των δορυφόρων λεγόντων· ομολόγησον φαγείν, όπως απαλλαγής των βασάνων, 17 αυτός είπεν αυτοίς· ουχ ούτως ισχυρός υμών εστιν ο τροχός, ώ μιαροί διάκονοι, ώστε μου τον λογισμόν άγξαι· τέμνετέ μου τα μέλη και πυρούτε τας σάρκας και στρεβλούτε τα άρθρα. 18 διά πασών γάρ υμάς πείσω των βασάνων, ότι μόνοι παίδες Εβραίων υπέρ αρετής εισιν ανίκητοι. 19 ταύτα λέγοντι πύρ υπέστρωσαν και διηρέθισαν τον τροχόν προσεπικατατείνοντες·
20 εμολύνετο δε πάντοθεν αίματι ο τροχός, και ο σωρός της ανθρακιάς της των ιχώρων εσβέννυτο σταλαγμοίς, και περί τους άξονας τού οργάνου περιέρρεον αι σάρκες. 21 και περιτετμημένον ήδη έχων το των οστέων πήγμα ο μεγαλόφρων και Αβραμιαίος νεανίας ουκ εστέναξεν. 22 αλλ' ώσπερ εν πυρί μετασχηματιζόμενος εις αφθαρσίαν, υπέμεινεν ευγενώς τας στρέβλας· 23 μιμήσασθέ με, αδελφοί, λέγων, μη μου τον αιώνα λιποτακτήσητε μηδ' εξομόσησθέ μου την της ευψυχίας αδελφότητα· ιεράν και ευγενή στρατείαν στρατεύσασθε υπέρ της ευσεβείας, 24 δι' ής ίλεως η δικαία και πάτριος ημών πρόνοια τώ έθνει γενηθείσα τιμωρήσειεν τον αλάστορα τύραννον· 25 και ταύτα ειπών ο ιεροπρεπής νεανίας απέρρηξε την ψυχήν. ~ 26 Θαυμασάντων δε πάντων την καρτεροψυχίαν αυτού, ήγον οι δορυφόροι τον καθ' ηλικίαν τού προτέρου δεύτερον και σιδηράς εναρμοσάμενοι χείρας οξέσι τοίς όνυξιν οργάνω και καταπέλτη προσέδησαν αυτόν. 27 ως δε ει φαγείν βούλοιτο πριν βασανίζεσθαι πυνθανόμενοι την ευγενή γνώμην ήκουσαν, 28 από των τενόντων ταίς σιδηραίς χερσίν επισπασάμενοι μέχρι γε των γενείων την σάρκα πάσαν και την της κεφαλής δοράν οι παρδάλειοι θήρες απέσυραν. 29 ο δε ταύτην βαρέως την αλγηδόνα καρτερών έλεγεν· ως ηδύς πάς τρόπος θανάτου διά την πάτριον ημών ευσέβειαν· έφη τε προς τον τύραννον·
30 ου δοκείς πάντων ωμότατε τύραννε, πλείον εμού σε νύν βασανίζεσθαι ορών σου νικώμενον τον της τυρανίδος υπερήφανον λογισμόν υπό της διά την ευσέβειαν ημών υπομονής; 31 εγώ μέν γάρ ταίς διά την αρετήν ηδοναίς τον πόνον επικουφίζομαι, 32 σύ δε εν ταίς της ασεβείας απειλαίς βασανίζη. ουκ εκφεύξη δε, μιαρώτατε τύραννε, τας της θείας οργής δίκας.
1 Καί τούτου τον αοίδιμον θάνατον καρτερήσαντος, ο τρίτος ήγετο παρακαλούμενος πολλά υπό πολλών, όπως απογευσάμενος σώζοιτο. 2 ο δε αναβοήσας έφη· ή αγνοείτε ότι ο αυτός με τοίς αποθανούσιν έσπειρε πατήρ, και η αυτή μήτηρ εγέννησε, και επί τοίς αυτοίς ανετράφημεν δόγμασιν; 3 ουκ εξόμνυμαι την ευγενή της αδελφότητός μου συγγένειαν. 4 προς ταύτα εί τι έχετε κολαστήριον προσαγάγετε τώ σώματί μου· της γάρ ψυχής μου, ουδ' αν θέλητε άψασθαι, δύνασθε. 5 οι δε πικρώς ενέγκαντες την παρρησίαν τού ανδρός, αρθρεμβόλοις οργάνοις τας χείρας αυτού και τους πόδας εξήρθρουν και εξ αρμών αναμοχλεύοντες εξεμέλιζον, 6 και τους δακτύλους και τους βραχίονας και τα σκέλη και τους αγκώνας περιέκλων. 7 και κατά μηδένα τρόπον ισχύοντες αυτόν άγξαι περισύραντες το δέρμα σύν άκραις ταίς των δακτύλων κορυφαίς απεσκύθιζον· και ευθέως ήγον επί τον τροχόν, 8 περί ον εκ σπονδύλων εκμελιζόμενος εώρα τας εαυτού σάρκας περιλακιζομένας και κατά σπλάγχνων σταγόνας αίματος απορρεούσας. 9 μέλλων δε αποθνήσκειν έφη·
10 ημείς μέν, ώ μιαρώτατε τύραννε, διά παιδείαν και αρετήν Θεού ταύτα πάσχομεν· 11 σύ δε διά την ασέβειαν και μιαιφονίαν ακαταλύτους καρτερήσεις βασάνους. ~ 12 Καί τούτου θανόντος αδελφοπρεπώς, τον τέταρτον επεσπώντο λέγοντες· 13 μη συμμανής και σύ τοίς αδελφοίς σου την αυτήν μανίαν, αλλά πεισθείς τώ βασιλεί, σώζε σεαυτόν. 14 ο δε αυτοίς έφη· ουχ ούτως καυστικώτερον έχετε κατ' εμού το πύρ ώστε με δειλανδρήσαι. 15 μά τον μακάριον των αδελφών μου θάνατον και τον αιώνιον τού τυράννου όλεθρον και τον αίδιον των ευσεβών βίον ουκ αρνήσομαι την ευγενή αδελφότητα. 16 επινόει, τύραννε, βασάνους, ίνα και διά τούτων μάθης, ότι αδελφός ειμι των προβασανισθέντων. 17 ταύτα ακούσας ο αιμοβόρος και φονώδης και παμμιαρώτατος Αντίοχος, εκέλευσε την γλώτταν αυτού εκτεμείν. 18 ο δε έφη· κάν αφέλης το της φωνής όργανον, και σιωπώντων ακούει ο Θεός· 19 ιδού προκεχάλασται η γλώσσα, τέμνε, ου γάρ παρά τούτο τον λογισμόν ημών γλωσσοτομήσεις. 20 ηδέως υπέρ τού νόμου τού Θεού τα τού σώματος μέλη ακρωτηριαζόμεθα. 21 σε δε ταχέως μετελεύσεται ο Θεός, την γάρ των θείων ύμνων μελωδόν γλώτταν εκτέμνεις.
1 Ως δε και ούτος ταίς βασάνοις καταικισθείς εναπέθανεν, ο πέμπτος παρεπήδησε λέγων· 2 ου μέλλω, τύραννε, προς τον υπέρ της αρετής βασανισμόν παραιτείσθαι, 3 αυτός δ' απ' εμαυτού παρήλθον, όπως καμέ κατακτείνας περί πλειόνων αδικημάτων οφειλήσης τή ουρανίω δίκη τιμωρίαν. 4 ώ μισάρετε και μισάνθρωπε, τι δράσαντας ημάς τούτον πορθείς τον τρόπον; 5 ή κακόν σοι δοκεί ότι τον πάντων κτίστην ευσεβούμεν και κατά τον ενάρετον αυτού ζώμεν νόμον; 6 αλλά ταύτα τιμών, ου βασάνων εστίν άξια. 7 είπερ ησθάνου ανθρώπου πόθον και ελπίδα είχες παρά Θεώ σωτηρίου· 8 νυνί δε αλλότριος ών Θεού πολεμείς τους ευσεβούντας εις τον Θεόν. 9 τοιαύτα δε λέγοντα οι δορυφόροι δήσαντες αυτόν είλκον επί τον καταπέλτην,
10 εφ' ον δήσαντες αυτόν επί τα γόνατα και ταύτα ποδάγραις σιδηραίς εφαρμόσαντες την οσφύν αυτού περί τροχιαίον σφήνα κατέκαμψαν, περί ον όλος περί τον τροχόν σκορπίου τρόπον ανακλώμενος εξεμελίζετο. 11 κατά τούτον τον τρόπον και το πνεύμα στενοχωρούμενος και το σώμα αγχόμενος, 12 καλάς, έλεγεν, άκων, ώ τύραννε, χάριτας ημίν χαρίζη διά γενναιοτέρων πόνων επιδείξασθαι παρέχων την εις τον νόμον ημών καρτερίαν. ~ 13 Τελευτήσαντος δε και τούτου, ο έκτος ήγετο μειρακίσκος, ός πυνθανομένου τού τυράννου ει βούλοιτο φαγών απολύεσθαι, ο δε έφη· 14 εγώ τή μέν ηλικία των αδελφών μου ειμι νεώτερος, τή δε διανοία ηλικιώτης· 15 εις τα αυτά γάρ και γεννηθέντες και τραφέντες, υπέρ των αυτών και αποθνήσκειν οφείλομεν ομοίως· 16 ώστε ει σοί δοκεί βασανίζειν μη μιαροφαγούντα, βασάνιζε. 17 ταύτα αυτόν ειπόντα παρήγον επί τον τροχόν, 18 εφ' ού κατατεινόμενος εκμελώς και εκσπονδυλιζόμενος υπεκαίετο. 19 και οβελίσκους δε οξείς πυρώσαντες, τοίς νώτοις προσέφερον και τα πλευρά διαπείραντες αυτού τα σπλάγχνα διέκαιον. 20 ο δε βασανιζόμενος, ώ ιεροπρεπούς αγώνος, έλεγεν, εφ' ον διά την ευσέβειαν εις γυμνασίαν πόνων αδελφοί τοσούτοι κληθέντες ουκ ενικήθημεν. 21 ανίκητος γάρ εστιν, ώ τύραννε, η ευσεβής επιστήμη. 1 22 καλοκαγαθία καθωπλισμένος τεθνήξομαι μέν καγώ μετά των αδελφών μου, 23 σύ δε, ώ τύραννε, μέγαν σοί προσλαβών και αυτός τιμωρόν, καινουργέ των βασάνων και πολέμιε των αληθώς ευσεβούντων 24 έξ μειράκια καταλελύκαμέν σου την τυραννίδα· 25 το γάρ μη δυνηθήναί σε μεταπείσαι τον λογισμόν ημών μήτε βιάσασθαι προς την μιαροφαγίαν ου κατάλυσίς εστί σου; 26 το πύρ σου ψυχρόν ημίν, και άπονοι οι καταπέλται, και αδύνατος η βία σου. 27 ου γάρ τυράννου, αλλά θείου νόμου προεστήκασιν ημών οι δορυφόροι· διά τούτο ανίκητον έχομεν τον λογισμόν.
1 Ως δε και ούτος μακαρίως εναπέθανε καταβληθείς εις λέβητα, ο έβδομος παρεγίνετο πάντων νεώτερος. 2 ον κατοικτειρήσας ο τύραννος, καίπερ δεινώς υπό των αδελφών αυτού κακισθείς, ορών ήδη τα δεσμά περικείμενον, 3 πλησιέστερον αυτόν μετεπέμψατο και παρηγορείν επειράτο λέγων· 4 της μέν των αδελφών σου απονοίας το τέλος οράς· διά γάρ απείθειαν στρεβλωθέντες τεθνήκασι· σύ δε, ει μέν μη πεισθείης, τάλας βασανισθείς και αυτός τεθνήξη πρό ώρας. 5 πεισθείς δε φίλος έση και των επί της βασιλείας αφηγήση πραγμάτων. 6 και ταύτα παρακαλών, την μητέρα τού παιδός μετεπέμψατο, όπως αυτήν ελεήσας τοσούτων υιών στερηθείσαν παρορμήσειεν επί την σωτήριον ευπείθειαν τον περιλειπόμενον. 7 ο δε της μητρός τή εβραίδι φωνή προτρεψαμένης αυτόν (ως ερούμεν μετά μικρόν ύστερον), απολύσατέ με, φησίν· 8 είπω τι τώ βασιλεί και τοίς σύν αυτώ φίλοις πάσι. 9 και επιχαρέντες ό τε βασιλεύς και οι σύν αυτώ μάλιστα επί τή επαγγελία τού παιδός ταχέως έλυσαν αυτόν.
10 και δραμών επί πλησίον των τηγάνων έφη· 11 ανόσιε, φησίν, και πάντων των πονηρών ασεβέστατε τύραννε, ουκ ηδέσθης παρά τού Θεού λαβών τα αγαθά και την βασιλείαν τους θεράποντας αυτού κατακτείναι και τους ευσεβείας ασκητάς στρεβλώσαι; 12 ανθ' ών ταμιεύσεταί σε η θεία δίκη πυκνοτέρω και αιωνίω πυρί και βασάνοις, αί εις όλον τον αιώνα ουκ ανήσουσί σε. 13 ουκ ηδέσθης άνθρωπος ών, θηριωδέστατε, τους ομοιοπαθείς και εκ των αυτών γεγονότας στοιχείων γλωττοτομήσαι και τούτον καταικίσας τον τρόπον βασανίσαι; 14 αλλ' οι μέν ευγενώς αποθανόντες επλήρωσαν την εις τον Θεόν ευσέβειαν, 15 σύ δε κακός κακώς οιμώξεις τους της αρετής αγωνιστάς αναιτίως αποκτείνας. 16 όθεν και αυτός αποθνήσκειν μέλλων έφη· 17 ουκ απαυτομολώ της των αδελφών μου αριστείας· 18 επικαλούμαι δε τον πατρώον Θεόν, όπως ίλεως γένηται τώ γένει μου. 19 σε δε και εν τώ νύν βίω και θανόντα τιμωρήσεται.
20 και ταύτα κατευξάμενος, εαυτόν έρριψε κατά των τηγάνων, και ούτως απέδωκε την ψυχήν.
1 Ει δε τοίνυν των μέχρι θανάτου πόνων υπερεφρόνησαν οι επτά αδελφοί, συνομολογείται πανταχόθεν ότι αυτοδέσποτός εστι των παθών ο ευσεβής λογισμός. 2 ει γάρ τοίς πάθεσι δουλωθέντες εμιαροφάγησαν, ελέγομεν αν τούτοις αυτούς νενικήσθαι· 3 νυνί δε ουχ ούτως, αλλά τώ επαινουμένω παρά Θεώ λογισμώ περιεγένετο των παθών. 4 ών ουκ έστι παριδείν την ηγεμονίαν της διανοίας· επεκράτησαν γάρ και πάθους και πόνων. 5 πώς ούν ουκ έστι τούτοις την της ευλογιστίας παθοκρατορίαν ομολογείν, οί των μέν διά πυρός αλγηδόνων ουκ επεστράφησαν; 6 καθάπερ γάρ προβλήτες λιμένων πύργοι τας των κυμάτων απειλάς ανακόπτοντες γαληνόν παρέχουσι τοίς εισπλέουσι τον όρμον, 7 ούτως η επτάπυργος των νεανίσκων ευλογιστία τον της ευσεβείας οχυρώσασα λιμένα την των παθών ενίκησεν ακολασίαν. 8 ιερόν γάρ ευσεβείας στήσαντες χορόν παρεθάρσυνον αλλήλους λέγοντες· 9 αδελφικώς αποθάνοιμεν αδελφοί περί τού νόμου· μιμησώμεθα τους τρεις τους επί της Ασσυρίας νεανίσκους, οί της ισοπάλιδος καμίνου κατεφρόνησαν.
10 μη δειλανδρήσωμεν προς την της ευσεβείας απόδειξιν. 11 και ο μέν, θάρρει, αδελφέ, έλεγεν· ο δε, ευγενώς καρτέρησον, 12 ο δε, καταμνησθείς έλεγε· μνήσθητε πόθεν εστέ ή τίνος πατρός χειρί σφαγιασθήναι διά την ευσέβειαν υπέμεινεν Ισαάκ. 13 είς δε έκαστος και αλλήλους ομού πάντες εφορώντες φαιδροί και μάλα θαρραλέοι, εαυτούς, έλεγον, τώ Θεώ αφιερώσωμεν εξ όλης της καρδίας τώ δόντι τας ψυχάς και χρήσωμεν τή περί τον νόμον φυλακή τα σώματα. 14 μη φοβηθώμεν τον δοκούντα αποκτέννειν το σώμα· 15 μέγας γάρ ψυχής αγών και κίνδυνος εν αιωνίω βασάνω κείμενος τοίς παραβάσι την εντολήν τού Θεού. 16 καθοπλισώμεθα τοιγαρούν τή τού θείου λογισμού παθοκρατορία. 17 ούτως γάρ θανόντας ημάς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ υποδέξονται εις τους κόλπους αυτών και πάντες οι πατέρες επαινέσουσι. 18 και ενί εκάστω των αποσπωμένων αυτών αδελφών έλεγον οι περιλειπόμενοι· μη καταισχύνης ημάς, αδελφέ, μηδέ ψεύση τους προαποθανόντας ημών αδελφούς. 19 ουκ αγνοείτε δε τα της αδελφότητος φίλτρα, άπερ η θεία και πάνσοφος πρόνοια διά των πατέρων τοίς γενομένοις εμέρισε και διά της μητρώας φυτεύσασα γαστρός,
20 εν ή τον ίσον αδελφοί κατοικήσαντες χρόνον και εν τώ αυτώ χρόνω πλασθέντες και από τού αυτού αίματος αυξηθέντες και διά της αυτής ψυχής τελεσφορηθέντες 21 και διά των ίσων αποτεχθέντες χρόνων και από των αυτών γαλακτοποτούντες πηγών, αφ' ών συστρέφονται εναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί· 22 και αύξοντες σφοδρότερον διά της συντροφίας και της καθ' ημέραν συνηθείας και της άλλης παιδείας και της ημετέρας εν νόμω Θεού ασκήσεως. 23 ούτως δή τοίνυν καθεστηκυίας συμπαθούς της φιλαδελφίας, οι επτά αδελφοί συμπαθέστερον έσχον την προς αλλήλους ομόνοιαν. 24 νόμω γάρ τώ αυτώ παιδευθέντες και τας αυτάς εξασκήσαντες αρετάς και τώ δικαίω συντραφέντες βίω, μάλλον εαυτούς ηγάπων. 25 η γάρ ομοζηλία της καλοκαγαθίας επέτεινεν αυτών την προς αλλήλους εύνοιαν και ομόνοιαν. 26 σύν γάρ τή ευσεβεία ποθεινοτέραν αυτοίς κατεσκεύαζον την φιλαδελφίαν. 27 αλλ' όμως και περί της φύσεως και της συνηθείας και των της αρετής ηθών τα της αδελφότητος αυτοίς φίλτρα συναυξόντων, ανέσχοντο διά την ευσέβειαν τους αδελφούς οι υπολελειμμένοι, τους καταικιζομένους ορώντες μέχρι θανάτου βασανιζομένους.
1 Προσέτι και επί τον αικισμόν εποτρύνοντες, ως μη μόνον των αλγηδόνων περιφρονήσαι αυτούς, αλλά και των της των αδελφών φιλαδελφίας παθών κρατήσαι. 2 ώ βασιλέως λογισμοί βασιλικώτεροι και ελευθέρων ελευθερώτεροι. 3 ώ ιεράς και ευαρμόστου περί της ευσεβείας των επτά αδελφών συμφωνίας. 4 ουδείς εκ των επτά μειρακίων εδειλίασεν ουδέ προς τον θάνατον ώκνησεν, 5 αλλά πάντες ώσπερ επ' αθανασίας οδόν τρέχοντες, επί τον διά των βασάνων θάνατον έσπευδον. 6 καθάπερ γάρ χείρες και πόδες συμφώνως τοίς της ψυχής αφηγήμασιν κινούνται, ούτως οι ιεροί μείρακες εκείνοι ως υπό ψυχής μιάς της αθανάτου της ευσεβείας κινούμενοι προς τον υπέρ αυτής συνεφώνησαν θάνατον. 7 ώ πανάγιε συμφώνων αδελφών εβδομάς· καθάπερ γάρ επτά της κοσμοποιίας ημέραι περί την ευσέβειαν, 8 ούτως περί την εβδομάδα χορεύοντες οι μείρακες εκύκλουν τον των βασάνων φόβον καταλύοντες. 9 νύν ημείς ακούοντες την θλίψιν των νεανιών εκείνων φρίττομεν· οι δε ου μόνον ορώντες, αλλ' ουδέ μόνον ακούοντες τον παραχρήμα απειλής λόγον, αλλά και πάσχοντες ενεκαρτέρουν, και τούτο ταίς διά πυρός οδύναις·
10 ών τι αν γένοιτο επαλγέστερον; οξεία γάρ και σύντομος η τού πυρός ούσα δύναμις ταχέως διέλυε τα σώματα. ~ 11 Καί μη θαυμαστόν ηγείσθε, ει ο λογισμός περιεκράτησε των ανδρών εκείνων εν ταίς βασάνοις, όπου γε και γυναικός νούς πολυτροπωτέρων υπερεφρόνησεν αλγηδόνων· 12 η μήτηρ γάρ των επτά νεανίσκων εκείνων υπήνεγκε τας εφ' ενί εκάστω των τέκνων στρέβλας. 13 θεωρείτε δε πώς πολύπλοκός εστιν η της φιλοτεκνίας στοργή έλκουσα πάντα προς την των σπλάγχνων συμπάθειαν, 14 όπου γε και τα άλογα ζώα ομοίαν την εις τα εξ αυτών γεννώμενα συμπάθειαν και στοργήν έχει τοίς ανθρώποις. 15 και γάρ των πετεινών τα μέν ήμερα κατά τας οικίας οροφοιτούντα προασπίζει των νεοσσών, 16 τα δε κατά τας κορυφάς ορέων και φαράγγων απορρώγας και δένδρων οπάς και τας τούτων άκρας εννοσσοποιησάμενα αποτίκτει και τον προσιόντα κωλύει· 17 ει δε και μη δύναιντο κωλύειν, περιιπτάμενα κυκλόθεν αυτών αλγούντα τή στοργή, ανακαλούμενα τή ιδία φωνή, καθ' ον δύναται τρόπον βοηθεί τοίς τέκνοις. 18 και τι δεί την διά των αλόγων ζώων επιδεικνύναι την προς τα τέκνα συμπάθειαν; 19 όπου γε και μέλισσαι περί τον της κηρογονίας καιρόν επαμύνονται τους προσιόντας και καθάπερ σιδήρω τώ κέντρω πλήσσουσι τους προσιόντας τή νοσσιά αυτών και επαμύνουσιν έως θανάτου;
20 αλλ' ουχί την τού Αβραάμ ομόψυχον των νεανιών μητέρα μετεκίνησε συμπάθεια των τέκνων.
1 Ω λογισμέ τέκνων παθών τύραννε και ευσέβεια μητρί τέκνων ποθεινοτέρα. 2 μήτηρ δυοίν προκειμένων, ευσεβείας και της των επτά υιών σωτηρίας προσκαίρου κατά την τού τυράννου υπόσχεσιν, 3 την ευσέβειαν μάλλον ηγάπησε την σώζουσαν εις αιώνιον ζωήν κατά Θεόν. 4 ώ τίνα τρόπον ηθολογήσαιμι, φιλότεκνα γονέων πάθη. ψυχής τε και μορφής ομοιότητα εις μικρόν παιδός χαρακτήρα θαυμάσιον εναποσφραγίζομεν, μάλιστα διά το των παθών τοίς γεννηθείσι τας μητέρας των πατέρων καθεστάναι συμπαθεστέρας. 5 όσω γάρ και ασθενόψυχοι και πολυγονώτεραι υπάρχουσιν αι μητέρες, τοσούτον μάλλόν εισι φιλοτεκνότεραι. 6 πασών δε των μητέρων εγένετο η των επτά παίδων μήτηρ φιλοτεκνοτέρα, ήτις επτά κυοφορίαις την προς αυτούς επιφυτευομένη φιλοστοργίαν 7 και διά πολλάς τας καθ' έκαστον αυτών ωδίνας ηναγκασμένη την εις αυτούς έχειν συμπάθειαν, 8 διά τον προς τον Θεόν φόβον υπερείδε την των τέκνων πρόσκαιρον σωτηρίαν. 9 ου μην δε, αλλά και διά την καλοκαγαθίαν των υιών και την προς τον νόμον αυτών ευπείθειαν μείζω την εν αυτοίς έσχε φιλοστοργίαν.
10 δίκαιοί τε γάρ ήσαν και σώφρονες και ανδρείοι και μεγαλόψυχοι και φιλάδελφοι και φιλομήτορες ούτως, ώστε και μέχρι θανάτου τα νόμιμα φυλάσσοντας πείθεσθαι αυτή. 11 αλλ' όμως καίπερ τοσούτων όντων των περί φιλοτεκνίαν εις συμπάθειαν ελκόντων την μητέρα, επ' ουδενός αυτών τον λογισμόν αυτής αι παμποίκιλοι βάσανοι ίσχυσαν μεταστρέψαι, 12 αλλά και καθ' ένα παίδα και ομού πάντας η μήτηρ επί τον υπέρ της ευσεβείας προετρέπετο θάνατον. 13 ώ φύσις ιερά και φίλτρα γονέων και γένεσις φιλόστοργε και τροφεία και μητέρων αδάμαστα πάθη. 14 καθ' ένα στρεβλούμενον και φλεγόμενον ορώσα μήτηρ, ου μετεβάλλετο διά την ευσέβειαν. 15 τας σάρκας των τέκνων εώρα περί το πύρ τηκομένας και τους των ποδών και χειρών δακτύλους επί γής σπαίροντας και τας των κεφαλών μέχρι των περί τα γένεια σάρκας ώσπερ προσωπεία προκειμένας. 16 ώ πικροτέρων μέν νύν μήτηρ πόνων πειρασθείσα ήπερ των επ' αυτοίς ωδίνων. 17 ώ μόνη γύναι την ευσέβειαν ολόκληρον αποκυήσασα. 18 ου μετέτρεψέ σε πρωτότοκος αποπνέων, ουδέ δεύτερος εις σε οικτρόν βλέπων εν βασάνοις, ουδέ τρίτος αποψύχων, 19 ουδέ τους οφθαλμούς ενός εκάστου θεωρούσα ταυρηδόν επί των βασάνων ορώντας τον εαυτών αικισμόν και τους μυκτήρας προσημειουμένους αυτών τον θάνατον, ουκ έκλαυσας.
20 επί σαρξί τέκνων ορώσα σάρκας τέκνων αποκαιομένας και επί χερσί χείρας αποτεμνομένας και επί κεφαλαίς κεφαλάς αποδειροτομουμένας και επί νεκροίς νεκρούς πίπτοντας και πολυάνδριον ορώσα των τέκνων το χορείον διά των βασάνων, ουκ εδάκρυσας. 21 ουχ ούτως σειρήνειοι μελωδίαι, ουδέ κύκνειοι προς φιληκοίαν φωναί τους ακούοντας εφέλκονται, ως τέκνων φωναί μετά βασάνων μητέρα φωνούντων. 22 πηλίκαις και πόσαις τότε η μήτηρ των υιών βασανιζομένων τροχοίς τε και καυτηρίοις εβασανίζετο βασάνοις; 23 αλλά τα σπλάγχνα αυτής ο ευσεβής λογισμός εν αυτοίς τοίς πάθεσιν ανδρειώσας επέτεινε την πρόσκαιρον φιλοτεκνίαν παριδείν. 24 καίπερ επτά τέκνων ορώσα απώλειαν και την των στρεβλών πολύπλοκον ποικιλίαν, απάσας η γενναία μήτηρ εξέλυσε διά την προς Θεόν πίστιν. 25 καθάπερ γάρ εν βουλετηρίω τή εαυτής ψυχή δεινούς ορώσα συμβούλους, φύσιν και γένεσιν και φιλοτεκνίαν και τέκνων στρέβλας, 26 δύο ψήφους κρατούσα μήτηρ, θανατηφόρον τε και σωτήριον, υπέρ τέκνων 27 ουκ επέγνω την σώζουσαν επτά υιούς προς ολίγον χρόνον σωτηρίαν, 28 αλλά της θεοσεβούς Αβραάμ καρτερίας η θυγάτηρ εμνήσθη. 29 ώ μήτηρ έθνους, έκδικε τού νόμου και υπερασπίστρια της ευσεβείας και τού διά σπλάγχνων αγώνος αθλοφόρε·
30 ώ αρρένων προς καρτερίαν γενναιοτέρα και ανδρών προς υπομονήν ανδρειοτέρα. 31 καθάπερ γάρ η Νώε κιβωτός εν τώ κοσμοπληθεί κατακλυσμώ κοσμοφορούσα καρτερώς υπήνεγκε τους κλύδωνας, 32 ούτως σύ, η νομοφύλαξ, πανταχόθεν εν τώ των παθών περιαντλουμένη κατακλυσμώ και καρτεροίς ανέμοις, ταίς των υιών βασάνοις συνεχομένη γενναίως υπέμεινας τους υπέρ της ευσεβείας χειμώνας.
1 Ει δε τοίνυν και γυνή και γηραιά και επτά παίδων μήτηρ υπέμεινε τας μέχρι θανάτου βασάνους ορώσα των τέκνων, ομολογουμένως αυτοκράτωρ εστί των παθών ο ευσεβής λογισμός. 2 απέδειξα ούν ότι ου μόνον των παθών άνδρες επεκράτησαν, αλλά και γυνή των μεγίστων βασάνων υπερεφρόνησε. 3 και ουχ ούτως οι περί τον Δανιήλ λέοντες ήσαν άγριοι, ουδέ η κατά τον Μισαήλ εκφλεγομένη κάμινος λαβροτάτω πυρί, ως η της φιλοτεκνίας περιέκαιεν εκείνην φύσις, ορώσαν αυτής ούτως ποικίλως τους επτά υιούς βασανιζομένους. 4 αλλά τώ λογισμώ της ευσεβείας κατέσβεσε τοσαύτα και τηλικαύτα πάθη η μήτηρ. 5 και γάρ τούτο επιλογίσασθε, ότι ει δειλόψυχος ήν η γυνή, καίπερ μήτηρ ούσα, ωλοφύρετο αν επ' αυτοίς και ίσως αν ταύτα ούτως είπεν· 6 ώ μελέα έγωγε και πολλάκις τρισαθλία ήτις επτά παίδας τεκούσα ουδενός μήτηρ γεγένημαι. 7 ώ μάταιοι επτά κυοφορίαι, και ανόνητοι επτά δεκάμηνοι και άκαρποι τιθηνίαι και ταλαίπωροι γαλακτοτροφίαι. 8 μάτην εφ' υμίν, ώ παίδες, πολλάς υπέμεινα ωδίνας και χαλεπωτέρας φροντίδας ανατροφής. 9 ώ των εμών παίδων, οι μέν άγαμοι, οι δε γήμαντες ανόνητοι· ουκ όψομαι υμών τέκνα, ουδέ μάμμη κληθείσα μακαρισθήσομαι.
10 ώ η πολύπαις και καλλίπαις εγώ γυνή χήρα και μόνη πολύθρηνος· 11 ουδ' αν αποθάνω, θάψοντα των υιών έξω τινά. ~ Αλλά τούτω τώ θρήνω ουδένα ωλοφύρετο η ιερά και θεοσεβής μήτηρ, 12 ουδ' ίνα μη αποθάνωσιν απέτρεπεν αυτών τινα ουδ ως αποθνησκόντων ελυπήθη· 13 αλλ' ώσπερ αδαμάντινον έχουσα τον νούν και εις αθανασίαν ανατίκτουσα τον των υιών αριθμόν, μάλλον υπέρ της ευσεβείας επί τον θάνατον αυτούς προετρέπετο ικετεύουσα. 14 ώ μήτερ δι' ευσέβειαν Θεού στρατιώτι, πρεσβύτι, και γύναι, διά καρτερίαν και τύραννον ενίκησας και έργοις δυνατωτέρα και λόγοις ευρέθης ανδρός. 15 και γάρ ότε συνελήφθης μετά των παίδων, ειστήκεις τον Ελεάζαρον ορώσα βασανιζόμενον και έλεγες τοίς παισίν εν τή εβραίδι φωνή. 16 ώ παίδες, γενναίος ο αγών, εφ' ον κληθέντες υπέρ της διαμαρτυρίας τού έθνους, εναγωνίσασθε προθύμως υπέρ τού πατρίου νόμου. 17 και γάρ αισχρόν τον μέν γέροντα τούτον υπομένειν τας διά την ευσέβειαν αλγηδόνας, υμάς δε τους νεανίσκους καταπλαγήναι τας βασάνους. 18 αναμνήσθητε ότι διά τον Θεόν τού κόσμου μετελάβετε, και τού βίου απελαύσατε, 19 και διά τούτο οφείλετε πάντα πόνον υπομένειν διά τον Θεόν,
20 δι' ον και ο πατήρ ημών Αβραάμ έσπευδε τον εθνοπάτορα υιόν σφαγιάσαι Ισαάκ. και την πατρώαν χείρα ξιφηφόρον καταφερομένην επ' αυτόν ορών ο Ισαάκ ουκ έπτυξεν. 21 και Δανιήλ ο δίκαιος εις λέοντας εβλήθη, και Ανανίας και Αζαρίας και Μισαήλ εις κάμινον πυρός απεσφενδονήθησαν και υπέμειναν διά τον Θεόν. 22 και ημείς ούν την αυτήν πίστιν προς τον Θεόν έχοντες μη χαλεπαίνητε. 23 αλόγιστον γάρ ειδότας ευσέβειαν μη ανθίστασθαι τοίς πόνοις. ~ 24 Διά τούτων των λόγων η επταμήτωρ ένα έκαστον των υιών παρακαλούσα, αποθανείν έπεισε μάλλον ή παραβήναι την εντολήν τού Θεού. 25 έτι δε και ταύτα ειδότες ότι οι διά τον Θεόν αποθανόντες ζώσι τώ Θεώ, ώσπερ Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντες οι πατριάρχαι.
1 Ελεγον δε και των δορυφόρων τινές ως ότε έμελλε και αυτή συλλαμβάνεσθαι προς θάνατον, ίνα μη ψαύσειέ τις τού σώματος εαυτής, εαυτήν έρριψεν κατά της πυράς. 2 ώ μήτηρ σύν επτά παισί καταλύσασα την τού τυράννου βίαν και ακυρώσασα τας κακάς επινοίας αυτού και επιδείξασα την της πίστεως γενναιότητα. 3 καθάπερ γάρ σύ στέγη επί τους στύλους των παίδων γενναίως ιδρυμένη, ακλινής υπήνεγκας τον διά των βασάνων σεισμόν. 4 θάρρει τοιγαρούν, ώ μήτηρ ιερόψυχε, την ελπίδα της υπομονής βεβαίαν έχουσα προς τον Θεόν. 5 ουχ ούτω σελήνη κατ' ουρανόν σύν άστροις σεμνή καθέστηκεν, ως σύ τους ισαστέρους επτά παίδας φωταγωγήσασα προς την ευσέβειαν έντιμος καθέστηκας Θεώ και εστήρισαι εν ουρανώ σύν αυτοίς· 6 ήν γάρ η παιδοποιία σου από Αβραάμ τού πατρός. ~ 7 Ει δε εξόν ημίν ήν, ώσπερ επί τινος πίνακος, ζωγραφήσαι την της ευσεβείας σου ιστορίαν, ουκ αν έφριττον οι θεωρούντες μητέρα επτά τέκνων δι' ευσέβειαν ποικίλας βασάνους μέχρι θανάτου υπομείνασαν; 8 και γάρ άξιον ήν και επί αυτού τού επιταφίου αναγράψαι και ταύτα τοίς από τού έθνους εις μνείαν λεγόμενα· 9 ενταύθα γέρων ιερεύς και γυνή γηραιά και επτά παίδες εγκεκήδευται διά τυράννου βίαν, την Εβραίων πολιτείαν καταλύσαι θέλοντος,
10 οί και εξεδίκησαν το έθνος εις Θεόν αφορώντες και μέχρι θανάτου τας βασάνους υπομείναντες. ~ 11 Αληθώς γάρ ήν αγών θείος ο δι' αυτών γεγενημένος. 12 ηθλοθέτει γάρ τότε αρετή δι' υπομονής δοκιμάζουσα· το νίκος αφθαρσία εν ζωή πολυχρονίω. 13 Ελεάζαρ δε προηγωνίζετο, η δε μήτηρ των επτά παίδων ενήθλει, οι δε αδελφοί ηγωνίζοντο· 14 ο τύραννος αντηγωνίζετο, ο δε κόσμος και ο των ανθρώπων βίος εθεώρει· 15 θεοσέβεια δε ενίκα, τους εαυτής αθλητάς στεφανούσα. 16 Τίνες ουκ εθαύμασαν τους της θείας νομοθεσίας αθλητάς; 17 τίνες ουκ εξεπλάγησαν; ~ Αυτός γέ τοι ο τύραννος και όλον το συνέδριον αυτών εξεθαύμασαν αυτών την υπομονήν. 18 δι' ήν και τώ θείω νύν παρεστήκασι θρόνω και τον μακάριον βιούσιν αιώνα. 19 και γάρ φησιν ο Μωσής· και πάντες οι ηγιασμένοι υπό τας χείράς σου.
20 και ούτοι ούν οι αγιασθέντες διά Θεόν τετίμηνται ου μόνον ταύτη τή τιμή αλλά και τώ δι' αυτούς τού έθνους ημών τους πολεμίους μη επικρατήσαι 21 και τον τύραννον τιμωρηθήναι και την πατρίδα καθαρισθήναι, 22 ώσπερ αντίψυχον γεγονότας της τού έθνους αμαρτίας· και διά τού αίματος των ευσεβών εκείνων και τού ιλαστηρίου θανάτου αυτών η θεία πρόνοια τον Ισραήλ προκακωθέντα διέσωσε. 23 προς γάρ την ανδρείαν αυτών της αρετής και την επί ταίς βασάνοις αυτών υπομονήν ο τύραννος απιδών Αντίοχος, ανεκήρυξε τοίς στρατιώταις αυτού εις υπόδειγμα την εκείνων υπομονήν. 24 έσχε τε αυτούς γενναίους και ανδρείους εις πεζομαχίαν και πολιορκίαν και εκπορθήσας ενίκησε πάντας τους πολεμίους.
1 Ω των Αβραμιαίων σπερμάτων απόγονοι παίδες Ισραηλίται, πείθεσθε τώ νόμω τούτω και πάντα τρόπον ευσεβείτε, 2 γινώσκοντες ότι των παθών δεσπότης εστίν ο ευσεβής λογισμός και ου μόνον των ένδοθεν, αλλά και των έξωθεν πόνων· 3 ανθ' ών διά την ευσέβειαν προέμενοι τα σώματα τοίς πόνοις εκείνοι, ου μόνον υπό των ανθρώπων εθαυμάσθησαν, αλλά και θείας μερίδος κατηξιώθησαν. 4 και δι' αυτούς ειρήνευσε το έθνος, και την ευνομίαν την επί της πατρίδος ανανεωσάμενοι εκπεπολιορκήκασιν τους πολεμίους. 5 και ο τύραννος Αντίοχος και επί γής τετιμώρηται και αποθανών κολάζεται· ως γάρ ουδέν ουδαμώς ίσχυσεν αναγκάσαι τους Ιεροσολυμίτας αλλοφυλήσαι και των πατρίων εθών εκδιαιτηθήναι, τότε δή απάρας από των Ιεροσολύμων εστρατοπέδευσεν επί Πέρσας. 6 έλεγε δε η μήτηρ των επτά παίδων και ταύτα τα δικαιώματα τοίς τέκνοις· 7 ότι εγώ εγεννήθην παρθένος αγνή και ουχ υπερέβην τον πατρικόν οίκον, εφύλασσον δε την ωκοδομημένην πλευράν. 8 ουδέ έφθειρέ με λυμεών ερημίας φθορεύς εν πεδίω, ουδέ ελυμήνατό μου τα αγνά της παρθενίας λυμεών απατηλός όφις· έμεινα δε χρόνον ακμής σύν ανδρί. 9 τούτων δε ενηλίκων γενομένων ετελεύτησεν ο πατήρ αυτών, μακάριος μέν εκείνος, τον γάρ της ευτεκνίας βίον επιζήσας τον της ατεκνίας ουκ ωδυνήθη καιρόν.
10 ός εδίδασκεν υμάς, έτι ών σύν υμίν, τον νόμον και τους προφήτας. 11 τον αναιρεθέντα Άβελ υπό Κάιν, ανεγίνωσκε τε υμίν και τον ολοκαρπούμενον Ισαάκ και τον εν φυλακή Ιωσήφ. 12 έλεγε δε υμίν τον ζηλωτήν Φινεές, εδίδασκέ τε υμάς τους εν πυρί Ανανίαν και Αζαρίαν και Μισαήλ. 13 εδόξαζε δε και τον εν λάκκω λεόντων Δανιήλ, ον και εμακάριζεν. 14 υπεμίμνησκε δε υμάς και την Ησαίου γραφήν την λέγουσαν· κάν διά πυρός διέλθης, φλόξ ου κατακαύσει σε. 15 τον υμνογράφον εμελώδει υμίν Δαυίδ τον λέγοντα· πολλαί αι θλίψεις των δικαίων, και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος. 16 τον Σαλομώντα επαροιμίαζεν υμίν τον λέγοντα· ξύλον ζωής εστι πάσι τοίς ποιούσιν αυτού το θέλημα. 17 τον Ιεζεκιήλ επιστοποιείτο τον λέγοντα· ει ζήσεται τα οστά τα ξηρά ταύτα; 18 ωδήν μέν γάρ, ήν εδίδαξε Μωυσής, ουκ επελάθετο την διδάσκουσαν και λέγουσαν· εγώ αποκτενώ και ζήν ποιήσω· 19 αύτη η ζωή υμών και η μακρότης των ημερών.
20 Ώ πικράς της τότε ημέρας και ου πικράς, ότε ο πικρός Ελλήνων τύραννος πύρ φλέξας λέβησιν ωμοίς και ζέουσι θυμοίς αγαγών επί τον καταπέλτην και πάσας τας βασάνους αυτού τους επτά παίδας της Αβρααμίτιδος 21 και τας των ομμάτων κόρας επήρωσε και γλώσσας εξέτεμε και βασάνοις ποικίλαις απέκτεινεν. 22 υπέρ ών η θεία δίκη μετήλθε και μετελεύσεται τον αλάστορα τύραννον. 23 οι δε Αβραμιαίοι παίδες σύν τή αθλοφόρω μητρί εις πατέρων χορόν συναγελάζονται ψυχάς αγνάς και αθανάτους απειληφότες παρά τού Θεού, 24 ώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.