ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ ΡΩΜΑΝΙΑ ΡΟΥΜΕΛΗ
Του π. Ιωάννη Ρωμανίδη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
2) Αντιφάσεις εις την ευρωπαϊκήν ιστορικήν
επιστήμην.
3)
Οι Νεογραικοί έναντι των εν
προκειμένω αντιφάσεων.
4) Περιγραφή ή σχέδιον Ιστορίας
Πολιτισμών.
5)
Ο ελληνικός πολιτισμός των Ρωμαίων
6)
Η ρωμαϊκή θεώρησις
της ιστορίας έναντι της ευρωπαϊκής και ρωσικής.
Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙΣ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ
ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
1)
Η Ρωμαιοσύνη ως εν τω κόσμω
ηγεσία.
2)
Ο Ιερός Αυγουστίνος και η Φραγκοσύνη.
3) Ο επαρχιωτισμός των Φράγκων και η
επεκτατική των πολιτική.
4) Θεμελιώδεις παρανοήσεις, εκ μέρους του
Αυγουστίνου και των Ευρωπαίων.
5)
0ι έναντι της Ρωμηοσύνης ισχυρισμοί των ΙΙροτεσταντών.
6) Σχέσεις Αμβροσίου και Αυγουστίνου
7) Παράδεισος, κόλασις και αποφατική
θεολογία.
8) Ευρωπαϊκή και Ρωμαίικη θεολογία
σήμερον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' ΕΞ ΕΠΟΨΕΩΣ
ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ
1)
Ο ελληνικός πολιτισμός και ο
δυτικός πολιτισμός σήμερον.
2) Επιστημονική πρόοδος εν σχέσει προς την
Φραγκοσύνην και την Ρωμαιοσύνην.
3)
Τα δόγματα και οι κανόνες των Οικουμενικών Σννόδων της Ρωμαιοσύνης εις
την Φραγκοσύνην.
4)
Η ιστορία της Φιλοσοφίας εις την Ευρώπην.
5)
Η Ιστορία της κλασσικής Φιλολογίας.
6)
Η Πολιτική και η Εκκλησιαστική Ιστορία.
7)
Οι Ρωμαίοι Πατέρες και οι Φραγκολατίνοι Σχολαστικοί.
8)
Ο ευρωπαϊκός «Φεουδαλισμός».
9)
Τα φεουδαρχικά θεμέλια των ισχυρισμών των Φράγκων ότι υπερέβησαν τους
Πατέρας της Ρωμαιοσύνης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' ΕΤΕΡΑ ΤΙΝΑ ΕΞ
ΕΠΟΨΕΩΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ
1) Τινά επί πλέον περί ρωμαϊκών εθναρχών
και φεουδαλισμού.
2)
Η υπό των Φράγκων κατάληψις της Εθναρχίας της Πρεσβυτέρας Ρώμης.
3)
Η Ρωμαιοσύνη και ο Γερμανισμός,
το υπόβαθρον της διασπάσεως της θρησκευτικής Φραγκοσύνης.
4)
Ο Φεουδαλισμός, και όχι η Ρωμαιοσύνη, εις τα θεμέλια της φραγκικής
Παπωσύνης.
5)
Τα δικαιώματα του ανθρώπου της Φραγκοσύνης.
6)
Τα καθήκοντα και αι υποχρεώσεις εις την Ρωμαιοσύνην, ήτοι το ρωμαίικον
φιλότιμον.
7)
Το φιλότιμον των Νεογραικών.
8)
Το Βορειοηπειρωτικόν, το Κυπριακόν και η Αρχαιολατρεία των
Νεογραικών.
9) Οι Ρωμαίοι, ο Μωάμεθ και οι
εξισλαμισθέντες Πέρσαι.
10)
Αι πολιτιστικαί επιδράσεις της μεν Ρωμηοσύνης επί του Ισλάμ της δε
Ευρώπης επί των Νεογραικών.
11) Ρωμαίοι και Έλληνες το 1821 - 1844.
12) Έλληνες κατακτηταί ή Ρωμαίοι απελευθερωταί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' Η ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ
ΕΝ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ
1)
Η ταύτισις των Romanorum με τους Λατίνους
και των Ρωμαίων με τους Γραικούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ
ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟΝ
Το 1951 όταν υπηρετούν
δια πρώτην φοράν ως εφημέριος εις μικράν πόλιν της Αμερικής, εκλήθην
τηλεφωνικώς να υπάγω εις το σπίτι ασθενούς δια να διαβάσω μίαν ευχήν. Κατά
λάθος εκτύπησα την θύραν γειτονικού σπιτιού. Ενεφανίσθη κάποιος ο οποίος με
επληροφόρησεν ελληνιστί οτι δεν είναι ο Παπαστεφάνου τον όποιον εζήτουν αλλά ο
Παπακώστας. Του είπα ότι χαίρω πολύ δια την γνωριμίαν του και θα χαρώ πολύ να
τον ιδώ εις την εκκλησίαν. Μου απήντησεν ότι δεν τον βλέπω εις την εκκλησίαν,
διότι είναι κάτοικος Νέας Υόρκης και εκκλησιάζεται εις την εκεί ελληνικήν
μητρόπολιν της Αγίας Τριάδος. Κατά την συζήτησίν μας ενεφανίσθη από μέσα ένας
άλλος τον οποίον μου συνέστησεν ως αδελφόν του. Αλλά εγνώριζον τον αδελφόν του
ως αρχηγόν των Αλβανών της πόλεως και ηρώτησα: «Πώς είναι δυνατόν συ να είσαι
Έλληνας και ο αδελφός σου Αλβανός;» Μου είπε: «Τέτοια έχομεν εις την Αλβανίαν».
Τότε, ως νεαρός και
ανατραφείς εις την αλλοδαπήν, δεν ηδυνήθην να καταλάβω το φαινόμενον τούτο.
Ούτε όμως ήσαν εις θέσιν τα αδέλφια αυτά να εξηγήσουν το εθνικόν των πρόβλημα.
Απλώς ήσαν δίγλωσσοι με ρωμαίικον όνομα. Αφού επεκράτησεν ως γνωμών της
εθνικότητος των η γλώσσα, δεν εγνώριζον σαφώς εάν πρέπη να είναι εθνικώς
Ελληνες ή Αλβανοί.
Το πρόβλημα όμως των δυο
αδελφών τούτων δεν προέκυψεν αφ' εαυτού εις την Αλβανίαν, αλλ' εκαλλιεργήθη υπό
των Ρώσων και των Ευρωπαίων από της εποχής των Φράγκων και δυστυχώς με την
συνεργασίαν των εν Ελλάδι Νεοελλήνων. Το εθνικόν πρόβλημα της Αλβανίας,
Ρουμανίας και Ελλάδος, ως και της Κύπρου, της Μικράς Ασίας και του Λιβάνου
είναι κατασκεύασμα τεχνητόν των παλαιών εχθρών της Ρωμαιοσύνης, τη αφελεί
συμπράξει των Νεοελλήνων.
Πάντως, δια να
τοποθέτηση κανείς το εν λόγω εθνικόν πρόβλημα των δυο Αρβανιτών αδελφών, πρέπει
να ανατρέξη εις την ιστορικήν πραγματικότητα, ως διασώζεται εις τα συγγράμματα
και εις τας παραδόσεις των προγόνων ημών και όχι εις τα σχολικά μας εγχειρίδια,
τα οποία εγράφησαν υπό την έμπνευσιν της ευρωπαϊκής και ρωσικής αντιλήψεως περί
της Ιστορίας του αρχαίου Ελληνισμού και της μεσαιωνικής Ρωμαιοσύνης ή του
σήμερον λεγομένου βυζαντινού πολιτισμού.
Πρώτον πρέπει να έχωμεν
υπ' όψιν ότι ιστορικώς ουδέποτε διακρίνεται η λεγομένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
από την Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν. Οι πρόγονοί μας εγνώριζον μόνον οτι ήσαν
πολίται του κράτους με το όνομα Ρωμανία[1] και
ότι το κράτος αυτό εις τα χρόνια του μεγαλυτέρου ηγέτου της Ρωμαιοσύνης, του
Μεγάλου Κωνσταντίνου, εξετείνετο εις ολόκληρον τον μεσόγειον χώρον, που σήμερον
καλύπτει την Αγγλίαν, Πορτογαλίαν, Ισπανίαν, Γαλλίαν, Ελβετίαν, Ιταλίαν,
Αυστρίαν, τα Βαλκάνια, όλην την βόρειον Αφρικήν, τον Λίβανον, την Συρίαν,
τηνΤουρκίαν, και τας ρωσικάς παραλίας του Ευξείνου Πόντου.
Ο πατριάρχης
Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος, ο κατ' εξοχήν πατήρ της υπό του Μεγάλου
Κωνσταντίνου συγκληθείσης Α' Οικουμενικής Συνόδου (325), γράφει περί της Ρώμης
ως μητροπόλεως της Ρωμανίας εις μίαν επίθεσίν του κατά των αιρετικών Αρειανών,
οι όποιοι εραδιούργησαν την εκθρόνισιν του πάπα της Ρώμης Λιβερίου (352-366).
«Ουδέ Λιβερίου του επισκόπου Ρώμης κατά την αρχήν εφείσαντο, αλλά και μέχρι των
εκεί την μανίαν εξέτειναν και ουχ ότι αποστολικός εστί θρόνος ηδέ-σθησαν, ούδ'
ότι μητρόπολις η Ρώμη της Ρωμανίας εστίν ηυλαβήθησαν»[2].
Η επιστημονική διάσπασις
της ενιαίας ταύτης ιστορικής Ρωμανίας εις ρωμαϊκήν και βυζαντινήν αυτοκρατορίαν
είναι κατασκεύασμα των Φράγκων κατακτητών της δυτικής εν Γαλλία, Ιταλία,
Ελβετία και Αυστρία Ρωμαιοσύνης. Οι Φράγκοι πρώτοι απεκάλεσαν τους Ρωμαίους της
Ανατολής μόνον Γραικούς, ακολουθούντες παλαιότε-ρον παράδειγμα των Γότθων[3].
Εις τον εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα των Ρωμαίων απέδωσαν οι Φράγκοι τον τίτλον
«βασιλεύς των Γραικών»[4], και
συγχρόνως ωνόμα-σαν τον Τευτονοφράγκον ηγεμόνα της Γερμανίας «βασιλέα των
Ρωμαίων»[5],
δια να αποσπάσουν την αφοσίωσιν των εν τη Δύσει κατακτηθέντων και υποδούλων
Ρωμαίων από την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην και στρέψουν τα εθνικά αισθήματα
των υποδούλων τούτων δυτικών Ρωμαίων προς τον εν Γερμανία ψευδώς καλούμενον
«βασιλέα των Ρωμαίων». Συγχρόνως κατεδίκασαν ως αιρετικούς τους ονομασθέντας
αποκλειστικώς πλέον «Γραικούς» ανατολικούς Ρωμαίους[6] και
ούτως έθεσαν τα θεμέλια του μεσαιωνικού μίσους της εν τη Δύσει αφομοιωθείσης
υπό της Φραγκιάς Ρωμαιοσύνης προς την ανατολικήν Ρωμαιοσύνην, το οποίον
έκορυφώθη με την υπό των Φράγκων άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και την
επέκτασιν της Φραγκοκρατίας εις την Ανατολήν. Η Φραγκοκρατία δια την
Ρωμαιοσύνην δεν ήρχισε με την εμφάνισιν των Φράγκων εις την Ανατολήν.
Φραγκοκρατία αρχίζει με την υπό των Φράγκων κατάκτησιν των αναφερθεισών δυτικών
επαρχιών της Ρωμανίας.
Ούτως επεσπεύσθη η
αφομοίωσις της εν τη Δύσει Ρωμαιοσύνης, η οποία με την πάροδον του χρόνου
έμαθεν ότι εις την Ανατολήν, περί την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην, υπάρχουν
όχι Ρωμαίοι αλλά «αιρετικοί Γραικοί» με «Γραικόν βασιλέα». Από τα μέσα του θ'
αιώνος καθιερώθη μεταξύ των Φράγκων θεολόγων η παράδοσις να γράφουν έργα
τιτλοφορούμενα «Κατά των πλανών των Γραικών»[7].
Εν αντιθέσει προς τους
Φράγκους κατακτητάς της δυτικής Ρωμαιοσύνης οι Άραβες και Τούρκοι κατακτηταί
της ανατολικής Ρωμαιοσύνης απεκάλουν πάντοτε με σεβασμόν τους πολίτας της
Ρωμανίας Ρούμ, δηλαδή Ρωμαίους ή Ρωμηούς. Δια τον λόγον αυτόν οι πατριάρχαι
Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ονομάζονται μέχρι
σήμερον τουρκιστί και αραβιστί Ρούμ Πατρίκ, δηλαδή πατριάρχαι των Ρωμαίων. Οι
δε Ορθόδοξοι ομογενείς εις την Κωνσταντινούπολιν λέγονται ελληνιστί Ρωμαίοι ή
Ρωμηοί και τουρκιστί Ρούμ. Εις τα άλλα πρεσβυγενή πατριαρχεία ονομάζονται
αραβιστί Ρούμ. Εις το Κοράνιον του Μωάμεθ υπάρχει ολόκληρον κεφάλαιον (30),
όπου ο ιδρυτής του Ισλάμ γράφει περί της προσωρινής πτώσεως των Ρωμαίων εις
τους Πέρσας εις Μέσην Ανατολήν και προφητεύει τον τελικον θρίαμβον αυτών, όπως
και πράγματι έγινεν υπό τον Ηράκλειον μετ' ολίγα έτη[8].
Είναι σαφές από το εν λόγω κεφάλαιον ότι ο Μωάμεθ είχε την εποχήν αυτήν την
εντύπωσιν ότι εκήρυττε την ιδίαν πίστιν με τους Ρωμαίους της Κωνσταντινουπόλεως
Νέας Ρώμης.
Επίσης πρέπει να
σημειωθή ότι εις τας συροφώνους πηγάς ως και εις τας αιθιοπικάς του Μεσαίωνος,
οι σήμερον κακώς λεγόμενοι Βυζαντινοί ελέγοντο πάντοτε Ρωμαίοι. Μάλιστα οι μετά
το 1821 υπό των Νεοελλήνων ονομασθέντες «Έλληνες» Πατέρες λέγονται πάντοτε
Ρωμαίοι Πατέρες, ακριβώς όπως συνέβαινεν εις ημάς προ του 1821[9].
Εις την Μέσην Ανατολήν
οι σήμερον εν Ελλάδι λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί λέγονται Λατίνοι και Φράγκοι ως
συνέβαινεν ακριβώς εν Ελλάδι και Μικρά Ασία κατά την τουρκοκρατίαν, ως και κατά
τα χρόνια της ελευθέρας Ρωμανίας. Ιστορικώς κατά τον μεσαίωνα Ρωμαίοι και
Καθολικοί είναι μόνον οι υπαγόμενοι εις τα ρωμαϊκά πατριαρχεία Ορθόδοξοι με
κέντρον την Κωνσταντινούπολιν. Οι Ευρωπαίοι κατακτηταί της δυτικής Ρωμαιοσύνης
δεν είναι Ρωμαίοι. Είναι Φράγκοι, Λογγοβάρδοι, Βουργουνδοί, Σάξωνες, Νορμανδοί
και Γότθοι, οίτινες αφωμοίωσαν συν τω χρόνω τους κατακτηθέντας Ρωμαίους
μεταβάλλοντες αυτούς εις τους δουλοπάροικους του ευρωπαϊκού Φεουδαλισμού[10].
Λέγονται οι Ευρωπαίοι του με-σαίωνος Λατίνοι διότι υιοθέτησαν ως επίσημον
γλώσσαν των την λατινικήν. Ρωμαίοι είναι μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί οι
ηνωμένοι με την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην, με επίσημον γλώσσαν την
ελληνικήν. Κατά την τουρκοκρατίαν οι Φράγκοι λέγονται υπό των ημετέρων όχι
Καθολικοί αλλά Κατόλικοι [11].
Η διάκρισις αύτη μεταξύ
Λατίνων και Ρωμαίων φαίνεται σαφώς από το εξής ερώτημα, το οποίον υπεβλήθη εις
τον επίσκοπον Ιωάννην του Κίτρους της Μακεδονίας κατά τα τέλη του ιβ' αιώνος,
«θάπτονται ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν λατινικαίς εκκλησίαις βαλλόμενοι παρά τε
Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες, ωσαύτως ψάλλονται
ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως. Επιτίμιόν εστιν, ή ού;»[12].
Κατά τον ίδιον αιώνα,
τον ιβ', ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών περί μικτού γάμου μεταξύ
Ρωμαίων και Λατίνων γράφει τα εξής· «και σημείωσαι, ότι κατά τον παρόντα
κανόνα, ως έοικεν, αναγκάζει το μέρος της εκκλησίας τους Λατίνους εξόμνυσθαι,
θέλοντας γυναίκας λαβείν εκ της Ρωμανίας»[13].
Πρέπει να τονισθή ότι
ιστορικώς και ως φαίνεται σαφώς από την ρωμαϊκήν νομοθεσίαν ουδέποτε
εταυτίζοντο οι Ρωμαίοι με τους αρχαίους Λατίνους ή Ιταλούς, και όταν ακόμη η
Πρεσβυτέρα Ρώμη ήτο η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, θα επανέλθωμεν εις το θέμα
αυτό.
Η τουρκική απόδοσις του
μεσαιωνικού κρατικού ονόματος Ρωμανία, το πραγματικόν όνομα του επιβλαβώς δια
τα εθνικά συμφέροντα σήμερον λεγομένου βυζαντινού κράτους, είναι το όνομα
Ρούμελη[14].
Τα ιστορικά δικαιώματα της Ρωμαιοσύνης φαίνονται σαφώς από την χρήσιν του
ονόματος τούτου υπό των Τούρκων. Προ της αλώσεως οι Τούρκοι ωνόμαζον Ρούμελην
όλας τας ελευθέρας εκτάσεις της Μικράς Ασίας και Ευρώπης, αι οποίαι διοικούντο
υπό του εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέως των Ρωμαίων. Αλλά και μέχρι των
αρχών του αιώνος τούτου οι Τούρκοι ωνόμαζον Ρούμελην ολόκληρον την Θράκην,
ολόκληρον την Μακεδονίαν και ολόκληρον την Ήπειρον και γενικώς όλας τας
εκτάσεις από του Βελιγραδίου μέχρι της Πελοποννήσου. Δηλαδή Ρούμελη ήτο το
ευρωπαϊκόν μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καθ' όλον το διάστημα τούτο οι
Τούρκοι διετήρησαν και το όνομα Κωνσταντινούπολις. Παραδόξως, ενώ οι Τούρκοι
διετήρησαν το γεωγραφικόν όνομα της αυτοκρατορίας μας, δηλαδή Ρούμελη, οι
Νεοέλληνες το κατήργησαν και το αντικατέστησαν με το όνομα Ελλάς, δηλαδή με το
όνομα μιας μικρας επαρχίας της μεγάλης Ρούμελης ή Ρωμανίας.
Πάντως οι Σλαΰοι υπό την
ηγεσίαν του ρωσικού Πανσλαυισμού έκαμον μέγαν αγώνα να σταματήσουν την χρήσιν
του ονόματος Ρούμ ή Ρωμαίος μεταξύ των κατοίκων των εν λόγω επαρχιών, δια να
αποδείξουν ότι το τουρκικόν όνομα Ρούμελη, το οποίον σημαίνει η χώρα των
Ρωμαίων, δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικήν σύνθεσιν του πληθυσμού της
Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Εξαιρετικήν δραστηριότητα δια τον
αφανισμόν του ονόματος Ρούμ ή Ρωμαίος επέδειξαν κυρίως οι Βούλγαροι[15].
Παραδόξως όμως οι
εξωτερικοί εχθροί της Ρωμαιοσύνης εύρον εν Ελλάδι ένα αφελή σύμμαχον, το
δουλοπρεπές εις την Φραγκιάν νεογραικικόν πνεύμα. Τούτο ατυχώς εκυριάρχησεν από
το 1821· εμφορούμενον δε από την τότε ευρωπαιοφραγκικήν και ρωσικήν
παρερμηνείαν, προκατάληψη και περιφρόνησιν δια την μεσαιωνικήν Ρωμαιοσύνην και
από αφοσίωσιν εις την ευρωπαϊκήν περί αρχαίων Ελλήνων αντίληψιν και δημιουργούν
εις τους Ρωμηούς φανατισμον ενός τευτονικού τύπου ρατσισμού, με την σκέψιν ότι
είναι απόγονοι μόνον των αρχαίων Ελλήνων, εκήρυττεν εις τους ελλαδικούς Ρωμηούς
ότι δεν πρέπει να λέγωνται εις τα εξής Έλληνες και Ρωμαίοι, αλλά μόνον Έλληνες
και Γραικοί[16].
Το αποτέλεσμα της
γραμμής αυτής ήτο η διάσπασις της Ρωμαιοσύνης, η αφομοίωσις των εκτός Ελλάδος
Ρωμαίων υπό του επικρατήσαντος πολιτικού και εθνικού περιβάλλοντος και ο
αφανισμός της ρωμαίικης γλώσσης από την Αίγυπτον, τα Ιεροσόλυμα, τον Λίβανον,
την Συρίαν, την Τουρκίαν, την Ρωσίαν, την Ρουμανίαν, την Βουλγαρίαν, την
Σερβίαν και την Αλβανίαν, αφού οι Ρούμ ή Ρωμαίοι, ή Ρωμάνοι των περιοχών αυτών
ολίγον κατ’ ολίγον συνήθισαν εις την ιδέαν ότι εν Ελλάδι υπάρχουν μόνον Γραικοί
και όχι ομοεθνείς των Ρωμηοί, οίτινες ομιλούν γραικικά, και όχι ρωμαίικα[17].
Η ολοκλήρωσις της
καταστροφής της εκτός της Ελλάδος Ρωμαιοσύνης επήλθε με την επικράτησιν του
φραγκικής προελεύσεως ονόματος βυζαντινόν δια κάθε τι το ρωμαίικον[18].
Οι εναπομείναντες Ρούμ και Ρωμάνοι ή Ρουμάνοι εις Μέσην Ανατολήν, Ρουμανίαν και
Αλβανίαν δεν γνωρίζουν πλέον, ότι οι κακώς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοί είναι
το ίδιο πράγμα με τον εαυτόν των, δηλαδή ότι οι σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοί
είναι ελληνιστί μεν Ρωμαίοι ή Ρωμηοί, λατινιστί δε Ρωμάνοι και αραβιστί και
τουρκιστί Ρούμ με κυρίαν και επίσημον γλώσσαν τα Ρωμαίικα.
Ούτω το 1821 εσήμανε την
αρχήν του τέλους του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου,
όπερ και εισήλθε πλέον εις την φάσιν του ολοκληρωτικού σχεδόν αφανισμού του. Το
νεογραικικόν πνεύμα, χωρίς ίσως να το καταλάβουν οι κατασκευασταί του,
κατώρθωσε να καταφέρη κατά της Ρωμαιοσύνης και της επισήμου γλώσσης αυτής τα
καίρια εκείνα πλήγματα, τα οποία η Φραγκιά και η Τουρκιά ούτε καν εφαντάσθησαν
ότι είναι ποτέ δυνατόν να επιτευχθούν και μάλιστα τόσον ραγδαίως, εντός 150
μόνον ετών!
Η ρωμαίικη μούσα
αναφερομένη εις την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης με πόνον
τραγουδάει· «Οι Τουρκ'... εκούρσευαν τήμ Πόλ' τη Ρωμανίαν»18α, δηλαδή επήραν την Κωνσταντινούπολιν Νέαν
Ρώμην. Οι γνήσιοι Έλληνες συγκλονίζονται κυριολεκτικώς από συγκίνησιν, όταν
λέγουν ότι είναι Ρωμηοί, διότι Ρωμαίος σημαίνει πολίτης της Νέας Ρώμης, δηλαδή
της Ρωμανίας ή της Ρούμελης ή της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως και «αυτοδικαίως
Κωνσταντινουπολίτης. Ακριβώς την ιδίαν σημασίαν έχουν ιστορικώς το λατινικόν
Ρωμάνος και το αραβοτουρκικόν Ρούμ.
Καθ' όλον τον μεσαίωνα
και κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας οι λατινιστί λεγόμενοι Ρουμάνοι και οι
τουρκιστί και αραβιστι λεγόμενοι Ρούμ είχον πάντοτε μαζί με τους Αρβανίτας
Ρωμαίους ελληνόφωνον ηγεσίαν πολιτικήν και εκκλησιαστικήν. Οι Ρουμάνοι, οι
Αρβανίται και οι Ρούμ ήσαν ως επί το πλείστον δίγλωσσοι. Εκτός από τα βλάχικα,
αρβανίτικα, αράβικα και τούρκικα είχον ως επίσημον γλώσσαν την ρωμαίικην. Τούτο
ίσχυε κυρίως κατά την τουρκοκρατίαν και δια τους τότε ολίγους Σέρβους και
Βουλγάρους, οι οποίοι είχον αποκτήσει ρωμαίικην συνείδησιν και ως επί το
πλείστον διγλωσσίαν.
Πρέπει να έχωμεν υπ'
όψιν ότι η αυτοκρατορία της Ρωμανίας, δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης,
είχεν από της ιδρύσεως της δύο επισήμους γλώσσας, την λατινικήν καί την
ελληνικήν. Είναι μεγάλης σημασίας το γεγονός ότι το ίδιον όνομα με ένα ιώτα, το
«ρωμαϊκά», σημαίνει λατινικά και με δύο ιώτα, το «ρωμαίικα», σημαίνει ελληνικά,
δηλούν ούτω τας δυο γλώσσας των Ρωμαίων[19].
Πριν ακόμη μεταφερθή η πόλις της Ρώμης υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, είχεν ήδη
υποχωρήσει η ρωμαϊκή και επεκράτησεν ως πρώτη γλώσσα η ελληνική, όπως θά
ίδωμεν. Συν τω χρόνω η ρωμαίικη επεκράτησεν ως η μόνη επίσημος γλώσσα της
Ρωμανίας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει
ότι εξέλιπον εν τη Ρωμανία οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι. Όχι μόνον δεν εξέλιπον, αλλά
φαίνεται ότι κατά τους πρώτους αιώνας της υποδουλώσεως της εν τη Δύσει
Ρωμαιοσύνης υπό των γερμανικών φυλών κατέφευγον πολλοί λατινόφωνοι Ρωμαίοι,
δηλαδή οι ρωμαϊστί λεγόμενοι Ρωμάνοι, εις την ελευθέραν ανατολικήν Ρωμανίαν.
Σημειωτέον ότι εις την βλαχικήν γλώσσαν των λατινοφώνων Ρωμαίων τούτων
διασώζεται η λατινική γραμματική[20] και
έχει ως εκ τούτου το δικαίωμα να λέγεται νεολατινική ή νεορρωμαϊκή, ενώ τα
ιταλικά, γαλλικά και ισπανικά, αν και λατινογενείς γλώσσαι, δεν είναι λατινικά,
διότι δεν διασώζουν την λατινικήν γραμματικήν, αφού εις αυτά επεκράτησε το
γερμανικόν στοιχείον των κατακτητών. Τα αρβανίτικα είναι κατά τα 50% ρωμαϊκά
και νεορρωμαϊκά, 25% - 30% ρωμαίικα (ελληνικά), και τα υπόλοιπα σλαυικά και
τούρκικα. Η γλώσσα των Αρβανιτών δεικνύει ότι οι Αρβανίται ως επί το πλείστον
είναι απόγονοι λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων[21].
Την μεγαλυτέραν συγγένειαν εκ των λατινογενών γλωσσών με τα βλάχικα την έχουν
ως φαίνεται τα πορτογαλικά.
Πάντως εκείνο πού μας
ενδιαφέρει είναι ότι η επίσημος γλώσσα των Αρβανιτών και των Ρουμάνων καθ' όλον
τον μεσαίωνα και την τουρκοκρατίαν ήτο η ρωμαίικη, διότι απλούστατα η ελληνική
γλώσσα από του ζ' αιώνος έγινεν η μόνη επίσημος γλώσσα της Ρωμανίας, χωρίς
τούτο να σημαίνη ότι ανεπτύχθη άρνησις δια την δευτέραν ιστορικήν γλώσσαν της
Ρωμαιοσύνης.
Οι Ρουμάνοι γνωρίζουν
σήμερον ότι είναι Ρωμαίοι, και ότι το κρατικόν των όνομα κατά την παράδοσίν των
είναι Ρωμανία, αλλά δεν γνωρίζουν ότι η λεγομένη βυζαντινή αυτοκρατορία είναι
ακριβώς το ίδιον πράγμα με το κρατικόν των όνομα, το οποίον διετήρησαν εις την
εθνικήν των μνήμην. Επίσης δεν γνωρίζουν ότι οι υπό των Ευρωπαίων και Σλαύων
λεγόμενοι Γραικοί είναι και αυτοί Ρωμαίοι και ότι τα ελληνικά λέγονται και
ρωμαίικα[22].
Ούτως επανερχόμενα εις
τα δύο αδέλφια από την Αλβανίαν, με τα οποία ήρχισα το κεφάλαιον τούτο. Πώς
συμβαίνει δυο Αρδανίται αδελφοί με ελληνικόν όνομα να λέγεται ο ένας Αλβανός
και ο άλλος Έλλην; Η απάντησις φαίνεται απλή. Εάν τα παλαιά χρόνια ερωτούσε
κανείς ένα χριστιανόν Αρβανίτην ή Βλάχον, πού ήξευρε μόνον αρβανίτικα ή
βλάχικα, τι είναι, θα απεκρίνετο αμέσως: Ρωμαίος. Ακριβώς ούτω θα απεκρίνετο
και ο δίγλωσσος Αρβανίτης ή Βλάχος πού εγνώριζε και τα ρωμαίικα.
Αλλ' όμως επαύσαμεν να
ερωτώμεν εάν είναι Ρωμαίος ή Ρωμηός και ηρχίσαμεν από της ιδρύσεως του
ελληνικού κράτους να ερωτώμεν εάν είναι Έλλην, όνομα το οποίον οι εκτός του
ελλαδικού θέματος Ρωμαίοι ή Ρωμηοί σχεδόν ουδέποτε εχρησιμοποιούσαν. Όταν δε
εξησθένησεν η παράδοσις να λέγεται ρωμαίικη η επίσημος γλώσσα των Ρωμαίων και
αντ' αυτού επεκράτησε να λέγεται γραικική ή ελληνική μόνον, τότε και μόνον τότε
οι Αρβανίται, Βλάχοι και οι αραβόφωνοι Ρωμαίοι έπαυσαν να συγκινούνται εθνικώς
με την επίσημον γλώσσαν των Ρωμαίων προγόνων των και επεδόθησαν, υπό την
κηδεμονίαν των Ευρωπαίων και Ρώσων, εις το να στραφούν εναντίον της ρωμαίικης
γλώσσης και υπέρ της τοπικής των διαλέκτου μόνον.
Τούτο μάλιστα επετεύχθη
με την ρωσικήν και ευρωπαϊκήν προπαγάνδαν, καθ' ήν οι λεγόμενοι Βυζαντινοί ή
Γραικοί κατεδυνάστευον τους Ρουμάνους, τους Αρβανίτας, και τους αραβόφωνους
Ρούμ και ευρίσκοντο ανάμεσα των ως αποικιοκράται[23]. Την
στιγμήν αυτήν κινδυνεύει από την προπαγάνδαν αυτήν το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων
με τα τόσα προσκυνήματα του, τα οποία ευρίσκονται από της εποχής του Μεγάλου
Κωνσταντίνου εις την κατοχήν της Ρωμαιοσύνης. Εις την πραγματικότητα επρόκειτο
πάντοτε περί μιας ενιαίας και ηνωμένης Ρωμαιοσύνης, με επίσημον γλώσσαν
ενότητος τα ρωμαίικα. Ήτο πάντοτε φυσικόν η ηγεσία Ρωμαίων επί Ρωμαίων να
εξασκήται μέσω της επισήμου ρωμαίικης γλώσσης. Ουδόλως επρόκειτο περί
καταδυναστεύσεως Γραικών η Ελλήνων επί Ρωμαίων, δηλαδή επί Αρβανιτών, Ρουμάνων,
και Ρούμ. Αδίστακτοι τίνες ψευδοεπιστήμονες προπαγανδισταί ξένοι δεν εντρέπονται
να ισχυρίζωνται ακόμη ότι η Ελλάς και οι Έλληνες ήσαν υπόδουλοι εις τους
Βυζαντινούς και ότι η αρχή της απελευθερώσεως των Ελλήνων υπήρξεν η πτώσις της
Κωνσταντινουπόλεως εις τους Τούρκους[24]. Τα
τοιαύτα ηκούσθησαν εν Ελλάδι από ξένον ραδιοφωνικόν σταθμόν προ δύο ετών εις
ελληνικήν εκπομπήν όχι από το ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ άλλα από «φίλην» χώραν του ΝΑΤΟ.
Εις την ευρωπαϊκήν
ιστορικήν επιστήμην υπάρχουν ωρισμέναι σπουδαίαι, αντιφάσεις και παρερμηνείαι,
αι οποίαι έχουν ως πηγήν των την από του θ' αιώνος αναφερθείσαν άρνησιν των
Φράγκων να αποκαλούν Ρωμαίους τους περί την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην
πολίτας και την πείσμονα επιμονήν των Φράγκων να αποδίδουν εις τους ανατολικούς
ελευθέρους Ρωμαίους και εις τον βασιλέα των ως μόνον και επίσημον όνομα το
«Γραικός». Ούτω βλέπομεν εις τα φραγκικά έγγραφα και έργα καθ' όλον τον
μεσαίωνα να αποκαλούμεθα αντί Ρωμαίοι «Γραικοί». Επίσης εις τας υπό των Φράγκων
γενομένας μεταφράσεις από τα ελληνικά εις τα λατινικά το Ρωμαίος αποδίδεται με
το «Γραικός» και το βασιλεύς των Ρωμαίων με το «imperator Graecorum»[25].
Σήμερον όμως αντί του
«Γραικός» χρησιμοποιούν κατά τρόπον συστηματικον όλοι οι Ευρωπαίοι και οι Ρώσοι
και μαζί των οι Νεογραικο! μαθηταί των το «Βυζαντινός»[26].
Συνηθίζουν οι Ευρωπαίοι, οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί ιστορικοί να δικαιολογούν
την χρήσιν ταύτην του «Βυζαντινός» με τον ισχυρισμόν, ότι μετά τον Μέγαν
Ιουστινιανόν ή και ενωρίτερον η αυτοκρατορία των Ρωμαίων έγινε γραικική και
ανατολική. Εν τοιαύτη περιπτώσει, διατί το βυζαντινή και όχι το γραικική, αφού
έγινε γραικική; Μήπως επειδή οι ελεύτεροι Γραικοί δεν πρέπει να ταυτιστούν με
την αυτοκρατορίαν των και να έχουν βλέψεις επανασυστάσεως;
Θαυμασίαν κατοχύρωσιν
των εθνικών των συμφερόντων έχουν οι Τούρκοι. Τους Ελλαδικούς αποκαλούν Ίωνας,
τους εν Κωνσταντινουπόλει ομοεθνείς Ρούμ, και την ιστορίαν της αυτοκρατορίας
βυζαντινήν. Ίσως το παραδοξότερον είναι ότι οι εν Κωνσταντινουπόλει ομοεθνείς
και ομογενείς χρησιμοποιούν ορθώς το Ρωμαίος και το Ρωμηός προς απόδοσιν του
Ρούμ, αλλά και αυτοί επηρεασθέντες από την Ευρώπην και την Ελλάδα ομιλούν
πάντοτε δια βυζαντινήν ιστορίαν, βυζαντινούς αυτοκράτορας, βυζαντινήν μουσικήν
και βυζαντινά. Αφού οι ίδιοι λέγονται επισήμως Ρωμαίοι και Ρωμηοί, πώς
επεκράτησε και εις αυτούς το βυζαντινόν δια κάθε τι το ρωμαίικον;
Εις την Μέσην Ανατολήν
έχομεν άλλην κατάστασιν. "Υπό την επίδρασιν των Φραντσέζων και Άγγλων
απεδόθη το Ρούμ με το «Γραικός» των Φράγκων εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας.
Παραδόξως όμως ευρίσκει κανείς εις την Ελλάδα να αποκαλούνται οι Ρωμαίοι
Ορθόδοξοι της Μέσης Ανατολής «Άραβες» Ορθόδοξοι. Είναι η επίσημος γραμμή των
Ρώσων από του παρελθόντος αιώνος, η οποία επεκράτησε μεταξύ των Λατίνων και
Προτεσταντών. Υιοθετήθη φαίνεται η γραμμή αυτή εν μέρει διότι ευρεθέντες οι Ευρωπαίοι
και οι τσαρικοί Ρώσοι άπρακτοι και αποτυχημένοι εις την προσπάθειάν των να
προσηλυτίσουν τους Άραβας εις τον Χριστιανισμόν, προσεπάθουν τους αραβόφωνους
Ρωμαίους να κάμουν Άραβας, δια να χρησιμεύσουν ως γέφυρα, ώστε δι' αυτής να
περάσουν οι Άραβες εις τον Χριστιανισμόν. Παραδόξως έγινε παράλληλος προσπάθεια
να μετατρέψουν τους εν Κωνσταντινουπόλει Ρωμαίους Ορθοδόξους εις Τούρκους
Ορθοδόξους.
Ο ισχυρισμός ότι η
ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετά τον Μέγαν Κωνσταντίνον πρέπει να λέγεται βυζαντινή,
διότι έγινεν ανατολική και γραικική ή ελληνική, θα έπρεπε να είχεν ως βασικήν
προϋπόθεσιν, ότι υπήρχε κάποιος ρωμαϊκός πολιτισμός, όστις έγινε γραικικός ή
ελληνικός και δια τούτο πρέπει να λέγεται βυζαντινός πολιτι σμός. Αλλά πάλιν,
αφού έγινε γραικικός ή ελληνικός, διατί να λέγεται βυζαντινός;
Ακριβώς εις το σημείον
αυτό ευρίσκομεν την μεγαλυτέραν αντίφασιν εις την ευρωπαϊκήν ιστορικήν
επιστήμην. Είναι γενικώς αποδεκτόν ότι ρωμαϊκός πολιτισμός δεν υπήρξε ποτέ,
αφού οι Ρωμαίοι εξ αρχής υιοθέτησαν τον ελληνικόν πολιτισμόν, ως και την
ελληνικήν γλώσσαν. Δια τον λόγον αυτόν ο μεγαλύτερος Αγγλοσάξων ιστορικός των
πολιτισμών, ο Arnold Toynbee, συμπεριλαμβάνει εις τον ελληνικόν πολιτισμόν την
ρωμαϊκήν δημοκρατίαν και την ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν[27]
και μάλιστα αποκαλεί το ρωμαϊκόν κράτος «Οικουμενικόν Ελληνικόν Κράτος».
Τούτο σημαίνει ότι ο
πολιτισμός των Ρωμαίων ήτο εξ αρχής ελληνικός, πριν ακόμη εμφανισθούν οι
Ρωμαίοι εις την Ανατολήν ως κατακτηταί και πριν μεταφέρη ο Μέγας Κωνσταντίνος
την πρωτεύουσαν και την πόλιν της Ρώμης εις την Κωνσταντινούπολη Νέαν Ρώμην.
Εάν λοιπόν παραδεχθώμεν
ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετά τον Μέγαν Κωνσταντίνον πρέπει να λέγεται
βυζαντινή, διότι εγινεν ελληνική, τότε ιστορικώς άκριβέ-στερον θα ήτο να
λέγεται βυζαντινή όχι μόνον η εν Ιταλία εδρεύουσα ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά
και η ρωμαϊκή δημοκρατία, αφού η βασιλεύουσα πόλις εν Ιταλία, η Πρεσβυτέρα
Ρώμη, είχε γίνει κατά την δημοκρατικήν της περίοδον ελληνικότατη, πολλούς
αιώνας πριν ο Μέγας Κωνσταντίνος την μεταφέρη εις την Ανατολήν όπως θα ίδωμεν.
Υπάρχει όμως μία ακόμη
αντίφασις εις την ευρωπαϊκήν ιστοριογραφίαν, η οποία δι’ ημάς ίσως είναι και η
σπουδαιότερα. Ενώ αφ' ενός μεν ισχυρίζονται ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε
βυζαντινή, διότι έγινεν ελληνική, αφ' έτερου δε λέγουν ότι ο ελληνικός πολιτισμός
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε βυζαντινός, διότι μετά τον ζ' αιώνα έπαυσεν ο
ελληνικός πολιτισμός να υπάρχη. Αλλά πώς όμως συμβαίνει να γίνεται η
αυτοκρατορία βυζαντινή διότι γίνεται ελληνική και ο πολιτισμός βυζαντινός,
διότι παύει να είναι ελληνικός;
Αι αντιφάσεις δια τους
Ευρωπαίους ιστορικούς προέρχονται από το γεγονός ότι αφ' ενός μεν είναι
υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν ότι οι Ρωμαίοι έχουν τον ελληνικόν πολιτισμόν, αφ'
ετέρου δε έχουν οι Ευρωπαίοι βαθειά ριζωμένην μέσα των την προκατάληψιν των Φράγκων
προγόνων των ότι οι Ρωμαίοι της Ανατολής δεν είναι ή δεν έμειναν γνήσιοι
Ρωμαίοι ούτε γνήσιοι Χριστιανοί. Μεταξύ των ουμανιστών ιστορικών της Ευρώπης ο
γνήσιος Χριστιανισμός έχει χάσει την παλαιοτέραν σημασίαν του και έχει
αντικατασταθή με την γενικωτέραν ιδέαν «πολιτισμός». Ούτως η φραγκική
προπαγάνδα περί αποκοπής των «Γραικών» από την ρωμαϊκήν και χριστιανικήν
γνησιότητα προσέλαβε μεταξύ των ουμανιστών Ευρωπαίων την μορφήν της αποκοπής
των «Βυζαντινών» από τον ελληνικόν πολιτισμόν των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων.
Όταν ήλθα προ τεσσάρων
ετών εις την Ελλάδα, δια να αναλάβω τα καθήκοντα μου ως καθηγητού
πανεπιστημίου, εξεπλάγην από τας τόσας φοράς πού ήκουα να επικαλούνται τον
προαναφερθέντα Αγγλοσάξονα ιστορικόν των πολιτισμών Arnold Toynbee δια τον
απέραντον θαυμασμόν του έναντι του ελληνικού πολιτισμού και της συμβολής του
πολιτισμού τούτου εις τον δυτικόν πολιτισμόν. Φαίνεται σαφώς όμως ότι οι
χρησιμοποιούντες τον Toynbee Νεοέλληνες δεν επρόσεξαν το γεγονός ότι ο Toynbee
τερματίζει τον ελληνικόν πολιτισμόν περί το έτος 675 και συγκαταλέγει τον
ελληνικόν αυτόν πολιτισμόν μεταξύ των νεκρών πολιτισμών[28].
Το ίδιο κάμνουν όλοι οι τύπου Toynbee λεγόμενοι φιλέλληνες. Επειδή ακριβώς
εκήρυττον οι τοιούτοι Ευρωπαίοι τον θάνατον του ελληνικού πολιτισμού,
εχρησιμοποίουν τον όρον βυζαντινός πολιτισμός εις δήλωσιν της εν λόγω
αντικαταστάσεως και αλλαγής πολιτισμών[29].
Κατά τον ίδιον Toynbee ο
ελληνικός πολιτισμός εις την Δύσιν κατεστράφη υπό των βαρβάρων γερμανικών φύλων
υπό την ηγεσίαν των Φράγκων, οι οποίοι ολίγον κατ' ολίγον έκτισαν τον δυτικόν
πολιτισμόν εις τα ερείπια του καταστραφέντος τούτου ελληνικού πολιτισμού. Ούτως
ο ελληνικός πολιτισμός εξαφανίζεται εις την Δύσιν δια της καταστροφής, εις δε
την Άνατολήν δια της μεταβολής του εις βυζαντινόν[30].
Αι τοιαύται θεωρίαι
ομοιάζουν με τας των Φράγκων του θ' - ι' αιώνος. Ούτοι ευρεθέντες τότε εις
αδυναμίαν να κατακτήσουν και καταστρέψουν το κράτος των Ρωμαίων εις την
Ανατολήν, ήλλαξαν το όνομα των πολιτών και του βασιλέως από «Ρωμαίος» εις
«Γραικός» και του κράτους των από «Ρωμανίαν» εις «Γραικίαν».
Πάντως αντελήφθην πολύ
γρήγορα ότι οι Νεογραικοί δια κάποιον ανεξήγητον λόγον είχον την εντύπωσιν, ότι
οι ξένοι φιλέλληνες είναι θαυμασται όχι μόνον των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και των
σημερινών Ελλήνων και ότι θεωρούν τον σημερινόν πολιτισμόν της Ελλάδος ως
ελληνικόν.
Όταν ήρχισα μιαν
προσπάθειαν να διαφωτίσω ωρισμένους περί της πραγματικότητος (δηλαδή ότι οι
φιλέλληνες τύπου Toynbee πιστεύουν ότι μετά τον ζ' αιώνα δεν υπάρχει πλέον
ελληνικός πολιτισμός), συνήντησα μιαν αφελή αντίδρασιν. Ισχυρίσθησαν τινές ότι
ο Toynbee δεν γνωρίζει τι λέγει, διότι ο ελληνικός πολιτισμός και ο δυτικός
πολιτισμός είναι το ίδιο πράγμα.
Το αφελές άλλα και
σκανδαλώδες της ταυτίσεως ταύτης του ελληνικού και δυτικού πολιτισμού φαίνεται
σαφώς από το απλούστατον γεγονός ότι οι μόνοι οι οποίοι πιστεύουν εις αυτήν
είναι οι εξευρωπαϊσθέντες Νεογραικοί. Ούτε οι Ρωμηοί την πιστεύουν, άλλα ούτε
κανείς σοβαρός ιστορικός της Ευρώπης την πιστεύει. Σαφεστάτη δι' όλους είναι η
διάκρισις μεταξύ ευρωπαϊκού πολιτισμού και βυζαντινού πολιτισμού, δηλαδή της
Ρωμηοσύνης. Οι Ιστορικοί τύπου Toynbee κάμνουν σοβαρά λάθη, όταν ασχολούνται με
την άνατολικήν Ρωμαιοσύνην, αλλά γνωρίζουν πολύ καλά ότι η δυτική Ρωμαιοσύνη,
την οποίαν ονομάζουν ελληνικόν πολιτισμόν των Ρωμαίων, δεν ταυτίζεται με τον
δυτικόν πολιτισμόν τον οποίον ίδρυσαν οι Φράγκοι. Ο πολιτισμός των πνευματικών
απογόνων των Φράγκων λέγεται δυτικός ή ευρωπαϊκός και όχι ελληνικός ή
βυζαντινός, απλούστατα διότι δεν είναι ελληνικός ούτε βυζαντινός, παρ' ότι
οφείλει πολλά εις αυτούς. Οι Ευρωπαίοι όχι μόνον θεωρούν τερματισθείσαν την
ίστορικήν ύπαρξιν του ελληνικού πολιτισμού εις την Δύσιν και την Ανατολήν, ως
περιεγράψαμεν εν ολίγοις, άλλα και πιστεύουν ότι πολύ ολίγα έχουν απομείνει από
τον λεγόμενον βυζαντινόν πολιτισμόν, δηλαδή την Ρωμαιοσύνην, και ότι οι
σημερινοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί ευρίσκονται πλέον εις το χωνευτήριον του δυτικού
ή ευρωπαϊκού πολιτισμού και θα εξαφανιστούν πλέον ως ξεχωριστή οντότης.
Πολύ αποκαλυπτικά εν
προκειμένω είναι τα γραφόμενα του Toynbee περί των σχέσεων μεταξύ του Ισλάμ και
της Δύσεως, ένθα περιγράφονται παράλληλα σχέδια αφομοιώσεως του ορθοδόξου
χριστιανικού πολιτισμού, δηλαδή της Ρωμηοσύνης, υπό του δυτικού ή ευρωπαϊκού
πολιτισμού.
Γράφει ο Toynbee, «Αυτή
η ομόκεντρος επίθεσις της μοδέρνας Δύσεως κατά του ισλαμικού κόσμου ενεκαινίασε
την παρούσαν συμπλοκήν μεταξύ των δύο πολιτισμών. θα γίνη αντιληπτόν ότι αυτή
είναι μέρος ενός μεγαλυτέρου και φιλοδοξοτέρου κινήματος δια του οποίου ο δυτικός
πολιτισμός δεν σκοπεύει τίποτε ολιγώτερον από την ενσωμάτωσιν ολοκλήρου της
ανθρωπότητος εις μίαν μοναδικήν μεγάλην κοινωνίαν, και τον έλεγχον παντός
πράγματος επί της γης, εις τον αέρα, και εις την θάλασσαν, το οποίον δύναται η
ανθρωπότης να εκμεταλλευθεί μέσω της μοδέρνας δυτικής τεχνικής. Αυτό το οποίον
η Δύσις κάμνει τώρα εις το Ισλάμ, το κάμνει συγχρόνως και εις τους λοιπούς
επιβιούντας πολιτισμούς — τον ορθόδοξον χριστιανικόν, τον ινδικόν, και τον
κόσμον της Άπω Ανατολής — ως και εις τας επιβιούσας πρωτογόνους κοινωνίας, αι
οποίαι τώρα πολιορκούνται ακόμη και εις τα τελευταία των οχυρά εις την τροπικήν
Αφρικήν. Ούτως η σύγχρονος εμπλοκή μεταξύ του Ισλάμ και της Δύσεως είναι όχι
μόνον πιο δραστήρια και οικεία από οιανδήποτε φάσιν των επαφών των εις το
παρελθόν· ξεχωρίζει επίσης εις το ότι είναι εν περιστατικόν εις μίαν
προσπάθειαν του δυτικού ανθρώπου να «δυτικοποιήση» τον κόσμον...»[31].
Εις την προσπάθειαν
αυτήν η Τουρκία του Ατατούρκ θεωρείται ίσως η μεγαλύτερα επιτυχία του δυτικού ή
ευρωπαϊκού πολιτισμού, αφού ελπίζεται να χρησιμοποιηθεί ως σφήνα δια την εν
προκείμενω δυτικοποίησιν του Ισλάμ. Δια τούτο η Τουρκία είναι το χαϊδεμένο
παιδί των ιεραποστόλων του δυτικού πολιτισμού. Όθεν ο Toynbee εκφράζει τα
επικρατούντα περί Τουρκίας αισθήματα των ιεραποστόλων του δυτικού πολιτισμού
όταν δια την Τουρκίαν γράφει ότι η δυτικοποίησίς της «... επραγματοποιήθη με
τόσον πνεύμα, υπό τοιαύτα σοβαρά εμπόδια, και έναντι τόσης βαρείας υπεροχής
(των αντιθέτων), ώστε κάθε γενναιοδώρως σκεπτόμενος παρατηρητής θα κάμνη παραχωρήσεις
δια τα σφάλματά της και ακόμη δια τα εγκλήματά της και θα της ευχηθή
επιτυχίαν εις το
φοβερόν έργον της»[32].
Εγείρεται αυτομάτως το
ερώτημα· οι εν λόγω ιστορικοί περιγράφουν ή σχεδιάζουν την ιστορίαν των
πολιτισμών;
Νομίζω ότι ήδη είδομεν
αρκετάς ενδείξεις ότι ως πνευματικοί απόγονοι των Φράγκων και πιστοί εις τας
παραδόσεις αυτών έχουν πείραν μεγάλην εις την χρήσιν της προπαγάνδας μέσω μιας
πλαστής ιστοριογραφίας δια να επιτύχουν τα ποθούμενα αποτελέσματα εκεί όπου δεν
δύνανται ή δεν συμφέρει να κάμουν χρήσιν στρατιωτικής ισχύος. Ήδη είδομέν τινα
περί της υπό των Ευρωπαίων και Ρώσων διασπάσεως της ενότητος και της
πνευματικής ισχύος της Ρωμαιοσύνης δια της αλλαγής ονομάτων και της
καλλιέργειας του θρησκευτικού και εθνικού τοπικισμού, όχι όμως δια να
επικράτηση τελικώς ο τοπικισμός, άλλα δια να συγχωνευθούν τα διασπασθέντα
τεμάχια με άλλον πολιτισμόν.
Προ ολίγων μόνον ετών οι
Ρωμηοί διέκρινον σαφώς μεταξύ Ρωμαιοσύνης, Τουρκίας και Φραγκιάς. Ουδείς Ρωμηός
αμφέβαλλεν ότι πρόκειται περί τριών ξεχωριστών πολιτισμών, του ελληνικού, του
ευρωπαϊκού και του ισλαμικού. Καθ' όλον τον μεσαίωνα και την τουρκοκρατίαν τα
αμυντικά αισθητήρια του Ρωμαίου, ή Ρωμάνου, ή Ρούμ έναντι των δυο τούτων
καταστροφέων του ελληνικού πολιτισμού ή της Ρωμαιοσύνης εις την Δύσιν και την
Ανατολήν, όπου εβασίλευεν ο χρυσούς δικέφαλος αετός, ήσαν ακμαία. Εν ανάγκη ο
Ρωμηός έκαμε με υπερηφάνειαν εξωτερικώς τον Καραγκιόζην. Αλλά με την εσωτερικήν
πνευματικήν ελευθερίαν της ρωμαίικής του παραδόσεως ο Ρωμηός ουδέποτε υπέκυψε
πνευματικώς εις τον Φράγκον και τον Τούρκον, δια να διάσωση τον πολιτισμόν των
προγόνων του δια τα παιδιά του και δια τα παιδιά των παιδιών του.
Αντιθέτως οι Νεογραικοί
επιδιώκουν την συγχώνευσίν των με την Φραγκιάν, δηλαδή την Ευρώπην, δια να
σώσουν όχι πνευματικώς την Ρωμηοσύνην άλλα μόνον σωματικώς τον εαυτόν των ως
Ελλαδίτσα.
Λοιπόν αντιδρά ο
Νεογραικός και λέγει ότι κάποιος πρέπει να γράψη μίαν μελέτην εις την οποίαν να
υποδειχθή ότι ο Toynbee κάμνει λάθος ισχυριζόμενος ότι δεν υπάρχει πλέον ο
ελληνικός πολιτισμός, διότι ο δυτικός πολιτισμός — που αναγνωρίζουν όλοι ότι
υπάρχει — αυτός είναι ο ελληνικός πολιτισμός πού υπάρχει και εις την Ελλάδα. Ο
Ευρωπαίος θα συμφωνήση ότι ο εν Ελλάδι πολιτισμός ή είναι ή πρέπει να είναι ο δυτικός
ευρωπαϊκός πολιτισμός, εις τον όποιον ο ελληνικός πολιτισμός και ο βυζαντινός
πολιτισμός έδωσαν πολλά στοιχεία, αλλά ουδέποτε θα παραδεχθή ότι ο πολιτισμός
του είναι ελληνικός. Μόνον η σκέψις ότι δύναται, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός να
είναι βυζαντινός θα προκαλούσε το ολιγώτερον πολύν γέλωτα.
Η πραγματικότης είναι
ότι ο Ευρωπαίος γνωρίζει ποίος είναι εξ επόψεως πολιτισμού και ιστορίας.
Ακριβώς κατά τον ίδιον σαφή τρόπον και ο Ρωμηός γνωρίζει ποιος είναι εξ επόψεως
πολιτισμού και ιστορίας. Εκείνος όμως πού δεν γνωρίζει αλλ' απλώς νομίζει ότι
γνωρίζει ποιος είναι εξ επόψεως και ιστορίας και πολιτισμού, είναι ο
Νεογραικός. Ο φραγκευμένος ούτος Γραικύλος γνωρίζει ότι είναι Ευρωπαίος και
λάτρης της ιστορίας και του πολιτισμού των Ευρωπαίων, έχει αποστροφήν προς την
Ρωμαιοσύνην και τα Ρωμαίικα, θυμώνει μάλιστα, όταν ακούη το όνομα Ρωμηός και
θεωρεί τους βασιλείς των Ρωμαίων της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης ως επί το
πλείστον ξένους προς τον εαυτόν του, και φαντάζεται αφελώς δτι είναι ένας
αρχαίος Έλλην χωρίς μεσαίωνα εις τον κ' αιώνα. Δι' αυτόν η ιστορία του
ελληνικού πολιτισμού της Ρωμαιοσύνης με κέντρα την Πρεσβυτέραν Ρώμην και εν
συνεχεία και κυρίως την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην είναι κάτι το νεφελώδες
και άνευ μονίμου σημασίας δια τον Νεογραικισμόν του όστις συνδέεται δήθεν μόνον
με την αρχαίαν Ελλάδα.
Ακριβώς εξ αίτιας των
τοιούτων Νεογραικών οι Ευρωπαίοι ιστορικοί είναι ευχαριστημένοι όχι μόνον διότι
ο ελληνικός πολιτισμός έχει δήθεν αφανισθή προ πολλών αιώνων, αλλά και διότι
βλέπουν να αφανίζωνται και τα εναπομείναντα στοιχεία της Ρωμαιοσύνης, δηλαδή
του λεγομένου βυζαντινού πολιτισμού, τα οποία η Φραγκιά τόσους αιώνας
αγωνίζεται να αντικαταστήση με τον δυτικόν πολιτισμόν.
Το παραδοξότερον
φαινόμενον είναι ότι οι Ρωμαίοι της εποχής του Χριστού ήσαν περισσότερον
Έλληνες από τους Νεογραικούς. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι ουδέποτε επεχείρησαν να
εκλατινίσουν και να εκπολιτίσουν τους Έλληνας, απλούστατα διότι είχον γίνει οι
ίδιοι Έλληνες κατά την γλώσσαν, την παιδείαν και τον πολιτισμόν πριν
κατακτήσουν τους Έλληνας.
Ιδού επιτροχάδην
ιστορικά τίνα στοιχεία·
Ήδη κατά τον δ' αιώνα
π.Χ. ο μαθητής του Πλάτωνος Ηρακλείδης ο Ποντικός αποκαλεί την Ρώμην «πόλιν
Ελληνίδα Ρώμην»[34].
Ο πρώτος Ρωμαίος
συγγραφεύς και πατήρ της λατινικής γραμματολογίας ήτο Έλλην, ονόματι Λίβιος
Ανδρόνικος[35],
όστις διεμόρφωσε την ρωμαϊκήν φιλολογίαν κατά τα ελληνικά πρότυπα και ούτως
εχάραξε την ελληνικήν γραμμήν των ρωμαϊκών γραμμάτων. Ήλθεν ως αιχμάλωτος εις
την Ρώμην το 272 π.Χ. Μετέφρασε τον Ομήρον εις την υπ' αυτού διαμορφωθείσαν
γραπτήν ρωμαϊκήν, δια να τον χρησιμοποίηση ο ίδιος ως διδακτικόν κείμενον της
λατινικής και ελληνικής γλώσσης δια τους Ρωμαίους μαθητάς του. Μετέφρασε και
άλλα έργα εκ του ελληνικού και έγραψε πρωτοτύπως τα πρώτα ρωμαϊκά θεατρικά έργα
και ποιήματα. Ούτως επεκράτησεν ευθύς εξ αρχής οι εγγράμματοι Ρωμαίοι να
εκμανθάνουν την ελληνικήν ως πρότυπον των ρωμαϊκών γραμμάτων. Έκτοτε ουδέποτε
έπαυσεν η διγλωσσία να κατευθύνη την εξέλιξιν του πολιτισμού των Ρωμαίων.
Οι δυο πρώτοι ιστορικοί
της Ρώμης, ο Fabius Pictor και ο Cincius Alimentus ήσαν Ρωμαίοι, οι οποίοι περί
το 200 π.Χ. έγραψαν ελληνιστί και όχι λατινιστί τας ιστορίας των, διότι οι τότε
μορφωμένοι Ρωμαίοι εγνώριζον καλώς την ελληνικήν[36].
Από το 150 π.Χ. προ της
υπό των Ρωμαίων κατακτήσεως της Ελλάδος, όλοι οι μορφωμένοι Ρωμαίοι ως και
εκείνοι οι όποιοι έκαμνον τους μορφωμένους εγνώριζον καλώς την ελληνικήν
γλώσσαν και φιλολογίαν[37].
Κατά την ιδίαν εποχήν
ακόμη και οι κατ' αρχήν διστακτικοί έναντι των ελληνικών παραδοσιακοί Ρωμαίοι
προύχοντες ηναγκάσθησαν τελικώς να εκμάθουν την ελληνικήν δια το εμπόριον και
δια την διοίκησιν των ελληνικών επαρχιών. Ούτως εξελληνίσθησαν οι κυβερνητικοί,
οι διοικηταί, οι στρατιωτικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι έμποροι[38].
Από του α' αιώνος π.Χ.
επεκράτησεν η παράδοσις οι Ρωμαίοι αριστοκράται, δια να ολοκληρώσουν την
μόρφωσίν των, να σπουδάζουν εις την Ελλάδα[39].
Το 92 π.Χ. οι Ρωμαίοι
έκλεισαν τας λατινικάς σχολάς ρητορικής και ούτως υπεχρέωσαν όλους τους
φοιτητάς να φοιτούν εις τας ελληνικάς σχολάς[40].
Τούτο διότι το επόμενον έτος ήρχισεν ο μέγας πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων και
Λατίνων, κατά την διάρκειαν του οποίου η Ρώμη εκινδύνευσε να καταστραφη[41].
Εν καιρώ ήνοιξαν πάλιν αι λατινικάι σχολαί, αλλά το προβάδισμα εκράτησαν αι
ελληνικαί. Η χρήσις της λατινικής γλώσσης ετονώθη πάλιν, εφ' όσον
εχρησιμοποιήθησαν οι Λατίνοι εις την αποίκισιν και εκλατίνισιν των μετέπειτα
κατακτηθεισών δυτικών επαρχιών[42].
Κατά την ιδίαν εποχήν
κατηργήθη η θέσις του μεταφραστού εις την ρωμαϊκήν Σύγκλητον και έκτοτε
επετράπη η άνευ μεταφράσεως χρήσις της ελληνικής εκ μέρους των εξ Ανατολής
επισκεπτών ομιλητών, διότι όλοι οι Ρωμαίοι προύχοντες και αριστοκράται
εγνώριζον απταίστως πλέον την ελληνικήν[43].
Οι αυτοκράτορες Ιούλιος
Καίσαρ και Αύγουστος Καίσαρ (Οκτάβιος) και ο Κικέρων έγραψαν και ελληνιστί ιστορίας
ή θεατρικά έργα[44].
Ο αυτοκράτωρ Τιβέριος είχε μίαν σπανίως έξαιρετικήν γνώσιν της ελληνικής και
έγραψεν ελληνικά ποιήματα[45].
Ο θετός υιός του
Τιβερίου, ο Γερμανικός, είχε και αυτός έξαιρετικήν γνώσιν της ελληνικής και
έγραψεν ελληνιστί κωμωδίας[46].
Ο θαυμασμός του Νέρωνος
δι' ο,τιδήποτε το ελληνικόν είναι γνωστός.
Ο αυτοκράτωρ στρατηγός
Βεσπασιανός (69-79 μ.Χ.) εγνώριζεν απταίστως τον Όμηρον και επροίκισε λατινικάς
και ελληνικάς έδρας ρητορικής εν Ρώμη[47].
Ο αυτοκράτωρ Τραϊανός
(98 - 117) ίδρυσε την μεγαλυτέραν εν Ρώμη βιβλιοθήκην λατινικών και ελληνικών
βιβλίων και ετίμησε σπουδαίως τον Έλληνα επιστήμονα Πλούταρχον με τον τίτλον
του Υπάτου[48].
Ο αυτοκράτωρ Αδριανός (117 - 138) ίδρυσε το
Αθήναιον εν Ρώμη[49].
Εξ αιτίας της υπερβολικής αφοσιώσεώς του εις τα ελληνικά ωνομάσθη graeculus[50].
Ο Σουετόνιος όστις υπήρξε γραμματεύς του Αδριανού έγραψε και ελληνικά έργα[51].
Ο αυτοκράτωρ Μάρκος
Αυρήλιος (161 - 180) έγραψεν ελληνιστί τας φιλοσοφικός του μελετάς με τίτλον
«Τα εις εαυτόν».
Ο Ρωμαίος πολίτης
απόστολος Παύλος έγραψε την προς Ρωμαίους επιστολήν του ελληνιστί. Τρανή
απόδειξις ότι και ο λαός της Ρώμης ωμίλει την ελληνικήν.
Όλοι οι πρώτοι
Χριστιανοί της Δύσεως και οι επίσκοποι της Ρώμης έγραψαν ελληνιστί[52].
Η λειτουργία της
εκκλησίας της Ρώμης ετελείτο ελληνιστί μέχρι του δ' αιώνος. Άλλη τρανή
απόδειξις ότι η ελληνική ήτο η γλώσσα του πλήθους.
Η ελληνική γλώσσα ήτο η
επικρατούσα εις όλην την περιοχήν της Ρώμης και κάτω Ιταλίας μέχρι τα μέσα του
γ' και ίσως μέχρι τα μέσα του δ' αιώνος[53] ότε
εξησθένησε μόνον διότι μετεφέρθη η πόλις της Ρώμης με τους προύχοντας κατοίκους
της εις την Νέαν Ρώμην. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερεν όχι την πρωτεύουσαν,
άλλα την πόλιν. Μετώκησεν όχι μόνον ο Αυτοκράτωρ, αλλά η πόλις ολόκληρος. Ούτω
μετώκησαν εις την Νέαν Ρώμην οι ύπατοι, οι περισσότεροι συγκλητικοί, οι
μορφωμένοι, οι αρχηγοί γενικώς του στρατού, ολόκληρος σχεδόν η τάξις των
πατρικίων, και μέγα μέρος του πληθυσμού[54].
Το κενόν πού
εδημιουργήθη κατά τον τρόπον αυτόν εις την Πρεσβυτέραν Ρώμην επληρώθη ως επί το
πλείστον από λατινοφώνους Ρωμαίους και δια τον λόγον αυτόν εντός 50 ετών
υπεχρεώθη ο πάπας Δάμασος να εισαγάγη την λατινικήν εις την λατρείαν της
Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Ο πρώτος εν Ρώμη γράψας
λατινιστί και ο πρώτος γράψας μόνον λατινιστί είναι ο πρεσβύτερος Νοδατιανός
μαρτυρήσας περί το 257 - 258[55].
Ο πρώτος λατινιστί
γράψας Χριστιανός ήτο ο Αφρικανός Τερτυλλιανός, όστις έγραψεν όμως και
ελληνιστί[56].
Απεβίωσε το 250.
Αυτός και όλοι οι
μετέπειτα λατινιστί γράψαντες Χριστιανοί αντέγραψαν ελληνικά πρότυπα θεολογίας
εκτός από τον Αυγουστίνον, όστις δεν εγνώριζεν ελληνικά[57].
Ούτος έγινεν ο εθνικός θεολόγος των Φράγκων[58].
Κατά τον τρόπον αυτόν αι
διαφοραί μεταξύ της θεολογίας του Αφρικανού Αυγουστίνου και των λατινοφώνων και
ελληνοφώνων Ρωμαίων έγιναν αι βασικαί διαφοραί μεταξύ των Φράγκων και των Ρωμαίων[59].
Οι μεγαλύτεροι
λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες, ως ο Μέγας Αμβρόσιος, ο Ιερώνυμος, ο Ιωάννης
Κασσιανός, ήσαν πολύ επηρεασμένοι ή και μαθηταί μεγάλων ελληνοφώνων Ρωμαίων
Πατέρων, ως του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγορίου του
Νύσσης, και Ιωάννου Χρυσοστόμου[60].
Επανερχόμενα εις την
αρχαίαν διάκρισιν μεταξύ Ρωμαιών και Λατίνων, δια να τονίσωμεν ότι εσφαλμένως
σήμερον ταυτίζονται υπό των ξένων και των ημετέρων. Εις την αρχαίαν ρωμαϊκήν
ιστορίαν ευρίσκομεν τα εξής·
Ενώ οι Ρωμαίοι είχον
ανάμικτον εθνικήν προέλευσιν λατινικήν, ετρουσκικήν, οσκικήν και ελληνικήν,
επεκράτει το λατινικόν στοιχείον, ως αποδεικνύεται από την κατ' αρχήν
επικρατούσαν αλλ' όχι μόνην γλώσσαν των Ρωμαίων[61].
Ως ήτο φυσικόν αρκεταί
λατινικαί πόλεις συμπεριελήφθησαν τελικώς εις το πολιτικόν σύστημα της Ρώμης με
πλήρη πολιτικά δικαιώματα, αφού οι κάτοικοί των έγιναν πλέον Ρωμαίοι. Παρά
ταύτα πολλαί άλλαι λατινικαί πόλεις όχι μόνον δεν έγιναν ρωμαϊκαί, αλλά και
αντέδρασαν εις την ρωμαϊκήν επικράτειαν γενόμεναι σφοδροί και επικίνδυνοι
εχθροί των Ρωμαίων[62].
Ούτω προέκυψεν η ρωμαϊκή τακτική να μη
συμπεριλαμβάνονται Λατίνοι εις στρατηγικής σημασίας ρωμαϊκάς αποικίας, προ
πάντων μετά τον μέγαν πόλεμον μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων ο οποίος έληξε το 338
π.Χ.[63].
Ούτω μεταξύ των ετών 350 και 270 π.Χ. ιδρύθησαν αμιγείς ρωμαϊκαί αποικίαι από
την Ετρουρίαν μέχρι την Καμπανίαν[64].
Κατά την περίοδον αυτήν έχομεν σαφή διάκρισιν μετάξυ ρωμαϊκών και λατινικών
αποικιών της Ρώμης. Μετά όμως το 183 π.Χ. οι Ρωμαίοι απηγόρευσαν εις τους
Λατίνους να συμμετέχουν εις την περαιτέρω ίδρυσιν και λειτουργίαν αποικιών[65].
Κατά παράκλησιν των λατινικών πόλεων αλλά και κατά
το ιδικόν των θέλημα απέσυραν οι Ρωμαίοι το 187 π.Χ. το δικαίωμα από τους εν
Ρώμη διαβιούντας Λατίνους να αποκτήσουν την ρωμαϊκήν ιθαγένειαν ή υπηκοότητα[66]
εκτός εάν είχον απογόνους εις τον τόπον της προελεύσεως των. Εντός των πλαισίων
του αυτού πνεύματος απηγορεύθη το 126/5 π.Χ. η είσοδος των Λατίνων εις την
Ρώμην[67].
Κατά την διάρκειαν του αναφερθέντος πολέμου του
91-83 π.Χ. μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων οι Ρωμαίοι έδωσαν υπηκοότητα εις τους
παραμείναντας πιστούς Λατίνους, αλλά δεν έδωσαν με αυτήν πραγματικόν δικαίωμα
ψήφου[68].
Επί πολύν καιρόν επεκράτει εις την ρωμαϊκήν
νομοθεσίαν η διάκρισις μεταξύ Ρωμαίων υπηκόων και Λατίνων υπηκόων. Η λατινική
υπηκοότης ήτο γνωστή ως «Λατίνιτας» και εθεωρείτο κατωτέρα της ρωμαϊκής, δηλαδή
της «Ρωμάνιτας»[69].
Πάντα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η Ρώμη ως πόλις
- κράτος δεν εταυτίζετο ποτέ ούτε με τους Λατίνους ούτε με την λατινικήν
γλώσσαν και δια τον λόγον αυτόν το 92 π.Χ. έκλεισαν οι Ρωμαίοι τα λατινικά
σχολεία της Ρώμης, δια να υποχρεώσουν την φοίτησιν εις τα ελληνικά σχολεία.
Δηλαδή δεν ήτο μόνον η έλξις προς την ελληνικήν γλώσσαν και τον ελληνικόν
πολιτισμόν, ήτις συνετέλεσεν εις την ελληνοποίησιν της Ρώμης, αλλά και η ανωτέρω
εν συντομία περιγραφείσα διάκρισις και διαφορά μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων.
Οι Ρωμαίοι δεν είχον λατινικήν εθνικήν συνείδησιν
αλλά ρωμαϊκήν. Δεν ήσαν Λατίνοι. Ήσαν Ρωμαίοι.
Ούτως εξηγείται πως επεκράτησεν οι Φράγκοι του
μεσαίωνος να λέγονται υπό των εν Ανατολή Ρωμαίων «Λατίνοι», περίπου όπως
επεκράτησεν οι Τούρκοι να λέ-γωνται «Πέρσαι». Δηλαδή οι εν Νέα Ρώμη ημέτεροι
συνήθιζον ως φαίνεται να δίδουν εις νεωτέρους εχθρούς ονόματα αρχαίων εχθρών.
Επίσης φαίνεται ότι οι Ρωμηοί ωνόμασαν τους
Φράγκους Λατίνους, διότι τους εθεωρούσαν ως κατωτέρους των Ρωμαίων και
συγχρόνως ηνωμένους με τους Ρωμαίους. Αγράμματοι όντες και αγνοούντες την
ρωμαϊκήν παράδοσιν οι Φράγκοι ευχαρίστως εδέχθησαν το όνομα Λατίνος,
νομίζοντες, ως θα ίδωμεν ότι είναι ταυτόν με το Ρωμαίος.
Έχοντες
υπ' όψιν αυτά ως και άλλα όσα ελέχθησαν προηγουμένως περί της Ρωμαιοσύνης,
πρέπει να χαρακτηρίσωμεν τον ισχυρισμόν ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινεν
ελληνική και ως εκ τούτου βυζαντινή όχι μόνον μύθον, αλλά και απάτην κακοήθη,
αφού η ήδη εξελληνισθείσα Ρώμη μετεφέρθη εις την Νέαν Ρώμην. Εξ άλλου είναι
πλάνη ότι εξελληνίσθη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ήδη η ρωμαϊκή δημοκρατία είχε
σχεδόν πλήρως εξελληνισθή, πριν γεννηθή εξ αυτής η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή η
Ρωμανία.
Θα αναπτύξωμεν εις το κεφάλαιον στ' τα φεουδαλικά
θεμέλια της μεσαιωνικής φραγκικής αντιλήψεως περί της μεταβολής της Ρωμαιοσύνης
εις Γραικισμόν.
Όταν οι Φράγκοι ωνόμασαν τον εν Κωνσταντινουπόλει
βασιλέα των Ρωμαίων «αυτοκράτορα των Γραικών» και έδωσαν τον τίτλον «αυτοκράτωρ
των Ρωμαίων» εις τον πρώτον ρήγα των Τευτονοφράγκων, απήντησαν οι ημέτεροι ότι
οι μόνοι Ρωμαίοι είναι οι ανήκοντες εις την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην
πολίται και ο βασιλεύς αυτών είναι ο μόνος βασιλεύς των Ρωμαίων[70].
Αυτή ήτο η γραμμή του έθνους και η βαθεία πεποίθησις αυτού όχι μόνον μέχρι της
αλώσεως αλλά και κατά την τουρκο-κρατίαν. Πάντοτε ως κύριον εθνικόν όνομα
είχομεν ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι το Ρωμαίος ή το Ρωμηός μέχρι σήμερον. Ομιλούμεν
ρωμαίικα, χορεύομεν ρωμαίικους χορούς και τραγουδάμε ρωμαίικα τραγούδια[71].
Ως είναι φυσικόν οι Τευτονοφράγκοι ή Γερμανοί
αυτοκράτορες από του Όθωνος του Α' (936-973) μέχρι του Φραγκίσκου Α' της
Αυστρίας (1806) λέγονται εις τα ευρωπαϊκά εγχειρίδια «αυτοκράτορες των
Ρωμαίων», ενώ οι πραγματικοί βασιλείς των Ρωμαίων εν Νέα Ρώμη λέγονται
«βυζαντινοί αυτοκράτορες». Παραδόξως όμως το ίδιον ακριβώς συμβαίνει εις τα
σχολικά βιβλία της Ελλάδος ως και εις ελληνικάς εγκυκλοπαίδειας.
Τούτο οφείλεται εις την τεραστίαν επιρροήν ή ίσως
και ωργανωμένα σχέδια των Ευρωπαίων και Ρώσων μέσω των Νεογραικύλων. Το
δουλοπρεπές εις την Φραγκιάν και αφελέστατον νεογραικικόν πνεύμα φαίνεται σαφώς
εις το παράδειγμα του Αδαμαντίου Κοραή. Ούτος απορρίπτει ως εθνικόν όνομα το
Ρωμαίος και ισχυρίζεται ότι πρέπει να λεγώμεθα ή Έλληνες ή Γραικοί. Γράφει: «Εν
από τα δύο λοιπόν ταύτα είναι το αληθινόν του έθνους όνομα. Επρόκρινα το
Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης»[72].
Απορεί κανείς πώς ο μορφωμένος ούτος ανήρ δεν ήνοιξε κανένα ευρωπαϊκόν λεξικόν
της εποχής του να ίδη ότι το «Γραικός» δια τους συγχρόνους του Ευρωπαίους
εσήμαινεν αιρετικός, κλέπτης, ψεύτης, αγύρτης και απατεών[73].
Δηλαδή η εμμονή των Φράγκων εις το να μας ονομάζουν «Γραικούς» αντί Ρωμαίων δεν
υπήρξεν απλή άρνησις, αλλ' απέκτησε το αποδοθέν όνομα «Γραικός» έντονον
υβριστικήν σημασίαν[74].
Φαίνεται ότι το 1901 το όνομα Έλλην ήτο ακόμη
τόσον ασύνηθες εις τον λαόν της τότε Ελλάδος ώστε να παρακίνηση τον Κωστήν
Παλαμάν να γράψη την 12ην Όκτωβρίου άρθρον εις την εφημερίδα «Άστυ» και να
υποστήριξη ότι ο ακραιφνώς δημώδης τύπος του εθνικού ημών ονόματος είναι Ρωμιός
και ένεκα τούτου προτιμητέος του δυσκίνητου ονόματος Έλλην, όπερ θεωρεί
δημιούργημα της επισήμου γλώσσης[75].
Ούτως υπό την πνευματικήν ηγεμονίαν των
Νεογραικών, τύπου Κοραή, εξηφανίσθη η ιστορική ρωμαίικη διάκρισις μεταξύ
Ρωμαίων και Φράγκων και αντικατεστάθη με την φραγκικήν ή ευρωπαϊκήν διάκρισιν
μεταξύ Λατίνων και Γραικών.
Κατά την ρωμαϊκήν άντίληψιν περί ιστορίας
συμπεριλαμβάνονται εις την Ρωμαιοσύνην οι λατινόφωνοι και ελληνόφωνοι Ρωμαίοι.
Εις την Φραγκοσύνην συμπεριλαμβάνονται οι Τεύτονες, Γότθοι, Ουανδάλοι, Φράγκοι,
Σάξωνες, Βουργουνδοί, Λογγοβάρδοι και Νορμανδοί κατακτηταί της δυτικής
Ρωμαιοσύνης, δηλαδή οι Ευρωπαίοι.
Κατά την ρωμαίικην αντίληψιν περί ιστορίας
ουδέποτε έγινε τον ια' αιώνα σχίσμα μεταξύ των Ρωμαίων της Πρεσβυτέρας Ρώμης
και των Ρωμαίων της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης.
Όμως έγινε σχίσμα μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων κατά
τας αρχάς του θ' αιώνος, όταν ο Κάρολος, ο λεγόμενος υπό των Ευρωπαίων Μέγας,
κατεδίκασε την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον και εδογμάτισε την προσθήκην του
Filioque εις το σύμβολον της πίστεως το 809[76].
Οι Ρωμαίοι των πέντε πατριαρχείων, Πρεσβυτέρας
Ρώμης, Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, αντέδρασαν δραστηρίως
και κατεδίκασαν ως αιρετικούς τους Φράγκους κατά την Η' εν Νέα Ρώμη
Οικουμενικήν Σύνοδον του 879.
Οι Φράγκοι όμως είχον γίνει κυρίαρχοι της βορείου
και μέσης ιταλικής Ρωμανίας από το 754 και προσεπάθησαν να καταλάβουν το
πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αλλά αντέδρασαν δραστηρίως οι εν ιταλική
Ρωμανία Ρωμαίοι με την ισχυράν συμπαράστασιν των ελευθέρων Ρωμαίων της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, οι οποίοι από το 867 ήρχισαν την επανάκτησιν της
κάτω ιταλικής Ρωμανίας από τους Σαρακηνούς. Δια να εννοήση κανείς τον
στενότατον σύνδεσμον μεταξύ των Ρωμαίων της ιταλικής Ρωμανίας και των Ρωμαίων
της ανατολικής Ρωμανίας αρκεί να έχη υπ' όψιν ότι μεταξύ των ετών 650 και 750
υπήρξαν 18 πάπαι της Πρεσβυτέρας Ρώμης εκ των όποιων οι 11 ήσαν ελληνόφωνοι
Ρωμαίοι και οι 7 λατινόφωνοι Ρωμαίοι[77].
Πάντως οι Ρωμαίοι ηγωνίσθησαν σκληρώς να διατηρήσουν το πατριαρχείον της
Πρεσβυτέρας Ρώμης εις την Ρωμαιοσύνην. Αλλά από του Όθωνος του Α' (936-973) της
Γερμανίας οι Τευτονοφράγκοι ψευδοαυτοκράτορες των Ρωμαίων ήρχισαν να επεμβαίνουν
στρατιωτικώς εις τα θέματα της Πρεσβυτέρας Ρώμης με αποτέλεσμα να αποχώρηση από
τον θρόνον της Ρώμης ο τελευταίος πιστός εις την Ρωμηοσύνην Ρωμαίος πάπας το
1009[78].
Έκτοτε ο θρόνος του πάπα της Ρώμης περιήλθεν εις τους Λατινοφράγκους
(Φραντσέζους), εις τους Τευτονοφράγκους (Γερμανούς) και εις τους Ιταλοφράγκους
(τους αναμιχθέντας Λογγοβάρδους και Φράγκους), και ούτω το 1009 έπαυσαν τα
εναπομείναντα ρωμαίικα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας,
Αντιοχείας και Ιεροσολύμων να μνημονεύουν εις τα δίπτυχα των τους μετά το 1009
πάπας.
Ούτω συμπεριελήφθη γεωγραφικώς μόνον η περιοχή της
εκκλησίας της Πρεσβυτέρας Ρώμης εις το παλαιότερον σχίσμα των Φράγκων. Με άλλα
λόγια δεν απεσχίσθησαν οι ομοεθνείς εν ιταλική Ρωμανία Ρωμαίοι από τους ανατολικούς
Ρωμαίους, αλλά κατεκτήθησαν και συν τω χρόνω αφωμοιώθησαν.
Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν η σημερινή παπική
εκκλησία δεν είναι η εκκλησία του έθνους των Ρωμαίων. Είναι απλώς η εκκλησία
των Ευρωπαίων εν τη παλαιά πρωτευούση της Ρωμαιοσύνης.
Τούτο φαίνεται και από το εξής γεγονός. Ολόκληρος
η Ιταλία ελέγετο Ρωμανία ως μέρος της οικουμενικής Ρωμανίας. Μάλιστα δε το
όνομα Ρωμανία παρέμεινεν ως το όνομα της εν Ιταλία Εξαρχίας μεταβληφείσης υπό
του Πεπίνου εις παπικόν κράτος το 756[79].
Εξηκολούθει δε να ονομάζεται ούτω και μετά την εκτόπισιν των Ορθοδόξων Ρωμαίων
από τον θρόνον του πατριαρχείου της Ρώμης το 1009. Παραλλήλως όμως από της
καθόδου των εις την ιταλικήν Ρωμανίαν οι Φράγκοι περιώρισαν το όνομα Ρωμανία
εις τας φραγκικάς και λογγοβαρδικάς εν Ιταλία κτήσεις. Αφού μετωνόμασαν τους
ανατολικούς Ρωμαίους και τον βασιλέα των εις Γραικούς, μετωνόμασαν την εκτός
των φραγκικών κτήσεων Ρωμανίαν εις «Γραικίαν», «imperium graecum», και «terra
graecorum». Τα υπό των «Γραικών» κατεχόμενα εν Ανατολή εδάφη γίνονται πάλιν
Ρωμανία, όταν σχεδιάζουν να τα κατακτήσουν και όταν τα κατακτούν οι Φράγκοι[80].
Εν καιρώ όμως εξέλιπε το κρατικόν μας όνομα από το παπικον κράτος και
περιωρίσθη υπό την παρεφθαρμένην μορφήν Romagna ως όνομα της επαρχίας της
Ραβέννης, της παλαιάς πρωτευούσης της εν Ιταλία Ρωμανίας.
Αλλά και οι σημερινοί ακόμη Ευρωπαίοι και Ρώσοι
δεν βλέπουν ούτω την ιστορίαν. Τούτο είναι φυσικόν εφ' όσον εις τας
φραγκοευρωπαϊκάς πηγάς (εν αντιβολή προς αλλάς ευρωπαϊκάς πηγάς) δεν υπάρχουν
εις την Ανατολήν Ρωμαίοι, ούτε Ρωμανία, αλλά μόνον «Γραικοί» και «Γραικία».
Επομένως αντί να διακρίνουν σαφώς μεταξύ Φράγκων
και Ρωμαίων, η Λατίνων και Ρωμαίων, διακρίνουν οι Ευρωπαίοι και Ρώσοι μεταξύ
Λατίνων και «Γραικών». Δηλαδή βλέπουν την ιστορίαν όχι μέσω της ρωμαϊκής
παραδόσεως αλλά μέσω της φραγκικής. Εκ των Ευρωπαίων του μεσαίωνος μόνον οι
Φράγκοι, δηλαδή οι Λατινοφράγκοι, οι Τευτονοφράγκοι, και οι Λογγοβαρδοφράγκοι
έκαμνον τον μεσαίωνα τον διαχωρισμόν μεταξύ των δυτικών Ρωμαίων της παπικής
Ρωμανίας και των δήθεν μη Ρωμαίων «Γραικών» της ανυπάρκτου «Γραικίας». Όλοι οι
άλλοι Ευρωπαίοι και οι Άραβες και οι Τούρκοι ανεγνώριζον τους διαχωρισθέντας
και διακριθέντας ούτως ως ένα και ενιαίον λαόν των Ρωμαίων της μιας και ενιαίας
Ρωμανίας.
Σύν τω χρόνφ όμως όλοι οι Ευρωπαίοι και οι Ρώσοι
και τελικώς και οι Νεογραικοί εδέχθησαν την ως άνω περιγραφείσαν γραμμήν των
Φράγκων και επεκράτησε να διακρίνουν μεταξύ «λατινικού» και «γραικικού»
Χριστιανισμού και ούτω προβάλλουν το ψεύδος ότι ο «λατινικός» Χριστιανισμός με
κέντρον τον πάπαν της Ρώμης είναι μία συνεχής και αδιάκοπος ιστορική
πραγματικότης, από τον πρώτον αιώνα μέχρι σήμερον.
Οι δυτικοί ιστορικοί γνωρίζουν καλώς και
περιγράφουν λεπτομερώς τον αγώνα πού έκαμον οι Ρωμαίοι της Πρεσβυτέρας Ρώμης να
διατηρήσουν την ρωμαϊκότητα της μικράς τότε επταμελούς ιεράς συνόδου των και
του θρόνου του πάπα, όστις ήτο ο εθνάρχης της εν τη Δύσει Ρωμαιοσύνης[81].
Ακολουθούντες όμως μέχρι σήμερον οι Ευρωπαίοι την φραγκικήν ιστορικήν
παράδοσιν, περιγράφουν τον αγώνα αυτόν πού διήρκεσεν από το 754 μέχρι το 1009
ως αγώνα διεφθαρμένων Ρωμαίων κληρικών και προυχόντων λαϊκών να διατηρήσουν ως
εθνικόν μονοπώλιον εις χείρας των την πολιτικήν, οικονομικήν και εκκλησιαστικήν
ισχύν με την βοήθειαν του «γραικικού» η «βυζαντινού» κράτους. Εις όλα τα δυτικά
εγχειρίδια η εποχή αύτη περιγράφεται ως η περίοδος καθ’ ήν η εκκλησία της
Πρεσβυτέρας Ρώμης ευρίσκετο υπό την κυριαρχίαν των Ρωμαίων λαϊκών και της
διαφθοράς. Περιγράφεται μάλιστα ως η εποχή της παπικής πορνοκρατίας. Περιέργως
όμως οι καλοί και άγιοι πάπαι είναι πάντοτε οι φραγκόφιλοι και οι Φράγκοι, ενώ
οι διεφθαρμένοι πάπαι είναι πάντοτε οι Ρωμαίοι φίλοι των διεφθαρμένων
«Βυζαντινών» ή «Γραικών».
Ούτως η κάθοδος των Φράγκων το 754 εις την
ιταλικήν Ρωμανίαν δια την απελευθέρωσιν των Ρωμαίων από τον λογγοβαρδικόν
κίνδυνον έλαβε την μορφήν σειράς απελευθερώσεων της εκκλησίας των Ρωμαίων από
όλα τα κακά.
Πρώτον ονομάζουν τους ανατολικούς Ρωμαίους
«Γραικούς», «Βυζαντινούς» και «αιρετικούς» και τους εμφανίζουν ούτως ως μίαν
ξένην εν Ιταλία αποικιοκρατίαν. Συνηθίζεται υπό ορισμένων μάλιστα αι
απελευθερώσεις και επανακτήσεις του Μεγάλου Ιουστινιανού εν τη Δύσει να
λέγονται κατακτήσεις, εφ’ όσον γίνονται όχι υπό Ρωμαίου αλλά υπό βυζαντινού
αυτοκράτορος· οι Ρωμαίοι έχασαν τας δυτικάς επαρχίας, οι Βυζαντινοί τας
κατακτούν.
Ούτως οι Ευρωπαίοι φαντάζονται μέχρι σήμερον τους
Φράγκους ως τους απελευθερωτάς των Ρωμαίων και της εκκλησίας της Ρώμης από τους
κακοδόξους και ξένους προς το γνήσιον λατινορρωμαϊκόν γένος «Γραικούς» ή
«Βυζαντινούς».
Εις την πραγματικότητα όμως πρόκειται περί
απελευθερώσεως Ρωμαίων από Ρωμαίους!
Κάτι παρόμοιον γίνεται με την ιστορίαν της Μέσης
Ανατολής οπού οι ιθαγενείς Ρούμ εμφανίζονται ως χαρούμενοι όταν οι Άραβες τους
«απελευθέρωσαν» από τους «Βυζαντινούς».
Εμφανίζουν οι Ευρωπαίοι τας επεμβάσεις των
Τευτονοφράγκων ψευδοαυτοκρατόρων των Ρωμαίων εις τας εκλογάς των πάπων και την
υπό των ηγεμόνων τούτων βιαίαν επιβολήν φραγκοφίλων και Φράγκων πάπων ως
απελευθέρωσιν της Παπωσύνης από την κυριαρχίαν των λαϊκών και της ανηθικότητος.
Εμφανίζουν οι Ευρωπαίοι την κάθοδον των φραγκικών
μοναχικών ταγμάτων προς κατάληψιν της Ρώμης και κάτω Ιταλίας ως πνευματικήν
ενίσχυσιν μιας πνευματικώς εν καταπτώσει εκκλησίας, ενώ εις την πραγματικότητα
οι Ρωμαίοι, οι λατινόφωνοι και κυρίως οι ελληνόφωνοι, την εποχήν αυτήν είχον εν
κάτω Ιταλία κατά διαφόρους πληροφορίας 200 - 1500 μοναστήρια[82].
Αι επεμβάσεις των Φράγκων εις τον διορισμόν
Λατινοφράγκων, Τευτονοφράγκων και Ιταλοφράγκων παπών εμφανίζονται ως
απελευθέρωσις της εκκλησίας της Ρώμης από τον στενόν ρωμαϊκόν εθνικισμόν και ως
διεθνοποίηοις της Παπωσύνης. Ακριβώς το ίδιον ζητούν οι Παπικοί να γίνη με τα
ρωμαϊκά προσκυνήματα των Ιεροσολύμων.
Προ ολίγων ετών ενεφανίζετο η κάθοδος της Φραγκιάς
εις την κάτω ιταλικήν Ρωμανίαν ως απελευθέρωσις των Ρωμαίων από την δήθεν
ανήθικον παράδοσιν να είναι νυμφευμένος ο ενοριακός κλήρος. Περιέργως βλέπομεν
σήμερον χιλιάδες φραγκοπαπάδες να εγκαταλείπουν τας τάξεις του κλήρου δια να
νυμφευθούν.
Ως πνευματικοί απόγονοι των Φράγκων αδυνατούν οι
Ευρωπαίοι να ερμηνεύσουν ορθώς την μεταβολήν της Παπωσύνης από ρωμαϊκόν εις
φραγκικόν πατριαρχείον, επειδή εκληρονόμησαν την μεσαιωνικήν φραγκικήν
προπαγάνδαν, καθ' ήν η φραγκική Παπωσύνη είναι ταυτόν με την προγενεστέραν
Παπωσύνην των Ρωμαίων. Ούτω βλέπομεν τους Παπικούς μέχρι σήμερον μαζί με τους
Προτεστάντας να ανατρέχουν εις όλην την προ του θ' αιώνος Παπωσύνην προς
ανεύρεσιν τεκμηρίων, δια να αποδείξουν ότι ο πάπας της Ρώμης ήτο δογματικώς
πάντοτε ή από πολύ ενωρίς αυτό το οποίον είναι δια τους Ευρωπαίους σήμερον.
Δυστυχώς όμως αυτά τα πιστεύουν σήμερον και οι
Νεογραικοί, οίτινες καταφεύγοντες εις την ευρωπαϊκήν και ρωσικήν επιστήμην
κάμνουν και αυτοί σύγχυσιν μεταξύ της ρωμαίικης Παπωσύνης προ του 1009 και της
φραγκικής Παπωσύνης μετά το 1009, απλούστατα διότι αποκηρύξαντες το όνομα
Ρωμαίος δια τον εαυτόν των εδέχθησαν ως βάσιν του όλου προσανατολισμού των προς
την ιστορίαν την φραγκικήν διάκρισιν μεταξύ «λατινικού» και «γραικικού»
Χριστιανισμού.
Ο αφανισμός της δυτικής Ρωμαιοσύνης και η
αντικατάστασις αυτής υπό της Φραγκοσύνης εμφανίζεται εις την Ευρώπην μέχρι
σήμερον ως απόσπασις, αποχώρησις και σχίσμα των λεγομένων «Γραικών» με τα
«γραικικά» των πατριαρχεία από την υπό του Χρίστου δήθεν ιδρυθείσαν λεγομένην
μεν ρωμαϊκήν αλλά εις την πραγματικότητα φραγκικήν Παπωσύνην[83].
Το ψευδές της όλης εικόνος ταύτης φαίνεται σαφώς και αμέσως όταν
χρησιμοποιούνται τα πραγματικά ιστορικά ονόματα της ρωμαίικης παραδόσεως. Τότε
βλέπομεν πως οι Ευρωπαίοι επιδιώκουν να πιστευθή ότι η Ρωμαιοσύνη απεσπάσθη
δήθεν από την Φραγκοσύνην. Ο σημερινός Ευρωπαίος όμως δεν δύναται να διακρίνη
την ιστορικήν ταύτην πραγματικότητα, διότι εις αυτόν η ιστορία εμφανίζεται ωσάν
«Γραικοί» να απεσπάσθησαν από ρωμαϊκήν εκκλησίαν, εφ' όσον κατ' αυτούς τα εν τη
Ανατολή πατριαρχεία των Ρωμαίων είναι γνωστά ως «γραικικά» και η φραγκική
Παπωσύνη είναι γνωστή με την τοπωνυμίαν της έδρας της ως ρωμαϊκή και μέσω του
τοπικού τούτου ονόματος μόνον συνδέεται με την αρχαίαν ιστορίαν της Ρώμης, με
την οποίαν δεν έχει καμμίαν αλλην ουσιαστικήν σχέσιν.
Πάντως η παλαιά Φραγκιά δεν υπάρχει πλέον. Εξ
επόψεως πολιτεύματος οι επί το πλείστον απόγονοι των κατακτηθέντων Ρωμαίων και
Σλαύων δουλοπάροικων και τεχνιτών (artisans) ως και της μεταγενεστέρως
αναπτυχθείσης τάξεως των κωμοπολιτών (burghers) της Ευρώπης επανεστάτησαν με
αρχήν την Γαλλικήν Επανάστασιν (1789) κατά της τευτονικής τάξεως και τευτονικής
προελεύσεως τάξεως των ευγενών και ούτως η φεουδαλική Φραγκιά μετετράπη εις την
σημερινήν Ευρώπην της οποίας μέγα μέρος επηρεάζεται ισχυρώς από την έστω και
παραμορφωμένην η φραγκευμένην μορφήν της Ρωμαιοσύνης, ως διασώζεται εις την σημερινήν
Παπωσύνην. Δια τούτο βάσει της Ρωμαιοσύνης δύνανται οι Ρωμηοί να καλλιεργήσουν
σταθεράς σχέσεις με τους εν λόγω απογόνους των Ρωμαίων της Ευρώπης. Αφού από
τους Φράγκους έμαθαν να μισούν «Γραικούς» και «Βυζαντινούς», ας μάθουν ότι εις
την πραγματικότητα εμίσησαν Ρωμαίους.
Εξ επόψεως δε θεολογικής όχι μόνον οι Προτεστάνται
αλλά και οι ίδιοι οι λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί εστράφησαν εναντίον της
θεολογίας των Φράγκων κατακτητών των και εν πολλοίς εδικαίωσαν τους προγόνους
ημών, οίτινες αντεστάθησαν δραστηρίως κατά των καινοτομιών των τότε αγραμμάτων
Ευρωπαίων του μεσαίωνος. Επί πολλάς δεκαετηρίδας τα δογματικά και ιστορικά
θεμέλια του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού κλυδωνίζονται. Εξ αιτίας του νεογραικικού
πνεύματος και της ταυτίσεως αυτού με κάθε τι το ευρωπαϊκόν είχεν αρχίσει να
επικρατή η εντύπωσις ότι αι δεισιδαιμονίαι του ευρωπαϊκού Χριστιανισμοί είναι
γνωρίσματα και της Ορθοδοξίας, εφ' όσον ελησμονείτο η διάκρισις μεταξύ
Ρωμαιοσύνης και Φραγκοσύνης. Ούτως έχω εύρει προσωπικώς πολλούς νέους εν Ελλάδι
οι οποίοι είχον την εντύπωσιν ότι και η Ρωμηοσύνη είχε την Ιεράν Εξέτασιν του
δυτικού μεσαίωνος. Μάλιστα διαβάζουν βιβλία γραμμένα υπό Ευρωπαίων κατά του
ευρωπαϊκού Χριστιανισμού και νομίζουν ότι τα εν λόγω επιχειρήματα ισχύουν και
εναντίον της Ρωμηοσύνης, ακριβώς όπως ενόμιζον οι τύπου Κοραή Νεογραικοί. Τί
άλλο να πιστεύση ο νέος, όταν ακούη την προπαγάνδαν των Νεογραικών ότι ο
δυτικός και ο ελληνικός πολιτισμός είναι ταυτόν και ότι δεν υπάρχουν σπουδαίαι
διαφοραί μεταξύ του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας; Τί άλλο να
πιστεύση ο νέος όταν εκκλησιαστικοί ηγέται κηρύττουν ότι δεν υπάρχουν διαφοραί;
Το παράδοξον όμως είναι ότι κυρίως από της λήξεως της Β' Βατικανείου Συνόδου της Παπικής Εκκλησίας το 1965, το μέτωπον ολόκληρον της δυτικής εν γένει θεολογικής μεθόδου κατέρρευσε, με αποτέλεσμα ο ευρωπαϊκός και αμερικανικός Χριστιανισμός να ευρίσκεται ήδη εις μίαν συγκεχυμένην και κινδυνώδη κατάστασιν. Σημασίαν πάντως έχει το γεγονός ότι μικρά μεν αλλά ισχυρά ομάς δυτικών θεολόγων είχεν ήδη από ετών στρέψει την προσοχήν της εις την ερευναν της ορθοδόξου πατερικής παραδόσεως και του μοναχισμού αυτής.
Ως γνωστόν το νεογραικικόν πνεύμα είχε διαποτίσει
ολόκληρον το Πανεπιστήμιον των Αθηνών από της ιδρύσεως του με αποτέλεσμα και η
θεολογική του Σχολή κυριολεκτικώς να καταποντισθή μέσα εις τα πικραίνοντα ύδατά
του. Ούτως αντί να συνέχιση την θεολογικήν μέθοδον της Ρωμαιοσύνης, ηκολούθει
τας μεθόδους της Ευρώπης και της Ρωσίας. Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν του
ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ήρχισαν οι πνευματικοί ηγέται αυτού να λησμονούν
ότι εις τον χώρον του πνεύματος είναι η πρώτη ηγετική δύναμις του
Χριστιανισμού. Αντί κεφαλής έγιναν ουρά.
Εναντίον της καταστάσεως ταύτης ύψωσε την φωνήν
του ο νεώτερος πατήρ της Εκκλησίας, ο άγιος Νεκτάριος. Σύν τω χρόνω ήρχισε
μεταξύ θεολόγων τινών κίνημα επανόδου εις την παράδοσιν, το οποίον κατέκτησε
την θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως και το μεγαλύτερον
μέρος της των Αθηνών[84]. Και
αυτός ακριβώς είναι ο λόγος δια τον οποίον η ελλαδική θεολογία δεν επηρεάζεται
επικινδύνως από την γενικώς σήμερον επικρατούσαν εν τη δυτική θεολογία
ακαταστασίαν ασφαλώς εάν είχεν επικρατήσει το νεογραικικόν πνεύμα, θα είχομεν
απολέσει και εκκλησιαστικώς την Ρούμελην.
Κατά τα μέσα του θ' αιώνος ο πατριάρχης και ο εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλεύς των Ρωμαίων, εν συνεργασία μετά των τότε
Ορθοδόξων Ρωμαίων πάπων της Πρεσβυτέρας Ρώμης, ητοίμαζον μετά μεγάλης
επιμελείας ιεραποστολικόν επιτελείον δια την εκχριστιάνισιν των Σλαύων κατά το
ορθόδοξον δόγμα. Ήδη δε ειργάζοντο Φράγκοι ιεραπόστολοι δια τον ίδιον σκοπόν.
Χρήζει προσοχής το γεγονός ότι οι εκ Θεσσαλονίκης αυτάδελφοι άγιοι Κύριλλος και
Μεθόδιος απεστάλησαν εις τους εντός της φραγκικής κυριαρχίας και επιρροής
Σλαύους.
Το 794 οι Φράγκοι κατεδίκασαν την Ζ' Οικουμενικήν
Σύνοδον. Παρά τας διαμαρτυρίας του πάπα Ρώμης και του πατριάρχου Ιεροσολύμων το
808, οι Φράγκοι ανεκήρυξαν το 809 εις δόγμα την κακόδοξον προσθήκην του
Filioque εις το συμβολον της πίστεως. Ο τότε Ρωμαίος πάπας της Ρώμης Λέων Γ'
απήντησε δια της χαράξεως του συμβόλου άνευ της προσθήκης επί δυο αργυρών
πλακών εν τω ναώ του Αγίου Πέτρου μετά της επιγραφής· «ταύτα Λέων έθηκα δι'
αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως».
Δια της καταδίκης της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου και
δια της δογματοποιήσεως του Filioque, παρά τας διαμαρτυρίας του πάπα Ρώμης και
του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ο Φράγκος ηγεμών Κάρολος, ο γνωστός εις την Δύσιν
ως Μέγας, εκήρυξε την δογματικήν υπεροχήν των Φράγκων έναντι των Ρωμαίων και τον
δογματικόν πόλεμον, δια να χρησιμεύση η φραγκική ορθοδοξία εις την εκτόπισιν
της δήθεν πλάνης ή οπισθοδρομικής θεολογίας των Ρωμαίων και δια την εδραίωσιν
και μονιμοποίησιν της φραγκικής επεκτεινόμενης κυριαρχίας, η όποια ήδη
συμπεριελάμβανε μεγάλα τμήματα της δυτικής Ρωμανίας, δηλ. της σημερινής
Γαλλίας, Ελβετίας, Γερμανίας, Αυστρίας και της προ ολίγου κατακτηθείσης βορείου
και μέσης Ιταλίας.
Η εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης δια της ιεράς
συνόδου αυτής είχε την άμεσον δικαιοδοσίαν επί της λατινοφώνου μέσης Ιταλίας
και μέρους της ελληνοφώνου κάτω Ιταλίας. Όμως η λατινόφωνος μέση Ιταλία,
συμπεριλαμβανομένης της Ρώμης, κατεκτήθη υπό των Φράγκων, ενώ η ελληνόφωνος
κάτω Ιταλία παρέμεινε πολιτικώς και εκκλησιαστικώς εις την Κωνσταντινούπολιν.
Κατά τους χρόνους της αποστολής των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου η κυριαρχία των
Φράγκων επί της μέσης Ιταλίας είχε χαλαρωθή.
Ενώ οι τότε Ορθόδοξοι Ρωμαίοι πάπαι επέτρεπον την
εν τη λάτρεια χρήσιν άλλων γλωσσών, οι Φράγκοι επέμενον εις την λατινικήν
γλώσσαν ως μέσον κυριαρχίας και αφομοιώσεως των υπ’ αυτών κατακτηθέντων Ρωμαίων
και Σλαύων και ενώσεως των χριστιανών υπό την δικαιοδοσίαν αυτών.
Ενώπιον του φραγκογερμανικού τούτου κινδύνου οι εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη Ρωμαίοι εκινήθησαν δραστηρίως δια την διάσωσιν της
εν τη Δύσει Ορθοδοξίας και της εθνικής ελευθερίας των δυτικών Ρωμαίων και
Σλαύων, ως και δια την εξασφάλισιν των επαρχιών της κάτω ιταλικής Ρωμανίας, αι
οποίαι συνώρευον τώρα μετά του εν Ιταλία φραγκικού κράτους.
Δια τους λόγους αυτούς ως και δια την ορθήν κατήχησιν
και στερέωσιν των Σλαύων εν τη αληθεί ευσεβεία του Χρίστου απεφασίσθη η χρήσις
της σλαυικής γλώσσης και του ορθοδόξου συμβόλου της πίστεως, η αντικατάστασις
του φραγκικού συμβόλου με το ορθόδοξον εις τους ήδη υπό των Φράγκων
βαπτισθέντας, και επί πλέον απεφασίσθη αι νέαι υπό των άγιων Κυρίλλου και
Μεθοδίου ιδρυθείσαι Εκκλησίαι να υπάγωνται εις την Πρεσβυτέραν Ρώμην.
Μετά τας πρώτας επιτυχίας των οι απόστολοι ούτοι
των Σλαύων επεσκέφθησαν τον πάπαν Αδριανόν τον Β', ο οποίος ενέκρινε το έργον
αυτών υπέρ της σλαυικής γλώσσης και εναντίον του φράγκικου Filioque. Κατά την
επίσκεψιν ταύτην εξεδήμησε προς Κύριον ο άγιος Κύριλλος, καρείς μοναχός. Ο
άγιος Μεθόδιος εχειροτονήθη επίσκοπος και εγκατεστάθη υπό του πάπα ως
αρχιεπίσκοπος Σιρμίου δια τους εναπομείναντος Ρωμαίους εν τη παλαιά ρωμαϊκή
Παννονία, η οποία ευρίσκετο πολιτικώς και εκκλησιαστικώς τώρα εντός της
κυριαρχίας των Φράγκων.
Οι Φράγκοι συνέλαβον τον αγιον Μεθόδιον, τον
εδίκασαν, τον καθήρεσαν και τον εφυλάκισαν. Έπειτα από δύο και ήμισυ έτη τη
επεμβάσει του πάπα Ιωάννου του Η' απελύθη και εγκατεστάθη εις Μοραβίαν, όπου
ειργάσθη μέχρι της προς Κύριον εκδημίας αυτού περί το 885.
Κατά την διάρκειαν της εν Μοραδία ποιμαντορίας του
αγίου Μεθοδίου οι Φραγκογερμανοί ενήργουν δια τον αφανισμόν του έργου των εκ
Θεσσαλονίκης Ρωμαίων ιεραποστόλων. Έτυχον δε ούτοι της υποστηρίξεως του
υποτελούς εις τους Φράγκους πάπα Στεφάνου του Ε' (885 891), ο οποίος ανεγνώρισε
τα αιτήματα της εν Μοραβία φιλογερμανικής μερίδος και ανέδειξε τον αρχηγόν
αυτής εις διάδοχον του αγίου Μεθοδίου. Ο νέος αρχιεπίσκοπος απηγόρευσε την
σλαυικήν γλώσσαν εν τη λάτρεια και επέβαλε το φραγκικόν σύμβολον. Ούτως ο
άμεσος σκοπός της αποστολής των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου απέτυχεν.
Οι κυριώτεροι συνεργάται και μαθηταί του αγίου
Μεθοδίου εξωρίσθησαν και κατέφυγον εις Βουλγαρίαν. Άλλοι πωληθέντες και εν
Βενετία αγορασθέντες εστάλησαν εις Κωνσταντινούπολιν και εκείθεν εις
Βουλγαρίαν. Ούτω μετεφέρθη το έργον των άγιων Κυρίλλου και Μεθοδίου εις τους
ελευθέρους Σλαύους, με αποτέλεσμα την συν τω χρόνω κατά το ορθόδοξον δόγμα
εκχριστιάνισιν του μεγαλυτέρου μέρους του σλαυικού κόσμου.
Παρ' όλας τας οξείας περί του θέματος της
Βουλγαρίας προκύψασας διενέξεις μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και του φραγκοφίλου
πάπα Νικολάου του Α' (858 867), οι εν Κωνσταντινουπόλει υπεύθυνοι απεφάσισαν
τελικώς να παραχωρήσουν την εκκλησιαστικήν διοίκησιν της Βουλγαρίας εις την
Πρεσβυτέραν Ρώμην, αλλά δεν εδέχθη τούτο ο ηγεμών των Βουλγάρων.
Τότε πάπας της Πρεσβυτέρας Ρώμης και φίλος του
πατριάρχου της Νέας Ρώμης Μεγάλου Φωτίου ήτο Ιωάννης ο Η' (872 882), ο οποίος επενέβη δια την αποφυλάκισιν
του αγίου Μεθοδίου, ως είδομεν, και συμμετείχεν εις τον αναθεματισμόν των μη
αποδεχομένων την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον Φράγκων και εις την καταδίκην του
φραγκικού Filioque κατά την Η' Οικουμενικήν Σύνοδον του 879.
Η σύνοδος αύτη ανεθεμάτισε 1) τους μη
αποδεχόμενους την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον[86] και
2) τους προσθέσαντάς τι εις το σύμβολον[87],
χωρίς όμως να κατονομάζωνται οι εν λόγω αιρετικοί, πράγμα πρωτοφανές εν τοις
πρακτικοίς και όροις οικουμενικών και τοπικών συνόδων. Η τακτική αυτή εξηγείται
βάσει της προς Φώτιον συναφθείσης εις τα πρακτικά προσωπικής επιστολής του πάπα
Ιωάννου Η', εν ή παρακαλεί να επιτραπή η δια της πειθούς προσπάθεια να
απαλειφθή το Filioque, το οποίον «ουκ εστί παγιωθέν εκ πολλών ενιαυτών και δια
ταύτα καλώς έχειν έδοξεν ημίν, ίνα μη μετά βίας αναγκασθή τις παρ’ ημίν
εάσαι την προσθήκην, ην έφθασεν εν τω συμβόλω προσθείναι»[88].
Εφ' όσον προηγουμένως διεβεβαίωσε τον Φώτιον ότι εν Ρώμη δεν εισήχθη η προσθήκη
εν τω συμβόλω[89],
τα υπό του πάπα γραφέντα ταύτα σημαίνουν σαφώς ότι εφοβείτο την δια της βίας
επιβολήν της προσθήκης και εν Ρώμη, εάν ερεθισθούν οι Φράγκοι. Ο φόβος αυτός
εξηγεί επίσης και τα υπό Μεγάλου Φωτίου διπλωματικώς εν τη συνόδω λεχθέντα δια
τους μη αποδεχόμενους την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον Φράγκους· «ίσως παρά
τισιν εστίν αμφιβολία. φήμη μεν γαρ τοιαύτη περιαγγέλλεται. το δε αληθές ούπω
και μέχρι νυν επιστάμεθα»[90]. Ο
φόβος ούτος του πάπα και του πατριάρχου έναντι των Φράγκων και φραγκοφίλων
εξηγεί επίσης διατί τα θέματα περί Ζ' Οικουμενικής Συνόδου και Filioque
παραλείπονται εν ταις οδηγίαις του πάπα προς τους αντιπροσώπους του εις την
σύνοδον, ως επίσης διατί αι οδηγίαι αυταί κατεγράφησαν εις τα πρακτικά. Δηλαδή
εγένετο διπλωματική προσπάθεια να μη φανή ο πάπας εχθρικώς διακείμενος έναντι
των Φράγκων κατακτητών, οίτινες ήσαν γνωστοί δια την αγριότητα και βαρβαρότητα
αυτών και κυρίως την ικανότητα αυτών να σφάζουν τους υπ' αυτών θεωρούμενους
αιρετικούς.
Είναι γενικώς αποδεκτόν σήμερον από τους
ιστορικούς ότι η εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης εδέχθη την επί Μεγάλου Φωτίου
καταδικάσασαν το Filioque Η' Οικουμενικήν Σύνοδον. Παραλλήλως οι Φράγκοι
εθεώρουν τους αποδεχόμενους την προσκύνησιν των εικόνων και τους μη
αποδεχόμενους το Filioque και κυρίως τον Μέγαν Φώτιον ως αιρετικούς βάσει των
αποφάσεων των επί Μεγάλου Καρόλου φραγκικών συνόδων του 794 και του 809.
Εξ αιτίας επιστολών του πρώτου εις την ιστορίαν
φραγκοφίλου πάπα Νικολάου Α' έγραψαν Φράγκοι θεολόγοι και επίσκοποι κατά των
«αιρετικών» Γραικών. Εκ των έργων τούτων διασώζονται τρία· 1) Liber adversus
Graecos, του Aeneas των Παρισίων[91]. 2)
Contra Graecorum opposita, του Ratramnus του Corbie[92]
και 3) Responsio de fide S. Trinitate contra Graecorum haeresim, της συνόδου
των Γερμανών επισκόπων[93].
Τέσσαρες παράγοντες όμως συνετέλεσαν εις μίαν
κάμψιν της φανατικής αντικωνσταντινουπολιτικής μερίδος των Φράγκων και εις την
μεταξύ των μετριοπαθών Φράγκων επιτυχίαν της πολιτικής του πάπα Ιωάννου Η' υπέρ
των συμφερόντων της Ρωμαιοσύνης. 1) Η μετά τον Καρλομάγνον διάλυσις και
εξασθένησις της Μεγάλης Φραγκιάς επεκράτησαν πλέον εις οξύν βαθμόν κατά την εν
λόγω εποχήν. 2) Ο εξ ανατολικής Ρωμανίας στόλος και στρατός εξεδίωξε το 867
τους Άραβας από την κάτω ιταλικήν Ρωμανίαν και ούτω ενίσχυσε σπουδαίως την
θέσιν της παπικής Ρωμανίας (Παπικόν Κράτος). 3) Οι λατίνοι Φράγκοι ρήγες
διηρημένοι μεταξύ των επεδίωκαν εκ θέσεως αδυναμίας πλέον να στεφθούν υπό του
πάπα imperatores. 4) Ούτω ο πάπας έγινεν ο ρυθμιστής των πραγμάτων μεταξύ των
λατίνων Φράγκων προς γενικόν όφελος της Ρωμαιοσύνης.
Όλα όμως ήλλαξαν αποτόμως με την κατάληψιν της
Ρώμης υπό του Τευτονοφράγκου Όθωνος Α' το 962 και την υπ’ αυτού επιβολήν
Φράγκου πάπα κατά την δευτέραν κατάληψιν της Ρώμης το 963. Όταν οι τεύτονες
(Deutsch) Φράγκοι κατέλαβον οριστικώς πλέον τον θρόνον του πάπα Ρώμης το 1009
και επέβαλον δια της βίας Φράγκους επισκόπους επέβαλον και το Filioque και το
νέον φραγκικόν περί πάπα δόγμα δια την καθυπόταξιν των εκκλησιών, και μόνον
τότε έπαυσεν η κατακτηθείσα και τώρα φραγκική εν Ρώμη εκκλησία να αναγνωρίζη
την επί Φωτίου Οικουμενικήν Σύνοδον του 879 και αντ' αυτής παρεδέχθη και
παραδέχεται επισήμως μέχρι σήμερον ως Η' Οικουμενικήν την σύνοδον του 869 την
καθαιρέσασαν τον Μέγαν Φώτιον. Μάλιστα ενεφανίσθη εις την Δύσιν και η εσφαλμένη
αντίληψις ότι εν αυτή ο Μέγας Φώτιος κατεδικάσθη και ως αιρετικός. Αυτή
φαίνεται ήτο η εντύπωσις των Φράγκων εχθρών του Φωτίου.
Κατά τον τρόπον αυτόν μία φραγκική αντίληψις περί
αιρέσεως και σχίσματος επί Μεγάλου Φωτίου μετεφέρθη εις την εκκλησίαν της Ρώμης
και έκτοτε επεκράτησεν εις την Δύσιν η φραγκική παράδοσις, ότι το σχίσμα μεταξύ
«Γραικών» και Λατίνων ήρχισεν ουσιαστικώς κατά τον θ' αιώνα επί Μεγάλου Φωτίου,
ο οποίος κατεπολέμησε το περί Filioque δόγμα.
Τα περί δευτέρου σχίσματος και καταδίκης του
Φωτίου της μεταγενέστερας φραγκολατινικής παραδόσεως απορρίπτονται σήμερον υφ'
όλων των ιστορικών[94],
αλλ' αι γενόμεναι προσπάθειαι εξηγήσεως της υπάρξεως του λεγομένου μύθου των
Δυτικών περί δευτέρου σχίσματος και περί δευτέρας υπό του πάπα Ιωάννου του Η'
καταδίκης του Φωτίου κάμουν εν σοβαρόν σφάλμα, διότι οι δυτικοί Χριστιανοί,
Λατίνοι και Διαμαρτυρόμενοι, αδυνατούν να συλλάβουν ή να λάβουν σοβαρώς υπ'
όψιν το γεγονός ότι ευρίσκοντο εν διαστάσει δογματική και εκκλησιαστική οι εν
Ιταλία κυρίαρχοι Φράγκοι και οι κατακτηθέντες Ορθόδοξοι Ρωμαίοι. Κατά τον θ',
ι' και αρχάς του ια' αιώνος οι ολίγοι εναπομείναντες αμιγείς Ρωμαίοι της
περιοχής της Ρώμης είχον αποστροφήν προς τους Λογγοβάρδους και Φράγκους
κατακτητάς και συνεχώς επανεστάτουν κατά της κυριαρχίας αυτών και κατά των υπό
των Φράγκων επιβληθέντων πάπων και τη βοηθεία των ομοεθνών των Ρωμαίων της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης επεκράτησαν ως επί το πλείστον Ρωμαίοι Ορθόδοξοι
πάπαι μέχρι το 1009. Συντελεί εις την σύγχυσιν ταύτην των δυτικών ιστορικών η
από του 963 βιαία κατάληψις του θρόνου του πάπα Ρώμης υπό φραγκοφίλων η Φράγκων
επισκόπων, τους οποίους οι δυτικοί ιστορικοί εμφανίζουν ως σωτήρας της
Εκκλησίας από την κυριαρχίαν των γραικοφίλων (δηλαδή φιλοανατολικών Ρωμαίων)
Ρωμαίων της μέσης Ιταλίας. Επί Μεγάλου Φωτίου υπήρχε σχίσμα και συγχρόνως δεν έγινε
δογματικόν σχίσμα. Δηλαδή πρέπει να διακρίνωμεν σαφώς τους Φράγκους από τους εν
Ιταλία Ρωμαίους. Μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων υπήρχε σχίσμα εξ αιτίας της Ζ'
Οικουμενικής Συνόδου και του Filioque. Αλλά μεταξύ δυτικών και ανατολικών
Ρωμαίων ούτε υπήρχεν ούτε έγινεν επί Φωτίου και ούτε μετά ταύτα έγινε
δογματικόν σχίσμα, αφού εις τα θέματα ταύτα υπήρχε απόλυτος συμφωνία[95].
Οι δυτικοί και ανατολικοί Ρωμαίοι του θ' αιώνος εθεώρουν αλλήλους ως Ορθοδόξους
και τους Φράγκους ως ετεροδόξους, ως φαίνεται σαφώς από τας κατά των Φράγκων
αποφάσεις της επί Φωτίου Η' Οικουμενικής Συνόδου περί εικόνων και Filioque και
ως φαίνεται επίσης σαφώς από το έργον των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, οι
οποίοι εκήρυξαν το ορθόδοξον συμβολον εν αντιθέσει προς το φραγκικόν ως
υπηρέται και αντιπρόσωποι των Ρωμαίων Ορθοδόξων πάπων της Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Επί δύο αιώνας, ήτοι από του 794 και 809, ότε οι
Φράγκοι κατεδίκασαν την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον και εδογμάτισαν το Filioque,
μέχρι του 1009 ή 1014, ότε εισήχθη οριστικώς το Filioque εις το σύμβολον εν
Ρώμη, ηγωνίσθησαν σκληρώς οι εν Ιταλία Ορθόδοξοι Ρωμαίοι να διατηρήσουν την
πίστιν της Ζ' και Η' Οικουμενικής Συνόδου. Εις τα δυτικά εγχειρίδια
εκκλησιαστικής ιστορίας των Λατίνων και Προτεσταντών η εξασκηθείσα ψήφω κλήρου
και λάου κανονική κυριαρχία των Ρωμαίων επί του θρόνου του πάπα Ρώμης
περιγράφεται ως κάτι το κακόν, από το οποίον απηλλάγη η εκκλησία της Ρώμης τη
επεμβάσει αγίων Φράγκων αυτοκρατόρων. Εις τας φραγκικάς πηγάς οι ως ανήθικοι
πάπαι εμφανισθέντες είναι πάντοτε οι προσκεκολλημένοι εις τον εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέα των Ρωμαίων και οι φραγκόφιλοι πάπαι είναι
πάντοτε οι άγιοι. Παρά τας πιέσεις των Φράγκων οι Ρωμαίοι της μέσης ιταλικής
Ρωμανίας ηρνήθησαν επί δύο αιώνας να προσθέσουν το Filioque εις το σύμβολον της
πίστεως. Τελικώς όμως κατέλαβον τον θρόνον της Ρώμης οι Φράγκοι και το 1014 ο
Ιταλοφράγκος πάπας Βενέδικτος Η' προσέθεσεν οριστικώς το Filioque εις το
σύμβολον. Μετά την παραίτησιν του τελευταίου Ρωμαίου ορθοδόξου πάπα της Ρώμης
Ιωάννου ΙΗ' το 1009 διεγράφη ο πάπας από τα δίπτυχα των ανατολικών πατριαρχείων
και έκτοτε επικρατεί μέχρι σήμερον εν Ρώμη το παλαιότερον σχίσμα των Φράγκων.
Τα αναθέματα του 1054 δεν ήσαν λοιπόν ούτε η
έναρξις ούτε η αίτια του σχίσματος, ως ισχυρίζονται πολλοί. Μετά τα γεγονότα
των αναθεματισμών του 1054 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος
περιέγραψε τα συμβάντα εις δύο επιστολάς του προς τον πατριάρχην Αντιοχείας
Πέτρον τον Γ'[96].
Επειδή προ της πατριαρχείας του ο Κηρουλάριος ήτο εν δημοσία υπηρεσία και ουχί
εντριβής περί τα της Εκκλησίας ιστορικά, ενόμιζεν ότι το όνομα του πάπα
διεγράφη των δίπτυχων από τον ζ' αιώνα[97] και
εις το σημείον αυτό ο Πέτρος τον διορθώνει[98].
Πάντως είναι σαφές ότι ο Κηρουλάριος δεν διέγραψε το όνομα του πάπα από τα
δίπτυχα, αλλ' εκληρονόμησε το σχίσμα, δια το οποίον είχε την εντύπωσιν ότι ήτο
πολύ παλαιόν. Ότι πρόκειται περί πραγματικού σχίσματος φαίνεται σαφώς από την
εξής προς Πέτρον έντονον φράσιν «και έκτοτε και μέχρι του νυν αποτμηθήναι της
καθ' ημάς αγιωτάτης και καθολικής Εκκλησίας τον πάπαν»[99].
Αφού πρώτον διορθώνει τον Κηρουλάριον εις την
αναφέρθησαν ιστορικήν ανακρίβειαν, ο Πέτρος διαβεβαιοί ότι και εν Αντιοχεία δεν
μνημονεύεται ο πάπας από πολλών ετών «Επί δε τούτοις καγώ μάρτυς απαράγραπτος,
και άλλοι συν εμοί των της Εκκλησίας ελλογίμων πολλοί, ότι επί τω μακαρίτη
πατριάρχη Αντιοχείας κυρώ Ιωάννη, ο πάπας της Ρώμης, Ιωάννης και αυτός ακούων,
εν τοις ιεροίς διπτύχοις ανεφέρετο». Πρόκειται δηλαδή περί του πάπα Ιωάννου του
ΙΗ', του παραιτηθέντος και εις μοναστήριον αποσυρθέντος το 1009[100].
Ο Πέτρος συνεχίζει· «Και εν Κωνσταντινουπόλει δε προ χρόνων τεσσαράκοντα και
πέντε εισελθών εύρον επί του μακαρίτου πατριάρχου κυρού Σεργίου τον δηλωθέντα
πάπαν εν τη θεία μυσταγωγία μετά των άλλων πατριαρχών αναφερόμενον. Όπως δε
ύστερον η αυτού εξεκόπη αναφορά, και δι' ην αιτίαν αγνοώ»[101].
Δηλαδή ο Πέτρος δεν γνωρίζει διατί διεκόπη το μνημόσυνον του τελευταίου κατά το
έθνος και την θρησκείαν Ρωμαίου πάπα Ιωάννου, ενώ εμνημονεύετο. Εξ άλλων πηγών
γνωρίζομεν ότι παρητήθη[102] και
ότι ο διάδοχος αυτού ο Ιταλοφράγκος Πάπας Σέργιος Δ' δεν συμπεριελήφθη εις τα
δίπτυχα, επειδή εις την επί τη ενθρονίσει αυτού συστατικήν επιστολήν
συμπεριέλαβε το Filioque[103].
Εις την πρώτην προς Πέτρον επιστολήν του ο
Κηρουλάριος ηρώτησεν, εάν αληθεύη η φθάσασα εις την ακοήν του φήμη ότι
μνημονεύει τον πάπαν εις τα δίπτυχα[104].
Παραπονούμενος ο Πέτρος απήντησε: «Προ εξετάσεως και τελείας καταλήψεως το μη
γεγονός ως γεγονός εξ ακοής ματαίας παρέστησας. Πώς γαρ και έμελλον τέως αυτόν
εγώ αναφέρειν τον πάπαν, μη της κατά σε αγίας εκκλησίας αναφερούσης αυτόν,
τρόφιμος ων ταύτης, και ζηλωτής ει και τις άλλος, έργω και λόγω τα ταύτης
πρεσβεία σεμνύνων και μεγαλύνων αεί;»[105].
Δια τούτο κατόπιν παραγγέλλει εις τον Κηρουλάριον· «Αλλά περί μεν τούτων
ούτως έχων, πλείον ουδέν σε βούλομαι περί της του πάπα αναφοράς προσεξεργάσασθαι»[106].
Τα γραφόμενα ταύτα του Πέτρου απαντούν εις τους
εμφανίσαντας τον πατριάρχην Αντιοχείας ως διαφωνούντα προς τον πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως Κηρουλάριον περί του μνημοσύνου και υπάρξεως σχίσματος και
ισχυριζόμενους ότι τα αναθέματα του 1054 είναι μεν η αρχή του σχίσματος,
αφορούν όμως μόνον εις τας εκκλησίας Πρεσβυτέρας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως
Νέας Ρώμης και ότι τα άλλα πατριαρχεία παρέμειναν ηνωμένα μετά του πάπα μη
δίδοντα ούτε εις το Filioque σημασίαν[107].
Αλλά και δια το Filioque ο Πέτρος, παραμένων πιστός εις τας αποφάσεις της Η'
Οικουμενικής Συνόδου, γράφει· «Κακόν δε, και κακών κάκιστον, η εν τω αγίω
συμβόλω προσθήκη... Τους δε προστεθέντας τι η αφαιρούντάς τι, αναθεματίζομεν»[108].
Πάντως είναι παράλογον να ισχυρίζεται τις ότι αφ'
ενός μεν εγένετο σχίσμα μεταξύ των Φράγκων κατακτητών της Πρεσβυτέρας Ρώμης και
των Ρωμαίων της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και αφ' ετέρου τα υπόλοιπα
πατριαρχεία των Ρωμαίων (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) παρέμειναν
τάχα ηνωμένα με την νέαν φραγκικήν Παπωσύνην.
Επομένως η απλή άρσις των αναθεμάτων του 1054 δεν
δύναται να επιτύχη την ένωσιν. Επανερχόμενοι εις την προ του 1054 κατάστασιν
ευρίσκομεν πάλιν σχίσμα μεταξύ Λατίνων και Ρωμαίων εξ αίτιας του Filioque.
Επανερχόμενοι εις την προ του 1009
κατάστασιν άνευ του Filioque εν Ρώμη ευρίσκομεν ένωσιν μεταξύ ανατολικών και
δυτικών Ρωμαίων, αλλά σχίσμα μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων εξ αιτίας της Ζ'
Οικουμενικής Συνόδου και του Filioque.
Το ότι παραδέχονται σήμερον και Λατίνοι ιστορικοί
ότι ο Πάπας Ιωάννης Η' εδέχθη ως Η' Οίκουμενικήν Σύνοδον την επί Μεγάλου Φωτίου
σύνοδον του 879 και το ότι οι Ορθόδοξοι διάδοχοι αυτού δεν απεκήρυξαν τηνπράξιν
ταύτην, αλλ' αντιθέτως εφήρμοσαν τας περί Ζ' Οικουμενικής Συνόδου και περί Filioque αποφάσεις αυτής μη επιτρέποντες την προσθήκην εν τω Συμβόλω, σημαίνει ότι
τα πιστά τέκνα των αγίων αποστόλων των Σλαύων Κυρίλλου και Μεθοδίου έχομεν το
ιερόν καθήκον, το επιβεβλημένον και από τους Ορθοδόξους Ρωμαίους πάπας της
Ρώμης προ του 1009, να επιδιώξωμεν την εξάλειψιν του σχίσματος ουχί δια της
άρσεως των αναθεμάτων του 1054, αλλά δια της άρσεως του Filioque και των προϋποθέσεων και αποτελεσμάτων αυτού.
Τυχαίον δεν είναι ότι οι ελλαδικοί Ρωμηοί ευθύς
μετά την απελευθέρωσιν εθέσπισαν ως εορτήν της παιδείας την εορτήν των αγίων
Τριών Ιεραρχών, θεωρούντες Βασίλειον τον Μέγαν, Γρηγόριον τον Θεολόγον και
Ιωάννην τον Χρυσόστομον ως τους κατ' εξοχήν διαμορφωτάς του ελληνοχριστιανικού
πνεύματος, το οποίον μέσω της Εκκλησίας διετήρησε και διέσωσε τον ρωμαϊκόν λαόν
και τον ελληνοχριστιανικόν πολιτισμόν αυτού από αφανισμόν και ήγαγεν εις την
επανάστασιν του 1821.
Η διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών είναι η
ακαταμάχητος μεγάλη δύναμις, η διατηρήσασα και διατηρούσα ζώντα τον
ελληνοχριστιανικόν πολιτισμόν μεταξύ των Ορθοδόξων Ρωμαίων και μη Ρωμαίων. Πάς
γνήσιος Ρωμηός συγκινείται βαθύτατα αναγινώσκων την διακήρυξιν του πατριάρχου
Σερβίας εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών (1969), ότι ο πραγματικός
οικουμενισμός και η ένωσις των διηρημένων ομολογιών μετά της Ορθοδοξίας δύναται
να πραγματοποιηθή μόνον επι τη βάσει των εν λόγω οικουμενικών διδασκάλων.
Μέσω των μεγάλων αυτών ανδρών και των άλλων
Πατέρων της εκκλησίας η ρωμαϊκή πατερική θεολογία και πνευματικότης κατέστη η
ηγετική και κυριαρχούσα δύναμις, η οποία διεμόρφωσε και διαμορφώνει το πνεύμα
200 και πλέον εκατομμυρίων Ορθοδόξων εις όλα τα πλάτη της γης. Όλοι οι
ορθόδοξοι εορτάζουν την μνήμην όλων των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων ως και των
λατινοφώνων Ρωμαίων μαθητών αυτών, έχουν εις μετάφρασιν όλα τα λειτουργικά
βιβλία της Εκκλησίας μας, δι' αυτών δοξολογούν καθ' ημέραν τον Θεόν και τελούν
τας ιδίας με ημάς Λειτουργίας των αγίων Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Μεγάλου
Βασιλείου. Ουδείς άλλος παράγων της ελληνικής και ρωμαϊκής ιστορίας ήσκησε ποτέ
τόσην επίδρασιν εκτός των ορίων της Ρωμαιοσύνης και δη επί της καθημερινής ζωής
τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων, όσον η θεολογία και η ευσέβεια των Ρωμαίων αγίων
Πατέρων της Εκκλησίας. Ίσως μόνον εις τον θρησκευτικόν τομέα ισχύει σήμερον ο
ισχυρισμός του Περικλέους· «χρώμεθα γαρ πολιτεία ού ζηλούση τους των πέλας
νόμους, παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες τισιν ή μιμούμενοι ετέρους»[110].
Κατά τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, Ρωμηούς και μη,
οι Τρεις Ιεράρχαι και οι Πατέρες γενικώς, κατενόησαν ορθότερον και τελειότερον
από τους αρχαίους Έλληνας την περί Θεού και ελευθερίας του ανθρώπου αλήθειαν[111].
Χάρις εις τους Ρωμαίους Πατέρας, η Ρωμαιοσύνη δια του εν Κωνσταντινουπόλει Νέα
Ρώμη κέντρου της, όχι μόνον διετήρησε τα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων και
Ρωμαίων, αλλά και τα ανέπτυξε και τα υπερέβη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι είναι οι συνεχισταί και φύλακες
της περί Χρίστου προφητικής και αποστολικής παραδόσεως, ως και ο συνδετικός
κρίκος μεταξύ της ορθοδόξου ελληνοφώνου ρωμαϊκής και της αρχαίας ορθοδόξου
λατινοφώνου ρωμαϊκής παραδόσεως και ο πνευματικός σύνδεσμος του ανατολικού και
του δυτικού μέρους της βασιλείας των Ρωμαίων, δηλαδή της Ρωμανίας.
Σημειωτέον ότι εις το δυτικόν μέρος της
αυτοκρατορίας ταύτης κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνας γλώσσα της λατρείας
και θεολογίας ήτο η ελληνική. Η λατινική γλώσσα εχρησιμοποιήθη εις την
θεολογίαν δια πρώτην φοράν εν τη Ρωμανία εις την βόρειον Αφρικήν κατά τον γ'
αιώνα. Μεταγενεστέρως εμφανίζεται εις άλλας περιοχάς της Ρωμανίας ως η γλώσσα
της θεολογίας και λατρείας. Μόλις κατά την εποχήν του αγίου Βασιλείου και του
αγίου Γρηγορίου ήρχισε να αντικαθιστά η λατινική την ελληνικήν εις την λατρειαν
της Ρώμης. Η ελληνική γλώσσα διετηρήθη και διατηρείται μέχρι σήμερον εν κάτω
Ιταλία και Σικελία.
Μέχρι της εποχής των Τριών Ιεραρχών οι ολίγοι εν
συγκρίσει με τους ελληνοφώνους Ρωμαίους μεγάλοι λατινόφωνοι θεολόγοι εγνώριζον
απταίστως την ελληνικήν και ηκολούθουν κατά γράμμα και μεθ’ υπερηφανείας και
πεποιθήσεως την ρωμαίϊκην πατερικήν παράδοσιν.
Ούτω ο άγιος Αμβρόσιος, αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων,
λατινόφωνος και ελληνόφωνος Ρωμαίος, θεωρείται μαθητής και είναι μεταφραστής
έργων του αγίου Βασιλείου και του Αλεξανδρέως Διδύμου του Τυφλού, συνεργάτου
του Μεγάλου Αθανασίου.
Ο μέγας ελληνόφωνος και λατινόφωνος Ρωμαίος
θεολόγος άγιος Ιερώνυμος, ο οποίος ησκήτευσεν ως μοναχός πολλά έτη εις την
ρωμαίικην Ανατολήν και μετέφρασεν εις τα ρωμαϊκά ολόκληρον την Αγίαν Γραφήν
είναι θαυμαστής των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων εις τοσούτον βαθμόν, ώστε κατηγορείται
υπό συγχρόνων επιστημόνων δι’ έλλειψιν πρωτοτυπίας. Ο άγιος Ιερώνυμος υπήρξε
μαθητής και φίλος Γρηγορίου του Θεολόγου. Εις την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον
εγνώρισε τον αδελφόν του Μεγάλου Βασιλείου άγιον Γρηγόριον Νύσσης και εμελέτησε
τα υπό του Νύσσης γραφέντα κατά των Ευνομιανών συγγράμματα. Ο άγιος Ιερώνυμος
έγραψε και μετέφρασε τους βίους πολλών ελληνοφώνων Ρωμαίων αγίων και μετέφρασε
πολλά συγγράμματα αυτών.
Ο εξ Ακυληίας της Ιταλίας ελληνόφωνος και
λατινόφωνος Ρωμαίος Ρουφίνος, φίλος του αγίου Ιερωνύμου, μετέφρασε συγγράμματα
του Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου του Θεολόγου, την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν
του Ευσεβίου Καισαρείας της Παλαιστίνης και βίους αγίων μετέφρασε δε και έργα
του Ωριγένους του Αλεξανδρέως.
Ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός ελληνόφωνος και
λατινόφωνος Ρωμαίος πιθανόν εκ της γαλλικής Ρωμανίας, ησκήτευσεν εις τας
ερήμους της αιγυπτιακής Ρωμανίας και εχειροτονήθη εις Κωνσταντινούπολιν Νέαν
Ρώμην υπό του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τον οποίον υπηρέτησεν ως διάκονος
επί πέντε έτη. Ο Κασσιανός ηδραίωσε τον ανατολικόν μοναχισμόν εις την γαλλικήν
Ρωμανίαν, όπου προ ημίσεος αιώνος περίπου τον είχε μεταφέρει ως εξόριστος ο
Μέγας Αθανάσιος. Ο Κασσιανός εδίδαξεν εις την γαλλικήν και ιταλικήν Ρωμανίαν
την μονολόγιστον αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, η οποία ακμάζει μέχρι σήμερον
εις τον ορθόδοξον μοναχισμόν[112].
Ο πρώτος εκ των μεγάλων λατινοφώνων θεολόγων,
όστις ουδέποτε έμαθεν επαρκώς τα ελληνικά είναι ο Αφρικανός ιερός Αυγουστίνος.
Όχι μόνον δεν κατώρθωσεν ως μαθητής να μάθη ελληνικά, αλλά και τα εμίσησεν, ως
μας πληροφορεί εις τας Εξομολογήσεις του. Μεταγενεστέρως, ως επίσκοπος, έκαμε
πάλιν μίαν προσπάθειαν να τα μάθη, αλλά χωρίς σπουδαία αποτελέσματα[113].
Αγνοών ουσιαστικώς την ελληνικήν γλώσσαν ο
Αυγουστίνος, δεν ηδύνατο να μελετήση ούτε την Καινήν Διαθήκην εις το
πρωτότυπον, ούτε τα συγγράμματα των ελληνοφώνων Πατέρων Ανατολής τε και Δύσεως.
Και όχι μόνον αυτό. Αλλ' εξ αίτιας των φιλοσοφικών και θεολογικών του
προϋποθέσεων δεν ήδυνήθη να κατανόηση ορθώς ούτε τα συγγράμματα των λατινοφώνων
Ρωμαίων, τα γραφέντα εντός των πλαισίων της ρωμαίικης πατερικής παραδόσεως.
Επίσης πρέπει να σημειωθή ότι ο ιερός Αυγουστίνος
ολίγην είχε γνώσιν της ελληνικής φιλοσοφίας, την οποίαν εγνώριζεν μόνον από
λατινικάς περιγραφάς και μεταφράσεις. Το χείριστον πάντως ήτο, ότι δεν ήτο καν
εις θέσιν να παρακολούθηση την περί των φιλοσοφικών θεωριών κριτικήν των
ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, οίτινες εγνώριζον κάλλιστα την σκέψιν των προγόνων
των και, ως εκ τούτου, ήσαν εις θέσιν να βελτιώσουν ή και να διορθώσουν αυτήν.
Χρήζει μεγάλης προσοχής το ότι ο Αυγουστίνος ήλθεν
εις οξείαν θεολογικήν αντίθεσιν με τον μαθητήν του Χρυσοστόμου, τον άγιον
Ιωάννην τον Κασσιανόν εις τα θέματα περί χάριτος, αμαρτίας, προορισμού και
ελευθερίας[114].
Επί ένα αιώνα σχεδόν συνεκρούοντο οι οπαδοί του Αυγουστίνου και του Κασσιανού,
μέχρις ότου το 529 ευρέθη συμβιβαστική λύσις εις σύνοδον της αυτοκεφάλου
εκκλησίας της γαλλικής Ρωμανίας[115].
Κατά την εποχήν ταύτην οι Φράγκοι είχον κατακτήσει σχεδόν ολόκληρον την
επαρχίαν της γαλλικής Ρωμανίας. Εξ αιτίας της δουλείας των εν τη Δύσει Ρωμαίων
Ορθοδόξων εις τους διαφόρους βαρβάρους Γερμανούς κατακτητάς από του ε' αιώνος,
εξησθένησε σημαντικώς η λατινόφωνος ρωμαϊκή θεολογία. Οι ελάχιστοι λατινόφωνοι
Ρωμαίοι θεολόγοι του στ' αιώνος δεν ήσαν πλέον εις θέσιν να ενδιατρίψουν ούτε
εις την παλαιοτέραν ούτε εις την νεωτέραν ελληνόφωνον ρωμαϊκήν θεολογίαν.
Η συνύπαρξις εις την δυτικήν Ρωμανίαν της
θεολογίας των Τριών Ιεραρχών και της θεολογίας του Αυγουστίνου συνεχίσθη μέχρι
του η' αιώνος κατά τρόπον μάλλον αρμονικόν. Αι προϋποθέσεις της ελληνοφώνου
ρωμαϊκής θεολογίας και πνευματικότητος επεκράτουν εις τους λατινοφώνους
Ρωμαίους. Αι της αυγουστινείου θεολογίας επεκράτησαν εις τους Λατίνους, δηλαδή
τους Φράγκους, από του η' αιώνος, όταν το πρώτον ενεφανίσθησαν οι Φράγκοι
θεολόγοι[116].
Κατά τον ζ' αιώνα εγένετο γνωστόν εις την
Ανατολήν, ότι οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι ωμίλουν περί εκπορεύσεως του Αγίου
Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού. Ως έκφρασις υπάρχει εις τον Αμβρόσιον και
ως διδασκαλία το πρώτον εις τον Αυγουστίνον. Εις τον Αμβρόσιον η εκ του Υιού
εκπόρευσις σημαίνει την εν χρόνω πέμψιν του Αγίου ΙΙνεύματος αλλ' ουχί τον
τρόπον της υπάρξεως αυτού, ενώ εις τον Αυγουστίνον η εκπόρευσις σημαίνει και
πέμψιν και τρόπον υπάρξεως. Η διδασκαλία του Αμβροσίου είναι ορθόδοξος, ενώ του
Αυγουστίνου δεν είναι. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όστις έζησε τον ζ' αιώνα
αρκετά χρόνια εις την δυτικήν Ρωμανίαν, καθησυχάζει τους ανατολικούς Ρωμαίους
με την πληροφορίαν, ότι οι δυτικοί Ρωμαίοι δεν παραδέχονται τον Υιόν ως αίτιον
της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος, όταν ομιλούν περί Filioque. Πράγματι οι
δυτικοί Ρωμαίοι ουδέποτε εδέχθησαν εκουσίως το Filioque εις το σύμβολον της
πίστεως, διότι εις το σύμβολον ο όρος «εκπόρευσις», όπως και ο όρος «γέννησις»,
σημαίνει τρόπον υπάρξεως[117].
Κατά τον η' αιώνα όμως οι Φράγκοι προσέθεσαν το
Filioque εις το σύμβολον της πίστεως. Απαντώντες εις τας γενομένας το 808
διαμαρτυρίας των Ρωμαίων των πατριαρχείων της Ρώμης και της Παλαιστίνης οι
Φράγκοι ανεκήρυξαν το 809 εις δόγμα το Filioque και κατεδίκασαν ως αιρετικούς
τους μη αποδεχομένους αυτό. Σημειωτέον ότι φραγκική θεολογική παράδοσις δεν
υπήρχεν ακόμη. Παρά ταύτα ισχυρίσθησαν οι Φράγκοι, ότι αποτελεί το δόγμα αυτό
μίαν πρόοδον και δια τον λόγον αυτόν δεν συνεφώνησαν με τον πάπαν της
Πρεσβυτέρας Ρώμης περί της ανάγκης αφαιρέσεως αυτού από το σύμβολον[118].
Ούτως εις εποχήν αγραμματωσύνης οι Φράγκοι εκήρυξαν την δογματικήν των υπεροχήν
έναντι των Ρωμαίων. Έκτοτε το Filioque εγένετο μέρος της επεκτατικής πολιτικής
των Φράγκων, οίτινες μέσω της ιδικής των «Ορθοδοξίας» επεδίωκον την καθυπόταξιν
και αφομοίωσιν των υπ' αυτών κατακτηθέντων Ρωμαίων και Σλαύων. Η φραγκική
κυριαρχία επί της ευρωπαϊκής Ρωμανίας τώρα συμπεριελάμβανε την Γαλλίαν,
Ελβετίαν, Αυστρίαν ως και την Γερμανίαν και την προ ολίγου κατακτηθείσαν
βόρειον και μέσην ιταλικήν Ρωμανίαν.
Αφού πρώτον διεκήρυξαν οι Φράγκοι, ότι το περί
Filioque δόγμα είναι πρόοδος εις την κατανόησιν του μυστηρίου της Αγίας
Τριάδος, κατόπιν εγέννησαν την θεολογικήν των παράδοσιν γράφοντες κατά των
αιρέσεων των υπ’ αυτών μετονομασθέντων εις Γραικούς Ρωμαίων κατά τα μέσα του θ'
αιώνος. Όλοι οι επιστήμονες συμφωνούν σήμερον ότι τα υπό των τότε Φράγκων
γραφέντα εναντίον των υπ' αυτών λεγομένων Γραικών αλλά εις την πραγματικότητα
Ρωμαίων εις στήριξιν του Filioque είναι κατωτέρας ποιότητος και ενδεικτικά του
επιπέδου μορφώσεως των πρώτων θεολόγων της φραγκικής παραδόσεως[119].
Πάντως οι Φράγκοι η δεν ηδυνήθησαν ή δεν ηθέλησαν
ν' ακούσουν τον Μέγαν Φώτιον τονίζοντα ότι ο Αυγουστίνος και ο Αμβρόσιος είναι
μόνον δύο μεταξύ εκατοντάδων αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και ότι δεν
επιτρέπεται μία τοπική εκκλησία μόνη να προσθέση τι εις το σύμβολον, το οποίον
εδέχθησαν εις οικουμενικάς συνόδους και χρησιμοποιούν όλαι αι εκκλησίαι[120].
Η εκκλησία των Ρωμαίων της Ρώμης ταχθείσα παρά το
πλευρόν των άλλων τεσσάρων πατριαρχείων των Ρωμαίων έλαβε μέρος και εδέχθη
επισήμως τας αποφάσεις της επί Μεγάλου Φωτίου Η' Οικουμενικής Συνόδου το 879,
ήτις κατεδίκασε την περί Filioque διδασκαλίαν των Φράγκων ως και την υπό των
Φράγκων απόρριψιν της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Κατά την εποχήν αυτήν ο εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλεύς των Ρωμαίων Βασίλειος ο Α' ενεκαινίασεν
επιτυχώς την επανάκτησιν της ρωμαίικης κάτω Ιταλίας από τους Σαρακηνούς και
ούτως ενέπνευσε και εις τους υπόδουλους Ρωμαίους της περιοχής της Πρεσβυτέρας
Ρώμης την ελπίδα επικείμενης απελευθερώσεως.
Ως κατακτηταί της βορείου και μέσης ιταλικής
Ρωμανίας και ως κυρίαρχοι της Ρώμης ήθελον οι Φράγκοι να χρησιμοποιήσουν το υφ'
όλων ανεγνωρισμένον πρωτόθρονον του πάπα Ρώμης και την λατινικήν γλώσσαν ως
όργανα καθυποτάξεως, ενώσεως και αφομοιώσεως όλων των λαών εις μίαν
φραγκορρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν. Προς τον σκοπόν αυτόν όμως, μετέβαλον τα υπό
οικουμενικών συνόδων θεσπισθέντα πρεσβεία τιμής του πάπα Ρώμης εις το μέχρι
τότε άγνωστον δόγμα περί της διοικητικής δικαιοδοσίας του πάπα Ρώμης εφ' όλων
των εκκλησιών.
Το αποτέλεσμα του πρώτου σταδίου της δογματικής
και πολιτικής διαμάχης μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων ήτο ότι το νέον περί παπισμού
δόγμα και ο Αυγουστίνος απετέλεσαν τα δύο σκέλη, επί των οποίων εστηρίχθησαν η
φραγκική επεκτατική πολιτική και η ανάπτυξις του φραγκικού ή ευρωπαϊκού
πολιτισμού. Ο Αυγουστίνος εγένετο δια τους Φράγκους ο μεγαλύτερος θεολόγος και
πατήρ της Χριστιανοσύνης, δηλαδή ό,τι είναι δια τους Ρωμαίους οι Τρεις
Ιεράρχαι.
Ούτως από του θ' αιώνος μετετράπη η κεντρώα Ευρώπη
και η ιταλική Ρωμανία εις πεδίον μάχης μεταξύ της ρωμαϊκής Ορθοδοξίας των
οικουμενικών συνόδων της Ρωμανίας και του επαρχιωτισμού του νέου φραγκικού
Αυγουστινιανισμού. Και οι μεν εκτός της κυριαρχίας των Φραγκογερμανών Σλαύοι
γενόμενοι Ορθόδοξοι διετήρησαν την εθνικήν των ελευθερίαν και ακεραιότητα, ενώ
οι Ρωμαίοι της περιοχής της Ρώμης ηγωνίσθησαν σκληρώς αλλά τελικώς εις μάτην
επί δυο αιώνας έναντι των Φράγκων. Οι ολίγοι εναπομείναντες αμιγείς Ρωμαίοι της
περιοχής της Ρώμης είχον αποστροφήν προς τους κατακτητάς και συνεχώς
επανεστάτουν κατά της κυριαρχίας αυτών και κατά των υπό των Φράγκων ενίοτε
επιβαλλομένων παπών και ούτω τη βοηθεία της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, μέσω
των ελευθέρων ρωμαϊκών επαρχιών της κάτω Ιταλίας, ως επί το πλείστον μέχρι το
1009 επεκράτουν Ρωμαίοι Ορθόδοξοι πάπαι.
Αξιοσημείωτον είναι το γεγονός ότι κατά τον ι' και
ια' αιώνα υπήρχον, κατά πληροφορίας ίσως υπερδολικάς, περίπου 1.500 ρωμαίικα
μοναστήρια και ησυχαστήρια κατεσπαρμένα από τας ελληνοφώνους επαρχίας της κάτω
ιταλικής Ρωμανίας μέχρι και Ρώμης, ασκούντα μεγάλην πνευματικήν και εθνικήν
επίδρασιν επί των λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων ως φορείς της θεολογίας και
πνευματικότητος των Τριών Ιεραρχών. Χαρακτηριστικώς οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι
μοναχοί ούτοι της ιταλικής Ρωμανίας ωνομάσθησαν υπό των Λατίνων Βασιλειανοί,
δηλαδή οπαδοί του Μεγάλου Βασιλείου[121].
Εις τα εγχειρίδια των Λατίνων και Προτεσταντών η
εκλογή του πάπα Ρώμης υπό του κλήρου και τη επιδοκιμασία του λαού της τότε
ορθοδόξου και ρωμαίικης πόλεως της Ρώμης περιγράφεται ως «αιχμαλωσία της
Εκκλησίας», από την οποίαν απηλλάγη η Εκκλησία τη επεμβάσει αγίων Φράγκων
αυτοκρατόρων.
Εξ ίσου παράδοξον είναι το γεγονός ότι οι ως
ανήθικοι πάπαι εμφανισθέντες είναι περιέργως πάντοτε Ορθόδοξοι και αφωσιωμένοι
εις την Κωνσταντινούπολη Ρωμαίοι, ενώ οι φραγκόφιλοι και Φράγκοι πάπαι είναι
πάντοτε οι καλοί. Φαίνεται ότι πρόκειται περί μιας εκ συστήματος συκοφαντικής
τακτικής των Φράγκων, ήτις και υπήρξε το τρίτον σκέλος της επεκτατικής των
πολιτικής.
Ως τέταρτον σκέλος της επεκτατικής ταύτης
πολιτικής οι Φράγκοι εις απόδειξιν της κατωτερότητος του κλήρου των Ρωμαίων
εχρησιμοποίησαν την φραγκικής προελεύσεως υποχρεωτικήν αγαμίαν του κλήρου, ήτις
ευρίσκει δικαίωσιν μόνον εις τας προϋποθέσεις της αυγουστινείου θεολογίας περί
αμαρτίας, χάριτος και ελευθερίας[122]. Οι
Φράγκοι διεκήρυττον ότι μόνον οι άγαμοι δύνανται να ευρίσκωνται εις τοιαύτην
κατάστασιν χάριτος, ώστε να επιτρέπεται να τελούν μυστήρια και να οδηγούν
πνευματικώς τον λαόν. Εφαρμόζοντες τας αντιλήψεις αυτάς οι προερχόμενοι εκ του
φραγκικού μοναχισμού και δια της βίας εν Ρώμη εγκαθιστάμενοι τον ια' αιώνα
Φράγκοι πάπαι επέβαλλον την ποινήν του αφορισμού εις τους λαϊκούς τους κοινωνούντας
από τας χείρας εγγάμων Ρωμαίων ιερέων.
Οι ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι
εις τα εναπομείναντα τέσσαρα πατριαρχεία των Ρωμαίων, υπερήσπισαν τας
ορθοδόξους παραδόσεις και κατεδίκασαν τας φραγκικάς ταύτας διδασκαλίας ως
αιρετικάς[123].
Το 1075 ο Φράγκος πάπας Γρηγόριος ο Ζ' (1073 1085) εκήρυξεν επανάστασιν κατά της επι του
θρόνου της Ρώμης κυριαρχίας των Τευτονοφράγκων αυτοκρατόρων, ουχί όμως τη
βοηθεία των ανατολικών Ρωμαίων, οίτινες επί δύο αιώνας εστήριζον και ενίσχυον
το ρωμαϊκόν πατριαρχείον της Ρώμης κατά των Φράγκων. Μόλις προ τεσσάρων ετών,
το 1071 οι Νορμανδοί είχον ολοκληρώσει την κατάκτησιν των ρωμαϊκών επαρχιών της
κάτω Ιταλικής Ρωμανίας και οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχον παγιώσει την εισβολήν
των εις τας ανατολικάς επαρχίας της Ρωμανίας, της Μικράς Ασίας. Δεν ήσαν οι
Ρωμαίοι πλέον εις θέσιν να επηρεάσουν τα εν τη Πρεσβύτερα Ρώμη πράγματα. Οι
Νορμανδοί, όμως, ως κληρονόμοι της εκκλησιαστικής περί Ρώμης πολιτικής των εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη Ρωμαίων συνεμάχησαν μετά του Γρηγορίου του Ζ' κατά
των Τευτονοφράγκων αυτοκρατόρων.
Αλλά ο Γρηγόριος ο Ζ' δεν υπήρξεν, ως οι προ του
ια' αιώνος πάπαι Ρωμαίος, οπαδός της των Ρωμαίων πατερικής θεολογίας, αλλά
Φράγκος και γέννημα του φράγκικου μοναχισμού, και δη ως ενεφανίσθη και
διεμορφώθη μόλις τον προηγούμενον αιώνα εις την γαλατικήν Φραγκίαν[124],
όταν εξηκολούθει ο ρωμαίικος μοναχισμός, όπως είδομεν, να είναι πανίσχυρος, από
την Πρεισβυτέραν Ρώμην μέχρι την Σικελίαν. Ο Γρηγόριος ο Ζ' ωλοκλήρωσε την
επικράτησιν του φραγκικού Χριστιανισμού εις Ιταλίαν. Ούτως η Φραγκοσύνη
αντικατέστησεν οριστικώς πλέον την Ρωμαιοσύνην εις την Πρεσβυτέραν Ρώμην και
τας ρωμαϊκάς επαρχίας της ιταλικής Ρωμανίας.
Η επελθούσα συγχώνευσις των φραγκικών και ρωμαϊκών
παραδόσεων ωδήγησεν εις αμοιβαίας υποχωρήσεις και επιδράσεις. Οι Φράγκοι
τελικώς εδέχθησαν την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον τον ια' αιώνα[125].
Επειδή η επί Μεγάλου Φωτίου Η' Οικουμενική Σύνοδος του 879 κατεδίκασε το
Filioque, οι Φράγκοι υποκατέστησαν αυτήν με την καθαιρέσασαν τον Μέγαν Φώτιον
Σύνοδον του 869[126].
Ήτο φυσικόν να παραμείνουν εις την νέαν φραγκολατινικήν σύνθεσιν οι Ρωμαίοι
Πατέρες οι ακμάσαντες προ της περί Filioque διαμάχης. Όμως η θεολογία των
ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, παρ’ ότι παρέμεινεν εις την νέαν σύνθεσιν, δεν
ηρμηνεύετο πλέον, ως συνέβαινε προηγουμένως εις τους λατινοφώνους Ρωμαίους,
εντός των πλαισίων της ρωμαίικης πατερικής μεθοδολογίας και πνευματικότητος,
αλλά υπό το πρίσμα των θεολογικών προϋποθέσεων, της μεθοδολογίας και της
πνευματικότητος του ιερού Αυγουστίνου.
Εν αντιθέσει προς τους Τρεις Ιεράρχας και προφανώς
κατά μίμησιν της νεοπλατωνικής κατηχητικής μεθόδου ο Αυγουστίνος επίστευεν ότι
ο Χριστιανός οφείλει πρώτον να δεχθή τα δόγματα της πίστεως και αφού τα δεχθή,
τότε έχει το καθήκον να καταβάλη προσπάθειαν να τα καταλάβη και να αφομοίωση
λογικώς[127].
Την μέθοδον ταύτην μετέφερεν ο Αυγουστίνος από τον πιστόν και εις την
Εκκλησίαν, ώστε όχι μόνον ο πιστός προοδεύει εις κατανόησιν των δογμάτων αλλά
και η Εκκλησία[128].
Εντεύθεν ο ισχυρισμός ότι η προσθήκη του Filioque αποτελεί πρόοδον.
Επειδή ο Αυγουστίνος, εν αντιθέσει πάλιν προς τους
Ρωμαίους Πατέρας, νομίζει ότι εις εκ των σκοπών της θεολογίας είναι και η
διερεύνησις της ουσίας του Θεού[129],
επεδόθησαν οι Φραγκολατίνοι σοβαρώς εις τοιαύτην προσπάθειαν[130]
και εδημιούργησαν την σχολαστικήν θεολογικήν παράδοσιν, την οποίαν εθεώρησαν ως
ανωτέραν της πατερικής θεολογίας των Ρωμαίων.
Η αναπτυσσόμενη σχολαστική θεολογία όμως διήλθεν
οξείαν κρίσιν κατά τον ιγ' αιώνα δια της επικρατήσεως μιας αραβικής μορφής της
φιλοσοφίας του Αριστοτέλους[131].
Μέσω του Αυγουστίνου είχεν επικρατήσει η άποψις των Νεοπλατωνικών ότι μεταξύ
Πλάτωνος και Αριστοτέλους δεν υπάρχει διαφορά[132].
Δια της γνώσεως του Αριστοτέλους εκλονίσθη το επί της νεοπλατωνικής γνωσιολογίας
και μεταφυσικής ερειδόμενον οικοδόμημα. Προς περίσωσιν της φραγκολατινικής
θεολογίας ο Αριστοτέλης, συμμερισθείς την τύχην των Ρωμαίων Πατέρων,
εφραγκοποιήθη, δηλαδή κατεσκευάσθη τοιαύτη ερμηνεία αυτού, ήτις παρουσίαζεν
αυτόν διδάσκοντα παν ό,τι εχρειάζετο δια την στήριξιν της φραγκολατινικής
θεολογίας[133].
Σημειωτέον ότι, αν και η φιλοσοφική μέθοδος της δυτικής θεολογίας προσηρμόσθη
εις τα δεδομένα του εκκλησιαστικοποιηθέντος Αριστοτέλους, όμως τα δόγματα των
Φραγκολατίνων, ως διεμορφώθησαν υπό του Αυγουστίνου και των οπαδών αυτού,
έμειναν κατ' ούσίαν αναλλοίωτα. Η αυθεντία του Αυγουστίνου ήτο τόσον μεγάλη,
ώστε ούτε η φιλοσοφία του Αριστοτέλους, ούτε η μεταφυσική επανάστασις του
Νομιναλισμού, ούτε η δογματική επανάστασις του Προτεσταντισμού ηδυνήθησαν να την
κλονίσουν. Αντιθέτως μάλιστα οι Προτεστάνται θεολόγοι κατά την μεγίστην αυτών
πλειοψηφίαν αρύονται εκ του Αυγουστίνου τας διδασκαλίας των. Προβαίνοντες δε
ούτοι έτι περαιτέρω απεκήρυξαν τα συμπεράσματα του κατά το 529 γενομένου εν
γαλλική Ρωμανία συμβιβασμού μεταξύ της θεολογίας του Αυγουστίνου και του
Χρυσοστόμου (δηλ. του Κασσιανού), ισχυρισθέντες ότι μόνος ο Αυγουστίνος εκ των
Πατέρων κατενόησεν ορθώς τας διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου περί χάριτος,
προορισμού, αμαρτίας και ελευθερίας[134]. Οι
Διαμαρτυρόμενοι, ακόμη και καθηγηταί πανεπιστημίων, δεν έπαυσαν μέχρι σήμερον
να διακηρύττουν ότι οι κατ' αυτούς Γραικοί Πατέρες ουδέποτε κατενόησαν τον
απόστολον Παύλον[135].
α) Έχων υπ’ όψιν τους ισχυρισμούς τούτους, ο
Ορθόδοξος μελετητής της ιστορίας εκπλήσσεται, όταν εξετάζη τα περί αποστόλου
Παύλου έργα του Αυγουστίνου και τα συγκρίνη με τ' αυτά των «Γραικών» Πατέρων.
Οι Ρωμηοί Πατέρες έγραψαν πολλά ερμηνευτικά έργα
εις όλας τας επιστολάς του αποστόλου Παύλου.
Ο Αυγουστίνος έγραψε πλήρη ερμηνείαν εις μίαν
μόνον εκ των 14 επιστολών του αποστόλου Παύλου, εις την προς Γαλατάς[136].
Πρεσβύτερος ων έγραψεν απαντήσεις εις ερωτήματα περί της προς Ρωμαίους
επιστολής[137].
Ήρχισε να γράφη και ερμηνείαν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν αλλά εκ των 433
στίχων ετελείωσε μόνον τους πρώτους 7. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος εξηγών διατί
εσταμάτησε, γράφει ότι έπραξε τούτο εξ αίτιας των δυσκολιών, ας συνήντα
ερμηνεύων την επιστολήν[138].
Αυτός είναι ο μέγας και μόνος πραγματικός γνώστης
και ερμηνευτής του αποστόλου Παύλου.
6) Ο ιερός Αυγουστίνος ήτο μετριοφρονέστερος των
οπαδών του και, αν εγνώριζε καλώς τα ελληνικά, ασφαλώς θα διεπίστωνεν, ότι οι
ελληνόφωνοι Πατέρες δεν εδίδασκον αυτά τα οποία ενόμιζε και ασφαλώς θα τους
ηκολούθει. Πάντοτε ομιλεί με πολύν σεβασμόν δια τους ελληνοφώνους Ρωμαίους
Πατέρας και επικαλείται την αυθεντίαν αυτών δια να απόδειξη εκείνα τα οποία
νομίζει ότι διδάσκουν και συγχρόνως ομολογεί ότι δεν τους κατανοεί πλήρως, εφ'
όσον τους γνωρίζει από ολίγας μεταφράσεις[139].
Μάλιστα δήλοι ότι ευχαρίστως δέχεται υποδείξεις δια διόρθωσιν[140].
γ) Παρά τους ισχυρισμούς περί της υπεροχής του
ιερού Αυγουστίνου έναντι των «Γραικών» Πατέρων, η αληθής αξιολόγησις των
πραγμάτων φαίνεται και εις το ζήτημα του Filioque.
Το 393, πρεσβύτερος ων, εκλήθη ο Αυγουστίνος να
ανάπτυξη ενώπιον της συνόδου της Αφρικής την διδασκαλίαν του προ 12 ετών
τελειοποιηθέντος εις την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον συμβόλου της πίστεως προς
πληροφορίαν των επισκόπων[141].
Εις την ομιλίαν αυτήν ο Αυγουστίνος δίδει δυο βασικάς εσφαλμένας πληροφορίας.
1) Ισχυρίζεται ότι συζητείται υπό των θεολόγων η
έναντι του Πατρός και του Υιού προσωπική ιδιότης του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ άνευ
ακόμη τελικού αποτελέσματος[142]
Αλλά εν αντιθέσει προς τον ισχυρισμόν τούτον του
Αυγουστίνου, η Β' Οικουμενική Σύνοδος προσέθεσεν εις το σύμβολον της Νικαίας ως
υποστατικήν ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος την «εκπόρευσιν» αυτού εκ του Πατρός.
Όλοι οι Ρωμαίοι Πατέρες εδίδασκον ότι[143]
η ακοινώνητος υποστατική ιδιότης του Πατρός είναι η «πατρότης» ή το «αγέννητον»
και σημαίνει ότι ο Πατήρ έχει την ύπαρξίν του εξ ουδενός. Η ακοινώνητος
υποστατική ιδιότης του Υιού είναι το .«γεννητόν» και σημαίνει ότι ο Υιός έχει
την ύπαρξίν του εκ του Πατρός «γεννητώς», δηλαδή δια της «γεννήσεως». Όσον
αφορά εις την υποστατικήν ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος, όλοι οι Ρωμαίοι Πατέρες
εδίδασκον, ότι και αυτό, ως ο Υιός έχει την ύπαρξίν του εκ του Πατρός, αλλά
«ουχί γεννητώς». Εις αυτό το «ουχί γεννητώς» προσέθετον (ορισμένοι Ρωμαίοι
Πατέρες το «εκπορευτώς», το οποίον, τη πρωτοβουλία Γρηγορίου του Θεολόγου, του
Γρηγορίου Νύσσης, των εξ Αιγύπτου επισκόπων μαθητών του Διδύμου του Τυφλού, και
των Αντιοχέων επισκόπων, καθιερώθη εις την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον.
Κατά τους Ρωμαίους Πατέρας το κύριον γνώρισμα
εκάστης υποστατικής ιδιότητος είναι ότι ανήκει εις έν μόνον πρόσωπον της Αγίας
Τριάδος, ότι δηλαδή είναι ακοινώνητος. Τα άλλα πάντα, ως η ουσία, η θεότης, η
ενέργεια, η βασιλεία, η δόξα, η γνώσις, η θέλησις, η αγάπη, κ.τ.λ., είναι κατά
πάντα κοινά και ανήκουν και εις τας τρεις υποστάσεις ή πρόσωπα της Αγίας
Τριάδος.
2) Εις την αυτήν ομιλίαν ο Αυγουστίνος παραδόξως
ως διδασκαλίαν της Εκκλησίας εμφανίζει την υπό της Β' Οικουμενικής Συνόδου
καταδικασθείσαν άποψιν, ότι το Άγιον Πνεύμα είναι η κοινή του Πατρός και του
Υιού θεότης και αγάπη[144].
Αντιθέτως όμως οι Πατέρες της συνόδου διδάσκουν ότι ό,τι κοινόν υπάρχει του
Πατρός και του Υιού ανήκει και εις το Πνεύμα το Άγιον. Παραδόξως αυτή η
ορθόδοξος άποψις υπάρχει ισχυρώς τονιζομένη εις τον Αμβρόσιον, όστις εβάπτισε
τον Αυγουστίνον[145].
Ο Αυγουστίνος επεδόθη εις την ανεύρεσιν της
υποστατικής ιδιότητος του Αγίου Πνεύματος και απέθανε χωρίς να μάθη ότι ο όρος
«εκπόρευσις» εις το σύμβολον είχε τερματίσει πλέον την συζήτησιν. Γνωρίζοντες
καλώς οι εν τη Πρεσβυτέρα Ρώμη Ρωμαίοι ότι ετερματίσθη η συζήτησις, ουδέποτε
προσέθεσαν τι εις το σύμβολον. Οι Φράγκοι, όμως, έχοντες απόλυτον εμπιστοσύνην
εις τον Αυγουστίνον, επίστευσαν εις τον ισχυρισμόν του και ούτως εβελτίωσαν το
σύμβολον με την προσθήκην της επί του θέματος διδασκαλίας του Αυγουστίνου. Η
εντύπωσις αύτη των Φράγκων ότι ο Αυγουστίνος έλυσεν άλυτον δια την Β'
Οικουμενικήν Σύνοδον πρόβλημα, εδημιούργησεν έτι περισσότερον την έΟνικήν
πεποίΟησιν και υπερηφάνειαν ότι ανεκάλυψαν Θεολόγον ασυγκρίτως καλύτερον από
τους ελληνοφώνους Ρωμαίους ή κατ' αυτούς «Γραικούς».
δ) 0ι Καππαδόκαι Πατέρες Μέγας Βασίλειος,
Γρηγόριος ο Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης, έχοντες σύμφωνον και τον Μέγαν
Αθανάσιον, έκαμαν διάκρισιν μεταξύ ουσίας και υποστάσεων εν τη Αγία Τριάδι,
προκειμένου να αποφευχθή η υπό πολλών τότε γενομένη σύγχυσις των προσώπων της
Αγίας Τριάδος εξ αιτίας της περί ομοουσίου του Υιού προς τον Πατέρα διδασκαλίας
της Α' Οικουμενικής Συνόδου[146]. Ο
ιερός Αυγουστίνος αναφέρει εις το περί Αγίας Τριάδος έργον του την διάκρισιν
αυτήν μεταξύ ουσίας και υποστάσεων, αλλ' ομολογεί, ότι δεν την κατανοεί και δεν
δύναται να εξήγηση διατί οι γράψαντες ελληνιστί κάμνουν την διάκρισιν αυτήν[147].
Σημειωθήτω ότι το έργον αυτό το επεράτωσε 47 όλα έτη μετά την Β' Οικουμενικήν
Σύνοδον και απέθανεν, χωρίς ποτέ να μάθη την σημασίαν της διακρίσεως. Την
άγνοιαν ταύτην εκληρονόμησαν οι Φράγκοι και την διατηρούν οι απόγονοι αυτών ως
«θησαυρόν». Σημειωτέον ότι η διάκρισις αυτή καθιστά αδύνατον την εκ μέρους ημών
των Ρωμαίων αποδοχήν του Filioque, όπερ συνεπάγεται και προϋποθέτει την
σύγχυσιν των υποστατικών ιδιοτήτων.
ε) Εις το έργον του περί 'Αγίας Τριάδος μας
πληροφορεί ο Αυγουστίνος ότι θα ερευνήση την ουσίαν του Θεού, την γέννησιν του
Υιού και την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος και θα εξήγηση διατί το Άγιον
Πνεύμα δεν είναι Υιός[148].
Ομως πριν προλάβη να φθάση εις το τελευταίον θέμα, οι φίλοι του ανυπομονούντες
του αφήρεσαν εν αγνοία του και εδημοσίευσαν όσα είχε μέχρι τότε γράψει[149].
Ούτως η υπόσχεσίς του, ότι θα εξήγηση διατί το Άγιον Πνεύμα δεν λέγεται ή δεν
είναι και αυτό Υιός παρέμεινεν εις το έργον, Προβαίνων όμως περαιτέρω, εις το
αυτό έργον του[150], ο
Αυγουστίνος ομολογεί ότι η εν λόγω υπόσχεσις ήτο απλώς ευσεβής πόθος
προωρισμένος να μείνη ανεκπλήρωτος. Συμπεραίνει δε ότι η απάντησις θα δοθή εις
την άλλην ζωήν[151].
Ο Ορθόδοξος εκπλήσσεται με το άλυτον του
προβλήματος τούτου, εφ’ όσον οι Πατέρες διδάσκουν ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι
Υιός, απλούστατα διότι δεν γεννάται αλλά εκπορεύεται. Ο Αυγουστίνος όμως
συγχέει τας προαιώνιους ενεργείας του Θεού με την γέννησιν και εκπόρευσιν. Δια
τούτο δεν γνωρίζει διατί το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Υιός. Δια τον ίδιον λόγον
όμως το Filioque είναι απαραίτητον δια τον Αυγουστίνον, δια να μη συγχέωνται τα
πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Δια τον Αυγουστίνον λοιπόν η γέννησις
και εκπόρευσις διακρίνονται, εφ' όσον η γέννησις σημαίνει εξ ενός και η
εκπόρευσις εκ δύο[152].
Η σύγχυσις αύτη των προαιώνιων ενεργειών του Θεού
(ως της γνώσεως και της αγάπης) μετά της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως
του Αγίου Πνεύματος προέρχεται από την έρευναν περί της ουσίας του Θεού.
Παραδόξως όμως κατέβαλλον παρομοίαν προσπάθειαν εις την Ανατολήν οι αιρετικοί
Ευνομιανοί, τους οποίους ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προκαλεί λέγων «Τις ούν η
εκπόρευσις; Ειπέ συ την αγεννησίαν του Πατρός, καγώ την γέννησιν του Υιού
φυσιολογήσω, και την εκπόρευσιν του Πνεύματος, και παραπληκτίσομεν άμφω εις
Θεού μυστήρια παρακύπτοντες»[153].
Πάντως η πλέον παράδοξος δια την Ρωμαιοσύνην
εξέλιξις της ευρωπαϊκής παραδόσεως είναι ο ισχυρισμός των Φραγκολατίνων, ότι οι
«Γραικοί» δεν έμειναν πιστοί εις το πνεύμα των «Γραικών» Πατέρων και των
οικουμενικών συνόδων, και ότι μόνον αυτοί, οι Φραγκολατίνοι δηλαδή, κατενόησαν
ορθώς τους «Γραικούς» Πατέρας. Επηρεασμένοι από τον μέγαν σεβασμόν του
Αυγουστίνου και των δυτικών Ρωμαίων Πατέρων δια τους ανατολικούς Ρωμαίους
Πατέρας ως και από την πεποίθησιν, αυταπάτην, του Αυγουστίνου ότι ακολουθεί πιστώς
την «γραικικήν» παράδοσιν παρεσύρθησαν οι Φραγκολατίνοι εις το συμπέρασμα, ότι
δεν δύναται παρά να υπάρχη απόλυτος συμφωνία μεταξύ του Αυγουστίνου και των
«Γραικών» Πατέρων. Ούτω παρουσιάζουν τους «Γραικούς» Πατέρας ως κήρυκας και
οπαδούς του Filioque. Σημειωτέον μάλιστα ότι περί του αγίου Ιωάννου του
Δαμάσκηνου, όστις συνοψίζων την διδασκαλίαν των Ρωμαίων Πατέρων γράφει ρητώς,
ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο
μέγιστος των Φράγκων θεολόγων, γράφει ότι εις το σημείον τούτο ο Δαμασκηνός δεν
ακολουθεί τους Πατέρας, αλλά παρεσύρθη από κάποιον αρχαίον αιρετικόν[154].
Ίσως δεν πρέπει να λησμονήσωμεν ότι το 1054 οι Φραγκολατίνοι αφώρισαν τον
Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης Μιχαήλ Κηρουλάριον με την κατηγορίαν,
ότι «απέκοψαν» οι «Γραικοί» το Filioque από το σύμβολον της πίστεως[155].
Άλλη εξ ίσου επιβλαβής δια το έθνος ημών θεωρία
Διαμαρτυρομένων καθηγητών σοβαρών πανεπιστημίων, ως του Βερολίνου, η οποία
υπάρχει μέχρι σήμερον εις εν χρήσει διδακτικά εγχειρίδια, δηλητηριάζουσα ούτω
μέλλοντας ηγέτας εις βάρος των «Γραικών» είναι ο ισχυρισμός, ότι εν αντιθέσει
με τον γνήσιον αυγουστίνειον Προτεσταντισμόν, η Ορθοδοξία των «Γραικών» Πατέρων
είναι μία εξελληνισθείσα και άρα ειδωλολατρική μορφή του Χριστιανισμού[156].
Αύτη είναι η άλλη όψις του ισχυρισμού, ότι οι «Γραικοί» Πατέρες ουδέποτε
κατενόησαν τον απόστολον Παύλον, τον οποίον, ως λέγουν, ηρμήνευσαν ορθώς μόνον
ο Αυγουστίνος και οι ιδρυταί του Προτεσταντισμού ο Λούθηρος και ο Καλβίνος.
Δηλαδή ισχυρίζονται οι ακολουθούντες κατά γράμμα
τον Αυγουστίνον Διαμαρτυρόμενοι ούτοι[157] ότι
ο απόστολος Παύλος διδάσκει δήθεν ότι 1) την ενοχήν του Αδάμ εκληρονόμησαν όλοι
οι απόγονοι αυτού, και ούτως η δικαιοσύνη του Θεού κατεδίκασεν εις κόλασιν όλην
την ανθρωπότητα και επέβαλεν εις αυτήν την ποινήν του θανάτου. 2) Κατά την
αξίαν της κληρονομικής ταύτης ενοχής αξίζει εις όλους η κόλασις. 3) Ο Θεός,
όμως, επειδή ήθελεν, εξέλεξεν εκ των ανθρώπων μίαν ομάδα και προώρισεν αυτήν
δια την σωτηρίαν. 4) Οι μη εκλεγέντες δεν πρέπει να παραπονούνται, αφού ως
συνένοχοι δια την αμαρτίαν του Αδάμ τιμωρούνται δικαίως. 5) Ούτε δύνανται οι
σεσωσμένοι να υπερηφανεύωνται ωσάν να απολαμβάνουν εκείνα τα οποία τους
αξίζουν, αφού αξίζει εις αυτούς ως και εις τους απολωλότας η κόλασις. 6) Απλώς
πρέπει να ευχαριστήσουν τον Θεόν, διότι τους εδόθη η σωτηρία απολύτως δωρεάν,
αν και δεν τους άξιζε. 7) Τα απαραίτητα προς σωτηρίαν καλά έργα δεν είναι των
σεσωσμένων αλλά της χάριτος του Θεού, διότι ο άνθρωπος χωρίς χάριν όχι μόνον
δεν δύναται να κάμει καλά αξιόμισθα έργα, αλλά ούτε ημπορεί να θέλει να κάμνει
καλά έργα. 8) Δια τούτο η σωστική χάρις του Θεού ενεργεί ακαταγωνίστως και
δίδεται μόνον εις τους προορισμένους, οι οποίοι έχοντες την πεποίθησιν της
σωτηρίας των υπερβαίνουν τον φόβον της κολάσεως. 9) Επομένως η σωτηρία δεν
είναι συνεργασία μεταξύ Θεού και ανθρώπου αλλά ενέργεια τον Θεού επί του
ανθρώπου. 10) Όπου δε η Αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Χριστός αγαπά τους
αμαρτωλούς, εσταυρώθη δια τους αμαρτωλούς και θέλει την σωτηρίαν των αμαρτωλών,
δεν εννοεί όλους τους αμαρτωλούς αλλά μόνον τους προωρισμένους δια την σωτηρίαν
αμαρτωλούς.
Αυτή η θεολογία του Αυγουστίνου υπήρξε μαζί με την
βαρβαρότητα των Φράγκων η όλη προϋπόθεσις της Ιεράς Εξετάσεως της Φραγκοσύνης.
Εκείνο το οποίον προξενεί εντύπωσιν εις τον
Ορθόδοξον μελετητήν είναι το γεγονός ότι εις τας Εξομολογήσεις του ο
Αυγουστίνος δίδει ζωηρώς την εντύπωσιν ότι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος δια την
απόσπασίν του από τον Μανιχαϊσμόν και δια την εις Χριστόν μεταστροφήν του ήτο ο
άγιος Αμβρόσιος, θα ανέμενε τις, ότι ως ο Αμβρόσιος ούτω και ο Αυγουστίνος θα
ήτο οπαδός της θεολογίας των Τριών Ιεραρχών και δεν θα ήρχετο εις ρήξιν με τα
εν τη δυτική Ρωμανία πνευματικά τέκνα του Χρυσοστόμου.
Ο Αυγουστίνος πληροφορεί ότι εξ αιτίας των
κηρυγμάτων του αγίου Αμβροσίου, τα οποία παρηκολούθει καθ’ εκάστην Κυριακήν εις
Μεδιόλανα, εκλονίσθησαν αι περί Παλαιάς Διαθήκης μανιχαϊκαί προκαταλήψεις του
και έμαθε να εκτιμά την ορθόδοξον ερμηνείαν των Προφητών[159].
Όταν όμως ο Αμβρόσιος ανεύθεσεν εις τον Αυγουστίνον, προπαρασκευαζόμενον δια το
βάπτισμα, να μελετήση τον προφήτην Ησαίαν, ο Αυγουστίνος άφησε την μελέτην εις την μέσην, διότι, ως μας πληροφορεί εις
τας Εξομολογήσεις του, δεν τον κατενόησεν[160].
Αντ’ αυτού ησχολήθη με την φιλοσοφίαν, με αποτέλεσμα να προσέλθη εις το
βάπτισμα του, έχων σχηματίσει την γνώμην, ως γράφει εις το Contra academicos,
ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των Πλατωνικών και της Αγίας Γραφής[161].
Το παράδοξον εκ της ιστορίας ταύτης είναι ότι ο άγιος
Αμβρόσιος όχι μόνον ομού μετά των άλλων Ρωμαίων Πατέρων απορρίπτει ρητώς το επί
υπερβατικών αμεταβλήτων ιδεών βασιζόμενον νεοπλατωνικόν σύστημα[162],
το οποίον ο Αυγουστίνος ουδέποτε ημφεσβήτησεν[163],
αλλά ακολουθεί την ορθόδοξον διδασκαλίαν περί αποκαλύψεως του Θεού εις τους προφήτας και αποστόλους[164],
ενώ ο Αυγουστίνος δημιουργεί μίαν ασθενεστάτην σύνδεσιν, η οποία
επεκράτησεν εις την φραγκολατινικήν
παράδοσιν[165]
και η οποία εν τω προσώπω του εκ Καλαβρίας Βαρλαάμ κατεδικάσθη εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη το 1341[166].
Eν αντιθέσει προς την θεολογίαν των Τριών Ιεραρχών
ο Αυγουστίνος διδάσκει ότι μόνον οι σεσωσμένοι θα ίδουν δια της χάριτος και δια
της λογικής των τον Θεόν και τα εν αυτώ αρχέτυπα των όντων. Δια της οράσεως
ταύτης της θείας ουσίας θα απαλλαγούν αι ψυχαί από το επιθυμητικόν, το
θυμοειδές και τα μεταβλητά και ούτω θα γίνουν αμεταβλήτως ευδαίμονες.
Ερειδόμενος επί των νεοπλατωνικών τούτων προϋποθέσεων παραδέχεται, ότι δύναταί
τις εν τη ζωή ταύτη να φθάση εις ενόρασιν
των εν τη θεία ουσία αρχετύπων δια της εκστάσεως ή οφείλει να γνωρίση αυτά δια
του φωτισμού[167].
Αι προϋποθέσεις αυταί εν συνδυασμώ με τας περί
αμαρτίας και προορισμού διδασκαλίας του Αυγουστίνου ωδήγησαν εις τα περί
κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός δόγματα των Φράγκων τα τόσον γνωστά μέσω των
Dante και John Milton, αλλά απαράδεκτα εις τους Ρωμαίους Πατέρας. Αφού οι
ακολουθούντες τον Αυγουστίνον Φράγκοι επίστευσαν ότι οι κολαζόμενοι δεν βλέπουν
τον Θεόν, εξέλαβον το πυρ το αιώνιον της Αγίας Γραφής ως κτιστόν. Συνεπεία
τούτου οι Φραγκολατίνοι, ως και οι αρχαίοι, εφαντάσθησαν τον κόσμον τριώροφον,
αποτελούμενον από τον αμετάβλητον δια τους ευδαίμονας ουρανόν, την μεταβλητήν
δια την δοκιμασίαν των ανθρώπων γήν και τα μεταβλητά δια τους κολαζομένους και καθαριζόμενους
καταχθόνια.
Ο Αυγουστίνος βλέπων ότι οι προφήται και οι
απόστολοι δεν παρουσιάζουν κατά τας προς αυτούς θεοφανείας και αποκαλύψεις του
Αγγέλου του Κυρίου και της δόξης αυτού φαινόμενα και κατάστασιν ανάλογον προς
την νεοπλατωνικήν έκστασιν, κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι οι απόστολοι και
οι προφήται δεν είδον τον άκτιστον Λόγον εν τη ακτίστω δόξη αυτού, αλλά μόνον
γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα συμβολίζοντα τον Θεόν και χρησιμεύοντα δια
την μετάδοσιν μηνυμάτων αυτού προς τους ανθρώπους[168].
Εις το σημείον αυτό ο Αυγουστίνος διαφέρει των Ορθοδόξων Ρωμαίων Πατέρων,
συμπεριλαμβανομένου και του Αμβροσίου[169],
και κατ' ουσίαν συμφωνεί με τας γνωσιολογικάς προϋποθέσεις των Αρειανών και των
Εύνομιανών[170].
Οι Τρεις Ιεράρχαι ορθώς τονίζουν[171],
ότι κατά τον απόστολον Παύλον η καταλλαγή και συμφιλίωσις ουδέποτε είναι του
Θεού προς τον άνθρωπον. Ο Θεός παραμένει πάντοτε φίλος όλων των ανθρώπων. Δια
τούτο ο Θεός εν Χριστώ καταλλάσσει τον κόσμον προς τον εαυτόν του. Ο άνθρωπος
γίνεται εχθρός του Θεού δια της αμαρτίας και αυτός βλέπει τον Θεόν ως οργήν και
εχθρόν, Αι προϋποθέσεις της ανσελμίου διδασκαλίας περί ανάγκης ικανοποιήσεως
της δήθεν προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης δια της σταυρικής θυσίας του Χρίστου
δεν είναι ορθόδοξοι. Οι Ρωμαίοι Πατέρες σαφώς απορρίπτουν την αυγουστίνειον
βάσιν της διδασκαλίας ταύτης, δηλαδή την κληρονομικήν μετάδοσιν της ενοχής του
Αδάμ. Αντιθέτως προς τον Αυγουστίνον οι Ρωμαίοι Πατέρες διδάσκουν ότι ο Θεός μη
θέλων τον θάνατον επέτρεψεν αυτόν από αγάπην, ίνα μη το κακόν και η αμαρτία αθάνατα
γένονται και ίνα δια της αναστάσεως ανάπλαση τον άνθρωπον. Ο Θεός αγαπά και
τελειοποιεί όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αλλά όλοι δεν τελειοποιούνται
κατά τον ίδιον ρυθμόν και βαθμόν.
Οι μη θέλοντες να εξέλθουν εκ της εγωπάθειας των
και να συνεργασθούν με την χάριν του Θεού παραμένουν ιδία βουλήσει ξένοι προς
την αγάπην του Θεού και εχθροί. Μαζί με τους σεσωσμένους θα ιδούν και αυτοί τον
Θεόν, ουχί όμως ως φως αλλ' ως πυρ το αιώνιον[172].
Οι εργαζόμενοι τας εντολάς του Θεού από φόβον
κολάσεως («δούλοι») και οι εργαζόμενοι επί μισθώ («μισθωτοί») θα ιδούν τον Θεόν
ως φως, εφ' όσον συνεχίσουν την πορείαν των προς την ανιδιοτελή αγάπην και την
μετά του Θεού φιλίαν.
Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπον δια
συμφεροντολογικήν τινα υπακοήν και δουλοπρέπειαν μιας στατικής και αμεταβλήτου
ευδαιμονίας, αλλά αντιθέτως τον έπλασε δια συνεργασίαν, φιλίαν, υιοθεσίαν και
συμβασιλείαν. Η υπακοή του πιστού εις τον Θεόν δεν είναι δουλοπρέπεια αλλά
υπακοή μέχρι θανάτου, την οποίαν έθεσεν ο Θεός ως το απαραίτητον μέσον
πνευματικής εκγυμνάσεως προς επίτευξιν της φιλίας και αγάπης, η οποία κατά τον
απόστολον Παύλον «ου ζητεί τα εαυτής». Η υπακοή αυτή είναι το μέσον δια του
οποίου ο άνθρωπος τη βοηθεία του Θεού υπερβαίνει ως νικητής τον φόβον και την
επ' αυτού ερειδομένην συμφεροντολογίαν και μεταμορφούται εις φίλον και
συμβασιλέα του Χρίστου και γίνεται κατά χάριν Θεός. Αποκτά δε και παρρησίαν
παρά τω Θεώ υπέρ των συνανθρώπων του και είναι πρόθυμος να θυσιάση την
προσωπικήν του σωτηρίαν δια την σωτηρίαν των άλλων, ως συνέβη με τον Μωϋσέα[173]
και τον απόστολον Παύλον[174].
Ως θεατής της δόξης του Θεού ο φίλος του Θεού
παγιούται ουχί εν στατική και αμεταβλήτω τινι καταστάσει ευδαιμονίας, ως
πιστεύει η αυγουστίνειος λατινική παράδοσις, αλλά αντιθέτως εν ατελευτήτω
πορεία προς ανώτερα στάδια τελειότητος άνευ τέρματος.
Τέρμα και στατικότης εις την πνευματικήν εξέλιξιν
υπάρχουν μόνον εις τους παραμείναντας ίδία βουλήσει και οκνηρία ιδιοτελείς και
εγωκεντρικούς. Εις αυτούς η ιδία εν Χριστώ δόξα και βασιλεία του Θεού θα
εμφανίζεται αιωνίως ως πυρ το αιώνιον και σκότος το εξώτερον.
Κατά τους Τρεις Ιεράρχας ο γενόμενος κατά χάριν
φίλος του Θεού και συμβασιλεύς του Χρίστου είτε προφήτης, είτε απόστολος, είτε
άγιος, βλέπει και γνωρίζει ως άνθρωπος ολόκληρος, ψυχή τε και σώματι, αλλά
συγχρόνως υπεραισθητώς και υπερνοητώς, ουχί την αμέθεκτον, απρόσιτον και
παντελώς άγνωστον ουσίαν του Θεού, αλλά «καθώς δύναται» την φυσικήν και αίδιον
δόξαν εν ή κατοικεί και υφ' ής περιβάλλεται απεριορίστως ο αναβαλλόμενος το φως
αυτό της βασιλείας ως ιμάτιον.
Δια να τονίσουν ότι η αποκαλυφθείσα εις τους
φίλους του Χρίστου θεία δόξα και θεότης ουδεμίαν σχέσιν έχει με τον νοητόν
κόσμον των Πλατωνικών οι Ρωμαίοι Πατέρες κατεδίκασαν επισήμως την περί
αρχετύπων ιδεών διδασκαλίαν του Πλάτωνος[175].
Τούτο διότι μεταξύ της θείας δόξης και των κτισμάτων ουδεμία ομοιότης υπάρχει.
Δια τον λόγον αυτόν η Αγία Γραφή αποδίδει και ονόματα αντιθέσεων εις τον Θεόν
δια να τονίση όχι ότι πράγματι υπάρχουν αντιθέσεις εν τω Θεώ, αλλ' ότι ο Θεός
υπερβαίνει όλας τας κατηγορίας του κόσμου και της φυσικής ανθρωπινής εμπειρίας,
της αισθητής και της λογικής. Ούτως η δόξα του Θεού εις την Αγίαν Γραφήν
ονομάζεται με τας αντιθέσεις φώς γνόφος και πύρ σκότος ως και με τα παράλληλα
δόξα νεφέλη και αστραπή καπνός. Οι φίλοι του Θεού βλέπουν τον Θεόν εν φωτί
γνόφω ή εν δόξη νεφέλη, ενώ οι ιδιοτελείς βλέπουν τον Θεόν κριτήν, ως αστραπην
καπνόν ή πύρ σκότος.
Η αποφατική αυτή θεολογία της Ορθοδοξίας είναι
σαφώς η θεολογία της Αγίας Γραφής[176].
Οι αγνοούντες εξ αιτίας του Αυγουστίνου την
αποφατικήν ταύτην γλώσσαν της Αγίας Γραφής Ευρωπαίοι ωδηγήθησαν όχι μόνον εις
τας δεισιδαιμονικάς των περί κολάσεως αντιλήψεις αλλά και εις την εγκατάλειψιν
της υφ’ όλων των αρχαίων ταυτίσεως της βασιλείας και δόξης του Θεού[177]
και εις υιοθέτησιν της υπό του Αυγουστίνου ταυτίσεως της βασιλείας μετά της
Εκκλησίας και ούτως εις τας ατέρμονας περί ανυπάρκτου προβλήματος συζητήσεις
των νεωτέρων Δυτικών, εκ των οποίων όμως αρκετοί εγκατέλειψαν πλέον την άποψιν
αυτήν του Αυγουστίνου. Επίσης οι Δυτικοί ηρμήνευσαν τας θεοφανείας της Παλαιάς
και της Καινής Διαθήκης ως να επρόκειτο περί της υπό του Θεού θαμβώσεως
κατωτέρας νοήσεως ανθρώπων μέσω γινομένων και απογινομένων και εις τας
αισθήσεις υποπιπτόντων καταπληκτικών φυσικο-υπερφυσικών φαινομένων. Επειδή
τοιαύται ερμηνείαι απομακρύνουν πολλούς από τον Χριστιανισμόν, ανέλαβον τινές
να απομυθεύσουν την Αγίαν Γραφήν από τα δήθεν μυθικά και δεισιδαιμονικά αυτής
στοιχεία, δια να γίνουν τα υπόλοιπα αποδεκτά από τον σύγχρονον άνθρωπον. Όμως
δεν είναι η Αγία Γραφή η χρήζουσα απομυθεύσεως, αλλά η αυγουστίνειος ερμηνευτική
παράδοσις, ήτις εγκαταλείψασα την θεολογίαν των Ρωμαίων Πατέρων επέβαλεν επί
την Αγίαν Γραφήν μίαν ξένην προς αυτήν ειδωλολατρικήν κοσμοθεωρίαν.
Υπό την πίεσιν των συγχρόνων εξελίξεων εις την
γνωσιολογίαν και πολιτικήν φιλοσοφίαν, εις την ψυχολογίαν, κοινωνιολογίαν,
ιστοριογραφίαν, εις τας θετικάς επιστήμας και εις την ανθρωπολογίαν και
παλαιοντολογίαν, η μεσαιωνική πεποίθησις των Φραγκολατίνων περί της υπάρξεως
αμεταβλήτων ειδών εγκατελείφθη αμετακλήτως υπό εκατομμυρίων των απογόνων αυτών
και ως εκ τούτου διαμφισβητείται η ύπαρξις αμεταβλήτου κριτηρίου της ηθικής,
του νόμου και της αληθείας, ως και η δυνατότης εκπληρώσεως της επιθυμίας του
ανθρώπου δι' ευδαιμονίαν εις υπερβατικήν στατικήν και αμετάβλητον δουλοπρεπή
κατάστασιν. Το παράδοξον είναι ότι πολλοί εκ των κληρονόμων του φραγκολατινικού
αυγουστινείου πολιτισμού απομακρύνονται σήμερον από τον Χριστιανισμόν, επειδή
δεν δύνανται πλέον να πιστεύσουν εις διδασκαλίας, τας οποίας απεκήρυξεν η
Ρωμαιοσύνη προ τόσων αιώνων γνωρίζουσα τον Χριστόν.
Ουδέποτε απεδέχθησαν οι Ρωμαίοι Πατέρες ηθικόν,
φιλοσοφικόν η κοινωνικόν σύστημα βασιζόμενον επί μιας δήθεν αμεταβλήτου
μεταφυσικής. Το κριτήριον του τρόπου της ζωής ήτο πάντοτε όχι αμετάβλητον
κριτήριον αλλά ο περιφρονήσας τον θάνατον και τα προσωπικά συμφέροντα ηρωισμός
του φίλου και του συνεργάτου του Θεού, όστις εξελίσσεται χωρίς τέρμα εις
ανώτερα στάδια τελειότητος.
Το δράμα της Ρωσίας ήρχισε κυρίως επί Μεγάλου
Πέτρου, ότε διεδόθησαν αι αρχαί της σχολαστικής ή φραγκικής θεολογίας τόσον
ώστε να καταντήσουν οι Ρώσοι θεολόγοι να γράφουν και να διδάσκουν με όλας τας
συνεπείας λατινιστί. Δηλαδή ηρμήνευον τους «Γραικούς» Πατέρας μέσω της
φραγκολατινικής θεολογίας. Κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος ήρχισε μία
ισχυρά επάνοδος εις την θεολογίαν της Ρωμαιοσύνης, αλλά δεν ήτο εγκαίρως αρκετά
ανεπτυγμένη, ώστε να αντιμετώπιση τα προκύψαντα προβλήματα με όλην την δύναμιν
της ρωμαίικης πατερικής θεολογίας και πνευματικότητος.
Σήμερον ο Αλέξανδρος Σολζενίτζιν καλεί την Ρωσίαν
εις επάνοδον όχι εις την φραγκευμένην ρωσικήν Ορθοδοξίαν του Μεγάλου Πέτρου
αλλά των ησυχαστών Πατέρων της Ρωμηοσύνης.
Αυτό πρέπει να αποτελέση δι' ημάς δίδαγμα.
Η επάνοδος, όμως, εις την θεολογίαν και
πνευματικότητα των Τριών Ιεραρχών δεν είναι μόνον προσωπικόν και εθνικόν
συμφέρον, αλλά και καθήκον ημών των Ρωμαίων προς τον υπόλοιπον κόσμον. Οι Τρεις
Ιεράρχαι είναι οικουμενικοί διδάσκαλοι, διότι η θεολογία των ως και η θεολογία
όλων των Ρωμαίων Πατέρων είναι αυτή της Αγίας Γραφής και των οικουμενικών
συνόδων, ως και της αδιαιρέτου Εκκλησίας των Ρωμαίων. Η ένωσις αυτή των αρχαίων
εκκλησιών διεσπάσθη δια της βιαίας καθυποτάξεως της θεολογίας των Τριών
Ιεραρχών και των λατινοφώνων μαθητών αυτών εις τον αυγουστίνειον επαρχιωτισμόν
των Φράγκων. Πρέπει να δώσωμεν μεγάλην προσοχήν εις την διακήρυξιν του
πατριάρχου Σερβίας ότι ο πραγματικός Οικουμενισμός δύναται να πραγματοποιηθή
μόνον επί τη βάσει των οικουμενικών διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου,
Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου Χρυσοστόμου.
Όμως δια να τεθούν αι βάσεις προς εφαρμογήν του
αληθούς τούτου οικουμενισμού χρειάζεται μία απαραίτητος προεργασία. Ως
απηλευθερώθη εις την Ευρώπην η ελληνική φιλοσοφία από την δουλικήν εξυπηρέτησιν
της φραγκολατινικής θεολογίας, κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον πρέπει να απελευθερωθούν
και οι Ρωμαίοι Πατέρες από τον ανύπαρκτον «Γραικισμόν» των Φράγκων, δια να φανή
η αλήθεια του Χριστού.
Ο θέλων να εγκύψη εις την δύναμιν εκείνην, ήτις
διεμόρφωσε την ψυχήν της Ρωμηοσύνης και διετήρησεν αυτήν από την δουλείαν του
πνεύματος και ήτις δύναται να οδήγηση την σημερινην Ρωμηοσύνην εις
μεγαλουργήματα, ας προσέξη εις τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου με τα
οποία κατακλείομεν το κεφάλαιον τούτο.
«Ο τον θάνατον δεδοικώς, δούλος εστί, και πάντα
υφίσταται υπέρ του μη αποθανείν... ο γαρ θάνατον μη δεδοικώς, έξω της
τυραννίδος εστί του διαβόλου... Ουδένα δέδοικεν, ουδένα φοβείται, πάντων εστίν
ανώτερος και πάντων ελευθεριώτερος... Ο γαρ περί αναστάσεως μύρια φιλοσοφείν
ειδώς, πώς δέδοικε θάνατον; Πώς φρίττει λοιπόν; Μη τοίνυν ασχάλλετε λέγοντες·
δια τι τα και τα πεπόνθαμεν; Ούτω γαρ λαμπρότερα η νίκη γίνεται· ουκ αν δε
ην λαμπρά, ει μη θανάτω τον θάνατον έλυσεν... Μη δη προδώμεν την δοθείσαν ημίν
δωρεάν. Ου γαρ ελάβομεν, φησί, Πνεύμα δειλίας, αλλά Πνεύμα δυνάμεως και αγάπης
και σωφρονισμού. Στώμεν ουν γενναίως καταγελώντες τον θάνατον»[178].
Από τα εν τω δοκιμίω τούτω λεχθέντα φαίνεται σαφώς
ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ιστορικόν φαινόμενον κατακτήσαν την πόλιν κράτος Πρεσβυτέραν Ρώμην η οποία έγινεν
εκπρόσωπος και φορεύς και διαπρύσιος κήρυξ και διαδότης του πολιτισμού τούτου.
Αφ' ενός μεν οι Ρωμαίοι έγιναν Έλληνες αφ' ετέρου δε οι Έλληνες έγιναν Ρωμαίοι.
Ακολουθούν πως το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου, το έθνος των Χριστιανών
εταυτίσθη με το έθνος των Ρωμαίων, ιδίως δε εν τω προσώπω του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, και ούτως εγεννήθη ή ετελειοποιήθη η Ρωμαιοσύνη ή ο
ελληνοχριστιανικός πολιτισμός με κέντρον την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην.
Προκαλεί συγκίνησιν εις κάθε Ρωμηόν το γεγονός ότι
ο εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη Ρωμαίος αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης έκαμε
την τελευταίαν προσπάθειαν να διάσωση ως θρησκείαν του ελληνικού πολιτισμού των
Ρωμαίων την ελληνικήν ειδωλολατρείαν. Πάντως η προσπάθεια του ήτο καταδικασμένη
εις αποτυχίαν με αποτέλεσμα η Ορθοδοξία να επικράτηση ως η καρδία της
Ρωμαιοσύνης, αφού είχεν αφομοιώσει ό,τι καλόν και μόνιμον υπήρχεν εις τον
ελληνικόν πολιτισμόν.
Ο δήθεν τερματισμός του ελληνικού πολιτισμού τον
ζ' αιώνα και η δήθεν αντικατάστασις αυτού υπό τινος βυζαντινού πολιτισμού είναι
κακοήθης μύθος και κατασκεύασμα των Ρώσων και Φράγκων και των Ευρωπαίων
απογόνων αυτών, ως είδομεν. Πολύ μεγαλύτερα ομοιότης ή ταυτότης υπάρχει μεταξύ
των Ρωμαίων Ορθοδόξων σήμερον και των Ρωμαίων Ορθοδόξων της εποχής του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, από ό,τι υπάρχει μεταξύ των Φράγκων ιδρυτών του δυτικού
πολιτισμού και των σημερινών Ευρωπαίων.
Οι Τευτονοφράγκοι (Γερμανοί), οι Λατινοφράγκοι
(Φραντσέζοι), οι Ιταλοφράγκοι και λοιποί Ευρωπαίοι προσεπάθησαν επί αιώνας να
επιτύχουν την ενότητα του πολιτισμού των μέσω της λατινικής γλώσσης και της
φραγκικής των Χριστιανοσύνης με κέντρον την υπ' αυτών κατακτηθείσαν και
μεταβληθείσαν εις φραγκικήν Παπωσύνην εν τη παλαιά πρωτευούση της Ρωμαιοσύνης,
τη Πρεσβύτερα Ρώμη. Ουδέποτε όμως επέτυχον οι Ευρωπαίοι ν' αναδημιουργήσουν την
προτέραν ένωσιν της Ρωμαιοσύνης εις τας υπ' αυτών κατακτηθήσας επαρχίας της
Ρωμανίας. Από του θανάτου του Καρόλου, του λεγομένου υπό των Ευρωπαίων Μεγάλου,
μέχρι σήμερον αι προσπάθειαι των Ευρωπαίων παραμένουν άκαρποι εξ επόψεως των
αλλεπαλλήλων ενεργειών των να πραγματοποιήσουν τα παλαιά περί ενότητος όνειρα
του Καρλομάγνου.
Η λατινική γλώσσα διετηρήθη μόνον ως λειτουργική
γλώσσα των παραμεινάντων μετά την προτεσταντικήν επανάστασιν πιστών εις την
φραγκολατινικήν Παπωσύνην. Από της εποχής του Δάντε ήρχισε να εγκαταλείπεται η
γλώσσα αύτη ως ακατανόητος και απρόσιτος εις τον λαόν και ουχί ικανή να επιφέρη
την αφύπνισιν της Ευρώπης από τον λήθαργον του δυτικού Μεσαίωνος.
Εξ επόψεως της εσωτερικής μορφής της θρησκείας η
λατινική ή φραγκική Χριστιανοσύνη διεσπάσθη εις δύο, Παπωσύνην και
Προτεσταντισμόν, και ο Προτεσταντισμός παραμένει διηρημένος εις πολλάς
παραφυάδας με πoλλάς λειτουργικάς γλώσσας.
Εξ επόψεως της εσωτερικής μορφής της θρησκείας,
δηλαδή των δογμάτων, της θεολογίας και της πνευματικότητος, ολόκληρος ο δυτικός
Χριστιανισμός επήρε τον κατήφορον από της εποχής της πρώτης αναπτύξεως και
ανευρέσεως των πρώτων αρχών, αίτινες ωδήγησαν εις την σύγχρονον επιστήμην. Εκ
της επόψεως ταύτης εχομεν μίαν ριζικήν, αν και βαθμιαίαν, αποκοπήν της
σημερινής Ευρώπης, ως και της φραγκευμένης Ρωσίας, από την θεολογίαν και
πνευματικότητα όχι μόνον των Φραγκολατίνων σχολαστικών του μεσαίωνος αλλά και
των παπικών και προτεσταντών θεολόγων από της εποχής της προτεσταντικής
επαναστάσεως κατά της Παπωσύνης τον ιστ' αιώνα.
Εν αντιθέσει προς την κατάστασιν ταύτην της
λατινικής και προτεσταντικής θεολογίας και πνευματικότητος η θεολογία και
πνευματικότης της Ρωμαιοσύνης παραμένει η ιδία όχι μόνον από της εποχής του
Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και από της εποχής των αποστόλων και προφητών και
ουδόλως θίγεται από την ανάπτυξιν και τα πορίσματα των θετικών επιστημών και
ούτε υπεχρεώθη να αλλάξη ποτέ, δια να επιβιώση, ως ηναγκάσθη η λατινική και
προτεσταντική θεολογία,
Πριν εξηγήσωμεν τους λόγους των παρατηρήσεων
τούτων, θέλομεν να τονίσωμεν το εκ των ανωτέρω συμπέρασμα ότι ο
ελληνοχριστιανικός πολιτισμός της Ρωμαιοσύνης υπάρχει σήμερον ως η ιδία
γλωσσική, θεολογική και πνευματική πραγματικότης από της εποχής του συνδυασμού
του Χριστιανισμού και της Ρωμανίας εν τω προσώπω του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πώς
λοιπόν δεν υπάρχει ακόμη ο ελληνικός πολιτισμός των Ρωμαίων και μάλιστα μετά
τον ζ' αιώνα ως διατείνεται ο Toynbee;
Θα ηδύνατο κανείς αντιθέτως να είπη ότι δεν
υπάρχει πλέον ο δυτικός πολιτισμός εφ’ όσον ταυτίσωμεν αυτόν με τον πολιτισμόν
των Φράγκων του μεσαίωνος. Παρ' όλας τας αλλαγάς όμως τας θεολογικάς και τας
επιστημονικάς και τας γλωσσικάς και παρά το πλήθος των γλωσσών και των
θρησκειών της Ευρώπης επιμένουν οι Ευρωπαίοι ιστορικοί ότι ο δυτικός πολιτισμός
είναι είς και ενιαίος από της εποχής της μεγάλης Φραγκιάς του Καρλομάγνου μέχρι
σήμερον.
Καλά! Οι Ευρωπαίοι έχουν το δικαίωμα να
ονειρεύονται την ιστορίαν του πολιτισμού ή των πολιτισμών των όπως θέλουν, αλλά
δεν τους δίδομεν το δικαίωμα να ονειρεύωνται την ιστορίαν του ελληνικού
πολιτισμού της Ρωμαιοσύνης όπως θέλουν και όπως τους συμφέρει.
Είναι γεγονός ότι εξευρωπαΐσθησαν εν πολλοίς οι
Ρώσοι από της εποχής του Μεγάλου Πέτρου, και δια τούτο ευρίσκονται σήμερον εις
όχι ζηλευτήν θέσιν εξ επόψεως πολιτισμού. Είναι γεγονός ότι κάτι παραπλήσιον
έγινε με τους δουλοπρεπείς Νεογραικύλους. Αλλά το Ρωμαίικον όχι μόνον δεν
έσβησεν, αλλά υποβόσκει ισχυρώς εις την ψυχήν του Ρωμηού παρ' όλας τας
προσπαθείας των Νεογραικών να καταστρέψουν την Ρωμαιοσύνην δια της υποδουλώσεώς
της εις την Ευρώπην και την εξευρωπαϊσθείσαν Ρωσίαν.
Όπως ο Καραγκιόζης, παρ' όλην την αγραμματωσύνην,
πτωχείαν, και ασχημίαν του, είχε τόσον μεγάλην πεποίθησιν εις την Ρωμαιοσύνην
του, ώστε να μη τον δελεάζη ο πλούτος και η ομορφιά της Τουρκιάς και της
Φραγκιάς, ούτω και ο σημερινός Ρωμηός δεν γίνεται ο Γραικύλος της Ευρώπης, της
Αμερικής και της Ρωσίας.
Η Φραγκοσύνη του μεσαίωνος κατεστράφη με την
επιστημονικήν, οικονομικήν, κοινωνικήν, πολιτικήν και φιλοσοφικήν αφύπνισιν της
Ευρώπης.
Η Ρωμαιοσύνη όμως όχι μόνον δεν θίγεται αλλά
ενισχύεται από την αφύπνισιν αυτήν της Ευρώπης και εν συνεχεία της Αμερικής και
της Ρωσίας.
Οι Νεογραικύλοι όχι μόνον δεν τα αντιλαμβάνονται
αυτά, αλλά και θυμώνουν, όταν τα ακούουν, διότι το βασικόν δόγμα των είναι ότι
τα φώτα ευρίσκονται ή εις την Ευρώπην ή εις την Αμερικήν ή εις την Ρωσίαν,
πιστεύουν δε ότι μόνον οι αποδεχθέντες τα φώτα ταύτα Έλληνες φωτίζονται.
Ενώ ο Ρωμηός διακρίνει την επιστημονικήν πρόοδον
των Ευρωπαίων, Αμερικανών και Ρώσων από τας θρησκείας και αθεΐας των και
δέχεται να μιμήται την επιστημονικήν των πρόοδον μόνον, ο Γραικύλος τους
μιμείται εις όλα. Τούτο, διότι ο Γραικύλος συγχέει την επιστημονικήν πρόοδον με
τας θρησκευτικάς ή αθεϊστικάς πεποιθήσεις των ξένων και θεωρεί αυτούς
«προηγμένους» λαούς εις όλα.
Αν και ο Ρωμηός δεν γνωρίζει την ιστορικήν και
επιστημονικήν εξήγησιν των αισθημάτων του, παρά ταύτα διακρίνει σαφώς την
θρησκείαν από την επιστημονικήν πρόοδον και γνωρίζει ότι ο ίδιος κατέχει την
θρησκευτικήν αλήθειαν, αν και μανθάνει την αλήθειαν των θετικών επιστημών από
αλλόθρησκους, οι οποίοι όμως δεν κατέχουν την θρησκευτικήν αλήθειαν.
Ο Γραικύλος αντιθέτως έχει την πεποίθησιν ότι οι
κατέχοντες αληθείας των θετικών επιστημών κατέχουν και τας αληθείας της
θρησκείας ή της αθεΐας.
Εξ επόψεως θεολογίας και φιλοσοφίας ο Ρωμηός ούτος
είναι ο βέρος Ρωμηός και ο Γραικύλος βέρος Φραγκογραικός αφού και οι δύο
αντιπροσωπεύουν τας από του μεσαίωνος παραδόσεις της Φραγκοσύνης και της
Ρωμαιοσύνης, και ας μη είναι εντριβείς ειδήμονες εις τας θεολογικάς και
φιλοσοφικάς διαφοράς μεταξύ των δύο τούτων πολιτισμών.
Όπως είδομεν εις το προηγούμενον κεφάλαιον οι
Ρωμαίοι Πατέρες διδάσκουν εκ της εμπειρίας της θεώσεως, δηλαδή της θεοπτίας,
ότι μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, αν και τα
κτίσματα εδημιουργήθησαν υπό του Θεού και εξαρτώνται από τον Θεόν. Τούτο
σημαίνει ότι η περί Θεού αλήθεια και η περί της φύσεως του σύμπαντος αλήθεια
δεν ταυτίζονται, αν και η μία εξαρτάται από την άλλην.
Ο θεόπτης γνωρίζει τον Θεόν. Ο φιλόσοφος ή ο
επιστήμων ερευνά τα κτίσματα. Ούτε ο φιλόσοφος, ούτε ο επιστήμων δύναται να έχη
την περί Θεού γνώσιν του θεόπτου προφήτου, αποστόλου και αγίου, εφ' όσον ο Θεός
δεν ομοιάζει με τίποτε από αυτά πού ερευνά μέσω της επιστημονικής του μεθόδου ή
της φιλοσοφικής του φαντασίας. Αντιθέτως ο θεόπτης δύναται να είναι ή να γίνη
επιστήμων, αλλά όχι όμως μέσω της θεοπτίας. Ο θεόπης γνωρίζει πως να ετοιμάση
τους ανθρώπους δια την θεοπτίαν. Ο επιστήμων γνωρίζει πώς να διδάξη την
επιστημονικήν του μέθοδον εις τους μαθητάς του. Ο θεόπτης δύναται να γνωρίζη
τον τρόπον ερεύνης των φυσικών φαινομένων, όχι όμως από την θεοπτίαν, αλλά από
τον επιστήμονα. Και ο επιστήμων δύναται να γίνη θεόπτης, αλλά όχι μέσω της
επιστήμης του, αλλά μόνον μέσω του θεόπτου. Ο θεόπτης δύναται να είναι κατά
κόσμον εγγράμματος η αγράμματος. Ο επιστήμων δύναται να είναι κατά Θεόν
εγγράμματος η αγράμματος.
Ο θεόπτης είναι θεόπνευστος και ομιλεί απλανώς περί
Θεού και οδηγεί αλαθήτως προς τον Θεόν, αλλά δεν είναι αλάθητος εις τα αφορώντα
τας θετικάς και αλλάς επιστήμας θέματα, περί των οποίων δύναται να γνωρίζη
μόνον όσα γνωρίζουν οι σύγχρονοι του επιστήμονες.
Ο επιστήμων όμως ημπορεί να συγχέη τα περί της φύσεως
του κόσμου πορίσματά του με τας περί Θεού απόψεις του και να λέγη ανεύθυνα
πράγματα, αλλά μόνον φιλοσοφών, εφ' όσον εκφεύγει της αυστηράς του
επιστημονικής μεθόδου.
Παρομοίως και ο «θεολόγος» δύναται να ισχυρίζεται
επιστημονικάς ανοησίας, αλλά μόνον φιλοσοφών, εφ' όσον εκφεύγει της αυστηράς
θεολογικής μεθόδου των θεοπτών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχον την ιδίαν περίπου
περιφρόνησιν προς την φιλοσοφίαν, ήτις παρατηρείται σήμερον εις τας θετικάς
επιστήμας. Ακριβώς, επειδή εγνώριζον ότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει
καμμία ομοιότης, παρεδέχοντο ως την μόνην απλανή γέφυραν εις την περί Θεού
γνώσιν τον θεόπτην προφήτην, απόστολον και άγιον, ουδέποτε την φαντασίαν του
φιλοσόφου. Δηλαδή η θεολογία της Ρωμαιοσύνης βασίζεται αποκλειστικώς εις την
εμπειρίαν της θεώσεως ή της θεοπτίας των θεουμένων. Εις τούτο ακριβώς
συνίσταται η καταπληκτική ενότης και ταυτότης εις την θεολογίαν των Πατέρων της
Ρωμαιοσύνης. Οι έχοντες την ιδίαν περί Θεού εμπειρίαν έχουν την ιδίαν θεολογίαν
μη συγχέοντες αυτήν με τας φαντασιώσεις των φιλοσόφων και με τας περί της
φύσεως του κόσμου γνώσεις.
Ούτως η Ρωμαιοσύνη ουδόλως θίγεται από την
σύγχρονον επιστημονικήν πρόοδον, αλλά απεναντίας ενισχύεται, αφού αι σταθεραί
ιστορικαί απόψεις της περί της ανυπαρξίας των φιλοσοφικών μεταφυσικών
συστημάτων απεδείχθησαν πλέον ορθαί.
Παρασυρθείσα όμως η Φραγκοσύνη από τον
Αυγουστίνον, απεδέχθη ως φορέα της βασικής αληθείας του Χριστιανισμού τον
Πλάτωνα. Όταν ο Πλάτων υπέκυψε τον ιγ' αιώνα εν τη Φραγκία εις τον εκ των
Αράβων της Ισπανίας ορμώμενον Αριστοτέλην, έγινε σχετική αναπροσαρμογή της
φραγκικής θεολογίας, δια να διασωθή[179].
Αλλά με την εμφάνισιν εκάστου νέου φιλοσοφικού ρεύματος ηναγκάζετο η Φραγκοσύνη
να αμύνεται υποστηρίζουσα τα αριστοτελικά της θεμέλια. Ο συνδυασμός αυτός
μεταξύ της φραγκικής θεολογίας και του Αριστοτέλους επήρε τον κατήφορον από τον
ιδ' αιώνα και εγελοιοποιήθη, όταν οι Φράγκοι θεολόγοι εχρησιμοποίησαν την
αυθεντίαν του Αριστοτέλους, δια να αποδείξουν εσφαλμένα τα ευρήματα των
Κοπερνίκου (1473 - 1543), Ιορδάνου Μπρούνο (1548 - 1600), Γαλιλαίου (1564 -
1642) κλπ. Τον Μπρούνο μάλιστα κατεδίκασεν η φραγκική εν Ρώμη εκκλησία εις
θάνατον δια πυρός, διότι ετόλμησε να διαφωνήση φιλοσοφικώς και επιστημονικώς με
τον Αριστοτέλη και μεταξύ των άλλων να συμφωνήση με τον Κοπέρνικον ότι η γη
περιστρέφεται γύρω από τον ήλιον και όχι ο ήλιος γύρω από την γήν. Ο Γαλιλαίος
εσώθη από παρομοίαν θανατικήν ποινην, διότι φοβηθείς εδήλωσε μετάνοιαν και
ανάκλησιν των θεωριών του Κοπερνίκου, τας οποίας είχεν αποδείξει ως ορθάς δια
των υπ’ αυτού τελειοποιηθέντων και κατασκευασθέντων τηλεσκοπίων του.
Εις τας βάσεις του προβλήματος περί των σχέσεων
μεταξύ εκκλησιαστικού δόγματος και επιστημονικής αληθείας εν τη Φραγκία ήτο η
αφελής υπό των αγραμμάτων Φράγκων του μεσαίωνος ταύτισις της περί Θεού αληθείας
μετά της ανυπόστατου μεταφυσικής του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και της περί
της φύσεως αντιλήψεως αυτών. Δηλαδή επίστευσαν μετά των φιλοσόφων ότι η αλήθεια
των φυσικών φαινομένων και η αλήθεια περί του Θεού είναι μία ενιαία αλήθεια,
ώστε μέσω των αληθειών της φύσεως οδηγείται κανείς εις τας περί της ουσίας του
Θεού αληθείας.
Τα τοιαύτα εν συνδυασμώ με μίαν αφελή θεωρίαν ότι
ο Θεός υπηγόρευσε τας λέξεις της Αγίας Γραφής εις τας δήθεν υπ' αυτού
δημιουργηθείσας γλώσσας (ίδε π. χ. Δάντε)[180]
και με μίαν μυθικήν κοσμοθεωρίαν περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός υπό την
επιφάνειαν της γης και περί παραδείσου εις τον ουρανόν (ίδε πάλιν π.χ. Δάντε)[181]
κατέστησαν γελοίαν την Φραγκοσύνην ενώπιον των αλλεπαλλήλων ευρημάτων των
θετικών και ιστορικών επιστημών. Τελικώς η εμπειρική γνωσιολογία του
Διαφωτισμού και η περί εξελίξεως των ειδών θεωρία έδωσαν τα καίρια πλήγματα εις
την λατινικήν και προτεσταντικήν θεολογίαν του παρελθόντος και ούτως έπεσαν
αδόξως και αι βάσεις της παλαιάς ευρωπαϊκής αντιλήψεως περί νόμου, ηθικής και
αληθείας. Το τραγικόν είναι ότι οι μη γνωρίζοντες πλέον την Ρωμαιοσύνην και
συγχέοντες την Ορθοδοξίαν με τας θρησκευτικάς παραδόσεις των Ευρωπαίων νομίζουν
ότι, ό,τι ισχύει κατά ή υπέρ του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού, ισχύει και κατά ή
υπέρ της Ορθοδοξίας. Εις τούτο συντελεί και το γεγονός ότι η θεολογία των
Νεογραικών, όπως και όλα τα άλλα των Νεογραικών, είναι δάνεια ή κατ' ευθείαν
από την Ευρώπην ή μέσω των φραγκευμένων Ρώσων. Ενώ εις την πραγματικότητα
συμβαίνει ακριβώς το αντίθετον.
Οι Φράγκοι υιοθέτησαν τα δόγματα και τους κανόνας
των οικουμενικών συνόδων της Ρωμανίας, τα όποια τη υπογραφή του βασιλέως των
Ρωμαίων εγένοντο μέρος του ρωμαϊκού νόμου και δικαίου, αλλά τα υιοθέτησαν
τυπικώς μόνον. Ουδέποτε μέχρι σήμερον κατενόησαν οι Φράγκοι και οι απόγονοι
αυτών τας προϋποθέσεις των αποφάσεων των οικουμενικών τούτων συνόδων. Τούτο,
διότι, ως είδομεν, υιοθέτησαν ως εθνικόν των θεολόγον τον Αυγουστίνον, ο οποίος
παρενόησε κατά ριζικόν και ουσιαστικόν τρόπον την θεολογίαν της Αγίας Γραφής,
των Πατέρων και των μέχρι της εποχής του οικουμενικών συνόδων, ως είδομεν εν
ολίγοις εις το προηγούμενον κεφάλαιον.
Αφού δε αντικατέστησαν τας προϋποθέσεις της
ορθοδόξου θεολογίας με άλλας προϋποθέσεις, ήτο μοιραίον η πτώσις των φραγκικών
προϋποθέσεων εις τον σύγχρονον δυτικόν κόσμον να οδηγήση εις την πτώσιν των
δογμάτων και κανόνων των οικουμενικών συνόδων, όχι καθ' εαυτά, αλλ' ως οι
Φράγκοι είχον αυτά κατανοήσει. Οι δυτικοί θεολόγοι δεν γνωρίζουν εισέτι τας
θεολογικάς προϋποθέσεις των δογμάτων των οικουμενικών συνόδων της Ρωμαιοσύνης
ακόμη και, όταν δέχωνται αυτά τυπικώς.
Προσθέτομεν εις τα ήδη αναφερθέντα εν τω δοκιμίω
τούτω παραδείγματα το εξής·
Η θεοπτία εν τη Παλαιά Διαθήκη εκφράζεται συνήθως
συμβολικώς ως δράσις υπό του προφήτου της δόξης ή του γνόφου, εν ώ κατοικεί ο
Θεός. Η δόξα αύτη ή ο γνόφος είναι η φυσική άκτιστος ενέργεια και θεότης του
Θεού, η οποία ουδεμίαν ομοιότητα έχει με τα κτίσματα, ως είδομεν, και δια τούτο
εκφράζεται αποφατικώς με αντιθέσεις. Ο Χριστός λοιπόν αποκαλύπτει την
προαιώνιον θεότητα αυτού εν τη ανθρωπίνη φύσει αυτού όχι μόνον μέσω των έργων
και των λόγων αυτού, αλλά μέσω και της θεοπτίας, την οποίαν χαρίζει εις τους
αποστόλους φανερώνων την άκτιστον φυσικήν αυτού δόξαν ή θεότητα, η οποία
ταυτίζεται με την του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. Αύτη η αποκάλυψις είναι
μία εκ των βασικών προϋποθέσεων των δογμάτων όλων των οικουμενικών συνόδων της
Ρωμαιοσύνης[182].
Ακολουθούντες τον Αυγουστίνον οι Φράγκοι
παρενόησαν πλήρως το θέμα τούτο, αφού την αποκαλυφθείσαν άκτιστον δόξαν,
θεότητα και βασιλείαν μέσω της ανθρωπινής φύσεως του Υιού εθεώρησαν ως
γινόμενον και απογινόμενον κτίσμα. Ούτως οι Φράγκοι εδέχθησαν τα δόγματα των
οικουμενικών συνόδων χωρίς να εννοήσουν ότι είχον απαρνηθή τα ουσιαστικά
θεμέλια των εν λόγω δογμάτων αποδεχθέντες τον Αυγουστίνον ως εθνικόν θεολόγον.
Δια τούτο η πλέον φυσική και μοιραία εξέλιξις δια
τους απογόνους των Φράγκων είναι να καταντήση πλέον ο Χριστός να γίνη εν απλούν
ιστορικόν «ανθρωπάκι» των θεολογικών ρευμάτων τύπου «Ιησού Χρίστου Σούπερσταρ».
Άλλως, μόνον με την βοήθειαν της αστυνομίας δύνανται να στηριχθούν τα δόγματα
των οικουμενικών συνόδων ως τας παρηνόησαν οι Φράγκοι και οι πνευματικοί
απόγονοι αυτών.
Ουδαμού φαίνεται τόσον ισχυρά η επίδρασις του
Αυγουστίνου μέσω των Φράγκων, όσον εις την ιστορίαν της φιλοσοφίας, ως την
γράφουν οι Ευρωπαίοι.
Ο Αυγουστίνος εγνώριζε μόνον την νεοπλατωνικήν
φιλοσοφίαν, δια την οποίαν είχε τόσην μεγάλην εκτίμησιν, διότι ενόμιζεν ότι εις
τα δόγματα περί Αγίας Τριάδος και ανθρώπου δεν υπάρχουν διαφοραί μεταξύ των
Πλατωνικών και των Χριστιανών[183].
Οι Φράγκοι εγνώριζον μόνον τον Αυγουστίνον και
ολίγα τίνα περί των άλλων Πατέρων, τους οποίους καθυπέταξαν εις τον Αυγουστίνον,
όπως είδομεν.
Γράφοντες την ιστορίαν της φιλοσοφίας οι Ευρωπαίοι
μέχρι προ τίνος ετελείωνον την ελληνικήν φιλοσοφίαν με τους Νεοπλατωνικούς, και
χωρίς να ασχοληθούν με κανένα άλλον Πατέρα της Εκκλησίας μετέβαινον εις τον
Αυγουστίνον από δε τον Αυγουστίνον εις τον Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην ως
ερμηνεύεται υπό των δυτικών καί, μετά, κατ' ευθείαν εις τους πρώτους θεολόγους
των Φράγκων. Εν άλλαις λέξεσι κατ' αυτούς οι φιλόσοφοι είναι οι αρχαίοι
ειδωλολάτραι Έλληνες, ο Αυγουστίνος και οι Φράγκοι. Ιστορία της φιλοσοφίας της
Ρωμηοσύνης ουσιαστικά δεν υπάρχει δια τους Ευρωπαίους.
Φαίνεται σαφώς, ότι οι Ευρωπαίοι ταυτίζουν την
αντίληψίν των περί της ιστορίας της ανθρωπινής διανοήσεως με την ιστορικήν
εμπειρίαν της Φραγκοσύνης. Μάλιστα η φιλοσοφία των Αράβων και των Ιουδαίων του
μεσαίωνος έχει σημασίαν μόνον εν σχέσει με την ανάπτυξιν της ιστορίας της
ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.
Κατά τον τρόπον αυτόν οι λατινόφωνοι καί οι
ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες και διανοούμενοι της Ρωμαιοσύνης από τους πρώτους
χριστιανικούς αιώνας μέχρι της αλώσεως και μέχρι σήμερον ακόμη απλώς δεν
υπάρχουν εις την ευρωπαϊκήν αντίληψιν περί της ιστορίας της ανθρωπίνης
διανοήσεως. Ούτε καν προσπαθούν να περιγράψουν την ρωμαίικην γέφυραν, δια της
οποίας επέρασεν η ελληνική φιλοσοφία εις τους Άραβας και μέσω αυτών εις τους
Φράγκους.
Αλλ' όμως αυτός ο ρωμαίικος κορμός της διανοήσεως
ούτε εις τους Νεογραικούς δεν υπάρχει, αφού ούτοι έχουν εμβολιασθή εις τον
φραγκευρωπαϊκόν κορμόν.
Εξ επόψεως του ελληνικού πολιτισμού ή της
Ρωμαιοσύνης η ιστορία της κλασσικής φιλολογίας πρέπει να διαιρήται εις
ελληνικήν και ρωμαϊκήν. Η ελληνική καλύπτει την κλασσικήν φιλολογίαν μέχρι της
ρωμαϊκής εποχής και η ρωμαϊκή την λατινόφωνον φιλολογίαν μέχρι του ζ' αιώνος,
ότε εξέλιπον οι λατινιστί γράψαντες Ρωμαίοι, και την ελληνόφωνον μέχρι της
αλώσεως τουλάχιστον, εάν όχι μέχρι σήμερον. Τούτο προϋποθέτει την επιβίωσιν της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης ως κέντρου της Ρωμαιοσύνης καί του ελληνικού
πολιτισμού αυτής και την ταύτισιν του πολιτισμού τούτου με όλον τον κλασσικόν
κόσμον.
Αλλά πάλιν βλέπομεν την ισχυράν επίδρασιν της
Φραγκοσύνης, ήτις παρέσυρεν όχι μόνον τους Νεογραικούς αλλά και τους
Νεοέλληνας.
Οι Ευρωπαίοι διαιρούν την ιστορίαν της κλασσικής
φιλολογίας εις γραικικήν και λατινικήν, όπως ακριβώς κάμνουν διαιρούντες τους
Ρωμαίους Πατέρας εις Λατίνους και Γραικούς και τον Χριστιανισμόν εις λατινικόν
και γραικικόν αναλόγως προς την χρησιμοποιουμένην γλώσσαν, και όχι εις
ελληνικήν, ρωμαϊκήν και φραγκολατινικήν (δηλαδή ευρωπαϊκήν), αναλόγως της
εθνικότητος και του πολιτισμού.
Ούτω βλέπομεν το παράδοξον φαινόμενον οι λατινιστί
γράψαντες Έλληνες να ανήκουν εις τους «Λατίνους» συγγραφείς και οι ελληνιστί
γράψαντες Ρωμαίοι εις τους «Γραικούς» συγγραφείς. Οι Ρωμαίοι όμως ως πόλις κράτος είχον γίνει δίγλωσσοι και ουδέποτε
εταύτισαν τον εαυτόν των ούτε με τους Λατίνους ούτε με την λατινικήν γλώσσαν,
ως είδομεν. Οι γράψαντες ελληνιστί και λατινιστί Ρωμαίοι τί είναι; Μάλιστα ήσαν
τοιούτων αισθημάτων ώστε το 92 π.Χ., όπως εξηγήσαμεν, έκλεισαν τα λατινικά
σχολεία δια να υποχρεώσουν την φοίτησιν των Ρωμαίων νέων εις μόνον τα ελληνικά
σχολεία. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να υπαχθούν τοιούτων απόψεων Ρωμαίοι εις
λατινικήν γραμματολογίαν; Οι Αμερικανοί ομιλούν αγγλικά. Όμως δεν υπάγονται εις
την αγγλικήν γραμματολογίαν, αλλά εις την αμερικανικήν. Ούτω και οι Ρωμαίοι απ'
αρχής μέχρι σήμερον πρέπει να υπάγονται εις την ιστορίαν της ρωμαϊκής
γραμματολογίας και φιλοσοφίας ασχέτως προς την υπό χρήσιν γλώσσαν αυτών.
Ήδη, είδομεν την διαστροφήν την οποίαν κάμνουν οι
Ευρωπαίοι και Ρώσοι ιστορικοί εξ αιτίας του ότι αποκόπτουν τους Ρωμαίους της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης από την Ρωμαιοσύνην μετονομάζοντες αυτούς εις
Γραικούς και Βυζαντινούς, με την πρόφασιν ότι εξελληνίσθησαν και
εξανατολίσθησαν, ενώ απεναντίας είχον εξελληνισθή και εξανατολισθή οι εν τη
Πρεσβυτέρα Ρώμη Ρωμαίοι πολλούς αιώνας πριν μεταφερθούν αυτοί και η πόλις κράτος των εις την Νέαν Ρώμην. Το αποτέλεσμα
της γραμμής αυτής είναι ότι οι Φράγκοι και όχι οι ανατολικοί Ρωμαίοι
εμφανίζονται ως συνεχισται της ρωμαϊκής πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας
και οι μετονομασθέντες εις Γραικούς και Βυζαντινούς πραγματικοί Ρωμαίοι εν
Ανατολή παραλείπονται από τα εν χρήσει ιστορικά εγχειρίδια των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
της Ευρώπης και της Αμερικής. Όταν δε διδάσκεται η κακώς λεγομένη βυζαντινή
ιστορία, δεν φαίνεται ότι αποτελεί περισσότερον συνέχειαν της ρωμαϊκής ιστορίας
από ό,τι η Φραγκοσύνη, αφού επιστεύθη υπό των Ευρωπαίων και Ρώσων και δυστυχώς
και υπό ημετέρων ότι ο Φράγκος ψευδοαυτοκράτωρ «των Ρωμαίων» και ο Λατίνος
πάπας είναι κατά τον μεσαίωνα οι συνεχισταί των παραδόσεων των Ρωμαίων.
Υπό την επίδρασιν των Φράγκων οι Ρωμαίοι Πατέρες
διεσπάσθησαν κατά την υπ' αυτών χρησιμοποιηθήσαν γλώσσαν εις «Λατίνους» και
«Γραικούς», ώστε να φαίνεται ψευδώς ότι οι λατινιστί γράψαντες ρωμαίοι Πατέρες
είναι μαζί με τους λατινιστί γράψαντας Φράγκους Λατίνοι. Ούτω δίδεται η ψευδής
εντύπωσις ότι υπάρχει συνεχής, αδιάκοπος, και ενιαία λατινική παράδοσις και
ούτω καλύπτεται το γεγονός ότι ούτε καν υπήρχον Φράγκοι θεολόγοι προ των αρχών
του σχίσματος του Καρλομάγνου τον η' αιώνα. Ούτω συγκαλύπτεται και η ιστορική
διαφορά μειταξύ της ρωμαϊκής και φραγκικής Παπωσύνης, όπως είδομεν.
Τα τοιαύτα γίνονται εν συνδυασμώ προς τον υπό των
Φράγκων τερματισμόν της πατερικής παραδόσεως τον η' αιώνα, την οποίαν εν τη
Φραγκοσύνη διαδέχεται η φραγκική θεολογική παράδοσις, γνωστή ως σχολαστική. Δια
τους Φράγκους τερματίζεται η πατερική περίοδος με την έναρξιν της περί Filioque
διαμάχης, εφ' όσον οι Ρωμαίοι Πατέρες έλαβον ισχυράς θέσεις κατά των Φράγκων
εις το εν προκειμένφ θέμα. Δηλαδή, ενώ η Ρωμαιοσύνη συνεχίζει να παράγη Πατέρας
και αγίους μέχρι σήμερον, και δια τούτο ουδέποτε έληξεν εν τη Ρωμαιοσύνη η
πατερική παράδοσις, οι Φράγκοι εις την ιδικήν των παράδοσιν τερματίζουν την
πατερικήν παράδοσιν με την έναρξιν της περί Filioque διαμάχης.
Το παράδοξον είναι ότι δεν επρόλαβαν οι Φράγκοι να
δώσουν εις την Εκκλησίαν ούτε ένα Πατέρα πριν αποσκιρτήσουν από την Ορθοδοξίαν.
Περιέργως οι ίδιοι Φράγκοι ονομάζουν την θεολογικήν των παράδοσιν σχολαστικήν
και ουχί πατερικήν και οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι οι σχολαστικοί θεολόγοι
υπερέβησαν την υπ’ αυτών τερματισθείσαν πατερικήν θεολογικήν περίοδον. Εννοεί
κανείς αμέσως ότι ο ισχυρισμός αυτός, εν συνδυασμώ με την ουσιαστικήν
αγραμματωσύνην των Φράγκων θεολόγων από την έναρξιν της παραδόσεως των τον η'
αιώνα μέχρι του ιβ' αιώνος, αποκαλύπτει το υπεροπτικόν ύφος της Φραγκοσύνης
έναντι της Ρωμαιοσύνης. Ο Φράγκος είναι καλύτερος από τον Ρωμαίον ή «Γραικον»
και όταν ακόμη ο ίδιος είναι αγράμματος και ο «Γραικός» εγγράμματος. Διά τούτο
ο πάπας Λέων Γ' εχαρακτήρισε τους περί Filioque ισχυρισμούς των Φράγκων
αποκρισαρίων του Καρλομάγνου ως θρασείς[184].
Ενώ οι Ρωμαίοι εξελλήνιζον τους υπ' αυτών
κατακτηθέντας εις την Ανατολήν δίδοντες τελικώς και την ρωμαϊκήν υπηκοότητα
κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να γίνουν βασιλείς των Ρωμαίων άνθρωποι ακόμη και
πτωχής και μη ελληνικής η λατινικής προελεύσεως, συνέβαινεν ακριβώς το
αντίθετον με τους Φράγκους, Άραβας και Τούρκους. Γενόμενοι Λατίνοι ή
Μουσουλμάνοι οι κατακτηθέντες δεν απέκτων ποτέ τοιαύτα δικαιώματα, ώστε να
γίνουν χαλίφαι και αυτοκράτορες και ούτε καν ηγέται. Τα αξιώματα προήρχοντο από
οικογενειακά ή φυλετικά κληρονομικά δικαιώματα.
Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν είναι εσφαλμένη η
προσπάθεια των ιστορικών να εξαγάγουν θεωρίας περί της προελεύσεις των
κοινωνικών τάξεων του Φεουδαλισμού από την οικονομικήν, πολιτικήν και
κοινωνικήν ακαταστασίαν της Φραγκιάς κυρίως κατά τον στ', η', και θ' αιώνα[185].
Η Ρωμαιοσύνη ανεγνώριζε την ισότητα των μελών του
γένους και του έθνους των Ρωμαίων μέσω του βαπτίσματος και δια τον λόγον αυτόν
πας Ρωμαίος ηδύνατο να γίνη επίσκοπος, ηγούμενος, πατριάρχης, πάπας, ύπατος,
έπαρχος και ακόμη βασιλεύς. Εις την Ρωμαιοσύνην ουδέποτε υπήρξαν ως εις την
Φραγκοσύνην θεολογικά και νομικά έργα υποστηρίζοντα ταξικάς διακρίσεις ως
βασιζόμενα εις αυτήν ταύτην την φύσιν των πραγμάτων και ως θείον θέλημα. Δια
τούτο και η δουλεία και η δουλοπαροικία ουδέποτε ευρήκαν υποστήριξιν θεολογικήν
εις την Ρωμηοσύνην. Τούτο διότι εις την Ρωμαιοσύνην δεν υπήρχεν η έννοια του
ταξικού ή φυλετικού ή ρατσιστικού ή δυναστικού κληρονομικού φυσικού
δικαιώματος. Ακόμη και η θέσις του βασιλέως των Ρωμαίων ουδέποτε υπήρξε κατά
την θεωρίαν φυσικόν κληρονομικόν δικαίωμα, απεναντίας εγίνετο πάντοτε δι'
εκλογής, υπό του Θεού, δια της συγκλήτου, του στρατού και της Εκκλησίας. Και
όταν ακόμη διεδέχετο ο υιός τον πατέρα, εγένετο η κανονική εκλογή. Ακόμη και
εις περιπτώσεις πραξικοπήματος ετηρούντο οι τύποι της εκλογής[186].
Εν αντιθέσει προς τα ρωμαίικα, το κράτος των
Φράγκων εθεωρείτο προσωπική περιουσία του ρηγός, και δια τούτο τα άρρενα τέκνα
του εκληρονόμουν την περιουσίαν του πατρός των. Μάλιστα εμοιράζετο το κράτος εις
όσα τεμάχια εχρειάζετο, ώστε ο κάθε υιός να κληρονομήση την μερίδα του[187].
Από την αρχήν αυτήν προήλθεν η παράδοσις των Ευρωπαίων να μοιράζουν μεταξύ των
τα ευρωπαϊκά κράτη και κρατίδια ωρισμέναι μόνον οικογένειαι ρηγικαί.
Εις το αραβικόν Ισλάμ οι χαλίφαι, ως και οι
νεώτεροι ρήγες υποχρεωτικώς πρέπει να έχουν την καταγωγήν των από την
φυλήν οικογένειαν του Μωάμεθ[188].
Όπως οι ραγιάδες του αραβικού και του τουρκικού
Ισλάμ ήσαν κατακτηθέντες Ρωμαίοι και Πέρσαι, και άρα δεν προήλθον από κάποιαν
οικονομικήν, πολιτικήν και κοινωνικήν θεωρίαν[189],
ούτω και οι δουλοπάροικοι του ευρωπαϊκού Φεουδαλισμού ήσαν και εδώ οι
κατακτηθέντες Ρωμαίοι και Σλαύοι. Οι δε Γερμανοί κατακτηταί απετέλεσαν την
τάξιν των ευγενών ιπποτών, ήτις εστήριζε την εξουσίαν και τα φυλετικά και οικογενειακά
δικαιώματα του στρατάρχου ρηγός ως και των αξιωματικών του δουκών,
αρχιεπισκόπων, κομητών, επισκόπων, βαρώνων, ηγουμένων, και απλών ιπποτών.
Ότι τα πράγματα έχουν ούτω και όχι όπως τα
περιγράφουν οικονομολογικώς και κοινονικώς οι ασχολούμενοι με τα θέματα ταύτα
φαίνεται από τα εξής·
Οι πρώτοι κατακτηταί της δυτικής Ρωμανίας Γότθοι,
Βουργουνδοί και Ουανδάλοι, ήσαν Αρειανοί Χριστιανοί καταδικασθέντες ως
αιρετικοί εις την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον το 325. Επίσης οι μετά τας
επανακτήσεις του Ιουστινιανού κατακτηταί της βορείου Ιταλικής και κάτω ιταλικής
Ρωμανίας Λογγοβάρδοι ήσαν και αυτοί Αρειανοί. Οι Φράγκοι όμως κατακτηταί της
βορείου γαλλικής Ρωμανίας ήσαν ειδωλολάτραι, οι οποίοι εν συνεχεία έγιναν
τυπικώς τουλάχιστον Ορθόδοξοι και τη βοηθεία των Ορθοδόξων υποδούλων Ρωμαίων
ενίκησαν κατά τα τέλη του ε' και αρχάς του στ' αιώνος τους Γότθους και
Βουργουνδούς, και κατά τα μέσα του η' αιώνος τους Λογγοβάρδους.
Αλλά η νίκη των Φράγκων επί των Αρειανών τούτov
όχι μόνον δεν εσήμανε την απελευθέρωσιν των Ρωμαίων αλλ' απεναντίας κατήντησε
να γίνη εν χρόνω η υποδούλωσις των Ρωμαίων εις τους Φράγκους πολύ χειρότερα από
την προηγουμένην δουλείαν.,
Κατά την συνύπαρξιν εν τη δυτική Ρωμανία των
κατακτηθέντων Ρωμαίων και κατακτητών Αρειανών αι εκκλησιαστικαί εθναρχίαι των
Ρωμαίων της γαλλικής, ιταλικής και αφρικανικής Ρωμανίας ελειτούργησαν
κανονικώς, αφού οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί δεν είχον μεταξύ των μυστηριακήν
κοινωνίαν και διετήρουν χωριστάς εκκλησίας με χωριστήν ιεραρχίαν. Οι Ρωμαίοι
ήσαν ωργανωμένοι υπό τας εθναρχίας των τοπικών συνόδων και του πάπα, δηλαδή των
αντιπροσώπων του εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέως των Ρωμαίων, ως ακριβώς
ήσαν μετέπειτα οι Ρωμαίοι υπό αραβικήν κυριαρχίαν εις τα πατριαρχεία
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και ως τελικώς οι υπό τους Τούρκους
Ρωμαίοι του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης.
Τυπικώς τουλάχιστον όντες Ορθόδοξοι οι Φράγκοι
κατήργησαν, όπως θα ίδωμεν την ρωμαϊκήν ιεραρχίαν εν τη Φραγκία, αφού οι ίδιοι
έλαβον δια τον εαυτόν των τας διοικητικάς θέσεις εν τη Εκκλησία. Η συνύπαρξις
όμως ρωμαϊκής και φραγκικής ιεραρχίας διετηρήθη εις την ρωμαϊκήν Παννονίαν,
δηλαδή την φραγκικήν Βαυαρίαν μέχρι τουλάχιστον της εποχής της εκεί
ποιμαντορίας του αγίου Μεθοδίου, τέλη του θ' αιώνος, όπως είδομεν εις το κεφ.
β'. Ο Ρωμαίος αρχιεπίσκοπος ούτος ήτο δια τους Ρωμαίους και Σλαύους, οι Φράγκοι
δια τους Γερμανούς.
Πάντως οι Φράγκοι κατήργησαν αφ' ενός μεν την
ιεραρχίαν και τα ηγουμενεία των Ρωμαίων, αφ' ετέρου δε επέτρεψαν εις τους
κατακτηθέντας Ρωμαίους να έχουν τον ιδικόν των κατώτερον κλήρον δια τας
θρησκευτικάς των ανάγκας.
Ούτως επεκράτησεν οι ευγενείς κατακτηταί να έχουν
επισκόπους, πρεσβυτέρους, ηγουμένους, διακόνους και μοναχούς από την ιδικήν των
τάξιν, ενώ η τάξις των δουλοπαροίκων είχε μόνον πρεσβυτέρους, διακόνους και
μοναχούς αλλά όχι επισκόπους, ηγουμένους και προϊσταμένους εις πλουσίας
ενορίας.
Η εκκλησία των Ρωμαίων είχε μεγάλην και πλουσίαν
περιουσίαν, την οποίαν απέκτησεν ο κλήρος των Φράγκων με την κατάργησιν αυτήν
των Ρωμαίων από τας διοικητικάς εκκλησιαστικάς θέσεις. Ούτως επεκράτησεν η
παράδοσις αι οικογένειαι των ευγενών να προσφέρουν με ζήλον τον νεώτερον υιόν
εις τον κλήρον, με την ελπίδα ότι γενόμενος επίσκοπος, ηγούμενος,
πρωτοπρεσβύτερος, κ.τ.λ. θα απόκτηση μεγάλα οικονομικά οφέλη και πλούτον ίσως μεγαλύτερον
από τον οικογενειακόν. Ενώ οι Ρωμαίοι εθεώρουν την εκκλησιαστικήν περιουσίαν ως
ανήκουσαν εις την Εκκλησίαν δια τας ανάγκας και το έργον αυτής, οι Φράγκοι
είχον ισχυράν τάσιν να την θεωρούν προσωπικώς εκμεταλλεύσιμον, ως ήσαν
εκμεταλλεύσιμοι και η προσωπική περιουσία και εργατική ικανότης των
κατακτηθέντων Ρωμαίων δουλοπαροίκων και τεχνιτών.
Όπως έζων οι στρατιωτικοί ευγενείς καλήν ζωήν
παρασιτικώς εις βάρος των δουλοπαροίκων, ούτω και οι ευγενείς κληρικοί έζων ως
επί το πλείστον παρομοίαν ζωήν παρασιτικώς εις βάρος της εκκλησιαστικής
περιουσίας.
Βάσει των τοιούτων εξηγείται και το γεγονός, πως
οι ευγενείς ως τα μόνα και μοναδικά έργα της ζωής των είχον να είναι
στρατιωτικοί και κληρικοί. Μάλιστα μόνον ως κληρικοί απέκτων κάποιαν μόρφωσιν,
ενώ ως στρατιωτικοί παρέμεναν συνήθως αγράμματοι τόσον ώστε να μη γνωρίζουν
ούτε απλήν ανάγνωσιν και γραφήν, εφ' όσον όλα τα γράμματα ήσαν εις την μη
ομιλουμένην υπό των ευγενών λατινικήν. Ως απόγονοι των κατακτητών απετέλουν
μίαν στρατιωτικήν όχι αριστοκρατίαν, ως συνήθως περιγράφονται εις εν Ελλάδι
εγχειρίδια, αλλά ωργανομένην αλητείαν εις την οποίαν άνηκε και ο πτωχότερος
ιππότης. Όπως δεν επετρέπετο ο μη ευγενής δουλοπάροικος και τεχνίτης να γίνη
ευγενής, ασχέτως εάν είχε πλούτον, κατά τον ίδιον τρόπον και ο πτωχός ιππότης
δεν εξέπιπτεν από την τάξιν των κατωτέρων ευγενών.
Ούτω τα βαθέα αισθήματα μίσους μεταξύ των
δουλοπαροίκων και των ευγενών δεν εξηγούνται καθόλου από μίαν απλήν σχέσιν
μεταξύ πτωχών και πλουσίων, αλλά έχουν τας ρίζας των εις την εποχήν της υποδουλώσεως
των Ρωμαίων, Γότθων και Σλαύων εις τους Φράγκους και των εκρωμαϊσθέντων Σαξώνων
και Κελτών της Αγγλίας εις τους Νορμανδούς. Η επιζήσασα περιφρόνησις, αν όχι
και έχθρα, των σημερινών εργατικών τάξεων της Ευρώπης προς τους πλουσίους
απογόνους των ευγενών του μεσαίωνος έχει εντεύθεν την κυρίαν ρίζαν της.
Ούτως εξηγείται, πώς ήτο δυνατόν οι Χριστιανοί
«ευγενείς» θεολόγοι της Φραγκοσύνης και μετέπειτα του Προτεσταντισμού να
υποστηρίζουν και θεολογικώς την ύπαρξιν των τάξεων ως και την θανατικήν ποινήν
όχι μόνον των πολιτικών αλλά και των θεολογικών ή θρησκευτικών εχθρών ή
αντιτιθεμένων προς τα ιδανικά της Φραγκοσύνης και του Προτεσταντισμού.
Βασική προϋπόθεσις της φραγκικής εθνικής
ιδεολογίας, ήτις απετέλεσε το θεμέλιον του φεουδαλισμού, ήτο η ιδέα της φυσικής
και θεόθεν υπεροχής της φραγκικής ή γερμανικής φυλής έναντι των άλλων φυλών,
συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της Ρωμαιοσύνης ή της «Γραικοσύνης». Εν χρόνω η
ιδεολογία αύτη μετεβλήθη εις την φυσικήν και θεόθεν υπεροχήν της τάξεως των
ευγενών έναντι των δουλοπάροικων.
Η ρατσιστική ιδεολογία των Ναζιστών του Χίτλερ
έχει εντεύθεν την ιστορικήν της ρίζαν.
Δεν δύναται παρά η ιδεολογική αύτη πεποίθησις περί
φυλετικής και εθνικής και ταξικής υπεροχής να εκδηλωθή εις όλας τας πνευματικάς
εκφάνσεις. Εφ' όσον δε η Εκκλησία και η θεολογία μαζί με το στρατιωτικόν
στάδιον απετέλουν τα μόνα ενδιαφέροντα των ευγενών, ήτο φυσικόν να πιστεύουν
ότι η φραγκική λατινική Χριστιανοσύνη και η θεολογία αυτής δεν δύναται παρά να
είναι ανωτέρα της «γραικικής» Χριστιανοσύνης και θεολογίας.
Διά τούτο ακριβώς δεν ηρκέσθησαν οι Φράγκοι εις
τον απλούν τερματισμόν της πατερικής θεολογίας τον η' αιώνα, αφού οι μετέπειτα
Ρωμαίοι Πατέρες κατεπολέμησαν και κατεδίκασαν το φραγκικόν Filioque, αλλά
επροχώρησαν αγράμματοι όντες τότε και εις τον ισχυρισμόν ότι υπερέβησαν τους
Πατέρας της Ρωμαιοσύνης.
Το γεγονός τούτο αποκρύπτεται από τα όμματα των
δυτικών ιστορικών, διότι οι Φράγκοι κατά την κρίσιμον περίοδον της ενάρξεως της
φραγκικής θεολογικής παραδόσεως τον η' αιώνα ησχολούντο με το θέμα της
κατακτήσεως του πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Ως κυρίαρχοι δε της
Πρεσβυτέρας Ρώμης και βέβαιοι όντες ότι αργά ή γρήγορα θα επιτύχουν να
εγκαταστήσουν μονίμως πλέον μη Ρωμαίους αλλά Φράγκους πάπας, ανέπτυξαν όλας
εκείνας τας θεωρίας περί της υπεροχής και εξουσίας του πάπα, αι οποίαι έγιναν
τα θεμέλια της φραγκικής Παπωσύνης με όλας τας αξιώσεις της έναντι των
μετονομασθέντων εις «Γραικικά» πατριαρχείων της Ανατολής. Ως δε ήτο φυσικόν,
διετήρησαν ως μονοπώλιον δια τον εαυτόν των το όνομα «ρωμαϊκή» εκκλησία και
ωνόμασαν τας πραγματικάς ρωμαϊκάς εκκλησίας των ανατολικών πατριαρχείων
«γραικικάς».
Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφώς πως οι Φράγκοι
κατήργησαν την ρωμαϊκήν εθναρχίαν της γαλλικής Ρωμανίας γενόμενοι οι ίδιοι οι
επίσκοποι και ηγούμενοι των Ρωμαίων και ούτω κατήργησαν ουσιαστικώς και την
εθναρχίαν του Ρωμαίου ακόμη πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης, εφ' όσον τυπικώς μόνον
εδέχοντο την εξουσίαν του εντός της Φραγκιάς.
Επειδή η σκέψις ότι υπήρχον ακόμη Ρωμαίοι εντός
της Φραγκιάς τον θ' και τους μετέπειτα αιώνας, θα είναι δια μερικούς παράδοξος,
αφού άπαξ κατακτηθή ένας λαός παύει να υπάρχη δια τους Ευρωπαίους και
Αμερικανούς ιστορικούς, δια τούτο παραπέμπομεν τον αναγνώστην εις την
νομοθεσίαν του Καρλομάγνου του έτους 798 όπου κατά τρόπον συστηματικόν βλέπει
κανείς ότι τα πρόστιμα εις βάρος των Ρωμαίων είναι συνήθως τα δίπλα και αι
ποιναί πολύ βαρύτεραι από ό,τι είναι δια τους Φράγκους δια τα ίδια ακριβώς
παραπτώματα και εγκλήματα[190].
Το γεγονός μόνον ότι η φραγκική νομοθεσία έκαμε τόσον σαφή διάκρισιν μεταξύ
Φράγκων και Ρωμαίων σημαίνει ότι η εθνική συνείδησις ήτο ακόμη ακμαία μεταξύ
των Ρωμαίων. Πρέπει να γίνουν συστηματικαί έρευναι δια να εξακριβωθή πότε και
πώς μετεβλήθη και περιωρίσθη αυτή η εθνική συνείδησις εις θρησκευτικήν, ώστε
αντί να λέγωνται Ρωμαίοι να λέγονται Ρωμαιοκαθολικοί πράγμα το οποίον έλεγον οι
ευγενείς απόγονοι των Φράγκων. Επίσης εγένετο ποτέ αποδεκτόν προ της Γαλλικής
Επαναστάσεως να λέγωνται Φράγκοι και οι δουλοπάροικοι, τεχνίται και αστοί;
Είναι γεγονός γενικώς αποδεκτόν ότι υπήρχε πολύ εντονωτέρα η συνείδησις της
ταυτότητος και αλληλεγγύης των ευγενών όλων των ευρωπαϊκών κρατών μεταξύ των
και ουδεμία ταυτότης εθνικής συνειδήσεως μεταξύ των κατά τόπους ευγενών και
δουλοπάροικων. Φαίνεται ότι η σχέσις μεταξύ των ευγενών και των δουλοπάροικων
ήτο παράλληλος με την σχέσιν μεταξύ Τούρκων και κατακτηθέντων Ρωμαίων ή Αράβων
και κατακτηθέντων Ρωμαίων.
Απαραίτητος πάντως δια την επιτυχή κυριαρχίαν των
Φράγκων επί των κατακτηθέντων Ρωμαίων ήτο η διατήρησις της ιδέας ότι οι Φράγκοι
υπακούουν απολύτως εις τον πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης ως και εις τους
εκκλησιαστικούς νόμους του αυτοκράτορος των Ρωμαίων. Τούτο, διότι βασικόν
θεμέλιον της Χριστιανοσύνης ήσαν αι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων της
Ρωμανίας. Ο εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλεύς των Ρωμαίων συνεκάλεσε και συνεκάλει
όλας τας οικουμενικάς συνόδους της εκκλησίας των Ρωμαίων και με την εκ μέρους
του υπογραφήν των πρακτικών εγένοντο αι αποφάσεις αυτών νόμοι του έθνους των
Ρωμαίων και γενικώτερα ολοκλήρου της Χριστιανοσύνης.
Ούτω γενόμενοι Ορθόδοξοι τυπικώς τουλάχιστον,
απέκτησαν οι Φράγκοι αίσθησιν και γνώσιν της σπουδαιότητος της ρωμαϊκής ιδέας,
προ πάντων εις την συνείδησιν των κατακτηθέντων εν τη Φραγκία Ρωμαίων
δουλοπάροικων.
Οι Φράγκοι διοικηταί ευγενείς εν τω κρατεί και τη
Εκκλησία ήσαν πολύ ολίγοι εν συγκρίσει με το πλήθος των κατακτηθέντων Ρωμαίων.
Τούτο φαίνεται σαφώς από το γεγονός ότι η τάξις των ευγενών απετέλει περίπου τα
2% μόνον του πληθυσμού της Φραγκιάς κατά την Γαλλικήν Έπανάστασιν το 1789[191].
Η αναλογία μεταξύ Ρωμαίων και Φράγκων τον στ' - θ' αιώνα θα ήτο η ιδία[192].
Όταν έχη τις τα τοιαύτα υπ' όψιν, εξηγούνται
κάλλιστα αι αντιφάσεις εις τα συνταγέντα Βιβλία του Καρόλου του Μεγάλου (Libri
Carolini) και εις τα πρακτικά και κανόνας της εν Φραγκφούρτη συνόδου των
Φράγκων το 794. Αφ' ενός μεν υβρίζεται το γένος των Ρωμαίων ως ανήθικον και
ειδωλολατρικόν[193]
και καταδικάζεται η διδασκαλία της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου[194],
αφ' ετέρου δε αναγνωρίζεται ο πάπας και η ρωμαϊκή εκκλησία της πρεσβυτέρας
Ρώμης ως η ανωτάτη και μοναδική αυθεντία της Χριστιανοσύνης, με την οποίαν οι
Φράγκοι πάντοτε δήθεν συμφωνούν[195].
Μάλιστα εις την εν λόγω σύνοδον των Φράγκων ήσαν παρόντες εκπρόσωποι του πάπα
Αδριανού Α' (772 795)[196].
Ο πάπας ούτος όμως, όχι μόνον ήτο και αυτός μέλος
του γένους των υβριζομένων Ρωμαίων, αλλ' εν άκρα αντιθέσει προς τους Φράγκους
ήτο και ένθερμος υπαστηρικτής της διδασκαλίας της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου και
επί πλέον έλαβε μέρος εις αυτήν μέσω των αντιπροσώπων του, υπογράψας μάλιστα τα
πρακτικά.
Αι αντιφάσεις αύται, αίτινες δημιουργούν σοβαρά
προβλήματα εις τους δυτικούς ιστορικούς, εξηγούνται, κάλλιστα από την επιθυμίαν
και την ανάγκην των Φράγκων να φαίνωνται ως πάντοτε σύμφωνοι με την εκκλησίαν
των υποδούλων Ρωμαίων. Από το γεγονός ότι η τάξις των ευγενών της Φραγκιάς
απετέλει τα 2% μόνον του όλου πληθυσμού, δύναται κανείς να εικάση ότι ολίγοι
Φράγκοι εκυβέρνων πλήθος πολύ μεγαλύτερον από αυτούς. Ασφαλώς τούτο κατέστη
δυνατόν μόνον δια της υπ' αυτών υπερφαλαγγίσεως της εθναρχίας της Πρεσβυτέρας
Ρώμης εν τη Δύσει δια διαβρώσεις και κατακτήσεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως
αλλά και της δημιουργίας σταθεράς εικόνος του εαυτού των ως πιστών τέκνων της
πνευματικής Ρωμαιοσύνης.
Το ότι άλλη ήτο η εικών των δήθεν πιστών εις την
ρωμαϊκήν εκκλησίαν Φράγκων και άλλη η πραγματικότης φαίνεται σαφώς και από το
γεγονός ότι οι Φράγκοι πρώτον προσέθεσαν το Filioque εις το σύμβολον της
πίστεως, εν συνεχεία εδογμάτισαν αυτό το 809 και μετά επληροφόρησαν τον πάπαν.
Όταν ο πάπας επέμεινε να αφαιρέσουν οι Φράγκοι την προσθήκην, ούτοι δεν το
έπραξαν. Ούτε όμως κατεδίκασαν ποτέ την εν τη Πρεσβύτερη Ρώμη ρωμαϊκήν
εκκλησίαν δια την αντίστασίν της εις το Filioque[197].
Όμως εστράφησαν αγρίως κατά των ελληνοφώνων
ανατολικών Ρωμαίων. Αλλά πάλιν, δια να διατηρήσουν τον μύθον της απολύτου
υποταγής των εις την Ρωμαιοσύνην, ήτο αδύνατον να στραφούν κατά των εκκλησιών
των εν τη Ανατολή Ρωμαίων. Επομένως δια να πολεμήσουν εκκλησιαστικώς και
δογματικώς τους ανατολικούς Ορθοδόξους ήλλαξαν το εθνικόν και κρατικόν όνομα
των από Ρωμαίους εις «Γραικούς». Ούτω ακινδύνως έγραφαν έργα κατά των πλανών
των «Γραικών», και όχι των «Ρωμαίων».
Ούτως εξηγείται, πως το μέγα πλήθος των εχόντων
ρωμαϊκά αισθήματα απογόνων των κατακτηθέντων δυτικών Ρωμαίων εστράφησαν εν
καιρώ εναντίον των «Γραικών» και του «Γραικού» εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως.
Επομένως, όπως εις το θέμα της Ζ' Οικουμενικής
Συνόδου, ούτω και εις το Filioque οι Φράγκοι δημιουργούν τον η' και θ' αιώνα
την εντύπωσιν ότι συμφωνούν απολύτως με την ρωμαϊκήν εκκλησίαν αλλά όχι με μίαν
«γραικικήν» ήτις αρχίζει τότε να εμφανίζεται εις την ιστορικήν φαντασίαν των
Ευρωπαίων.
Αι ενέργειαι αυταί των Φράγκων δηλώνουν την
ανησυχίαν των ως προς την ικανότητα των να επιβάλουν τελικώς την εξουσίαν των
επί των κατακτηθέντων δυτικών Ρωμαίων.
Αλλά δηλώνουν επίσης ότι την εποχήν αυτήν απώλεσαν
πως την ιδέαν ότι δύνανται κάποτε, αργά ή γρήγορα, να κατακτήσουν το ανατολικόν
μέρος της Ρωμανίας και ήθελον αποτελεσματικά πλέον να αποκόψουν την σύνδεσιν
μεταξύ των υποδούλων δυτικών και ελευθέρων ανατολικών Ρωμαίων.
Η δύναμις της ανατολικής Ρωμανίας φαίνεται την
εποχήν αυτήν με την επιτυχή έναρξιν της ρωμαϊκής επανακτήσεως της κάτω ιταλικής
Ρωμανίας από τους Σαρακηνούς το 867. Συνέφερε λοιπόν εις τους Φράγκους να
εμφανίσουν τους ούτω επανακάμψαντας εις την κάτω Ιταλίαν Ρωμαίους και
συνορεύοντας τώρα μάλιστα με την εν Ιταλία Φραγκίαν ως αιρετικούς «Γραικούς»,
δια να μη γίνη συμμαχία μεταξύ των υποδούλων και ελευθέρων Ρωμαίων. Δεν είναι
τυχαίον λοιπόν ότι κατά τα χρόνια αυτά κάμουν την πρώτην εμφάνισίν των τα
φραγκικά έργα κατά των «Γραικών».
Επίσης δηλώνουν αι ενέργειαι αυταί ότι οι Φράγκοι
απέκλεισαν την ιδέαν ότι θα ηδύναντο να έχουν δύο επισήμους γλώσσας, την
λατινικήν και την ελληνικήν, όπως είχον οι πραγματικοί Ρωμαίοι και ούτως
εταύτισαν την ρωμαϊκότητα αποκλειστικώς με την λατινικήν γλώσσαν. Διό και
επικρατεί τόσον ισχυρώς μέχρι σήμερον εις τους Ευρωπαίους αλλά και Ρώσους και
Νεοέλληνας η ιδέα ότι το ρωμαϊκόν είναι μόνον το λατινικόν ή ότι παν το
λατινικόν μόνον ή φραγκολατινικόν είναι ρωμαϊκόν.
Η υπό των Φράγκων αρπαγή της κατά τόπους εν τη
γαλλική και ιταλική Ρωμανία εκκλησιαστικής εθναρχίας των Ρωμαίων ή η ανάληψις
της εκκλησιαστικής και μοναστικής ηγεσίας, ως την χαρακτηρίζουν οι Ευρωπαίοι,
είναι γνωστή εις τους δυτικούς ιστορικούς. Όμως δεν αντιλαμβάνονται το
ρωμαίϊκον νόημα της εθναρχίας δια τους Ρωμαίους, διότι δεν δύνανται, ως έχοντες
την νοοτροπίαν απογόνων κατακτητών, να αναγνωρίσουν ότι υπήρχεν εκ μέρους των
κατακτηθέντων Ρωμαίων εθνική συνείδησις πατριωτική και εθνικός πόθος
διατηρήσεως της ρωμαϊκότητος των και των ρωμαϊκών παραδόσεων των, ως και του
συνδέσμου των με τον εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέα των και με τον εν τη
Πρεσβυτέρα Ρώμη «εθνάρχην», πατριάρχην πάπαν των.
Τούτο διότι οι Ευρωπαίοι απόγονοι των Φράγκων, Γότθων,
Βουργουνδών, Σαξώνων, Νορμανδών και Λογγοβάρδων φαντάζονται την ιστορίαν των
υπό την μορφήν του μύθου ότι οι δυτικοί Ρωμαίοι 1) ήσαν ευχαριστημένοι με την
δήθεν απελευθέρωσίν των από τους «Γραικούς» ή «Βυζαντινούς» της
Κωνσταντινουπόλεως και 2) ανεδείχθησαν τόσον ευτυχείς διότι μαζί με τους
Γερμανούς κατακτητάς των και ως συνεργάται πλέον έθεσαν τα θεμέλια του νέου
δυτικού πολιτισμού[198].
Διατί να προτιμήσουν τους «Γραικούς» ή «Βυζαντινούς», αφού τους παρουσιάζεται η
ευκαιρία να εξυπηρετήσουν την ένδοξον και θεόκλητον και περιούσιον φυλήν των
Φράγκων και Γερμανών;
Οι ίδιοι όμως Ρωμαίοι εν τη γαλλική και τη ιταλική
Ρωμανία περιγράφουν τους Φράγκους και τους Λογγοβάρδους και την κατά φύσιν
ευγένειάν των ως μίαν ωργανωμένην αλητείαν[199].
Τα γεγονότα ομιλούν αφ' εαυτών.
Κατά την ολοκλήρωσιν της υπό των Φράγκων
κατακτήσεως της γαλλικής Ρωμανίας (εξαιρέσει της υπό γοτθικήν κατοχήν μικρας
επαρχίας της Σεπτιμανίας) το 536 η ιεραρχία των Ρωμαίων κατώρθωσε να απόσπαση
από τους Φράγκους την αναγνώρισιν του δικαιώματος των Ρωμαίων να ζήσουν κατά τα
ρωμαϊκά ήθη και έθιμα και κατά τον ρωμαϊκόν νόμον. Εφ' όσον οι ρυθμίζοντες την
οργάνωσιν της ρωμαϊκής εθναρχίας εκκλησιαστικοί κανόνες ήσαν αναπόσπαστον μέρος
του ρωμαϊκού δικαίου, ήσαν υποχρεωμένοι οι Φράγκοι να σεβαστούν το δικαίωμα του
ρωμαϊκού κλήρου και λαού να εκλέγουν δια ψήφου τον κλήρον των και ειδικώς την
ιεραρχίαν των επαρχιακών συνόδων. Τα τοιαύτα εθεσπίσθησαν σαφώς εις δύο εν
γαλλική Ρωμανία συνόδους (533 και 538) και εγένοντο αποδεκτά υπό των Φράγκων[200].
Τούτο εξησφάλιζεν εις τους Ρωμαίους αυτοκυριαρχίαν, αυτοδιάθεσιν και απόλυτον
ελευθερίαν εις την εκλογήν της ρωμαϊκής ηγεσίας. Ελλείψει ρωμαϊκής πολιτικής
εξουσίας η Εκκλησία έγινεν η πολιτική εξουσία δια τους Ρωμαίους, και ούτως οι
Ρωμαίοι απετέλουν κράτος εν κρατεί. Επίσης οι εκκλησιαστικοί κανόνες
εξησφάλιζον και τον προσωρινόν τουλάχιστον αποκλεισμόν των Φράγκων από την
εκκλησιαστικήν ηγεσίαν, εφ' όσον οι Ρωμαίοι είχον την συντριπτικήν πλειοψηφίαν
και εφ' όσον δεν ήθελον κατ' ουδένα τρόπον να αφήσουν αγράμματους και άπληστους
βαρβάρους κατακτητάς να καταλάβουν την ρωμαϊκήν εκκλησιαστικήν ηγεσίαν.
Ενώπιον όμως της εθνικής ταύτης ενότητος των
Ρωμαίων οι Φράγκοι δεν έμειναν αδρανείς.
Μάλιστα τα εκ Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης
ρωμαϊκά στρατεύματα, υπό τον στρατηγόν του Μεγάλου Ιουστινιανού Βελισσάριον και
μετέπειτα του Ναρσή, επανεμφανίσθησαν εις την Δύσιν και απηλευθέρωσαν την
δυτικήν αφρικανικήν, την δαλματικήν, την ιταλικήν, και την κάτω ισπανικήν
Ρωμανίαν μαζί με την Σικελίαν, την Σαρδηνίαν και την Κορσικήν[201].
Ούτως ευρέθησαν και οι Φράγκοι αντιμέτωποι του ρωμαϊκού τούτου στρατεύματος.
Μάλιστα εθίγησαν όταν ο Ιουστινιανός προσέλαβε τους τίτλους «Φραγκικός» και
«Αλαμανικός». Ασφαλώς η δυναμική αύτη επάνοδος εις την δυτικήν Ρωμανίαν του
ρωμαϊκού στόλου και στρατού ενέπνευσεν ελπίδα εις τας ψυχάς των υποδούλων
Ρωμαίων και της γαλλικής Ρωμανίας αλλά και μεγάλας ανησυχίας μεταξύ των
Φράγκων.
Το απλούν άκουσμα περί πιθανής εκστρατείας ήγειρε
το 533 τους Ρωμαίους της δυτικής αφρικανικής Ρωμανίας εις επαναστάσεις κατά των
Ουανδάλων κατακτητών των και τούτο έκαμε τον αμφιταλαντευόμενον Ιουστινιανόν να
αποφασίση τελικώς την αναχώρησιν του στρατού υπό τον Βελισσάριον.
Επανακατεκτήθη η αφρικανική Ρωμανία και εν συνεχεία επανεκτήθη η Σικελία και
ήρχισεν η επανάκτησις της ιταλικής Ρωμανίας κατά την διάρκειαν της οποίας οι
Φράγκοι επωφελούμενοι της συγκεχυμένης καταστάσεως επενέβησαν κατά σειράν το
539 (δύο φοράς), το 551 και το 553 κατά των Ρωμαίων και κατέκτησαν αλλεπαλλήλως
αρκετά μέρη της βορείου ιταλικής Ρωμανίας, ισχυρισθέντες ότι ήσαν κληρονόμοι
των δικαιωμάτων των Γότθων εφ' όλης της επαρχίας της Ιταλίας. Οι στρατηγοί του
Ιουστινιανού, ο Βελισσάριος και εν συνεχεία ο Ναρσής, κατετρόπωσαν και τελικώς
κατέστρεψαν τα στρατεύματα των Φράγκων το 554 με την νίκην του Ναρσή εις την Κάπουαν
και ούτως απηλευθερώθησαν εντός ολίγου και τα υπό των Φράγκων κατεχόμενα τότε
εδάφη της βορείου ιταλικής Ρωμανίας.
Η επίσημος μεταβολή των Φράγκων από φίλων και
συμμάχων των Ρωμαίων και από προστατών της εν Γαλλία Ρωμαιοσύνης εις ασπόνδους
εχθρούς φαίνεται σαφώς από τα γεγονότα του 539[202].
Εις την αρχήν του εν Ιταλία πολέμου μεταξύ των εκ
Νέας Ρώμης απελευθερωτών Ρωμαίων και των κατακτητών Γότθων οι Φράγκοι
διετήρησαν επισήμως την φιλίαν και συμμαχίαν των με τον βασιλέα των Ρωμαίων,
τον Ιουστινιανόν, τον οποίον ο Φράγκος ηγεμών απεκάλει «Πατέρα». Συγχρόνως όμως
ο Φράγκος ηγεμών ούτος συνεμάχησε ανεπισήμως με τους Γότθους μέσω των υποτελών
εις τους Φράγκους Βουργουνδών ισχυρισθείς ότι οι Βουργουνδοί ενεργούν
ανεξαρτήτως των Φράγκων. Οι Βουργουνδοί επολιόρκησαν με τους Γότθους τα
Μεδιόλανα (Μιλάνο) και τα κατέλαβον. Έσφαξαν όλους τους άρρενας Ρωμαίους εκ
300.000 και μετέφερον όλας τας Ρωμαίϊσσας εις την Φραγκίαν ως δούλας. Μετέπειτα
κατά το ίδιον έτος κατέβη ως εισβολεύς ο ίδιος ο ρήξ των Φράγκων με 100.000
Φράγκους και έκτοτε οι Φράγκοι εκ του εμφανούς πλέον από το 539 μέχρι το 1204
πολεμούν τους Ρωμαίους, μέχρις ότου καταλάβουν αυτήν ταύτην την Βασιλεύουσαν. Ο
Ρωμαίος ιστορικός και αυτόπτης μάρτυς πολλών εν Ιταλία απελευθερωτικών αγώνων
Προκόπιος τονίζει ότι οι Φράγκοι είναι (κατά την εποχήν του) μόνον κατ' όνομα
Χριστιανοί, αφού παρέμειναν εις τας πεποιθήσεις και συνήθειας των ειδολωλάτραι
οι οποίοι προσήρμοσαν την θρησκείαν των Ρωμαίων εις τας φραγκικάς
είδωλολατρικάς δεισιδαιμονίας[203].
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω γεγονότων πρέπει να
ερμηνευθή το γεγονός ότι από το 549 απεφάσισαν οι Φράγκοι να ανατρέψουν την
προαναφερθείσαν συμφωνίαν του 533 και 538 με την εν Γαλλία ρωμαϊκήν εθναρχίαν
και να επιβάλουν εις τους κατακτηθέντας Ρωμαίους της γαλλικής Ρωμανίας την αρνησικυρίαν
εις τας εκλογάς των επισκόπων και μητροπολιτών[204].
Οι ρήγες των Φράγκων ήσκησαν την αρνησικυρίαν ταύτην κατά τοιούτον τρόπον, ώστε
επέτυχον την εκλογήν των πρώτων συνεργάσιμων Ρωμαίων ιεραρχών[205].
Κατά τα τέλη του στ' αιώνος εμφανίζονται αρκετοί
Φράγκοι επίσκοποι όχι όμως με κανονικήν εκλογήν αλλά με ρηγικόν διορισμόν[206],
δια τους οποίους εξησφαλίσθη η χειροτονία από τους προαναφερθέντας
συνεργάσιμους Ρωμαίους επισκόπους. Επεκράτησε μάλιστα κατά διαστήματα να πωλούν
οι ρήγες τας επισκοπικάς και μητροπολιτικάς θέσεις. Ούτω κατά το πρώτον ήμισυ
του ζ' αιώνος ηυξήθη σημαντικώς ο αριθμός των Φράγκων ιεραρχών[207].
Μέχρι δε τα τέλη του ζ' αιώνος οι Ρωμαίοι απετέλουν πλέον μικράν μειοψηφίαν της
Ιεραρχίας[208]. Η
εκτόπισις των Ρωμαίων από την εκκλησιαστικήν διοίκησιν ωλοκληρώθη κατά τον η'
αιώνα[209].
Μάλιστα από το 683 μέχρι το 743 έπαυσαν να
συνέρχωνται αι σύνοδοι της Εκκλησίας, διότι οι ευγενείς Φράγκοι επίσκοποι
συνήρχοντο ως μέλη του όλου σώματος των ευγενών εις τας εθνικάς συνάξεις όπου
εψηφίζοντο οι εκκλησιαστικοί νόμοι μαζί με τους πάσης άλλης φύσεως νόμους υφ'
όλων των ευγενών (κληρικών και λαϊκών)[210].
Ο αφανισμός αυτός των Ρωμαίων από τας διοικητικάς
εκκλησιαστικάς θέσεις συμπίπτει ακριβώς με την εμφάνισιν εις την Φραγκίαν του
φεουδαλισμού. Είναι αποδεκτόν ότι υπήρχε πλέον αρκετά ανεπτυγμένος ο
φεουδαλισμός κατά τον η' αιώνα[211].
Κατά την εποχήν αυτήν εξηφανίσθησαν και τα μεγάλα ρωμαϊκά αστικά κέντρα, τα
οποία ήσαν και αι έδραι των επισκοπών και μητροπόλεων, αφού μετεβλήθησαν εις
γεωργικά χωρία σχεδόν χωρίς εμπόριον και εμπόρους και εμπορεύσιμον βιοτεχνίαν.
Παρέμειναν κυρίως αι έδραι των επισκόπων. Εμφανίζεται έκτοτε ως επικρατών εν
Φραγκία τρόπος ζωής ο άνευ πολλών αστικών κέντρων και μεγαλοπόλεων γεωργικός
φεουδαλισμός. Εξηφανίσθησαν συγχρόνως οι Ρωμαίοι εγγράμματοι[212],
έμποροι και βιοτέχναι και περιωρίσθη εις σχεδόν αφανισμόν η πρότερα νομισματική
βάσις του πολιτεύματος των Ρωμαίων, αφού ο φεουδαλισμός βασίζεται σχεδόν
αποκλειστικώς εις δούναι λαβείν μέσω ειδών και υπηρεσιών, ακόμη και εις την
φορολογίαν.
Αφού οι Ρωμαίοι απετέλουν την συντριπτικήν
πλειοψηφίαν του πληθυσμού της Φραγκιάς, πώς εξηφανίσθη ο ρωμαϊκός τρόπος ζωής
και το ρωμαϊκόν πολίτευμα;
Φαίνεται σαφώς ότι η εμφάνισις του φεουδαλισμού
κατά την διάρκειαν του αφανισμού του ρωμαϊκού πολιτεύματος μέσω της υπό των
Φράγκων καταλήψεως της εκκλησιαστικής εθναρχίας των Ρωμαίων είναι αυτή αύτη η
ύποδούλωσις των Ρωμαίων δια της μετατροπής των εις δουλοπαροίκους της Φραγκιάς.
Δηλαδή πρώτον ενεφανίσθησαν οι Φράγκοι ως απελευθερωταί και σωτήρες των Ρωμαίων
από τους αιρετικούς Αρειανούς Γότθους, Βουργουνδούς και Λογγοβάρδους. Εν
συνεχεία αφήνουν τους Ρωμαίους εις τας προτέρας διοικητικάς των εκκλησιαστικάς
θέσεις. Τελικώς λαμβάνουν δια τον εαυτόν των τας διοικητικάς αυτάς θέσεις
μετατρέποντες την εκκλησίαν των Ρωμαίων εις μέσον δια του οποίου κυβερνούν και
υποδουλώνουν τους Ρωμαίους μεταβάλλοντες αυτούς εις δουλοπάροικους και
θεωρούντες εαυτούς ως κατά φύσιν «ευγενείς». Τρανή μαρτυρία περί τούτου είναι η
διάκρισις των «ευγενών» εις ανωτέρους και κατωτέρους. Οι ανώτεροι είναι οι
δούκες, κομήτες, επίσκοποι, ηγούμενοι, βαρώνοι κλπ., ενώ οι κατώτεροι είναι οι
απλοί στρατιώται ιππόται και οι προϊστάμενοι πρεσβύτεροι. Δηλαδή δεν πρόκειται
περί αριστοκρατικής ευγενούς τάξεως των πλουσίων και εγγραμμάτων. Απλώς όλοι οι
ελεύθεροι κατακτηταί αποτελούν την τάξιν των «ευγενών», ως ακριβώς συνέβη εν
Αγγλία με την Νορμανδικήν κατάκτησιν το 1066.
Πάντως η εκδίωξις των Ρωμαίων από την διοίκησιν
μαρτυρεί περί του ψεύδους της θεωρίας περί ευτυχούς συμμίξεως Ρωμαίων και
Φράγκων δι' ευτυχές κοινόν μέλλον. Εν τοιαύτη περιπτώσει θα είχεν επικρατήσει
όχι μόνον η γλώσσα των Ρωμαίων, ως εν πολλοίς επεκράτησεν, αλλά θα είχον
αφομοιωθή οι Φράγκοι γενόμενοι Ρωμαίοι κατά το εθνικόν των αίσθημα και θα
εσυνέχιζεν ο ελληνικός πολιτισμός να κατευθύνη την εθνικήν ζωήν. Μόνον η
σκληρότης της νομοθεσίας των Φράγκων εις βάρος των υποδούλων Ρωμαίων θα ήρκει
δια την γελοιοποίησιν των εν προκειμένω ισχυρισμών περί ευτυχούς συμμίξεως
Φράγκων και Ρωμαίων. Αντιθέτως η πολεμική και εκκλησιαστική τάξις των λεγομένων
ευγενών της Φραγκιάς πάντοτε ονομάζονται και εμφανίζονται ως Φράγκοι και είναι
Φράγκοι. Η δε γαλλική Ρωμανία μετωνομάσθη Φραγκιά ως μέρος της Μεγάλης Φραγκιάς
του Καρλομάγνου και ούτως ονομάζεται εις όλας τας γλώσσας του κόσμου μέχρι
σήμερον εκτός της νεοελληνικής εις την οποίαν λέγεται Γαλλία. Το να λέγονται οι
Φραντσέζοι Γάλλοι είναι ως να λέγονται οι Τούρκοι Πόντιοι ή Καππαδόκαι.
Κατά τον ζ' και η' αιώνα οι Φράγκοι απεφάσισαν να
μη μοιράσουν τας κατακτήσεις των με τους επικίνδυνους Ρωμαίους και ούτε να
γίνουν Ρωμαίοι κατά τον πολιτισμόν και να αφανιστούν ως φυλή δια συγχωνεύσεως
των με τους Ρωμαίους. Ο Θεός έδωκεν εις τους Φράγκους τους Ρωμαίους ως δούλους.
Όπως οι Φράγκοι αρχίζουν να δημιουργούν θεολογίαν καί εκκλησίαν ασυγκρίτως
«καλυτέραν» από τους Ρωμαίους, κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον ενόμιζον ότι ο
φεουδαλισμός των «υπερβαίνει» τον πολιτισμόν των Ρωμαίων. Τα αστικά κέντρα και
αι μεγαλοπόλεις των Ρωμαίων ήσαν ακατανόητα και επικίνδυνα δια τους Φράγκους.
Πλέον ήσυχους είχον τας απλοϊκάς των κεφάλας μετατρέποντες τον αστικόν κόσμον
εις γεωργικούς εργάτας με δούναι λαβείν εις είδη και υπηρεσίας. Τί ωφελεί το
νομισματικόν σύστημα των Ρωμαίων, όταν ο κατακτητής «ευγενής» αρπάζη όσα
χρειάζεται από τους κατακτηθέντας; Πώς εις επαρχίαν της Ρωμανίας αρχίζουν οι
φεουδάρχαι να λαμβάνουν είδη και υπηρεσίας χωρίς να πληρώνουν με χρήματα, εάν
δεν ήσαν κατακτηταί; Ποίος ελεύθερος Ρωμαίος θα έδιδε τα είδη και την υπηρεσίαν
του, χωρίς να πληρωθή με χρήματα; Το ότι ήτο κανείς τυπικώς ελεύθερος με
κτήματα δεν σημαίνει ότι παύει να είναι δουλοπάροικος τον «ευγενών» κατακτητών.
Οι πρώην ελεύθεροι Ρωμαίοι και οι απόγονοι αυτών διετήρησαν κληρονομικώς ως
φαίνεται τους τίτλους των ελευθέρων, χωρίς να είναι εις την πραγματικότητα
ελεύθεροι, αφού έγιναν απλώς μία τάξις των δουλοπάροικων[213].
Το γεγονός της εκ μέρους των Φράγκων
εκμεταλλεύσεως της θεολογίας και
ιεραρχίας δια την πειθαρχίαν καί
χαλιναγώγησιν κατακτηθέντος λαού φαίνεται και από την διαστροφήν του ιερού καί
απορρήτου μυστηρίου της εξομολογήσεως εις την φραγκικήν παράδοσιν των Sends.
Κατ’ αυτήν οι επίσκοποι συνεκρότουν μίαν φοράν το έτος εις κάθε τόπον πνευματικόν
δικαστήριον. Έκαστον μέλος της ενορίας υπεχρεούτο να καταδώσει τας γνωστάς εις
αυτόν αμαρτωλάς καί εγκληματικάς πράξεις των άλλων. Δια την περισυλλογήν των
σχετικών πληροφοριών διωρίζοντο εις κάθε ενορίαν επτά απολύτως έμπιστα πρόσωπα
με τον τίτλον Decani. Μερικάς ημέρας προ της ελεύσεως του επισκόπου κατέφθανον
οι αρχιδιάκονοι, δια να αναγγείλουν και ετοιμάσουν τα του δικαστηρίου.
«Αφικνούμενος ο επίσκοπος ώρκιζε τους Decani ότι δεν θα παρακινηθούν από
καμμίαν αιτίαν να αποκρύψουν ούτε έν εις αυτούς γνωστόν αμάρτημα, αδίκημα η
έγκλημα πραχθέν κατά του θείου νόμου. Εν συνεχεία τους υπέβαλλεν εις
λεπτομερείς ανακρίσεις «περί τηρήσεως ειδωλολατρικών εθίμων εάν έκαστος γονεύς
διδάσκη τον υιόν του το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών»· καί κυρίως περί της
διαπράξεως τοιούτων εγκλημάτων τα οποία επεκράτουν προηγουμένως
μεταξύ του λαού τούτου και δεν ανεγνωρίζοντο ως εγκλήματα εξ αιτίας
του βασιλεύοντος ανηθίκου πνεύματος»[214].
Αι οριζόμεναι υπό του νόμου τιμωρίαι, εν μέρει σωματικαί, επεβάλλοντο πάραυτα.
Προς εκτέλεσιν τούτων, αι πολιτικαί αρχαί υπεχρεούντο εν ανάγκη να υποστηρίξουν
τους επισκόπους με τας υπό τας διαταγάς των δυνάμεις... Το εκκλησιαστικόν βήμα
το οποίον κατά τον αρχικόν του προορισμόν θα έδει να είναι πνευματικόν,
επιβάλλον πνευματικάς κυρώσεις, έλαβε την μορφήν πολιτικού δικαστηρίου[215]».
Τα τοιαύτα πρέπει να ερμηνευθούν εντός των
πλαισίων των αναφορών του εκρωμαϊσθέντος αγγλοσάξωνος αγίου Βονιφατίου προς τον
Ρωμαίον πάπαν Ζαχαρίαν το 742 περί της εν Φραγκία εκκλησιαστικής καταστάσεως
καθ' ότι Φράγκοι επίσκοποι «χύνουν αίμα Χριστιανών και ειδωλολατριών αδιακρίτως18α».
Είναι δυνατόν τοιαύται σχέσεις μεταξύ ποιμένος και
λαού, πνευματικού πατρός και πνευματικών τέκνων, να είναι σχέσεις μεταξύ
ομογενών και ομοεθνών; Ασφαλώς όχι. Οφείλονται σαφώς εις τον φόβον των ολίγων
«ευγενών» κατακτητών έναντι της μεγάλης πλειοψηφίας των κατακτηθέντων, οίτινες
θα υπέθαλπον επαναστατικά κινήματα τα οποία είχον κατά διαστήματα εκδηλωθή,
εκτός βεβαίως εάν οι Ρωμηοί της γαλλικής Ρωμανίας διέφερον από τους συνεχώς εν
εξεγέρσει κατά κατακτητών ευρισκομένους Ρωμαίους άλλων επαρχιών.
Το ότι επέζησαν τίνες απόγονοι των συνεργάσιμων
Ρωμαίων προυχόντων με τας μεγάλας κτηματικάς των εκτάσεις, εκ των οποίων ο
Καρλομάγνος διώρισε μερικούς ως κόμητας, δεν αλλάσσει την γενικήν εικόνα του
καταντήματος των Ρωμαίων μετά τον ζ' και η' αιώνα.
Αι ασχολούμεναι με την δράσιν των Φράγκων πηγαί
μαρτυρούν περί της καταρρεύσεως της ιεραρχίας και των ηγουμενείων εξ επόψεως
μορφωτικής, πνευματικής και ηθικής, όταν οι Φράγκοι έγιναν η εκκλησιαστική
ηγεσία. Κατά την εποχήν του Καρόλου Μαρτέλ, πάππου του Καρλομάγνου, εσυνηθίζετο
ο Φράγκος επίσκοπος και ηγούμενος να είναι τυπικώς μόνον άγαμος ασκητής και να
φέρη αντί της ιερατικής του στολής την πολεμικήν[216].
Μάλιστα ο Καρλομάγνος δεν επέτρεψεν εις τας θυγατέρας του να υπανδρευθούν, με
αποτέλεσμα να αποκτήσουν νόθα τέκνα, η μία κόρη μάλιστα έκαμε δύο υιούς με
μέγαν ηγούμενον της αυλής, εκ των οποίων ο είς διεδέχθη τον πατέρα του ως
ηγούμενος της ιδίας μονής[217].
Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ είχε 9 γυναίκας, άλλας παλλακίδας και 15 περίπου νόθα
τέκνα[218].
Λησμονήσαντες οι Νεογραικοί την ρωμαϊκότητα των
προγόνων των δεν δύνανται να προσφέρουν ρωμαϊκήν ερμηνείαν περί του λεγομένου
παπικού κράτους του η' μέχρι του ια' αιώνος και ούτω επικρατούν εις τας
ιστορικάς μελετάς αι απόψεις α) των Φραγκολατίνων, οίτινες προβάλλουν μίαν
δήθεν ένδοξον συνεργασίαν μεταξύ των Φράγκων και Ρωμαίων παπών κατά της
ανατολικής Ρωμαιοσύνης, την οποίαν όμως μετονομάζουν Βυζαντινισμόν ή
Γραικισμόν, δια να καλύψουν τα ψεύδη και β) των ΙΙροτεσταντών, οίτινες εις αυτά
προσθέτουν την κατάπτωσιν του πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης μεταβληθέντος
εις κοσμικήν εξουσίαν.
Εξ επόψεως όμως Ρωμαιοσύνης οι Ρωμαίοι πάπαι
επέμενον εις την εδαφικήν ακεραιότητα του παπικού κράτους, δια να προστατεύσουν
την ελευθερίαν των Ρωμαίων, ώστε να μη υποδουλωθούν όπως οι αδελφοί των εις όλα
τα μέχρι τότε κατακτηθέντα υπό των Φράγκων εδάφη της Ρωμανίας.
Το 774 ο Καρλομάγνος υπεσχέθη εις τον πάπαν
Αδριανόν ότι θα του επέστρεφε τα εδάφη της καταλυθείσης υπό των Λογγοβάρδων
ρωμαϊκής Εξαρχίας με πρωτεύουσαν την Ραβένναν, αλλά καθυστερούσε. Το 781 ο
Καρλομάγνος επρότεινε συμβιβαστικήν λύσιν. Ο πάπας επέμενε να επιστραφούν όλα
τα εδάφη. Τελικώς το 787 ο Καρλομάγνος επέστρεψε αρκετά αλλ' όχι όλα τα εδάφη.
Δεν έδωσεν όμως εις τον Αδριανόν την κυριαρχίαν επί του λάου των εδαφών τούτων.
Τούτο σημαίνει ότι ο ρωμαϊκός λαός απώλεσε την ελευθερίαν του και υπεδουλώθη. Ο
εν λόγω πατήρ της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου πάπας Αδριανός διεμαρτυρήθη πικρώς,
αφού ο μόνος τότε σκοπός της υπάρξεως του παπικού κράτους ήτο η εξασφάλισις της
ελευθερίας της Ρωμηοσύνης[219]
και όχι ο εμπλουτισμός του πάπα και η απλή αύξησις της κοσμικής του εξουσίας.
Ουσιαστικώς δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του τότε ρωμαϊκού παπικού κράτους και
του σημερινού ρωμαϊκού ή ρωμαίικου κυπριακού κράτους.
Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφώς ότι οι Φράγκοι
εξηπάτησαν τους Ρωμαίους, δια να ιδρύσουν υποτελές εις αυτούς κράτος εις το
οποίον ο ρωμαϊκός λαός δεν θα είναι κυρίαρχος.
Πάντως εντός ενός αιώνος από της πλήρους
καταργήσεως της εν Φραγκία ρωμαϊκής εκκλησιαστικής διοικήσεως ευρέθησαν οι
Φράγκοι υπό τον Καρλομάγνον κυρίαρχοι της βορείου και μέσης ιταλικής Ρωμανίας
όπου ενεκαινίασαν την συνέχειαν της εκκλησιαστικής ταύτης πολιτικής, κυρίως δε
δια την κατάληψιν του πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Αυτήν την φοράν όμως οι Ρωμαίοι είχον ετοιμασθή
καλύτερον δια να αντιμετωπίσουν τον φραγκικόν τούτον κίνδυνον. Ενώ εις την
γαλλικήν Ρωμανίαν οι Φράγκοι κατέκτησαν την ρωμαϊκήν εκκλησιαστικήν διοίκησιν
μέσα εις 180 περίπου έτη, από το 511 μέχρι το 683, η κατάληψις της εθναρχίας
της Πρεσβυτέρας Ρώμης εγένετο έπειτα από πολιορκίαν 255 ετών, από το 754 μέχρι
το 1009.
Τούτο ωφείλετο εις το γεγονός ότι η επαρχιακή
σύνοδος της Πρεσβυτέρας Ρώμης ήτο ωργανωμένη βάσει των κανόνων κατά τοιούτον
τρόπον, ώστε να καταστήση πολύ δύσκολα τα προς κατάληψιν σχέδια των Φράγκων,
έστω και με την απόκτησιν αρνησικυρίας επί των παπικών εκλογών. Η σύνοδος
απετελείτο από επτά επισκόπους, με πρόεδρον τον πάπαν. Απηγορεύετο απολύτως η
μετάθεσις επισκόπων. Επίσης ως φαίνεται από την πικράν πείραν της υπό του
Καρόλου Μαρτέλ αναδείξεως της φραγκικής λαϊκής αλητείας εις τον επισκοπικόν
βαθμόν, απηγορεύθη εν Ρώμη η εκλογή λαϊκών εις επισκόπους. Τούτο εγένετο το 769
εις σύνοδον της Ρώμης παρουσία 13 Φράγκων επισκόπων. Απεφασίσθη ότι μόνον όσοι
είναι Ρωμαίοι το έθνος και είχον φθάσει τουλάχιστον τον βαθμόν του καρδιναλίου
διακόνου δύνανται να είναι υποψήφιοι. Η εκλογή εγίνετο υπό του κλήρου και δια
να είναι έγκυρος έπρεπε να επικυρωθή «υπό του ρωμαϊκού λαού μόνον». Δηλαδή
απηγορεύετο αυστηρώς να έχουν σχέσιν με την εκλογήν μη Ρωμαίοι είτε κληρικοί
είτε λαϊκοί[220].
Επομένως ο πάπας εξελέγετο έκτοτε
μόνον από τους καρδιναλίους διακόνους και πρεσβυτέρους, δηλαδή έκτοτε οι
υποψήφιοι ήσαν μόνον οι καρδινάλιοι (δηλαδή προϊστάμενοι) των ενοριών της
πόλεως, οι οποίοι απετέλουν μίαν τρόπον τινά μοναχικήν αδελφότητα. Εψηφίζεν δε
τον πάπαν ο κλήρος και επευφήμει ο λαός και εχειροτόνουν τον εκλεγέντα με την
έγκρισιν του εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέως των Ρωμαίων οι επτά
επίσκοποι της Συνόδου. Το δικαίωμα εγκρίσεως και αρνησικυρίας επί των παπικών
εκλογών εσφετερίσθη τελικώς και αποφασιστικώς δια της βίας ο ψευδορρωμαίος
αυτοκράτωρ Όθων Α' το 963 και έκτοτε έχασαν οι Ρωμαίοι κατά τρόπον οριστικόν
τον έλεγχον επί των παπικών εκλογών, ως και αυτόν τούτον τον παπικόν θρόνον το
1009. Μετά το 1054 οι Φράγκοι πλέον επίσκοποι της συνόδου της Ρώμης έγιναν και
αυτοί καρδινάλιοι[221].
Παρόμοιον σύστημα εφηρμόσθη και εις το
πατριαρχείον των Ιεροσολύμων.
Όμως όπως κατά τον στ' αιώνα ούτω και νυν ο
Καρλομάγνος και οι διάδοχοι του εις την δυτικήν (γαλλικήν) και ανατολικήν
(γερμανικήν) Φραγκίαν απήτουν την αρνησικυρίαν επί της εκλογής των πάπων. Δια
της βίας την επέτυχον αλλά μόνον κατά διαστήματα αναλόγως της ισχύος του εκ
Κωνσταντινουπόλεως ρωμαϊκού στρατεύματος εις την ελευθέραν νότιον ιταλικήν
Ρωμανίαν[222].
Ο στενός σύνδεσμος και η εθνική ταυτότης μεταξύ
των Ρωμαίων της ιταλικής Ρωμανίας και της εν Ανατολή Ρωμανίας περί τον εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέα των Ρωμαίων φαίνεται σαφέστατα εις την Η' εν
Κωνσταντινουπόλει Οικουμενικήν Σύνοδον του 879. Εις την σύνοδον ταύτην, ως
είδομεν, τα πέντε ρωμαϊκά πατριαρχεία, Πρεσβυτέρας Ρώμης, Νέας Ρώμης,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, κατεδίκασαν τους Φράγκους δια την εκ
μέρους των προσθήκην του αιρετικού Filioque εις το σύμβολον της πίστεως και δια
την εκ μέρους των καταδίκην της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου.
Άξιον μεγάλης προσοχής είναι το γεγονός ότι ο
πάπας της Πρεσβυτέρας Ρώμης Ιωάννης Η'[223]
έκαμε πρότασιν εις την εν λόγω σύνοδον να εγκρίνουν δύο κανόνες[224]
δια την καλυτέραν προστασίαν του πατριαρχείου του από την εκ μέρους των Φράγκων
διάβρωσίν του. Μόλις το 867, με τον θάνατον του Νικολάου Α', είχεν εκτοπισθή εκ
Ρώμης το φραγκόφιλον κόμμα, κυρίως δε δια της μεταβολής του διατελέσαντος
αντίπαπα του φραγκοφίλου κόμματος Αναστασίου Βιβλιοθηκάριου εις ένθερμον
υποστηρικτήν του αφωσιωμένου εις την Κωνσταντινούπολιν ορθοδόξου ρωμαϊκού
κόμματος. Tη υποδείξει φαίνεται του Αναστασίου ο πάπας Ιωάννης Η' επρότεινε 1)
να μη γίνωνται εις το εξής οι πατριάρχαι των ανατολικών πατριαρχείων εκ λαϊκών
κατ' ευθείαν, αφού η παράδοσις αύτη απετέλει μέσον δια του οποίου οι Φράγκοι
ήρπασαν την ιεραρχίαν της γαλλικής Ρωμανίας[225],
και 2) υποψήφιοι πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης να είναι μόνον οι
καρδινάλιοι (δηλαδή προϊστάμενοι) των ενοριών της Κωνσταντινουπόλεως. Δηλαδή
επροτάθη η Νέα Ρώμη να ακολουθήση το παράδειγμα της Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Ο πάπας δεν ήθελε να επιβάλη αυθαιρέτως την πράξιν της Ρώμης επί της Νέας Ρώμης, ως
εμφανίζουν την υπόθεσιν ταύτην οι ιστορικοί. Οι Φράγκοι και φραγκόφιλοι Ρωμαίοι
επεκαλούντο φαίνεται την πράξιν της Ανατολής περί αναδείξεως λαϊκών εις
πατριάρχας και μεταθέσεως πρεσβυτέρων από άλλην εκκλησίαν εις το πατριαρχείον
της Νέας Ρώμης, της πρώτης πρωτευούσης της Ρωμανίας, ως π.χ. των εξ Αντιοχείας
Χρυσοστόμου και Νεστορίου. Ο πάπας ήθελε προφανώς να θεσπισθούν οι εν λόγω
προταθέντες κανόνες, διότι, εάν εγίνοντο νόμοι των Ρωμαίων τη υπογραφή των
πρακτικών της συνόδου εκ μέρους του βασιλέως των Ρωμαίων, θα υπεχρεούντο οι
Φράγκοι και οι φραγκόφιλοι να τους σεβασθούν. Όμως δεν εγένοντο αποδεκτοί και
αντ' αυτών εθεσπίσθη κανών διαφυλάττων τα περί των εν λόγω θεμάτων κατά τόπους
έθιμα[226]. Δηλαδή
έγιναν νόμοι των Ρωμαίων τα έθιμα της Πρεσβυτέρας Ρώμης αλλά μόνον δια την
Πρεσβυτέραν Ρώμην.
Σημειωτέον ότι ο διάδοχος του Ιωάννου Η' ο Μαρίνος
Α' έγινε το 881 ο πρώτος εις την ιστορίαν δι' αντικανονικής μεταθέσεως από
άλλην επισκοπήν πάπας. Δια τούτο δεν ανεγνωρίσθη υπό του βασιλέως των Ρωμαίων
Βασιλείου Α' και των πατριαρχών της Ανατολής[227].
Πάντως μετά την εκδίωξιν των Αράβων από την κάτω
ιταλικήν Ρωμανίαν το 867 η θέσις των εν Ρώμη Ρωμαίων έναντι των Φράγκων ήτο
ισχυρότατη. Κατηργήθησαν εντός ολίγου όλαι αι γενόμεναι υπό του Λέοντος Γ' το
800 εις τους Φράγκους παραχωρήσεις. Το 962 όμως οι Τευτονοφράγκοι υπό την
ηγεσίαν του Όθωνος Α' εισέβαλον εις την ιταλικήν Ρωμανίαν εκ της ανατολικής
Φραγκίας (μετέπειτα Γερμανίας), ενεσωμάτωσαν την βόρειον και μέσην ιταλικήν
Ρωμανίαν εις την ανατολικήν Φραγκίαν και επέβαλον κατά διαστήματα Φράγκους και
φραγκοφίλους Πάπας. Άμα τη αναχωρήσει του Όθωνος, αφού εστέφθη υπό του πάπα
imperator, επανεστάτησαν οι εν Ρώμη Ρωμαίοι τη ηγεσία του ίδιου του πάπα και
ανέτρεψαν τα συμπεφωνημένα. Το 963 επανήλθεν ο Όθων και πάλιν και κατέκτησε την
Ρώμην. Έπειτα από καιρόν αντέδρασαν πάλιν με φανατισμόν οι Ρωμαίοι και μάλιστα
με την ισχυράν συμπαράστασιν του εκ Κωνσταντινουπόλεως εν κάτω ιταλική Ρωμανία
ρωμαϊκού στρατού. Μάλιστα ο εκ Νέας Ρώμης ρωμαϊκός αυτός στρατός έφτασε μέχρι
της Πρεσβυτέρας Ρώμης προς κατάληψιν αυτής, αλλά τελικώς ηναγκάσθη να
υποχώρηση, με αποτέλεσμα την υποταγήν του πατριαρχείου της Ρώμης εις τους
Φράγκους με την εκθρόνισιν του τελευταίου πιστού εις την Ρωμαιοσύνην Ρωμαίου
πάπα το 1009[228].
Φαίνεται ότι συντελεί εις την συγκάλυψιν της
πραγματικής ιστορίας των σχέσεων μεταξύ Ρωμαίων και Φράγκων το γεγονός ότι
ουδέποτε προ του ια' αιώνος χαρακτηρίζουν οι Ρωμαίοι τους Φράγκους ονομαστί ως
αιρετικούς, ενώ οι Φράγκοι ήδη από του 794 χαρακτηρίζουν τους «Γραικούς» ως
αιρετικούς, ως είδομεν.
Το φαινόμενον τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι
ευρίσκοντο υπό την κυριαρχίαν των Φράγκων πάμπολλα εκατομμύρια υποδούλων
Ρωμαίων και αυτό τούτο το πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, δηλαδή της
παπικής Ρωμανίας ή το παπικόν κράτος από το 774.
Είναι γνωστόν το γεγονός ότι οι Φράγκοι έσφαζον
αδιστάκτως τους υπ' αυτών θεωρούμενους αιρετικούς ως εχθρούς της Φραγκοσύνης. Η
Ιερά Εξέτασις είναι η απ' αρχής γραμμή των Φράγκων και όχι μεταγενέστερα μόνον
εξέλιξις. Δια τούτο ασφαλώς εγένετο αποδεκτή η πρότασις του πάπα Ιωάννου Η'
προς τον Μέγαν Φώτιον και την Η' Οίκουμενικήν Σύνοδον να χρησιμοποιηθή
διπλωματία δια την απάλειψιν του Filioque.
Ακολουθούντες λοιπόν την γραμμήν αυτήν του πάπα
Ιωάννου Η' και του Μεγάλου Φωτίου οι Ρωμαίοι πάπαι μέχρι του τελευταίου αυτών
το 1009 δεν έπαυσαν την προσπάθειάν των να διοικούν ορθοδόξως κυρίως τους
Λατινοφράγκους (Φραντσέζους) και ως εκ τούτου ευρίσκοντο εις μυστηριακήν
κοινωνίαν μετ' αυτών ελπίζοντες αφ' ενός μεν ότι εν καιρώ θα συμμορφωθούν και
αφ' ετέρου δε φοβούμενοι ότι διακοπή μυστηριακής κοινωνίας θα εθεωρείτο ως
διακήρυξις ότι οι εν τη Δύσει Ρωμαίοι θεωρούν τους Φράγκους ως αιρετικούς. Όμως
η γραμμή αύτη απέτυχεν εξ αίτιας της σκληρότητος των Τευτονοφράγκων (Γερμανών)
οίτινες κατέλαβον την παπικήν Ρωμανίαν το 962, εξεδίωξαν τους Ρωμαίους από την
παπικήν εθναρχίαν των το 963 και οριστικώς το 1009, και ούτω επέβαλον ευθύς και
το Filioque εις αυτήν ταύτην την Ορθόδοξον Πρεσβυτέραν Ρώμην.
Ταύτα πάντα διαστρέφονται εις τα ευρωπαϊκά και
νεοελληνικά εγχειρίδια, διότι εμφανίζονται οι εξ ανατολικής και κάτω ιταλικής
Ρωμανίας Ρωμαίοι ως «Γραικοί» ή «Βυζαντινοί» και επομένως ως αποικιοκράται και
ξένοι προς τους εν Ρώμη αγωνιζόμενους κατά των Φράγκων Ρωμαίους.
Μάλιστα οι Ευρωπαίοι εμφανίζουν τους εν Ρώμη
Ρωμαίους ως ξένους προς τον πολιτισμόν των «Γραικών» ή «Βυζαντινών» και ως
ανήκοντας εις τον «λατινικόν» πολιτισμόν των Φράγκων.
Χαρακτηριστικός εν προκειμένω είναι ο εξής
ισχυρισμός του Φραντσέζου ιστορικού Fernand Mourret περί της μετά τον Ηράκλειον
περιόδου· «Εις το εξής οι πάπαι εύρον εαυτούς ενώπιον όχι τόσον μιας ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας της Ανατολής όσον μιας γραικικής αυτοκρατορίας, και όχι τόσον
μιας γραικικής αυτοκρατορίας όσον μιας γραικικής εκκλησίας»[229].
Μάλιστα εις τας γενομένας εις την αγγλικήν
μεταφράσεις των έργων του ακμάσαντος κατά τον ιδ' αιώνα μεγάλου Άραβος
ιστορικού Ibn Khaldum το όνομα «Ρούμ» αποδίδεται με το Ρωμαίος μέχρι του
Ηρακλείου και μετά τον Ηράκλειον το ίδιον όνομα «Ρούμ» μεταφράζεται εις όλον το
υπόλοιπον έργον με το «Βυζαντινός»[230].
Καλά, αλλά διατί οι ανατολικοί Ρωμαίοι μετά τον
Ηράκλειον εμφανίζονται ως «Γραικοί» και «Βυζαντινοί» και οι εν τη Δύσει Ρωμαίοι
υπό φραγκικήν κυριαρχίαν παραμένουν Ρωμαίοι;
Ασφαλώς διότι οι Γερμανοί ψευδοαυτοκράτορες των
Ρωμαίων πρέπει να έχουν Ρωμαίους υπηκόους και ιδικήν των Ρωμανίαν (το Παπικόν
Κράτος), αλλά κυρίως διότι ουδαμού εις τον κόσμον υπάρχουν τόσον αντικειμενικοί
ιστορικοί ως εις την Ευρώπην, προ πάντων εις τα θέματα περί Ρωμηοσύνης.
Είναι φαινόμενον περίεργον ότι κατά την πολιτικήν
και θρησκευτικήν επανάστασιν των Διαμαρτυρομένων τον ιστ' αιώνα σχεδόν όλα τα
παλαιά εδάφη της εν Ευρώπη Ρωμανίας έμειναν ηνωμένα με τον λεγόμενον Ρωμαίον
πάπαν της Ρώμης και τον λεγόμενον αυτοκράτορα των Ρωμαίων της Γερμανίας, ενώ
απεσπάσθησαν από την ένωσιν αυτήν οι εθνικώς γνησιώτεροι Γερμανοί, οι
Σκανδιναυοί, και οι Νορμανδοί της Αγγλίας. Οι αντιτιθέμενοι προς τους Γερμανούς
Σλαύοι της Δυτικής Ευρώπης έμειναν και αυτοί πιστοί εις την ρωμαϊκήν ιδέαν.
Όμως πιστοί εις την ρωμαϊκήν ιδέαν έμειναν και οι γερμανόφωνοι κάτοικοι των
πρώην επαρχιών της Ρωμανίας, ως αι περιοχαί του Ρήνου πόταμου, Σουηβίας, της
Βαυαρίας και της Αυστρίας. Τούτο διότι ούτοι είναι γερμανόφωνοι Ρωμαίοι κατά
την εθνικήν των καταγωγήν και όχι Γερμανοί, ως είναι και οι τουρκόφωνοι και
αραβόφωνοι Ρωμαίοι. Το ρωμαϊκόν ιδεώδες παρέμεινεν εις αυτούς παρά την
γλωσσικήν εκγερμάνισιν αυτών. Το ίδιον φαίνεται ισχύει εις την περίπτωσιν της
Ουγγαρίας, ήτις καλύπτει κυρίως μέρος της ρωμαϊκής Παννονίας.
Μεταξύ των πρώην εκρωμαϊσθέντων Κελτών έμειναν
πιστοί εις το ρωμαϊκόν ιδεώδες μόνον οι Ιρλανδοί. Οι Ουαλλοί (Βλάχοι) και
Σκώτοι της Μεγάλης Βρεταννίας εστράφησαν κατά της ρωμαϊκής ιδέας, αφού
συνεδύασαν αυτήν με την μεσαιωνικήν τυραννίαν του φεουδαλισμού των Νορμανδών
και Φράγκων. Κάτι παρόμοιον συνέβη με τους Ελβετούς οι οποίοι ομιλούν
φραντσέζικα, γερμανικά και ιταλικά των κατακτητών των αλλά δεν απέκτησαν την
εθνικήν συνείδησιν των γερμανικών τούτων φυλών. Απώλεσαν όμως την ρωμαϊκήν
συνείδησιν, εφ' όσον εταυτίσθη δι' αυτούς η Ρωμαιοσύνη με τον Φράγκον πάπαν και
τον Γερμανόν ψευδοαυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Το φαινόμενον αυτό του τρόπου διασπάσεως της
Ευρώπης πρέπει φαίνεται να ερμηνευθη ως οφειλόμενον εις την αρχικήν υπό των
Φράγκων διάβρωσιν της ρωμαϊκής εκκλησιαστικής εθναρχίας βάσει του μύθου της
πιστότητος των Φράγκων εις το ρωμαϊκόν ιδεώδες και της εν χρόνφ αφομοιώσεως
αυτών τούτων των Λατινοφράγκων και Ισπανογότθων, υπό του ιδεώδους τούτου. Οι
εκτός των συνόρων της Ρωμανίας Γερμανοί, ως οι ιστορικοί εχθροί της Ρώμης από
τους αρχαιότατους χρόνους, δεν απέκτησαν εις τον ίδιον βαθμόν τα αισθήματα των
εκρωμαϊσθέντων Γότθων, Φράγκων και Λογγοβάρδων και ούτως απεσπάσθησαν από την
λεγομένην Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν και από τον λεγόμενον αυτοκράτορα των Ρωμαίων και
απετέλεσαν τον πυρήνα του προτεσταντικού κόσμου.
Μάλιστα οι γερμανικής προελεύσεως Προτεστάνται
εσυνήθισαν ως ιστορικοί εχθροί των Ρωμαίων να αποδίδουν τα εις αυτούς δυσάρεστα
της φραγκικής Παπωσύνης εις το ρωμαϊκόν παρελθόν της λεγομένης Ρωμαϊκής
Εκκλησίας, ενώ θα έπρεπε να αποδοθούν εις τους Γερμανούς Φράγκους, αφού οι
Φράγκοι διεμόρφωσαν την μεταρρωμαϊκήν Παπωσύνην και αφού η μόνη πραγματική
Εκκλησία των Ρωμαίων είναι η Ορθόδοξος των τεσσάρων εναπομεινάντων πραγματικών
ρωμαϊκών πατριαρχείων, τα οποία μόνον υπό των Φράγκων λέγονται «Γραικικά».
Ουδαμού φαίνεται τόσον επιτυχημένη η περί
«Γραικών» προπαγάνδα των Φράγκων όσον εις το ως άνω περιγραφέν γεγονός ότι τα
πρώην δυτικά εδάφη της Ρωμανίας έμειναν πιστά εις την ιδέαν της Ρωμαιοσύνης
παρ' ότι είχον εις την πραγματικότητα μίαν φραγκευμένην μορφήν αυτής, ενώ
έμαθον να μισούν την πραγματικήν και ανόθευτον Ρωμαιοσύνην της Ανατολής, ήτις μέχρι
σήμερον εμφανίζεται εις τους Ευρωπαίους υπό την μορφήν του φραγκικής
προελεύσεως «Γραικισμού» ή «Βυζαντινισμού».
Το παράδοξον όμως είναι ότι και οι Νεογραικοί, ως
μεταπηδήσαντες πνευματικώς και επιστημονικώς εις την Ευρώπην και έχοντες
πατροπαράδοτον αποστροφήν προς την λατινικήν εκκλησίαν, υιοθέτησαν ως ιδικήν
των την γερμανικήν προτεσταντικήν γραμμήν ότι τα κακά της ΙΊαπωσύνης οφείλονται
εις το «ρωμαϊκόν» παρελθόν, δηλαδή εις την Ρωμαιοσύνην και όχι εις την
γερμανικήν Φραγκοσύνην.
Παραλλήλως προς τα τοιαύτα κυρίως οι Γερμανοί
εξύψωσαν το κύρος των αρχαίων Ελλήνων έναντι των Ρωμαίων. Ούτως οι Νεογραικοι
λησμονήσαντες μετά των Ευρωπαίων ότι οι Ρωμαίοι είχον γίνει Έλληνες, προσπαθούν
να αποδώσουν την ανωτερότητα της Ορθοδοξίας έναντι της Παπωσύνης εις την
ελληνικότητα της Ορθοδοξίας έναντι της ρωμαϊκότητος της Παπωσύνης λησμονήσαντες
πάλιν ότι πρόκειται περί φραγκικής και όχι ρωμαίικης ή ρωμαϊκής Παπωσύνης.
Εις την πραγματικότητα όμως η Ρωμαιοσύνη είναι η
γνήσια Ρωμαϊκή Ορθοδοξία με ελληνοχριστιανικόν πολιτισμόν και η σημερινή
Παπωσύνη είναι η σύγχρονος μορφή της μεσαιωνικής Φραγκοσύνης, ήτις κατέστρεψε
τα εν τη δύσει ρωμαϊκά στοιχεία και αντικατέστησεν αυτά με τον φεουδαλισμόν.
Η Εκκλησία των Ρωμαίων ήτο ωργανωμένη βάσει των
αποστολικών αρχών και του ρωμαϊκού νόμου, δηλαδή των κανόνων των οικουμενικών
συνόδων, εις τοπικάς αυτοκεφάλους και αυτονόμους εκκλησίας περί τα πέντε
ρωμαϊκά πατριαρχεία Πρεσβυτέρας Ρώμης, Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και
Ιεροσολύμων. Εις την καρδίαν του εκκλησιαστικού συστήματος είναι το συνοδικόν
σύστημα με προέδρους πατριάρχας, αρχιεπίσκοπους, και μητροπολίτας. Από τα
ρωμαϊκά πατριαρχεία λείπει από το 1009 το καταληφθέν υπό των Φράγκων πατριαρχείον
της Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Εις την φραγκικήν ΙΙαπωσύνην αντιθέτως κατηργήθη
το προ των Φράγκων ρωμαϊκόν συνοδικόν σύστημα και αντικατεστάθη με μίαν
εκκλησιαστικήν μορφήν του Φεουδαλισμού. Ο Φράγκος πάπας εν τη Φραγκοσύνη έγινε
θεωρητικώς τουλάχιστον ό,τι ήτο ο φεουδάρχης ηγεμών ή ρήξ ή αυτοκράτωρ.
Επεκράτησε μεταξύ των Φράγκων να διορίζεται η ιεραρχία από τον ρήγα ή τον
αυτοκράτορα, αφού η ιεραρχία απετέλει πλέον το σπουδαιότερον μέρος της
φραγκικής διοικήσεως του απέραντου πλήθους της τάξεως των δουλοπάροικων, όπως
είδομεν. Ο Φράγκος πάπας δεν επήρε την θέσιν του βασιλέως των Ρωμαίων, αλλά την
θέσιν του Φράγκου αυτοκράτορος ή ρηγός.
Θεωρητικώς όλα τα φέουδα ήσαν κτήματα των ρηγών
και παρεχωρούντο ισοβίως εις τους Φράγκους ή ευγενείς πολεμάρχους δούκας, κόμητας,
βαρώνους και κατωτέρους ιππότας. Εν καιρώ τα φέουδα ανεγνωρίζοντο, αν όχι
θεωρητικώς, εν τοις πράγμασι τουλάχιστον, ως κληρονομικά οικογενειακά
δικαιώματα. Δια τούτο εσυνηθίζετο εις τους ρήγας και αυτοκράτορας να δίδουν
φέουδα εις ιεράρχας, διότι δεν προέκυπτε με αυτούς πρόβλημα κληρονομιάς, αφού
οι επίσκοποι δεν είχον «νομίμους» συζυγούς και «νόμιμα» τέκνα. Ούτε υπελείποντο
οι Φράγκοι επίσκοποι εις πολεμικήν ικανότητα και δεινότητα. Ως ευγενείς ήσαν
αναπόστατον μέρος της ιπποτικής στρατιωτικής ευγενούς τάξεως. Ούτως ανεπτύχθη η
παράδοξος παράδοσις μεταξύ των Φράγκων, να μη διαφέρουν οι επίσκοποι σχεδόν
διόλου από τους λαϊκούς δούκας, κόμητας, κ.τ.λ. εξ επόψεως κοσμικής εξουσίας
αλλά και τρόπου ζωής. Από την παράδοσιν αυτήν επεκράτησεν η ιδέα ότι ο ιεράρχης
είναι διοικητής και όχι πνευματικός πατήρ. Από την ιδίαν ιπποτικήν παράδοσιν
εσχηματίσθησαν τα ευγενικά μοναχικά τάγματα των πολεμιστών μοναχών, τα οποία
κατέπληξαν τους Ορθοδόξους Ρωμαίους κατά τας εν Ανατολή «αγίας» σταυροφορίας
δια την απελευθέρωσιν της ανατολικής Ρωμανίας από τους Μουσουλμάνους και
«Γραικούς».
Ούτω δια της ιεραρχίας ο ρήξ ή ο αυτοκράτωρ
συνεκέντρωνεν ασφαλέστερον την κρατικήν δύναμιν εις χείρας του, και απεφεύγετο
αποτελεσματικώτερον η αποκέντρωσις της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος,
ήτις ήτο το φυσικόν αποτέλεσμα των κληρονομικών οικογενειακών δικαιωμάτων.
Εις την περίπτωσιν παραχωρήσεως φέουδων εις
ιεράρχας εκ μέρους του ρηγός ετηρούντο οι κανονικοί τελετουργικοί τύποι, με την
διαφοράν ότι αντί να χρησιμοποιηθή σπαθί ή ακόντιον ή ασπίδα παρέδιδεν ο ρήξ
εις τον ιεράρχην το αρχιερατικόν ωμοφόριον (pallium). Το αποτέλεσμα όλης αυτής
της καταστάσεως ήτο η τελεία κατάπτωσις της ιεραρχίας εξ επόψεως πνευματικής
και ηθικής, ήτις όμως είχεν επικρατήσει αφ' ότου οι Φράγκοι έγιναν οι επίσκοποι
και ηγούμενοι των κατακτηθέντων Ρωμαίων όπως είδομεν.
Ηγέρθησαν τα γνωστά κινήματα δια την κάθαρσιν της
φραγκικής Εκκλησίας από τας αρχάς του θ' αιώνος, αλλά Φράγκοι όντες οι ηγέται
αυτών και μη γνωρίζοντες την ρωμαϊκήν οργάνωσιν της Εκκλησίας και τα αποστολικά
δογματικά θεμέλια αυτής, συνέλαβον τα σχέδια καθάρσεως βάσει της φεουδαρχικής
κοινωνίας, αφού μόνον αυτήν εγνώριζον. Επειδή δε επίστευσαν ότι η πτώσις της
Εκκλησίας ωφείλετο εις τον διορισμόν των επισκόπων υπό του ρηγός ή του
αυτοκράτορος, εκαλλιέργησαν μίαν θεολογικήν γραμμήν πολύ απλήν. Απλώς έθεσαν
τον πάπαν της Ρώμης εις την θέσιν του αυτοκράτορος ή ρηγός και ισχυρίσθησαν 1)
ότι όχι ο αυτοκράτωρ αλλά ο πάπας διορίζει τους επισκόπους και παραδίδει το
ωμοφόριον και 2) ότι τούτο αποτελεί δόγμα της Εκκλησίας παραδοθέν από τον
Χριστόν τον ίδιον, όστις είπεν εις τον απόστολον Πέτρον «Σύ ει Πέτρος και επί
ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», ώστε ο εν Ρώμη τάχα μόνος
διάδοχος του Πέτρου να διοίκηση την Εκκλησίαν ως απόλυτος φεουδάρχης μονάρχης.
Μεταξύ των Φράγκων εχωρίσθη η χειροτονία του
κλήρου από την εγκατάστασιν αυτού εις ωρισμένην θέσιν κατά μίμησιν πάλιν του
φεουδαρχικού ιδεώδους. Όπως ο ρήξ ήτο ο ιδιοκτήτης του κράτους και οι ευγενείς
εγίνοντο κατ' ανάθεσιν κάτοχοι και εκμεταλλευταί του κτήματος του ιδιοκτήτου
ρηγός, ούτω και οι επίσκοποι είχον την ιδίαν θέσιν έναντι του ιδίου ρηγός. Μέσω
της χειροτονίας ανήκαν εις την τάξιν του «ευγενούς» κλήρου, αλλά κατείχον κατ'
ανάθεσιν τα κτήματα του ρηγός. Όταν οι Φράγκοι ήρπασαν τελικώς το πατριαρχείον
της Ρώμης, οι ηγέται των θρησκευτικών κινημάτων αντικατέστησαν θεωρητικώς και
δογματικώς τον κτήτορα ρήγα ή αυτοκράτορα με τον πάπαν. Ούτω μέχρι σήμερον
έκαστος ιεράρχης της φραγκοπαπικής εκκλησίας διορίζεται (θεωρητικώς
τουλάχιστον) υπό του πάπα, λαμβάνει από τον πάπαν το ωμοφόριον κατά το
φεουδαρχικόν τυπικόν, εγκαθίσταται εις την θέσιν του δια μίαν πενταετίαν μόνον,
και ο διορισμός ανανεούται ανά πενταετίαν, αλλ' εκάστην φοράν κατά την απόλυτον
κρίσιν και διάθεσιν του πάπα.
Η θεωρία όμως περιωρίσθη σοβαρώς εις την πράξιν,
160
αφού μέσω κογκορδάτων απέκτησαν οι ρήγες της
Ευρώπης το δικαίωμα να διορίζουν αυτοί τους επισκόπους των. Μάλιστα ο Γερμανός
ψευδοαυτοκράτωρ «των Ρωμαίων» απέκτησε δικαίωμα αρνησικυρίας — και ούτως
ελέγχου — επί της εκλογής των παπών. Η δε παράδοσις αυτή διεσώθη μέχρι και των
αρχών του αιώνος.
Από την παραδοσιακήν τελετήν εν Κωνσταντινουπόλει
Νέα Ρώμη της στέψεως του βασιλέως των Ρωμαίων υπό του οικουμενικού πατριάρχου,
την οποίαν εισήγαγον εις την Πρεσβυτέραν Ρώμην οι Φράγκοι, δια να
δικαιολογήσουν τον υπ' αυτών σφετερισμόν του τίτλου «αυτοκράτωρ των Ρωμαίων»,
οι Φράγκοι ηγέται των κινημάτων δια την απελευθέρωσιν της ιεραρχίας από τον
αυτοκράτορα συνήγαγον το συμπέρασμα ότι ο πάπας είναι αυθέντης όχι μόνον της
Εκκλησίας αλλά και των κρατικών εξουσιών και ακόμη αυτού τούτου του
αυτοκράτορος, τον οποίον στέφει. Δηλαδή όπως ο αυτοκράτωρ έδιδε τα φέουδα εις
ιεράρχην, ούτω τώρα ο πάπας δίδει, ως ισχυρίζεται, εξουσίαν εις τον αυτοκράτορα
ως φέουδον. Ούτω βλέπομεν το παράδοξον φαινόμενον να αγωνίζονται εις την
Φραγκίαν η εκκλησιαστική τάξις «των ευγενών» και η ιπποτική τάξις «των ευγενών»
δια τον απόλυτον έλεγχον όλων των εξουσιών.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωμανίας ουδέποτε είχεν
εις τα θεμέλια του διοικητικού της συστήματος τοιαύτα φεουδαρχικά στοιχεία.
Απεναντίας η χειροτονία και η εγκατάστασις εις επισκοπήν (των οποίων προηγείτο
η εκλογή του υποψηφίου υπό του λάου και του κλήρου της επισκοπής ή μητροπόλεως
τη συναινέσει της ιεραρχίας της αυτοκέφαλου ή αυτονόμου συνόδου εις ην ανήκεν ο
υποψήφιος) ήσαν πάντοτε ταυτόν και είχον τόσον τον ισόβιον χαρακτήρα, ώστε να
θεωρώνται και πνευματικός γάμος άλυτος. Δια τούτο δεν επιτρέπονται αι
μεταθέσεις. Μόνον εις την περίπτωσιν των πατριαρχών ο βασιλεύς των Ρωμαίων
ελάμδανε μέρος εις την εκλογήν, αφού πρώτον οι υποψήφιοι εξελέγοντο υπό του
κλήρου και λάου.
Εκτός τούτου η ουσιαστική ισότης των επισκόπων
είναι βασικόν δόγμα των Ρωμαίων Ορθοδόξων, διότι έκαστος ιεράρχης δεν έχει
μέρος της αρχιερωσύνης αλλά ολόκληρον την αρχιερωσύνην, αφού όμως ευρίσκεται εν
κοινωνία αγάπης και απολύτου συνεργασίας μετά των συναδέλφων του ως μέλος της
κατά τόπον ιεράς συνόδου. Ο πρόεδρος εκάστης συνόδου είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων
και ο πρώτος πατριάρχης είναι πάλιν ο πρώτος μεταξύ ίσων, διότι αι σύνοδοι
είναι ίσαι μεταξύ των, αφού οι επίσκοποι πάντες είναι ταυτόν εν τη αρχιερωσύνη
του Χριστού, έχοντες έκαστος εξ αυτών ολόκληρον την ιερωσύνην, ήτις μερίζεται
αμερίστως.
Εν άκρα αντιθέσει προς τα τοιαύτα ο Φράγκος πάπας
όχι μόνον δεν δέχεται να είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων εντός του δυτικού
πατριαρχείου, αλλά ούτε εν σχέσει με τα τέσσαρα πρεσβυγενή ρωμαϊκά πατριαρχεία
της ανατολικής Ρωμανίας, αφού διατείνεται ότι είναι μοναδικός. Το καταπληκτικόν
είναι ότι οι Φράγκοι εθεώρουν τους ανατολικούς πατριάρχας όχι μόνον κατωτέρους
του πάπα αλλά και κατωτέρους των περί τον πάπαν καρδιναλίων επισκόπων.
Ουδαμού ίσως φαίνεται σαφέστερον η ριζική διαφορά
μεταξύ των πολιτισμών της Φραγκοσύνης και της Ρωμαιοσύνης όσον εις το θέμα
τούτο.
Οι Φράγκοι σαφώς διέκριναν μεταξύ των φυσικών
δικαιωμάτων εκάστης τάξεως. Αυτά ήσαν δια τους Φράγκους εκ γενετής φυσικά
δικαιώματα, τα οποία συμπεριελάμβανον καθήκοντα και υποχρεώσεις έναντι του
Θεού, της Εκκλησίας, του ανωτέρου κλήρου, του κατωτέρου κλήρου, των ευγενών και
των δουλοπάροικων. Ταύτα μάλιστα υπεστήριζον και οι «ευγενείς» θεολόγοι της
Φραγκοσύνης. Εξ απόψεως ταξικής η κοινωνία των Φράγκων είχε λεπτομερή
οργάνωσιν, κατ' ούσίαν στρατιωτικήν. Φαίνεται ότι αι ανάγκαι της συνεχούς
καθυποτάξεως και πειθαρχίας της τεραστίας κατωτέρας τάξεως, ως και αι
δεισιδαιμονίαι της ειδωλολατρικής προελεύσεως των Φράγκων, μαζί με την απόλυτον
πεποίθησιν αυτών περί της φυσικής ανωτερότητος των «ευγενών» Φράγκων και της
κατωτερότητος των άλλων, συνετέλεσαν εις την εκ μέρους των αποδοχήν της
διδασκαλίας του Αυγουστίνου περί απολύτου προορισμού, με τον τονισμόν, εις την
θεολογίαν αυτού, της ιδέας ότι ο Θεός αγαπά μόνον τους προωρισμένους δια την
σωτηρίαν. Τούτο συμφωνεί με την βασικήν πεποίθησιν ότι ο Θεός αγαπά τους «ευγενείς»
και δια τούτο εγεννήθησαν «ευγενείς», ενώ οι κατά φύσιν δουλοπάροικοι δεν
τυγχάνουν της ιδίας εκ μέρους του Θεού ευμενείας. Άλλως θα ήσαν και αυτοί κατά
φύσιν ευγενείς!
Ούτως οι Φράγκοι υιοθέτησαν μίαν στατικήν
αντίληψιν περί της ανθρωπίνης φύσεως και εδέχθησαν την αυγουστίνειον
διδασκαλίαν ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία μέσω της
ικανοποιήσεως των επιθυμιών του ανθρώπου δια της οράσεως του Θεού εις την άλλην
ζωήν. Επομένως η επιθυμία δια την ευδαιμονίαν είναι φυσικόν εκ Θεού δικαίωμα
δια τους προορισμένους. Παραλλήλως προς αυτήν την υπερβατικήν και υπέρχρονον
και εξωϋλικήν αντίληψιν περί ευδαιμονίας ανεπτύχθη και η ενδοκοσμική αντίληψις
περί του φυσικού δικαιώματος του ανθρώπου να αναζητά και να επιτυχή μίαν
σχετικήν εν τω κόσμω τούτω ευδαιμονίαν. Αύτη όμως η ενδοκοσμική αντίληψις δεν
είχε την απόλυτον ευλογίαν της μεσαιωνικής φραγκικής θεολογίας. Ήτο απλώς μία
αμαρτωλός μεταφορά της αναζητήσεως της ευδαιμονίας από τα αμετάβλητα εις τα
μεταβλητά.
Και εις τας δύο αυτάς περιπτώσεις η ιδιοτελής ή
φίλαυτος αγάπη εθεωρείτο φυσική, και η ικανοποίησις αυτής ποθητή και
δικαιωματική.
Τόσον ριζωμένη ήτο η ιδέα περί της φυσικότητος της
ιδιοτελούς ή φιλαύτου αγάπης, ώστε εφαντάσθησαν οι Φράγκοι ότι δια την
σωτηρίαν, όπως δια την απόκτησιν οιουδήποτε αντικειμένου, χρειάζεται ωρισμένον
ποσόν καλών έργων. Όταν χάριτι Θεού απόκτηση κανείς το απαιτούμενον ποσόν,
δικαιούται να σωθή. Τα υπέρ το απαιτούμενον ποσόν γενόμενα υπό των αγίων έργα
είναι υπέρτακτα και δύνανται οι μη έχοντες αρκετάς αξιομισθίας να αντλήσουν δια
τον εαυτόν των από τα περισσεύματα των υπερτάκτων τούτων έργων των αγίων.
Τα τοιαύτα συνεδυάσθησαν με τας δεισιδαιμονίας των
Φράγκων περί καθαρτηρίου πυρός, όπου μεταβαίνουν αι ψυχαί, δια να τιμωρηθούν
και καθαρισθούν, πριν μεταβούν εις τον παράδεισον. Τούτο διότι ο φραγκόπαπας
εις την εξομολόγησιν δίδει άφεσιν αμαρτιών, όχι όμως απαλλαγήν από την τιμωρίαν
δια τας αμαρτίας αυτάς. Δύναταί τις να εκφύγη της τιμωρίας μόνον δια των
αξισμίσθων έργων. Από τα θεολογικά αυτά θεμέλια προέκυψεν η παράδοσις να πωλούν
οι Φράγκοι συγχωροχάρτια δια να συνάγη
ο «ευγενής» κλήρος χρήματα δια τας ανάγκας της
«Εκκλησίας» και δια να εξαγόραση ο λαός την επικειμένην τιμωρίαν του
καθαρτηρίου πυρός. Αν και αι καταχρήσεις έχουν σήμερον περιορισθή, η διδασκαλία
και η πράξις παραμένουν. Ούτω βλέπει κανείς εις τα προσευχητάρια των Κατολίκων
να καταγράφωνται μετά τας προσευχάς και το ποσόν των ημερών ελαττώσεως της
τιμωρίας εις το καθαρτήριον πυρ. Π.χ. κάθε φορά που ο πιστός λέγει το «Πάτερ
ημών», ελαττούται ο χρόνος της παραμονής του εις τον τόπον καθάρσεως... κατά
300 ημέρας! Όταν δε μετά την θείαν λειτουργίαν προσεύχεται δια την Ρωσίαν τότε
ελλατούται... κατά 10 χρόνια[233].
Δεν χωρεί καμμία αμφιβολία ότι εις τα θεμέλια της
θεολογίας των Φράγκων υπάρχει η διάθεσις των «ευγενών» να χρησιμοποιούν τα
δόγματα δια την πειθαρχίαν και εκμετάλλευσιν κατακτηθέντος λάου.
Πρέπει να σημειωθή ότι η σημερινή Ευρώπη είναι το
αποτέλεσμα της απελευθερώσεως των Ευρωπαίων από τον φραγκικόν μεσαίωνα. Η
επανάστασις των αστών, τεχνιτών και δουλοπαροίκων κατά της τάξεως των ευγενών
έγινε βάσει της θεωρίας περί ίσων φυσικών δικαιωμάτων των ανθρώπων και περί της
ανυπαρξίας των άνισων φυσικών δικαιωμάτων των τάξεων των ευγενών και των μη
ευγενών. Οι ευγενείς όμως υπάρχουν ακόμη, αλλά έχουν αντικατασταθή εις την
δύναμιν με την κατά καιρούς ομάδα των πλουσίων. Όλοι, ανεξαρτήτως οικογενειακής
και φυλετικής προελεύσεως, έχουν τώρα θεωρητικώς ίσα φυσικά δικαιώματα! Όλοι
θεωρητικώς είναι ίσοι! Αλλά ωρισμένοι έχουν βεβαίως περισσότερα ίσα δικαιώματα
και είναι περισσότερον ίσοι από τους άλλους!
Εις την πραγματικότητα τα δικαιώματα, τα οποία
φαντάζεται έκαστος ότι έχει, είναι τα προσωπικά του συμφέροντα. Τα δικαιώματα
τα οποία θεωρητικώς έχει είναι τα συμπεφωνημένα μεταξύ των εχόντων την ομαδικήν
δύναμιν, δηλαδή των ευγενών, των πλουσίων, των εργατών, των ιδεολόγων και των
στρατιωτικών. Τώρα εμφανίζονται με την δύναμιν να απαιτούν τα δικαιώματά των η
σπουδάζουσα φοιτητική νεολαία και οι υπερήλικες, οίτινες εις την Αμερικήν
τουλάχιστον οργανούνται.
Δυστυχώς εις τον δυτικόν πολιτισμόν τα καθήκοντα
και αι υποχρεώσεις του ανθρώπου από την εποχήν των Φράγκων έχουν υποταγή εις
την αρχήν περί των φυσικών δικαιωμάτων των τάξεων και εν συνεχεία εις τα πολύ
θεωρητικά ίσα δικαιώματα όλων των ανθρώπων.
Εν άλλαις λέξεσιν η κοινωνία της Ευρώπης, από της
εποχής του μεσαίωνος, έχει παραμείνει μία προσπάθεια εναρμονίσεως της
θεωρούμενης ως φυσικής συμφεροντολογίας, ιδιοτέλειας και φιλαυτίας των
ανθρώπων.
Οι εκχριστιανισθέντες Ρωμαίοι πολίται της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, υιοθετήσαντες την ορθόδοξον αντίληψιν περί
ελευθερίας του ανθρώπου δια του βαπτίσματος, δεν είχον καμμίαν στατικήν
αντίληψιν περί της ανθρωπίνης φύσεως, ούτε επομένως διδασκαλίαν περί φυσικών
δικαιωμάτων των τάξεων, αλλά ούτε και ιδεαλιστικήν αντίληψιν περί των μέχρι
σήμερον ακόμη ανυπάρκτων ίσων δικαιωμάτων των ανθρώπων.
Εν αντιθέσει προς τους Φράγκους οι περί την
Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην Ρωμαίοι επίστευον εις την αρχήν των καθηκόντων και
υποχρεώσεων, όχι όμως υποτεταγμένην εις την ατομικήν συμφεροντολογίας
ιδιοτέλειαν, και φιλαυτίαν, αλλά εις την ελευθερίαν των φίλων του Θεού.
Η κοινωνία των Ρωμαίων είναι μία αριστοκρατία του
πνεύματος και όχι μία απατηλή λαοκρατία θεωρητικών μόνον δικαιωμάτων. Από μιας
επόψεως ομοιάζει με την αμερικανικήν ιδέαν του δικαιώματος των ίσων ευκαιριών
προόδου, αλλά με την βασικήν διαφοράν του σκοπού της προόδου. Ενώ οι Αμερικανοί
είναι οπαδοί της φραγκικής ιδέας ότι η πρόοδος συνίσταται εις την ευδαιμονίαν
δια της ικανοποιήσεως των θεωρουμένων ως φυσικών φίλαυτων επιθυμιών του
ανθρώπου, οι Ρωμαίοι ως πρόοδον εννοούσαν την μεταβολήν της φιλαυτίας και
ιδιοτελείας εις την ηρωϊκήν ελευθερίαν του θυσιάζοντος τον εαυτόν του δια την
θρησκείαν του, την πατρίδα του και την οικογένειάν του, τα όποια όλα μαζί
λέγονται Ρωμαιοσύνη.
Ήρωες του πνεύματος είναι όσοι φθάνουν μέσω της
ασκήσεως εις την αγάπην, η οποία «ού ζητεί τα εαυτής». Πρότυπα του ηρωϊκού
τούτου πνεύματος είναι οι άγιοι, οι οποίοι έφθασαν εις τοιαύτα ύψη εκριζώσεως
της φιλαυτίας τη βοηθεία του Θεού, ώστε να είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν
ακόμη και την σωτηρίαν των και να υπάγουν οι ίδιοι εις την κόλασιν προκειμένου
να σώσουν και να βοηθήσουν τους αδελφούς των. Επειδή οι τοιούτοι είναι φίλοι
του Θεού, δια τούτο έχουν την παρρησίαν του φίλου και ακόμη ερίζουν με τον Θεόν
προκειμένου να σώσουν τους αδελφούς των από την πρόθεσιν του Θεού να
εγκατάλειψη προδότας του θελήματος του εις την τύχην των. Από την παράδοσιν
ταύτην της παρρησίας των αγίων ανεπτύχθη η παράδοσις να επιτρέπεται και να
θεωρήται καθήκον να ομιλή ο Ρωμηός με παρρησίαν ακόμη και εις αυτόν τούτον τον
βασιλέα[234].
Αλλά οι ήρωες αυτοί δεν κάμνουν τα υπέρτακτα καλά
έργα των Φράγκων αγίων, τα οποία είναι περισσεύματα άνω του απαιτουμένου ποσού,
μέσω του οποίου ο άνθρωπος δικαιούται της σωτηρίας. Απεναντίας οι άγιοι απλώς
εκτελούν καθήκοντα και υποχρεώσεις, αφού ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον με τον
σκοπόν αυτόν, δηλαδή να απόκτηση την αγάπην του Θεού, η οποία «ού ζητεί τα
εαυτής».
Επομένως, όσον τέλειος και αν γίνεται ο Ρωμηός,
απλώς κάμνει το καθήκον του, διότι είναι υποχρέωσίς του ν' ασκήται με καλά έργα
και να γίνη τέλειος.
Η τελειότης λοιπόν αύτη δεν έχει καμμίαν σχέσιν με
φυσικά δικαιώματα και φυσικάς καταστάσεις της ανθρωπίνης φύσεως, τα οποία, όταν
υπερβή κανείς, κάμνει κάτι παραπάνω από ό,τι χρειάζεται.
Εκτός των φίλων του Θεού υπάρχουν οι μισθωτοί,
οίτινες εργάζονται επί μισθώ και οι εργαζόμενοι από φόβον δούλοι. Αυτοί όμως
δεν είναι απόβλητοι, αλλά αντιθέτως είναι και αυτοί τέλειοι, αλλά εις κατωτέρας
καταστάσεις τελειότητος. Ο Θεός αγαπά όλους ανεξαιρέτως χωρίς προσωποληψίαν με
την αγάπην, η οποία «ού ζητεί τα εαυτής». Ο Θεός αγαπά ακόμη και τον διάβολον.
Το καθήκον και η υποχρέωσις όλων των Ρωμαίων είναι
να αγωνισθούν να ανέλθουν τα στάδια της τελειώσεως και να γίνουν μέλη της
πνευματικής αριστοκρατίας της Ρωμαιοσύνης. Ο Ρωμηός δεν πιστεύει εις καμμίαν
στατικήν ιδέαν περί ταξικών ή λαοκρατικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα λεγόμενα
δικαιώματα του ανθρώπου των Ευρωπαίων και Αμερικανών είναι εις την Ρωμηοσύνην
κατώτερα αλλά μη στατικά στάδια, τα οποία εξασφαλίζονται εις τα άτομα από το
πολύ ανώτερον στάδιον των καθηκόντων και υποχρεώσεων της Ρωμηοσύνης.
Πάντα τα ανωτέρω περί ηρωισμού και τελειότητος και
περί καθηκόντων και υποχρεώσεων είναι τα θεμέλια του ρωμαίικου φιλότιμου.
Το δουλοπρεπές όμως εις την Φραγκιάν και εις την
φραγκευμένην Ρωσίαν νεογραικικόν πνεύμα έχει εγκαταλείψει αυτά τα ρωμαίικα και
νομίζει ότι εξυπηρετεί το έθνος, όταν συντελή εις την υποταγήν των Ρωμαίων εις
τα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα των ξένων.
Αλλά όπως η Ρωμαιοσύνη ολόκληρος είναι μία
αριστοκρατία του πνεύματος, ούτω και η ηγεσία της Ρωμαιοσύνης αντλείται από το
ανώτερον μέρος της αριστοκρατίας αυτής. Το γεγονός αυτό φαίνεται σαφώς από τον
τίτλον «φίλος του Θεού». Ο τίτλος «θεοφιλέστατος» ήτο ο ανώτερος τίτλος εις την
ιεραρχίαν, αλλά ανήκε και εις τον βασιλέα των Ρωμαίων.
Δια τούτο δεν αρκεί κάποιο δικαίωμα φυσικόν του
ανθρώπου να επιλέγη τους ηγέτας. Ο Θεός αναθέτει εις τους φίλους του την
ηγεσίαν του έθνους αυτού, αλλά ο λαός του Θεού οφείλει να γνωρίζη τα κριτήρια
εκείνα τα οποία θα αποκαλύψουν εις αυτόν, ποίος είναι αυτός ο χαρισματούχος
ήρωας και λεβέντης φίλος του Θεού, τον οποίον θα εκλέξη ως ηγέτην του.
Ο Ρωμηός γνωρίζει τα κριτήρια και από την Ρωμαιοσύνην
θα εκλέξη την ηγεσίαν του.
Ο Νεογραικός δεν γνωρίζει τα κριτήρια ταύτα και
δια τούτο είναι ένθερμος υποστηρικτής της υποδουλώσεως της Ρωμαιοσύνης εις
έξωθεν αυτής ιδεολογίαν και ηγεσίαν και ούτω δέχεται ηγεσίαν μη προερχομένην
από την Ρωμαιοσύνην του!
Ο Ρωμηός όταν χρειάζεται, κάμνει και τον
Καραγκιόζην, διότι είναι ο αριστοκράτης του πνεύματος Καραγκιόζης, έστω και αν
δεν φαίνεται τούτο εις τον ξένον, πού νομίζει ότι τον έχει δούλον!
Ο Νεογραικός νομίζει ότι είναι καλύτερος από τον
Καραγκιόζην, διότι έχει γίνει ταπεινόν και ειλικρινές τέκνον των ξένων και
φορεύς των πολιτισμών των «προηγμένων», «πολιτισμένων», «φωτισμένων», και
«ανεπτυγμένων» λαών του κόσμου. Η Ελλαδίτσα των Γραικύλων είναι πλημμυρισμένη
με τα συνθήματα αυτά της δουλείας εις «πολιτισμένους λαούς».
Δια τούτο ο Νεογραικύλος νομίζει ότι, όταν αποκτά
ψυγείον από τον ξένον, τούτο σημαίνει ότι αποκτά πολιτισμόν.
Όταν ο Καραγκιόζης αποκτά από τον ξένον έν
ψυγείον, γνωρίζει ότι απέκτησεν απλώς εν ψυγείον.
Προ της αλώσεως και μετά την άλωσιν οι τότε
Νεογραικοί έγιναν Φράγκοι και Τούρκοι. Οι μεν κατέφυγαν εις την Ευρώπην δια να
ζήσουν ως Φράγκοι ελεύθερα, οι δε έγιναν Τούρκοι δια να ζήσουν ελεύθερα. Αυτά
είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Ο Καραγκιόζης όμως έμεινεν ο σκληρός Ρωμηός εις
τον τόπον του με τα γονικά του, διότι η ρωμαίικη ψυχή του εγνώριζεν, ότι πολύ
ανώτερον από το δικαίωμα του να γίνει ένας υψηλός, ωραίος, πλούσιος και
εγγράμματος Τούρκος ή Ευρωπαίος ήτο το καθήκον του και η υποχρέωσίς του να
μείνη Ρωμηός, εις τον τόπον του, δηλαδή κατά πνεύμα ελεύθερος και αδούλωτος,
ωσάν τον χρυσούν δικέφαλον αετόν της Ρωμαιοσύνης του.
Εκ της ρωμαίικης παραδόσεως οι Νεογραικοί
εκληρονόμησαν το ρωμαίικον φιλότιμον.
Εκ της νεοελληνικής παιδείας επίστευσαν οι
Γραικύλοι ότι οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί είναι «προοδευμένοι», «προηγμένοι»,
«πολιτισμένοι», «εξευγενισμένοι» και «φωτισμένοι» λαοί, τους οποίους οφείλουν
να μιμούνται όχι μόνον εις την τεχνολογίαν αλλά εις όλα.
Χωρίς να μελετήση το θέμα ο Γραικός υποθέτει ότι,
εφ' όσον οι λαοί αυτοί είναι «καλύτεροι» από ημάς εις πολιτισμόν, πρέπει να
έχουν εις υψηλότερον βαθμόν το φιλότιμον απ' ό,τι το έχομεν ημείς, αφού το
φιλότιμον είναι η υψηλότερα έκφρασις του πολιτισμού.
Εκτός της υποθέσεως ταύτης ο Γραικός και ο Ρωμηός
βομβαρδίζονται συνεχώς με την προπαγάνδαν των Νεογραικών ότι όλος ο κόσμος και
κυρίως η Ευρώπη και η "Αμερική είναι πλήρης από φιλέλληνας, οι οποίοι
θαυμάζουν τόσον πολύ τους σημερινούς αρχαίους Έλληνας, ώστε ζητούν οι ίδιοι
ευκαιρίαν να βοηθήσουν την μικράν αλλά έντιμον και ένδοξον Ελλαδίτσαν να
προοδεύση και να γίνη πάλιν ένδοξος.
Αλλά οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ούτε έχουν
ούτε γνωρίζουν τι είναι το ρωμαίικον φιλότιμον. Ούτε υπάρχουν οι φιλέλληνες της
νεογραικικής μυθολογίας και ονειροπολήσεως. Δια κάθε Άγγλον φιλέλληνα π.χ.
υπάρχουν 5 Άγγλοι φιλότουρκοι, 5 Άγγλοι φιλοβούλγαροι, 5 Άγγλοι
φιλογιουγκοσλαύοι, 5 Άγγλοι φιλοαλβανοί και 15 Άγγλοι φιλοϊταλοί, ακριδώς το
ίδιον ισχύει με τους Αμερικανούς, Ρώσους, Φραντσέζους, κ,τ.λ. Φαίνεται κάποιος
είπεν εις τους Νεογραικύλους ότι την διπλωματίαν κάμνουν μόνον οι υπάλληλοι των
πρεσβειών και προξενείων και το επίστευσαν.
Δυστυχώς ο μύθος περί ξένων φιλελλήνων είναι μία
ψυχολογική ανάγκη του Γραικύλου, ο οποίος φοβείται να είναι κράτος χωρίς
μανούλαν και πατερούλην. Ο Γραικύλος θέλει όχι συμμάχους αλλά γονείς με
απέραντον και απεριόριστον φιλότιμον δια την προστασίαν του νηπίου Έλληνος.
Ο Γραικύλος ούτε θέλει ν' ακούση τον ισχυρισμόν
του Ρωμηού ότι η Ρωμηοσύνη είναι ανώτερος πολιτισμός από τον δυτικόν. Πού να
ομολογήση ο Γραικός ότι επρόδωσε χρυσούν αετόν γενόμενος δουλοπρεπής οπαδός
γυπός πού τόσους αιώνας κατασπαράσσει τα πτώματα της Ρωμηοσύνης!
Πάντως το ρωμαίικον φιλότιμον μετετράπη εις
γραικυλιστικήν αφέλειαν εξ αιτίας της εσφαλμένης υψηλής εκτιμήσεως και της αβασίμου
εμπιστοσύνης του Γραικού εις τον δυτικόν πολιτισμόν.
Ο Γραικύλος με την εμπιστοσύνην του εις το
ανύπαρκτον φιλότιμον και τον ανύπαρκτον φιλελληνισμόν των ξένων έχει την
πνευματικήν δομήν του προδότου. Αρκεί να του δοθή η ευκαιρία να συνάψη φιλίαν
με «φιλότιμον φιλέλληνα». Από πατριωτικόν ενθουσιασμόν να ωφελήση και να σώσει
την Ελλαδίτσαν του και να εξασφάλιση την υποστήριξιν του φιλέλληνος τούτου, του
τα λέγει όλα. Αλλά αντί να απόκτηση όργανον, γίνεται όργανον. Δεν αρκεί τούτο,
αλλά και πιστεύει ακραδάντως ότι η προδοσία του αυτή είναι ο ύψιστος
πατριωτισμός.
Οι έχοντες σχέσεις με τους Γραικύλους Ευρωπαίοι
και Αμερικανοί βλέπουν σαφώς το φιλότιμον, αλλά δυστυχώς εν τη δουλοπρεπεί
αυτού μορφή, και το εκλαμβάνουν ορθώς ως δουλοπρέπειαν αδυνάτου και ως μορφήν
φαινομενικής μεγαλοψυχίας. Το δουλοπρεπές φιλότιμον του Γραικύλου εν συνδυασμώ
με επίδειξιν συμμαχικής αφοσιώσεως εμποιεί μάλλον ανησυχίαν παρά εμπιστοσύνην.
Ημείς γνωρίζομεν ότι το ρωμαίικον φιλότιμον δεν
είναι δουλοπρέπεια και επίσης γνωρίζομεν ότι το γραικικόν φιλότιμον είναι
πάντοτε έναντι των ξένων δουλοπρέπεια. Εφ' όσον δε ο Γραικύλος είναι ο
προσφέρων εκδούλευσιν εις τους ξένους, οι ξένοι εκμεταλλεύονται το φιλότιμον
του Γραικύλου, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι έχουν εμπιστοσύνην εις την συμμαχικήν
ικανότητα του Γραικύλου. Ποίος σοβαρός άνθρωπος έχει εμπιστοσύνην εις
δουλοπρεπή σύμμαχον;
Εις την ουσίαν ο Γραικός και ο Ρωμηός έχουν το
ίδιον φιλότιμον και επομένως τον ίδιον ηρωϊσμόν και την ιδίαν ανδρείαν. Η
διαφορά μεταξύ των είναι ότι ο Γραικός έχει αισθήματα κατωτερότητος έναντι των
Ευρωπαίων και Αμερικανών, διότι υπεδουλώθη πολιτιστικώς δεχόμενος τον
Γραικισμόν, ενώ ο Ρωμηός τουναντίον γνωρίζει την ανωτερότητα της Ρωμηοσύνης του
και ουδέποτε εδέχθη να γίνη ο Γραικύλος ξένου πολιτισμού.
Δια το καλόν και δια την ασφάλειαν των εθνικών
θεμάτων ο Γραικύλος πρέπει να γίνη πάλιν Ρωμηός και να ίδη πώς είναι οι
Ευρωπαίοι και Αμερικανοί εις την πραγματικότητα. Δεν έχουν ούτοι το ρωμαίϊκον
φιλότιμον. Επομένως δεν επιτρέπεται να φερώμεθα εις αυτούς με το φιλότιμον μας,
ως να έχουν και αυτοί φιλότιμον. Εις τας διεθνείς σχέσεις πρέπει να αφήσωμεν το
φιλότιμον κατά μέρος. Ο Γραικύλος οφείλει συνειδητώς να αποβάλη την αφέλειάν
του και να σταματήση να νομίζη ότι, επειδή αυτός έχει την διάθεσιν να θυσιασθή
δια τον δυτικόν πολιτισμόν, τούτο σημαίνει ότι οι «φιλότιμοι» σύμμαχοι θα
θυσιασθούν δια την «ένδοξον» Ελλαδίτσαν των σημερινών «αρχαίων Ελλήνων». Πολύ
αφελής είναι ο σκεπτόμενος ούτω Γραικύλος, διότι οι σύμμαχοι δεν είναι μια
ρωμαίικη οικογένεια, δια να θυσιάζεται ο ένας δια τον άλλον.
Συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική και
στρατιωτική, μέσω της οποίας κάθε κράτος προστατεύει τα ιδικά του συμφέροντα
και τα συμφέροντα των συμμάχων, εφ' όσον τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται με τα
ιδικά του συμφέροντα. Η συμμαχία βασίζεται εις συμπεφωνημένα και τίποτε πέραν
των συμπεφωνημένων, όπως ακριβώς γίνεται εις το εμπόριον. Εάν γίνη κάτι πέραν
των συμπεφωνημένων, είναι ανοησία να περιμένη ο Γραικύλος να ενεργήσουν οι
σύμμαχοι από φιλότιμον, εφ' όσον δεν έχουν φιλότιμον. Δια τούτο εκ των προτέρων
πρέπει να εξασφάλιση τας αναγκαίας κυρώσεις δι' ενδεχομένην μη τήρησιν των
συμπεφωνημένων, διότι άλλως θα λαβή μόνον ηθικήν ικανοποίησιν από τους
συμμάχους, δηλαδή εν «εύγε δούλε αφωσιωμένε και ταπεινέ» και τίποτε άλλο, όπως
ακριβώς γίνεται με το Κυπριακόν.
Δυστυχώς όμως το θέμα περί συμμαχιών τίθεται εν
Ελλάδι επί ιδεολογικού επιπέδου εξ αιτίας των Γραικύλων, πού είναι διηρημένοι
μεταξύ των ως ακριβώς τα ξένα αφεντικά των, και ούτω θαμμένη παραμένει η
ρωμαίικη γραμμή, η οποία είναι το μόνον δυνατόν θεμέλιον ενιαίας και ορθής
εσωτερικής και εξωτερικής, ανεξαρτήτου και αδεσμεύτου, εθνικής πολιτικής,
ιδεαλιστικής και συγχρόνως άκρως ρεαλιστικής.
Εν άκρα αντιθέσει προς την άποψιν των Γραικύλων η
Ρωμηοσύνη ως πολιτισμός ούτε εις την Ανατολήν ανήκει ούτε εις την Δύσιν. Ως
ιστορική πηγή πολιτισμού, δεν ανήκει εις κανένα. Άλλοι ανήκουν εις αυτήν.
Επομένως η Ρωμαιοσύνη δεν είναι υποχρεωμένη εξ
επόψεως πολιτισμού να ανήκη κατά φύσιν εις κανένα συνασπισμόν. Δύναται να ανήκη
οπού της συμφέρει και όσον χρόνον συμφέρει.
Τα ιδεολογικά θεμέλια της Ρωμηοσύνης δεν
υποτάσσονται ούτε εις τον καπιταλισμόν ούτε εις τον κομμουνισμόν ούτε εις τον
σοσιαλισμόν, τα όποια είναι όλα καρποί του ευρωπαϊκού πολιτισμού πού ως
ξεκίνημα είχε 1) τον ευρωπαϊκόν φεουδαλισμόν με την ταξικήν και ρατσιστικήν του
φιλοσοφίαν και οργάνωσιν και 2) τας επαναστάσεις κατά των ταξικών τούτων
διακρίσεων με βάσιν το δικαίωμα ο καθείς να αγωνισθή δια την ευδαιμονίαν.
Ο ευρωπαϊκός φεουδαλισμός ήτο κάτι το τελείως
ξένον προς την ιστορικήν εμπειρίαν της Ρωμηοσύνης ως θα έπρεπε να είναι και οι
αναφερθέντες «ισμοί» (καπιταλισμός, κομμουνισμός, σοσιαλισμός), δια τους
οποίους οι διηρημένοι μεταξύ των Γραικύλοι είναι ανά πάσαν στιγμήν έτοιμοι να
θυσιασθούν. Ουδέποτε υπήρχεν εις την Ρωμηοσύνην τάξις εκ γενετής ευγενών και
τάξις εκ γενετής δουλοπάροικων, ώστε να ήτο κανείς καταδικασμένος δογματικώς η
θεολογικώς εκ της φύσεώς του να είναι δούλος και αντικείμενον εκμεταλλεύσεως.
Οι Γραικύλοι όμως μη γνωρίζοντες την ιστορίαν της
Ρωμηοσύνης νομίζουν ότι ό,τι ισχύει ως ιστορική, κοινωνική, θεολογική και
οικονομική εξήγησις των ευρωπαϊκών καταστάσεων ισχύει και δια την Μεγάλην
Ρωμανίαν και την Τουρκοκρατίαν. Υπάρχει τάσις μάλιστα να εμφανίζεται ο κλήρος
ακόμη της Ρωμηοσύνης ως να ήτο το ίδιον με τον ταξικόν και «ευγενή» κλήρον του
ευρωπαϊκού φεουδαλισμού πού κατεδυνάστευε και εξεμεταλλεύετο τους
δουλοπάροικους όχι μόνον εκ μέρους της τάξεως των ευγενών αλλά και ως εκ
γενετής μέλος της τάξεως των ευγενών. Ποίος πατριάρχης, μητροπολίτης, επίσκοπος
ή ηγούμενος της Ρωμηοσύνης υπήρξε ποτέ μέλος ευγενούς τίνος τάξεως, ήτις
κατεδυνάστευε δουλοπάροικους; Πότε η Ρωμηοσύνη εξέλεξε τους επισκόπους και
ηγουμένους από τάξιν εκ γενετής και κατά φύσιν ευγενών, αφού τοιαύτη τάξις
ουδέποτε υπήρχεν;
Πού εις την ιστορίαν της Ρωμηοσύνης υπήρχε
τοιούτος δεσμός ώστε να δικαιολογήται η ταύτισις της μεσαιωνικής ιστορίας της
Ρωμηοσύνης με την μεσαιωνικήν ιστορίαν και οικονομίαν της Ευρώπης; Οι Γραικύλοι
της Ελλαδίτσας έχουν τόσον εμβολιασθή εις τον κορμόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού,
ώστε θεωρούν πλέον την ιστορίαν της Ευρώπης και της Ρωσίας ως ιδικήν των
ιστορίαν και τα αισθήματα και όνειρα των Ευρωπαίων και Ρώσων ως ιδικά των.
Θα έπρεπεν η Ρωμηοσύνη βάσει της ιστορικής
εμπειρίας της και βάσει των ιδικών της ιδανικών και στόχων να εκπονήση τα
θεμέλια της κοινωνίας της, ανεξαρτήτως από τας πολιτικάς και οικονομικάς
θεωρίας των Ευρωπαίων, Αμερικανών και Ρώσων.
Διατί είναι υποχρεωμένοι να διαιρούνται οι Γραικοί
μεταξύ των εις τας παρατάξεις ή τους αναφερθέντας «ισμούς» των Ευρωπαίων, Ρώσων
και Αμερικανών; Και διατί να μη είναι ηνωμένοι ως Ρωμηοί εντός της μιας
παρατάξεως της Ρωμηοσύνης με κοινωνικήν οργάνωσιν συμφωνούσαν με τας αρχάς και
τους στόχους της ρωμαίικης αντιλήψεως περί φιλοτίμου;
Το ρωμαίικον φιλότιμον και ο ευρωπαϊκός, αμερικανικός,
ρωσικός και ισλαμικός ευδαιμονισμός είναι άκρως αντίθετα θεμέλια πολιτισμών.
Ο ευδαιμονισμός αποβαίνει δύναμις
αυτοκαταστροφική, διότι είναι ιδιοτελής, συμφεροντολογική και εγωιστική. Οι
οπαδοί αυτού φθείρονται εκ των έσω και ουδέποτε υπερβαίνουν την πρωτόγονον και
ζωώδη κατάστασιν της ιδιοτελούς και εγωιστικής συμφεροντολογίας. Όπως
εκμεταλλεύεται ο ένας τον άλλον προς ίδιον εγωκεντρικόν όφελος, ούτω και η
σεξουαλική ζωή των σημερινών Ευρωπαίων και Αμερικανών είναι όχι έκφρασις
αγάπης, αλλά ηδονιστική εκμετάλλευσις που ούτε εις τον κόσμον των ζώων
παρατηρείται.
Εν αντιθέσει προς τον ευδαιμονισμόν του ευρωπαϊκού
και του ισλαμικού πολιτισμού το ρωμαίικον φιλότιμον έχει ως θεμέλιον τα
καθήκοντα και τας υποχρεώσεις που συντείνουν εις την υπέρβασιν της ιδιοτέλειας
και συμφεροντολογίας και εις την άνοδον προς τα ποικίλα στάδια της
ανιδιοτελείας. Δια τούτο και η Ρωμαίισσα είναι πάντοτε βασίλισσα εις την
οικογένειάν της, διότι αρνείται η Ρωμηοσύνη να την υποβιβάση εις
εκμεταλλεύσιμον αντικείμενον ευδαιμονισμού. Ο Γραικύλος όμως είναι
ευδαιμονιστής και ηδονιστής ωσάν τα αφεντικά του.
Ουδέποτε εις την ιστορίαν εφάνη έθνος με τόσην
ενότητα και ικανότητα να αναστείλη και να συγκρατήση επί 1500 χρόνια την
πολιτικήν και εθνικήν διάλυσιν και αποσύνθεσιν τη ισχυροτάτη θελήσει των
πολιτών του ως η Ρωμηοσύνη, ήτις και υπό βάρβαρον ζυγόν ακόμη κρατεί με πείσμα
την ενότητα και την εθνικήν της ταυτότητα ως και την ρωμαίικην ηθικήν.
Όταν κανείς συγκρίνη την ιστορίαν της Ρωμηοσύνης
με την διαλυτικήν και αποσυνθετικήν δραστηριότητα των Νεογραικύλων, βλέπει
σαφώς πώς μέσω του Γραικισμού κατεκερματίσθη η Ρωμηοσύνη κατά μίμησιν των
κρατών της Ευρώπης, τα οποία ουδέποτε κατώρθωσαν να ενωθούν και ούτε φαίνεται
ότι θα το κατωρθώσουν ποτέ, διότι το θεμέλιον του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι ο
ευδαιμονισμός. Από τον ίδιον ευδαιμονισμόν δύναται να πάθη αποσύνθεσιν και ο
αραβικός κόσμος.
Ο οπαδός του ευδαιμονισμού Γραικύλος δεν δύναται
παρά να γίνη δούλος της πηγής της ευδαιμονίας του είτε έσωθεν είτε έξωθεν του
Γραικισμού του.
Ο αποκηρύξας τον ευδαιμονισμόν φιλότιμος Ρωμηός
δεν υποδουλώνεται εις κανένα, ούτε εις τον Θεόν παραμένει δούλος, αφού πέραση
τα στάδια του δούλου και μισθωτού και φθάση να είναι φίλος και συνεργάτης του
Θεού και να έχη παρρησίαν παρά τω Θεώ. Ο φίλος του Θεού Ρωμηός ακόμη και με τον
Θεόν ερίζει, όχι όμως δια τα ιδικά του συμφέροντα αλλά δια τα των άλλων.
Η μέχρι τούδε πολιτική των Νεογραικών δια την
ένωσιν πρώην επαρχιών της Μεγάλης Ρωμανίας με την σημερινήν Ελλάδα είναι εκ των
προτέρων καταδικασμένη εις πολιτικήν αποτυχίαν. Μόνον στρατιωτικώς δύνανται να
επιτευχθούν οι εδαφικοί πόθοι των Νεογραικών, οι οποίοι κατά τρόπον
φυσιολογικόν και ορθόν ταυτίζουν τον εαυτόν των με την Μεγάλην Ρωμανίαν, δηλαδή
το σήμερον λεγόμενον Βυζάντιον.
Μέσω της Ρωμηοσύνης όμως όχι επανάκτησις αλλά
ομοσπονδιακή η αμφικτυονική ένωσις των εναπομεινασών ρωμαϊκών επαρχιών, δηλαδή
της Ελλάδος, Ρουμανίας, Αλβανίας και Κύπρου είναι απολύτως φυσιολογική.
Δύνανται μάλιστα να ονομαστούν Βόρειος Ρωμανία, Δυτική Ρωμανία (Αλβανία),
Νότιος Ρωμανία (Ελλάς) και Ανατολική Ρωμανία (Κύπρος).
Μέσω του Νεογραικισμού προκύπτει μόνον θέμα
στρατιωτικής ισχύος, αφού συμφώνως με την ευρωπαϊκήν και ρωσικήν αντίληψιν περί
της μονογλωσσίας του «Βυζαντίου» πρόκειται περί στρατιωτικής προσαρτήσεως εις
την Ελλάδα των ελληνοφώνων εδαφών. Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει ακριβώς τα ίδια
δικαιώματα έχουν επί των βλαχοφώνων και αρβανιτοφώνων εδαφών της Ελλάδος η
Αλβανία και η Ρουμανία.
Η ένωσις των Ρωμαίων βάσει της ρωμαίικης και της
ρωμαϊκής διγλωσσικής παραδόσεως είναι απολύτως φυσιολογική, χωρίς η μία
γλωσσική ομάς να επιβουλεύεται την άλλην, αφού τα ρωμαίικα και ρωμαϊκά είναι εξ
ίσου επίσημα εις την ιστορικήν Ρωμηοσύνην. Μάλιστα θα έπρεπεν ως γλωσσικόν
ιδανικόν να έχουν όλοι οι Ρωμαίοι την διγλωσσίαν των Ρωμαίων της αρχαιότητος,
του μεσαίωνος και της τουρκοκρατίας.
Η ιδέα ότι εις το λεγόμενον Βυζάντιον υπήρχεν
ελληνική μονογλωσσία και πρακτική πολυγλωσσία είναι ευρωπαϊκός και ρωσικός
μύθος. Οι βλαχόφωνοι, οι αρβανιτόφωνοι και οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι ανήκουν εις
την παραδοσιακήν δίγλωσσον Ρωμαιοσύνην. Η βλαχική είναι η ρωμαϊκή και η
ελληνική είναι η ρωμαίικη και η αρβανίτικη είναι η ωραιότατη σύνθεσις των δύο.
Το ότι επεκράτησεν ως μόνη επίσημος γλώσσα η ρωμαίικη δεν σημαίνει ότι
ηχρηστεύθη η ρωμαϊκή.
Είναι αδιανόητον δια τον Ρωμηόν να ισχυρισθή
κανείς ότι οι εν Ελλάδι βλαχόφωνοι, αρβανιτόφωνοι και ελληνόφωνοι δεν είναι είς
λαός. Εάν ποτέ αφαιρεθούν οι Αρβανίται και Βλάχοι από τον κατάλογον των ηρώων
της Επαναστάσεως του 1821, θα φύγη το ήμισυ τουλάχιστον των ονομάτων και
μάλιστα ονόματα πατριωτών πού δεν εγνώριζον καν ή καλώς τα ρωμαίικα. Πρώτα
πρώτα αι Ρωμαίισσες Σουλιώτισσες δεν ωμίλουν καν τα ελληνικά, αλλά μόνον τα
αρβανίτικα, όχι διότι έχασαν την ελληνικήν οι πρόγονοί των, αλλά διότι
συνεχωνεύθησαν τα ρωμαίικα και τα ρωμαϊκά των δίγλωσσων προγόνων των και ούτως
εγεννήθησαν τα αρβανίτικα.
Εκ της επόψεως ταύτης οι Ρωμαίοι αριθμούνται
σήμερον περί τα 35 εκατομμύρια εις τα Βαλκάνια και περί τα 2 εκατομμύρια εις
την Κύπρον και λοιπήν Μέσην Ανατολήν. Όταν δε υπολογισθή πόσοι ελληνόφωνοι,
βλαχόφωνοι και αρβανιτόφωνοι Ρωμαίοι έχουν αφομοιωθή με Σλαύους, δια να
δημιουργηθούν τα δύο εν μέσω Ρωμαίων κράτη της Βουλγαρίας και Σερβίας φαίνεται
αμέσως ότι οι σλαυόφωνοι ήσαν κατά την τουρκοκρατίαν μία μικρά μειονότης εις τα
Βαλκάνια. 0ι δε ισχυρισμοί περί σλαυικού κατακλυσμού εις τον χώρον τούτον από
τον στ΄ αιώνα είναι μύθος, ως είναι πλαστογραφία οι χάρται των ιβ' ιε' αιώνων πού δημοσιεύονται εις τας
λεγομένας βυζαντινάς ιστορίας, όπου φαίνεται ωσάν οι Σλαύοι να εξετόπισαν
σχεδόν τελείως τους «Βυζαντινούς» ή «Γραικούς» από τα Βαλκάνια, ενώ ουδαμού
φαίνονται οι λατινόφωνοι και δίγλωσσοι Ρωμαίοι, ωσάν να μη ήσαν το ίδιον έθνος
με τους ελληνοφώνους Ρωμαίους. Είναι ενδεικτικόν ότι η δημοσιευθείσα το 1830
θεωρία του Fallmerayer[235]
ότι εξηφανίσθη η γνησιότης της ελληνικής φυλής δια της σλαυοποιήσεως αυτής τον
στ' αιώνα, απέφυγε να ασχοληθή με το ιστορικόν γεγονός της συμμίξεως των
Ελλήνων και Ρωμαίων, από την οποίαν εγεννήθη το ελληνικόν εις πολιτισμόν έθνος
των Ρωμαίων της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης.
Ασφαλώς δεν προεβλήθη τοιαύτη θεωρία, διότι θα
συνετέλει εις την επικράτησιν όχι του «Γραικισμού» αλλά της Ρωμηοσύνης εις την
Ελλάδα, πράγμα το οποίον δεν ήθελον κατ' ούδένα τρόπον οι Ευρωπαίοι και Ρώσοι.
Εάν δε απεδεικνύετο ότι οι εν τη Νέα Ελλάδι
Γραικοί είναι Σλαύοι, τότε οι γερμανικής καταγωγής Ευρωπαίοι θα εστρέφοντο
εναντίον της Ελλάδος, αφού οι Γερμανοί μισούν τους Σλαύους.
Υπεχρεώθησαν λοιπόν οι Νεοέλληνες να καταπολεμήσουν
την θεωρίαν αυτήν του Fallmerayer υποστηρίζοντες την γνησιότητα και το
ανόθευτον της αρχαίας ελληνικότητος ή γραικικότητός των και τούτο συνετέλεσε τα
μέγιστα εις τον επίσημον ενταφιασμόν της εν Ελλάδι Ρωμηοσύνης.
Αφού οι Ευρωπαίοι έπιασαν τους Νεοέλληνας επάνω
εις το αγκίστρι αυτό, και εδημιουργήθη κλίμα να θεωρήται εθνική προδοσία το να
μη υποστηρίζουν οι εν Ελλάδι πολίται το ανόθευτον του αρχαίου ελληνικού
αίματος, ενεφανίσθη δευτέρα μορφή της θεωρίας του Fallmerayer το 1836 εις την
οποίαν υπεστηρίζετο ότι η σλαυοποιηθείσα τον στ' αιώνα ελληνική φυλή
αρβανιτοποιείται από τον ιδ' αιώνα με την κάθοδον των Αρβανιτών εις την Ελλάδα,
αφού ούτοι εξετοπίσθησαν εκ της πατρίδος των υπό των Σλαύων[236].
Φαίνεται ότι οι Γρακύλοι εζαλίσθησαν τόσον πολύ
από την επίθεσιν αυτήν κατά της ελληνικότητας των και εφοβήθησαν τόσον πολύ ότι
θα χάσουν την νέαν ένδοξον θέσιν των εις την κοινωνίαν των ευρωπαϊκών κρατών,
ώστε ούτε εσκέφθησαν να επανέλθουν εις την Ρωμηοσύνην και να εγκαταλείψουν την
επακολουθήσασαν συζήτησιν μεταξύ των Ευρωπαίων και Ρώσων περί του βαθμού
νοθεύσεως και γνησιότατος της ελληνικής φυλής. Άλλοι υπεστήριζον τον
Fallmerayer, άλλοι τον απέρριπτον και άλλοι προέτεινον μεσάζουσαν θεωρίαν.
Περιέργως οι πάντες απέφευγον να εκθέσουν την
ρωμαίικην άποψιν περί του θέματος. Ήδη ήτο γνωστόν ότι η αρβανίτικη γλώσσα
είναι λατινικά και ελληνικά και η βλαχική γλώσσα λατινικά. Ήτο επίσης γνωστόν
ότι οι Χριστιανοί κάτοικοι των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής λέγονται
Ρωμαίοι.
Οι Γραικύλοι όμως έπαιζαν το παιχνίδι ακριβώς κατά
τα συμφέροντα των Ευρωπαίων και Ρώσων, με αποτέλεσμα να διαλυθή η Μεγάλη
Ρωμηοσύνη. Οι Αρβανίται και Βλάχοι δεν είχαν μορφωτικήν παράδοσιν, ώστε να
ημπορέσουν να αμυνθούν κατά της ξένης προπαγανδιστικής ιστορικής επιστήμης.
Επομένως το κρίμα ανήκει αποκλειστικώς εις τους Γραικύλους.
Το αποτέλεσμα της εγκαταλείψεως της Ρωμηοσύνης εκ
μέρους των Γραικύλων είναι το δράμα της νεοελληνικής αμηχανίας εις την ορθήν
ιστορικήν ανάλυσιν των λόγων της σμικρύνσεως και του αφανισμού του ελληνικού
πολιτισμού και της ρωμαίικης γλώσσης από όλα τα εδάφη των Βαλκανίων και της
Μέσης Ανατολής, εντός τόσου μικρού χρονικού διαστήματος από το 1821 μέχρι
σήμερον. Ούτε είναι εις θέσιν να καταλάβουν το παιχνίδι που παίζουν οι
Ευρωπαίοι και Ρώσοι με την Ελλάδα επάνω εις τα εθνικά και γλωσσικά θέματα.
Ας ίδωμεν πόσον διαφορετικά χρησιμοποιούν δύο
θέσεις οι ξένοι και οι Νεογραικοί.
(α') Όλοι αναγνωρίζουν ότι τα Βαλκάνια και η Μέση
Ανατολή ήσαν εδάφη της λεγομένης βυζαντινής αυτοκρατορίας.
(β') Όλοι υποστηρίζουν ότι η γλώσσα αυτής ήιο η
ελληνική και ο πολιτισμός αυτής αυτός περίπου πού υπάρχει ακόμη εις την Ελλάδα.
Οι Νεογραικοί πιστεύουν αφελώς ότι αι δυο αύται
θέσεις αποδεικνύουν ότι τα εδάφη αυτά, η τουλάχιστον εκείνα εις τα οποία
υπάρχουν ελληνόφωνοι απόγονοι των «Βυζαντινών», ανήκουν φυσιολογικώς εις την
Ελλάδα.
Τούτο διότι η μεγάλη πλειοψηφία των Νεογραικών
ταυτίζει ορθώς τον εαυτόν της με τους «Βυζαντινούς», αν και το όνομα
«Βυζαντινός» έχει σκοπόν 1) να μη ταυτίσουν τον εαυτόν των με τους
«Βυζαντινούς» οι Γραικοί Έλληνες, Ρουμάνοι, Αρβανίται, και Ρούμ και 2) να
αντικαταστήση το Ρωμαίος με το οποίον όλοι αυτοί ιστορικώς ταυτίζονται.
Εδώ είναι το επίκεντρον της διαφοράς απόψεων ξένων
και Νεογραικών. Η διαφορά αύτη δεν υπάρχει πλέον μεταξύ των άλλων Ρωμαίων
(Ρουμάνων, Αρβανιτών και Ρούμ) και των ξένων, διότι μόνον οι Έλληνες ως έχοντες
αδιάκοπον μορφωτικήν παράδοσιν δεν ελησμόνησαν ποτέ ότι είναι ο ίδιος λαός με
αυτόν πού είχε την Κωνσταντινούπολιν πρωτεύουσαν και εν αυτή βασιλέα, αν και η
συνείδησις αυτή διασώζεται ακόμη μεταξύ πολλών Ρούμ.
Αλλά αντί οι Έλληνες να ταυτίσουν ως Ρωμαίοι τον
εαυτόν των με τους Ρωμαίους προγόνους των της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης,
ταυτίζουν ως Έλληνες τον εαυτόν των με τους ανυπάρκτους Βυζαντινούς και
Γραικούς των Ευρωπαίων.
Οι ξένοι όμως δεν κάμνουν την ταύτισιν αυτήν.
Ούτοι προβάλλουν την μεσαιωνικήν αντίληψιν των Φράγκων (ίδε επόμενον κεφάλαιον)
ότι οι κατακτηθέντες υπό των Ρωμαίων Γραικοί ουδέποτε έγιναν Ρωμαίοι. Ούτως οι
Ευρωπαίοι και τίνες Γραικύλοι προβάλλουν την σκέψιν ότι οι σημερινοί εν Ελλάδι
αρχαίοι Έλληνες ήσαν υπόδουλοι εις τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους
Φράγκους και τους Τούρκους από το 146 π.Χ. μέχρι του 1821. Και δια τούτο
μάλιστα υποβόσκει μεταξύ των δυτικών ιστορικών το αίσθημα ότι οι από το 146
π.Χ. υπόδουλοι Γραικοί έχουν γίνει πλέον φύσει δούλοι.
Εκ της θέσεως ταύτης οι ξένοι τονίζουν ότι ούτε η
Αλβανία ούτε η Κύπρος απετέλουν ποτέ μέρος ενός ελληνικού κράτους, παρά το ότι
ήσαν κάποτε ή είναι ακόμη ελληνικαί κατά τον πολιτισμόν ή την γλώσσαν. Προ της
ρωμαϊκής περιόδου υπήρχον πολλά ελληνικά ή ελληνόφωνα κρατίδια.
Το ότι οι Κύπριοι και οι Βορειοηπειρώται ομιλούν
ελληνικά και έχουν τον ίδιον πολιτισμόν με την Ελλάδα δεν σημαίνει ότι κρατικώς
και πολιτικώς ανήκουν δικαιωματικώς εις την Ελλάδα. Οι Ελβετοί επισήμως μάλιστα
ομιλούν ως εθνικάς γλώσσας την φραντσέζικην, την γερμανικήν και την ιταλικήν,
αλλά ούτε Φραντσέζοι, ούτε Γερμανοί, ούτε Ιταλοί είναι. Είναι φανατικοί
εθνικισταί Ελβετοί. Οι Αμερικανοί, οι Καναδοί, οι Αυστραλοί, οι Νεοζηλανδοί και
ακόμη οι Ινδοί ομιλούν επισήμως τα αγγλικά, αλλά Άγγλοι δεν είναι. Οι
Αυστριακοί ομιλούν γερμανικά, αλλά Γερμανοί δεν είναι, παρά το γεγονός ότι εξ
αυτών πολλοί έχουν γερμανικά αισθήματα.
Πρέπει σαφώς να αναγνωρισθή το ιστορικόν γεγονός
ότι τα αισθήματα των ελληνοφώνων ότι είναι είς λαός ενός κράτους δεν
προέρχονται ως τείνουν να πιστεύουν οι Νεογραικοί από την αρχαίαν ιστορίαν της
φυλής. Αλλά προέρχονται από την έντονον αισθηματικήν εθνικήν ταύτισιν των
ελληνοφώνων τούτων με την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην. Και μάλιστα οι
ελληνόφωνοι δεν ταυτίζονται εθνικώς ως Έλληνες αλλά ως Ρωμαίοι, εφ' όσον το
ελλαδικός ήτο όχι εθνικόν αλλά επαρχιακόν όνομα καθ' όλον το διάστημα του
μεσαίωνος και ίσως μέχρι του 1821. Δηλαδή η Ρωμηοσύνη είναι η μόνη και μοναδική
πηγή της εθνικής και κρατικής ταυτότητος των ελληνοφώνων αλλά και των
λατινοφώνων Ρωμαίων.
Βάσει των ιστορικών δεδομένων είναι αδύνατον μέσω του Γραικισμού ή του μη ρωμαϊκού Ελληνισμού να διεκδικούνται τα ιστορικά δικαιώματα του έθνους. Επειδή ακριβώς εγκατελείφθη η Ρωμηοσύνη ως θεμέλιον της εθνικής σκέψεως έχομεν εις την πραγματικότητα μίαν Ελλαδίτσαν της Ελλαδίτσας, εφ' όσον θα πρέπει να αφαιρεθούν από την σημερινήν Ελλάδα αι αρβανίτικαι και βλάχικαι περιοχαί.
Αντιθέτως όμως προς τας αρχάς του ευρωπαϊκού
Γραικισμού ή του μη ρωμαϊκού Ελληνισμού, όχι μόνον η Αλβανία και η Κύπρος, αλλά
όλα τα Βαλκάνια και ολόκληρος η Μέση Ανατολή και ολόκληρος ακόμη η Μεσόγειος
ήσαν εδάφη της Ρωμανίας και οι πολίται ήσαν ηνωμένοι μεταξύ των περί την
Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην ως Ρωμαίοι.
Το περίεργον είναι ότι αντί ως Ρωμαίοι να είμεθα
οι κατακτηται των Γραικών ή Ελλήνων έχομεν γίνει οι Γραικοί κατακτηθέντες υπό
των Ρωμαίων. Είναι ωσάν να ασχολούμεθα με το θέμα εάν είμεθα οι Θηβαίοι
κατακτηταί των Αθηναίων ή οι κατακτηθέντες υπό των Θηβαίων Αθηναίοι, ή οι
νικήσαντες τους Αθηναίους Σπαρτιάται ή οι ηττηθέντες Αθηναίοι. Όσον ανόητον
είναι το θέμα τούτο καθ' εαυτό, τόσον ανοητότερον εξ επόψεως εθνικών
συμφερόντων, είναι το θέμα εάν είμεθα οι κατακτηταί Ρωμαίοι ή οι κατακτηθέντες
Μακεδόνες, Αθηναίοι, Κορίνθιοι, κ.τ.λ.
Ο πατέρας μας είναι Ρωμαίος και η μητέρα μας
Ελληνίδα. Πριν συζευχθούν ο πατέρας είχε γίνει από τον προπάππον του Έλλην κατά
τον πολιτισμόν και την γλώσσαν. Από τον πατέρα μας έχομεν το εθνικόν μας όνομα,
από την μητέρα τον πολιτισμόν μας. Είμεθα επομένως Ρωμαίοι με ελληνικόν
πολιτισμόν.
0ι Γραικοί πού ισχυρίζονται ότι έχουν μόνον
μητέρα, διότι δεν αναγνωρίζουν τον γάμον της Ελληνίδος μητρός των με τον
Ρωμαίον πατέρα των, δεν γίνονται ούτω αμιγείς αρχαίοι Έλληνες, αλλά νόθα τέκνα.
Όχι μόνον τούτο αλλά οι Γραικύλοι ούτε του πατρός
ούτε της μητρός είναι νόμιμοι κληρονόμοι. Δια τούτο οι Νεογραικοί έχουν πλήρη
σύγχυσιν ιδεών, διότι ούτε την περιουσίαν των αρχαίων Ελλήνων ημπορούν να
κληρονομήσουν ούτε των Ρωμαίων. Νόθα τέκνα δεν έχουν το όνομα του πατρός και
επομένως δεν κληρονομούν. Μόνον οι φέροντες νομίμως το όνομα του πατρός τον
κληρονομούν.
Εκ της επόψεως αυτής η Τουρκία διεκδικεί
δικαιώματα επί της Κύπρου έναντι των Γραικών. Η Κύπρος εξ επόψεως των ξένων ήτο
ελληνική, κατεκτήθη υπό των Ρωμαίων, εκρατείτο υπό των Βυζαντινών, κατεκτήθη
υπό των Φράγκων, εν συνεχεία υπό των Τούρκων, εδόθη εις την Αγγλίαν και τώρα
έγινε κράτος. Η Κύπρος ήτο μέρος της Τουρκίας αλλά ουδέποτε μέρος της Ελλάδος.
Μόνον τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήτο μέρος της
Μακεδονίας. Μόνον εξ επόψεως πολιτισμού και της ελληνοφώνου κυπριακής
πλειοψηφίας έχουν κάποιαν βάσιν αι ελληνικαί αξιώσεις επί της νήσου.
Ως Ρωμαίοι όμως οι Κύπριοι, οι Ελλαδικοί και οι
Ηπειρώται έχουν κάθε ιστορικόν δικαίωμα ως επαρχίαι της Ρωμανίας να γίνουν
πάλιν Ρωμανία, ως ήσαν από τον β' αιώνα π.Χ. μέχρι του ιε' αιώνος. Και ούτε
χρειάζεται η Κωνσταντινούπολις δια να γίνη αυτό. Όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος
μετέφερε την Ρώμην από την Δύσιν εις την Ανατολήν, ούτω και σήμερον η Νέα Ρώμη
δύναται πάλιν να μεταφερθή.
Η προσπάθεια των Νεοελλήνων να αποδείξουν ότι τα
πρώην εδάφη της Μεγάλης Ρωμανίας, όπου τουλάχιστον ομιλείται η ελληνική,
ανήκουν ιστορικώς και δικαιωματικώς εις την Ελλάδα είναι ωσάν να ισχυρίζεται
κάτοικος της Νέας Υόρκης ότι αι Η.Π.Α. είναι μέρος της Νέας Υόρκης και όχι η
Νέα Υόρκη μέρος των Η.Π.Α. ή ότι η πολιτεία της Γεωργίας είναι μέρος της
πολιτείας της Καλλιφορνίας χωρίς να ανάγεται η ένωσίς των εις το κρατικόν όνομα
Η.Π.Α. Ούτω και αι επαρχίαι της Κύπρου, Ελλάδος. Ηπείρου, Θράκης, Μακεδονίας,
κ.τ.λ. είναι ηνωμέναι όχι ως Ελλάς αλλ' ως Ρωμανία.
Το τραγικόν είναι ότι ο Νεογραικός είναι τόσον
πολύ αιχμάλωτος της νεογραικικής παιδείας πού τον φορτώνει 1) με πλαστά
συνθήματα του 1821 ως να επρόκειτο περί επαναστάσεως των Περικλέους, Αριστοτέλους,
και Πλάτωνος, χωρίς καμμίαν σχέσιν με τους Μέγαν Κωνσταντίνον, Μέγαν
Ιουστινιανόν, Ηράκλειον, Τσιμισκήν, Φωκαν, Αλέξιον Κομνηνόν και Κωνσταντίνον
Παλαιολόγον και 2) με πλαστήν ιστορίαν και ορολογίαν μιας πλαστής ευρωπαϊκής
και ρωσικής εικόνος περί της ιστορίας του έθνους, ώστε δεν αντιλαμβάνεται πλέον
ούτε πώς σκέπτονται οι ξένοι δια την ιστορίαν του, ούτε γνωρίζει πώς να
δεφενδεύη[237] τα
δικαιώματα του πού τώρα μόνον αισθηματικώς γνωρίζει.
Οι ξένοι απλώς και ψυχραίμως και αδιαταράκτως
πληροφορούν περί απλού ιστορικού γεγονότος ότι η Κύπρος και η Βόρειος Ήπειρος
ουδέποτε απετέλουν μέρη της Ελλάδος και ενός ενιαίου ελληνικού έθνους. Ο
Ελλαδιτσίτης Νεογραικός αμέσως μειονεκτεί νομίζων ότι πρόκειται περί
ανθελληνικής επιδόσεως ανθέλληνός τινος και αμέσως και αυτομάτως αρχίζει την
τετριμμένην συνθηματικήν επιχειρηματολογίαν από της γεννήσεως της θεάς
Αφροδίτης εις τα ύδατα της Κύπρου. Το νόστιμον είναι ότι επικαλείται ο Νεοέλλην
τα παλαιά κυπριακά τραγούδια και ποιήματα όπου εμφανίζονται ρωμαϊκά ονόματα
(Ρωμηός, Ρωμηοσύνη), δια να απόδειξη την αρχαίαν ελληνικότητα της Κύπρου.
Δυστυχώς ούτε οι Ρουμάνοι, ούτε οι Αλβανοί, ούτε
οι Νεοέλληνες αντιλαμβάνονται πόσον παιδαριώδεις φαίνονται επιστημονικώς με τα
ιστορικά πηδήματα πού κάμνουν από την θεάν Αφροδίτην εις την σημερινην Κύπρον,
από τον Περικλέα εις τας σημερινάς Αθήνας, από τον κατακτητήν των Δακών
Τραϊανόν εις την σημερινην Ρουμανίαν, από τον Μέγαν Αλέξανδρον εις τους
σημερινούς Ρούμ της Μέσης Ανατολής και από κάποιον αρχαίον λαόν εις τους
σημερινούς Αλβανούς. Κατήντησαν όλοι οι Ρωμαίοι να είναι μόνον αρχαίοι χωρίς
μεσαίωνα.
Μόνον μέσω της Ρωμιοσύνης δύναται να αποκατασταθή
η ιστορική σοβαρότης και να διορθωθούν τα καταστροφικά σφάλματα της
υποδουλώσεως της νεοελληνικής ιστορικής κυρίως επιστήμης εις την Ευρώπην, την
Ρωσίαν και την Αμερικήν.
Όπως είδομεν, ο Μωάμεθ προεφήτευσε τον τελικόν
θρίαμβον των προσωρινώς ηττηθέντων υπό των Περσών Ρωμαίων. Η προφητεία αυτή
αποτελεί το λ' κεφάλαιον του Κορανίου και μαρτυρεί ότι ο Μωάμεθ ηγάπα και
εσέβετο τους Ρωμαίους και εταύτιζε την πίστιν του με την πίστιν των Ρωμαίων. Το
Κοράνιον έχει πολλά στοιχεία περί του Χριστού, της Παναγίας, των Προφητών
κ.τ.λ. Το γεγονός ότι επραγματοποιήθη η προφητεία του Μωάμεθ περί του θριάμβου
των Ρωμαίων επί των Περσών με την εκστρατείαν του Ηρακλείου ενεποίησε χαράν εις
τους τότε Άραβας οπαδούς του αφού εξεπληρώθη η προφητεία του[238].
Ούτως εξηγείται ο μεγάλος σεβασμός και θαυμασμός εκ μέρους των πρώτων Αράβων
οπαδών του Μωάμεθ δια τον ελληνικόν πολιτισμόν των Ρωμαίων. Ο Ibn Khaldum (ιδ'
αιών) π.χ. περιγράφει λεπτομερώς τα όσα έλαβον οι Άραβες από τον ελληνικόν
πολιτισμόν των Ρωμαίων[239].
Τούτο εξηγεί πως εντός ολίγων αιώνων οι Άραβες έγιναν εις πολιτισμόν σχεδόν
εφάμιλλοι των Ρωμαίων, ενώ οι Φράγκοι παρέμειναν βάρβαροι ημιαγράμματοι
φεουδάρχαι από του στ' αιώνος μέχρι τουλάχιστον του ιγ' αιώνος.
Εν όψει των ανωτέρω όμως πώς εξηγείται η μετατροπή
της προς τους Ρωμαίους αγάπης των Αράβων εις έχθραν; Ασφαλώς οι μεταξύ Ρωμαίων
και Αράβων συνεχείς πόλεμοι αποτελούν μέρος της απαντήσεως εις το ερώτημα, αλλά
δεν εξηγούν όμως 1) την θρησκευτικήν και θεολογικήν στροφήν των Άραβων κατά της
Ορθοδοξίας των Ρωμαίων και 2) την εκ μέρους των Άραβων εγκατάλειψιν των απόψεων
του Μωάμεθ περί της Ρωμαιοσύνης.
Εν προκειμένω πρέπει να ερευνηθή η επίδρασις των
εξισλαμισθέντων Περσών εις την καλλιέργειαν της αντιρωμαϊκής στροφής των Αράβων[240],
αφού είναι γνωστόν ότι οι Πέρσαι είχον έντονον μίσος δια τους ελληνοφώνους
Ρωμαίους εξ αίτιας 1) των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, 2) των συνεχών
πολέμων με τους Ρωμαίους και 3) κυρίως της ολοκληρωτικής καταστροφής του
κράτους των υπό του βασιλέως των Ρωμαίων Ηρακλείου ως προεφήτευσεν ο Μωάμεθ.
Η έρευνα των ανωτέρω θα είχε μεγάλην σημασίαν δια
την ορθήν τοποθέτησιν των σημερινών σχέσεων μεταξύ Ρωμαίων και Αράβων. Αι
απόψεις του Μωάμεθ περί των Ρωμαίων (Ρούμ) δύνανται να αποτελέσουν μίαν
σταθεράν βάσιν εις τας σχέσεις μεταξύ των δύο λαών. Το ίδιον ίσως ισχύει δια
τας σχέσεις μεταξύ Τούρκων και Ρωμαίων.
Επίσης πρέπει να ερευνηθή λεπτομερώς η επίδρασις
του ελληνικού πολιτισμού των Ρωμαίων επί των Αράβων και Τούρκων. Δεν είναι
τυχαίον το γεγονός ότι η ρωμαίικη γλώσσα παρέμεινεν επι 100 έτη η διοικητική
γλώσσα των Αράβων μετά την υπ' αυτών κατάκτησιν της συριακής και αιγυπτιακής
Ρωμανίας. Υπάρχουν πάμπολλα τα μαρτυρούντα την επίδρασιν αυτήν από τους ιδίους
αρχαιότερους Άραβας ιστορικούς. Η αραβική και τουρκική μουσική π.χ. βασίζεται
ως επι το πλείστον επι της ρωμαίικης οκτωήχου, η οποία διατηρείται μέχρι
σήμερον εις τα τραγούδια και τους χορούς των Αράβων και Τούρκων. Επειδή όμως οι
Νεογραικοί φαντάζονται ότι το γνήσιον ελληνικόν πρέπει να ομοιάζη με το
ευρωπαϊκόν, αφού συγχέουν τον ελληνικόν πολιτισμόν με τον ευρωπαϊκόν, είναι
αναπόφευκτον να πιστεύουν ότι κάθε ομοιότης μεταξύ ρωμαίικης και τουρκικής ή
αραβικής μουσικής οφείλεται εις κάποιαν υποδούλωσιν της ρωμαίικης παραδόσεως
εις την αραβικήν και τουρκικήν και όχι αντιστρόφως.
Το ίδιον ισχύει και εις το θέμα των χορών.
Πάντως η δουλεία των Νεογραικών εις τον ευρωπαϊκόν
πολιτισμόν φαίνεται σαφώς εις την μουσικήν, τους χορούς, την ενδυμασίαν, την
αρχιτεκτονικήν και την εικονογραφίαν του νέου ελληνικού κρατιδίου μετά το 1821.
Έχει επισημανθή το γεγονός ότι συνετέλεσαν εις την
υποχώρησιν του ονόματος Έλλην έναντι του Ρωμαίος
1) η ταύτισις του Έλλην με το ειδολωλάτρης, 2) η
απόδοσις της ρωμαϊκής ιθαγενείας ή υπηκοότητος εις όλους τους ελευθέρους
κατοίκους της Ρωμανίας το 212 μ.Χ., 3) η υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταφορά
της Ρώμης από την ιταλικήν Ρωμανίαν εις την ανατολικήν θρακικήν Ρωμανίαν, την
Βυζαντίδα και 4) η υπό των Τούρκων αναγνώρισις της υπό των πατριαρχείων
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, και Ιεροσολύμων
διακυβερνήσεως και διαποιμάνσεως των Ρωμαίων της Όθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήτις
εις έκτασιν είχε ξεπεράσει τα όρια της Ρωμανίας των διαδόχων του Μεγάλου
Ιουστινιανού[241].
Βεβαίως οι Νεογραικοί ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι
οι Ρωμαίοι είχον γίνει Έλληνες και ότι η Ρωμανία εγένετο το θησαυροφυλάκιον του
ελληνικού πολιτισμού, παρά ταύτα όμως συνηθίζουν περιέργως να ψάχνουν εις τας
πηγάς να εύρουν αποδείξεις ότι ουδέποτε έσβησε κυρίως εις τον χώρον της παλαιάς
Ελλάδος η ελληνική εθνική συνείδησις. Θέλουν, ως φαίνεται, να αποδείξουν ότι οι
κάτοικοι της Πελοποννήσου κυρίως είχον ελληνικήν, και όχι ρωμαϊκήν ή
βυζαντινην, συνείδησιν. Δηλαδή προσπαθούν να εύρουν εις την μεσαιωνικήν
ιστορίαν Έλληνας με ρατσιστικήν εθνικήν συνείδησιν ωσάν αυτήν την οποίαν οι
Νεογραικοί απέκτησαν από τους Ευρωπαίους.
Αλλά ως πραπαγανδισταί πού ήσαν κατά της
Ρωμηοσύνης οι νέοι ούτοι αρχαίοι Έλληνες Γραικοί δεν ησχολούντο μέ τα
γεωγραφικά και ιστορικά πλαίσια μέσα εις τα οποία εχρησιμοποιούντο τα ονόματα
Έλλην, Ελλάς, Γραικός, και Γραικία.
Ασφαλώς τα ονόματα αυτά ουδέποτε έσβησαν από την
ιστορίαν. Ούτε όμως κατά τον μεσαίωνα ήσαν αντίθετα με τα ονόματα Ρωμαίος και
Ρωμανία. Τούτο, διότι ο φέρων το επαρχιακόν όνομα Ελλαδικός ή Γραικός, της
επαρχίας της Ελλάδος, ήτο κατά το εθνικόν του όνομα Ρωμαίος της Ρωμανίας. Μόνον
εις την περίπτωσιν της ταυτίσεως του Έλλην με το ειδωλολάτρης υπήρχεν
αντίθεσις, αλλά μόνον φαινομενική, αφού ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος είναι τότε κατ'
εξοχήν και λέγεται Έλλην.
Εις μίαν επιστολήν του ο Μέγας Αθανάσιος γράφει
περί τοπικών συνόδων επισκόπων γενομένων εις «Δαλματίαν, Δαρδανίαν, Μακεδονίαν,
Ήπειρον, Ελλάδα, Κρήτην, Σικελίαν, Κύπρον, Παμφυλίαν, Λυκίαν, Ισαυρίαν,
Αίγυπτον, και Λιβύην»[242].
Ασφαλώς οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών φέρουν τα εν λόγω επαρχιακά ονόματα
χωρίς όμως αυτά να είναι εθνικά, αποκλείοντα το Ρωμαίος και το Ρωμανία. Το
Ελλάς του Μεγάλου Αθανασίου θα αντιστοιχή με το ελλαδικόν θέμα μετά τον
Ηράκλειον.
Επίσης το γεγονός ότι ο Μέγας Αθανάσιος από την
Ελλάδα διακρίνει και διαχωρίζει κατά την αρχαίαν παράδοσιν την Μακεδονίαν,
Ήπειρον, Κρήτην, Σικελίαν, Κύπρον, και τας επαρχίας της Μικράς Ασίας δεν
σημαίνει ότι μόνον οι κάτοικοι της επαρχίας της Ελλάδος ωμιλούσαν ελληνικά και
οι άλλοι ωμιλούσαν μακεδόνικα, ηπειρώτικα, κρητικά, κυπριακά, κ.τ.λ. Ασφαλώς
ωμιλούσαν διαλέκτους αλλά πάντοτε της μιας και ενιαίας ελληνικής γλώσσης και
πολλοί εγνώριζον και τα λατινικά, δηλαδή τα ρωμαϊκά ή ρωμανικά, ή βλάχικα. Ούτε
όμως ήσαν μόνον οι αυτόχθονες της Ελλάδος Έλληνες, αφού ως Ρωμαίοι πάντες οι
Ρωμαίοι ήσαν Έλληνες, παρά το γεγονός ότι δεν ελέγοντο Έλληνες. Τούτο διότι ήδη
από τον δ' αιώνα π.Χ. «πόλιν Ελληνίδα» ωνόμασαν την «Ρώμην» οι γνωρίζοντες
αυτήν Έλληνες.
Τούτο διότι το όνομα Έλλην δεν ήτο μόνον
επαρχιακόν αλλά και πολιτιστικόν και φυλετικόν. Οι Ρωμαίοι εγνώριζον καλώς ότι
ήσαν απόγονοι όχι μόνον των πρώτων εξελληνισθέντων Ρωμαίων αλλά και αυτών
τούτων των αρχαίων Ελλήνων και ήσαν δια τούτο υπερήφανοι. Λοιπόν καθ’ όλην την
ιστορίαν της Ρωμανίας θα ήτο φυσικόν να εύρη τις να λέγωνται ενίοτε τα ρωμαϊκά
και ελληνικά.
Κατά τα χρόνια της εν Ανατολή Φραγκοκρατίας όμως
ηυξήθη η χρησιμοποίησις των ονομάτων Έλλην, Ελλάς, Γραικία και Γραικός εις τον
χώρον της ανατολικής Ρωμαιοσύνης. Μάλιστα ακόμη και ολόκληρον το ευρωπαϊκόν
μέρος της Ρωμανίας (Βυζαντινόν κράτος) λέγεται Γραικία υπό των Φράγκων
σταυροφόρων[243].
Τούτο όμως οφείλεται όχι εις κάθετον γραμμήν
αρχαιοτέρας παραδόσεως αυτής ταύτης της Ρωμανίας αλλά εις παράλληλον παράδοσιν
των Φράγκων ήτις μετεδόθη εις τους Ρωμαίους από τους κατακτητάς Φράγκους. Όπως
είδομεν και όπως θα ίδωμεν εις το επόμενον κεφάλαιον, οι Φράγκοι ωνόμαζον την
Ρωμανίαν Γραικίαν και τους Ρωμαίους Γραικούς. Ήτο επομένως φυσικόν να αυξηθή
και μεταξύ των Ρωμαίων η χρησιμοποίησις των ονομάτων Έλλην, Γραικός, Ελλάς, και
Γραικία κατά την εν Ανατολή Φραγκοκρατίαν και να επεκταθή το όνομα Ελλάς από
την επαρχίαν της Ελλάδος εις ολόκληρον την Ρωμανίαν. Η ταύτισις αυτή της
Ελλάδος και της Ρωμανίας δεν υπάρχει εις παλαιοτέραν από την Φραγκοκρατίαν
ρωμαίικην παράδοσιν, αλλά μόνον εις την φραγκικήν.
Επίσης πρέπει να ερευνηθή η χρήσις των εν λόγω
ονομάτων εις την σλαυικήν παράδοσιν, εφ' όσον οι Σλαύοι επηρεάζοντο αμέσως από
τους γείτονας των Γερμανοφράγκους, οίτινες μας απεκάλουν όλον τον μεσαίωνα
μόνον Γραικούς και όχι Ρωμαίους και εν συνεχεία η επίδρασις των Σλαύων επί των
Βλάχων και η επίδρασις των Βλάχων επί των ελληνοφώνων Ρωμαίων.
Πάντως φαίνεται ότι μόνον μία εκ των αναφερθεισών
παραδόσεων απετέλεσε το προταθέν ή εγκριθέν υπό των Μεγάλων Δυνάμεων εθνικόν
θεμέλιον της ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους το 1821 - 1829. Αύτη είναι η
αρχαιοτέρα όλων των περί του ονόματος Ελλάς παραδόσεων της ταυτίσεως αυτού με
την επαρχίαν της Ελλάδος ή με το ελλαδικόν θέμα όπως είδομεν εις τον Μέγαν
Αθανάσιον και μετά τον Ηράκλειον. Προφανώς το σχέδιον των Μεγάλων Δυνάμεων ήτο
ο περιορισμός του νέου κράτους εις τα σύνορα της παλαιάς επαρχίας. Δηλαδή
ήθελαν να μετατρέψουν μόνον την επαρχίαν εις κράτος.
Ενώ οι επαναστάται του 1821 - 1829 εταύτιζον την
Ελλάδα με περιοχήν πολύ μεγαλυτέραν από την τότε ελευθερωθείσαν, παρά ταύτα δεν
εταύτιζον τους Έλληνας με τους Ρωμαίους. Έλληνες είναι όχι όλοι οι Ρωμαίοι αλλά
μόνον οι Ρωμαίοι της ελλαδικής επαρχίας αυτόχθονες και οι ανήκοντες εις
επαρχίας πού ελαβον μέρος εις τον κατά των Τούρκων πόλεμον αλλά ελθόντες εις
την Ελλάδα και ομιλούντες ή έχοντες πάτριον την έλληνικήν γλώσσαν.
Επομένως το ελληνικόν έθνος του 1821 - 1829 εν
αντιθέσει προς το ρωμαϊκόν έθνος δεν είναι έθνος ήδη υπάρχον εκ του οποίου
τινές επανεστάτησαν και άλλοι δεν επανεστάτησαν. Έλληνες είναι οι αυτόχθονες
κάτοικοι της ελλαδικής επαρχίας και οι επαναστατήσαντες εις άλλα μέρη. Οι μη
επαναστατήσαντες είναι οι Ρωμαίοι. Ασφαλώς αυτή η παράδοξος διάκρισις ήτο
τεχνητώς κατεσκευασμένη και δεν αντεπεκρίθη τελικώς εις την πραγματικότητα.
Αλλά ήτο όμως η πραγματικότης από το 1821 μέχρι το 1844. Φαίνεται όμως ότι πολύ
συνετέλεσεν εις την γενομένην αυτήν παράδοξον διάκρισιν μεταξύ Ελλήνων και
Ρωμαίων 1) η επιθυμία των αυτοχθόνων της νέας ελληνικής επικρατείας να μη
μοιράσουν τα εδάφη των και τας δημοσίας θέσεις με μετανάστας από τα μη
ελευθερωθέντα και ελευθερωθησόμενα εδάφη, εκτός εάν ήσαν πολεμισται του 1821 -
1829 από την Στερεάν Ελλάδα και τας νήσους και 2) η επιθυμία των Μεγάλων
Δυνάμεων να μη ιδρυθή ελεύθερον ρωμαϊκόν κράτος το οποίον θα ηδύνατο εν καιρώ
να συμπεριλάβη όλους τους Ρωμαίους των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και της
Μέσης Ανατολής και να αντικαταστήσει την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν. Ήθελαν την
διάλυσιν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αντικατάστασιν αυτής, αλλά από
μικρά κράτη. Δια τούτο ήτο ανάγκη απόλυτος να διαλυθή και η Ρωμαιοσύνη.
Tη αφελή συμπράξει των οπλαρχηγών του 1821 οι
Ευρωπαίοι εθέσπισαν την έναρξιν της διαλύσεως της Ρωμαιοσύνης μέσω των
συντακτών του Συντάγματος της Επιδαύρου της 1 Ιανουαρίου 1822, κατά την Α'
Εθνικήν Συνέλευσιν. Οι συντάκται εθέσπισαν εντός 10 μηνών από της ενάρξεως του
αγώνος, ότι:
«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της
Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, ε ι σ ί ν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ
τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων»[244].
«Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς
νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την έπηρεάζοντο αμέσως από
τους γείτονας των Γερμανοφράγκους, οίτινες μας απεκάλουν όλον τον μεσαίωνα
μόνον Γραικούς και όχι Ρωμαίους και εν συνεχεία η έπίδρασις των Σλαύων επί των
Βλάχων και η έπίδρασις των Βλάχων επί των ελληνοφώνων Ρωμαίων. επιθυμίαν ν α
γ ί ν ω σ ι ν Έλληνες»[245]
Το Σύνταγμα της Β' εν Άστρει Εθνικής Συνελεύσεως
του 1823 θεσπίζει παρομοίως:
«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της
Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστον, ε ι σ ί ν Έλληνες, και απολαμβάνουσι άνευ
τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων. Ομοίως Έλληνες ε ι σ ί, και των
αυτών δικαιωμάτων απολαμβάνουσι, όσοι έξωθεν ελθόντες, και την ελληνικήν φωνην
πάτριον έχοντες, και εις Χριστον πιστεύοντες ζητήσωσι, παρρησιαζόμενοι εις
τοπικήν Ελληνικής Επαρχίας αρχήν, να εγκαταριθμηθώσι δι' αυτής εις τους πολίτας
Έλληνας»[246].
«Η Διοίκησις πολιτογραφεί αλλοεθνείς κατά τους
ακολούθους ορούς. . .»[247].
Το Σύνταγμα της Γ' εν Τροιζήνι Εθνικής Συνελεύσεως
του 1827 δογματίζει παρόμοια:
«Έλληνες είναι, α' Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής
Επικρατείας, πιστεύουσιν εις Χριστον. β' Όσοι από τους υπό τον οθωμανικόν
ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις αυτήν. γ' Όσοι
αυτόχθονες και μη, και οι τούτων απόγονοι, πολιτογραφηθέντες εις ξένας
Επικρατείας προ της δημοσιεύσεως του παρόντος Συντάγματος, έλθωσιν εις την
Ελληνικήν Επικράτειαν, και ορκισθώσι τον Ελληνικόν όρκον. ε' Όσοι ξένοι έλθωσι
και πολιτογραφηθώσιν»[248].
Το Σύνταγμα της Ε' εν Ναυπλίω Εθνικής Συνελεύσεως του
1832 θεσπίζει παρομοίως τα εξής:
«Έλληνες είναι· α' Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής
Επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν. β' Όσοι εις ξένας Επικρατείας εγεννήθησαν
εκ γονέων αυτοχθόνων, ή εκ μόνου πατρός Έλληνος, και πρεσβεύουσι την πάτριον
θρησκείαν. γ' Όσοι πρεσβεύοντες την επικρατούσαν θρησκείαν, ομόγλωσσοι και
ετερόγλωσσοι, συνέτρεξαν εις την Ελλάδα και συναγωνίσθησαν μετά των αυτοχθόνων
εν τω διαστήματι του ιερού προς την ελευθερίαν αγώνος. δ' Όσοι εκ των
πρεσβευόντων την επικρατούσαν θρησκείαν ήλθον προ ενός έτους εις την Ελλάδα,
και έχουσι σταθεράν κατοικίαν εις μίαν κοινότητα, ζώντες από της τέχνης ή
βιομηχανίας των, εάν παραιτηθώσι πρότερον επισήμως από του να είναι υπήκοοι
άλλου κράτους. ε' Όσοι αλλοεθνείς εις Χριστον πιστεύοντες ήλθον και συνηγωνίσθησαν
μετά των αυτοχθόνων τρία έτη τον της ελευθερίας αγώνα, έχουν αποδείξεις των
εκδουλεύσεων και της τίμιας διαγωγής των, και ενυμφεύθησαν Ελληνίδα, ή
ευρίσκονται την σήμερον διαμένοντες εις την Ελλάδα· αλλ' οι τοιούτοι
υποχρεούνται να παραιτηθώσι πρότερον επισήμως από του να είναι υπήκοοι και υπό
την προστασίαν άλλης δυνάμεως. στ' Όσοι εις το εξής γένωσι δεκτοί ως Έλληνες
κατά τους επί τούτου εν τω παρόντι νόμους»[249].
«Η προθεσμία της εις την Ελλάδα διαμονής προς
πατριογράφησιν, αφ' ου καιρού ο θέλων να συγκαταριθμηθή μεταξύ των Ελλήνων,
φανέρωση εγγράφως την θέλησίν του εις την Δημογεροντίαν της κοινότητος όπου
κατοικεί»[250].
Συμφώνως προς πάντα τα ανωτέρω θεσπισθέντα από το
1822 μέχρι 1832 το κύριον γνώρισμα του ποίος είναι Έλλην είναι η εντός της
Ελλάδος κατοικία και σταθερά διαμονή και εις την πάτριον θρησκείαν πίστις 1)
του αυτόχθονος ή 2) του συναγωνισθέντος ή υπό διαφόρους όρους πολιτογραφηθέντος
ετερόχθονος του και αποδεχόμενου ως πάτριον γλώσσαν την ελληνικήν.
Ταύτα σημαίνουν σαφώς ότι δεν είναι Έλληνες οι
εκτός της Ελλάδος Ρωμαίοι. Ακόμη και οι εκτός των τελικώς απελευθερωθεισών
επαρχιών συναγωνισθέντων Ρωμαίων δεν θεωρούνται Έλληνες διότι επολέμησαν αλλά
μόνον όταν και εφ' όσον έλθουν και κατοικήσουν εις την Ελλάδα[251].
Ως γνωστόν κατά την πρώτην δεκαετίαν της βασιλείας
του Όθωνος κατελήφθησαν πολλαί θέσεις δημοσίων υπουργημάτων και υπαλλήλων όχι
μόνον υπό ετεροχθόνων ομογενών αλλά και αλλογενών. Την 3ην Σεπτεμβρίου του 1843
ανετράπη η κατάστασις αυτή και εις την Εθνοσυνέλευσιν, ήτις φέρει ως όνομα την ημερομηνίαν
αυτήν, εψηφίσθησαν τα προσόντα των δημοσίων υπαλλήλων κατά τοιούτον τρόπον,
ώστε εξεδιώχθησαν από τας θέσεις των όχι μόνον οι αλλοεθνείς αλλά όσοι
ετερόχθονες ομογενείς δεν έλαβον μέρος εις τον κατά των Τούρκων αγώνα μέχρι το
1829 και δεν εγκατεστάθησαν μέχρι το 1837 εις την Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν
έχουν τα ίσα δικαιώματα με τους αυτόχθονας[252].
Τα πρακτικά των συζητήσεων είναι πολύ διαφωτιστικά
όσον αφορά εις τα προσόντα του Έλληνος πολίτου. Μερίς των πληρεξουσίων
διετείνοντο ότι Έλληνες είναι μόνον οι αυτόχθονες και οι πολεμήσαντες μέχρι το
1827 ή 1829 και ελθόντες εις την Ελλάδα ετερόχθονες. Άλλοι είχον ευρυτέραν
αντίληψιν και συμπεριέλαβον όλους τους μέχρι προ τίνος πολιτογραφηθέντας. Και
άλλοι εκαλούσαν Έλληνας όλους τους ομογλώσσους και ομοθρήσκους, οπού και αν
ευρίσκονται.
Η έξέλιξις προς την τελευταίαν θέσιν είναι
φυσιολογική εφόσον ήτο αδύνατον να καταστραφή ολοτελώς το αίσθημα της εθνικής
ενότητος των Ρωμαίων. Αφού το πρώτον ελεύθερον κράτος των Ρωμαίων ωνομάσθη
Ελλάς και οι πολίται αυτού Έλληνες, ήτο αναπόφευκτον οι της Ελλάδος Έλληνες να
καλέσουν τους εκτός Ελλάδος Ρωμαίους Έλληνας. Αλλά δεν υιοθέτησαν όλοι οι εκτός
της Ελλάδος Ρωμαίοι το όνομα Έλλην και το γεγονός τούτο σπουδαίος συνετέλεσεν
εις την διάσπασιν της Ρωμαιοσύνης.
Η όλη συζήτησις εις την εν λόγω Εθνικήν Συνέλευσιν
έληξε μάλλον αισίως όταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ετόνισεν ότι δεν πρέπει να
συγχέωνται τα προσόντα του Έλληνος με τα προσόντα του δημοσίου υπαλλήλου. Όλοι
όσοι μέχρι τούδε έγιναν Έλληνες είναι Έλληνες. Αλλά δεν πρέπει να έχουν ίσα
δικαιώματα δια την κατάληψιν δημοσίων θέσεων οι ετερόχθονες «νεήλυδες» με τους
αυτόχθονας και με τους πολεμήσαντας και ελθόντας εις την Ελλάδα προ του 1837
ετερόχθονας.
Ο Ι. Κωλέττης πληροφορεί περί των εξής·
«Ωρκίσθημεν λοιπόν υπέρ της ελευθερίας των ομόδοξων Χριστιανών, και όλων των
Ελλήνων. Αλλά διάφορα περιστατικά περιώρισαν ημάς εις ωρισμένην έκτασιν.
Πρωτόκολλα των τριών δυνάμεων έδωκαν ημίν την ανεξαρτησίαν, εις δε τους εκτός
της Ελλάδος μείναντας αδελφούς, τους επίσης ως ημάς αγωνισαμένους τον ιερόν
αγώνα, το δικαίωμα της μεταναστεύσεως εν τη Ελλάδι. Οι αδελφοί ούτοι έλαβαν τα
όπλα, ηγωνίσθησαν... ου μόνον κατά τας επαρχίας της Ελλάδος αλλά και κατά την
Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, και Ασίαν, διότι και εκεί το άσμα του Ρήγα ηκούσθη... Ταύτα
τα κατορθώματα δεν ελάνθασαν την Ευρώπην, και δια τούτο αι Δυνάμεις έδωκαν το
δικαίωμα της μεταναστεύσεως εις τας απολειφθείσας εκτός της Ελλάδος επαρχίας.
Τούτων ούτως εχόντων, δυνάμεθα να θέσωμεν διάκρισίν τινα, τις εστίν Έ λ λ η ν,
και τις ουκ εστίν Έ λλην;. . . αι κατά την Τουρκίαν ελληνικαί πρεσβείαι έχουσι
πόνους και μόχθους καθ' εκάστην εις το να προστατεύωσι τους Έλληνας
ομοθρήσκους. Αλλά του λοιπού πώς θέλουσι δυνηθή να υπερασπίσωσιν αυτούς, των
οποίων τα πολιτικά δικαιώματα αμφισβητούνται, οίτινες δεν κρίνονται πλέον
Έλληνες;»[253].
Εις τα τοιαύτα ρίπτει φως ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος με τα εξής λεχθέντα του· «Ας προσέξωμεν, μήπως, προσβάλλοντες
ουσιώδες μέρος των πρωτοκόλλων, τα οποία έθεσαν τας βάσεις της πολιτικής
ανεξαρτησίας μας και έδωσαν το δικαίωμα της μεταναστεύσεως, προσβάλωμεν το
όλον. Η οθωμανική αρχή δεν ανεγνώρισε με ευχαρίστησιν τους μετανάστας ως
Έλληνας· διαφιλονεικήσαμεν μετ' αυτής τόσα έτη, και δυνάμει πρωτοκόλλων και
πολλών κόπων το εκατορθώσαμεν, και ήδη τι θέλομεν ειπεί εις αυτήν, όταν ημείς
αυτοί αρνούμεθα τον εθνισμόν των; Δεν τους ανεχόμεθα εις τας θέσεις, αλλά τα
πολιτικά δικαιώματα δεν πρέπει να συγχέωμεν με τα προσόντα, τα παρέχοντα την
προτίμησιν εις τα δημόσια υπουργήματα»[254]
Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφώς πως η διάκρισις μεταξύ
Ρωμαίων και Ελλήνων είναι τεχνητή, υποστηριζόμενη υπό της ιδιοτελείας των
αυτοχθόνων, των Μεγάλων Δυνάμεων, και της Τουρκίας. Το παράδοξον όμως είναι ότι
είτε λεγόμεθα Ρωμαίοι είτε Έλληνες, οι Ευρωπαίοι εκ της φραγκικής παραδόσεως
και οι Ρώσοι, μας ωνόμαζον και μας ονομάζουν πάντοτε μόνον Γραικούς και
ουδέποτε Ρωμαίους.
Δια να προστατεύσουν όμως τα συμφέροντά των οι
Τούρκοι εδέχθησαν την διάκρισιν αυτήν μεταξύ Ελλήνων της Ελλάδος και των
Ρωμαίων εκτός της Ελλάδος. Οι δε Ευρωπαίοι και οι Ρώσοι δέχονται την παρομοίαν
δια την ιστορικήν παρουσίασιν των πραγμάτων διάκρισιν μεταξύ Ελλήνων και
Βυζαντινών. Αι διακρίσεις αύται βοηθούν τα μέγιστα εις την άμβλυνσιν της
ικανότητος των Ελλαδικών να διεκδικήσουν τα ιστορικά των δίκαια, όπως είδομεν
ανωτέρω (κεφ. Ε', 8) εις τα περί Κύπρου και βορείου Ηπείρου και, ως τώρα
εμφανίζεται, εις το θέμα του Αιγαίου.
Όπως ισχυρίζονται οι
Τούρκοι και οι Ευρωπαίοι ότι η βόρειος Ήπειρος και η Κύπρος ουδέποτε απετέλουν
μέρος της Ελλάδος, ούτω τώρα και δια τας νήσους του Αιγαίου ισχυρίζονται οι
Τούρκοι ότι ουδέποτε ήσαν μέρος της Ελλάδος. Εις πρόσφατον άρθρον δημοσιευθέν
εις την αμερικανικήν εφημερίδα «International Herald Tribune», 8 Ιουλίου 1975, σελ.
5 εδιαβάσαμεν τα εξής περί Τουρκίας·
«Όταν ο πρωθυπουργός Σουλείμάν Δεμιρέλ ηρωτήθη
προσφάτως περί της θέσεως έναντι των ελληνικών νήσων του Αιγαίου επήδησε από
την καρέκλαν του, έδειξε με το δάκτυλόν του μεγάλον χάρτην εις τον τοίχον και
ανεφώνησεν. «Εκείνα τα νησιά ουδέποτε εις την ιστορίαν ανήκον εις την Ελλάδα!
Ουδέποτε είχον (οι Έλληνες) εκείνα τα νησιά. Εκείνα τα νησιά, όλα, ανήκον εις
την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν μέχρι το 1911. Ήλθον αυτοί και επήραν εκείνα τα
νησιά».
Ο
Δεμιρέλ γνωρίζει το παιγνίδι
του, Οι Νέογραικοί όμως, όπως
δεν εκατάλαβαν τας παρόμοιας θέσεις όσον άφορα εις το Κυπριακόν και το
Βορειοηπειρωτικόν, πολύ πιθανόν να μη καταλάβουν πάλιν την δύναμιν των τοιούτων
επιχειρημάτων δια το Αιγαίον.
Ως Ρωμαίοι απελευθερώσαμεν το Αιγαίον.
Ως Έλληνες (δηλαδή της παλαιάς Ελλάδος)
κατεκτήσαμεν το Αιγαίον.
Έναντι των Ρωμαίων οι Τούρκοι δεν έχουν δικαιώματα επί του Αιγαίου.
Έναντι των Ελλήνων, της παλαιάς Ελλάδος, οι
Τούρκοι, ως φαίνεται, ετοιμάζονται δια την απελεύθερωσιν του Αιγαίου.
Εξ επόψεως τυπικής τουλάχιστον οι Ελλαδιτσίται του
1821 - 1844, ως είδομεν, εδέχοντο συνταγματικώς και νομικώς μέσω της αποδοχής
των εν λόγω πρωτοκόλλων των Μεγάλων Δυνάμεων τον περιορισμόν των Ελλήνων και
της Ελλάδος εντός των συνόρων της παλαιάς Ελλάδος. Ακριβώς, αυτό το γεγονός
εκμεταλλεύονται σήμερον οι Τούρκοι.
Βεβαίως το Αίγαίον ουδέποτε ήτο ιστορικώς μέρος
της Ελλάδος, αλλά ήτο μέρος της Ρωμανίας.
Βάσει των τοιούτων αρχών οι Τούρκοι εν καιρώ θα
εμφανιστούν ως απελευθερωταί της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, δηλαδή
όλων των εδαφών τα οποία δήθεν κατέκτησαν οι Έλληνες από τους Τούρκους, αφού
εις τους Έλληνας ανήκει δήθεν μόνον η παλαιά Ελλάς.
Πάντως άπαξ και εδέχθησαν οι οπλαρχηγοί του 1821 -
1827 την ανάγκην να ονομαστούν επισήμως μόνον Έλληνες δια να εξασφαλίσουν την
συμπαράστασιν της Ευρώπης και της Ρωσίας, άφησαν εκτεθειμένα τα συμφέροντα του
έθνους. Οι δε Νεογραικοί εκήρυξαν τον πόλεμον κατά της Ρωμαιοσύνης και
κατώρθωσαν να την αφανίσουν από την επίσημον εμφάνισιν του έθνους εις τοιούτον
βαθμόν μάλιστα πού εμφανίζονται εις τα σχολικά μας βιβλία οι Ρωμαίοι ως εχθροί
μας. Δηλαδή εγίναμεν εχθροί του εαυτού μας.
Πάντως το 1901 ο λαός δεν είχεν ακόμη συνηθίσει το
όνομα Έλλην το οποίον ο Κωστής Παλαμάς ονομάζει τότε «δυσκίνητον»[255].
Τώρα το εσυνηθίσαμεν, αλλά διότι το εταυτίσαμεν με το Ρωμηός.
Δια να μη γίνουν εις το Αιγαίον τα ίδια λάθη πού
έγιναν εις το Βορειοηπειρωτικόν και εις το Κυπριακόν, καθότι εξ επόψεως τυπικής
(νομικής και ιστορικής) εμφανιζόμεθα υπό των Τούρκων και Άγγλων ως ορεγόμενοι
να κατακτήσωμεν εδάφη, τα οποία ουδέποτε ιστορικώς ήσαν μέρος της Ελλάδος,
οφείλομεν το ταχύτερον να επαναφέρωμεν εις επίσημον χρήσιν τα ρωμαίικα ονόματα
της Ρωμηοσύνης, δια να μη υπάρχει καμμία αμφιβολία περί της ιστορικής και
νομικής πραγματικότητος.
Παρ' όλας τας προόδους των Ευρωπαίων, Ρώσων και
Αμερικανών εις τας επιστήμας, η πλαστογραφία της ιστορίας της Ρωμαιοσύνης
συνεχίζεται. Οφείλεται δε κατά κύριον λόγον εις την από του θ' αιώνος
παραδοσιακήν άρνησιν εκ μέρους των Φράγκων και μετέπειτα των υπολοίπων
Ευρωπαίων και των Σλαύων και τελικώς των Νεοελλήνων να αποκαλούν τους
λεγόμενους «Γραικούς» και «Βυζαντινούς» με το πραγματικόν των όνομα. Ήδη
είδομεν αρκετά σπουδαία παραδείγματα του πώς διαστρέφεται η πραγματική ιστορία
με την συνεχή επικράτησιν της αρνήσεως ταύτης εις την ιστορικήν έρευναν μέχρι
σήμερον. Οι Ιστορικοί εγνώριζον πάντοτε και σήμερον γνωρίζουν ότι οι υπό των
Ευρωπαίων λεγόμενοι «Γραικοί» είναι εις την ελληνικήν, αραβικήν και τουρκικήν
Ρωμαίοι. Παρά ταύτα επικρατεί μέχρι σήμερον μεταξύ Ευρωπαίων, Σλαύων και
Αμερικανών το Γραικός και Βυζαντινός εις όλας τας περί Ρωμαίων διηγήσεις και
αναλύσεις .Τούτο δε γίνεται παρά το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι είχον βαθείαν την συναίσθησιν
της Ρωμαιοσύνης των εκ πάσης έποψεως.
Οι Φράγκοι εχρηοιμοποίησαν όπως είδομεν το Γραικός
δια να θραύσουν ολοτελώς τον εθνικόν σύνδεσμον μεταξύ των υποδούλων εν τη
Φραγκία (Ευρώπη) Ρωμαίων και των εν ιταλική και ανατολική Ρωμανία Ρωμαίων.
Ως θεμέλιον και δικαιολόγησιν της όλης γραμμής
ταύτης εθέσπισαν αυθαιρέτως οι τότε αγράμματοι Φράγκοι την αρχήν ότι ο μόνος
πραγματικός Ρωμαίος είναι ο Λατίνος και μάλιστα ο ηνωμένος θρησκευτικώς με την
παπωσύνην υπό φραγκικόν πλέον έλεγχον.
Επειδή οι Φράγκοι γενόμενοι Ορθόδοξοι εύρον κατ'
αρχήν την ταύτισιν της Ρωμαιοσύνης με την Ορθοδοξίαν, απεδέχθησαν ότι ο «βέρος»
Ρωμαίος σημαίνει «βέρος» Ορθόδοξος. Οι εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλείς
των Ρωμαίων συνεκάλουν τας οικουμενικάς συνόδους και υπέγραφον τα πρακτικά, δια
να γίνουν αι δογματικαί και κανονικαί αποφάσεις της εκ των επισκόπων
συνισταμένης εκκλησιαστικής αυτής συγκλήτου νόμοι της Ρωμαιοσύνης. Ούτως η
Ρωμαιοσύνη και η Ορθόδοξος Χριστιανοσύνη ήσαν πάντοτε αναπόσπαστοι.
Γενόμενος Ορθόδοξος έκαστος λαός ησπάζετο
ολόκληρον τον πολιτισμόν της Ρωμαιοσύνης και εδέχετο ως ηγεσίαν αυτού τον
βασιλέα και τους πατριάρχας των Ρωμαίων.
Η κυρία, αλλ' όχι η μόνη, πολιτική γλώσσα της
Ρωμαιοσύνης ήτο η λατινική μέχρι τον ζ' αιώνα, αλλά η κυρία γλώσσα της
Εκκλησίας των Ρωμαίων και μάλιστα η μόνη γλώσσα των οικουμενικών συνόδων ήτο
πάντοτε η ελληνική.
Οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως
είδομεν, εγνώριζον και εδέχοντο με ενθουσιασμόν το γεγονός ότι η κατ' εξοχήν
θεολογική και εκκλησιαστική γλώσσα των Ρωμαίων είναι η ελληνική. Οι πάντες
είχον ως φυσικόν δεδομένον ότι η Ρωμανία είναι αυτοκρατορία δίγλωσσος.
Την λατινικήν γλώσσαν εγνώριζον, και όχι καλώς
μάλιστα, μόνον οι κληρικοί των Φράγκων. Οι υπόλοιποι Φράγκοι δεν εγνώριζον
λατινικά, ούτε ανάγνωσιν ούτε γραφήν. Πολύ σπάνιοι ήσαν οι εγράμματοι ευγενείς.
Εις τα τοιαύτα πλαίσια των πρώτων αιώνων της
φραγκικής ιστορίας τα ελληνικά ήσαν τελείως εκτός της περιωρισμένης
πραγματικότητος της Φραγκοσύνης.
Εν τω μεταξύ δεν ημπορούσαν οι Φράγκοι να
περιμένουν να αποκτήσουν ακριβή και σπουδαίαν γνώσιν της ελληνικής επιστήμης,
πριν προχωρήσουν εις την θεμελίωσιν και επέκτασιν της φραγκικής αυτοκρατορίας
των.
Επομένως επεξειργάσθησαν τα εθνοθρησκευτικά θέματα
των ως κατ' ουσίαν αγράμματοι, ερμηνεύοντες τα δεδομένα της Ρωμαιοσύνης με τα
πολύ διαφορετικά κριτήρια της περιωρισμένων αντιλήψεων Φραγκοσύνης.
Απ' όσα θα αναπτυχθούν εν τω κεφαλαίω τούτω θα
φανή σαφώς ότι εφ' όσον οι Ρωμαίοι της Ρωμανίας είναι κατά τους Φράγκους
αιρετικοί και επί πλέον δεν είναι Λατίνοι, άρα ούτε Ρωμαίοι είναι, ούτε δύναται
το κράτος των να λέγεται Ρωμανία, ούτε και ο βασιλεύς των είναι των Ρωμαίων.
Επομένως το «Γραικός» και το «Γραικία» και το «βασιλεύς των Γραικών» δεν έχουν
καμμίαν σχέσιν με το Έλλην και το Ελλάς. Σημαίνουν απλώς το ψευδορρωμαίος αιρετικός
ο οποίος ομιλεί την ελληνικήν εις την ψευδορρωμανίαν του.
Ήδη είδομεν ότι οι Ρωμαίοι και της αρχαιότητος και
του μεσαίωνος ουδέποτε εταύτιζον τους Ρωμαίους με τους Λατίνους[256].
Παρά ταύτα η ταύτισις αύτη δεσπόζει μέχρι σήμερον εις την ευρωπαϊκήν, ρωσικήν
και αμερικανικήν επιστήμην και ερριζώθη εις την επιστήμην των Ρουμάνων και των
Νεοελλήνων.
Εν όψει του γεγονότος ότι οι Ευρωπαίοι κατά τον ως
άνω τρόπον μας απεκάλουν επισήμως και ανεπισήμως μόνον Γραικούς, με εξαίρεσιν
τους λατινοφώνους εν τη Δύσει συμμάχους[257],
και εν όψει του γεγονότος ότι ημείς με πεποίθησιν και πείσμα μάλιστα
εγνωρίζαμεν ότι είμεθα οι μόνοι πραγματικοί και όχι κίβδηλοι Ρωμαίοι, το
πραξικόπημα των Νεογραικών κατά της ρωμαϊκότητός μας είναι εθνική προδοσία και
καταστροφικής μάλιστα σημασίας δια την συνοχήν της εθνικής παραδόσεως και
συνειδήσεως και την ορθήν τοποθέτησιν των εθνικών συμφερόντων εις τα πλαίσια
της αληθινής μας ιστορίας και της ιστορικής και σημερινής πάσης φύσεως
πραγματικότητος.
Πάντως εξ όλων των μέχρι τούδε αναπτυχθέντων
φαίνεται σαφώς ότι οι Φράγκοι δεν έπαυσαν να μας αποκαλούν Ρωμαίους δι'
επιστημονικούς λόγους, ούτε εχρησιμοποίησαν αντί του Ρωμαίος μόνον το Γραικός,
διότι απετέλουν τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης του Αδαμαντίου Κοραή.
Ίσως ενθυμείται ο αναγνώστης ότι ανεπτύξαμεν εις
το κεφάλαιον Α' πώς ο πατήρ ούτος του Νεογραικισμού απέκλεισεν ολοτελώς τα
ρωμαϊκά ονόματα του Έθνους και διατείνεται ότι πρέπει να λεγώμεθα ή Έλληνες ή
Γραικοί. Ισχυρίζετο ότι «Επρόκρινα το Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και
όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης»[258].
Ναι!
αλλά η παράδοσις να μας λέγουν οι Φράγκοι μόνον Γραικούς είναι 6 με 7 αιώνες
παλαιοτέρα από την εμφάνισιν των φωτισμένων τούτων εθνών της Ευρώπης εις την
οθόνην της ιστορίας. Τα έθνη της Ευρώπης δεν μας ωνόμασαν μόνον Γραικούς, όταν
ήσαν φωτισμένα, αλλά και όταν ήσαν σκοτισμένα, αγράμματα και βάρβαρα και πολύ
πριν φωτισθούν. Ο τότε εφάμιλλος με ημάς αραβικός πολιτισμός μας ωνόμαζε
πάντοτε Ρωμαίους. Επομένως εάν ο φωτισμός των κρατών είναι το κριτήριον της
ρωμαϊκότητος ή γραικικότητός μας, θα έπρεπεν ο Κοραής να προέκρινε το Ρωμαίος
«επειδή ούτω μας ονομάζει» το κατά τον μεσαίωνα πολύ περισσότερον από την
Ευρώπην φωτισμένον έθνος των Αράβων.
Δηλαδή το ορθόν είναι ορθόν δια τους Νεογραικούς,
επειδή οι Ευρωπαίοι λέγουν ότι είναι ορθόν. Το κριτήριον του ορθού μεταφέρεται
ούτως από την Ρωμαιοσύνην εις την Ευρώπην,
Επίσης ο Κοραής δεν επρόσεξεν ή δεν έδωκε σημασίαν
εις το ότι οι Ευρωπαίοι εννοούσαν με το Γραικός αφ' ενός μεν τους αρχαίους
Έλληνας αφ' ετέρου δε όχι ζώντας συγχρόνους Έλληνας, αλλά τους ελληνιστί
λεγόμενους Ρωμαίους και ομιλούντας επισήμως τα ελληνικά αντί των λατινικών.
Μόλις κατά τα χρόνια του Κοραή ηδραιώθη η
συνείδησις μεταξύ των Ευρωπαίων ότι οι Γραικοί της Πελοποννήσου και της Στερεας
Ελλάδος είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και ημείς εξεμεταλλεύθημεν δεόντως
την ιδέαν αυτήν, αφού εγνωρίζαμεν και πιθανόν να μας το είπαν σαφώς αι Μεγάλαι
Δυνάμεις ότι δεν θα βοηθήσουν ποτέ εις την ανασύστασιν της Ρωμανίας των
Ρωμαίων, αλλά δύνανται να καταδεχτούν μίαν τρόπον τινά ανασύστασιν της αρχαίας
Ελλάδος (Graecia), δηλαδή Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος, με Γραικούς αλλά
όχι Ρωμαίους πολίτας με πραγματικόν σκοπόν όχι την απελευθέρωσιν των «αρχαίων
Ελλήνων» αλλά την διάλυσιν της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της συνδεδεμένης μετ'
αυτής Ρωμαιοσύνης. Ούτως εξηγείται η προσπάθεια να αντικατασταθεί το Ρωμαίος με
το Γραικός, και εφ' όσον τούτο απέτυχεν, επεκράτησεν ως συμβιβασμός το αρεστόν
εις τους Ρωμαίους όνομα Ελλαδικός ή Έλλην.
Προφανώς τούτο εθεωρήθη λύσις εις την ανάγκην
διακρίσεως μεταξύ των Ρωμαίων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των
πολιτών της μεταβληθήσης εις «ημιανεξάρτητον» κράτος επαρχίας της Ελλάδος. Αλλά
η διάκρισις αύτη μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων υπάρχει ή υπήρχε μόνον εις την
ελληνικήν, τουρκικήν και αραβικήν ορολογίαν, εφ' όσον οι Ευρωπαίοι, όπως
είπομεν, μεταφράζουν πάντοτε το Ρωμαίος όσον αφορά εις τους ζώντας αλλά και το
Έλλην με το παραδοσιακόν φραγκικόν Γραικός. Δηλαδή ο Ορθόδοξος είτε Έλλην
λέγεται είτε Ρωμαίος ονομάζεται εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας Γραικός.
Μέχρι της εποχής της επαναστάσεως του 1821 οι
Ευρωπαίοι διαστέλλουν σαφώς τους «Ρωμάνους», δηλαδή λατινοφώνους Ρωμαίους, από
τους «Γραικούς», δηλαδή από τους ελληνιστί λεγόμενους Ρωμαίους αλλά εις την
πραγματικότητα δήθεν ψευδορρωμαίους. Δηλαδή δια τους Φράγκους ο Λατίνος Romanus
είναι ο «βέρος» Ρωμηός και ο Graecus είναι όχι Έλλην αλλά κίβδηλος Ρωμηός.
Φαίνεται ότι ίσως από την διαμάχην αυτήν περί εθνικών ονομάτων μεταξύ Ρωμαίων,
Φράγκων και Σλαύων προήλθεν η λαϊκή έκφρασις «βέρος Ρωμηός».
Εν άκρα αντιθέσει προς την γραμμήν αυτήν οι
Ρωμαίοι ουδέποτε εδέχοντο διάκρισιν μεταξύ Ρωμάνων και Ρωμαίων, αφού το
λατινικόν Ρωμανός, το ελληνικόν Ρωμαίος και το αραβοτουρκικόν Ρούμ είναι
ακριβώς το ίδιον πράγμα. Όταν εις την Ρωμαιοσύνην γίνεται διάκρισις μεταξύ Βλάχων,
Αρβανιτών και Γραικών, τούτο γίνεται με ρωμαίικον σκοπόν να διαστέλλωνται οι
Ρωμαίοι μεταξύ των κατά την επικρατούσαν γλωσσικήν διάλεκτον και όχι υπό
έννοιαν εθνικήν» Τούτο φαίνεται εκ του γεγονότος ότι εις τα γλωσσικά πλαίσια
εσυνηθίζετο όχι το Ρωμανός ή το Ρούμ, αφού σημαίνουν Ρωμαίος, αλλά το Βλάχος
και Αρβανίτης. Οι δε Ρωμαίοι γενόμενοι αραβόφωνοι και τουρκόφωνοι ουδέποτε
ελέγοντο Άραβες ή Τούρκοι, αφού τα ονόματα αυτά σημαίνουν Μουσουλμάνους, αλλά
ούτε εσυνηθίζετο να λέγωνται ελληνιστί ή λατινιστί Ρούμ. Τούτο διότι όλοι οι
Ρωμαίοι είναι συγχρόνως Ρωμάνοι, Ρωμαίοι και Ρούμ, ανεξαρτήτως της επικρατούσης
γλώσσης της περιοχής εις την οποίαν ζουν. Αρκεί να έχουν την ιστορικήν
συνείδησιν ότι κατάγονται από Ρωμαίους και είναι «βέροι Ρωμηοί», ασχέτως αν έχασαν
την ελληνικήν ή λατινικήν γλώσσαν των.
Ολίγον προ της αλώσεως οι Ρωμαίοι ήρχισαν να
χρησιμοποιούν το φραγκικόν «Γραικός» ως όνομα δια τους προδότας λατινόφρονας οι
οποίοι επεδίωκον την εθνικήν και θρησκευτικήν υπόταξιν της Ρωμαιοσύνης εις την
Φραγκιάν. Ούτως ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο κύριος εκπρόσωπος της Ρωμαιοσύνης
εις την ψευδοενωτικήν Σύνοδον της Φλωρεντίας (1438 - 1439) δια την εξαγοράν
ευρωπαϊκής στρατιωτικής βοηθείας κατά των Τούρκων, διακρίνει σαφώς μεταξύ των
Λατίνων, των Γραικών και των Ρωμαίων. Μάλιστα αποκαλεί τους Γραικούς τούτους
Γραικολατίνους, δηλαδή όχι Ρωμαίους Γραικούς αλλά Λατίνους Γραικούς ή
λατινόφρονας. Το Γραικολατίνος τούτο αντιστοιχεί με το Λατινέλλην[259]
το οποίον εχρησιμοποίησεν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296 - 1359) δια τον εξ
Ιταλίας oρμώμενον Βαρλαάμ,
καταδικασθέντα το 1341[260].
Αλλά το Έλλην σημαίνει την εποχήν αυτήν ειδωλολάτρης, ενώ το Γραικός σημαίνει
ψευδορρωμαίος. Με την σημασίαν του ψευδορρωμαίος χρησιμοποιεί ο Μάρκος το
Γραικός δια τους λατινόφρονας.
Ο Άγιος Μάρκος γράφει, «Αλλά τί, φησί, δράσωμεν
προς τους μέσους τούτους Γραικολατίνους, οι την μεσότητα περιέποντες, τα μεν
επαινούσι των λατινικών εθών και δογμάτων αναφανδόν, τα δ' επαινούσι μεν, αλλ'
ουκ αν έλοιντο, τα δ' ούδ' επαινούσιν όλως; — Φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις
από όφεως... Ούτοι δε μετά των Λατίνων, τη αιτία τούτους συνάπτουσιν. Και ημείς
μεν μετά του σεπτού Μαξίμου και των τότε Ρωμαίων και των δυτικών Πατέρων, ου
ποιούμεν τον Υιόν αιτίαν του Πνεύματος· ούτοι δε κατά μεν τους Γραικούς αιτίαν,
κατά δε τους Λατίνους αρχήν του Πνεύματος τον Υιόν εν τω όρω αποφαίνονται...»[261].
Εξ ίσου αξιοσημείωτον είναι το γεγονός ότι ο Άγιος
Μάρκος διαστέλλει τους Ρωμαίους Πατέρας από τους δυτικούς Πατέρας. Δηλαδή οι
ελληνιστί γράψαντες Πατέρες και υπό των Λατίνων λεγόμενοι Γραικοί Πατέρες είναι
δι' ημάς οι Ρωμαίοι Πατέρες. Ο εν χρήσει σήμερον όρος Έλληνες Πατέρες είναι η
νεοελληνική απόδοσις του φραγκικού Γραικοί Πατέρες και ουδεμίαν σχέσιν έχει με
την Ρωμαιοσύνην.
Υπό την πίεσιν πλέον της ευρωπαϊκής και τελικώς
της σλαυικής χρησιμοποιήσεως του Γραικός και κυρίως υπό την πίεσιν της εθνικής
συμφοράς μετά την άλωσιν ηρχίσαμεν να χρησιμοποιώμεν και ημείς οι Ρωμαίοι (αλλά
πολύ σπανιώτερα του Ρωμαίος) το ευρωπαϊκόν Γραικός, αφού ήτο αισθητόν το
γεγονός ότι τα ονόματα ταύτα περιέγραφον τον ίδιον λαόν, αν και όχι όλον τον
λαόν, εφ' όσον πρόκειται περί γλωσσικού και ουχί φυλετικού προσδιορισμού.
Γενικώς όμως το Γραικός αποκρούεται εις την συνείδησιν της Ρωμαιοσύνης, αφού
θεωρείται και είναι ξένον προς την αξιοπρέπειαν του Γένους. Όταν δε με
υπερηφάνειαν χρησιμοποιήται, τούτο γίνεται εις πείσμα των εχθρών της
Ρωμαιοσύνης. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είναι ποτέ δυνατόν το Γραικός να γίνη
το εθνικόν μας όνομα μετά την μακραίωνα προπαγανδιστικήν χρήσιν αυτού υπό των
Ευρωπαίων εις βάρος της Ρωμαιοσύνης. Δια τούτο η συνείδησις του Ρωμηού
απέκρουσε την προτίμησιν του Κοραή ότι πρέπει να λεγώμεθα μόνον Γραικοί διότι
έτσι θέλουν οι Ευρωπαίοι. Συμβολικώς το επικρατούν σήμερον εν Ελλάδι επίσημον
Έλλην είναι εθνικός συμβιβασμός. Υπακούουν οι Νεοέλληνες εις τα αφεντικά των
Νεογραικών τα οποία δεν θέλουν να λεγώμεθα Ρωμαίοι, αλλά το εναπομείναν
ρωμαίϊκον δεν επιτρέπει τόσον πολύ υπακοήν εις τα αφεντικά, ώστε να δεχώμεθα
και το φραγκικόν Γραικός.
Δυνάμεθα να έχωμεν σαφεστάτην εικόνα της περί
Ρωμαίων και Γραικών επισήμου θέσεως των ψευδορρωμαίων αυτοκρατόρων της Αγίας
Ψευδό-Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Γερμανίας και της Αυστρίας από το 962 μέχρι το
1806 δηλαδή από του Όθωνος Α' μέχρι του Φραγκίσκου Β', από επίσημον έγγραφον
εκδοθέν το 1783 εν ονόματι του τότε ψευδορρωμαίου Αυτοκράτορας της
Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας Ιωσήφ Β' (1780
1790).
Το εν λόγω έγγραφον εξεδόθη εις τρεις γλώσσας, την
επίσημον γερμανικήν, την ρωμαίικην και την ρωσικήν, εις τρεις παραλλήλους
στήλας, καλύπτον 16 σελίδας και φέρον τας εν ονόματι του αυτοκράτορος υπογραφάς
των «Ιωσήφ, Θαδαίου Βαρώνος του από Ρεϊσχά Εφόρου Επικαιρίου του βασιλέως της
Βοχεμίας και αρχιγραμματέως μυστικού της άνω Αουστρίας» και «κατά την ιδίαν
εντολήν της σεβαστής Καισαροβασιλικής Μεγαλειότητος, Φριδερίχου του από Έγερ».
Μεταξύ των υπογραφών είναι η «κρεμαμένη βούλα».
Το ρωμαίϊκον κείμενον φέρει τον εξής τίτλον
«Καισαροβασιλικόν Προνόμιον. Χαρισθέν παρά του Κραταιοτάτου Καίσαρος των
Ρωμάνων, Ιωσήφ του Δευτέρου, εις τους εν τη Καθεδραλική πόλει Βιέννη πραγματευομένους
μη ουνίτους Ρωμαίους, τους υποκειμένους της Οθωμανικής εξουσίας, δια την
εκκλησίαν, ήγουν Καπέλλαν, του Αγίου Γεωργίου, όπου ευρίσκεται εις το Στάϋερ
Χόφ. Παρά Ιωσήφ τω ευγενεί τω Κουρτζβέκ. αψπγ. εν Βιέννη, της Αουστρίας»[262].
Αναφέρομεν ενδιαφέροντα σημεία του τριγλώσσου
κειμένου έχοντα σχέσιν με τα εν προκειμένω θέματα.
1) Πρέπει να τονισθή ότι το κείμενον εμπεριέχει
την περί Ρωμαίων επίσημον ορολογίαν ως διεμορφώθη από του θ' αιώνος υπό του
ψευδορρωμαίου αυτοκράτορος της Γερμανίας η οποία εις το αμέσως επόμενον τμήμα
θα μας βοηθήση εις την λύσιν ωρισμένων μέχρι τούδε αλύτων περί του ονόματος
Ρωμανία ιστορικών προβλημάτων.
2) Εις το ρωμαίικον κείμενον λεγόθενα πάντοτε και
πολλάκις Ρωμαίοι. Το Ρωμαίος μάλιστα είναι το μόνον εθνικόν όνομα με το οποίον
μας χαρακτηρίζει το ρωμαίικον κείμενον. Μίαν φοράν εμφανίζεται και το Ρούμελη.
0ι αναφερθέντες Ίλλυρες είναι προφανώς οι Αρβανίται,
3) Το Ρωμαίος του ρωμαίικου κειμένου μεταφράζεται
πάντοτε με το Γραικός εις το γερμανικόν και εις το ρωσικόν κείμενον. Μάλλον το
Γραικός του πρωτοτύπου γερμανικού κειμένου μεταφράζεται επισήμως εις τα
ρωμαίικα με το Ρωμαίος. Πρέπει να τονισθή ιδιαιτέρως ότι τούτο σημαίνει ότι και
οι Γερμανοί γνωρίζουν ότι λεγόμενα Ρωμαίοι και όχι Γραικοί και ότι δεν δέχονται
να λεγώμεθα εις την γλώσσαν των με το πραγματικόν μας εθνικόν όνομα, αλλά και
ότι ημείς δεν δεχόμεθα εις την γλώσσαν μας να λεγώμεθα ό,τι θέλουν οι
Ευρωπαίοι.
4) Εις το γερμανικόν κείμενον ο Ιωσήφ Β'
ονομάζεται Römischer Kaiser, δηλαδή Ρωμαίος Καίσαρ.
5) Εις το ρωσικόν κείμενον ονομάζεται Ρωμαίος
Ιμπεράτορ.
6) Εις το ρωμαίικον κείμενον ονομάζεται, όπως
είδομεν, Καίσαρ των Ρωμάνων. Δηλαδή χρησιμοποιείται ο τίτλος Ρωμαίος ή των
Ρωμαίων αλλά λατινιστί, εφ’ όσον ελληνιστί οι «Γραικοί» λέγονται Ρωμαίοι.
7) Αι περί Ρωμαίων φράσεις έχουν ως εξής· «η
ομήγυρις εκείνων των Ρωμαίων πραγματευτών» (σελ. 6), «εσυγχωρήθη εις εκείνους
τους μη ουνίτους Ρωμαίους» (σελ. 6), «αυτοί οι μη ουνιάται Ρωμαίοι» (σελ. 6),
«είναι Καπέλλα κυρίως μόνον εδική των, εκείνων των μη ηνωμένων Ρωμαίων» (σελ. 7),
«της μη ουνίτης θρησκείας των Ρωμαίων» (σελ. 7), «οι της Οθωμανικής Πόρτας
υπήκοοι Ρωμαίοι.» (σελ. 7), «και διατριβόντων εδώ της μη ουνίτης Ανατολικής
Εκκλησίας Ρωμαίων.» (σελ. 8), «και ομοπίστων Ρωμαίων,» (σελ. 9), «έτσι και οι
Καπελλάνοι αυτοί να είναι το Γένος και την θρησκείαν Ρωμαίοι,» (σελ. 9), «μη
ουνιτών Ρωμαίων, από οποίον Μοναστήρι της Ρούμελης ήθελαν θέληση· Εάν δε
το Ιλλυρικον Γένος, ήθελε το εύρη εύλογον να καλέσει εδώ κανέναν Ιλλιρικόν
ιερέα, με εδικά του έξοδα, δια μόνην την Εξομολόγησιν, δεν θέλει είναι
συγχωρημένον εις αυτόν, να επιχειρισθή τίποτες εις τας λοιπάς Ιεροπραξίας, και
εφημεριακάς τελετάς· αλλ' ο προρρηθείς εφημέριος των Ρωμαίων.» (σελ. 9),
«Τρίτον. Ωσάν όπου αυτοί οι μη ουνιάται Ρωμαίοι, είναι ομόπιστοι με τον
Αρχιεπίσκοπον, και Μητροπολίτην της Καρλοβίτζας ημών, ο οποίος και αυτός
φυλάττει τα δόγματα της μη ουνίτης Ανατολικής Εκκλησίας, χρεωστούσιν εις αυτόν
να αποδίδωσι πασαν την τιμήν, όπου πρέπει να προσφέρωσιν ωσάν εις Αρχιεπίσκοπον
τους.» (σελ. 10), «εδώ πραγματευόμενοι Ρωμαίοι οι μη ηνωμένοι,» (σελ. 11), «Ει
δε αι τοιαύται ελεημοσύναι δεν ήθελαν ήσται αρκεταί, να έχουν οι της Οθωμανικής
Πόρτας υπήκοοι εδώ πραγματευόμενοι, της μη ουνίτης Ανατολικής Εκκλησίας
Ρωμαίοι...» (σελ. 14), «Συγκατανεύσαντες λοιπόν συμπαθέστατα εις τούτο το
ζήτημα των Οθωμανικών υποκειμένων, και πραγματευτών Ρωμαίων, με το Προνόμιον
όπου εις ημάς, ως εις άκρον τοπάρχην, δικαίως ανήκει κατά τα ιερά.» (σελ. 15),
«οι ίδιοι αυτοί της Οθωμανικής Πόρτας υπήκοοι Ρωμαίοι πραγματευταί» (σελ. 15).
8) Μεγάλης σημασίας είναι το γεγονός ότι το
εθνικόν έμβλημα του Ιωσήφ Β' ευρισκόμενον εις την σελίδα 5, είναι ο δικέφαλος
αετός, όχι ο ρωμαίικος χρυσός αλλά μέλας, το χρώμα του μονοκεφάλου της
σημερινής Γερμανίας. Είναι σαφές πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο αετός ούτος χρησιμοποιείται,
όχι διότι θεωρείται βυζαντινός ή γραικικός, αλλά διότι θεωρείται ρωμαϊκός αετός
της Ρωμηοσύνης.
Εκ του όλου τούτου αυτοκρατορικού εγγράφου
φαίνεται σαφώς ότι το από του θ' αιώνος φραγκικόν και ευρωπαϊκόν Γραικός δεν
σημαίνει το αρχαίον ελληνικόν Γραικός ή το Έλλην αλλά το ελληνικόν Ρωμαίος έχον
την έννοιαν ψευδορρωμαίος Γραικός. Δηλαδή ο ελληνιστί λεγόμενος Ρωμαίος δεν
είναι «βέρος Ρωμηός» αλλά Γραικός. Με αλλά λόγια οι ρατσισταί Ευρωπαίοι
(Γερμανοί και γερμανικής καταγωγής) απεφάσισαν ότι οι μόνοι πραγματικοί Ρωμαίοι
είναι οι ηνωμένοι με τον Φραγκορρωμαίον πάπαν και τον ψευδορρωμαίον αυτοκράτορα
λατινόφωνοι ρωμαίοι της ιταλικής Ρωμανίας, δηλαδή του παπικού κράτους, και κατά
προέκτασιν όλοι οι Λατίνοι Χριστιανοί, οι οποίοι είναι και αυτοί κατά πνεύμα
τρόπον τινά Ρωμαίοι.
Εγείρεται όμως το ερώτημα· πώς ο Α. Κοραής
παραβλέπει την ουσιαστικήν σημασίαν του ευρωπαϊκού τούτου Γραικός όταν προτείνη
την υιοθέτησίν του και συγχρόνως προωθεί την απόρριψιν του Ρωμαίος, το οποίον
είναι η μετάφρασις του πρώτου, όταν αφορά εις τους ζώντας Γραικούς;
Ως ο τύπος του τότε Ευρωπαίου αρχαιολάτρου και
ρατσιστού επίστευεν ο Κοραής ότι υπάρχει το γνήσιον αρχαίον το οποίον
παραφθείρεται και πρέπει να καταβάλωμεν πάσαν δυνατήν προσπάθειαν να το
αποκαθάρωμεν και να το επαναφέρωμεν εις την αρχαίαν και πρώτην του γνησιότητα.
Δεν αναγνωρίζει ούτε το κύρος, ούτε την γνησιότητα, ούτε την ανάγκην των
ιστορικών εξελίξεων των φυλών και εθνών, ως και της αλλαγής της σημασίας των
ονομάτων. Ασχολείται με εθνικά ονόματα και με την γλώσσαν ως να συνεσκέπτετο
κατ' ευθείαν με τον ίδιον τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον Περικλή, δια να
καθορίση το γνήσιον αρχαίον. Το τι εννοούν οι Ευρωπαίοι με το Γραικός δεν τον
απασχολεί. Τον απασχολεί μόνον το τί σημαίνει όταν εμφανίζεται το πρώτον εις
την ιστορίαν. Το «επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της
Ευρώπης» είναι το επιχείρημα πού εύρισκεν απήχησιν αυτομάτως πλέον εις τους
Γραικύλους μέχρι σήμερον. Το τι εννοούν οι Ευρωπαίοι με το Γραικός όσον αφορά
εις τους ζώντας Γραικούς δεν θα μας απασχόληση. Θα λάβωμεν το Γραικός ως οι
Ευρωπαίοι το χρησιμοποιούν δια τους αρχαίους Έλληνας και με αυτό θα
επιτελέσωμεν το έργον μας, εφ' όσον ολίγον κατ’ ολίγον θα αναγκασθούν όλοι να
επανέλθουν εις το γνήσιον αρχαίον, οπότε όλος ο κόσμος θα θαυμάζη και θα
λατρεύη την Ελλαδίτσαν με τους αρχαίους Έλληνας κατοίκους της. Δια τούτο ο
Μέγας Κωνσταντίνος και η Ρωμηοσύνη και η ρωμαίικη γλώσσα και πάντα τα ρωμαίικα
είναι κίβδηλα σκεπάσματα, τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν δια να επανεμφανισθή ο
γνήσιος αρχαίος Γραικισμός ή Ελληνισμός.
Η γραμμή αυτή του Νεογραικισμού πού κατέκτησε την
Ελλάδα, την απέσπασεν από την Ρωμηοσύνην και την ήνωσε με την Ευρώπην, είναι
ακριβώς η γραμμή των Φράγκων αλλ' αντιστρόφως. Οι Φράγκοι ως σκοπόν έθεσαν την
αποκάθαρσιν της Ρωμαιοσύνης από κάθε τι το γραικικόν, ενώ οι Νεογραικοί ως
σκοπόν έθεσαν την αποκάθαρσιν του Νεοελληνικού από κάθε τι το ρωμαϊκόν, δηλαδή
ρωμαίϊκον. Ενώ οι Φράγκοι εταύτισαν το Ρωμαίος με το Λατίνος, οι Νεογραικοί
απεκήρυξαν την Ρωμηοσύνην και εταύτισαν το Γραικός των Ευρωπαίων με το αρχαίον
ελληνικόν Γραικός και Έλλην. Δηλαδή και οι Φράγκοι και οι Νεογραικοί απεκήρυξαν
τελικώς το ίδιον πράγμα, την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην ως γνησίαν
πρωτεύουσαν γνησίας Ρωμαιοσύνης και γνησίου Ελληνισμού. Με άλλα λόγια ούτε οι
Ευρωπαίοι ούτε οι Νεογραικοί αντελήφθησαν ποτέ πώς είναι δυνατόν η Ρωμαιοσύνη
και ο Ελληνικός πολιτισμός να είναι το ίδιον πράγμα. Ήδη εξητάσαμεν αρκετά περί
του εξελληνισμού της Ρώμης πολύ πριν μεταφερθή εις την Νέαν Ρώμην υπό του
Μεγάλου Κωνσταντίνου[263].
Ήδη είδομεν πόσον αβάσιμος είναι η επιστημονική προσπάθεια των Ευρωπαίων να
εξηγήσουν πώς και πότε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινεν εις την Ανατολήν γραικική
ή βυζαντινή[264].
Η επί του θέματος τούτου επιστημονική αυτή
αβασιμότης φαίνεται σαφώς π.χ. εις το γνωστόν λεξικόν των μεσαιωνικών και
νεωτέρων ελληνικών του Du Gange, το δημοσιευθέν το 1688[265].
Εις το όνομα «Ρωμαίος» (σελ. 1311) υπάρχει ως μόνη σημασία αυτού το Latinus, το
οποίον ως είδομεν από την εν Ανατολή κοινήν χρήσιν του Ρωμαίος και Λατίνος και
εις αυτόν τούτον τον ρωμαϊκόν νόμον από αρχαιοτάτων χρόνων είναι παρερμηνεία
σοβαρά και τελείως αστήρικτος[266].
Εις το ερώτημα πόθεν προέρχεται η φραγκική αυτή
παρερμηνεία θα μας βοηθήση να εύρωμεν την απάντησιν ο ίδιος ο Du Gange μέσω των
περιωρισμένων του αντιλήψεων, αι οποίαι είναι χαρακτηριστικαί ολοκλήρου της
τάξεως των ευγενών της Ευρώπης προ της γαλλικής επαναστάσεως.
Ως είδομεν, οι Φράγκοι, ως και αι περισσότερον
συγγενείς προς αυτούς γερμανικαί φυλαί, αίτινες μαζί με τους Φράγκους
κατέκτησαν τους Ρωμαίους και Σλαύους εις την δυτικήν Ευρώπην και Ιταλίαν,
έφθασαν να πιστεύουν ότι ούτοι είναι κατά φύσιν, εκ γενετής, ευγενείς ως φυλή
και οι κατακτηθέντες είναι κατά φύσιν και εκ γενετής ταπεινοί ή κοινοί και
Σλαύοι, δηλαδή sclavi, δούλοι. Τούτο σημαίνει ότι αντιθέτως προς την ρωμαϊκήν
κοινωνικήν αντίληψιν, δεν δύναται κατά τους Τεύτονας ο κατά πνεύμα σλαύος
(σκλάβος) να γίνη κατά πνεύμα ευγενής, εφ' όσον ο καθείς δεν είναι αυτό πού
είναι κατά πνεύμα, αλλά κατά φύσιν και εκ γενετής. Οι σκλάβοι γεννούν Σλαύους και
οι ευγενείς γεννούν ευγενείς.
Επιπροσθέτως οι ρήγες κατ' εξαίρεσιν δεν γεννώνται
μόνον από ευγενείς αλλά επί πλέον από ρήγας. Όταν δε εκλείψει μία ρηγική φυλή,
τότε η νέα ρηγική φυλή πρέπει να προέλθη απαραιτήτως από την τάξιν των ανωτέρων
ευγενών.
Έχοντες οι Φράγκοι τους απλοϊκούς τούτους
τευτονικούς θεσμούς υπ' όψιν και νομίζοντες ότι όλος ο κόσμος έχει δημιουργηθή
από τον Θεόν κατ' αυτόν τον τρόπον, εφαντάσθησαν τους αρχαίους Ρωμαίους
κατακτητάς των Γραικών ως μίαν αμιγή φυλήν, ήτις έγινεν ή ήτο η ευγενής τάξις
έναντι της ταπεινής και κοινής τάξεως των κατακτηθέντων Γραικών.
Όπως κατά τον φραγκικόν νόμον ο κατακτηθείς
Ρωμαίος ή ετερογενής δεν γίνεται ποτέ Φράγκος, κατά τον ίδιον τρόπον είναι
αδύνατον κατά τον Φράγκον ο Γραικός να γίνη Ρωμαίος. Το ιστορικόν γεγονός ότι ο
Γραικός αποκτά το όνομα Ρωμαίος δεν σημαίνει ότι ανυψώθη εις την ευγενή τάξιν
των Ρωμαίων, εφ' όσον τούτο θα απετέλει παραβίασιν της φύσεως των πραγμάτων, ως
εδημιουργήθη υπό του Θεού. Αλλά τουναντίον είναι απλώς μία απόδειξις ότι εξέπεσαν
οι Ρωμαίοι, επιτρέποντες εις κοινούς Γραικούς να μολύνουν την φυλήν των. Κατά
τον τρόπον αυτόν εξηγείται το πώς η ένδοξος Ρωμανία έχασε την κοσμοκρατορικήν
της δύναμιν. Δηλαδή οι Ρωμαίοι ανεμίχθησαν με τους Γραικούς και επεκράτησε το
γραικικόν στοιχείον, και ούτως η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε γραικική και
βυζαντινή.
Ο Du Gange έγραψε το λεξικόν του 100 έτη περίπου
προ της γαλλικής επαναστάσεως. Δια τούτο η επιστήμη του αντανακλά τας
επικρατούσας ρατσιστικάς αντιλήψεις των Ευρωπαίων, αίτινες εγέννησαν τον ευρωπαϊκόν
φεουδαλισμόν.
Μόνον εις αυτά τα ιστορικά πλαίσια γίνεται
αντιληπτός ο περίεργος τρόπος εργασίας του Du Gange και εξηγείται η υπό των
Ευρωπαίων γενομένη πλαστογραφία της ρωμαϊκής ιστορίας, ήν μετέτρεψαν εις
βυζαντινήν ή γραικικήν.
Αξίζει να παραθέσωμεν ολόκληρον την παράγραφον εις
την οποίαν ο Du Gange εμφανίζει την σημασίαν των Ρωμαίος, Ρωμαΐζω, και
Ρωμαϊστί, διότι τα προσφερόμενα ως και τα παραλειφθέντα ομού βοούν περί των
τότε ευρωπαϊκών αντιλήψεων και προκαταλήψεων.
«Ρωμαίος,
Latinus, Ρωμαΐζω, Latino, in Gloss. Gr. Lat.
in Lat. Gr. Latine, Ρωμαϊστί. Hinc latina lingua dicta romana, in Novella 21, lustiniani cap. I, ss, 2. διότι γενομένων ισοτύπων διατάξεων περί του μέτρου της συστάσεως
των παίδων, τη μεν τη Ελλήνων φωνή γεγραμμένης, δια το τω πλήθει κατάλληλον, τη
Ρωμαίων, ήπερ εστί και κυριωτάτη, δια το της πολιτείας σχήμα. Ex quibis liquet lustiniani aetate nondum omnino invaluisse, ut Graeci
Byzantini receptâ appellatione Romani appellarentur. Hic porro addere lubet que scribit Liutprandus in Legat. «Ex qua
nobilitate (Romanorum) propagati sunt ipsi quos vos kosmocratores, id est
imperatores, appellatis : Quos nos, Langobardi scilicet, Saxones, Franci,
Lotharingi, Bajoarij, Sueni, Burgundiones, tanti dedignamur, ut inimicos
nostros commoti, nil aliud contumeliarum, nisi Romane, dicamus, hoc solo, id
est Romanorum nomine, quidquid ignobilitatis, quidquid timiditatis, quidquid
avaritiae, quidquid luxariae, quidquid mendacij, imo quidquid vitiorum est,
comprehendentes». (Παραθέτομεν μετάφρασιν του ως άνω λατινικού
κειμένου· «Εξ αυτών είναι φανερόν ότι κατά τους χρόνους του Ιουστινιανού
δεν είχε παντάπασιν επικρατήσει να αποκαλώνται οι Γραικοί Βυζαντινοί με την
συνήθη προσηγορίαν Ρωμαίοι. Ενταύθα λοιπόν επιθυμεί τις να πρόσθεση ό,τι
έγραψεν ο Λιουτπράνδος εν Legat. (δηλαδή εις το έργον του Relatio de Legatione
Constantinopolitana) «Εξ αυτής της ευγενικής τάξεως (των Ρωμαίων) κατάγονται
εκείνοι, τους οποίους σεις καλείτε κοσμοκράτορας, τουτέστι βασιλείς: τους
οποίους ημείς, Λογγοβάρδοι δηλαδή, Σάξωνες, Φράγκοι, Λοθαριγκοί, Βαγιόριοι,
Σουηνοί, Βουργούνδιοι, τοσούτον καταφρονούμεν, ώστε όταν εξοργιζώμεθα εναντίον
των εχθρών ημών, ουδεμίαν ετέραν ύβριν λέγομεν, ειμή Ρωμαίε, τούτο μόνον,
τουτέστι με το όνομα των Ρωμαίων εννοούντες, ό,τι δυσγενές, ό,τι άτολμον, ό,τ ι
άπληστον, ό,τι ακόλαστον, ό,τι ψευδές, και μάλιστα, ό,τι πονηρόν».)
Από την εν προκειμένω Νεαράν του Ιουστινιανού
συμπεραίνει ο Du Gange ότι υπήρχεν ακόμη εις την εποχήν του Ιουστινιανού σαφής
διάκρισις μεταξύ των Ρωμαίων, δηλαδή Λατίνων, και Γραικών ή Βυζαντινών, αφού η
διάκρισις μεταξύ της γλώσσης των Ρωμαίων και της γλώσσης των Ελλήνων της εν
λόγω διατάξεως σημαίνει δήθεν ότι διεκρίνοντο ακόμη οι Ρωμαίοι από τους
Γραικούς. Φαίνεται να ελησμόνησεν ότι ο ίδιος ο αυτοκράτωρ έγραψεν ελληνιστί τα
τόσα σπουδαία του έργα περί θεολογίας και συγκαταριθμείται μεταξύ των
σπουδαιοτέρων θεολόγων αγίων της Εκκλησίας των Ρωμαίων. Και προσάπτει ο Du
Gange αμέσως εις την Νεαράν ως υποστήριξιν της θέσεώς του τας περί Ρωμαίων
φαντασιώσεις του Λογγοδάρδου Λιουτπράνδου, επισκόπου της Κρεμονάς της ιταλικής
Λογγοβαρδίας και εκπροσώπου όχι μόνον του ψευδορρωμαίου αυτοκράτορος της
Γερμανίας Όθωνος Α', αλλά και της γραμμής ότι μόνον εις την Ιταλίαν διασώζονται
οι γνήσιοι Ρωμαίοι, δηλαδή οι Λατίνοι, και ότι οι εν Ανατολή λεγόμενοι Ρωμαίοι,
είναι κίβδηλοι εις την πραγματικότητα, Γραικοί.
Η ιδέα ότι οι βασιλείς των Ρωμαίων προέρχονται από
την Nobilitatem εις την εν προκειμένω έκφρασιν του Λιουτπράνδου και εις την
φεουδαλικήν πάλιν αντίληψιν του Du Gange αντιπροσωπεύει όχι την κοινωνικήν,
πολιτικήν και θρησκευτικήν πραγματικότητα των Ρωμαίων, οι οποίοι είχον
χαρισματικήν αριστοκρατίαν του πνεύματος, αλλά την ταξικήν, φυλετικήν και
ρατσιστικήν αντίληψιν του ευρωπαϊκού φεουδαλισμού. Είναι αδιανόητον δια τον
Τεύτονα πώς είναι δυνατόν η ένδοξος φυλή των Ρωμαίων, δηλαδή των Λατίνων, των
οποίων οι απόγονοι διασώζονται μόνον εις το παπικόν κράτος και ομιλούν
λατινικά, να αναμιχθή με Γραικούς, Αρμενίους, Ισαύρους, Σύρους κλπ., και να
λέγεται όλον το μίγμα ρωμαϊκόν (δηλαδή λατινικόν) και από αυτό να προέρχονται
γνήσιοι Ρωμαίοι και γνήσιοι Ρωμαίοι βασιλείς με κράτος την Ρωμανίαν.
Πάντως η εκ μέρους του Du Gange παράθεσις του
λιβέλλου του Λιουτπράνδου κατά του ονόματος Ρωμαίος της ανατολικής Nobilitatis,
εξ ης προήρχοντο οι Ρωμαίοι βασιλείς προ της στέψεως του Όθωνος Α' το 962 ως
βασιλέως των Ρωμαίων, και εξ ής μετά το 962 προέρχονται κατά τον Λογγοβάρδον
τούτον οι βασιλείς των Γραικών και η μη παράθεσις ούτε μιας ρωμαϊκής ερμηνείας
του προς ορισμόν ονόματος είτε εκ των συγγραμμάτων των Ρωμαίων είτε εκ των
νόμων των Ρωμαίων είναι απλώς ενδεικτικόν της στάθμης της εν προκειμένω
επιστημονικής αντικειμενικότητος, οφειλομένης εις την έλλειψιν κατανοήσεως της
ρωμαϊκής πραγματικότητος και εις την τότε χαρακτηρίζουσαν τους Ευρωπαίους
ταύτισιν της ευρωπαϊκής φεουδαλικής πραγματικότητος με την μόνην υπάρχουσαν
πραγματικότητα.
Εις την σελ. 1313 του λεξικού του ο Du Gange
παραθέτει τα εξής μεταξύ άλλων
«Ρωμεύς + Ρώμιος, Graecus, Ρωμαίος». Εδώ
ταυτίζεται, αν και εμμέσως, το ελληνικόν Ρωμαίος, όχι με το Latinus, ως εις την
σελ. 1311 όπου ενεφανίζετο ως η μέχρι του Ιουστινιανού μόνη σημασία, αλλά με το
Graecus.
Δηλαδή το Ρωμαίος σημαίνει πραγματικόν Ρωμαίον,
αναφερόμενον εις Λατίνον, και Γραικόν, αναφερόμενον εις μη Λατίνον. Μάλιστα!
Ιδού η παλαιά αιτία δια την οποίαν η Ρωμανία έγινε Γραικία και οι Ρωμαίοι
έγιναν Γραικοί και Βυζαντινοί. Δηλαδή έπαυσαν να είναι οι λεγόμενοι Ρωμαίοι
Λατίνοι, και δια τούτο εμφανίζεται εις την θέσιν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Αλλά κατά τον ίδιον τον ρωμαϊκόν νόμον και την
ρωμαϊκήν ιστορίαν, όπως είδομεν, οι Ρωμαίοι δεν είναι Λατίνοι.
Έχοντες πλέον σαφή εικόνα περί των εν προκειμένω
φραγκικών ή λατινικών προκαταλήψεων, προχωρούμεν εις την ερμηνείαν ιστορικών
γεγονότων, τα οποία παρέμειναν ουσιαστικώς άλυτα εξ αιτίας της μη κατανοήσεως
του μεγέθους και του χαρακτήρος των περί ανατολικής Ρωμανίας φραγκικών
προκαταλήψεων και της συστηματικής εφαρμογής των προκαταλήψεων τούτων εις την
δογματικήν, πολιτικήν, κοινωνικήν και στρατιωτικήν επέκτασιν της φεουδαρχικής
Ευρώπης προς την Ορθόδοξον Ρωμανίαν και τον Ορθόδοξον Σλαυισμόν κατά τας
σταυροφορίας.
Εις το σημείον αυτό πρέπει να τονισθή η τεραστία
διαφορά 1) όσον άφορα εις την εξάπλωσιν του ελληνικού πολιτισμού υπό του
Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων αυτού, ως και υπό των Ρωμαίων φορέων αυτού
και 2) όσον άφορα εις την εξάπλωσιν του λατινικού ή φράγκικου πολιτισμού.
Οι Μακεδόνες και Ρωμαίοι εξήπλωσαν κατά τας
κατακτήσεις των τον ελληνικόν πολιτισμόν εις τούς κατακτηθέντας λαούς, τους
οποίους όμως εδέχοντο ως πολίτας εν χρόνω ίσους προς τον εαυτόν των. Η αρχή
αυτή ίσχυσε πολύ περισσότερον εις την περίπτωσιν των Ρωμαίων, αφού όχι μόνον
επεκράτησαν πολύ περισσότερον καιρόν και έκτισαν επί ήδη τεθέντων υπό των
Ελλήνων θεμελίων, αλλά και διότι εδέχθησαν τον Χριστιανισμόν και ούτως εκ του
συνδυασμού του ελληνικού πολιτισμού και του Χριστιανισμού εσφυρηλατήθη η
Ρωμηοσύνη.
Αντιθέτως οι Φράγκοι έφερον μαζί των εις τας
κατακτήσεις των τον φεουδαλισμόν και μετέτρεπον τους κατακτηθέντας εις
δουλοπάροικους και εις κατά φύσιν υποτελείς εις την κατά φύσιν ταξικήν
ευγένειάν των προκαλούντες την περιφρόνησιν των Ρωμαίων, των Αράβων και ακόμη
των Τούρκων εξ αιτίας της βαρβαρότητος του τότε πολιτισμού των. Ο προς
κατάκτησιν κόσμος δια τους Φράγκους ήτο και είναι πάντοτε μόνον δι’
εκμετάλλευσιν. Ο Χριστιανισμός δι' αυτούς ήτο η εκ Θεού επισφράγισις της
ταξικής των ευγενείας έναντι των προς εκμετάλλευσιν κατακτηθέντων. Και είναι
αδύνατον οι κατακτηθέντες να μεταπηδήσουν από την τάξιν των δουλοπαροίκων εις
την τάξιν των ευγενών.
Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν οι Γραικοί εις την
φαντασίαν των Φράγκων ήσαν οι δουλοπάροικοι των Ρωμαίων και ως εκ τούτου
ουδέποτε έγιναν Ρωμαίοι, διότι δεν επετρέπετο από τον θείον νόμον να
μεταπηδήσουν από την κάτω τάξιν εις την άνω. Οι ευγενείς της Ευρώπης δεν
εσκέπτοντο ταξικώς μόνον έναντι των εν Ευρώπη δουλοπαροίκων, αλλά έναντι όλων
των υπ' αυτών και άλλων κατακτηθέντων.
Επειδή δε εξηφανίθη εις την Ανατολήν η ρωμαϊκότης
της Ρωμανίας, δηλαδή η λατινικότης, δια τούτο ήτο φυσικόν να αφανισθή μεταξύ
άλλων και η Ορθόδοξος πίστις. Το Γραικός σημαίνει συγχρόνως κίβδηλος Ρωμαίος
και κίβδηλος Χριστιανός.
Δια να ερμηνευτή ορθώς το επόμενον τμήμα του
κεφαλαίου τούτου πρέπει να σημειώσωμεν την εξέλιξιν την οποίαν έσχεν η εκ μέρους
του πάπα στέψις και χρίσις του δυτικού ψευδορρωμαίου αυτοκράτορος κατά το
τυπικόν της στέψεως του εν Ανατολή βασιλέως των Ρωμαίων.
Εις χείρας των Ρωμαίων παπών η στέψις του δυτικού
αυτοκράτορος προ του Όθωνος Α' (962) εφαίνετο ωσάν το κατ' εξοχήν μέσον να
επηρεάση η Ρωμαιοσύνη τα πολιτικοεκκλησιαστικά πράγματα κατά τοιούτον τρόπον,
ώστε να οδηγηθούν οι Φράγκοι εις τον εκ μέρους των Ρωμαίων παραδοσιακόν
εκρωμαϊσμόν των βαρβάρων εισβολέων εντός της Ρωμανίας. Σπουδαίον ρόλον προς την
κατεύθυνσιν αυτήν διεδραμάτισεν ο φίλος του Μεγάλου Φωτίου πάπας Ιωάννης Η'
(872-882), όστις παρεκάλεσε τον Φώτιον να του επιτραπή να εξασκήση τον
διπλωματικόν τρόπον δια να απαλειφθή το Filioque από το σύμβολον της πίστεως
εις την φραγκικήν εκκλησίαν, όπως είδομεν εις το β' κεφ. Ο πάπας ούτος έστεψε
τους Φράγκους βασιλείς Κάρολον τον Φαλακρόν (875) και Κάρολον τον Παχύν (881).
Η γραμμή αυτή όμως ήλλαξε ριζικώς με την ίδρυσιν του νέου τύπου φανατικού
αντιρωμαϊκού μοναχισμού εις την λατινικήν Φραγκίαν (Γαλλίαν) το 920 και με την
άνοδον εις τον ρηγικόν θρόνον της Γερμανίας του Σάξωνος Όθωνος Α' το 936. Όταν
ούτος δια δευτέραν φοράν εισέβαλεν (963) εις την Ιταλίαν και εξεδίωξε τον πάπαν
Ιωάννην IB'[267] και
επέβαλε τον Λέοντα τον Η' ως πάπαν επί του θρόνου της Πρεσβυτέρας Ρώμης, η γραμμή
του πάπα Ιωάννου Η' όχι μόνον ανετράπη, αλλά τα πράγματα έλαβον μίαν τροπήν
προς το χείριστον. Εντός 47 ετών εξεδιώχθη από τον θρόνον του πάπα ο τελευταίος
πιστός εις την Ρωμαιοσύνην Ρωμαίος.
Από του Όθωνος Α' δύο σημαντικαί εξελίξεις
εμφανίζονται: 1) ο πάπας στέφει όχι απλώς βασιλείς (Imperatores) ως πρότερον,
αλλά βασιλείς των Ρωμαίων. 2) Ο πραγματικός εν Ανατολή βασιλεύς των Ρωμαίων
γίνεται οριστικώς πλέον εις την Φραγκοσύνην βασιλεύς των Γραικών και η Ρωμανία
γίνεται Graecia, Imperium Graecum, Terra Graecorum και Imperium
Constantinopolitanum.
Από δε του 1009, ότε περιέρχεται η Παπωσύνη κατά
τρόπον οριστικόν εις τους Φράγκους, η μαγική δύναμις να ελέγχουν πλέον οι
Φράγκοι την ρωμαϊκότητα των πραγμάτων, να δημιουργούν ρωμαϊκότητα και να
καταργούν ρωμαϊκότητα, είναι πλέον εις χείρας των.
Έχοντες τας ως άνω φραγκικάς αρχάς υπ' όψιν
σημειούμεν το γεγονός ότι το όνομα Romania παρέμεινεν εις τας φραγκικάς πηγάς
ως όνομα του παπικού κράτους, δηλαδή της παλαιάς εξαρχίας με πρωτεύουσαν την
Ραβένναν, εχούσης έκτασιν από την περιοχήν της Ραβέννης μέχρι της περιοχής της
Ρώμης· ταύτην ο ηγεμών των Φράγκων Πεπίνος εδώρησεν εις τον πάπαν περί το 754,
δια να αποφύγη την επιστροφήν της εις τον βασιλέα των Ρωμαίων, μετατρέψας κατά
τον τρόπον αυτόν την εξαρχίαν εις φέουδον δοθέν θεωρητικώς τουλάχιστον εις τον
εκάστοτε πάπαν υπό του ρηγός των Φράγκων. Πιθανόν να εγένετο τούτο τελικώς
αποδεκτόν υπό του βασιλέως των Ρωμαίων ως συμβιβαστική λύσις προκειμένου η
Ρωμαιοσύνη να χάση άλλως ολοτελώς τα εδάφη αυτά. Ήδη από τον ζ' αιώνα είχον
μετατραπή εις παρόμοιας εθναρχίας εξ αιτίας των αραβικών κατακτήσεων τα
πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, χωρίς όμως να διατηρούν
εξουσίαν τινά επί γεωγραφικού εδάφους ως εις την περίπτωσιν της εξαρχίας.
Φαίνεται ότι το όνομα Romania διετηρείτο υπό των
Λογγοβάρδων δια την υπ' αυτών κατακτηθείσαν περιοχήν νοτίως της εξαρχίας και
τούτο παρά το γεγονός ότι ούτοι εξερρίζωσαν τον ρωμαϊκόν πληθυσμόν και τον
ελληνικόν πολιτισμόν από την περιοχήν αυτήν[268].
Η περίπτωσις αυτή ως και άλλαι παρόμοιαι περιπτώσεις εκριζώσεως των Ρωμαίων
κυρίως από εδάφη συνορεύοντα με την ελευθέραν Ρωμανίαν εξηγούν εν πολλοίς πως
ευρέθησαν ως πρόσφυγες οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι εις την ελευθέραν Ρωμανίαν
αυξάνοντες ούτω τον αριθμόν των ήδη υπαρχόντων Βλάχων και Αρβανιτών Ρωμαίων εις
τα Βαλκάνια, εκτοπισθέντων πολλών εξ αυτών προς Βορράν υπό την πίεσιν της
σλαυικής πλέον παρουσίας. Από το De Liutprando Rege[269]
φαίνεται σαφώς η διάκρισις μεταξύ 1) της εξαρχίας (του μεταγενεστέρως λεγομένου
παπικού κράτους) με πρωτεύουσαν όχι βεβαίως την Ρώμην (η οποία όμως
συμπεριλαμβάνεται) αλλά την Ραβένναν, η οποία εξαρχία λέγεται Universa Romania
και 2) του καταλυθέντος λογγοβαρδικού κράτους, το οποίον λέγεται Magna Romania
Langobardorum.
Ο ασχοληθείς με το εν λόγω χωρίον R. L. Wolff[270]
εξέλαβεν αντιθέτως την Magna Romania Langobardorum ως το παπικόν κράτος και την
Universam Romaniam ή την Romaniam ως την εξαρχίαν. Τούτο όμως δεν ευσταθεί
διόλου, αφού δεν υπήρξεν η Ρώμη κτήσις των Λογγοβάρδων και ουδέποτε ανεγνωρίσθη
η επί της εξαρχίας κυριαρχία των Λογγοβάρδων, ώστε να δικαιολογηθή ο δι' αυτήν
τίτλος Magna Romania Langobardorum[271].
Η παρερμηνεία του χωρίου τούτου προέρχεται ως
φαίνεται εκ του γεγονότος ότι δεν ελήφθη υπ' όψιν ότι εξ επόψεως της εποχής
εκείνης και εξ επόψεως των Λογγοβάρδων, αλλά και εξ επόψεως των Ρωμαίων η
Ραβέννα και όχι η Ρώμη είναι η εν ιταλική Ρωμανία πολιτική και στρατιωτική
πρωτεύουσα και ως εκ τούτου το κέντρον των πάντων, εκτός μόνον της
εκκλησιαστικής πραγματικότητος, αφού ο πάπας διετήρει όλα τα καθήκοντα και τας
υποχρεώσεις του εξ επόψεως του ρωμαϊκού νόμου (δηλαδή των εκκλησιαστικών
κανόνων). Εξ επόψεως όμως κρατικής η Ρώμη είχε δευτερεύουσαν σημασίαν.
Ως όμως φρονούν οι Ευρωπαίοι ιστορικοί δια την
περίοδαν αυτήν, η Ρώμη είναι το μόνον κέντρον των ρωμαϊκών πραγμάτων και η
Ραβέννα είναι απλώς μία βυζαντινή ή γραικική ξένη αποικία, από την οποίαν θα
ήσαν ευχαριστημένοι οι γνήσιοι Ρωμαίοι (δηλαδή οι λατινόφωνοι και υπό των
Ευρωπαίων λεγόμενοι Λατίνοι) να ελευθερωθούν. Ούτω φαντάζονται ότι και κατά την
εν λόγω περίοδον πρέπει η Ρώμη και όχι η Ραβέννα να είναι το κέντρον της
προσοχής των Λογγαβάρδων και των Φράγκων. Όμως μόνον μεταγενεστέρως, αφού εν
χρόνω επεκράτησεν εις την συνείδησιν και συνήθειαν της εποχής ότι η εξαρχία δεν
επεστράφη εις τον βασιλέα των Ρωμαίων και ότι εδόθη ως φέουδον εις τον πάπαν
και ότι η Ρώμη έγινεν η πρωτεύουσα της πρώην εξαρχίας, ερριζώθη ως εκ τούτου η
ιδέα ότι το κέντρον πάντων των αφορώντων την περιοχήν πραγμάτων είναι η Ρώμη.
Εφ' όσον το De Liutprando Rege αντιπροσωπεύει την
συνέχειαν της παλαιοτέρας αντιλήψεως περί των εν ιταλική Ρωμανία πραγμάτων, η
Ρώμη συμπεριλαμβάνεται σιωπηλώς εις την Universam Romaniam με πρωτεύουσαν την
Ραβένναν. Τούτο φαίνεται και από την εκστρατευτικήν πορείαν των δύο ρηγών, του
Καρλομάγνου και του Λιουτπράνδου.
Από τα δουκάτα Σπολέτου και Μπενεβέντου «Ravennam et Universam Romaniam peragravit, et usque ad Magnam Romaniam
Langobardorum terminos posuit»[272]. Φαίνεται σαφώς ότι αναβαίνοντες από τα δουκάτα προς
βορράν διήλθον την εξαρχίαν και τελικώς έφθασαν εις την Ρωμανίαν όχι του πάπα ή
των Ρωμαίων, αλλά των Λογγοβάρδων. Επίσης πρέπει να ερευνηθή η πιθανότης ότι
εις το χωρίον τούτο ίσως η Ραβέννα λέγεται Romania, ως λέγεται και η
Κωνσταντινούπολις Ρωμανία εις την λαϊκήν παράδοσιν.
Φαίνεται ότι το όνομα Romania εχρησιμοποιήθη υπό
του Λουδοβίκου του Ευσεβούς (814 - 840) δι' αυτήν ταύτην την Φραγκίαν. Οι δε
Τεύτονες Imperatores έχρησιμοποίησαν το Romania δια τας εν Ιταλία κτήσεις των
κατάν τον ι' αιώνα, και μετά περιωρίσθη εις την πρώην εξαρχίαν και τότε παπικόν
κράτος[273].
Οι ασχοληθέντες με το όνομα Ρωμανία ή Romania εις
το χρονικόν Consularis Constantinopolitana (περί το 330) και εις τα συγγράμματα
των Αγίων Μεγάλου Αθανασίου, Επιφανίου, Νείλου και Οροσίου και του Ποσσιδίου ως
και του τελευταίου γράψαντος λατινιστί την ιστορίαν των Ρωμαίων Έλληνος
Αμμιανού Μαρκελλίνου συμφωνούν ότι Ρωμανία σημαίνει ολόκληρον την Ρωμαϊκήν
αυτοκρατορίαν[274].
Ασυμφωνία και δυσκολία περί της σημασίας του
ονόματος προκύπτει εις την μεταγενεστέραν εποχήν, εφ' όσον χρησιμοποιείται 1)
αποκλειστικώς δια τας εν Ιταλία κτήσεις των Λατινοφράγκων και έπειτα των
Τευτονοφράγκων, 2) αποκλειστικώς δια το παπικόν κράτος, 3) αποκλειστικώς δια
την λεγομένην Βυζαντινήν Αύτοκρατορίαν, 4) αποκλειστικώς δια το παπικόν κράτος
και την Μικράν Ασίαν, 5) αποκλειστικώς δια το παπικόν κράτος και την λατινικήν
εν Νέα Ρώμη αυτοκρατορίαν των Ευρωπαίων σταυροφόρων.
Η λύσις όμως των ασυμφωνιών των ποικίλων πηγών
εμφανίζεται αμέσως, όταν αι αναπτυχθείσαι μέχρι τούδε αρχαί ερμηνείας του
τρόπου σκέψεως των Φράγκων εφαρμοσθούν ως κλείδες εις την χρησιμοποίησιν των
πηγών. Η λύσις απαιτεί να χωρισθούν αι πηγαί εις ομάδας βάσει των εξής:
1) Η ορθή περί Ρωμαίων ορολογία ευρίσκεται μόνον
εις την εσωτερικήν εθνικήν παράδοσιν αυτών τούτων των Ρωμαίων ως και εις τους
ακολουθούντας αυτήν εκ των έξω Άραβας, Τούρκους και πρώτους Σλαύους, πριν
γίνουν οι απόγονοί των εχθροί και αμφιταλαντευόμενοι έναντι της Ρωμηοσύνης.
2) Η κατά συστηματικόν τρόπον διαστροφή της περί
Ρωμαιοσύνης ορολογίας έχει πηγήν τους Φράγκους και τους ακολουθούντας αυτούς Ευρωπαίους,
Σλαύους, συγχρόνους Ρουμάνους και τους Νεοέλληνας.
Αφού δε διαχωριστούν αι πηγαί εις τας δυο ως άνω
ομάδας, αποκομίζομεν από τας πηγάς την εξής εικόνα.
1) Εις τας ρωμαϊκάς πηγάς η Ρωμανία είναι πάντοτε
ολόκληρος η ελευθέρα ρωμαϊκή βασιλεία και επικράτεια μέχρι της αλώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, η οποία και αυτή Ρωμανία λέγεται εις τα ρωμαίικα
τραγούδια. Τούτο διότι η Ρωμανία είναι η χώρα και το κράτος των Ρωμαίων,
ασχέτως γεωγραφικής εκτάσεως.
2) Εις τας ισλαμικάς πηγάς το αντίστοιχον «Μπιλάτ-ερ-Ρούμ»
χώρα των Ρωμαίων, έχει ακριβώς την ιδίαν σημασίαν. Εις τας τουρκικάς πηγάς,
ίσως εξ αιτίας περιωρισμένων αντιλήψεων, φαίνεται ενίοτε να σημαίνη η Ρωμανία
την Μικράν Ασίαν ή το δυτικόν μέρος αυτής· το αντίστοιχον όμως Ρούμελη σημαίνει
τας ελευθέρας εκτάσεις της αυτοκρατορίας, αυτήν ταύτην την Πόλιν και τελικώς
ολόκληρον το ευρωπαϊκόν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
3) Εις τας λατινικάς πηγάς συμμάχων ιταλικών
πόλεων και της Νοτίου Ιταλίας και των Νορμανδών χρησιμοποιείται το Romania, το Imperium
Romanum, και το Romani ως ονόματα της εν Ανατολή αυτοκρατορίας και των πολιτών
της.
4) Μόνον εις τας φραγκικάς, φραγκοπαπικάς και τας
εξαρτωμένας από την φραγκικήν έχθραν πηγάς (ως των Βενετών, ολίγον προ της δ'
σταυροφορίας) χρησιμοποιούνται τα ρωμαϊκά ονόματα χρονολογικώς από του θ'
αιώνος και κυρίως από του 962 μέχρι του ιγ' αιώνος ως εξής·
α) Romania αποδίδεται μόνον εις τας εν Ιταλία
κτήσεις των Φράγκων.
β) Ουδέν ρωμαϊκόν όνομα αποδίδεται εις τους εν
Ανατολή Ρωμαίους, ούτε εις τον βασιλέα αυτών, ούτε εις το κράτος αυτών μετά το
962. Αντί ρωμαϊκών ονομάτων χρησιμοποιούνται γραικικά. Η παράδοσις αυτή ήδη
ήρχισεν από τα μέσα κυρίως του θ' αιώνος ως μία γραμμή και μετά το 962
επεκράτησεν ως η μόνη γραμμή.
γ) Κατά την α', β' και γ' σταυροφορίαν (1006-1190)
το όνομα Romania, η Romanic η Romagne αποδίδεται, ως πάντοτε, εις το παπικόν
κράτος, αλλά επί πλέον εις τα υπό των Φράγκων κατακτηθησόμενα και τελικώς τα
κατακτηθέντα εδάφη της Μικράς Ασίας.
δ) Κατά την δ' σταυροφορίαν και ολίγον καιρόν προ
αυτής εμφανίζεται το όνομα Romania ως συμπεριλαμβάνον δια πρώτην φοράν το
ευρωπαϊκόν μέρος της αυτοκρατορίας και την Κωνσταντινούπολιν. Το 1204 επήραν οι
Φράγκοι την Πόλιν και αυτοί ωνόμασαν την λατινικήν αυτήν αυτοκρατορίαν
Ρωμανίαν, ενώ ήδη ελέγετο Ρωμανία υπό των Ρωμαίων.
Από τα ανωτέρω εκτεθέντα φαίνεται αμέσως η υπό των
Φράγκων εφαρμογή των εν τω δοκίμιω τούτω αναπτυχθεισών αρχών. Μόνον οι Λατίνοι,
οι ηνωμένοι με τον Λατίνον πάπαν της Ρώμης, έχουν το δικαίωμα να έχουν κράτος
με το όνομα Ρωμανία και βασιλέα των Ρωμαίων. Μόνον ο Λατίνος πάπας, ως διάδοχος
των λατινοφώνων Ρωμαίων πάπων, έχει την μαγικήν δύναμιν να στέφη Ρωμαίους
βασιλείς, εφ' όσον εις την Ανατολήν απωλέσθη η εν
234
λόγω δύναμις λόγω του ότι δεν μεταδίδεται ποτέ η
ρωμαϊκότης εις Γραικούς και δη αιρετικούς Γραικούς από αιρετικόν μάλιστα
Γραικόν πατριάρχην.
Οι δε Λατίνοι σταυροφόροι μεταφέρουν εις τους
ώμους των την παπικήν χάριν της ρωμαϊκότητος. Αφού καθαρίσουν πρώτα τα
απολεσθέντα εδάφη της Ρωμανίας από τους Τούρκους και αφού μετατρέψουν πάλιν τους
Γραικούς εις δουλοπάροικους, ως τάχα ήσαν υπό την κυριαρχίαν των Ρωμαίων πριν
εκφυλισθή η ρωμαϊκή φυλή δια της αναμίξεώς της με τους Γραικούς, τότε και μόνον
τότε δύνανται τα εδάφη των γνησίων Ρωμαίων να λέγονται πάλιν Ρωμανία.
Σημειωτέον ότι πρέπει να διακριθούν οι Φράγκοι από
τους Βενετούς και Νορμανδούς, οι οποίοι ακολουθούν ως επί το πλείστον ανάμικτον
περί Ρωμαίων ορολογίαν.
Οι Βενετοί ήσαν Ρωμαίοι πολίται της περί την Πόλιν
Ρωμανίας, την οποίαν όμως επρόδωσαν προς τα τέλη του ια' αιώνος. Οι Νορμανδοί
αποκαλούν τους Ρωμαίους Γραικούς αλλά ενίοτε το κράτος των Ρωμανίαν.
Διακρίνονται επίσης, διότι δεν εφάνησαν έναντι των Γραικών ως φορείς των
αυστηρών φεουδαρχικών αρχών των άλλων σταυροφόρων.
Παρά την διαφοράν αυτήν υπήρξαν εξ ίσου σφοδροί
εχθροί των Ρωμαίων και μετά την υπό των Νορμανδών κατάκτησιν της Θεσσαλονίκης
παρ' ολίγον να εγίνοντο κατακτηταί της Πόλεως.
Σπουδαίαν ταξινόμησιν της ύλης των εν λόγω πηγών
έκαμεν ο Ιστορικός R. L. Wolff εις την μονογραφίαν του «Romania : The Latin
Empire of Constatinople»[275].
Ως σκοπόν αυτής θέτει, 1) να εξήγηση διατί οι σταυροφόροι και οι Βενετοί
ωνόμασαν την λατινικήν των εν Κωνστανανουπόλει Αυτοκρατορίαν Romania και 2) να
εξετάση προς τον σκοπόν αυτόν τας σημασίας του ονόματος εις τας πηγάς[276].
Εξ επόψεως της συλλογής και ταξινομήσεως της ύλης
η εργασία αυτή βασίζεται εις τας εργασίας του αναφερθέντος Du Gange και επί
πλέον των Gaston Paris[277],
Paul Monceaux[278], J.
Zeiller[279] και Κ.
Αμάντου[280].
Πέραν όμως της εν τοις έργοις των συγγραφέων
τούτων ύλης ο Wolff ηρεύνησε τα αρχεία των πόλεων της Βενετίας, της Πίζας και
της Γένοβας και κάμνει μίαν επιδέξιαν συμπλήρωσιν εις τας γνωστάς πηγάς του
λατινιστί γράψαντος δυτικού κόσμου των Λατινοφράγκων και Τευτονοφράγκων, της
Κάτω Ιταλίας, των Νορμανδών, των προσφύγων εκ της Νορμανδικής κατακτήσεως της
Αγγλίας εις την ανατολικήν Ρωμανίαν Σαξώνων, των Μουσουλμάνων (κυρίως των
Τούρκων) και των Ρωμαίων (ή κατά τον συγγραφέα των Γραικών ή Βυζαντινών).
Ο Wolff πιστεύει ότι οι Φράγκοι της α' και β'
σταυροφορίας ωνόμασαν την Μικράν Ασίαν Ρωμανίαν δια τον απλούν λόγον ότι ούτως
ελέγετο υπό των κατακτητών αυτής Τούρκων χωρίς να υποψιασθή, ως δεν
υποψιάσθησαν οι προ αυτού, ότι οι ίδιοι οι Φράγκοι δίδουν το όνομα Ρωμανία εις
τα υπ' αυτών κατακτηθησόμενα και κατακτηθέντα εδάφη ανεξαρτήτως της χρησιμοποιήσεως
αυτού εκ μέρους των «Βυζαντινών» και Τούρκων.
Αντιθέτως όμως τα εδάφη της παλαιάς Ρωμανίας των
γνησίων κατά τους Φράγκους αρχαίων «Λατίνων» Ρωμαίων γίνονται πάλιν Ρωμανία δια
τους Λατίνους, όχι επειδή οι «Γραικοί» ή οι Τούρκοι τα ονομάζουν ούτως, αλλά
μόνον όταν ευρίσκονται υπό λατινικήν κατοχήν εν ονόματι του έχοντος την μαγικήν
ικανότητα να τα κάμη πάλιν γνήσια ρωμαϊκά πάπα.
Εις όλας τας φραγκικάς πηγάς των πρώτων τριών
σταυροφοριών εμφανίζονται οι Φράγκοι ως εισερχόμενοι εις την Ρωμανίαν, αφού
διέλθουν τον Βόσπορον από την Ευρώπην εις την Ασίαν εις τα στενά του Αγίου
Γεωργίου[281]. Ουδέποτε
συμπεριλαμβάνουν αι φραγκικαί πηγαί της α' και β' σταυροφορίας την
Κωνσταντινούπολιν και το ευρωπαϊκόν μέρος της αυτοκρατορίας εις την Ρωμανίαν.
Ακόμη και οι Μουσουλμάνοι εις τας φραγκικάς πηγάς χρησιμοποιούν το Ρωμανία ως
κάμνουν οι Φράγκοι[282].
Παραδόξως όμως ο «Γραικός» Τατίκιος εμφανίζεται
εις το Gesta Francorum χρησιμοποιών το Ρωμανία δι' όλην την αυτοκρατορίαν[283].
Νομίζω ότι τούτο αποτελεί τρανήν απόδειξιν ότι οι αποκαλούντες μόνον την Μικράν
Ασίαν Ρωμανίαν Φράγκοι γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τι εννοούν οι Ρωμαίοι με το
όνομα Ρωμανία.
Εις τρεις μόνον πηγάς ταυτίζεται υπό των Φράγκων η
Ρωμανία με όλην την αυτοκρατορίαν προ του 1203 - 1204. Και αι τρεις πηγαι
ανήκουν εις την γ' σταυροφορίαν[284].
Τούτο κατά την γνώμην μου γίνεται διότι οι Φράγκοι
ήδη απεφάσισαν την κατάκτησιν της Πόλεως και του ευρωπαϊκού μέρους της
αυτοκρατορίας, αφού ονομάζουν όχι μόνον κατακτηθέντα αλλά και κατακτηθησόμενα
εδάφη Ρωμανία όπως θα ίδωμεν αμέσως κατωτέρω. Αι εν λόγω πηγαί χρονολογούνται
εντός διαστήματος 15 μόνον ετών προ του 1204, ότε είχον ήδη γίνει τα σχέδια όχι
μόνον κατακτήσεως αλλά και διαμελισμού της Πόλεως και του ευρωπαϊκού και
ασιατικού μέρους της αυτοκρατορίας[285].
Μόνον εις τα πλαίσια αυτά εξηγείται ορθώς και φυσιολογικώς το παράδοξον
φαινόμενον πως το όνομα Romania εις την ορολογίαν των Φράγκων σταυροφόρων
εμφανίζεται πρώτον ως η Μικρά Ασία και μετά πηδά και γίνεται το όνομα της
Κωνσταντινουπόλεως και των ευρωπαϊκών περιοχών της αυτοκρατορίας[286].
Είναι αξιοσημείωτον ότι κατά την α' και β'
σταυροφορίαν οι Φράγκοι ωνόμαζον Romania ολόκληρον την Μικράν Ασίαν[287].
Κατά την γ' σταυροφορίαν όμως περιορίζεται ενίοτε εις το δυτικόν μέρος της
Μικράς Ασίας[288].
Δηλαδή εμφανίζεται η αρχή ότι Romania είναι τα υπό
Λατίνων κατακτηθησόμενα εδάφη. Ούτως, εφ’ όσον τα αρχικά σχέδια συμπεριέλαβον
ολόκληρον την Μικράν Ασίαν, ωνόμασαν ολόκληρον την Μικράν Ασίαν Ρωμανίαν. Εφ’
όσον όμως οι Τούρκοι δεν εδέχθησαν την τιμήν να ηττηθούν κατά τα εν λόγω
σχέδια, οι Φράγκοι εδέχθησαν την τουρκικήν επιμονήν και περιώρισαν την Ρωμανίαν
εις το δυτικόν μέρος, παρά το γεγονός ότι μέγα τμήμα του δυτικού μέρους είχε
περιέλθει εις τον βασιλέα των Ρωμαίων. Και τούτο διότι είχον σκοπόν να το
επανακτήσουν από τον «άπιστον» τούτον βασιλέα, ως τον περιγράφουν.
Όλα τα ανωτέρω εξηγούν κάλλιστα και το παράδοξον
φαινόμενον ότι αι φραγκικαί πηγαί της α' σταυροφορίας (1096) ονομάζουν την υπό
των Τούρκων κατεχομένην Νίκαιαν caput totius Romaniae και metropolis Romaniae.
Οι δε Τούρκοι εκδιωχθέντες από την Νίκαιαν φεύγουν per universam Romaniam[289],
το όνομα πού είδομεν ανωτέρω, δηλαδή η Μικρά Ασία είναι ολόκληρος η Ρωμανία,
αφού τα κατεχόμενα υπό των Γραικών είναι Graecia, δηλαδή ψευδορωμανία.
Ασφαλώς τούτο σημαίνει ότι η εν προκειμένω Ρωμανία
δεν δύναται να είναι η Ρωμανία των Ρωμαίων, αφού δια τους Ρωμαίους η Πόλις
είναι caput totius Romaniae και metropolis Romaniae. Ούτε όμως εννοούν αι
φραγκικαί πηγαί ότι η Ρωμανία είναι δια τους «Βυζαντινούς» η Μικρά Ασία.
Σημαίνει απλώς ότι οι Φράγκοι εσχεδίασαν να κρατήσουν την Μικράν Ασίαν δια τον
εαυτόν των μετατρέποντες την Νίκαιαν εις πρωτεύουσαν της ανασυσταθείσης γνήσιας
Ρωμανίας.
Τούτο δήλοι σαφώς ότι δεν είχον κανένα σκοπόν οι
Φράγκοι να επιστρέψουν την Νίκαιαν και τα αλλά μέρη πού είχον συμφωνήσει εις
τον βασιλέα των Ρωμαίων. Επομένως δεν είναι οι «Γραικοί» οι «άπιστοι» ως τους
εμφανίζουν οι Φράγκοι.
Είναι εμφανέστατη η απιστία των Φράγκων από τον
τρόπον με τον οποίον χρησιμοποιούν εις τας ιδικάς των πηγάς τα ρωμαϊκά ονόματα,
χωρίς να φαντάζωνται τότε ότι θα υπέπιπτεν υπό την έρμηνευτικήν αντίληψιν μη
Φράγκου τινός αναγνώστου η ιδική των απιστία.
Τούτο φαίνεται σαφώς και εκ του ότι ενώ οι Φράγκοι
αφαιρούν το ανατολικόν μέρος της Μικράς Ασίας από την Ρωμανίαν, διότι οι
Τούρκοι εκράτησαν τα εδάφη αυτά, το δυτικόν μέρος παραμένει Ρωμανία, αφού θα το
κατακτήσουν οι Φράγκοι από τους ψευδορρωμαίους Γραικούς, όπως θα κατακτήσουν
και την Κωνσταντινούπολιν και το ευρωπαϊκόν μέρος της αυτοκρατορίας, τα οποία
και αυτά θα γίνουν γνήσια Ρωμανία.
Δια τούτο ακριβώς η Κωνσταντινούπολις Νέα Ρώμη και
το ευρωπαϊκόν μέρος της αυτοκρατορίας λέγονται εις τας φραγκικας πηγας[290] και ακόμη εις τα τραγούδια[291]
των σταυροφοριών προ του 1204 όχι Romania, ή Romanic ή Romagne, αλλά Graecia.
Τούτο διότι η Romania είναι η χώρα των γνησίων Ρωμαίων και η Graecia δεν είναι
η ένδοξος χώρα των Ελλήνων του μεσαίωνος ως νομίζουν οι Νεοέλληνες, αλλ’ η χώρα
των ψευδορρωμαίων «Γραικών» της φραγκικής παραδόσεως.
Από του Καρλομάγνου μέχρι της α' σταυροφορίας
ουδείς Φράγκος αποκαλεί την εν Ανατολή αυτοκρατορίαν Ρωμανίαν ή ρωμαϊκήν
βασιλείαν[292]. Αι μόναι
παπικαί μαρτυρίαι περί της χρησιμοποιήσεως του Romania δια την εν Ανατολή
ρωμαϊκήν βασιλείαν ευρίσκονται εις μίαν επιστολήν του πάπα Μαρτίνου Α'
(649 653)[293]
και εις την υπό του Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου γενομένη μετάφρασιν της
Χρονογραφίας του Θεοφάνους (; - 818), ένθα ο Θεοφάνης και όχι ο Αναστάσιος
χρησιμοποιεί πολλάκις το Romania[294].
Πάντως ευρισκόμεθα ακόμη εις την προ του 1009 ρωμαϊκήν εποχήν της Παπωσύνης.
Ως δυτικός (και ως έχει πλέον επικρατήσει εις την νεοελληνικήν
επιστήμην) ο R. Wolff δεν κάμνει διάκρισιν μεταξύ των Ρωμαίων και μη Ρωμαίων
πάπων προ και μετά το 1009[295].
Ο φραγκόφιλος πάπας Νικόλαος Α' (858-867) αποκαλεί
τον βασιλέα των Ρωμαίων Μιχαήλ Γ' (842 - 867) «Graecorum inclytus Imperator»
και «Imperator Graecorum» και ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος χρησιμοποιεί το
Imperator Graecorum[296].
Οι μετά τον Νικόλαον Α' Ρωμαίοι πάπαι δεν
χρησιμοποιούν το προσβλητικόν βασιλεύς των «Γραικών». Ούτε όμως εχρησιμοποίουν
το βασιλεύς των Ρωμαίων. Ούτε έκαμνον χρήσιν του Ρωμανία δια το ανατολικόν
μέρος της Αυτοκρατορίας. Εν όψει της γενικής περί του θέματος γραμμής των
Φράγκων ίσως οφείλεται τούτο εις μίαν ρητήν και αυστηράν απαγόρευσιν εκ μέρους
των κυριάρχων Φράγκων. Ή οφείλεται και εις την παλαιάν παράδοσιν να χρησιμοποιήται
το Imperator απλώς εφ' όσον είς ήτο αυτός και μόνος.
Πρέπει να σημειαθή ότι ο Κάρολος ο Μέγας ελέγετο
Imperator gubernans Romanum, (όπως είδομεν ανωτέρω κεφ. β' υποσημ. 5), το
οποίον προφανώς δεν έχει την έννοιαν ότι ο ίδιος είναι Ρωμαίος αλλά βασιλεύς
κυβερνών Ρωμαίους. Επίσης όταν ο Όθων Α' έλαβε τον τίτλον βασιλεύς των Ρωμαίων,
δεν σημαίνει ότι ο ίδιος είναι Ρωμαίος αλλά Γερμανός βασιλεύς των Ρωμαίων της
ιταλικής Ρωμανίας.
Ο τίτλος του εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως των
Ρωμαίων είχε την σημασίαν ότι είναι βασιλεύς των Ρωμαίων εντός και εκτός της
ελευθέρας Ρωμανίας, με εθνάρχας δια τους εκτός του κράτους Ρωμαίους, τους
Ρωμαίους πατριάρχας. Ίσως και το γεγονός τούτο, γνωστότατον εις τους Φράγκους,
επηρέασε την όλην πορείαν της περί ονομάτων διαμάχης και δια τούτο οι Ρωμαίοι
πάπαι εχρησιμοποίουν απλώς το βασιλεύς, δηλαδή το Imperator.
Εκτός τούτου οι Φράγκοι ήρπασαν τα παπικά αρχεία
με τους αρχαίους θησαυρούς εγγράφων, πρακτικών, επιστολών, κ.τ.λ. όταν το 1009
κατέλαβον οριστικώς πλέον τον παπικόν θρόνον[297]
και Κύριος οίδε τί ηφάνισαν, τι αποκρύπτουν μέχρι σήμερον και τί παρεποίησαν. Η
όλη πολιτική των περί των ρωμαϊκών ονομάτων αρκεί να αποδείξη πώς υπέτασσον την
εκτός της Φραγκοσύνης ιστορικήν πραγματικότητα εις την φραγκικήν δογματικήν
πραγματικότητα νομίζοντες ότι η πλαστογραφία είναι μία αποκατάστασις της κατά
θέλημα Θεού πραγματικότητος και αλητείας.
Πάντως είναι πολύ σημαντικόν ότι διεσώθη το
Imperator Graecorum του Νικολάου Α' και του Αναστασίου Βιβλιοθηκάριου, αλλά δεν
φαίνεται ότι γίνεται παρόμοια χρήσις εκ μέρους των υπολοίπων Ρωμαίων πάπων
μέχρι του 1009. Μόνον το γεγονός τούτο αρκεί δια να μαρτυρήση ότι οι Ρωμαίοι
της παπικής Ρωμανίας εθεώρουν τους εν κάτω ιταλική και ανατολική Ρωμανία
Ρωμαίους πραγματικούς Ρωμαίους. Άλλως θα ηκολούθουν το παράδειγμα του Νικολάου
Α'.
Κατά τον Ιανουάριον του 1054 ο πάπας Λέων Θ'
αποκαλεί τον Κωνσταντίνον Θ' Μονομάχον «Imperator Novae Romae»[298].
Ο Φράγκος πάπας Γρηγόριος Ζ' το 1073 προσφωνεί τον βασιλέα των Ρωμαίων Μιχαήλ
Ζ' ως Constantinopolitanus Imperator και το 1078 τον Νικηφόρον με τον ίδιον
τίτλον. Έκτοτε επικρατεί ο τίτλος ούτος ως ο ευγενικός και το Graecus, το
Graecorum και το Rex Graecorum ως οι προσβλητικοί τίτλοι[299].
Η αναπτυσσόμενη εν τω κεφαλαίω τούτω φραγκική
γραμμή φαίνεται σαφώς εις την περίπτωσιν του Φράγκου πάπα της δ' σταυροφορίας
Ιννοκεντίου Γ (1198 - 1216).
Ουδέποτε χρησιμοποιεί ρωμαϊκόν όνομα εις
περιγραφήν της ρωμαϊκής βασιλείας της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης προ του
1203. Εξαίφνης, ολίγον προ της αλώσεως της Πόλεως υπό των Φράγκων το 1204, αρχίζει
να ονομάζη την εν Ανατολή αυτοκρατορίαν Romania, προφανώς ως κάμνουν αι
αναφερθείσαι ανωτέρω φραγκικαί πηγαί εν αναμονή της μεταβολής της
Ψευδορρωμανίας εις γνησίαν Ρωμανίαν υπό των «ευγενών» της δ' σταυροφορίας.
Έκτοτε εις όλα τα περί Ανατολής έγγραφά του ο πάπας ούτος χρησιμοποιεί
ελευθέρως το Romania δια την νέαν εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη λατινικήν
αυτοκρατορίαν[300].
Η όλη ανωτέρω περιγραφείσα μορφή της εν λόγω
εξελίξεως των πραγμάτων φαίνεται σαφώς και εις τας σχέσεις των τότε ισχυρών εις
το διεθνές εμπόριον ιταλικών πόλεων της Βενετίας, της Πίζας και της Γένοβας με
την ρωμαϊκήν βασιλείαν.
Ο R. L. Wolff εξήτασεν εις τα αρχεία των εν
προκειμένω πόλεων τα πολλά σωζόμενα επίσημα έγγραφα των βασιλέων των Ρωμαίων
και διεπίστωσεν ότι μετά το 1081 οι Ρωμαίοι βασιλείς χρησιμοποιούν επισήμως το
Ρωμανία ως όνομα της βασιλείας των. Πρόκειται περί εμπορικών κυρίως προνομίων
χαρισθέντων υπό του Ρωμαίου εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως εις τας εν λόγω
πόλεις.
Πρό του 1081 αι εν Ανατολή ελληνικαί πηγαί των
Ρωμαίων από πολλούς αιώνας συνήθιζον πολύ το Ρωμανία ως όνομα της ρωμαϊκής των
επικρατείας. Εις δε την λαϊκήν γλώσσαν εις τον ανατολικόν και δυτικόν χώρον η
χρήσις του Ρωμανία είναι παλαιοτέρα της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου[301].
Το όνομα όμως δεν συνηθίζετο εις τα επίσημα έγγραφα[302].
Εις όλα ανεξαιρέτως τα μετά το 1081 εκδοθέντα
προνόμια προς την Βενετίαν οι βασιλείς των Ρωμαίων Αλέξιος, Ιωάννης, Εμμανουήλ
και Ανδρόνικος των Κομνηνών και Ισαάκ και Αλέξιος των Αγγέλων χρησιμοποιούν το
όνομα Ρωμανία δι' ολόκληρον το κράτος των[303].
Ενώ οι σταυροφόροι προ του 1204 χρησιμοποιούν δι'
ολόκληρον το ευρωπαϊκόν μέρος της εν Ανατολή αυτοκρατορίας το Graecia, αυτό
ουδέποτε γίνεται υπό των Ρωμαίων προ της εν Ανατολή φραγκοκρατίας. Εάν
εκλάβωμεν το Graecia, το οποίον δια τους Φράγκους σημαίνει απλώς
Ψευδορρωμανίαν, ως συνώνυμον με το Ελλάς, τότε οι ημέτεροι απέδιδον τούτο μόνον
εις το ελλαδικόν θέμα, αφού δεν ήτο κράτος αλλ' επαρχία της οικουμενικής
Ρωμανίας.
Πάντως δεν είναι απίθανον ότι η εν τη Φραγκία
ρωμαϊκή κατασκοπεία συνέλαβεν από ενδείξεις τα μεγαλεπήβολα σχέδια περί της
επανασυστάσεως της αρχαίας φανταστικής «λατινικής» Ρωμανίας και ήρχισαν ήδη από
το 1081 να αντιδρούν οι βασιλείς των Ρωμαίων με την χρησιμοποίησιν του ονόματος
εις επίσημα έγγραφα. Ασφαλώς ήτο και αντίδρασις κατά του Graecia των Φράγκων.
Ο R. L. Wolff επεσήμανε το γεγονός ότι παρ' όλα τα
πολλά ταύτα βασιλικά έγγραφα εις τα αρχεία της Βενετίας, οι Βενετοί ουδέποτε
εχρησιμοποίησαν το Romania δια την εν Ανατολή αυτοκρατορίαν προ του 1204. Όμως
από το 1204 το χρησιμοποιούν ελευθέρως πλέον ως κάμνουν οι Φράγκοι και οι πάπαι
ως όνομα του λατινικού εν Κωνσταντινουπόλει κράτους[304].
Εξ αιτίας του παραδόξου τούτου φαινομένου ο Wolff
συμπεραίνει ότι η εκ μέρους των Βενετών μη χρησιμοποίησις του ονόματος τούτου
δεν δύναται παρά να γίνεται σκοπίμως. Εκφράζει την υποψίαν ότι οι Βενετοί
αποφεύγουν να περιγράφουν την ανατολικήν αυτοκρατορίαν ως Ρωμανίαν εξ αίτιας
της μεγάλης αίγλης του ονόματος[305]
Αλλά και εις την περίπτωσιν αυτήν η θέσις του
δοκιμίου τούτου δίδει την φυσικωτέραν απάντησιν.
Η Βενετία προ των μέσων του ια' αιώνος ήτο το
ηγαπημένον τέκνον των εν Ανατολή Ρωμαίων, εφ' όσον και η ιδία είχε κάποτε
ρωμαϊκόν έναντι των Λογγοβάρδων και Φράγκων παρελθόν. Κατά τα τέλη του ια'
αιώνος όμως μετεμορφώθη η Βενετία εις τον κατ' εξοχήν καταστροφέα της Ρωμανίας.
Η προδοσία της Βενετίας φαίνεται σαφώς από την υπ' αυτής χρήσιν των ρωμαϊκών
και μη ρωμαϊκών ονομάτων δια τους εν Ανατολή Ρωμαίους.
Μέχρι των μέσων του ια' αιώνος οι Βενετοί δεν
χρησιμοποιούν το Ρωμανία δια την εν Ανατολή βασιλείαν, αλλά χρησιμοποιούν
πάντως παράλληλα ονόματα ως «Romanum Constantinopolitanum Imperium», «Romanum
Imperium», «Romanum Regnum», ως και το «Romani» δια τους πολίτας αυτής. Μετά τα
μέσα του ια' αιώνος μέχρι του 1204 ως όνομα της εν Ανατολή αυτοκρατορίας επικρατεί
το «Constantinopolitanum Imperium» και το «Terra Graecorum» και δια τον βασιλέα
το «Imperator Constantinopolitanus». Από δε του 1204 επικρατεί το Romania μαζί
με τα αλλά συγγενή ονόματα[306].
Εις τα αρχεία της Πίζας διασώζονται ελληνικά και
λατινικά κείμενα των χαρισθέντων υπό του βασιλέως Ισαάκ Αγγέλου (1185 - 1195)
προνομίων του 1192, εν οίς συμπεριλαμβάνονται κείμενα παλαιοτέρων προνομίων,
εκδοθέντων υπό Αλεξίου Κομνηνού (1081 - 1118) και Εμμανουήλ Κομνηνού (1143 -
1180), συμπεριλαμβανομένων των γενομένων ενώπιον των βασιλέων ορκωμοσιών εκ
μέρους των πρέσβεων της Πίζας. Τα ρωμαϊκά ονόματα και ιδίως το Ρωμανία
χρησιμοποιούνται αφθόνως εκατέρωθεν. Το όνομα Ρωμανία εμφανίζεται και εις αλλάς
πηγάς της Πίζας[307].
Εν αντιθέσει προς την Βενετίαν η Πίζα είναι σύμμαχος.
Αι διπλωματικαί σχέσεις μεταξύ Γένοβας και
Ρωμανίας ήρχισαν το 1155. Από το 1169 αρχίζει η γραπτή μαρτυρία της εκ μέρους
της Γένοβας χρησιμοποιήσεως των ρωμαϊκών ονομάτων δια την εν Ανατολή βασιλείαν
εις επίσημα διπλωματικά έγγραφα. To Romania έκτοτε χρησιμοποιείται τακτικώς[308].
Το ίδιον συμβαίνει με τας διηγηματικάς πηγάς της
Γένοβας[309]. Εν
αντιθέσει μάλιστα προς τους Φράγκους της α', β', και γ' σταυροφορίας αι πηγαί
αυταί τείνουν να ονομάζουν Ρωμανίαν τας ευρωπαϊκάς επαρχίας της βασιλείας αντί
της Μικράς Ασίας, χωρίς όμως να αποκλείουν από το όνομα κανέν μέρος της
αυτοκρατορίας, ως κάμνουν προ του 1204 οι Φράγκοι.
Ο Wolff σημειοί ότι μετά το 1204 οι Γενοβέζοι
χρησιμοποιούν γεωγραφικώς μόνον και όχι πολιτικώς το Romania δια το λατινικόν
εν Κωνσταντινουπόλει κράτος[310].
Ονομάζουν «Imperator Romanie» μόνον τον εν Νικαία βασιλέα των Ρωμαίων, με τον οποίον
διατηρούν τας καλάς των σχέσεις καθ' όλην την εν Κωνσταντινουπόλει
φραγκοκρατίαν. Τελικώς συνετέλεσαν οι Γενοβέζοι εις την απελευθέρωσιν της
Πόλεως από τους Φράγκους. Εις τα Γενοβέζικα χρονικά μάλιστα οι προς τον πάπαν
πρέσβεις του εκτοπισθέντος Λατίνου βασιλέως της Ρωμανίας Βαλδουίνου Β'
ονομάζονται άνδρες «του πρώην (olim)
βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως»[311].
Δηλαδή οι Γενοβέζοι εκτός «του πρώην» δίδουν εις
τον Λατίνον βασιλέα το «Κωνσταντινουπόλεως», το οποίον οι Λατίνοι έδιδον
συνήθως εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ρωμαίον βασιλέα. Εις δε τον Ρωμαίον
βασιλέα δίδουν οι Γενοβέζοι τον τίτλον Imperator Romanie, το οποίον ήτο δια τους Ρωμαίους άγνωστον, αλλά το έδωσαν οι Λατίνοι εις
τον Λατίνον εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα. Πάντως, ανεξαρτήτως των τυχόν
συμφεροντολογικών των κίνητρων, οι Γενοβέζοι παρέμειναν πιστοί σύμμαχοι
πολεμήσαντες γενναίως εις την εσχάτην μάχην της Ρωμανίας παρά το πλευρόν του
τελευταίου βασιλέως των Ρωμαίων, ότε η Ρωμανία μετετράπη εις Ρούμελην και την
θέσιν του βασιλέως έλαβεν ο οικουμενικός πατριάρχης των Ρωμαίων.
Όσον αφορά εις την εκ μέρους των νοτίων ιταλικών
πηγών χρησιμοποίησιν του ονόματος Ρωμανία από του 1081 μέχρι του 1204,
παρατηρεί ο Wolff ότι, αν και ενίοτε χρησιμοποιήται, εμποιεί εντύπωσιν το ότι
τόσαι πηγαί δεν το αναφέρουν[312].
Από το 1204 όμως χρησιμοποιείται ελευθέρως πλέον και αφθόνως[313].
Πάντως εκ των πηγών τούτων φαίνεται ότι οι
Νορμανδοί δεν υιοθέτησαν την περί ονομάτων αυστηράν γραμμήν των Φράγκων, των
μετά το 1009 πάπων και των μετά την προδοσίαν Βενετών, και ούτως αναμιγνύουν
γραικικά και ρωμαϊκά ονόματα αναφερόμενοι εις τους Ρωμαίους.
Αι νορμανδικαί πηγαί ταυτίζουν πάντοτε την
Ρωμανίαν με την λεγομένην «βυζαντινήν» αυτοκρατορίαν και κυρίως με το
ευρωπαϊκόν μέρος αυτής αλλά με την σημαντικήν εξαίρεσιν του Gesta Roberti
Wiscardi του Ουλλιέλμου της Απουλίας, γραφέντος κατά παράκλησιν του πάπα
Ουρβανού Β' (1088 - 1099). Το έργον τούτο αποτελεί την μόνην νορμανδικήν
εξαίρεσιν διότι το όνομα Romania χρησιμοποιείται μόνον δια την Μικράν Ασίαν,
ουδέποτε δε δια την Πόλιν και το ευρωπαϊκόν μέρος της αυτοκρατορίας[314].
Υπάρχει ασφαλώς μία μόνον εξήγησις του φαινομένου τούτου. Εφ' όσον το έργον
εγράφη κατά παράκλησιν του Φράγκου πάπα, ο συγγραφεύς χρησιμοποιεί την επίσημον
ορολογίαν των Φράγκων και της φραγκικής Παπωσύνης ως μέχρι τούδε περιεγράφη.
Συνοψίζοντες πάντα τα εν τω δοκιμίω τούτω
ερμηνευτικά περί Ρωμαιοσύνης ως και τα περί προϋποθέσεων τίνων του τρόπου
σκέψεως της Φραγκοσύνης, φθάνομεν εκ των πραγμάτων εις το συμπέρασμα ότι το
όνομα Ρωμανία ή Romania ουδέποτε απέκτησε νέαν σημασίαν ούτε μεταξύ των Ρωμαίων
ούτε μεταξύ των Φράγκων και των υπολοίπων βορείων και νοτίων Ευρωπαίων.
Ουδέποτε και ουδαμού σημαίνει γραικικήν ή βυζαντινήν ή ανατολικήν
αυτοκρατορίαν. Σημαίνει πάντοτε την χωράν και το κράτος και την βασιλείαν και
την επικράτειαν των Ρωμαίων.
Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν οι Φράγκοι χρησιμοποιούν το όνομα τούτο μόνον δια την κατ' αυτούς πραγματικήν ρωμαϊκήν βασιλείαν ή το γνήσιον Imperium Romanum και ουδέποτε δια την κατ' αυτούς ψευδορρωμαϊκήν Γραικίαν ή γραικικήν βασιλείαν. Εάν, ως νομίζουν τινές, το όνομα Ρωμανία είχεν αποκτήσει την νέαν ως λέγουν σημασίαν της βυζαντινής λεγομένης ή ανατολικής αυτοκρατορίας, είναι βεβαιότατον ότι θα το εχρησιμοποίουν οι Φράγκοι δια την αυτοκρατορίαν αυτήν, εφ' όσον οι ίδιοι πολίται αυτής το εχρησιμοποίουν.
Αλλά οι Φράγκοι εγνώριζον καλώς την σημασίαν του
ονόματος, εφ' όσον το είχον περιορίσει εις μόνον το παπικόν κράτος κατ' αρχήν.
Επειδή ακριβώς εγνώριζον μόνον μίαν σημασίαν του ονόματος και επειδή είχον τας
περιγραφείσας εν τω δοκιμίω τούτω προκαταλήψεις, το έδωσαν εις την Μικράν
Ασίαν, εν συνεχεία δε εις το δυτικόν μόνον μέρος αυτής και τελικώς εις την
λατινικήν εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκρατορίαν. Οι περί την Πόλιν Ρωμαίοι
ουδέποτε ήλλαξαν την σημασίαν των ονομάτων της Βασιλείας των, ούτε εδέχθησαν
ποτέ να γίνουν οι «Γραικοί» και «Βυζαντινοί» των Φράγκων και των διαδόχων αυτών
Ευρωπαίων, ως και των Ρώσων.
Ως προκύπτει εξ όλων των ανωτέρω, αποδεικνύεται
εσφαλμένον το συμπέρασμα του R. L. Wolff ότι 1) αι α', β', και γ' σταυροφορίαι
υιοθέτησαν από τους Τούρκους το όνομα Ρωμανία δια την Μικράν Ασίαν και ότι 2) η
δ' σταυροφορία υιοθέτησε την νέαν «βυζαντινήν» σημασίαν του ονόματος ταυτίζουσα
το Ρωμανία με την ανατολικήν αυτοκρατορίαν. Δηλαδή αβάσιμος είναι επομένως η
γνώμη του Wolff ότι το όνομα Ρωμανία απέκτησε τας δύο νέας αυτάς σημασίας δια
τους Τούρκους και «Βυζαντινούς», τας οποίας υιοθέτησαν οι σταυροφόροι.
Αντιθέτως απεδείξαμεν ότι το όνομα Ρωμανία έχει
δι' όλους πάντοτε μίαν μόνον σημασίαν το Ρωμαϊκή Βασιλεία, Imperium Romanum.
Παραδόξως αποδεικνύεται επίσης ότι οι Άραβες και
Τούρκοι εφάνησαν εντιμότεροι έναντι των ονομάτων της Ρωμηοσύνης όχι μόνον από
τους Ευρωπαίους και Ρώσους αλλά και από τους Νεοέλληνας, οι οποίοι εν αγνοία
ακολουθούν την επιστήμην της Ευρώπης με εμπιστοσύνην εις την ευθύτητα και
αντικειμενικότητα των Ευρωπαίων ιστορικών.
Πάντως εν αντιθέσει προς τους Φράγκους του
μεσαίωνος οι Άραβες ωνόμαζον Μπιλάτ - ερ - Ρούμ, δηλαδή χώρα των Ρωμαίων,
ολόκληρον την ελευθέραν Ρωμανίαν, εις την οποίαν κατά τον ι' αιώνα
συμπεριέλαβον π.χ. και την ιταλικήν Ρωμανίαν[315].
Η σμίκρυνσις της Ρωμανίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου
εις την Ρωμανίαν του Μεγάλου Ιουστινιανού, του Ηρακλείου, του 1071, του 1204,
των Παλαιολόγων, της αλώσεως και η εμφάνισις εις την θέσιν της, της Ρούμελης
ουδέποτε εσήμαινεν αλλαγήν της σημασίας του ονόματος Ρωμανία.
Η Ρωμανία είναι η χώρα και το κράτος των Ρωμαίων,
ασχέτως εκτάσεως και του αριθμού των πολιτών αυτής.
Η Ρωμαιοσύνη είναι ο λαός και ο ελληνικός πολιτισμός των Ρωμαίων, εντός αλλά και εκτός της Ρωμανίας. Η εν Ρωμανία Ρωμαιοσύνη έχει πολιτικήν και εκκλησιαστικήν ηγεσίαν και η εκτός Ρωμανίας Ρωμηοσύνη έχει εκκλησιαστικήν μόνον ηγεσίαν ρωμαίικην και πολιτικήν μη ρωμαίικην.
Δια τούτο ο ηγέτης της Ρωμαιοσύνης ελέγετο όχι
βασιλεύς της Ρωμανίας αλλά βασιλεύς των Ρωμαίων.
Δια την ορθήν περιγραφήν των της Ρωμαιοσύνης, ώστε
να εξασφαλισθή η προβολή της εις το μέλλον ως Ρωμαιοσύνης, πρέπει να
χρησιμοποιηθούν ορθώς και ακριβώς τα πραγματικά ιστορικά ονόματα εις τους
χάρτας, εις την ιστορίαν της τέχνης, εις την ιστορίαν της γραμματείας, της
θεολογίας, της φιλοσοφίας, εις την ιστορίαν της νομικής, της πολιτικής, της
στρατηγικής, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής και της οικονομικής και κυρίως
εις την ιστορίαν των ανά τους αιώνας κατακτηθέντων Ρωμαίων και των
εκκλησιαστικών των εθναρχιών μέχρι σήμερον.
Η ιστορική αύτη περιγραφή πρέπει να γίνη εν
συνδυασμώ με τον τονισμόν των εξής κυρίων σημείων·
1) Η Ρώμη ήτο πόλις κράτος, ακριβώς όπως ήσαν αι
Αθήναι, η Σπάρτη και αι Θήβαι. Εάν είχον κατακτήσει τον μεσογειακόν χώρον οι
Αθηναίοι και εν καιρώ έδιδον την αθηναϊκήν υπηκοότητα εις τους κατακτηθέντας,
θα ελεγόμεθα σήμερον όλοι Αθηναίοι. Το ίδιον θα συνέβαινε με παρομοίαν
κατάκτησιν υπό των Θηβαίων, των Σπαρτιατών, των Μακεδόνων, κ.λ.π.
2) Επομένως το Ρωμαίος σημαίνει πολίτης της
Πρεσβυτέρας Ρώμης και κυρίως της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, με γεωγραφικήν
έκτασιν την Ρωμανίαν και με εκκλησιαστικήν έκτασιν τα πέντε ρωμαϊκά
πατριαρχεία, δηλαδή την πενταρχίαν, τα οποία κατά την απουσίαν της πολιτικής
εξουσίας του βασιλέως των Ρωμαίων εχρησιμοποιήθησαν ως αι εθναρχίαι των
υποδούλων Ρωμαίων και χρησιμοποιούνται ως εθνάρχαι των εναπομεινάντων υπό μη
ορθόδοξον εθνικήν ηγεσίαν μέχρι σήμερον Ρωμαίων.
3) Μεταξύ της Ρώμης και των ελληνικών πόλεων
κρατών υπήρξε ταυτότης πολιτιστική, εφ' όσον η Ρώμη έγινε πολύ ενωρίς μία εκ
των πολλών ελληνικών πόλεων της Μεσογείου. Η Ρώμη κυριολεκτικώς εταυτίσθη με
τας πόλεις αυτάς, όταν μετεφέρθη η Πόλις ολόκληρος εις την Νέαν Ρώμην υπό του
Μεγάλου Κωνσταντίνου. Βεβαίως η Πρεσβυτέρα Ρώμη ήτο δίγλωσσος και η
Κωνσταντινούπολις Νέα Ρώμη παρέμεινε δίγλωσσος μέχρι του ζ' αιώνος και η
Ρωμηοσύνη παραμένει δίγλωσσος μέχρι σήμερον. Η παλαιά Ρώμη ήτο εις την αρχήν
ίσως και τετράγλωσσος, εφ' όσον μέχρι του στ' αιώνος π.Χ. είχεν Ετρούσκους
βασιλείς και εις την περιοχήν της ωμιλούντο τότε εκτός των ετρουσκικών τα
λατινικά, τα οσκικά και τα ελληνικά. Αλλά και αι περιοχαί της Αλεξανδρείας και
Αντιοχείας και του εσωτερικού της Μικράς Ασίας ήσαν ολιγώτερον ελληνικαί από
την πόλιν της Ρώμης, όταν ενεφανίσθησαν εις αυτάς οι Ρωμαίοι ως κατακτηταί.
4) Παρά ταύτα αντί να εκλατινίσουν αυτάς οι
Ρωμαίοι συνέχισαν τον εξελληνισμόν των περιοχών αυτών της Αντιοχείας και
Αλεξανδρείας και αυτοί ανέλαβον την έναρξιν του εξελληνισμού των μη
εξελληνισθεισών ακόμη περιοχών και ωλοκλήρωσαν αυτόν.
5) Ενώ οι
Ρωμαίοι ως σκοπόν είχον τον εξελληνισμόν, οι Νεογραικοί εις τα θέματα αυτά
είναι όχι μόνον προχειρολόγοι αλλά και οι κατ' εξοχήν υπεύθυνοι δια τον
αφελληνισμόν των εκτός της Ελλαδίτσας των Ρωμαίων ως και των μεταναστών,
οίτινες τόσον εύκολα αφομοιούνται εις την Δύσιν, διότι έμαθαν από τους
Νεογραικούς, πριν φύγουν από την Ελλάδα, ότι είναι μέρος του δυτικού πολιτισμού,
προς τον οποίον είναι και δουλοπρεπείς.
6) Δια την ορθήν τοποθέτησιν των πραγμάτων πρέπει
να έχωμεν υπ' όψιν ότι μετά το κλείσιμον των εν Ρώμη λατινικών σχολείων το 92
π.Χ. η λατινική γλώσσα εξησθένησε και δεν θα ελάμβανε την γεωγραφικήν έκτασιν
την οποίαν έλαβεν εις την Δύσιν, εάν δεν είχον επακολουθήσει αι υπό των Ρωμαίων
κατακτήσεις της Γαλλίας, της Μαυριτανίας και της Βρεταννίας, όπου
εχρησιμοποιήθησαν δια τον αποικισμόν αυτών, ως επί το πλείστον Λατίνοι.
Προηγουμένως η λατινική είχεν εισαχθή περί το 195 π.Χ. εις την Ισπανίαν, περί
το 146 π.Χ. εις την επαρχίαν ονόματι Άφρικα καί είχεν επικρατήσει ως κυρία
γλώσσα της Βορείου Ιταλίας ενώ η ελληνική ήτο τότε, το 92 π.Χ., η γλώσσα της
κάτω Ιταλίας, της Σικελίας, της Κορσικής, της Σαρδηνίας, των ισπανικών νήσων,
των παραλιακών πόλεων της ανατολικής Ισπανίας, της Γαλλίας και της δυτικής
Ιταλίας και όλων των επαρχιών ανατολικώς της Ιταλίας. Δηλαδή η μεγάλη και ίσως
συντριπτική πλειοψηφία του πλήθους εντός της Ρωμανίας ωμίλει τα ελληνικά.
7) Επίσης πρέπει να σημείωση δεόντως το γεγονός
ότι οι λατινιστί γράψαντες Ρωμαίοι εγνώριζον απταίστως τα ελληνικά καί
εμιμούντο τα ελληνικά πρότυπα των γραμμάτων, οπότε εξ επόψεως πολιτιστικής
ανήκουν σαφώς εις τον ελληνικόν πολιτισμόν. Αλλά σχεδόν όλοι οι Ρωμαίοι έγραφον
και ελληνιστί. Μετά δε τον Μέγαν Κωνσταντίνον οι Ρωμαίοι έγραφον σχεδόν μόνον
ελληνιστί και μετά τον ι' αιώνα μέχρι του ιη' αιώνος μόνον ελληνιστί. Όθεν
φαίνεται ότι ο ισχυρισμός περί της μεταβολής των εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη
Ρωμαίων εις Βυζαντινούς, διότι δήθεν έγιναν ελληνόφωνοι, είναι μύθος, αφού ήσαν
ήδη προ του 92 π.Χ. ελληνόφωνοι εις την Πρεσβυτέραν Ρώμην. Αι τοιαύται απόψεις
προέρχονται από τους μη γνωρίζοντας την ιστορίαν των Ρωμαίων Φράγκους του
μεσαίωνος, οι οποίοι επίστευσαν και επροπαγάνδισαν ότι οι γνήσιοι Ρωμαίοι δεν
έχουν σχέσιν με τα ελληνικά και με τους «Γραικούς», δια να αποσπάσουν τους
δυτικούς κατακτηθέντας Ρωμαίους από τους εν Ανατολή ελευθέρους Ρωμαίους.
8) Αι πραγματικαί ιστορικαί διαθέσεις των
Ευρωπαίων έναντι των Ρωμαίων φαίνονται σαφώς από το γεγονός ότι ουδείς
αυτοκράτωρ, ουδείς ρήξ και ουδείς πάπας εκ του γένους των Λατινοφράγκων,
Ιταλοφράγκων, Τευτονοφράγκων, Νορμανδών, Βουργουνδών και Λογγοβάρδων είχε ποτέ
το όνομα «Κωνσταντίνος». Εν άλλαις λέξεσιν ουδείς Ευρωπαίος πάπας, αυτοκράτωρ
και ρήξ εχρησιμοποίησε ποτέ εις όλην την ιστορίαν του λεγομένου δυτικού
πολιτισμού το όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του κατ' εξοχήν θεμελιωτού της
Ρωμαιοσύνης, με κέντρον την ορθόδοξον χριστιανικήν ρωμαϊκήν Νέαν Ρώμην
Κωνσταντίνου Πόλιν.
9) Οι Ρωμαίοι ήσαν οι ιστορικοί εχθροί των
γερμανικών φυλών. Οι Ρωμαίοι ουδέποτε υπήρξαν οι εχθροί του ελληνικού
πολιτισμού, αλλ' απεναντίας είναι αναπόσπαστον μέρος του πολιτισμού τούτου. Δεν
επιτρέπεται να εμφανίζωνται ως «ξένοι» κατακτηταί των Ελλήνων εις εποχήν, πού
οι Έλληνες κατέκτων ο είς τον άλλον. Ο Ρωμαίος όχι μόνον ήτο Έλλην, όταν
ενεφανίσθη εις την Ανατολήν, αλλ’ αυτός εσυνέχισε και επεράτωσε τον
εξελληνισμόν των υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατακτηθέντων λαών της Ρωμανίας. Το
όνομα Ρωμανία ανήκει εις τον ελληνικόν πολιτισμόν ίσως περισσότερον από τα
ονόματα Μακεδονία, Αθήναι, Θήβαι, Κόρινθος κ.τ.λ. Τούτο διότι οι σήμερον
λεγόμενοι Έλληνες εις την ιστορίαν ουδέποτε ήσαν ηνωμένοι εις έν κράτος με έν
κρατικόν όνομα πριν υιοθετήσουν τα ονόματα Ρωμαίος και Ρωμανία. Προ της
εμφανίσεως των Ρωμαίων εν τη Ανατολή οι «υπόλοιποι» Έλληνες ήσαν διηρημένοι
τόσον, ώστε όχι μόνον η μακεδόνικη ένωσις του Μεγάλου Αλεξάνδρου διεσπάσθη άμα
τω θανάτω αυτού, αλλά και οι «υπόλοιποι» Έλληνες οι υπό των Μακεδόνων
κατακτηθέντες ουδέποτε έγιναν ή ελέγοντο Μακεδόνες.
10) Πάντως Ρωμανία, Κωνσταντινούπολις Νέα Ρώμη,
Ρωμαίος, Ρωμηός, Ρωμαιοσύνη και ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός είναι ακριβώς
το ίδιον πράγμα.
11) Εν κατακλείδι, εάν οι Ρωμαίοι εταυτίζοντο με
τους Λατίνους και την λατινικήν γλώσσαν, διατί μετέφερον την πόλιν των εις την
ελληνικήν Ανατολήν; Ήσαν τόσον αφελείς ώστε να μη γνωρίζουν ότι θα συγχωνευτούν
εν καιρώ με τον ελληνικόν κόσμον; Αλλά δεν ετίθετο τοιούτον πρόβλημα, διότι οι
Ρωμαίοι είχον γίνει μέρος του ελληνικού τούτου κόσμου.
Έχοντες όλα τα ανωτέρω υπ' όψιν δυνάμεθα να
κατασκευάσωμεν τους χάρτας του ελληνικού πολιτισμού κατά τοιούτον τρόπον, ώστε
να συμπίπτουν με την πραγματικήν, πολιτιστικήν και εκκλησιαστικήν ιστορίαν του
ελληνικού πολιτισμού. Ούτως ο Ρωμηός μαθητής εις το σχολείον θα έχη εις τα
σχολικά του βιβλία χάρτας, οι οποίοι οπτικώς θα του διδάξουν την ιστορίαν του
ελληνικού πολιτισμού με την επικράτησιν των διαφόρων πόλεων κρατών μέχρι της θεμελιώσεως της μεγάλης
Μακεδονίας και της εν συνεχεία διασπάσεως και σμικρύνσεως αυτής και της
αντικαταστάσεως της υπό της ολονέν επεκτεινόμενης ελληνικωτάτης κατά τον
πολιτισμόν και την γλώσσαν Ρωμανίας. Κατόπιν θα βλέπη την Ρωμανίαν να
σμικρύνεται και να μεταβάλλεται εις Φραγκίαν, Αραβίαν και Ρούμελην. Μάλιστα
πρέπει να ίδη την διάσωσιν της Ρωμανίας εις την τουρκικήν απόδοσιν του κρατικού
του ονόματος Ρούμελη. Εν συνεχεία η απελευθέρωσις των τεμαχίων της Ρούμελης
πρέπει να αποδοθούν εις τους χάρτας με την επανεμφάνισιν του κρατικού ονόματος
Ρωμανία με το ελλαδικόν θέμα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάς) ως επαρχίαν της
Ρούμελης, δηλαδή Ρωμανίας και όχι η Ρωμανία ή Ρούμελη να είναι επαρχία της
Ελλάδος.
Πρέπει η ιστορία των υποδούλων Ρωμαίων όλων των
αιώνων να αποτελή αναπόσπαστον μέρος της ιστορίας της Ρωμαιοσύνης. Όπως
κάμνομεν την ιστορίαν της Ρωμαιοσύνης κατά την Τουρκοκρατίαν, ακριβώς κατά τον
ίδιον τρόπον πρέπει να διδάσκωμεν ως μέρος της ιδίας ιστορίας την ιστορίαν της
Ρωμαιοσύνης υπό την κατοχήν των γερμανικών φυλών και των Αράβων, διοικουμένης
υπό των Ρωμαϊκών εθναρχιών της Πρεσβυτέρας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και
τελικώς μετά την άλωσιν υπό της εθναρχίας της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης.
Εις τα πλαίσια αυτά πρέπει να διδαχθή η υπό των
Φράγκων αρπαγή της εθναρχίας της Πρεσβυτέρας Ρώμης και η μεταβολή της εις την
γνωστήν Φραγκικήν Παπωσύνην εν συνδυασμώ με την ιστορίαν του αφανισμού της
Ρωμαιοσύνης εις την Δύσιν.
Όλα τα πλαίσια ταύτα διασώζονται εις τα
λειτουργικά βιβλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως και εις τας πηγάς της
ελληνοφώνου και λατινοφώνου Ρωμαιοσύνης και διαπιστούνται από τας πηγάς των
Φράγκων, των Αράβων, των Σλαύων και των Τούρκων. Το μόνον πού χρειάζεται, δια
να γίνη ορθώς η χρήσις των φραγκικών και σλαυικών πηγών, είναι η αποκατάστασις
του «Ρωμαίος» εκεί όπου οι Φράγκοι και Σλαύοι συγγραφείς χρησιμοποιούν το «Γραικός».
Η διάκρισις μεταξύ ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της
ανυπάρκτου βυζαντινής ή γραικικής αυτοκρατορίας πρέπει να καταργηθή και να
αντικατασταθή με το ενιαίον όνομα «Ρωμανία», επικουρικώς δε να χρησιμοποιούνται
οι ιστορικοί όροι βασιλεία των Ρωμαίων, ρωμαϊκή βασιλεία, ρωμαϊκή επικράτεια
κ.λ.π.
Το κέντρον του ενδιαφέροντος και της προσοχής των
επιστημόνων, των φοιτητών και των μαθητών, δηλαδή της εθνικής παιδείας, πρέπει
να είναι η ιστορία, η συνεχής και αδιάκοπος, όλων των θεμάτων της Ρωμανίας
μέχρι σήμερον, αφού η ιστορία αυτή είναι η συνέχεια της ιστορίας των Ελλήνων
και αυτή αύτη η ιστορία του ελληνικού πολιτισμού. Ούτω θα γίνεται η ιστορία της
φιλοσοφίας, της γραμματολογίας, της θεολογίας, της τέχνης, της μουσικής, των
θετικών επιστημών, της πολιτικής οικονομολογίας, της στρατιωτικής, της
εκκλησιαστικής κ.λ.π.
Η παράλληλος ιστορία των ευρωπαϊκών λαών πρέπει να
εκτοπισθή από το κέντρον και να διδαχθή ως ιστορία ενός άλλου πολιτισμού με την
ιδικήν του ιστορίαν εκκλησιαστικήν, φιλοσοφικήν, θεολογικήν, πολιτικήν κ.λ.π.
Πρέπει εν άλλαις λέξεσι να σταματήση και να
καταργηθή η εν αγνοία, φαίνεται, φορά των Νεογραικών να μεταφέρουν τους Ρωμηούς
από τον ιστορικόν κορμόν της Ρωμαιοσύνης και να τους εμβολιάζουν ως Γραικύλους
της Φραγκιάς εις τον κορμόν του δυτικού πολιτισμού.
Ο ιδρυτής της σημερινής Ελλαδίτσας των Γραικύλων
της Ευρώπης και των Ρώσων δεν είναι ούτε ο Περικλής, ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος,
ούτε ο Μέγας Κωνσταντίνος, αλλά ο αυτοκράτωρ των Φράγκων Καρλομάγνος. Όποιος το
αμφισβητεί, ας ανοίξη τα εν χρήσει σχολικά βιβλία και τας λεγομένας ελληνικάς
εγκυκλοπαιδείας, δια να ίδη με πόσον θαυμασμόν γράφονται τα περί του
μεγαλυτέρου τούτου εχθρού της Ρωμηοσύνης.
Οι Φράγκοι από την εποχήν του Καρλομάγνου
απεφάσισαν ότι οι περί την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην δεν είναι Ρωμαίοι. Εν
καιρώ υιοθέτησαν τας απόψεις των Φράγκων οι Ρώσοι. Ερωτώμεν λοιπόν· οι
αρνούμενοι να λέγωνται Ρωμαίοι ολίγοι Νεογραικοί είναι τα πνευματικά τέκνα του
Μεγάλου Κωνσταντίνου ή του Καρλομάγνου; Της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης ή της
Φραγκιάς; Της Ρωμανίας Ρούμελης ή της Ευρώπης; Δηλαδή ποίος είναι ο πραγματικός
Έλλην; Ο Ρωμηός ή ο αποκηρύξας το Ρωμηός; Ουδόλως αμφιβάλλομεν δια τα εθνικά
και πατριωτικά αισθήματα των ολίγων Νεογραικών τούτων, αλλά πιστεύομεν ότι,
όταν μελετήσουν προσεκτικώτερα τα της Ρωμαιοσύνης, θα αντιληφθούν ότι χωρίς
Ρωμαιοσύνην αποκλείεται να υπήρχε σήμερον ο ελληνικός πολιτισμός.
Τω όντι «παράδοξον» εμπόδιον εις ορθήν περιγραφήν
της ιστορίας της Ρωμαιοσύνης είναι το γεγονός ότι σήμερον υπάρχει κράτος με το
όνομα Ρουμανία. Φαίνεται «όλως τυχαίως» απεδόθη το κρατικόν μας όνομα εις τους
απογόνους των ως επί το πλείστον λατινοφώνων Ρωμαίων τούτων και όχι εις τους
ελληνοφώνους. Ούτως «όλως τυχαίως» εφηρμόσθη η γραμμή των Φράγκων ότι οι μόνοι
γνήσιοι Ρωμαίοι είναι οι μη γνωρίζοντες ελληνικά λατινόφωνοι Ρωμαίοι!
Πάντως ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι φυλετικώς οι
πολίται της Ρουμανίας είναι απόγονοι λατινοφώνων αλλά και ελληνοφώνων Ρωμαίων.
Εξ επόψεως όμως εθνικών αισθημάτων και πολιτισμού έχουν υποδουλωθή πολύ
περισσότερον από τους Νεογραικούς εις την προπαγάνδαν των Ευρωπαίων και Ρώσων.
Οι Νεοέλληνες και οι Νεογραικοί ταυτίζονται απολύτως με την λατρείαν των
Ρωμαίων δια την ελληνικήν γλώσσαν και τα ελληνικά. Μάλιστα και οι αρχαίοι εν τη
Πρεσβυτέρα Ρώμη Ρωμαίοι ήσαν γνησιώτεροι λάτρεις αλλά και γνησιώτεροι κάτοχοι
της ελληνικής γλώσσης και του ελληνικού πολιτισμού από τους Νεογραικούς.
Οι σημερινοί Ρουμάνοι όμως πολύ ολίγην αντίληψιν
και εκτίμησιν έχουν περί της θέσεως των ελληνικών μεταξύ των Ρωμαίων προγόνων
των από της εποχής του Λιβίου Ανδρόνικου μέχρι της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα θα
κατεδικάζοντο από τους αρχαίους Ρωμαίους όχι διότι καλλιεργούν τόσον θαυμασίως
τα γράμματα εις την νεολατινικήν των γλώσσαν, αλλά διότι είναι οι πρώτοι
λατινόφωνοι Ρωμαίοι της ιστορίας, οι οποίοι μιμούμενοι τους Φραγκολατίνους
απεκήρυξαν την ελληνικήν γλώσσαν και ούτω απεκόπησαν από τον ένα, συνεχή και
αδιάκοπον ιστορικόν γλωσσικόν κορμόν της Ρωμαιοσύνης. Έπραξαν τούτο, διότι
έγιναν και αυτοί θύματα της φραγκικής προπαγάνδας ότι το γνήσιον ρωμαϊκόν είναι
μόνον το λατινικόν. Ούτως η Ρουμανία έγινε κατ' όνομα μόνον Ρωμανία χωρίς
μεσαίωνα. Το ότι οι Ρουμάνοι ευρίσκονται εκτός της ιστορικής πραγματικότητας
φαίνεται σαφώς από το απλούν γεγονός ότι οι πρώτοι Ρωμαίοι ιστορικοί έγραψαν
τας ιστορίας της Ρώμης όχι λατινιστί αλλά ελληνιστί και η μεγάλη πλειοψηφία των
ιστορικών της Ρωμανίας έγραψαν ελληνιστί.
Εις χειροτέραν από τους Ρουμάνους κατάστασιν
βρίσκονται οι εκτός Ελλάδος Ορθόδοξοι Αρβανίται και Αραβόφωνοι Ρωμαίοι.
Οι μόνοι λατινόφωνοι και ελληνολατινόφωνοι (Αρβανίται)
Ρωμαίοι, οι οποίοι διατηρούν σήμερον ακέραια τα ελληνικά αισθήματα των αρχαίων
Ρωμαίων, είναι οι Βλάχοι και Αρβανίται της Ελλάδος και της Βορείου Ηπείρου.
Όπως οι προγονοί μας ούτω και σήμερον γνωρίζομεν καλώς ότι Έλλην και Ρωμηός
σημαίνει το ίδιον πράγμα, διότι οι Ρωμαίοι έγιναν Έλληνες και δια τούτο οι
Έλληνες έγιναν Ρωμαίοι.
Η διάσπασις της ταυτότητος αυτής των σημερινών
Ρωμαίων βάσει των εναπομεινάντων γλωσσικών στοιχείων της λατινικής εις τας
τοπικάς διαλέκτους των Αρβανιτών και Βλάχων έχει σαφεστάτην προέλευσιν εκ των
Φράγκων και Ρώσων και ουδεμία σχέσις υφίσταται με τους αρχαίους Ρωμαίους,
Αθηναίους, Σπαρτιάτας, Θηβαίους και Μακεδόνας. Εις τους ιδίους, Ευρωπαίους και
Ρώσους, οφείλεται η προσπάθεια αραβοποιήσεως και τουρκοποιήσεως των Ρωμαίων των
ρωμαϊκών πατριαρχείων της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της
Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων. Ό,τι δεν έχουν αντιληφθή οι σημερινοί Ρωμαίοι
είναι ότι η εθνική ακεραιότης δεν διατηρείται μόνον με στρατεύματα εις τα
σύνορα, αλλά πολύ περισσότερον με την εθνικήν ιστορικήν επιστήμην, ήτις είναι η
εθνική μνήμη. Το τέκνον πού δεν γνωρίζει τα του πατρός του όχι μόνον δεν θα
ημπορέση να διοική αυτά αλλά δεν θα γνωρίζη τί είναι ιδικόν του και τί ανήκει
εις τους άλλους. Θα του κλέπτουν την κληρονομίαν του και αυτός θα ευχαριστή
τους κλέπτας δια τα άχρηστα πού του άφησαν. Ο καλός όμως κληρονόμος, με το
σπαθί του εν ανάγκη, κρατεί τα του πατρός του, δεν λησμονεί τα των πάππων του,
αλλά ούτε τα νομιζόμενα άχρηστα πετά.
Αν λοιπόν οι πέραν του Δουνάβεως, εν Αλβανία και
εν Μέση Ανατολή Ρωμαίοι θελούν να είναι πραγματικοί Ρουμάνοι, Αρβανίται και
Ρούμ, πρέπει να αποκαταστήσουν τον εαυτόν των εις τον πραγματικόν ιστορικόν και
όχι φανταστικόν κορμόν της ιστορικής Ρωμανίας και να αποκοπούν από την περί Ρωμανίας
πλαστογραφίαν των Ευρωπαίων και Ρώσων.
Πάντως φαίνεται σαφώς, ότι με το όνομα
«Βυζαντινός» εν συνδυασμώ με το «Γραικός» οι σημερινοί Ρωμαίοι όλοι
αποκόπτονται από τον μεσαίωνα και επομένως από αλλήλους και δήθεν συνδέονται με
πηδήματα ιστορικά μόνον με αρχαίους λαούς, οι Ρουμάνοι μόνον με τους αρχαίους
Ρωμαίους και οι «Έλληνες» μόνον με τους αρχαίους Έλληνας. Και ταύτα συμβαίνουν,
φαίνεται, «όλως τυχαίως».
Η εξ αιτίας των Ευρωπαίων και Ρώσων ιστορική
παρεκτροπή των Νεογραικών, Ρουμάνων, Αρβανιτών και αραβόφωνων Ρωμαίων από την
πραγματικήν ιστορίαν των Ρωμαίων δύναται να διορθωθή με την κατάργησιν της
ψευδούς φραγκικής διακρίσεως μεταξύ Βυζαντινού και Ρωμαίου και μεταξύ λατινικού
και γραικικού χριστιανισμού, λατινικής και γραικικής φιλολογίας, Λατίνων και
Γραικών Πατέρων και με την αποκατάστασιν των πραγματικών ιστορικών ονομάτων, ως
περιεγράφησαν εν ολίγοις εν τω δοκιμίω τούτω. Το δε όνομα Λατίνος πρέπει να
χρησιμοποιηθή με ιστορικήν ακρίβειαν δια τους αρχαίους, διακρινόμενους από τους
Ρωμαίους, Λατίνους, ως και δια τους Φράγκους του μεσαίωνας, εφ' όσον ούτως
ήθελον και θέλουν οι ίδιοι.
Οι σημερινοί Ρωμαίοι πρέπει να διακρίνουν σαφώς
μεταξύ της πραγματικής λατινοφώνου Ρωμαιοσύνης καί της εκκλησιαστικής
λατινοφώνου Φραγκοσύνης και να αποδίδουν ούτως εις την απολεσθείσαν λατινόφωνον
Ρωμαιοσύνην τα αισθήματα αγάπης και εθνικής ταυτότητος πού έχουν δια τους
Βλάχους και Χριστιανούς Αρβανίτας.
Οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι οφείλουν να επανατονίσουν
τα ρωμαϊκά και τα νεορρωμαϊκά ως την δευτέραν γλώσσαν του ελληνικού πολιτισμού
και οι μη ελληνόφωνοι Ρωμαίοι οφείλουν να επαναφέρουν τα ρωμαίικα εις την
ιστορικήν των θέσιν, εις την πραγματικήν των ιστορίαν εκτός βεβαίως αν δεν
είναι πλέον Ρωμαίοι και απλώς ασυναισθήτως καί τυπικώς διατηρούν μόνον το
όνομα. Δικαίωμά των είναι να είναι ό,τι θέλουν. Το μόνον δικαίωμα, το οποίον
δεν έχουν, είναι να ισχυρίζονται ενσυνειδήτως ότι είναι Ρωμαίοι απόγονοι
Ρωμαίων, όταν δεν έχουν τα ίδια προς τα ελληνικά αισθήματα των ιστορικών
Ρωμαίων της Πρεσβυτέρας Ρώμης και κυρίως της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης.
Τότε είναι όχι Ρωμαίοι αλλά απλώς κατά σάρκα απόγονοι των Ρωμαίων.
Προ πάντων πρέπει να εισαχθούν εις τα εν Ελλάδι
σχολεία τα ιστορικά καί τα πολιτιστικά κείμενα της μεσαιωνικής και
τουρκοκρατούμενης Ρωμαιοσύνης καί να καταργηθή το επικρατούν μονοπώλιον των
αρχαίων κειμένων. Φαίνεται ότι το επικρατούν σήμερον νεογραικικόν σύστημα
παιδείας ως σκοπόν έχει να μάθουν τα Ρωμηόπουλα ότι είναι μόνον «αρχαίοι
Έλληνες» και να μη βλέπουν τα επικίνδυνα δια τον γραικισμόν κείμενα όπου κατά
κόρον χρησιμοποιείται ως εθνικόν καί κρατικόν όνομα το Ρωμαίος και το Ρωμανία.
Εις τα ιστορικά πλαίσια της Ρωμαιοσύνης και του
ελληνικού πολιτισμού αυτής τοποθετείται σαφώς και το γλωσσικόν θέμα. Αι
απαιτήσεις της εθνικής μνήμης επιβάλλουν εις τον Ρωμηόν να γνωρίζη να διαβάζη
τους θησαυρούς του γένους του όλων των εποχών. Όσον ισχυροτέρα είναι η εθνική
μνήμη, τόσον εντονωτέρα και αποδοτικωτέρα θα είναι η προσπάθεια κατακτήσεως των
πηγών της εθνικής ταύτης μνήμης.
Η εθνική μνήμη απαιτεί γλωσσικά εφόδια δια την
κάθετον ιστορικήν επικοινωνίαν με τον ελληνικόν πολιτισμόν όλων των εποχών
μέχρι σήμερον. Η βάσις είναι κυρίως τα ρωμαίικα αλλά και τα ρωμαϊκά με την
επικουρικήν υπό των ειδημόνων χρήσιν των φραγκικών, αραβικών, συριακών,
σλαυικών και τουρκικών πηγών.
Αλλά αι έδραι των ελληνικών πανεπιστημίων είναι
ωργανωμέναι δια να μελετήσουν όχι την ιστορίαν αυτήν της Ρωμαιοσύνης, αλλά την
ιστορίαν του έθνους κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να υποστηρίζωνται αι περί
Ελλήνων, Ρωμαίων, Βυζαντινών και Νεοελλήνων απόψεις των Ευρωπαίων και Ρώσων.
Ούτω καλλιεργείται η τάσις να εμφανίζεται ο Έλλην προδίδων τον ελληνισμόν του
γενόμενος Ρωμαίος· αποκαθιστά δε κάπως εαυτόν εξ επόψεως πατριωτισμού με
το να καταντά ο ανύπαρκτος εις την ιστορίαν Βυζαντινός. Ωσάν χαμαιλέων αλλάσσει
συνεχώς τα χρώματα του, και εμφανίζεται αίφνης εις την Ιστορίαν ως Νεοέλλην,
ωσάν να έκρυπτε από το 146 π.Χ. ως μυστικόν την ελληνικότητα του, δια να την
αποκάλυψη το 1821 πάλιν εις τον εαυτόν του και εις τον κόσμον.
Φαίνεται ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν
αισθάνονται την ανάγκην να έχουν ειδικάς έδρας Φραγκολογίας, Αραβολογίας,
Σλαυολογίας και Τουρκολογίας και ούτε καν Αρβανιτολογίας και Ρουμανολογίας, εφ'
όσον ουσιαστικώς η Ρωμαιοσύνη θεωρείται ως να ήτο μία μεσάζουσα ιστορική
κατάστασις μεταξύ των πραγματικών Ελληνισμών των αρχαίων και των νέων Ελλήνων.
Δια τούτο δεν χρειάζεται ημείς να κάμνωμεν την ιστορίαν ούτε των ομοεθνών
Αρβανιτών και Βλάχων ούτε των καταστροφέων της Ρωμαιοσύνης εν συνδυασμώ με την
ιστορίαν της Ρωμαιοσύνης. Ολόκληρος Ρωμαιοσύνη εχάθη εις την Δύσιν και ο
Νεογραικός όχι μόνον δεν συγκινείται αλλά έφθασε να την θεωρή ως εχθρόν του
Γένους. Την δε ανατολικήν Ρωμαιοσύνην γνωρίζει ως βυζαντινήν και συγκινείται
μεν κάπως δι' αυτήν, μόνον όμως όταν είναι εις μίαν πολύ υπεύθυνον θέσιν
ημπορεί να είπη χωρίς να εντρέπεται ότι μισεί την βυζαντινήν ιστορίαν και τους
Βυζαντινούς! Αλλ' ουδέποτε θα έλεγεν Έλλην ότι μισεί τους Έλληνας προγόνους
του. Ουδέποτε θα έλεγε Ρωμηός ότι μισεί τους Ρωμηούς προγόνους του. Υπό το
κάλυμμα όμως του ονόματος «Βυζαντινός» ειμπορεί να μίση τους προγόνους του.
Δια τούτο τα ονόματα Γραικός και Βυζαντινός πρέπει
να φύγουν και τα ονόματα Έλλην και Ρωμαίος να ταυτισθούν σαφώς. Δεν υπάρχει
άλλος τρόπος να φανή η συνέχεια και η μέχρι σήμερον ύπαρξις του ελληνικού
πολιτισμού της Ρωμαιοσύνης. Εν άλλαις λέξεσι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να
περιγραφή η πραγματική ιστορία του γένους, εφ' όσον πρόκειται να συνεχίσωμεν
ιστορικώς ως πράγματι είμεθα ιστορικώς και όχι ως μας θέλουν οι ξένοι.
Κατά τον μεσαίωνα οι Φράγκοι προέβαλον το ψεύδος
ότι δεν δύνανται οι ομιλούντες τα ελληνικά να λέγωνται Ρωμαίοι. Μέχρι τότε ο
Ρωμαίος ήτο Έλλην και ο Έλλην Ρωμαίος. Αλλά το όνομα Έλλην είχεν αποκτήσει την
σημασίαν του είδωλολάτρου, αφού οι ίδιοι Ρωμαίοι γενόμενοι Έλληνες επολέμησαν
τον Χριστιανισμόν υπέρ της ελληνικής ειδωλολατρείας. Δια να πλήξουν την
ελληνικήν ειδωλολατρείαν των Ρωμαίων, επεκράτησεν οι Χριστιανοί Ρωμαίοι να
περιγράφουν την χριστιανικήν θρησκείαν ως την θρησκείαν των Ρωμαίων. Οι
αντιτιθέμενοι περιέγραφον την ειδωλολατρείαν ως την ελληνικήν θρησκείαν των
Ρωμαίων εξ αιτίας της γνωστής μεγάλης αγάπης των Ρωμαίων δια κάθε τι το
ελληνικόν.
Σήμερον όμως το όνομα Έλλην δεν σημαίνει πλέον τον
ειδωλολάτρην αρχαίον Έλληνα, αλλά τον ανήκοντα εις τον ελληνικόν πολιτισμόν.
Ιστορικώς Ρωμαίοι ήσαν οι Έλληνες κατά την θρησκείαν και Ρωμαίοι ήσαν οι
Χριστιανοί.
Πρέπει να σημειωθή δεόντως ότι τω 212 μ.Χ. όλοι οι
ελεύθεροι κάτοικοι της Ρωμανίας απέκτησαν την ρωμαϊκήν υπηκοότητα. Επομένως ο
θρησκευτικός αγών δεν έγινε μεταξύ Ρωμαίων και Ελλήνων, αλλά μεταξύ Ρωμαίων και
Ρωμαίων δια την επικράτησιν της ελληνικής ειδωλολατρείας ή του Χριστιανισμού.
Τώρα όμως, εν όψει της μακροχρονίου ευρωπαϊκής και
ρωσικής προπαγάνδας εις βάρος της πραγματικής ιστορίας της Ρωμαιοσύνης, πρέπει
να ταυτιστούν το Έλλην με το Ρωμαίος και να χρησιμοποιηθεί κυρίως το Ρωμαίος.
Το όνομα Βυζαντινός όχι μόνον δεν είναι λύσις αλλ'
είναι επιβλαβές, όπως είδομεν και ιστορικώς γελοίον, καθ' ό ανύπαρκτον. Μόνον η
Πόλις λέγεται ενίοτε Βυζαντίς ή Βυζάντιον.
Ως γλώσσαν ενότητος δια την κάθετον ιστορικήν
επικοινωνίαν με το παρελθόν και δια την εξασφάλισιν της συνεχίσεως της
Ρωμαιοσύνης εις το μέλλον οι Ρωμαίοι, ακολουθούντες τους Μακεδόνας,
εχρησιμοποίησαν κυρίως μίαν αττικίζουσαν διάλεκτον μαζί με μίαν τυπικήν
αρχαίζουσαν λατινικήν, η οποία όμως ητόνησεν ήδη αρκετόν καιρόν προ της
μεταφοράς της Πόλεως της Ρώμης εις την Ανατολήν. Εις την αττικίζουσαν ελληνικήν
οι Ρωμαίοι εκαλλιέργουν τα γράμματα, την θεολογίαν και εκυβέρνων την Εκκλησίαν.
Η αττικίζουσα ήτο κατ' εξοχήν η γλώσσα της λατρείας και της θεολογίας των Ρωμαίων.
Εκ των υστέρων εισήχθη η λατινική ως εκκλησιαστική γλώσσα των λατινοφώνων
Ρωμαίων.
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχον
παραπλεύρως κατά τόπους διάλεκτοι. Ασφαλώς υπήρχον, αλλ’ ουδέποτε ως γλώσσα
ενότητος των Ρωμαίων. Ούτε υπήρχε ποτέ γλωσσικόν πρόβλημα και κίνημα
καταργήσεως της ενοποιού αττικιζούσης γλώσσης, δια να επικρατήση τοπική τις
διάλεκτος. Τούτο διότι οι κατά τόπους χωρικοί και επαρχιώται ηγάπων βεβαίως την
τοπικήν των διάλεκτον, αλλά δεν ήσαν επαρχιώται «χωριάτες».
Εις τα περισσότερα κράτη του κόσμου υπάρχει ολίγον
ή πολύ η διαφορά αύτη μεταξύ της ενιαίας γλώσσης και των κατά τόπους διαλέκτων.
Τούτο είναι φυσικόν. Αλλ' εις κανέν κράτος δεν εσημειώθη η ελλαδική προσπάθεια
να γίνη συμπίλημα και κράμα των τοπικών διαλέκτων, ώστε το νέον κατασκεύασμα να
αντικαταστήση την ήδη υπάρχουσαν γλώσσαν ενότητος, ήτις συνδέει το έθνος με το
παρελθόν και εξασφαλίζει την συνέχειάν του εις το μέλλον με ακεραίαν την
εθνικήν μνήμην.
Το πρόβλημα της σημερινής Ελλάδος είναι ότι
υπάρχουν εκτός των Ρωμηών δύο είδη Νεογραικών δούλων των Ευρωπαίων και Ρώσων,
οι λάτρεις μόνον των αρχαίων Ελλήνων και οι λάτρεις μόνον του χωρίου των. Και
οι δύο ούτε καν γνωρίζουν περί της υπάρξεως της Μεγάλης εκτός Ελλάδος Ρούμελης
ή Ρωμανίας, διότι εταύτισαν το έθνος με την Ελλαδίτσαν των.
Ο Ρωμηός όμως έχει ισχυροτάτην εθνικήν μνήμην και
συνείδησιν με ακλόνητα ρωμαίικα αισθητήρια. Αγαπά το χωριό του, αγαπά την
επαρχίαν του, αγαπά την Ελλαδίτσαν των Νεογραικών, διότι είναι όλα ρωμαίικα και
διότι αγαπά την Ρωμαιοσύνην ολόκληρον όλων των εποχών.
Δια τούτο δεν δέχεται εκουσίως να αποκοπή από
κανένα ρωμαίικον θησαυρόν ολοκλήρου του ελληνικού του πολιτισμού, θα τραγουδάη
ρωμαίικα τραγούδια, θα χορεύη ρωμαίικους χορούς, θα γράφει ρωμαίικα ποιήματα
και διηγήματα και θα ομιλή| τα ρωμαίικα του τόπου του.
Αλλ' όμως θα γνωρίζη και θα ομιλή και τα «αττικά»
ρωμαίικα καθέτου και οριζοντίου ενότητος και θα χρησιμοποίηση αυτά εις όλα τα
αφορώντα την ενότητα της Ρωμαιοσύνης. Εις αυτήν θα λατρεύη τον Θεόν, θα διοική
τα της Ρωμαιοσύνης και θα κάμνη την επιστήμην του όπως ακριβώς ως επί το
πλείστον και γίνεται. Ούτε το όλον καταργεί το μέρος ούτε το μέρος καταργεί το
όλον. Όπως ήτο σοβαρόν σφάλμα να καταργήσωμεν ως κρατικόν όνομα το Ρούμελη ή το
Ρωμανία και να το αντικαταστήσωμεν με το όνομα μιας μικράς επαρχίας, κατά τον
ίδιον τρόπον είναι ακόμη μεγαλύτερον λάθος να κατασκευάζωμεν συμπίλημα τοπικών
διαλέκτων δια να αντικαταστήσωμεν με αυτό την ήδη υπάρχουσαν γλώσσαν ενότητος,
ήτις είναι η σπονδυλική στήλη της εθνικής μνήμης της Ρωμαιοσύνης.
Η Ρωμαιοσύνη ασφαλώς ταυτίζεται με τας τοπικάς
διαλέκτους, αλλά ταυτίζεται επίσης με μίαν γλώσσαν ενότητος, ήτις την συνδέει
με το παρελθόν, ώστε βάσει ισχυρότατης μνήμης, να γνωρίζη να αντιμετωπίζη το
μέλλον όχι ως ο ταπεινός Γραικύλος των Ευρωπαίων και Ρώσων, αλλά ως ο χρυσούς
δικέφαλος αετός της Ρωμαιοσύνης.
Επίσης η εκτός Ελλάδος Ρωμαιοσύνη χρησιμοποιεί την
γλώσσαν καθέτου και οριζοντίου ενότητος δια να διατήρηση την κοινωνίαν και
συμμετοχήν της με τον πολιτισμόν της όλων των εποχών. Η προσπάθεια Νεοελλήνων
τίνων να επιβάλλουν εις όλην την Ρωμαιοσύνην την τοπικήν διάλεκτον του χωρίου
των ή συμπίλημα των διαλέκτων της ελλαδικής επαρχίας δια της αποκηρύξεως της
Ρωμαίικης γλώσσης ενότητος είναι οι συνεχισταί του έργου εκείνων της
εθνοσυνελεύσεως του 1822 οι οποίοι αφώρισαν τον εαυτόν των από την Ρωμανίαν
γενόμενοι τότε Ελλαδιτσίται, αρχαίοι μόνον Έλληνες με αρχαίαν μόνον ελληνικήν
γλώσσαν.
Ίσως ο Γραικύλος μαζί με τα αφεντικά του να
ισχυρισθή ότι η Ρωμαιοσύνη είναι ιδέα επικίνδυνος, διότι με αυτήν οι Ρωμαίοι θα
εποφθαλμιούν την ανασύστασιν της Ρωμανίας με πρωτεύουσαν την Κωνσταντίνου Πόλιν
Νέαν Ρώμην. Τούτο διότι, εάν το Ρωμηόπουλον βλέπη εις τους χάρτας όλων των
αιώνων την Ρωμανίαν να μεγαλώνη και να σμικρύνεται και να γίνεται Ρούμελη, και
κατόπιν πάλιν βλέπη δύο μικράς Ρωμανίας, μίαν βλαχόφωνον βόρειον Ρωμανίαν και
μίαν ελληνόφωνον νότιον Ρωμανίαν, ίσως του δημιουργηθή η όρεξις να επαναφέρη
την Ρωμανίαν πλησιέστερον εις την αρχικήν της κοιτίδα. Καλώς. Τώρα που βλέπει
εις τον χάρτην τας τεραστίας εκτάσεις της Μακεδονίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τι
κάμνει ο Μακεδών και οι λοιποί Ρωμηοί; Αναχωρούν δια κατακτήσεις; Ασφαλώς όχι.
Τότε διατί να κινδυνεύει ο κόσμος, όταν οι σημερινοί Ρωμηοί χρησιμοποιούν τα
πραγματικά ονόματα της ιστορίας των;
Η επιστημονική μέθοδος απαιτεί την ιστορικήν
ακρίβειαν εις την περιγραφήν της ιστορίας των πολιτισμών. Διατί να γράφουν οι
ξένοι την ιδικήν των ιστορίαν με ακρίβειαν και ημείς να υποχρεούμεθα να την
περιγράφομεν με ψευδή ονόματα και να κάμνωμεν ωσάν να μη υπάρχωμεν πλέον ως
Ρωμαιοσύνη, διότι έτσι ήθελον οι Φράγκοι του μεσαίωνος;
Αφού μεταξύ μας διατηρούμεν με τόσην αγάπην και
συγκίνησιν τα εν λόγω ιστορικά μας ονόματα, ποίος είναι εκείνος πού απαγορεύει
την επίσημον χρήσιν αυτών;
Με το σημερινόν όνομα Γραικός είμεθα οι Γραικύλοι
της Φραγκιάς και των Ρώσων.
Με το όνομα Έλλην είμεθα εις εν μικρόν μέρος της
ιστορίας μας ελεύθεροι αλλά με επαρχιωτικόν μόνον όνομα.
Με το όνομα Ρούμελη είμεθα τουλάχιστον πνευματικώς
απολύτως ελεύθεροι. Με το όνομα Ρωμαίος, Ρωμανία, Ρωμαιοσύνη, Ρωμηός είμεθα
χωρίς αφεντικά και χωρίς την εξωτερικήν ασχημίαν του Καραγκιόζη. Είμεθα πλέον
το κράτος των προγόνων μας, οι οποίοι ως σύνθημα είχον: «Η Ρωμανία Νίκα!».
Κατακλείοντες τα εν τω δοκιμίω τούτω αναπτυχθέντα
σημειούμεν δύο τινά δια την περαιτέρω ιστορικήν εξέλιξιν της Ρωμαιοσύνης εκτός
του ελλαδικού χώρου όπου διασώζεται ακεραία και ακμαία η Ρωμαιοσύνη μέχρι
σήμερον, αλλά και εκεί οπού επιζή υπό διαστρεβλωμένην, τευτονοποιηθείσαν, και
θρησκευτικήν μόνον μορφήν.
1) Εξ όσων ανεπτύχθησαν εν τω πονήματι τούτω
δύναται έκαστος βέρος Ρωμηός να κατανόηση σαφώς διατί η εμφάνισις της
Ρωμαιοσύνης εις την Ευρώπην, την Αμερικήν, και τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου με
τα ονόματα «Γραικισμός», «Βυζαντινισμός» και «γραικική Ορθοδοξία» είναι ίσως ο
μεγαλύτερος θρίαμβος της παλαιάς Φραγκοσύνης επι της Ρωμαιοσύνης.
Ως Ρωμαίοι, ημείς και ουδείς άλλος, έχομεν
τουλάχιστον τα εκκλησιαστικά ιστορικά δικαιώματα του ρωμαϊκού πατριαρχείου της
Πρεσβυτέρας Ρώμης επί των δυτικών επαρχιών της Οικουμενικής Ρωμανίας. Το
οικουμενικόν πατριαρχείον των Ρωμαίων της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης
αντικαθιστά δικαιωματικώς το απολεσθέν εις τους Φράγκους πατριαρχείον της
Πρεσβυτέρας Ρώμης και ως εκ τούτου έχει το καθήκον και την υποχρέωσιν να
επαναφέρη τους απογόνους των υπό γερμανικών φύλων κατακτηθέντων και εις δουλοπαροίκους
μεταβληθέντων δυτικών Ρωμαίων εις την Ρωμαιοσύνην.
Δια να κατανοήσουν προ πάντων οι Ελλαδιτσίται τί
οημαίνει τούτο, πρέπει να τονίσωμεν πάλιν τα μη διδασκόμενα εν Ελλάδι γεγονότα
ότι αφ' ενός μεν υπήρχεν η απολεσθείσα εις τους Φράγκους εθναρχία των
κατακτηθέντων δυτικών Ρωμαίων της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αφ' ετέρου δε υπάρχουν
μέχρι σήμερον αι εθναρχίαι των κατακτηθέντων Ρωμαίων της Κωνσταντινουπόλεως
Νέας Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων και της Κύπρου.
Επί πλέον όμως υπάρχουν σήμερον όχι μόνον αι
εκκλησίαι των ελευθέρων Ρωμαίων της Ελλάδος, της Ρουμανίας, και της Αλβανίας,
αλλά και αι νέας μορφής εθναρχίαι των θυγατέρων εκκλησιών των προειρημένων
πατριαρχείων τούτων των ανά τον κόσμον αποδήμων Ρωμαίων, αι οποίαι καλύπτουν
υπεράνω του ημίσεος του γεωγραφικού χώρου της γης.
Το οικουμενικόν πατριαρχείον των Ρωμαίων της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης έχει υπό την δικαιοδοσίαν του τας δυτικάς
επαρχίας της ευρωπαϊκής Μεγάλης Ρωμανίας, δηλαδή την επί το πλείστον
ρωμανόφωνον δυτικήν Ευρώπην, την Γερμανίαν, την Αγγλίαν, τα σκανδιναβικά κράτη,
την αμερικανικήν ήπειρον, την Νέαν Ζηλανδίαν, την Αυστραλίαν, την Ιαπωνίαν, και
άλλα τμήματα της Ασίας.
Το πατριαρχείον των Ρωμαίων της Αλεξανδρείας έχει
δικαιοδοσίαν εφ' ολοκλήρου της Αφρικής.
Το πατριαρχείον των Ρωμαίων της Αντιοχείας
καλύπτει κυρίως την Συρίαν και τον Λίβανον.
Το πατριαρχείον των Ρωμαίων των Ιεροσολύμων
καλύπτει τα κράτη Παλαιστίνη, Ισραήλ, και Ιορδανία, και έχει τα σπουδαιότερα
προσκυνήματα της Ρωμαιοσύνης.
Εξ αιτίας της μεγάλης εκτιμήσεως του Μωάμεθ δια
την θρησκείαν των Ρωμαίων οι Άραβες και Οθωμανοί επέτρεπαν εις τους Ρωμαίους να
ζουν κατά την θρησκείαν των συμφώνως προς τους ρωμαϊκούς των νόμους. Δια τούτο
αι εθναρχίαι των Ρωμαίων εις τας μουσουλμανικάς χώρας διασώζονται μέχρι
σήμερον.
Μόνον το οικουμενικόν πατριαρχείον κινδυνεύει
σήμερον διότι οι Νεότουρκοι εγκατέλειψαν ουσιαστικώς το Ισλάμ και ούτω τας
διαθέσεις του Μωάμεθ έναντι των Ρωμαίων, αλλά και διότι οι Ελλαδιτσίται το
περιεφρόνησαν ως κάτι το ξένον προς τον ευρωπαϊκόν νεογραικισμόν των.
Εν αντιβολή προς την θέσιν περιωπής των ρωμαϊκών
εθναρχιών μεταξύ των Αράβων, αι ρωμαϊκαί εθναρχίαι εις την Δύσιν, όπως είδομεν,
εξηφανίσθησαν, αφού ολόκληρος η ρωμαϊκή ιεραρχία κατελήφθη υπό των Τευτόνων
κατακτητών της δυτικής Ρωμαιοσύνης.
Πρέπει κυρίως να γίνη αντιληπτόν ότι ως εθνάρχαι
των Ρωμαίων εις τον δυτικόν κόσμον οι σήμερον εν τη Δύσει ευρισκόμενοι ιεράρχαι
των πέντε ρωμαϊκών πατριαρχείων (Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας,
Ιεροσολύμων και Βουκουρεστίου) με κεφαλήν την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην δεν
είναι ούτε απόδημοι ούτε φιλοξενούμενοι, αλλά εθνικώς και εκκλησιαστικώς οι
φιλοξενούντες.
2) Η παλαιά Φραγκιά δεν υπάρχει πλέον. Οι εν τη
Δύσει απόγονοι των Ρωμαίων όχι μόνον ανέτρεψαν την ταξικήν ευγένειαν και
θεολογίαν του φεουδαλισμού των κατακτητών των, αλλά είναι ώριμοι δι' επάνοδον
εις την Ρωμαιοσύνην των προγόνων των την οποίαν οι εν Ανατολή Ρωμαίοι διατηρούν
μέχρι σήμερον με το πλήθος των πολιτιστικών της εκδηλώσεων το οποίον κάποτε
υπήρχε και εις την δυτικήν Ρωμαιοσύνην,
Αλλά και αυτοί οι απόγονοι των εν τη Δύσει Ρωμαίων
οφείλουν να εκτελέσουν το καθήκον και την υποχρέωσίν των να ξαναγνωρίσουν και
να ξαναγαπήσουν την Ρωμαιοσύνην των προγόνων των η οποία διασώζεται εις τα
Βαλκάνια κυρίως αλλά και εις την Μέσην Ανατολήν.
Δεν είναι δι' όλου τυχαίον ότι οι θεολόγοι
απόγονοι των Ρωμαίων εις την καρδίαν της παλαιάς Φραγκιάς, δηλαδή εις την
γαλλικήν Ρωμανίαν ηγούνται ισχυρού κινήματος επανόδου εις τους Πατέρας της
Ρωμαιοσύνης.
Πάντως το έργον των θα ολοκληρωθή όταν κατανοήσουν
1) ότι οι ίδιοι είναι εθνικώς όχι Φραντσέζοι αλλά Ρωμαίοι, όνομα το οποίον
διατηρούν μόνον θρησκευτικώς, λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί, 2) ότι οι Πατέρες της
Ρωμαιοσύνης δεν είναι όπως νομίζουν «Γραικοί» αλλά και αυτοί Ρωμαίοι, είτε
είναι λατινόφωνοι είτε ελληνόφωνοι είτε δίγλωσσοι, και 3) ότι η παράδοσις των
Ρωμαίων Πατέρων δεν έπαυε τον η' αιώνα, ως εδιδάχθησαν υπό των Φράγκων
κατακτητών των.
Το όλον έργον των θα διευκολυνθεί έτι περισσότερον
εφ' όσον αναλάβουν ούτοι να αποτευτονοποιήσουν τον εαυτόν των και να
απογραικοποιήσουν ή αποβυζαντινοποιήσουν την υπό των Φράγκων πλαστογραφηθείσαν
εικόνα περί της εν Ανατολή Ρωμαιοσύνης.
Αν συμβή τούτο τότε ίσως θα είναι δυνατόν να
έχωμεν εν καιρώ δύο συνεπείας προφανώς ουτοπιστικάς αλλά πάντως αξίας
προωθήσεως δια την επαναφοράν εις την δυτικήν Ευρώπην του διασωθέντος εν τη
ανατολική Ρωμανία ελληνικού πολιτισμού των Ρωμαίων.
α') Αποτευτονοποιηθείσα και αποφεουδαλοποιηθείσα η
εν τη παλαιά πρωτευούση της Ρωμαιοσύνης — τη Πρεσβυτέρα Ρώμη — ευρισκομένη
λατινική εκκλησία και γενομένη ούτω βέρα ρωμαία, αποκαθίσταται αυτομάτως εις
την ιστορικήν της πρώτην θέσιν εντός της πενταρχίας των ρωμαϊκών πατριαρχείων.
β') Επίσης αποτευτονοποιηθείσα ή έστω και υπό
διαστρεβλωμένην μορφήν διασωθείσα εν δυτική Ευρώπη ρωμανόφωνος και κελτόφωνος
Ρωμαιοσύνη επανέρχεται εις την αρχικήν της εθνικήν, θρησκευτικήν, και πολιτικήν
ενότητα αφού καταργείται ούτω το τευτονικόν πνεύμα τεμαχισμού των απογόνων των
Ρωμαίων εις μικρά εγωκεντρικά και ιδιοτελή κράτη.
Ως είναι σήμερον η τευτονοποιηθείσα Ευρώπη
ουδέποτε θα ενωθή διότι κυριαρχείται από το ρατσιστικόν, φυλετικόν,
διασπαστικόν, ευδαιμονιστικόν, και εκμεταλλευτικόν πνεύμα των Τευτόνων το
οποίον αναζητεί την καθυπόταξιν και εκμετάλλευσιν των λαών υπό μικρών ιδιοτελών
ομάδων.
Με την επάνοδον όμως του ρωμαίικου φιλότιμου ως
θεμέλιον μιας αποτευτονοποιηθείσης δυτικής Ρωμαιοσύνης θα αμβλυνθή ο
ευδαιμονισμός, ο εγωκεντρισμός, και η ιδιοτέλεια των σημερινών Ευρωπαίων, εφ’
όσον θα αντικατασταθούν με την αγάπην και αφοσίωσιν των Ρωμαίων εις τα
παραδείγματα των φίλων του Θεού οι οποίοι ηγωνίσθησαν και απέκτησαν την ηρωϊκήν
αγάπην αυτοθυσίας η οποία «ου ζητεί τα εαυτής».
Βλέποντες ακόμη πιο ουτοπιστικά τα πράγματα
δύναταί τις να σκεφθή ότι ούτω το ρωμαίικον φιλότιμον δύναται να καταστή γνώμων
όχι μόνον της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής, αλλά και της πολιτικής
οργανώσεως της ανατολικής και της επανασυσταθείσης δυτικής Ρωμαιοσύνης ώστε να
ξαναγίνουν τα εν λόγω κράτη των Ρωμαίων και των απογόνων των Ρωμαίων
ομοσπονδιακαί επαρχίαι της Οικουμενικής Ρωμανίας.
Εφ' όσον ήδη προσπαθούν κάτι παρόμοιον να κάμουν
οι σημερινοί Ευρωπαίοι διατί να μη επιδιώξουν την ολιγώτερον ουτοπιστικήν και
ιστορικώς πραγματικήν ενότητα των Ρωμαίων προγόνων των;
Ούτω θα είχομεν βρεταννικήν Ρωμανίαν, ιρλανδικήν
Ρωμανίαν, πορτογαλικήν Ρωμανίαν, ισπανικήν Ρωμανίαν, βελγικήν Ρωμανίαν,
γαλλικήν Ρωμανίαν, ελβετικήν Ρωμανίαν, ιταλικήν Ρωμανίαν, αλβανικήν Ρωμανίαν,
ελλαδικήν Ρωμανίαν, βλαχικήν Ρωμανίαν, και κυπριακήν Ρωμανίαν.
Εφ' όσον δε οι γερμανόφωνοι λεγόμενοι
Ρωμαιοκαθολικοί είναι κάτοικοι πρώην επαρχιών της Οικουμενικής Ρωμανίας, τούτο
σημαίνει, ως είδομεν, ότι έχοντες βαθειά ριζωμένα μέσα τους ρωμαϊκά αισθήματα
δεν ηκολούθησαν τους «γνησίους» Τεύτονας εις τον Προτεσταντισμόν, αλλά έμειναν
πιστοί εις τον πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης και εις τον ψευδώς λεγόμενον βασιλέα
των Ρωμαίων της Γερμανίας και μετέπειτα της Αυστρίας, διότι εκληρονόμησαν την
αφοσίωσιν των Ρωμαίων προγόνων των εις τους εθνάρχας της Ρωμαιοσύνης μη
γνωρίζοντες ότι οι εθνάρχαι ούτοι δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά Φράγκοι «ευγενείς»
και ότι οι υπό των Φράγκων λεγόμενοι «Γραικοί» είναι οι βέροι Ρωμαίοι.
Ούτω θα είχομεν επί πλέον Ρωμανίαν της κοιλάδος
του Ρήνου, βαυαρικήν Ρωμανίαν, και αυστριακήν Ρωμανίαν.
Αξιοσημείωτον είναι το γεγονός ότι οι γερμανόφωνοι
ούτοι ομοιάζουν με τους τουρκόφωνους και αραβόφωνους Ρωμαίους εφ' όσον
ελησμόνησαν εν καιρώ τα ρωμαϊκά και τα ρωμαίικα και απέκτησαν ως μόνην γλώσσάν
των την των κατακτητών των.
Τα τοιαύτα δύνανται να συμβούν όταν οι λεγόμενοι
Ρωμαιοκαθολικοί των πρώην επαρχιών της Οικουμενικής Ρωμανίας κατανοήσουν ότι
είναι όχι μόνον θρησκευτικώς, αλλά και εθνικώς Ρωμαίοι, όπως οι Ρωμαίοι
Ορθόδοξοι των πέντε πατριαρχείων της ανατολικής Ρωμαιοσύνης.
[2] Ιστορία Αρειανών προς Μοναχούς, Ε', 35.
[3] Το ότι ήδη οι Γότθοι προ των Φράγκων είχον την εν προκειμένω
προπαγανδιστικήν γραμμήν διασπάσεως της ενότητος της δυτικής και ανατολικής
Ρωμαιοσύνης φαίνεται σαφώς από τα λεχθέντα του εκπροσώπου του ηγεμόνος των
Γότθων προς τους εν Ρώμη υπό τον Βελισσάριον πολιορκουμένους υπό των Γότθων
Ρωμαίους το 537 - 538 τα εκφράζοντα το παράπονον ότι προτιμούν οι Ρωμαίοι να
είναι υπό την κυριαρχίαν των «Γραικών» παρά των Γότθων. Ίδε J. Β.
Bury, History of The Later Roman Empire, New York, τόμ. 2, σελ. 183.
[4] To Imperator Graecorum ως τίτλος αποδιδόμενος υπό των Φράγκων αντί του
Imperator Romanorum εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέα των Ρωμαίων
εμφανίζεται ως φαίνεται το πρώτον κατά τα μέσα του θ' αιώνος εις τα Χρονικά του
Hincmar Αρχιεπισκόπου Ρείμων (805-882), MGH, Ss, I, 475. Επίσης εμφανίζεται δύο
φοράς εις τας επιστολάς του Πάπα Νικολάου Α' (858-867) προς τον βασιλέα των
Ρωμαίων Μιχαήλ Γ' (842-867). RPR, Ι, 2690, 2682, 2796: Mansi, XV, 162, 168, 191. Μάλιστα οργισθείς ο Νικόλαος Α' από την περιφρόνησιν του βασιλέως Μιχαήλ Γ'
δια την λατινικήν γλώσσαν ερωτά διατί αποκαλείται βασιλεύς των Ρωμαίων. MGH, Ep. VI, 454. Εδώ φαίνεται ως ήδη εμφανισθείσα πλέον η μετέπειτα επικρατήσασα εις την
Ευρώπην ιδέα ότι το λατινικόν είναι το μόνον γνησίως ταυτόν με το ρωμαϊκόν.
Παρά ταύτα εις άλλας τέσσαρας επιστολάς ο Νικόλαος Α' προσφωνεί τον Μιχαήλ με
το σύνηθες Imperator. Mansi, XV, 170, 178, 186, 216. Δεν προσφωνεί όμως ποτέ ο
Νικόλαος Α' τον Φράγκον βασιλέα ως Imperator Romanorum, αλλά μόνον ως
Imperator. Εκτός των δύο ως άνω περιπτώσεων του Νικολάου Α', αι οποίαι πιθανόν
να μη είναι και γνήσιαι, όλοι οι Ρωμαίοι πάπαι χρησιμοποιούν μόνον το Imperator
καί δια τον Ρωμαίον και δια τον Φράγκον βασιλέα. Εν αντιθέσει προς τους
Ρωμαίους πάπας μέχρι το 10Ο9, ήρχισαν μεν οι Φράγκοι, ως είδομεν, να
χρησιμοποιούν από τα μέσα του θ' αιώνος το Imperator Graecorum δια τον
πραγματικόν βασιλέα των Ρωμαίων, από δε του 962 χρησιμοποιούν πλέον τον τίτλον
αυτόν, δηλαδή Graecorum, επισήμως και κατά τρόπον συστηματικόν. Εμφανίζεται
π.χ. εις επιστολήν του Όθωνος Α' προς τον βασιλέα των Ρωμαίων Βασίλειον Β' τον
Βουλγαροκτόνον (963-1025) προσκαμισθείσαν υπό του Λογγοβάρδου επισκόπου
Κρεμόνας Λιουτπράνδου. Ίδε S. Runciman, The Place of
Byzantinum in the Medieval World, CMH, IV, μέρος II, 355. Μετέπειτα επεκράτησε να χρησιμοποιήται
υπό των Φράγκων ο τίτλος Imperator Constantinopolitanus ως ο ευγενικός και το
Graecus, Graecorum, και ακόμη το Rex Graecorum ως οι προσβλητικοί τίτλοι.
Αυτόθι. Είναι αξιοσημείωτον ότι ο βασιλεύς των Ρωμαίων Βασίλειος Α' ο Μακεδών
έστειλεν εις τον Ρωμαίον πάπαν Νικόλαον Α' Επιστολήν το 867 με την προσφώνησιν.
. . Basilius Fidelis Imperator Romanorum,
Nicolao Sanctissimo Papae Romano, & Spirituali quoque Patri nostro. Mansi, XV, 819. Το 867 απεβίωσεν ο Νικόλαος Α' και συνεχίζει την
αλληλογραφίαν με τον ίδιον βασιλέα ο πάπας Αδριανός με προσφώνησιν μόνον το
Imperator. Το ίδιον επικρατεί, ως είδομεν, εις την αλληλογραφίαν όλων των κατά
το έθνος Ρωμαίων πάπων. Φαίνεται σαφώς ότι οι Ρωμαίοι υπεχρεώθησαν από τους
Φράγκους κατακτητάς των να μη χρησιμοποιούν το «Ρωμαίων» δια τον εν Κωνσταντινουπόλει
βασιλέα, αλλά ούτε όμως εδέχθησαν να το χρησιμοποιούν δια τον Φράγκον βασιλέα,
αφού δεν τον ανεγνώριζον ως βασιλέα των Ρωμαίων.
[5] Η επίσημος ανάληψις του τίτλου «βασιλεύς των Ρωμαίων» ή το τότε
αντίστοιχον «Imperator Romanorum» δεν εγένετο υπό του Καρλομάγνου, ως
πιστεύεται υπό πολλών. Ούτος εθεώρει τον εαυτόν του όχι βασιλέα των Ρωμαίων
αλλά βασιλέα κυβερνώντα τους Ρωμαίους ως φαίνεται από τα Capitularia αυτού τα
οποία είναι και τα επίσημα έγγραφα της βασιλείας του. Ουδαμού χρησιμοποιεί εις
αυτά τον τίτλον Imperator Romanorum. Παρά ταύτα όμως προ της στέψεώς του
χρησιμοποιεί τον υπό του πάπα δοθέντα εις αυτόν τίτλον Patricius Romanorum και
ουδέποτε έπαυσε να χρησιμοποιή τα Rex Francorum και Rex Longobardorum. Ίδε Mansi, XVIIB,
Baluzius I, 271 - 272, 273 - 274, 329 - 330. Μετά την στέψιν του ως βασιλέως όμως εγκαταλείπει το Romanorum εις ένδειξιν
του γεγονότος, ως φαίνεται, ότι ήτο πράγματι προ του 800 Patricius Romanorum ως
είς εκ πολλών πατρικίων, αλλά δεν ηδύνατο να είναι βασιλεύς των Ρωμαίων αφού
είς ήτο τοιούτος ο εν Κων/πόλει υφ' όλων ανεγνωρισμένος. Παραδόξως όμως αυτός
και οι διάδοχοι του ουδέποτε ονομάζονται «βασιλεύς των Φράγκων» αλλά μόνον «Ρήξ
των Φράγκων». Το δε βασιλεύς χρησιμοποιείται μόνο του, ενώ εις την Κων/πολιν
επεκράτησε το βασιλεύς να συνοδεύηται με το Romanorum ή Ρωμαίων. Αι
προσφωνήσεις των εν λόγω Capitularia έχουν ως εξής· το 801· Karoli
Magni, Imperatoris. . . Imperii. Karoli Magni primo. Karolus, divino
nutu coronatus, Romanum Gerens Imperium, serenissimus
Augustus. Αυτόθι, 345 - 346. To 802· Karolus.. .
Augustus. . . Magnus, Pacificus Imperator, Romanorum Gubernans Imperium...
Αυτόθι, XIII, 1062. To 804· Karolus Imperator
Augustus, Romanum Gubernans Imperium. To 806· Romani Rector Imperii.
Αυτόθι, XVIIB, 439 - 440. To αυτό έτος· Imperator, Romanorum Gubernans
Imperium, Αυτόθι, 461-462, 483 - 484, 499 - 500. To 813 χρησιμοποιεί απλώς το Imperator Augustus. Αυτόθι, 505 - 506. To 814
απεβίωσε.
[6] Ίδε .κατωτέρω κεφ. Β'.
[7] Αυτόθι.
[8] Επί του θέματος τούτου ίδε Αλύ Νουρ, Το Κοράνιον και το Βυζάντιον,
Εν Αθήναις, 1970, διατριβήν εγκριθείσαν υπό της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
[9] Τας πληροφορίας περί συροφώνων πηγών μου παρέσχεν ο καθηγητής V. C. Samuel
κοσμήτωρ της εν Αδδίς Αμπέμπα Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου, τας δε περί
αρχαίων και μεσαιωνικών αιθιοπικών πηγών ο Αιθίοψ επίσκοπος της πόλεως Ωσσανά
κ. κ. Σαμουήλ, πρόεδρος της επιτροπής υποθέσεων του εξωτερικού της Αιθιοπικής
ορθοδόξου εκκλησίας.
[10] Ίδε κατωτέρω κεφ. Δ'.
[11] Παραδείγματα τοιαύτης χρήσεως του ονόματος «Κατόλικος» δια τους Λατίνους ή
Φράγκους ή Παπικούς ευρίσκομεν εις τίτλους ανεκδότων χειρογράφων δημοσιευθέντας
υπό του κ. Κ. Μπόνη, καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επετηρίς Επιστημονικών
Ερευνών, Τόμος Β', Ιούνιος 1970, σελ. 604, αριθ. 138 και 139. Το πρώτο
χειρόγραφον επιγράφεται «Φιλονικία περί θρησκείας παρά Θεοκτίστου Χαλεπίου
γινομένη εις Χαλέπ με τον επίσκοπον Γρηγόριον των Κατολίκων τω 1833ω
αρχή τω δε 1835ω τέλος της φιλονικίας» το δε δεύτερον «ζήτημα περί χειροτονίας,
όπερ συνέπεσεν εν Χαλέπ μεταξύ Ρωμαίων και Ρωμαιοκατολίκων». Ο
Θεόκτιστος Χαλεπίου είναι ο Ρωμαίος ορθόδοξος επίσκοπος, ο δε Γρηγόριος των
Κατολίκων είναι ο Ουνίτης Ρωμαίος επίσκοπος. Οι δε Ρωμαιοκατόλικοι δεν είναι οι
εν Ελλάδι σήμερον λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί, αλλά οι Ρωμαίοι πού είχαν γίνει
«κατόλικοι», δηλαδή Λατίνοι, Φράγκοι, και Παπικοί. Και μέχρι σήμερον οι
Ορθόδοξοι των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας,
Αντιοχείας και Ιεροσολύμων λέγονται τουρκιστί και αραβιστί Ρούμ Ορθοδόξ, δηλαδή
Ρωμαίοι Ορθόδοξοι, ενώ οι Ουνίται του Λιβάνου και της Συρίας λέγονται Ρούμ
Κατολίκ, δηλαδή Ρωμαίοι Κατόλικοι, ουδέποτε Ρωμαίοι Καθολικοί, αφού οι μόνοι
Ρωμαίοι και Καθολικοί είμεθα ημείς οι Ορθόδοξοι. Εις την Μέσην Ανατολήν
διασώζεται μέχρι σήμερον η παλαιά χρήσις ονομάτων εις την αραβικήν, ενώ εις την
Ελλάδα, Ρουμανίαν, Ρωσίαν, Αλβανίαν και Βουλγαρίαν επεκράτησε μεταξύ των
«μορφωμένων» η ευρωπαϊκή χρήσις ονομάτων.
[12] Ρ Π Σ, V, 403-405.
[13] Αυτόθι, 253 - 2154.
[14] Ρωμανία σημαίνει χώρα ή κράτος των Ρωμαίων αφού αντιστοιχεί με τα Φραγκία
(Γαλλία), Αγγλία, Ιταλία, Τουρκία κ.τ.λ. Ρούμελη ή Ρωμυλία σημαίνει των Ρωμαίων
(Ρούμ) η χώρα (ελη ή υλι) εις την Τουρκικήν. Και οι Άραβες απεκάλουν την
Ρωμανίαν Μπιλάτ-ερ-Ρούμ, δηλαδή η χώρα των Ρωμαίων.
[15] Σπουδαίαν ύλην περί του θέματος έχει συλλέξει ο υφηγητής της Θεολογικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αθανάσιος Αγγελόπουλος από την
αλληλογραφίαν μεταξύ των Ρωμαίων (Ρωμηών) επισκόπων της Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης του ιθ' και αρχάς κ' αιώνος. Ίδε Α. Θ. Αγγελοπούλου, Αι ξέναι
προπαγάνδαι εις την επαρχίαν Πολυανής κατά την περίοδον 1870 - 1912,
Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 27 (υποσ. 1), σελ. 31 (υποσ. 4), σελ. 34 (υποσ. 1), σελ.
54 (υποσ. 2). Η Μητρόπολις αύτη εκάλυπτε τμήματα της σημερινής Σερβίας και
Βουλγαρίας. Περί της μετατροπής των ελληνοφώνων και βλαχοφώνων Ρωμαίων εις
Βουλγάρους και της αφυπνίσεως Βουλγαρικής συνειδήσεως και εκεί οπού οι
ομιλούντες και ολίγα βουλγαρικά είχον «ακραιφνή ρωμαίικην συνείδησιν ίδε Αντωνίου
- Αιμιλίου Ταχιάου, Η εθνική αφύπνισις των Βουλγάρων και η εμφάνισις
Βουλγαρικής εθνικής κινήσεως εν Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1974, εν Μακεδόνικη
Λαϊκή Βιβλιοθήκη, τόμ. 28, σελ. 5-39.
[16] Το ηγετικόν στέλεχος του κινήματος τούτου είναι ο Αδαμάντιος Κοραής. Ίδε
Π. Χρήστου, Αι περιπέτειαι των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 1960,
σελ. 51.
[17] Τα τοιαύτα διεπίστωσα με προσωπικήν μου μελέτην των περί Ελλάδος και
ελληνικής γλώσσης αντιλήψεων των Ρωμαίων (Ρούμ) της Μέσης Ανατολής και των
Ρωμαίων (Ρουμάνων) της Ρουμανίας.
[18] Ήδη ευρίσκομεν εν χρήσει εις την Ευρώπην το «Βυζαντινός» κατά τα μέσα του
ιστ' αιώνος. Ίδε π:χ. «Nicephori Gregorae, Romanae, hoc est Byzantinae
Historiae, Libri XI», Βασιλεία (Ελβετίας), 1562. Πρόκειται περί μεταφράσεως της
«Ρωμαϊκής Ιστορίας» του Νικηφόρου Γρήγορα (14 αιώνος). Ασφαλώς το «τουτέστι
Βυζαντινή Ιστορία» δεν είναι εις το ελληνικόν κείμενον, αλλά παρεμβάλλεται υπό
του μεταφραστού διότι οι Ευρωπαίοι γενικώς ούτε καν εγνώριζον ότι υπήρχε
ιστορία Ρωμαίων εις την Ανατολήν αφού επεκράτησεν εις τους Φραγκοευρωπαίους να
ονομάζουν τους ελληνοφώνους Ρωμαίους μόνον Γραικούς κατά τον μεσαίωνα και την
τουρκοκρατίαν.
[19] Η παράδοσις να λέγεται η ελληνική γλώσσα ρωμαίικη διασώζεται εντόνως εις
την τουρκικήν γλώσσαν μέχρι σήμερον και κατά τρόπον ασθενή πλέον εις την
αραβικήν, αν και ιστορικώς ήτο η επικρατούσα από της εποχής του Κορανίου μέχρι
τέλους της τουρκοκρατίας.
[20] Κατά τους υπολογισμούς ειδημόνων τινών τα Βλάχικα ή Ρουμάνικα έχουν
λατινικόν λεξιλόγιον μέχρι ποσοστού 85-90%. Την θέσιν ταύτην υποστηρίζει με
σχετικήν βιβλιογραφίαν ο Grigore Nandris, Rumanian Language, EB, XIX,
652-653. Πλήθος πληροφοριών περί Βλάχων και σχετικών θεωριών ευρίσκονται εις
την ενδιαφέρουσαν μελέτην Αλεξάνδρου Β. Παπαβασιλείου, Ιστορικά
σημειώματα για τους Βλάχους και Κουτσοβλάχους, Βέροια 1972, ένθα και πολλά
ιστορικά περί Βλάχων χωρία εκ πηγών.
[21] Ειδήμονες τίνες υποστηρίζουν την θέσιν ότι τα ελληνικά στοιχεία της
αρβανίτικης γλώσσης, που ανέρχονται εις 25-30%, δεν είναι της αρχαίας, αλλά
μόνον της μεσαιωνικής και της νέας ελληνικής γλώσσης. Η άποψις αύτη στηρίζει
μίαν πιθανότητα ότι η αρβανίτικη (αλβανική) γλώσσα είναι η συγχώνευσις των δύο
γλωσσών των Ρωμαίων. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει εις αυτήν ούτε η λατινική ούτε
η ελληνική γραμματική την κάμνει να ομοιάζη με την περίπτωσιν της ιταλικής,
ισπανικής και της φραντσέζικης γλώσσης, οπού δεν διασώζεται ούτε η λατινική,
αλλ' ούτε η γερμανική γραμματική. Εάν ως γνώμονα τρόπου συγχωνεύσεως γλωσσών
απετέλουν τα ιταλικά, φραντσέζικα και τα ισπανικά, τότε το γεγονός ότι εις την
αρβανίτικην δεν διασώζεται λατινική ή ελληνική γραμματική δεν αποδεικνύει καθ’
εαυτό ότι οι Αρβανίται ως κεντρικόν γλωσσικόν ,κορμόν έχουν μίαν αρχαίαν τρίτην
γλώσσαν, ήτις δεν είναι ούτε η λατινική ούτε η ελληνική. Τότε τι νόημα έχει το
γεγονός ότι τα 80% της γλώσσης ταύτης είναι λατινικά και ελληνικά; Πάντως εξ
επάψεως εθνικής δεν έχει σημασίαν ποίος είναι ο κεντρικός ιστορικός κορμός της
αρβανίτικης γλώσσης αφού μας ενδιαφέρει το ρωμαίικο και ρωμαϊκό τέλος της εν
προκειμένω συγχωνεύσεως λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων, το οποίον φαίνεται
τόσον σαφώς από το γεγονός ότι ως εθνικόν σύμβολον έχουν τον ρωμαϊκόν δικέφαλον
αετόν και αποκαλούν την χωράν των χωράν του αετού. Το όνομα «Shqipetar. . .
προέρχεται εκ του shqip μετά της καταλήξεως tar, όπερ σχετίζεται προς το
accipiter - οξυπτέριον και αποτελεί απλήν μετάφρασιν της χώρας του Αετού». Μ.
Ν. Χρίστοδούλου, Σκέψεις τινές περί του ιστορικού περιβάλλοντος των ελληνικών
διαλέκτων, Επετηρίς του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 1972 - 1973,
σελ. 118 - 119. Ο κ. Χριστοδούλου επίσης υποδεικνύει ότι το όνομα Τόσκι του
πλέον του ημίσεος των Αρβανιτών είναι η σλαυική μορφή του Αετός, δηλαδή το
Αετός έγινε Τός με την σλαυικήν κατάληξιν -κι.
Ο νυν Μητροπολίτης Κορινθίας κ.
Παντελεήμων, όστις γνωρίζει απταίστως και επιστημονικώς τα αρβανίτικα μου
επληροφόρησεν ότι υπάρχει μία ανέκδοτος, ως φαίνεται, μελέτη του αειμνήστου
μητροπολίτου Βασιλείου Δρυινουπόλεως και Βέλα (Παπαχρήστου ή Χρηστίδου), ήτις
επισημαίνει μεγάλο ποσοστόν λέξεων ομηρικής ελληνικής εις την αρβανίτικην
γλώσσαν. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο κεντρικός ιστορικός κορμός της αρβανίτικης
γλώσσης είναι ίσως τα αρχαία ελληνικά τα οποία συνεχωνεύθησαν με τα λατινικά.
Ο προαναφερθείς κ. Μ. Ν. Χριστοδουλου
υποστηρίζει πάντως ότι «οι αλβανόφωνοι, οι βλαχόφωνοι και οι σλαβόφωνοι (δηλαδή
των Βαλκανίων), οίτινες μετέσχον της ελληνικής ιστορίας, είναι παντάπασιν
Έλληνες και δεν ανήκουν εις τα δημιουργηθέντα νεώτερα κράτη», σελ. 120. Ο
ισχυρισμός ούτος είναι ακριβής με την παρατήρησιν ότι θα έπρεπεν αντί του
«ελληνική ιστορία» και «Έλληνες» να εχρησιμοποιούντο τα πραγματικά του
μεσαίωνος ιστορικά ονόματα «ρωμαϊκή ιστορία» και «Ρωημοί».
Πάντως δια μίαν ενδιαφέρουσαν περίληψιν
του πού ευρίσκεται σήμερον η ερευνά περί της προελεύσεως της αρβανίτικης
γλώσσης από τα ιλλυρικά, δακικά και θρακικά ίδε JE. Ηamp, The position of
Albanian, εν Ancient Indo-European Dialects, Ed. H.
Birnbaum and J. Puhvel, Univ. Calif. Press 1966,
σελ. 97 -121, ένθα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία.
Επίσης δέον να σημειωθή η μελέτη Zacharie
Μayani, The Etruscans Begin to Speak, New York 1961-1962, εις την οποίαν
γίνεται προσπάθεια να ευρεθούν αι σημασίαι μέχρι τούδε «αγνώστων ετρουσκικών
λέξεων μέσω της αρβανίτικης γλώσσης και εις την οποίαν υπάρχει πλούσια
βιβλιογραφία.
Δύο προσφάτως μεταφρασθείσαι υπό του Τ. Γιοχάλα σχετικαί μελέται
Αλβανών ερευνητών είναι αι εξής Skënder Anamali, Nga Ilirët
tek Arbërit ( = εκ των Ιλλυριών εις τους Αλβανούς) : Eqrem Çabej,
Problemi i vëndit të forminit të gjuhës shqipe (= το
πρόβλημα του χώρου σχηματισμού της αλβανικής γλώσσης), εν Βαλκανική
Βιβλιογραφία, τόμ. α', (συμπλήρωμα), Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου,
Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 39 - 112.
[22] Τα παράδοξα ταύτα διεπίστωσα κατ'
επίσκεψίν μου εις την Ρουμανίαν.
Ήθελα να διαπιστώσω κατά πόσον εφηρμόσθη η εν προκειμένω προπαγανδιστική περί
του μεσαίωνος μας κοινή ιστορία επί των Ρωμαίων της Ρουμανίας και κατά πόσον
διαφέρει της παρομοίας προπαγανδιστικής ιστορίας η οποία εφαρμόζεται εις τους
αραβόφωνους Ρωμαίους της Μέσης Ανατολής. Παντού ευρίσκομεν το ίδιον φαινάμενον.
Ως ενεφάνιζον οι Γότθοι και οι Φράγκοι τους ελληνοφώνους Ρωμαίους ως «Γραικούς»
και μάλιστα ως εχθρούς Γραικούς των υποδούλων Ρωμαίων της Δύσεως, ούτω ακριβώς
εγένετο και γίνεται εις Μέσην Ανατολήν και εις τα Βαλκάνια με την διαφοράν ότι
οι Ρώσοι από αγνωστον εις εμέ εποχήν συμπράττουν σπουδαίως με τους Ευρωπαίους
δια την θεμελίωσιν και συνέχισιν της γραμμής ταύτης. Μάλιστα οι εκ Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης Φαναριώται ηγεμόνες των
παραδουναβείων ηγεμονιών κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας θεωρούνται εν τη
αιχμαλώτω εις τους Ευρωπαίους και Ρώσους ρουμανική παιδεία όχι ως Ρωμαίοι, ως
ήσαν εις την πραγματικότητα, αλλά ως «Γραικοί» μόνον, οι οποίοι εκ μέρους των
Τούρκων κατεδυνάστευον και εξεμεταλλεύοντο τους εντοπίους Ρωμαίους, δηλαδή
Ρουμάνους. Όταν δε προ 30 ετών κατέλαβον την εξουσίαν οι κομμουνισταί συνήθιζαν
να εκσφενδονίζουν χλευαστικώς το όνομα «Φαναριώται» κατά των εξ Ελλάδος και Μικράς
Ασίας Ρωμηών ως να ήσαν συνεχισταί της δήθεν παλαιοτέρας εν Ρουμάνια
«αποικιοκρατίας των Γραικών». Και μάλιστα το γεγονός ότι οι Φαναριώται ούτοι
ετόνιζον την δακικήν προέλευσιν των εκρωμαισθέντων Ρουμάνων ως και τον
λατινικόν χαρακτήρα της γλώσσης των εκλαμβάνεται όχι υπό το πραγματικόν του
πρίσμα, δηλαδή ότι οι Φαναριώται Ρωμαίοι εταύτιζον τους Βλάχους εθνικώς με τον
εαυτόν των, αλλά τουναντίον ότι οι «Γραικοί» ούτοι απλώς ως καλοί επιστήμονες
ανεγνώριζον την ρωμαϊκότητα των Βλάχων. Μάλιστα έχει επικρατήσει εις τους
Βλάχους της Ρουμανίας η φραγκική προπαγάνδα του μεσαίωνος ότι μόνον το
λατινικόν είναι γνήσιον ρωμαϊκόν, και ούτω μόνον οι λατινόφωνοι είναι βέροι
Ρωμηοί. Είναι ακριβώς η γραμμή που επεκράτησε μετά την Άλωσιν και εις τους
Ρώσους και το 1828 εις την «ελευθέραν» Ελλάδα.
[23] Ίδε ανωτέρω υποσημείωσιν 22.
[24] Η ιδέα αυτή έχει ευρυτέραν από ό,τι περίμενα διάδοσιν εις την Ελλάδα. Ο
Νίκος Τσιφόρος, π.χ. περιγράφει την Άλωσιν της Πόλεως και την κατάκτησιν της
Ελλάδος υπό των Φράγκων με πολύ περίεργα εις εμέ τουλάχιστον λόγια· «Πάει
το Βυζάντιο, πάει κι όλη η Ελλάδα με τα τρία της θέματα στα χέρια τους.
Κακομοίρα και βασανισμένη η ηπειρωτική Ελλάδα, άλλαξε αφέντες». «Εμείς και οι
Φράγκοι», Αθήναι 1971, σελ. 15. Πολύ ενδιαφέρον ως προς το υπ' όψιν θέμα έχει
όλον το κεφ. «Κατακαημένη Ελλαδίτσα». Πρέπει να γίνη μία επισταμένη έρευνα δια
να εξακριβωθή η ιστορία της γραμμής αυτής και η σχέσις των φορέων αυτής με τας
«Μεγάλας Δυνάμεις».
[25] Ίδε «ανωτέρω υποσημειώσεις 3, 4 και 5 ως και κατωτέρω κεφ. ΣΤ.
[26] Σπουδαίον παράδειγμα της τοιαύτης διαστροφής των εθνικών μας ονομάτων
έχομεν εις την αγγλικήν μετάφρασιν αποσπασμάτων έργου του μεγάλου Άραβος
ιστοριχου Ibn Κhaldun (1332-1406) εις την οποίαν το αραβικόν Ρούμ
μεταφράζεται Roman μέχρι τον Ηράκλειον (610 - 641) και Byzantine μετά τον
Ηράκλειον. Αυτή δεν είναι μετάφρασις αλλά κακοήθης διαστροφή, αφού το αραβικόν
πρωτότυπον κείμενον ουδέποτε χρησιμοποιεί το ανύπαρκτον εις τους Άραβας,
Τούρκους και Ρωμαίους Βυζαντινός αλλά πάντοτε και μόνον το Ρούμ, δηλαδή
Ρωμαίος. Η εν λόγω μετάφρασις εξετυπώθη εν Λονδίνω και φέρει τίτλον An Arab Philosophy of History,
Selections from The Prolegomena of Ibn Khaldun of Tunis (1332- 1406),
Translated and Arranged by Charles Issawi M. A. Adjunct Professor of
Political Science in the American University of Beirut. Εις το ευρετήριον τα ρωμαϊκά ονόματα καλύπτουν τας σελίδας 22 μέχρι 113 και
τα Βυζαντινά αρχίζουν από την σελ. 107 μέχρι την σελ. 150.
[27] Ίδε σύνοψιν του πολύτομου έργου του A Study of History, του D. C. Sοmerνell, Oxford University Press, London
1962, σελ. 12, 195,
244, 261, 296, 366, 372-3, 422, 495, 549, 562. Ωραιότατοι οπτικοί πίνακες των θεωριών του Toynbee εδημοσιεύθησαν εις το
τεύχος της 23ης Φεβρουαρίου 1948 του περιοδικού Life όπου οπτικώς φαίνεται ο
κατά τον Toynbee θάνατος του ελληνικού Πολιτισμού τον 7ον αιώνα και η
ένταξις του ρωμαϊκού κράτους εις τον ελληνικόν πολιτισμόν. Τα ίδια ακριβώς
αναπτύσσονται εις τα έργα του Civilization on Trial και The World and the West
τα οποία εδημοσιεύθησαν το 1947 εις εν τομίδιον με περίληψιν μικράν του
πολύτομου έργου του A Study of History πάλιν υπό του D. C. Sοmerνell.
[28] Αυτόθι. Εις την υπό του Sοmerνell γενομένην σύνοψιν του A Study of
History ίδε σελ. 10 - 12, 14, 153 - 4, 194, 197, 225, 244, 247, 256, 261, 476,
492, 532, 549, 635 - 9, 913.
[29] Αυτόθι σελ. 319 - 321 ένθα ευρίσκονται αντιπροσωπευτικά επιχειρήματα δια
το πώς το «Ελληνικόν Οικουμενικόν Κράτος των Ρωμαίων» δεν απειβίωσε μόνον εις
την Δύσιν μετά το 476 μ.Χ. αλλά και εις την Ανατολήν όπου η ανατολική
αυτοκρατορία είναι μόνον φαινομενικώς συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της
οποίας ο τερματισμός χρονολογείται μετά τον Μέγαν Ιουστινιανόν.
[30] Αυτόθι. Αντί του συνήθους ορού «βυζαντινός πολιτισμός» ο Toynbee
χρησιμοποιεί επί το πλείστον τον όρον «Ορθόδοξος Χριστιανικός Πολιτισμός». 0ι
δύο οροί έχουν δι' αυτόν την ιδίαν σημασίαν μέχρι της δυτικοποιήσεως της Ρωσίας
επί Πέτρου του Μεγάλου και μετέπειτα των Βαλκανίων αφού τώρα διασώζονται
υπολείμματα μόνον του βυζαντινού πολιτισμού. Ως χρονολογία ενάρξεως του
πολιτισμού τούτου εμφανίζει την εποχήν μόλις προ του 700 μ.Χ. Αυτόθι, Πίναξ V,
19 τέλος του βιβλίου. Εις τον ίδιον πίνακα αριθ. 21 εμφανίζεται ο δυτικός
πολιτισμός με την ιδίαν ακριβώς χρονολογίαν γεννήσεως.
[31] Ίδε «Civilization on Trial and The World and the West», The World
Publishing Co., New York 1965, σελ. 166.
[32] Αυτόθι, σελ. 175.
[33] Δια πλήρη ανάπτυξιν του εν προκειμένω θέματος και βιβλιογραφίαν ίδε
«Ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους», τόμ. ΣΤ', ο οποίος θα κυκλοφορήση 9/75.
[34] Ίδε A. J. Τοynbee, A Study of
History, Abridgement by D. C. Somervell, London, 1962, σελ. 408.
[35] Ίδε Μ. Gary, A History of
Rome, London 1962, σελ. 269 : Η. J. Rose, A Handbook of Latin Literature, New York 1960, σελ. 20 εξ.
[36] Μ. Gary, αυτόθι, σελ. 270: Η. J. Rose, αυτόθι, σελ. 111 - 114. Η χρήσις αύτη της ελληνικής δια την συγγραφήν ρωμαϊκών ιστοριών συνεχίσθη
και καθιερώθη ως παράδοσις παράλληλα με την χρήσιν της λατινικής· συνεχίσθη δε
ως η μόνη παράδοσις μετά τον τελευταίον γράψαντα λατινιστί ρωμαϊκήν ιστορίαν
Αμμιανόν Μαρκελλίνον Έλληνα μάλιστα και υποστηρικτήν του Ιουλιανού του
Παραβάτου.
[37] Μ. Gary, Αυτόθι, σελ. 269
- 270.
[38] Αυτόθι.
[39] Αυτόθι, σελ. 462.
[40] Αυτόθι, σελ. 463.
[41] Η σύνδεσις αύτη του κλεισίματος των εν Ρώμη λατινικών σχολείων το 92 π.Χ.
με τον πόλεμον μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων του 91-83 π.Χ. είναι εξ όσων γνωρίζω
ιδική μου. Ο Μ. Gary σημειώνει το επεισόδιον του κλεισίματος τούτου ως
περίεργον και ανεξήγητον φαινόμενον. Αυτόθι.
[42] Νομίζω ότι θα πρέπη να είναι σαφές το γεγονός ότι εάν μετά τον εν
προκειμένω πόλεμον του 91 - 83 π.Χ. δεν επηκολούθει η υπό των Ρωμαίων
κατάκτησις των εν λόγω δυτικών επαρχιών (της Βορείου Αφρικής εκτός της επαρχίας
της Καρθαγένης, της Βορείου Ισπανίας, ολοκλήρου της Γαλλίας και της Αγγλίας ή
Βρεταννίας και της σημερινής Ελβετίας , Βαυαρίας και Αυστρίας) και η χρησιμοποίησις
Λατίνων δια την αποίκισιν αυτών, θα είχεν εξασθενήσει η Λατινική γλώσσα
σημαντικώς πολύ ενωρίτερον από ό,τι εις την πραγματικότητα συνέβη, εφ' όσον τα
ελληνόφωνα εδάφη και πλήθη θα εγένοντο συντριπτικώς περισσότερα από τα
λατινόφωνα.
[43] Μ. Gary, αυτόθι, σελ. 463.
[44] Αυτόθι.
[45] Η. J. Rose, Latin Literature, σελ. 348-349.
[46] Αυτόθι, σελ. 352.
[47] Μ. Gary, αυτόθι σελ. 690.
[48] Αυτόθι , σελ. 691.
[49] Αυτόθι.
[50] Αυτόθι, σελ. 692.
[51] Η. J. Rose, Latin Literature» σελ. 512.
[52] Αυτόθι, σελ. 469.
[53] Β. Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1948, σελ. 116.
[54] Το γεγονός της ελληνικότητος του Χριστιανισμού και του πολιτισμού των εν
τη πρεσβύτερα Ρώμη Ρωμαίων ως και η σαφεστάτη διάκρισις μεταξύ Ρωμαίων και
Λατίνων εξέφυγε της προσοχής των βαρβάρων και αγραμμάτων Φράγκων του μεσαίωνος,
και δια τούτο κυρίως εδημιούργησαν την μυθικήν ταύτισιν των Ρωμαίων με την
λατινικήν μόνον γλώσσαν και ως εκ τούτου με τους Λατίνους. Έκτοτε οι Ευρωπαίοι
μέχρι σήμερον πάντοτε συγχέουν και ταυτίζουν Ρωμαίους και Λατίνους. Εάν πάντως
αποδεχθώμεν την φραγκικήν του μεσαίωνος ταύτισιν της εθνικότητος με μίαν
ομιλουμένην γλώσσαν ώστε να υποχρεούμενα μετά τον δ' αιώνα να ομιλώμεν περί
ενός λατινικού πατριαρχείου της πρεσβυτέρας Ρώμης και τεσσάρων γραικικών
πατριαρχείων της Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τότε προ
του δ' αιώνος ούτε καν υπήρχε το λατινικόν πατριαρχείον της πρεσβυτέρας Ρώμης,
εφ' όσον και τούτο ήτο γραικικόν. Εξ επόψεως όμως Ρωμηοσύνης και κυρίως της
διγλωσσίας αυτής υπήρχον πάντοτε πέντε ρωμαϊκά πατριαρχεία ασχέτως προς την εν
χρήσει γλώσσαν. Ούτω η αλλαγή της γλώσσης εις το πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας
Ρώμης δεν σημαίνει ότι από ελληνικόν έγινε λατινικόν, αλλ' ότι ήτο και
παρέμεινε ρωμαϊκόν. Ούτω και το πατριαρχείον της Αντιοχείας ούτε ελληνικόν ήτο
ούτε έγινεν αραβικόν, όταν εν καιρώ ελησιμονήθη η ελληνική γλώσσα και εισήχθη η
αραβική. Ήτο ρωμαϊκόν και παραμένει μέχρι σήμερον ρωμαϊκόν, και ήτο και
παραμένει εξ επόψεως πολιτισμού ελληνικόν, εφ' όσον ο πολιτισμός των Ρωμαίων
είναι πάντοτε ελληνικός ασχέτως προς την εν χρήσει γλώσσαν.
[55] Β. Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1948, σελ. 75: Ε. Κ. Rand, The Latin Literature of the West from the Antonines to
Constantine, C Α Η,
XII, 602 - 603.
[56] Ε. Κ. Rand, αυτόθι, 590.
[57] Περιγράφει ο ίδιος πως ως μαθητής είχε μίσος δια την ελληνικήν γλώσσαν και
δεν κατενόει ούτε μίαν λέξιν· nulla enim verba ilia noveram. Εξομολογήσεις
Α', 13-14.
[58] Οι πρώτοι Φράγκοι Θεολόγοι τέλη η' αιώνος αρχάς θ' αιώνος ως και οι
Φράγκοι διάδοχοι αυτών μέχρι τον ιβ' αιώνα εγνώριζον ή μόνον τον Αυγουστίνον ή
σχεδόν μόνον τον Αυγουστίνον ή ηρμήνευον την Αγίαν Γραφήν και τους Πατέρας και
τας συνόδους εξ επόψεως της αυγουστινείου παραδόσεως μόνον. Ίδε R. Seeberg, History of
Doctrines, Grand Rapids 1958, τόμ. II, σελ. 16.
[59] Ανάπτυξις των εν προκειμένω απόψεών μου ευρίσκεται κατωτέρω εις το κεφ.
Γ', ως και εις τα ελληνικά μου έργα· Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι
1957: Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας,
Θεσσαλονίκη 1973: Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Εισαγωγή εις την Θεολογίαν και
Πνευματικότητα της Ρωμηοσύνης έναντι της Φραγκοσύνης, Αθήναι 1975.
[60] Ίδε π.Χ. F.
Cayré, Manual of Patrology and History of Theology, Paris 1935, τόμ. 1, σελ. 522, 529, 533, 571, 584, 595. Εξ επόψεως δογματικής, εξηγητικής και πνευματικότητος η εξάρτησις είναι
καταπληκτική, ενώ εις την περίπτωσιν του Αυγουστίνου η διαφορά είναι
καταπληκτική. Ίδε ανωτέρω μνημονευθέντα εις υποσημ. 59 έργα μου.
[61] Ως εφάνη από την μέχρι τούδε ανάπτυξιν της διεισδύσεως και επικρατήσεως
της ελληνικής γλώσσης.
[62] Μ. Cary, αυτόθι, σελ. 93 - 94.
[63] Αυτόθι, F. A. Adcock, The Conquest of Central Italy, CAH, VII,
586-587.
[64] M. Cary, αυτόθι, σελ. 144.
[65] Αυτόθι, σελ. 249.
[66] Αυτόθι.
[67] Hugh Last,
Gaius Gracchius, C Α Η,
IX, 45 - 46.
[68] Μ. Cary, αυτόθι, σελ. 322-323. Γενόμενοι Ρωμαίοι πολίται oι Λατίνοι
ενεγράφοντο εις 8 με 10 φυλάς της Ρώμης, ώστε η ψήφος των να μη επηρεάση
ουσιαστικώς τα εν Ρώμη πράγματα.
[69] Μ. Cary, αυτόθι, σελ. 127, 322, 411, 555, 605, 622, 640, 643
υποσημ. 27.
[70] Ίδε Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Έκδοσις Ελευθερουδάκη 1930, τόμ. Ε', σελ. 133.
[71] Παραδόξως η ρωμαίικη γλώσσα ωνομάσθη υπό των Νεογραικών δημοτική, τα
ρωμαίικα τραγούδια, δημοτικά τραγούδια, και οι ρωμαίικοι χοροί, δημοτικοί
χοροί. Εάν διετηρήτο το όνομα ρωμαίικον δεν θα επετύγχανεν όσον επιτυγχάνεται
το σχέδιον εξευρωπαίσμού της ρωμαίικης νεολαίας μέσω των ευρωπαϊκών και
αμερικανικών χορών και τραγουδιών.
[72] «Διάλογος δύο Γραικών», Βενετία 1805, σελ. 37. Πρβλ. Π. Χρήστου, Αι
περιπέτειαι των εθνικών Ονομάτων των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 51.
[73] Π. Χρήστου, αυτόθι, σελ. 40-45. Ακόμη και εις προσφάτως εκδοθέντα
φραντσέζικα (γαλλικά) λεξικά διασώζονται αι τοιαύται σημασίαι τού ονόματος
«Γραικός». Ούτω εις το Cassell's French Dictionary, French - English / English
-French, London 1946, σελ. 311, το Grec μεταξύ άλλων σημαίνει «φιλάργυρος,
αγύρτης, δόλιος, απατεών» - «miser, sharper, blackleg, cheat».
[74] Τούτο δεν οφείλεται δι’ όλου εις την εν Ευρώπη δράσιν των εξ’ ανατολής
Ρωμηών, αλλά εις το γεγονός ότι οι Φράγκοι υπήρξαν επί τόσους αιώνας άσπονδοι
εχθροί και υβρισταί της Ρωμηοσύνης.
[75] Ν. Γ. Πολίτου, Έλληνες ή Ρωμηοί; εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Π.
Δ. Σακελλαρίου 1901, σελ. 3. Εν τη μελέτη ταύτη εξ 20 σελίδων ο Ν. Γ.
Πολίτης προσπαθεί να αναίρεση την γνώμην του Κωστή Παλαμά. Το
βασικόν λάθος της γενομένης εις το παρελθόν συζητήσεως είναι ότι ως βάσις αυτής
υπήρχεν η ευρωπαϊκή του μεσαίωνος προκατάληψις ότι μόνον το λατινικόν είναι
γνήσιον ρωμαϊκόν και το ελληνικόν ουδέποτε γνήσιον ρωμαϊκόν. Δια τούτο πρέπει να
είμεθα ή Έλληνες ή Ρωμηοί. Ο λαός όμως έχει καλύτερα αισθητήρια και γνωρίζει
ότι ο Ρωμηός είναι κατά τον πολιτισμόν του Έλλην και δια τούτο όλοι οι Ρωμαίοι
είναι Έλληνες και ας μη χρησιμοποιούν το όνομα Έλλην. Δυστυχώς όμως οι
Νεογραικοί έχουν ρατσιστικήν και όχι πολιτιστικήν αντίληψιν περί ρωμαϊκότητος
και ελληνικότητος και δια τούτο είναι και Ελλαδιτσίται και όχι Ρωμηοί και δια
τούτο μετά χαράς εδέχθησαν την υπό των Ρώσων και Ευρωπαίων επιβληθείσαν
διάλυσιν της Μεγάλης Ρωμηοσύνης με κέντρα τα τέσσαρα εναπομείναντα πατριαρχεία
των Ρωμαϊκών εθναρχιών υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου της
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης.
[76] Ίδε κεφ. Β' και Γ'.
[77] Ίδε κατάλογον των παπών τούτων εν τω έργω The Byzantine Patriarchate, υπό
του George Every, London 1947, σελ. 204-206.
[78] Ίδε ανωτέρω κεφ. Β'.
[79] Gerhard Seeliger, Conquest and
Imperial Coronation of Charles the Great, C Μ Η, II, 600 - 601. Ίδε κατωτέρω κεφ. ΣΤ'.
[80] Ίδε κατωτέρω κεφ. ΣΤ'.
[81] Τοιαύται λεπτομέρειαι ευρίσκονται εις όλας τας εκκλησιαστικάς και πολιτικάς
ιστορίας του ευρωπαϊκού Μεσαίωνος υπό Ευρωπαίων και Αμερικανών ιστορικών, π.χ. A.
F1iche και V. Martin, Histoire de 1’ Église, τόμ. 7 «L’
Église au Pouvoir des Laïques 888 - 1057», 1948, par E. Amannet
A. Dumas: Fernand Mourret, A History of the Catholic Church,
London 1936, τόμοι III και IV: C M Η, III, «Germany and the Western Empire»:
IV, «The Contest of Empire and Papacy».
[82] Fernand Mourret, A History of the
Catholic Church, London 1936, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 439 : J. Gay, L’ Italie Meridionale et l’ Empire Byzantine
(867-1071), Paris 1904, σελ. 285.
[83] Μου προξενεί κατάπληξιν ότι υπάρχουν Νεογραικοί που πιστεύουν ότι η
Ρωμηοσύνη απεσχίσθη από την Φραγκοσύνην. Ο Νίκος Τσιφόρος γράφει π.χ. «... ότι
η Ανατολική Εκκλησία χώρισε από τη Δυτική...», εμείς και οι Φράγκοι, σελ. 18.
Ναι μεν ο Τσιφόρος δεν είναι σοβαρός ιστορικός, «αλλά ούτε ήτο, ως φαίνεται,
και πολύ σοβαρός Γραικός. Τον αναφέρομεν μόνον, διότι τα βιβλία του έχουν
μεγάλη διάδοσιν.
[84] Ίδε Ι. Σ. Ρωμανίδου, Η Συμβολή του Καθηγητού Ιωάννου Καρμίρη εις
την Ορθόδοξον Θεολογίαν, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Επιστημονική
Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, τόμ. XIX, σελ. 1 -13.
[85] Από ομιλίαν γενομένην τη 11η Μαΐου 1971 εις τον ι. ναόν Αγ. Δημητρίου εν
Θεσσαλονίκη κατά την διορθόδοξον θ. Λειτουργίαν επί τη μνήμη των αγίων Κυρίλλου
και Μεθοδίου. Το πρωτότυπον κείμενον ετυπώθη εν τω περιοδικώ «Γρηγόριος ο
Παλαμάς», ΝΔ', 1971. Αι εν προκειμένω θέσεις αναπτύσσονται λεπτομερώς εν τη
μελέτη μου «Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας»,
Θεσσαλονίκη 1973.
[86] Mansi XVII, 493-496.
[87] Αυτόθι, 516-517.
[88] Αυτόθι, 525.
[89] Αυτόθι.
[90] Αυτόθι, 493.
[91] PL 121, 685 - 562.
[92] Αυτόθι, 225 - 346.
[93] Αυτόθι 119, 1201-1212.
[94] Πάντες ακολουθούν τα σπουδαία ευρήματα του Francis Dvornik, The Photian
Schism, Cambridge, 1948.
[95] Δηλαδή η υπό της Πρεσβυτέρας Ρώμης αναγνώρισις ως πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως του Ιγνατίου και μη αναγνώρισις του Φωτίου είχε χαρακτήρα
κανονικόν και ουχί δογματικόν. Ο περί Filioque αγών του Φωτίου εγένετο κατά των
εν Βουλγαρία Φράγκων ιεραποστόλων και των φραγκοφίλων προστατών Ρωμαίων αλλ’
ουχί κατά της εκκλησίας της Ρώμης, εν ή την μεγίστην πλειοψηφίαν και κυριαρχίαν
είχον οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι, οίτινες εθεώρουν εαυτούς ως Ρωμαίους, δηλαδή
Ρωμηούς, με αυτοκράτορα εν Κωνσταντινουπόλει ή Νέα Ρώμη,. Εν τη εγκυκλίω
επιστολή του προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους καταγγέλλει ό Φώτιος
τους εν Βουλγαρία ιεραποστόλους (Φράγκους) επί αιρέσει, αλλά διαχωρίζει απ'
αυτούς τον πάπαν της Ρώμης, δια τον οποίον αρκείται «εις την κατ' αυτού περί τυραννίδος
και ανατροπής εκκλησιαστικών θεσμών κατηγορίαν, ήτις έφθασεν εις
Κωνσταντινούπολιν εξ Ιταλίας. Ίδε επιστολήν εν Ι. Καρμίρη, ΔΣΜ, II, 328 - 329.
[96] PG 120, 781-796, 816-820.
[97] Αυτόθι, 788-789.
[98] Αυτόθι, 797-800.
[99] Αυτόθι, 789.
[100] Ίδε F. Μοurret, History of the
Catholic Church, London 1941, τόμ. 4, σ.
90 - 91.
[101] PG 120, 800.
[102] Ίδε ανωτέρω υποσημ. 16.
[103] A. Michel, Humbert und Kerullarius, Paderborn 1924 - 1930, τόμ. Ι, σ.
20 - 40. Πρβλ. G. Every, The Byzantine
Patriarchate, London 1947, σ. 149.
[104] PG 120, 788.
[105] Αυτόθι, 797.
[106] Αυτόθι, 800. Οι Άγγλοι G. Every, ίδε ανωτέρω υποσημ. 19 σ. 156, και
Steνen Runciman, The Eastern Schism, London 1956, σ. 65 εξής,
παραλείπουν εις την αγγλικήν μετάφρασιν το «σε» από τα γραφέντα ταύτα και ούτως
εμφανίζουν τον Μιχαήλ διαφωνούντα προς τον Κηρουλάριον περί υπάρξεως σχίσματος
και ως εμμένοντα εις το μνημόσυνον του πάπα εν τοις διπτύχοις. Φαίνεται ότι και
ημέτεροι εν Κωνσταντινουπόλει ακολουθούν την ερμηνείαν ταύτην και βάσει αυτής
νομίζουν ότι 1) το σχίσμα ήρχισε το 1054, άλλα 2) ότι αφεώρα μόνον εις την
Κωνσταντινούπολιν και Ρώμην και όχι εις τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας
και Ιεροσολύμων.
[107] Ίδε ανωτέρω υποσημ. 22.
[108] PG 120, 804-805.
[109] Ομιλία γενομένη την 30ήν Ιανουαρίου 1971 επί τη εορτή των Τριών Ιεραρχών
εν τη μεγάλη αιθούση τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Εκτυπούται δε ως κεφ. Γ' και μάλιστα ακριβώς ως απηγγέλθη με διορθωμένην μόνην
την περί Ρωμηοσύνης ορολογίαν ως αναπτύσσεται εν τω δοκιμίω τούτω. Δηλαδή οι
υπό των Ευρωπαίων και Ρώσων λεγόμενοι «Λατίνοι» Πατέρες δεν είναι Λατίνοι,
εφόσον Λατίνοι είναι οι Φράγκοι, αλλά λατινόφωνοι ή λατινόφωνοι και
ελληνόφωνοι, δηλαδή δίγλωσσοι Ρωμαίοι. Επίσης και οι υπό των Ευρωπαίων και
Ρώσων λεγόμενοι «Γραικοί» Πατέρες δεν είναι ούτε «Γραικοί» ούτε «Έλληνες»
Πατέρες αλλά ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες. Το Έλλην μάλιστα κατά τον μεσαίωνα
εσήμαινεν ειδωλολάτρης και εχρησιμοποιείτο αδιακρίτως δι' όλους τους
ειδωλολάτρας ασχέτως προς την εθνικότητά των, Ίδε παραδείγματα εις Ν. Γ.
Πολίτου, Έλληνες ή Ρωμιοί; εν Αθήναις 1901, σελ. 6 εξ. Ούτω ιερείς του Βάαλ
αποκαλούνται «ιερείς των Ελλήνων» και Σαρακηνός λέγεται «Σαρακηνός τις Έλλην».
Και οι Ρωμαίοι ειδωλολάτραι λέγονται Έλληνες. Δια τούτο γενόμενοι οι Ρωμαίοι
επισήμως Ορθόδοξοι Χριστιανοί εν τω προσώπω του ιδρυτού της Ρωμηοσύνης το
Ρωμαίος εταυτίσθη με το Ορθόδοξος Χριστιανός. Τούτο όμως ουδόλως σημαίνει ότι
έπαυσαν οι Ρωμαίοι να είναι Έλληνες κατά τον πολιτισμόν των. Αφού αφαιρεθή από
το όνομα Έλλην το μεσαιωνικόν ειδωλολατρικόν στοιχείον ως εγένετο εις την νεωτέραν
Ελλάδα, τότε το Ρωμαίος ταυτίζεται πλέον με το Ελλην, αν και η ιστορία και τα
εθνικά συμφέροντα επιβάλλουν την προτίμησιν του ονόματος Ρωμαίος. Το ιστορικόν
γεγονός του χαρακτήρος του έθνους εξέφρασεν αρίστως ο τελευταίος βασιλεύς και
αυτοκράτωρ των Ρωμαίων Κωνσταντίνος ΙΑ' λέγων ότι είμεθα απόγονοι Ελληνών και
Ρωμαίων. Ίδε Ν. Γ. Πολίτου, αυτόθι, σελ. 6.
[110] Θουκυδίδου, Ιστορία, II, 37.
[111] Ίδε Ι. Σ. Ρωμανίδου, Το προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957· του
αυτού, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Εισαγωγή εις την Θεολογίαν και πνευματικότητα
της Ρωμαιοσύνης έναντι της Φραγκοσύνης, Αθήναι 1975.
[112] Ιωάννου Κασσιανού, Collationes Χ, 8 - 10. Περί της εν λόγω προσευχής και
των προϋποθέσεων αυτής ίδε αναφερθέν περί Παλαμά έργον εις ανωτέρω υποσημείωσιν
3 και έργον μου Notes on the Palamite Controversy and related topics I, II, εν
GOTR, VI, 2,
(1960-61), 186-205: IX, 2, (1963-1964), 225 - 270.
[113] Εξομολογήσεις A', 13 - 14. To ότι τα ελληνικά του επισκόπου πλέον
Αυγουστίνου δεν ήσαν σπουδαία φαίνεται σαφώς από το γεγονός ότι αν και πιστεύει
ότι ακολουθεί πιστώς τους ελληνοφώνους Πατέρας, παρά ταύτα τους παρηνόησε
ριζικώς. Ίδε αναφερθέντα έργα εις υποσημειώσεις 3 και 4, και κεφ. Β'
υποσημείωσιν 1. Επίσης εις το De Trinitate, III, Pref. μας πληροφορεί σαφώς ότι
δεν κατανοεί τους ελληνιστί γράψαντας Πατέρας τους οποίους γνωρίζει μόνον από
ολίγας μεταφράσεις.
[114] Σημειωτέον ότι η φραγκική παράδοσις κατήντησε να θεωρή την διδασκαλίαν του
Ιωάννου Κασσιανού ως αιρετικήν χαρακτηρίζουσαν αυτήν ως ημιπελαγιανικήν.
Παραδόξως Νεοέλληνες Θεολόγοι μιμούμενοι τους δυτικούς Θεολόγους κάμνουν το
ίδιον παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία του Κασσιανού ταυτίζεται με τον
διδάσκαλόν του τον Χρυσόστομον.
[115] Ίδε Reinhold Seeberg, History of Doctrines, Grand Rapids, Michigan 1958, τόμ. Ι, σελ. 368-382.
[116] Αυτόθι, τόμ. II, σελ. 16 εξ. Ίδε κατωτέρω ανάπτυξιν ως και το κεφ. περί Η'
Οικ. Συνόδου εις το έργον μου «Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου
Καθολικής Εκκλησίας», σελ. 342 - 378, όπου φαίνεται σαφώς πως διαφορετικώς
εξελάμβανον το Filioque οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι και οι Φράγκοι, οι πρώτοι
ορθοδόξως και οι τελευταίοι, κατά τρόπον αιρετικόν.
[117] Αυτόθι, σελ. 340 - 341, 309 - 339.
[118] Αυτόθι, σελ. 342 εξ.
[119] Το έργον του επισκόπου των Παρισίων Aeneas ο F. Dνοrnik παρουσιάζει
ως πολύ αδύνατον το δε έργον του Ratramnus, ηγουμένου του Corbie, ως αντάξιον
του επιπέδου θεολογικής μορφώσεως των Φράγκων της εποχής εκείνης. The Photian
Schism, σελ. 280.
[120] ΡG 102, 344 εξ.
[121] Ίδε ανωτέρω κεφ. Α' υποσημείωσιν 82.
[122] Κατά τας πλατωνικάς προϋποθέσεις της αυγουστινείου θεολογίας η
ακαταγώνιστος χάρις οδηγεί το θέλημα του ανθρώπου από τα μεταβλητά εις τα
αμετάβλητα, δηλαδή από τα κτιστά εις τον Θεόν ίνα εις αυτόν εύρη η ψυχή την
ικανοποίησιν και άρα εξουδετέρωσιν του επιθυμητικού και του θυμοειδούς τα οποία
ως αποτέλεσμα της πτώσεως δεν έχουν θέσιν εις την αποκατάστασιν του ανθρώπου
εις την ευδαιμονίαν. Ο γάμος επομένως είναι όχι μόνον εμπόδιον εις την
αποκατάστασιν αυτήν αλλά και απόδειξις ότι ο έγγαμος ευρίσκεται εις χαμηλήν
κατάστασιν χάριτος. Πώς λοιπόν δύναται η Εκκλησία να ανεχθή εγγάμους κληρικούς;
Αυτό είναι το απλοϊκόν συμπέρασμα των Φράγκων. Άρα οι Φράγκοι κληρικοί είναι
ανώτεροι από τον ρωμαϊκόν έγγαμον κλήρον.
Εξ επόψεως όμως Ρωμηοσύνης ο άγαμος βίος των μοναχών και ο έγγαμος βίος των
κληρικών και λαϊκών δεν είναι αντιθέσεις αλλά δύο τρόποι απαραίτητοι της
εκκλησιαστικής ζωής συμπληρούντες ο είς τον άλλον και οδηγούντες εις τον ίδιον
προορισμόν, όχι εις την ευδαιμονίαν της φιλοσοφίας και των φυσικών ανθρώπων
αλλά εις την αγάπην η οποία «ου ζητεί τα εαυτής», εξ ου και το ρωμαίικον
φιλότιμον, όπως θα ίδωμεν εις τα επόμενα κεφάλαια. Περί των διαφορών μεταξύ
Λατίνων και Ορθοδόξων εις τα θέματα περί αμαρτίας και προορισμού ίδε το έργον
μου, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957.
[123] Ίδε εν προκειμένω αλληλογραφίαν μεταξύ του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Νέας Ρώμης Μιχαήλ Κηρουλαρίου και Πατριάρχου Αντιοχείας Πέτρου Γ'. PG 120, 781
- 820.
[124] Ίδε Β. Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1948, σελ. 345,
443-444. Εις τα εν προκειμένω θέματα ο Β. Κ. Στεφανίδης, ευρίσκεται
ισχυρώς υπό την επίδρασιν της ευρωπαϊκής θεωρήσεως των περί Ρωμιοσύνης θεμάτων
και βλέπει την ιστορίαν του πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης υπ' αυτό το
πρίσμα· ούτω δεν διακρίνει δια την Δύσην τους Ρωμαίους από τους Φράγκους
ούτε ταυτίζει τους δυτικούς Ρωμαίους με τους ανατολικούς Ρωμαίους, δηλαδή τους
υπ’ αυτού λεγόμενους Βυζαντινούς και δέχεται ασυζητητί την φραγκικήν
προπαγάνδαν ότι οι Τευτονοφράγκοι βασιλείς και τα μοναχικά τάγματα των
Λατινοφράγκων έσωσαν το πατριαρχείον της Ρώμης από μίαν δήθεν ηθικήν και
εκκλησιαστικήν κατάπτωσιν. Ούτε καν φαντάζεται ότι εις την πραγματικότητα
πρόκειται περί αρπαγής του πατριαρχείου της Ρώμης υπό των Φράγκων και της
βιαίας μεταβιβάσεως του πατριαρχείου τούτου από της Ρωμηοσύνης εις την
Φοαγκοσύνην. Επίσης, ενώ επαινεί τον εν προκειμένω νέον μοναχισμόν των Φράγκων
(π.χ. σελ. 485 - 491), υποτιμά ολοκλήρως τον μοναχισμόν της Ρωμηοσύνης τον
οποίον και αγνοεί και παρερμηνεύει. Ο Στεφανίδης είναι από τα κλασσικά
παραδείγματα του Νεογραικυλισμού, δηλαδή της πνευματικής καθυποτάξεως εις τους
Ευρωπαίους.
[125] Ίδε George Every, Byzantine Patriarchate, London 1947, σελ. 115.
[126] Ίδε ανωτέρω κεφ. Β'.
[127] Contra Academicos, III, 20, έργον γραφέν προ του βαπτίσματός του. Εις την
αρχαίαν Εκκλησίαν τα μυστήρια δεν εδιδάσκοντο εις τους κατηχουμένους αλλά εις
τους νεοφώτιστους, δηλαδή νεοβαπτισμένους. Ως εκ τούτου υπήρχεν ομοιότης εις
την κατηχητικήν μέθοδον μεταξύ Χριστιανισμού και των φιλοσοφικών και
ειδωλολατρικών θρησκευτικών συστημάτων. Ούτως ο Αυγουστίνος έκαμε σαφή σύγχυσιν
μεταξύ πλατωνικής και χριστιανικής κατηχητικής μεθόδου και ενόμισεν ότι μετά το
βάπτισμα θα οδηγηθή εις κατανόησιν των δογμάτων της Εκκλησίας μέσω της λογικής,
δια της οποίας θα γνωρίση πλέον και την ουσίαν του Θεού ακόμη, πράγμα τελείως
ανόητον και αφελές κατά τους Ορθοδόξους Ρωμαίους Πατέρας. Πάντως ο Αυγουστίνος
και μετά το βάπτισμα ουδέποτε εγκατέλειψε την εν λόγω θεολογικήν μέθοδον ή
μάλλον παρανόησιν, επί της όποιας ωκοδομήθη ολόκληρος η φραγκολατινική
θεολογική παράδοσις.
[128] Ίδε π.χ. De Fide et Symbolo, 19 εξ.
[129] Ίδε π.χ. De Trinitate, II, Pref.
[130] Έντονον πλέον ανάπτυξιν των εν προκειμένω αυγουστινείων προϋποθέσεων
ευρίσκομεν εις τα έργα Monologion (PL 158, 141-224) και Proslogion (PL 158,
223-242) του Ανσέλμου (1033 - 1109) του Νορμανδού αρχιεπισκόπου Καντερβουρίας
(1093 - 1109). Έκτοτε καθιερώθη ως θεμέλιον της εν λόγω παραδόσεως. Σημειωτέον
ότι οι Σάξωνες της Αγγλίας ήσαν προ της Νορμανδοκρατίας Ρωμαίοι Ορθόδοξοι.
[131] Ίδε π.χ. R. Seeberg,
History of Doctrines, Grand Rapids 1958, τόμ. II, σελ. 96 εξ.
[132] Contra Academicos,
III, 19.
[133] Η μεγαλύτερα προσπάθεια καθυποτάξεως του Αριστοτέλους εις την υπηρεσίαν
της φραγκικής θεολογικής παραδόσεως εγένετο ως είναι υφ' όλων αποδεκτόν υπό του
Θωμά Ακινάτου (1225 - 1274), ο οποίος όμως εν (αντιθέσει προς τους εκ των
Αράβων επηρεασθέντας, επέβλεψε την μετάφρασιν εκ των ελληνικών κειμένων του
Αριστοτέλους υπό των συνεργατών του Ουιλιέλμου εκ Moerbecke και Ερρίκου εκ
Brabant, οίτινες συνέλεξαν χειρόγραφα των έργων του Αριστοτέλους και έμαθαν
ελληνικά εις την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην κατά τα χρόνια της φραγκικής
κατοχής (1204 - 1261). Ίδε Sir Ernest Barker, Aristotele, Ε Β, II, 345. Όταν δε μετεφράσθησαν έργα του Θωμά
Ακινάτου εις την ελληνικήν κατά τον ιδ' αιώνα Ρωμαίοι Θεολόγοι της Νέας Ρώμης
αντελήφθησαν πως ο Ακινάτης παρεποίει εις σοβαρά θέματα τον Αριστοτέλην και
έκαμνε πλαστήν χρήσιν της φιλοσοφίας αυτού και μάλιστα εις θέματα τα οποία δεν
επιδέχονται τας προϋποθέσεις του Αριστοτέλους, αι οποίαι εφηρμόζοντο μόνον επί
των κτιστών πραγμάτων και ουδέποτε επί των ακτίστων. Ωραιότατον εν προκειμένω
έργον είναι του Νείλου Καβάσιλα. «Ότι ουκ εστί Λατίνοις, συλλογισμοίς χρώμενοι,
αποδείξαι το Πνεύμα το άγιον εξ Υιού εκπορευόμενον»: "Έκδοσις Ε. Candal,
Studi Ε Testi, Citta del Vaticano, 1945, τόμ. 116. Ήδη υπάρχει η γνώμη ότι
επεκράτει εν Κωνσταντινουπόλει ακριβεστέρα κατανόησις του Αριστοτέλους από ό,τι
υπήρχε μεταξύ των Φράγκων (ίδε μνημονευθείσαν μελέτην του Ε. Barker) και
τούτο θα αποδειχθή έτι περισσότερον με την ολοκλήρωσιν εκδόσεως των έργων των
ελληνοφώνων Ρωμαίων του ιδ' και ιε' κυρίως αιώνος οπότε θα φανή σαφέστερον
πόσον οι Νεογραικύλοι υπετίμησαν τους ελληνοφώνους Ρωμαίους διανοουμένους των
εν λόγω αιώνων έναντι των διανοουμένων της τότε Φραγκοσύνης. Τίθεται το
ερώτημα· Ποίος είναι καλύτερος επιστήμων; Ο Αυγουστίνος πού παρηνόησε τον
Πλάτωνα και τον Αριστοτέλην ή οι Ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες πού κατενόουν τον
Πλάτωνα και Αριστοτέλην; Ο Ακινάτης πού παρηνόησε τον Αριστοτέλην ή οι Ρωμαίοι
Θεολόγοι του ιδ' και ιε' αιώνος πού κατενόουν ακριβέστερον τον Αριστοτέλην;
[134] Ίδε J. S. Romanides, Original Sin According to St. Paul, εν
St. Vladimir's Quarterly, New York 1955, τόμ. IV, αριθ. 1-2: To Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957.
[135] «Η διδασκαλία του Παύλου περί δικαιώσεως ουδέποτε εγένετο αντιληπτή υπό
της Γραικικής Εκκλησίας» R. Seeberg, History of Doctrines, Grand Rapids
1958, τόμ. Ι, σελ. 289. Πρβλ. με τα εν υποσημειώσει 26.
[136] Expositio
Epistolae ad Galatas, PL 35, 2105-2148.
[137] Expositio
Quarumdam 84 propositionum ex Epistolae ad Romanos, Ρ
L 35, 2063 - 2088.
[138] Epistolae ad
Romanos Expositio Inchoata, Ρ L 35, 2088 -
2106. Retractationum, Liber I, XXV (XXIV), Ρ
L 32, 623 - 624 ένθα μεταξύ άλλων γράφει· Sed deinde alia volumina cessavi adiungere exponendo epistolam
totam, ipsius operis magnitudine ac labore deterritus, et in alia faciliora
deflexus sum. Ita factum est ut librum quem feceram primum, relinquerem solum,
cuius esse titulum volui: Epistolae ad Romanos inchoata expositio.
[139] De Trinitate,
III, Pref. 1.
[140] Αυτόθι, III, Pref. 2.
[141] De Fide et Symbolo, PL 40, 181-196. Τα ιστορικά
πλαίσια εν οίς συνετάγη το έργον τούτο περιγράφει ο Αυγουστίνος εις το
Retractationum, XVII (XVI). Μερικοί προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Αυγουστίνος
αναπτύσσει το λεγόμενον αποστολικόν σύμβολον, αλλά το όλον σχέδιον της ομιλίας
ακολουθεί πιστώς το σχήμα του συμβόλου της Β' Οικ. Συνόδου. Εξ αλλού η εν
προκειμένω σύνοδος των επισκόπων της Αφρικής συνεκλήθη ίνα συζήτηση θέματα
προκύψαντα εκ των αποφάσεων της Β' Οικ. Συνόδου εις ήν οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι
επίσκοποι της δυτικής Ρωμανίας δεν εκλήθησαν να λάβουν μέρος αλλά εκ των
υστέρων παρεκλήθησαν να την επικυρώσουν.
[142] De Fide et Symbolo, 19.
[143] Ίδε Ι. Σ. Ρωμανίδου, Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία της
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 186 - 400 δια τα κατωτέρω
περί Αγίας Τριάδος αναπτυχθέντα.
[144] De Fide et Symbolo, 19-20. Μάλιστα ο
Αυγουστίνος αναφέρει (20) και αντιτίθεται εις την διδασκαλίαν (των Πατέρων) ότι
το Άγιον Πνεύμα είναι υπόστασις, νομίζων ότι οι διδάσκοντες ταύτα προτείνουν
χωριστήν ουσίαν από την ουσίαν του Θεού την οποίαν ταυτίζει ο ίδιος με την
θεότητα και την αγάπην, αι οποίαι όμως δια τους ΙΙατέρας δεν είναι αυτή αύτη η
ουσία του Θεού αλλά φυσικαί ενέργειαι της θείας ουσίας ην και ας κατέχουν εξ
ίσου και αι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Είναι όντως περίεργον πως ως διδασκαλίαν
της Εκκλησίας ο Αυγουστίνος εξέλαβε την καταδικασθείσαν υπό της Οικουμενικής
Συνόδου, της οποίας το σύμβολον παρεκλήθη να ανάπτυξη. Η σύγχυσις του
Αυγουστίνου έγκειται εις το γεγονός ότι ο ίδιος, προ πάντων την εποχήν αυτήν,
ουδέποτε κατενόησε πως οι ελληνόφωνοι Πατέρες εχρησιμοποίουν τους όρους μία
ουσία και τρεις υποστάσεις και πως πνευματομάχοι τινές εταύτιζον άκτιστόν τι
πνεύμα Θεού με την θεότητα και αγάπην μεταξύ Πατρός και Υιού και κτιστόν πνεύμα
Θεού με ετέραν κτιστήν υπόστασιν.
[145] De Spiritu Sancto, PL 16, 703 - 816, I, 4 (69) : 14 (162): 15 (172): 16
(178, 179, 180): II, 11 (118): 12 (134) : III, 19 (144 - 152): De Fide (P L 16,
527 - 698) V, 3 (43): 6 (87).
[146] Ίδε Ι. Σ. Ρωμανίδου, Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία της
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 289 - 341.
[147] De Trinitate, 5, 8, 10.
[148] Αυτόθι, II, Pref. I, 2, 3.
[149] Αυτόθι, XV, 24, 45. Τα περί κλοπής και δημοσιεύσεως των πρώτων 12 βιβλίων
άνευ της γνώμης του γράφει ο Αυγουστίνος εις το Retractationum II, 15 (42).
Μάλιστα, μας πληροφορεί ότι δεν είχε σκοπόν να δημοσεύση το υπόλοιπον μέρος
αλλά να συμπεριλάβη αυτό εις νέον έργον. Tη εμμονή όμως φίλων εδημοσίευσε και
τα υπόλοιπα ως συνέχεια των κλαπέντων. Ο ίδιος τονίζει το πρόχειρον ή το
αδιόρθωτον των 12 βιβλίων τα οποία δεν ετακτοποίησεν εις τελικήν των μορφήν.
Παρά ταύτα οι Φράγκοι εστήριξαν εις τα έργα αυτά ολόκληρον την πολεμικήν των
κατά της Ρωμηοσύνης και υπέρ της φραγκικής ορθοδοξίας.
[150] Δηλαδή τα περαιτέρω υπό του ιδίου δημοσιευθέντα είναι τα βιβλία XIII - XV.
[151] De Trinitate, XV, 25.
[152] Ι. Σ. Ρωμανίδου, Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου
Καθολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 309 - 341, 379 - 400.
[153] Λόγος Θεολογικός Ε', περί Αγίου
Πνεύματος, ζ'.
[154] Summa Theologica,
Pt. IQ. XXXVI, ART. 2 RESP. 3. Διατείνεται ότι ο
Δαμασκηνός ακολουθεί τους Νεστοριανούς και δη τον Θεοδώριχον. Εννοεί τον
Θεοδώρητον Κύρου όστις κατηγόρησε τον Κύριλλον Αλεξανδρείας ως διδάσκοντα ότι
το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Ο δε Κύριλλος απέκρουσε την κατηγορίαν
ταύτην ως ψευδή. Παρά ταύτα οι Φράγκοι υπεστήριζον πάντοτε ότι ο Κύριλλος
διδάσκει το λατινικόν Filioque.
[155] Ι. Καρμίρη, Δ Σ Μ , Ι, 346.
[156] Είναι η θεμελιώδης θέσις του Α. Ηarnack, What Is
Christianity? New York 1901: Πρβλ. R. Seeberg,
History of Doctrines, Grand Rapids 1958, τόμ. Ι, σελ. 298 - 299.
[157] R. Seeberg, αυτόθι, τόμ. Ι, σελ. 338-353, 357 εξ.: τόμ. II, σελ. 229, 231, 235, 241,
242, 245, 252-256, 260-266, 398 - 407.
[158] Δια την θεολογικήν ανάλυσιν των σχέσεων μεταξύ των δύο -ανδρών καθ' ήν
(αποδεικνύεται η ανεξαρτησία του Αυγουστίνου έναντι του Αμβροσίου εις το πιό
βασικόν ερμηνευτικόν θέμα περί της Αγίας Τριάδος εις την Αγίαν Γραφήν ίδε
μελέτην μου, Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία, σελ. 240 - 267.
[159] Εξομολογήσεις V, 13, 14: VI, 1.
[160] Αυτόθι, IX, 5.
[161] III, 20 (43). Τα φιλοσοφικά έργα τα οποία συνέταξεν εν μορφή διαλόγου εις
την εξοχήν προετοιμαζόμενος δια το βάπτισμα είναι Contra Academicos, De Beata
vita, De Ordine και Soliloquia. τα οποία περιγράφει εις το έργον του
Retractationum Ι, Ι, 1-4: II: III, 1-3: IV, 1-4, Επανακάμψας εις Μεδιόλανα
έγραψε προ του βαπτίσματος του αλλά δύο φιλοσοφικά έργα, De Immortalite Animae
και De Libris Disciplinarum, τα οποία περιγράφονται εις τα κεφ. V και VI του
Retractationum Ι. Η ενασχόλησις με την Θεολογίαν της Αγίας Γραφής βοά δια της
απουσίας της. Τα επόμενα δύο έργα του έγραψεν εις Ρώμην και όλα τα υπόλοιπα εις
την Αφρικήν. Η εντύπωσις είναι ότι κατά την περίοδον αυτήν της ζωής του ο
Αυγουστίνος διετέλει ακόμη υπό την ισχυράν επίδρασιν του Μανιχαϊσμού και του
Πλατωνισμού και δια τούτο διακατέχεται έναντι της Αγίας Γραφής υπό σνομπισμού
και θεωρεί ανωτέραν την μέσω διαλόγων ενασχόλησιν με φιλοσοφικήν μέθοδον λύσεως
φιλοσοφικών προβλημάτων παρά την μέσω των Πατέρων μελέτην της Αγίας Γραφής.
Πάντως τίποτε από τα έργα αυτά δεν μαρτυρεί επίδρασιν εκ της θεολογίας και προ
πάντων της θεολογικής μεθόδου του αγίου Αμβροσίου.
[162] De Fide, I, 5 (41
- 42) : 13 (84) : IV, 4 (44, 47).
[163] Contra Academicos, ΙΙΙ, 19 (42): 20 (43): Εξομολογήσεις, VII, 9, 10, 20,
21: Σημειωτέον ότι εις το Retractationum ο Αυγουστίνος διορθώνει εκ των υστέρων
ανεγνωρισμένα σφάλματα εις τα έργα του και διασαφηνίζει θέματα τα οποία ήσαν
ασαφή. Ουδέποτε όμως εδήλωσεν ότι η περί ειδών ή ιδεών θεωρία του Πλάτωνος και
των Πλατωνικών είναι εσφαλμένη και δια τούτο η διδασκαλία περί των ιδεών ή
ειδών ή των καθ' όλου έγινε το θεμέλιον της φραγκολατινικής θεολογικής και
φιλοσοφικής παραδόσεως. Όθεν εξηγείται πως με κάθε εμφάνισιν φιλοσοφικού
συστήματος ανατρέποντος την πλατωνικήν γραμμήν η φραγκική δογματική θεολογία
διήρχετο μεγάλην κρίσιν. Σήμερον δε με την επικράτησιν του υπαρξισμού και του
θετικισμού ως και των θεωριών περί εξελίξεως των ειδών η φραγκική παράδοσις, ή
τε λατινική και προτεσταντική, ουσιαστικώς κατεδαφίσθη.
[164] Ίδε Ι. Σ. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, σελ. 240 -
267.
[165] Αυτόθι. Ίδε επίσης J. S. Romanides, Notes On The Palamite Controversy, Part I, GOTR, VI, 2
(1960-61), σελ. 186-205.
[166] Αυτόθι. Πρβλ. Ι. Καρμίρη,
Δ Σ Μ, Ι, 348 - 407.
[167] Δηλαδή τα στάδια της τελειώσεως της Αγίας Γραφής και των Πατέρων
μετετράπησαν εις πλατωνικά ή νεοπλατωνικά στάδια τελειώσεως. Εις την Εκκλησίαν
ο πιστός ως κατηχούμενος διέβαινε πρώτον το στάδιον της καθάρσεως καθ’ ό
εδιδάσκετο να διακρίνη μεταξύ των ενεργειών του Θεού και των κτισμάτων και δη
του διαβόλου και να συνεργάζεται ούτω με τον Θεόν δια την κατατρόπωσιν της
ατελείας και επίτευξιν της τελειότητος βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και των
ευαγγελίων του Μάρκου, Λουκά και Ματθαίου κυρίως. Εν συνεχεία εβαπτίζετο
γενόμενος νεοφώτιστος και εδιδάσκετο από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα
μυστήρια της βασιλείας του Χρίστου βάσει του ευαγγελίου του Ιωάννου, και
εστερεοποιείτο εις το στάδιον του φωτισμού και ηδύνατο να προχωρήση υπό την
καθοδήγησιν δεδοκιμασμένου γέροντος εις το στάδιον της θεώσεως ή ενώσεως ή θέας
ή θεωρίας, δηλαδή εις τα ανώτερα εν τη ζωή ταύτη στάδια της τελειώσεως καθ’ ά
μετέχει ακόμη δια της οράσεως εις την δόξαν και βασιλείαν του Θεού. Από την
θέαν αυτήν των προφητών, αποστόλων και των αγίων γνωρίζομεν ότι ουδεμία
ομοιότης υπάρχει μεταξύ 1) της ουσίας του Θεού και των κτισμάτων και 2) των
ακτίστων ενεργειών του Θεού και των κτιστών ενεργειών των κτισμάτων. Όθεν εκ
της αποκαλύψεως ταύτης ή εκ της φανερώσεως ταύτης του Θεού εις τους θεουμένους
γνωρίζομεν ότι η ουσία του Θεού είναι παντάπασιν αμέτοχος, άγνωστος,
ακατάληπτος και απρόσιτος, ότι η δόξα ή βασιλεία ή χάρις του Θεού είναι
άκτιστος και μεθεκτή υπερλόγως, υπερνοητώς και υπεραισθητώς, και ότι αυταί αι
άκτιστοι ενέργειαι του Θεού, αν και μεθεκταί δεν ομοιάζουν με τίποτε το κτιστόν
και επομένως είναι αδύνατον τα κτίσματα να είναι εικόνες των εν τω Θεώ
ενεργειών ή αρχετύπων ή θελημάτων ως συμβαίνει εις τους Πλατωνικούς. Θεωρούντες
την άκτιστον δόξαν και βασιλείαν του Θεού οι θεούμενοι προφήται, απόστολοι και
άγιοι δεν βλέπουν τα ανύπαρκτα αμετάβλητα είδη του Πλάτωνος και δια τούτο η
Ορθόδοξος Εκκλησία εξ αρχής κατεδίκασεν ως ανυπάρκτους τάς ιδέας του Πλάτωνος.
Ο Αυγουστίνος όμως και μέσω αυτού οι Φράγκοι εδέχθησαν τας ιδέας του
Πλάτωνος ως ταυτιζομένας με την θείαν ουσίαν αν και διακρινομένας νοητώς και
ούτω προσήρμοσαν τα στάδια της τελειώσεως εις την Θεολογίαν και πνευματικότητα
κυρίως των Νεοπλατωνικών. Ούτω ο φωτισμός κατήντησε να είναι η λογική
κατανόησις των εν τη θεία ουσία ειδών και η θέωσις εταυτίσθη με την έκστασιν
των Πλατωνικών η οποία είναι δι' ημάς μεταξύ άλλων και εμπειρία δαιμονική, ή
εις την νεωτέραν ορολογίαν παραισθησιακή. Περί των ανωτέρω ίδε μελέτας μου
Notes On The Palamite Controversy, GOTR, VI, 2 (1960 - 61), σελ. 186 - 205: IX,
2 (1963 - 64), σελ. 225 - 270 και Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Εισαγωγή εις την
Θεολογίαν και πνευματικότητα της Ρωμηοσύνης έναντι της Φραγκοσύνης, Αθήναι
1975: Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957: Justin Martyr and the Fourth
Gospel, GOTR, IV, 2 (1958 - 59), σελ. 115 - 134: Δογματική και Συμβολική Θεολογία,
Θεσσαλονίκη 1973.
[168] Αυτόθι. Ίδε του Αυγουστίνου De Trinitate, Π, III.
[169] Εν άκρα αντιθέσει προς τον Αυγουστίνον ο Αμβρόσιος ακολουθεί τους
ελληνοφώνους και λατινοφώνους Πατέρας τονίζων ότι ο Χριστός ως άσαρκος Λόγος
είναι εκείνος όστις εις την Παλαιάν Διαθήκην ενεφανίζετο εις τους προφήτας και
απεκάλυπτεν εν Εαυτώ τον Θεόν Πατέρα εν αγίω Πνεύματι. Ίδε π.χ. De Fide, I, 13 (83): V, 1 (25) : De Spiritu
Sancto, I, 4 (55) : 14 (164 - 170): II, 2 (20).
[170] Ίδε Ι. Σ. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, Θεσσαλονίκη
1973, σελ. 240 - 267. Δηλαδή ο Αυγουστίνος συμφωνούσε με τους Αρειανούς και
Ευνομιανούς ότι οι προφήται δεν είδον αυτόν τούτον τον άκτιστον Λόγον αλλά
κτίσμα με την διαφοράν ότι ο ίδιος ο Λόγος των Αρειανών και Ευνομιανών είναι ο
οραθείς κτιστός Λόγος, ενώ δια τον Αυγουστίνον ο άκτιστος Λόγος δεν ωράθη, αλλά
ωράτο πάντοτε ως γινόμενον και απογινόμενον κτιστόν σύμβολον της Αγίας Τριάδος.
Δηλαδή εξ επόψεως γνωσιολογίας συμφωνούν ο Αυγουστίνος και οι εν λόγω
αιρετικοί, διαφωνούν δε εξ επόψεως δόγματος, δηλαδή εις το θέμα περί κτιστού ή
ακτίστου του Λόγου. Εις τούτο ο Αυγουστίνος συμφωνεί με την Ορθόδοξον παράδοσιν
αλλά τυπικώς μόνον.
[171] Ίδε δια τα κατωτέρω σχετικά Ι. Σ. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν Αμάρτημα , Αθήναι 1957.
[172] Δια την ωραιοτέραν ίσως σύνοψιν της ορθοδόξου επί του θέματος διδασκαλίας
ίδε Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων Ι, γ', 10. Έκδοσις Π. Χρήστου,
τόμ. Ι, σελ. 419 - 420.
[173] Ι. Σ. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957, σελ. 104.
[174] Αυτόθι.
[175] Ι. Σ. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957, σελ. 51
υποσημ. 6. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός Α', ι', PG 36, 24.
[176] Ως νομίζω αποδεικνύεται σαφώς εν τω έργω μου, Δογματική και Συμβολική
Θεολογία, Θεσσαλονίκη 1973.
[177] Αυτόθι, ,σελ. 200 - 212: J. S. Rοmanides,
Justin Martyr and the Fourth Gospel, GOTR, IV, 2 (1958 - 59), σελ. 115 - 134 : Notes on the Palamite Controversy, GOTR, IX, 2, σελ. 262 εξ.
[178] Ομιλία Δ' εις την προς Εβραίους Επιστολήν, κεφ. Δ', PG 63, 41 - 42. Πρβλ. Ι.
Σ. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957, σελ. 154 - 155.
[179] Ίδε ανωτέρω κεφ. Γ'.
[180] De Vulgari Eloquentia, I, 6. Ίδε Ρωμαίων Πατέρων
απόψεις εις έργον μου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.
168-185.
[181] Divina Comedia, έκφρασις ποιητική της θεολογίας του Θωμά Ακινάτου. Ίδε A. J. Butler και E.G. Gardner, Dante, EB, VII, 39 εξ.
[182] Ως αναπτύσσεται εις όλον το έργον μου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία,
Θεσσαλονίκη 1973.
[183] Contra
Academicos, III, 20 (43) : Εξομολογήσεις, VII, 9, 10, 20,
21.
[184] Ι. Σ. Ρωμανίδου, Η Δογματική και Συμβολική Θεολογία, Θεσσαλονίκη
1973, σελ. 352 εξ.
[185] Όλαι αι υπ' όψιν μελέται ως προέλευσιν του φεουδαλισμού προτάσσουν μίαν
κοινωνικήν και πολιτικήν «ακαταστασίαν, καθ’ ήν η κεντρική κρατική εξουσία
χάνει τον έλεγχον των κατά μέρος διοικητικών πραγμάτων, αφού αι επί μέρους
διοικητικαί δυνάμεις των τοπικών ηγεμόνων αυξάνονται εξ αιτίας της ανάγκης των
αδυνάτων να αποταθούν εις αυτούς δια κοινωνικήν, οικονομικήν και αστυνομικήν ή
στρατιωτικήν προστασίαν. Η κατάστασις αυτή εν συνδυασμώ με υπάρχοντας ήδη
ρωμαϊκούς και γερμανικούς κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς εγέννησε τον
φεου-δαλισμόν. Όμως αι εν λόγω ερμηνείαι δεν εξηγούν πόθεν προήλθε το κύριον
γνώρισμα του ευρωπαϊκού φεουδαλισμού κατά το οποίον μία μικρά ομάς μιλιταριστών
όχι μόνον απέκτησε δια τον εαυτόν της όλας τας πολιτικάς και εκκλησιαστικάς,
διοικητικάς και οικονομικάς εξουσίας αλλά τας εθεώρει ως ανήκουσας εις την
ευγενικήν αυτήν τάξιν εκ φυσικού υπό του Θεού δοθέντος δικαιώματος και όχι εκ
της στρατιωτικής της ισχύος μόνον. Επίσης πώς άλλως εξηγείται το γεγονός ότι,
ενώ πάντα εν τω κρατεί της Φραγκιάς ανήκουν θεωρητικώς εις τον ρήγα και αυτός
μοιράζει τα φέουδα εις τους δούκας και οι δούκες εις τους κόμητας, οι δε
κομήτες εις τους βαρώνους και οι βαρώνοι εις τους απλούς ιππότας κ.τ.λ., παρά
ταύτα οι δουλοπάροικοι και τεχνίται είναι εάν όχι τυπικώς τουλάχιστον
ουσιαστικώς αυτοί οι κάτοχοι της περιουσίας των, δηλαδή των κτημάτων των, των
οποίων τα έσοδα μοιράζουν με τον κύριόν των και την εργασίαν των προσφέρουν εις
τους κυρίους αυτούς χωρίς να λαμβάνουν (απολύτως τίποτε ως αμοιβήν ούτε δια τα
έσοδά των ούτε δια την εργασίαν των. Όλαι αι σωζόμεναι πηγαί περί του
φεουδαλισμού είναι γραμμέναι εκ της επόψεως της ευγενικής τάξεως και του κλήρου
αυτής. Πρέπει να είναι βέβαιον ότι εξ επόψεως των δουλοπαροίκων το όλον σύστημα
εθεωρείτο μία έννομος κλοπή εκ μέρους εκβιαστών κατακτητών. Επίσης πώς
εξηγείται το γεγονός ότι και οι κατώτεροι ιππόται έζων μέσα εις κάστρα τα οποία
ασφαλώς δεν εκτίζοντο μόνον δια να προστατεύωνται από μακρόθεν εχθρούς, αλλά και
από τους δουλοπαροίκους και τεχνίτας υπό την κυριαρχίαν των. Έτερον
σπου-δαιότατον πρόβλημα είναι η προέλευσις της παραδόσεως καθ' ήν μόνον τα μέλη
της ευγενικής τάξεως ηδύναντο να κατέχουν όχι μόνον πολιτικάς διοικητικάς
θέσεις, παρά την αγραμματωσύνην των, αλλά και εκκλησιαστικάς διοικητικάς
θέσεις. Νομίζω ότι αι θέσεις μου δίδουν ορθάς απαντήσεις εις τα ανωτέρω.
Εκτός όμως τούτων πώς εξηγείται η
καταπληκτική αλληλεγγύη και ισχύς φεουδαρχικών συμβάσεων μεταξύ των μελών της
εν λόγω ευγενικής τάξεως από την οποίαν ήτο σχεδόν αδύνατον να εκπέση κανείς
και εις την οποίαν ήτο σχεδόν αδύνατον να εισέλθη κανείς; Λέγω «σχεδόν» απλώς
διότι δεν γνωρίζω αν υπάρχουν ολίγαι περιπτώσεις αλλαγής τάξεως κατά τους
πρώτους αιώνας του φεουδαλισμού, όπως συνέβη προς το τέλος του μεσαίωνος, όταν
πλούσια μέλη της νέας αστικής τάξεως ηγόραζον θέσεις εις την τάξιν των ευγενών.
Επίσης πώς εξηγείται το γεγονός ότι έλλειπεν ολοτελώς ενιαία εθνική συνείδησις
μεταξύ των τάξεων και μάλιστα εις εποχήν που υπήρχε ρωμαϊκή και αραβική εθνική
συνείδησις εις την Ανατολήν. Εις την εποχήν του Καρλομάγνου υπήρχεν εις την
φραγκικήν νομοθεσίαν σαφέστατη διάκρισις μεταξύ Φράγκων και κατακτηθέντων
Ρωμαίων και μάλιστα αι ποιναί εις βάρος των Ρωμαίων είναι πάντοτε πολύ
σοβαρώτεραι από ό,τι είναι εις βάρος των Φράγκων δια τα ίδια ακριβώς αδικήματα
και εγκλήματα. Ίδε Mansi, XIII, 282 - 324. Τούτο σημαίνει ότι υπήρχε ξεχωριστή εθνική συνείδησις Φράγκων και
κατακτηθέντων Ρωμαίων, ήτις μετετράπη εν καιρώ εις ταξικήν συνείδησιν. Επίσης
άλλο ανεξήγητον φαινόμενον είναι η μεγάλη ευχέρεια με την οποίαν οι ανώτεροι
ευγενείς παρείχον εις τους κατωτέρους των ευγενείς τα φέουδα έναντι ορκωτής
συμβάσεως πιστής μέχρι θανάτου υπακοής και εξυπηρετήσεως ενίοτε χωρίς ενοίκιον
ή συνήθως με μηδαμινόν τοιούτον αφού ο σκοπός του ενοικίου ήτο η τυπική
αναγνώρισις ότι η περιουσία ανήκει εις τον κύριον του υποτελούς και αυτή του
κυρίου εις άλλον κύριον κ.ο.κ., αφού όλοι οι κύριοι ήσαν υποτελείς εις κάποιον
κύριον εκτός του ρηγός. Συνήθως άπαξ απόκτηση κανείς κτήματα ή περιουσίαν δεν
τα δίδει έστω και προσωρινώς εις άλλον εκτός εάν υπάρχη γενικωτέρα ανάγκη
αλληλεγγύης των εν λόγω ευγενών όχι μόνον δια την αποτελεσματικήν οργάνωσιν της
πολεμικής ισχύος των έναντι εξωτερικών εχθρών αλλά και της αστυνομικής ισχύος
των έναντι της τεραστίας εις μέγεθος τάξεως των δουλοπαροίκων και τεχνιτών.
Ίσως η θέσις του δοκιμίου τούτου αποδεικνύεται εν μέρει με την περίπτωσιν της
Αγγλίας όπου ο φραγκικός φεουδαλισμός εισήχθη ως πλήρες σύστημα με την
κατάκτησιν των Αγγλοσαξώνων υπό των Νορμανδών το 1066. Όλοι οι Νορμανδοί
κατακτηταί ούτοι έγιναν οι ευγενείς μιλιταρισταί με όλην την πολιτικήν και
εκκλησιαστικήν διοίκησιν εις τα χέρια των και πάντες οι κατακτηθέντες έγιναν
δουλοπάροικοι και τεχνίται. Και μέχρι σήμερον οι απόγονοι των Νορμανδών αποτελούν
τον κορμόν της ευγενικής τάξεως της Αγγλίας. Δια τούτο δε αι διαθέσεις των
Άγγλων ηγετών τούτων έναντι της σημερινής Ρωμηοσύνης είναι συνέχεια των
διαθέσεων των Νορμανδών προγόνων των έναντι της Ρωμηοσύνης. Οι Νορμανδοί
υπήρξαν πάντοτε σκληροί εχθροί της Ρωμηοσύνης. Αυτοί κατέκτησαν από ημάς την
κάτω ιταλικήν και σικελικήν Ρωμανίαν κατά τα μέσα του ια' αιώνος (Bari 1071),
δηλαδή πέντε χρόνια μετά την υπ' αυτών κατάκτησιν της Αγγλίας, την Θεσσαλονίκην
το 1185 και εν συνεχεία παρ' ολίγον αυτήν ταύτην την Κωνσταντινούπολιν Νέαν
Ρώμην.
Εις την περίπτωσιν της αναπτύξεως του
φεουδαλισμού εις την Γερμανίαν τονίζεται ότι ουδέποτε ωλοκληρώθη η επικράτησις
του φεουδαλισμού ως εγένετο εις την Φραγκίαν και Αγγλίαν. Τούτο εξηγείται εκ
της υποθέσεως ότι οι Γερμανοί παρέμειναν στάσιμοι από της εποχής του
Καρλομάγνου. Ενώ εις την Φραγκίαν και Αγγλίαν συμπεριελήφθησαν εις το σύστημα
υποτέλειας των ευγενών εις αλλήλους όλοι ανεξαρτήτως οι πολεμισταί και
πολιτικοί και εκκλησιαστικοί διοικηταί τούτο δεν εγένετο εις την Γερμανίαν.
Τούτο όμως κατά την θέσιν του δοκιμίου τούτου δεν οφείλεται εις στάσιμον
επιβίωσιν των θεσμών της εποχής του Καρλομάγνου, αλλά εις το γεγονός ότι ο
πληθυσμός της Γερμανίας ήτο επί το πλείστον αμιγής, ενώ της Φραγκίας και
Αγγλίας ο πληθυσμός απετελείτο από κατακτητάς Φράγκους, Βουργουνδούς και
Νορμανδούς και κατακτηθέντας Ρωμαίους, Γότθους και εκρωμαϊσθέντας Κέλτας και
Σάξωνας. Μάλιστα μετά την κατάκτησιν της Αγγλίας υπό των Νορμανδών πολλοί
Σάξωνες κατέφυγον εις την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην και κατετάγησαν εις την
ανακτορικήν φρουράν του βασιλέως των Ρωμαίων. Οι δε Σάξωνες τύπου Ρομπέν των
Δασών παρέμειναν εις την Αγγλίαν ωσάν ρωμαίικη κλεφτουριά κατά των
Φραγκονορμανδών.
Περί θεωριών περί προελεύσεως του φεουδαλισμού ίδε F. L. Genshof, Feudalism, London, 1954 : Marc Bloch, Feudal
Society, University of Chicago Press, 1961, τόμοι 2 : J. R. Strayer, Western Europe in the Middle Ages,
Appleton Century Crofts, 1955 : του ιδίου, Feudalism in Western Europe, εv
Feudalism in History, Ed. R. Cοu1bοrn, Princeton University Press, 1956: Paul Vinogradoff,
Foundations of Society (Origins of Feudalism), C Μ Η, II, 631 - 654 : του ιδίου, Feudalism, C Μ Η, III, 458 - 484 : W. Κ. Fergusοn και G. Bruun, European Civilization, the Riverside Press Cambridge,
Boston, 1942 -43: Gerald Simon, Barbarian Europe, Time - Life Books, New
York, 1968 : Anne Fremantle, Age of Faith, Time - Life Books, New York,
1965.
[186] Ίδε W. Ensslin, The Government and Administration of the Byzantine Empire,
G Μ H, IV, μέρος II, 2 - 4.
[187] F. L. Genshof, Feudalism,
London, 1954, σελ. 3 : W. Κ. Fergusοn, G. Bruun,
European Civilization, Boston, 1942-43, σελ. 192.
[188] Περί των φυλών των ισλαμικών Αράβων, ως αποκαλυφθέν υπό του Θεού εν τω
Κορανίω θείον θέλημα και φυσική οργάνωσις της αραβικής κοινωνίας την οποίαν ο
Μωάμεθ δεν ανέτρεψεν αλλά εστήριξε και βάσει των οποίων οι διάδοχοί του Χαλίφαι
έπρεπεν εξάπαντος να είναι της φυλής του ίδε J. S. Romanides, Islamic
Universalism and the Constitution of Medina, Athens 1968.
[189] Αυτόθι. Υποστηρίζεται γενικώς υπό των προελθόντων εκ της περσικής
παραδόσεως μουσουλμάνων ότι ο Μωάμεθ κατήργησε τας φυλετικάς διακρίσεις, ως και
τας εντός των φυλών διακρίσεις. Η δε θέσις αυτή είναι ως φαίνεται γενικώς
αποδεκτή υπό των Ευρωπαίων και Αμερικανών ιστορικών ως θέσις αυτού τούτου του
Μωάμεθ. Νομίζω ότι η αναφερθείσα μελέτη μου (υποσημ. 10) βάσει των δεδομένων
του Κορανίου και του Συντάγματος της Μεδίνης αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετον,
ότι ο ίδιος ο προφήτης δέχεται και υποστηρίζει τας φυλάς του Ισραήλ και του
Ισλάμ και όλων των ανθρώπων ως θέλημα και δημιούργημα του Θεού.
[190] Mansi, XIII,
281-324.
[191] R. Ergang, Europe from the
Renaissance to Waterloo, D. C. Heath and Company, Boston 1939, σελ. 625.
[192] Υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός της γαλλικής Ρωμανίας κατά την κατάκτησιν
αυτής υπό των γερμανικών φυλών αρχάς και μέσα του ε' αιώνος ήτο ίσως
20.000.000. Ίδε Gerald Simon, Barbarian Europe, Time - Life Books,
New York, 1968, σελ. 11. 2% του αριθμού τούτου είναι 400.000. Είναι πολύ αμφίβολον εάν οι Φράγκοι
κατακτηταί της γαλλικής Ρωμανίας υπερέβαινον τον αριθμόν τούτον. Εν τοιαύτη
περιπτώσει η αναλογία μεταξύ των πρώτων εν γαλλική Ρωμανία Φράγκων και των
«ευγενών» απογόνων αυτών έναντι των Ρωμαίων και των δουλοπαροίκων απογόνων
αυτών έμεινε μέχρι της γαλλικής επαναστάσεως σταθερά ή η τάξις των ευγενών
ηυξήθη κατ’ αναλογίαν από 1/2% εις 2% ή 1% εις 2% κ.ο.κ. Πιστεύεται υπό τίνων
ότι εκάστη γερμανική φυλή εισελθούσα εις τας δυτικάς επαρχίας της Ρωμανίας δεν
υπερέβαινε κατά πολύ τας 100.000. Ίδε W. Κ. Ferguson, European Civilization, Boston, 1942 - 1943, σελ. 159.
[193] Ίδε. G. Seeliger, Conquests and Imperial Coronation of Charles
the Great, C Μ Η,
II, 618.
[194] Αυτόθι, σελ. 616-618: Henry R. Percival, The
Seven Ecumenical Councils, Their Canons and Dogmatic Decrees, Ν Ρ F, XIV, 578 - 583, 583 - 586.
[195] Henry R. Percival, αυτόθι, 580.
[196] Εν προκειμένω ο κ. Η. R. Percival αναγνωρίζει την παράδοσιν και
επικαλείται αυθεντίας δι’ αυτήν καθ’ ήν η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος κατεδικάσθη
υπό της Συνόδου ταύτης της Φραγκφούρτης αλλά δεν ευρίσκει δήθεν δι’ αυτήν μαρτυρίαν
εις τα διασωζόμενα πρακτικά. Αυτόθι, σελ. 583 εξ. Η επιχειρηματολογία όμως δια
την στήριξιν της θέσεως ότι η σύνοδος αύτη του 794 δέν κατεδίκασε την Ζ'
Οικουμενικήν Σύνοδον βασίζεται σχεδόν αποκλειστικώς ή ουσιαστικώς εις την ιδέαν
ότι είναι αδύνατον οι Φράγκοι να κατεδίκασαν Οικουμενικήν Σύνοδον την οποίαν
επεκύρωσεν ο πάπας της Πρεσβυτέρας Ρώμης και μάλιστα εις σύνοδον όπου
ευρίσκοντο αντιπρόσωποι του πάπα. Πάντως εν όψει των αναπτυχθέντων εν τω
δοκιμίω τούτω πρέπει ο β' κανών της συνόδου της Φραγκφούρτης του 794 να θεωρηθή
σαφής παρά το γεγονός ότι ως τόπος συγκλήσεως αναφέρεται η Κωνσταντινούπολις
και όχι η Νίκαια. Ρητώς καταδικάζουν οι Φράγκοι το 794 εις τον εν λόγω κανόνα
«πρόσφατον σύνοδον την οποίαν οι Γραικοί είχον εις Κωνσταντινούπολιν περί της
προσκυνήσεως των εικόνων, ότι πάντες πρέπει να κριθούν ως άξιοι αναθέματος όσοι
δεν αποδίδουν εις τας εικόνας των αγίων λατρείαν και προσκύνησιν ως εις την
Αγίαν Τριάδα. Οι ημέτεροι άγιοι Πατέρες απέρριψαν με περιφρόνησιν και με κάθε
τρόπον τοιαύτην λατρείαν και προσκύνησιν και ομοφώνως κατεδίκασαν αυτήν».
Ο κανών ούτος γίνεται σαφέστατος όταν
συνδυασθή 1) με τα Libri Carolini, αφού οι συγγραφείς αυτών είναι ως φαίνεται
οι αναφερθέντες «ημέτεροι άγιοι πατέρες», διότι οι Ρωμαίοι πάντες εν ιταλική
Ρωμανία υπεστήριξαν την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον και 2) με τα γραφέντα του
βιογράφου του Καρλομάγνου Einhard (ή Eginhard) ότι «απεφασίσθη υφ’ όλων (δηλαδή
εις Φραγκφούρτην το 794) ότι η σύνοδος, ήτις προ ολίγων ετών συνεκλήθη εις
Κωνσταντινούπολιν υπό της Ειρήνης και του υιού αυτής Κωνσταντίνου, και υπ’
αυτών καλείται όχι μόνον Ζ' αλλά επίσης Οικουμενική, ούτε πρέπει να γίνεται
αποδεκτή ούτε να καλήται Ζ' ούτε Οικουμενική αλλά όλως άνευ αυθεντίας». Αυτόθι,
σελ. 584. Ο Einhard επαναλαμβάνει το λάθος του εν προκειμένω β' κανόνος όσον
αφορά εις τον τόπον της συνόδου, αλλά προσθέτει τα ονόματα των βασιλέων,
οίτινες συνεκάλεσαν την σύνοδον και την πληροφορίαν ότι καλείται Ζ' και
Οικουμενική.
Λοιπόν αι τρεις μαρτυρίαι των Libri
Carolini, του εν λόγω β' κανόνος, και του Einhard είναι ακλόνητοι και δια τούτο
πρέπει να περιγραφούν με περισσότερον ωμόν ρεαλισμόν αι πραγματικαί σχέσεις
μεταξύ Ρωμαίων και Φράγκων και να εγκαταλειφθή ο ονειρώδης τρόπος με τον οποίον
φαντάζονται οι μεταγενέστεροι παπικοί την δήθεν υποταγήν των Φράγκων εις
Ρωμαίους πάπας.
Το γεγονός ότι οι Φράγκοι διαστρέφουν την διδασκαλίαν της Ζ' Οικουμενικής
Συνόδου ισχυριζόμενοι ότι εθέσπισεν όχι μόνον την προσκύνησιν αλλά και την
λατρείαν των εικόνων δεν σημαίνει ότι πράγματι αγνοούσαν το γεγονός ότι η Ζ'
κατεδίκασε την λατρείαν και εδογμάτισε την προσκύνησιν, αλλά ότι εσκεμμένως
ενεφάνιζον πλέον τους «Γραικούς» ως αιρετικούς και τους δυτικούς Ρωμαίους ως
Ορθοδόξους, παρά το γεγονός ότι οι δυτικοί Ρωμαίοι υπεστήριξαν σταθερώς την
διδασκαλίαν της Ζ', ενώ πολλοί «Γραικοί» συνέχιζον να την πολεμούν.
[197] Ίδε Ι. Σ. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία,
Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 342 εξ.
[198] Ίδε π.χ. Christian
Pfister, Gaul under the Merovingian Franks, Institutions, C Μ
H, II, 134 : W. K. Ferguson and G. Bruun, European Civilization,
Boston, 1942 - 1943, σελ. 159: G. Simons, Barbarian
Europe, New York, 1968, σελ. 59. Μάλιστα ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι οι εν Ιταλία Ρωμαίοι προετίμησαν την
υποδούλωσίν των εις τους Γερμανούς παρά την εκ Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης
διοίκησιν και ότι περισσότερα κοινά είχον οι δυτικοί Ρωμαίοι με τους Γερμανούς
κατακτητάς των παρά με τους ανατολικούς Ρωμαίους. Αυτόθι, σελ. 42. Αν και ο G.
Simons δεν είναι σοβαρός ιστορικός, έχουν πολλήν σημασίαν τα γραφάμενά του,
διότι το εν λόγω έργον του εγράφη δια το μη επιστημονικόν κοινόν και ως τόμος
της σειράς Time Life Books έχει πολλήν μεγάλην διάδοσιν. Πάντως μόνον ο αγών
των εν ιταλική Ρωμανία (παπικώ κρατεί) Ρωμαίων να κρατήσουν δια την Ρωμηοσύνην
τον παπικόν θρόνον μέχρι το 1009, όταν οριστικώς πλέον κατελήφθη υπό των
Τευτονοφράγκων, θα ήρκει να διάψευση τας ανιστορήτους και ανοήτους παρατηρήσεις
του κ. Simons. Εάν οι εν ιταλική Ρωμανία Ρωμαίοι προετίμουν τους Γερμανούς,
τότε διατί επί τόσους αιώνας ο πάπας της Ρώμης απηγόρευε τους γάμους μεταξύ
Ρωμαίων και Λογγοβάρδων; Ίδε F. Mourret, A History of the
Catholic Church, London, 1936, τόμ. III, σελ. 328. To μίσος των εν Ιταλία Ρωμαίων δια τους Λογγοβάρδους όχι
μόνον δεν ηλαττώ0η με την πάροδον των αιώνων, αλλ' ηυξήθη (Αυτόθι). Βεβαίως ως
απόγονοι των Γερμανών κατακτητών οι τύπου Simons θέλουν να εμφανίσουν την
κατάκτησιν των Ρωμαίων, ως κάμουν οι Τούρκοι και Άραβες, ωσάν να επρόκειτο περί
ευεργετικής απελευθερώσεως εκ των Γραικών ή Βυζαντινών της Κωνσταντινουπόλεως
Νέας Ρώμης. Ούτω και ο Toynbee συνηθίζει να περιγράφη τας κατακτήσεις των
Αράβων ως απελευθερώσεις των επαρχιών της Ρωμανίας από τους Γραικορρωμαίους.
Ίδε έργον του Civilization on Trial and the World and the West, New York, 1965, σελ. 192, 193, 194, 246.
Πάντως το ψευδές των περί ευτυχούς συμμίξεως Φράγκων και Ρωμαίων φαίνεται
σαφώς 1) από την νομοθεσίαν του Καρλομάγνου το 798, όπως ήδη ετονίσαμεν (Mansi,
XIII, 281 - 324), όπου αι ποιναί δια τους Ρωμαίους είναι τουλάχιστον διπλάσιαι
από ό,τι είναι δια τους Φράγκους, 2) από το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι εξεδιώχθησαν
από την ιεραρχίαν αφού την κατέλαβον οι Φράγκοι, και 3) επίσης από το γεγονός
ότι ενώ υπήρχον ελεύθεροι Ρωμαίοι εν αντιβολή προς τους πρώην δουλοπαροίκους
και δούλους των Ρωμαίων, οι οποίοι έμειναν εις την προτέραν κατάστασίν των,
αυτοί ούτοι οι ελεύθεροι Ρωμαίοι εκράτησαν κληρονομικώς τον τίτλον του
ελευθέρου, αλλά η κατάστασίς των ουδόλως διέφερεν ουσιαστικώς από την
κατάστασιν των μη λεγομένων ελευθέρων δουλοπαροίκων. Μάλιστα και οι έχοντες το
όνομα του ελευθέρου ήσαν και αυτοί δουλοπάροικοι. Ίδε P. Vinogradoff,
Serfdom, E. Β, XX, 359: του ιδίου, Feudalism, C Μ Η, ΙΙΙ, 479 - 481.
Περί του μίσους των Ρωμαίων της Ιταλίας δια τους Τευτονοφράγκους (Γερμανούς)
ίδε A. L. Poole, Germany: Henry I and Otto the Great, CMH, III, 164-165.
[199] Περί Λογγοβάρδων ίδε εν υποσημ. 1 μνημονευθέν έργον του F. Mourret.
Ο Ρωμαίος επίσκοπος Τουρενσίου της γαλλικής Ρωμανίας Άγιος Γρηγόριος έγραψεν
Ιστορίαν των Φράγκων μέχρι το 591, δηλαδή 1) πριν καταλάβουν οι Φράγκοι πλήρως
την ιεραρχίαν και 2) κατά την εποχήν κάποιας συνεργασίας μεταξύ Φράγκων και
Ρωμαίων δια τα κοινά των προβλήματα. Παρά ταύτα αν και ο Γρηγόριος εμπνέεται
από την ονειροπόλον ελπίδα ότι οι Ρωμαίοι θα επηρεάσουν εν καιρώ καλώς τους
Φράγκους και ότι θα καταφέρουν οι Ρωμαίοι κυρίως επίσκοποι να συνεχίσουν την
διοίκησιν του πλήθους των κατακτηθέντων Ρωμαίων εκ μέρους των Φράγκων, δεν
αποκρύπτει και τας μικροτέρας λεπτομέρειας περί της αγριότητος και βαρβαρότητος
των Φράγκων. PL 71, 161-572. Αγγλική μετάφρασις υπό Ο. Μ. Dalton, Gregory of Tours,
History of the Franks, Oxford University Press, 1927.
[200] C. Pfister, Gaul under the
Merovingian Franks, Institutions, CMH, II, 142.
[201] Ίδε Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Έκδοσις
Ελευθερουδάκη, τόμ. III, σελ. 92-100: C. Diehl, Justinian, the
Imperial Restoration in the West, C Μ H, II, 1 - 24: J.
Β. Βury, Later Roman Empire, New York, 1958, τόμ. II, σελ. 124- 291.
[202] Ακολονθούμεν την γενομένην εκ του Προκοπίου εξιστόρησιν των γεγονότων υπό
του J. Β. Bury, αυτόθι, τόμ. II, σελ. 202 εξ.
[203] Αυτόθι, σελ. 207 - 208.
[204] C. Pfister, Gaul under the
Merovingian Franks, CMH, II, 142-143.
[205] To γεγονός ότι ευρέθησαν Ρωμαίοι επίσκοποι οίτινες εδέχθησαν να
χειροτονήσουν μη εκλεγέντας κανονικώς αλλά υπό του ρηγός αυθαιρέτως
διορισθέντας Φράγκους επισκόπους σημαίνει ότι ευρέθησαν συνεργάσιμοι Ρωμαίοι
επίσκοποι, ασχέτως αν η συνεργασία εβασίσθη επί πεποιθήσεων ή φόβου.
[206] C. Pfister, αυτόθι, σελ. 142: F. Cayré, Manual of
Patralogy, Paris 1940, τόμ. II, σελ. 269.
[207] Αι σύνοδοι των Ρωμαίων και Φράγκων επισκόπων και ηγετών δια την
διευθέτησιν των θεμάτων της Εκκλησίας έπαυσαν το 683, όταν μέγα πλήθος Φράγκων
εισήλθεν εις τας τάξεις του κλήρου. Ίδε F. Cayré, αυτόθι.
[208] Τούτο φαίνεται από το γεγονός ότι μετά το 683 μέχρι το 743 οι επίσκοποι
δεν συνήρχοντο πλέον ετησίως κατά το συνοδικόν σύστημα της Ρωμαιοσύνης, διότι
οι Φράγκοι επίσκοποι, επί το πλείστον στρατιωτικοί παραμείναντες, και φέροντες
στρατιωτικήν αντί κληρικής στολήν, συνήρχοντο με τους λοιπούς ευγενείς Φράγκους
ηγέτας με τους οποίους εθέσπιζον πάσης φύσεως νόμους κατά το ετήσιον Campus
Martius γενόμενον Campus Madius κατά τα μέσα του ζ' αιώνος. Ίδε C. Pfister,
αυτόθι, σελ. 135, 146. Το ότι κατά την εποχήν του Καρόλου Μαρτέλ (715-741) η
ιεραρχία είναι πλέον φραγκική και όχι ρωμαϊκή φαίνεται σαφώς από επιστολήν του
αποστόλου των Γερμανών, του Αγγλοσάξωνος αγίου Βονιφατίου, προς τον Ρωμαίον
πάπαν Ζαχαρίαν αποσταλείσαν το 742 ένθα γράφει· «Η θρησκεία καταπατείται. Κατά
τα λεγόμενα των πρεσβυτέρων, οι Φράγκοι επί 80 έτη δεν έχουν συνέλθει εις
σύνοδον. Δεν έχουν μητροπολίτην αρχιεπίσκοπον. Η πλειοψηφία των επισκοπικών
εδρών δίδεται εις φιλάργυρους λαϊκούς ή μοιχούς κληρικούς. Και οι καυχώμενοι
ότι δεν έχουν τα κρίματα αυτά είναι πολλάς φοράς μέθυσοι, κυνηγοί, ήτοι
στρατιώται, οίτινες χύνουν αίμα Χριστιανών και ειδωλολατρών αδιακρίτως». PL 89, 744. Πρβλ. F. Μourret, History of the
Catholic Church, London 1936, τόμ. III, σελ. 215. Οι εν λόγω πρεσβύτεροι από τους οποίους αντλεί τας
πληροφορίας του ο άγιος Βονιφάτιος πρέπει να είναι Ρωμαίοι αφού σαφώς
περιγράφουν τους Φράγκους επισκόπους ως εχθρούς των Χριστιανών.
Πάντως ήδη κατά τον η' και θ' αιώνα οι
επίσκοποι των Φράγκων μη διακρινόμενοι από την λοιπήν πολεμικήν τάξιν των
ευγενών ελάμβανον ενεργόν μαχητικόν μέρος ως ανώτεροι αξιωματικοί εις τους
πολέμους των Φράγκων. Ίδε F. Μοurret, αυτόθι, σελ. 299.
Ακριβώς επειδή ο ανώτερος κλήρος έγινε φραγκικός έπαυσαν και τα κηρύγματα
εφ' όσον οι Φράγκοι γενόμενοι κληρικοί παρέμειναν αγράμματοι. Αυτόθι, σελ. 398.
[209] Όταν το 743 επανασυγκαλούνται αι παραδοσιακαί εκκλησιαστικαί σύνοδοι της
πρώην γαλλικής Ρωμανίας και νυν Φραγκίας δεν συναντώνται πλέον ρωμαϊκά ονόματα
επισκόπων, αλλά μόνον γερμανικά, τουλάχιστον καθ’ όσον γνωρίζω. Εις περίπτωσιν
που υπάρχουν μερικοί ρωμαϊκής προελεύσεως επίσκοποι μεταξύ της μεγάλης
πλειοψηφίας των Φράγκων η εικών δεν αλλάζει, αφού παραμένει γεγονός ότι μία
μικρά ομάς Φράγκων επισκόπων διοικεί απέραντον πλήθος Ρωμαίων Ορθοδόξων. Το ότι
Ρωμαίοι και Φράγκοι «δεν είναι κατ’ αρχήν μέλη της αυτής συνόδου φαίνεται από
το εν Παννονία (Βαυαρία) παράδειγμα του εκ Θεσσαλονίκης αγίου Μεθοδίου (ίδε
ανωτέρω κεφ. Β'), όστις ήτο ο υπό του Ρωμαίου πάπα χειροτονηθείς αρχιεπίσκοπος
των κατακτηθέντων Ρωμαίων και Σλαύων, ενώ οι Τευτονοφράγκοι είχον εις την ιδίαν
γεωγραφικήν περιοχήν ιδικήν των σύνοδον δια τους Φράγκους. Αφού ουδαμού
φαίνεται ότι ο άγιος Μεθόδιος είχε Ρωμαίον διάδοχον εις την ρωμαϊκήν
αρχιεπισκοπήν της Παννονίας, περιήλθον «ασφαλώς οι Ρωμαίοι και Σλαύοι Ορθόδοξοι
της περιοχής ταύτης εις την δικαιοδοσίαν της συνόδου των Φράγκων επισκόπων μετά
την υπό των Φράγκων φυλάκισιν του αγίου Μεθοδίου. Φαίνεται σαφώς ότι είς λόγος
δια την φυλάκισιν του ήτο ότι οι Φράγκοι ήθελον να είναι αυτοί οι επίσκοποι των
Ρωμαίων και Σλαύων όπως είχον γίνει εις την λοιπήν Φραγκίαν. Ούτως εξηγείται
διατί μετά την αποφυλάκισίν του δεν έμεινεν ο άγιος Μεθόδιος εις την Παννονίαν,
αλλά εστάλη υπό του πάπα εις Μοραβίαν, εφ' όσον οι έχοντες την ισχύν Φράγκοι
δεν ήθελον ρωμαϊκήν ιεραρχίαν εις περιοχήν την οποίαν ούτοι είχον κατακτήσει.
[210] C. Pfister, αυτόθι, σελ.
135, 146. Ίδε υποσημ. 11.
[211] C. Pfister, αυτόθι, σελ. 151-155: P. Vinogradοff, Foundations of Society (Origins of Feudalism), C Μ Η, II, 631-654: F. L. Genshof,
Feudalism, London 1954, σελ. 3 -12, 16 -19.
[212] Ο τελευταίος γνωστός εις την ιστορίαν Ρωμαίος συγγραφεύς της γαλλικής
Ρωμανίας ή της Φραγκίας ήτο ο άγιος Γρηγόριος ο επίσκοπος Τουρενσίου, όστις
απεβίωσε το 593/594. Ίδε ανωτέρω υποσημ. 2. Εγείρεται το ερώτημα διατί
εξηφανίσθησαν από την περιοχήν αυτήν οι Ρωμαίοι συγγραφείς ενώ οι υπόδουλοι
Ρωμαίοι της αραβικής και τουρκικής αυτοκρατορίας ουδέποτε έπαυσαν να παράγουν
εγγραμμάτους συγγραφείς και μέχρι σήμερον μάλιστα. Το ίδιον δυνάμεθα να
ερωτήσωμεν δι' όλας τας κατακτηθήσας υπό των γερμανικών φυλών επαρχίας της
Ρωμανίας. Οι τελευταίοι εξέχοντες Ρωμαίοι συγγραφείς της ισπανικής Ρωμανίας
είναι 1) ο εν Παννονία γεννηθείς άγιος Μαρτίνος επίσκοπος Δουμνίου, αποβιώσας
περί το 580, 2) ο αρχιεπίσκοπος Σεβίλλης Λέανδρος, όστις επεσκέφθη τον εν
Κωνσταντινουπόλει Νέα Ρώμη βασιλέα των Ρωμαίων περί το 581 ίνα εξασφάλιση την
υποστήριξίν του δια το υπέρ της Ρωμαιοσύνης έργον του. Απεβίωσε το 601. 3) ο
αδελφός και διάδοχος του Λεάνδρου, ο μέγας θεολόγος και ιστορικός και γόνιμος
συγγραφεύς άγιος Ισίδωρος, όστις απεβίωσε το 636.
Φαίνεται ότι ο αφανισμός των Ρωμαίων
εγγραμμάτων κυρίως εν τη Φραγκία δεν δύναται να εξηγηθή άλλως ή ως αποτέλεσμα
της καθυποτάξεως της Ρωμαιοσύνης εις δουλαπαροικίαν των κατακτητών και της
εσκεμμένης εκδιώξεως των Ρωμαίων από τας εκκλησιαστικάς διοικητικάς θέσεις της
εθναρχίας των με την πιθανότητα ότι απηγορεύθη εις αυτούς να ασχολούνται με την
συγγραφήν πνευματικών έργων και με την διάδοσιν αυτών. Το να πιστεύη κανείς ότι
οι κατακτηθέντες Ρωμαίοι μόνοι των επέλεξαν να γίνουν αγράμματοι ως οι
κατακτηταί των, είναι ήκιστα πιστευτόν. Υπάρχει επίσης η πιθανότης ότι οι
Φράγκοι εξηφάνισαν έργα τινά Ρωμαίων συγγραφέων.
Από του αφανισμού των εγγραμμάτων Ρωμαίων μέχρι της εποχής του Καρλομάγνου
ούτε εις την εκκλησίαν διεσώθησαν παρά ολίγοι κληρικοί, πού εγνώριζον κάτι
παραπάνω από την ανάγνωσιν των ακολουθιών. Ουδαμού των πρώην επαρχιών της
Ρωμανίας παρατηρείται την εποχήν αυτήν τόση έλλειψις γραμμάτων ως εις την
Φραγκίαν. Ίδε π.χ. G. Simons,
Barbarian Europe, New York, 1968, σελ. 105-106.
[213] Ίδε Ρ. Vinogradoff, Serfdom, EB, XX,
359: Του ιδίου Feudalism, C Μ Η, III, 479 - 481.
[214] Ίδε Α. Νeander, General History of the Church, London, 1847 - 55, τόμ. III, σελ. 107 -108. Πρβλ. F. Μοurret, History of the
Catholic Church, London, 1936, τόμ. III, σελ. 389.
[215] Αυτόθι.
18α Ίδε ανωτέρω υποσημ. 11.
[216] Ίδε ανωτέρω υποσημ. 11.
[217] Ίδε Μ. R. James, Learning and
Literature till Pope Sylvester, II C Μ Η,
III, 543 : G. See1iger, Legislation and Administration of Charles the
Great, C Μ Η, Π,
663.
[218] Ίδε Einhard, Vita Karoli, XVIII, PL 98, 257. Πρβλ. F. Μοurret, History of the
Catholic Church, τόμ. III, σελ. 410,
υποσημ. 114: A. Freemantle, Age of Faith, New York, 1965, σελ. 19.
[219] G. Seeliger, Conquests and
Imperial Coronation of Charles the Great, C Μ Η, II, 602 - 604.
[220] F. Μοurret, History of the Catholic Church, London, 1936, τόμ. II, σελ. 353 - 355.
[221] Αυτόθι, σελ. 354, υποσημ. 21.
[222] Η επανεμφάνισις της ρωμαϊκής ισχύος εν κάτω ιταλική και σικελική Ρωμανία
αρχίζει το 867 με την έναρξιν της επανακτήσεως από τους Σαρακηνούς των εδαφών
τούτων υπό του εκ Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης στρατού. Έκτοτε οι
Λατινοφράγκοι χάνουν την κυριαρχίαν των επί του παπικού θρόνου. Από δε του 904
μέχρι της κατακτήσεως της παπικής Ρωμανίας υπό του Τευτονοφράγκου Όθωνος Α' του
λεγομένου Μεγάλου το 962 η ισχύς της Κωνσταντινουπόλεως επί του παπικού θρόνου
ήτο σταθερά. Μάλιστα ο πάπας Ιωάννης IB' (955 - 963) επανέφερε την παράδοσιν να
χρονολογή τα έγγραφα της πατριαρχίας του με τα έτη των εν Κωνσταντινουπόλει
βασιλέων των Ρωμαίων. Ίδε C. W. Previté-Orton, Italy in the
Tenth Century, CMH, III, 161. Με την επέμβασιν
όμως των Τευτονοφράγκων το 962 αρχίζει ο τελευταίος αγών δια την διατήρησιν του
παπικού θρόνου εις την Ρωμηοσύνην και δια την ελευθερίαν των Ρωμαίων της
παπικής Ρωμανίας. Το 1009 αφανίζεται η κυριαρχία και ελευθερία των Ρωμαίων από
την παπικήν Ρωμανίαν και ούτω τα σύνορα της ελευθέρας εν Ιταλία Ρωμανίας
περιορίζονται πλέον εις την κάτω από την Ρώμην περιοχήν μέχρις ότου κατεκτηθή
και αυτή υπό των Νορμανδών το 1071, δηλαδή πέντε χρόνια μετά την υπ' αυτών
κατάκτησιν της Αγγλίας.
[223] Ουδεμία αμφιβολία δύναται να υπάρχη περί της αφοσιώσεως του πάπα Ιωάννου
Η' εις τα ιδανικά της Ρωμαιοσύνης. Δια τούτο όταν εις την επιστολήν του προς
τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας Βόριν αναφέρεται εις «γραικικήν απιστίαν» (Μ G Η, Ep. VII, σελ. 277)
τούτο δεν σημαίνει ότι δεν ταυτίζει εθνικώς τους λατινοφώνους και ελληνοφώνους
Ρωμαίους, αλλά ότι εν τω θυμώ του χρησιμοποιεί ουχί τόσον αξιοπρεπή γλώσσαν. Ο
εν λόγω πάπας είναι ηγετικόν στέλεχος των εν τη Δύσει Ρωμαίων αφωσιωμένων εις
τα ιδανικά και εις την ενότητα της Ρωμαιοσύνης εν τοις προσώποις του βασιλέως
των Ρωμαίων και των πέντε πατριαρχών των Ρωμαίων.
[224] Ο πρώτος προταθείς υπό του πάπα κανών είναι τοις πάσι γνωστός και αφορά
την απαγόρευσιν να γίνεται κανείς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατ’ ευθείαν
από λαϊκός. Ο δεύτερος όμως προταθείς κανών όστις δεν έτυχε της δεούσης
προσοχής είναι ο εξής· «Ώστε μη εξ άλλης εκκλησίας προάγεσθαι εις αρχιερέα της
Κωνσταντινουπολιτών εκκλησίας, αλλ’ εκ των καρδιναλίων πρεσβυτέρων και
διακόνων». Mansi, XVII, 489. Πρβλ. Ι. Σ. Ρωμανίδου, Η Δογματική και
Συμβολική Θεολογία, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 375.
[225] Η αιτιολογία αυτή δεν υπάρχει εις την γραπτήν πρότασιν. Την εικάζει ο
υποφαινόμενος από το γεγονός ότι ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος, όστις εγνώριζε
καλώς τα σχέδια των Φράγκων και τον τρόπον επιτεύξεως αυτών. Ούτος ήτο υιός του
περιβόητου Αρσενίου φραγκοφίλου αποκρισαρίου του Νικολάου Α' (858 - 867) εις
τους Φράγκους του οποίου ο έτερος υιός Ελευθέριος έσφαξε την γυναίκα και
θυγατέρα του πάπα Αδριανού Β' (867 - 872) όταν εματαιώθησαν τα σχέδια αυτού δια
γάμον. Ο Αρσένιος υπήρξε το πλέον έμπιστον πρόσωπον του αυτοκράτορος Λουδοβίκου
Β' διατελέσας Missus Domini αυτού (δηλαδή ο απεσταλμένος, ο επιβλέπων και
παρασκηνιακώς κυβερνών εκ μέρους του Κυρίου) εν Ρώμη. Άμα τη χειροτονία του ως
καρδιναλίου πρεσβυτέρου κατέφυγεν ο Αναστάσιος εις Φραγκίαν, όπου διέμεινε
πολύν καιρόν. Όταν δε επέστρεψεν εις Ρώμην εγένετο ο πρώτος υποψήφιος του
φραγκικού κόμματος δια τον παπικόν θρόνον και αντικανονικός πάπας το 855 - 858
κατά την παπωσύνην του κανονικού αφωσιωμένου εις το κέντρον (Κωνσταντινούπολιν)
της Ρωμηοσύνης πάπα Βενεδίκτου Γ' (855-858). Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφώς
πόσην σημασίαν είχεν η μεταστροφή του Αναστασίου και ο αναπροσανατολισμός αυτού
προς την Νέαν Ρώμην και η εκ μέρους του υποστήριξις της γραμμής του πάπα
Ιωάννου Η' (872 - 882) και του πατριάρχου Νέας Ρώμης Φωτίου (858 - 867, 877 -
886). Περί Αρσενίου και Αναστασίου ίδε F. Mourret, History of the Catholic Church, London, 1937, τόμ. III, σελ. 441 εξ., 485 εξ.
[226] «Η αγία Σύνοδος είπεν· έκαστος θρόνος εσχεν αρχαία τινα παραδεδομένα
έθη, και ου χρή περί τούτων προς αλλήλους διαφιλονικείν και ερίζειν. Φυλάττει
μεν γαρ η των Ρωμαίων Εκκλησία τα έθη αυτής, και προσήκον εστί· φυλάττει
δε και η Κωνσταντινουπολιτών Εκκλησία ίδιά τινα έθη, άνωθεν παραλαβούσα,
ωσαύτως και οι της Ανατολής θρόνοι...» (Mansi, XVII, 489). Πρβλ. Ι. Ν. Καρμίρη,
Δ Σ Μ, Ι, 271.
[227] Ίδε Mansi, XVI, 420 -
425. Δια πειστικά επιχειρήματα ότι ο πάπας ούτος, ο
Μαρίνος Α', και οι διάδοχοί του μέχρι τας αρχάς του ια' αιώνος έμειναν πιστοί
1) εις την «φιλογραικικήν», δηλαδή φιλορρωμαϊκήν εκκλησιαστικήν πολιτικήν του
πάπα Ιωάννου Η' και 2) εις την επί Μεγάλου Φωτίου Η' Οικουμενικήν Σύνοδον του
879 ίδε F. Dvornik, The Photian Schism, History and Legend, Cambridge,
1948, σελ. 219 - 227. Εν αντιθέσει προς τας μαρτυρίας των ρωμαίικων πηγών ο Β.
Κ. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι, 1948, σελ. 336 -S37
υποστηρίζει τας θέσεις όχι των ρωμαϊκών πηγών αλλά των φραγκικών, δηλαδή ότι ο
πάπας Μαρίνος απεκήρυξε και τον Φώτιον και την Σύνοδον του 879 υποκαταστήσας
αυτήν με την καταδικάσασαν τον Φώτιον Σύνοδον του 869. Αναφέρω τούτο όχι ίνα
κατακρίνω τον αείμνηστον και σεβαστόν Στεφανίδην αλλά μόνον ως παράδειγμα της
νεογραικικής αιχμαλωσίας εντός των φραγκικών φανταστικών πλαισίων της ιστορίας
της Ρωμαιοσύνης. Μόνον με την αποκατάστασιν των πραγματικών του έθνους
ιστορικών ονομάτων θα είναι δυνατόν η αποκατάστασις της πραγματικής ιστορίας
της Ρωμαιοσύνης.
[228] Δια λεπτομερή περιγραφήν της εν λόγω περιόδου ίδε F. Μourret, History of the Catholic Church, London, 1936, τόμ. III, σελ. 478 - 513: τόμ. IV, σελ. 1-91: G. Every, The Byzantine Patriarchate, London, 1947, σελ. 139 - 152. To έργον τούτο
εξιστορεί αξιοσημείωτα γεγονότα, αλλά έχει ολίγην ερμηνευτικήν αξίαν εξ αιτίας
πολύ βασικών σφαλμάτων εις την χρησιμοποίησιν και ερμηνείαν των πηγών. Ίδε
ανωτέρω κεφ. Β' το οποίον αποτελεί ανασκευήν του κεφ. IB' του εν λόγω έργου του
κ. Every. Δια τα ευρωπαϊκά πολιτικο-εκκλησιαστικά πλαίσια των εν λόγω
γεγονότων ίδε C. W. Previté - Orton, Italy in the Tenth Century,
C Μ Η, III, 148 - 178 : A. L. Ρoole, Germany: Henry I and Otto the
Great: Otto ΙΙ and Otto ΙΙΙ, CMH, ΙΙΙ, 179 - 214 : Ε. Η. Holthouse, The
Emperor Henry II, CMH, ΙΙΙ, 215 - 252. Εις τον τόμον αυτόν υπάρχει περί των εν
προκειμένω πλουσιωτάτη βιβλιογραφία σελ. 594 - 611.
[229] History of the
Catholic Church, London, 1936, τόμ. III, σελ. 141.
[230] Ίδε ανωτέρω κεφ. Α' υποσημ. 26.
[231] Ίδε J. S. Romanides, The Orthodox : Arrival and Dialogue, εν
What Is Ahead For The Churches, Εκδόται Κ.
Haeseldon και Μ. Μarty,
New York, 1965. Δια ανάπτυξιν των ιστορικών πλαισίων
των κατωτέρω ίδε C Μ Η, V, κεφ. 2, 3 και 13: VI, κεφ. 1 και 5: Β. Κ.
Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι, 1948, σελ. 437 - 470.
[232] Περί του φεουδαλισμού ως συστήματος και κοινωνικής θεωρίας ίδε
προαναφερθείσας μελετάς εις το Κεφ. Δ' υποσημ. 7. Δια τα εξ επόψεως θεολογίας
ίδε ανωτέρω κεφ. Γ' και την σχετικήν βιβλιογραφίαν εν ταις υποσημ.
[233] Κατά απόφασιν του πάπα της 30ης Μαΐου 1934. ίδε J. F. Stedman, My Sunday Missal, Brooklyn, Ν. Υ., 1937, σελ. 65 - 66. Το προσευχητάριον τούτο έχει τα συνήθη Nihil
Obstat. James H. Griffiths, S.T.D., Censor Librorum και Imprimatur. Thomas E. Molly, S.T.D., Bishop of Brooklyn, January
6, 1938.
[234] L. B. Moss, The Formation of
the East Roman Empire, CMH, IV, μέρ. Α', σελ. 12.
[235] J. P. Fallmerayer, Geschichte der Halbinsel Morea wahrend des Mittelalters, Stuttgart, 1830,
τόμ. I.
[236] Αυτόθι, 1836, τόμ. II.
[237] Από το ρωμαϊκόν defendo γενόμενον εις τα ρωμαίικα δεφενδεύω εν χρήσει κατά
τον ια' αιώνα εις ομιλίαν του βασιλέως των Ρωμαίων Ιωάννου Η' εις την εν
Φλωρεντία Σύνοδον το 1439. Είναι ακόμη εν χρήσει εις την Ποντιακήν διάλεκτον.
[238] Περί της εκπληρώσεως της εν λόγω προφητείας εν τη αρχαία αραβική παραδόσει
και περί της εν λόγω περσικής επιρροής επί των αισθημάτων των Αράβων έναντι των
Ρούμ (Ρωμαίων/Βυζαντινών) ίδε Αλύ Νούρ, Το Κοράνιον και το Βυζάντιον,
Αθήναις 1970.
[239] Ίδε ανωτέρω κεφ. Α' υποσημ. 26.
[240] Ίδε Αλύ Νούρ, μνημονευθέν έργον εν υποσημ. 41.
[241] Αυτά περίπου τονίζει ορθώς ο Ν. Γ. Πολίτης, Έλληνες ή Ρωμιοί;
Αθήναι 1901.
[242] Συνοδική επιστολή προς Αφρικανούς, Α'. Εν ταις επιστολαίς του ο Μέγας
Αθανάσιος ενίοτε αποκαλεί την πρεσβυτέραν Ρώμην, Μεγάλην Ρώμην δια να διακρίνη
αυτήν από την Νέαν Ρώμην.
[243] Ίδε επόμενον κεφάλαιον.
[244] Επιμέλεια Ηλ. Γ. Κυριακοπούλου, Τα Συντάγματα της Ελλάδος, Εθνικόν
Τυπογραφείον, 1960, σελ. 33.
[245] Αυτόθι, σελ. 34.
[246] Αυτόθι, σελ. 47.
[247] Αυτόθι, σελ. 48.
[248] Αυτόθι, σελ. 62.
[249] Αυτόθι, σελ. 94 - 95.
[250] Αυτόθι, σελ. 96.
[251] Το ότι αυτή είναι και η ερμηνεία των σχετικών περί των προσόντων των
Ελλήνων φαίνεται σαφώς και από την γενομένην συζήτησιν περί του βήματος εις την
Γ' Σεπτεμβρίου 1844 Εθνικήν Συνέλευσιν. Ίδε πρακτικά, εν Αθήναις, εκ του
Βασιλικού Τυπογραφείου, 1843 - 1844, τόμ. Ι.
[252] Αυτόθι, σελ. 720-721. «Ψήφισμα Β. Η της 3ης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική
των Ελλήνων Συνέλευσις. Η Κυβέρνησις οφείλει αμέσως μετά την δημοσίευσιν του
Συντάγματος να σχηματίση το προσωπικόν της δημοσίας υπηρεσίας διορίζουσα εκ των
υπαγομένων εις τας εξής κατηγορίας. α) Τους αυτόχθονας κατοίκους της Ελληνικής
Επικρατείας και τους μέχρι τέλους του 1827 αγωνισθέντας εν αυτή ή ελθόντας και
διαμείναντας μέχρι του αυτού έτους· προς δε και τους λαβόντας στρατιωτικώς και
αποδεδειγμένως μέρος και εις τας μετά ταύτα, ήτοι μέχρι του 1829 κατά ξηράν και
θάλασσαν γενομένας κατά των εχθρών μάχας. β) Τους μεταναστεύσαντας κατοίκους
και τους αγωνιστάς των μερών της Στερεάς και των νήσων, των λαβόντων τα
όπλα εις τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα, ελθόντας μέχρι του 1837, και
εγκατασταθέντας οικογενειακώς εις ένα των δήμων του Βασιλείου και τα τέκνα όλων
των εις τας ανωτέρω κατηγορίας υπαγομένων. γ) Τους μη εμπεριλαμβανομένους εις
τας ανωτέρω δύο παραγράφους η Κυβέρνησις οφείλει να μη διατήρηση, ουδέ να
διορίση εις τας θέσεις της δημοσίας υπηρεσίας, ει μη τους μεν ελθόντας και
εγκατασταθέντας εις την Ελλάδα μετά το τέλος του 1827 μέχρι τέλους του 1832
μετά δύο έτη από της δημοσιεύστως του Συντάγματος· τους δε μετά το τέλος
του 1832 μέχρι τέλους του 1837 μετά τρία έτη, και τους μετά το τέλος του 1837
μέχρι του 1843 μετά τέσσαρα έτη. Δεν υπάγονται εις τας ανωτέρας κατηγορίας
γενικώς ο στρατός της ξηράς και της θαλάσσης, οι εκτός του Κράτους διοριζόμενοι
εις διερμηνευτικάς και προξενικάς θέσεις, τας οποίας ο του αγώνος Έλλην δεν
δύναται ν’ αναπλήρωση, και οι καθηγηταί και διδάσκαλοι των εκπαιδευτικών
καταστημάτων και των ωραίων τεχνών ως προς τας ειδικάς θέσεις των».
Δηλαδή πάλιν αποκλείονται οι ετερόχθονες εκτός της Στερεάς Ελλάδος και των
νήσων, ίσως διότι δεν θεωρούνται γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Πάντως
μεταξύ των εκδιωχθέντων από τας δημοσίας θέσεις των συμφώνως προς τον νόμον
αυτόν ήτο ο γεννηθείς εις την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην μέγας ιστορικός
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, όστις τότε επί Όθωνος ήτο τμηματάρχης του
Υπουργείου Δικαιοσύνης και δικαστικός πάρεδρος. Εντός ολίγου χρονικού
διαστήματος ανεγνωρίσθη η ελληνικότης του και επανήλθεν εις την δημοσίαν
υπηρεσίαν. Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, 1932, τόμ. ΙΘ', σελ. 574. Καταφεύγων εις την
Ελλάδα δια να εκφύγη την τουρκικήν δίωξίν του περί το 1887 ο Ηπειρώτης ποιητής
Κωνσταντίνος Κρυστάλλης «Του κάκου ζητά από τους αρμοδίους να τον βοηθήσουν να
σπουδάση, του κάκου ζήτα την ελληνικήν ιθαγένειαν». Στέλιου Νικοδήμου,
Βιογραφίαι Συγγραφέων, Σχολικός Εκδοτικός Κόσμος Α.Ε., Αθήναι, σελ. 68.
[253] Αυτόθι, σελ. 191 –193.
[254] Αυτόθι, σελ. 200.
[255] Ν. Γ. Πολίτου, Έλληνες ή Ρωμιοί; Αθήναι 1901, σελ. 3 εξ.
[256] Ίδε ανωτέρω κεφ. Α', 5.
[257] Ως θα ίδωμεν κατωτέρω.
[258] Ίδε Α. Κοραή, Διάλογος δύο Γραικών, Βενετία 1805, σελ. 37. Πρβλ. Π.
Χρήστου, Αι περιπέτειαι των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη,
1960, σελ. 51.
[259] Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, Έκδοσις Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962,
τόμ. Ι, σελ. 688, υποσημ. 3, 693.
[260] Ι. Ν. Καρμίρη, Δ Σ Μ, Ι, 348-416.
[261] Αυτόθι, 427 - 428.
[262] Το τυπωμένον τούτο κείμενον είχε την ευγενή καλωσύνην να θέση υπ' όψιν μου
από την προσωπικήν του σπουδαίαν βιβλιοθήκην ο Αρχιμ. Μελέτιος Καλαμαράς.
[263] Ίδε ανωτέρω κεφ. Α', 5.
[264] Ίδε ανωτέρω κεφ. Α', 2 εξ.
[265] Du Gange, Carolo Du Frense, Glossarium ad Scriptores Mediae et Infimae Graecitatis, τόμ. II, 1688.
[266] Ίδε κεφ. Α', 5.
[267] Σημειωτέον ότι ο εν λόγω πάπας Ιωάννης IB', όστις εις τας φραγκικάς κυρίως
πηγάς φημίζεται ως ο πιο ανήθικος πάπας της ιστορίας επανέφερε την παλαιοτέραν
παράδοσιν της χρονολογήσεις των επισήμων εγγράφων κατά τα έτη της βασιλείας των
εν Νέα Ρώμη βασιλέων των Ρωμαίων. ίδε C. W. Previté - Orton, Italy in the Tenth Century, CMH, III, 161.
[268] W. K. Ferguson, European
Civilization, Boston 1942-1943, σελ. 194.
[269] «Deinde
(Spoletinum) beneventanam provintiam ad langobardorum servitutem redegit. Posthaec Ravennam et Universam Romaniam peragravit, et usque ad Magnam
Romaniam Langobardorum terminos posuit». Μ G H, Scriptores Rerum Langobardicarum et Italicarum, σελ. 11. Πρβλ. R. L. Wolff, Romania : The Latin Empire of Constantinople,
Speculum, τόμ. XXIII, 1948, αριθ. 1, σελ. 3 υποσ. 11. Το εν λόγω κείμενον αναφέρεται εις
εκστρατείας του Καρλομάγνου. Η ταύτισις της Ρωμανίας με το παπικόν κράτος κατά
την εποχήν του Καρλομάγνου φαίνεται από capitularia του 793 ένθα διαβάζαμε: De
fugitivis XVI: «De fugitivis qui in partibus Beneventi Spoleti sive Romaniae
vel Pentapoli, confugium faciunt, ut reddantur sint reversi ad propria loca».
Mansi, XVII, 260.
Από την νομοθεσίαν αυτήν φαίνεται σαφώς ότι μεταξύ άλλων και Ρωμαίοι
φυγάδες από την δουλείαν εις τους Φράγκους κατέφευγον ως την Ρωμανίαν. Το ότι
πρόκειται περί του παπικού κράτους φαίνεται από το γεγονός ότι θα ήτο αδύνατον
να εφαρμοσθή ο εν προκειμένω νόμος δια τους καταφεύγοντας εις την ελευθέραν
Ρωμανίαν.
[270] Αυτόθι.
[271] Οι Λογγοβάρδοι κατέκτησαν την Ραβένναν το 751 και ο Φράγκος ηγεμών Πεπίνος
την επανέκτησε το 756 και εδώρησεν ως φέουδον την ούτως επανακτηθείσαν Εξαρχίαν
εις τον πάπαν. Μετά τον θάνατον του Πεπίνου (768) όμως οι Λογγοβάρδοι ήρχισαν
πάλιν να κατακτούν τας πόλεις της Εξαρχίας αλλά το 774 επενέβη οριστικώς ο
Καρλομάγνος και κατέλυσε την βασιλείαν των Λογγοβάρδων και επήρε δια τον εαυτόν
του πλέον τον τίλτον rex Langobardorum. Επομένως τα τόσα ολίγα έτη καθ’ ά οι
Λογγοβάρδοι εκράτουν την Εξαρχίαν δεν δικαιολογεί δι’ αυτήν η καθιέρωσις του
Langobardorum. «Η Μεγάλη Ρωμανία των Λογγοβάρδων» δεν δύναται παρά να είναι το
μέρος της βορείου ιταλικής Ρωμανίας το οποίον ευρίσκετο υπό λογγοβαρδικήν
κατοχήν από τα τέλη του στ' αιώνος μέχρι της καταλύσεώς του υπό των Φράγκων το
774. Δηλαδή κατοχή 200 ετών δικαιολογεί το όνομα «Μεγάλη Ρωμανία των
Λογγοβάρδων».
[272] Ίδε ανωτέρω υποσημ. 14.
[273] Ίδε R. L. Wolff, Romania: The Latin Empire of Constantinople, Speculum, τόμ. XXIII, 1948, αριθ. 1, σελ. 3.
[274] Αυτόθι, σελ. 2 εξ.
[275] Αυτόθι.
[276] Αυτόθι, σελ. 5.
[277] «Romani, Romania, Lingua Romana, Romancium», Romania, τόμ. I, 1872, σελ. 1 εξ.
[278] «Romania», Bulletin de la Societé Nationale des Antiquaires de
France, 1920, σελ. 152 εξ.
[279] «L' Apparition du Mot Romania chez les Ecrivains Latins» Revue des Etudes
Latines, τόμ. VII, 1929, σελ. 194 εξ.
[280] «Ρωμανία», Ελληνικά, τόμ. VI, 1933, σελ. 231 εξ.
[281] R. L. Wolff, αυτόθι, σελ. 22 - 31.
[282] Αυτόθι.
[283] Αυτόθι, σελ. 22.
[284] Αυτόθι, σελ. 27 - 28.
[285] Ο ελληνοαμερικανός καθηγητής Πανεπιστημίου, κληρικός της Ελληνικής
Αρχιεπισκοπής Αμερικής Milton Efthimiοu, έγραψεν ανέκδοτον εισέτι
μελέτην, εις την οποίαν φέρει εις φως ανέκδοτον επιστολήν του Φράγκου πάπα Ιννοκεντίου
III (1198-1216) εις την οποίαν σχεδιάζεται η κατάληψις της Κωνσταντινουπόλεως
Νέας Ρώμης και ο διαμελισμός της Ρωμανίας εντός της περιόδου ταύτης. Ο δε
τελικός διαμελισμός της Ρωμανίας μεταξύ των Ευρωπαίων κατακτητών ακολουθεί πολύ
πιστά αν και όχι απόλυτα τον προτεινόμενον υπό του εν λόγω Φράγκου πάπα. Ούτω ο
π. Μ. Eftimiou αποδεικνύει ότι η κατάκτησις της Πόλεως ήτο ο αρχικός και
.μόνος σκοπός της δ' σταυροφορίας και ότι ο αναγγελθείς σκοπός, δηλαδή της
απελευθερώσεως των αγίων Τόπων ήτο μόνον ελιγμός.
[286] R. L. Wolff, αυτόθι, σελ.
22-32.
[287] Αυτόθι, σελ. 22-26.
[288] Αυτόθι, σελ. 26.
[289] Αυτόθι, σελ. 22. Universa Romania ήτο το όνομα το οποίον συνηντήσαμεν εις
το De Liutprando Rege (ίδε ανωτέρω υποσημ. 14, 15, 16 και 17) περιγράφον
πολέμους και του Καρλομάγνου.
[290] R. L. Wolff, αυτόθι, σελ. 20, 24-28.
[291] Αυτόθι, σελ. 28 - 32.
[292] Αυτόθι, σελ. 14 εξ.
[293] Αυτόθι, σελ. 17 - 18.
[294] Αυτόθι.
[295] Αυτόθι, σελ. 14-18.
[296] Αυτόθι, σελ. 14, 18. Πρβλ. ανωτέρω Κεφ. Α', υποσημ. 4.
[297] Το γεγονός της εθνικής αλλαγής του παπικού θρότου από ρωμαϊκού εις
φραγκικόν δεν τυγχάνει της δεούσης προσοχής υπό των ιστορικών, οίτινες
επέτρεψαν εις τον εαυτόν των να δεχθούν ψυχολογικώς ως δεδομένον την διάκρισιν
μεταξύ των εν τη παπική Ρωμανία Ρωμαίων και των ανυπάρκτων Βυζαντινών. Η ταύτισις
των Ρωμαίων της παπικής Ρωμανίας και των Ρωμαίων της εν κάτω Ιταλία και εν
Ανατολή ελευθέρας Ρωμανίας επιτρέπει εις τον ιστορικόν να αξιολόγηση δεόντως
την μεγάλην διαφοράν των παπικών αρχείων εις χείρας των Ρωμαίων και εις χείρας
των Φράγκων. Τας τυχόν ενδοοικογενειακάς ή ενδορρωμαϊκάς έριδας μεταξύ
Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης, τας γενομένας μεταξύ παπών και πατριαρχών του αυτού
έθνους, οι οποίοι όμως είναι απολύτως ηνωμένοι έναντι αλλοεθνών,
εξεμεταλλεύθησαν οι Ευρωπαίοι ιστορικοί κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να
εμφανίζονται ως οφειλόμεναι εις διαφοράς εθνικάς (Ρωμαίων και Βυζαντινών) και
δογματικοεκκλησιαστικάς ωσάν οι εν Ρώμη Ρωμαίοι και οι Φράγκοι να είναι έν
πράγμα έναντι των αιρετικών εν Ανατολή Γραικών. Από της εποχής, καθ’ ην ο
Φράγκος πάπας Γρηγόριος Ζ' (1073-1085) ήνοιξε τα καταληφθέντα υπό των Φράγκων
το 1009 παπικά αρχεία τα επίσημα έγγραφα ταύτα ενεσωματώθησαν πλέον εκτός των
πραγματικών των ιστορικών πλαισίων μέσα εις τας φραγκικάς αντιλήψεις περί
πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας. Περί ανοίγματος των παπικών αρχείων εις
τους Φραγκολατίνους κανονολόγους περί το 1073-1083 ίδε F. Dvornik, The
Photian Schism, Cambridge 1948, σελ. 296.
[298] R. L. Wolff, αυτόθι, σελ. 15. Ούτος εις υποσημείωσιν 61 παραπέμπει
εις Jaffé, 4333
: Mansi, τόμ. XIX, σελ. 667. Ο S. Runciman, The Place of Byzantium in
the Medieval World, C Μ Η, IV, μέρος II, 355, γράφει ότι ο Λέων Θ' προσεφώνει
τον Κωνσταντίνον Μονομάχον Imperator χωρίς γεωγραφικον προσδιορισμόν.
[299] R. L. Wolff, αυτόθι, σελ. 15. S. Runciman,
αυτόθι, σελ. 355.
[300] R. L. Wolff, αυτόθι, σελ. 1 εξ, 16.
[301] Αυτόθι, σελ. 2 - 3.
[302] Αυτόθι, σελ. 7.
[303] Αυτόθι, σελ. 7 - 8.
[304] Αυτόθι, σελ. 8 - 9.
[305] Αυτόθι, σελ. 9.
[306] Αυτόθι, σελ. 8 - 9.
[307] Αυτόθι, σελ. 9 -10.
[308] Αυτόθι, σελ. 11.
[309] Αυτόθι, σελ. 12.
[310] Αυτόθι, σελ. 12-13.
[311] Αυτόθι, σελ. 13.
[312] Αυτόθι, σελ. 20.
[313] Αυτόθι, σελ. 21.
[314] Αυτόθι, σελ. 21-22.
[315] Αυτόθι, σελ. 32.