ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ (ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ του Ανωνύμου Απολογητή)

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ή

2ος παραινετικός διάλογος στην μετά πίστεως και προσευχής σκέψη

του «Ανωνύμου Πιστού & Απολογητή»

Εν Νήσω Φαιάκων, Ελλάδα, Χριστούγεννα Ορθοδόξων Χριστιανών, Έτος 2007 μ.Χ.

(ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ)

Ακόμη ένα έργο της μ.Χ. αρχαιότητας, πέρα από τον «Αληθή Λόγο» του Κέλσου, το οποίο έχει αναχθεί από τους σύγχρονους νεοπαγανιστές σε «Πεντάτευχο» του θρησκευτικού εθνικιστικού τους κινήματος, είναι το «Κατά Χριστιανών» του Πορφύριου. Έργο που σήμερα στο μεγαλύτερό του μέρος λείπει από την παγκόσμια φιλοσοφική κληρονομιά, διότι στο πέρασμα της ιστορίας, εκείνοι που διάλεξαν το παράδειγμα του Μ. Αλεξάνδρου, να «λύνουν» τον Γόρδιο Δεσμό με το σπαθί τους δεν έλειψαν, αλλά αντίθετα περίσσεψαν. Μέσα στην δική τους, ηγεμονική πολλές φορές αποφασιστικότητα, είχε σχηματιστεί η εντύπωση πως ο Θεός έχει ανάγκη βοήθειας το κάθε μέσο. Αυτή η αποφασιστικότητα ορισμένων, στέρησε από την ανθρώπινη πολιτισμική βιβλιοθήκη τα έργα του Πορφύριου. Για κάποιους δικαιολογημένα, για άλλους όχι. Όπως και να έχει, τα έργα του Πορφύριου δεν ήταν, ούτε είναι αδύνατον να μην απαντηθούν. Αυτό μόνο φανατικοί μπορεί να το πιστέψουν· φανατικοί, διότι ο Πορφύριος δεν άφησε κανένα άλλο ιδιαίτερης αξίας λόγου συγγραφικό έργο. Κάποιοι πιστεύουν όμως, ότι η μάχη του προς τα Ευαγγέλια δεν είναι δυνατό να λάβει απάντηση, ως ο Πορφύριος να τυγχάνει ο σπουδαιότερος σοφός όλων των εποχών ή ως τα Ευαγγέλια πράγματι να έχουν θεολογικά ψεγάδια. Κάτι τέτοιο όμως δεν αληθεύει. Κι αυτό ασφαλώς δεν αποδεικνύεται από την παρούσα, ούτε από την διαρκή μέσα στον χρόνο αντίστασή τους στην όποια κριτική, είτε αυτή είναι φιλοσοφική, είτε αθεϊστική, είτε αγνωστικιστική. Αποδεικνύεται μόνο από την ύπαρξη του Ζωντανού Θεού.

 

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ «ΔΙΑΛΟΓΟΥ»

Πορφύριος (Εθνικός) 2ος αιώνας μ.Χ.

Μεθόδιος (Ορθόδοξος) 13ος αιώνας μ.Χ.

 

 

 

 

 

 

 

Πορφύριος, Νεοπλατωνικός, Κατά Χριστιανών, Σειρά: Οι τελευταίοι Έλληνες Εθνικοί, Εκδόσεις Θύραθεν.

 

 

 

 

1.

 

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ

 

2.

 

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

 

α΄. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ

β΄. ΙΗΣΟΥΣ & ΔΙΑΒΟΛΟΣ

γ΄. ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ & ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

δ΄. ΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

ε΄. ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

ς΄. ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ζ΄. ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ

η΄. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ & Η ΑΣΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

θ΄.ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

ι΄. ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

ια΄. ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

 

3.

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

Εις Ανεβώ Επιστολή Πορφυρίου (κατά Θεουργικής)

 

 

4.

 

ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

 

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ

 

 

 

Άγιο Ευαγγέλιο, Επιστολές Αποστόλων, Προς Εφεσίους - Προς Φιλιππησίους, Κεφ. ς΄ 14 - 18 

 

 

ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

 

Κείμενο : http://homepages.pathfinder.gr/AKADEMIA/site/filosofy/porfyrios1.htm

Από το έργο του Μακαρίου του Μάγνητος «Αποκριτικός προς Έλληνας»

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ

 

ΙΙ,12. Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν μαρτυρίες, απλώς επινόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού. Ο καθένας τους, βλέπετε, έγραψε για τα πάθη του πράγματα που δεν συμφωνούν με των άλλων. Γιατί ο ένας εξιστορεί ότι στον εσταυρωμένο προσέφερε κάποιος ένα σφουγγάρι που το ‘χε γεμίσει ξύδι... (αυτό λέει ο Μάρκος). Άλλος τα λέει διαφορετικά: όταν έφτασαν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, του έδωσαν να πιει κρασί ανακατωμένο με χολή. Το γεύτηκε και δεν θέλησε να το πιει. Κι λίγο παρακάτω· την ένατη ώρα έβγαλε φωνή μεγάλη ο Ιησούς: ελωείμ, ελωείμ, λεμά σαφαχθανεί, που θα πει, θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Αυτά είναι του Ματθαίου. Άλλος ισχυρίζεται: βρισκόταν καταγής ένα αγγείο γεμάτο ξύδι. Αυτό το γεμάτο ξύδι σκεύος μαζί με ύσσωπο δεμένο του το έφεραν στο στόμα· και μόλις ήπιε το ξύδι ο Ιησούς, είπε, «τετέλεσται»· έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα. Ετούτο είναι του Ιωάννη. Άλλος λέει: και βγάζοντας φωνή μεγάλη είπε, «πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Αυτό τυχαίνει να είναι του Λουκά. Εξιστορήσεις από δεύτερο χέρι, διαφορετικές μεταξύ τους, θαρρείς και τα ‘παθαν πολλοί και όχι ένας! Γιατί αν ο ένας γράφει, «εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου» κι ο άλλος γράφει «τετέλεσται», κι ο τρίτος «θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;», κι ο τέταρτος λέει «ο θεός, θεός μου, εις τί ωνείδισάς με;», είναι ολοφάνερο ότι η μυθοπλασία παρουσιάζει ασυμφωνίες· είτε εμφανίζει περισσότερους από έναν εσταυρωμένους ή κάποιον που ενώ είχε κακό τέλος, δεν άφησε σε όσους βρίσκονταν εκεί μια ανεξίτηλη εικόνα του πάθους του. Αν ετούτοι (οι ευαγγελιστές), επειδή δεν ήξεραν να μας πουν πως πέθανε στ’ αλήθεια, έκοψαν κι έραψαν την όλη ιστορία, έπεται ότι και τα υπόλοιπα δεν μας τα διηγούνται με καθαρότητα. [α]

Πριν σε μελετήσω Πορφύριε, άκουσα πολλά και διάφορα για την σπουδή σου. Πως είσαι μέγα σοφός και γνώστης της θύραθεν παιδείας, με τέτοια ικανότητα ενάντια στων Χριστιανών την πίστη, που ακόμη και αυτοκράτορες των Ρωμαίων σε κυνήγησαν καταστρέφοντας τα απίθανα γραπτά σου. Όμως με αυτή την πράξη τους, αντί να νικήσουν την ασέβειά σου, κατάφεραν και ηρωοποίησαν την αμετανοησία, μετατρέποντάς την σε ανεξίτηλο της ιστορίας θρύλο. Απείραχτα θα ‘πρεπε οι αυτοκράτορες να άφηναν τα γραπτά σου, μνημεία χείριστης δοξασίας στο πέρασμα του χρόνου.

Κάποιοι μάλιστα εμφανίστηκαν για να τα πολεμήσουν, και αν κρίνω από την ικανότητά σου, δύσκολο έργο θαρρώ γι’ αυτούς δεν πρέπει να ’ ταν. Αλλά κι αυτούς οι αυτοκράτορες τους αποστόμωσαν, με το να δώσουν τέλος επίσης στα συγγράμματά τους. Όποιος στο σπαθί εκπαιδεύτηκε από μικρός, με αυτό έμαθε να λύνει και να δένει· όπως ο Μ. Αλέξανδρος στους Έλληνες κάποτε φανέρωσε την αποφασιστικότητα και την μοναδική προσωπικότητά του, σαν τον Γόρδιο δεσμό κατέλυσε με ένα γρήγορο χτύπημά του κοφτερού σπαθιού του. Εγώ, αλήθεια είναι πως σπαθί δεν έχω σαν του Μ. Αλέξανδρου ή σαν των αυτοκρατόρων, αλλά τα Ευαγγέλια μιλούν για άλλο (1) και αυτό μόνο αν το θέλει ο Θεός μπορεί να κινηθεί απέναντί στα γραπτά σου.

Σοφός εσύ μπορεί για κάποιους να είσαι, αλλά μπορώ να πω ότι σε απατά πολύ το γέρο μνημονικό σου, σαν λες πως ένας ευαγγελιστής περιγράφει τον Χριστό να πίνει κρασί παρέα με χολή και άλλος να πίνει ξύδι. Διότι θαρρώ και οι τέσσερις ευαγγελιστές παρέα συμφωνούν (2) πως ξύδι Τον πότισαν οι δεσμοφύλακές Του· ενώ ο ένας από αυτούς επιπλέον ανάφερε, πως μέσα στο ξύδι υπήρχε και χολή. Και οι Ρωμαίοι σίγουρα γνώριζαν τον λόγο αυτού του μίγματος τους. Θαρρώ και στην Ελλάδα του Περικλή, κάποτε πίνανε μπόλικο κρασί, αν και μέσα του ξέρω πως έχυναν μπόλικο νερό ή καμιά φορά και μέλι. Έτσι τι και αν κάποιος αρχαίος ποιητής έγραφε για το κρασί των συμποσίων, δίχως να αναφέρει το νερό ή δεν ανέφερε το μέλι; Κανείς δεν τον παρεξηγούσε. Όλοι γνώριζαν, χωρίς κανείς να χρειάζεται να τους το ξεκαθαρίσει, πως εκείνο το κρασί μέσα του είχε νερό και καμιά φορά και μέλι. Εσύ, που το ξύδι και την χολή δεν μπορείς να αντιληφθείς ως μείγμα δύο συστατικών, φοβούμαι πως ούτε το αρχαίο ελληνικό κρασί ξέρεις να μας πεις, αν και σε πόσα μέρη ξεχωριστά διαιρείται. Αλλοίμονο λοιπόν στην κακία που περνιέται για σοφία, επειδή στρέφεται ενάντια σε Εκείνον που λογίστηκε για Θεός και των Ελλήνων και των Ρωμαίων, αλλά και των Ιουδαίων.

Φτάνοντας στο θάνατο του Ιησού εις τον σταυρό, και την φωνή που Εκείνος άφησε, είπες πως όλα αυτά είναι μυθοπλασίες ασύμφωνες για το λογικό σου. Θα σου έλεγα πως δεν διαφέρεις από τον άλλο τον σπουδαίο φιλόσοφο τον Κέλσο, και αμφιβάλλω αν ποτέ σε ελληνικό θέατρο επήγες, ακόμη και αν αργότερα χαρακτηρίζεις τον Ιησού ως θεατρίνο και μιλάς και για τις θεατρικές τις παραστάσεις [Πρβλ. III, 19]. Διότι αν στο τέλος κάποιας θεατρικής παράστασης ρωτούσες έναν έναν τους θεατές για αυτά που παρακολούθησαν, μάλλον διαφορετικά γεγονότα θα θυμόνταν ο καθένας και αυτό θα οφείλονταν στις έξεις και τα ενδιαφέροντα του. Εκεί δεν θα τολμούσες να αντιπροτείνεις πως αυτά που περιέγραφαν αυτοί τα κατέβασαν από το μυαλό τους. Ίσως να θέλεις να σκεφτείς, πως στο θέατρο κάποιοι τουλάχιστον από αυτούς θα συμφωνούσαν στην περιγραφή των ρόλων. Μα νομίζω ακόμη και εκεί που παρακολουθούν πολλοί, κάπου υπάρχει διαφωνία· όχι γιατί παρακολούθησαν κάποιο διαφορετικό έργο, αλλά διότι ο καθένας από το έργο θυμάται διαφορετικά αποσπάσματα, όπως σου είπα παραπάνω, και ο καθείς θα περιέγραφε την σκηνή που περισσότερο θυμόταν, ενώ κάποια άλλη πιθανόν να την ξεχνούσε ή να την θεωρούσε λιγότερο σημαντική ώστε κι σ’ αυτή ν’ αναφερθεί. Αν κρίνω από το δικό σου μνημονικό για το ξύδι και την χολή, τότε δεν μπορεί να σφάλλω. Και πιστεύω πως εκείνος ο θεατής, θα ξεχνούσε ακόμη περισσότερα αν τυχόν τον ερωτούσες πολλά χρόνια μετά την παράσταση. Άλλωστε δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις, στο ότι οι Ευαγγελιστές σε πολλά σημεία συμφωνούνε, ενώ σε άλλα παραθέτουν ότι διαφορετικό θυμάται ο καθένας. Νομίζω πως και οι θεατές στο θέατρο δεν θυμούνται ποτέ όσα είπε ο ηθοποιός, πέρα από μερικές ελάχιστες και μετρημένες φράσεις. Οι τέσσερις απόστολοι αν και διαφέρουν σε ελάχιστα, πρέπει να παραδεχθείς πως τα περισσότερα πολύ καλά φαίνεται πως τα θυμούνται και όλες οι διηγήσεις τους δεν φαίνεται να έχουν διαφορά περισσότερη από τις παραλλαγές των ποιημάτων του Ομήρου, που τραγουδούσαν στην Ελλάδα διάφοροι ποιητές από γενιά σε γενιά, μες τα παλάτια κάποιων ως λέγεται ενδόξων βασιλιάδων.

Θα σου έλεγα ακόμη, πως για να μπορείς να κατηγορήσεις δίκαια τους τέσσερις ευαγγελιστές για μυθοπλασίες, θα έπρεπε να μπορούσες να τους έχει τώρα μπρος σου και σε διάφορες ερωτήσεις να τους υποβάλλεις, για να δεις αν ταυτόχρονα αντιφάσκουν διαγράφοντας με αποφατικό συμπέρασμα ο ένας την μαρτυρία του άλλου. Στα Ευαγγέλια των μαθητών θαρρώ κάτι τέτοιο δεν μπορείς ξεκάθαρα να εφαρμόσεις, εφόσον αρνητική απόφαση το ένα δεν έχει έναντι του άλλου.

Ας μην αναφερθώ όμως άλλο, σε αυτούς του Χριστού τους μαθητές, εφόσον δεν φαίνεται να τους έχεις εμπιστοσύνη και ας φέρω για παράδειγμα και πάλι τους θεατές του ελληνικού θεάτρου. Αν λοιπόν τέσσερις θεατές, ακόμη και από τους πιο ξύπνιους, μετά από μια θεατρική παράσταση που λάμβανε χώρα συνεχόμενα και χωρίς διακοπή για τρία ή τέσσερα χρόνια (3), σε ανάκριση τους έθετες και κατόπιν σε καθέναν από αυτούς παρουσίαζες όσα διαφορετικά είπαν μεταξύ τους, πιστεύω πως γρήγορα θα θυμούνταν όσα ίσως να ξέχασαν με την πάροδο του χρόνου. Αυτό όμως ποτέ δεν θα δήλωνε πως έλεγαν ψέματα, επειδή εσύ έτσι θα ήθελες με παρρησία να συμβαίνει. Και αν πρόσεχες ιδιαίτερα τα λεγόμενα των αποστόλων που παραθέτεις (4), θα έβλεπες πως ανάμεσα στις μαρτυρίες τους φαίνεται πως λείπει κάποιος χρόνος· δεν είναι δυνατόν τέσσερεις άνθρωποι που περιγράφουν παρελθόντα γεγονότα να περιγράφουν ακριβώς τις ίδιες χρονικές στιγμές, λες και ο χρόνος πάγωσε μέσα στο μυαλό τους ίσα και όμοια· μα ούτε θα μπορούσαν να τις περιγράψουν και όλες. Διότι γεγονότα τριών ετών δεν είναι δυνατόν να περιγράφονται πλήρως μέσα σε μερικές σελίδες. Άλλωστε, ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ τέσσερα βιβλία τεσσάρων διαφορετικών ανθρώπων, που μιλούν για το ίδιο ένα πρόσωπο με ακριβώς τα ίδια λόγια. Τότε θα υπέθετα πως ένα είναι το πρόσωπο που γράφει αυτά τα τέσσερα βιβλία, παρά όπως υπέθεσες εσύ, ότι περισσότεροι του ενός Ιησού υπάρχουν. Και το ίδιο γνωρίζουμε όλοι μας πολύ καλά για την ιστορία του Αλέξανδρου του Μέγα. Πολλοί γράψανε γι’ αυτόν και αυτό εύκολα το αντιλαμβάνεται ο καθείς από τα διαφορετικά μεταξύ τους ιστορικά βιβλία. Κι όλοι καλά γνωρίζουμε πως αντιγραμμένα, και δηλαδή ίδια στο περιεχόμενο, βιβλία ανήκουν ασφαλώς στον ίδιο συγγραφέα. Εσύ όμως θες να αποδείξεις το αντίθετο εις την περίπτωση των Αποστόλων· επειδή όμως είναι αδύνατο να τα καταφέρεις, άφησες την αμνησία σου να σε οδηγήσει σίγουρα στο δρόμο της απώλειας και της κάλπικης συγγραφικής αθανασίας.

 

 

ΙΙ, 13. Σε άλλο κεφάλαιο θα δειχτεί ότι ολόκληρη η ιστορία του θανάτου του ήταν αποκύημα φαντασίας. Γράφει ο Ιωάννης: «Μα όταν ήλθαν στον Ιησού, βλέποντας πως ήταν ήδη νεκρός, δεν συνέτριψαν τα σκέλη του· μόνο ένας από τους στρατιώτες εκέντησε με τη λόγχη τα πλευρά του κι αμέσως βγήκε αίμα και νερό.» [Ιωάννης, 19.33]·

Μόνο ο Ιωάννης το είπε αυτό. Κανείς από τους άλλους. Να γιατί θέλει να καταθέσει και την εξής μαρτυρία για να στηρίξει τα λεγόμενα του: «Κι εκείνος που τα είδε έχει δώσει μαρτυρία γι’ αυτά, κι είναι αληθινή η μαρτυρία του.» [Ιωάννης, 19-35]· Αυτή τη δήλωση, νομίζω, μόνο ένας ανόητος θα την έκανε. Πώς θα μπορούσε να ‘ναι αληθινή μια μαρτυρία, όταν δεν αφορά σε πραγματικό συμβάν θανάτου; Οι μαρτυρίες δίνονται για πράγματα υπαρκτά. Για τα ανύπαρκτα τι μαρτυρία να δοθεί;

Σωστά λες πως την μαρτυρία αυτή την καταθέτει μόνο ο Ιωάννης και όχι και οι άλλοι ευαγγελιστές. Η αλήθεια είναι, πως δεν μπορώ να γνωρίζω γιατί αυτό σου φαίνεται απίστευτο ή απίθανο ή αποκύημα της φαντασίας όπως λες. Και θα σου εκθέσω αμέσως το δικό μου λόγο. Ας κάνουμε την υπόθεση, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, πως η εξιστόρηση του θανάτου του Ιησού από τον Ιωάννη δεν είναι αληθής, επειδή την μαρτυρεί μόνο και μόνο, ως λες, αυτός ο ένας. Και σε ρωτώ λοιπόν· όταν οι άλλοι τρεις ευαγγελιστές αναφέρουν την ανάσταση του Χριστού (6) από τους νεκρούς, δεν προϋποθέτουν άραγε πως ο μετέπειτα αναστημένος πέθανε, πριν αναστηθεί ή όχι; Ας αφήσουμε την λογική να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, παρά την αβέβαιη φαντασία ενός φιλοσοφημένου συγγραφέα πλουμιστών, ως ο κολεός, ψεμάτων.

Η μαρτυρία του Ιωάννη λοιπόν, δεν ήταν καθόλου ανόητη· διότι την στιγμή που του έμπηξαν την λόγχη, αυτός ακόμη βρίσκονταν στον Γολγοθά και είδε τα γεγονότα από πρώτο χέρι (7). Η δήλωση του λοιπόν αυτή, με τούτο έχει να κάνει, πως δηλαδή ήταν αυτόπτης μάρτυρας παρά το ότι του μετέφεραν άλλοι αυτά τα γεγονότα. Και ας μην ποτέ σου το ξεχνάς, πως και τούτος ο Ευαγγελιστής επίσης μαρτυρεί πως δεν αναφέρει όλα τα πεπραγμένα, αλλά συμβήκανε κι άλλα. (8). Γι’ αυτό όμως μιλήσαμε προηγουμένως.

 

 

ΙΙ, 14. Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα σχετικά με την πολυθρύλητη ανάσταση του, που αναιρεί τη σαθρή αυτή δοξασία. Για ποιο λόγο ο Ιησούς, μετά από τα πάθη του, καθώς ισχυρίζεστε, και την ανάσταση του, δεν εμφανίζεται στον Πιλάτο που τον είχε τιμωρήσει ενώ έλεγε πως ο Ιησούς δεν διέπραξε αδίκημα που να επισύρει την θανατική καταδίκη, ή στον Ηρώδη το βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της ιουδαϊκής φυλής, ή σε πολλούς μαζί και αξιόπιστους ανθρώπους, και πρώτα-πρώτα στη βουλή και το λαό της Ρώμης, ώστε να τον θαυμάσουν και να μην καταδικάζουν ομόθυμα σε θάνατο τους οπαδούς του ως ασεβείς; Παρά εμφανίζεται στη Μαρία Μαγδαληνή, μια γυναίκα χαμηλής υποστάθμης από ένα άθλιο χωριουδάκι, γυναίκα που κάποτε κυριεύτηκε από «επτά δαίμονες»· και εμφανίζεται και σε άλλη Μαρία (άλλη, πάλι, γυναικούλα, μια χωριάτισσα που δεν την ήξερε κανείς), και σε δυο τρεις άλλους, όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους ανθρώπους· παρ’ όλο που από τα πριν στον αρχιερέα των Ιουδαίων είχε πει ακριβώς τα εξής: «οψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εν δεξιά της δυνάμεως και ερχόμενον μετά των νεφελών», όπως ισχυρίζεται ο Ματθαίος. Γιατί αν εμφανιζόταν μπρος σε διακεκριμένους άνδρες, μέσω αυτών θα πίστευαν οι πάντες, και κανένας δικαστής δεν θα τιμωρούσε τους οπαδούς του ως ψεύτες που επινοούν αλλόκοτους μύθους. Κανένας θεός -όπως και κανένας συνετός άνθρωπος- δεν αρέσκεται να βλέπει να τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών τόσος κόσμος για χάρη του. [β]

Νομίζω πως αν συλλογιζόσουν περισσότερο, θα μπορούσες να δώσεις μόνος σου απάντηση στο εαυτό σου. Ας κάνουμε λοιπόν παρέα δύο καθάριες υποθέσεις· ας υποθέσουμε πρώτα ότι ο Ιησούς δεν ήταν Θεός. Αν δεν ήταν Θεός δεν θα εμφανίζονταν τότε στον Πιλάτο, στο λαό της Ρώμης και μήτε και στον Ηρώδη. Από την άλλη δεν θα τον έβλεπε ούτε η Μαρία, μήτε οι μαθητές αλλά ούτε και έπειτα, οι των Ευαγγελίων οι πεντακόσιοι (9). Όμως οι τελευταίοι Τον είδαν και έτσι πρέπει να περάσουμε στην δεύτερη υπόθεση· να υποθέσουμε δηλαδή ότι ο Χριστός ήτανε πράγματι Θεός. Αν λοιπόν ήταν, τότε εκείνοι που Τον καταδίκασαν χωρίς Αυτός να έχει πράξει κανένα αδίκημα άξιο θανάτου, όπως και συ παραδέχεσαι, δηλαδή ο Πιλάτος και ο Ηρώδης, ήσαν εκείνοι οι άνθρωποι της χαμηλής υποστάθμης, παρά η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη η Μαρία που χλευάζεις, επειδή καταγωγή δεν είχε από σπουδαία πόλη. Άλλο και τούτο πάλι. Λες και η καταγωγή διαμορφώνει θετικά τάχατες τους ανθρώπους. Βάλτο καλά στο μυαλό σου φιλόσοφε· από τις μεγάλες και τις σπουδαίες πόλεις δεν προέκυψαν μόνο σοφοί και γνωστικοί πολίτες, αλλά πολλές φορές καθάρματα, φονιάδες, βιαστές, κλέφτες και δολοφόνοι. Παράτα το λοιπόν το επιχείρημα για τα άθλια χωριουδάκια και δες στα αλήθεια πως άθλιοι δεν μπορεί παρά να είναι μόνο οι άνθρωποι παρά τα κτίσματα, το έδαφος και η πλάση. Έτσι ξεκάθαρα σου λέω λοιπόν, ότι σ’ αυτούς που εσύ με μένος προσπαθείς να υποβαθμίσεις, επίλεξε να εμφανιστεί δίκαια ο Θεός. Διότι με εκείνους που Τον καταδίκασαν από την πρώτη στιγμή, αν και πολλά σημεία είχε πράξει ενώπιον των δικών τους των ανθρώπων, δεν άξιζε κανείς να χάνει τον καιρό του. Διότι υπήρχαν πολλοί άλλοι που σαφώς και ήθελαν να κερδίσουν χρόνο από την εδώ παρουσία του Μεγαλοδύναμου Θεού μας. Όλοι οι δουλευτές μέσα στα χωράφια της αυτοκρατορίας μας, γνωρίζουν πόσο πολύτιμες είναι οι μέρες τους για να κάνουν την γη να παράγει στάχυα. Συ αντίθετα επιθυμείς τον Θεό, ως καλό γεωργό της γης μας, να χασομεράει στην έρημο της Αιγύπτου, ενώ τα φυτά στο χωράφι του διψάνε για νερά δροσάτα. Όταν λοιπόν οι γεωργοί γνωρίζουν τι προηγείται έναντι κάποιων άλλων, μην περιμένεις ο Θεός να μην τάχα το γνωρίζει.

Στα γραπτά σου ακόμη με απερισκεψία διερωτάσαι, γιατί ο Ιησούς δεν εμφανίσθηκε στο λαό της βουλής της Ρώμης, ώστε να μην κυνηγούν οι αυτοκράτορες τους ασεβείς ακόλουθούς Του. Πρώτα από όλα εδώ θα μπορούσα να σου πω, ότι οι πολίτες του Ρωμαϊκού λαού, τον Ιησού ποτέ πριν νωρίτερα της ανάστασης δεν είχαν δει, εφόσον δεν ζούσαν στην Γαλιλαία· μα ούτε ποτέ δεν Τον είδαν να πεθαίνει επάνω στον σταυρό. Αν τυχόν και εμφανίζονταν σ’ αυτούς μετά τον θάνατό Του, δεν θα εθεωρείτο κάποιος αναστημένος, εφόσον γι’ αυτούς ποτέ δεν πέθανε, αλλά κάποιος που ήταν από πάντα ζωντανός και που παρίστανε τον αναστημένο. Ακόμη και αν πρότεινες τον Πιλάτο στην βουλή της Ρώμης να πηγαίνει και να δίνει μαρτυρία του θανάτου και της Αναστάσεως του Ιησού, σε διαφορετική θέση νομίζω δεν θα βρίσκονταν από τους μαθητές του δάσκαλού μας· και με την σειρά του θα χαρακτηρίζονταν ψεύτης και ασεβής, με κίνδυνο να χάσει και την ίδια την ζωή του. Δεν ήταν εξ’ άλλου κάποιος αυτοκράτορας ο Πόντιος Πιλάτος· στις διαταγές της Ρώμης υπάκουγε και ας ήθελε ας τολμούσε να πράξει κάτι άλλο από τα ήδη πεπραγμένα. Έπειτα, ακόμη και αν ο Ιησούς σε όλο τον κόσμο εμφανίζονταν σε αυτή την γενεά του Πόντιου Πιλάτου, πάλι μετά η επόμενη γενεά θα έμενε πάντα με την υποψία ή την αμφιβολία. Δεν αλλάζει τίποτα θαρρώ με όσα σοφίσματα προτείνεις ως δήθεν λογική, αντί της πραγματικής και ξάστερης αληθινής μας ιστορίας.

Κατόπιν μας λες, πως κανένας συνετός άνθρωπος δεν θέλει να χάνεται τόσο κόσμος για χάρη ολόδική του. Μα αν δεν κάνω λάθος, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που εσύ προτείνεις ως τάχα διακεκριμένους, είναι εκείνοι που καταδίκαζαν άλλους για ασέβεια, παρά ο Θεός ο δικός μας. Αυτό θαρρώ δεν τους κάνει διόλου συνετούς, και τούτο μας προτείνεις με τα λόγια τα δικά σου λίγο παρακάτω στα γραφόμενά σου, σαν λες δηλαδή «το αδίκημα το διαπράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται» [Πρβλ. ΙΙ, 15]. Και όμως εσύ επιθυμείς ο Θεός των Χριστιανών, εκείνους που ασκούν την βία να διαλέγει για μάρτυρες, παρά τα αθώα θύματα τους. Νομίζω δηλαδή, ότι αν αυτοί ήσαν οι κατάλληλοι άνθρωποι, θα τους είχε επιλέξει από πριν ο Ιησούς, την στιγμή που καθόριζε τους μαθητές Του, παρά κατόπιν της Ανάστασης Του. Διότι διαφορετικά θα συμπεριφέρονταν ως κάποιος που ναι μεν έχει ήδη ακόλουθους, αλλά δεν τους θεωρεί καλούς και άξιους για μαθητές του και τρέχει την τελευταία στιγμή λαχανιασμένος να βρει κάποιους ξένους για αντικαταστάτες. Ένα τέτοιος δηλαδή διδάσκαλος, που αφήνει τους μαθητές και τον λαό του που τον συνόδευε παντού, και προσδοκά να βρει νέους πιστούς ανάμεσα σε εχθρούς που άδικα τον είχαν καταδικάσει, δεν κάνει για την περίπτωσή μας.

Αναρωτιέμαι δηλαδή, αν σύμφωνα με τα λόγια σου, ο Σωκράτης μετά την καταδίκη του θα έπρεπε να ενδιαφέρεται περισσότερο για εκείνους που τον καταδίκασαν, παρά για τους μαθητές του, αφού οι δικαστές δεν φάνηκαν τίποτα να διδάσκονται από αυτόν, μήτε να ενδιαφέρονται να μάθουν. Οι μαθητές του όμως έμειναν σε αυτόν πιστοί, αφού ήθελαν μέσα στην φυλακή από τα νύχια του Χάρου να τον γλιτώσουν. Και ως είδες ο Σωκράτης ως πραγματικός δάσκαλος, μέχρι την τελευταία στιγμή τους δίδασκε, τους νόμους να υπακούν της πόλης της δικής τους. Και αυτοί, ως επάξιοι μαθητές, δεν αντέδρασαν βίαια στην απόφασή του να πεθάνει, δείχνοντας σε όλους μας πολύ καλά, πως την γνώμη του Σωκράτη την σέβονταν πιότερο από την δική τους επιθυμία. Με άλλα λόγια αν δεν κατάλαβες, ακόμη και στον τέλος αποδέχθηκαν αυτόν συνεχόμενα ως δάσκαλό τους, παρά την σκληρή την Αθηναϊκή την πολιτεία. Συ δεν μας λες τίποτα άλλο, παρά πως είναι φρόνιμο ο Σωκράτης και ο Ιησούς, αντί των μαθητών τους την διδασκαλία να ολοκληρώνουν, να χάνουν τον καιρό τους άσκοπα και μάταια με το τσούρμο των άδικων δικαστών τους. Άσε τις σοφιστείες σου Πορφύριε. Ο δάσκαλος είναι γεωργός και σπέρνει εκεί που γνωρίζει ότι φυτρώνει, διότι εκεί που δεν φυτρώνει χάνει τον ιδρώτα του. Νομίζω πως ο Ιησούς ξεκάθαρα το είπε, αλλά εσύ και οι όμοιοι σου ποτέ σας δεν θελήσατε να Τον λάβετε σοβαρά υπ’ όψιν (10).

Εκείνα δε που περιγράφει ο Μάρκος για τα λεγόμενα του Ιησού μπρος από τον αρχιερέα, δηλαδή για τις νεφέλες και την έλευση του Χριστού δεξιά της Δυνάμεως (11), που δεν είναι άλλη παρά ο Θεός, αναφέρονται θαρρώ σε χρόνους μελλοντικούς, διότι αυτές τις νεφέλες δεν τις είδε κανείς, όχι μόνο οι αρχιερείς και οι αξιομνημόνευτοι που λες, αλλά ούτε και οι μαθητές Του, που έγραψαν αυτά για τα οποία εμείς οι δύο μιλούμε.

 

 

ΙΙ, 15· Κι αν διαβάσει κανείς με προσοχή εκείνα τα παραπλανητικά στο ευαγγέλιο θα καταλάβει για τα καλά ότι πρόκειται για τερατολογίες: νυν κρίσις εστί του κόσμου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Μα πες μου, για το θεό, ποια είναι αυτή η «Κρίση» που έγινε τότε; Και ποιος άρχων του κόσμου πετάχτηκε έξω; Γιατί αν πείτε «ο αυτοκράτωρ», θ’ απαντήσω ότι ο αυτοκράτορας δεν είναι ο μόνος άρχων, αλλά ούτε και πετάχτηκε έξω. Βλέπετε, είναι πολλοί οι άρχοντες του κόσμου. Αν εννοείτε κάποιον νοητό άρχοντα χωρίς σάρκα και οστά, τότε αυτός δεν είναι δυνατό να «πεταχτεί έξω». Πού να εκσφενδονιστεί, όντας άρχοντας σε τούτο τον κόσμο; Αν εννοείτε ότι κάπου υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος όπου θα ριχτεί ο άρχων, υποθέτω ότι θα κατέχετε κάποιες αξιόπιστες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Αν όμως δεν υπάρχει άλλος κόσμος, εφ’ όσον δεχόμαστε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο κόσμοι, πού θα εκσφενδονιστεί ο άρχων αν όχι μες στον κόσμο όπου τυχαίνει να ζει; Πώς γίνεται τότε, να εκσφενδονίζεται κάποιος και να παραμένει στον ίδιο τόπο; Ή μήπως έχουμε εδώ κάτι παρόμοιο με το πήλινο αγγείο, που όταν συντριβεί χύνεται έξω το περιεχόμενο του, όχι βέβαια στην ανυπαρξία, αλλά πάνω σε άλλο σώμα, στερεό ή αέριο ή άλλης λογής, όπως τύχει; Αν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, πράγμα αδύνατον, με το που θα συντριβεί ο κόσμος, όποιος βρίσκεται εντός του θα πεταχτεί έξω· πού έξω όμως, σε ποιον χώρο; Τι χαρακτηριστικά έχει ο χώρος αυτός, πόσο ή τι ύψος έχει, τι βάθος, τι πλάτος και μήκος; Γιατί εφ’ όσον έχει τέτοιες ιδιότητες, τότε πρόκειται για έναν κόσμο. Και ποια η αιτία που ρίχτηκε ο άρχοντας ως ξένος έξω απ’ τον κόσμο; Και πώς έγινε και υπήρξε άρχων, όντας ξένος; Και πώς διώχνεται; Οικιοθελώς ή με το ζόρι; Προφανώς με το ζόρι. Το λέει κι η λέξη. Όταν διώχνεται κάτι, διώχνεται χωρίς τη θέληση του. Όμως το αδίκημα το διαπράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται. Όσο για τη θολούρα των ευαγγελίων, καλά θα κάναμε να θεωρήσουμε ότι προορίζεται για γυναικούλες κι όχι για άντρες. Γιατί αν θέλαμε να ερευνήσουμε τα ζητήματα αυτά με ακρίβεια, θα βρίσκαμε μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο.

Είναι βέβαιο πως σου αρέσει να παριστάνεις τον προσεκτικό, μιας και προτρέπεις άλλους να μελετήσουν εκείνα που καταδεικνύεις, δίχως να γίνονται έρμαια της όποιας ανόητης και κούφιας πλάνης. Μα θαρρώ πως δεν είσαι τόσο δα προσεκτικός, διότι οι απορίες σου από απροσεξία περισσότερο γεννώνται, παρά από κάποιου είδους προσεχτική σπουδή αυτών που πολεμάς. Διότι η κρίση που ξεκίνησε τότε στα χρόνια του Ιησού, βεβαίως έχει να κάνει με πράγματα που ξεκαθαρίζονται μέσα από τα ίδια Του τα λόγια, που άπλετα απαντούν τις απορίες που διατυπώνεις. Και έτσι καθάρια φαίνεται πως η Κρίση είναι η εμφάνιση του Ιησού μέσα στην ιστορία (12) και όποιος την καλή αγγελία δέχεται, τότε εξασφαλίζει σωτηρία, ενώ ο απορρίπτων αυτή κατακρίνεται (13). Θαρρώ πως μια τέτοια απάντηση σου φτάνει, και απ’ όσο μπορώ να δω έλαβες και συ μέρος σε αυτή την κρίση για την οποία ρωτάς, δίχως όμως ποτέ σου να το καταλάβεις. Αυτό κι αν είναι μεγάλη απροσεξία. Για να μην πω ότι αποτελεί και μέγιστη ανοησία.

Ας μιλήσουμε και για τον άρχοντα που βάλλεται έξω. Φυσικά όταν ο Ιησούς μιλούσε για αυτόν, δεν εννοούσε τον αυτοκράτορα αφού γι’ εκείνον άλλα είπε (14)· αλλά ούτε και για άλλους άρχοντες ή βασιλιάδες, αφού όπως σωστά λες, πολλοί ανά τον κόσμο υπάρχουν. Αν ήθελε ο Ιησούς να μιλήσει για όλους αυτούς, θα έλεγε πως θα βληθούν πολλοί έξω, παρά θα διευκρίνιζε πως θα βληθεί μονάχα ένας· σίγουρα δεν μπορείς να απορρίψεις την γνώση Του για τους πολλούς, όταν ο διάβολος τον έβαζε σε πειρασμό και Του έδειχνε τα πολλά βασίλεια του κόσμου (15). Μάλιστα από το ίδιο το συμβάν αυτό μπορώ να πω, ότι αφού ο διάβολος είχε την δύναμη να προσφέρει στον Ιησού όλα αυτά τα βασίλεια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αν Αυτός εκείνον προσκυνούσε, είναι πράγματι ο άρχων του κόσμου κατά την δική του πάντα μαρτυρία, ακόμη και αν δεν κάθεται πάνω σε κάποιο θρόνο στο παράδειγμά μας. Και ως είδαμε ο Ιησούς δεν απάντησε ότι αυτό δεν θα μπορούσε ο Διάβολος να το πράξει, αλλά αρνήθηκε μόνο την κακή του επιθυμία (16).

Όσο για την εκσφενδόνιση, μπορώ να σου δώσω μερικά στοιχεία για να καταλάβεις κείνο για το οποίο τα Ευαγγέλια μιλούν, αφού φαίνεται ότι λάθος πράγματα υποθέτεις. Όταν λοιπόν ένας άρχοντας βάλλεται έξω, δεν βάλλεται γενικά έξω από την γη, αλλά από την δική του βασιλεία και δεν είναι άλλο αυτής ο βασιλεύς της. Στην Ελλάδα είχαν ένα παρόμοιο σύστημα που το ‘λέγαν εξοστρακισμός και ο άρχοντας ή κάποιος πολιτικός της πόλης της Αθήνας, αν δεν διοικούσε καλά ή ήταν προδότης της πατρίδας, με απόφαση του λαού εβάλλετο έξω από την πολιτεία και πήγαινε να ζήσει αλλού, κάπου μακριά στην εξορία. Ασφαλώς όταν ο άρχοντας εβάλλετο εκτός της αρχαίας πόλης, νομίζω πως έπαυε ταυτόχρονα και η δική του βασιλεία, αφού τον θρόνο άλλο δεν κατείχε, ούτε τους υπηκόους της βασιλείας αυτής όριζε, αλλά την βασιλεία του αυτή την έπαιρνε και την διοικούσε κάποιος άλλος. Στα όσα λέει ο Ιησούς δεν έχουμε να κάνουμε με βασίλεια και θρόνους που κάποιος επάνω τους κάθεται διατάζοντας τους δικούς του υπηκόους, αλλά με βασίλεια που λαμβάνουν χώρα μέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου. Και ο Ιησούς λέγει πως η βασιλεία του Θεού επί του κόσμου ξεκίνησε μέσα από τις καρδιές που δέχονται τον σπόρο και λόγο του Θεού (17). Και όσοι τον σπόρο του Θεού δέχονται αποβάλλουν το σπόρο του διαβόλου, που δεν απέβαλε ο Ιούδας (18). Όταν λοιπόν εσύ ρωτάς ποιος είναι ο λόγος που ο άρχοντας του κόσμου βάλλεται έξω ως ξένος, τότε σου λέω πως ο λόγος αυτός είναι ο Ιησούς· και μην απατάσαι ισχυριζόμενος πως ξένος βασιλεία δεν μπορεί να έχει. Διότι πολλά βασίλεια στον κόσμο ξένους βασιλιάδες κάλεσαν στον θρόνο τους ανάλογα με τις περιστάσεις. Στην Σικελία για παράδειγμα, Έλληνες, Καρχηδόνιοι και Ρωμαίοι πολλά έχουν να σε διδάξουν μέσα από την ιστορία, την οποία φαντάζομαι δεν διάβασες ή δεν θέλεις καν να την αναφέρεις στην δική μας λόγια γραμματομαχία.

Ερχόμενος λοιπόν εις την περίστασή μας, μπορώ ακόμη να ισχυριστώ ότι η καρδιά του καθενός, στον ίδιον που την φέρει ανήκει, παρά στον διάβολο ή τον Θεό και ο καθένας αποφασίζει μόνος του σε ποιο βασιλέα θέλει να την χαρίσει (19). Κι αν δούμε αυτά που λες για την βία του εξοστρακισμού, πως δηλαδή το αδίκημα το διαπράττει αυτός που ασκεί την βία παρά εκείνος που την υφίσταται, τότε για βία δηλαδή θα μιλήσουμε από τις καρδιές των ανθρώπων εναντίον του διαβόλου. Υποθέσεις όμως που ισχύουν αλήθεια μόνο για διαφορετικές και άλλες περιστάσεις και όχι για την δική μας. Διότι εδώ καμία βία δεν υπάρχει, εφόσον η καρδιά του καθενός ανήκει εις τον ίδιο· ποιον βασιλέα έχει μέσα της αυτή, δεν είναι τάχα θέμα βίας, αλλά θαρρώ ως σου υπέδειξα ακέραιης ελευθερίας του ιδιοκτήτη. Με τέτοια ελευθερία ο Ιούδας βάζοντας τον διάβολο στην καρδιά του, πρόδωσε τον Ιησού όπως και συ φυτεύοντας την αμφιβολία, έπραξες ομοίως. Αν κάποιοι λοιπόν ασκούν βία, επειδή κουμαντάρουν την καρδιά τους σύμφωνα με τις δικές τους αποφάσεις, τότε σε τίποτα δεν διαφέρουν από σένα.

 

 

 

ΙΗΣΟΥΣ & ΔΙΑΒΟΛΟΣ

 

ΙΙ, 16. Ας ακούσουμε και κείνη την θεατρινίστικη κουβέντα που είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, κι έχει ως εξής: «Δεν μπορείτε», λέει, «να ακούσετε τα λόγια μου, γιατί σεις κατάγεστε από τον πατέρα σας τον διάβολο [γ], και θέλετε να εκπληρώνετε του πατέρα σας τις επιθυμίες.» [Ιωάν. 8.43-44]

Ξεκαθάρισε μας, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο διάβολος, ο πατέρας των Ιουδαίων. Γιατί όσοι κάνουν το θέλημα του πατέρα τους, καλώς κάνουν και τιμούν τον πατέρα, υποχωρώντας μπρος στη γνώμη του. Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γι’ αυτήν του την κακία. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος ο πατέρας, που ικανοποιώντας οι Ιουδαίοι την επιθυμία του δεν άκουγαν τον Χριστό; Εφ’ όσον οι Ιουδαίοι λένε «ένα πατέρα έχουμε, τον θεό», ετούτος καταργεί τη θέση τους αυτή, καθώς ισχυρίζεται: «Εσείς κατάγεστε από τον πατέρα του διαβόλου» [δ], τουτέστιν από τον διάβολο.

Μα ποιος είναι αυτός ο διάβολος και πού τριγυρνάει, και ποιον διέβαλε, ώστε να του κολλήσουν αυτό το παρατσούκλι; Γιατί φαίνεται πως δεν είναι το κανονικό του όνομα αυτό, αλλά το οφείλει σε κάποιο συμβάν, που αν το πληροφορηθούμε σωστά, τότε πια θα ξέρουμε. Αν ονομάζεται διάβολος εξ αιτίας κάποιας διαβολής, ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους εμφανίστηκε και διέπραξε την απαγορευμένη πράξη; Γιατί θα φανεί εδώ ότι αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές φέρει την ευθύνη διότι είναι εύπιστος, ενώ τη μεγαλύτερη αδικία την υφίσταται το θύμα της διαβολής. Και θα φανεί ότι την αδικία δεν τη διαπράττει ο ίδιος ο διάβολος, μα εκείνος που έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Όπως δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ’ ένα παλούκι, μα εκείνος που έμπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται.

Πες μου όμως· αυτός ο διάβολος διακατέχεται από πάθη, ή όχι; Αν δεν διακατέχεται από πάθη, δεν θα διέβαλλε ποτέ. Αν όμως είναι εμπαθής, δικαιούται τη συγγνώμη μας· ακριβώς όπως δεν κατηγορούμε ως άδικο κάποιον που υποφέρει από φυσική αρρώστια, αλλά πάνω απ’ όλα τον οικτίρουμε για τα βάσανα του.

Για θεατρινισμό τον Ιησού φαίνεται πως με τα λόγια σου κατηγορείς, αν και για ζητήματα θεάτρου φαίνεται πως λίγα, και όσα μόνο σε συμφέρουνε, γνωρίζεις. Διότι με την ίδια αυτή κατηγορία επί θεατρινισμού, νομίζω πως ο Ιησούς κατηγόρησε πολύ πριν από σένα κάποιους άλλους· κατηγόρησε δηλαδή αυτούς τους Ιουδαίους που εσύ εδώ υπερασπίζεις, όταν τους ξεκαθάριζε πως ο Διάβολος είναι ψεύτης· (20) και εκείνοι σαν αρνητές της αλήθειας (21), δεν μπορεί να είναι παιδιά του Θεού που είναι η αλήθεια, μα μόνο του ψεύτη του διαβόλου. Βλέπεις υποκρίνονταν αυτοί πως αγαπούσαν τον Θεό ως πατέρα τους, αλλά για τον Ιησού δεν ήταν πλέον παιδιά Του. Αυτό νομίζω πως είναι ο θεατρινισμός. Να παριστάνεις πως είσαι ο γιος κάποιου, και εκείνος να μην είναι ο πατέρας σου. Σωστά λοιπόν κατηγόρησε ο Ιησούς, όχι όπως λες εσύ τα παιδιά για την κακία του πατέρα, αλλά τα παιδιά για την δική τους την κακία, δηλαδή για την συνήθειά τους αυτή να λένε ψέματα για το ποιος είναι πραγματικά ο πατέρας ο δικός τους. Κι όπως και συ μας είπες «Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γι’ αυτήν του την κακία» αλλά είναι πολύ σωστό να κατηγορείς τα παιδιά του λέγοντας πως θέλουν να εκπληρώνουν του πατέρα, τις κακές επιθυμίες (22) που όμως Εκείνος δεν τις έχει.

Αν λοιπόν, ως λέγεις, τα παιδιά οφείλουν να ακούνε τον πατέρα τους, τότε θα σε ρωτούσα ποιον πατέρα έλεγαν πως είχαν οι Ιουδαίοι; δεν έλεγαν οι ίδιοι, και συ καλά το θυμήθηκες, πως είχαν τον Θεό; Μόνο όμως που δεν Τον άκουγαν και δηλαδή ως λες διόλου δεν Τον τιμούσαν. Αν λοιπόν για σένα δεν είναι ορθό να κατηγορείς τα παιδιά για την κακία του πατέρα, από την άλλη είναι το ίδιο λάθος να κατηγορείς τον πατέρα για τις κακίες των παιδιών. Και νομίζω πως ο Ιησούς αυτό ήθελε να αποφύγει με αυτή του την κατηγορία προς τους Ιουδαίους (23).

Ας περάσουμε όμως και σε εκείνα που δηλώνεις για τον διάβολο και τις διαβολές του. Μιας λοιπόν και δεν τον γνωρίζεις ας στον συστήσω. Ο Διάβολος ήταν ένας άγγελος, ένα πλάσμα ανάμεσα σε τόσους άλλους πλασμένους από τον Θεό αγγέλους, που θέλοντας να εξυψωθεί ενώπιον του Θεού από υπερηφάνεια, απέβαλλε από μέσα του το Φως της μετοχής εις την άκτιστη Φωτεινή, την Θεϊκή την Χάρη και σκοτείνιασε, γινόμενος ένας μαύρος άγγελος ή αλλιώς ένας δαίμονας. Η διαβολή του άρχισε όταν θέλησε να παρασύρει ενάντια στον Θεό και τον άνθρωπο και για να τον πλανέψει του είπε λίγα αλλά σπουδαία ψέματα. Ο Θεός δεν ήθελε τον άνθρωπο να γνωρίσει το κακό με την μετοχή σε αυτό, αλλά με την γνώση του καλού που θα του έδινε ο ίδιος ο Θεός. Ο Διάβολος βάζοντας τον άνθρωπο να παρακούει τον Θεό, υποσχόμενος την παντοδυναμία και την θέωση του με επανάσταση στην αγαθή Θεία βούληση, παρά με συμμετοχή σε αυτήν, τον έθεσε και αυτόν εκτός της Θείας Χάρης· ο άνθρωπος έπεσε στην δουλεία του θανάτου και άρχιζε να οριοθετεί μόνος του τόσο το κακό όσο και το καλό, αλλά βέβαια εσφαλμένα [Πρβλ. Σεβεριανό].

 Από την μια λοιπόν έχεις δίκιο σαν λες πως αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές είναι εύπιστος και πως την μεγαλύτερη αδικία την υφίσταται το θύμα τους, διότι στην περίπτωσή μας ο άνθρωπος Αδάμ ως εύπιστος έχασε, πρόσκαιρα τουλάχιστον, την αθανασία την οποία χορήγησε και πάλι σ’ αυτόν και στους απόγονούς του ο Ιησούς με την ανάστασή Του. Από την άλλη δεν νομίζω πως έχεις δίκιο σαν λες, πως την μεγαλύτερη αδικία την διαπράττει εκείνος που δίνει το δικαίωμα της διαβολής, παρά εκείνος που την διαπράττει. Αν αλήθεια μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο, τότε θα έπρεπε να κατηγορείς τον πατέρα, επειδή ο γιος του τυχαίνει να είναι κλέφτης [Πρβλ. Quaestiones XIV et XV]. Όμως γνωρίζεις πολύ καλά πως εσύ ήσουν εκείνος που διαχώρισες την κακία του πατέρα από τα παιδιά του, όταν νωρίτερα υπεράσπιζες τους Ιουδαίους· να που τώρα κατ’ αντιστροφή επιθυμείς να ρίξεις την κακία ενός παιδιού εις τον δικό του τον πατέρα, επειδή του έδωσε την δυνατότητα γεννώντας τον να γίνει ελεύθερα ένα παλούκι μέσα στο βαθύ πυκνό σκοτάδι.

Ας σου δηλώσω επίσης εδώ, πως και το παράδειγμα με το παλούκι που χρησιμοποιείς δεν κάνει για τα μέτρα τα δικά σου. Διότι πάνω στο παλούκι μες την νύχτα δεν σκοντάφτει κανείς μόνο επειδή είναι εύπιστος, πιστεύοντας κάποιον που του είπε ψέματα πως ο δρόμος είναι ελεύθερος και παλούκι δεν υπάρχει, αλλά ακόμη γιατί το παλούκι είναι άψυχο και βούληση δεν έχει, ενώ ο διάβολος βούληση σαφώς και είχε και έχει, ώστε το ακίνητο παλούκι μες την νύχτα αν ήθελε μπορούσε και να μην το παριστάνει.

Διαφωνούμε ακόμη και σε ένα επιπλέον σημείο· δηλαδή για όσα λες για τα πάθη του διαβόλου. Διότι τα πάθη και οι εμπάθειες μάλλον από έξεις γίνονται παρά από φυσική αρρώστια· και έτσι έχοντας τα πράγματα σίγουρα τον διάβολο δεν οικτίρουμε γιατί βάσανα δεν έχει. Αν κρίνουμε από τα λόγια σου, δεν είναι λοιπόν ο διάβολος εκείνος που υφίσταται τις διαβολές, αλλά το θύμα του ο άνθρωπος, και αυτός είναι εκείνος ο άτυχος εύπιστος που πρέπει να έχει τον οίκτο μας για βάσανά που απόκτησε και που δεν είχε, παρά το ασυμμόρφωτο διαβολικό παλούκι.

Αν λοιπόν, τα λόγια τα δικά σου είναι μεγάλες διαβολές, και συ παριστάνεις το παλούκι, τότε σίγουρα οι εύπιστοι που σε σένα και σε όσα λες πιστέψουν θα υποστούν τα βάσανα της δικής τους, της κακής τους κρίσης· ενώ ευθύνη για όσα λες εσύ θαρρώ πως φέρεις, παρά ο πατέρας και η μάνα που σε γέννησε, όπως ευθύνη θα έχουν και οι εύπιστοι που κατηγόρησες για την δική τους πίστη στις μικρές ή μεγάλες διαβολές σου, παρά οι γονείς που τους γέννησαν και που πιθανόν σήμερα να έχουνε πεθάνει. Και δεν πρέπει να ξεχάσουμε εδώ, πως τις ίδιες αυτές κουβέντες σου, αναίσχυντα αναιρείς σαν πρόκειται αργότερα τον Παύλο να κατηγορήσεις. [Πρβλ. ΙΙΙ.31]

 

 

ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

 

III, 1. Για ποιο λόγο ο Χριστός, ούτε στον αρχιερέα όπου τον οδήγησαν ούτε στον κυβερνήτη δεν είπε ένα λόγο άξιο σοφού και θείου ανθρώπου, ένα λόγο ικανό να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει καλύτερους, το δικαστή και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους; Παρά ανεχόταν να τον χτυπούν μ’ ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι, σε αντίθεση με τον Απολλώνιο Τυανέα, [ε] που αφού πρώτα τα ‘ψαλε του αυτοκράτορα Δομητιανού, αμέσως μετά έγινε άφαντος από τα ανάκτορα κι ύστερα από μερικές ώρες εμφανίστηκε στην πόλη Δικαιάρχεια -τους σημερινούς Ποτιόλους- μπρος σε όλο τον κόσμο. Μα ακόμα κι αν ήταν θεϊκή εντολή να υποστεί τα πάθη, ο Χριστός όφειλε μεν να υπομείνει την τιμωρία, όχι όμως και να τα υποστεί όλα βουβός χωρίς να μιλήσει διόλου· θα έπρεπε να μιλήσει δυνατά και να πει λόγια σπουδαία και σοφά στον Πιλάτο το δικαστή κι όχι ν’ αφήνει να τον εξευτελίζουν σαν κανένα τιποτένιο του δρόμου. [στ]

Κάποτε μιλήσαμε για διακεκριμένους άνδρες και συ ο ίδιος ανέφερες πως ο Ιησούς καταδικάστηκε σε θάνατο χωρίς ποτέ να πράξει αδίκημα που να οδηγεί αναγκαστικά σε τούτο. Παλαιά στην Αθήνα, ως είπαμε, με παρόμοιο τρόπο δικάστηκε και ο σοφός Σωκράτης σε δικαστήριο με περισσότερους να αποφασίζουν για την τύχη την δική του, από ότι συνέβη στην Ιουδαία. Αν θυμάσαι καλά, ο Σωκράτης παρά τις όποιες σοφές κουβέντες του που έθεσε σε απολογία καταδικάστηκε. Όταν προσπάθησε να πει ακόμη πιο σοφότερα λόγια, καταδικάστηκε ξανά με περισσότερους αυτή την φορά ψήφους ενάντια του. Βλέπεις ορισμένες φορές οι αποφάσεις έχουν ληφθεί πολύ πριν την δίκη, η οποία δεν είναι παρά μια παράσταση για την ιερή ή πολιτική ή νομική, αν θες δικαίωση της απόφασης στα μάτια του υπόλοιπου του κόσμου.

Στην περίπτωση του Ιησού, οι Ιουδαίοι προσπάθησαν να Τον θανατώσουν πολύ πιο πριν και χωρίς δικαστήριο (24) όπως και πάλι ξαναπροσπάθησαν αναζητώντας ψευδομάρτυρες (25). Αν κανείς είναι αθώος και καταδικάζεται σε θάνατο, από αυτούς που εσύ βαπτίζεις διακεκριμένους άνδρες, τότε σε τι χρησιμεύουν οι απολογίες παρά στο να δείξουν ότι, μάλλον ο προ της δίκης καταδικασμένος δεν εννόησε με τι ανθρώπους αδίστακτους είχε από την πρώτη στιγμή να κάνει; Μπορώ να σου πω δηλαδή, ότι αν δεν είναι ένοχος ένας άνθρωπος και καταδικάζεται όμως παρά ταύτα άδικα σε θάνατο από τους δικαστές του, απολογίες δεν ωφελούν, εφόσον οι δικαστές του δεν φαίνονται για δίκαιοι, ώστε να μπορούν με δικαιοσύνη να τις κρίνουν. Αυτό δηλαδή με κάνει να σκέφτομαι, πως περισσότερο εσύ ζητάς τις απολογίες για δικούς σου λόγους παρά θα ενδιέφεραν ποτέ, όπως δεν ενδιέφεραν, τους άδικους δικαστές του Ιησού. Άλλωστε τα τέσσερα βιβλία που ίσως κάποτε κράτησες στα χέρια σου, αποτελούν μια ικανή απολογία του βίου του Χριστού. Όμως δεν φαίνονται να σου γεννούν καμία φανερή διάθεση αθώωσης Του, αλλά αντιθέτως σε οδηγούν στην συνεχή Του καταδίκη. Μην νομίζεις δηλαδή ότι μπορείς να γίνεις πιστευτός, πως δεν θα καταδίκαζες δηλαδή τον Ιησού, αν στα βιβλία αυτά υπήρχαν μερικές λέξεις γραμμένες παραπάνω για τα αυτιά του Πιλάτου ή του Καϊάφα. Διότι εδώ γίνεται λόγος για τα δικά σου τα κουφά αυτιά, παρά για τα δικά τους.

Η σοφία του Ιησού, αν την θες, φαίνεται περίσσεια στην διδασκαλία Του προς τους μαθητές Του και όχι σε μια κάποια παραπανίσια απολογία που εσύ θα ήθελες τώρα να υπάρχει, προς τους τυφλούς τους δικαστές Του. Εκείνος καλά το δήλωσε πριν δικαστεί, πως δεν έχει το αξίωμα ουσιαστικά κανείς να Τον καταδικάσει (26). Έτσι η στάση Του, όταν δηλαδή Τον χτυπούσαν και Τον έφτυναν ως λες, και Αυτός δεν έφερνε καμία αντίσταση (27), περισσότερο μπορώ να δεχτώ πως υπήρξε ως συμφωνία λόγου και πράξης ενός συνετού, παρά ενός τιποτένιου άνδρα. Γιατί αν τα λόγια Του δεν συμφωνούσαν με τις πράξεις Του, τότε θα έστεκαν δίκαια οι δικές σου οι κατηγορίες περί θεατρινισμού, και θα ήταν πράγματι σαν κάποιος τιποτένιος. Όμως και οι δυο μας μπορούμε κάλλιστα θαρρώ να δούμε, ότι ο Ιησούς, δεν ήταν καθόλου θεατρίνος και αυτό για δική σου λύπη παραπάνω. Αυτά που έλεγε τα βίωνε βαθιά μέσα Του και τα εφάρμοζε ώστε να γίνει παράδειγμα και για εμάς τους έπειτα, τους αμαρτωλούς του χρόνου, τους μεγάλους και όχι μόνο για τους σύχγρονούς Του.

Αν δεν σε έπεισαν λοιπόν αυτά τα φτωχά μου λόγια, τότε δες για σύγκριση τον Σωκράτη τον σοφό και τον Απολλώνιο τον Τυανέα. Ο μεν Σωκράτης ο σοφός, διάλεξε σαν τον Ιησού, μέχρι τέλους τα λόγια και τις διδασκαλίες του με πίστη και ακολουθία να υπερασπίζει έναντι των μαθητών του. Ότι δηλαδή τους νόμους της πόλης, σύμφωνα με αυτόν, θα έπρεπε κανείς να υπακούει ακόμη και όταν οι νόμοι αυτοί στρέφονταν ενάντια του. Μάλιστα έλεγε, πως ούτε το άδικο δεν θα έπρεπε κανείς ποτέ να μην το πράττει, ακόμη και αν οι άλλοι επάνω του συνέχεια το εξασκούν με άπλετη μανία. Έτσι ο Σωκράτης ποτέ του δεν το έσκασε, ούτε θέλησε πάνω σε άλλον την αδικία που υπέστη να επιτρέψει ζητώντας να εκδικηθεί. Αντίθετα ο Απολλώνιος ο Τυανέας, περισσότερο νομίζω ενδιαφέρονταν για το πετσί του, παρά για τους όποιους μαθητές του, σαν εξαφανίζονται από δω και εμφανίζονται εκεί, δίχως κανένα σοφό σε μένα λόγο. Αν υπάρχει κάποιος λόγος φανερός, τότε αυτός δεν είναι άλλος, παρά ένας από τους εξής απλούστατους ολίγους δύο: είτε προσπάθεια για σωτηρία με απόδραση από αυτούς που τον κυνηγούν, είτε προσπάθεια γέννησης θαυμασμού ή εντυπωσιασμού για τους θεατές του. Διότι στα αλήθεια δεν γνωρίζω με ποιον όμοιο τρόπο οι μαθητές του θα κατάφερναν να ξεφύγουν από την όποια ενάντιά τους άδικη, αν υποθέσουμε, σκληρή τους καταδίκη, προσπαθώντας να ακολουθήσουν το παράδειγμα της απίθανης εξαφάνισής του, βρίζοντας μάλιστα και τον όποιο δικαστή τους. Διότι αυτοί, μην μπορώντας ποτέ τους να εξαφανιστούν, αφού θα έβριζαν το δικαστή τους, το μόνο που θα κατάφερναν ήταν σίγουρα η με όλα τα μέσα σκληρή τους καταδίκη. Με άλλα λόγια αν δεν με κατάλαβες, εκείνοι που έγραψαν αυτές τις ιστορίες για τον Τυανέα, περισσότερο ήθελαν εντύπωση ανάμεσα στους αναγνώστες να γεννήσουν, παρά αλήθειες να διδάξουν στους όποιους ανίκανους να ανταπεξέλθουν στην βιωματική διδασκαλία του, πιθανούς ακόλουθούς του.

Για τούτο λέγω πως ο Σωκράτης δεν άκουσε τους μαθητές του, ώστε να εξαφανιστεί από την πόλη της Αθήνας με διαφορετικό από τον Τυανέα βέβαια τρόπο, διότι περισσότερο τον ενδιέφεραν οι μαθητές του να ακολουθήσουν τα λόγια τα δικά του, που ως είδαμε τα έκανε εκείνες τις ημέρες πράξη, παρά τον ενδιέφερε η ζωή η δική του, ως ενδιέφερε τον Τυανέα. Αν μελετήσεις λοιπόν και την περίπτωση του Ιησού, τότε θα καταλάβεις πως και Αυτός, απευθύνονταν σε ανθρώπους που ήθελε να τους διδάξει για την ζωή τους· να τους διδάξει δηλαδή το πως θα πρέπει να συμπεριφέρονται και πως να δρουν, όντας μέσα στα όρια της όποιας πολιτείας ως απλοί άνθρωποι, παρά ως μάγοι θεατρίνοι (28). Ο Παύλος μάλιστα πολύ καλά τα κατάλαβε αυτά και τα είπε όχι μία (29) αλλά δύο φορές (30) και πολλές άλλες παραπάνω.

 

 

III, 2. Μα και κείνα τα λόγια του Ιησού προς τους μαθητές, γεμάτα ασάφεια και αμορφωσιά: «Μη φοβηθείτε», λέει, «εκείνους που θανατώνουν το κορμί»· κι ο ίδιος αγωνιά και μένει ξάγρυπνος προσμένοντας τα δεινά, και προσεύχεται παρακαλώντας να μη τον βρει το κακό, και λέει στους δικούς του: «μείνετε ξυπνητοί και προσευχηθείτε, για να σας φύγει ο πειρασμός». Αυτά δεν είναι κουβέντες άξιες ενός υιού του θεού, μα ούτε καν ανθρώπου σοφού που περιφρονεί το θάνατο [ζ].

Εσύ Πορφύριε επιθυμείς τώρα δα, να δεις ένα Ιησού να περιφρονεί τον θάνατο, αν και νωρίτερα ζήτησες ωραία λόγια απολογίας μπροστά στους δικαστές του να αρθρώνει ή να εξαφανίζεται από μπρος τους, λες και ανάποδα κυριαρχεί μέσα Του ο τρόμος και ο φόβος, προτείνοντάς μας ως παράδειγμα εκείνες τις πράξεις του φυγάδα, που θεός δηλαδή δεν ήτανε, του Απολλώνιου του Τυανέα. Αυτός και αν έτρεμε πραγματικά για την ζωή του, αφού σε ανάσταση δεν μπορούσε να ελπίζει όπως ο Ιησούς· γι’ αυτό και εξαφανίστηκε και έγινε καπνός μπρος από τον αυτοκράτορα, βάζοντας πολύ ψηλά τα γρήγορα θνητά του πόδια.

Έπειτα μην ξεχνάς, αν δίκαιος θέλεις να είσαι απέναντι στον Ιησού, πως μέχρι εκείνη την στιγμή της φράσης Του αυτής, δεν θα έπρεπε να γνώριζε τι επρόκειτο να Του συμβεί, αν κοινός θνητός στην φύση Του ήταν. Όμως όταν ανάποδα μαρτυράς πως γνώριζε ότι επρόκειτο, έστω και για μερικές μέρες να πεθάνει, ή σοφία ή προφητικό χάρισμα ή θεϊκή φύση ή όλα μαζί, χωρίς να το επιθυμείς μέσα στην φιλοσοφική θολούρα Του αποδίδεις. Και πράγματι όλα αυτά τα είχε, αφού στο τραπέζι νωρίτερα γνώριζε πολύ καλά αυτή του μαθητή Του την κακή την προδοσία, όπως και τον προδότη τον Ιούδα (31)· γνώριζε επίσης πολύ καλά ότι μετά το μαρτύριό Του θα φύγει από τους νεκρούς, που μέσα τους η γη πολύ σφιχτά κρατάει (32).

Ακόμη, αν δεν έλεγα πως παρουσιάζεις μπερδεμένα πολύ τα γεγονότα με όλα αυτά που ξεστομίζεις, τότε θα έπρεπε να υποστήριζα ότι τα έχεις εντελώς χαμένα. Διότι σωστά είπε ο Ιησούς να μη φοβάται κανείς εκείνους που θανατώνουν το κορμί και μετά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα πέρα από αυτό και παραπάνω (32α). Δεν έχει κανένα νόημα να αποκτά κανείς τα πάντα σε αυτό τον κόσμο, αν δεν καταφέρνει να λυτρώσει την ψυχή του (33β). Με άλλα λόγια, θα ’λεγα εδώ, ότι ο Ιησούς δεν φοβόταν εκείνους που φέρνουν το θάνατο του σώματος, γι’ αυτό και δεν τους αντιστάθηκε κατά την σύλληψή Του. Αν στα αλήθεια ο Ιησούς τον θάνατο έτρεμε, και γνώριζε πως αυτός στα σίγουρα θα ’ρχόταν μια για πάντα, τότε θαρρώ θα το έβαζε στα πόδια ως ο θνητός ο Τυανέας, παρά οικιοθελώς θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών Του (33). Αν πάλι δεν ήξερε, δεν θα έπρεπε να είχε φόβο, τόσο όσο φάνηκε στην προσευχή Του (34), για τον οποίο λαθεμένα εσύ τον στιγματίζεις. Μα ακόμη περισσότερο δεν θα ζητούσε στον μαθητή Του να βάλει το μαχαίρι του στην θήκη του (35), σαν πήγαν κάποιοι άνανδροι για να Τον συλλάβουν· ούτε και το αυτί θα γιάτρευε του οπλισμένου και αδυσώπητου εχθρού Του (36)· μόνο θα τους άφηνε όλους να αλληλοσπαραχτούν και θα ‘τρεχε μακριά ενδιαφερόμενος μόνο για την πολύτιμη θνητή ζωή Του. Και μην γελιέσαι. Ούτε βεβαίως ο Σωκράτης στην Αθήνα το έσκασε από την φυλακή, αν και θα μπορούσε, μα κανείς για την περίπτωση την δική του δεν υποστήριξε ποτέ ότι ήτανε θεός, ότι έκανε θαύματα, ότι αναστήθηκε ή ότι αναλήφθηκε στους Ουρανούς.

Εκείνος λοιπόν που χάνει την ψυχή του εις την γέεννα του πυρός, είναι εκείνος που υπακούει εις τον Διάβολο και τον βάζει στην καρδιά του [Πρβλ. ΙΙ, 15] αντί του Ύψιστου Θεού. Και ως είδαμε όλοι μας πολύ καλά, ο Ιησούς στο τέλος υπάκουσε στο αγαθό το θέλημα του Θεού Πατέρα(36α), παρά σε εκείνο του πονηρού του διαβολέα· και αυτό ήταν που πάντοτε έπραττε, ακόμη και όταν ο Διάβολος τον προκάλεσε ευθέως, τάζοντάς του παλάτια και βασίλεια σ’ όλη την Οικουμένη. [Πρβλ ΙΙ, 16.] Όσο για την αγωνία του Ιησού, γνωρίζουμε ότι σαφώς υπήρξε· και ο φόβος Του αυτός δεν ήταν άλλος παρά ανησυχία για το χάσιμο της ανθρώπινης ζωής της σαρκικής, όχι ως είπαμε τρόμος των οπλισμένων των εχθρών Του· εκείνοι δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα κακό για παραπάνω, παρά λυσσαλέα στον σταυρό να τον θανατώσουν. Όμως αν ο Χριστός δεν υπάκουγε στον Ύψιστο Θεό, αλλά στον μοχθηρό τον διαβολέα και δεν δεχόταν το πικρό εκείνο το ποτήρι, τότε τα πράγματα θα είχανε διαφορετικά εξελιχθεί και δεν θα είχαμε τίποτα οι δυο μας για να πούμε.

Ο γλυκός Θεός μας ο Ιησούς, στα αλήθεια θυσιάστηκε για εμάς του δυο και για άλλους πολλούς ανθρώπους παραπάνω. Κι αν Αυτός δεν ένιωθε έστω και ελάχιστη αγωνία για τον σαρκικό τον θάνατο, αν δεν φοβόταν μέσα Του έστω και λίγο για τα βασανιστήρια που του ετοίμαζαν οι εχθροί Του, τότε ποιος ο λόγος να μιλά κανείς για θυσία και προσφορά του Υιού του Ύψιστου Θεού προς τους θνητούς και αμαρτωλούς ανθρώπους (36β); Τι νόημα αγάπης θα είχε δηλαδή ενσάρκωση θεού, που η ψυχή για το σώμα του που θανατώνεται εις άφεση αμαρτιών (36γ) των αγαπημένων Του πλασμάτων, δεν αγωνιά και δεν πονά καθόλου; Ας έμενε εκεί ψηλά στον ουρανό, στον Όλυμπο ή στην Μεγάλη Πυραμίδα της Αιγύπτου. Διόλου δεν θα μ’ ένοιαζε θαρρώ μια τέτοια υποκρισία.

 

 

III, 3· Κι ακόμη, μου φαίνεται τελείως ανόητο εκείνο που είπε, «Αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και μένα, διότι ο Μωυσής για μένα έγραψε.». Όμως δεν σώζεται κανένα γραπτό του Μωυσή. Λένε πως όλα τα συγγράμματα του κάηκαν μαζί με το Ναό. Όσα γράφτηκαν αργότερα επ’ ονόματι του Μωυσή, χίλια εκατόν ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του, τα συνέγραψαν ανακριβώς ο Έσδρα και οι άνθρωποι του. Μα ακόμα και να δεχτεί κανείς ότι ο γραπτός Νόμος είναι του Μωυσή, δεν μπορεί να υποδείξει κανένα σημείο όπου να αναφέρεται ο Χριστός ως θεός ή λόγος του θεού ή δημιουργός. Και τελοσπάντων, από ποιον είχε ειπωθεί πως ο Χριστός θα σταυρωνόταν;

Άκουσα, δίχως να γνωρίζω ότι πράγματι αληθεύει, πως κάποτε πριν αλλάξεις το όνομα σου σε «Πορφύριος», σε αποκαλούσαν Μάλχο, επειδή ήσουν Σημίτης, ίσως Ιουδαίος. Κι αν αλήθεια τέτοιες ρίζες έχεις, μπορώ να σου πω ότι λίγα πράγματα γνωρίζεις για τον χώμα που σε ανέθρεψε, δηλαδή για τον λαό που κατάγεσαι και τα ιερά του τα βιβλία· όπως ασφαλώς λίγα γνωρίζεις και για εκείνα εμάς των Χριστιανών. Διότι είναι μεγάλο ψέμα να λες πως δεν σώζεται κανένα γραπτό του Μωυσή, αφού το ίδιο το παλαιό βιβλίο των πιθανών προγόνων σου πολύ ξεκάθαρα αναφέρει ότι, αν και το βιβλίο του Μωυσή κάποτε εξαφανίσθηκε, ύστερα έπεσε πάλι στα χέρια τα δικά τους (37)· και έκτοτε θαρρώ πως από τα μάτια τους ποτέ δεν χάθηκε ξανά. Μην συνεχίζεις λοιπόν λέγοντας πως ο Εσδράς και οι άνθρωποί του συνέγραψαν ανακριβώς, όσα αντιθέτως υπήρχαν από τα χρόνια του Μωυσή (38).

Η ανακρίβεια λοιπόν, από όσα μπόρεσα να σου δείξω άπλετα φυτρώνει τώρα στο δικό σου το εύφορο χωράφι, παρά εκείνους τους καιρούς στην άγονη έρημο της Ιουδαίας. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε ο Ιησούς ποτέ να είναι ψεύτης και συ εκείνος που λέει την αλήθεια. (39) Διότι αν εσύ ήσουν πράγματι εκείνος που λέει την αλήθεια, τότε το βιβλίο του Μωυσή θα ήταν μέχρι τότε πράγματι χαμένο, ενώ ο Ιησούς, με άλλα λόγια, θα κορόιδευε τους τότε Ιουδαίους, όταν έκανε αναφορά σε ετούτο ονοματίζοντας το έτσι ανάμεσά τους. Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν· οι Ιουδαίοι πολύ καλά το γνώριζαν πως τα βιβλία εκείνα ήσαν στα αλήθεια του Μωυσή, αφού οι ίδιοι πολλές φορές το δήλωσαν ως είδαμε ξεκάθαρα μέσα στα τέσσερα βιβλία· όπως βεβαίως το δήλωσε και ο Ιησούς (40), αγνοώντας επιδεικτικά την δική σου την λαθεμένη από το πάθος γνώμη. Βέβαια εύκολα υποστήριζες νωρίτερα πως ο Ιησούς άδικα κατηγορούσε τους Ιουδαίους, μιας και καταργούσε την θέση την δική τους· ότι δηλαδή πατέρα δεν έχουν τον Θεό αλλά τον διάβολο. Δύσκολα λοιπόν ξεφεύγεις εσύ από αυτή την δική σου την ίδια την κατηγορία, σαν καταργείς τόσο εύκολα την θέση των Ιουδαίων περί της καταγωγής των ιερών γραφών τους [Πρβλ. ΙΙ, 16].

Έπειτα λες βιαστικά ότι ο Μωυσής ή τα βιβλία του δεν έγραψαν για τον Ιησού σε κανένα τους σημείο. Υποστηρίζεις πως κανείς δεν έγραψε νωρίτερα από τους Ευαγγελιστές, ότι ο Ιησούς είναι Θεός, Λόγος του Θεού, Δημιουργός ή πως κανείς δεν έγραψε τάχα για την σταύρωσή Του. Νομίζω ότι κι αν έστω μόνο ένα σημείο ενάντια σε όσα λες σου υποδείξω, εφόσον εσύ σαν τυφλός κανένα δεν φαίνεται να βλέπεις, θα καταλάβεις ότι έχεις κάνει πολύ μεγάλο λάθος. Και το σφάλμα σου δεν είναι άλλο από το να ψάχνεις πιθανώς την λέξη «Ιησούς» ή «Χριστός» στα βιβλία του Μωυσή. Αν στα αλήθεια ο Μωυσής είχε γράψει την λέξη Ιησούς στα δικά του τα βιβλία, τότε ο Χριστός δεν θα είχε κανένα λόγο να υπαινίσσεται ότι ο πρώτος για Εκείνον γράφει (41), αφού το πράγμα θαρρώ θα ήταν ίσως ξεκάθαρο για όλους και δεν θα χρειάζονταν κανένας υπαινιγμός προς τούτο. Και λέω ίσως, διότι αν η λέξη Ιησούς εμφανίζονταν στον Μωυσή, πιθανόν αργότερα πολλοί να χρησιμοποιούσαν αυτή την λέξη ως όνομα δικό τους. Όμως ποιος θα μπορούσε ποτέ να υπαινιχθεί αλήθεια πως γι’ αυτόν έγραψε ο Μωυσής αν δεν μπορούσε να το αποδείξει κιόλας; Διότι απόδειξη σε αυτό το ζήτημα θαρρώ, το να είναι δηλαδή κανείς Λόγος του Θεού, Θεός και Δημιουργός ο Ίδιος, δεν δίδεται κάνοντας χρήση απλά μιας λέξης. Χρειάζονται πολλά περισσότερα και αυτά νομίζω είναι τα θαυμαστά τα έργα, που όλοι είδαμε και περισσότερο οι Ιουδαίοι, πως δεν λείπανε από του Ιησού τον εξαιρετικό τον βίο.

Άλλωστε, αν λείπανε τα θαυμαστά τα έργα από τον βίο του Ιησού, μόλις Αυτός έλεγε ότι για Εκείνον ο Μωυσής στα δικά του τα βιβλία γράφει, περισσότερο αποστροφή σε όλο το λαό θα προκαλούσε, παρά θα αποκτούσε τόσους φανερούς οπαδούς και ακολούθους Του. Και ακόμη περισσότερο, αν δεν είχε ο Ιησούς τόση δύναμη να αποδείξει έμπρακτα όσα ισχυρίζονταν για τον Μωϋσή και τα βιβλία του, καμία ανάγκη δεν θα υπήρχε οι Ιουδαίοι και οι Ρωμαίοι να Τον σταυρώσουν· ούτε θα χρειάζονταν να παραδοθεί και στον Πιλάτο για μια δίκη που έγινε κρυφά και μες την νύχτα, αφού η χλεύη του λαού θα ήταν η τελεσίδική και οριστική Του δημόσια καταδίκη.

Επειδή όμως όλοι οι οπαδοί σου λένε πως είσαι γνώστης της Ελληνικής παιδείας, δεν μπορώ παρά παράδειγμα να σου φέρω από αυτήν, για να σου καταδείξω την άδική σου κρίση. Στην ιστορία λοιπόν των Μακεδόνων, κάποιος μαντικός χρησμός ανέφερε πως τον Γόρδιο Δεσμό ένας μεγάλος κατακτητής μια μέρα θα καταφέρει να τον λύσει. Ο χρησμός, είναι αλήθεια, πως για τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα ονομαστικά τίποτα δεν έλεγε, ούτε αυτό βεβαίως εκείνος το υπαινίχθηκε ποτέ, μιας και δεν γνώριζε τα μελλούμενα του όπως τα γνώριζε αντίθετα ο Ιησούς για την περίπτωσή την δική Του, αλλά και άλλων. Ασφαλώς εσύ, όπως βεβαίως και κανείς ακόμη παραπάνω, δεν τόλμησε ποτέ και τούτο το γεγονός για τον Αλέξανδρο να αμφισβητήσει· όλοι πλέον αυτόν έχουνε στο νου τους ως πληρωτή της πάλαι προφητείας. Και αν απορείς γιατί κανείς δεν αμφέβαλλε ποτέ, τότε ευθέως σου λέγω λοιπόν πως δεν αμφέβαλλε, γιατί ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος που τον γνωστό αυτόν δεσμό τον έλυσε. Με άλλα λόγια ήταν ο μόνος που εκπλήρωσε εκείνη την αρχαία προφητεία. Έτσι έχουν τα πράγματα και για τον Ιησού.

Η αναφορά του ονόματος ενός λοιπόν μέσα σε μια όποια προφητεία δεν έχει πράγματι καμία σημασία, αλλά αντίθετα έχει μάλιστα πολύ και μεγάλη, θεϊκή θα έλεγα σοφία η παράλειψή του, αφού εκείνος που θα την εκπληρώσει δεν θα είναι πριν σε τίποτα γνωστός. Ειδάλλως πολλοί απατεώνες με το ίδιο όνομα είναι δυνατόν να υπαινιχθούν, πως είναι τάχα οι του παρελθόντος αναφερμένοι, προσπαθώντας δόξα να γευτούν, αν και σε κανένα σημείο δεν την αξίζουν.

Εκείνο που τώρα πρέπει να σου δείξω είναι αν ο Μωυσής μίλησε για περισσότερα από ένα πρόσωπα της θεότητας στα δικά του τα βιβλία. Κάποιος λοιπόν παρουσιάζεται στα βιβλία του Μωυσή ως Θεός και Δημιουργός, εφόσον μαζί με τον Πατέρα κατασκευάζει και Αυτός τον άνθρωπο ως Εικόνα και Ομοίωσή Τους· (42) και Αυτός δεν είναι άλλος για εμάς από τον Ιησού, εις τον οποίο μοιάζει ο άνθρωπος ως Εικόνα. Αυτός είναι ο Λόγος δια μέσω του Οποίου έγινε η Δημιουργία (43), διότι ο Θεός είχε Λόγο καθώς δημιουργούσε· (44) και Τούτος ο Λόγος ήταν ο Ιησούς, που όταν κατέβηκε στην γη μετέφερε την βούληση του Θείου Του Πατέρα (45).

Απάντηση δε στην ταπεινή ερώτησή σου για την σταύρωση του Ιησού, θα μπορούσες κάλλιστα να βρεις, αν κοίταζες λίγο πιο βαθιά τα βιβλία των Εβραίων· και ιδιαίτερα τους Ψαλμούς του Δαυίδ (46), όπου ξεκάθαρα ο βασιλιάς αυτός προλέγει για το σταύρωμα των χεριών και των ποδιών του Ιησού, αλλά και για το μοίρασμα των ιματίων Του με κλήρο (47). Επίσης στα βιβλία των Εβραίων δεν παραλείπεται να αναφερθεί (48), το ότι τα πόδια του Σωτήρας μας δεν θα τσακίζονται επί του σταυρού από τους στρατιώτες, όπως και πράγματι έγινε (49). Και δεν είναι μόνον αυτά. Στα βιβλία των Εβραίων αναφέρονται προφητικά και άλλα συγκλονιστικά γεγονότα που ταιριάζουν στον βίο του Ιησού, παρά σε κάποιον άλλο· όπως ότι θα γεννιόταν κάποιος αρχηγός στην Βηθλεέμ· (50) ότι θα προερχόταν από τη φυλή Ιούδα ο Μεσσίας· (51) ότι Σημείο του Θεού θα ήταν η γέννηση του Εμμανουήλ από Παρθένο· (52) ότι ο βασιλιάς της Σιών θα έκανε τη θριαμβευτική Του είσοδο στην Ιερουσαλήμ καβάλα πάνω σε ένα γαϊδουράκι· (53) πως ο Λόγος του Θεού για 30 αργύρια θα έπεφτε σε προδοσία· (54) ότι αυτά τα αργύρια της προδοσίας θα χρησιμοποιούνταν για την αγορά του χωραφιού του κεραμιδά· (55) ότι ο βραχίονας του Θεού θα τραυματιζόταν, θα ταλαιπωριόταν και θα δερνόταν· (56) ότι κάποιου θα του προσφερόταν να πιει ξύδι· (57) ότι ο βραχίονας του Θεού θα ενταφιαζόταν με τον πλούσιο, ο οποίος δεν ήταν άλλος στο βίο του Ιησού, από τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας· (58) και τέλος ότι θ’ ανασταινόταν από τους νεκρούς με σώμα αναλλοίωτο (59).

Ασφαλώς για κάποιους υπάρχουν περισσότερα σημεία, από όσα ανάφερα, που ταιριάζουν στον βίο του Ιησού. Και όλα όσα έγραψα δεν ξέφυγαν ούτε της προσοχής κάποιων Ιουδαίων που σημείωσαν με τα δικά τους λόγια, αυτά που περίπου αναφέρω (60). Βλέπεις πως οι ίδιοι οι Απόστολοι και μαθητές του Ιησού, ικανά παρατήρησαν κάποια γεγονότα; Ακόμη και αν φευγαλέα αυτούς είχες αναγνώσει, θα είχες υποψιαστεί ότι οι γραφές τους οι παλιές κάτι λένε για τον Ιησού (61)· έπειτα δεν θα μπορούσαν ψέματα οι μαθητές να λένε, διότι το μήνυμά τους αυτό ήταν γραμμένο και ειπωμένο εις τους συμπατριώτες τους, οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλά του Μωυσή τα συγγράμματα και είχαν την γνώση πως κάποιος μεγάλος προφήτης θα έρχονταν στο λαό τους με εντολή του ίδιου του Θεού. Ίσως επίσης ποτέ να μην το πρόσεξες, ότι στο τέλος ο Ιησούς με τον Μωυσή τον ίδιο φανερώθηκε σε Ιουδαίους· και ετούτος ο τελευταίος ποτέ δεν Τον κατηγόρησε για κάποιου είδους ψέμα (62) αν και είχε τόσο μεγάλη ευκαιρία.

Γυρίζοντας λοιπόν στο παράδειγμα της προφητείας του Γόρδιου Δεσμού, ας πούμε ότι κανείς ποτέ δεν αμφέβαλλε πως ο νικητής του αυτός δεν ήταν άλλος παρά ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ακόμη και αν ο χρησμός για τον νικητή ποτέ δεν υπαινίχθηκε. ούτε ως είπαμε το όνομα. αλλά σαφώς ούτε και άλλα πράγματα· ότι για παράδειγμα θα ήταν Μακεδόνας από την Πέλλα, με πολύ και ανίκητο στρατό, με πατέρα βασιλιά, που θα εξύψωνε την Ελλάδα, που θα προδίδονταν από τους στρατηγούς του, που θα πέθαινε νέος και μυστηριωδώς. Κι όμως στην περίπτωση του Ιησού Χριστού που οι προφητείες πολλών ανδρών λένε πολλά περισσότερα που εκπληρώνονται όλα στο πρόσωπό Του, υπάρχουν ακόμη για κάποιους δύσπιστους σαν και σένα πλείστες όποιες αισχρές αμφιβολίες. Για δες πράγματι δικαιοσύνη μαζί και εξυπνάδα. Κάτι τέτοιοι σαν και σένα δεν ξέρω αν θα πρέπει να με κάνουν να γελάω ή να κλαίω. Να γελάω με την εξυπνάδα και να κλαίω για την δικαιοσύνη. Βλέπεις το βασικό σου πρόβλημα είναι πως ο Χριστός δίδαξε ότι είναι ο Υιός του Θεού (63), όπως άλλωστε κάτι τέτοιο υποστήριξε για τον εαυτό του και ο Μέγας Αλέξανδρος· πως είναι δηλαδή υιός του Δία και δηλαδή του αρχηγού των θεών των Ελλήνων. Κι όμως αν και κανείς δεν πίστεψε πως ο Αλέξανδρος είναι υιός του θεού, εντούτοις κανείς δεν απόρριψε αυτή την προφητεία για τον Δεσμό που έλυσε. Για τον φίλο μας όμως τον Ιησού, όχι μόνο αμφισβήτησαν ότι είναι Υιός του Θεού αλλά και πολέμησαν κάποιοι κάθε μία προφητεία σχετικά με Αυτόν. Διότι αν δεν τις πολεμούσαν, θα έπρεπε να αποδεχτούν ότι πράγματι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού. Πράγμα όμως που δεν το θέλουν ούτε καν να το σκεφτούν. Τρέμει η ψυχή τους.

 

ΙΙΙ, 4· Κι αν θα ήθελε κανείς να μιλήσει και για κείνη την ιστορία, θα φαινόταν ότι πραγματικά πρόκειται για φλυαρίες εκ του πονηρού· λέει ο Ματθαίος [8.31] ότι ο Ιησούς συναπαντήθηκε με δύο δαίμονες που ζούσαν ανάμεσα σε τάφους, κι ότι εκείνοι φοβήθηκαν και μπήκαν σε κάτι γουρούνια, πολλά από τα οποία σκοτώθηκαν. Ο Μάρκος, μάλιστα, δεν δίστασε να επινοήσει έναν υπερβολικό αριθμό χοίρων [5.1], και να τι ισχυρίζεται: «Του έλεγε (ο Ιησούς): «Ακάθαρτο πνεύμα, βγες από το σώμα ετούτου του ανθρώπου», και τον ερώτησε, «ποιο είναι τ’ όνομα σου;» Και αποκρίθηκε, «Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί», και του ζητούσε να μην τον πετάξει έξω απ’ τη χώρα». Εκεί κοντά έβοσκε μια αγέλη γουρουνιών. Και τα δαιμόνια τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να μπουν μέσα στα γουρούνια. Και μόλις μπήκαν στα γουρούνια, έτρεξαν αυτά κι έπεσαν από το γκρεμό μες στη θάλασσα -γύρω στα δυο χιλιάδες γουρούνια- και πνίγηκαν· κι οι χοιροβοσκοί το ‘βαλαν στα πόδια.

Τι παραμύθι, τι παραμιλητό, τι γέλιο ασταμάτητο! Ένα πλήθος δυο χιλιάδων γουρουνιών να βουτάνε στη θάλασσα, να πνίγονται και να ψοφάνε! Και πώς, ακούγοντας κανείς ότι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους ρίξει στην άβυσσο κι ότι ο Χριστός, μπρος στα παρακάλια τους, αντί γι’ αυτό τους ξαπόστειλε στα γουρούνια, πώς να μην πει: αχ! τι αμορφωσιά, τι κωμική πλάνη! Πνεύματα φονικά, υποτίθεται, που απεργάζονται μεγάλο κακό σε βάρος της ανθρωπότητας· κι εκείνος δέχεται την αξίωση τους και τους επιτρέπει να κάνουν αυτό που επιθυμούν. Οι δαίμονες ήθελαν να χορεύουν ανάμεσα στους ζωντανούς, και να κάνουν τον κόσμο παιγνίδι τους, να ανακατώσουν θάλασσα και στεριά, να καταντήσουν την οικουμένη θέαμα θλιβερό, να ξυπνήσουν τα στοιχεία της φύσης και να βυθίσουν την υφήλιο μέσα στο χάος. Θα ‘πρεπε λοιπόν ο άνθρωπος ετούτα τα πονηρά όντα, τους αρχηγέτες του κακού, να τους πετάξει ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελαν, κι όχι να δείξει, αδυναμία μπρος στα παρακάλια τους, επιτρέποντας τους έτσι να προκαλέσουν άλλη μία συμφορά.

Αν η ιστορία είναι αληθινή και όχι μύθευμα, -όπως το λέω ξεκάθαρα πως είναι-, τότε μας βεβαιώνει για την ανικανότητα του Χριστού, που έδιωξε τους δαίμονες μέσα από έναν άνθρωπο και τους ξαπόστειλε μέσα σε χοίρους δίχως λογικό, και επιπλέον, κατατρομοκράτησε τους χοιροβοσκούς και τους έκανε να το βάλουν στα πόδια γεμάτοι ταραχή και να ξεσηκώσουν μια ολόκληρη πόλη. [Μάρκος 5.8-15].

Δεν θα ήταν δίκαιο να θεράπευε από το κακό, όχι μόνο έναν και δυο ή τρεις και δεκατρείς, μα όλους τους ανθρώπους; πολύ περισσότερο που φημίζεται ότι γι’ αυτό ακριβώς φροντίζει. Το να ελευθερώσει ένα άτομο από τα αόρατα δεσμά του, μεταφέροντας τα δεσμά αλλού με τρόπο αφανέρωτο, και κάποιους να τους ελευθερώνει από τους φόβους αισίως, ενώ άλλους να τους περιβάλλει με φόβο, χωρίς κανένα λόγο, αυτό δεν είναι κατόρθωμα· και δεν θα ‘χαμε άδικο να του καταλογίσουμε δολιότητα.

Επιπλέον, δεχόμενος την αξίωση των εχθρών να πάνε να λεηλατήσουν άλλη περιοχή, δε διαφέρει από ένα βασιλιά που καταστρέφει τους υπηκόους του, κάποιον που μη μπορώντας να πετάξει τους βαρβάρους έξω απ’ όλη τη χώρα, τους στέλνει να μείνουν από τον έναν τόπο στον άλλον, διώχνοντας το κακό από έναν τόπο και παραδίνοντας άλλον τόπο στο κακό. Αν λοιπόν και ο Χριστός κατά τον ίδιο τρόπο ξαπόστειλε τότε τον δαίμονα σε μια αγέλη γουρουνιών, επειδή αδυνατούσε να τον διώξει ολοκληρωτικά από την περιοχή του, τότε η ενέργεια του είναι όντως αξιοπερίεργη και ικανή να μολύνει την ακοή, και μας βάζει σε κακές σκέψεις.

Ένας μυαλωμένος άνθρωπος με το που θα ακούσει αυτή την αφήγηση, αυτομάτως θα εκφράσει την ανάλογη θέση: Αφού δεν ελευθερώνει ολόκληρη την υφήλιο από το κακό, παρά διώχνει τους δράστες του κακού από ένα μέρος για να πάνε σε άλλο· και αφού άλλους ανθρώπους τους φροντίζει κι άλλους τους παραμελεί, το να καταφύγεις σ’ αυτόν για να σωθείς δεν είναι διόλου ασφαλές. Γιατί ένας που έχει σωθεί, στενοχωρεί έναν μη σωσμένο· χώρια που ο δεύτερος αρχίζει να κατηγορεί τον πρώτο. Σύμφωνα με την κρίση μου, η ιστορία αυτή είναι πλαστή. Κι αν δεν είναι πλαστή και συγγενεύει με την αλήθεια, είναι αρκετή για να διακόψει τα χασμουρητά κάποιου και να τον κάνει να βάλει τα γέλια.

Ας αποσαφηνίσουμε εδώ και το εξής: πώς ήταν δυνατό να βόσκει ένα τόσο μεγάλο πλήθος γουρουνιών στην Ιουδαία, όπου από πολύ παλιά οι Ιουδαίοι τα θεωρούν βρωμερά και τα απεχθάνονται; Και πώς πνίγηκαν όλα μαζί τα γουρούνια εκείνα, αφού δεν υπήρχε εκεί καμιά θάλασσα βαθειά να ριχτούν παρά μόνο μια λίμνη; Αλλά αυτό ας αφήσουμε να το κρίνουν τα νήπια.

Θαρρώ πως δεν χρειάζεται να περιμένουμε μια τέτοια κρίση, αφού αυτή των νηπίων δεν διαφέρει σε τίποτα από τον δικό σου στοχασμό· μην ξεχνάς πως για εμάς τους Χριστιανούς, νήπια είναι όσοι δεν έχουν ενδυθεί ακόμη τον Ιησού (64). Ένας που μοιάζει στα νήπια λοιπόν, εύκολα περιγελά όσα δεν φαίνεται να καταλαβαίνει μέσα από των χασμουρητών την νύστα. Διότι όπως πολύ καλά δήλωσες, τα γουρούνια ήσαν απαγορευμένα, όχι όμως στην Ιουδαία, διότι ο τόπος μόνος του απαγόρευση δεν μπορεί να φέρει· ήσαν όμως παράνομα για βρώση μόνο σε εκείνους τους Ιουδαίους που ακολουθούσαν τον Νόμο του Θεού, του Μωυσή ή τα λόγια των προφητών· και η Γραφή τους η Παλιά πλείστες φορές αυτές τις τροφικές απαγορεύσεις αναφέρει (65). Από την Νέα την Γραφή λοιπόν,  δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις πως ο Ιησούς κοντά στους Γεργεσηνούς βρισκόταν (66) όταν αυτά που περιγράφεις συμβήκανε. Και εκείνοι που έκαναν εμπόριο γουρουνιών μέσα στους Ιουδαίους κερδοσκοπούσαν προς το ζην, κάνοντάς τους τελευταίους να παραβαίνουν τους Θείους Νόμους που προηγουμένως είπα.

Αυτό το εμπόριο των Γεργεσηνών τους έκανε, όχι ασεβείς αυτούς τους ίδιους, εφόσον τέτοιο νόμο αυτοί δεν ακολουθούσαν ζώντας ακόμη μακριά από τον Θεό, αλλά αιτία ασέβειας το εμπόριό τους αποτελούσε για τους ίδιους τους Ιουδαίους. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν φαίνεται να εννόησες την άδεια του Ιησού προς τους δαίμονες να μπουν στα δικά τους τα γουρούνια και εκείνα να πεθάνουν. Ο Θεός δεν ήθελε τους εμπόρους ευθέως να τιμωρήσει, αλλά από την άλλη θαρρώ τους έδειξε ότι κίνηση κατά του Θεού δεν είναι εκείνη που τον άνθρωπο συμφέρει. Μην βιάζεσαι λοιπόν να λες πως η κίνηση του Ιησού ενείχε δόλο· ενείχε σοφία που φανερώθηκε πλαισιωμένη από φιλανθρωπία. Δόλο θα μπορούσαν περισσότερο να έχουν τα δικά σου τα γραπτά, αφού σωστά δεν αντιλαμβάνεσαι το συμφέρον των ανθρώπων.

Αν λίγα πράγματα από μιας εξαρχής είχες κατανοήσει, σφάλματα άλλα δεν θα είχες. Πέφτεις όμως και σε περισσότερα, όταν λες πως ο Ιησούς είναι ανίκανος να διώξει τα δαιμόνια ή πως Αυτός ελευθερώνει τους ανθρώπους με τρόπο αφανέρωτο. Αυτό και αν είναι δολιότητα! Γιατί αν στα αλήθεια ο Ιησούς ήταν ανίκανος τους δαίμονες να διώξει και αν ήθελε πράγματι αφανέρωτη ελευθερία να προσφέρει, θα μπορούσε πιο εύκολα να πει «δαίμονες φύγετε» παρά «περάστε στα γουρούνια». Παρόμοιο παράδειγμα σαφώς ο ίδιος έδωσε στους άπιστους γραμματείς τους Ιουδαίους (67), από τους οποίους φαίνεται διόλου να μην παραδειγματίζεσαι ώστε να αποφύγεις αυτή εδώ του Ευαγγελίου την κατηγορία. Διότι η πρώτη φράση δεν θα είχε καμιά φανερή σύνδεση δαιμόνων και ελευθερίας. Όμως το ότι επιπλέον τα ζωντανά των Γεργεσηνών πνιγήκανε στο νερό όλα μαζί, δείχνει πολύ καλά πως τα δαιμόνια πέρασαν αλλού, από τα αποτελέσματα σαν κρίνω. Έτσι και το φως του ήλιου που φτάνει εις την γη, μπορεί αόρατο να είναι, αλλά τα πράγματα που φανερώνει γύρω μας δείχνει σαφώς την ύπαρξή του.

Ο Ιησούς λοιπόν φανέρωσε πως οι δαίμονες αληθινά δεσμά για τους ανθρώπους ήσαν, όχι μόνο σε μας τους δυο, αλλά και στους Γεργεσηνούς που δικαιώματα με τις πράξεις τους, στους δαίμονες είχαν δώσει, να αρνούνται πλαγίως τον νόμο του Θεού σκανδαλίζοντας τους τότε Ιουδαίους. Όμως δεν σταμάτησε μόνο σε αυτή την φανέρωση ο Ιησούς. Φανέρωσε πως πράγματι οι δαίμονες λεγεώνα ήσαν (68), αφού δύο χιλιάδες χοίρους κατέλαβαν, παρά μονάχα ένα ή δύο, όσοι οι άρρωστοι άνθρωποι. Μην λες λοιπόν ότι ο Μάρκος επινόησε «έναν υπερβολικό αριθμό χοίρων» για να καλύψεις με ψεύδη την δική σου δυσπιστία. Εκείνος που εμπορεύεται γουρούνια, δεν εμπορεύεται ένα ή δύο. Πόσο μάλλον πράγματι δύο χιλιάδες ήταν τα γουρούνια, όταν στην περίπτωσή μας, ο έμπορας δεν είναι ένας, αλλά χωριό ολάκερο από δαύτους.

Μάλιστα εκπλήσσεσαι για το ότι ο Ιησούς δέχθηκε να πραγματώσει τα παρακάλια των δαιμόνων και λοιδορείς τον Ιησού με απίστευτες κατηγορίες. Και ποια είναι η πιο απίστευτη από όλες; Εκείνη με την οποία Τον στιγματίζεις για «αδυναμία μπρος στα παρακάλια τους». Στα αλήθεια δεν γνωρίζω τι φως εσένα σε φωτίζει για να λες τέτοιες απίστευτες σοφίες. Για πες μου αλήθεια ποιος είναι ο αδύναμος; Εκείνος που παρακαλεί ή εκείνος που δέχεται τα παρακάλια; «Αλλά αυτό ας αφήσουμε να το κρίνουν τα νήπια» αν πράγματι ποτέ μπορέσουν να το κρίνουν· τουλάχιστον εδώ ολοφάνερο γίνεται το ποιος έχει, ο Χριστός ή εσύ, την δολιότητα σε άριστη περίσσεια.

Ας δούμε όμως κάτω από το φως του ηλίου και την άλλη άποψη σου, με την οποία παραδέχεσαι πως ο Ιησούς με την στάση του επέτρεψε στους δαίμονες «να προκαλέσουν άλλη μία συμφορά». Δεν παρατηρείς όμως κάτι πολύ σημαντικό. Το ότι κανείς από τους Γεργεσηνούς πριν εμφανιστεί ο Ιησούς, δεν γνώριζε ότι οι δαίμονες είναι υπεύθυνοι για συμφορές. Και το θαύμα του Ιησού αυτό ήθελε απλέτως να τους δείξει. Πως, είτε πρέπει να τάζεται κανείς με τον Θεό, είτε ειδάλλως μένει με τους δαίμονες, κάνοντας φανερό το ποιος φέρνει τις όποιες συμφορές και το Ποιος έχει την δύναμη να δέχεται των συμφορών τα αδύναμα τα παρακάλια.

Έπειτα ο φόβος των Γεργεσηνών άδικος προς τον Ιησού πρέπει να πω ότι ήταν. Διότι εκείνοι τα γουρούνια προτίμησαν παρά τον Ιησού τον ίδιο (69), ακόμη και όταν οι δαίμονες δεν μπήκανε σ’ αυτούς, αν και θα μπορούσαν, αλλά στου βδελυρού εμπορίου τους παράνομους τους χοίρους. Και αυτός είναι και ο λόγος, που όσα λες για τα βασίλεια δεν αληθεύουν, μιας ζώα και άνθρωπο στην ίδια μοίρα βάζεις, σαν μιλάς για σωτηρία και σωτήρες των ανθρώπων.

Όσο για την αμφιβολία σου, περί του αν είναι δηλαδή δυνατόν γουρούνια να πνίγονται μέσα σε μια λίμνη (70), ας το σκεφτόσουνα καλύτερα, βλέποντας πως σε μια τέτοια λίμνη ήταν δυνατόν να πλέουνε καράβια στα οποία επιβαίνουνε άνθρωποι δύο και τρεις φορές πιο ψηλοί από τα γουρούνια. (71) Ας μείνουν λοιπόν οι δαίμονες, οι Γεργεσηνοί και οι χοίροι τους, μαζί παρέα εις τον αιώνα και τα λόγια σου ας περάσουν πίσω μας, μπροστά μας δεν γίνεται να στέκουν.

 

III, 5· Ας εξετάσουμε μία φράση ακόμα πιο σκοτεινή απ’ ό,τι οι προηγούμενες, στην οποία ισχυρίζεται: «Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελόνα, παρά πλούσιος να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών.» [Ματθ. 19.24]. Αν ένας πλούσιος που δεν διαπράττει κανένα αδίκημα (φόνο, κλοπή, μοιχεία, δηλητηρίαση, ψευδορκία, τυμβωρυχία, ιεροσυλία) δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη λεγόμενη «βασιλεία των ουρανών», τότε ποιο το όφελος να κάνουν δίκαιες πράξεις οι δίκαιοι, αν τυχαίνει να ‘ναι πλούσιοι; Και τι έχουν να χάσουν οι φτωχοί, αν διαπράττουν κάθε είδους κακούργημα; Αφού δεν είναι η αρετή που ανεβάζει τον άνθρωπο στους ουρανούς, αλλά η πενία και η ένδεια. Γιατί εφ’ όσον ο πλούτος είναι που αποκλείει τον πλούσιο από τους ουρανούς, κατ’ αντίφαση, η φτώχεια ανοίγει το δρόμο στους πτωχούς. Όποιος το πληροφορηθεί αυτό, με το δίκιο του δεν θα ασχολείται διόλου με το μάθημα της αρετής και τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να κάνει τα μεγαλύτερα αίσχη, μιας και η πενία είναι που σώζει τον πένητα ενώ ο πλούτος αποκλείει τον πλούσιο από τα αμόλυντα ουράνια δώματα.

Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν ήταν λόγια του Χριστού αυτά -αν δεχτούμε πως ο Χριστός παρέδιδε «τον κανόνα της αληθείας»- αλλά κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων. Μα μόλις χθες -κι όχι στο μακρινό παρελθόν-, γι’ άλλη μια φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: «Πούλησε τα υπάρχοντα σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού», και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς. Κι οι γυναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχια που το ‘ριξαν στη ζητιανιά, κι από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή· ώσπου τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βιός σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά. Από κάτι τέτοια, έχω την εντύπωση ότι το ρητό ανήκει σε κάποια ταλαίπωρη γυναίκα (και όχι στον Ιησού).

Πώς γίνεται αλήθεια ένας δίκαιος άνθρωπος να είναι ταυτόχρονα και πλούσιος; Εσύ Πορφύριε έτσι θαρρώ ονοματίζεις τον πλούσιο που υπερασπίζεις, δίκαιο· επειδή δεν διαπράττει ως λες αδικήματα και ίσως να τον θεωρείς ικανό, και για λίγες ή πολλές αδιάφορο, δίκαιες του βίου πράξεις. Ο Αριστοτέλης στους Έλληνες έλεγε, πως το χρήμα δεν είναι σκοπός αλλά αντίθετα μέσο της ηθικής ζωής· βέβαια εκείνοι που μαζεύουν χρήμα συνεχώς και ονομάζονται πλούσιοι, δεν το έχουν στα χέρια τους για μέσο, αλλά φαίνεται πως είναι ο σκοπός της άτυχης ζωής τους. Ειδάλλως θα το μοίραζαν διαρκώς, όπου και όποτε μπορούσαν· ενώ το χρήμα θα έπρεπε να παραμένει σε σταθερή ποσότητα στην κατοχή τους, παρά διαρκώς να αυξάνει, όπως βλέπουν όλοι να συμβαίνει στην γη με την περιουσία των πλουσίων. Και αν κάποιοι από αυτούς το χάνουν, αυτό δεν είναι από την αριστοτελική μεσότητα του δικούς τους χαρακτήρα, αλλά μάλλον από ατυχίες και οικονομικές απροσεξίες που αραιά και πότε τους συμβαίνουν· ή το χάνουν επειδή κάποιος άλλος περισσότερο άπληστος ή ακόμη και κλέφτης τους το άρπαξε, ακολουθώντας ίσως μερικές φορές τα δικά τους τα χνάρια βουλιμίας για περισσότερο χρυσάφι.

Από όσο γνωρίζω δηλαδή, κανείς πλούσιος δεν περιορίζεται σε ένα σταθερό και μεγάλο ποσό χρημάτων, αλλά ζητά πάντα παραπάνω. Και αυτό θαρρώ είναι η ανόητη και άμυαλη απληστία του ασύνετου ανθρώπου που τον οδηγεί στην αδικία. Και ο πλουτισμός είναι αδικία, πέρα από απληστία Πορφύριε. Απληστία είναι λοιπόν, γιατί αν σε ένα άνθρωπο τοποθετήσεις στα αριστερά του χρήματα όσο ο μισός πλούτος της γης, που είναι αμέτρητος, και στα δεξιά του πάλι τόσα χρήματα όσο είναι δηλαδή ο υπόλοιπος μισός πλούτος όλης της γης, φροντίζοντας να προσθέσεις σε αυτά και μόλις 10 ασημένιες δραχμές ακόμη παραπάνω, και κατόπιν του ζητήσεις να διαλέξει ανάμεσα από αυτά τα ποσά τα δύο, να είσαι σίγουρος πως ο άνθρωπος αυτός θα διαλέξει εκείνα στα δεξιά του, ακόμη και αν η διαφορά τους δεν είναι ουσιαστική μα εντελώς αμελητέα. Και αυτό ίσως να το πράξει γιατί είναι άπληστος και κορεσμό στην απόκτηση δεν έχει μέσα στην ψυχή του.

Ο πλούτος είναι επίσης ως είπα και τετελεσμένη αδικία. Και δεν μπορεί ένας πλούσιος να είναι δίκαιος στα αλήθεια· θα δούμε γιατί πράγματι συμβαίνει αυτό. Αν για παράδειγμα μια πόλη στην Ελλάδα την εποχή του βασιλιά Φιλλίπου, ως η σπουδαία Πέλλα, έφτιαχνε 500.000 νομίσματα αξίας 1 δραχμής το καθένα, και είχε 50.000 πληθυσμό, θα έπρεπε ο καθένας από τους κατοίκους της να έχει 10 τέτοια νομίσματα στην κατοχή του, για να έχουμε μια αρχική δίκαιη κατανομή του πλούτου από την ίδια την οργανωμένη πολιτεία. Έπειτα οι κάτοικοι για να είναι δίκαιοι και μεταξύ τους, θα έπρεπε ποτέ να μην υπερβούν ο καθένας την κατοχή περισσοτέρων των 10 νομισμάτων, δημιουργώντας ίσως κάποιο κοινό ταμείο. Αλλά ποτέ δεν συμβαίνει αυτό. Πάντα βλέπουμε το αντίθετο. Δηλαδή ένας πλούσιος να έχει στην κατοχή του 100.000 από αυτά τα νομίσματα κι άλλος ένας ακόμη 100.000 και ακόμη ένας 50.000· σε αυτή την περίπτωση πώς θα μπορέσουν να αποκτήσουν οι άλλοι τα 10 νομίσματα που τους αναλογούν, βάση της δικαιοσύνης, όταν πλέον απομένουν μόνο 250.000 από τις αρχικές τις πεντακόσιες τις χιλιάδες; Και ξέρουμε πολύ καλά πως πλούσιοι δεν είναι συνήθως οι τρεις που υποθέσαμε, αλλά αναλογικά πάντα λίγο περισσότεροι ανάμεσα στις πενήντα αυτές χιλιάδες. Όσο περισσότεροι είναι οι πλούσιοι σε μια πόλη, τόσο λιγότερο είναι το χρήμα που αναλογεί στους υπολοίπους, οι οποίοι αναγκάζονται να είναι πτωχοί, εφόσον δεν μπορούν ποτέ να βάλουν στα χέρια τους το χρήμα που έχουν στις αποθήκες τους οι πλούσιοι. Ο δε βασιλιάς της πόλης, δεν μπορεί να φτιάξει περισσότερα χρήματα να τα μοιράσει σε όλους και να αναιρέσει αυτή την αδικία, γιατί δεν έχει άλλο ασήμι στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο του· αλλά αν ακόμη κατόρθωνε ποτέ του να το διαθέσει, να είσαι σίγουρος πως πάλι στα χέρια των πλουσίων θα κατέληγε και αυτό δεν γνωρίζω με τον κανόνια ποιας αρετής ή δικαιοσύνης μπορείς να το εξηγήσεις. Ας παραβλέψουμε επίσης εδώ, το ότι ο ίδιος ο βασιλιάς είναι επίσης όχι κατά τύχη σχεδόν πάντοτε ένας πλούσιος. Άραγε δεν θα μπορούσε φτωχός βασιλιάς ενάρετα να διοικήσει; ή μήπως δίκαιοι αρχηγοί είναι εκείνοι οι πλούσιοι μονάχα;

Βέβαια οι πλούσιοι καλά δελεάζουν τους πολίτες. Εμφανίζονται ως ευεργέτες πόλεων και κάνουν δωρεές και άλλα σπουδαία έργα, αλλά αυτά τα χρήματα δεν θα έπρεπε να είναι εκείνα τα δικά τους, αλλά των κατοίκων των πόλεων που ευεργετούν. Και οι κάτοικοι αυτών των πόλεων δεν θα έπρεπε να νιώθουν ευεργετημένοι, αλλά εξαπατημένοι και μάλιστα από ανθρώπους με περίσσιο θράσος, αφού καταφέρνουν και αντικαθιστούν την αβάστακτη αδικία με ψίχουλα ευεργεσίας. Βέβαια δεν αντιλέγω. Εκείνοι οι πλούσιοι που ευεργετούν δεν μοιάζουν διόλου με τους υπόλοιπους της δικής τους οικονομικής παρέας, που δεν ευεργετούν δηλαδή καθόλου. Όμως η αδικία παραμένει, είτε την αντιλαμβάνονται κάποιοι πλούσιοι είτε όχι· και είναι φανερή ευθύς αμέσως μόλις κοιτάξει κανείς τους φτωχούς που δεν έχουν ούτε φαί να φάνε αλλά ούτε και δικό τους σπίτι για να κοιμηθούν, τα κρύα βράδια του χειμώνα. Και σε αυτό ευθύνεται κυρίως η πολιτεία και όχι μόνο οι πλούσιοι· όπως η πολιτεία επίσης ευθύνεται όταν δεν φτιάχνει νόμους για να καταπολεμεί πάσης φύσεως αδικία. Γι’ αυτό και δεν με εκπλήσσει το ότι πάντα πλούσιοι κυβερνούσαν, κυβερνούν και πάντα θα κυβερνάνε.

Σύμφωνα με όσα λοιπόν προηγουμένως είπα, οι πλούσιοι όχι μόνο δεν ξοδεύουν το χρήμα ως μέσο για την απόκτηση της αρετής, αλλά προσπαθούν διαρκώς να το συσσωρεύουν σε μεγαλύτερα ακόμη παχουλά ποσά, ως και η αρετή η ίδια να είναι το χρήμα ή ακόμη και αυτός ο ίδιος ο πλούτος. Άλλωστε, αν δεν έπρατταν κατά αυτόν τον τρόπο, δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν και να παραμένουν πλούσιοι. Αγωνιούν για τον πλούτο, λες και αυτός μπορεί να περάσει και μέσα στον τάφο τους στην πορεία τους για τον κάτω κόσμο. Όμως έξω από την πόρτα, για την οποία λέγανε οι Έλληνες ότι την φυλάει ο αρχαίος σκύλος ο Κέρβερος, μένουν όλα τα υπάρχοντα του ανθρώπου· και μαζί με αυτά μένει ασφαλώς και το κάλπικο στον Άδη μαύρο εκεί ασήμι· ενώ οι μεγάλες περιουσίες, και όλα μαζί τα υλικά φαίνεται πως πέφτουν σε μεγάλη αχρηστία. Βλέπεις στην πόλη του Θεού δεν αγοράζεις με το ανθρώπινο το χρήμα. Αυτό μετρά και έχει αξία δόλια μόνο στην πόλη του Καίσαρα (72). Ο καθένας ας διαλέξει τι οικονομίες θέλει να κάνει, εμένα λίγο με ενδιαφέρει αν κανείς με καταλάβει, πόσο ιδιαίτερα εσύ, που έγινες νομικός υπερασπιστής της αδικίας.

Πέρα λοιπόν από τα ζήτημα της διάθεσης των νομισμάτων, που δείχνει πολύ καλά πως κανένας πλούσιος δεν είναι δίκαιος στην βαθιά ουσία, πρέπει να εξετάσουμε και τις άλλες επιμέρους αδικίες που χρησιμοποίησε πολλές φορές αυτός για να καταφέρει να μαζέψει όλο αυτόν τον δικό του πλούτο· πότε δηλαδή χρησιμοποιώντας δούλους, πότε κλέβοντας με ψευδομάρτυρες πολλές γαίες και αγαθά, πότε καταπατώντας δικαιώματα άλλων, πότε δίδοντας ψίχουλα εις αντάλλαγμα περιουσιών και πολλά άλλα με συνηθέστερο το ψέμα. Για σκέψου στα αλήθεια πλούσιο να δίνει μεγάλο μισθό σε δούλο. Σίγουρα θα τον έχανε αφού θα γινόταν κι αυτός με την σειρά του πλούσιος. Κι αυτό δεν θα μπορούσε εις αεί να εξακολουθήσει, αφού είπαμε πως τα χρήματα σε μια πολιτεία είναι σταθερά και δεν γίνεται ποτέ να είναι όλοι πλούσιοι, εφόσον τα νομίσματα δεν επαρκούν προς τούτο. Και όχι μόνο αυτό. Αλλά αν ο κάθε πλούσιος έδινε σε κάθε δούλο του πολλά χρήματα, στο τέλος δεν θα υπήρχαν πλούσιοι, αφού θα ξόδευαν τα χρήματα τους σε μισθούς γινόμενοι οι ίδιοι με την σειρά τους πτωχοί, κάτι που προσπαθούν με κάθε μέσο ή αδικία να αποφύγουν. Γι’ αυτό παραμένουν συνεχώς πλούσιοι εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Έτσι βλέπεις τον πλούσιο να δίνει συνέχεια ψίχουλα στον δούλο του, ίσα ίσα για να επιβιώνει και να τον έχει πάντα υπό τις διαταγές του κρατώντας τον φτωχό. Το δικαιότερο θα ήταν να είχαν όλοι, ως είπα, τα ίδια χρήματα ώστε ο καθείς να ζητά την βοήθεια του άλλου, δίχως όμως και να τον δυναστεύει.

Όλοι δε οι πολιτικοί του κόσμου ψεύδονται σαν λέγουν πως φροντίζουν για τους πολίτες, αφού οι ίδιοι είναι υπαίτιοι της συνέχειας της αδικίας. Κοροϊδεύουν τους πολίτες με κάλπικες σαν το χρήμα υποσχέσεις· πως θα έρθουν τάχατες κάποτε καλύτερες ημέρες για τους πτωχούς, όταν γνωρίζουν πολύ καλά πως το χρήμα που έχει η πόλη τους στα χέρια της είναι δεδομένο και δεν είναι δυνατό να μοιρασθεί στα ίσα, μιας και οι πλούσιοι καταληστεύουν τους υπολοίπους με την βοήθεια των πρώτων. Και ας σημειώσω εδώ πως οι πολιτικοί πρώτοι από όλους ζητάνε να είναι πλούσιοι και να βρίσκονται πάντοτε από την μια πλευρά της αδικίας οι ίδιοι. Πολλές φορές μάλιστα εμφανίζονται διάφοροι κόλακες και ρήτορες και μιλάμε για προόδους και πολιτισμούς και για μεγάλα έργα, αλλά κάτω από αυτά τα έργα και την πρόοδο βρίσκεται πάντοτε κάποιων ελάχιστων το κρυφό προσωπικό συμφέρον· όπως από κάτω πολύ καλά κρυμμένος βρίσκεται ο μόχθος κάποιων αδικημένων, που ποτέ το όνομα τους δεν εμφανίζεται στην ιστορία. Έτσι βλέπεις στην Ελλάδα όλοι να γνωρίζουν τον Χρυσό Αιώνα και το όνομα του Περικλή και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της πολιτείας του, όπως επίσης όλοι γνωρίζουν τον ναό του Σολομώντα ή των Αιγυπτίων τις μεγάλες πυραμίδες· ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ή ενδιαφέρονται για το όνομα έστω και ενός δούλου από όλους αυτούς που ξημεροβραδιάζονταν στην εργασία για να έχουν οι πολιτικοί τις πρώτες ύλες στα χέρια τους και να το διανέμουν στους επάξιους τους καλλιτέχνες. Και αν ποτέ έβαζες όλους αυτούς τους θαυμαστές κόλακες και ρήτορες να υποστούν ετούτοι οι ίδιοι αυτή την αδικία, δούλοι να είναι στα λατομεία της όποιας ισχυρής αρχαίας πόλης για όλη την ζωή τους, είμαι σίγουρος πως και τον πολιτισμό και τα καλλιτεχνήματα αυτά θα αρνιόνταν, όχι απλά τρεις φορές ως ο Πέτρος αρνήθηκε τον Ιησού, αλλά θαρρώ τρεις φορές τα πάντα.

Ας περάσουμε όμως στην περίπτωση της εκμετάλλευσης της γης για προϊόντα και για παραγωγή τροφίμων και την διακίνησή τους, που αποτελεί το εμπόριο μερικών πλουσίων. Οι πλούσιοι λοιπόν, όχι μόνο έχουν στην κατοχή τους περισσότερα νομίσματα αδίκως έναντι των άλλων, ενώ δεν θα έπρεπε αν θα ήθελαν να είναι δίκαιοι ή αν θα ήθελαν να ζουν σε μια δίκαιη κοινωνία, αλλά επιπλέον χρησιμοποιώντας την ισχύ του χρήματος, εξαγοράζουν φτηνά μεγάλες εκτάσεις γης και προϊόντα, εφόσον οι ιδιοκτήτες τους δεν έχουν να ξεπληρώσουν τα χρήματα, που όπως είπαμε τους τα έχουν πάρει άλλωστε από πριν οι πλούσιοι στην κατοχή τους. Σε αυτές τις εκτάσεις οι πλούσιοι πολλά άδικα πράγματα κάνουν σε όσους δεν έχουν χρήματα και δουλεύουν υπό τις διαταγές τους. Βέβαια τα νομίσματα τα έφτιαξε ο άνθρωπος και μπορεί ο καθένας να τα αποδεχτεί ή όχι, για το αν πράγματι έχουν ουσιαστική αξία. Η γη όμως και τα προϊόντα της ανήκουν στον Θεό και δεν μπορεί ο καθένας να τα κρατά σε μεγάλες αποθήκες, αγοράζοντας τα με το χρήμα, πλουτίζοντας εις βάρος πτωχών που λιμοκτονούν σε κάποια παρατημένη άκρη. Διότι ο Θεός μοίρασε στην γη αγαθά για όλα τα πλάσματα Του, και ο άνθρωπος ο πλούσιος και δυνάστης όπου τυγχάνει, στερεί αυτά τα αγαθά, που στην ουσία δεν είναι δικά του, για να κερδίζει. Με τις πράξεις του αυτές, όχι μόνο ταλαιπωρεί, αλλά πολλές φορές θανατώνει τους άλλους, επειδή δεν τους αφήνει να γευτούν ότι ο Θεός έδωσε ελεύθερο να είναι εις απόκτηση για όλους. Μάλιστα επειδή τον Τυανέα ανάφερες στο σύγγραμμά σου, ευκαιρία βρίσκω εδώ να σου θυμίσω εκείνα που είπε αυτός για τους πλούσιους της Παμφυλίας, ότι «Οι άνθρωποι διατρέφονταν με ρόβια και άλλα απαραίτητα τρόφιμα που αγόραζαν, διότι το σιτάρι το κρατούσαν οι πλούσιοι, για να το εμπορευτούν έξω από την χώρα» (73). Ο φιλόσοφος συγκινημένος από τους θρήνους των πεινασμένων γυναικών και παιδιών κατάφερε να πείσει τον υπεύθυνο άρχοντα να ανοίξει τις αποθήκες και να μοιράσει στους πολίτες το σιτάρι, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την εκδήλωση της λαϊκής οργής. Ανάλογη λαϊκή εξέγερση προκάλεσε και η στάση του ρήτορα Δίωνα του Χρυσοστόμου, οι σιταποθήκες του οποίου στην γενέτειρά του Προύσα, κάηκαν από το εξαγριωμένο πλήθος κατά την διάρκεια ενός λοιμού (74). Νομίζω πως στα χρόνια τα δικά σου υπήρχαν άφθονες αναφορές σε τέτοια γεγονότα (75) και συ θα έπρεπε να ήσουν εκείνος που πρώτος έπρεπε να τα θυμάσαι ως σημεία αδικίας των πλουσίων, παρά εγώ. Και έπρεπε να θυμάσαι ακόμη, πως τότε δεν έλειπαν και οι παράνομοι στον αγρό, που από την φτώχεια τους την μεγάλη, που την χρωστούσαν στους πλούσιους της πόλης που εκμεταλλεύονταν την γη, οργανώνονταν σε ομάδες ληστών για να μπορούν να επιβιώνουν. Οι πλούσιοι όμως για να ανταπεξέλθουν αναλάμβαναν και τον ρόλο της κρατικής πάταξης του εγκλήματος τους, που απειλούσε τις άδικες δικές τους περιουσίες, και έτσι διορίζονταν αρχηγοί ομάδων οπλισμένων από το κράτος· (76) έχοντας την ευλογία των πολιτικών κυνηγούσαν τους ληστές, εφόσον είχαν όλες τις απαραίτητες διασυνδέσεις προς τούτο. Αυτά θα μπορούσες να τα δεις στα κείμενα του ρήτορα του Σμυρναίου του Αίλιου Αριστείδη (77). Άλλοι πλούσιοι ακόμη χειρότερα κατασκεύαζαν και πύργους οχυρωμένους για να υπερασπιστούν αυτή την άδικη κατανομή του πλούτου, και τέτοια περίπτωση είναι εκείνη της ιέρειας της Δήμητρας της Αρετής, της κόρης του Δημητρίου στην Παμφιλία την εποχή του αυτοκράτορα Δομιτιανού (78). Με αυτά δεν θέλω αλήθεια σε καμιά περίπτωση να υπερασπιστώ τους ληστές, αλλά τώρα ίσως να αντιλήφθηκες γιατί από αυτούς το χρήμα και τα κτήματα πολλές φορές απουσιάζουν και οδηγούνται και στην βία.

Θα μπορούσα να σου φέρω πολλά περισσότερα παραδείγματα της αδικίας των πλουσίων, παρά από όσα παραδείγματα εσύ θα μπορούσες να αναφέρεις της δικής τους της δικαιοσύνης· όπως θα μπορούσα να φέρω πολλά περισσότερα παραδείγματα άδικων πλουσίων παρά όσα εσύ άδικων φτωχών, που να εξαρτάται από τις δικές τους αδικίες τόσος πολύ κόσμος, όσος εξαρτάται από τα χέρια των πρώτων. Και ποτέ σου μην ξεχνάς, πως οι πλούσιοι είναι λίγοι ενώ οι φτωχοί πάρα πολλοί. Ακόμη και αν λοιπόν σώζονταν όλοι οι πτωχοί και καταδικάζονταν από τον Θεό όλοι οι πλούσιοι, καμιά αδικία δεν θα είχε γίνει στο ανθρώπινο το γένος, αφού οι περισσότεροι θα σωζόταν. Όμως ο Θεός είναι ακριβοδίκαιος και όχι αυτοκράτορας που αποδεκατίζει. Γι’ αυτό σου λέω πως τα λόγια του Ιησού έχουν ακόμη μία δικαιοσύνης σημασία. Ότι ακριβώς επειδή οι πλούσιοι είναι λόγω της στάσης τους άδικοι αλλά και επειδή ακόμη περισσότερο είναι εξαιρετικά λίγοι σε σχέση με το σύνολο όλων των ανθρώπων, είναι αλήθεια πως από αυτούς τους τόσο λίγους δεν μπορεί οι σωσμένοι και δίκαιοι να είναι αντίθετα πολλοί. Μικρό το νούμερό τους και πιο μικρό ακόμη το νούμερο των δικαίων αναμεταξύ τους. Γι’ αυτό σίγουρα ισχύει πως είναι πιο εύκολο η καμήλα να περάσει μέσα από την βελόνα, παρά ο πλούσιος στην βασιλεία. Ας μην πούμε όμως ότι είναι αδύνατο, αφού ο Ιησούς δεν λέει κάτι τέτοιο παρά πως είναι μόνο δύσκολο (78α)· όπως δεν λέει πως όλοι οι φτωχοί στα σίγουρα σώζονται (79). Νομίζω πως κάθε άλλο. Πάντως για τους λίγους πλούσιους ο αγώνας είναι πιο δύσκολος και η συμμετοχή τους πιο αθρόα.

Ο Ιησούς λοιπόν αλήθεια έδινε τον κανόνα της αλήθειας, ενώ εσύ δεν βασανίζεσαι διόλου να κατασκευάζεις δικανικούς λόγους υπέρ του πλούτου και όχι των πλουσίων. Δεν πρέπει να ξεχάσω να σου πω, ότι οι δικές σου οι σοφίες σίγουρα δεν έχουν να κάνουν με τον Αριστοτέλη και τα συγγράμματα του γύρω από την διαλεκτική του. Διότι το να υποστηρίζεις πως κάθε άδικος φτωχός θα σωθεί επειδή είναι φτωχός, δεν νομίζω ότι ταιριάζει ως σοφή και δίκαιη ερμηνεία των λόγων του Ιησού· διότι ο Ιησούς δεν μίλησε για τους πτωχούς σε αυτή την περίπτωση μας, αλλά για τους πλούσιους και μόνο. Και αν κρίνω από το ότι και εσύ ήσουνα φτωχός, διότι δεν άκουσα να ήσουν πλούσιος, στα ίδια συμπεράσματα οδηγούμαι (80) παρά σε κάποια άλλα.

Όσο αφορά τις γυναίκες που φέρνεις για παραδειγματισμό μας, ένα είναι σίγουρο. Πως αποδεικνύουν για ακόμη μια φορά τον ισχυρισμό μου· δηλαδή ότι οι πλούσιοι είναι άδικοι, αφού οι γυναίκες έπεσαν στην δεινότητα της πτώχειας όχι επειδή έγιναν δίκαιες μοιράζοντας τον πλούτο τους σε άλλους, αλλά επειδή δεν τον έδωσαν με την σειρά τους κι οι άλλοι πλούσιοι της δικής τους κοινωνίας.

 

Αριστερά & Μέσο: Η λίμνη της Γαλιλαίας σήμερα. (Πηγή Φώτο: http://koti.phnet.fi/petripaavola/Bible_SeaofGalilee.html)

 

III, 6. Ας μιλήσουμε τώρα πιο αναλυτικά για κείνη την ιστορία στο ευαγγέλιο, που ο τρόπος γραφής της είναι μεν γελοίος και διόλου πειστικός, μα ακόμα πιο γελοία είναι η ίδια η υπόθεση της: τότε που ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να διαπλεύσουν τη θάλασσα μετά από ένα δείπνο, κι ο ίδιος πήγε να τους συναντήσει αργότερα, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας. Και τους βρήκε εξαντλημένους από την κακοκαιρία, καθώς όλη τη νύχτα πάλευαν με τα άγρια κύματα (όλη νύχτα, διότι η ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας είναι η δέκατη νυχτερινή ώρα, μετά την οποία υπολείπονται άλλες τρεις ώρες). [Ματθ.14.25· Μαρκ. 6.48].

Όσοι περιγράφουν την περιοχή, βεβαιώνουν πως δεν υπάρχει καμία θάλασσα εκεί· μόνο μια λιμνούλα, κοντά στην πόλη Τιβεριάδα, που τη σχηματίζουν τα νερά ενός ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό και χύνεται στη Γαλιλαία. Μια λιμνούλα που εύκολα μπορεί να την διαπλεύσει ακόμα και ένα μικρό μονόξυλο, το πολύ σε δυο ώρες, και που δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να σηκώνει κύμα και σε περίπτωση κακοκαιρίας να υπάρχει θαλασσοταραχή.

Ο Μάρκος λοιπόν, αφού ξεμάκρυνε αρκετά από την αλήθεια, κάθισε και σκάρωσε ετούτο το παραμύθι με τον πιο γελοίο τρόπο, λέγοντας ότι αφού πέρασαν εννέα ώρες, τη δέκατη κατέφθασε ο Ιησούς (δηλαδή, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας), και βρήκε τους μαθητές να ταξιδεύουν ακόμα μες στη λιμνούλα! Και την αναφέρει ως θάλασσα· και όχι απλώς θάλασσα, μα και ταραγμένη και άγρια, με κύματα αφρισμένα ώστε αμέσως μετά να μας παρουσιάσει τον Χριστό ως μέγα θαυματοποιό που σταμάτησε τη φοβερή κακοκαιρία κι έσωσε τους μαθητές που λίγο ακόμα και θα πνίγονταν στο βυθό του πελάγους! [η]

Από κάτι τέτοια παιδικά παραμύθια καταλάβαμε ότι το ευαγγέλιο δεν είναι παρά μια καλοστημένη σκηνοθεσία. Και απ’ το καθένα απ’ αυτά τα παραμύθια είναι που ψάχνουμε να βγάλουμε άκρη.

Αν κάποιος γράφει παραμύθια, γελοιότητες και δεν είναι διόλου πειστικός, αυτός δεν είναι άλλος από σένα Πορφύριε. Και αυτό το είδαμε ήδη μια φορά όσο αφορά την γελοία ιστορία σου για τα βιβλία του Μωυσή, σαν έλεγες πως τα έχασαν και δεν τα ξαναβρήκαν οι Ιουδαίοι και πως τάχα τα ξανάγραψαν ο Εσδράς και οι συνακόλουθοί του [Πρβλ. III, 3]. Τώρα για δεύτερη φορά βλέπω πως για τα βιβλία των Εβραίων πράγματι δεν έχεις καμιά σωστή ιδέα. Διότι αν είχες έστω και μία, θα είχες ομολογήσει πως δεν είναι οι Ευαγγελιστές εκείνοι που διάλεξαν στα Ευαγγέλια την Τιβεριάδα θάλασσα μόνοι τους να λένε. Τα βιβλία των πατέρων τους ξεκάθαρα αυτό μας δείχνουν (81), πως δηλαδή εσύ άδικα κατηγορείς του Ιησού τους μαθητές για ανακρίβειες και ψεύδη. Άλλωστε δεν παραλείπουν και οι ίδιοι να αναφέρουν την Τιβεριάδα ως λίμνη (82) παρόλο που ως σήμερα (83) ακόμη αυτή παραμένει γνωστή σε αρκετούς, που χριστιανοί δεν είναι, ως «Θάλασσα της Γαλιλαίας».

 

Αριστερά: Το 1986 ένα ξύλινο πλοιάριο του 1ου αιώνα μ.Χ. ανακαλύφθηκε κοντά στο Nof Ginnosaur στην βορειοδυτική γωνία της λίμνης Τιβεριάδας. Μελέτες καθόρισαν το είδος του ξύλου που χρησιμοποιήθηκε (κυρίως κέδρος και βελανιδιά), τον τρόπο κατασκευής (εντορμία και αρμός), την ημερομηνία (με βάση τις τεχνικές κατασκευής, τα ευρήματα αγγείων και του ενεργού άνθρακα) και τις διαστάσεις (8.6 μέτρα επί 2,3 - αρκετά μεγάλο για να χωράει 15 άνδρες). Στην εικόνα είναι μια αναπαράσταση στο πως έδειχνε το αρχαίο αυτό πλοίο. Βρίσκονταν σε κοινή θέα στο Kibbutz En Gev (Πηγή: http://www.bibleplaces.com/seagalilee.htm)

 

Έπειτα δεν νομίζω πως οι απόστολοι είναι ικανοί για σκηνοθεσίες. Διότι όχι μόνο αυτή η λίμνη δεν είναι και τόσο δα μικρή όσο θες να παρουσιάσεις, αφού δεν διαφέρει σε μέγεθος από το νησί των Ελλήνων που την λένε Μήλο (84), αλλά λόγω της γεωγραφικής της θέσης μαστίζεται από απότομες και βίαιες καταιγίδες (85). Αυτό μας κάνει να παραδεχτούμε πως ο Ιησούς διάλεξε ένα μεγάλο θαύμα να επιτελέσει, όχι εκεί που δεν υπάρχει καμία ανάγκη προς τούτο, αλλά ακριβώς σε εκείνη την περιοχή, που συχνά η ζωή των ανθρώπων πάνω στο νερό από τα κύματα περίσσεια κινδυνεύει. Και αν αυτή η λίμνη ονομάστηκε «Θάλασσα της Γαλιλαίας», αυτό οφείλεται σε τούτο εδώ το χαρακτηριστικό της, που εσύ δεν φαίνεται δα και να γνωρίζεις, δηλαδή για τις δικές της τις βαριές κακοκαιρίες.

Όσο για την διάρκεια της προσπάθειας των αποστόλων από τα κύματα για να σωθούνε, δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία άλλη αμφιβολία πέρα από την δική σου· οι ίδιοι οι απόστολοι μας αφηγούνται πως ο άνεμος ήταν ενάντια τους (86), δεν είχαν κανένα μεγάλο πλοίο παρά μια μικρή βάρκα για ψαράδες (87), ενώ δεν ταξίδευαν προς μια συγκεκριμένη περιοχή, ώστε να μπορείς να τους κατηγορήσεις πως έμειναν μέσα στην λίμνη πολύ ώρα δίχως να φτάνουν στον προορισμό τους. Ο Ιησούς τους είχε πει να ξανοιχτούν στα βαθιά και εκεί να περιμένουν, μέχρι Εκείνος να τελειώσει με το λαό που Τον ακολουθούσε (88). Κείνον περίμεναν και μόνοι τους δεν είχαν που να πάνε, πέρα από το να περιφέρονται για να μην στα βαθιά νερά πνιγούνε (89). Από τούτο αντιλαμβανόμαστε πως η ιστορία των Ευαγγελίων είναι σίγουρα πειστική απέναντι από την ψεύτικη δική σου· η ιστορία σου δεν είναι τίποτα άλλο παρά κάποιο λαθεμένο όραμα ενός που τόσο πλανήθηκε μ’ ένα μεγάλο και αργό πλοίο, μέσα στην θάλασσα της απέραντης «σοφίας» του.

 

Αριστερά η λίμνη Τιβεριάδα, στο μέσο η Αθήνα και δεξιά η Μήλος από δορυφορικές εικόνες από υπολογιζόμενο αναφερόμενο ύψος 17,3 χιλιομέτρων από το επίπεδο της θάλασσας για σύγκριση μεγεθών. (Πηγή Εικόνων: Google Earth 2007)

 

ΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

 

III, 7. Τώρα δα, ανακαλύπτοντας ακόμα μία ανακολουθία σε μια φρασούλα του Χριστού προς τους μαθητές, σκέφτηκα να μην την αποσιωπήσω ούτε κι αυτήν. Λέει: «τους πτωχούς πάντοτε, εμέ δε ου πάντοτε έχετε.» [Ματθ. 26.11]. Αφορμή για το θέμα αυτό ήταν το εξής: μια γυναίκα που κρατούσε άρωμα μέσα σε αλάβαστρο, του το ’ χυνε πάνω στο κεφάλι. Στους άλλους που την έβλεπαν και σχολίαζαν ότι η πράξη της ήταν ανάρμοστη, είπε: «Τι την ταλαιπωρείτε τη γυναίκα. Καλό, μου έκανε. Τους φτωχούς πάντα θα τους έχετε, εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντα.» Γιατί τους είχε κακοφανεί πολύ, που δεν ακριβοπουλήθηκε το άρωμα για να μοιραστούν τα λεφτά στους πεινασμένους φτωχούς. Και απ’ αφορμή την άκαιρη εκείνη αντίδραση τους, ξεστόμισε ο Ιησούς την ανόητη ετούτη κουβέντα, λέγοντας πως δεν θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους· εκείνος που σε άλλες περιστάσεις τους διαβεβαίωνε, έσομαι μεθ’ υμών έως της συντέλειας του αιώνος, συγχύστηκε με το περιστατικό του αρώματος και τους αρνήθηκε ότι θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους.

Σε τούτο το σημείο μάλλον εσύ ξεστόμισες την ανόητη κουβέντα παρά ο Ιησούς. Διότι ο Ιησούς στους μαθητές Του το είχε πει, ότι θα έφευγε από ετούτη την γενεά (90) και δεν θα μπορούσαν πλέον εκείνοι να τον θεωρούν (91) όπως συνέβαινε πιο πριν. Το είχε σημειώσει άλλωστε και στους άπιστους τους Ιουδαίους, ότι εκεί που Αυτός πηγαίνει, εκείνοι δεν θα μπορούσαν να Τον ακολουθήσουν (92). Με άλλα λόγια τους είχε πει ότι το σώμα Του θα εξέλειπε, τόσο από τους διώκτες Του, όσο και από τους μαθητές Του. Αν λοιπόν οι μαθητές Του το έλαιον προς πώληση ζητούσαν, ήταν για να ελεήσουν τους πτωχούς, εκτελώντας ένα καλό έργο στο σώμα εκείνων· ο Ιησούς όμως ζητούσε να αφήσουν την γυναίκα με καλό έργο (93) να ελεήσει το δικό Του σώμα πρώτα, επειδή αυτό όδευε προς θάνατο, ενταφιασμό, ανάληψη και χωρισμό τους. Αν δεν είχαν πάντοτε μαζί τους οι μαθητές τον Ιησού, αυτό αφορούσε στα αλήθεια μόνο το σώμα το δικό Του που δεν θα μπορούσαν άλλο γι’ αυτό με λάδι να το ελεήσουν· (95) δεν αφορούσε όμως και το Πνεύμα Του, που θα έμενε πάντοτε μαζί τους (96) και που δεν είχε ανάγκη από έλαιον, πράγμα που διόλου δεν μας φανερώνεις (97) σαν κατηγορείς τους μαθητές Του για ψεύτικες ανθρωποφαγίες [Πρβλ. ΙΙΙ.5]

Γνωρίζω επίσης πως οι νιόπαντροι, αλλά και οι ερωτευμένοι, πολλές φορές ξέρουν πως το σώμα του ενός, εξ ανάγκης κάποιου επικείμενου ή παρών πολέμου, θα είναι χωρισμένο από εκείνο του άλλου φύλου· αυτό δεν τους κάνει όμως να διστάζουν να υποσχεθούν ο ένας εις τον άλλον, ότι ποτέ δεν θα χωρίσουν στην ψυχή, ακόμη και στο σώμα, έστω και αν μακριά και χωριστά σωματικά ο ένας, ως είπαμε, βρίσκεται του άλλου. Σε άλλες περιπτώσεις ερωτευμένοι, ενώ ετοιμάζονται με μια πράξη ενάντια στην Θεία Βούληση, δηλαδή να αυτοκτονήσουν, δεν παύουν να υπόσχονται ότι για πάντα θα είναι μαζί, έστω και αν ο θάνατος ετοιμάζεται τα σώματά τους με κρύα βία να χωρίσει. Ακόμη λοιπόν και οι κοινοί θνητοί ξέρουν να υπόσχονται όσα εσύ θεωρείς μια κάποια σύγχυση ενός μεθυστικού αρώματος. Όμως η ίδια η απλή των θνητών ζωή μας διδάσκει απεριόριστα, ότι η μεθυστική σύγχυση δεν βρίσκεται πουθενά αλλού, παρά μέσα στα περισπούδαστα γραπτά σου.

 

 

III, 15. Περιβόητη κι εκείνη η ρήση του διδασκάλου, όπου λέγει, «εάν δεν φάτε τη σάρκα μου και δεν πιείτε το αίμα μου, δεν έχετε ζωή μέσα σας.» [Ιωάν. 6.54] Αυτό δεν είναι απλώς θηριώδες ή άτοπο. [θ] Ξεπερνά κάθε ατόπημα και κάθε θηριωδία, άνθρωπος να γευτεί ανθρώπινες σάρκες και να πιει το αίμα ομοφύλου και συγγενή του, και μάλιστα με σκοπό να κερδίσει την αιώνια ζωή!

Πες μου, ύστερα απ’ αυτή την ωμότητα, τι άλλες υπερβάσεις σκοπεύετε να εισαγάγετε στη ζωή μας; Ποιαν άλλη κακότητα θα εφεύρετε, βρωμερότερη από τούτην εδώ; Τέτοια πράγματα δεν αντέχει κανείς ούτε να τ’ ακούει -και δεν εννοώ την ίδια την πράξη, μα ακόμα και το να γίνεται λόγος γι’ αυτά τα ξενόφερτα, καινοφανή ανοσιουργήματα. Τέτοιο μήνυμα δεν έχουν δώσει τα φαντάσματα των Ερινυών ούτε στους πιο εκκεντρικούς ανθρώπους· ούτε οι Ποτιδαιάτες [ι] θα ξέπεφταν σε κείνη την πράξη αν δεν τους θέριζε η απάνθρωπη πείνα- το Θυέστειο γεύμα [ια] έγινε εξ αιτίας της στενοχώριας μεταξύ δυο αδελφών· ο Τηρέας ο Θρακιώτης με το ζόρι αναγκάστηκε να δεχτεί τέτοια τροφή- ο Άρπαγος εξαπατήθηκε από τον Αστυάγη κι έφαγε από τις σάρκες αγαπημένου του προσώπου· όλοι τους δίχως να το θέλουν υπέκυψαν σ’ ετούτο το βδέλυγμα. Υπό συνθήκες ειρηνικές, τέτοιο γεύμα δεν ετοίμασε ποτέ κανένας άνθρωπος- και κανένας δεν άκουσε ποτέ από δάσκαλο τέτοιο σιχαμερό μάθημα. Ακόμα και τα όσα εξιστορούνται για τους Σκύθες αν μελετήσεις, κι αν εξετάσεις τις συνήθειες των Μακρόβιων Αιθιόπων, κι αν κάνεις το γύρο του ωκεανού, θα βρεις ανθρώπους να τρων ψείρες και ρίζες, θ’ ακούσεις για Ερπετοφάγόυς και Ποντικοφάγους· κανείς τους όμως δεν τρώει ανθρώπινες σάρκες.

Λοιπόν, τι νόημα έχει ετούτη η κουβέντα του Ιησού; Ακόμα κι αν πρόκειται για αλληγορία που κρύβει κάποιο ωφέλιμο νόημα, η ίδια η μυρωδιά της φράσης κακοποιεί την ψυχή ταράζοντας την με την σιχασιά που προκαλούν οι λέξεις στο άκουσμα τους- κι έχει καταστρέψει ολόκληρο το κρυμμένο νόημα, γιατί τέτοια συφοριασμένα λόγια φέρνουν ζαλάδα στον άνθρωπο. Ως και τα ζώα που δεν έχουν λογικό, ακόμα κι αν γνωρίσουν πείνα σκληρή και αφόρητη, δεν υποκύπτουν ποτέ: σκύλος δεν θα φάει σάρκες σκύλου· και κανένα άλλο ζώο δεν πρόκειται να γευτεί τη σάρκα ομοειδούς ζώου.

Υπάρχουν ένα σωρό δάσκαλοι που εισάγουν ξενόφερτες καινοτομίες· όμως μεγαλύτερη καινοτομία από ετούτη την τραγωδία δεν έχει επινοήσει κανένας ιστοριογράφος ή φιλόσοφος, είτε Βάρβαρος είτε Έλληνας της αρχαιότητας. Βλέπετε τι έχετε πάθει και προτρέπετε και τους αφελείς, μαζί μ’ εσάς να πειστούν κι αυτοί; Βλέπετε τι κακό έχει ενσκήψει, όχι μόνο στα χωριά μα και στις πόλεις;

Αυτός, νομίζω, ήταν και ο λόγος που ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς δεν τα ‘γραψαν ετούτα, μήτε καν ο Ματθαίος, καθώς θα έκριναν ότι η ρήση (του Ιησού) δεν έχει καμία λεπτότητα, παρά είναι αλλότρια και ανάρμοστη και απέχει πολύ από τις αρχές του πολιτισμένου βίου.

Δεν έχω πολλά να πω σε σένα· μονάχα λίγα για τούτη την ιστορία σου της ανθρωποφαγίας. Πρώτα και κύρια δεν νομίζω ότι μπορείς να ξεφύγεις από την κατηγορία της συγγραφής ψεμάτων, σαν λες πως κανείς άλλος μαθητής δεν μαρτυρεί αυτά που παραθέτεις πέρα του Ιωάννη, αφού τα ίδια και όμοια παρουσιάζουν τόσο ο Μάρκος (98), τόσο ο Λουκάς (99), όσο ασφαλώς και ο Ματθαίος (100). Αν είχες μπει ποτέ στον κόπο αυτούς σοβαρά και προσεχτικά να μελετήσεις, δεν θα τολμούσες να ξεστομίσεις αυτή σου εδώ την κακή κατηγορία. Αυτοί ξεκάθαρά μην ξεχνάς ποτέ ότι είπαν, πως το σώμα και το αίμα του Ιησού δεν ήταν τίποτα άλλο παρά άρτος και οίνος που ήταν πολύ ευλογημένος. Αν ήσαν πράγματι αλήθεια όσα υπαινίσσεσαι για την ανθρωποφαγία, τότε ο Ιησούς δεν θα έπρεπε τον άρτο και τον οίνο να ευλογήσει, αλλά το σώμα Του και τα δικά Του τα σωματικά τα μέλη. Δεν θα έπρεπε με άλλα λόγια τον άρτο να τεμαχίσει, αλλά ίσως κάποιο δικό Του χέρι ή πόδι, ενώ οι μαθητές Του δεν θα έπρεπε να κάνουν τίποτα άλλο, παρά να αρχίσουν αυτά να τρώνε επάνω στο τραπέζι, όπως συνέβη πράγματι στο δείπνο του Θυέστη· όμως όλοι ξέρουμε ότι τέτοιες υποθέσεις μακράν απέχουν από την αλήθεια για τον Ιησού και τους αποστόλους. Και δεν είναι μόνο αυτή η απόσταση από την αλήθεια που χαρακτηρίζει τα δικά σου αυτά τα λόγια, αλλά υπάρχει και απόσταση από την υγιή την σκέψη. Αν αλήθεια η σταυρική ανύψωση του Ιησού θα έλκυε προς Αυτόν όλο αυτόν τον κόσμο (101), που εγώ βεβαίως είδα μετά από εσένα με τα ίδια μου τα μάτια, πώς θα ήταν δυνατόν τόσοι άνθρωποι να τρώνε το ένα και μοναδικό σώμα του Ιησού, όταν μάλιστα Αυτός ως είδαμε [Πρβλ. ΙΙΙ,7] ότι στον Πατέρα Του θα πήγαινε και άλλο σωματικά μαζί με τους μαθητές και τους πιστούς Του δεν θα ήταν;

Μην επικαλείσαι έπειτα τα αισθήματα σου της αποστροφής για την ευλογημένη την τροφή την ίδια, λέγοντας πως είναι σιχασιά ή πως σου έρχεται ζαλάδα. Ψωμί λοιπόν μην φας ξανά και κρασί μην ακουμπήσεις πάλι. Αν αντιθέτως άρτο γεύεσαι και οίνο καταπίνεις, θέατρο θαρρώ πως επαγγέλλεσαι παρά τον φιλοσοφικό τον βίο· και αν αυτού του βίου την ιστορία καλά την γνώριζες, δεν θα έπρεπε οι πληροφορίες του Λαέρτιου να σου ξεφύγουν για τις εντολές του Ζήνωνα (102), του Χρύσιππου (103) αλλά και άλλων (104) για πραγματική ανθρωποφαγία, που υπήρχε και στην Ελλάδα (105)· αυτήν ο ίδιος ο ποιητής ο Όμηρος δεν παρέλειψε να παρουσιάσει στα ποιήματά του, τόσο για τους θνητούς (106), όσο και για τους κτηνόμορφους υιούς εκείνων των παράξενων θεών τους (107). Μην σπαταλάς λοιπόν τον χρόνο σου για να με πείσεις πως πριν από τον Χριστό και τους μαθητές του κανείς Έλληνας, φιλόσοφος ή Βάρβαρος δεν δίδαξε στους μαθητές του ανθρωποφαγίες πραγματικές, παρά αλληγορίες, από τις οποίες εσένα μόνο ενοχλεί η μυρωδιά της χριστιανικής της φράσης, παρά η μυρωδιά των πραγματικών ειδωλολατρικών κρεάτων. Και είναι αλήθεια, ότι όσες φορές ο ευλογημένος άρτος και ο οίνος μεταστράφηκε σε σάρκα και αίμα θαυματουργικά μέσα σε κάποια Χριστιανική Θεία Λειτουργία, οι Χριστιανοί φρόντισαν να μην φάνε (108), διαχωρίζοντας πολύ καλά την ουσία και την Θεία ευλογία.

 

 

III, 16. Ας δώσουμε λίγη προσοχή σ’ εκείνο το εδάφιο όπου λέει ο Ιησούς: «εκείνους που θα πιστέψουν, θα τους ακολουθούν τα εξής σημάδια: θα ακουμπούν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και κείνοι θα βρίσκουν την υγεία τους· εκείνοι που θα πιστέψουν, αν τύχει και πιούν θανατηφόρο δηλητήριο, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα.» [Μαρκ. 16.18].

Θα πρέπει, το λιγότερο, οι εκλεκτοί ιερείς τους, και μάλιστα όσοι έχουν βλέψεις να γίνουν επίσκοποι, δηλαδή προκαθήμενοι της εκκλησίας, να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για να κριθούν: να πάρουν το θανατηφόρο δηλητήριο ώστε αυτός που δεν θα πάθει τίποτα να προκριθεί. Αν δεν έχουν το θάρρος να αποδεχτούν τον τρόπο αυτό, ομολογούν ότι δεν πιστεύουν τα λόγια του Ιησού. Γιατί αν είναι μέρος της χριστιανικής πίστης το ότι μπορεί ένας άνθρωπος να κατανικά το δηλητήριο ή τους πόνους ενός αρρώστου, τότε ο πιστός που δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα είτε δεν είναι γνήσιος πιστός είτε είναι μεν γνήσιος πιστός αλλά αυτό στο οποίο πιστεύει δεν στέκει καλά.

III, 17. Βλέπε κι ένα παρόμοιο ρητό: «Αλήθεια σας λέω, εάν έχετε πίστη όση ένας σπόρος σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: «Μετατοπίσου και πέσε μες στη θάλασσα», και θα μετακινηθεί· και τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατον.» [Ματθ. 17.20].

Απ’ ό,τι φαίνεται, όποιος δεν μπορεί να μετακινήσει βουνό με ένα πρόσταγμα του, δεν είναι άξιος να συγκαταλέγεται στην αδελφότητα των Πιστών. Οπότε αυτοαναιρείσθε φανερά· καθώς όχι μόνο οι κοινοί Χριστιανοί δεν συμπεριλαμβάνονται στους Πιστούς, αλλά ούτε καν οι επίσκοποι κι οι πρεσβύτεροι είναι άξιοι να φέρουν τον τίτλο του πιστού.

Ας πούμε κάτι το οποίο εσύ δεν ξεδιάλεξες σωστά, ανάμεσα από τα λόγια του Ιησού που εδώ μας φανερώνεις. Μάλιστα μπορώ αλήθεια να σου πω, ότι ανακάτεψες κιόλας πονηρά την πίστη με την αδελφότητα της πίστης, την οποία προσπαθείς με αυτό το τέχνασμα περίσσεια να σπιλώσεις. Λες και όποιος γίνεται στρατιώτης, δεν μπορεί να είναι τάχατες στρατιώτης, επειδή λες πως δεν πιστεύει εις την προσωπική του δύναμη για ηρωικά κατορθώματα στο σκληρό κι αιματηρό πεδίο της μάχης.

Ο Ιησούς τα ξεκαθάρισε όμως αυτά τα δύο πολύ καλά, σαν έλεγε πως πιστεύοντας κανείς στο Ευαγγέλιο της Ειρήνης (109) σώζεται ως μετέχων στην αδελφότητα, όπως ακριβώς σώζεται ο στρατιώτης που είναι ζωντανός ακόμη και δεν έχει πέσει στο πεδίο της μάχης, όταν νικήσει στο τέλος τον πόλεμο το δικό του το στράτευμά έναντι του στρατεύματος εκείνου των εχθρών του· αν επίσης, λέει ο Ιησούς, ένας Χριστιανός πιστέψει ότι μπορεί να καταφέρει κάτι το ξεχωριστό, για το οποίο μάλιστα ζήτησε βοήθεια από Αυτόν (110), μπορεί πράγματι να το κατορθώσει· όπως το ίδιο μπορεί ένας στρατιώτης, αφού πιστέψει ότι μπορεί να κερδίσει με ηρωισμό μια μάχη, πράγματι να την κερδίσει, ιδίως όταν ζητήσει βοήθεια από τον στρατηγό του, για ελάχιστα μερικές φορές πολεμοφόδια ή για μια χούφτα ενισχύσεις.

 Και αυτή γνωρίζω πως είναι ολοφάνερα η περίπτωσή η δική μας. Πίστη προς κάτι ειδικό ήταν και η περίπτωση της εμπιστοσύνης των μαθητών εις την ύπαρξη του Ιησού με σάρκα και οστά λίγο μετά την Ανάστασή Του (111)· και σχέση καμιά δεν είχε με την συμμετοχή στην αδελφότητα, αφού οι μαθητές εις τους οποίους εμφανίστηκε ο Χριστός ανήκαν αν θυμάσαι στην αδελφότητα πολύ πιο πρώτα, από τούτο το συμβάν που παρουσιάζω. Η δοκιμή λοιπόν την οποία ζητάς οι πιστοί σε πέρας σίγουρα μπρος για να σου φέρουν, δεν αναιρεί κανενός την συμμετοχή στην αδελφότητα, εφόσον αυτή η δοκιμή δεν ζητά την πίστη του καθενός εξ αυτών στο Ευαγγέλιο της γαλήνιας Ειρήνης· αντίθετα ζητά την πίστη στο κατόρθωμα ενός πράγματος ξεχωριστού και θαυμαστού, που οι ίδιοι θα έπρεπε μόνοι τους να ζητήσουν στον Ιησού, αν επιθυμούσαν στ’ αλήθεια να το επιτύχουν, πέρα ακόμη και από τα ίδια τα μικρά τα ανθρώπινα τα όρια τους. Αν αυτό το κατόρθωμα στο τέλος το επιτύγχαναν, ο Ιησούς λέει, πως τότε θα είχαν πίστη συνάπεως στην δική τους επιτυχία· όχι όμως ότι και θα κρίνονταν τάχατες και η συμμετοχή τους στην αδελφότητα, όπως εσύ λαθεμένα συμπεραίνεις, προσπαθώντας αυτήν να διασπάσεις με αυτή σου την πονηρή και ύπουλη κουβέντα.

Με άλλα λόγια αν δεν το κατάλαβες, έτσι ακριβώς όπως η έλλειψη περίσσιου ηρωισμού δεν αναιρεί την συμμετοχή κανενός στρατιώτη σε ένα στράτευμα, το ίδιο και η έλλειψη σημαδιών από ένα Χριστιανό δεν αναιρεί την συμμετοχή του στην Χριστιανική ομάδα· και ο Ιησούς τίποτα παραπάνω δεν μας λέει παρά ότι ένας κοινός θνητός πνευματικός στρατιώτης, όπως ο βαπτισμένος Χριστιανός, κάτω από ένα τόσο μεγάλο Πνευματικό στρατηγό, όπως ο ίδιος ο Θεός, αρκείται σε πολύ μικρή βοήθεια για να επιτελέσει τεράστια κατορθώματα απέναντι των ανθρώπων. Πράγματι η πίστη συνάπεως απέναντι στον Θεό, αρκεί για πολύ μεγάλες πνευματικές ανδραγαθίες· διότι ο Θεός λίγο να δώσει από την Παντοδυναμία Του είναι ήδη τεράστιο με τα ανθρώπινα τα μέτρα. Πράγμα που εσύ φαίνεται να μην κατάλαβες, αφού έπεσες με τα μούτρα σε τούτη εδώ την δική σου φιλοσοφική κακοδοξία.

 

 

III, 18. Ας μιλήσουμε και για τούτην εδώ τη φράση του: για ποιο λόγο ο Ιησούς, όταν τον έβαζε ο διάβολος σε δοκιμασία και του ‘λεγε «πέσε από τη στέγη του ναού», όχι μόνο δεν έπεσε μα του είπε, «δεν θα βάλεις σε δοκιμασία τον κύριο τον θεό σου»; [Ματθ. 4-6].

Εμένα μου φαίνεται πως το είπε αυτό επειδή φοβήθηκε την πτώση. Αν, όπως λέτε, έκανε τόσα και τόσα θαύματα -και μάλιστα ανάστησε και νεκρούς μ’ ένα του λόγο- θα ‘πρεπε χωρίς δισταγμό να αποδείξει ότι ήταν ικανός να σώζει τον κόσμο από τους κινδύνους, και να ριχτεί από το ύψος της στέγης χωρίς να πάθει το παραμικρό· πόσο μάλλον, που ο διάβολος του υπενθύμιζε πως υπήρχε στις γραφές ένα χωρίο που έλεγε, «και θα σε σηκώσουν [οι άγγελοι] στα χέρια για να μη χτυπηθεί το πόδι σου πάνω σε πέτρα». Οπότε, το σωστό θα ήταν να δείξει σ’ όσους βρίσκονταν εκεί στο ναό ότι ήταν υιός θεού κι είχε τη δύναμη να γλιτώνει από τον κίνδυνο τον εαυτό του και τους δικούς του.

Αναρωτιέσαι πράγματι γιατί ο Θεός δεν εκτέλεσε εκείνα στα οποία ήθελε να Τον δοκιμάσει, ένα δικό Του αδύναμο και μικροκαμωμένο πλάσμα; μα δεν είναι για γέλια αυτή σου η απορία και για κλάματα το ανόητο αίτημά σου; Αν ένα παιδάκι πολύ μικρό, που σέρνεται ακόμη στα τέσσερα, ήθελε να πείσει ένα μεγάλο άνδρα να αποδείξει πως είναι ενήλικας και του ’ λεγε στον αέρα να πηδήσει, θα ’ πρεπε στα αλήθεια αυτός στον αέρα να πηδάει; Πόσο μάλιστα όταν ο ίδιος αυτός άνδρας έχει με αφθονία αποδείξει, πως όχι μόνο μπορούσε να πηδάει, αλλά και πως στον αέρα να πετάει μπορούσε ακόμη (112).

Δεν είναι δυνατόν ένα παιδάκι να ζητάει στον άνδρα να αποδείξει πως είναι άνδρας και αυτός ο τελευταίος να αγωνιά να αποδείξει πως στα αλήθεια τυγχάνει τέτοιος, περιμένοντας μια κρίση από αυτό το μικρό παιδάκι που σέρνεται στα τέσσερα ακόμη. Βλέπεις ο Θεός έχει μια διαφορά από τους ανθρώπους. Ότι κάνει το κάνει για το καλό τους, παρά για εντυπωσιασμό και μόνο. Διότι Εκείνος που είναι Παντοδύναμος τι ανάγκη έχει να επιδείξει την Δύναμή Του; Δεν γνωρίζει ήδη πως είναι Παντοδύναμος ή στ’ αλήθεια περιμένει να του το πουν οι άλλοι; (113) Σε αυτές τις ανόητες συμπεριφορές επίδειξης, πέφτουν εκείνοι που δεν είναι παντοδύναμοι, αλλά θνητοί που φθείρονται όσο γλιστρά ο χρόνος πάνω στα κορμιά τους. Και με όλα αυτά τα ματαιόδοξα καμώματά επίδειξης, ευελπιστούν να πάρουν κάποιον έπαινο λίγο παραπάνω, για να διακριθούν από αυτό που εκείνοι θεωρούν ασήμαντη μεγάλη μάζα των λοιπών από αυτούς ανθρώπων. Εκεί πράγματι είναι που βλέπει κανείς τις πιο αστείες προσδοκίες, όταν ακόμη και ο λαγός θαρρεί πως είναι λέοντας του δάσους βασιλιάς μεγάλος.

Ο Χριστός λοιπόν, ως Παντοδύναμος και Σοφός Θεός, χρησιμοποιεί την Δύναμή Του, όχι κάνοντας επίδειξη, αφού τέτοια ανάγκη για Αυτόν καμία δεν υπάρχει, αλλά βοηθά αδύνατους, άρρωστους, παράλυτους εκ γενετής, κλονισμένους στην πίστη και άλλους. Βλέπεις, όταν ένας ιππέας επιδειξίας ανόητος έχει ένα γρήγορο άλογο, συνέχεια προσπαθεί να παραβγεί με άλλους αναβάτες, για να δει και να μάθει πόσο γρήγορο είναι το άλογο του. Όταν όμως κάποιος έχει το πιο γρήγορο άλογο στον κόσμο, και το γνωρίζει πως έτσι έχουν τα πράγματα, τι νόημα έχει να τρέξει σε αγώνες ενάντια σ’ άλλους; Τι νόημα έχει να επιδεικνύεται; Δεν είναι ο επιδειξίας πράγματι εκείνος που περιμένει με αγωνία τα κολακευτικά τα σχόλια, για να νιώσει πως την πρωτιά μόνο εκείνος την κατέχει;

Δεν είναι δυνατόν στρατιώτης να ζητά στον στρατηγό να του αποδείξει ότι πράγματι στρατηγός τυγχάνει, κάνοντάς του επίδειξη μια ψεύτικης, χωρίς ουσία μάχης· αλλά ο πραγματικός στρατηγός αμέσως φανερώνεται στο πραγματικό πεδίο της μάχης. Στα αλήθεια για φαντάσου στρατηγό να προσπαθεί να αποδείξει και στον τελευταίο στρατιώτη του πως είναι ικανός στρατηγός πολύ μεγάλος, πότε ορμώντας με το άλογό του στο κενό κυνηγώντας εχθρούς φαντάσματα, πότε κάνοντας κυκλωτικές κινήσεις απέναντι σε ανύπαρκτο εχθρό, πότε κάνοντας υποχώρηση ενώ κανείς δεν τον έχει φέρει σε καμιά δύσκολη θέση της βίαιης της μάχης. Ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ο Θεμιστοκλής, ο Ιούλιος ο Καίσαρας και άλλοι της ιστορίας στρατιωτικοί σπουδαίοι, δεν απέκτησαν την φήμη τους κάνοντας επίδειξη σε πλήθη ή στρατιώτες που τους αμφισβητούσαν, αλλά επενέβαιναν με όλη την δύναμή τους εκεί που πράγματι υπήρχε μια κάποια στρατιωτική ανάγκη. Και τα αποτελέσματα της επέμβασής τους δεν άφησαν αμφιβολίες σε κανέναν, πέρα ίσως από μια κάστα ονειροπαρμένων φιλοσόφων που σκέφτονται μάλλον σαν και σένα.

Αν πράγματι Πορφύριε θέλεις τους θεούς τους δικούς σου ή εκείνους της μεγάλης Ελλάδας σε πειρασμό να βάλεις, τότε πήγαινε στον Αχελώο ποταμό και στον Ποσειδώνα και πες τους να έχουν περισσότερο νερό, ώστε να πειστείς ότι πράγματι είναι θεοί υδάτινοι και όχι ξεραμένες λίμνες· πες στον ήλιο τον Απόλλωνα, στον ουρανό να μείνει αναμμένος, με περισσότερο φως για μια ολάκερη ημέρα, γιατί όσο παραμένει το ίδιο φωτεινός σαν και χθες, μοιάζει με θεό που έχει αδυναμία· πες στον Άρη τον σκληρό όλη την ανθρωπότητα αμέσως τώρα σε πόλεμο να βάλει, γιατί όσο υπάρχει ειρήνη φαίνεται πως αυτός δεν έχει καμία σπουδαία εξουσία· πες στην Δήμητρα να κάνει τα ιερά φυτά της στην έρημο αμέσως να φυτρώσουν, διότι όσο αυτά υπάρχουν εκεί που μόνο βρέχει, αυτή δεν έχει την δύναμη να τα μεγαλώσει δίχως την βοήθεια του ξεραμένου ποταμού που είδαμε και φίλου σου του Ποσειδώνα· πες στους πλανήτες να γίνουν για μια μέρα μεγαλύτεροι αν μπορούν ή να τρέξουν πιο γρήγορα στην ουράνια μακάρια τροχιά τους, ειδάλλως θαρρώ ότι κάποιος Άλλος τους έβαλε εκεί και αυτοί δεν έχουν καμία δύναμη για να αντιδράσουν στην όποια Βούλησή Του.

Με άλλα λόγια Πορφύριε, αν αρκείσαι σε τόσα πράγματα που υπάρχουν στην φύση απαράλλακτα, για πολλούς ως φαίνεται αιώνες, και μάλιστα τα δέχεσαι εσύ ή οι Έλληνες (114) για αθάνατους θεούς μακάρους, τότε γιατί από τον Χριστό ζητάς, ζηλεύοντας τους αχάριστους τους Φαρισαίους (115), να σου δίνει πάντα μια παραπάνω κάθε φορά απόδειξη Θεού, οι τόσες άλλες δεν σου φτάνουν; Δεν είναι αυτό μια δική σου απληστία, παρά του Θεού μου η όποια αδυναμία;

 

 

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

 

III, 19. Είναι ευνόητο να προκαλεί τη δυσφορία όλος ετούτος ο κυκεώνας ασυναρτησιών, όπου οι ίδιες οι φράσεις έχουν κηρύξει τον πόλεμο η μία στην άλλη· πώς θα μπορούσε κανείς, έστω και μιλώντας σε απλοϊκούς ανθρώπους του δρόμου, να αφηγηθεί τα λόγια του Ιησού στον Πέτρο: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, με βάζεις σε πειρασμό, διότι δεν φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων» [Ματθ. 16.23]· και αλλού: «Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των Ουρανών.» [Ματθ. 16.18].

Αν καταδίκασε έτσι τον Πέτρο επειδή δεν είχε αποκτήσει θείον φρόνημα -τόσο ώστε να αποκαλέσει τον Πέτρο πειρασμό και Σατανά που η θέση του δεν είναι να στέκεται εμπρός του-, κι αν τον εξαπόστειλε με τέτοιο τρόπο επειδή είχε πέσει σε επικίνδυνο σφάλμα, τόσο που ούτε να τον βλέπει πια δεν ήθελε, παρά τον πέταξε πίσω του μες στο συρφετό των ασήμαντων και των αποδιωγμένων, πώς θα πρέπει εμείς να την εκλάβουμε αυτήν την καταδίκη του κορυφαίου και πρώτου των μαθητών; Αν τα σκεφτεί και τα ξανασκεφτεί κανείς νηφάλια, και κατόπιν ακούσει το Χριστό -που θαρρείς και ξέχασε τις φωνές που ‘βαλε στον Πέτρο- να του λέει, «εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών», δεν θα ξεκαρδιστεί στα γέλια; Δεν θα σαρκάσει, σαν να βρισκόταν μέσα σε θέατρο, δεν θα προγκίξει τους ηθοποιούς, δεν θα σφυρίξει μ’ όλη του τη δύναμη, δεν θα στραφεί στους άλλους θεατές να πει δυνατά: «Ή πιωμένος ήταν και πάνω στο μεθύσι τού κακομίλησε του Πέτρου και τον είπε Σατανά· ή ονομάζοντας τον κλειδοκράτορα της βασιλείας, ζωγράφιζε όνειρα που είδε στον ύπνο του.»

Ποιος Πέτρος ήταν ικανός να στηρίξει τα θεμέλια της εκκλησίας; Εκείνος που το φρόνημα του κλονίστηκε τόσες και τόσες φορές με το παραμικρό; Πότε φάνηκε να ‘χει ένα σταθερό λογισμό και πότε είχε να επιδείξει ακλόνητο φρόνημα; Αυτός που εξ αιτίας μιας ελεεινής υπηρετριούλας, με το που άκουσε τη λεξούλα «Ιησούς», τρέμοντας από φόβο, τρεις φορές ορκίστηκε ψέματα, χωρίς να τον ζορίζει καμιά σοβαρή ανάγκη; [Μαρκ. 14.69].

Αν είχε δίκιο να τον πει Σατανά, προλαβαίνοντας το ότι ο Πέτρος στο πιο σημαντικό θέμα, της ευσέβειας, θα ‘πεφτε σε τέτοιο ατόπημα, τότε είναι παράλογο να τον τοποθετεί και στην κορυφή της εξουσίας, σα να μην είχε ιδέα για τις πράξεις του Πέτρου.

Ξύπνιος είσαι Πορφύριε σαν μιλάς πότε για μεθυσμένους και πότε για ονειροπαρμένους· γι’ αυτό ας φροντίσουμε ευθύς αμέσως να αποδείξουμε ποιος πράγματι είναι εκείνος που σε αυτές ανήκει τις δύο τις ομάδες.

Κατ’ αρχάς στα Ευαγγέλια που αναφέρεσαι, ο Πέτρος ο Απόστολος δεν είναι το μοναδικό στήριγμα της Εκκλησίας· και εκεί είναι το μεγαλειώδες σου το σφάλμα. Βλέπεις η συζήτηση των μαθητών και του Ιησού, δεν στρέφονταν γύρω από τον Πέτρο, αλλά γύρω από τον Ιησού τον Ίδιο. Η ερώτηση στην οποία ο Πέτρος έψαχνε απάντηση ήταν, τι λένε οι άνθρωποι για τον υιό του ανθρώπου (116)· κι όχι τι λένε για τον εαυτό του Πέτρο. Κι η απάντηση που αυτός έδωσε, λαμβάνοντας τα Θεία εύσημα (117) ήταν πως ο υιός του ανθρώπου, είναι ο Χριστός ο υιός του Θεού του Ζώντος. (118) Αυτή είναι η πρώτη και κύρια πέτρα πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ολόκληρη η Εκκλησία (119)· δηλαδή η παραδοχή του Πέτρου πως ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού (120). Άλλωστε, και αυτός ο πρώην διώκτης του Χριστιανισμού, ο Απόστολος ο Παύλος, το ξεκαθάρισε αμέσως στα γραπτά του (121), που εσύ παιδιαρίζοντας ποτέ δεν έλαβες σωστά υπ’ όψιν. Και δεν ήταν άλλωστε ο μόνος που το είχε καταλάβει. Ακόμη και ο Ιωάννης σε ξεπέρασε σαν έγραφε την Αποκάλυψή Του (Θεού)· διότι εκεί σαφώς δεν παράλειψε να μας τονίσει ότι ο Πέτρος δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ο πρώτος από τους Απόστολους, ακόμη κι αν και τους μαθητές της ίδιας αυτής παραδοχής για τον Ιησού, φαντάζεται κανείς ως θεμέλιες πέτρες της Εκκλησίας (122). Δεν είναι λοιπόν ο Χριστός Εκείνος που ξέχασε όσα είχε πει στον Πέτρο, αλλά εσύ Πορφύριε ξέχασες, πιωμένος ως ήσουν στην προσωπική σου αλαζονεία, να συμβουλευτείς και των άλλων Αποστόλων τα όμορφα βιβλία.

Δευτερευόντως έπεσες και σε άλλο ατόπημα. Πίστεψες πως ο Ιησούς έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, μόνο στον Απόστολο τον Πέτρο (123)· αν και στα ίδια τα Ευαγγέλια αναφέρεται ότι ο Ιησούς τα ίδια αυτά κλειδιά είχε παραδώσει σε όλους τους μαθητές Του ανεξαιρέτως (124). Βλέπεις, όταν κάποιος δάσκαλος παραδίδει τα κλειδιά της σχολής σε έναν από τους μαθητές του, δεν σημαίνει πως δεν θα τα παραδώσει ή δε τα παρέδωσε ήδη και στους υπολοίπους. Όμοια και απαράλλαχτα, όταν βλέπουμε ένα πατέρα να παραδίδει τα κλειδιά του σπιτιού σε έναν από τους υιούς του, σε καμιά καμιά περίπτωση δεν σκεφτόμαστε ότι σίγουρα οι αδελφοί του δεν τα έχουν ήδη ή ακόμη χειρότερα, ότι στο μέλλον δεν θα τα παραλάβουν διόλου. Μην λες λοιπόν πως ο Πέτρος είναι ο κλειδοκράτορας ή ο Απόστολος στην κορυφή της εξουσίας. Διότι τα κλειδιά που είχε αυτός, τα είχαν και οι άλλοι, και όλοι μαζί άνοιγαν την ίδια την Ουράνια την Πόρτα που ήταν σαφώς Μεγάλη. Εκτός και αν δέχεσαι πως στα αλήθεια μπορούν να υπάρξουν πολλά κλειδιά, που ανοίγουνε την ίδια πόρτα, αλλά ένα εξ’ αυτών είναι πρώτο και μοναδικό, παρότι δεν διαφέρει από τα άλλα. Είτε λοιπόν η πόρτα ανοίγει από ένα κλειδί, είτε δεν ανοίγει. Και αυτό είναι που έχει σημασία.

Έτσι λοιπόν πάλι σκέφτομαι πως για την διαλεκτική του Αριστοτέλη λίγα πράγματι έχεις μελετήσει· διότι αν την είχες μελετήσει έστω και τόσο δα ολίγο, ίσως και να καταλάβαινες μόνος σου όλα τούτα που σου καταγγέλλω, κι ακόμη κι άλλα. Διότι εσύ και άλλοι χαμένοι μέσα στην αλαζονεία τους, θαρρούν πως ο Χριστός ένα ζευγάρι κλειδιά των Ουρανών είχε μονάχα και αυτά τα έδωσε στον ένα και μοναδικό απόστολο, τον Πέτρο· κι κανείς από αυτούς τους αλαζόνες δεν τολμά να διερωτηθεί τι το ήθελε ο Θεός και έμεινε δίχως κλειδιά καθόλου· διότι οι αλαζόνες σαν του λόγου σου αυτό έχουν στο μυαλό τους, παρότι ευθέως δεν το μαρτυράνε· πως δηλαδή οι ουρανοί ανοίγουνε από ένα ζευγάρι κλειδιά και μόνο, τα οποία αφού ο Θεός στον Πέτρο έδωσε, κλειδώθηκε απ’ έξω από την γη και περιμένει ακόμη του Πέτρου το σώμα σαν αναστηθεί για να Του την ανοίξει. Σύνελθε λοιπόν Πορφύριε, γιατί εσύ είσαι ο ονειροπαρμένος. Και τα όνειρά σου τα απατηλά διδάσκουν τους χαμένους από τα λόγια σου, πως ο Θεός παράδωσε ένα μονάχα μάτσο κλειδιά που είχε, σε ένα θνητό ψαρά Απόστολο· κι ύστερα σαν ο θνητός αυτός απέθανε, κανείς σας δεν γνωρίζει να μας πει τα κλειδιά Του αυτά που πήγαν και τι απόγιναν, έτσι μοναδικά που θέλετε σε κάποιον να ανήκουν. Θαρρείς και η βασιλεία των Ουρανών δεν άνοιξε ξανά κάτω από την γη μετά τον θάνατο του Πέτρου. Αν σου κόπηκαν τα γέλωτα λοιπόν με όλα τούτα, καιρός είναι να αρχίσουν τα δικά μου, γιατί πλέον ξάστερα αντιλαμβάνομαι ποιος είναι ηθοποιός και ποιος είναι μεθυσμένος.

Ας περάσουμε όμως να δούμε και την καταδίκη σου για τον ίδιο Απόστολο μας, επειδή αρνήθηκε τρεις φορές τον διδάσκαλό του· φαίνεται δε ότι μεθύσι αγράμματο μεγάλο τράβηξες σαν έπεσε η νύχτα· και το μεθύσι σου αυτό σε σκότισε τόσο δυνατά, ώστε δέχθηκες πως ο Πέτρος ο Απόστολος δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο αφού κανείς δεν το απείλησε πέρα από μια υπηρετριούλα. Αλήθεια, τι αντίληψη ξεκάθαρη είναι αυτή και τι λευκός στοχασμός μεγάλος; Διότι θαρρώ πως τον Ιησού δεν Τον συνέλαβαν, δεν Τον απείλησαν και δεν Τον κτύπησαν γυναίκες υπηρέτριες με σεντόνια που την σκόνη διώχνουνε, άσπρα ή βρώμικα μεγάλα· αλλά στρατιώτες των Ρωμαίων παρέα με κάτι υπηρέτες οπλισμένους των Ιουδαίων· (125) ή ξέχασες στα αλήθεια ακόμη και εκείνον τον υπηρέτη που είχε το ίδιο όνομα με σένα πριν να το αλλάξεις; (126) Και όλοι γνωρίζουμε καλά για τι ποιότητα υπηρετών μιλάμε (127). Για εκείνους που δεν δίσταζαν με θάνατο να απειλούν, δίχως να ’χει γίνει ακόμη καμιά νόμιμη της φωτεινής ημέρας δίκη (128). Αυτά έχω να σου πω δηλαδή ξεκάθαρα· πως όταν στρατιώτες συλλαμβάνουν τον καλύτερό σου φίλο και διδάσκαλο, άνευ καμία ουσιαστικής αιτίας και μετά εσύ τολμάς να πας να τον επισκεφτείς μέσα στο στόμα εκεί του λύκου (129), να ξέρεις πως δεν είναι εύκολο το πρόβατο του Ποιμένα αμέριμνα να το παριστάνεις· (130) ιδίως όταν εκεί ευρίσκεται ένας συγγενής του γνωστού μας υπηρέτη Μάλχου (131). Φαντάζομαι πως θα άκουσες την ιστορία του Αριστοτέλη του φιλόσοφου εις την Αθήνα. Μόλις μυρίστηκε πως έρχεται η σειρά της δίκης του μετά από μια άδικη περί ασέβειας κατηγορία, έφυγε για άλλη πόλη στο βορά, δίδοντας μια δεύτερη ευκαιρία στους Αθηναίους για την φιλοσοφία, γυμνώνοντας την εξυπνάδα σου στο κρύο του χειμώνα.

 

 

III, 20. Το ότι ο Πέτρος είχε υποπέσει σε πολλά αμαρτήματα, φαίνεται και στο χωρίο εκείνο όπου του λέει ο Ιησούς: «Όχι επτά φορές, μα εβδομήντα επί επτά φορές θα επιτρέψεις να αμαρτήσει ο αμαρτωλός.» [Ματθ. 18.22]. Κι ο Πέτρος, παρ’ ότι είχε λάβει αυτή την εντολή, όρμηξε στου αρχιερέα το δούλο, που δεν είχε κάνει απολύτως καμιά αμαρτία, και με βαναυσότητα του ‘κοψε το αυτί. [Ιωαν. 18.1ο]. Σε τι αμάρτησε αυτός, αν το αφεντικό του τον διέταξε να πάρει μέρος στη σύλληψη του Ιησού;

Φαντάζει δίκαιη η ερώτησή σου, αλλά στο βάθος δεν γνωρίζω αν πράγματι είναι. Για δύο λόγους τους οποίους θα σου αναπτύξω.

Πρώτον, διότι ενώ υπαινίσσεσαι πως ο Πέτρος είναι αμαρτωλός, αφού δεν μπόρεσε τότε να συγχωρέσει μιαν αμαρτία ως όφειλε, εντούτοις δεν δέχεσαι πως υπήρξε διόλου εν τέλει αυτή η αμαρτία του υπηρέτη· αν πράγματι ως λες, δεν υπήρξε η αμαρτία του υπηρέτη Μάλχου, τότε πως υπαινίσσεσαι ότι ο Πέτρος δεν άκουσε τον Διδάσκαλό Του για την συγχώρεση των αμαρτιών; Αν υπήρξε όντως μια του Μάλχου αμαρτία, γιατί διερωτάσαι σε τι αυτός αμάρτησε; Ή το ένα θα δεχθείς ή το άλλο· Εκτός και αν τέλος παραδεχθείς ότι διαφορετικά έχουν τα γεγονότα, ως θα τα δούμε με άλλα λόγια παρακάτω στον δεύτερο τούτο λόγο.

Δεύτερον, λοιπόν, διότι ο πράτων την αμαρτία δεν είναι αναγκαίο να αμαρτάνει ανταποκρινόμενος σε μία προηγηθείσα άλλη· ενώ κατηγορείς τον Πέτρο για μη συγχώρεση μιας κάποιας αμαρτίας του δούλου Μάλχου (132) απέναντί του, δεν δέχεσαι παράλληλα πως ο δούλος εν τέλει αμάρτησε· με άλλα λόγια σε τούτη την περίπτωση η φράση «Όχι επτά φορές, μα εβδομήντα επί επτά φορές θα επιτρέψεις να αμαρτήσει ο αμαρτωλός» δεν αφορά κατ’ εσέ τον Πέτρο, αλλά τον Μάλχο, αφού ο Πέτρος ήταν εκείνος ο μοναδικός που αμάρτησε απέναντί του τελευταίου. Ενώ ο Μάλχος, αν δεχθούμε ότι αμάρτησε απέναντι σε κάποιον, αμάρτησε απέναντι στον Χριστό, αφού Εκείνον πήγαινε για να συλλάβει, παρά τον Απόστολο μας. Και πράγματι υπάρχει κάτι που δόλια αποκρύπτεις. Η ερώτηση του Πέτρου στον Χριστό για την συγχώρεση της όποιας αμαρτίας, δεν αφορούσε κανένα τρίτο πρόσωπο ως της τελευταίας στόχο, αλλά τον άμεσα ενδιαφερόμενο· για τούτο ρώτησε ο Πέτρος «ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ» (133) παρά εις κάποιον τρίτο άλλον. Κι ο Χριστός, επιστρέφοντας την κουβέντα μας στα γεγονότα, που ήταν ο Διδάσκαλος, ενώ ο Πέτρος ακόμη ο μαθητής Του, άφησε τον Μάλχο να αμαρτήσει απέναντί Του, απαγορεύοντας στον μαθητή Του να αντισταθεί (134)· κατόπιν με μεγαλοσύνη αναίρεσε και την αμαρτία του Πέτρου απέναντι στον υπηρέτη (135). Διότι ο Χριστός ήταν, είναι και θα είναι ο Θεός, και όλες οι αμαρτίες βασικά γίνονται παντού και πάντοτε απέναντί Του.

Με άλλα λόγια αν δεν κατάλαβες ο Μάλχος αμάρτησε εις τον Χριστό, ο Πέτρος εις τον Μάλχο και ο Χριστός συγχώρεσε αμέσως και τους δύο· αφού και το αυτί του Μάλχου κόλλησε, και τα κλειδιά της βασιλείας έδωσε ως είδαμε νωρίτερα στον Πέτρο (136).

Χρειάζεται όμως να σου πω μερικά πράγματα ακόμη. Ας πούμε πρώτα για το αμάρτημα του δούλου κι αν πράγματι υπήρξε, αφού εκείνο του Πέτρου είναι εύκολα αντιληπτό και από τους δυο μας . Αν λοιπόν, κάποιος προσπαθούσε να σκοτώσει ή να συλλάβει τον Ιησού εκείνη την στιγμή, αυτός ήταν ο οπλισμένος δούλος και όχι το άοπλο αφεντικό του ο αρχιερέας. Έτσι, αν πράγματι δεν πιστεύεις ότι αμάρτησε ο δούλος, τότε αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να δέχεσαι ότι αμαρτάνει το αφεντικό που απλά διέπραξε την ίδια αμαρτία του δούλου του κινώντας απλά τα χείλη, ενώ ο δούλος όχι, αν και εκείνος ήταν που την έκανε με τα χέρια και τα όπλα του λίγο αργότερα στα γεγονότα πράξη. Έπειτα μην σκέφτεσαι πως δεν αμαρτάνει κάποιος όταν συλλαμβάνει τον Ίδιο τον Θεό. Τι και αν εκτελεί εντολές ενός άλλου ανωτέρου; Μήπως απαλλάσσεται της κατηγορίας; Από πότε δηλαδή οι ληστές άρχισαν να απαλλάσσονται των κατηγοριών και την πληρώνει μόνο ο αρχηγός τους; Θαρρώ δηλαδή πως κάθε δούλος θα μπορούσε εύκολα να κλέβει και αμέσως να αθωώνεται, όταν υπαινίσσονταν πως τον διέταξε το αφεντικό του να πράξει την κλεψιά και πως δεν είχε στην ουσία αποφασίσει ο ίδιος. Μα γνωρίζουμε πολύ καλά και οι δυο μας, πως όταν συλλαμβάνεται μια ομάδα ληστών, την πληρώνουν πάντα οι συλληφθέντες και μάλιστα παραδειγματικά από τις αρχές· κανείς δεν προτείνει να τιμωρηθεί μόνο ο αρχηγός και να αθωωθούν οι άλλοι, με την τολμηρή σκέψη ότι εκτελούσαν διαταγές. Στα χρόνια τα δικά μου πολλοί στρατιώτες αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές των ανωτέρων τους να αποκηρύξουν τον Ιησού Χριστό. Και γνωρίζω πολύ καλά ότι αρκετοί από αυτούς σαν μάρτυρες αργότερα τιμήθηκαν από τον Θεό μας, αφού για χάρη Του σφάχτηκαν από τους αρχηγούς τους. Δεν είναι οι δούλοι αμέτοχοι των αποφάσεων των αφεντικών τους, όπως δεν είναι αμέτοχα τα χέρια στις διαταγές του κεφαλιού. Κι αν τα χέρια δεν μπορούν από το σώμα να ξεφύγουν, να είσαι σίγουρος πως οι δούλοι κάτι τέτοιο το μπορούν από τα αφεντικά τους με το διαφορετικό το σώμα.

Ακόμη λοιπόν και όταν ένας στρατηλάτης χρησιμοποιεί δούλους για να προελάσει μέσα σε ξένο έδαφος, σαφώς δεν είναι ο μόνος που κινδυνεύει να πεθάνει. Στην Ελλάδα την παλαιά, να ’σαι σίγουρος πως δεν κινδύνευσαν μόνο οι βασιλείς από τους Πέρσες, όσες φορές εκείνοι εκστράτευσαν ενάντια στην πρώτη παίρνοντας μαζί τους δούλους και πολλούς στρατιώτες μισθοφόρους. Περισσότεροι είναι οι δούλοι στρατιώτες τους που θανατώθηκαν στην μάχη, παρά οι χρυσοποίκιλτοι αρχηγοί τους. Μην περίμενες στα αλήθεια οι Έλληνες, ή οποιοσδήποτε άλλος λαός, να κάθεται δίχως να αμύνεται σε ένα σκαμνί, επειδή στην πρώτη την γραμμή δεν είναι ο Πέρσης βασιλιάς, αλλά ο Πέρσης που εκτελεί εντολές και δηλαδή ο δούλος. Και ο Χριστός πολύ σωστά το είπε και η συμβουλή Του δεν αφορούσε μόνο τους μαθητές Του· όσοι χρησιμοποιούν μαχαίρια, από μαχαίρια μάλλον θα πεθαίνουν. (137) Και ο Μάλχος ο υπηρέτης είχε ένα τέτοιο μαχαίρι σαφώς μαζί του· και από ένα τέτοιο μαχαίρι κινδύνεψε, όχι η ζωή του, αλλά για μια στιγμή η ίδια η ακοή του.

Υπάρχει επίσης κάτι τελευταίο. Εντυπωσιάζει δηλαδή, ότι αναρωτιέσαι σε τι αμάρτησε ο δούλος και δεν αναρωτιέται σε τι αμάρτησε ο Χριστός, ώστε αυτός ο δούλος να πρέπει να Τον συλλάβει μέσα στην σκοτεινή τη νύχτα οπλισμένος, μακριά από του λαού τα μάτια· ούτε φαίνεται να βλέπεις πως τελικά ο δούλος απέκτησε πάλι το αυτί του, ενώ ο Χριστός ήταν Εκείνος που βασανίσθηκε και εξευτελίσθηκε και σταυρώθηκε, αν και ποτέ Του δεν έπραξε τίποτα το άδικο και τίποτα το κακό, ιδίως απέναντι στον δούλο, όσο και στο αφεντικό του δούλου, τον άδικο Ιουδαίο αρχιερέα.

 

 

III, 21. Ετούτος ο Πέτρος και σ’ άλλες περιπτώσεις έχει διαπράξει εγκλήματα. Έναν άνδρα που τον έλεγαν Ανανία και τη γυναίκα του, ονόματι Σάπφειρα, επειδή δεν του κατέβαλαν ολόκληρο το χρηματικό ποσό από την πώληση του χωραφιού τους και ξεχώρισαν ένα μέρος για τις ανάγκες τους, τους θανάτωσε, ενώ δεν είχαν βλάψει κανένα. [Πράξεις Αποστόλων 5,1-11].

Αν δεν θέλησαν να χαρίσουν ολόκληρη την περιουσία τους, πού είναι το έγκλημα τους; Κι αν νόμιζε ότι έκαναν αδίκημα, θα έπρεπε να θυμηθεί τις εντολές του Ιησού που του δίδαξε να υπομείνει μέχρι και τετρακόσια ενενήντα αδικήματα, και να συγχωρέσει εκείνο το ένα -αν βέβαια υπήρχε αμάρτημα στην πράξη τους εκείνη. Και θα ‘πρεπε ο Πέτρος, ανάμεσα στ’ άλλα, να ‘χει πάντα κατά νου ότι όταν ο ίδιος ορκιζόταν ότι δεν ήξερε τον Ιησού, όχι απλώς ψευδόταν μα και ως επίορκος έδειξε πόσο δεν μετρούσε γι’ αυτόν η μέλλουσα κρίση και ανάσταση.

Τούτη η κατηγορία σου για τον Απόστολο τον Πέτρο είναι ένα κατασκευασμένο απατηλό σου ψέμα· θεωρείς τον Πέτρο εγκληματία και υπεύθυνο για τον θάνατο του Ανανία και της Σαπφείρας, οι οποίοι λες δεν είχαν βλάψει ποτέ κανένα. Και αν κάπου στηρίζεις αυτό το συμπέρασμά σου, πως δηλαδή αυτοί οι δύο ποτέ δεν έβλαψαν, αυτό θαρρώ πως δεν είναι άλλο από το Ευαγγέλιο της Ειρήνης (138). Το ίδιο μέτρο αναφοράς που χρησιμοποιείς αθωώνοντας τον Ανανία και την Σαπφείρα, χρησιμοποιείς αντίθετα για να κατηγορήσεις τον γνωστό μας Πέτρο, έστω και αν το ίδιο αυτό μέτρο δεν δείχνει τον Πέτρο να έβλαψε ποτέ αυτούς τους δύο, μα ούτε και να είναι υπεύθυνος για τον θάνατό τους (139). Ή θα πρέπει να χρησιμοποιείς το μέτρο ως έχει ή να μην το χρησιμοποιείς καθόλου. Διότι αν το χρησιμοποιείς ενάντια στον Πέτρο χωρίς να αντλείς από αυτό τα δικανικά σου τα στοιχεία όντας νομικός, αναρωτιέμαι γιατί δεν το χρησιμοποιείς ενάντια στον Ανανία και στην Σαπφείρα ή ενάντια σε κάποιον άλλο, για παράδειγμα κάποιον από τους νεανίες. (140) Αν για δικανικά στοιχεία χρησιμοποιείς την δική σου την χρωματιστή την φαντασία, δεν είναι δύσκολο θαρρώ να φανταστείς ενάντια σε άλλον μια όποια διαφορετική ακόμη νέα κατηγορία· μια κατηγορία δηλαδή ενάντια στους νεανίες, τον Ανανία ή την Σαπφείρα αθωώνοντας παράλληλα τον Απόστολο τον Πέτρο, λέγοντας για παράδειγμα πως οι νεανίες θανάτωσαν το επίμαχο ζευγάρι ή πως ο Ανανίας και η Σαπφείρα κάποιον, τέλος πάντων, είχαν βλάψει.

Καλά θα κάνεις λοιπόν εδώ να θυμηθείς εκείνα που μας μαρτυρούσες, σαν έλεγες πως «δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ’ ένα παλούκι, μα εκείνος που έμπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται» [Πρβλ. ΙΙ,16] Χρησιμοποιώντας τώρα την δική μου φαντασία, η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να φανταστώ εδώ κανέναν άλλο διαβολέα με παλούκι πέρα από εσένα. Διότι ποτέ δεν ξέχασα την κατηγορία σου περί της πλαστής της ιστορίας, όσο αφορά τον εξορκισμό των δαιμονίων από τον Ιησού, για τον Οποίο έλεγες πως «Το να ελευθερώσει ένα άτομο από τα αόρατα δεσμά του, μεταφέροντας τα δεσμά αλλού με τρόπο αφανέρωτο» δεν είναι δα κατόρθωμα. [Πρβλ ΙΙΙ, 4] Σίγουρα όμως τούτην την φορά φαίνεται πως είναι μεγάλο κατόρθωμα να κατηγορείς τον Απόστολο τον Πέτρο με αόρατα δικανικά στοιχεία, κάνοντας χρήση ενός θανάτου που βρήκε δυο ανθρώπους, λέγοντας πως πράγματι ο Πέτρος τους σκότωσε, έστω και αν το έκανε με τρόπο αφανέρωτο.

Αν σωστά παρατήρησες σε αυτή την ευαγγελική περικοπή, όλη η δύναμη των Αποστόλων δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το Πνεύμα το Άγιο, το Τρίτο Πρόσωπο της Τριάδας της Αγίας (141), το οποίο με περίσσια δύναμη είχαν τότε μέσα στις αρχικές τους τις κοινότητές οι αδελφοί μας. Εκείνο το Πνεύμα ήταν και είναι το Οποίο δίνει την ίδια την ζωή σε όλους τους ανθρώπους (142). Ο Ανανίας και η Σαπφείρα δεν κατηγορήθηκαν γιατί δεν έδωσαν όλη την δική τους περιουσία, αφού αν έμεναν εκτός της αδελφότητας πάλι δική τους ούτως ή άλλως ήταν (143), αλλά γιατί το ψέμα τους αυτό, που ξεχωριστά ο καθένας επανέλαβε δίχως να μετανοήσει (144) πέφτοντας στην ίδια πάντοτε θανάσιμη αμαρτία, αφορούσε εκείνο τον βασιλέα τον οποίο ο καθένας άνθρωπος θέλει να κρατήσει μέσα στην καρδιά του. Θα ήθελα δηλαδή εδώ να σου θυμίσω την συζήτηση που είχαμε για το ποιος είναι ο άρχοντας του κόσμου τούτου και για το πως ο καθένας αποφασίζει για τον δικό του άρχοντα μέσα στην ψυχή του. [Πρβλ. ΙΙ,15]. Μην περιμένεις λοιπόν κανείς να βάζει το διάβολο μέσα του ή να διώχνει από κει το ζωοποιό το Θεϊκό το Πνεύμα απαρνούμενος αυτής της προσφοράς των Αποστόλων και να μένει ζωντανός στον παρόντα τον αιώνα. Μόνος του αυτοκτονεί χωρίς κανείς να τον σκοτώσει. Όπως όταν κάποιος παύει να τρώει τροφή πεθαίνει από ασιτία ή όπως κανείς σταματά να πίνει το νερό πεθαίνει από δίψα, έτσι και όποιος την θεϊκή ζωοποιό δύναμη αποβάλει από μέσα του, πιότερο την ζωή του χάνει. Και να ’σαι σίγουρος πως ο σωματικός θάνατος του Ανανία και της Σαπφίρας δεν πήγε μια φορά χαμένος. Ο Θεός ο δικός μας πάντοτε για το καλό του συνόλου ενεργεί και επιτρέπει· και ο θάνατος ο δικός τους που επιτράπηκε τότε να συμβεί, πρόσθεσε και άλλους σταθερά πάνω στ’ άρμα της Χριστιανικής μας σωτηρίας, αφού όσοι με αυτά τα γεγονότα φοβήθηκαν, παρέμειναν ως Χριστιανοί προσηλωμένοι στου Θεού την αφανέρωτη παντοδυναμία. Όσο γι’ αυτούς τους δύο, ίσως να τους δόθηκε δεύτερη δυνατότητα να μετανοήσουν, μιας και το ιερό μας Ευαγγέλιο διδάσκει και την άφεση των αμαρτιών ακόμη και μετά το θάνατό μας. (145) Μόνο που αυτό είναι ζήτημα Θεού παρά κάτι που μπορούμε να αποδείξουμε δυο θνητοί ως οι δυο μας.

 

 

III, 22. Αυτός που κατείχε θέση αρχηγού ανάμεσα στους μαθητές, και που διδάχτηκε από το θεό να περιφρονεί το θάνατο, αυτός, όταν πιάστηκε από τον Ηρώδη, δραπέτευσε και στάθηκε η αιτία να εκτελεστούν οι φρουροί του. Νύχτα δραπέτευσε, και την επόμενη αναστατώθηκαν οι στρατιώτες κι αναρωτιόνταν πώς διέφυγε ο Πέτρος. Μη μπορώντας να τον βρει ο Ηρώδης, έκανε ανακρίσεις και διέταξε να συλληφθούν οι φύλακες, τουτέστιν να αποκεφαλιστούν. [Πράξεις 12.1-11].

Είναι ν’ απορεί κανείς, πώς έδωσε ο Ιησούς τα κλειδιά των ουρανών σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο. Πώς είπε «βόσκε τα αρνιά μου», [Ιωαν. 21.15], σ’ αυτόν που με το παραμικρό τα έχανε και καταβαλλόταν από το φόβο -αν υποθέσουμε ότι τα πρόβατα είναι οι πιστοί που προόδευσαν κι έφθασαν στον υψηλότερο βαθμό του μυστηρίου, ενώ τα αρνιά είναι όσοι βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της κατήχησης και τρέφονται με το γάλα της διδασκαλίας.

Όμως η ιστορία λέει ότι ο Πέτρος, αφού βόσκησε τα πρόβατα λίγους μόνο μήνες, μετά σταυρώθηκε [ιβ], παρ’ όλο που του ‘χε πει ο Ιησούς ότι αυτόν δεν θα τον νικούσαν οι πύλες του Άδη.

Ως και ο Παύλος είχε καταδικάσει τον Πέτρο, λέγοντας: «Του εναντιώθηκα κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Διότι πριν καταφθάσουν οι άνθρωποι του Ιακώβου, ο Πέτρος συνέτρωγε με εθνικούς. Μόλις όμως ήρθαν εκείνοι, ο Πέτρος αποτραβήχτηκε γιατί φοβήθηκε μη τον δουν οι Εβραίοι. Και τον ακολούθησαν σ’ αυτή του την υποκρισία πολλοί άλλοι Ιουδαίοι.» [Προς Γαλατάς 2.12].

Πόσο αξιοκατάκριτο, ένας άντρας που έχει αναγορευτεί σε ερμηνευτή του θείου λόγου να ζει μες στην υποκρισία και να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να γίνεται αρεστός στον κόσμο· κι επιπλέον να σέρνει μαζί του και μια γυναίκα, όπως λέει πάλι ο Παύλος: «Μήπως δεν έχουμε την εξουσία να σέρνουμε μαζί μας μια αδελφή γυναίκα, όπως κάνουν οι άλλοι απόστολοι και ο Πέτρος;» Λέει επίσης ο Παύλος: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι κι εργάζονται με δολιότητα». [Προς Κορινθ. Β΄ 11.13].

Αν λοιπόν έχει κυλιστεί ο Πέτρος μέσα σε τόσα κακά, όπως μαθαίνουμε, πώς να μην ανατριχιάσεις με την ιδέα ότι αυτός κρατά τα κλειδιά του ουρανού, αυτός λύνει και δένει, όντας ο ίδιος μπλεγμένος μέσα σε μυριάδες ατοπήματα!

Δεν γνωρίζω αν πράγματι είναι ο Πέτρος μπλεγμένος ή εσύ. Νωρίτερα κατηγορούσες τον Ιησού [Πρβλ. III, Ι], επειδή δεν το έσκασε θαυματουργικά από τον κλοιό των οπλισμένων των φρουρών του, ως έπραξε για παράδειγμα ο Απολλώνιος ο Τυανέας, ο οποίος, αφού εξαφανίστηκε από τα ανάκτορα του αυτοκράτορα Δομητιανού εμφανίστηκε, ως είπες, αργότερα εις την Δικαιάρχεια. Αντί ομοίως να δίνεις τα ίδια ή και περισσότερα εύσημα στον Πέτρο, επειδή κατάφερε σαν τον Τυανέα να εξαφανιστεί από τα χέρια των πολλών δεσμοφυλάκων του (147), που έμειναν να ψάχνουν απορημένοι τον τρόπο με τον οποίο αυτός θαυματουργικά ελευθερώθηκε, εντούτοις τον θέτεις σε απολογία για τις πράξεις ενός βασιλιά από την Ιουδαία. Εσύ που τόνιζες πως δεν μπορεί κανείς να κατηγορεί τα παιδιά για την κακία του πατέρα [Πρβλ. ΙΙ, 16], επιχειρηματολογώντας κατά του Απόστολου του Παύλου, να που κατηγορείς τον Πέτρο για την κακία του Ηρώδη· κι όλοι καλά γνωρίζουμε πως ο Πέτρος όχι μόνο δεν ήταν υιός του Ηρώδη, μα ούτε καν μακρινός του συγγενής ή εξάδελφος του. Αν λοιπόν ο Παύλος λέει πως «Αν ξαναχτίζω αυτά που εγώ ο ίδιος γκρέμισα, γίνομαι παραβάτης του εαυτού μου» (147α), τότε εσύ τον συμπληρώνεις λέγοντας πως «αν γκρεμίζω αυτά που εγώ ο ίδιος έχτισα, τότε πάλι γίνονται παραβάτης του εαυτού μου».

Άλλοτε πάλι, σε διαφορετική σου κατηγορία κατά του Ιησού, έλεγες πως «το αδίκημα το διαπράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται». [Πρβλ. ΙΙ.15] Δεδομένου ότι την βία την υπέστησαν οι στρατιώτες, πρέπει να σε ρωτήσω περί του ποιος άσκησε βία επάνω τους στην περίπτωση της απόδρασης του Πέτρου, μιας και εσύ φαντάστηκες φρόνιμο να κατηγορείς τον τελευταίο. Ο Πέτρος ή ο Ηρώδης;

Ας μην ξεχάσουμε σίγουρα εδώ να πούμε δυο απλά πράγματα· πρώτα δηλαδή να δηλώσουμε ότι τον Πέτρο νωρίτερα ξανά κατηγόρησες επειδή ο Ανανίας και η Σαπφείρα πέθαναν με τρόπο αφανέρωτο [Πρβλ. III, 21]. Κι όμως εδώ που ο τρόπος της τιμωρίας των στρατιωτών είναι στα σίγουρα φανερωμένος και δεν είναι άλλος από τις σαφείς τις διαταγές του βασιλέα του Ηρώδη, τον Πέτρο κατηγορείς σε επανάληψη λες και σε έχει πιάσει μια κάποια μανία του ψεύτικου θεού Διονύσου. Έπειτα για δεύτερο θα πρέπει να σε ρωτήσουμε για το τι θα έλεγες ενάντια στον Ιησού, αν ο τελευταίος το έσκαγε από τα χέρια του Πιλάτου; τι δηλαδή θα είχες να μας πεις, τί θα είχες να κατηγορήσεις αν οι στρατιώτες του τάφου Του θανατώνονταν από τους αδίσταχτους στρατιωτικούς Ρωμαίους αμέσως μετά την Ανάστασή Του; Μήπως θα Τον κατηγορούσες για τον φόνο τους, επιθυμώντας ο Χριστός στον σιωπηλό τον τάφο Του να παραμένει, ως ο Πέτρος μεσ’ στην φυλακή του;

«Αν τα σκεφτεί και τα ξανασκεφτεί κανείς νηφάλια, και κατόπιν ακούσει» τα δικά σου τα ασύμμετρα τα λόγια «δεν θα ξεκαρδιστεί στα γέλια; Δεν θα σαρκάσει, σαν να βρισκόταν μέσα σε θέατρο, δεν θα προγκίξει τους ηθοποιούς, δεν θα σφυρίξει μ’ όλη του τη δύναμη, δεν θα στραφεί στους άλλους θεατές να πει δυνατά: «Ή πιωμένος ήταν και πάνω στο μεθύσι» έψαχνε να βρει απεγνωσμένα κατηγορίες κατά του Αποστόλου Πέτρου ή «ζωγράφιζε όνειρα που είδε στον ύπνο του»; [Πρβλ. III, 19]

Σκέψου το λοιπόν πολύ καλά φιλόσοφε· πως αν είναι ανόητο κανείς να εναντιώνεται στην θέληση ενός ανθρώπου, ως του Ηρώδη του βασιλιά από την Ιουδαία, επειδή την μάχαιρα σήκωνε ενάντια στον αποφασισμένο, πόσο περισσότερο ανόητο είναι να εναντιώνεται ο άνθρωπος εις την θέληση του Θεού και να μην το σκάει από την φυλακή του, σαν Εκείνος το ζητάει. Θαρρώ πως εσύ καλά κάποτε το σημείωσες ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να φοβάται εκείνους που θανατώνουν το κορμί [Πρβλ. III, 2], αλλά να υπακούει στον Ουράνιο τον Βασιλέα. Αν τούτο είχες καταλάβει, δεν θα απορούσες που ο Ιησούς ποτέ Του δεν το έσκασε από τον Πιλάτο, ενώ ο Πέτρος το έσκασε από τον Ηρώδη.

Ας μην αφήσουμε εδώ όμως τίποτα αναπάντητο. Όπως προηγουμένως σου ανέφερα, ο Πέτρος δεν ήταν αρχηγός των μαθητών, ούτε σαφώς εκείνος που δεν θα πέθαινε σε τούτη την ζωή· γιατί στην ερχόμενη που θα φέρει την ανάσταση σωμάτων κι αυτός θα νικήσει τον Άδη μαζί με ολάκερη την Εκκλησία. Πρέπει επίσης να γνωρίζεις πως η περιφρόνηση του θανάτου δεν ήταν η μόνη διδαχή του Διδασκάλου, την οποία προσπαθούσε να την φέρει εις δια βίου εφαρμογή ο Πέτρος.

Όμως αλήθεια, γιατί δεν περιφρόνησε ως λες τον θάνατο ο Πέτρος; μήπως η αποδοχή του σταυρού δεν ήταν η μεγαλύτερη περιφρόνηση του (148); Πράγματι ήταν· διότι όπως και συ το παραδέχθηκες στο τέλος ο Πέτρος σταυρώθηκε στην κυριολεξία, επειδή είχε αποφασίσει τον σταυρό του Ιησού να μεταφέρει στην δική του πλάτη [Πρβλ. IV, 4]. Πέθανε, όχι για κάποιον άλλο λόγο, παρά για το ότι πράγματι είχε ακούσει τον Διδάσκαλό του και είχε περιφρονήσει και τον θάνατο, ειδάλλως θα μπορούσε και να είχε καθίσει σπίτι του ή να ασχοληθεί και πάλι με το ήσυχο το ψάρεμα στην λίμνη Τιβεριάδα. Κανείς δεν θα τον είχε θανατώσει για κάτι τέτοιο. Έτσι, όταν πριν λαλήσει ο κόκορας, «ορκίστηκε ψέματα» τρεις φορές, επειδή «άκουσε τη λεξούλα «Ιησούς» ως είπες, είχε στα αλήθεια λιποψυχήσει. Να που τώρα όμως κουβαλώντας επάξια τον Άγιο τον Σταυρό δεν δίσταζε να αναφέρει την λέξη Ιησούς ενώπιον των δικαστών του Ίδιου του Θεού Του (149)· ακόμη και όταν προσπάθησαν οι τελευταίοι να του το απαγορεύσουν (150) εκείνος συνέχιζε να την προφέρει. Ήταν και αυτός ανάμεσα σε εκείνους τους ελαχίστους της Εκκλησίας που δεν φοβήθηκαν τον διωγμό των Ιεροσολύμων και παρέμειναν πεισματικά μέσα σε αυτή την πόλη (151). Αυτό και αν είναι περιφρόνηση του θανάτου. Να ξέρεις δηλαδή πως σε κυνηγάνε για να σε θανατώσουν και συ να είσαι αδιάφορος λες και δεν σε ενδιαφέρει η ζωή σου ή λες και ο θάνατος δεν θα σε αγγίξει.

Ας πούμε όμως και για την επίπληξη του Παύλου εις τον Πέτρο. Θα έπρεπε πριν τον κατακρίνεις τόσο αυστηρά, να λάβεις υπ’ όψιν σου τα ίδια τα εύσημα του πρώτου προς τον τελευταίο, όταν δηλαδή μαζί με τους άλλους τους δώδεκα τους αποστόλους, τον βάπτιζε στύλο της Εκκλησίας (152) και πρώτιστο ανάμεσά τους, από τον οποίο ο Παύλος δεν ήθελε να πιστεύει ότι είχε σε τίποτα υστερήσει (153).

Η αλήθεια είναι λοιπόν, ότι πάσχεις τελικά από αμνησία· και η αμνησία σου είναι πονηρή· πονηρή, διότι εσύ που κατηγορούσες τον Απόστολο τον Πέτρο για αναξιότητα, επειδή δεν ακολουθούσε τις εντολές του Ιησού για συγχώρεση των αμαρτιών των αδελφών του, ακόμη και έως εβδομήντα επτά φορές [Πρβλ. III, 20], να που  ζητάς από τον Παύλο και από τους Χριστιανούς να κατακρίνουν τον Απόστολο τον Πέτρο για τα ελάχιστά του λάθη, δίχως και να τα συγχωρούν μετά την μεταμέλειά του· και δεν είναι η πρώτη φορά που το έπραξες αυτό· ακόμη και στην περίπτωση με τον κόκορα το ίδιο επιθύμησε η καρδιά σου. Ζητούσες, και ζητάς με άλλα λόγια, ο Παύλος να πέφτει σε κείνο το ίδιο αμάρτημα, για το οποίο κατηγορούσες εσύ τον Πέτρο ως ανάξιο μαθητή του Ιησού και τουναντίον άξιο καταδίκης. Αν ήσουν τουλάχιστον ακόλουθος του Ευαγγελικού του λόγου, θα έπρεπε να προτείνεις ο Πέτρος να συγχωρείται από τον Παύλο (154), όταν ο πρώτος έπεφτε σε παράπτωμα το οποίο δεν συμφωνούσε με την Θεία Διδασκαλία (155) και είχε πράγματι μετανοήσει. Ειδάλλως, αν δεν συμφωνούσες με τον ευαγγελικό τον λόγο, θα έπρεπε, για να μας δείξεις τουλάχιστον ότι παραμένεις αξιόπιστος στις δικές σου τις ιδέες και ότι ο Πέτρος παράμενε εκτός εκείνων της Θείας Χριστιανικής Διδασκαλίας, να κατηγορείς τουλάχιστον τον Παύλο για ότι ακριβώς κατηγόρησες και τον Απόστολο τον Πέτρο· δηλαδή για αδιαλλαξία έναντι του αδελφού του. Κάτι τέτοιο όμως το ξέρεις πως δεν μπορεί ποτέ σου να το πράξεις. Διότι ο Πέτρος συγχωρέθηκε, αφού δεν παρέμεινε αδιάλλακτος στις θέσεις του εκείνες που δεν συμφωνούσαν με τα τέσσερα βιβλία (156), κινδυνεύοντας να παραμείνει για πάντα εκτός της Ουράνιας δική μας Πολιτείας. Με άλλα λόγια δεν είναι δύσκολο κανείς να καταλάβει, πως για τον Πέτρο είσαι εμπαθής· εμπάθεια που γεννήθηκε επειδή δέχθηκες αναμφίβολα τα κλειδιά που κατασκεύασες εσύ, πλαστογραφώντας εκείνα που έδωσε ο Ιησούς σε όλους τους μαθητές του πλην του προδότη, εκείνου που δηλαδή κρεμάστηκε, του διάσημου Ιούδα του Ισκαριώτη.

 

 

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 

III, 30. Τι εννοεί ο Παύλος όταν λέει, «αν και ελεύθερος, υποδούλωσα τον εαυτό μου σε όλους για να τους κερδίσω όλους»; [Προς Κορινθ. Α΄ 9.19] Και πώς γίνεται, από τη μια να λέει την περιτομή ακρωτηριασμό της σάρκας κι από την άλλη να περιτέμνει ο ίδιος κάποιον, ονόματι Τιμόθεο, στην πόλη Λύστρα, όπως μας αφηγούνται οι «Πράξεις των Αποστόλων»; [Πράξεις 16.3] Για ετούτες τις βλακείες του αξίζει ένα εύγε: στο θέατρο τέτοιου είδους απαγγελίες, κατάλληλα σκηνοθετημένες, προκαλούν το γέλιο. Με τέτοια τεχνάσματα δίνουν παραστάσεις οι ταχυδακτυλουργοί. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος κάποιος που υποδουλώνεται στους πάντες; Και πώς είναι δυνατό να κερδίζει τους πάντες με το μέρος του κάποιος που ικετεύει όλους το ίδιο; Αν, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι άνομος όταν βρίσκεται μαζί με ανόμους, και Ιουδαίος με τους Ιουδαίους και γενικώς με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει τους πάντες, τότε δεν είναι παρά δούλος της κακότητας και της πανουργίας του και ξένος προς την Ελευθερία: ένας επιφανής υπηρέτης της κακίας των άλλων, που διακονεί με ζήλο υποθέσεις αισχρές, κάποιος που συγχρωτίζεται με ανθρώπους που δεν έχουν νόμο και ενστερνίζεται κατά περίπτωση τις πράξεις τους. Τέτοιες διδασκαλίες δεν μπορεί να είναι έκφραση ελεύθερης σκέψης και δεν μπορεί να προέρχονται από άνθρωπο ψυχικά υγιή. Αντίθετα, η βάση των συλλογισμών του δείχνει άνθρωπο θερμοκέφαλο με αρρωστημένο μυαλό. Γιατί αν συμβιώνει με παρανόμους και ταυτόχρονα αποδέχεται τον ιουδαϊσμό με τη μεγαλύτερη προθυμία και μετέχει και στα δύο, τότε έχει μπερδευτεί και με τα δύο και συγκαταλέγεται και στα δύο· και τέτοια σφάλματα δεν συνηθίζονται από ανθρώπους καλλιεργημένους. Γιατί όταν κανείς απορρίπτει την περιτομή θεωρώντας ότι εκείνοι που την κάνουν θέλουν να εξυψωθούν πάνω από τους υπολοίπους, κι από την άλλη περιτέμνει ο ίδιος, τότε ο ίδιος επιρρίπτει στον εαυτό του βαριά κατηγορία: Αν ξαναχτίζω αυτά που εγώ ο ίδιος γκρέμισα, γίνομαι παραβάτης του εαυτού μου.

Αν είναι να γελά κανείς, θαρρώ πως πρέπει να γελά με όσα με αναίδεια αραδιάζεις, αφού ικανότητα καμιά δεν έχεις για να εννοήσεις εκείνα που καταλαβαίνουν, ως λες, ακόμη και οι ανόητοι. [Πρβλ. IV.9]. Ο Παύλος χωρίς περιστροφές το ξεκαθάρισε το ζήτημα της περιτομής, λέγοντας ότι αυτή χωρίς την εφαρμογή των νόμων του Θεού καταντά πράξη επί της σάρκας, παρά επί της καρδιάς (157), για την οποία άλλοτε θαρρώ πως συζητήσαμε [Πρβλ. ΙΙ, 15]. Και μας δίδαξε σωστά ο αδελφός ο Παύλος, πως ένεκα της εξάρτησή μας από την εφαρμογή των εντολών, δεν έχει καμία σημασία αν έχει υποστεί κανείς περιτομή ή όχι, αφού ως είπαμε αξία δεν έχει αυτή, αλλά μόνον η καρδιά μας. Ακόμη και αν λοιπόν ο Παύλος περιέτεμνε κάποιον ή όχι, λίγο μας ενδιαφέρει, μιας και η σωτηρία του τελευταίου δεν ήταν η περιτομή, αλλά όπως στην προ Χριστού την εποχή ήταν η δικαιοσύνη (158)· αν δεν ήταν η δικαιοσύνη τότε αλλοίμονο εις τις γυναίκες με πρώτη εξ αυτών την Δέσποινα Μαρία. Έτσι και τώρα  στην μετά Χριστού την εποχή, ανάλογα με τότε, είναι η Θεία Χάρη (159). Και τούτο ο Απόστολος όλων των Εθνών ολοφάνερα το είπε· αν είναι κανείς περιτετμημένος ας μην το κρύβει, δεν είναι σημείο ντροπής ή καταδίκης· αν είναι πάλι χωρίς περιτομή, ας μην τρέχει να την κάνει, δεν είναι απαραίτητη (160).

Το ψεύτικο ερώτημα σου είναι λοιπόν, γιατί ο Παύλος διάλεξε κάποιον περιτομή για να του κάνει, εφόσον αυτή δεν είχε απολύτως καμία σωτηρίας σημασία. Μάλιστα αυτό που είναι εξάλλου το δεύτερο ερώτημα σου, συνοδεύεται επίσης από ένα άλλο πρώτο· ζητάς εξήγηση για το πως κατορθώνει ο Απόστολος ο Παύλος να υποδουλώνεται σε όλους παραμένοντας εντούτοις ελεύθερος εκείνος. Δύσκολο αυτά δεν είναι να στα εξηγήσω, μιας και τα δυο τούτα που ερωτάς μαζί συνδέονται, δίχως ως φαίνεται και ποτέ σου να το καταλάβεις.

Έπρεπε λοιπόν να είχες παρατηρήσει πως ο Απόστολος ο Πέτρος κατηγορήθηκε (161) από τους περιτετμημένους (162), επειδή συνέτρωγε με τους ανθρώπους εκ της ακροβυστίας (163). Και αν κατηγορήθηκε ο Πέτρος, αυτό το χρωστάει εις τις συνήθειες των εκάστοτε ανθρώπων, είτε αυτοί ήταν Ρωμαίοι, Ιουδαίοι ή και Έλληνες ακόμη, που δεν επιθυμούσαν εύκολα να τις αλλάξουν, όντας και παράλληλα πολλές φορές πραγματικά εχθρικοί απέναντι σ’ εκείνες τις συνήθειες των άλλων· έτσι σε τούτη την περίπτωση μας, ο Απόστολος ο Πέτρος κατηγορήθηκε από τους Ιουδαίους που είχαν την περιτομή, επειδή συνέτρωγε με άλλους που δεν την είχαν, δηλαδή με ανθρώπους που είχαν καταγωγή από Εθνικούς, έστω και αν αυτή η τελευταία για τον Θεό αξία καμιά δεν έχει. Αυτοί οι κατήγοροι λοιπόν, με την μεγάλη την στενοκεφαλιά τους, όπως άλλωστε πολλοί άλλοι ακόμη, παρίσταναν ο καθένας τον θεό εις την θέση του Θεού μας. Αυτό και αν είναι παράσταση θεατρική παρά τίποτα άλλο, πέρα της δικής σου του ακούσια τυφλού. Και με αυτή την αρχική του κατηχούμενου περί σωτηρίας στενοκεφαλιά, ομάδες διάφορων ανθρώπων, όχι μόνο έφερναν πλείστες δυσκολίες εις τους Αποστόλους, αλλά και σε όσους κατηχούμενους προέρχονταν από λαούς που είχαν διαφορετικές συνήθειες από αυτούς τους όποιους πρώτους. Βλέπεις, πάντα στην αρχή έναν άνθρωπο είναι πολύ δύσκολο να τον μάθεις, ότι όσα έμαθε μικρός ίσως και να μην έχουν καμιά αξία για τον Αληθινό Θεό [Πρβλ. Σεβεριανό]. Λίγοι το καταλαβαίνουν ετούτο στην αρχή, αλλά οι περισσότεροι σίγουρα στο τέλος.

Επιστρέφοντας λοιπόν, την συζήτησή μας εις τον Θεοφόρο Παύλο, θα πρέπει να σου ξεκαθαρίσω την δική του την συμπεριφορά. Ο ίδιος αυτός Απόστολος, γνωρίζοντας όχι μόνο αυτές των εθνών τις δυσκολίες, αλλά και το ότι αυτές όχι μόνο δεν κάνουν κάποιον να πλησιάσει τον Θεό, μα μήτε και τον απομακρύνουν, επέτρεπε εις τον καθένα αυτές να τις κρατάει για τον εαυτό του. Η σωτηρία του καθενός εξάλλου διόλου δεν διαταρασσόταν. Όμως από την άλλη την πλευρά, κανείς Απόστολος δεν θα πρέπει να δέχονταν να κηρύττει, ότι τάχα μια τέτοια συνήθεια οδηγούσε στην σωτηρία ή όχι. Όπως δηλαδή δεν ενοχλεί το αν μια κατσίκα είναι μαύρη ή άσπρη για πιούμε το καλό το γάλα, έτσι δεν ενοχλεί και η περιτομή για την σωτηρία. Και όπως δεν πρέπει κανείς να διδάσκει πως η μαύρη η κατσίκα κάνει πιο νόστιμο γάλα από την άσπρη, το ίδιο και ανάλογα κανείς δεν πρέπει να διδάσκει πως η περιτομή φέρνει σωτηρία ή όχι. Μην λες λοιπόν ότι σου έρχεται γρήγορα εις το μυαλό, διότι όπως δεν πρέπει και είναι ανώφελο να κατηγορείς ένα βοσκό, που έχει μαύρες και άσπρες κατσίκες στο μεγάλο το μαντρί του, το ίδιο δεν πρέπει να κατηγορείς τον Απόστολο τον Παύλο για τις συνήθειες των αδελφών του. Με άλλα λόγια δηλαδή, δεν είναι σοφία η δική σου, αυτή δηλαδή που θέλει το βοσκό του παραδείγματός μας να ξαποστέλνει τις μαύρες ή τις άσπρες τις κατσίκες μακριά από το κτήμα το δικό του, επειδή εσένα δεν σου αρέσκονται στο χρώμα.

Και βέβαια, γυρίζοντας ξανά στο παράδειγμα του Απόστολου του Πέτρου, δεν θα παραλείψω να σε κατηγορήσω για όσα εσύ κατηγορείς τον Παύλο· και δηλαδή για αμνησία [Πρβλ. ΙΙΙ, 31]. Αν θυμόσουνα καλά την κατηγορία που είχες στον Απόστολο τον Πέτρο εξακοντίσει [Πρβλ. ΙΙΙ.2], θα είχες μπορέσει μόνος σου ίσως και να το παρατηρήσεις· να παρατηρήσεις δηλαδή ότι ο Πέτρος κατηγορήθηκε από τον Παύλο γιατί φοβούμενος τις κατηγορίες από τους περιτετμημένους (164) και εγκαταλείποντας εκείνους της ακροβυστίας, έπεφτε ο ίδιος με την διαγωγή του σε υποκρισία· διότι με την στάση του αυτή, έδινε αξία σωτηρίας στην συνήθεια της περιτομής, αν και είχε συμφωνήσει με τους ανθρώπους της Εκκλησίας μας, τους υπόλοιπους τους Απόστολους, ότι αυτή καμιά δεν είχε. Κήρυττε με την συμπεριφορά του δηλαδή, όσα δεν θα έπρεπε ποτέ του να κηρύττει.

Έτσι λοιπόν του Παύλου η συμπεριφορά, να θέλει δηλαδή να μην σκανδαλίζει κανέναν από τα έθνη ανατρέποντας τις συνήθειές του εκείνες που δεν είχαν σχέση με τις αμαρτίες (166), είναι εκείνη που δικαιολογεί την υποδούλωση του Αποστόλου σε όλους τους υπολοίπους, παρότι παρέμενε αυτός ελεύθερος. Διότι η υποδούλωση του, είχε να κάνει με την αποδοχή της συνήθειας της περιτομής, αλλά και εκείνης της ακροβυστίας, οι οποίες δεν τον ανάγκαζαν να μην είναι ελεύθερος, ακολουθώντας τον νόμο του Ιησού. Με άλλα λόγια, αν και ήσαν οι Απόστολοι υποδουλωμένοι (167) στις συνήθεις των εθνών, εντούτοις εξακολουθούσαν να μην είναι άλλο δούλοι της αμαρτίας, αλλά ελεύθεροι από αυτήν. (168) Διότι το να βάλεις εκείνους που δεν είχαν περιτομή, να έχουν την περιτομή, ήταν μιας μορφής υποδούλωση, αφού έπρεπε να υποταγείς σε κάτι που βέβαια δεν είχε, ως είπαμε, καμία σημασία σωτηρίας (169).

Διευκρινίζοντας λοιπόν αυτά τα δύο ερωτήματά σου, γίνεται όχι δύσκολα αντιληπτό, ότι ο Απόστολος ο Παύλος δεν ξανάχτιζε όσα προηγουμένως είχε πια γκρεμίσει, αλλά πάντα έκτιζε αλλάζοντας κάθε φορά τοποθεσία· διότι το σπίτι το Χριστιανικό μπορούσε ο καθείς να το χτίσει είτε στην ακρογιαλιά, είτε στο βουνό, διαφορά καμιά δεν είχε, αρκεί τα θεμέλια του να ήταν εκείνα τα γερά, παρά τα σαθρά της πλάνης ή της κακίας. Και στο παράδειγμά μας, του νέου εκείνου δηλαδή που τον φώναζαν Τιμόθεο, ο Παύλος του έχτισε το σπίτι στην ψηλή εκείνη την πλαγιά, θέλοντας με αυτό τον τρόπο τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού του, διόλου να μην τους σκανδαλίσει με κτίσμα νέο κοντά στην παραλία. Υποδούλωσε λοιπόν τον Τιμόθεο στις συνήθεις των συγχωριανών του, ώστε τόσο εκείνος όσο και ο Παύλος ελεύθεροι να παραμένουν από την πλάνη και την κακία. Και ας μην ξεχνάμε πως ο Τιμόθεος παρόλο που είχε πατέρα Έλληνα, είχε μητέρα Ιουδαία και συγκατοικούσε σε χωριό με Ιουδαίους (170). Αν ο Τιμόθεος έμενε σε πόλη των Ελλήνων, να είσαι σίγουρος πως ο Παύλος περιτομή δεν θα του είχε κάνει, αφού κανείς από τους συγχωριανούς του δεν θα τον δουλαγωγούσε προς τούτο.

 

 

III, 31. Ο ίδιος ετούτος, ο περίφημος ρήτορας σας, θαρρείς και ξέχασε τα προηγούμενα λόγια του, λέει στον χιλίαρχο ότι δεν είναι Ιουδαίος αλλά Ρωμαίος, ενώ πριν απ’ αυτό είχε πει: «εγώ είμαι Ιουδαίος» γεννήθηκα μεν στην Ταρσό της Κιλικίας μα ανατράφηκα πλάι στον Γαμαλιήλ και έμαθα επακριβώς τον νόμο των πατέρων μας» [Πράξεις 22.3]. Λέγοντας λοιπόν κάποιος, «είμαι Ιουδαίος» και «είμαι Ρωμαίος», δεν είναι ούτε το ’ να ούτε τ’ άλλο, επιθυμώντας να είναι και τα δυο.

Όταν κάποιος υποκρίνεται και παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, τότε οι πράξεις του ενέχουν δόλο· φορώντας μάσκα εξαπατά, κλέβει την αλήθεια και παγιδεύει το φρόνημα της ψυχής χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους εξαπάτησης, για να υποτάξει τους εύπιστους.

Άνθρωπος που ασπάζεται τέτοιες αρχές στη ζωή του, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άσπονδο και σκληρό εχθρό, που υποκρινόμενος ότι πιστεύει σε ξένες γνώμες, αιχμαλωτίζει τους πάντες και τους καθιστά δούλους με τρόπο απάνθρωπο. Αν ο Παύλος παριστάνει πότε τον Ιουδαίο, πότε τον Ρωμαίο, πότε τον παράνομο, πότε τον Έλληνα, και όποτε θέλει εμφανίζεται κατά περίσταση ως ξένος και εχθρικός προς κάποιο απ’ αυτά, τότε, μπαίνοντας μέσα σ’ όλα τα εκμηδενίζει όλα, διότι χαϊδεύοντας τα, υποκλέπτει τις αρχές που τα στηρίζουν.

Είναι λοιπόν ψεύτης· δεν το κρύβει ότι είναι σύντροφος της ψευτιάς και περιττεύει η φράση του, «Την αλήθεια λέγω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι». Γιατί αν προχτές προσποιούταν ότι πίστευε στον ιουδαϊκό νόμο και σήμερα ότι πιστεύει στο ευαγγέλιο, δικαίως θα θεωρήσουμε ότι ο βίος κι η πολιτεία ενός τέτοιου ανθρώπου είχαν χαρακτήρα ύπουλο και κακό.

Αν είναι ο Παύλος ο ύπουλος και ο κακός ο άνθρωπος της δικής μας ιστορίας επειδή τις ιδιότητές του επικαλείται, πότε εκείνη για το γένος του (171), ώστε να γνωρίζουν οι υπόλοιποι Ιουδαίοι πως δεν διαφέρουν σε καταγωγή και παιδεία από εκείνον, και πότε εκείνη την πολιτική του για να μην τον βασανίζουν οι Ρωμαίοι οι στρατιώτες που τον είχανε συλλάβει (172), τότε πόσο ύπουλη και κακή ήταν ομοίως των Ευαγγελίων η Συροφοινίκισσα στο γένος, που ήταν ταυτόχρονα Ελληνίδα στην θρησκευτική της την παιδεία (172α); Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις σου δεν θα πρέπει στα αλήθεια να κατηγορήσουμε κι όλους τους φιλοσόφους της σχολής της Κυνικής, που ονομάζοντας τους εαυτούς τους κοσμοπολίτες, αποδέχονταν να είναι τα πάντα μέσα στα πάντα; Τι θα πούμε δηλαδή για τον Διογένη τον Κυνικό, τον Κράτη, τον Αντισθένη, τον Ονησίκριτο, τον Μητροκλή ή τον Σωκράτη; Πώς δεν είναι τίποτα επειδή επιθύμησαν να είναι όλα και δηλαδή παραπάνω από του Απόστολου του Παύλου εκείνα τα ελάχιστα τα «δύο»; Σκέψου ακόμη τον Μέγα Αλέξανδρο, τον ξακουστό τον βασιλιά της Μακεδονίας. Θα μπορούσε αυτός να είναι αλήθεια «τίποτα» για τις δικές του τις κοσμοπολίτικες τις ίδιες αυτές επιθυμίες;

Αναρωτιέμαι δηλαδή, μήπως υποκριτές ήσαν και όλοι εκείνοι οι κάτοικοι της ρωμαϊκής της οικουμένης, που πάσχιζαν με κάθε τρόπο δυνατό πέρα από την θρησκευτική τους την πεποίθηση ή την καταγωγή τους, να αποκτήσουνε παράλληλα και την πολιτεία των Ρωμαίων· (173) ή θαρρείς και όταν έπαιρναν την ρωμαϊκή την πολιτεία άξαφνα απαρνιούνταν την θρησκευτική παιδεία τους ή την όποια του γένους παλαιά καταγωγή τους; Και ας διευκρινίσουμε εδώ, πως οι Ρωμαίοι οι αυτοκράτορες πάσχισαν πολλές φορές να δώσουνε οι ίδιοι μόνοι τους την πολιτεία αυτοί στους άλλους τους ανθρώπους που ήσαν εκτός της Ρώμης, όπως για παράδειγμα ο Βεσπασιανός.

 Νομίζω δηλαδή ότι ήλιος μεσημβρινός σε κτύπησε, πολύ δυνατός όρθιος για να τον αντέξεις και άρχισες τα ατοπήματα σου τα πολλά, ξαπλωμένος νυστάζοντας, κάποιου καλοκαιριού το μεσημέρι. Διότι αν είναι πράγματι υποκρισία να έχει κανείς περισσότερες από μια ιδιότητες, τότε η υποκρισία σύμφωνα με τα προηγούμενα τα λόγια σου θα έπρεπε να πέφτει καθαρά και ξάστερα πάνω στο ρωμαϊκό το κράτος, στο σενάτο ή στον αυτοκράτορα παρά σε εκείνους που χρήση έκαναν αυτού του παρασχόμενου πολιτικού δικαιώματός της Ρώμης· μην ξεχνάς Πορφύριε ότι εσύ ήσουνα που μας αράδιαζες υπερασπιζόμενος τον Διάβολο τα εξής χασμουρήματά σου: «Γιατί θα φανεί εδώ ότι αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές φέρει την ευθύνη διότι είναι εύπιστος, ενώ τη μεγαλύτερη αδικία την υφίσταται το θύμα της διαβολής. Και θα φανεί ότι την αδικία δεν τη διαπράττει ο ίδιος ο διάβολος, μα εκείνος που έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Όπως δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ’ ένα παλούκι, μα εκείνος που έμπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται.» [Πρβλ. ΙΙ.16] . Αν λοιπόν πράγματι ισχύουν τα λόγια τα δικά σου σαν υπερασπίζεσαι τον άγγελο του σκότους, τότε ο Παύλος σε τούτη την περίπτωση δεν θα πρέπει να ευθύνονταν, όταν λες πως εξαπατά «για να υποτάξει τους εύπιστους». Διότι αυτοί λες έχουν το αδίκημα ευθύνης σαν εύπιστοι που είναι· ενώ η Ρώμη που δίνει το δικαίωμα στον Παύλο να έχει τις δύο αυτές ιδιότητες είναι που φέρει το μεγαλύτερο αδίκημα, αφού εκείνη «έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα». Να όμως που για την Ρώμη και τους Ιουδαίους εδώ σίγησες σαν πέτρα μέσα σε βαθύ φαράγγι και όλη η πολυλογία σε έπιασε για τους Θείους τους Απόστολους μας, τον Πέτρο και τον Παύλο.

Για μια στιγμή όμως ας αφήσουμε όλους αυτούς τους πολίτες της ρωμαϊκής της ιστορίας, καθώς και το ιδρωμένο μεσημβρινό κρεβάτι που κοιμόσουν μακριά μας και ας πάρουμε σε εξέταση κοντά μόνο σένα και την κατηγορία σου για εκείνες τις «ξένες γνώμες» που λες, ότι υποκριτικά ο Απόστολος ο Παύλος παρίστανε πως περίσσεια τις πιστεύει· διότι θα είδες πως τα γεγονότα δεν έρχονται σε συμφωνία με όσα αναιδέστατα διηγείσαι· ο Παύλος πίστευε σε πολλά των Ιουδαίων πράγματα που ήσαν κοινά με εκείνα των Χριστιανών που πλήρωσε ο Χριστός ο Ναζωραίος (174)· και από τους Ρωμαίους δέχονταν πράγματα, όχι μόνο πολιτικά, αλλά σαφώς και άλλα που σε αντίκρουση δεν έρχονταν με τις δικές του θεοπαράδοτες χριστιανικές διδασκαλίες. Αν θυμάσαι τα σαρώσαμε αυτά άλλοτε και λίγο νωρίτερα από τώρα [Πρβλ. ΙΙΙ.30], όταν παρουσιάσαμε ότι υποκρισία καμία στον Παύλο δεν υπήρχε. Αλλού βρίσκεται αυτή και δεν είναι άλλος χώρος από την μεριά σου· διότι μπορεί εσύ στα φανερά να μην δήλωσες ποτέ υποκριτικά ότι είσαι Έλληνας και μαζί πως είσαι και Σημίτης· όμως στο τέλος πράγματι τα κατάφερες καλά και ανακάτεψες τις Ελληνικές φιλοσοφίες που έμαθες στην ξενιτιά (175) μαζί με την Ιουδαϊκή θεολογία του σπιτιού σου· ασφαλώς ούτε κατάφερες ποτέ να μείνεις ανεπηρέαστος και από δική μας πίστη την Αγία, αυτή δηλαδή του Απόστολου του Παύλου που είναι και δική μου (176). Αν είσαι εσύ εκείνος που παρέδιδε ότι «Άνθρωπος που ασπάζεται τέτοιες αρχές στη ζωή του, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άσπονδο και σκληρό εχθρό, που υποκρινόμενος ότι πιστεύει σε ξένες γνώμες, αιχμαλωτίζει τους πάντες και τους καθιστά δούλους με τρόπο απάνθρωπο», τότε ας εξακόντιζες αυτή την θέση σου παραδειγματικά (177) και πρώτα από όλα στον έωλο τον εαυτό σου· μόνο έτσι θαρρώ πως θα απόδειχνες ότι πράγματι σε αυτό σου το ατόπημα γερά και ξάστερα πιστεύεις· η αλήθεια είναι ότι μόνο για θέατρα, παραστάσεις και ταχυδακτυλουργούς διαφόρων άλλων γνωρίζεις να μιλάς [Πρβλ. ΙΙΙ.30] παρά για εκείνα του κορμιού σου· διότι εσύ είσαι που γνωρίζεις αυτά αλήθεια από πρώτο χέρι, όπως άλλωστε τα κατέχει και ο ικανός ο επαγγελματίας θεατρίνος· μιας και σαν στην αρχή πέρασες και τίμησες τις φιλοσοφικές περί θεού ελληνικές απόψεις, αλλάζοντας μάλιστα και το όνομά σου (178), θαρρώ πως υποκρίθηκες μετά γυρνώντας και πάλι σε εκείνες του σπιτιού σου και έμοιασες με εκείνον που «μπαίνοντας μέσα σ’ όλα τα εκμηδενίζει όλα, διότι χαϊδεύοντας τα, υποκλέπτει τις αρχές που τα στηρίζουν».

Ας τονίσουμε ακόμη κάτι· πως δηλαδή και σύμφωνα με όσα θέλησες να μας διδάξεις, αν θεατρινισμός είναι κανείς να αποδέχεται κάποιες ξένες γνώμες και στο τέλος εκείνες να αλλάζει ή να τις αποδέχεται εν μέρει, εμφανιζόμενος ξένος και εχθρικός προς κάποιες από τις πρώτες, τότε ο δικός σου θεατρινισμός δεν γίνεται να παραμείνει μόνος του σαν προσωπική σου ιστορία, αλλά έχει την ικανότητα να εξαπλώνεται σαν άνεμος σε ιστορίες κάποιων άλλων. Δες δηλαδή τις ελληνικές διαμάχες και τις διάφορες σχολές, που κάποτε έφτασαν ακόμη και στα σιδερένια τα μαχαίρια (179), σαν η μια έπαιρνε ιδέες από την άλλη και μετά απέρριπτε εκείνες που δεν τις γέμιζαν το δικό της το φιλοσοφικό το μάτι. Και μην ξεχνάς ποτέ το ίδιο πλαίσιο, της υποκρισίας ως λες, μέσα στο οποίο κριτική άσκησε με βία επάνω σου ο δικός σου ο μαθητής, εκείνος ο θεουργός νεοπλατωνιστής, ο σοφός ως λένε, Ιάμβλιχος, με εκείνα τα γραπτά του (180), με τα οποία ιδέες από σένα σαν διδάσκαλο έπαιρνε αλλά πολεμούσε τα προς την Αίγυπτο ερωτήματά σου (181). Υποκρίθηκε, λες και αυτός, σαν ήρθε σε σένα φιλοσοφία για να μάθει, όμως στο τέλος δάσκαλος έγινε και συ για αυτόν ο ανίδεος μικρός ο μαθητής του (182).

 

 

ΙΙΙ, 32. Από τα λεγόμενα του είναι φανερό πως η ματαιοδοξία τον σπρώχνει να παραστήσει ότι ακολουθεί το ευαγγέλιο κι η πλεονεξία ότι ακολουθεί το Νόμο: «Ποιος υπηρετεί στο στρατό με δικά του έξοδα; Ποιος βόσκει ποίμνη και δεν τρώει από το γάλα της ποίμνης;» [Προς Κορινθίους Α΄ 9.7]- Και για να ενισχύσει τα επιχειρήματα του, βάζει για σύντροφο της πλεονεξίας του τον νόμο: «Ή μήπως δεν τα λέγει αυτά και ο νόμος; Είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή: "Δεν θα βουλώσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει"». Συνεχίζοντας, προσθέτει κάτι ασαφή και φλύαρα επιχειρήματα, προκειμένου να εμφανίσει τα ζώα στερημένα από την χάρη της θείας πρόνοιας: «Σάμπως νοιάζεται ο θεός για τα βόδια; Δεν μιλά αποκλειστικά για μάς; Διότι για μάς είναι γραμμένο.» (Προς Κορινθίους Α’ 9.10]. Μου φαίνεται ότι λέγοντας τα αυτά προσβάλλει τη σοφία του κτίστη, που δήθεν δεν προνόησε για τα πλάσματα που δημιούργησε από παλιά· διότι αν ο θεός δεν νοιάζεται για τα βόδια, τότε γιατί να είναι γραμμένο το, Όλα τα έθεσες κάτω από τους ορισμούς σου, πρόβατα και βόδια και κτήνη και ψάρια; Αν κάνει λόγο για τα ψάρια, πολύ περισσότερο θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τα βόδια που οργώνουν και κοπιάζουν. Αυτά με κάνουν να θαυμάζω τον αγύρτη, που σπρωγμένος από την απληστία του μεταχειρίζεται το νόμο με τέτοιο σεβασμό, έχοντας κιόλας να λαβαίνει κάμποσες εισφορές από κείνους που τον υπάκουγαν.

Οι δύο αυτές κατηγορίες σου κατά του δικού μας Παύλου, η μια της ματαιοδοξίας επειδή ακολουθεί το Ευαγγέλιο και η άλλης της πλεονεξίας επειδή μιλά και για τον Νόμο των Ιουδαίων, αποτελούν σοφίσματα πονηρίας με φαρμάκι διγλωσσίας. Τί να αραδιάσει πρώτα κανείς για να αποδείξει ότι πλεονεξία καμιά δεν υπάρχει από τον Απόστολο τον Παύλο, παρά μετάβαση εις το νέο από το παλαιό, ακολουθώντας τα ίχνη του Θεού και Δάσκαλού του; Δεν ήταν μήπως ο Ιησούς που δήλωσε ότι Αυτός εκπληρώνει τους προφήτες δίχως να καταργεί τον Νόμο; (183). Δεν ήταν άλλωστε Αυτός που έβαζε πέρα από το παλιό ακόμη και το νέο; (184) ή μήπως δεν ήταν ο Ιησούς Χριστός Εκείνος που δίδασκε την εκπλήρωση του Νόμου του Μωυσή και των προφητών πάνω ακριβώς στο Θείο Πρόσωπό Του; (185) Αναρωτιέμαι δηλαδή, πως είναι ποτέ δυνατό να χαρακτηρίζεται πλεονέκτης κάποιος δούλος, αν ακολουθεί εκείνα που του επιτρέπει ο κύριός του, όπως το δικαίωμα να τρώγει και να πίνει στου κυρίου τον αμπελώνα (186) χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του τελευταίου (187).

Για το πως βέβαια ο Παύλος είναι όχι μόνο δούλος του Θεού και ο Χριστός ο Κύριός του, το διαλευκάναμε θαρρώ λίγο παραπάνω [Πρβλ. III, 30]. Κι ο δούλος αυτός, ο Απόστολος ο Παύλος, που εσύ χαρακτηρίζεις τάχατες για πλεονέκτη, όχι μόνο εργάζεται για τον Κύριό του δίχως να ζητά καμία αποζημίωση έστω και ελάχιστα παραπάνω από όσα παρέδωσε ο Πρώτος, μα ακόμη προσφέρεται να κοπιάσει για πολύ λιγότερα ακόμη. Αν δηλαδή ο Παύλος είναι εκείνος που χαρακτηρίζεται ως ο πλεονέκτης, τότε τι μπορούν να είναι οι πλούσιοι που με ποικίλους τρόπους υπερασπίζεις βαπτίζοντάς τους ακόμη και δικαίους; [Πρβλ. ΙΙΙ.5]. Πώς δεν είναι δίκαιος αλήθεια ο Παύλος που δεν κατέχει τίποτα, ενώ μπορεί και είναι, ως λες, κάποιος πλούσιος που μια μόνη μέρα κατέχει πολύ περισσότερα από όσα ο Παύλος σε όλη την ζωή του; (188) Εσύ δεν δίδασκες πως ο κανόνας του Ιησού για τους μη έχοντες και τους κατέχοντες πολλά (189) ήταν κανόνας «κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων»; [Πρβλ. ΙΙΙ.5] Κι όμως, να αντίθετα ο δικός Παύλος που εμφανίζεται ακολουθώντας εκείνον τον κανόνα που χλευάζεις, όχι μόνο να μην τρώγει από κανένα πλούσιο, από κανένα πτωχό, παρά τις όποιες δήθεν εισφορές μας καταγγέλλεις, μήτε από τον Ίδιο τον Δάσκαλό Κύριό του όσα δικαιούται καθώς με στέρηση δουλεύει. Κι ας προσθέσουμε και κάτι πολύ σημαντικό ακόμη. Από την εποχή του Ιησού Χριστού έπαψε η προς τον Θεό δουλεία και ισχύει η υιοθεσία· με άλλες λέξεις ο Απόστολός μας δεν εργάζεται στου Κυρίου τον αμπελώνα, αλλά σε εκείνον του Πατέρα (189α), με όσα περισσότερα δικαιώματα μισθού ετούτο και αν σημαίνει. Αν θες λοιπόν να βρεις μια όποια πλεονεξία, σου συνιστώ τα πλούτη ορισμένων να ελέγξεις, που παρότι έχουν για να φάνε αυτοί και ακόμη είκοσι πολυπληθείς γενιές ερχόμενες μετά από δαύτους, δεν δίνουν τίποτα από το ευκατάστατο το βίο τους σε κείνους που πραγματικά για τροφή έχουνε μεγάλη ανάγκη. Κι αν δεν είναι αυτό πλεονεξία, το να θέλει δηλαδή κανείς να του ανήκει κάθε μέρα τόσο φαΐ όσο τρώνε πενήντα ή εκατό διαφορετικοί και πεινασμένοι άλλοι ανθρώποι, τότε δεν ξέρω αλήθεια ποια μπορεί να είναι η αυτάρκεια του λιτοδίαιτου φαντασμένου φιλοσόφου.

Εξετάζοντας ακόμη τις αντιρρήσεις σου για τα διδάγματα του Αποστόλου των Εθνών για εκείνα τα βόδια που δεν είναι φιμωμένα, θαρρώ πως τίποτα δεν έχεις στα αλήθεια εννοήσει. Διότι ο Παύλος ο σοφός, όχι μόνο δεν αναιρεί την Πρόνοια του Θεού για ολάκερη την φύση μαζί με τα πλάσματά Του, μα επιπλέον αυτήν την μεγαλύνει και αυτό θα το αναλύσουμε σαν ’ρθούμε παρακάτω. Διότι σαν λέγει ο Παύλος πως ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για τα βόδια, δεν εννοεί πως Εκείνος δεν ενδιαφέρεται για την ζωή τους ως ο Κτίστης και Κατασκευαστής τους, αλλά πως ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για την ηθική τελειώσή τους. Μην ποτέ σου το ξεχνάς, ότι από όλα τα κτίσματα του Θεού και Δημιουργού μας, ο άνθρωπος είναι εκείνος που μπορεί να φτάσει τον Θεό (190) με την διαπαιδαγώγηση Του (191), όχι τα βόδια και τα ψάρια. Ειδάλλως ο Θεός δεν θα παρέδιδε τις δέκα εντολές στον άνθρωπο πάνω σε εκείνο το ψηλό του Μωυσή το όρος (192), αλλά σε κάποιο ψάρι μέσα στον ωκεανό ή στην γνωστή μας λίμνη ή θάλασσα, την ονομαζόμενη Τιβεριάδα [Πρβλ. ΙΙΙ.6]. Ο δε μετέπειτα Υιός Του ο Ιησούς, δεν θα γεννιόταν ως άνθρωπος από μια Παρθένα Κόρη (193), ούτε θα μοίραζε τα ψάρια να τα φάει ο λαός Του (194), αλλά μάλλον χόρτα θα έδινε σε κάτι βόδια στους σιτοβολώνες, αφού εκείνα θα Τον ακολουθούσαν όλο ενδιαφέρον για να μάθουν, παρά οι άνθρωποι που ήσαν μαθητές Του.

Όσο για σένα θαρρώ, πως αν πίστευες σωστά όσα εδώ αμέριμνα εκθέτεις, τότε δεν θα έγραφες ποτέ σου μια τέτοια πραγματεία σαν και τούτη απασχολημένος όντας με ανθρώπους, αλλά πρόβατα θα έπρεπε να είχες μάλλον για στόχο της περισυλλογής σου, φροντίζοντας σε κάποιο λιβάδι να βελάζεις δυνατά, σαν κάποιο ανήμερο και ολόμαυρο κατσίκι. Με άλλα λόγια δηλαδή, όπως ο Κύριος μας ενδιαφέρεται για την ηθική τελείωση όλων των ανθρώπων, απευθυνόμενους σε αυτούς λέγοντας «4 Οὐ φιμώσεις βοῦν ἁλοῶντα» (195) έτσι και συ εργάζεσαι για την αντίκρουσή της με την φιλοσοφική σου αστοχία· και το μόνο που φαίνεται να καταφέρνεις για καλά εις την συζήτησή μας, είναι να στηρίζεις την διδαχή του Παύλου, παρότι προσπαθείς ετούτη ν’ αντιστρέψεις· αν δεν με κατάλαβες, τότε στο ξαναλέω· αν ήθελες πραγματικά να κατηγορήσεις κάποιον, ας κατηγορούσες περισσότερο τον ίδιο τον εαυτό σου, μιας και εσύ δεν διαφέρεις σε τούτη την στάση σου διόλου από εκείνη του Απόστολου του Παύλου ή του Θεού μας, αφού ασχολείσαι με ανθρώπους παρά με βόδια για τον ηθικό ή λογικό κανόνα· εκτός και αν πράγματι για τα βόδια ενδιαφέρεσαι, παρότι τώρα είσαι συ που το έριξες στην άσκοπη την φλυαρία, παρά ο δικός μας Παύλος. Και θα μπορούσε να σε κατηγορήσω ακόμη και για πλεονεξία, ως λες, αφού αν και μιλάς σε ανθρώπους παριστάνεις και τον ενδιαφερόμενο για πρόβατα, ψάρια ακόμη και για βόδια.

Το ενδιαφέρον του Παύλου λοιπόν για την Φύση ολάκερη, μαζί με όλα τα κτήνη, αφορά την οριστική τελείωση της. Διότι δια μέσω του Ιησού και μόνον Τούτου, η φύση ολάκερη θα γίνει σωστά κάποτε τελειωμένη. Τότε κάθε πλάσμα άφθαρτο θα γίνει σαν και τους ανθρώπους (196)· αντίρρηση σ’ αυτό καμιά δεν έχουνε οι Άγιοι μας προφήτες (197). Κι εσύ, ως φιλόσοφος αντιχριστιανός και «μέγας», που άλλοτε γνώριζε να κατηγορεί [Πρβλ. ΙΙΙ, 30] τον Απόστολό εκείνο τον δικό μας (198) επειδή ο τελευταίος γνώριζε πολύ σωστά εκείνη την Παλαιά του Θεού μας την Διαθήκη (199), δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται εδώ, πως με τις γνώσεις του αυτές ο Παύλος πράγματι ακολουθεί τον Νόμο, δίχως να πλεονεκτεί σε τίποτα της δική μας διδαχής, έστω και ελάχιστα πιο πάνω. Όσο δηλαδή και να κατηγορείς, τίποτα δεν πετυχαίνεις παρά τις απόψεις σου να περιθωριοποιείς πιο καλά και από τον πιο ικανό κατά φαντασίαν αντίπαλο σου.

Όσο αφορά την ματαιοδοξία, δες την άκαρπη προσπάθειά σου τα Ευαγγέλια να σταματήσεις· δες πως αντίθετα ευδοκίμησε η προσπάθεια του Απόστολου του Παύλου. Η αλήθεια είναι ότι τα βιβλία σου κάποιος τα έκαψε και κατάφερε να τα εξαφανίσει, έστω και αν το Ευαγγέλιο δεν λέει τίποτα θετικό για τούτο. Αν όμως η προσπάθειά σου πετύχαινε, θα έπρεπε αντίθετα τα δικά μας έργα να είχανε εξαφανιστεί πριν από τα δικά σου· πράγμα πολύ παράξενο που ποτέ δεν κατορθώθηκε, μιας και η δική σου πραγματεία τα έχει ολοφάνερα σαν καθαρό μεγάλο και μισητό της στόχο. Τα βιβλία του Παύλου πολλοί τα κράτησαν, ακόμη και με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους. Ενώ για τα δικά σου αδιαφόρησαν, ακόμη και οι άσπονδοι εχθροί μας. Αυτό και αν είναι λοιπόν ματαιοδοξία που παραμένει για πάντα γκρίζα στάχτη εις τον αιώνα.

 

 

III, 33. Στη συνέχεια, σα να τινάχτηκε απότομα ξυπνώντας από όνειρο, λέει: «Εγώ ο Παύλος καταθέτω ότι αν κάποιος εφαρμόσει έστω και ένα μέρος του νόμου, οφείλει να εφαρμόσει ολόκληρο το νόμο», αντί να πει ότι γενικά δεν είναι ανάγκη να τηρούμε τα όσα ορίζει ο νόμος. Αυτός ο καλύτερος των ανθρώπων, ο εχέφρων, ο συνετός, δασκαλεμένος με το νόμο των πατέρων του στην εντέλεια, αυτός που τόσες και τόσες φορές μνημονεύει ευνοϊκά τον Μωυσή, τώρα, θαρρείς και μέθυσε από το πολύ κρασί, αναιρεί το πρόσταγμα του νόμου, και μιλώντας στους Γαλάτες, «Ποιος σας έχει βασκάνει», λέει, «και δεν υπακούτε στην αλήθεια;» -εννοώντας το ευαγγέλιο. [Προς Γαλατάς 3.1]. Και παρακάτω, χρησιμοποιώντας τρομακτική έκφραση και παρουσιάζοντας ως φρικτό πράγμα το να υπακούει κανείς στο νόμο, λέει: «Είναι καταραμένοι όσοι βασίζονται στα έργα του νόμου». Ο ίδιος, που γράφει στους Ρωμαίους, «Ο νόμος είναι πνευματικός», και αλλού πάλι, «Ο νόμος είναι άγιος και η εντολή του αγία και δίκαιη», όσους υπακούν στον άγιο νόμο τους λέει καταραμένους! Τα κάνει άνω κάτω και συγχέει τα πάντα και τα συσκοτίζει τόσο, που όποιος τον ακούει σχεδόν ζαλίζεται, και σα να βαδίζει μες στη νύχτα συγκρούεται και με τα δυο· τη μια τσακίζεται πάνω στο νόμο, την άλλη πάνω στο ευαγγέλιο, μπερδεμένος εξ αιτίας της αμάθειας του καθοδηγητή του. [ιγ]

Θα έπρεπε του Παύλου η ερώτηση για την βασκανία, να απευθύνεται καλύτερα σε σένα, παρά σε κείνους τους ξένους τους Γαλάτες. Δεν ξέρω αν βιάστηκες τον Παύλο να σαρκάσεις ή μέσα στην χαιρεκακία σου αδιαφόρησες για ότι εκείνος είχε να σε μάθει. Άκου τα λοιπόν για δεύτερη φορά, γιατί αν βιάστηκες γνώριζε ότι μετά τον θάνατο υπάρχει περίσσιος χρόνος· αν πάλι αδιαφόρησες, τώρα εύχομαι να μην έχεις «πεθάνει» από της κρίσης την ατέλειωτη αγωνία.

Αν ο Παύλος άλλοτε διδάσκει πως ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται κάποιες φορές μέχρι και το τέλος (200) και άλλοτε να μην λαμβάνεται καθόλου στα υπ’ όψιν (201), έχει να κάνει με το που ζει ο καθένας και με ποιο τρόπο μεγαλώνει. Όπως εκείνοι που μπαίνουν έφηβοι στο στράτευμα δοκιμάζουν γρήγορη εκπαίδευση και δεν μαθαίνουν ότι και τα μικρά παιδιά, που από πρώτα χρόνια της νιότης τους ασκούνται εις τα όπλα, έτσι και οι λαοί είχαν διαφορές ηλικίας στην εκπαίδευσή τους. Οι Ιουδαίοι ήσαν από πολύ μικρή ηλικία σε σχέση άσκησης με τον Θεό. Σαν τα μικρά παιδιά και αυτοί δεν καταλάβαιναν πολλά για αυτήν. Εκείνο που έπρεπε μόνο να κάνουν, ήταν να ακολουθούν τους νόμους. Και μάλιστα όχι έναν και δυο, αλλά μάλιστα όλους, μέχρι και τον τελευταίο. Διότι κανείς για να θεραπευτεί από μια αρρώστια πρέπει να κάνει όλα όσα ακριβώς του έχει συστήσει ο ιατρός του· ειδάλλως μπορεί να μην θεραπευτεί ή να ξανακυλήσει και πάλι ως ασθενής στου βόρβορου την ζέστη.

Ο λαός των Ιουδαίων μεγάλωνε και θεραπεύονταν πνευματικά, δίχως όμως και να καταλαβαίνει και πολλά. Και αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς από τις περιπέτειές των προφητών, που έστελνε ανάμεσά τους ο Θεός τους. (202) Όταν λοιπόν έφτασε ο λαός τους σε ηλικία υιοθεσίας δια μέσω της εφαρμογής του Νόμου, και για παράδειγμα αναφέρω την τελειότητα της Δέσποινας Μαρίας ή του Ιωάννη του Προδρόμου, ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον Αγαπητό (203) για να τους υιοθετήσει, όπως είχε υποσχεθεί ότι θα συνέβαινε κάποτε (203α). Τώρα θα μπορούσαν να καταλάβουν περισσότερα και να προκόψουν πιο πολύ. Μάλιστα η υιοθεσία αυτή δεν αφορούσε μόνο τους Ιουδαίους, αλλά όλα τα έθνη (204). Οι Γαλάτες, αλλά και μερικοί άλλοι, ακόμη και σήμερα, αποκηρύσσοντας την υιοθεσία, επέστρεφαν στην νηπιακή ηλικία, ακολουθώντας εντολές που δεν τους αρμόζουν και οι οποίες είχαν δοθεί για να οδηγήσουν σε αυτό τον πατρικό τους εναγκαλιασμό. Αντί να γίνουν παιδιά του Ίδιου του Θεού, όταν δόθηκε η ευκαιρία, εκείνοι θέλησαν να επιστρέψουν ξανά πίσω στον δρόμο που οδηγούσε σε αυτήν, αποφεύγοντάς την. Γι’ αυτό τους τα ψέλνει ο Παύλος και δεν έχει άδικο. Έμοιαζαν με άρρωστους που αντί να πάνε σπίτια τους να συνεχίσουν την θεραπεία τους, εκείνοι ήθελαν να εξακολουθούν να παρακαλούν τον ιατρό να τους κάνει τομές στην σάρκα σαν και πρώτα.

Στην περίπτωση της Υιοθεσίας, δεν είναι δυνατό κανείς να απορρίπτει τον Πατέρα για να γίνει και πάλι ακόλουθος νόμων. Διότι προς τον Πατέρα κανείς λειτουργεί περισσότερο από αγάπη (205), ενώ στον νόμο υπακούει περισσότερο από φόβο (205α). Ο Χριστός καλά το είπε ως πρώτη νέα εντολή, να αγαπάς τον Θεό σου (206) και όχι να του κάνεις μια κάποια των στρατιωτών την πειθαρχεία. Άλλωστε η αγάπη αυτή στρέφεται και προς τον συνάνθρωπό μας ως δεύτερη εντολή (207). Σαν λοιπόν κανείς ακολουθεί περισσότερο τον φόβο προς τον Θεό, δεν μπορεί ούτε να αγαπήσει διόλου και τον πλησίον. Όσοι μάλιστα δεν καταλαβαίνουν τίποτα από τις διαφορές αυτών των δύο, πάντα παρεξηγούν και τις προτροπές του Παύλου προς τους δούλους (208) και αποφεύγουν εκείνες προς τους αφέντες.

Όταν λοιπόν ο Παύλος διαχωρίζει Πνευματικό Νόμο και τα καταραμένα έργα του Νόμου βεβαίως και δεν σφάλει. Διότι όπως και αυτός το σημειώνει (209), ο νόμος των Ιουδαίων που οδηγούσε στην Υιοθεσία είχε την κατάρα να εφαρμόζεται ολάκερος και κατά γράμμα (210) και όχι να γίνονται εξαιρέσεις σε μερικά σημεία ως λες εσύ, όταν προτρέπεις τον Απόστολο να πει πως «γενικά δεν είναι ανάγκη να τηρούμε τα όσα ορίζει ο νόμος». Δεν είναι λοιπόν ο Παύλος που μέθυσε αλλά του λόγου σου· διότι αν κανείς θέλει να τηρεί τον Νόμο για να σώσει την ψυχή του, πρέπει να το κάνει δίδοντας πιστή εφαρμογή σε όλες τους τις εκφάνσεις. Στον Νέο Πνευματικό Νόμο της Υιοθεσίας με τον Ιησού, τα πράγματα έχουνε όντως διαφορετικά, μιας και τέτοια κατάρα δεν υπάρχει πλέον πουθενά· και δεν υπάρχει τέτοια κατάρα, διότι δεν υπάρχει άλλο νόμος παρά ως είπαμε ξανά Υιοθεσία, όπως και ο Παύλος σημειώνει (211)· και για μιλήσουμε με λόγια Σωτηρίας, να τηρεί κανείς όλο τον Νόμο είναι πάρα πολύ δύσκολο, η δική σου προτροπή τώρα πια δεν σώζει. Η δε Σωτηρία δια μέσω της Υιοθεσίας είναι πολύ πιο εύκολη, αφού στηρίζεται σε δώρο και χάρη του Θεού (212) παρά στην των ανθρώπων την δικαιοσύνη (213). Εξάλλου μέχρι την Ανάσταση του Ιησού Χριστού άλλος δρόμος Σωτηρίας δεν υπήρχε παρά ο πρώτος εκείνος Νόμος, αλλά μετά αυτής, είναι αδίκημα να υποτιμά κανείς την θυσία του Ναζωραίου, που χαρίζει Σωτηρία, ακόμη και μέσα στον σκοτεινό τον Άδη, έστω και αν κανείς μας πράγματι δεν την αξίζει στην ουσία.

Με άλλες λέξεις, η διδασκαλία σου εμπόδιο είναι για την σωτηρία των ανθρώπων. Μοιάζει με το παράδειγμα εκείνου του φτωχού του γεωργού, που χρωστά χρήματα πολλά σε ένα πλούσιο. Τόσα πολλά, που όσο και να εργάζεται δύσκολα φαίνεται να τα μαζεύει, αφού πρέπει να εξοφλήσει μέχρι και τελευταίας δραχμής, πράγμα απίθανο ακόμη κι αν εργάζεται μέχρι να γίνει γέρος και τελείως κάποτε αποθάνει. Μάλιστα επιμένεις πως ο φτωχός αυτός, όταν ο πλούσιος στείλει τον υιό του ως κληρονόμο στο σπίτι του πρώτου λέγοντάς του «με στέλνει ο πατέρας μου· μεγάλο μέρος από τα χρέη σου παραγράφονται, ας είναι χάρισμά σου», εκείνος πρέπει να του γυρίσει την πλάτη και να συνεχίσει να προσπαθεί να εξαγοράσει την αρχική την οφειλέτη, παραβλέποντας τον υιό όσο και την βούληση εκείνη του πατέρα. Πώς τολμάς πράγματι να πουλάς ετούτη την πραμάτεια σου για μέγιστη σοφία; Αλήθεια, πού βρίσκεται εκείνο το χωριό που αν πήγαινες και έδινες τέτοια συμβουλή στους φτωχούς, θα υπήρχε έστω κι ένας που θα σ’ άκουγε; Θαρρώ πουθενά σε όλη την Οικουμένη. Μόνο που το μίσος ορισμένων για τον Παύλο, αλλά και για τον Χριστό τον Ίδιο (214), δίνουν πέραση στις δεινές σου κούφιες φιλοσοφίες [Πρβλ. Ευσέβιο].

 

 

III, 34. Παρακολούθα τώρα τα λεγόμενα του σοφού. Ύστερα από τις μύριες αναφορές που έκανε στον ιουδαϊκό νόμο για να στηρίξει τα λόγια του, ακυρώνει τις θέσεις του λέγοντας: «Ο νόμος παρεισέφρυσε ώστε να πλεονάσουν τα παραπτώματα» [Προς Ρωμαίους 5.20], και πριν απ’ αυτό: «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, και δύναμη της αμαρτίας είναι ο νόμος» [Προς Κορινθ. Β΄ 16.56]. Με γλώσσα ακονισμένη σα μαχαίρι, ανελέητος, μέσα σε μια νύχτα κάνει το νόμο κομματάκια, αυτός που τόσες και τόσες φορές προέτρεπε τον κόσμο να πειθαρχεί στις εντολές του νόμου και ισχυριζόταν πως είναι αξιέπαινο το να ζει κανείς σύμφωνα με το νόμο. Και υιοθετώντας, από συνήθεια θαρρείς, τούτη την απαίδευτη γνώμη, ανατρέπει όλες τις θέσεις του.

Ίσως να περνιέσαι για σοφός, αλλά μου κάνει εντύπωση ότι αυτό συμβαίνει δίχως να είσαι. Ας μιλήσουμε ξεκινώντας από την δική σου προτροπή, πως «γενικά δεν είναι ανάγκη να τηρούμε τα όσα ορίζει ο νόμος» [Πρβλ ΙΙΙ,33] και ας υποθέσουμε ότι κάνεις λόγο για νόμο πόλεων της μακρινής Ελλάδας, παρά της Ουράνιας της Πολιτείας. Και με το χέρι στην καρδιά σε ερωτώ: πότε πλεονάζουν κάποια παραπτώματα μέσα σε μια πόλη; όταν υπάρχει νόμος ή όταν δεν υπάρχει διόλου; Ακόμη και παιδί ξέρει να σου πει, ότι δίχως νόμο δεν υπάρχει ούτε ένα παράπτωμα. Μάλιστα όσο περισσότεροι οι νόμοι, τόσο περισσότερα και τα παραπτώματα δεν νομίζεις; μιας και δεν μπορεί να υπάρξει παράπτωμα αν κάποιος νόμος δεν ορίσει τι είναι παράπτωμα και τι όχι. Έτσι λόγου χάρη, αν ορίσω με ένα νόμο ότι είναι παράπτωμα να διαβαίνεις από του σπιτιού σου την εξωτερική την πόρτα, και συ περάσεις μια φορά, τότε έχεις παρανομήσει μία. Αν ορίσω με έναν ακόμη νόμο, ότι είναι παράπτωμα να εισέρχεσαι στο σπίτι σου, και συ εισέλθεις εκεί από την εξωτερική την πόρτα, τότε έχεις παρανομήσει δύο, αφού και στο σπίτι σου εισήλθες ενώ διάβηκες και το δικό του το κατώφλι. Αυτό μας λέει και ο Παύλος. Ότι πριν τον νόμο δεν λογίστηκε ούτε ένα παράπτωμα, δεν λογίσθηκε καμία αμαρτία (215), αφού δεν υπήρχε κανείς κανόνας προς τους ανθρώπους (216). Όταν λοιπόν δόθηκε ο Νόμος, τότε η αμαρτία πλεόνασε, δηλαδή φάνηκε, όπως ακριβώς φαίνονται και τα πράγματα μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο αν το φωτίσεις με έναν πυρσό αναμμένο. Όσο κυριαρχεί το σκοτάδι, τίποτα δεν φαίνεται, όπως ούτε και η αμαρτία· όσο όμως ρίχνει κανείς το φως εις το δωμάτιο και εκείνο του Θεού στον κόσμο, τότε πλεονάζουν και τα πράγματα του δωματίου, δηλαδή διακρίνονται, όπως και αντίστοιχα η αμαρτία των ανθρώπων κάτω από τον ήλιο. Να λοιπόν γιατί ο Χριστός εισήλθε εις τον κόσμο· για να γνωρίζουμε εμείς που ήμασταν στο σκοτάδι χωρίς να ξέρουμε που βαδίζουμε, τι είναι και πως αποφεύγεται η αμαρτία (217) η οποία είναι αστοχία απέναντι στην Θεία Βούληση [Πρβλ. Σεβεριανό].

Είναι όμως ή δεν είναι δύναμη της αμαρτίας ο νόμος όπως λέει ο Παύλος; Σαφώς για πάρα πολλούς είναι. Διότι δύναμη της αμαρτίας είναι η επιθυμία και η επιθυμία γεννιέται περισσότερο όταν υπάρχει απαγόρευση. Τι επιθυμεί περισσότερο ένα παιδί; εκείνο που του επιτρέπεται ή μήπως όχι; Δυστυχώς για πολλούς η απαγόρευση γεννά την επιθυμία. Ο Αδάμ και η Εύα στο κήπο μια ελάχιστη απαγόρευση είχαν μέσα σε τόσα πολλά αγαθά που ήσαν δωρεά τους· κι όμως επιθύμησαν το απαγορευμένο αντί να το αποβάλλουν. Να πως ο Νόμος δίνει δύναμη στην αμαρτία (218). Να ξέρεις δηλαδή ποιο είναι το καλό και όμως να πράττεις το λάθος, όπως τονίζει και ο Απόστολος ο Παύλος (219) και να γίνεσαι συχνά υποχείριό του. Να γνωρίζεις πως πράττεις το λάθος και όμως να συνεχίζεις αδυνατώντας να το αποβάλλεις, λες και είσαι σκλάβος του σώματος σου ή μιας κρυφής πλευράς εκείνης της ψυχής σου, που δεν θέλει με τίποτα να φωτιστεί ή να ελευθερωθεί από την σκλαβιά της αμαρτίας. Ο Ναζωραίος έδωσε το αίμα Του (220) για να μπορέσει ο καθένας να νικήσει αυτό τον ζυγό του λάθους· μόνο που η μέθοδος αυτή δεν είναι για σοφούς που ακούν τα λόγια, αλλά για μαχητές που δοκιμάζουν την εμπειρία της μάχης [Πρβλ. IV.8]. Εκείνοι που δεν δοκιμάζουν την μάχη, είναι ήδη πιασμένοι στην δουλεία και μάλιστα με τρόπο που τους ευαρεστεί. Θαρρούν πως η δουλεία είναι ευτυχία, ηδονή, χαρά και επιτυχία. Δεν βλέπουν άλλο δρόμο στην δόλια τη ζωή τους. Και δεν βλέπουν διότι ποτέ δεν θέλησαν ούτε φαντάστηκαν ότι η ζωή δεν είναι μόνο όσα αυτοί ζουν ή και πιστεύουν, αλλά πράγματα διαφορετικά απεριόριστα με διαφορετικές χαρές, ευτυχίες και πολλές πολλές άλλου είδους όμορφες επιτυχίες.

 

 

III, 35. Όντως, ενώ απαγορεύει στους πιστούς να τρώνε κρέας θυσιασμένου ζώου, κατόπιν τους δασκαλεύει να μη νοιάζονται και να μην το ψάχνουν, αλλά να τρώνε, λέει, ακόμα και θυσιασμένα ζώα, αρκεί να μην τους το ’ χει πει κανείς από τα πριν! [Προς Κορινθ. Α΄10.28] [...] όπου ο Παύλος παρουσιάζεται να λέει: «Ό,τι θυσιάζουν, για τους δαίμονες το θυσιάζουν. Και δεν θέλω να γίνεστε εσείς σύντροφοι των δαιμόνων». [Προς Κορινθ. Α΄ 10.20] Κι ενώ τα λέει αυτά, πάλι, αδιαφορώντας για το αν θα φάνε, γράφει: «Ξέρουμε πως εκτός από τον ένα θεό κανένα είδωλο και κανένας θεός δεν υπάρχει στην πραγματικότητα», και λίγο παρακάτω, «Δεν είναι το φαγητό εκείνο που θα σας φέρει πλάι στο θεό: δεν θα υστερήσουμε αν δεν φάμε, ούτε θα ’ χουμε κανένα πλεονέκτημα αν φάμε». [Προς Κορινθ. Α΄8.8].

Τέλος, μετά από τόσα φλύαρα τεχνάσματα του λόγου, ξαπλωμένος θαρρείς στο κρεβάτι, μηρυκάζει: «Ό,τι πουλιέται στο χασάπικο να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτα κινούμενοι από λόγους συνειδήσεως. Γιατί του Κυρίου είναι η γη και όλα όσα βρίσκονται πάνω της».

Ω, τι θέατρο για το τίποτα! Ω, τι γλώσσα αλλόκοτη και αντιφατική! Τι φράσεις, που τραβούν μαχαίρι και αλληλομαχαιρώνονται! Τι καινοφανής τοξοβολία, που βάζει στόχο και χτυπά τον ίδιο τον τοξότη!

Να που γύρισες ξανά στα δικά σου τα γνωστά τα παραμύθια και κατάφερες με αυτά να γεμίζεις ατοπήματα ολάκερη την οικουμένη. Αντιμάχεσαι τον Παύλο επειδή ο Απόστολος παρακαταθήκη άφησε, αδελφός αδελφό, ποτέ του να μην τον σκανδαλίσει (221). Περιέγραψε την γνώση περί των ειδωλοθύτων, λέγοντας πως στην ουσία επειδή δεν υπάρχει κανείς άλλος θεός πέρα από τον δικό μας (222), τα ειδωλόθυτα καμία ουσιαστική διαφορά ως τροφή δεν έχουν από τα κρέατα του γνωστού μας κρεοπώλη (223), μιας και όλα όσα υπάρχουνε στην γη ανήκουνε στον Ύψιστο Θεό μας (224). Μόνο που όταν κανείς λέγει πως υπάρχει κάποια τροφή που του Σωτήρα μας δεν ανήκει, είναι σκάνδαλο, ψέμα που αντιμάχεται την γνώση την δική μας αλλά και του αδελφού μας και μπορεί από την πίστη την Αγία να τον ρίξει. Ακόμη και αν ένας χριστιανός κανένα αδελφό ποτέ του δεν θα σκανδαλίσει, σίγουρα δίνει πάτημα σε εκείνον που την τροφή ως ειδωλόθυτο προσπαθεί να την προσφέρει, υπονοώντας πως υπάρχουνε θεοί πέρα από τον Δικό μας. Πάτημα δηλαδή σε ψέμα ή σε ασέβεια τούτο για εμάς σημαίνει πέρα από αντιγνώση.

Και συ Πορφύριε που τόσο μαίνεσαι για τα αλληλομαχαιρώματα, ως λες, της γλώσσας του αδελφού μας Παύλου, ας δεις καλύτερα την στάση την δική σου, σαν κάποτε μας έλεγες [Πρβλ. ΙΙΙ.15] πως το Αίμα και το Σώμα του Χριστού, που τροφή ευλογημένη είναι, ο Άρτος και ο Οίνος της δική μας Θείας Ευχαριστίας, δεν θα έπρεπε να τρώγεται από εμάς, αφού «η μυρωδιά της φράσης κακοποιεί την ψυχή ταράζοντας την με την σιχασιά που προκαλούν οι λέξεις στο άκουσμα τους»· όμως τώρα όλα με αμνησία τα ξέχασες και επιθυμείς ο Παύλος να μην λέει σαν και σε, πως ένας είδος μιας τροφής, χάρη κάποιας των ειδώλων θυσιαστικής αλληγορίας, αποτελεί σιχασιά για τους Χριστιανούς του δόγματος της Ορθοδοξίας. Συ που μιλάς για κρεβάτια, ξαπλώματα και μπόλικα μεθύσια, είναι σίγουρο πως με την προτροπή σου αυτή δεν κάνεις τίποτα άλλο παρά να μας δείχνεις ότι κάθε μέρα και άρτο και οίνο γεύεσαι, μόνο που αν κάποιοι Χριστιανοί σου έλεγαν ότι «γνώριζε, Αυτό είναι το Σώμα και το Αίμα του Θεού μας» σίγουρα θ’ απόστρεφες το στόμα σου από αυτά, αν ήθελες τουλάχιστον να μην ήσουν εκείνος ακριβώς που είναι στο κρεβάτι μεθυσμένος.

 

 

ΙΙΙ, 36. Κάτι παρόμοιο με τα παραπάνω βρήκα και μες στις επιστολές του, όπου ο Παύλος, ενώ επαινεί την παρθενία, πάλι τα γυρίζει, και γράφει: «Στους μετέπειτα καιρούς, κάποιοι θα αποστατήσουν από την πίστη, διότι θα δίνουν προσοχή σε πνεύματα που θα τους παραπλανούν, θα τους εμποδίζουν να νυμφεύονται και θα επιβάλουν αποχή από κάποιες τροφές». [Προς Τιμόθεον Α΄ 4.1 Και στην προς Κορινθίους επιστολή λέει: «Όσο για την παρθενία, δεν έχω εντολή από τον Κύριο» [7-25]·

Επομένως, όποιοι μένουν παρθένοι ή δεν νυμφεύονται, δεν κάνουν καλά, γιατί πειθαρχούν σε οδηγίες κακόβουλων ανθρώπων, τη στιγμή που δεν έχουν λάβει από τον Ιησού πρόσταγμα να μείνουν παρθένοι. Πώς γίνεται, τώρα, κάποιες να παινεύονται για την παρθενιά τους, θαρρείς και πρόκειται για τίποτα σπουδαίο, και να λένε πως το μέσα τους, όμοια μ’ εκείνη που γέννησε τον Ιησού, είναι γεμάτο από άγιο πνεύμα;

Κανείς δεν ξέρει εδώ αν θα πρέπει να γελάσει πάρα πολύ ή να σκεφτεί στα σοβαρά την άσχημη κατάστασή σου. Τι κρίμα φιλόσοφε των ατοπημάτων μέγα Πορφύριε που ’κάψαν τα γραπτά σου. Ο Παύλος άλλο δεν λέει πως οι πλάνοι του μέλλοντος θα απαγορεύουνε ολοκληρωτικά τον γάμο· Χριστός και Απόστολος ουδέποτε κάτι τέτοιο το διδάσκουν. Ο Χριστός τον γάμο, όχι μόνο σε καμιά Του εντολή δεν εμπόδιζε, αλλά μάλιστα τον χρησιμοποίησε για να εξομοιώσει των Ουρανών την Βασιλεία (224α)· ενώ ο Παύλος, που φλυαρώντας μέσα στον εφιάλτη σου χλευάζεις όντας αποκοιμισμένος, έλεγε πως ακόμη και αν παντρευτεί ή νυμφευθεί αδελφός ή αδελφή σε τίποτα ασφαλώς δεν σφάλει (225). Κάτι τέτοιο όπως δεν αντιλαμβάνεσαι απαγόρευση για τον γάμο δεν τυγχάνει. Οι πλάνοι αντίθετα θα διδάσκουνε, πως ο γάμος είναι πάντοτε κακός, έτσι θα τον εμποδίζουν, χώρια που μπορεί και να απαγορεύουνε ειδικά και μόνο ίσως τον θρησκευτικό τον γάμο (226). Οι παρθένοι δε, ασφαλώς πολύ καλά κάνουνε (227), όμοια σαν πράττουνε οδηγούμενοι εις γάμου κοινωνία· αυτά θα μάθαινες σαν πρόσεχες περισσότερο τον Παύλο.

Όσο αφορά την ρήση του Απόστολού μας για την εντολή που ζητά την Παρθενία, πάλι άρχισες το παραμιλητό. Από απροσεξία σου ξανά προσπέρασες την σημείωση του Αποστόλου σαν του μιλάει το Άγιο Πνεύμα (228), παρά σαν εκφέρει την προσωπική του γνώμη σαν και τώρα (229)· η γνώμη η δική του μια φορά ορμάται από την λησμονημένη για σε εντολή του Δάσκαλού Θεού του (230), για την οποία οι παρθένες οι κόρες, που παρομοιάζονται και αυτές ως των Ουρανών την Βασιλεία από τον Χριστό (231), δεν προέκυψαν από απαγόρευση να παντρευτούνε, αλλά από ελεύθερη επιλογή της δυνατότητάς τους (232). Συ που μιλάς σαν πολύξερος και σαν σοφός, θέλεις να μας κάνεις να πιστέψουμε ετούτην την φορά, πως το ίδιο είναι κανείς να απαγορεύει σε όλους να τρέχουνε, με το να τους επιτρέπει και το βάδισμα πέρα από το τρέξιμο. Τι παράλογη λογική, τη χάσιμο του μυαλού, τι αλλόκοτη και αρρωστημένη από το μίσος φαντασία! Διότι εκείνους που τους απαγορεύεται γενικά και πάντοτε το τρέξιμο, θα τους δεις όλους πάντα μόνο να βαδίζουν· αλλά ανάμεσα σε εκείνους που το βάδισμα επιτρέπεται, θα δεις και πολλούς να τρέχουν.

 

 

ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ

 

IV, 1. Τι εννοεί ο Παύλος λέγοντας ότι «παρέρχεται η μορφή του κόσμου τούτου»; Και πώς είναι δυνατό, «οι έχοντες να είναι ωσάν να μην έχουν» και οι «χαίροντες ωσάν να μην χαίρουν», [Προς Κορινθ. Α΄ 7.30], και όλες οι υπόλοιπες μωρολογίες του να γίνουν πιστευτές; Γιατί, πώς μπορεί ο έχων να γίνει ως μη έχων; Και πώς να γίνει πιστευτός ο χαίρων που θα συμπεριφέρεται ως μη χαίρων; Κι ακόμα, πώς είναι δυνατό να παρέλθει η μορφή του κόσμου ετούτου; Ποιος θα τον μεταβάλει και για ποιο λόγο; Αν τον μετέβαλλε ο Δημιουργός, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι διαταράσσει μια σταθερή και ασφαλή τάξη. Αν, πάλι, μεταβάλει το σχήμα του κόσμου προς το καλύτερο, κατηγορείται ότι δεν γνώριζε ποιο ήταν το κατάλληλο και πρέπον σχήμα του κόσμου όταν τον δημιουργούσε, και ότι του ’λειπε η ανώτερη σκέψη, με αποτέλεσμα να φτιάξει έναν κόσμο γεμάτο ατέλειες. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να ξέρουμε ότι η φύση του κόσμου θα καταλήξει στο καλό, χάρη σε μετατροπές εκ των υστέρων; Και ποια θα είναι η ωφέλεια, αν μεταβληθεί η φυσική τάξη; Γιατί αν ο ορατός κόσμος είναι θλιβερός και αιτία για να λυπόμαστε, θα του τα ψάλλουμε για τα καλά του Δημιουργού και θα τον ζαλίσουμε με τις εύλογες επικρίσεις μας, ότι έχτισε ένα θλιβερό κόσμο που διαταράσσει τη λογική φυσική τάξη, και κατόπιν μετάνιωσε κι αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα. Μπας κι είναι αυτός ο λόγος που ο Παύλος δασκαλεύει τους έχοντες να σκέφτονται ως μη έχοντες, αφού και ο Δημιουργός του κόσμου, ενώ τον έχει, είναι σα να μην τον έχει και γι’ αυτό πάει να του αλλάξει τη μορφή; Κι όποιον χαίρεται, του λέει να μη χαίρεται, γιατί ο Δημιουργός δεν χαίρεται βλέποντας το κομψό και λαμπρό δημιούργημα του, πόσο μάλλον που επειδή στεναχωριέται πολύ, πήρε απόφαση να το αλλάξει και να το μετατρέψει ολωσδιόλου. Ας της χαρίσουμε λοιπόν ένα συγκρατημένο γέλιο ετούτης της φρασούλας του Παύλου.

Ο Παύλος άλλο δεν υπαινίσσεται πως ο κόσμος ο δικός μας, σε σύγκριση με κείνον τον νέο της καινής Δημιουργίας (233), που υποσχέθηκε ο Χριστός (234), θα είναι στα πάντα διαφορετικός· εκείνο όμως που έχει περισσότερο από όλα σημασία στο νέο κόσμο, είναι η αιωνιότητα και δηλαδή η αποχή του χρόνου. Μπρος λοιπόν σε τέτοιο μέγεθος η ζωή η δική μας φαντάζει ότι φαντάζει μπρος στην Οικουμένη όλη, μια τρίχα της ανέμελης και στενής της κεφαλής μας· μα τι λέω; φαντάζει άτομο του Έλληνα φιλοσόφου Δημοκρίτου. Όταν λοιπόν κάτι διαρκεί τόσο πολύ σε σύγκριση με κάτι άλλο μιας στιγμής, τότε εκείνο που βάστηξε πολύ φαντάζει απεριόριστο έναντι του τελευταίου. Έτσι λοιπόν στα αλήθεια σε ερωτώ: τι φαντάζει η ζωή μπρος στον θάνατο και την ανυπαρξία; δεν είναι μήπως ο άνθρωπος για πάντοτε νεκρός ή αγέννητος και ο χρόνος είναι πολύ μεγάλος σαν συγκρίνεται με την διάρκεια της ελάχιστης ζωής του; Πόσοι στα αλήθεια πέθαναν μόλις γεννήθηκαν και είναι σαν ποτέ στον κόσμο να μην εμφανιστήκαν; (235) Μήπως σήμερα κανείς τους γνωρίζει ή τους ξέρει; Όλοι εκείνοι που πέθαναν τώρα πια και σε καμιά ιστορία δεν παρουσιαστήκαν, δεν είναι σαν να μην υπήρξανε ποτέ, αφού κανείς δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτούς και η κατάσταση τους, που κρατά ως είπαμε περισσότερο, είναι η ανυπαρξία για τους εδώ και σήμερα πολλούς;

Ο Παύλος βέβαια δεν λέγει μόνον αυτό, αλλά μας επισημαίνει και την διαφορά της λύπης και της χαράς εις την Ουράνια του Θεού την Βασιλεία. Διότι άλλοι θα χαίρονται και άλλοι θα λυπούνται τότε. Ίσως εκείνοι που χάρηκαν τώρα εδώ, εκεί να είναι εκείνοι που θα βρίσκονται για πάντα λυπημένοι· εκείνοι που λυπήθηκαν εδώ να είναι εκεί σε μεγάλη χαρά για πάντα βυθισμένοι· ενώ σίγουρα όσοι σε γάμο ήρθαν εδώ στη γη, τότε θα είναι για πάντα ως παρθένοι, μιας και γάμος στα άφθαρτα σώματα κανένας δεν υπάρχει, ούτε έχει άλλωστε και τίποτα για να προσφέρει (236). Όταν λοιπόν κανείς για πάντα ατέλειωτα στην βασιλεία χαίρεται, φαντάζει σαν να μην λυπήθηκε ποτέ του· ενώ εκείνος που ατέλειωτα βασανίζεται, φαντάζει σαν και εκείνο που δεν χάρηκε ποτέ του. Βλέπεις, μοιάζουν οι καταστάσεις αυτές με τις πληγές στο τωρινό μας σώμα· όταν ένα σώμα πάσχει στα τελευταία του από ανίατη αρρώστια, φαντάζει για κείνον που το κοιτά σαν να μην έχαιρε άκρατης υγείας ποτέ του· ενώ εκείνο το σώμα που επούλωσε της μάχης τις πληγές, φαντάζει στον ίδιο σαν να μην λαβώθηκε ποτέ από τον εχθρό του. Ακόμη και ο κατέχων πλούτη ή πολλά υλικά αγαθά σε αυτό τον κόσμο που βαστάει τόσο λίγο, στην Βασιλεία του Θεού δεν θα κατέχει χρήματα και από τα υλικά αγαθά ούτε ένα.

Ακόμη και τους αθλητές αν δει κανείς της πάλαι Ολυμπίας, θα παρατηρήσει πως από εκείνους που βρίσκονται στην εκκίνηση και αρχίζουν να τρέχουν στην αρχή του αγώνα δρόμου, άλλος είναι πρώτος και άλλος δεύτερος, ενώ υπάρχει τρίτος, τέταρτος και ίσως κάποιος πέμπτος. Όμως μέχρι τον τερματισμό, τα πράγματα αλλάζουν. Και ο τρίτος μπορεί να τερματίσει δεύτερος, ο τέταρτος τρίτος, ο δεύτερος τέταρτος και πρώτος της εκκίνησης μπορεί να έρθει ακόμη και τελευταίος, όπως ακριβώς μαρτυρεί και ο Ιησούς Χριστός για την Ουράνια την βασιλεία και την τάξη των ανθρώπων. (236α) Όπως λοιπόν στον αγώνα της Ολυμπίας κανένας δεν θυμάται την εκκίνηση, παρά τον τερματισμό, όπου ο πρώτος στην εκκίνηση είναι σαν να μην ήταν ποτέ του πρώτος, αφού τερμάτισε για πάντα τελευταίος, έτσι και όμοια με αυτό το σκεπτικό ο Παύλος πολύ σωστά λέγει, γνωρίζοντας του χρόνου τα γυρίσματα και τα αναποδογυρίσματα (236β), πως δεν έχει σημασία τόσο από που ξεκινά κανείς, αλλά που τελειώνει. Και όπως ο τέταρτος της εκκίνησης είναι για πάντα νικητής αφού τερμάτισε από όλους πρώτος, έτσι και εδώ στην γη μας ο εν ζωή ο λυπημένος, όταν τερματίσει στην βασιλεία του Θεού ευτυχισμένος, θα είναι σαν να μην λυπήθηκε ποτέ του, μιας και η βασιλεία του Θεού είναι εκτός του χρόνου, αιώνια δηλαδή και βαστάει για πάντα.

Εσύ Πορφύριε μας λες, πως δεν θες ο κόσμος να αλλάξει· σου φαντάζει αυτό ασέβεια, αλογία του Θεού του Υψίστου, ευκαιρία για να αρχίσεις και πάλι τις δικές σου τις ανόητες κατηγορίες. Όλη αυτή η ανυπομονησία σου οφείλεται στην φθαρτότητά σου. Γιατί για σένα ο χρόνος είναι διαφορετικός από ότι για τον Θεό τον Ίδιο (237). Και συ σαν πολλούς άλλους θέλεις τώρα αμέσως τον Θεό να κάνει τέλειο τον κόσμο ολοκληρώνοντάς τον, παρά να είναι αυτός λίαν καλός ως έχει (238), ικανοποιώντας τον δικό σου εγωισμό και εκείνον μερικών άλλων. Μα όλοι σας μαζί δεν διαφέρετε από τις μύγες που κοιτάνε τον κτίστη που ορθώνει το σπίτι για την οικογένειά του. Εκείνες σ’ ένα μικρό τμήμα του ζεστού καλοκαιριού δέχονται και ζουν και μέσα σε αυτό το ελάχιστο πεθαίνουν. Και ενώ ο χτίστης ετοιμάζει το σπίτι του σιγά σιγά οδηγώντας το στην τελείωσή του (238α), εκείνες αχάριστες κοιτούν σχολιάζοντας πως το σπίτι δεν είναι, δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ έτοιμο όσο χρόνος και αν περάσει. Θέλουν δε και το σπίτι ποτέ να μην ολοκληρωθεί, διότι το πονηρό μυαλό τους φαντάζεται ότι εκείνο το τμήμα της κατασκευής, που εκείνες βλέπουν εκείνο το ένα το μικρό το καλοκαίρι, είναι και το οριστικό του και μέσα στην μικρότητά τους ζητούν να πείσουν και τις άλλες, πως ο χτίστης δεν είναι δυνατόν να τερματίσει την κατασκευή του· διότι, λένε, ο χτίστης θα έπρεπε σαν παντοδύναμος και πολύξερος να το είχε όλο έτοιμο πολύ πριν γεννηθούν αυτές, χωρίς όμως και να διευκρινίζουν και το γιατί μιας τέτοια εγωιστικής και μάταιης μεγάλης αλογίας. Μέσα στον εγωισμό και τον μικρό εγωκεντρισμό τους, δεν αντιλαμβάνονται ότι πριν από αυτές υπήρχαν και άλλες μύγες που σκέφτονταν το ίδιο και θα υπάρξουν και άλλες, που το ίδιο προσωπικό αίτημα με αυθάδεια θα ζητούν, παρά με λογική, καταργώντας η μια μύγα εγωιστικά την θέση κάποιας άλλης.

Όλες αυτές οι μύγες που αντιπαθούν το κτίστη, λες και θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν μονάχες τους, επιθυμούν όλες στο δικό τους καλοκαίρι να είναι έτοιμο το σπίτι για να το δουν πρώτες εκείνες απ’ τις άλλες. Ειδάλλως το μικρό φθαρτό μυαλό τους δεν το χωρά το γεγονός, πως το σπίτι είναι του χτίστη και όποτε θέλει εκείνος αποφασίζει να το τερματίσει. Βλέπουν από το σπίτι τον πρώτο όροφο ορθωμένο και νομίζουν πως το σπίτι πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι· διότι ειδάλλως και σε διαφορετική περίπτωση, και δηλαδή αν ο ιδιοκτήτης συνεχίσει την κατασκευή, δεν θα είναι λένε, καλός κτίστης! Και όχι μόνο. Θέλουν να κατηγορήσουν και τον κτίστη επειδή αυτός θέλει να επεκτείνει το σπίτι σε ένα δεύτερο όροφο, κατηγορώντας τον πως διαταράσσει μια σταθερή και ασφαλή του σπιτιού του τάξη. Λες και την επόμενη μέρα η κατασκευή δεν θα είναι τάχατες σταθερή και ασφαλή. Αυτή και αν είναι σοφία φθαρτής μύγας παρά σοφών ανθρώπων που σκέφτονται σαν να ζουν λιγότερο και από μύγες. Ούτε που το φαντάζονται πως αν το οίκημα δεν ήτανε πράγματι καλό, ο κτίστης δεν θα υπόσχονταν να το συνεχίσει, ούτε θα το άφηνε σίγουρα για να υπάρχει, αλλά θα του έδινε μια να πέσει κάτω ή θα το εγκατέλειπε να πέσει μοναχό του. Ο Κτίστης ο Θεός όμως καλά το λέει πως προσέχει για τα πάντα (239). Ξεχνούν οι υπερήφανες οι μύγες πως ένα χαλί θέλει χρόνο για να υφανθεί στον αργαλειό και η σταδιακή του ετοιμασία δεν είναι απόδειξη άγνοιας του υφαντή, αλλά απόδειξη της γνώσης του για το που θέλει να φτάσει και τι τελικό προϊόν θέλει αυτός όμορφο να κατασκευάσει.

Έτσι λοιπόν, μόνο και μόνο που το οίκημα υπάρχει και ο Κτίστης καταδέχτηκε να βρεθεί ανάμεσα στα κτίσματα και Εκείνος, λέει πάρα πολλά για τις προθέσεις του Θεού του Κόσμου. Κι αν ο Κτίστης μας εγκατέλειπε, όχι μόνο κτίσματα, αλλά ούτε τα πρώτα υλικά γι’ αυτά δεν θα υπήρχανε γύρω - γύρω.

 

 

IV, 2. Ας δούμε άλλο ένα ανόητο και γεμάτο πλάνες σόφισμα (του Παύλου), όπου ισχυρίζεται ότι, «εμείς που θα βρισκόμαστε ακόμα ζωντανοί κατά την έλευση του Κυρίου, δεν θα προηγηθούμε των νεκρών· διότι ο ίδιος ο Κύριος με παράγγελμα, με φωνή αρχαγγέλου και υπό τον ήχο σάλπιγγας Θεού, θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτοι. Στη συνέχεια, εμείς οι ζώντες, ταυτόχρονα με τους νεκρούς θα αρπαχτούμε μέσα σ’ ένα σύννεφο, ώστε να συναντηθούμε με τον Κύριο στον αέρα· έτσι θα βρεθούμε πλάι στον Κύριο για πάντα.» [Προς Θεσσαλονικείς 4.15-17].

Αυτό το κυριολεκτικά ουρανομήκες, ψηλοκρεμαστό και υπερμέγεθες ψεύδος, ξεπερνά σε μπόι κάθε άλλο. Ακόμα και σε ζώο να το ξεφουρνίσεις, αυτό σε απάντηση θ’ αρχίσει να βελάζει και να κράζει δυνατά, άπαξ και καταλάβει ότι γίνεται λόγος για ανθρώπους με σάρκα και οστά ιπτάμενους σαν τα πουλιά ή πιασμένους από ένα σύννεφο! Πόση ματαιοδοξία κρύβει όλος αυτός ο θόρυβος, για ζωντανά πλάσματα που μ’ όλο το βάρος του σώματος τους αποκτούν φυσικές ιδιότητες πουλιών με φτερά και διασχίζουν τον αέρα θαρρείς και ταξιδεύουν σε θάλασσα, έχοντας για όχημα τα σύννεφα! Μα και να μπορούσε να γίνει αυτό, θα ήταν τερατώδες και ξένο προς τους νόμους της φύσης. Γιατί η δημιουργός φύση από την αρχή ακόμα όρισε για τα πλάσματα της χώρους που να τους αρμόζουν και κατάλληλους τόπους διαμονής· τη θάλασσα για κείνα που ζουν μες στο νερό, τη στεριά για τα χερσαία, τον αέρα για τα πτηνά και τον αιθέρα για τα ουράνια σώματα. Ένα απ’ αυτά αν βγάλεις από τον τόπο διαμονής του, θα αφανιστεί μόλις βρεθεί σε ξένο χώρο. Ένα πλάσμα του νερού αν θελήσεις να το βάλεις με το ζόρι να ζήσει στη στεριά, το δίχως άλλο θα ψοφήσει· ένα στεριανό ζώο αν το βουτήξεις μες στο νερό θα πνιγεί· και το πουλί δεν θα αντέξει αν του στερήσεις τον αέρα· κι ένα ουράνιο σώμα δεν μπορείς να το μετατρέψεις σε γήινο. Ποτέ μέχρι τώρα η ενεργός δράση του θείου Λόγου δεν το διέπραξε ούτε και πρόκειται να το πράξει, παρ’ όλο που ο Θείος Λόγος έχει τη δύναμη να αλλάζει τη μοίρα των πλασμάτων. Γιατί οι πράξεις κι η θέληση του δεν καθορίζονται από το τι μπορεί, αλλά είναι σύμφωνες με τη διατήρηση της αρμονίας και τη διαφύλαξη της φυσικής τάξης του κόσμου. Ούτε, λοιπόν, τη στεριά, δεν θα την κάμει πλόιμη, αν βέβαια δεχτούμε ότι το μπορεί κάτι τέτοιο, ούτε τη θάλασσα τέτοια που να οργώνεται και να καλλιεργείται, ούτε την αρετή, όσο και να μπορείς δεν πρόκειται να τη μετατρέψει σε κακία και αντιστρόφως, ούτε στον άνθρωπο πρόκειται να δώσει τα μέσα να γίνει πτηνό, ούτε θα φέρει τον ουρανό με τ’ άστρα και τη γη τα πάνω κάτω. Είναι λοιπόν ανόητο το να λες ότι οι άνθρωποι θα αρπαχτούν στον αέρα. Μα εκεί που το ψέμα του Παύλου γίνεται καταφανές, είναι όταν λέει, «Εμείς οι ζωντανοί». Πέρασαν τριακόσια χρόνια από τότε που το είπε, και κανείς πουθενά, ούτε ο Παύλος ούτε κανείς άλλος δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς- Αλλά ας αφήσουμε να τις σκεπάσει η σιωπή τούτες τις ανόητες κουβέντες του Παύλου.

Γιατί αλήθεια παραξενεύεσαι πως άνθρωποι θα είναι κάποτε στον ουρανό εις απάντηση του Δημιουργού τους, και δεν παραξενεύεσαι για το ότι πεθαμένοι θα αναστηθούν μέσα από την γη; Είναι πιο δύσκολο οι άνθρωποι να συναντήσουν τον Θεό στον ουρανό αρπαγμένοι από ένα «σύννεφο» ή οι νεκροί να αναστηθούν; διότι αν πράγματι κάποιοι μπορούν να αναστηθούν από τον Άδη, είναι περιττό να μιλά κανείς για το αν αυτοί οι αναστημένοι θα έχουνε φτερά ή δεν θα έχουν, αφού ετούτη την στιγμή δεν είναι ούτε ένα μάτσο κόκαλα, όπως και συ πολύ καλά το αναφέρεις [Πρβλ. IV, 24]· όχι μόνο δεν έχουνε φτερά, αλλά το κυριότερο βρίσκονται κάπου δίχως σάρκα και ζωή. Μην παρασύρεσαι λοιπόν από την κακή την φαντασία σαν λες πως «ζωντανά πλάσματα ... μ’ όλο το βάρος του σώματος τους αποκτούν φυσικές ιδιότητες πουλιών με φτερά και διασχίζουν τον αέρα», διότι ο Χριστός ο Ίδιος το είπε πως τα σώματα μας σαν έρθει η ανάσταση, δεν θα είναι σαν και τώρα. (239α) Λεπτομέρειες από τα βιβλία τα δικά μας, που δεν φαίνεται να λαμβάνεις στα υπ’ όψιν, κάθε φορά που καταπιάνεσαι με κάποιο θέμα αναλύοντας το. Οι πολύξεροι δεν γνωρίζω αν χρειάζεται να ξεχνούν τα λόγια του αντίπαλού τους για να τα περνούν ωραία. Διότι αν για μια στιγμή κάποιοι σου πουν ότι «αύριο αν βρέξει, θα έρθουμε να μπούμε στο σπιτικό σου», εσύ δεν μπορεί να διαδίδεις πως «εκείνοι θα έρθουν σπίτι μου, είτε βρέξει είτε έχει ηλιόλουστη ημέρα». Αν σου αρέσει και δέχεσαι πως τα σώματα μας θα αναστηθούν και σε μια στιγμή θα αλλάξουν, όπως σου το γράφει κι ο Απόστολος ο Παύλος (239β), τότε μην καταπιάνεσαι άδικα να λες, πως σώματα με σάρκα με οστά θα πετάξουν με φτερά πάνω στα ουράνια· διότι πολύ καλά το ξέρεις πως κάτι τέτοιο είναι «ουρανομήκες, ψηλοκρεμαστό και υπερμέγεθες ψεύδος, ξεπερνά σε μπόι κάθε άλλο» και πως εσύ δεν καταπολεμάς τίποτα περισσότερο αναφέροντάς το, παρά τα λόγια τα δικά σου, βγάζοντας άδικα ψεύτη τον δικό μας Παύλο. Αν πάλι δεν δέχεσαι πως τα σώματα θα αλλάξουν, μην λες πως αυτά θα έχουνε φτερά ή σάρκα και οστά την ημέρα της Ανάστασής μας αλλά και της δικής σου.

Κατόπιν, γιατί δηλώνεις άραγε σε εμάς σοφά και ανόητα μαζί, πως κάποια ζώα ζουν μόνο στο νερό, άλλα μόνο στον ουρανό και κάποια ως λες μόνο στην στεριά; Δεν υπάρχουν πλάσματα που ζουν και στο νερό και στην ξηρά, σαν τους κροκοδείλους που λατρεύονται από τους Αιγυπτίους; Μήπως δεν υπάρχουν πουλιά που κατεβαίνουνε στην γη να φάνε από το χώμα και να κτίσουνε εδώ κάτω τις φωλιές τους; Δεν υπάρχουνε πουλιά του ουρανού που συνοδεύουν τους ψαράδες και όμως βουτάνε στο νερό σαν πρόκειται να πιάσουνε την πολυπόθητη τροφή τους; ή μήπως δεν υπάρχουνε ψάρια με φτερά στο σώμα που πηδάνε πολύ μακριά σαν πρόκειται να γλιτώσουνε από τους επικίνδυνους εχθρούς τους; Δεν υπάρχουνε λοιπόν ξεχωριστοί τόποι διαμονής για όλα τα πλάσματα της φύσης. Κάποια από αυτά γνωρίζουνε πολύ καλά να εισέρχονται σε χώρους που εσύ λες πως δεν τους αρμόζουν καν, και αυτό μας το δείχνει σαφώς η εμπειρία.

Έπειτα ο άνθρωπος ετούτη στην στιγμή, αν και πλάσμα που έχει πόδια για αργό περπάτημα πάνω εις την γη, δεν είναι αυτός που ταξιδεύει γρήγορα με άρματα που τα σέρνουν γυμνασμένα άτια σε κάμπους και πεδιάδες; δεν είναι αυτός που κάνει χρήση πλοίων για να περπατά γρήγορα πάνω εις τα νερά της θάλασσας; ή στα αλήθεια ξέχασες όσα έλεγες για τους μαθητές του Ιησού και την λίμνη την Τιβεριάδα; [Πρβλ. ΙΙΙ, 6] Ποιος λοιπόν το αποκλείει πράγματι Πορφύριε, ότι μια μέρα ο άνθρωπος δεν θα ταξιδέψει στο βυθό των θαλασσών, όπως λένε μερικοί ότι συνέβηκε με τον Μέγα Αλέξανδρο (239γ) ή ακόμη και στα ουράνια; Αν κρίνουμε από τον Ίκαρο θαρρώ και το δικό του τον παλαιό τον μύθο, θα δούμε πως πόθος κρυφός του ανθρώπου είναι να κατακτήσει κάποτε τα σύννεφα και άλλο δεν έκφραζε διαφορετικό ο ποιητής ο Όμηρος που φαίνεται γνωρίζεις [Πρβλ. IV, 19], σαν μίλαγε για θεούς με άρματα που διασχίζουνε τον αέρα. Ακόμη και τους θεούς σας, τους πλανήτες, ίσως να πατήσει μια μέρα ο άνθρωπος για δική σου απογοήτευση και μαζί και κάποιων άλλων.

Πάψε Πορφύριε και μην λες ότι ο Θεός που κατασκεύασε πλάσματα με ποικίλες ικανότητες, και μαζί και τον άνθρωπο που μέχρι τώρα κατέκτησε γη και θάλασσα, δεν μπορεί εκεί να θέσει για μια στιγμή όλους τους ανθρώπους, όπως κάποτε ακριβώς τους έθεσε πάνω εις την γη. Δεν ήταν άλλωστε ο Ίδιος ο Χριστός που περπάτησε δίχως πλοίο πάνω στο νερό; ή πρέπει ακόμη μια φορά να γίνω βαρετός και να σου πω να δεις την Τιβεριάδα; [Πρβλ. ΙΙΙ, 6] Δεν ήταν ο Ιησούς που αναλήφθηκε στους ουρανούς, έστω και αν δεν είχε φτερά (240); Δεν ήταν άλλωστε ο Ίδιος ο Χριστός ο Οποίος αρπάχθηκε από ένα σύννεφο (241); ή μήπως δεν ήταν ο Ιησούς Εκείνος ο οποίος παρότι ότι τράβηξε βασανιστήρια από τους Ρωμαίους και τελικά σταυρώθηκε από αυτούς και τους Ιουδαίους και πέθανε πάνω στον Γολγοθά, γύρισε πίσω στην ζωή με σάρκα Αναστημένος;

Βέβαια εσύ, αφού σαν το παράδειγμα της μύγας [Πρβλ. IV, 1] λίγο θα ζήσεις σαν και μένα, δεν ζητάς να δεις τίποτα πιο πέρα από την ελάχιστη ζωή σου. Πριν πολλά χρόνια κανείς δεν πίστευε ότι ο άνθρωπος με τα πλοία θα φτάσει στα πέρατα της οικουμένης, επειδή κανένας ίσως δεν το είχε δει ενόσω ζούσε. Σήμερα όμως καλά το ξέρουμε, πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό και δύσκολα ο άνθρωπος πνίγεται όταν βρίσκεται πάνω σε μεγάλο πλοίο. Είσαι σαν και κείνους δηλαδή, που αν και έχουνε μυαλό, εκείνο παραμένει νεκρό στην φαντασία κάποιες φορές, ενώ την αναπτύσσει εύκολα κάθε φορά που ωραία τον συμφέρει (242). Δεν μπορείς ποτέ σου να δεχθείς όσα είναι πριν, μετά και πέρα από την ζωή σου. Ούτε μπορείς διόλου να φανταστείς εκείνα που δεν είδες. Ο λόγος είναι ότι δεν θέλεις, παρότι με φαντασία δέχεσαι τον ίδιο τον θεό που ποτέ σου δεν τον είδες και φαντάζεσαι και τις δικές του αποφάσεις για το μέλλον, σαν λες πως «η ενεργός δράση του θείου Λόγου ... ούτε... πρόκειται να το πράξει» εκείνο που δεν ορίζεις και δεν διατάζεις. Αυτή και αν είναι μέγιστη αλαζονεία. Να ορίζεις του λόγου σου, παρά ο Λόγος του Θεού, τι έχει αποφασιστεί στο μέλλον για να γίνει. Εσύ σαν μια μύγα όχι μεγαλύτερη από κείνη που αντιστοιχεί σε μένα, ξέρεις να πεις σε ένα καλοκαίρι τόσο δα μικρό, ο κτίστης τι θα πράξει εις το σπίτι του εν τέλει. Αν είναι λοιπόν να σκεπάσει η σιωπή κάποιες ανόητες κουβέντες, αυτές δεν είναι Εκείνου του Θεού που ανέστησε το σώμα, αλλά εκείνου του θνητού που το άφησε για πάντα κάτω από το χώμα (243) .

 

 

IV, 3. Αξίζει να μνημονεύσουμε εκείνο που είπε ο Ματθαίος -θαρρείς και ζούσε πίσω από τον κόσμο, κλειδαμπαρωμένος μέσα σε κανένα μύλο: «Και θα κηρυχθεί», είπε, «το ευαγγέλιο της βασιλείας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και τότε θα έρθει το τέλος.» [Ματθ. 24.14]. Να όμως που το ευαγγέλιο έχει ακουστεί ως και στο τελευταίο σοκάκι της οικουμένης, και οι πάντες, στα πέρατα του κόσμου έχουν λάβει γνώση· όμως δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, ούτε και θα έρθει ποτέ.

Όπως έπραξες πιο πριν [Πρβλ. IV, 2], έτσι πράττεις ασφαλώς και τώρα· μνημονεύεις δηλαδή, μονάχα εκείνο που την πίστη της απιστίας σου συμφέρει και όλα τα άλλα τα ξεχνάς, μες της αθεΐας το γελαστό μεθύσι. Έτσι έχω να σου πω, ότι ο Χριστός δεν λέει ότι θα έρθει στην γη ξανά όταν συμβούν αυτά τα δυο γεγονότα μόνο, αλλά σαφώς μας αναφέρει και άλλα, ώστε κανείς μας σαν και σένα ποτέ του να μην πλανηθεί, ούτε άλλους να πλανήσει, εκτός και αν πολύ στα αλήθεια το θελήσει. Και να είσαι σίγουρος δηλαδή για τούτο· πως δεν είναι ο Ματθαίος που μας λέει πότε περίπου θα έρθει αυτό το τέλος, αλλά ο Ίδιος ο Ιησούς· ο Ματθαίος δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μεταφέρει τα λόγια του Δασκάλου. Αν πράγματι τον Δάσκαλο ήθελες να συμβουλευτείς, τότε περισσότερους Ευαγγελιστές θα έπρεπε νωρίτερα να λάβεις δίκαια υπ’ όψιν, παρά να τους αγνοείς επιδεικτικά έναντι του ενός, εκείνου του ονομαζόμενου Ματθαίου.

Ο Μάρκος έχει εδώ να πει, όπως βεβαίως και ο Ματθαίος (244), πως το τέλος δεν θα έρθει αμέσως μόλις κηρυχθεί το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη του κόσμου τούτου, αλλά πως πρώτα πρέπει αυτό πριν από όλα να έχει στ’ αλήθεια πραγματοποιηθεί (245), για να λάβει χώρα η Μεγάλη Θλίψη όμοια με την οποία καμιά δεν έγινε από την αρχή του κόσμου όλου (246). Και ο Λουκάς δεν φοβάται να το πει, ότι μια μέρα η Ιερουσαλήμ θα περικυκλωθεί από στρατόπεδα, θα πατηθεί από στρατούς από έθνη διαφορετικά και σημεία στον ουρανό, στον ήλιο και τα άστρα θα συμβούν, πριν να έρθει ο Υιός του Ανθρώπου, που δεν είναι άλλος από τον Ιησού. (247)

Θα σου έλεγα λοιπόν, πως κάτι τέτοιοι σαν και σένα σε παλαιό δικαστήριο της Αθήνας δεν θα αντέχανε ποτέ τους να βρεθούν, γιατί εκεί καλούσανε σε απολογία όλους τους μάρτυρες, παρά επικαλούνταν εκείνον που μονάχα την μια πλευρά συμφέρει. Με άλλα λόγια λέω πράγματι, πως από τους δικαστές του Ιησού διόλου δεν έχεις ικανότητα να ξεχωρίσεις· και εκείνοι σκοτεινό βράδυ ξαπόστελναν τον δικό μας τον Ιησού στον Ιουδαίο τον Καϊάφα (248)· θα θυμάσαι ασφαλώς [Πρβλ. ΙΙΙ, 19], πως ο Πέτρος τον αρνήθηκε πριν το χάραμα, σαν λαλούσε ο Πετεινός. Και μετά την άρνηση αυτή, τον Ιησού αμέσως βιαστικά Τον έστειλαν στον Ρωμαίο τον Πιλάτο (249). Όταν μάλιστα ήρθε η ώρα της απόφασης, αφού χαράματα μαζέψανε τους δικούς τους μόνο τους ανθρώπους (250), χωρίς να περιμένουνε πολύ να συναχθεί των Ιεροσολύμων ο λοιπός ο κόσμος, έκραζαν «το αίμα Του ας πέσει πάνω μας και ακόμη στα παιδιά μας» (251). Αν έπεσε ή όχι, ας το κρίνει για την ώρα η ιστορία των ανθρώπων.

Αν λοιπόν Πορφύριε κάποιος ξένος κάποτε σου πει ότι «θα έρθω σπίτι σου όταν είστε όλοι της οικογένειάς μαζί» κι ετούτο θα συμβεί «σαν ετοιμάζεστε να πουλήσετε το κτήμα το δικό σας», εσύ δεν είναι δίκαιο να λες πως «σπίτι μου ποτέ του δεν θα ’ρθεί, αφού δεν έρχεται κανένα μεσημέρι, όπου στο τραπέζι καθόμαστε όλοι οικογενειακά μας μαζωμένοι», δίχως και να εξετάζεις αν η οικογένειά σου η τρανή, ετοιμάζεται συγχρόνως εκείνη τη στιγμή να πουλήσει την δική της περιουσία, όπως το είχε πει άλλωστε ο ξένος.

Ας μην ξεχάσουμε εδώ να σου πούμε ακόμη, ότι σαν λες πως το Ευαγγέλιο της βασιλείας «έχει ακουστεί ως και στο τελευταίο σοκάκι της οικουμένης, και οι πάντες, στα πέρατα του κόσμου έχουν λάβει γνώση», δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να δέχεσαι πως έχει συμβεί το ένα μέρος της υπόσχεσης του Ιησού που μεταφέρει εκείνος ο αδελφός μας εκ των δώδεκα, ο Απόστολος Ματθαίος· αφού εσύ το ξεκαθάριζες αυτό λέγοντας ότι «Οι μαρτυρίες δίνονται για πράγματα υπαρκτά. Για τα ανύπαρκτα τι μαρτυρία να δοθεί;» [Πρβλ. ΙΙ, 13] Και αν το ένα σκέλος της ρήσης του Ιησού έχει στα αλήθεια σήμερα πραγματοποιηθεί, για ένα βιβλίο που ως λες περιέχει «μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο» [Πρβλ. ΙΙ, 15], τότε δεν γνωρίζω γιατί αρνείσαι να πιστέψεις ότι θα πραγματοποιηθεί και τ’ άλλο.

 

 

IV, 4. Ας δούμε κι εκείνα που ειπώθηκαν (από το θεό) στον Παύλο. «Ο κύριος παρουσιάστηκε νύχτα στον Παύλο μέσα από ένα όραμα και του είπε: "'Μη φοβάσαι, μίλα ελεύθερα γιατί είμαι εγώ στο πλευρό σου, και κανείς δεν πρόκειται να σου επιτεθεί και να σε βλάψει".» Και μόλις συλλαμβάνεται στη Ρώμη, αποκεφαλίζεται ο πνευματώδης αυτός άνθρωπος, που έλεγε ότι «θα κρίνουμε τους αγγέλους»... Μα και ο Πέτρος, που είχε αναλάβει την εξουσία να βόσκει τα αρνιά, [Ιωαν. 21. 17], καρφώθηκε πάνω στο σταυρό και ανασκολοπίστηκε. Κι άλλοι ομοϊδεάτες τους είτε κάηκαν είτε καταδικάστηκαν και έχασαν τη ζωή τους. Όμως αυτά δεν είναι άξια να θεωρούνται θέλημα του θεού, ούτε καν ενός ανθρώπου ευσεβούς, το να τιμωρείται απάνθρωπα ένα τέτοιο πλήθος για χάρη του και για την πίστη σ’ αυτόν, και να μην φανερώνεται αναστημένος όπως τον προσδοκούν.

Θα πρέπει εδώ ακόμη μια φορά να χρησιμοποιήσω τα λόγια τα δικά σου, αφού «Αυτό το κυριολεκτικά ουρανομήκες, ψηλοκρεμαστό και υπερμέγεθες ψεύδος» για τα λόγια του Ιησού «ξεπερνά σε μπόι κάθε άλλο.» [Πρβλ. IV, 2]· διότι όταν ο Ιησούς μιλούσε στον Παύλο τον Απόστολο προς υπεράσπισή του, αναφέρονταν στην Κόρινθο (252) παρά σε κάποια διαφορετική μικρή ή μεγάλη πόλη. Και του έλεγε να μην φοβάται καθόλου σε αυτήν την ίδια να παραμείνει, και όχι σε κάποια άλλη ως η Ρώμη, μιας και είχε πολλούς πιστούς ανάμεσα εις τον λαό της εκείνο τον καιρό (253). Αναρωτιέμαι δηλαδή, γιατί η σοφία σου δοκιμάζει να απαντά κριτικά σε κατασκευασμένα λόγια, που δεν είναι ξένα αλλά τα ίδια τα δικά σου, παρά σε εκείνα των αδελφών μας χριστιανών Αγίων Αποστόλων· καλύτερα λοιπόν να έγραφες ένα Ευαγγέλιο ολόδικό σου και μετά αν είχες, που θα είχες το θάρρος, ας του απαντούσες για να μας αποδείξεις πως κατέχεις εξυπνάδα. Πιο τίμιο αυτό θα ήταν παρά ο δρόμος που έχεις ακολουθήσει σαν και τώρα. Θα γελούσαμε πάρα πολύ αν δεν κατάφερνες να πραγματώσεις αυτόν τον κωμικό σου άθλο. Γιατί τώρα εδώ στα αλήθεια μας κάνεις πολύ να κλαίμε με την κατάντια του ψεύτικου του σκεπτικού σου.

Έπειτα δεν θα σταματήσω από το να καλέσω ανόητα αυτά που λες, εκτός από πονηρά πολύ, αφού ξετινάζεις στον Θεό τις πράξεις εκείνων των κάκιστων ανθρώπων· γιατί σαν λες πως το θέλημα του Ίδιου του Θεού είναι να σκοτώνονται οι οπαδοί Του, μας προκαλεί τα γέλωτα πέρα από απορία, μιας και ο Θεός δεν διέταξε κανέναν άνθρωπο τον Παύλο να αποκεφαλίσει, ούτε τον Πέτρο να καρφώσει πάνω σε σταυρό. Μόνο κήρυξε την Νέα Εντολή, να αγαπάμε και να ευχόμαστε δηλαδή, ακόμη και για τους ίδιους τους εχθρούς μας (254). Ο Ιησούς Χριστός, στον Παύλο και στον Πέτρο έδωσε ακόμη εντολή, όπως και σε όλους τους δικούς μας Αποστόλους, να διαδώσουν τα Ευαγγέλια στα πέρατα της γης (255). Αν λοιπόν κάποιοι τους σκότωσαν, κακό της κεφαλής τους, παρά του Ίδιου του Θεού.

Σαν λοιπόν εσύ στον δούλο σου δώσεις διαταγή, τροφή να κουβαλήσει από την πόλη στο μεγάλο σπιτικό σου και ληστές στο δρόμο τον κλέψουν και έπειτα με μιας τον θανατώσουν, αυτό δεν μας κάνει να καταλάβουμε ότι θέλημα δικό σου ήταν η πράξη των εχθρών του. Ακόμη και παιδάκι μικρό θαρρώ, το συμπέρασμα σου αυτό θα αποκαλέσει σκέτη ανοησία και μετά με την παρέα του θα σε περιγελάσει. Εμείς ως ενήλικες τι πρέπει άραγε να πούμε;

Αφού εξηγήσαμε τα γέλωτά εκείνων των παιδιών μας, ας δούμε τώρα πως γεννάται και η εύλογη δική μας απορία. Διότι εσύ κάποτε μας έλεγες κατηγορώντας τον αδελφό μας Παύλο, πως «Συνεχίζοντας, προσθέτει κάτι ασαφή και φλύαρα επιχειρήματα, προκειμένου να εμφανίσει τα ζώα στερημένα από την χάρη της θείας πρόνοιας.» [Πρβλ. ΙΙΙ, 32] Πώς γίνεται λοιπόν να κατηγορείς τόσο εύκολα τον δικό μας τον Θεό για τις πράξεις των ανθρώπων, λέγοντας πως είναι θέλημα δικό Του όλοι εκείνοι οι σκοτωμοί, που δεν όρισε ποτέ Του για τους Αποστόλους, και από την άλλη την μεριά να αθωώνεις εκείνους τους θεούς τους τιμημένους [Πρβλ. IV, 23] που έχεις βαθιά κρυμμένους στο μυαλό σου, που αν και ενδιαφέρονται και προνοούν για ζώα που κατακρεουργούν και τρώγουν ένα σωρό πολίτες εις τους απόμακρους αγρούς, δεν βρίσκονται απολογούμενοι περί πολλών αναξίων θελημάτών τους; Γιατί αν οι θεοί οι οποίοι εσύ δέχεσαι προνοούν ως λες και για της φύσης τα σαρκοβόρα ζώα, τότε προνοούν σαφώς και για την ανθρώπινη πολλές φορές τροφή τους. Συ είπες συ αποφασίζεις. Και ας το πούμε μια φορά εδώ· πως Τον δικό μας τον Θεό Τον είδαν αναστημένο τουλάχιστον άνθρωποι με μάτια πεντακόσιοι (256), ενώ τους δικούς σου τους θεούς ή τον θεό αμφιβάλλω αν τον είδε έστω και ένας, όχι αναστημένο, μήτε ζωντανό, μα ούτε καν νεκρό να κείτεται κάτω από την γη, χωρίς να διαφέρει από την τωρινή την θέση την δική σου.

 

IV, 5. Μπορεί κανείς να εντοπίσει κι άλλη μία ασαφή φράση του Ιησού· εκεί όπου λέει, «Προσέξτε μη σας παραπλανήσει κανείς. Γιατί πολλοί θα παρουσιαστούν μιλώντας επ’ ονόματι μου και θα πουν "εγώ είμαι ο Χριστός", και θα παραπλανήσουν πολλούς». [Ματθ.24.4-5].

Ιδού: πέρασαν τριακόσια τόσα χρόνια και πουθενά δεν φάνηκε κανείς. Μήπως θα ισχυριστείτε ότι μιλούσε για τον Απολλώνιο Τυανέα, τον άνθρωπο εκείνο που είχε για κόσμημα του τη φιλοσοφία; Γιατί άλλον δεν έχει να βρείτε. Μόνο που ο Ιησούς δεν μιλά για έναν αλλά για πολλούς: «Θα εμφανιστούν πολλοί ψευδοπροφήτες και θα παραπλανήσουν πολύ κόσμο». [Ματθ. 24-14]

Σίγουρα ο Ιησούς δεν μιλούσε για τον Τυανέα, αφού ο Απολλώνιος δεν υπαινίχθηκε ποτέ ότι είναι ο ίδιος ο Χριστός μας· δεν θα μπορούσε να είναι άλλωστε αυτός, διότι δεν ήρθε ακόμη η εποχή των όσων μιλήσαμε λίγο παραπάνω [Πρβλ. IV, 4]. Και είναι απορίας άξιο πράγματι, γιατί αυτές τις μεγάλες διαφορές δεν φαίνεται καθάρια να τις λαμβάνεις στα εξεταζόμενα στοιχεία από την μεριά σου. Με άλλα λόγια, αν την σύνεση την λέγανε Καλλιόπη και ήτανε μια όμορφη γυναίκα, είμαι σίγουρος πως δεν θα την γνώριζες ποτέ σου· ενώ αυτή θα αδιαφορούσε πλήρως για το ότι με αγωνία την ζήταγες σε γάμο, από τον καλοθελητή δικό της τον πατέρα.

Όσο αφορά τα τριακόσια ή πλέον χρόνια από την προφητεία, μην πλανάσαι για ένα τόσα δα μικρό αριθμό. Διότι και τον καιρό που οι προφήτες των Ισραηλιτών μιλάγανε στον κόσμο για τον ίδιο τον Θεό, πως θα ενανθρώπιζε δηλαδή κάποτε στην γη μας και θα μαρτυρούσε, κανείς δεν τους πίστευε και ας έπρεπε να περάσουν περισσότερα χρόνια, από όσα τριακόσια θέτεις τώρα δα στου χρόνου το τραπέζι· άλλωστε, ακόμη και εσύ που έζησες μετά το πλήρωμα των γεγονότων, δεν δέχεσαι εκείνο που για τα Ιεροσόλυμα είχε προβλεφθεί [Πρβλ. ΙΙΙ, 3]. Σαν λοιπόν, δεν δέχεσαι εκείνο που σου δείχνουν ότι τώρα πια συμβαίνει, δηλαδή την ενανθρώπιση του Θεού σε Χριστό τον Ναζωραίο, δεν περιμένω να δεχθείς εκείνο που θα συμβεί και ακόμη δεν το βλέπεις, παρότι γυροφέρνεις με ιδέες για αόρατο θεό που ποτέ σου δεν τον βλέπεις. [Πρβλ. IV, 2].

 

 

IV, 6. Χάριν αφθονίας, ας αναφερθεί και κείνο που έχει πει ο Πέτρος στην Αποκάλυψή του. [ιδ] Περιγράφει πώς θα κριθεί και ο ουρανός ταυτόχρονα με τη γη: «Την ημέρα της κρίσεως», λέει, «η γη θα παρουσιάσει τους πάντες (ζώντες και νεκρούς) στο Θεό, και θα κριθεί μαζί με τον ουρανό που την περιέχει».

Κανείς δεν είναι τόσο αγράμματος και ανόητος ώστε να μην ξέρει πως τα γήινα πράγματα υπόκεινται σε αναστατώσεις κι ότι δεν είναι στη φύση τους η διατήρηση της ευταξίας αλλά τα διακρίνει η αστάθεια· αντιθέτως, στα ουράνια επικρατεί αιώνια τάξη που δεν μεταβάλλεται ποτέ ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε και πρόκειται ποτέ να μεταβληθεί, γιατί η τάξη ετούτη είναι ένα τέλειο δημιούργημα του θεού. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να αποσυντεθούν οι δυνάμεις που συνέχουν τα μέρη εκείνα του σύμπαντος που αξιώθηκαν ένα ανώτερο πεπρωμένο, και που τα στεριώνουν νόμοι θεϊκοί και αμόλυντοι.

Άλλωστε, για ποιο λόγο να κριθεί ο ουρανός; Ποιαν αμαρτία έκανε που κάποτε θα φανερωθεί, ο ουρανός που εξ αρχής διατηρεί την τάξη που όρισε ως κατάλληλη ο θεός και αιωνίως παραμένει αμετάβλητος; Ως προς τι θα μπορούσε κανείς να διαβάλει τον ουρανό, ρητορεύοντας προς τον δημιουργό, ότι πρέπει κι ο ουρανός να περάσει από κρίση -θαρρείς και θα τις ανεχτεί ο κριτής τις αλλόκοτες αιτιάσεις ενάντια στο θαυμαστό και μέγα έργο του.

Ακόμη και αν έτσι έλεγε πράγματι ο Πέτρος (257), πάλι δεν θα κατάφερνες να δημιουργήσεις υπέρ του λόγου σου περίσσειες εντυπώσεις. Δεν είναι άλλωστε σοφό να μας λες πως η γη είναι ευμετάβλητη, ενώ ο ουρανός που την περιέχει όχι. Διότι αν στην άλλη την μεριά του ουρανού για μια στιγμή βρισκόσουν και κοίταζες ψηλά, θα έβλεπες την γη να αποτελεί μέρος του αμετάβλητου όλου, ως λες. Ότι περιέχει ο ουρανός, είτε πρέπει να είναι ευμετάβλητο, είτε πρέπει όχι. Και ο Δημόκριτος, ανάμεσα στους Έλληνες τους φιλοσόφους, που συ τους έχεις μελετήσει (257α), νομίζω πως έλεγε ότι τα σώματα του ουρανού δεν διαφέρουν από το μεταβλητό το χώμα που πατάμε. Δεν γίνεται λοιπόν ο ουρανός να είναι αμετάβλητος και η γη, που ο ουρανός την περιέχει, να μεταβάλλεται. Δεν μπορεί το σπίτι να το λέμε αμετάβλητο, όταν οι τοίχοι του κουνιόνται από των Ελλήνων τον Εγκέλαδο και να είναι γι’ αυτό μεταβλητοί. Ακόμη και οι μύθοι μιλάνε για το άρμα του θεού του Ήλιου, που σαν το οδήγησε ο ατίθασος ο Φαέθων, αυτό έπεσε στην γη και έφερε μεγάλη ανακατωσούρα (257β). Πράγμα που μας διδάσκει πως οι αρχαίοι άνθρωποι γνώριζαν πολύ καλά πως ο ουρανός μεταβάλλεται και γίνονται συγκρούσεις και καταστροφές και πράγματα αλλάζουν, όπως εδώ κάτω έτσι και ανάλογα εκεί πάνω.

Ακόμη και τους λίθους που λατρεύουν οι Έλληνες και άλλοι λαοί ακόμη (258), λέγεται πως ο ουρανός τους ρίχνει· κι αν από τον ουρανό πέφτουν εδώ στη γη κομμάτια από πέτρα, τότε εκεί πάνω αλλαγές γίνονται, όπως γίνονται στα τείχη που τα κουνάνε οι πολιορκητικές μηχανές για να εισβάλλουν μέσα. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν, από την μια μεριά ένα ουράνιο σώμα (259) σαν την γη, να είναι ως λες αμετάβλητο και από την άλλη να είναι, ως επίσης λες, μεταβλητό, αφού και αυτό στον ουρανό ανήκει. Μόνο αν είσαι μεθυσμένος μπορεί να πιστεύεις κάτι τέτοιο και βλέποντας τον εαυτό σου μες το κάτοπτρο θαρρείς πως είναι κάποιος άλλος.

Έπειτα, ακόμη και αν όπως λες οι νόμοι του ουρανού είναι αμετάβλητοι, αυτό συμβαίνει μόνο ίσως για τους ανθρώπους· γιατί όταν ο Χριστός φάνηκε στην γη, ένα νέο αστέρι (300) λένε πως εμφανίστηκε στον ουρανό, φωτίζοντας μια μόνο πόλη, καλύτερα να πω μια φάτνη, και οδήγησε εκεί τέσσερις ανθρώπους που τους αποκαλούσαν μάγους, που είχαν περισσότερη και καλύτερη λογική, από την δική σου χονδροκομμένη φλύαρη για εμάς φιλοσοφία. Αυτό το αστέρι του Ιησού πάνω από την Βηθλεέμ και αν είναι πράγματι μεταβολή του ουράνιου του νόμου· και δηλαδή ξήλωμα του ουρανού και πλέξιμο με τον θεϊκό αργαλειό και πάλι, για να φέγγει σε ένα μόνο σημείο κάτω εις την γη, περισσότερο από κάθε άλλο, παραμερίζοντας ήλιο και φεγγάρι, που για τον κόσμο κάτω εδώ είναι ως λένε τάχατες «θεοί» μεγάλοι [Πρβλ. Εις Ανεβώ Επιστολή].

Μην κατόπιν μας επιθυμείς να μας πλανάς, λέγοντάς μας πως ο ουρανός θα κριθεί τάχατες για αμαρτίες. Διότι και η γη που θα παραδώσει ζώντες και νεκρούς μήπως θα κριθεί για τις δικές της; Μα σε καμιά περίπτωση και πρέπει να πούμε όχι. Η κρίση των αμαρτιών αφορά μόνο τους ανθρώπους· η κρίση όμως των κτισμάτων, όπως η κρίση ενός σπιτιού από τον πρώτο μάστορα και κτίστη, άλλο δεν είναι παρά η απόφαση αν θα πρέπει να μείνει ως έχει εκεί ή όχι. Και θαρρώ μιλήσαμε πολύ καλά για το έργο του Θεού το οποίο ακόμη δεν έχει για τα καλά τελειώσει [Πρβλ. IV,1]. Καλύτερα λοιπόν να μην παίρνεις την θέση του Κτίστη, όντας ο ίδιος κτίσμα. Αλαζονεία είναι αυτή μεγάλη.

 

 

IV, 7. Και αμέσως παρακάτω, με περισσή ασέβεια ισχυρίζεται: «Και θα λιώσει η δύναμη του ουρανού και θα τυλιχθεί ο ουρανός σαν βιβλίο,· κι όλα τα άστρα θα πέσουν όπως πέφτουν τα αμπελόφυλλα και τα φύλλα της συκιάς». Μα και του Ιησού η καυχησιολογία είναι αλλόκοτα αλαζονική και τερατωδώς ψευδολογική: «Ο ουρανός κι η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν». Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι θα βρίσκαν τόπο να σταθούν οι λόγοι του Ιησού, αν δεν υπήρχαν πια η γη κι ο ουρανός; Κι έπειτα, αν ο Ιησούς έκανε τον ουρανό να καταπέσει, δεν θα διέφερε από τον χειρότερο βέβηλο που σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά· το ομολογεί κι ο ίδιος ο «υιός» ότι ο θεός είναι πατέρας του ουρανού και της γης: «Πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης». [Ματθ. 11.25]. Αλλά κι ο Ιωάννης ο βαπτιστής εξυμνεί τον ουρανό· από αυτόν, λέει, μας έρχονται τα θεία χαρίσματα: «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αν δεν του έχει δοθεί εξ ουρανού» [Ιωαν. 3.27]· Και οι προφήτες λέγουν ότι ο ουρανός είναι η άγια κατοικία του θεού: «Από την άγια κατοικία σου, στρέψε το βλέμμα σου και ευλόγησε τον λαό σου τον Ισραήλ» [Δευτερονόμιο 26.15]. Αν λοιπόν, «παρέλθει» ο ουρανός, που μας τον αναφέρουν για τόσο σπουδαίο και μέγα, πού θα βρίσκεται στο εξής ο θρόνος του κυβερνήτη του; Αφού, όπως λέει, «θρόνος μου είναι ο ουρανός και υποπόδιον των ποδιών μου η γη»·" και αν χαθεί κι η γη, τι θα ’ χει για υποπόδιο; Αυτά όσον αφορά στην «παρέλευση» του ουρανού και της γης...

Ωραίο πράγματι θα πρέπει να είναι το καυχολόγημά σου, για όλους εκείνους που σε έχουν για εξουσιαστή των σκιασμένων των ψυχών τους. Διότι για τις ψυχές, που και οι δύο τις γνωρίζουμε [Πρβλ. III.15, III.31], υποθέτουμε ότι δεν έχουνε ποτέ τους τέλος. Και ο Ιησούς Χριστός, αν μίλησε για παρελθόν, μίλησε για παρελθόν του κόσμου, παρά για εκείνο της ψυχής. Θα θυμάσαι ασφαλώς τα λόγια Του για το τέλος του σώματος μας, σαν Τον κακολογούσες [Πρβλ. III, 2.]. Διότι ακόμη και σήμερα που ο ουρανός και η γη δεν έχουνε σαφώς παρέλθει, αν έχουνε αποτυπωθεί κάπου τα λόγια Του, είναι στις ψυχές τις αθάνατες όλων των εκείνων που Τον άκουσαν, παρά εις τα ντουβάρια, στα άστρα και στο χώμα, αφού του λόγου τους δεν έχουνε αυτιά, ούτε κάποιο σαν του ανθρώπου ζωντανό και λίαν καλό από σάρκα σώμα. Δεν είναι λοιπόν ο ουρανός και η γη που αποτυπώνουν τα λόγια του Ιησού, αλλά εσύ, εγώ και άλλοι πολλοί ακόμη.

Όταν η γη και ουρανός παρέλθει, τα λόγια του Ιησού δεν θα παρέλθουν, αφού οι ψυχές των ανθρώπων είναι πέρα και έξω από κάθε ουρανό και γη. Διότι όλα τα πράγματα υπάρχουν χάρη στον Θεό, παρά χάρη του ουρανού ή των άστρων, που εσύ βάπτισες άλλωστε δημιουργήματά Του. [Πρβλ. IV, 6] Όσο λοιπόν υπάρχει ο Θεός, υπάρχει ουρανός, υπάρχει και ψυχή, υπάρχει και το σώμα [Πρβλ. IV, 24]. Και αν ο Θεός αποφασίσει να αλλάξει ο ουρανός, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αλλάξει και η ψυχή το ίδιο. Όπως ακριβώς ο σιδεράς αποφασίζει ποιο τμήμα του σπαθιού δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένο και αποφασίζει σαφώς να το αλλάξει παραπάνω, έτσι και ο Θεός ως Κτίστης αποφασίζει για τον κόσμο. Δεν είναι σοφό να μας λες πως η λαβή του σπαθιού δεν έχει χώρο να σταθεί, σαν δεν υπάρχει η κοφτερή η λάμα ή πως η λάμα δεν βρίσκεται σαν δεν κατασκευάστηκε η λαβή. Γιατί τόσο η λάμα, όσο και η λαβή υπάρχουν γιατί υπάρχει ο σιδεράς. Και αυτό ακόμη το δικό σου το φιλοσοφικό το έργο «Κατά των Χριστιανών», δεν βρίσκεται ως έχει παραδομένο σε μας, επειδή υπάρχει η περγαμηνή, αλλά επειδή υπάρχουνε άνθρωποι. Και κάποιοι από αυτούς αποφάσισαν να το δώσουν σ’ άλλους (302), ενώ μερικοί αποφάσισαν πως πρέπει να παρέλθει (303). Μόνο του Χριστού το Ευαγγέλιο φαίνεται πως δεν πρόκειται να σβήσει, υπάρχει ή δεν υπάρχει η περγαμηνή (304), αφού υπάρχει τουλάχιστον η Εκκλησία Του ως σύνολο ανθρώπων που έχει αυτιά και στόμα. Και την Εκκλησία του Ιησού το άκουσες σαν τον Πέτρο συκοφαντούσες [Πρβλ. III, 19] πως δεν την νικάει ούτε ο Άδης (304α).

Ύστερα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο Ιησούς θα σκότωνε τα παιδιά Του, αν αποφάσιζε να αλλάξει όλο με μιας τον ουρανό με τ’ άστρα. Δεν στηρίζεται ο ουρανός από τον Θεό ή μήπως όχι; γιατί αν πράγματι, ως είπες, οι ψυχές έχουνε ανάγκη από τον χώρο του ουρανού και της γης για να σταθούν, τότε σε ερωτώ, ο ουρανός και η γη, σε ποιο χώρο βρίσκονται ώστε να μπορούν και αυτοί το ίδιο να σταθούν; Μήπως αλήθεια υπάρχει και άλλος χώρος έξω από τ’ ουρανού τ’ αστέρια; Και αν όντως υπάρχει τέτοιος χώρος, τότε αυτός πού στέκεται; ή θα πρέπει λοιπόν αυτό να το λέμε ατελείωτα, πως δηλαδή τα πάντα έχουν ανάγκη από κάτι άλλο για να στέκονται, καταλήγοντας σε άτοπο (305) ή θα πρέπει να λέμε πως υπάρχει κάποια εξουσία στα οποία όλα στηρίζονται και η οποία δεν έχει καμιά ανάγκη για στήριγμα. Όση σοφία λοιπόν έχει η γνώμη σου, πως τάχα ο Ουρανός στηρίζεται ολωσδιόλου μοναχός του, άλλη τόση και περισσότερη έχει εκείνη των Χριστιανών, που για στήριγμα θέτει τον Θεό τους. Γιατί ο Θεός είναι αιώνιος ενώ οι πέτρες μάλλον όχι [Πρβλ IV, 6].

Ακόμη όμως και αν πράγματι ο ουρανός και η γη στέκονταν από μόνοι τους, δίχως την επέμβαση του Θεού μας, μην λογίζεσαι πως ο Θεός θα ρίξει τον ουρανό ή θα καταστρέψει την γη πάνω στην οποία τώρα εμείς οι Χριστιανοί πατάμε, δίχως να αφήσει κληρονόμους. Διότι ο Θεός έχει υποσχεθεί αλλαγή του κόσμου (306) παρά κατάργησή του. Διότι αν ο Θεός είχε υποσχεθεί όντως κατάργηση του κόσμου, τότε πώς θα μιλούσε για την βασιλεία Του (307) και είσοδο σε αυτή των αγαθών ανθρώπων; (307α) Τί νόημα έχει να μιλά ένας βασιλιάς σαν τον Θεό για βασιλεία, αν δεν έχει έστω και ένα ελάχιστο βασίλειο να κυβερνήσει; Και όντως ο Χριστός το είπε πως η κληρονομιά των πράων των ανθρώπων θα είναι η γη (308), εκείνη ως είπαμε η νέα. Και η νέα γη και ο νέος ουρανός δεν θα διαφέρουν από τις ιδιότητες που θα έχουνε τα νέα σώματά μας· (309) θα είναι και αυτοί ντυμένοι στην αφθαρσία (310).

Πλάνη μεγάλη είναι και το παράδειγμα που φέρνεις του Απόστολου του Μέγα του Ιωάννη· διότι αν κανείς μας πει ότι «οι εντολές της πολιτείας μας, έρχονται από το παλάτι», όπως του Θεού από τον ουρανό, κανείς δεν θα φανταστεί πως πράγματι το παλάτι αποφασίζει και όχι ο βασιλιάς· κανείς δεν θα εννοήσει λαθεμένα ότι οι εντολές θα πάψουν να ’ρχονται σαν γκρεμιστεί ένα κτίσμα και όχι σαν πεθάνει ο βασιλέας και δεν υπάρξει μετά κανένας άλλος.

Άδικα αναφέρεσαι και στους προφήτες, θέλοντας να μας πεις ότι ο βασιλιάς θα πάψει να υπάρχει ή θα πάψει να κυβερνάει σαν αλλάξει θέση το παλάτι. Εμείς πολύ καλά το είδαμε σαν δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο τον αυτοκράτορα ετούτη η Νέα Ρώμη (311). Το ίδιο κυβερνούσε ο Άγιος Κωνσταντίνος, τι από την παλιά, τι από την καινούργια πόλη. Και άλλοτε το είδαμε ξανά αυτό στην ιστορία των Ελλήνων. Σαν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έφυγε από την Μακεδονία, κυβερνούσε για δέκα χρόνια την αυτοκρατορία του μακριά πολύ θαρρώ από της Πέλλας το κτιστό παλάτι. Τί λοιπόν και αν το παλάτι πέσει; τί και αν το παλάτι αλλάξει μια κάποια θέση; αρκεί που ο Βασιλιάς υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, όσο και εσύ να μην το θέλεις. Κόψε λοιπόν τα ατοπήματα, για φιλόσοφο δεν κάνουν ούτε φαίνεται να τον τιμάνε. Εκτός και αν με την βαθιά φιλοσοφία έχεις τόση σχέση, όση ο όνος με το άτι.

Για τελευταίο άφησες το πιο κωμικό από τα επιχειρήματά σου· ούτε λίγο, ούτε πολύ μας λες, πως αν χαθεί ποτέ η γη και ο ουρανός, δεν θα έχει ο Θεός που να θέσει τα πόδια Του και δεν θα έχει κανένα θρόνο για να κάτσει· εκτός του ότι ο Θεός πόδια δεν έχει, ούτε σαν των ανθρώπων σώμα για να θέλει κάθισμα να ακουμπήσει το κορμί Του, θα πρέπει να δεις πως εδώ πάρα πολύ έχεις από βιασύνη σφάλλει. Διότι ο προφήτης έλεγε σε όλους μας, άσκοπα ακόμη και σε σένα, πως ο Θεός δεν έχει ανάγκη από ναούς, αφού είναι τόσο μεγάλος που δεν χωράει πουθενά, ώστε πράγματι και χάρη μεταφοράς «τα πόδια Του ακουμπάνε στην γη και Εκείνος κάθεται ψηλά στον ουρανό». Μ’ αυτή την περιγραφή ήθελε ο προφήτης να μας δείξει το ατελείωτο Μέγεθός Εκείνου του Θεού μας. Σε ένα τέτοιο παράδειγμα, ακόμη και ο νεότερος από όλους τους ανόητους, στην ερμηνεία δεν γίνεται να σφάλει. Εσύ δείχνεις πάντως σίγουρα πιο νεότερός του (312), παρότι γνωρίζεις πολύ καλά το μέγεθος του Θεού μας που «ακούει όπου και να βρίσκονται» τα εύπιστα νήπια, που άλλα δεν είναι από τους πιστούς Του [Πρβλ. IV, 21].

 

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΣΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

 

IV, 8. Ψηλαφώντας τώρα μες στα σκοτάδια θαρρείς, ας εξετάσουμε άλλο ένα δόγμα, ακόμα πιο μυθώδες, που διατυπώνεται με τις παρακάτω φράσεις: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού»· κι ακόμα: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με προζύμι»· και πάλι: «Μοιάζει με έμπορο που ψάχνει για ωραία μαργαριτάρια». [Ματθ.13.31-33,45-46]. Τέτοια παραμυθάκια δεν λέγονται, όχι από άνδρες μα ούτε καν από ονειροπαρμένες γυναικούλες. Ναι μεν, όταν μιλά κανείς για μεγάλα και θεϊκά πράγματα, οφείλει να χρησιμοποιεί κοινά και ανθρώπινα παραδείγματα για να γίνεται πιο κατανοητός -όχι όμως τέτοια φτηνά και ανόητα παραδείγματα· εκτός από ανάρμοστα και ρηχά εν σχέσει με τη σπουδαιότητα του πράγματος, δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο και ευφυές νόημα. Κι όμως, θα έπρεπε να είναι απολύτως σαφή, αφού γράφτηκαν για νήπια και όχι για σοφούς ή γνωστικούς ανθρώπους.

Μια παροιμία στην αρχαία την Ελλάδα έλεγε, «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». (313). Τέτοια και πιο εύκολα είναι και τα λεγόμενα του Ιησού, χώρια που δεν χρειάζεται κανείς να έχει μελετήσει παραμύθια σαν και του Αισώπου για να τα εννοήσει· και είναι για τα νήπια, όχι γιατί είναι πιο απλά από τους μύθους του Αισώπου που εγράφησαν για όλα τα μικρά παιδιά μας, ούτε επειδή δεν έχουμε σοφία, αφού υπάρχουνε κάποιοι τουλάχιστον συνετοί και γνωστικοί άνθρωποι που μπορούν να τα βοηθήσουν κάλλιστα στην δική τους ερμηνεία (313α), αλλά γιατί τα νήπια αποδέχονται (314), ενώ οι σοφοί σαν και σένα, μάλλον όχι. Το νήπιο δείχνει στον δάσκαλο εμπιστοσύνη, προσπαθεί και δοκιμάζει (314α), ενώ ο σοφός πολλές φορές με την υπερηφάνεια του (315), χάνει την ψυχή του μες την αποφασισμένη του ρηχή αποδοκιμασία (316).

 

 

IV, 9. Εδώ θα πρέπει βέβαια να ξαναφέρουμε στο νου κι εκείνη την πληροφορία, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς λέει: «Σε εξυμνώ πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης, διότι τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τους ευφυείς και τα φανέρωσες στα νήπια», [Ματθ. 11.25]· αλλά και στο Δευτερονόμιο υπάρχει γραμμένη η φράση: «Τα κρυμμένα για τον κύριο τον θεό μας και φανερά για εμάς». Θα ’ πρεπε λοιπόν όσα έχουν γραφτεί για τα νήπια και τους ανόητους να είναι πράγματα ξεκάθαρα και διόλου αινιγματικά. Κι αν τα μυστήρια αποκρύπτονται από τους σοφούς ενώ αντιθέτως προσφέρονται με απλοχεριά στα νήπια και στα βρέφη που θηλάζουν, τότε καλύτερα να γίνουμε ζηλωτές της αμάθειας και του παραλογισμού. Αυτό ήταν το μέγα καθήκον του σοφού που κατέβηκε στη γη; Να κρύψει το φως της γνώσης από τους σοφούς και να το φανερώσει στους χαζούς και στα βρέφη;

Αν οι σοφοί είχαν πράγματι περισσή σοφία, γιατί χρειάζονταν να τους αποκαλύψει Άλλος το φως της γνώσης; Γιατί αν ισχύει πως «τα μυστήρια αποκρύπτονται από τους σοφούς», τότε οι ίδιοι μόνοι ποτέ τους δεν τα βρήκαν, αφού ποτέ για τον Ύψιστο Θεό μαζί δεν συμφωνήσαν. Ας το έβρισκαν το Φως Αυτό, αν είχαν την δύναμη και ας ακύρωναν την έλευση του Ιησού στον δικό μας κόσμο. Διότι διαφορετικά όλη αυτή η ιστορία, μου θυμίζει τραπέζι φαγητού εις το οποίο συζήτηση γίνεται πολύ, για το ποιος θα είναι ο επόμενος μεσημεριανός σημαντικός της πόρτας επισκέπτης. Και επειδή κανείς δεν κατόρθωσε ποτέ του αυτό να το μαντέψει επιτυχώς, ο σημαντικός επισκέπτης που γνώριζε την συζήτηση σε εκείνο το τραπέζι, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού λέγοντας «εγώ είμαι αυτός που περιμένετε. Φροντίστε να με καλοδεχθείτε» (316α). Εκείνοι όμως που δεν κατόρθωσαν την αλήθεια πίσω από την πόρτα να μαντέψουν, έχοντας υπερηφάνεια σαν και κείνη για την οποία μιλήσαμε λίγο παραπάνω [Πρβλ. IV, 8], δεν αποδέχθηκαν ότι εκείνος ήταν ο πιο σημαντικός ανάμεσα σε τόσους άλλους μικρούς υποψηφίους, παρά διάλεξαν κάποιον διαφορετικό, πολλές φορές κανέναν. Γι άλλους ανάμεσα εις τους λεγόμενους σοφούς, σημαντικός επισκέπτης ήταν και είναι μόνο ο εαυτός τους.

Ακόμη και τώρα που αυτό το Φως του Ουράνιου Επισκέπτη αποκαλύφθηκε κάτω εδώ στον μάταιο δικό μας κόσμο, λίγοι ονομαζόμενοι σοφοί φαίνεται να το καταλαβαίνουν και μέσα σε αυτούς ανήκεις σίγουρα και συ, που αντί για σοφία δεν έχεις άλλο τίποτα παρά την χρήσιμη και φθηνή σε πολλούς, εκείνη την κακή την πανουργία (317). Μην κατηγορείς με τούτη εδώ τον Ύψιστο Θεό, επειδή αποκάλυψε την αλήθεια έστω και στα νήπια του κόσμου τούτου, αφού οι σοφοί, παρόλη την σοφία τους, στάθηκαν ανάξιοί Του (318). Διότι είναι καλύτερα σε μια ομάδα ανθρώπων να δίδεται απλόχερα το φαΐ, ξεκινώντας έστω και από τα παιδιά, παρά να μην δίδεται καθόλου. Αυτό που θες είναι μεγάλη αχαριστία, εκτός από μεγάλη υπερηφάνεια, μιας και ο υπερήφανος σοφός δεν αποδέχεται να φάει από το πνευματικό πιάτο του νηπίου· και εδώ βρίσκεται η αλεπού και τα πολλά τα κρεμαστάρια [Πρβλ. IV, 8].

 Όσο αφορά τα «φτηνά και ανόητα παραδείγματα» [Πρβλ. IV, 8] για τα οποία οι σοφοί σαν και του λόγου σου δεν αποδέχονται να συμμεριστούν, τα είδαμε πολύ καλά σαν μιλούσαμε για το υποπόδιο και τον θρόνο του Θεού μας [Πρβλ. IV,7]. Μόνο ας σημειώσουμε κάτι εδώ ακόμη παραπάνω, δηλαδή εκείνα τα λόγια σου για την Ουράνια την Βασιλεία [Πρβλ. IV, 8]. Ας πούμε δηλαδή, ότι σαν σοφός πράγματι και εσύ, δεν έχεις δυσκολία καμιά να καταλάβεις τι θέλει ο Θεός με αυτά τα παραδείγματα να δείξει στους ανθρώπους. Μόνο χλευάζεις ότι δεν είναι καν σοφά αλλά «ανάρμοστα και ρηχά εν σχέσει με τη σπουδαιότητα του πράγματος, δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο και ευφυές νόημα». Έτσι είναι που συ δεν γίνεται νήπιο ποτέ να γίνεις, μιας και αντί να κοιτάς για πουλιά που έχουνε σάρκα μπόλικη για βρώση όντας λιωμένος από την πείνα, σκαλίζεις τις φτερούγες τους ψάχνοντας για πλουμιστά χρώματα, επιθυμώντας μόνο τα φανταχτερά παγόνια. Αν πέθανες λοιπόν από την πείνα την πολύ και την βαριά την ασιτία, δεν φταίει άλλος κανένας, παρά ο αλαζονικός δικός σου άπληστος ο χαρακτήρας.

Ας προσθέσουμε ακόμη για τα νήπια, όσα λέγει ο Απόστολος ο Παύλος· ότι οι άνθρωποι δηλαδή, όσο δεν έχουν καθαριστεί από τις δικές τους αμαρτίες, και δηλαδή όσο εμπειρικά δεν προσπαθούν να εφαρμόσουν μια σειρά από κανόνες του Θεού, παραμένουν σκοτισμένοι και αδυνατούν να αντιληφθούν όσα τυχόν θα έπρεπε από την σοφία του Θεού να τους δοθούν αμέσως. Είναι λοιπόν νήπια, παρά άνδρες, και έχουν ανάγκη από γάλα, παρά από στερεή τροφή, την οποία αδυνατούν να χωνέψουν και θα ξεράσουν σαν με αφθονία τους δοθεί. Όπως ακριβώς δεν μπορεί κανείς σε ένα παιδάκι να τα εξηγήσει όλα με τα λόγια, αλλά χρειάζεται σαφώς και η εμπειρία, έτσι και ο άνθρωπος αν δεν βιώσει κάποια πράγματα δεν πρόκειται ποτέ του σωστά αυτά να εννοήσει. Και οι σοφοί διαφέρουν από τα νήπια. Με την δική τους μικρή ελάχιστη μπρος εις τον Θεό σοφία, δεν δοκιμάζουν αλλά απορρίπτουν συχνά με το μυαλό, όσα θαρρούν πως δεν έχουνε καμία αξία. Δεν δοκιμάζουν και πέφτουν εμπειρικά σε μεγάλη αχρηστία, ενώ ως είπα τα νήπια δοκιμάζουν εύπιστα όσα τους δίδονται και αποκτούν στο τέλος πρακτική διαμαντένια γνώση από την εμπειρία.

Ο Θεός δεν ελεεί εκείνους που κάθονται ολημερίς με ένα νομικό βιβλίο συνέχεια εις το χέρι, αλλά εκείνους που εκτελούν το θείο θέλημά Του· κι αυτό το είδαμε συχνά όσες φορές ο Χριστός ψεγάδιασε όλους εκείνους τους πολλούς της σχολής των Φαρισαίων (319). Όσο μυαλό και σοφία να έχει δα κανείς, δεν σημαίνει πως αγαπά τον συνάνθρωπό του· από κει ξεκινά η εμπειρία για να γίνει κάποτε σοφία (320). Ειδάλλως τι τους ήθελε ο Θεός τους νόμους να τους δώσει εις τους Ιουδαίους; Αν ίσχυαν όσα εσύ συνέχεια παραλές, τότε εκείνος ή εκείνοι οι θεοί οι δικοί σου, θα έπρεπε να σου παρέδιδαν κάποιο βιβλίο μαθηματικών, γεωμετρίας, φιλοσοφίας ή μιας ανώτερης ως μας είπες ευφυΐας. Αν αυτό όμως ποτέ συνέβηκε ή ποτέ συμβεί, επίτρεψέ μου να έχω σοβαρές αμφιβολίες.

 

 

IV, 10. Για να ’ μαστέ δίκαιοι όμως, θα πρέπει από τα λεγόμενα του Ιησού να μελετήσουμε και κάτι πιο σοφό (και το λέω έτσι κατ’ ευφημισμόν): «Δεν έχουν», λέει, «ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι». [Ματθ. 9.12] .

Τέτοιες απαγγελίες έκανε στα πλήθη ο Ιησούς εξηγώντας τον ερχομό του στον κόσμο. Αν λοιπόν στάθηκε αντιμέτωπος με την αμαρτία για χάρη των ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτήν, όπως είπε, άραγε οι πατεράδες μας που είχαν ζήσει πριν απ’ αυτόν δεν υπέφεραν από αμαρτίες; Οι προγονοί μας δεν είχαν ανάγκη νοσηλείας; Αν πράγματι οι υγιείς δεν έχουν ανάγκη από γιατρό, κι αν ο Ιησούς δεν ήρθε να καλέσει τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν -κι όπως λέει κι ο Παύλος, «ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, που πρώτος ανάμεσα τους είμαι εγώ»-, αν έτσι έχουν τα πράγματα και καλείται ο παραστρατημένος και ο άδικος και θεραπεύεται ο άρρωστος, ενώ αντιθέτως δεν καλείται ο δίκαιος, τότε όσοι δεν κλήθηκαν ποτέ κι όσοι δεν χρειάστηκαν χριστιανική θεραπεία, θα ήσαν άνθρωποι δίκαιοι που δεν είχαν παραστρατήσει. Ακριβώς, λοιπόν, όποιος δεν χρειάζεται γιατριά γυρνά την πλάτη του στα κηρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς· και όσο περισσότερο τους γυρνά την πλάτη τόσο πιο δίκαιος θα είναι και υγιής και διόλου παραστρατημένος.

Θα ξέχασες φιλόσοφε πως στον Άδη, για την πίστη μας, κανείς άνθρωπος ποτέ του δεν πεθαίνει· μόνο βασανίζεται ή χαίρεται, όχι ανάλογα με γνώμονα την όποια του σοφία, αλλά τον τρόπο με τον οποίο εδώ πέρα έζησε ενδιαφερόμενος για τους δικούς του συνανθρώπους (321). Το είπαμε πως η ψυχή του ανθρώπου θάνατο δεν έχει. Και όταν ο Χριστός λοιπόν στο σώμα πέθανε, αλλού δεν πήγε παρά στον κόσμο των νεκρών, παρότι εσύ αντίθετα με τους ρωμαίους (322) στον σταυρό τον θάνατο δεν δέχθηκες σαν ρώταγες: «Πώς θα μπορούσε να ‘ναι αληθινή μια μαρτυρία, όταν δεν αφορά σε πραγματικό συμβάν θανάτου;» [Πρβλ. ΙΙ, 13]. Είναι ξεκάθαρο γιατί τον θάνατο του Ιησού στα ευαγγέλια δεν βλέπεις. Γιατί αν τον έβλεπες, θα διέκρινες μαζί πως ο Ιησούς δεν κάλεσε μόνο ζωντανούς Ερχόμενος, αλλά και τους πεθαμένους (323), αφού και στον Άδη μέσα πήγε, και για εκείνους τους νεκρούς δηλαδή, επίσης έγινε Ερχόμενος, όπως στους ζωντανούς· βλέπεις ο Θεός δεν χάνει τον καιρό Του επισκεπτόμενος χώρους και περιοχές άνευ σκοπού και κάποιου τέλους και αυτό είναι κάτι που στο ξανάπα [Πρβλ. ΙΙ, 14]. Μην λες λοιπόν ότι οι πρόγονοι σου και οι δικοί μας ήσαν υγιείς και δίκαιοι, γιατί στην δική μας πίστη κάτι τέτοιο δεν γίνεται να στέκει· ως είπα το σώμα του Θεού μας για τρεις μέρες πέθανε και βρέθηκε στον Άδη με τους νεκρούς μαζί. Εκτός και αν εσύ, για πολλοστή φορά, δεν φαίνεται να κρίνεις τα χριστιανικά τα δόγματα μας ως αυτά πράγματι έχουν, αλλά αρέσκεσαι να ασκείς την αναλυτική επάνω στην πίστη την δική σου, λέγοντας πως ο θάνατος του Ιησού δεν είναι δα πραγματικότης. Έτσι είναι που νήπιο δεν γίνεται ποτέ να λογιστείς και θα μείνεις πανούργος σοφός για πάντα σκοτισμένος (324)· και παρότι κόρακας παριστάνεις τον αετό, που πέφτει με ορμή πάνω σε σπόρια του αγρού λογίζοντάς τα για κριάρια (325).

Έπειτα σαν το κοράκι  τριγυρνάς γύρω από τα περιστέρια και ξεχνάς για τα καλά ως φαίνεται τον Παύλο, που τόσο έχεις με κακή επιμέλεια όλον μελετήσει· διότι ο Απόστολος ο Παύλος δεν κρύβει τις απαντήσεις για όλων των προγόνων μας την δικαιοσύνη (326)· ενώ ο Ιησούς Χριστός πολύ καλά μας έδειξε, πως δεν υπάρχει πράγματι δίκαιος (327), ούτε καν ένας (328)· αλλοίμονο, αν έμοιαζε έστω και ένας από εσάς ή από εμάς, τελείως στον Θεό στην αναμαρτησία· δεν θα ήταν άνθρωπος αυτός, αλλά ο Θεός ο Ίδιος. Πράγμα ανώφελο να λέγεται από σοφούς σαν και σένα, που ολημερίς μιλούν για τον Θεό, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν είναι δηλαδή, θεοί οι ίδιοι.

 

 

IV, 19. Ήταν λογικό, ο Όμηρος να βάζει κάποιο φραγμό στην αντρειοσύνη των Ελλήνων -καθώς η ανδρεία τους ήταν μέρος της παιδεία τους-, και να τους υποχρεώνει να ησυχάζουν, ενώ παρουσιάζει τον Έκτορα να εκφράζει την αβάσιμη γνώμη του προς τους Έλληνες, σε έμμετρο λόγο: «Κρατηθείτε, Αργείοι, και σεις αγόρια της Αχαΐας, μη χτυπάτε· ένα λόγο έχει να σας πει ο Έκτορας με την αστραφτερή περικεφαλαία». Έτσι τώρα κι εμείς καθόμαστε όλοι ήσυχα, γιατί ο διδάσκαλος των χριστιανικών δογμάτων υποσχέθηκε και διαβεβαίωσε ότι θα μας εξηγήσει τα σκοτεινά μέρη των γραφών. Λέγε, λοιπόν, φίλε, σ’ εμάς που σε παρακολουθούμε με προσοχή, τι εννοεί ο απόστολος Παύλος λέγοντας, «Τέτοιοι είσασταν μερικοί από σας» (πόρνοι, ειδωλολάτρες, μοιχοί, θηλυπρεπείς, αρσενοκοίται, κλέφτες, πλεονέκτες, μέθυσοι, υβριστές και άρπαγες),· «αλλά ελουσθήκατε, αγιασθήκατε και ελάβατε δικαίωση δια του ονόματος του κυρίου Ιησού Χριστού και δια του πνεύματος του θεού μας».

Πραγματικά απορούμε και αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος ύστερα από τόσα μολύσματα και τόση βρωμιά, με ένα λούσιμο να εμφανιστεί ξαφνικά καθαρός! Παρ’ ότι η ζωή του έχει κηλιδωθεί από την τόση βλακεία, κι από την πορνεία, τη μοιχεία, το πιοτό, την κλεψιά, την αρσενοκοιτία, τα φαρμακώματα και ένα σωρό φαύλα και βρωμερά πράγματα, και μόνο που θα βαπτιστεί και θα επικαλεστεί το όνομα του Χριστού, ελευθερώνεται και απαλλάσσεται απ’ το μίασμα με την ίδια ευκολία που το φίδι βγάζει το πουκάμισο. Αν είναι έτσι, τότε ποιος δεν θα αποτολμήσει τα ακατονόμαστα, ποιος δεν θα κάνει πράγματα που με λόγια δεν περιγράφονται και στην πράξη δεν υποφέρονται, όταν ξέρει πως θα πάρει απαλλαγή για τα ολοφάνερα εγκλήματα του και μόνο που θα πιστέψει και θα βαφτιστεί, κι όταν περιμένει, παρ’ όλες τις πράξεις του, να τον συγχωρέσει εκείνος που θα κρίνει ζώντες και νεκρούς;

Με τον τρόπο αυτό, ενθαρρύνεται ο ακροατής να αμαρτήσει, δασκαλεύεται να κάνει άνομες πράξεις, μαθαίνει να απορρίπτει τη νομική παιδεία και να θεωρεί ότι η ίδια η δικαιοσύνη δεν έχει καμιάν ισχύ πάνω σε όσους αδικούν· έτσι εισάγεται στον κόσμο η ανομία και διδάσκεται ο άνθρωπος να μη φοβάται διόλου την ασέβεια, καθώς μ’ ένα του βάπτισμα βάζει κατά μέρος μυριάδες αδικήματα. Να ποιο είναι το αποτέλεσμα της πνευματώδους διδασκαλίας του Παύλου.

Πριν περάσω εις την διδασκαλία του δικού μας Παύλου, είναι φρόνιμο να δούμε εκείνη την δική σου· διότι εσύ δίδασκες πως «όσοι δεν κλήθηκαν ποτέ κι όσοι δεν χρειάστηκαν χριστιανική θεραπεία, θα ήσαν άνθρωποι δίκαιοι που δεν είχαν παραστρατήσει. Ακριβώς, λοιπόν, όποιος δεν χρειάζεται γιατριά γυρνά την πλάτη του στα κηρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς· και όσο περισσότερο τους γυρνά την πλάτη τόσο πιο δίκαιος» [Πρβλ. IV, 10]. Και όχι μόνο· διότι μας δίδαξες ακόμη ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν «κηλιδωθεί από την τόση βλακεία, κι από την πορνεία, τη μοιχεία, το πιοτό, την κλεψιά, την αρσενοκοιτία, τα φαρμακώματα και ένα σωρό φαύλα και βρωμερά πράγματα». Και ενώ απορείς πως είναι δυνατόν «ένας άνθρωπος ύστερα από τόσα μολύσματα και τόση βρωμιά» με ένα «λούσιμο» εις το όνομα του Θεού να «ελευθερώνεται και απαλλάσσεται απ’ το μίασμα με την ίδια ευκολία που το φίδι βγάζει το πουκάμισο», από την άλλη την μεριά διδάσκεις πως είναι όντως δυνατόν, αρκεί να γυρίσει την πλάτη του στα Χριστιανικά «κηρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς». Όσα λοιπόν δεν αποδέχεσαι ότι μπορεί να τα καθαρίσει ο Θεός με ένα λούσιμο στο όνομά Του, μπορεί να τα κατορθώσει ο οποιοσδήποτε με ένα περίτεχνο γύρισμα της ανθρώπινής δικής του πλάτης. Διότι με ένα γύρισμα της πλάτης γίνεται αμέσως δίκαιος, ξεφεύγει από την πορνεία, την μοιχεία, το πιοτό, την κλεψιά, την αρσενοκοιτία και τόσα άλλα αμαρτήματα. «Να ποιο είναι το αποτέλεσμα της πνευματώδους διδασκαλίας» σου απέναντι σ’ εκείνη δα του Παύλου. Πως όσο κανείς περισσότερο μας «γυρνά την πλάτη τόσο πιο δίκαιος θα είναι και υγιής και διόλου παραστρατημένος». «Αν είναι έτσι, τότε ποιος δεν θα αποτολμήσει τα ακατονόμαστα, ποιος δεν θα κάνει πράγματα που με λόγια δεν περιγράφονται και στην πράξη δεν υποφέρονται, όταν» απλά και μόνο γνωρίζοντας πως δεν είναι Χριστιανός, νιώθει δίκαιος, ενώ βυθίζεται μέσα σε όλα αυτά τα μολύσματα και την βρωμιά; Διότι δεν ισχύει το λεγόμενο ότι «δεν καλείται ο δίκαιος», μιας και δεν υπάρχει ούτε ένας τέτοιος (330), αλλά αντίθετα καλούνται παντού και πάντα όλοι.

 Ο Απόστολός μας το είπε άλλωστε, ότι ακόμη και εκείνοι που δεν είχαν νόμο πριν το βάπτισμα και την Υιοθεσία, το ίδιο θα κριθούν από τον νόμο και θα λάβουν περισσότερα από τους Ιουδαίους που τον είχαν, αν χωρίς τον νόμο έκαναν πράξεις σύμφωνα με αυτόν [Πρβλ. IV, 10]. Διότι η κρίση γίνεται για τις πράξεις του καθενός (331), ενώ το λούσιμο άλλο δεν είναι παρά μια νέα αρχή ελευθερίας από την αμαρτία και μια νέα οδός σε περισσότερες καλές του ανθρώπινου βίου πράξεις (332). Μια δωρεά του Θεού με τον Υιό για σωτηρία, σε εκείνους που δεν έλαβαν ποτέ τον Νόμο [Πρβλ. III, 33]. Διότι η σωτηρία έρχεται μόνο όταν πάψει και θανατωθεί η αμαρτία, ενώ ο αγιασμός μόνο σαν πράττει ο καθένας έργα άξια δικαιοσύνης (333). Με άλλα λόγια, αν η καταδίκη δεν επέρχεται σε όσους άκουσαν τον Σωκράτη να μην επιστρέφουν σε άλλους την αδικία που υφίστανται, τότε ο αγιασμός επέρχεται σαν πράττουν δικαιοσύνη σε εκείνους που τους αδικούν (333α).

 

 

 

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

 

IV, 20. Ας εξετάσουμε με σαφήνεια το θέμα της «μοναρχίας του ενός και μόνου θεού» και της πολυαρχίας των θεών που εμείς λατρεύουμε -σα να μην ξέρεις το νόημα της λέξης μοναρχία. Γιατί μονάρχης δεν είναι ο μόνος υπάρχων, αλλά ο μόνος άρχων. Και προφανώς άρχει μεταξύ ομοφύλων ή ομοίων του. Ο βασιλιάς Αδριανός, λόγου χάρη, υπήρξε μονάρχης -όχι επειδή ήταν μόνος του, ούτε επειδή εξουσίαζε πρόβατα και βόδια, που άρχοντες τους είναι οι βοσκοί κι οι αγελαδάρηδες· υπήρξε μονάρχης επειδή βασίλευσε ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου γένους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα θεό δεν θα ήταν σωστό να τον λέγαμε μονάρχη αν δεν ήταν ο άρχων των θεών. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να τιμήσει το θεϊκό και ουράνιο μεγαλείο όπως του αξίζει.

Όμορφο πράγματι το ατόπημά σου· διότι πολυαρχία των θεών δεν σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί θεοί άρχοντες που εξουσιάζουν ως βασιλιάδες άλλους θεούς του ίδιου γένους, που άρχοντες θαρρείς δεν είναι αλλά βοσκοί και γελαδάρηδες του ουρανού· αλλά πολυαρχία των θεών σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί θεοί που είναι άρχοντες ανθρώπων, αναλαμβάνοντας ο καθένας τους να εξουσιάζει μια διαφορετική περιοχή ή μια διαφορετική λειτουργία του όλου (333β). Αναρωτήσου τώρα αντίθετα με αυτά τι μπορεί να σημαίνει Μοναρχία του Ενός Θεού.

 

 

IV, 21. Κι αν εσείς ισχυρίζεστε ότι οι άγγελοι παραστέκουν το θεό κι είναι δίχως ανθρώπινα πάθη, άτρωτοι και αθάνατοι, οι άγγελοι τους οποίους εμείς ονομάζουμε θεούς επειδή βρίσκονται τόσο κοντά στη θεότητα, τότε γιατί να φιλονικούμε για το όνομα, αντί να θεωρούμε ότι η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πώς τους αποκαλούμε; Τη θεά που οι Έλληνες καλούν Αθηνά οι Ρωμαίοι τη λένε Μινέρβα, ενώ οι Αιγύπτιοι κι οι Σύροι κι οι Θράκες τη λένε αλλιώς. Και φυσικά, το ότι διαφέρουν τα ονόματα δεν σημαίνει ότι αλλοιώνεται ή χάνεται η θεϊκή της ιδιότητα. Είτε λοιπόν τους ονομάζει κανείς θεούς είτε αγγέλους, η διαφορά είναι ασήμαντη διότι, όπως μαρτυρείται, η φύση τους είναι θεϊκή. Ο Ματθαίος έγραψε: «Και σε απάντηση είπε ο Ιησούς: "είστε γελασμένοι, επειδή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε την δύναμη του θεού. Διότι κατά την ανάσταση οι άνθρωποι ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό".» [Ματθ.22. 30]

Είμαστε λοιπόν σύμφωνοι ότι οι άγγελοι μετέχουν της θείας φύσεως· και βέβαια, όσοι αποδίδουν την πρέπουσα λατρεία στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται μέσα στο ξύλο ή στην πέτρα ή στο χαλκό με τα οποία φτιάχνεται ένα ξόανο, κι ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριαστεί ένα μέρος του αγάλματος μειώνεται η δύναμη του θεού. Οι προγονοί μας έφτιαξαν αγάλματα και ναούς για να τους υπενθυμίζουν την ύπαρξη των θεών· και για να αφιερώνουν από το χρόνο τους όσοι επισκέπτονται τους ναούς και να στοχάζονται τον θεό με καθαρή την καρδιά, ή να προσέρχονται για να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν τον θεό, ο καθένας για τις ανάγκες του.

Φτιάχνοντας κανείς την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει ότι ο φίλος βρίσκεται μες στην εικόνα ούτε ότι τα μέλη του σώματος του έχουν κλειστεί μες στη ζωγραφιά· απλώς θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει πόσο τιμά τον φίλο του. Κι όσο για τις θυσίες που προσφέρονται στους θεούς, ετούτες περισσότερο είναι μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης από πλευράς των θρησκευόμενων παρά ένας τρόπος να τιμηθούν οι θεοί. Κι είναι πολύ φυσικό, τα αγάλματα τους να έχουν ανθρώπινη μορφή, μιας και ο άνθρωπος θεωρείται το ωραιότερο από όλα τα ζωντανά πλάσματα και εικόνα του θεού. Χώρια που αυτό το δόγμα (της ανθρωπομορφίας) ενισχύεται και από άλλες περιγραφές (της Βίβλου) που μας διαβεβαιώνουν ότι ο θεός έχει και δάχτυλα, με τα οποία γράφει· λέει η Βίβλος: «Και έδωσε στο Μωυσή δύο πλάκες γραμμένες με το δάχτυλο του θεού». Αλλά κι οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτεκτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστιους οίκους όπου μαζεύονται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους, αφού ο Κύριος τους ακούει όπου και να βρίσκονται.

Αν οι άνθρωποι κατά την ανάσταση δεν θα νυμφεύονται, ούτε θα παντρεύονται, αυτό θα οφείλεται στο ότι πλέον η φύση τους θα είναι άφθαρτη και δεν θα υπάρχει ανάγκη για την διαιώνιση του γένους τους χρησιμοποιώντας σαν σήμερα τον γάμο (334). Ο Ιησούς Χριστός το διαλεύκανε πως για την αθανασία τους οι άνθρωποι τότε, δεν θα είναι ισόθεοι, αλλά ίσοι με τους Αγγέλους και υιοί του Θεού ως υιοί της Αναστάσεώς Του (335).

Όσο αφορά τα αγάλματα, κάποιοι από εσάς στοχάστηκαν ότι οι θεοί μπαίνουν πράγματι ανάμεσά τους (335α). Έτσι κάποτε συνέβη και σε μας, όταν κάποιες συνήθειες από τα παλιά μόλυναν τις χριστιανικές διδασκαλίες (336) και αρκετοί πίστεψαν πως ένα κομμάτι εικόνας μπορεί να τους θεραπεύσει. Ποτέ τους δεν αντιλήφθηκαν ότι πίσω από όλα βρίσκεται ο Θεός, αλλά εξύμνησαν και αυτοί δυστυχώς σαν και σας την ύλη (337).

Διόλου κατόπιν δεν μας ενδιαφέρει εμάς τους Χριστιανούς, αν κατασκευάζονται αγάλματα και προσφέρονται από ευγνωμοσύνη ή τιμή θυσίες εις τους θεούς, για τις οποίες μιλήσαμε λίγο ενωρίτερα [Πρβλ. ΙΙΙ, 35]· εμείς οι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε και δεν δεχόμαστε ότι υπάρχουνε άλλοι θεοί  πέρα από τον Θεό μας· δεν δεχόμαστε ότι υπάρχουν άγγελοι που λατρεύονται ως θεοί, που με τις πράξεις τους αντιστρατεύονται Εκείνον τον Δικό μας. Διότι άγγελοι, πόσο μάλλον θεοί, δεν είναι δυνατόν να πράττουν όλα εκείνα που οι δικές σας ιστορίες αφηγούνται. Μάλιστα και εσύ ο ίδιος δεν φαίνεται να αποδέχεσαι πολλές από τις δικές σας πρακτικές και θεωρήσεις για εκείνους που αναφέρονται ως τάχατες θεοί σας (338). Καλύτερα λοιπόν να αποφεύγεις να μας λες, για ορθές πράξεις γύρω από τα αγάλματά σας και για τις δικές σας τις θυσίες, για το αν οι θεοί μένουν ή όχι μέσα στην άψυχη την πέτρα. Διόλου δεν δικαιολογούνται οι δικοί σας οι θεοί με τις εικόνες των στενών ή μακρινών σας φίλων· διότι απλούστατα οι φίλοι σας υπάρχουν, ενώ οι θεοί σας όχι (339). Μα ακόμη και αν πράγματι υπήρχαν, τι να τους θέλουμε τέτοιους φίλους ώστε να τους φτιάχνουμε εικόνες;

Αν έπειτα θαρρείς πως με την ανθρώπινη μορφή οι πράξεις των θεών σας με ευκρίνεια δικαιολογούνται, είσαι όντως γελασμένος. Διότι οι πράξεις των θεών σας δεν είναι πάντα πράξεις ως και των ανθρώπων, αλλά πράξεις κι από κτήνη. Τί το ήθελε ο Δίας και έγινε ταύρος και άλλοτε άσπρος κύκνος (340); Οι αθέμιτες παράνομες οι πράξεις, όπου δηλαδή αλλάζει μορφή ο θεός και γίνεται το ένα ή το άλλο το άλογο το ζώο, για να εξαπατά αυτός και να καλοπερνάει εις βάρος κάποιων άλλων φίλων και δικών μας συνανθρώπων, μακριά μας πολύ να παραμένουν.

Τί βγάζεις λόγο για δάχτυλα Θεού και άλλα στοιχεία που μοιάζουν με ανθρώπους; αφού και ο Χριστός τα δάκτυλα του Θεού χρησιμοποίησε για να διώξει εκείνους τους θεούς, σαν και τους δικούς σας, μέσα από δαιμονισμένους· κι όμως κανείς δεν είδε δάκτυλο ανθρώπινο από τον ουρανό να κατεβαίνει. Θα το θυμάσαι άλλωστε αυτό σαν λέγαμε για τους πολλούς τους χοίρους [Πρβλ. ΙΙΙ, 4]. Περισσότερο με αυτό θέλησε ο Χριστός να καταδείξει την επέμβαση του Θεού, όπως άλλωστε και ο Μωυσής (342), παρά το ανθρωπόμορφο το σχήμα του Πατρός Του· ειδάλλως θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο Θεός αφού είχε δάχτυλα, χάραξε και τις πλάκες με τις εντολές που εδόθησαν στον Μωυσή (343), κάνοντας χρήση κάποιων εργαλείων, παρά να δεχτούμε ότι οι πλάκες εγχαράχτηκαν από την μαλακή την σάρκα των ανθρώπινων ως λες δάχτυλών Του.

 

 

IV, 22. Μα κι αν ακόμα υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες άνθρωπος τόσο ελαφρόμυαλος που να νομίζει ότι οι θεοί ζουν μέσα στα αγάλματα, αυτή του η ιδέα θα ήταν πολύ πιο υγιής από εκείνου που πιστεύει ότι ο θεός χώθηκε μες στην κοιλιά της παρθένας Μαρίας, έγινε έμβρυο και μόλις γεννήθηκε τον φασκιώσανε, γεμάτο αίματα του πλακούντα και χολή, κι άλλα πολύ περισσότερο άτοπα.

Γιατί είναι τάχα πιο υγιές, ο Θεός να μπαίνει μέσα σε μια άλαλη και άψυχη για τον κόσμο πέτρα, παρά να μπαίνει σε σάρκα ανθρώπινη, την σάρκα εκείνου που δέχθηκες σαν τ’ «ωραιότερο από όλα τα ζωντανά πλάσματα και εικόνα του θεού» του Ίδιου; Μήπως οι πέτρες δεν είναι που σκαλίζονται σαν άνθρωποι από τους δεύτερους, παρά οι άνθρωποι σαν πέτρες από τις πρώτες; Άρα οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη αξία από τους ανόητους τους λίθους. Και όπως στους ανθρώπους οι λιθοξόοι κατασκευάζουν πράγματα πέτρινα πολλά, έτσι και ο Θεός έχει ως δικά Του κατασκευασμένα πλάσματα ανάμεσα σε τόσα άλλα, τους ίδιους τους ανθρώπους· κι όπως ο άνθρωπος βάζει το πνεύμα του ως μορφή πάνω στην άμορφη την πέτρα, έτσι και ο Θεός την δική Του την μορφή την βάζει μέσα, και όχι έξω, από την σάρκα (344). Αν είναι λοιπόν άτοπο ο Θεός να μπαίνει ως Πνεύμα μέσα σε ένα ανθρώπινο κορμί, τότε είναι άτοπο το ότι ο άνθρωπος δίδει στα αγάλματα την ίδια την θνητή μορφή του.

Έπειτα σαν κρίνουμε από τις πράξεις των πιστών σας, αναρωτιέμαι γιατί είναι περισσότερο άτοπο ο δικός μας ο Θεός να μπαίνει μες σε ανθρώπινη σάρκα, παρά ο άνθρωπος να γίνεται θεός, όπως θεός έγινε ο θνητός ο εραστής του άρχοντα Αδριανού (345) σε σας, αλλά και τόσοι μύριοι άλλοι. Διότι σε αυτή την περίπτωση άλλο δεν μας λες, πως αντί ο άνθρωπος να φτιάχνει αγάλματα με την ίδια την μορφή του, τα αγάλματα γίνονται άνθρωποι, παρά την ανοησία που από πάνω έως κάτω εκείνα τα θεριεύει. Λοιπόν δεν είναι περισσότερο δυνατόν ο δικός μας ο Θεός να εισέρχεται σε εικονίσματα φτιαγμένα από ανθρώπους, παρά εις τα δικά Του. Διότι όποια ανοησία άνθρωπος φαντάζονταν και κατασκεύαζε ως άγαλμα παριστάνοντας τον Ύψιστο Θεό Του, θαρρώ πως δεν έκανε με μιας τον Θεό σε αυτήν να υπακούσει εμψυχώνοντάς το.

 

 

IV, 23. Θα μπορούσα ακόμα να σου δείξω πως η τιμημένη λέξη «θεοί», υπάρχει και μέσα στο Νόμο του Μωυσή, που φωνάζει και γεμάτος σεβασμό νουθετεί τον ακροατή: «Μην κακολογήσεις τους θεούς, και μη μιλήσεις άσχημα για τον άρχοντα του λαού σου». Και βέβαια, δεν εννοεί άλλους θεούς, παρά τους δικούς μας· και το καταλαβαίνουμε από την παρακάτω εντολή: «Δεν θα πορευτείς πίσω από τους θεούς». [Ιερεμ 7.6]. Και πάλι: «Εάν πορευτείτε και λατρεύσετε άλλους θεούς...» [Δευτερονόμιο 11.28]. Όχι μόνο ο Μωυσής αλλά και ο διάδοχος του ο Ιησούς (του Ναυή), μιλώντας για θεούς εννοεί αυτούς που τιμούμε εμείς· δεν εννοεί τίποτα ανθρώπους. Λέει στο λαό: «Και τώρα, φοβηθείτε Αυτόν και λατρέψτε μόνον Αυτόν και απαλλαγείτε από τους θεούς που λάτρεψαν οι πατέρες σας». Και ο Παύλος δεν κάνει λόγο για ανθρώπους μα για ασώματες υπάρξεις: «Κι αν ακόμα υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί και υπάρχει πολυαρχία θεών, είτε επί γης είτε στον ουρανό, για εμάς ένας είναι ο θεός και πατέρας από τον οποίο προέρχονται τα πάντα» [ιε]. [Προς Κορινθ. Λ΄8.5].

Να γιατί κάνετε μεγάλο σφάλμα που πιστεύετε ότι εξοργίζεται ο υπέρτατος θεός αν κάποιος άλλος επίσης αποκαλείται θεός, τη στιγμή που άνθρωποι που άρχουν και διαφεντεύουν υπηκόους και δούλους δεν νιώθουν φθόνο όταν αποκαλείται άρχοντας και κάποιος άλλος. Δεν είναι λοιπόν σωστό να νομίζετε ότι ο θεός είναι πιο μικρόψυχος από τους ανθρώπους.

Όμως αρκετά είπαμε για την ύπαρξη θεών και για τις τιμές που τους πρέπουν.

Πώς άραγε συμβαίνει ο νόμος του Μωυσή να μιλά με σεβασμό για τους θεούς (346) και ταυτόχρονα να θέτει μια σειρά από απαγορεύσεις προς τους ίδιους; Πώς είναι δυνατόν και πάλι να μπαίνεις στην θέση του Θεού και να ορίζεις ότι Αυτός δεν εξοργίζεται σαν υπάρχει κι άλλος που να αποκαλείται έτσι, ξεχνώντας τις πλάκες του Μωυσή, για τις οποίες έλεγες πως τις έγραψαν τα ίδια τα δάχτυλα Του; Δεν ήταν τότε που ο λαός Του τιμωρήθηκε για τον χρυσό τον ειδωλολατρικό τον μόσχο; (347) ή μήπως ο Ίδιος ο Θεός δεν απαγόρευσε δια του Μωυσή, την λατρεία την δική τους; (348) Εξοργίζεται λοιπόν ο Θεός ενάντια στους ψεύτες, όπως εξοργίζονται οι άνθρωποι ενάντια σε εκείνους που αν και ονομάζονται άρχοντες, κύριοι δεν είναι παρά καπηλευτές των χρυσών των θρόνων.

 

 

ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

 

IV, 24. Ας μιλήσουμε πάλι για την ανάσταση των νεκρών. Για ποιο λόγο να κάνει τέτοιο πράγμα ο θεός; Γιατί να ακυρώσει με τόση ευκολία τους νόμους του που ορίζουν την αλληλοδιαδοχή των όντων και τη διατήρηση και μη εξαφάνιση των ειδών, και να θέσει εξ αρχής και να διατυπώσει άλλους νόμους; Άπαξ και αποφάσισε κάποια πράγματα ο θεός και τα διατήρησε επί τόσους αιώνες, είναι φυσικό αυτά να είναι αιώνια και να μην καταδικάζονται από το δημιουργό τους ούτε να καταστρέφονται -θαρρείς και τα ’ χει φτιάξει κανένας άνθρωπος κι είναι θνητά κατασκευάσματα κάποιου θνητού. Συνεπώς θα ήταν παράλογο να επακολουθήσει η ανάσταση γενεών ολόκληρων που ’ χουν πεθάνει· και μαζί με κάποιον που πέθανε πριν τρία χρόνια να αναστήσει και τον Πρίαμο και το Νέστορα που πέθαναν πριν χίλια χρόνια, και τους άλλους που έχουν πεθάνει ακόμα πιο πριν, από καταβολής του ανθρώπινου γένους. Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρει ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια· κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθιστεί από θηρία και όρνεα. Πώς είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματα τους; Ας το ελέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέχεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και στη συνέχεια φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφησαν φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πώς λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού που αφανίστηκε περνώντας μέσα από τόσα ζώα; Και πάλι, ένα νεκρό σώμα που κάηκε στη φωτιά κι ένα άλλο που κατέληξε να φαγωθεί από τα σκουλήκια, πώς είναι δυνατόν να ανασυσταθούν και να επανέλθουν στην αρχική τους μορφή; Μα θα μου πεις, ο θεός είναι δυνατό να το κάνει αυτό· πράγμα που δεν είναι αλήθεια. Δεν τα μπορεί όλα ο θεός. Δεν μπορεί να κάνει ώστε να μην έχει γεννηθεί ο ποιητής Όμηρος και να μην έχει γίνει η άλωση της Τροίας. Δεν θα μπορούσε, το δύο διπλασιαζόμενο να το κάνει πέντε ενώ είναι τέσσερα, ακόμα και να το ’ θελε. Ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ κακός ο θεός, ακόμα και να το ήθελε. Ούτε θα μπορούσε ποτέ να πέσει σε σφάλμα, διότι είναι αγαθός. Και δεν είναι από αδυναμία του που δεν μπορεί να γίνει κακός ή να πέσει σε σφάλμα. Διότι όσοι είναι από τη φύση τους προετοιμασμένοι και ικανοί για κάτι μα εμποδίζονται να το πράξουν, είναι φανερό ότι εμποδίζονται επειδή είναι αδύναμοι. Όμως ο θεός είναι εκ φύσεως αγαθός και όχι επειδή κάτι τον εμποδίζει να είναι κακός· μα και χωρίς να εμποδίζεται, πάλι δεν μπορεί να γίνει κακός. Ας σκεφτούμε και πόσο παραλογισμό κρύβει ετούτη η υπόθεση: τον ουρανό, που η θεσπέσια ομορφιά του ξεπερνά κάθε άλλη σύλληψη του νου, να τον αφήσει ο Δημιουργός να λιώσει και τα άστρα να πέσουν και τη γη να χαθεί· και συγχρόνως να αναστήσει τα σαπισμένα και κατεστραμμένα κορμιά των ανθρώπων -ίσως αξιόλογων ανθρώπων μερικά-, κι άλλα που ακόμα και πριν το θάνατο τους ήσαν άχαρα, δύσμορφα και με φάτσες σιχαμερές. Μα ακόμα κι αν του ήταν εύκολο να τα αναστήσει ευπρεπισμένα, θα ήταν αδύνατο να χωρέσει η γη αναστημένους όλους όσους έχουν πεθάνει από καταβολής κόσμου.

Πάλι μου θυμίζεις τα παλιά [Πρβλ. IV, 1] με όλη αυτή την προστριβή σου, επιθυμώντας εσύ ο ελάχιστος μικρός, ο Μέγας ο Θεός να μην αλλάζει του κόσμου αυτή την τάξη. Μα πώς μπορεί να μην γίνει αυτό ξανά; όταν ο Θεός αποφάσιζε να φτιάξει αυτόν τον κόσμο που εμείς τώρα ζούμε, μήπως δεν αποφάσιζε να αλλάξει την τάξη που ήδη πριν υπήρχε (349); Και ως είπαμε, αυτή η τάξη ακόμη αλλάζει, διότι τίποτα ακόμη δεν παγιώθηκε οριστικά. Εσύ Πορφύριε βλέπεις ένα μόνο κομμάτι από το σχοινί της τροχαλίας του χρόνου που κυλάει και μες της ζωής σου το μικρό το διάστημα, που δεν βαστάει πιο πολύ από ένα κλείσιμο από το ανθρώπινο το μάτι, δεν αντιλαμβάνεσαι ότι όντως η τροχαλία με το σχοινί γυρίζουν. Για σένα όλα φαντάζουν αμετάβλητα, σαν να άνοιγες με μιας την πόρτα του σπιτιού σου και να κοίταζες για μια στιγμή έξω πέρα εις τον χιονισμένο κήπο· τόσο λίγο και ακόμη λιγότερο βαστά η ζωή όλων των ανθρώπων, απ’ όσο και το στιγμιαίο άνοιγμα εκείνης της σκοτεινής και παγωμένης πόρτας μέσα στον χειμώνα. Ποτέ σου σ’ ένα τέτοιο άνοιγμα δεν θα αντιλαμβανόσουνα ότι μετά το χειμώνα ακολουθεί η άνοιξη, μετά το χιόνι έρχεται το άνθος και ο ήλιος.

Άλλωστε τι απορείς που ο Θεός θα δώσει ανάσταση νεκρών, λέγοντάς μας πως κάτι τέτοιο αντιβαίνει στην συνέχιση των όντων; μήπως αυτή η συνέχιση τους δεν χρειάζεται επειδή υπάρχει ο θάνατος; διότι αν ο θάνατος καταργηθεί, τότε είναι άχρηστη η αλληλοδιαδοχή τους και η συνέχισή τους μένει για πάντα εις τον αιώνα δίχως κανένα κόπο. Ποια λοιπόν η διαφορά στην απόφαση του Θεού, αν ούτως ή άλλως, και δηλαδή με ανάσταση ή χωρίς, τα όντα διατηρούνται; Αυτή δεν δέχεσαι πως είναι η αρχική απόφαση του ίδιου του Θεού ή μήπως όχι;

Τί κι αν ένα σώμα φαγώθηκε ή κάηκε, τί κι αν καταστράφηκε ή έγινε κομμάτια; γιατί αν μετά από τόση δα καταστροφή αυτό είναι εξαφανισμένο, σε τίποτα δεν διαφέρει από την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν να γεννηθεί, αφού ουδέποτε και πουθενά ετούτο άλλοτε δεν υπήρξε. Όσο λοιπόν δύσκολο είναι να φτιάξεις ένα ραβδί που είναι πια καμένο, άλλο τόσο δύσκολο είναι να φτιάξεις ένα νέο. Αν δηλαδή γνωρίζεις την τέχνη του να φτιάχνεις το ραβδί, σε τι είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα, δύο, τρία ή και περισσότερα ακόμη τέτοια; Διότι εκείνο που χάθηκε, υπήρχε ήδη πριν χαθεί, και εκεί υπάρχει, αν υπήρχε κάποια της κατασκευής πελώρια δυσκολία. Ίσως να μας πεις ότι δεν είναι δυνατόν ο Θεός να φτιάχνει ίδιο ακριβώς πλάσμα σαν και πρώτα. Θαρρώ όμως ότι μια τέτοια άποψη δεν είναι δα σωστή· διότι ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουνε πολλοί που γνωρίζουνε πάντα να κατασκευάζουνε ακριβώς τα ίδια πάντα ρούχα, κεραμικά, εργαλεία, σίδερα ακόμη και φαγητά πολύπλοκα, με την ίδια πάντα γεύση. Αν οι άνθρωποι μπορούν να επαναλαμβάνουν απλές κατασκευές, πόσο περισσότερο ο Θεός εκείνες τις πιο δύσκολες. Και ας μην ξεχνάμε πως τα σώματα είναι άρματα της ψυχής, παρά εκείνα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους που τα φέρουν· όπως δηλαδή το νερωμένο το κρασί χωράει σε περισσότερα από ένα διαφορετικά ποτήρια, έτσι και η ψυχή χωρά άνετα, όχι μόνο στο ίδιο πάντα σώμα. Άλλωστε πρέπει να θυμάσαι ότι υπαινίχτηκες τα λόγια του Ματθαίου, πως οι άνθρωποι στην βασιλεία του Θεού, δεν θ’ έχουν σώματα φθαρτά, αλλά διαφορετικά, εκείνα δηλαδή που από τα σημερινά διαφέρουνε και που θα θυμίζουνε αγγέλους [Πρβλ. IV, 21].

Ακόμη και το ότι καταπιάνεσαι με το τι μπορεί ο Θεός και τι τάχα όχι, δείχνει άνθρωπο με μέγιστη αλαζονεία· πού ακούστηκε να μπορεί ένας άνθρωπος θνητός στα μέτρα τα δικά σου αλήθεια να μας πει, ποια και πόση είναι η δύναμη του Θεού, λες και ποτέ του μπόρεσε στα αλήθεια εξ’ ολοκλήρου να την δει και με ακρίβεια με κάποιο όργανο και ποιο, να την μετρήσει; Εσύ Πορφύριε που ποτέ δεν μέτρησες σωστά πως είναι ο καιρός στην λίμνη Τιβεριάδα [Πρβλ. III, 6], δεν είσαι ικανός όχι για μέτρημα των δυνάμεων του Θεού, αλλά ούτε για εκείνο μιας τόσα δα μικρής στο σύμπαν τρύπας γεμάτης με νερό, που βρίθει από ψάρια.

Εκτός του ότι ασχολείσαι με πράγματα πέρα από τις δικές σου πνευματικές δυνάμεις, προσφέρεις και σε μας ατυχή παραδείγματα, προσπαθώντας να μας πείσεις πως σωστό είναι το λάθος. Διότι τί νόημα έχει να μας λες, ότι ο Θεός δεν μπορεί να αλλάξει τις δικές Του αποφάσεις; Αυτό υπαινίσσεσαι σαν μαρτυρείς ότι ο Θεός «Δεν μπορεί να κάνει ώστε να μην έχει γεννηθεί ο ποιητής Όμηρος»· διότι αφού γεννήθηκε ο Όμηρος, σημαίνει ότι ο Θεός δεν εμπόδισε αυτό το γεγονός κάποτε στην ιστορία να συμβεί· και μην μας πεις ότι δεν μπορούσε τάχα αυτό να αλλάξει, αφού εσύ ο ίδιος κάποτε έλεγες ότι «ο Θείος Λόγος έχει τη δύναμη να αλλάζει τη μοίρα των πλασμάτων» [Πρβλ. ΙV, 2]. Τί διαφορά σε σοφία έχει αυτό το ερώτημά σου λοιπόν, από κάτι άλλα σαν και τούτα; «μπορεί ένας άνθρωπος που χθες έφτιαχνε καλάθια, να μην τα έχει σήμερα έτοιμα φτιαγμένα;» ή «μπορεί ένας που έριξε το αγγείο του ηθελημένα στο έδαφος να σπάσει, να έχει αμέσως μετά στα χέρια του ατόφιο το ίδιο το πήλινο αυτό αγγείο;». Δεν είναι λοιπόν ζητήματα δυνατοτήτων των προσώπων αυτά τα ερωτήματα, αλλά ζητήματα αποφάσεων. Μόνο που η δυνατότητα απόφασης μετριέται την ώρα την λήψης της και όχι μετά την ώρα της πραγμάτωσή της. Διότι άλλο πράγμα η απόφαση και άλλο πράγμα το αποτέλεσμά της. Εσύ αυτό κάνεις για να ρίξεις κατηγορήματα αδυναμίας στον Θεό τον Ίδιο. Υπαινίσσεσαι διαρκώς πως ο Θεός δεν μπορεί να αλλάξει τα αποτελέσματα των αποφάσεών Του... αυτή και αν είναι λοιπόν σοφία ανθρώπου παρά μύγας [Πρβλ. IV, 1]. Και ευθέως σ’ ερωτώ, ακολουθώντας το παράδειγμα της σοφίας της δικιάς σου, μπορούν τα αποτελέσματα των αποφάσεων να αλλάξουν τις ειλημμένες γι’ αυτά νεαρότερες εκείνες αποφάσεις;

Τα ίδια ισχύουν και για τους αριθμούς και την μαθηματική την γνώση· αποφάσεις παλιές είναι του Θεού για το πως ο κόσμος πρέπει να ’ναι, που για την ώρα δεν έχουνε σαφώς αλλάξει. Όμως με τον Θεό κανείς δεν μπορεί αριθμητική να παίζει, λέγοντας ότι «Δεν θα μπορούσε, το δύο διπλασιαζόμενο να το κάνει πέντε ενώ είναι τέσσερα, ακόμα και να το ’θελε». Διότι θα έπρεπε να είχες με θαυμασμό παρατηρήσει, ότι ο Θεός στην αριθμητική με ευκολία μπορεί να νικήσει σαν το θέλει όποιον Αυτός επιθυμήσει. Και ξανά θα αναγκαστώ να σου θυμίσω την λίμνη την Τιβεριάδα [Πρβλ. III, 6], όπου εκεί ο Ιησούς Χριστός πέντε άρτους και δύο μόνο ψάρια κατάφερε και μοίρασε πλούσια σε πέντε χιλιάδες από τους ακόλουθούς Του (350)· διότι ο Θεός έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη δια μέσω της δημιουργίας, όχι μόνο τα πράγματα αλλά και τους αριθμούς τους ίδιους που τα αντιπροσωπεύουν.

Εσύ σοφέ Πορφύριε που έλεγες πως ο Θεός μπορεί να αλλάξει την μοίρα των ανθρώπων, επίσης έλεγες ότι του Θεού «οι πράξεις κι η θέληση του δεν καθορίζονται από το τι μπορεί, αλλά είναι σύμφωνες με τη διατήρηση της αρμονίας και τη διαφύλαξη της φυσικής τάξης του κόσμου». Αυτό άλλο δεν σημαίνει, παρά το ότι η απόφαση του Θεού να μην διαταράξει την έκβαση της μάχης εις την Τροία, σκοπό είχε να διατηρήσει την αρμονία και την φυσική τάξη του κόσμου τούτου. Αν η μάχη της Τροίας δηλαδή, διατάραζε την αρμονία και την φυσική τάξη του κόσμου, ο Θεός όχι μόνο θα άλλαζε το αποτέλεσμά της, αλλά θα είχε φροντίσει ώστε αυτή ποτέ της να μην είχε συμβεί. Διότι εσύ ο ίδιος, όταν με χαρά κακολογούσες τον Απόστολο τον Παύλο, δίδασκες πως ο Θεός προνοεί ακόμη και για τα βόδια: «Μου φαίνεται ότι λέγοντας τα αυτά [Ο Παύλος] προσβάλλει τη σοφία του κτίστη, που δήθεν δεν προνόησε για τα πλάσματα που δημιούργησε από παλιά». [Πρβλ. ΙΙΙ, 32] Αν ο Θεός προνοεί για τα βόδια, πόσο μάλλον για τους ανθρώπους. Κι αν ο Θεός προνοεί, αυτό σημαίνει πως κάποια πράγματα τα αφήνει να συμβούν και άλλα τα απαγορεύει, ειδάλλως δεν υπάρχει καμία πρόνοια Του. Όμως εσύ το μόνο που γνωρίζεις με ευκολία να υποθέτεις, είναι ότι ο Θεός δεν μπορεί να κάνει εκείνο ή το άλλο [Πρβλ. IV, 23], όταν τιμάς εκείνους τους θεούς, που όχι μόνο προδιαγράφουν εξ’ αρχής τις πράξεις και την ζωή των θνητών ανθρώπων (351) αλλά και από τον ίδιο τον Όμηρο κανείς βλέπει πως επεμβαίνουν στον πόλεμο της Τροίας, οι μισοί υπερασπιζόμενοι τους Αχαιούς και άλλοι μισοί τους Τρώες. Και όχι για κάποια σοφία θεϊκή η απόφαση των πράξεών τους, αλλά χάρη προτιμήσεων και παθών, που διόλου δεν διαφέρουν από εκείνα των ανθρώπων. Αυτοί είναι οι θεοί για τους οποίους δίδασκες πως αρμόζουνε τιμές. Τίμα τους λοιπόν με τα λόγια σου, αφού δεν σε τιμάνε εσέ οι πράξεις οι δικές τους.

Τέλος, επειδή αναφέρεσαι στην γη και για το αν αυτή θα χωρά όλους τους ανθρώπους που υπήρξανε από καταβολής του κόσμου, ας μην ποτέ σου το ξεχνάς πως όπως τα σώματα θα είναι διαφορετικά, που ως είπαμε θα μοιάζουν σε κάτι με τους ίδιους τους αγγέλους, έτσι και η γη δεν θα είναι ίδια με αυτή που είναι τώρα. Διότι σαν αλλάζει ο ουρανός και πέφτουνε τ’ αστέρια, μην περιμένεις και η γη να στέκει ολόρθη με τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις σαν και πρώτα.

Εδώ θαρρώ τελειώσαμε, δεν έχουμε τίποτα άλλο για να πούμε. Και αν δεν έχουμε και τα υπόλοιπα γραπτά σου, δεν μπορούμε να μένουμε παραπονεμένοι, μιας και αυτό οφείλεται όχι σε τίποτα άλλο, παρά αν όχι στην πρόνοια του θεού ή των λεγόμενων θεών σου στην οποία εσύ πιστεύεις, τουλάχιστον σε κείνη του Δικού μας [Πρβλ. ΙΙΙ, 32].

 

ΜΕΘΟΔΙΟΣ †††

 


 

ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

 

 

Ευσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή VI, 19.4:

Άκου λοιπόν τι ισχυρίζεται ο Πορφύριος, κατά λέξη:

«Κάποιοι, αντί να κρατηθούν σε απόσταση από την αθλιότητα των ιουδαϊκών γραφών, προθυμοποιήθηκαν να προσφέρουν λύσεις, και κατέφυγαν σε ερμηνείες ασυνάρτητες και αταίριαστες με τα κείμενα· ερμηνείες από τις οποίες αυτό που τελικά βγαίνει δεν είναι τόσο μια σοβαρή απολογία υπέρ των ξενόφερτων δοξασιών, όσο η παραδοχή και ο έπαινος των δικών μας. Επικαλούμενοι τα θεία, καυχήθηκαν ότι τα λόγια που είπε ο Μωυσής με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ήσαν, λέει, αινίγματα και χρησμοί γεμάτοι κρυφά μυστήρια· και αφού με την κενοδοξία τους κατάφεραν να εξαπατήσουν το κριτικό μέρος της ψυχής, από πάνω προσθέτουν και ερμηνείες.»

Στη συνέχεια, λέει κι άλλα:

«Ας κάνω λόγο για τον ανόητο τρόπο ενός ανθρώπου τον οποίο έτυχε να γνωρίσω όταν ήμουν ακόμα πολύ νέος· ενός ανθρώπου που και τότε ξεχώριζε πολύ αλλά και τώρα ακόμα ξεχωρίζει, χάρη στα συγγράμματα που άφησε πίσω του. Λέω για τον Ωριγένη, που η δόξα του έχει απλωθεί στους κύκλους των δασκάλων τούτων των Θεωριών. Όταν έγινε μαθητής του Αμμωνίου, που στα χρόνια τα δικά μας πρόσφερε πάρα πολλά στο χώρο της φιλοσοφίας, ο Ωριγένης απέκτησε μεν εμπειρία στα γράμματα επωφελούμενος σε μεγάλο βαθμό από το δάσκαλο του, από την άλλη όμως, ως προς τον τρόπο ζωής ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Αμμώνιος -χριστιανός μεγαλωμένος από γονείς χριστιανούς-, όταν άρχισε να σκέφτεται και καταπιάστηκε με τη φιλοσοφία, αμέσως άλλαξε και ακολούθησε ένα τρόπο ζωής σύμφωνο με τους νόμους· αντίθετα ο Ωριγένης, παρ’ ότι Έλληνας διαπαιδαγωγημένος με τις αρχές της ελληνικής παιδείας, εξόκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα· και στηρίζοντας το ξεπούλησε και τον εαυτό του και το ταλέντο του. Στον τρόπο ζωής ήταν χριστιανός και ζούσε παράνομα· αλλά ως προς τις δοξασίες περί κόσμου και περί θεού, υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελληνική χροιά σε ξένους μύθους. Δεν έπαψε να μελετά τον Πλάτωνα όπως και τα συγγράμματα του Νουμήνιου, του Κρονίου, του Απολλοφάνους, του Λογγίνου, του Μοδεράτου, του Νικόμαχου και των αξιόλογων πυθαγόρειων· χρησιμοποίησε και τα βιβλία του στωικού Χαιρήμονα καθώς και του Κορνούτου, και μαθαίνοντας τον τρόπο μετάληψης των ελληνικών μυστηρίων, επιχείρησε να τον ταιριάξει με τις ιουδαϊκές γραφές».

Αυτά έχει πει ο Πορφύριος στο τρίτο βιβλίο του έργου του κατά των χριστιανών...

Οι ερμηνείες που δίδει ο Πορφύριος εις τις Χριστιανικές Γραφές, είναι όχι μόνο υπεραπλουστευμένες [Πρβλ. IV, 7], πράγμα που κανείς δεν πράττει ακόμη και για λογοτεχνικά κείμενα όπως π.χ. για τα ποιήματα του Ομήρου, αλλά κινούνται διαρκώς κάτω από το φάσμα της αμφισβήτησης. Η αμφισβήτηση εδαφίων και η ερμηνεία αυτών κατά την προσωπική άποψη του σχολιαστή, δεν αποτελούν πάντοτε την «ορθολογικότερη» ή «σωστότερη» επιλογή μεταξύ άλλων, παρά αποτελούν ολότελα προσωπικές αποφάσεις του συγγραφέα. Εναπόκεινται εις την προσωπική άποψη καθενός τι θα υιοθετήσει και τι θα δεχθεί μέσα εις την ψυχή του [Πρβλ. Σεβεριανό]. Αυτό όμως ελάχιστοι το αντιλαμβάνονται ακόμη και σήμερα. Δεν υπάρχει «πιο έξυπνη» και «πιο χαζή» ερμηνεία της Αγίας Γραφής· απεναντίας υπάρχει Θεολογούμενη και μη Θεολογούμενη ερμηνεία της, δηλαδή ερμηνεία που γίνεται από κάποιον που αποδέχεται την ύπαρξη του Θεού και ερμηνεία από εκείνον που δεν την αποδέχεται. Ο Πορφύριος, όπως και ο Κέλσος, ανήκουν στην κατηγορία εκείνου του δεύτερου. Όπως και να έχει το κατηγόρημα του Πορφύριου είναι παράδοξο, διότι ο φιλόσοφος αυτός επίσης ανακάτεψε ελληνικές φιλοσοφίες, με Ιουδαϊκές θεολογικές απόψεις [Πρβλ. III, 31]

 

Αποκριτικός II, 10:

Σε τι είχαν φταίξει ένα πλήθος άνθρωποι, ώστε να ακούσουν τον Ιησού να λέει, «Ως πότε θα ’ μαι μαζί σας, άπιστη γενιά; Ως πότε θα σας ανέχομαι;» [Ματθ. 17,17.2· Μαρκ. 9,19.2· Λουκ. 9.41.2], τη στιγμή που ένας μόνο τού ζήτησε μια χάρη, έστω κι αν έκανε λάθος που του τη ζήτησε; Για ποιο λόγο, τη στιγμή που ένας αξιοθρήνητος πατέρας έχει πέσει στα γόνατα ζητώντας του να θεραπεύσει το γιο του, ο Ιησούς αποκρίνεται επιτιμητικά όχι μόνο στον πατέρα μα και σ’ ολόκληρο το πλήθος; Δεν θα ’ πρεπε να δεχτεί ευνοϊκά το αίτημα κάποιου που συμπάσχει με το θύμα; Αντίθετα, ο Ιησούς βάζει τις φωνές στους ικέτες που τον παρακαλούν· και εμφανίζεται να εκτοξεύει στο λαό προσβολές με τρόπο φανερά παράλογο.

Η επιτίμηση του Ιησού δεν είναι διόλου παράλογη. Ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού του Μωυσή, ενός Θεού που περίμενε να δει περισσότερους καρπούς πίστεως από τον λαό του Ισραήλ, έπειτα από αρκετούς αιώνες διδαχής και υποστήριξης από πλευράς Θεού, πράγμα που φαίνεται και στο παράδειγμα της κατάρας προς την συκιά (352). Επιπρόσθετα, οι ίδιοι οι μαθητές του Ιησού, έχουν δει πάρα πολλά θαύματα και εντούτοις εξακολουθούν να μην έχουν αρκετή πίστη [Πρβλ. III, 17] για να επιτιμήσουν ένα δαιμόνιο. Ο ίδιος λαός πριν λίγο καιρό είχε θανατώσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και σε λίγο θα σταύρωνε και τον Υιό του Θεού. Όταν λοιπόν κανείς δίνει τόσο απλόχερα πράγματα σε κάποιον και αυτός ο κάποιος αντί να ευγνωμονεί, αντίθετα θανατώνει τον δωρητή και τον ευεργέτη του, τότε δεν υπάρχει τίποτα το παράλογο στις όποιες, υποτίθεται, προσβολές εναντίον του. Διότι δεν είναι προσβολή να λέγεται πως ο λαός του Ισραήλ ήταν όντως άπιστος, αφού σταύρωσε τον Υιό του Θεού του. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο Πορφύριος φαίνεται να υπερασπίζεται τις εκτιμήσεις των Ιουδαίων ενάντια τον Ιησού [Πρβλ. ΙΙ, 16].

 

 

Σεβεριανός:

Λένε πολλοί, ιδιαίτερα εκείνοι που ακολούθησαν τον θεομίσητο Πορφύριο που έγραψε κατά των χριστιανών και απομάκρυνε πολλούς από το θείο δόγμα· λένε, λοιπόν: «Γιατί απαγόρεψε ο θεός την γνώση του καλού και του κακού; Έστω, απαγόρεψε το κακό. Γιατί όμως και το καλό; Γιατί λέγοντας "μη φάτε από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού", θα τον εμποδίσει, λέει, να γνωρίσει το κακό. Γιατί όμως να τον εμποδίσει να γνωρίσει και το αγαθό;»

Η Ορθόδοξη Πατερική ερμηνεία, διαλευκαίνει αυτή την απορία λέγοντας πως αυτή η «γνώση» του καλού και του κακού, έχει να κάνει με τον άμεσο σχετικό ορισμό του καλού και του κακού από τον άνθρωπο, παρά με το τι είναι πράγματι καλό ή πράγματι κακό, όπως αυτό ορίζεται απόλυτα και άμεσα από τον Ίδιο τον Θεό. Με άλλα λόγια, αντί να είναι ο Θεός που θα διδάξει στον άνθρωπο ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό (βλ. λ.χ. τις δέκα εντολές αλλά και την «Καινή Διαθήκη» του Ιησού), αντίθετα μετά την πτώση (353) του Παραδείσου, άρχισε ο άνθρωπος μόνος του να ορίζει ηθικούς κανόνες, πέφτοντας σε ηθικολογία. Η Αγία Γραφή ξεκαθαρίζει στο Γέννεση, Κεφ. Γ΄ «καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· 5 ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν», πως από την ημέρα της παράβασης της εντολής του Θεού, ο άνθρωπος επέλεξε τον δρόμο τον δικό του. Επιλέγοντας ο άνθρωπος εγωιστικό δρόμο και μάλιστα αντίθετο από του Θεού, που είναι η ουσία του Αγαθού, όπως άλλωστε δέχεται και ο Πορφύριος [Πρβλ. IV, 24], εξόκειλε στο πονηρό. Προς τούτο σε διάφορους λαούς το κακό και το καλό ορίζονται από τότε διαφορετικά. Έτσι για μερικούς λαούς η μοιχεία είναι κακή, για άλλους είναι καλή. Σήμερα λ.χ. η μοιχεία για πολλούς αστούς είναι μια «όμορφη ερωτική περιπέτεια», επειδή ερμηνεύεται βάση των αισθήσεων ως «καλή». Όμως ο Θεός την έχει ορίσει ως αμαρτία και οι λόγοι περί του ορισμού αυτού είναι περισσοί. Συνεπώς το ερώτημα του Πορφύριου είναι κατά βάση επίπλαστο. [Πρβλ. ΙΙ,16]

 

 

Quaestiones XIV et XV Gentilium ad Christianos; Harnack, Texte u. Unters. Nd. XXI, 4 [1901]:

Αν το δημιούργημα του θεού πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, εξ αιτίας της κακίας τίνος συμβαίνει αυτό; Του δημιουργού, του δημιουργήματος ή μήπως κάποιου αντιπάλου του πλάστη; Ό,τι και να υποθέσουμε, είναι προφανές ότι η κακία είναι του δημιουργού: αν το δημιούργημα οφείλει να καταστραφεί εξ αιτίας κάποιου εγγενούς ελαττώματος του, υπαίτιος είναι ο δημιουργός, που το έφτιαξε τέτοιο ώστε να απομένει εντός του κάτι κακό. Αν υπάρχει κάποια εξωτερική δύναμη που εναντιώνεται στον δημιουργό, πάλι φταίχτης είναι ο δημιουργός, που αδυνατεί να υπερισχύσει πάνω στους αντιπάλους του. Αν πάλι αυτό οφείλεται σε κακία δική του, είναι φανερό ότι ο κακός είναι αυτός.

Ο Πορφύριος αντιλαμβάνεται το Δημιούργημα του Θεού ως κάτι το μηχανικό, δηλαδή σαν μια μηχανή η οποία ακολουθεί απαράβατους νόμους. Κάτι τέτοιο όμως είναι αντίθετο με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπινου Δημιουργήματος και στερεί κάθε θρησκεία, και όχι μόνο την Ορθοδοξία, από του να σκοπεύει εις την θέωση του ανθρώπου ή εις την απολύτρωσή του. Αν το πρόβλημα είναι μηχανικό, τότε καμιά θυσία κανενός Ιησού δεν θα είχε μπορέσει να φέρει την επανένταξη εις την Θεία Χάρη και δεν θα υπήρχε κατά βάση κανένα τέτοιο ενδιαφέρον. Οι ηθικοί κανόνες δεν θα είχαν σαφώς κανένα νόημα, όπως σαφώς κανένα νόημα δεν θα είχε κανένας Θείος Νόμος ως οι δέκα εντολές του Θεού του Μωυσή ή το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (354) του Ιησού Χριστού, που στοχεύουν εις την πνευματική άνοδο του ανθρώπου.

Το δημιούργημα του Θεού χαίρει ελεύθερης λήψης αποφάσεων. Ειδάλλως οι άνθρωποι, είτε θα έπρεπε να είναι όλοι πονηροί, είτε όλοι να είναι αγαθοί, στερώντας παράλληλα το δικαίωμα κολασμού όσο και το δικαίωμα της θέωσης. Αν λοιπόν το δημιούργημα του Θεού έχει πτώση, αυτό οφείλεται σε λάθος αποφάσεις του ίδιου του δημιουργήματος και όχι σε λάθη του κατασκευαστή. Ο Πορφύριος αν δεν είχε το δώρο της ελευθερίας, δεν θα κατηγορούσε τον Θεό, αφού αν ήτο αγαθός θα απείχε της πονηρίας, αν δε ήταν πονηρός, όπως όλοι οι άλλοι, δεν θα γνώριζε την πονηριά και την κακία του κόσμου, μιας και δεν θα υπήρχε και καμιά ηθικολογία εις τον κόσμο. Οι άνθρωποι θα ζούσαν ακριβώς όπως και τα ζώα.

Η υπερίσχυση του κακού εις τον κόσμο είναι παροδική και οφείλεται στην μακροθυμία του Θεού και σε όχι ασφαλώς σε αδυναμία. Άλλωστε η δύναμη του Χριστού επάνω στο πονηρό, έχει φανεί ιστορικά για τους Χριστιανούς, όχι μόνο δια μέσω της νίκης Του επί των δαιμονίων, αλλά και δια μέσω της δημιουργίας σειράς Αγίων προσώπων μέσα στα πλαίσια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Δεύτερη Παρουσία θα θέσει οριστικά σε διαχωρισμό αγαθούς και πονηρούς και η Βασιλεία Του Θεού πάλι θα σέβεται την ελευθερία των ανθρώπων. Η Κόλαση θα είναι ελεύθερη επιλογή καθενός, όπως άλλο τόσο και ο Παράδεισος. Περισσότερα γι’ αυτό στην σελίδα Κόλαση -Παράδεισος (355).

Τέλος ο  «διαβόητος», μεταξύ των αντιχριστιανων, Πορφύριος λέγει πως «Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γι’ αυτήν του την κακία» [Πρβλ. ΙΙ,16]. Κατηγορεί όμως κατ’ αντιστροφή με ευκολία εδώ τον Πατέρα Θεό, για τις κακίες των παιδιών Του, των ανθρώπων. Δηλαδή, ενώ αποδέχεται την ελευθερία των αποφάσεων των παιδιών σε σχέση με εκείνες του πατέρα, εντούτοις αποδέχεται αντίθετα ότι οι αποφάσεις αυτών των ίδιων των παιδιών, βρίσκονται σε συνάρτηση με τις αποφάσεις του Θεού.  Αυτή είναι μια ακόμη φιλοσοφική του αστοχία μέσα στα πλαίσια της εμπάθειάς του προς τον Χριστιανικό Θεό. Εμπάθεια που πολλοί που τον ασπάζονται, δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι οδηγούνται σε λάθος συμπεράσματα.

 

Σημειώσεις http://homepages.pathfinder.gr/AKADEMIA/site/filosofy/porfyrios1.htm

α. Ο Μακάριος επιστρατεύει την αλληγορική ερμηνεία για να ξεπεράσει τις αντιφάσεις: «...την αλήθεια δεν την αναζητούμε μέσα στις συλλαβές και τα γράμματα»... Στη συνέχεια όμως καταφεύγει στον ισχυρισμό ότι οι αυτόπτες μάρτυρες ήσαν τόσο τρομαγμένοι από τα όσα συνέβησαν την ώρα της σταύρωσης (καθώς «η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν...» -Ματθ. 27,51), και τόσο ταραγμένοι που οι αφηγήσεις τους κατέληξαν να μη συμφωνούν εντελώς.

Ο Μακάριος προχωρεί σε έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό των Ευαγγελίων με την Ιστορία του Ηροδότου, και σχολιάζει: «Τα Ευαγγέλια είναι αξιόπιστα, ακριβώς επειδή οι συγγραφείς τους ήσαν απαίδευτοι και δεν στόλιζαν τα γραπτά τους με έξυπνα ρητορικά τεχνάσματα». (Ίσως ένα από τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία της απολογίας του Μακάριου, είναι το ότι επαινεί την ελληνική παιδεία και αποδοκιμάζει τους Ρωμαίους ως «βάρβαρον έθνος» και ως «βαρβάρους σαν τους Εβραίους»).

β. Το ίδιο επιχείρημα προβάλλει και ο Κέλσος στον Αληθή Λόγο: «Κανονικά, αν όντως ήθελε να φανερώσει τη θεία δύναμη του ο Ιησούς, θα έπρεπε να εμφανιστεί αναστημένος σ' εκείνους που τον περιφρόνησαν και σε κείνον που τον καταδίκασε και στους πάντες -κοντολογίς, να τον δουν όλοι,.. Όσο ζούσε, πώς έκανε κήρυγμα παντού και σε όλους χωρίς διακρίσεις -δίχως παρ' όλα αυτά να γίνεται πιστευτός- και αντίθετα, μετά την ανάσταση του. που θα μπορούσε να δώσει στους ανθρώπους την πιο ισχυρή πίστη, δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε μια γυναικούλα και στους οπαδούς του -κι αυτό στα κρυφά; Τις μέρες που υπέφερε την τιμωρία, τον έβλεπε όλος ο κόσμος· σαν αναστήθηκε τον είδε μόνο ένας -ενώ θα 'πρεπε να συμβεί το αντίθετο' ώστε να 'ρθει και να δώσει φώτιση στους ευσεβείς και να λυπηθεί τους αμαρτωλούς ή τους με-τανοούντες... Πού ακούστηκε, θεός να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους και να μη γίνεται πιστευτός, και εκ των υστέρων να κάνει ξαφνικές εμφανίσεις μονάχα σε όσους τις προσδοκούν;... Ελπίζουμε βέβαια να αναστηθεί και να ζήσει αιώνια, και θα τον έχουμε για αρχηγό και θα 'ναι για μας η απόδειξη ότι ο θεός μπορεί να αναστήσει ένα νεκρό σώμα. Πούντος λοιπόν; Για να τον δούμε και να πιστέψουμε. Αλλιώς, τι κατέβηκε στη γη; Με σκοπό να μας χάνει άπιστους; Η ίδια λοιπόν η πραγματικότητα και η λογική μας δείχνουν ότι δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος και τίποτα περισσότερο.» (Κέλσος Αληθής Λόγος. εκδ. Θύραθεν, σελ. 53-55).

 Η απάντηση του Μακάριου είναι ότι το γεγονός της ανάστασης δεν γνωστοποιήθηκε στον Πιλάτο και στους Εβραίους ακριβώς για να μη συγκαλυφθεί και ότι ο Ιησούς επί τούτου «εμφανίστηκε με σάρκα και οστά σε γυναίκες που ήσαν ανίκανες να πείσουν τον οποιονδήποτε για την ανάσταση του».

γ. Το κείμενο είναι η παράθεση του Απολογητή στην οποία απαντάει με επιχειρήματα κατά του Πορφύριου. Λόγω της καταστροφής με επίσημο διάταγμα των έργων του Φιλοσόφου, καθώς και όλων των απολογητών που περιείχαν αποσπάσματά του, το εν λόγω έργο αποτελεί μοναδικό μνημείο των έργων του Πορφύριου και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2000 από τις εκδόσεις «Θύραθεν».

δ. Σε όλα τα παραθέματα των Ευαγγελίων ακολουθείται η επίσημη μετάφραση της Κ. Διαθήκης (εκδ. Βιβλικής εταιρείας, 1967).

ε. Ήδη από τον 2ο αι. μ.Χ., οι εθνικοί πρόβαλλαν τον Απολλώνιο Τυανέα (νεοπυθαγόρειο φιλόσοφο που πέθανε γύρω στο 98 μ.Χ.) ως το ελληνικό «αντίπαλο δέος» του Ιησού των εβραιοχριστιανών. Ο Βίος του Απολλώνιου («Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον»), γραμμένος από τον Φιλόστρατο γύρω στο 220 μ.Χ., τον εμφανίζει ως έναν ημίθεο «ελληνικών προδιαγραφών»: προπάντων αφοσιωμένο στη φιλοσοφία, ενάρετο και ευσεβή, λιτοδίαιτο, θαυματοποιό και ηθικολόγο. Ο θάνατος του αποτελούσε ένα μυστήριο· ει γε ετελεύτα (αν βέβαια πέθανε) γράφει ο Φιλόστρατος, αναφέροντας ότι ο Απολλώνιος εμφανίστηκε αναστημένος, αλλά και ότι «δεν βρισκόταν πουθενά τάφος του Απολλώνιου».

στ. Άλλο ένα τυπικά ελληνικό επιχείρημα όπου επιστρατεύεται ο Απολλώνιος Τυανεύς: σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ο Δομητιανός θέλησε να τον εξοντώσει ως δημεγέρτη, όμως εκείνος, αφού μίλησε με παρρησία, ξέφυγε μέσα από τα χέρια του με τρόπο θαυμαστό, αφήνοντας άναυδους όλους τους παρευρισκόμενους. Εδώ ο Μακάριος αντιτείνει ότι η συμπεριφορά του Ιησού στη διάρκεια της δίκης και των παθών ήταν σύμφωνη με τις ιουδαϊκές προφητείες.

ζ. Ο Μακάριος αντιτείνει ότι ο Ιησούς προσποιείται τον φοβισμένο: πρόκειται για τέχνασμα που θα ξεγελάσει τον Σατανά, κάνοντας τον να νομίσει ότι ο Ιησούς είναι τρωτός και μπορεί να υποκύψει στον πειρασμό, «ακριβώς όπως ένας άνθρωπος προκαλεί ένα άγριο θηρίο κάνοντας θόρυβο»... Η απάντηση του Μακάριου εντάσσεται στη γενικότερη προβληματική των πατέρων της εκκλησίας που πίστευαν ότι ο Ιησούς εξέθετε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του ως ένα δόλωμα, προκειμένου να παγιδέψει το Σατανά, (Η ιδέα της διχασμένης φύσης του Ιησού σε ανθρώπινη και θεϊκή, απορρίφθηκε οριστικά το 451 στη σύνοδο της Χαλκηδόνας). Ο Μακάριος όμως δεν απαντά στη θέση του Πορφύριου ότι ο Ιησούς δεν δέχτηκε το θάνατο όπως θα τον δεχόταν ένας αληθινός φιλόσοφος.

η. Ο Μακάριος, αφού υπογραμμίζει το νοηματικό εύρος της λέξης «θάλασσα», σπεύδει να δώσει αλληγορική ερμηνεία στο επεισόδιο: Η θάλασσα συμβολίζει την πίκρα και το φαρμάκι της ανθρώπινης ύπαρξης· η νύχτα τη ζωή· η βάρκα είναι ο κόσμος" εκείνοι που ταξιδεύουν μέσα στη νύχτα είναι τα ανθρώπινα πλάσματα· ο δυνατός αέρας είναι η δύναμη του κακού· και η τέταρτη βάρδια είναι η έλευση του Σωτήρα.

θ. Στη λέξη άτοπον συμπυκνώνονται οι έννοιες αφύσικο, παράλογο, παράδοξο, ανάρμοστο, ενίοτε και αηδιαστικό.

ι. Η Ποτίδαια (κορινθιακή αποικία που ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ,) πολιορκήθηκε από τον Πέρση Αρτάβαζο, το 480 π.Χ. Οι κάτοικοι της αναγκάστηκαν να τρώνε τους νεκρούς για να επιβιώσουν.

ια. Θυέστης (μυθολ.): γιος του Πέλοπα και αδελφός του Ατρέα, με τον οποίο τον χώριζε μίσος, κυρίως λόγω των πολιτικών τους ανταγωνισμών αλλά και της μοιχείας που διέπραξε ο Θ. με την γυναίκα του Ατρέα. Ο τελευταίος, δήθεν για συμφιλίωση, τον κάλεσε σε γεύμα, όπου ο Θ. εν αγνοία του έφαγε το κρέας των παιδιών του που του προσέφερε ο Ατρέας.

ιβ. Η μετέπειτα ιστορία του Πέτρου δεν είναι επακριβώς γνωστή. Ο Ευσέβιος παραθέτει κάποιον Γάιο της Ρώμης και κάποιον Διονύσιο επίσκοπο της Κορίνθου (3.1.2· 2.25.5-8), που συνδέουν τον Πέτρο με τη Ρώμη, καθώς και τον Ωριγένη που αναφέρει ότι ο Πέτρος σταυρώθηκε με το κεφάλι προς τα κάτω, επί Νέρωνος (54-68). Ο Άγιος Ιερώνυμος αναφέρει ότι ο Πέτρος υπήρξε επί 25 χρόνια επίσκοπος προτού γίνει μάρτυρας, όμως η παράδοση αυτή δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Εξάλλου ο Λουκάς δεν γνωρίζει αν και κατά πόσο η σταδιοδρομία του Πέτρου παρατάθηκε ύστερα από τα πρώτα αποστολικά χρόνια του Παύλου. Στις Πράξεις, ως μοναδικός αρχηγός της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ εμφανίζεται ο Ιάκωβος «ο Δίκαιος», που φερόταν ως αδελφός του Ιησού, και όχι ο Πέτρος. Ο θρύλος της μετάβασης του Πέτρου στη Ρώμη και της περιπέτειας του εκεί, ανάγεται σε απόκρυφα βιβλία (Πράξεις του Πέτρου) που γράφτηκαν στη Συρία γύρω στο 200 μ.Χ.

ιγ. Οι αντιφατικές θέσεις του Παύλου απέναντι στον ιουδαϊκό νόμο, είναι κάτι το φυσιολογικό για τον Μακάριο: «Ο Νόμος είναι το φεγγάρι που παίρνει το φως από τον ήλιο, αλλά σβήνει όταν ο ήλιος αποκαλύπτεται με όλη του τη δόξα. Δεν έχει δική του δύναμη, όπως δεν έχει και το φεγγάρι μ' όλο που η θέση του μέσα στην τάξη του σύμπαντος είναι εξασφαλισμένη».

ιδ. Η λεγόμενη Πέτρου Αποκάλυψις χρονολογείται από το πρώτο μισό του 2ου αιώνα. Αναφέρεται από τον Κλήμη Αλεξανδρείας που τη θεωρούσε αυθεντική, και από τον Ευσέβιο (Εκκλησιαστική Ιστορία 6.14.1) που τη θεωρούσε πλαστή. Το 367 ο Μ. Αθανάσιος την απέκλεισε από τα κανονικά βιβλία, οριστικά και αμετάκλητα. Μέχρι τότε παρέμενε ένα από τα δημοφιλέστερα απόκρυφα έργα. Αρκετές δεκαετίες πριν τον Αθανάσιο, ο Πορφύριος, φυσικά, θεωρεί ότι η Πέτρου Αποκάλυψις ανήκει στον κανόνα της Αγίας Γραφής.

ιε. Για τους εθνικούς, ο χριστιανικός μονοθεϊσμός είναι ασυνεπής για δυο κυρίως λόγους: (α) Οι άγγελοι, των οποίων την ύπαρξη δέχονται οι χριστιανοί -συνεχίζοντας έτσι την ιουδαϊκή παράδοση- είναι αυτόνομες θεϊκές οντότητες που αντιστοιχούν στους θεούς και δαίμονες του ελληνορωμαϊκού πανθέου, και (β) ο ίδιος ο θεός των χριστιανών έχει τρεις διαφορετικές υποστάσεις.

Πηγή: http://homepages.pathfinder.gr/AKADEMIA/site/filosofy/porfyrios1.htm

 

 

Σημειώσεις

01. Προς Εφεσίους, Κεφ. Στ΄ «17 καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ».

02. Κατά Ματθαίον, Κεφ Κζ΄ «34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον·», Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιε΄ «36 δραμὼν δέ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθεὶς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν λέγων·», Κατά Λουκά, Κεφ. Κγ΄ «36 ἐνέπαιζον δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος προσφέροντες αὐτῷ », Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιθ΄ «29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν·».

03. Όση περίπου η ζωή του Ιησού μέσα στον κόσμο.

04. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κζ «46 περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; 47 τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος. 48 καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. 49 οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα», Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιθ΄ «29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. 30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. », Κατά Λουκά, Κεφ. Κγ΄«46 καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν.».

05. Κατά Ιωάννη, Κεφ Ιθ ΄ «35 καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία».

06. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κη΄ «7 καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν», Κατά Μάρκον, ΚΕφ. Ιστ΄ «9 Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ», Κατά Λουκάν, Κεφ. Κδ΄ «46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ».

07. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιθ΄ «35 καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε».

08. Κατά Ιωάννη, Κεφ Κα΄ «25 ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν».

09. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Ιε΄ «3 παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, 4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς, 5 καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· 6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν·».

10. Κατά Λουκά, Κεφ. Η΄ «5 Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.».

11. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ «64 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.».

12. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Γ΄ «19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς, ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα.20 πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· 21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.».

13. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιστ ΄ «15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται·».

14. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κβ΄ «21 λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. ».

15. Κατά Ματθαίον Κεφ. Δ΄ «8 Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν, καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, 9 καὶ λέγει αὐτῷ· Ταῦτά σοι πάντα δώσω ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι.».

16. Κατά Ματθαίον, Κεφ Δ΄ «10 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις.».

17. Κατά Λουκάν, Κεφ Η΄ «1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς καὶ αὐτὸς διώδευεν κατὰ πόλιν καὶ κώμην κηρύσσων καὶ εὐαγγελιζόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ...5 Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ...11 Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν».

18. Κατά Ιωάννην, Κεφ. Ιγ΄ «2 καὶ δείπνου γινομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ».

19. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «24 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι.».

20. Κατά Ιωάννη, Κεφ Η΄ «44 ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ».

21. Κατά Ιωάννη, Κεφ Η΄ «42 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ, ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε. 43 διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν.», «45 ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι. 46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; 47 ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ.».

22. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Η΄ «43 διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. 44 ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.».

23. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «16 οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

24. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Η΄ «58 εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμί. 59 ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ’ αὐτόν· Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως.».

25. Κατά Ματθαίον, Κεφ Κστ΄ «59 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτὸν ».

26.Κατά Ιωάννη, Κεφ Η΄ «46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;».

27.Κατά Ματθαίον Κεφ. Ε΄ «39 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ’ ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·».

28. Προς Εφεσίους, Κεφ. Β΄ «8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται».

29. Προς Τίτον, Κεφ. Β΄ «9 Δούλους ἰδίοις δεσπόταις ὑποτάσσεσθαι, ἐν πᾶσιν εὐαρέστους εἶναι, μὴ ἀντιλέγοντας, 10 μὴ νοσφιζομένους, ἀλλὰ πίστιν πᾶσαν ἐνδεικνυμένους ἀγαθήν, ἵνα τὴν διδασκαλίαν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ κοσμῶσιν ἐν πᾶσιν».

30. Προς Τίτον, Κεφ. Γ΄ «1 Ὑπομίμνησκε αὐτοὺς ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθαι, πειθαρχεῖν, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἑτοίμους εἶναι, 2 μηδένα βλασφημεῖν, ἀμάχους εἶναι, ἐπιεικεῖς, πᾶσαν ἐνδεικνυμένους πρᾳότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους».

31. Κατά Λουκά Κεφ. Κβ΄ «21 πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ παραδιδόντος με μετ’ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης.».

32. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιβ΄ «40 ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.».

32α. Κατά Λουκά, Κεφ. Ιβ΄«4 Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι. 5 ὑποδείξω δὲ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε.».

32β. Κατά Λουκά, Κεφ. Θ΄ «25 τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος κερδήσας τὸν κόσμον ὅλον, ἑαυτὸν δὲ ἀπολέσας ἢ ζημιωθείς;».

33. Κατά Ματθαίον, Κεφ Στ΄ «45 τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· Καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν.».

34.Κατά Λουκά, Κεφ. Κβ΄ «44 καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν».

35.Κατά Ματθαίον, Κεφ Στ΄ «52 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀπόστρεψον σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀποθανοῦνται.».

36. Κατά Λουκά, Κεφ. Κβ΄ «51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου ἰάσατο αὐτόν· ».

36α. Κατά Λουκά, Κεφ. Κβ΄ «42 λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω».

36β. Κατά Λουκά, Κεφ. Κ΄ «13 εἶπε δὲ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος· τί ποιήσω; πέμψω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν· ἴσως τοῦτον ἰδόντες ἐντραπήσονται. 14 ἰδόντες δὲ αὐτὸν οἱ γεωργοὶ διελογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ κληρονομία. 15 καὶ ἐκβαλόντες αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος ἀπέκτειναν. τί οὖν ποιήσει αὐτοῖς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος;».

36γ. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ΄ «28 τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.».

37. Δ΄ Βασιλείων, Κεφ. Κβ΄ «8 καὶ εἶπε Χελκίας ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας πρὸς Σαπφὰν τὸν γραμματέα· βιβλίον τοῦ νόμου εὗρον ἐν οἴκῳ Κυρίου· καὶ ἔδωκε Χελκίας τὸ βιβλίον πρὸς Σαπφάν, καὶ ἀνέγνω αὐτό. 9 καὶ εἰσῆλθεν ἐν οἴκῳ Κυρίου πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπέστρεψε τῷ βασιλεῖ ρῆμα καὶ εἶπεν· ἐχώνευσαν οἱ δοῦλοί σου τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ ἔδωκαν αὐτὸ ἐπὶ χεῖρα ποιούντων τὰ ἔργα καθεσταμένων ἐν οἴκῳ Κυρίου10 καὶ εἶπε Σαπφὰν ὁ γραμματεὺς πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· βιβλίον ἔδωκέ μοι Χελκίας ὁ ἱερεὺς καὶ ἀνέγνω αὐτὸ Σαπφὰν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 11 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τοῦ νόμου, καὶ διέρρηξε τὰ ἱμάτια ἑαυτοῦ. 12 καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Χελκίᾳ τῷ ἱερεῖ καὶ τῷ Ἀχικὰμ υἱῷ Σαπφὰν καὶ τῷ Ἀχοβὼρ υἱῷ Μιχαίου καὶ τῷ Σαπφὰν τῷ γραμματεῖ καὶ τῷ Ἀσαΐᾳ δούλῳ τοῦ βασιλέως λέγων· 13 δεῦτε ἐκζητήσατε τὸν Κύριον περὶ ἐμοῦ καὶ περὶ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ περὶ παντὸς τοῦ Ἰούδα περὶ τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τοῦ εὑρεθέντος τούτου, ὅτι μεγάλη ἡ ὀργὴ Κυρίου ἡ ἐκκεκαυμένη ἐν ἡμῖν, ὑπὲρ οὗ οὐκ ἤκουσαν οἱ πατέρες ἡμῶν τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τούτου τοῦ ποιεῖν κατὰ πάντα τὰ γεγραμμένα καθ’ ἡμῶν. ».

38. Νεεμίας, Κεφ. Η΄ «1 ΚΑΙ ἔφθασεν ὁ μὴν ὁ ἕβδομος ~καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν πόλεσιν αὐτῶν~ καὶ συνήχθησαν πᾶς ὁ λαὸς ὡς ἀνὴρ εἷς εἰς τὸ πλάτος τὸ ἔμπροσθεν πύλης τοῦ ὕδατος. καὶ εἶπαν τῷ Ἔσδρᾳ τῷ γραμματεῖ ἐνέγκαι τὸ βιβλίον νόμου Μωυσῆ, ὃν ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἰσραήλ. 2 καὶ ἤνεγκεν Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς τὸν νόμον ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ ἀνδρὸς ἕως γυναικὸς καὶ πᾶς ὁ συνίων ἀκούειν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου 3 καὶ ἀνέγνω ἐν αὐτῷ ἀπὸ τῆς ὥρας τοῦ διαφωτίσαι τὸν ἥλιον ἕως ἡμίσους τῆς ἡμέρας ἀπέναντι τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν, καὶ αὐτοὶ συνιέντες, καὶ ὦτα παντὸς τοῦ λαοῦ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ νόμου.».

39. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιδ΄ «6 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή·».

40. Κατά Μάρκον, Κεφ Ιβ΄ «18 Καὶ ἔρχονται Σαδδουκαῖοι πρὸς αὐτόν, οἵτινες λέγουσιν ἀνάστασιν μὴ εἶναι, καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· 19 Διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν», Κατά Ιωάννη, Κεφ. Α΄ «46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.», Κατά Ιωάννη, Κεφ. Η΄ «5 ἐν δὲ τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθάζειν.», Πράξεις Αποστόλων, Κεφ. Στ΄ «14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. 15 καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.», Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ Ιε΄ «21 Μωϋσῆς γὰρ ἐκ γενεῶν ἀρχαίων κατὰ πόλιν τοὺς κηρύσσοντας αὐτὸν ἔχει ἐν ταῖς συναγωγαῖς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκόμενος.».

41. Κατά Λουκά, Κεφ. Κδ «44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ.».

42. Γέννεσης, Κεφ. Α΄ «26 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς. 27 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς».

43. Γέννεσις, Κεφ. Α΄ «3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.».

44. Ψαλμοί Λβ΄(Λγ΄) «6 τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν ».

45. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ια΄ «27 Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου·».

46. Ψαλμοί Κα΄ «17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας. 18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με. 19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.».

47. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κζ΄ «35 σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλοντες κλῆρον».

48. Ψαλμοί, Κεφ. Λγ΄ «20 πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ρύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος· 21 φυλάσσει Κύριος πάντα τὰ ὀστᾶ αὐτῶν, ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ συντριβήσεται.».

49.Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιθ΄ «33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, 34 ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ.».

50. Μιχαίας, Κεφ. Ε΄ «1 ΚΑΙ σύ, Βηθλεέμ, οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ΄ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος».

51. Γέννεσης, Κεφ. Μθ΄ «10 οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν. ».

52. Ησαίας, Κεφ. Ζ΄ «14 διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ·».

53. Ζαχαρίας, Κεφ. Θ΄ «9 Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραυ±ς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον.».

54. Ζαχαρίας, Κεφ. Ια΄ «11 καὶ διασκεδασθήσεται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καί γνώσονται οἱ Χαναναῖοι τὰ πρόβατα τὰ φυλασσόμενα, διότι λόγος Κυρίου ἐστί. 12 καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε στήσαντες τὸν μισθόν μου ἢ ἀπείπασθε· καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς.».

55. Ζαχαρίας, Κεφ. Ια΄ «13 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· κάθες αὐτοὺς εἰς τὸ χωνευτήριον, καὶ σκέψαι εἰ δόκιμόν ἐστιν, ὃν τρόπον ἐδοκιμάσθην ὑπέρ αὐτῶν. καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον».

56. Ησαΐας, Κεφ. Νγ΄ «4 οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. 5 αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ’ αὐτόν. τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν.».

57. Ψαλμοί, Ξη΄ (Ξθ΄) «22 καὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος. ».

58. Ησαΐας, Κεφ. Νγ΄ «9 καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.».

59. Ψαλμοί Κεφ. Ιε΄ (Ιστ΄) «10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.».

60. Πράξεις Αποστόλων, Κεφ. Γ΄ «22 Μωϋσῆς μὲν γὰρ πρὸς τοὺς πατέρας εἶπεν ὅτι προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἂν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς. 23 ἔσται δὲ πᾶσα ψυχὴ, ἥτις ἐὰν μὴ ἀκούσῃ τοῦ προφήτου ἐκείνου, ἐξολεθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ. 24 καὶ πάντες δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ Σαμουὴλ καὶ τῶν καθεξῆς ὅσοι ἐλάλησαν, καὶ κατήγγειλαν τὰς ἡμέρας ταύτας. 25 ὑμεῖς ἐστε υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ· καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς. 26 ὑμῖν πρῶτον ἀναστήσας ὁ Θεὸς τὸν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν ἀπέστειλεν αὐτὸν εὐλογοῦντα ὑμᾶς ἐν τῷ ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν.».

61. Δευτερονόμιο, Κεφ Ιη΄ «15 προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε 16 κατὰ πάντα, ὅσα ἠτήσῳ παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐν Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας λέγοντες· οὐ προσθήσομεν ἀκοῦσαι τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὸ πῦρ τοῦτο τὸ μέγα οὐκ ὀψόμεθα ἔτι, οὐδὲ μὴ ἀποθάνωμεν. 17 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ὀρθῶς πάντα ὅσα ἐλάλησαν πρὸς σέ· 18 προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ὥσπερ σέ, καὶ δώσω τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθ’ ὅτι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ· 19 καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μὴ ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ αὐτοῦ.».

62. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιζ΄ «1 Καὶ μεθ’ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν· 2 καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. 3 καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας μετ’ αὐτοῦ συλλαλοῦντες.».

63. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κα΄ «27 Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι».

64. Προς Εφεσίους, Κεφ. Δ΄ «3 μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, 14 ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι».

65. Λευϊτικόν, Κεφ. Ια΄ «7 καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλὴν τοῦτο, καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς, καὶ τοῦτο οὐκ ἀνάγει μηρυκισμόν, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· 8 ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐ φάγεσθε καὶ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν οὐχ ἅψεσθε, ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν», Δευτερονόμιον, Κεφ. Ιδ΄ «8 καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλὴν τοῦτο καὶ ὀνυχίζει ὀνυχιστῆρας ὁπλῆς, καὶ τοῦτο μηρυκισμὸν οὐ μηρυκᾶται, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐ φάγεσθε καὶ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν οὐχ ἅψεσθε. », Ησαΐας, Κεφ. Ξε΄ «4 ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς σπηλαίοις κοιμῶνται δι’ ἐνύπνια, οἱ ἔσθοντες κρέα ὕεια καὶ ζωμὸν θυσιῶν, μεμολυμμένα πάντα τὰ σκεύη αὐτῶν·» , Ησαΐας, Κεφ. Ξστ΄ «3 ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ αὐτοὶ ἐξελέξαντο τὰς ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε» ,Α΄ Μακκαβαίων, Κεφ. Α΄ «47 καὶ οἰκοδομῆσαι βωμοὺς καὶ τεμένη καὶ εἰδωλεῖα καὶ θύειν ὕεια καὶ κτήνη κοινὰ».

66. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Η΄ «28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.».

67. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Θ΄ «1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. 4 καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.».

68. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ε΄ «8 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· Ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου. 9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· Τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· Λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν.».

69. Κατά Ματθαίον, Κεφ Η΄ «34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.».

70. Τιβεριάδα.

71. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Η΄ «23 Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.».

72. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κβ΄ «21 λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ.».

73. Φιλόστρατος, Βίος Απολλώνιου Τυανέως ΧV, μετ. Α. Τζαφεροπούλου, Αθήνα 1995 (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 49, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, άρθρο «Πόλη και Ύπαιθρος στον Ελληνορωμαϊκό Κόσμος», σελίδα 48.).

74. 46ος λόγος.

75. Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 49, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, άρθρο «Πόλη και Ύπαιθρος στον Ελληνορωμαϊκό Κόσμος», σημείωση 12, σελίδα 53.

76. Αστυνομία.

77. Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 49, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, άρθρο «Πόλη και Ύπαιθρος στον Ελληνορωμαϊκό Κόσμος», σελίδα 48.

78. Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 49, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, άρθρο «Πόλη και Ύπαιθρος στον Ελληνορωμαϊκό Κόσμος», σελίδα 48.

78α. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιθ΄ «23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.»

79. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «3 Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 4 μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. 5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν. 6 μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. 7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. 8 μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται. 9 μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.10 μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ».

80. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιστ΄ «15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται·».

81. Αριθμοί Κεφ. Λδ΄ «11 καὶ καταβήσεται τὰ ὅρια ἀπὸ Σεπφάμ Ἀρβηλὰ ἀπὸ ἀνατολῶν ἐπὶ πηγάς, καὶ καταβήσεται τὰ ὅρια Βηλὰ ἐπὶ νώτου θαλάσσης Χενερὲθ ἀπὸ ἀνατολῶν·», Ιησούς του Ναυή, Κεφ. Ιγ΄ «27 καὶ Ἐμὲκ Βαιθαρὰμ Βανθαναβρὰ καὶ Σοκχωθὰ καὶ Σαφὰν καὶ τὴν λοιπὴν βασιλείαν Σηὼν βασιλέως Ἐσεβών, καὶ ὁ Ἰορδάνης ὁριεῖ ἕως μέρους τῆς θαλάσσης Χενερὲθ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἀπ’ ἀνατολῶν.».

82. Λουκάς, Κεφ. Ε΄ «1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ».

83. Ως «σήμερα» εκλαμβάνεται όχι μόνο ο 13ος αιώνας του Χριστιανού Μεθόδιου, αλλά και ο 21ος.

84. Οι διαστάσεις της Λίμνης της Γεννησαρέτ είναι 21 χιλιόμετρα μήκος, 13 χιλιόμετρα πλάτος. (Πηγή: http://www.reference.com/browse/wiki/Sea_of_Galilee).

85. «Λόγω της χαμηλής της θέσης στην κοιλάδα, που περιβάλλεται από λόφους, η θάλασσα αυτή υπόκεινται ε ξαφνικές βίαιες καταιγίδες» (Πηγή: http://www.reference.com/browse/wiki/Sea_of_Galilee).

86. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιδ΄ «24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος.».

87. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Στ΄ «22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης εἶδον ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃς ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον·».

88. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιδ΄ «22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.».

89. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Στ΄ «16 Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν, 17 καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, 18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διεγείρετο. 19 ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν.».

90. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιζ΄ «17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».

91. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιστ΄ «10 περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με·».

92. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ζ΄ «33 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἔτι μικρὸν χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με. 34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε· καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν. 35 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς· Ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας; 36 τίς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;».

93. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιστ΄ «ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ.».

94. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ΄ «2 Οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι....12 βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν».

95. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιστ΄ «11 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.».

96. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιδ΄ «23 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησόμεν.».

97. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Στ΄ «56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.».

98. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ΄ «26 Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· 27 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· 28 τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου.»

99. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιδ΄ «22 Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. 23 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. 24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον.»

100. Κατά Λουκά, Κεφ. Κβ «19 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν.20 ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων· Τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον.»

101. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιβ΄ «32 κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. 33 τοῦτο δὲ ἔλεγεν σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.»

102. Διογένης Λαέρτιος 7, 121

103. Διογένης Λαέρτιος 7, 188

104. Διογένης Λαέρτιος 6, 73

105. «Ἀμφιάραος δὲ αἰσθόμενος τοῦτο, μισῶν Τυδέα ὅτι παρὰ τὴν ἐκείνου γνώμην εἰς Θήβας ἔπεισε τοὺς Ἀργείους στρατεύεσθαι, τὴν Μελανίππου κεφαλὴν ἀποτεμὼν ἔδωκεν αὐτῷ [ τιτρωσκόμενος δὲ Τυδεὺς ἔκτεινεν αὐτόν]. ὁ δὲ διελὼν τὸν ἐγκέφαλον ἐξερρόφησεν» (Πηγή: Ψεύδο Απολλώδορος, Βιβλιοθήκη Γ΄)

106. Λαιστρηγόνες, Ομήρου Οδύσσεια, Κεφ. κ΄, 118-124 «οἱ δ᾽ ἀίοντες φοίτων ἴφθιμοι Λαιστρυγόνες ἄλλοθεν ἄλλος μυρίοι, οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότες, ἀλλὰ Γίγασιν. οἵ ῥ᾽ ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον· ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει ἀνδρῶν τ᾽ ὀλλυμένων νηῶν θ᾽ ἅμα ἀγνυμενάων· ἰχθῦς δ᾽ ὣς πείροντες ἀτερπέα δαῖτα φέροντο.» [μτφρ: «Τότες εκείνος χούγιαξε στη χώρα, κι οι αντρειωμένοι οι Λαιστρυγόνες χούμιξαν ολούθε σαν ακούσαν, αρίθμητοι, και μοιάζανε Γίγαντες, κι όχι ανθρώποι. Πέτρες, ενός αντρός φορτιό την καθεμιά, τινάζαν από τα βράχια, κι έφερναν αχό στα πλοία μεγάλο, τι οι ναύτες ξολοθρεύονταν και τα καράβια σπάζαν. Σαν ψάρια τους καμάκιζαν κι άθλιο φαγί τους κάναν.»] (Πηγή: http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm10.htm)

107. Κύκλωπας, Όμηρου Οδύσσεια, Κεφ. ι΄, 296-297 «αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωψ μεγάλην ἐμπλήσατο νηδὺν ἀνδρόμεα κρέ᾽ ἔδων καὶ ἐπ᾽ ἄκρητον γάλα πίνων» [μφτρ: «Κι ο Κύκλωπας τη διάπλατη σα γέμισε κοιλιά του, κρέατ’ ανθρώπου τρώγοντας και γάλα αγνό ρουφώντας»] (Πηγή: http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm9.htm)

108. Βλέπε το θαύμα της Θείας μεταλαβής του Λαντσιάνο, το οποίο έχει επαναληφθεί κατά την διάρκεια Θείων Λειτουργιών εις τον Ορθόδοξο χώρο εις το πέρας των αιώνων και που πρόσφατα, στον 20 αιώνα, επαναλήφθηκε στην Ανατολή (κατά πάσα πιθανότητα στην Αρμενία).

109. Κατά Μάρκον Κεφ. Ιστ΄ «15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται·»

110. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ια΄ «22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν Θεοῦ. 23 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσῃ ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. 24 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν. »

111. Κατά Λουκά, Κεφ. Κδ΄ «38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα.40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν.»

112. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Α΄ «10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 11 οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ'ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὸν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν.».

113. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ «67 Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν 68 λέγοντες· Προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;».

114. Εννοείται οι Εθνικοί - παγανιστές & νεοπαγανιστές.

115. Βλέπε σημείωση 113 παραπάνω.

116. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «13 Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;».

117. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.».

118. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «14 οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. 15 λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; 16 ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.».

119. Προς Εφεσίους, Κεφ. Β΄ «9 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.».

120. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.».

121. Α΄ Προς Κορινθίους, Κεφ. Ι΄ «3 καὶ πάντες τὸ αὐτὸ βρῶμα πνευματικὸν ἔφαγον, 4 καὶ πάντες τὸ αὐτὸ πόμα πνευματικὸν ἔπιον· ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός.».

122. Αποκάλυψη Ιωάννου, Κεφ. Κα΄ «14 καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καὶ ἐπ’ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου.».

123. «19 καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.».

124. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιη΄ «18 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. 19 Πάλιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 20 οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.».

125. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιη΄ «3 ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων.», «12 Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτὸν».

126. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιη΄ «10 Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτὴν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος». Ο Πορφύριος ήταν Σημίτης και πριν μετονομασθεί προς το ελληνικότερο, ονομάζονταν Μάλχος.

127. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιη΄ «22 ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών· Οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; », Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ΄ «67 Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν 68 λέγοντες· Προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; 69 Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα· Καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου. 70 ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων λέγων· Οὐκ οἶδα τί λέγεις.», Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιδ΄ «55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον· 56 πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ’ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. 57 καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ’ αὐτοῦ ».

128. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιδ΄ «64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου. 65 Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· Προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον. 66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως, 67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· Καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα. 68 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· Οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε.».

129. Κατά Λουκά, Κεφ. Κβ΄ «54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως· ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν. 55 ἁψάντων δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν.»

130. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ι΄ «16 Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. 17 προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς·».

131. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιη΄ «26 ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Οὐκ εἰμί. λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον· Οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ’ αὐτοῦ; ».

132. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιη΄ «10 Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτὴν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος».

133. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιη΄ «21 Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις; 22 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις ἀλλ’ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.».

134. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιη΄ «11 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην·».

135. Κατά Λουκά, Κεφ. Κβ΄ «50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν. 51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου ἰάσατο αὐτόν·».

136. Αυτή την απορία του Πορφύριου κινεί και ο Ίων Δημόφιλος του Δαυλού, στο διπλό τεύχος 272-273 (βλ. σελίδα Δαυλός Απελέκητος).

137. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ΄ «52 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀπόστρεψον σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀποθανοῦνται.».

138. Εφεσίους, Κεφ. Στ΄ «15 καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης».

139. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ε΄ «1 Ἀνὴρ δέ τις Ἁνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ἐπώλησε κτῆμα 2 καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικός αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν. 3 εἶπε δὲ Πέτρος· Ἁνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου; 4 οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ. 5 ἀκούων δὲ ὁ Ἁνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. 6 ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν. 7 Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς, εἰσῆλθεν. 8 ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· Εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· Ναί, τοσούτου. 9 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· Τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε. 10 ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 11 καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ’ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.».

140. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ε΄ «10 ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς.».

141. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Η΄ «14 Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην· 15 οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα ἅγιον· 16 οὔπω γὰρ ἦν ἐπ’ οὐδενὶ αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δὲ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 17 τότε ἐπετίθουν τὰς χεῖρας ἐπ’ αὐτούς, καὶ ἐλάμβανον Πνεῦμα ἅγιον. 18 ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα 19 λέγων· Δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα ἅγιον. 20 Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι. 21 οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 22 μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου· 23 εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα. 24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπε·, Δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Κύριον ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ’ ἐμὲ ὧν εἰρήκατε. 25 Οἱ μὲν οὖν διαμαρτυράμενοι καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο.».

142. Κατά Ιωάννην, Κεφ. Στ΄ «63 τὸ Πνεῦμά ἐστιν τὸ ζῳοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν·».

143. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ε΄ «4 οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε;».

144. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ε΄ «7 Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς, εἰσῆλθεν. 8 ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· Εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· Ναί, τοσούτου.».

145. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ε΄ «11 καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ’ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. 12 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· 13 τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ’ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· 14 μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν».

146. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιβ΄ «31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· 32 καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι.».

147. Πράξεις Αποστόλων, Κεφ. Ιβ΄ «4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν».

147α. Προς Γαλάτες, Κεφ. Β΄ «18 εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι.».

148. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «24 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι.».

149. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Δ΄ «7 καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ μέσῳ ἐπυνθάνοντο· Ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς; 8 τότε Πέτρος πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραὴλ, 9 εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσῳσται, 10 γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής.».

150. Πράξεις των Αποστόλων, Κεδ. Δ΄ «18 καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ. 19 ὁ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀποκριθέντες πρὸς αὐτοὺς εἶπον· Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ, κρίνατε.».

151. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Η΄ «1 Ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν Ἱεροσολύμοις· πάντες δὲ διεσπάρησαν κατὰ τὰς χώρας τῆς Ἰουδαίας καὶ Σαμαρείας, πλὴν τῶν ἀποστόλων.».

152. Προς Γαλάτας, Κεφ. Β΄ «9 καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι».

153. Β΄ Προς Κορινθίους, Κεφ. Ια΄ «5 λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων.».

154. Κατά Λουκά, Κεφ. Ιζ΄ «1 Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· Ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· οὐαὶ δὲ δι’ οὗ ἔρχεται. 2 λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων. 3 προσέχετε ἑαυτοῖς. ἐὰν ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ· 4 καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρὸς σὲ λέγων, μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ.»

155. Προς Γαλάτας, Κεφ. Β΄ «14 ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων·».

156. Κατά Λουκά, Κεφ. Ιζ΄ «3 προσέχετε ἑαυτοῖς. ἐὰν ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ·».

157. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Β΄ «25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς. ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. 26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; 27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου. 28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, 29 ἀλλ' ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐκ τοῦ Θεοῦ.».

158. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Δ΄ «9 ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν ἀκροβυστίαν; λέγομεν γάρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ Ἀβραὰμ ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην.».

159. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιε΄ «11 ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ' ὃν τρόπον κἀκεῖνοι.».

160. Α΄ Προς Κορινθίους, Κεφ. Ζ΄ «18 περιτετμημένος τις ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω. ἐν ἀκροβυστίᾳ τις ἐκλήθη; μὴ περιτεμνέσθω. 19 ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ.».

161. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ια΄ «1 Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. 2 καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς 3 λέγοντες ὅτι Πρὸς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καὶ συνέφαγες αὐτοῖς.».

162. Οι Ιουδαίοι. Βλέπε και κάτωθι σημ. 163.

163. Οι Εθνικοί. (Προς Εφεσίους, Κεφ. Β΄ «11 Διὸ μνημονεύετε ὅτι ὑμεῖς ποτε τὰ ἔθνη ἐν σαρκί, οἱ λεγόμενοι ἀκροβυστία ὑπὸ τῆς λεγομένης περιτομῆς ἐν σαρκὶ χειροποιήτου»).

164. Προς Γαλάτας, Κεφ. Β΄ «11 Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν. 12 πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ Ἰακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς. 13 καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ οἱ λοιποὶ Ἰουδαῖοι, ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει. 14 ἀλλ' ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων· εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ἰουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν;».

165. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιε΄ «24 Ἐπειδὴ ἠκούσαμεν ὅτι τινὲς ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τὰς ψυχὰς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι καὶ τηρεῖν τὸν νόμον, οἷς οὐ διεστειλάμεθα».

166. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιε΄ «19 διὸ ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν, 20 ἀλλὰ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς τοῦ ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ τῆς πορνείας καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος.».

167. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιε΄ «1 Καί τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι Ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει τῷ Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι...10 νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν.».

168. Προς Ρωμαίους, Κεφ. στ΄ «22 νυνὶ δέ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. 23 τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.».

169. Προς Γαλάτες, Κεφ. Ε΄ «1 Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε. 2 Ἴδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει.».

170. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιστ΄ «3 τοῦτον ἠθέλησεν ὁ Παῦλος σὺν αὐτῷ ἐξελθεῖν, καὶ λαβὼν περιέτεμεν αὐτὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ὄντας ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις· ᾔδεισαν γὰρ ἅπαντες τὸν πατέρα αὐτοῦ ὅτι Ἕλλην ὑπῆρχεν. 4 ὡς δὲ διεπορεύοντο τὰς πόλεις, παρεδίδουν αὐτοῖς φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ.».

171. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Κβ΄ «3 καὶ φησίν· Ἐγὼ μέν εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιὴλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ καθὼς πάντες ὑμεῖς ἐστε σήμερον.».

172. «Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας», δηλαδή της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη, ήταν ένα προνόμιο το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες παραχωρούσαν σπάνια έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., καθώς οι επαρχιώτες που διέθεταν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στην αυτοκρατορική δικαιοσύνη και να αποφύγουν τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια τυχόν φυλάκισης τους» (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, σσ. 64 - 83). Πρβλ. και Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιστ΄ «37 ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς αὐτούς· Δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους Ρωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν·». Περισσότερα στην σελίδα Ρώμη.

172α. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ζ΄ «26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει·».

173. Πρβλ. Η ρωμαιοκρατία στον Ελληνικό κόσμο, ο.π.

174. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «7 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι».

175. Αθήνα.

176. «Όπως οι Πέρσες και οι Ιουδαίοι τάσσει όλους τους κακούς δαίμονες υπό έναν άρχοντα του κάτω κόσμου, τον Πλούτωνα ή Σάραπι και την Εκάτη τους δε Τιτάνες θεωρεί κακούς δαίμονες. Και αυτά την στιγμή που η Εκάτη και ο Σάραπις θεωρούνται ανώτερα όντα την εποχή εκείνη. Αυτό συνέβη διότι ο Πορφύριος ενώ είχε πιστά Ελληνικές ιδέες αργότερα παραδέχτηκε πολλά από τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό.» (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Πορφύριος )

177. «Παραδειγματικά» εννοείται η προσωπική διαμονή του Σημίτη ελληνίζοντα φιλοσόφου σε μόνο μία θρησκευτική πεποίθηση παρά σε περισσότερες αναμειγμένες.

178. «Κατά την καταγωγή [ο Πορφύριος] δεν ήταν Έλληνας, αλλά Σημίτης. Το αρχικό του όνομα ήταν Μάλχος (Μέλεχ), το οποίο εξελληνισμένο έγινε κατά πρώτα μεν βασιλεύς, ύστερα δε (πιθανώς υπό του Πλωτίνου) Πορφύριος (πρβ. Zeller, Philos. d. Griech. 2, τόμ. 3, μερ.2, σελ. 636, σημ. 3) καθ’ υπαινιγμό προς την Τύριο αυτού πατρίδα.» (Πηγή: Πορφυρίου Περί των αποσπασμάτων κατά Χριστιανών, Αγαθάγγελου Γεωργιάδου, εκδόσεις Ιδεοθέατρον, Αθήνα 2000, σελ. 11.)

179. Τον Δ΄ αιώνα μ.Χ. υπήρχε φανατισμός στις Αθηναϊκές σχολές. Κάθε διδάσκαλος είχε περί αυτών ιδιαίτερο όμιλο μαθητών που οπλισμένοι έχοντας τους αρχηγούς τους «προστάτες». Πολλές φορές γίνονταν συγκρούσεις μεταξύ αυτών ώστε ο ένας χορός να προσελκύει τους νέους μαθητές. Οι αυτομολίες αυτές των μαθητών (εκούσιες ή αναγκαστικές) μετατρέπονταν εις διενέξεις όταν συναντιόνταν οι χοροί στα θέατρα και στις στοές. Πολλές φορές επενέβηκε ο ανθύπατος της Αχαΐας και καλούσε τους επετείους στην Κόρινθο ενώπιων του. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Κόρινθος)

180. Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων, Ιάμβλιχου.

181. Εις Ανεβώ επιστολή Πορφύριου, βλ. Απολογητικά Σχόλια.

182. Ο Πορφύριος ο Τύριος (περ. 232-304/10 μ.Χ.), ήταν μαθητής του Πλωτίνου (204/5-269/70 μ.Χ.) και δάσκαλος του Ιαμβλίχου. (Πηγή: Ιάμβλιχος, Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων, Εκδόσεις Ζήτρος, τόμος Α΄, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Αλέξιος Α. Πέτρου, προσφορά της εφημερίδας το ΒΗΜΑ, σελ. 18)

183. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «7 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι»

184. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Θ΄ «16 οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. 17 οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολλοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται.».

185. Κατά Λουκά, Κεφ. Κδ΄«44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ.».

186. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιε΄ «1 Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. 2 πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτὸ, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ.».

187. Α΄ Προς Κορινθίους, Κεφ. Θ΄ «14 οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοῖς τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ζῆν».

188. Ως ζωή εδώ του Παύλου εννοείται από της ημέρα ενάρξεως εκείνης της Χριστιανικής μέχρι τελέσεώς του.

189. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιθ΄ «23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.».

189α. Προς Γαλάτας, Κεφ. Δ΄ «7 ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ' υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ.»

190. Γένεσης, Κεφ. Α΄ «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.»

191. Γένεσης, Κεφ. Β΄ «16 καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, 17 ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.».

192. Δευτερονόμιον, Κεφ. Ι΄ «13 φυλάσσεσθαι τάς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα εὖ σοι ᾖ;».

193. Λουκάς, Κεφ. Α΄ «30 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. 31 καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. 32 οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, 33 καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος.».

194. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιδ΄ «19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. 21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων.».

195. Δευτερονόμιο, Κεφ. Κε΄

196. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ιε΄ «42 οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· 43 σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει·»

197. Αποκάλυψης Ιωάννη, Κεφ. Κα΄ «1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι.».

198. «Και πώς γίνεται, από τη μια να λέει την περιτομή ακρωτηριασμό της σάρκας κι από την άλλη να περιτέμνει ο ίδιος κάποιον, ονόματι Τιμόθεο, στην πόλη Λύστρα, όπως μας αφηγούνται οι «Πράξεις των Αποστόλων»;»

199. Δευτερονόμιο, Κεφ. Ι΄ «16 καὶ περιτεμεῖσθε τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν καὶ τὸν τράχηλον ὑμῶν οὐ σκληρυνεῖτε ἔτι·»

200. Προς Γαλάτες, Κεφ. Ε΄ «3 μαρτύρομαι δὲ πάλιν παντὶ ἀνθρώπῳ περιτεμνομένῳ ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι.»

201. Προς Γαλάτες, Κεφ. Ε΄ «4 Κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε·».

202. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «12 χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν.».

203. Κατά Μάρκον, Κεφ. Α΄ «11 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.».

203α. Γέννεσης, Κεφ. Κβ΄ «15 καὶ ἐκάλεσεν ἄγγελος Κυρίου τὸν Ἁβραὰμ δεύτερον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, λέγων· 16 κατ’ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, οὗ εἵνεκεν ἐποίησας τὸ ρῆμα τοῦτο, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ, 17 ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε, καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου, ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης, καὶ κληρονομήσει τὸ σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων· 18 καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀνθ’ ὧν ὑπήκουσας τῆς ἐμῆς φωνῆς.».

204. Προς Γαλάτες, Κεφ. Γ΄«8 προϊδοῦσα δὲ ἡ γραφὴ ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοῖ τὰ ἔθνη ὁ Θεὸς, προευηγγελίσατο τῷ Ἀβραὰμ ὅτι ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα τὰ ἔθνη.».

205. Προς Γαλάτες, Κεφ. Δ΄ «6 Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ.».

205α. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Η΄ «15 οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ' ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ.».

206. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιβ΄ «30 καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολὴ·».

207. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιβ΄ «31 καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι.».

208. Προς Εφεσίους, Κεφ. Στ΄ «5 Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς κυρίοις κατὰ σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ, 6 μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς».

209. Προς Γαλάτες, Κεφ. Γ΄ «10 Ὅσοι γὰρ ἐξ ἔργων νόμου εἰσὶν, ὑπὸ κατάραν εἰσί· γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὃς οὐκ ἐμμένει ἐν πᾶσι τοῖς γεγραμμένοις ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τοῦ ποιῆσαι αὐτά.».

210. Δευτερονόμιο, Κεφ. Κζ΄ «26 ἐπικατάρατος πᾶς ἄνθρωπος ὃς οὐκ ἐμμενεῖ ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις τοῦ νόμου τούτου ποιῆσαι αὐτούς· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο.».

211. Προς Γαλάτες, Κεφ. Ε΄ «4 Κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε· 5 ἡμεῖς γὰρ Πνεύματι ἐκ πίστεως ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα. 6 ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη.»

212. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Γ΄ «21 Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, 22 δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας· οὐ γάρ ἐστι διαστολή· 23 πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, 24 δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 25 ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων 26 ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως Ἰησοῦ. 27 Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη. διὰ ποίου νόμου; τῶν ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως. 28 λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου. 29 ἢ Ἰουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν, 30 ἐπείπερ εἷς ὁ Θεός, ὃς δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως. 31 νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν.»

213. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Γ΄ «10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς».

214. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιε΄ «18 Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν.».

215. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Ε΄ «13 ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου·».

216. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Ζ΄ «7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου·».

217. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιβ΄ «35 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ' ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. 36 ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε.».

218. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Ζ΄ «8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν·».

219. Προς Ρωμαίους, Κεγ. Ζ΄ «19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ' ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω.».

220. Εννοείται η Θεία Ευχαριστία, σύμφωνα με το Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κστ΄ «26 Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· 27 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· 28 τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.».

221. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ι΄ «32 ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, , 33 καθὼς κἀγὼ πάντα πᾶσιν ἀρέσκω, μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσι.».

222. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ι΄ «4 Περὶ τῆς βρώσεως οὖν τῶν εἰδωλοθύτων οἴδαμεν ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καὶ ὅτι οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς.».

223. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ι΄ «25 Πᾶν τὸ ἐν μακέλλῳ πωλούμενον ἐσθίετε μηδὲν ἀνακρίνοντες διὰ τὴν συνείδησιν·».

224. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ι΄ «26 τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.».

224α. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κβ΄ «1 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγων· 2 Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ.».

225. Α΄ Κοριθνίους, Κεφ. Ζ΄ «· 28 ἐὰν δὲ καὶ γήμῃς, οὐχ ἥμαρτες·»

226. Ά Κορινθίους, Κεφ. Ζ΄ «39 Γυνὴ δέδεται νόμῳ ἐφ' ὅσον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ.».

227. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ζ΄ «28.. καὶ ἐὰν γήμῃ ἡ παρθένος, οὐχ ἥμαρτε·».

228. Α΄ Προς Τιμόθεον, Κεφ. Δ΄ «1 Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει.».

229. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ζ΄ «25 Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν Κυρίου οὐκ ἔχω, γνώμην δὲ δίδωμι ὡς ἠλεημένος ὑπὸ Κυρίου πιστὸς εἶναι.».

231. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κε΄ «1 Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις».

232. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιθ΄ «12 εἰσὶ γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω· καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω.».

233. Β΄ Πέτρου, Κεφ. Γ΄ «13 καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ.».

234. Κατά Λουκά, Κεφ. Κα΄ «33 ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.».

235. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα παιδιά και τα νήπια των πάλαι παγανιστικών ανθρωποθυσιών, όπως και των βιολογικών τιμωριών του Θεού κατά των μελών της φυλής των, των πολέμων και των σημερινών αμβλώσεων.

236. Η αναπαραγωγή δεν υπάρχει μόνο για την αύξηση του πληθυσμού αλλά ιδιαίτερα για την διαιώνιση των ειδών που είναι φθαρτά και γεύονται στο τέλος αναγκαστικά τον θάνατο. Όμως βάση της θεολογίας, η μελλούμενη ζωή άφθαρτων σωμάτων δεν θα έχει ανάγκη από την αναπαραγωγή, ούτε ασφαλώς η σεξουαλική πράξη.

236α. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιθ΄ «30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.».

236β. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ζ΄ «29 τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, 30 καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, 31 καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου.».

237. Β΄ Πέτρου, Κεφ. Γ΄ «8 Ἓν δὲ τοῦτο μὴ λανθανέτω ὑμᾶς, ἀγαπητοί, ὅτι μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία.».

238. Γένεσης, Κεφ. Α΄ «31 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν.».

238α. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία ο Θεός δεν έχει ολοκληρώσει τον κόσμο. Μετά την «6η μέρα της Δημιουργίας», ο Θεός «αναπαύθηκε» από τα έρηα του, σύμφωνα με το Γένεσης, Κεφ. Β΄ «1 ΚΑΙ συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. 2 καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε. 3 καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι.». Η πλήρης κατασκευή του κόσμου, μετά την 2α Παρουσία θα αποτελέσει την 8η Δημιουργική Ημέρα. Ο Πορφύριος μοιάζει με εκείνον, που αν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ και να δει τα έργα του Θεού πριν την έναρξη της βιολογικής ζωής, θα επέμενε ο Θεός να μην συνεχίσει την Δημιουργία, είτε γιατί πράττοντας έτσι αποδεικνύει ότι ο Θεός δεν είναι καλός (;) Δημιουργός, είτε πως ο Θεός διασαλεύει την σταθερότητα του κόσμου. Όμως τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Ο Θεός έχει περισσότερο χρόνο στην διάθεσή Του από ότι ο έλάχιστος άνθρωπος, ενώ η σταδιακή ολοκλήρωσή του κόσμου δεν δείχνει κάποιον που δεν γνωρίζει τι κάνει, αλλά κάποιον που ενεργεί βάση σχεδίου.

239. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ι΄ «29 οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν.».

239α. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κβ΄ «30 ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ' ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι.».

239β. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ιε΄ «50 Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ. 51 ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, 52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα.».

239γ. Προβλήματα, Αριστοτέλης.

240. Κατά Λουκά, Κεφ. Ιστ΄ «19 Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ.».

241.Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Α΄ «9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.».

242. Ο Πορφύριος εύκολα φαντάζεται την μελλοντική απόφαση του δικού του έστω θεού, αλλά δεν μπορεί να φανταστεί την ανάληψη των ανθρώπων. Δεν είναι ζήτημα λογικής, αλλά ζήτημα προσωπικής πίστης.

243. Ο Θεός ’χωρεστον.

244. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κδ΄ «15 Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ - ὁ ἀναγινώσκων νοείτω».

245. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιγ΄ «10 καὶ εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον.».

246. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κδ΄ «21 ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ' οὐ μὴ γένηται.».

247. Κατά Λουκά, Κεφ. Κα΄ «20 ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ἱερουσαλήμ, τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς. 21 τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, καὶ οἱ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν, καὶ οἱ ἐν ταῖς χώραις μὴ εἰσερχέσθωσαν εἰς αὐτήν, 22 ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί εἰσι τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα. 23 οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις· ἔσται γὰρ τότε ἀνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὀργὴ τῷ λαῷ τούτῳ, 24 καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι οὗ πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν. 25 Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου».

248. Κατά Ματθαίον, Κστ΄ «57 Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν.».

249. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κζ΄ «1 Πρωΐας δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν·».

250. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κζ΄ «12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο.».

251. Κατά Ματθαίον, Κεφ Κζ΄ «5 καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν.».

252. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιη΄ «1 Μετὰ δὲ ταῦτα χωρισθεὶς ὁ Παῦλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἦλθεν εἰς Κόρινθον·».

253. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιη΄ «9 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος δι' ὁράματος ἐν νυκτὶ τῷ Παύλῳ· Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, 10 διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε, διότι λαός ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ.»

254. Κατά Λουκά, Κεφ. στ΄ «27 Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν· ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, 28 εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς. 29 τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς. 30 παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει. 31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.».

255. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ιστ΄ «15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει.».

256. Α΄ Προς Κορινθίους, Κεφ. Ιε΄ «6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν·».

257. Ο Πορφύριος αναφέρεται σε απόκρυφο διήγημα.

257α. Πρβλ. Προς Ανεβώ Επιστολή του Πορφυρίου.

257β. Ο Φαέθων, γιος του Ήλιου και της Κλυμένης, παρακούοντας τις συμβουλές των γονιών του, θέλησε να οδηγήσει εκείνος για μια μέρα το άρμα του Ήλιου. Η άδεια τελικά του δόθηκε, η εκπλήρωση όμως της επιθυμίας του Φαέθοντα είχε ολέθρια αποτελέσματα. Ανίσχυρος να συγκρατήσει τα αφηνιασμένα άλογα του άρματος, ξέφυγε από την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει και έγινε υπαίτιος πολλών δεινών. Αλλού μεν η Γη ξεράθηκε και τα ποτάμια της στέρεψαν γιατί το φλέγον άρμα πλησίασε πολύ κοντά της και αλλού καλύφθηκε από χιόνια και πάγους γιατί το άρμα του Ήλιου απομακρύνθηκε πάρα πολύ. Ο Δίας τότε, για να σταματήσει τη φυσική αυτή αταξία του κόσμου, παρενέβη κεραυνοβολώντας τον όμορφο Φαέθοντα. Κατά την παράδοση ο Φαέθων έπεσε νεκρός στις όχθες του Πάδου, στην Ιταλία, όπου τον έθαψαν οι αδελφές του οι Ηλιάδες. Λόγω της μεγάλης τους θλίψης, οι Ηλιάδες μεταμορφώθηκαν σε λεύκες και όταν τα δάκρυά τους ξεράθηκαν πάνω στο έδαφος, μετατράπηκαν σε κεχριμπάρια. (Πηγή: http://www.e-city.gr/santorini/home/view/1102.php)

258. Οι λεγόμενοι Αργοί Λίθοι.

259. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 π.Χ. - περίπου 230 π.Χ.) ήταν Έλληνας αστρονόμος και μαθηματικός, που γεννήθηκε στη Σάμο. Βάση της ηλιοκεντρικής θεωρίας του, η γη είναι επίσης ουράνιο σώμα, αφού δεν είναι το «ατάραχο» κέντρο του κόσμου και η «αταλάντευτη» έδρα των θεών [πρβλ. σελίδα Θεογονία Ισιόδου].

300. Για την θεολογία δεν είναι είναι ουράνιο σώμα το «άστρο των Χριστουγέννων» αλλά υπερφυσικό φαινόμενο.

301. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ι΄ «8 καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι·».

302. Χριστιανοί Απολογητές που απάντησαν, όπως ο Ευσέβιος, ο Μεθόδιος, ο Απολλινάριος ο Φιλοστόργιος κ.α. των έργων τα οποία έκαψε ο Θεοδόσιος ο Μέγας.

303. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας και ο Ουαλεντιανός.

304. Πρβλ. την Προφορική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία δημιούργησε τα γραπτά κείμενα των Ευαγγελίων, σε αντιδιάσταση με την αίρεση του Προτεσταντισμού, η οποία εξαρτάται από την εξεύρεση υλικού αντιγραφής για την διαιώνιση του θείου λόγου.

304α. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.».

305. Το άτοπο είναι η σύλληψη πράγματος τινός, ως το σύμπαν, που αν και αποτελείται από περισσότερα του ενός τετελεσμένων πραγμάτων, το ίδιο δεν έχει αρχή και τέλος.

306. Β΄ Πέτρου, Κεφ. Γ΄ «13 καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ.».

307. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Δ΄ «17 Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.».

307α. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «3 Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

308. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν.».

309. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Ιε΄ «52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα.».

310. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Η΄ «21 ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.».

311. «Νέα Ρώμη» ονομάζεται η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολη.

312. Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ζ΄ «47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. 48 ἀλλ' οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· 49 ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;». Είναι πράγματι εύλογο απορίας γιατί ο Πορφύριος πέφτει σε τόσο ανόητα λάθη. Θα μπορούσε η αιτία να είναι η έλλειψη ουσιώδης επαφής του με τα Χριστιανικά κείμενα και η ενασχόλησή του με αυτά κάνοντας χρήση μόνο της ανθρώπινης μνήμης; θα μπορούσε να είναι η παντελής και κακοπροαίρετη απόρριψη του Χριστιανισμού με όλα τα μέσα ως αντεκδίκηση, επιβεβαιώνοντας κάποιες παραδόσεις για αποπομπή του από το χριστιανικό εκκλησιαστικό σώμα; Θα μπορούσε να είναι χάρη αστεϊσμού η τόσο αλαφροΐσκιωτη παράδοση επιχειρημάτων ή μήπως κάτι τέτοιο αντιβαίνει εις την κοπιώδη συγγραφή δέκα βιβλίων εκ μέρους του; ή τέλος η συμπεριφορά του Πορφυρίου επιβεβαιώνει τον Απόστολο Παύλο περί της ασύνετου καρδίας ορισμένων, όσο «σοφοί» και αν είναι; Προς Ρωμαίους, Κεφ. Α΄ «21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ' ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία·».

313. Βλέπε τους μύθους του δούλου παιδαγωγού Αισώπου.

313α. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Α΄ «14 Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί·».

314. Κατά Λουκά, Κεφ. Ιη΄ «17 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.».

314α. Α΄ Θεσσαλονικείς, Κεφ. Β΄ «4 ἀλλὰ καθὼς δεδοκιμάσμεθα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον, οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν.».

315. Κατά Μάρκον, Κεφ. Ζ΄ «20 ἔλεγε δὲ ὅτι Τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 21 ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, 22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη·».

316. Κατά Λουκά, Κεφ. Θ΄ «22 εἰπὼν ὅτι Δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι.».

316α. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κγ΄ «39 λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ' ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.».

317. Α΄ Προς Κορινθίους, Κεφ. Γ΄ «19 ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι· γέγραπται γάρ· ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν.».

318. Ό.π.

319. Κατά Λουκά, Κεφ. Ια΄ «44 οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι».

320. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Γ΄ «1 Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην λαλῆσαι ὑμῖν ὡς πνευματικοῖς, ἀλλ' ὡς σαρκίνοις, ὡς νηπίοις ἐν Χριστῷ. 2 γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καὶ οὐ βρῶμα. οὔπω γὰρ ἠδύνασθε. ἀλλ' οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε· ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε. 3 ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε; 4 ὅταν γὰρ λέγῃ τις, ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἕτερος δέ, ἐγὼ Ἀπολλώ, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε; 5 Τίς οὖν ἐστι Παῦλος, τίς δὲ Ἀπολλὼς ἀλλ' ἢ διάκονοι δι' ὧν ἐπιστεύσατε, καὶ ἑκάστῳ ὡς ὁ Κύριος ἔδωκεν; 6 ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ' ὁ Θεὸς ηὔξανεν· 7 ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ' ὁ αὐξάνων Θεός. 8 ὁ φυτεύων δὲ καὶ ὁ ποτίζων ἕν εἰσιν· ἕκαστος δὲ τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον. 9 Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε.».

321. Κατά Λουκά, Κεφ. Ιστ΄ «22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. ».

322. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιθ΄ «32 ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· 33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, 34 ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ.».

323. Ματθαίος, Κεφ. Θ΄ «13 πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν, Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν· οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν.».

324. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Α΄ «21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ' ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν».

325. «ΚΟΡΑΞ ΑΕΤΟΝ ΜΙΜΟΥΜΕΝΟΣ: Κόραξ ἀετὸν ἐθεάσατο ἄρνα τῆς ποίμνης ἀφαρπάζοντα καὶ ἠθέλησε δῆθεν τοῦτον ἐκμιμήσασθαι. Ἰδὼν δὲ ἐν τῇ ποίμνῃ κριόν, ἐπειράθη τοῦτον ἁρπάσαι. Τῶν δέ ὀνύχων αὐτοῦ τῷ τοῦ κριοῦ συσχεθέντων ἐρίῳ, φθάσας ὁ ποιμνήν, καὶ τοῦτον πλήξας, ἀπέκτεινεν. Οὗτος δηλοῖ ὡς ἀνίσχυρος ἀνήρ, τῷ δυνατωτέρῳ ἑαυτοῦ ἀφομοιοὺσθαι πειρώμενος, οὐ μόνον ἀσθενὴς εἶναι καὶ ἀφελὴς ἀπελέγχεται, ἀλλὰ καὶ κακῶς ἐξ ἀφροσύνης ἀποθνῄσκει.»[Μτφρ: ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΕΤΟ. Τό κοράκι είδε κάποτε τόν αετό ν’ αρπάζει ένα αρνί απ’ τό κοπάδι καί θέλησε νά τόν μιμηθεί. Έπεσε λοιπόν πάνω σέ κάποιο κριάρι, τάχα γιά νά τό αρπάξει. Όμως τά νύχια του μπλέχτηκαν στήν προβειά κι όταν ήρθε ο βοσκός τό σκότωσε ακαριαία. Λέει λοιπόν ο μύθος πώς όταν ο αδύναμος προσπαθεί νά παραστήσει τό δυνατό, δέ γίνεται μόνο ρεζίλι, αλλά κινδυνεύει νά πεθάνει κιόλας από καθαρή βλακεία. ] Πηγή: http://www.phys.uoa.gr/~nektar/history/tributes/aesop's_fables/syntipas_translation.htm

326. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Β΄ «11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ' οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων, 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 17 Ἴδε σὺ Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, 18 καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου, 19 πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, 20 παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. 21 ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; 22 ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; 23 ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; 24 τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι' ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται. 25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς. ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. 26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; 27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου. 28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, 29 ἀλλ' ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐκ τοῦ Θεοῦ.»

327. Κατά Ιωάννην, Κεφ. Η΄ «7... Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ' αὐτὴν.»

328. Κατά Ιωάννην, Κεφ. Η΄ «46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;»

329. Α΄ Κορινθίους, Κεφ. Στ΄ «11 καὶ ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.».

330. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Γ΄ «10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς».

331. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Β΄ «5 κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, 6 ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ».

332. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Στ΄ «3 ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; 4 συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. 5 εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα, 6 τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ·».

333. Προς Ρωμαίους, Κεφ. Στ΄ «19 ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν· ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν.».

333α. Ενώ ο Σωκράτης διδάσκει να μην επιστρέφει κανείς την αδικία που υφίσταται σε άλλους, διότι γίνεται και αυτός αμέσως άδικος, ο Ιησούς διδάσκει την αγιότητα και την νίκη του αγαθού επί του πονηρού, με την αποδοχή της βίας και της αδικίας αδιαμαρτύρητα στο Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ε΄ «39 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ' ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·».

333β. Πρβλ. Προς Ανεβώ Επιστολή του Πορυφρίου, σημ. 2.

334. Γάμος εννοείται η γενετήσια πράξη γενικά.

335. Κατά Λουκά, Κεφ. Κ΄ «34 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται· 35 οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται· 36 οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι, καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες.».

335α. Πρβλ. Προς Ανεβώ Επιστολή του Πορφυρίου (σημείωση 2), όπου ο Πορφύριος διερωτάται πώς οι θεοί οι οποίοι είναι υποτίθεται απεριόριστοι, εντούτοις περιορίζονται σε συγκεκριμένους τομείς και αναλαμβάνουν «καθήκοντα».

336. Βλέπε την εικονομαχία και τις δεισιδαιμονίες που είχαν παρεισφρήσει κατά την απόδοση τιμών ή λατρείας εις τα εικονιζόμενα από αυτές πρόσωπα. Περισσότερα για τις εικόνες και την λατρείας τους σε αντιπαράσταση με τα αγάλματα βλέπε την σελίδα Εθνικός, [απόσπασμα: «Ἡ τελεστικὴ διακαθήρασα καὶ τινας χαρακτῆρας καὶ σύμβολα περιτιθεῖσα τῷ ἀγάλματι ἔμψυχον αὐτὸ ἐποίησεν», Πρόκλος, «Θεολογούμενα Πλάτωνος» I.28, σ. 70]

337. Στο Ορθόδοξο δόγμα οι «θαυματουργικές» εικόνες δεν στηρίζουν τις «ικανότητές» τους εις την ύλη εις την οποία είναι κατασκευασμένες, ως συμβαίνει στην μαγεία (λ.χ. μαγικές πέτρες και ραβδιά), αλλά εις την απόφαση του Θεού προς τα αιτήματα του πιστού. Η «προτίμηση» του Θεού προς ορισμένες εικόνες έχει να κάνει με την πνευματική κατάσταση του αγιογράφου και την αγάπη του προς τον Θεό, όχι με την ύλη της εικόνας.

338. Εις την επιστολή του Πορφυρίου προς Ανεβώ, διαφαίνονται όλες οι ενστάσεις του πρώτου προς τις προτροπές των θεών που έρχονται σε αντίφαση με τις διαδικασίες των παγανιστών ιερέων. Έτσι ο Πορφύριος αντιδρά στο ότι λ.χ. κατά την διάρκεια της θυσίας ο ιερεύς πρέπει να μένει καθαρός από σεξουαλικές επαφές ενώ ταυτόχρονα οι αφηγήσεις των θεών προτρέπουν σε πράξεις άνομες.

339. Δευτερονόμιον, Κεφ. Λβ΄ «16 παρώξυνάν με ἐπ’ ἀλλοτρίοις, ἐν βδελύγμασιν αὐτῶν παρεπίκρανάν με· 17 ἔθυσαν δαιμονίοις καὶ οὐ Θεῷ, θεοῖς, οἷς οὐκ ᾔδεισαν· καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, οὓς οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες αὐτῶν.», Ψαλμοί, Κεφ. Ϟε΄ (Ϟστ΄) «5 ὅτι πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια».

340. Εδώ εννοούνται οι ερωτικές περιπτύξεις του Δία, πότε με μορφή ταύρου, πότε με μορφή κύκνου.

341. Κατά Λουκά, Κεφ. Ια΄ «20 εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.».

342. Έξοδος, Κεφ. Λβ΄ «16 καὶ αἱ πλάκες ἔργον Θεοῦ ἦσαν, καὶ ἡ γραφὴ γραφὴ Θεοῦ κεκολαμμένη ἐν ταῖς πλαξί.».

343. Ησαΐας, Κεφ. Β΄ «8 καὶ ἐνεπλήσθη ἡ γῆ βδελυγμάτων τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν, καὶ προσεκύνησαν, οἷς ἐποίησαν οἱ δάκτυλοι αὐτῶν·».

344. Γέννεσης, Κεφ. Α΄ «26 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν».

345. Πρβλ. τον θεό Αντίνοο και την σχετική λατρεία.

346. Η μετάφραση των Ο΄ (Εβδομήκοντα), αποδίδει το Ελοχίμ ως θεοί [Έξοδος, Κεφ. Κβ΄ «28 θεοὺς οὐ κακολογήσεις καὶ ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐ κακῶς ἐρεῖς»], αλλά η ίδια λέξη αποδίδεται και ως «ισχυροί».

347. Έξοδος, Κεφ. Λβ΄ «31 ὑπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσοῦς. 32 καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας. 33 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴ τις ἡμάρτηκεν ἐνώπιόν μου, ἐξαλείψω αὐτοὺς ἐκ τῆς βίβλου μου.».

348. Έξοδος, Κεφ. Λδ΄ «13 τούς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τάς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε, καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε ἐν πυρί· 14 οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσητε θεοῖς ἑτέροις· ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ζηλωτὸν ὄνομα, Θεὸς ζηλωτής ἐστι. 15 μή ποτε θῇς διαθήκην τοῖς ἐγκαθημένοις ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐκπορνεύσωσιν ὀπίσω τῶν θεῶν αὐτῶν καὶ θύσωσι τοῖς θεοῖς αὐτῶν, καὶ καλέσωσί σε, καὶ φάγῃς τῶν αἱμάτων αὐτῶν, 16 καὶ λάβῃς τῶν θυγατέρων αὐτῶν τοῖς υἱοῖς σου καὶ τῶν θυγατέρων σου δῷς τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, καὶ ἐκπορνεύσωσιν αἱ θυγατέρες σου ὀπίσω τῶν θεῶν αὐτῶν, καὶ ἐκπορνεύσωσιν οἱ υἱοί σου ὀπίσω τῶν θεῶν αὐτῶν. 17 καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσεις σεαυτῷ.»

349. Ακόμη και για τον Πλάτωνα, ο οποίος δέχονταν όπως και άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι, ότι η ύλη πάντοτε υπήρχε, ο Θεός διατάραξε την αταξία της τελευταίας και την έφερε σε τάξη, δηλαδή της άλλαξε τουλάχιστον μια φορά κατάσταση. Στον Χριστιανισμό, όχι μόνο ο Θεός έφερε σε μια είδους τάξη τον κόσμο, αλλά και την δημιούργησε και θα την ξαναφέρει, αφού η δημιουργία δεν έχει τερματίσει, εφόσον ο παρών χρόνος είναι ο χρόνος της αναπάσευως του Θεού από τα έργα του (7η ημέρα) πριν το τέλος (8η).

350. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Στ΄ «9 Ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; 10 εἶπεν δὲ ὁ Ἰησοῦς· Ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. 11 ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον. 12 ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. 13 συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν. 14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον.»

351. Βλ. Μοίρες.

352. Πρβλ. http://www.apologitis.com/gr/ancient/eyaggelia.htm#ΣΥΚΙΑ_ΕΒΡΑΙΟΙ_ΚΑΙ_ΠΑΓΑΝΙΣΤΕΣ

353. Πρβλ. http://www.apologitis.com/gr/ancient/biblos.htm#ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ_ΠΤΩΣΗ

354. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιγ΄ 34.

355. Πρβλ. http://www.apologitis.com/gr/ancient/kolasi_paradeisos.htm

 

 

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

ΕΙΣ ΑΝΕΒΩ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

 

Η περίπτωση του Πορφυρίου

Ο Πορφύριος ο Τύριος (περ. 232-304/10 μ.Χ.), ήταν μαθητής του Πλωτίνου (204/5-269/70 μ.Χ.) και δάσκαλος του Ιαμβλίχου. Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Πλωτίνου, στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ο «πολυμαθής φοίνιξ» δημοσιεύει την οριστική έκδοση των έργων του δασκάλου του, την οποία συνοδεύει με μια βιογραφία του Πλωτίνου (Περί Πλωτίνου Βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού), με σκοπό, μεταξύ άλλων, να οδηγήσει τον αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι ο Πλωτίνος είναι ο ιδεώδης φιλόσοφος και να τον πείσει για τη σημασία της ανάγνωσης των φιλοσοφικών θέσεων που ακολουθούν. Οι θέσεις αυτές παρατίθενται σε πραγματείες και διαιρούνται σύμφωνα με τον καταμερισμό του Πορφυρίου σε έξι ομάδες, τις οποίες αποκαλεί Εννεάδες, καθώς η κάθε μία περιέχει εννιά πραγματείες. Η κατάταξη μάλιστα είναι τέτοια, που ο αναγνώστης οδηγείται βαθμιαία, μέσω των φιλοσοφικών θέσεων που παρατίθενται, από τη γνώση του υλικού κόσμου όλο και υψηλότερα, μέχρι να φθάσει στην πρώτη αρχή, την αρχή του Ενός. Έτσι, η έκδοση του Πορφυρίου των έργων του Πλωτίνου, θεωρημένη ως όλον, μπορούμε να πούμε ότι συνιστά μια συστηματική εισαγωγή, μύηση και πορεία προς τις ύψιστες αλήθειες της φιλοσοφίας και της πρώτης αρχής του Ενός, που θα προκαλέσει το ενδιαφέρον τόσο των φιλοσόφων όσο και των χριστιανών (10).

Πέραν ωστόσο της έκδοσης της βιογραφίας και των έργων του Πλωτίνου, ο Πορφύριος συνέγραψε και άλλες πραγματείες, μεταξύ των οποίων και μια επιτομή των φιλοσοφικών αρχών του δασκάλου του (Αφορμαί προς τα νοητοί), έργο τεράστιας σημασίας για την ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς εμπεριέχει το σπέρμα ολόκληρης της αντιπαράθεσης μεταξύ του ρεαλισμού και του νομιναλισμού. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της πορφύρειας φιλοσοφίας, γίνεται φανερός δια της θέσεως του σκοπού που υπηρετεί, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη «σωτηρία της ψυχής». Ο Πορφύριος αναφέρεται σε τέσσερα είδη αρετών: τις πολιτικές, που απελευθερώνουν την ψυχή από το υπερβολικό πάθος της υλικής εμμονής, τις καθαρτικές, που απελευθερώνουν την ανθρώπινη ψυχή από τη σωματική εμμονή, στρέφοντας την προς το αγαθό και καθιστώντας την δαιμονική, τις θεωρητικές, που τείνουν προς το νου και συνιστούν την έλλογη δραστηριότητα της ψυχής, και τέλος, τις αρετές του νου καθεαυτού, τις οποίες και αποκαλεί παραδειγματικές.

Σχετικά με την κάθαρση (Περί αποχής εμψύχων) συνιστά αυστηρό ασκητισμό, συμπεριλαμβανομένης της αποχής από το κρέας και τις σεξουαλικές επαφές. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι μονάχα μια φορά κατόρθωσε να προσεγγίσει τον ύψιστο θεό, όταν ήταν 68 χρονών. Στα ζητήματα των θρησκειών, αν και θεωρούσε τις εθνικές θρησκείες δικαιολογημένες, χωρίς να διαφοροποιεί τις θρησκείες των Ελλήνων από των βαρβάρων, εναντιώθηκε δυναμικά στους νεωτερισμούς του Χριστιανισμού, συγγράφοντας 15 βιβλία Κατά των Χριστιανών, που κάηκαν από το Θεοδόσιο τον Β΄ (408 - 450 μ.Χ.) μαζί με τις απαντήσεις του Μεθοδίου, του Ευσεβίου από την Καισαρεία, του Απολλιναρίου και του Φιλοστοργίου που καταπολεμούσαν τις εν λόγω θέσεις και πιθανόν να αποκαθιστούσαν μερικώς το χαμένο έργο (11). Στην Επιστολή προς τον Ανεβώ, την οποία θα συζητήσουμε πιο κάτω, ο Πορφύριος, στρέφεται κατά των ίδιων των Εθνικών και υποστηρίζει μια καθαρότερη φιλοσοφία -αν και θεωρούσε την πίστη ως την πρώτη συνθήκη για να προσεγγίσει η ψυχή το θεό, καθώς χωρίς αυτή δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αλήθεια, την αγάπη ή την αλήθεια (12) επιτιθέμενος κατά της θεουργίας και ειδικότερα των πρακτικών της εφαρμογών από τους Αιγυπτίους υπηρέτες της μαντικής τέχνης.

 

 

Η Επιστολή του Πορφυρίου και το Περί Μυστηρίων του Ιαμβλίχου: χρονολόγηση και σχέση

Σύμφωνα με τη χρονολόγηση των έργων του Πορφυρίου από τον J. Bidez (13), οι μελετητές αποδέχονται ότι η Επιστολή του Πορφύριου έχει συγγραφεί κατά την περίοδο που βρισκόταν υπό την κηδεμονία του Πλωτίνου, μεταξύ του 263-268 μ.Χ., στη Ρώμη. Αυτό, κυρίως, στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιστολή εμφανίζει πολλές πλωτίνειες επιρροές, μια παρατήρηση που πρώτος έκανε ο Zeller. Καθώς, ωστόσο, σύμφωνα με το Smith (16), δεν υπάρχει μια καθαρή εξέλιξη της σκέψης στα έργα του Πορφυρίου, ακόμη και αν το ύφος είναι πλωτίνειο, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα άλλο τρόπο χρονολόγησης της Επιστολής. Όπως είπαμε και πιο πάνω, ο Πορφύριος, περί του τέλους της ζωής του, επιμελήθηκε τα έργα του Πλωτίνου, συγγράφοντας ταυτοχρόνως ένα βιογραφικό της ζωής του δασκάλου και κάποια σχόλια που έχουν χαθεί . Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι, κατά την περίοδο αυτή, ό,τι έγραφε ο μαθητής, θα ήταν βαθιά επηρεασμένο από το φιλοσοφικό ύφος του δασκάλου του. Έτσι, θα ήταν εύκολο να υποστηρίξουμε ότι η Επιστολή μπορεί επίσης να τοποθετηθεί μεταξύ των τελευταίων χρόνων της τελευταίας δεκαετίας 3ου αιώνα και του 304/5 όταν πέθανε, υπόθεση που συμφωνεί και με το δυναμικό της χαρακτήρα, ο οποίος, σύμφωνα με την Clarke, φανερώνει τόσο την εμπιστοσύνη του συγγραφέα στις ικανότητες του όσο και τον κυνισμό κάποιου που βρίσκεται στο τέλος και όχι στην αρχή της καριέρας του . Παρόμοια είναι και η άποψη της Π. Αθανασιάδη, η οποία θεωρεί πως το Περί των Αγυπτίων μυστηρίων θα πρέπει να γράφτηκε γύρω στο 300 μ.Χ. τότε που ο Ιάμβλιχος, σε ηλικία περίπου 55 χρονών, απέκτησε την πρέπουσα αυτοπεποίθηση και έγινε αποδεχτός διδάσκαλος (19). Με τη χρονολόγηση της Επιστολής σε αυτή την περίοδο συμφωνεί και ο Saffrey, υποδεικνύοντας πως η σχολή του Ιαμβλίχου στην Απάμεια ήταν ήδη γνωστή από την εποχή του αυτοκράτορα Γαλέριου (305-312 μ.Χ.) και ότι σε αυτήν υπήρχε ένας μαθητής από την Αίγυπτο , ο οποίος πιθανόν να ονομαζόταν Ανεβώ, υπόθεση που βασίζεται στο όνομα που καταγράφεται στο προλογικό μέρος της απάντησης του Περί Μυστηρίων. Ο Ιάμβλιχος, λοιπόν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ψελλού, που παρατίθεται στην αρχή του Περί Μυστηρίων, σίγουρα γνώριζε ότι ο Πορφύριος, ο αντίπαλος και ο πρώην δάσκαλος του, ήταν ο συγγραφέας της Επιστολής και μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποστάληκε εμμέσως στον ίδιο. Έτσι, καθίσταται φανερός ο εχθρικός χαρακτήρας της Επιστολής και η μεγάλη ένταση που δημιουργείται μεταξύ των δύο φιλοσόφων . Ο Ιάμβλιχος θα απαντήσει με θυμό σε κάθε απορία του Πορφυρίου, τις επιλύει και ακόμη, συχνά επαναλαμβάνει πως οι απαντήσεις στις απορίες του είναι προφανείς από όσα έχει ήδη πει (Ι.Ι9, 57, 4-14(24) --1,20, 61, 5-12 -- 3.17, 139,6 -7 -- 4,ΙΙ, 195,4-Ι -9.7, 281.5-6) και ότι η αποκάλυψη δεν προκύπτει με τρόπο φιλοσοφικό.

 

Πορφυρίου Η προς Ανεβώ επιστολή

 

Η Επιστολή προς τον Ανεβώ του Πορφυρίου συνόδευσε την έκδοση του De Mysteriisτου Ιαμβλίχου από τον G. Parthey (Βερολίνο, 1857), το 1821 μεταφράστηκε στην αγγλική από τον Th Taylor (Iamblichus, The Mysteries of the Egyptians, Chaldeans and Assyrians, Λονδίνο) και το 1954 από τον A. R. Sodano (Porfirio, Lettera ad Anebo, Naples, l’ Arte Tipografica) στην ιταλική. Εδώ, παρακολουθούμε το αρχαίο κείμενο της έκδοσης του Sodano, χωρίς ωστόσο να μεταφράζουμε κατά γράμμα, καθώς θεωρούμε ότι μεγάλο μέρος του, έτσι όπως παρατίθεται, δεν ανήκει στην Επιστολή του Πορφυρίου, αλλά στην απάντηση του Ιαμβλίχου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρώτη παράγραφος, που λαμβάνεται αυτούσια από το Ι.Ι, 3, 15-5,8 του Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων, την οποία και παραλείπουμε.

Ας διαβάσουμε όμως την Επιστολή:

Αρχίζω τη φιλία μου προς εσένα από τους θεούς, τους αγαθούς δαίμονες και τις φιλοσοφικές εκείνες αναζητήσεις, που έχουν μια ομοιότητα με αυτές τις δυνάμεις. Και όσον αφορά σε αυτά τα συγκεκριμένα, πολλά έχουν λεχθεί από τους Έλληνες φιλοσόφους, αλλά, ως επί το πλείστον, οι αρχές της πεποίθησης τους αντλούνται από υποθέσεις.

Αρχικά λοιπόν, η ύπαρξη των θεών πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη (1). Αλλά αναρωτιέμαι, ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός από τα ανώτερα γένη, εκ των οποίων και διαφοροποιούνται μεταξύ τους και ποιος είναι ο τρόπος που γίνονται αντιληπτές οι ουσίες μέσα από τις ενέργειες, τις φυσικές κινήσεις και τα παρεπόμενα ή αν υπάρχουν σύμφωνα με τα διαφορετικά σώματα όπως για παράδειγμα των θεών σε σχέση με τα αιθέρια, των δαιμόνων σε σχέση με τα αέρια και των ψυχών σε σχέση με τα γήινα- και αν αυτή είναι η αιτία της διάστασης που αναζητούμε.

Ρωτώ επίσης για ποιο λόγο, αφού οι θεοί είναι οι μόνοι που κατοικούν στον ουρανό, γίνονται επικλήσεις στους χθόνιους και στους υποχθόνιους θεούς από τους θεουργούς; Για ποιο λόγο κάποιοι από τους θεούς λέγονται υδάτινοι, άλλοι αέριοι, ενώ κάποιοι άλλοι βρίσκονται σε άλλους τόπους και περιορίζονται περιγραφικά σε κάποια μέρη των σωμάτων, παρά το γεγονός ότι έχουν άπειρη, αδιαίρετη και ασύλληπτη δύναμη; (2) Και, παρομοίως, πώς είναι η ένωση μεταξύ τους, αφού περιγράφονται σύμφωνα με διαφορετικά μέρη, διαφορετικούς τόπους και υποκείμενα σώματα;

Και για ποιο λόγο οι θεολόγοι ή οι σοφοί που ασχολούνται με τα θεία παριστούν τους θεούς ως εμπαθείς, επιδεικνύοντας ανορθωμένους φαλλούς και χρησιμοποιώντας προσβλητική γλώσσα (3); Και πώς γίνεται, αν οι κλήσεις στους θεούς -που υποστηρίζεται ότι μπορούν να εξιλεώσουν και να εξευμενίσουν τη μανία των θεών ή ακόμη και να καλύψουν τις ανάγκες τους- είναι απαθείς, να μην είναι μάταιες; Διότι, το απαθές είναι άκλητο, αβίαστο και δεν εξαναγκάζεται. Αν είναι όμως έτσι, γιατί πολλά στοιχεία στις τελετουργίες, παρίστανται εμπαθώς; Οι κλήσεις, επίσης, προς τους θεούς είναι παθητικές, αλλά ακόμη και οι θεοί, σύμφωνα με τον Όμηρο, αλλάζουν γνώμη.

Εάν, όμως παραδεχθούμε, όπως άλλοι, ότι οι θεοί είναι καθαρές νοήσεις και ότι οι δαίμονες είναι ψυχικά όντα που συμμετέχουν στο νοητό, τότε σε ένα ακόμη μεγαλύτερο βαθμό οι καθαρές νοήσεις είναι άκλητες και αμιγείς με τα αισθητά. Ωστόσο, οι ικεσίες είναι ξένες για την αγνότητα του νοητού και άρα δεν γίνονται για εκείνο. Αυτά, όμως, που προσφέρονται στις τελετές, προσφέρονται ως αισθητές και φυσικές ουσίες.

Άρα, λοιπόν, αυτό που διακρίνει τους θεούς από τους δαίμονες, είναι η διαφορά του σωματικού από το ασώματο; Αν, όμως, μονάχα οι θεοί είναι ασώματοι, τότε πώς μπορεί ο ήλιος και η σελήνη και οι ορατές φύσεις στον ουρανό να είναι θεοί; Και για ποιο λόγο κάποιοι θεοί είναι αγαθοποιοί ενώ κάποιοι άλλοι κακοποιοί; Τι είναι εκείνο που συνενώνει τους θεούς που έχουν σώμα με τους ασώματους στον ουρανό; Και τι είναι αυτό που διακρίνει τους δαίμονες από τους ορατούς και αόρατους θεούς, αφού οι ορατοί θεοί είναι συνδεδεμένοι με τους αόρατους; Σε τι διαφέρουν μεταξύ τους ένας δαίμονας, ένας ήρωας και μια ψυχή; Μήπως διαφέρουν σε ό, τι αφορά την ουσία, τη δύναμη ή την ενέργεια;

Και ποιο είναι το γνώρισμα της παρουσίας του θεού, του αγγέλου, του αρχαγγέλου, του δαίμονα ή κάποιου άρχοντα ή της ψυχής; Διότι, η περιαυτολογία και η κατασκευή φαντασμάτων φαίνεται κοινή στους θεούς και στους δαίμονες και σε όλα τα ανώτερα γένη. Διότι, η τάξη των θεών δεν θα είναι με κανένα τρόπο καλύτερη από των δαιμόνων.

Η άγνοια και η εξαπάτηση σχετικά με τις θείες φύσεις, είναι ασέβεια και ακαθαρσία, ενώ η επιστημονική γνώση για τους θεούς όσια και ωφέλιμη, καθώς η άγνοια περί των τιμίων και καλών πραγμάτων είναι σκοτάδι, ενώ η γνώση περί αυτών φως. Και η πρώτη, πράγματι, θα γεμίσει τους ανθρώπους με όλα τα κακά, μέσω της απαιδευσίας και της απερισκεψίας, ενώ η δεύτερη θα καταστεί η αιτία όλων των αγαθών που θα τους προκύψουν.

Τι είναι όμως αυτό που επιτυγχάνεται με την πρόγνωση; Διότι, συχνά αποκτούμε γνώση για τα μελλούμενα μέσω των ονείρων, πολλές φορές χωρίς να το επιβάλλουμε εβρισκόμενοι σε έκσταση και υπερκινητικότητα (διότι το σώμα βρίσκεται σε ησυχία) (4), αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε όταν είμαστε ξύπνιοι.

Πολλοί, λόγω ενθουσιασμού και θεοφορίας, προβλέπουν μελλοντικά γεγονότα και στη συνέχεια βρίσκονται σε τέτοια εγρήγορση που ενεργούν και κατ’ αίσθηση, χωρίς όμως να συνειδητοποιούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται ή, τουλάχιστο, στο βαθμό που μπορούσαν προηγουμένως.

Κάποιοι από αυτούς που εκστασιάζονται ενθουσιάζονται ακούγοντας αυλούς ή κύμβαλα ή τύμπανα ή κάποια συγκεκριμένη μελωδία, όπως τους κορυβαντιώντες, τους σαβαζιώντες και εκείνους που είναι εμπνευσμένοι από τη μητέρα των θεών. Άλλοι, εμπνέονται πίνοντας νερό, όπως ο ιερέας του Κλάρου στον Κολοφώνα, άλλοι καθήμενοι στο στόμιο ενός σπηλαίου, όπως εκείνες που προφητεύουν στους Δελφούς και άλλοι εισπνέοντας ατμό από το νερό, σαν τις προφήτισσες στις Βραγχίδες. Κάποιοι, επίσης, ενθουσιάζονται παρατηρώντας προσεκτικά χαρακτήρες, σαν εκείνους που πληρούνται από εισροή πνευμάτων (5). Άλλοι, πάλι, που έχουν συνείδηση για όσα κάνουν σε ό,τι αφορά το φανταστικό, είναι θεία εμπνευσμένοι, κάποιοι χρησιμοποιώντας ως συνεργάτη το σκοτάδι, άλλοι κάποια ποτά (6) και άλλοι επωδές και μουσικές φόρμες. Άλλοι φαντάζονται με τη βοήθεια του νερού, άλλοι ενός τοίχου, άλλοι του υπαίθριου αέρα και άλλοι του ήλιου ή άλλων ουρανίων σωμάτων. Κάποιοι επίσης καθιερώνουν την τέχνη της αναζήτησης του μέλλοντος μέσω των σπλάχνων, των πουλιών και των αστεριών.

Παρομοίως, ερωτώ σε ό,τι αφορά τον τρόπο της μαντείας, ποιος είναι και ποιου τύπου, που εμείς έχουμε ήδη επεξηγήσει, τόσο γενικά όσο και ειδικά. Αλλά εσύ εκφράζεις τους μάντεις όταν ισχυρίζεσαι πως όλοι δηλώνουν ότι κατέχουν μια εκ των πρότερων γνώση των μελλοντικών γεγονότων μέσω των θεών ή των δαιμόνων και ότι δεν είναι δυνατό άλλοι να γνωρίζουν τα μελλούμενα, πέραν εκείνων που τα γνωρίζουν. Μέχρι ποιου βαθμού θα πρέπει το θείο να υπηρετεί τους ανθρώπους, ώστε να μην είναι κάποιοι οκνηροί και αλευρομάντεις;

Όμως, όσον αφορά στις αιτίες της πρόγνωσης, είναι αβέβαιο κατά πόσο ένας θεός ή άγγελος ή δαίμονας ή κάποια άλλη δύναμη παρίσταται στις επιφάνειες ή μαντείες ή κάποιες άλλες ιερές ενέργειες, καθώς ο θεός επιτελεί αυτά επειδή έλκεται από τις ανάγκες που απαριθμούμε κατά τις κλήσεις.

Ή μήπως η ψυχή ισχυρίζεται και φαντάζεται αυτά και είναι τα πάθη της που εγείρονται από μικρούς σπινθήρες; Ή άραγε δημιουργείται από την ψυχή μας μια ορισμένη μικτή μορφή υπόστασης και εκτός της θείας έμπνευσης;

Πρέπει, άραγε, να λεχθεί ότι η ψυχή γεννά δύναμη φανταστική του μέλλοντος, μέσα από τέτοιες κινήσεις ή ότι τα υλικά πράγματα υπάρχουν εξαιτίας ενύπαρκτων δαιμονικών δυνάμεων που λαμβάνονται από τους ζωντανούς οργανισμούς;

Διότι κατά τον ύπνο, χωρίς να σκεφτόμαστε, μερικές φορές επιβαλλόμαστε στο μέλλον, ενώ άλλες που σκεφτόμαστε πολλαπλώς δεν το επιτυγχάνουμε.

Και το γεγονός ότι το πάθος της ψυχής καθίσταται η αιτία της, φαίνεται από το γεγονός πως οι αισθήσεις καταλαμβάνονται από τους καπνούς που προσφέρονται. Ακόμη, χρησιμοποιούνται προσευχές, ενώ οι κατάλληλοι για την πρόβλεψη -όχι όλοι οι άνθρωποι- είναι οι πιο απλοί και νέοι.

Η έκσταση, λοιπόν, της δύναμης της λογικής είναι η αιτία της θέωσης, όπως παρομοίως συμβαίνει με τη μανία που προκύπτει από ασθένειες, πνευματικές παρεκκλίσεις ή νηφάλια και προσεκτική κατάσταση ή διαχύσεις του σώματος ή έξαρση της φαντασίας σε περίοδο ασθένειας ή μια φιλόδοξη κατάσταση του νου, παρόμοια με εκείνη που προκύπτει μεταξύ της νηφαλιότητας και της έκστασης ή των φαντασιών που κατασκευάζονται τεχνητά για μαγγανεία.

Η φύση, όπως η τέχνη και η συμπάθεια των επί μέρους πραγμάτων στο σύμπαν, προεκδηλώνουν κάποιες συμπεριφορές το ένα του άλλου, ως να ήταν μέρη ενός ζωντανού οργανισμού. Και τα σώματα είναι έτσι κατασκευασμένα, ώστε να προσημαίνουν το ένα το άλλο, πράγμα που υποδηλώνεται και από τα έργα που προλέγουν το μέλλον. Διότι, εκείνοι που καλούν θεότητες χρησιμοποιώντας λίθους και βότανα, που επιλύουν ορισμένα ιερά αινίγματα, ανοίγουν τα κλειστά και μεταβάλλουν τις σκόπιμες προθέσεις των παραληπτών, με αποτέλεσμα να απεργάζονται το ορθό αντί του κακού, υποσημαίνουν την εξωγενή αιτία της έμπνευσης.

Ούτε πρέπει να αποβληθούν οι κατασκευαστές των δραστικών ειδώλων, διότι οι ειδωλοποιοί παρατηρούν την κίνηση των ουράνιων σωμάτων και μπορούν να πουν από τη συμφωνία κάποιου αστεριού με κάποιο άλλο αστέρι ή αστέρια [κατά πόσο] οι προγνώσεις θα είναι αληθείς ή ψευδείς, όπως και αν τα δρώμενα θα είναι αργά ή διηγηματικά ή αποτελεσματικά, παρόλο που κανένας θεός ή δαίμονας δεν κατέρχεται εξ αιτίας των ειδώλων.

Αλλά υπάρχει και κάποιο ποικιλόμορφο και πολύτροπο γένος απατηλής φύσης, που δικαιολογεί τη μαντεία προσποιούμενο θεούς, δαίμονες και ψυχές των πεθαμένων, μέσω των οποίων το κάθε πράγμα μπορεί να είναι αγαθό ή κακό. Διότι, αυτοί δεν είναι ικανοί να προσφέρουν οτιδήποτε στα όντως αγαθά, όπως είναι εκείνα της ψυχής ούτε να γνωρίζουν περί αυτών, αλλά κακομεταχειρίζονται, κοροϊδεύουν, και συχνά εμποδίζουν εκείνους που στοχεύουν να είναι ενάρετοι. Είναι γεμάτοι περηφάνια, και χαίρονται με καπνούς και θυσίες. Οι αγύρτες μας επιτίθενται με πολλούς τρόπους, προσδοκώντας να επιτύχουν ό,τι έχουν κατά νου.

Ένα είναι, λοιπόν, το άχραντο ιερατικό και θείο αληθινό γένος της μαντείας. Και αυτό δεν χρειάζεται κανένα διαιτητή, εμένα ή κάποιον άλλο, καθώς αυτό προκρίνει από πολλά πράγματα και πονηρούς δαίμονες.

Με συγχύζει πολύ να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο τα ανώτερα όντα, όταν κληθούν, διατάσσονται από εκείνους που τα καλούν, σαν να ήταν κατώτερα από αυτούς και ενώ αξιώνουν ο θεραπευτής να είναι δίκαιος, όταν καλούνται να αδικήσουν το υπομένουν (7). Πώς γίνεται, παρόλο που οι θεοί δεν ακούν τον καλούντα αν δεν είναι καθαρός από ερωτικές σχέσεις, την ίδια στιγμή να μην αρνούνται να οδηγήσουν οποιονδήποτε σε παράνομη σχέση (8);

Ποια χρησιμότητα ή δύναμη έχουν οι θυσίες στο σύμπαν και για ποιο λόγο κάνουμε προσφορές στους τιμώμενους θεούς και προσφέρουμε δώρα σε αυτούς που μας ωφελούν (9); Ακόμη, γιατί οι ερμηνευτές των προφητειών θεωρούν απαραίτητο να απέχουν από τα έμψυχα, από φόβο μήπως οι θεοί μολυνθούν από τις αναθυμιάσεις, ενώ οι θεοί δελεάζονται ιδιαίτερα από τις μυρωδιές των ζώων (10); Και γιατί δεν πρέπει ο επόπτης των ιερουργιών να ακουμπά ένα νεκρό σώμα, ενώ οι περισσότερες επικλήσεις στους θεούς γίνονται με τη βοήθεια νεκρών ζώων;

Και γιατί, ακόμα χειρότερα, χρησιμοποιούνται απειλές για εκφοβισμό -είτε να κλονίσουν τους ουρανούς είτε να αποκαλύψουν τα μυστικά της Ίσιδος είτε να δείξουν το απόρρητο στην Άβυδο είτε να σταματήσουν τη βάρκα του Όσιρι είτε να διασκορπίσουν τα μέλη του Όσιρι στον Τυφώνα είτε να κάνουν κάτι άλλο παρόμοιο-από τυχαίους ανθρώπους, όχι κατά των δαιμόνων ή των ψυχών που αναχωρούν, αλλά κατά του βασιλιά Ήλιου ή της Σελήνης, για να εξαναγκαστούν οι θεότητες αυτές να πουν την αλήθεια; Μήπως αυτοί που λένε τέτοια πράγματα, απειλώντας αυτά που δεν γνωρίζουν, δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν και αποδεικνύονται ανώριμοι και ανόητοι, καθώς κατέχονται από άσκοπο φόβο και τρομοκρατούνται από τέτοια παραμυθιάσματα; Και όμως ο Χαιρήμονας, ο ιερός γραμματέας, γράφει αυτά τα πράγματα, ως να ειπώθηκαν αρχικά από τους Αιγυπτίους. Λέγεται μάλιστα ότι αυτά, αλλά και άλλα παρόμοια, είναι πιο επιβλητικά. Επίσης, εκείνες οι ευχές λένε ότι, η θεότητα εμφανίζεται μέσα από το βόρβορο, ότι κάθεται πάνω στο λωτό, ότι ταξιδεύει με πλοίο και ότι αλλάζει τη μορφή του κάθε ώρα, σύμφωνα με τα σήματα του ζωδιακού κύκλου και παρουσιάζεται στον εαυτό του, αγνοώντας ότι το πάθος της φαντασίας τους εξαρτάται από το θεό. Εάν όμως τα πράγματα αυτά λέγονται συμβολικά, όντας σύμβολα των δυνάμεων εκείνης της θεότητας, απαιτώ μια ερμηνεία των συμβόλων. Διότι, είναι προφανές ότι, αν αυτά είναι παρόμοια με τα πάθη του Ήλιου στις εκλείψεις, τότε θα μπορούσαν να τα δουν όλοι οι άνθρωποι που αποβλέπουν σε αυτόν.

Επίσης, γιατί από τα σημαντικά ονόματα προτιμούμε κάποια που είναι βαρβαρικά αντί για τα δικά μας (11), αφού αυτός που ακούει βλέπει τα σημαινόμενα, ώστε η έννοια να παραμένει σταθερή, ασχέτως του ονόματος που έχει. Διότι, ο θεός που καλείται δεν είναι αιγυπτιακού γένους, αλλά και αν ήταν δεν θα χρησιμοποιούσε την αιγυπτιακή ούτε γενικά οποιαδήποτε ανθρώπινη γλώσσα. Διότι, είτε όλα αυτά είναι τεχνάσματα γητευτών και πέπλα που προέρχονται από τα πάθη μας για να επιφημούμε το θείο είτε φτιάχνουμε εν αγνοία μας έννοιες αντίθετες των θεϊκών ή αυτού που πραγματικά υπάρχει.

Παρομοίως, επιθυμώ να μάθω κατά πόσο το πρωταρχικό αίτιο για τους Αιγυπτίους είναι ο νους ή κάτι πάνω από το νου, μοναχός του ή σε σχέση με κάτι άλλο ή άλλα, κατά πόσο είναι ασώματος ή σωματικός αν είναι ίδιος με το δημιουργό ή προηγείται, αν όλα προέρχονται από μια αρχή ή από πολλές, αν η γνώση προηγείται της ύλης ή των σωμάτων και αν η ύλη είναι αδημιούργητη ή δημιουργημένη.

Διότι, ο Χαιρήμονας και όλοι οι άλλοι δεν θεωρούν ότι υπάρχει κάτι άλλο που προηγείται του ορατού κόσμου και στην αρχή των συγγραμμάτων τους παραδέχονται την ύπαρξη των θεών των Αιγυπτίων και κανενός άλλου θεού (12), εκτός των πλανητών και εκείνων που συμπληρώνουν το ζωδιακό κύκλο, εκείνων που προαναγγέλλουν τους δεκανείς, τους ωροσκόπους και εκείνους που αποκαλούνται δυνατούς ηγεμόνες, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται στο αλμανάκ (13), μαζί με τις τελετές, τις ανατολές, τις δύσεις και τις σημειώσεις για τα μελλούμενα.

Διότι, ο Χαιρήμονας είδε αυτούς που υποστηρίζουν ότι ο Ήλιος είναι Δημιουργός και διάβασε τους ιερατικούς μύθους που αφορούν στον Όσιρι και την Ίσιδα, που μπορούν να αναλυθούν στα αστέρια και στις φάσεις τους, στις εκλείψεις και αναδύσεις τους, στο μεγάλωμα και τη μείωση της σελήνης, στην πορεία του ήλιου ή στο νυκτερινό και ημερήσιο ημισφαίριο ή στον ποταμό Νείλο. Και, εν συντομία, οι Αιγύπτιοι αναλύουν όλα τα πράγματα φυσικά και όχι σύμφωνα με τις αιθερικές ή τις ζωντανές ουσίες. Οι πλείστοι μάλιστα από αυτούς, υποστηρίζουν ότι η δύναμη μας εξαρτάται από την κίνηση των αστεριών και ότι όλα τα πράγματα δένονται με τους άλυτους δεσμούς της Ανάγκης (14), που αποκαλούμε Μοίρα (15). Επίσης, συσχετίζουν τη μοίρα με τους θεούς, τους οποίους λατρεύουν σε ιερά και με αγάλματα, θεωρώντας τους λυτρωτές από τη μοίρα.

Σχετικά τώρα με τον προσωπικό δαίμονα, υπάρχουν ποικίλες αντιλήψεις και θα πρέπει να βρούμε πώς σχετίζεται με τον οικοδεσπότη της γενέσεως και με ποια μορφή απορροής, ζωής ή δύναμης κατέρχεται σε εμάς. Και επίσης, κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει. Και κατά πόσο η ανακάλυψη του οικοδεσπότη της γενέσεως είναι απίθανη ή πιθανή. Διότι αν είναι πιθανή, οποίος μάθει το σχήμα της δημιουργίας είναι ευτυχής καθώς όταν γνωρίσει τον προσωπικό του δαίμονα λυτρώνεται από τη μοίρα.

Επίσης οι κανόνες της γενεθλιολογίας ή της πρόβλεψης από τη μέρα γέννησης είναι αμέτρητοι και ακατανόητοι. Και η γνώση αυτής της μαθηματικής επιστήμης δεν είναι δυνατό να αποκτηθεί, διότι υπάρχει πολλή διαφωνία όσον αφορά σε αυτήν, ενώ ο Χαιρήμονας και πολλοί άλλοι έχουν γράφει εναντίον της (16). Η ανακάλυψη όμως του οικοδεσπότη ή των οικοδεσποτών της γενέσεως, αν υπάρχουν περισσότεροι από ένας, δεν είναι εύκολη υπόθεση και οι αστρολόγοι παραδέχονται ότι είναι ανέφικτη. Ωστόσο, λένε ότι ο προσωπικός δαίμονας μπορεί να μαθευτεί...

Ακόμη, επιθυμώ να γνωρίζω κατά πόσο ο προσωπικοί δαίμονες ελέγχουν τα μέρη του σώματος μας, έτσι που ένας να είναι ο επόπτης της υγείας, άλλος της μορφής του σώματος και άλλος των σωματικών συνηθειών και κατά πόσο υπάρχει ένας δαίμονας που ελέγχει από κοινού όλα αυτά, καθώς αποτελεί επιχείρημα υπέρ του ότι υπάρχει ένας δαίμονας που είναι προστάτης όλων των πραγμάτων που βρίσκονται μέσα μας, ένας στο σώμα, άλλος στην ψυχή και άλλος στο νου και ότι κάποιοι από αυτούς είναι καλοί, μα άλλοι κακοί. Επίσης, αμφιβάλλω κατά πόσο αυτός ο δαίμονας είναι μέρος της ψυχής, όπως το νοερό, και αν είναι ευδαίμονας επειδή κατέχει σώφρονα νου. Παρομοίως, θεωρώ ότι υπάρχει μια διπλή λατρεία του προσωπικού δαίμονα, καθώς κάποιοι κάνουν τελετουργίες καλώντας δύο και άλλοι τρεις δαίμονες· Από όλους τους ανθρώπους εντούτοις, ο δαίμονας καλείται με κοινή κλήση. Γιατί όμως ο προσωπικός δαίμονας καλείται από όλους τους ανθρώπους με τρόπο κοινό;

Ρωτώ ακόμη, αν δεν υπάρχει κάποια άλλη κρυφή οδός προς την ευδαιμονία, αν δεν είναι πρέπον να αχούμε τις ανθρώπινες γνώμες στη θεία μαντική και θεουργία και κατά πόσο η ψυχή σχεδιάζει μεγάλα πράγματα από τα τυχαία. Επιπλέον, υπάρχουν και κάποιες άλλες μέθοδοι που ασχολούνται με την πρόβλεψη των μελλοντικών γεγονότων. Αλλά, ίσως, εκείνοι που κατέχουν τη θεία πρόγνωση να μην προβλέπουν μελλοντικά γεγονότα, αλλά να είναι ευτυχισμένοι. Διότι, ολόκληρη η θεία πρόγνωση είναι αγαθοειδής. Ούτε προβλέπουν πραγματικά τι είναι το μέλλον ούτε ξέρουν πως να χρησιμοποιήσουν αυτή τη γνώση σωστά. Επιθυμώ, λοιπόν, να μου δείξεις το δρόμο προς την ευδαιμονία και πού έγκειται η ουσία της. Διότι, εμείς δεν συμφωνούμε καθόλου σε ό,τι την αφορά, καθώς σχηματίζουμε μιαν υπόθεση περί του αγαθού βασισμένοι στην ανθρώπινη λογική. Αλλά, αν αναλάβουν τα ζητήματα αυτά εκείνοι που σχεδίασαν τους τρόπους της επαφής με τα ανώτερα όντα, η σοφία θα χρησιμοποιείται μάταια, καθώς θα ενοχλούν το θείο νου για να βρουν ένα δραπέτη ή να αποκτήσουν γη ή αν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, για ένα γάμο ή το εμπόριο. Και αν δεν παραλείψουν το ζήτημα αυτό, αλλά δηλώσουν αυτό που αληθεύει για άλλα πράγματα χωρίς να πουν κάτι σταθερό και άξιο πεποίθησης για την ευδαιμονία -που να συνεπάγεται την ενασχόληση τους με δύσκολα αλλά άχρηστα ζητήματα- σε αυτή την περίπτωση δεν θα γνωρίζουν ούτε θεούς ούτε αγαθούς δαίμονες αλλά τον αποπλανητή δαίμονα. Αν αυτό δεν γίνει αποδεκτό, η ολότητα θα είναι ανθρώπινο δημιούργημα και φαντασία μιας θνητής φύσης.

 

Η περίπτωση του Ιαμβλίχου

Ο Ιάμβλιχος (περ. 245 - περ. 325 μ.Χ.) γεννήθηκε στη Χαλκίδα της βόρειας Συρίας (το σημερινό Qinnesrin), μια διανοητικά «ζωηρή» πόλη, σε μια ακμάζουσα περιοχή που διατέλεσε σε ειρήνη για περισσότερα από 200 χρόνια (παρά το γεγονός ότι οι Πέρσες το 256 εισέβαλαν σε αυτή). Μαθήτευσε κοντά στον Πορφύριο, πιθανώς στη Ρώμη ή τη Σικελία και παρά το γεγονός ότι διαφώνησαν σε πολλά φιλοσοφικά σημεία, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρούμε ότι δεν σεβάστηκαν ο ένας τον άλλο. Όταν το 305 ο Σύρος επέστρεψε στην πατρίδα του για να βρει το σχολείο του στην Απάμεια (κοντά στην Αντιόχεια), ήδη η πόλη ήταν γνωστή για τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους της. Μεταξύ των φιλοσόφων που δίδαξε ήταν ο Αιδέσιος (πέθανε το 355 μ.Χ.) που δίδαξε το Μάξιμο τον Εφέσιο (πέθανε το 370) οποίος με τη σειρά του μύησε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό (331-313 μ.Χ.) στα μυστήρια του Νεοπλατωνισμού και τον ενθάρρυνε στην καταδικασμένη προσπάθεια της αναζωογόνησης της ειδωλολατρίας αντί στη διάδοση του χριστιανισμού.

Σε μια εποχή που οι περισσότερες πλούσιες οικογένειες επέλεγαν ελληνικά ονόματα, ο Ιάμβλιχος επέλεξε να κρατήσει το σημιτικό του όνομα, ίσως για να τιμήσει τους ευγενείς προγόνους του, μερικοί από τους οποίους ήταν ιερείς στην Έμεσα. Αυτή η επιλογή συμφωνεί και με τη γενική του άποψη για τον ελληνικό πολιτισμό που, συμφωνώντας με τον Πλάτωνα (Νόμοι 657α), θεωρεί ότι οι Έλληνες άλλαξαν τις αρχαίες παραδόσεις υπερβολικά και δεν σεβάστηκαν τους αρχαιότερους πολιτισμούς: Διότι, οι Έλληνες είναι νεωτεριστές και παρασύρονται παντού, χωρίς να έχουν σταθερότητα οι ίδιοι, χωρίς να διαφυλάσσουν αυτά που λαμβάνουν, καθώς γρήγορα τα εγκαταλείπουν, παραλλάσσοντας κάθε πράγμα μέσω μιας ασταθούς επιθυμίας να ανακαλύψουν κάτι καινούριο (25). Ο Ιάμβλιχος, λοιπόν, επιχειρεί να εναρμονίσει τη λογική της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας με τις αρχαίες θρησκευτικές πρακτικές των Αιγυπτίων, των Ασσυρίων και των Χαλδαίων .

 

Η αυθεντικότητα του Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων και οι πρώτες μεταφράσεις

Σε ότι αφορά την αυθεντικότητα του Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων, δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα στις πρώτες μεταφράσεις και εκδόσεις. Ωστόσο, το 19° αιώνα, ο Ε. Zeller (27) διαφώνησε με την παραδοχή πως το έργο ανήκει σε ένα μαθητή φιλοσοφίας από τη Συρία

Το 1911, ωστόσο, ένας μαθητής του W. Kroll, του επιμελητή της πρώτης κριτικής έκδοσης των Χαλδαϊκών Χρησμών, ο K. Rasche, παρέθεσε δυνατά επιχειρήματα υπέρ τις πατρότητας του έργου από τον Ιάμβλιχου, συγκεντρώνοντας αρχαίες μαρτυρίες, αυτή του Πρόκλου πάνω στα σχόλια που υπήρχαν στα προηγούμενα χειρόγραφα και αυτή του Δαμασκίου (28).

Ο πραγματικός τίτλος του βιβλίου είναι η πρόταση που καταγράφεται ακριβώς πριν από την αρχή του πρώτου βιβλίου και αμέσως μετά την πιστοποίηση της πατρότητας της συγγραφής του έργου από τον Ιάμβλιχο: Απάντηση του Αβάμμωνος, του διδασκάλου, στην επιστολή του Πορφυρίου προς τον Ανεβώ και λύσεις των αποριών που τίθενται σε αυτήν . Σύμφωνα μάλιστα με το Μιχαήλ Ψελλό, ο οποίος παραθέτει μαζί με το Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων και την Επιστολή του Πορφύριου, τα δύο κείμενα είναι αλληλοεξαρτώμενα και ποτέ δεν θα έπρεπε να χωριστούν (30). Οι πρώτες μεταφράσεις του έργου φαίνεται να είναι εκείνες Marsilio Ficino (Βενετία, 1497) και του Nicolas Scutellius (Ρώμη, 1556), ενώ οι δύο πρώτες εκδόσεις του ελληνικού κειμένου είναι αυτές από τον Thomas Gale, στην Οξφόρδη το 1678 και τον Gustave Parthey στο Βερολίνο, το 1857. Ο Marcilio Ficino χρησιμοποίησε για τη μετάφραση του τα χειρόγραφα του κώδικα Vallicellanus F20 (αντίγραφο του 1460), συχνά διορθώνοντας και γράφοντας στα περιθώρια την αρχική λατινική μεταφραστική δοκιμής Δυστυχώς, όμως, ούτε τα χειρόγραφα αυτά ούτε οι άλλοι κορυφαίοι κώδικες παράδοσης (Marcianus graecus 244 -προγενέστεροι του 1458) δεν χρησιμοποιήθηκαν στην έκδοση του Gale. Πρέπει, λοιπόν, να ψάξουμε δύο αιώνες μετά, στην έκδοση του Parthey, για να βρούμε μια δεύτερη έκδοση του κώδικα (32). Το Περί Μυστηρίων έχει μεταφραστεί στην αγγλική από τον Τh. Taylor (1821), τον Α. Wilder (1881-1885) και πρόσφατα από τους E. Clarke, J. Dillon και J. Hershbell (2004), στη γαλλική από τον P. Quillard (Παρίσι, 1895) και τον E. Des Places (1966) και στη γερμανική από τον Th. Hopfner (Λειψία, 1922.).

 

Ιαμβλίχου Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων

Το κείμενο του Ιαμβλίχου χωρίζεται σε 10 βιβλία και είναι μια απάντηση στην επιστολή του Πορφυρίου προς τον Ανεβώ. Σε αυτή την επιστολή, ο Πορφύριος επιτίθεται κατά της θεουργίας και ειδικότερα των πρακτικών της εφαρμογών από τους υπηρέτες της καινούριας τέχνης, ενώ οι απαντήσεις του Ιαμβλίχου συνιστούν την υπεράσπιση της θεουργίας.

Στο πρώτο λοιπόν βιβλίο, που αναφέρεται στη σοφία των Χαλδαίων και των Αιγυπτίων (1.1-2), εισάγεται ένας αριθμός ερωτήσεων, σχετικών με τη συμφυή σχέση της ψυχής με τα ανώτερα γένη (1.3) και την κυριαρχία (1.4) του αγαθού, των ψυχών, των ενδιάμεσων γενών και των εσχάτων (1.5-7), απορρίπτονται συγκεκριμένες διαλεκτικές σχέσεις (1.8-10) και ορίζεται η αληθινή θεουργία (1.11), σύμφωνα με την οποία το θείο διαφεύγει της γοητείας, του πάθους και της βίας (1.12-14 και 21), ενώ οι διαφορές των θεών και των δαιμόνων, όπως και η προσευχή δικαιολογούνται αν απευθύνονται στην καθαρή νόηση (1.15). Έτσι, η ενσάρκωση των θεών δεν αντιτίθεται στη θειότητα των ουράνιων σωμάτων και η δυνατότητα να τα θεωρούμε, δεν αποδίδεται στους δαίμονες (1.16-17 και 19-20), καθώς η γένεση, η μετοχή και η μεταβολή είναι οι κύριες αιτίες του κακού (1.18).

Στο δεύτερο βιβλίο υποδεικνύονται οι υπόλοιπες διαιρέσεις των ανωτέρων γενών: οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι, οι δαίμονες, οι άρχοντες του κόσμου ή της ύλης και, τέλος, οι ψυχές. Έτσι, η ανάλυση του γένους των δαιμόνων, η φύση και οι ενέργειες των οποίων περιγράφονται στα δύο πρώτα κεφάλαια, εξυπηρετούν στην ανάλυση των άλλων τάξεων, επενεργούν στα οράματα (2.3), στις δυνάμεις (2.4), στην αρετή του εξαγνισμού (2.5), αντιπαραθέτονται με τα οράματα (2.6 και 9) και ελέγχονται προσεκτικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ανώτερες τάξεις (2.7) και τη λεπτότητα του φωτός (2.8). Τέλος, κρίνονται ως μια ψευδαίσθηση ανάμεσα στα φαντάσματα (2.10), ενώ η δύναμη της θεουργίας έρχεται από τους θεούς και όχι από τους ανθρώπους (2.11).

Το τρίτο βιβλίο, είναι αφιερωμένο στη μαντική. Η μοναδική αλήθεια έρχεται από τους θεούς (3.1) και η ευδαιμονία δια της θεουργίας (3-31). Ο Ιάμβλιχος εξετάζει τη μαντική όλων των τύπων: Κατά τη φάση του ύπνου και των ονείρων (3.2-3)» του ενθουσιασμού και της θεοφορίας (3.4 και 7), της έμπνευσης, της κατοχής (3-5) και της έλξης του πνεύματος (3-6). Στη συνέχεια ακολουθούν οι εντυπώσεις της μουσικής (3.9), οι Κορύβαντες (3-10), τα Ιερά Μαντεία των Δελφών, του Κολοφώνα και των Βραγχιδών (3.11), ενώ ελέγχεται η μαντική δύναμη των θεών (3.12) και η ιδιωτική παρατήρηση των χαρακτήρων (3.13), κρίνοντας πως η αγωγή φωτός ή η «φωταγωγία» είναι η μοναδική μέθοδος των θεών (3.14), σε αντίθεση με τις κατά πολύ κατώτερες μεθόδους των ανθρώπων (3.15.16). Η γενναιοδωρία, μάλιστα, των θεών είναι εμφανής στη μαντεία (3.17) όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες ανώτερες επεμβάσεις, με αποτελέσματα ανάλογα (3.18). Στη συνέχεια, ο Ιάμβλιχος δικαιολογεί όλες αυτές τις επεμβάσεις (3.19-21) και απαντά στις ενστάσεις που προκύπτουν (3.22-24), αναφέρεται στα δύο είδη της παραφροσύνης, την έκσταση και τη μανία (3.25), συζητά την πρόγνωση του μέλλοντος, λέγοντας πως διαφέρει από εκείνη των ζώων (3.26-27), σχολιάζει τα είδωλα που παράγουν ορισμένες απομιμήσεις της θεουργίας, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι παρά μονάχα φανταστικά ομοιώματα (3.28-29) και τέλος, συζητά τα ενεργήματα των δαιμόνων (3-30).

Στο τέταρτο βιβλίο συζητούνται οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να ελέγξουμε τους θεούς (4.1-2), κατά πόσο θα πρέπει να καταργήσουμε τις παρακλητικές ευχές (4.3) μήπως η θεία και η ανθρώπινη δικαιοσύνη (4.4-5) είναι η αιτία και η αφορμή του κακού (4.5-7)· Επίσης, ελέγχεται κατά πόσο οι θεοί δεν είναι οι δημιουργοί (4.10-11) και αν ο πάνδημος θεός δεν είναι ο ιδιάζων (4.8-9) αλλά μονάχα η ένταση και η επιθυμία της φύσης (4.12-13).

Το πέμπτο βιβλίο πραγματεύεται το ζήτημα των θυσιών. Οι θεοί, λοιπόν, δεν είναι εμπαθείς όπως οι άνθρωποι (5.1-3) ενώ οι θυσίες που διενεργούν οι δεύτεροι δεν είναι άσχετες με την εγκράτεια (5.4), παρά το γεγονός ότι η λειτουργία τους είναι ανάρμοστη της αξιοπρέπειας που έχουν οι θεοί (5.5-7). Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις πεποιθήσεις των Αιγυπτίων σχετικά με τους λόγους τέλεσης θυσιών (5.8), στην ανώτερη αρχή που συγκινείται (5.9), στην αναγκαιότητα των θυσιών για όλα τα ανώτερα γένη (5-10-11) και στις θυσίες των άυλων (5.Ι2) και των υλικών θεών (5.13-14), καθώς οι άνθρωποι ζουν τόσο υλικά όσο και άυλα (5.15-Ι7)· Οι θυσίες χωρίζονται και αλλιώς, σε νοητικές, υλικές και ενδιάμεσες (5.18-19), ανάλογα με το αν η συμμετοχή είναι υπερκοσμική ή κοσμική (5.20). Τα υπόλοιπα θεία μετέχουν ισότιμα στα γένη (5.21-23), οι θυσίες διαιρούνται σύμφωνα με την κατά τόπους διανομή των θεών, θα πρέπει να τηρούν τους κανόνες σεβασμού απέναντι σε αυτούς που απευθύνονται (5.24-25) ενώ τέλος, οι προσευχές παίζουν μεγάλο ρόλο σε αυτές (5.26).

Το έκτο βιβλίο αφορά στην αυτονόητη καθαρότητα του ιεροφάντη, στη δυνατότητα που έχει να μπορεί να ακουμπήσει σώματα πεθαμένων ζώων (6.1-2), στην ιδιότητα τις ψυχής των ιερών ζώων να συνδέει τους δαίμονες με τους ανθρώπους (6.3), στην αϋλότητα, και την απάθεια που επηρεάζει την τέλεια μαντεία (6.4) και στις απειλές που εκστομίζονται κατά τις μαντείες ενάντια των δαιμόνων και όχι των θεών (6.5-7).

Το έβδομο βιβλίο περιγράφει τη συμβολική μυσταγωγία των Αιγυπτίων, το βόρβορο, το λωτό, τη βάρκα του ήλιου (7.1-2), τα ζώδια (7.3), τα σημαντικά βαρβαρικά ονόματα που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τις προσευχές (7.4-5) ενώ το όγδοο τη μεγάλη έλξη στη θεολογία των Αιγυπτίων, την πρωταρχική αιτία (8.1), τον προπάτορα και ουσιοπάτορα θεό (8.2), τους υπέρτατους θεούς (8.3), την ερμητική αστρολογία (8.4-5) την αστρολογία και το πεπρωμένο (8.7-8).

Το ένατο βιβλίο ασχολείται με τους προσωπικούς δαίμονες (9-12.), που αναζητούν να συμβιβαστούν με τη μοίρα (9·3-7) οι οποίοι μάλιστα είναι μοναδικοί (9.8-9) και δίνεται η κατάλληλη τάξη γνωστοποίησης των δαιμόνων (9.8-9), ενώ τέλος, το δέκατο ορίζει την ευδαιμονία και την πορεία του ανθρώπου προς την ένωση με τους θεούς (10.1). (17) Ωστόσο, η φυσική ικανότητα της πρόβλεψης κρίνεται αρνητικά (10.2-3), σε αντίθεση με τη θεία μαντική, που απελευθερώνει από τα δεσμά της μοίρας (10.4-5) και συνενώνει τα μέρη της ολότητας, οδηγώντας την ψυχή στο δημιουργό του σύμπαντος και συνενώνοντας την σύμφωνα με τον αιώνιο λόγο. Η ολοκλήρωση του σκοπού της ιερατικής ανάληψης (10.6) οδηγεί στο αγαθό, την κάθαρση της ψυχής, τη λύτρωση και τη σωτηρία των απαίδευτων (10.7) (18). Το δέκατο βιβλίο κλείνει με παράκληση στους θεούς να βοηθήσουν στην ασφαλή θεώρηση των νοημάτων και να μας παρέχουν την αιώνια αλήθεια, δίνοντας μας τις τελειότερες νοήσεις σχετικά με το θείο (10.8).

 

Η θεουργική πράξη

Η θεουργία αναφέρεται στις τελετουργικές πρακτικές που κατευθύνονται προς τους θεούς, σε αντίθεση με τη θεολογία, που αναφέρεται στη λογική συζήτηση για τους θεούς. Επίσης, αναφέρεται στις δραστηριότητες των θεών με τις οποίες μεταμορφώνουν τους θεουργούς, καθώς στοχεύει στον καθαρισμό, τη λύτρωση και τη σωτηρία της ψυχής. Η θεωρητική βάση της θεουργίας περιγράφεται στην απάντηση της Επιστολής του Πορφυρίου στον Ανεβώ και συνιστά μια συστηματική απάντηση σε διάφορες αντιρρήσεις που προβάλλονται από τον Πορφύριο κατά της θεουργικής πρακτικής.

Η θεουργία στηρίζεται στην ιδέα ότι, καθώς ο Δημιουργός οργάνωσε την ύλη σύμφωνα με τις αιώνιες μορφές, τα υλικά αντικείμενα αποκαλύπτουν τις μορφές και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα από την ψυχή για να ενοποιηθεί ξανά με τη Μονάδα. Ειδικότερα, μια θεουργική ιεροτελεστία χρησιμοποιεί ορισμένα σύμβολα, τα οποία οι θεοί αποτύπωσαν με τις μορφές. Το ηλιοτρόπιο, λόγου χάριν, είναι ένα σύμβολο για τον ήλιο επειδή γυρίζει προς το μέρος του, όπως και ο κόκορας που καλεί την ανατολή του. Επιπλέον ο ήλιος, σαν πηγή του φωτός και της ζωής και κυβερνήτης του κόσμου μας, δείχνει προς την άφατη Μονάδα (33). Ομοίως, ο Δημιουργός τοποθέτησε τα σύμβολα μέσα σε κάθε ενσαρκωμένη ψυχή, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι το αγνοούν.

Δια της απορροής, η αιώνια μορφή διαχέεται στην πολλαπλότητα και στο χωροχρόνο, ενώ ο θεουργός προσπαθεί να αποκαταστήσει την ενότητα της μορφής ξανασυγκεντρώνοντας τα σύμβολα, είτε είναι υλικά είτε οπτικά (φαντάσματα και εικόνες) είτε ηχητικά (επικλήσεις και ύμνοι), δημιουργώντας ένα περιβάλλον για το θεό και εγείροντας στην ψυχή του τα κατάλληλα σύμβολα που θα του δείξουν την ορθή οδό προς την ευδαιμονία . Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι η μορφή είναι αποτέλεσμα της απορροής από την ουσία, μέσω της θεουργίας η ενσαρκωμένη ψυχή επιστρέφει στην ουσία της. Ακόμη, ο Έρωτας που φέρνει μαζί όλα τα θεϊκά σύμβολα, φέρνει επίσης και το θεουργό πιο κοντά στο θεό, ολοκληρώνοντας την ερωτική σχέση του κόσμου με τη Μονάδα (35)

 

 

Σημειώσεις

10. Για τα θέματα αυτά, βλέπε Τh. Whittaker, The NeoPlatonists: A Study in the History of Hellenism, Georg Olms Verglagbuchhandlung, Hildesheim, 1961 κεφ.7, σσ. 107-120. Βλέπε επίσης Α. Η. Armstrong (επ.), The Cambridge History of Later Greek and Early Medieval Philosophy, Cambridge University Press, 1970, σσ. 283-297.

11. Για τις καταστροφές στην αρχαιοελληνική γραμματεία, βλέπε, Ι. Ευαγγέλου, Ελληνικός Πολιτισμός, Αθήνα, εκδ. Σαββάλα, 1995, σσ. 294-304, ειδικά σ. 301.

12. Βλέπε Πορφυρίου Προς Μαρκέλλαν, 24. Για τα ζητήματα αυτά, βλέπε και Ε. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας, μτφρ. Κ. Αντύπας, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1995, ειδικά κεφ.4, σσ. 161-211.

13. Βλέπε J. Bidez, Vie de Porphyre, Hildesheim, Olms, 1964.

14. Βλέπε και την Εισαγωγή του Ε. E. Des Places, στο Jamblique, Les Mysteres d’ Egypte, σ. 12.

15. E. Zeller, Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwincklung, σ. 723, σημ·3.

16. Βλέπε Α. Smith, «Porphyrian Studies since 1913» στο Aufstieg und Niedergang der Römischen Welt, II, 36.2 (Berlin and New York, 1987), σσ. 719-773, ειδικά σσ. 722-725.

Ι7. Βλέπε Πλωτίνου Εννεάδες, 7 τόμοι, μτφρ. στην αγγλική από τον Α. Η. Armstrong, Cambridge/Massachusetts,1995, τόμος Ι, σ. 87

18. Βλέπε Ε. Clarke, Iamblichus "De Mysteriis": A manifesto of the Μiraculous, σ. 6.

19. Βλέπε Ρ. Athanassiadi, "Dreams, Theurgy and Freelance Divination: The Testimony of Iamblichus", The Journal of Romand Studies, vol. LΧΧΧΠΙ, 1993, σσ. 115-130, ειδικά σ. 116, σημ.3.

20. Βλέπε Η. D. Saffrey "Abammon, Pseudonyme de Jamblique", στο Philomathes - Studies and Essays in the Humantities in Memory of Philip Merlan, R.B. Palmer & R.G. Hammerton - Kelly (επ.), The Hague: Martinus Nijhoff, 1971, σσ. 2.27-239, ειδικά σσ. 231-233.

21. Βλέπε Ευναπίου, Βίους φιλοσόφων και σοφιστών [Philostratus and Eunapius The Livers of Sophists, W. Wright (επ.), London, 1992], σ. 473.

22. Βλέπε τη σημ.2. στη μετάφραση. (2. Η μαρτυρία αυτή, κάποιου ανωνύμου Έλληνα συγγραφέα, που προστέθηκε στην αρχή του χειρογράφου, πιστοποιεί την πατρότητα της συγγραφής του έργου από τον Ιάμβλιχο. Σύμφωνα, μάλιστα με τον M.Sicherl, έχει γραφεί από τον Μιχαήλ Ψελλό [1018-(;)1078]. Βλέπε M.Sicherl, "Michael Psellos und Iamblichos de Mysteriis", Byzantinische Zeitschrift, 53, 1960, σσ.8-19.

Για τις παραλλαγές, από κώδικα σε κώδικα, της λέξης «κομματικόν» (συμμαντινόν, συμβατικόν, σημαντικόν) και τις πιθανές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της λέξης, βλέπε André - Jean Festugière, La révélation d’ édition Les Belles Lettres, 1949-1954, τ.3, σ.48, σημ.2.

Το γεγονός τώρα ότι, αυτή η γνώμη είναι πράγματι (ή τουλάχιστον συμβιβάζεται απολύτως με τη θέση) του Πρόκλου, καθίσταται φανερό και από ένα απόσπασμα του υπομνήματος του Εις τον Πλάτωνος Τίμαιον, όπου ο μεγάλος εκπρόσωπος της Αθηναϊκής σχολής, γράφει: καὶ μὴν καὶ ἡ τῶν Αἰγυπτίων παράδοσις τὰ αὐτὰ περὶ αὐτῆς φησιν· ὁ γὲ τοι θεῖος Ἰάμβλιχος ἰστόρησεν, ὅτι καὶ Ἑρμῆς ἐκ τῆς οὐσιότητος τὴν ὑλότητα παράγεσθαι βούλεται (1.386.8-11). Βλέπε και G. Shaw, Theurgy and the Soul. σ.28

23. Βλέπε E. Clarke, Iamblichus "De Mysteriis": A manifesto of the miraculus, σ. 7.

24. Ο πρώτος αριθμός παραπέμπει στο βιβλίο (από 1-10), ο δεύτερος στο κεφάλαιο του βιβλίου, ο τρίτος στη σελίδα της έκδοσης του Parthey και οι υπόλοιποι στις γραμμές τις κάθε σελίδας που είναι χωρισμένες ανά πέντε. Η αρίθμηση σύμφωνα με τη στερεότυπη έκδοση που επιμελήθηκε ο Parthey, στην οποία και παραπέμπουν σχεδόν όλοι οι μελετητές, αναγράφεται στο αριστερό μέρος τις σελίδας του αρχαίου κειμένου.

25. Ιαμβλίχου Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων, 7.5.

26. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία και τα έργα του, βλέπε «Ιαμβλίχου Περί του Πυθαγορικού βίου (ΠΒ) μτφρ. Α. Πέτρου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2001, Εισαγωγή, σσ. 46-57.

27. Βλέπε E. Zeller, Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwincklung, 3 τόμοι, Leipzig, 1913, σσ. 774-783

28. Για τις μαρτυρίες αυτές, βλέπε S.Fronte, "Sull' autenticita del De mysteriis di Giamblico", Siculorum gymnasium, N.S., 7, 1954, σσ.241-250

29. Για το ζήτημα αυτό, βλέπε και D.J. O' Meara, Platonopolis Platonic Political Philosophy in Late Antiquity, Oxford, Clarendon Press, 2003, σσ. 125-126.

30. Για το ζήτημα αυτό, βλέπε H.-D. Saffrey, "Les livres IV a VII du De Mysteriis de Jamblicque relus avec la Lettre de Porphyre a Anébon", στο The Divine Iamblichus: Philosopher and Man of Gods, H.J. Blumenthal & E. G. Clark (επ.), London, Bristol Classical Press, 1993, σσ. 138-143, ειδικά σ. 144.

31. Το ίδιο, σ. 145 και Jamblique, Les Mystères d Egypte, Εισαγωγή, σσ. 6-7.

32. Βλέπε Α. R. Sodano, "La tradizione manoscritta del tradatto De Mysteriis di Giamblico", Giornale italiano di filologia, 5, Ι952, σσ. 1-18.

33. Για τη σημασία του Ήλιου στους πυθαγορείους και τους νεοπλατωνικούς, βλέπε, Ιαμβλίχου Προτρεπτικός επί φιλοσοφίαν (ΠΦ), μτφρ. Πέτρου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2002, σημ.154, σσ. 433-435 και C.J. de Vogel, Pythagoras and Early Pythagoreanism, Assen, van Gorcum, 1966, σ. 201

34. Ιαμβλίχου Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων, 10.1

35. Για τη βιβλιογραφία σχετικά με τη θεουργία, βλέπε τη σημείωση 1 στο μεταφρασμένο κείμενο. [1. Ο H. D. Saffrey ("Abammon, pseudonyme de Jamblique") μας λέει ότι ο Αβάμμωνας ήταν ένα θεοφορικό όνομα, που συνδύαζε τη συριακή λέξη για τον πατέρα «ab(ba)» με τον Αιγύπτιο θεό Άμμωνα, ο οποίος ομοιάζει με τον ελληνικό Δία. Έτσι, ο Αβάμμωνας ήταν μια δημοφιλής μεταγραφή του ελληνικού «πάτερ θεού» ή «θεοπάτορα» και, σύμφωνα με το ιερατικό σχήμα του Ιάμβλιχου, περιγράφει το θεουργό. Για τη σημασία της λέξης «θεουργός» (αυτός που ενεργεί πάνω στους θεούς ή, ακόμη, τους «δημιουργεί») και τον πρώτο άνθρωπο που έλαβε το χαρακτηρισμό αυτό (τον Ιουλιανό που έζησε την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου), βλέπε E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, Αθήνα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1977, Παράρτημα ΙΙ, «Θεουργία», σσ.234-257, ειδικά σσ.234-236 και J.M. Rist, "Pseudo-Dionysius, Neoplatonism an the weakness of the soul", στο From Athens to Chartres: Neoplatonism and Medieval Thought, H.J.Westra (επ.), Leiden/New York/Köln, E.J.Brill, 1992, σσ.135-161, ειδικά σσ.141-144.]

 

Πηγή: Ιάμβλιχος, Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων, Τόμος Α΄, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Αλέξιος Α. Πέτρου, Εκδόσεις Ζήτρος 2005, προσφορά της Εφημερίδας Το Βήμα, Αρχαίοι Συγγραφείς, σσ. 18-48

 

 

Σημειώσεις α.α.

01. Ο Πορφύριος θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη των Θεών, ενώ αμφισβητεί την ύπαρξη του Χριστιανικού Θεού, χωρίς όμως η μια θρησκεία να του γεννά λιγότερες ερωτήσεις από εκείνη την άλλη.

02. Ο Πορφύριος στο Κατά Χριστιανών υπερασπίζεται την θέση πως οι θεοί δεν κατοικούν μέσα σε αγάλματα, παρότι εδώ προς την μεριά της θρησκείας του διερωτάται για ποιο λόγο συμβαίνει κάτι τέτοιο, δηλαδή για ποιο λόγο οι θεοί εις τους ομνύει περιορίζονται τοπικά [Πρβλ. IV, 21] δίδοντας πάτημα εις την κατηγορία των Χριστιανών περί «πολυαρχίας» των θεών [Πρβλ. IV, 20].

03.Οι χαρακτηριστικές απορίες των Χριστιανιών προς τους λεγόμενους «αρχαίους θεούς» δεν φαίνεται να λείπουν ούτε από τον Πορφύριο, παρότι ο ίδιος τους υπερασπίζεται και επιθυμεί να τους τιμά [Πρβλ. IV, 21].

04. Πιθανόν εδώ ο Πορφύριος να αναφέρεται και εις τα τεκταινόμενα κατά την «αστρική προβολή».

05. Αυτή την κατηγορία περί «ενθουσιασμού», δηλαδή την κατοχή του «προφήτη» από πνεύμα, καταγγέλλουν πολλοί της αρχαιότητας όπως και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την Πυθία.

06. Μέσα σε αυτά περιλαμβάνονται και τα ναρκωτικά με τα οποία οι αρχαίες θρησκείες ήσαν άρρηκτα συνδεδεμένες, όπως άλλωστε υποστηρίζουν και σύγχρονοι Έλληνες νεοπαγανιστές για τα Ελευσίνια Μυστήρια και το Κυκεώνα.

07. Πλήρης ασυμφωνία Χριστιανισμού και Αρχαίων Θρησκειών.

08. Πρβλ. IV, 21, Κατά Χριστιανών.

09. Εις την υπεράσπιση της αρχαίας θρησκείας στο Κατά Χριστιανών, [Πρβλ. IV, 21] ο Πορφύριος φαίνεται να «γνωρίζει» τις απαντήσεις εις τις ερωτήσεις τις οποίες θέτεις εις την Επιστολή Προς Ανεβώ.

10. Αυτές τις διδασκαλίες περί ευχαρίστησης των θεών από μυρωδιές, διαδίδουν σήμερα και οι Έλληνες παγανιστές.

11. Αυτή είναι επίσης μια σύγχρονη κατηγορία προς τους απανταχού εθνικιστές νεοπαγανιστές, δηλαδή η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από, υποτίθεται, «Έλληνες» θεούς.

12. Αυτή είναι μια «πρωτοφανής» κατηγορία προς τους σύγχρονους Έλληνες παγανιστές, οι οποίοι διαρκώς ισχυρίζονται πως η δική τους θρησκεία έχει «ανοχή» απέναντι στις άλλες. Ο Πορφύριος, αυτός ο «πολυαγαπημένος» τους φιλόσοφος αφήνει γραπτή αυτή την συνταρακτική μαρτυρία για έναν ιερέα ενός σημαντικότατου ειδωλολατρικού έθνους της αρχαίας εποχής, εκείνου των Αιγυπτίων. Ασφαλώς δεν είναι η μόνη.

13. Αυτά τα «αλμανάκ» συμβουλεύονται ακόμη και σήμερα μια σειρά πλανεμένων της ελληνικής κοινωνίας εις προσπάθεια «πρόβλεψης» του επίγειου μέλλοντός τους.

14. Η λεγόμενη «Ειμαρμένη».

15. Πολλές φορές σύγχρονοι ειδωλολάτρες και εθνικιστές της Ελλάδας κατηγορούν τους Χριστιανούς για «μοιρολατρία», αγνοώντας πως στην ουσία οι δικές τους θρησκείες είναι εκείνες που επιδέχονται το δόγμα του «Κάρμα» - «Κισμέτ» και της προδιαγραφής των γεγονότων της ζωής τους. Το ξεχνούν ακόμη και όταν κατηγορούν τον Χριστιανισμό για της καταστροφές των ναών τους και την απαγόρευση της θρησκείας τους στο Βυζάντιο από τους αυτοκράτορες. Κι όμως θα έπρεπε στην ουσία, εάν ήταν «καλοί» και «φρόνιμοι» και «πιστοί» νεοπαγανιστές, παρά υποκριτές, να αποδέχονται την ιστορία ως έχει, αφού «έτσι το είχε η (θεά) Μοίρα τους» παρά τις όποιες επικλήσεις των θεών τους προς αποτροπή της.

16. Μια ξεκάθαρη ιστορική μαρτυρία ενός Εθνικού φιλοσόφου περί κατηγοριών παγανιστών ιερέων προς την μαθηματική επιστήμη ή τουλάχιστον προς την αριθμολογία, κατά της οποίας κινήθηκε και ο Χριστιανισμός. Πολλοί νεοπαγανιστές παλεύουν ως ναυαγοί μέσα στα ψηλά κύματα της αμάθειας γύρω από το αντικείμενο το οποίο υποτίθεται κατέχουν, εξακοντίζοντας διαρκώς «καινοφανή επιχειρήματα» κατά του Χριστιανισμού. Έτσι για παράδειγμα ο ιερέας του Διός και ιατρός σεξολόγος, Παναγιώτης Μαρίνης δημοκοπώντας στο Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 109, στο ένθετο «Θα αναγνωρισθεί επίσημα η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία;» αναφέρει πως στα χρόνια της επικράτησης του Χριστιανισμού συνέβηκε «Απαγόρευσις των επιστημών, "κλείσιμο" των επιστημονικών σχολών, επίσημος αναθεματισμός της αστρονομίας, της γεωμετρίας, των μαθηματικών: «τί φυσῶσιν καὶ βομβέουσιν οἱ Ἕλληνες; τί φαντάζονται πρὸς Ἄρατον, τὸν τρισκατάρατον; τί Πυθαγόραν θρυλλοῦσιν τὸν δικαίως φιμωθέντα;»!». Πραγματικά επιχειρήματα για γέλωτα. Είτε θα πρέπει οι νεοπαγανιστές να αποδεχτούν πως την αρχαία εποχή υπήρχαν τόσο μαθηματικές επιστήμες, όσο και απόκρυφα μαθηματικά, είτε θα πρέπει να σωπάσουν, διότι τουλάχιστον ο Πορφύριος σε αυτή του την μαρτυρία δεν μιλά για αποκρυφισμό, αλλά ξεκάθαρα για επιστήμη. Και αυτό είναι κάτι που οι νεοπαγανιστές θα πρέπει να το διαφημίζουν πρώτα απ’ όλα ανάμεσα στα παραδείγματα που παραθέτουν κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

17. Όλες αυτές οι λόγιες διαμάχες μεταξύ των δύο φιλοσόφων, Πορφυρίου και Ιάμβλιχου, που αναφέρονται και στους δαίμονες, ρίχνουν στον κλασσικό κάλαθο των αχρήστων όλα εκείνα τα ψεύδη των νεοπαγανιστών και των άθεων, που ισχυρίζονται πως οι αρχαίοι δαίμονες είναι τάχα η «επιστημονική γνώση» και πως το νόημα αυτό το «διέστρεψε» ο Χριστιανισμός, εις βάρος πάντοτε του ελληνισμού.

18. Σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, όπου ο Θεός αποκαλύπτεται εις την καρδιά των ανθρώπων, ασφαλώς ακόμη και «απαίδευτων», ο φιλοσοφικός παγανισμός των εμφανίζεται ως «ελιτίστικη» σωτηρία διανοουμένων επίλεκτων, επιβεβαιώνοντας την υπερήφανη στάση τους απέναντι σε μια θρησκεία, ως ο Χριστιανισμός, η οποία αδιαφορεί για το εκπαιδευτικό επίπεδο του παραλήπτη και όπου ενδιαφέρον έχει μόνο ο χαρακτήρας [Πρβλ. IV, 8].

 

 

 

  ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

Διαδίκτυο

01. http://koti.phnet.fi/petripaavola/Bible_SeaofGalilee.html

02. http://www.bibleplaces.com/seagalilee.htm

03. http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm9.htm

04. http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm10.htm

06. http://www.reference.com/browse/wiki/Sea_of_Galilee

07. Google Earth 2007

08. http://www.e-city.gr/santorini/home/view/1102.php

09. http://www.phys.uoa.gr/~nektar/history/tributes/aesop's_fables/syntipas_translation.htm

10. http://homepages.pathfinder.gr/AKADEMIA/site/filosofy/porfyrios1.htm

 

Αρχαίοι Συγγραφείς

01. Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, Προς Μαρκέλλαν, Προς Ανεβώ Επιστολή

02. Φιλόστρατος, Βίος Απολλώνιου Τυανέως ΧV

03. Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσεια

04. Διογένης Λαέρτιος

05. Μακαρίου του Μάγνητος «Αποκριτικός προς Έλληνας»

 

Περιοδικά

01. Iστορικά θέματα, τεύχη 44, 49

02. Τρίτο Μάτι, τεύχος 109

03. Δαυλός, τεύχος 272-273

 

Βιβλία

1. Ιάμβλιχος, Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων, Τόμος Α΄ & Β΄, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Αλέξιος Α. Πέτρου, Εκδόσεις Ζήτρος 2005, προσφορά της Εφημερίδας Το Βήμα, Αρχαίοι Συγγραφείς

02. Πορφυρίου Περί των αποσπασμάτων κατά Χριστιανών, Αγαθάγγελου Γεωργιάδου, εκδόσεις Ιδεοθέατρον, Αθήνα 2000

 

Επιπλέον Βιβλιογραφία

01. Τh. Whittaker, The NeoPlatonists: A Study in the History of Hellenism, Georg Olms Verglagbuchhandlung, Hildesheim, 1961

02. Α. Η. Armstrong (επ.), The Cambridge History of Later Greek and Early Medieval Philosophy, Cambridge University Press, 1970

03. Ι. Ευαγγέλου, Ελληνικός Πολιτισμός, Αθήνα, εκδ. Σαββάλα, 1995

04. Ε. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας, μτφρ. Κ. Αντύπας, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1995

05. J. Bidez, Vie de Porphyre, Hildesheim, Olms, 1964.

06. Ε. E. Des Places, στο Jamblique, Les Mysteres d’ Egypte

07. E. Zeller, Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwincklung, 3 τόμοι, Leipzig

08. Α. Smith, «Porphyrian Studies since 1913» στο Aufstieg und Niedergang der Römischen Welt, II, 36.2 (Berlin and New York, 1987)

09. Πλωτίνου Εννεάδες, 7 τόμοι, μτφρ. στην αγγλική από τον Α. Η. Armstrong, Cambridge/Massachusetts,1995

10. Ε. Clarke, Iamblichus "De Mysteriis": A manifesto of the Μiraculous

11. Ρ. Athanassiadi, "Dreams, Theurgy and Freelance Divination: The Testimony of Iamblichus", The Journal of Romand Studies, vol. LΧΧΧΠΙ, 1993

12. Η. D. Saffrey "Abammon, Pseudonyme de Jamblique", στο Philomathes - Studies and Essays in the Humantities in Memory of Philip Merlan, R.B. Palmer & R.G. Hammerton - Kelly (επ.), The Hague: Martinus Nijhoff, 1971

13. Ευναπίου, Βίους φιλοσόφων και σοφιστών [Philostratus and Eunapius The Livers of Sophists, W. Wright (επ.), London, 1992]

14. Ιαμβλίχου Περί των Αιγυπτίων μυστηρίων

15. Ιαμβλίχου Περί του Πυθαγορικού βίου (ΠΒ) μτφρ. Α. Πέτρου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2001

16. S.Fronte, "Sull' autenticita del De mysteriis di Giamblico", Siculorum gymnasium, N.S., 7, 1954

17. D.J. O' Meara, Platonopolis Platonic Political Philosophy in Late Antiquity, Oxford, Clarendon Press, 2003

18. H.-D. Saffrey, "Les livres IV a VII du De Mysteriis de Jamblicque relus avec la Lettre de Porphyre a Anébon", στο The Divine Iamblichus: Philosopher and Man of Gods, H.J. Blumenthal & E. G. Clark (επ.), London, Bristol Classical Press, 1993

19. Jamblique, Les Mystères d Egypte

20. Α. R. Sodano, "La tradizione manoscritta del tradatto De Mysteriis di Giamblico", Giornale italiano di filologia, 5, Ι952

21. Ιαμβλίχου Προτρεπτικός επί φιλοσοφίαν (ΠΦ), μτφρ. Πέτρου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2002

22. C.J. de Vogel, Pythagoras and Early Pythagoreanism, Assen, van Gorcum, 1966

23. M.Sicherl, "Michael Psellos und Iamblichos de Mysteriis", Byzantinische Zeitschrift, 53, 1960

24. André - Jean Festugière, La révélation d’ édition Les Belles Lettres, 1949-1954

25. Πρόκλος, Εις τον Πλάτωνος Τίμαιον

26. G. Shaw, Theurgy and the Soul

27. E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, Αθήνα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1977

28. J.M. Rist, "Pseudo-Dionysius, Neoplatonism an the weakness of the soul", στο From Athens to Chartres: Neoplatonism and Medieval Thought, H.J.Westra (επ.), Leiden/New York/Köln, E.J.Brill, 1992

 

 Εργασία αφιερωμένη στην Γέννηση του Χριστού

 Ανώνυμος Πιστός & Απολογητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ